Title: Ερυξίας, Αξίοχος, Αλκυών
Author: Plato
Translator: A. Lymperopoulos
George D. Manesis
Release date: December 23, 2009 [eBook #30741]
Most recently updated: April 3, 2012
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. Footnotes have been transferred το the end of the book.
Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα. Οι υποσημειώσεις στο τέλος των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
Σωκράτης
Έτυχε να περιπατώμεν εις την στοάν του Διός του ελευθερίου εγώ και ο Ερυξίας ο Στειριεύς· έπειτα ήλθον πλησίον μας ο Κριτίας και ο Ερασίστρατος ο υιός του Φαίακος ανεψιός του Ερασιστράτου. Κατά τύχην δε τότε ήτο νεοφερμένος από την Σικελίαν και από τούτους τους τόπους ο Ερασίστρατος· πλησιάσας δε είπε:
Ερασίστρατος
Χαίρε ω Σώκρατες.
Σωκράτης
Και συ χαίρε· τι γίνεσαι; Τίποτε νέον από την Σικελίαν έχεις να μας λέγης ;
Ερασίστρατος
Και βέβαια· αλλ' επιθυμείτε πρώτον να καθίσωμεν; Διότι έχω κουρασθή, ελθών χθες πεζός από τα Μέγαρα.
Σωκράτης
Κάλλιστα αν φαίνεται καλόν.
Ερασίστρατος
Τι λοιπόν από τα εκεί θέλετε πρώτον να ακούσετε; Ποίον από τα δύο, τί κάμνουσιν αυτοί εκείνοι, ή πώς διάκεινται προς την πόλιν μας; Διότι εκείνοι φαίνονται εις εμέ ότι έχουσι πάθει αναφορικώς προς ημάς ό,τι και οι σφήκες. Διότι και ούτοι, εάν κανείς κατ' ολίγον εξερεθίζων τους παροργίση, γίνονται ακατανίκητοι, έως ότου, αφού επιτεθή τις συν γυναιξί και τέκνοις, τους εκδιώξη. Τοιουτοτρόπως λοιπόν συμβαίνει και με τους Συρακοσίους· αν δεν κάμη κανείς κατόρθωμα και με πολύν μέγαν στόλον δεν φθάση εκεί, δεν είναι δυνατόν η πόλις των εκείνη να γίνη ποτέ υπόδουλος εις ημάς· από δε τα μικρά κινήματα περισσότερον δύνανται να οργίζωνται και τόσον όσον να γίνωνται σκληρότατοι. Έχουσι δε στείλει και τώρα προς ημάς πρέσβεις, καθώς φαίνεται εις εμέ, θέλοντες να εξαπατήσωσι κατά τι την πόλιν.
Σωκράτης
Ενώ δε ημείς συνωμιλούσαμεν έτυχε να διέρχωνται οι Συρακόσιοι πρέσβεις. Είπε λοιπόν ο Ερασίστρατος δείξας τον ένα από τους πρέσβεις :
Ερασίστρατος
Ούτος εδώ βέβαια, Σωκράτη, είναι πλουσιώτατος από τους Σικελιώτας και Ιταλιώτας. Και πώς να μη είναι πλουσιώτατος εκείνος εις τον οποίον είναι τόσον άφθονος γη, ώστε να υπάρχη ευπορία εις εκείνον όστις θέλει να γεωργή παρά πολλήν ; Και αύτη βέβαια η γη είναι τοιαύτη, οποία δεν υπάρχει άλλη τουλάχιστον εις τους Έλληνας· προσέτι δε κατάλληλος και καθ' όλα τα άλλα τα συντελούντα προς πλούτον υπάρχουσι δηλαδή ανδράποδα και ίπποι και χρυσός και άργυρος.
Σωκράτης
Βλέπων δε εγώ αυτόν παρασκευαζόμενον να φλυαρήση περί της περιουσίας του ανθρώπου, τον ηρώτησα: Τι λοιπόν, ω Ερασίστρατε ; Σαν ποίος ανήρ φαίνεται ότι είναι εις την Σικελίαν ;
Ερασίστρατος
Ούτος, από τους Σικελιώτας και Ιταλιώτας, και φαίνεται και είναι ο πονηρότατος πάντων παρά ο πλουσιώτατος, και τόσον ώστε, αν θέλης κανένα από τους Σικελιώτας να ερωτάς ποίον νομίζει να είναι και πονηρότατος και πλουσιώτατος, κανείς δεν θα είπη άλλον από τούτον.
Σωκράτης
Επειδή δε ενόμισα ότι αυτός δεν κάμνει λόγον δια μικρά πράγματα, αλλά δι' εκείνα τα οποία φαίνονται ότι είναι μέγιστα, περί αρετής και περί πλούτου, τον ηρώτησα ποίον από τα δύο δύναται να είπη, ότι πλουσιώτερος άνθρωπος είναι εκείνος εις τον οποίον κατά τύχην υπάρχει αργυρούν τάλαντον, ή εκείνος εις τον οποίον υπάρχει αγρός άξιος δύο ταλάντων ;
Ερασίστρατος
Νομίζω μεν εγώ, εκείνος εις τον οποίον υπάρχει αγρός.
Σωκράτης
Λοιπόν κατά τον ίδιον λόγον και αν κατά τύχην είς τινα υπάρχουσι φορέματα ή στρώματα, ή άλλα περισσοτέρου λόγου άξια ή όσα εις τον ξένον Σικελιώτην, ούτος είναι πλουσιώτερος.
(Συνεφώνησε και εις ταύτα).
Εάν δε κανείς ήθελε σοι δώσει να προτιμήσης μεταξύ τούτων των δύο, ποίον των δύο θα προετίμας;
Ερασίστρατος
Εγώ μεν θα προετίμων το πλείστου λόγου άξιον.
Σωκράτης
Κατά ποίον από τους δύο τρόπους νομίζων ότι θα ήσο πλουσιώτερος;
Ερασίστρατος
Κατά τούτον, προτιμών το πλείστου λόγου άξιον.
Σωκράτης
Τώρα μεν τάχα φαίνεται εις ημάς ότι πλουσιώτατος είναι εκείνος όστις έχει πλείστου λόγου άξια;
Ερασίστρατος
Ναι.
Σωκράτης
Λοιπόν, οι υγιαίνοντες είναι πλουσιώτεροι από τους ασθενείς, εάν η υγεία είναι περισσοτέρου λόγου άξιον πράγμα παρά τα χρήματα του ασθενούς. Διότι δεν υπάρχει κανείς όστις ολίγα έχων χρήματα να μη προτιμήση να είναι υγιής, ή έχων τα χρήματα του μεγάλου βασιλέως να ασθενή, δηλαδή προτιμά την υγείαν, διότι νομίζει ότι αύτη είναι περισσοτέρου λόγου αξία ή τα χρήματα. Διότι ποτέ δεν θα προετίμα ταύτην, αν μη ενόμιζε την υγείαν πράγμα προτιμότερον από τα χρήματα.
Ερασίστρατος
Όχι βέβαια.
Σωκράτης
Λοιπόν και αν τίποτε άλλο φαίνεται περισσότερον της υγείας άξιον λόγου, εκείνος όστις έχει το άλλο τούτο είναι πλουσιώτατος.
Ερασίστρατος
Ναι.
Σωκράτης
Εάν τώρα, αφού μας πλησιάση κανείς, μας ηρώτα, ω Σωκράτη και Ερυξία και Ερασίστρατε, ημπορείτε να μου ειπήτε τι είναι διά τον άνθρωπον πράγμα πλείστου λόγου άξιον ; Είναι τάχα τούτο το οποίον αφού απέκτησεν ο άνθρωπος, περί τούτου άριστα και σκέπτεται, πώς δηλαδή κάλλιστα ήθελε διεξαγάγει και αυτός τας υποθέσεις του και τας υποθέσεις των φίλων ;—Ποίον πράγμα θα ελέγομεν ότι είναι ;
Ερασίστρατος
Εγώ μεν νομίζω, Σωκράτη, ότι η ευδαιμονία είναι εις τον άνθρωπον πράγμα πλείστου λόγου άξιον.
Σωκράτης
Και δεν σκέπτεσαι κακά. Αλλ' αρά γε τούτους εκ των ανθρώπων ηθέλομεν νομίσει ευδαιμονεστάτους, οι οποίοι κατ' εξοχήν ευπραγούσιν;
Ερασίστρατος
Εις εμέ τουλάχιστον ούτοι φαίνονται ευδαιμονέστατοι.
Σωκράτης
Λοιπόν εκείνοι ευπραγούσιν, όσοι και ελάχιστα αμαρτήματα κάμνουν εις τον εαυτόν τους και εις τους άλλους ανθρώπους, τα δε πλείστα κατορθώνουν;
Ερασίστρατος
Μάλιστα.
Σωκράτης
Λοιπόν όσοι γνωρίζουν τα κακά και τα καλά, και όσα πρέπει να πράττουν και όσα δεν πρέπει, ούτοι ορθότατα πράττουν και ελάχιστα αμαρτήματα κάμνουν.
Ερασίστρατος
Ναι.
Σωκράτης
Τώρα λοιπόν φαίνονται εις ημάς ότι οι άνδρες είναι και σοφώτατοι και ευτυχέστατοι και ευδαιμονέστατοι και πλουσιώτατοι, αν η σοφία φαίνεται το πλείστου λόγου άξιον πράγμα.
Ερασίστρατος
Αλλά Σωκράτη, ποία ωφέλεια θα ήτο εις τον άνθρωπον, αν ήτο σοφώτερος μεν του Νέστορος, τα δε αναγκαία προς συντήρησίν του δεν είχε, τροφάς και ποτά και φορέματα και ό,τι άλλο τοιούτον χρησιμεύει ; Κατά τι ωφέλιμος θα ήτο η σοφία· ή πώς ούτος ο πτωχός, όστις δεν έχει τίποτε από τα αναγκαιούντα, ημπορεί να είναι πλουσιώτατος ;
(Εφαίνετο λοιπόν ότι και αυτός έλεγε κάτι σημαντικόν).
Σωκράτης
Αλλά ποίον από τα δύο, εκείνος όστις έχει αποκτήσει σοφίαν, και αν στερηθή τούτων των προς τον βίον αναγκαίων, ημπορεί να γίνη πτωχός· ή εκείνος όστις έχει κτήμα του την οικίαν του Πουλυτίωνος και η οικία αύτη είναι γεμάτη από χρυσόν και άργυρον, δεν έχει ανάγκην από τίποτε άλλο ;
Ερασίστρατος
Τούτον μεν τίποτε δεν εμποδίζει αμέσως τώρα, αφού κανονίση τα πράγματά του, να έχη αντί αυτών όλα όσα του χρειάζονται προς την δίαιταν, ή και χρήματα αντί των οποίων να ημπορέση να προμηθεύεται ταύτα και αμέσως να τα έχη όλα άφθονα.
Σωκράτης
Αν τουλάχιστον ήθελον τύχει άνθρωποι, οίτινες να έχουν ανάγκην να υπάρχη εις αυτούς τοιαύτη οικία μάλλον παρά η σοφία εκείνου· διότι, αν υπήρχον τοιούτοι οι οποίοι να προτιμούν την σοφίαν του ανθρώπου και τα εκ ταύτης προερχόμενα, πολύ περισσότερον ούτος θα είχε να διαθέτη, αν κατά τύχην έχη ανάγκην τινός και θέλη και αυτήν την σοφίαν και τα από ταύτης έργα. Ή της μεν οικίας η χρήσις τυχαίνει να είναι πολλή και αναγκαία και μεγάλως ενδιαφέρει εις τον βίον του ανθρώπου να κατοική εις τοιαύτην οικίαν μάλλον παρά εις μικρόν και ποταπόν οικίδιον, της δε σοφίας η χρήσις είναι λόγου αξία και ολίγον ενδιαφέρει να είναι κανείς ή σοφός ή αμαθής περί των μεγίστων ; ή ταύτην μεν να καταφρονούν οι άνθρωποι και να μη είναι ταύτης αγορασταί, της δε κυπαρίσσου ήτις είναι εις την οικίαν και των Πεντελικών λίθων πολλοί να έχουν ανάγκην και να θέλουν να αγοράσουν ; Αν λοιπόν ήθελε είναι κανείς σοφός κυβερνήτης και ιατρός σοφός κατά την τέχνην ή κατά τινα άλλην των τοιούτου είδους τεχνών και ηδύνατο όσον το δυνατόν καλά να μεταχειρίζεται ταύτην, ούτος δεν θα ήτο ευϋποληπτότερος από κανέν των μεγίστων κτημάτων· εκείνος δε όστις ημπορεί να σκέπτεται καλά και αυτός περί του εαυτού του και περί άλλου, πώς θα ευρίσκετο εις αρίστην κατάστασιν, τάχα δεν θα ηδύνατο να διαθέτη την σοφίαν του, αν ήθελε τούτο να πράττη ;
Σταματήσας δε τον Σωκράτην και πλαγίως παρατηρήσας αυτόν ο Ερυξίας ως να ηδικείτο κάπως, είπεν:
Ερυξίας
Αλλά συ, Σωκράτη, αν έπρεπε να λέγης την αλήθειαν, θα έλεγες ότι είσαι πλουσιώτερος του Καλλίου του υιού του Ιππονίκου; Και όμως θα ωμολόγεις ότι δεν είσαι αμαθέστερος τουλάχιστον ως προς ουδέν εκ των μεγίστων ζητημάτων, αλλ' εμπειρότερος, και εν τούτοις ένεκα τούτου δεν είσαι διόλου πλουσιώτερος.
Σωκράτης
Ίσως συ, ω Ερυξία, νομίζεις βεβαίως ότι ούτοι δα οι λόγοι, τους οποίους τώρα ακριβώς λέγομεν, είναι παιγνίδι, επειδή νομίζεις ότι δεν έχει ούτω το πράγμα, αλλ' ότι είναι όπως οι νεοσσοί εις το παιγνίδι των κύβων, τους οποίους, εάν κανείς ρίπτη καλώς και μετατοπίζη, δύναται τους παίζοντας μαζύ του να αναγκάση να υποχωρούν τόσον, ώστε να μη ηξεύρουν και αυτοί πώς εις ταύτην την περίπτωσιν να παίξουν. Ίσως λοιπόν και διά τους πλουσίους νομίζεις μεν ότι ούτω σχεδόν έχει το πράγμα, ότι οι αυτοί τους οποίους είπομεν είναι λόγοι τινές τοιούτοι ουδόλως περισσότερον αληθείς από ψευδείς, τους οποίους, αν κανείς λέγη, ήθελεν υπερισχύσει εκείνων οίτινες έχουν αντίθετον γνώμην ως προς το ότι οι σοφώτατοι είναι και πλουσιώτατοι καθ' ημάς, και μάλιστα ήθελεν υπερισχύσει των τοιούτων αυτάς λέγων ψευδή, ενώ εκείνοι λέγουν την αλήθειαν. Και ίσως μεν ουδαμώς το τοιούτον είναι θαυμαστόν, ομοίως όπως, εάν δύο άνθρωποι συνεζήτουν περί στοιχείων αλφαβήτου και ο μεν έλεγεν ότι του ονόματος του Σωκράτους αρχικόν στοιχείον είναι το σίγμα ο δε έτερος ότι αρχικόν είναι το άλφα, θα ήτο αληθεστέρα η γνώμη του λέγοντος το άλφα παρά του λέγοντος το σίγμα ως αρχήν.
Παρατηρήσας δε πέριξ προς τους παρόντας ο Ερυξίας, ενώ συγχρόνως και εγέλα και ηρυθρία ως να μη ήτο παρών κατά τα πρότερον λεχθέντα, είπεν :
Ερυξίας
Εγώ μεν, Σωκράτη, ενόμιζον ότι οι λόγοι δεν πρέπει να είναι τοιούτοι, διά των οποίων μήτε να πείση κανένα θα ηδύνατό τις μήτε να ωφεληθή τίποτε από αυτούς· διότι ποίος άνθρωπος με νουν ημπορεί ποτέ να πεισθή ότι οι σοφώτατοι είναι πλουσιότατοι ; Αλλ' επειδή περί του πλουτείν μάλλον πρέπει να ομιλώμεν, ας εξετάσωμεν πόθεν είναι καλόν το πλουτείν και πόθεν κακόν, και αν το να είναι τις πλούσιος είναι καλόν ή κακόν.
Σωκράτης
Έστω· διά δε τα λοιπά ας επιφυλαχθώμεν· καλά δε κάμνεις και συ συμβουλεύων. Αλλά διατί και συ ο ίδιος (διότι συ έφερες τον λόγον) δεν προσεπάθησες να είπης, ποίον εκ των δύο νομίζεις ότι είναι ο πλούτος, καλόν ή κακόν; Επειδή και οι προηγούμενοι λόγοι τουλάχιστον φαίνονται εις εσέ ότι δεν εξήγησαν τούτο.
Ερυξίας
Εις εμέ λοιπόν φαίνεται ότι το πλουτείν είναι καλόν.
Σωκράτης
Ενώ δε αυτός επεθύμει να είπη ακόμη κάτι τι, διακόψας αυτόν ο $Κριτίας, τον ηρώτησε :
Κριτίας
Συ λοιπόν, Ερυξία, ειπέ μου, νομίζεις ότι καλόν είναι να πλουτή τις ;
Ερυξίας
Ναι, μα τον Δία· διότι αν έλεγα το εναντίον, θα ήμην τρελλός· νομίζω δε ότι δεν είναι κανείς όστις να μη ομολογήση τούτο.
Κριτίας
Και όμως, και εγώ νομίζω ότι κανείς δεν είναι τον οποίον να μη κάμνω να συμφωνήση με εμέ, ότι είς τινας ανθρώπους το να πλουτώσιν είναι κακόν διότι αν γενικώς τούτο ήτο καλόν, δεν θα εφαίνετο είς τινας κακόν.
Σωκράτης
Αλλά είπα και εις τους δύο ότι βέβαια εγώ, αν συνέβαινε να φιλονεικήτε περί του ποίος των δύο σας λέγει αληθέστερα πράγματα, έστω περί ιππασίας περί του πώς δύναται τις άριστα να ιππεύση, αν ήμην ιππικός, θα προσεπάθουν να παύσω την φιλονεικίαν σας· διότι θα εντρεπόμην παρών να μη σας ημπόδιζα, εφ' όσον ήτο δυνατόν εις εμέ, να φιλονεικήτε· ή, αν και περί άλλου οιουδήποτε διεφέρεσθε, να σας άφινον να χωρισθήτε μάλλον εχθροί ή φίλοι.
Τώρα δε, επειδή συμβαίνει να έχετε διαφοράν περί τοιούτου πράγματος, του οποίου η ανάγκη υφίσταται καθ' όλον τον βίον, πολύ ενδιαφέρον είναι αν πρέπη να φροντίζωμεν περί τούτου ως περί ωφελίμου, ή να μη φροντίζωμεν· ταύτα δε τα ζητήματα δεν είναι μικρά, αλλ' εξ εκείνων τα οποία θεωρούνται υπό των Ελλήνων μέγιστα. Οι πατέρες λοιπόν τούτο πρώτον συμβουλεύουσιν εις τους υιούς των, όταν φθάσουν εις μίαν ηλικίαν πλέον να εννοούν, δηλαδή να σκέπτωνται διά τίνων μέσων θα πλουτίσουν, ωσεί, αν μεν πλουτίσης, να έχης αξίαν τινά, αν δε όχι, να μη αξίζης τίποτε. Το πράγμα λοιπόν θεωρείται τόσον σπουδαίον, ώστε σεις, ενώ συμφωνείτε κατά τα άλλα, περί τούτου του τόσον σπουδαίου έχετε διαφοράν, όπως η διαφορά σας περί του πλουτείν είναι όχι αν τούτο είναι μέλαν ή λευκόν, ούτε αν είναι ελαφρόν ή βαρύ, αλλ' αν είναι καλόν ή κακόν, και τόσην διαφοράν, ώστε και εις έχθραν να φθάσετε διαφερόμενοι περί των κακών και των καλών και μάλιστα ενώ είσθε φίλτατοι και συγγενείς. Εγώ λοιπόν, εφ' όσον εξαρτάται από εμέ, δεν θα σας αφήσω να διαφέρεσθε, αλλ' αν μεν εγώ αυτός είμαι ικανός, αφ' ού σας εξηγήσω πώς έχει το πράγμα, θα σας παύσω την διαφοράν τώρα δε, επειδή εγώ μεν ικανός δεν είμαι, από σας δε ο είς νομίζει ότι είναι ικανός να κάμη τον έτερον να συμφωνήση, είμαι έτοιμος να σας βοηθήσω όσον δύναμαι διά να συμφωνηθή μεταξύ σας πώς τούτο έχει. Συ λοιπόν, ω Κριτία, επιχείρει να μας κάμης να συμφωνήσωμεν όπως υπεσχέθης.
Κριτίας
Αλλ' εγώ, όπως και ήρχισα, ευχαρίστως θα ηρώτων τον Ερυξίαν τούτον αν νομίζη ότι υπάρχουν άνθρωποι άδικοι και δίκαιοι.
Ερυξίας
Μα τον Δία, και βέβαια.
Κριτίας
Λοιπόν το να αδική τις νομίζεις ότι είναι καλόν ή κακόν ;
Ερυξίας
Κακόν εγώ τουλάχιστον το νομίζω.
Κριτίας
Νομίζεις λοιπόν ότι, αν άνθρωπος μοιχεύη τας γυναίκας των γειτόνων του επί χρήμασιν, ούτος πράττει αδίκημα, ή δεν πράττει; Και μάλιστα ενώ οι νόμοι και η πόλις εμποδίζουν ;
Ερυξίας
Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι κάμνει αδίκημα.
Κριτίας
Λοιπόν, αν μεν συμβαίνη να είναι πλούσιος και δύναται να δαπανά χρήματα, ο άδικος και θέλων να δαπανά άνθρωπος πράττει αμάρτημα· αν όμως δεν είναι πλούσιος και δεν έχη να δαπανά ούτε να κάμνη όσα θέλει, δεν κάμνει αμάρτημα. Διά τούτο θα ήτο και ωφέλιμον εις τον άνθρωπον μάλλον να μη είναι πλούσιος, διά να πράττη ολιγώτερα από όσα θέλει, αν θέλη να πράττη κακά. Και η ασθένεια λέγεις ότι είναι καλόν ή κακόν ;
Ερυξίας
Εγώ τουλάχιστον το λέγω κακόν.
Κριτίας
Νομίζεις ότι υπάρχουν άνθρωποι ακόλαστοι;
Ερυξίας
Νομίζω.
Κριτίας
Λοιπόν, αν άριστον μέσον εις την υγείαν του ακολάστου ανθρώπου ήθελεν είναι η αποχή από τροφάς και ποτά και από άλλα όσα φαίνονται ευχάριστα, ο ακόλαστος δε άνθρωπος ένεκα της ακολασίας του δεν θα ηδύνατο να απέχη τούτων, δεν θα ήτο προτιμότερον εις τον άνθρωπον τούτον να μη έχη τα μέσα με τα οποία να προμηθεύεται ταύτα μάλλον ή να έχη ταύτα άφθονα; Διότι, αν δεν είχε ταύτα άφθονα, ευκόλως δεν θα περιέπιπτεν εις αμαρτήματα, έστω και αν επεθύμει.
Σωκράτης
Εφαίνετο λοιπόν ότι πολύ καλά είχεν ομιλήσει ο Κριτίας και τόσον ώστε ο Ερυξίας, αν δεν εντρέπετο τους παρόντας, δεν θα ημποδίζετο να σηκωθή και τον κτυπήση, διότι εφανερώθη εις αυτόν ότι όχι ορθάς σκέψεις περί του πλουτείν είχε πριν. Όταν δε εγώ ενόησα καλώς ότι ο $Ερυξίας ήτο εις την κατάστασιν εκείνην και εφοβήθην μήπως συμβή μεγαλυτέρα αντιλογία και πειράγματα, είπον: Τούτον μεν τον λόγον πρότερον εις το λύκειον λέγων σοφός ανήρ Πρόδικος ο Κείος εφαίνετο εις τους παρόντας ότι φλυαρεί τόσον, ώστε να μη ημπορή κανένα από τους παρόντας να πείση ότι λέγει πράγματα αληθή, και τέλος και έν μειράκιον πολύ νέον και φλύαρον, το οποίον εκάθητο πλησίον, τον περιέπαιζε και τον εχλεύαζε και τον ετάρασσε, διότι ήθελε να του απαντά εις όσα του έλεγε· και όμως τούτο το μειράκιον πολύ περισσότερον ευηρέστει τους ακροατάς του παρά ο Πρόδικος.
Ερασίστρατος
Λοιπόν ημπορείς να μας είπης τους λόγους;
Σωκράτης
Ευχαρίστως, εφ' όσον ενθυμούμαι. Ούτω πως, καθώς νομίζω, είχεν ο λόγος:
Ηρώτα δηλαδή αυτόν το μειράκιον εν τίνι περιστάσει νομίζει τον πλούτον κακόν τι και εν τίνι επίσης καλόν· εκείνος δε αποκριθείς είπε : Κρίνω όπως και συ τώρα δα, δηλαδή ότι εις μεν τους καλούς και αγαθούς ανθρώπους και εις εκείνους οι οποίοι ηξεύρουν πού και πώς να μεταχειρίζωνται τα χρήματα, κρίνω ότι είναι καλόν, εις δε τους κακούς και τους μη ηξεύροντας, κακόν. Και διά τα λοιπά πράγματα, είπεν, ο αυτός κανών είναι· δηλαδή οποίοι είναι οι μεταχειριζόμενοι αυτά, τοιαύτα και τα πράγματα είναι. Καλά δε, είπεν εκείνος, νομίζω ότι έχει ποιηθή και ο στίχος του Αρχιλόχου:
Αι πράξεις των να συμφωνούν με τα φρονήματά των.
Τώρα λοιπόν, είπε το μειράκιον, αν κανείς εμέ έκαμνε σοφόν κατά την σοφίαν των καλών ανθρώπων, πρέπει αυτός συγχρόνως και τα άλλα πράγματα καλά εις εμέ να κάμνη, προς μεν αυτά εκείνα ουδόλως ασχολούμενος, αλλά μόνον ασχολούμενος να κάμη εμέ αντί αμαθούς σοφόν· καθώς, αν κανείς εμέ τώρα ήθελε κάμει γραμματικόν, είναι ανάγκη αυτός και τα άλλα πράγματα γραμματικά εις εμέ να κάμνη, και αν μουσικόν, μουσικά· ώστε, όταν κάμη εμέ καλόν, πρέπει συγχρόνως καλά και τα πράγματα να κάμη εις εμέ.
Ο Πρόδικος όμως άλλοτε μεν εις ταύτα συνεφώνει, άλλοτε δε δεν συνεφώνει και το μειράκιον εξηκολούθει: Ποίον των δύο νομίζεις, είπεν· όπως είναι έργον του ανθρώπου να κατασκευάζη μίαν οικίαν, ούτω και έργον τούτου είναι και τα πράγματα να κάμνη καλά, ή πρέπει οποία τινα εξ αρχής γίνωσιν είτε κακά, είτε καλά, τοιαύτα να εξακολουθώσιν αυτά να είναι; Υποπτεύσας δε, νομίζω ο Πρόδικος το σημείον μέχρι του οποίου θα προυχώρει ο λόγος, με πολλήν πανουργίαν (διά να μη φαίνεται ότι ενώπιον όλων των παρόντων εξηλέγχετο από το μειράκιον, διότι αν εξηλέγχετο μόνος εφαίνετο ότι δεν τον έμελεν) είπεν ότι είναι έργον ανθρώπου. Ποίον δε από τα δύο νομίζεις, είπεν, ότι διδάσκεται η αρετή, ή ότι είναι έμφυτος; — Διδάσκεται, είπε, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω. — Λοιπόν, είπε, νομίζεις μωρόν εκείνον όστις νομίζει ότι ευχόμενος εις τους θεούς δύναται δια της ευχής ταύτης να γίνη γραμματικός ή μουσικός, ή να λάβη άλλην τινά επιστήμην, την οποίαν θα ήτο ανάγκη να αποκτήση μαθών ταύτην από άλλον, ή αυτός εξευρών ταύτην;·— Συνεφώνησε και εις ταύτην την ερώτησιν.—Λοιπόν, είπε το μειράκιον, συ, ω Πρόδικε, όταν εύχεσαι εις τους θεούς να ευτυχής και να γίνωσιν εις σε όλα καλά, τότε τίποτε άλλο δεν εύχεσαι ή να γίνης καλός και αγαθός, αν βέβαια εις μεν τους καλούς και αγαθούς ανθρώπους συμβαίνη και τα πράγματα να είναι καλά, εις δε τους κακούς κακά. Αν λοιπόν συμβαίνη η αρετή να διδάσκεται, κανέν άλλο δεν θα ηύχεσο από το να διδαχθής όσα δεν ηξεύρεις.
Είπα λοιπόν εγώ προς τον Πρόδικον ότι νομίζω πως δεν έχει πάθει κακόν τι, αν φαντάζεται ότι δύνανται να γίνωσιν υπό των θεών εις ημάς όσα ευχόμεθα να γίνωσι και ταχέως· αν και σύ ποτε βαδίζων με σπουδήν εις πόλιν και προσευχόμενος ζητής από τους θεούς να σου δώσουν καλά, δεν γνωρίζεις όμως αν εκείνοι ημπορούν να δώσουν εις σε ταύτα τα οποία ζητείς· καθώς αν συχνάζων εις την οικίαν του γραμματιστού, ήθελες παρακαλεί τούτον να σου δώση γραμματικήν επιστήμην, χωρίς να ασχοληθής εις τίποτε άλλο, αλλά να αποκτήσης την γραμματικήν ταύτην επιστήμην και να δυνηθής αμέσως να κάμης το έργον του γραμματιστού.
Ενώ εγώ έλεγον ταύτα, ο Πρόδικος ηναντιούτο προς το μειράκιον δια να υπερασπίση εαυτόν και να επιδείξη ταύτα τα οποία συ τώρα δα επιδεικνύεις, διότι ηγανάκτει αν εφαίνετο ότι ματαίως ηύχετο εις τους θεούς· ακολούθως πλησιάσας ο γυμνασίαρχος παρήγγελλεν εις αυτόν να φύγη από το γυμνάσιον, διότι δεν ωμίλει προς τους νέους αρμόζοντα, και μη λέγων αρμόζοντα, φανερόν ότι έλεγε μοχθηρά.
Ένεκα τούτου λοιπόν σου διηγήθην ταύτα διά να παρατηρήσης ποία η σχέσις των ανθρώπων προς την φιλοσοφίαν. Εάν μεν ο Πρόδικος τουλάχιστον λέγων ταύτα ενομίζετο υπό των ακροατών τόσον τρελλός, ώστε και να εκβληθή από το γυμνάσιον, συ δε τώρα νομίζης ότι τόσον καλά έχεις ομιλήσει, ώστε όχι μόνον τους παρόντας να πείσης, αλλά και τον αντιτείνοντα να κάμης να συμφωνήση με σε, είναι φανερόν ότι συμβαίνει ενταύθα ό,τι και εις τα δικαστήρια. Καθώς δηλαδή εις τα δικαστήρια, αν δύο άνθρωποι την ιδίαν μαρτυρίαν μαρτυρώσι και ο μεν νομίζεται καλός και αγαθός, ο δε μοχθηρός, διά την μαρτυρίαν του μοχθηρού ουδόλως θα επείθοντο οι δικασταί, αλλ' ίσως έκαμνον και τα εναντία, διά δε την του καλού και αγαθού, και αν ούτος τα αυτά εμαρτύρει, πολύ θα επείθοντο. Ίσως λοιπόν και οι παρόντες έν τοιούτον έχουν πάθει αναφορικώς προς σε και τον Πρόδικον· τούτον μεν ενόμιζον σοφιστήν και αλαζόνα, σε δε πολιτικόν και πολλού λόγου άξιον άνδρα. Συνεπώς φαίνεται ότι δεν βασίζονται επί των λόγων όσον εις την ποιότητα των λεγόντων.
Ερασίστρατος
Αλλ' όμως, Σωκράτη, αν και ομιλής ειρωνικώς, νομίζω ότι ο Κριτίας λέγει κάτι, σημαντικόν.
Σωκράτης
Αλλά, μα τον Δία, δεν λέγει το παραμικρόν. — Αλλά διατί, αφού περί τούτων ωμίλησαν πολύ καλά, δεν ετελείωσαν και τον λοιπόν λόγον; Νομίζω δε ότι, επειδή επρόκειτο να συμφωνήσουν εις τούτο, εις το ότι δηλαδή εις τους μεν το πλουτείν είναι καλόν, εις τους δε ότι είναι κακόν, υπολείπεται η σκέψις τι είναι το πλουτείν τούτο. Διότι, αν δεν μάθετε τούτο πρώτον, και εις το αν είναι καλόν ή κακόν δεν θα συμφωνήσετε. Είμαι δε και εγώ έτοιμος εφ' όσον είμαι ικανός να συνδιασκεφθώ μαζύ σας. Ας μας είπη λοιπόν εκείνος όστις λέγει ότι το πλουτείν είναι καλόν, πώς περί τούτου σκέπτεται.
Ερασίστρατος
Αλλ' εγώ, Σωκράτη, δεν λέγω ότι το πλουτείν είναι κάτι περισσότερον από εκείνο το οποίον λέγουν όλοι οι άνθρωποι ότι είναι· δηλαδή ότι πλουτείν είναι το να έχη τις πολλά χρήματα· νομίζω δε ότι και ούτος ο Κριτίας έχει την γνώμην ότι το πλουτείν ουδέν άλλο είναι ή τούτο.
Σωκράτης
Ακόμη λοιπόν μένει οπίσω να σκεφθήτε τι είναι αυτά τα χρήματα, ίνα μη ολίγον ύστερον περί τούτου φανήτε ότι έχετε διαφοράν. Παραδείγματος χάριν οι Καρχηδόνιοι έχουν το εξής νόμισμα· εις μικρόν δέμα είναι κάτι τι δεμένον του οποίου το μέγεθος είναι όσον το νόμισμα του στατήρος· τι δε είναι το δεμένον, κανείς δεν ηξεύρει παρά οι κατασκευάζοντες· έπειτα μεταχειρίζονται τούτο καλά σφραγισμένον ως νόμισμα και όστις έχει πλείστα από ταύτα, ούτος φαίνεται ότι έχει πλείστα χρήματα και ότι είναι πλουσιώτατος· αν δε κανείς από ημάς ήθελεν έχει πλείστα τοιαύτα, θα ήτο ως να είχε πέτρας πολλάς από το όρος και δεν θα ήτο πλουσιώτερος. Εις την Λακεδαίμονα μεταχειρίζονται νόμισμα σιδηρούν, και τούτο διά το ευτελές του σιδήρου· και όστις έχει πολύ του τοιούτου σιδηρού νομίσματος θεωρείται πλούσιος, εις άλλο δε μέρος το νόμισμα τούτο δεν έχει καμμίαν αξίαν. Εις την Αιθιοπίαν μεταχειρίζονται νόμισμα λίθους γεγλυμμένους, τους οποίους ανήρ Λακωνικός δεν ημπορεί να μεταχειρισθή. Εις τους Σκύθας νομάδας, και αν κανείς έχη ως κτήμα του την οικίαν του Πουλυτίωνος, δεν φαίνεται πλουσιώτερος εκείνου όστις παρ' ημίν θα είχεν ως κτήμα του τον Λυκαβηττόν.
Είναι λοιπόν φανερόν ότι δεν δύνανται έκαστα τούτων να είναι κτήματα, άν τινες των εχόντων διά τούτο δεν φαίνονται ουδόλως ότι είναι πλουσιώτεροι· αλλ' είναι έκαστα τούτων εις άλλους μεν χρήματα και είναι πλούσιοι όσοι έχουσι ταύτα, εις άλλους δε δεν είναι χρήματα, διά τούτο δε και δεν είναι πλουσιώτεροι, καθώς ούτε δι' όλους είναι τα αυτά καλά και κακά, αλλ' άλλα δι' άλλους. Αν δε εξητάζομεν διατί εις μεν τους Σκύθας αι οικίαι δεν είναι χρήματα, εις ημάς δε είναι, ή εις τους Καρχηδονίους μεν τα δέρματα είναι χρήματα εις ημάς δε δεν είναι ταύτα, ή εις τους Λακεδαιμονίους ο σίδηρος είναι χρήμα εις ημάς δε δεν είναι, θα ευρίσκομεν σημαντικόν τι; Αίφνης, αν κανείς εν Αθήναις από αυτούς τους λίθους τους ευρισκομένους εις την αγοράν και τους οποίους διόλου δεν μεταχειριζόμεθα ήθελεν έχει τόσον βάρος όσον είναι το βάρος χιλίων ταλάντων, θα ενομίζετο πλουσιώτερος;
Ερασίστρατος
Εγώ δεν πιστεύω.
Σωκράτης
Αλλ' εάν είχε βάρος εκ πολυτίμων λίθων όσον το βάρος χιλίων ταλάντων, δεν θα ελέγομεν ότι θα ήτο πλουσιώτατος;
Ερασίστρατος
Μάλιστα.
Σωκράτης
Αρά γε, δια τούτο θα ενομίζομεν ούτω, διότι άλλο μεν είναι χρήσιμον, άλλο δε είναι άχρηστον εις ημάς ;
Ερασίστρατος
Ναι.
Σωκράτης
Επειδή και οι Σκύθαι ένεκα τούτου τας οικίας δεν θεωρούσι χρήματα, διότι δεν έχουν χρείαν οικίας, ούτε Σκύθης ανήρ θα προετίμα να υπάρχη εις αυτόν ωραιοτάτη οικία μάλλον από μίαν γούναν δερματίνην· διότι η μεν γούνα δι' αυτόν είναι κάτι χρήσιμον, η δε οικία άχρηστον. Το νόμισμα πάλιν των Καρχηδονίων ημείς δεν θεωρούμεν χρήμα· διότι δεν είναι δυνατόν δι' αυτού να προμηθευθώμεν τι εξ όσων έχομεν ανάγκην, όπως με το αργύριον· ώστε και το νόμισμα τούτο των Καρχηδονίων εις ημάς θα ήτο άχρηστον.
Ερασίστρατος
Βέβαια.
Σωκράτης
Όσα μεν λοιπόν είναι εις ημάς χρήσιμα, ταύτα είναι χρήματα, και όσα είναι άχρηστα, ταύτα δεν είναι χρήματα.
Ερυξίας
Πώς λοιπόν, Σωκράτη ; Επειδή ημείς κάμνομεν χρήσιν και του διαλέγεσθαι και του βλάπτειν και άλλων πολλών, σημαίνει ότι ταύτα δι' ημάς είναι χρήματα; Και όμως ταύτα τουλάχιστον φαίνονται να είναι εις ημάς χρήσιμα. Και κατ' αυτόν τον τρόπον του σκέπτεσθαι δεν ήλθομεν πάλιν εις συμπέρασμα περί του τι επιτέλους είναι τα χρήματα, αλλά περί του ότι κατ' ανάγκην τα χρήματα πρέπει να είναι χρήσιμα πάντες σχεδόν ωμολογούμεν. Αλλά ποία είναι τα χρήσιμα ; επειδή βέβαια δεν είναι όλα.
Σωκράτης
Ας εξακολουθήσωμεν λοιπόν την συζήτησιν και ας ίδωμεν, θα ευρεθή τάχα εκείνο το οποίον ζητούμεν, τι είναι δηλαδή εκείνο το οποίον μεταχειριζόμεθα διά χρημάτων, και διά ποίον σκοπόν έχει ευρεθή η απόκτησις των χρημάτων, καθώς έχουσιν ευρεθή τα φάρμακα διά να μας απαλλάττωσιν από τας νόσους ; Διότι ίσως κατ' αυτόν τον τρόπον ήθελε γίνει εις ημάς μάλλον φανερόν. Επειδή αναγκαίον μεν φαίνεται να είναι και χρήσιμα όσα είναι χρήματα, από δε τα χρήσιμα υπάρχει έν γένος το οποίον ονομάζομεν χρήματα. Τώρα μας υπολείπεται να σκεφθώμεν διά ποίαν χρείαν χρήσιμα είναι τα χρήματα. Διότι όλα όσα προς εργασίαν μεταχειριζόμεθα, ίσως είναι χρήσιμα, όπως όλα τα ζώα τα έχοντα ψυχήν, από δε τα ζώα έν γένος ονομάζομεν άνθρωπον. Αν δε κανείς μας ηρώτα, τίνος πράγματος αφού απαλλαγώμεν, δεν θα είχομεν ουδόλως χρείαν της ιατρικής ούτε των εργαλείων της, θα ελέγομεν ότι δεν θα είχομεν χρείαν της ιατρικής αν αι νόσοι έφευγον από τα σώματα ή δεν επήρχοντο εις αυτά, ή άπαξ επελθούσαι ήθελον παρέλθει. Υπάρχει λοιπόν, ως φαίνεται, εκ των επιστημών η ιατρική προς τούτο χρήσιμος, προς το να μας απαλλάττη από τας νόσους.
Εάν δε κανείς πάλιν ήθελε μας ερωτήσει, από τι ημείς αφού απαλλαγώμεν, δεν θα είχομεν ανάγκην χρημάτων; αν μας ηρώτα, θα ηδυνάμεθα να είπωμεν από τι; Περί τούτου ας σκεφθώμεν κατά τον εξής τρόπον: Αν ο άνθρωπος ηδύνατο να ζη χωρίς τροφάς και ποτά και ηδύνατο να μη πεινά ούτε να διψά, θα είχεν ανάγκην αυτών, ή ανάγκην αργυρίου ή τινος άλλου όπως ταύτα προμηθεύεται ;
Ερυξίας
Νομίζω ότι δεν θα είχεν ανάγκην.
Σωκράτης
Λοιπόν και διά τα άλλα κατά τον αυτόν τρόπον δυνάμεθα να σκεφθώμεν. Αν δεν είχομεν ανάγκην διά την περιποίησιν του σώματος όσων τώρα στερούμεθα και της θερμότητος και του ψύχους, ενίοτε δε και των άλλων όσων το σώμα έχει ανάγκην, θα ήσαν εις ημάς άχρηστα τα λεγόμενα χρήματα, αν βέβαια κανείς δεν είχεν ανάγκην τούτων, διά τα οποία θέλομεν να υπάρχουν εις ημάς χρήματα όπως επαρκίσωμεν εις τας επιθυμίας και τας ελλείψεις του σώματος. Λοιπόν, αν προς τούτο είναι χρήσιμος η απόκτησις των χρημάτων, δια να ικανοποιήται το σώμα όταν φύγη από το μέσον η επιθυμία και η έλλειψις, δεν θα είχομεν ποσώς ανάγκην χρημάτων και ίσως παντάπασι δεν θα υπήρχον και χρήματα.
Ερυξίας
Νομίζω.
Σωκράτης
Καθώς φαίνεται λοιπόν τα εις ταύτην την ικανοποίησιν χρήσιμα πράγματα, ταύτα είναι και χρήματα.
(Συνεφώνησε, ότι ταύτα είναι χρήματα).
Αλλά ποίαν γνώμην έχεις και περί των εξής: Ημπορούμεν να είπωμεν ότι είναι δυνατόν το αυτό πράγμα διά την αυτήν εργασίαν να είναι άλλοτε μεν χρήσιμον, άλλοτε δε άχρηστον;
Ερυξίας
Εγώ τουλάχιστον δεν δύναμαι να το είπω· αλλ' εάν κατά τι ηθέλομεν έχει ανάγκην τούτου διά την αυτήν εργασίαν, και χρήσιμον νομίζω να είναι, εάν όμως δεν ηθέλομεν έχει ανάγκην τούτου, δεν το νομίζω χρήσιμον.
Σωκράτης
Λοιπόν, αν χωρίς πυρ ηδυνάμεθα να κατασκευάσωμεν χαλκούν ανδριάντα, δεν θα είχομεν ανάγκην πυρός διά την εργασίαν ταύτην· αν δε δεν είχομεν ανάγκην τούτου, δεν θα ήτο χρήσιμον εις ημάς. Ο αυτός δε συλλογισμός εφαρμόζεται και διά τα άλλα.
Ερυξίας
Βέβαια.
Σωκράτης
Λοιπόν ως προς όσα άνευ αυτών είναι δυνατόν να γίνεταί τι, κανέν απ' αυτά δεν φαίνεται χρήσιμον.
Ερυξίας
Κανέν.
Σωκράτης
Λοιπόν, άν ποτε ηθέλομεν δυνηθή χωρίς αργύριον και χρυσίον και τα άλλα τοιαύτα τα οποία μεταχειριζόμεθα διά το σώμα, όπως τας τροφάς και τα ποτά και τα φορέματα και τα στρώματα και τας οικίας, ηθέλομεν, λέγω, δυνηθή να παύωμεν τας στερήσεις του σώματος ώστε ποσώς να μη έχωμεν τούτων ανάγκην, ούτε χρήσιμα προς τούτον τον σκοπόν θα εφαίνοντο εις ημάς το αργύριον και το χρυσίον και τα άλλα τα τοιαύτα, αν ήτο δυνατόν και άνευ τούτων να συντηρώμεθα.
Ερυξίας
Δεν θα ήσαν χρήσιμα.
Σωκράτης
Άρα ούτε χρήματα θα μας εφαίνοντο ταύτα, αν δεν ήσαν ποσώς χρήσιμα· αλλά ταύτα θα ήσαν χρήματα διά των οποίων θα είμεθα ικανοί να προμηθεύωμεθα τα χρήσιμα.
Ερυξίας
Αλλά, Σωκράτη, δεν θα ηδυνάμην ποτέ να πεισθώ εις τούτο, ότι δηλαδή το χρυσίον και το αργύριον και τα άλλα τα τοιαύτα δεν είναι χρήματα. Περί τούτου όμως είμαι πολύ πεπεισμένος, ότι τα εις ημάς άχρηστα δεν είναι χρήματα και ότι τα χρήσιμα είναι χρησιμώτατα χρήματα. Αλλά και τούτο δεν με πείθει ότι χρήσιμα εις τον βίον μας δεν είναι εκείνα διά των οποίων προμηθευόμεθα τα προς συντήρησιν.
Σωκράτης
Ας ίδωμεν λοιπόν πώς ημπορούμεν να είπωμεν τα τοιαύτα. Τάχα υπάρχουσιν άνθρωποι οίτινες διδάσκουσι μουσικήν ή γράμματα ή άλλην τινά επιστήμην και οι οποίοι διά της διδασκαλίας τούτων προμηθεύονται τα προς συντήρησιν λαμβάνοντες μισθόν της διδασκαλίας των ;
Ερυξίας
Υπάρχουσι βέβαια.
Σωκράτης
Λοιπόν οι άνθρωποι ούτοι διά της επιστήμης ταύτης ημπορούν να προμηθεύωνται τα προς συντήρησιν ανταλλάσσοντες ταύτην όπως ημείς ανταλλάσσομεν με χρυσίον και αργύριον τα προς συντήρησιν.
Ερυξίας
Συμφωνώ.
Σωκράτης
Λοιπόν, αν με τούτο προμηθεύωνται όσα μεταχειρίζονται εις τον βίον, τούτο είναι χρήσιμον εις τον βίον· ένεκα δε τούτου βέβαια είπομεν ότι το αργύριον είναι χρήσιμον, διότι ημπορούμεν δι' αυτού να προμηθευώμεθα τα αναγκαιούντα εις το σώμα.
Ερυξίας
Συμφωνώ.
Σωκράτης
Λοιπόν, αν αι επιστήμαι αύται είναι επιστήμαι χρήσιμοι προς τούτον τον σκοπόν, αι επιστήμαι αύται μας φαίνονται χρήματα διά την αυτήν αιτίαν διά την οποίαν ο χρυσός και ο άργυρος, δήλον ότι και οι κατέχοντες ταύτας είναι πλουσιώτεροι. Και λέγω τούτο διότι ολίγον πριν με τόσην δυσαρέσκειαν παρεδεχόμεθα ότι ούτοι είναι πλουσιώτατοι. Από του ήδη δε παραδεδεγμένου ανάγκη ενίοτε οι επιστημονέστεροι να είναι και πλουσιώτεροι. Διότι, αν κανείς ήθελε μας ερωτήσει: τάχα διά κάθε άνθρωπον είναι χρήσιμος ο ίππος ; θα έλεγες ότι διά κάθε άνθρωπον είναι χρήσιμος, ή θα έλεγες ότι εις μεν τους ηξεύροντας πώς πρέπει να μεταχειρίζονται τον ίππον, ο ίππος είναι χρήσιμος, εις δε τους μη ηξεύροντας να τον μεταχειρίζωνται δεν είναι χρήσιμος ;
Ερυξίας
Ούτω θα έλεγον.
Σωκράτης
Λοιπόν κατά τον ίδιον συλλογισμόν ούτε το φάρμακον εις πάντα άνθρωπον είναι χρήσιμον, αλλ' εις τούτον είναι χρήσιμον όστις ηξεύρει πώς πρέπει να τα μεταχειρίζεται.
Ερυξίας
Συμφωνώ.
Σωκράτης
Λοιπόν και δι' όλα τα άλλα δεν είναι ο αυτός συλλογισμός;
Ερυξίας
Φαίνεται.
Σωκράτης
Το χρυσίον λοιπόν και το αργύριον και τα άλλα όσα φαίνονται χρήματα, εις τούτον μόνον θα ήσαν χρήσιμα, όστις ηξεύρει πώς πρέπει να μεταχειρίζεται ταύτα.
Ερυξίας
Συμφωνώ.
Σωκράτης
Λοιπόν προ της συζητήσεως ενόμιζες ότι ίδιον του καλού και αγαθού είναι να γνωρίζη πού και πώς έκαστα τούτων πρέπει να μεταχειρίζεται;
Ερυξίας
Συμφωνώ ότι δεν ενόμιζον.
Σωκράτης
Εις μόνους λοιπόν τους καλούς και αγαθούς θα ήσαν και ταύτα χρήσιμα, αν ούτοι βεβαίως γνωρίζουν πώς πρέπει να μεταχειρίζωνται ταύτα· εάν δε εις μόνους τούτους είναι χρήσιμα, εις τούτους μόνον θα εφαίνοντο ότι ταύτα είναι και χρήματα. Ως φαίνεται δε και τον μη γνωρίζοντα από ιππικήν, αλλ' έχοντα ίππους οι οποίοι κατά τύχην τω είναι άχρηστοι, αν κανείς έκαμνεν ιππικόν, συγχρόνως θα έκαμνε και πλουσιώτερον, αφού βέβαια τα εις αυτόν πριν άχρηστα έκαμνε χρήσιμα. Διότι παραδίδων επιστήμην τινά εις τον άνθρωπον συγχρόνως τον κάμνει και πλούσιον.
Ερυξίας
Ούτω τουλάχιστον φαίνεται.
Σωκράτης
Νομίζω όμως ότι ημπορώ ενόρκως να βεβαιώσω ότι ο Κριτίας δεν έχει πείσθή από κανένα εκ τούτων των λόγων.
Κριτίας
Μα τον Δία. θα ήμην τρελλός αν εις ταύτα επειθόμην. Αλλά διατί δεν συνεπλήρωσες εκείνον τον συλλογισμόν, ότι δηλαδή τα φαινόμενα χρήματα δεν είναι χρήματα, το χρυσίον, το αργύριον και τα άλλα τα τοιαύτα ; Διότι εγώ ακούων τούτους τους λόγους τους οποίους τώρα διηγείσαι, πολύ ευχαριστούμαι.
Σωκράτης
Μου φαίνεσαι συ, ω Κριτία, ότι χαίρεις τόσον ακούων εμέ, όσον ακούων τους ραψωδούς οίτινες ψάλλουσι τα ποιήματα του Ομήρου, διότι κανείς από τους λόγους τούτους δεν σου φαίνεται αληθής.
Ας ίδωμεν πώς θα ελέγομεν τα τοιαύτα. Εις τους επιτηδείους να οικοδομώσιν ανθρώπους λέγεις να υπάρχουν χρήσιμά τινα προς κατασκευήν οικίας;
Κριτίας
Νομίζω.
Σωκράτης
Ποίον λοιπόν των δύο; Χρήσιμον προς την οικοδομήν είναι τούτο το οποίον προς ταύτην θα μετεχειρίζοντο, οι λίθοι και αι πλίνθοι και τα ξύλα και άλλο τι τοιούτον, ή και τα εργαλεία διά των οποίων θα ωκοδόμουν και εκείνα διά των οποίων ταύτα θα επρομηθεύοντο, δηλαδή τα ξύλα και τους λίθους και πάλιν τα εργαλεία των ξύλων και των λίθων;
Κριτίας
Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι όλα ταύτα είναι χρήσιμα προς τούτον τον σκοπόν.
Σωκράτης
Λοιπόν και διά τας άλλας εργασίας όχι μόνον ταύτα τα οποία μεταχειριζόμεθα διά κάθε έργον, αλλά και εκείνα με τα οποία προμηθευόμεθα ταύτα, άνευ των οποίων δεν δύναται να γίνη η εργασία, δεν είναι και ταύτα χρήσιμα ;
Κριτίας
Μάλιστα.
Σωκράτης
Πάλιν λοιπόν ταύτα με τα οποία γίνεται η εργασία και αν τι άλλο υπάρχη εκτός τούτων και πάλιν άλλο και άλλο, ούτως ώστε να φθάσωμεν εις άπειρόν τι πλήθος, όλα ταύτα δεν πρέπει να φαίνωνται χρήσιμα προς την εργασίαν ;
Κριτίας
Και τίποτε δεν εμποδίζει ταύτα να έχωσιν όπως λέγεις.
Σωκράτης
Αν υπήρχον λοιπόν εις τον άνθρωπον τροφαί και ποτά και ιμάτια και τα άλλα τα οποία πρέπει ο άνθρωπος εις το σώμα να μεταχειρίζεται, τάχα θα είχεν ανάγκην χρυσίου ή αργυρίου ή άλλου τινός, διά του οποίου να προμηθεύεται ταύτα τα οποία θα υπήρχον εις αυτόν ;
Κριτίας
Νομίζω όχι.
Σωκράτης
Δεν θα μας εφαίνετο λοιπόν ότι ο άνθρωπος ενίοτε δεν θα είχε κανενός ανάγκην προς την χρείαν του σώματος ;
Κριτίας
Θα εφαίνετο.
Σωκράτης
Είναι δυνατόν κακόν τι πράγμα να χρησιμεύση εις εργασίαν καλού ;
Κριτίας
Δεν πιστεύω.
Σωκράτης
Καλά δε πράγματα δεν θα ελέγομεν ότι είναι εκείνα τα οποία πράττει ο άνθρωπος αποβλέπων προς την αρετήν ;
Κριτίας
Ναι.
Σωκράτης
Τάχα είναι δυνατόν ο άνθρωπος να μάθη τι από ταύτα τα καλά όσα διδάσκονται διά λόγου, αν παντελώς είναι εστερημένος ακοής ή άλλου τινός ;
Κριτίας
Μα τον Δία, δεν πιστεύω.
Σωκράτης
Λοιπόν έν των χρησίμων προς αρετήν φαίνεται ότι είναι η ακοή, αφού διά ταύτης θα διδαχθώμεν την αρετήν.
Κριτίας
Φαίνεται.
Σωκράτης
Λοιπόν, αν βέβαια η ιατρική είναι δυνατή να παύη την νόσον, θα εφαίνετο εις ημάς ενίοτε ότι και η ιατρική είναι από τας χρησίμους διά την αρετήν, αν τις διά της ιατρικής απήλαυε της ακοής.
Κριτίας
Και τίποτε βέβαια δεν εμποδίζει να είναι τοιαύτη.
Σωκράτης
Και αν πάλιν την ιατρικήν ηθέλομεν αποκτήσει αντί χρημάτων, δεν θα εφαίνετο εις ημάς ότι και τα χρήματα είναι χρήσιμα διά την αρετήν ;
Κριτίας
Και βεβαίως.
Σωκράτης
Λοιπόν κατά τον αυτόν συλλογισμόν θα ήτο χρήσιμα και εκείνα διά των οποίων ηθέλομεν αποκτήσει τα χρήματα.
Κριτίας
Όχι όλα.
Σωκράτης
Και όμως τούτο ημπορούμεν να το ομολογήσωμεν, ότι είναι αδύνατον να υπάρξη επιστήμη εις όποιον δεν προϋπάρξη αμάθεια και αδύνατον να υπάρξη υγεία εις όποιον δεν προϋπάρξη νόσος και αρετή εις όποιον δεν προϋπάρξη κακία.
Κριτίας
Έτσι είναι, καθώς νομίζω.
Σωκράτης
Λοιπόν δεν είναι ανάγκη εκείνα ων άνευ δεν είναι δυνατόν να γίνεταί τι, ταύτα και να είναι χρήσιμα προς τούτο· διότι ούτω θα εφαίνετο εις ημάς ότι η αμάθεια είναι χρήσιμος προς την επιστήμην και η νόσος προς την υγείαν και η κακία προς την αρετήν.
Πολλήν δυσπιστίαν εδείκνυε προς τούτους τους λόγους· όταν δε ενόησα εγώ ότι διά να τον πείσω θα ήτο ίσον με το λεγόμενον να ψήσω μίαν πέτραν, είπον :
Σωκράτης
Αλλ' ας αφήσωμεν τούτους τους λόγους, διότι δεν ημπορούμεν να συμφωνήσωμεν οποίον των δύο, το ίδιον είναι τα χρήσιμα και τα χρήματα, ή όχι· και ας εξετάσωμεν: ποίον θα ενομίζομεν ευδαιμονέστερον και καλύτερον άνθρωπον, εκείνον όστις έχει ανάγκην πλείστων αναγκαίων προς τον βίον και προς την δίαιταν, ή εκείνον όστις δεν έχει ανάγκην ειμή ελαχίστων και απλουστάτων; Ποία των καταστάσεων του ανθρώπου είναι καλυτέρα, όταν ούτος ασθενή, ή όταν υγιαίνη ;
Κριτίας
Αλλά τούτο τουλάχιστον δεν έχει ανάγκην πολλής σκέψεως.
Σωκράτης
Διότι ίσως εις κάθε άνθρωπον είναι εύκολον να γνωρίση ότι η κατάστασις του υγιαίνοντος είναι καλυτέρα από την κατάστασιν του ασθενούντος. Λοιπόν εις ποίαν περίστασιν συμβαίνει να έχωμεν ανάγκην περισσοτέρων και μάλλον παντοειδών, όταν ασθενώμεν, ή όταν υγιαίνωμεν ;
Κριτίας
Όταν ασθενώμεν.
Σωκράτης
Όταν λοιπόν είμεθα εις καλήν κατάστασιν, τότε και πλείστων επιθυμούμεν και ανάγκην έχομεν πραγμάτων ευχαρίστων προς το σώμα.
Κατά τον αυτόν λοιπόν συλλογισμόν συμβαίνει, όπως αυτός ο άνθρωπος τότε φαίνεται ότι έχει κάλλιστα, όταν έχη ανάγκην ελαχίστων τοιούτων, ούτω πάλιν και όταν είναι δύο, ο μεν πολύ επιθυμεί και ανάγκην έχει πολλών, ο δε είναι υπομονετικός και ολίγων έχει ανάγκην. Επί παραδείγματι, οι παίκται, οι μέθυσοι και οι λαίμαργοι δεν επιθυμούσι πολλών, αφού όλα ταύτα είναι επιθυμίαι;
Κριτίας
Ναι.
Σωκράτης
Αι δε επιθυμίαι τι άλλο είναι ή στερήσεις; Οι άνθρωποι λοιπόν οίτινες επιθυμούσι ταύτα δεν ευρίσκονται εις χειροτέραν θέσιν από εκείνους οι οποίοι ή κανέν ή ελάχιστα επιθυμούσι.
Κριτίας
Πολύ μοχθηρούς εγώ τουλάχιστον νομίζω τους τοιούτους και όσω μάλλον επιθυμητούς τοσούτον και μοχθηροτέρους.
Σωκράτης
Λοιπόν φαίνονται εις ημάς ταύτα όχι χρήσιμα προς τον σκοπόν μας, αφού τούτων δεν έχομεν ανάγκην ;
Κριτίας
Συμφωνώ.
Σωκράτης
Λοιπόν εις όποιον συμβαίνει να είναι πλείστα χρήσιμα προς τούτον τον σκοπόν, ούτος φαίνεται να έχη ανάγκην πλείστων προς τούτον τον σκοπόν, εάν βεβαίως υπάρχη ανάγκη όλων των χρησίμων.
Κριτίας
Μου φαίνεται.
Σωκράτης
Άρα κατά τον συλλογισμόν τούτον φαίνεται αναγκαίον τουλάχιστον εις όσους έχουν χρήματα πολλά, ούτοι να έχωσιν ανάγκην και πολλών διά την του σώματος θεραπείαν. Διότι τα χρήσιμα προς την θεραπείαν ταύτην του σώματος θα εφαίνοντο χρήματα. Ώστε εξ ανάγκης θα εφαίνοντο εις ημάς οι πλουσιώτατοι πολύ πένητες, αφού έχουν έλλειψιν πλείστων τοιούτων.
Σωκράτης
Ενώ μετέβαινον εις το Κυνόσαργες και ήμην πλησίον του Ιλισσού, ήκουσα φωνήν ήτις έλεγε : «Σωκράτη, Σωκράτη». Ως δε έστρεψα και εξήταζα πόθεν ήτο η φωνή, βλέπω τον Κλεινίαν τον υιόν του Αξιόχου να τρέχη εις την Καλιρρόην μετά του μουσικού Δάμινος και του Χαρμίδου του υιού του Γλαύκωνος· ήσαν δε οι δύο ούτοι εις αυτόν, ο μεν διδάσκαλος της μουσικής, ο δε εραστής συγχρόνως και ερωμένος. Εθεώρησα καλόν, αφού αφήσω την ευθείαν οδόν, να τους ανταμώσω διά να συντροφεύσωμεν ευκολώτατα. Ο Κλεινίας δε δακρυσμένος μου λέγει:
Κλεινίας
Σωκράτη, τώρα είναι η περίστασις να δείξης την πάντοτε φημισμένην σοφίαν σου· ο πατήρ μου δηλαδή από μίαν αιφνηδίαν λιποθυμίαν είναι αδύνατος και πλησιάζει εις τα τέλος της ζωής του και λυπείται διά το τέλος τούτο, αν και πριν εχλεύαζεν όσους εφοβούντο τον θάνατον και περιέπαιζεν. Αφού λοιπόν πλησιάσης εις αυτόν, παρηγόρησέ τον, καθώς συνηθίζεις, διά να υπάγη όπου είναι πεπρωμένον χωρίς στεναγμούς και διά να εκτελεσθή υπ' εμού πλην των λοιπών και τούτο το ευσεβές προς αυτόν καθήκον.
Σωκράτης
Αλλά δεν θα σε δυσαρεστήσω, Κλεινία, διότι δεν με παρακινείς διά τι ποταπόν, αλλά διά τι όσιον. Ας σπεύσωμεν λοιπόν διότι αν το πράγμα έχη ως λέγεις, είναι ανάγκη ταχύτητος.
Κλεινίας
Μόνον όταν σε ίδη, Σωκράτη, θα αναλάβη· διότι και πολλάκις συνέβη εις αυτόν εκ μιας συμπτώσεως να αναλάβη.
Σωκράτης
Αφού λοιπόν μετέβημεν το ταχύτερον, ακολουθήσαντες την παρά το τείχος οδόν παρά τας Ιτωνίας (διότι κατώκει πλησίον των πυλών παρά την Αμαζονίδα στήλην), ευρίσκομεν πλέον αυτόν κατά μεν το σώμα ρωμαλέον, κατά δε την ψυχήν αδύνατον, χωρίς να έχη κανένα να τον παραμυθήση, πολλάκις δε εγειρόμενον και στενάζοντα με δάκρυα και κρότους χειρών. Όταν δε είδον αυτόν, Αξίοχε, του είπον : Τι είναι αυτά; Πού είναι αι πριν καυχήσεις σου και τα συχνά εγκώμια των αρετών και το μέγα θάρρος σου; Διότι φαίνεσαι ως δειλός αγωνιστής, όστις ενώ φαίνεσαι γενναίος εις τα γυμνάσια, έχεις μείνει οπίσω εις τους αγώνας. Δεν λογαριάζεις περιεσκεμμένως την φύσιν, συ ανήρ τόσης ηλικίας και όστις έχεις ακούσει λόγους, και αν τίποτε άλλο δεν είσαι, είσαι Αθηναίος και γνωρίζεις το κοινόν βέβαια τούτο και από όλους λεγόμενον, ότι ο βίος είναι μία παρεπιδημία και ότι πρέπει, αφού διέλθωμεν τούτον μετριοπαθώς, με ευθυμίαν και μόνον χωρίς να παιανίζωμεν να απέλθωμεν όπου πρέπει; Το να κρατούμεθα όμως από την ζωήν τόσον τρυφερώς και τόσον δυνατά ως νήπια δεν είναι ίδιον σκεπτομένης ηλικίας.
Αξίοχος
Αληθή ταύτα είναι, Σωκράτη, και ορθά νομίζω ότι ομιλείς· αλλά δεν γνωρίζω πώς, αφού πλησιάσω εις αυτό το κακόν, οι μεν ισχυροί και περισσοί λόγοι σβύνονται χωρίς να εννοηθώσι και χάνουν την αξίαν των, επικρατεί δε φόβος τις κατά ποικίλον τρόπον κεντών τον νουν, ότι θα υστερηθώ του φωτός τούτου και των καλών, αηδής δε και μη ακούων τίποτε κάπου θα ευρεθώ σηπόμενος και μεταβαλλόμενος εις σκώληκας και ζωύφια.
Σωκράτης
Συνδέεις δηλαδή, Αξίοχε, ασκέπτως την αναισθησίαν με την αίσθησιν, και κάπως εναντία προς τον εαυτόν σου και κάμνεις και λέγεις, μη σκεπτόμενος ότι συγχρόνως μεν κλαίεις την αναισθησίαν, συγχρόνως δε λυπείσαι διά σήψεις και στερήσεις των ευχαρίστων ως να επρόκειτο να αποθάνης και μεταβής εις την άλλην ζωήν (1) και όχι ότι θα γίνης τελείως αναίσθητος όπως και προ της γενέσεως. Διότι όπως επί του πολιτεύματος του Δράκοντος ή του Κλεισθένους κανέν κακόν δεν ήτο περί σε, διότι δεν υπήρχες, ούτως ούτε μετά τον θάνατον θα γίνη, διότι συ δεν θα υπάρχης. Πάντα λοιπόν φλύαρον αποδίωξε, τούτο αφού εννοήσης ότι, αφού διαλυθή η σύνθεσις και αφού τοποθετηθή η ψυχή εις τον αρμόζοντα τόπον, το υπόλοιπον σώμα, επειδή είναι γεώδες και άλογον, δεν είναι άνθρωπος. Διότι ημείς μεν είμεθα ψυχή, έν ζώον αθάνατον κεκλεισμένον εις έν θνητόν φρούριον. Το δε σώμα τούτο διά κακόν προσήρμοσεν η φύσις, εις το οποίον τα μεν τερπνά είναι επιπόλαια και παροδικά και με περισσοτέρας λύπας ανακατευμένα, τα δε λυπηρά ακέραια και πολυχρόνια, ένεκα των οποίων αναγκαστικώς, επειδή είναι διεσπαρμένη εις τους πόρους η ψυχή συμπάσχουσα, επιθυμεί τον ουράνιον και συγγενή αυτής αιθέρα και διψά επιθυμούσα την εκεί δίαιταν και συναναστροφήν. Ώστε απαλλαγή από της ζωής είναι μεταβολή κακού εις καλόν.
Αξίοχος
Αφού λοιπόν, Σωκράτη, νομίζεις κακόν το ζην, πώς μένεις εν αυτώ και μάλιστα εξετάζεις περί αυτού, ενώ κατά τον νουν διαφέρεις περισσότερον από ημάς τους πολλούς;
Σωκράτης
Αξίοχε, δεν πιστοποιείς ακριβή περί εμού πράγματα, νομίζεις δε, καθώς πολλοί Αθηναίοι, επειδή εξετάζω ακριβώς τα πράγματα, ότι είμαι επιστήμων τινός. Εγώ δε θα ηυχόμην να γνωρίζω τα κοινά ταύτα. Τόσον μένω οπίσω. Και ταύτα δε, τα οποία λέγω, είναι απηχήσεις του σοφού Προδίκου, άλλα μεν αγορασμένα αντί δύο δραχμών, άλλα δε αντί τεσσάρων. Διότι δωρεάν ο ανήρ ούτος δεν διδάσκει κανένα, πάντοτε δε συνηθίζει να λέγη το του Επιχάρμου: «η δε χειρ την χείρα νίπτει· δόσε κάτι και θα λάβης κάτι». Και πριν παρά τω Καλλία τω υιώ του Ιππονίκου επιδεικνύμενος τόσα είπεν εναντίον της ζωής, ώστε εγώ τουλάχιστον διέγραψα σχεδόν την ζωήν και από εκείνον τον καιρόν επιθυμεί τον θάνατον η ψυχή μου, Αξίοχε.
Αξίοχος
Ποία δε ήσαν τα λεχθέντα ; $Σωκράτης Ημπορώ να σου είπω ταύτα τα οποία θα ενθυμηθώ. Είπε δηλαδή: Και ποία ηλικία δεν έχει λύπας ; Ευθύς άμα το νήπιον γεννηθή, μήπως δεν κλαίει αρχόμενον του ζην από λύπης; Δοκιμάζει όλας τας αλγηδόνας, κλαίων διότι είτε στερείται τινος, είτε διά την ζέστην, είτε διά το ψύχος ή διά τινα πληγήν, μη δυνάμενον να είπη τι αισθάνεται, κλαυθμηρίζον δε με φωνήν δυσαρεσκείας. Όταν έλθη εις ηλικίαν επτά ετών μετά πολλούς πόνους, παραδίδεται εις τους παιδαγωγούς και τους γραμματιστάς και τους παιδοτρίβας, οίτινες το τυραννούσιν· όταν πάλιν αυξηθή, έρχονται οι κριτικοί, οι γεωμέτραι, οι καθηγηταί και πολύ πλήθος αυθεντών. Όταν πάλιν εγγραφή εις τους εφήβους, έρχονται οι έφοροι και χειρότεροι φόβοι, έπειτα Λύκειον και Ακαδημία και γυμνασιαρχία και ράβδοι και απειρία κακών· και όλος ο καιρός του μειρακίου διατελεί υπό σωφρονιστάς και υπό την γνώμην περί των νέων της βουλής του Αρείου Πάγου. Όταν δε από ταύτα απαλλαγή, εισχωρούσι φροντίδες και σκέψεις, ποίαν οδόν του βίου θα χαράξη, και τα μετά ταύτα δεινά παρουσιάζουν τα πρώτα παιδικά και κατόπιν νηπιακά ως απλά φόβητρα: εκστρατείαι δηλαδή και τραύματα και συχνοί αγώνες. Έπειτα χωρίς κανείς να το εννοήση ήλθε το γήρας, εις το οποίον συρρέει όλον το φιλάσθενον της φύσεως και δυσκολοϊάτρευτον. Και αν μη κανείς το ταχύτερον ως χρέος αποδώση το ζην, ωσάν τοκογλύφος η φύσις παρουσιασθείσα, λαμβάνει ως ενέχυρον άλλου μεν την όρασιν, άλλου δε την ακοήν, πολλάκις δε και τα δύο. Και αν κανείς επιμείνη, παραλύει, βλάπτεται, εξαρθρούται. Αλλ' οι πολλοί ένεκα του γήρατος παρακμάζουσι και κατά τον νουν και κατά την παροιμίαν οι γέροντες γίνονται παλίμπαιδες.
Διά τούτο και οι θεοί γνωρίζοντες τα ανθρώπινα, όσους ανθρώπους αγαπώσι, ταχύτερον τους απαλλάττουσι του ζην. Ο Αγαμήδης λοιπόν και ο Τροφώνιος, οίτινες κατεσκεύασαν τον εν Δελφοίς ναόν του θεού, ευχηθέντες να συμβή εις αυτούς το άριστον, κοιμηθέντες πλέον δεν εξύπνησαν· και οι υιοί της Αργείας ιερείας ομοίως, όταν ηυχήθη η μήτηρ να ανταμείψη η Ήρα την ευσέβειάν των, επειδή καθυστέρησεν η άμαξα και ζευχθέντες αυτοί έφερον αυτήν εις τον ναόν, μετά την ευχήν την οποίαν έλαβον, την νύκτα απέθανον. Απαιτείται μακρός χρόνος να διηγηθώ τα των ποιητών, οι οποίοι με θειότερα στόματα τα του βίου προφητεύουσι· πόσον κλαίουν την ζωήν· έν δε μόνον, το αξιολογώτατον, θα ενθυμηθώ, το οποίον λέγει: «Ούτω οι θεοί προώρισαν εις τους δυστυχείς θνητούς, να ζώσι λυπημένοι». Ο δε Αμφιάραος τι λέγει; «Εκείνος τον οποίον εγκαρδίως ηγάπα και ο Ζευς ο κρατών την αιγίδα και ο Απόλλων, δεν έφθασεν εις το γήρας». Ο δε διδάσκων «να θρηνή ο γεννηθείς, διότι έρχεται εις τόσα κακά», πώς σου φαίνεται; Αλλά σταματώ μήπως παρά την υπόσχεσίν μου μακρύνω τον λόγον ενθυμούμενος και άλλων.
Ποίαν δε κανείς εκλέξας επιστήμην ή τέχνην δεν παραπονείται και δεν αγανακτεί διά την παρούσαν κατάστασιν; Τας χειρωνακτικάς αν ακολουθήσωμεν και βαναύσους, θα ίδωμεν ότι είναι εργασίαι ανδρών κοπιαζόντων από την μίαν νύκτα εις την άλλην και μόλις ποριζομένων τας τροφάς, οι οποίοι κλαίουσιν εαυτούς και οι οποίοι πάσαν αγρυπνίαν των πληρούσιν από στεναγμούς και φροντίδας. Αλλά αν τον ναυτικόν βίον ακολουθήσωμεν, ούτος διέρχεται διά τόσων κινδύνων και, ως είπεν ο Βίας, ο ναυτικός δεν είναι ούτε μεταξύ των αποθαμένων ούτε μεταξύ των ζώντων· διότι ο επίγειος άνθρωπος ως αμφίβιος ρίπτει εαυτόν εις το πέλαγος, αφιερών αυτόν εις την τύχην. Αλλ' η γεωργία είναι γλυκύ τι. Είναι φανερόν. Αλλά δεν είναι τάχα, καθώς λέγουν, όλη μία πληγή ήτις πάντοτε ευρίσκει πρόφασιν λύπης, διότι κλαίει τις τώρα μεν την ξηρασίαν, τώρα δε τας βροχάς, τώρα δε τας πλημμύρας, τώρα δε ασθένειαν βλάπτουσαν τα σπαρτά, τώρα δε θερμότητα άκαιρον, ή παγωνιάν; Αλλά η πολυτίμητος πολιτική—και παραβλέπω πολλά — από πόσα κακά ακολουθείται; την μεν χαράν έχει ωσάν φλεγμονήν με παλμούς και με σφυγμούς, την δε αποτυχίαν λυπηροτάτην και μυρίων θανάτων χειροτέραν. Διότι τις δύναται να είναι ευδαίμων ζων με τον όχλον, αν ήθελε επευφημισθή και επικροτηθή ως παίγνιον του λαού αποδιωκόμενον, συριττόμενον, ζημιούμενον, θνήσκον, ελεούμενον ; Πού, ω πολιτικέ Αξίοχε, απέθανεν ο Μιλτιάδης; πού δε ο Θεμιστοκλής ; πού δε ο Εφιάλτης; πού δε πριν οι δέκα στρατηγοί; ότε εγώ μεν δεν ήμην της γνώμης να καταδικασθώσιν, οι δε περί τον Θηραμένην και Καλλίξενον την ακόλουθον ημέραν προέδρους εγκαθέτους αφίσαντες κατεδίκασαν εις θάνατον ακρίτως τους άνδρας. Και όμως συ μόνος υπερήσπισες αυτούς και ο Ευρυπτόλεμος, ενώ συνεδρίαζον τριάκοντα χιλιάδες.
Αξίοχος
Ούτως εχουσι ταύτα, ω Σώκρατες, και εγώ βέβαια από εκείνον τον καιρόν αρκετά ειργάσθην εις το βήμα και κανέν πράγμα δεν μου εφάνη πλέον ενοχλητικόν των πολιτικών. Και τούτο είναι φανερόν εις όσους ηκολούθησαν το έργον τούτο. Διότι συ μεν ομιλείς ούτω διότι από μακράν παρατηρείς, ημείς δε γνωρίζομεν ακριβέστερον διότι έχομεν πείραν. Διότι ο λαός, ω φίλε Σωκράτη, είναι αχάριστος, ευμετάβλητος, σκληρός, φθονερός, απαίδευτος, διότι είναι μαζευμένος εκ συμμίκτου όχλου και από βιαίους φλυάρους· εκείνος δε όστις αναμιγνύεται με τούτον είναι πολύ αθλιώτερος.
Σωκράτης
Όταν λοιπόν, ω Αξίοχε, την ελευθεριωτάτην επιστήμην θεωρείς απευκταιοτάτην των λοιπών, πώς θα εννοήσωμεν τα λοιπά επιτηδεύματα; Δεν πρέπει να τα αποφεύγωμεν ; Ήκουσα δέ ποτε και τον Πρόδικον, όστις έλεγεν ότι ο θάνατος δεν υπάρχει ούτε περί τους ζώντας, ούτε περί τους αποθανόντας.
Αξίοχος
Πώς λέγεις, Σωκράτη;
Σωκράτης
Ναι, διότι περί τους ζώντας ο θάνατος δεν υπάρχει, οι δε αποθανόντες δεν υπάρχουσιν. Ώστε ούτε περί σε τώρα είναι, διότι δεν έχεις αποθάνει, ούτε και αν ήθελες πάθει τι, θα είναι περί σε, διότι συ δεν θα υπάρχης. Ματαία λοιπόν είναι η λύπη ώστε να λυπήται ο Αξίοχος δια το μήτε ον, μήτε μέλλον να είναι περί τον Αξίοχον, και ομοία είναι η λύπη, ως να ελυπείτο τις περί της Σκύλλας ή του Κενταύρου, πραγμάτων τα οποία μήτε είναι περί σε, μήτε ύστερον μετά τον θάνατον θα είναι. Διότι ο φόβος υπάρχει εις τα όντα, εις δε τα μη όντα πώς είναι δυνατόν να είναι;
Αξίοχος
Συ μεν από την συνειθισμένην τώρα φλυαρίαν έχεις είπει ταύτα τα σοφά· αλλ' η φλυαρολογία αύτη έχει διακοσμηθή διά τα μειράκια· εμέ δε λυπεί η στέρησις των καλών της ζωής, έστω και αν πλέον πειστικούς λόγους τούτων είπης, Σωκράτη. Διότι ο νους αποπλανώμενος από ευφράδεις λόγους δεν ακούει, ούτε τα λεγόμενα ταύτα προσεγγίζουσι την ουσίαν, αλλ' εις μεν επίδειξιν και λέξεων ωραιότητα συντελούσιν, υστερούσιν όμως της αληθείας, τα παθήματα δε δεν ανέχονται σοφίσματα, αλλ' αρκούνται εις μόνους τους δυναμένους να φθάσουν μέχρι της ψυχής λόγους.
Σωκράτης
Συνδέεις δηλαδή, ω Αξίοχε, ασκέπτως την στέρησιν των καλών με την αίσθησιν των κακών, λησμονών ότι θα έχεις αποθάνει. Διότι λυπεί εκείνον, όστις στερείται των καλών, η αντικατάστασις τούτων διά των κακών, αλλ' ο μη υπάρχων ούτε την στέρησιν εννοεί· πώς λοιπόν θα επέλθη λύπη εις εκείνον όστις δεν θα λάβη γνώσιν της λύπης; Διότι εξ αρχής, ω Αξίοχε, τρόπον τινά μη μετά των άλλων αισθήσεων λαμβάνων υπ' όψιν μίαν αίσθησιν, ποτέ δεν ημπορείς να φοβηθής τον θάνατον· τώρα δε αδικείς τον εαυτόν σου φοβούμενος ότι θα στερηθής την ψυχήν. Εις δε την στέρησιν θέτεις και την στέρησιν της ψυχής και φοβείσαι μεν ότι δεν θα αισθάνεσαι, φαντάζεσαι δε ότι θα εννοήσης με αίσθησιν μίαν αίσθησιν ήτις δεν θα υπάρξη. Πλην του ότι είναι πολλοί και ωραίοι λόγοι περί της αθανασίας της ψυχής (διότι η ψυχή δεν είναι βέβαια φύσις θνητή) τόσα μεγάλα κατορθώματα διέπραξεν, ώστε κατεφρόνησε βίας μεγάλων θηρίων, διέπλευσε πελάγη, ωκοδόμησε πόλεις, ίδρυσε πολιτεύματα, ανέβλεψε δε εις τον ουρανόν και είδε τους κύκλους των άστρων και δρόμους ηλίου και σελήνης εκλείψεις και ταχείας επαναφοράς και ισημερίας και διττάς τροπάς χειμώνος και θέρους και ανατολάς και δύσεις πλειάδων και ανέμους και βροχάς και μεγάλα κτυπήματα κεραυνών και την σύνδεσιν των παθημάτων του κόσμου με τον αιώνα. Ταύτα βεβαίως δεν ήθελε κατορθώσει αν δεν ενυπήρχεν όντως θείον πνεύμα εις την ψυχήν, διά του οποίου να έχη των μεγάλων τούτων την οξύνοιαν και την γνώσιν.
Ώστε όχι εις θάνατον αλλ' εις αθανασίαν θα περιέλθης, ω Αξίοχε, ούτε θα στερηθής των καλών, αλλά θα έχης ειλικρινεστέραν απόλαυσιν, ούτε θα έχης αναμεμιγμένας με θνητόν σώμα τας ηδονάς, αλλ' αμιγείς όλων των λυπών. Διότι προς τα εκεί θα υπάγης απομονωθείς ταύτης της ειρκτής, εκεί όπου όλα είναι χωρίς πόνους και στεναγμούς και αγήρατα, βίος δε ήσυχος και χωρίς κακά, ευτυχών εις ησυχίαν ασάλευτον και πανταχόθεν θεωρών την φύσιν, φιλοσοφών όχι προς όχλον και προς θέατρον, αλλά προς μίαν γνησίαν αλήθειαν.
Αξίοχος
Με τον λόγον με έφερες εις εναντίας σκέψεις· δεν υπάρχει πλέον εις εμέ φόβος θανάτου, αλλά μάλιστα και επιθυμία, ίνα κατά τι και εγώ μιμηθείς τους ρήτορας περιττολογήσω. Συνήλθον από την ασθένειαν και έγινα νέος άνθρωπος.
Σωκράτης
Εάν δε θέλης και άλλον λόγον να ακούσης τον οποίον είπεν εις εμέ ο Γωβρύας, σου λέγω ότι είπεν, ότι κατά την διάβασιν του Ξέρξου ο πάππος και ομώνυμος αυτού απεστάλη εις Δήλον όπως επιτηρήση την νήσον εις την οποίαν εγεννήθησαν οι δύο θεοί, και έκ τινων χαλκίνων πινάκων τους οποίους από τους Υπερβορείους έφεραν ο Ώπις και η Εκαέργη, επληροφορήθη ακριβώς ότι μετά την διάλυσιν του σώματος η ψυχή μεταβαίνει εις άδηλον τόπον, εις υπόγειον κατοικίαν εις την οποίαν υπάρχουν τα ανάκτορα του Πλούτωνος όχι κατώτερα από την αυλήν του Διός, διότι η μεν γη κατέχει το μέσον του κόσμου, ο δε πόλος είναι σφαιροειδής, του οποίου το έτερον ημισφαίριον έλαχεν εις τους ουρανίους θεούς, το έτερον δε εις τους υποχθονίους. Ούτοι δε είναι οι μεν αδελφοί, οι δε παίδες αδελφών. Τα προπύλαια της εις τον Πλούτωνα οδού είναι περικλεισμένα με σιδηρά κλείθρα και κλείδας· αφού δε ταύτα ανοίξωσι, δέχεται ο ποταμός Αχέρων, μετά τον οποίον ο Κωκυτός, τους οποίους πρέπει αφού διέλθη τις διά πλοιαρίου, να οδηγηθή εις τον Μίνω και Ραδάμανθυν. Η κατοικία αύτη ονομάζεται πεδιάς της αληθείας.
Εδώ κάθηνται δικασταί οι οποίοι ανακρίνουσιν έκαστον από τους ερχομένους, ποίον βίον έκαστος έζησε και με ποία επιτηδεύματα ησχολήθη. Και να ψευσθή μεν είναι αδύνατον. Όσοι δε λοιπόν κατά το διάστημα της ζωής ηυνοήθησαν υπό καλής τύχης, ούτοι τοποθετούνται εις τον χώρον των ευσεβών, όπου αφθονούσι παντός είδους καρποί και όπου τρέχουσι πηγαί καθαρών υδάτων, υπάρχουσι δε παντός είδους λειμώνες με άνθη ποικίλα και κατοικίαι φιλοσόφων και θέατρα ποιητών και χοροί κύκλιοι και μουσικά ακούσματα και συμπόσια με ωραίας μελωδίας και ευωχίαι δωρεάν και απουσία λύπης και βίος γλυκύς· διότι ούτε ψύχος πολύ, ούτε ζέστη υπάρχει, αλλά συγκερασμένος αήρ διασκορπίζεται, αναμεμιγμένος με απαλάς ακτίνας ηλίου· εδώ εις τους μεμυημένους υπάρχει πρωτοκαθεδρία τις· και τας θρησκευτικάς τελετάς αυτοί εκεί συντελούσι. Πώς λοιπόν συ πρώτος δεν θα έχης μέρος εις τας τιμάς, αφού είσαι εκ του αυτού γένους των θεών ; Όσοι δε διήλθον τον βίον διά κακουργημάτων οδηγούνται εις το σκότος και το χάος των Ερινύων διά του ταρτάρου, όπου είναι ο τόπος των ασεβών και αι μη πληρούμεναι ποτέ υδρίαι των Δαναΐδων και η δίψα του Ταντάλου και τα σπλάγχνα του Τιτυού και η μη δυναμένη να φθάση εις το τέρμα πέτρα του Σισύφου, όπου από θηρία ξηρογλειφόμενοι και από λαμπάδας επιμόνως θερμαινόμενοι και με πάσαν κακήν μεταχείρισιν βασανιζόμενοι με αιωνίους τιμωρίας κατατυραννούνται.
Ταύτα μεν εγώ ήκουσα από τον Γωβρύαν, συ δε, ω Αξίοχε, ημπορείς να κρίνης. Διότι εγώ τούτο μόνον αληθώς γνωρίζω, ότι η ψυχή είναι αθάνανος, μετατεθείσα δε από τούτου του τόπου είναι και άλυπος· ώστε ή κάτω ή άνω πρέπει συ, ω Αξίοχε, να είσαι ευδαίμων, αφού έχεις διέλθει τον βίον σου ευσεβώς.
Αξίοχος
Εντρέπομαι, Σωκράτη, να σου είπω τι· τόσον απέχω από τον φόβον του θανάτου, ώστε τώρα και να αγαπώ αυτόν. Τόσον εμέ και ούτος ο λόγος καθώς και ο ουράνιος με έχει πείσει και τώρα περιφρονώ την ζωήν, επειδή θα μεταβώ εις ανωτέραν κατοικίαν. Τώρα δε ησύχως θα σκεφθώ πάλιν τα λεχθέντα· μετά μεσημβρίαν δε θα σε ίδω βέβαια, Σωκράτη, κοντά μου.
Σωκράτης
Θα κάμω όπως λέγεις, θα επανέλθω δε εις το Κυνόσαργες όπως περιπατήσω εκεί από όπου εδώ προσεκλήθην.
Χαιρεφών
Ποιά φωνή μας ήλθεν, Σωκράτη, μακρυά από τα ακρογιάλια, εις εκείνο το ακρωτήριον ; Πόσον ώμορφη είναι να την ακούη κανείς. Ποίον ζώον τάχα να είναι; Διότι είναι άφωνα, καθώς είναι γνωστόν, όσα ζουν εις το νερό.
Σωκράτης
Είναι κάποιο θαλασσινό πουλί, Χαιρεφών, που το ονομάζουν αλκυόνα, πολύθρηνον και πολύδακρυ, διά το οποίον κάποιος παλαιός θρυλείται μύθος μεταξύ των ανθρώπων. Λέγουν, πως κάποτε ήτο γυναίκα, κόρη του Αιόλου του Έλληνος, και ότι εθρηνούσεν από πολλήν αγάπην τον νεαρόν της άνδρα, που απέθανε, τον Κήυκα τον Τραχίνον, τον υιόν του Εωσφόρου του αστέρος, ώμορφο παιδί ωραίου πατέρα. Έπειτα δε πως έγεινε πτερωτή από κάποιαν θείαν θέλησιν και ότι παρόμοια με πουλί πετά επάνω από τα πελάγη, αποζητούσα εκείνον, που και αν σε όλην την γην επλανήθη, δεν ημπόρεσε να τον εύρη.
Χαιρεφών
Αυτό, διά το οποίον μου ομιλείς, είναι η αλκυών ; Ποτέ ως τώρα δεν είχα ακούση την φωνήν της· αλλά σαν κάτι ξένον πραγματικά την άκουσα. Αληθινά, πόσον θρηνητικήν αφήνει φωνήν. Τίνος μεγέθους τάχα να είναι, Σωκράτη;
Σωκράτης
Όχι μεγάλου. Μεγάλην όμως διά την αγάπην προς τον άνδρα της έλαβεν από τους θεούς τιμήν, διότι κατά την εποχήν, που κλωσίζουν, συμπίπτουν και αι αλκυονίδες ημέραι, που μέσα εις τον χειμώνα είναι παρόμοιαι με καλοκαιρινάς. Τέτοια ημέρα είναι και η σημερινή περισσότερον από κάθε άλλην. Δεν βλέπεις πόσον καθαρός είναι ο ουρανός, ατάραχη δε και γαλήνιος, ωσάν καθρέπτης, όλη η θάλασσα ;
Χαιρεφών
Έχεις δίκαιον· φαίνεται αλήθεια, ότι είναι αλκυονίς η σημερινή ημέρα, καθώς και η χθεσινή. Αλλά, μα τους θεούς, πώς πρέπει να πεισθή κανείς δι' όσα είπομεν εις την αρχήν, Σωκράτη, ότι κάποτε από πουλιά έγειναν γυναίκες ή από γυναίκες πουλιά ; Γιατί αυτά τα πράγματα μου φαίνονται περισσότερον από κάθε τι άλλο αδύνατα.
Σωκράτης
Νομίζω, φίλε Χαιρεφών, ότι των δυνατών και αδυνάτων καθόλου δεν είμεθα αλάθητοι κριταί, διότι τα εξετάζομεν με την ανθρωπίνην δύναμιν, η οποία είναι άγνωστος, επισφαλής και αόρατος. Πολλά λοιπόν φαίνονται εις ημάς και από όσα ημπορούν να ευρεθούν δυσεύρετα και από όσα ημπορούν να γείνουν αδύνατα, συχνά ένεκα απειρίας, άλλοτε πάλιν ένεκα του ατελούς μας νου· διότι πραγματικά φαίνεται ότι ατελή έχει νουν ο άνθρωπος και ο γεροντότερος ακόμη, αφού βέβαια πολύ μικρά και σύντομος είναι η ζωή σχετικώς προς την αιωνιότητα. Τι δε, καλέ μου, τάχα τι θα ημπορούσαν να ειπούν εκείνοι αι οποίοι αγνοούν τας δυνάμεις των δαιμόνων και των θεών και εν γένει όλης της φύσεως, ότι είναι δυνατόν ή αδύνατον κάτι τι από τα τοιαύτα; θυμάσαι, Χαιρεφών, προ τριών ημερών, τι μεγάλη που ήτον κακοκαιρία· και θα φοβηθή βέβαια κανείς, αν θυμηθή τας αστραπάς εκείνας και τας βροντάς, και τους δυνατούς ανέμους. Ενόμιζε κανείς ότι όλος ο κόσμος την στιγμήν εκείνην θα χαλούσε.
Ύστερα δε από λίγο μία θαυμαστή καλοκαιρία απλώθηκε, που έμεινεν ως τώρα. Τι τάχα νομίζεις, ότι είναι σπουδαιότερον και περισσότερον κοπιώδες, σε τέτοιαν καλοκαιρίαν αυτήν την ακατανίκητον τρικυμίαν να μεταβάλη κανείς και γαλήνιον να καταστήση ολόκληρον την πλάσιν, ή να μεταπλάση μίαν γυναίκα εις πουλί; Διότι, αφού αυτό είναι εύκολον και εις τα μικρά παιδάκια, που γνωρίζουν να πλάττουν και όταν πάρουν λάσπην ή κερί εύκολα πολλάκις τον ίδιον όγκον μετασχηματίζουν εις διαφόρους μορφάς, εις το θείον, του οποίου η μεγάλη υπεροχή ούτε συγκρίνεται με τας ιδικάς μας δυνάμεις, δεν είναι τάχα πάρα πολύ εύκολον ; Μπορείς να μου πης ολόκληρον τον ουρανόν, πόσον νομίζεις από σε μεγαλύτερον ;
Χαιρεφών
Ποίος από τους ανθρώπους, Σωκράτη, θα ηδύνατο να εννοήση ή να ονομάση κάτι απ' αυτά πράγματα ; Ούτε να τα εξιστορήση καν μπορεί.
Σωκράτης
Δεν βλέπομεν αλήθεια και όταν συγκρίνωμεν τους ανθρώπους προς αλλήλους, ότι υπάρχουν κάποιαι μεγάλαι διαφοραί μεταξύ των δυνάμεων και αδυναμιών των. Διότι η ηλικία των ανδρών σχετικώς προς τα πέντε ή δέκα ημερών βρέφη μεγάλην παρουσιάζει διαφοράν δυνάμεως και αδυναμίας εις πάσας σχεδόν τας πράξεις του βίου και εις όσας διά των τόσον πολυμηχάνων τεχνών και διά του σώματος και των νοητικών δυνάμεων φέρουν εις πέρας, γιατί αυτά, καθώς είπον, ούτε από τον νουν των μικρών παιδιών είναι δυνατόν να περάσουν.
Και το μέγεθος της δυνάμεως ενός τελείου ανδρός ανυπολογίστως είναι ανώτερον εν σχέσει προς την δύναμιν εκείνων, διότι μέγα πλήθος παιδιών θα εδέσμευεν αυτός ευκόλως, επειδή εις την αρχήν της ζωής των οι άνθρωποι κατά φυσικόν λόγον απορούν και αμηχανούν περί πάντων. Όταν λοιπόν άνθρωπος από άνθρωπον, καθώς είναι φανερόν, τόσον πολύ διαφέρη, ποίαν πρέπει να νομίσωμεν, ότι θα φανή εις τους αρεσκομένους να εξετάζουν τα τοιαύτα, πώς έχει διαφοράν ολόκληρος ο ουρανός προς τας ιδικάς μας δυνάμεις; Πιθανόν λοιπόν να νομίσουν πολλοί, ότι όσην μεγάλην έχει διαφοράν η φύσις κατά το μέγεθος προς το γένος του Σωκράτους και του Χαιρεφώντος, τόσην επίσης έχει κατά την δύναμιν και την φρόνησιν και την διάνοιαν.
Εις σε λοιπόν και εις εμέ και εις πολλούς ακόμη ομοίους με ημάς πολλά είναι αδύνατα, αν και είναι εύκολα εις άλλους, αφού και να παίξουν τον αυλόν οι μη γνωρίζοντες και να διαβάσουν ή να γράψουν οι αγράμματοι κατά τον πρέποντα τρόπον είναι δυσκολώτερον, εφ' όσον δεν έχουν διδαχθή από το να κάμουν γυναίκας από πουλιά ή πουλιά από γυναίκας. Η δε φύσις εναποθέτουσα μέσα σε κερί ζώον χωρίς πόδια και πτερά, αφού το κάμη ν' αποκτήση πόδια και του δώση πτερά, που τα ομορφαίνει με διάφορα χρώματα, φανερώνει την μέλισσαν την σοφήν παραγωγόν του θείου μέλιτος, και από αυγά άφωνα και άψυχα πλάττει πολλά γένη πουλιών και ζώων, χερσαίων και υδροβίων, μεταχειριζομένη προσέτι, καθώς λέγουν μερικοί, τέχνας ιεράς, που μαθαίνει από τον άπειρον αιθέρα.
Τας μεγάλας λοιπόν δυνάμεις, των αθανάτων δεν δυνάμεθα να καθορίσωμεν ασφαλώς ούτε σχετικώς με τας αλκυόνας ούτε με τας αηδόνας, ημείς που είμεθα θνητοί και ευτελείς μικροί και ούτε τα μεγάλα ημπορούμεν να διακρίνωμεν ούτε πάλιν τα μικρά, συνήθως δ' απορούμεν δι' ό,τι τριγύρω μας συμβαίνει, την ομορφιά δε του μύθου για το τραγούδι σου, καθώς μας την παρέδωκαν οι πατέρες μας, έτσι και στα παιδιά μου, ω πουλί, μελωδικέ τραγουδιστή των θρήνων, θα παραδώσω, και τον ευσεβή σου έρωτα προς τον άνδρα σου πολλάκις θα υμνήσω εις τας γυναίκας μου, Ξανθίππην και Μυρτώ, ανιστορών ακόμη και τα άλλα και την τιμήν πού σου έδωκαν οι θεοί. Έτσι τάχα θα κάμης και συ, ω Χαιρεφών ;
Χαιρεφών
Πρέπει βέβαια, Σωκράτη· και αυτά πού είπες ακόμη περισσότερον προτρέπουν τους άνδρας και τας γυναίκας εις την αγάπην.
Σωκράτης
Λοιπόν, αφ' ού χαιρετήσωμεν την αλκυόνα, ας εγκαταλείψωμεν το Φάληρον και ας υπάγωμεν εις τας Αθήνας.
Χαιρεφών
Εμπρός, ας κάμωμεν έτσι.
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε, εξελισσόμενο, το γλωσσικό της όργανο, Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοστέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ. σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
Ερυξίας, Αξίοχος, Αλκυών Στον πρώτο από τους τρεις αυτούς διαλόγους ερευνάται τι είναι πλούτος και κατά πόσον μπορεί να είναι ωφέλιμος στον άνθρωπο. Στον δεύτερο τον «Αξίοχο», γίνεται επισκόπηση της εσώτερης πίστης που έχει ο άνθρωπος για την ψυχή και η πίστη τούτη προβάλλεται έμμεσα σαν εκμηδένηση του φόβου του θανάτου. Στην «Αλκυόνα», ποιητικά και με κάποιον μυστικισμό, ερμηνεύεται η μεταμορφωτική δύναμης της ύλης της φύσεως.
Η «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ» ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ.
ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61
ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΕΣ 10
1) Κατά Βερναρδάκην. ↩
2) Μετάφρασις υπό Α. Λιμπεροπούλου. ↩