The Project Gutenberg eBook of Έργα Ποιήματα - Πεζά Τόμος Πρώτος

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Έργα Ποιήματα - Πεζά Τόμος Πρώτος

Author: Kostas Krystalles

Release date: October 30, 2010 [eBook #34169]

Language: Greek

Credits: Produced by Sophia Canoni

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΈΡΓΑ ΠΟΙΉΜΑΤΑ - ΠΕΖΆ ΤΌΜΟΣ ΠΡΏΤΟΣ ***

Produced by Sophia Canoni

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words are included in &. One footnote has been transferred at the end of the relevant section.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Μία σημείωση στο τέλος της σελίδας μεταφέρθηκε μερικές παράγράφους πάρα κάτω.

Κ. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ

ΕΡΓΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ-ΠΕΖΑ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ„ 44 — Εν οδώ Σταδίου — 44
1912

Κ. Κ Ρ Υ Σ Τ A Λ Λ Η

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΗΣ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ,,

44-Εν οδώ Σταδίου — 44

1912 ΚΩΝΣΤΑΝΙΝΟΥ Δ. ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΗ

ΣΚΙΑΙ ΤΟΥ ΑΔΟΥ ΠΟΙΗΜΑ ΕΠΙΚΟΝ ΕΙΣ ΑΣΜΑΤΑ ΤΡΙΑ
ΠΑΡΕΠΟΝΤΑΙ ΔΕ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟΝ

ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ

ΜΑΚΑΡΙΑ ΣΚΙΑ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ
ΙΩΑΝΝΑΣ Δ. ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΗ

    Μάνα μου! έζης κι' όλος μου χρυσός ήτον ο βίος
    Απέθανες· 'σκοτείνιασεν, έγεινε μαύρος, κρύος.
    Τι μ' ωφελεί τον τάφο σου, τον έρημο, εμπρός μου
    Να βλέπω; Τι με ωφελούν τόσ' αγαθά του κόσμου,
    Όταν με λείπη η στοργή, κ' η μητρική καρδία;
    Όταν φυλάκι μητρικό με λείπη και θωπεία;

    Τι μ' ωφελεί μανούλα μου, 'ςτό μνήμα σου επάνω
    Να χύνω δάκρυα θερμά χωρίς να σε θερμάνω;
    Ω Χάρε! Χάρε άσπλαχνε! Που 'ςτους θανάτους χαίρεις
    Σκληρέ! γνωρίζεις πού κτυπάς; Γνωρίζεις πούθε παίρεις;

    Ω μάνα! μέσ' 'ςτόν τάφο σου στεφάνι δάφνης κλάδου
    αφίνω, πάρε! δέξε το, πες το «Σκιαί του Άδου.»

Κ. Δ. ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΗΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ

Την αυγήν της 22ας Απριλίου 1894, απεχαιρέτα την ανθοστόλιστον φύσιν, έρριπτε τας τελευταίας αναλαμπάς του βίου του και εις ηλικίαν 26 περίπου ετών, έκλινε την κεφαλήν εις τας αγκάλας φιλτάτων αδελφών και γέροντος πολυπαθούς πατρός αφιχθέντος προ ολίγων ωρών, και ήγετο νεκρός ίνα αποτεθή εις φιλόξενον γωνίαν του κοιμητηρίου Άρτης, μακράν της γενεθλίου κώμης και χωρίς να ίδη την πραγματοποίησιν των ονείρων αυτού. Τραγουδιστής Ηπειρώτης έθραυσε την λύραν του και την ποιμενικήν ράβδον και αναπαύεται τον αιώνιον ύπνον καθ' ον χρόνον έπρεπε το άσμα του να ακούηται και ο ήχος της εστεμμένης λύρας του να γίνεται ζωηρότερος. Φεύγων την ατυχίαν της πατρίδος, απροστάτευτος, κατεσκήνωσεν εν Αθήναις, τέσσαρα προ του θανάτου αυτού έτη, και εν στερήσεσιν ουχί εκ των συνήθων δεν απεθαρρύνθη· ηγωνίζετο τον περί υπάρξεως αγώνα και εν ταυτώ εκαλλιέργει της μούσης του το τάλαντον, έκρουε την ποιμενικήν λύραν του, και εξ αυτής εξήγε φθόγγους αθώους, φυσικούς, μυρίζοντας από βουνόν και θυμάρι, αναπαριστώντας τον απλούν και φυσικόν βίον των βουνών, των ποιμένων, των χωρικών. Απ' αρχής η λύρα του ένα έκρουσε τόνον και καθίστατο ούτος οσημέραι ζωηρότερος, ευχυμώτερος, συγκινητικότερος, υπέρτερος πάσης άλλης παραφωνίας. Έψαλε μετά ζωηρότητος τον αγροτικόν και ποιμενικόν βίον εις τα &Αγροτικά& του και τον &Τραγουδιστήν&, όστις και την δάφνην του ποιητικού αγωνίσματος έδρεψε, τον εζωγράφισε μετά χάριτος εις αναρρίθμητα ποιήματα και διηγήματα κατασπαρέντα εις διάφορα περιοδικά, εφημερίδας και εις τα &Πεζογραφήματα&, άτινα υπήρξαν το τελευταίον έντυπον έργον. Έψαλε δι' ωραίων στίχων τον αποχωρισμόν της πατρίδος, και εμοιρολόγησε περιπαθώς την απώλειαν φίλων ή άλλων φιλτάτων της πατρίδος τέκνων. Εγεννήθη ποιητής εις &Συρράκον&, την πατρίδα άλλου εθνικού ψάλτου, του Ζαλοκώστα και ετελεύτησε με το άσμα εις τα χείλη αυτού. Ψυχαλγών έτι επί της κλίνης, άπελπις περί θεραπείας της νόσου ήτις υπέσκαψε τα θεμέλια του ασθενικού σώματός του, δεν έπαυε να φέρη την γραφίδα επί τον χάρτου, να συνεχίζη το ψάλσιμό του και να νανουρίζη δι' ασμάτων το τέλος του βίου του. Εγεννήθη εις τα κακοτράχαλα βουνά του Πίνδου, περιεπλανήθη εις ταις 'ψιλαίς ραχούλαις, κάτω εις τους ίσκιους των πριναριών· — εποτίσθη με το αθάνατον νερόν της φαντασίας και της ζωηράς εμπνεύσεως και τους τελευταίους του στίχους διά τον μακρυνόν εκείνον τόπον αφιέρωσεν, εις την &Γκόλφω& δημοσιευθείσαν και εις τον &Ψωμοπάτη& ειδύλλιον εκ πεντακοσίων περίπου ωραίων στίχων.

Ο Κρυστάλλης, υπήρξε ποιητής από μικράς ηλικίας· ησχολείτο εις την ποίησιν ενώ εφοίτα εις τα σχολεία των Ιωαννίνων και επλήρου τα μαθητικά του φυλλάδια διά σειράς ποιημάτων· μαθητής έτι ωνειροπόλησιν εις στίχους &(Σκιαί του Άδου)& παρωχημένας της πατρίδος ατυχίας· ως εν οπτασία περιέγραψεν αυτάς και τούτου ένεκα απηλάθη του πατρίου εδάφους και εζήτησεν αλλαχού ορίζοντα ευρύν ίνα τονίση ελευθέρως το άσμα του, το άδολον και πατριωτικόν άσμα εξερχόμενον από χείλη δροσισθέντα εις τα αθάνατα της Ηπείρου νερά και από καρδίαν ην κατέστησαν ευπαθεστέραν αι οικογενειακαί περιπέτειαι και η απώλεια της μητρός του. Περιεπλανήθη εις Αθήνας μέχρι των τελευταίων αυτού ημερών. Αγοράζων πάντοτε βιβλία, αναγινώσκων και γράφων μέχρι του μεσονυκτίου, την δ' ημέραν το επίμοχθον διά τον επιούσιον επιτελών καθήκον, εφαίνετο ακαταπόνητος, τρανότερος· εμεθύσκετο από την μελέτην και ανεκουφίζετο από το γράψιμον· ενίοτε απεμακρύνετο και εις τα βουνά, εις ταις στρούγγαις, μακράν από την τύρβην της πόλεως, μακράν από το πηγαινοέρχωμα των αστών και ούτως, εις αναπεπταμένον ορίζοντα, άφινε την φαντασίαν του να πλανάται αχαλίνωτος πότε εις της πατρίδος ταις κονταίς ραχούλαις, άλλοτε δ' εις σχέδια πολυμήχανα υπέρ αυτής. Μικρόσωμος, σχεδόν νάνος, με κοίλους οφθαλμούς, αλλά βλέμμα ζωηρόν, τσοπάνικο, ξάστερο, με κόμην δασείαν, ως πρίνος παχύσκιος και πολύκλωνος, με βάδισμα αργόν, με πρόσωπον ασθενικόν, αναιμικόν, δεν έπαυσε να τανύη τας ποιητικάς του χορδάς εις πάσαν πατριωτικήν πράξιν, να εργάζηται υπέρ του καλού της πατρίδος και να εκθέτη εν τη δημοσιογραφία ταύτης τας περιπετείας. Όταν έγγραφεν ο ασθενικός ποιητής, ήτο γίγας, ηδύνατο να εναγκαλισθή το &πεντελικόν& να το σφίξη δυνατά, να γίνη &σταυραητός& με νύχια κοφτερά να σπαράσση θηρία, νανοίγη μακρυά φτερά και ν' απλόνη παχύν ίσκιον, να γίνη νυχτοπούλι και να περιπατή με το φεγγάρι, με τ' άστρα όλο σε ρεμματιαίς, σε στρούγγες, σε 'ψιλαίς ραχούλαις και να ψάλλη με φωνήν πουλιού.

Ο Κρυστάλλης έγραψε πάντοτε, εις την Ηπειρωτικήν δημώδη γλώσσαν μετά πολλής χάριτος και γλαφυρότητος· ει και ενωρίς αφηρπάγη αφ' ημών αφήκεν έργα μαρτυρούντα την φιλολογικήν αυτού δράσιν. Έταμεν όλως νέαν οδόν και απετέλεσε την σχολήν της αντιδράσεως, ως ωνόμασε ταύτην ο καθηγητής κ. Σ. Λάμπρος. Αλλ' υπήρξεν ο κυριότερος μοχλός της σχολής ταύτης· δεν επεζήτησε τας εμπνεύσεις αυτού ή μόνον εις τον απλοϊκόν βίον της πατρίδος και δεν εδανείσθη την γλώσσαν ή εκ των χειλέων του λαού.(1) Ατυχώς η λύρα του εθραύσθη καθ' ην εποχήν είχεν αρχίσει να συγκινή την νεοελληνικήν φιλολογίαν και να μαγεύη τα πλήθη.

Εις τον παρόντα τόμον συνεκεντρώσαμεν τα δημοσιευθέντα έργα του αλησμονήτου ποιητού, ήτοι &Σκιάς του Άδου, Καλόγηρον Κλεισούρας, Τραγουδιστήν του χωριού και της Στάνης και Πεζογραφήματα& (διηγήματα) και τα αδημοσίευτα &(Ψωμωπάτην, Αρπαγήν, Αθάνατο νερόν, Θάνατος της Βοσκοπούλας κτλ.),& άτινα περιέχονται υπό ιδιαίτερον τίτλον. Εκτός όμως αυτών έγραψε και πολλά άλλα τα οποία, όντα εγκατεσπαρμένα εις διαφόρους εφημερίδας και περιοδικά, δεν ηδυνήθημεν να συλλέξωμεν, ως επίσης δεν ηδυνήθημεν να ανεύρωμεν μεταξύ των σημειώσεων ούτε τα ίχνη της Γκόλφως· έμεινε δε αδημοσίευτον και πεζογράφημα εκ 200 σελίδων διότι του όλου έργου απωλέσθησαν αι είκοσι πρώται σελίδες. Διετηρήσαμεν όμως τους προλόγους, τας ημερομηνίας και τας επιγραφάς ως είχεν αυτάς ο ποιητής. Και το όνομα του ποιητού διετηρήσαμεν δι' έκαστον τόμον ως είχεν εις τον αρχικώς εκτυπωθέντα· ως εκ τούτου ο αναγνώστης θα ξενισθή βλέπων εις το εξώφυλλον και τας άλλας σελίδας &Κρυστάλλης&, εις δε τας «Σκιάς τον Άδου» &Κρουστάλλης&· ούτως υπεγράφη και ο ίδιος εις το πρώτον έργον του· ελθών όμως εις Αθήνας εύρε πολύ βαρύ το &Κρου& όπερ μετέβαλεν εις &Κρυ&, ευηχότερον, γλυκύτερον και γοργότερον.

1) Το μέχρι του σημείου τούτου μέρος εγράψαμεν κατά το 1896 και εδημοσιεύσαμεν εις την ημετέραν Δωδώνην, έτος πρώτον.

***

Ο πατήρ του Κρυστάλλη, ο γέρω Κρουστάλλης κατήγετο από το Συρράκον, την πατρίδα του Ιω. Κωλέττη και του Ζαλοκώστα· εκεί εγεννήθη και αυτός ο ίδιος ο ποιητής. Ο γέρω Κρουστάλλης έγεινε μεγαλέμπορος εις τα Ιωάννινα και απέθανε δραγάτης εις το Δεμερλή προ ενδεκαετίας, άσημος. Δεν υπήρξεν άνθρωπος εις τα Ιωάννινα και το Συρράκον, όστις να μη ευηργετήθη από τον Κρουστάλλην. Κατηνάλισκε τον περισσότερον χρόνον γράφων δεξιά και αριστερά, νουθετών και παρορμών διά την πρόοδον και βελτίωσιν των κοινοτικών πραγμάτων Ιωαννίνων και του Συρράκου και εξυπηρετών τα γενικά εθνικά συμφέροντα της Ηπείρου. Ότε δε η εξ αξιωματικών Ελλήνων επιτροπή (μεταξύ των οποίων και ο αποθανών συνταγματάρχης Πουρναράς) και αντιπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων περιήρχετο την Ήπειρον προς καθορισμόν των συνόρων, ο γέρω Κρουστάλλης εγκατέλειψε τας εμπορικάς του ασχολίας και μετέβη εις Συρράκον, όπως φιλοξενήση αυτήν και προσπαθήση, ως ενόμιζε, να την πείση περί του αδικήματος και του σφαγιασμού της Ηπείρου διά της τοποθετήσεως των Ελληνοτουρκικών συνόρων επί του Αράχθου. Και ότε πάλιν, κατά το έτος 1896 — 97 επρόκειτο να εκραγή ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος, ο Κρουστάλλης έμεινεν ακοίμητος φρουρός της εξυπηρετήσεως των εθνικών συμφερόντων. Κατέκλυζε με πολυσελίδους επιστολάς τους εν Αθήναις γνωρίμους και φίλους του δίδων πληροφορίας, συμβουλάς και οδηγίας περί της εθνικής δράσεως. Πολλαί εξ αυτών ήσαν εξόχως χρήσιμοι. Αλλά δεν ευρίσκετο πλέον ο Κρουστάλλης εις την προ του έτους 1880 ακμήν και δόξαν του. Μετά την προσάρτησιν της Θεσσαλίας και της Άρτης εις την Ελλάδα απώλεσαν τα Ιωάννινα την εμπορικήν ζωηρότητα και κίνησιν. Ο επελθών μαρασμός παρέσυρε και τον Κρουστάλλην, όστις από μέγας και τρανός ευρέθη εις τους δρόμους και εποτίσθη με τόσας πολλάς πικρίας και στερήσεις κατά το γήρας, όσον ουδείς άλλος· διότι, προς τοις άλλοις, τον θάνατον του υιού του Κώστα επηκολούθησεν ο θάνατος τον υιού του Γούλα, τελειοφοίτου του Γυμνασίου και διδασκαλεύοντος τότε εν Συρράκω. Τοιούτου πατρός τον υιόν ηθέλησε να μυήση εις τα μυστήρια της ρωμουνικής προπαγάνδας ο εξ Αβδέλας επικατάρατος Μαργαρίτης.

Δος μου, είπεν εις τον γέρω Κρυστάλλην, το παιδί σου τον Κώστα να τον στείλω 'ς το Βουκουρέστι να γείνη μεγάλος άνθρωπος.

— Ούτε το σκυλλί μου δεν σου δίνω, του απήντησεν ο Κρουστάλλης,

***

Την εποχήν εκείνην οι εν Αθήναις μεγάθυμοι διπλωμάται δεν είχον είδησιν ουδεμίαν περί των ενεργειών της Ρωμουνικής και Βουλγαρικής προπαγάνδας εν Ηπείρω και Μακεδονία ούτε ηδύναντο να δώσωσι προσοχήν εις εκείνον όστις ήθελε παραστήση αυτοίς ότι το προσεχές μέλλον ήθελεν εύρει τον Ελληνισμόν εν κινδύνω· εκοιμώντο υπό τας σκιάς των προγόνων, ωνειροπώλουν μεγάλην λεωφόρον με αήττητα ελληνικά καραβάνια αρχομένην από Δυρραχίου, διασχίζουσαν την Ήπειρον, Θεσσαλίαν, Μακεδονίαν, Θράκην και καταλήγουσαν εις την Βασιλίδα των πόλεων, τα δε βουλγαρικά και άλλα πλήθη διαλυόμενα και κατασυντριβόμενα υπό των ρητόρων της πλατείας του Συντάγματος. «Μια διασκελιά τόπος» έλεγε και ο μακαρίτης Γεννάδιος κατά την εποχήν του πραξικοπήματος της Ανατολικής Ρωμυλίας, «είνε από τας Αθήνας εις την Φιλιππούπολιν»· και αν οι Έλληνες ήθελαν αποφασίοη να &διασκελίσωσι& =πηδήσωσι) από Αθήνας εις Φιλιππούπολιν δεν θα έμενε ρουθούνι βουλγαρικόν δυνάμενον να αντιταχθή εις τα Πανελλήνια σχέδια και καταπατήση τα πατροπαράδοτα δίκαια. Ενώ δε οι εν Αθήναις εραθύμουν και κατασυνέτριβον τας εθνικάς δυνάμεις εις σανιδοσυλλαλητήρια και κομματικάς εκβαχεύσεις προς κατάληψιν της αρχής ο εχθρικός σάραξ κατεβίβρωσκε την Ελληνικήν σάρκα εν Μακεδονία και αμαυράς καθίστα τας ελληνικάς ελπίδας· βούλγαροι αρχιερείς τυχόντες βερατίων μετά την εις Σόφιαν επίσκεψιν τον Χ. Τρικούπη και εγκατασταθέντες εις τας κυριωτέρας Μακεδονικάς πόλεις μετά κουστωδίας διδασκάλων και πολυωνύμων άλλων ακολούθων παρεσκεύαζον τον όλεθρον των Ελλήνων εν Μακεδονία και την έκρηξιν των κινημάτων του 1903 άτινα κατόπιν απήτησαν μεγάλας θυσίας προς επίδειξιν της Ελληνικής υπεροχής, ην ημφισβήτει άπας ο ευρωπαϊκός τύπος δια λόγους ευνοήτους.

***

Εν μέσω τοιαύτης εθνικής αδιαφορίας των Κυβερνώντων και των τότε αρμοδίων υπηρεσιών ευρέθη εξόριστος εν Αθήναις ο Κώστας Κρυστάλλης, ο τσοπάνος ποιητής και &τραγουδιστής του χωριού και της Στάνης&. Δεν υπήρχον δε τότε και άλλοι πρόσφυγες ουδαμόθεν, ούτε άλλην πρόνοιαν ελάμβανε το επίσημον Κράτος δια το δουλεύον γένος. Ηθέλησε να αποπερατώση τας γυμνασιακάς σπουδάς του· κατέφυγεν εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν του προς διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων Συλλόγου και εβρόντησεν &'ς τον κωφού την πόρτα&. Εζήτησεν από Ηπειρώτας και δεν έλαβεν ουδεμίαν απάντησιν. Και τοιουτοτρόπως ενώ σήμερον αγέλαι νέων εκπαιδεύονται δημοσία δαπάνη, έστιν δ' ότε και παρ' αξίαν, δεν ευρέθη δια τον ατυχή Κρυστάλλην ούτε έν φιλόξενον δενδρύλλιον υφ' ό να σκιασθή. Ας αφήσωμεν δε τον ίδιον να μας αφηγηθή μέρος του περιπετειώδους βίου του εις το κατωτέρω απόσπασμα ληφθέν εκ χειρογράφου σωζομένου του ιδίου. Το χειρόγραφον τούτο είνε αντίγραφον αναφοράς ή μάλλον παρακλήσεως προς τον τότε διευθυντήν του ΣΠΑΠ κ. I. Δούμαν, άνδρα πολλαχώς εξυπηρετήσαντα τους Ηπειρώτας και τα Ηπειρωτικά συμφέροντα· έχει δε ως εξής:

«Γνωρίζω ότι δεν αγνοείτε τα της περιπετειώδους ενταύθα υπάρξεώς μου, ότι ένεκα καταδιώξεως της Οθωμανικής Κυβερνήσεως δια συκοφαντιών των Ρωμούνων ηναγκάσθην να διακόψω εν Ιωννίνοις τας γυμνασιακάς σπουδάς μου, να εγκαταλείψω την φίλην πατρίδα και να καταφύγω, μετά μυρίας καθ' οδόν δεινοπαθήσεις, ενταύθα· διότι εάν έμενα εκεί και συνελαμβανόμην, έμελλον ν' αποσταλώ εξορίαν εις το Βαγδάτιον δι' 25 έτη, κατά την απόφασιν του εν Ιωαννίνοις Στρατοδικείου. Έρημος, όταν ήλθον ενταύθα, και ουδένα εκτός τον κ. Σπ. Π. Λάμπρου γνωρίζων πατριώτην προσεπάθησα και μόνος μου και μετ' αυτού όπως επιτύχω βοήθειαν χρηματικήν είτε παρά της Κυβερνήσεως είτε παρά του Συλλόγου είτε παρά πατριωτών ευπόρων· αλλ' ατυχώς ουδαμού εισηκούσθην. Εν τη απελπισία μου και τη ανεχεία συνάμα, διότι μετά τινας ημέρας ευρέθην χωρίς τροφήν, απεφάσισα να προτείνω εις τον κ. Λάμπρον να φροντίση έστω και διά τέχνην, να βγάζω τουλάχιστον τα προς το ζην. Ούτως έγεινα τυπογράφος δι' αυτού και εχρημάτισα δύο έτη τοιούτος. Μη ερωτάτε να μάθητε τας στερήσεις και τα δεινά μου, έως ότου εις το διάστημα τεσσάρων μηνών μάθω την τέχνην και πάρω μισθόν… τί μισθόν; Δρχ. 30 τον μήνα κατ' αρχάς· εκτός τούτου εθυσίασα και μέρος της υγείας μου εις την τέχνην αυτήν, την οποίαν υγείαν ουδέποτε ίσως θα δυνηθώ ν' ανακτήσω. Τυπογράφος ων, δεν έπαυσα να καταγίνομαι, οσάκις μου επερίσσευεν ολίγος καιρός, και εις την φυσικήν προς τα γράμματα κλίσιν μου και ήρχισα να γράφω είς τινα περιοδικά και εφημερίδας· ως εκ τούτου εγνωρίσθην με αρκετούς ενταύθα λογίους και με συμπατριώτας μου άλλους συνάμα. Τότε μοι υπεσχέθη κάποτε ο πρύτανις του Πανεπιστημίου κ. Μιστριώτης να με κάμη υπότροφον του Πανεπιστημίου, αλλ' ακολούθως εθεώρησε καλόν ο αγαθός Πελοποννήσιος να με λησμονήση και να κάμη υπότροφον Πελοποννήσιον νέον. Μετά τα δύο έτη της τυπογραφικής εργασίας μου μετέβην ως γραμματεύς του περιοδικού &Εβδομάς& εις το οποίον και έγραφα.

Καλή οπωσούν θέσις. Αλλ' η τύχη μοι επεφύλασσε καλλιτέραν παρά τοις γραφείοις της ημετέρας εταιρείας. Εχήρευεν η θέσις του &αποστολέως& των εισιτηρίων και επειδή δεν είχον την ευτυχίαν να γνωρίζω υμάς απ' ευθείας παρεκάλεσα τον κ. Ζαχρήστον να σας ομιλήση. Ελάβατε την καλωσύνην να τον ακούσητε και να με δεχθήτε εις την θέσιν αυτήν δι' ην θα σας ευγνωμονώ και θα εύχωμαι πάντοτε τω υψίστω να σας χαρίζη ζωήν μακράν και ευδαιμονίαν. Εις το τέλος του μηνός τούτου συμπληρούται έν ολόκληρον έτος αφ' ης ήλθον εις τα γραφεία σας. Τα βιβλία μου και ο προϊστάμενός μου κ Τίτος Δαμβέργης δύνανται να σας πληροφορήσουν περί της ταχύτητος και της επιμελείας μεθ' ης εκτελώ την εργασίαν μου,. ..Έν μόνον μικρόν παράπονον έχω, ο μισθός μου, κ. Λούμα, όστις είνε δρ. 105. είνε νομίζω πολύ μικρός και απέναντι του πλήθους της εργασίας και των ευθυνών μου και απέναντι του μισθού ον πέρισυ ελάμβανεν ο προκάτοχός μου….

_Και κατωτέρω προσθέτει πολλά άλλα προς υποστήριξιν της παρακλήσεώς του. Δεν γνωρίζω εάν τότε εγένετο αύξησίς τις της μισθοδοσίας. Ενθυμούμαι μόνον, ότι κατά το 1893 συνήντησα εν Κηφισσία επανελθόντα εξ Ευρώπης τον γέρω Δούμαν, όστις μετά θλίψεως μοι είπε «μας έπαυσαν τον Κρυστάλλη». Το συμβούλιον της εταιρείας, κατά την απουσίαν του διευθυντού, εύρεν ένα απροστάτευτον και τον ετσεκούρωσεν. Αλγεινή υπήρξεν η είδησις και δι' ημάς, οίτινες την ανεκοινώσαμεν εις τον ατυχή ποιητήν, και διά τον πατέρα του. Ενώ ήρχιζε να προσμειδιά αυτώ η τύχη, διότι εκτός της μισθοδοσίας του και εκ των έργων του θα απελάμβανε και έμελλε ν' ανακουφίση την οικογένειάν του, επανήλθε εξαίφνης εις την οδόν της ατυχίας. Μετ' ολίγους δε μήνας εξεδηλούτο η υποσκάψασα την υγείαν του νόσος. Οι φίλοι του και θαυμασταί και συμπατριώται συνεκινήθησαν και εξεδήλωσαν τα αδελφικώτατα αισθήματα αγάπης. Εστάθη όμως αδύνατον να επανέλθη εκ Κερκύρας, όπου τον απεστείλαμεν χάριν τον κλίματος, υγιής. Εις αιωνίαν ανάπαυσιν της ψυχής του ετελέσθη υπό των λογίων και φίλων εν τω ναώ της Μονής Ασωμάτων Πετράκη μνημόσυνον, κατά το οποίον ωμίλησεν ο νυν Πρύτανις του Πανεπιστημίου κ. Σπ. Λάμπρος. Και τις άλλος ηδύνατο να εξυμνήση καλλίτερον και να πονέση τον Κρυστάλλην; Ο προσφιλής ποιητής κ. Κωστής Παλαμάς διά μακρών, εν άλλη ημέρα, ωμίλησεν εν τη αιθούση του Παρνασσού, βριθούση εκλεκτού κόσμου, περί των έργων του Κρυστάλλη. Περί των έργων του Κρυστάλλη και ιδία περί του «Τραγουδιστού του χωριού και της Στάνης» έγραψε δια μακρών εν τη «Ακροπόλει» ο κ. Γαβριηλίδης κατά το 1893.

***

Ο Κώστας Κρυστάλλης υπήρξε πολύτιμος συνεργάτης ημών και εν τη «Φωνή της Ηπείρου». Ότε εκυκλοφόρησεν η αγγελία της εκδόσεως, ανεσκίρτησεν εκ χαράς, διότι θα ηδύνατο και αυτός να διαλαλή, εν αυτή, τα δεινοπαθήματα της ατυχούς πατρίδος. Και, όντως, το έπραξεν από 12 Σ)βρίου 1892 μέχρι των τελευταίων ημερών του. Ενθυμούμαι δε οποία υπήρξεν η εντύπωσίς του ότε υπέβαλον εις την κρίσιν του το πρόγραμμα της «Φωνής». — «&Αυτό είνε ποίημα& ανεφώνησεν». — «Αφού είνε ποίημα, απήντησα, σκέψου και συ να γράψης ένα διά τον στρατηγόν Δημ. Μπότσαρην τον αποθανόντα». Μετά δύο ημέρας έβλεπε το φως το πρώτον φύλλον της «Φωνής της Ηπείρου» έχον και το ποίημα του Κρυστάλλη. Απερίγραπτος υπήρξεν η χαρά του διότι εμάνθανε και ήκουεν ότι η «Φωνή» ου μόνον υπήρξε προσφιλής εις τους Ηπειρώτας αλλ' ότι και μετ' ευμενών κρίσεων εγένετο δεκτή και παρ' άλλοις.

   Εν Αθήναις τη 1 Δεκεμβρίου 1911.
      Γεώργ. Κ. Γάγαρης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Καί τοι αγνοούντες οποίαν εντύπωσιν θέλει ποιήσει εις το κοινόν το μικρόν τούτο επύλλιόν μας, όμως τολμώμεν να παρουσιάσωμεν αυτό επί της σκηνής της δημοσιογραφίας. Δεν αποποιούμεθα δε ότι, άμα ως μετά την αποστολήν αυτού εις τα πιεστήρια διεσκορπίσαμεν τας αγγελίας εις τους ενταύθα και αλλαχού φίλους μας, σχεδόν πάντες μας απήντησαν διά την καταλαβούσαν αυτούς χαράν επευχόμενοί μοι και εις ανώτερα και δι' αφθόνων λέξεων προς την ποίησιν και την δημοσιογραφίαν ενθαρρύνοντές με, εκτός δύο ή τριών των ενταύθα φίλων και συγγενών μας, οίτινες, ωσεί επληρόνοντο επήδησαν εις της κατακρίσεως την παλαίστραν. «Φυλάξου, μου είπε τις εξ αυτών, ίνα μη εξ εφόδου προσπαθών να συλλάβης την Δόξαν εγκαταλειφθής υπ' αυτής αιωνίως».

Ευχαριστούμεν τον κύριον διά την μεγάλην περί το συμβουλεύειν προθυμίαν του ταύτην, διότι ημείς εκδίδοντες το ασήμαντον τούτο των παιδικών μας χρόνων ποιημάτων δεν θηρεύομεν ούτε την Δόξαν ούτε τον στέφανον του Ελληνικού μας Παρνασσού· εκδίδομεν τούτο απλώς ίνα ευχαριστήσωμεν φίλους τινάς παρορμήσαντας ημάς εις το τόλμημα τούτο,

«Αυτά είναι μπαταλά και άλλη φορά μη ξαναγράφης στίχους»· ως διδάκτωρ περίφημος τις εγωιστής δικηγόρος μας επέπληξεν· Εις τον κύριον τούτον αρμόζει το «κάμε συ το καλλίτερον» του κοινού ή το του Ζαλοκώστα «Εσύ είσαι τόσον άσχημος κ' η Μούσα τόσ' ωραία»,

«Είσαι μικρός ακόμα, μας είπεν άλλος τρίτος, και δεν έχουσι τόσην σημασίαν τα ποιήματά σου· ως εκ τούτου δεν πρέπει να δημοσιεύης αυτά· αν δημοσιεύσης, να δημοσιεύσης ποίημα το οποίον ν' αναγνώση τις και να σε προσαγορεύση αληθώς ποιητήν». Αλλά!… δεν γνωρίζει ο κύριος ούτος ότι ουδείς εγεννήθη εν τω κόσμω πάντων ειδήμων, αλλ' ολίγον κατ' ολίγον και διά της τριβής ετελειοποιήθησαν πάντες οι μεγάλοι της ιστορίας μας άνδρες. Επομένως αγνοεί ότι περισσοτέρα τελειότης, ότι λεπτοτέρα τέχνη υπάρχει εν τω ποικιλοχρόω του λειμώνος μικρώ άνθει ή εν τη αγερώχως υψουμένη ουρανογείτονι δρυί, ή ότι πολυτιμότερος είναι ο μικρός και αφανής αδάμας του μεγάλου και βαρέως ορεινού λίθου. Έστω…..συγχωρούμεν και τούτον ως τον πρώτον και δεύτερον.

Τέλος περαίνοντες τον μικρόν τούτον πρόλογόν μας του οποίου το πλείστον μέρος ψιλών ένεκα απαγορευτικών λόγων δεν τολμώμεν να παρουσιάσωμεν εις το βλέμμα του κοινού, και επικαλούμενοι τας οπωσούν ευμενεστέρας των αναγνωστών κρίσεις επί του ποιηματίου μας τούτου, επιπροσθέτομεν και τα περιεχόμενα των τριών εν τω τομιδίω τούτω ποιηματίων. Και το μεν επικόν «αι Σκιαί του Άδου» περιλαμβάνει εν συντόμω τας διαφόρους μάχας της Ελληνικής Επαναστάσεως, διό και έκρινα καλόν να το κοσμήσω με τον τίτλον του Έπους, τα δε δύο παρεπόμενα «αι Αναμνήσεις» και «το Όνειρον» λυρικά της παιδικής μου φαντασίας αποκυήματα εισιν.

Έγραφον εν Ιωαννίνοις, τη 25 Μαρτίου 1886.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΗΣ

ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ

   «Είς οιωνός άριστος
   Αμύνεσθαι περί πάτρης
      (Ιλ. Μ. 243)

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ

    Μια Απριλιάτικη βραδιά
    Μια νύχτ' αστερωμένη
    'Ψηλά, 'ς του Πίνδου(1) τα βουνά
    Μονάχος μου καθόμουν.
    Κ' εκύτταζα 'ς τον ουρανό,
    Κ' εκρυφοσυλλογιόμουν.
    Πώς ζη ο δόλιος άνθρωπος,
    Πώς ζη και πώς 'πεθαίνει.

    Από τη σκέψι κάποτε
    Μ' εξύπναγε μια βρύση
    Σιμά μου, πώχυνε νερό
    'Σάν το μαργαριτάρι,
    Και με ταις πέτραις 'μίλαε
    Μουρμουριστά. Με χάρι
    Τ' ωχρό φεγγάρι άρχιζε
    Να γέρη προς την δύσι.
    Άλλη φωνή δεν άκουγα
    Παρά 'ς το λόγκο πέρα
    Φώναζε ο μαύρος κόρακας,
    Και το βουνό βογγούσε
    Απ' τη βραχνή του τη φωνή.
    Η λίμνη ηρεμούσε,
    Κι' αντάρα 'πό τα Γιάννινα (2)
    Σκοτώνταν 'ς τον αθέρα.

    Ρίχνω 'ς τα Γιάννινα ματιά
    Και βλέπω όλο μαυρίλα,
    Κ' εφαίνονταν εδώ κ' εκεί
    Αι φέξαις αναμμέναις,
    'Σάν να ήτανε κολοφωτιαίς
    'Στό λόγκο 'σκορπισμέναις.
    Τι θέαμα τρομαχτικό!
    Τι μαύρη ανατριχίλα!

    Και πάλι προς το ουρανό
    Εσήκωσα το 'μάτι
    Και πάλι, πάλι έπεσα
    Σε συλλογή μεγάλη,
    Σε συλλογή, που μ' έφυγεν
    Ο νους μ' απ' το κεφάλι,
    Κι' ο ύπνος μες 'ς τη συλλογή
    Μ' επλάνεψε κομμάτι.

    Τα θολωμένα 'μάτια μου
    Δεν πρόφθασα να κλείσω,
    Κ' ύπνος τα πλάκωσε βαρύς,
    Βαθύς 'σάν το σκοτάδι,
    Κ' είδα ένα όνειρο φρικτό·
    Πώς βγήκε απ' το λαγκάδι
    Ωχρόλευκο ένα Φάντασμα·
    Το συλλογιούμαι. . . . φρίσσω!

    Σιγά, σιγά, σιωπηλά
    'Στό πλάγι μου σιμόνει,
    Με πιάνει με το χέρι του,
    Το 'σάν τη πέτρα κρύο.
    Σηκόνονται αι τρίχες μου,
    Τα πόδια μου τα δύο
    Τρέμουνε, και το αίμα μου
    'Σταίς φλέβες μου παγόνει.

    Το κύτταξα, το κύτταξα
    'Στό πρόσωπο, 'ς το σώμα,
    Και μια τρέμουλα φρικερή
    Με πιάνει, κ' ένας τρόμος,
    Γιατί, γιατί το γνώρισα
    Το φάντασμα, αλλ' όμως
    Ακόμα λόγο 'δίσταζα
    Να 'βγάλω 'πό το στόμα.

    Πλην τέλος δεν εβάσταξα,
    Δεν 'μπόρεσα να πνίξω
    Το δάκρυ, που κατέβηκε
    Την κάτωχρη παρειά μου,
    Και λέγω: «Της μανούλας μου,
    » Σκιά! Σκιά γλυκειά μου! . . . . »
    Και πλέον δεν εμπόρεσα
    Το στόμα μου ν' ανοίξω.

    Μόνο τ' αχνό της πρόσωπο
    Ξανακυττάζω πάλι,
    Και βλέπω χαμογέλασε,
    'Σάν το λαμπρό φεγγάρι,
    Κι' από το 'μάτι 'γλίστρησε,
    'Σάν το μαργαριτάρι
    Το δάκρυ. Σκύφτει· με φιλεί
    Με πόνο 'ς το κεφάλι.

    Και μ' είπε: «Κωνσταντίνε μου.
    » Μονάκριβο παιδί μου,
    » Σε σκιάζουνε το σώμα μου
    « Κ' η αχνισμένη όψι;
    » Δεν 'ξέρεις πως για 'σένανε
    » Ηθέλησα απόψε
    » Να ξαναλάβω μια στιγμή
    » Το αίμα, τη ζωή μου;»

    « Δεν ξέρεις πως για σένανε
    » Για μια στιγμή τον Άδη
    » Αφήκα και ξανάρχομαι
    » Εδώ 'ς το κόσμο 'πάνω,
    » Και συ, και συ με σκιάζεσαι;»
    Κ' εγώ τα λόγια χάνω.
    Πλην τέλος λέγω: «Τι ζητείς
    » Μες 'ς το βαθύ σκοτάδι;

    « Μανούλα μου, το μνήμα του
    » Αφίνει ο πεθαμένος;»
    » — Κι' όμως εγώ για σένανε,
    » Για σένανε, παιδί μου,
    » Αυτή την ώρα, τέκνο μου,
    » Τ' αφήκα. — » Η φωνή μου
    Και πάλι τότ' εσβύσθηκε,
    Μένω βουβός, σκιαγμένος.

    « Ακόμα δε μ' εγνώρισες; —
    » Με ερωτά — δε μ' είδες; »
    » — Διστάζω ακόμα, μάνα μου,
    » Να σου το 'πώ, διστάζω,
    » Γιατ' άλλη, άλλη σ' ήξερα,
    » Και άλλη σε κυττάζω·
    » Της γνωριμιάς σου, μάνα μου,
    » Μ' έφυγαν αι ελπίδες. — »

    « — Γιατί με βλέπεις κόκκαλα,
    » Με βλέπεις δίχως αίμα,
    » Με βλέπεις δίχως 'νασασμό,
    » Ωχρή 'σάν το σαφράνι,
    » Κι' ότι δεν έχω τη θωρηά,
    « Πούχα 'ς τον κόσμο; — » «Φθάνει!…
    » Ω, φθάνει! την εφώναξα.
    « Σ' εγνώρισ' από το βλέμμα.

    » Σ' εγνώρισ' απ' το βλέμμα σου
    « Τώρα, κι' τη λαλιά σου,
    « Σ' εγνώρισα, μανούλα μου,
    « Σ' εγνώρισα, γλυκειά μου,
    » Σ' εγνώρισα, και χαίρεται
    « Η θλιβερή καρδιά μου,
    « Μάνα μου. Τώρα ρώτα με
    » Για τάλλα τα παιδιά σου.

    « Πες μου για τη Μαρία σου,
    » Το Γούλα σου, τη 'Λένη,
    » Που νύχτα 'μέρα τα ορφανά
    « Κλαίγουνε τη θανή σου·
    » Ρώτα με και για τη μικρή.
    » Την ώμορφη Φανή σου,
    » Που 'σ' άλλα χέρια τρέφεται,
    » Που 'ς άλλα χέρια μένει.

    « Ρώτα με και, μανούλα μου,
    » Γι' όλους τους συγγενείς σου,
    » Τ' αδέλφια σου, τη μάνα σου,
    » Το δόλιο τον πατέρα,
    » Το δόλιο τον πατέρα μου,
    « Μάνα, που νύχτα 'μέρα
    » Δε θε να βρη παρηγοριά. . . .
    » Ρώτα με το παιδί σου. — »

    Την είπα κ' εσιώπησα
    Χωρίς λαλιά για 'λίγη,
    Για λίγη ώρα. Κύτταξα
    'Σ το πρόσωπο εκείνη,
    Και βλέπω μες 'ς τα δάκρυα
    Να πλημμυρή. Να κρίνη
    Η δύστυχη δ' 'μπόρεσε,
    Κ' εκίνησε να φύγη.

    Την 'κολουθάω με φωναίς.
    Να την γυρίσω πίσω
    Δεν 'μπόρεσα. Καν πρόφθασα
    Να την 'μιλήσω πάλι·
    Κ' εκείνη με συγκίνησι,
    Και θλίψι της μεγάλη
    Μου λέγει: «Ώρα, τέκνο μου,
    « Τη γη αυτή ν' αφήσω.»

    « — Εμένα τότε, μάνα μου,
    Μ' αφίνεις; — » « — Ω παιδί μου
    Αν θες να ιδής τα Τάρταρα,
    Αν να ιδής γυρεύεις,
    Τον Άδη, τον Παράδεισο,
    'Κεί κάτω να κατέβης,
    Τρέξε κοντά μου, τέκνο μου,
    Έλα, έλα μαζή μου — »

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ Α'. ΑΣΜΑΤΟΣ

1) Π ί ν δ ο ς. Γενικόν και κύριον όνομα της παρά τα ανατολικά πλευρά της Ηπείρου εκτεινομένης σειράς υψηλών ορέων, της οποίας αι υψηλότεραι κορυφαί είναι η Σμόλκα, η Δοκίμη, το Ανήλιον, η Τσιουκαρέλλα, το Περιστέρι, τα Κριθάρια, η Κακαρδίτσα και τα Τζιουμέρκα.

2) Γ ι ά ν ν ι ν α. Τα Ιωάννινα, πόλις εν τω μέσω της Ηπειρωτικής κοιλάδος κάτωθεν του Τομάρου (Μεσοκελίου) έχουσα σχήμα δικεφάλου αετού, παρά την ομώνυμον λίμνην έχουσαν σχήμα κιθάρας. Ένεκα των διά κεράμων εστεγασμένων οικοδομών της και του πλήθους των εν αυτή δένδρων εις την άνωθεν ή απέναντι αυτής όψιν παρίσταται ως δάσος πυκνόν. Ωραιοτάτη και γραφικωτάτη είναι η εξωτερική αυτής θέα· αλλ' εσωτερικώς αι οδοί της είναι στεναί και ανωφερείς. Περιεργείας δ' άξια οικοδομήματα είναι το Ορφανοτροφείον του Γεωργίου Σταύρου, (το άρτι ανεγερθέν κτίριον της Ζωσιμαίας Σχολής}, το Τζαμίον του Καλού-Πασσά εστολισμένον με τους κίονας και τας στήλας του ναού του Πλούτωνος, του οποίου τα ερείπια και νυν σώζονται παρά τη λίμνη, το Φρούριον εν τη λίμνη εκτεινόμενον και ως χερσόνησος ή μάλλον νήσος από της πόλεως διά τάφρου βαθείας χωριζόμενον και προεκτείνον δύο μαστούς (τους σχηματίζοντας τας κεφάλας του αετού) εις την λίμνην, επί των οποίων μεγαλοπρεπώς υψούνται δύο τζαμία και τα ερείπια του Παλατιού του Αλή-Πασσά. Επίσης περιεργείας άξια είναι και τα Λ ι θ α ρ ί τ σ ι α, ερείπια του φρουρίου του Σατράπου των Ιωαννίνων Αλή Τεπελενλή, εις το κέντρον του οποίου υψούτο ο πύργος Κιζ-Κουλές (Πύργος Παρθένων), τα ερείπια των χονδρών τειχών του οποίου εισέτι σώζονται κινούντα τον θαυμασμόν και την περιέργειαν του περιηγητού. Επί των ερειπίων τούτων ως επί λόφου υψούται ο Στρατών, απέναντι δ' αυτού το Σεράγιον, εντός του οποίου ευρίσκονται τα δικαστήρια και το διοικητήριον. Εν τω μέσω της λίμνης, δίκην ομφαλού κιθάρας, εκτείνεται το νησίον (νήσος των Ιωαννίων), του οποίου τ' αξιοπαρατήρητα μέρη είναι ο Ναός του Αγίου Παντελεήμονος και ο παλαιός του Αλή-Πασσά οίκος όπου εφονεύθη.

ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

    Έφευγ' εκείνη και κοντά
    Εγώ την 'κολουθάω.
    Περνάμε λόγκους και βουνά,
    Περάσαμε λαγκάδια,
    Ποτάμια, λίμναις, θάλασσαις.
    Περάσαμε λειβάδια,
    Και 'φθάσαμε 'ς το αχανές,
    Και 'φθάσαμε 'ςτό Χάο (1),

    Μια θύρα 'κεί θεόρατη
    Υψόνονταν, μεγάλη,
    Που Αγγελούδια φύλαγαν
    Τα φύλλα της τα μαύρα.
    Μπαίνομε μέσα. Κτίρια (2)
    Είδαμε τότε γαύρα,
    Που μέσα τους βασίλευε
    Κρύα σιγή μεγάλη.

    Αφίνομε τα κτίρια,
    Και πάλι προχωρούμε.
    Αγνώριστοι 'ς τους φύλακας,
    Άγνωστοι 'ς τους Αγγέλους.
    Σε δυο δρόμους 'φθάσαμε
    Αγνώριστ' επί τέλους·
    Άξαφνα μ' αναλήφθηκε
    Η μάνα. Τη στερούμαι.

    Μονάχος τότε εκίνησα
    Το δεξί δρόμο πήρα,
    Να ιδώ, να ιδώ πούθελα βγη,
    Πούθελα καταντήσει.
    Και προχωρώντας έφθασα
    Σε μαρμαρένια βρύση,
    Κι' αντίκρυ της υψόνονταν
    Μια χρυσωμένη θύρα.

    Σπρώχνω τη θύρα· άνοιξε·
    Τι θέαμα! . . . Τι τόπους…
    Τι τόπους είδα σκιερούς! . . .
    Τι χλόαις! . . . Τι λουλούδια! . .
    Τι δένδρα, δένδρα ανθηρά! . . .
    Πόσ' άκουγα τραγούδια
    Απ' τα πουλιά! . . . Πόσους εκεί
    Εγνώρισα ανθρώπους! . . .

    Είδα 'ς τον ίσκιο μιας μυρτιάς
    Τον Όμηρο· και γύρα,
    Γύρα του τραγωδούσανε
    Τα έπη τους τόσοι άλλοι
    Διάσημοί μας ποιηταί,
    Και ταραχή μεγάλη
    Εγίνονταν, κι' ακούγονταν
    Η Ποίησι κ' η Λύρα.

    Είδα παρέκει ταις σκηναίς
    Όλων μας των Αγίων.
    Που κύκλον εσχημάτιζαν,
    Κι' αυτοί 'ς τη μέση, άλλοι
    Εχόρευον, κι' άλλ' έπαιζον.
    Αρχίνησε να ψάλλη
    Και τους ψαλμούς του ο Δαυίδ,
    Το θείον του βιβλίον.

    Πέρα μακρυά σε ύψωμα,
    'Σ την άκρη μιας κοιλάδος,
    Σε ύψωμα κατάσκιο,
    Σε δροσερά χορτάρια
    Εις κύκλον εκαθόντανε
    Όλα τα παλληκάρια,
    Που τόσω, τόσω δόξασαν
    Τ' όνομα της Ελλάδος.

    Τ' ανδρειωμένα τα παιδιά,
    Που 'ς της σκλαβιάς τη μέση
    Εκάμανε απόφασι
    Να ρίξουν το ζυγό τους,
    Ναυρούνε ή τη 'λευτεριά
    Ή τονέ θάνατό τους.
    Και 'ς την ομόνοια 'βάλανε
    Τον όρκο να τους δέση.

    Ποιος είδε το Βεζούβιο
    Να βγάζη, να ξερνάη
    Στάχτη και λάβρα και φωτιαίς
    Και πέτραις 'σά μεγάλα
    Βουνά ν' ανασηκόνονται
    Μισουρανής. Και άλλα
    Εδώ να πέφτουν, κι' άλλα 'κεί,
    Κι' ο τόπος να βογγάη;

    Έτσι κι' εκείνοι οι ένδοξοι
    Σε μόνο το Θεό μας
    Το μυστικό τους έδειξαν,
    Κρυφά, κρυφά τους σκάφτουν,
    Φκιάνουν το μνήμα της σκλαβιάς,
    Και τη φωτιά ανάφτουν,
    Που έμελλε να καταπιή,
    Να πνίξη τον εχθρό μας.

    Μέσα 'ς τα σπλάγχνα έβραζεν
    Η φλόγα. Και τη 'μέρα,
    Που 'ς την Παρθένο έστειλε
    Για να ευαγγελίση
    Τον Άγγελό του ο Θεός,
    Ότι θε να γεννήση
    Τον Ιησού . . . Πετάχθηκε
    Κ' η φλόγα 'ς τον αέρα.

    Ξεχείλισε ο Βεζούβιος . . .
    Εσείσθηκαν οι τόποι . . .
    Και μες 'ς τα πέρατα της γης,
    Το βροντερό τουφέκι
    Του Έλληνος ακούσθηκε . . .
    Φρικτό αστροπελέκι
    Κτυπά τους Τούρκους . . .
    Τρόμαξε 'ς τον ύπνο τσ' η Ευρώπη.

    Χρόνους επτά εκράτησε
    Η φλόγ' αυτή κ' η πάλη.
    Εσβύσθηκε . . . Ετάραξε
    Την οικουμένη όλη,
    'Στή θάλασσα βυθίσθηκαν
    Των τούρκων τόσοι στόλοι,
    Και 'ς τη στεριά αφήσανε
    Μια δεκατιά μεγάλη.

    Εσβύσθηκε … Κ' εσβύσθηκε
    Πώς σβυέται το καμίνι
    Που λείπει μεν η φλόγα του,
    Αλλά μέσα του βράζει·
    Κι' άμα φυσήξη άνεμος,
    Έξω τήνε πετάζει,
    Και πάλι καίει με ορμή . . .
    Έτσ' έσβυσε κ' εκείνη.

    Έσβυσ' εκείνη η φλόγα της.
    Πλην μες 'ς τα σωθικά της
    Καίει μια άσβεστη φωτιά,
    Που καρτερεί μια 'μέρα
    Ν' ανοίξη μια τρυπούλα της,
    Να πάρη 'λίγο αέρα,
    Να βγάλη φλόγα τρομερή
    Και πάλι η φωτιά της.

    Πόσαις φοραίς απ' ταις 'ψηλαίς
    Του γέρου Πίνδου ράχαις
    Αγνάντεψα την καταχνιά
    Μακρυά, 'ς την Άγια Μαύρα,
    Και είπα ότι άναψε
    Και πάλ' εκείνη η λάβρα,
    Κ' είπα πως πάλι άναψαν
    Του Έλληνος η μάχαις! . . .

    Αλλά, αλλά γελάσθηκα.
    Μια 'πατηλή ελπίδα
    Μου μένει πάντα 'ς την καρδιά
    Ν' ακούσω ώρα 'ς ώρα
    Ένα τουφέκι βροντερό
    'Στήν ένδοξη τον χώρα.
    Το βρόντο του δεν άκουσα,
    Μόν 'σάν καπνούρα είδα

    Για σώπα, σώπα και θαλθή
    Μια 'μέρα και για σένα,
    Ν' ακούσης και το βρόντο του,
    Να ταραχθή η Πλάσι,
    Τα έρμα τούτα τα βουνά
    Να σκούζουν, και τα δάση
    Και τα λαγκάδια να βογγούν
    Στα αίματα πνιγμένα.

    Εκεί τους είδα νάχουνε
    'Σ τη μέση τους, σε θρόνο,
    Θρόνο διαμαντοκόλλητο
    Τον Άγιον εκείνον
    Τον πατριάρχη (4) 'ς τη σεπτή
    Πόλι(5) των Κωνσταντίνων,
    Στεφανωμένον με δαφνιάς
    Ένα μεγάλο κλώνο.

    Τους ευλογάει κι' άρχισε
    Με δάκρυα να λέη
    Της Κωνσταντινουπόλεως
    Των σκυλομουσουλμάνων
    Ταις εκβιάσεις και σφαγαίς
    Των τούρκων, των τυράννων,
    Και τη σκληρή κρεμάλα του.
    Και χαίρεται, και κλαίει. . . .

    « Ήτον η πρώτη τ' Απριλιού
    » Κοντά 'ς τη χαραυγούλα,
    » Τούρκος Δερβίσης άπιστος
    «'Στό μιναρέ φωνάζει,
    « Και προσκαλεί τους Τούρκους του
    «'Στό σκοτωμό και σφάζει
    » Το σίδηρο εδώ κ' εκεί ….
    » Τι φρίκη! . . . Τι τρεμούλα.»

    « Γέμισεν από πτώματα
    Των Χριστιανών η Πόλι,
    « Τσακίζουν θύραις, 'μπαίνουνε
    «'Στά σπήτια και σκοτώνουν
    « Όπου κι' αν εύρουν Χριστιανό,
    « Και πανταχού απλόνουν
    « Τη βία και το θάνατο
    » Οι Γενιτσάροι όλοι.»

    « Ακούονται ολολυγμοί,
    » Και κοπετοί, και θρήνοι.
    » Βλέπουν σφαγμένα τα παιδιά
    » Αι δύστυχαι η μανάδες,
    « Ο άνδρας τη γυναίκα του,
    » Κλαίνε. Αλλ' οι φονειάδες
    » Δεν άκουγαν. Και ο Μαχμούτ (6)
    » Τότε παραθαρρύνει.»

    « Προστάζει τον ακράτητο
    » Όχλο των Χριστοφόνων,
    » Εκείνα τα αδάμαστα
    » Του Κορανίου κτήνη,
    » Τα τόσα κακουργήματα
    » Τότε να παρεκτείνη.
    » Να βάλουν κ' εις τους κληρικούς
    « Τον βρόχον και τον φόνον.»

    « Αρπάζονται οι κληρικοί,
    » Σκοτόνονται, κρεμιώνται,
    » Και αποκεφαλίζονται,
    » Πνίγονται. Άλλοι φεύγουν.
    » Πλην όσοι απ' το σκοτωμό
    » Δεν' μπόρεσαν να έβγουν,
    » Από τους τούρκους σφάζονται,
    «'Σ το πέλαγο πετιώνται.»

    «'Σα λυσσασμένοι τα σκυλιά,
    » Τα τέκνα του Δερβίση,
    » Εσκότωναν, οι άπιστοι,
    » Σαν πεινασμένοι λύκοι,
    » Που 'μπένουνε 'ς τα πρόβατα
    » Σκορπίζουνε τη φρίκη.
    » Πέρασαν 'μέραις κ' η σφαγή
    » Δεν είχε ακόμα σβύσει.»

    « Ήλθε η ενάτη τ' Απριλιού,
    » Σάββατο το Μεγάλο,
    » Ξημέρωσε και 'νύχτωσε,
    » — Νύχτωσε κ' η ζωή μου. —
    » Πήγα τον Όρθρο 'ς το ναό,
    » Κάμνω την προσευχή μου,
    » «Χριστός Ανέστη» άρχισα
    « Με τους πιστούς να ψάλλω.»

    « Χριστός ανέστη! έψαλλα,
    » Και πάντα με το νου μου.
    » Αναστηθήτω η Ελλάς!
    » Ευχόμουν. Κοινωνάω
    » Τα άχραντα μυστήρια,
    » Τα τέκνα μου 'βλογάω.
    » Κ' έξαφνα βλέπω την Τουρκιά
    » Τριγύρω του ναού μου.»

    « Τη λειτουργία σκόλασα.
    » Με παίρνουνε, μ' αρπάζουν,
    » Με κλείσανε, 'ς τη φυλακή
    » Τα σίδηρα μου βάνουν
    » Με δέρουν, άλλοι με χτυπούν,
    » Ασχημισμούς μου κάνουν,
    » Άλλοι με μαστιγόνουνε,
    » Και άλλοι με χλευάζουν.»

    « Τέλος με βγάζουν, μ' οδηγούν
    » Μες 'ς τα πατριαρχεία.
    » Με φέρνουνε στη μεσανή
    » Τη θύρα που μεγάλη
    » Τριχιά κρεμώντανε. Μ' αυτή
    » Μου δέσαν το κεφάλι
    » Απ' το λαιμό. Και η ψυχή
    » Μου πέταξεν αγία.»

    Το λόγο δεν απόσωσε.
    Απ' το πλευρό του τότε
    Σηκώθηκε της πόλεως
    Τ' Αδριανού ο ήρως, (8).
    Και λέγει «Μήπως κ' εις εμέ
    » Δεν έπεσε ο κλήρος
    » Κρεμάλας; Δεν μ' εκρέμασαν
    » Άνομοι στρατιώται;»

    Αντίκρυ του, σαν όμορφο
    Άγαλμα του Φειδίου,
    Καθόντανε σε μάρμαρο
    Εκείνος ο μεγάλος
    Της Αλαμάνας ήρωας,
    'Σαν Λεωνίδας άλλος,
    Ο Διάκος,(9) ο καταστροφεύς
    Κ' εχθρός του Κορανίου.

    Κυττάζει όλους μια φορά
    Μ' αστραπηβόλα μάτια,
    Και με μια σοβαρότητα.
    Το ζέρβιο χέρι βάνει
    Μες το ζερβί του το πλευρό.
    Βγάζει το γιαταγάνι,
    Και λέγει: «Αδέλφια, βλέπετε;
    « Γίνηκε δυο κομμάτια»

    « Αυτό το γιαταγάνι μου,
    » Κι' αυτό το τσακισμένο
    » Τουφέκι μου· θα μαρτυρούν
    » Πάντα το θάνατό μου,
    » Το θάνατό μου το σκληρό,
    » Και το μαρτύριό μου
    » Μες 'ς τ' Αλαμανογέφυρο,
    » Το τόσο δοξασμένο.»

    « Άκουσα ότι 'ς τα βουνά
    » Μαύρη Τουρκιά πλακώνει,
    » Ότι Σκοδριάνους διαλεχτούς
    » Δέκα οχτώ χιλιάδες
    » Από κοντά τους φέρνουνε
    » Δυο λύκοι, δυο πασσάδες
    «'Κειός ο Κιοσσέ Μεχμέτ-πασσάς,
    » Με τον Ομέρ-Βριώνη.»

    « Έμεινα με σαράντα οχτώ
    » Συντρόφους, παλληκάρια.
    » Την Αλαμάνα (10) πιάσαμε.
    » Ανάφτει το τουφέκι
    » Και κάθε, κάθε μας φωτιά
    » Ήταν αστροπελέκι.
    » Τρεις ώραις πολεμήσαμε
    » Πίσω 'πό τα λιθάρια.»

    « Τη μια χιλιάδα των Τουρκών
    » Σκορπίζαμε, κ' η άλλη
    » Πυκνότερη μας πλάκωνε.
    » Σκορπιόντανε κ' εκείνη,
    » Και 'πίσω της άλλη φωτιά
    » Άναφτε 'σάν καμίνι,
    » Κ' ημείς τους εσκορπίζαμε;
    » Με λύσσα και με ζάλη.»

    « Τα βόλια μας επέφτανε
    » Ζεστά 'ς τους Οσμανλίδες,
    » Κ' εκείνοι στρόνονταν 'ς τη γη.
    » — Παιδιά! μη φοβηθήτε,
    » Παλληκαράδες, φώναξα,
    » Σαν Έλληνες σταθήτε!
    » Κτυπάτε! μη σας φύγουνε
    » Της νίκης αι ελπίδες! . — »

    « Φλογίσθη το τουφέκι,
    » Και σχίσθηκε 'ς τη μέση.
    » Τότε ορθός πετάζομαι,
    » Τη σπάθη μου γυμνόνω,
    » Και 'μπαίνω μέσα 'ς την Τουρκιά
    » Και σφάζω, και σκοτόνω,
    » Κι' Ομέρ Βριώνης γλύτωσε
    » Απ' το σπαθί να πέση.»

    « Άξαφνα μούρθε τουφεκιά,
    » Σα φλογερό χαλάζι
    » Τσακίσθηκε κ' η σπάθη μου
    » Και το δεξί μου χέρι,
    » Αδειάζω τα πιστόλια μου,
    » Και 'φώναξα 'ς το ασκέρι
    » Να με σκοτώσουνε. Κανείς
    » Δε μ' απαντάει, δεν κράζει.»

    « Έπεσα τότε ζωντανός
    » Στους Τούρκους, και μ' αρπάζουν.
    » Στη μέση τους με βάλανε
    » Οι άπιστοι φονιάδες,
    » Χιλιάδες 'μπρος και 'ς τα πλευρά,
    » Και πίσω μου χιλιάδες.
    » Μου λέγουν Τούρκος να γενώ,
    » Και χρήματα μου τάζουν.»

    « Κι' Ομέρ — Βριώνης μυστικά
    » Μ' ερώταγε 'ς το δρόμο:
    » — Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου,
    » Τη πίστι σου ν' αλλάξης,
    » Να προσκυνήσης 'ς το τζαμί,
    » Και το Αλλάχ! . . . να κράξης; —
    » Κ' εγώ πικρά τον ύβριζα,
    » Και πήρε φόβο, τρόμο.»

    « Πάτε και σεις, κ' η πίστι σας,
    » Μουρτάριδες, χαθήτε,
    » Διάκος εγώ γεννήθηκα,
    » Και Διάκος θα πεθάνω.
    » Δε θέλω τη θρησκεία σας,
    » Και τα φλωριά τα χάνω
    » Πέντ' έξ ημέραις τη ζωή,
    » Αν θέλετε, μ' αφήτε.»

    « Λυσσάζουν από το θυμό
    » Οι σκύλοι. Με περνούνε
    «'Σ ένα ελάτινο σουβλί,
    » Ολόρθονε με σταίνουν,
    » Φωτιά με ξύλ' ανάφτουνε,
    » Και 'ς τη φωτιά με ψένουν
    «'Σάν το κριάρι. Και ψητόν
    «'Στό λόγκο με πετούνε.»

    Είπε και σιωπή βαθειά
    Όλους εκεί πλακόνει.
    Όλοι το Διάκο άκουγαν.
    Κανένας δε μιλάει.
    Κρυφά, σιωπιλά ο είς
    Τον άλλονε τηράει.
    'Σ την σιωπή σηκόνεται
    Ο υιός του Κολοκοτρώνη. (11)

    Εκείνος, όπου 'ς το βουνό
    Της Μάνιας Ραμοβούνι
    Είδε τον Ήλιο, κ' έπιε
    Άρκτου αγρίας γάλα·
    Εκείνος, όπου 'ς την Τουρκιά
    Τόσα κακά μεγάλα
    Έφερε 'ς το Βαλτέτσιον
    Και εις το Κορμοβούνι. (12)

    Αρχίζει με την βροντερή
    Κι' άγρια λαλιά του,
    Να λέγη πόσους έσφαξε
    Με το Μαυρομιχάλη
    Τούρκους εις το Βαλτέτσι και
    'Στό Χρυσοβίτσι. . . . Άλλη
    Ακούσθκε Άρεως φωνή,
    Άρεως στρατηλάτου.

    Κ' επρόβαλεν ο Οδυσσεύς (13)
    Τ' Ανδρούτζου, ο ταχύπους.
    'Κειό το λεοντάρι της Γραβιάς,
    'Σάν άλλος της Τρωάδος,
    Και της Ιθάκης Οδυσσεύς.
    Ο πύργος της Ελλάδος! . . .
    Τον είδα! . . . Κρύους της καρδιάς
    Ησθάνθηκα τους κτύπους! . . .

    Επρόβαλε 'ψηλός, ψηλός,
    'Σάν το βουνό του Τμάρου.
    Με λάσια τα στήθια του,
    Και τριχοτουφωμένα,
    'Σάν όρος, που κοντόκλαδα
    Σκεπάζουν πυκνωμένα.
    'Σάν την εικόνα φαίνονταν,
    Και την μορφή του Χάρου.

    Το μέτωπο ψηλό, πλατύ.
    'Σα χιονισμένος βράχος·
    Και το παχύ μουστάκι του,
    'Σάν λόγκος απλωμένο,
    Εσκέπαζε το στόμα, που,
    'Σα βρύσι ανοιγμένο,
    Έχυνε λόγους φλογερούς.
    Τέτοιος ο Τουρκομάχος·

    Τέτοιος εκείνος πρόβαλε.
    Το Διάκο χαιρετάει,
    Και λέγει: «Διάκο μ', αδελφέ,
    « Μες 'ς της Γραβιάς το χάνι
    » Εγώ σ' εξεδικήθηκα.
    » Εκεί οι Μουσουλμάνοι
    » Τους έκαμε ν' αφήσουνε
    » Πολλούς η γη να φάη.

    « Μες' των Αγράφων τα βουνά
    » Βρισκόμουν, και μαθαίνω
    » Το θάνατό σου το σκληρό.
    » Τότε καιρό δε χάνω·
    » Πετάω 'σάν την αστραπή
    » Απ' τα βουνά απάνω,
    » Και φθάνω κάτω 'ς τη Γραβιά
    » Και μες 'ςτό χάνι 'μπαίνω.»

    « Μπαίνω 'ς το χάνι, Κλείσαμε
    » Ταις θύραις με λιθάρια.
    » Είμασθ' εκατόν είκοσι.
    » — Παιδιά!, τους λέγω, πέρα
    » Κυτάτε, Τούρκοι έρχονται
    » Πολλοί, αυτή τη 'μέρα
    «'Στο χώμα θα τους στρώσωμε
    » Νεκρ' άψυχα κουφάρια! »

    « Ομέρ-Βριώνης κι' ο Κιοσσέ
    » Μεχμέτ-πασσάς διαβαίνουν
    » Το ποταμάκι της Γραβιάς
    » Με δώδεκα χιλιάδες.
    » Από μακριά τους φώναζα:
    » — Παλιαιότουρκοι! . . . Αγάδες!
    » Σταθήτε! . . . Πού πηγαίνετε; . . . —
    » Όμως αυτοί προβαίνουν.«

    « Προβαίνουν με πεποίθησι,
    » Ότ' ήθελε μας σβύσει
    » Η τόση πούφεραν Τουρκιά,
    » Και πριν ξαναφωνάξω,
    » Δερβίσης μ' αποκρίνεται:
    » — Τ' Αλλάχ! . . . παντού να κράξω
    » Πηγαίνω! — Πρώτο μες 'ς τη γη
    » Έρριξα το Δερβίση.»

    « Ομέρ-Βριώνης λύσσαξε,
    » Σαν κύταξε το αίμα
    » Πνιγμένον το Δερβίση του.
    » Προστάζει 'ς το πλευρό του
    » Το σαλπιγκτή και γύρω του
    » Μαζόνει το στρατό του.
    » Και μες 'ς το νάνι έρριψε
    » Ειρωνικό ένα βλέμμα, »

    « Και λέγει: — 'Κείνο βλέπετε
    » Το μονωμένο χάνι; . . .
    » Πλιθάρι μην αφήσετε.
    » Απάνω σε πλιθάρι.
    » Κι' αφ' όσους είναι μέσα του
    » Μη μείνη ούτε ποδάρι. —
    » Αυτά προστάζει. Και με μιας
    » Από 'μπροστά τους χάνει.»

    « Σηκόνεται ο κορνιαχτός,
    » Σα σύγνεφο αναβαίνει.
    » Ωσάν αντάρα πνιγηρή,
    » Θολόνει τον αιθέρα.
    » Κι' ο Ήλιος εσκοτίδιασε.
    » Κ' εθάμβωσε τη 'μέρα.
    » Παρά κοντά του πλάκωναν
    » Οι Τούρκοι λυσσαμένοι.»

    « Ακούεται βαρύδουπο
    » Το γλίγωρό τους βήμα.
    » Λαμποκοπάν αι λόγχαις των,
    » Ποικίλα κυματίζουν
    » Τα 'μισοφέγγαρα. Γοργά
    » Τ' άλογα χλιμηντρίζουν
    » Κι' αγρεύουνε ταις χαίταις των,
    » Που λες κ' έρχεται κύμα.»

    « Μπροστά, μπροστά ερχόντανε
    » Ολόμαυρη πεζούρα·
    » Τσιάμιδες Γκένγκαι, Αλβανοί
    » Τότσκιδες, Σκοδριάνοι.
    » Παρά κοντά τους ιππικό
    » Αμέτρητο. Στο χάνι
    » Φθάνουν σιμά και ρίχνονται,
    » Φωνάζουν Γιούρρα!! . Γιούρρα!!

    « Και ρίχνονται όλοι μαζή,
    » Και λες θα το χασμώσουν.
    » Αλλά σαν το ηφαίστειο
    » Της Αίτνας, όταν βγάνη
    » Ταις φλόγαις, έτσι ανάλαμψε
    » Κ' εβόγγισε το χάνι,
    » Και βόλια πέταξαν ζεστά,
    » Τους Τούρκους να βουλήσουν.»

    « Αφίνουν ίππους κατά γης,
    » Αφίνουνε ανθρώπους,
    » Κι' άλλοι 'ς τους λόγκους σκόρπισαν,
    » Άλλοι πίσω γυρίζουν,
    » Τους βλέπουν οι Πασσάδες τους,
    » Ροιάζοντας, αχνίζουν,
    » Φωνάζουν, και τους γύρισαν
    «'Σ τους 'ματωμένους τόπους.»

    « Δεύτερη κάμνουν έφοδο
    » Χειρότερα παθαίνουν.
    » Και τρίτη τότε κάμνουνε,
    «'Νικήθηκαν· Νυχτόνει·
    » Ω, μόλις επτακόσιοι
    » Τριγύρω του Βριώνη
    » Μένουν, και πολιορκηταί
    » Ηθέλησαν να γένουν.»

    « Το χάνι μας πολιορκούν
    » Όλην τη νύχια. Στέλλει
    » Και 'ς τη Λαμία ο Ομέρ
    » Πυρόβολα να φέρη . . .
    » Αλλά! . . . τη θύρ' ανοίγομε,
    » Φεύγομε 'ς άλλα μέρη.
    » Τη χαραυγή τους μέτρησα,
    » Μας έλειπαν έξ μέλη.»

    « Η φήμη 'ς την Κυβέρνησι
    » Αναστατώσεις κάμει.
    » Μου πέρνουνε τη στρατηγιά,
    » Με κάμνουν εξωμότη . . .
    » Αλλά! . . . και πάλι μ' έβαλαν
    «'Σ τη θέσι μου την πρώτη,
    » Όταν 'ς τα όρη η Τουρκιά
    » Φάνηκε του Βαϊράμη.»

    «'Σταίς Θερμοπύλαις πέταξα,
    «'Στό δρόμο τόνε πιάνω,
    » Και του σκορπίζω το στρατό.
    » Και τον αναστατόνω.
    » Ω, . . . τότε 'ς την Αθήνα μας
    » Νέους εχθρούς σηκόνω
    » Απάνω μου. Τη θέσι μου
    »'Τ αξίωμά μου χάνω,»

    « Σεις! πρώτοι, σεις αδέλφια μου,
    » Γκούρα (14) μου· και Κωλέτη,(15).
    » Σεις, πρώτοι σεις σκωθήκαταν
    » Απάνω μου. Σεις πρώτοι
    »'Στή φυλακή μ' ερρίξαταν
    » Μ' εκάματαν δεσμώτη!
    » Σεις, πρώτοι του θανάτου μου
    » Γενήκαταν οι αίτιοι! . . .»

    Και να!, όλος γεράματα
    Με 'σκορπισμένη χαίτη
    Σηκόνετ' ένας γέροντας.
    'Σάν έλατ' ωρθωμένο.
    Με μέτωπο 'περήφανο.
    Κι' απάνω χιονισμένο.
    Ωσάν του Πίνδου τα βουνά.
    Γνωρίζω τον Κωλέττη.

    Το δεξί χέρι 'πρότεινε,
    Τον Οδυσσέα αρπάζει.
    Τον σφίγγει μες 'ς την αγκαλιά,
    Και τον φιλεί 'ς το στόμα,
    Και λέγει: «Οδυσσέα μου! . . .
    » Μ' εχθρεύεσαι ακόμα; . . .
    » Ακόμα δε μ' εσχώρεσες; . . .»
    Κι' ο Οδυσσεύς φωνάζει

    Όλος χαρά και δάκρυα
    'Σ το λόγο του Κωλέττη:
    « Κωλέττη μου! . . . πατέρα μου!
    « Σ' έχω συγχωρημένο,
    » Αφ' όταν το κουφάρι μου
    »'Βρέθηκε κρεμασμένο
    « Μες την ψηλή Ακρόπολι. . . .
    » Μην έχης πλειό σεκλέτι.»

    Σιγάνε και σηκόνεται
    Ο υιός της Καλογραίας (16),
    Της Άρτας το προπύργιο.
    Φαγάς των Οσμανλίδων,
    'Σηκώθηκε κ' εσείσθηκεν
    Ο τόπος. Των Ατρείδων
    'Σάν να επρόβαλε κανείς,
    Ή ο φρικώδης Αίας.

    « Για ακούστε, λέγει, αδέλφια μου,
    » Και τη 'δική μου νειότη.
    » Ταις μάναις, όσαις έκαμα
    » Μες 'ς τη ζωή μου όλη,
    » Και 'ς τη στερνή πώς μ' έφαγε
    » Το φλογισμένο βόλι.
    » Το πρώτο μου πολέμησα
    «'Σ το έρμο το Κομπότι.»

    « Εκεί, παιδιά, πληγώθηκα.
    «'Πήγα 'ς το Μακρυνόρος.
    » Πολέμησα και γύρισα..
    «'Σ την Άρτα πολεμάω.
    « Φεύγω 'πό 'κεί 'ς τη γέφυρα
    » Του κόρακα νικάω.
    «'Σ το Μεσολόγγι γύρισα
    » Για Τούρκους αιμοβόρος.»

    « Το Μεσολόγγι τωύρηκα
    » Κι' αυτό τότε 'ς την πτώσι.
    » Σηκόνομαι 'ς τη γενική
    » Εκείνη αθυμία,
    » Βγάζω το δαμασκί σπαθί,
    » Κι' ανάφτω με μανία
    » Τον πόλεμο. Τούρκους κ' εκεί
    » Πολλούς έχω σκοτώσει.»

    « Σε λίγαις 'μέραις 'κίνησα
    » Με τέσσαρες χιλιάδες,
    » Και 'ς του Χαϊδάρη τα βουνά
    » Όλο μανία φθάνω.
    » Βάνω σε τάξι τα παιδιά
    «'Κει, και τη θέσι πιάνω.
    » Γιατ' έρχονταν ο Κιουταχής(17).
    » Μ' όλο Αρβανιτάδες.»

    « Δέκα χιλιάδες έσερνε
    » Πεζούρα και καβάλλα,
    »'Σάν άναψεν ο πόλεμος
    » Κι' άρχισε το τουφέκι,
    » Τουρκαλβανός δε μπόρεσε,
    » Μπροστά μας πλειό να στέκη.
    » Γυρίζουν 'πίσω τα σκυλιά,
    » Το βάνουν 'ς τη φευγάλα.

    «'Σ τη Δέμβρονα επέταξα,
    » Τους Τούρκους εκεί κλείω
    » Στο κάστρο. Τους πολιορκώ.
    » Κ' εκείθε 'ς τη Δομβραίνη
    » Τσακίζω το Μουστάμπεη.
    » Από το Τεπελένι.
    » Και γλήγωρα 'ς το Δίστομο
    » Σε 'μέραις φθάνω δύο.»

    « Το Γιώργη Βάγια πρόσταξα,
    » Το Γρίβα Γαρδικιώτη,
    » Να πιάσουνε τη Ράχωβα
    » Με πεντακόσιους άλλους.
    » Έρχεται ο Μουστάμπεης,
    » Κ' είχε σκοπούς μεγάλους:
    » Να τους αφήση κατά γης
    » Στην έφοδο την πρώτη »

    « Τρομάρα του! Δεν πρόφθασε
    »'Στή Ράχωβα να φθάση,
    » Βροχή τον πνίγει φλογερή,
    » Φωνάζουν σα δαιμόνοι
    » Οι Τούρκοι. Πέφτουνε 'ς τη γη.
    » Σκούζει αυτός, θυμόνει!..·
    » Τα μετερίζια αστράφτουνε,
    » Βαρειά βογγούν τα δάση» .

    « Ήσαν αμέτρητοι αυτοί.
    » Έπεφταν 'σάν κοράκοι,
    » Όταν ψωφίμι νοιώσουνε.
    » Και πέφτουνε κοπάδι
    » Αλλ' οι παρέκει κυνηγοί
    » Τους στρώνουν 'ς το λειβάδι·
    » Έτσι κ' οι Τούρκοι. Γέμισαν
    » Αι ρεμματιαίς κ' οι λάκκοι.»

    « Ψηλά 'ς της μάχης το βρασμό,
    »'Σ της μάχης την αντάρα,
    » Να! και πλακόνω λαίμαργος,
    » Για αίμα διψασμένος,
    «'Σάν σε βουβάλια λέοντας
    » Ρίχνεται λιμαγμένος…
    » Με βλέπουνε οι άπιστοι,…
    » Τους έπιασε τρομάρα.»

    « Μ' είδαν…Χαλνούν ταις τάξεις των
    » Φεύγουνε σκορπισμένοι.
    » Και 'ς ένα λόφο κλείσθηκαν,
    » Κ' εκείθε 'ξεφαντώνουν.
    » Αρχίζει πάλι η σφαγή.
    » Η σπάθαις μας σκοτώνουν
    » Χίλιους τρακόσιους, οι λοιποί
    »'Βρέθηκαν 'σκλαβωμένοι.»

    « Βρισκόμουνε 'ς τα Κράββαρα.
    » Μαθαίνω πως κινήσαν.
    » Τούρκοι με τον Ομέρ-πασσά
    » Το Δίστομο να πιάσουν,
    » Πετάω 'κείθε 'σάν αετός.
    » Φθάνω πριν 'κείνοι φθάσουν,
    » Και τους τουφεκοχτύπησα.
    » Οπίσω τους γυρίσαν.»

    « Είκοσι μέραις πόλεμο,
    » Είκοσι μέραις πάλη.
    » Την εικοστήν κατάφαγα
    » Των Τούρκων ταις χιλιάδες.
    » Όλο τους το στρατόπεδο
    » Τους πήραμε. Οι Αγάδες
    » Φεύγουνε 'δώ, φεύγουνε 'κεί,
    » Και δεν γυρίζουν πάλι.»

    « Μαθαίνω· η Ακρόπολι
    » Κινδύνευε να πέση
    »'Σ του Κιουταχή τα χέρια.
    » Πιάνω 'κεί μετερίζι,
    » Αλλ' εγώ πέφτω άρρωστος
    » Ο Πόλεμος αρχίζει.
    » Και τη σκηνή μου κλείσανε
    » Οι Τούρκοι μες 'ς τη μέση.»

    « Και άρρωστος 'πετάχτηκα
    » Με το σπαθί μου έξω.
    » Βλέπω τα παλληκάρια μου
    » Να φεύγουνε. Θυμόνω,
    » Ορμώ ς' τους Τούρκους από 'δώ,
    » Και από κει σκοτόνω,
    » Και η Μοίρα μου με έφερε
    » Στη μέση του να μπλέξω

    «'Στή μέση του το ιππικό
    » Του Κιουταχή με βάζει.
    » Να σφάζω τότε πόστασα,
    » Κόφτεται η δύναμί μου,
    » Και τέλος…βόλι εχθρικό
    » Μου παίρνει την ψυχή μου.»
    Δε σκόλασε· κι' ο Μπότσαρης
    Ο Μάρκος(18), τον φωνάζει.

    « Καραϊσκάκη! κύταξε
    » Το μαύρο μέτωπό μου,
    » Και παρατήρα τη βολή,
    » Που μ' έκαμε το βόλι,
    » Και άκουσέ με να σου πω,
    » Εις τη ζωή μου όλη
    » Πόσαις φοραίς πολέμησα
    » Τον άνομο εχθρό μου.»

    «Πρώτα, πρώτα πολέμησα
    «'Σ το Σούλι, 'ς την πατρίδα.
    » Και 'ς τους Κουμτζάδες ύστερα,
    » Στα πέντε τα Πηγάδια,
    » Κ' εκεί ς' τα Γιάννινα σιμά
    » Γέμισαν τα λαγκάδια.
    » Με γενιτσαροπτώματα.
    » Εκεί! τον Άρη είδα.»

    » Εκείθε μες 'ς την Κοσμηρά
    » Πλάκωσα λυσσασμένος,
    » Κόκκινο αίμα Τούρκικο
    » Να πιω και να ρουφήξω.
    » Τριγύρω τους τ' ασκέρι μου
    » Άρχισα να ξανοίξω,
    » Κ' εγώ 'ς τη μέση χύθηκα,
    «'Σάν λύκος πεινασμένος.»

    «Τους έσφαξα. Και πέταξα
    «'Σάν αστραπή 'ς την Πλάκα.
    » Πιάνω καρτέρι των Τουρκών
    » Κ' ήθελα τους χαλάσει,
    «'Στο χέρι αν δεν πληγώνομαν,
    » Και μ' έφυγαν 'ς τα δάση.
    » Φεύγω 'πό 'κεί και έφθασα
    «'Στο Σούλι μου, 'ς τη Λάκκα.»

    « Σώζω το Σούλι 'πό φωτιά.
    »'Σ την Ρούμελη πετάω.
    » Μαυροκορδάτος σήκονε
    »'Πανάστασις σημαία,
    » Κ' έσερνε για την Ήπειρο
    » Παλλήκαρα γενναία.
    » Πήγα κ' εγώ από κοντά,
    »'Σ την Πέτα (19), πολεμάω.»

    « Εννιά χιλιάδες Αλβανοί
    » Από την Άρτα βγήκαν,
    »'Κ' είχανε το Ρεσίτ-πασσά
    » Μεγάλον αρχηγότους.
    » Αρχίνησεν ο πόλεμος,
    » Νικήσαμε τους πρώτους·
    »'Σ τη δεύτερη την έφοδο….
    » Ω,… νικηταί μας βγήκαν.»

    « Η άτιμη η προδοσιά
     »Του Γώγου του Μπακώλα
    » Μας έφαγε. Μας έκαμε
    » Να βγούμε 'ντροπιασμένοι
    » Φώναζα γω δεν μ' άκουγαν.
    »'Σ το λόγκο σκορπισμένοι
    » Φεύγουν. Τα παλληκάρια μας
    » Εφοβηθήκαν όλα.»

    «'Στο Μεσολόγγι πέρασα
    » Τότ' έρημος, μονάχος.
    » Ξημέρωναν Χριστούγεννα
    » Γιορτάσαμε τη μέρα
    » Με του Βριώνη τη σφαγή·
    »'Στή μάχη την υστέρα,
    »'Σ ταις βόμβαις του καθόμουνε
    «'Στή ντάπια μου 'σα βράχος.»

    « Την άλλη μέρα κίνησα
    » Πήγα 'ς το Καρπενήσι.
    » Βλέπω του Μουσταφά-πασσά
    » Της Σκύδρας να ασπρίζουν
    » Πυκναίς σκηναίς 'ς το Κάρλελι.
    » Προστάζω και χωρίζουν
    » Οι άλλοι μου οι σύντροφοι,
    » Να πάγουνε 'ς τη Βρύση.»

    « Εγώ προς 'ς τα μεσάνυχτα,
    » Πριν νάβγη το φεγγάρι,
    »'Μπαίνω 'ς τη μέση του στρατού,
    » Πούτανε τρεις χιλιάδες,
    » Γυρίζω το στρατόπεδο
    » Για ναύρω τους Πασσάδες,
    » Με μόνο, μόνο το σπαθί
    »'Σ το χέρι, 'σα λεοντάρι.

    «'Βρίσκω 'ςτή μέση τη σκηνή.
    » Τη λαμπροστολισμένη.
    » Σηκόν' ολόρθον τον Πασσά.
    » Τον σφάζω. Αλλά μ' ευρήκε
    » Βόλι 'ς το μέτωπο ζεστό
    » Και μες 'ς τη γη μ' αφήκε.
    » Τρέχουν μ' αρπάζουν τα παιδιά.
    » Και η ψυχή μου βγαίνει.»

    «'Σ το Μεσολόγγι, Μάρκο μου.
    » Θυμάσαι; 'ς το πλευρό σου
    » Πολέμησα!.» Χωρίς, χωρίς
    Να σηκωθή ο Γρίβας
    Ο Θοδωράκης (21)· φώναξε,
    Άλλος νέος Αννίβας.
    « Και πόσαις μάχαις έκαμα
    » Μετά το θάνατό σου!…»

    » Μες 'ς το Βραχώρι πάλεψα.
    »'Σαυτό το Μακρυνόρο,
    » Μες 'ς το Λουτράκι 'σκόρπισα
    » Τους Τούρκους, 'ς το Κομπότι,
    »'Στήν Πέτα πήρα την πληγή
    » Εκείνη μου την πρώτη.
    »'Σ τη Σοροβίλλα πλήρωσαν
    » Οι Τούρκοι, πολύ φόρο.»

    «'Στά Γιάννινα, 'ςτό Κουτσελιό
    » Κόντεψα να ντροπιάσω
    » Τα όπλα μου, 'ς το Κουτσελιό,
    »'Σ εκειό το ρημασμένο,
    » Είδα το μνήμα μου εκεί
    » Να χάσκη ανοιγμένο (1)
    » Εκεί τη δόξα κόντεψα
    » Την τόση μου να χάσω.»

    « Μέσα 'ςτο σπήτ' ενός παππά
    » Το βράδ' είχα κονέψει,
    » Είχα παιδιά κλεφτόπουλα,
    » Τρακόσιους σταυροφόρους.
    » Όλους λεβέντες διαλεχτούς
    » Όλους ανδρειφόρους,
    » Παιδιά, 'π 'όλη τους τη ζωή
    »'Στή μάχ' είχαν 'ξοδέψει.»

    «'Σάν 'τ άκουσε ο Αβδή-πασσάς
    » Πέντε χιλιάδες σέρει,
    » Και 'βγαίνει 'πό τα Γιάννινα
    » Όλος χαρά το βράδυ,
    » Κοντά προς τα μεσάνυχτα
    » Μ' ένα βαθύ σκοτάδι . . .
    » Τα κοντοράχια έπιασε
    » Του Κουτσελιού τ' ασκέρι. .

    « Εκειό το βράδυ 'μάλωσα
    » Βαρειά με το παιδί μου,
    » Το Δημητράκη, ήλθαμε
    «'Σε σκοτωμό. Μ' αφίνει
    » Και πήγε μες 'ς την Εκκλησιά
    » Με εκατό. . . Να γίνη
    » Σωτήρ μου δεν το ήλπιζα . . .
    » Να σώση την ζωήν μου.»

    «'Ξημέρονε Παρασκευή
    » Κρύα, παταγωμένη,
    » Γιατί τη νύχτα έβρεχε,
    » Και είχε πέσει χιόνι
    »'Ψηλά 'ς του Πίνδου τα βουνά.
    » Ξυπνάω. 'Ξημερόνει. . . .
    » Βρισκόμαστε ολόγυρα
    » Απ ' την Τουρκιά κλεισμένοι.»

    « Βλέπω· ταις ράχαις έπιασε
    » Το Τούρκικο τ' ασκέρι,
    » Κανόνια τρία 'στήθηκαν
    »'Σ τη Μύτικ' αντικρύ μας,
    » Αλόγατα χλημίντριζαν
    »'Στούς κάμπους. . . Τη ζωή μας,
    » Εις του Θεού αφήκαμε
    » Το έσπλαχνο το χέρι.»

    « Αρχίζει τότε ο πόλεμος.
    » Αστράφτει το τουφέκι
    » Ανάφτουνε τα χέρια μας
    » Πώπιαναν τα τρομπόνια.
    » Βογγούν οι λόγκοι απ' ταις βρονταίς
    » Που βγάζουν τα κανόνια
    »'Σ τα σίγνεφα πετάγονται
    » Βόμβαις 'ς αστροπελέκι,»

    « Μέσα 'ς τα σπήτια ανοίγομε
    » Μασγάλια, μες 'ς τους τοίχους,
    » Αμέτρητους γκρεμίζουμε,
    » Τους πνίγομε 'ς το αίμα,
    » Τους στρώνομε 'ςτά χώματα.
    » Κι' αυτού κοντά 'ς το γέμα,
    » Τρομπέταις 'πό την Εκκλησιά
    » Ακούσαμε τους ήχους.»

    « Μ' έκραζε 'πό την Εκκλησιά
    » Ο υιός μου Δημητράκης:
    » — Καρδιά, πατέρα! μ' έλεγε,
    » Οι Τούρκοι μη σε σκιάζουν,
    » Ας είναι τόσοι· Βάστα συ
    » Τον πόλεμο· Ας ριάζουν
    »'Σα λύκοι. Βάστα! Γρίβας συ
    « Αν είσαι Θοδωράκης!»

    « Μη σκιάζεσαι, πατέρα μου.
    » Τα τόπια τους τ' αφίνω
    » Γυμνά 'πό άνδρες. — Σώπασε
    » Η σάλπιγγα, θαρρεύω.
    «'Σάν λεοντάρι άναψα.
    » Έξω να 'βγώ γυρεύω,
    » Και δε μ' αφίνουν τα παιδιά.
    » Μου λεν' εκεί να μείνω.»

    « Μένω. Με λύσσα ρίχθηκα
    «'Στόν πόλεμο απάνου,
    » Κ' εξάπλωνα 'ς τη μαύρη γη
    » Τα Τούρκικα κουφάρια
    »'Σάν όρνια. Κοκκινήσανε
    » Τα κάτασπρα λιθάρια,
    » Τα χόρτα και τα χώματα
    »'Σ το αίμα του τυράννου.»

    «'Σ τους Τούρκους επετούσανε
    » Τα βόλια 'σα βροχούλα.
    » Ο πόλεμος εκράτησε
    » Απ' το πρωί 'ς το βράδι,
    » Κοπάδι Τούρκους έστειλα
    »'Σ τον σκοτεινό τον Άδη.
    » Ο Λάμπρο Ζήκος 'φώναξεν
    » Από ψηλή ραχούλα: »

    « Γρίβα μου, βάστα τη φωτιά
    » Ως να καλονυχτώση.
    » Φέρνω Λακκιώταις διαλεχτούς.
    » Διακόσιους λεβεντάδες. —
    »'Σάν τ' άκουσε ο Αβδή-πασσάς,
    » Μαζόνει τους Αγάδες.
    » Την νύχτα δεν καρτέρησαν,
    » Φεύγουν 'ς του Ηλιού τη δύσι.»

    « Φεύγουνε, και 'ς τα Γιάννινα
    »'Μπαίνουνε 'ντροπιασμένοι.
    » Χίλιους νεκρούς αφήκανε
    »'Σ του Κουτσελιού τη μάχη. . .
    » Τη νύχτα φεύγω. Έφθασα
    »'Σ του Μέτσοβου τη ράχη,
    » Κοντά 'ς το γλυκοχάραγμα,
    » Που ο πετρίτης 'βγαίνει.»

    « Κ' εκεί με του Αβδή-πασσά
    » Τ' ασκέρια πολεμάω.
    » Τα καταστρέφω. Έφυγα
    «'Σ το 'Νάπλι κατεβαίνω.
    » Και από αρχιστράτηγος
    » Στρατάρχης ανεβαίνω.
    » Εκεί 'πεθνήσκω. Τούρκους πλειό
    » Δεν 'μπόρεσα να φάω.»

    Ο Γρίβας εσιώπησε.
    Και ώρα δεν περνάει,
    Κι' ακούγεται η βροντερή
    Του Λάμπρου του Τζιαβέλλα (22)
    Και αγριόβραχνη φωνή:
    « Παιδιά! . . . Τη φουστανέλλα
    » Κυτάξατέ μου, τη λερή,
    » Τι βόλια έχει φάει . . .»

    « Αν αρχινήσω και σας 'πω
    » Ταις μάχαις πώχω κάμει
    » Τι θε να 'πήτε;» — » ω, . . κ' εγώ
    » Αν θα σας 'πω, παιδιά μου
    » Το πώς μου 'τσάκισε ο Αλή
    » Πασσάς τα κόκκαλά μου,
    » Φώναξε ο Δράκος,(23)· θα χυθούν.
    » Τα δάκρυα σας ποτάμι.»

    « Βελεστινέ (24)· μου! Ρήγα μου!. . .
    » Έκραζε ο Κιτσαντώνης, (25)·
    » Καθένας τους αρχίνησε
    » Να δείξουν την ανδρεία,
    » Ένα τραγούδι πάρε μας
    » Για την Ελευθερία,
    » Συ! που με το τραγούδι σου
    » Τη φύσι βαλσαμόνεις.»

    Το λόγο του ενέκριναν
    Κι' ο Βότσαρης ο Νότης,(26),
    Φώτος(27) Τζαβέλλας, Πανουριάς, (28)
    Νέγρης,(29) Αλέξης Νούτσος,(30)
    Μαυρομιχάλης,(31) Κρεββατάς,(32)
    Και Νοταράς Πανούτσος,(33)
    Μιαούλης,(34) Αναγνωσταράς,(35)
    Κανάρης,(36) Δυοβουνιώτης.(37)

    Ο Ρήγας εσηκώθηκε,
    Παίρνει τον ταμπουρά του.
    Γλυκοβαρεί τον ταμπουρά,
    Και ψιλοτραγουδάει:
    « Παιδιά μου! ήλθ' η άνοιξι,
    » Τ' αηδόνι τραγουδάει,
    » Φωνάζει ο κούκος 'ς τα κλαριά
    » Κι' ανοίγει τα φτερά του.»

    « Παιδιά μου! ήλθ' η άνοιξι,
    » Η γη βγάζει χορτάρι,
    » Ανθίζουν όλα τα κλαριά,
    » Οι κάμποι λουλουδιάζουν.
    » Οι λόγγοι όλοι 'φούντωσαν,
    » Και τα πουλιά φωλιάζουν.
    » Τι καρτερείτε, βρε παιδιά!
    » Χειμώνας να μας πάρη; …»

    « Άλλο μην περιμένετε.
    » Γιατ' ήλθε η χρονιά μας·
    » Ν ' αφήσουμε τα πρόβατα.
    » Με τα λαμπρά κουδούνια,
    » Και ν' ανεβούμε 'ς τα βουνά.
    «'Ψηλά 'ς τα κορφοβούνια.
    » Ν' αφήσουμε τα σπήτια μας,
    » Τη δόλια φαμηλιά μας.»

    « Ήλθε καιρός να πάρωμε
    «'Σ την πλάτη το τουφέκι,
    » Και γιαταγάνι 'ς το πλευρό,
    » Πιστόλια 'ς το σελιάχι,
    » Και 'ςτά ποδάρια μας φτερά…
    » Πού ξέρουμε τι θάχη
    » Η μαύρη μοίρα μας γραφτά,
    » Ποιος 'ξέρει πού μας πλέκει.»

    « Βλέπετε!.. Δούλοι είμαστε.
    » Τινάξτε, τη δουλεία! . .,
    » Τους Τούρκους τους δουλεύουμε
    » Εις ό,τι κι' αν μας 'πούνε,
    » Κι' αυτοί τηράνε,. . τα σκυλιά! . .
    » Το αίμα μας να πιούνε.
    » Εμπρός! Παιδιά μου, θ ά ν α τ ο ς
    » Πέτε, ή λ ε υ θ ε ρ ί α!»

    » Ελάτε όλοι 'ς το Σταυρό
    » Εδώ να ορκισθούμε,
    » Ότι 'ς όλη μας τη ζωή
    » Τον Τούρκο θα κτυπάμε,
    » Και θα τον καταδιώχνουμε,
    » Και 'ς τα βουνά ας πάμε.
    » Εκεί 'ς τα πεύκα, 'ς ταις οξιαίς
    » Τη 'λευθεριά θα 'βρούμε!»

    « Αδέλφια!…Τι μας ωφελεί
    » Να ζήσωμε ραγιάδες;…
    » Βεζύρ, Αφέντης κι' αν σταθής,
    » Ο Τούρκος θα πασχίση
    » Αδίκως να καταστραφής.
    » Τη δίψα του να σβύση
    «'Σ το αγιασμένο αίμα σου.
    » Οι άδικοι φονειάδες!…

    Τ' ακούω κ' ερεθίζεται
    'Σταίς φλέβαις μου το αίμα,
    Αι τρίχαις μου σηκόνονται,
    Αρχίνησα να πνέω
    Αχόρταγη εκδίκησι
    'Σ τους Τούρκους, και να κλαίω,
    Ν' ανοίξω των δακρύων μου
    Το ξηραμένο ρέμμα.

    Τους άφησα και έφυγα.
    Προυχώρησα παρέκει,
    'Μπήκα σε κάτι φλαμουριαίς.
    Έρχονταν από πέρα
    Τρεις κόραις. 'Σάν οι Άγγελοι
    Πετούσαν 'ς τον αέρα.
    Δυο ήταν από τα πλευρά.
    Και μια 'ς τη μέση στέκει.

    Αγγαλιασμέναις και η τρεις.
    Αι χάριτες μου 'φάνη
    Πως έρχονται. Κυτάζονται
    Η μία με την άλλη,
    Κι' όλος ο τόπος έλαμπε…
    Τι ωμορφιά!…Τι κάλλη!…
    Από τον ώμο τεχνικά
    Η μια την άλλη πιάνει.

    Γελούσανε γλυκά, γλυκά,
    Κι' ο ουρανός γελούσε.
    'Μιλούσανε, κ' εφαίνονταν
    Πως έψαλαν πουλάκια.
    Και μεταξύ τους 'σφίγγονταν,
    Κ' επέρνανε φιλάκια.
    Φιλιώνταν και μια μυρωδιά
    Λιβάνου μου περνούσε.

    Παρά κοντά τους δεκαφτά,
    'Σάν Νύμφαις Ορειάδες,
    Ερχόντανε γελούμεναις.
    Ταις έβλεπαν αι Μούσαι
    Κ' εζήλευαν. 'Στή μέση τους
    Μια ψιλοτραγουδούσε,
    Και την κιθάρα έπαιζε.
    Τι νιάτα!…Τι 'μορφάδες!…

    « Φρόσω(38)· καλλίτερα
    » Νάχες πεθάνει,
    » Και να μην έβγαινες
    » Μες 'ς το σεργιάνι.»

    « Τα τόσα κάλλη σου
    Κι' η ωμορφιά σου
    » Σ' έκαμαν κι' άφησες
    » Και τα παιδιά σου.»

    « Αυτή, φροσύνη μου,
    » Η ωμορφιά σου,
    » Σ' έφαγε, χάλασες
    » Την παρθενιά σου.»

    « Τι σου χρειάζετο,
    » Φρόσω καϋμένη,
    » Συ του Μουχτάρ-πασσά(39)
    » Νάσαι ερωμένη;»

    « Σ' είδε ο Αλή-Πασσάς
    » Και σκανδαλιέται.
    » Και μες 'ς τα σπλάχνα του
    » Έρωτας κλειέται.»

    « Σ' είδε και τ' άτι του(40)·
    «'Στά 'πισθινά του
    » Σηκώθκε, άγριψαν
    » Τα όμματά του.»

    « 'Στό παραθύρι σου
    » Έβγα, Φροσύνη.
    » Φεύγει ο Μουχτάρης σου,
    » Και 'γειά σ' αφίνει.»

    « Άκουσε! Άκουσε! . .
    » Πώς τραγουδάει! . .
    » Με το τραγούδι του
    » Σε χαιρετάει.»

    « Φεύγει ο Μουχτάρης σου! . .
    » Φεύγει, Φροσύνη! . .
    » Και 'σένα μόναχη,
    » Έρμη σ' αφίνει.»

    « Κλάψε! Φροσύνη μου.
    » Την μοναξιά σου!
    » Φροσύνη! Σ' έφαγε
    » Η ωμορφιά σου!..»

    Απ' το τραγούδι 'γνώρισα
    Πως ήταν η Φροσύνη,
    Η Βασιλική(41) τ' Αλή-Πασσά,
    Κ' η Δέσπω του Λιακάτα.(42)·
    Κ' εκείναις π' ακολούθαγαν
    Την ίδια τους τη στράτα,
    Με το τραγούδι. Αι Δεκαφτά(43)
    Που πνίξαμε με 'κείνη.

    Περνάνε, φεύγουνε μακριά,
    Κι' ακούγονταν ακόμα
    Εκείνο το τραγούδι τους…
    'Σταίς φλαμουριαίς εμβήκα,
    Σε λόγκο, λόγκο απέραστο.
    Εκεί το τέλος 'βρήκα
    Απ' τον Παράδεισο. Σιμά
    'Σ της Κόλασις το χώμα . . . .

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ Β'. ΑΣΜΑΤΟΣ

(1) Εκ του χάσκω, χαίνω. Ο κενός, άπειρος και χαίνων τόπος. Ο εκατόν περίπου έτη μετά τον Όμηρον ζήσας Βοιωτός αοιδός ο Ησίοδος εν τη «Κοσμογονία» αυτού λέγει ότι κατ' αρχάς υπήρχε το Χάος, εξ ου μετά ταύτα εγεννήθη ο κόσμος.

(2) Όπου κατά τας διαφόρους των ανθρώπων φαντασίας και πιθανότητας δικάζονται αι ψυχαί των νεκρών.

(3) Το τρομερόν και υψηλόν εκείνο της Ιταλίας ηφαίστειον το προς ανατολάς της Νεαπόλεως.

(4) Ούτος είναι Γρηγόριος ο Ε' οικουμενικός πατριάρχης Κωυσταντινουπόλεως, ο απαγχονισθείς τη 10η Απριλιού του 1821 έτους υπέρ της Πίστεως, της Ελευθερίας και της Πατρίδος.

(5) Εννοώ την Επτάλοφον ή μάλλον την και νέαν Ρώμην προσαγορευθείσαν Κωυσταντινούπολιν.

(6) Ο τότε Σουλτάνος της Τουρκίας.

(7) Κοράνιον. Το περιλαμβάνον τον νόμον της Μωαμεθανικής θρησκείας.

(8) Ο Αθανάσιος Διάκος, υιός του περιφήμου αμαρτωλού Αθανασίου Γραμματικού, εγεννήθη τω 1792.

(9) [Σημείωση: ένατη σημείωση δεν υπάρχει στην έκδοση αυτή]

(10) Αλαμάνα. Η του Σπερχειού ποταμού γέφυρα, όπου απέθανεν ο Διάκος πολεμών.

(11) Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Γέρος του Μωριά), εγεννήθη τω 1770 επί του αποτόμου και υψηλού όρους της Μάνης Ραμοβούνι, κλάδου του Μαινάλου.

(12) Όρος της Ευρυτανίας, όπου μετά την εν Βαλτετσίω μάχην ο Κολοκοτρώνης εφόνευσε υπέρ τους τριακόσιους Τούρκους, ως δεικνύει και το δημώδες άσμα του οποίου υποσημειώ την αρχήν.

   Κολοκοτρώνης κάθονταν 'ς το κόρμοβο 'ς τη ράχη,
   Και με το κιάλι αγνάντευε της Πάτρας τα μπουγάζια.

(13) Ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος εγεννήθη εν τη αυτή του πολυμηχάνου του Τρωικού πολέμου Οδυσσέως πατρίδι, εν Ιθάκη κατά το 1790 έτος.

(14) Εγεννήθη χωρικός εις τα πέριξ της Αμφίσσης και εμαθήτευσεν εις τας συμμορίας του Πανουριά.

(15) Επί των κορυφών του Πίνδου επί πετρώδους και αποτόμου χάσματος κείται το πολίχνιον Συρράκον. Πλουσιωτάτη, προ της Ελλην. επαναστάσεως και υπό Ελλήνων βλαχοφώνων κατοικουμένη. Εκεί, εν εκείνη τη γωνία της Ηπείρου εγεννήθη κατά το 1771 έτος περινούστατος και μεγαλεπήβολος της Ελλάδος Διπλωμάτης, έξοχος πολιτικός ανήρ, Ιω. Κωλέττης. Διδαχθείς εκεί τα πρώτα στοιχεία της παιδείας εικοσαετής απήλθεν εις Πίζαν, όπου δαπάναις του πλουσίου θείου του Τουρτούρη εσπούδασε την ιατρικήν. Ακολούθως επανελθών εν Ηπείρω προσέφυγεν εις την αυλήν του Αλή. Εκείθεν δραπετεύσας κατέφυγεν εις Μεσολόγγιον, όπου εν Επιδαύρω διωρίσθη την 15 Ιανουαρίου 1822 υπουργός των Εσωτερικών και προσωρινώς των Στρατιωτικών. «Εις αμφότερα τα υπουργεία ταύτα, λέγει ο Κούμας, τα διοικήσαντα τότε λαούς και στρατούς άνευ γεγυμνασμένων υπαλλήλων και αξιωματικών, τα συγκροτήσαντα μάχας, άνευ σχεδόν όπλων, τροφών και χρημάτων και πολεμοφοδίων, μόνος ο Κωλέττης ηδύνατο να πράξη τι· και έπραξε τω όντι πολλά ιδίως επί της εισβολής του Δράμαλη· Συνετέλεσεν εις την ματαίωσιν αυτής κ' επήλθον τα γνωστά αποτελέσματα πριν καή έτι προς τούτο ούτε κόκκος πυρίτιδος. Συν τη μεγάλη εκείνη στρατιά ο Σουλτάνος έστειλεν, ως γνωστόν, και ισχυρόν στόλον ίνα επισιτήση το Ναύπλιον, και άλλα πολιορκούμενα φρούρια και συμπράξη μετά του Δράμαλη προς διάλυσιν των πολιορκιών και υποταγήν, ή καταστροφήν της Πελοποννήσου. Άπαντες τότε εθεώρησαν τον κίνδυνον τρισμέγιστον και η μεν Κυβέρνησις κατέφυγεν είς τι πλοίον. Μοίραρχος δέ τις των παραπλεόντων Γαλλικών πλοίων ιδών τον Τουρκικόν στόλον, έσπευσεν εις Ναύπλιον και απήτησε να λαλήση περί σπουδαίων πραγμάτων προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν· αύτη δ' έπεμψε προς τούτον τον Κωλέττην, συνοδευθέντα ευτυχώς και υπό του Κιάπε φιλέλληνος Ιταλού εκθύμως και ειλικρινώς αγωνισαμένου. Μόλις είδε τον Κωλέττην ο Μοίραρχος «λυπηράν έχω να σοι αναγγείλω είδησιν το είπε. Όπισθέν μου αφικνείται τρισμέγιστος Τουρκικός στόλος, καθ' ου είνε αδύνατον ν' αντιταχθώσι τα σκάφη σας. Σας συμβουλεύω να σκεφθήτε περί υποταγής.» «Διά τούτο, απήντησεν απαθώς ο Κωλέττης, δεν επέμψαμεν τους στόλους μας εις απόκρουσιν του εχθρού, ίνα κλείσωμεν τούτον εις τον Αργολικόν κόλπον και κατακαύσωμεν αθρόον διά των τριάκοντα πέντε πυρπολικών μας, άτινα την εμφάνισίν του μόνον προσμένουσιν ίνα επιτεθώσιν.» Βεβαιώσαντος την μη αληθή ταύτην απάντησιν και του Κιάπε και ειδοποιηθέντος περί τούτου αμέσως και του ναυάρχου Τούρκου, ούτος μεν εναύλωσε δύο Αυστριακά πλοία συλληφθέντα υπό των Ελλήνων, ίνα επισιτήσωσι το Ναύπλιον· ο δε στόλος ούτε απεπειράθη να προσεγγίση εις το Αργολικόν κόλπον, αλλ' απήλθεν εις Πάτρας και επανέκαμψεν, ως γνωστόν, άπρακτος. Ούτω λοιπόν ο Κωλέττης διά μόνης της προσποιητής εκείνης απαθείας του και της ετοιμότητος του πνεύματός του συνετέλεσεν εις την καταστροφήν του Δράμαλη, ίσως πλειότερον πολλών άλλων· διότι βεβαίως, αν συνεκοινώνει ούτος μετά του στόλου, ήτο σχεδόν αδύνατον να καταστραφή· ίσως μάλιστα και ήθελεν επιτύχη του σκοπού του. Αλλ' ο Θεός έσωσε την Ελλάδα διά τε των άλλων τέκνων της και διά του στρατηγήματος του μεγάλου Κωλέττου.» Απέθανεν εν Αθήναις πρωθυπουργός την πρώτην Σεπτεμβρίου του έτους 1847 εξ επισχέσεως των ούρων, και ούτως απώλεσεν η Ελλάς, κατά τον Γκιζώ τον μόνον καταστάντα έξοχον πολιτικόν.»

16) Ούτως ωνομάζετο ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ήτο νόθος υιός του Καπετάν Καραΐσκου αρματωλού του Βάλτου και της ζωής, Καλογραίας του χωρίου Μαυρομάτι.

17) Ο Ρεσίτ-Μεχμέτ-πασσάς, ο επικαλούμενος Κιουταχής εγεννήθη εις την Κιρκασίαν· φερθείς δε εις το δουλοπωλείον της Κωνσταντινουπόλεως ηγοράσθη υπό ενός πορθμέως του Βοσπόρου, όστις ων μετρίως ευκατάστατος παρητήθη του επαγγέλματός του και ήρχετο να ζήση εις τα περίχωρα του Εγιούπ. Μετά πολλάς περιπετείας προήχθη και ωνομάσθη Διοικητής του παρά τον Δούναβιν φρουρίου Τούλτζα, Πασσάς των δύο ιππουρίδων και ακολούθως Διοικητής του Βιδινίου. Ούτος είναι ο πολιορκητής του Μεσολογγίου, της Ακροπόλεως των Αθηνών, είς των καταστροφέων του Γενιτσαρισμού, και ο κατά το 1830 έτος μέγας Βεζύρης της Υ. Πύλης.

18) Ο σταυραετός ούτος της Σελεΐδος Μάρκος Βότσαρης υιός του διασήμου πολεμάρχου Κίτσου Βότσαρη, εγεννήθη επί των τραχέων κορυφών των υψηλών του Σουλίου ορέων.

19) Μετά την νίκην του Νορμάνου εις Κομπότι και τας μάχας της Πλάκας και του Φαναρίου, εις το οποίον έπεσεν ο γενναίος Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, εκείνη, ήτις χαρακτηρίζει το δεύτερον έτος του Ελληνικού αγώνος είναι η του Πέτα διά τε την καταστροφήν των φιλλελήνων και την προδοτικήν διαγωγήν του Γώγου Μπακώλα. Κατά την μάχην ταύτην αντιπαραταχθέντων των δύο εχθρικών στρατευμάτων γενναίως απεκρούσθησαν οι Μουσουλμάνοι κατά την πρώτην έφοδον· αλλ' επαναλαβόντων και δευτέραν ηρωικώς μεν εδέχθησαν αυτούς οι φιλέλληνες και λοιποί Επτανήσιοι και Ιόνιοι και ήρχιζε ήδη να κλίνη και πάλιν προς τους Έλληνας η νίκη ότε ο Γώγος Μπακώλας (κατ' άλλους Μπάκολας) προδοτικήν εξασκεί τέχνην παραχωρήσας την οχυροτάτην θέσιν της μάχης, την οποίαν αυτός κατείχεν, εις την εμπροσθοφυλακήν των Τουρκαλβανών και αντί να προχωρήση προς εκμηδενισμόν της εντελώς μικράς ταύτης δυνάμεως, καθ' ότι από τα πλευρά αι θέσεις κατείχοντο υπό των ανδρείων του Μάρκου Βότσαρη και του Βλαχοπούλου, ετράπη εις φυγήν προς τα όρη της Σκουλυκαριάς. Ούτως η ωραιοτέρα νίκη των Ελλήνων, ήτις κατά μίαν τουλάχιστον ήθελεν απαλλάξει πολιορκίαν το Μεσολόγγιον, εν ακαρεί, ένεκα της διαγωγής του επικαταράτου τούτου προδότου Γώγου Μπακώλα, μεταβάλλεται εις καταστροφήν. Ούτος ήτο χαρακτήρος αμφιρεπούς, δολόφρων και προφυλακτικός· δεν είναι ούτος ο Γώγος όστις ευθύς μετά την μάχην κατέφυγε προς τους τούρκους και μέχρι τέλους έμεινε παρ' αυτοίς; … Μεγίστη υπήρξεν η καταστροφή των Ελλήνων και ιδίως των φιλελλήνων, ων το τάγμα δεν συνέκειτο εκ περισσοτέρων των 80, αφ' ων τα δύο τρίτα έπεσον, των οποίων τα ονόματα των γνωστοτέρων, αναφέρει ο Μάξιμος Ρεϊβώ ως εξής: Γάλλοι· Ανδρέας Δανιάς (εκ της Γενεύης πλην πολιτογεγραμμένος), Μανιάκ, Βίελ, Σχωβασέν, Ερρίκος Βεϋερμάν, Γκουιχάρδος, Φρελλών, Σαγκουίν και Δαβουσί. Πολωνοί· Μερζιέφκσκης, Μλοδούσκης, Κουτζελέσκης, Δοβρονόσκης. Ελβετοί. Σχεβαλιέ, Γρεδλί, Φελδάν. Ολλανδός. Ροδόλφος Ουισμάνος. Ιταλοί. Πέτρος Τερέλλας, Μαμότ, Τερέλης, Βριφάρης, Φάτζιος, Τορικέλας, Πενάριος, Μόγουι, Λόγουιτζ. Γερμανοί, Σουιδοί, Δανοί κτλ. Σάνδμαν, Τεϊχμάν, Δε-Κρουζεμάρκ, Σέιγγερ, Δε-Στάελ, Χολστέιν, Γοσόλφ, Διτέρλεν, Νάσκυ, Φελδς, Σμιθ, Όβερ, Δεσχέφφυ, Ρουστ, Κοένιγ, Οχλμάχιερ, Καϊζενβέργ, Έισεν, Γουέτζιν, Ροζενσθίελ. Μετά την μάχην απέθανον οι Σέιγγερ, Γουέιγανδ, Σουεϊγάρδ, Βατλάνης και ο στρατηγός Νορμάνος: Μία μόνη απολογία μένει παρ' ημίν, ότι επειδή η μάχη του Πέτα είναι η μόνη, καθ' ην τα τέκνα της Ευρώπης ήλθον αθρόα να πολεμήσουν τον βάρβαρον υπέρ της ελευθερίας μας, συμφέρον είναι να κρύψωμεν ότι η καταστροφή των ηρώων εκείνων προήλθε παρ' ημών αυτών. Θέσις τω όντι λυπηρά και αξιοδάκρυτος! Πλην τι ποιητέον;

21) Ο διάσημος ούτος υιός του Δράκου Γρίβα τέκνον κλεινόν της Πρεβέζης εις πολλά και διάφορα μέρη έσβυσε την φλόγα της αρειμανείου του ορμής εις το εχθρικόν αίμα, ως βλέπομεν εν τω παρόντι ποιήματι. Ούτος παρίσταται ως η δεξιά χειρ του Μάρκου Βότσαρη κατά την πρώτην πολιορκίαν του Μεσολογγίου. Την εν Κουτσελίω μάχην περιγράφω εν τω ποιήματι, ως ήκουσα αυτήν εκ στόματος γηραιού εγχωρίου της μικράς εκείνης κώμης.

22) Λάμπρος Τζαβέλας· ο περιβόητος ούτος αρματωλός του Σουλίου ή Κακοσουλίου ήκμαζεν επί Αλή-Πασσά, του οποίου ήτο ο μέγιστος εχθρός. Διά προδοσίας όμως συνέλαβε και εθανάτωσεν αυτόν.

23) Ο περίφημος ούτος κλέφτης της Ηπείρου αφού διήλθε τον βίον αυτού θριαμβεύων εις τα πεδία Άρεως, συλληφθείς υπό των οπλαρχηγών του τυράννου της Ηπείρου απέθανε βίον μαρτυρικώτατον, διατάξαντος του αιμοχαρούς Αλή να θραύσωσι τα κόκκαλά του. Η πλησίον της Πρεβέζης είναι η περιφανής αυτού νίκη εις ην εξυμνείται διά του ακολούθου δημώδους άσματος.

   Τ' είν' το κακό που γίνεται και η ταραχή η μεγάλη
   'Σ τα Ρόγκα 'ς τα Ποληόρογκα 'ς το αμπέλια 'ς τα αμπελάκια;
   Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θηριά μαλώνουν;
   Κι' ουδέ βουβάλια σφάζονται κι' ουδέ θηριά μαλώνουν.
   Ο Δράκο Γρίβας πολεμάει με δώδεκα χιλιάδες
   Μαουλουμπασάδες δώδεκα, πασάδες δέκα πέντε
   Ταράχκτηκεν η Πρέβεζα και όλ' η Βαλαώρα.
   Πέφτουν τα τόπια 'σα βροχή, και η μπόμπες σα χαλάζι
   Κι' αυτά τα λιανοτούφεκα 'σάν άμμος της θαλάσσης.

24) Ρήγας ο Φερραίος ή Βελεστινός εγεννήθη το έτος 1750, εις Φερράς της Θεσσαλίας. Αρκετά έτη προ της συστάσεως των φιλολογικών εταιρειών και της φιλικής συνέλαβε και την ιδέαν της απελευθερώσεως του Ελληνικού έθνους. Πλην όχι τόσον σκεπτικός και κρυψίνους αν και μεγαλόφρων επιχειρηματίας, όχι βαθύς εξεταστής των πραγμάτων, αν και ζωηρού πνεύματος και κάτοχος πολλών γνώσεων εφάνη εις το θέατρον της νέας Ελλάδος ο νέος Τυρταίος μάλλον ή καθ' αυτό νέος Θρασύβουλος αυτής. Εις την Δακίαν ανέπτυξε τας νεαράς αυτού δυνάμεις περισσότερον. Εκείθεν δε μετέβη εις Βιένην οπόθεν ήρξατο μυστικήν αλληλογραφίαν με τον Βοναπάρτην, στρατηγόν τότε όντα. Ο Ρήγας εστάθη ο δημοτικώτερος επικός ποιητής της Ελλάδος· δυνάμεθα να προσθέσωμεν ότι τα ηρωικά αυτού άσματα, εις γλώσσαν την οποίαν καθείς εννόει, προ πάντων διέσπειρον το πυρ της ελευθερίας προς τους δεδουλωμένους Έλληνας. Τα τέλη του 1796 ο Ρήγας ήλθεν εις Τεργέστην μετά του Περραιβού και κατώκησεν εις το παρά τον αιγιαλόν βασιλικόν ξενοδοχείον. Εκεί το αυτό εσπέρας, την εννάτην Ιανουαρίου 1797 συνελήφθη διά προδοσίας του Δημητρίου Οικονόμου Κοζανίτου, θηρεύοντος το Τουρκικόν προξενείον Τεργέστης και παραδοθείς εις τον Μαραπλή Αλή-Πασσά του Βελιγραδίου εθανατώθη. «Έσπειρα! έσπειρα! και οι Έλληνες δεν θα αργήσουν να συνάξουν το θέρος» ήσαν οι τελευταίοι λόγοι του, πριν αποθάνη.

25) Περίφημος αρχιληστής των Αγράφων, άσπονδος εχθρός του Αλή των Ιωαννίνων επί της τυραννίας του οποίου ήκμαζε και αδελφός του Λεπενιώτου. Συλληφθείς ζων, διά προδοσίας προσεφέρθησαν μετά του αδελφού του Γεωργίου εις τον πασάν της Ηπείρου και έλαβον παρ' αυτού ποινήν σκληροτάτην, την της κρεμάλας. Μεταφέρομεν τον αναγνώστην εις το ακόλουθον δημώδες ψαλλόμενον άσμα.

   Απόψε είδα 'ς τον ύπνο μου 'ς τον ύπνο που κοιμώμουν
   Θολό ποτάμι πέρασα, θολό και ματωμένο.
   Κι' ουδέ 'πό πέρα διάβηκα κι' ουδέ 'πό 'δώθε βγήκα.
   'Στήν άκρα 'βγήκα κ' έκατσα, κι' αγνάντεψα τριγύρω
   Είδα δύο ελάφια πώβοσκαν 'σε μια παληοκαψάλα
   Κ' ο κυνηγός τ' αγνάντευε από ψηλή ραχούλα.
   Για να τους ρίξη σκιάζεται για να τους ρίξ' φοβήται.
   'Ξήγα το Αντώνημ' 'ξήγατο, ξήγα το είνορόμου.

26) Ο φοβερός ούτος πολέμαρχος των Σουλιωτών εγεννήθη εν Σουλίω τω 1775. Ήτο υιός του Γεωργίου Βότσαρη και θείος του ανδρείου Μάρκου. Εις πολλάς μάχας απέδειξε την μεγίστην αυτού ανδρείαν. Ούτος ήτο και κατά την τελευταίαν νύκτα του Μεσολογγίου. Απέθανεν εν Ναυπάκτω υποστράτηγος τω 1841 επί Όθωνος. Το ακόλουθον δημώδες άσμα εξυμνεί την ανδρείαν αυτού, δι' ης ενέσπειρε τον φόβον εις άπαντας τους Αλβανούς.

   Όλαις αι καπετάνισσαις των καπεταναρέων
   Πήγαν να προσκυνήσουνε 'ς τ' Αλή-Πασσά το σπήτι
   Κι' αυτή, η Λεν του Μπότσαρη δε θέλ' να προσκυνήση.
    — Δεν προσκυνάω Αλή-Πασσά μωρέ παλιοβεζύρη.
   Εγώ είμαι η Λεν του Μπότζαρη κ' η αδελφή του Νότη,
   Πώκαμε την Αρβανιτιά κ' ενδύθηκε 'ς τα μαύρα.

27) Το περίφημον Σούλι, το Κακοσούλι κατά το 1800 δεν είχεν ειμή δύο άνδρας μεγάλους τον Φώτον Τζαβέλαν και τον Γεώργιον Βότσαρην τον πάπον του Μάρκου· ο Βότσαρης ήτο γέρων χαίρων σέβας και υπόληψιν· ήτο ο Μίνως του τόπου. Ο Φώτος ήτο νέος λεοντόκαρδος, ριψοκίνδυνος, ήτο ο Ηρακλής των Σουλιωτών. Ο Βότσαρης συναισθανόμενος ότι ο νέος Φώτος ήθελε γίνει μέγιστος αντίπαλός του, τον εφθόνησε, και αντί είκοσι πέντε χιλιάδων γροσίων, τα οποία ο Αλή-Πασσάς τω έδωσε αφού πρώτον έλαβε ως Ομήρους τον Νότην και Κίτζον Βότσαρην, με τους στρατιώτας και τους συγγενείς του, προσέβαλε το Σούλι, όπως το παραδώση προς τον τύραννον εκείνον· ενικήθη όμως, και από την λύπην και την τύψιν του συνειδότος έλαβε το δηλητήριον και απέθανεν. Ήρχισεν έκτοτε πεισματώδης πόλεμος μεταξύ του Αλή-Πασσά και των Σουλιωτών, των οποίων τα λαμπρά κατορθώματα είναι ανεκδιήγητα· τέλος εβιάσθη ο Σατράπης να δώση πέρας του πολέμου και έστειλε επί τούτω τον Κίτζον Βότσαρην επί των βουνών του Σουλίου όπως διαπραγματευθή την ειρήνην υπό τας ακολούθους συνθήκας: Α'. Το Σούλι να μένη ελεύθερον, πλην ο Βεζύρης να κτίση ένα πύργον εις τον οποίον να κατοική με τεσσαράκοντα στρατιώτας ο Κίτσος Βότσαρης, όπως τιμωρή τους βλάπτοντας τους τόπους του Πασσά. Β'. να εξοστρακισθή από το Σούλι ο Φώτος Τζαβέλας. Οι Σουλιώται εδέχθησαν και ο δυστυχής Φώτος, εις του οποίου την σπάθην ώμνυον πάσαι αι Αλβανικαί και Ελληνικαί φυλαί «του Τζαβέλα το σπαθί να με κόψη» σιδηροδέσμιος μετεφέρθη εις Ιωάννινα και εκείθεν μακράν της ορεινής και αρματωλικής Ηπείρου ως και το δημώδες άσμα υπομιμνήσκει.

   Μη προσκυνάτε, βρε παιδιά.
   Ραγιάδες μη γενήτε·
   Είναι ο Φώτος ζωντανός,
   Πασιά δεν προσκυνάει·
   Πασιά έχει ο Φώτος το σπαθί.
   Βεζύρη το τουφέκι.
   Μες 'ς τη Φραγκιά τον 'ξώρισαν.
   Κ' εις όλα τα ρηγάτα.
   Βρ' ανάθμά σας, Βότζαρη.
   Και συ, βρε Κιτζονίκα.
   Με τι δουλειά που κάματε
   Τούτο το καλοκαίρι,
   Που μπάσατε Βελή-Πασιά
   Μέσα 'ς το Κακοσούλι.

28) Ο κατά τα παιδικά αυτού έτη ποιμήν, ακολούθως δε περιβόητος της Αμφίσσης κλέφτης Σ. Πανουριάς, εγεννήθη παρά τω χωρίω Δρέμσα της Παρνασσίδος. Συλληφθείς επί της κλεφτουριάς του διά δόλου υπό του Οδυσσέως απεστάλη προς τον Αλή των Ιωαννίνων παρά του οποίου εφυλακίσθη. Αλλ' αι περιπέτειαι της ανταρσίας του Αλή κατά του Σουλτάνου έδωκαν καιρόν εις αυτόν να δραπετεύση και να πετάξη πάλιν αρματωλός και κλέφτης επί των κορυφών των ορέων της Ελλάδος. Κατετάχθη δε υπό την αρχηγίαν πολλών διαφόρων οπλαρχηγών, όπου μεγάλως ανεδείχθη διά την γενναιότητα.

29) Ούτος είναι ο πρώτος συστήσας εις την Ανατολικήν Ελλάδα τον οργανισμόν, εις τον οποίον εδόθη το όνομα «Άρειος Πάγος» Διεκρίθη δε μεγάλως εις τας διαφόρους Ελληνικάς Εθνοσυνελεύσεις, ως και εις την της Ερμιόνης διά την προς τους κινδύνους αφοβίαν αυτού επί της εισβολής του Δράμαλη.

30) Τούτον εφόνευσεν ο Οδυσσεύς Ανδρούτζος υπό τον Παρνασσόν σταλέντα υπό της ραδιούργου Κυβερνήσεως όπως αφαιρέση απ' αυτού το αξίωμα της στρατηγίας του.

31) Και τις δεν γνωρίζει τας νίκας και τα κατορθώματα του ατρομήτου τούτου της Μάνης ηγεμόνος: Και τις αγνοεί τα ανδραγαθήματα του Πετρόβεη εις Πιάναν εις Βαλτέτσι και αλλαχού της ορεινής και τραχείας Μάνης;

32) Εις πολλάς και ενδόξους μάχας διεκρίθη ο Παναγιώτης Κρεββατάς, ως και εις το Βαλτέτσι και εις Μιστράν μετά των Μαυρομιχαλέων.

33) Ο Γιανούτσος Νοταράς μεγάλως δια την σύνεσιν αυτού φημίζεται αναδειχθείς γενικός επίτροπος της Αρχής και πρόεδρος της εθνικής Συνελεύσεως του 1843.

34) Ο Ανδρέας Μιαούλης Βώκος εγεννήθη εις Ύδραν. Επταετής γενόμενος ήρχιζε να ταξειδεύη με εμπορικά πλοία και εδείκνυε πολλήν προς την ναυτικήν κλίσιν, ήτις περί τη δύσιν της ηλικίας του ανέδειξεν αυτόν μεταξύ των ενδόξων ανδρών της Ελλάδος, ότε εις μίαν νύκτα ναυαρχών έξ πυρπόλων, δηλαδή ουχί αυτός κρατών την δάδα, αλλά διευθύνων τας δάδας του Δημητρίου Τζαπέλη, Αναγνώστου Δαμαμά, Μαρίνου Σπαχή, Γεωργίου Πιπίνου και Αντωνίου Βόκου, επυρπόλησεν εντός της Μεθώνης ολόκληρον στόλον και εξεδικήθη την Σφακτηρίαν, διευκόλυνε την παράδοσιν των Ναυαρίνων, και πολλούς μήνας ανεχαίτισε την επί της Πελοποννήσου του Ιβραήμ-πασσά πρόοδον.

35) Αγνοείται ο χρόνος και ο τόπος της γεννήσεως του Χρήστου Αναγνωσταρά διά του οποίου ενέκρινα να στολίσω, συν τοις άλλοις το ποίημα τούτο.

36) Ως προς τα έργα ουδεμία διαφορά υπάρχει μεταξύ του Μιαούλη και Κανάρη. Διότι ο μεν πρώτος κατώρθωσεν όσα εν τη σημ. 34. είδομεν ο δε δεύτερος ο νέος Κυναίγειρος, Κανάρης ήτο είς των τολμηροτέρων ναυτικών της επαναστάσεως.

37) Τα εν Σαλώνοις και Γουδουνίτζη και Βασιλικοίς δάση και όρη ερώτησον, αναγνώστα ίνα μάθης τα κατορθώματα του τρομερού τούτου γερολέοντος των δύο βουνών της Οίτης, εξ ου και το επώνυμον αυτού έλαβε.

38) Φροσύνη. Η γυνή αύτη ήκμαζε εις το κάλλος κατά το 1800 εν Ιωαννίνοις, όπου βεβαίως ήτο αδύνατον να μείνη άγνωστος τω Αλή- Πασσά. Γαβριήλ ο Γκάγκας θείος της και μητροπολίτης εν Λαρίσση μαθών ότι η τίγρις της Ηπείρου εσκόπει την διαφθοράν αυτής παρθένου εισέτι ούσης, συνέζευξεν αυτήν μετά Δημητρίου τινός πλουσίου εμπόρου. Δύο τέκνα άρρενα ήσαν ο καρπός του γάμου τούτου, ότε ο Δημήτριος χάριν εμπορίου μετέβη εις Βενετίαν. Ο πρεσβύτερος του Αλή υιός Μουκτάρης ιδών κατά τύχην την Ευφροσύνην ετρώθη υπό φλογερού προς αυτήν έρωτος και επεχείρησε διά μυρίων τεχνασμάτων να δελεάση την σωφροσύνην αυτής. Τέλος έντρομα τα Ιωάννινα έμαθον την αισχύνην της Ελληνίδος, ήτις ένεκα του τυφλού προς τον Μουκτάρην έρωτος εγκατέλιπε και τα δύο της τέκνα λιμοκτονούντα εις τας οδούς των Ιωαννίνων. Ο γηραλέος της Ηπείρου λέων μαθών τα γενόμενα, παρέστη αντεραστής του υιού αυτού, τον οποίον και έστειλε προς τον τότε ηγεμονεύοντα Σελίμ προς βοήθειαν κατά τινος αντάρτου Σατράπου Αδριανουπόλεως. Νύκτωρ δε μετά του φίλου του Ταχήρ εισέρχεται εις τον κοιτώνα της Ευφροσύνης, όπου μη δυνάμενος να ελκύση την συμπάθειαν αυτής διά των ικεσιών κατέφυγεν εις την εκβίασιν και διατάττει τους σωματοφύλακάς του να λάβωσιν αυτήν και ετέρας δεκαεπτά γυναίκας Ελληνίδας νεονύμφους και να τας πνίξωσιν εις την λίμνην των Ιωαννίνων. Άπασαι επνίγησαν. Η Ευφροσύνη λιποθυμεί καθ' οδόν και εκπνέει, αλλά και νεκρά εβυθίσθη εις τα ύδατα της λίμνης. Τρικυμίας δε επελθούσης εξεβράσθησαν πολλά των πτωμάτων, εν οις και το της Ευφροσύνης, της και Κυρά Φροσύνης επικαλουμένης, εις την ακτήν, το οποίον υπό των συγγενών και φίλων αυτής ετάφη εις την παρά την λίμνην μονήν των Αναργύρων. Μεταφέρομεν τον αναγνώστην εις τον Αριστ. Βαλαωρίτην και εις το υποσημειούμενον δημώδες άσμα.

   Τ' ακούσατε τί γίνηκε 'ς τα Γιάννινα 'ς τη λίμνη,
   Που πνίξανε τσ' αρχόντισες με την Κυρά Φροσύνη;
   Άλλη καμμιά δεν τώβαλε το λιαχουρί φουστάνι.
   Πρώτ' η Φροσύνη τώβαλε κ' εβγήκε 'ς το σεργιάνι.
   Δεν σ' τώλεγα Φροσύνη μου, κρύψε το δαχτυλίδι,
   Γιατ' αν το μάθ' ο Αλή-Πασσάς θε να σε φάη το φείδι;
   Αν ήστε Τούρκοι αφήστε με, χίλια φλωριά σας δίνω.
   Σύρτε με 'ς το Μουχτάρ πασσά δυο λόγια να του κρίνω.
   Πασσά μου, πούσαι, πρόβαλε, τρέξε να με γλυτώσης
   Μέρωσε τον Αλή-Πασσά και δώσε ό,τι να δώσης
   Εις το βεζύρη τα φλωριά, τα δάκρυα δεν περνάνε.
   Και 'σένα μ' άλλαις δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε.
   Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω μες τη λίμνη
   Για να γλυκάνη το νερό να πιή η Κυρά Φροσύνη.
   Φύσα βορριά, πικρέ βορριά, για ν' αγριέψη η λίμνη
   Να βγάλη ταις αρχόντιτσαις με την Κυρά Φροσύνη.

Άλλοι λέγουσιν ότι ο Αλής έπνιξε την Ευφροσύνην, διότι η νύμφη αυτού και σύζυγος του Μουχτάρη έπεσεν ικέτις εις τους πόδας του πενθερού της παρακαλούσα αυτόν να πνίξη την Ευφροσύνην ίνα μη συχνάζη εις αυτήν ο Μουχτάρης, όστις ένεκα του προς την Ευφροσύνην έρωτος σπανίως έμενεν εν τω χαρεμίω του. Επληροφορήθη δε η χανούμ του Μουχτάρη τον προς την Ευφροσύνην έρωτά του έκ τινος δακτυλίου το οποίον ο Αλής είχε δωρήση τη νύμφη του, ο δε Μουχτάρης αφαιρέσας αυτόν, τον προσέφερε δώρον τη ερωμένη του, ήτις έδωσεν αυτόν είς τινα γραίαν, ίνα το πωλήση. Κατά τύχην δ' αύτη επώλησεν αυτόν εις την σύζυγον του Μουχτάρη, ήτις εγνώρισε το δακτύλιόν της. Πιθανωτέρα όμως φαίνεται η γνώμη του Αρ. Βαλαωρίτου.

39) Μουχτάρ-Πασάς. ο πρεσβύτερος υιός του Αλή των Ιωαννίνων, όστις και εν τη ανωτέρω σημειώσει παρίσταται. Λέγουσιν ότι ο Μουχτάρης επανελθών εκ της εκστρατείας εις ην είχε πέμψει αυτόν ο πατήρ του και μαθών τον θάνατον της Ευφροσύνης του εν τη μανία αυτού ώμωσεν εκδίκησιν κατά του πατρός του. Αλλά τον Αλή δεν κατέπληττον τα τοιαύτα και μετ' ολίγον νέαι ασέλγειαι, νέα κακουργήματα απέσβεσαν εκ της καρδίας του Μουχτάρη την μνήμην της Ευφροσύνης. Ήτο ο Μουχτάρης Πασσάς της Άρτης και του Μαλακασίου, ως και εκ του ακολούθου χειρογράφου, όπερ παρ' εμοί διατελεί, καθίσταται δήλον.

Εδικοί μου Μπαλάνο Πάλη, Θεοχάρη Νικολάου, Νικολό Λουργιώτη και Γιάννη Κώνστα, βλέποντες το Μπουγιουρδί μου να κοιτάξητε την διαφοράν, οπού έχει ο Σπύρος Μπαρτζόκα σερακιώτης με τον Χριστόφορον Γούναρην Αρτινόν, και να μη προχωρίσητε αφιλοπροσώπως κατά το δίκαιον, και να μου το κάμιτε Ηφαντέ με αναφοράν σας· να τους τελειώση μίαν ώραν αρχήτερα εξαποφάσεως.

Ιωάννινα 15 Φεβρουαρίου 1818.

Σημ. Ετήρησα την ορθογραφίαν του πρωτοτύπου.

40) Λέγουσιν ότι ο Αλή-Πασσάς είχε περίφημον Αραβικόν ίππον μελανόν (καράν).

41) Η ωραία αύτη φημιζομένη Βασιλική του Αλή-Πασσά εγεννήθη εν Πλεσιβίτση χωρίω (της Χαονίας) της επαρχίας Φιλιατών. Υποπτευθείσα η Υψηλή Πύλη τω 1800 ότι εντός του ειρημένου χωρίου υπήρχον τα κιβδηλοποιεία, τα καταπληρώσαντα τω καιρώ εκείνω ψευδών νομισμάτων την Τουρκίαν ήρχισε να το επαγρυπνή. Από την διαταγήν ταύτην ωφεληθείς ο Αλής κατέκαυσε μίαν ημέραν το χωρίον αφήρπασε κάθε πολύτιμον σκεύος του και κατέσφαξε πλήθος κατοίκων. Πρώτον θύμα έπεσεν ο πατήρ της Βασιλικής, χριστιανός κατά τινας δε και ιερεύς. Έντρομος η θυγάτηρ, ένδεκα μόνον ετών τότε, ερρίφθη εις τας αγκάλας του πρώτου διαβάτου Τούρκου φωνάζουσα «Βοήθεια! Κύριε! εκλαυθμύριζεν, ο πατήρ μου δεν υπάρχει πλέον υπερασπίσου μας! τίποτε κακόν δεν επράξαμεν προς τον Βεζύρην διά να μας σφάξη ούτως· η μήτηρ μου ομοίως δεν έπραξε κακόν· είμεθα πτωχά παιδιά και παραδιδόμεθα εις χείρας σου· μεσίτευσον προς τον Βεζύρην διά την ζωήν μας, ίσως έχεις και του λόγου σου μητέρα και παιδιά…» Ο γλυκύς τόνος της Βασιλικής η αγγελική καλλονή της το εύκαμπτον ανάστημά της κατεπράυνον τον άγριον λέοντα, όστις την ήκουεν. Ήτο ο ίδιος της Ηπείρου Σατράπης. Έσφιγξε την νεανίδα εις τας αγκάλας του και διέταξε την παύσιν της σφαγής, μετακομίσας αυτήν και την μητέρα της εις Ιωάννινα. Αλλόκοτον πράγμα! πώποτε δεν την εβίασε ν' αλλάξη θρησκείαν· την ανέδειξε δε βασίλισσαν του χαρεμίου· και η περιβόητος Βασιλική, ήτις εδάμασε και εχαλίνωσε διά της ηπιότητος, των αρετών και της θρησκευτικής διαγωγής της τα πάθη του Νέρωνος της Ηπείρου και ελύτρωσεν από του θανάτου τόσας και τόσας κεφαλάς χριστιανών, δεν είνε άλλη ή αύτη. Ήτο μικρά το ανάστημα πλην τελείας αναλογίας· ήτο εξ εκείνων των γυναικών, τας οποίας οι Ευρωπαίοι επονομάζουσιν Αφροδίτας των κόλπων· η όψις του προσώπου αυτής ήτο σιτόχρους και διαυγής ως τον ωχρόν μαργαρίτην, οι οφθαλμοί της μέλανες και κλαδωτοί, αι οφρείς αυτής καμπταί και σβεννόμεναι προς τους κροτάφους. Το δε τελειότερον πάντων επί της μικράς ταύτης γυναικός ήτο η τρυφερά λεπτότης του τε ποδός και της χειρός· της χειρός λέγομεν εκείνης, ής τινος οι ελεφάντινοι δάκτυλοι, ως ψευδείς, εφαίνοντο ότι ήθελον συνθλασθή αν ήγγιζέ τις αυτούς. Λέγουσι δε ότι μετά τον θάνατον του Αλή-Πασσά απεσύρθη εις το υποστατικόν Βονίλα και εκείθεν εις Κωνσταντινούπολιν. Ο κ. Walsh, όστις την εγνώρισε την ονομάζει ωραίαν και κομψήν τω όντι γυναίκα, ήτις μετεχειρίσθη όλην την επί του Αλή επιρροήν της πάντοτε εις αγαθοεργίας. Ήτο, προσθέτει, αποσυρμένη εις την μοναξίαν της κατοικίας της και ποτέ δεν εξήρχετο, πάμπτωχος δε εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ο πατριάρχης ήνοιξε κατάλογον συνδρομών, ίνα τη προμηθεύση τα προς το ζην· ο ίδιος συγγραφεύς προσθέτει ότι την 23 Φεβρουαρίου 1822 έφθασε και η κεφαλή του Αλή-Πασσά εις Κωνσταντινούπολιν εντός κιβωτίου.

42) Περί της ωραίας ταύτης Βλαχόπαιδος δημοσιεύω όσα εκ της χρονογραφίας του κ. Αραβαντινού εφιλοπόνησα. Ότε κατά το έτος 1816 ο Αλή-Πασσάς διέβαινεν εξ Άρτης εις Ιωάννινα, ιδών πλησίον του Καρβασαρά την ωραίαν Δέσπω, θυγατέρα του περιβοήτου αρματωλού Λιακάτα (κατ' άλλους Λιακατά) και τρωθείς εξ έρωτος, ήρπασεν αυτήν και ενέκλεισιν εις τον γυναικωνίτην του. Αλλά τοιαύτη υπήρξεν η φρίκη της ωραίας νεάνιδος και τοσαύτη η σεμνότης της, ώστε πριν ή μολυνθή υπό του άρπαγος, την δεκάτην ημέραν της αρπαγής της, απεβίωσε. Τοσούτον δ' έρωτα προς αυτήν έσχεν ο τύραννος, ώστε και μετά την αποβίωσίν της, διετήρησεν εξιδιασμένην εύνοιαν προς τους συγγενείς της.

Ιδού και το δημώδες περί αυτής άσμα:

   Μέσα 'ς το κάστρο, 'ς τα ψηλά σεράγια του Βεζύρη.
   Οπούχε χίλιαις πέρδικες κλεισμέναις κ' ελαλούσαν
   Ήφεραν και μια πέρδικα, πέρδικα πλουμμισμένη.
   Οπού την εκυνήγησαν 'ς ταις στάναις του Λιακάτα
   Κι' όλαις αι πέρδικες λαλούν, κ' εκείνη δε λαλούσε.
    — Δέσπω, γιατί δε μας μιλάς, γιατί είσαι κακιωμένη;
   Έμπα και στρώσε τον οντά, άλλαξε τα στρωσίδια.
   Νάρθω κ' εγώ και να σε ιδώ, και να σε κουβεντιάσω.
    — Εγώ Πασσά μ' δεν κάκιωσα, εγώ, Πασσά μ' δεν ξέρω
   Πώς στρώνονται τα στρώμματα, πώς βάνουν τα στρωσίδια.
   Γιατ' είμαι τσιούπρ' απ' τα μανδριά και μόν' και μόν' γνωρίζω,
   Να βόσκω αρνιά και πρόβατα, το γάλα τους να αρμέγω.
   Να πλέχω χοντροτσούρεπα, να φκιάνω και γιαγούρτι.

ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ

Η ΚΟΛΑΣΙΣ

    Κυτάζω τον κατήφορο.
    Βαθειά, βαθειά 'ςτόν πάτο
    Της γης, μέσα 'στά Τάρταρα
    Απλόνονται αντάρα.
    Κι' όλο μαυρίλα 'φαίνονταν,
    Τι φρίκη! . . . Τι τρομάρα! . . .
    Και μια βοή — 'σάν ποταμιού —
    Ακούω εκεί κάτω.

    Θόρυβος μέγας γίνονταν,
    Και ταραχή μεγάλη.
    Ακούω μαύρους στεναγμούς,
    Ακούω μοιρολόγια.
    Ακούω και κλαψήματα,
    Και λόγια, πόνου λόγια.
    Κι' ανατριχίλα μ' έπιασε!
    Και μ' έπιασε μια ζάλη!

    Κυτάζω· 'σάν τα Τάρταρα
    Ήταν βαθειά. Και όμως
    Μια 'πιθυμία μ' έλαβε,
    Να πάω να κυτάξω
    Τι είναι. Πώς να καταβώ; . . .
    Θα πέσω . . . Να πετάξω; . . .
    Κομμάτια ήθελα γενώ
    'Στόν πάτο . . Ω! τι τρόμος! . . .

    Και ήθελα να κατεβώ,
    Και ήθελα να φύγω.
    Ο φόβος μου μ' εκράταε.
    Με σπρώχν' η 'πιθυμία.
    Και τέλος κάμνω απόφασι,
    Κάμνω δοκιμασία
    Να καταβώ· παρεμπρός
    Προυχώρησα ολίγο.

    Εκεί που βράχος μελανός
    Κατέβαινε ως κάτου,
    Ένα σκαλίδι κύταξα
    Παρέκει· κατεβαίνω
    Σε μονοπάτι. Τρίβολα,
    Πέτραις, κρημνούς διαβαίνω.
    Γλυστράω, πέφτω και βαρώ
    'Σ τους βράχους, 'στά πλευρά του.

    Κατέβαινα και μ' έλιπεν
    Ένας ολίγος δρόμος,
    Κ' εκεί ακούω μια φωνή
    Διαβολική να σκούζη,
    'Σα μέγ' αγριογούρουνο
    'Σ τους λόγκους του να γρούζη.
    Κρυά τρεμούλα μ' έπιασε
    Μια φρίκη, ένας τρόμος.

    Για να γυρίσω 'θέλησα.
    Ήμουν προχωρημένος.
    Έκαμα τέλος 'πόφασι,
    Να καταβώ ακόμα.
    Κατέβηκα· και Δαίμονα
    Βλέπω, από το στόμα
    Να βγάζη φλόγαις. Έμεινα
    Αχνός, δειλός, σκιαγμένος.

    Τον σκιάζομαι! Τον σκιάζομαι!
    Σκιάζομαι μη με κάψη
    Μ' εκείν' τη φλόγα πώβγαζεν
    Απ' το βαθύ του στόμα.
    Τον σκιάζομαι! Το πρόσωπό
    Μου άλλαξε το χρώμα,
    Και την καρδιά μου άρχισεν
    Ο φόβος να την βάψη.

    Εκείνος φεύγει. Προχωρώ
    Μέσα σε λόγκο μαύρο,
    'Σάν το βαθύ το σύγνεφο
    Ν' αστράψη 'τοιμασμένο.
    Φωναίς, σαν βουβουνίσματα.
    Ακούω, και προσμένω
    Την αστραπή. Και γλίγωρα
    Φεύγω τον πάτο ναύρω.

    Ο λόγκος δεν τελείωνε.
    'Σ τη μέση του ποτάμι
    Νερά με φλόγες κύλαε,
    Με μια βοή μεγάλη,
    Και τα νερά 'σάν αίματα
    Κόκκινα ήταν. Πάλι
    Εκεί τρομάρα μ' έπιασε,
    Κ' έτρεμα 'σάν καλάμι.

    Ήταν πλατύ. Αντίπερα
    Να πάω, να περάσω
    Δεν 'πόρεγ' αν δεν έμπαινα
    'Πό μέσα του. Και 'μπαίνω.
    Και 'μπαίνω ως τα γόνατα.
    'Σ την άκρη πέρα 'βγαίνω,
    Κ' εκεί είδα άλλον δαίμονα
    Μαύρον ωσάν το ράσο.

    Εκείνος μ' είδε· φώναξε,
    Τι θέλω, τι ζητάω·
    Κ' εγώ τον απεκρίθηκα:
    « Αδέλφι μου, δεν 'ξέρω
    » Εδώ κ' εγώ πού 'βρίσκομαι·»
    Μούπε: «Σ' αυτό το μέρο
    » Δεν 'ξέρεις πως τ' Αλή-Πασσά (1)·
    » Τη φυλακή φυλάω;…»

    « — Τ' Αλή πασσά!.. — «'Σ τη 'θύμησι
    Μόνον τ' ονόματός του
    Το μέτωπο μου ίδρωτας
    Με μιας 'σκέπασε κρύος.
    « Τις είσαι;» Τον ηρώτησα.
    » Και 'ς τ' όνομά σου ποίος;»
    » Του Εωσφόρου(2), φώναξε,
    » Είμαι ο πρώτος υιός του.»

    Και τον επαρακάλεσα,
    Να πάω να μ' αφίση.
    'Σ τ' Αλή-Πασσά τη φυλακή·
    Μ' αφίνει, και πηγαίνω,
    Πριν φθάσω 'ς τον Αλή-Πασσά
    Θύραις εφτά διαβαίνω,
    Και 'ς την εβδόμη 'στάθηκα
    Ν' ακούσω του την κρίσι (3).

    'Ψηλά, ψηλά καθόντανε
    Τρεις Δαίμονες μεγάλοι.
    'Μπροστά τους ο Αλή-Πασσάς
    Κ' η Χάμκω (4) του κοντά του,
    Και 'πίσω η γυναίκα (5) του,
    Τα δυο του τα παιδιά (6) του,
    Κι' από τα παλληκάρια του
    Μια συντροφιά μεγάλη.

    Ιουσούφ Αράπης(7), ο μπαμπάς.
    Τ' Αλή-Πασσά, ο Ταχήρης(8).
    Κι' ο Βελή Γκέκας(9), το σκυλί.
    Του λέγουν οι Δαιμόνοι:
    « Αλή-Πασσά! τι έκαμες
    »'Σ τον κόσμο; Πόσοι φόνοι
    » Εγίνηκαν 'ς το βίο σου; …»
    Και λέγει ο Βεζύρης:

    « Πρώτα και πρώτα 'σκότωσα
    » Την Εμηνέ, αφέντες,
    » Την Εμινέ, την πρώτη μου
    » Γυναίκ'· αυτό το χέρι
    » Μες 'ς τα χιονάτα στήθια της
    » Έμπηξε το μαχαίρι.
    » Κ' ύστερα τόσην κλεφτουριά,
    » Τόσους πολλούς λεβέντες.»
    « Τους Γαρδικιώταις (10) έσφαξα,
    » Ρήμωσα το Γαρδίκι,
    » Της Χάμκως της μανούλας μου
    » Το λόγο για ν' ακούσω.
    » Κατώρθωσα τη Ρούμελη(11),
    «'Σ το δάκρυ να τη λούσω.
    » Το Σούλι (12)· τώφκιασα ερμιά.
    » Να βόσκουνε οι λύκοι.

    « Του Δράκου Γρίβα βλέπω 'μπρός
    » Τ' ωχρόλευκο κεφάλι·
    » Με καταριέται το ψυχρό
    » Ακόμα με τα χείλη.
    » Το Βελή Γκέγκα έστειλα
    » Μες 'ς τον Άι-Βασίλι (13)·
    » Κ' έσφαξε τόσους χριστιανούς
    » Με τη σκληρή του πάλη.»

    « Τα δένδρα 'πό την Ήπειρο
    » Ακόμα μ' ενθυμούνται
    » Τάπειανα, και ξηραίνονταν
    «'Σ τα χέρια μου τα φύλλα,
    » Γιατ' ήταν από αίματα
    » Βαμμένα. Μια μαυρίλα
    » Ήμουν του κόσμου. Τα βουνά,
    » Κι' αυτά με καταριούνται.»

    « Γιατί, γιατί τα γύμνωσα
    » Από τους λεβεντάδες,
    » Τους κλέφταις(14) τους, τους τρομερούς
    » Έπνιξα τη Φροσύνη,
    » Μαζή με άλλαις δεκαφτά
    «'Σ τα Γιάννινα 'ς τη λίμνη.
    » Εγώ, εγώ και ο Ταχήρ
    » Είμαστε οι φονειάδες.»

    « Ποιος 'χάλασε το Χόρμοβο (15);
    » Της Δέσπως του Λιακάτα
    » Ποιος άλλος της εζήλεψε
    » Την ωμορφιά τη τόση;
    » Την 'πήρα 'ς το χαρέμι μου
    » Κι' απέθανε. Και πόσοι,
    » Και πόσοι άλλοι 'πέθαναν
    «'Σ του βίου μου τη στράτα;!»

    « Όπου αυτά τα πόδια μου
    » Πατούσανε, ο τόπος,
    » Ο τόπος 'πό το φόβο του
    » Εσειόνταν. Τα λιθάρια
    » Που πάταγαν, αφέντιδες,
    » Αυτά μου τα ποδάρια
    » Ραγίζονταν, σκορπιόντανε,
    » Και τάπιανεν ο κόπος.»

    « Συρέτε να ρωτήσητε
    » Τον Πίνδο με τα χιόνια.
    » Αν είδεν από μένανε
    » Αγριώτερο λοντάρι(16).
    » Απέθανα· και φύτρωσε
    «'Στήν Ήπειρο χορτάρι
    » Όλο δροσούλα και ζωή.
    » Ήλθαν τα χελιδόνια.»

    « Ενόσω ζούσα 'πλάκωνε
    » Την Ήπειρο σκοτάδι,
    » Τον ουρανό της 'σκέπαζε
    » Σύγνεφο θολωμένο,
    » Και το φεγγάρι πρόβαλλε
    » Τη νύχτα 'ματωμένο,
    » Χειμώνας μαύρος ήμουνα,
    » Ήμουνα μαύρο βράδυ.»

    « Απέθανα κ' ήλιος λαμπρός
    «'Στήν Ήπειρο προβαίνει,
    «'Σκορπίσθηκε το σύγνεφο,
    » Ελάμψανε τ' αθέρια,
    » Και το φεγγάρι 'πρόβαλε
    » Γελούμενο, τ' αστέρια
    » Εβγήκαν, άμα 'πώθανεν
    » Ο υιός του Τεπελένι.»

    « Μ' εφύλαγαν 'ς το κάστρο τους
    » Τα Γιάννινα, τα μαύρα,
    » Κ' εγώ 'σάν τίγρις έτρωγα
    » Τα τέκνα, τα παιδιά της.
    » Ακόμα σκούζ' η Αρβανιτιά
    » Την τόση την ερμιά της.
    » Όπου το χέρι άπλωνα,
    » Άναφτε φλόγα, λαύρα.»

    « Απέθανα. Τρων ήσυχα
    » Τα Γιάννινα το δείπνο.
    » Η μάνα χαίρει το παιδί,
    » Γιατί δε θα το χάση.
    » Μες 'ςτο κρεββάτι σφίγγονται
    » Τα νιόνυφα. Η πλάσι
    » Εύρε την ησυχία της,
    » Εύρε τον γλυκόν ύπνο.»

    « Ενόσω 'ζούσα, ποιος γονιός
    » Έχαιρε τα παιδιά του;
    » Από ποιο σπήτι μπόρεγε
    » Ν' ακούεται τραγούδι;
    » Ποιόν είδα και δε 'μάρανα;
    » Και το μικρό λουλούδι!
    » Ποιος νειός είδε 'ς την αγκαλιά
    » Την αγαπητικιά του;»

    « Κ' οι Τούρκοι αυτοί με σκιάζονται,
    » Κι' αυτοί οι συγγενείς μου.
    » Ρωτάτε τα παιδάκια μου,
    » Ρωτάτε το Μουχτάρη,
    » Και το Βελή ποιος τάφαγε!
    » Μ' ελέγανε λιοντάρι
    » Όλοι μου η Αρβανητιά,
    » Κι' αυτ' οι καταστροφείς μου!»

    « Σουλτάν Μαχμούτ με διέταξε,
    » — Φορμή κ' εγώ ζητούσα — ,
    «'Σ της Πλησιβίτσας το χωριό,
    » Τ' άστατο να προσέχω.
    » Κ' εγώ που τίγριδος καρδιά
    » Κ' εδώ ακόμα έχω
    » Το ερημόνω. Η Βασιλική
    » Εκεί μ' ήλθε θρηνούσα.»

    « Έπεσε μες 'ς τα πόδια μου.
    » — Αφέντη μου! μου λέγει,
    » Λυπήσου! τον πατέρα μου
    » Μπροστά μου, μες 'ς τα 'μάτια
    » Εσφάξανε οι Τούρκοι σου,
    » Τον έκαμαν κομμάτια — .
    » Μ' ωμίλαε κ' η δύστυχη
    » Δεν έπαυσε να κλαίγη.»

    « Την 'πήρα 'ς το χαρέμι μου.
    » Και πρώτη τήνε 'φκιάνω
    » Την είχα 'σάν κορίτσι μου,
    » Την είχα 'σάν παιδί μου.
    » Μ' εφίλει· μου 'μαλάκωνε
    » Την άγρια ψυχή μου
    » Μου 'φαίνονταν 'σάν άγγελος
    «'Πό τον θεό, 'πό πάνω.»

    « Πόσους ανθρώπους 'γλύτωσε
    » Μ' ένα γλυκό της λόγο;
    » Πόσους ανθρώπους 'γλύτωσε
    «'Πό την σκληρή κρεμάλα;
    » Μ ένα της λόγο ρωτικό
    » Πόσα κακά μεγάλα
    » Επρόφτανε; και μ' έκαμνε
    » Το βίο μου να τρώγω!»

    » Απέθανα· κ' εγλύτωσεν
    » Από εμέ κ' εκείνη.
    » Απέθανε· Καλογραιά
    » Επήγε 'ς τη Βονίλα(17).
    «'Σ την εκκλησιά κ' ενδύθηκε
    » Σε μαύρα ράσου φύλλα.
    » Από την λίμνη 'γλύτωσε
    'Σάν την Κυρά Φροσύνη.»

    « — Άλλο τίποτ', Αλή-Πασσά,
    «'Σ τον κόσμο τ' έχεις κάμει; —
    » — Ω, το χειρότερο κακό
    » Μου ήταν η ασεβεία.
    » Τούρκαλος ήμουν και καμμιά
    » Δεν 'πίστευσα θρησκεία,
    » Ούτε Ραβίνο, ούτε Παππά,
    » Ούτε και τον Ιμάμη.»

    « Ούτε Μωάμεθ, και Χριστό,
    » Ούτε Μωσή. Εγώ μόνο
    » Ενόμιζα ότι ήμουνα
    « Θεός του κόσμου όλου.
    » Ποτέ δεν 'πήγα σ' εκκλησιά
    » Και 'ς το τζαμί καθόλου
    » Δεν επροσκύνησα παρά
    «'Σ τον κόρο και 'ς το φόνο.»

    « Ποιος άλλος απετόλμησε
    » Να 'βρίση το Θεό του (18);
    » Ποιος άλλος την θρησκεία του,
    » Την πίστιν του να ρίξη
    «'Σ τους σκύλους. Και 'ς τα φονικά,
    «'Σ τα αίματα να πνίξη,
    » Να πνίξη, τη λατρεία του
    » Προς τον ανώτερό του.»

    « Επίστευα ότι Θεός
    » Ήμουνα της Ηπείρου,
    » Και ο Χριστός 'ς τα Γιάννινα.
    «'Σ τον κόσμο άλλος Μεσσίας
    » Ότι η Χάμκω τη 'μορφή
    » Πήρε της Παναγίας,
    » Και ότι δεν θ' απέθνησκα,
    » Θα ζω μέχρις απείρου.»

    « Πλην τώρα, τώρα πίστεψα,
    » Ότι ένας υπάρχει,
    » Και θα υπάρχη. Ένας Θεός.
    » Του κόσμου, Παντοκράτωρ,
    » Ύψιστος, Παντοδύναμος
    » Άγιος Πανδαμάτωρ
    » Ότι αυτός θα διοική
    » Τον κόσμο και θα άρχη!»

    « Κι' αμέσως ο πανάθλιος
    » Με δακρυσμένο 'μάτι
    » Εσήκωσε τα χέρια του
    «'Σ τον ουρανό και λέγει:
    » Θεέ! … Μεγαλοδύναμε! …
    » Ποιος άνθρωπος δεν φταίγει;
    » Να με σχωρέσης, ένανε
    » Φρικτό σου 'παναστάτη.»

    « Το ξεύρω ότι Σ' έβρισα
    » Και ότι τ' όνομά Σου.
    » Πανάγιε, το 'πάτησα
    » Μετανοιωμένος τώρα
    «'Βρίσκομ' εδώ 'ς την Κόλασι.
    » Την άχαρη τη χώρα.
    » Συχώρησέ με!. . . Έσπλαχνος
    «'Σ τα κλαϋματά μου στάσου!»

    « Και Σε και τη Μητέρα Σου,
    « Και Σε και τον Υιό Σου
    » Σας έβρισα, Σας έκαμα
    » Μηδαμινούς 'μπροστά μου.
    » Τώρα σ' αυτή την Κόλασι,
    » Και 'ς τα μαρτύριά μου
    » Το μετανοιόνω· Λάτρης Σου
    » Γένομαι ο εχθρός Σου!»

    « Ελέησόν με, Κύριε! …
    » Άλλο δεν είχε κρίνει,
    Κι' ακούετ' ένα βρονταριό,
    'Φάνηκε μια μαυρίλα,
    Κ' ύστερα φλόγ' ανάλαμψε.
    Τι κρύα ανατριχίλα!…
    Κι' ακούσθηκε: «&Αλή-Πασσά!..
    » Καλά παθαίνεις! ..»
       Σβύννει.&

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ Γ' ΑΣΜΑΤΟΣ

1) Αλή-Πασάς ο περιβόητος ούτος της Ηπείρου Σατράπης εγεννήθη εις το ευτελές και πτωχόν χωρίον Τεπελένι της Ηπείρου. Τα νεανικά αυτού έτη διήλθεν εις την ποιμενικήν ζωήν επί των ορέων της πατρίδος του.

2) Εωσφόρον αποκαλούσι τον αρχηγόν και πρώτον των Δαιμόνων.

3) Ενταύθα ο Αλή-Πασσάς παρίσταται διηγούμενος τα επί του βίου του κακουργήματα και βιοπραγίας του και τυπτόμενος υπό της συνειδήσεώς του μετανοεί και πίπτει εις την ευσπλαγχνίαν και το έλεος του Θεού.

4) Χάμκω η μήτηρ του Αλή-Πασσά.

5) Η Εμινέ την οποίαν έν τινι παραφορά αυτού εφόνευσεν ιδίαις χερσίν

6) Ο Μουκτάρης και ο Βελής.

7) Ισούφ-Αράπης ο σκληρότερος και απανθρωπότερος πάντων των οπλαρχηγών του τυράννου. Ούτος είχεν υπηρετήσει εις τον πατέρα του Βεζύρου και παρακολουθήσας τρόπον τινα την τύχην του Αλή, είχεν αποκτήση επί του πνεύματος αυτού μεγάλην επιρροήν. Ο Αλής προσηγόρευεν αυτόν διά του χαριστικού «μπαμπά» και εσέβετο ως πατέρα.

8) Ο μέγας αστυνόμος του Αλή, ο αναδεχόμενος την εκτέλεσιν των φόνων των κρυπτών, ο δεσμοφύλαξ, ο φίλος, ο σύμβουλος.

9) Αλβανός όστις υπό την υπηρεσίαν του Αλή απέκτησε φήμην μεγάλην διώκων τους κλέπτας. Ήτο τολμηρότατος, αιμοχαρής και άκαμπτος, Τούτον εφόνευσεν ο Κατσαντώνης, εις την παρά την Κρύαν Βρύσιν συμπλοκήν.

10) Ότε κατά το έτος 1746 επετέθη κατά των Γαρδικιωτών, αίφνης συνελήφθη αιχμάλωτος η Χάμκω, η τρομερά εκείνη Εριννύς, μετά την πυρπόλησιν της εν Τεπελενίω οικίας του Ισλάμ βέη, θείου του Αλή, και την κατασφαγήν αυτού, υπό τινος Χορμοβίτου Τσαούση Πρίφτη, και παραδοθείσα εις τους Γαρδικιώτας έπαθε δεινήν τινα ύβριν ης δεν ίσχυσε ζώσα να λάβη την δέουσαν ικανοποίησιν. Εξήκοντα περίπου έτη είχον παρέλθη από της ημέρας εκείνης μέχρι της ώρας καθ' ην ο Αλής βοών &βρας& (πυρ) εξεφώνει το βιαιφόνον της σφαγής σύνθημα. Και όμως, αν οι γονείς ήμαρτον, επέπρωτο να δώσωσι δίκας τ' αθώα τέκνα, διότι και κατ' αυτήν την στιγμήν καθ' ην η έχιδνα παρέδιδε το μεμολυσμένον αυτής πνεύμα, άφινε κληρονομίαν τω Αλή την κατασφαγήν και την κατερήμωσιν του Γαρδικίου. Ο δε Αλής μέχρι τέλους της ζωής αυτού διετήρει θρησκευτικόν σέβας προς την Χάμκων, λέγων ότι προς αυτήν ήτο οφειλέτης του τοσούτου μεγαλείου και της δόξης του.

11) Τας διαφόρους της Στερεάς Ελλάδος κατερημώσεις ευρήσει ο αναγνώστης εν τη χρονογραφία του κυρ. Π. Αραβαντινού. Ταύτας εθεώρησα χάριν της συντομίας περιττόν να σημειώσω ενταύθα.

12) Επί των τραχέων κορυφών του Τομάρου (Ολίτζικας) εντός αγρίων δρυμώνων κείται η Λάκκα άθροισμα πολλών χωρίων, ων πρωτεύει το Σούλι ή Κακοσούλι, εξ ου ανεβλάστησαν τοσούτοι ένδοξοι ήρωες των χρόνων της επαναστάσεως. Δεν είχεν εισέτι εξέλθη η φλοξ της επαναστάσεως ότε ο Βεζύρης των Ιωαννίνων έστρεψε την οργήν του κατά του Σουλίου, του οποίου τον στρατόν απετέλουν ολίγοι, αλλ' ανδρείοι στρατιώται. Τα πολεμεφόδια τότε τοις έλλειψαν, ύδωρ δεν είχον, τροφάς δεν είχον· ιδού θέσις της εσχάτης απελπισίας. Απεφάσισαν αι γυναίκες εξήκοντα τον αριθμόν, αι μη δυνάμεναι να εξακολουθήσωσι πλέον την οδοιπορίαν να ριφθώσιν κάτω των βράχων και να φονευθώσι κάλλιον ή να πέσωσι εις τους οδόντας των αιμοχαρών λύκων, οίτινες τας εδίωκον· οποία σκηνή!! εκ του ποδός εσφενδόνιζον πρώτον αι δυστυχείς μητέρες τα βρέφη των κάτω εις τα βάραθρα· εκρατήθησαν έπειτα εκ των χειρών, έπλεξαν με ακανθίνους στεφάνους τας κεφαλάς των και ορχούμεναι μία κατόπιν της άλλης εκρημνίζοντο. Ακολούθως οι Τούρκοι έστρεψαν τα όπλα προς το χωρίον Ρινιάσαν, την παλαιάν Ελάτειαν, επτά ώρας μακράν του Σουλίου και πλησίον της θαλάσσης, εις την οποίαν εγνώριζον ότι κατώκουν είκοσι περίπου Σουλιωτικαί οικογένειαι. Δυστυχία ανέλπιστος! Εκεί δεν ήσαν ειμή αι γυναίκες μόνον και τα τέκνα των· οι άνδρες έλειπον όλοι εις τον πόλεμον, ήρχισαν οι δήμιοι ενώπιον των αόπλων τούτων πλασμάτων να παίζωσι την ρομφαία των. Ο θρήνος ήτο σπαραξικάρδιος, τον παραλείπω, και τελειόνω με την ηρωικήν πράξιν της περιφήμου Δέσπως. Κατώκει αύτη εις τον πύργον της, του Δαμουλά λεγόμενον, και ήτο χήρα του Γεωργίου Μπότση· ήτο γυνή πεντήκοντα πέντε ετών, ηλιοκαυμένη και νευρώδης, ως κλέφτης των Αγράφων· είχε δύο θυγατέρας, την Τασσώ τεσσαράκοντα ετών και την Κίτσαν τριάκοντα πέντε, αίτινες είχον υιούς και θυγατέρας εγγάμους. Ιδούσα την απροσδόκητον σφαγήν, συνήθροισε την οικογένειάν της, και εκ των παραθύρων του πύργου εκράτησε διά πολλήν ώραν τον πόλεμον· συν τούτοις εφόνευσεν αρκετούς, και, ότε δεν υπήρχε πλέον ελπίς σωτήριος, έλαβεν έν κιβώτιον φυσεκίων, διέταξεν όλους να το πλησιάσωσι, και με μίαν δάδα ενεταφιάσθησαν εις τον κρότον και τον καπνόν. Τούτο δεικνύει και το ακόλουθον δημώδες άσμα.

   Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν
   Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
   Ουδέ σε γάμω ρίχνουνται, ουδέ σε χαροκόπι.
   Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις και μ' αγγόνια.
   Αρβανιτιά την πλάκωσε 'ς του Δαμουλά το πύργο
   « — Γιώργαινα ρίξε τάρματα· δεν είν' εδώ το Σούλι.
   » Εδώ είσαι σκλάβα του Πασσά, σκλάβα των Αρβανίτων.
   » — Το Σούλι κιαν προσκύνησε κι' αν τούρκεψεν η Κιάφα
   » Η Δέσπω δεν το έκανε, η Δέσπω δεν το κάνει.
   » Δαβλί 'ς το χέρι άρπαξε κόραις και νύμφαις κράζει.
   « — Σκλάβαις Τουρκών μη γίνωμε' παιδιάμ' αγκαλιαστήτε»
   Χίλια φυσέκια ήταν εκεί· αυτή φωτιά τους βάνει,
   Και τα φουσέκια ανάψανε κι' όλαις φωτιά γενήκαν.

13) Τούτο συνέβη κατά την νύκτα του Πάσχα του έτους 1798. Όρθρου βαθέος, απεβιβάσθησαν οι φονείς εις την Χαονίαν και ετράπησαν προς το ερημοκλήσιον του Αγίου Βασιλείου, εν ω πάντες οι πιστοί ανυπόπτως εώρταζον την ανάστασιν του λυτρωτού. Διό και ξιφήρεις οι Αλβανοί, εις αόπλους και προσευχομένους εμπεσόντες, διέφθειραν άπαντας από νηπίου μέχρι γέροντος.

14) Μετά την απόπειραν της επαναστάσεως του 1770 ο ζυγός επανήλθεν έτι βαρύτερος· τότε τα υψηλά όρη εκαλύφθησαν από την νεολαίαν όλην. Ούτοι ονομάζονται Κ λ έ φ τ α ι. Το επάγγελμα των κλεφτών εσχημάτισεν ίδιον είδος ανεξαρτησίας. Εις τους κλέφτας τούτους πρέπει ν' αποδώσωμεν και την απόπειραν της επιτυχούς του 1821 επαναστάσεως.

15) Εις την ιδίαν των Γαρδικιωτών τιμωρίαν κατετάχθησαν και οι Χορμοβίται, οίτινες ηνάγκασαν τον αδάμαστον λέοντα της Ηπείρου να εγκαταλείψη το Τεπελένιον, την Ππελιούσκα, την Λιαπουρίαν και την Τοτσκαρίαν.

16) (Λεοντάρι) Ασλάνι. Έχαιρεν ο τύραννος ακούων επαναλαμβανομένην υπό των εχθρών και φίλων αυτού την πολύκροτον εκείνην προσηγορίαν, δι' ης εξισούτο προς τον βασιλέα των θηρίων.

17) Ημίσειαν ώραν έξωθεν των Ιωαννίνων επί της εις Άρταν αμαξιτής κείται το υποστατικόν Βονίλα εν ώ και ναός του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Εκεί λέγουσιν ότι απεσύρθη η Βασιλική μετά τον θάνατον του Αλή-Πασσά.

18) Περί τούτου παραπέμπομεν τον αναγνώστην εις τα Ποιήματα του Αρ. Βαλαωρίτου.

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
         «Λυκαυγές είναι η νεότης.
         »Και ο Έρως την χρυσώνη.
         »Αλλ' εξαίφνης 'ξημερώνει
         »Και ο άνθρωπος δεν ζη.»
                       Γ. ΠΑΡΑΣΧΟΣ

ΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

    Νυξ είναι. Βρέχει. Παγερός
    Βορράς μυκάται πέραν.
    Μελάγχολος υπέρ ποτε,
    Μολύβδου βαρυτέραν,
    Εστήριξα την κεφαλήν
    Εις χείρα νωχελή.

    Τον ασθενή μου κάλαμον
    Εις την μεμβράνην πάλλω,
    Και αναμνήσεις παιδικάς
    Προτίθεμαι να ψάλω.
    Κελάδησον τα έπη μου,
    Ω Μούσα! ευμελή.

    Αλλοίμονον! Ως ο βορράς
    Εκ' εις τα δένδρα πνέει,
    Ως το νερόν του ρύακος
    Χόρτων εν μέσω ρέει,
    Και ο χρόνος τανυσίπτερος
    Και φθίνει και περά.

    Και ως η ναυς, η πλέουσα,
    Υδραύλακας αφίνει
    Ούτως ο χρόνος προχωρεί,
    Αφίνων, ως εκείνη,
    Τας αναμνήσεις ίχνη του
    Μυθώδη, ζοφερά.

    Ήτο Αυγή· και έλαμπον
    Του έαρος τα κάλλη.
    Αστέρες, άλλοι έσβεννον,
    Κ' εφεγγοβόλουν άλλοι.
    Και, ως σαπφείρινος στοά,
    Η στέγη τ' ουρανού

    Διέλαμπε, το δώμα της
    Νέφος ουδέν σκιάζον,
    Μόνον το φως του λυκαυγούς
    Εφαίνετο λευκάζον,
    Και υπ' αυτό ελεύκαζε
    Κ' η άκρα του βουνού.

    Εκ των ανθέων, πανταχού,
    Ανέβαιν' ευωδία.
    Τα κελαδήματα πτηνών
    — Η θεία υμνωδία —
    Ηκούοντο, κ' η πρωινή
    Η αύρα δροσερά

    Έπαιζε, ψιθυρίζουσα
    Εις τα πλατέα φύλλα
    Των πλαταμώνων, κ' υπ' αυτά
    Κρυμμέν' η Φιλομήλα,
    Έψαλλε, κελαδήματα
    Τονίζουσ' αλγηρά.

    Ρύαξ, γοργός, κατέβαινεν
    Από κρημνώδους βράχου,
    Μετά μεγάλου φλοισβισμού,
    Ροής πολυταράχου,
    Και κάτω, κάτω έπιπτε
    Με μέγαν πλαταγμόν.

    Πέραν δ' αυτού, εις φύλλωμα
    Μηλέας κυρτοκλάδου,
    Οι λιγυροί ηκούοντο
    Λυγμοί καλλικελάδου
    Τρυγόνος, ήτις έχυνε
    Ρεμβώδη στεναγμόν.

    Μακράν που, τάπης, χλοερός
    Ως σμάραγδος ηπλούτο.
    Εκεί, όπου τ' ολόγυμνον,
    Βουνόν εταπεινούτο,
    Και όπου βράχοι μέγιστοι
    Υψούντο γηραιοί.

    Εκεί, των βράχων μεταξύ
    Καλύβη αχυρίνη
    Εφαίνετο, και παρ' αυτήν
    Εφλοίσβει ψυχρά κρήνη.
    Την κρήνην πέριξ σταύλοι τρεις
    Εκύκλουν αραιοί.

    Μάνδρα των σταύλων κάτωθεν
    Εκτείνετο ευρεία.
    Εντός αυτής εβέλαζον
    Μικρά, λευκά, αρνία.
    Πλησίον των μητέρων των.
    Και προς το χλοερόν.

    Εξήρχοντ' οροπέδιον.
    Ενώ εις τον αιθέρα
    Γλυκείας έχυνε φωνάς
    Ποιμένος η φλογέρα.
    Κ' είς άλλος πέραν,
    Έψαλλε· το δ' άσμα θλιβερόν.

    Εγώ, παρά τον ρύακα.
    Μετά του Βασιλείου
    Καθήμεν' υπό την σκιάν
    Πτελέας παχυσκίου,
    Των νεαρών μας καρδιών
    Ηνοίγομεν ρεμβοί

    Τας θύρας· περί παιδικών
    Συνωμιλούμεν χρόνων,
    Ενώ η όψις της Αυγής,
    Άνωθεν των δρυμώνων,
    Της πανσελήνου ήρχιζε
    Το φέγγος να θαμβοί.

    Μοι διηγείτο μυστικώς
    Τον τότε έρωτά του
    Μετά νεάνιδος ξανθής.
    Ωραίας παραστάτου·
    Και εξεθείαζεν αυτής
    Τα κάλλη τα αβρά.

    Προς άγγελον ουράνιον
    Αυτήν παρομοιάζων.
    Κ' ενίοτε, ενίοτε
    Βαρύαλγος στενάζων,
    Αντήχει εις τ' απόκρημνα
    Του ρύακος πλευρά.

    Εξαίφνης τότε, πόρρωθεν,
    Φωνής ηκούσθη ήχος
    Οξύς, κ' εκ στήθους φλογερού
    Εξήρχετο ο στίχος:
    « — Είναι σκληρά, ως σίδηρος,
    » Της νέας η καρδιά! — »

    Κ' εφάνη προσερχόμενος
    Ρέμβος τις νεανίας,
    Μέλος και ούτος της τριπλής
    Εκείνης μας φιλίας.
    Είναι η φωνή του Περικλή,
    Εκείνου η λαλιά.

    Έψαλλεν ο ταλαίπωρος,
    Κ' εμέμφετο βαρέως,
    Νεάνιδα αναίσθητον
    Κ' εστέναζε βαθέως,
    Με δακρυσμένον, θολερόν,
    Ρεμβώδη οφθαλμόν.

    Συνωφρυώθη αιφνηδόν
    Το γαύρον μέτωπόν του,
    Έπαυσε ψάλλων. Έγεινεν
    Ωχρόν το πρόσωπόν του,
    Κ' εκτύπα η καρδία του
    Τον έσχατον παλμόν.

    Αλλοίμονον! Ως ο βορράς
    Εκ' εις τα δένδρα πνέει,
    Ως το νερόν του ρύακος
    Χόρτων εν μέσω ρέει,
    Και ο Χρόνος τανυσίπτερος
    Και φθίνει, και περά.

    Και, ως η ναυς, η πλέουσα,
    Υδραύλακας αφίνει,
    Ούτως ο Χρόνος προχωρεί
    Αφίνων, ως εκείνη,
    Τας αναμνήσεις ίχνη του
    Μυθώδη, ζοφερά.

    Υπέρ ποτε ωμίλησα,
    Λίαν εκτεταμένως,
    Και σας ζητώ, ω φίλοι μου,
    Συγγνώμην επομένως·
    Α!…είναι ακατάσχετος
    Των πόνων η ορμή!…

    Είναι έν φάσμα νύκτιον.
    Είναι υπνοβασία.
    Όνειρον είναι η τρυφερά
    Των νέων φαντασία!
    Των ηδονών αντίληψις
    Είναι σφοδρά, θερμή!…

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟΝ

ΛΥΡΙΚΟΝ
         « Όταν το σώμα καθεύδη.
         » Ο νους εγρηγόρει…»
                    (Ιπποκράτης)

ΑΦΙΕΡΟΥΤΑI ΤΑΙΣ ΝΕΑΝΙΣΙΝ

Εις σας! νεάνιδες, εις σας! ω τρυφεραί παρθένοι,
Αφιερώ το έργον μου αυτό, το Ποίημά μου.
Δέξασθε, ω ωραίαι μου, αυτό· και τ' όνομά μου,
Πάντοτε ανεξάλειπτον 'ς το στόμα σας ας μείνη!. . .
                                   Κ. Δ ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΗΣ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟΝ

    Νύχτωσε ο Μάρτης· κ' έφεγγε
    Του Απριλιού η πρώτη.
    Έφεγγε 'μέρα ζηλευτή,
    'Σάν μια παρθένα λατρευτή,
    Που την χρυσόν' η νιότη,

    Κοντά 'ς το γλυκοχάραγμα,
    Που τα βουνά γελούνε,
    Πέφτει της νύχτας η δροσιά,
    Κ' αρχίζουν όλα τα πουλιά,
    Να γλυκοκελαϋδούνε.

    Σε μιας μυρτιάς το ρίζωμα
    'Κοιμώντανε μια κόρη,
    Λευκή, 'σάν κρίνος, γαλανή.
    Πούχε την κόμη καστανή,
    Και κάτασπρα εφόρει.

    Έν αηδόνι έξαφνα
    'Ψηλά της, 'ς το κεφάλι.
    Μέσα 'ς τα φύλλα τα πυκνά,
    Αρχίνησε γλυκά, γλυκά.
    Κι' αρμονικά να ψάλλη.

    'Σ το λάλημα του αηδονιού
    Ξυπνάει λαχταρισμένη
    Η κόρη. Γύρω, 'ςτά κλαδιά,
    Κυτάει, και μες απ' την καρδιά
    Έν «Αχ!..» βαρύ της βγαίνει.

    « Αχ!.. Τι τρομάρα 'φώναξε
    » Τι όνειρο που είδα!…
    «'Σ τη βρύσι πήγαινα νερό
    » Να πάρω 'λίγο, δροσερό·
    » Και 'πήγαινα μ' ελπίδα»

    « Μ' ελπίδα για να τον ευρώ
    «'Σ τα στήθηα να τον σφίξω,
    » Και 'ς ένα φίλημα γλυκό
    «'Σ το στόμα του το ερωτικό,
    » Τον έρωτα να πνίξω.»

    « Τον έρωτα, που μ' έβαλε
    » Τη φλόγα 'ς την καρδιά μου,
    » Που μ' άναψε τα τρυφερά,
    » Τα στήθηα μ' άσβεστα πυρά·
    » Και καιν τα 'σωθικά μου.»

    « 'Σ το δρόμο μ' όλα τα κλαριά
    » Βογγούσαν 'σάν να λέγαν:
    » — Άχαρη! .. 'πέθανεν, αυτός,
    » Ο φίλος σου, ο λατρευτός —
    » Και τα πουλιά να κλαίγαν.»

    « Να κλαιν, με μαύρα δάκρυα,
    » Και να 'μοιρολογάνε·
    » — 'Πέθανε! — Μ' έλεγαν κι' αυτά,
    » Και κλαίγαν 'μοιρολοστικά,
    » Αντί να κελαϋδάνε.»

    « Φθάνω 'ς τη βρύσι· η άμοιρη
    » Δεν πρόφθασα 'ς το ένα,
    «'Σ το ένα δέξιο της πλευρό
    » Για να κυτάξω, και νεκρό
    » Τον είδα· Ωιμένα!…»

    « Ω! 'σάν τρελλή ερρίχτηκα.
    «'Στά στήθηα του απάνω.
    » Τα ξεθλυκόνω. Τι να ιδώ;
    » Αχ!..αίμα αρχίνησα ζεστό
    » Σ τα χέρια μου να πιάνω.»

    « Προσπάθησα η δύστυχη,
    » Πνοή για να του δόσω
    «'Σ το στόμα του με τα φιλιά,
    » Δεν 'μπόρεσα ουδέ λαλιά
    » Για να του ξεστομώσω.»

    « Τον ψάχνω τότε 'ς την καρδιά…
    » Ωχ! έπαυσε να πάλλη!
    » Τον 'φώναξα δεν με λαλεί,
    » Τον 'κάλεσα δεν με καλεί,
    » Τότ' έγεινα άλλη για άλλη.

    « Αχ!..τότε τον κατάλαβα.
    » Πώς ήτον σκοτωμένος.
    » Τον άφησα 'ς την ερημιά.
    » Και τρέχω ναύρω το φονιά·
    » Μα ο φονιάς κρυμμένος.»

    « 'Κεί, 'σάν τρελλή που έτρεχα
    » Έν φάντασμα 'μπροστά μου,
    » Αρχίνησε με ανθρωπινή,
    » Και 'σάν εκείνου την φωνή
    » Να μ' είπη τ' όνομά μου.»

    « Ανθούλα! μ' είπε, 'σάν τρελλή
    «'Στήν ερημιά τι τρέχεις;
    » Ποιόνε ζητάς 'ς την ερημιά; —
    » — 'Σ εμέ, του λέγω, γνωριμιά
    » Πούθ' έλαβες; πού θ' έχεις; — »

    « Μου λέγει; — Είμαι η σκιά
    » Του εραστού σου Φώτου
    » Μ' εσκότωσεν ο Δημητρός,
    «'Κειός ο μεγάλος μου εχθρός,
    » Απάνω 'ς το θυμό του.»

    « — Ο Δημητρός! — εφώναξε, —
    » — Η ζήλια μ' απαντάει,
    » Τον εκατάντησε φονιά,
    » Και το μαχαίρι 'ς την καρδιά.
    » Μου έμπηξε 'ς το πλάι — »

    « — Ποια ζήλια; — τον ηρώτησα.
    » — Η ζήλια απ' την αγάπη,
    » Πούχα 'ς σένα, Ανθή, εγώ
    » Μου λέει και δάκρυ ένα γοργό
    » Του γλύστρησε απ' το μάτι.»

    « 'Σ το λόγο του λιπόθυμη
    » Πως έπεσα μου 'φάνη·
    » Κ' εξύπνησα λαχταριστή.
    » Για δες ιδέα ζαλιστή
    » Ονείρατα που φκιάνει.»

ΚΩΝΣΤ. Δ. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ ΗΠΕΙΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΟΣ

Ο ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

ΕΠΥΛΛΙΟΝ

         « Η καρδία μου θα πάλλη
         πάντοτε υπέρ της Ηπείρου.»
                         Βαλαωρίτης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Την σκοτεινήν νύκτα, καθ' ην μέλλουσιν οι Μεσολογγίται εν ταις εκκλησίαις, κατά την συνήθειαν, να εωρτάσωσι την Γέννησιν του Ιησού Χριστού, τα Αλβανικά του Ομέρ πασά στίφη κινούνται κατά της πόλεώς των. Πιστεύει ακατάληπτα ήδη τα προχώματα ο Βρυώνης και είναι πλήρης πεποιθήσεως πλέον περί της επιτυχίας του· αλλ' ανελπίστως το Μεσολόγγιον σώζεται· το σώζει . . . ο &Καλόγηρος της Κλεισούρας&. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, πατήρ, ως γνωστόν, του παρ' ημίν γ' Πρωθυπουργού, διηγούμενος εν τη περιφήμω Ιστορία του μετά δραματικής αφελείας την κατά την νύκτα εκείνην απαλλαγήν του Μεσολογγίου, σημειοί εν τέλει περί του σωτήρος αυτού, ότι ήτο Ηπειρώτης, Ιωαννίτης μάλιστα γνήσιος, και δίδει και πληροφορίας τινάς, ότι &καλόγηρος& ετελείωσε τον βίον του εν εξωκκλησίω τινί μικρώ παρά την είσοδον της &Κλεισούρας του Μεσολογγίου& προς το μέρος του Αγρινίου.

Επί των χαμηλών εκείνων τειχών του μικρού Μεσολογγίου εκρέμοντο αι κλείδες της Ελλάδος απάσης. Εάν έκτοτε το Μεσολόγγιον έπιπτεν ήθελεν αποπνιγή όλον το μέγα εκείνο έργον της Επαναστάσεως εν τοις σπαργάνοις και η Ελλάς ου μόνον τότε θα κατερημούτο, αλλά και θα κατείχετο όλη υπό των Τούρκων εισέτι και νυν. Το Μεσολόγγιον όμως εσώθη τη θεία συνάρσει και έκτοτε το ασήμαντον και ανήκουστον όνομά του εγένετο περίδοξον και περιφανές εν Ανατολή και Δύσει. Σώσας δε το Μεσολόγγιον κατά την απαισίαν εκείνην νύκτα &ο Καλόγηρος της Κλεισούρας&, έσωσε την Ελλάδα ολόκληρον. Δεν οφείλεται λοιπόν και εις τούτον η τιμή η προσήκουσα τω Καραϊσκάκη, τω Βότσαρη, τω Κολοκοτρώνη, τω Οδυσσεί, τω Διάκω και πάσι τοις ενδοξοτέροις του Αγώνος εκείνου ιεροφάνταις; Το Μεσολλόγιον μάλιστα ώφειλεν υπέρ πάντα άλλον να τιμήση αυτόν και δι' ανδριάντος.

Και όμως, νυν μεν ουδέ καν είνε γνωστόν ακριβώς πού απέθανε τουλάχιστον, ποία χώματα καλύπτουσι τα ιερά οστά του, απαράλλακτα όπως αμφισβητείται ή αγνοείται σχεδόν παντελώς η θέσις, ένθα ο αθάνατος Διάκος έπεσεν ηρωικώς παρά τας Θερμοπύλας και άλλοι ομότιμοι ήρωες αλλαχού. Τοιαύτη η σημασία και η τιμή η απονεμομένη υπό των συγχρόνων μας Ελληνοπαίδων προς τους μεγάλους εκείνους προμάχους της Ελευθερίας μας! Τότε δε, ότε αι της Επαναστάσεως εγράφοντο ιστορίαι και σημειώσεις, ουδείς ανεμνήσθη του σωτήρος του Μεσολλογίου, ειμή ο Τρικούπης μόνος· και ούτος ατελώς και εν περιλήψει, αφού και ο ίδιος &άγνωστον& τον άνδρα αποκαλή. Σημειοί μεν ότι ήτο Ιωαννίτης, ότι εγεννήθη εκεί, όπου εγεννήθησαν ο Πύρρος και ο Σκενδέρβεης, ο Μπούας και ο Τζαβέλλας, ο Βότσαρης και ο Σαμουήλ, ο Κωλέττης και ο Στουρνάρης, και ο Σίνας και οι Ζωσιμάδαι και ο Αβέρωφ και οι Ζάππαι και τόσοι άλλοι περίφημοι άνδρες λαμπρύναντες και διά του χρυσίου και διά της ανδρείας και διά της μεγαλοφυίας αυτών την Ελλάδα· εν τη χώρα εκείνη, ην οι σήμερον αποκαλούσι μεν &εύανδρον&, αλλά στέργουσι συγχρόνως ακόμη να την ατενίζωσι δούλην και οσημέραι απονεκρουμένην· εκ ποίων όμως γονέων εγεννήθη ούτος, πώς ανετράφη πώς έζησε, πώς ευρέθη τότε εν Μεσολογγίω ουδέν αναφέρει ο Τρικούπης.

Τούτο προτίθεμαι κυρίως διά του επυλλίου μου τούτου να φέρω εις φως, καθ' όσον ηδυνήθην εκεί, εν Ιωαννίνοις, ευρισκόμενος ακόμη να πληροφορηθώ, από τριετίας ήδη, αφού ανέγνωσα την Ιστορίαν του Τρικούπη, ερευνών ανά τα σεβαστά και πολύτιμα λείψανα της μεγαλουργού γενεάς της Επαναστάσεως, μοναχούς και ποιμένας του Πίνδου και πολίτας των Ιωαννίνων γεραρούς, εν οις και τον αείμνηστον διδάσκαλον Σπυρίδωνα τον Μανάρην. Ιδέ, συντόμους, πάσας τας πληροφορίας μου ταύτας εν τω ποίματι· ενταύθα τούτο μόνον σημειώ, ότι η οικογένεια του Γιαννιώτη, ης εκείνος, Κωνσταντίνος ονομαζόμενος πρώην, ήτο βλαστός, σώζεται εισέτι εγκαυχομένη διά την αρχαιότητά της εν Ιωαννίνοις. Είχε δε αδελφόν ο Κωνσταντίνος ένα των αοιδών του Αλή πασά.

&Ο καλόγηρος της Κλεισούρας τον Μεσολογγίου& ανήκει εις την επίζηλον ηρωικήν εκείνην εποχήν, καθ' ην ο Έλλην έζη διά την τιμήν και διά το Γένος, απέθνησκε δε διά τον Χριστόν και διά την Πατρίδα,……διά την δόξαν, διά τραγούδι. Ως τραγούδι τοιούτον ίσως δεν είνε κατάλληλον δι' εκείνον το παρόν ποίημά μου.

Εν Αθήναις, κατ' Οκτώβριον του 1889.

      Κ. Δ. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ
         Ηπειρώτης

Ο ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

      «Η καρδία μου θα πάλλη
      πάντοτε υπέρ της Ηπείρου».
                      ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

Α'.

    Ω, πού με φέρεις, μάγισσα και πλάνα φαντασία!
    ………………………………………..
    Μη, μη με πας 'ς τα Γιάννινα! Εκεί με κυνηγούνε
    Οι Τούρκοι να με πιάσουνε, το αίμα μου να πιούνε.
    Άφσε μ' εδώ, 'ς τα ελεύθερα βουνά, 'ς την Αιτωλία.

    Νάτην η ράχη Αλιτσά· κάθομαι 'ς την κορφή της,
    Με ζώνει το θυμάρι της και το κοντό κλαρί της·
    Βλέπω από 'δώθε του Ζυγού τα δασωμένα ράχια·
    Πέρα του Βάλτου τα βουνά όλο γκρημνούς και βράχια·
    Η λίμναις τ' Αγγελόκαστρου και τ' Αγρινιού εκεί κάτω·
    'Σάν νάνε ασήμι αστράφτουνε κατακαμπίς χυμένο
    Το Μεσολόγγι δείξε μου τώρα…. ω, νάτο — νάτο,
    'Σ ένα καστέλι χαμπηλό 'ς την άκρα εκεί κλεισμένο·
    Νάτην εκεί κ' η Κλείσοβα και τάλλα τα νησιά του,
    Και τώμορφο τ' Αντιλικό νάτο κι' αυτό σιμά του.
    Να κ' η Κλεισούρα η 'ξακουστή 'ς τα πόδια μου προστά μου
    Βλέπω απ' απάνω, απ' την κορφή, τον τρίσβαθο βυθό της,
    Κι' ανατριχιάζω ολάκερος, λυγώνεται η καρδιά μου.
    Παρέκει ένα 'ρημόκλησο φαίνεται 'ς το πλευρό της,
    Θαμμένο μέσ' τα χώματα και καταχαλασμένο.
    Ποιος ξέρει ποιος το χάλασε, ποιο χέρι αφωρισμένο!
    Δεν έχει ούτ' ένα 'κόνισμα, ούτε καντήλα μία,
    Μέσα του δεν ακούγεται η θεία λειτουργία,
    Και δεν μυρίζουν γύρα του τα μοσχολίβανά του·
    Μόνο την άνοιξι γλυκά λαλούν εκεί τ' αηδόνια,
    Και χύνουν τ' αγρολούλουδα μοσχοβολιαίς περίσσαις
    Και μουρμουρίζουν τα κλαριά, και τραγουδούν η βρύσαις,
    Και αιώνια το φωτίζουνε της νύχτας τ' άστρα αιώνια.
    Άλλον καιρό ήτον κι' αυτό 'ς τα νειάτα, 'ς τη ζωή του.
    Μέσ' 'ς τα κλαριά του ανάμεσα ασπρούδιζε η μορφή του,
    Είχε καμπάνα 'ς τ' ώμορφο 'ψηλό καμπαναριό του,
    Κάθε διαβάτης έκαμνε περνώντας το σταυρό του·
    Νυχτόημερα το φώτιζαν τότες χρυσά καντήλια,
    Ασημωμέναις έλαμπαν η 'λίγαις του εικόνες,
    Και γέροντας καλόγηρος ανάδευε 'ς τα χείλια
    Πότε τροπάρια και ψαλμούς, πότε γλυκούς κανόνες,
    Και πότε τ' αργυρόχρυσο κουνώντας θυμιατό του
    Μ' ευλάβεια του θυμιάτιζε το θόλο τον κυρτό του.

    Ήτον εκείνος ο καιρός καιρός του &εικοσιένα!& . . .
    Πούν' τα χρόνια τώρ' αυτά! χρόνια χαριτωμένα,
    Χρόνια εκείνα λεβεντιάς, ανδρειωμένα χρόνια,
    Χρόνια που κάθε όνειρο, κάθε χρυσή ελπίδα,
    Και κάθε δάκρυ έλαμπε για μια. . . . για την Πατρίδα!
    Χρόνια, που εμείς τα θάψαμαν σκληρά, σε καταφρόνια.
    Την άσπρη φουστανέλλα μας την έλυωσε 'σάν χιόνι
    Ο ήλιος ο Ευρωπαϊκός, κι' αν κάπου—κάπου ασπρίζη,
    'Σάν χιόνι ασπρίζει σε βουνού λακκιά που δεν το 'γγίζει
    Καμμιά αχτίδα του ηλιού και βρίσκεται δεν λυώνει.
    Πούν' τα τραγούδια τα εθνικά, τα κλέφτικα τραγούδια!
    'Σταίς ερημιαίς που φύτρωσαν χάνονται, σαν λουλούδια.
    Πούν' τα τσαρούχια! Ιδέτε τα! τάχομαι πεταγμένα.
    Τα φλωροκαπνισμένα μας τάρματα κρεμασμένα
    'Στού Παρνασσού, 'ςτού Όλυμπου, 'ςτού Πίνδου τα πρινάρια
    Σκουριάζουν τώρα 'ς ταις βροχαίς, και μόνο ανάρηα — ανάρηα
    Κανένα αναταράζεται ξυπνάει 'ς τον Ψηλορείτη!
    Άκου …. και τώρα εβρόντησε. Για σου, καϋμένη Κρήτη!
    Ταράξου συ και δείξε τους 'ς τη Δύσι, 'ς την Ευρώπη,
    Πώς όλοι δεν κοιμώμαστε, . . . φυλάει καραούλι
    Ο γέρω-Ψηλωρείτης σου, αν Πίνδος και Ροδόπη
    Κοιμώνται, αν το γέρικο κοιμάται ακόμα Σούλι . . .,
           Αχ, δεν κοιμάται . . . 'ρήμαξε!! .
    Εκείναις ήτανε χρονιαίς ελληνικαίς αλήθεια·
    Τότ' έβραζε ζεστή καρδιά 'ς ανδρειωμένα στήθηα!

Β'.

    Μούσα, 'ς εκείνα φέρε με τα τιμημένα χρόνια.
    ……………………………………………
    Παίρναν ν' ανθίζουν τα κλαριά, να λυώνουνε τα χιόνια,
    Καθάριος, ασυγνέφιαστος ο ουρανός να λάμπη.
    Τα πλοία, οι βράχοι, η λαγκαδιαίς, βουνά μαζύ και κάμποι
    Με χόρτα να στολίζωνται και μ' ώμορφα λουλούδια,
    Και το ξανθό βοσκόπουλο γλυκά να λέη τραγούδια·
    Γλυκά κ' η πέρδικες λαλούν, και πλειο γλυκά τ' αηδόνια,
    Κι' απ' τα μακρυά τους χειμαδιά, γυρνούν τα χελιδόνια.
    Απρίλης ήταν, άνοιξι, Θεού χαρά, γλυκάδα,
    Και χρόνια, αλήθεια χαλασμού, χρόνια για την Ελλάδα,
    Αλλά και χρόνια ελευθεριάς με κλέφταις, με ξεφτέρια.
    Άπλωσε η νύχτα το βαθύ σκοτάδι της 'ς τη φύσι,
    Και 'σαν διαμάντια ελάμπανε 'ς τον ουρανό τ' αστέρια,
    Το φεγγαράκι χαρωπό φωτάει το 'ρημοκκλήσι,
    'Στά κορφοβούνια του Ζυγού από βραδύς βγαλμένο·
    Φυσάει τ' αγέρι της νυχτιάς 'ς τα φύλλα μυρωμένο,
    Κεκείνα σειούνται, κ' οι ίσκοι τους 'ς της εκκλησιάς τους τοίχους,
    Διαβαίνουν 'σάν φαντάσματα· καίν' μέσα τα καντήλια,
    Κι' ο γέροντας Καλόγηρος με τα χλωμά του χείλια
    Ψαίλνει για τον Εσπερινό με λυγωμένους ήχους.
    ………………………………………
    Σταυροκοπιέται· απόψαλε και βγαίνει 'ς την αυλή,
    Θωράτε τον. Παράκαιρα τον γέρασαν οι πόνοι.
    Τ' ανδρειωμένο του κορμί, πούνε σκυφτό πολύ.
    Η πίκραις του το λύγισαν, οι πόνοι όχι οι χρόνοι.
    Οι ίδιοι πόνοι αυλάκωσαν βαθειά το μέτωπό του,
    Που απ' το φως του φεγγαριού 'σαν κορυφή φωτίζεται,
    'Σάν κορυφή 'ψηλού βουνού, κι' ασπρίζει 'ς τον λαιμό του
    Ξέπλεγη και 'ς τους ώμους του η πλεξίδα κυματίζεται.
    Κι' ανάμεσ' από τα κλαριά φαίνεται 'ς το φεγγάρι
    'Σάν να τινάζη γέρικο τη χαίτη του λιοντάρι.
    Το 'μάτι του χύνει αστραπαίς ας είνε γερασμένο·
    Κι' όταν αναστενάζουνε τα λάσια του τα στήθηα.
    'Σάν να μουγγρύζη ακούγεται σύγνεφο φορτωμένο.
    Ποιος ξέρει τι να κρύβεται και 'ς αυτουνού τα βύθηα,
    Τι πίκρα, τι παράπονο! Πάντα κρυμμένος πόνος
    Μέσ' 'ς την καρδιά είνε κρυφό μαχαίρι, είνε φόνος·
    Κι' αυτός δεν έχει σύντροφο να του το 'μολογάη,
    Όταν τον συνεπαίρνη αυτό κ' έτσι να του περνάη·
    Κ' αν τα πλατειά του κάποτε δακρύζουν βλέφαρά του,
    Όχι, δεν ξεθυμαίνουνε τα στήθηα κ' η καρδιά του,
    Ιδέτε τον, δεν κάθεται, μέσα 'ς τα δένδρα 'μπήκε·
    'Σ ένα 'ποκάτω έσκυψε, κάτι 'ς αυτό θα βρήκε·
    Ακόμα δεν σηκώθηκε· ιδέτε τον,….τι κάνει;
    Μη το μακρύ του χύθηκε του δόλιου κομπολόγι;
    Μήνα παράδες τώπεσαν; μην' τώπεσε λιβάνι;
    Τον βλέπω…να σφογγίζεται κι' ακούω μοιρολόγι.
    Κλαίει! Τι κλαίει αυτός εκεί; Καλόγηρος να κλαίη!
    Και τίνος το βλαμμένο αυτό το μοιρολόγι λέει;..
    Ακούω·.. λόγια καθαρά: — Ελένη μου, παιδιά μου,
    Αγαπημένα Γιάννινα! — Ω, τι ακούν' τ' αυτιά μου!..

    …………………………………………..
    …………………………………………..
    …………………………………………..

    Μεμιάς φωναίς κι' αλαλαγμός από το Μεσολόγγι.
    Και μια μεγάλη αναλαμπή, οπού βουνά και λόγγοι

    Λάμπουνε 'σάν να καίγονται, τον κόβουνε το κλάμα
    Του γέρου του Καλόγηρου. Μα κ' αν ορθός πετιέται
    Και βλέπει προς την Κλείσοβα, ό,τι από 'κεί 'γροικέται
    Κανένα δεν του φαίνεται παράξενο και θιάμα,

Γ'.

    Αμέτρητα ο Κιουταχής σέρνει μαζύ του ασκέρια,
    Και κατηβαίνει απ' τα βουνά του Πίνδου 'ς την Ελλάδα
    'Σάν μαύρα σύγνεφα βαρηά, που σβύνουνε τ' αστέρια
    Και κάθε αχτίδα φεγγαριού και κάθε αντηλιάδα,
       'Σάν σύγνεφο που ανοίγει
    Τους τρίσβαθους τους κόρφους του κι' ό,τι κι' αν εύρη πνίγει,
    Και του Μεχμέτ Αλή πασά ο νιος απ' το Μωρηά,
    Ο Ιβραήμ ο Αραπάς, πηδάει 'ς τη Στερηά,
    'Σάν κύμα της πατρίδας του, της Μπαρμπαριάς το κύμα.
    Που όθε περνάει ατέλειωτον λάκκον ανοίγει, μνήμα.
    Μα κάπου—κάπου βρίσκεται 'ς του πελάου το στρώμα
    Κάθε θεόχτιστο κοντρί, κανένας μέγας βράχος,
       Βράχος θαλασσομάχος,
    Που κάθε κύμα πώρχεται με αφρισμένο στόμα
    Για να πνίξη 'ς το βυθό το σχίζει, το σκορπάει,
    Και ξεγδαρμένο, σκέλεθρο, κομμάτια αυτό βογγάει.
    Ο βράχος μένει ατάραχος, ορθός, ξεσκεπασμένος.
       'Σάν νάνε στοιχειωμένος,
    Κι' ορθό βαστάει το μέτωπο, 'περήφανο, αγριεμένο

    Το Μεσολόγγι το μικρό, κ' εκείνο στοιχειωμένο,
    Ατάραχο 'ςτά Τούρκικα τα κύματα βαστιέται.
    Χουμάει τ' ασκέρι απάνω του, τσακίζεται, σκορπιέται.
    Χούμησε ως τώρα τρεις φοραίς, και πάλι τώρα, πάλι
    Για να χουμήση εσήκωσε ολόρθο το κεφάλι.
    Είνε πασάδες τώρα δυο κι αμέτρητα τ' ασκέρια.
    Ο Ιμβαήμ κι ο Κιουταχής. Μα και το Μεσολόγγι
    Κρύφτει 'ς τα μετερίζια του, 'σάν σε σπηληαίς, ξεφτέρια.
    Και κάπου—κάπου ακούγονται και κανονιώνε βόγγοι.
    Τώρα το κύμα είνε τρανό, είνε βαρειά η μαυρίλα·
    Το Μεσολόγγι είνε μικρό. Εκείθε ανατριχίλα.
    Κ' εδώθε φόβος πλημμυρεί κ' ελπίδα την καρδιά.

    Από στερηά και πέλαγο το ζώνουν ολονένα,
    Πώς ζώνουν τ' Άστρο σύγνεφα βαρηά και πυκνωμένα,
    Κι' από τα παλληκάρια του γερεύουν τα κλειδιά.
    Άστρο κ' εκείνο ήτανε τότες για την Πατρίδα,
    Για την Ελλάδα έλαμπε χρυσή εκείνο ελπίδα.
    Χρόνος ακέρηος πέρασε που τώχουνε κλεισμένο,
    Και τον γυρεύουν τα κλειδιά, το θέλουνε δεμένο.
    Όσο κι αν έχης 'ς τη σπηληά κλεισμένο το λιοντάρι,
    Δεν τώχεις και 'ς τα χέρια σου. Και τ' άξιο παλληκάρι,
    Που πολεμάει για του Χριστού την Πίστι, για Πατρίδα.
    Όσο που νοιώθει 'ς την καρδιά αίμα και μια ρανίδα,
    Δεν σου τη δίνει την τιμή, που είνε…τάρματά του
    Κ' ένα κοτρώνι να βρεθή αν τύχη από 'μπροστά του·
    Όσο που 'λίγο να κρυφτή, είνε με μιας λιοντάρι,
    Που αν 'δή, κλεισμένο 'ς τη σπηλιά, την υστερνή του ώρα.
    Χύνεται 'σάν την αστραπή, κι αλληά 'ς εκειόν που πάρη!

    Εκείνοι που φυλάγουνε το Μεσολόγγι τώρα
    Έχουνε τείχια γύρα τους και αίμα 'ς την καρδιά τους.
    Αίμα καθάριο, ελληνικό, που δίνει 'ς τα ποδάρια
    Φτερά, τσιλίκι 'ς την καρδιά, και σαν θεριά, λιοντάρια,
    Σπιθοβολάει θεόφοβη η φλογερή 'ματιά τους.
    Ένα δεν έχουν μοναχά, ένα στερεύοντ' όλοι, ….
       Ψωμί, μπαρούτι, βόλι.
    Τώρα τους σώθηκε η τροφή κ' έχουν ακέρηον μήνα,
    Όπου με πείνα πέρασαν. Πείνα! .. Συ ξέρεις πείνα,
    Ω Ήπειρός μου, τι θα 'πή, που πέντε τώρα χρόνια
    Κοντά μέσ' 'ς τ' άλλα της πικρής σκλαβιάς σου καταφρόνια
    Κι' από την πείνα δέρνεσαι· κι ακόμα ποιος το ξέρει
    Ως πότε θε να την βαστάς!.. Ας σ' έχουν 'ς το λαιμό τους
    Αυτοί που ακόμα σε κρατούν 'ς το Τούρκικο το χέρι
    Κάθε βαρειά σου στεναξιά να πέση απανουθειό τους
    Βαρειά κατάρα 'γκαρδιακή! Και κάθε μοιρολόγι,
    Οπού για σένα κλαίμ' εμείς, τα έρμα τα παιδιά σου,
    Μέσ' 'ς την καρδιά τους σάρακας να γίνη να τους τρώγη!
    Αχ! πότε, μάνα μας γλυκειά, την τρυφερή αγκαλιά σου
    Ασπροντυμένη, ελεύθερη, μάνα, 'ς εμάς θ' ανοίξης,
    Να μας φιλήση ελεύθερο το ολόγλυκό σου στόμα,
    Κ' ελεύθερη την ώμορφη θωριά σου να μας δείξης!..
    Πότε θα ιδούμε ανθόστρωτο το ιερό σου χώμα!
    Πότε τη γαλανόλευκη θα ιδώ να κυματίζη
    'Σ το Σούλι και 'ς τον Πίνδο μου, τάστρα 'ψηλά να 'γγίζη
    Ναρθούμε, 'ς τη σημαία σου να μαζωχτούμε όλοι,
    Και να κινήσωμε, γλυκειά μανούλα, για τη Πόλι!..
    Πεινάς! Ο κόσμος τώμαθε, και όμως τα παιδιά σου

          Πεθαίνουν ολονένα,
          Πεθαίνουν…πεινασμένα!

    Άλλα τους λόγγους πήρανε και τα 'ψηλά βουνά σου,
    Και 'σάν τ' αγρίμια ζούν' εκεί 'ς τα σπήληα 'ς τα λιθάρια,
    Και με τομάρια ντύνονται, τρέφονται με χορτάρια.
    Στο Μεσολόγγι έφαγαν μπαρούτι για ψωμί.
    Αλλά δεν δίνουν τα κλειδιά, δεν δίνουν την τιμή.

Δ'.

    Χρόνος ακέρηος πέρασε, που τώχουνε ζωμένο.
    Και του γυρεύουν τα κλειδιά, το θέλουνε πεσμένο.
          Το Μεσολόγγι αν πέση,
    Πρέπει η Ελλάδα ολάκερη τα μαύρα να φορέση.
    ………………………………………………
    Αν δείχνει ακόμα αταραξιά, 'περφάνεια 'ς τον οχτρό του,
    Με την καρδιά του τρώγεται, το δόλιο, μαραζιάζει,
    Γιατ' όσο η 'μέραις απερνούν αυξαίνει το κακό του.
    Του κόσμου ταις κακομοιριαίς η πείνα του σωριάζει.
    Και το θερίζει ο θάνατος άσπλαχνα κάθε 'μέρα·
    Νεκροταφείο έγεινε κι' αρρώστεια πέρα — πέρα.
    Το Μεσολόγγι…κλάψτε το! θα πέση, δεν βαστάει,
    Και κλάψετε μαζύ μ' αυτό και την Ελλάδα ακέρηα·
    'Σ ολίγο μόνη μέσα του η Δόξα θα γυρνάη,
    Η Δόξα, η αθάνατη 'σάν τα λαμπρά τ' αστέρια.

        — Ψωμί, μπαρούτι, βόλι,
          Ψωμί! — φωνάζουν όλοι

    Και δυο τους μένουν μοναχά, δυο απόφασαις να κάνουν.
    Ή να τα δώσουν τα κλειδιά, ή όξω να χουμήσουν,
    Κ' όσοι σωθούνε να σωθούν κι' οι άλλοι να πεθάνουν
    Απ' του οχτρού τους το σπαθί, σκλάβοι παρά να ζήσουν.
    Το παλληκάρι το καλό δεν δίνη τάρματά του,
    Το Μεσολόγγι το ιερό δεν δίνει τα κλειδιά του.
    Εσείς! εσείς που κλείσαταν λεοντάρι 'ς τη σπηληά,
    Δεν παραδίνεται, θα βγη, κι' αλληά 'ς εσάς αλληά!
    Νύχτα θα βγουν. Ω, τι βραδειά, τι νύχτα ήτον εκείνη!
    'Σ τ' αστέρια απάνου έφταναν τα κλάματα κ' οι θρήνοι
    Εδώ χωρίζει ο γέροντας πατέρας το παιδί του,
    Εκεί ο νηός την ώμορφη την αγαπητική του,
    Αλλού η μανάδες παίρνουνε 'ς τους ώμους τα μικρά τους,
    Κλαίγουν αυταίς το χωρισμό, σκούζουν και τα παιδιά τους
    Κ' είν' όλοι 'ς ταις γιορτιάτικαις ντυμένοι φορεσιαίς τους,
    Λες και σε γάμο 'κίνησαν, λες παν' σε πανηγύρι.
    Τ' αστέρια μέσ' 'ς τα σύγνεφα κρύβουνε ταις θωριαίς τους,
    Και κλαίγει τώρα ο ουρανός πώλαμπε 'σάν ζαφείρι.
    Βγαίνουν. 'Μπροστά-'μπροστά κινούν τα γυναικόπαιδά τους,
    Και 'πίσω-'πίσω η λυβεντιά ζωμένοι τάρματά τους.
    Απ' ταις γυναίκες κι' απ' ταις νηαίς, νηαίς 'σάν Μαϊού λουλούδια,
    Πολλαίς τ' αντρίκια εντύθηκαν και πάνε…με τραγούδια!
    Τέτοιαις γυναίκες θέλω εγώ το χώμα μας να βγάζη,
    Νάνε 'ς τον έρωτα γλυκειαίς, λεβένταις 'ς το τσαπράζι!
    Η νηαίς πάνε μαζύ με νηούς. Α! τι χαρά, τι ζήλεια,
    Με της πατρίδας τον οχτρό, μέσ' 'ς τ' ασκεριού τη μέση,
       Ο νηός να πολεμάη,
       Και νάχη πλάι — πλάι
    Την κόρη της αγάπης του, κι' αν βαρεθή, κι' αν πέση.
    Να τόνε κλαιν τα μάτια της, να τον φιλούν' τα χείληα!!
    Νάτην, αρχίζει η &έξοδος&. 'Ξυπνούν' του οχτρού τ' ασκέρια,
    Και η φωναίς κι ο αλαλαγμός ακούγονται 'ς τ' αστέρια.
    Όσοι γλυτώσαν, γλύτωσαν. Τους άλλους σκοτωμένους
    Μέσα 'ς τα Τούρκικα κορμιά, αγνώριστους, θαμμένους,
    Θε να τους κλάψη αύριο η αυγή με τη δροσιά της.
    Το Μεσολόγγι έπεσε, και όλη κινδυνεύει
    Να πέση τώρα η Ελλάς· με την απελπισιά της
    Άγρια και με το φόβο της 'μερόνυχτα παλεύει.
    Το Μεσολόγγι το πατεί, το παίρνει ο Τούρκος τώρα·
    Ελάτε να του κλάψωμε την υστερνή του ώρα!

    Οι γέροντες, που με τους νηούς να παν' δεν ημπορούσαν,
    'Σ το Μεσολόγγι απόμειναν. Ως τώρα δα θωρούσαν
    Την &έξοδο& απ' τα τείχηα του κ' έκαναν το σταυρό τους·
    Ύστερα, 'σάν τα Τούρκικα τ' ασκέρια, τον οχτρό τους,
    Είδαν 'σάν κύμα να χυθούν 'ςταίς θύραις τους, 'στά τείχηα,
    Και 'σάν αγρίμια να πηδούν, να κρέμωνται απ' τα 'νύχια,
    Τρέχουν κατά τη θάλασσα, και 'ς του πελάου την άκρη
    Μέσα σε πύργο πούχανε μπαρούτη σωρειασμένη
    Κλειούνται με μιας και σταίνουνε χορό, 'σάν ανδρειωμένοι,
    Σαν νάτανε 'ς τα νειάτα τους, δίχως καϋμό και δάκρυ,
    Του απελπισμένου αυτού χορού είνε ο Καψάλης πρώτος.
    Τ' Άγραφα που τον γέννησαν ομοιάζει το κορμί του,
    Και την κορφή του Πίνδου μου η άσπρη κεφαλή του,
    Κρατεί 'ς το χέρι του δαυλί με φλόγα. Κάθε κρότος
    Που όξω απ' το πύργο ακούεται, το χέρι εκείνο φέρνει
    Μέσ' 'ς της μπαρούτης το σωρό, και το χορό του φέρνει…
    Όξω απ τον πύργο αλαλαγμός· ήρθ' ο οχτρός, πλακώνει
    Μέσ' 'ς της μπαρούτης το σωρό το χέρι εκειό σιμώνει,
    Το χέρι εκειό με το δαυλί, το χέρι του Καψάλη.
    Με μιας αστράφτει και βροντά. 'Σάν από μέθη, ζάλη,
    Τρικλίζει ο πύργος τρεις φοραίς και μέσ' 'ςτά 'μεσουράνια
    Τινάζεται 'σάν σύγνεφο, και φέρνει εκεί κουρμπάνια
    Τους γέρους τον Μεσολογγιού και των Τουρκών τ' ασκέρια
    Απ' τη μεγάλη αναλαμπή λάμπουν βουνά κι' αστέρια!
    Το Μεσολόγγι η χαραυγή τωύρε ταχιά πεσμένο,
    Κ' είδε το μισοφέγγαρο 'ςτά τείχηα του στημένο.

Ε'

    Εκείνον τον αλαλαγμό κι' όλη την λάμψι εκείνη
    Απ' της Κλεισούρας το μικρό εκείνο ερημοκκλήσι
    Αγροίκησε ο Καλόγηρος κ' είχε με μιας γνωρίση
    'Σ το Μεσολόγγι τη βραδειά εκείνη τ' είχε γίνη.
    Με μιας πετιέται 'ς την κορφή και το τηράει και κλαίει
    Και τέτοια αναστενάζοντας λόγια θλιμμένα λέει:
    — Αφωρισμένος τρεις φοραίς οποίος έβαλε χέρι
    'Στ' αστέρι της Πατρίδας μας, 'ςτού Γένους μας τ' αστέρι!
    Στρέψου και γύρα κύταξε, φτωχό μου Μεσολλόγι,
    Το πέσιμό σου πώς το κλαίν' βουνά, ουρανός και λόγγοι·
    Κ' ημείς οι δόλιοι πούχαμαν 'ς εσένα κάθε ελπίδα
    Σε κλαίμε, γέροι και παιδιά, σε κλαίει όλ' η πατρίδα.
    Τη θέσι σου σου ζήλεψε, σου ζήλεψε τα νηάτα,
    Κι' αυτή η Μοίρα η φθονερή και σ' άλλαξε τη στράτα,
    Κι' αντίς να ξαναπαινεθής, να διώξης τον οχτρό σου,
    Σον 'τοίμασε το θάνατο αυτή, το πέσιμό σου.
    Μ' αν πέφτης, πέφτεις ένδοξο, 'σάν παλληκάρι πέφτεις,
    'Σάν το λιοντάρι 'ς τη σπηληά, 'σάν 'ς το λημέρι ο κλέφτης,
    Που αμέτρητοι τον έχουνε ολόγυρα ζωμένα,
    Κ' εκείνο αποφασίζεται, χουμάει απελπισμένο.
    Όχι! δεν πέφτεις άδοξο· θα το γνωρίζουν όλοι,
    Πως σώλειψε τόσον καιρό ψωμί, μπαρούτι βόλι.
    Φτάνει, φτωχό, που βάσταξες κι' ως τώρα την ανδρειά σου
    Αλλά και τώρα πώπεσες έπεσες 'σάν ανδρείο.
    Ας έρθουν τώρα να σε βρουν οι Τούρκαι έρμο, κρύο,
    Και ας γλυτώση ο Θεός τα έρμα τα παιδιά σου.
    Αχ! γιατί ακόμα μια φορά, γιατί να μη 'μπορώ
    Να σε γλυτώσω ο άμοιρος! Αστέρι μου λαμπρό,
    Γιατί να σβύση σήμερα 'ς τα νέφια των οχτρών σου!
    Γιατί να μη βρεθώ κ' εγώ απόψε 'ς των παιδιών σου
    Την ένδοξη την &έξοδο&, οπού θα να ξυπνήση
    Απόψε από τον ύπνο της Ανατολή και Δύσι!
    Γιατί να μη βρεθώ κ' εγώ 'ς το πλάι του Ζαβέλα!
    Γιατί αχ! ράσο να φορώ και όχι φουστανέλλα!
    Γιατί λιοντάρι εγώ βουνού να κόψω μοναχός μου
    Τα 'νύχια, την ανδρεία μου! Γιατί ναρθώ να ζήσω
    Καλόγηρος, αγνώριστος και ταπεινός, να κλείσω
    Τα μάτια μου 'ς την ερημιά εδώ μακρυά του κόσμου!.,
    Αγαπημένα Γιάννινα, πώς σας πονώ μακρυά σας!
    Βουνά του Πίνδου μου 'ψηλά, με τα πολλά κλαριά σας,
    Με τα τρανά τα πεύκα σας ταις γέρικαις οξειαίς σας,
    'Ζήλεψα τα λημέρια σας, τους ίσκιους, ταις δροσιαίς σας!
    Τη λίμνη τ' Αγγελόκαστρου όσαις φοραίς κυτάζω.
    Τα Γιάννινα — τα Γιάννινα θυμούμαι, και χτικιάζω.
    Αχ πότε, πότε ελεύθερα να σας πατήσω πότε,
    Και τότες ας σβυσθώ με μιας, ας αποθάνω τότε!
    Εδώ, μακρυά σας, έχασα την δόξα, την ανδρειά μου.
    Έχασα την γυναίκα μου, έχασα…τα παιδιά μου! —

    Κ εσώπασε ο Καλόγηρος. Οι 'γκαρδιακοί λυγμοί του
    Και τα πολλά τα δάκρυα τώπνιξαν τη φωνή του,
    Και δίχως λόγο και 'μιλιά έσκυψε 'ς ένα βράχο,
    Κ' έκλεγε κι' αναστέναζε. Δάκρυα ευλογημένα!
    Δάκρυ' απ' τα φυλλοκάρδια του, απ' την ψυχή βγαλμένα!
    Δάκρυα πικρά, οπού κ' εγώ 'ς την ξενητειά μου τάχω
    Για μόνη μου παρηγοριά όσαις φοραίς θυμούμαι
    Τη σκλάβα την πατρίδα μου! Πόσαις φοραίς κοιμούμαι
    Κ' εγώ με τέτοια δάκρυα 'ς τα 'μάτια μου πηγμένα!
    Δάκρυα, οπού καθένας μας χύνει μακρυά 'ς τα ξένα!
    Ξανασηκώθηκε ορθός. Το 'μάτι του απ' το δάκρυ
    Λουσμένο, λάμπει γαλανό 'σάν ουρανός τ' Απρίλη
    Ύστερ' από βαρειά βροχή. Γονάτισε 'ς την άκρη
    Του βράχου κ' έγνεψε 'ψηλά. Δεν του 'μιλούν τα χείλη,
       Μιλάει η καρδιά του, η ψυχή,
    Μιλάει του Παντοδύναμου, 'μιλάει τα λόγια εκείνα,
       Οπού τα λένε προσευχή,
    Αγνά 'σάν τα τριαντάφυλλα, αθώα 'σάν τα κρίνα.
    Ήταν εκείν' η προσευχή για όλο μας το Γένος.
    Και τόσος του ήταν 'ς την καρδιά, ο πόνος σωρειασμένος
    Οπού τον έκοψ' ίδρωτας. Τον ίδρωτα σπογγίζει,
    Και πάλι ορθός τα θλιβερά τα λόγια του αρχίζει:
    — Τη μέρα εκείνη, ο άμοιρος, πώς την θυμούμαι ακόμα!
    Σε πόσους τη μολόγησε το γέρικό μου στόμα!..
    Τον άγριον τότε Αλή πασά τα Γιάννινα βαστούσαν,
    Που 'ς τη βαρειά φοβέρα του κ' οι κλέφταις προσκυνούσαν.
    Ήμουν μικρός, πολύ μικρός. Αγνάντια 'ς την Καστρίτσα
    Ο κόμος 'πανηγύριζε. Η μάνα μου η Ζωίτσα
    Πήρε κ' εμένανε μαζύ. Βραδειά — βραδειά γυρνάμε,
    Κι' απ' όξω από τα Γιάννινα 'ς τον Πλάτανο περνάμε.
    Εκείνο που είδα, 'τρόμαξα! 'Σ τον Πλάτανο 'ποκάτω
    Ένα κορμί πελώριο, παλληκαριά γιομάτο,
    Το 'τσάκιζαν με τα σφυριά τρεις γύφτοι χλωμιασμένοι.
    Μάνα, της λέω, για κύταξε ο κλέφτης πώς πεθαίνει.
    Ποιος ξέρει πόσους 'ς τ' άγρια ξεγνύμνωσε βουνά του!
    Τώρα για ιδέ το τέλος του, κύταξε τα στερνά του. —
    — Σώπα, παιδί μου, μη το λες, μου είπε απ' αγάλια εκείνη.
    Αυτός ποτέ δεν 'κούστηκε ν' αρπάζη, να ξεγδύνη.
    Γύρνα και κύτα' τα βουνά τον κλαίν 'σάν βασιληά τους,
    Και 'σάν αδέρφι τους πιστό η βρύσαις, τα κλαριά τους.
    Κανένας κλέφτης 'σάν αυτός κόσμο δεν ξεγυμνώνει . . . —
    — Πώς τόνε λένε μάνα μου: — Τον λένε Κατσαντώνη·
    Μη σου ξεφύγη από τον νου το ένδοξο όνομά του.
    Ποτέ δεν επροσκύνησε τον Τούρκο. Τάρματά του
    Είνε βαμμένα μ' αίματα Τούρκικα μολυσμένα. —
    Κ' οι Τούρκοι … τι κάνουνε; Αδέρφια μας πλασμένα
    Κι' αυτοί δεν είνε απ' τον Θεό; Τι φταίνε, τι του κάνουν;
    — Άκουσε· δεν πιστεύουνε οι Τούρκοι τον Χριστό μας,
    Και μας τον βρίζουν άκοπα· αρπάζουνε το βιο μας,
    Μας δέρουνε, μας τυραννούν, θέλουν να μας βυζάνουν.
    Το αίμα μας 'σάν σφάλαγκες. Μας έχουν σαν σκυλιά τους
    Οι Τούρκ' ημάς τους Χριστιανούς για κάθε θέλημά τους,
    Και μοναχή φροντίδα τους είνε για να μας σβύσουν.
    Αυτοί, που Κλέφταις λέμ' εμείς, που διάλεξαν να ζήσουν.
    'Στα κορφοβούνια, 'ς τα κλαριά, και 'ς τ' άγρια στενορρύμια
       Με τα θεριά, μ' αγρίμια·
    Αυτοί, οπού φωλιάζουνε σε τρίσβαθα λημέρια.
    Κ' έχουν συντρόφους τους αετούς, τ' αηδόνια, τα ξεφτέρια,
    Δεν 'βάσταξαν να ζήσουνε 'ς τους Τούρκους σκλάβοι δούλοι.
    Και παν' απάνου 'ς τα βουνά 'ς τον Πίνδο και 'ς το Σούλι
       'Σ τα βράχια, 'ς τα ελάτια,
    Που έχει η Ελευθεριά τ' άσπρα της τα παλάτια.
    Και 'ς το 'Βαγγέλιο, 'ς το Σταυρό είνε βαρηά ωρκισμένοι
       Κι' όλοι αποφασισμένοι
    Ή να την διώξουν την Τουρκιά ή όλοι να 'ποθάνουν.
    Εκείνοι ζουν' ελεύθεροι κι' όλα … για μας τα κάνουν.
    Για 'μας ολάκεραις περνούν νυχτιαίς, ακέρηα χρόνια,
    Μέσα 'ς το κρύο, 'ς ταις βροχαίς, 'ς τα κρύσταλλα, 'ς τα χιόνια.
    Για 'μας πολλαίς φοραίς πεινούν, για μας ζουν' 'ςτά βουνά,
    Για 'μας γυρίζουν θάλασσαις, πέλαγα σκοτεινά.
    Για 'μας, παιδί μου, το κορμί εκεί του Κατσαντώνη
    Από των γύφτων τα σφυριά τσακίζεται 'ς τ' αμώνι.
    Τον Κατσαντώνη μη ξεχνάς. Κ' όλους να τους θυμάσαι,
    Κι' όσαις φοραίς 'ς το στρώμα σου θα πέφτης να κοιμάσαι,
    'Σ την προσευχή σου που θα λες, παιδί μου, 'ς το Θεό μας
    Λέγε δυο λόγια και γι' αυτούς, να ζήσουν παρακάλα
    Εκείνον που τους έρριξε 'ς τον κόσμο για καλό μας.
    Έχουν να κάνουν θαύματα για μας αυτοί μεγάλα!
    Κι όσο σ' αυτόν τον ψεύτικο τον κόσμο μας θα ζήσης,
    Τον Τούρκο, τον αντίχριστο, ποτέ μην αγαπήσης! —
    Κι απ' τότε ως που μεγάλωσα κάθε χειμώνα βράδυ,
    Ενώ απ' όξω η αστραπαίς έσχιζαν το σκοτάδι
    Κ' έβρεχε κ' έρριχνε 'ψηλά 'ς τα κορφοβούνια χιόνι
    Και δεν ακούγονταν ψυχή ούτε η φωνή του γκιώνη,
    Μ' έπαιρνε η μάνα ς' τη φωτιά κι' άρχιζε να μου λέη
       Ά, όχι τα συνήθηα
    Που λεν γρηούλαις 'ς τα μικρά παιδάκια παραμύθια·
    Μώλεγε λόγια, που κι' αυτή διηγώντάς τα να κλαίη.
    Για το Βλαχάβα μώλεγε του Ολύμπου το θρεφτάρι,
    Το Γρίβα του Ξερόμερου το δράκο το λιοντάρι,
    Τ' αδέρφια τ' αξεχώριστα τους Κατσικογιανναίους,
    Και για της Μάνιας τα παιδιά, τους Κολοκοτρωναίους.
    Για τον Ανδρούτσο μώλεγε, για το Βλαχοθανάση,
    Της Αλαμάνας το στοιχειό το Διάκο το Θανάση,
    Τον Κούρμα τον πελώριο, τον Πάνο Μεϊτάτη,
    Για το μικρό Χορμόπουλο, και για το Σπαθογιάννη·
    Και για του Βάλτου το θεριό το Χρήστο το Μιλιώνη·
    Για του πελάγου το πουλί μώλεγε τον Κατσώνη,
    Διά της Κασσάνδρας το Σταθά, το γέρο Μπουκουβάλα,
    Το Ζήτρο τον ανήμερο, τον άγριο Κώστα Πάλλα,
    Το Χρήστο Γρίβα τον αετό της Λάμιας, το Λαμπέτη,
    Για τον χαμένον αδελφό του Διάκου Μασσαβέτη,
    Και για τον πάτερ-Σαμουήλ της Κιάφας μας τ' αστέρι.
    Για το Μαλάμο μώλεγε της Λάμαρης ξεφτέρι,
    Για του Ζαβέλλα τα παιδιά, του Βότσαρη τη 'Λένη
    Τη Μόσχο και τη Λιάκενα τη μπαρουτοθρεμμένη·
    Για το Γυφτάκη μώλεγε, και για το Μητρομάρα,
    Τον Καλιακούδα, τον Λουκά, και για τον Νικοτσάρα.
    Και, μια τρισκότειδη βραδειά, μια Κυριακή, μια σκόλη,
    Μου είπε πώς μας πήρανε την ώμορφη την Πόλι.
       Μα μου είπε και μια ελπίδα,
    Μου είπε πως θε ν' αναστηθή η έρμη μας Πατρίδα·
    Μου είπε πώς πάλι θα να ιδή μέσ' 'ς την Αγιά-Σοφιά της
    'Τον Κωνσταντίνο με χρυσή κορώνα, βασιληά της.
    Ως τότε δεν τον ήξερα εγώ τον Τούρκο, αλήθεια.
    Τα λόγια αυτά της μάνας μου μ' άναψαν μέσ' 'ςτά στήθηα
    Άσβεστη φλόγα, κ' έλεγα πότε να μεγαλώσω
    Τα κλέφτικα τα άρματα 'ς τη μέση μου να ζώσω,
    Να πάω να ζήσω 'ς τα βουνά, μ' αγρίμια να φωλιάζω,
    Με τ' άλλα τα κλεφτόπουλα να πολεμώ να σφάζω.
    Κ' όταν από το σπήτι μας εκείνο το μικρούλι
    Μώδειξε η μάνα τα βουνά του Πίνδου και το Σούλι,
    Ταις ανοιξιάτικαις βραδειαίς 'σάν τώρα, με φεγγάρι
    Που αποσταμένη έγερνε αυτή 'ς το μαξυλάρι,
    'Σ το παραθύρι μας εγώ με 'ξάγρυπνα τα 'μάτια
    Κύταζα πέρα τα βουνά, των κλέφτων τα παλάτια,
    Κι' αγάλιαζα βαθηά — βαθηά οπού 'σάν θείο χέρι
    Το μυρωμένο τους λεπτό με χάιδευε αγέρι.
    Και έτσι όλα πέρασα τα χρόνια τα μικρά μου.
    Έτσι μας μεγαλώνουνε η μάναις η 'δικαίς μας
    Εμάς εκεί 'ς την Ήπειρο με όλαις ταις σκλαβιαίς μας,
    Μ' όλα τα καταφρόνια μας. 'Περήφανα βουνά μου.
    Αχ, πότε ακόμα μια φορά θε να σας αγναντέψω
    Απ' τα καϋμένα Γιάννινα! Πότε θα συντροφέψω,
    Βουνά μου, ακόμα μια φορά τα πεύκα τα ψηλά οας.
    Πότε θα πιώ απ' τα κρύα σας τ' αθάνατα νερά σας!
    Έπρεπε, 'σάν τον έλατο τρανός, να ζήσω τώρα
    Πέρα 'ς εκείνα τα βουνά, 'ς τη σκλαβωμένη χώρα,
    Και όχι 'σάν τον ταπεινό το μαύρο κυπαρίσσι,
    Τώρα να ζω καλόγηρος 'ς αυτό το 'ρημοκκλήσι…
    Ποιος ήμουν…και ποιος έγεινα! — Και πάλι ο γέρως πάλι
    Έσκυψε πάλι κλαίγοντας 'ς το βράχο το κεφάλι.

ς'.

    Ποιος ήταν και ποιος έγεινε; Ήταν απ' τ' άγιο χώμα.
    Τότες όλοι τον ήξεραν και τον θυμούνται ακόμα
    Τον Κωσταντή 'ς τα Γιάννινα, τον πρώτο κυνηγό τους,
    Οπού κανένα απάτητο δεν άφηκε βουνό τους.
    Κ' ήταν ένας ωμορφονιός, των κοπελλών η τρέλλα,
    Χρυσό καμάρι των γονηών, των Τούρκων πάντα φέλα.
    Τα πρώτα του τα γράμματα τάμαθε 'ς τον Ψαλλίδα.
    Τα λόγια του τούταν για την Πατρίδα.
    Τώδειχνε η μάνα του συχνά συχνά τα κορφοβούνια
    Και των κλεφτών τ' αράδειαζε τα έργα. Και 'ς την κούνια
    Ακόμα που τον βύζανε μικρό 'σάν τ' Αγγελούδια
    Τον ύπνο του νανούριζε με κλέφτικα τραγούδια.
    Χαρά 'ς το τέτοιο το παιδί που έτσι μεγαλώνει!
    Αξίζει η πατρίδα του για να το καμαρώνη.
    Από μικρούθε 'ςτ' άρματα συνήθεισε το χέρι,
    Κι' όταν λεβέντης έγεινε ήταν αετός-ξεφτέρι.
    'Στή λίμνη εκεί την ώμορφη ή γύρα 'ς τα βουνά της
    Θα νάβρισκε τον Κωνσταντή συχνά κάθε διαβάτης
    Να κυνηγάη πέρδικες, παπιά και περιστέρια
    Και των κλεφτών τον ήξεραν ακόμα τα λημέρια,
    Οπού ζαρκάδια, αγριόχοιρους, αλάφια κυνηγούσε
    Ή με τ' αρκούδια πάλευε ή λύκους ξεκοιλούσε.
    'Σ τα Γιάννινα είν' ώμορφαις. Ο Κωνσταντής 'ς τη νηότη
    Αγάπησε· κ' ήταν αυτή η ύστερη και πρώτη
    Αγάπη και γυναίκα του. Του γέννησε η 'Λένη
    Αγγέλους δυο, και πέρναγαν ζωή χαρητωμένη.

    Της Ρούμελης την όχεντρα, το γέρο τον Αλή
    Τον ξέγραψε ο Σουλτάνος του, τον είπε φερμανλή,
    Κεφάλι σήκωσε ο Αλής, και την Αρβανιτιά του
    Μαζεύοντας 'ς τα Γιάννινα γύρευε τα χαρτιά του.
    Δεν τον ακούει ο αφέντης του, τον έχει αφωρεσμένον,
    Και στέλνει ασκέρια αμέτρητα που τον βαστούν κλεισμένον
    Και θέλει το κεφάλι του φερμένο 'ς το σιντόνι,
    Στέλνει πασάδες τον Χουρσήτ με τον Ομέρ Βρυώνη.
    Κι' ο Αλή-Πασάς τόσο καιρό δεν δίνει τα κλειδιά του
    Κλεισμένος μέσ' 'ς το κάστρο του 'σάν λύκος 'ςτή φωλιά του.
    Μια 'μέρα αγνάντια 'ς το νησί ακούστηκαν τουφέκια,
    Φωναίς πολλαίς, αλαλαγμός, σάλπιγκες, τουμπελέκια·
    Εσκότωσαν το γέρω Αλή. Πήραν το κάστρο απάνου.
    Πήρανε και τα Γιάννινα τ' ασκέρια του Σουλτάνου.
    Τότες ακούσθη κ' η βροντή απ' την Αγία Λαύρα,
    Κ' εφάνηκαν μέσ' 'ςτά βουνά σύγνεφα 'λίγα μαύρα,
       Κι' απώνα βουνό 'ς άλλο
    Πετούν, πυκνώνουν, γίνονται ένα βαρύ, μεγάλο,
    Που απ' άκρη 'ς άκρη τη βαθειά τη φοβερή μαυρίλα
    Απλώνει 'ς την Ελληνική τη χώρα. Ανατριχίλα!
    Επανεστάτησε ο Γκιαούρ! Κλεισμένος 'ς το χαρέμι
    Τ' ακούει ο Σουλτάν Μαχμούτ και ρυάζεται και τρέμει,
    Και τα πυκνά τα γένεια του τινάζει με λαχτάρα.
    Φωτιά, προστάζει και σφαγή και γύμνια και τρομάρα!
    Φεύγουν οι δόλιοι χριστιανοί πώς φεύγουν τα πουλιά,
    Όταν θολούρα τα βαρεί αλάργα απ' τη φωληά,
    Και μέσ' 'ςερμιαίς βαθειαίς γυρνούν και κρύβονται 'ςτά βράχια.
    Οι κάμποι μένουν έρημοι, καίγονται χόρτα αστάχυα.
    Ρήμαξαν και τα Γιάννινα, φεύγουν η φαμηλιαίς,
    Και καταφύγι 'ς των βουνών βρίσκουνε ταις σπηληαίς,
    Εκεί, 'ς τον Πίνδου ταις κορφαίς, 'ς άγρια ξηρά βουνά,
    Και μέσ' 'ς τα &σκέμπια& ανάμεσα, σε βράχους, σε στενά,
    'Σάν αδερφάκια ασπρίζουνε τα δυο κεφαλωχώρια
       Συρράκου—καλαρύταις
    'Σ τους βράχους του μεγάλοι αετοί φωληάζουν και πετρίτες.
    Το σύνορο τα χώρισε, και ζούνε τώρα χώρια.
    Οι πλειότεροι απ' τα Γιάννινα ηύραν εδώ κρυψώνα·
    Εδώ τον πρώτο πέρασαν του χαλασμού χειμώνα.
    Εδώ ο Κώστας έφερε κι' αυτός την φαμηλιά του,
    Τη μάνα, τον πατέρα του, τη Λένη τα παιδιά του.
    Εδώ κ' εγώ 'γεννήθηκα, εδώ τον ήλιο είδα,
    Αυτά τα βράχια τα 'ψηλά έχω εγώ πατρίδα.
    Όταν ο Απρίλης έχυσε τα χνώτα τα ζεστά του
    Κι' ο Πίνδος ξεφορτώθηκε τα χιόνια τα πολλά του,
    Ανέβηκαν και 'ς τα βουνά τα Τούρκικα σ' ασκέρια
    Και πήραν σβάρνα τα χωριά για κλέφτικα λημέρια.
    Η Καλαρύταις χάλασαν, και το Συρράκου αντάμα,
    Και του Μεσολογγιού κ' εδώ ακούσθηκε το κλάμα.
    Όσοι γλυτώσαν έφυγαν γυμνοί και τρομαγμένοι
    Προς των Τζουμέρκων τα βουνά. Οι Τούρκοι λυσασμένοι
    Αχόρταγοι τους κυνηγούν ακόμα κ' εκεί πέρα.
    Εδώ ο Κώστας έχασε τον γέρο τον πατέρα.
    'Σ το Βουργαρέλι οι χριστιανοί, οι Τούρκοι από κοντά τους.
    Οι Αγραφιώταις παρεκεί φυλάγουν τα βουνά τους.
    Εδώ οι Τούρκοι σταματούν· εδώ δεν κυνηγούνται
    'Σαν έφτασαν οι χριστιανοί, όσοι έμειναν σκορπούνται
    'Σ το Βάλτο, 'ς το Ξηρόμερο, άλλοι 'ς το Καρπενήσι.
    ……………………………………………
    Γλήγορος απ' τα Γιάννινα ο 'Μέρ είχε κινήση
    Την Επανάστασι μιας να σβύση 'ς την Ελλάδα.
    Και σέρνει ασκέρια αμέτρητα πεζούρα και καβάλα.
    Διαβαίνει το Μακρύνορο, διαβαίνει τη Φλωριάδα,
    Και χύνεται 'ς τα χειμαδιά του Βάλτου τα μεγάλα
    'Σάν τ' Άσπρου τα πολλά νερά θολά, κατεβασμένα
    Κι' όπου περνάει αφίνει ερμιά, κι' αυλάκια στερφεμένα
       Κι' ολούθε σκλάβους παίρνει
    Κι' αρμάθες 'σάν ο Χάροντας 'ς τ' ασκέρια του τους σέρνει.
       Κατά τ' Αγρίνι κάτω
    Βρίσκει του Πίνδου του Σουλίου τον κόσμο το φευγάτο·
    Βρίσκει τον Κώστα πούχ' εκεί τη φαμηλιά του φέρει
    Και παίρνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του παίρνει.
    Να φύγη ο Κώστας δε 'μπορεί και πέφτει προσκυνάει.
    Τον ξέρει από τα Γιάννινα για πρώτον 'ς το κυνήγι
    Και με τους άλλους σκλάβους του ο 'Μέρης δεν τον σμίγει,
       Μόνο να κυνηγάη
    Για το σουφρά του τον κρατεί και τον καλοταγίζει.

Ζ'.

    'Σ το Μεσολόγγι σταματά ο 'Μερ-πασάς, κ' ελπίζει
    Ότι ολόκερη κρατεί τη Ρούμελη 'ς το χέρι
    Και γλήγωρα για το Μωρηά τ' αμέτρητό του ασκέρι
       Λαίμαργο θα κινήση.
    Το όνειρό σου το χρυσό γρήγωρα, Ομέρ, θα σβύση·
    Το δρόμο σου αν δε σώκοψε ως τώρα ένα τουφέκι,
    Το Μεσολόγγι το μικρό που άφωνο τώρα στέκει
       Θα να σου γίνη μνήμα·
    Ανέλπιστη τ' αγέρωχο θα να σου κόψη βήμα.
    Σέρνει ο Βρυώνης τέσσερες χιλιάδες Αρβανίταις,
    Και τετρακόσιοι μοναχά είναι οι Μεσολογγίταις.
    Ο Μάρκος Βότσαρης μαζύ, της Κιάφας ο αετός,
    Τριάντα πέντε του Σουλιού συγύριζε ξεφτέρια,
    Ολομερίς σαλεύονται του Ομέρ-πασά τ' ασκέρια,
    Και σκώνεται μεσουρανίς πυκνός ο κουρνιαχτός.
    Άξαφνα βρέθηκε μια αυγή κλειστό το Μεσολόγγι.
    Μαύριζε γύρα η Αρβανιτιά, 'σάν να το ζώνουν λόγγοι.
    Κλειέται με μιας κ' η θάλασσα· κι' ο &Μέρης& μανιωμένος,
       'Σάν λύκος λυσσασμένος,
    Γρήγωρα θέλει τα κλειδιά. Τ' αρνιούνται οι κυκλωμένοι.
    Είνε το πρώτο κλείσιμο, δεν είναι πεινασμένοι,
    Και δεν τους λείπει τίποτα, έχουν μπαρούτι-βόλι,
    Έχουν καθάρια τη ματιά, είνε λιοντάρια όλοι.
    Για να γελάσουν τους οχτρούς, για να τους παντεχένουν
    Αμέτρητους, αμέτρητα σπαθιά 'ς τους τοίχους στένουν,
    Και τουφεκίζουν όλοι τους μια εδώ, μια εκεί, μια πέρα,
    'Σάν νάχουν τα προχώματα πιασμένα πέρα-πέρα.
    Με λίγαις 'μέραις 'ς το γιαλό καράβια ' 'ξαγναντίζουν,
    'Λίγα καράβια Ελληνικά κι' οι Τούρκοι αναμερίζουν.
    Η θάλασσα είνε ελεύθερη. Το Μεσολόγγι κράζει:
    — Έλα να πάρης τα κλειδιά, πασά! — Ο 'Μέρ φρυμάζει,
    Και καρτερεί 'σάν όχεντρα πότε να βρη καιρό
    Για να χουμήση άξαφνα. Ξεγέλασμα πικρό!. .
    Το Μεσολόγγι. Ομέρ-πασά, δεν το φυλάν' οι τοίχοι,
    Τ' ανδρεία στήθηα το φυλάν και η καλή του τύχη.

Η'.

    'Ξημέρωναν Χριστούγεννα. 'Σ τα παγωμένα αθέρια
       Λάμπουν χρυσά τ' αστέρια,
    Και 'ς το φεγγάρι που έτοιμο να βασιλέψη σκύβει
    Πέρα 'ς του Βάλτου τα βουνά — που καταχνιά τα κρύβει —
    Ασπρίζουν του Ζυγού η κορφαίς η χιονοσκεπασμέναις,
    'Σάν νάν' 'ψηλά φαντάσματα, 'ψηλαίς καμαρωμέναις
    Ως 'ς τ' άστρα, λες κι' απόκρυφα μ' αυτά συνομιλούνε.
    Ανάρηα-ανάρηα τα Ζυγά την Πούλια ακολουθούνε
    Και περασμένη τη 'μισή τη νύχτα σημαδεύουν.
    Σβυέται ο Σταυρός μεσουρανίς· οι Δράκοι βασιλεύουν.
       Σε 'λίγο το φεγγάρι
    'Σάν βασιλέψη τρίβαθο σκοτάδι θε να πάρη.
    Πόσο το χειμωνιάτικο είν' άγριο το σκοτάδι!
    Κι' αν ξενυχτίσης 'ς το βουνό, 'ς το λόγγο, ή λαγκάδι
    Διπλή σου χύνουν 'ς την καρδιά, διπλή ανατριχίλα
       Το κρύο κ' η μαυρίλα.
    Τη νύχτα εκείνη εδιάλεξε ο 'Μέρ για το σκοπό του.
    — Απόψι αγρύπνια ολονυχτίς, λέει 'ς το σύμβουλό του,
    Κ' ύστερ' απ' τα μεσάνυχτα, 'σάν το φεγγάρι φύγη,
    Την ώρα που των Χριστιανών η εκκλησιά ανοίγει
    Και πάνε τα Χριστούγεννα αυτοί να λειτουργήσουν
    Και 'ς τα προχώματα 'ψηλά κανένας δε θα μείνη.
       Τη νύχτα, λέγω, εκείνη
    Τ' αμέτρητα τ' ασκέρια μας άξαφνα να χουμήσουν
    Κι' ως 'ς την αυγή να στήσουμε, πατώντας τον οχτρό μας,
    'Σ τους τοίχους του Μεσολλογγιού το μισοφέγγαρό μας. —
    Ο λόγος δίνεται με μιας 'ς τ' ασκέρια πέρα-πέρα,
    Και με φωναίς χαρούμεναις γιομίζουν τον αγέρα.

Θ'.

    Το φεγγαράκι λίγο τι να βασιλέψη θέλει
    Και ώμορφα χαμογελά και φέγγει 'σάν να στέλλη
    'Σ τη γη μας καλονύχτισμα. 'Σ τη λάμψη του η φύσι
    Φαίνεται πούναι 'ς όνειρα, σε ύπνο βυθισμένη,
    Η λίμνη του Μεσολογγιού αστράφτει αγρυπνισμένη,
    Γιατί τ' αγέρι το τρελλό θέλει να την φιλήση,
    Κι' όσαις φοραίς το χέρι του απάνω της απλώνει,
    Πεισμώνει αυτή κι' ανάλαφρα το μέτωπο ζαρώνει.
       Καθάρια τα νερά της
    Σωπαίνουν όλα. Μοναχά σε κάθε ακρογιαλιά της
    Με κάνα λιανολίθαρο παίζουν ή με λουλούδι
    Και μουρμουρίζουν, 'σάν παιδιά, κάνα γλυκό τραγούδι.
    Άξαφνα απ' τ' Αντιλικού τώμορφο τ' ακρογιάλι
    Ένα μονόξυλο μικρό μ' ένα πανί προβάλλει.
    Τραβάει προς του Μεσολογγιού το κάστρο, κι' από πέρα
    'Σάν απ' τη λίμνη φαίνεται να βγαίνη 'ς τον αθέρα
    Άσπρο πελώριο φάντασμα. Ανοίγουν τα κουπιά του
    Σαν τα φτερά του γερακιού. Σε μια κι άλλη μεριά του
    Της λίμνης τ' άσπρα τα νερά τα δόλια δεν προφταίνουν
    Να το 'ρωτήσουν τι του φταίν' κ' άγρια τα ξεσχίζει.
    Βογγούν, φωνάζουν, σκούζουνε και μεριασμένα μένουν
    Κ' εκείνο φεύγει και πετά και σχίζει, πάντα σχίζει,
    'Σάν νάθελε σε μια στιγμή εκεί που πάει να φθάση.
    Μέσα του το γραμματικό καθάρια το Θανάση
    Βλέπω του καπετάν Μακρή. Γιατί; γιατί και συ,
    Θανάση, δεν ακούγεσαι; Πού είνε η χρυσή
    Φωνή σου απόψε που συχνά τη λίμνη χαιρετούσε
    Κ' η λίμνη σε χαιρότουνε και σου χαμογελούσε;
    Γιατί 'σάν δίχως όρεξι καταμεσίς ξαπλώνεσαι
    Κ' ακουμπισμένος 'ς τους σκαρμούς τα μάτια στηλωμένα
    Έχεις 'ψηλά 'ς τον ουρανό, 'σάν τ' άστρα ένα-ένα
    Ν' αναμετράς; Για το μικρό χωριό σου μη σε πόνεσε
    Μήνα για τον πατέρα σου τ' αδέρφια σου Θανάση; ..
    Ω μη! μη συκλετίζεσαι. Κ' η μέρα σου θα φθάση
    Να ιδής και την πατρίδα σου να ιδής και τους δικούς σου
    Όπως τους θες … ελεύθερους. Με τέτοιους λογισμούς σου
    Μη την πικραίνης την καρδιά, ω μη! μη την ραγίζης.
    Θανάση, ξύπνα· κάτσε εκεί που πάντα συνειθίζεις
    Και το γλυκό σου πάρε μας, Θανάση, το τραγούδι,
    Οπού τ' ακούγουν τα βουνά και χαίρουν, καμαρώνουν,
    Τ αγρίμια κ' ημερεύουνε, τα δέντρα χαμπηλώνουν,
    Και χύνει μόσχο-ανασασμό του βράχου το λουλούδι
    Γιατί σε τέτοια συλλογή κάθε χαρά να πνίξης;
    Η λίμνη πώς σε καρτερή τα χείληα σου ν' ανοίξης!!
    Και τι γλυκότερο απ' αυτό! Τη λίμνη να περνάς
       Με τέτοια ώμορφη βραδειά,
    Που τα κουπιά σου 'ς τα νερά μονάχος να γυρνάς,
    Και το γλυκό τραγούδι σου να βγαίνη από τα χείληα…
       Τι θέλγητρο!-τι ζήλια!
    Χαρά 'ς αυτόν που βάσανα δεν έχει 'ς την καρδιά!
    Κ' εγώ θυμούμαι ταις βραδειαίς αυταίς 'ς την ξενητειά μου
    Που με τραγούδια με χαραίς εφτέρωνε η καρδιά μου
    'Στη λίμνη των Γιαννίνων μου, 'ς τη λίμνη αλήθεια εκείνη
    Που κάθε μια νυμφαία της και κάθε καλαμιά της
    Κρύβει Νεράιδες ώμορφαις, κ' εις κάθε ακρογιαλιά της
    Με τραγουδάκι ερωτικό κάθε της κύμα σβύννει·
    Κ' εκείνο τώμορφο νησί με το μικρό βουνό του,
    Με μοναστήρια 'ς τη κορφή, 'ς τα πλάγια, 'ς το ριζό του,
    Με ταις βαθειαίς του ταις σπηληαίς,
    Τα κάτασπρα τα σπήτια του μέσ' ς τα κλαριά χωμένα
    Κλαριά γιομάτα χλωρασιά και πάντα φυλλωμένα,
       Πώχουν αμέτρηταις φωληαίς
    Πουλιά μικρά γλυκόλαλα λογιών-λογιών χιλιάδες,
    Κ' εμπρός τα πλάγια του βουνού γιομάτα πρασινάδες . . .
    Πατρίδα μου! πώς απ' τον νου εγώ να σε ξεγράψω!
    'Σάν σας θυμούμαι, Γιάννινα, αχ πώς, πώς να μη κλάψω;

Ι'.

    Ακόμα ο Γραμματικός κάθεται ξαπλωμένος·
    Ακόμα δείχν' η όψι του πούνε συλλογισμένος.
    Αχ! νάξερα τον πόνο σου, Θανάση μου, τον τόσο,
    Και να μπορούσα ο δύστυχος να σου τον βαλσαμώσω!
    Άξαφνα-άξαφνα μεμιάς κόβει τη συλλογή του,
    Και: — Στάσου, κράτα τα κουπιά! — κράζει του καϊκτσή του.
    — 'Στό δώθε του Μεσολογγιού, του λέει, τ' ακραγιάλι
    Έν' άσπρο-άσπρο και μικρό απ' τη στερηά προβάλλει. —
    — σώπα, θα νάνε φάντασμα, — αυτός τ' απολογέται.
    — Όχι. Πώς κυματίζεται δε βλέπεις, πώς κουνιέται;
    Κ' είνε γερμένο προς εμάς. Σημαία ή μαντύλι.
    Τράβα να πάμε προς εκεί: αν είνε Τούρκ' ή φίλοι
    Θα τους ιδούμε από μακρά. — Γυρνάει το καΐκι
    Κι' αυτός το σπρώχνει προς εκεί. Μεριάζει από τα φύκη,
    Κ' έρχεται 'ς την ακρογιαλιά, και τα κουπιά μαζώνει.
    Βλέπουν εκείθε 'ς το γιαλό άνθρωπο να σιμώνη,
    Και τ' άσπρο το μαντύλι του κουνώντας τους φωνάζει:
    — Παιδιά! Αν είστε χριστιανοί, ελάτε· μη σας σκιάζει
    Η παρουσία μου εδώ. Απ την αυγή γυρνάω
    Απ' όξω του Μεσολογγιού, τάχα πως κυνηγάω.
       Έν' από σας για νάβρω,
    Έν' αδερφό μου χριστιανό για να του 'πω χαμπέρι,
       Πικρό χαμπέρι, μαύρο,
    Που το φυλάγουν μυστικό 'ς του Ομέρ-πασά τ' ασκέρι.
    Παιδιά! Για όνομα Θεού, μη, μη φοβάστε, ακούτε.
    Το Μεσολόγγι ο Θεός δε θε να χάση ακόμα.
    Ούτε να πέση η Ρούμελη, ούτε ο Μορηάς μας ούτε.
    Και τώφερε το μυστικό και 'ς το δικό μου στόμα.
    Αδέρφια, μη, μη σκιάζεστε τον χριστιανόν εμένα.
    Αν βρίσκωμαι με τους οχτρούς, αχ! μώχουν σκλαβωμένα
    Τα τέκνα, τη γυναίκα μου. Απόψε πριν χαράξη
    'Σάν το φεγγάρι 'ς τα βουνά 'ς τη δύσι του αράξη,
    Την ώρα που τη Γέννησι, αδέρφια, του Χριστού μας
    Θα να σημαίνουν η εκκλησιαίς, τ' ασκέρια του οχτρού μας
    'Σ το Μεσολόγγι άξαφνα ακέρηα θα χουμήσουν,
    Για νάβρουν τα προχώματα έρμα, να το πατήσουν.
    Γιατί πιστεύει ο 'Μέρ-πασάς, τώμαθε από προδόταις,
    Πως θάνε οι φυλαχτάδες σας 'ς ταις εκκλησιαίς μας τότες.
    Σύρτε και πέτε τους εσείς 'ς την εκκλησιά μην 'πάγουν,
       'Σ τα τείχηα να φυλάγουν.
    Σύρτε και πέτε τους, παιδιά· γιατ' ο Θεός με στέλλει.
    Το Μεσολόγγι να χαθή δεν θέλει Αυτός, δεν θέλει! —
    Είπε και το μαντύλι του κουνώντας 'ς τον αέρα
    Εχάθηκε μέσ' 'ςταίς λακαίς και μέσ' 'ςτά σχίνα πέρα.
    Με μιας μ' αυτόν βασίλεψε και το φεγγάρι 'ς τα βουνά.
    Του Βάλτου κ' έγειναν με μιας βουνά, λαγκάδια σκοτεινά.
    Ποιος ήταν αυτός πούφερε το μυστικό χαμπέρι
       Απ' του Ομέρ τ' ασκέρι;
    Πέτε τον σεις, 'ψηλά βουνά, βρυσούλαις και λαγκάδια.
    Σεις, που τον συντροφεύετε τόσαις αυγαίς και βράδυα!
    Πέτε τον σεις βράχοι κλαριά, του Ομέρη τον προδότη.
    Τον Κώστα το Γιαννιώτη!

ΙΑ'.

    Ξημέρωναν Χριστούγενα. Η εκκλησιαίς σημαίνουν
    Κουνιούνται τα καμπαναριά, και η φωναίς που βγαίνουν
    Απ' το βαθύ και διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα
    'Μοιάζουν Χειρουβεικούς ψαλμούς, 'σαν το απ' ουράνιο δώμα
    Χιλιάδες τα Χριστούγεννα να τραγουδούν αγγέλοι·
    Και κάθε αχτίδα από 'ψηλά που κάθε αστέρι στέλλει
    'Μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! γλυκειά μάνα,
    Τι ώμορφη δίνεις εσύ λαλιά και 'ς την καμπάνα,
    Και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!
    Πόσαις εκείνος ο σταυρός απ' τα καμπαναριά μας,
    'Σ την αντηλιάδα χύνοντας τόσαις χρυσαίς αχτίδες,
    Χύνει βαθηά μας, 'ς την ψυχή, γλυκαίς χρυσαίς ελπίδες!
    Κ' η δυο εκείναις χαραυγαίς που αγγέλλοι κατηβαίνουν
    Μέσ' απ' τον ουρανό 'ψηλά κ' έρχονται και σημαίνουν
    Χριστούγεννα κι' Ανάστασι, ω! τι μυστήριο χύνουν,
    Τι χαραυγούλαις είν' αυταίς, πόση ζωή μας δίνουν!
    Λάμπουνε, τ' ασυγνέφιαστα τα ουράνια 'σάν ζαφείρια·
    'Σάν μάτια π' αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια·
    Χαρούμεναις και σιγαλαίς 'μιλιαίς σμίγονται γύρα.
       Και από κάθε θύρα,
    Που ανοίγεται, βγαίνουν μορφαίς γελούμεναις λουσμέναις.
       Γλυκαίς καλοντυμέναις.
    Κρατούν 'ς τα χέρια τους κηριά, λαμπάδες. 'Στή ματιά τους
    Λάμπ' η χαρά που 'νοιώθουνε βαθειά μέσ' την καρδιά τους
    'Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Θύραις ολούθε ανοίγουν
    Κι' ολούθε τώρα οι χριστιανοί 'ςταίς εκλησιαίς μας σμίγουν
    'Στό Μεσολόγγι μοναχά, απόψι διακρίνω
    Μέσα 'ς ταις εκκλησιαίς ερμιά, και η ερμιά εκείνη
    Βαρύ κρυφό παράπονο κατάκαρδα μου αφίνει
    Που ένα δάκρυ φλογερό δίχως να νοιώσω χύνω
    Και μου ραγίζεται η καρδιά και δυο μεγάλοι βόγγοι
    Με πνίγουν μέσ' ς'τα στήθηα μου. Καϋμένο Μεσολόγγι!
    Ήταν γραμμένο εκεί 'ψηλά, φτωχό, να μη γιορτάσης
    Φέτος εσύ Χριστούγεννα 'ς την εκκλησιά! Να πιάσης
    Τα μετερίζια πρέπει συ αρματωμένο απόψι
    Και την πορειά του Ομέρ-πασά τη φοβερή να κόψη
    Το φλογερό τουφέκι σου, το χώμα σου να σπάση
    Το κύμα αυτό που ολάκερη βουλιέται να σκεπάση
    Την έρμη την Ελλάδα μας! Και θε ναρθούνε χρόνια
    Που θα γιορτάσης με χαρά, με δίχως καταφρόνια
    Χριστούγεννα κι' Ανάστασι!..

    Μέσ' 'ς το σκοτάδι το βαθύ της νύχτας, του Ομέρη
    Κινάει απ' το στρατόπεδο τ' αμέτρητο τ' ασκέρι
    Με μια 'περήφανη χαρά, μ' ένα χρυσό όνειρό του
    'Σ το Μεσολόγγι πώς θα 'μπή. Με τον αλαλαγμό του
    Σμίγονται που κ' οι θλιβεροί καμμιάς καμπάνας ήχοι,
    Καμπάνας του Μεσολογγιού. Σιμώνει ο οχτρός τα τείχη
    Άξαφνα, ανέλπιστα, με μιας 'σάν σύγνεφα αστράφτουν
    Και μέσ' 'ς τα μαύρα χώματα χίλια κουφάρια θάφτουν.
    Πέντε φοραίς ως την αυγή ρίχνεται με τ' ασκέρι
    'Σ τους τοίχους του Μεσολογγιού ο 'Μέρης λυσσασμένος
    Και πέντε γύρισε φοραίς 'μισός και 'ντροπιασμένος.
    Το Μεσολόγγι απάτητο τωύρε τ'ς αυγής τ' αστέρι.
       Τώμαθε η άλλη Ελλάδα,
    Κ' εσήκωσε 'περήφανο-'περήφανο το φρύδι.
       'Σάν θυμωμένο φίδι,
    Και χύνεται μέσ' 'ςτήν Τουρκιά κι' αλλού της καίει αρμάδα
    Αλλού της καίει τα χωριά· κι' απ' άκρη 'ς άκρη ανάφτει
    Μεγάλη η Επανάστασι, σπαθί ολούθε αστράφτει.
    Κ' αλύσια κόβονται βαρηά και πέφτουν και βροντούνε
    'Σάν να χτυπιούνται απ' αστραπή και 'σάν να ξεψυχούνε
       Χίλιαις χιλιάδες δαίμονες ….

ΙΒ'.

    'Στα κοφοβούνια του Ζυγού 'ς τα κρούσταλλα 'ς τα χιόνια
    Και 'ς έρμα ανάμεσα κλαριά παμπάλαια-αιώνια
    Ο Κώστας κάθεται και κλαίει ζωμένος τάρματά του,
    Κι' αναστενάζοντας βαρηά, 'σάν νέφιο φορτωμένο,
    Φωνάζει τη γυναίκα του, φωνάζει τα παιδιά του,
    Είνε το μοιρολόγι του πικρό, φαρμακωμένο,
    Και μόνη μια παρηγοριά, βαθειά τόνε γλυκαίνει,
    Η δόξα του Μεσολογγιού. Ο 'Μέρ-πασάς μαθαίνει
    Του κυνηγού την προδοσιά και 'ς την απελπισιά του.
    'Σάν πήρε ο Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του.
    Τώπαν του Κώστα 'ς τα βουνά και τάρματα πετάει
    Και 'ς της Κλεισούρας το μικρό το ρημοκλήσι πάει
    Και γίνεται καλόγηρος, ντύνεται ράσα μαύρα
    Και της καρδιάς του την πολλή θέλει να σβύση λάβρα
       Με δάκρυα νύχτα-'μέρα,
    Μ' αναστενάγματα βαρηά που καίνε τον αγέρα.
    Ω, πόση νοιώθη αλάφρωσι ο πεζοδρόμος πόση
    'Σάν από βράχια και βουνά και λαγκαδιαίς γλυτώση.
    Και 'ς το μικρό καλύβι του το βράδυ-βράδυ φθάση!
    Κι' ο άνθρωπος, ταξειδευτής του κόσμου, 'σάν περάση
    Ταις τόσαις του κακοτοπιαίς, τα τόσα του τα πάθηα,
    Ω, πόση βρίσκει αλάφρωσι 'ς της Εκκλησιάς τα βάθηα
    'Στά βάθηα του μοναστηριού! Ω, πόση η πονεμένη
    Ψυχή βρίσκει ανάπαυσι 'ς εσένα αφιερωμένη,
    Θρησκεία! Όταν, τα βάσανα του κόσμου, ανεμοζάλη,
    Κατάστρατα τον άνθρωπο χτυπάει και παραδέρη,
    Πόση, θρησκεία, 'σάν 'ς εσέ το λογισμό του φέρη,
    'Βρίσκει γλυκειά παρηγοριά 'ς την ιδική σου αγκάλη!
    Πόσαις φοραίς το χέρι σου, που λίβανα μυρίζει,
    Τα πικραμένα δάκρυα μας 'σάν μάνα τα σφογγίζει!
    Και τα γλυκά τα λόγια σου και τα ζεστά φιλιά σου
    Πώς μας κοιμίζουνε γλυκά 'ς τη μητρική αγκαλιά σου!
       Παντού, Θρησκεία, εσύ
    Μάνα μας γίνεσαι παντού κ' ελπίδα μας χρυσή!
    Καλόγηρος ο κυνηγός. Κλεισμένα 'ς την κασέλλα
    Τα τρώει ο σκόρος τα πισλιά, την άσπρη φουστανέλλα.
    Τα φλωροκαπνισμένα του τσαπράζια, τάρματά του
    Παραιτημένα σκούριαζαν 'ς τους τοίχους κρεμασμένα.
    Κάποτε ρίχνει απάνω τους καμμιά κρυφή 'ματιά του.
    'Σάν θυμηθή τα χρόνια του εκειά τα περασμένα.
    Θυμάται και τα Γιάννινα τ' αγαπημένα τότε,
    Και πότε κλαίει τα νηάτα του και την πατρίδα πότε.

    Κοιμήσου 'ς το ελεύθερο, Καλόγηρε, το χώμα
    Κι' ουράνια τον ύπνο σου όνειρ' ας νανουρίζουν!
    Τάρματα ίσως τάθελες κι' αυτού να τάχης στρώμα·
    Ποιος ξέρει σε τι μαύρη γη, πατέρα, να σαπίζουν!
    Κοιμήσου. Τώρα χειμωνιά την Ήπειρό μας δέρνει
    Και κρύο, ξέρα, παγωνιά 'ς τα χώματά της σπέρνει.
    Όταν κ' εκεί η ελευθεριά την άνοιξι 'ξαπλώση
    Και το χορτάρι το χλωμά 'ς το χώμα της φυτρώση.
    Θάρθω να σε ξεθάψω 'γώ και τάγια λείψανά σου
    Θα να τα πάω 'ς τα Γιάννινα· εκεί θα να τα θάψω
    Κι' απάνω από το μάρμαρο του τάφου σου θα γράψω
       Μαζί με τ' όνομά σου
    Το μέγα σου κατόρθωμα. Κ' οι Ηπειρώταις όλοι
    Ξεχωριστή θα στήσωμε για σε γιορτή και σχόλη.
    Ξεχωριστό μνημόσυνο για σε και λειτουργία.
    …………………………………..
    Ω! που με φέρεις μάγισσα και πλάνα φαντασία!
                             ΚΩΝΣΤ. Δ. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ

ΑΓΡΟΤΙΚΑ

ΕΠΑΙΝΕΘΕΝΤΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΟΝ ΠΟΙΗΤΙΚΟΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΝ ΤΟΥ 1890

      «Άρχετε βουκολικάς, Μοίσαι φίλαι,
      άρχετ' αοιδάς.» (Θεόκριτος)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τα &Αγροτικά&, είνε το τρίτον ποιητικόν έργον του Κρυστάλλη, δημοσιευθέν μετά τον «Καλόγηρον της Κλεισούρας» κατά το έτος 1891. Το έργον τούτο υπεβλήθη εις τον ποιητικόν διαγωνισμόν τον προκηρυχθέντα κατά το 1890 υπό του αγωνοθέτου κ. Χρ. Νικολαΐδη Φιλαδελφέως. Εν αυτώ ο ποιητής αναπτύσσεται και μεγαλύνεται, τανύει περισσότερον τας πτέρυγάς του, επεκτείνει την φαντασίαν και εναρμονίζει την ποίησιν όπως ψάλη τα κάλη του αγροτικού βίου ή περιγράψη τον βίον του λαού διά της γλώσσης αυτού του ιδίου λαού, διά λέξεων συλλεγεισών από τα χείλη των αγροτών, δι' εμπνεύσεως εκπηγαζούσης από την αρμονίαν και την ποιητικότητα της φύσεως και ουχί εξ απλής επινοήσεως. Η έμπνευσις τυγχάνει το πρώτον και απαραίτητον εφόδιον εις τον ποιητήν· ο ποιητής όμως δεν οφείλει μόνον να ξύη την κεφαλήν του ή να καπνίζη και εμπνέεται, αλλά να σπουδάζη εκείνα άτινα πρόκειται να εξυμνήση, να μελετά αυτά να τα αναπαριστά και να τα περιγράφη υπό την πραγματικήν αυτών όψιν. Ο ποιητής αφού πρόκειται να περιγράψη ή εξυμνήση τον αγροτικόν βίον δέον να είνε εις θέσιν να θαυμάση τα βουνά, τας κοιλάδας, τους ποταμούς, τους δρυμούς, τα νερά τα ηχηρώς κατερχόμενα εις τας χαράδρας, τους σπειρομένους αγρούς, τα τραγούδια του λαού, τον βίον, τα ήθη και έθιμα του Ελληνικού λαού διότι εάν δεν δύναται να εννοήση ταύτα, εάν δεν δύναται να τα αισθανθή, να συγκινηθή εξ αυτών, αδυνατεί και να τα περιγράψη.

Κατά το παρελθόν έτος επεσκέφθην τα Τζουμέρκα και διήλθον εξ Αγνάντων. Εις το μέσον του χωρίου — κειμένου επί της σειράς του Πίνδου — διέρχεται ποταμός όστις κινεί τα λεγόμενα &μαντάνια&, ή &νεροτρουβιαίς&, χρησιμεύοντα προς κατεργασίαν των μαλλίνων υφασμάτων αμέσως μετά την ύφασιν. Προ εμού επεσκέφθη το τμήμα τούτο και είς των διαπρεπών λογογράφων και έγραψεν αναμνήσεις εκδοθείσας εις ίδιον φυλλάδιον. Ο περιηγητής φθάσας εις Άγναντα και ακούσας τον θόρυβον των ανεβοκοτερχομένων ξυλίνων μανδανίων (εργαλείων) εξεπλάγη και την έκπληξίν του ταύτην χαράσσει εις τας αναμνήσεις του (Σελ 58) ως εξής:

Είνε ευάρεστος την θέαν η κώμη των Αγνάντων, από δύο κεχωρισμένων συνοικιών αποτελουμένη, και διχοτομουμένη, κατά μέσον από ευρύ χάσμα, κατάφυτον ενιαχού, ζευγνύμενον διά λιθίνης γεφύρας, και εις το βάθος του οποίου κυλίεται ρεύμα, μορφούμενον από των πέριξ ρεόντων και προς τα βάθη καταρρεόντων υδάτων. Υδρόμυλοι δουλεύουσιν εκεί, &και ξύλινα πρωτογενή ήξεστα χονδροειδή μηχανήματα, αρχεγόνου απλότητος&, δι' ύδατος κινούμενα, και τον απαλότητα σκοπούντα των εντοπίων μαλλίνων υφασμάτων, «μαντάνια» δε καλούμενα εν τω τόπω. Τοιαύτα στοιχειώδη μηχανήματα, ξύλινα επίσης, &είχον ειδεί πλείστα!!& και παρά τας όχθας του παραρρέοντος και διχάζοντος την Στενήμαχον ποταμού «Τοπαπάτζιες» δε καλούμενα, διά λέξεως ποιητικής, εις την αισθηματικήν εκείνην και αλησμόνητον Ελληνικήν κώμην της Ανατολικής Ρωμυλίας, την ενθουσιώδη, την υπερήφανον και φιλοπάτριδα, κλπ.

Ώστε, ως βλέπουσιν οι αναγνώσται ημών, ο περιηγητής των Τζουμέρκων, όστις τυγχάνει και άριστος των λογογράφων και ηδύνατο κάλλιστα να είνε και κριτής του ποιητικού αγώνος, ομολογεί ότι μίαν φοράν είδε &μαντάνια& εις την Ανατολικήν Ρωμυλίαν και δεύτερον εις την Άγναντα. Και όταν ο Ελληνικός λαός αναγινώσκη τοιαύτα εις επίσημον και εμπνευσμένον λογογράφον Έλληνα, ότι δηλαδή δεν είδεν άλλην φοράν εν Ελλάδι τοιαύτα περίεργα και πρωτοφανή πράγματα (=μαντάνια) εν ώ και έξωθεν των Αθηνών υπάρχουσι και λειτουργούσιν όμοια, δεν παραξενεύεται ότι οι κριταί, καίτοι ανομολογούσιν ότι &ο ποιητής των Αγροτικών& (=Κρυστάλλης) &πλουσιωτέραν έχει την ποιητικήν φλέβαν και ότι αναστρέφεται εις τον ευδαίμονα και μαγικόν κόσμον των παραδόσεων&, δεν τον βραβεύουσι &διότι η τοιαύτη ακρίβεια και απομίμησις της δημώδους γλώσσης και του δημώδους ύφους& φέρουσιν εις θέσιν τους κυρίους κριτάς &να μη διακρίνωσι τα έργα τον Κρυστάλλη από τα γνήσια δημοτικά … και διότι&, ως φρονούσιν οι κριταί, &ο ποιητής πρέπει να είνε δημιουργός γλώσσης και ουχί να καλλιεργή την δημώδη τοιαύτην&. Εις τα επιχειρήματα ταύτα, των κυρίων Κριτών αντιτάσσομεν ότι ο Κρυστάλλης δεν παρέστη, διά των έργων του, ενώπιον του κοινού κριτηρίου ως δημιουργός νέας αγνώστου ποιήσεως ούτε ως δημιουργός γλώσσης αλλ' ως ζωγράφος του ποιμενικού και αγροτικού βίου ως τελείως και εμπνευσμένως αναπαριστών τα ήθη και έθιμα του Ηπειρωτικού βίου. Δεν ηθέλησε δε ο εισηγητής των κριτών να εμβαθύνη εις τον βίον τούτον διότι, καίτοι και αυτός ποιητής, δεν ενεπνεύσθη από τας παραδόσεις του Ρουμελιωτικού βίου εν τη πατρίδι του, ένθα ούτε η φλογέρα ηχεί, ούτε χαράδραι και δειράδες υψούνται, ούτε η σούβλα και τα κουδούνια και τα παρόμοια συγκινούσι τους συμπατριώτας του· είνε δε αποδεδειγμένον ότι και ο ποιητής και ο ιστορικός ευδοκιμούσιν όταν ψάλλωσι και εξιστορώσι σύγχρονα γεγονότα ή εάν ταύτα πίπτωσιν εις την αντίληψίν των ή εάν παρέστησαν μάρτυρες πολεμικών γεγονότων ή ανδραγαθημάτων Διατί ο της αρχαιότητος ποιητής Αισχύλος περιέγραψε μετά θαυμασίας δεξιότητος την εν Σαλαμίνι ναυμαχίαν; διότι συνηγωνίσθη και αυτός και ησθάνθη την απήχησιν του γεγονότος της καταστροφής των Περσών και ιδίοις όμμασιν είδε κατραχυμένους τους βαρβάρους Ασιάτας.

Διατί ο Βαλαωρίτης συνεκέντρωσεν εις τα έργα του την γλώσσαν, τους πόνους και τους στεναγμούς της γενεάς των αρματωλών και του εθνικού αγώνος; διότι ήτο σύγχρονος και ήκουε τα γεγονότα από στόματος των αγωνιστών αυτών και διότι εις την Μαδουρήν της Λευκάδος ήρχοντο εξ Ηπείρου οι γόοι και οι θρήνοι του Ηπειρωτικού λαού έβλεπε δε και ο ποιητής τα υπερήφανα Σουλιωτικά βουνά έρημα.

Και ο Κρυστάλλης κατέγεινε και ησχολήθη ουχί εις διάπλασιν γλώσσης ως επεθύμει ο κ. εισηγητής, αλλά εις την απεικόνισιν του ζωντανού του ποιητικού, του αισθητού Ηπειρωτικού βίου. Το έργον αυτού υπήρξε σπουδαιότερον· διότι δεν επρόκειτο να φαντασθή και πλάσση ανύπαρκτα ούτε να παραλάβη εκ ξένης φιλολογίας γεγονότα και τα ενδύση φουστανέλλαν. Επρόκειτο μόνον να αναπαραστήση τον άγνωστον Ελληνικόν βίον και επέτυχε θαυμασίως μέχρι τούδε. Άλλως τε ο ίδιος ποιητής εις τους μετά τον πρόλογον τούτον στίχους μας λέγει ότι &εις το μεγάλο πανηγύρι& (του ποιητικού αγώνος) &απ' την πατρίδα, του φέρνει λίγα λουλούδια που εμάζεψε εις τους κάμπους και τα βουνόκορφά της.&

Ή έκθεσις των κριτών έχει ως εξής:

Εκ των 38 ποιητικών συλλογών, αίτινες απεστάλησαν εις τον αγώνα τούτον, αι μεν 28 απερρίφθησαν ως εντελώς ανάξιαι παρουσιάσεως, αι δε 9 εκ των λοιπών εθεωρήθησαν οπωσούν καλαί, δύο δε εβραβεύθησαν «τα Μάτια της Ψυχής μου» του κ. Κ. Παλαμά και τα «Ερείπια» του κ. Ι. Πολέμη και μία επηνέθη, τα «Αγροτικά».

«Πλουσιωτέραν έχει την ποιητικήν φλέβα ποιητής των Α γ ρ ο τ ι κ ώ ν. Στίχοι δημώδεις, κατά το πλείστον άπταιστοι, φαντασία και χάρις και άρωμα δημώδους ποιήσεως, είνε πανταχού του έργου επικεχυμένα. Αναστρέφεται εις τον ευδαίμονα μαγικόν κόσμον των παραδόσεων και γράφει τον Ήλιο και την Νύχτα», την «Νησιωτοπούλα», ήτις μας ενθυμίζει τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον του Μουσαίου, «το Νεραϊδόπαιδο», «την Τραγουδίστρα και τον Βασιληά», και «την Ποδιά της Μαριώς» ήτις έχει ομοιότητα προς την Σταχτοπούταν κλ. Αλλ' η πολλή προσήλωσις εις τα δημώδη πρότυπα ζημιοί τον ποιητήν, όστις, φαίνεται, δεν εχειραφετήθη ακόμη, ώστε να τανύση τα πτερά του ελευθέρως προς τον ευρύν και ποικίλον κόσμον της ποιήσεως. Ομοιάζει το πτηνόν, όπερ γεννηθέν εντός ευθαλούς αγρού, δεν υποπτεύει έτι, ότι πέραν των αγρών αυτού διανοίγεται η μεγάλη, ελευθέρα, περικαλλής φύσις. Ίσως άλλοι ασμενίζουσιν εις την μέχρις ελαχίστων λεπτομερειών απομίμησιν της δημώδους γλώσσης και του δημώδους ύφους· ημείς όμως φρονούμεν ότι η τοιαύτη ακρίβεια, ο τοιούτος ζήλος και μικρολόγος είνε και αλυσιτελής. Πρώτον μεν διότι τα ούτω γραφόμενα ποιήματα θα έχωσι πάντοτε τοιαύτην τινά σχέσιν προς τα γνήσια δημοτικά, οίαν τα τεχνητά άνθη προς τα φυσικά. Δεύτερον δε διότι η καλλιέργεια της δημώδους γλώσσης, όπως καταστή όργανον της καθόλου ποιήσεως, ουδαμώς προάγεται κατ' αυτόν τον τρόπον. Ο Έλλην ποιητής σήμερον δεν πρέπει να είνε μόνον δημιουργός γλώσσης, ης κυρίως έχομεν ανάγκην. Διότι η μεν καθαρεύουσα είνε ακατάλληλος, η δε δημώδης ανεπαρκής· και είνε μεν αύτη αρμοδιωτέρα προς ποίησιν, αλλά τίνι τρόπω θα πλουτισθή, ώστε να εκφράζη τα υψηλότερα διανοήματα και τα βαθύτερα συναισθήματα του σημερινού ανθρώπου; Τούτο θα διδάξη εις τον ποιητήν το ίδιον εαυτού δαιμόνιον και θα συντελέση η πάροδος των χρόνων. Εν τέλει προτρέποντες τον χαρίεντα ποιητήν των Αγροτικών να δοκιμάση εις το στάδιον της γλώσσης την έμπνευσιν του δαιμονίου του, αναγινώσκομεν εκ των ποιημάτων αυτού «την Ποδιά της Μαριώς» ..

Μετά την ανάγνωσιν του ποιήματος τούτου εξήτασε τας δύο βραβευθείσας συλλογάς ο κ. Εισηγητής και έληξε την έκθεσίν του ούτω:

«Οι κριταί του παρόντος αγώνος, συγκρίναντες και σταθμίσαντες τας αρετάς και τα ελαττώματα των δύο καλλίστων συλλογών τούτων, απεφάσισαν εν ομοψηφία να βραβεύσωσι μεν «τα Μάτια της Ψυχής μου» και τα «Ερείπια», να επαινέσωσι δε τα «Αγροτικά».

Δ. ΡΟΪΔΗΣ Ν. Γ. ΠΟΛΙΤΗΣ Α. ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΣ εισηγητής

Ότε επεχειρήσαμεν την εκτύπωσιν των έργων του Κρυστάλλη ενομίσαμεν ότι θα ήτο δυνατόν να περιληφθώσι ταύτα εν ενί και μόνω τόμω. Η μικρόν και κατ' ολίγον όμως επισωρευομένη ύλη ηνάγκασεν ημάς να σκεφθώμεν, ευρισκόμενοι εις το σημείον τούτο, περί διαιρέσεως εις δύο τόμους. Ούτω δε ο &πρώτος τόμος& περατούται ενταύθα περιλαμβάνων

ΣΚΙΑΣ ΤΟΥ ΑΔΟΥ, ΚΑΛΟΓΗΡΟΝ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ και
ΑΓΡΟΤΙΚΑ.

Ο &δεύτερος τόμος& θα περιλάβη τον

ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ, τον ΨΩΜΟΠΑΤΗΝ (τα ανέκδοτα ποιήματα εν γένει) και τα ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ·

Οφείλεται δε η έκδοσις των έργων τούτων εις τον αγαπητόν και του
ποιητού και ημών φίλον διευθυντήν του βιβλιοπωλείου της Εστίας κ
&Ιω. Κολλάρον&.
      Γ. Κ. Γάγαρης

    Εις το μεγάλο σήμερα
    Της Μούσας πανυγήρι,
    Που φέρνουν και στολίζουνε
    Την άγια της εικόνα

    Από κάθ' άκρη Ελληνική
    Χίλιων λογιών λουλούδια,

    Απ' την πατρίδα μου κ' εγώ
    Λίγα λουλούδια φέρνω,
    Που εμάζεψα 'ς τους κάμπους της
    Και 'ςτά βουνόκορφά της.

ΑΓΡΟΤΙΚΑ

ΤΟ ΝΕΡΑΪΔΟΠΑΙΔΟ

    'Ψηλά 'ς το Νεραϊδόρρεμμα, που από το βράχο απάνου
    Πέφτει αφρισμένο το νερό και σκούζει και βογγάει
    Και φκιάνει λίμνη και γιαλό, και θεριωμένο εκείθε
    Πηδάει ταις πέτραις σαν στοιχειό και χάνεται 'ςτά πεύκα,
    Εκεί ο Γιαννούλας φύλαγε μια νύχτα με φεγγάρι,
    Να 'ρθούν τα 'λάφια 'ς το νερό να λαφοκυνηγήση.

'Σ τον ουρανό μεσάνυχτα δείχνει ο Σταυρός κ' η Πούλια.

Φυλάει αυτός ακοίμητος.

       Πότε γλυκοκυττάζει
    Ψηλά τ' αστέρια τ' ουρανού, πότε κατά το ρέμμα,
    Που μέσ' 'ς το φως του φεγγαριού σαν νάν' ασήμι αστράφτει,
    Κ' εις κάθε φύλλο από δεντρί και χόρτο που κουνιέται
    Γυρίζει το τουφέκι του, στηλώνη τη ματιά του …..
    Κι' ουδ' ένα 'λάφι εφάνηκε, ουδέ κάν' άλλο αγρίμι,
    Απ' τη σπηληά π' ανοίγεται παρέκει από το ρέμμα,
    Ξανθαίς Νεράιδες και Ξωθιαίς αυτήν την ώρα βγαίνουν.
    Λούζουνε τ' άσπρα τους κορμιά στο ρέμμα το καθάριο,
    Κι' απ' την πολλή την ωμορφιά κι' απ' τη μοσχοβολιά τους
    Μοσχοβολάει το νερό και λάμπει ο τόπος γύρα.
    Απλώνουν τα μαντήλια τους σταις πέτραις να στεγνώσουν,
    Και 'ς το σιαδάκι σταίνουνε χορό και τραγουδάνε.

    Η Κάλλω σέρνει το χορό, η πρώτη των Νεράιδων,
    Και τραγουδάει η δεύτερη κι' ακολουθάν η άλλαις.
    Πάει ο χορός στρωτός-στρωτός και το τραγούδι αγάλια:
    — Όλαις η κόραις τον γιαλού, η ώμορφαις Νεράιδες,
    Όλαις μαραίνουν λεβεντιαίς, μαραίνουν παλληκάρια,
    Και δεν φοβούνται γηρατειά και δεν φοβούνται χάρο.

    Κ' εμένα μ' εβαλάντωσε, με μάραν' η αγάπη,
    Μ' εμάραν' ένας κυνηγός κ' ένας καλός λεβέντης,
    Με το γραμμένο του κορμί με τη γλυκειά φωνή του.

    Σαν βγαίνει τ' άστρο της βραδειάς, παίρνει της ράχαις δίπλα
    Και σταίνει βίγλαις 'ς τα βουνά και κυνηγάει αγρίμια.
    Έστησ' εμένα ξώβεργες τα νειάτα τ' ανθηρά του.

    Πέφτουν 'ς ταις βίγλαις του τυφλά του κυνηγιού τ' αγρίμια,
    Έπεσε και 'ς τα βρόχια του ανύποπτ' η καρδιά μου.
    Αχ! νάταν τρόπος να τον 'βρώ καμμιά βραδειά 'ς τα πλάια,
    Και να μπορούσα η δύστυχη να τον 'μιλήσω ολίγο! . . . .

    Κρυμμένος 'ς τα χαμόκλαδα 'κουρμένεται ο Γιαννούλας
    Με την καρδιά του ανήσυχη, όμως βουβός 'σάν πέτρα.
    Ακούει τα 'παινέματα, τα λόγια της Νεράιδας,
    Ακούει την αγάπη της και το παράπονό της,
    Και μίαν απόκρυφη χαρά 'ς τα σωθικά του νοιώθει.
    Ήξερε αυτός από μικρός ότι όποιο παλληκάρι
    Αρπάξη τ' ολομέταξο μαντήλι της Νεράιδας,
    Εκείνη αφίνει τα νερά, τον παίρνει από κατόπι,
    Και γίνεται γυναίκα του και γίνεται 'δική του.

    Βάνει ο Γιαννούλας φυλαχτό μπαρούτι και λιβάνι
    Και πάει 'ς της πέτραις της οχθιάς κι αρπάζει το μαντήλι
    Και ροβολά 'ς τη λαγκαδιά και χάνεται 'ς τα πεύκα.
    Νοιόθει η Νεράιδα την κλεψιά και 'ς το χορό που σειέται
    Κοντοκρατάει το χορό και κόβει το τραγούδι.

— Μ' εκλέψανε!

       λαχταριστά και ξαφνικά φωνάζει
    Και παίρνει τον κατήφορο 'ς του κυνηγού τα πόδια.
    Σαν ωργισμένος άνεμος, σαν σίφουνας, σαν μπόρα
    Κ' η άλλαις την ακολουθάν και φτάνουν τον Γιαννούλα,
    Μ' αυτός βαστάει το φυλαχτό, μπαρούτι και λιβάνι,
    Και να τον πιάσουν δεν μπορούν, ούτε να παν σιμά του.
    Φωνάζουν, σκούζουν ξέμακρα, το φυλαχτό να ρίξη,
    Κάποτε με γλυκόλογα, κάποτε με φοβέραις.
    Φωνάζει η Κάλλω, η ώμορφη, φωνάζει κ' η κλεμμένη,
    Φωνάζει με παράπονο, με κλάμμα και με αγάπη.
    Του κάκου· εκείνος τώξερε, τώμαθε από γρηούλαις.
    Που αν έπεφτε 'ς τα χέρια τους θάχανε τη ζωή του,
    Κι' ούτε γυρίζει να ταις 'δή, ούτε και κοντοστέκει,
    Μόν' ροβολάει μονανεπνιάς και χάνεται στα πεύκα.

    Πέρασε η νύχτα. Της αυγής η ουράνια η δροσούλα
    Ραίνει τους βράχους, τα κλαριά, τα χόρτα, τα λουλούδια.
    Ξανθό το γλυκοχάραγμα προβάλλει απ' ταις κορφούλαις,
    Κι' ανάρηα-ανάρηα αρχίζουνε τ' αστέρια, το φεγγάρι

    Ο κυνηγός που ροβολά με ταις Νεράιδες πίσω
    Φτάνουν ως το χωριό σιμά.

       Προβαίνει η χαραυγούλα,
    Κ' ήρθεν η ώρα που ξυπνούν και του χωριού τα ορνίθια
    Και φεύγουν η Καλόγνωμαις. Το γνοιάστηκαν η άλλαις,
    Και γίνοντ' άφανταις με μιας και μένει η ερωτεμμένη.

    Χρυσώνεται η ανατολή . . . . να και λαλεί τ' ορνίθι ….
    Στέκει ο Γιαννούλας . . . αγκαλιά και τη Νεράιδ' αρπάζει
    Και τήνε φέρει 'ς το χωριό…………………..

    Τέσσαρα χρόνια πέρασαν χαριτωμένο ταίρι.
    Κι' εβλάστησε απ' το γάμο τους πεντάμορφο αγγελούδι . . . .

    Μ' άλλαξε κι' όλας ο καιρός. Ήρθαν και μαύρα χρόνια·
    Κ' έπρεπε τώρα ο κυνηγός 'ς τα ξένα να γυρέψη
    Ψωμί για τη γυναίκα του, ψωμί για το παιδί του.
    Κρεμάει στον τοίχο τ' άρματα και φεύγει, πάει 'ς τα ξένα.

    Μια Κυριακή και μια γιορτή στολίζετ' η Νεράιδα
    Να πάη κι' αυτή 'ς την εκκλησιά, να βγη και 'ς το σεργιάνι
    Κ' εκεί που βγάζει τα χρυσά 'πώνα σεντούκι απ' άλλο
    Ξανοίγει το μαντήλι της και κάμει πώς το δένει.
    Αλησμονεί τον άντρα της με μιας και το παιδί της
    Και παίρνει δίπλα τα βουνά, ταις λαγκαδιαίς, τα πλάγια.
    Πάλι Νεράιδα γίνεται, πάλι τη νηότη παίρνει
    Και με ταις άλλαις σμίγεται 'ς ταις τρίσβαθαις σπηλιαίς τους.

Ο λόγος βγαίνει 'ς το χωριό κι' απλώνεται 'ς τον κόσμο.

    Τάκουσε μέσ' 'ς την ξενητειά ο δόλιος ο Γιαννούλας
    Κι' από την πολλή τη πίκρα του πέθανε εκεί, 'ς τα ξένα!

    Ο γυιός του τώρ' ανδρειεύθηκε, και περπατάει τη νύχτα
    Με του Γιαννούλα τ' άρματα αλαφοκυνηγώντας
    Κι' ούτε Νεράιδες σκιάζεται ούτε Ξωθιαίς φοβάται,
    Γιατ' είνε Νεραϊδόπαιδο κ' έχει Νεράιδας αίμα.

    Χωρίς ν' αρπάξη απ' τα μαλλιά δεν άφηκε Νεράιδα,
    Χίλιαις ως τώρα φίλησε κι' αγκάλιασε άλλαις τόσαις.

    Χαρά 'ς τον όπου 'ς αγκαλιαίς δροσολογιέται τέτοιαις,
    Χαρά 'ς τον που μ' αθάνατα τέτοια φιλιά κοιμάται!…

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΙΣΤΙΚΟΥ

    — Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστα 'ς τη ράχη.
    Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς τη νύχτα,
    Γιατί ξυπνάει ο Δράκοντας 'ς της ποταμιάς τα δέντρα,
    Ξυπνάει της βρύσης το Στοιχειό και του βουνού η Νεράιδα,
    Και της σπηλιάς η Μάγισσα κ' έρχονται και μας πνίγουν.

    — Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω,
    Πώχω μαράζι 'ς την καρδιά και πόνο, που με τρώει,
    Και που μου κλέβει τη χαρά, τα νειάτα, νύχτα-μέρα.
    Κ' ένα τραγούδι, θλιβερό, μου φέρνει μέσ' το στόμα,
    Τραγούδι που το τραγουδώ, πατέρα, κι' αλαφρώνω,
    Κι' ούτε το Δράκο σκιάζομαι, ούτε και τη Νεράιδα,
    Ούτε της βρύσης το Στοιχειό και της σπηλιάς τη Λάμια.
    Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω; . . . .

— Πες μου τον πόνο σου, Στρατή, κ' εγώ θα σου τον γειάνω.

    — Αν μου τον γειάνης, θα με ιδής ν' αντρειευθώ και πάλι,
    Πάλι να πάρω τη χαρά, τα νειάτα, πούχα πρώτα,
    Και νύχτα δεν θα τραγουδώ παράωρα 'ς τα πλάια
    Το θλιβερό τραγούδι μου οπού ξυπνάει τους Δράκους.

— Πες μου τον, γυιόκα μ', πες μου τον, κ' εγώ θα βρω βοτάνι.

    — Πατέρα μου, μια Κυριακή και μια καλήν ημέρα.
    Σίντα λαλούν η πέρδικαις και χαιρετούν τον ήλιο.
    Τα πρόβατα 'ς της ρεμματιάς το πλάι σαλαγώντας
    Είδα την κόρη του Σταθά, την χαϊδεμμένη Ρήνα
    Ντυμένη 'ς τα μεταξωτά, ντυμένη 'ς το χρυσάφι,
    Να κατεβαίνη απ' το χωριό, να πάη κατά τ' αμπέλια.
    'Στόν ήλιο αστράφταν τα φλουριά κ' έλαμπ' η ωμορφιά της.
    Και μ' ένα καλημέρισμα, και μια γλυκειά ματιά της,
    Μου τάραξε τα σωθικά και μ' άναψ' έναν πόθο.
    Κι' όσο που ζω δίχως αυτή και δεν τη συχνοβλέπω
    Μου κλέβει ο πόθος τη χαρά, τα νειάτα νύχτα-μέρα.
    Και το τραγούδι το θλιφτό 'ς το στόμα μου ανεβάζει.

    — Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστα 'ς τη ράχη,
    Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς την νύχτα.
    Κ' η Ρήνα, η κόρη του Σταθά, είνε ταχυά δική σου.

    Ο πιστικός χαράημερα και με τ' αηδόνια τώρα
    Αρμέει και βγάζει απ' το μαντρί 'ς τα πλάϊα το κοπάδι,
    Και κάθεται 'ς ένα τσουγγρί και λέει γλυκό τραγούδι.

Το λέει με τη φλογέρα του, το λέει με τη φωνή του.

Ο ΗΛΙΟΣ ΚΙ' Η ΝΥΚΤΑ

    Πρώτα 'ςτήν πλάση απλώνονταν σκοτάδι πέρα-πέρα.
    ……………………………………….
    Του Κάτου-Κόσμου βασιληά μοναχογιός ο Ήλιος,
    Με πλούσια ολόχρυσα μαλλιά, με γαλανά τα μάτια,
    Με περηφάνεια κ' ευμορφιά και λεβεντιά περίσσια,
    Πήρε μια αυγούλα τ' άρματα και τα λαγωνικά του,
    Και για κυνήγι επρόβαλε 'ςτόν Κόσμο τον Απάνου.
    Βγήκε κι' ο Κόσμος έλαμψε. Κι' όπου διαβαίνει ο Ήλιος,
    Όπου προβάλλει απόπερα, λαμποκοπούν τα βράχια,
    Καθάριος, καταγάλανος ο ουρανός γελάει,
    Κάμποι, βουνά χρυσώνονται, ανοίγουν τα λουλούδια,
    Τα πλάγια χορταριάζουνε, φυσάει γλυκά τ' αγέρι,
    Φέγγουν, αστράφτουν τα νερά, φουντώνουνε τα δέντρα.
    Λαλούν 'ςτά φύλλα τα πουλιά κ' οι πιστικοί 'ςτά πλάγια.
    Κι' ο Κόσμος τον θιαμαίνεται και τον καλοτυχίζει.

    — Χαρά 'ςτόν όπου εγέννησε τέτοιο παιδί 'ςτόν Κόσμο,
    Χαρά 'ςταίς χώραις που περνά, 'ςτούς τόπους που διαβαίνει!

    Όλον το Κόσμο εγύρισεν ο Ήλιος όλη μέρα.
    Περνάει κάμπους και βουνά και δάση και ποτάμια.
    Κι' όσα θεριά τον έβλεπαν του κυνηγιού, κι' αγρίμια,
    Απ' την πολλή τη λάμψι του και το βαρύ το βρόντο
    Τρομάζανε κι ολόφοβα κρύβονταν 'ςταίς σπηλιαίς των,
    Και μοναχά 'σάν πήρανε μέσ' 'ςτά ζερβά τ' απόσκια
    Ένα ζαρκάδι εσκότωσε σε κρουσταλλένιο αυλάκι….

Του Κόσμου η άκρη ήταν εκεί και τα στερνά βουννά του.

    'Σ ένα σιαδάκι του βουνού, ανάμεσα 'ςτά δέντρα,
    Βρυσούλα ολόδροση έχυνε το κρύο το νερό της.
    'Σ τα πέτρινα πεζούλια της, πούχαν φυτρώσει χόρτα.
    'Εκάθονταν μια λυγερή με το σταμνί 'ςτά χέρια.
       Αμίλητη κυττάζει
    Του Κόσμου το ξημέρωμα, δίχως ούτ' ένα γέλοιο
    Γλυκό 'ςτά κοραλλένια της τα χείλη να χαράζη.
    Λες κ' έτσι ατέλειωτο όνειρο τήνε κρατεί δεμένη ….

    Ο Ήλιος βγήκε 'ςτήν κορφή. Του Κόσμου είδε την άκρη,
    Και πήρε τον κατήφορο 'ςτά δέντρα αγάλια-αγάλια.
    Σέρνοντας τα σκυλιά μπροστά, 'ςτόν ώμο το ζαρκάδι.
    Αποσταμένος κάθεται να πιή νερό 'ς τη βρύσι.
    Η κόρη πούταν ντροπαλή ξυπνάει απ' τ' όνειρό της,
    Και με την όψι κόκκινη, με χαμηλά τα μάτια,
    Από τα πόδια ως την κορφή τόνε κυττάζει μ' έγνοια,
    Κι' όσο που τον θιαμαίνεται δεν τον ζηλεύει τόσο.
    'Στό πρόσωπο, 'ς την εμμορφιά και 'ςτήν φεγγοβολιά του
    Έννοιωσε πούν' αρχοντογυιός κι' από γενηά μεγάλη.
    Γυρεύει αυτός λίγο νερό. 'Στη βρύσι η κόρη απλώνει,
    Παίρνει νερό 'ςτά χέρια της και του το πάει 'ςτο στόμα.
    Ο Ήλιος πίνει και γλυκά, 'ς τα μάτια την τηράει.
    Η κόρη ήταν μελαγχροινή, ήταν και μαυρομάτα,
    Είχε και φρύδια ολόμαυρα γραμμένα με κοντύλι,
    Είχε και ολόμαυρα μαλλιά, και φορεσιά είχε μαύρη.
    Ο Ήλιος πίνει και γλυκά 'ςτα μάτια την τηράει.
    Κι' αντίς εκείνο το νερό, το κρύο, το βουνίσιο,
    Να του δροσίση την καρδιά, γλυκά ν' αναγαλλιάση,
    Του χύνει φλόγα και φωτιά, τα σωθικά του ανάφτει,
    Κι' όταν να φύγη εκίνησε 'ςτα δέντρα ροβολώντας,
    Βαθηά-βαθηά αναστέναξε και πήρε ένα τραγούδι,
    Τραγούδι όχι κυνηγιού, . . . τραγούδι της αγάπης!

    Πέρασε κάμποσος καιρός. Συχνά τον Ήλιο τώρα
    Όχι ο καϋμός του κυνηγιού, άλλος καϋμός τον φέρει
    'Στού Απάνου-Κόσμου τα βουνά. Κάθε λαγκάδι τώρα
    Και κάθε δάσος που περνά δεν τα 'ρωτά για αγρίμια,
    Ρωτά για την αγάπη του, την μαυρομμάτα κόρη.
    Κι' όταν 'ςτόν τόπο της περνά και ροβολά 'ςτή βρύση
    Πάντα την βρίσκει μοναχή, και κάθεται σιμά της,
    Και πίνει από τα χέρια της το κρύο νερό της βρύσης.

    Πέρασαν μήνες, πέρασαν. Κάθε γλυκειά βραδούλα
    Οι δυο τους ανταμώνονται. Την αγαπάει ο Ήλιος·
    Η κόρη τον θιαμαίνεται μονάχα, κ' η καρδιά της
    Νοιώθει καμάρι απάντεχο, χαρά μεγάλη, ουράνια,
    Που δίνει με τα χέρια της νερό 'ς αρχοντοπαίδι.
    Ο Ήλιος όσο την τηρά, τόσο ο καϋμός του ανάφτει
    Που μέσ' 'ςτά φυλλοκάρδια του κρυμμένον τον φυλάει.

    Σκιάζεται για να της τον 'πή· σκιάζεται, και δεν ξέρει
    Πως φαρμακώνει την καρδιά ο πόνος ο κρυμμένος! …
    Μια μέρα την εκύτταξε που εμάζευε λουλούδια,
    Κ' εστόλιζε τα στήθηα της και τα μαλλιά της γύρω·
    Κι' όταν αυτή ξεμάκρυνε και πήγε 'ςτο χωριό της,
    Ο Ήλιος επερπάτησεν όλον αυτόν τον τόπο.
    Κι' όσα λουλούδια εύρε μπροστά κι' όσα καλά βοτάνια,
    Τα ράντισε με δάκρυα του και με θερμά φιλιά του.

    Ήρθε την άλλη την βραδειά η λυγερή να μάση·
    Κ' εκεί που γύρω 'ςτά μαλλιά, 'ςτά στήθηα, 'ςτο κορμί της
       Τα κάρφωνε ένα ένα
    Διαμάντια γίνονται με μιας, και λάμπουν σαν αστέρια,
    Κ' ένα μεγάλο κ' έμμορφο πούχε 'ςτο μέτωπό της
    Χύνει περίσσιο γύρω φως και λάμπει σαν φεγγάρι.
    Και παίρνει η φήμη τα χωριά, και παν να την ιδούνε·
    Κι' όσοι την βλέπουν, νηοί και νηαίς, μαραίνονται από ζήλεια…
    Κι' ο Ήλιος, — σαν την κύτταξε ντυμμένη με τ' αστέρια,
    Τον αποπήρε ο πόνος του κ' η φλόγα της καρδιάς του
    Κ' άπλωσε χέρι απάνου της και τσ' είπε λόγια αγάπης…
    Η κόρη πούταν φρόνιμη και καλοαναθρεμμένη,
    Τον μάλωσε βαρηά βαρηά και τούπε με φοβέρα,
    Να μην απλώση απάνου της, να τραβηχθή μακρυά της,
    Τι μαραγκιάζει ο κόρφος της, χαλάει η εμμορφιά της,
    Και σαν το μάθη η μάνα της, θε να τον καταριέται…
    Και φεύγει μ' άδειο το σταμνί.

       Ο Ήλιος απ' αλάργα
    Την ακλουθάει με την ματιά, και με καϋμό της λέει,
    Πως θα τον κάμη η αγάπη της βαρη' άρρωστος να πέση.
    Και σαν το μάθη η μάνα του, η μάγισσα η μεγάλη
    Και ξακουστή βασίλισσα, θε να της κάμη μάγια.
    Γυρίζει η κόρη 'ςτο χωριό, της μάνας της το λέει:

    — Γλυκειά μανούλα, για νερό 'ςτή βρύση που με στέλνεις
    Κάθε βραδειά πεντάμορφος λεβέντης μ' ανταμώνει,
    Που ροβολάει απ' τα βουνά αλαφοκυνηγώντας.
    Είδες!.. .σαν βγαίνει 'ςταίς κορφαίς όλος ο Κόσμος λάμπει,
    Και σαν παρθένα νηόνυμφη η Πλάση ξημερώνει
    Μ' ανθούς, με χόρτα, με δροσιαίς, μ' αηδόνια στολισμένη·
    Κι' αυτός σαν φεύγει, μάνα μου ο Κόσμος σκοταδιάζει.
    Μούπε πως είνε βασιληά και μάγισσας αγόρι…
    Αποσταμένος κάθονταν 'ςτήν βρύση 'λίγην ώρα.
    Νερό μονάχα εγύρευε· τώδινα εγώ 'ςτά χέρια,
    Έπινε με χαμόγελο, κ' εχάνονταν 'ςτά δέντρα…..
    Απόψε επαραθάρρεψε και μούπε … λόγια αγάπης.
    Εγώ τον μάλωσα βαρηά, κι αυτός μ' απολογήθη
    Και μούπε με παράπονο πώς άρρωστος θα πέση,
    Και σαν το μάθη η μάνα του, θε να μου κάμη μάγια…
    Κρύψε με, μάνα μου βαθειά και πρόλαβε τα μάγια.

    — Καταραμένο το νερό που τωδινες, παιδί μου,
    Κάθε βραδειά! … Τα στήθηα του αντί να του δροσίζη,
    Του τάκαιγε κατόκαρδα, κ' ήταν η φλόγα … αγάπη!
    Είνε της μάγισσας παιδί, κ' είν' ακουστός ο Ήλιος,
    Που τόπον απερπάτητο τη μέρα δεν αφίνει…
    Όπου αν κρυφτής θε να σε βρη…Θε μου! νεράιδα κάμ' την,
    Νάχη τη μέρα 'ςτά νερά — κατάβαθα παλάτια.
    Κι' όταν αυτός θα χάνεται, να βγαίνη αυτή 'ςτήν Πλάση!…

    Έτσι νεράιδα εγίνηκε του Ήλιου η αγάπη,
    Ο Ήλιος είχε και ταχυά κάποια κρυφήν ελπίδα,
    Κ' έρχεται, τρέχει 'ςτά βουνά, ψηλά του Απάνου-Κόσμου,
    Για ναύρη την αγάπη του να της μιλήση πάλι.
    Κι' όλον τον Κόσμο σαν γυρνά και σαν διαβαίνει ολούθε,
    Και δεν την βρίσκει πουθενά, ούτε σιμά 'ςτήν βρύση,
    Καρδοκαμένος ροβολά 'ςτό έρμο του βασίλειο·
    Κ' η λύπη του σαν σύγνεφο περνά 'ςτό μέτωπό του…

    Η Νύκτα μένει 'ςτά νερά, νεραϊδωμένη κόρη.
    Κι όταν ο Ήλιος χάνεται απ' τον Απάνου-Κόσμο,
    Προβάλλει αυτή μυριώμορφη γλυκειά, καμαρωμένη,
    Και περπατεί τα ρέμματα, ταις ποταμιαίς, τα πλάγια…
    Λαμποκοπάν 'ςτά στήθηα της και 'ςτό κορμί της γύρω
    Τα μαγεμμένα λούλουδα, χρυσά χιλιάδες άστρα,
    Και μέσ' 'ςτό μέτωπο ψηλά, σαν βασιλίσσης στέμμα,
    Το πλειό μεγάλο λούλουδο, τώμορφο το φεγγάρι.
    Όπου πατούν τα πόδια της τα λούλουδα ανασαίνουν,
    Κ' εκείνοι οι μοσχοανασασμοί μυρώνουνε τ' αγέρια,
    Όπου πετούν ανάλαφρα και την φιλούν 'ςτό στόμα.
    Όπου περνά, γλυκά-γλυκά την χαιρετά τ' αηδόνι
    Κρυμμένο μέσα 'ςτά κλαδιά, την χαιρετά τ' αυλάκι,
    Την χαιρετά ο πιστικός 'ςτή λυγερή φλογέρα,
    Την χαιρετά κι' όποιος πονεί και ξαγρυπνά για αγάπη.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΜΟΥ

    — Πάρετε, απόσκια, πάρετε, να πάψη το 'λιοπύρι.
    Να 'βγη τ' αγέρι απ' ταις σπηλιαίς να χύση τη δροσιά του.
    Να ξανασάνη η αργατειά, κι' η ώμορφαις θερίστραις
    Να βγάλουν τα μαντήλια τους να δείξουν τοις θωριαίς τους,
    Να ταις γνωρίσω από μακρυά, να ιδώ πού νάναι η Πούλια
    Η Πούλια η αγάπη μου με τα γλυκά τα μάτια·
    Να καρτερέσω ολημερίς, ως που να πάρ' η νύχτα,
    Να πάη 'ς την βρύσι για νερό, 'ς την αργατειά να φέρη,
    Να την ευρώ κατάστρατα να την γλυκοφιλήσω,
    Και να της 'πω τον πόνο μου, τον πόνο της καρδιάς μου.
    Γιατί δυο χρόνια την τηρώ 'ς τα μάτια της μ' αγάπη,
    Κι' ακόμα δεν της τώδειξα, και δεν της τώπα ακόμα.

    Πήραν τ' απόσκια 'ς τα ριζά κ' ετσάκισε το κάμμα,
    Βγήκε τ' αγέρι απ' ταις σπηλιαίς κ' εδρόσισε τον κάμπο,
    Κ' η αργατειά ξανάσανε, κ' η ώμορφαις θερίστραις
    Έβγαλαν τα μαντήλια τους, κ' ελάμψαν η ωμορφιαίς τους
    Μέσα 'ς τα στάχυα τα χρυσά σαν νάτανε Νεράιδες.

    Αράδ' αράδα εις κάθε μια ρίχνει το μάτι ο Λάμπης
    Και δεν γνωρίζει πουθενά την ώμορφη την Πούλια,

    Και καρτεράει ολημερίς, όσο που πήρε η νύχτα,
    Και τριγυρίζει 'ς τα κλαριά, τα μονοπάτια πιάνει,
    Διαβαίνει απ' ταις νεροσυρμαίς, περνάει κι' από τη βρύσι,
    Παίρνει μια-μια ταις θημωνιαίς, τ' αλώνια αράδ'-αράδα,
    Κι' ολούθε βλέπει νηούς και νηαίς·…την Πούλια δεν την βλέπει.

    Ταχυά ξημέρωσε γιορτή. Τ' απόγιομα 'ςτ' αλώνια
    Στήσαν η λυγεραίς χορό, κι ακούει ο δόλιος Λάμπης
    Στ' άλλα τραγούδια ανάμεσα που λέν' η νηαίς μπροστά του,
    Της Πούλιας τ' αρραβώνιασμα!………………

Η ΝΗΣΙΩΤΟΠΟΥΛΑ
      κ. Σπ. Π. Λάμπρω

    Νησιωτοπούλα κάθεται σε μαρμαρένιον πύργο,
    Με κέντημα ατά χέρια της, μ' αγάπη στην καρδιά της.
    Φοραίς φοραίς το κέντημα κεντούσε με τραγούδια,
    Φοραίς φοραίς πισώρριχνε τα ξέπλεγα μαλλιά της,
    Κι' αγνάντευε το πέλαγο που απλώνονταν μπροστά της,
    Και γκαρδιακά αναστέναζε κ' εχτύπαγε τα στήθηα,
    Γιατ' αγριεμένο τώβλεπε, μαύρο, φουρτουνιασμένο·
    Κι' αυτή είχε λόγο, στο γιαλό να κατεβή το βράδυ,
    Κι' απ' το νησί ταντικρυνό, που χάνεται στο κύμα,
    Ο αγαπημένος της ναρθή, να πουν τον έρωτά τους.
    Ο ήλιος εβασίλεψε· σκοτείδιασε, νυχτώνει.
    Το κέντημά της τώμορφο απαρατάει η κόρη,
    Και κατεβαίνει στο γιαλό κι' ακαρτεράει 'ς την άκρη.

    Μαυρολογάνε τα βουνά, και σύγνεφα μεγάλα
    Σκεπάζουνε 'ςτόν ουρανό ταστέρια πέρα πέρα,
    Φυσομανάει το πέλαγο, τα κύματα βογγούνε,
    Κι' όταν τα νέφια αστράφτουνε, δείχνουν κορφαίς αφράταις
    Και δεν γροικιέται πουθενά ταγαπημένου η βάρκα.
    Κάθεται η νηά κι' ακαρτερεί 'ςτ' ακρογιαλιού τα βράχια.

    Τα μακρυά της τα μαλλιά τα κυματίζει ο αγέρας,
    Και σπούνε μέσ' 'ςτά πόδια της τα κύματα με βόγγο.
    Ώραις τηράει το πέλαγο, ώραις τηράει μπροστά της,
    Νέφια και κύματα μαζί συχνορωτάει με πόνο,
    Αν είδαν κάπου νάρχεται τ' αγαπημένου η βάρκα.
    Τα σύγνεφα μένουν βουβά, τα κύματα βογγούνε,
    Κι' αναστενάζουνε βαρειά βαρειά της νηάς τα στήθηα.

    Φυσομανάει η θάλασσα, τα κύματα βογγούνε,
    Κ' ένα με τ' άλλο σπρώχνονται και σπαίνουν στ' ακρογιάλι·
    Κ' εκεί που η κόρη τα 'ρωτά, βλέπει ένα θεριωμένο
    Να ψηλωθή, να ψηλωθή, τα βράχια να περάση,
    Και να την πνίγη 'ςτόν αφρό. Τραβιέται η κόρη 'πίσω,
    Και κλειώντας την αγκάλην της, που ολάνοιχτη βαστούσε
    Τον ακριβό της να δεχθή, σφίγγει 'ςτά στήθηα απάνου
    Παραδαρμένο ένα κορμί, και άψυχο και κρύο.

    Ταχυά η φουρτούνα ησύχασε, τα κύματα μερέψαν,
    Και οι ψαράδες πώρριχναν 'ςτο πέλαγο ταις βάρκαις,
    'Στ' ακρογιαλιού τα χώματα και μέσ' στα βράχια βρίσκουν
    Παραρριγμένα δυο κορμιά, και σφιχταγκαλιασμένα.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ

    Σήμερα γιορτή μεγάλη, σήμερα Λαμπρή.
    Σφάζουν σήμερα και ψένουν φυλαγμέν' αρνιά.
    Ράβουνε καινούργια ρούχα και στολίζονται·
    Κι' όθε απαντηθούν φιλιούνται και αγκαλιάζονται.
    Σήμερα 'ςτά μεσοχώρια όλα αστράφτουνε
    Εμμορφάδες και στολίδια, κι' όλ' αντιλαλούν
    Από τα γλυκά τραγούδια που χορεύουνε.
    Ροβολούν τα παλληκάρια, λεβεντόπαιδα
    Μ' άρματ' αργυρά 'ςτή μέση και με χαϊμαλιά,
    Ροβολούν κ' η μαυρομμάταις, ρούσαις κ' έμμορφαις,
    Λυγεραίς σαν κυπαρίσσια, σαν μηλιαίς γλυκειαίς,
    Σαν Ξωθιαίς και σαν Νεράιδες, που λαμποκοπάν
    'Στο λαχούρι, 'ςτό μετάξι και 'ςτό μάλαμμα.

    Πιάνοντ' όλοι χέρι χέρι. Τα τραγούδια τους
    Και ταις πέτραις ζωντανεύουν. Γύρου οι γέροντες
    Καθισμένοι αράδα-αράδα τους κυττάζουνε
    Και γλυκά τους καμαρώνουν και κρυφά κρυφά
    Ζευγαρώνουν κάθε νηό με κάθε κόρη τους.

    Κι' ο χορός και το τραγούδι πάν' αδιάκοπα.
    Λυγεραίς και παλληκάρια σειούνται και λυγούν
    Και 'ςτούς κύκλους όπου πλέκουν αγναντεύονται
    Και κρυφά γλυκοτηριούνται και γνωρίζονται.
    Κάθε κόρη τον καλόν της, κάθε νηός τη νηά,
    Όλαις η ματιαίς ταιριάζουν, κι' όλαις η καρδιαίς
    Ώρα μ' ώρα ζευγαρώνουν και κρυφομιλούν.
    Κι' ο χορός και το τραγούδι παν' στρωτά-στρωτά.
    Άξαφνα καινούργια λάμψι γύρου χύνεται,
    Σιέται του χωριού το πλήθος, κυματίζεται,
    Και σαν σύγνεφα μεριάζει και ξανοίγεται
    Που περνάει λαμπροντυμένο τ' αστραπόβροντο,
    Και διαβαίνει ανάμεσά του κι' όλο χαιρετά
    Λυγερή καμαρωμένη και περίμορφη.
    Η περίσσια η εμμορφιά της τα ξανθά μαλλιά,
    Τα ολογάλανα τα μάτια, το περπάτημα,
    Η χρυσαίς η τραχηλιαίς της και το μάλλαμα,
    Χύνουνε 'ςτό χοροστάσι λάμψι ξαφνική.
    Άλλοι λεν: η Δημοπούλα, η Μήτρω η έμμορφη,
    Πήρε πρόσωπο τον ήλιο, τ' άστρα μάτια της,
    Κι' άλλοι: πήρε το φεγγάρι, τον αυγερινό.

    — Αχ! κ' εγώ λεβέντης νάμουν, χωριατόπουλο,
    Να με παίρναν 'ςτο χορό τους και να χόρευα.
    'Στο πλευρό της Δημοπούλας της περίμορφης!

Η ΦΛΟΓΕΡΑ
      κ. Ν. Πουρναρά.

    — Ήσυχα πούναι τα βουνά, ήσυχοι πούναι οι κάμποι
    Ήσυχαις πούναι η λαγκαδιαίς και τα κλαριά κι' η βρύσαις,
    Ήσυχαις πούναι κ' η σπηλιαίς! Κι αυτά τα νυχτοπούλια
    Γρήγορ' απόψε κούρνιασαν τα μαύρα και δεν σκούζουν.
    Και συ φλογέρα μου, γιατί, γιατί δεν ησυχάζεις;
    Τ' έχεις καϋμένη, και βογγάς και κλαις κι' αναστενάζεις,
    'Σ όλην αυτή την ερημιά, 'ς όλην αυτή τη νύχτα,
    Και λες τραγούδι φλίβερο και παραπονεμένο,
    Και τον αντίλαλο ξυπνάς 'ςταίς λαγκαδιαίς, 'ςτά δάση,
    Ξυπνάς κι' από τον ύπνο της την ώμορφη την πλάσι;…
    Ξύλο δεν ήσουν άλλαλο κι' ανώφελη βεργούλα,
    Κ' εγώ ο μαύρος σου χάρισα ακέρηα την ψυχή μου;
    Σώδωκα αθάνατη φωνή και πόνο και γλυκάδα,
    Που σε ζηλεύουν σαν σ' ακούν ακόμα και τ' αηδόνια.
    Τ' έχεις, φλογέρα, και μου κλαίς και μου παραπονιέσαι;
    Μη προμαντεύης θάνατο, μη προμαντεύης χάρο;
    Μη μ' εμπεζέρισες κ' εσύ και θέλεις να μ' αφίσης;
    Ή μήνα της αγάπης μου το χωρισμό θυμάσαι
    Και κλαις και θες τον πόνο μου να μερασθής μ' εμένα;

    Τ' έχεις, φλογέρα, πες μου το, πες μου το, μη σωπαίνης·
    Τι κλαις μονάχη και ξυπνάς την πλάσι από τον ύπνο;
    Και τον κρυφό τον πόνο μου ξυπνάς και την καρδιά μου,
    Κ' αρχίζει τ' αναστέναγμα, αρχίζει και το κλάμα!
    Φαρμακωμένη η δύστυχη μέρα με μέρα σβυέται,
    Αφ' όντας την αγάπη μου τα μάτια μου δεν είδαν.
    Σώπα, φλογέρα μη μου λες τραγούδι της αγάπης
    Σώπα, και μη μου την θυμάς!… .Όχι, φλογέρα· πες το
    Πες το, και μη την λησμονάς· κάλλιο να λησμνήσω
    Όλον τον κόσμο, να χαθώ, να μαρανθή η καρδιά μου,
    Με τώμορφό της τ' όνομα 'ςτό στόμα μου ας πεθάνω,
    Παρά να την απαρνηθώ και να την λησμονήσω!…
    Πες το, φλογέρα, μη σωπάς και πάρτο απ' την αρχή του.

    — Μικρός κι' εγώ, κι' αυτή μικρή, δέκα χρονών ακόμα
    Παιδιά απονήρευτα, μαζί εζούσαμαν 'ςτά πλάια,
    Περιβοσκούσαμαν μαζί τα δύο μας τα κοπάδια
    Και τα ποτίζαμαν μαζί 'ς της ποταμιάς το ρέμμα.
    Μαζί εμεσημεριάζαμαν εις της σπηλιάς τον ίσκιο,
    Μαζί 'ς τα δάση ετρέχαμαν κ' εκόβαμαν λουλούδια,
    Και ταις νυχτιαίς περνούσαμαν μαζί σε μια καλύβα,
    Μ' αγάπαγε σαν αδερφό, κ' εγώ σαν αδερφή μου.
    Πόσαις φοραίς μέσ' 'ςτ' αυλακιού καθόμασταν το φρύδι,
    Κ' επαίζαμαν με το νερό, πόσαις φοραίς 'ςτά χόρτα
    Μ' έρριχνε σαν παλαίβαμαν, πόσαις φοραίς 'ς τα δάση
    Σαν μάτωνε το χέρι μου αυτή μου το φιλούσε!…
    Κι' αν δάκρυζαν τα μάτια μου κι' αν πόναγα ποτέ μου,
    Αυτή μ' εσφόγγιζ' ελαφρά, κι' αδερφικά η καϋμένη
    Με χίλια χάιδια και φιλιά μου πέρναγε τον πόνο.
    Όμως εγώ δεν άπλωσα ποτέ να την φιλήσω.
    Ποια απ' την ψυχή μου δύναμι, ποιο χέρι απ' την καρδιά μου
    Αθώα κ' εγώ να την φιλώ μ' εβάσταγε, δεν ξέρω.
    Με τέτοια αθώα φιλήματα, μ' αθώα παιγνίδια τέτοια.
    Ημείς εμεγαλώναμαν και πέρναγαν τα χρόνια.
    Εγώ 'παιρνα παλληκαριά κι' αυτή ωμορφιά και μάγια.
    Ως πώφεξε μια χαραυγή, της άνοιξης μια μέρα,
    Που εγνώρισα 'ςτά μάτια της και 'ςτό χαμόγελό της
    Κάποιο μυστήριο αγνώριστο ως τότε 'ςτήν καρδιά μου.
    Λαχτάρησα σαν νάπεσε 'ς τα σωθικά μου σπίθα.
    Κι' όσο που η μέρες πέρναγαν γενόνταν φλόγα η σπίθα,
    Κ' η φλόγα μ' έκαψε βαθηά, όμως με τέτοια γλύκα,
    Οπ' άλλαξα με μιας ζωή· εθάμπωνε η ματιά μου
    Από μια λάμψι, γκαρδιακή και παραδείσια λάμψι,
    Σαν κύτταζα τα μάτια της· σαν μου χαμογελούσε
    Έλεγα γη πως δεν πατώ, πως περπατώ τα ουράνια·
    Τα αίματά μου επάγωναν σαν κάθονταν σιμά μου
    Κ' έτρεμα σαν τον κάλαμο σαν μ' έπιανε απ' το χέρι·
    Και τα τραγούδια των πουλιών για εμέν' αλλάξαν τότες,
    Άλλαξε το μουρμουρητό της λαγκαδιάς, της βρύσις.
    Άλλαξε τ' αναστέναγμα, τ' αγέρα μέσ 'ς τα δέντρα,
    Άλλαξαν κ' η μοσχοβολιαίς των λουλουδιών για εμένα
    Άλλαξε της Αυγής το φως, της νύχτας το σκοτάδι,
    Άλλαξαν τη φεγγοβολιά, τ' αστέρια, το φεγγάρι,
    Κ' η κόρη απ' τότες άλλαξε 'ς τα βάθηα της καρδιάς μου,
    Κ' εκείνη η αγάπη η παιδιακή, πούχα γι' αυτήν, η αθώα
    Έγεινε αγάπη της καρδιάς κι' όλο τον νου μου αγάπη·
    Απ' τότες άλλαξες και συ, φλογέρα μου, τον ήχο.
    Και δεν μου τραγουδάς γλυκά, πόνους, φλογέρα, χύνεις!

    Μια μέρ' αυτή πάει 'ς το χωριό.. - Σαν έλειψε απ' εμπρός μου
    Σκοτείνιασ' ουρανός και γη, ανατολή και δύσι.
    Κ' έννοιωοα τότε αβάσταχτον, πάρα βαρύν τον πόνο.
    Με συνεπήρε η φλόγα του και πέρασ' απ' τον νου μου
    Σαν έρθη η κόρη την αυγή να της το μολογήσω…
    Περνούν τρεις μέραις, - τρεις χρονιαίς για εμέ, - και δεν εφάνη.
    Και μια φαρμακωμένη αυγή μώρχετ' ένας δικός της,
    Και παίρνει το κοπάδι της και πάει κι' αυτός και φεύγει
    Ακαρτεράω ακόμα εγώ, ναρθή μια μέρα η κόρη,
    Για να της πω το ντέρτι μου, τον πόνο της αγάπης.
    Είπα 'ς τ' αστέρια τ' ουρανού, 'ς της νύχτας το φεγγάρι,
    'Στον ήλιο τον χρυσόλαμπρο, 'ςτ' αηδόνια και 'ςτ' αγέρι
    Να μου την φέρουν μιαν αυγή, και δεν μ' ακούει κανένα.
    Νυχτόημερα παρακαλώ Αγίους και Παναγία,
    Τάζω ασημένια τάματα, και δεν μ' ακούν κ' εκείνοι.
    Αν μου το έφερνες εσύ, σ' εχρύσωνα φλογέρα!..

    Ξάφνου η φλογέρα εσώπασε και σβυέται το τραγούδι.
    Τα φουντωτά κοντόκλαδα μεριάζουνε μπροστά του,
    Και 'ς το γοργό αναμέριασμα κάποιο κορμί προβάλλει.
    Μην είνε Λάμια του γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα;
    Μην είνε του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης;…
    Κόφτ' η φλογέρα τον ηχό κι' ο νηός ορθός φωνάζει:
    — Αν είσαι του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης,
    Γύρνα και κρύψου 'ςτής σπηλαίς και κρύψου 'ςτά νερά σου,
    Και μη πατάς τον τόπο μου, μην έρχεσαι 'ς εμένα,
    Γιατ' έχω γκόλφι και σταυρό, κι αγάπη 'ςτήν καρδιά μου.
    — Δεν είμαι Λάμια τον γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα,
    Ούτε και του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσις,
    Μόν' είμαι η πρώτη αγάπη σου κ' αγάπη σου η αιώνια.
    Φωτιά να κάψη τα φλωριά, τα γρόσια του γονιού μου,
    Λύκος να φάη τα πρόβατα κ' εκείνον τ' αγριοπούλια.
    Το χωρισμό σου δε φτουρώ, και δε βαστάω τον πόνο….
    'Στήν αγκαλιά σου πάρε με, αν μ' αγαπάς ακόμα,
    Κ' έλα να φύγουμε μακρυά, να πάμε 'ς άλλον τόπο.
    Αχώριστοι να ζούμε οι δυο, με μια καρδιά, μια αγάπη.
    Να περπατούμε της ερμιαίς, τ' απάτητά τα δάση,
    Πούναι τα γάργαρα νερά, τ' αμάζευτα λουλούδια,
    Που κελαϊδούν ανύποπτα η πέρδικες, τ' αηδόνια.
    Από τον κόσμο να χαθή, να σβύση τ' όνομά μας,
    Κι' ο κόσμος πάλι να χαθή, να σβύση απ' την καρδιά μας.
    Κ' η ταιριασμένη αγάπη μας νάν' ένας κόσμος άλλος.
    Να πάρουμ' από της μυρτιαίς, να πάρουμ' απ' της δάφναις.
    Να πλέξουμε μια χαμηλή μόνο για εμάς καλύβα.
    Αγαπημένοι, αχώριστοι, μονάχοι μας να ζούμε,
    Κι' αν θα χαθούμε, πάλ' οι δυο μαζί μας να χαθούμε…
    ……………………………………………..
    Κάποιος διαβάτης με καιρό διαλάλησε μια μέρα,
    Ότι σ' απόκρυφην ερμιάν εύρε χρυσή φλογέρα.

Η ΚΑΤΑΡΑ

    — Μάνα, πάρ' της ευχαίς και τ' άγια λείψανα,
    Τι δεν μπορούν να γειάνουν την αρρώστεια μου.
    Δεν είν' ούτε από πόνον ούτε από Ξωθιαίς.
    Τρεις χρόνους αγαπούσα κόρην ώμορφη,
    Και λόγο δεν της πήρα, κι' ουδέ φίλημα.
    Μια μέρα 'ςτό ποτάμι την απάντησα·
    Της κρένω, δε μου κρένει, κι' ουδέ με τηρά,
    Της ρίχνω ένα λουλούδι, δεν το δέχτηκε,
    Της ρίχνω το μαντήλι, κρυφοθύμωσε…
    Με συνεπήρε ο πόνος, μάνα, κι' ο καϋμός·
    Πεζεύω, 'ςτά πλατάνια δένω τ' άλογο
    Κι αρπαχτικά την πιάνω και την φίλησα.
    Βαρειά μ' εκαταράσθη σαν μου ξέφυγε:
    — Να ξηραθούν τα χέρια που μ' αγκάλιασαν,
    Να μαραθούν τα χείλια που μ' εφίλησαν!…
    Άκουσες την αρρώστεια, μάνα, γειάνε με.

    — Φλόγα, φωτιά να πέση 'ς την καρδούλα της,
    Να ζωντανέψ' η αγάπη η σιδερένια της,
    'Στούς δρόμους να κινήση και 'ς τα τρίστρατα,
    Ναρθή 'ς την αγκαλιά σου σαν θεότρελλη!…

    Το λόγο δεν απόειπε, δεν απόσωσε.
    Κ' επιάσθηκε η κατάρα, κ' ήρθε η λυγερή
    Με ξανοιγμένους κόρφους, μ' απλωτά μαλλιά,
    Κι' ολοβροντά την πόρτα σαν θεότρελλη.

    Τ' αρρώστου η μάν' ανοίγει· κ' η θεότρελλη
    'Στήν αγκαλιά του πέφτει και φιλεί και κλαίει.

    Έγειανε ο νηός, κ' η κόρη πήρε πληρωμή
    Καθάριο δαχτυλίδι κι' όλο μάλαμμα.

Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΑ ΚΙ' Ο ΒΑΣΙΛΗΑΣ
      κ. Γ. Δροσίνη.

Μια λυγερή 'ς τον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της.

    Βάν' ασημένιον αργαλειό κ' υφάδια μεταξένια,
    Βάν' σαΐταις μάλαμμα και φιλτισένια χτένια,
    Κι' αγάλια-αγάλια ύφαινε και ψιλοτραγουδούσε.

    Από το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον ηχό της κόρης
    Ο ήλιος εσταμάτησε, δεν πάει να βασιλέψη.
    Και καταριέται η εργατειά κ' οι ξενοδουλευτάδες
    Κ' έρχονται και φωνάζουνε και λεν του βασιληά τους,
    Ή να γιατρέψη το κακό που εγείνηκε 'ς τη χώρα
    Κι' ο ήλιος εσταμάτησε, ή θε να τον σκοτώσουν.

Ο βασιληάς στέλνει ρωτά μια μάγισσα μεγάλη.

    — Μάγισσα, ποιο είνε το κακό, που εγείνηκε 'ς τη χώρα,
    Κι' ο ήλιος εσταμάτισε, δεν πάει να βασιλέψη;

    — Κάνα κακό δεν έγεινε 'ς τη χώρα, βασιληά μου.
    Μια λυγερή 'ς τον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της,
    Πώχει ασημένιον αργαλειό κ' υφάδια μεταξένια,
    Πώχει σαΐταις μάλαμμα και φιλτισένια χτένια.
    Κάθε που ρίχτει σαϊτιά λέει κ' ένα τραγούδι,
    Κι' από το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον ηχό της κόρης
    Ο ήλιος εσταμάτισε, δεν πάει να βασιλέψη.

    Πάει και πέφτει ο βασιληάς 'ς της λυγερής τα πόδια
    — Πάψε, κόρη, τον αργαλειό, πάψε και το τραγούδι,
    Γιατ' απ' το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον γλυκό ηχό σου
    Ο ήλιος εσταμάτησε, δεν πάει να βασιλέψη,
    Και καταριέται η αργατειά κι' οι ξενοδουλευτάδες,
    Κ' ήρθαν μέσ' ς τα παλάτια μου και σκούζουν και φωνάζουν
    Ή να γιατρέψω το κακό, ή θα με θανατώσουν.

    — Κι' αν πάψω εγώ τον αργαλειό, κι' αν πάψω το τραγούδι,
    Ποιος θα μου υφάνη τα προικιά και τα μεταξωτά μου;

    — Εγώ θα βάλω γλήγορα υφάντραις να τα υφάνονν.
    Εγώ θα στείλω προξενιά, γυναίκα να σε πάρω.
    Του παλατιού βασίλισσα, κυρά μου να σε κάμω.

Ο ΓΑΜΟΣ

    — Του ποιου ν' το συμπεθεριακό, του ποιου 'ν' αυτό το ψίκι
    Που κατεβαίνει απ' τα βουνά πεζούρα και καββάλλα
    Με τα ψιλά τα φλάμπουρα, με τα διπλά παιγνίδια.
    Με τα τραγούδια τα πολλά, με τα βαρειά τουφέκια.
    Σαν να εσηκώθη ο βασιληάς κ' εσύναξε τ' ασκέρια
    Κι' όλον τον κόσμο εκάλεσε να πάη να πολεμήση;

    — Ο Φλώρος κάνει τη χαρά, παντρεύει τον υγιό του,
    Τον γυιό του τον μονάκριβο, τον μοσκαναθρεμμένο,
    Κι' όλον τον κόσμο εκάλεσε κι' όλο τ' αρχοντολόγι.
    Τρεις χρόνους γράφαν τα προικιά και τρεις τ' απανοπρίκια,
    Και τρεις οπού συντάζονταν κ' εκάλναγαν τον κόσμο.
    Πάν' τα παιγνίδια από μπροστά τα βλάμπουρ' από 'πίσω.
    Κι' αράδι' αράδ' από κοντά πάνουν οι συμπεθέροι.
    Και μέσ' 'ςτό ψίκι ανάμεσα πάν' ο γαμπρός κ' η νύφη,
    Καββάλλα 'ς άλογα ψαριά και χρυσοσελλωμένα.
    Λάμπουν τ' ασήμια του γαμπρού και τα χρυσά της νύφης
    Κ' η λαμπερή τους η ωμορφιά, σαν ήλιος, σαν φεγγάρι.
    Δεξιά ζερβιά παίζουν νουνός και βλάμης τ' άλογά τους,
    Κι' όλο κυττάν τα νηόγαμπρα κι' όλο χαμογελούνε.
    Πάει ο γαμπρός σαν αητός, ορθός, καμαρωμένος,
    Κ' η νύφη πάει σαν πέρδικα, γλυκειά, χαμηλομμάτα.
    Ακολουθάν' οι νηοί κ' η νηαίς και βλέπουν και ζηλεύουν,
    Κ' η ζήλεια βγαίνει απ' την καρδιά κ' ιδρώνει μέσ' 'ς τα μάτια,
    Και σαν αχτίδα πέτεται απώνα μάτι 'ς άλλο
    Κι' από μια 'ς άλληνε καρδιά, κ' εκεί γεννιέται αγάπη.
    Κι' όσο που νάρθη άλλ' άνοιξι, κι' όσο να κλείση ο χρόνος
    Απώνα γάμο δυο και τρεις και τρίδιπλοι φυτρώνουν.

    Βγαίνει 'ςτήν πόρτα να δεχθή τη νύφη ο γέρω-Φλώρος
    Και χύνει σίκλους στο κρασί, το ρύζι χούφταις χύνει.
    Τήνει φιλεί 'ςτά μάγουλα, τήνε φιλεί 'ςτά μάτια,
    Κι' εύχεται καλορροίζικα κ' εύχεται γεννητσούρια.

'Σταίς μαρμαρόστρωταις αυλαίς πεζεύει όλο το ψίκι.

    Όξω το στρώνουν 'ςτό χορό και μέσα στεφανώνουν.
    Και 'ςτά τραγούδια τα πολλά και 'ςτά πολλά τουφέκια,
    Άλλοι χρυσαίς δίνουν ευχαίς κι' άλλοι καλωτυχίζουν:
    — Χαρά 'ςτά δυο τα νηόγαμπρα, χαρά και 'ςτούς γονηούς
          τους! . . .

Η ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΩΣ
      κ. Α. Προβελεγγίω

    Πλέν' η Μαριώ 'στόν ποταμό, πλένει ταις φορεσιαίς της.
    Κι' η ωμορφιαίς της λάμπουνε, κι' αστράφτουν 'στό κορμί της
    Αράδες τ' ασημόκουμπα κι' αράδες τα γιουρτάνια,
    Και 'ςτά καθάρια τα νερά τα πόδια της ασπρίζουν
    Σαν νάναι με τριαντάφυλλα και γάλα ζυμωμένα.

    Περνούν εκείθε πιστικοί και κυνηγοί διαβαίνουν,
    Κι' άλλοι την λεν Λιογέννητη, άλλοι την λεν Νεράιδα.

    Πέρασε κ' ένας σταυραετός, πέρασε απάνω-απάνω,
    Και σαν να 'νοιάστηκε κι' αυτός την ωμορφιά της κόρης,
    Χαμήλωσε ως τον ποταμό κ' αρπάζει την ποδιά της,
    Τη λαχουριά της την ποδιά, τη χρυσοκεντημένη,
    Πούχε ξομπλιάσει απάνω της τον ουρανό με τάστρα.
    Και σκούζ' η άμοιρη Μαριώ και κλαίει την ποδιά της.

Ο σταυραετός μεσουρανίς χάθηκε μέσ' 'ς ταστέρια.

    Με 'λίγες μέραις ύστερα ταράχτηκεν η χώρα,
    Παγάνα πήραν τα χωριά τον βασιληά ανθρώποι
    Και δείχνουνε 'ςταίς λιγεραίς ποδιά γεμάτη αστέρια,
    Και 'ς όποιας πιάση το κορμί, κι' όποια την 'πή δική της,
    Εκείνη θα την πάρουνε μαζή τους 'ςτό παλάτι.
    Πέρασαν-πέρασαν χωριά του βασιληά οι ανθρώποι,
    Δείχνοντας τη χρυσή ποδιά, κι' ούτε κ' ευρέθη κόρη
    Να της ταιριάζει 'ςτό κορμί και να την 'πή δική της.
    Και 'ςτής Μαριώς παν' το χωριό και δείχνουνε 'ςταίς κόραις
    Αράδα-αράδα την ποδιά, και την γνωρίζουν όλαις.
    Μέσα ςταίς άλλαις έρχεται και της Μαριώς η αράδα,
    Και κοκκινίζει από χαρά και παίρνει και την ζώνει.

    Τήνε γνωρίζουνε με μιας του βασιληά οι ανθρώποι,
    Και τήνε παίρνουνε μαζή, την φέρνουν 'ςτό παλάτι

Παίρνουν αυτοί το τάμα τους, και ο βασιληάς την κόρη.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΗΤΕΙΑΣ

Ανάθεμά σε, ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις!

    Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι,
    Να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
    Να βρω και μια κρυόβρυσι, να ξαπλωθώ 'ςτόν ίσκιο,
    Να πιω νερό να δροσισθώ, να πάρω 'λίγη ανάσα,

    Ν αρχίσω να συλλογισθώ της ξενητειάς τα πάθη.
    Να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.

    Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι.
    Βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κάνα τραγούδι.

    — Τραγούδια αν έχ' η μαύρη γη, κι' ο τάφος χαμογέλοια.
    Έχει και του παιδιού η καρδιά, που περιπατεί τα ξένα.
    Τα ξένα έχουν καϋμούς πολλούς και καταφρόνια πλήθος!
    'Στά ξένα δεν ανθίζουνε την άνοιξι τα δέντρα.
    Και δε λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δεν λάμπει ο ήλιος.
    Δε φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,
    Και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει! . . .
    'Στά ξένα ποιος θα σε χαρή, και ποιος θα σου γελάση;
    Πούν' της μανούλας τα φιλιά, τα χάιδια του πατέρα;
    Πούνε τα γέλοια τ' αδερφού, κ' η συντροφιά του φίλου;
    Πούν' της αγάπης η ματιαίς και τα γλυκά τα λόγια;
    Αν αρρωστήσης, ποιος θαρθή 'ςτήν ξενητειά σιμά σου
    Να σε 'ρωτά τον πόνο σου τα γιατρικά να δίνη
    'Στο έρμο σου προσκέφαλο να ξενυχτάη μαζί σου;
    Κι' αν έρθη μέρ' αγλύκαντι 'ςτά ξένα να πεθάνης,
    Ποιος θα βρεθή 'ςτό πλάι σου τα μάτια να σου κλείση;
    Ποιος θα σου λούση το κορμί, ποιος θα σε σαβανώση;
    Στο Λείψανό σου ποιος θαρθή λουλούδια να σε ράνη;
    Και ποιος με πόνο θα ριχτή 'ςτό νεκροκρέββατό σου
    Για να σε κλάψη; Ποιος θα ειπή για εσσένα μοιρολόγι;
    Αχ! πώς τους θάφτουν νάξερες και πώς τους παν τους ξένους!
    Χωρίς λιβάνι και κηρί, χωρίς παπά και ψάλτη!

Ανάθεμά σε ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις!

    Πού να τον 'πω τον πόνο μου, πού να τον απορρίξω;
    Να τον ειπώ 'ςτά τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάταις,
    Να τον αφήσω 'στά κλαριά, τον παίρνουν τ' αγριοπούλια!…
    Κι' αν κλάψω, τα φαρμακερά τα δάκρυα πού να πέσουν;
    Αν πέσουνε, 'ςτή μαύρη γη, χορτάρι δε φυτρώνει,
    Αν πέσουνε 'ςτόν ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,
    Αν πέσουνε 'ςτή θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,
    Κι' αν τα βαστάξω 'ςτήν καρδιά, με καίν', με φαρμακώνουν
    Αναθεμά σε, ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις!

ΤΟ ΜΑΓΕΜΜΕΝΟ ΜΑΝΤΗΛΙ
      κ. Ευαγ. Γ. Ζαλοκώστα

    Ώρα γλυκειά της χαραυγής όπου ξυπνάει η πλάσι,
    Οπού γλυκαγκαλιάζεται το φως με το σκοτάδι.
    Που γλυκοφέγγουν η κορφαίς, μαυρολογούν οι λόγγοι,
    Που το φεγγάρι χάνεται, που αχνίζουνε τ' αστέρια,
    Κι' ο λαμπερός ο Αυγερινός μονάχα τρεμουλιάζει,
    Που πέφτει τ' ουρανού η δροσιά και λούζει τα λουλούδια,
    Που ανοίγουν τα τριαντάφυλλα κ' η δάφναις ανασαίνουν,
    Κ' η ανθισμένη αγράπελη από το βράχο σκύβει

    Να ιδή 'ςτο ρέμμα τ' αυλακιού την τρυφερή ωμορφιά της.
    Οπού ξυπνούν η πέρδικες και κελαϊδούν τ' αηδόνια! …

    Κι' ο Μήτρος με τη χαραυγή τα πρόβατα του βγάζει
    Στα κορφοβούνια απ' τάρμεγμα να τα περιβοσκήση,
    Αντιλαλούν η λαγκαδιαίς απ' τα λαμπρά κουδούνια,
    Απ' τα βραχνά βελάσματα αχολογούν η ράχαις,
    Και 'ςτ' αλαφρό τ' ανέβασμα του ζηλεμμένου Μήτρου
    Φουσκώνει η φουστανέλλα του, βροντούν τα χαϊμαλιά του,
    Κι' ο μεταξένιος του ο τσαμπάς τινάζεται σαν νέφιο
    Οπού το δέρνει ο άνεμος και το χρυσώνει ο ήλιος.

    Χαράημερα και του χωριού κινούν η μαυρομμάταις
    Να παν' 'ςτή βρύσι για νερό. Περνούν, περνούν κοπέλλαις,
    Έρχονται με χαρχάγελα και φεύγουν με τραγούδια.
    Ύστερη απ' όλαις έρχεται η Αναστασιά της χήρας,
    Με τα μακρυά της τα μαλλιά, με τα γλυκά τα μάτια.
    Με το μεγάλο τόνομα και με το πλούσιο βιο της.
    Διαβαίνει με περπάτημα σειστό, καμαρωμένο.
    Και τα πουλιά που κελαϊδούν λες και την χαιρετούνε,
    Τα δέντρα που φουρφουλογούν 'ςτής χαραυγής τ' αγέρι,
    Λες και ξυπνούν, ξαφνίζονται 'ςτής λυγερής το διάβα,
    Κι' αναμερώντας τα κλαδιά τώνα ρωτάει τ' άλλα
    Ρωτάει ο γράβος το φτελιά, ο πεύκος το πλατάνι,
    Το κυπαρίσσι τη ιτιά, κ' η λυγαριά τη δάφνη:

— Ποια νάν' εκείνη που περνά, μη νάν' καμμιά Νεράιδα;

    Και σκύφτουν-σκύφτουν να την ιδούν κι' αυτή περνά και
                                                 [φεύγει.

    Χαρά 'στη χήρα πώκαμε την τέτοια θυγατέρα,
    Χαρά και 'ςτό μικρό χωριό οπού την καμαρώνει,
    Χαρά 'ςτόν κι όποιος την χαρή και την κορφολογήση!

    Ο Μήτρος την αγνάντεψεν απ' τα βουνά του απάνω
    Και ροβολάει γλήγορα και 'ςτό στρατί την πιάνει.

— Ώρα καλή σου, Αναστασιά.

— Καλώς τον τον λεβέντη

— Κόρη, για δος μου φίλημα 'ς αυτά τα μαύρα μάτια.

    — Πώς να σου δόσω φίλημα 'ςτά μαύρα μου τα μάτια
    Που 'ς άλλον μ' έχει η μάνα μου από μικρή ταμμένη;

    — Γιατί, καϋμένη Αναστασιά, γιατί περδικοστήθω;
    Τώρα οπού εμεγάλωσες κι' άνθισε η ωμοφιά σου
    Και χύνει μέσ' τα τρίστρατα τη μοσχομυρωδιά της,
    Σ' άλλον να σ' έχουν τάξιμο, κ' εμέ να μ' απαριάσης
    Οπού σε πρωταγάπησα από μικρή μικρούλα,
    Κι' ούτε της βρύσης τώλεγα, ούτε της συντροφιάς μου,
    Ούτε και της φλογέρας μου, του φεγγαριού, του ήλιου,
    Μόν' 'ςτήν καρδιά, το φύλαγα σαν θησαυρό κρυμμένο,
    Και με μια ελπίδα τώτρεφα, πότε να μεγαλώσης,
    Πότε να δώση ο Απρίλης σου, ν' ανθίση η ωμορφιά σου,
    Να σε ζηλεύουν κ' η Ξωθιαίς, 'ςτή βρύσι εδώ να σ' εύρω,
    Για να σ' ανοίξω την καρδιά, να ιδής πούσαι κυρά της,
    Και σ' είσαι 'ς άλλον τάξιμο κ' εμένα μ' απαριάζεις:

    — Μήτρο, 'ςτά λόγια σου γραφτή ξανοίγω την καρδιά σου,
    Μα 'ς άλλον μ' έχ' η μάνα μου από μικρή ταμμένη.

    — Κόρη, για δος μου φίλημα 'ςτά μαύρα σου τα μάτια,
    Κόρη, εγώ σ' αγάπησα, κ' εγώ θα να σε πάρω.

    — Μήτρο, καϋμένε, μην το λες. Ρίξε τα μάτια 'ς άλλη.
    ……………………………………………..
    — Τ' έχεις απόψε Μήτρο μου, και μου είσαι πικραμένος;

    — Δόλια μανούλα μ', άσε με, πλειότερο μη με θλίβεις. . . .
    Θα πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
    Και θα χαλάσω τα χωριά, θα γίνω κλέφτης μάνα,
    Κι' ας φάη λύκος τα πρόβατα και αυτά τα έρμα γίδια.

    — Παιδί μου, … Μήτρε μου; … τι λες; … τι βάνεις με
                                                 [τον νου σου;

— Ό,τι κι' αν λέω μάνα μου, εγώ θα να το κάμω.

    — Μη σώκλεψαν τα πρόβατα, μη σ' άρπαξαν τα γίδια;
    Μην Αρβανίταις πέρασαν και σ' έβρισαν, παιδί μου;

    — Δεν κλέβουν πρόβατα από εμέ, ουδέ μ' αρπάζουν γίδια
    Κι' ουδ' Αρβανίταις μάνα μου, κοτάν' για να με βρίσουν…

Μια κόρη μ' εβαλάντωσε, μια κόρη, … ανάθεμά την!

— Και ποια είν' εκείνη πώρριξε του γυιού μου την αγάπη;

    — Η ζηλεμμένη Αναστασιά κ' η μοναχή της χήρας.
    Την αγαπούσ' από μικρή και τώκρυφτα βαθειά μου,
    Ούτε 'ςτ' αστέρια τώλεγα, ούτε και 'ςτό τραγούδι,
    Μόν' καρτερούσα μάνα μου, τόσον καιρό μ' ελπίδα.
    Να μεγαλώση, να την βρω 'ςτό ξέφωτο μια μέρα
    Να της ανοίξω την καρδιά και να τήνε φιλήσω …
    Σήμερα που την εύρηκα ναρχέται από τη βρύσι
    Και της εγύρεψα φιλί 'ςτά μαύρα της τα μάτια,
    Εκείνη μου τ' αρνήθηκε, και μούπε αλλού να στρέψω,
    Γιατί την έχ' η μάνα της μικρούλ' αλλού ταμμένη …
    Γι' αυτό θα πάρω τα βουνά, θα πάω να γίνω κλέφτης,
    Κ' εγώ, που την αγάπησα, εγώ θα να την πάρω.

    — Αν τώβαλες κατάκαρδα και θέλεις να την πάρης
    Μη παρατάς τα πρόβατα και πας παιδί μου, κλέφτης,
    Τι θα χαθή το σπίτι μας, το βιο μας θα ρημάξη, …
    Κ' εγώ θα πάω 'ςτή μάνα της ταχυά να την γυρέψω,
    Κι' αν δε θελήση η μάνα της νύφη να μου την δώση,
    θα πάω 'ς την πρωτομάγισσα και μάγια θα της κάμω.

    — Αν δεν την πάρω μάνα μου, γλήγορα θα με κλάψης
    ………………………………………….
    — Για σου χαρά σου. Γεώργενα.
             — Καλώς την την Γιαννούλα.

    — Γιώργενα, την Αναστασιά, την ακριβή σου κόρη,
    'Στόν ζηλεμμένον Μήτρο μου δε μου την δίνεις νύφη;

— Από μικρή, Γιαννούλα μου. την έχω αλλού ταμμένη.

    — Ο γυιός μου την αγάπησε. Γιώργεν', από μικρούλα,
    Κι' ο μαύρος εκαρτέραγε πότε να μεγαλώση
    Να της ανοίξη την καρδιά και να την κάμη ταίρι.

— Γιαννούλα τώρα ο Μήτρος σου ας ρίξη αλλού τα μάτια.

    — Δεν είν' αρρώστεια να διαβή να ξαναγειάνη πάλι,
    Δεν είναι μιαν αντάμωσι για να την λησμονήση,
    Γκρεμός δεν είναι και ραϊδιό και σκέπι να περάση,
    Δεν είν' πελαγοποταμιά διά να διαβή από πέρα,
    Δεν είναι μαύρο σύγνεφο να φυλακτή σ' απόσκιο,
    Μόν' είναι ο πόνος της καρδιάς κι' ο πόνος της αγάπης,
    Είναι καϋμός. Και σκιάζομαι να μη τον χάσω, η μαύρη.

— Γιαννούλα, εγώ την κόρη μου την έχω αλλού ταμμένη.

    — Και ποιον θα ναύρης Γιώργενα, καλλίτερο απ' το γυιό μου
    Πούναι λεβέντης ακουστός εις του χωριού τους άντρες,
    Οπούναι και μοναχογυιός και καλοαναθρεμμένος;
    Πού θα να βρης καλλίτερο απ' το δικό μας σπίτι,
    Πώχουμε χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες χίδια,
    Κοπάδια βοϊδογέλαδα κι' άλογα και φοράδια.
    Πώχουμε χίλια στρέμματα αμπέλια και χωράφια.
    Πωχουμε λόγγα πάρθενα, πώχουμε και λειβάδια.
    Πώχουμε χούφταις το φλουρί και φόρτωμα τ' ασήμι;

— Το βιο σας να το χαίρεστε, κ' η κόρ' είνε δική μου.

    — Άιντε, γυναίκα ανάποδη και όχεντρα οργισμένη,
    Σου την γυρεύω με καλό, με το κακό την παίρνω! . . .
           …………………………….

    Πήγε 'ςτήν πρωτομάγισσα, που εμόνιαζε 'ςτό λόγγο,
    Της μολογάει του Μήτρου της το πόνο, την αγάπη.
    Της τάζει χίλια δυο φλουριά και της γυρεύει μάγια.

    — Ακόμα χίλια δυο φλουριά, Γιαννούλα, θα ξοδιάσης,
    Τον ακριβό το Μήτρο σου αν θέλης να μη χάσης.

    — Δίνω και τρεις και τέσσερες ακόμα εγώ χιλιάδες.
            …………………………….

    Τρεις από τότε η μάγισσα βραδειαίς αράδ' αράδα,
    — Κ' ήταν φεγγαρογιόμισμα, — κοντά 'ςτό μεσονύχτι
    Έβγαινε πέρ' απ' το χωριό, κατά το Ξωθιονέρι,
    Εκεί που ρίχνουν σαν περνούν ανάθεμα οι διαβάταις,
    Κ' εμάζευε όλαις ταις ξωθιαίς, ταις στρίγλαις και ταις λάμιαις
    Με σφύριγμα, που ετάραζε της ερημιάς τον ύπνο.
    Χιλιάδες χάραις έταξε, και εγύρεψεν απ' όλαις
    Μετάξι απ' της Πεντάμορφης Νεράιδας το κοκούλι,
    Αίμ' από κόρη πάρθενη, και γλιώσσα από όφιο αστρίτη.

    Ταύραν αυταίς και τάφεραν και πήρανε το τάμμα.
    Με το μετάξι η μάγισσα ύφαν' ένα μαντήλι.
    Τώβαψε με φειδόγλωσσαις και με παρθένας αίμα
    Και τρεις φοραίς το ξόρκισε, τώκαμε μαγεμμένο.

    — Έλα Γιαννούλα, πάρετο· κι' όποτε θέλει ο Μήτρος
    Να πάρη την Αναστασιά, με δαύτο ας την εγγίξη.
    ……………………………………….

    Είκοσι μέραις πέρασαν, σαν χρόνια για το Μήτρο,
    Κ' έφτασε τ' Άι-Γιωργιού η γιορτή, το μέγα πανηγύρι,
    Που χέρι-χέρι νηαίς με νηούς κρατιούνται και χορεύουν.
    Η αράδα της Αναστασιάς εσύντυχε το Μήτρο.
    Κρατιέται απ' το μαντήλι του, μαγεύεται, λιγώνει,
    Του ρίχνει ολόγλυκειαις ματιαίς κι' από κρυφά του λέει:
    — Πίσω απ' τον ήλιο, Μήτρο, ας πάη της μάνας μου το τάμμα,
    Ας ζήση αυτή μονάχη της, κ' εγώ με σέν' αντάμα.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΛΕΦΤΙΚΟ

    Πότε θαρθή μιαν άνοιξι, θαρθή ένα καλοκαίρι,
    Που λουλουδιάζουν τα κλαριά, που λυόνουνε τα χιόνια,
    Για να ζωθούμε τάρματα και τα χρυσά τσαπράζια,
    Να βγούμε κλέφταις, βρε παιδά, κλέφταις 'ςτά κορφοβούνια!

    Μέσ' 'ςτήν ψηλότερη κορφή να στήσουμε λημέρι,
    Νάχουμε τάστρα τ' ουρανού τ' αποβραδύς κουβέντα.

    Κ' ημάς το γλυκοχάραγμα να πρωτοχαιρετίζη.
    Ημάς ο ήλιος την αυγή 'σάν κρούη να πρωτοβλέπη.
    Να μας ζηλεύουν οι αετοί, να μας ξυπνούν τ' αηδόνια,
    Και μέσ' ςτά γάργαρα νερά και μέσ' 'ςταίς κρύαις βρύσες
    Νεράιδες να μας νύβουνε, φιλιά να μας χορταίνουν.

    Αράδ' αράδα τάρματα 'ςτά πεύκα θα κρεμάμε,
    Και θε να σταίνουμε χορό. Και κάθε μας τραγούδι
    Θάνε βροντή από σύγνεφο, φωτιά από αστροπελέκι.

Θα μας τρομάζουν τα θηριά, θα προσκυνούν οι κάμποι.

    Πότε θαρθή μιαν άνοιξι, θαρθή ένα καλοκαίρι,
    Να βγούμε κλέφταις, βρε παιδιά, κλέφταις 'ςτά κορφοβούνια.

Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ
      κ. Ι. Μ. Δαμβέργη.

    Ήταν δυο αδέρφια γκαρδιακά και πολυαγαπημένα,
    Ο πρώτος κόρη αγάπησε ξανθή και μαυρομμάτα,
    Κ' ήρθε καιρός κι' εσμίξανε κ' εβάλανε στεφάνια.
    Μήνες και χρόνια πέρασαν, ακέρια χρόνια πέντε,
    Κι' ο παντρεμένος θέλησε 'ςτά ξένα να μισέψη.
    Κ' εκάλεσε τον αδελφό και χωριστά του λέει:

    — Βουλιούμαι, αγαπημένε μου, 'ς τα ξένα να μισέψω,
    Να διαπεράσω τα βουνά, να πάω σε ξένον κόσμο,
    Και να γυρίσω με καιρό, με χρόνια και με μήνες
    Με γρόσια στο δισάκι μου και λίρες 'ςτο κιμέρι.
    Σ' αφίνω την γυναίκα μου την πολυαγαπημένη.
    Να την κυττάς σαν αδερφή, σαν αδερφή δική σου.

    Αγκαλιαστήκανε γλυκά κι' αδερφικά φιλιώνται
    Κι' ο παντρεμμένος τάλογο ταχυά καββαλλικεύει,
    Και διαπερνάει θάλασσαις και κάμπους και ποτάμια
    Και διαπερνάει και βουνά και πάει μακρυά 'ςτά ξένα.

    Δώδεκα χρόνια πέρασαν και δεκαπέντε μήνες.
    Ο αφωρεσμένος του αδερφός κ' η σκύλλα του η γυναίκα
    Γλυκά γλυκά αγαπήθηκαν και πέρναγαν μαζύ τους
    Και λησμονήθηκε τ' αντρός και τ' αδερφού η αγάπη.

    Και μέσ' 'ς τα δώδεκα ψηλά και μέσ' 'ς τους τόσους μήνες
    Ο μισευμένος κίνησε απ' τα μακρυά τα ξένα
    Να διαπεράσση θάλασσαις, κάμπους, βουνά, ποτάμια,
    'Σ το πατρικό το σπίτι του με γρόσια να γυρίση.

    Μια μέρα ένα Μαγιάπριλο κοντά 'ςτό μεσημέρι
    Σφιχταγκαλιάζονταν οι δυο 'ςτό στρώμα οι αγαπημένοι.
    Άξαφνα γλήγωρο άλογο 'ςτή θύρα σταματάει.
    Βαρειά φτερνιέται τάλογο, πεζεύει ο καββαλάρης
    Και κράζει τη γυναίκα του και ολοβροντάει τη θύρα.
    Λαχταριστοί τινάζονται απ' το ζεστό το στρώμα
    Και κατεβαίνουν 'ςτήν αυλή τον ξένον να δεχτούνε.
    Χίλιαις αλλάζουν αγκαλιαίς, φιλήματ' άλλα τόσα.
    Ο ένας κλαίει από χαρά, κ' οι δυο από φόβο αχνίζουν.

— Τ' είσαι καλή μου τόσο αχνή και τρέμεις σαν το φύλλο;

    — Μήνες και χρόνια ολόκερα σε καρτερώ απ' τα ξένα,
    Και το μαράζι της καρδιάς, της ξενιτειάς σου η πίκρα
    Μώφερε αρρώστεια αγιάτρευτη και μ' έρριξε 'ςτό στρώμα
    Ή άλλαις, είπα, αγάπησες 'ςτής ξενιτειάς τη χώρα
    Κ' εμένα μ' αλησμόνησες την πολυαγαπητή σου,
    Ή αρρώστησες και πέθανες χωρίς εγώ να μάθω.
    Και δάκρυο, δάκρυο ψεύτικο, δάκρηο γιομάτο απάτη
    Τα μαραμένα μάγουλα της σκύλλας αυλακόνει.

    — Ούτε κι' αγάπησα καμμιά 'ςτής ξενιτειάς τη χώρα,
    Ούτε λησμόνησα ποτές εσένα την καλή μου.
    Μήνες και χρόμα επλούτενα, για να γυρίσω τώρα,
    Με γρόσια 'ςτό δισάκι μου και λίρες 'ςτό κιμέρι,
    Κι' αρρωστεμένη να σε βρω και να σε βρω 'ςτό στρώμα;
    Φωτιά να κάψη τα φλουριά! κ' εγώ θα τα ξοδιάσω
    Σ' όλον τον κόσμο, 'ςτούς γιατρούς, για εσέ, για την υγειά σου!

Και την εφίλησε γλυκά 'ςτά μάτια και 'ςτό στόμα.

    — Ρώτησα εγώ χίλιους γιατρούς. Κι' αν θέλης για να γειάνω
    Από τα Μήλα τα Χρυσά να πας και να μου φέρης.
    Έφεξε η δεύτερη αυγή και πριν να δώση ο ήλιος
    Καββαλικεύει τ' άλογο και φεύγει ο παντρεμμένος,
    Και 'πήγε ναύρη τα Χρυσά τα Μήλα να τα φέρη,
    Για να τα φάη η γυναίκα του να ξαναγειάνη πάλι.

    'Στο δρόμο μάγισσα 'ρωτά, πούν' τα Χρυσά τα Μήλα.
    Κ' η μάγισσα η καλόγνωμη γυρίζει και του λέει:

    — Είνε τα Μήλα τα Χρυσά σε μακρυνό περβόλι,
    Σε περιβόλι απάτητο, που το φυλάει ο Δράκος.
    Χιλιάδες βασιλόπουλα, χιλιάδες παλληκάρια
    Πήγαν να το πατήσουνε κ' εχάσαν την ζωή τους.
    Αν έχης λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθεια,
    Σύρε μέσ' στης Πεντάμορφης το μαρμαρένιο κάστρο,
    Πέρα 'ς εκείνα τα βουνά που 'γγίζουνε τ' αστέρια.
    Αραδαριά θα βρης εκεί τον κάμπο να γιομίζουν
    Χιλιάδες βασιλόπουλα, χιλιάδες παλληκάρια.
    Που πολεμούν με μάνιτα, που αμάχονται με δίψα,
    Όποιος αξιώτερος φανή 'ςτό κάστρο να πηδήση
    Την κόρη την Πεντάμορφη δική του να την κάμη.
    Αν έχης λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθεια.
    Κι' αν θα φανής αξιώτερος και μείνης μοναχός σου.
    Θα κατεβή η Πεντάμορφη, 'ςτό κάστρο θα σε πάρη,
    Κι' ό,τι γυρέψης, θα το ιδής φερμένο 'ςτήν ποδιά σου.

Χτυπάει εκείνος τ' άλογο και χάνεται 'ςτόν κάμπο.

    Σαράντα είχε η Πεντάμορφη, σαράντα ακέρηα αδέρφια,
    Σαράντα καββαλλάριδες, σαράντα παλληκάρια,
    Που όταν κινούσαν, έτρεμαν βουνά μαζύ και κάμποι.
    Κάποιο κυνήγι έναν καιρό ξανοίξανε μεγάλο,
    Και μέσ' ςτο κάστρο επλάκωσαν χιλιάδες βασιληάδες.
    Κ' επιάστηκαν σε πόλεμο, και επιάστηκαν σ' αμάχη,
    Ποιος ζήση απ' όλους να ριχτή την ώμορφη ν' αρπάξη.

    Ο παντρεμμένος έφτακε καββάλα 'ςτ' άλογό του.
    Κ' εκεί που εκείνοι αμάχονται και ένας χτυπάει τον άλλον,
    Βγάζει το δαμασκί σπαθί, οφίγγεται μέσ' 'ς τη σέλλα,
    Κεντάει τ' αλόγου τα πλευρά και ρίχνεται 'ς τη μέση
    Χτυπάει εδώ και σφάζει εκεί κι' ολούθε τάφο ανοίγει.
    Φλογίστηκε 'ς τα χέρια του το δαμασκί σπαθί του,
    Το πρόσωπό του εμαύρισε, άφρισε τ' άλογό του,
    Κι' δω που ο ήλιος έγειρε και πάει να βασιλέψη,
    Πέρα και πέρα εγιόμισε τον κάμπο από κουφάρια
    Κ' η ρεμματιαίς πελάγωσαν απ' το πολύ το αίμα.
    Με κλάυματα η Πεντάμορφη 'ςταίς θύραις κατεβαίνει:

    — Για εσέ, λεβέντη ωμορφοννιέ, λεβέντη καββαλάρη,
    Που μέσ' 'ς τα τόσα αίματα τόσα κορμιά έχεις θάψει,
    Και σήμερα μ' εγλύτωσες από σκλαβιά μεγάλη,
    Για εσένα ανοίγω σήμερα το κάστρο μου να ανέβης.
    Πες μου, τι θέλεις, τι καλό μεγάλο να σου κάμω.

    — Έχω γυναίκα ωμορφονιά, κ' είν' άρρωστη 'ςτό στρώμα
    Όλον τον κόσμο αρώτησα κι' όλος ο κόσμος μου είπε,
    Να φάη τα Μήλα τα Χρυσά να ξαναγειάνη πάλι

    — Έλα 'ςτό κάστρο μου ψηλά να λούσω το κορμί σου,
    Με μόσχο, με ροδόσταμμα. λεβέντη, να σ' αλείψω.
    Να κοιμηθής γλυκά-γλυκά γιατ' είσαι αποσταμένος,
    Και σαν ερθούν ταδέρφια μου τον κόσμου οι αντρειωμένοι,
    Πέρνεις τα Μήλα τα Χρυσά και φεύγεις 'ς την καλή σου.

Κοιμάται.

       Κ' η Πεντάμορφη 'ς τα παραθύρια βγαίνει,
    Παίρνει 'ςτό χέρι αργόχειρο και γλυκοτραγουδάει.
    Να κι' άξαφνα ξαγνάντεψαν τ' αδέρφια της 'ςτόν κάμπο,
    Κι' απαρατάει τ' αργόχειρο και πάει και τους προφταίνει.

    — Σωπάτε, μην τρομάζετε, λαχτάρα μη σας πήρε,
    Κ' εκείνος που με γλύτωσε γλυκοκοιμάται απάνου.
    Χιλιάδες βασιλόπουλα πλακώσανε 'ςτό κάστρο
    Κ' επιάστηκαν 'ςέ πόλεμο, κ' επιάστηκαν 'ς αμάχη,
    Όποιος γλυτώσει απ' όλους τους 'ςτό κάστρο να πηδήση,
    Ν' αρπάξη εμένα και μακρυά δική του να με πάρη.
    Κάθε που έπεφτε σπαθιά τα στήθεια μου περνούσε.
    Μα εκεί που εκείνοι εμάχονταν, κ' ένας τον άλλο εχτύπα,
    Σαν άγιος φανερώθηκε λεβέντης καββαλλάρης
    Και με σπαθί 'ςτά χέρια τον ρίχνεται μέσ' 'ςτή μέση.
    Σε κάθε που έπεφτε σπαθιά εφτέρωνε η καρδιά μου.
    Κι' όσο που ο ήλιος έγειρε και πάει να βασιλέψη,
    Πέρα και πέρα εγιόμισε τον κάμπο από κουφάρια.
    Με μιας το κάστρο τ' άνοιξα, τον πήρα 'ςτά παλάτια,
    Τον έλουσα, τον άλειψα ροδόνερο και μόσχο,
    Και τώστρωσα να κοιμηθή γιατ' είνε αποσταμένος.
    Γυρίστε, μην πεζεύετε· και για δική μου αγάπη
    Θα πάτε πέρα, αδέρφια μου, 'στ' απάτητο περβόλι,
    Πούναι τα Μήλα τα Χρυσά που τα φυλάει ο Δράκος,
    Να πάρτε, να του φέρετε, γιατ' είνε παντρεμμένος,
    Κέχει γυναίκα ωμορφονιά που είν' άρρωστη 'ςτό στρώμα.
    Κι όλον το κόσμο αρώτησε, κ' όλος ο κόσμος του είπε:
    Να φάη τα Μήλα τα Χρυσά να ξαναγειάνη πάλι.

    Χτυπούν τ' αδέρφια τάλογα και χάνονται 'ςτόν κάμπο.
    Φέρνουν τα Μήλα τα Χρυσά. Τα παίρνει ο παντρεμμένος
    Καββαλλακεύει τάλογο και γέρνει 'ςτήν καλή του.

    Μήνες μονάχα επέρασαν. Κ' ένα γλυκό βραδάκι,
    Που μοναχή η Πεντάμορφη αγνάντευε απ' το κάστρο,
    Τ' αγαπημένα αδέρφια της με πόνο ακαρτερώντας,
    Να πηλαλάη έν' άλογο βλέπει μακρυά 'ςτόν κάμπο.
    Απέρναγε σαν σύγνεφο οπού το διώχνει ο αγέρας,
    Κι' όπως βογγάει το σύγνεφο εκείνο εχλιμιντρούσε.
    Γοργό, αφρισμένο επλάκωσε σε λίγο μέσ' 'ς το κάστρο
    Μ' ένα δισάκι απάνω του και δίχως καββαλλάρη.
    Το γνώρισε η Πεντάμορφη και κατεβαίνει κάτου.
    Αυτιάζεται, χτυπάει τη γη και χλιμιντράει εκείνο,
    Σαν κάτι νάθελε να ειπή. Το ξεφορτώνει η κόρη,
    Παίρνει, και το δισσάκι λυεί… και τι να ιδή!… λαχτάρα!…
    κομμάτια ανθρώπινου κορμιού 'ςτά αίματα πνιγμένα,
    Και 'ςτά κομμάτια ανάμεσα τώμορφο το κεφάλι
    Του νηού που την εγλύτωσε!… Δέρνεται και μαδιέται…

Έκλαψε απαρηγόρητη τρεις 'μέραις και τρεις νύχταις.

    Αράδιασε το λείψανο 'ς ολόχρυσο σιντόνι
    Κ' εκάλεσε ένα γλήγορο χιονάτο περιστέρι
    Αθώο, αθώο σαν κι' αυτή, το μόνο σύντροφό της
    Και το επαράγγειλε πιστά, και τέτοια του 'μιλάει:

    — Άνοιξε τα φτερούγια σου, μικρό μου περιστέρι,
    Και θε να πας γι' αγάπη μου σε μακρυνό ταξείδι.
    Θα διαπεράσης θάλασσαις, ψηλά βουνά και κάμπους,
    Θα διαπεράσης σύγνεφα και θε να πας πουλί μου,
    'Στά στοιχειωμένα τα βουνά που πάντα ανοιγοκλειούνε
    Κι' οπού τ' αθάνατο νερό περνάει ανάμεσά τους.
    Πέτα γοργό μέσ' 'ςτ' άνοιγμα, πάρε νερό και φεύγα.

    Πετάει εκείνο και γοργό με το νερό γυρνάνει,
    Και το σταλάζει ανάλαφρα 'ςτ' αραδιαστά κομμάτια.
    Κ' εκεί που πέφτει το νερό, κολλούν και ζωντανεύουν.
    Και ζωντανεύει ολάκερος ο νηός ο παντρεμμένος.
    Ξυπνούν τα 'μάτια τα σβυστά, ανοίγουνε τα χείλη
    Κι' απάνω τους χαμόγελο γλυκό-γλυκό χαράζει.
    Χτυπάει η ακίνητη καρδιά, και το βουβό το στόμα
    Παίρνει αλαφρόν ανασασμό κι' αρχίζει και 'μιλάει:

    — Πόσο βαρηά εκειμώμουνα!… πού ήμουν και πού να είμαι;
    Δεν είσαι συ η Πεντάμορφη με τα σαράντα αδέρφια;
    Δεν είν' αυτό το κάστρο σου; δεν είν' αυτός ο κάμπος
    Που μια φορά επελάγωσα με βασιληάδων αίμα;
    Πού ήμουν όντας πλάγιασα, και τώρα πού ξυπνάω;

— Εξύπνησες 'ςτά χέρια μου… πού επλάγιασες για πες μου;

    — Θυμούμαι, μα σαν όνειρο. Μια μέρα εκυνηγούσα
    Με το μικρότερο αδερφό 'ςτής χώρας μας τα δάση.
    Το μεσημέρι επλάγιασα ς' ένα φτελιά από κάτου
    Κι' απ' τότες τώρα εξύπνησα 'ςτό κάστρο το δικό σου.
    Ποιος μ' έφερε; Πεντάμορφη, μην όνειρο είνε ακόμα;

    — Όχι! δεν είνε όνειρο, κι' ουδέ κοιμάσαι ακόμα
    Σ' έφερε τ' άλογό σου εδώ κομμάτια 'ςτό δισάκι
    Κ' εγώ, που μ' εξεγλύτωσες απ' τη σκλαβιά μια μέρα
    Εγώ με την αγάπη μου και με τα δάκρυά μου,
    Εγώ μ' αθάνατο νερό σ' ανάστησα, λεβέντη.
    Τώρ' αρματώσου γλήγορα, ανέβα 'ςτ' άλογό σου
    Και χτύπα το, σαν αστραπή 'ςτό σπήτι να φέρη.
    Αγκαλιαστά να βρης εκεί 'ςτό στρώμα να κοιμώνται
    Ο αφωρεσμένος σου αδερφός κ' η σκύλλα σου η γυναίκα,
    Για να γλυτώσουν σ' έστελναν για τα Χρυσά τα Μήλα,
    Που τα φυλάει ο Δράκοντας, να χάσης τη ζωή σου·
    Και σαν εγύρισες μ' αυτά, σ' επήραν 'ςτό κυνήγι
    Κ' εκεί σ' εσκότωσε ο αδερφός 'ςτόν ύπνο τον γλυκό σου,
    Τώρ' αρματώσου γλήγορα κι' ανέβα 'ςτ' άλογό σου
    Και σύρε εκεί και σκότωσε και κάμε τους κομμάτια.
    Και γύρνα, την Πεντάμορφη γυναίκα σου να πάρης.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΡΥΓΗΤΟΥ

    Το λέει ο πετροκότσυφας 'ςτό δροσερό τ' αυλάκι,
    Το λεν 'ςτά πλάια η πέρδικες, 'ςτήν ποταμιά τ' αηδόνια.
    Το λέν 'ςτ' αμπέλια η λυγεραίς, το λεν με χίλια γέλοια,
    Το λέει κ' η Γκόλφω η ώμορφη, το λέει με το τραγούδι

    — Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμμένο,
    Δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω,
    Να κάμω αθάνατο κρασί, μοσχοβολιά γιομάτο.
    Μέσ' 'ςτά κατώγεια τα βαθηά σαν μόσχο να το κρύψω,
    Να το φυλάξω ολάκεραις χρονιαίς, ακέρηους μήνες,
    Ως που ν' αρθή μιαν άνοιξι, ναρθή ένα καλοκαίρι,
    Να γύρη από τη μακρυνή την ξενητειά ο καλός μου.
    Να κατεβώ μέσ' ςτήν αυλή, να πιάκω τ' άλογό του.
    Να τον φιλήσω αγκαλιαστά 'ςτά μάτια και 'ςτό στόμα,
    Να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ' αθάνατο κρασί σου,
    Της ξενητειάς τα βάσανα να πάν', να τα ξεχάση.

Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ
      κ. Μ. Μητσάκη.

    Η Ρούσιω η καπετάνισσα, του Γέρω-Δήμου η νύφη,
    Στα παραθύρια κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει,
    Κι' αναστενάζει απ' την καρδιά και με τον νου της λέει:

    — Μάνα, μ' εκακοπάντρεψες και μ' έδωκες σε κλέφτη,
    Που βρίσκεται 'ςτόν πόλεμο απ' την αυγή ως 'ςτό βράδυ,
    Κι από το βράδυ ως 'ςτήν αυγή φυλάει 'ςτό καραούλι,
    Και δεν τον είδα μία φορά να κοιμηθή σιμά μου,
    Εγώ τουφέκια σκιάζομαι, τάρματα εγώ τα τρέμω,
    Για να το ζώσω 'ςτό κορμί να πάω από κοντά του,
    Κ' εχτίκιασαν τα στήθεια μου, εμάλλιασε η καρδιά μου,
    Μαράθηκαν τα νειάτα μου κ' η εμμορφιά μου εχάθη.
    Σαν τι τα θέλω τα φλουριά και τα βαρηά γιονρτάνια.
    Σαν τι τα θέλω τα χρυσά κι' ασημωμένα ρούχα,
    Σαν δεν κοιμούμαι μια φορά 'ςτό πλάι του καλού μου;
    Νάμουνα κάλλια πιστικιά, κάλλια θερίστρα νάμουν,
    Παρά η καπετάνισσα, του Γέρω-Δήμου η νύφη.
    Για ιδές θερίστραις, πιστικαίς, ολημερίς γυρνάνε
    'Στά ρέμματα, 'ςταίς λαγκαδιαίς, 'ςτούς κάμπους και 'ςτά πλάια
    Με τον καλό τους 'ςτό πλευρό και με μικρά 'ςτά χέρια.
    Κ' εγώ, κλεισμένη μοναχή 'ψηλά 'ςτά κορφοβούνια,
    Τα λερωμένα του σκουτιά 'μπεζέρισα να πλένω.
    Κι' ώρα την ώρα με καρδιά καταλαχταρισμένη
    Τον καπετάνιο καρτερώ τόσαις βραδειαίς κι' αυγούλαις,
    Πότε να τον ιδώ γερός ν' αφήση τα λημέρια,
    Ναρθή 'ςτό σπίτι μια φορά, να κοιμηθούμε αντάμα!

Η ΧΙΟΝΟΥΡΑ

    Ανάμεσα τρεις ποταμιαίς και πέντε κορφοβούνια
    Πύργος διπλοθεμέλειωτος και μαρμαροχτισμένος,
    Και μέσα κόρη κάθεται με δεκαπέντε σκλάβους,
    Κι' όλο αρμαθιάζει το φλουριά και τα μαργαριτάρια.

    Αρμάθιαζε, ξαρμάθιαζε, τα κρέμαε 'ςτό λαιμό της.
    Και 'ςτόν καθρέφτη εκύτταζε, κ' έλεγε με τον νου της.

    — Μάτια μου μαύρα και γλυκά και ζαχαρένιο στόμα,
    Κυπαρισσένιο μου κορμί κι' ολόχρυσα μαλλάκια,
    Δαχτυλιδένια μέση μου κι' αφροπλασμένα στήθη.
    Και συ λαιμέ μου κάτασπρε σαν του βουνού το χιόνι,
    Σαν σας σταλάζω με φλουριά και με διαμάντια τόσα,
    Μη για χορό συντάζεσθε, μήνα σε γάμο πάτε;…
    Πέτε, πού ο γάμος γίνεται και πού ο χορός κρατιέται;
    Πούναι κι' ο νηός που θα σας 'δή και θα σας αγαπήση
    Κι' ακολουθώντας σας θαρθή να σας χαρή μια μέρα;
    Εσάς σας χαίρεται η ερμιά. Πότε σας είδε ο κόσμος;…
    Σας χαίρονται τάγρια βουνά, κ' έχετε συντροφιά σας
    Τον πύργο τον σκοταδερό, της ποταμιάς το ρέμμα,
    Τ' αγέρι, τ' άγρια πουλιά, τον ήλιο και τ' αστέρια.
    Σας παίρν' η άνοιξ' η γλυκειά και λυόνουνε τα χιόνια,
    Και λουλουδιάζουν τα βουνά και κελαϊδούν τ' αηδόνια,
    Κι' ο κόσμος όλος χαίρεται κ' η πλάση αναγεννιέται,
    Εσείς και τότε θλίβεστε, και κλαίγεστε για ταίρι.
    Κλαίγεστε κι' όντας πέφτουνε τα φύλλ' από τα δέντρα
    Κ' έρχεται το χινόπωρο κι' ο μαύρος ο χειμώνας,
    Που η πλάση ξεστολίζεται, που χάνεται κι' ο ήλιος,
    Που κατεβάζει ο πόταμος, που δέρνουνε τον πύργο
    Τα φλογερά αστραπόβροντα, κ' η καταχνιαίς τα πλάια,
    Τους κάμπους τ' ανεμόβροχα, και τα βουνά, η χιονούραις,
    'Στους κάμπους ανεμόβροχο, και τα βουνά χιονούρα.

    — Σεΐζη, σιάσε τ' άλογο,… πάρε καλίγωσέτο,…
    Βάλτ' ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαμματένια,
    Βάλτου περίσσια την ταή, τη μεταξένια σέλλα,
    Και τα βαρηά τα φάλαρα, τι θάγω μοναχός μου.

    — Πού θε να πας, αφέντη μου, με τέτοιο κακοκαίρι;
    Η μέρα παίρνει να σωθή κ' έρχεται η μαύρη νύχτα,
    Ο κάμπος όλος έκλεισε και τα βουνά χιονίζουν.

    — Σε σκιάζουν τ' ανεμόβροχα, σε σκιάζουν η χιονούραις,
    Γιατί δεν έννοιωσες εσύ 'ςτά σωθικά σου ακόμα
    Τη φλόγα εκείνη, τη γλυκειά, οπού τη λεν: — αγάπη,
    Δεν έτυχε ποτές εσύ να περπατάς τη νύχτα
    'Σ έρημα μέρη, αδιάβατα, 'ς απόσκια μοναχός σου,
    Να ιδής της νύχτας της Ξωθιαίς, της ώμορφαις Νεράιδες,
    Να λούζουνται 'ςτά ρέμματα με ζάρκα τα κορμιά τους,
    Κι' απ' την πολλήν την ωμορφιά να λάμπη ο τόπος γύρα,
    Και να μοσχοβολά η ερμιά απ' τη μοσχοβολιά τους.
    Δεν έτυχε ποτέ να ιδής ξανθομαλλούσαις τέτοιαις
    Να συγκρατιούνται 'ςτό χορό, να σειούνται, να λυγιούνται,
    Κι' απ' τα γλυκά τραγούδια τους ν' αντιλαλή το ρέμμα. . .
    Αχ! νάταν τρόπος μια απ' αυταίς απόψι να φιλήσω,
    Κι' όλος ο κάμπος ας πνιγή και τα βουνά ας κλεισθούνε.

— Και τέτοια νύχτα εδιάλεξες να πηλαλάς 'ςτά δάση;

    — Σώπα, σεΐζη, δε φτουρώ τη φλόγα της αγάπης.
    Θα πάω απόψι, κι' ας χαθώ. Σέλλωσε τ' άλογό μου,
    Το μαύρο πούναι γλήγορο και νυχτομαθημένο.
    Πέρ' απ' τον κάμπο θα διαβώ και πέρ' απ' το ποτάμι,
    Θα ν' ανεβώ μέσ' 'ςτό βουνό, τα δάση θα περάσω
    Που κυνηγώ, θε να ριχτώ 'ςτό μέγα μονοπάτι,
    Θα πέσω κάτω απ' το ραϊδιό, κ' εκείθε λάκα-λάκα
    Θε να κατέβω ταις σπηλιαίς της ποταμιάς να πιάσω.
    Απόψι πώχουμε βροχή κι' αγέρα και χιονούρα,
    Δεν θε να βγουν 'ςτή ρεμματιά να παίξουν η Νεράιδες,
    Θε να χορέψουν 'ςταίς σπηλιαίς, και κάποια θα φιλήσω.
    Αχ!… να με φίληε, νάπεφτε κι' αυτή 'ςτήν αγκαλιά μου,
    Βασίλισσα του παλατιού ν' αρχόνταν να την κάμω,
    Κι' ας έβρεχε, κι' ας χιόνιζε, κι' ας χάνονταν ο κόσμος!…
    'Στους κάμπους ανεμόβροχο και 'ςτά βουνά, χιονούρα.

    Καββαλλακεύει τ' άλογο και χάνεται 'ςτά γνέφια.
    Όσο τον κάμπο να διαβή τον έπιασε η χιονούρα.
    Πιάνει κ' η νύχτα, η καταχνιά θολή κ' η νύχτα μαύρη.
    Εχάθηκαν γη κι' ουρανός και μοναχά 'μπροστά του
    Ανεμοστροβιλίζονταν η σπίθαις της χιονούρας.
    Όσο να φτάση 'ςτό βουνό ρίχνει μια πήχη χιόνι,
    Και χάν' τη στράτα τ' άλογο. Πλακώνει το σκοτάδι,
    Περνούν τρεις ώραις, και βουνό δεν φαίνεται 'μπροστά του
    Χιονούρα αδιάκοπη, βαρειά, κι' αγέρας ωργισμένος…
    Κάποτε παίρνει ανήφορο, λέει κ' ηύρε το βουνό του,
    Χτυπάει, φωνάζει τ' άλογο… Βιάζετ' αυτό, ανεβαίνει
    Φυσάει με λύσσα ο άνεμος, και ρίχνει, ρίχνει, χιόνι,
    Που όσο ν' ανέβη 'ςτήν κορφήν εσκέπασε το μαύρο.
    Φυσομανάει και σαν στοιχειό παλεύει με το χιόνι.
    Είναι σιμά μεσάνυχτα. Χιόνι πυκνό κι' αγέρας…
    Το κορφοβούνι περπατεί. Κι' αυτό το έρμο δάσος
    Ακόμα να μη φαίνεται, να μη μαυρίζη ακόμα;
    Κάποτε ακούει φουρφούλισμα κλαριού και λέει πώς τωύρε
    Παρέκει βλέπει ένα κλαρί, κι' άλλα παρέκει ακόμα,
    Κι' όσο που πάει πληθαίνουνε, ως που είδε ακέρηο δάσος.
    Ξαλαφρωμένο τάλογο φυσάει και χλημιντρίζει,
    Σαν είδε που πατούνε γη τα φτερωτά του πόδια,
    Και σχίζει σαν την αστραπή το πυκνωμένο δάσος.
    Σπίθαις τα λιανολίθαρα πετούν 'ςτό πάτημά του.
    Κ' οι κλώνοι, οπού μεριάζουνε 'ςτό διάβα του από 'πάνω.
    Τινάζονται, σαν μυγδαλιαίς οπού τινάζουν τ' άνθη.

    Ξάφνου το μαύρο στέκεται. Πεζεύει ο καββαλλάρης,
    Κι' αγάλια αγάλια περπατάει εδώ κ' εκεί το δάσος.
    Δεν είν' το δάσος πούξερε, το δάσος το δικό του.
    Καββάλλα πάλι ρίχνεται, πάλι χτυπάει το μαύρο,
    Κι' όσο απ' το δάσος να ξεβγή, να βρη το μονοπάτι,
    Πήρε το γλυκοχάραγμα, κ' εξέπεσε η χιονούρα.
    Άγνωστος τόπος άξαφνα ξαπλώνεται μπροστά του,
    Βουνά με δάση, ποταμιαίς βαθειαίς και 'λίγος κάμπος.
    Άσπρο το χιόνι εσκέπαζεν όλον αυτόν τον τόπο,
    Κι' ανάμεσ' απ' ταις ποταμιαίς, απ' τα βουνά, απ' τον κάμπο.
    Πύργος διπλοθεμέλιωτος και μαρμαροχτισμένος.
    Χτυπάει τ' αλόγου τα πλευρά να κατεβή 'ςτόν κάμπο,
    Γλυκά ροδίζ' η ανατολή. 'Σ ολίγο δίνει ο ήλιος.
    Λαμποκοπάν η αχτίδες του 'ςτά χιόνια τα στρωμένα,
    Λαμποκοπάν τα ρέμματα, λαμποκοπάει ο πύργος,
    Κ' ένας βαθύς αντίλαλος, οπού ξυπνάει την πλάση,
    Από τον πύργο τον ψηλό γλυκό τραγούδι φέρνει.

    'Στόν πύργο κόρη κάθεται με δεκαπέντε σκλάβαις,
    Κι' όλο αρμαθιάζει τα φλουριά και τα μαργαριτάρια.
    Αρμάθιαζε, ξαρμάθιαζε τα κρέμαε 'ςτο λαιμό της,
    'Στά παραθύρια ξέβγαινε και γλυκοτραγουδούσε.
    Ξανοίγει γλήγορο άλογο 'ςτήν άκρη από τον κάμπο.
    Γλυστράει 'ςτό χιόνι το στρωτό, σαν η αστραπή 'ςτά νέφια,
    Κ' ένα ψηλό χλημίντρισμα βολαίς-βολαίς ξεχύνει.
    Περνάει τον κάμπο, κ' έρχεται 'ςτής ποταμιάς τα δέντρα.
    Φαίνεται μαύρο τ' άλογο και νηός ο καββαλλάρης,
    Διαβαίνει και την ποταμιά και ρίχνεται 'ςτόν πύργο.
    Ακούγεται το χνώτο του και η ποδοβολή του…
    'Στό δάσος το χιονόστρωτο πούνε μπροστά απ' τον πύργο
    Μπαίνει σαν φείδι και περνά, και σταματά 'ςτήν πόρτα.

Η κόρη απ' τα παράθυρα τρανή φωνή πετάει:

    — Σκλάβαις και παρασκλάβαις μου!… 'ςτήν πόρτα κατεβάτε,
    Εσείς πάρετε τ' άλογο κ' εγώ τον καββαλλάρη!

Αι ΛΥΓΕΡΑΙΣ ΤΗΣ ΞΕΝΗΤΕΙΑΣ
      κ. Γ. Δ. Ζαχρήστω.

    — Στρώστε, κορίτσια, το χορό, στρώστε και το τραγούδι
    Γιατ' είμαι ξένος και θα ιδώ να πάω να μολογήσω.
    Έμπα, Μαρούσω γαλανή, και πιάσου πρώτη-πρώτη,
    Και τράβα το λεβέντικο 'ςτού Νάκα το τραγούδι.
    Πάρε συ Λένη το Σταθά, συ Βάγγιω το Μηλιώνη,
    Η κλειστοφρύδω η Αναστασιά το Γέρω-Πάλλα ας πάρη·
    Η Φωτεινή τα Σάλωνα, την Ποταμιά η Φροσύνη,
    Η ώμορφ' η Βασιλική το Μάλωμα του Ολύμπου.
    Και συ Παναγιωτούλα μου, ξανθή και μαυρομμάτα,
    Πάρε το πόδι τ' αλαφιού, του λουλουδιού τη χάρι.
    Πάρε το μάτι του αητού και τ' αηδονιού το στόμα.
    Και πιάσου τράβα το συρτό, και πες ένα τραγούδι,
    Τραγούδι με παράπονο, της ξενητειάς τραγούδι.
    Και μπαίν' η κόρη 'ςτό χορό και τραγουδάει και λέει:

    — Σ' εχάρηκεν η ξενητειά δώδεκα ακέρηα χρόνια,…
    Τώρα να φύγης ξένε μου, 'ςτό τόπο σου να 'πάγης.
    Άλλοι σε καρτερούν εκεί· τώμορφο το χωριό σου.
    Οι γκαρδιακοί οι φίλοι σου, οι γέροι οι γονιοί σου,
    Σε καρτερεί τόσον καιρό κ' η δόλια σου αγάπη.
    Κ' εκεί σαν πας, μη λησμονάς να 'μολογήσης, ξένε,
    Που αν το ψωμί της ξενητειάς είνε πικρό φαρμάκι,
    Είν' τα κορίτσια της γλυκά και το φιλί τους μέλι.
    Κ' εκεί που σέρνουν το χορό περνούν από μπροστά του.
    Και τον φιλούν αραδαριά 'ςτά χείλη τα πικρά του.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΔΙΣΤΙΧΑ

    Εγώ για εσένα τραγουδώ και λες δε σ' αγαπάω,
    Και λες με τα τραγούδια μου πως τον καιρό περνάω;

    Νάξερα μάγια νάκαμνα τη γνώμη να σ' αλλάξω,
    Γιατί μ' αυτήν την γνώμη σου με κάμνεις να πλαντάξω.

    Ανάθεμα τα μάτια μου πώς είνε μαθημένα,
    Σαν δε σε βλέπουνε συχνά να κλαίνε τα καϋμένα.

    Όλα τα μάτια είνε στεγνά και τα δικά μου κλαίνε,
    Φωτιά 'ςτά στήθηα μ' άναψαν και την καρδιά μου καίνε,

    Φωτιά τρώει το σίδερο και σάρακας το ξύλο,
    Και συ μου τρως τα νειάτα μου, σαν άρρωστος το μήλο.

    Στους κάμπους αναστέναξα κ' είπα δυο τραγουδάκια,
    Κι όλα τα δένδρα εμάρανα κι' όλα τα λουλουδάκια.

    Νυχτόημερα του ποταμού τα ρέμματα ρωτάω,
    Μην είδαν σε καμμιά μεριά εκείνη που αγαπάω.

    Αγάλια αγάλια περπατώ και σαν αναστενάζω,
    Πώς δε ραγίζουν τα βουνά μονάχος μου θαυμάζω.

    Πέφτω με χίλια ονείρατα και σαν ξυπνάω, αλλοιά μου!
    Βλέπω μονάχα γύρα μου τη μαύρη ξενητειά μου.

    Με ρώτησεν ο ουρανός για ποιάν αναστενάζω,
    — Γι' αυτήν που σώχει τόνομα, με πόνο του φωνάζω.

    'Σάν βγαίνει ο ήλιος την αυγήν μαραίνει τα χορτάρια,
    'Σάν βγαίνει κ' αγάπη μου μαραίνει παλληκάρια.

    Ήθελα νάμουνα πουλί, να στήσω τη φωληά μου,
    Μέσ' 'ςτής αυλής σου το δενδρί ν' ακούης τη λαλιά μου.

    Μακρυά μαλλάκια θέλω εγώ και μάτια θέλω μαύρα,
    Που απ' όξω είν' κάρβουνα σβυστά και μέσα έχουν τη λαύρα.

    Κι' αν πάρω δίπλα τα βουνά και με τ' αγρίμια αν ζήσω,
    Τον εδικό σου τον καϋμό δε θα τον λησμονήσω,

    Έλα να πάμ' εκεί που λες, που ισκιώνουνε πλατάνια,
    Και τρέχουν λαγαρά νερά, να βάλουμε στεφάνια.

    Βολαίς βολαίς μεσάνυχτα ξυπνάω με λαχτάρα.
    Και 'ςτήν πικρή την ξενητειά ρίχνω βαριά κατάρα.

    Όποιος μ' ακούει να τραγουδώ, λέει πώς δεν έχω πόνο,
    Κ' εγώ με τα τραγούδια μου τον πόνο ξαλαφρόνω.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΥ Α'. ΤΟΜΟΥ

Αφιέρωσις ……………………………. Σελ 7
Βιογραφία του ποιητού …………………… 8
Πρόλογος……………………………….. 21

Α. - ΣΚΙΑΙ ΤΟΥ ΑΔΟΥ

Άσμα πρώτον (το φάντασμα)……………… 23
   » » Σημειώσεις ……………….. 31
Άσμα δεύτερον (ο παράδεισος) ………….. 33
   » » Σημειώσεις ……………….. 80
Άσμα τρίτον (η Κόλασις)………………… 97
   » » Σημειώσεις……………….. 112
Αναμνήσεις …………………………. 117
Το όνειρον λυρικόν…………………….. 125

Β. - Ο ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Πρόλογος………………………………. 135

Γ. — ΑΓΡΟΤΙΚΑ

Πρόλογος………………………………. 175
Το Νεραϊδόπουλο………………………… 185
Τραγούδι του πιστικού…………………. 190
Ο ήλιος και η νύχτα………………….. 192
Τραγούδι του θερισμού………………… 198
Η Νησιωτοπούλα……………………….. 199
Ο χορός της λαμπρής…………………… 201
Η φλογέρα…………………………… 203
Η κατάρα……………………………. 208
Η τραγουδίστρα και Βασιληάς …………… 209
Ο Γάμος…………………………….. 211
Η ποδιά της Μαριώς…………………… 213
Τραγούδι της ξενητειάς ………………… 214
Το Μαγεμμένο μαντήλι………………… 216
Τραγούδι κλέφτικο ……………………. 223
Η πεντάφορφη ……………………. 224
Τραγούδι του τρυγητού………………… 233
Η καπετάνισσα……………………….. 234
Η Χιονούρα…………………………. 235
Αι λυγιραίς της ξενητειάς …………… 241
Τραγούδια δίστιχα …………………….. 242

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

&Βικέλα Δημ.& Λουκής Λάρας Έκδοσις τετάρτη πολυτελεστάτη Δρχ. εις μέγα 8ον μετά 75 λαμπρών εικόνων Θ. Ράλλη. Σελ 240. 6· —

Διηγήματα. Έκδοσις νέα μετά πολλών εικόνων υπό των ζωγράφων Γιαλλινά, Γύζη, Λύτρα, Ιακωβίδου, Ράλλη, Ρίζου, Φωκά. 1890. Σελ 288 6· —

            — Κόραι της Ελλάδος εκ του αγγλικού της Lynch
Hannah
. 16ον, σελ 391 2.50

&Βρετού Ιωάν&. Ημερολόγιον εγκυκλοπαιδικόν. Πλήρης σειρά των ετών 1901 — 1911. Έκαστος 3· —

Δεδεμένον εις 11 τόμ. Έκαστος 4· —

&Γιαννoπούλου Π.& Έκκλησις προς το πανελλήνιον κοινόν Λύσις του ελληνικού προβλήματος 1907. Σελ 76 2· —

&Διηγήματα Ελληνικά&. Τόμος περιλαμβάνων 34 πρωτότυπα ελληνικά διηγήματα μετά των εικόνων των Συγγραφέων. Σελ 530 4·-

&Δροσίνη Γεωρ.& — Αμάραντα: Πρωινά όνειρα — Αγάπη — 'Σ τα ξένα — Αντίλαλοι.. 16ον σελ 160 2.50

                — Το Βοτάνι της αγάπης. 1901· 6ον, σελ 160
                                               ……….. 2· —

                — Διηγήματα των αγρών και της πόλεως. Αθήναι.
1904 16ον, σελ 160 2· —

                — Παραμύθια. Έκδ. Β'. 1902. 16ον.
Σελ 102 1· —

&Καμπούρογλου Ιωαν&. Διά τα παιδιά (μικρά, μεγαλύτερα, μεγάλα), ελληνικά ποιήματα προς αποστήθισιν, απαγγελίαν ή άσμα, μετ' εικόνων και επί ωραίου χάρτου τετυπωμένα 1899. 16ον, σελ 130 2· —

&Καραχάλιου Δημ.& Από τους γύρους των ρυθμών, ποιήματα. Αθήναι. 1906. Σελ 100 2· —

&Κουρτίδου Αριστοτ&. — Παιδικά Διηγήματα μετά 31 εικόνων καλλιτεχνικών Θαλείας Φλωρά (αι πλείσται ολοσέλιδ.) 2.50

                     —Ποιητική Ανθολογία, ποιήματα διά τα
παιδιά. 1905 1. —

                     — Παιδικά δραμάτια και κωμωδίαι μετ'
εικόνων (υπό τύπωσιν) — . —

Ο Ναυαγός της Κυνθίας του Ιουλ. Βερν και Α. Δωρή μετά πολλών ωραίων εικόνων. Έκδ. β'. Αθ 1910. Σελ 380 3· —

— _Εις την θάλασσαν του Μάιν Ρηδ· μετά πολλών ωραίων εικόνων. Έκδ. β'. Αθ. 1910 2.50· —

&Κωνσταντινίδου Μιχ.& Ήρωες, ήτοι τρία διηγήματα εκ της ελληνικής μυθολογίας, κατά το αγγλικόν του Καρόλου Κίγξλεϋ, 16ον, σελ. 197. Χρυσόδετον 3· —

&Μελανδινού Πολυξένης Π.& Παιδική Τέρψις, ήτοι συλλογή ποιημάτων ευχετικών δια την πρώτην του έτους 2· —

&Ξενοπούλου Γρ&. — Διηγήματα Τόμ. 1-3 10· —
                  — &Στρατιωτικά Διηγήματα& 1· —
                  — &Μαργαρίτα Στέφα& Ήθη επαρχιακά. Αθήναι.
1907 3· —

&Παγανέλη Σπυρ&. — Πάρεργα, φύλλα από του Σαρωνικού εις τον Αμβρακικόν, η Άρτα, τα Τσουμέρκα. 1905, σελ 96. 1· — — Πέραν του Ισθμού. Πελοποννησιακαί εντυπώσεις και αναμνήσεις μετ' εικόνων 3· — — Αθηναϊκαί ημέραι. Αθήναι. 1908. 8ον, σελ 432 3· — — _Από της Ακροπόλεως εις την Άλτιν Μετά πολλών ωραίων εικόνων Ν. Υόρκη 1908 δεδεμένον 5· —

&Παλαμά Κ.& — Ύμνος εις την Αθηνάν, βραβευθείς εν τω Φιλαδελφείω ποιητικώ αγώνι τω τελεσθέντι κατά την Γ' Ολυμπιάδα. 1889, 8ον, σελ 29 1· — — Ο Τάφος έκδ. Β' και ο πρώτος λόγος των «Παραδείσων» Αθήναι 1911 2· —

&Πολέμη Ι.& — Το Παληό βιολί. Αθ. 1912 3.50· — — Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος Αθ. 1912 2· — — Αλάβαστρα Αθ. 1912 3· — — _Χειμώνανθοι 1883-1888 3· — — Κειμήλια, Ποιήματα 1904. σελ 136 3· — — _Εξωτικά. 1905. σελ. 96 2· —

&Πολίτου Νικ&. Κολόμβο, διήγημα Προσπέρου Μεριμέ μετ' εικόνων, μετάφρασις εκ του γαλλικού. 1900 2· —

&Χριστοπούλου Αριστάρχου&· Ελληνική Κοσμιότης ή Υποθήκαι περί του ευπρεπώς φέρεσθαι. Έκδοσις Βα Αθήναι. 1907. Σελ 179 2· —

ΑΝΝΙΝΟΥ ΧΑΡ. Εδώ κ' εκεί 1· —

ΒΕΡΝ ΚΑΙ ΛΩΡΗ Ο Ναυαγός της Κυνθίας μετάφρ. Α. Κουρτίδου μετ' εικόνων 3· —

ΒΙΚΕΛΑ Δ. Λουκής Λάρας, Έκδοσις πολυτελεστάτη 6· —
   » » » » » απλή 1· —
   » Διηγήματα μετ' εικόνων 3· —
   » Κόραι της Ελλάδος 2.50· —
   » Οθέλλος ) 1.50· —
   » Ρωμαίος και Ιουλιέτα. ) 1.50· —
   » Αμλέτος ) ΣΑΙΚΣΠΕΙΡΟΥ 1.50· —
   » Μάκβεθ ) ΔΡΑΜΑΤΑ 1.50· —
   » Βασιλεύς Ληρ ) 1.50· —
   » Έμπορος της Βενετίας ) 1.50· —

ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΕΡ. Νέον Πνεύμα 2· —

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 34 διηγηματογράφων μετ' εικόνων των συγγραφέων 4· —

ΔΡΟΣΙΝΗ Γ. Αμάραντα 2.50· —
   » Βοτάνη της Αγάπης 2· —
   » Διηγήματα των αγρών και πόλεων 2· —
   » Παραμύθια (διά Παιδιά) 1· —
   » Διηγήσεις Αγωνιστού (διά Παιδιά) 0.80· —

ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ Ι. Δια τα παιδιά (ποιήματα) 2· —

ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ Δ. Στίχοι και Μύθοι 0.30· —
   » Αθηναϊκά Παραμύθια 1.50· —

ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ Δ. Από τους γύρους των ρυθμών 2· —
   » Παιδικοί Διάλογοι 1.40· —

ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ ΑΡ. Παιδικά Διηγήματα. 2.50· —
   » Ποιητική Ανθολογία 1· —
   » Παιδικοί Διάλογοι 1.40· —

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ ΜΙΧ. Ήρωες ήτοι τρία διηγήματα
              Ελληνικής Μυθολογίας δεδεμ. 3· —

ΜΑΪΝ ΡΗΔ εις την θάλασσαν κατά μετάφρ. Α. Κουρτίδου 2.50· —

ΜΕΛΑ ΣΠ. Ο Γυιός του Ίσκιου 1· —

ΜΕΛΑΝΔΙΝΟΥ ΠΟΛ. Παιδικαί Τέρψεις 2· —

ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ ΓΡ. Στρατιωτικά Διηγήματα 1· —
   » Διηγήματα τόμ β' γ'. Έκαστος 3· —

ΤΙΜΑΤΑΙ (Τόμοι 2) ΔΡΑΧ. 5

End of Project Gutenberg's Works: Poems - Prose Volume 1, by Kostas Krystallis