Title: Η τρικυμία
Author: William Shakespeare
Translator: Iakovos Polylas
Release date: February 25, 2010 [eBook #31405]
Most recently updated: January 6, 2021
Language: Greek
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. A footnote has been transferred at the end of the book.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό.
Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.
Μία υποσημείωση έχει μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
1913
Το λεκτικόν της μεταφράσεως έμεινεν όπως εις την πρώτην έκδοσιν, με σπανίας παραλλαγάς, σύμφωνα με τας γλωσσικάς αντιλήψεις του Πολυλά — όπως φανερώνονται εις την πολύ μεταγενεστέραν μετάφρασιν του Άμλετ.
Ο εκδότης
Π Ρ Ο Σ Ω Π Α
ΑΛΟΝΖΟΣ, βασιλέας της Νεάπολις
ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, αδελφός του.
ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, ο νόμιμος δούκας του Μιλάνου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ, αδελφός του, ο άνομος δούκας του Μιλάνου.
ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ, υιός του βασιλέα της Νεάπολις.
ΓΟΝΖΑΛΟΣ, τίμιος γέροντας, σύμβουλος του βασιλέα της Νεάπολις.
ΑΔΡΙΑΝΟΣ, )
) Ευγενείς
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ,)
ΚΑΛΙΜΠΑΝ, άγριος και κακόμορφος δούλος.
ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ, ξεφαντωτής.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ, μέθυσος κελλάρης.
Καραβοκύρης, πλωτάρης και ναύταις.
ΜΙΡΑΝΤΑ, θυγατέρα του Προσπέρου.
ΑΡΙΕΛ, αέριο Πνεύμα.
Η ΔΗΜΗΤΡΑ. )
Η ΗΡΑ. )Πνεύματα
ΝΥΜΦΑΙΣ. )
ΘΕΡΙΣΤΑΔΕΣ.)
Άλλα Πνεύματα, που υπηρετούν τον ΠΡΟΣΠΕΡΟ.
ΣΚΗΝΗ. — Κατ' αρχάς ένα καράβι στη θάλασσα· έπειτα ένα έρημο νησί.
Καράβι' ς την θάλασσα· θαλασσοζάλη με βροντές και μ' αστραπές
(Μπαίνουν ο ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ και έπειτα ο ΠΛΩΡΗΤΗΣ}.
ΚΑΡΑΒ. Πλωρήτη, —
ΠΛΩΡ. Εδώ, αφέντη — πώς ακούς την καρδιά σου;
ΚΑΡΑΒ. Καλά· φώναζε τους ναύταις· βάλε όλα σου τα δυνατά, ειδεμή θα τσακισθούμε. (Βγαίνει).
(Μπαίνουν Ναύταις).
ΠΛΩΡ. Ελάτε, φίλοι μου· σαν παλληκάρια, παιδιά μου· με καρδιά, με καρδιά· μαζώξτε το τρίτο πανί· το νου σας στη σφυρίχτρα του καραβοκύρη. — Φύσα, ξεθύμανε όλο σου τον αγέρα, αν σε χωράη ο τόπος!
(Μπαίνουν ο ΑΛΟΝΤΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ, ο
ΓΟΝΖΑΛΟΣ και άλλοι).
ΑΛΟΝΖ. Καλέ Πλωρήτη, φρόντιζε· πού είναι ο καραβοκύρης; κάμετε ωσάν άνδρες.
ΠΛΩΡ. Γεια, στη ζωή σας, κοπιάστε κάτω.
ΑΝΤΩΝ. Πλωρήτη, πού είναι ο καραβοκύρης;
ΠΛΩΡ. Δεν τον ακούτε; Εσείς χαλάτε τους κόπους μας. Μείνετε στες κάμαρές σας· εσείς βοηθάτε την τρικυμία.
ΓΟΝΖ. Έλα, φίλε μου, ολίγ' υπομονή.
ΠΛΩΡ. Αν την είχε το πέλαο. Όξ' από ‘δώ! Έγνοια πώχουν για τον βασιλέα αυτά πού μουγκρίζουν! Κάτω· σιγάτε· μη μας σκοτίζετε.
ΓΟΝΖ. Καλό· μόν' θυμήσου ποίους έχεις εδώ μέσα.
ΠΛΩΡ. Δεν έχω κανένα που ν' αγαπάω καλύτερ' από τον εαυτό μου· του λόγου σου είσαι σύμβουλος· πρόσταξε, αν ημπορής, τούτα τα στοιχεία να βουβαθούνε, και κάμε την ειρήνη ανάμεσό τους, κ' εμείς πλια δεν τραβάμε σχοινί· ας κάμ' η εξουσία σου· αν δεν ημπορείς, κάτεχέ μας χάρη ότι έζησες τόσο, και πήγαινε στην κάμαρή σου, ετοιμάσου για τη συμφορά, αν θε να φθάση, (Προς τους ναύταις). Έξυπνα, παιδιά μου, — Όξω από τη μέση, σας είπα. (Βγαίνει).
ΓΌΝΖ. Εγώ πέρνω μεγάλη παρηγοριά απ' αυτό το υποκείμενο· φαίνεταί μου, αυτός δεν είναι για πνίμμα· μοιάζει όλος για την κρεμάστρα. Κράτει σφικτά, μοίρα καλή, το φούρκισμά του! Τη θηλειά, που του φυλάς, κάμε την για μας παλαμάρι, γιατί, ολίγ' ωφελούν τα δικά μας! Ανίσως αυτός δεν εγεννήθηκε για την κρεμάλα η θέση μας είναι ελεεινή. (Βγαίνουν).
Μπαίνει ο ΠΛΩΡΗΤΗΣ)
ΠΛΩΡ. Κάτω το μεγάλο κατάρτι· σφικτά. Κάτω· παρακάτω μαζώξτε όλα τα πανιά, αφήστε μοναχά το μεγάλο. (Ακούεται κραυγή από μέσα). Πανούκλα στα φωνατά τους! τόσο δεν βροντάει ο καιρός, ούτε αυτό μας το έργο. (Μπαίνουν ο Σεβαστιανός, ο Γονζάλος και ο Αντώνιος). Πάλι πίσω; τι κάνετ' εδώ; θα τ' αφήσουμε γι' απελπισμένο; και θα πνιγούμε; σας αρέσει να βουλήσουμε;
ΣΕΒΑΣΤ. Φάουσα στο λάρυγγά σου. άπονο σκυλί, φωνάρα και βλάσφημε!
ΠΛΩΡ. Δουλεύτε σεις, κάνε.
ΑΝΤΩΝ. Στη φούρκα, σκυλί, στη φούρκα! ληστή, που άλλο δεν ξέρεις ειμή να κάνης αντάρες και να βρίζης· σκιαζόμασθε να πνιγούμε λιγώτερό σου.
ΓΟΝΖ. Τούτος δεν πνίγεται, σας βεβαιώνω εγώ, και ας ήτουν το καράβι μας καρυδοτσέφλι κ' ευκολόπαρτο ωσάν καλοπέσουλη κόρη.
ΠΛΩΡ. Ας βγούμ' όξω· απλώστε τα δυο χαμηλά πανιά, και πάλι στ' ανοικτά.
(Μπαίνουν ναύταις βρεμμένοι).
ΝΑΥΤ. Όλα χαμένα! στα πατερμά μας! στα πατερμά μας! όλα χαμένα!
(Βγαίνουν).
ΠΛΩΡ. Τι; θα κρυώσουν τα χείλη μας;
ΓΟΝΖ. Ο βασιλέας και ο υιός του δέονται! ας κάμουμε το αυτό κ' εμείς, διότι το ίδιο μας μέλλεται.
ΣΕΒΑΣΤ. Σκάζω από τη χολή μου.
ΑΝΤΩΝ. Πες που μεθυστάδες ερρίξανε τη ζωή μας! κύτταξ' εκείνον τον ληστή, τον πλατυλάρυγγα! α! να σε ξεπλύνουν δέκα φορές τα ρεύματα πριν αποπνιγής!
ΓΟΝΖ. Θα κρεμασθή, σας είπα· αγκαλά κάθε ρανίδα άρμης, ορκίζεται το ενάντιο, και χάσκει πλατειά να τον καταπιή. (Ανακατωμένες φωνές από μέσα: Θε! Ελέησέ μας! βουλάμε, βουλάμε! — έχετε γεια, γυναίκα μου, και παιδιά μου! έχε γεια, αδελφέ! βουλάμε, βουλάμε, βουλάμε!)
ΑΝΤΩΝ. Ας πάμε σιμά στον βασιλέα να βουλήσωμ' όλοι μαζή του. (Βγαίνει).
ΣΕΒΑΣΤ. Πάμε να τον αποχαιρετήσουμε. (Βγαίνει).
ΓΟΝΖ. Τώρα εγώ έδινα χίλια μίλια θάλασσα για μία ζευγιά άκαρπο χώμα· ας ήτουν μακρουλό ρίκι, βράχλο μαυρουδερό, ό,τι θέλεις· του θεού το θέλημ' ας γένη! αλλ' αγαπούσα καλύτερα να πεθάνω στεγνός. (Βγαίνει).
(Μπαίνουν ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ και η ΜΙΡΑΝΤΑ).
ΜΙΡ. Αφού με την τέχνη σου, πατέρα μου υπεράκριβε, έφερες τάγρια νερά σε τόση ταραχή, εσύ ταπείνωσέ τα· ο ουρανός δείχνει πώς θα χύση ανυπόφορη πίσσα, μόν' η θάλασσ' ανεβαίνει ως την όψη του στερεώματος και πνίγει τη φλόγα. Ω! τους είδα, και επόνεσα με τους πονεμένους! ένα ωραίο καράβι, που είχε βέβαια μέσα του κάποια αξιόλογα πλάσματα, κατασυντριμμένο! Αχ! ίσια κατά την καρδιά μου ήρθε κ' έκρουσ' εκείν' η βοή! Οι άμοιροι! εχαθήκαν! Αν ήμουν εγώ τότε ένας μεγαλοδύναμος θεός, θα εβύθιζα μέσα στη γη τα πέλαγα, πριν καταπιούν έτσι το καλό πλεούμενο, μ' όσες απάνω του εβαστούσε ψυχές!
ΠΡΟΣΠ. Ησύχασε· μην τρέμης άλλο· λέγε της ελεητικής καρδιάς σου ότι κανένα κακό δεν έγινε.
ΜΙΡ. Ω! ημέρα του πόνου!
ΠΡΟΣΠ. Κακό κανένα. Τάκαμ' όλα για την φροντίδα πώχω για σε, (για σε, μονάκριβή μου θυγατέρα!) που αγνοείς, ποία είσαι, διότι δεν γνωρίζεις πόθεν κατάγομ' εγώ· ούτε πως είμαι πολύ καλύτερος απ' ό,τι φαίνομαι, και για τον Πρόσπερο μεγαλύτερα δεν ηξέρεις, ειμή πως είναι νοικοκύρης ενός φτωχού σπηλαίου και πατέρας σου.
ΜΙΡ. Ο νους μου δεν εγύρεψε ποτέ να μάθη άλλα.
ΠΡΟΣΠ. Είναι καιρός να σου μάθω περισσότερα. Δος μου ένα χέρι να βγάλω το μαγικό φόρεμά μου. Έτσι. (Βάνει κάτω τη χλαμύδα του). — Τέχνη μου, στέκ' αυτού. — Στέγνωσε τα μάτια σου· παρηγορήσου. Το φοβερό θέαμα του καταποντισμού, που έγγιξε μέσα σου όλη τη δύναμη της λύπης, εγώ με κάποιο εύρεμα της τέχνης μου τόσο ακίνδυνα τώχω διορίσει, ώστε ψυχή δεν είναι, — όχι, μηδέ τρίχα έχασε κανείς μέσα σ' εκείνο το καράβι, που άκουσες κ' εβόησε, που είδες κ' εβυθίσθηκε. Κάθισε· γιατί τώρα μέλλεις να μάθης περισσότερα.
ΜΙΡ. Πολλές φορές αρχίνησες να μου ειπής ποία είμαι, πλην έμεινες, και μ' άφησες σε μάταιην έρευνα, τελειώνοντας με το: στάσου, όχι ακόμη.
ΠΡΟΣΠ. Ιδού, η ώρα έφθασε· τούτ' η στιγμή καθαυτό σε προστάζει ν' ανοίξης ταυτιά σου· υπάκουσέ την και πρόσεχε. Θυμάσαι έναν καιρό πριν κατοικήσουμε τούτο το σπήλαιο; δεν το πιστεύω· γιατί δεν είχες ακόμη κλείσει τους τρεις χρόνους τότε.
ΜΙΡ. Μάλιστα, αφέντη, θυμάμαι.
ΠΡΟΣΠ. Ωσάν τι θυμάσαι; άλλην κατοικίαν, ή άλλους ανθρώπους; Εικόνισέ μου το καθετί, που η μνήμη σου έχει φυλάξει.
ΜΙΡ. Είναι πέρα, πέρα, και κάλλια ως όνειρο παρ' ως πράμμα βέβαιο, που ν' αναπαύεται στην ενθύμησή μου. Δεν είχα έναν καιρό πέντ' έξη γυναίκες οπού μ' επρόσεχαν;
ΠΡΟΣΠ. Τες είχες, και περισσότερες. Μιράντα· αλλά πώς σώζετ' αυτό ζωντανό μέσα στο νου σου; Τι άλλο ακόμα ξανοίγεις οπίσω σου στη σκοτεινήν άβυσσο του καιρού; Αφού κάτι θυμάσαι πριν έρθης εδώ, δύνασαι να θυμάσαι και το πώς ήρθες εδώ.
ΜΙΡ. Αυτό δεν το θυμάμαι.
ΠΡΟΣΠ. Δώδεκα χρόνους κ' εδώ, Μιράντα, δώδεκα χρόνους κ' εδώ, ο πατέρας σου ήταν δούκας του Μιλάνου, και δυνατός μονάρχης.
ΜΙΡ. Αφέντη, δεν είσαι ο πατέρας μου;
ΠΡΟΣΠ. Η μητέρα σου ήταν τιμημένη, και αυτή σ' έλεγε θυγατέρα μου· και ο πατέρας σου ήταν δούκας του Μιλάνου, και μόνη του κληρονόμα μία βασιλοπούλα από το γενναίο του αίμα.
ΜΙΡ. Ω Θε! ποία άσχημη μηχανή μας έκαμε κ' εφύγαμ' από κει; ή μήπως ήταν για μας τ' ουρανού χάρη;
ΠΡΟΣΠ. Και τα δύο, κόρη μου, και τα δύο· άσχημη μηχανή, ως είπες, μας έσυρ' από κει, και τ' ουρανού χάρη μας έσωσ' εδώ.
ΜΙΡ. Ω! μου κλαίει η καρδιά ενώ φαντάζομαι πόση θλίψη θα σου επροξένησα τότε κ' εγώ δεν το θυμάμαι! Λέγε, αν αγαπάς.
ΠΡΟΣΠ. Ο αδελφός μου, και θείος σου, τόνομα Αντώνιος. — πρόσεχε, παρακαλώ σε, — ένας αδελφός να βρεθή τόσον άπιστος! — εκείνος, που κατόπι σου, κόρη μου, ήταν ο πολυαγαπητός μου, και του είχα θαρρέψει τη βασιλεία μου, που ανάμεσα στα άλλα κράτη επρώτευε τότε, διότι εις το αξίωμα ο πλέον μεγάλος δούκας ελογιάζετο ο Πρόσπερος, και, για τες ελεύθερες τέχνες, ασύγκριτος. Εις τούτες ενώ εγώ είχα όλον τον νου μου, του αδελφού μου επαράδωσα την κυβέρνηση, και της βασιλείας μου έγινα ξένος, ενώ μ' είχε αρπάξει η αγάπη της μυστικής σπουδής, κ' ήμουν εις εκείνη βυθισμένος. Ο δολερός θείος σου, — ακούς;
ΜΙΡ. Μ' όλη μου την προσοχή, αφέντη.
ΠΡΟΣΠ. Αφού έμαθε μία φορά πώς να στέργη στα ζητήματα, πώς να τ' αρνιέται, ενός να δίνη ύφος, άλλου να κόφτη την περισσή κορυφή, αυτός εξανάπλασε τα πλάσματα που ήταν δικά μου· εννοώ, ότι από τα υποκείμενα άλλα άλλαξε, και άλλα εξαναμόρφωσε, κ' έχοντας το κλειδί τόσο του επαγγελματικού όσο του επαγγέλματος, εσυμφώνησε όλες τες καρδιές εις το Κράτος όπως άρεσε της ακοής του· εις τρόπον ώστε, ιδού, αυτός εγίνη ο κίσσερας, που έκρυψε τη βασιλική μου ρίζα, κ' ερρούφηξε από πάνου της την χλωρασιά μου. — Δεν προσέχεις. Παρακαλώ, άκουε με.
ΜΙΡ. Γλυκέ μου πατέρα, αφοκράζομαι.
ΠΡΟΣΠ. Το να είμαι, ως είπα, αδιάφορος εις τα κοσμικά τέλη, και όλος αφιερωμένος εις την μοναξιά, και εις το να πλουτίζω τον νου μου με πράμμα που, ανίσως δεν ήταν, όπως είναι, απόκρυφο, άξιζε για όσα θαυμάζει ο κόσμος, αυτό εξύπνησε την κακή προαίρεση του δολερού αδελφού μου, και το θάρρος μου, καθώς τυχαίνει ενός καλού γονέα, εγέννησε μέσα εις εκείνον μίαν δολιότητα, στο ενάντιο της τόση, όσο ήταν το θάρρος μου· άμετρο θάρρος τωόντι, τέλεια εμπιστοσύνη! Αυτός, βλέποντας εις τα χέρια του όχι μόνον όλα τα εισοδήματά μου, αλλά και όσα άλλα μπορούσε να πάρη η εξουσία μου, — ωσάν ο άνθρωπος, που με το να ξαναλέη ένα ψέμμα έκαμε το θυμητικό του να φταίη τόσο της αλήθειας, όστε αυτός ο ίδιος να πιστεύη το ψέμμα του, — επίστεψε ότι τωόντι αυτός ήταν ο δούκας, ενώ ενεργούσε στο ποδάρι μου, κ' εφορούσε το πρόσωπο της βασιλικής αρχής με κάθε προτέρημά της· — απ' αυτά μεγαλώνοντας η φιλαρχία του, — ακούς;
ΜΙΡ. Η ιστορία σου, αφέντη, θα έδινε την ακοή των κουφών.
ΠΡΟΣΠ. Για ν' αφανίση την χώριση, που τον διέκρινε ακόμη από το υποκείμενο, που αυτός επαράσταινε, θέλει εξ ανάγκης να γενή αληθινός δούκας του Μιλάνου. Εμένα, του μαύρου, ήταν η βιβλιοθήκη μου αρκετή δουκαρχία! Τι άξιζα εγώ, εις τη γνώμη του, για κοσμικές βασιλείες; Κάνει συμμαχία (τόσο τον έφρυξε η δίψα της βασιλείας!) με τον βασιλέα της Νεάπολης, τάζοντας του χρονικό δόσιμο και προσκύνημα, υποτάζοντας εις την κορώνα εκεινού το στεφάνι του, αναγκάζοντας την δουκαρχία, έως τότε ολόρθη, (αλλοίμονον, ταλαίπωρο Μιλάνο!) να σκύψη με μεγάλην ατιμία.
ΜΙΡ. Ω Ουρανέ!
ΠΡΟΣΠ. Σημείωσε τη συμφωνία, και ό,τι ακολούθησε, και έπειτα λέγε μου αν τούτος ήταν αδελφός.
ΜΙΡ. Θ' αμάρταινα να μη στοχαστώ αξιόλογα για τη μητέρα σου· καλές λαγόνες έφεραν κακά τέκνα.
ΠΡΟΣΠ Τώρα η συμφωνία. Ο Βασιλεύς της Νεάπολης, παλαιός εχθρός μου, στέργει στα ζητήματα του αδελφού μου· δηλαδή ότι σ' αμοιβή της προσκύνησης και του δοσίματος, τα οποία επροείπα, εκείνος αμέσως να με βγάλη σύρριζα από το κράτος μου, εμέ και το αίμα μου, και να παραδώση του αδελφού μου τωραίο Μιλάνο μ' όλες τες τιμές· σύμφωνα, αφού εμαζώχθηκε ένα προδοτικό στράτευμα, το διωρισμένο μεσανύκτι, ο Αντώνιος ανοίγει τες πύλες του Μιλάνου, και στη νεκρήν ώρα της νυκτός οι προσταγμένοι υπηρέτες γοργά μας άρπαξαν, εμέ και σένα όλη κλάυματα.
ΜΙΡ. Ω! για τόνομα του Μεγαλοδύναμου! τα κλάυματα πώκαμα τότε δεν τα θυμάμαι· ας ματακλάψω τώρα· εκείνος ο στοχασμός με κάνει να δακρύσω.
ΠΡΟΣΠ. Άκουσε ολίγο ακόμα, κ' έπειτα σε φέρνω στην υπόθεση που μας εγγίζει τώρα, δίχως την οποία τούτη η διήγηση θα ήταν πολύ άκαιρη.
ΜΙΡ. Πώς δεν μας αφανίσανε τότε;
ΠΡΟΣΠ. Σωστό είναι το ερώτημά σου, κόρη μου· η ιστορία μου το παρακινεί. Ακριβή μου, δεν ετόλμησαν, (τόσην αγάπη μου είχε ο λαός μου), ούτε ηθέλησαν η πράξη τους να σημειωθή με το αίμα, αλλά με χρώματα ωραιότερα εζωγράφισαν τη μαύρη βουλή τους. Σύντομα, μας έσυραν απάνου σε βάρκα, μας έφεραν κάμποσο διάστημα μεσοθαλασσής, όπου είχαν έτοιμο καραβιού παλαιό σκαφίδι σαρακιασμένο, γδυμένο, δίχως άρμενα, δίχως σχοινιά, δίχως κατάρτι· ως και οι ποντικοί το είχαν αφήσει από φυσικό φόβο· αυτού μας έστησαν να φωνάζουμε της θάλασσας, που εμούγκριζε κατά μας, να στενάζουμε των ανέμων, οπού, σπλαχνικά αντιστενάζοντας, με την αγάπη τους άλλο δεν έκαναν ειμή να μας πειράξουν.
ΜΙΡ. Ωιμέ, τι φροντίδα θα ήμουνα τότε για σε!
ΠΡΟΣΠ. Ω! ήσουν ένα Χερουβείμ, εσύ μ' εφύλαξες! Χαμογελούσες εσύ, γιομάτη θάρρος από τον ουρανό — ενώ εγώ έχυνα στο πέλαο δάκρυα πικρά, και αποκάτου εις το βάρος μου εβογγούσα, εκείνο ανάστησε μέσα μου την ανδραγαθία, έτοιμη να υπομείνη ό,τι μπορούσε ν' ακολουθήση.
ΜΙΡ. Πώς αράξαμε;
ΠΡΟΣΠ. Με του θεού το χέρι. Είχαμε κάμποση τροφή, και κάμποσο νερό, που ένας ευγενής Νεαπολίτης, λεγόμενος Γονζάλος (επιφορτισμένος τότε να εκτελέση όλο αυτό το σχέδιο) σπλαχνικά μας είχε δώσει, μαζή με λαμπρά φορέματα, πανικά, ρούχα, και άλλα χρειαζόμενα, που έως τώρα πολύ μας ωφέλησαν· ομοίως απ' αγαθοσύνη του, γνωρίζοντας πόσο εγώ αγαπούσα τα βιβλία μου, εκείνος μ' επρόβλεψε μέσ' από τη βιβλιοθήκη μου με βιβλία, που εγώ τιμώ περισσότερο από το θρονί μου.
ΜΙΡ. Να έβλεπα έναν καιρό αυτόν τον άνθρωπο!
ΠΡΟΣΠ. Τώρα σηκώνομαι. — Κάθου, και άκουσε το τέλος του θαλασσινού μας παραδαρμού. Εδώ, εις τούτο το νησί, εσωθήκαμε, κ' εδώ εγώ, δάσκαλός σου, σ' επρόκοψα καλύτερ' απ' ό,τι μπορούν άλλοι βασιλείς, που έχουν περισσότερην ευκαιρία για μάταιες ώρες, και δασκάλους όχι επιμελείς.
ΜΙΡ. Από τον Θεό νάχης τη χάρη! Αλλά, παρακαλώ σε, αφέντη, (γιατί αυτός ο στοχασμός δεν μ' αφίνει ανασασμό) τι σε παρακίνησε να σηκώσης τούτη τη θαλασσοταραχή;
ΠΡΟΣΠ. Μάθε ακόμη και τούτο. — Η ευεργέτρια τύχη, τώρα ακριβή κυρά μου, εκατάφερε (παράδοξο πράμμα!) τους εχθρούς μου εις τούτο τακρογιάλι· και εις το προαιρετικό μου βρίσκω ότι το ζενίθ μου κυβερνιέται από ένα ευτυχισμένον άστρο, του οποίου ανίσως εγώ δεν καλοπιάσω τώρα την ενέργεια, αλλά την παρατρέξω, η κατάσταση μου κατόπι μέλλει πάντα να ξεπέση. — Τώρα μην ερωτάς παρέκει. Κλίνεις στον ύπνο· αυτή η νύστα είναι καλή· μη την διώξης. Ξέρω πως δεν δύνασαι να κάμης αλλιώς, (Η Μιράντα αποκοιμιέται). Έβγα, υπηρέτη· έλα· είμ' έτοιμος τώρα. Σίμωσε, Άριελ μου· έλα.
(Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ).
ΑΡΙΕΛ. Χαίρε, χαίρε, μεγάλε αφέντη! φρόνιμε κύριε, χαίρε! Έρχομαι να σου κάμω ό,τι καλύτερο αγαπάς· να πετώ, να πλέω, στες φλόγες μέσα να βουτώ, απάνω στα σγουρά σύγνεφα καβαλλικευτά ν' αρμενίζω· εις την δυνατή σου προσταγή έτοιμος είναι ο Άριελ μ' όλα του τα ιδιώματα.
ΠΡΟΣΠ. Πνεύμα, έκαμες την τρικυμία καταλεπτώς καθώς εγώ σου επρόσταξα;
ΑΡΙΕΛ. Δεν άφησα το παραμικρό. Εχύθηκα στο βασιλικό καράβι· πότε στην πλώρη πότε στη μέση· στο κατάστρωμα, σε κάθε γωνιά, εφλόγιζα τρομάρα· κάποτ' εσχιζόμουνα, κ' έκαια σε διάφορα μέρη· στο ένα στ' άλλο κατάρτι, στα ξάρτια, έλαμπα ξεχωριστά, και πάλ' έσμιγα κ' εγενόμουνα ένας· του Διός η αστραπές, της τρομερής βροντής η προμηνύτρες, δεν είναι πλια ξαφνιστές και για το μάτι ακατάφθαστες· ο βρόντος, η φωτιά, που έσκαζε από τη θειάφη, εφαίνετο πως πολιορκούσαν τον μεγάλον Ποσειδώνα, κ' έκαναν τα τολμηρά κύματά του να τρέμουν, μάλιστα εσάλευαν τη φοβερή του τρίαινα.
ΠΡΟΣΠ. Εύγε σου, Πνεύμα! Ποίος ευρέθη τόσο σταθερός, τόσον ακλόνητος, ώστε να μείνουν γερά τα λογικά του σε τόση αντάρα;
ΑΡΙΕΛ. Παντού της τρέλλας η μάνητα, παντού τα καμώματα της απελπισίας· όλοι, όξω από τους ναύταις, εβούτησαν μέσα στους πικρούς αφρούς, κι' άφησαν το καράβι όλο φλόγες μ' εμένα πιασμένο. Του βασιλέα ο υιός, ο Φερδινάνδος, μ' ολόρθα μαλλιά (καλάμια τότε, όχι μαλλιά), επρωτοπήδησε μέσα στο πέλαο φωνάζοντας. «άδειασ' η Κόλαση, κ' οι ευδαίμονες όλοι είναι δω μέσα».
ΠΡΟΣΠ. Α! έτσι σε θέλω, Πνεύμα μου! Αλλά δεν εγίνηκε αυτό σιμά στ' ακρογιάλι;
ΑΡΙΕΛ. Σιμά τελείως, Κύριε μου.
ΠΡΟΣΠ. Αλλ' εσωθήκανε. Άριελ;
ΑΡΙΕΛ. Δεν εχάθη τρίχα. Τα φορέματά τους είν' απείραχτα, και λάμπουν καλύτερα παρά πρώτα· και, κατά την προσταγή σου, συντροφιές συντροφιές τους εσκόρπισα μέσα εις το νησί· έκαμα τον υιό του βασιλέα να βγη καταμόνας· τον άφησα που ανάσαινε με στεναγμούς, σε μίαν ανάποδη γωνιά του νησιού, καθούμενος, με τα χέρια λυπητερά, έτσι, σταυρωμένα.
ΠΡΟΣΠ. Το βασιλικό καράβι, τους ναύταις του, λέγε τι τους έκαμες, και τον επίλοιπο στόλο;
ΑΡΙΕΛ. Ακίνδυνα είν' αραγμένο το βασιλικό καράβι. Σ' εκείνον τον απόσκεπον λιμένα, απ' όπου ένα μεσανύκτι μ' εσήκωσες να πάω να σου φέρω δροσιά μέσ' απ' τες καταπολεμημένες Βέρμουθες, εκεί τόχω κρυμμένο· οι ναύταις κοίτοντ' όλοι πλαγιασμένοι αποκάτω εις το κατάστρωμα, γιατί από τον κόπο καταδυνατισμένους εύκολα μ' ένα μάγευμα τους αποκοίμισα· όσο για τάλλα καράβια, που 'χα περισκορπίσει, εματάσμιξαν όλα, και πλέουνε στα Μεσόγαια πέλαγα, κινημένοι θλιβερά προς την Νεάπολη, θαρρώντας πως είδαν του βασιλέα το καράβι καταποντισμένο, και το μέγα υποκείμενό του χαμένο.
ΠΡΟΣΠ. Άριελ, με ακρίβεια έκαμες το θέλημα· αλλά περισσεύει ακόμη δουλειά. Πόσο έχει η μέρα;
ΑΡΙΕΛ. Το μεσημέρι επέρασε.
ΠΡΟΣΠ. Από μίαν ώρα τολιγώτερο. Το διάστημα καιρού από τώρα έως τες έξη πρέπει να οικονομηθή από μας πολύτιμα.
ΑΡΙΕΛ. Άλλος κόπος πάλι; Αφού με κάνεις να κοπιάζω, ας σου θυμίσω κάνε κ' εγώ [εσύ] το τι μώταξες, και ακόμη δεν είδα.
ΠΡΟΣΠ. Γεια, γεια, βαργομάς: τι μπορείς να ζητάς;
ΑΡΙΕΛ. Την ελευθερία μου.
ΠΡΟΣΠ. Πριν αποσωθή ο καιρός; μην το ξαναπής.
ΑΡΙΕΛ. Σε παρακαλώ να θυμηθής ότι χρήσιμα σ' έχω δουλέψει· δεν σου 'πα ψέμματα, λάθη δεν έκαμα, υπηρέτησα άχολα και απαραπόνευτα· μώταξες να μου κόψης ολάκαιρον ένα χρόνο.
ΠΡΟΣΠ. Λησμόνησες από ποίο μαρτύριο εγώ σ' ελευθέρωσα;
ΑΡΙΕΛ. Όχι.
ΠΡΟΣΠ. Το λησμόνησες. και τώρα σου φαίνεται βαρύ να πατής την άμμο του πικρού πελάου, να πετάς αγνάντια στον δριμύν βορεινόν αέρα, να μου κάνης δουλειά μέσα στες φλέβες της γης, όταν την καίη το πάγος.
ΑΡΙΕΛ. Όχι, κύριε.
ΠΡΟΣΠ. Ψέμματα, πονηρό πράμμα. Λησμόνησες την μιαρή στρίγλα, την Συκόρακα, η οποία από τα γεράματα και από τον φθόνο είχε καταντήσει κουλούρα; την ελησμόνησες;
ΑΡΙΕΛ. Όχι, Κύριε.
ΠΡΟΣΠ. Την ελησμόνησες· πού εγεννήθηκε; μίλησε, λέγε μου.
ΑΡΙΕΛ. Κύριε, εις το Αλγέρι.
ΠΡΟΣΠ. Α! αυτού εγεννήθηκε; Πρέπει κάθε μήνα να σου ιστορώ ποίος ήσουν άλλη φορά, γιατί το λησμονάς. Αυτή την τρισκατάρατη στρίγλα, την Συκόρακα, εξ αιτίας από κρίματα πλήθια, και μάγια τρομαχτικά να τα δέχετ' ανθρώπου ακοή, την εξώρισαν από το Αλγέρι, καθώς ηξέρεις· ηθέλησαν να της χαρίσουν τη ζωή, για κάποιο τι που είχε κάμει· ψέμματα ;
ΑΡΙΕΛ. Αλήθεια, Κύριε.
ΠΡΟΣΠ. Έφεραν τη γαλανομμάτα στρίγλα εγγαστρωμένη, κ' εδώ την άφησαν οι ναύταις. Εσύ, τώρα σκλάβος μου, ήσουν τότε, ως εσύ ο ίδιος ανέφερες, δούλος εκείνης· και επειδή ήσουν πνεύμα πάρα αξιόλογο για να ενεργάς τα καταχθόνια και επικατάρατα θελήματα, εσύ δεν υπάκουες εις τες μεγάλες προσταγές της, όσο που εκείνη, με το χέρι των πλέον δυνατών υπουργών της, και εις την αμέρωτη οργή της, σ' έκλεισε μέσα σε μια ραϊσμένη κουκουναριά, και σ' εκείνη τη σχισματιά φυλακωμένος έμεινες με πάθη δώδεκα χρόνους. Εις αυτό το διάστημα εκείνη απέθανε, και σ' άφησε εκεί. όπου εστέναζες όσο γοργά βροντάει μυλόπετρα· τότε ετούτο το νησί (όξω από το παιδί που εκείνη εγέννησ' εδώ, ένα παρδαλό σκυλόπουλο, στριγλοβγαλμένο), δεν το ετιμούσε ανθρώπου μορφή καμμία.
ΑΡΙΕΛ. Μάλιστα· το παιδί της, ο Κάλιμπαν.
ΠΡΟΣΠ. Το είπα κ' εγώ, ανόητο πράμμα· εκείνος ο Κάλιμπαν, τον οποίον εγώ έχω δούλο τώρα· κανείς δεν ηξέρει καλύτερά σου σε ποίο μαρτύριο σ' ηύρα· ο βογγητός σου έκανε τους λύκους να μουγκρίζουν, και τον αγροίκα κατάκαρδα η πάντα θυμωμένη αρκούδα· ήταν μαρτύριο για τους κολασμένους, ούτε αυτή η Συκοράς δεν είχε δύναμη να το λύση· η τέχνη μου εστάθη, όταν έφθασα εδώ και σ' άκουσα, που έκαμε την κουκουναριά κι' άνοιξε, και σ' απόλυσε.
ΑΡΙΕΛ. Ευχαριστώ σε, Κύριε.
ΠΡΟΣΠ. Γόγγυζε ακόμη, και σχίζω ένα ιδρύ, και σε μπήχνω σφήνα στα καμπωτερά του σπλάχνα, να βοάς εκεί μέσα δώδεκα χειμώνες.
ΑΡΙΕΛ. Συγχώρησέ με, Κύριε. Θέλει προσέχω εις την προσταγή· και το πνευματικό μου έργο θέλει το κάνω ήμερα.
ΠΡΟΣΠ. Έτσι κάμε, και πάνω σε δύο ημέραις σε απολύω.
ΑΡΙΕΛ. Ιδού ο αγαθός Κύριος μου! Τι έχω να κάμω; λέγε τι; τι έχω να κάμω;
ΠΡΟΣΠ. Πήγαινε μορφώσου νύμφη θαλασσινή· ας μην είσαι υποκείμενος εις άλλην όραση παρά τη δική μου· αόρατος για κάθε άλλη κόρη οφθαλμού. Πήγαινε λάβε αυτό το σχήμα, και εις αυτό μέσα γύρισ' εδώ. Τρέχα με σπουδή. (Ο Άριελ βγαίνει). — Ξύπνα, καρδούλα μου, ξύπνα! εκοιμήθηκες αρκετά. Ξύπνα!
ΜΙΡ. Η παράδοξη ιστορία σου μου έφερε βάρος.
ΠΡΟΣΠ. Ξετίναξε το. Έλα, πάμε να εύρουμε τον δούλο μου, τον Κάλιμπαν, όπου δεν μας αποκραίνεται ποτέ ανθρωπινά.
ΜΙΡ. Εκείνος, αφέντη, είναι ένας αχρείος, που δεν μ' αρέσει να βλέπω.
ΠΡΟΣΠ. Αλλ' όποιος και αν είναι, πώς να τον υστερηθούμε; εκείνος μας ανάβει φωτιά, μας φέρνει ξύλα, μας κάνει αναγκαίες υπηρεσίες. Ε! σκλάβε! Κάλιμπαν! χώμα, που είσαι; ξεβουβάσου!
ΚΑΛΙΜΠ. (από μέσα). Μέσα είναι ξύλα αρκετά.
ΠΡΟΣΠ. Έβγα όξω, σου λέω· χρειάζεσαι γι' άλλη δουλειά. Έβγα, έβγα, χελώνα! Κ' έτσι;
(Γυρίζει ο ΑΡΙΕΛ ωσάν Θαλασσονύμφη).
ΠΡΟΣΠ. {Προς τον Άριελ). Ωραίο φάντασμα! χαριτωμένε μου Άριελ, αγροίκα εις το αυτί.
ΑΡΙΕΛ. Κύριέ μου, θέλει γένη. (Ο Άριελ βγαίνει).
ΠΡΟΣΠ. Ε! συ, φαρμακερέ αχρείε, γεννημένε από τον ίδιο Πειρασμό με την πονηρή μάννα σου, έβγα όξω!
(Μπαίνει ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ).
ΚΑΛΙΜΠ. Όση ποτέ κακή δροσιά η μάννα μου ερράντισε με κοράκου φτερό μέσ' από θανάσιμη λίμνη, απάνου σας να στάξη! Πύρινη νοτιά να φυσήση κατά σας, να σας καταπληγώση!
ΠΡΟΣΠ. Για τούτα, που είπες, μείνε βέβαιος, βράδυ θέλει σου έρθουν μουδιάσματα, και στα νεφρά τόσα βελόνια, που να σου κλείσουν την αναπνοή· ίσκιοι, όσο διάστημα της νυκτός έχουν το ελεύθερο, δεν θα σου αφήσουν ανάπαψη· θα τσιμπηθής πυκνά πυκνά σαν την κηρήθρα, με τσιμπησιές αψύτερες από το κεντρί της μέλισσας, που την δουλεύει.
ΚΑΛΙΜΠ. Θα γιωματίσω. Τούτο το νησί είναι δικό μου· τώχω από την Συκόρακα τη μητέρα μου, και συ μου το πέρνεις. Ότι επρωτώρθες, μ' εχάιδεψες και με στοχάσθηκες πολύ· μου έδινες νερό με μούρες μέσα· και μου έδειχνες πώς να λέω το φως το μεγάλο, και πώς το μικρότερο, που καίνε την ημέρα και τη νύκτα· και τότε εγώ σ' αγάπησα, και σου εφανέρωσα όλα τα ιδιώματα του νησιού· τες γλυκές βρύσες, τα γλυφά πηγάδια, τους τόπους τους άκαρπους και τους καρπερούς· ανάθεμά με που έπραξα έτσι! — Τα μάγια όλα της Συκόρακας, ζάμπες, κανδηλοσβύστες, νυκτερίδες, απάνου σας να πέσουν! γιατί απ' όσους έχετε υπηκόους εγώ είμαι, που πρώτα ήμουν του εαυτού μου βασιλέας· και σεις με κλείτε γουρούνι μέσα σε τούτον τον άγριο βράχο, και μου κρατείτε το επίλοιπο νησί.
ΠΡΟΣΠ. Ανδράποδο, ψέμματα γιομάτο, οπού το δάρμα ακούς, όχι την καλοσύνη· λάσπη 'καθώς είσαι, εγώ εφέρθηκα προς εσέ με φιλάνθρωπα σπλάχνα, και σ' επήρα και σ' είχα εις το σπήλαιο μου, όσο που επάσχισες ν' ατιμάσης το τέκνο μου.
ΚΑΛΙΜΠ. Ω! Ω! Ω! — να μου 'χε πιτύχει! μ' επρόλαβες, ειδεμή θα εγιόμιζα τούτο το νησί Καλιμπάνους.
ΠΡΟΣΠ. Ανδράποδο μισητό, όπου σφραγίδα καλού καμμία δεν πιαίνει, και όπου χωράει κάθε κακό! Εγώ σ' ελυπήθηκα, επαιδεύθηκα για να σε κάμω να μιλήσης, σ' εμάθαινα πότε το ένα πράμμα, πότε το άλλο· ενώ μήτε συ ο ίδιος, άγριε, τι ήθελες να πης μέσα σου δεν ήξερες, αλλά εγαύγυζες ωσάν κτήνος, εχάρισα εγώ των λογισμών σου λόγια, που τους έκαμαν γνωστούς· όμως η αισχρή γενειά σου, και ας έμαθες, είχε εις τον εαυτό της κάτι, οπού μ' αυτό δεν ημπορούσαν να συγκάμουν ταγαθά πλάσματα· για τούτο, όπως σ' άξιζε, σ' επεριόρισα μέσα σε τούτη την πέτρα, ενώ σου έπρεπε κάτι χειρότερο από φυλακή.
ΚΑΛΙΜΠ. Μίλια μ' εμάθετ' εσείς· σε τούτο μοναχά μ' ωφέλησε· ξέρω και καταριούμαι· λοιμική να σας θερίση, γιατί μου εμάθετε τη μιλιά σας!
ΠΡΟΣΠ. Στρίγλας γέννημα, φεύγ' από δω. Φέρε μας ξύλα μέσα, και γλήγορα, για καλύτερο σου· είναι και άλλη δουλειά. Σηκώνεις τες πλάτες, παληόκορμο; αν αμελήσης, ή αν κάμης κακοθέλητα την παραμικρή από τες προσταγές μου, σε στρεβλώνω με γεροντικά μουδιάσματα, σου γιομίζω τα κόκκαλα σφάγια, όσο να βγάλης μουγκρίσματα και βοή, τα θεριά να τρομάξουν.
ΚΑΛΙΜΠ. Μη, παρακαλώ σε! — (Μόνος του). Πρέπει να υπακούσω· τόσο μπορεί η τέχνη του, ώστ' ήθελ' είναι αρκετή να υποτάξη τον Θεό της μητρός μου, τον Σέτεβο, να τον προσκυνήση.
ΠΡΟΣΠ. Μ' ακούς, ανδράποδο: (Ο Κάλιμπαν βγαίνει).
(Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ αόρατος, λαλώντας και τραγουδώντας. Ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ τον ακολουθάει).
Το τραγούδι του Άριελ.
Εδώ στους άμμους φθάσετε,
κ' εδώ χεροπιασθήτε·
δώστε φιλιά και λάβετε
(το κύμα αποκοιμείται)
κ' εδώ 'πιδέξιο στήσετε
στην αμμουδιά, χορό.
Και αντιφωνήστε, Πνεύματα,
γλυκά σ' ό,τι λαλώ,
να, να, τους αγροικώ.
Αντιφ. Μπάου, βγάου. (Σκόρπια).
Γαυγύζουν τα μαντρόσκυλα.
Αντιφ. Μπάου, βγάου. (Σκόρπια).
Τον πέτειν' αγροικάω.
με κορδωμένο φέρσιμο.
λαλεί κουκουρουκού.
ΦΕΡΔΙΝ. Τούτ' η μουσική πού να 'ναι; στον αέρα τάχα, ή στη γη; πλια δεν αχάει· — και βέβαια κάποιον θεόν του νησιού συνοδεύει. Σε βράχο απάνω καθούμενος, και ξανακλαίοντας του πατρός μου, του βασιλέα, το καταπόντισμα, άκουσα κ' εσιγοσίμωσε κοντά μου αυτή η μουσική απάνω στα κύματα, ημερώνοντας το θυμό τους και το πάθος μου με το γλυκό της ήχο. Από κει την ακολούθησα, ή, κάλλιο, μ' έσυρ' εκείνη. — Αλλ' εχάθη· όχι· αρχίζει πάλι.
Ο Άριελ τραγουδάει.
Εις πολύ βάθος κοίτεται
το σώμα του πατρός σου^
κοράλια είναι τα κόκκαλα,
τα μάτια μαργαρίτες.
Κάθε φθαρτό της φύσης του^
μέσα στο κύμα πέρνει
ξένη μορφή πολύτιμη,
και η κόρες της θαλάσσης
απ' ώρα σ' ώρα σήμαντρο
βαρούν για τη θανή του.
Άκου τες· τώρα τες γροικώ,
ντιν, ντον, νεκρά σημαίνουν.
Αντιφ. Ντιν, ντον.
ΦΕΡΔΙΝ. Το τραγούδι αναφέρει τον πνιγμό του πατρός μου· τούτο δεν είναι ανθρώπινο πράμμα, μήτε είναι ήχος της γης. Τώρα το ακούω αποπάνου μου.
ΠΡΟΣΠ. Σήκωσε τα βλέφαρά σου, και λέγε, τι βλέπεις εκεί πέρα;
ΜΙΡ. Τι είν' αυτό; ένα πνεύμα; Θεέ μου, πώς κυττάζει τριγύρω!
Πίστεψε με, αφέντη, η μορφή του είναι καλή. — Αμμ' είναι πνεύμα!
ΠΡΟΣΠ. Όχι, κόρη μου· τρώει και κοιμάται, κ' έχει τες ίδιες αισθήσεις, που έχουμε κ' εμείς· τες ίδιες· τούτος ο καλός νέος, που βλέπεις, ευρέθη στο καραβοτσάκισμα, και, αν δεν τον είχε βλάψει κομμάτι η θλίψη, η οποία είναι ο μαρασμός της ωμορφιάς, μπορούσες να τον ειπής ωραίον.. Έχασε τους συντρόφους του, και περιπλανιέται να τους εύρη.
ΜΙΡ. Ημπορούσα να τον ειπώ θεοτικόν, γιατί εις την φύση πράμμα τόσο λαμπρό ποτέ μου δεν είδα.
ΠΡΟΣΠ. (Μόνος του). Προχωρεί, βλέπω, καταπού τα σπρώχνει η ψυχή μου.
Πνεύμα, εκλεκτό πνεύμα, σ' ελευθερώνω γι' αυτό σε δυο ημέραις.
ΦΕΡΔΙΝ. Άσφαλτα είν' η θεά, που αυτά τα τραγούδια ακολουθάνε! — Δέξου να σε ρωτήσω ταπεινά εάν μένης εις τούτο το νησί, και να μου δώσης καμμίαν καλήν οδηγία, πώς πρέπει εδώ να πορεύωμαι· ο πόθος μου ο πρώτος, και πρέπει τέλος να σου τ' ομολογήσω, είναι, ω εσύ, θαύμα, να μάθω, αν είσαι θνητή κόρη ή όχι.
ΜΙΡ. Θαύμα δεν είμαι, κύριε, αλλά βέβαια μία κόρη.
ΦΕΡΔΙΝ. Η γλώσσα μου! Ουρανοί! απ' όσους την ομιλούν εγώ είμ' ο καλύτερος! ανίσως ευρισκόμουν εκεί, όπου αυτή μιλιέται.
ΠΡΟΣΠ. Πώς! ο καλύτερος; τι εγενόσουν ανίσως σ' άκουε ο βασιλέας της
Νεάπολης.
ΦΕΡΔΙΝ. Ένας έρημος, ορφανός, οποίος είμαι τώρα; που θαυμάζει να σ' ακούη να μελετάς τον βασιλέα της Νεάπολης· αυτός με αγροικάει, και, γιατί με αγροικάει, κλαίω· εγώ ο ίδιος είμαι ο βασιλέας της Νεάπολης, εγώ, που με τούτα τα μάτια (και από εκείνη τη στιγμή δεν έπαυσε η πλημμύρα τους), είδα τον πατέρα μου, τον βασιλέα, να καταποντισθή.
ΜΙΡ. Ωιμένα, ωιμένα!
ΦΕΡΔΙΝ. Και, στην τιμή μου, μαζή μ' όλους τους αυλικούς του· ομοίως, ο
Δούκας του Μιλάνου και ο καλός υιός του είναι ξεχωρισμένοι για πάντα.
ΠΡΟΣΠ. Ο Δούκας του Μιλάνου και η καλύτερη θυγατέρα του ημπορούσαν να σ' αποστομώσουν, αν ήταν τώρα καιρός. (Μόνος του). Πρώτη ματιά κ' επαίξανε τα μάτια του! — Άριελ, αξιόλογο πνεύμα, για τούτο θα σου χαρίσω την ελευθερία! — Ένα λόγο, κύριε, — κάπως έβλαψες τον εαυτό σου, φοβούμαι· — ένα λόγο, κύριε.
ΜΙΡ. Για ποίαν αιτία ομιλεί τόσο σκληρά ο πατέρας μου; Τούτος είναι ο τρίτος άνδρας, οπού εγώ βλέπω, για τούτον επρωτοστέναξα· η ευσπλαχνία ας κινήση τον πατέρα μου, προς το μέρος μου να κλίνη!
ΦΕΡΔΙΝ. Ω! αν είσαι παρθένα, κ' είν' ακόμ' απαράδοτη η αγάπη σου, θα σε κάμω βασίλισσα της Νεάπολης.
ΠΡΟΣΠ. Αγάλι, Κύριε· ένα λόγο ζητώ. — (Μόνος του). Καθένας τους είναι εις του άλλου την εξουσία· πλην η υπόθεση πάρα γοργά προχωρεί, και χρειάζεται να την δυσκολέψω, μήπως το ευκολοκέρδιστο πράμμα φανή αψήφιστο εύρεμα. — Ένα λόγο, κύριε, — σου λέγω να μ' ακούσης· — του λόγου σου εδώ κλέφτεις ένα ξένο όνομα, κ' εμπήκες εις τούτο το νησί κατάσκοπος, να μου το πάρης εμένα, που είμαι ο κύριός του.
ΦΕΡΔΙΝ. Όχι, σε βεβαιώνω, ωσάν άνδρας.
ΜΙΡ. Τίποτε κακό δεν δύναται να μείνη μέσα εις παρόμοιον ναό. Αν το πονηρό Πνεύμα έχη τόσο ώμορφο σπίτι, ταγαθά όντα θα πολεμούνε να κατοικήσουνε μαζή του.
ΠΡΟΣΠ. (Προς τον Φερδινάνδον). Ακολούθα με. — (Προς την Μιράντα). Μην ομιλής εσύ γι' αυτόν· είν' ένας προδότης. (Προς τον Φερδινάνδον). Προβάτει· θα σου αλυσοδέσω λαιμό και πόδι· αντάμα, θα πίνης άρμη, θα τρως νερόχορτα, μαραμμένες ρίζες, και τα τζέφλια όπου εκουναρήθη το βαλανίδι. Ακολούθα.
ΦΕΡΔΙΝ. Όχι· φυλάγομαι από παρόμοιαν φιλοξενία, όσο που ο εχθρός μου δεν είναι δυνατώτερος. (Ξεσπαθώνει).
ΜΙΡ. Ω ακριβέ μου πατέρα, μη τον δοκιμάσης υπέρμετρα, γιατί είναι γλυκότροπος, και όχι δειλός.
ΠΡΟΣΠ. Και τι; θα βάλης νόμο του πατρός σου: — Ρίξε το σπαθί σου· προδότη· δείχνεις κάποια γενναιότη, αλλ' η καρδιά δεν σε βαστάει, τόσο την έχει πλακωμένη το κρίμα. Έλα, άφησε αυτή τη στάση· μάθε ότι εγώ είμ' αρκετός να σε ξαρματώσω τώρα με τούτο το ραβδί, και να κάμω να πέση το σπαθί σου.
ΜΙΡ. Αν μ' αγαπάς, πατέρα!
ΠΡΟΣΠ. Άφησέ με, μην πιάνεσαι από τα ρούχα μου.
ΜΙΡ. Αφέντη, λυπήσου με· εγώ του γένομ' εγγυήτρα.
ΠΡΟΣΠ. Σιωπή! Αν ειπής ένα λόγο ακόμα, με κάνεις να σε μαλώσω, και μη χάσης και την αγάπη μου! Να μιλής εσύ για έναν ψεύτη! Σίγα· εσύ φαντάζεσαι που δεν υπάρχουν άλλες μορφές να του μοιάζουν γιατί δεν έχεις ιδεί άλλους, ειμή αυτόν και τον Κάλιμπαν. Τρελλή κόρη! Σιμά εις το πολύ των ανδρών, τούτος είν' ένας Κάλιμπαν, κ' εκείνοι, σιμά του, άγγελοι.
ΜΙΡ. Η αγάπες μας λοιπόν είναι πολύ ταπεινές· εγώ δεν φιλοτιμούμαι να ιδώ καλύτερον άνδρα.
ΠΡΟΣΠ. (Προς τον Φερδινάνδον). Προβάτει· υποτάξου· τα νεύρα σου εγύρισαν παιδιάρικα, και δεν έχουν δύναμη μέσα τους.
ΦΕΡΔΙΝ. Αληθινά· όλ' η αντρειά μου, ωσάν εις τα ονείρατα, είναι δεμένη· του πατρός μου ο θάνατος, τούτο μου το δείλιασμα, όλων των φίλων μου ο πνιγμός απ' αυτόν εδώ τον άνθρωπο, που μ' έχει στα χέρι του, οι φοβερισμοί, ήταν όλα αλαφριά για εμένα, ανίσως μέσ' από τη φυλακή μου έβλεπα μία φορά την ημέρα τούτη την κόρη· ελευθερίαν ας χαίρεται καθ' άλλη γωνία της οικουμένης· εμέν' αρκεί παρόμοια φυλακή.
ΠΡΟΣΠ. (Μόνος του). Δουλεύει. — Προβάτει. — Έκαμες καλά το χρέος σου, ωραίε Άριελ. (Προς τον Φερδιν. και Μιρ.). Ακολουθείτε με. (προς τον Άριελ). Άκουσε τι θα μου κάμης ακόμα.
ΜΙΡ. Παρηγορήσου· ο πατέρας μου, κύριε, είναι καλύτερης ψυχής άνθρωπος απ' ό,τι φαίνεται με τα λόγια· αυτά, που έκαμε τώρα, δεν τα συνηθάει ποτέ του.
ΠΡΟΣΠ. Θέλει γενής ελεύθερος όσον οι αέρηδες απάνω στα όρη· μόνον κάμε απαράλλακτα την κάθε προσταγή μου.
ΑΡΙΕΛ. Κατά γράμμα.
ΠΡΟΣΠ. Προβατείτε, ακολουθάτε· — πάψε να μιλής γι' αυτόν.
Έν' άλλο μέρος του νησιού.
Μπαίνουν, ο ΑΛΟΝΤΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ, ο
ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ, και άλλοι.
ΓΟΝΖ. Παρακαλώ σε, Κύριε, στάσου καλόκαρδος· έχεις, ως έχουμ' εμείς όλοι, αιτία να χαρής· γιατί η σωτηρία μας υπερβαίνει τον χαμό μας· η συμφορά μας δεν είναι από τες σπάνιες· καθημερινώς κάποιου ναύτη η γυναίκα, ο καραβοκύρης, ο έμπορος, έχουν την ιδίαν αφορμή να κλαίνε, όπου έχουμ' εμείς· αλλά για το θαύμα (εννοώ το πώς εσωθήκαμε), ολίγοι σε μυριάδες μπορούν να μιλήσουν ωσάν εμάς· ως είσαι φρόνιμος λοιπόν, αντιζύγιασε τη θλίψη μας με την παρηγοριά μας.
ΑΛΟΝΖ. Πάψε παρακαλώ σε.
ΣΕΒΑΣΤ. Του αρέσει η παρηγοριά ωσάν το κρύο ζουμί.
ΑΝΤΩΝ. Ο ιατρός μας δεν χάνει τόσο εύκολα την ελπίδα.
ΣΕΒΑΣΤ. Τήραξε, ολοένα σηκώνει τωρολόι του μυαλού του· σ' ολίγο βαρεί.
ΓΟΝΖ. Κύριε, —
ΣΕΒΑΣΤ. Μία· — λέγε.
ΓΟΝΖ. Ανίσως, όποια θλίψη τύχη, την ξενοδεχθή κανείς, ο ξενοδόχος…
ΣΕΒΑΣΤ. Πλουταίνει.
ΓΟΝΖ. Πλουταίνει, τωόντι, καϋμούς· εμίλησες σωστότερα απ' ό,τι εννοούσες να μιλήσης.
ΣΕΒΑΣΤ. Η εξήγησή σου είναι γνωστικώτερη απ' ό,τι απάντεχα από σε.
ΓΟΝΖ. Λοιπόν, κύριέ μου, —
ΑΝΤΩΝ. Ε! πώς κακοξοδεύει τη γλώσσα του!
ΑΛΟΝΖ. Λυπήσου με, σε παρακαλώ.
ΓΟΝΖ. Καλά, σωπαίνω· όμως…
ΣΕΒΑΣΤ. Θα μιλή.
ΑΝΤΩΝ. Ένα νόστιμο στοίχημα· ποιός από τους δύο θα πρωτολαλήση, αυτός ή ο Αδριανός;
ΣΕΒΑΣΤ. Ο παληοπέτεινας.
ΑΝΤΩΝ. Το πετεινάρι.
ΣΕΒΑΣΤ. Ας είναι· τι στοιχηματίζουμε;
ΑΝΤΩΝ. Ένα γέλιο.
ΣΕΒΑΣΤ. Σύμφωνοι.
ΑΔΡΙΑΝ. Μ' όλον ότι τούτη η νήσος φαίνεται έρημη.
ΣΕΒΑΣΤ. Χα! χα! χα!
ΑΝΤΩΝ. Κ' έτσι επλέρωσες το στοίχημα.
ΑΔΡΙΑΝ. Ακατοίκητη και σχεδόν απλησίαστη.
ΣΕΒΑΣΤ. Όμως.
ΑΔΡΙΑΝ. Όμως.
ΑΝΤΩΝ. Μπορούσε να λείψη;
ΑΔΡΙΑΝ. Η κράση της πρέπει εξ ανάγκης να είναι ψιλή, γλυκειά, και τρυφερή.
ΑΝΤΩΝ. Η κοπέλλα ήταν γλυκοτρυφεροζυμωμένη.
ΣΕΒΑΣΤ. Ναίσκε, και ήξερε ψιλές κατεργαριές, καθώς η σοφία του το φανέρωσε.
ΑΔΡΙΑΝ. Εδώ ταέρι πνέει κατά μας γλυκύτατα.
ΣΕΒΑΣΤ. Ως νάχε πλεμόνια και σάπια.
ΑΝΤΩΝ. Ή σαν να ήταν ευωδιασμένο από μία λίμνη.
ΓΟΝΖ. Εδώ βρίσκεις κάθε πράμμα χρήσιμο για τη ζωή.
ΑΝΤΩΝ. Ναι, όξω από τα μέσα για να ζης.
ΣΕΒΑΣΤ. Απ' αυτά δεν είναι κανένα, ή λίγα.
ΓΟΝΖ. Τι δύναμις και τι θυμός σ' εκείνη τη χλωρασιά! τι πρασινάδα!
ΑΝΤΩΝ. Η γη, αλήθεια, είναι λιόκαυτη.
ΣΕΒΑΣΤ. Μ' ένα κομμάτι πρασινάδα στη μέση.
ΑΝΤΩΝ. Αυτός δεν σφάλλει παραπολύ.
ΣΕΒΑΣΤ. Όχι· το μοναχό λάθος του πως είναι βλέπει τα πράμματα ανάποδα.
ΓΟΝΖ. Αλλ' απ' όλα το παραδοξότερο είναι (και είναι σχεδόν απίστευτο) —
ΣΕΒΑΣΤ. Καθώς είναι απίστευτα πολλά παράδοξα.
ΓΟΝΖ. Ότι τα φορέματά μας, που ήταν βουτημένα στη θάλασσα, απόμειναν μ' όλον τούτο άγγιχτα και λαμπρά, όστε θα έλεγες ότι η άρμη τα ματάβαψε, αντί να τα χαλάση.
ΑΝΤΩΝ. Ανίσως μία από τες τσέπες του μπορούσε να μιλήση, αυτή δεν θα τον έψευε;
ΣΕΒΑΣΤ. Βέβαια· ή πολύ άδικα εδεχότουν μέσα της τη μαρτυρία του.
ΓΟΝΖ. Εγώ λέω που η εντυμασιές μας είναι ακόμη καινούριες καθώς τες πρωτοφορέσαμε στην Αφρική, στο γάμο της καλής μας βασιλοπούλας, της Κλάριβελ, με τον βασιλέα του Τουνεζιού.
ΣΕΒΑΣΤ. Καλός γάμος, και καλότυχοι εμείς στο γυρισμό μας!
ΑΔΡΙΑΝ. Το Τούνεζι δεν ετιμήθηκε με άλλη παρόμοια βασίλισσα.
ΓΟΝΖ. Ποτέ, από τον καιρό της χήρας Διδώς.
ΑΚΤΩΝ. Ω! της χήρας Διδώς! ω το κουτόλογο! τι μπαίνει αυτή η χήρα! η χήρα Διδώ!
ΣΕΒΑΣΤ. Και τι; αν είχε μελετήσει και τον απόχηρον Αινεία; Μην παραξενεύεσαι τόσο εύκολα, Κύριέ μου.
ΑΔΡΙΑΝ. Η χήρα Διδώ, είπες; με κάνεις και συλλογίζομαι απάνου σ' αυτό· ήταν από την Καρχηδόνα, όχι από το Τούνεζι.
ΓΟΝΖ. Αυτό το Τούνεζι, Κύριε, ήταν η Καρχηδόνα.
ΑΔΡΙΑΝ. Η Καρχηδόνα;
ΓΟΝΖ. Σε βεβαιώνω, η Καρχηδόνα.
ΑΝΤΩΝ. Ο λόγος του αξίζει περισσότερο από τη λύρα τη θαυματουργή!
ΣΕΒΑΣΤ. Αυτός εσήκωσε όχι τα τείχη μοναχά, αλλά και τα σπίτια.
ΑΝΤΩΝ. Ποιό άλλο πράμμα από τα αδύνατα θέλει του φανή πάλι εύκολο;
ΣΕΒΑΣΤ. Μετακομίζει σπίτι του, θαρρώ, τούτο το νησί, στην τσέπη του, και το χαρίζει μήλο του παιδιού του.
ΑΝΤΩΝ. Και σπέρνοντας στη θάλασσα τους σπόρους του βγάνει όξω και άλλα νησιά.
ΓΟΝΖ. Πώς;
ΑΝΤΩΝ. Έλα· άλλο δεν έχω να ειπώ.
ΓΟΝΖ. Ελέγαμε, Κύριε, πως τα φορέματά μας φαίνονται τώρα καινούρια, σαν τον καιρό που ευρισκόμασθε στο Τούνεζι, στο γάμο της θυγατέρας σου, που τώρα είναι βασίλισσα.
ΑΝΤΩΝ. Κ' η αξιολογώτερη απ' όσες ποτέ επήγαν εκεί!
ΣΕΒΑΣΤ. Παρακαλώ, από τον καιρό της χήρας Διδώς.
ΑΝΤΩΝ. Ναι, της χήρας Διδώς. Η χήρα Διδώ!
ΓΟΝΖ. Δεν είναι το σωκάρδι μου καινούριο σαν την ημέρα που το πρωτόβαλα; ενοώ, σε κάποιον τρόπο.
ΑΝΤΩΝ. Ώμορφα εψαρεύθηκε αυτός ο τρόπος.
ΓΟΝΖ. Όταν το εφόρεσα στο γάμο της θυγατέρας σου;
ΑΛΟΝΖ. Μου μπήχνετε αυτά τα λόγια στ' αυτιά, και βιάζετε την υπομονή της ψυχής μου! Να μην είχα ποτέ στεφανώσει τη θυγατέρα μου εκεί! γιατί ερχόμενος από 'κεί χάνω τον υιό μου· μηδ' εκείνη (τόσο μακρυά την έχω από την Ιταλία) ελπίζω να την ματαϊδώ. Ω συ, κληρονόμε μου της Νεάπολης και του Μιλάνου, ποιο τέρας του πελάου σ' εχορτάσθη;
ΦΡΑΓΚ. Κύριε, μπορεί να ζη· Τον είδα να κτυπάη ταφρισμένα νερά, τάχε αποκάτου, και τα κυρίευε· τη θάλασσα επατούσε, σπρώχνοντας από κοντά του την έχθρα της, με τα στήθια κατά τον αφρό, που τον απαντούσε ολοφούσκωτος· την άφοβη κεφαλή του εβαστούσε αποπάνου από τα ωργισμένα κύματα, και με τα χέρια του, καλά κουπιά, ανδρειωμένα λαμνοκοπούσε πάντα κατά τη στερηά, η οποία έγερνε απάνου στα γλειμμένα θεμέλια της, ωσάν να έσκυφτε για να τον βοηθήση. Είμαι βέβαιος ότι εβγήκε στη γη ζωντανός.
ΑΛΟΝΖ. Όχι, όχι, τον έχασα.
ΣΕΒΑΣΤ. Κύριε, για τη μεγάλη συμφορά κάτεχε χάρι του εαυτού σου, που δεν ηθέλησες να μακαρίσης την Ευρώπη μας με τη θυγατέρα σου, αλλά επροτίμησες να την χάσης μ' έναν Αφρικανό· κ' εκεί τολιγώτερο που μπορεί να πάθη είναι να βρίσκεται εξωρισμένη από τα μάτια σου που τώρα την κλαίουν.
ΑΛΟΝΖ. Παρακαλώ σε, πάψε.
ΣΕΒΑΣΤ. Εγονυκλιθήκαμε μπροστά σου, και πόσ' άλλα δεν εκάμαμ' εμείς όλοι για να σου αλλάξουμε τη γνώμη· ως και της κόρης η ωραία ψυχή, ζυγιάζοντας, αυτού του γάμου το μίσος και τη φιλόστοργη υποταγή της, εδίσταζε πού να κλίνη. Εχάσαμε τον υιό σου, φοβούμαι, για πάντα· ετούτη η υπόθεση εχήρεψε στο Μιλάνο και στη Νεάπολη περισσότερες γυναίκες απ' όσους άνδρες γυρίζουν με μας να τες παρηγορήσουν. Το φταίσμα είναι δικό σου.
ΑΛΟΝΖ. Δικός μου και ο ακριβώτερος χαμός.
ΓΟΝΖ. Κύριέ μου Σεβαστιανέ, της αλήθειας, που φλέγεις, λείπει κομμάτι ο ευγενικός ο τρόπος, και ο καιρός· τρίβεις την πληγή, ενώ έπρεπε να την γλυκάνης.
ΣΕΒΑΣΤ. Εξαίρετα.
ΑΝΤΩΝ. Και ωσάν άξιος χειρουργός.
ΓΟΝΖ. Μαυρίλα έχομεν όλοι μας, Κύριε, όταν είσαι συγνεφιασμένος.
ΣΕΒΑΣΤ. Μαυρίλα;
ΑΝΤΩΝ. Μαύρη και σκοτεινή!
ΓΟΝΖ. Ανίσως μου έδιναν να φυτέψω τούτο το νησί, κύριέ μου —
ΑΝΤΩΝ· θα το εφύτευε τσουκνίδα.
ΣΕΒΑΣΤ. Ή ξυνόχορτο, ή μολόχα.
ΓΟΝΖ. Και αν ήμουν ο βασιλέας του νησιού, τι ήθελα να κάμω;
ΣΕΒΑΣΤ. Θα σου έλειπε το κρασί, και δεν θα μεθούσες.
ΓΟΝΖ. Εις την πολιτεία μου κατώρθωνα κάθε πράμμα με ασυνήθιστους τρόπους· γιατί δεν ήθελε υποφέρω καμμιάς λογής εμπόριο· αρχές, μήτε να μελετιώνται· τα γράμματα, αγνώριστα· δούλοι, τίποτε· πλούτη και φτώχια, όξω· συμφωνίες, διαδοχές, κάτω· τέρμονας εις την γη, κανένας· η γη, άσκαφτη, ξαμπέλωτη· μήτε μέταλλα, μήτε στάρι, μήτε κρασί, μήτε λάδι· καμμιά δουλειά· οι άνδρες άνεργοι όλοι, και η γυναίκες ακόμη, πλην άφθαρτες και καθαρές· βασιλεία, καμμία.
ΣΕΒΑΣΤ. Και μ' όλον τούτο ήθελε να είναι ο βασιλέας.
ΑΝΤΩΝ. Το τέλος της πολιτείας του ξαστοχάει την αρχή.
ΓΟΝΖ. Κάθε πράμμα, κοινό για όλους, θα το εγεννούσε η φύσις δίχως ίδρωτά μας, δίχως δυσκολία· αφού η προδοσίες και οι φόνοι ήθελε είναι αγνώριστα, τι χρεία θα είχα για σπαθιά, για κοντάρια, για τουφέκια, ή γι' άλλη μηχανή; δεν θα τα ήθελα· έπρεπε μοναχή της η φύσις να βγάνη άφθονα όλα τα καλά, να τρέφεται ο άκακος λαός μου.
ΣΕΒΑΣΤ. Δεν θα εγνώριζαν παντρειές οι υπηκόοι του;
ΑΝΤΩΝ. Ολότελα, αδελφέ μου· αργοί όλοι· αμαρτωλές και κατεργαρέοι.
ΓΟΝΖ· θα κυβερνούσα, Κύριε, τόσο τέλεια, ώστε να νικήσω τον χρυσόν αιώνα.
ΣΕΒΑΣΤ. Ζήτω η Μεγαλειότης σου!
ΑΝΤΩΝ. Ζήτω ο Γονζάλος!
ΓΟΝΖ. Μ' αφοκράζεσαι, Κύριε;
ΑΛΟΝΖ. Παρακαλώ, πάμε· για με δεν είναι τίποτε αυτά που μιλείς.
ΓΟΝΖ. Σε πιστεύω, Κύριε· και γι' άλλο δεν τόκαμα παρά για να δώσω αιτία τούτων των κυρίων, πώχουν πλευρά τόσο γαργαλιστικά και καλοκίνητα, ώστ' ένα τίποτε τους παρακινεί να γελάνε.
ΑΝΤΩΝ. Για το υποκείμενό σου εγελούσαμε.
ΓΟΝΖ. Που σε τούτο το είδος τρελλού μετεωρισμού είναι ένα τίποτε μπροστά σας· μην παύετε λοιπόν, και γελάτε ακόμα για ένα τίποτε.
ΑΝΤΩΝ. Είδες κοπανιά που μας έσυρε;
ΣΕΒΑΣΤ. Μόν' επήγε χαμένη.
ΓΟΝΖ. Εγεννηθήκατε άνδρες τολμηρόκαρδοι· σεις θα εμετατοπίζετε το φεγγάρι από τη σφαίρα του, αν ετύχαινε για πέντε βδομάδες να μην αλλάξη.
Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ αόρατος, τραγουδώντας με σεμνόν ήχο.
ΣΕΒΑΣΤ. Βέβαια, κ' έπειτα θα εκυνηγούσαμε νυκτερίδες.
ΑΝΤΩΝ. Έλα, κύριέ μου, μη θυμώνης.
ΓΟΝΖ. Όχι, σας βεβαιώνω, δεν ριψοκινδυνεύω τόσο εύκολα τη γνώση μου· θέλετε να με περιγελάτε αποκοιμημένον; γιατί νυστάζω.
ΑΝΤΩΝ. Πέσε κοιμήσου, και άκουέ μας.
Αποκοιμούνται όλοι, όξω από τον ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ, τον ΑΝΤΩΝΙΟ και τον ΑΛΟΝΖΟ.
ΑΛΟΝΖ. Πώς; είναι και αποκοιμημένοι! Επιθυμούσα κ' εγώ τα μάτια μου να κλείσουν, και μ' αυτά οι στοχασμοί μου. Αισθάνομαι, που κλίνουν εις τον ύπνο.
ΣΕΒΑΣΤ. Παρακαλώ σε, Κύριε, μην αρνηθής το βαρύ κάλεσμά του· σπανίως έρχεται να εύρη τη θλίψη· όταν έρχεται, είναι παρηγορητής.
ΑΝΤΩΝ. Εμείς οι δύο, Κύριε, μένουμε φύλακες, ενώ αναπαύεσαι, αγρυπνώντας για την ασφάλειά σου.
ΑΛΟΝΖ. Ευχαριστώ σας. Αξιοθαύμαστο βάρος!
Ο ΑΛΟΝΖΟΣ αποκοιμιέται, ο ΑΡΙΕΛ βγαίνει.
ΣΕΒΑΣΤ. Τι παράδοξος ύπνος τους επλάκωσε!
ΑΝΤΩΝ. Προέρχεται από τον αέρα.
ΣΕΒΑΣΤ. Γιατί λοιπόν δεν βαραίνει ως και τα βλέφαρά μας; Εγώ δεν νυστάζω.
ΑΝΤΩΝ. Ούτ' εγώ· τα λογικά μου είν' ελαφρά. Έπεσαν όλοι μαζή σαν ματιαγμένοι· τους έρριξε χάμου σαν αστροπελέκι. Τι μπορούσε, άξιε Σεβαστιανέ; — Ω! τι μπορούσε! — φθάνει· — και όμως, θαρρώ, στο πρόσωπό σου βλέπω το τι έπρεπε νάσαι· η ευκαιρία σου μιλεί· η δυνατή φαντασία μου θωράει μία κορώνα, η οποία κατεβαίνει απάνου στην κεφαλή σου.
ΣΕΒΑΣΤ. Τι; είσαι έξυπνος;
ΑΝΤΩΝ. Δεν μ' ακούς που μιλώ;
ΣΕΒΑΣΤ. Σ' ακούω· και βέβαια είναι μια αποκοιμημένη ομιλία, και συ μιλείς εις τον ύπνο σου. Σαν τι ήταν αυτό που είπες; Παράξενη ανάπαυση ! μ' ολάνοικτα μάτια κανένας να κοιμάται! να στέκη να μιλή, να κινιέται, και να κοιμάται βαθυά!
ΑΝΤΩΝ. Μεγαλόψυχε Σεβαστιανέ, αφίνεις τη μοίρα σου να κοιμάται, — μάλιστα, να πεθάνη· και, έξυπνος, έχεις τα μάτια σφαλισμένα.
ΣΕΒΑΣΤ. Εσύ φανερά ρουχαλίζεις, και τα ρουχαλίσματά σου ακούονται.
ΑΝΤΩΝ. Είμαι σοβαρώτερος παρ' ό,τι συνηθώ· πρέπει να γένης και συ το ίδιο, και κάνοντάς το, τριπλασιάζεσαι.
ΣΕΒΑΣΤ. Ας είναι· είμαι ατάραχος ωσάν νερό στεκάμενο.
ΑΝΤΩΝ. Εγώ θέλει σε μάθω να τρέχης.
ΣΕΒΑΣΤ. Τρέχα συ· μία προγονική οκνηρία μ' έμαθε να φυλάω τα ρηχά.
ΑΝΤΩΝ. Ω! να ήξερες πόσο λατρεύεις την ιδέα εκεί που την αναπαίζεις! πόσο, γδύνοντάς την, πλέον σφικτά την περιλαμβάνεις! Μάλιστα οι άνθρωποι, που αγαπούν τα ρηχά, τρέχουν πολλές φορές σιμά στα βάθη· εκείν' η ίδια δειλιά τους, είτε η οκνηρία, τους σέρνει.
ΣΕΒΑΣΤ. Παρακαλώ σε, λέγε· το κύτταγμά σου, η όψη σου, κηρύττουν κάτι σημαντικό, και ένα γέννημα βέβαια, που σου δίνει μεγάλη οδύνη όσο να φανερωθή.
ΑΝΤΩΝ. Ιδού, Κύριε. Μ' όλον ότι εδώ ο Κύριος με το αδύνατο θυμητικό, τούτος (ο οποίος δεν θενάχη περισσότερο θυμητικό αφού σκεπασθή με χώμα), από τώρα σχεδόν εκατάπεισε (γιατί άλλο να κάμη δεν ηξέρει) τον βασιλέα, ότι ο υιός του ζη, όμως είναι τόσο αδύνατο να μην επνίγη, όσο είναι αδύνατο τούτος, που κοιμάται εδώ, να πλέη.
ΣΕΒΑΣΤ. Δεν έχω καμμιάν ελπίδα να μην επνίγη.
ΑΝΤΩΝ. Ω! αυτή η καμμιά σου ελπίδα πόσο μεγάλη σου γεννάει άλλην ελπίδα! Η καμμιά σου ελπίδα κατοικεί, σου δείχνει αλλού μία τόσο υψηλή, ώστε η ίδια φιλοδοξία δεν είναι αρκετή να ξανοίξη τίποτε παρέκει, και εις το εύρεμά της ακόμη απορεί. Ομολογείς μ' εμέ πως ο Φερδινάνδος επνίγη;
ΣΕΒΑΣΤ. Πάει.
ΑΝΤΩΝ. Τώρα, λέγε μου, κατόπι του ποιος είναι ο διάδοχος εις την βασιλεία της Νεάπολης;
ΣΕΒΑΣΤ. Η Κλάριβελ.
ΑΝΤΩΝ. Αυτή, που είναι βασίλισσα του Τουνεζιού· αυτή που βρίσκεται στα πέρατα της γης· αυτή, που όσο να λάβη μίαν είδηση από τη Νεάπολη, (γιατί δεν έχει μηνυτή τον Ήλιο, δεν λέω ταργό φεγγάρι) τραχαίνει και βγάνει τρίχες ταπαλό πηγούνι του βρέφους· αυτή, η αιτία που μας εκατάπιε όλους η θάλασσα, η οποία έβγαλε πάλι όξω κάποιους από μας, όπως κατορθώσουν πράξη, πώχει πρόλογο τα περασμένα. Τα ερχόμενα είναι δουλειά δική σου και δική μου.
ΣΕΒΑΣΤ. Τι λογής πράμμα είν' αυτό; πώς είπες; είναι βέβαιο ότι η θυγατέρα του αδελφού μου είναι βασίλισσα του Τουνεζιού, ότι είναι και διάδοχος εις την βασιλεία της Νεάπολης· σ' αυτούς τους τόπους ανάμεσα είναι κάμποσο διάστημα.
ΑΝΤΩΝ. Ένα διάστημα, που κάθε του οργιά, σου φαίνεται, φωνάζει. «πώς θα μας ξαναμετρήση τούτ' η Κλάριβελ για να γυρίση στη Νεάπολη;» — Μείνε στο Τούνεζι, και ας μην κοιμάται ο Σεβαστιανός! Υπόθεσε ότι είναι θάνατος αυτό, που τους άδραξε τώρα· αυτοί δεν ήθελ' ευρίσκονται χειρότερα απ' ό,τι είναι. Δεν λείπουν άνθρωποι άξιοι να κυβερνήσουν τη Νεάπολη έτσι, όπως τούτος που κοιμάται· ευρίσκονται αυλικοί, που ξέρουν πολλές και άτοπες ομιλίες όσες ετούτος ο Γονζάλος. εγώ ο ίδιος μπορώ να περισσολογώ άλλο τόσο. Ω! να είχες και συ το στοχασμό μου! τι ύπνος ετούτος για το μεγαλείο σου! Μ' εννοείς;
ΣΕΒΑΣΤ. Μου φαίνεται, σ' εννοώ.
ΑΝΤΩΝ. Κ' η καρδιά σου καλοδέχεται τη χρυσή σου τύχη;
ΣΕΒΑΣΤ. Θυμούμαι που εσύ έβγαλες τον αδελφό σου τον Πρόσπερο.
ΑΝΤΩΝ. Αλήθεια· και ιδές, πόσο μου αρμόζουν αυτά τα φορέματα! πολύ καλύτερα παρά πρώτα. Οι δούλοι του αδελφού μου ήταν τότε συντρόφοι μου, τώρα με προσκυνούνε.
ΣΕΒΑΣΤ. Πλην η συνείδησή σου —
ΑΝΤΩΝ. Μάλιστα, Κύριε· πού φωλιάζει αυτό; ανίσως ήταν μία χιονίστρα, ήθελε μ' αναγκάσει να πλατύνω το πόδημα· αλλ' εγώ δεν ακούω μέσα μου αυτήν την θεότητα· είκοσι συνείδησες, ανάμεσό μου και της βασιλείας του Μιλάνου, ας πήξουνε και ας λυώσουνε, δεν με πειράζει! Εδώ κοίτεται ο αδελφός σου, — άξιζε τάχα περισσότερο από το χώμα που κοίτεται, ανίσως αυτός ήταν εκείνο που φαίνεται; με τούτο το πιστό σίδερο, τρία δάκτυλα μέσα, εγώ του στρώνω το κρεββάτι για πάντα, ενώ εσύ, αν έκανες το ίδιο, στην αιώνια τύφλα θα έμπαζες το μουχλιασμένο εκείνο γεροντάκι με τες φρόνιμες νουθεσίες, να μην τον έχουμε να μας κατακραίνη. Όσο για τους άλλους, αυτοί θέλει μας ακούνε με την προθυμία, που ο γάτος γλύφει το γάλα· θέλει βαρούν την ώρα σε ό,τι ειπούμ' εμείς, που αρμόζει του καιρού.
ΣΕΒΑΣΤ. Ακολουθώ, φίλε, τα καμώματά σου. Όπως εσύ απόκτησες το Μιλάνο, ομοίως κ' εγώ παίρνω τη Νεάπολη· ξεσπάθωσε· ένα κτύπημα σ' ελευθερώνει από το δόσιμο που πληρώνεις, κ' εγώ, ο βασιλέας, θέλει σ' αγαπώ.
ΑΝΤΩΝ. Ξεσπάθωσε σύγχρονα και συ, και άμα σηκώσω το χέρι μου, κάμε και συ το ίδιο, και κτύπησε τον Γονζάλο.
ΣΕΒΑΣΤ. Στάσου! ένα λόγο μοναχά. (Συνομιλούν παράμερα).
Μουσική. Ο ΑΡΙΕΛ μεταμπαίνει αόρατος.
ΑΡΙΕΛ. Ο Κύριός μου με το μέσο της τέχνης του προβλέπει τον κίνδυνο που βρίσκονται τούτοι οι φίλοι του, και με στέλνει (ειδεμή το σχέδιό του αφανίζεται) να τους φυλάξω τη ζωή.
Τραγουδάει στο αυτί του ΓΟΝΖΑΛΟΥ.
Ενώ κοιμάσ' αμέριμνα,
Καιρό δεν χάνει η άγρυπνη
Κοντά σου η Προδοσιά.
Αν θέλης τη ζωούλα σου,
Διώξε τον ύπνο, πρόσεχε.
Σήκω, σου λέω, γοργά.
ΑΝΤΩΝ. Λοιπόν γλήγορα κ' οι δύο.
ΓΟΝΖ. Άγγελοι καλοί, φυλάξτε τον βασιλέα!
ΑΛΟΝΖ. Α! Α! ξυπνάτε! — Γιατί ξεσπάθωτοι; γιατί εκείνο το ξαγριεμμένο κύτταγμα;
ΓΟΝΖ. Τι εσυνέβηκε;
ΣΕΒΑΣΤ. Ενώ εστεκόμεθα εδώ, κ' εφυλάγαμε την ανάπαυσή σας, τώρα, τώρα, ακούσαμε ξάφνου ένα κουφομούγγρισμα, σαν από βουβάλια, ή καλύτερ' από λιοντάρια· δεν σας εξύπνησε; μου βρόντησε στ' αυτί τρομακτικά.
ΑΛΟΝΖ. Δεν άκουσα το παραμικρό.
ΑΝΤΩΝ. Ω! ήταν βοή αρκετή να δειλιάση κ' ένα θερίο, να κάμη σεισμό· εμούγγριζε βέβαια ένα κοπάδι λιοντάρια.
ΑΛΟΝΖ. Άκουσες αυτά, Γονζάλε;
ΓΟΝΖ. Στην τιμή μου, Κύριε, άκουσα ένα μουρμούρισμα, ένα πολύ παράξενο μουρμούρισμα, που μ' εξύπνησε· σ' ετάραξα, Κύριε, κ' εφώναξα· ανοίγω τα μάτια, και βλέπω τα σπαθιά τους γυμνά· — ακούστηκ' ένας αχός, αυτό είν' αλήθεια, είναι καλύτερα, νάχουμε τον νου μας, ή να φύγουμ' από δω· ας ξεσπαθώσουμε.
ΑΛΟΝΖ. Ας έβγουμ' από τούτον τον τόπο, και ας κάμουμε και άλλες έρευνες για τον υιό μου.
ΓΟΝΖ. Ο θεός να τον φυλάξη από τα θεριά· γιατί βέβαια στο νησί βρίσκεται.
ΑΛΟΝΖ. Εμπρός.
ΑΡΙΕΛ. Ο Κύριός μου, ο Πρόσπερος, πρέπει να μάθη εκείνα, που έκαμα· και συ, βασιλέα, πήγαινε ακίνδυνα, γύρευε τον υιό σου.
Έν' άλλο μέρος του νησιού.
Μπαίνει ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ φορτωμένος ξύλα. Ακούεται βροντή.
ΚΑΛΙΜΠ. Όσα μιάσματα ο Ήλιος ρουφάει μέσ' από βυθίσματα, βάλτους, ρηχά, να πέσουν όλα απάνου στον Πρόσπερο, και να μην του αφήσουν ογγιά σάρκα γερή! Μ' ακούν τα πνεύματά του, κι' όμως εξ ανάγκης πρέπει να καταριούμαι. Αλλέως δεν θα μ' ετσιμπούσαν, δεν θα μ' ετρόμαζαν μ' ίσκιους, δεν θα μ' έμπηχναν στο βούρκο, δεν θα έκαιαν ωσάν δαυλιά στα σκοτάδια, να με παραστρατήσουν, ανίσως εκείνος δεν τους επρόσταζε. Αμμή, για την παραμικρήν αφορμή, τους βάνει να με κυνηγάν πότε ωσάν μαϊμούδες, που μου κάνουν κάθε λογής άσχημα μούτρα, μου τριζοκτυπούν τα δόντια τους, κ' έπειτα με δαγκάν. πότε ωσάν σκατζοχέροι, που μουλώνουν κουβαριασμένοι στο δρόμο εμένα του ξυπόλυτου, και όπου πατήσω μου στηλώνουν ταγκάθια τους. Άλλες φορές πάλι είμαι τυλιγμένος από ένα σωρό φίδια, πού με σχισμένες γλώσσες με βουρλίζουν σφουριξιές. Γεια, τώρα, γεια!
Μπαίνει ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ.
Εδώ έρχεται ένα πνεύμ' από τα δικά του, κ' έρχεται να με βασανίση, γιατί αργώ να φέρω μέσα τα ξύλα. Ας πέσω πίστομα, ίσως να μη με καταλάβη.
ΤΡΙΝΚ. Εδώ δεν είναι ούτε φυτό, ούτε δενδρούλι κανένα για να σκεπασθής από τον καιρό· και ολοένα βράζει και άλλη ανεμοζάλη· την ακούω, που τραγουδάει στον αέρα· εκείν' η μαυρίλα, κείνο το σύγνεφο το τρανό, μοιάζει έν' ασκί χαλασμένο έτοιμο να σκάση. Αν έχη να ρίξη αστροπελέκια σαν πρώτα, δεν ηξέρω που να κρυφθώ· κείνο το σύγνεφο πρέπει να πέση νεροποντή. — Τι έχουμ' εδώ; είν' άνθρωπος, ή ψάρι; ψόφιο, ή ζωντανό; ψάρι· βρωμάει σαν ψάρι· ένα ψάρι σπάνιο! μία παλιά και ψαρίστικη βρώμα! Αν ήμουν τώρα στην Αγγλία (σαν άλλη φορά), και είχα τούτο το ψάρι ζωγραφισμένο μοναχά, καθένας ήθελε τρέχη να το ιδή, και ήθελε πλερώνη μ' ασήμι· με τούτο το τέρας εκεί εγενόμουν άνθρωπος· εκεί, όποιος δείξη κάποιο ζώο παράξενο γίνετ' άνθρωπος· αγκαλά δεν δίνουν έναν οβολό για να γλυτώσουν ένα κρατημένον, βγάνουν όξω δέκα για να ιδούν ένα λείψανο της Ινδίας. Με σκέλη, σαν άνθρωπος, και η πλέγες του, σαν χέρια! ζεστό, μα την αλήθεια! αλλάζω γνώμη τώρα· τούτο δεν είναι ψάρι, είν' ένας κάτοικος του νησιού, που προ ολίγου κάτι θα έπαθε από το αστροπελέκι. (Βροντάει). Ωιμένα! Νάσου πάλι η κακοκαιρία! καλύτερα να χωθώ αποκάτου από τη γούνα μου. Άλλο καταφύγιο δεν είναι εδώ τριγύρου. Η χρεία μας μαθαίνει να πέσουμε με παράξενη συντροφιά. — Κουκουλώνομ' εδώ, όσο να ξεθυμάν' η αντάρα.
Μπαίνει ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ τραγουδώντας και βαστώντας ένα φλασκί.
ΣΤΕΦΑΝ. Εγλύτωσα τη θάλασσα,
θα τελειώσω στη στερηά.
Αυτός είν' ένας άσχημος σκοπός, για ξόδι. Καλά, ιδού η παρηγοριά μου.
(Πίνει).
Ο ναύκληρος, ο δούλος του,
Μ' εμέ και μ' άλλους δυο,
Την Χρυσαυγή αγαπούσαμε,
Την Φρόσω, την Μαριώ.
Την Κατερίνη αφίναμε
Να κουρευθ' η γλωσσού,
Που τάχα δεν της άρεγε
Η οσμή του κατραμιού.
Τους ναύταις καταργιότουνε.
Αμμή το ξέρω γω,
Που για 'να ράφτ' η δύστυχη
Βαστούσε τον καϋμό.
Στη φούρκ' αυτή και ο ράφτης της,
Κ' εμείς για το γιαλό.
Άσχημος σκοπός και τούτος· αλλ' ιδού η παρηγοριά μου.
(Πίνει).
ΚΑΛΙΜΠ. Μη με βασανίζης, ω!
ΣΤΕΦΑΝ. Τι εσυνέβηκε; Έχουμε διαόλους εδώ; μας γελοπαίζεις μ' άγρια πράμματα, με Ινδιάνους; Α! εγλύτωσα από του να πνιγώ για να σκιαχθώ τώρα τα τέσσερα πόδια σας; Επειδή είναι γραμμένο. «άνθρωπος που αρκουδίζει, δεν τον σκιάζει ποτέ». Και αυτό θ' αληθεύη πάλι όσο ζη ο Στέφανος.
ΚΑΛΙΜΠ. Το πνεύμα με βασανίζει, ω!
ΣΤΕΦΑΝ. Ετούτο είναι κάποιο τέρας του νησιού, τετράποδο, που από κείνο, που εγώ λογιάζω, αρρώστησε· πού στο δαίμονα έμαθε τη γλώσσα μας; Θέλει το βοηθήσω· δεν χάνω τίποτε· ανίσως μου πιτύχη να το γλυτώσω, και να το ημερώσω, και να το φέρω μαζή μου στη Νεάπολη, αυτό είναι χάρισμα για κάθε βασιλέα που να εφόρεσε ποτέ αγελαδινό τομάρι.
ΚΑΛΙΜΠ. Μη με βασανίζης στη ζωή σου· θα φέρω στο σπίτι τα ξύλα το γληγορώτερο.
ΣΤΕΦΑΝ. Βρίσκεται βαρυά, και παραλογάει. Θέλει πιη από το φλασκί μου· ανίσως δεν έπιε κρασί ποτέ του, αυτό θέλει του διώξη τη θέρμη· ανίσως μπορέσω να το γλυτώσω, και να το ημερώσω, δεν θα ξοδιάζω πολύ γι' αυτό· αυτό μάλιστα θα με πορεύη, και καλά.
ΚΑΛΙΜΠ. Ως την ώρα λίγο με πειράζεις· σε λίγο θα κάμης χειρότερα· το γνωρίζω από το τρεμουλιό σου. Ολοένα δουλεύει απάνου σου ο Πρόσπερος.
ΣΤΕΦΑΝ. Άφηστα αυτά τώρα. Άνοιξε το στόμα σου· ιδού, τούτο σε μαθαίνει να μιλής, γιατί· άνοιξε το στόμα σου· τούτο σου ξετινάζει το τάραμα, σε βεβαιώνω· δεν γνωρίζεις το φίλο σου· άνοιξε πάλι τη μούρη σου.
ΤΡΙΝΚ. Μου φαίνεται σαν να εγνώριζα τούτη τη φωνή, σαν να ήταν του —, αλλ' εκείνος επνίγηκε, και τούτοι είναι διαόλοι! ω θεέ μου.
ΣΤΕΦΑΝ. Τέσσερα πόδια, και δύο φωνές! Έν' αξιόλογο τέρας! τώρα η μπροστινή φωνή έχει να παινέση το φίλο του, και η πισινή θ' ασχημομιλήση και θα κατηγορήση. Ανίσως όλο το κρασί στο φλασκί μου μπορή να το γλυτώση, το κάνω. Έλα! ας είναι! ας χύσω λίγο μέσα στ' άλλο σου το στόμα.
ΤΡΙΝΚ. Στέφανε!
ΣΤΕΦΑΝ. Τάλλο σου το στόμα μ' έκραξε! Θεέ μου, Θεέ, τούτος είναι δαίμονας, όχι τέρας. Του αφίνω γεια· με τον πειρασμό μη πολλά λόγια.
ΤΡΙΝΚ. Αν είσαι ο Στέφανος 'γγίξε με, και μίλησέ μου· γιατί εγώ είμαι ο Τρίνκουλος· — μη σκιάζεσαι, — ο καλός σου φίλος, ο Τρίνκουλος.
ΣΤΕΦΑΝ. Αν είσαι ο Τρίνκουλος, έβγα όξω· να σε σύρω από τα φτενώτερα σκέλη· αν βρίσκωνται εδώ του Τρίνκολου τα σκέλη, βέβαια είναι τούτα· ο Τρίνκουλος όλος! πώς εκατάντησες να σε κάμη κάθισμά του τούτο ταπόρριμμα: Ξέρει και κλάνει Τρίνκουλους;
ΤΡΙΝΚ. Μου εφάνηκε σβυμμένος από ταστροπελέκι. Κ' έτσι δεν επνίγηκες, Στέφανε; τώρα, θαρρώ, δεν επνίγηκες· επέρασ' η ανεμοζάλη; εγώ εκρύφθηκ' αποκάτου από τη γούνα αυτού του ψοφημιού, γιατί εσκιάχθηκα τον καιρό. Λοιπόν ζης, Στέφανε; Ω. Στέφανε, δύο Νεαπολίταις γλυτωμένοι!
ΣΤΕΦΑΝ. Στη ζωή σου, μη μ' ανακατώσης τόσο το στομάχι· δεν βαστάω πάρα πολύ.
ΚΑΛΙΜΠ. Τούτα είναι ψιλά πράμματα, μην ίσως είναι και πνεύματα. Εκείνος είναι ένας άξιος θεός και βαστάει ένα ουράνιο πιοτό. Θα γονατίσω μπροστά του.
ΣΤΕΦΑΝ. Πώς εγλύτωσες; πώς ήρθες εδώ; ορκίσου απάνου σε τούτο το φλασκί, πώς ήρθες εδώ. Εγώ εγλύτωσ' απάνου σ' ένα βουτσί κρασί της Ισπανίας, ριμμένο στο πέλαο από τους ναύταις, μα τούτο το φλασκί· εγώ ο ίδιος τώκαμ' από δένδρου φλούδα, με τούτα μου τα χέρια, αφού το ρεύμα μ' έσυρε στη στερηά.
ΚΑΛΙΜΠ. Εγώ ορκίζομ' απάνου σ' αυτό το φλασκί, πως είμαι αληθινός δούλος σου· γιατί τούτο το πιοτό δεν είναι της γης.
ΣΤΕΦΑΝ. Να! ορκίσου λοιπόν, πώς εσώθηκες.
ΤΡΙΝΚ. Εκολύμπησα, αδελφέ, σαν νησσάρι· σου ορκίζομαι, εγώ πλέω σαν νησσάρι.
ΣΤΕΦΑΝ. Να· φίλησε το βιβλίο· αγκαλά ξέρης και πλες σαν νησσάρι, είσαι καμωμένος σαν χήνα.
ΤΡΙΝΚ. Ω Στέφανε! έχεις και άλλο;
ΣΤΕΦΑΝ. Το βουτσί ολάκερο, αδελφέ μου. Το κρασοστάσι μου είναι σ' ένα βράχο παραγιαλού· εκεί έχω κρυμμένο το κρασί μου. Απόρριμμα, μωρέ, πώς πάει η τρεμούλα σου;
ΚΑΛΙΜΠ. Δεν είσαι ουρανοκατέβατος;
ΣΤΕΦΑΝ. Φεγγαροκατέβατος, σε βεβαιώνω· εγώ ήμουν εκείνον τον καιρό ο άνθρωπος του φεγγαριού.
ΚΑΛΙΜΠ. Αλήθεια· εγώ σ' είδα μέσα στο φεγγάρι, και σε λατρεύω· η κυρά μου μού 'δειξε που ήσουν με το σκυλί σου, και με το βάτο σου.
ΣΤΕΦΑΝ. Κόπιασε, ορκίσου απάνου σ' αυτό· φίλησε το βιβλίο· σε λίγο το προικίζω με καινούρια γράμματα· ορκίσου.
ΤΡΙΝΚ. Μα τούτο το φως, αυτό είν' ένα κουτό τέρας. Εγώ να το σκιάζωμαι; ένα τιποτένιο τέρας· ο άνθρωπος μέσα στο φεγγάρι; — ένα τέρας, που τα καταπίνει όλα. Τραβάς καλά, τέρας, μα την αλήθεια.
ΚΑΛΙΜΠ. Σου δείχνω κάθε πιθαμή καρπερό χώμα στο νησί, και σου φιλώ τα πόδια· παρακαλώ σε, να σ' έχω θεό.
ΤΡΙΝΚ. Στη ζωή μου, κουτοπόνηρο και μέθυσο τέρας! Την ώρα, που ο θεός του θα κοιμάται, αυτό θα του κλέφτη το φλασκί.
ΚΑΛΙΜΠ. θα σου φιλήσω τα πόδια, θα ορκισθώ δούλος σου.
ΣΤΕΦΑΝ. Έλα, πέσε κάτου, και ορκίσου.
ΤΡΙΝΚ. Θα σκάσω από τα γέλια με τούτο το ζω — τι κατεργάρικο τέρας! — το βάρουνα στην ψυχή μου.
ΣΤΕΦΑΝ. Έλα φίλησε.
ΤΡΙΝΚ. Μόν' που το μαύρο εμέθυσε· ένα βρωμερό τέρας.
ΚΑΛΙΜΠ. Εγώ σου δείχνω τες καλύτερες βρύσες· σου μαζεύω κούραμα, σου βγάνω ψάρια, σου φέρνω όσα ξύλα αγαπάς. Πανούκλα να κόψη τον τύραννο που δουλεύω! Δεν του κουβαλώ άλλα ξύλα, μόνο σέν' ακολουθώ, θαυμαστέ άνθρωπε.
ΤΡΙΝΚ. Ω γέλια, να ξιππάζεται το μπαίγνιο για ένα μαύρο μεθύστακα!
ΚΑΛΙΜΠ. Θέλε με, παρακαλώ, να σε πάω κει, όπου βγαίνουν η αγριομηλιές, και με τα μακρυά μου νύχια εγώ να σου ξεθάφτω ύκνες, να σου δείξω που φωλιάζει ο πετρίτης, να σου μάθω πώς παγιδεύεται η γοργοκίνητη μαϊμού, να σε φέρω στες στρυμωχτές λεφτοκαρυές, και κάποτε να σου κυνηγώ μικρά ζαρκάδια μέσ' από τα γκρεμά. Έρχεσαι μαζή μου;
ΣΤΕΦΑΝ. Έλα τώρα, δείξε μας το δρόμο, δίχως τόσες πολυλογίες. Τρίνκουλε, επειδή ο βασιλέας και όλ' η συντροφιά μας επνιγήκανε, εμείς τα κληρονομούμ' εδώ. Να, βάστα το φλασκί. Συντεχνίτη μου Τρίνκουλε, το ματαγεμίζουμε σε λίγο.
ΚΑΛΙΜΠ. (Τραγουδώντας μεθυσμένα).
Υγεία σ' αφίνω, αφέντη μου —
ΤΡΙΝΚ. Το τέρας σκούζει, το τέρας μεθάει.
ΚΑΛΙΜΠ. Καλάμια δεν σμίγω
Για ψάρια πιλιό.
Δεν πάω κάθε λίγο
Για ξύλα, το ζω.
Δεν τρίβω ταρμάρια.
Δεν πλένω δισκάρια.
Νέον ηύρε λεβέντη
Ο Μπαλ Κα — λιμπάν. —
Εύρ' άλλονε, — αφέντη. —
Σαν τον Καλιμπάν.
Ελευθεριά, σκόλη! σκόλη, ελευθεριά! ελευθεριά, σκόλη, ελευθεριά!
ΣΤΕΦΑΝ. Ω άξιο τέρας! δείξε μας το δρόμο. (Βγαίνουν).
Μπαίνει ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ βαστώντας ένα γογγύλι.
ΦΕΡΔΙΝ. Κάποιες ξεφάντωσες είναι κοπιαστικές, αλλά εις την ηδονή νοστιμίζει και ο κόπος· το να σκύψης εις δουλικά έργα είναι κάποτε μεγαλοψυχία, και πάμπτωχα μέσα αποβλέπουν εις πλουσιώτατα τέλη. Τούτο το μεροκάματο ήθελε τώχω βαρύ όσο είναι αξιομίσητο· αλλ' η κυρία, που δουλεύω, τα νεκρά ανασταίνει, και τους κόπους μου τους κατασταίνει χαρές. Ω! αυτή είναι δέκα φορές τόσο γλυκότροπη όσο τραχύς ο πατέρας της· και εκείνος είναι ζυμωμένος αγριότη. Πρέπει να κουβαλήσω κάμποσες χιλιάδες από τούτα τα γογγύλια, και να θιμωνιάσω, κατά την αυστηρή προσταγή· η γλυκειά μου κυρία..· κλαίει όταν με βλέπη να δουλεύω, και λέγει ότι σε τούτο το ταπεινό έργο δεν έτυχε ποτέ παρόμοιος εργάτης. Λησμονώ· αλλά μέσα εις τούτους τους γλυκούς λογισμούς αλαφραίνουν οι κόποι μου· και, φαίνεταί μου, σχολάζω λησμονώντας.
Μπαίνει η ΜΙΡΑΝΤΑ και ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, ο οποίος μένει εις ένα κάποιο διάστημα.
ΜΙΡ. Ωιμένα! τώρα, παρακαλώ σε, μην κοπιάσης τόσο· να τάχε κάψει ταστροπελέκι εκείνα τα γογγύλια, που είσαι προσταγμένος να θιμωνιάσης! Παρακαλώ σε, θέσε το κάτου, και ησύχασε· όταν καή θα δακρύζη, που σ' έχει αγανακτήσει. Ο πατέρας μου είναι βυθισμένος εις την σπουδή του· παρακαλώ σε, αναπαύου· για τούτες τες τρεις ώρες αυτός δεν βγαίνει.
ΦΕΡΔΙΝ. Ω υπεράκριβή μου Κυρία, ο ήλιος θέλει βασιλέψη, και πάλι θα μείνη ακάμωτος ο διωρισμένος κόπος.
ΜΙΡ. Κάθησε, και ωστόσο εγώ φέρνω τα γογγύλια σου· παρακαλώ σε, δόσ' μου το αυτό· εγώ σου το φέρνω στη θιμωνιά.
ΦΕΡΔΙΝ. Όχι, πολύτιμο πλάσμα· καλύτερα να κοπούν τα νεύρα μου, ν' ανοιχθούν η πλάτες μου, παρά να υποφέρης εσύ παρόμοιαν ατιμία, κ' εγώ να κάθωμαι οκνός να σε κυττάζω.
ΜΙΡ. Μου πρέπει όσο σου πρέπει· κ' εγώ θα το έκανα πολύ ευκολώτερα, γιατί εγώ το καλοθέλω, κ' εσύ το μισείς.
ΠΡΟΣΠ. (Μόνος του). Καϋμένο σκουλήκι, είσαι άρρωστο· ειδεμή, δεν θα ερχόσουν εδώ τώρα.
ΜΙΡ. Δείχνεις κουρασμένος.
ΦΕΡΔΙΝ. Όχι, ευγενική μου κυρία· μου φαίνεται ότι αναπνέω το δροσάτο αέρι της αυγής όταν είσαι εσύ κοντά μου, και ας ήταν νύκτα. Σε παρακαλώ (το περισσότερο για να το βάλω στες προσευχές μου) τι όνομα έχεις;
ΜΙΡ. Μιράντα· ω πατέρα! σε παράκουσα και το είπα!
ΦΕΡΔΙΝ. Αξιοθαύμαστη Μιράντα! αλήθεια η κορυφή του θαύματος! που αξίζεις ό,τι ακριβό έχει ο κόσμος! Πολλές κυρίες εμάτιασα με κύτταγμα τρυφερό, και πολλές φορές τα γλυκομίλητα χείλη τους υπόταξαν τα πάρα πρόθυμα αυτιά μου· διάφορες γυναίκες μ' άρεσαν για διάφορες αρετές, αλλά την ψυχή μου δεν συνεπήρε καμμία τόσο βαθυά, ώστε να μη της ιδώ κάποιο λάθος να πολεμάη από τες χάρες της την υψηλότερη, και να την κατεβάζη· αλλά συ, ω συ, τόσο τέλεια, ασύγκριτη τόσο, επλάσθης με κάθε άλλου πλάσματος το άνθος.
ΜΙΡ. Εγώ δεν γνωρίζω καμμία του γένους μου· δεν θυμούμαι καμμιάς γυναικός πρόσωπο, ειμή, από τον καθρέφτη, το δικό μου· μήτε είδα άλλους, άξιους να τους ονομάσω άνδρες, παρά σε, καλέ μου φίλε, και τον ακριβό μου πατέρα· πώς είναι κει όξω τα πράγματα, είμαι άμαθη· αλλά στη σεμνότη μου απάνου (το μαργαριτάρι της προίκας μου), δεν επιθυμούσα άλλον σύντροφο στον κόσμο παρά σε, μήτε δύναται η φαντασία να πλάση άλλη μορφή, παρά σε, να μ' αρέση· — αλλά εγώ παραμιλώ, και σ' αυτά λησμονώ τες νουθεσίες του πατρός μου.
ΦΕΡΔΙΝ. Εγώ 'μαι βασιλέως υιός, Μιράντα· στοχάζομαι και βασιλέας, (έτσι να μην ήμουν!), και βέβαια δεν θα έστεργα τούτη τη δουλική αγγαρεία όσο δεν θα υπόφερνα να μου μολύνη η μύγα τα χείλη. Άκουσε την ψυχή μου, που μιλεί· τη στιγμή που σε πρωτόειδα η καρδιά μου ευθύς ώρμησε να σε δουλέψη· αυτού υπάρχει δύναμις άξια να με σκλαβώση, και γι' αγάπη σου ιδού με, ευχαριστημένος φορτώνομαι ξύλα.
ΜΙΡ. Μ' αγαπάς;
ΦΕΡΔΙΝ. Ω Ουρανοί και Γη, γενήτε μάρτυρες εις τούτη τη φωνή μου, και σ' εκείνο, που ομολογώ, στεφανώστε μ' αγαθό τέλος, αν ομιλώ με αλήθεια· και ανίσως με δόλο, τότε όσα καλά και αν μου μέλλουνε γυρίστε τα όλα σε τόσες συμφορές! Εγώ παραπάνου απ' ό,τι και αν είναι στον κόσμο σ' αγαπώ, σε σέβομαι, και σε δοξάζω.
ΜΙΡ. Τρελλή πούμαι, να κλαίω για κείνο που χαίρομαι.
ΠΡΟΣΠ. (Μόνος του), Ωραία συναπαντηθήκαν δυο πολύτιμες ψυχές! Ουρανοί, βρέξτε χάρι απάνου σ' ό,τι βλασταίνει ανάμεσό τους!
ΦΕΡΔΙΝ. Τι κλαις;
ΜΙΡ. Γιατί δεν είμ' άξια, και δεν τολμώ να προσφέρω εκείνο που ποθώ να δώσω, και τρέμω να δεχθώ εκείνο, π' αν το στερηθώ, πεθαίνω· αλλ' αυτά είναι μάταια· και εκείνο όσο περισσότερο πάσχει να κρυφθή, τόσο περισσότερο μεγαλώνει και φαίνεται. Μακρυά από μένα, εντροπαλή τέχνη! και σπρώξε με, άδολη εσύ και άγια απλότης! Εγώ 'μαι γυναίκα σου, ει δε μή, θέλει πεθάνω δούλα σου· για σύντροφο μπορείς να μ' αρνηθής· αλλά δούλα θα σου είμαι, θέλης και μη θέλης.
ΦΕΡΔΙΝ. Κυρία μου υπεράκριβη, κ' εγώ πάντα, καθώς είμαι τώρα, ταπεινός.
ΜΙΡ. Λοιπόν, άνδρας μου;
ΦΕΡΔΙΝ. Ναι, και με καρδιά τόσο πρόθυμη, όσο της σκλαβιάς για την ελευθερία· — ιδού το χέρι μου.
ΜΙΡ. Ιδού και το δικό μου, και σ' αυτό μέσα η καρδιά μου· και τώρα, χαίρε για μισή ώρα.
ΦΕΡΔΙΝ. Πες χίλιες ώρες! χίλιες! (Βγαίνουν).
ΠΡΟΣΠ. Δεν μπορώ να χαρώ γι' αυτά ίσια μ' αυτούς· επειδή αυτοί σ' όλα θαυμάζονται· αλλά για τίποτε άλλο δεν γένεται να χαρώ τόσο. Πηγαίνω εις τη βίβλο μου, γιατί πριν του δειλινού μου μένουν πολλά να κατορθώσω. (Βγαίνει).
Έν' άλλο μέρος του νησιού.
Μπαίνουν ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ. ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ κατόπι τους μ' ένα φλασκί.
ΣΤΕΦΑΝ. Άφησέ με ήσυχο· — σαν αδειάση το βουτσί τότε πίνουμε νερό· πρώτα, μήτε στάλα. Δούλο — τέρας, πιε στην υγειά μου.
ΤΡΙΝΚ. Δούλο — τέρας! καλέ, τι νησί είναι τούτο; Λένε πως πέντε μοναχά είναι μέσα σε τούτο το νησί· εμείς είμασθε τα τρία· ανίσως τάλλα δύο έχουνε τα μυαλά μας, η πολιτεία κουνιέται.
ΣΤΕΦΑΝ. Πιε, δούλο — τέρας, όταν σου το προστάζω εγώ· τα μάτια σου είναι χωσμένα μέσα στο κεφάλι σου.
ΤΡΙΝΚ. Και πού αλλού θα τάχη χωσμένα; ήθελ' είναι ένα άξιο τέρας, μα την αλήθεια, ανίσως τάχε στην ουρά του.
ΣΤΕΦΑΝ. Ο τερατάνθρωπός μου έπνιξε τη γλώσσα του μέσα στο κρασί· όσο για με, το πέλαο δεν με πνίγει· εκολύμπησα, πριχού πιάσω στερηά, εδώ κ' εκεί, εξήντα πέντε μίλια, μα τούτο το φως. Θα σ' έχω υπασπιστή, ή σημαιοφόρο;
ΤΡΙΝΚ. Υπασπιστής σου, αν αγαπάς· αυτό δεν βαστάει σημαία.
ΣΤΕΦΑΝ. Δεν θέλει τρέχουμε, κυρ τέρας.
ΤΡΙΝΚ. Μήτε θέλει περπατήτε· θέλει κάθεσθε σαν σκύλοι, και θέλει στέκεσθε βουβοί.
ΣΤΕΦΑΝ. Απόρριμμα, μίλιε μία φορά, αν αλήθεια είσαι ένα καλό απόρριμμα.
ΚΑΛΙΜΠ. Τι κάν' η Υψηλότης σου; να γλύψω το παπούτσι σου· εκείνον δεν τον θέλω γι' αφέντη· δεν αξίζει.
ΤΡΙΝΚ. Ψέμματα, αμαθέστατο τέρας· εγώ έχω μούτρο να βάλω κάτου ένα χωροφύλακα· και τι, ψάρι βρώμιο, ευρέθηκε ποτέ άνθρωπος φοβιτσιάρης να πιη όσο ‘γώ σήμερα; Τολμάς και λες ψέμμα τόσο χοντρό και ολάκερο εσύ, που είσαι μισό ψάρι και μισό τέρας;
ΚΑΛΙΜΠ. Ιδές! πώς μ' αναπαίζει! θα τον αφήσης, αφέντη μου;
ΤΡΙΝΚ. «Αφέντη μου» λέει! Ένα τέρας νάναι έτσι κουτόμυαλο!
ΚΑΛΙΜΠ. Να το, να το πάλι 'πίσω. Δάγκασέ τονε σκότωσέ τον, παρακαλώ σε.
ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, βάστα τη γλώσσα σου· αν κάμης αταξίες, το πρώτο δένδρο… Το τέρας το καψερό είναι υπήκοος μου, και δεν συγχωρώ να μου το βρίζουν.
ΚΑΛΙΜΠ. Ευχαριστώ τον υψηλό μου αφέντη. Συγκατεβαίνεις ν' αφοκρασθής πάλι το ζήτημά μου;
ΣΤΕΦΑΝ. Ναίσκε· αμμή πώς; γονάτισε και ματαπές το· εγώ στέκομαι ορθός· έτσι και ο Τρίνκουλος.
Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ αόρατος.
ΚΑΛΙΜΠ. Καθώς σου έλεγα, δουλεύω ένα τύραννο· ένα μάγο, που με τη σοφία του μου έκλεψε τούτο το νησί.
ΑΡΙΕΛ. Ψέμματα.
ΚΑΛΙΜΠ. Εσύ τα λες, μαϊμού αναγελάστρα· εσύ. Να σ' εχαλούσε ο γενναίος μου Κύριος! εγώ δεν λέω ψέμματα.
ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, ανίσως τον πειράξης πάλι στην ομιλία του, μα τούτο το χέρι, σου πετάω κανένα δόντι.
ΤΡΙΝΚ. Και τι; εγώ δεν εμίλησα.
ΣΤΕΦΑΝ. Σώπαινε, λοιπόν, και φθάνει. (Προς τον Κάλιμπαν). Λέγε.
ΚΑΛΙΜΠ. Σου λέγω, με μαγικά επήρε το νησί· εμένα το πήρε· ανίσως η Μεγαλειότης σου θελήση να τον κάμη να μου την πλερώση (γιατί ξέρω πώχεις καρδιά, αυτός δεν έχει)…
ΣΤΕΦΑΝ. Βεβαιότατα.
ΚΑΛΙΜΠ. Θέλ' είσαι βασιλέας τούτου του νησιού, κ' εγώ δούλος σου
ΣΤΕΦΑΝ. Πώς ξεμπερδεύεται αυτή η δουλειά; Μπορείς να με φέρης εκεί που χρειάζεται:
ΚΑΛΙΜΠ. Μάλιστα, μάλιστα, αφέντη, στον καταδίνω στον ύπνο του, και αυτού μπορείς να του μπήξης ένα καρφί στο κεφάλι.
ΑΡΙΕΛ. Ψέμματα, δεν μπορείς.
ΚΑΛΙΜΠ. Τι αναγουλιασμένο, μουρλό πράμμα είναι τούτο; Μπαίγνιο, αλήθεια ! — Παρακαλώ την Μεγαλειότητά σου, δείρε το, πάρ' του το φλασκί· σαν του λείψη αυτό, ας πιη άρμη, γιατί δε του δείχνω που 'ναι ταναβρυστικά νερά.
ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, μη βάνεσαι άλλο σε κίνδυνο· αντίσκοψε πάλι το τέρας μ' ένα λόγο μοναχά, και η μακροθυμία μου παύει σε λυώνω στις ξυλιές.
ΤΡΙΝΚ. Και τι έκαμα; δεν έκαμα τίποτε. Ας πάω κάνε παρέκει.
ΣΤΕΦΑΝ. Δεν είπες που αυτός λέει ψέμματα;
ΑΡΙΕΛ. Εσύ τα λες.
ΣΤΕΦΑΝ. Εγώ τα λέω; να λοιπόν. (Τον κτυπά. Αν σ' αρέση αυτό, ψεύσε με και άλλη φορά.
ΤΡΙΝΚ. Εγώ δεν σ' έψευσα. — Εχάσετε, βλέπω, με τα μυαλά και ταυτιά. Ανάθεμα στο φλασκί σου· είναι δουλειές του κρασιού· πανούκλα να πάρη το τέρας σου, και ο διάολος τα χέρια σου.
ΚΑΛΙΜΠ. Χα, χα, χα.
ΣΤΕΦΑΝ. Λέγε τώρα την ιστορία σου. — Στη ζωή σου στέκα παρέκει.
ΚΑΛΙΜΠ. Πάρ' τον καλά, καλά· — σε λίγον καιρό ως κ' εγώ θα τον βαρώ.
ΣΤΕΦΑΝ. Στέκα παρέκει. — Έλα, μπροστά!
ΚΑΛΙΜΠ. Λοιπόν, καθώς σου έλεγα, συνηθάει να κοιμάται το απόγιωμα· αυτού μπορείς να του πετάξης τα μυαλά, αφού πρώτα του τσακώσης τα βιβλία του· ή του σπας μ' ένα κούτσουρο το καύκαλο, ή μ' ένα παλούκι του βγάνεις τάντερα· ή του κόβεις τον λάρυγγα με το μαχαίρι σου· μόνο θυμήσου ν' αδράξης πρώτα τα βιβλία του· γιατί άμα του λείψουν εκείνα, μένει ένας κουτός σαν κ' εμέ, και δεν έχει εξουσία απάνου σε κανένα πνεύμα. Όλα τού έχουν έχθρητα ριζωμένη μέσα τους όσο την έχω εγώ· μόνο κάψε τα βιβλία του· έχει ωραία σκεύη (έτσι τα λέει), με τα οποία θα στολίση το σπίτι του σαν το αποκτήση· και κείνο που πρέπει να στοχασθής βαθύτερα, είναι της θυγατρός του τα κάλλη· αυτός ο ίδιος την λέει ασύγκριτη· εγώ δεν είδα άλλη γυναίκα παρά την Συκόρακα, την μητέρα μου, και εκείνην· μα εκείνη τόσο περνάει την Συκόρακα όσο το παρά πολύ περνάει το λίγο.
ΣΤΕΦΑΝ. Τόσο καλή είναι η κόρη;
ΚΑΛΙΜΠ. Ναίσκε, αφέντη, σου πρέπει, σε βεβαιώνω, και θα σου κάμη παιδιά παλληκάρια.
ΣΤΕΦΑΝ. Τέρας, εγώ σκοτώνω τον άνθρωπο· η θυγατέρα του κ' εγώ θέλ'
είμαστε βασιλέας και βασίλισσα (Ζήτω η Μεγαλειότης μας!) και ο
Τρίνκουλος και συ ο ίδιος αντιβασιλιάδες μου. Σ' αρέσει το σχέδιο,
Τρίνκουλε;
ΤΡΙΝΚ. Πολύ.
ΣΤΕΦΑΝ. Δος μου το χέρι σου· μου πονεί που σ' εβάρεσα· μα όσο ζης βάστα τη γλώσσα σου.
ΚΑΛΙΜΠ. Σε μισή ώρα θα κοιμάται· τον χαλάς τότε;
ΣΤΕΦΑΝ. Ναι, στην τιμή μου.
ΑΡΙΕΛ. Τούτο θα τ' αναφέρω του Κυρίου μου.
ΚΑΛΙΜΠ. Μ' εκαλοκάρδισες· είμ' όλος χαρά· ας χαρούμε· θέλεις να μου τραγουδήσης τον σκοπό, που μου εμάθαινες προ λίγη ώρα:
ΣΤΕΦΑΝ. Κάνω, τέρας, κάθε πράμμα που να ζητήσης. Έλα, Τρίνκουλε, ας τραγουδήσουμε.
Τους περγελάμε, — τους περγελάμε·
Δεσμά δεν έχει ο λογισμός. —
ΚΑΛΙΜΠ. Δεν είν' αυτός ο σκοπός.
Ο ΑΡΙΕΛ παίζει τον σκοπό με αυλό και τύμπανο.
ΣΤΕΦΑΝ. Πώς; τούτος είναι ο σκοπός;
ΤΡΙΝΚ. Τούτος είναι ο σκοπός του τραγουδιού μας, και τον παίζει η εικόνα του Κανενού.
ΣΤΕΦΑΝ. Αν είσαι άνθρωπος, φανερώσου στη μορφή σου· αν είσαι δαίμονας, κάμ' όπως θέλεις.
ΤΡΙΝΚ. Ω! Έλεος για τον αμαρτωλό!
ΣΤΕΦΑΝ. Όποιος πεθαίνει πλερώνει κάθε του χρέος. Δεν σε ψηφάω. — Ω Θε μου, βόηβα.
ΚΑΛΙΜΠ. Φοβάσαι;
ΣΤΕΦΑΝ. Όχι, τέρας, εγώ δεν φοβούμαι.
ΚΑΛΙΜΠ. Μη φοβάσαι. Το νησί είναι γιομάτο βρόντους, αχούς και γλυκούς ήχους, που τέρπουν και δεν πειράζουν· πότε μύρια γύρου λεπτά λαλούμενα σιγοκελαϊδούν στ' αυτιά μου· πότε φωνές, και ας εξύπνησ' από πολύν ύπνο, με κάνουν και ξαναποκοιμιώμαι — και τότε στης υπνοφαντασίας μου τα νέφη, φαίνεταί μου, σχίζονται, και φανερώνουν πλούτη έτοιμα να πέσουν απάνω μου, τόσο που όταν ξυπνάω φωνάζω να μεταϊδώ τα ονείρατα.
ΣΤΕΦΑΝ. Τούτο θέλ' είναι για μένα ένα καλό βασίλειο, όπου θενάχω τη μουσική μου χάρισμα.
ΚΑΛΙΜΠ. Αφού πρώτα χαλασθή ο Πρόσπερος.
ΣΤΕΦΑΝ. Αυτό σε λίγο γίνεται· θυμούμαι την ιστορία.
ΤΡΙΝΚ. Ο ήχος φεύγει· ας πάμε κατόπι του· και έπειτα κάνουμε τη δουλειά μας.
ΣΤΕΦΑΝ. Μπροστά, τέρας· εμείς ακολουθάμε· ήθελα νάβλεπα τούτο τον τυμπανιστή. Πάει ολοένα.
ΤΡΙΝΚ. Έρχεσαι; Εγώ θα πάω κατόπι, Στέφανε. (Βγαίνουν).
Έν άλλο μέρος του νησιού.
Μπαίνουν ο ΑΛΟΝΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ, ο ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ και άλλοι.
ΓΟΝΖ. Μα τον θεό, Κύριε, δεν ημπορώ να περπατήσω περισσότερο· μου πονούν τα παληά κόκκαλά μου· τούτος ο δρόμος αληθινά πλέκει γύραις σε λαβύρινθο δίχως άκρη! κάμε υπομονή, πρέπει εξ ανάγκης να ησυχάσω.
ΑΛΟΝΖ. Φίλε μου, δεν σε κατηγορώ· εγώ ο ίδιος είμαι αδυνατισμένος τόσον, ώστ' ενεκρώθηκ' η καρδιά μου· κάθησε, ησύχασε· κ' εδώ αποθέτω την ελπίδα, δεν δέχομαι πλέον την κολακεία της. Eπνίγηκε εκείνος, που περιπλανούμενοι εμείς τον γυρεύουμε, και το πέλαο γελάει με τη μάταιή μας έρευνα εις την ξηρά. Ας είναι· επήγε.
ΑΝΤΩΝ. (μόνος του). Χαίρομαι τωόντι πως έχασε κάθ' ελπίδα. (Προς τον Σεβαστ.). Για μία φορά που σου έσφαλε, μην αθέτησης τη βουλή, που αποφάσισες να κατορθώσης.
ΣΕΒΑΣΤ. Πρώτη ευκαιρία που τύχη, δεν θα μας φύγη.
ΑΝΤΩΝ. Ας είναι για βράδυ τώρα, που τους καταπόνεσ' ο δρόμος, δεν θέλει αγρυπνήσουν, μήτε μπορούν, καθώς σαν ήταν ακούραστοι.
ΣΕΒΑΣΤ. Κ' εγώ λέω για βράδι· φθάνει.
Μουσική σεμνή και παράξενη· και ο Πρόσπερος αποπάνω αόρατος.
ΑΛΟΝΖ. Ποία αρμονία είναι τούτη! φίλοι μου, γροικάτε!
ΓΟΝΖ· θαυμαστή, γλυκειά μουσική!
Μπαίνουν διάφορες παράξενες μορφές, φέρνοντας ένα γιώμα. Χορεύουν τριγύρω μ' ευγενικά προσκυνήματα, και αφού επροσκάλεσαν τον βασιλέα και τους άλλους να γευματίσουν, φεύγουν.
ΑΛΟΝΖ. Φυλάξετέ μας, Ουρανοί! ποιοι ήσαν τούτοι;
ΣΕΒΑΣΤ. Μία παράστασις από έμψυχες κούκλες. Τώρα πιστεύω ότι σώζεται το μονοκέρατο τέρας, ότι στην Αραβία είναι ένα δένδρο, του φοίνικος το θρονί, και ότι ένας φοίνικας εκεί βασιλεύει.
ΑΝΤΩΝ. Το πιστεύω κ' εγώ, και ό,τι άλλο παράδοξο μου ειπούνε, θέλει ορκισθώ πως είναι αλήθεια· οι ταξειδιώταις δεν είπαν ψέμματα ποτέ, αγκαλά στην πατρίδα τους κατακραίνωνται.
ΓΟΝΖ. Εάν ανάφερνα τούτο στη Νεάπολη, θα μ' επίστευαν; εάν έλεγα ότι είδα νησιώταις (γιατί βέβαια κάτοικοι του νησιού είναι), οπού με την τερατώδη μορφή τους, έχουν όμως ήθη γλυκά, που δεν τα βρίσκεις εις πολλούς του ανθρωπινού μας γένους, τολμώ να ειπώ· εις κανένα.
ΠΡΟΣΠ. (μόνος του). Τίμιε άνθρωπε, εμίλησες σωστά, γιατί κάποιοι από σας αυτού είναι χειρότεροι από δαίμονες.
ΑΛΟΝΖ. Ακόμη θαυμάζομαι εκείνες τες μορφές, εκείνα τα νεύματα, και εκείνον τον ήχο, που εφανέρωναν (αγκαλά τους λείπη τόργανο της γλώσσας) ένα είδος αξιόλογης άφωνης ομιλίας.
ΠΡΟΣΠ. (μόνος του). Πριν ιδής το τέλος μην επαινάς.
ΦΡΑΓΚ. Πόσο παράξενα έγιναν άφαντοι!
ΣΕΒΑΣΤ. Δεν μας πειράζει, αφού άφησαν οπίσω τα φαγητά τους· γιατί έχουμ' όρεξη. Σ' αρέσει να δοκιμάσης απ' αυτά, που είν' εδώ;
ΑΛΟΝΖ. Όσο για με, δεν θέλω.
ΓΟΝΖ. Μα την αλήθεια, δεν πρέπει να φοβάσαι. Εις τον καιρό, που εμείς ήμαστε παιδιά, ποιος επίστευε πως ευρίσκονταν άνθρωποι βουνήσιοι μ' ένα πουγγί κρέας κρεμάμενο από το λαιμό τους, ωσάν τα βουβάλια; ή πώς ήταν άνθρωποι με τα κεφάλια κολλημένα στο στήθος; και τώρα γνωρίζουμε ότι όποιος έβανε αυτό το στοίχημα θα έβγαινε βέβαια κερδεμμένος.
ΑΛΟΝΖ. Θα καθήσω και θα γευθώ, και ας είναι το ύστερό μου, δεν με μέλει· γιατί αισθάνομαι πως το καλύτερο επέρασε. — Αδελφέ, και συ, Κύριέ μου (προς τον Δούκα), καθήστε και κάμετε όπως κάνω εγώ.
Αστραπή και βροντή. Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ σε μορφήν Αρπυίας, κτυπάει τα φτερά του απάνω στο τραπέζι, που με ώμορφη τέχνη γίνετ' άφαντο.
ΑΡΙΕΛ. Εσείς είσθε τρεις κακούργοι, και η Μοίρα (της οποίας ετούτος ο κάτω κόσμος μ' όσα έχει μέσα του είναι όργανο) έκαμε τη θάλασσα να σας ξεράση μέσ' από τον αχόρταγο βυθό της, εις τούτο το νησί, που άνθρωπος δεν κατοικάει, ανάξιοι καθώς είσθε με ανθρώπους να συζήτε. Εγώ σας επήρα τον νου. (Βλέποντας τον Σεβαστιανό, τον Αλόνζο και τους άλλους να ξεσπαθώνουν). Εκείνη καθ' αυτό είναι η ανδρεία, που κάνει τους ανθρώπους και πνίγονται, και κρεμούνται μοναχοί τους. Μωροί! Εγώ και οι σύντροφοί μου είμαστε της Μοίρας υπουργοί· τα σπαθιά σας είναι ύλη, που όσο είν' ικανή να λαβώση τους βροντόφωνους ανέμους, ή με κούφια κτυπήματα τάσχιστα νερά να θανατώση, τόσο δύναται να πειράξη του φτερού μου το χνούδι· οι συνυπηρέταις μου είν' ομοίως απλήγωτοι· αλλ' ανίσως και ήσαστε ικανοί να βλάψετε, τώρα εκείνα τα σπαθιά σας έγιναν βαρυά, και δεν τα σηκώνετε. Αλλά θυμηθήτε (ετούτος με σας είν' ο σκοπός μου) πως σεις οι τρεις εδιώξετε από το Μιλάνο τον αγαθό Πρόσπερο. Του πελάου (που σας το επλέρωσε) τον επαραδώσετε με τακριμάτιστο βρέφος του· γι' αυτή τη μαύρη πράξη, η Δύναμες, χρονίζοντας, όχι αλησμονώντας, εκίνησαν θάλασσες και στερηές, ναι, και τα πλάσματ' όλα, ωργισμένα με σας, να σας καταπολεμήσουν. Εσέν', Αλόνζε, επήραν τον υιο σου, και με το στόμα μου αποφασίζουν, αργός αφανισμός (χειρότερος απ' άλλον κακόν έξαφνον θάνατο), πάτημα προς πάτημα, όπου στρίψετε, να σας παραστέκη· που για ν' αποφύγετε τες όργητές τους, (που αλλιώς εδώ σας πλακώνουν, στο έρμο τούτο νησί) άλλος τρόπος δεν είναι, ειμή καρδίας κατάνυξη, και άδολη η επίλοιπη ζωή σας.
Γίνετ' άφαντος μέσα στες βροντές· έπειτα με γλυκεία μουσική ματαμπαίνουν η Μορφές, και χορεύοντας και κάνοντας διάφορα σχήματα παίρνουν το τραπέζι.
ΠΡΟΣΠ. (Παράμερα). Άξια επαράστησες τα σχήμα αυτής της Αρπυίας, Αριέλ μου· ήταν χαριτωμένη ενώ εκατάτρωγε. Από την παραγγελία μου δεν άφησες το παραμικρό, εις ό,τι είχες να ειπής· και ιδού με καλή ζωή, και με θαυμάσια προσοχή, οι πλέον κατώτεροι υπηρέταις μου ενέργησαν καθένας εις το είδος τους. Η υψηλές μαγείες μου δουλεύουν, και τούτοι οι εχθροί μου είναι όλοι πιασμένοι στου νου τους από την πλάνη· τώρα τους κρατώ· έτσι παρμένους τους αφίνω, και πηγαίνω να εύρω τον νέον Φερδινάνδο (που, στοχάζοντ' επνίγηκε) και την αγαπημένη του μονάκριβή μου θυγατέρα.
Ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ αποπάνω φεύγει.
ΓΟΝΖ. Εις τόνομα του Υψίστου, Κύριε, τι στέκεσαι μ' αυτό τακίνητο βλέμμα;
ΑΛΟΝΖ. Ω φρίκη! ω φρίκη! φαίνεταί μου· τα κύματα είχαν μιλιά, και μου τώλεγαν· οι αέρηδες μου τώψαλλαν· και η βροντή, το βαθύ κείνο και τρομερόν όργανο, επρόφερνε του Πρόσπερου τόνομα· καταβοούσε ως κ' εκείνη το ανόμημά μου· γι' αυτό ο υιός μου έχει κρεββάτι τον άμμο· κ' εγώ θα πάω σε βάθη οποία ποτέ δεν έπιασε το σκανδήλι, να τον εύρω, και να κοίτωμαι μαζί του εκεί σκεπασμένος. (Βγαίνει).
ΣΕΒΑΣΤ. Ένα, ένα δαίμονα τη φορά, καταπολεμώ τους λεγεώνες τους.
ΑΝΤΩΝ. Έχε με μάρτυρα στη μονομαχία. (Ο Σεβαστ. και ο Αντών. βγαίνουν}.
ΓΟΝΖ. Είν' απελπισμένοι και οι τρεις· το μέγα τους κρίμα, ωσάν ένα φαρμάκι που εδόθη για να ενεργήση με μάκρος καιρού, τώρ' αρχινάει να νικήση τα λογικά τους. Παρακαλώ σας, πώχετ' ελαφρότερα τα πόδια, προφθάστε τους γλήγορα, και φυλάξετέ τους απ' ό,τι μπορεί να τους καταφέρη αυτή τους η μάνητα.
ΑΔΡΙΑΝ. Ακολούθησέ μας, σε παρακαλώ.
Μπροστά στο σπήλαιο του Πρόσπερου. Μπαίνει ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ και η ΜΙΡΑΝΤΑ.
ΠΡΟΣΠ. Αν σέχω παιδέψει πολύ αυστηρά η ανταμοιβή πάλι σε πλερώνει· γιατί δίνοντάς σου τούτην εγώ σου έδωσα μία κλωστή της ζωής μου, ή καλύτερα κείνο, για το όποιον εγώ ζω. Ιδού, πάλι σου την παραδίνω· τα παθήματά σου άλλο δεν ήταν παρά τόσες δοκιμές, που ηθέλησα να βάλω της αγάπης σου, και, θαύμα! αυτή εφάνη καθαρό χρυσάφι. Εδώ, στην όψη του ουρανού, βεβαιώνω το πλούσιό μου δώρο. Ω Φερδινάνδε, μη μου χαμογελάς, πως την έχω καύχημα, επειδή θα την ιδής να περάση τον έπαινο τόσο, ώστε αυτός να κουτσαίνη κατόπι της.
ΦΕΡΔΙΝ. Το πιστεύω, και τίποτε δεν είν' αρκετό να σαλέψη την πίστη μου.
ΠΡΟΣΠ. Ως δώρο μου λοιπόν, και ως απόκτημά σου, που εκέρδησες γενναία, λάβε την θυγατέρα μου· αλλ' ανίσως της λύσης το παρθενικό ζωνάρι πριν ευλογηθή ο γάμος με όλες τες ιερές ευχές, οι ουρανοί κανένα ράντισμα γλυκό δεν θέλει ρίξουν, να ριζώση τούτος ο δεσμός· αλλά στείρα έχθρητα, καταφρόνεση με μάτι φαρμακερό, και διχόνοια, θα γιομίσουν εκείνη σας την κλίνη με χόρτα τόσο άσχημα, ώστε να σας γένη και των δύο μισητή· φυλάξου λοιπόν έως να φέξουν για σας τα φώτα του Υμεναίου.
ΦΕΡΔΙΝ. Απάνω στην ελπίδα πώχω για γαληνές ημέρες, τέκνα καλά, και μάκρος ζωής, μ' ακέραιη την αγάπη που είναι τώρα, το σκοτεινότερο σπήλιο, ο ευκαιρότερος τόπος, η πλέον δυνατή παρακίνηση του κακού μας δαίμονος, δεν θα είναι ποτέ αρκετά να λυώσουν την τιμή μου εις το πάθος, ώστε να βλάψω τον αιθέρα εκείνης της λαμπρής ημέρας, όταν τάλογα του Απόλλωνος για με θέλ' είναι πνιγμένα, και η νύκτα ασάλευτη.
ΠΡΟΣΠ. Ώμορφα εμίλησες. Κάθησε λοιπόν, και συνομιλήστε· είναι δική σου. Έ! Άριελ, τεχνικέ μου υπηρέτη, Άριελ!
Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ.
ΑΡΙΕΛ. Τι αγαπάει ο δυνατός Κύριός μου; ιδού με.
ΠΡΟΣΠ. Συ και οι κατώτεροι συντρόφοι σου εκτελέσετε άξια την ύστερη υπηρεσία σας, και σας θέλω πάλι γι' άλλη παρόμοια μηχανή. Πήγαινε, φέρ' εδώ τον όχλο (απάνω εις τον οποίο σου δίνω εξουσία) εδώ, εις τούτον τον τόπο· παρακίνησε τους να είναι έξυπνοι· γιατί πρέπει να παραστήσω μπροστά εις τούτο το νέο τέρι κάποιο παιγνίδι της τέχνης μου· το έταξα και το προσμένουν από με.
ΑΡΙΕΛ. Ευθύς;
ΠΡΟΣΠ. Ναι, σε ριπή οφθαλμού.
ΑΡΙΕΛ. Δεν προφθαίνεις να πης άμε κ' έλα, να πνεύσης δύο φορές, και να φωνάξης ν α, ν α· και καθένας τους ακροπηδώντας είναι δω με χάρες και με νεύματα. Μ' αγαπάς, Κύριε; όχι.
ΠΡΟΣΠ. Πολύ, αξιόλογε Άριελ μου. Μη σιμώσης πριν με ακούσης να σε κράξω.
ΑΡΙΕΛ. Πολύ καλά σ' εννοώ. (Βγαίνει).
ΠΡΟΣΠ. Πρόσεξε να 'σαι αληθινός· χαλίνωσε κομμάτι το παιγνίδισμα· οι φοβερώτεροι όρκοι είν' άχυρα για φωτιά του αίματος. Στάσου φρονιμώτερος, μήπως παραβής το τάμμα πώκαμες.
ΦΕΡΔΙΝ. Σε βεβαιώνω, κύριε, ότι το λευκό, ψυχρό, παρθενικό χιόνι πρααίνει τη φλόγα απάνου στην καρδιά μου.
ΠΡΟΣΠ. Καλά. Έλα, Άριελ· καλύτερα να περισσέψουν πνεύματα παρά να λείψη ένα· φανερώσου, και ζωντανά. Σιωπή· κυττάζετε· σιγάτε.
Ακούεται γλυκεία μουσική. Μπαίνει η ΙΡΙΣ.
ΙΡΙΣ. Δήμητρα, πολύδωρη θεά, οι πλούσιοι καρποί σου, γέννημα, στάρι, κριθάρι, λαθήρι και βρώμι· τα βουνά σου τα χορτερά, που βόσκουν τα πρόβατα, και οι λειμώνες σου γιομάτοι αχυροσκέπαστες καλύβες, που αυτά ξενυκτίζουν η ροδοκρινοστόλιστες ακροποταμιές σου, τες οποίες με την προσταγή σου ο υγρός Απρίλης περιντύνει, να φτειάσουν η κρυόκαρδες νύμφες παρθενικά στεφάνια· τα δάση σου τα κατάσκια, που αρέσουν του απαρηγόρητου νέου, όταν φύγη την αλύπητη αγαπημένη του· οι φραγμένοι αμπελώνες σου, και η ακροπελαγιά σου, άκαρπη και βράχους γιομάτη, που η ίδια παίρνεις αέρα. Η βασίλισσα τουρανού, που μέχει υγρό δοξάρι της, και μηνύτρα, θέλει να τα αφήσης όλα, και νάρθης σε τούτη την χούφτα χλωρασιά, καθ' αυτό εις τούτον τον τόπο, να κάμετε χαρές με την υψηλή της χάρη. Με βία πετούν τα παγώνια της. Σίμωσε, πλούσια Δήμητρα, να την προϋπαντήσης.
Μπαίνει η ΔΗΜΗΤΡΑ.
ΔΗΜΗΤ. Χαίρε, πολυχρώματη μηνύτρα, που ποτέ δεν παρακούς τη γυναίκα του Διός· που με τα κίτρινα φτερά σου στα άνθια μου απάνου σταλάζεις μέλι, και χύνεις δροσιστικές βροχές, με την μίαν άκρη και με την άλλη του γαλάζιου δοξαριού σου στεφανώνεις τα σύλλογγα χωράφια μου και τες γυμνές αμμουδιές μου, λαμπρό ζωνάρι της υπερήφανης γης μου· γιατί η βασίλισσά σου μ' εκάλεσε εδώ, εις το φτωχό τούτο χορτάρι;
ΙΡΙΣ. Για να γιορτασθή ο δεσμός μιας αληθινής αγάπης, και φιλοδωρηθή κανένα χάρισμα εις τους ευλογητούς αγαπημένους.
ΔΗΜΗΤ. Πες μου Ουράνιο δοξάρι, η Αφροδίτη και το παιδί της (θα το ξέρης εσύ) συνοδεύουν τάχα τη βασίλισσα; από τη ώρα, που αυτή και το τυφλό τέκνο της έπλεξαν τον τρόπο, με τον οποίον ο μαύρος Άδης μου πήρε την κόρη, αρνήθηκα την αχρεία συντροφιά τους.
ΙΡΙΣ. Μη φοβάσαι· την απάντησα κ' έσχιζε τα σύγνεφα κατά την Πάφο, μαζί με το παιδί της, περιστεροσυρμένοι· εφαντάζονταν να χωρέση κάποιο μάγευμα ερωτικό εις τον άνδρα και εις την κόρη, που βλέπεις (και τούτοι έχουν τάμμα να μην πλησιάσουν εις το νυφικό κρεββάτι πριν ανάψη η λαμπάδα του Υμεναίου)· αλλά δεν επίτυχαν· η θερμή αγαπημένη του Άρη έστρεψε οπίσω· το σκληρόγνωμο παιδί της εσύντριψε τα βέλη του, έκαμ' όρκο ναφήση το τόξευμα, να παίζη με σπουργίτες, και να μείνη παιδί αληθινά.
ΔΗΜΗΤ. Η υψηλή βασίλισσα, η μεγάλη Ήρα έρχεται· την γνωρίζω από το βάδισμά της.
ΗΡΑ. Τι κάν' η ευεργέτρια αδελφή μου; συνέργησε μ' εμέ να ευλογήσουμε τούτο το τέρι, να ευτυχήσουν, και να δοξασθούν εις τα τέκνα τους. — Λάβετε τιμές, πλούτη, του γάμου τα καλά, μακροημέρευση και καθημερινές χαρές. Σας ψάλλ' η Ήρα τες ευχές της.
ΔΗΜΗΤ. Λάβετε τους θησαυρούς της γης, την αφθονία· αποθήκες γιομάτες πάντα, αμπέλια φορτωμένα σταφύλια, δένδρα βαϊσμέν' από τώμορφο βάρος· η άνοιξη για σας να προφθάση εις τα τέλη του φθινόπωρου· η σπάνη και η χρεία να μην έρθουν κοντά σας ποτέ· ιδού απάνω στην κεφαλή σας της Δήμητρας ή ευχές.
ΦΕΡΔΙΝ. Τούτο είναι λαμπρότατο θέαμα, κ' η αρμονία του μαγεύει. Μπορώ να τα στοχαστώ, πνεύματα;
ΠΡΟΣΠ. Πνεύματα, που με το μέσο της τέχνης μου εκάλεσα από τη σφαίρα τους, για να ενεργήσουν εκείνο, που μου φαντάσθηκε τώρα.
ΦΕΡΔΙΝ. Ας ζήσω για πάντα εδώ· ο θαυμαστός πατέρας, και μία σύντροφος, κατασταίνουν τούτο τον τόπο ένα Παράδεισο.
Η ΗΡΑ κ' η ΔΗΜΗΤΡΑ κρυφομιλούν και στέλνουν την ΙΡΙ για θέλημα.
ΠΡΟΣΠ. Τέκνα μου, σιωπή· η Ήρα με τη Δήμητρα κρυφομιλούν σοβαρά. Κάτι μέλλει να γίνη ακόμα· σιγάτε· μείνετε ήσυχοι, ειδεμή η μαγεία μας συγχύζεται.
ΙΡΙΣ. Εσείς, Νύμφες, λεγόμενες Ναϊάδες, έφοροι στους περιπλανούμενους ρύακες, στεφανωμένες βούρλα, και με το βλέμμα πάντα σεμνό, αφήστε τον αφρό του ποταμού, και στο κάλεσμα υπακούστε· της Ήρας είναι η προσταγή. Εδώ, σε τούτο το πράσινο χώμα, ελάτε, φρόνιμες νύμφες, και βοηθήσετε να γιορτασθή ο δεσμός μιας αληθινής αγάπης. Μην αργήτε.
Μπαίνουν κάμποσες Νύμφες.
Εσείς, ηλιοκαϋμένοι θεριστάδες, κουρασμένοι από του Αυγούστου τους κόπους, αφήστε τους αγρούς, ελάτε δω, και χαρήτε· κάμετε σχόλη σήμερα· βάλτε τα ψάθινα σκιάδια σας, και καθένας με καθεμία από τούτες τες δροσερές νύμφες χορεύτε ως συνηθάτε.
Μπαίνουν θεριστάδες, ωραία ντυμένοι· κάνουν με τες Νύμφες ένα νόστιμο χορό· προς το τέλος, ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ ταράζετ' έξαφνα, και μιλεί· ύστερα με μία παράξενη, κούφια, και ανακατωμένη βοή, θλιβερά γίνοντ' άφαντοι.
ΠΡΟΣΠ. (μόνος του). Είχα λησμονήσει τη μαύρη εκείνη συνωμοσία του ζώου Κάλιμπαν με τους συντρόφους του, να με χαλάσουν· η διωρισμένη στιγμή επλάκωσε. (Προς τα πνεύματα). Εξαίρετα. Φευγάτε· παύσετε.
ΦΕΡΔΙΝ. Αυτό είναι πολύ παράδοξο· ο πατέρας σου έχει κάποιο πάθος, που τον καταπολεμάει.
ΜΙΡ. Ποτέ έως τα σήμερα δεν τον έχω ιδεί να οργισθή τόσο υπερβολικά.
ΠΡΟΣΠ. Άλλαξες όψη, υιε μου, και φαίνεσαι στενοχωρημένος· καλοκαρδίσου· τώρα η ξεφάντωσές μας έπαυσαν· τούτοι οι παραστάτες μας, καθώς σας προείπα, ήταν όλοι πνεύματα, και εσκόρπισαν στον αέρα, στον λεπτόν αέρα· και, ίσα με ταθεμέλιωτο κτίριο τούτου του οράματος, οι νεφελοστεφάνωτοι πύργοι, τα λαμπρά παλάτια, οι ιεροί ναοί, και αυτή η μεγάλη σφαίρα, ναι, και όσα χωράει, όλα θα λυώσουν και όπως τανυπόστατο τούτο θέαμα εσβύσθη, ομοίως κ' εκείνα μήτε τρίμμα θαφήσουν κατόπι τους· είμεθα φτειασμένοι ωσάν τα ονείρατα, και τη μικρή ζωή μας περιζώνει ένας ύπνος. Φίλε μου,· είμαι συγχυσμένος· υπόφερε την αδυναμία μου· ο νους μου, του γέρου, είναι σκοτισμένος. Δεν θέλω να σας πειράξη η αδιαθεσία μου! Αν αγαπάτε, τραβηχθήτε μέσα στο σπήλιο μου, και ησυχάσετ' εκεί. Θα κάμω δύο τρία πατήματα να γαληνέψω την ταραγμένη ψυχή μου.
ΦΕΡΔΙΝ. ) Ακριβή μας είναι η ησυχία σου. (Βγαίνουν). και ΜΙΡ ) ΠΡΟΣΠ.
Έλα, με στοχασμού ριπή. — Ευχαριστώ σας. — Άριελ, έλα.
ΑΡΙΕΛ. (Μπαίνοντας). Ένα είμαι με τους λογισμούς σου. Τι αγαπάς;
ΠΡΟΣΠ. Πνεύμα, να γένουμ' έτοιμοι ν' απαντήσουμε τον Κάλιμπαν.
ΑΡΙΕΛ. Μάλιστα, κύριέ μου· την ώρα, που σου παράσταινα τη Δήμητρα, ηθέλησα να σου το θυμίσω· αλλ' εφοβήθηκα μη σε συγχύσω.
ΠΡΟΣΠ. Ξαναπές μου, που άφησες αυτά τα υποκείμενα;
ΑΡΙΕΛ. Σου είπα, Κύριε, πως ήταν κοκκινοφλογισμένοι από τα μεθύσι· τόσο ανδρειωμένοι, που βαρούσαν τον αέρα, γιατί τους έπνεε στο πρόσωπο, εκτυπούσαν τη γη, γιατί φιλούσε τα πόδια τους, αλλά δίχως να σαλέψουν ποτέ από το σκοπό τους· εγώ έκρουσα το τύμπανό μου, και τότε, σαν τάστρωτα πουλάρια, με ταυτιά τεντωμένα, τα μάτια ολάνοικτα, τη μύτη σηκωμένη, ως να ήθελαν να μυρισθούνε τη μουσική, τόσο τους εμάγεψα την ακοή, που, ωσάν τα μοσχάρια, ακολούθησαν το μουγγάλισμά μου, μέσα σε δοντερά τριβόλια, αγκυλωτούς ασπαλάθρους, παλιούρους, και βάτους, που μπήκαν στα μαλακά τους πόδια· τελοσπάντων τους άφησα μέσα στη σάπιαν αφριά του βάλτου, που είναι παρέκει του σπήλιου σου· εκεί μέσα εχορεύανε ως το πηγούνι, ώστε ο άσχημος βούρκος τους εκαταβρώμεψε.
ΠΡΟΣΠ. Καλά τους έκαμες, πουλί μου· στάσου ακόμα στην αόρατη μορφή σου· φέρε από το σπίτι μου τα παλαιά ρούχα, δόλωμα να πιασθούν οι κλέφτες.
ΑΡΙΕΛ. Τρέχω, τρέχω. (Βγαίνει).
ΠΡΟΣΠ. Ένας δαίμονας, ένας γεννημένος δαίμονας, που εις το φυσικό του η ανατροφή δεν μπορεί να πιάση· εις τον οποίον κάθε φιλάνθρωπος κόπος μου επήγε χαμένος· τελείως χαμένος· και καθώς με τους χρόνους ασχημαίνει χειρότερα το κορμί του, όμοια και η ψυχή του σαπαίνει· θα τους μαστιγώσω όλους (ξαναμπαίνει ο Άριελ φορτωμένος με λαμπρά φορέματα) τόσο, που να μουγγρίσουν. Έλα, κρέμασ' τα από τούτο το σχοινί.
Ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ και ο ΑΡΙΕΛ μένουν αόρατοι. Μπαίνουν ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ, ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ, όλοι βρεμμένοι.
ΚΑΛΙΜΠ Παρακαλώ σας ελαφροπατήστε, μην ο τυφλός χάμουργας νοήση σαλαγή· τώρα είμεθα σιμά στο σπήλαιό του.
ΣΤΕΦΑΝ. Τέρας, η Νεράιδα σου, που λες, είναι μία άκακη Νεράιδα, μας έστησε μία καλή.
ΤΡΙΝΚ. Τέρας, εγώ μυρίζω όλος αλογοκάτουρο, και η μύτη μου είναι πολύ συγχυσμένη γι' αυτό.
ΣΤΕΦΑΝ. Καθώς και η δική μου. Άκουσε, τέρας, ανίσως εθύμωνα με σε, βλέπεις.
ΤΡΙΝΚ. Ήσουν ένα χαμένο τέρας.
ΚΑΛΙΜΠ. Καλέ μου αφέντη, μη μου αφαιρέσης την εύνοιά σου· υπόφερε κομμάτι, επειδή όσα θα σε κάμω να κερδίσης είναι αρκετά να σβύσουν το βάσανο, που μας έτυχε. Λοιπόν μιλήτε σιγανά· ακόμα τα πάντα είναι ήσυχα, ωσάν τα μεσάνυκτα.
ΤΡΙΝΚ. Άκουσα· μα να χάσουμε τα φλασκιά μας μέσα στη λίμνη!
ΣΤΕΦΑΝ. Αυτή όχι μοναχά είναι μία μεγάλη συμφορά και ατιμία, τέρας, μα και αμέτρητος χαμός.
ΤΡΙΝΚ. Αυτό με καίει χειρότερα παρά τούτο το βρέξιμο. Και όμως αυτά είναι της άκακης Νεράιδας σου τα καμώματα, τέρας.
ΣΤΕΦΑΝ. Θα πάω ναύρω το φλασκί μου, και ας χαθώ.
ΚΑΛΙΜΠ. Παρακαλώ σε, βασιλέα μου, ησύχασε· βλέπεις εδώ, τούτο είναι το στόμα του σπηλαίου· αγάλι, αγάλι, έμπα μέσα. Πράξε αυτό το καλό κρίμα, που κάνει δικό σου τούτο το νησί· για πάντα, κ' εμέ, τον Κάλιμπάν σου, ποδογρύφτη σου.
ΣΤΕΦΑΝ. Δόσ' μου το χέρι σου, ολοένα αγριεύω.
ΤΡΙΝΚ. Ω βασιλέα Στέφανε! ω συντεχνίτη! ω άξιε Στέφανε! Κύτταξε τι φορεσιές είναι έτοιμες για σένα εδώ!
ΚΑΛΙΜΠ. Άφησ' τα, εσύ τρελλό, είναι παληοσκούτια.
ΤΡΙΝΚ. Ω, ω, τέρας, εμείς ξέρουμε τι πάει να πη παληοσκούτι. Ω βασιλέα
Στέφανε!
ΣΤΕΦΑΝ. Άφησε κείνε το πανωφόρι· μα την αλήθεια, το θέλω γω.
ΤΡΙΝΚ. Η εξοχότης σου ας το πάρη.
ΚΑΛΙΜΠ. Υδρώπικας να πνίξη το μουρλό! Τι νοιώθετε με το να χαϊδεύετε αυτά τα παληοσκούτια; πάμετε, και ας κάμουμε πρώτα το φονικό· ανίσως ξυπνήση, μας γιομίζει τσιμπιές από τα νύχια ως την κορφή· μας κατασταίνει παράξενα πράγματα.
ΣΤΕΦΑΝ. Ησύχασε, τέρας. — Κυράτσα λινιά, τούτο δεν είναι το σωκάρδι μου; ιδού το πήρα· τώρα σωκάρδι μου, μ' εμέ, σκιάζομαι, θα χάσης το μαλλί σου, και θα καταντήσης σωκάρδι κουρεμμένο.
ΤΡΙΝΚ. Κάμε, κάμε· αν με συγχωράη η εξοχότης σου· εμείς κλέφτουμε ίσια, με λινιά και με στάφνη.
ΣΤΕΦΑΝ. Ευγέ σου, νόστιμο· πάρ' ένα φόρεμα γι' αυτό· το πνεύμα δεν θέλει μείνη αβράβευτο όσο εγώ είμαι βασιλέας τούτου του νησιού. «Κλέφτουμε ίσια, με λινιά και με στάφνη» αξιόλογη νοστιμάδα! να κι' άλλο φόρεμα γι' αυτό!
ΤΡΙΝΚ. Τέρας, έλα, μάθε και συ να χεραπλώνης, και φορτώσου τα επίλοιπα.
ΚΑΛΙΜΠ. Δεν θέλω να ξέρω εγώ τίποτε από τούτα· χανουμε τον καιρό μας, και θα μας αλλάξη όλους σε πετροκαβούρους ή σε μαϊμούδες με τάσχημο κούτελο το στενό.
ΣΤΕΦΑΝ. Τέρας, χεράπλωνε και συ· βόηθα να τα φέρουμε κει πώχω το βουτσάκι μου, ή διαφορετικά σ' εξορίζω από το βασίλειό μου· έλα, φέρε τούτο.
ΤΡΙΝΚ. Και τούτο.
ΣΤΕΦΑΝ. Ναι, και τούτο.
Ταραχή από κυνηγούς· διάφορα πνεύματα σαν λαγωνικά βγαίνουν, και τους κυνηγούν. Ο ΠΡΟΣΠΕΡΌΣ και ο ΑΡΙΕΛ παρακινούν τα λαγωνικά.
ΠΡΟΣΠ. Μπρος, μπρος.
ΑΡΙΕΛ. Τρέχα, τρέχα απάνω τους.
ΠΡΟΣΠ. Σου, σου. (Ο Κάλιμπαν, ο Στέφανος και ο Τρίνκουλος φεύγουν, και οι σκύλοι κατόπι τους). Τρέξε, βάλε τα δαιμονόπουλά μου να τους στρεβλώσουν τες κλείδωσες με ξερούς σπαραγμούς, να τους κοντήνουν τα νεύρα με γεροντικά μουδιάσματα, να τους ξεψυχίσουν τσιμπιές, να γένη το δέρμα τους παρδαλό σαν της τίγρης ή του αγριόγατου.
ΑΡΙΕΛ. Άκουσε, βογγάνε.
ΠΡΟΣΠ. Να κυνηγηθούν πλέρια. Σε τούτη τη στιγμή είναι στο χέρι μου όλοι οι εχθροί μου. Σ' ολίγο παύουν όλ' οι κόποι μου, και συ θα λάβης τον αέρα της ελευθερίας· για λίγο ακολούθα με, και υπηρέτησέ με.
Ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ με τα μαγικά του φορέματα και ο ΑΡΙΕΛ.
ΠΡΟΣΠ. Τώρα το σχέδιό μου ωριμάζει· τα μάγια μου δεν ραΐζουν· τα πνεύματά μου υπακούνε, και ο καιρός με το βάρος του, άσκυφτος οδεύει. Τι ώρα είναι;
ΑΡΙΕΛ. Η έκτη ώρα· καιρός, εις τον οποίον, κύριέ μου, ως είπες, θα πάψουν η εργασίες μας.
ΠΡΟΣΠ. Το είπα, από τη στιγμή, πού επροξένησα την τρικυμία. Λέγε, πνεύμα μου, τι κάνει ο βασιλέας με τους άλλους;
ΑΡΙΕΛ. Κλεισμένοι μαζή, σε τέτοιο καθ' αυτό τρόπον, όπως ηθέλησες· απαράλλακτα ως τους άφησες, κύριε· όλοι φυλακωμένοι μέσα στο δάσος από φιλουριές, που προφυλάγει το σπήλιο σου από τον χειμώνα· αδύνατο είναι να σαλέψουν, αν εσύ δεν τους ελευθερώσης. Ο βασιλέας με τον αδελφό του και με τον αδελφό σου μένουν κ' οι τρεις έξω φρενών, και οι άλλοι, γιομάτοι θλίψη και τρομάρα, τους κλαίνε· αλλ' εξόχως ο αγαθός γέρο — Γονζάλος, καθώς τον είπες — τα δάκρυά του καταβρέχουν τα γένεια του καθώς του χειμώνα τα νερά ξεχειλίζουν από τες κεραμωτές· τα μάγια σου τους καταπονούν τόσο, ώστε αν τους έβλεπες τώρα ήθελε συντριβή η καρδιά σου.
ΠΡΟΣΠ. Το στοχάζεσαι, πνεύμα;
ΑΡΙΕΛ. Η δική μου βέβαια, κύριε, αν ήμουν άνθρωπος.
ΠΡΟΣΠ. Και η δική μου πρέπει. Γροικάς εσύ, που δεν είσαι παρά αγέρι, ένα άγγιγμα, μια αίσθηση από τες θλίψες τους, κ' εγώ, ένας από το είδος τους, που αισθάνομαι το κάθε πάθος σφιχτά σαν αυτοί, δεν πρέπει νάχω τρυφερώτερα από σε σπλάχνα. Αγκαλά με τες μεγάλες τους αδικίες κατάκαρδα πληγωμένος, όμως μετέχω με τον υψηλότερο λόγο μου ενάντια στην οργή μου· λάμπει καλύτερα η αρετή παρά η εκδίκηση· αφού μετανοήσανε, το νόημα του σκοπού μου δεν απλώνει παρέκει, μήτε να τους ασχημοκυττάζω. Πήγαινε, ελευθέρωσε τους Άριελ. Λύω τα μάγια μου, γειαίνω τα λογικά τους, και ας γυρίσουν όποιοι ήταν.
ΑΡΙΕΛ. Τρέχω να τους φέρω, Κύριε. (Βγαίνει).
ΠΡΟΣΠ. Εσείς, ίσκιοι του βουνού, του ποταμού, της στεκάμενης λίμνης, και του δάσους, και σεις, που απάνου στους άμμους μ' αγνώριστη ποδοβολή κυνηγάτε τον Ποσειδώνα ενώ τραβιέται, και που άμα γύρη πίσω, τον φεύγετε· σεις, πνευματίδια, που με το φεγγάρι μορφώνετε εκείνους τους πικροπράσινους κύκλους, που δεν τσιμπάει ταρνάκι· κ' εσείς πάλι, πώχετε ξεφάντωση να φτειάνετε μυκάνους το μεσανύκτι, που χαίρεσθε όταν βαρή το σήμαντρο το σοβαρό της εσπέρας· με τη βοήθειά σας (αγκαλά το κράτος σας ολίγο είναι) εγώ εσκοτάδιασα τον ήλιο μεσημερνά, έκραξα όξω τους αδάμαστους ανέμους, κ' έστησα άγριο πόλεμο ανάμεσα στην πράσινη θάλασσα και τον γαλάζιον ουρανό· του κεραυνού, που σκάει με τρομακτικό βρόντο, έβαλα εγώ φωτιά, κ' έσχισα το μέγα δένδρο του Δία με του Δία το πελέκι· το στερεοθεμέλιωτο βουνό εκλόνησα, κ' έσπασα σύρριζα κουκουναριές και κέδρους· μνήματα στην προσταγή μου εξύπνησαν τους κεκοιμημένους· άνοιξαν, και τους ελευθερώσαν, μ' αυτή τη δυνατή μου τέχνη. Αλλά τούτη τη μαύρη μαγεία τώρα την αθετώ, και αφού διορίσω κάποια ουράνια μουσική (ολοένα το κάνω) να ενεργήση στα λογικά τους το σκοπό μου, για τον οποίο γίνεται τούτο ταέρινο μάγευμα, συντρίβω τη ράβδο μου, την θάφτω κάποσες οργυιές μέσα στη γη, και κάτω, σε βάθη, που ποτέ δεν τα έπιασε το σκανδήλι, βυθίζω τη βίβλο μου.
Ακούεται σεμνή μουσική. Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ, κατόπι του ο ΑΛΟΝΖΟΣ με φέρσιμο τρελλού, συνωδευμένος από τον ΓΟΝΖΑΛΟ· ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ και ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ στην ίδια κατάσταση, συνωδευμένοι από τον ΑΡΙΕΛ και από τον ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ· όλοι μπαίνουν μέσα στον κύκλο, που είχε κάμει ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, και στέκουν αυτού μαγευμένοι· αυτά παρατηρώντας ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, λέγει.
Ένας σεμνός ήχος, η καλύτερη παρηγορία του συγχυσμένου λογισμού, ας γειάνη τα μυαλά σου, άχρηστα τώρα, βρασμένα μέσα στο κεφάλι σου! Σταθήτ' αυτού, γιατί σας δένει το μάγευμα. — Γονζάλε, άγιε και τιμημένε, τα μάτια μου, άμα εχαρήκαν τα δικά σου, χύνουνε δάκρυα φιλικά. — Το μάγευμα διαλύεται γλήγορα και όπως η αυγή παίρνει της νύκτας σκορπίζοντας το σκότος, ομοίως τα λογικά τους γλυκοχαράζοντας ολοένα διώχνουν την τυφλή καταχνιά, που περισκεπάζει τον φωτεινότερο νου τους. — Ω αγαθέ Γονζάλε, ο αληθινός λυτρωτής μου, και ο άδολος φίλος εκείνου, που συνοδεύεις, θα πλερώσω τες ευεργεσίες του περισσά, και με τα λόγια και με τα έργα. Άπονα, Αλόνζε· μ' εμεταχειρίσθηκες, εμένα και τη θυγατέρα μου· στην πράξη συνέργησε ο αδελφός σου· γι' αυτό θερίζεσαι τώρα, Σεβαστιανέ. Μία σάρκα κ' ένα αίμα, εσύ, αδελφός μου, που εδέχθηκες εις την ψυχή σου τη φιλαρχία, έδιωξες τη συνείδηση και τη φύση· που μαζί με τον Σεβαστιανό (που για τούτο ακούει μέσα του φρικτήν οδύνη) ηθέλετε να δολοφονήσετε τον βασιλέα σας· σε συγχωρώ, μ' όλον ότι είσαι άνθρωπος! — Η νόησή τους αρχινάει να φουσκώνη, και το ρεύμα, που ολοένα σιμώνει, θα γιομίση τα λογικά όρια, που τώρα είναι ακόμα έρημα και βουρκωμένα. Κανένας απ' αυτούς (και με κττάζουν) δεν ημπορεί να με γνωρίση. — Πήγαινε, Άριελ, φέρε μου το κάλυμμά μου, και το σπαθί μου. {Ο Άριελ βγαίνει). Θα ξεσκεπασθώ, και θα φανώ, όποιος ήμουν άλλη φορά, δούκας του Μιλάνου. — Γλήγορα, πνεύμα, σε λίγο είσ' ελεύθερος.
Ο ΑΡΙΕΛ ματαμπαίνει και βοηθώντας τον ΠΡΟΣΠΕΡΟ να ντυθή τραγουδάει.
Όπου ρουφάει το μελίσσι ρουφάω κ' εγώ· μονιάζω μέσα στο λούλουδο· αυτού κοίτομαι την ώρα, που σκούζ' η κουκουβάγια. Στης νυκτερίδας τον ώμο πετώ προς το καλοκαίρι χαρούμενα· χαρούμενος, χαρούμενος μέλλει να ζω αποκάτου εις τάνθι που κρέμετ' από το κλαδί.
ΠΡΟΣΠ. Και τι! αυτός είναι ο χαριτωμένος μου Άριελ! Θα μου λείψης· όμως πρέπει να λάβης την ελευθερία σου. — Έτσι, έτσι. — Τρέχα στο βασιλικό καράβι, αόρατος καθώς είσαι: εκεί θάβρης τους ναύταις αποκοιμημένους αποκάτου από το κατάστρωμα· αφού ξυπνήσης τον καραβοκύρη και τον πλωρήτη, σπρώξε τους εδώ, κ' ευθύς, παρακαλώ σε.
ΑΡΙΕΛ. Καταπίνω τον αέρα μπροστά μου, και θα είμαι γυρισμένος πριχού ο κτύπος του σφυγμού σου δευτερωθή. (Βγαίνει).
ΓΟΝΖ. Όπου βασανισμός, όπου σύγχυση, όπου τέρατα, όπου τρόμος, όλα εδώ κατοικούν! Του Υψίστου το χέρι να μας έβγανε από τούτον τον κατάφοβο τόπο!
ΠΡΟΣΠ. Κύτταξε, Βασιλέα, τον αδικημένον Δούκα του Μιλάνου, τον Πρόσπερο· να βεβαιωθής καλύτερα ότι ο πρίγκιπας, που σου μιλεί, ζη αληθινά, ιδού σε περιλαμβάνω, και σου λέγω από καρδιάς, καλώς ήρθες μ' όλη σου την συντροφιά.
ΑΛΟΝΖ. Αν είσαι εκείνος ή όχι, ή αν είσαι κάποιο μαγευμένο τίποτε, για να μείνω πάλι γελασμένος, καθώς προ ολίγου, δεν ηξεύρω· ο σφυγμός σου κτυπάει ως από σάρκα κ' αίμα, και από την στιγμήν, που σ' είδα, ολιγοστεύει αυτό που επλάκωνε τον νου μου, και που ήτον, φοβούμαι, της τρέλλας η οδύνη. Όλα τούτα, αν υπάρχουν τωόντι, πρέπει να εξηγηθούνε παράδοξα.
Την δουκαρχία σου επιστρέφω, και σε παρακαλώ να με συγχωρέσης γιατί σ' έχω αδικήσει. Αλλά πώς γίνεται να ζη ο Πρόσπερος, και να είν' εδώ;
ΠΡΟΣΠ. Πρώτα, ευγενικέ μου φίλε, ν' ασπασθώ τα γερατειά σου· δίχως μέτρο, δίχως όρια είναι η τιμιότης σου.
ΓΟΝΖ. Αν αυτό, που βλέπω, είναι ή δεν είναι, δεν ορκίζομαι.
ΠΡΟΣΠ. Κρατείς ακόμα από το νησί κάποιες λεπτολογίες, που σ' εμποδίζουν να πιστέψης πράμματα βέβαια. — Καλώς ήρθετε όλοι οι φίλοι μου, (Χαμηλά προς τον Σεβαστιανό και τον Αντώνιο). Αλλά σεις, άξιο ζευγάρι, — μπορούσα, κύριοι, να σύρω απάνω σας την οργή της Μεγαλειότητάς του, και να σας αποδείξω προδότες· τώρα δεν θέλω να φανερώσω τα μυστικά.
ΣΕΒΑΣΤ. Ο πειρασμός μιλεί μέσα του.
ΠΡΟΣΠ. Όχι· — όσο για σε, κακή ψυχή, που αν σ' έλεγα αδελφόν, θα εμόλυνα τα χείλη μου, σου συγχωρώ την πλέον αισχρή από τες αδικίες σου, — σου τα συγχωρώ όλα· και απαιτώ από σε το θρόνο μου, που στανικώς, το ξέρω, πρέπει να μου ξαναδώσης.
ΑΛΟΝΖ. Αν είσαι ο Πρόσπερος, λέγε μου καταλεπτώς πώς εσώθηκες, πώς μας απάντησες εδώ, ενώ δεν είναι παρά τρεις ώρες αφότου εμείς ετσακισθήκαμε σε τούτο τακρογιάλι, κ' εγώ έχασα (πόσο με σφάζ' η ενθύμηση!) τον ακριβό μου υιο Φερδινάνδο.
ΠΡΟΣΠ. Πόσο μου πονεί, Κύριε!
ΑΛΟΝΖ. Αγιάτρευτος είναι ο πόνος, και η υπομονή δα ωμολόγησε ότι τα μέσα της δεν ωφελούν.
ΠΡΟΣΠ. Εγώ μάλιστα στοχάζομαι ότι δεν την εζήτησες να σε θεραπεύση· από τη γλυκειά της χάρη, εις όμοιον πόνο, λαβαίνω εγώ υψηλό βοήθημα, και παύω τα παράπονα.
ΑΛΟΝΖ. Υπόφερες και συ παρόμοιον χαμό;
ΠΡΟΣΠ. Τόσο μεγάλος, τόσο νωπός· και να βαστάξω τον πόνο μου λείπουν εκείνες η παρηγοριές, εις τες οποίες δύνασαι εσύ να προστρέξης· επειδή εγώ έχασα τη θυγατέρα μου.
ΑΛΟΝΖ. Μία θυγατέρα! ω Ουρανέ! να ζούσαν κ' οι δύο στη Νεάπολη, βασιλέας εκεί και βασίλισσα! Α! να ζούσαν, και ας ήμουν εγώ χωσμένος στην αμμώδη κλίνη, όπου κοίτεται ο υιός μου! Πότε έχασες τη θυγατέρα σου;
ΠΡΟΣΠ. Εις τούτη την τρικυμία. — Καταλαβαίνω ότι οι Κύριοι εδώ απορούν για τούτο το συναπάντημα τόσο, που κατατρώνε τον νου τους, και φοβούνται μήπως τους γελούν τα μάτια τους, μήπως τα λόγια τους δεν είναι φυσική πνοή. Αλλ' όπως και αν εταράχθηκαν τα λογικά σας, βεβαιωθήτε ότι εγώ είμαι ο Πρόσπερος, εκείνος ο ίδιος δούκας, ο οποίος είχε διωχθή από το Μιλάνο, ο οποίος με παράδοξον τρόπο, σε τούτο τακρογιάλι, όπου σεις ετσακισθήκετε, εβγήκε γλυτωμένος να το κυριέψη. Φθάνει για τώρα· γιατί τούτο δεν είναι διήγηση μιας στιγμής, μήτε αρμόζει σε τούτη την πρώτη απάντησή μας. Καλώς ήρθες, Κύριε· τούτο το σπήλαιο είν' η Αυλή μου· εδώ έχω λίγους υπηρέτες, και εις το νησί δεν έχω υπηκόους. Σε παρακαλώ να κυττάξης εκεί μέσα. Αφού μου ξανάδωσες τη δουκαρχία μου, εγώ σ' ανταμείβω με πράμμα ώμορφο άλλο τόσο· βγάνω όξω τουλάχιστο ένα θαύμα, να σ' ευχαριστήσω, όσο μ' ευχαριστάει ο θρόνος μου.
Το έμπα του Σπηλαίου ανοίγει, και φαίνονται ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ και η
ΜΙΡΑΝΤΑ, που παίζουν τους πεσσούς.
ΜΙΡ. Γλυκέ μου φίλε, με γελάς.
ΦΕΡΔΙΝ. Όχι, ακριβή μου αγάπη, δεν θα το έκανα για όλα τα καλά του κόσμου.
ΜΙΡ. Ναι, αν ήτον για κάμποσα βασίλεια, ας μ' ελάθευες, σου έλεγα ότι παίζεις τίμια.
ΑΛΟΝΖ. Ανίσως αυτό που βλέπω καταντήση πάλι έν' από τα δράματα του νησιού, θα χάσω δεύτερη φορά τακριβό μου τέκνο!
ΣΕΒΑΣΤ. Ω μέγα θαύμα!
ΦΕΡΔΙΝ. Η θάλασσα, ναι, φοβερίζει, αλλά σπλαχνίζεται· αδίκως την εκαταράστηκα. (Ο Φερδινάνδος γονατίζει μπροστά στον Αλόνζο).
ΑΛΟΝΖ. Α! όλες η ευχές ενού πασίχαρου πατρός να σε περιζώσουν! Σήκω, και λέγε πως ήρθες εδώ.
ΜΙΡ. Ω θαύμα! Ιδές πόσα καλά πλάσματα! Ώμορφη που είναι η ανθρωπότης!
Λαμπρέ καινούριε κόσμε, ωραία πούσαι κατοικημένος!
ΠΡΟΣΠ. Για σε είναι καινούριος.
ΑΛΟΝΖ. Ποία είν' αυτή η κόρη, πού έπαιζε μαζί σου; η γνωριμία σας μπορεί νάναι, το πολύ, από τρείς ώρες· είν' αυτή τάχα η θεά, πού μας εχώρισε και μας ένωσε πάλι;
ΦΕΡΔΙΝ. Κύριε, θνητή είναι· όμως αθάνατη Πρόνοια ηθέλησε να την κάμη δική μου· την εδιάλεξα όταν ήτον αδύνατο να ζητήσω συμβουλή του πατρός μου· μήτ' έλεγα πως τον είχα· είναι θυγατέρα τούτου του ξακουσμένου δουκός του Μιλάνου, που τόσες φορές άκουσα να δοξάζεται, και δεν τον είχα ιδεί ποτέ· από τον οποίον έλαβα δεύτερη ζωή, και δεύτερον πατέρα μου τον εχάρισε τούτη η κυρία.
ΑΛΟΝΖ. Η οποία έγινε θυγατέρα μου. Αλλά πόσο θέλει φανή παράδοξο, πως πρέπει να ζητήσω συγχώρεση της θυγατέρας μου!
ΠΡΟΣΠ. Κύριε, πάψε. Ας μη βαρύνουμε την ενθύμησή μας με θλίψες περασμένες.
ΓΟΝΖ. Εγώ έκλαια μέσα μου· για τούτο εσώπαινα έως τώρα. Σκύψετε, θεοί, και απάνω των δύο κατεβάσετε στεφάνι ευλογημένο· γιατί σεις εγράψετε το δρόμο, οπού μας έφερ' εδώ.
ΑΛΟΝΖ. Γένοιτο, λέγω κ' εγώ, Γονζάλε!
ΓΟΝΖ. Ο Δούκας του Μιλάνου εδιώχθηκε από το Μιλάνο, όπως το γένος του βασιλέψη στη Νεάπολη; Ω! αναγαλλιασθήτε μ' ασυνήθιστη αναγάλλιαση! χαράξετέ το με χρυσά γράμματα απάνω σ' αιώνιες στήλες. Εις ένα και το αυτό ταξείδι, η Κλάριβελ εύρηκε άνδρα εις το Τούνεζι, ο Φερδινάνδος, ο αδελφός της, μία σύντροφο εκεί, που ο ίδιος ήταν χαμένος, ο Πρόσπερος τη δουκαρχία του σ' ένα έρημο νησί, και καθένας από μας ηύρε τον εαυτό του ενώ είχε βγη από τον εαυτό του.
ΑΛΟΝΖ. (Προς τον Φερδιν. και την Μιράντα). Δόστε μου τα χέρια σας· ο καϋμός και η θλίψη να σφίξουν πάντα την καρδιά, που δεν θέλει τη χαρά σας.
ΓΟΝΖ. Γένοιτο.! Αμήν!
Ματαμπαίνει ο ΑΡΙΕΛ με τον Καραβοκύρη, και με τον πλωρήτη, που ακολουθούν τρομασμένοι.
Κύτταξε, κύριε, κύτταξε, να και άλλοι της συντροφιάς μας! Εγώ είχα προφητέψει ότι, αν η στερηά είχε φούρκες, τούτο το υποκείμενο δεν θα επνιγότουν. Τώρα, βλάσφημε άνθρωπε, που στη θάλασσα δεν ηξέρεις παρά κατάρες, στη στερηά έχασες τη γλώσσα σου; Τι νέα;
ΠΛΩΡ. Απ' όλα το καλύτερο είναι, ότι βρίσκομε γλυτωμένους τον βασιλέα με τη συντροφιά του· δεύτερα, το καράβι μας, που εδώ και τρεις ώρες τώχαμε παραδώσει για τσακισμένο, σώζεται γερό και ωραία ευτρεπισμένο, απαράλλακτα ωσάν την ώρα που το πρωτορρίξαμε στο πέλαο.
ΑΡΙΕΛ. (Μοναχός του). Κύριε όλα τούτα τάκαμ' από τη στιγμή που σε άφησα.
ΠΡΟΣΠ. (Μοναχός του). Επιδέξιο μου Πνεύμα!
ΑΛΟΝΖ. Τούτα δεν είναι πράμματα φυσικά· περισσεύουν πάντα στο παραδοξότερο. Λέγε, πώς ήρθες εδώ;
ΠΛΩΡ. Αν επίστευα πως είμαι αλήθεια έξυπνος, θα επάσχιζα να σου το διηγηθώ. Εκοιμώμασθε σαν νεκροί, και (το πώς, δεν ηξεύρουμε) όλοι σωρό αποκάτου από το κατάστρωμα, όταν, προ ολίγου, παράξενες και διάφορες βοές, μουγκρίσματα, σκουξίματα, ουρλιάσματα, και άλυσσες συρμένες, και μύριοι ήχοι, όλοι φοβεροί, μας εξύπνησαν με μιας, ελεύθεροι· τότε μ' όλο του το ευτρέπισμα είδαμε κ' έλαμπε το καλό βασιλικό καράβι· ο Καραβοκύρης επηδούσε βλέποντάς το. Σε μία στιγμή, αν σ' αρέση, ωσάν στα ονείρατα, μας εχώρισαν από τους άλλους, και μας εκουβάλησαν εδώ με τούτα μας τα ξαφνισμένα μούτρα.
ΑΡΙΕΛ. (Μοναχός του). Επήγε καλά έτσι;
ΠΡΟΣΠ. (Μοναχός του) Θαυμαστά, ξυπνάδα μου. Λαβαίνεις την ελευθεριά σου.
ΑΛΟΝΖ. Άνθρωπος δεν επάτησε ποτέ παρόμοιο λαβύρινθο· και εις όλα τούτα είναι κάτι που η φύσις δεν επροξένησε ποτέ. Κάποιο μαντείο πρέπει να μας φωτίση.
ΠΡΟΣΠ. Κύριέ μου, μη βασανίζης το πνεύμα σου με το να ερευνήσης αυτά τα παράδοξα. Με πρώτη ευκαιρία (και θέλει τύχη γλήγορα) εγώ σου ξεδιαλύνω, ένα προς ένα, όσα εσυνέβηκαν, εις τρόπον ώστε θα τα εύρης όλα πιθανά. Ωστόσο έχε καλή καρδιά, και παύσε τον φόβο. — (Παράμερα). Έλα δω, πνεύμα, ελευθέρωσε τον Κάλιμπαν με τους συντρόφους του· λύσε τα μαγια. (Ο ΑΡΙΕΛ βγαίνει). Τι κάν' η Υψηλότης σου; λείπουν ακόμη από τη συντροφιά σας κάποια ανάποδα παιδιά, που λησμονήσετε.
Ματαμπαίνει ο ΑΡΙΕΛ τραβώντας μέσα τον ΚΑΛΙΜΠΑΝ, τον ΣΤΕΦΑΝΟ και τον
ΤΡΙΝΚΟΥΛΟ, ντυμένους με τα κλεμμένα φορέματα.
ΣΤΕΦΑΝ. Κάθε άνθρωπος ας φροντίζη για τους άλλους, και κανείς ας μη γνοιάζεται για τον εαυτό του· γιατί όλα είναι της τύχης. Αντριέψου! τέρας, αντριέψου!
ΤΡΙΝΚ. Αν αυτά πώχω στο κεφάλι μου είναι καλοί κατάσκοποι, τούτο είναι ένα λαμπρό θέαμα!
ΚΑΛΙΜΠ. Ω Σέτεβε! τούτα είν' άξια πνεύματα τωόντι! Πώς γυαλίζει ο κύριος μου! φοβούμαι θα με παιδέψη.
ΣΕΒΑΣΤ. Α! Α! τ' είν' τούτα; Κύριε μου Αντώνιε, είναι για πούλημα;
ΑΝΤΩΝ. Ως φαίνεται· έν' απ' αυτά είναι φανερό ψάρι, και άσφαλτα για το φόρο.
ΠΡΟΣΠ. Παρατηρήσετε εκείνα που φορούνε, και ύστερα πέστε πόση τιμή έχουν απάνω τους αυτά τα υποκείμενα. Τούτος ο κακόμορφος κατέργαρος εγεννήθη από μία στρίγλα, και μία στρίγλα τόσο φοβερή, που εβίαζε το φεγγάρι, κ' εκυβερνούσε όπως ήθελε τα κύματα, ν' ανεβούν και να κατεβούν, δίχως τη δύναμή του. Τούτ' οι τρεις μ' εκλέψανε, και εκείνος ο μισοδαίμονας (γιατί είναι νόθος) έκαμε το ένα του μ' αυτούς για να μου πάρη τη ζωή. Οι δύο πρέπει να ομολογήσετε ότι είναι δικοί σας· τούτο το πράμμα του σκότους το αναγνωρίζω για δικό μου.
ΚΑΛΙΜΠ. Ω θανάσιμες τσιμπιές που καρτερώ!
ΑΛΟΝΖ. Δεν είναι αυτός ο Στέφανος; ο μέθυσος κελλάρης μου;
ΣΕΒΑΣΤ. Μεθάει ολοένα· πού ηύρε το κρασί;
ΑΛΟΝΖ. Μήτε ο Τρίνκουλος βαστιέται· που να ευρήκανε το πιοτό, που τους ερρόδισε; πώς αρτύσθηκες έτσι;
ΤΡΙΝΚ. Από την ώρα που σας άφησα αρτύσθηκα τόσο καλά, που την μύγα δεν την έχω χρεία.
ΣΕΒΑΣΤ. Ε, Στέφανε!
ΣΤΕΦΑΝ. Α! μη με 'γγίξης· δεν είμαι Στέφανος, μόνο πατόκορφα ένα μούδιασμα.
ΠΡΟΣΠ. Ήθελες νάσαι βασιλέας του νησιού, κατέργαρε;
ΣΤΕΦΑΝ. Θελάμουνα βέβαια ένας πικρός βασιλέας.
ΑΛΟΝΖ. Δεν είδα ποτέ πράμμα τόσο αλλόκοτο (δείχνοντας τον Κάλιμπαν).
ΠΡΟΣΠ. Στραβός είναι στα ήθη του καθώς εις τη μορφή του. Πήγαινε, σκλάβε, στο σπήλαιο μου, πάρε μαζί σου και τους συντρόφους σου· και αν επιθυμάς να σε συμπαθήσω, ευτρέπισέ το ώμορφα.
ΚΑΛΙΜΠ. Μάλιστα, κ' εδώ κ' εμπρός θα κάνω φρόνιμα, θα πασχήσω να κερδίσω την αγάπη σου. Χοντρό γαϊδούρι που ήμουνα να κάνω θεό εκείνον τον μεθύστακα! να λατρεύω αυτό ξόανο!
ΠΡΟΣΠ. Σύρε· φεύγα.
ΑΛΟΝΖ. Σύρτε· και βάλτε τα φορέματα όπου τα βρήκετε.
ΣΕΒΑΣΤ. Λέγε καλύτερα, όπου τάκλεψαν.
Βγαίνουν ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ, ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ και ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ
ΠΡΟΣΠ. Κύριε, προσκαλώ την Υψηλότητά σου και τη συνοδία σου εις το φτωχό μου σπήλαιο· όπου θ' αναπαυθήτε τούτη τη νύκτα μοναχά, μέρος της οποίας θα περάσουμε μ' ένα διήγημα που, είμαι βέβαιος, θα κάμη να φεύγουν η ώρες· την ιστορία της ζωής μου, και τα μερικά περιστατικά, που μου 'λαχαν, αφού έφθασα εις τούτο το νησί· και άμα ξημερώση, θα σας φέρω στο καράβι σας, και μ' αυτό στη Νεάπολη, που ελπίζω να ιδώ να τελεσθή των δύο μας ακριβαγαπημένων ο γάμος· και εκείθε ν' αποτραβηχθώ στο Μιλάνο, όπου των φροντίδων μου το ένα τρίτο θα το αφιερώσω του τάφου μου.
ΑΛΟΝΖ. Ποθώ δυνατά ν' ακούσω την ιστορία της ζωής σου. Πρέπει να δένη θαυμάσια την ακοή.
ΠΡΟΣΠ. Θα τα φανερώσω όλα· και σας τάζω ατάραχη τη θάλασσα, δεξιούς τους ανέμους, και τόσο καλό το αρμένισμα, να προφθάσουμε τον βασιλικόν στόλον σου, πού εμάκρυνε πέρα. — Άριελ μου, πουλάκι μου, αυτό είναι έργον σου· ύστερα, με τα στοιχεία· μείν' ελεύθερος, και χαίρου! (Παράμερα). Παρακαλώ, σίμωσ' εδώ. (Βγαίνουν).
Τον εκφωνεί ο Πρόσπερος).
Τώρα τα μάγια μου είν' όλα χαλασμένα, και δεν έχω παρά τη δική μου δύναμη, και αυτή είναι ολίγη. Τώρα είναι βέβαιο ότι στην εξουσία σας στέκεται να με περιορίσετε εδώ ή να με στείλετε στη Νεάπολη. Αφού εξανάλαβα τη δουκαρχία μου, και εσυγχώρεσα τον επίβουλο, ας μη με κλείση εις τούτο το γυμνό νησάκι η μαγεία σας· αλλά λύστε με με τα καλά σας χέρια. Μία καλοπροαίρετη πνοή σας πρέπει να φουσκώση τα πανιά μου, διαφορετικά ο σκοπός μου χάνεται, και αυτός ήτουν, ν' αρέσω. Τώρα μου λείπουν πνεύματα να προστάζω, τέχνη να μαγεύω, και το τέλος μου είναι η απελπισία, αν δεν με σώσ' η Δέησις, πώχει άρματα τόσο δυνατά, ώστε πολιορκεί, και στενεύει το θείον Έλεος και από κάθε πταίσμα μας λυεί. Έτσι και σας να σας αφεθούν η αμαρτίες σας, ευχαριστηθήτε να μ' ελευθερώσετε.
Ενώ προσφέρω εις τους ομογενείς μου την μετάφρασιν αξιολόγου δράματος του μεγάλου Σαίξπηρ, μου συμφέρει να παρακινήσω τον αναγνώστη να εμβαθύνη εις την ουσία του, ίσως, μαγεμμένος από τα κάλλη της ιδέας, που το ζωογονεί, μου γνωρίση χάρη ότι τον έκαμα μετοχο του πολύτιμου θησαυρού, και μου συγχωρέση τα πολλά ελαττώματα της μεταφράσεως, έως να κάμη άλλος άλλη καλύτερη.
Θαυμάζεται εις την «Τρικυμία» η τεχνική οικονομία του δράματος, μ' όλον ότι, καθώς ορθά επαρατηρήθηκε, λείπει η πλοκή. Η πλοκή, η οποία ζητάται, υπάρχει εις όσα συνέβηκαν πριν αρχίση η πράξις· και τούτη πάλι άλλο δεν είναι ειμή η λύσις εκείνης της πλοκής. Και τωόντι, η αντίθετη κατάστασις των ατόμων, που ενεργούνε ή πάσχουνε εις το δράμα, εγεννήθη εις τον περασμένον καιρό, και ο ποιητής εφρόντισε να την φανερώση καθαρά εις την διήγηση, την οποίαν κάνει ο Πρόσπερος της θυγατρός του, και η οποία, σιμά εις τάλλα, χρησιμεύει ως πρόλογος εις την ερχόμενη πράξη. — Ένα παλαιό μεγάλο αδίκημα έμεινε ατιμώρητο· έφθασε η ώρα να παιδευθούν οι κακούργοι, και να λάβουν οι αθώοι την ανταμοιβή τους. Τότε η βουλή της Θείας Πρόνοιας εκτελείται εις το δράμα.
Η εκπλήρωσις αυτής της ηθικής ανάγκης, με άλλα λόγια η λύσις της πλοκής, ευρίσκεται εις τα χέρια του ιδίου αδικημένου ατόμου· και το μέσο για να πιτύχη αυτό το τέλος είναι ένα υπερφυσικόν όργανον, η μαγεία, — το μόνον άξιον ν' ανταποκριθή εις το νόημα, που γεννάται εις αυτή τη μεγάλη ψυχή. Αλλά θέλει φανή ότι, εάν από ένα μέρος τούτο το φοβερό εργαλείο ημπορή να θεωρηθή ως το μέτρον του ύψους του υποκειμένου, που το μεταχειρίζεται, από τάλλο, αυτό δεν βιάζει διόλου τα φυσικά ιδιώματα του ανθρώπου· επειδή, ενώ φαίνεται ότι όλα τα υποκείμενα του δράματος υποτάσσονται εις εκείνη την παντοδύναμη και μυστική μαγεία, αυτά πραγματικώς ενεργούν σύμφωνα με την φύση.
Ο Πρόσπερος· άμα η τύχη του επαράδωσε τους εχθρούς του, μορφώνει το σχέδιο της υψηλής του εκδικήσεως, και προς τούτο δίνει γένεσιν εις δύο πράξες, που σύγχρονα και χωριστά προχωρούν συντρέχοντας εις το διωρισμένο τέλος. Η μία είναι η ένωσις της θυγατρός του με τον υιο του παλαιού εχθρού του. Ο Πρόσπερος προδιαθέτει την τρυφερή καρδία της κόρης, όπου γλήγορα πρέπει να φυτρώση η αγάπη, με το &φοβερό θέαμα τον καταποντισμού, που εγγίζει μέσα της όλη τη δύναμη της λύπης·& επειδή αυτή μέλλει γλήγορα να γνωρίση τον κόσμο, με τα κακά του, την αγάπη, με τους κινδύνους της, ο φρόνιμος πατέρας, ο οποίος έως τότε δεν ηθέλησε να ταράξη την αθόλωτη γαλήνη εκείνης της ψυχής, τώρα αναγκάζεται να της διηγηθή όσα αυτοί υπέφεραν από την αδικία των ανθρώπων, πόσο πάλι τους ωφέλησε η αγαθοσύνη του ανθρώπου, ο οποίος είχε προσταγή να τους παραδώση αλύπητα εις τον αφανισμό, πώς η Θεία Πρόνοια τους εφύλαξε, και τέλος, να της ενθυμίση πόσον αυτή χρωστάει εις τον πατέρα, ο οποίος, εις την έρημο, εδυνήθηκε να καλλωπίση το πνεύμα της, και να μορφώση ηθικά την ψυχή της. Εις αυτή τη θαυμαστή διήγηση φανερώνεται η παλαιά και δίκαιη αγανάκτησις, την οποίαν αισθάνεται κατάκαρδα ο Πρόσπερος για την αχρειότητα των εχθρών του· όμως το αίσθημα της έχθρας δεν χωράει εις την καρδιά της Μιράντας· αυτή, ακούοντας την θλιβερήν ιστορία, μόνον κλαίει τα παθήματα του πατρός της, και ενώ δεν προφέρει κανένα λόγο πικρό για τους κακοποιούς, δεν βλέπει την ώρα να γνωρίση τον ευεργέτη! Αλλά η βαθεία συγκίνησις, που της προξενούν τα περασμένα πάθη και η αδικίες, δεν αρκεί να σβύση την άλλη φρικτήν εντύπωση της τρικυμίας, ουδέ την ησυχάζουν τα λόγια του_ πατρός, εις τον οποίον εσυνήθισε ν' αναπαύεται πάντοτε η ψυχή της· &αυτός ο στοχασμός δεν αφίνει ανασασμό·& βέβαια, επειδή αυτή δεν δύναται να συμβιβάση με την άκρα ημερότητα και φιλανθρωπία του πατρός της τον εξολοθρευτικόν χαρακτήρα εκείνης της πράξεως, και με το θάρρος μιας αγγελικής ψυχής θέλει να τον βιάση να την δικαιολογήση. Η ευαίσθητη κόρη λυγίζει αποκάτω εις τόσες νέες και λυπηρές εντύπωσες, και εις αυτή τη φυσική της διάθεση εύκολα ενεργάει η μαγική δύναμη του Πρόσπερου, ο οποίος την αποκοιμίζει, όπως επαναφέρη την γαλήνην εις την ταραγμένη ψυχή της.
Άμα προετοίμασε την θυγατέρα όπως αρμόζει του σκοπού του, ο Πρόσπερος κράζει τον αέριον υπηρέτη του, τον Άριελ, και αφού πρώτα επληροφορήθηκε ότι τούτος εκτέλεσε πιστά τες διαταγές του, εις τρόπον ώστε η τρομερή τρικυμία, ενώ εχώρισε τους εχθρούς του από κάθε ανθρώπινη βοήθεια, τους έβγαλε όμως άβλαπτους εις το έρημο νησί, ετοιμάζεται να εξακολουθήση το έργον του, με το πνεύμα.
Κ' εδώ ο ποιητής, ο οποίος εργάζεται με ομηρική αταραξία, διακόπτει μίαν στιγμή την πράξη του δράματος· χρειάζεται να φανερωθή κατά βάθος η σχέσις του Πρόσπερου με το πνεύμα, και να εξηγηθή καθαρά η προθυμία, με την οποίαν εκείνο κάνει έως το τέλος όλα τα θελήματα του κυρίου του. Αρμόζει εις την φύση του Άριελ, ο οποίος ανήκει εις τα πνεύματα του αέρος, να μην υποφέρη την υποδούλωση και να ζητάη ανυπόμονα την ελευθερία του· αλλά ο Πρόσπερος τον αναγκάζει πάλι να τον υπηρετήση με ζήλο, διότι όχι μοναχά ως μάγος δύναται να τον υποτάξη, αλλά τον έχει και ηθικά δεμένον με μία μεγάλη ευεργεσία, επειδή ο Άριελ του χρωστάει την ελευθερία του. — Κ' εδώ δεν ημπορεί κανείς να μη μείνη πολλή ώρα προσηλωμένος εις τούτη τη ζωντανή και αθάνατη εικόνα· της μιαρής στρίγλας, η οποία αφαιρεί εις ένα αξιόλογο και άκακο πνεύμα την πολύτιμη ελευθερία, και το παιδεύει με ανήκουστο μαρτύριο, επειδή αυτό δεν έστεργε να συμμορφωθή με τη μαύρη ψυχή της, — και του αγαθοποιού μάγου, ο οποίος το γλυτώνει και το κρατεί εις την υπηρεσία του, όπως κατορθώση με το μέσον του υψηλά και άγια νοήματα. — Αυτός λοιπόν ο δεσμός της ευγνωμοσύνης κατασταίνει γλυκειά και δίκαιη την εξουσία του Πρόσπερου απάνω εις το πνεύμα· πρόσθεσε ότι ο Πρόσπερος του τάζει να το ελευθερώση γλήγορα, και θέλει εύρης πλέρια δικαιολογημένη τη χαριτωμένη ετοιμότητα με την οποία το πνεύμα, αν και φυσικά φιλελεύθερο, ανταποκρίνεται εις το παραμικρό νεύμα του κυρίου του.
Αφού έστειλε τον Άριελ να του φέρη εκεί τον υιο του βασιλέα, με τον τρόπον, που ο ίδιος του δείχνει, ο Πρόσπερος θα ενεργήση με αισθητικό μέσον εις την ψυχή της θυγατρός του, και κράζει μπροστά της τον Κάλιμπαν, — τον οποίον αυτή αποφεύγει, επειδή εγνώρισε εις αυτόν ενωμένη την ηθική ασχημάδα με τη σωματική, — όπως τόσο προθυμότερα και διψασμένα ορμήσουν η καρδιά και τα μάτια της ν' αναπαυθούν εις την καλή μορφή και εις την ευγενική ψυχή του νέου, που θα προβάλη σιμά της. — Με τούτη την αφορμή, ο ποιητής ξεσκεπάζει τη σχέση του Πρόσπερου με τον Κάλιμπαν, εις την οποία φανερώνεται πάλι ποίος είναι ο Πρόσπερος· αγκαλά θυσιασμένος από την κακία των ανθρώπων, εφύλαξε ακέραιο εις την ψυχή του ένα ακλόνητο θάρρος εις το Καλό, και εις τάγριο τέρας, που απάντησε εις το έρημο νησί, εσεβάσθηκε το ίχνος της ανθρώπινης μορφής, κ' έλπισε, και με άκραν υπομονή επάσχισε να ημερώση την ψύχη του και να τον καταστήση όμοιόν του· αλλά το τέκνο της κακόπαικτης στρίγλας και του δαίμονος είναι ύλη, η οποία δεν υποφέρει το πνεύμα, που πολεμάει να την υποτάξη εις την ζωηφόρον ενέργειάν του. Άγριος ακαταδάμαστος, κουφός εις τον λόγον, περιωρισμένος εις το να υπακούη τες φυσικές ορμές, και να δέχεται τες εντύπωσες της εξωτερικής φύσεως, ο Κάλιμπαν είναι ένα όν τέλειο εις το είδος του, το οποίον ο ποιητής δεν ηύρε εις την φύση, αλλά το έπλασε μ' έναν οργανισμόν τόσο αναγκαίον και σύμφωνον εις τα μέρη του, ώστε δεν φαίνεται αφύσικο, και δικαίως εθαυμάσθηκε ως ένα από τα πρωτότυπα και ποιητικότερα γεννήματα του νοός του { } — Ο Πρόσπερος απομακρύνει τον Κάλιμπαν εις την στιγμή, που θα φθάση ο υιός του βασιλέα να συναπαντηθή με την θυγατέρα του. Εύκολα ερωτεύονται οι δύο νέοι, καθώς επιθυμεί ο Πρόσπερος, και η έξαφνη αγάπη, ενώ φαίνεται έργον της μαγείας, εξηγείται πάλι με λεπτά ψυχολογικά αίτια και εις τους δύο αγαπημένους. Κατά την προσταγή του Πρόσπερου, ο Άριελ επλησίασε εις τον Φερδινάνδο, που έκλαιε τον πατέρα του· με τους ήχους μιας ουράνιας μουσικής καταπαύει ολόγυρά του την ταραχή της φύσεως, και σταλάζει μέσα του γλυκύτατη μελαγχολία· μ' ένα μυστικό τραγούδι του αφαιρεί κάθ' ελπίδα, εις τρόπον ώστε ο νέος σχεδόν έχει την βεβαιότητα ότι έμεινε ορφανός και μόνος, αλλά και ελεύθερος, εις τον κόσμο· εις αυτή τη διάθεση της ψυχής του πώς να μην έχη ακαταμάχητη δύναμη η αγγελική μορφή της Μιράντας, και η άκρα συμπάθεια, που αυτή εξηγεί για τες συμφορές του; Με άλλη τόση ευκολία βλασταίνει η αγάπη εις την ψυχή της Μιράντας, εις την οποίαν η ωραιότης του λυπημένου νέου, ο οποίος άμα την είδε βάνει στα πόδια της το βασιλικό στεφάνι, ο κίνδυνος, από τον οποίον εσώθη, και αυτή η ανεξήγητη οργή του πατρός της· συντρέχουν να σπρώξου το πάθος εις την ακμή του. Αλλά ο φρόνιμος πατέρας θα γνωρίση αν είναι γερή η ρίζα αυτής της αγάπης και υποτάζει τον υιον του βασιλέα εις δύσκολες δοκιμές· ο νέος δεν ημπορεί ν' αντισταθή, δεμένος από τη μαγική δύναμη του Πρόσπερου, ή καλύτερα από την αγάπη, η οποία δύναται εις την ψυχή του περισσότερο παρά το μίσος της δουλείας.
Η &ένωσις &τούτων των δύο πολυτίμων ψυχών& τελειοποιείται εις μίαν άλλη σκηνή, που οι δύο νέοι εκφράζουν ανεμπόδιστα και ελεύθερα τα αισθήματά τους. Αυτή αρχίζει μ' ένα υψηλό μονόλογο του Φερδινάνδου· ενώ το σώμα του σκύφτει μηχανικά εις το δουλικόν έργο, η βασιλική καρδιά του ευρίσκει παρηγορίαν εις ανώτερα νοήματα και εις την αγάπη. Εις τον διάλογο, που ακολουθεί, φανερώνεται, εις όλη τη δύναμη της· από ένα μέρος, ο έρωτας του νέου· ο οποίος εβγήκε άφθαρτος μέσ' από τη διαφθορά του κόσμου, και δέχεται εις την ψυχή του την εντύπωση της άβλαπτης παρθενικής φύσεως, τόσον ακέραια και θερμά, ώστε εις την λατρεία της θυσιάζει και αυτή τη βασιλική αξιοπρέπεια, την οποίαν άδικα βλέπει καταπατημένη· και από τάλλο, η αγάπη της κόρης, η οποία πρωτακούει τα τρυφερά αισθήματα, και τα ομολογεί με άτεχνη χάρη, και νικημένη από τα παθητικά λόγια του αγαπημένου, ταπεινά του χαρίζει την καρδιά της. Η ερωτεμμένη κόρη απομακραίνεται θεληματικώς, καθώς την παρακινεί η φυσική σεμνότης, από την στιγμή που έσμιξε το χέρι του αγαπημένου νέου. Ο Πρόσπερος τους ακούει και τους βλέπει, και με την πατρικήν ευχή του σφραγίζει τον άγιον εκείνον δεσμό, και ύστερα τον εορτάζει με τα χαρμόσυνα πλάσματα της μαγείας του.
Σύγχρονα με τούτην την πράξη, ξετυλίγεται μία άλλη, η οποία συμπληρώνει το σχέδιο του Πρόσπερου· η τιμωρία των εχθρών του. Ο Πρόσπερος παιδεύει τον βασιλέα της Νεάπολης με την βεβαιότητα ότι έχασε τον μονάκριβόν του κληρονόμο· εις τους άλλους δύο κακούργους δίνει αφορμή να φανερώσουν τες πλέον κρυφές βδελυρές επιθυμίες της ψυχής των, και έρχεται ώρα, που με τούτο το φρικτό μυστικό αυτός θα πληγώση θανάσιμα την αναίσθητη συνείδησή τους· η τιμωρία λοιπόν είναι όλη ηθική, και παρμένη από την ίδια φύση των υποκειμένων, που την υποφέρουν. Ποία δικαιότερη και τρομερώτερη μάστιγα εις τον κακούργον άνθρωπο παρά το να ξεσκεπασθούν ταπόκρυφα της ψυχής του; Ο Άριελ, κατά την προσταγή του Πρόσπερου, αποκοιμίζει τον βασιλέα και τους αυλικούς του, και αφίνει έξυπνους τον Αντώνιο, και τον Σεβαστιανό· ύστερος αποκοιμιέται ο βασιλέας, διότι η μαγική ενέργεια του πνεύματος ευρίσκει μεγαλύτερη αντίσταση εις την λύπη, που κατακυριεύει την καρδιά του πατρός. Ο Αντώνιος, εις του οποίου την ψυχή άλλο αίσθημα δεν βασιλεύει ειμή εκείνο της φιλαρχίας, θέλει να ελευθερωθή από την στανικήν προσκύνηση, με την οποίαν είχε αγοράσει την βοήθεια του βασιλέα της Νεάπολης εις την αρπαγή του· και με λεπτότατη τέχνη σέρνει όπου θέλει αυτός την &οκνηρή& ψυχή του Σεβαστιάνου, ο οποίος γίνεται εργαλείο του δίχως να το καταλάβη. Ο Πρόσπερος όμως προφθαίνει να εμποδίση το μελετημένο κρίμα, εις το οποίον εφάνηκε η σκληρή και αμετανόητη καρδιά των δύο κακούργων· και με τη φοβερή φωνή της θείας δίκης, που εικονίζεται από τον Άριελ, τους φέρνει εις την άκραν απελπισία, και ξυπνάει τη μετάνοια, η οποία εκοιμότουν εις την ψυχή του Αλόνζου. Χάνουν και οι τρεις τον νου τους: και εις αυτούς η τρέλλα, ενώ φαίνεται έργον της μαγείας του Πρόσπερου, είναι καθώς λέγει ο Γονζάλος, &το μέγα κρίμα τους, που ωσάν ένα φαρμάκι, που εδόθη για να ενεργήσει με μάκρος καιρού, αρχινάει να νικήση τα λογικά τους.&
Αφού ο Πρόσπερος ενέργησε εις τα διάφορα άτομα εις τρόπον ώστε, χωρίς αυτά να το ξέρουν, συνέργησαν εις τον υψηλό σκοπό τους, η βαθεία ψυχή του στρέφεται εις τον εαυτό της και προετοιμάζεται εις την απαθή συναπάντηση με τους εχθρούς του· θεληματικώς γδύνεται από την υπερφυσική δύναμη, την οποίαν είχε αποκτήσει, βέβαια φοβούμενος μήπως αυτή καμμία φορά καταντήση φθοροποιά, εις τα φθαρτά χέρια του ανθρώπου. Ελευθερώνει τους εχθρούς του, και βλέπει θαυμαστά πιτυχημένο το σχέδιό του· η μετάνοια αναγέννησε τον βασιλέα της Νεάπολης· η παλαιά έχθρα, που έως τότε είχε πλακώσει τη φυσική του γενναιότητα, έδωσε τόπον εις την αγάπη, και με τη δύναμη της μετάνοιας αυτός υψώνεται εις το νόημα, που ελεύθερα έπλασε ο Πρόσπερος, την ένωση του τέκνου του με το τέκνο του εχθρού του.
Η φιλίωσις του Πρόσπερου με τον βασιλέα στηρίζεται εις την ευγένεια της ψυχής, αλλά επειδή εις τους άλλους δύο εχθρούς του αυτή δεν υπάρχει, μάταια ήθελε είναι με αυτούς η φιλίωσις, ώστε άλλο δεν μένει του Πρόσπερου παρά να χαλινώση με αυστηρά λόγια την ακαταδάμαστη κλίση τους εις το κακό.
Ποτέ ίσως η ποίησις δεν έπλασε ένα χαρακτήρα τόσο βαθύν και υψηλόν, όσον είναι εκείνος του Πρόσπερου· ενώ εις την ψυχή του δεν κοιμούνται, αλλά μάλιστα ευρίσκονται εις όλην την ενέργειάν τους τανθρώπινα πάθη, αυτά υποτάσσονται όλα εις τον λόγον, και από τούτον τον θρίαμβον του λόγου πηγάζει μία πράξη, η οποία μετέχει της θείας δυνάμεως και μακροθυμίας. Το ύψος τούτου του υποκειμένου μετριέται καλύτερα με την παράθεση των άλλων ατόμων, — της Μιράντας, του Φερδινάνδου, του Γονζάλου και του Αλόνζου —,εις τα οποία υπάρχει, πλέον ή ολιγώτερον, η ηθική ευγένεια, αλλά δεν έφθασε εις τέλειαν ηθικήν ελευθερία· και με την δυνατήν αντίθεσιν, η οποία φαίνεται εις τον Αντώνιο και Σεβαστιανό, των οποίων η φιλαυτία έσβυσε κάθε άλλο αίσθημα, και απολίθωσε την καρδιά, — και εις τον Κάλιμπαν, εις τον οποίον λείπει διόλου η ηθική ελευθερία, και κυριεύει η τυφλή ανάγκη της φύσεως. Με τέτοιον τρόπον η διάφορες μορφές, που φαίνονται εις το δράμα, εάν και κάποιες είναι άδετες με την εξωτερική του οικονομία, συντρέχουν όλες να διαφωτίσουν τη μεγάλη μορφή, που εξέχει, και εις την οποίαν ο ΣΑΙΞΠΗΡ έδωσε τον τύπον της ανθρωπίνης τελειότητος
Ο Μεταφραστής
Κέρκυρα τη 3 Αυγούστου 1855. } Αναγκαία εις την πολυσήμαντη εικόνα είναι και τούτη η μορφή, και τα χαρακτηριστικά της συμπληρώνονται εις ένα κωμικό μέρος του οράματος· — εκεί φαίνονται, η μωρία του όταν υποτάσσεται θεληματικώς εις τον ανόητο μεθύστακα, για το &ουράνιο πιοτό&, που βαστάει, η αξιογέλαστη φιλαυτία του, όταν γίνεται άσπονδος εχθρός του Τρίνκουλου, που τον αναπαίζει, και η απονία του, ενωμένη με μία μεγάλη δειλία, όταν υπαγορεύη του Στέφανου, με πόσους σκληρούς τρόπους δύναται να φονεύση τον μάγον ενώ κοιμάται.