Title: Quo Vadis (Πού πηγαίνεις): Μυθιστόρημα της Νερωνικής Εποχής
Author: Henryk Sienkiewicz
Release date: March 12, 2011 [eBook #35560]
Most recently updated: January 7, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold words
have been included in &&. Words in italics have been included in _.
Footnotes have been converted to endnotes.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ Ν. ΣΙΔΕΡΗ ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ 46 (Μέγαρον Αρσακείου) 1922
Ο Πετρώνιος εξύπνησε περί την μεσημβρίαν και, κατά το σύνηθες, ήτο πολύ κουρασμένος. Την παραμονήν, εις τα ανάκτορα του Νέρωνος, είχε παρακαθήσει εις συμπόσιον . . . Από τινος χρόνου η υγεία του δεν ήτο τόσον καλή και αι αφυπνίσεις του ήσαν περισσότερον επίπονοι. Πάντοτε όμως το πρωινόν λουτρόν και μία καλή εντριβή επετάχυνον την νωθράν κυκλοφορίαν του αίματός του και ανεζωογόνουν τας δυνάμεις του τόσον πολύ, ώστε εξήρχετο από τον λουτρώνα ως ανανεωμένος με λάμποντας οφθαλμούς και τόσον γοητευτικός, ώστε ούτε αυτός ο Όθων θα ηδύνατο να συγκριθή με αυτόν. Όλη η Ρώμη τον ωνόμαζε «βασιλέα της κομψότητος».
Την επομένην λοιπόν του συμποσίου εκείνου, κατά το οποίον είχε συζητήσει με τον Νέρωνα, τον Λουκιανόν και τον Σενέκαν περί του ζητήματος, εάν η γυνή έχη ψυχήν, ήτο εξηπλωμένος επί ανακλίντρου εντριβών σκεπασμένου με χιονόλευκον τάπητα εξ αιγυπτιακού βύσσου, δύο δε ρωμαλέοι υπηρέται του λουτρώνος, με χείρας βρεγμένας εις το έλαιον του εμάλασσον τους μυς. Με κλειστούς οφθαλμούς ανέμενεν όπως η θερμότης του ελαίου ομού με την θερμότητα των χειρών των εισδύση εντός του σώματός του και αποδιώξη την κούρασίν του.
Τέλος ήνοιξε τους οφθαλμούς και του ανήγγειλαν ότι ήλθε να τον επισκεφθή ο Μάρκος Βινίκιος.
Ο Πετρώνιος διέταξε να εισαγάγουν τον επισκέπτην εις τον θερμόν λουτρώνα, όπου μετ' ολίγον μετεφέρθη και αυτός. Ο Βινίκιος ήτο υιός της πρεσβυτέρας αδελφής του, νυμφευθείσης άλλοτε κάποιον Μάρκον Βινίκιον, πρόσωπον της υπατείας επί της εποχής του Τυβερίου.
Ο νεαρός ανήρ υπηρέτει τώρα υπό τας διαταγάς του Κορβούλωνος, εκστρατεύσαντος εναντίον των Πάρθων, και, λήξαντος του πολέμου, επανήρχετο εις την Ρώμην. Ο Πετρώνιος ησθάνετο δι' αυτόν κάποιαν αγάπην, διότι ο Μάρκος ήτο νέος με ωραίαν διάπλασιν και με αθλητικόν σώμα, εγνώριζε δε να διατηρή κατά τας καλλιτέρας αισθητικάς την αβρότητα εκείνην, την οποίαν ο Πετρώνιος εθεώρει ανωτέραν του παντός.
— Χαίρε, Πετρώνιε, είπεν ο νεανίας. Είθε οι Θεοί να σου δωρήσουν πάσαν ευτυχίαν και ονομαστί η Ασκληπιάς και η Κύπρις!
— Καλώς ήλθες εις την Ρώμην και είθε να αναπαυθής μετά τον πόλεμον, απεκρίθη ο Πετρώνιος, αποσύρων την χείρα από τας πτυχάς του λεπτοϋφούς σκεπάσματός του. Τι νέα από την Αρμενίαν; Κατά την διαμονήν σου εν Ασία, επήγες διόλου μέχρι Βιθυνίας;
Ο Πετρώνιος, περίφημος ήδη διά τον εκτεθηλυμένον χαρακτήρα του και την αγάπην του προς τας απολαύσεις, είχε χρηματίσει άλλοτε διοικητής της Βιθυνίας — διοικητής δραστήριος και δίκαιος. — Ανεμιμνήσκετο λοιπόν ευχαρίστως την εποχήν εκείνην.
— Επήγα εις την Ηράκλειαν, όπως εγείρω οχυρώματα μετά του Κορβούλωνος, απήντησεν ο Βινίκιος, και ήρχισε ν' ομιλή περί του πολέμου.
— Και ευτυχώς δεν προσεβλήθης από τα βέλη των Πάρθων, κατά τον πόλεμον αυτόν.
— Ναι· απήντησεν ο Βινίκιος, τα βέλη των Πάρθων δεν με επέτυχαν· επληγώθην όμως από εκείνα, που μου έρριψεν ο έρως όλως απροόπτως, εις μικράν απόστασιν από των πυλών της πόλεως.
— Μα τας λευκωλένους Χάριτας, θα μου διηγηθής την υπόθεσιν αυτήν! είπεν ο Πετρώνιος.
— Ηρχόμην ακριβώς διά να σε συμβουλευθώ.
Την ιδίαν στιγμήν εισήλθον θεράποντες και περιεστοίχισαν τον Πετρώνιον, έτοιμοι, να του προσφέρουν τας υπηρεσίας των διά το λουτρόν.
Ο Βινίκιος, αφού ευρέθη εις τον λουτρώνα, έλαβε και αυτός θερμόν λουτρόν.
Μετά το λουτρόν επέρασαν εις το βαλανείον (1) αλλ' εκεί η προσοχή του Βινικίου προσειλκύσθη από τας θαυμασίας δούλας. Δύο εξ αυτών, μαύραι, ήρχισαν να αλείφουν με ανατολικά αρώματα το σώμα του Πετρωνίου· άλλαι, Φρυγιαναί, επιτήδειαι εις την τέχνην της κωμμώσεως, εκράτουν εις τα εύστροφα χέρια των κάτοπτρον εκ χάλυβος και κτένια· δύο άλλαι, Ελληνίδες κόραι από την Κω, ανέμενον την στιγμήν, καθ' ην θα επτύχωναν εις αγαλματώδεις γραμμάς τας τηβέννους των κυρίων των.
— Μα τον νεφεληγερέτην Δία, είπεν ο Βινίκιος, τι εκλεκτή συλλογή!
— Προτιμώ την ποιότητα από την ποσότητα, απήντησεν ο Πετρώνιος.
Ωραιότερα σώματα δεν θα εύρισκε κανείς ούτε εις του Χαλκοπώγωνος!
Εις ταύτα ο Πετρώνιος προσέθεσε.
Δεν είμαι τόσον εγωιστής, φίλε μου, ως ο Βάρσος, ούτε και τόσον αυστηρός, όσον ο Άουλος Πλαύτιος.
Ο Βινίκιος εγείρων ζωηρώς την κεφαλήν ηρώτησε:
— Πώς ενεθυμήθης τον Άουλον Πλαύτιον; Εξεύρεις, ότι διά να κτυπήσω την χείρα εις τας πύλας της πόλεως, έμεινα εις την οικίαν του δέκα πέντε ημέρας; Εκεί, ένας εκ των δούλων του, ιατρός, ο Μερίων, με εθεράπευσε. Περί τούτου ακριβώς ήθελα να σου ομιλήσω.
— Αληθώς; Μη τυχόν ερωτεύθης την Πομπωνίαν;, . . . Σε οικτείρω. Ούτε νέα είνε ούτε ενάρετος! . . .
— Όχι την Πομπωνίαν, δυστυχώς!
— Ποίαν λοιπόν;
— Αν την εγνώριζον! . . . Αλλά δεν γνωρίζω καν ακριβώς το όνομά της: Λίγεια ή Γαλλίνα; Την ονομάζουν Λίγειαν διότι κατάγεται εκ της χώρας των Λιγείων, αλλά το βαρβαρικόν της όνομα είναι Γαλλίνα. Τι παράδοξος οικία αυτή του Πλαυτίου . . . Είναι πλήρης κόσμου και όμως έχει σιγήν ως τα άλση του Σουβιάκου. Επί δέκα ημέρας ηγνόουν ότι κατώκει εκεί μία θεά. Αλλά μίαν πρωίαν την διέκρινα εις τον κήπον, την είδον να λούεται εις μικράν δεξαμενήν, υπό τα δένδρα. Εσκέφθην ότι ο ανατέλλων ήλιος θα την διέλυεν έμπροσθέν μου όπως διαλύεται το λυκαυγές. Και σου το ορκίζομαι εις τον αφρόν, οπόθεν εγεννήθη η Αφροδίτη, ότι αι ακτίνες της αυγής έπαιζαν ανάμεσα εις το σώμα της. Την είδον πάλιν δύο φοράς, και από τότε δεν γνωρίζω πλέον την ησυχίαν. Δεν με ενδιαφέρει πλέον τι δύναται να μου δώση η πόλις. Δεν θέλω πλέον ούτε γυναίκας, ούτε χρυσόν, ούτε οίνον, ούτε συμπόσια . . . θέλω την Λίγειαν και μόνον. Πετρώνιε, η ψυχή μου φέρεται προς εκείνην, όπως επί του μωσαϊκού του λουτρώνος σου, το όνειρον πετά προς την Παϊζιτέιαν· Νύκτα και ημέραν, την επιθυμώ.
— Εάν είναι δούλη, αγόρασέ την.
— Δεν είναι δούλη.
— Τι είναι λοιπόν; Είνε από τας απελευθέρας του Πλαυτίου;
— Αφού ουδέποτε υπήρξε δούλη, δεν είνε και απελευθέρα.
— Τότε;
— Δεν ηξεύρω. Βασιλοπούλα . . .
— Με εκπλήσσεις, Βινίκιε.
— Η ιστορία της δεν είναι πολύ μακρά. Ίσως εγνώρισες τον Βάννιον, τον βασιλέα των Σουαβών, όστις εκδιωχθείς εκ της χώρας του, κατώκησεν επί μακρόν χρόνον εις την Ρώμην, όπου διεκρίθη διά την τύχην του εις το παιγνίδιον των αστραγάλων και την επιτηδειότητά του εις την αρματοδρομίαν. Ο Δρούσος τον αντικατέστησεν εις τον θρόνον. Ο Βάννιος εκυβέρνησε κατ' αρχάς αρκετά εντίμως και επεχείρησεν επιτυχή πόλεμον, βραδύτερον όμως ήρχισε να χρηματίζεται υπέρ το μέτρον, όχι μόνον από τους γείτονάς του, αλλά και από τους υπηκόους του, ούτως ώστε οι ανεψιοί του Βάγκιος και Σίδων, υιοί του Βαβιλίου, βασιλέως των Ερμαδούρων συνώμοσαν όπως τον εκθρονίσουν . . . και να δοκιμάσουν την τύχην εις τους αστραγάλους.
— Ενθυμούμαι· ήτο επί της εποχής του Κλαυδίου. Δεν απέχει πολύ η εποχή εκείνη.
— Μάλιστα. Ο πόλεμος εξερράγη. Ο Βάννιος εζήτησε βοήθειαν από τους Ιαζύγους, ενώ οι ανεψιοί του εξήγειραν τους Λίγειας. Ο Κλαύδιος δεν ηρέσκετο να αναμιγνύεται εις τας έριδας των βαρβάρων, έγραψεν όμως εις τον Ατήλιον Χίστερ, αρχηγόν της λεγεώνος του Δουνάβεως, να επιβλέπη προσεκτικώς τας διαφόρους φάσεις του πολέμου και να μη επιτρέψη την διατάραξιν της ειρήνης της χώρας μας. Ο Χίστερ απήτησε τότε από τους Λίγειας την υπόσχεσιν ότι δεν θα διαβώσι τα σύνορα. Οι Λίγειες όχι μόνον υπεσχέθησαν τούτο, αλλ' έδωσαν και ομήρους, μεταξύ των οποίων την σύζυγον και την θυγατέρα του αρχηγού των. Δεν αγνοείς ότι κατά τον πόλεμον οι βάρβαροι σύρουν μαζί των γυναίκας και παιδία. . . . Η Λίγειά μου λοιπόν είνε η κόρη του αρχηγού των Λιγείων.
— Πόθεν γνωρίζεις πάντα ταύτα;
— Ο ίδιος Άουλος Πλαύτιος μου τα αφηγήθη. Οι Λίγυες αληθώς δεν διήλθον τότε τα σύνορα. Ενίκησαν τους Σουαβούς του Βαννίου και τους Ιαζύγους, αλλ' ο βασιλεύς απωλέσθη. Και απεσύρθησαν με την λείαν των, αφήσαντες και τους ομήρους των, την Λίγειαν δηλ. και την μητέρα της, Η μήτηρ μετ' ολίγον απέθανε. Διά να απαλλαγή του τέκνου ο Χίστερ, έπεμψεν αυτό προς τον διοικητήν της Γερμανίας Πομπώνιον. Ούτος μετά την λήξιν του πολέμου κατά των Γάττων επέστρεψεν εις Ρώμην, έφερε δε μαζί του και την Λίγειαν, την οποίαν ενεπιστεύθη εις την αδελφήν του Πομπωνίαν Γραικίναν, την σύζυγον του Πλαυτίου. Εις τον οίκον αυτόν όπου τα πάντα είναι ενάρετα, από των οικοδεσποτών μέχρι των πουλερικών, η Λίγεια ανεπτύχθη και αυτή τόσον ενάρετος, όσον η Γραικίνα, και τόσον ωραία, ώστε πλησίον της η Ποππέα φαίνεται σαν φθινοπωρινόν σύκον πλησίον ενός μήλου των Εσπερίδων,
— Λοιπόν;
— Σου το επαναλαμβάνω, αφ' ης στιγμής είδον το φως να παίζη ανάμεσα εις το σώμα της, την ηγάπησα.
— Είναι λοιπόν τόσον διαφανής;
— Μη αστειεύεσαι, Πετρώνιε, σε παρακαλώ, υποφέρω διά την Λίγειαν. Θέλω οι βραχίονές μου να την σφίξουν. Θέλω να αναπνέω την αναπνοήν της. Εάν ήτο δούλη, θα έδιδον δι' αυτήν εις τον Άουλον εκατόν νεανίδας.
— Δεν είναι δούλη, αλλ' αποτελεί μέλος της οικογενείας του Πλαυτίου· και επειδή είναι κόρη έρημος, δικαιούται κανείς να την θεωρήση ως αδέσποτον, και ο Πλαύτιος δύναται να σου την παραχωρήση αν θέλη.
— Φαίνεται ως να μη γνωρίζης την Πομπωνίαν Γραικίναν. Αμφότεροι άλλως τε την αγαπούν ως να ήτο τέκνον των.
— Γνωρίζω τον Άουλον Πλαύτιον, όστις, αν και μέμφεται τον τρόπον της ζωής μου, έχει συμπάθειαν προς εμέ. Γνωρίζει ότι δεν υπήρξα ποτέ καταδότης, όπως παραδείγματος χάριν ο Δομίτιος Άτερ, ο Τιγελλίνος, όλη η συμμορία των φίλων του Αενοβάρβου. Εάν νομίζης ότι είμαι κατάλληλος να επιτύχω τι από τον Άουλον, σου προσφέρω τας εκδουλεύσεις μου.
— Έχεις επιρροήν επ' αυτού· επί πλέον το πνεύμα σου είνε ανεξάντλητον εις σχέδια . . . Ναι . . . εάν έκαμες λόγον εις τον Πλαύτιον;. .
— Μεγαλοποιείς την επιρροήν μου και την ευφυίαν μου, αλλ' έστω, θα υπάγω να ομιλήσω εις τον Πλαύτιον ευθύς ως επιστρέψη εις Ρώμην.
— Επανήλθε προ δύο ημερών. .
— Εν τοιαύτη περιπτώσει ας μεταβώμεν εις το τρίκλινον (τραπεζαρίαν) όπου μας περιμένει το πρόγευμα, και αφού αναλάβωμεν δυνάμεις, θα μεταβώμεν εις του Πλαυτίου.
— Πάντοτε μου ήσο προσφιλέστατος, Πετρώνιε, τώρα όμως θα τοποθετήσω εν τω μέσω των εφεστίων θεών μου το άγαλμά σου, άγαλμα τόσον ωραίον όσον αυτά εδώ, και θα του προσφέρω θυσίας, είπεν ο Βινίκιος, δεικνύων ένα Ερμήν με το κηρύκειον, όστις είχε την σωματικήν διάπλασιν του Πετρωνίου.
Και εν τη επιφωνήσει ταύτη υπήρχε τόση ειλικρίνεια, όση και κολακεία. Τω όντι ο Πετρώνιος, αν και μεγαλείτερος την ηλικίαν και ολιγώτερον αθλητικός το σώμα, ήτο ωραιότερος του Βινικίου.
Η Ρώμη εθαύμαζε τον «βασιλέα της κομψότητος» όχι μόνον διά το λεπτόν πνεύμα του, αλλά και διά το αρμονικόν σώμα του. Ο θαυμασμός ούτος απεικονίζετο και επί των χαρακτηριστικών των δύο εκ Κω νεανίδων, αίτινες διηυθέτουν την στιγμήν εκείνην τας πτυχάς της τηβέννου του και εκ των οποίων η μία, η Ευνίκη, τον εκύτταζεν εις τους οφθαλμούς ταπεινή και γοητευμένη. Αλλ' αυτός δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις την συγκίνησιν ταύτην.
Και θέσας τον βραχίονα επί του ώμου του Βινικίου ο Πετρώνιος έσυρεν αυτόν εις το τρίκλινον.
Μετ' ολίγον εις το βαλανείον έμεινε μόνη η Ευνίκη. Εις μίαν στιγμήν, με την κεφαλήν σκυμμένην, η Ευνίκη ήκουσε τας απομακρυνομένας φωνάς, έπειτα έλαβε το εξ αμβάρεως ελεφαντόδοντος κάθισμα, εφ' ού εκάθητο προηγουμένως ο Πετρώνιος, και το έφερε προ του αγάλματος του κυρίου της. Ορθία επί του καθίσματος, με την χρυσίζουσαν κόμην της πίπτουσαν κυματοειδώς επί των ώμων της περιεπτύχθη με τους βραχίονάς της τον λαιμόν του αγάλματος και συγχρόνως τα πυρέσσοντα χείλη της ηνώθησαν με τα κατάψυχρα χείλη του μαρμαρίνου ομοιώματος του Πετρωνίου.
Οι δύο φίλοι ανέβησαν εις το φορείον και διέταξαν να τους φέρωσιν εις την Κώμην Πατρίκιος, εις την οικίαν του Αούλου.
Έμελλον να διέλθωσιν από την αγοράν, καθότι ο Πετρώνιος ήθελε να περάση από το χρυσοχοείον του Ιδομενέως.
Οι γιγαντόσωμοι Αιθίοπες εσήκωσαν τα φορείον και εξεκίνησαν, προπορευόμενων των δούλων. Ο Πετρώνιος ερρόφα εις τας παλάμας του την οσμήν της ιεροβοτάνης και εφαίνετο σκεπτικός.
— Σκέπτομαι, είπεν, εάν η νύμφη σου δεν είναι αργυρώνητος ποίος την εμποδίζει να καταλίπη την στέγην του Πλαυτίου και να έλθη μαζί σου; Θα την χορτάσης με έρωτα και με πλούτη καθώς έκαμα εγώ διά την θεσπεσίαν μου Χρυσόθεμιν.
Ο Βινίκιος έσεισε την κεφαλήν.
— Όχι; . . . ηρώτησεν ο Πετρώνιος. Το κάτω κάτω, η υπόθεσις δυνατόν να υποβληθή εις τον αυτοκράτορα, και διά της επιρροής μου ο Χαλκοπώγων μας θα σου φανή χρήσιμος.
— Δεν γνωρίζεις την Λίγειαν, απήντησεν ο Βινίκιος.
— Της ωμίλησες ποτέ σου, Βινίκιε; Της εξωμολογήθης τον έρωτά σου;
— Την είδα να λούεται, καθώς σου είπα· έπειτα την συνήντησα άλλας δύο φοράς. Κατά την διαμονήν μου εν τη οικία του Αούλου κατείχον θάλαμον προωρισμένον διά τους ξένους και επειδή είχα πόνον εις τον καρπόν της χειρός, δεν ηδυνάμην να παρακαθήσω εις την κοινήν τράπεζαν. Μόνον την προηγουμένην της αναχωρήσεώς μου συνήντησα την Λίγειαν εις το δείπνον και δεν ηδυνήθην να της απευθύνω τον λόγον. Δευτέραν φοράν συνήντησα την Λίγειαν εις τον κήπον, πλησίον της δεξαμενής. Επότιζε τους ανθώνας. Και τα γόνατά μου, μα την ασπίδα του Ηρακλέους, σου λέγω, δεν έτρεμον όταν στίφη Πάρθων ολολύζοντα μας περιεκύκλουν, έτρεμον όμως πλησίον της δεξαμενής εκείνης. Τεταραγμένος ως παιδίον, επί πολλήν ώραν δεν ηδυνήθην να προφέρω λέξιν μόνον οι οφθαλμοί μου την εκύτταζον ικετευτικώς.
Ο Πετρώνιος τον παρετήρει με κάποιον φθόνον.
— Έκαμες λόγον εις την δασόβιον νύμφην σου; Της ωμολόγησες τον έρωτά σου;
— Ναι! Την στιγμήν, καθ' ην έμελλον να καταλίπω την φιλόξενον ταύτην οικίαν, της είπον ότι εκεί ο πόνος ήτο ηδύτερος παρ' όσον αι ηδοναί εις οιονδήποτε άλλο μέρος, η νόσος ήτο γλυκυτέρα εκεί παρ' όσον η υγεία αλλού. Εκείνη ήκουε τους λόγους μου τεταραγμένη και με την κεφαλήν προς τα κάτω, χαράττουσα συγχρόνως μερικάς γραμμάς διά καλάμου επί της άμμου. Έπειτα ύψωσε τους οφθαλμούς, τους εχαμήλωσε πάλιν επί των σημείων, τα οποία είχε χαράξει, τους επανέφερεν επ' εμού ως εάν ήθελε να μου απευθύνη ερώτησιν και έφυγεν αιφνηδίως ως μία Αμαδρυάς νύμφη τρεπομένη εις φυγήν επί τη θέα αγροίκου Φαύνου (2).
— Τι άραγε εχάραξεν επί της άμμου; Μη τυχόν το όνομα του έρωτος;
Μήπως μίαν καρδίαν διάτρητον από βέλος; Δεν αγνοώ ότι εν Ρώμη, ως εν
Ελλάδι, αι νεάνιδες χαράττουσιν επί της άμμου ομολογίας, τας οποίας
το στόμα των διστάζει να εκφέρη. Μάντευσε τι είχε χαράξει.
— Ένα ιχθύν.
— Τι είπες;
— Είπα: ένα ιχθύν. Τούτο μήπως εσήμαινεν ότι παγωμένον αίμα ρέει ακόμη εις τας φλέβας της; Δεν ηξεύρω τίποτε. Αλλά συ, Πετρώνιέ μου, εξήγησε το σημείον τούτο.
— Φίλτατε, πρέπει να ερωτήσωμεν τον Πλίνιον. Είναι εντριβής περί τους ιχθύς.
Η συνδιάλεξις διεκόπη εδώ, διότι το φορείον διήρχετο τώρα τας θορυβώδεις οδούς, και μετ' ολίγον διά της οδού Απόλλωνος έφθασαν εις την αγοράν.
Πλήθη λαού περιεπάτουν υπό τας αψίδας της Βασιλικής του Ιουλίου Καίσαρος, πλήθη εκάθηντο επί των βαθμίδων του ναού του Κάστορος και Πολυδεύκους ή περιήρχοντο το μικρόν ιερόν της Εστίας, ομοιάζοντα με τον διάκοσμον των μαρμάρων, με πολύχρωμα σμήνη πεταλουδών και κανθάρων. Εκ του επάνω μέρους, διά των τεραστίων βαθμίδων του ναού του αφιερωμένου εις τον Δία — Jovi optimo maximo συνέρρεον νέα πλήθη. Έμποροι επώλουν μεγαλοφώνως οπώρας, οίνον και ύδωρ αναμεμιγμένον με χυμόν σύκων. Αγύρται διελάλουν την αξίαν των φαρμάκων των· μάντεις, ανευρεταί κεκρυμμένων θησαυρών και ονειροκρίται εξεθείαζον την τέχνην των. Οι όμιλοι παρεμέριζον προ των φορείων· ωραία πρόσωπα γυναικών διεκρίνοντο εντός αυτών ή και ηλλοιωμένα εκ της ζωής, προσωπίδες ιπποτών και γερουσιαστών. Ενίοτε ουλαμοί στρατιωτών ή νυχτοφυλάκων διεσχιζον με βήμα ρυθμικόν τας υπέρ το δέον θορυβώδεις συγκεντρώσεις. Η Ελληνική γλώσσα αντήχει πανταχόθεν συχνή, όσον και η Λατινική.
Ο Βινίκιος, όστις δεν είχεν επανίδει την πόλιν από μακρού χρόνου παρετήρει μετά περιεργείας την Ρωμαϊκήν αγοράν, ήτις εξείχε του κύματος των λαών και την οποίαν το κύμα τούτο κατέκλυζεν.
— Η κοιτίς των Ρωμαίων χωρίς Ρωμαίους, είπεν ο Πετρώνιος, όστις είχε μαντεύσει την σκέψιν του συντρόφου του. Πράγματι, το ρωμαϊκόν στοιχείον σχεδόν εξηφανίζετο εις τον συρφετόν εκείνον.
Υπήρχον εκεί Έλληνες από την Ελλάδα, επικρατούντες εν τη πόλει εξ ίσου με τους Ρωμαίους, λόγω της τέχνης, της επιστήμης και της πανουργίας της ελληνικής, και Έλληνες των νήσων και της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου και της Ιταλίας.
Ο Πετρώνιος ήτο γνωστός εις όλον το πλήθος το όποιον τον ηγάπα και τον επευφήμει.
Προ του βιβλιοπωλείου του Αβιβανού το φορείον εστάθη. Ο Πετρώνιος κατέβη και ηγόρασε κομψόν χειρόγραφον και το ενεχείρισεν εις τον Βινίκιον.
— Σου το δωρίζω τω είπεν.
Ευχαριστώ, απήντησεν ο Βινίκιος παρατηρών τον τίτλον: Το «Σατυρικόν»;
Είναι νέον; Τίνος είναι;
— Ιδικόν μου. Αλλά κανείς δεν το γνωρίζει και συ μη λέγης εις κανένα
τίποτε περί αυτού.
— Μου έλεγες ότι δεν κάμνεις στίχους, είπεν ο Βινίκιος, και βλέπω
εδώ πλείστους στίχους εναλλασομένους με πεζόν λόγον.
— Όταν το αναγνώσης, σου συνιστώ να επιστήσης την προσοχήν σου εις το συμπόσιον του Τριμαλκίωνος. Όσον διά τους στίχους τους αηδίασα, αφ' ότου ο Νέρων ήρχισε να διαπράττη ποιήματα.
Το φορείον εστάθη προ της οικίας του χρυσοχοείου του Ιδομενέως, όπου ο Πετρώνιος κατήλθεν επ' ολίγον, ανήλθε δε πάλιν και διηυθύνθησαν προς την οικίαν του Αούλου.
Είς νεαρός και στιβαρός θυρωρός τους ήνοιξε την θύραν, την άγουσαν εις το όστιον (δεύτερον πρόδομον), ενώ μία κίσσα εκ του κλωβού της τους υπεδέχετο θορυβωδώς διά της κραυγής: Salve (χαίρε).
Ενώ μετέβαινον από το Όστιον εις το Άτριον (αντιθάλαμον), ο Βινίκιος ηρώτησε:
— Παρετήρησες ότι ο θυρωρός δεν φέρει αλύσεις;
— Είναι περίεργος οικία, απήντησε χαμηλή τη φωνή ο Πετρώνιος. Βεβαίως θα ήκουσες να λέγουν ότι η Πομπονία Γραικίνα ήγειρεν υπονοίας ότι είνε μύστις ανατολικών δοξασιών βασιζομένων επί της λατρείας κάποιου Χριστού.
— Βραδύτερον θα σου είπω τι έχω ακούσει και ιδή εδώ μέσα.
Ευρίσκοντο εις το άτριον. Ο δούλος ο τεταγμένος εις την φύλαξιν αυτού έστειλε τον ονοματοκλήτορα ν' αναγγείλη τους επισκέπτας, συγχρόνως δε άλλοι δούλοι τους παρουσίασαν καθίσματα και ετοποθέτησαν μικρά σκαμνία υπό τους πόδας των.
Ο Πετρώνιος, όστις εφαντάζετο ότι εις την αυστηράν εκείνην οικίαν επεκράτει διηνεκής ανία, δεν ήρχετο ποτέ του εις αυτήν. Παρετήρει λοιπόν περίεργος και εξεπλήττετο βλέπων πολλήν φαιδρότητα, φιλοκαλίαν, πληθώραν ανθέων και φωτός, ουδέν δε ίχνος πλήξεως.
Μετ' ολίγον είς δούλος ανεσήκωσε το παραπέτασμα, το οποίον εχώριζε το άτριον από το γραμματοφυλάκιον και εφάνη ο Άουλος Πλαύτιος.
Ήτο ανήρ κλίνων ήδη προς το γήρας, αλλ' εύρωστος και του οποίου το ζωηρόν πρόσωπον, καίτοι ολίγον μικρόν, ήτο μάλλον σιμόν. Την στιγμήν εκείνην η όψις του εξέφραζεν έκπληξη και κάποιαν ανησυχίαν διά την ασυνήθη παρουσίαν του φίλου του συντρόφου και του εμπίστου του Νέρωνος.
Ο Πετρώνιος εγνώριζε πολύ καλά τον κόσμον και ήτο αρκετά έξυπνος, ώστε να αντιληφθή τούτο· δι' ό μετά τους πρώτους χαιρετισμούς εξήγησε την παρουσίαν του με όλην την ετυμότητα και όλην την προθυμίαν του, είπεν ότι ήρχετο να ευχαριστήση τον Πλαύτιον διά τας περιποιήσεις, τας οποίας ο ανεψιός του είχε λάβει εις την οικίαν ταύτην και ότι ήλθε εξ ευγνωμοσύνης και μόνον, ενθαρρυνθείς εκ των παλαιών των σχέσεων.
— Καλώς ήλθες, είπεν ο Πλαύτιος. Αλλ' εγώ μάλλον σου οφείλω πιθανώς
ευγνωμοσύνην, αν και δεν υποπτεύεις το αίτιον.
Ο Πετρώνιος μάτην ύψωσε τους λεπτοκαρυόχρους οφθαλμούς του και προσεπάθει να ενθυμηθή. Δεν εμάντευε τίποτε.
— Αγαπώ, επανέλαβεν ο Άουλος, και εκτιμώ πολύ τον Βεσπασιανόν, του οποίου έσωσες την ζωήν, την ημέραν καθ' ην είχε το ατύχημα ν' αποκοιμηθή ακούων τους στίχους του Καίσαρος.
— Ειπέ μάλλον το «ευτύχημα», απήντησεν ο Πετρώνιος διότι δεν τους ήκουσε· πλην ομολογώ ότι το τυχαίον αυτό περιστατικόν παρ' ολίγον να τελειώση κακά. Ο Χαλκοπώγων ήθελεν ωρισμένως να του στείλη δι' ενός εκατοντάρχου την φιλικήν συμβουλήν να ανοίξη τας φλέβας του.
— Και συ, Πετρώνιε, εχλεύασες τον Καίσαρα;
— Καθόλου· του παρέστησα ότι, αν ο Ορφεύς ηδύνατο με το άσμα του ν' αποκοιμίζη τα άγρια θηρία, ο θρίαμβος θα ήτο μεγαλείτερος δι' αυτόν, εάν κατορθώνη να αποκοιμήση τον Βεσπασιανόν.
Έπειτα ο Πετρώνιος ήλλαξεν ομιλίαν· επεδόθη εις το να εκθειάζη την κατοικίαν του Πλαυτίου και την καλαισθησίαν, ήτις επεκράτει εις αυτήν.
— Είνε παλαιά οικία, υπέλαβεν ο Πλαύτιος, δεν ήλλαξα τίποτε αφ' ότου την εκληρονόμησα.
Αφού απεσύρθη το παραπέτασμα, το χωρίζον το άτριον από το γραμματοφυλάκιον, η οικία έμεινεν ανοικτή από το έν άκρον έως το άλλο και διά μέσου του γραμματοφυλακίου, διά μέσου του τελευταίου περιστύλου της παρακειμένης αιθούσης, το βλέμμα εισέδυε μέχρι του κήπου, ο οποίος εφαίνετο ως φωτεινή εικών εντός σκιερού πλαισίου. Οι φαιδροί γέλωτες ενός παιδίου ηκούοντο εκείθεν μέχρι του μεγάρου.
— Α! άρχων, είπεν ο Πετρώνιος επίτρεψόν μας ν' ακούσωμεν εγγύτερον τον ειλικρινή τούτον γέλωτα, τον γέλωτα τον τόσον σπάνιον σήμερον.
— Ευχαρίστως, απήντησεν εγειρόμενος ο Πλαύτιος· είναι ο μικρός μου Άουλος και η Λίγεια παίζοντες την σφαίραν. Αλλά νομίζω, Πετρώνιε, ότι αι ημέραι σου παρέρχονται με διαρκή γέλωτα.
— Ο βίος είναι γελοίος, και εγώ γελώ, επεκρίθη ο Πετρώνιος, αλλ' εδώ
ο γέλως έχει άλλον ήχον.
Ούτω συνδιαλεγόμενοι ηγέρθησαν και διέτρεξαν την οικίαν καθ' όλον το μήκος της και έφθασαν εις τον κήπον.
Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα γοργόν επί της Λιγείας. Ο μικρός Άουλος έτρεξε να χαιρετίση τον Βινίκιον, όστις προχωρήσας υπεκλίθη προ της περικαλλούς κόρης, ήτις εστάθη ακίνητος, κρατούσα την σφαίραν εις την χείρα, με την μαύρην της κόμην ολίγον άτακτον, πνευστιώσα ολίγον και με ροδαλάς παρειάς.
Αλλ' εις τον κήπον, εις το τρίκλινον το σύσκιον εκ κισσού, εξ αναδενδράδων και αιγοκλήματος εκάθητο η Πομπονία Γραικίνα. Προσήλθον να την χαιρετήσωσιν. Ο Πετρώνιος την ανεγνώρισε, διότι την είχεν ίδη εις την οικίαν της Αντιστίας, θυγατρός του Ρουβιλλίου Πλαύτου, ως και εις τας οικίας του Σενέκα και του Πολλιώνος.
Μετά τους χαιρετισμούς και τας ευχαριστίας εξέφρασε λύπην ότι η Πομπονία τόσον σπανίως εφαίνετο, ότι δεν την συνήντα τις ούτε εις το ιπποδρόμιον, ούτε εις το αμφιθέατρον, εις ταύτα δε εκείνη απήντησεν ήρεμος και θέτουσα την χείρα επί της χειρός του συζύγου της: «Γηράσκομεν και οι δύο, αγαπώμεν επί μάλλον την οικιακήν εστίαν».
Ο μικρός Άουλος, όστις κατά την ξενίαν του Βινικίου είχε συνάψει φιλίαν μαζύ του, τον εκάλεσε να παίξουν την σφαίραν. Κατόπιν του παιδίου, η Λίγεια είχεν εισέλθη εις το τρίκλινον. Υπό το φύλλωμα του κισσού με μικράς αναλαμπάς εις το πρόσωπον, η Λίγεια εφάνη εις τον Πετρώνιον ωραιοτέρα ή εις το πρώτον βλέμμα, και ως πραγματική νύμφη. Και επειδή δεν της είχεν απευθύνει ακόμη τον λόγον, ηγέρθη και υπεκλίθη ενώπιόν της και είπε τα έπη με τα οποία ο Οδυσσεύς εχαιρέτησε την Ναυσικάν, «Γονούμαί σε . . . θεά ή θνηνή . . . Ει δε συ έσει θνητών επιχθονίων, τρισμάκαρές τοι πατήρ και πότνια μήτηρ, τρισμάκαρες δε και κασίγνητοι . . .»
Και αυτή η Πομπονία ησθάνθη την ευφυά φιλοφροσύνην του ματαιοδόξου εκείνου. Όσον αφορά την Λίγειαν, αύτη ήκουε εντρεπομένη και ροδαλή, ταπεινούσα τους οφθαλμούς. Αλλά μετ' ολίγον πονηρόν μειδίαμα εφάνη εις την γωνίαν των χειλέων της. Κάποιος δισταγμός έκαμε να πάλλωσιν ηρέμα τα θελκτικά χαρακτηριστικά του προσώπου της· και απήντησε διά των λόγων της Ναυσικάς, προφέρουσα αυτούς απνευστί και σχεδόν ως μάθημα το όποιον είχεν αποστηθίσει: «Ξένε, ου συ δοκείς αβληχρού γένους ανήρ ουδέ νόου . . .»
Έπειτα έφυγεν ως πτηνόν εξαφνισμένον και περίφοβον.
Τώρα ήλθεν η σειρά του Πετρωνίου να εκπλαγή· δεν επερίμενε ποτέ να ακούση στίχον του Ομήρου εξερχόμενον από το στόμα κόρης, της οποίας ο Βινίκιος του είχε διηγηθή την εκ βαρβάρων καταγωγήν.
Παρετήρησε λοιπόν την Πομπονίαν με ύφος ερωτηματικόν, αλλ' αυτή εμειδία βλέπουσα την υπερηφάνειαν, ήτις έλαμπεν εις το πρόσωπον του συζύγου της.
Με όλας τας προλήψεις του ως αρχαίου Ρωμαίου, αίτινες τον υπεχρέουν να κεραυνοβολή την Ελληνικήν γλώσσαν και την διάδοσίν της, ο Άουλος εσεμνύνετο, διότι ο άνθρωπος εκείνος, ο τόσον ανεπτυγμένος, ο τόσον λόγιος, εύρεν εις την οικίαν του κάποιον ικανόν να του απαντήση εις την αυτήν γλώσσαν και με στίχους του Ομήρου.
— Έχομεν εδώ ένα παιδαγωγόν Έλληνα, είπε, στραφείς προς τον Πετρώνιον, όστις παραδίδει μαθήματα εις τον υιόν μας και η Λίγεια παρίσταται εις τα μαθήματα ταύτα.
Ο Πετρώνιος παρετήρει τώρα διά μέσου της λόχμης του κισσού και του αιγοκλήματος τον κήπον και τα τρία πρόσωπα τα οποία έπαιζον εντός αυτού.
Ο Βινίκιος με απλούν χιτώνα έρριπτε την σφαίραν την οποίαν ηγωνίζετο να συλλάβη, ελαφρώς κυρτήν, η Λίγεια. Η νεάνις κατ' αρχάς εφάνη ολίγον αδύνατος εις τον Πετρώνιον, αλλά θεωμένη εις την στάσιν αυτήν, μέσα εις την λαμπρότητα του κήπου, εφαίνετο ως η ζωντανή εικών της Αυγής, Ω! το ροδαλόν εκείνο και διαφανές πρόσωπον, οι γαλανοί οφθαλμοί, η λευκότης του αλαβαστρίνου μετώπου και τα κατάμαυρα μαλλιά με τας αμβαροειδείς και χαλκόχροας αναλαμπάς, και όλον το εύκαμπτον, το ευκίνητον εκείνο σώμα, το νεανικόν με μίαν νεότητα νέου Μαΐου και άνθους προσφάτως ανοιγέντος!
Έπειτα στραφείς προς την Πομπονίαν Γραικίναν, είπε:
— Εννοώ τώρα, Δέσποινα, διατί ενώπιον των δύο τούτων πλασμάτων προτιμάς από τας εορτάς του ιπποδρομίου και του Παλατίνου την οικίαν σας.
— Ναι, απήντησεν εκείνη, έχουσα τους οφθαλμούς εστραμμένους προς τον μικρόν Άουλον και την Λίγειαν.
Εν τω μεταξύ ετελείωσαν το παιγνίδιον της σφαίρας, και αφού περιεπάτησαν ολίγον, εκάθησαν επί τινος βάθρου παρά το μικρόν ιχθυοτροφείον.
Αλλά μετ' ολίγον ηγέρθη το παιδίον διά να υπάγη προς αλιείαν.
Και ο Βινίκιος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Λίγειαν.
— Ναι, έλεγε με χαμηλήν φωνήν και τρομώδη, μόλις είχον αποβάλει την παιδικήν εσθήτα, με έστειλαν εις τας λεγεώνας της Ασίας. Δεν ηδυνήθην να γνωρίσω την πόλιν, ούτε την ζωήν, ούτε τον έρωτα. Παιδίον εφοίτων εις το σχολείον του Μουσουνίου, όστις μας εδίδασκεν ότι η ευτυχία συνίσταται εις το να θέλωμεν ό,τι θέλουν οι θεοί. Και εγώ νομίζω ότι υπάρχει μία άλλη μεγαλειτέρα και πολυτιμοτέρα ευτυχία, η οποία δεν εξαρτάται από την θέλησίν μας, επειδή ο έρως μόνος δύναται να την δώση. Την ταύτην οι θεοί οι ίδιοι την ζητούν· και εγώ, Λίγεια, όστις μέχρι τούδε δεν εγνώρισα τον έρωτα, θέλω να βαδίσω εις τα ίχνη του και ζητώ ομοίως εκείνην, ήτις θα δυνηθή να μου δώση την ευτυχίαν . . .
Εκείνη, ήκουεν, όπως θα ήκουε τον ήχον αυλού ελληνικού ή κιθάρας, μουσικήν αλλόκοτον ήτις εισεχώρει εις τα ώτα της, έφλεγε το αίμα της και επλήρου την καρδίαν της με αδυναμίαν, με φόβον ως και με υπερφυά χαράν.
Η Λίγεια ύψωσε προς τον Βινίκιον τα βλέμματά της ως να εξύπνα εξ ονείρου.
Και ως τον είδε κύπτοντα προς αυτήν, με το βλέμμα πλήρες ικεσίας, της εφάνη ωραιότερος όλων των ανδρών και όλων των θεών, των οποίων τα αγάλματα έβλεπεν εις τας μετώπας των ναών.
Εκείνος έλαβεν ηρέμα την χείρα της άνωθεν του καρπού και ηρώτησε:
— Δεν μαντεύεις, Λίγεια, διατί ομιλώ ούτω προς σε;
— Όχι, εψιθύρισεν εκείνη τόσον χαμηλά, ώστε ο Βινίκιος μόλις την ήκουσεν.
Αλλά δεν την επίστευσε και σφίγγων σφοδρότερον τον βραχίονά της, θα την έσυρε προς την καρδίαν του, αν εις την ατραπόν την μυρτοφύτευτον δεν ενεφανίζετο ο γέρων Άουλος, όστις πλησιάσας τοις είπεν:
— Ο ήλιος χαμηλώνει, φυλαχθήτε από την δρόσον την εσπερινήν και μη
το παρακάμνετε.
— Έρριψα επί των ώμων μου την τήβεννόν μου, απήντησεν ο Βινίκιος,
και δεν κρυόνω.
Ο Πετρώνιος, καθήμενος πλησίον της Πομπονίας, ευχαριστείτο εις το θέαμα του δύοντος ηλίου, του κήπου και των ανθρωπίνων μορφών, των χρυσιζομένων από την λάμψιν του μεγάλου φωστήρος. Η γαλήνη της εσπέρας περιέβαλλε τους ανθρώπους, τα δένδρα, όλον τον κήπον.
Ο Πετρώνιος εξεπλάγη εκ της γαλήνης ταύτης. Επί του προσώπου της Πομπονίας, του γηραιού Αούλου, του υιού των και της Λιγείας, παρετήρησε κάτι το οποίον δεν ήτο συνειθισμένος να βλέπη εις τα πρόσωπα, μεθ' ων συνανεστρέφετο κατά τας νύκτας· ησθάνθη ότι μία φαεινή αιθρία εκπηγάζουσα εκ της καθημερινής ζωής των περιέβαλλε τους ενοίκους της οικίας εκείνης και ότι ήτο δυνατόν να υπήρχε καλλονή και θέλγητρον, τα οποία αυτός ο αείποτε θηρεύων θέλγητρα και καλλονήν ποτέ δε είχε γνωρίση. Δεν ηδυνήθη να κρατήση διά τον εαυτόν του τη εντύπωσιν ταύτην και στραφείς προς την Πομπονίαν είπε:
— Πόσον ο κόσμος εις σας είναι διαφορετικός από εκείνον το οποίον
κυβερνά ο ιδικός μας Νέρων!
— Εκείνη ύψωσε το λεπτοφυές πρόσωπόν της προς την λάμψιν του
λυκόφωτος και απήντησε με απλότητα:
— Δεν κυβερνά τον κόσμον ο Νέρων, αλλ' ο Θεός.
Επήλθε μικρά σιγή.
Ηκούσθησαν εις τον διάδρομον τα βήματα του γέροντος Αούλου, του Βινικίου, της Λιγείας και του μικρού Αούλου· αλλά πριν φθάση εκεί η ομάς, ο Πετρώνιος ηρώτησε πάλιν:
— Πιστεύεις λοιπόν εις τους θεούς, Πομπονία;
— Πιστεύω εις τον Θεόν, όστις είναι είς, Δίκαιος και Παντοδύναμος! απήντησεν αύτη.
— Πιστεύει εις ένα Θεόν, όστις είναι δίκαιος και παντοδύναμος, επανέλαβεν ο Πετρώνιος, όταν ευρέθησαν και πάλιν επί το φορείου, αυτός και ο Βινίκιος· εάν ο Θεός της είνε παντοδύναμος, είναι κύριος της ζωής και του θανάτου, και εάν είναι δίκαιος, πέμπει τον θάνατον δικαίως. Μα την ιεράν γαστέρα της Ίσιδος της Αιγυπτίας! Εάν έλεγα εις αυτούς ευθύς εξ αρχής διατί ήλθομεν, υποθέτω ότι η αρετή των θα αντήχει ως ασπίς χαλκίνη υπό κτύπημα ροπάλου. Και δεν ετόλμησα!
Ο Βινίκιος, κύπτων την κεφαλήν, έμεινε προς στιγμήν σιωπηλός· κατόπιν είπε:
— Την επόθουν· τώρα την ποθώ περισσότερον. Πρέπει να γείνη ιδική μου. Πρέπει να την αποκτήσω. Ήλθα να σου ζητήσω συμβουλήν. Αλλ' εάν δεν εύρισκες τίποτε, θα εύρω εγώ . . . Ο Άουλος θεωρεί την Λίγειαν ως θυγατέρα του· διατί εγώ να την θεωρήσω ως δούλην; Αφού δεν υπάρχει άλλο μέσον να την αποκτήσω, ας έλθη να καθίση ως σύζυγος εις την εστίαν μου.
— Καθησύχασε. Μη ωθής τα πράγματα εις τα άκρα. Και δι' εμέ η Χρυσόθεμις ήτο θυγάτηρ του Διός, και όμως δεν την ενυμφεύθην· ομοίως και ο Νέρων δεν ενυμφεύθη την Ακτήν, καίτοι παρίστατο αύτη ως θυγάτηρ του βασιλέως Αττάλου . . . Καταπραΰνθητι . . . Σκέψου ότι, εάν θέλη να αφήση την στέγην του Αούλου χάριν σού, δεν έχει ούτος δικαίωμα να την κρατήση. Σου υπόσχομαι, ότι αύριον θα σκεφθώ πάλιν διά τα κατά σε και να μη με λέγουν πλέον Πετρώνιον, αν δεν εύρω κάποιο τέχνασμα.
— Σε ευχαριστώ και είθε η Τύχη να σε υπερπληρώση δώρων.
— Έχε υπομονήν.
— Πού πηγαίνεις;
— Εις της Χρυσοθέμιδος, συνόδευσέ με έως εκεί.
— Είσαι ευτυχής· έχεις εκείνην την οποίαν αγαπάς.
— Εγώ; Ηξεύρεις τι με διασκεδάζει ακόμη με την Χρυσόθεμιν; Το ότι με απατά με τον ίδιον απελεύθερόν μου, τον Θεοκλή, πιστεύουσα ότι δεν το ηξεύρω.
Και με το φορείον των έφθασαν εις την οικίαν της Χρυσοθέμιδος.
Αλλ' εις τον δρόμον ο Πετρώνιος θέσας την χείρα εις τον ώμον του
Βινικίου είπε:
— Περίμενε . . . Μου φαίνεται ότι εύρον έν μέσον.
— Είθε όλοι οι θεοί να σε ανταμείψουν δι' αυτό.
— Ναι! Πιστεύω το μέσον αλάνθαστον . . .
— Σε ακούω.
— Λοιπόν εντός ολίγων ημερών η θεσπεσία Λίγεια θα γεύεται εις την οικίαν σου τον καρπόν της Δήμητρος.
— Είσαι μεγαλείτερος από τον Καίσαρα! ανέκραξεν ο Βινίκιος.
Τω όντι ο Πετρώνιος ετήρησε την υπόσχεσίν του.
Την επαύριον, μετά την επίσκεψίν του εις της Χρυσοθέμιδος, εκοιμήθη σχεδόν καθ' όλην την ημέραν· αλλά την εσπέραν μετέβη εις το Παλατίνον και έλαβεν ιδιαιτέραν συνέντευξιν με τον Νέρωνα· την τρίτην ημέραν ενεφανίσθη έμπροσθεν της οικίας του Πλαυτίου είς εκατόνταρχος επί κεφαλής δεκαπεντάδος πραιτωριανών.
Κατά τους χρόνους εκείνους της αβεβαιότητος και της τρομοκρατίας, οι απεσταλμένοι του είδους τούτου ήσαν πολλάκις άγγελοι θανάτου. Όταν ο εκατόνταρχος έκρουσε διά του ρόπτρου την θύραν του Αούλου, και ο επιστάτης του ατρίου ανήγγειλε την παρουσίαν στρατιωτών, φόβος κατέλαβε την οικίαν.
Όλη η οικογένεια περιεκύκλωσε τον γέροντα στρατηγόν, διότι όλοι είχον πεποίθησιν, ότι αυτός κυρίως ηπειλείτο. Η Πομπονία περιπτυχθείσα διά των βραχιόνων της τον τράχηλον του συζύγου της συνεθλίβετο επάνω του και τα μελανιασμένα χείλη της εψιθύριζον μυστηριώδεις λέξεις. Η Λίγεια, ωχρά ως σινδόνη, του ησπάζετο τας χείρας. Ο μικρός Άουλος εκρεμάτο από την τήβεννόν του. Εξ όλων των μερών της οικίας εξήρχοντο σμήνη δούλων αμφοτέρων των φύλων. Αι γυναίκες έκλαιον και ολόλυζον.
Ο Άουλος αφού κατεπράυνε τας κραυγάς και διέταξε τους περικυκλούντας να διαλυθώσι, μετέβη εις το μέλαθρον, όπου τον επερίμενεν ο εκατόνταρχος.
Ήτο ο γηραιός Γάιος Άστας, άλλοτε υπηρετήσας υπό τας διαταγάς του εις τους πολέμους της Βρεττάνης.
Χαίρε, αρχηγέ, είπεν ο απεσταλμένος. Σου φέρω εκ μέρους του Καίσαρος μίαν προσταγήν και ένα χαιρετισμόν. Ιδού αι πινακίδες και η σφραγίς αίτινες δεικνύουσιν, ότι έρχομαι εξ ονόματός του.
— Είμαι ευγνώμων εις τον Καίσαρα διά τον χαιρετισμόν του και θα εκτελέσω την προσταγήν του. Χαίρε, Άστα. Ποία η εντολή του;
— Άουλε Πλαύτιε, ήρχισεν ο Άστας, ο Καίσαρ έμαθεν, ότι εις την οικίαν σου διαμένει η θυγάτηρ του βασιλέως των Λιγειέων, παραδοθείσα υπό του βασιλέως τούτου ως όμηρος εις τους Ρωμαίους. Ο θείος Νέρων σ' ευχαριστεί, ω αρχηγέ, διότι εφιλοξένησες την κόρην ταύτην, αλλά μη θέλων να σου επιβάλη το βάρος τούτο επί περισσότερον χρόνον και φρονών προσέτι ότι εν τη ιδιότητι του ομήρου η Λίγεια πρέπει να τεθή υπό την προστασίαν αυτού του Καίσαρος και της Συγκλήτου, σε διατάσσει να την παραδώσης εις τας χείρας μου.
Ο Άουλος ήτο ανήρ στρατιωτικός και δραστηριώτατος ώστε δεν ηθέλησε να προφέρη εις απάντησιν διαταγής ματαίους λόγους λύπης ή παραπόνων. Εν τούτοις μία ρυτίς οργής και λύπης ηυλάκωσε το μέτωπόν του, και αφού εξήτασε τας πινακίδας και την σφραγίδα, υψώσας έπειτα τους οφθαλμούς του προς τον γέροντα εκατόνταρχον είπεν ηρέμα:
— Περίμενε εις το Άτριον, Άστα· θα σου παραδοθή η όμηρος.
Και εισήλθεν είς το βάθος της οικίας εις τον θάλαμον όπου είχον καταφύγει η Πομπονία Γραικίνα, η Λίγεια και ο μικρός Άουλος.
— Κανείς δεν απειλείται με θάνατον ή εξορίαν εις τας μεμακρυσμένας νήσους, είπεν, εν τούτοις ο απεσταλμένος του Καίσαρος είναι άγγελος δυστυχίας. Πρόκειται περί σου, Λίγεια.
— Περί της Λιγείας; ανέκραξεν η Πομπονία.
— Ναι.
Και στραφείς προς την νεάνιδα είπεν:
— Λίγεια, ανετράφης εις την οικίαν μας και σε αγαπώμεν, η Πομπονία και εγώ, ως θυγατέρα μας. Αλλ' εις τον Καίσαρα ανήκει η κηδεμονία σου. Λοιπόν την στιγμήν αυτήν ο Καίσαρ σε απαιτεί.
— Άουλε, ανέκραξεν η Πομπονία, ο θάνατος θα ήτο προτιμότερος δι' αυτήν.
Η Λίγεια περιμαζευμένη εις τας αγκάλας της επανελάμβανε:
— Μητέρα μου! μητέρα μου!
Το πρόσωπον του Αούλου εξέφρασε και πάλιν οργήν και λύπην.
— Εάν ήμην μόνος, εις τον κόσμον, είπε με υπόκωφον φωνήν, δεν θα την παρέδιδον ζώσαν και οι συγγενείς μου θα ηδύναντο να φέρουν σήμερον αναθήματα εις τον Δία τον ελευθερωτήν. Θα υπάγω εις τον Καίσαρα και θα τον ικετεύσω να αναθεωρήση την απόφασίν του. Θα με ακούση; Δεν γνωρίζω. Εν τω μεταξύ, υγίαινε, Λίγεια, και ήξευρε καλώς ότι ηυλογήσαμεν την ημέραν όταν εκάθισες παρά την εστίαν μας. Υγίαινε, χαρά μας και φως των οφθαλμών μας!
Και επέστρεψε ζωηρώς εις το άτριον διά να μη αφήση να κυριευθή από συγκίνησιν αναξίαν ενός Ρωμαίου στρατηγού.
Εν τω μεταξύ η Πομπονία, οδηγήσασα την Λίγειαν εις τον Κοιτώνα, της έλεγε λόγους, οίτινες αντήχουν παραδόξως εις την οικίαν ταύτην, όπου ο Άουλος Πλαύτιος τακτικώς εις το ιερόν των Λαρήτων δεν έπαυε να προσφέρη θυσίας εις τους εφεστίους θεούς. «Ο καιρός της δοκιμασίας ήλθεν», έλεγεν η Πομπονία. Άλλοτε ο Βιργίνιος διετρύπησε το στήθος της ιδίας του θυγατρός να την απαλλάξη από το Άππιον και η Λουκρητία εκουσίως διετίμησε την ατιμίαν της διά της ζωής της. Τα ανάκτορα του Καίσαρος είναι οίκος της ατιμίας. Αλλ' εάν ο νόμος ο αγιώτερος, υπό τον οποίον ζώμεν και αι δύο, απαγορεύη να βλάπτη τις την ιδίαν ζωήν του, επιτρέπει και επιτάσσει να υπερασπίζεται τις κατά του αίσχους, ακόμη και με θυσίαν της ζωής».
Η νεάνις έπεσεν εις τα γόνατα και κρύπτουσα το πρόσωπόν της εις τον πέπλον της Πομπονίας, έμεινεν επί μακρόν σιωπηλή όταν δε ανηγέρθη, το πρόσωπόν της ήτο γαληνιώτερον:
— Πονώ να σε αφήσω, μητέρα μου, να αφήσω τον πατέρα μου και τον αδελφόν μου, αλλ' ηξεύρω ότι η αντίστασις δεν θα ωφελήση εις τίποτε και θα σας κατέστρεφεν όλους, εις την οικίαν όμως του Καίσαρος δεν θα λησμονήσω ποτέ τους λόγους σου.
Έπειτα απεχαιρέτισε τον νεαρόν Πλαύτιον, τον γέροντα Έλληνα, όστις εχρησίμευεν ως διδάσκαλος και εις τους δύο, την σκευοφύλακα, ήτις την είχεν αναθρέψει, και όλους τους δούλους.
Είς εξ αυτών μεγαλόσωμος εκ Λιγείας με ηρακλείους ώμους, τον οποίον εκάλουν εις την οικίαν Ούρσον (Αρκούδαν), και ο οποίος είχεν έλθη εις το στρατόπεδον των Ρωμαίων συγχρόνως με την Λίγειαν και την μητέρα της, έπεσεν εις τους πόδας της Πομπονίας λέγων:
— Ω δέσποινα, επίτρεψέ μου ν' ακολουθήσω την κυρίαν μου, διά να την
υπηρετώ και διά να επαγρυπνώ επ' αυτής εις την οικίαν του Καίσαρος.
— Δεν είσαι ιδικός μας δούλος συ, είσαι της Λιγείας, απήντησεν η
Πομπονία Γραικίνα, αλλά θα σε αφήσουν να υπερβής το κατώφλιον του
Καίσαρος; . . . Και με ποίον μέσον θα κατορθώσης να επαγρυπνής επ'
αυτής;
— Δεν ηξεύρω· ηξεύρω μόνον, ότι αι χείρες μου θραύουν τον σίδηρον ως
ξύλον . . . .
Ο Άουλος Πλαύτιος, χωρίς να αντισταθή εις την επιθυμίαν του Ούρσου, είπεν ότι ολόκληρος η ακολουθία της Λιγείας ώφειλε να τεθή μετ' αυτής υπό την προστασίαν του αυτοκράτορος.
Εκτός του Ούρσου, η Πομπονία παρεχώρησεν εις την Λίγειαν την γραίαν τροφόν της, δύο Κυπρίας κομμωτρίας, και δύο νεάνιδας εκ Γερμανίας, αίτινες υπηρέτουν εις τα λουτρά. Η εκλογή της έπεσεν επί των οπαδών της νέας διδασκαλίας, την οποίαν και ο Ούρσος επρέσβευεν από πολλών ετών. Έγραψε προς τούτοις λέξεις τινάς συνιστώσα την Λίγειαν εις την προστασίαν της Ακτής, της απελευθέρας του Νέρωνος. Η Πομπονία δεν την συνήντα εις τας συναθροίσεις των πιστών, αλλ' εκεί είχεν ακούσει να λέγουν, ότι η Ακτή δεν ηρνείτο ποτέ τας υπηρεσίας της εις τους χριστιανούς και ανεγίνωσκεν απλήστως τας επιστολάς Παύλου του Ταρσέως.
Ο Άστας ανέλαβε να εγχειρίση ο ίδιος την επιστολήν εις την Ακτήν. Ο Άουλος έθεσε τελευταίαν φοράν την χείρα επί της κεφαλής της κόρης και οι στρατιώται προπεμπόμενοι υπό των κραυγών του μικρού Αούλου, όστις ήθελε να υπερασπισθή την αδελφήν του και ηπείλει τον εκατόνταρχον με τας ασθενείς πυγμάς του, απήγαγον την Λίγειαν εις την οικίαν του Καίσαρος.
Ο γηραιός στρατηγός διέταξε να του ετοιμάσουν έν φορείον και μέχρις ότου ετοιμασθή τούτο, εκλείσθη μετά της Πομπονίας εις την πινακοθήκην.
— Άκουσέ με, Πομπονία, είπεν ούτος· πηγαίνω εις του Καίσαρος, αν και πιστεύω ότι το διάβημα τούτο είναι μάταιον. Ο Καίσαρ ουδέποτε ήκουσεν εις την ζωήν του να ομιλούν περί της Λιγείας· εάν απήτησε να του παραδώσουν αυτήν, τούτο εγένετο διότι κάποιος τον ώθησεν· είναι εύκολον να μαντεύση τις ποίος.
— Ο Πετρώνιος;
— Αυτός. Ιδού πώς ανταμειβόμεθα, διότι ηνοίξαμεν την θύραν μας εις ανθρώπους άνευ τιμής.
— Ο Πετρώνιος δεν μας την ήρπασε διά τον Καίσαρα, εξηκολούθησεν ο γηραιός στρατηγός με την συρίζουσαν φωνήν του διότι θα εφοβείτο να κάμη εχθράν την Ποππέαν· το έκαμεν άρα διά τον εαυτόν του ή και διά τον Βινίκιον….. εντός της σήμερον θα το μάθω.
Μετ' ολίγον το φορείον τον έφερε προς το Παλατίνον.
Ο Άουλος εσκέπτετο ότι δεν θα τον άφιναν να εισδύση μέχρι του
Νέρωνος.
Του απήντησαν τω όντι ότι ο Καίσαρ ησχολείτο εις το να ψάλη μαζί με τον βαρβιτιστήν Τέρπνον, και ότι άλλως τε δεν εδέχετο παρά μόνον όσους προσεκάλει.
Απ' εναντίας ο Σενέκας, καίτοι πάσχων εκ πυρετού, εδέχθη τον γηραιόν στρατηγόν.
— Δεν δύναμαι να σου προσφέρω ειμή μίαν εκδούλευσιν, γενναίε Πλαύτιε, είπε με πικρόν μειδίαμα· να μη δείξω ποτέ εις τον Καίσαρα, ότι η καρδία μου συμπαθεί εις τον πόνον σου.
Δεν τον συνεβούλευσε να υπάγη προς τον Τιγελλίνον, τον Βατίνιον και τον Βιτέλλιον, εμπίστους του Νέρωνος, οίτινες ίσως διά να βλάψουν τον Πετρώνιον, του οποίου υπέσκαπτον την επιρροήν, κάτι θα κατώρθωναν.
Το πιθανώτερον όμως ήτο μήπως ο Νέρων μανθάνων πόσον η Λίγεια ήτο προσφιλής εις τους Πλαυτίους την εκράτει πλέον ζηλοτύπως πλησίον του.
Ο στρατηγός τον διέκοψε:
— Γενναιόφρον Ανναίε, είπεν, εκείνος όστις έκαμε να αρπάσουν το τέκνον μας είνε ο Πετρώνιος. Ειπέ μου ποία μέσα να μεταχειρισθώ, τίνες έχουν επιρροήν πλησίον του, τέλος, κάμε χρήσιν πλησίον του της ευγλωττίας την οποίαν η παλαιά προς εμέ φιλία σου θα δυνηθή να σου εμπνεύση.
— Ο Πετρώνιος και εγώ, απήντησεν ο Σενέκας, είμεθα εις δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Μέσον αποτελεσματικόν δεν γνωρίζω κανέν και επιρροήν κανείς επ' αυτού δεν έχει. Πιθανόν ο Πετρώνιος να έχη μεγαλειτέραν αξίαν από τους αχρείους, υπό των οποίων περιστοιχίζεται ο Νέρων. Αλλά να θέλη τις να του αποδείξη, ότι έκαμε κακήν πράξιν, χάνει τον καιρόν του. Δεν έχει πλέον γνώσιν του καλού και του κακού. Απόδειξέ του ότι το διάβημά του είναι αντιαισθητικόν και θα εντραπή. Όταν τον ιδώ, θα του είπω: «Η διαγωγή σου είναι αξία απελευθέρου». Εάν τούτο δεν επιτύχη, ουδέν θα επιτύχη.
— Ευχαριστώ μ' όλα ταύτα, απήντησεν ο στρατηγός.
Κατόπιν μετέβη εις του Βινικίου, τον οποίον εύρεν ασχολούμενον εις την οπλασκίαν μετά του γυμναστού του. Ευθύς ως έμειναν μόνοι, η οργή του Αούλου εξέσπασεν εις χείμαρρον επιτιμήσεων και λειδωριών. Αλλ' ο Βινίκιος ακούων την αρπαγήν της Λιγείας ωχρίασε και εθυμώθη κατά τρόπον τόσω φρικώδη ώστε πάσα υποψία περί της συνενοχής του εξέλιπεν από το πνεύμα του Αούλου. Το μέτωπον του νέου εκαλύφθη με σταγόνας ιδρώτος. Οι οφθαλμοί του εξήστραπτον, τα χείλη του επρόφεραν ασυναρτήτους ερωτήσεις. Ζηλοτυπία και λύσσα τον κατέτρυχον. Του εφαίνετο ότι η Λίγεια αφού άπαξ υπερέβη το κατώφλιον της οικίας του Καίσαρος, ήτο οριστικώς χαμένη δι' αυτόν. Αλλ' όταν ο Άουλος επρόφερε το όνομα του Πετρωνίου, μία υποψία διέσχισεν, ως αστραπή, το πνεύμα του νεαρού στρατιώτου . . .
Ο Πετρώνιος τον είχεν εμπαίξη.
Ήθελε να επισύρη νέας ευνοίας προσφέρων την Λίγειαν εις τον Καίσαρα ή άλλως θα διεξεδίκει αυτήν ως ιδικήν του.
Η βιαιότης είνε κληρονομική εις την οικογένειαν του Βινικίου.
— Άρχων, είπε με διακοπτομένην φωνήν, μάθε ότι ο Πετρώνιος όταν θα είνε πατήρ μου θα μου δώση λόγον διά την ύβριν την γενομένην εις την Λίγειαν. Επάνελθε εις τον οίκον σου και περίμενέ με. Ούτε ο Πετρώνιος, ούτε ο Καίσαρ δεν θα την έχουν ποτέ. Θα την φονεύσω μάλλον και μαζί με αυτήν και τον εαυτόν μου!
Και έτρεξε εις του Πετρωνίου.
Ο Άουλος επανήλθεν εις τον οίκον του με μικράν ελπίδα. Καθησύχασε την
Πομπονίαν και αμφότεροι ανέμενον νέα από τον Βινίκιον.
Παρήλθον ώραι. Περί την εσπέραν ήκουσαν να κρούεται η θύρα.
Είς δούλος εισήλθε και ενεχείρισεν επιστολήν εις τον Άουλον.
Η επιστολή έλεγε τα εξής:
«Μάρκος Βινίκιος Αούλω Πλαυτίω, Χαίρειν. Ό,τι συνέβη, συνέβη διά της θελήσεως του Καίσαρος, προ της οποίας οφείλετε να υποκλιθήτε, καθώς κλίνομεν και ημείς, ο Πετρώνιος και εγώ».
Μετά την αναχώρησιν του Πλαυτίου ο Βινίκιος μετέβη κατ' ευθείαν εις του Πετρωνίου, τον οποίον εύρεν εντός της Βιβλιοθήκης του.
Ο Πετρώνιος έγραφεν, ο Βινίκιος του απέσπασεν από την χείρα τον κάλαμον, τον έθραυσεν, ενέπηξε τους δακτύλους του εις τον βραχίονα του θείου και με βραχνήν φωνήν, είπε:
— Τι την έκαμες, πού είνε; Μα όλους τους καταχθονίους θεούς, ομνύω ότι εάν με επρόδωσες, θα σου βυθίσω την μάχαιραν εις τον λαιμόν, και υπό τα όμματα του Καίσαρος μάλιστα.
— Ας ομιλήσωμεν ήσυχα, απήντησεν ο Πετρώνιος. Λυπούμαι διά την βαναυσότητά σου, και αν η ανθρωπίνη αχαριστία ηδύνατο ακόμη να με εκπλήξη, θα εξεπληττόμην από την ιδικήν σου.
— Πού είναι η Λίγεια;
— Εις την λυκοφωληάν, δηλαδή εις του Νέρωνος. Ησύχασε και κάθησε.
Εζήτησα από τον Καίσαρα δύο υποσχέσεις. Πρώτον ν' αποσύρη την
Λίγειαν από την οικίαν του Αούλου και έπειτα να σου την
παραδώση.
Ο Βινίκιος παρετήρησε τον Πετρώνιον με εμβρόντητον ύφος και έπειτα, είπε:
— Συγχώρησέ με, την αγαπώ, και ο έρως μου ταράσσει το πνεύμα.
Θαύμασέ με, Μάρκε. Προχθές ιδού τι είπα εις τον Καίσαρα: «Ο ανεψιός μου Βινίκιος είναι ερωτευμένος με μίαν αδύνατον κόρην διαμένουσαν εις του Αούλου. Συ, Καίσαρ, και εγώ, οίτινες αγαπώμεν το αληθές κάλλος, δεν θα εδίδομεν δι' αυτήν ούτε χίλια «σεστέρτια», αλλ' ο μωρός νεανίας εκείνος υπήρξε πάντοτε μωρός».
— Πετρώνιε!
— Εάν δε εννοής ότι ωμίλουν ούτω διά να προφυλάξω την Λίγειαν, είμαι έτοιμος να πιστεύσω ότι είπα την αλήθειαν. Έπεισα λοιπόν Χαλκοπώγωνα, ότι ένας αισθητικός, όπως αυτός, δεν δύναται να θεωρήση μίαν τοιαύτην κόρην ως καλλονήν. Ήτο ανάγκη να προφυλαχθώμεν από τον πίθηκον αυτόν. Εξηκολούθησα να λέγω νωχελώς εις τον Χαλκοπώγωνα: «Λάβε την Λίγειαν και χάρισέ την εις τον Βινίκιον, έχεις το δικαίωμα, διότι είναι όμηρος και συνάμα θα παίξης καλόν παιγνίδι εις τον Άουλον». Ο Καίσαρ συνήνεσε και θα γίνης συ ο επίσημος φύλαξ της ομήρου, διότι θα παραδώσουν εις τας χείρας σου τον λιγειακόν τούτον θησαυρόν.
— Και λέγεις λοιπόν ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνον η Λίγεια εις του Νέρωνος; Επίτρεψον να σου απευθύνω ακόμη μίαν ερώτησιν:
— Διατί δεν έστειλες την Λίγειαν εις εμέ κατ' ευθείαν;
— Διότι ο Καίσαρ θέλει να τηρή τα προσχήματα· το επεισόδιον θα κάμη κρότον εις την Ρώμην, θα γείνη πολύς λόγος, αλλ' επειδή παίρνομεν την Λίγειαν ως όμηρον, ενόσω ομιλεί ο κόσμος περί τούτου, θα μείνη εις το παλάτιον του Καίσαρος. Ακολούθως θα σου την στείλουν χωρίς θόρυβον.
— Λοιπόν την Λίγειαν θα την έχω εις την οικίαν μου όλας τας ημέρας
ακαταπαύστως και μέχρι του θανάτου μου . . . .
— Συ θα έχης την Λίγειαν και εγώ θα έχω τον Άουλον εις την ράχιν
μου. Αυτός θα με αφιερώση εις όλους τους καταχθονίους θεούς.
— Ο Άουλος ήλθε να με ίδη. Του υπεσχέθην να του δώσω ειδήσεις περί
της Λιγείας.
— Γράψε του ότι η θέλησις του θείου Καίσαρος είναι ο υπέρτατος νόμος, και ότι ο πρώτος υιός σου θα ονομασθή Άουλος. Πρέπει εξ άπαντος να λάβη μικράν παραμυθίαν ο γέρων. Εάν εζήτουν από τον Χαλκοπώγωνα να τον προσκαλέσω αύριον εις τον συμπόσιόν του, θα σε έβλεπεν εις το τρίκλινον παραπλεύρως της Λιγείας.
— Όχι, όχι τούτο, είπεν ο Βινίκιος. Μου προξενούν λύπην και μάλιστα
η Πομπωνία.
Επί τούτου έγραψε την επιστολήν ήτις έμελλε να αφαιρέση από τον
Άουλον πάσαν ελπίδα.
Αι κεφαλαί αι μάλλον υψηλόφρονες είχον κλίνει το πάλαι προ της Ακτής, της ευνοούμενης τότε του Νέρωνος.
Είχε φανή αξία της ευγνωμοσύνης πολλών και δεν είχε δημιουργήσει εχθρούς. Η Ποππέα αυτή δεν είχε κατορθώση να την μισή. Τώρα την εθεώρουν ως ασημοτάτην και ανίκανον να προκαλέση φθόνον. Εξηκολούθει ν' αγαπά τον Νέρωνα, με έρωτα χωρίς ελπίδα, τρεφόμενον διά μόνης της αναμνήσεως των ωρών, αίτινες εξέλιπον διά παντός, και η Ποππέα δεν εζήτησε την αποπομπήν της Ακτής εκ των ανακτόρων.
Προσεκάλουν από καιρού εις καιρόν την Ακτήν εις την τράπεζαν του
Καίσαρος· το κάλλος της εστόλιζε τα αριστοκρατικά συμπόσια.
Άλλως ο Καίσαρ από πολλού είχε παύσει να λεπτολογή όσον αφορά την εκλογήν των συνδαιτυμόνων.
Παρεκάθηντο εις την τράπεζάν του συγκλητικοί εξ εκείνων οίτινες συγκατετίθεντο να παίζωσι πρόσωπον γελωτοποιού, πατρίκιοι και γέροντες, φιλήδονοι και ακόλαστοι, γυναίκες φέρουσαι μεγάλα ονόματα, αίτινες την εσπέραν εφόρουν φενάκας διά να τρέξουν εις τους δρόμους προς θήραν συγκινήσεων και ηδονών, αρχιερείς, οίτινες υψηλά αίροντες την κύλικα, έσκωπτον τους θεούς. Προσέτι ολόκληρος συρφετός από αοιδούς, μώμους, μουσικούς, χορευτάς και χορευτρίας, ποιηταί, οι οποίοι απαγγέλοντες τους στίχους των εσυλλογίζοντο πώς να κερδίσουν το ημερομίσθιόν των.
Την ημέραν εκείνην η Λίγεια έμελλε να συμμετάσχη του συμποσίου. Το παν εκλονίζετο μέσα της. Εφοβείτο τον Καίσαρα, εφοβείτο τους ανθρώπους, εφοβείτο τον κυκεώνα εκείνον του παλατίου, εφοβείτο τας εορτάς, των οποίων η ατιμία της ήτο γνωστή εκ των συνομιλιών του Αούλου, της Πομπωνίας και των φίλων της.
Εγώριζεν ότι εις το παλάτιον εκείνο θα εχάλκευον τον όλεθρον της. Αλλ' εις την ψυχήν την ενθουσιώδη εκ διδασκαλίας υψηλής ώμνυε να μη εξασθενήση και ηττηθή.
Επειδή ούτε ο Άουλος ούτε η Πομπωνία δεν ηδύναντο πλέον να καταστώσιν υπεύθυνοι διά τας πράξεις της, ηρώτα εαυτήν τώρα αν δεν ήτο προτιμότερον ν' αντισταθή εις την θέλησιν και του Καίσαρος και να μη εμφανισθή ποσώς εις το συμπόσιον. Εγεννάτο εντός της η επιθυμία να αποδείξη το θάρρος της, εκτιθεμένη εις τα βασανιστήρια και τον θάνατον. Ο θείος διδάσκαλος δεν είχε δώση το παράδειγμα; Και η Πομπωνία δεν έλεγεν ότι οι θερμότεροι εκ των μεμυημένων εις τον χριστιανισμόν ηύχοντο την δοκιμασίαν αυτήν, ότι την εζήτουν εις τας προσευχάς των;
Αλλ' η Ακτή, εις την οποίαν ενεπιστεύετο τους δισταγμούς της, την παρετήρησε κατάπληκτος. Να αντισταθή εις την θέλησιν του Καίσαρος και από της πρώτης ημέρας να εκτεθή εις την οργήν του; Διά να φερθή ούτω, έπρεπε να είναι ανόητος μη αντιλαμβανομένη την σημασίαν των πράξεών της . . .
— Ναι, εξηκολούθησεν αύτη, και εγώ ανέγνωσα τας επιστολάς του Παύλου του Ταρσέως και ηξεύρω ότι υπεράνω της γης υπάρχει ο Θεός και ο Υιός του Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών. Αλλ' επί της γης δεν υπάρχει ειμή ο Καίσαρ. Ηξεύρω προσέτι ότι η διδασκαλία του Παύλου απαγορεύει να είσαι ό,τι ήμην εγώ και ότι μεταξύ ατιμίας και θανάτου πρέπει να προτιμάται ο θάνατος.
Η Λίγεια έθεσε τους βραχίονας περί τον λαιμόν της Ακτής.
— Είσαι τόσον καλή, Ακτή!
— Η ευτυχία μου παρήλθε και η χαρά μου επίσης.
Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σου. Θα ήτο μωρία να πολεμής την θέλησιν του Καίσαρος. Και άλλως οι φόβοι σου είναι μάταιοι· γνωρίζω καλώς την οικίαν ταύτην και από μέρους του Καίσαρος κανείς κίνδυνος, νομίζω, δεν σε απειλεί! Εάν σε ήρπαζε δι' ίδιον λογαριασμόν του, δεν θα σε έφερεν εις το Παλατίνον. Εδώ βασιλεύει η Ποππέα και ο Νέρων· αφ' ότου αύτη τω έτεκε θυγάτριον, είναι μάλλον παρά ποτε υπό την επιρροήν της. Ο Πετρώνιος με παρακαλεί να σε αναλάβω υπό την προστασίαν μου· επειδή δε και η Πομπωνία μου έγραψεν, είναι πιθανόν ότι έχουν συνεννοηθή και ίσως ο Μετρώνιος συνηγορήση εις τον Νέρωνα να σε στείλη και πάλιν εις τον Άουλον. Δεν εγνώρισες κανένα εις του Αούλου εκ των οικείων του Καίσαρος;
— Είδα τον Βεσπασιανόν, τον Τίτον και τον Σενέκαν.
— Αυτούς δεν τους αγαπά ο Καίσαρ.
— Είδα και τον Βινίκιον.
— Δεν τον γνωρίζω.
— Είναι συγγενής του Πετρωνίου. Επανήλθε προσφάτως εξ Αρμενίας.
— Ο Νέρων τον βλέπει με βλέμμα ευνοϊκόν;
— Τον Βινίκιον; . . . Όλοι αγαπούν τον Βινίκιον.
— Και θα θελήση να μεσολαβήση υπέρ σου;
— Ναι.
— Η Ακτή εμειδίασε τρυφερώς.
— Τότε πιθανώς θα τον ίδης εις το συμπόσιον. Πρέπει να παρευρεθής . . . Και πρώτον εάν θέλης να επανέλθης εις την οικίαν του Αούλου, το συμπόσιον τούτο θα σου δώση την ευκαιρίαν να ζητήσης, από τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον, αν ευαρεστούνται, να παρέμβωσι προς τούτο. Ελθέ, Λίγεια. Ακούεις τον θόρυβον, τούτον των φωνών εις το ανάκτορον; Ήδη ο ήλιος κατέρχεται εις τον ορίζοντα, οι προσκεκλημένοι θα έλθωσι μετ' ολίγον.
— Έχεις δίκαιον, Ακτή, απεκρίθη η Λίγεια· θα ακολουθήσω την συμβουλήν σου.
Η Ακτή την ωδήγησε τότε εις το ιδιαίτερον κομμωτήριόν της διά να την χρίση με αρώματα και να την ενδύση διά το συμπόσιον· και μ' όλον ότι η οικία του Καίσαρος δεν είχεν έλλειψιν από θεραπαινίδας, η ιδία η Ακτή ανέλαβεν εκ συμπαθείας προς την Λίγειαν να την ενδύση με τας ιδίας της χείρας.
Αφού εξέδυσε την Λίγειαν δεν ηδυνήθη να συγκρατήση κραυγήν θαυμασμού εις την θέαν των μελών της των χαριεστάτων άμα και μεστών, των ζυμωμένων με γάλα και με ρόδα· έαρ απαράμιλλον εις τα βλέμματά της ηνοίγετο.
— Λίγεια, ανέκραξεν, είσαι εκατοντάκις ωραιοτέρα της Ποππέας!
Ανατραφείσα εις την οικίαν της αυστηράς Πομπωνίας, η νεάνις ίστατο ακίνητος εξ αιδούς με τα γόνατα σφιγμένα, τας χείρας επί του τραχήλου, με τα βλέμματα προσηλωμένα εις την γην.
Αίφνης ύψωσε τους βραχίονας με απότομον κίνησιν και αφήρεσε τας καρφίδας τας συγκρατούσας την κόμην της· διά κινήσεως της κεφαλής της την κατέρριψε και εκαλύφθη δι' αυτής ως διά μεταξωτής χλαμύδος.
Η Ακτή έψαυσε την ωραίαν καστανήν κόμην.
— Ω! είναι περιττόν να σου την ράνω με χρυσόν αι τρίχες της έχουν χρυσάς ανταυγείας . . . Πρέπει να είναι θαυμασία η χώρα των Λιγείων, όπου γεννώνται τοιαύται νεάνιδες.
— Δεν την ενθυμούμαι, υπέλαβεν η Λίγεια. Ο Ούρσος μου είπεν, ότι εις τον τόπον μας υπάρχουν δάση και δάση . . .
Η Ακτή της έτριψεν ελαφρώς το σώμα με ευώδη έλαια και την ενέδυσε χιτώνα επίχρυσον, μαλακόν και άνευ χειρίδων, επάνω του οποίου έμελλε να τεθή ο χιονώδης πέπλος.
Μετ' ολίγον ήτο έτοιμη. Όταν τα πρώτα φορεία εφάνησαν προ της κυρίας πύλης, αμφότεραι έφθασαν εις έν περιστύλιον, οπόθεν είχον θέαν προς την είσοδον, προς τας στοάς και την επίσημον αυλήν.
Ήτο η ώρα της δύσεως του ηλίου. Αι τελευταίαι ακτίνες αυτού εφίλουν το κίτρινον μάρμαρον των στύλων, θερμαίνουσαι αυτό με ροδίνους μαρμαρυγάς.
Μεταξύ των στύλων, πλησίον των λευκών αγαλμάτων των Λαναΐδων, πλησίον των αγαλμάτων των θεών και των ηρώων, έρρεεν αδιάκοπον το ρεύμα των ανδρών και των γυναικών, ομοίων με αγάλματα και περιτετυλιγμένων με τηβέννους, πέπλους και στολάς, αίτινες εκρέμαντο μέχρι της γης εις ελαφράς πτυχάς.
Η Ακτή εδείκνυεν εις την Λίγειαν τας πλατυγύρους τηβέννους των συγκλητικών, τους χρωματιστούς χιτώνας των, τα σανδάλιά των τα στολισμένα με ημισελήνους, της εδείκνυε τους ιππότας, τους περιφήμους καλλιτέχνας και τας γυναίκας, τας ενδεδυμένας κατά τον ρωμαϊκόν ή τον ελληνικόν συρμόν ή φερούσας φανταστικά στολίδια της ανατολής, με κομώσεις αίτινες ωμοίαζον προς οφιοειδείς κόμβους, προς πυραμίδας, ή απλώς κατά μίμησιν των κομώσεων των αγαλμάτων των θεαινών χαμηλών εις το μέτωπον και ανασηκωμένων όπισθεν δι' ανθέων.
Φευ! Η Ακτή χαμηλή τη φωνή της απεκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον όλα τα πολυδαίδαλα μυστικά τα αφορώντα το ανάκτορον και ένα έκαστον των προσερχομένων.
Εκεί κάτω ευρίσκεται η σκεπαστή στοά, της οποίας οι στύλοι και αι πλάκες είναι ακόμη κόκκινοι από το αίμα, με το οποίον εκηλιδώθη η λευκότης των, όταν ο Γάιος Καλιγούλας έπεσεν υπό την μάχαιραν του Κασσίου· εκεί επνίγη η σύζυγος του και το τέκνον του συνετρίβη επάνω εις το λιθόστρωτον . . . Εκεί, υπό την πτέρυγα εκείνην των ανακτόρων, υπάρχει μία υπόγειος φυλακή, όπου ο νεώτατος Δρούσος, κατατρυχόμενος υπό της πείνης, έτρωγε τους καρπούς των χειρών του· εκεί ο Κλαύδιος εστρεβλώθη σπαράσσων· εκεί εθρήνει ο Γερμανικός.
Η Ακτή εσιώπησε.
Η Λίγεια παρετήρει πάντοτε το πλήθος, ως να εζήτει τινά.
Αίφνης το πρόσωπόν της έλαβε την χροιάν ρόδου· από την σειράν των κιόνων μόλις είχον εξέλθη ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος και εβάδιζον με θείον παράστημα προς το μέγα δειπνητήριον.
Η Λίγεια ησθάνθη την καρδίαν της ανακουφιζομένην. Η επιθυμία να ίδη τον Βινίκιον, να του ομιλήση, κατεσίγασε πάντα άλλον πόθον της. Και τότε ανεπόλησε τους λόγους της Ακτής και τας συμβουλάς της Πομπωνίας. Αντελήφθη, ότι όχι μόνον έπρεπε να παρακαθήση εις το συμπόσιον, αλλ' ότι επεθύμει να παραστή εις αυτό. Η Ακτή λαβούσα την χείρα αυτής την ωδήγησε προς το τρίκλινον. Η Λίγεια επροχώρει με τους οφθαλμούς σκοτισμένους, με βομβούντα τα ώτα. Ως εν ονείρω είδεν επί των τραπεζών και των τοίχων μυριάδας φεγγοβολουσών λυχνιών· ως εν ονείρω ήκουε την κραυγήν, δι' ης εχαιρέτιζον τον Καίσαρα· ως διά μέσου ομίχλης πυκνής διέκρινεν αυτόν τον Καίσαρα. Μόλις ησθάνθη, ότι η Ακτή, αφού την έβαλε να καθίση παρά την τράπεζαν, έλαβε θέσιν εις τα δεξιά της.
Αριστερά της, μία φωνή μυστική, φωνή γνωστή ωμίλησε:
— Χαίρε, η ωραιοτέρα των παρθένων επί της γης, το ωραιότερον των άστρων εν ουρανοίς· χαίρε, ω θεσπεσία Γαλλίνα!
Ο Βινίκιος ήτο άνευ τηβέννου, κατά την συνήθειαν, ενδεδυμένος μόνον βαθυκόκκινον χιτώνα, από τον οποίον εξήρχοντο οι γυμνοί και καθαροί βραχίονες του περιβεβλημένοι χρυσά βραχιόλια, ίσως περισσότερον τυλώδεις βραχίονες στρατιώτου, κατάλληλοι διά την ρομφαίαν και την ασπίδα. Έφερε στέφανον εκ ρόδων.
Με τας οφρύς του, τας ηνωμένας ως τόξον, με τους οφθαλμούς του τους λαμπυρίζοντας και την ηλιοκαή επιδερμίδα εσυμβόλιζε την νεότητα και την ρώμην. Εφάνη τόσον ωραίος εις την Λίγειαν, ώστε αύτη μόλις ηδυνήθη να αρθρώση:
— Χαίρε, ω Μάρκε . . .
Εκείνος είπεν:
— Ευτυχείς οι οφθαλμοί μου οίτινες σε θεωρούν! ευτυχή τα ώτα μου, τα οποία ακούουν την φωνήν σου, την γλυκυτέραν κιθάρας και αυλού. Μεταξύ της Αφροδίτης και σου, Λίγεια, σε, ω θεσπεσία, θα εξέλεγον. Ήξευρα, ότι θα σ' επανίδω εδώ. Εν τούτοις, επί τη αφίξει σου όλη η ψυχή μου έπαλλεν εκ νέας χαράς.
Οι οφθαλμοί του ηκτινοβόλουν από απεριόριστον χαράν. Την παρετήρει ως να επεθύμει να εμποτισθή όλος από την θέαν της. Η Λίγεια ησθάνθη ότι, εν μέσω του πλήθους και εντός του παλατίου εκείνου ήτο ο μόνος άνθρωπος όστις ήτο γνωστότερος προς αυτήν και ήρχισε να τον ερωτά δι' όλα εκείνα τα πράγματα, τα οποία δι' αυτήν ήσαν ακατάληπτα και φοβερά. Πόθεν ήξευρεν ότι θα την εύρισκεν εις την οικίαν του Καίσαρος; Διατί αύτη ευρίσκετο εδώ; Διατί ο Καίσαρ την είχεν αρπάσει από την Πομπωνίαν; Εδώ όλα την ετρόμαζον. Ήθελε να επιστρέψη πλησίον της μητρός της. Θα είχεν αποθάνει εκ λύπης και αγωνίας αν έλειπεν η ελπίς να ίδη τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον μεσολαβούντας προς χάριν της πλησίον του Καίσαρος. Ο Βινίκιος τη είπεν ότι είχε μάθει την αρπαγήν της εκ στόματος αυτού του Αούλου.
Διατί ευρίσκετο εδώ, αυτός το ηγνόει, επειδή ο Καίσαρ δεν εσυνήθιζε να δίδη λόγον των αποφάσεών του εις κανένα. Εν τοσούτω, ας μη είχε φόβον· αυτός, ο Βινίκιος, ήτο πλησίον της και θα έμενε πλησίον της. Η Λίγεια ήτο η ψυχή του όλη και θα επηγρύπνει επ' αυτής όπως επί της ψυχής του.
Επειδή η οικία του Καίσαρος της επροξένει φόβον, εκείνος της ωρκίζετο ότι δεν θα την άφινεν εις την οικίαν αυτήν.
Αν και ωμίλει δι' υπεκφυγών, και ενίοτε εψεύδετο, η φωνή του διετήρει τον τόνον της αληθείας, διότι τα αισθήματά του ήσαν αληθή.
Ειλικρινής συμπάθεια τον κατελάμβανε, και οι λόγοι της Λιγείας εισέδυον εις την καρδίαν του. Και όταν ήρχισε να τον ευχαριστή και να του υπόσχεται ότι η Πομπωνία θα τον αγαπά διά την καλωσύνην του, και ότι αύτη η ίδια θα του ήτο ευγνώμων μέχρι τελευταίας πνοής, δεν εκράτησε πλέον την συγκίνησίν του. Η καρδία του ετήκετο εξ ευτυχίας. Η καλλονή της Λιγείας του εμέθυσκε τας αισθήσεις, και ησθάνθη ότι την επόθει μέχρι τρέλλας. Και, ενώ ο θόρυβος του συμποσίου ηύξανεν, εκείνος έκυψε προς αυτήν και ήρχισε να της ψιθυρίζη λόγους απλούς και γλυκείς, λέξεις εξερχομένας εκ της ψυχής, αρμονικάς ως μουσική και μεθυστικάς ως ο οίνος.
Και η Λίγεια εμέθυεν από τους λόγους τούτους. Ο θόρυβος, η μουσική, τα αρώματα των ανθέων και η ευωδία των θυμιαμάτων ήρχισαν να την ζαλίζουν. Ο Βινίκιος ανεκλίνετο πλησίον αυτής, πλήρης νεότητος, ρώμης, έρωτος. Και έπινε διαρκώς οίνον. Αλλά περισσότερον από τον οίνον, το θαυμάσιον εκείνο πρόσωπον, οι βραχίονες οι γυμνοί, το παρθενικόν της Λιγείας στήθος, και το σώμα εκείνο, το οποίον άφιναν να μαντεύη τις αι πτυχαί του χιονώδους πέπλου, τον εμέθυσκον περισσότερον.
Αίφνης, της έσφιξε την χείρα και εψιθύρισε με χείλη τρέμοντα:
— Σε αγαπώ, Γαλλίνα! . . . Σε αγαπώ . . .
— Άφησέ με, Μάρκε, είπεν η Λίγεια.
Αλλ' εκείνος, με οφθαλμούς λάμποντας:
— Θείον πλάσμα, αγάπα με, αγάπα με!
— Ο Καίσαρ σας βλέπει και τους δύο, είπεν η Ακτή.
Ο Βινίκιος κατελήφθη από αιφνιδίαν οργήν εναντίον του Νέρωνος και της Ακτής. Διά τον νέον, οι λόγοι ούτοι εν τοιαύτη στιγμή και υπό φωνής αγαπητής ακόμη προφερόμενοι θα εφαίνοντο οχληροί. Εφαντάσθη ότι σκοπίμως η Ακτή είχε διακόψει την θελκτικήν συνδιάλεξίν των.
Υψώσας τότε την κεφαλήν και παρατηρών την νέαν απελευθέραν υπεράνω των ώμων της Λιγείας:
— Παρήλθον, Ακτή, είπεν, οι χρόνοι οπότε ανεκλίνεσο παρά το πλευρόν του Καίσαρος εις τα συμπόσια· λέγουν δε ότι κινδυνεύεις να τυφλωθής· πώς ημπόρεσες λοιπόν να αναγνώσης τόσον καλά εις το πρόσωπον του Καίσαρος;
Εκείνη όμως με έκφρασιν ηρέμου λύπης απεκρίθη:
— Και όμως ηδυνήθην να ιδώ . . . . . . . Και εκείνος είναι μύωψ, σας βλέπει όμως διά μέσου του εκ σμαράγδου μονυέλου του.
Η Λίγεια ήτις εις την αρχήν του συμποσίου αμυδρώς είχε παρατηρήση τον Καίσαρα, ακολούθως δε αφωσιωμένη εις τους λόγους του Βινικίου, είχε λησμονήσει να τον παρατηρή, έστρεψε προς εκείνον περίεργα και έντρομα βλέμματα.
Η Ακτή είχεν ειπεί την αλήθειαν. Ο Καίσαρ, κύπτων επί της τραπέζης, με τον ένα οφθαλμόν ημίκλειστον, είχε πλησιάσει εις το άλλο τον εκ σμαράγδου μονύελόν του. Τους παρετήρει:
Το βλέμμα του συνήντησε το βλέμμα της Λιγείας και η καρδία της παρθένου επάγωσεν. Όταν ήτο ακόμη παιδίον εις την εξοχήν του Αούλου, εν Σικελία, παρεκάλει μίαν γραίαν δούλην εξ Αιγύπτου να της διηγήται ιστορίας με δράκοντας κατοικούντας εις σπήλαια. Της εφάνη ότι ο γλαυκός οφθαλμός ενός εκ των τεράτων εκείνων την παρετήρει ασκαδραμυκτί.
Ως παιδίον περίφοβον έδραξε την χείρα του Βινικίου, και εις την κεφαλήν της επήλθον αλλεπάλληλοι ραγδαίαι και συγκεχυμέναι εντυπώσεις . . . . Λοιπόν ήτο αυτός; Αυτός . . . ο τρομερός, ο παντοδύναμος; . . . Ποτέ δεν τον είχεν ίδη ακόμη και τον εφαντάζετο με όψιν φρικώδη, με χαρακτηριστικά, εφ' ων θα ήτο εγκεχαραγμένη διαρκώς η μανία . . . Έβλεπε κεφαλήν τεραστίαν, χωμένην εις τεράστιον τράχηλον, κεφαλήν τρομακτικήν, αλλ' αγροίκον, ομοιάζουσαν μακρόθεν με κεφαλήν ανηλίκου παιδός. Χιτών εξ αμεθύστου, απηγορευμένος εις τους απλούς θνητούς, απέδιδε κυανήν ανταύγειαν εις το μικρόν και πλατύ πρόσωπόν του. Δεν είχε γενειάδα· προσφάτως την είχε θυσιάσει εις τον Δία. Και η Ρώμη ολόκληρος του είχεν απονείμη ευχαριστίας διά την θυσίαν αυτήν. Εν τοσούτω εις το μέτωπόν του, υπεράνω των οφρύων, είχε τι το ολύμπιον, και αι οφρύς του αι συνεσπασμέναι τον εδείκνυον ως έχοντα συνείδησιν της παντοδυναμίας του. Αλλ' υπό το μέτωπόν του, μέτωπον ημιθέου, διεγράφετο πρόσωπον πιθήκου έμπλεων επιθυμιών και παθών, πρόσωπον μεθύσου και αιμοχαρούς ανισορρόπου.
Εις την Λίγειαν εφάνη απαίσιος και φρικτός.
Αίφνης απέθεσε τον μονύελον και στραφείς προς τον Πετρώνιον ηρώτησεν:
— Είναι η όμηρος, την οποίαν ερωτεύεται ο Βινίκιος;
— Ναι.
— Εκ τίνος λαού κατάγεται;
— Εκ των Λιγείων.
— Ο Βινίκιος την ευρίσκει ωραίαν;
— Ναι, αλλ' επί του προσώπου σου, ω αλάνθαστε κριτά, αναγινώσκω ήδη την απόφασίν σου. Έχει γόμφους πολύ στενούς.
— Ναι, πολύ στενούς, επανέλαβεν ο Νέρων, ημικλείων τους οφθαλμούς.
Ο Πετρώνιος εμειδίασεν. Εν τω μεταξύ οι συνδαιτυμόνες θορυβωδώς συνεζήτουν περί διαφόρων ζητημάτων.
Τα συμπόσιον εγίνετο ζωηρότερον. Εις πάσαν στιγμήν εξήγον κρατήρας οίνου από μεγάλα αγγεία πλήρη χιόνος και στεφανωμένα με κισσόν.
Από τον θόλον έπιπτον ρόδα.
Ο Πετρώνιος παρεκάλεσε τον Νέρωνα να ευαρεστηθή, πριν όλοι οι συνδαιτυμόνες εντελώς μεθυσθώσι, να λαμπρύνη το συμπόσιον διά του άσματός του. Όλοι εν χορώ υπεστήριξαν τους λόγους τούτους.
Ο Νέρων κατ' αρχάς ηρνείτο, είχε πράγματι κρυολογήσει.
Αλλ' ο Λουκιανός τον εξώρκισεν εν ονόματι της τέχνης και της ανθρωπότητος. Όλος ο κόσμος εγνώριζε πλέον ότι ο θείος ποιητής, απαράμιλος αοιδός, είχε συνθέσει νέον ύμνον προς την Αφροδίτην, προς τον οποίον συγκρινόμενος ο ύμνος του Λουκριτίου ήτο κλαυθμηρισμός λυκιδέος. Ας εγίνετο λοιπόν το συμπόσιον εκείνο πραγματικόν συμπόσιον! Πατρικός άρχων δεν έπρεπε ποσώς να επιβάλλη εις τους υπηκόους του το βασανιστήριον της σιωπής του.
— Μη είσαι αδυσώπητος! επανέλαβεν εν χορώ η ομήγυρις.
Ο Νέρων εξέτεινε τας χείρας, μαρτυρών ότι τον εβίαζον και ότι υπεχώρει. Τα πρόσωπα πάντων έλαβον έκφρασιν ευγνωμοσύνης και όλων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς αυτόν. Αλλ' έδωκε διαταγήν να αναγγείλουν εις την Ποππέαν, ότι έμελλε να ψάλη. Μία αδιαθεσία είχεν εμποδίσει την Αυγούσταν να έλθη εις το συμπόσιον και τίποτε δεν θα ήτο τόσον τελεσφόρον φάρμακον όσον το άσμα του Καίσαρος . . . .
Η Ποππέα ήλθε πάραυτα. Εβασίλευεν αμερίστως εις την καρδίαν του Νέρωνος· αλλά θα ήτο επικίνδυνον να ερεθίση τον Καίσαρα, όταν επρόκειτο περί του εγωισμού του ως αοιδού, αρματηλάτου ή ποιητού. Εισήλθε ξανθή και ενδεδυμένη επίσης χιτώνα εξ αμεθύστου, με τον λαιμόν απαστράπτοντα εκ μεγάλων μαργαριτών, οίτινες απετέλουν μέρος των λειψάνων του Μασινίσσα. Επευφημίαι την υπεδέχθησαν και ηκούετο απαύστως το όνομα «θεία Αυγούστα».
Η Λίγεια δεν είχεν ιδή παρομοίαν καλλονήν Δεν ηδύνατο να πιστεύση τους οφθαλμούς της.
Ώστε ευρίσκετο εκεί η άτιμος Ποππέα, ήτις είχε παρορμήσει τον Καίσαρα να δολοφονήση την μητέρα του και την σύζυγόν του, η Ποππέα, της οποίας ανέτρεπον τα αγάλματα την νύκτα εις όλην την Ρώμην, και την οποίαν ύβριζον εις όλους τους τοίχους δι' επιγραφών. Η Λίγεια ουδέποτε είχε φαντασθή ότι τα ουράνια πνεύματα θα είχον προικισθή με γλυκυτέραν καλλονήν,
Ο Νέρων έψαλε, συνοδευόμενος από τας βαρβίτους, τον ύμνον του εις την Αφροδίτην. Η φωνή του και οι στίχοι του, αληθώς ειπείν, δεν ήσαν άνευ θελγήτρου.
Θόρυβος επευφημιών εσημείωσε το τέλος του ύμνου. «Ω θεσπεσία φωνή!» έκραζον πανταχόθεν. Μεταξύ των γυναικών, τινές υψώσασαι τους βραχίονας τους εκράτουν εν εκτάσει, καίτοι το άσμα είχε τελειώσει. Άλλοι εσφόγγιζον τους δακρυσμένους των οφθαλμούς. Η Ποππέα κλίνουσα την χρυσήν κεφαλήν της έφερεν εις τα χείλη της την χείρα του Νέρωνος, και την εκράτησεν ούτως επί μακρόν χωρίς να είπη λέξιν. Ο νέος Πυθαγόρας, Έλλην θαυμασίας καλλονής, (τον οποίον αργότερα ημιπαράφρων ο Καίσαρ έμελλεν εν μεγάλη πομπή να νυμφευθή), εγονυπέτησε παρά τους πόδας του Νέρωνος.
Αλλ' ο Νέρων παρετήρει προσεκτικώς προς το μέρος του Πετρωνίου, εις τον έπαινον του οποίου μόνον έδιδε σημασίαν. Ο Πετρώνιος ανέκραξεν:
— Η γνώμη μου περί της μουσικής του ύμνου τούτου είναι ότι ο Ορφεύς πρέπει να ωχριά και αυτός από φθόνον, όπως και ο παρευρισκόμενος Λούκανος· όσον διά τους στίχους, θα τους επροτίμων ολιγώτερον ακόμη καλούς, θα εύρισκον δε τότε έπαινον όστις να μη είναι ανάξιος αυτών.
Ο Νέρων ήτο ενθουσιασμένος, συνεζήτησε μετά του Πετρωνίου και υπέδειξεν ούτος τους στίχους, τους οποίους εθεώρει ως τους αρίστους.
Έπειτα ηγέρθη διά να προπέμψη την Ποππέαν, ήτις ασθενούσα αληθώς, επεθύμει να απέλθη.
Μετά τινας στιγμάς επέστρεψε, περίεργος διά τα θέαμα το οποίον είχε προετοιμάσει μετά του Πετρωνίου και Τιγελλίνου. Επηκολούθησαν διάλογοι και ο περίφημος μίμος Πάρις παρέστησε μιμικώς τας περιπετείας της Ηούς.
Ακολούθως εισήλθον χορεύτριαι και εξετέλεσαν με ήχους κιθαρών και κυμβάλων βακχικήν όρχησιν συνοδευομένην υπό αγρίων κραυγών και ασέμνων κινήσεων.
Εις την Λίγειαν, εφαίνετο ότι ο θόλος έμελλε να σχισθή και να πέση εις τας κεφαλάς των συνδαιτυμόνων. Αλλ' από τον θόλον έπιπτον ρόδα, και μόνον ρόδα. Και πλησίον της ο Βινίκιος μεθυσμένος, της έλεγεν: «Ευθύς ως σε είδα εις την οικίαν του Αούλου πλησίον της κρήνης, πάραυτα σε ηγάπησα. Ήτο πρωία, επίστευες ότι κανείς δεν σε έβλεπε και σε έβλεπα εγώ! . . . Και όπως σε είδα, ούτω σε βλέπω πάντοτε, με όλον τον πέπλον τούτον, όστις σε κρύπτει. Ιδέ! θεοί και άνθρωποι διψώσιν έρωτα. Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε, ειμή ο έρως εις τον κόσμον!»
Εν τούτοις το τέλος των οργίων δεν ήτο εγγύς ακόμη. Οι δούλοι εξηκολούθουν να φέρουν νέα φαγητά και να γεμίζουν με οίνον τας κύλικας, τας στολισμένας με χλόην. Έμπροσθεν του ημικυκλοειδούς εφάνησαν δύο αθληταί. Αμέσως συνεπλάκησαν. Οι κορμοί των οι στίλβοντες εξ ελαίου απετέλεσαν ένα μόνον όγκον, ενώ τα οστά των έτριζον υπό την περίσφιξιν των ευρώστων βραχιόνων των. Οι Ρωμαίοι παρηκολούθουν ηδυπαθώς τας κινήσεις των ράχεων, των βραχιόνων και πήχεων, αλλ' η πάλη δεν θα διηωνίζετο. Ο Κρότων ο αρχηγός της σχολής των Θηριομάχων εθεωρείτο δικαίως ως ο ρωμαλεώτερος ανήρ της αυτοκρατορίας. Μετ' ολίγον η αναπνοή του αντιπάλου του επεταχύνθη, ήρχισε να ρογχάζη, έπτυσεν άφθονον αίμα και κατέπεσεν. Επευφημίαι εχαιρέτισαν το τέλος της πάλης . . .
Ο νικητής με τον ένα πόδα επί των νώτων του ηττημένου, με τους πελωρίους βραχίονας εσταυρωμένους παρετήρησε την ομήγυριν με βλέμμα θριαμβευτικόν.
Εισήλθον ακολούθως εγγαστρίμυθοι και γελωτοποιοί, αλλά δεν συνεκίνησαν, επειδή ο οίνος είχε ταράξει όλων τας φρένας.
Ο ανήρ, από το άρωμα των ελαίων, διά των οποίων θαυμασίας καλλονής έφηβοι έβρεχον τους πόδας των συμποτών, κατέστη δύσπνευστος.
Οι πλείστοι εκ των συνδαιτυμόνων δεν ηδύναντο να σταθούν εις τους πόδας των. Ο Πετρώνιος δεν ήτο μεθυσμένος, αλλ' όστις εν αρχή, κηδόμενος της ουρανίας φωνής του, απέφευγε να πίνη είχεν εκκενώσει κατόπιν κύλικα επί κύλικος και εμεθύσθη. Ήθελε μάλιστα να ψάλη ακόμη στίχους του, στίχους ελληνικούς την φοράν αυτήν, αλλά δεν κατώρθωνε να τους ενθυμηθή, και κατά λάθος έψαλεν άσμα του Ανακρέοντος.
Ο Βινίκιος δεν ήτο ολιγώτερον μεθυσμένος από τους άλλους. Το πρόσωπόν του το μελαψόν είχε γείνει μελανοκόκκινον και με το κολλώδες στόμα του εζήτει να περιπτυχθή την Λίγειαν και έλεγεν εις αυτήν μεγαλοφώνως:
— Δος μου τα χείλη σου. Σήμερον ή αύριον τι διαφέρει! Αρκετά επερίμενα. Ο Καίσαρ σε ανέλαβεν από τους Αούλους διά να σε προσφέρη δώρον εις εμέ, Με εννοείς! Αύριον όταν νυκτώση, οι δούλοι μου θα έλθουν να σε πάρουν, με εννοείς! . . Ο Καίσαρ πριν σε ίδη, σε υπεσχέθη εις εμέ . . . Οφείλεις να μου παραδοθής! Τα χείλη σου, δος μου τα χείλη σου!
Την περιεπτύχθη. Εκείνη επάλαιεν απηλπισμένη. Εις μάτην με τας δύο χείρας προσεπάθει να διαρρήξη τον εναγκαλισμόν των βραχιόνων εκείνων· μάτην διά φωνής πλήρους τρόμου και πικρίας τον ικέτευε να μη φέρεται ούτω. Δεν ήτο πλέον ο Βινίκιος ο άλλοτε, ο καλός και σχεδόν προσφιλής εις την ψυχήν της· ήτο σάτυρος μοχθηρός.
Εις μάτην, κύπτουσα όπισθεν, απέστρεφε την κεφαλήν διά να αποφύγη τα φιλήματα. Εκείνος ανωρθώθη, την έδραξε με τους δύο βραχίονας, έσυρε την κεφαλήν της επί του στήθους και με στόμα ασθμαίνον ήρχισε να εκμυζά τα ωχρά χείλη της. Εκείνη ησθάνετο ότι έμελλε να υποκύψη.
Αλλά την στιγμήν εκείνην τρομερά δύναμις παρέλυσε τους βραχίονας του αναισχύντου, ως βραχίονας παιδός και τον απώθησεν ως άχυρον ή ξηρόν φύλλον. Ο Βινίκιος έτριψε τους οφθαλμούς του εμβρόντητος και είδεν υπεράνω του το γιγάντιον ανάστημα του Λιγείου Ούρσου· ούτος έμεινεν ακίνητος και ησυχώτατος, αλλ' οι οφθαλμοί του εξακοντίζοντες βλέμματα επί του Βινικίου, είχον έκφρασιν τόσον παράδοξον, ώστε ο νέος ησθάνθη το αίμα του να παγώνη. Έπειτα ο γίγας έλαβε την δέσποινάν του εις τας αγκάλας του και με βήμα κανονικόν εξήλθε του τρικλίνου. Η Ακτή τους ηκολούθησεν.
Ο Βινίκιος έμεινεν επί τινας στιγμάς ως απολιθωμένος. Έπειτα ανεπήδησε και ώρμησε προς την έξοδον.
Λίγεια! Λίγεια!
Αλλ' η κατάπληξις, η μανία του και η μέθη του εξησθένισαν τας κνήμας, εκλονίσθη, εσκόνταψε και εσωριάσθη εις το πλακόστρωτον. Οι περισσότεροι των συνδαιτυμόνων είχον κυλισθή υπό τας τραπέζας. Τινές παρέπαιον εις την αίθουσαν προσκρούοντες εις τους τοίχους, άλλοι εκοιμώντο πλησίον της τραπέζης ρογχαλίζοντες ή αποπτύοντες κατά τον ύπνον των το πλεόνασμα των καταβροχθισθέντων φαγητών.
Και επάνω εις τους μεθυσμένους υπάτους, επάνω εις τους συγκλητικούς, τους ιππότας, τους ποιητάς, τους φιλοσόφους, επάνω εις τας χορευτρίας και τας πατρικίας, επάνω εις όλον εκείνον τον πανίσχυρον ακόμη, αλλά χωρίς ψυχήν κόσμον, ο οποίος εφέρετο προς την άβυσσον, εκ του χρυσού δικτύου του τεταμένου υπό τον θόλον, έπιπτεν αδιακόπως βροχή ρόδων.
Έξω ανέτελλεν η αυγή.
Κανείς δεν εσταμάτησε τον Ούρσον, κανείς δεν τον ηρώτησέ τι. Όσοι δε των συνδαιτυμόνων δεν ήσαν ακόμη υπό την τράπεζαν, είχον εγκαταλείψει τας θέσεις των.
Οι θεράποντες, βλέποντες μίαν των κεκλημένων εις τους βραχίονας του γίγαντος ενόμισαν ότι κάποιος δούλος απήγε την μεθυσμένην εταίραν του δεσπότου του. Άλλως η Ακτή ευρίσκετο πλησίον των και η παρουσία της θα διέλυε πάσαν υποψίαν.
Μετέβησαν εκ του τρικλίνου εις θάλαμον παρακείμενον, και εκείθεν εις την στοάν την άγουσαν εις τα δωμάτια της Ακτής.
Αι δυνάμεις της Λιγείας την είχον εγκαταλείψει τόσον, ώστε εβάρυνεν ως νεκρά εις τους βραχίονας του Ούρσου.
Έφθασαν ούτω εις τα διαμερίσματα της Ακτής.
Το μέρος τούτο του παλατίου ήτο ερημικόν· η μουσική και ο θόρυβος του συμποσίου έφθανον συγκεχυμένοι.
Ο Ούρσος απέθηκε την Λίγειαν επί μαρμαρίνου βάθρου. Η δε Ακτή ήρχισε να συμβουλεύη την κόρην, όπως ησυχάση και αναπαυθή, βεβαιούσα αυτήν ότι ουδείς κίνδυνος την ηπείλει, επειδή οι συνδαιτυμόνες θα εκοιμώντο μέχρι της εσπέρας. Επί πολύ η Λίγεια δεν ηδυνήθη να καταπραϋνθή. Έθλιβε τους κροτάφους με τας χείρας της και επανελάμβανεν ως παιδίον:
— Στο σπίτι! Στο σπίτι! Στου Αούλου.
Ο Ούρσος ήτο έτοιμος να υπακούση. Εις τας πύλας εφύλαττον πράγματι δύο δορυφόροι, αλλ' οι στρατιώται δεν εμπόδισαν τους απερχομένους. Προ της θριαμβευτικής αψίδος υπήρχεν ακόμη θόρυβος φορείων και μετ' ολίγον οι άνθρωποι έμελλον να εξέλθωσι κατά πυκνάς ομάδας. Και αυτοί θα ανεμιγνύοντο εις το πλήθος και θα διηυθύνοντο εις την οικίαν των.
Η Λίγεια επανελάμβανε:
— Ναι, Ούρσε, ας φύγωμεν.
Αλλ' η Ακτή ηναγκάσθη να φανή λογική δι' αυτούς. Θα απήρχοντο! Πολύ καλά! Κανείς δεν θα παρημπόδιζε την απέλευσίν των. Αλλά να δραπετεύση τις από του οίκου του Καίσαρος ήτο έγκλημα καθοσιώσεως. Θα απήρχοντο . . . Και την εσπέραν είς κεντηρίων μετά των στρατιωτών του θα έφερε την εις θάνατον καταδίκην του Αούλου και της Πομπωνίας Γραικίνας και θα επανέφερε την Λίγειαν εις το Παλάτιον. Τότε αύτη θα εχάνετο οριστικώς. Εάν οι Άουλοι την εδέχοντο, ο θάνατός των ήτο βέβαιος. Έπρεπε να εκλέξη μεταξύ του ολέθρου των Πλαυτίων και του ολέθρου εαυτής.
— Ακτή, είπεν εν απελπισία η κόρη, ήκουσες τι έλεγεν ο Βινίκιος; Ότι ο Καίσαρ με έκαμε δώρον εις αυτόν και ότι απόψε θα στείλη τους δούλους του να με ζητήσουν και να με φέρουν εις την οικίαν του.
— Ήκουσα, είπεν η Ακτή.
— Ποτέ! Δεν θα μείνω ούτε εδώ, ούτε εις του Βινικίου· ποτέ!
Η Ακτή εξεπλάγη από την αντίστασιν ταύτην.
— Ώστε, ηρώτησε, τον αποστρέφεσαι τόσον, τον μισείς;
Αλλ' η Λίγεια δεν ηδυνήθη ν' απαντήση καταληφθείσα και πάλιν υπό λυγμών. Η Ακτή την είλκυσε προς το στήθος της και προσεπάθησε να την καταπραΰνη. Ο Ούρσος ανέπνεε θορυβωδώς και έσφιγγε τας πυγμάς.
— Όχι, είπεν η Λίγεια· μου απαγορεύεται να μισώ· είμαι χριστιανή.
— Ηξεύρω, Λίγεια· γνωρίζω προσέτι από τας επιστολάς Παύλου του Ταρσέως, ότι σας είναι απηγορευμένον να υποβάλλεσθε εις την ατιμίαν και να την φοβήσθε υπέρ την τιμωρίαν του θανάτου. Αλλ' ειπέ μου, το δόγμα σου επιτρέπει να προκαλή τις τον θάνατον του άλλου;
— Όχι.
— Τότε πώς θα τολμήσης να επισύρης την εκδίκησιν του Καίσαρος επί
των Αούλων;
Σιγή επηκολούθησε. Και πάλιν άβυσσος ηνοίγετο προ των ποδών της
Λιγείας.
— Σου κάμνω αυτήν την ερώτησιν, επανέλαβεν η Ακτή, διότι λυπούμαι σε και την καλήν Πομπωνίαν και τον Άουλον και το τέκνον των. Μένω από πολλού χρόνου εις την οικίαν αυτήν και ηξεύρω τι σημαίνει η οργή του Καίσαρος. Όχι, δεν δύνασθε να φύγετε απ' εδώ. Έν μόνον πράγμα έχεις να κάμης. Ικέτευσον τον Βινίκιον να σε αποδώση εις την Πομπωνίαν.
Αλλ' η Λίγεια έπεσεν εις τα γόνατα διά να ικετεύση άλλον τινά, τον . . . Χριστόν. Ο Ούρσος εγονάτισε και αυτός, αμφότεροι δε εδέοντο εις την οικίαν του Καίσαρος.
Η Ακτή δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τους οφθαλμούς από της Λιγείας, ήτις εστραμμένη εκ πλαγίου ανέτεινε την κεφαλήν και τας χείρας προς τον ουρανόν, ως να επερίμενεν εκείθεν να έλθη η σωτηρία.
Τέλος ηγέρθη με το πρόσωπον αίθριον.
Ο Ούρσος ηγέρθη επίσης, και εστάθη πλησίον του βάθρου, προσβλέπων την κυρίαν του και αναμένων να ακούση την απόφασίν της.
Οι οφθαλμοί της Λιγείας εσκοτίσθησαν. Δύο χονδρά δάκρυα κατήλθον βραδέως εις τας παρειάς της.
— Ο Θεός να ευλογήση την Πομπωνίαν και τον Άουλον! είπε. Δεν έχω ποσώς το δικαίωμα να προξενήσω τον όλεθρόν των και δεν θα τους επανίδω πλέον ποτέ.
Είτα στραφείσα προς τον Ούρσον, είπεν, ότι αυτός μόνον της απέμενεν εις τον κόσμον και ότι του λοιπού αυτός έπρεπε να είναι προστάτης και πατήρ της. Εάν δεν ηδύναντο να καταφύγωσιν εις την οικίαν των Αούλων, δεν ηδύναντο ουχ ήττον να μείνωσιν εις του Καίσαρος ούτε εις του Βινικίου. Όθεν ο Ούρσος θα την ελάμβανε, θα την ωδήγει έξω της πόλεως, θα την έκρυπτε εις κανέν μέρος, όπου δεν θα την ανεκάλυπτον ούτε ο Βινίκιος ούτε οι άνθρωποί του.
Ο Λιγειεύς ήτο έτοιμος. Ησπάσθη τους πόδας της εις σημείον υποταγής. Αλλ' η Ακτή είχε παραμείνει έκπληκτος. Το πρόσωπόν της εδείκνυε την απογοήτευσιν.
Αυτό λοιπόν ήτο όλον το αποτέλεσμα της προσευχής;
Το να φύγωσιν εκ του παλατίου ήτο ως να διαπράξωσιν έγκλημα καθοσιώσεως, το οποίον θα ετιμωρείτο· και αν ακόμη η Λίγεια κατώρθωνε να κρυφθή, ο Καίσαρ θα ελάμβανεν αντίποινα από τους Αούλους! Έπρεπε να φύγη από την οικίαν του Βινικίου. Τοιουτοτρόπως ο Καίσαρ, όστις δεν ηγάπα ν' αναμιγνύεται εις τα αλλότρια, δεν θα συγκατένευεν ίσως να βοηθήση τον Βινίκιον εις τας έρευνάς του. Εν τη μέθη του ούτος είχε την απερισκεψίαν να τη είπη ότι την εσπέραν θα έπεμπε τους δούλους του να την παραλάβουν.
Αλλ' ο Ούρσος θα την έσωζε. Θα ήρχετο, θα την ήρπαζε, καθώς την είχεν αρπάσει από το τρίκλινον και θα έφευγον ταχείς. Κανείς δεν ηδύνατο ν' αντιμετωπίση τον Ούρσον.
Αλλ' επειδή ο Βινίκιος θα είχεν ίσως την φαντασίαν να την συνοδεύση διά πολλών δούλων, ο Ούρσος θα επήγαινεν αμέσως προς τον επίσκοπον Λίνον να του ζητήση βοήθειαν και συμβουλήν. Ο επίσκοπος θα διέτασσε τους χριστιανούς να τρέξουν εις βοήθειαν και θα την απηλευθέρωνον διά της βίας.
Αύτη ήτο η γνώμη της Ακτής.
Το πρόσωπόν της Λιγείας έγινε ροδαλόν και εμειδία. Ερρίφθη εις τον τράχηλον της απελευθέρας και έθεσεν επί της παρειάς της το αδρόν της στόμα ψιθυρίζουσα:
— Δεν θα μας προδώσης, Ακτή! Όχι!
— Μα την σκιάν της μητρός μου, δεν θα σας προδώσω. Παρακάλεσε τον
Θεόν σου όπως ο Ούρσος κατορθώση να σε ελευθερώση.
Ο Ούρσος εσχεδίαζε πώς θα την προστατεύση, όταν θα ήρχοντο να την αρπάσουν. Δεν εσυμβούλευε κανένα να εκτεθή εις τους γρόνθους του, έστω και αν έφερε σιδηράν περικεφαλαίαν! Άλλως έν κανονικόν γρονθοκόπημα . . θα συνέτριβε την κεφαλήν, την οποίαν η περικεφαλαία θα εκάλυπτεν.
Η Λίγεια ύψωσε τον δάκτυλον και μετ' αξιοπρεπείας αυστηράς και παιδικής:
— Ούρσε! «Ου φονεύσης», είπεν.
Ο Λιγειεύς έφερεν όπισθεν της κεφαλής του τον βραχίονα τον ροπαλοειδή και ήρχισε να μουρμουρίζη, τρίβων τον τράχηλόν του εν αμηχανία. Όσον ήτο δυνατόν, θα προσεπάθει να . . . Αλλ' εάν δεν είναι δυνατόν; . . . Ανάγκη εν τοσούτω να την αρπάση! Τέλος, εάν συνέβαινε δυστύχημά τι, θα εδείκνυε τόσην μετάνοιαν, θα παρεκάλει τόσον πολύ τον Αμνόν τον άκακον . . ώστε ο Αμνός ο εσταυρωμένος θα ηλέει ένα δυστυχή . . . Δεν ήθελε να παραβή τας εντολάς του . . . Τέλος θα προσεπάθει να συμμορφωθή με τας διαταγάς της κυρίας του.
Επειδή είχε προχωρήσει ήδη η ημέρα, και ο ήλιος εφώτιζε το τρίκλινον, η Ακτή προέτρεψε την Λίγειαν να αναπαυθή μετά την αϋπνίαν της νυκτός. Η Λίγεια δεν αντέτεινε, και αμφότεραι απήλθον εις τον κοιτώνα, κατακλιθείσαι πλησίον αλλήλων.
Αλλ' η Ακτή, με όλην την κούρασιν δεν ηδυνήθη να αποκοιμηθή. Η Λίγεια εκοιμάτο τόσον ήσυχα, ως εάν ευρίσκετο εις την οικίαν, υπό την επίβλεψιν της Πομπωνίας. Μόνον περί την μεσημβρίαν ήνοιξε τους οφθαλμούς και περιεσκόπησε τον κοιτώνα με έκπληκτον βλέμμα. Δεν ευρίσκετο λοιπόν εις την οικίαν των Αούλων;
— Είσαι συ, Ακτή; είπε τέλος διακρίνουσα εις την σκιάν το πρόσωπον της νέας γυναικός.
— Εγώ είμαι, Λίγεια.
— Είναι βράδυ τώρα;
— Όχι, κόρη μου, απόγευμα.
— Ο Ούρσος επέστρεψε;
— Ο Ούρσος δεν είπεν ότι θα επιστρέψη· είπεν ότι θα παραμονεύση το φορείον απόψε.
— Είναι αληθές!
Εξήλθον του κοιτώνος και μετέβησαν εις το λουτρόν. Μετά το λουτρόν και το πρόγευμα, η Ακτή ωδήγησε την Λίγειαν εις τους κήπους του παλατίου, όπου δεν είχον να φοβηθούν καμμίαν συνάντησιν, διότι ο Καίσαρ και οι φίλοι του εκοιμώντο ακόμη. Αφού περιεπάτησαν, εκάθησαν εις άλσος κυπαρίσσων και ήρχισαν να ομιλούν περί της φυγής της Λιγείας.
Ελαφρός κρότος βημάτων τας διέκοψε και πριν η Ακτή δυνηθή να ίδη ποίος επλησίαζε, προ του εδωλίου εφάνη η Ποππέα, περιστοιχιζομένη από τινας θεραπαινίδας. Δύο γυναίκες εκίνουν ελαφρώς υπεράνω της κεφαλής της ριπίδια από πτερά στρουθοκαμήλου. Μία αιθιοπίς με μαστούς πλήρης γάλακτος εκράτει εις τας αγκάλας της βρέφος περιτετυλιγμένον διά πορφυρών σπαργάνων.
Η Ποππέα εστάθη παρατηρούσα την Λίγειαν.
— Ποία είναι η δούλη αύτη; ηρώτησε πλησιάζουσα.
— Δεν είναι δούλη, ω θεία Αυγούστα, είπεν η Ακτή, είναι θετή θυγάτηρ της Πομπωνίας Γραικίνας, και κόρη του βασιλέως των Λιγείων, όστις την έδωκεν ως όμηρον εις την Ρώμην.
— Ήλθε διά να σου κάμη επίσκεψιν;
— Όχι, Αυγούστα. Από της προχθές κατοικεί εις το παλάτιον.
— Τη διαταγή τίνος;
— Του Καίσαρος!
Η Ποππέα παρετήρησε με περισσοτέραν προσοχήν την νεάνιδα και μία ρυτίς εχαράχθη μεταξύ των οφρύων της. Ζηλότυπος διά την υπεροχήν της, έζη εν διηνεκεί αγωνία, μήπως ίδη εαυτήν παραγκωνιζομένην υπό τινος ευτυχούς ανταγωνιστρίας, καθώς είχεν αντικαταστήσει αυτή την Οκταβίαν. Δι' ενός βλέμματος έκρινε πόσον θαυμασία ήτο η καλλονή της Λιγείας.
«Είναι αληθής νύμφη, είπε καθ' εαυτήν. Είναι ωραία όσον εγώ και νεωτέρα μου».
Υπό τα χρυσίζοντα βλέφαρα οι οφθαλμοί της ηκόντισαν παγωμένην αστραπήν. Αλλά στραφείσα προς την Λίγειαν και λίαν ατάραχος κατά το φαινόμενον:
— Ωμίλησες εις τον Καίσαρα;
— Όχι, Αυγούστα.
— Διατί προτιμάς να είσαι εδώ μάλλον παρά εις την οικίαν των Αούλων;
— Δεν προτιμώ. Ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να με αναλάβη από της Πομπωνίας; Είμαι εδώ παρά την θέλησίν μου . . .
— Και επιθυμείς να επιστρέψης πλησίον της Πομπωνίας;
Η ερώτησις αύτη έγεινε με φωνήν μάλλον ευπροσήγορον, και η Λίγεια εσκίρτησεν εξ ελπίδος.
— Αυγούστα, είπε, τείνουσα τας χείρας, ο Καίσαρ θέλει να με δώση ως δούλην εις τον Βινίκιον. Αλλά θα μεσολαβήσης δι' εμέ και θα με αποδώσης εις την Πομπωνίαν . . .
— Λοιπόν ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να σε αναλάβη από τον
Άουλον δια να σε παραδώση εις τον Βινίκιον;
— Μάλιστα, ο Βινίκιος είπεν ότι θα στείλη να με ζητήση, σήμερον
μάλιστα. Αλλά είσαι αγαθή, και θα με ευσπλαχνισθής.
Κύψασα έψαυσε το κράσπεδον της εσθήτος της Ποππέας, και επερίμενε με πάλλουσαν καρδίαν.
Η Ποππέα την παρετήρησε με κακόβουλον μειδίαμα και είπεν:
— Τότε, σου υπόσχομαι ότι σήμερον μάλιστα θα είσαι δούλη του
Βινικίου.
Και απεμακρύνθη ως οπτασία, γόησσα και κακοποιός. Εις τα ώτα της Λιγείας και της Ακτής έφθασαν αι κραυγαί του παιδίου, το οποίον ήρχισε να κλαίη. Οι οφθαλμοί της Λιγείας ήσαν πλήρεις δακρύων. Έλαβε την Ακτήν από της χειρός.
— Ας επιστρέψωμεν, είπε. Δεν πρέπει να ελπίζη τις ειμή μόνον απ' εκεί, οπόθεν δύναται να προέλθη η βοήθεια.
Εισήλθον εις τον πρόδομον, τον οποίον δεν εγκατέλειψαν πλέον. Ανήσυχοι έτεινον το ους εις τον κρότον των βημάτων. Η συνδιάλεξις διεκόπτετο ανά πάσαν στιγμήν και η σιγή επλανάτο βαθεία και πλήρης παρακρούσεων.
Άμα ενύκτωσεν, η θύρα του προθαλάμου ήνοιξε και άνθρωπος με πρόσωπον μελαψόν και ισχνόν εφάνη.
Η Λίγεια ανεγνώρισεν, επειδή τον είχεν ιδεί εις της Πομπωνίας, τον
Ατακίνον, ένα απελεύθερον του Βινικίου. Η Ακτή εξέβαλε κραυγήν.
Ο Ατακίνος εχαιρέτισε λίαν υποκλινώς και είπε:
— Χαίρειν τη θεία Λιγεία εκ μέρους του Μάρκου Βινικίου, όστις την περιμένει εις την τράπεζαν ητοιμασμένην εις την οικίαν του, την στολισμένην με χλόην.
— Είμαι έτοιμη, είπεν εκείνη, με χείλη λευκά.
Και περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν της Ακτής, διά να την αποχαιρετίση.
Η οικία του Βινικίου εκοσμείτο πράγματι με χλόην. Οι τοίχοι και αι θύραι ήσαν φορτωμέναι από περιπλοκάς κισσών και μύρτων· εις τους κίονας ανήρχοντο οφιοειδείς γιρλάνται κλημάτων.
Έργα περιφήμων τεχνιτών, λύχνοι εξ αλαβάστρων εκ μαρμάρου και εξ ορειχάλκου κορινθιακού, παρίστανον μορφάς θηρίων, φυτών και γυναικών· αρωματικά έλαια έκαιον.
Αι λυχνίαι εμετρίαζον την λάμψιν των υπό υαλίνας σφαίρας της Αλεξανδρείας, ή εποίκιλλον το φως των διά μέσου λεπτοϋφών οθονών εις ακτίνας χρώματος ροδίνου, κιτρίνου, ιόχρου ή γλαυκού.
Ο αήρ ήτο μεστός νάρδου, αρώματος, το οποίον είχε συνειθίσει εν Ασία ο Βινίκιος. Εις το τρίκλινον η τράπεζα ήτο παρεσκευασμένη διά τέσσαρας συνδαιτημόνας, διότι ο Πετρώνιος και η φίλη του, η ωραία Χρυσόθεμις, έμελλον να συμμετάσχωσιν επίσης του συμποσίου.
Καθ' όλα ο Βινίκιος είχεν ακολουθήσει τας συμβουλάς του Πετρωνίου, όστις τον είχε νουθετήσει να μη υπάγη ο ίδιος να ζητήση την Λίγειαν, αλλά να στείλη προς τούτο τον Ατακίνον, φέροντα την εντολήν του Καίσαρος.
Εν τω μεταξύ αι θεράπαιναι έφεραν τρίποδας και έρριψαν επί των ανθράκων κλαδίσκους νάρδου.
— Ευρίσκονται τώρα εις την καμπήν των Καρίνων, είπεν ο Βινίκιος με
χαμηλήν φωνήν.
Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους.
— Μη φιλοσοφής δι' έν σεστέρσιον, εψιθύρισεν ούτος.
Ο Βινίκιος δεν ήκουσεν.
— Ευρίσκονται ήδη . . . .
Πράγματι εκείνοι έκαμπτον προς τας Καρίνας.
Το φορείον επροχώρει, προπορευομένων δαδούχων, ήτο δε περικυκλωμένον από ακολούθους πεζούς. Ο Ατακίνος επέβλεπε την πορείαν της συνοδείας.
Επροχώρει βραδέως, επειδή οι φανοί εις την μη φωτιζομένην πόλιν ήσαν ανεπαρκείς. Εκτός τούτου αι οδοί αι ερημικαί πλησίον του παλατίου, όπου εδώ και εκεί μόνον διωλίσθαινε κανείς διαβάτης κρατών την λυχνίαν του, επληρούντο λαού κατά τρόπον ασυνήθη.
Εξ εκάστου δρομίσκου εξήρχοντο ομάδες εκ δύο ή τριών ανθρώπων, χωρίς δάδας, και φερόντων χλαίνας μακράς. Άλλοι εβάδιζον μετά της συνοδείας αναμιγνυόμενοι με τους δούλους, άλλοι δε εις συμπλέγματα πυκνότερα ήρχοντα κατ' αντίθετον διεύθυνσιν. Μερικοί εκλονίζοντο μεθυσμένοι. Ενίοτε η δυσχέρεια του να προχωρώσιν ήτο τόση, ώστε οι λαμπαδάριοι ηναγκάζοντο να φωνάζουν:
— Τόπον εις τον ευγενή Μάρκον Βινίκιον!
Δια μέσου των ημιανοίκτων παραπετασμάτων, η Λίγεια διέκρινε τας ομάδας εκείνας τας σκοτεινάς και ανεσκίρτα άλλοτε εξ ελπίδος και άλλοτε εκ φόβου.
«Είναι αυτός· είναι ο Ούρσος με τους χριστιανούς! εψιθύριζον τα τρέμοντα χείλη της. Χριστέ, βοήθησέ μας! Χριστέ, σώσον μας!»
Ο Ατακίνος, όστις κατ' αρχάς δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις την έκτακτον ταύτην κίνησιν, κατελήφθη υπό ανησυχίας. Οι δαδούχοι ηναγκάζοντο να επαναλαμβάνουν συχνότερον εκάστοτε την κραυγήν των: «Τόπον διά το φορείον του ευγενούς τριβούνου!» Οι άγνωστοι εστενοχώρουν το φορείον τόσον πλησίον, ώστε ο Ατακίνος έδωκε διαταγήν να τους διώξωσι με ραβδισμούς. Αίφνης θόρυβος εγένετο έμπροσθεν της πομπής. Διά μιας όλα τα φώτα εσβέσθησαν.
Τότε ο Ατακίνος ενόησεν. Ήτο επίθεσις! Ο σταθμός των νυχτοφυλάκων, των οποίων έργον ήτο η διατήρησις της ησυχίας, δεν απείχε πολύ. Αλλ' εις τοιαύτας περιστάσεις οι φρουροί ήσαν κωφοί και τυφλοί.
Εν τούτοις πέριξ του φορείου εγίνετο φοβερά πάλη. Επάλαιον, ανετρέποντο, εποδοπατούντο.
Ο Ατακίνος συνέλαβε μίαν φαεινήν ιδέαν· προ παντός έπρεπε να πάρη πίσω την Λίγειαν και να φύγη αφίνων τους άλλους εις την τύχην των.
Την έσυρεν από το φορείον, την έδραξε με τους δύο βραχίονας και προσεπάθησε να φύγη βοηθούμενος από το σκότος.
Αλλ' η Λίγεια εφώναξε:
— Ούρσε! Ούρσε! Ενδεδυμένη λευκά ήτο εύκολον να διακρίνεται. Με τον ένα βραχίονα ο Ατακίνος την εσκέπαζε με τον ίδιον μανδύαν του, οπότε τρομεροί δάκτυλοι, ως λαβίδες, τον ήρπασαν από τον τράχηλον επί του κρανίου του ηκούσθη κτύπημα ροπάλου και κατέπεσε νεκρός.
Οι δούλοι έκειντο οι πλείστοι κατά γης ή έφευγον προσκρούοντες εις τας γωνίας των τοίχων. Το φορείον θραυσθέν εις την συμπλοκήν, έγεινε συντρίμματα. Ο Ούρσος μετέφερε την Λίγειαν εις την Συβούρην· οι σύντροφοί του είχον σκορπισθή.
Οι δούλοι συνηθροίσθησαν προ της οικίας του Βινικίου και συνεσκέπτοντο. Δεν ετόλμων να εισέλθουν.
Μετά βραχείαν σύσκεψιν επανήλθον εις τον τόπον της συμπλοκής. Εύρον εκεί νεκρούς τινας, ως και το πτώμα του Ατακίνου το οποίον ήσπαιρεν ακόμη. Εσήκωσαν το πτώμα και εστάθησαν έξω της θύρας.
Έπρεπεν εν τούτοις να αναγγείλωσιν εις τον κύριόν των το συμβάν.
— Ας το αναγγείλη ο Γύλων, εψιθύρισαν φωναί τινες· έχει καθημαγμένον το πρόσωπον, όπως και ημείς και ο κύριος τον αγαπά πολύ. Αυτός θα κινδυνεύση ολιγώτερον από τους άλλους.
Ο Γερμανός Γύλων, γηραιός δούλος, όστις είχε χρησιμεύσει ως βοηθός τροφού εις τον Βινίκιον, και τον οποίον ούτος είχε κληρονομήσει από την μητέρα του, τοις είπε:
— Θα αναγγείλω το πράγμα, ναι· αλλά θα υπάγωμεν όλοι μαζύ, ώστε η οργή του να μη πέση επ' εμού και μόνου.
Εν τω μεταξύ ο Βινίκιος έχανε την υπομονήν του. Ο Πετρώνιος και η Χρυσόθεμις τον ειρωνεύοντο, εκείνος εβάδιζε ζωηρώς εις τον θάλαμον, επαναλαμβάνων:
— Έπρεπε να είνε τώρα εδώ! . . . Έπρεπε να είναι εδώ!. .
Ηθέλησε να εξέλθη, αλλ' εκείνοι τον εκράτησαν.
Αίφνης εις τον προθάλαμον ήχησαν βήματα και στίφη δούλων εισήλθον εις το μέλαθρον και τοποθετηθέντες υπό τον τοίχον, ύψωσαν τας χείρας και ήρχισαν να οιμώζουν.
— Άαχ! . . . Άαααχ!
Ο Βινίκιος ώρμησε προς αυτούς:
— Πού είναι η Λίγεια; έκραξε με τρομεράν φωνήν.
— Άααχ!
Ο Γύλων επροχώρησε και εσπευσμένως με φωνήν πλήρη άλγους:
— Ιδέ το αίμα, κύριε! Την υπερησπίσθημεν! Ιδέ το αίμα, κύριε! Ιδέ
το αίμα!
Δεν επρόφθασε να τελειώση. Ο Βινίκιος με μίαν ορειχάλκινον λυχνίαν είχε κατασυντρίψη το κρανίον του δούλου.
Έπειτα με τας δύο χείρας έλαβε την κεφαλήν του και εβύθισε τους δακτύλους εις την κόμην βρυχόμενος:
— Δυστυχία μου! . .,
Το πρόσωπόν του έγινε κυανούν, οι οφθαλμοί του ανεστράφησαν, το στόμα του άφρισε:
— Τας ράβδους, εφώναξε τέλος με απάνθρωπον φωνήν.
— Αυθέντα! Άααχ! Έλεος! ωλόλυζον οι δούλοι.
Ο Πετρώνιος ηγέρθη με μορφασμόν βδελυγμίας.
— Ελθέ, Χρυσόθεμις, είπεν. Εάν θέλης να ίδης κρέας, θα διατάξω να καταλάβουν δι' εφόδου την τράπεζαν ενός κρεοπώλου εις τας Καρίνας.
Και εξήλθον του ατρίου.
Εις την οικίαν την περιβεβλημένην με χλόην και ετοίμην διά το συμπόσιον, αι οιμωγαί των δούλων και ο συριγμός των ράβδων εξηκολούθησαν μέχρι πρωίας.
Ο Βινίκιος την νύκτα εκείνην δεν κατεκλίθη ποσώς. Επειδή αι οιμωγαί των μαστιγουμένων δούλων δεν κατεπράυνον ούτε τον πόνον ούτε την οργήν του, έλαβεν άλλο στίφος ανδρών και επί κεφαλής των, πολύ αργά την νύκτα, ώρμησεν εις αναζήτησιν της Λιγείας. Εξηρεύνησε την συνοικίαν Εσκουιλίνου, Ζουβούρου και τας πλησίον οδούς. Έπειτα, αφού έκαμε τον γύρον του Καπιτωλίου, διέβη την γέφυραν του Φαβρικίου, διέτρεξε την μεμονωμένην συνοικίαν και έφθασε πέραν του ποταμού Τιβέρεως.
Επανήλθε περί το λυκαυγές και εξαπλωθείς επί τινος ανακλίντρου εις το άτριον ήρχισε να σκέπτεται συγκεχυμένως με ποία μέσα θα ηδύνατο να ανεύρη και να συλλάβη την Λίγειαν.
Να παραιτηθή αυτής, να την χάση οριστικώς, του εφαίνετο αδύνατον, και εις μόνην την σκέψιν ταύτην η λύσσα έπνιγε την καρδίαν του. Τέλος του επήλθε μία ιδέα ως αστραπή· ουδείς άλλος ειμή ο Άουλος θα ήξευρε πού εκείνη εκρύπτετο. Εάν δεν του την απέδιδε, θα επήγαινε προς τον Καίσαρα, θα κατηγόρει επί απειθεία τον γηραιόν πολέμαρχον, και θα επετύγχανε κατ' αυτού απόφασιν θανάτου.
Αίφνης η καρδία του έπαυσε να πάλλη εις μίαν υπόνοιαν τρομεράν, ήτις του επήλθεν.
— Αν ήτο αυτός ο Καίσαρ όστις ήρπασε την Λίγειαν;
Όλος ο κόσμος εγνώριζεν, ότι ο Καίσαρ συχνά εζήτει διά νυκτερινών επιθέσεων να ποικίλλη την μονοτονίαν του. Αυτός ο Πετρώνιος ελάμβανε μέρος εις τα παιγνίδια ταύτα. Ο σκοπός ήτο κυρίως να συλλαμβάνωσιν ωραίας νεανίδας, τας οποίας να αναγκάζωσι κατόπιν να πηδώσιν επί χλαμύδος στρατιώτου μέχρι λιποθυμίας. Ο Νέρων ωνόμαζε τας εκδρομάς ταύτας «η αλιεία των μαργαριτών», διότι συνέβαινε να αλιεύωσιν αληθή τινα μαργαρίτην χάριτος και νεότητος.
Τότε έστελλε τον μαργαρίτην εις το Παλατίνον ή εις μίαν των αναριθμήτων επαύλεων του Καίσαρος, ή την παρεχώρει εις ένα των εταίρων. Το τοιούτον δυνατόν να συνέβη εις την Λίγειαν.
Εάν ούτως είχε το πράγμα, η Λίγεια ήτο χαμένη διά παντός. Ηδύνατό τις να την αποσπάση από άλλας χείρας, αλλ' όχι από τας χείρας εκείνας. Τώρα ενόει μέχρι ποίου βαθμού ήτο προσφιλής. Καθώς ο άνθρωπος ο πνιγόμενος αναπολεί αστραπιαίως όλον το παρελθόν του, ο Βινίκιος ανεπόλησε την Λίγειαν. Την έβλεπεν, ήκουεν έκαστον των λόγων της. Την έβλεπε παρά το χείλος της κρήνης και εις την οικίαν των Αούλων και εις το συμπόσιον. Την ησθάνετο πλησίον του, ησθάνετο το άρωμα της κόμης της, ενεθυμείτο το ηδυπαθές των ασπασμών του, με τους οποίους εις το συμπόσιον εκείνο είχε κατακαλύψει τα αθώα χείλη της. Και όταν ανελογίζετο ότι θα την απήλαυεν ο Νέρων, επνίγετο από λύσσαν τόσον τρομεράν, ώστε επεθύμει να κτυπήση την κεφαλήν του εις τον τοίχον.
Μόνη η σκέψις της εκδικήσεως του παρείχον ανακούφισίν τινα.
«Θα είμαι ο Κάσσιος Χαιρέας σου», επανελάμβανεν. Έλαβεν ολίγον χώμα από τα ανθοδοχεία, και έκαμε φοβερόν όρκον εις την Εκάτην, τον Έρεβον και τους Εφεστίους θεούς, ότι θα ελάμβανεν εκδίκησιν κατά του Νέρωνος. Τουλάχιστον τώρα είχε λόγους να ζήση.
Μετέβη εις το Παλατίνον, όπου κατ' αρχάς θα έβλεπε την Ακτήν· ίσως από αυτήν θα εμάνθανε κάτι.
Εις την είσοδον ο φρουρός εκατόνταρχος προσεμειδίασεν αυτώ φιλικώς.
— Χαίρε, ευγενή τριβούνε! είπε: Εάν η επιθυμία σου είναι να υποβάλης τα σέβη σου εις τον Καίσαρα, ακαίρως έρχεσαι, και δεν ηξεύρω μάλιστα αν θα δυνηθής να τον ίδης.
— Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
— Η μικρά Αυγούστα ησθένησεν αιφνιδίως. Ο Καίσαρ και η Αυγούστα ευρίσκονται πλησίον της μετά ιατρών. Όταν εγεννήθη η κόρη αύτη, ο Καίσαρ είχε τρελλαθή από την χαράν του. Και εις την Ποππέαν ακόμη το παιδίον ήτο προσφιλές, διότι είχεν ισχυροποιήσει την θέσιν της και είχε καταστήσει την επιρροήν της ακαταμάχητον. Αυτό ήτο γεγονός σημαντικόν, διότι ο Νέρων υπερηγάπα το θυγάτριόν του.
Εκ της υγείας και της ζωής της μικράς Αυγούστας ηδύνατο να εξαρτηθή η τύχη της Αυτοκρατορίας. Αλλ' ο Βινίκιος δεν έδωσε προσοχήν εις την απάντησιν του στρατιώτου.
— Θέλω απλώς να ίδω την Ακτήν, είπε.
Και διήλθεν.
Αλλά και η Ακτή ευρίσκετο πλησίον του ασθενούς παιδίου, ο δε Βινίκιος ηναγκάσθη να αναμείνη.
Η Ακτή ήλθε μόλις περί την μεσημβρίαν.
Ο Βινίκιος την έδραξεν από την χείρα και σύρων αυτήν προς το κέντρον του θαλάμου ανέκραξεν:
— Ακτή, πού είναι η Λίγεια;
— Και εγώ ήθελα να σε ερωτήσω, απήντησεν εκείνη με κάποιαν απορίαν.
Ο Βινίκιος, καίτοι είχεν αποφασίσει να την ερωτήση αταράχως, με πρόσωπον συσπώμενον εκ λύσσης και οργής, ανέκραξεν:
— Δεν την έχω. Μου την ήρπασαν καθ' οδόν.
Έπειτα πλησιάζων την Ακτήν και σφίγγων τους οδόντας:
— Ακτή, εάν αγαπάς την ζωήν σου, εάν δεν θέλης να γίνης παραίτιος δυστυχιών, ειπέ την αλήθειαν· ο Καίσαρ την ήρπασε; Εις την σκιάν της μητρός σου και μα όλους τους θεούς, δεν είναι εις το παλάτιον;
— Εις την σκιάν της μητρός μου, Μάρκε, δεν την επήρεν ο Καίσαρ. Η μικρά Αυγούστα είναι ασθενής από χθες και ο Νέρων δεν απεμακρύνθη από το λίκνον της.
Ο Βινίκιος ανέπνευσε.
— Τότε, είπε, σφίγγων τας πυγμάς, οι Άουλοι είναι . . . . και δυστυχία εις αυτούς!
— Ό,τι συνέβη, συνέβη με την θέλησιν της Λιγείας. Ο Άουλος Πλαύτιος ήλθεν εδώ σήμερον το πρωί, είπεν η Ακτή. Δεν ημπόρεσε να με ίδη, επειδή ήμην πλησίον του ασθενούς παιδίου και μοι έγραψε λέξεις τινάς επί πινακίδος. Γνωρίζει ότι η Λίγεια του είχεν αφαιρεθή κατ' επιθυμίαν σου και του Πετρωνίου και εγνώριζεν ότι θα εστέλλετο αύτη πλησίον σου και σήμερον το πρωί επήγεν εις την οικίαν σου, όπου οι άνθρωποί σου του είπον τι συνέβη.
Και τω έδειξε την πινακίδα, την οποίαν είχεν αφήσει ο Άουλος.
Ο Βινίκιος ανέγνωσε την επιστολήν και έμεινεν άφωνος επί τινας στιγμάς. Και μετ' ολίγον:
— Ήξευρες ότι ήθελε να φύγη; ανέκραξεν ο Βινίκιος.
— Ήξευρα, ότι δεν θα συγκατένευε να μεταβή εις την οικίαν σου διά να γίνη παλλακίς σου.
— Και συ, τι υπήρξες εις όλην την ζωήν σου;
— Εγώ ήμην δούλη.
Ο Βινίκιος ελύσσα εξ οργής· ο Καίσαρ του είχε προσφέρει δώρον την Λίγειαν· θα την ανεκάλυπτε· και αν ακόμη εκρύπτετο υπό την γην. Ναι! θα εγίνετο παλλακίς του.
Ανυπομονούσα η Ακτή υπέλαβε:
— Πρόσεξε μη την χάσης διά παντός, την ημέραν καθ' ην την ανεύρη ο
Καίσαρ.
— Τι λέγεις! . . .
— Άκουσε, Μάρκε! Χθες, εις τους κήπους η Λίγεια και εγώ συνηντήσαμεν την Ποππέαν και την μικράν Αυγούσταν, την οποίαν εβάσταζεν η Λίλιθ, η αιθιοπίς. Την εσπέραν, το παιδίον ησθένησε, και η Λίλιθ ισχυρίζεται ότι η ξένη θα το εμάγευσεν ή θα το εβάσκανεν. Εάν η μικρά αναρρώση, θα λησμονήσουν· αν όχι, η Ποππέα πρώτη θα κατηγορήση την Λίγειαν επί μαγεία, και τότε, όταν την ανεύρουν, δεν θα υπάρχη πλέον σωτηρία δι' αυτήν.
Επηκολούθησε μικρά σιγή· είτα ο Βινίκιος είπε:
— Πιθανόν να εμάγευσε την μικράν . . . όπως και εμέ επίσης.
— Η Λίλιθ επαναλαμβάνει, ότι το παιδίον ήρχισε να κλαίη άμα η Λίγεια μας αντιπαρήλθεν. Αυτό είναι το αληθές! θα ήτο βεβαίως ασθενές από πριν· Ζήτησέ την, Μάρκε· έστω! Αλλά προ της θεραπείας του παιδίου, μη κάμης λόγον περί της Λιγείας. Οι οφθαλμοί της αρκετά έκλαυσαν εξ αιτίας σου.
— Την αγαπάς, Ακτή; ηρώτησεν ο Βινίκιος με μελαγχολικήν φωνήν.
Μάλιστα! έμαθα να την αγαπώ, διότι την συνεπάθησα.
— Την αγαπάς· δεν σου απέδωκε μίσος αντί αγάπης καθώς εις εμέ!
— Άνθρωπε παράφορε και τυφλέ· εκείνη σε ηγάπα.
Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν.
— Δεν είναι αληθές!
Η Ακτή, η τόσον προσηνής συνήθως, ηγανάκτησε και αυτή και του είπε να σκεφθή, πώς είχε δοκιμάσει να την προσελκύση; Αντί να υποκλιθή ενώπιον της Πομπωνίας και του Αούλου, και να την ζητήση από αυτούς, την είχεν αρπάσει εξαπίνης από τους γονείς της τους θετούς. Ήθελε να την κάμη όχι σύζυγον, αλλά παλλακίδα, αυτήν, θυγατέρα βασιλέως. Είχε πλήξει τους αθώους οφθαλμούς της εις το θέαμα των οργίων. Είχε λησμονήσει τι ήτο ο οίκος των Αούλων, ποία ήτο η Πομπωνία, η θετή μήτηρ της Λιγείας; Δεν είχεν εννοήσει ότι η αθώα εκείνη κόρη θα προετίμα τον θάνατον παρά την ατίμωσιν! Λοιπόν, όχι! Η Λίγεια δεν της είχε κάμη εξομολογήσεις, αλλά τη είχεν ειπεί ότι επερίμενε την σωτηρίαν απ' αυτόν τον Βινίκιον. Και όταν ωμίλει δι' αυτόν ηρυθρία. Η καρδία της έπαλλε δι' αυτόν, αλλ' αυτός την ετρόμαξε, την εξηυτέλισε, την προσέβαλεν.
— Είναι πολύ αργά! εγόγγυσεν εκείνος.
Μία άβυσσος έχαινεν έμπροσθέν του. Δεν ήξευρε τι να πράξη, τι να επιχειρήση και πού να αποταθή. Ως μία ηχώ η Ακτή επανέλαβε: «Πολύ αργά!» και οι λόγοι ούτοι, προφερόμενοι από άλλο στόμα αντήχησαν δι' αυτόν ως θανατική απόφασις.
Και ητοιμάζετο να απομακρυνθή χωρίς μάλιστα να αποχαιρετήση την
Ακτήν, οπότε αίφνης το παραπέτασμα της θύρας του ατρίου ανεσύρθη.
Ο Βινίκιος είχεν ενώπιόν του την πενθηφορούσαν Πομπωνίαν Γραικίναν. Και αυτή είχε μάθη την εξαφάνισιν της Λιγείας, και σκεφθείσα ότι ήτο ευκολώτερον εις αυτήν παρά εις τον Άουλον να μεταβή πλησίον της Ακτής, ήρχετο να ζητήση πληροφορίας. Ιδούσα τον Βινίκιον, έστρεψε προς αυτόν το ασθενές και ωχρόν πρόσωπόν της.
— Μάρκε, ο Θεός να σου συγχωρήση το άδικον, το οποίον μας έκαμες, εις ημάς και εις την Λίγειαν.
Εκείνος ίστατο εκεί με σκυμμένην την κεφαλήν έχων συναίσθησιν της συμφοράς και της ευθύνης, ανίκανος να εννοήση ποίος Θεός έμελλε και ηδύνατο να τον συγχωρήση, και διατί η Πομπωνία ωμίλει περί συγγνώμης, ενώ έπρεπε να ομιλή περί εκδικήσεως.
Τέλος εξήλθε, χωρίς ελπίδας και εν πλήρει απογνώσει.
Αίφνης τον εσταμάτησεν ο Πετρώνιος. Ο Βινίκιος τον απώθησεν, αλλ' εκείνος τον έλαβεν από του βραχίονος και τον έσυρε προς εαυτόν.
— Εάν θέλης να μάθης κάτι διά την Λίγειαν, έλα μαζή μου, είπε, θα
σου ανακοινώσω τας σκέψεις μου.
Εισήλθον εις το εσωτερικόν περιστύλιον και εκάθησαν επί μαρμαρίνου καθίσματος διά να συνομιλήσουν.
— Η αρπαγή, είπεν ο Πετρώνιος, έγινε με τρόπον μυστηριώδη· δεν είναι έργον ούτε του Καίσαρος, ούτε του Αούλου. Ο γίγας Λιγειεύς θα την απήγαγεν, αλλά δεν ήτο δυνατόν μόνος του να επαρκέση εις την πράξιν αυτήν, θα είχε λοιπόν βοηθούς . . . . . .
— Ποίους;
— Τους ομοθρήσκους της Λιγείας,
— Ποίοι ομόθρησκοι; Ποίοι θεοί είναι ιδικοί των; Έπρεπεν εν τούτοις να μάθω τούτο καλλίτερον από σε.
— Δεν υπάρχει σχεδόν γυνή εν Ρώμη, ήτις να μη έχη τους θεούς της. Προφανώς η Πομπωνία την ανέθρεψεν εις την λατρείαν της θεότητος, την οποίαν αυτή πρεσβεύει. Την κατηγόρησαν ότι είναι χριστιανή. Ποία είναι η λατρεία αύτη; Δεν γνωρίζω. Έν πράγμα είνε βέβαιον ότι ποτέ δεν την είδαν εις κανένα ναόν να θυσιάζη εις τους θεούς μας.
— Η θρησκεία των είναι θρησκεία παραγγέλλουσα την συγγνώμην, είπεν ο Βινίκιος. Συνήντησα την Πομπωνίαν εις την οικίαν της Ακτής και μου είπεν: «Ο Θεός να σου συγχωρήση το άδικον που μας έκαμες!».
— Πρέπει να πιστεύσωμεν ότι ο Θεός των είναι ένας δικαστής πολύ επιεικής. Λοιπόν ας σε συγχωρήση, και ως σημείον συγχωρήσεως, ας αποδώση την κόρην.
— Θα του προσφέρω μίαν εκατόμβην αύριον, εάν μου έδιδε την Λίγειαν. Δεν θέλω ούτε να φάγω, ούτε να λουσθώ, ούτε να κοιμηθώ, θα γυρίσω ανά την πόλιν. Ίσως την εύρω. Είμαι ασθενής.
— Ο πυρετός σε κατατρώγει, είπεν ο Πετρώνιος.
— Τω όντι.
— Άκουσε . . . Δεν ηξεύρω τι θα σου παρήγγελλεν ένας ιατρός, αλλ' ηξεύρω πώς θα έκαμνα εγώ εις την θέσιν σου. Λοιπόν πριν ανευρεθή η μία, θα εζήτουν πλησίον μιας άλλης εκείνο το οποίον μου λείπει προς στιγμήν. Ναι, γνωρίζω καλά τι είναι ο έρως, και ότι, εάν επιθυμή τις μίαν γυναίκα, μία άλλη αδύνατον να την αναπληρώση. Αλλά δύναται κανείς πλησίον ωραίας δούλης να ζητήση παροδικήν διασκέδασιν.
— Δεν θέλω, είπεν ο Βινίκιος.
— Ίσως αι ιδικαί σου δεν σου αρέσουν, είπε μετά τινα σκέψιν. Αλλά . . . (και παρετήρησε την Ελληνίδα Ευνίκην), κύτταξε ολίγον αυτήν την Χάριτα. Πρό τινων ημερών ο νέος Φοντέιος μου προσέφερεν αντ' αυτής τρεις θαυμαστούς εφήβους εκ Κλαζομενών, τελειοτέρας των οποίων μορφάς δεν έπλασεν ο Θεός. Δεν εννοώ πώς μέχρι τούδε έμεινα αναίσθητος εις τα θέλγητρά της και όμως δεν είναι η ιδέα της Χρυσοθέμιδος, ήτις με ημπόδισε! Λοιπόν! σου την δίδω· λάβε την!
Η Ευνίκη ωχρίασε και προσηλώσασα προς τον Βινίκιον περιδεείς οφθαλμούς επερίμενε την απόφασίν του.
Εκείνος θλίβων τους κροτάφους με τας χείρας του, ήρχισε να ομιλή πολύ ταχέως ως άνθρωπος, τον οποίον βασανίζουν.
— Όχι! όχι . . . Δεν την θέλω· δεν θέλω καμμίαν. Σε ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω! θα υπάγω να ζητήσω την άλλην ανά την πόλιν. Ειπέ να μου δώσουν ένα μανδύαν γαλατικόν με κουκούλαν.
Ώρμησεν εις την θύραν και εξήλθεν.
Ο Πετρώνιος δεν εδοκίμασε να τον κρατήση. Αλλά μη πεισθείς εις την άρνησιν πάσης γυναικός, ήτις δεν ήτο η Λίγεια, και μη θέλων ίνα η μεγαλοψυχία του παρελθη εις μάτην, εστράφη προς την θεραπαινίδα:
— Ευνίκη, είπε, θα λουσθής, θα χρίσης το σώμα σου με μύρα και θα υπάγης εις τον Βινίκιον.
Εκείνη έπεσε γονυκλινής και συνάψασα τας χείρας ικέτευε να μη την απομακρύνουν από την οικίαν. «Δεν θα υπάγη, έλεγεν, εις του Βινικίου και προτιμά να μαστιγωθή. Δεν ήθελε! Δεν ηδύνατο! Και τον ικέτευε να την ευσπλαγχνισθή».
Ο Πετρώνιος ήκουε κατάπληκτος μίαν δούλην, ήτις ετόλμα να αντιτείνη εις διαταγήν, και έλεγε: «Δεν δύναμαι· δεν θέλω». Ήτο πράγμα τόσον ανήκουστον εν Ρώμη, ώστε κατ' αρχάς ενόμισεν ότι παρήκουσε. Τέλος συνέσπασε τας οφρύς.
Εις την οικίαν του οι δούλοι διήγον καλλίτερον ή αλλαχού, αλλ' υπό τον όρον να εκτελούν την υπηρεσίαν των με τρόπον άμεμπτον και να σέβωνται την θέλησιν του δεσπότου, όσον και την των θεών. Προσέβλεψε προς στιγμήν την γονυπετή και κλαίουσαν δούλην, και έπειτα είπεν:
— Ύπαγε να ζητήσης τον Τειρεσίαν.
Ολίγας στιγμάς κατόπιν η δούλη επέστρεφεν ακολουθουμένη από τον Κρήτα
Τειρεσίαν, τον φύλακα του προθαλάμου.
— Λάβε την Ευνίκην, και δώσε της εικοσιπέντε μαστιγώσεις, αλλά χωρίς
να βλάψης το δέρμα της, είπεν ο Πετρώνιος.
Και εγερθείς μετέβη εις την βιβλιοθήκην, εκάθησε πλησίον τραπέζης εκ φαιού μαρμάρου, και ήρχισε να εργάζηται εις το σύγγραμμά του «το Συμπόσιον του Τρικλίωνος». Η φυγή της Λιγείας και η ασθένεια της μικράς Αυγούστας συνεκράτουν τόσον πολύ την σκέψιν του, ώστε δεν ηδυνήθη να γράψη επί πολλήν ώραν. Η ασθένεια εκείνη ιδίως ήτο σημαντικόν γεγονός. Εάν ο Καίσαρ επείθετο, ότι η Λίγεια έκαμε μαγείας εις το βρέφος, ο Πετρώνιος ήτο δυνατόν να ευρεθή εις δυσάρεστον θέσιν, διότι κατ' αίτησίν του είχον οδηγήση την κόρην εις το παλάτιον. Εφοβείτο την οργήν του Καίσαρος, εβασίζετο όμως και επί της Ποππέας, ήτις τον εξετίμα και τον συνεπάθει. Έσεισε τους ώμους όπως αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος.
Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων υπηρετών και την Ευνίκην.
— Εμαστιγώθης; ηρώτησεν.
Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον της τηβέννου του.
— Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα! . . . .
Εις την φωνήν της εφαίνετο να πάλλη χαρά και ευγνωμοσύνη, διότι μετά τας μαστιγώσεις θα έμενε και πάλιν εις την οικίαν και δεν θα εστέλλετο εις του Βινικίου. Ο Πετρώνιος, εννοήσας τούτο, εξεπλάγη. Πλην ήτο τόσον καλός γνώστης της ανθρωπίνης ψυχής, ώστε εμάντευσεν, ότι μόνος ο έρως ηδύνατο να είναι η αιτία τοιαύτης ισχυρογνωμοσύνης.
— Έχεις λοιπόν εραστήν εδώ; ηρώτησεν.
Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους γαλανούς οφθαλμούς της, πλήρεις δακρύων, και απήντησε με φωνήν δυσδιάκριτον:
— Ναι, ναι αυθέντα!
Οι οφθαλμοί της, η χρυσή λυτή κόμη της και το τεταραγμένον πρόσωπόν της ήσαν τόσον ωραία, ώστε ο Πετρώνιος ησθάνθη συμπάθειάν τινα προς αυτήν.
— Ποίος είνε ο εραστής σου; ηρώτησε δεικνύων τους δούλους.
Η νεάνις έκλινε το πρόσωπόν της μέχρι των ποδών του κυρίου της και έμεινεν ακίνητος. Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα εις τους άνδρας. Παρετήρησε την Ευνίκην κειμένην παρά τους πόδας του και μετέβη εις το τρίκλινον χωρίς πλέον να ομιλήση.
Μετά το γεύμα του μετέβη εις το παλάτιον, κατόπιν εις την οικίαν της
Χρυσοθέμιδος, όπου έμεινε πολύ αργά.
Όταν επέστρεψεν εις την οικίαν:
— Η Ευνίκη έλαβε τας μαστιγώσεις; ηρώτησε τον Τειρεσίαν.
— Ναι, αυθέντα. Αλλ' είχες διατάξει να μη της βλάψω το δέρμα.
— Καλά! Ποίος από τους δούλους είναι εραστής της;
— Κανείς δεν είναι εραστής της, αυθέντα.
— Τι γνωρίζεις περί της διαγωγής της;
— Η Ευνίκη δεν εξέρχεται ποτέ την νύκτα από τον κοιτώνα, όπου κοιμάται ομού με την γραίαν Ακρισιώνην. Μετά το λουτρόν, αυθέντα, δεν μένει ποτέ εις τας θέρμας . . . Αι άλλαι γυναίκες την εμπαίζουν και την ονομάζουν σκωπτικώς Άρτεμιν.
— Αρκεί, είπεν ο Πετρώνιος, ο συγγενής μου Βινίκιος, εις τον οποίον είχα δωρήσει την Ευνίκην σήμερον το πρωί, δεν την εδέχθη· θα μείνη εις την οικίαν. Ύπαγε.
— Αυθέντα, δύναμαι να σας είπω κάτι τι;
— Λέγε.
— Όλη η οικία μας, αυθέντα, ομιλεί περί της φυγής της κόρης εκείνης, ήτις ώφειλε να κατοικήση πλησίον του ευγενούς Βινικίου. Μετά την αναχώρησίν σου, η Ευνίκη ήλθεν εις εμέ και μου είπεν, ότι γνωρίζει ένα άνθρωπον, όστις θα ήτο ικανός να την ανεύρη.
— Καλά. Αύριον ο άνθρωπος αυτός πρέπει να ευρίσκεται εδώ, θα υπάγης επίσης να παρακαλέσης εξ ονόματός μου τον Βινίκιον να έλθη το πρωί διά να συναντηθή με αυτόν.
Μόλις ο Πετρώνιος συνεπλήρωνε τον στολισμόν του εις το ουγκτώριον, ότε εισήλθεν ο Βινίκιος, τον οποίον είχε προσκαλέσει ο Τειρεσίας. Όταν ο Τειρεσίας του είπεν ότι άνθρωπός τις ισχυρίζετο ότι ήτο ικανός να ανεύρη την Λίγειαν, ο Βινίκιος έτρεξεν αμέσως εις του Πετρωνίου και ήρχισε τας ερωτήσεις.
— Πρόκειται, απεκρίθη ο Πετρώνιος, διά κάποιον, ο οποίος θα φανή χρήσιμος εις τας ερεύνας. Εντός ολίγου η Ευνίκη, ήτις γνωρίζει τον άνθρωπον, θα έλθη να διευθετήση τας πτυχάς της τηβέννου μου. Και θα μας δώση πληροφορίας.
— Η Ευνίκη εκείνη, την οποίαν ήθελες να μου δώσης χθες;
— Εκείνη την οποίαν απεποιήθης, δι' ό άλλως τε σε ευχαριστώ, επειδή είναι η καλλιτέρα πτυχήτρια, ήτις υπάρχει εν Ρώμη.
Τω όντι η Ευνίκη εισήλθε πάραυτα.
— Ευνίκη, είπεν ο Βινίκιος, ο άνθρωπος περί του οποίου ωμίλησες χθες εις τον Τειρεσίαν είναι εδώ;
— Μάλιστα, αυθέντα, περιμένει εις το άτριον.
— Πώς ονομάζεται;
— Χίλων Χιλωνίδης.
— Τι επάγγελμα έχει;
— Είναι ιατροφιλόσοφος και χρησμολόγος, γνωρίζει δε να αναγινώσκη
την μοίραν των ανθρώπων και να προλέγη.
Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος εισήλθον εις το άτριον, όπου επερίμενεν ο
Χίλων Χιλωνίδης, όστις τους εχαιρέτησεν υποκλινέστατα.
Ο άνθρωπος όστις ίστατο όρθιος ενώπιόν των είχε κάτι το ποταπόν συνάμα και γελοίον. Δεν ήτο γέρων· εις την ακάθαρτον γενειάδα του και εις την ούλην κόμην του μόλις εφαίνοντο εδώ και εκεί ολίγαι τρίχες πολιαί. Η κοιλία του ήτο κοίλη, οι ώμοι του κυρτοί εις τρόπον ώστε εκ πρώτης όψεως εφαίνετο κυφός. Η τεραστίων διαστάσεων κεφαλή του με το διαπεραστικόν βλέμμα του ωμοίαζε με το ρύγχος του πιθήκου και της αλώπεκος. Μικραί φλύκταιναι εστιγμάτιζον το υποκίτρινον δέρμα του και μετεβάλλοντο εις οιδήματα επί μιας ρινός, την οποίαν η οινοποσία είχε καταστήσει ιόχρουν.
Η αμαυρά ενδυμασία του, και ο εκ τριχών αιγός χιτών και μανδύας του εμαρτύρει πενίαν αληθή ή προσποιητήν.
Επί τη θέα του, ο ομηρικός Θερσίτης ήλθεν εις τον νουν του Πετρωνίου, και απαντήσας διά σημείου εις τον χαιρετισμόν του είπεν:
— Χαίρε Θερσίτα. Πώς πηγαίνουν τα οιδήματα τα οποία σου επροξένησεν ο θείος Οδυσσεύς υπό τα τείχη της Τροίας, και τι κάμνει ο ίδιος εις τα Ηλύσια πεδία;
— Ευγενή αυθέντα, απήντησεν ο Χίλων Χιλωνίδης, ο σοφώτατος των νεκρών, ο Οδυσσεύς πέμπει δι' εμού εις τον Πετρώνιον, τον σοφώτατον μεταξύ των ζώντων, ένα χαιρετισμόν και την παράκλησιν όπως καλυφθώσιν αι ουλαί των κτυπημάτων μου διά καινουργούς μανδύου.
— Μα την τριπλήν Εκάτην! ανέκραξεν ο Πετρώνιος, η απάντησις είναι αξία ενός μανδύου. . .
Αλλ' η συνδιάλεξις διεκόπη υπό του Βινικίου, όστις ηρώτησεν αμέσως:
— Ηξεύρεις ακριβώς με τι θα επιφορτισθής;
— Την νύκτα της προχθές, απεκρίθη ο Χίλων, ήρπασαν μίαν νέαν, καλουμένην Λίγειαν, ή μάλλον Γαλλίναν, θετήν θυγατέρα του Αούλου Πλαυτίου. Οι δούλοι σου, αυθέντα, την μετέφερον από το ανάκτορον του Καίσαρος εις την οικίαν σου. Αισθάνομαι την δύναμιν να την ανακαλύψω εις την πόλιν, ή, αν κατέλιπε την πόλιν, όπερ απίθανον, να σου υποδείξω, ευγενή τριβούνε, πού εύρε καταφύγιον.
— Καλά, είπεν ο Βινίκιος, εις τον οποίον ήρεσεν η σαφήνεια της απαντήσεως. Και ποια μέσα έχεις;
Ο Χίλων εμειδίασε πανούργως.
— Τα μέσα είνε εις την δύναμίν σου, αυθέντα· εγώ έχω μόνον το
πνεύμα.
Ο Πετρώνιος εμειδίασεν ωσαύτως, διότι ήτο λίαν ευχαριστημένος από τον ξένον του.
— Ο άνθρωπος ούτος θα δυνηθή να την ανεύρη, είπε καθ' εαυτόν.
— Πόθεν γνωρίζεις την Ευνίκην; είπε μεγαλοφώνως.
— Ήλθε να μου ζητήση συμβουλήν, επειδή η φήμη μου είχε φθάσει μέχρις αυτής.
— Ποίαν συμβουλήν;
— Μίαν συμβουλήν περί έρωτος, αυθέντα. Ήθελε να θεραπευθή από έρωτα ασυμβίβαστον.
— Και την εθεράπευσες;
— Έκαμα κάτι καλλίτερον, αυθέντα, της έδωκα έν φάρμακον, το οποίον γεννά τον έρωτα αμοιβαίον. Εις την Πάφον της Κύπρου υπάρχει ναός όπου ευρίσκεται η ζώνη της Αφροδίτης. Της έδωσα δύο κλωστές από την ζώνην αυτήν.
— Και επληρώθης ακριβά δι' αυτό;
— Τοιαύτη εκδούλευσις αξίζει όσον και αν ζητήση κανείς.
— Ποία είνε η πατρίς σου, Χίλων;
— Κατάγομαι από τας δυτικάς χώρας του Ευξείνου πόντου, αυθέντα.
— Είσαι μέγας, Χίλων!
— Είμαι φιλόσοφος, αλλ' η αρετή και η σοφία τόσον ολίγον εκτιμώνται σήμερον ώστε και ο φιλόσοφος αναγκάζεται να ζητήση άλλους πόρους ζωής.
— Ποίοι είναι οι πόροι σου;
— Να μανθάνω όλα τα συμβαίνοντα και να παρέχω τας πληροφορίας μου εις τους έχοντας ανάγκην αυτών. Όταν δραπετεύση είς δούλος με αξίαν, ποίος άλλος τον ανευρίσκει από εμέ; Όταν εις τους τοίχους εμφανίζονται επιγραφαί προσβλητικαί δια την θείαν Ποππέαν, τις υποδεικνύει τους ενόχους; Ποίος ανακαλύπτει εις τα βιβλιοπωλεία στίχους κατά του Καίσαρος; Ποίος αναφέρει τα λεγόμενα εις τας οικίας των συγκλητικών και των ιππέων; Και ποίος φέρει τας επιστολάς, τας οποίας δεν θέλουν να εμπιστευθώσιν εις δούλον; Ποίος μαντεύει τα συμβαίνοντα εις οικίαν τινά από του ατρίου μέχρι του κήπου; Ποίος γνωρίζει όλας τας οδούς, όλα τα αδιέξοδα, όλας τας κρύπτας; Ποίος ηξεύρει ότι λέγεται εις τας θέρμας, εις τον ιππόδρομον, εις τας αγοράς, εις τα σχολεία των θηριομάχων, εις τα παραπήγματα των δουλεμπόρων, ακόμη και εις τα αμφιθέατρα; Ποίος άλλος από τον Χίλωνα;
— Μα όλους τούς θεούς! Αρκεί, κλεινέ σοφέ . . . Ηξεύρομεν τώρα τι είσαι . . .
Και αυτός ο Βινίκιος ήτο ευχαριστημένος, διότι έλεγε καθ' εαυτόν, ότι είς τοιούτος άνθρωπος, ως κύων κυνηγετικός, όταν άπαξ ετίθετο επί τα ίχνη, δεν θα εσταμάτα πριν ή εύρη το κρησφύγετον.
— Καλά, είπεν έχεις ανάγκην οδηγιών;
— Έχω ανάγκην όπλων.
— Ποίων όπλων; ηρώτησεν ο Βινίκιος έκπληκτος.
Ο Έλλην ήνοιξε την παλάμην και έκαμε με την άλλην χείρα χειρονομίαν σημαίνουσαν ότι ήθελε να του μετρήση χρήματα.
— Οι καιροί το επιβάλλουν αυθέντα, είπε μετά στεναγμού.
— Τότε, θα είσαι ο πείσμων άνθρωπος, ο οποίος καταλαμβάνει το
φρούριον εξ εφόδου λαμβάνων σάκκους χρυσού.
— Είμαι απλούστατα πτωχός φιλόσοφος, απεκρίθη εκείνος με ταπεινόν
ύφος. Τον χρυσόν τον φέρετε σεις.
Ο Βινίκιος του έρριψεν έν βαλάντιον.
Εκείνος το ήρπασε πριν πέση κατά γης.
— Έπειτα ήγειρε την κεφαλήν και είπε:
— Αυθέντα, γνωρίζω περί της υποθέσεως περισσότερα από όσα υποθέτεις. Δεν ήλθον εδώ με κενάς τας χείρας, είπεν, ενθυλακώνων το βαλάντιον. Ηξεύρω ότι η παρθένος δεν απήχθη από τους Αούλους, διότι ωμίλησα ήδη με τους δούλους των. Ηξεύρω ότι δεν είναι ούτε εις το Παλατίνον, όπου όλοι ασχολούνται με την μικράν Αυγούσταν. Ηξεύρω, ότι η φυγή της προητοιμάσθη παρ' ενός δούλου προερχομένου εκ της αυτής με εκείνην χώρας. Δεν ηδυνήθη να εύρη βοήθειαν από τους δούλους, διότι οι δούλοι συνδέονται μεταξύ των και δεν θα την εβοήθουν εναντίον δούλων ιδικών σου. Δεν ηδυνήθη να εύρη βοήθειαν παρά μόνον από τους ομοθρήσκους της.
— Ακούεις, Βινίκιε! διέκοψεν ο Πετρώνιος, δεν το είπα εγώ;
— Είνε μεγάλη τιμή δι' εμέ, είπεν ο Χίλων. Η παρθένος, αυθέντα, εξηκολούθησεν, απευθυνόμενος προς τον Βινίκιον, λατρεύει ασφαλώς την αυτήν θεότητα την οποίαν και η πλέον ενάρετος Ρωμαία, η Πομπωνία, αλλά δεν ηδυνήθην να μάθω από τους ανθρώπους της ποίος Θεός είνε ο παρ' αυτής λατρευόμενος και πώς εκαλούντο οι πιστοί του. Εάν ηδυνάμην να το μάθω θα επήγαινα πλησίον των, θα εγινόμην ο ευσεβέστερος των προσηλύτων και θα είλκυον την εμπιστοσύνην των. Αλλά συ κύριε, συ όστις, καθώς γνωρίζω, διήλθες δεκαπέντε ημέρας εις την οικίαν του ευγενούς Αούλου, θα δύνασαι να μου δώσης πληροφορίαν τινά περί της θρησκείας ταύτης;
— Όχι . . . είπεν ο Βινίκιος.
— Δεν παρετήρησες, ένδοξε Τριβούνε, ιεροτελεστίαν τινά ή αντικείμενόν τι λατρείας . . . κανέν αγαλμάτιον ή ανάθημα ή φυλακτά; Δεν τας είδες να χαράττωσι σημεία τα οποία η Πομπωνία και η νεαρά ξένη μόναι ηδύναντο να εννοήσωσιν;
— Σημεία; . . . Στάσου! . . . Ναι! Μίαν ημέραν είδα την Λίγειαν να χαράττη ένα ιχθύν εις την άμμον.
— Ένα ιχθύν; Άαα! Ω! Άπαξ ή πολλάκις;
— Άπαξ.
— Και είσαι βέβαιος, αυθέντα, ότι εχάραξεν ένα . . . ιχθύν; Ω!
— Ναι! είπεν ο Βινίκιος, καταστάς περίεργος. Μαντεύεις τι σημαίνει τούτο;
— Ναι μαντεύω! ανέκραξεν ο Χίλων.
Και ποιήσας υπόκλισιν, προσέθηκεν:
— Είθε η Τύχη να σας πληροί πάντοτε με τα δώρα της, αυθένται εκλαμπρότατοι.
— Ειπέ να σου δώσουν ένα μανδύαν! είπεν ο Πετρώνιος.
— Ο Οδυσσεύς σου διαβιβάζει τας ευχαριστίας του διά τον Θερσίτην, απήντησεν ο Έλλην.
Εχαιρέτισε πάλιν και εξήλθε.
— Τι φρονείς περί του εντίμου τούτου σοφού; ηρώτησεν ο Πετρώνιος.
— Φρονώ ότι θα ανεύρη την Λίγειαν, ανέκραξεν ο Βινίκιος περιχαρής, αλλά φρονώ προσέτι ότι εάν υπήρχε κάπου βασίλειον των αγυρτών, θα ηδύνατο να βασιλεύση εκεί.
— Χωρίς άλλο, φίλε μου. Πρέπει να κάμω καλλιτέραν γνωριμίαν με αυτόν τον στωικόν, αλλ' εν τω μεταξύ θα διατάξω να απολυμάνουν το άτριον.
Ο Χίλων Χιλωνίδης έπαιζεν εις την χείρα του υπό τας πτυχάς του μανδύου του το βαλάντιον το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, εθαύμαζε δε το βάρος του και ευαρέστως ήκουε τον ήχον του. Εβάδιζε βραδέως και έστρεφε προς τα οπίσω διά να ίδη μήπως τον κατεσκόπευε κανείς από τον οίκον του Πετρωνίου. Διέβη την στοάν της Λιβίας και φθάσας εις την γωνίαν του Κλίβου Βιμπρίου, διηυθύνθη προς την Σουββούρην.
«Πρέπει να υπάγω εις του Σπόρου, έλεγε καθ' εαυτόν, να πιώ ολίγο κρασάκι προς τιμήν της τύχης. Είναι εύρημα δι' εμέ ο Βινίκιος, είναι άνθρωπος τον οποίον ζητούσα από πολλού, εκμεταλλεύσιμος όσον παίρνει. . . . Α! Εχάραξε, λέγει, επί της άμμου ένα ιχθύν; Τι να σημαίνη άρα γε αυτό; Θα το μάθω! Ακόμη ένα βαλάντιον ως αυτό και θα δυνηθώ να αφήσω την βακτηρίαν μου την επαιτικήν και να αγοράσω ένα δούλον . . . Ε! Αλλά τι θα έλεγες, Χίλων, εάν σε εσυμβούλευα να αγοράσης όχι δούλον, αλλά δούλην; Σε γνωρίζω ότι δεν θα έλεγες όχι! Εάν ηδύνατο να είνε τόσον ευειδής, όσον η Ευνίκη, επί παραδείγματι, θα ανενεούσο πλησίον της και μάλιστα θα είχες αυτήν ως πηγήν κέρδους έντιμον και ακίνδυνον. Επώλησα εις την δυστυχισμένην Ευνίκην δύο κλωστές από τον παλαιόν μανδύαν μου. Είναι εύμορφη, και εάν μου την επρόσφερεν ο Πετρώνιος . . . Ναι, ναι, Χίλων Χιλωνίδη, είσαι ξένος και ορφανός, λάβε όπως ημπορέσης μίαν δούλην τουλάχιστον διά να σε παρηγορή. Αλλ' ιδού έφθασα εις του Σπόρου αυτού του κλέπτου. Το καπηλείον του είνε ο τόπος πού πληροφορείται κανείς ευκολώτερα».
Εισήλθεν εις το καπηλείον και παρήγγειλε να του φέρουν δοχείον πλήρες μαύρου οίνου. Επειδή ο κάπηλος έρριψε βλέμμα δυσπιστίας, εκείνος εβύθισε την χείρα εις το δισάκκιόν του, εξήγαγε νόμισμα χρυσούν και το απέθεσεν επί της τραπέζης.
— Σπόρε, είπε, σήμερον ειργάσθην με τον Σενέκαν από τα εξημερώματα έως το μεσημέρι, και ιδού τι μου έδωκεν ο φίλος μου ως εφόδιον.
Οι στρογγύλοι οφθαλμοί του Σπόρου έγιναν ακόμη στρογγυλώτεροι, και ο οίνος ευρέθη ενώπιον του Χίλωνος. Ούτος έβρεξε τον δάκτυλόν του εντός αυτού, εχάραξεν ένα ιχθύν επί της τραπέζης, και είπεν:
— Ειξεύρεις τι σημαίνει τούτο;
— Ψάρι! Μεγάλο πράγμα! . . . είναι ψάρι . . .
— Και συ είσαι ένας ηλίθιος, αν και βάζεις αρκετό νερό στο κρασί, που μας δίνεις, και ημπορεί κανείς να ευρίσκη μέσα σ' αυτό ψάρια. Μάθε λοιπόν ότι αυτό είναι σύμβολον, το οποίον εις την γλώσσαν των φιλοσόφων σημαίνει «Μειδίαμα της τύχης». Εάν εμάντευες, ίσως θα έκαμνες περιουσίαν. Τίμα τους φιλοσόφους, σου λέγω, άλλως δε θα αλλάξω ταβέρναν, όπως με συμβουλεύει προ πολλού ο αρχαίος φίλος Πετρώνιος.
Επί τινας ημέρας μετά ταύτα ο Χίλων ουδαμού εφαίνετο. Ο Βινίκιος, όστις από της στιγμής καθ' ην τα αισθήματα της Λιγείας του έγιναν γνωστά, επεθύμει μανιωδέστερον ακόμη να την επανεύρη, ήρχισε να κάμη ερεύνας προσωπικώς, διότι δεν ήθελεν ούτε ηδύνατο να ζητήση συνδρομήν από τον Καίσαρα, τον οποίον κατέτρυχεν η κατάστασις της υγείας της μικράς Αυγούστας.
Ούτε αι θωπείαι, ούτε αι προσευχαί, αι ευχαί και η ιατρική επιστήμη, ούτε όλα τα είδη της μαγγανείας, των οποίων έκαμον χρήσιν μέχρι τέλους, ηδυνήθησαν να αποτρέψουν το δυστύχημα. Μετά οκτώ ημέρας η παιδίσκη απέθανεν.
Η αυλή και η πόλις επένθησαν. Ο Καίσαρ, όστις εις την γέννησιν της παιδίσκης είχε γίνει τρελλός από χαράν, τώρα κατέστη τρελλός από απελπισίαν.
Ο Πετρώνιος ήτο λίαν ανήσυχος. Όλη η πόλις εγνώριζεν ήδη ότι η Ποππέα απέδιδε τον θάνατον εις μαγείας. Οι ιατροί επανελάμβανον τούτο μεριμνώντες να κολάσουν την αποτυχίαν της τέχνης των, και μετ' αυτών οι ιερείς, των οποίων αι θυσίαι απεδείχθησαν ανίσχυροι, και οι μάγοι, οίτινες έτρεμον διά την ζωήν των, και ο λαός. Επί δύο ημέρας ο Καίσαρ δεν έλαβε τροφήν και αν και το Παλάτιον επολιορκείτο από πλήθη συγκλητικών και πατρικίων, οίτινες υπέβαλλον τα συλλυπητήριά των, εκείνος δεν ήθελε να ίδη κανένα.
Ο Πετρώνιος ήτο ευχαριστημένος, διότι είχε γείνει άφαντος η Λίγεια. Αλλ' επειδή δεν ήθελε να γίνη κακόν εις τους Αούλους, ούτε εις τον εαυτόν του, καθώς και εις τον Βινίκιον, ευθύς ως ήρθη η κυπάρισσος, ήτις είχε τοποθετηθή έμπροσθεν του Παλατινού εις ένδειξιν πένθους, μετέβη εις την υποδοχήν, ήτις θα εγίνετο διά τους συγκλητικούς και τους πατρικίους. Ήθελε, διά να ενεργήση εν γνώσει της υποθέσεως, να μάθη μέχρι τίνος σημείου η ιδέα των μαγειών ήτο εγκεχαραγμένη εις το πνεύμα του Νέρωνος.
Με τα βλέμματα ατενώς προσηλωμένα εις έν σημείον του ορίζοντος, ο Νέρων ως απολιθωμένος ήκουε τους παρηγορητικούς λόγους τους οποίους αφθόνως τω παρείχον οι συγκλητικοί και οι ιππόται. Ήτο προφανές ότι, καίτοι έπασχεν, ανελογίζετο προ πάντων το αποτέλεσμα, το οποίον η οδύνη του επέφερεν επί τους παρεστώτας. Ιδών τον Πετρώνιον εσκίρτησε και με τραγικήν φωνήν:
— Ουαί! . . . Και συ είσαι αίτιος του θανάτου! Εξ αιτίας σου εισήλθεν εις τα τείχη ταύτα το κακόν πνεύμα, το οποίον δι' ενός βλέμματος απεμύζησε την ζωήν από την καρδίαν της . . . . Συμφορά μου! Ήθελα οι οφθαλμοί μου να μη έβλεπον ποτέ το φως του ηλίου! . . Δυστυχία μου! . . Ουαί! Ουαί!
Υψώσας την φωνήν εξέπεμπε σπαρακτικάς κραυγάς. Αλλ' ο Πετρώνιος αιφνιδίως απεφάσισε να ρίψη τον κύβον και να παίξη την τύχην του διά μιας. Τείνας την χείρα, απέσπασε ταχέως το μανδήλιον, το οποίον ο Νέρων είχε περί τον λαιμόν του, και το έθεσεν επί του στόματός του.
— Δέσποτα, είπε με βαθείαν κατάνυξιν, βάλε πυρ εις την Ρώμην και εις το σύμπαν, εν τη λύπη σου, αλλά διατήρησον δι' ημάς την φωνήν σου!
Οι παρεστώτες έμειναν εμβρόντητοι. Και ο ίδιος ο Νέρων εξεπλάγη. Μόνος ο Πετρώνιος έμεινεν απαθής. Εγνώριζε καλώς τι έπραττεν, εγνώριζεν ότι ο Τέρπνος και ο Διόδωρος είχον ρητήν διαταγήν να κλείσωσι το στόμα του Καίσαρος, μόλις ούτος εκβάλλων άμετρον φωνήν, εξέθετε τον λαιμόν του εις κίνδυνον.
— Καίσαρ, εξηκολούθησε μετά της αυτής θλιβεράς αξιοπρεπείας, υπέστημεν μεγάλην απώλειαν. Ας μας μείνη τουλάχιστον ως παρηγορία ο θησαυρός ούτος της φωνής σου!
Το πρόσωπον του Νέρωνος έτρεμε, και μετά μίαν στιγμήν, άφθονα δάκρυα έρρεον από των οφθαλμών του. Εστηρίχθη με τας δύο χείρας επί των βραχιόνων του Πετρωνίου, έθεσε την κεφαλήν επί του στήθους του και επανέλαβε μετά λυγμών:
— Είσαι ο μόνος, ο μόνος όστις εσκέφθης αυτό. Συ μόνος, Πετρώτριε· συ μόνος!
Ο Τιγελλίνος ωχρίασεν εκ πείσματος. Ο Πετρώνιος εξηκολούθησε:
— Αναχώρησον εις το Άντιον! Εκεί η μακαρίτις είδε το φως, εκεί εγνώρισες την χαράν, εκεί θα σου έλθη η γαλήνη. Ο αήρ της θαλάσσης θα δροσίση τον λάρυγγά σου τον θείον, οι πνεύμονές σου θα εισπνεύσωσι την άλμην την υγράν. Ημείς, οι πιστοί σου, θα σε ακολουθώμεν παντού και ενώ θα προσπαθώμεν να μετριάζωμεν την λύπην σου διά της φιλίας, συ θα μας παρηγορής διά του άσματός σου.
— Ναι, είπεν ο Νέρων με περίλυπον φωνήν, θα κάμω ύμνον προς τιμήν της, και θα συνθέσω την μουσικήν.
— Και έπειτα θα υπάγης να ζητήσης τον ήλιον εις τας Βαΐας.
— Και έπειτα θα ζητήσω την λήθην εις την Ελλάδα.
— Εις την χώραν της ποιήσεως και του άσματος!
Όταν απήλθε του Παλατιού ο Πετρώνιος μετέβη εις του Βινικίου και του διηγήθη το συμβάν.
— Όχι μόνον απέτρεψα τον κίνδυνον από τον Πλαύτιον και την Πομπωνίαν, αλλά τον απεσόβησα και από ημάς τους δύο και από την Λίγειαν αυτήν, την οποίαν δεν θα καταδιώξουν· υπέβαλα την ιδέαν εις αυτόν τον ξανθοπώγωνα πίθηκον να αναχωρήση διά το Άντιον και εκείθεν διά την Νεάπολιν και τας Βαΐας. Ονειροπολεί να απέλθη εις την Ελλάδα, όπου επιθυμεί να ψάλη εις όλας τας πόλεις τας οπωσούν σημαντικάς, και ύστερον, με τους στεφάνους τους οποίους θα του προσφέρουν οι «Γραικοί», θα κάμη θριαμβευτικήν είσοδον εις την Ρώμην. Εν τω μεταξύ θα δυνηθώμεν να αναζητήσωμεν την Λίγειαν εν πάση ελευθερία, και να την θέσωμεν εις τόπον ασφαλή. Ό,τι και αν ανακαλύψης να μου το αναγγείλης εις το Άντιον, όπου θα μεταβώ με τον Καίσαρα.
— Καλά!
Ητοιμάζοντο να αποχαιρετίσουν αλλήλους, όταν είς δούλος ανήγγειλεν ότι ο Χίλων Χιλωνίδης ανέμενεν εις τον προθάλαμον και εζήτει να εισαχθή πλησίον του οικοδεσπότου.
Ο Βινίκιος διέταξε να τον εισαγάγωσιν αμέσως.
— Χαρά και ευδαιμονία εις τον ευγενή χιλίαρχον και εις σε, δέσποτα, είπεν εισερχόμενος ο Χίλων.
— Χαίρε, νομοθέτα της αρετής και της σοφίας, απήντησεν ο Πετρώνιος.
Ο Βινίκιος ηρώτησε με προσποιητήν αταραξίαν:
— Τι νέα φέρεις;
— Την πρώτην φοράν, αυθέντα, σου έφερα την ελπίδα· τώρα κομίζω την βεβαιότητα, ότι η κόρη θα ανευρεθή.
— Όπερ σημαίνει ότι δεν την ανεύρες μέχρι τούδε;
— Ναι, αυθέντα, αλλ' ανεκάλυψα την έννοιαν του σημείου το οποίον είχε χαράξει έμπροσθέν σου· γνωρίζω τίνες είναι οι άνθρωποι, οίτινες την ήρπασαν και γνωρίζω ποίαν θεότητα λατρεύουσιν.
Ο Βινίκιος ηθέλησε να αναπηδήση από του σκίμποδος, εφ' ου εκάθητο, αλλ' ο Πετρώνιος του έθεσε την χείρα επί του ώμου και είπεν:
— Εξακολούθει.
— Είσαι απολύτως βέβαιος, κύριε, ότι η κόρη εχάραξεν ιχθύν επί της άμμου;
— Μάλιστα.
— Τότε η Λίγεια είναι χριστιανή. Και εκείνοι που την ήρπασαν είναι οι χριστιανοί.
Επηκολούθησε κατάπληξις και σιωπή.
— Άκουσε, Χίλων, είπε τέλος ο Πετρώνιος. Ο ανεψιός μου σου υπεσχέθη γενναίον χρηματικόν ποσόν, εάν ανεύρισκες την κόρην, αλλ' όχι ολιγώτερον ποσόν μαστιγώσεων εάν ζητής να τον απατήσης.
Η κόρη είνε Χριστιανή, αυθέντα, ανέκραξεν ο Έλλην.
— Σκέψου, Χίλων, δεν είσαι ανόητος.
— Ειξεύρομεν ότι κατηγόρησαν την Πομπωνίαν, ότι είναι προσήλυτος των χριστιανικών δεισιδαιμονιών, αλλ' ηξεύρομεν προσέτι, ότι το οικογενειακόν δικαστήριον την απέπλυνεν από της κατηγορίας ταύτης, την οποίαν συ επαναλαμβάνεις τώρα, ως φαίνεται. Μήπως θέλεις να μας πείσης, ότι η Πομπωνία, και μετ' αυτής η Λίγεια ανήκουσιν εις την αίρεσιν των εχθρών του ανθρωπίνου γένους, των φαρμακευτών των κρηνών και φρεάτων, των λατρευόντων μίαν κεφαλήν όνου, των ανθρώπων, οίτινες σφάζουσι τα παιδία και παραδίδονται εις τα ατιμότερα όργια; Σκέψου, Χίλων· η θέσις αύτη, την οποίαν υποστηρίζεις ενώπιόν μας, μήπως είνε κίνδυνος να αντηχήση ως αντίθεσις επί της ράχεώς σου;
Ο Χίλων εξέτεινε τας χείρας του, θέλων να είπη ότι τούτο δεν ήτο σφάλμα του. Και έπειτα προσέθηκε:
— Γιέζους Χρίστους, Ντέι Φίλιους, Σαλβάτωρ. Πρόφερε, αυθέντα, ελληνιστί την φράσιν αυτήν.
— Καλά!.,. Ιησούς Χριστός, Θεού Υιός, Σωτήρ. Και έπειτα;
— Τώρα, λάβε το αρχικόν γράμμα εκάστης των λέξεων τούτων και ένωσον τα γράμματα ταύτα διά να σχηματίσουν μίαν νέαν λέξιν.
— ΙΧΘΥΣ! είπε μετ' εκπλήξεως ο Πετρώνιος.
— Ιδού διατί ο ιχθύς έγεινε το σύμβολον των χριστιανών, απήντησεν
υπερηφάνως ο Χίλων.
Εσιώπησαν. Εις τον συλλογισμόν του Έλληνος ενυπήρχε τι το αναντίρρητον· οι δύο φίλοι δεν ηδύναντο να κρύψωσι την έκπληξίν των.
— Όπερ σημαίνει, είπεν ο Πετρώνιος, ότι η Πομπωνία και η Λίγεια φαρμακώνονν τα φρέατα, σφάζουν τα παιδία τα αρπαζόμενα από τους δρόμους, και παραδίδονται εις την ακολασίαν, όπως όλοι οι χριστιανοί.
— Είναι βλακεία! Συ, Βινίκιε, διέτριψες επί περισσότερον χρόνον εις την οικίαν των. Εγώ γνωρίζω αρκετά τον Άουλον και την Πομπωνίαν, και την Λίγειαν αυτήν, ώστε να ημπορώ να είπω: Είναι συκοφαντία και μωρία!
Βινίκιε, ηρώτησεν έπειτα ο Πετρώνιος, μήπως απατάσαι; Η Λίγεια πράγματι εχάραξεν ιχθύν;
— Μα όλους τους καταχθόνιους θεούς είναι να τρελλαθώ, ανέκραξεν ο
νεανίας με μανίαν· εάν μου εχάρασσε πτηνόν, θα έλεγα ότι ήτο πτηνόν.
— Λοιπόν είναι χριστιανή, επανέλαβεν ο Χίλων.
— Εάν ο ιχθύς είναι το χριστιανικόν σύμβολον, όπερ μου φαίνεται αναντίρρητον, και αν αυταί είναι χριστιαναί, τότε, μα την Περσεφόνην, οι χριστιανοί δεν είναι οποίοι τους φανταζόμεθα.
— Ομιλείς όπως ο Σωκράτης, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. Και ποίος ηρώτησεν ένα χριστιανόν; Τις γνωρίζει το δόγμα των; Προ τριών ετών κατά το ταξείδιόν μου από Νεαπόλεως εις Ρώμην (διατί να μη μείνω εκεί!) είχα συνοδοιπόρον ένα ιατρόν, ονόματι Γλαύκον, τον οποίον έλεγαν χριστιανόν, και όστις με όλον τούτο, έχω πεποίθησιν, ότι ήτο ανήρ χρηστός και ενάρετος.
— Μήπως από τον ενάρετον εκείνον άνδρα έμαθες τι σημαίνει ιχθύς;
— Φευ! όχι, αυθέντα! Κατά το ταξείδιόν εκείνο εις έν ξενοδοχείον ο ενάρετος γέρων επληγώθη διά μαχαίρας, η δε σύζυγός του και το τέκνον του απήχθησαν ως δούλοι υπό εμπόρων. Εγώ υποστηρίζων αυτούς έχασα τα δύο δάκτυλά μου, αλλ' επειδή οι χριστιανοί, ως λέγουσιν ευνοούνται από τα θαύματα, ελπίζω ότι τα δάκτυλά μου θα γίνουν.
— Πώς; Έγινες χριστιανός;
— Από χθες, κύριε, από χθες! Αυτός ο ιχθύς είναι η αιτία. Ακούσατέ με, μεγάλοι αυθένται. Η ανακάλυψις την οποίαν έκαμα είναι σπουδαιοτάτη· δεν ευρήκα ακόμη την νεαράν κόρην, αλλά γνωρίζω την οδόν επί της οποίας πρέπει να την ζητήσω. Εστείλατε τους δούλους σας εις όλην την πόλιν. Σας έφεραν την ελαχίστην ένδειξιν; Όχι! Εγώ μόνος σας έδωσα μίαν. Επί πλέον θα είπω τα εξής: Μεταξύ των δούλων σας δυνατόν να υπάρχουν, εν αγνοία σας, χριστιανοί, επειδή η θρησκεία αύτη εξηπλώθη ήδη πανταχού. Εκείνοι αντί να σας υπηρετούν θα σας προδίδουν. Έχετε μικράν υπομονήν. Τας ημέρας αυτάς δεν έπαυσα να εισέρχωμαι εις τα καπηλεία, όπου η γλώσσα των ανθρώπων λύεται, ούτε εις τα αρτοπωλεία. Διέτρεξα όλας τας οδούς και τα αδιέξοδα. Επεσκέφθην τας κρύπτας των φυγάδων δούλων, έχασα εκατόν περίπου ασσάρια εις αυτό το διάστημα, εισήλθα εις τα πλυντήρια, τα στεγνωτήρια και τα μαγειρεία, είδα ημιονηλάτας και γλύπτας· είδα επίσης ανθρώπους οίτινες θεραπεύουν τας ασθενείας της κύστεως και εξάγουν τους οδόντας· ωμίλησα με εμπόρους ξηρών σύκων, επεσκέφθην τα νεκροταφεία· και ηξεύρετε διατί; Διά να χαράξω παντού τον ιχθύν τούτον, να παρατηρήσω τους ανθρώπους κατάματα και να ίδω τι θα απεκρίνοντο εις το σημείον αυτό. Επί πολύ δεν παρετήρησα τίποτε, μίαν ημέραν όμως πλησίον κρήνης, είδα ένα δούλον, όστις ήντλει ύδωρ και έκλαιεν. Επλησίασα και τον ηρώτησα διατί κλαίει. Εκαθήσαμεν εις τας βαθμίδας της κρήνης εκείνης και μου απήντησεν, ότι εις όλην του την ζωήν είχε συνάξει ολίγον κατ' ολίγον τα απαιτούμενα χρήματα διά να εξαγοράση τον αγαπητόν του υιόν, όστις ήτο δούλος, αλλ' ότι ο αυθέντης του, καλούμενος Πάνσας, του αφήρεσε τα χρήματα ταύτα, κρατήσας πάλιν τον υιόν του ως όμηρον. «Και κλαίω ούτω, είπεν ο γέρων, διότι ματαιοπονώ, λέγων καθ' εαυτόν: ας γίνη το θέλημα του Θεού! δεν δύναμαι, πτωχός αλιεύς, όπου, είμαι να κρατήσω τα δάκρυά μου». Τότε, καταληφθείς υπό τινος προαισθήματος έβρεξα τον δάχτυλόν μου εις τον κάδον και εχάραξα τον ιχθύν· ο χρηστός γέρων, άμα είδε τούτον, είπε: «Και η ιδική μου ελπίς εις τον Χριστόν». Τον ηρώτησα:
«Με ανεγνώρισες από το σημείον τούτο; Ναι· μοι απεκρίθη, «η ειρήνη μετά σου!» Ήρχισα να μανθάνω το μυστικόν και ο αγαθός γέρων μοι διηγήθη τα πάντα. Ο Πάνσας είναι και αυτός απελεύθερος του ενδόξου Πάνσα και μεταφέρει εις την Ρώμην διά του Τιβέρεως τους λίθους τους οποίους δούλοι και εργάται εκφορτώνουν από τας σχεδίας και φέρουν την νύκτα εις τας νεοκατασκευαζομένας οικίας. Μεταξύ αυτών υπάρχουν πολλοί χριστιανοί, εν οις και ο υιός του. Επειδή η εργασία αύτη υπερβαίνει τας δυνάμεις του νεανίου, ο πατήρ του ήθελε να τον εξαγοράση. Ο Πάνσας όμως επροτίμησε να κρατήση και τα χρήματα και τον δούλον. Ανέμιξα τα δάκρυά μου με τα ιδικά του, πράγμα εύκολον, λόγω της αγαθότητος της καρδίας μου και των πόνων τους οποίους μοι προυξένει η υπερβολική οδοιπορία. Παρεπονέθην, διότι φθάσας εκ Νεαπόλεως πρό τινων ημερών, δεν εγνώριζα κανένα από τους αδελφούς μας και δεν ήξευρα πού συνήρχοντο διά να προσευχηθούν. Ηπόρησε, διατί οι εν Νεαπόλει χριστιανοί δεν μου είχον δώσει επιστολάς προς τους εν Ρώμη αδελφούς των, εγώ δε απήντησα, ότι μου τας έκλεψαν καθ' οδόν, Μου είπε τότε να έλθω την νύκτα παρά τον ποταμόν· θα με παρουσίαζεν εις τους αδελφούς, οίτινες θα με ωδήγουν εις τους οίκους της προσευχής και εις τους πρεσβυτέρους τους διευθύνοντας την χριστιανικήν κοινότητα. Εις τους λόγους τούτους εχάρην τόσον πολύ, ώστε του έδωκα τα αναγκαία χρήματα προς απολύτρωσιν του υιού του, ελπίζων ότι ο γενναιόδωρος Βινίκιος θα μου τα αποδώση διπλάσια.
— Χίλων, διέκοψεν ο Πετρώνιος, εις την διήγησίν σου το ψεύδος, καθώς το έλαιον, επιπλέει εις την επιφάνειαν της αληθείας. Είμαι βέβαιος ότι κατά το στάδιον των ερευνών σου έκαμες αποφασιστικόν βήμα, αλλ' είνε περιττόν να περιβάλλης τας ειδήσεις σου με στρώμα δολοπλοκιών. Πώς ονομάζεται ο γέρων, από τον οποίον έμαθες ότι οι χριστιανοί αναγνωρίζονται διά του σημείου του ιχθύος;
— Ευρίκιος, αυθέντα. Ο πτωχός, ο δυστυχής γέρων!
— Πιστεύω ότι πράγματι εγνώρισες αυτόν και ότι θα δυνηθής να επωφεληθής από την συνάντησιν ταύτην, αλλά δεν του έδωκες χρήματα. Δεν του έδωκες ούτε οβολόν, με εννοείς; Δεν του έδωσες τίποτε.
— Αλλά τον εβοήθησα να αντλήση ύδωρ με τους κάδους και ωμίλησα περί του υιού του μετά της μεγαλειτέρας συμπαθείας. Είνε αληθές, κύριε, ότι τίποτε δεν ημπορεί να διαφύγη την οξυδέρκειάν σου. Δεν του έδωσα χρήματα ή μάλλον του έδωσα κατά διάνοιαν και με όλην την ενδόμυχον καλήν θέλησιν, και τούτο έπρεπε να είνε αρκετόν, εάν ήτο αληθής φιλόσοφος.
Ο Πετρώνιος εστράφη προς τον Βινίκιον:
— Μέτρησέ του πέντε χιλιάδες σεστέρτια, αλλά κατά διάνοιαν και ενδομύχως.
Ο Βινίκιος είπε:
— Θα σου δώσω ένα υπηρέτην, όστις θα φέρη μαζή του το απαιτούμενον ποσόν συ θα είπης εις τον Ευρίκιον, ότι είναι δούλος σου, και θα εγχειρίσης εις τον γέροντα τα χρήματα επί παρουσία του υπηρέτου. Εν τοσούτω, επειδή μου έφερες μίαν είδησιν αξιόλογον, θα λάβης ίσον ποσόν και διά τον εαυτόν σου. Ελθέ να ζητήσης απόψε τον υπηρέτην και τα χρήματα.
&«Μάρκος Βινίκιος Πετρωνίω χαίρειν»,&
_«Ουδαμού Λίγεια έως τώρα. Η νέα αύτη είναι ανεύρετος. Ηθέλησα να εξακριβώσω αν ο Χίλων με ηπάτα, και την νύκτα, καθ' ην ήλθε να ζητήση τα χρήματα διά τον Ευρίκιον, ετυλίχθην χλαμύδα στρατιωτικήν και τον ηκολούθησα, εν αγνοία, αυτού και του νέου θεράποντος, τον οποίον του είχα δώση. Όταν έφθασαν εις το υποδειχθέν μέρος, τους κατεσκόπευσα μακρόθεν και επείσθην ότι ο Ευρίκιος δεν ήτο μύθος.
«Προς τα κάτω, παρά τον ποταμόν, περί τα πεντήκοντα άτομα εξεφόρτωναν λίθους από μίαν μακράν σχεδίαν. Είδα τον Χίλωνα να πλησιάζη εις αυτούς και να αρχίζη σννδιάλεξιν με ένα γέροντα· ούτος ερρίφθη εις να γόνατά του· οι άλλοι τους περιεκύκλωναν, εκπέμποντες κραυγάς εκπλήξεως. Προ των οφαλμών μου, ο νέος θεράπων μου ενεχείρισε τον σάκκον των χρημάτων εις τον Ευρίκιον, όστις ήρχισε να προσεύχηται ανατείνων εις τον ουρανόν τας χείρας· πλησίον αυτού εγονυπέτησεν είς νέος, ο υιός τον ίσως.
«Ο Χίλων επρόφερεν ακόμη λέξεις τινάς και ηυλόγησε τους δύο γονυπετείς ανθρώπους, ως και τους άλλους, ποιών σημεία σταυρού· όλοι έκλιναν τα γόνατα.
«Εάν ο Χίλων δεν κατώρθωσε να εύρη την Λίγειαν, ο λόγος είναι ότι υπάρχει ήδη αναρίθμητον πλήθος χριστιανών εν Ρώμη και επομένως δεν γνωρίζουσιν αλλήλους όλοι και δεν δύνανται να ηξεύρουν παν ό,τι γίνεται εις την κοινότητα. Αλλά με βεβαιοί ότι άμα φθάση μέχρι των ιερέων, τους οποίους καλούσι πρεσβυτέρους, θα κατορθώση να αποσπάση απ' αυτών όλα τα μυστικά. Έμαθε προσέτι ότι, δια τας κοινάς προσευχάς των, έχουσι τόπους συνελεύσεων, πολλάκις έξω των πυλών της πόλεως ή εις οικίας ερήμους ή και εις τα στάδια. Εκεί λατρεύουσι τον Χριστόν, ψάλλουσιν ύμνους και κάμνουν συμπόσια.
«Όταν ο Χίλων μάθη έν των μερών τούτων θα υπάγω μαζή του, και αν θελήσωσιν οι θεοί να ίδω την Λίγειαν, σου ομνύω εις τον Δία, ότι την φοράν αυτήν δεν θα διαφύγη των χειρών μου. Λέγεις ότι πρέπει να ηξεύρη τις να αγαπά· και εγώ ήξευρα να ομιλήσω περί έρωτος εις την Λίγειαν, αλλά τώρα αποθνήσκω εκ λύπης. Περιμένω ανυπομόνως τον Χίλωνα και η οικία μου είναι ανυπόφορος. Υγίαινε»._
Ο Χίλων επί πολύν χρόνον δεν εφάνη, ούτως ώστε ο Βινίκιος δεν ήξευρε πλέον τι να υποθέση. Τέλος μίαν ημέραν έφθασε με πρόσωπον τόσον σκυθρωπόν, ώστε ο πτωχός Βινίκιος ωχρίασεν ως τον είδε και έσπευσε προς αυτόν μόλις έχων την δύναμιν να ερωτήση:
— Η Λίγεια δεν ευρίσκεται μεταξύ των Χριστιανών;
— Ναι, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων· αλλά εύρον μεταξύ αυτών και τον
Γλαύκον, τον ιατρόν.
— Τι λέγεις; ποίος είναι αυτός;
— Ελησμόνησες λοιπόν, αυθέντα, την ιστορίαν του γέροντος, μετά του οποίου ωδοιπόρησα από Νεαπόλεως μέχρι Ρώμης, και των δύο δακτύλων, τους οποίους έχασα υπερασπίζων εκείνον; Οι λησταί, οίτινες τον εκτύπησαν δια μαχαίρας, τον είχον αφήσει εκπνέοντα και τον έκλαυσα επί πολύ, Φευ! επείσθην ότι ζη ακόμη και ότι αποτελεί μέρος της χριστιανικής κοινότητος εν Ρώμη.
— Αφού τον υπερησπίσθης πρέπει να σε ευγνωμονή και να σε βοηθήση!
— Α! ευγενή Τριβούνε! και οι θεοί αυτοί δεν είναι πάντοτε ευγνώμονες, πόσω μάλλον οι άνθρωποι! Ναι έπρεπε να είναι ευγνώμων. Δυστυχώς, είναι γέρων του οποίου το πνεύμα εξησθένησε και εσκοτίσθη από την ηλικίαν και τας δυστυχίας, και δι' αυτό όχι μόνον δεν με ευγνωμονεί, αλλά με κατηγορεί, όπως έμαθα από τους ομοθρήσκους του, ότι είχα συνενοηθή με τους ληστάς και έγεινα ο αίτιος των δυστυχιών του. Ιδού πώς με ανταμείβει διά τους δύο κομμένους δακτύλους μου.
— Είμαι βέβαιος ότι τω όντι αυτό συνέβη όπως το διηγείσαι, είπεν ο
Βινίκιος.
— Τότε συ ηξεύρεις περισσότερα από εκείνον, απήντησε μετά αξιοπρεπείας ο Χίλων, διότι εκείνος υποθέτει μόνον, ότι ούτω συνέβη πράγμα, το οποίον δεν θα τον ημπόδιζε να επικαλεσθή εις βοήθειαν τους χριστιανούς και να εκδικηθή σκληρώς.
— Τι με μέλλει δι' όλα αυτά! Ειπέ μου τι είδες εις τον οίκον εκείνον των προσευχών;
— Αυτό πράγματι ολίγον σε ενδιαφέρει, αυθέντα· αλλά επειδή πρόκειται περί εμού, προτιμώ μάλλον να παραιτηθώ από την υποσχεθείσαν αμοιβήν παρά να ριψοκινδυνεύσω την ζωήν μου. Ως αληθής φιλόσοφος δύναμαι να ζήσω και να αναζητήσω την θείαν αλήθειαν.
Αλλ' ο Βινίκιος επλησίασεν εις αυτόν με πρόσωπον απειλητικόν και με φωνήν πνιγμένην είπε:
— Τις σου λέγει ότι θα αποθάνης εκ της χειρός του Γλαύκου μάλλον ή
εκ της ιδικής μου;
Ο θρασύδειλος Χίλων, εν ριπή οφθαλμού, αντιληφθείς ότι, φερόμενος ούτως απερισκέπτως, δεν θα εσώζετο από τας χείρας του Βινικίου, ανέκραξεν εν σπουδή:
— Θα την ζητήσω, δέσποτα, και θα την εύρω, δεν είπα ότι παραιτούμαι από του να ζητήσω την κόρην· ήθελα μόνον να σου αποδείξω ότι τα διαβήματά μου ταύτα συνεπιφέρουσι σήμερον μέγαν κίνδυνον δι' εμέ. Ο Γλαύκος ζη, αυθέντα, και αν άπαξ με ίδη, συ δεν θα με ίδης πλέον ποτέ! Και τότε ποίος θα σου ανεύρη την κόρην;
— Τι να κάμωμεν; ποίον μέσον θεραπείας υπάρχει; τι θέλεις να επιχειρήσωμεν; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
— Ο Αριστοτέλης μας διδάσκει ότι πρέπει να θυσιάζωμεν τα μικρά διά τα μεγάλα. Λοιπόν το φορτίον του γήρατος και των δυστυχιών καταβάλλει τον Γλαύκον από πολλού, εις βαθμόν ώστε ο θάνατος θα ήτο ευεργεσία δι' αυτόν. Τι είναι ο θάνατος κατά τον Σενέκαν, ειμή απελευθέρωσις; Προτείνω, αυθέντα, να απομακρύνωμεν τον Γλαύκον.
— Μίσθωσον ανθρώπους, οι οποίοι θα τον φονεύσουν διά ροπάλων. Θα τους πληρώσω. Πόσα σου χρειάζονται;
— Μου χρειάζονται χίλια σεστέρτια· μη λησμονής, κύριε, ότι πρέπει να εύρω αλήτας εντίμους, οίτινες, αφού ενθυλακώσουν το τίμημα, δεν θα γείνουν άφαντοι χωρίς να δώσουν ειδήσεις. Διά καλόν έργον χρειάζεται καλός μισθός, θα χρειασθή επίσης κάτι τι δι' εμέ, διά να σπογγίσω τα δάκρυα, τα οποία θα χύσω διά τον Γλαύκον. Θα λάβω τους άνδρας εντός της ημέρας και θα τους ειδοποιήσω ότι από το εσπέρας της αύριον δι' εκάστην ημέραν κατά την οποίαν θα ζη ακόμη ο Γλαύκος, θα ελαττώνω τα σεστέρτιά των. Ο Βινίκιος υπεσχέθη ακόμη μίαν φοράν εις τον Χίλωνα το ζητηθέν ποσόν, έπειτα δε τον ηρώτησε ποίας ειδήσεις φέρει, πού επήγεν εν τω μεταξύ, και τι ανεκάλυψεν.
Ο Χίλων όμως δεν ηδύνατο να τω αναγγείλη πολλά πράγματα άξια λόγου. Του είπε μόνον ότι έμαθε παρά των χριστιανών ότι είς μέγας νομοθέτης, κάποιος Παύλος Ταρσεύς, ευρίσκεται εις Ρώμην, φυλακισμένος συνεπεία καταγγελίας γενομένης υπό των Ιουδαίων, και απεφάσισε να τον γνωρίση. Αλλά και άλλη είδησις μεγάλως τον ηυχαρίστησεν, ότι ο έχων τα πρωτεία της τιμής και της αρχαιότητος μεταξύ των μαθητών του Χριστού, ο ισότιμος και οιονεί πρεσβύτερος αδελφός του Παύλου Πέτρος, εις τον οποίον ο διδάσκαλός των έδωκεν εντολήν να αλιεύη ανθρώπους και να ποιμαίνη τα λογικά του πρόβατα, μέλλει από ημέρας εις ημέραν να έλθη εις Ρώμην.
Βεβαίως όλοι οι χριστιανοί θα θελήσουν να τον ιδούν και να ακούσουν την διδασκαλίαν του. θα γείνουν μεγάλαι συναθροίσεις εις τας οποίας και αυτός θα παρευρεθή και περιπλέον, επειδή είνε εύκολον να κρυβή κανείς μεταξύ του πλήθους, θα παρεισάξη και τον Βινίκιον. Τότε ασφαλώς εκεί θα ανεύρουν την Λίγειαν. «Ευθύς ως γείνη εκποδών ο Γλαύκος δεν θα συναντήσωμεν πλέον εμπόδια», είπε:
Ενδιέφερε πράγματι τον Χίλωνα να θέση εκποδών τον Γλαύκον, όστις, καίτοι ηλικιωμένος, δεν ήτο ποσώς γέρων παρηκμακώς. Η αφήγησις, την οποίαν ο Χίλων είχε κάμει εις τον Βινίκιον, εμπεριείχε μέγα μέρος αληθείας. Ο Έλλην είχεν ήδη γνωρίσει τον Γλαύκον, τον οποίον επρόδωσε, παρέδωσεν εις κακοποιούς, απέσπασεν από της οικογενείας του, έκλεψε, και του οποίου την δολοφονίαν αυτός προεκάλεσεν.
Η ανάμνησις των συμβάντων τούτων τω ήτο αμυδρά, διότι ο άθλιος είχεν εγκαταλείψει τον Γλαύκον αγωνιώντα, όχι εις πανδοχείον, αλλ' εις αγρόν, παρά τας Μεντούρνας. Είχε προΐδει τα πάντα, εκτός του ότι ο Γλαύκος θα εθεραπεύετο από τας πληγάς και θα έφθανεν εις την Ρώμην.
Σήμερον επρόκειτο να απαλλαγή απ' αυτόν, και προς τούτο έπρεπε να εκλέξη ανθρώπους καταλλήλους.
Με τοιαύτην πρόθεσιν μετέβη το εσπέρας εις τον Ευρίκιον. Ο γέρων Ευρίκιος, αφού απελύτρωσε τον υιόν του, είχεν ενοικιάσει έν από τα μικρά εκείνα παραπήγματα, τα οποία επλήρουν τον πέριξ του Μεγάλου ιπποδρομίου χώρον, διά να πωλή ελαίας, κουκιά, άρτον και υδρόμελι εις τους θεατάς των αγώνων. Ο Χίλων τον εύρεν εκεί τακτοποιούντα τα εμπορεύματά του· τον εχαιρέτισε με το όνομα του Χριστού και ήρχισε να του ομιλή περί της υποθέσεως, διά την οποίαν ήρχετο· είπεν εις αυτόν, ότι επειδή τοις είχε παράσχει εκδούλευσιν, βασίζεται επί της ευγνωμοσύνης των, διότι έχει ανάγκην δύο ή τριών ανδρών ρωμαλέων και ανδρείων, διά να αποσοβήση κίνδυνον απειλούντα και αυτόν και όλους τους χριστιανούς.
— Είπεν εις τον Ευρίκιον ότι είνε πτωχός πράγματι· εν τούτοις θα πληρώση την υπηρεσίαν ταύτην, υπό τον όρον ότι οι άνθρωποι θα έχουν εμπιστοσύνην εις αυτόν και θα εκτελέσουν πιστώς ό,τι τους διατάξη.
Ο Ευρίκιος και ο υιός του Κουάρτος εδήλωσαν ότι αυτοί οι ίδιοι είνε έτοιμοι να εκτελέσωσιν ό,τι τους προστάξη, βέβαιοι όντες, ότι άγιος άνθρωπος, όπως αυτός, δεν ηδύνατο να απαιτήση πράξεις, αίτινες δεν θα ήσαν σύμφωνοι προς τας εντολάς του Χριστού.
Ο Ευρίκιος ήτο γέρων όχι τόσον καταβεβλημένος από την ηλικίαν, όσον εξηντλημένος από τας λύπας και τας νόσους. Ο υιός του ήτο δεκαεξαετής. Πλην αυτός είχεν ανάγκην ανθρώπων ταχέων εις την εκτέλεσιν και προ πάντων στιβαρών.
— Κύριε, είπε τότε ο Κουάρτος, γνωρίζω τον αρτοποιόν Δημάν, εις τον μύλον του οποίου εργάζονται δούλοι και έμμισθοι. Ο είς εκ των μισθωτών τούτων είνε τόσον δυνατός, ώστε θα ηδύνατο να αναπληρώση όχι δύο, αλλά τέσσαρας. Τον είδα εγώ να σηκώνη λίθους τους οποίους δεν ηδύναντο να κινήσουν τέσσαρες ομού.
— Εάν είνε πιστός, φοβούμενος τον Θεόν, και ικανός να θυσιασθή διά τους αδελφούς του, γνώρισέ μου τον, είπεν ο Χίλων.
— Είναι χριστιανός, κύριε, απεκρίθη ο Κουάρτος, διότι εκείνοι οίτινες εργάζονται εις του Δημά, είνε ως επί το πλείστον χριστιανοί. Υπάρχουν εργάται της ημέρας και εργάται της νυκτός. Εάν επηγαίνομεν τώρα, θα τους ευρίσκομεν εις το εσπερινόν δείπνον των, και θα ηδύνασο να ομιλήσης μετ' αυτού. Ο Δημάς κατοικεί πλησίον του Εμπορίου.
— Ο Χίλων συνήνεσε και απήλθον αμέσως. Το Εμπόριον ευρίσκετο παρά τους πρόποδας του όρους Αβεντίνου και συνεπώς όχι πολύ μακράν του Μεγάλου Ιπποδρομίου. Ηδύνατο κανείς, χωρίς να κάμη τον γύρον των λόφων, να ακολουθήση τον ποταμόν κατά μήκος, να διέλθη την στοάν Αιμιλίων, πράγμα το οποίον καθίστα τον δρόμον συντομώτερον.
— Είμαι γέρων, είπεν ο Χίλων καθ' οδόν, και ενίοτε πάσχω διασάλευσιν της μνήμης. Ο Χριστός μας παρεδόθη από ένα των μαθητών του, πλην την στιγμήν ταύτην δεν δύναμαι να ενθυμηθώ του προδότου το όνομα.
— Κύριε, αυτός ήτο ο Ιούδας, όστις και εκρεμάσθη μόνος του,
απήντησεν ο νέος, εκπλαγείς διότι ο γέρων ηγνόει το όνομα του Ιούδα.
— Α! ναι, ο Ιούδας! είπεν ο Χίλων. Έπειτα εβάδισαν σιωπηλοί.
Εσταμάτησαν έμπροσθεν ενός ξυλίνου καταστήματος, εκ του οποίου
έφθανεν ο κρότος του συντριβομένου σίτου εντός των μυλοπετρών. Ο
Κουάρτος εισήλθεν, ενώ ο συνετός Χίλων έμεινεν έξω.
— Είμαι περίεργος να ιδώ αυτόν τον μυλωθρόν Ηρακλή, είπε καθ' εαυτόν. Εάν είναι κανείς φαύλος και πονηρός, θα μου κοστίση ακριβά· εάν τουναντίον είναι ενάρετος χριστιανός και ηλίθιος, θα κάμη δωρεάν ό,τι του ζητήσω.
Ο Χίλων διεκόπη εις τας σκέψεις του από τον Κουάρτον, όστις επέστρεψε μετ' ολίγον συνοδευόμενος από άνθρωπον, φέροντα μόνον ένα από τους χιτώνας εκείνους των εργατών, οίτινες άφιναν γυμνόν τον δεξιόν βραχίονα καθώς και την δεξιάν πλευράν του στήθους. Εις την θέαν του νεωστί ελθόντος ο Χίλων εστέναξεν εξ ευχαριστήσεως. Ποτέ δεν είχεν ιδή τοιούτον βραχίονα ούτε τοιούτο στήθος.
— Ιδού, κύριε, είπεν ο Κουάρτος, είναι ο αδελφός, τον οποίον επιθυμείς να ίδης.
— Η ειρήνη του Χριστού ας είναι μαζή του, είπεν ο Χίλων· και συ, Κουάρτε, ειπέ εις αυτόν τον αδελφόν, αν είμαι άξιος πίστεως, και έπειτα επίστρεψον εις την οικίαν σου διά την αγάπην του Θεού, διότι δεν πρέπει να αφίνης ολομόναχον τον γέροντα πατέρα σου.
— Είναι άγιος άνθρωπος, είπεν ο Κουάρτος. Εθυσίασεν όλην την περιουσίαν του διά να με λυτρώση εκ της δουλείας, χωρίς να με γνωρίζη. Είθε ο Κύριος ημών ο Λυτρωτής να του παρασκευάση εις αντάλλαγμα ουρανίαν αμοιβήν!
Ο γιγαντόσωμος εργάτης ακούσας τας λέξεις ταύτας, υπεκλίθη και ησπάσθη την χείρα του Χίλωνος.
— Πώς ονομάζεσαι, αδελφέ μου; ηρώτησεν ο Έλλην.
— Πάτερ, εις το άγιον βάπτισμα έλαβον το όνομα Ουρβανός.
— Ουρβανέ, αδελφέ μου, έχεις καιρόν να ομιλήσης μετ' εμού ελευθέρως;
— Το έργον μας αρχίζει το μεσονύκτιον.
— Έχομεν λοιπόν όλον τον απαιτούμενον χρόνον. Υπάγωμεν παρά την όχθην του ποταμού και εκεί θα ακούσης ό,τι έχω να σου είπω.
Απήλθον και εκάθησαν επί τινος λίθου της όχθης, εν μέσω ησυχίας διακοπτομένης μόνον από τον μεμακρυσμένον κρότον των μυλοπετρών και από τον φλοίσβον του ποταμού. Ο Χίλων εξήτασε το πρόσωπον του εργάτου, το οποίον με όλην την έκφρασιν την ολίγον σκληράν και μελαγχολικήν, την συχνά απαντώσαν παρά τοις βαρβάροις, όσοι κατώκουν εν Ρώμη, τω εφάνη ότι αντηνάκλα την αγαθότητα και την ειλικρίνειαν.
— Ναι! εσκέφθη, είναι άνθρωπος αγαθός και ευήθης, όστις θα φονεύση τον Γλαύκον δωρεάν, και υψώσας τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν ήρχισε να τω ομιλή περί του θανάτου του Χριστού.
Ο εργάτης έκλαιε, και, όταν ο Χίλων ήρχισε να θρηνή, διότι κατά την στιγμήν του θανάτου του Σωτήρος, δεν ευρέθη κανείς διά να τον υπερασπίση κατά των ύβρεων των στρατιωτών και των Ιουδαίων, αι πελώριαι πυγμαί του βαρβάρου συνεσφίγχθησαν εκ λύσσης και οργής.
Ο Χίλων αποτόμως τον ηρώτησεν:
— Ουρβανέ, ηξεύρεις τις ήτο ο Ιούδας;
— Το ηξεύρω! Το ηξεύρω! εκρεμάσθη όμως! και η φωνή του επρόδιδε λύπην, διότι ο προδότης εφήρμοσε δικαιοσύνην μόνος του εις τον εαυτόν του.
Ο Χίλων εξηκολούθησεν:
— Εάν όμως δεν είχε κρεμασθή, και αν χριστιανός τις τον συνήντα, είτε εις την ξηράν είτε εις την θάλασσαν, δεν έπρεπε να εκδικηθή τας βασάνους, το αίμα και τον θάνατον του Σωτήρος;
— Και ποίος δεν θα τα εξεδίκει, πάτερ μου!
— Η ειρήνη ας είνε μαζή σου, πιστέ δούλε του Αμνού! Ναι! Δύναται κανείς να συγχωρή τα ιδικά του αδικήματα, αλλά ποίος έχει το δικαίωμα να συγχωρήση τας ύβρεις τας γενομένας εις τον Θεόν; Όπως ο όφις γεννά τον όφιν, όπως η κακία γεννά την κακίαν, και η προδοσία την προδοσίαν, ούτω εκ του δηλητηρίου του Ιούδα εγεννήθη άλλος προδότης· όπως ο είς παρέδωσε τον Σωτήρα εις τους Ιουδαίους και εις τους Ρωμαίους στρατιώτας, ο άλλος, όστις ζη εν τω μέσω ημών θέλει να παραδώση εις τους λύκους τα πρόβατα του Κυρίου! και αν κανείς δεν προλάβη την προδοσίαν ταύτην, εάν κανείς δεν συντρίψη εγκαίρως την κεφαλήν του όφεως, όλοι μας θα χαθώμεν, και μαζή μας θα χαθή η δόξα του αμνού του Θεού.
Ο εργάτης τον παρετήρει με μεγάλην ανησυχίαν, ως να μη ελάμβανεν υπ' όψιν όσα ήκουεν.
Ο Έλλην, καλύψας την κεφαλήν με την άκραν του μανδύου του επανέλαβε με λαρυγγώδη φωνήν.
«Δυστυχία σας, Χριστιανοί και Χριστιαναί! Δυστυχία σας, δούλοι του αληθινού Θεού!»
Επηκολούθησε σιωπή και δεν ηκούετο ειμή ο τριγμός των μυλοπετρών, το υπόκωφον άσμα των μυλωθρών και ο φλοίσβος του ποταμού.
— Πάτερ μου, ηρώτησε τέλος ο εργάτης, ποίος είναι αυτός ο προδότης;
Ο Χίλων εχαμήλωσε την κεφαλήν.
«Ποίος ήτο εκείνος ο προδότης! Γιος του Ιούδα γεννηθείς εκ του δηλητηρίου εκείνου, όστις προσεποιείτο τον χριστιανόν και εσύχναζεν εις τους οίκους των προσευχών προς μόνον τον σκοπόν, ίνα κατηγορήση τους αδελφούς εις τον Καίσαρα, λέγων, ότι ούτοι δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεόν, ότι φαρμακεύουν τας κρήνας, ότι σφάζουν τα παιδία και ότι θέλουν να καταστρέψουν αυτήν την πόλιν, ώστε να μη μείνη λίθος επί λίθου. Εντός ολίγων ημερών θα δώσουν εις τους πραιτωριανούς την διαταγήν να αλυσοδέσουν τους γέροντας, τας γυναίκας και τα παιδία και να τους οδηγήσουν εις τον θάνατον.
Αυτό ήτο το έργον του δευτέρου τούτου Ιούδα. Αλλ' εάν κανείς δεν ετιμώρησε τον πρώτον, εάν κανείς δεν ανέλαβε την υπεράσπισιν του Χριστού κατά την ώραν του πάθους του, ποίος λοιπόν θα θελήση να τιμωρήση τούτον εδώ, ποίος λοιπόν θα συντρίψη την κεφαλήν του όφεως τούτου, ποίος θα τον εξαφανίση πριν ομιλήση εις τον Καίσαρα;
Ο Ουρβανός, όστις μέχρι της στιγμής ταύτης εκάθητο επί του λίθου, ηγέρθη αιφνιδίως και είπεν:
— Εγώ, πάτερ μου!
— Τότε ύπαγε μεταξύ των χριστιανών, ύπαγε εις τους οίκους της προσευχής και ερώτησον τους αδελφούς μας πού είνε ο Γλαύκος ο ιατρός, και όταν σου τον δείξουν, εν ονόματι του Χριστού, φόνευσέ τον!
— Γλαύκος; . . . επανέλαβεν ο εργάτης, ως να ήθελε να εγχαράξη το όνομα τούτο εις την μνήμην του.
— Τον γνωρίζεις;
— Όχι δεν τον γνωρίζω. Υπάρχουν χιλιάδες χριστιανών εις Ρώμην και δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ των. Αλλ' αύριον την νύκτα, όλοι μέχρι του τελευταίου, αδελφοί και αδελφαί θα συνέλθωσιν εις το Οστριανόν, διότι ο μέγας Απόστολος του Χριστού αφίκετο και θα κηρύξη εκεί· οι αδελφοί μας θα μου δείξουν εκεί τον Γλαύκον.
— Εις το Οστριανόν; ηρώτησεν ο Χίλων· αλλ' αυτό είναι έξω των πυλών. Όλοι οι αδελφοί και όλαι αι αδελφαί; Την νύκτα εκτός της πόλεως εις το Οστριανόν;
— Ναι, πάτερ μου! είναι το νεκροταφείον μας μεταξύ των οδών Σαλαρίας και Νομεντάνης. Δεν ηξεύρεις ότι ο μέγας Απόστολος θα κηρύξη εκεί:
— Απουσίαζον δύο ημέρας εκ της οικίας μου και διά τούτο δεν έλαβον επιστολήν, δεν ηξεύρω δε που είναι το Οστριανόν, διότι έφθασα προ ολίγου εκ Κορίνθου, όπου διευθύνω την χριστιανικήν κοινότητα. Αφού ο Χριστός σου έπεμψεν αυτήν την έμπνευσιν, ύπαγε εις το Οστριανόν, παιδί μου, θα εύρης εκεί τον Γλαύκον, εν μέσω των αδελφών μας, θα τον φονεύσης κατά την επιστροφήν του εις την πόλιν, και εις ανταμοιβήν, όλα τα αμαρτήματά σου θα συγχωρηθούν. Τώρα, ύπαγε εις την ειρήνην.
— Θα τον φονεύσω ενώπιον όλων των αδελφών, όσοι θα είναι αύριον εις το Οστριανόν. Το να φονεύση κανείς ένα προδότην είναι ευχαρίστησις, αλλ' εάν ο Γλαύκος δεν ήτο ένοχος; Δεν θα ήτο καλλίτερον αν κατεδικάζετο εις θάνατον υπό των αρχηγών μας, δηλαδή του επισκόπου μας και του Αποστόλου;
— Δεν έχομεν καιρόν διά να γείνη κρίσις και απόφασις, αδελφέ μου, απήντησεν ο Χίλων, διότι από το Οστριανόν ο προδότης θα υπάγη κατ' ευθείαν πλησίον του Καίσαρος εις το Άντιον, ή θα καταφύγη εις την οικίαν ενός πατρικίου, του οποίου διατελεί θεράπων.
— Πάτερ, είπεν ο εργάτης με φωνήν κάπως ικετευτικήν, λαμβάνεις την πράξιν ταύτην εις την συνείδησίν σου; Ήκουσες με τα αυτιά σου τον Γλαύκον να προδίδη τους αδελφούς μας;
Ο Χίλων ενόησεν ότι έπρεπε να δώση μερικάς αποδείξεις και να αναφέρη ονόματα.
— Άκουσον, Ουρβανέ. Διαμένω εν Κορίνθω, αλλά κατάγομαι εκ της Κω, και εδώ εις την Ρώμην διδάσκω το δόγμα του Χριστού εις μίαν συμπατριώτισσάν μου νεαράν υπηρέτριαν καλουμένην Ευνίκην, ήτις υπηρετεί ως ιματιοφύλαξ εις την οικίαν Πετρωνίου τινός, φίλου του Καίσαρος. Λοιπόν! Εις την οικίαν αυτήν ήκουσα τον Γλαύκον να αναλαμβάνη να παραδώση όλους τους χριστιανούς και να υπόσχεται, επί πλέον, εις ένα άλλον έμπιστον του Καίσαρος, Βινίκιον, να κατορθώση όπως ανεύρη μεταξύ των χριστιανών μίαν νέαν παρθένον . . .
Εσταμάτησε και παρετήρησε με έκπληξιν τον δούλον, του οποίου τα βλέμματα είχον σπινθηροβολήσει αιφνιδίως, ως οι οφθαλμοί αγρίου θηρίου.
— Τι έχεις; ηρώτησε σχεδόν έντρομος.
— Τίποτε, Πάτερ. Αύριον θα φονεύσω τον Γλαύκον.
***
Πετρώνιος Βινικίω. Χαίρειν.
«Κακώς βαίνεις, φίλτατε! Είναι φανερόν ότι η Αφροδίτη σου ετάραξε το πνεύμα, σε έκαμε να χάσης το λογικόν, την μνήμην, την δύναμιν του να εννοής ό,τι δήποτε άλλο εκτός του έρωτος. Εάν αναγνώσης ποτέ την επιστολήν μου, θα αναγνωρίσης πόσον το πνεύμά σου έγεινεν αδιάφορον προς παν ό,τι δεν είναι η Λίγεια, μέχρι τίνος βαθμού περί αυτής και μόνης μεριμνάς, πώς αυτήν μόνην σκέπτεσαι αδιαλείπτως, πώς ο νους σου περιίπταται περί αυτήν, όπως ο ιέραξ περί την λείαν, την οποίαν εποφθαλμιά.
»Ναι. Την εσπέραν περιέτρεχε την πόλιν μετημφιεσμένος, σύχναζε μάλιστα εις τους ευκτήριους οίκους των χριστιανών μετά του φιλοσόφου σου.
»Παν ό,τι γεννά ελπίδα και παρέλκει τον χρόνον είνε επαινετόν. Αλλά, διά την αγάπην μου, ακολούθησε την εξής συμβουλήν μου: Επειδή ο Ούρσος εκείνος, ο δούλος της Λιγείας, είναι άνθρωπος με ρώμην ηράκλειον, λάβε εις την υπηρεσίαν σου τον Κρότωνα τον παλαιστήν, όπως επιχειρήσετε την εκδρομήν οι τρεις σας.
»Θα είνε ολιγώτερον επικίνδυνον και περισσότερον λογικόν. Αφού η Πομπωνία Γραικίνα και η Λίγεια είνε χριστιαναί, σημαίνει ότι οι χριστιανοί δεν είνε κακοποιοί, εν τούτοις απέδειξαν διά της αρπαγής της Λιγείας, ότι δεν παίζουν, όταν πρόκειται περί μικράς τίνος αμνάδος εκ της ποίμνης των. Όταν ίδης την αγαπητήν σου, ηξεύρω ότι θα θελήσης να την αρπάσης εν ακαρεί. Πώς θα το κατορθώσης με τον Χιλωνίδην και μόνον; Ενώ ο Κρότων θα φέρη αποτέλεσμα, και αν εκείνη υπερασπίζεται υπό δέκα Λιγείων, ως ο Ούρσος.
»Όταν ο Χίλων παύση να σου είναι χρήσιμος, στείλε τον προς εμέ, όπου και αν είμαι. Ίσως θα τον αναδείξω δεύτερον Βατίνιον, και ίσως οι υπατικοί άνδρες και οι συγκλητικοί θα τρέμωσιν ενώπιόν του.
»Όταν ανακτήσης την Λίγειαν, γράψε μου το: Είδα εν ονείρω την Λίγειαν επί των γονάτων σου, επιζητούσαν τους ασπασμούς σου. Κατόρθωσον όπως τούτο αποδειχθή πραγματικόν όνειρον. Είθε να μη υπάρχουν νέφη εις τον ουρανόν σου, και αν υπάρχουν, ας έχουν τα χρώμα και το άρωμα των ρόδων!»
Την επομένην πρωίαν, μόλις ο Βινίκιος είχε συμπληρώσει την ανάγνωσιν της επιστολής του Πετρωνίου, ο Χίλων εισήγετο εις την βιβλιοθήκην του Βινικίου χωρίς να αναγγελθή, διότι οι υπηρέται είχον διαταχθή να τον αφήσουν να εισέλθη εις οιανδήποτε ώραν της ημέρας ή της νυκτός.
Είθε η θεία μήτηρ του Αινείου, του μεγαλοψύχου προγόνου σου να σοι είνε τόσον ευμενής όσον υπήρξε δι' εμέ ο θείος υιός της Μαίας!
— Τι σημαίνει τούτο;
— Εύρηκα! αυθέντα, εύρηκα!
— Την είδες; . . .
— Είδα τον Ούρσον, αυθέντα, και του ωμίλησα.
— Και ηξεύρεις πού είνε κρυμμένοι;
— Όχι, αυθέντα, αλλ' είνε εύκολον τώρα. Εις εμέ δέσποτα, αρκεί να γνωρίζω ότι ο Ούρσος, υπό το όνομα Ουρβανός, εργάζεται παρά το Εμπόριον, πλησίον ενός μυλωθρού, όστις καλείται Δημάς, ακριβώς όπως ο απελεύθερός σου· και αυτό με αρκεί, διότι δεν με ενδιαφέρει το ζήτημα περί του ποίος εκ των εμπίστων δύναται να τον ακολουθήση την πρωίαν και να ανακαλύψη το κρησφύγετον. Σου φέρω μόνον την βεβαιότητα, ότι και ο Ούρσος ευρίσκεται εδώ, και η θεσπεσία Λίγεια ευρίσκεται επίσης εν Ρώμη, προσέτι δε την είδησιν, ότι την νύκτα ταύτην θα είνε και αυτή κατά πάσαν πιθανότητα εις το Οστριανόν . . .
— Εις το Οστριανόν; Πού ευρίσκεται τούτο;
— Είνε αρχαίον υπόγειον μεταξύ της οδού Σαλαρίας και της οδού Νομεντάνης. Ο μέγας χριστιανός ποντίφηξ, περί του οποίου σας ωμίλησα, κύριε, τον οποίον επερίμενον πολύ αργότερα, αφίκετο ήδη, απόψε θα βαπτίση και θα κηρύξη εις το νεκροταφείον τούτο.
— Η γενναιοδωρία μου δεν θα διαψεύση τας προσδοκίας σου· εν τοσούτω θα έλθης απόψε μετ' εμού εις το Οστριανόν.
— Εις το Οστριανόν! επανέλαβεν ο Χίλων, όστις δεν είχε την ελαχίστην επιθυμίαν να υπάγη. Ευγενή τριβούνε, υπεσχέθην να σου υποδείξω πού είναι η Λίγεια, αλλά δεν υπεσχέθην να την αρπάσω. Αναλογίσθητι, κύριε, τι θα μου συνέβαινεν, αν εκείνη η Λιγειανή αρκούδα, ο Ούρσος, αφού κάμη κομμάτια τον Γλαύκον, ανακαλύψη τυχόν την πλάνην του.
Ο Βινίκιος έλαβεν έκ τινος κιβωτίου βαλάντιον και το έρριψεν εις τον
Χίλωνα:
— Όταν η Λίγεια έλθη εις την οικίαν μου, θα λάβης έν βαλάντιον
ακόμη.
— Ω, αληθής Ζευς! ανέκραξεν ο Χίλων.
— Θα σου δώσουν να φάγης εδώ· κατόπιν θα δυνηθής να αναπαυθής. Μέχρι της εσπέρας δεν θα εξέλθης και, όταν νυκτώση, θα με συνοδεύσης εις το Οστριανόν.
Επί στιγμήν φόβος τις και δισταγμός εζωγραφήθησαν επί του προσώπου του φιλοσόφου.
— Τις δύναται να αντισταθή εις σε, ω δέσποτα; Όσον αφορά εμέ, διά το βαλάντιον τούτο αφ' ενός και χωριστά διά την τιμήν, την οποίαν θα έχω εις την συναναστροφήν σου, θα σε ακολουθήσω.
Ο Βινίκιος τον διέκοψε μετ' ανυπομονησίας και τον εξήτασε διά μακρών περί της συνομιλίας του με τον Ούρσον.
Προέκυπτε δε ότι την νύκτα εκείνην θα ανεκάλυπτε το άσυλον της νεανίδος, και θα την ήρπαζον καθ' οδόν, όταν θα επέστρεφον από το Οστριανόν.
Ο Βινίκιος, ακολουθών τας συμβουλάς του Πετρωνίου, διέταξε τους δούλους του να υπάγουν να του φέρουν τον Κρότωτα. Ο Χίλων, όστις εγνώριζε τους πάντας εν Ρώμη, μεγάλως καθυσήχασεν, όταν ήκουσε το όνομα του περιφήμου παλαιστού.
Με όρεξιν λοιπόν παρεκάθησεν εις την τράπεζαν, όταν ήλθε να τον καλέση ο επιστάτης του ατρίου.
Αφού ετελείωσε το δείπνον του, εξηπλώθη επί του ανακλίντρου, ετοποθέτησε τον μανδύαν του υπό την κεφαλήν του και απεκοιμήθη. Δεν αφυπνίσθη ή μάλλον δεν τον εξύπνισαν παρά όταν έφθασεν ο Κρότων, Τότε μετέβη εις το άτριον. Ο Κρότων είχεν ήδη συζητήσει διά την αμοιβήν της εκστρατείας και έλεγεν εις τον Βινίκιον:
— Αναλαμβάνω, ευγενή κύριε, να αρπάσω με αυτήν εδώ την χείρα όποιον μου υποδείξης και με αυτήν την άλλην να υπερασπισθώ κατά επτά Λιγείων, ως αυτός ο Ούρσος, και τέλος να φέρω την κόρην εις την οικίαν σου, ακόμη και αν όλοι οι χριστιανοί της Ρώμης επρόκειτο να με καταδιώξουν ως λύκοι της Καλαβρίας. Εάν δεν πράξω ούτω ας με μαστιγώσουν εις αυτό εδώ το μέσαυλον.
— Ας μη γίνη αυτό, αυθέντα, ανέκραξεν ο Χίλων, διότι θα μας λιθοβολήσουν και τότε εις τι θα μας χρησιμεύση η δύναμίς του; Δεν είναι καλλίτερον να συλλάβη την κόρην, όταν θα επιστρέψη εις την οικίαν της και να μη εκθέση μήτε αυτήν μήτε ημάς;
— Ούτω να γίνη Κρότων, είπεν ο Βινίκιος.
— Συ πληρώνεις, συ προστάζεις· απήντησεν ο Κρότων.
— Αυθέντα, είπεν ο Χίλων, σκέπτομαι ότι οι χριστιανοί έχουν ως σημεία τινα αναγνωρίσεως τέσσαρας λέξεις, άνευ των οποίων κανείς δεν θα δυνηθή να εισχωρήση εις το Οστριανόν.
Εις τους ευκτηρίους οίκους των ούτω γίνεται και επέτυχα μίαν φοράν από τον Ευρίκιον έν σημείον του είδους τούτου. Επίστρεψόν μου λοιπόν, αυθέντα, να υπάγω να τον εύρω, να τον ερωτήσω δι' όλα τα καθέκαστα και να μάθω τας λέξεις ταύτας.
— Καλά, ευγενή φιλόσοφε, απήντηοεν ο Βινίκιος· ομιλείς ως συνετός άνθρωπος. Πήγαινε λοιπόν εις τον Ευρίκιον, αλλά χάριν μεγαλειτέρας ασφαλείας άφησε εδώ το βαλάντιον, το οποίον σου έδωσα.
Ο Χίλων εμόρφασεν ολίγον, αφήκε το βαλάντιον και εξήλθεν.
Επέστρεψε πολύ προ της εσπέρας.
— Όταν ήρχισε να νυκτώνη, ετυλίχθησαν με γαλατικούς μανδύας φέροντας κουκούλας και ωπλίσθησαν με φανούς και μαχαίρας. Ο Χίλων εφόρεσε μίαν περρούκαν, την οποίαν είχε προμηθευθή, όταν επέστρεφεν από του Ευρικίου, και εξήλθον επιταχύνοντες το βήμα, όπως φθάσουν εις την Νομεντανήν Πύλην, πριν αύτη κλεισθή.
Εβάδισαν τοιουτοτρόπως προς την κώμην «Πατρίκιος» κατά μήκος του Ουιμεναλίου λόφου. Διήλθον τα ερείπια του τείχους Σερείου Τουλλίου και δι' ερημικών οδών έφθασαν εις την οδόν Νομεντάνης. Τότε κάμψαντες αριστερά προς την Σαλαρίαν ευρέθησαν εν μέσω λόφων γεμάτων από αμμωρυχεία με κοιμητήρια εδώ και εκεί. Ήτο ήδη νυξ, η σελήνη δεν είχεν ανατείλει ακόμη, δυσκόλως θα εύρισκον τον δρόμον των, εάν καθώς είχε προΐδει ο Χίλων, αυτοί οι χριστιανοί δεν τους τον εδείκνυον. Πράγματι δεξιά, αριστερά και εμπρός, παντού έβλεπέ τις διαγραφομένας μαύρας μορφάς, διευθυνομένας μετά προφυλάξεως προς τας αμμώδεις χαράδρας. Διαβάται τινές και οι χωρικοί, οι επιστρέφοντες εκ της πόλεως, εξελάμβανον τους οδοιπόρους εκείνους ως εργάτας πορευομένους προς τα αμμόστρωτα στάδια ή ως μέλη επικινδύνου τινός εταιρείας μεταβαίνοντα εις νυκτερινά διαβούλια.
Μερικοί έψαλλον χαμηλοφώνως ύμνους, οίτινες εφαίνοντο εις τον Βινίκιον μελαγχολικοί. Ενίοτε τα ώτα του ήκουον μέρη φράσεων, εν αις επανελαμβάνετο το όνομα του Χριστού συχνάκις.
Εβάδισαν επ' ολίγον εν σιγή, είτα δε ο Χίλων, του οποίου ο τρόμος ηύξανε, καθ' όσον απεμακρύνοντο των πυλών, είπε:
— Με την περρούκαν μου δεν θα δυνηθούν να με αναγνωρίσουν. Δεν είναι κακοί άνθρωποι! Είναι μάλιστα λίαν χρηστοί άνθρωποι, τους οποίους αγαπώ και εκτιμώ, ώστε και αν με αναγνωρίσουν δεν θα με φονεύσουν.
— Μη δοκιμάζης να τους δελεάσης διά κολακειών προώρων, απήντησεν ο
Βινίκιος.
Η οδός τω εφαίνετο μακρά. Τέλος κάτι ήρχισε να λάμπη μακρόθεν, ως πυραί καταυλισμού ή δάδες. Ο Βινίκιος έσκυψε προς τον Χίλωνα και τον ηρώτησεν, εάν εκεί ήτο το Οστριανόν.
Ο Χίλων, τον οποίον η νυξ, η απομάκρυνσις εκ της πόλεως και αι φαντασματοειδείς μορφαί εφόβιζον αρκετά, απήντησε με τρέμουσαν φωνήν:
— Δεν ηξεύρω, αυθέντα, δεν επήγα ποτέ εις το Οστριανόν, Αλλ' έπρεπε
να υμνούν τον Θεόν πλησιέστερον προς την πόλιν.
Είχον εισέλθει εις στενήν χαράδραν, ύπερθεν της οποίας διήρχετο υδραγωγείον τι. Η σελήνη είχεν εξέλθει εκ των νεφών.
Παρετήρησαν εις το άκρον της κλεισωρείας ένα τοίχον καλυπτόμενον από άφθονον κισσόν. Ήσαν εις το Οστριανόν.
Εις την θύραν δύο θυρωροί εδείκυον τα σημεία της εισόδου. Μετ' ολίγον ο Βινίκιος και οι σύντροφοι του ευρέθησαν εις χώρον ευρύν, περιβαλλόμενον από τοίχους. Προ της θύρας κρύπτης τινός, ήτις ευρίσκετο εις το μέσον, επάφλαζον τα ύδατα μιας κρήνης.
Εδώ κ' εκεί ηγείροντο μνημεία νεκρικά και πανταχού εις τον περίβολον όμιλοι ανθρώπων κατέκλυζον τον χώρον υπό το αμυδρόν φως της σελήνης και των φανών. Είτε διότι εφοβούντο το ψύχος, είτε διά να φυλαχθούν από τους προδότας, όλοι σχεδόν εφόρουν κουκούλας εις την κεφαλήν, και ο νεαρός πατρίκιος εσκέπτετο μετά φρίκης ότι εάν δεν απεκαλύπτοντο, δεν θα του ήτο δυνατόν να αναγνωρίση την Λίγειαν.
Πλησίον του υπογείου, του κατέχοντος το κέντρον του περιβόλου, ήναψαν δάδας τινας, τας οποίας ήνωσαν εις μικράν πυράν. Μετ' ολίγον το πλήθος ήρχισε να ψάλλη κατ' αρχάς με χαμηλήν φωνήν, είτα επί μάλλον και μάλλον μεγαλοφώνως, ένα ύμνον παράδοξον.
Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ήτις διέχυσεν εις όλον το κοιμητήριον ερυθράν λάμψιν, η οποία κατέστησεν ωχρόν το φως των φανών. Την ιδίαν στιγμήν από το υπόγειον εξήλθε γέρων τις ενδεδυμένος μανδύαν με κουκούλαν, αλλά με την κεφαλήν ασκεπή και ανήλθεν επί τινος λίθου ευρισκομένου πλησίον της πυράς.
Παρετηρήθη κάποια κίνησις εις το πλήθος, φωναί τινες πλησίον του Βινικίου εψιθύρισαν. Ο Πέτρος! ο Πέτρος! Μερικοί εγονάτισαν· άλλοι έτειναν τας χείρας προς αυτόν. Έπειτα επεκράτησε σιγή τόσον βαθεία, ώστε ηδύνατό τις να ακούη το τρίξιμον των δαδών και τον θόρυβον των αμαξών εις την οδόν Νομεντάνης και τον ψίθυμον του ανέμου εις τας γειτονικάς πίτυας του κοιμητηρίου.
Ο Χίλων έσκυψε προς τον Βινίκιον και εψιθύρισε:
— Αυτός είνε ο πρώτος μαθητής του Χριστού, είνε ο αλιεύς.
Ο γέρων ύψωσε την χείρα και διά του σημείου του σταυρού ηυλόγησε τους παρεστώτας, οίτινες την φοράν αυτήν εγονάτισαν. Ο Βινίκιος και οι σύντροφοί του, εκ φόβου μη προδοθώσιν, εμιμήθησαν το παράδειγμα των άλλων.
Εφάνη εις τον νέον τριβούνον ότι η μορφή αύτη, την οποίαν είχεν ενώπιόν του, ήτο συνάμα αρκετά κοινή, αλλά και έκτακτος, και ότι το έκτακτον, το οποίον υπήρχεν εν αυτή, προήρχετο από την απλότητά της. Ο γέρων δεν είχεν ούτε μίτραν επί της κεφαλής του, ούτε τιάραν ούτε φοίνικα εις τας χείρας, ούτε χρυσόν περιστήθιον ούτε ενδύματα λευκά ή αστερόεντα ουδέν εκ των συμβόλων όσα έφερον οι ιερείς της Ανατολής, της Αιγύπτου, της Ελλάδος ή οι ιεροφάνται της Ρώμης.
— Είδεν εις το πρόσωπον του αλιέως εκείνου όχι αρχιερέα, επιτήδειον εις τας τελετάς των τύπων, αλλ' απλούν μάρτυρα, πρεσβύτην λίαν αξιοσέβαστον, όστις ήρχετο μακρόθεν διά να κηρύξη μίαν αλήθειαν. Ο Βινίκιος ησθάνθη πυρετώδη περιέργειαν ν' ακούση ό,τι θα εξήρχετο από το στόμα του συντρόφου εκείνου του μυστηριώδους Χριστού και να γνωρίση το δόγμα, το οποίον επρέσβευον η Λίγεια και η Πομπωνία Γραικίνα.
Ο Πέτρος ωμίλησε κατ' αρχάς ως πατήρ, όστις δίδει συμβουλάς εις τα τέκνα του και τα διδάσκει πως πρέπει να ζώσιν. Αι κεφαλαί υψωμέναι προς τον ουρανόν ως να βλέπουν κάποιον εκεί επάνω, πολύ υψηλά, και οι βραχίονες οι ανακινούμενοι εφαίνοντο ως να επεκαλούντο την βοήθειάν του. Συνίστα εις αυτούς να αποφεύγουν τας καταχρήσεις και τας ηδονάς, να αγαπώσι την πτωχείαν, την χρηστότητα των ηθών και την αλήθειαν, να υποφέρωσιν υπομονητικώς τας αδικίας, τους διωγμούς, να υπακούωσιν εις τους ανωτέρους των και εις τας αρχάς, να αποφεύγωσι το έγκλημα της προδοσίας, την υποκρισίαν, την κακολογίαν, τέλος να δίδουν το καλόν παράδειγμα και εις αυτούς τους εθνικούς.
Ο Βινίκιος, διά τον οποίον δεν υπήρχεν αγαθόν, ειμή, ό,τι ηδύνατο να του αποδώση την Λίγειαν, ωργίσθη εναντίον τινών εκ των συμβουλών τούτων.
Εξαίρων την αγνότητα και την αποχήν από των σαρκικών επιθυμιών ο γέρων δεν κατεδίκαζε τον έρωτά του; Δεν παρώξυνε την Λίγειαν εναντίον του; Ο θυμός κατέλαβε τον τριβούνον.
«Τι το κακόν υπάρχει εις τούτο; διενοήθη. Αυτή λοιπόν είνε η διδασκαλία η άγνωστος;»
Εκτός της οργής ησθάνετο και απογοήτευσιν. Επερίμενε να του αποκαλύψουν τρομακτικά μυστήρια· ήλπιζε τουλάχιστον να ακούση έντεχνον ρητορικήν· πλην δεν ήκουεν ειμή λόγους απλούς, και ηπόρει διά την ευλαβή προσοχήν, με την οποίαν το πλήθος τον ήκουεν.
Ο γέρων έλεγε τώρα εις τους παρισταμένους ότι ώφειλον να είναι αγαθοί, ειρηνικοί, ευθείς την καρδίαν, αγνοί και να περιφρονώσι τον πλούτον, όχι διά να έχουν ησυχίαν εις αυτόν τον κόσμον, αλλά διά να ζήσωσι μετά θάνατον ενδόξως και αιωνίως εν Χριστώ.
Όσον προκατειλημμένος και αν ήτο ο Βινίκιος, δεν ηδυνήθη να μη παρατηρήση μίαν διαφοράν μεταξύ της διδασκαλίας του γέροντος και της των κυνικών, των στωικών και άλλων φιλοσόφων. Εμάνθανε τώρα ότι ο Θεός ούτος είνε η αλήθεια· και εσκέφθη ακουσίως ότι ενώπιον ενός τοιούτου δημιουργού ο Ζευς, ο Απόλλων, ο Κρόνος, η Ήρα, η Εστία και η Αφροδίτη εφαίνοντο ως συμμορία γελωτοποιών.
Ήκουσε προσέτι τον γέροντα να λέγη, ότι ο Θεός είναι η αιωνία αγάπη και επομένως, όστις αγαπά τους ανθρώπους εκτελεί την υψηλοτέραν των εντολών του. Και δεν αρκεί να αγαπά τις τους ανθρώπους, αλλά και να τους συγχωρή, διότι ο Χριστός εσυγχώρησε τους Εβραίους, οίτινες τον εκάρφωσαν επί του σταυρού, πρέπει δε όχι μόνον να συγχωρώμεν τους αδικούντας ημάς, αλλά και να τους αγαπώμεν και να αποδίδωμεν αυτοίς καλόν αντί κακού.
Ακούσας την διδασκαλίαν ταύτην ο Χίλων ενόμισεν ότι ο Ούρσος δεν θα απεφάσιζε να φονεύση τον Γλαύκον. Αφ' ετέρου όμως παρηγορήθη εκ του ότι και ο Γλαύκος δεν θα τον εφόνευε, και αν τον ανεγνώριζεν ακόμη, κατόπιν της διδασκαλίας αυτής.
Ο Βινίκιος δεν προσηλούτο πλέον εις την διδασκαλίαν του γέροντος, ήτις δεν περιείχε καινόν τι· αλλά διηπόρει εν εαυτώ έκθαμβος: «Ποίος Θεός είναι λοιπόν αυτός; Ποίον το δόγμα και ποίος ο λαός ούτος; Το κοιμητήριον εκείνο του εφάνη άσυλον τρελλών και το σύνολον μυστηριώδους τόπου. Είχεν έναυλον εις τα ώτα παν ό,τι ο γέρων είχεν ειπεί περί της ζωής, της αληθείας και της αγάπης του Θεού.
Ο γέρων είπεν ακόμη ότι πρέπει να αγαπώσι την αρετήν και την αλήθειαν δι' αυτάς και μόνον, διότι το κύριον αγαθόν και η αιωνία αλήθεια είνε ο Θεός, όθεν όστις αγαπά αυτάς αγαπά τον Θεόν και καθίσταται τέκνον αυτού.
Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ο συριγμός του ανέμου εσίγησεν εις τας πίτυας, ο φλοξ ανήρχετο κατ' ευθείαν προς τα άστρα, τα οποία εσπινθηροβόλουν, και ο γέρων, υπομνήσας τον θάνατον επί του Γολγοθά, ωμίλει πλέον μόνον περί του Χριστού.
Ο άνθρωπος ούτος ήτο αυτόπτης! Έλεγε πώς, αφού απεμακρύνθη από του σταυρού, είχε διέλθει δύο ημέρας και δύο νύκτας μετά του Ιωάννου, χωρίς να κοιμηθή, χωρίς να φάγη, καταπεπονημένος, τεθλιμμένος εν φόβω και αμφιβολία, επαναλαμβάνων ότι εκείνος απέθανεν! Ανέτειλεν η τρίτη ημέρα και εθρήνουν ακόμη, οπότε η Μαρία η Μαγδαληνή έτρεξε πνευστιώσα, με την κόμην άτακτον, κράζουσα. «Ήραν τον Κύριον!»
«Εκείνοι, ακούσαντες τας λέξεις ταύτας, έτρεξαν προς τον τόπον της ταφής. Ο Ιωάννης, ων νεώτερος, έφθασε πρώτος· ο τάφος ήτο κενός και δεν ετόλμησε να εισέλθη. Όταν ηνώθησαν και οι τρεις, αυτός, όστις τους ωμίλει εκεί, εισήλθεν εις τον τάφον και επί του λίθου είδε τα σουδάριον και τα οθόνια· αλλά δεν εύρε το σώμα . . . Υπέθεσαν ότι οι ιερείς είχον αρπάσει τον Χριστόν και επέστρεψαν εις την οικίαν, ακόμη αθυμότεροι. Έπειτα έφθασαν άλλοι μαθηταί και εθρήνησαν, άλλοτε μεν όλοι ομού, όπως ο Θεός των ουρανίων στρατιών τους ακούση ευκολώτερον, άλλοτε δε οι μεν μετά τους δε.
Η ανάμνησις των φρικαλέων εκείνων στιγμών απέσπα ακόμη δάκρυα από τους οφθαλμούς του γέροντος.
Ο Βινίκιος διενοήθη: «Ο άνθρωπος ούτος λέγει την αλήθειαν.»
Οι πιστοί είχον ακούσει ήδη πολλάκις την αφήγησιν του πάθους του
Χριστού, αλλά δεν εχόρταινον να την ακούσουν και πάλιν. Ήξευραν, ότι
η χαρά έμελλε να διαδεχθή την λύπην, αλλ' επειδή ο λαλών ήτο
Απόστολος αυτόπτης, ησθάνοντο βαθυτέραν την εντύπωσιν.
Ο γέρων έκλεισε τους οφθαλμούς, ως διά να διίδη καλλίτερον εν τη ψυχή του το μεμακρυσμένον παρελθόν, και έπειτα εξηκολούθησεν:
«Ενώ εθρήνουν ούτω, Μαρία η Μαγδαληνή προσέδραμεν εκ νέου κραυγάζουσα ότι είδε τον Κύριον. Επειδή δεν ηδύνατο να τον διακρίνη εις το άπλετον φως, είχεν υποθέσει ότι ήτο κηπουρός· πλην εκείνος είπε: «Μαρία!» Τότε αύτη εφώναξε: «Ραββουνί!» και έπεσεν εις τους πόδας του. Εκείνος της παρήγγειλε να υπάγη να είπη εις τους «αδελφούς του», ότι αναβαίνει προς τον Πατέρα του και ιδικόν των Πατέρα και Θεόν του και ιδικόν των Θεόν. Είτα έγινεν άφαντος. Οι «αδελφοί του», οι μαθηταί, δεν επίστευον τους λόγους της γυναικός και επειδή εκείνη έκλαιεν εκ χαράς, άλλοι μεν την επέπληττον, άλλοι δε εσκέπτοντο ότι η θλίψις είχε ταράξει τας αισθήσεις της, διότι έλεγε προς τούτοις ότι είχεν ιδεί τους αγγέλους, εκείνοι δε προσελθόντες εις τον τάφον εύρον αυτόν κενόν. Έπειτα προς την εσπέραν ήλθεν ο Κλεόπας, όστις είχε μεταβή μετά τινος άλλου εις Εμμαούς, οπόθεν επέστρεψαν εν σπουδή λέγοντες: «Πράγματι ανέστη ο Κύριος!» Και όλοι ήρχισαν να λογομαχούν, αφού προηγουμένως έκλεισαν την θύραν διά τον φόβον των Ιουδαίων.
Αίφνης εκείνος ενεφανίσθη εις το μέσον, χωρίς η θύρα να τρίξη, και είπεν αυτοίς: «Ειρήνη υμίν!» Είδα Εκείνον όπως όλοι τον είδαν, και αι καρδίαι μας επλήσθησαν φωτός, διότι επιστεύσαμεν ότι ανέστη και η δόξα του θα είναι αιωνία. Οκτώ ημέρας ύστερον Θωμάς ο Δίδυμος έβαλε τους δακτύλους του εις τα τραύματα του Κυρίου, εψηλάφησε την πλευράν του και είτα έπεσεν εις τους πόδας του λέγων: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» Και εκείνος απεκρίθη: «Ότι με είδες, Θωμά, και επίστευσας; Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
Ο Βινίκιος ήκουε. Δεν απεφάσιζε να πιστεύση ό,τι είχεν ειπεί ο γέρων, και όμως ησθάνετο ότι έπρεπε να είνε τις τυφλός ή να αρνηθή το ίδιον λογικόν του διά να υποθέση ότι ο άνθρωπος εκείνος εψεύδετο, όταν έλεγεν «Είδα». Κατά τινας στιγμάς ο Βινίκιος ενόμιζεν ότι ωνειρεύετο. Αλλ' έβλεπε πέριξ αυτού το πλήθος σιωπηλόν. Ο καπνός των φανών έφθανε μέχρι των ρωθώνων του, ολίγον απωτέρω έκαιον αι δάδες, και πλησίον εκεί, όρθιος επί μιας πέτρας ίστατο ανήρ γηραιός, προσεγγίζων εις τον θάνατον, με την κεφαλήν ολίγον τρέμουσαν, όστις εμαρτύρει και έλεγεν: «Είδα». Και ο Απόστολος εξηκολούθησε την αφήγησίν του μέχρι της Αναλήψεως.
Εκείνοι, οίτινες τον ήκουαν, εμεθύσκοντο εκ των λόγων του, εφαντάζοντο ότι υπεράνθρωπος δύναμις τους μετέφερεν εις την Γαλιλαίαν. Εις τα πρόσωπα πάντων ανεγινώσκοντο άρρητος έκστασις και γοητεία, η λήθη του κόσμου τούτου, μακαριότης και αγάπη άμετρος. Και όταν ο Πέτρος ήρχισε να διηγήται ότι κατά την Ανάληψιν αι νεφέλαι υπεστρώθησαν ακουσίως υπό τους πόδας του Κυρίου κρύπτουσαι αυτόν από τους οφθαλμούς των Αποστόλων, όλων αι κεφαλαί υψώθησαν ακουσίως προς τον ουρανόν και επήλθε στιγμή προσδοκίας. Δι' όλον εκείνο το πλήθος δεν υπήρχε πλέον Ρώμη, δεν υπήρχε Καίσαρ παραφρονών, δεν υπήρχον πλέον ναοί των ειδώλων των εθνικών υπήρχε μόνον ο Χριστός, ο πληρών την γην, την θάλασσαν, τον ουρανόν, την κτίσιν σύμπασαν.
Εις τας μεμακρυσμένας οικίας τας εγκατεσπαρμένας κατά μήκος της οδού Νομεντάνης οι αλέκτορες ήρχισαν ήδη να λαλώσιν αγγέλλοντες το μεσονύκτιον. Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν:
— Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και
πλησίον του μίαν νεάνιδα.
Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν.
Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην. Τέλος πάντων! μεθ' όλας τας προσπαθείας του, μετά τόσας ημέρας ανησυχίας, πάλης, λύπης, την επανεύρεν! Ηθέλησε κατ' αρχάς να βεβαιωθή, ότι δεν ονειρεύεται. Αλλ' όχι· έβλεπε την Λίγειαν και δεν απείχεν αυτής ειμή δεκαπέντε βήματα.
Εκείνη ίστατο εν πλήρει φωτί. Η κουκούλα της ολισθήσασα είχε φέρει εις αταξίαν την κόμην της· είχε το στόμα ημιάνοικτον, τα βλέμματα προς τον Απόστολον, όλον το πρόσωπόν της ήτο προσηλωμένον εις αυτόν εν εκστάσει.
Ήτο ενδεδυμένη με μανδύαν εξ αμαυρού ερίου, ως κόρη του λαού· αλλ' όμως ο Βινίκιος δεν την είχεν ιδεί ποτέ ωραιοτέραν, και παρ' όλην την ταραχήν του αντελήφθη την αντίθεσιν, την οποίαν παρουσίαζε το ένδυμα εκείνο το σχεδόν δουλικόν με την ευγένειαν της πατρικίας εκείνης κεφαλής.
Όλον το σώμα του εσκίρτησεν εξ έρωτος. Παραπλεύρως της Λιγείας ο κολοσσός Ούρσος του εφάνη μικρότερος, σχεδόν παιδίον. Παρετήρησε προσέτι, ότι η Λίγεια είχε γίνει ισχνή. Ησθάνετο ότι δι' αυτήν θα εθυσίαζεν όλας τας γυναίκας και την Ρώμην ολόκληρον. Θα έμενεν αφωσιωμένος εις την θέαν εκείνην.
Αλλ' ο Χίλων τον έσυρεν από το κράσπεδον του μανδύου του εκ φόβου μήπως υποπέση είς τινα απερισκεψίαν. Εν τοσούτω οι χριστιανοί είχον αρχίσει να προσεύχονται και να ψάλλωσιν.
Εψάλη είς ύμνος, έπειτα δε ο μέγας Απόστολος εβάπτισε με το ύδωρ της κρήνης εκείνους, τους οποίους οι πρεσβύτεροι του παρουσίασαν ως προητοιμασμένους διά το βάπτισμα. Εφαίνετο είς τον Βινίκιον ότι η νυξ εκείνη δεν θα είχε τέλος. Ήτο ανυπόμονος ν' ακολουθήση την Λίγειαν, να την απαγάγη . . . .
Τέλος τινές των χριστιανών εξήλθον του κοιμητηρίου. Ο Χίλων εψιθύρισεν.
— Ας εξέλθωμεν και ας σταθώμεν έμπροσθεν της θύρας, αυθέντα, επειδή
δεν έχομεν ανασηκώσει τας κουκούλας μας και μας παρατηρούν.
Και ούτως έπραξαν.
Από το μέρος, όπου ετοποθετήθησαν, θα ηδύναντο να εξετάζουν όλους τους εξερχομένους και δεν ήτο δύσκολον να αναγνωρίσουν τον Ούρσον από το ανάστημά του.
— Θα τους ακολουθήσωμεν, είπεν ο Χίλων, θα ίδωμεν πού εισέρχονται και αύριον ή καλλίτερα σήμερον, αυθέντα με τους δούλους σου θα καταλάβης όλας τας εξόδους της οικίας και θα την αρπάσης.
— Όχι, είπεν ο Βινίκιος.
— Τι θέλεις να κάμης, αυθέντα;
— Θα εισέλθωμεν κατόπιν της εις την οικίαν και θα την αρπάσωμεν
πάραυτα. Ειξεύρεις τι θα κάμης, Κρότων, ή όχι;
— Ναι· και δέχομαι να γίνω δούλος σου, αν δεν του σπάσω τα πλευρά
αυτού του βουβάλου, ο οποίος την φυλάττει.
Ο Χίλων τον απέτρεψε να πράξη τούτο. Τον Κρότωνα τον είχον φέρει μόνον διά να τους υπερασπίση, εν περιπτώσει καθ' ην θα ανεγνωρίζοντο, και όχι διά να αρπάση την κόρην.
Εάν απεπειρώντο να απαγάγωσιν αυτήν οι δύο των εξετίθεντο εις τον θάνατον, και εκτός τούτου, εκείνη ηδύνατο να τους διαφύγη· τότε θα εκρύπτετο αλλού ή θα έφευγεν εκ Ρώμης. Τι θα έκαμνον τότε; Διατί να μη ενεργήσουν με τρόπον ασφαλή; Διατί να εκτεθώσιν εκθέτοντες συνάμα και την τύχην της επιχειρήσεως;
— Ο Λιγειεύς ούτος, εγόγγυσεν ο Χίλων, μου φαίνεται τρομερά δυνατός.
— Σε δεν σε επιφορτίζουν να του κρατήσης τας χείρας, απήντησεν ο
Κρότων.
Εδέησε να περιμένουν ακόμη επί πολύ, και οι αλέκτορες είχον λαλήσει ήδη αγγέλλοντες την χαραυγήν, όταν εξήλθον ο Ούρσος και η Λίγεια. Άλλοι τινές τους συνώδευον.
Ο Χίλων ενόμισεν ότι ανεγνώρισε μεταξύ αυτών τον μέγαν Απόστολον, πλησίον του οποίου εβάδιζεν είς άλλος γέρων αναστήματος πολύ βραχυτέρου, δύο ηλικιωμέναι γυναίκες και είς νέος, όστις τους εφώτιζε με φανόν. Όπισθεν της μικράς ταύτης ομάδος εβάδιζε πλήθος διακοσίων περίπου χριστιανών, μετά των οποίων ανεμίχθησαν ο Βινίκιος, ο Κρότων και ο Χίλων.
— Αυθέντα, είπεν ο Χίλων η κόρη ευρίσκεται υπό ισχυράν προστασίαν.
Είναι αυτή, και ο μέγας Απόστολος μαζή της!
Ήρχιζε να εξημερώνη. Το λυκαυγές εχρωμάτιζε δι' ωχρού χρώματος τας επάλξεις των τειχών.
Ο Βινίκιος δεν έπαυε να παρακολουθή διά των οφθαλμών το εύκαμπτον ανάστημα της Λιγείας.
— Αυθέντα, έλεγεν ο Χίλων, σε συμβουλεύω και πάλιν άμα μάθης πού κατοικεί η Λίγεια να προσλάβης τους δούλους σου και να μη ακούσης τον Κρότωνα, μήπως αποτύχωμεν του σκοπού μας.
Εν τοσούτω επλησίαζον εις την πόλιν. Εκεί παράδοξον θέαμα εξετυλίχθη προ των οφθαλμών του. Διότι στρατιώται εγονάτισαν παρά τους πόδας του Αποστόλου· εκείνος επέθηκε τας χείρας εις τας σιδηράς περικεφαλαίας των και έπειτα έκαμε το σημείον του σταυρού. Ποτέ άλλοτε δεν είχεν επέλθει εις τον νουν του νεαρού πατρικίου, ότι ηδύναντο να υπάρχωσι χριστιανοί μεταξύ των στρατιωτών. Ανελογίσθη την καταπληκτικήν δύναμιν της εξαπλώσεως του δόγματος τούτου.
Αφού διήλθον τα ακαλλιέργητα εδάφη τα συνεχόμενα μετά των τειχών της πόλεως, αι μικραί ομάδες των χριστιανών ήρχισαν να διασκορπίζωνται. Τώρα έπρεπε να ακολουθήσουν την Λίγειαν από μακράν και με περισσοτέρας προφυλάξεις. Εβάδισαν τοιουτοτρόπως μέχρι της Τρανστιβέρης και ο ήλιος επλησίαζε να ανατείλη, οπότε η ομάς, εν τη οποία ευρίσκετο η Λίγεια διεσπάσθη. Ο Απόστολος, η γραία και ο νεανίσκος επορεύθησαν κατά μήκος του ποταμού, ενώ ο μικρόσωμος γέρων, ο Ούρσος και η Λίγεια εισήρχοντο εις στενόν δρομίσκον, εισήρχοντο εις το προαύλιον οικίας, της οποίας το ισόγειον κατείχετο από τα καταστήματα ενός ελαιοπώλου και ενός ορνιθοπώλου.
Ο Χίλων, όστις ηκολούθει τον Βινίκιον και τον Κρότωνα από πεντήκοντα βημάτων, εστάθη ευθύς· εστηρίχθη εις ένα τοίχον, και τους εκάλεσε να επανέλθωσι προς αυτόν. Ωπισθοχώρησαν, διότι επρόκειτο να συσκεφθώσιν.
— Ύπαγε να ίδης, διέταξεν ο Βινίκιος, αν αυτή η οικία δεν έχει δευτέραν έξοδον προς άλλην οδόν.
Ο Χίλων, ο οποίος παρεπονείτο ότι είχε τραυματισθή εις τους πόδας, έτρεξε τόσον ταχέως, ως εάν είχε λάβει πτέρυγας Ερμού και μετ' ολίγον επέστρεψεν.
— Όχι, είπεν, η θύρα αυτή είνε η μόνη. Είτα συνάψας τας χείρας: Εις το όνομα του Διός και όλων των θεών, σε εξορκίζω, είπεν, αυθέντα, άφες το σχέδιον τούτο . . . . Άκουσέ με . . . . Αλλ' ιδών τους οφθαλμούς του Βινικίου σπινθηρίζοντας ως οφθαλμούς λύκου ενόησεν ότι τίποτε δεν τον ανέκοπτεν από την απόφασίν του.
Ο Κρότων ήρχισε να αναπνέη αέρα εις το ηράκλειον στήθος του και να κινή δεξιά και αριστερά το περιωρισμένον κρανίον του, όπως κάμνουν αι άρκτοι αι κλεισμέναι εις κλωβόν. Εις τα χαρακτηριστικά του όμως ουδεμία ανησυχία διεκρίνετο.
— Θα εισέλθω πρώτος! είπεν.
— θα με ακολουθήσης, απήντησεν ο Βινίκιος με προστακτικόν τόνον.
Και εξηφανίσθησαν εις τον σκοτεινόν διάδρομον.
Ο Χίλων επήδησε μέχρι της καμπής του πλησιεστέρου δρομίσκου· εκείθεν έκυπτε παραμονεύων και ανήσυχος.
Αφού εισήλθον εις τον διάδρομον της εισόδου, ο Βινίκιος ενόησεν όλην την δυσκολίαν της επιχειρήσεως. Η οικία ήτο πολυώροφος, κακοκτισμένη, κακοδιηρημένη, πολύ υψηλή, και στενή, πλήρης κελλίων και τρωγλών, όπου κατώκουν πτωχοί άνθρωποι.
Ακολουθούντες τον διάδρομον ο Βινίκιος και ο Κρότων έφθασαν εις στενήν αυλήν, περιβαλλομένην από κτίρια. Η αυλή, αύτη απετέλει είδος ατρίου κοινού εις όλην την οικίαν, έχοντος εις το κέντρον μίαν κρήνην, της οποίας το ύδωρ έπιπτεν εις μίαν χονδροκαμωμένην λεκάνην. Κατά μήκος των τειχών ανήρχοντο εξωτερικαί κλίμακες, εν μέρει ξύλιναι και εν μέρει λίθιναι, άγουσαι εις διαδρόμους, από τους οποίους εισήρχετό τις εις τα διαμερίσματα. Κάτω υπήρχον πάλιν διαμερίσματα, τινά εκ των οποίων είχον θύρας εκ ξύλου, τα άλλα εχωρίζοντο της αυλής μόνον διά μαλλίνων παραπετασμάτων, ως επί το πλείστον ξεφτισμένων, σχισμένων ή εμβαλωμένων.
Ήτο πρωΐα και εις την αυλήν δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Προφανώς όλοι εκοιμώντο ακόμη εκτός εκείνων, οίτινες είχον επανέλθει από το Οστριανόν.
— Τι θα κάμωμεν, αυθέντα; ηρώτησε σταθείς ο Κρότων.
— Ας περιμένωμεν εδώ, απήντησεν ο Βινίκιος. Κάποιος θα φανή ίσως.
Δεν πρέπει να μας ίδωσιν εις την αυλήν.
Εάν είχον εις την διάθεσίν των πεντήκοντα δούλους περίπου, θα ηδύναντο να φρουρήσουν την θύραν, ήτις εφαίνετο ότι ήτο η μοναδική έξοδος, και να ερευνήσουν όλα τα δωμάτια· αλλά τώρα έπρεπε να διευθυνθώσι κατ' ευθείαν εις το δωμάτιον της Λιγείας, εκτός εάν οι Χριστιανοί, οίτινες δεν θα έλειπον εκ της οικίας εκείνης, έδιδον το σύνθημα της εξεγέρσεως. Και υπό την έποψιν ταύτην ήτο επικίνδυνον να ερωτήσουν ξένους. Ο Βινίκιος εσκέπτετο, εάν ήτο ορθότερον να αναζητήση δούλους, όποτε όπισθεν ενός εκ των παραπετασμάτων, τα οποία έκλειον τα μάλλον μεμακρυσμένα δωμάτια, εξήλθεν είς άνθρωπος, όστις κρατών στραγγιστήριον εις την χείρα επλησίασεν εις την κρήνην.
— Είνε ο Λιγειεύς! εμουρμούρισεν ο Βινίκιος.
— Πρέπει να του σπάσω τα κόκκαλα ευθύς; είπεν ο Κρότων.
— Περίμενε.
Ο Ούρσος δεν τους είδε, διότι ίσταντο εις την σκιάν του διαδρόμου, και ήρχισεν ησύχως να πλύνη τα λάχανα, τα οποία υπήρχον εις το στραγγιστήριον. Αφού ετελείωσε το έργον του, απήλθε και το παραπέτασμα έκλεισεν όπισθεν του. Ο Κρότων και ο Βινίκιος τον ηκολούθησαν σκεπτόμενοι ότι θα εύρισκον αμέσως το οίκημα της Λιγείας.
Η έκπληξίς των υπήρξε μεγάλη, όταν παρετήρησαν ότι το παραπέτασμα δεν εχώριζεν από της αυλής αυτό το οίκημα, αλλά δεύτερον διάδρομον σκοτεινόν, εις τα άκρον του οποίου εφαίνετο κήπος μέ τινας κυπαρίσσους, πλεκτούς θάμνους μυρσίνης και μικρόν οικίσκον στηριζόμενον εις τον τοίχον του βάθους. Ουδεμία απέμενεν αμφιβολία.
Ενόησαν ότι δι' αυτούς ήτο η περίστασις ευνοϊκή. Εις την αυλήν δυνατόν να ελάμβανε χώραν συγκέντρωσις όλων των ενοίκων, αλλά εν τη παρούση περιστάσει, η απομόνωσις του οικίσκου διηυκόλυνε την επιχείρησιν.
Ο Ούρσος επρόκειτο να επιστρέψη εις τον οικίσκον, οπότε ο κρότος των βημάτων επέσυρε την προσοχήν του· εστάθη και, μόλις είδε τους δύο άνδρας, απέθεσε τα στραγγιστήριόν του επί του κιγκλιδώματος και εστράφη προς αυτούς.
— Τι ζητείτε; ηρώτησε.
— Σε! απήντησεν ο Βινίκιος.
Έπειτα στραφείς προς τον Κρότωνα:
— Φόνευσε.
Ο Κρότων ώρμησεν ως τίγρις και εις μίαν στιγμήν, χωρίς να δώση εις τον Λιγειέα τον καιρόν να φυλαχθή ή να αναγνωρίση τους εχθρούς του, τον έδραξε με τους χαλύβδινους βραχίονάς του. Ο Βινίκιος ήτο βεβαιότατος περί της υπερανθρώπου δυνάμεως του Κρότωνος, ώστε δεν επερίμενε το τέλος της πάλης· τους αφήκε λοιπόν και ώρμησε προς την μικράν οικίαν, ώθησε την θύραν και ευρέθη εις θάλαμον ολίγον σκοτεινόν, αλλά φωτιζόμενον από το πυρ, το οποίον έκαιεν επί εστίας. Η λάμψις της φλογός έπιπτεν όλη επί του προσώπου της Λιγείας. Έν άλλο πρόσωπον εκάθητο πλησίον της εστίας· ήτο ο γέρων, όστις είχε συνοδεύσει την κόρην και τον Ούρσον επιστρέφοντας από το Οστριανόν.
Ήδη ο Βινίκιος είχεν αρπάσει την Λίγειαν από το μέσον του σώματος και έτρεχε προς την θύραν. Σφίγγων με τον ένα βραχίονα την νεάνιδα επί του στήθους του, διά της άλλης χειρός απώθησε βιαίως τον γέροντα, όστις του έφραττε τον δρόμον· αλλ' εις το κίνημα τούτο η κουκούλα του κατέπεσε και η Λίγεια εις την θέαν της μορφής ταύτης, την οποίαν εγνώριζε καλά και ήτις την στιγμήν εκείνην ήτο τρομερά, ησθάνθη το αίμα της να παγώνη. Ηθέλησε να φωνάξη βοήθειαν και δεν ηδυνήθη. Ηθέλησε να προσκολληθή εις την θύραν, οι δάκτυλοί της ωλίσθησαν επί του λίθου και θα ελιποθύμει, εάν φρικώδες θέαμα δεν ετάρασσε τα νεύρα της, όταν ο Βινίκιος ώρμησε μετ' αυτής εις τον κήπον.
Ο Ούρσος εκράτει εις τους βραχίονας του ένα άνθρωπον εντελώς κυρτωμένον προς τα οπίσω, με την κεφαλήν κρεμασμένην, με το στόμα αιματωμένον. Άμα τους είδεν εκείνος κατέφερε τελευταίον γρονθοκόπημα κατά της κεφαλής εκείνης και εν ριπή οφθαλμού επέπεσε κατά του Βινικίου ως άγριον θηρίον.
— Εχάθηκα! εσκέφθη ο νεαρός Πατρίκιος.
Κατόπιν ήκουσεν ως εν ονείρω την κραυγήν της Λιγείας:
«Ου φονεύσεις!» Και ησθάνθη ότι κάτι τι ως κεραυνός είχεν αποσπάσει από τα χέρια του το σώμα της κόρης· το παν περιεστρέφετο εμπρός του και το φως της ημέρας έσβυνεν.
Εν τοσούτω ο Χίλων, κρυμμένος όπισθεν της γωνίας του τοίχου, ανέμενε τα συμβησόμενα· η περιέργεια επάλαιεν εντός του με τον φόβον. Αλλ' ο χρόνος του εφαίνεται μακρός· ανησύχει από την σιωπήν εκείνην και δεν απέσπα τους οφθαλμούς του από τον διάδρομον. Αίφνης μία κεφαλή είχε προκύψει κατά το ήμισυ και εξήταζεν όλα τα πέριξ.
— Είναι ο Βινίκιος ή ο Κρότων; διενοήθη ο Χίλων. Αλλ' εάν συνέλαβον την κόρην, διατί αύτη την φωνάζει; Και διατί επιθεωρούν την οδόν; Πάντοτε θα συναντήσουν κόσμον πριν φθάσουν. Τι είνε λοιπόν;
Και αίφνης αι τρίχες του ανεσηκώθησαν.
Εις το άνοιγμα της θύρας εφάνη ο Ούρσος, φέρων επί του ώμου του το αδρανές σώμα του Κρότωνος· έπειτα αφού παρατήρησε προς όλα τα μέρη, έτρεξε προς τον ποταμόν.
Ο Χίλων εκόλλησεν εις τον τοίχον ως πηλός. «Εάν με ίδη, είμαι χαμένος», διενοήθη.
Αλλ' ο Ούρσος επροσπέρασε και έγεινεν άφαντος όπισθεν της παρακειμένης οικίας. Ο Χίλων χωρίς να χρονοτριβήση πλέον, εβάδισε ταχέως μέχρι του βάθους μιας εγκαρσίας οδού με ευκινησίαν, ήτις θα εξέπληττεν, εάν συνηντάτο εις νεανίαν ακόμη.
Ο Λιγειεύς εκείνος, όστις είχε φονεύσει τον Κρότωνα, τω εφαίνετο ως υπερφυσικόν όν· ήτο βεβαίως Θεός υπό την μορφήν βαρβάρου. Τώρα επίστευεν εις όλας τας θεότητας του κόσμου. Εσκέπτετο προς τούτοις ότι ο Κρότων δυνατόν να εφονεύθη από τον Θεόν των χριστιανών και αμέσως ετράπη εις φυγήν.
Αφού διήλθε πολλούς δρομίσκους και είδεν εργάτας, βαδίζοντας προς την ιδίαν διεύθυνσιν καθησύχασεν ολίγον. Δεν ανέπνεεν.
Εκάθησεν επί του κατωφλίου οικίας τινός και εσπόγγισε το κάθιδρον μέτωπόν του. Αφού ανεπαύθη ολίγον, ηγέρθη και βεβαιωθείς ότι δεν έχασε το μαρσίπιον, το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, διηυθύνθη με βήμα βραδύτερον προς τον ποταμόν. Εσκέπτετο τι απέγεινεν ο Βινίκιος. Είχεν ιδεί τον Λιγειέα να φέρη προς τον ποταμόν το σώμα του Κρότωνος· αλλά τίποτε περισσότερον. Ο Βινίκιος δυνατόν να εφονεύθη, αλλά αδύνατο να είνε μόνον πληγωμένος ή αιχμάλωτος. «Αναμφιβόλως», εσκέφθη, «οι χριστιανοί δεν θα ετόλμων να φονεύσουν άνθρωπον τόσον ισχυρόν, καθότι το έγκλημα θα ηδύνατο να προκαλέση κατ' αυτών γενικόν διωγμόν. Ήτο πιθανώτερον ότι θα τον εκράτησαν διά της βίας διά να δώσουν εις τον Λιγεία καιρόν να κρυφθή εις άλλο μέρος. Εάν ο τρομερός Λιγειεύς δεν τον κατεκερμάτισεν εις την πρώτην ορμήν του, ζη, και εάν ζη, θα μαρτυρήση μόνος του ότι δεν τον επρόδωσα και τότε όχι μόνον δεν έχω τίποτε να φοβηθώ, αλλά . . . νέον στάδιον ανοίγεται προ εμού. θα γνωστοποιήσω εις ένα των απελεύθερων που είνε ο κύριός του και ας υπάγη να τον ζητήση· αυτό είνε υπόθεσις ιδική του . . . Δύναμαι ομοίως να υπάγω προς τον Πετρώνιον και να του πάρω νέαν αμοιβήν . . . Ανεζήτησα την Λίγειαν· θα αναζητήσω τον Βινίκιον· ακολούθως θ' αναζητήσω και πάλιν την Λίγειαν . . . . Αλλά προ πάντων, πρέπει να μάθω, αν είνε ζων ή νεκρός.
Εν τω μεταξύ είχεν ανάγκην να φάγη και να αναπαυθή. Η νυξ εκείνη της αϋπνίας, η οδοιπορία εις το Οστριανόν, η ταχεία φυγή του τον είχε καταβάλει. Είχε προ πάντων ανάγκην ύπνου και η αγρυπνία τον είχεν εξασθενίσει. Η πόλις εκοιμάτο ακόμη. Ο Χίλων ησθάνθη μετ' ολίγον την δρόσον να τον διαπερά· ύστερον ηγέρθη και διηυθύνθη με βήμα βραδύτερον προς την κατοικίαν του, εις την Σουβούρην, όπου τον ανέμενεν η δούλη, η αγορασθείσα διά των χρημάτων του Βινικίου.
Εκεί συρθείς μέχρι του κοιτώνος του, ερρίφθη επί της στρωμνής και εκοιμήθη.
Εξύπνησε μόλις την εσπέραν ή μάλλον αφυπνίσθη υπό της δούλης του, ήτις τον προέτρεπε να εγερθή, επειδή κάποιος τον εζήτει διά κατεπείγουσαν υπόθεσιν.
Ο άγρυπνος Χίλων εζαλίσθη αμέσως, έρριψε ταχέως μανδύαν με κουκούλαν επί των ώμων του έπειτα παρετήρησε διά της θύρας του κοιτώνος με βλέμμα ύποπτον και διέκρινε την γιγάντιον κατατομήν του Ούρσου.
Ησθάνθη ότι αι κνήμαι του και κατόπιν η κεφαλή του καθίσταντο ψυχραί, ως πάγος, ότι η καρδία του έπαυε να πάλλη και φοβερά μυρμηκίασις διεχύθη εις την ράχιν του.
— Σύρα! εχάθηκα . . . δεν γνωρίζω . . . αυτόν . . . αυτόν τον ανδρείον
άνθρωπον.
— Τω είπον ότι ήσο εδώ και ότι εκοιμάσο, αυθέντα, επανέλαβεν η
νεάνις, και απήτησε να σε αφυπνίσω . . .
— Ω! Θεοί! . . . . Θα σου κάμω! . . . .
Αλλ' ο Ούρσος ανυπομονών βεβαίως με όλας αυτάς τας βραδύτητας επλησίασεν εις την θύραν του κοιτώνος και σκύψας προέβαλε την κεφαλήν του εις το εσωτερικόν.
— Χίλων Χιλωνίδη! είπεν.
— Ειρήνη σοι! ειρήνη! ειρήνη! απήντησεν ο Χίλων, Ω άριστε των χριστιανών! Ναι! είμαι ο Χίλων, αλλά κάμνεις λάθος . . . Δεν σε γνωρίζω!
— Χίλων Χιλωνίδη, επανέλαβεν ο Ούρσος, ο αυθέντης σου Βινίκιος σε ζητεί, και θέλει να σε οδηγήσω πλησίον του.
Ο Βινίκιος εξύπνησεν από πόνον δριμύτατον. Τρεις άνθρωποι έσκυπτον επάνω του. Ανεγνώρισε τους δύο εξ αυτών, τον Ούρσον και τον γέροντα, τον οποίον είχεν ανατρέψει, όταν μετέφερε την Λίγειαν. Ευρίσκετο εις τας χείρας τρίτου, όστις του έτριβε τον αριστερόν βραχίονα. Ο πόνος ήτο τόσον δυνατός, ώστε ο Βινίκιος νομίζων ότι εξετέλουν επ' αυτού εκδίκησιν, είπε με σφιγμένους οδόντας:
— Φονεύσατέ με . . .
Αλλ' εκείνοι δεν εφαίνοντο ότι έδιδον καμμίαν προσοχήν εις τους λόγους του, αλλ' εξηκολούθουν να τον περιποιούνται. Ο τρομερός Ούρσος, το βαρβαρικόν πρόσωπον, εξέφραζε θλίψιν την στιγμήν εκείνην, εκράτει επιδέσμους, ενώ ο γέρων έλεγεν εις τον άνθρωπον, όστις έτριβε τον βραχίονα του Βινικίου:
— Γλαύκε, είσαι βέβαιος ότι το τραύμα τούτο της κεφαλής δεν είναι θανάσιμον;
— Ναι, άξιε Κρίσπε.
Ο γίγας — και εδείκνυε τον Ούρσον — διά να ελευθερώση την κόρην έρριψε τον επιδρομέα κατά του τοίχου· πίπτων ο άνθρωπος αυτός επροφυλάχθη διά του βραχίονός του· ο βραχίων εθραύσθη, αλλά το τραύμα της κεφαλής είναι ελαφρόν.
— Επεμελήθης τόσους και τόσας εκ των αδελφών μας, είπεν ο Κρίσπος, έχεις φήμην επιτηδείου ιατρού . . . Διά τούτο έστειλα τον Ούρσον να σε ζητήση.
— Και μου ωμολόγησε καθ' οδόν ότι ακόμη ήτο έτοιμος να με φονεύση.
— Μοι είχεν ανακοινώσει το σχέδιόν του και εγώ, όστις σε γνωρίζω και ηξεύρω την προς τον Χριστόν αγάπην σου, του έδωκα να εννοήση, ότι ο προδότης δεν ήσο συ, αλλά μάλλον ο άγνωστος εκείνος, όστις ήθελε να τον ωθήση εις τον φόνον.
— Είναι το πονηρόν πνεύμα και εγώ τον εξέλαβα ως άγγελον, είπε
στενάζων ο Ούρσος.
— Θα μου διηγηθής τούτο άλλοτε, είπεν ο Γλαύκος, προς το παρόν
πρέπει να φροντίσωμεν διά τον τραυματίαν μας.
Μετά την επίδεσιν των τραυμάτων του ο Βινίκιος, όστις είχε πάλιν λιποθυμήσει, συνήλθεν.
Η Λίγεια ευρίσκετο παρά την κλίνην του και εκράτει με τας δύο χείρας μίαν λεκάνην, όπου από καιρού εις καιρόν ο Γλαύκος έβρεχε τον σπόγγον, διά του οποίου εδρόσιζε την κεφαλήν του τραυματίου.
— Λίγεια, εψιθύριζεν ο Βινίκιος.
Η λεκάνη έτρεμεν εις τας χείρας της κόρης, ήτις έστρεψε προς αυτόν μελαγχολικά βλέμματα.
— Ειρήνη σοι! είπεν αύτη χαμηλή φωνή.
— Λίγεια συ τους εμπόδισες να με φονεύσουν; . . .
— Εκείνη απήντησε μετά πραότητος:
— Ο Θεός να σοι αποδώση την υγείαν.
Έν είδος απείρου και γλυκείας εξαντλήσεως τον κατέλαβεν.
Ησθάνετο ότι έπιπτεν εις μίαν άβυσσον, αλλά συγχρόνως εδοκίμαζε μεγάλην ευεξίαν και ενόμιζεν εαυτόν ευτυχή. Τω εφαίνετο ότι κάποια θεότης επλανάτο επ' αυτού.
Εν τούτοις ο Γλαύκος είχε τελειώσει το πλύσιμον του επί της κεφαλής τραύματος και επέθετεν επ' αυτού αλοιφήν. Η Λίγεια προσήγγισεν εις τα χείλη του τραυματίου κύπελλον ύδατος και οίνου. Εκείνος έπιεν απλήστως. Αφού ετελείωσεν η επίδεσις του τραύματος, ο πόνος είχε σχεδόν εντελώς εξαλειφθή.
— Δος μοι ακόμη να πιώ, ικέτευσεν εκείνος.
Η Λίγεια μετέβη εις το δεύτερον δωμάτιον διά να γεμίση και πάλιν το κύπελλον και ο Κρίσπος, αφού αντήλλαξε λέξεις τινάς μετά του Γλαύκου, επλησίασεν εις την κλίνην.
— Βινίκιε, είπεν, ο Θεός δεν επέτρεψε να εκτελέσης κακήν πράξιν. Σε διατηρεί εις την ζωήν διά να μετανοήσης και φρονηματισθής. Εκείνος, ενώπιον του οποίου ο άνθρωπος δεν είναι παρά κόνις, σε παρέδωκεν ανυπεράσπιστον εις τας χείρας μας· αλλ' ο Χριστός, εις ον πιστεύομεν, μας παραγγέλλει να αγαπώμεν τους εχθρούς μας. Επεδέσαμεν λοιπόν τας πληγάς σου και θα σου αποδώσωμεν την υγείαν· αλλά δεν ειμπορούμεν να επαγρυπνώμεν επί σου περισσότερον χρόνον. Όταν θα είσαι μόνος, σκέφθητι, εάν θα εξακολουθήσης να καταδιώκης την Λίγειαν, στερηθείσαν εξ αιτίας σου των προστατών της και της στέγης της, και ημάς τους ιδίους, οι οποίοι σοι απεδώσαμεν το καλόν αντί του κακού.
— Θέλετε να με εγκαταλείψετε; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
— Θέλομεν να καταλίπωμεν την οικίαν ταύτην, όπου ο διωγμός δύναται να μας φθάση εκ μέρους του διοικητού της πόλεως. Ο σύντροφός σου εφονεύθη και συ επληγώθης. Ημείς δεν πταίομεν, αλλά θα μας πατάξουν οι νόμοι με την αυστηρότητά των.
— Μη φοβείσθε διωγμούς, απήντησεν ο Βινίκιος. Εγώ θα σας προστατεύσω.
Ο Κρίσπος δεν ήθελε να του είπη ότι εδυσπίστει προς αυτόν.
— Αυθέντα, εξηκολούθησεν ο Κρίσπος, η δεξιά σου χειρ είναι υγιής. Ιδού πινακίδες και κάλαμος! Γράψον εις τους υπηρέτας σου να έλθουν απόψε με έν φορείον διά να σε μεταφέρουν εις την οικίαν σου. Εδώ ευρίσκεσαι εις τον οίκον πτωχής χήρας, ήτις δεν θα βραδύνη να επανέλθη με τον υιόν της. Αυτός θα φέρη την επιστολήν σου· ημείς πρέπει να ζητήσωμεν άλλο καταφύγιον. Ο Βινίκιος ωχρίασεν. Εάν έχανεν εκ νέου την Λίγειαν, δεν θα την επανέβλεπε πλέον ποτέ. Επεθύμει απεγνωσμένως να συμφιλιωθή μαζί της, αλλά του εχρειάζετο καιρός.
— Ακούσατέ με, Χριστιανοί, είπε. Χθες ήμην μαζί σας εις το Οστριανόν και ήκουσα την διδασκαλίαν του Αποστόλου, και αν δεν την εγνώριζα, αι πράξεις σας μόνον θα με έπειθον, ότι είσθε έντιμοι και χρηστοί. «Μείνατε εδώ σεις, επιτρέψατε δε και εις εμέ να μείνω.
«Ο άνθρωπος ούτος, όστις είναι ιατρός ή γνωρίζει να επιδένη πληγάς τουλάχιστον, ας είπη, αν είμαι εις θέσιν να μεταφερθώ. Ο σπασμένος βραχίων μου πρέπει να διατηρηθή ακίνητος επί τινας ημέρας τουλάχιστον· σας δηλώ λοιπόν ότι δεν θα κινηθώ απ' εδώ, εκτός αν με ρίψετε έξω.
— Κανείς, κύριε, δεν θα μετέλθη βίαν κατά σου, είπεν ο Κρίσπος.
Ημείς μόνοι θα φύγωμεν διά να σώσωμεν τας κεφαλάς μας.
Ο Βινίκιος συνωφρυώθη, είτα δε εξηκολούθησε: Κανείς δεν μας είδεν, όταν εισήλθομεν εις την οικίαν αυτήν, εκτός ενός Έλληνος, όστις είχεν έλθει μαζί μας εις το Οστριανόν. Φέρετέ τον εδώ και θα τον διατάξω να σιωπήση διότι είναι μισθωτός μου. Θα γράψω εις τους οικείους μου ότι απέρχομαι εις Βενεβέντον. Εν περιπτώσει, καθ' ήν ο διοικητής της πόλεως επληροφορήθη ήδη υπό του Έλληνος τα διατρέξαντα, θα δηλώσω ότι εγώ εφόνευσα τον Κρότωνα διότι εκείνος μου έθραυσε τον βραχίονα. Ώστε δεν διατρέχετε κανένα κίνδυνον, και δύνασθε να μείνετε εδώ εν ασφαλεία. Φέρετέ μου ταχέως τον Έλληνα, όστις ονομάζεται Χίλων ο Χιλωνίδης».
Τότε, κύριε, ο Γλαύκος θα μείνη πλησίον σου, είπεν ο Κρίσπος, και θα σε νοσηλεύση.
— Γέρον, είπεν ο Βινίκιος, άκουσον καλώς τους λόγους μου. Σου οφείλω ευγνωμοσύνην και έχω εμπιστοσύνην εις σε· πλην δεν μου λέγεις τι σκέπτεσαι περί εμού κατά βάθος. Φοβείσαι, μήπως καλέσω τους δούλους μου και τους διατάξω να αρπάσουν την Λίγειαν.
— Μάλιστα, απήντησε σοβαρώς ο Κρίσπος.
— Πρόσεξε λοιπόν εις τούτο· θα ομιλήσω εις τον Χίλωνα ενώπιόν σας· ενώπιόν σας θα γράψω την επιστολήν, δι' ης θα αναγγέλλω εις τους οικείους μου, ότι αναχωρώ . . . . . Σκέψου καλά και μη με παροργίζης περισότερον.
Εδώ κατελήφθη υπό αδημονίας και με συνεσπασμένον υπό της οργής πρόσωπον είπεν: Εφαντάζεσο ότι έμελλα να αρνηθώ την επιθυμίαν μου διά να μένω εδώ και να την βλέπω; Αλλά δεν θέλω πλέον να την λάβω διά της βίας . . . Αν αύτη με εγκαταλείψη, με την χείρα αυτήν την υγιά θα αποσπάσω τους επιδέσμους από τον βραχίονά μου . . . Δεν θα λάβω τροφήν, διά να αποθάνω εκ της πείνης. Και ο θάνατός μου ας πέση επί σε και τους αδελφούς σου!».
Την στιγμήν εκείνην η Λίγεια εισήλθεν, επλησίασε προς τον Κρίσπον με πρόσωπον εμπνευσμένον, και ως ηχώ άλλης τινός φωνής, είπεν:
— Κρίσπε! ας τον φυλάξωμεν μεταξύ μας και ας μη τον αφήσωμεν,
μέχρις ότου ο Χριστός του αποδώση την υγείαν.
— Ας γίνη, όπως επιθυμείς.
Εις τον Βινίκιον η ταχεία αύτη υποταγή του Κρίσπου έκαμε βαθείαν εντύπωσιν. Του εφάνη ότι μεταξύ των χριστιανών η Λίγεια ήτο είδος Συβίλλης ή ιερείας, εις την οποίαν υπακούουν και την οποίαν σέβονται.
Όταν μετ' ολίγον εκείνη του έφερε νερό, ούτος ηθέλησε να της λάβη την χείρα, αλλά δεν ετόλμησε . . . Δεν ετόλμησεν αυτός ο Βινίκιος, όστιν εις τα ανάκτορα του Νέρωνος την είχε φιλήσει διά της βίας, αυτός, όστις διενοήθη άλλοτε να διατάξη να την μαστιγώσουν.
Ο Βινίκιος υπέδειξεν ακριβώς εις την Λίγειαν την κατοικίαν του Χίλωνος, και αφού εχάραξεν ολίγας λέξεις επί της πινακίδος, είπε στραφείς προς τον Κρίσπον:
— Σας δίδω την πινακίδα ταύτην, επειδή ο Χίλων εκείνος είνε άνθρωπος
πανούργος και δύσπιστος.
— Αρκεί να τον εύρω, θα τον οδηγήσω εκόντα άκοντα, απεκρίθη ο
Ούρσος.
— Και λαβών τον μανδύαν του, εξήλθε δρομαίως. Όταν ο Λιγειεύς ευρέθη ενώπιον του Χίλωνος, δεν τον ανεγνώρισε. Δεν τον είχεν ιδεί, ειμή άπαξ και μάλιστα νύκτα. Άλλως τε ο υψηλός γέρων ασφαλισθείς απ' αυτόν εκείνον, τον οποίον είχε παρακινήσει να φονεύση τον Γλαύκον, ωμοίαζε πολύ ολίγον προς τον Έλληνα εκείνον τον κυρτωμένον από τον φόβον· εφόρεσε λοιπόν άλλον μανδύαν φροντίσας συγχρόνως να ρίψη επί της κεφαλής του ευρύχωρον γαλατικήν κουκούλαν εκ φόβου μήπως ο Ούρσος ενεθυμείτο τα χαρακτηριστικά του, όταν και οι δύο θα ευρίσκοντο εις το φως.
— Πού θα με οδηγήσης; ηρώτησε καθ' οδόν.
— Εις Τρανστιβέρην.
— Δεν είναι πολύς καιρός που είμαι εις την Ρώμην και δεν επήγα ποτέ εκεί, βεβαίως θα ευρίσκονται και εκεί φίλοι ενάρετοι . . . . .
— Ο Ούρσος, άνθρωπος απλοϊκός, όστις ήξευρεν ότι ο Έλλην είχε συνοδεύση τον Βινίκιον εις το Οστριανόν και είχεν εισδύσει μετά του Κρότωνος εις την οικίαν όπου κατώκει η Λίγεια, τον διέκοψεν αμέσως:
— Γέρον, μη ψεύδεσαι. Σήμερον ακόμη ήσο μετά του Βινικίου εις το
Οστριανόν και μάλιστα εις την θύραν μας.
— Α! Τότε το σπίτι σας είναι εις Τρανστιβέρην; . . . . Ολίγον χρόνον είμαι εις Ρώμην και συγχέω τας ονομασίας των διαφόρων συνοικιών. Μάλιστα, φίλε μου, ήλθα μέχρι της θύρας σας, και εκεί, εν ονόματι της αρετής, εξώρκισα τον Βινίκιον να μη εισέλθη. Επήγα επίσης εις το Οστριανόν, και ειξεύρεις διατί; Διότι από τινος χρόνου εργάζομαι διά την μετάνοιαν του Βινικίου, ήθελα να ακούση τον πρεσβύτερον των Αποστόλων. Ο Βινίκιος είνε ισχυρός άρχων και φίλος του Καίσαρος. Συχνά υπακούει εις τας εισηγήσεις του πονηρού πνεύματος, αλλ' εάν έπιπτε τρίχα εκ της κεφαλής του, ο Καίσαρ θα εξεδικείτο καθ' όλων των χριστιανών. Είθε το φως να εισέλθη εις την ψυχήν του και εις την ιδικήν σου. Δεν είσαι χριστιανός και δεν επιθυμώ η αλήθεια να θριαμβεύση του ψεύδους!
— Ναι, απεκρίθη ταπεινώς ο Ούρσος.
Ο Χίλων ανέλαβεν εντελώς το θάρρος του.
Επιθυμών να μάθη πώς συνέβησαν τα γεγονότα μετά την απαγωγήν της
Λιγείας, εξηκολούθησε με αυστηράν φωνήν ως δικαστής:
— Τι εκάματε τον Κρότωνα; Λέγε και μη ψεύδεσαι.
Ο Ούρσος ανεστέναξε δις.
— Ο Βινίκιος θα σου το είπη.
— Δηλαδή τον εκτύπησες με μαχαίρι ή τον εφόνευσες με ράβδον;
— Ήμην άοπλος.
Ο Έλλην δεν ηδυνήθη να συγκρατήση τον θαυμασμόν του διά την υπεράνθρωπον δύναμιν του βαρβάρου.
— Είθε ο Πλούτων . . . ήθελα να ειπώ . . . Είθε ο Χριστός να σε
συγχωρήση.
Εβάδισαν επί τινα χρόνον σιωπηλοί, μεθ' ό ο Χίλων είπεν:
— Εγώ δεν θα προδώσω τίποτε, αλλά πρόσεχε τους διανυκτερεύοντας
φρουρούς.
— Τον Χριστόν φοβούμαι και όχι τους διανυκτερεύοντας, απεκρίθη ο
Ούρσος.
Ο Χίλων, όστις ήθελε να εξασφαλισθή κατά πάσης λυπηράς συνεπείας, δεν έπαυσε να παριστά εις τον Ούρσον ότι ο φόνος είνε απαισία πράξις.
Συνομιλούντες τοιουτοτρόπως έφθασαν προ της οικίας. Η καρδία του Χίλωνος ήρχισε να πάλλη από ανησυχίαν. Εις το δωμάτιον επεκράτει σχεδόν σκότος, ήτο εσπέρα χειμώνος λίαν νεφελώδης, και η φλοξ των λυχνιών ατελώς διασκέδαζε το σκότος. Ο Χίλων, αφού διέκρινεν εις την γωνίαν του θαλάμου κλίνην, και επί της κλίνης ταύτης τον Βινίκιον, διηυθύνθη προς τον τριβούνον, χωρίς να παρατηρήση κανένα, πεπεισμένος ότι πλησίον εκείνου ήτο περισσότερον ασφαλής ή πλησίον άλλου.
— Ω! αυθέντα, διατί δεν ηκολούθησες τας συμβουλάς μου; ανέκραξε σταυρώσας τας χείρας.
— Σιώπα, είπεν ο Βινίκιος, και άκουσον.
Με τα διαπεραστικά βλέμματά του, προσηλωμένα επί του Χίλωνος, ήρχισε να ομιλή βραδέως τονίζων τας λέξεις, όπως εκάστη εξ αυτών κατανοηθή ως διαταγή και παραμείνη διά παντός εγκεχαραγμένη εις την μνήμην του Έλληνος. Ο Κρότων ερρίφθη επάνω, μου ήθελε να με δολοφονήση και να με ληστεύση. Εννοείς! Λοιπόν εγώ τον εφόνευσα, και αυτοί εδώ οι άνθρωποι επέδεσαν τας πληγάς, τας οποίας έλαβα εις την πάλην.
Ο Χίλων εμάντευσεν ευθύς, ότι ο Βινίκιος ωμίλει τοιουτοτρόπως, διότι θα είχε συνεννοηθή με τους χριστιανούς και επομένως ήθελε να τον πιστεύσουν.
Το είδε επίσης εις την φυσιογνωμίαν του Βινικίου· πάραυτα χωρίς να δείξη την ελαχίστην αμφιβολίαν ή την παραμικράν έκπληξιν ανέκραξεν:
— Α! ήτο διάσημος παληάνθρωπος! Αυθέντα, σε είχα μάλιστα συμβουλεύσει να μη εμπιστεύεσαι εις αυτόν· οι συχνοί εξορκισμοί μου δεν εχρησίμευσαν εις τίποτε.
— Εάν δεν είχα την μάχαιραν μαζή μου, θα με είχε φονεύσει,
εξηκολούθησεν ο Βινίκιος.
— Ευλογώ την στιγμήν, καθ' ην σου εσύστησα να εφοδιασθής τουλάχιστον
με μάχαιραν.
Αλλ' ο Βινίκιος έστρεψε προς αυτόν εταστικόν το βλέμμα και ηρώτησε:
— Τι έκαμες σήμερον;
— Πώς; Δεν σου είπα, αυθέντα, ότι έκαμα δεήσεις διά την υγείαν σου;
— Και τίποτε περισσότερον;
— Ητοιμαζόμην ευλόγως να έλθω εις επίσκεψίν σου, όταν ο καλός αυτός άνθρωπος ήλθε να με ζητήση εκ μέρους σου.
Ιδού, λάβε την πινακίδα αυτήν, θα υπάγης εις την οικίαν μου και θα την εγχειρίσης εις τον απελεύθερόν μου. Εν αυτή έχει γραφή ότι αναχωρώ εις Βενεβέντον. θα προσθέσης ότι ανεχώρησα σήμερον το πρωί, προσκληθείς δι' επειγούσης επιστολής του Πετρωνίου.
Και επανέλαβεν επιμόνως:
— Ανεχώρησα διά Βενεβέντον. Εννοείς;
— Ανεχώρησες, αυθέντα, και σε απεχαιρέτισα μάλιστα σήμερον το πρωί εις την Καπηνήν Πύλην, και μετά την αναχώρησίν σου τόση θλίψις με κατέλαβεν, ώστε, εάν η γενναιοδωρία σου δεν προνοήση, θα αποθάνω εκ των στεναγμών, όπως εστέναξεν η δυστυχής σύζυγος του Ζήθου μετά τον θάνατον του Ιτύλου.
— Καίτοι ασθενής ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να συγκρατήση τον γέλωτα. Ευχαριστηθείς άλλως τε, διότι ο Χίλων τον είχεν εννοήσει με ολίγας λέξεις, είπε:
— Λοιπόν! θα προσθέσω ολίγας γραμμάς διά να σφογγίσουν τα δάκρυά
σου. Φέρε μου την λυχνίαν.
Ο Χίλων καθησυχάσας ήδη εντελώς, ηγέρθη και εξεκρέμασεν από τον τοίχον μίαν από τας ανημμένας λυχνίας.
Αλλ' η κίνησις αύτη έκαμε να πέση εις τα οπίσω η κουκούλα, ήτις εκάλυπτε την κεφαλήν του, και όλον το φως έπεσεν επί του προσώπου του. Ο Γλαύκος, όστις εκάθητο εκεί πλησίον, ιδών την μορφήν του Χίλωνος, ανεπήδησεν από το κάθισμά του και εστάθη έμπροσθεν αυτού.
— Δεν με αναγνωρίζεις, Κήφισσε; ηρώτησεν.
Η φωνή του είχε τι τόσω το τρομερόν, ώστε ρίγος διέτρεξεν όλους τους παρεστώτας . . .
Ο Χίλων ύψωσε την λυχνίαν και ευθύς σχεδόν την αφήκε να πέση· έπειτα έκυψεν έως κάτω και ήρχισε να οιμώζη . . .
— Δεν είμαι ο Κήφισσος . . . δεν είμ' εγώ! Έλεος!
— Ιδού ο άνθρωπος όστις με επώλησεν, είπεν ο Γλαύκος· εκείνος, όστις
κατέστρεψεν εμέ και την οικογένειάν μου!
Ο Βινίκιος ενόησε τότε, ότι ο ιατρός, όστις του είχεν επιδέσει τα τραύματα, ήτο ο Γλαύκος, του οποίου και αυτός εγνώριζε την ιστορίαν.
Όσον αφορά τον Ούρσον, αι ολίγαι αυταί στιγμαί και οι λόγοι του Γλαύκου ήσαν ως αστραπή εν σκότει· ανεγνώρισε τον Χίλωνα. Αρπάσας τους δύο βραχίονάς του τους έφερεν οπίσω.
— Είνε αυτός, ανέκραξεν, όστις με έπεισε να φονεύσω τον Γλαύκον.
— Έλεος! οίμωζεν ο Χίλων . . . Αυθέντα, έκραξε στρεφόμενος προς τον
Βινίκιον, σώσε με! Ενεπιστεύθην εις σε . . . . . Μεσίτευσον δι' εμέ.
. . Την επιστολήν σου . . . θα την εγχειρίσω . . . . Αυθέντα! Αυθέντα!
Αλλ' ο Βινίκιος ήτο αδιάφορος εις όσα συνέβαινον, πρώτον διότι όλα τα τεχνάσματα του Χίλωνος τω ήσαν γνωστά, και έπειτα, διότι η καρδία του δεν ησθάνετο ποτέ οίκτον. Και είπε:
— Θάψατέ τον εις τον κήπον. Άλλος ας φέρη την επιστολήν μου εις τον οίκον μου.
Εφάνη εις τον Χίλωνα, ότι οι λόγοι ούτοι ήσαν η εσχάτη απόφασις. Υπό το φοβερόν σφίξιμον του Ούρσου τα οστά του ήρχισαν να τρίζουν, οι οφθαλμοί του ήσαν πλήρεις δακρύων.
— Δι' όνομα του Θεού σας, έλεος! εφώναξεν. Είμαι χριστιανός! . . . Ειρήνη υμίν! Είμαι χριστιανός, και αν δεν πιστεύετε, βαπτίσατέ με ακόμη μίαν φοράν, δύο φοράς, δέκα φοράς. Γλαύκε, κάμνεις λάθος. Αφήσατέ με να εξηγηθώ! Κάμετέ με δούλον σας! . . . Μη με φονεύετε! έλεος!
Και η φωνή του πνιγομένη από τον πόνον εξησθένει περισσότερον, οπότε από το άλλο μέρος της τραπέζης ο Απόστολος Πέτρος ηγέρθη και είπεν εν μέσω σιγής:
— Ο Σωτήρ μας παρήγγειλεν: «Ει ο αδελφός σου ήμαρτε προς σε, τιμώρησέ τον· αλλ' εάν μετανοήση, συγχώρησέ τον. Και εάν επτάκις ήμαρτε προς σε εντός της ημέρας και επτάκις επιστραφή προς σε λέγων σοι: «Μετανοώ», άφες αυτώ.
Η σιωπή έγεινε βαθυτέρα ακόμη.
Ο Γλαύκος έμεινεν επί τινα ώραν έχων το πρόσωπον κρυμμένον εντός των χειρών του. Τέλος είπε:
— Κήφισσε, ο Θεός να σε συγχωρήση δι' όσα κακά έπραξες προς εμέ,
καθώς εγώ σε συγχωρώ εις το όνομα του Χριστού!
Και ο Ούρσος, αφήσας τους βραχίονας του Χίλωνος, είπε:
— Ο Σωτήρ να με συγχωρήση, όπως εγώ σε συγχωρώ!
Ο Χίλων είχεν εξαπλωθή κατά γης. Στηριζόμενος επί των χειρών του, έστρεφε την κεφαλήν ως ζώον το οποίον έχει συλληφθή εις τα δίκτυα, και έρριπτε παράφρονα βλέμματα ζητών να ίδη πόθεν θα επήρχετο ο θάνατος·
Δεν επίστευεν ακόμη ούτε τους οφθαλμούς του ούτε τα ώτα του, και δεν ετόλμα να ελπίση ότι θα του έδιδον χάριν.
Ολίγον κατ' ολίγον συνήλθεν εις εαυτόν. Τα χείλη του μελανιασμένα έτρεμον ακόμη από φόβον. Ο Απόστολος τω είπεν:
— Υπάγε εν ειρήνη.
Ο Χίλων ηγέρθη, αλλ' ήτο ανίκανος να ομιλήση. Ως εξ ενστίκτου επλησίασε την κλίνην του Βινικίου, διά να ζητήση την βοήθειαν του χιλιάρχου. Μόλις αντελήφθη επί τέλους ότι τον άφινον ελεύθερον να αποσυρθή σώος και αβλαβής εκ των χειρών των ακατανοήτων εκείνων ανθρώπων, των οποίων η αγαθότης τον εξέπληττεν, όπως τον είχε τρομάξει η δύναμις των.
— Δος μου την επιστολήν! Αυθέντα. Δος μου την επιστολήν! Έλαβε την πινακίδα, την οποίαν τω έτεινεν ο Βινίκιος απηύθυνε χαιρετισμόν προς τους χριστιανούς και άλλον προς τον ασθενή, και κυρτωμένος ωλίσθησε κατά μήκος του τοίχου μέχρι της θύρας· μεθ' ο ώρμησε έξω. Εξερχόμενος εφοβείτο μήπως τον ακολουθήση ο Ούρσος και τον φονεύση και ηθέλησε να τρέξη, αλλ' οι πόδες του είχον παραλύση.
Ο Ούρσος ήτο τωόντι πλησίον του.
Ο Χίλων έπεσε πρηνής και ήρχισε να οιμώζη: «Ούρσε! . . . Διά το όνομα του Χριστού! . . .
— Μη φοβείσαι τίποτε, τω είπεν. Ο Απόστολος με διέταξε να σε
προπέμψω έως την θύραν.
Ο Χίλων ανεσήκωσε την κεφαλήν. «Τι λέγεις; Πώς; Δεν θα με φονεύσης;»
— Όχι· δεν θα σε φονεύσω, και αν σε έπιασα πολύ βιαίως και σου
έβλαψα τα κόκκαλα, συγχώρησέ με!
— Βοήθησέ με να σηκωθώ! είπε. Δεν θέλεις να με φονεύσης αληθινά;
Συνόδευσέ με έως την θύραν· έπειτα θα υπάγω μόνος.
Ο Ούρσος τον εσήκωσεν ως πτερόν, και έπειτα τον ωδήγησε προς την έξοδον.
Όταν ο Χίλων έμεινε πλέον μόνος του εις τον δρόμον έψαυσε τα πλευρά του, ως διά να βεβαιωθή ότι έζη ακόμη· έπειτα ήρχισε να βαδίζη.
Όταν είχεν απομακρυνθή πεντήκοντα βήματα εσταμάτησε λέγων: Αλλά διατί δεν με εφόνευσαν άρα γε;
Ούτε ο Βινίκιος ηδύνατο να κατανοήση το συμβάν, δεν ήτο ολιγώτερον κατάπληκτος από τον Χίλωνα. Το ότι οι άνθρωποι εκείνοι, αντί να εκδικηθώσι κατά της επιδρομής του επεμελήθησαν φιλανθρώπως τας πληγάς του, το απέδιδεν εν μέρει εις το δόγμα, το οποίον επρέσβευον, κατά μέγα δε μέρος εις την Λίγειαν και έπειτα εις την αξίαν του ιδίου του ατόμου. Αλλ' η συμπεριφορά των προς τον Χίλωνα υπερέβαινε πάσαν σκέψιν, και χωρίς να θέλη διηρωτάτο μόνος του.
— Διατί δεν εφόνευσαν τον Έλληνα; «Διατί ο Απόστολος διδάσκει ότι εάν τις αμαρτάνει επτάκις, πρέπει να τον συγχωρούν επτά φοράς, και διατί ο Γλαύκος είπεν εις τον Χίλωνα: Ο Θεός να σε συγχωρήση, όπως εγώ σε συγχωρώ!»
Ναι μεν είχεν ακούσει εις το Οστριανόν, ότι οφείλει τις να αγαπά και τους εχθρούς του, πλην τούτο ήτο δι' αυτόν θεωρία ανεφάρμοστος εις τον πρακτικόν βίον.
Ούτως εκτός του θάμβους και της απορίας ενυπήρχεν οίκτος και μικρά δόσις περιφρονήσεως εις παν ότι εσκέπτετο περί των χριστιανών. Έβλεπεν αυτούς ως πρόβατα πραωρισμένα θάττον ή βράδιον να γίνουν βορά των λύκων και ο ρωμαϊκός χαρακτήρ του δεν παρεδέχετο να ανέχεται να καταφαγωθή. Εν τοσούτω έν πράγμα τον εξέπληξεν, το ότι μετά την αναχώρησιν του Χίλωνος μία χαρά βαθεία ηκτινοβόλει εις όλων τα πρόσωπα. Ο απόστολος επλησίασε τον Γλαύκον, επέθηκεν επ' αυτού τας χείρας και είπεν:
— Ο Χριστός να σε ευνοήση!
Ο Κρίσπος εκήρυξεν ότι η ημέρα αύτη ήτο ημέρα μεγάλης νίκης.
Εις την λέξιν ταύτην «νίκη», ο Βινίκιος έχασεν εξ ολοκλήρου το νήμα των σκέψεών του.
Αλλ' ότε η Λίγεια του παρουσίασε πάλιν έν δροσιστικόν ποτόν, της εκράτησε προς στιγμήν την χείρα και εψιθύρισε:
— Τότε και συ με εσυγχώρησες;
— Είμεθα χριστιανοί· μας είναι απηγορευμένον να διατηρώμεν
μνησικακίαν εις τας καρδίας μας.
— Λίγεια, είπε τότε ο Βινίκιος, οποιοςδήποτε και αν είνε ο Θεός σου,
θα του προσφέρω εκατόν βους θυσίαν, μόνον διότι είναι Θεός σου.
Εκείνη υπέλαβε:
— Θα τον τιμάς με την καρδίαν σου, όταν μάθης να τον αγαπάς.
— Μόνον διότι είνε Θεός σου επανέλαβεν ο Βινίκιος με πνιγμένην φωνήν.
Έκλεισε τους οφθαλμούς του, διότι είχε καταληφθή και πάλιν υπό ατονίας. Η Λίγεια εξήλθεν, αλλά μετ' ολίγον επέστρεψε και επλησίασε διά να βεβαιωθή εάν εκείνος εκοιμάτο. Ο Βινίκιος αισθανθείς αυτήν πλησίον του ήνοιξε τους οφθαλμούς και εμειδίασεν· εκείνη του εχαμήλωσεν ελαφρώς τα βλέφαρα διά της χειρός της, ως εάν ήθελε να τον υποχρεώση να κοιμηθή. Τότε ησθάνθη ότι κατελαμβάνετο από μεγάλην ευχαρίστησιν, ενώ συγχρόνως η αδυναμία του ηύξανεν. Όταν ενύκτωσε πλέον εντελώς, ο Βινίκιος κατελήφθη υπό ισχυρού πυρετού και ωνειρεύθη. Του εφαίνετο ότι ηγείρετο ναός εν σχήματι πύργου· η Λίγεια ήτο ιέρεια του ναού αυτού. Την έβλεπεν επί της κορυφής του πύργου, κρατούσαν βάρβιτον εις την χείρα, εντός αφθόνου φωτός, ομοίαν με τας ιερείας εκείνας, αίτινες την νύκτα ψάλλουν ύμνους προς τιμήν της σελήνης. Όπισθέν του ήτο ο Χίλων κροτών τους οδόντας εκ τρόμου, και επαναλαμβάνων:
«Μη κάμης τούτο, αυθέντα, είναι ιέρεια και Εκείνος θα την εκδικήση . . Ο Βινίκιος ηγνόει τις ήτο αυτός ο Εκείνος, πλην ενόει ότι ήθελε πράξη ιεροσυλίαν και ησθάνετο άμετρον τρόμον.
Του εφαίνετο ότι έβλεπε τον Απόστολον με την αργυρότριχα γενειάδα του, όστις έλεγε: «Μη βάλης χείρα επ' αυτής, διότι μου ανήκει». Και ο απόστολος παρέσυρε την Λίγειαν επί των ακτίνων της σελήνης, ως επί οδού αγούσης εις τον ουρανόν, ενώ ο Βινίκιος έτεινε προς αυτούς τους βραχίονας, ικετεύων να τον λάβωσι μεθ' εαυτών.
Εξύπνησε και εκύτταξεν έμπροσθέν του. Εκάθηντο όλοι προ του πυρός και εθερμαίνοντο, επειδή η νυξ ήτο παγερά και εντός του θαλάμου έκαμνε ψύχος.
Εν μέσω του συμπλέγματος ήτο ο Απόστολος και παρά τους πόδας του η Λίγεια. Η Λίγεια ήκουε, ύψωνε τους οφθαλμούς προς τον Απόστολον· όλων τα πρόσωπα ήσαν προς εκείνον εστραμμένα.
Ούτος ωμίλει με ταπεινήν φωνήν.
Ο Βινίκιος ήρχισε να τον εξετάζη διά του βλέμματος, με είδος τι δυσειδαίμονος φόβου, ομοίου σχεδόν με εκείνον, τον οποίον ειχεν αισθανθή εις το όνειρόν του.
Ηκροάσθη τι έλεγεν ο Πέτρος.
Ο απόστολος επρόφερε το όνομα του Χριστού. Μόνον με αυτό το όνομα ζη, διενοήθη ο Βινίκιος.
Ο γέρων διηγείτο την σύλληψιν του διδασκάλου.
Μετά την διήγησιν ταύτην απεκοιμήθησαν σχεδόν όλοι και μόνον η Λίγεια ηγρύπνει πλησίον του.
Ο Βινίκιος την παρετήρει μέσα στα μάτια ως αφηρημένος.
— Είμαι κοντά σου, του είπεν εκείνη.
— Είδα την ψυχήν σου εις το όνειρόν μου, απεκρίθη ο Βινίκιος.
Την επιούσαν εξύπνησε πολύ αδύνατος ακόμη, αλλά χωρίς πυρετόν. Του εφαίνετο, ότι είχεν ακούσει τον θόρυβον συνδιαλέξεως, αλλ' όταν ήνοιξε τους οφθαλμούς, η Λίγεια δεν ήτο πλέον πλησίον του.
Ο Ούρσος σκυμμένος προ της εστίας ανεκίνει την φαιάν τέφραν αναζητών ανημμένην ανθρακιάν, έπειτα υπεδαύλισε τα κάρβουνα και το φύσημα των πνευμόνων του είχε την δύναμιν φυσητήρος.
Ο Βινίκιος του εφώναξεν:
— Ε, δούλε!
Ο Ούρσος απέστρεψε την κεφαλήν εκ της εστίας και απήντησε μειδιών, σχεδόν φιλικώς:
— Ο Θεός να σου δώση, κύριε, καλήν ημέραν και καλήν υγείαν· αλλ'
είμαι άνθρωπος ελεύθερος και όχι δούλος.
— Δεν είσαι λοιπόν εκ των ανθρώπων του Αούλου; ηρώτησεν.
— Όχι, αυθέντα· υπηρετώ την Γαλλίναν, όπως υπηρέτησα και την μητέρα της, αλλ' οικειοθελώς. Εις την πατρίδα μας δούλοι δεν υπάρχουν.
Εισήγαγε πάλιν την κεφαλήν του εις την εστίαν διά να υποδαυλίση τους άνθρακας, επί των οποίων είχε ρίψει προηγουμένως ξύλα, έπειτα εξήγαγεν αυτήν και είπε:
Μεταξύ μας δεν υπάρχουν δούλοι.
Ο Βινίκιος ηρώτησε:
— Πού είνε η Λίγεια;
— Μόλις εξήλθεν· εγώ θα βράσω το πρόγευμά σου. Εκείνη ηγρύπνησεν όλην την νύκτα πλησίον του.
— Διατί δεν την αντικατέστησες συ;
— Διότι ούτως ηθέλησεν· ώφειλα να υπακούσω.
Οι οφθαλμοί του εσκυθρώπασαν ολίγον και μετά τινας στιγμάς προσέθηκε:
— Εάν δεν υπήκουον εις αυτήν, δεν θα εζούσες τώρα.
— Μεταμελείσαι λοιπόν, διότι δεν με εφόνευσες;
— Όχι, αυθέντα· ο Χριστός διέταξε να μη φονεύωμεν.
— Και τον Ατακίνον; Και τον Κρότωνα;
— Δεν ηδυνήθην να πράξω άλλως! εμουρμούρισεν ο Ούρσος.
Έπειτα έθεσε χύτραν εις την πυράν και εκάθισε παρά την εστίαν σκεπτικός.
— Είνε σφάλμα σου, αυθέντα, είπε τέλος· διατί να βάλης χείρα επ'
αυτής, θυγατρός βασιλέως;
— Προς στιγμήν ο Βινίκιος έφριξεν, ακούων ένα βάρβαρον να του ομιλή μετά τόσης οικειότητος και να τολμά να τον ψέγη. Αλλ' η επιθυμία του να μάθη λεπτομερείας τινάς περί του βίου της Λιγείας του κατεπράυνε τον θυμόν.
Ο Βινίκιος ήρχισε να απευθύνη προς τον γίγαντα ερωτήσεις περί του πολέμου των Λιγειέων κατά του Βινικίου και των Σουήβων. Ο Ούρσος ενέδωσε χωρίς παρακλήσεις.
— Όταν ο Καίσαρ έστειλε να αρπάσουν την Γαλλίναν, είπεν ο Ούρσος, ηθέλησα να επιστρέψω εις τα δάση μας, να καλέσω τους Λιγειείς εις βοήθειαν της θυγατρός του βασιλέως. Και οι Λιγειείς θα εβάδιζον προς τον Δούναβειν, διότι είναι αγαθός λαός, καίτοι εθνικός. Προς δε θα έφερα προς αυτούς το Ευαγγέλιον. Αλλά τούτο θα το κάμω αργότερα· όταν η Γαλλίνα επανέλθη πλησίον της Πομπωνίας, θα την παρακαλέσω να μου επιτρέψη να υπάγω να τους εύρω, επειδή ο Χριστός εγεννήθη πολύ μακράν και ούτε καν ήκουσα να γίνεται λόγος περί αυτού.
Επλησίασεν εις το πυρ την χύτραν, εν τη οποία έβραζεν ο ζωμός, ο προωρισμένος διά τον Βινίκιον, και εσιώπησεν.
Οι λογισμοί του επλανώντο εν μέσω των δρυμώνων της πατρίδος του.
Όταν ο ζωμός χυθείς εις μίαν βαθείαν λοπάδα εκρύωσεν αρκετά, ο γίγας επανέλαβεν:
— Ο Γλαύκος είπεν, ότι δεν πρέπει να κινήσαι όσον είνε δυνατόν, ότι πρέπει μάλιστα να αποφεύγης να κινής και τον υγιά βραχίονά σου και η Γαλλίνα με διέταξε να σου δώσω να φάγης.
Καθίσας πλησίον της κλίνης ο Ούρσος ελάμβανεν εκ της λοπάδος ζωμόν με μικρόν κύπελλον, το οποίον παρουσίαζεν εις τα χείλη του ασθενούς. Και εδείκνυε τόσην επιμέλειαν εις το έργον τούτο, τόσω δε αγαθόν μειδίαμα υπήρχεν εις τους γλαυκούς οφθαλμούς του, ώστε ο Βινίκιος δεν ηδύνατο να πιστεύση ότι αυτός ήτο ο τρομερός άνθρωπος της προτεραίας. Διά πρώτην φοράν εις την ζωήν του ο νεαρός πατρίκιος ήρχισε να σκέπτεται τι να συνέβαινε τάχα εις το στήθος ενός αγροίκου, ενός θεράποντος και βαρβάρου.
Εν τούτοις ο Ούρσος εφαίνετο τροφός τόσον ανεπιτήδιος, όσον και πλήρης περιποιήσεων. Το κύπελλον εχάνετο μέσα εις τα ηράκλεια δάκτυλά του, εις βαθμόν ώστε δεν έμενε πλέον τόπος διά τα χείλη του Βινικίου. Μετά τινας ματαίας δοκιμάς, ο γίγας λίαν αμήχανος είπε:
— Θα μου ήτο ευκολώτερον να σύρω ένα βόνασον εκτός της φωλεάς του.
Παρουσίασε και πάλιν τον ζωμόν εις τον Βινίκιον.
— Πρέπει να προσκαλέσω την Μαριάμ ή τον Ναζάριον.
Μία ωχρά κεφαλή ανοίγουσα το παραπέτασμα εφάνη. Ήτο η Λίγεια.
— Έρχομαι να σας βοηθήσω, είπεν.
Και η κόρη εξήλθεν επί μίαν στιγμήν εκ του κοιτώνος, όπου προφανώς ητοιμάζετο να κοιμηθή, διότι η κόμη της ήτο λυτή και ως μόνον ένδυμα είχεν, ένα στηθόδεσμον.
Ο Βινίκιος του οποίου η καρδία ήρχισε να πάλλη ταχύτερον, ευθύς ως την είδε, την επέπληξε, διότι δεν εφρόντισεν ακόμη να αναπαυθή, αλλ' εκείνη απήντησε φαιδρά:
— Ήθελα ακριβώς να κοιμηθώ, αλλ' έρχομαι να αντικαταστήσω τον
Ούρσον.
Έλαβε το κύπελον, εκάθησεν εις την άκραν της κλίνης και ήρχισε να δίδη τροφήν εις τον Βινίκιον, όστις ήτο συγκεχυμένος και ευτυχής συνάμα. Καθώς έκυπτε προς αυτόν, ούτος ησθάνθη την θερμότητα του σώματός της, τα κύματα της κόμης της του έκαυσαν το στήθος και εκείνος ωχρίασεν εκ συγκινήσεως· αλλ' εν τη ταραχή και τη παραφορά του πάθους ενόει επίσης ότι ουδεμία κεφαλή εις τον κόσμον τω ήτο τόσον προσφιλής και ότι όλος ο κόσμος ήτο μηδέν δι' αυτόν. Άλλοτε ωρέγετο την Λίγειαν, τώρα την ηγάπα εξ όλης της καρδίας του.
Άλλοτε, εις τας συνηθείας της ζωής του και εις τα αισθήματά του, εδεικνύετο τυφλός και αυστηρός εγωιστής, σήμερον εσκέπτετο και αυτήν.
Έπαυσε μετ' ολίγον να τρώγη και μ' όλον ότι ησθάνετο χαράν μεγίστην να την βλέπη και να την αισθάνεται πλησίον του, είπεν.
— Αρκεί· ύπαγε να κοιμηθής, θεσπεσία μου.
— Μη με ονομάζης ούτω, απήντησεν εκείνη· δεν είναι πρέπον να σε ακούω να μου ομιλής τοιουτοτρόπως.
Εν τούτοις τω εμειδίασεν, έπειτα επροφασίσθη, ότι δεν ενύσταζεν, ότι δεν ησθάνετο πλέον κούρασιν και ότι δεν θα επήγαινε να αναπαυθή, ειμή αφού ήρχετο ο Γλαύκος. Εκείνος ήκουε τους λόγους της ως μουσικήν, με την καρδίαν γεμάτην από συγκίνησιν, ευγνωμοσύνην και αυξάνοντα θαυμασμόν, και εβασάνιζε τον νουν του διά να εύρη μέσον όπως της εκδηλώση την ευγνωμοσύνην του.
— Λίγεια είπε μετά βραχείαν σιωπήν, δεν σε εγνώριζα πρότερον. Τώρα ηξεύρω, ότι έλαβα κακόν δρόμον διά να φθάσω μέχρι σου. Σου λέγω λοιπόν: Επίστρεψον εις της Πομπωνίας Γραικίνας και έσο πεπεισμένη ότι εις το μέλλον κανείς δεν θα σηκώση χείρα εναντίον σου.
Το πρόσωπον της Λιγείας εσκυθρώπασεν αίφνης.
— Θα ήμην ευτυχής, απήντησε, να την ίδω και μακρόθεν ακόμη, αλλά δεν δύναμαι πλέον να επιστρέψω πλησίον της.
— Διατί; ηρώτησε μετ' εκπλήξεως ο Βινίκιος.
— Ημείς οι χριστιανοί, μανθάνομεν διά της Ακτής τι γίνεται εις το Παλατίνον. Ολίγας ημέρας μετά την φυγήν μου, ο Καίσαρ είχε καλέσει τον Άουλον και την Πομπωνίαν και τους ηπείλησε νομίζων ότι ούτοι με είχον βοηθήσει να φύγω. Ευτυχώς ο Άουλος του απεκρίθη: «Γνωρίζεις, δέσποτα, ότι ουδέποτε ψεύδος εξήλθε του στόματός μου· σου ομνύω ότι ημείς δεν την εβοηθήσαμεν να φύγη και ότι, όπως και συ, αγνοούμεν τι απέγινε».
Ο Καίσαρ τον επίστευσεν, έπειτα ελησμόνησε τα πάντα· και εγώ δεν έγραψα ποτέ προς αυτήν, διά να ημπορή να λέγη πάντοτε ότι δεν γνωρίζει περί εμού τίποτε.
Εις την ανάμνησιν της Πομπωνίας οι οφθαλμοί της εγέμισαν από δάκρυα· αλλά μετ' ολίγον καθησύχασε και είπεν:
— Ειξεύρω ότι η Πομπωνία λυπείται πολύ διά την απουσίαν μου, αλλ'
έχομεν παραμυθίας αγνώστους ημείς οι χριστιανοί.
— Ναι, απήντησεν ο Βινίκιος· η παρηγορία σας είνε ο Χριστός. Και τώρα καθημένη εδώ κοντά, Εκείνον σκέπτεσαι. Δι' εμέ η μόνη θεότης είσαι συ· Ήθελα να περιπτυχθώ τους πόδας σου, να σου δώσω όλην την λατρείαν μου . . . Εις σε, ω τρις θεσπεσία! δεν ηξεύρεις, δεν δύνασαι να ηξεύρης μέχρι ποίου βαθμού σε αγαπώ . . .
Οι λόγοι ούτοι εφάνησαν εις την Λίγειαν ως βλασφημία και όμως δεν ηδύνατο να μη έχη οίκτον προς αυτόν και τους πόνους του. Ησθάνετο, ότι ηγαπάτο και ελατρεύετο αμέτρως, ότι ο άνθρωπος ούτος ο άκαμπτος ανήκεν εις αυτήν ως δούλος, και βλέπουσα αυτόν τόσω ταπεινόν, ήτο ευτυχής διά την δύναμιν, την οποίαν εξήσκει επ' αυτού.
Εν μια στιγμή ανέζησεν όλον το παρελθόν. Επανέβλεπε τον λαμπρόν εκείνον Βινίκιον, ωραίον ως ημίθεον των εθνικών, όστις της είχεν ομιλήσει περί έρωτος εις την οικίαν των Αούλων και όστις είχεν εξεγείρει την καρδίαν της. Εφοβείτο ότι ηδύνατο να έλθη στιγμή, καθ' ην ο έρως του ανδρός τούτου θα την εκυρίευε και θα την συνήρπαζεν ως λαίλαψ. Η Λίγεια εφαντάζετο ότι μόνη η ιδέα άλλου έρωτος εκτός του Χριστού ήτο αμάρτημα κατ' Εκείνου και της διδασκαλίας Του.
Ενώ έκαμεν αυτάς τας σκέψεις, έβλεπεν ότι ο Βινίκιος την παρηκολούθει με το βλέμμα πλήρες ικεσιών.
Τότε η καρδία της επλημμύρει εξ οίκτου, όταν τον επλησίαζε και τον έβλεπεν, όλα ηκτινοβόλουν εις την θέαν του, και ησθάνετο την καρδίαν της πλημμυρούσαν από χαράν.
Μίαν ημέραν παρετήρησεν ίχνη δακρύων εις τας βλεφαρίδας του, και διά πρώτην φοράν της ήλθεν εις τον νουν, ότι αυτή θα ηδύνατο να τα στεγνώση διά των ασπασμών της. Πλήρης περιφρονήσεως προς εαυτήν διήλθε την επομένην νύκτα κλαίουσα.
Ο Βινίκιος τώρα εδείκνυε πολύ ολιγωτέραν υπερηφάνειαν εις τας συνδιαλέξεις του με τον Γλαύκον. Του ήρχετο συχνά εις τον νουν ότι αυτός ο πτωχός δούλος ιατρός και η γραία Μαριάμ και ο Κρίσπος ήσαν και αυτοί ανθρώπινα πλάσματα. Επί τέλους κατέληξεν εις το να αγαπήση τον Ούρσον. Εφ' όσον ο Βινίκιος κατενίκα τα ελαττώματά του, επί τοσούτον η Λίγεια προσεκολλάτο εις αυτόν. Εν τοσούτω, όσον αφορά το να υποτάξη την βιαιότητά του εις την χριστιανικήν πειθαρχίαν, ο νεαρός τριβούνος ηδύνατο να το πράξη χωρίς μεγάλας προσπαθείας. Αλλά να κλίνη το πνεύμα του εις το να συμπαθήση αυτό το δόγμα, ήτο πολύ δύσκολον πράγμα. Δεν ετόλμα να θέση εν αμφιβόλω την υπερφυσικήν καταγωγήν του Χριστού, ούτε την ανάστασίν του, ούτε όλα τα άλλα θαύματα. Αλλ' η νέα θρησκεία θα κατέστρεφε πάσαν τάξιν, πάσαν υπεροχήν και θα εξηφάνιζεν όλας τας κοινωνικάς διαφοράς. Τι θα εγίνετο τότε η ρωμαϊκή κυριαρχία και δύναμις;
Ηδύναντο οι Ρωμαίοι να παραιτήσωσι την αυτοκρατορίαν του κόσμου, να αναγνωρίσουν ως ίσας των όλας τας αγέλας εκείνας των ηττημένων λαών;
Όχι· τούτο δεν ηδύνατο να χωρέση εις κεφαλήν πατρικίου.
Η Λίγεια εμάντευσε ποίαι σκέψεις διήρχοντο του νου του. Έβλεπε και τους αγώνας του και την αποστροφήν του χαρακτήρος του προς το δόγμα εκείνο το Χριστιανικόν και εθλίβετο θανασίμως. Αλλά το σιωπηλόν σέβας, το οποίον εκείνος εδείκνυε διά τον Χριστόν, ήγειρε την συμπάθειάν της, τον οίκτον της και την ευγνωμοσύνην της και την είλκυε προς τον νεανίαν.
Μίαν ημέραν, οπότε καθημένη πλησίον του έλεγεν ότι, εκτός της χριστιανικής διδασκαλίας ζωή δεν υπάρχει, εκείνος, αρχίζων να αναλαμβάνη τας δυνάμεις του, ανεσηκώθη επί του υγιούς βραχίονός του, έπειτα αποτόμως έθεσε την κεφαλήν του επί των γονάτων της κόρης και είπε:
— Η ζωή είσαι συ!
Τότε η αναπνοή εκόπη εις το στήθος της Λιγείας, το λογικόν την εγκατέλειψε και εσκίρτησεν όλη εξ ηδονής. Με τας χείρας της τον έλαβεν από τους κροτάφους, προσεπάθησε να τον ανασηκώση, αλλ' εις την προσπάθειαν ταύτην έκυψε προς αυτόν, ώστε τα χείλη της έψαυσαν την κόμην του Βινικίου. Προς στιγμήν επάλαισαν καθ' εαυτών και κατά του έρωτος, όστις τους ώθει τον ένα προς τον άλλον. Τέλος η Λίγεια εσηκώθη και έφυγεν.
Ο Βινίκιος δεν εφαντάζετο αντί ποίου τιμήματος θα ηδύνατο να πληρώση την ευχάριστον εκείνην ευτυχίαν, Η Λίγεια είχεν εννοήσει ότι και αυτή τώρα είχεν ανάγκην βοηθείας. Την επιούσαν εξήλθε λίαν πρωί του κοιτώνος, εκάλεσε τον Κρίσπον εις τον κήπον και υπό την σκιάδα του κισσού και της ξηράς κληματίδος του ήνοιξεν όλην την καρδίαν της και τον παρεκάλεσε να τη επιτρέψη όπως απέλθη εκ της οικίας της Μαριάμ διότι δεν είχε πλέον εμπιστοσύνην εις εαυτήν και δεν ηδύνατο εν τη καρδία της να κατανικήση τον έρωτά της προς τον Βινίκιον.
Ο Κρίσπος ενέκρινε το σχέδιον της αναχωρήσεως, αλλά δεν εύρε λέξιν συγγνώμης διά τον έρωτα τούτον, τον οποίον εθεώρει ως αμάρτημα.
Η καρδία του εξεχείλισεν εξ αγανακτήσεως εις μόνην την ιδέαν ότι αυτή η Λίγεια, η πρόσφυξ, την οποίαν είχεν αναλάβει υπό την προστασίαν του, την οποίαν ηγάπα και την οποίαν είχε στερεώσει εις την πίστιν της χριστιανικής διδασκαλίας, ηδυνήθη να εύρη εις την ψυχήν της χώρον δι' έρωτα άλλον παρά τον προς τον Χριστόν έρωτα.
Η απογοήτευσις αύτη τον εξέπληττε και τον ελύπει.
— Ύπαγε και ζήτησον παρά του Θεού συγχώρησιν των πταισμάτων σου, της είπε με ύφος σκυθρωπόν, φύγε πριν το πονηρόν πνεύμα, το οποίον σε εμάγευσε, σε οδηγήση εις τελείαν κατάπτωσιν και πριν αρνηθής τον Σωτήρα. Είθε να αποθάνης . . .
Διέκοψεν αποτόμως τον λόγον του παρατηρήσας ότι δεν ήσαν μόνοι.
Διά μέσου των απεξηραμένων φύλλων της κληματίδος και του χλοερού κισσού είδε δύο άνδρας, εκ των οποίων ο είς ήτο ο απόστολος Πέτρος. Δεν ηδυνήθη ευθύς να αναγνωρίση τον δεύτερον, του οποίου το πρόσωπον ήτο εν μέρει κεκρυμμένον υπό μανδύαν και του εφάνη προς στιγμήν ότι ήτο ο Έλλην.
Ακούσαντες τας φωνάς του Κρίσπου είχον εισέλθει υπό το λίκνον εκείνο και είχον καθίσει επί βάθρου. Όταν ο σύντροφος του Αποστόλου άφησε να φαίνεται η ασκητική μορφή του και το φαλακρόν κρανίον του, μόλις είδε την εμπνευσμένην εκείνην κεφαλήν με τα κόκκινα βλέφαρα και την γαμψήν ρίνα, ο Κρίσπος ανεγνώρισε τον Παύλον τον Ταρσέα.
Η Λίγεια έπεσε γονυκλινής παρά τους πόδας των δύο αποστόλων και έκρυπτε το μικρόν δακρυσμένον πρόσωπόν της εις τας πτυχάς του μανδύου του Αποστόλου σιωπώσα. Και ο Πέτρος είπεν:
— Ειρήνη εις τας ψυχάς υμών! Και επέθεσε την ερρυτιδωμένην χείρα του επί της κεφαλής της Λιγείας, έπειτα επάρας τους οφθαλμούς προς τον γηραιόν ιερέα:
— Κρίσπε, δεν ήκουσες να λέγεται ότι ο Κύριος ημών, εις τον γάμον της Κανά, ηυλόγησε τον έρωτα της νύμφης και του νυμφίου; Κρίσπε, νομίζεις ότι ο Χριστός, όστις επέτρεψεν εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν να προσπέση εις τους πόδας του, και όστις εσυγχώρησε τας αμαρτίας της, θα απέστρεφε το πρόσωπον από της κόρης ταύτης, της αγνής ως το κρίνον των αγρών; Συ Λίγεια, εν όσω οι οφθαλμοί εκείνου, τον οποίον αγαπάς, δεν θα ανοιχθούν εις το φως της αληθείας, απόφευγέ τον, διά να μη σε ελκύση εις αμαρτίαν, αλλά δέου υπέρ αυτού, και μάθε ότι ο έρως σου δεν είναι ένοχος.
Επέθηκε τας δύο του χείρας επί της κόμης της Λιγείας και την ηυλόγησε. Το πρόσωπόν του ήστραπτεν εκ θείας αγαθότητος.
&Βινίκιος Πετρωνίω, Χαίρειν.&
_«Σου έγραψα και προηγουμένως περί της διατριβής μου μεταξύ χριστιανών, περί της προς τους εχθρούς συμπεριφοράς των, εις τον κατάλογον των οποίων είχον το δικαίωμα να μας συγκαταταριθμώσιν, εμέ και τον Χίλωνα, τέλος περί της αγαθότητος, μεθ' ης με επεριποιήθησαν και περί της εξαφανίσεως της Λιγείας.
«Η Λίγεια εάν ήτο και αδελφή μου ή σύζυγός μου, δεν θα ηδύνατο να με περιποιηθή τρυφερώτερον ή όσον με επεμελήθη. Πολλάκις εσκέφθην ότι μόνον ο έρως θα ηδύνατο να εμπνεύση τόσην μέριμναν.
»Πολλάκις ανέγνωσα τον έρωτα τούτον εις το πρόσωπον και εις τους οφθαλμούς της. Και λοιπόν θα το πιστεύσης; εν μέσω των απλών εκείνων ανθρώπων, εντός τον πενιχρού εκείνου θαλάμου, ησθάνθην τον εαυτόν μου αφάτως ευδαίμονα. Όχι! δεν ήμην αδιάφορος.
»Και όμως αύτη η Λίγεια έφυγε κρυφίως, χωρίς να το ηξεύρω, από την οικίαν εκείνην.
»Τώρα διέρχομαι ολοκλήρους ημέρας κρατών την κεφαλήν μου με τας δύο χείρας, σκεπτόμενος εκείνην.
»Σοι έγραψα ότι της είχον προτείνει να την αποδώσω εις τους Αούλους;
Αλλά δεν ήτο πλέον δυνατόν· οι Άουλοι είχον αναχωρήση εις Σικελίαν.
»Εν πάση περιπτώσει αύτη ήξευρεν ότι εγώ δεν θα την κατεδίωκον πλέον, ότι έπαυον την βίαν και ότι επειδή δεν ηδυνάμην ούτε να παύσω να την αγαπώ, ούτε να ζήσω χωρίς αυτήν, η ευτυχία μου θα ήτο να την λάβω σύζυγον. Και όμως έφυγε! Διατί; Δεν διέτρεχε πλέον κίνδυνον.
»Εάν δεν με ηγάπα, ηδύνατο να με απωθήση. Αλλ' αν με ηγάπα και εκείνη; Εάν ούτω έχη, έφευγε προ του έρωτος. Δεν θα ηρνούμην να πιστεύσω εις τον Χριστόν της. Τι μου στοιχίζει ένας Θεός περισσότερον και διατί δεν θα επίστευα εις αυτόν, εγώ όστις δεν πολυπιστεύω εις τους άλλους;
»Αλλά φαίνεται ότι τούτο δεν αρκεί εις τους χριστιανούς. Δεν αρκεί να σέβεταί τις και να τιμά τον Χριστόν· πρέπει να εφαρμόζη και την διδασκαλίαν του. Και αν τους υπεσχόμην να εφαρμόσω την διδασκαλίαν ταύτην δεν θα επείθοντο. Γνωρίζω ότι εν τη διδασκαλία των δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ πλουσίου και πτωχού, μεταξύ δεσπότου και δούλου.
»Σου ομολογώ ότι η Λίγεια με ενδιαφέρει περισσότερον ή όσον η Ρώμη ολόκληρος και η κυριαρχία της· και ο κόσμος ας ανατραπή, αρκεί να έχω αυτήν εις την οικίαν μου.
»Αλλά δεν πρόκειται περί τούτον. Εις τους χριστιανούς δεν αρκεί να συμφωνή τις προς αυτούς με λόγους. Σου έγραψα, αλήθεια, ότι η Λίγεια ανεχώρησεν εν αγνοία μου. Αλλ' αναχωρούσα μου αφήκεν ένα σταυρόν, τον οποίον μόνη της κατεσκεύασεν εκ μικρών κλάδων. Εξυπνήσας εύρον τον σταυρόν τούτον παρά την κλίνην μου. Τον φυλάττω μεταξύ των θεών μου και χωρίς να δύναμαι να εννοήσω διατί, τον πλησιάζω μετά φόβου και σεβασμού, ως να είναι θείον τι πράγμα. Τον σταυρόν τούτον τον αγαπώ, επειδή με τας χείρας της συνέδεσε τους κλάδους, αλλά και τον μισώ συγχρόνως, επειδή ο σταυρός αυτός μας χωρίζει»._
Ο Βινίκιος θεραπευθείς τελείως επανήλθεν εις τον οίκον του, όπου και έζη κλεισμένος χωρίς να εξέρχεται διόλου, έγραψε δε την ανωτέρω επιστολήν προς τον Πετρώνιον. Δεν έβλεπε κανένα, ειμή από καιρού εις καιρόν τον ιατρόν Γλαύκον. Αι επισκέψεις του αύται ήσαν προσφιλείς, διότι τότε ηδύνατο να ομιλή περί της Λιγείας. Ο Γλαύκος δεν ήξευρε πού εκείνη είχε καταφύγει, αλλ' εβεβαίωνε τον Βινίκιον ότι η μέριμνα των πρεσβυτέρων επέβλεπεν αυτήν.
Μιαν ημέραν, συγκινηθείς από την λύπην του Βινικίου, τω είπεν ότι ο απόστολος Πέτρος είχε μεμφθή τον Κρίσπον, διότι ούτος επέπληξε την Λίγειαν διά τον επίγειον έρωτά της. Ο νεαρός πατρίκιος ωχρίασεν εκ συγκινήσεως. Πολλάκις είχε πιστεύσει ότι δεν ήτο αδιάφορος προς αυτόν η Λίγεια, αλλ' επανέπιπτε πάντοτε εις αμφιβολίαν και αβεβαιότητα! Τώρα διά πρώτην φοράν ήκουε την επιβεβαίωσιν των πόθων και των ελπίδων του από το στόμα ενός ξένου, και ο ξένος ούτος ήτο χριστιανός!
Του εφαίνετο προσέτι ότι, εάν η Λίγεια τον ηγάπα, όλα τα προσκόμματα θα παρεκάμπτοντο, διότι αυτός ήτο πρόθυμος να πιστεύση εις τον Χριστόν.
Διά τούτο εζήτει να ίδη τον Παύλον τον Ταρσέα, του οποίου ο λόγος τον συνεκίνει. Αλλ' ο Παύλος είχεν αναχωρήσει δι' Αριαίαν, και επειδή αι επισκέψεις του Γλαύκου έγιναν αραιότεραι, ο Βινίκιος ευρέθη εις εντελή μοναξίαν και εκυριεύθη υπό ανυπομονησίας.
Τέλος ήλθε στιγμή, οπότε η αρχαία φύσις του επεκράτησε και πάλιν. Του εφάνη ότι ήτο πολύ μωρός να γεμίζη την κεφαλήν του από πράγματα, τα οποία λύπην μόνον του είχον προξενήσει. Απεφάσισε να λησμονήση την Λίγειαν και ερρίφθη εις τον ανεμοστρόβιλον και εις τας ηδονάς του ελαφρού βίου, με την συνήθη ορμητικότητά του.
Μίαν ημέραν εις τους αγώνας, εν μέσω των πολυτελών αρμάτων, ο Βινίκιος παρετήρησε το υπερήφανον τέθριππον της Χρυσοθέμιδος, της παλλακίδος του Πετρωνίου, του οποίου επροπορεύοντο δύο μολοσσοί, και όπερ περιεκυκλούτο με σύμπλεγμα, εις το οποίον ανεμιγνύοντο με τους νέους και γέροντας συγκλητικοί.
Η Χρυσόθεμις οδηγούσα μόνη της το όχημα συρόμενον από τέσσαρας μικρούς ίππους της Κύρνου, εσκόρπιζε παντού μειδιάματα. Ότε παρετήρησε τον Βινίκιον, εσταμάτησε τους ίππους της και τον έβαλε εις το τέθριππόν της να καθίση πλησίον της, είτα τον ωδήγησεν εις την οικίαν της και τον εκράτησεν εις το δείπνον το οποίον διήρκεσεν όλην την νύκτα. Ο Βινίκιος εμεθύσθη εις βαθμόν ώστε να μη ενθυμήται ούτε την στιγμήν, καθ' ήν τον επανέφερον εις την οικίαν του.
Ενεθυμείτο εν τούτοις ότι η Χρυσόθεμις τον είχεν ερωτήση περί της Λιγείας τι γίνεται, ότι αυτός προσεβλήθη εκ της ερωτήσεως ταύτης και ότι, ως ήτο μεθυσμένη, είχε περιχύση την κεφαλήν της με ποτήριον οίνου.
Όταν το εσκέπτετο, ακόμη ησθάνετο εξεγειρομένην την οργήν του. Αλλά την επομένην ημέραν η Χρυσόθεμις λησμονούσα την ύβριν, εζήτησε να τον ίδη και τον ωδήγησε πάλιν εις τον οίκον της.
Εδείπνησαν εις την οικίαν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι από πολλού είχε βαρυνθή τον Πετρώνιον και ότι η καρδία της ήτο ελευθέρα.
Επί οκτώ ημέρας έμειναν ομού. Αι σχέσεις των εν τούτοις δεν εφαίνοντο ότι έμελλον να είναι διαρκείς. Καίτοι από το συμβάν της περιχύσεως οίνου, το όνομα της Λιγείας δεν επροφέρθη ποτέ από αυτήν, ο Βινίκιος δεν κατώρθωνε να την αποβάλη από τον νουν του. Πάντοτε αυτήν εσυλλογίζετο.
Εις την πρώτην σκηνήν ζηλοτυπίας την οποίαν του έκαμεν η Χρυσόθεμις, εξ αφορμής δύο νεανίδων της Συρίας, τας οποίας είχεν αγοράση, την εξεδίωξεν ανευλαβώς.
Ο τρόπος της ζωής του δεν ήλλαξεν εκ τούτου. Μάλιστα εχειροτέρευσεν, ως διά να απολαύση την τυραννικήν ανάμνησιν της Λιγείας.
Η επάνοδος του Καίσαρος δεν τον εξήγαγεν εκ του μαρασμού του και μόνον τότε μετέβη εις του Πετρωνίου, όταν ούτος έστειλε να τον ζητήση με το ίδιον φορείον του. Εκείνος τον υπεδέχθη μετά χαράς, πλην ο Βινίκιος δεν απήντησε κατ' αρχάς ειμή ακουσίως και μετ' αποστροφής εις τας ερωτήσεις του. Εις το τέλος όμως τα αισθήματά του και αι σκέψεις του, συγκρατηθέντα προς στιγμήν, εξέσπασαν εις χείμαρρον λόγων.
Επανέλαβε με περισσοτέρας λεπτομερείας την διήγησιν των συμβάντων, και παρεπονέθη ότι ενέπεσεν εις χάος, όπου έχασεν, εκτός της ησυχίας του, το χάρισμά του να διακρίνη τα πράγματα και να τα εκτιμά κατ' αξίαν. Τίποτε δεν τον ελκύει, δεν ευρίσκει τέρψιν εις τίποτε, δεν ηξεύρει ούτε τι να αποφασίση ούτε ποίαν μέθοδον να μεταχειρισθή.
Ο Πετρώνιος παρετήρει τα ηλλοιωμένα χαρακτηριστικά του Βινικίου, τας χείρας του τεινομένας ψηλαφητεί ως να εζήτει οδόν εν τω σκότει, και εσκέπτετο.
Αίφνης, ως να του ήλθε νέα ιδέα εις τον νουν του, είπε:
— Εδοκίμασες τουλάχιστον να αποσβέσης όλας τας λύπας ταύτας και να
ζήσης εις το εξής ζωήν υποφερτήν;
— Εδοκίμασα, απήντησεν ο Βινίκιος· ο Πετρώνιος εγέλα. Α! Προδότα!
Μανθάνομεν ταχέως τα νέα από τους δούλους· μου πήρες την Χρυσόθεμιν!
Ο Βινίκιος ωμολόγησε τα πάντα.
— Όπως και αν έχη, σε ευχαριστώ, εξηκολούθησεν ο Πετρώνιος. Θέλω να την αφήσω όλως διόλου. Σου είμαι διττώς ευγνώμων πρώτον διότι δεν εδέχθης την Ευνίκην και δεύτερον διότι με απήλλαξες της Χρυσοθέμιδος. Άκουσέ με καλά, βλέπεις ενώπιον σου ένα άνθρωπον, όστις ηγείρετο λίαν πρωί, ελούετο, είχε την Χρυσόθεμιν, έγραφε σατύρας, αλλ' όμως υπέφερεν από αυτήν, όπως ο Καίσαρ, και πολλάκις δεν ήξευρε πώς να αποδιώξη τας θλιβεράς ιδέας του. Και ηξεύρεις διατί; Διότι επήγαινα να ζητήσω μακράν εκείνο το οποίον είχα προχειρότατον . . . Μία ωραία γυνή αξίζει πάντοτε όσον το βάρος της εις χρυσόν, αλλά μία γυνή, ήτις περιπλέον σε αγαπά, είναι πράγματι ανεκτίμητος. Ιδού λοιπόν τι λέγω τώρα: Πληρώ την ζωήν μου ευτυχίας, καθώς θα επλήρουν εκλεκτού οίνου έν ποτήριον, και πίνω έως ότου η χειρ μου καταστή αδρανής και πελιδνά τα χείλη μου, ας γείνη ό,τι γείνη· ιδού η νέα φιλοσοφία μου.
Αφού είπε ταύτα, έκραξε την Ευνίκην. Εκείνη εισήλθε λευκοφορούσα, μειδιώσα, χρυσόκομος.
Ο Πετρώνιος ήνοιξε τας αγκάλας του λέγων:
— Ελθέ.
Εκείνη έτρεξε και εκάθισεν επί των γονάτων του, έθεσε την κεφαλήν της επί του στήθους του.
Ο Πετρώνιος εξέτεινε την χείρα εις ένα δίσκον, έλαβε μίαν φούχταν βιολέττες και έρρανε την κεφαλήν, το στήθος και την εσθήτα της Ευνίκης· κατόπιν της απεγύμνωσε τους ώμους.
Τα χείλη του επλανώντο επί των ώμων και του λαιμού της Ευνίκης.
Εκείνη εφρικίασε· τα βλέφαρά της ήρχισαν να ανοιγοκλείουν.
— Και τώρα, σκέψου τι αξίζουν οι σκυθρωποί χριστιανοί σου και σύγκρινε! Εάν δεν βλέπης την διαφοράν, τότε ύπαγε να την εύρης! Αλλά το θέαμα τούτο θα σε θεραπεύση, είπεν ο Πετρώνιος, Ευνίκη, θεσπεσία μου, ειπέ να μας ετοιμάσουν το γεύμα και ας μας φέρουν τριαντάφυλλα.
Εκείνη ηγέρθη και περιεπάτει εντός της αιθούσης. Αυτός ήλθεν έμπροσθεν του Βινικίου και τω είπε:
— Λέγεις ότι η Λίγεια σε αγαπά· δυνατόν, αλλά τι ωφελεί έρως εν αποχή; Τούτο δεν σημαίνει ότι υπάρχει κάτι τι ισχυρότερον τούτου; Όχι, αγαπητέ μου, η Λίγεια δεν είνε Ευνίκη.
— Όλα είναι μία βάσανος, απήντησεν ο Βινίκιος. Σε είδα να καλύπτης με φιλιά τους ώμους της Ευνίκης και εσκέφθην ότι εάν η Λίγεια μου είχεν αποκαλύψει ομοίως τους ώμους της, θα εθυσίαζα την ζωήν μου. Αλλ' εις την ιδέαν ταύτην κατελήφθην υπό τινος φόβου, ως να προσέβαλλα ή ως να ήθελα να μολύνω μίαν θεότητα . . . Η Λίγεια δεν είνε Ευνίκη. Αλλ' εγώ εννοώ την διαφοράν των άλλως ή όπως συ. Και με όλην την ταλαιπωρίαν και τον πόνον μου προτιμώ η Λίγεια να μη ομοιάζη με τας άλλας γυναίκας.
Ο Πετρώνιας έσεισε τους ώμους.
— Τότε δεν χάνεις τίποτε διά της αποχής σου. Αλλ' εγώ δεν εννοώ.
— Ναι! ναι! Δεν δυνάμεθα πλέον να εννοώμεθα, απήντησεν ο Βινίκιος.
— Ο Άδης να καταπίη όλους τους χριστιανούς! ανέκραξεν ο Πετρώνιος. Σε ενέπλησαν ανησυχιών και σου κατέστρεψαν την έννοιαν της ζωής. Λέγεις ότι η διδασκαλία των είναι αγαθοποιός; εκείνο μόνον είναι αγαθοποιόν, το οποίον μας δίδει την ευτυχίαν, τουτέστι το κάλλος, τον έρωτα και την ρώμην, και τα πράγματα ταύτα εκείνοι τα ονομάζουν μάταια. Πλανάσαι πιστεύων ότι είναι δίκαιοι· εάν αποδίδωμεν καλόν αντί κακού, τι θα αποδώσωμεν αντί του αγαθού; Και αν διά το έν και διά το άλλο η αμοιβή είναι η αυτή, διατί οι άνθρωποι να είναι αγαθοί;
— Όχι· η αμοιβή δεν είναι η αυτή, αλλά κατά την διδασκαλίαν των, αρχίζει εις την ζωήν την μέλλουσαν, ήτις είνε αιωνία.
— Δεν εισέρχομαι εις τας θεωρίας ταύτας.
— Η ζωή κατ' αυτούς αρχίζει την επιούσαν του θανάτου.
— Τέλος πάντων . . . είσαι ικανός να λησμονήσης την Λίγειαν;
— Όχι.
— Τότε αναχώρησε μακράν, κάμε ταξείδια.
Την στιγμήν εκείνην οι θεράποντες ανήγγειλαν, ότι το πρόγευμα ήτο έτοιμον και ο Πετρώνιος, ενώ μετέβαινεν εις το τρίκλινον εξηκολούθησε:
— Διέτρεξες επί της γης πολλά μέρη, πλην ως στρατιώτης, όστις σπεύδει προς το τέρμα της πορείας του και δεν ίσταται καθ' οδόν. Επεσκέφθης τους ελληνικούς ναούς, όπως έκαμα εγώ επί δύο έτη; Επήγες εις την Ρόδον, όπου εγείρεται ο Κολοσσός; ή εις τας Αθήνας; Είδες την Άλεξάνδρειαν, την Μέμφιδα, τας Πυραμίδας; Ο κόσμος είναι ευρύς, θα συνοδεύσω τον Καίσαρα και, κατά την επιστροφήν, θα τον αφήσω και θα αναχωρήσω διά την Κύπρον. Θέλεις, ξανθή μου και θεσπεσία Ευνίκη, να πάμε εις την Πάφον της Κύπρου διά να προσφέρωμεν θυσίας εις την Παφίαν Αφροδίτην; Πρέπει να ηξεύρης πώς ό,τι επιθυμείς θα γίνεται αμέσως.
— Είμαι δούλη σου, υπέλαβεν η Ευνίκη.
— Τότε είμαι δούλος μιας δούλης, απεκρίθη ο Πετρώνιος.
Έπειτα απευθυνθείς προς τον Βινίκιον:
— Ελθέ μαζί μας εις την Κύπρον και άφησε κατά μέρος τους Χριστιανούς. Σου είπα και άλλοτε ότι είναι μωροί άνθρωποι, αυτό άλλως τε το αισθάνεσαι και συ καλλίτερον εμού και προ παντός ο χαρακτήρ σου δεν είναι δυνατόν να συμμορφωθή με την διδασκαλίαν των.
Ο Βινίκιος επανήλθεν εις τον οίκον του και ήρχισε να σκέπτεται ότι πράγματι η χρηστότης εκείνη και η ευσπλαγχνία είνε ίσως μόνον απόδειξις της ασθενείας των ψυχών των.
Του εφάνη ότι άνθρωποι ισχυροί και καλώς πεπλασμένοι δεν θα ηδύναντο να συγχωρώσι κατ' αυτόν τον τρόπον.
Εντεύθεν η αντιπάθεια της ρωμαϊκής ψυχής του προς το δόγμα των.
«Ημείς θα ηξεύρωμεν να ζώμεν και θα ηξεύρωμεν να αποθνήσκωμεν», είχεν ειπή ο Πετρώνιος.
Και αυτοί;
Δεν ηξεύρουν ειμή να συγχωρούν, αλλά, δεν εννοούν ούτε τον αληθή έρωτα, ούτε το πραγματικόν μίσος.
Ο Καίσαρ δεν ήτο ευχαριστημένος, ότε επέστρεψεν από το Άντιον εις Ρώμην· διά τούτο μετά τινας ημέρας ήρχισε να διακαίεται υπό της επιθυμίας να αναχωρήση δι' Αχαΐαν. Αλλ' εις μίαν επίσκεψίν του εις το ιερόν της Εστίας, επήλθε συμβεβηκός τι, όπερ ανέτρεψε τα σχέδιά του.
Ο Νέρων δεν επίστευεν εις τους θεούς, αλλά τους εφοβείτο.
Η μυστηριώδης Εστία προ πάντων τον εφόβιζε με κάποιον ιδιαίτερον τρόπον.
Εις την θέαν του ειδώλου της και του ιερού πυρός, αι τρίχες του ανωρθώθησαν αιφνιδίως, όλα τα μέλη του παρέλυσαν και κατέπεσεν εις τους βραχίονας του Βινικίου, όστις κατά τύχην ίστατο όπισθέν του. Τον μετέφερον αμέσως έξω του ναού, και επανήλθεν εις το Παλατίνον, όπου έμεινε κλινήρης δι' όλης της ημέρας. Προς μεγάλην έκπληξιν όλων των παρεστώτων ανήγγειλεν ότι αναβάλλει οριστικώς το ταξείδιόν του, καθότι οι θεοί τον ενουθέτησαν μυστικώς να φυλάττεται από πάσης σπουδής.
Μίαν ώραν ύστερον, εκηρύσσετο δημοσία ανά την Ρώμην, ότι ο Καίσαρ βλέπων τας τεθλιμμένας όψεις των πολιτών και αγόμενος υπό πατρικής φιλοστοργίας, θα μείνη εν Ρώμη, διά να συμμετέχη πάσης χαράς και πάσης λύπης των.
Ο λαός, περιχαρής εκ της αποφάσεως ταύτης, η οποία ήτο σημείον αγώνων και διανομών σίτου, συνηθροίσθη όλος έμπροσθεν του Παλατίνου, ζητωκραυγάζων υπέρ του θείου Καίσαρος, όστις έπαιζε την στιγμήν εκείνην τους κύβους με τους αυλικούς του.
— Ναι, εδέησε να αναβάλω το ταξείδιόν μου, έλεγεν. Οι οφθαλμοί σας οι θνητοί ουδέν είδον, επειδή το θείον μένει αόρατον εις βεβήλους οφθαλμούς. Μάθετε όμως ότι εν τω ναώ η Εστία αυτή ηνωρθώθη πλησίον ρου και μου είπε μυστικώς: «Ανάβαλε την αποδημίαν σου».
Τούτο συνέβη τόσον έξαφνα, ώστε ετρόμαξα προς στιγμήν αλλά τώρα ευγνωμονώ τους θεούς διά την τόσον καταφανή προστασίαν των. Γνωρίζετε διατί οι άνθρωποι φοβούνται την Εστίαν περισσότερον από τας άλλας θεότητας; Εκυριεύθην από φόβον, εγώ ο ύπατος άρχιερεύς, ενθυμούμαι δε μόνον ότι ελιποψύχησα και θα έπιπτον κατά γης, εάν δε με υπεβάσταζε κάποιος. Ποίος ήτο;
— Εγώ, απήντησεν ο Βινίκιος.
— Α, συ; Διατί δεν ήλθες εις Βενεβέντον; Μοι είπον ότι ήσο ασθενής, και πράγματι είσαι καταβεβλημένος! Ήκουσα ότι ο Κρότων ήθελε να σε δολοφονήση. Είναι αληθές;
— Ναι, και μου έθραυσε τον ένα βραχίονα, αλλ' ημύνθην.
— Με τον βραχίονά σου τον θραυσμένον;
— Έτυχον βοηθείας παρά τίνος βαρβάρου ρωμαλαιοτέρου από τον Κρότωνα.
Ο Νέρων εφάνη έκπληκτος εις το άκουσμα τούτο.
— Ρωμαλαιοτέρου από τον Κρότωνα; Αστεΐζεσαι ίσως; Ο Κρότων ήτο ο ισχυρότερος πάντων και τώρα είναι ο Στύφαξ ο Αιθίοψ.
Σου λέγω, Καίσαρ, ότι τον είδα με τα μάτια μου.
— Πού άρα γε ευρίσκεται ο εξαίρετος ούτος άνθρωπος;
— Δεν ηξεύρω, Καίσαρ· τον έχασα.
— Αγνοείς και ποίας εθνικότητος είναι;
— Είχα τον βραχίονα σπασμένον και δεν εσκέφθην να τον ερωτήσω.
— Ζήτησέ μου τον.
— Θα φροντίσω εγώ περί αυτού, είπεν ο Τιγγελίνος.
Αλλ' ο Νέρων εξηκολούθει να ομιλή προς τον Βινίκιον:
— Σε ευχαριστώ που με υπεβάστασες· άνευ σου θα έπιπτον και θα εκτύπων άσχημα. Άλλοτε ήσο καλός εταίρος, αλλ' από του πολέμου, αφ' ότου υπηρέτησες υπό τον Κορβύλωνα, έγινες άγριος και σπανίως σε βλέπω πλέον.
Μετά βραχείαν σιωπήν επανέλαβε:
— Τι γίνεται εκείνη η κόρη . . . εκείνη η λιγνή . . . την οποίαν ηρωτεύεσο, και εγώ την αφήρεσα από τους Αούλους διά σε;
Ο Βινίκιος εταράχθη, αλλ' ο Πετρώνιος ευθύς τον εβοήθησε.
— Στοιχηματίζω, είπεν, άναξ, ότι την ελησμόνησε. Βλέπεις την ταραχήν του; Ερώτησέ τον πόσας άλλας είχεν έκτοτε και αμφιβάλλω αν θα δυνηθή να απαντήση εις την ερώτησίν σου. Οι Βινίκιοι είναι καλοί στρατιώται, αλλά ακόμη καλλίτεροι . . . . πετεινοί.
— Αχ, τι στενοχώρια! είπεν ο Νέρων. Η θέλησις της θεάς με έκαμε να μείνω εις Ρώμην, και δεν υποφέρω διόλου την Ρώμην μας. Θα αναχωρήσω εις Άντιον. Πνίγομαι εις τας στενάς αυτάς συνοικίας, εν μέσω των ετοιμορρόπων οικιών, εις τους δρομίσκους τους ρυπαρούς. Βρωμερός αέρας έρχεται έως εδώ και εις τους κήπους μου. Α! εάν σεισμός κατέστρεφε την Ρώμην, εάν Θεός τις εν τη οργή του την κατέρριπτεν εις κόνιν, θα σας εδείκνυον τότε πώς πρέπει να κτισθή μία πόλις, κεφαλή του κόσμου και καθέδρα μου.
— Καίσαρ, υπέλαβεν ο Τιγγελίνος, λέγεις: «Εάν Θεός τις εν τη οργή του κατέστρεφε την πόλιν», αυτό δεν είπες;
— Ναι. . Και έπειτα;
— Δεν είσαι Συ λοιπόν Θεός;
Ο Νέρων έσεισε τους ώμους με ύφος βεβαρυμένον, έπειτα εχασμουρήθη θέλων να δείξη ότι είχεν ανάγκην αναπαύσεως· οι αυλικοί τον απεχαιρέτισαν, ο είς μετά τον άλλον, και ο Πετρώνιος εξήλθε μετά του Βινικίου.
— Ιδού προσεκλήθης και συ εις την εορτήν, του είπεν. Ημείς, φίλε
μου, αφού υπετάξαμεν τον κόσμον δικαιούμεθα και να διασκεδάζωμεν.
— Απορώ δι' έν μόνον πράγμα, ότι όλα αυτά δεν σε κουράζουν ακόμη,
απήντησεν ο Βινίκιος.
— Ειξεύρεις πόθεν προέρχεται τούτο; Είμαι κουρασμένος από πολλού, αλλά δεν έχω την ηλικίαν σου. Άλλως τε έχω άλλας κλίσεις, αι οποίαι λείπουν από σε. Αγαπώ τα βιβλία, τα οποία συ δεν αγαπάς· αγαπώ την ποίησιν, την σκηνήν, τα αγγεία, τους τιμίους λίθους, έχω πόνους των νεφρών, τους οποίους συ δεν έχεις και τέλος έχω την Ευνίκην και συ ουδέν τοιούτον έχεις, θέλω να ζήσω μέχρι τελευτής του βίου μου φαιδρός και διασκεδάζων. Ενώ συ φαίνεται πώς θέλεις να αποστραφής από αυτά και . . .
— Θα έλεγε κανείς ότι φοβείσαι μη γίνω χριστιανός;
— Τέλος άφησέ τα τώρα αυτά και καλήν αντάμωσιν, χαίρε.
Ο Τιγγελίνος διά να αποζημιώση τον Νέρωνα διά το αναβληθέν ταξείδιόν του και να υπερισχύση όλων εκείνων, οίτινες μέχρι τούδε είχον οργανώση πανηγύρεις προς τιμήν του Καίσαρος, κατέβαλεν εξαιρετικάς προσπαθείας και φροντίδας όπως μεγαλοπρεπέστερον και πολυτελέστερον εορτασθώσιν αι διοργανωθησόμεναι εορταί.
Προς τον σκοπόν τούτον είχε πέμψει διαταγάς ίνα εκ των περάτων του κόσμου κομισθώσι ζώα, ιχθύες σπάνιοι, πτηνά και φυτά. Αι πρόσοδοι ολοκλήρων επαρχιών κατετρώγοντο εις τας προετοιμασίας ταύτας, αλλ' όσον δι' αυτό ολίγον τον έμελε.
Ο Τιγγελίνος δεν ηγαπάτο ίσως υπό του Νέρωνος τόσον όσον οι άλλοι αυλικοί, αλλά καθίστατο ημέρα τη ημέρα πλέον απαραίτητος.
Ο Τιγγελίνος βλέπων ότι δεν ηδύνατο να αμιλλάται ούτε με τον Πετρώνιον ούτε με τον Λουκιανόν ούτε με εκείνους, οίτινες διέπρεπον κατά την καταγωγήν των, ήθελε να τους υπερακοντίζη διά της δουλοπρεπείας και της αναπτύξεως μυθώδους πολυτελείας. Είχε στήση τας τραπέζας του συμποσίου εντός της λίμνης, επί σχεδίων γιγαντιαίων, κατασκευασμένων με επιχρύσους δοκούς. Ήτο ως μία φαντασμαγορική νησίς. Αι άκραι ήσαν κεκοσμημέναι με κογχύλας μεγαλοπρεπείς, ηλιευμένας εις την Ερυθράν θάλασσαν και εις τον Ινδικόν Ωκεανόν, με λόχμας εκ φοινίκων, λωτών και ρόδων, μεταξύ των οποίων είχον τοποθετήση αγάλματα θεών, κλωβούς χρυσούς ή αργυρούς πλήρεις πτηνών λαμπροτάτων και κρήνας εξ ων ανέβλυζον αρώματα.
Εις το κέντρον ηγείρετο σκηνή εκ πορφύρας, υποβασταζομένη υπό κιονίσκων αργυρών· υπό την σκιάδα ταύτην αι τράπεζαι αι ητοιμασμέναι διά τους συνδαιτυμόνας απέστιλβον εξ υαλικών της Αλεξανδρείας, εκ κρυστάλων και αγγείων, προϊόντων διαρπαγέντων εν Ιταλία, εν Ελλάδι και εν Μικρά Ασία. Η τεχνητή νήσος κατάμεστος από άνθη ήτο συνδεδεμένη διά πλεγμάτων χρυσών και πορφυρών, με ακάτια εν σχήματι ιχθύων και κύκνων εις τα οποία εκάθηντο ημίγυμνοι κωπηλάτριαι με σώματα εύγραμμα και μετέφερον εις την σχεδίαν τους κεκλημένους.
Όταν ο Νέρων μετά της Ποππέας και των Αυγουστιανών επέβη εις την κυρίως σχεδίαν και εκάθησεν υπό την σκιάδα την πορφυράν, τα ακάτια διωλίσθησαν, αι κώπαι έπληξαν το ύδωρ, και η σχεδία φέρουσα το συμπόσιον και τους κεκλημένους έπλευσε περιγράψασα κύκλον εις την επιφάνειαν της λίμνης. Μικρότεραι σχεδίαι την συνώδευον φέρουσαι κιθαρωδούς και αυλητρίας.
Ο Καίσαρ έχων εκ δεξιών την Ποππέαν, αριστερά δε τον Πυθαγόραν, εθαύμαζε και, όταν μεταξύ των ακατίων εκολύμβησαν φανταστικαί Σειρήνες, τότε εδαψίλευσεν επαίνους εις τον Τιγγελίνον.
Τέλος ήρχισαν να παραθέτωνται τα φαγητά και οι οίνοι εν αμυθήτω αφθονία.
Η ωραιότης του Βινικίου διεκρίνετο μεταξύ όλων των συνδαιτυμόνων. Αν και οι πόλεμοι και τελευταίως αι λύπαι και αι θλίψεις, με τας οποίας εποτίσθη εξ αφορμής του προς την Λίγειαν έρωτός του, τον κατέβαλον ολίγον, ήτο εν τούτοις συμπαθέστατος και όλων των γυναικών τα βλέμματα, μηδέ της Ποππέας εξαιρουμένης, προσηλούντο επάνω του.
Τα παγωμένα κρασιά πολύ γρήγορα εζέσταναν τας κεφαλάς των συνδαιτυμόνων. Η ημέρα εκείνη του Μαΐου ήτο εκτάκτως θερμή, καυστική μάλιστα.
Η λίμνη εκυμάτιζεν υπό την ρυθμικήν κίνησιν των κωπών. Ουδέ πνοή ανέμου ηκούετο, τα φύλλα ήσαν ακίνητα.
Η σχεδία έπλεε πάντοτε με το φορτίον της το αποτελούμενον εκ των συμποτών, οίτινες επί μάλλον και μάλλον εμεθύοντο και εθορύβουν.
Ήδη δεν διετηρείτο πλέον η τάξις, μεθ' ης είχον παρακαθήσει εις την τράπεζαν. Το παράδειγμα είχε δώσει αυτός ο Καίσαρ, όστις εγερθείς έλαβε την θέσιν του Βινικίου, ενώ ο Βινίκιος ευρέθη παραπλεύρως της Ποππέας, ήτις μετ' ολίγον έτεινε τον βραχίονα, παρακαλούσα αυτόν να τακτοποιήση τον πέπλον της. Η χειρ του τριβούνου έτρεμεν ολίγον· η Ποππέα έρριψε προς αυτόν βλέμμα ημιεντροπαλόν και ανέσεισε την κόμην την χρυσήν ως σημείον αρνήσεως.
Εν τω μεταξύ ο ήλιος ερυθρός κατήρχετο όπισθεν των τόξων των δένδρων και έδυεν. Οι πλείστοι των συνδαιτυμόνων ήσαν πλέον ζαλισμένοι. Όμιλοι ανθρώπων μετημφιεσμένων εις σατύρους έπαιζον εις την όχθην αυλούς Πανός, νεάνιδες δε προέκυπταν ενδεδυμέναι ως νύμφαι. Η εσπέρα εχαιρετίσθη με κραυγάς προς τιμήν της Σελήνης και αποτόμως χιλιάδες λύχνοι εφώτισαν τα άλση. Από τους γυναικωνίτας τους υψουμένους κατά μήκος της όχθης εξήλθε σμήνος φώτων, και αι σύζυγοι και αι θυγατέρες των πρώτων οικογενειών της Ρώμης περιέφεραν εν θριάμβω την γυμνότητά των. Διά φωνών και χειρονομιών εκάλουν τους συμπότας.
Η σχεδία επλησίασε τέλος εις την ξηράν. Ο Καίσαρ και οι αυγουστιανοί ώρμησαν εις τα άλση, κατέλαβαν τα νυμφεία, και επηκολούθησε παραφροσύνη γενική!
Κανείς δεν ήξευρε πλέον τι είχε γίνει ο Καίσαρ· κανείς δεν ήξευρε τις ήτο ο συγκλητικός, ο πολεμιστής, ο σχοινοβάτης ή ο μουσικός, όλοι εξισώθησαν. Οι σάτυροι κατεδίωκον μετά κραυγών τας νύμφας και έπληττον τας λυχνίας διά να τας σβύσουν. Μέρη τινά των αλσών εβυθίσθησαν εις το σκότος. Αλλ' ηκούοντο παντού κραυγαί διαπεραστικαί, γέλωτες· εδώ ψιθυρισμοί, εκεί πνοαί ασθματικαί και έκφυλοι.
Μόνος ο Βινίκιος δεν εμεθύσθη αρκετά, αλλά παν ό,τι συνέβαινε τον είχε θαμβώση. Ο πυρετός της ηδονής τον έκαιεν.
Ώρμησεν εις το δάσος, και έτρεξε μετά των άλλων, διά να εκλέξη μεταξύ των νυμφών, ότε παρετήρησε πομπήν τινα παρθένων οδηγουμένην υπό μιας Αρτέμιδος· έτρεξε προς το μέρος των διά να ίδη πλησιέστερον την θεάν, αλλ' η καρδία του έπαυσεν αποτόμως να πάλλη. Του εφάνη ότι εγνώρισε την Λίγειαν εις την μορφήν της θεάς εκείνης της εικονιζούσης την Αρτέμιδα.
Εκείναι τον περιεκύκλωσαν χοροπηδούσαι, έπειτα δε έφυγον, ως αγέλη αιγών.
Και μ' όλον ότι η Άρτεμις εκείνη δεν ήτο η Λίγεια, ούτε καν της ωμοίαζεν, αυτός έμεινεν εκεί, πνιγόμενος υπό της συγκινήσεως. Ησθάνθη αιφνιδίως άπειρον θλίψιν διότι ευρίσκετο μακράν της Λιγείας. Ησθάνετο προς τα όργια εκείνα αποστροφήν και αηδίαν. Η αισχύνη τον έπνιγεν· εχρειάζετο αήρ εις το στήθος του.
Εδοκίμασε να προχωρήση ολίγα βήματα και είδε να ορθούται ενώπιόν του γυναικεία βαθύπεπλος μορφή. Δύο χείρες έψαυσαν τους ώμους του και διάπυρος φωνή εψιθύρισε:
— Σε αγαπώ!. . Έλα! Κανείς δεν θα μας ιδή· σπεύσε.
Ο Βινίκιος εξύπνησεν ως εξ ονείρου.
— Ποία είσαι;
Αλλ' εκείνη συνθλιβομένη επάνω του επέμενε:
— Μάντευσε.
Περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν του Βινικίου και διά μέσου του πέπλου της εκόλλησαν τα χείλη της επί των χειλέων του. «Νυξ έρωτος! Νυξ τρέλλας!» είπε πνευστιώσα. «Απόψε όλα επιτρέπονται· είμαι ιδική σου».
Αλλά το φίλημα εκείνο υπήρξε δι' αυτόν νέα αηδία.
Η ψυχή του και η καρδία του ήσαν αλλού και εις τον κόσμον τίποτε άλλο δι' αυτόν δεν υπήρχεν ειμή η αγνή Λίγεια.
Την απώθησε και της είπε:
— Όποια και αν είσαι, αγαπώ άλλην και δεν σε θέλω.
Αλλ' εκείνη κλίνουσα προς αυτόν την κεφαλήν είπε:
— Σήκωσε τον πέπλον μου . . .
Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη θόρυβος πλησιάζοντος ανθρώπου η πεπλοφόρος έφυγεν, αλλ' ηκούσθη μεμακρυσμένος ο γέλως της, ο αλλόκοτος και μοχθηρός.
Ο Πετρώνιος εφάνη.
— Ήκουσα και είδα, είπεν.
— Ας φύγωμεν απ' εδώ, του είπεν ο Βινίκιος.
Υπερέβησαν τα νυμφεία τα περίλαμπρα, το άλσος, την ζώνην των εφίππων πραιτοριανών και έφθασαν εις τα φορεία των.
— Θα σε συνοδεύσω εις την οικίαν σου, είπεν ο Πετρώνιος.
Ανέβησαν εις το φορείον και εσιώπων καθ' οδόν μέχρις ότου έφθασαν εις τον οίκον του Βινικίου.
— Εξεύρεις ποία ήτο; ηρώτησεν ο Πετρώνιος.
— Η Ρουβρία;
— Όχι.
— Τότε ποία;
Ο Πετρώνιος χαμηλοφώνως είπε:
— Το πυρ της Εστίας εβεβηλώθη· η Ρουβρία ήτο μετά του Καίσαρος.
— Αλλ' εκείνη που μου εφορτώθη ποία ήτο;
— Ήτο η θεία Αυγούστα.
Βραχεία σιωπή επηκολούθησεν.
— Ο Καίσαρ, είπεν ο Πετρώνιος, δεν ηδυνήθη να κρύψη ενώπιόν της την σφοδράν επιθυμίαν του να λάβη την Ρουβρίαν και ίσως αύτη ηθέλησε να εκδικηθή. Ευτυχώς δεν την ανεγνώρισες την Αυγούσταν, διότι αν αναγνωρίζων αυτήν την απώθεις, θα εχάνεσο αφεύκτως και συ και η Λίγεια και εγώ ίσως.
Ο Βινίκιος εξέσπασεν:
— Εβαρύνθην πλέον την Ρώμην, τον Καίσαρα, τας εορτάς, την Αυγούσταν, τον Τιγγελίνον και σας όλους! Πνίγομαι!
— Χάνεις τον νουν σου· χάνεις πάσαν κρίσιν και παν μέτρον, Βινίκιε!
— Μόνον την Λίγειαν αγαπώ εις τον κόσμον, δεν θέλω άλλην αγάπην· δεν θέλω τον ιδικόν σας τρόπον του ζην, τα συμπόσιά σας, τα όργιά σας και τας κακουργίας σας!
— Τι έχεις τέλος; Είσαι λοιπόν χριστιανός;
— Όχι ακόμη, φευ! Όχι δεν είμαι άξιος ακόμη.
Ο Πετρώνιος επέστρεψεν εις την οικίαν του, υψών τους ώμους και λίαν δύσθυμος, συλλογιζόμενος τα του Βινικίου. Ο πεπειραμένος αυτός σκεπτικιστής είδεν ότι είχε χάση την κλείδα της ψυχής εκείνης του ανεψιού του. Εσκέπτετο ότι εάν επετύγχανε παρά του Καίσαρος διάταγμα απελαύνον εκ Ρώμης τους χριστιανούς, η Λίγεια θα έφευγεν από την πόλιν μαζί με τους άλλους λάτρεις του Χριστού και ο Βινίκιος θα εσώζετο. Ήτο δυνατόν όμως το πράγμα τούτο;
Τέλος, τρείς ημέρας μετά το συμπόσιον ο Νέρων απεφάσισε να αναχωρήση εις το Άντιον και ο Πετρώνιος έπρεπε να τον ακολουθήση. Έσπευσεν αμέσως να πληροφορήση τον Βινίκιον περί τούτου, του έδειξε δε και τον κατάλογον των κεκλημένων εις Άντιον, τον οποίον απελεύθερός τις του Καίσαρος τω είχε κομίση την πρωίαν.
— Το όνομά μου είνε εδώ μέσα γραμμένον, είπε· και το ιδικόν σου επίσης.
— Εάν δεν ήμην μεταξύ των κεκλημένων, απήντησεν ο Πετρώνιος, έπρεπε να περιμένω την θανατικήν καταδίκην μου και δεν την περιμένω προ της αποδημίας εις την Αχαΐαν. Θα είμαι εκεί πάρα πολύ ωφέλιμος εις τον Νέρωνα. Η πρόσκλησις αύτη είναι διαταγή.
— Και αν κανείς παρήκουε;
— Θα ελάμβανε πρόσκλησιν άλλου είδους, να εκκινήση εις δρόμον πολύ μακρότερον, διά ταξείδιον από το οποίον δεν επιστρέφουν ποτέ· ιδού λοιπόν, είσαι ηναγκασμένος να έλθης εις Άντιον.
— Είμαι ηναγκασμένος να υπάγω εις Άντιον . . . Βλέπεις εις ποίους καιρούς ζώμεν . . . είμεθα αγενείς δούλοι!
— Αργά το ενόησες, Βινίκιε.
— Όχι, αλλά, βλέπεις, εζήτησες να μου αποδείξης ότι η διδασκαλία η χριστιανική ήτο εχθρά της ζωής, ότι εδέσμευε τους ανθρώπους. Δύνανται να υπάρχουν βαρύτεραι αλύσεις από αυτάς, τας οποίας ημείς φέρομεν; Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σοβαρωτέρων πραγμάτων. Διηγήθην εις το Παλατίνον ότι ήσο ασθενής· εν τοσούτω το όνομά σου ευρίσκεται εις τον κατάλογον, όπερ αποδεικνύει ότι υπάρχει τις όστις δεν με επίστευε και όστις εχρησιμοποίησε την επιρροήν του διά να σε εγγράψη. Διά τον Νέρωνα δεν είσαι ειμή στρατιωτικός, με τον οποίον δύναταί τις να ομιλή περί ιπποδρομιών το πολύ και όστις δεν έχει καμμίαν ιδέαν περί ποιήσεως και μουσικής. Εάν το όνομά σου είναι γραμμένον εις τον κατάλογον, εις την Ποππέαν οφείλεις αυτήν την τιμήν και τούτο σημαίνει ότι το πάθος της δεν είναι ιδιοτροπία παροδική· θέλει να σε κατακτήση.
— Είναι τολμηρά η Αυγούστα!
— Τολμηρά βεβαίως. Είθε η Αφροδίτη να της εμπνεύση άλλον έρωτα το ταχύτερον! Αλλ' εν όσω σε ποθεί, οφείλεις να είσαι συνετός. Ο Χαλκοπώγων αρχίζει να βαρύνεται την Ποππέαν, αλλά και μόνον αν υπωπτεύετό τι και συ και εκείνη είσθε χαμένοι.
— Εις το άλσος δεν ήξευρα ότι ήτο αυτή· ήκουσες δε τι της απεκρίθην, ότι άλλην αγαπώ και δεν ήθελα αυτήν.
— Τι θα χάσης πάλιν συ; Θα σε εμποδίση τούτο να αγαπάς την Λίγειάν σου; Ενθυμήσου επί πλέον ότι η Ποππέα την είχεν ιδεί εις το Παλατίνον και ότι δεν θα της είναι δύσκολον να υποπτεύση προς χάριν τίνος περιφρονείς τόσον ανεκτίμητον εύνοιαν. Και τότε διά να εκδικηθή θα την ανεύρη όπου και αν είναι κρυμμένη και θα προξενήσης όχι μόνον τον όλεθρόν σου, αλλά και της Λιγείας τον όλεθρον· καταλαμβάνεις;
Ο Βινίκιος ήκουεν ως να ήτο αλλού ο νους του. Τέλος είπεν:
— Ανάγκη να την ίδω.
— Ποίαν; Την Λίγειαν: Ηξεύρεις πού είναι;
— Όχι.
— Τότε θα ξαναρχίσης να την ζητής εις τα παλαιά νεκροταφεία και εις την Τραντισβέρην;
— Δεν ηξεύρω, αλλά πρέπει να την ίδω.
— Καίτοι χριστιανή, θα φανή ίσως λογικωτέρα από σε και μάλιστα εάν δεν θέλη να σου προξενήση κακόν.
— Εκείνη δεν με έσωσεν από τα χέρια του Ούρσου;
— Εάν ούτως έχη, σπεύσον· διότι ο Χαλκοπώγων δεν θα βραδύνη να αναχωρήση. Από το Άντιον δύναταί τις να εκδώση αποφάσεις εις θάνατον, όπως και απ' εδώ.
Ο Βινίκιος εσκέπτετο με τι μέσον θα ίδη την Λίγειαν.
Εν τω μεταξύ τούτω, ο Χίλων έφθασεν όλως απροόπτως. Ενεφανίσθη άθλιος και ρακένδυτος, αλλ' επειδή οι δούλοι είχον άλλοτε διαταχθή να τον αφίνουν να εισέρχεται εις πάσαν ώραν της ημέρας και της νυκτός, δεν ετόλμησαν να του εμποδίσουν την δίοδον. Εκείνος εισήλθε κατ' ευθείαν εις το άτριον και σταθείς ενώπιον του Βινικίου είπε:
— Οι θεοί να σου δώσουν την αθανασίαν και να μοιράσουν μαζί σου την κυριαρχίαν του κόσμου!
Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ηθέλησε να τον εκδιώξη. Αλλ' ίσως ο Έλλην εγνώριζε κάτι περί της Λιγείας, και η περιέργεια κατενίκησε την αηδίαν.
— Συ είσαι, Χίλων; τι γίνεσαι και πόθεν έρχεσαι; ηρώτησεν ο
Βινίκιος.
— Δεν πάνε καλά η δουλιές μου, απήντησεν ο Χίλων· Αυθέντα, όσα μου έδωκες τα εδαπάνησα αγοράσας βιβλία. Έπειτα με έκλεψαν, με κατέστρεψαν, η γυνή ήτις αντέγραψε τα μαθήματά μου έφυγεν αποκομίζουσα και τα χρήματα τα οποία μου είχαν μείνει. Είμαι δυστυχής, αυθέντα, και εις ποίον να καταφύγω ειμή εις σε, τον οποίον αγαπώ και λατρεύω και διά τον οποίον εκινδύνευσα την ζωήν μου!
— Τι ήλθες να ζητήσης και τι φέρεις;
— Επικαλούμαι την βοήθειάν σου, Βάαλ, και σου φέρω την αθλιότητά μου, τα δάκρυά μου, την αγάπην μου, — επίσης φέρω και νέα τα οποία περισυνέλεξα προς χάριν σου. Γνωρίζω πού μένει η θεία Λίγεια, θα σου δείξω, αυθέντα, τον δρομίσκον και την οικίαν . . . .
— Πού;
— Εις του Λίνου, του πρεσβυτέρου των χριστιανών ιερέως. Εκεί ευρίσκεται μαζί με τον Ούρσον, όστις πηγαίνει, όπως και άλλοτε, εις ενός μυλωθρού, Δημά . . . ναι, του Δημά! . . . Ο Ούρσος εργάζεται την νύκτα· επομένως εάν πολιορκήσωμεν την οικίαν εν καιρώ νυκτός, δεν θα τον συναντήσωμεν εκεί . . . . Ο Λίνος είναι γέρων . . . Και εκτός αυτού δεν υπάρχουν ειμή δύο γραίαι εις την οικίαν. Ω κύριε! κύριε! από σε και μόνον εξαρτάται ίνα την νύκτα ταύτην ευρίσκεται εδώ μία μεγαλόψυχος βασίλισσα.
Το αίμα ανέβη εις την κεφαλήν του Βινικίου, και ο πειρασμός τον συνεκλόνιζεν ολόκληρον. Η επιθυμία του να την αποκτήση εκορυφώθη και εσκέπτετο: «Αν η Λίγεια έλθη εις την οικίαν μου, τις θα μου την αρπάση; Αν η Λίγεια εγίνετο παλλακίς μου, τι άλλο θα πράξη, ειμή να μείνη διά πάντοτε; Ας χαθούν όλα τα δόγματα! Τι με μέλλει διά τους χριστιανούς με την ευσπλαγχνίαν των και με την πίστιν των; Δεν είναι καιρός να ξαναρχίσω να ζω όπως όλος ο κόσμος; Όσον αφορά το τι θα πράξη κατόπιν η Λίγεια, πώς θα συμβιβάση την νέαν τύχην της με το δόγμα της, είναι πράγμα δευτερεύον και άνευ σημασίας. Προ παντός θα γίνη ιδική μου, και σήμερον μάλιστα. Τι υπήρξεν η ζωή μου; μία αλγηδών, έν πάθος ακόρεστον και μία συνήχεια ζητημάτων άλυτων. Όταν αποκτήσω την Λίγειαν, όλα θα διακοπούν και όλα θα τελειώσουν».
Αλλά κατόπιν ενεθυμήθη ότι της ωρκίσθη πώς δεν θα κινήση πλέον την χείρα κατ' αυτής.
Αλλ' εις τι είχεν ορκισθή; Άλλως τε εάν εκείνη ησθάνετο προσβεβλημένην εαυτήν, θα την ενυμφεύετο και εξήλειφεν ούτω το αδίκημά του.
Ναι, ησθάνετο ότι είχεν υποχρέωσιν εις τούτο, επειδή εις εκείνην ώφειλε την ζωήν του! Και τότε ενεθυμήθη την ημέραν όποτε, μετά του Κρότωνος, είχεν εισχωρήσει εις το άσυλον εκείνο, ανεπόλησε την πυγμήν του Ούρσου την υψωθείσαν κατά της κεφαλής του και παν ότι επηκολούθησεν. Την είδε κύπτουσαν επί της κλίνης του, ενδεδυμένην ως δούλην ωραίαν, ως θεάν επουράνιον: Οι οφθαλμοί του εστράφησαν ακουσίως προς το λάβαρον και προς τον μικρόν εκείνον σταυρόν, τον οποίον του είχε δώσει όταν τον εγκατέλιπε. Θα ανταμείψη λοιπόν πάντα ταύτα διά νέας αρπαγής; Και ησθάνθη αιφνιδίως ότι δεν ήρκει να την έχη πλησίον του. Ευλογημένη θα είνε η κατοικία εκείνη εάν η Λίγεια εισέλθη εις αυτήν εκουσίως. Ευλογημένη η στιγμή εκείνη, ευλογημένη η ζωή; Αλλά να την αρπάση διά της βίας θα ήτο το ίδιον ως να την εφόνευε διά παντός την ευτυχίαν εκείνην και συγχρόνως ως να κατέστρεφε και καθίστα μισητόν παν ό,τι πολύτιμον και προσφιλέστερον υπάρχει εις την ζωήν.
Επί μόνη τη σκέψει ταύτη είχεν ήδη καταληφθή υπό φρίκης. Προσέβλεψε τον Χίλωνα, όστις, εξετάζων αυτόν διά του βλέμματος, είχε περάσει την χείρα υπό τα ράκη του και εξύετο ανησύχως.
Ησθάνθη ακατανίκητον αηδίαν και την επιθυμίαν να καταπατήση τον πάλαι συνένοχόν του, όπως καταπατεί τις όφιν φαρμακερόν. Και επειδή δεν ηδύνατο να συγκρατηθή, ηκολούθησε την ώθησιν της τρομεράς ρωμαϊκής του φύσεως και στραφείς προς τον Χίλωνα:
— Δεν θα πράξω εκείνο, το οποίον με συμβουλεύεις, αλλά διά να μη φύγης χωρίς να λάβης την αμοιβήν, της οποίας είσαι άξιος, θα διατάξω να σου δώσουν τριακόσιους ραβδισμούς εις τα εργαστήρια των δούλων μου.
Ο Χίλων είχε γίνη πελιδνός. Εις τα ωραία χαρακτηριστικά του Βινικίου είχεν αποτυπωθή μία ψυχρά οργή. Ο Έλλην έπεσε γονυκλινής και κυρτωθείς ήρχισε να οιμώζη με φωνήν διάκοπτομένην:
— Πώς; Διατί; . . . Αυθέντα! Διατί! . . . Πυραμίς χάριτος! Κολοσσέ ελέους! διατί; . . . Είμαι γέρων πειναλέος, άθλιος . . . Σε υπηρέτησα . . . Ούτως ευγνωμονείς προς εμέ;
— Όπως συ προς τους χριστιανούς, απήντησεν ο Βινίκιος.
Και εκάλεσε τον επιστάτην.
Ο Χίλων έδραξε σπασμωδικώς τα γόνατα του Βινικίου και με το πρόσωπον κάτωχρον.
— Δέσποτα! δέσποτα! .. Είμαι γέρων . . . Πεντήκοντα ραβδισμοί αρκούν
. . . Εκατόν, όχι τριακοσίους! Έλεος! Έλεος!
Ο Βινίκιος τον απώθησε και έδωκε την διαταγήν. Εν ριπή οφθαλμού δύο ρωμαλέοι δούλοι ήρπασαν τον Χίλωνα από τα μαλλιά, τα οποία του απέμεναν, του περιεκάλυψαν την κεφαλήν με τα ίδια ράκη του και τον έσυραν εις το εργαστήριον.
— Δι' όνομα του Χριστού! εκραύγασεν ο Χίλων εκ της θύρας του διαδρόμου.
Ο Βινίκιος έμεινε μόνος. Η διαταγή, την οποίαν είχε δώσει, τον είχεν ερεθίσει και εμψυχώσει. Προσεπάθει τώρα να συνενώση και ταξινομήση τας συγκεχυμένας ιδέας του. Ησθάνετο ανακούφισιν και η νίκη, την οποίαν είχε καταγάγει καθ' εαυτού, τον επλήρου θάρρος. Του εφαίνετο ότι είχε κάμη μέγα βήμα διά να προσεγγίση εις την Λίγειαν και ότι θα αντημείβετο ούτως ή άλλως.
— Όχι δεν θα του αποδώσω κακόν αντί καλού και αργότερα, όταν μάθη πώς εφέρθην προς εκείνον, όστις με παρώτρυνε να φέρω χείρα εναντίον της, θα με ευγνωμονή.
Εν τούτοις εσκέπτετο, εάν η Λίγεια επεδοκίμαζε την προς τον Χίλωνα διαγωγήν του. Το δόγμα, το οποίον επρέσβευεν εκείνη, δεν διέτασσε την συγγνώμην; Οι χριστιανοί είχον συγχωρήση τον άθλιον, και είχον πολύ σοβαρωτέρας αφορμάς διά να τον εκδικηθούν. Η κραυγή του Χίλωνος, «δι' όνομα του Χριστού!» αντήχησεν εις την ψυχήν του.
Ενεθυμήθη ότι δι' ομοίας κραυγής ο Χίλων είχεν απαλλαγή από τας χείρας του Λιγειέως, και απεφάσισε να του χαρίση το υπόλοιπον της ποινής.
Με την σκέψιν ταύτην ητοιμάζετο να καλέση τον επιστάτην, οπότε ούτος παρουσιάσθη μόνος λέγων:
— Αυθέντα, ο γέρων ελιποθύμησε και ίσως είναι νεκρός. Πρέπει να
εξακολουθήσω την μαστίγωσιν;
— Ας τον επαναφέρουν εις τας αισθήσεις του και ας τον φέρουν εδώ.
Ο Αρχιτρίκλινος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος της θύρας, αλλά θα ήτο πολύ δύσκολον να εμψυχωθή ο Έλλην, και ο Βινίκιος ήρχισε να αδημονή, οπότε οι δούλοι εισήγαγον τον Χίλωνα, και εις έν νεύμα απεσύρθησαν.
Ο Χίλων ήτο λευκός ως πανίον, και κατά μήκος των κνημών του ρανίδες αίματος έρρεον μέχρι του μωσαϊκού του ατρίου. Και πεσών εις τα γόνατα:
— Σε ευχαριστώ, αυθέντα! είσαι ελεήμων και μέγας.
— Σκύλλε, είπεν ο Βινίκιος, μάθε ότι σε εσυγχώρησα χάριν του
Χριστού, εις τον οποίον και εγώ οφείλω την ζωήν.
— Αυθέντα! θα τον υπερετήσω, Εκείνον και σε.
— Σιώπα και άκουσον. Σήκω! θα έλθης μαζί μου και θα μου δείξης την οικίαν όπου μένει η Λίγεια.
— Αυθέντα, πεινώ πολύ, θα έλθω! Αυθέντα, αι δυνάμεις μου λείπουν. Διάταξε να μου δώσουν τουλάχιστον τα υπολείμματα του πιάτου του σκύλλου σου και θα έλθω! . . .
Ο Βινίκιος διέταξε να του δώσουν να φάγη και του εδώρησε χρυσούν νόμισμα, και μανδύαν. Αλλ' ο Χίλων, τον οποίον οι ραβδισμοί και η πείνα είχον εξασθενίσει, δεν ηδυνήθη να βαδίση και μετά το γεύμα εκείνο, αν και εφοβείτο μήπως ο Βινίκιος εξελάμβανε την αδυναμίαν του ως αντίστασιν.
— Μόνον ο οίνος ας με αναθερμάνη, επανελάμβανε κροτών τους οδόντας, και πάραυτα θα δυνηθώ να βαδίσω, θα υπάγω μάλιστα μέχρι του κέντρου της Ελλάδος.
Ότε ανέλαβε τας δυνάμεις του, εξήλθεν.
Η οδός ήτο μακρά.
Ο Λίνος κατώκει, όπως οι πλείστοι των χριστιανών, εις την Τρανστιβέρην, όχι μακράν της οικίας της Μαριάμ. Ο Χίλων έδειξε τέλος εις τον Βινίκιον μικράν μεμονομένην οικίαν, περιβαλομένην υπό τοίχου κισσοφυούς.
— Εκεί, αυθέντα.
— Καλά, είπεν ο Βινίκιος. Τώρα πήγαινε, αλλά πρώτον άκουσον του· λησμόνησε ότι με υπηρέτησες· λησμόνησε πού κατοικούν η Μαριάμ ο Πέτρος και ο Γλαύκος· λησμόνησε επίσης την οικίαν αυτήν και όλους τους χριστιανούς, θα έρχεσαι κάθε μήνα να βλέπης τον απελεύθερόν μου Δημάν, ο οποίος θα σου δίδη δύο χρυσά νομίσματα. Αλλ' εάν εξακολουθήσης να κατασκοπεύης τους χριστιανούς, θα διατάξω να σε μαστιγώσουν μέχρι θανάτου ή θα σε παραδώσω εις τον πραίτωρα της πόλεως.
Ο Χίλων υπεκλίθη και είπε:
— Θα λησμονήσω.
Αλλά ότε ο Βινίκιος έγεινεν άφαντος εις την καμπήν της μικράς οδού, εκείνος έτεινε τον γρόνθον προς το μέρος εκείνο και ανέκραξε:
— Μα την Άτην και όλας τας Εριννύας! δεν θα λησμονήσω!
Κατ' ευθείαν ο Βινίκιος μετέβη εις την οικίαν όπου κατώκει η Μαριάμ.
Ο Τριβούνος την εχαιρέτησε μετ' ευπροσηγορίας.
Εν τη οικία, εκτός της Μαριάμ και του υιού της Ναζαρίου, εύρε τον Πέτρον, τον Γλαύκιον, τον Κρίσπον, καθώς και τον Παύλον τον Ταρσέα, προσφάτως επανελθόντα εκ Φριγγέλης.
Εις την θέαν του Βινικίου, η έκπληξις εζωγραφίσθη εις τα πρόσωπα όλων
— Σας χαιρετώ εις το όνομα του Χριστού, τον οποίον τιμάτε.
— Ας είναι δοξασμένον το όνομά του εις πάντας τους αιώνας!
— Εγνώρισα τας αρετάς σας και εδοκίμασα την καλωσύνην σας· διά τούτο
έρχομαι ως φίλος.
— Και ημείς θα σε δεχθώμεν ως φίλον, απεκρίθη ο Πέτρος. Κάθησε,
άρχων, και λάβε μέρος εις το δείπνόν μας· είσαι ξένος μας.
— Θα μετάσχω του δείπνου σας· αλλά προηγουμένως ακούσατέ με. Συ, Πέτρε, και συ Παύλε Ταρσεύ, θέλω να έχετε απόδειξιν της ειλικρινείας μου. Ειξεύρω πού είναι η Λίγεια· ήμην προ ολίγου έμπροσθεν της οικίας του Λίνου, εδώ πλησίον. Έχω επ' αυτής τα δικαιώματα τα οποία μου απένειμεν ο Καίσαρ, και έχω εις τας διαφόρους οικίας μου πεντακοσίους περίπου δούλους· θα ηδυνάμην λοιπόν να περικυκλώσω το άσυλόν της και να την αρπάσω, και όμως δεν το έπραξα ούτε θα πράξω τούτο.
— Και διά τούτο η ευλογία του Κυρίου θα απλωθή επί σου, και η καρδία σου θα καθαρισθή είπεν ο Πέτρος.
— Άλλοτε, πριν ευρεθώ μεταξύ υμών βεβαίως, θα την άρπαζα και θα την εκράτουν διά της βίας, αλλ' αι αρεταί σας, η διδασκαλία σας, αν και δεν την πρεσβεύω, ήλλαξαν κάτι εν τη ψυχή και δεν τολμώ πλέον να καταφύγω εις την βίαν. Αποτείνομαι λοιπόν προς σας, οίτινες αναπληρούτε τον πατέρα και την μητέρα της Λιγείας και σας λέγω: «Δώσατέ μου αυτήν ως σύζυγον και σας ορκίζομαι ότι όχι μόνον δεν θα της απαγορεύσω να πρεσβεύη τον Χριστόν, αλλ' ότι θα αρχίσω και εγώ να μελετώ το δόγμα της.
Ωμίλει με την κεφαλήν υψηλά και με φωνήν αποφασιστικήν.
Εν τούτοις ήτο συγκεκινημένος και αι κνήμαι του έτρεμον υπό τον μανδύαν του τον σφιγκτόν εις την οσφύν. Σιγή υπεδέχθη τους λόγους του· κατόπιν, ως διά να προλάβη απάντησιν δυσμενή, εξηκολούθησεν:
— Ηξεύρω ποία είναι τα εμπόδια, αλλά την αγαπώ ως την κόρην των οφθαλμών μου και μολονότι δεν είμαι ακόμη Χριστιανός, δεν είμαι εχθρός σας, ούτε εχθρός του Χριστού. Άλλος τις θα σας έλεγεν ίσως: «Βαπτίσατέ με!» Εγώ σας επαναλαμβάνω: «Διαφωτίσατέ με!» Πιστεύω ότι ο Χριστός ηγέρθη εκ νεκρών, διότι εκείνοι οίτινες βεβαιούν τούτο είναι άνθρωποι ζώντες εν αληθεία και οίτινες τον είδον ζώντα μετά θάνατον. Πιστεύω, επειδή το εδοκίμασα μόνος, ότι το κήρυγμά σας γεννά την αρετήν, την δικαιοσύνην, την ευσπλαγχνίαν και όχι τας κακουργίας, δι' ας σας κατηγορούν. Η διδασκαλία σας μετέβαλε κάτι τι εντός μου.
Αι οφρύς του συνεσπάσθησαν και ερύθημα ανήλθεν εις τας παρειάς του· έπειτα εξηκολούθησε ταχύτερον ομιλών μετ' αυξανούσης συγκινήσεως.
— Το βλέπετε! Βασανίζομαι και από τον έρωτά μου και από την αμφιβολίαν. Όταν σκέπτομαι ότι η Λίγεια είναι καθαρά ως η χιών των ορέων, την αγαπώ περισσότερον, και όταν σκέπτομαι ότι υπάρχει τοιαύτη χάρις εις την διδασκαλίαν σας, αγαπώ την διδασκαλίαν ταύτην και θέλω να την γνωρίσω! Μου είπαν ότι η θρησκεία σας εις ουδέν λογίζεται την ζωήν, ούτε τας ανθρωπίνους ηδονάς, ούτε την ευτυχίαν, ούτε τους νόμους ούτε την ρωμαϊκήν ισχύν. Είναι αληθές τούτο; Μου είπαν μάλιστα ότι είσθε μωροί . . .Ειπέτε μου τι κηρύττετε; Είνε αμαρτία να αγαπά κανείς ή να δοκιμάζη την χαράν ή να θέλη την ευτυχίαν; Είσθε εχθροί της ζωής; Πρέπει να παραιτηθώ της Λιγείας; Ποία είναι η αλήθειά σας; Αι πράξεις σας και οι λόγοι σας είναι καθαροί ως διαυγές ύδωρ, αλλά τι είναι εις το βάθος του ύδατος τούτου; Μου είπαν ακόμη ότι η Ελλάς εγέννησε την σοφίαν και το κάλλος, η Ρώμη παρήγαγε την ισχύν, αλλ' αυτοί τι κύπτουν; τότε, ειπέτε μοι, τι κηρύττετε; Εάν όπισθεν της θύρας σας ευρίσκεται το φως, ανοίξατέ μου!
Ο Πέτρος είπεν:
— Ημείς φέρομεν την αγάπην.
Και ο Παύλος ο Ταρσεύς προσέθηκεν:
— Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον.
Η καρδία του γηραιού Πέτρου είχε συγκινηθή υπό της ψυχής ταύτης της βασανιζομένης, ήτις, ως πτηνόν κλεισμένον εν κλωβώ, εξώρμα προς τον ήλιον. Έτεινε τας χείρας προς τον Βινίκιον και είπεν:
— Κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν. Η χάρις του Κυρίου είναι μετά σου· σε ευλογώ λοιπόν, σε και την ψυχήν σου και την αγάπην σου, εν ονόματι του Λυτρωτού!
Ο Βινίκιος ακούσας τας λέξεις ταύτας της ευλογίας ώρμησε προς τον Πέτρον, και ο απόγονος αυτός των Κυριτών, όστις προσφάτως ακόμη δεν ήθελε να αναγνωρίζη πάντα ξένον ως άνθρωπον, έλαβε τας χείρας του γέροντος Γαλιλαίου και τας έθλιψεν ευγνωμόνως εις τα χείλη του.
Ο Πέτρος εχάρη, εννοήσας ότι το αλιευτικόν του δίκτυον είχε συλλάβη μίαν ψυχήν επί πλέον, και οι παρεστώτες ανέκραξαν μια φωνή:
— Δόξα εν Υψίστοις Θεώ!
Ο Βινίκιος ύψωσεν ακτινοβόλον το πρόσωπον.
Βλέπω, είπεν, ότι η ευτυχία δύναται να παραμένη μεταξύ σας, επειδή αισθάνομαι εμαυτόν ευτυχή, και υποθέτω ότι θα με πείσετε να δεχθώ την διδασκαλίαν σας. Αλλ' ο Καίσαρ απέρχεται εις Άντιον, και οφείλω να τον ακολουθήσω. Ειξεύρετε ότι, αν παρακούση τις, κρίνεται άξιος θανάτου. Αλλ' εάν θέλετε, έλθετε μετ' εμού ίνα μου διδάξετε την αλήθειαν ταύτην. Εκεί θα είσθε εν ασφαλεία και θα δυνηθήτε να διαδώσετε την αλήθειαν και εις την αυλήν του Καίσαρος. Έχω μίαν έπαυλην εις Άντιον, όπου θα συνερχώμεθα μακράν του Καίσαρος διά να ακροώμεθα την διδασκαλίαν σας.
Εκείνοι ανελογίζοντο μετά χαράς την νίκην του κηρύγματός των και την απήχησιν, την οποίαν θα είχεν ανά τον εθνικόν κόσμον ο εκχριστιανισμός ενός άρχοντος, απογόνου μιας των αρχαιοτέρων οικογενειών της Ρώμης. Ο Πέτρος είχε μέγα στάδιον διά το κήρυγμά του εν Ρώμη, και δεν είχε καιρόν διά να αναχωρήση· διά τούτο ο Παύλος συγκατένευσε να συνοδεύση τον νεαρόν τριβούνον εις Άντιον.
Καίτοι ο Βινίκιος εθλίβη, διότι ο Πέτρος, προς τον οποίον ησθάνετο τόσην ευγνωμοσύνην, δεν ηδύνατο να έλθη μετ' αυτού, ηυχαρίστησεν εγκαρδίως, έπειτα δε εστράφη προς τον γηραιόν απόστολον διά να τω απευθύνη μίαν τελευταίαν αίτησιν.
— Αφού γνωρίζω την κατοικίαν της Λιγείας, είπε, θα ηδυνάμην να υπάγω μόνος μου να την εύρω και να την ερωτήσω, αν θα με δεχθή ως σύζυγον, όταν η ψυχή μου γίνη χριστιανή· αλλά προτιμώ να παρακαλέσω σε, απόστολε, να μου επιτρέψης να την ίδω, να με οδηγήσης συ αυτός προς εκείνην. Ας την ίδω πριν αναχωρήσω, ας μάθω από το στόμα της αν θα λησμονήση το κακόν, το οποίον της έκαμα, και αν θα θελήση να γίνη σύντροφος της ζωής μου.
Ο Πέτρος εμειδίασε μετ' αγαθότητος:
— Και ποίος θα σου αρνηθή την λογικήν αυτήν ευχαρίστησιν, τέκνον
μου;
Έπειτα έστειλε την Μαριάμ να ζητήση την Λίγειαν, συστήσας εις αυτήν να μη είπη ποίος ευρίσκετο μεταξύ των.
Η απόστασις ήτο μικρά.
Μετ' ολίγον οι παριστάμενοι είδον εν μέσω των μυρσινών του μικρού κήπου την Μαριάμ, ήτις ωδήγει την Λίγειαν εκ της χειρός.
Ο Βινίκιος ηθέλησε να τρέξη εις προϋπάντησίν της, αλλ' εις την θέαν της μορφής εκείνης της τόσον αγαπητής, η ευτυχία παρέλυσε τας δυνάμεις του και έμεινεν ακίνητος με καρδίαν πάλλουσαν μέχρι διαρρήξεως και συγκεκινημένος πολύ περισσότερον Ή όσον ήτο όταν ήκουσε δια πρώτην φοράν τα βέλη των Πάρθων να συρίζουν εις τα ώτα του.
Τώρα εκείνη ήτο εκεί, ερυθριώσα, ωχριώσα, με έκπληξιν και φόβον εις τους οφθαλμούς οίτινες διηρώτων τι συμβαίνει.
Εκείνη δεν είδε παρά βλέμματα φωτεινά και πλήρη αγαθότητος.
— Ο απόστολος Πέτρος την επλησίασε και είπε:
— Λίγεια, τον αγαπάς ακόμη;
Επηκολούθησε στιγμή σιωπής. Τα χείλη της έτρεμον ως τα χείλη παιδίου, το οποίον μέλλει να κλαύση και το οποίον αισθανόμενον εαυτό ένοχον, αναγκάζεται να ομολογήση το σφάλμα του.
— Αποκρίθητι, είπεν ο απόστολος επιμένων.
Τότε με φωνήν χαμηλήν και φοβισμένην εκείνη εψιθύρισε γονατίσασα εις τους πόδας του Πέτρου.
— Μάλιστα.
Ήδη ο Βινίκιος ήτο γονυπετής εις το πλευρόν της. Ο Πέτρος έθηκε τας χείρας επί των κεφαλών των λέγων:
— Αγαπάσθε εν Κυρίω και διά την δόξαν Αυτού, διότι δεν υπάρχει
αμάρτημα εις την αγάπην σας.
Εις τον μικρόν κήπον ο Βινίκιος διηγείτο εις την νεάνιδα, με λέξεις προερχομένας από την καρδίαν, εκείνο το οποίον προ μιας στιγμής είχεν ομολογήσει εις τους Αποστόλους, την ταραχήν της ψυχής του, τας μεταμορφώσεις, τας οποίας αύτη είχεν υποστή και τέλος την άμετρον εκείνην θλίψιν, ήτις είχεν επισκιάσει την ζωήν του, αφ' ότου είχε καταλίπει την οικίαν της Μαριάμ. Την ηγάπα εις την οικίαν των Αούλων και εις το Παλατίνον, την ηγάπα όταν την είδεν εις το Οστριανόν, ακροωμένην τους λόγους του Πέτρου και ότε ηγρύπνει πλησίον της κλίνης του και ότε τον είχε καταλίπει. Τη είπε προσέτι ότι ο Χίλων είχεν ανακαλύψει την κατοικίαν της και τον είχε συμβουλεύσει να την αρπάση, αλλ' ούτος ετιμώρησε τον πανούργον, προτιμήσας να ζητήση από τους αποστόλους τον λόγον της αληθείας και αυτήν ως σύζυγον . . . Ευλογημένη να είναι η στιγμή οπότε του ήλθεν η έμπνευσις αύτη, αφού ευρίσκεται τώρα πλησίον της και αυτή δεν θα τον αποφύγη πλέον.
— Δεν απέφευγα σε, είπεν η Λίγεια.
— Αλλά διατί έφυγες;
Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους ωχρούς οφθαλμούς της, έπειτα χαμηλώσασα την κεφαλήν, απήντησε:
— Το ηξεύρεις . . .
Πνιγόμενος από την υπερχειλίζονταν ευτυχίαν ο Βινίκιος δεν κατώρθωνε να της εκφράση σαφώς τι ησθάνετο.
Αλλ' ούτε και αυτός ενόει τι ησθάνετο. Ησθάνετο όμως ότι μαζί με αυτήν ενεφανίζετο εις τον κόσμον μία νέα καλλονή, όχι μόνον έν άγαλμα, αλλά μία ψυχή.
Έπειτα την έλαβεν από την χείρα σιωπηλώς, την παρετήρει με θαυμασμόν και επανελάμβανε το όνομά της ως να ήθελε να βεβαιώση εαυτόν ότι την είχεν επανεύρει, ότι ευρίσκετο πλησίον της.
— Ω Λίγεια! Λίγεια!
Τέλος την ηρώτησε τι συνέβαινεν εις την ψυχήν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι τον ηγάπα ήδη από την οικίαν των Αούλων ακόμη, και ότι εάν ο Βινίκιος από το Παλατίνον την έφερε πάλιν πλησίον αυτών, αυτή θα του εγνώριζε τον έρωτά της και θα προσεπάθει να καταπραΰνη την οργήν των.
— Αναχωρώ με τον Καίσαρα εις το Άντιον, είπεν ο Βινίκιος, όπου θα έλθη και ο Παύλος ο Ταρσεύς. Όταν ούτος μου διδάξη την αλήθειάν σας, τότε θα βαπτισθώ και θα επιστρέψω εις την Ρώμην Χριστιανός πλέον, θα ανακτήσω την φιλίαν των Αούλων, οι οποίοι επανέρχονται εις την πόλιν μίαν των ημερών αυτών και δεν θα υπάρχουν πλέον εμπόδια. Τότε θα έλθω να σε λάβω και θα σε εγκαταστήσω εις τον οίκον μου. Ω! φιλτάτη! φιλτάτη!
Η Λίγεια ύψωσε προς αυτόν τους ακτινοβολούντας οφθαλμούς και απεκρίθη:
Τότε θα σοι είπω: «Όπου θα είσαι, Γάιε, θα είμαι και εγώ η Γαία».
Εστάθησαν υπό μίαν κυπάρισσον, εις την είσοδον του δωματίου, η Λίγεια εστηρίχθη εις τον κορμόν του δένδρου, ενώ ο Βινίκιος με φωνήν τρέμουσαν έλεγε προς αυτήν:
— Πρόσταξε τον Ούρσον να υπάγη εις των Αούλων να ζητήση τα έπιπλά σου και τα παιδικά σου αθύρματα και να τα μεταφέρη εις την οικίαν μου.
Και εκείνη, ερυθριώσα ως ρόδον ή ως αυγή, απεκρίθη:
— Η συνήθεια άλλως απαιτεί να γίνη . . .
— Ηξεύρω, η παράνυμφος συνήθως τα φέρει όπισθεν της μνηστής, αλλά κάμε τούτο προς χάριν μου. Θα τα πάρω μαζί μου εις την εν Αντίω έπαυλίν μου και θα ομιλούν διά σε.
Και με τας χείρας ηνωμένας επανελάμβανε:
Η Πομπωνία θα επανέλθη μίαν των ημερών αυτών. Κάμε τούτο προς χάριν μου, θεσπεσία, κάμε το, προσφιλεστάτη.
— Ας κάμη η Πομπωνία ό,τι θελήση, απεκρίθη η Λίγεια επί μάλλον
ερυθριώσα, μόλις εσκέπτετο την παράνυμφον.
Αλλ' η Μαριάμ εφάνη εις την θύραν και τους προσεκάλεσε να έλθωσι να συγγευματίσωσιν. Εκείνοι εκάθησαν μεταξύ των αποστόλων, οίτινες τους παρετήρουν μετά θαυμασμού, βλέποντες εν αυτοίς την νέαν γενεάν, ήτις μετά τον θάνατον εκείνων θα εξηκολούθει να σπείρη τον σπόρον της διδασκαλίας των.
Ο Πέτρος έκοψε και ηυλόγησε τον άρτον· εις τα πρόσωπα πάντων εζωγραφίζετο η ψυχική ηρεμία· άπειρος ευδαιμονία επλήρου το δωμάτιον.
Επηκολούθησε σιγή και δεν ηκούοντο παρά οι ρυθμικοί παλμοί των καρδιών των. Ήσαν ενηγκαλισμένοι, ως μεθυσμένοι από άφατον χαράν.
Την στιγμήν εκείνην εφάνη ο Παύλος, όστις ιδών αυτούς ούτω συνηνωμένους και στραφείς προς τον Βινίκιον είπεν:
— Ιδέ λοιπόν, Βινίκιε, αν ημείς είμεθα εχθροί της ζωής και της
χαράς . . .
Ο Βινίκιος απεκρίθη:
— Ουδέποτε υπήρξα τόσον ευτυχής, όσον μεταξύ σας.
Την αυτήν εσπέραν ο Βινίκιος επιστρέφων εις την οικίαν του, παρετήρησε καθ' οδόν το επίχρυσον φορείον του Πετρωνίου, βασταζόμενον υπό οκτώ Βιθυνών. Διά νεύματος τους εσταμάτησε και επλησίασεν εις τα παραπετάσματα.
— Σου εύχομαι όνειρον γλυκύ και αίσιον! ανέκραξε γελών, εις την θέαν του Πετρωνίου κοιμωμένου.
— Α! είσαι συ! είπεν ο Πετρώνιος.
— Ναι! Ενύσταζα· διήλθον την νύκτα εις το Παλατίνον.
— Τι νέα;
— Συ ήσο εις το Παλατίνον, εγώ λοιπόν θα σε ερωτήσω τι νέα; Ή μάλλον στείλε το φορείον σου και ελθέ πλησίον μου! θα ομιλήσωμεν περί του Αντίου και περί άλλων ακόμη.
— Καλά, απήντησεν ο Πετρώνιος, εξερχόμενος του φορείου. Μεθαύριον
φεύγομεν διά το Άντιον. Έσο έτοιμος.
Συνομιλούντες έφθασαν τέλος εις του Βινικίου, όστις εζήτησεν εύθυμος το εσπερινόν δείπνον.
— Ναι, αγαπητέ μου, είπεν ο Βινίκιος, ο κόσμος μέλλει να αναπλασθή,
να αναγεννηθή.
— Θα μοι επιτρέψης, είπεν ο Πετρώνιος, να στείλω τους δούλους σου με έν φορείον να φέρουν εδώ την Ευνίκην; ξενύσταξα πλέον και θέλω να διασκεδάσωμεν απόψε. Προσκάλεσε και τον κιθαρωδόν σου και κατόπιν ομιλούμεν διά το Άντιον.
Ο Βινίκιος παρήγγειλε να υπάγουν να ζητήσουν την Ευνίκην, αλλ' εδήλωσεν ότι δεν είχε διάθεσιν να κουράζη τον νουν του με το Άντιον. «Ο κόσμος, είπε, δεν περιορίζεται εις το Παλατίνον δι' εκείνους μάλιστα, οίτινες έχουν άλλο τι εις την καρδίαν και την ψυχήν. Άκουσε με τώρα, ενθυμείσαι την ημέραν οπού επήγαμεν μαζί εις του Αούλου Πλαυτίου; Εκεί είδες διά πρώτην φοράν μίαν θεάν κόρην, την οποίαν ωνόμαζες συ αυτός Ηώ και Έαρ. Ενθυμείσαι την ψυχήν εκείνην, την απαράμιλλον, την ωραιοτέραν των παρθένων και όλων των θεαινών σας;
— Τι λέγεις; Βεβαίως ενθυμούμαι την Λίγειαν.
— Η Λίγεια είναι μνηστή μου.
Ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του και εκάλεσε τον οικονόμον.
— Φέρε εδώ όλους τους δούλους· ανεξαιρέτως όλους αυτοστιγμεί.
— Είναι μνηστή σου; είπεν έκπληκτος ο Πετρώνιος.
Πριν συνέλθη εκ της εκπλήξεώς του, το αχανές μέλαθρον εγέμισεν από δούλους.
Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Δημάν, τον απελεύθερον, και είπεν: «Όσοι έχουν υπηρετήσει εις την οικίαν μου επί είκοσιν έτη, ας παρουσιασθώσιν αύριον εις τον Πραίτορα, θα λάβουν την απελευθέρωσίν των. Οι άλλοι θα λάβουν έκαστος τρεις χρυσούς και διπλήν μερίδα τροφής επί μίαν εβδομάδα. Η ημέρα αύτη είναι ημέρα ευτυχίας δι' εμέ και θέλω η χαρά να βασιλεύση εις την οικίαν μου.
Εκείνοι έμειναν προς στιγμήν σιωπηλοί, ως να μη ηδύναντο να πιστεύσωσι τα ώτα των, έπειτα αι χείρες όλων υψώθησαν συνάμα και όλα τα στόματα ανέκραξαν:
— Ζήθι! ζήθι, αυθέντα! Ζήθι!
Ο Βινίκιος τους απέπεμψε διά νεύματος. Εκείνοι δε εξήλθον εν σπουδή ψάλλοντες φαιδρά άσματα.
— Αύριον, είπεν ο Βινίκιος εις τον οικονόμον του, θα τους συναθροίσης εις τον κήπον και θα τους προστάξης να χαράξουν εμπρός των ό,τι σημείον θελήσουν. Όσοι χαράξουν ιχθύν, θα απελευθερωθούν υπό της Λιγείας.
Αλλ' ο Πετρώνιος, όστις επί μακρόν δεν εξεπλήσσετο διά τίποτε, είχεν ανακτήσει ήδη την ψυχραιμίαν του.
— Ιχθύν; . . . είπεν. Α! ενθυμούμαι τι έλεγεν ο Χίλων· είναι σημείον των χριστιανών. Η ευδαιμονία είναι πάντοτε εκεί όπου έκαστος την βλέπει. Είθε επί μακρά έτη να είναι γεμάτος από τριαντάφυλλα ο δρόμος σας. Σου εύχομαι παν ό,τι επιθυμείς!
— Σε ευχαριστώ· ενόμιζα ότι θα με εμέμφεσο, και βλέπεις ότι θα ήτο
ματαιοπονία.
— Εγώ να σε μεμφθώ; Τουναντίον σου λέγω ότι καλώς πράττεις, θα σου
κάμω και μίαν ερώτησιν· είσαι χριστιανός;
— Όχι ακόμη, αλλ' ο απόστολος Παύλος έρχεται μαζί μου διά να μου διδάξη την διδασκαλίαν του Χριστού. Ακολούθως θα δεχθώ το βάπτισμα . . . Διότι είναι ψεύδος, ότι εκείνοι είναι εχθροί της ζωής και της χαράς, όπως έλεγες.
— Τόσον το καλλίτερον διά σε και διά την Λίγειαν!
Έπειτα σείων τους ώμους, είπεν:
— Η ικανότης των ανθρώπων τούτων εις το να ελκύωσι προσηλύτους είναι μοναδική. Και πόσον διαδίδεται η αίρεσις αύτη! Ναι! είναι χιλιάδες και μυριάδες εν Ρώμη, εις τας πόλεις της Ιταλίας, ανά την Ελλάδα και την Ασίαν. Υπάρχουν χριστιανοί και μεταξύ των πραιτωριανών, υπάρχουν και εις αυτό το Παλάτιον του Καίσαρος. Δούλοι και πολίται, πτωχοί και πλούσιοι, όχλος καθώς και πατρίκιοι ασπάζονται το θρήσκευμα.
— Μη κινής τους ώμους, διότι ποίος ηξεύρει εάν μετά ένα μήνα ή μετά έν έτος το πολύ δεν θα γίνης και συ ο ίδιος . . . χριστιανός;
— Εγώ; είπεν ο Πετρώνιος. Όχι δεν θα ασπασθώ το θρήσκευμα αυτό και αν εγκλείη την αλήθειαν και την σοφίαν, την ανθρωπίνην άμα και την θείαν . . . Τούτο θα απήτει κόπον και εγώ δεν αγαπώ να κοπιάζω.
Και εκάγχασε θορυβωδώς εις μόνην την σκέψιν, ότι θα ήτο δυνατόν να ασπασθή το κήρυγμα των αλιέων της Γαλιλαίας.
Ο θεράπων ανήγγειλε την Ευνίκην και ευθύς παρετέθη το δείπνον.
Ο Βινίκιος εις την τράπεζαν διηγήθη εις τον Πετρώνιον την επίσκεψιν του Χίλωνος.
— Η ιδέα ήτο καλή, είπεν ο Πετρώνιος, κρινομένη εκ των υστέρων. Όσον αφορά τον Χίλωνα, εγώ θα του έδιδα πέντε χρυσά· πλην αφού άπαξ διέταξες να τον μαστιγώσουν, έπρεπε να τον θανατώσουν διά της μάστιγος, διότι τις οίδεν αν μίαν ημέραν δεν γίνη και αυτός επίφοβος, αλλά νυστάζω και καλόν είναι να φεύγωμεν «καλήν νύκτα λοιπόν».
Ο Πετρώνιος και η Ευνίκη απήλθον.
Μετά την αναχώρησίν των ο Βινίκιος μετέβη εις την βιβλιοθήκην του και έγραψε προς την Λίγειαν την εξής επιστολήν:
«Θέλω, ανοίγουσα τους ωραίους σου οφθαλμούς, θεσπεσία μου, να εύρης μίαν καλημέραν εις την επιστολήν ταύτην. Διά τούτο σου γράφω απόψε, πριν κοιμηθώ, αν και θα σε ίδω αύριον. Ο Καίσαρ αναχωρεί εντός δύο ημερών εις Άντιον, και εγώ, φευ! είμαι ηναγκασμένος να τον συνοδεύσω. Ως σοι είπον ήδη, εάν δεν υπακούσω, θα εκθέσω την ζωήν μου και δεν θα είχον το θάρρος να αποθάνω.
»Εν τούτοις, εάν δεν θέλης να αναχωρήσω, απάντησον με μίαν λέξιν, και μένω· ας φροντίση τότε ο Πετρώνιος να αποτρέψη τον κίνδυνον απ' εμού. Την ημέραν ταύτην της χαράς έδωσα αμοιβάς εις όλους τους δούλους μου και όσοι υπηρέτησαν παρ' εμοί επί είκοσιν έτη θα μεταβώσιν αύριον εις τον πραίτωρα διά να απελευθερωθώσι. Συ, πολυαγαπημένη μου, θα με συγχαρής δι' αυτό, διότι νομίζω, ότι τούτο είναι σύμφωνον με το δόγμα το οποίον πρεσβεύεις· το έπραξα προς χάριν σου: θα τους είπω ότι εις σε οφείλουν την ελευθερίαν των διά να δοξάζουν το όνομά σου.
»Εγώ όμως, απ' εναντίας, θέλω να γίνω ο δούλος της ευτυχίας και δούλος ιδικός σου, και εύχομαι να μη ελευθερωθώ ποτέ. Κατηραμένον να είναι το Άντιον, το οποίον θα μας χωρίση προσωρινώς, κατηραμένα τα ταξείδια του Αενοβάρβου! Τρισμακάριστος διότι δεν είμαι τόσον πολυμαθής όσον ο Πετρώνιος, διότι τότε θα ήμην ίσως υποχρεωμένος να υπάγω εις την Ελλάδα. Αλλ' η ανάμνησίς σου θα γλυκάνη δι' εμέ τας ώρας του χωρισμού. Οσάκις θα δύναμαι να είμαι ελεύθερος, θα ιππεύω και θα έρχωμαι μέχρι της Ρώμης, διά να καταθέλγω τους οφθαλμούς μου με το να σε βλέπουν και τα ώτα μου με την γλυκύτητα της φωνής σου. Όταν θα μου είναι δυνατόν να έλθω, θα στέλλω ένα δούλον με επιστολήν να πληροφορήται περί σου.
» Σε ασπάζομαι, θεσπεσία μου, και πίπτω εις τους πόδας σου. Μη οργίζου, αν σε αποκαλώ θεσπεσίαν μου: εάν μου το απαγορεύσης, θα υπακούσω εις σε, αλλά σήμερον δεν ηξεύρω ακόμη να σε αποκαλέσω άλλως. Σε ασπάζομαι από το κατώφλιον της μελλούσης κατοικίας σου.
» Σε ασπάζομαι εξ όλης της ψυχής μου.»
Βινίκιος
Ήτο γνωστόν εις την Ρώμην ότι ο Καίσαρ θα επεσκέπτετο κατά την διέλευσίν του την Ώστιαν, όπου είχε καταπλεύσει εξ Αλεξανδρείας το μέγιστον πλοίον του κόσμου με φορτίον σίτου και ότι εκείθεν διά της παραλιακής οδού θα μετέβαινεν εις το Άντιον. Ολίγας ημέρας πρότερον είχον δοθή διαταγαί· επίσης από πρωίας πλησίον της πύλης της Ωστίας, είχε συναθροισθή πλήθος περιέργων, εν τω οποίω ο ρωμαϊκός όχλος ανεμιγνύετο με αντιπροσώπους όλων των εθνών του κόσμου.
Ο Καίσαρ εσυνήθιζε να συναποκομίζη εις το ταξίδιον όλα τα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ηρέσκετο να ζη, και εις τον παραμικρόν σταθμόν ηδύνατο να παραγγείλη να του εγκαθιστούν ένα προσφιλή διάκοσμον από αγάλματα και μωσαϊκά. Κατά τας μετατοπίσεις του ο Καίσαρ συνωδεύετο από ολόκληρον στρατόν υπηρετών, εκτός των ταγμάτων των πραιτωριανών, εκτός των αυγουστιανών και των συνοδειών του.
Από της αυγής, οι βοσκοί της Καμπανίας είχον οδηγήσει πεντακοσίους όνους, όπως την επιούσαν, άμα τη αφίξει της εις Άντιον, η Ποππέα λάβη το καθημερινόν εξ ονείου γάλακτος λουτρόν της. Το πλήθος ηυχαριστείτο να βλέπη εις την στροβιλιζομένην σκόνην κινουμένους τους απειραρίθμους μεγιστάνας, να ακούη τον κρότον των μαστιγίων και τας αγρίας κραυγάς των βοσκών. Μετά την διέλευσιν των όνων, μία ομάς νεαρών δούλων ετέρπετο εις την οδόν, την οποίαν εσκούπιζον και έστρωνον με άνθη και κλάδους πεύκης. Η πρωία επροχώρει και το πλήθος εγένετο πυκνότερον.
Διήλθον οι Νουμηδοί ιππείς της πρωταιριανής φρουράς. Το μαύρον πρόσωπόν των εχρυσίζετο από την λάμψιν των κρανών, αι αιχμαί των δοράτων των έλαμπον ως σπινθήρες . . . Και η παρέλασις ήρχισεν.
Ο κόσμος παρηκολούθει την παρέλασιν της συνοδείας.
Πρώτον προέβαινον οχήματα με σκηνάς ερυθράς, κυανάς και λευκάς, με τάπητας της Ανατολής, έπιπλα και μαγειρικά σκεύη, κλωβία με παντοειδή πτηνά, των οποίων οι μυελοί και τα εντόσθια θα παρετίθεντο εις την αυτοκρατορικήν τράπεζαν, αμφορείς οίνου και κάνιστρα οπωρικών. Αλλά τα αντικείμενα, τα οποία εκινδύνευον να υποστώσι βλάβην επάνω εις τα αμάξια, εφέροντο πεζή: υπήρχον όμιλοι αχθοφόρων διά τα εκ κορινθιακού ορειχάλκου αγαλμάτια, έτερος όμιλος διά τα τυρηννικά, άλλος διά τα ελληνικά αγγεία, άλλος διά τα χρυσά, τα αργυρά δοχεία και τα κατεσκευασμένα από ύελον της Αλεξανδρείας. Μικρά αποσπάσματα πραιτοριανών, πεζών ή ιππέων, εχώριζον τους ομίλους των αχθοφόρων και έκαστον όμιλον επέβλεπον φύλακες με μαστίγια φέροντα εις το άκρον μόλυβδον ή σίδηρον. Η συνοδεία εκείνη των δούλων, φερόντων μετ' επισημότητος τα πολύτιμα αντικείμενα, ωμοίαζε με πάνδημόν τινα θρησκευτικήν λιτανείαν και η αναλογία κατέστη ακόμη πλέον αισθητή, όταν εφάνησαν τα μουσικά όργανα, άρπαι, βάρειτοι ελληνικαί, βάρειτοι εβραϊκαί ή αιγυπτιακαί, λύραι, φόρμιγγες, κιθάραι, αυλοί, σύριγγες, κύμβαλα.
Έπειτα ήρχοντο επί λαμπρών αρμάτων οι σχοινοβάται, οι ορχησταί και αι ορχηστρίδες. Κατόπιν επί αρμάτων ηκολούθουν οι δούλοι, οι προωρισμένοι διά τους αγώνας, νεανίσκοι και νεάνιδες συλλεχθέντες εν Ελλάδι και Μικρά Ασία με μακράς βοστρυχώδεις κόμας αναδεδεμένας με ταινίας χρυσάς.
Λέοντες και τίγρεις τιθασσευμένοι από επιτηδείους δαμαστάς και χρησιμεύοντες εις τον Νέρωνα ως υποζύγια κτήνη, όταν όμως ήθελε να μιμηθή τον Διόνυσον, ηκολούθουν επί των επομένων αρμάτων.
Ινδοί και Άραβες εκράτουν το ζώα ταύτα διά χαλυβδίνων κρίκων καλυπτομένων εντελώς υπό τα άνθη. Και τα θηρία με τα άτονα γλαυκά βλέμματά των παρετήρουν εγείροντα ενίοτε τας κολοσσιαίας κεφαλάς των και ωσφραίνοντο την οσμήν του λαού.
Και πάλιν αυτοκρατορικά οχήματα, φορεία, μία σπείρα πραιτωριανών αποτελουμένη από εθελοντάς εξ Ιταλίας, πολυπληθές άθροισμα κομψοπρεπών δούλων και νεανίσκων και κατόπιν ο Καίσαρ.
Ο Απόστολος Πέτρος, θέλων να ίδη τον Νέρωνα, ήτο μεταξύ του πλήθους μετά της Λιγείας, καλυπτούσης το πρόσωπον διά πέπλου πυκνού, και του Ούρσου, του οποίου η ρωμαλαιότης παρείχεν εις την νεάνιδα προστασίαν ασφαλή.
Ο Λιγειεύς έλαβεν ογκώδη λίθον, προωρισμένον διά την κατασκευήν του ιερού της Δήμητρας, και τον έφερε προς τον Απόστολον, όστις ανέβη επ' αυτού διά να ίδη καλλίτερον την παρέλασιν.
Το πλήθος εψιθύριζε κατ' αρχάς εναντίον του Ούρσου, όστις, διέσχιζε τα κύματα εκείνα του λαού ως πλοίον, αλλ' όταν μόνος ανήγειρε τον λίθον, τον οποίον τέσσαρες εκ των ισχυροτέρων μεταξύ των ανδρών εκείνων δεν θα ηδύναντο να μετακινήσουν, τον επευφήμησαν.
Και ιδού επί άρματος ανοικτού, συρομένου υπό τεσσάρων ίππων της Ιουδαίας και άνευ ουδενός άλλου, ειμή δύο τερατωδών πυγμαίων παρά τους πόδας του, ο Καίσαρ.
Εφόρει λευκόν χιτώνα και τήβεννον χρώματος αμεθύστου, όστις καθίστα το πρόσωπόν του υποκύανον. Από της αναχωρήσεώς του εκ Νεαπόλεως είχε παχυνθή απαισθητώς. Ο διπλούς πώγων του καθίστα το πρόσωπόν του πλατύτερον, ούτως ώστε τα χείλη του, ήδη πολύ πλησίον της ρινός, εφαίνοντο ότι ηνοίγοντο υπό τους ρώθωνας. Ο μέγας λαιμός του ήτο περιτετυλιγμένος εις μεταξωτόν μανδύλιον, το οποίον ανά πάσαν στιγμήν διηυθέτει με χείρα ευτραφή, της οποίας το ερυθρόχρουν τρίχωμα εσχημάτιζεν υπό τας παλάμας είδος αιματοβαφούς παρδαλώματος· δεν απεψίλωνε τας χείρας του, διότι τω είχον ειπή ότι τούτο δυνατόν να είχεν ως συνέπειαν τρόμον των δακτύλων, όστις θα τον ημπόδιζεν από του να παίζη βάρειτον.
Άπειρος κενοδοξία εικονίζετο επί του προσώπου του μετά κοπώσεως και ανίας. Το όλον του προσώπου του ήτο φρικώδες και βάναυσον.
Ο όχλος εκραύγαζε: Χαίρε, θεσπέσιε! χαίρε, νικηφόρε! χαίρε, ασύγκριτε! υιέ του Απόλλωνος! Άπολλον, χαίρε!
Εκείνος εμειδία. Πλην ενίοτε άνθρωποι οίτινες δεν εγνώριζον την προφητικήν αυτών αστειότητα, κρυμμένοι όπισθεν σωρών λίθων και όπισθεν των θεμελίων του ναού, ωρύοντο: Μητροκτόνε! Ορέστα! Αλκμαίων! Άλλοι πάλιν εφώναζον: Τέρας, θηρίον! Πού είναι η Οκταβία; Δος τον πορφυρούν μανδύαν σου!
Το οξύ ους του Νέρωνος αντελαμβάνετο τας ύβρεις ταύτας, και τότε επλησίαζεν εις το όμμα του τον κατειργασμένον σμάραγδόν του, ως διά να αναζητήση και να σημειώση τους υβριστάς. Ούτως είδε τον απόστολον μεταξύ του πλήθους, ιστάμενον επί του ογκώδους λίθου.
Τα βλέμματα των δύο εκείνων ανδρών διεσταυρώθησαν.
Κατά την ζοφεράν εκείνην στιγμήν ευρέθησαν αντιμέτωποι οι δύο κύριοι του σύμπαντος· ο είς αντιπρόσωπος του σκοτεινού παρελθόντος, όστις έμελλε να εκλίπη ως όνειρον αιματηρόν, και ο έτερος αντιπρόσωπος του φαεινού μέλλοντος, ο γέρων εκείνος, ο φέρων ταπεινόν χιτώνα, όστις διά της διδασκαλίας την οποίαν εκήρυττεν, έμελλε να υποτάξη πνευματικώς τον κόσμον ολόκληρον και την πόλιν εκείνην εις τους αιώνας των αιώνων.
Ο Καίσαρ είχε διέλθει. Αμέσως όπισθέν του εφάνησαν οκτώ Αφρικανοί φέροντες φορείον μεγαλοπρεπές, όπου εκάθητο η Ποππέα, εκείνη την οποίαν απηχθάνετο ο λαός, ενδεδυμένη ως ο Νέρων, εις χρώμα αμεθύστου, εψιμμυθιωμένη, σκεπτική και ακίνητος.
Ο ήλιος είχε προ πολλού αρχίσει να κλίνη, όταν ήρχισεν η παρέλασις των πιστών φίλων του Καίσαρος, των αυγουστιανών, πομπή εκτυλισσομένη ως μαρμαίρων όφις. Το πλήθος εμειδία μετ' ευμενείας εις την διέλευσιν του Πετρωνίου, καθημένου εν τω φορείω μετά της ευνοουμένης δούλης του. Ο Τιγγελίνος από καιρού εις καιρόν ανεσηκώνετο επάνω εις το άρμα του και ετέντωνε τον λαιμόν του διά να ίδη αν ο Καίσαρ τον εκάλει διά νεύματος. Το πλήθος εχαιρέτα τον Μηνιόν Πιπίνα δι' επευφημιών, τον Βιτέλλιον διά γελώτων, και τον Βατίνον διά συριγμών. Δεν έλειπον μεταξύ του πλήθους άνθρωποι άθλιοι με κενάς γαστέρας, και όμως το θέαμα εκείνο υπεδαύλιζε την επιθυμίαν των, παρέσχεν εις αυτούς αγέρωχον αίσθημα της ρωμαϊκής ισχύος και ατρωσίας, ως επρέσβευε το σύμπαν.
Ο Βινίκιος ήτο μετά των τελευταίων της πομπής. Εις την θέαν του Αποστόλου και της Λιγείας, την οποίαν δεν ήλπιζε να συναντήση, επήδησεν από το άρμα του.
— Ήλθες; Δεν ηξεύρω πώς να σε ευχαριστήσω, ω Λίγεια! Ο Θεός δεν ηδύνατο να μου στείλη καλλίτερον οιωνόν. Έσο ευλογημένη. Σε αποχαιρετώ, αλλά δι' ολίγον χρόνον. Εις τον δρόμον μου θα εγκαταστήσω σταθμούς παρθικών ίππων και θα διέρχωμαι πλησίον σου πάσαν ημέραν, κατά την οποίαν θα είμαι ελεύθερος, μέχρις ότου επιτύχω άδειαν διά να επανέλθω. Καλήν αντάμωσιν!
— Καλήν αντάμωσιν, Μάρκε, απήντησεν η Λίγεια. Είθε ο Χριστός να σε οδηγή και είθε να ανοίξη την ψυχήν σου εις τους λόγους του αποστόλου Παύλου!
— Θησαυρέ μου, ας γίνη ως λέγεις! Ο Παύλος προτιμά να συμπορεύεται μεταξύ των ανθρώπων μου, και να είναι μαζί μου και να είναι διδάσκαλός μου και σύντροφός μου. Χαίρε. Αφαίρεσε αυτόν τον πέπλον, συ, η μόνη μου χαρά, διά να σε θαυμάσω ακόμη προ της αναχωρήσεώς μου. Διατί είσαι κατ' αυτόν τον τρόπον κρυμμένη;
Εκείνη ανεσήκωσε τον πέπλον της, και' αφού έδειξε το ακτινοβολούν πρόσωπόν της και την λάμψιν των θαυμασίων οφθαλμών της, ηρώτησε:
— Είναι άσχημον;
Το μειδίαμά της ενείχε μικράν δόσιν νεανικής πονηρίας· ο Βινίκιος την παρετήρησε με θαυμασμόν και απεκρίθη:
— Είναι άσχημον διά τους οφθαλμούς μου, οι όποιοι θα ήθελον να
βλέπουν μόνον σε μέχρι θανάτου.
Και προς μεγάλην έκπληξιν του όχλου, ο ευγενής Αυγουστιανός έθεσε τα χείλη του επί των χειρών της ταπεινής νεάνιδος:
— Χαίρε . . . .
Ανεχώρησε ταχέως, επειδή η αυτοκρατορική πομπή είχε προχωρήσει ήδη. Ο Απόστολος Παύλος τον ηυλόγησε δι' αοράτου σημείου του Σταυρού και κατόπιν μετά της Λιγείας διηυθύνθη προς την Τρανστιβέρην.
Καθ' οδόν έκαμε μυρίας σκέψεις: Η πόλις αύτη, διενοείτο, η διεφθαρμένη μέχρι μυελού οστέων και όμως αδιάσειστος· ο Καίσαρ εκείνος, ο φονεύς του αδελφού του, όπισθεν του οποίου συνέρρεε πολυάριθμος συνοδεία φασμάτων, όπως και η αυλή του· ο ακόλαστος, εκείνος και γελωτοποιός δεσπότης τριάκοντα λεγεωνών και δι' αυτών της οικουμένης όλης!
Και η αφελής καρδία του εξεπλάγη ότι ο Θεός είχεν εμπιστευθή την γην εις το τέρας εκείνο. «Ραβδί, είπεν εν τη ψυχή του, τι θα κάμω εντός της πόλεως ταύτης, εις την οποίαν με έστειλες; Εις αυτήν ανήκουν ήπειροι και θάλασσαι, εις αυτήν όλα τα βασίλεια και αι πόλεις. Ραββί, είμαι αλιεύς λίμνης και βυθίζομαι. Τι θα κάμω; Και πώς θα δυνηθώ να νικήσω το κακόν;»
Βινίκιος Λιγεία, χαίρειν.
_«Σου γράφω εκ Λαυρέντου, όπου εσταθμεύσαμεν ένεκα του καύσωνος. Ο Καίσαρ ξενίζεται ενταύθα υπό της Ποππέας, ήτις είχε προετοιμάσει κρυφίως μεγαλοπρεπή δεξίωσιν. Μεταξύ των συνδαιτυμόνων ευρίσκονται ολίγοι αυλικοί, αλλ' ο Πετρώνιος και εγώ είμεθα προσκεκλημένοι. Μετά το δείπνον περιεπλεύσαμεν εντός επιχρύσων ακατίων επί της θαλάσσης της κυανής, ως οι οφθαλμοί σου, θεσπεσία μου! Εκωπηλατούμεν ημείς οι ίδιοι.
»Ο Καίσαρ, ιστάμενος παρά το πηδάλιον, έψαλλε προς τιμήν της θαλάσσης ύμνον συντεθέντα και τονισθέντα υπ' αυτού και του Διοδώρου. Και εγώ, δεν ηξεύρεις τι έκαμα; Εσκεπτόμην σε, εστέναζα διά σε και θα ήθελα να λάβω την θάλασσαν εκείνην, και όλα και να τα δώσω εις σε. Θέλεις μίαν ημέραν να υπάγωμεν να κατοικήσωμεν εις ακροθαλασσιάν, αγάπη μου, μακράν της Ρώμης; Έχω εις την Σικελίαν έν κτήμα μετά δάσους αμυγδαλεών, αι οποίαι την άνοιξιν καλύπτονται από ασπροκόκκινα άνθη. Εκεί θα σε αγαπώ, εκεί θα πρεσβεύω την θρησκείαν εκείνην, την οποίαν ο Παύλος θα με διδάξη.
» Γνωρίζω ήδη ότι δεν εναντιούται εις τον έρωτα και εις την ευτυχίαν. Θέλεις; Αλλά πριν ακούσω την απάντησίν σου από τα χείλη σου τα λατρευτά, εξακολουθώ να σου διηγούμαι ό,τι συνέβη εντός των ακατίων. Ηγέρθη συζήτησις περί έρωτος και η Ποππέα με ηρώτησεν αν ηγάπων και εγώ καμμίαν και ποίαν; Εγώ απήντησα αρνητικώς, αλλ' αυτή επρόφερε το όνομά σου, θέλουσα να μοι δείξη ότι γνωρίζει τον έρωτά μας. Ο Πετρώνιος μου είπεν επανειλημμένως να μη ερεθίσω την φιλαυτίαν της Αυγούστας. Αλλ' αυτός δεν καταλαμβάνει και δεν ηξεύρει ότι εκτός της Λιγείας μου δεν υπάρχει δι' εμέ ούτε ευχαρίστησις ούτε καλλονή ούτε έρως και ότι η Ποππέα δεν μου εμπνέει ειμή αποστροφήν και περιφρόνησιν. Πλην μη φοβήσαι δι' εμέ. Η Ποππέα δεν με αγαπά· είναι ανίκανος να αγαπήση τινά και αι ιδιοτροπίαι της προέρχονται μόνον από την οργήν της κατά του Καίσαρος.
»Την στιγμήν της αναχωρήσεώς μου, ο Πέτρος μου είχεν είπη να μη φοβούμαι τον Καίσαρα, διότι ούτε μία τρίχα εκ της κεφαλής μου δεν θα πέση, και έχω πίστιν εις αυτόν. Αφού αυτός ηυλόγησε τον έρωτά μας, ούτε ο Καίσαρ, ούτε όλαι αι δυνάμεις του Άδου δεν είναι ικαναί να σε αποσπάσουν απ' εμού, ω Λίγειά μου! Αλλ' ιδού ότι τα άστρα τρεμοσβύνουν ήδη, Λίγειά μου, και ο Εωσφόρος λάμπει περισσότερον. Μετ' ολίγον η ηώς θα βάψη με ρόδα τα κύματα της θαλάσσης. Όλα κοιμώνται γύρω μου· μόνος εγώ αγρυπνώ· σε συλλογίζομαι και σε αγαπώ. Σε χαιρετίζω συγχρόνως, ενώ χαιρετίζω την αυγήν, ω μνηστή μου.»
Βινίκιος.
Βινίκιος Λιγεία, χαίρειν.
«Αγαπητή μου, επήγες ποτέ εις Άντιον με τους Αούλους; Εάν όχι, θα είμαι, ευτυχής να σου δείξω αργότερα την πόλιν ταύτην. Ήδη από του Λαυρέντου κατά μήκος της ακτής υπάρχουν επαύλεις. Το Άντιον είναι μία αδιάκοπος σειρά μεγάρων και προπυλαίων. Έχω μίαν οικίαν εις την ακρογιαλιάν μετά ελαιών και δάσους κυπαρίσσων, εκτεινομένων όπισθεν της επαύλεως, και όταν συλλογίζωμαι ότι η κατοικία αύτη θα είναι μίαν ημέραν εδική σου, τα μάρμαρα της μου φαίνονται λευκότερα, οι κήποι της δροσερώτεροι και η θάλασσα κυανωτέρα· ω Λίγεια, πόσον είναι καλόν να ζη τις και να αγαπά! Από της αφίξεώς μας συνομιλούμεν πάντοτε ο Παύλος και εγώ. Ωμιλούσαμεν πρώτον περί σου, έπειτα ήρχισε να με κατηχή, και αν ακόμη ήξευρα να γράφω όπως ο Πετρώνιος, δεν θα ηδυνάμην να σου εκφράσω ό,τι εσκέπτετο το πνεύμά μου ή ό,τι ησθάνετο η καρδία μου.
» Ειπέ μου, πώς δύναται ο κόσμος να περικλείη συνάμα τον Παύλον Ταρσέα και τον Καίσαρα; Σε ερωτώ τούτο, διότι αφού ήκουσα την διδασκαλίαν του Παύλου και διήλθον την εσπέραν εις του Νέρωνος, κατ' αρχάς μας ανέγνωσε το ποίημά του «η Πυρπόλησις της Τροίας» και παρεπονέθη διατί να μη ίδη ποτέ πόλιν καιομένην. Τότε ο Τίγγελίνος είπεν εις αυτόν:
» — Ειπέ μίαν λέξιν, δαιμόνιε, και προ του τέλους της νυκτός θα ίδης το Άντιον εις τας φλόγας.
» Ο Καίσαρ τον απεκάλεσεν ηλίθιον και προσέθεσε:
» — Πού θα πηγαίνω να αναπνέω την αύραν της θαλάσσης και να επιμελούμαι την φωνήν ταύτην, την οποίαν οι θεοί μου εχάρισαν διά την ευδαιμονίαν της ανθρωπότητος; Και η Ρώμη εις τας φλόγας δεν θα παρείχε θέαμα οπωσούν μεγαλοπρεπέστερον και τραγικώτερον από το Άντιον;
»Όλοι ήκουσαν εν εκστάσει την δικαιολογίαν ταύτην και μεθυσμένοι εφώναζαν:
»— Κάμε το! Κάμε το!
»Εκείνος απήντησε:
»— Θα μου εχρειάζοντο φίλοι πιστότεροι και πλέον αφοσιωμένοι.
»Ανησύχησα κατ' αρχάς ακούων τους λόγους τούτους, επειδή είσαι εις την Ρώμην, συ, φιλτάτη μου. Τώρα γελώ με τον φόβον μου εκείνον. Ο Καίσαρ και οι Αυγουστιανοί, όσον άφρονες και αν είναι, δεν θα πράξουν ποτέ τοιαύτην μωρίαν. Αλλ' ελπίζω ότι πριν η Ρώμη επανίδη τον Καίσαρα, συ, θεσπεσία μου, θα κατοικής εις την ιδίαν οικίαν μου εν Καρίναις.
»Ευλογημένη να είναι η ημέρα, η ώρα, η στιγμή, οπότε θα έλθης εις τον οίκον μου, και αν ο Χριστός, τον οποίον μανθάνω να γνωρίζω, με εισακούση, ευλογημένον το όνομά του! Σε αγαπώ και σε ασπάζομαι εξ όλης της ψυχής μου.»_
Βινίκιος
Ο Ούρσος ήντλει ύδωρ από την στέρναν και ενώ έσυρε τους διπλούς αμφορείς τους προσδεδεμένους εις το σχοινίον, έψαλλε χαμηλή τη φωνή ένα τραγούδι της πατρίδος του. Οι οφθαλμοί του ακτινοβολούντες εκ χαράς εθεώρουν τας σιλουέτας της Λιγείας και του Βινικίου μεταξύ των κυπαρίσσων του κήπου του Λίνου. Μία λάμψις χρυσή και κρινόχρους εκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον τον ουρανόν. Ο Ούρσος ήτο ευτυχής βλέπων τους δύο αρραβωνιασμένους.
Εις την γαλήνην της εσπέρας εκείνης συνωμίλουν κρατούμενοι εκ της χειρός.
— Δεν δύναται να σου συμβή τίποτε το δυσάρεστον, Μάρκε, αφού
ανεχώρησες από το Άντιον εν αγνοία του Καίσαρος; ηρώτησεν η Λίγεια.
— Τίποτε, αγάπη μου, απήντησεν ο Βινίκιος. Ο Καίσαρ ανήγγειλεν ότι θα μείνη κλεισμένος δύο ημέρας μετά του Τέρπνου διά να συνθέση νέας ωδάς. Άλλως τε τι με ενδιαφέρει ο Καίσαρ, όταν ευρίσκωμαι πλησίον σου και όταν σε θεωρώ, λατρευτή μου, θησαυρέ μου;
— Ήξευρα ότι θα ήρχεσο. Δύο φοράς ο Ούρσος τη παρακλήσει μου έδραμεν εις τας Καρίνας διά να ζητήση πληροφορίας περί σου. Ο Λίνος με εχλεύασε, και αυτός ο Ούρσος.
Πράγματι, ήτο φανερόν ότι η Λίγεια τον ανέμενε, διότι, αντί φαιού ενδύματος, το οποίον έφερε συνήθως, είχε φορέσει λευκήν εσθήτα εκ λεπτού υφάσματος, εκ του οποίου οι ωμοί της και η κεφαλή της ανεδύοντο ως ηράνθεμα εκ της χιόνος. Ολίγαι ροδόχροες ανεμώναι εστόλιζον την κόμην της.
Ο Βινίκιος έθλιψεν εις τα χείλη του την χείρα της λατρευτής του.
Εκάθησαν επί λιθίνου βάθρου εν μέσω των ανθισμένων λευκακανθών.
— Οποία γαλήνη και πόσον ωραίος είναι ο κόσμος! είπε χαμηλοφώνως ο Βινίκιος. Αισθάνομαι τον εαυτόν μου ευτυχή όσον ουδέποτε τον ησθάνθην καθ' όλην την ζωήν μου. Ποτέ δεν είχα υποθέσει ότι δύναται να υπάρξη έρως του είδους τούτου. Ειπέ μοι, Λίγεια, πόθεν προέρχεται τούτο;
— Ναι! Η ευτυχία αυτή είναι δώρον του Χριστού.
Εστήριξε το χαριτωμένον πρόσωπόν της επί του ώμου του νεανίου.
— Μάρκε, αγαπητέ μου!
Δεν ηδυνήθη να είπη περισσότερα. Η χαρά, η ευγνωμοσύνη και η βεβαιότης ότι τώρα εκείνη είχε το δικαίωμα να αγαπά, είχον πληρώσει δακρύων τους οφθαλμούς της. Ο Βινίκιος την έθλιψεν επάνω του.
Εκείνη είπε χαμηλοφώνως:
— Σε αγαπώ, Μάρκε.
Έμειναν πάλιν σιωπηλοί. Ο κήπος ήρχισε να επαργυρούται με τας ακτίνας της ανατελλούσης σελήνης. Τέλος ο Βινίκιος ωμίλησεν:
— Ειξεύρω . . . μόλις εισήλθον, μόλις ησπάσθην τας αγαπητάς χείρας σου, ανέγνωσα εις τους οφθαλμούς σου την εξής ερώτησιν· «Εισέδυσες εις το θείον δόγμα, το οποίον πρεσβεύω, εβαπτίσθης;» Όχι· δεν εβαπτίσθην ακόμη και ιδού διατί, άνθος μου! ο Παύλος μου είπε· «Σε έπεισα ότι ο Θεός ήλθεν εις τον κόσμον και εκουσίως εσταυρώθη διά την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, αλλά μάλλον εις τον Πέτρον αρμόζει να σε καθαρίση εις την πηγήν της χάριτος, διότι αυτός πρώτος σε ηυλόγησε». Και έπειτα, θέλω, συ, ω θησαυρέ μου, να παραστής εις την βάπτισίν μου, και η Πομπωνία να μου χρησιμεύση ως ανάδοχος. Διά τούτο δεν εβαπτίσθην ακόμη, καίτοι πιστεύω εις τον Σωτήρα μας και εις την γλυκείαν διδασκαλίαν του.
Η Λίγεια είχε βυθίσει εις τους ιδικούς του τους γαλανούς οφθαλμούς της, οίτινες υπό τας ακτίνας της σελήνης ωμοίαζον με μυστικά άνθη, με άνθη υγρά από την δρόσον.
— Ναι, Μάρκε! Είναι αληθές!
Και μετά τινας στιγμάς σιωπής:
— Θα είσαι η ψυχή της ψυχής μου, θα είσαι το πολυτιμότερόν μου αγαθόν, είπεν ο Βινίκιος με φωνήν πνιγμένην και τρέμουσαν. Αι καρδίαι μας θα πάλλουν ηνωμέναι, θα ζώμεν ομού, θα λατρεύωμεν ομού τον Ιησούν. Ειπέ λέξιν και θα εγκαταλείπωμεν την Ρώμην διά να κατοικήσωμεν μακράν.
Και εκείνη, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του ώμου του μνηστήρος της, απεκρίθη:
— Καλά, Μάρκε. Μου ωμίλησες περί της Σικελίας. Εις την Σικελίαν
θέλουν και οι Άουλοι να διέλθουν το γήρας των.
— Ναι, αγαπητή μου. Τα κτήματά μας είναι πλησίον. Είναι μία θαυμασία παραλία, όπου το κλίμα είναι ηπιώτερον και αι νύκτες γαληνιώτεραι παρά εις την Ρώμην . . . Εκεί η ζωή και η ευτυχία είναι ηνωμέναι.
Έμειναν και οι δύο σιωπηλοί προβλέποντες το μέλλον. Εκείνος την έθλιψεν επί του στήθους του. Εις την συνοικίαν, κατοικουμένην υπό πτωχών εργατών, το παν εκοιμάτο ήδη.
— Και θα βλέπω την Πομπωνίαν; επανέλαβεν η Λίγεια.
— Ναι, αγαπητή μου. Θα τους προσκαλέσωμεν να έλθουν εις την έπαυλίν μας ή ημείς θα υπάγωμεν εις την οικίαν των. Θέλεις να πάρωμεν μαζί μας τον Απόστολον Πέτρον; Τον βαρύνει η ηλικία και είναι κατάκοπος, θα έρχεται και ο Παύλος να μας βλέπη. Θα εκχριστιανίση και τον Άουλον Πλαύτιον, και ως στρατιώται θα ιδρύσωμεν μίαν αποικίαν, αποικίαν χριστιανικήν.
— Σε αγαπώ, έλεγεν η Λίγεια.
Εκείνος είχε στηρίξει τα χείλη του επί των χειρών της νεάνιδος. Προς στιγμήν δεν ήκουον ειμή τους παλμούς της καρδίας των. Ουδ' ο παραμικρός άνεμος ηκούετο, και αι κυπάρισσοι ήσαν ακίνητοι. Αίφνης η σιγή αύτη διεκόπη από βαρείαν βροντήν, ως να εξήρχετο εκ των υποχθονίων. Η Λίγεια εφρικίασεν.
— Είναι λέοντες βρυχώμενοι εις τα θηριοτροφεία, είπεν ο Βινίκιος.
Ενέτειναν την προσοχήν των. τον πρώτον βρυχηθμόν επηκολούθησε δεύτερος, είτα τρίτος, δέκατος . . . . Υπήρχον ενίοτε εις την πόλιν πολλαί χιλιάδες λεόντων εις τα δεσμωτήρια των διαφόρων παλαιστρών και συχνά ήρχοντο να στηρίζουν τα μελαγχολικά ρύγχη των εις τας κιγκλίδας. Την στιγμήν εκείνην κατελαμβάνοντο από την νοσταλγίαν της ερήμου και της ελευθερίας και αι φωναί των επαναλαμβανόμεναι εν μέσω της σιωπηλής νυκτός επλήρουν διά βρυχηθμών την πόλιν.
Η Λίγεια ήκουε τας φωνάς ταύτας με την καρδίαν περισφιγγομένην υπό παραλόγου τρόμου.
Ο Βινίκιος την περιέβαλε με τους βραχίονάς του.
— Μη φοβήσαι τίποτε, αγαπητή. Οι αγώνες των θηριομαχιών εγγίζουν και
διά τούτο όλα τα θηριοτροφεία είναι πλήρη.
Εισήλθον πάλιν εις την μικράν οικίαν του Λίνου, συνοδευόμενοι ακόμη από τους βρυχηθμούς των θηρίων, οίτινες καθίσταντο φοβερώτεροι.
Εις το Άντιον ο Πετρώνιος κατήγε νίκας σχεδόν καθημερινώς κατά των Αυγουστιανών, οι οποίοι επεδίωκον διά ραδιουργιών την εύνοιαν του Καίσαρος. Η επιρροή του Τιγγελίνου είχεν εκπέσει εντελώς. Εν Ρώμη, όταν έπρεπε να υποτάξη όσους εφαίνοντο επικίνδυνοι, να λεηλατήση τας περιουσίας των, να διαπραγματευθή πολιτικάς υποθέσεις, να μηχανευθή επιδείξεις ή να ικανοποιήση τας τερατώδεις ιδιοτροπίας του Καίσαρος, ο Τιγγελίνος ήτο ο απαραίτητος άνθρωπος.
Αλλ' εις το Άντιον ο Καίσαρ έζη βίον ελληνικόν. Από πρωίας μέχρις εσπέρας απήγγελλον στίχους και συνεζήτουν περί της κατασκευής των, ησχολούντο περί μουσικής, περί θεάτρου, περί παντός ό,τι εφεύρε το ελληνικόν πνεύμα προς εξωραϊσμόν της υπάρξεως.
Υπό τους όρους τούτους, ο Πετρώνιος, ασυγκρίτως μάλλον πεπαιδευμένος ή ο Τιγγελίνος και όλοι οι άλλοι Αυγουστιανοί, πνευματώδης, εύγλωττος, γόνιμος την φαντασίαν εις πανουργίας, ώφειλε να υπερισχύη. Ο Καίσαρ επεζήτει την συντροφίαν του, ανησυχεί διά τας γνώμας του, εζήτει την συμβουλήν του και τω εδείκνυε θερμήν φιλίαν. Εις όλους τους περιστοιχίζοντας αυτόν εφαίνετο ότι η υπεροχή του ήτο αναμφισβήτητος. Ο Πετρώνιος, με την συνήθη αδιαφορίαν του, εφαίνετο ότι δεν έδιδε καμμίαν σημασίαν εις την θέσιν του· έμενε πνευματώδης και σκεπτικός. Συνήθως εφαίνετο εις τους ανθρώπους ότι εχλεύαζεν αυτούς, τον εαυτόν του, τον Καίσαρα και όλον τον κόσμον.
Ενίοτε ετόλμα να επικρίνη τον Καίσαρα κατά πρόσωπον και ενώ τον εθεώρουν ήδη χαμένον, αίφνης εποίκιλλε την κριτικήν του με τοιούτον τρόπον, ώστε αύτη εστρέφετο προς όφελός του και εστερέωνε την θέσιν του.
Ο Καίσαρ ανεγίνωσκεν εις τους οικείους του απόσπασμα του ποιήματός του «Η πυρπόλησις της Τροίας». Όταν ετελείωσε και αντήχουν αι κραυγαί του ενθουσιασμού των ακροατών, ο Πετρώνιος ερωτηθείς διά του βλέμματος υπό του Καίσαρος είπε:
— Αυτοί οι στίχοι είναι καλοί διά την φωτιάν . . .
Οι ακροαταί έμειναν εμβρόντητοι. Έκαστος ησθάνθη την καρδίαν του περισφιγγομένην υπό τρόμου. Ο Νέρων πράγματι ποτέ δεν είχεν ακούσει τοιαύτην κρίσιν από το στόμα κανενός.
Ο Τιγγελίνος έχαιρεν, ο Βινίκιος ωχρίασε νομίσας ότι ο Πετρώνιος, όστις ουδέποτε εμεθύσκετο, είχε παραπίει την φοράν αυτήν.
Με φωνήν γλυκείαν, εις την οποίαν έπαλλεν η μνησικακία της τρωθείσης φιλαυτίας του, ο Καίσαρ ηρώτησε:
— Και τι άσχημον ευρίσκεις εις αυτούς;
Ο Πετρώνιος τότε:
— Μη τους πιστεύης αυτούς, είπε δεικνύων τους περιστοιχίζοντας αυτόν, δεν εννοούν τίποτε. Με ερωτάς τι άσχημον υπάρχει εις τους στίχους τούτους; Εάν θέλης την αλήθειαν, ιδού: οι στίχοι αυτοί είναι καλοί διά τον Βιργίλιον, καλοί διά τον Οβίδιον, καλοί επίσης διά τον Όμηρον όχι διά Σε. Δεν εδικαιούσο να τους γράψης. Η πυρκαϊά αυτή, την οποίαν περιγράφεις, δεν φλέγει αρκετά, το πυρ σου δεν καίει μετά σφοδρότητος. Μη ακούης τας κολακείας του Λουκιανού. Διά τοιούτους στίχους θα ανεγνώριζα εις αυτόν πνεύμα, όχι εις σε, διότι συ είσαι μεγαλείτερος από αυτούς. Δικαιούται κανείς να απαιτή περισσότερα από Σε, όστις έλαβες το παν από τους θεούς. Αλλά υπείκεις εις την οκνηρίαν. Λαμβάνεις τον μεταμεσημβρινόν ύπνον σου ευθύς μετά το πρόγευμα, ενώ έπρεπε να εργάζεσαι αδιακόπως. Εις Σε, όστις δύνασαι να παραγάγης έργον προ του οποίου όλα να αμαυρωθώσιν, απαντώ λοιπόν κατά πρόσωπον: «Κάμε καλλίτερους στίχους».
Ωμίλει χωρίς να φαίνεται ότι έδιδε σπουδαιότητα εις τους λόγους του, ειρωνευόμενος και επιπλήττων συγχρόνως, αλλ' οι οφθαλμοί του Καίσαρος ήσαν υγροί εκ χαράς.
— Οι θεοί μου έδωκαν μικρόν τάλαντον, αλλά μου έδωκαν κάτι περισσότερον, ένα αληθινόν γνώστην και ένα φίλον, όστις μόνος ηξεύρει να λέγη την αλήθειαν κατά πρόσωπον.
Ειπών ταύτα ο Καίσαρ έτεινε την πυρότριχα χείρα του προς χρυσήν τινα λυχνίαν, λείψανον της λεηλασίας των Δελφών, διά να καύση τους στίχους του.
Αλλ' ο Πετρώνιος τους απέσπασεν από των χειρών του πριν ή η φλοξ θίξη τον πάπυρον.
— Όχι, όχι, είπε· αν και είναι ανάξιοι σου οι στίχοι ούτοι,
ανήκουσιν εις την ανθρωπότητα. Άφες τους εις εμέ.
— Επίτρεψόν μοι να σου τους αποστείλω εντός κυτίου της ιδίας μου κατασκευής, απεκρίθη ο Καίσαρ, θλίβων τον Πετρώνιον επί του στήθους του.
Και προσέθηκε:
— Ναι, έχεις δίκαιον. Η Τροία μου καίει με πυρ φειδωλόν. Είχα πιστεύσει εν τοσούτω ότι εάν εξισούμην με τον Όμηρον, τούτο θα ήρκει. Αλλά μου ήνοιξες τους οφθαλμούς. Και ηξεύρεις πόθεν προέρχεται εκείνο, διά το οποίον με κατηγορείς; Είς γλύπτης, όταν θέλη να πλάση άγαλμα Θεού τινος, ζητεί και ευρίσκει υπόδειγμα, και εγώ υπόδειγμα δεν είχον· δεν είδα ποτέ πόλιν πυρπολουμένην. Μάκαρες οι Αχαιοί οίτινες επρομήθευσαν εις τον Όμηρον την υπόθεσιν της Ιλιάδος. Και εγώ; Εγώ δεν είδα πόλιν πυρπολουμένην!
Έγινε σιωπή, την οποίαν διέκοψε τέλος ο Τιγγελίνος διά των λέξεων τούτων:
— Σοι το είπον ήδη, Καίσαρ, διάταξε το και καίω το Άντιον. Ή, εάν τυχόν λυπήσαι τας επαύλεις ταύτας και τα μέγαρα ταύτα, θα πυρπολήσω τα πλοία εις την Όστιαν, ή πάλιν, θα διατάξω να κατασκευάσουν επί των Αλβανικών ορέων μίαν ξυλίνην πόλιν, εις την οποίαν συ θα θέσης το πυρ. Θέλεις;
Ο Νέρων έρριψε προς αυτόν βλέμμα πλήρες περιφρονήσεως.
— Εγώ να γίνω θεατής ξυλίνων παραπηγμάτων καιομένων! Ο εγκέφαλος σου εσκληρύνθη, Τιγγελίνε. Εκτός τούτου, βλέπω ότι δεν εκτιμάς ποσώς το τάλαντόν μου και την Τροίαν μου, επειδή κρίνεις αυτά ανάξια μεγαλειτέρας θυσίας.
Ο Τιγγελίνος ωχρίασεν. Ο Νέρων, ως εάν ήθελε να αλλάξη ομιλίαν, προσέθηκεν:
— Έρχεται το θέρος. Πώς θα πληρωθή δυσωδίας η Ρώμη! . . . Και όμως θα
είναι ανάγκη να επανέλθω διά τους αγώνας τους θέρους.
Αποτόμως ο Τιγγελίνος είπε:
— Καίσαρ, όταν αποπέμψης τους Αυγουστιανούς, επίτρεψόν μοι να μείνω
μόνος μίαν στιγμήν μετά σου.
Μετά μίαν ώραν, ο Βινίκιος επέστρεφεν εκ της αυτοκρατορικής επαύλεως μετά του Πετρωνίου.
— Μου επροξένησες στιγμήν τρόμου, είπε. Σε ενόμισα μεθυσμένον και
χαμένον χωρίς ελπίδα. Μη λησμονής, ότι παίζεις με τον θάνατον.
— Εκεί είναι η κονίστρα μου, απήντησε νωχελώς ο Πετρώνιος, και τέρπομαι παρατηρών ότι είμαι καλός θηριομάχος. Η επιρροή μου ηύξησε περισσότερον απόψε. Εάν επέμενον απολύτως, θα ηδυνάμην να εξολοθρεύσω τον Τιγγελίνον και να καταλάβω την θέσιν του ως αρχηγού των πραιτωριανών. Τότε θα είχα εις τας χείρας μου και αυτόν τον Αενόβαρβον· αλλ' αυτό θα ήτο δι' εμέ μεγάλη φροντίς και προτιμώ ακόμη την ζωήν, την οποίαν διάγω, μάλιστα και με τους στίχους του Καίσαρος.
— Οποία επιδεξιότης να μεταβάλης τον ψόγον εις κολακείαν!
Ο Νέρων μετά δύο ημέρας επαιάνιζε και έψαλλεν ένα ύμνον, τον οποίον είχε συνθέσει και τονίσει ο ίδιος προς τιμήν της Κύπριδος (Αφροδίτης). Έχων πολύ ανοικτήν την φωνήν του την ημέραν εκείνην ησθάνετο ότι η μουσική του εγοήτευε τους ακροατάς. Η πεποίθησις αύτη προσέδιδε τόσην έντασιν εις το όνομά του και ελίκνιζε τόσον ευχαρίστως την ψυχήν του, ώστε εφαίνετο εμπνευσμένος. Εις το τέλος, ωχρίασεν εξ ειλικρινούς συγκινήσεως. Διά πρώτην φοράν βεβαίως δεν ηθέλησε να ακούση τους επαίνους των ακροατών. Εις μίαν στιγμήν έμεινε καθήμενος, με τας χείρας στηριγμένας επί της κιθάρας και με την κεφαλήν σκυμμένην, έπειτα ηγέρθη αποτόμως και είπε:
— Εκουράσθην και έχω ανάγκην αέρος. Ας χορδίσουν την κιθάραν.
Και ετύλιξε τον λαιμόν του με μεταξωτόν μανδήλιον.
— Έλθετε μετ' εμού, είπε στραφείς προς τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον, καθημένους εις τινα γωνίαν της αιθούσης. Συ, Βινίκιε, δος μου τον βραχίονά σου, διότι αι δυνάμεις μου λείπουν, ο δε Πετρώνιος θα μου ομιλήση περί μουσικής.
Ευρίσκοντο τώρα επί του δώματος του παλατιού του πλακοστρωμένου με αλάβαστρον και εστρωμένου με σαφράν.
— Εδώ αναπνέει τις καλλίτερα, είπεν ο Νέρων. Η ψυχή μου είναι τεταραγμένη και μελαγχολική, καίτοι αισθάνομαι ότι με εκείνο το οποίον έψαλα ως δοκίμιον, δύναμαι να εμφανισθώ εις το κοινόν και ότι θα καταγάγω θρίαμβον, οποίον ουδέποτε κατήγαγε Ρωμαίος.
— Δύνασαι να εμφανισθής εδώ, εις την Ρώμην και ανά την Αχαΐαν. Σε εθαύμασα με όλην την ψυχήν μου, θεσπέσιε, απήντησεν ο Πετρώνιος.
— Το ηξεύρω. Είσαι πολύ οκνηρός εις το να εκφράσης τον έπαινον. Αλλ' είσαι ειλικρινής, όπως ο Τούλλιος Σενεκίων αλλά συ είσαι ειδικώτερος αυτού. Διετύπωσες αυτήν την ιδέαν μου και διά τούτο λέγω πάντοτε ότι εις όλην την Ρώμην συ μόνος ηξεύρεις να με εννοής.
Εσιώπησαν, και, εις μίαν στιγμήν, η σιγή του περιπάτου των εταράχθη μόνον από τον ελαφρόν κρότον του σαφρά υπό τα βήματά των.
— Εγώ, ως βλέπεις, είπε τέλος ο Νέρων, είμαι καθ' όλα καλλιτέχνης, και επειδή η μουσική μου ανοίγει εις το άπειρον αρρήτους προσδοκίας, οφείλω εις τους θεούς το ότι εξερευνώ το άπειρον τούτο. Λοιπόν, διά να επιτραπή να πατήσω την χώραν της Ολυμπίας, δεν πρέπει να εκτελέσω θαυμασίαν πράξιν εξιλασμού; Απόψε είναι νυξ των εκμυστηρεύσεων· σου ανοίγω λοιπόν την ψυχήν μου, φίλε . . . Νομίζεις, πώς αγνοώ ότι εν Ρώμη αι επιγραφαί των τοίχων με υβρίζουσιν, ότι με αποκαλούσι μητροκτόνον, συζυγοκτόνον, ότι με παριστώσιν ως τέρας και δήμιον, επειδή ο Τιγγελίνος επέτυχε παρ' εμού αποφάσεις τινάς θανάτου κατά των εχθρών μου; Ναι, αγαπητέ μου, με θεωρούσιν ως τέρας και το ηξεύρω. .
— Πρέπει να σε γνωρίση τις τόσον εγγύθεν όσον εγώ, είπεν ο
Πετρώνιος. Η Ρώμη δεν ηδυνήθη ποτέ να σε εκτιμήση.
Ο Καίσαρ εστηρίχθη ισχυρότερον εις τον βραχίονα του Βινικίου, ως εάν εκάμπτετο υπό το βάρος της αδικίας, και εξηκολούθησε:
— Με κατηγορούν ότι είμαι τρελλός. Όχι, δεν είμαι τρελλός, ζητώ . . .
. .
Επλησίασε τα χείλη του εις το ους του Πετρωνίου, και χαμηλοφώνως, διά να μη δυνηθή να ακούση ο Βινίκιος:
— Εις τας πύλας του κόσμου του αγνώστου, ηθέλησα να κάμω την μεγίστην θυσίαν, την οποίαν ποτέ δεν ηδύνατο να κάμη άνθρωπος . . . . Η μήτηρ μου, η σύζυγός μου . . . δι' αυτό απωλέσθησαν . . . Αλλ' η θυσία μου δεν ήτο αρκετή. Διά να ανοιχθώσιν ολίγον αι πύλαι της κατοικίας των θεών, χρειάζεται μάλλον πανηγυρική θυσία. Ας πληρωθή η θέλησις των χρησμών!
— Ποίον είναι το σχέδιόν σου;
— Θα ίδης· θα ίδης και ταχύτερον ή όσον σκέπτεσαι. Εν τούτοις μάθε ότι υπάρχουσι δυο Νέρωνες· εκείνος ον γνωρίζουσιν οι άνθρωποι· ο άλλος, ο καλλιτέχνης, τον οποίον μόνον συ γνωρίζεις.
— Συμπαθώ εξ όλης καρδίας προς τους πόνους σου, ω Καίσαρ, και μετ' εμού συμπονούσι και η γη και αι θάλασσαι, χωρίς να συμπεριλάβω τον Βινίκιον, όστις έχει λατρείαν διά σε εις το βάθος της ψυχής του.
— Μου ήτο πάντοτε προσφιλής και ούτος, είπεν ο Νέρων, αν και υπηρετή τον Άρην και όχι τας Μούσας . . .
— Είναι κυρίως θεράπων της Αφροδίτης, υπέλαβεν ο Πετρώνιος:
Και αίφνης απεφάσισε να κανονίση την υπόθεσιν του ανεψιού του.
— Είναι ερωτευμένος όσον ερωτευμένος υπήρξεν ο Τρωίλος με την Κασσάνδραν. Επίτρεψον αυτώ, δέσποτα, να επιστρέψη εις Ρώμην· άλλως θα ετήκετο εδώ προ των οφθαλμών σου. Ηξεύρεις ότι η όμηρος Λίγεια, την οποίαν του είχες δώσει, ανευρέθη, και ότι ο Βινίκιος, αναχωρών εις Άντιον, την αφήκεν υπό την προστασίαν ενός Λίνου ονόματι. Δεν σου ωμίλησα περί αυτής, διότι συνέθετες τον ύμνον σου, όπερ ήτο το σπουδαιότερον όλων. Ο Βινίκιος εμαγεύθη με την αρετήν της και θέλει να νυμφευθή την ωραίαν κόρην. Αλλ' ως πιστός στρατιώτης, στενάζει, τήκεται, οιμώζει και περιμένει την έγκρισιν του αυτοκράτορός του.
— Ο αυτοκράτωρ δεν εκλέγει τας συζύγους των στρατιωτών του. Ποίαν ανάγκην έχει της εγκρίσεώς μου;
— Σου το είπον, αυθέντα, έχει λατρείαν προς σε.
— Λοιπόν, το εγκρίνω! Είναι ωραία κόρη, αλλά πολύ στενή εις τα ισχία. Η Αυγούστα Ποππέα μου έκαμε παράπονα, κατηγορούσα αυτήν ότι έκαμε μαγείαν κατά του θυγατρίου μας εις τους κήπους του Παλατινού.
— Αλλ' εγώ παρετήρησα εις τον Τιγγελίνον, ότι οι θεοί δεν υπόκεινται εις μαγείαν. Ενθυμείσαι, ω θείε άναξ, ότι εταράχθης, και συ αυτός έκραξες ότι είχον δίκαιον;
— Ενθυμούμαι.
Είτα στραφείς ο Καίσαρ προς τον Βινίκιον είπε:
— Την αγαπάς όσον λέγει ο Πετρώνιος;
— Ναι, την αγαπώ, άναξ.
— Λοιπόν! σε προστάττω να αναχωρήσης ευθύς αύριον εις Ρώμην, να την νυμφευθής και να μη εμφανισθής εκ νέου ενώπιόν μου, ειμή με τον δακτύλιον του γάμου.
— Ευχαριστώ, άναξ, εκ βάθους της καρδίας και της ψυχής μου,
ευχαριστώ!
— Πόσον ευχάριστον είναι να κάμη τις άλλους ευτυχείς! είπεν ο
Καίσαρ, θα ήθελα να μη έχω άλλο έργον.
Δαψίλευσόν μας ακόμη μίαν χάριν, θεσπέσιε, είπεν ο Πετρώνιος, και εκδήλωσον την θέλησίν σου ενώπιόν της Αυγούστας. Ο Βινίκιος δεν θα ετόλμα να νυμφευθή μίαν γυναίκα, κατά της οποίας η Αυγούστα θα είχε παράπονα. Αλλά συ, ω άναξ, θα διαλύσης με μίαν λέξιν πάσαν προκατάληψιν, διακηρύττων ότι ούτω διέταξες Συ.
— Δεν δύναμαι τίποτε να σας αρνηθώ, ούτε εις σε ούτε εις τον
Βινίκιον, είπεν ο Καίσαρ.
Μεθ' ό εισήλθεν εις την έπαυλιν και εκείνοι τον ηκολούθησαν με την καρδίαν χαίρουσαν εκ της επιτυχίας.
Εις το Άτριον, ο νεαρός Νέρβας και ο Τούλιος Σενεκίων έτερπον την Αυγούσταν με τας φλυαρίας των. Ο Τέρπνος και ο Διόδωρος εχόρδιζον τας κιθάρας. Ο Καίσαρ, μόλις εισήλθεν, εκάθισεν επί έδρας κογχυλοκολλήτου και αφού εψιθύρισε λέξεις τινάς εις το ους νεαρού τινος ακολούθου Έλληνος, επερίμενεν.
Ο ακόλουθος επανήλθε μετ' ολίγον φέρων χρυσούν κάνιστρον. Ο Νέρων έλαβεν εκ του κανίστρου λαμπρόν περιδέραιον εκ χονδρών λίθων, το περιέφερεν επί τινα λεπτά εντός της χειρός του·
— Ιδού κοσμήματα άξια της εσπέρας ταύτης, είπε.
— Λάμπουν σαν την αυγήν, είπεν η Ποππέα, ούσα βεβαία ότι το περιδέραιον εκείνο προωρίζετο δι' αυτήν. Αλλ' ο Καίσαρ έπαιξεν ολίγον με τας ιριδώδεις πέτρας και έπειτα καλέσας πλησίον του τον Βινίκιον τω είπε:
— Λάβε αυτό, νεαρέ τριβούνε, είναι το γαμήλιον δώρον μου· με το περιδέραιον αυτό θα περιβάλης τον λαιμόν της μικράς Λιγειανής πριγκηπίσσης, της ομήρου μου, την οποίαν σε διατάσσω να νυμφευθής.
Η Ποππέα έμεινεν ως κεραυνόπληκτος εις το άκουσμα τούτο και εξεμάνη δάκνουσα εξ οργής και μίσους τα χείλη της, έρριπτε δε βλέμματα πλήρη αγανακτήσεως πότε προς τον Βινίκιον και πότε προς τον Πετρώνιον. Αλλ' ούτος, σκυμμένος νωχελώς έφερε την χείρα του επί του ξύλου μίας άρπης, ως εάν ήθελε να μελετήση προσεκτικώς την κυρτότητα αυτής.
Ο Βινίκιος, αφού ηυχαρίστησε διά το περιδέραιον, επλησίασε τον
Πετρώνιον.
— Πώς να σου αποδείξω την ευγνωμοσύνην μου δι' ό,τι έπραξες προς
χάριν μου σήμερον;
— Είθε η τύχη να σε ευνοή! Αλλ' άκουσον: ιδού ότι ο Καίσαρ αναλαμβάνει την φόρμιγγα του. Κράτησε την αναπνοήν σου, άκουσε και χύσε δάκρυα.
Πράγματι, ο Νέρων είχεν εγερθή με την φόρμιγγα ανά χείρας και με τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν. Εις την αίθουσαν αι συνομιλίαι είχον παύσει, όλοι οι ακροαταί ίσταντο ακίνητοι, ως απολιθωμένοι. Μόνον ο Τέρπνος και ο Διόδωρος, οίτινες έμελλον να συνοδεύσουν τον Καίσαρα εις το άσμα, έστρεφον την κεφαλήν οτέ μεν προς αλλήλους, οτέ δε προς τον Καίσαρα αναμένοντες τους πρώτους φθόγγους του άσματος.
Αίφνης εις το προαύλιον ηκούσθη θόρυβος ασυνήθης, φωναί και θόρυβος ανθρώπων, οίτινες έτρεχον. Το παραπέτασμα της θύρας ηνοίχθη αποτόμως και εφάνησαν ο απελεύθερος του αυτοκράτορος Φάων και όπισθεν αυτού ο ύπατος Λικίνιος.
Ο Νέρων συνωφρυώθη.
— Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ανυπομονών.
— Συγγνώμην, θείε αυτοκράτωρ, είπεν ο Φάων με ασθμαίνουσαν φωνήν. Η Ρώμη καίεται. Το μεγαλείτερον μέρος της πόλεως ευρίσκεται εντός των φλογών.
Όλοι οι παρεστώτες έγιναν κάτωχροι και ηγέρθησαν αποτόμως. Ο Νέρων απέθεσε την φόρμιγγα και υψώσας τας χείρας προς τον ουρανόν με φωνήν ενθουσιώδη ανεφώνησε:
— Δίκαιοι θεοί! Σας ευχαριστώ διότι με ηξιώσατε να ίδω πόλιν καιομένην. Τώρα το ποιητικόν μου έργον «Η πυρπόλησις της Τροίας» θα γίνη αριστούργημα· έπειτα στραφείς προς τον ύπατον ηρώτησεν:
— Εάν αναχωρήσω αμέσως, διά να φθάσω το ταχύτερον διά να ίδω την
Ρώμην καιομένην και να την απολαύσω εντός των φλογών;
— Καίσαρ, απήντησεν ο ύπατος κάτωχρος ως πανίον, η πόλις ολόκληρος είναι ωκεανός φλογών. Ο καπνός πνίγει τους κατοίκους οίτινες πίπτουν ασφυκτιώντες ή ορμούν εις το πυρ ως παράφρονες Η Ρώμη εχάθη, Καίσαρ!
Επήλθε σιγή. Ο Βινίκιος συνοφρυωθείς έφερε την χείρα του εις το μέτωπον και εν εξάλλω παραφορά ανεφώνησε:
— Άα! Αλλοίμονον εις εμέ, αλλοίμονον!
Και ο νεανίας απορρίψας την τήβεννόν του, επήδησεν έξω της αιθούσης.
Ο Νέρων ύψωσε τους βραχίονας εις τον ουρανόν και ανέκραξε:
— Δυστυχία σου, αγιωτάτη πόλις του Πριάμου! . . .
Ο Βινίκιος μόλις επρόφθασε να διατάξη δούλους τινάς να τον ακολουθήσουν, και πηδήσας επί του ίππου, ώρμησεν εν μέσω του σκότους διά των ερημικών οδών του Αντίου διευθυνόμενος εις Λαυρέντον. Η τρομερά είδησις τον είχε ρίψει εις είδος τι τρέλλας. Με την ασκεπή κεφαλήν του σκυμμένην επί του αυχένος του ίππου του, επήγαινε φορών μόνον τον χιτώνα του, χωρίς να παρατηρή έμπροσθεν του, χωρίς να προσέχη εις τα εμπόδια.
Ο επιβήτωρ Ιδουμαίος έτρεχεν ως βέλος. Ο κρότος των πελμάτων του επί του πλακοστρώτου αφύπνιζεν εδώ και εκεί τους σκύλλους, οίτινες συνώδευον με τας υλακάς των την φαντασματώδη εμφάνισιν και κατόπιν ωρύοντο εις την σελήνην. Οι δούλοι, οίτινες εκάλπαζον όπισθεν του Βινικίου επί ίππων ολιγώτερον ταχέων είχον μείνει εις ικανήν απόστασιν. Διήλθε μόνος το Λαυρέντον, το οποίον εκοιμάτο, έστρεψε προς το μέρος της Αρδείας, όπου είχεν αφήσει εις τους σταθμούς ίππους, καθώς και εις την Αρίκειαν, την Μποβίλλαν και το Ούστρινον.
Πέραν της Αρδείας του εφάνη ότι ο ορίζων από βορρά ήτο ερυθρός. Ίσως ήτο το λυκαυγές της πρωίας, διότι η νυξ επλησίαζεν εις το τέρμα της, ήτο Ιούλιος μην. Αλλ' ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να κρατήση κραυγήν απελπισίας και λύσσης, διότι εσκέφθη ότι ήτο η λάμψις της πυρκαϊάς. Ενεθυμήθη τους λόγους του Λικινίου «Η πόλις είναι ωκεανός φλογών», και προς στιγμήν ησθάνθη ότι η παραφροσύνη τον ηπείλει, διότι απώλεσε πάσαν ελπίδα να σώση την Λίγειαν, και μάλιστα να φθάση εις τας πύλας πριν η Ρώμη μεταβληθή εις τέφραν. Αι σκέψεις του ίπταντο έμπροσθέν του, ως νέφος μαύρων κακοποιών ορνέων. Δεν ήξευρεν εις ποίαν συνοικίαν της πόλεως είχεν εκραγή το πυρ, αλλ' υπέθετεν ότι η Τρανστιβέρη με τας πυκνάς της οικίας, τας ξυλίνας αποθήκας της και τα εύθραυστα παραπήγματα, όπου επωλούντο δούλοι, θα είχε γίνει κατ' αρχάς παρανάλωμα των φλογών.
Ως αστραπή διήλθε της κεφαλής του Βινικίου η σκέψις του Ούρσου και της κολοσσιαίας δυνάμεως του. Αλλά τι ηδύνατο να πράξη είς άνθρωπος εναντίον της καταστρεπτικής δυνάμεως του πυρός; Από ετών, διηγούντο ότι κατά εκατοντάδας χιλιάδων οι δούλοι ωνειροπόλουν τους χρόνους του Σπαρτάκου και ανέμενον την ευκαιρίαν διά να λάβουν τα όπλα κατά των καταπιεστών των και της πόλεως. Και ιδού ότι η ευκαιρία αύτη παρουσιάζετο. Αι λάμψεις της πυρκαϊάς εφώτιζον ίσως την σφαγήν και τον εμφύλιον πόλεμον.
Ο Βινίκιος ανεπόλει τας προσφάτους συνδιαλέξεις, τας οποίας ο Καίσαρ μετ' αλλοκότου επιμονής έκαμνε να περιστρέφωνται εις τας πυρποληθείσας πόλεις.
Ναι! Αυτός ο Καίσαρ πρέπει να είχε διατάξει όπως καύσωσι την πόλιν. Και αν η Ρώμη εκαίετο κατά την διαταγήν του, τις άρα γε ηδύνατο να εγγυηθή ότι η αυτή διαταγή δεν θα εξαπέλυε και τους πραιτωριανούς εναντίον του πλήθους;
Ο ίππος ήσθμαινεν απελπιστικώς επί της ελικοειδούς οδού της αγούσης εις την Αρικίαν.
Την στιγμήν εκείνην είς ιππεύς ερχόμενος εκ Ρώμης και τρέχων και εκείνος ως λαίλαψ έκραξε συναντών τον Βινίκιον:
— Η Ρώμη εχάθη! Οι θεοί . . . και διήλθε.
Η λέξις θεοί τον έκαμε να συνέλθη ολίγον εκ της ταραχής και ανυψώσας τας χείρας εις τον ουρανόν ανεφώνησε:
— Δεν επικαλούμαι σας, των οποίων τα ιερά καταρρέουν εις τας φλόγας, αλλά Σε! . . . . Συ είσαι ο μόνος εύσπλαγχνος. Συ ήλθες επί της γης ίνα διδάξης τους ανθρώπους το έλεος. Ευσπλαγχνίσθητι! Σώσον την Λίγειάν μου.
Διερχόμενος διά μέσου της Αρικίας, ήτις έκειτο εις το μέσον της εις Ρώμην αγούσης οδού, συνήντησε πλήθος δούλων, οίτινες μετέβαινον εις το Άντιον, κομίζοντες ειδήσεις και τους ηρώτησε:
— Ποίον μέρος της πόλεως καίεται;
— Η πυρκαϊά, αυθέντα, ήρχισε μεταξύ των οικίσκων, πλησίον του μεγάλου Κίρκου.
— Και η Τρανστιβέρη;
— Μέχρι τούδε δεν την έφθασεν· αλλά μεταδίδεται αδιακόπως εις νέας
συνοικίας με δύναμιν ακαταμάχητον.
Ο Βινίκιος εκέντησε δυνατώτερα τον ίππον του. Τα λευκά τείχη της
Αρικίας έλαμπον όπισθέν του υπό τας ακτίνας της σελήνης.
Η μετά την Αρικίαν οδός ανήρχετο ανηφορικώς και αποτόμως. Αλλ ο Βινίκιος εγνώριζεν ότι, όταν έφθανεν εις την κορυφήν, όπισθεν της οποίας εκρύπτετο το Άλβανον, θα έβλεπεν όχι μόνον την Μποβίλλαν και το Ούστρινον, όπου τον ανέμενον ίπποι, αλλά και την Ρώμην· εκείθεν του Αλβάνου ήρχιζεν εκατέρωθεν της Αππιανής οδού η επίπεδος Καμπανία.
— Από εκεί επάνω θα διακρίνω τας φλόγας, διενοείτο, και εκ νέου εκέντριζε τον ίππον του.
— Η πυρκαϊά! διενοήθη ο Βινίκιος. Ήτο τρομερόν εκείνο το θέαμα της καιομένης βασιλίδος των πόλεων. Μακρόθεν η πυρκαϊά δεν ελάμβανε το σχήμα μιας πυρίνης στήλης, ως συμβαίνει, οσάκις καίεται μεμονωμένως έν κτίριον. Ήτο μάλλον μία μακρά και πλατεία ταινία. Δεν εφαίνετο άλλο τι ειμή φλόγες, φλόγες και καπνοί, απαίσιον εν ταυτώ και μεγαλοπρεπέστατον θέαμα.
Εκ πρώτης όψεως εφάνη εις τον Βινίκιον ότι, όχι μόνον η πόλις κατεβιβρώσκετο από τας φλόγας, αλλ' ο κόσμος ολόκληρος, και ότι τίποτε δεν θα διέφευγεν από τον ωκεανόν εκείνον του πυρός και του καπνού.
Είχεν ήδη εξημερώσει και ο ήλιος εφώτιζε τας κορυφάς των πλησίον λόφων.
Ο Βινίκιος δεν ηδύνατο να συγκρατηθή επί του ίππου του, εκέντριζε και εκτύπα αυτόν διά να φθάση όσον το δυνατόν ενωρίτερον. Έβλεπε την καιομένην πόλιν, εις την οποίαν δεν εφαίνετο να εγλύτωσε πλέον τίποτε. Ήρχισε να προσεύχεται και να επικαλήται τον Χριστόν.
Αφού υπερέβη το Άλβανον, του οποίου σχεδόν όλος ο πληθυσμός ίστατο επί των στεγών και επί των δένδρων, διά να βλέπη καλλίτερον την καιομένην Ρώμην, ανέλαβε την ψυχραιμίαν του. Εκτός του Ούρσου και του Λίνου, ο απόστολος Πέτρος θα επέβλεπεν επί της Λιγείας. Αφ' ης στιγμής ο Πέτρος είχεν ευλογήσει τον έρωτά του και του είχεν υποσχεθή την Λίγειαν, αύτη δεν ήτο δυνατόν να απολεσθή εις τας φλόγας.
Πριν φθάση εις το Οστριανόν ηναγκάσθη να βραδύνη τον δρόμον του ένεκα του συνωστισμού και των προσκομμάτων της οδού. Πλησίον ανθρώπων πεζών, φερόντων τα σκεύη των επί της ράχεως, έβλεπεν ίππους και ημιόνους φορτωμένους αποσκευάς, οχήματα και φορεία. Εις την οχλαγωγίαν εκείνην ήτο δύσκολον να λάβη τις πληροφορίαν. Εκείνοι εις τους οποίους απηυθύνετο ο Βινίκιος, δεν τω απήντων τίποτε, ή μάλλον, υψώνοντες επ' αυτού βλέμματα περίτρομα, έλεγον ότι η πόλις έμελλε να απολεσθή και ο κόσμος μετ' αυτής. Από την Ρώμην συνέρρεον από στιγμής εις στιγμήν νέαι μάζαι ανδρών, γυναικών και παιδίων, αίτινες ηύξανον την σύγχυσιν και τον θόρυβον.
Ήδη δούλοι πάσης φυλής και θηριομάχοι ήρχιζον να λεηλατώσι τας οικίας και να συμπλέκωνται με τους στρατιώτας, οίτινες ανελάμβανον την υπεράσπισιν των κατοίκων.
Ο συγκλητικός Ιουλιανός, τον οποίον παρετήρησεν ο Βινίκιος πλησίον πανδοχείου τινός, υπήρξεν ο πρώτος, όστις του έδωκε σαφείς τινας λεπτομερείας περί της πυρκαϊάς.
Το πυρ είχεν εκραγή, τω είπε, πλησίον του μεγάλου Κίρκου, εις μέρος γειτνιάζον με το Παλατίνον και με το Καίλιον όρος, αλλ' είχε διαδοθή με πρωτοφανή ταχύτητα, ώστε κατέλαβεν όλον το κέντρον.
Ποτέ, από της εποχής του Βρέννου, τόσον φοβερά καταστροφή δεν είχε πλήξει την πόλιν.
— Η Τρανστιβέρη άρα γε εκάη;
— Τι σε ενδιαφέρει η πέραν του Τιβέρεως συνοικία;
— Αυτή με μέλει πολύ περισσότερον! ανέκραξεν ο Βινίκιος μετά παραφοράς.
— Τότε δεν θα δυνηθής να φθάσης εκεί ειμή διά της λιμενικής οδού, διότι παρά το Αδεντίνον το πυρ θα σε έπνιγε . . . Μετά τινα δισταγμόν, ταπεινώσας την φωνήν, ο Ιουλιανός εξηκολούθησεν:
— Ηξεύρω ότι δεν θα με προδώσης· θα σου είπω λοιπόν ότι δεν είναι πυρκαϊά συνήθης. Δεν άφησαν να δοθή βοήθεια εις τον Κίρκον. Όταν αι οικίαι ήρχισαν να καίωνται, ήκουσα με τα ίδια ώτα μου χιλιάδας φωνών να ορύωνται: «Θάνατος εις τους σβύνοντας την πυρκαϊάν».
»Άνθρωποι διατρέχουν την πόλιν ρίπτοντες εις τας οικίας αναμμένας δάδας . . . Αφ' ετέρου ο λαός στασιάζει, φωνάζει ότι καίουν την πόλιν κατά διαταγήν. Περισσότερα δεν λέγω. Δυστυχία εις όλους μας! . . . Είναι το τέλος της Ρώμης . . . .
Αλλ' ήδη ο Βινίκιος διηύθυνε τον ίππον του προς την Τρανστιβέρην.
Το Οστριανόν, με όλην την αταξίαν του, παρείχεν αμυδράν ιδέαν του τι συνέβαινεν υπό τα τείχη αυτής της πόλεως.
Τίποτε δεν ελαμβάνετο πλέον υπ' όψιν ούτε το μεγαλείον του νομού, ούτε το γόητρον των δημοσίων λειτουργιών, ούτε οι οικογενειακοί δεσμοί, ούτε η διάκρισις των τάξεων.
Δούλοι ερράβδιζον πολίτας· συμμορίαι θηριοπαλαιστών μεθυσμένων με οίνον κλεμμένον από τα καπηλεία ετρομοκράτουν τας τριόδους, ανατρέποντες τους Κιρίτας, ποδοπατούντες και ληστεύοντες αυτούς. Μετ' αυτών είχεν ενωθή μία μάζα αθλίων εχόντων αντί παντός ενδύματος ράκη περί την οσφύν. Πλήθος βαρβάρων, οίτινες έμελλον να πωληθώσιν, εδραπέτευσαν εκ των παραπηγμάτων των. Δι' αυτούς η πυρκαϊά της πόλεως εσήμαινε το τέλος της δουλείας και την ώραν της εκδικήσεως· και ενώ ο λαός ακίνητος έτεινε με απελπισίαν τους βραχίονας προς τους θεούς, εκείνοι ερρίπτοντο κατ' αυτού ληστεύοντες τους άνδρας και βιάζοντες τας θυγατέρας των πατρικίων. Το πλήθος τούτο, αποτελούμενον από Ασιάτας, Αφρικανούς, Έλληνας, Θράκας, Γερμανούς και Βρεττανούς εξεδικείτο διά την δουλείαν τόσων ετών και εξεδήλου την μανίαν του διά φωνών εις όλας τας γλώσσας του κόσμου.
Ο Βινίκιος έφθασε τέλος μέχρι της Ωστίας πύλης. Αλλ' ενόησεν ότι έπρεπε να επανέλθη εις την διεύθυνσιν του Ουστρίνου, να διαβή τον ποταμόν και να φθάση εις την Λιμενίαν οδόν, την άγουσαν κατ' ευθείαν εις Τρανστιβέρην. Δεν ήτο εύκολον και τούτο, ένεκα του συνωστισμού. Θα εχρειάζετο να ανοίξη δρόμον με το ξίφος εις την χείρα· αλλά δεν είχεν όπλον.
Πλησίον της κρήνης του Ερμού διέκρινεν ένα εκατόνταρχον, όστις επί κεφαλής δεκάδων τινών πραιτωριανών, υπερήσπιζε την είσοδον του περιβόλου του ναού. Ο Βινίκιος τον διέταξε να τον ακολουθήση και ο εκατόνταρχος, αναγνωρίσας τον τριβούνον και τον αυγουστιανόν, δεν ετόλμησε να αρνηθή.
Κατά τινας στιγμάς, το πλήθος ελάμβανεν εχθρικήν στάσιν. Δημόσιοι αγορηταί και φωνασκοί κατηγόρουν ως εμπρηστήν τον Νέρωνα, ηπόρουν με την υπομονήν των Ρωμαίων, έλεγον ότι εβαρύνθησαν πλέον και υπέσχοντο ως θύματα εις τον Τίβεριν τον Αυτοκράτορα και την Αυγούσταν.
Πανταχόθεν αντήχουν κραυγαί:
— Κωμωδός! Φρενόπληκτος! Μητροκτόνος!
Μετά πολλάς συγκρούσεις και υπερδιασκελίζοντες οδοφράγματα εκ κιβωτίων, βαρελλίων, πολυτίμων σκευών, μαγειρικών τοιούτων, φορείων, αμαξών, ο Βινίκιος και οι πραιτωριανοί του κατώρθωσαν να εκφύγουν της οχλοβοής. Από τους φυγάδας έμαθεν ότι μόνον μικραί τινες οδοί της Τρανστιβέρης είχον καταληφθή υπό του πυρός, αλλ' ότι όμως τίποτε δεν θα διέφευγε την ορμήν της πυρκαϊάς, διότι άνθρωποι την μετέδιδον επίτηδες, λέγοντες ότι είχον διαταγήν προς τούτο. Ο νεαρός τριβούνος δεν είχε πλέον την ελαχίστην αμφιβολίαν ότι ο Καίσαρ είχε διατάξει να πυρπολήσουν την Ρώμην. Εν τούτοις είχεν ακολουθήσει την Λιμενίαν οδόν, ήτις οδηγεί κατ' ευθείαν εις την Τρανστιβέρην.
Η Τρανστιβέρη ήτο πλήρης καπνού και πλήθους, εν μέσω του οποίου ήτο δυσκολώτατον να διανοιχθή δίοδος, διότι έχοντες περισσότερον χρόνον εις την διάθεσίν των οι άνθρωποι απήγαγον και έσωζον περισσότερα πράγματα. Οι πραιτωριανοί, οίτινες ηκολούθουν τον Βινίκιον, είχον μείνει όπισθεν. Εις την συμπλοκήν εκείνην, ο ίππος του, τραυματισθείς εις την κεφαλήν διά σφύρας ανωρθούτο επί των ποδών του, αρνούμενος να υπακούση.
Έφθασε τέλος εις την συνοικίαν Αλεξάνδρου. Ο συνωστισμός ήτο ολιγώτερος και ο καπνός αραιότερος. Αλλ' οι σπινθήρες έπιπταν άφθονοι επί της κεφαλής του, έτρεχεν, έτρεχε, μη σκεπτόμενος άλλο τι ειμή πώς να σώση την Λίγειάν του.
Το πλήθος ανεγνώρισε τον Αυγουστιανόν εκ του πλουσίου χιτώνας του και πάραυτα κραυγαί αντήχησαν: «Θάνατος εις τον Νέρωνα και εις τους εμπρηστάς του!»
Εκατοντάδες βραχιόνων ετείνοντο απειλητικαί κατά του Βινικίου. Αλλ' ο ίππος του φοβισμένος έτρεχε μακρύτερα, ποδοπατών τους εφορμώντας και νέον κύμα καπνού εβύθισε την οδόν εις το σκότος. Ο Βινίκιος, βεβαιωθείς ότι δεν ηδύνατο να διέλθη έφιππος, κατήλθε του ίππου του αψηφών τους κινδύνους. Έτρεξεν. Ωλίσθαινε κατά μήκος των τειχών και ενίοτε ανέμενεν ίνα το πλήθος των φυγάδων τον αντιπαρέλθη. Εσκέπτετο ότι αι προσπάθειαί του ήσαν φανταστικαί. Η Λίγεια ίσως δεν ήτο πλέον εις την πόλιν, δυνατόν να είχε φύγει. Εν τούτοις ήθελε και με θυσίαν της ζωής του να φθάση εις την οικίαν του Λίνου. Από καιρού εις καιρόν ίστατο και έτριβε τους οφθαλμούς του. Αποσπάσας μίαν άκραν εκ του χιτώνος του εκάλυψε δι' αυτής την ρίνα και το στόμα και επανέλαβε τον δρόμον του. Ενώ επλησίαζε τον ποταμόν, η θερμότης καθίστατο τρομερωτέρα.
Κάμπτων προς την οδόν των Ιουδαίων, όπου ευρίσκετο η οικία του Λίνου, ο Βινίκιος παρετήρησε τας φλόγας εν τω μέσω νέφους καπνού· και η Τρανστιβέρη, εκεί όπου κατώκει η Λίγεια, εκαίετο.
Ο Βινίκιος ενεθυμήθη ότι η οικία του Λίνου ήτο περιβεβλημένη με κήπον, όπισθεν του οποίου, προς το μέρος του Τιβέρεως, ευρίσκετο μικρός αγρός χωρίς οικίαν. Η σκέψις αύτη του έδωσε θάρρος.
Αι φλόγες θα ανεκόπησαν ίσως προ του κενού διαστήματος.
Με την ελπίδα ταύτην ήρχισε να τρέχη, καίτοι εκάστη πνοή ανέμου έφερεν όχι μόνον καπνόν, αλλά χιλιάδας σπινθήρων, οι οποίοι ηδύναντο να φέρουν το πυρ εις το άλλο άκρον της ατραπού και να του αποκόψουν την υποχώρησιν.
Διέκρινε τέλος διά μέσου πέπλου εκ καπνού τας κυπαρίσσους του κήπου του Λίνου. Αι οικίαι αι κείμεναι όπισθεν του ανοικτού γηπέδου εφλέγοντο ήδη ως σωροί ξύλων, αλλ' η μικρά περιοχή του Λίνου ήτο ακόμη άθικτος.
Ο Βινίκιος ύψωσε προς τον ουρανόν βλέμμα ευγνωμοσύνης και ώρμησε προς την θύραν, αν και ο αήρ ήρχισε να τον καίη. Ήτο μισοανοιγμένη· την ώθησε και ώρμησεν εντός.
Εις τον μικρόν κήπον ουδεμία ψυχή ζώσα, και η οικία εφαίνετο εντελώς έρημος.
— Λίγεια, Λίγεια.
Άκρα σιγή! Εν τη ερημία εκείνη δεν ηκούετο παρά μόνον ο μακρυνός θόρυβος της πυρκαϊάς.
— Λίγεια!
Αίφνης ήλθεν εις τα ώτα του η πένθιμος εκείνη φωνή, την οποίαν είχεν ακούσει άλλοτε εις τον κήπον τούτον.
Εις την γειτονικήν συνοικίαν το πυρ είχε μεταδοθή εις το θηριοτροφείον το εγγύς του ναού του Ασκληπιού και τα θηρία ήρχισαν να βρυχώνται.
Ο Βινίκιος εφρικίασεν από κεφαλής μέχρι ποδών.
Δευτέραν ήδη φοράν, καθ' όν χρόνον όλοι οι συλλογισμοί του ήσαν συγκεντρωμένοι περί την Λίγειαν, αντήχουν αι φοβεραί αύται φωναί των λεόντων, ως οιωνός συμφοράς.
Ο Βινίκιος ώρμησεν εις το εσωτερικόν της οικίας. Το μικρόν άτριον ήτο έρημον. Ζητών διά των χειρών την θύραν την άγουσαν εις τους κοιτώνας διέκρινε το τρεμοσβύνον φως μιας λυχνίας, και πλησιάσας, είδε το ιερόν των εφεστείων, όπου αντί των θεών υπήρχε σταυρός· υπό τον σταυρόν εκείνον έκαιε κηρίον. Μία σκέψις διήλθεν αστραπιαίως διά του πνεύματος του νέου κατηχουμένου: ο σταυρός τω έστελλε το φως εκείνο, το οποίον θα τον εβοήθει εις την ανεύρεσιν της Λιγείας. Έλαβε λοιπόν το κηρίον και έτρεξεν εις τους κοιτώνας. Εις τον πρώτον ήνοιξε το παραπέτασμα της θύρας και φωτιζόμενος υπό του κηρίου παρετήρησε.
Και εκεί ουδείς ήτο. Εν τούτοις ο Βινίκιος ήτο βέβαιος ότι είχεν ανεύρει τον κοιτώνα της Λιγείας, διότι από ήλους καρφωμένους εις τον τοίχον εκρέμαντο τα ενδύματά της, και επί της κλίνης εκείτο η στηθοδεσμίς, ήτοι η στενή εσθής, την οποίαν αι γυναίκες φορούσιν εσωτερικώς. Ο Βινίκιος την ήρπασεν, επέθηκεν επ' αυτής τα χείλη του και ρίψας αυτήν επί του ώμου του εξηκολούθησε τας ερεύνας του. Η οικία ήτο μικρά· ταχέως επεσκέφθη όλα τα δωμάτια και μάλιστα τα υπόγεια.
Κανείς ούτ' εκεί. Η Λίγεια, ο Λίνος και ο Ούρσος με άλλους κατοίκους της συνοικίας θα εζήτησαν να σωθώσι διά της φυγής.
«Πρέπει να τους ζητήσω εις το πλήθος έξω της πόλεως», εσκέφθη ο
Βινίκιος. Όπως και αν είχε, θα ήσαν έξω των φλογών.
Είχε φθάσει η κρισιμωτάτη στιγμή, καθ' ην ήτο υποχρεωμένος να σκεφθή περί της σωτηρίας του, διότι το κύμα των φλογών επλησίαζε και οι στρόβιλοι του καπνού απέκλειον σχεδόν εξ ολοκλήρου την ατραπόν. Ρεύμα αέρος έσβυσε το κηρίον, το οποίον είχε μεταχειρισθή εις την οικίαν. Ο Βινίκιος ώρμησεν εις την οδόν και ήρχισε να τρέχη με όλας του τας δυνάμεις προς την Λιμενίαν οδόν, προς το μέρος, εκ του οποίου είχεν έλθει. Αι φλόγες εφαίνοντο να τον καταδιώκουν, άλλοτε περικυκλούσαι αυτόν με νέφη καπνού, άλλοτε καλύπτουσαι αυτόν με σπινθήρας, αίτινες έπιπτον επί της κεφαλής, του λαιμού και των ενδυμάτων του.
Ο χιτών του ήρχισε να καίεται εις πολλά μέρη, αλλά δεν επρόσεχεν εις τούτο και εξηκολούθει τον δρόμον του. Εις το στόμα ησθάνετο γεύσιν καπνού και αιθάλης, ο λαιμός του και οι πνεύμονες του κατεκαίοντο. Το αίμα συνέρρεεν εις την κεφαλήν του και από στιγμής εις στιγμήν τα πάντα τω εφαίνοντο κόκκινα, και αυτός μάλιστα ο καπνός. Τότε εσκέπτετο: «είναι πυρ ρέον, είναι καλλίτερον να πέσω και να απολεσθώ εντός αυτού!» Ο δρόμος τον είχεν εξαντλήσει. Η κεφαλή του, ο λαιμός του και οι ώμοι του είχον πλημμυρήσει από ιδρώτα, ο οποίος τον κατέκαιεν ως ζέον ύδωρ. Εάν δεν επρόφερε κατά διάνοιαν το όνομα της Λιγείας και δεν εκάλυπτε το στόμα του με την εσθήτά της, θα είχε πέσει. Δεν ηδύνατο να αναγνωρίση την ατραπόν, εις την οποίαν ευρίσκετο.
Έτρεχεν ως άνθρωπος μεθυσμένος, παραπαίων από την μίαν πλευράν της οδού εις την άλλην . . . .
Νέφος εκάλυπτε την έξοδον της οδού. «Εάν είναι καπνός, εσκέφθη, δεν θα δυνηθώ να περάσω». Μετεχειρίσθη όλας τας δυνάμεις, αίτινες τω απέμειναν.
Καθ' οδόν απέρριψε τον χιτώνα του, όστις ήρχιζε να τον καίη και έτρεχε γυμνός σχεδόν, φέρων μόνον επί της κεφαλής και του στόματος την στηθοδεσμίδα της Λιγείας. Όταν επλησίασε περισσότερον, ανεγνώρισεν ότι εκείνο το οποίον είχεν εκλάβει ως καπνόν ήτο νέφος κονιορτού, εκ του οποίου εξήρχοντο φωναί και κραυγαί ανθρώπων.
Εν τούτοις έτρεξεν ακόμη προς την διεύθυνσιν των φωνών εκείνων. Υπήρχον όμως και άνθρωποι, οι οποίοι θα ηδύναντο να τω παράσχωσι βοήθειαν.
Με την ελπίδα ταύτην, ήρχισε να κραυγάζη δι' όλων των δυνάμεων, αλλ' αυτή ήτο η εσχάτη προσπάθειά του. Ο κόκκινος πέπλος έγινεν ερυθρότερος ακόμη προ των οφθαλμών του, οι πνεύμονες του εστερούντο αέρος. Έπεσε.
Εν τούτοις τον ήκουσαν, ή μάλλον τον διέκριναν, και δύο άνθρωποι προσέτρεξαν με φλασκιά ύδατος. Ο Βινίκιος ήρπασε έν εξ αυτών και έπιε το ήμισυ του περιεχομένου.
— Ευχαριστώ, είπε· σηκώσατέ με εις τους πόδας μου· θα υπάγω
μακρύτερα μόνος μου.
Ο είς εκ των εργατών τω επέχυσεν ύδωρ επί της κεφαλής και αι δύο τον έφερον προς τους συντρόφους των.
Τον περιεστοίχισαν ερωτώντες αυτόν αν ήτο τραυματισμένος σοβαρώτερον.
Η προθυμία αύτη εξέπληξε τον Βινίκιον.
— Τίνες είσθε; ηρώτησε.
— Κατεδαφίζομεν τας οικίας διά να μη φθάση η πυρκαϊά εις την
Λιμενίαν οδόν, απεκρίθη είς εκ των εργατών.
— Με εβοηθήσατε. Σας ευχαριστώ.
— Οφείλει τις να βοηθή τον πλησίον του, απήντησαν φωναί.
Τότε ο Βινίκιος, όστις από πρωίας έβλεπε μόνον όχλους αγρίους, ρήξεις και διαρπαγάς, παρετήρησε προσεκτικώς τα πρόσωπα, τα οποία τον περιεστοίχιζον και είπε:
— Να σας ανταμείψη . . . ο Χριστός!
— Δόξα εις το όνομά του! έκραξε χορός φωνών.
— Ο Λίνος;
Αλλά δεν ήκουσε την απάντησιν, διότι ελιποθύμησεν εξηντλημένος εκ των αγώνων. Όταν συνήλθεν, ευρίσκετο εις ένα κήπον του Κοδετάνου, περιστοιχούμενος υπό γυναικών και ανδρών, και αι πρώται λέξεις, τας όποιας ηδυνήθη να προφέρη υπήρξαν:
— Πού είναι ο Λίνος;
Κατ' αρχάς ουδεμία απάντησις· έπειτα μία φωνή, την οποίαν ο Βινίκιος ανεγνώρισεν, είπε:
— Είναι έξω της Νομεντιανής Πύλης, ανεχώρησε διά το Οστριανόν . . .
Ειρήνη σοι, βασιλεύ των Περσών.
Ο Βινίκιος ανεσηκώθη, έπειτα επανεκάθησεν, εκπλαγείς ιδών τον Χίλωνα, όστις τω είπε:
Η οικία σου, δέσποτα, ίσως είνε αποτεφρωμένη, αλλά συ θα είσαι πάντοτε πλούσιος, ως Κροίσος. Οποία συμφορά. Οι χριστιανοί προέλεγον από πολλού, ότι το πυρ θα κατέστρεφε την πόλιν ταύτην . . . Και ο Λίνος είνε εις το Οστριανόν μετά της θυγατρός του Διός . . . Οποία συμφορά έπληξε την πόλιν ταύτην!. .
— Τους είδες; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
— Τους είδα, αυθέντα! . . . Δόξα εις τον Χριστόν και εις όλους τους θεούς, εάν ηδυνήθην να ανταμείψω τας ευεργεσίας σου με μίαν καλήν είδησιν. Αλλά θείε Όσιρι, θα τοις ανταποδώσω τα ίσα, σου το ορκίζομαι, μα τας φλόγας, αι οποίαι κατατρώγουν την πόλιν.
Έξω είχε νυκτώσει. Ο φωτοστέφανος της φλεγομένης πόλεως είχε πορφυρώσει τους ουρανούς μέχρι του άκρου του ορίζοντος. Παμμεγίστη ανέτειλεν η πανσέληνος. Η καιομένη Ρώμη εφώτιζεν όλην την Καμπανίαν.
Από των λόφων, επί των οποίων είχεν οικοδομηθή η πόλις, αι φλόγες, ως κύματα θαλάσσης, διεσπείροντο ανά τα κοιλώματα, όπου ήσαν πολυάριθμοι αι πολυώροφοι οικίαι, τα εμπορεία και εργαστήρια, τα παραπήγματα, τα αμφιθέατρα, τα οθονοπωλεία, ξυλοπωλεία, ελαιοπωλεία, σιτεμπορεία, καρυοπωλεία και οινοπωλεία.
Η πυρκαϊά, αφθόνως τρεφομένη δι' ευφλέκτων υλικών, προέβαινε τώρα διά σειράς εκρήξεων. Πάσα βοήθεια εφαίνετο αδύνατος.
Αι τερατωδέστεραι φήμαι εκυκλοφόρουν εις τον λαόν. Άλλοι έλεγον ότι η Εστία ετιμώρει την ύβριν την γενομένην εις την Ρουβρίαν. Κατ' άλλους, ο Καίσαρ είχε διατάξει να θέσωσι πυρ εις την πόλιν, διά να ανοίξη ελεύθερον χώρον προς ίδρυσιν νέας πόλεως, ήτις θα εκαλείτο Νερωνία.
Άλλοι πάλιν εκήρυττον, ότι ο Καίσαρ είχε τρελλαθή, ότι εκάλεσε τους πραιτωριανούς και τους θηριομάχους να κτυπήσουν τον λαόν και ότι επέκειτο η γενική σφαγή.
Εδώ και εκεί ηκούοντο ψαλμοί αδόμενοι υπό ανδρών νέων, γερόντων, γυναικών και παιδίων· ύμνοι των οποίων η έννοια έμενε σκοτεινή και εν οις επανελαμβάνοντο πάντοτε αι λέξεις: «Ιδού έρχεται, ο κρίνων την γην, εν ημέρα οργής και θλίψεως».
Το κακόν ολοέν ηύξανεν, ήτο κάτι τρομερόν, και αυτός ακόμη ο Τίβερις έρρεεν ως νάματα πυρός.
Τον Βινίκιον οι Χριστιανοί τον μετέφερον εις την οικίαν του υφαντουργού Μακρίνου. Εκεί ούτος τον έλουσε, του έδωσεν ενδύματα και του παρέθηκε και τροφήν. Αφού ανέλαβε τας δυνάμεις του, ο νέος τριβούνος εδήλωσεν ότι αμέσως θα ήρχιζε πάλιν τας ερεύνας του προς ανεύρεσιν του Λίνου. Ο Μακρίνος, όστις ήτο χριστιανός, επεβεβαίωσε τους λόγους του Χίλωνος, λέγων ότι ο Λίνος και ο Κλήμης, ο πρώτος των πρεσβυτέρων, είχον μεταβή εις το Οστριανόν, όπου ο Πέτρος έμελλε να βαπτίση πλήθος προσηλύτων. Οι Χριστιανοί της συνοικίας εγνώριζον ότι από δυο ημερών ο Λίνος είχεν εμπιστευθή την φύλαξιν της οικίας του εις κάποιον Γάιον.
Ο Χίλων επρότεινε να ακολουθήσουν τον Βατικανόν αγρόν μέχρι της Φλαμινιανής πόλης, όπου θα διήρχοντο τον ποταμόν και θα επροχώρουν έξω των τειχών, όπισθεν των κήπων του Ακιλίου προς την Σαλαρίαν πύλην. Μετά μικρόν δισταγμόν ο Βινίκιος εδέχθη το δρομολόγιον αυτό.
«Αναμφιβόλως, έλεγεν εν εαυτώ ο Βινίκιος, και ο Ούρσος θα ευρίσκεται εκεί.»
Εσκέπτετο ότι εις το Οστριανόν θα ανεύρισκε τον Λίνον και τον Πέτρον, θα τους έφερε μακράν, πολύ μακράν, εις έν εκ των κτημάτων του, εν Σικελία ίσως.
Εκεί κάτω, μεταξύ θεραπόντων πιστών, εις την γαλήνην την αγροτικήν, θα έζων ειρηνικώς υπό την σκέπην του Χριστού, με την ευλογίαν του Πέτρου.
Α! εάν τους εύρισκεν, εάν τους εύρισκε!
Τέλος, αφού έλαβε μεθ' εαυτού τον Χίλωνα, αμφότεροι επέβησαν ημιόνων, τους οποίους επρομήθευσεν εις αυτούς ο Μακρίνος και έφυγον διά της συντομωτέρας οδού, ίνα φθάσουν το ταχύτερον εκεί.
Ο Βινίκιος επτέρνιζε τον ημίονόν του λέγων:
— Φλέγεται, φλέγεται η πόλις! και μετ' ολίγον το τελευταίον λείψανόν της θα εκλίπη από προσώπου της γης.
Ο Χίλων τον ηκολούθει κατά πόδας μονολογών.
— Προχώρει λοιπόν! του έλεγεν ο Βινίκιος. Τι κάμνεις εκεί;
— Κλαίω την Ρώμην, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. Μίαν πόλιν τόσον θεσπεσίαν.
— Πού ήσο, όταν ήρχισεν η πυρκαϊά;
— Επήγαινα εις του φίλου μου Ευρικίου, δέσποτα, ο οποίος είχε κατάστημα εις τα περίχωρα του Μεγάλου Κίρκου, και ησχολούμην ακριβώς μελετών την διδασκαλίαν του Χριστού, όταν ήρχισαν να φωνάζουν αίφνης πυρ, πυρ! Όταν αι φλόγες κατέλαβον ολόκληρον τον Κίρκον και ήρχισαν να εκτείνωνται, έπρεπε να σκεφθώ να σώσω το τομάρι μου.
— Είδες ανθρώπους να ρίπτουν πυρσούς εις τας οικίας;
— Και τι δεν είδα, απόγονε του Αινείου; Είδα ανθρώπους να ανοίγουν διά της ρομφαίας δίοδον εν μέσω του συρφετού· είδα μάχας και ανθρώπινα εντόσθια καταπατούμενα διά των ποδών επί των λιθοστρώτων. Εάν έβλεπες όλα αυτά, θα εσκέπτεσο ότι οι βάρβαροι κατέλαβον την πόλιν εξ εφόδου και έσφαζον. Περί εμέ άνθρωποι ωρύοντο εξ απελπισίας. Αλλ' είδον και άλλους αλαλάζοντας εκ χαράς, διότι υπάρχουσι πολλοί κακοί άνθρωποι εις τον κόσμον, αυθέντα, οίτινες δεν δύνανται να εκτιμήσουν τας ευεργεσίας της επιεικούς κυριαρχίας σας και των δικαίων τούτων νόμων, δυνάμει των οποίων φροντίζετε να την εφαρμόσετε. Οι άνθρωποι δεν ηξεύρουν ποσώς να υποταχθώσιν εις την θέλησιν των θεών!
Ο Βινίκιος ήτο πολύ βυθισμένος εις τας σκέψεις ταύτας, ώστε δεν ηδύνατο να εννοήση την ειρωνείαν των λόγων τούτων. Καίτοι είχεν ερωτήσει τον Χίλωνα περί όλων όσα ούτος ηδύνατο να γνωρίζη, εστράφη και πάλιν προς αυτόν:
— Και είδες εις το Οστριανόν την Λίγειαν και τον Ούρσον με τους
ιδίους οφθαλμούς σου;
— Τους είδα. υιέ της Αφροδίτης· είδα την παρθένον, τον αγαθόν
Λιγειέα, τον άγιον Λίνον και τον απόστολον Πέτρον.
— Προ της πυρκαϊάς;
— Προ της πυρκαϊάς, ναι!
Αλλ' εν τη ψυχή του Βινικίου εγεννήθη μία υποψία.
Ο Χίλων ίσως εψεύδετο. Σταματήσας τον ημίονον ετόξευσε κατά του γηραιού Έλληνος βλέμμα απειλητικόν.
— Τι έκαμες εκεί;
Ο Χίλων εταράχθη.
— Αυθέντα, είπε, διατί δεν θέλεις να πιστεύσης ότι τους αγαπώ; Και όμως αυτό είνε η αλήθεια. Επήγα εις το Οστριανόν, επειδή είμαι ήδη κατά το ήμισυ χριστιανός.
— Και δεν ηξεύρεις πού κατέλυσεν ο Λίνος τας ημέρας ταύτας;
— Αυθέντα, επανέλαβεν ο Χίλων, χωρίς εμέ δεν θα ανεύρισκες την
κόρην. Εάν την επανεύρης δεν θα λησμονήσης ένα σοφόν πενόμενον!
— Θα σου δώσω μίαν οικίαν με άμπελον πλησίον της Αμηριόλης.
απήντησεν ο Βινίκιος.
— Α! ευχαριστώ, Ηράκλεις! με περιοχήν αμπελώνος; Ευχαριστώ!
Υπερέβαινον ήδη τους λόφους του Βατικανού, πάντας ερυθρούς από τας λάμψεις της πυρκαϊάς, και επλησίαζον εις τον ποταμόν διά να διαβώσιν. Όπισθεν της Ναυμαχίας, εστράφησαν δεξιά, διότι ήθελαν, μετά τον αγρόν του Βατικανού, να πλησιάσουν τον ποταμόν, να τον διαβώσι και να διευθυνθώσι προς την Φλαμινιανήν Πύλην. Αίφνης ο Χίλων εσταμάτησε τον ημίονόν του.
— Αυθέντα! Μου ήλθε μία ιδέα!
— Λέγε, είπεν ο Βινίκιος.
Δεν υπάρχει διάταγμα κατά των Χριστιανών, αλλ' οι Ιουδαίοι τους κατηγορούσιν εις τον πραίφεκτον της Πόλεως ότι σφάζουσι τα παιδία, ότι διαδίδουν θρήσκευμα μη ανεγνωρισμένον υπό της Συγκλήτου. Τους φονεύουν και λιθοβολούν τας οικίας των τόσον εμμανώς, ώστε οι χριστιανοί κρύπτονται προ αυτών.
— Λοιπόν, τι θέλεις να είπης;
— Λοιπόν, αι συναγωγαί υπάρχουν φανερά εις την Τρανστιβέρην, αλλ' οι χριστιανοί είνε ηναγκασμένοι να προσεύχωνται μυστικώς· συνέρχονται εις κατηρειπωμένα υπόστεγα εκτός της πόλεως ή εις κονίστρας. Λοιπόν, ακριβώς οι της Τρανστιβέρης εξέλεξαν τας κρύπτας, των οποίων τα υλικά εχρησίμευσαν διά την ανοικοδόμησιν του Κίρκου του Νέρωνος και των κατά μήκος του ποταμού οικιών. Η πόλις φλέγεται και οι πιστοί του Χριστού βεβαίως ασχολούνται εις προσευχάς. Θα εύρωμεν πολλούς εξ αυτών εις τα υπόγεια. Σε συμβουλεύω λοιπόν να εισέλθης εις αυτά τοσούτω μάλλον καθ' όσον ευρίσκονται εις τον δρόμον μας.
— Αλλά μου είχες είπη ότι ο Λίνος μετέβη εις το Οστριανόν! ανέκραξεν ανυπομόνως ο Βινίκιος.
— Αλλά συ μου υπεσχέθης οικίαν με άμπελον εις την Αμηριόλην, υπέλαβεν ο Χίλων. Θα αναζητήσω την κόρην παντού όπου υπάρχει πιθανότης να την εύρω. Θα τους εύρωμεν εις το υπόγειον προσευχομένους· και εις πάσαν μη ευνοϊκήν περίστασιν, θα μας δώσουν πληροφορίας περί αυτών.
— Ωδήγησέ με, διέταξεν ο Τριβούνος.
Επί μίαν στιγμήν η κλιτύς του λόφου τους έκρυψε την πυρκαϊάν και εβάδισαν εν τη σκιά, καίτοι τα περιβάλλοντα υψώματα εφωτίζοντο απλέτως.
Όταν υπερέβησαν τον Κίρκον, ετράπησαν προς τα αριστερά και πάλιν και εισήλθον εις στενήν πάροδον, όπου το σκότος ήτο ψηλαφητόν. Αλλ' εις το σκότος εκείνο ο Βινίκιος διέκρινε σμήνος φαναριών σπινθηροβολούντων.
— Ιδού αυτοί! είπεν ο Χίλων.
— Αλήθεια! Ακούω να ψάλλουν, είπεν ο Βινίκιος.
Τω όντι, ήχοι ψαλμωδίας ανεδίδοντο εκ σκοτεινής τίνος χαράδρας και τα φανάρια εξηφανίζοντο το έν μετά το άλλο. Αλλ' εκ πλαγίων παρόδων εξήρχοντο συνεχώς νέαι σκοτειναί μορφαί, ο Βινίκιος δε και ο Χίλων περιεκυκλώθησαν μετ' ολίγον από ολόκληρον ομάδα. Ο Χίλων κατήλθεν εκ του ημιόνου του και εκάλεσε διά νεύματος νεανίσκον τινά βαδίζοντα πλησίον των.
— Είμαι ιερεύς του Χριστού, επίσκοπος μάλιστα. Επιμελήθητι των ημιόνων μας, θα έχης την ευλογίαν μου, και αι αμαρτίαι σου θα σου αφεθώσι.
Μετά μίαν στιγμήν ευρέθησαν εις το υπόγειον και επροχώρουν δι' ενός διαδρόμου, υπό την αμυδράν λάμψιν των φαναρίων μέχρις ενός ευρυχώρου ορύγματος. Εκεί ήτο περισσότερον φως από τον διάδρομον, διότι, εκτός των φανών και των λυχνιών, έκαιον και δάδες. Ο Βινίκιος είδε πλήθος ανθρώπων γονυπετούντων εις προσευχήν, αλλά δεν είδεν ούτε την Λίγειαν, ούτε τον Απόστολον Πέτρον, ούτε τον Λίνον. Τα πρόσωπα των αντικατώπτριζον την προσδοκίαν, την φρίκην και την ελπίδα. Το φως αντενακλάτο εντός του λευκού των οφθαλμών, οίτινες είχον υψωθή προς τον ουρανόν.
Επί των ωχρών μετώπων των έρρεεν ο ιδρώς. Οι μεν έψαλλον ύμνους, οι δε επανελάμβανον πυρετωδώς το όνομα του Ιησού, άλλοι δε έτυπτον τα στήθη. Πάντες ανέμενον κάτι το άμεσον και υπερφυσικόν.
Αίφνης τα άσματα έπαυσαν και υπεράνω της ομηγύρεως εντός κόγχης τινός, σχηματισθείσης διά της εξαγωγής υπερμεγέθους λίθου, εφάνη ο Κρίσπος.
Το πρόσωπόν του ήτο πελιδνόν. Όλων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς αυτόν, επί τη προσδοκία λόγων παραμυθίας και ελπίδος.
Αλλ' εκείνος ποιών επί της ομηγύρεως το σημείον του σταυρού, ήρχισε να ομιλή μετά παραφοράς, κραυγάζων:
— Μετανοήσατε από των αμαρτιών σας, διότι η ώρα ήγγικε, το τέλος επήλθεν. Επί την πόλιν της κακίας και της ακολασίας, επί την νέαν Βαβυλώνα, ο Κύριος απέλυσε την φλόγα την αδηφάγον. Εσήμανεν η ώρα της κρίσεως, της οργής και της καταστροφής. Ο Κύριος υπεσχέθη ότι θα έλθη, και άρτι όψεσθε αυτόν. Αλλά δεν θα είναι πλέον ο Αμνός ο προσενεγκών το αίμα του προς εξαγοράν ημών εκ της κατάρας . . . Θα είναι κριτής φοβερός, όστις εν τη δικαιοσύνη του θα ρίψη εις την άβυσσον τους αμαρτωλούς και τους απίστους. Ουαί του κόσμω και ουαί τοις αμαρτωλοίς, ότι ουκ έσται επ' αυτούς έλεος . . . Χριστέ! σε βλέπω . . . Αστέρες πίπτουσιν, ο ήλιος σκοτίζεται, η γη ανοίγεται εις κρημνούς και οι νεκροί εγείρονται . . . Και συ έρχεσαι εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού μετά δυνάμεως και δόξης των αγγέλων σου, εν λαίλαπι και αστραπή! Χριστέ! σε βλέπω, σε ακούω».
Αίφνης το άντρον αντήχησεν εξ υποκώφου βροντής, την οποίαν ηκολούθησε μετ' ολίγον δευτέρα και τρίτη . . . Εις την φλεγομένην πόλιν σειραί ολόκληροι οικιών αποτεφρωμέναι κατέρρεον.
Διά τους πλείστους χριστιανούς, αι βρονταί εκείναι εφαίνοντο το οριστικόν σημείον της φοβεράς κρίσεως. Τότε ο θείος τρόμος εκυρίευσε την ομήγυριν, πολυάριθμοι φωναί επανέλαβον: «Η ημέρα της κρίσεως! αληθώς, ιδού ήλθεν!»
— Ευσπλαγχνίσθητι, Λυτρωτά! έκραζον.
Μερικοί εξωμολογούντο μεγαλοφώνως τας αμαρτίας των. Άλλοι ερρίπτοντο εις τας αγκάλας των οικείων των, όπως αισθανθώσι κατά την τρομεράν στιγμήν καρδίαν φίλων πάλλουσαν πλησίον της ιδικής των.
Έπειτα ηκούσθη και πάλιν η φωνή του Κρίσπου, όστις εκραύγαζε:
— Παραιτήσατε τα εγκόσμια αγαθά, διότι η γη θα εκλίπη υπό τους πόδας σας! Παραιτήσατε τους έρωτας τους γηίνους! Ουαί εις τον προκρίνοντα την κτίσιν υπέρ τον Κτίσαντα! Ουαί εις τους πλουσίους! Ουαί εις τους ακολάστους!
Μία βροντή ακόμη ισχυροτέρα εκλόνισε τας κατακόμβας· όλοι έπεσαν πρηνείς εις την γην με εσταυρωμένους βραχίονας, όπως αμυνθώσι διά του σημείου τούτου κατά των κακοποιών πνευμάτων.
Εν τη σιγή δεν ηκούοντο, ειμή εκφράσεις ασθματικαί και τρομασμέναι: «Ιησού γλυκύτατε! Ιησού μακρόθυμε!» Εδώ και εκεί μικρά παιδία έκλαιον. Αίφνης γαλήνιος φωνή ηκούσθη λέγουσα:
— Ειρήνη υμίν!
Ήτο ο απόστολος Πέτρος, όστις εκείνην την στιγμήν ήλθεν εις το
Άντρον.
Εις τους λόγους τούτους ο τρόμος διελύθη, όπως διαλύεται ο τρόμος του ποιμνίου, όταν εμφανίζεται ο ποιμήν. Ηγέρθησαν πάντες. Οι πλησιέστεροι προς αυτόν κατεφίλουν τα γόνατά του, ως εάν εζήτουν καταφύγιον υπό τας προστατευτικάς πτέρυγας.
Εκείνος έτεινε τας χείρας επί του αγωνιώντος πλήθους:
— Διατί ταράττεσθε εν ταις καρδίαις υμών; Τις εξ υμών θα μαντεύση τι το συμβησόμενον επ' αυτώ πριν έλθη η ώρα; Ο Κύριος ετιμώρησεν εν πυρί την Βαβυλώνα, ήτις εμέθυσε τον κόσμον με τον οίνον της εμμανούς πορνείας της, αλλ' εφ' υμάς, τους καθαρισθέντας διά του βαπτίσματος, ων αι αμαρτίαι εξηγοράσθησαν υπό του αμνού του αμώμου και ασπίλου, το έλεός Του θα εξαπλωθή. Και θα αποθάνετε με το όνομά Του εις τα χείλη σας. Ειρήνη υμίν!
Μετά τας απειλάς του Κρίσπου οι λόγοι του Πέτρου υπήρξαν βάλσαμον διά το πλήθος. Ο θείος έρως ανεπλήρωσε τον θείον τρόμον και εκυρίευσε τας ψυχάς. Πανταχόθεν εκραύγαζον: «Είμεθα τα πρόβατά σου». Πολλοί εγονυπέτουν εις τους πόδας του λέγοντες: «Μη εγκαταλίπης ημάς κατά την ημέραν της καταστροφής».
Ο Βινίκιος έψαυσε το κράσπεδον του ιματίου του Αποστόλου και χαμηλώσας την κεφαλήν παρεκάλεσεν ως εξής:
— Σώσον με, αυθέντα. Εζήτησα την Λίγειαν εν τω μέσω της πυρκαϊάς και του θορύβου. Ουδαμού την εύρον· αλλά πιστεύω ακραδάντως ότι συ δύνασαι να μου αποδώσης αυτήν.
Ο Πέτρος έθεσε την χείρα επί της κεφαλής του Βινικίου και είπεν:
— Έχε πίστιν! και ακολούθει με.
Η πόλις εξηκολούθει να καίηται. Ο άνεμος είχε τραπή και έπνεε τώρα από της θαλάσσης μετά δαιμονιώδους σφοδρότητος. Ο λαός είχε λάβει απειλητικήν στάσιν.
— Άρτον και στέγην, εκραύγαζεν.
Εις μάτην οι πραιτωριανοί προσεπάθουν να συγκρατήσωσι την τάξιν. Εδώ ανθίσταντο φανερά με τα όπλα εις τας χείρας· απωτέρω άνθρωποι άοπλοι ανέκραζον:
— Τολμήσατε να μας σφάξετε έμπροσθεν της πυρκαϊάς ταύτης!
Κατηρώντο τον Καίσαρα, κατηρώντο τους ευνοουμένους πατρικίους.
Όταν την νύκτα ο πρώτος επισιτισμός έφθασεν, ο όχλος κατηδάφισε την κυρίαν πύλην του Εμπορίου και διήρπασε τα τρόφιμα. Εις το φως της πυρκαϊάς εμάχοντο διά τους άρτους, των οποίων μεγάλη ποσότης κατεπατήθη υπό τους πόδας· το άλευρον των σχισθέντων σάκκων κατελεύκανε το έδαφος. Το σκάνδαλον έπαυσεν, όταν οι στρατιώται περικυκλώσαντες τας αποθήκας, ήρχισαν να κατατοξεύωσι το πλήθος.
Διηγούντο ότι, κατά προσταγήν του Καίσαρος, αι επαρχίαι της Ασίας και Αφρικής θα εγυμνούντο από όλα τα πλούτη των, τα οποία θα διενέμοντο μεταξύ των κατοίκων της Ρώμης, εις τρόπον ώστε να δύναται πάς τις να ανακτίση την οικίαν του.
Αλλά συγχρόνως διέσπειρον την είδησιν ότι το ύδωρ των υδραγωγείων είχε δηλητηριασθή και ότι ο Νέρων ήθελε να καταστρέψη την πόλιν και να εξολοθρεύση τους κάτοικους μέχρι του τελευταίου, διά να μεταβή εις την Ελλάδα και την Αίγυπτον, και εκείθεν να βασιλεύη της οικουμένης. Ερεθισμός σφοδρός επεκράτει.
Η πυρκαϊά επλησίαζε το Παλατίνον. Ο Τιγγελίνος συγκεντρώσας όλας τας δυνάμεις των Πραιτωριανών, έστελλε προς τον Καίσαρα ταχυδρόμους, τον ένα μετά τον άλλον, ικετεύων αυτόν να επανέλθη, όπως μη χάση τίποτε εκ του μεγαλείου του θεάματος, διότι η πυρκαϊά είχεν επεκταθή ακόμη. Αλλ' ο Νέρων, όστις είχεν εκκινήσει, ήθελε να φθάση την νύκτα, οπότε η πυρκαϊά θα έφθανεν εις τον κολοφώνα της καταστρεπτικής δυνάμεώς της.
Τέλος περί το μεσονύκτιον έφθασαν αντικρύ των τειχών αυτός και η πολυάριθμος ακολουθία του εκ συγκλητικών, ιπποτών απελευθέρων, δούλων, γυναικών και παιδίων. Δεκαέξ χιλιάδες πραιτωριανοί, κλιμακηδόν τεταγμένοι εις γραμμάς μάχης καθ' όλην την οδόν, επηγρύπνουν διά την ασφάλειαν της εισόδου του. Και ο λαός ετόξευε βλασφημίας, ωρύετο και εσύριζεν εις την θέαν της πομπής, αλλά καμμίαν βιαιοπραγίαν δεν ετόλμα. Από θέσεως εις θέσιν εξερρήγνυντο αι επευφημίαι εκείνων, οίτινες μη έχοντες περιουσίαν, ουδέν είχον απολέσει, και οίτινες προέβλεπον μίαν διανομήν σίτου, ελαίου, ενδυμάτων και χρημάτων πλέον γενναιόδωρον της συνήθους. Αλλ' αι κατακραυγαί και οι συριγμοί, ως και αι επευφημίαι, εκαλύφθησαν αίφνης υπό της θορυβώδους συναυλίας των κεράτων και των σαλπίγγων, την οποίαν διωργάνωσεν ο Τιγγελίνος. Ο Νέρων, αφού υπερέβη την Ωστίαν Πύλην, εστάθη προς στιγμήν και εφώναξε:
«Μονάρχης χωρίς κατοικίαν λαού αστέγων, πού λοιπόν θα κλίνω την νύκτα την κεφαλήν μου την τάλαιναν;» Έπειτα υπερβάς την Δελφινίαν Πέτραν, ανήλθε διά κλίμακος επίτηδες παρασκευασθείσης εις το Αππιανόν υδραγωγείον, ανήλθον δε επίσης οι αυγουστιανοί και ο χορός των ψαλτών μετά κιθαρών και βαρβίτων.
Εις τα στήθη πάντων η πνοή εκρατείτο επί τη προσδοκία των σεπτών λόγων, τους οποίους θα επρόφερεν ο Νέρων. Αλλ' εκείνος ίστατο εκεί επίσημος και άφωνος με πορφυράν χλαμύδα επί των ώμων, με το βλέμμα προσηλωμένον εις την λύσσαν της πυρκαϊάς. Όταν ο Τέρπνος τω παρουσίασε την βάρβιτον, ύψωσε τους οφθαλμούς εις τον καιόμενον ουρανόν, αναμένων την έμπνευσίν του.
Μακρόθεν ο λαός εδείκνυε τον αυτοκράτορά του, τον οποίον περιέλουεν η αιματόχυτος λάμψις. Εις το βάθος εσύριζον και εκρότουν αι οφιοειδείς φλόγες και εκαίοντο τα προαιώνια και ιερά λείψανα. Διά μέσου των φλογίνων χαιτών διεφαίνετο ενίοτε το Καπιτώλιον. Το παρελθόν της Ρώμης εφλέγετο . . . .
Και εκείνος, ο Καίσαρ, έμενεν εκεί με βάρβιτον εις την χείρα, με το προσωπείον τραγικού υποκριτού. Η σκέψις του δεν εφέρετο προς την πατρίδα την καταρρέουσαν. Ανελογίζετο την στάσιν και τας απαγγελίας, δι' ων θα παρίστατο το μέγεθος της καταστροφής. Εμίσει την πόλιν ταύτην, εμίσει τον λαόν, δεν ηγάπα ειμή μόνον το άσμα το ιδικόν του, και τους στίχους του! Και εν τη καρδία του ευφραίνετο, διότι έβλεπε τέλος μίαν τραγωδίαν αυτούσιον. Τι να επιθυμήση περισσότερον; Η Ρώμη, η Πόλις, η κυρίαρχος Ρώμη καίεται εν πυρί!
Και αυτός, ο Καίσαρ, υψούται επί των αψίδων του υδραγωγείου, με χρυσήν βάρβιτον ανά χείρας, ορατός εξ όλων των περάτων του ορίζοντος, λουόμενος εκ πορφύρας, περιπαθής. Κάτω εις την σκιάν, τόσω μακράν, γογγύζει και συνταράσσεται ο λαός. Ας γογγύζη! Γενεαί θα παρέλθωσι, χιλιάδες ετών θα διαρρεύσωσιν εις την άβυσσον του χρόνου και οι αιώνες οι νέοι θα δοξάσωσιν ακόμη τον ποιητήν, όστις κατά την νύκτα ταύτην την θεσπεσίαν έψαλλε την πτώσιν και την πυρπόλησιν της Τροίας. Τι ήτο ο Όμηρος εν συγκρίσει προς τον Καίσαρα;
Ο Καίσαρ ύψωσε τας χείρας, και πλήξας τας χορδάς απήγγειλε τους λόγους του Πριάμου:
«Κοιτίς των πατέρων μου, λίκνον τόσον προσφιλές εις την ψυχήν μου. . .»
Εις το ύπαιθρον, εν μέσω των εκρήξεων της πυρκαϊάς, του γογγυσμού του πλήθους, η φωνή του εφαίνετο παραδόξως ισχνή, και αι χορδαί των βαρβίτων υπήχουν ως βόμβοι εντόμων. Αλλ' οι συγκλητικοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αυγουστιανοί είχον ταπεινώσει την κεφαλήν και ήκουον εν αφώνω εκστάσει. Επί πολύ έψαλε και η φωνή του ολίγον κατ' ολίγον επληρώθη πικρίας. Όταν εσταμάτα όπως αναπνεύση, οι ψάλται επανελάμβανον εν χορώ τους τελευταίους στίχους· έπειτα ο Νέρων με μίαν κίνησιν ανέρριψεν επί των ώμων του την τραγικήν ποδήρη εσθήτά του, εχόρδισε μίαν συμφωνίαν και έψαλλεν. Όταν ετελείωσεν ο ύμνος, ήρχισε να αυτοσχεδιάζη, αναζητών μεγάλας μεταφοράς εις την εικόνα την ανελισσομένην ενώπιόν του. Και το πρόσωπόν του ολίγον κατ' ολίγον ήλλαξαν έκφρασιν. Η καταστροφή της γενεθλίου του πόλεως δεν τον είχε ποσώς συγκινήσει· αλλ' εμεθύσθη εις τοιούτον βαθμόν εκ του πάθους των ιδίων λόγων του, ώστε οι οφθαλμοί του επληρώθησαν δακρύων. Τότε αφήκε την βάρβιτον, ήτις εβόμβησεν εις τους πόδας του, και τυλιχθείς με την ποδήρη εσθήτά του έμεινεν ως απολιθωμένος, όμοιος με μίαν των Νιοβίδων, αι οποίαι εστόλιζον την αυλήν του Παλατινού.
Θύελλα επευφημιών διέκοψε την σιγήν. Αλλά μακρόθεν απήντησεν εις αυτόν η αγρία ωρυγή του πλήθους. Εκεί κάτω ουδείς πλέον αμφέβαλλεν, ότι ο Καίσαρ είχε διατάξει να καύσωσι την πόλιν, διά να απολαύση έν θέαμα και να ψάλλη ύμνους.
Εις την κραυγήν εκείνην, την εξερχομένην από εκατοντάδας χιλιάδων στηθών, ο Νέρων εστράφη προς τους αυγουστιανούς, με το μελαγχολικόν και καρτερικόν μειδίαμα ανθρώπου, διά τον οποίον οι άλλοι είνε άδικοι και κακοί.
— Ιδέτε, είπε, τον τρόπον κατά τον οποίον με εκτιμούν οι Κύρητες,
εμέ, και πώς απολαμβάνουσι την ποίησιν!
— Τα καθάρματα! απήντησεν ο Βατίνιος. Πρόσταξον, κύριε, την φρουράν
των πραιτωριανών να επιτεθή εναντίον των.
Ο Νέρων εστράφη προς τον Τιγγελίνον.
— Δύναμαι να βασίζωμαι εις την πίστιν των στρατιωτών:
— Ναι, θεσπέσιε, απήντησεν ο αρχηγός.
Αλλ' ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους.
— Εις την πίστιν των, αλλ' όχι εις τον αριθμόν των. Μείνε εκεί όπου είσαι, διότι αυτό είναι ασφαλέστερον· αλλά πρέπει εξ άπαντος να πραϋνθή ο λαός ούτος.
Ο Σενέκας ετάχθη με την γνώμην ταύτην καθώς και ο ύπατος Λικίνιος.
Εν τούτοις ο αναβρασμός κάτω εγίνετο ορμητικώτερος. Ο λαός ωπλίζετο με λίθους, με πασσάλους σκηνών, με σανίδας αποσπωμένας από τα αμάξια και με παν σιδηρούν αντικείμενον. Αρχηγοί τινες λόχων ήλθον να δηλώσουν ότι οι πραιτωριανοί, υπό την πίεσιν του πλήθους, ησθάνοντο μεγίστην δυσκολίαν να παραμείνουν εις την γραμμήν της μάχης. Μη έχοντες διαταγήν να επιτεθώσι δεν ήξευρον τι να πράξωσι.
— Θεοί αθάνατοι! είπεν ο Νέρων, οποία νυξ! Από το έν μέρος η πυρκαϊά· από το άλλο τα απολελυμένα κύματα του όχλου!
Και εξηκολούθησε να ζητή λέξεις διά να εκφράση λαμπρώς όλον τον κίνδυνον της παρούσης ώρας. Αλλά βλέπων πέριξ του ωχρά πρόσωπα και ανησύχους οφθαλμούς εφοβήθη και αυτός επίσης.
— Δώσατέ μου τον αμαυρόν μανδύαν μου, με μίαν κουκούλαν! διέταξεν ούτος. Άρα γε θα απολήξη το πράγμα εις μάχην;
— Κύριε, είπεν ο Τιγγελίνος με φωνήν διστακτικήν, έπραξα ό,τι εξηρτάτο από εμέ, αλλ' ο κίνδυνος απειλεί . . . Ομίλησε εις αυτούς, αυθέντα, ομίλησε προς τον λαόν σου, και δος αυτώ υποσχέσεις!
— Ο Καίσαρ να ομιλήση προς τον όχλον; ας ομιλήση άλλος εξ ονόματός μου. Ποίος αναλαμβάνει;
— Εγώ, απήντησεν ο Πετρώνιος λίαν ατάραχος.
— Εμπρός, φίλε μου! είσαι ο πιστότερος εις όλας τας δυσχερείας . . .
Εμπρός και μη φείδου υποσχέσεων.
Ο Πετρώνιος έστρεψε προς την συνοδείαν πρόσωπον αμέριμνον και ειρηνικόν.
— Οι παρόντες συγκλητικοί, είπε, θα με ακολουθήσουν . . . . καθώς και
ο Πίσων, ο Σενεκίων και ο Νέρβας.
— Κατήλθε βραδέως την κλίμακα του υδραγωγείου. Εκείνοι, τους οποίους είχεν ονομάσει, εδίστασαν, κατόπιν τον ηκολούθησαν εμψυχωθέντες εκ της αταραξίας του.
Σταθείς παρά τας αψίδας ο Πετρώνιος εζήτησε να του δώσουν ίππον λευκόν, ανήλθεν επ' αυτού και ακολουθούμενος υπό των συντρόφων του διηυθύνθη διά μέσου των βαθέων στοίχων των πραιτωριανών, προς το μαύρον πλήθος, το ωρυόμενον· ήτο άοπλος, έχων μόνον εις χείρας το λεπτόν ελεφάντινον ραβδίον του, το οποίον έφερε συνήθως, και όταν έφθασεν, εισήλθε με τον ίππον του εντός του πλήθους.
Αι κραυγαί εγίνοντο ακόμη εντονώτεραι και συνεχωνεύθησαν εις ένα απάνθρωπον βρυχηθμόν. Οι πάσσαλοι, αι ράβδοι, αι μάχαιραι διεσταυρώθησαν υπέρ την κεφαλήν του Πετρωνίου. Βίαιαι χείρες εξετάθησαν προς τους χαλινούς του ίππου του και προς αυτόν. Αλλ' εκείνος εξηκολούθει να προχωρή πράος και αγέρωχος.
Ενίοτε έπληττε διά της ράβδου τους τολμηροτέρους, ως εάν επρόκειτο να διανοίξη δίοδον διά μέσου ειρηνικού πλήθους· και η ψυχραιμία του έκαμεν εντύπωσιν εις τον όχλον.
Τέλος τον ανεγνώρισαν και πλήθος φωνών ανέκραξαν:
— Ο Πετρώνιος! Ο Κριτής της φιλοκαλίας!
— Ο Πετρώνιος! επανέλαβον πανταχόθεν.
Και καθόσον το όνομά του διεδίδετο, τα πρόσωπά των εγίνοντο ολιγώτερον αγριωπά, αι ωρυγαί των ολιγώτερον θηριώδεις.
Ο Πετρώνιος αφήρεσε την λευκήν τήβεννόν του την ερυθροϋφή, την εσήκωσεν εις τον αέρα και την περιέστρεψε, σημαίνων ότι ήθελε να ομιλήση.
— Σιωπή! Σιωπή! εφώναξαν εις το πλήθος.
Αμέσως έγινε σιγή. Τότε εγερθείς επί του ίππου του ωμίλησε με βροντώδη φωνήν:
— Πολίται! Όσοι με ακούσωσιν, ας επαναλάβωσι τους λόγους μου προς τους γείτονάς των και όλοι ας φερθώσιν ως άνθρωποι, όχι ως θηρία εις την κονίστραν.
— Μάλιστα! Μάλιστα! απήντησαν αι φωναί.
— Ακούσατε! Η πόλις θα ανακτισθή. Οι κήποι του Λουκούλλου, του Μαικήνα, του Καίσαρος και της Αγριππίνης θα σας ανοιχθώσιν. Αύριον θα αρχίση η διανομή σίτου, οίνου και ελαίου, ώστε έκαστος να δυνηθή να γεμίση την κοιλίαν του μέχρι του φάρυγγος. Κατόπιν ο Καίσαρ θα σας δώση αγώνας, ομοίους των οποίων ουδέποτε θα έχετε ιδή· κατά τους αγώνας θα σας παραθέση συμπόσια και θα σας κάμη γενναιοδωρίας. Θα είσθε πλουσιώτεροι ή προ της πυρκαϊάς!
Είς ψίθυρος απήντησεν εις τον Πετρώνιον. Οι πλησιέστεροι μετέδιδον τους λόγους του εις εκείνους οίτινες ευρίσκοντο απωτέρω. Και αι κραυγαί της οργής ή της επιδοκιμασίας, αίτινες ηγείροντο εδώ και εκεί, συνεχωνεύθησαν μετ' ολίγον εις την άπειρον ομόθυμον κραυγήν:
— Άρτον και ιπποδρομίας!
Και αφού επέβαλε σιγήν διά της χειρός, πάλιν με φωνήν ηχηράν επανέλαβεν ο Πετρώνιος.
— Σας υπόσχομαι άρτον και αγώνας. Και τώρα ανευφημήσατε τον Καίσαρα, όστις σας τρέφει και σας ενδύει . . . Κατόπιν, ύπαγε να κοιμηθής, αγαπητέ λαέ, επειδή πλησιάζει να εξημερώση.
Ταύτα ειπών, έστρεψε τον ίππον, και πλήττων ελαφρώς εις την κεφαλήν ή το πρόσωπον εκείνους οίτινες τω απέκλειον την οδόν, επέστρεψε βραδέως εις τας τάξεις των πραιτοριανών. Εκ του ύψους των υδραγωγείων δεν είχον εννοήσει την κραυγήν: «Άρτον και ιπποδρομίας!» και ενόμιζον ότι επρόκειτο περί νέας εκρήξεως μανίας. Δεν ανέμενον μάλιστα να ίδωσι τον Πετρώνιον επανερχόμενον ποτέ πλέον.
Ο Νέρων, όταν τον είδεν επιστρέφοντα, έτρεξε μέχρι των βαθμίδων.
— Πώς; τι συμβαίνει εκεί κάτω; Μάχονται;
Ο Πετρώνιος ανέπνευσε βαθέως.
— Μα τον Πολυδεύκην! είπε, το ένα βρωμά και το άλλο μυρίζει: Ας μου δώση κάποιος ολίγον αναψυκτικόν! θα λιποθυμήσω!
Έπειτα, στραφείς προς τον Καίσαρα:
— Τους υπεσχέθην σίτον, έλαιον, αγώνας και ελευθέραν είσοδον εις τους κήπους. Σε λατρεύουν και πάλιν και αλαλάζουν προς τιμήν σου με τα σκασμένα χείλη των. Αθάνατοι θεοί, πόσον δυσάρεστον οσμήν έχει ο όχλος αυτός!
— Οι πραιτωριανοί ήσαν έτοιμοι, ανέκραξεν ο Τιγγελίνος και οι φωνασκοί, εάν δεν τους κατεπράυνες, θα εσιώπων διά παντός. Τι κρίμα, Καίσαρ, να μη επιτρέψης να γίνη χρήσις της βίας!
Ο Πετρώνιος τον παρετήρησε προς στιγμήν, ύψωσε τους ώμους και είπε:
— Τίποτε δεν εχάθη. Θα λάβης ίσως την ευκαιρίαν να μεταχειρισθής βίαν αύριον.
— Όχι, όχι! ανέκραξεν ο Καίσαρ, θα τους ανοίξω τους κήπους, θα τους διανείμω άρτον. Ευχαριστώ, Πετρώνιε. Θα δώσω αγώνας. Και τον ύμνον αυτόν, τον οποίον σας έψαλα απόψε, θα τον ψάλω δημοσία.
Ειπών αυτά, έθηκε την χείρα επί του ώμου του Πετρωνίου και, μετά τινα σιγήν, ηρώτησεν
— Έσο ειλικρινής· πώς σου εφάνη;
— Ήσο άξιος του θεάματος, όπως το θέαμα ήτο άξιον σου! απεκρίθη ο
Πετρώνιος. Έπειτα στραφείς προς την πυρκαϊάν:
— Ας την θεωρήσωμεν ακόμη μίαν φοράν και ας είπωμεν το χαίρε εις την
αρχαίαν Ρώμην.
Οι λόγοι του Αποστόλου είχον επαναφέρει την εμπιστοσύνην εις τας ψυχάς των χριστιανών. Κατέλιπον ο είς μετά τον άλλον τας κατακόμβας και επανήλθον εις τας προσωρινάς κατοικίας των. Τινές μάλιστα εβάδιζον προς την Τρανστιβέρην, διότι εκυκλοφόρει η είδησις ότι επειδή ο άνεμος έπνεε προς το μέρος του ποταμού, το πυρ είχεν εντοπισθή. Ο Πέτρος συνοδευόμενος υπό του Βινικίου και του Χίλωνος, εξήλθε και αυτός του υπογείου. Άνθρωποι ήρχοντο να ασπασθούν τας χείρας και το κράσπεδον του ιματίου του Αποστόλου· μητέρες έτεινον προς αυτόν τα τέκνα των· άλλοι εγονάτιζον εις τον σκοτεινόν δρόμον και, υψούντες προς αυτόν τους φανούς των, επεκαλούντο την ευλογίαν του· άλλοι τον ηκολούθουν ψάλλοντες. Όταν έφθασαν εις ελεύθερον χώρον, οπόθεν εφαίνετο ήδη η φλεγομένη πόλις, ο Απόστολος, αφού έκαμε τρις το σημείον του σταυρού επί της Ρώμης, εστράφη προς τον Βινίκιον και είπε:
— Μη φοβού. Η καλύβη του λατόμου είναι πλησίον εδώ. Θα εύρωμεν εκεί την Λίγειαν μετά του Λίνου και του πιστού υπηρέτου της. Ο Χριστός, όστις σου την προώρισε, την έσωσε προς χάριν σου.
Ο Βινίκιος κατελήφθη υπό τοιούτης αδυναμίας, ώστε έπεσεν εις τους πόδας του Αποστόλου και, ασπαζόμενος τα γόνατά του, έμεινεν εις την θέσιν εκείνην αδρανής, ανίκανος να προφέρη λεξιν.
Ο Απόστολος, προφυλασσόμενος από την ευγνωμοσύνην και τα εγκώμια εκείνα έλεγεν:
— Όχι εις εμέ· εις τον Χριστόν!
— Οποία λαμπρά θεότης! ανέκραξεν όπισθεν των ο Χίλων.
Έγειρε και ακολούθει μοι, είπεν ο Πέτρος, λαμβάνων διά της χειρός τον νέον τριβούνον, και εξηκολούθησαν τον δρόμον των.
Καθ' οδόν ο Βινίκιος ικέτευσε τον Πέτρον:
— Διδάσκαλε, πλύνον με εις το ύδωρ του βαπτίσματος, διά να δύναμαι να λέγωμαι αληθής λάτρης του Χριστού, διότι τον αγαπώ με όλην την δύναμιν της ψυχής μου. Βάπτισόν με τάχιστα, καθότι είμαι ήδη έτοιμος εν τη καρδία μου. Πάν ό,τι με διατάξης θα το πράξω: συ δε ειπέ μοι, τι δύναμαι να πράξω ακόμη.
— Να αγαπάς τους ανθρώπους ως αδελφούς, απήντησεν ο Απόστολος, διότι διά της αγάπης δύνασαι να τον υπηρετήσης, εκείνος δε θα σε ευλογή, σε και τον οίκον σου.
Η καλύβη του λατόμου ήτο είδος άντρου ωρυγμένου εις το κοίλωμα του βράχου του κλεισμένου εκ του ενός μέρους διά τοίχου από χώματα και σχοίνους. Η θύρα ήτο κλειστή, αλλά διά του ανοίγματος, όπερ εχρησίμευεν ως παράθυρον, διέκρινέ τις το εσωτερικόν, φωτιζόμενον υπό της εστίας. Γιγαντιαία μορφή ηγέρθη εις προϋπάντησιν των νεοερχομένων και ηρώτησε:
— Τίνες είσθε;
— Δούλοι του Χριστού! απήντησεν ο Πέτρος. Ειρήνη σοι, Ουρβανέ!
Ο Ούρσος έκλινε μέχρι των ποδών του Αποστόλου, έπειτα αναγνωρίσας τον
Βινίκιον, έλαβε την χείρα του και την έφερεν εις τα χείλη του.
— Ήλθες, αυθέντα! Ευλογητόν το όνομα του Χριστού διά την χαράν, την
οποίαν θα λάβη η Γαλλίνα!
Ήνοιξε την θύραν και εισήλθον. Ο Λίνος ασθενών έκειτο επί αχυρίνης στρωμνής με το πρόσωπον κάτισχνον και το μέτωπον κάτωχρον. Πλησίον της εστίας εκάθητο η Λίγεια, κρατούσα εις τας χείρας βούρλον μικρών ιχθύων προωρισμένων διά το δείπνον. Αφωσιωμένη εις το να εξαγάγη τους ιχθύς εκ του βούρλου και με την βεβαιότητα ότι θα ήτο ο Ούρσος δεν εκινήθη ποσώς. Ο Βινίκιος επλησίασε και καλέσας αυτήν έτεινε τους βραχίονας. Εκείνη ηγέρθη ζωηρά, λάμψις εκπλήξεως και χαράς διήλθε διά του μετώπου της και χωρίς να είπη λέξιν ερρίφθη εις τας αγκάλας του Βινικίου. Εκείνος την έθλιψεν επί του στήθους του μετά ζέσεως, έπειτα έλαβε τους κροτάφους της διά των δύο χειρών και την κατεφίλει εις το μέτωπον και τους οφθαλμούς· τέλος της διηγήθη την αναχώρησίν του, την άφιξη του, και πώς την είχε ζητήσει εντός των τειχών και εις την οικίαν του Λίνου, και πόσον είχεν υποφέρει, έως ότου ο Απόστολος του υπέδειξε το άσυλόν της.
— Αλλά τώρα, έλεγε, τώρα, αφού σε επανεύρον, δεν θα σε αφήσω εδώ. Θα σε σώσω, θα σας σώσω όλους, φιλτάτη μου! Θέλετε να έλθετε μαζί μου εις το Άντιον; Απ' εκεί θα επιβιβασθώμεν πλοίου διά Σικελίαν. Τα κτήματά μου είναι κτήματά σας, αι οικίαι μου είναι οικίαι σας. Εις την Σικελίαν θα ανεύρωμεν τους Αούλους, θα σε αποδώσω εις την Πομπωνίαν και θα σε παραλάβω κατόπιν από των χειρών της. Δεν είναι αληθές, παμφιλτάτη μου, ότι δεν έχεις πλέον φόβον από εμέ; Δεν ελούσθην ακόμη εις το ύδωρ του βαπτίσματος, αλλά δύνασαι να ερωτήσης τον Πέτρον αν δεν τον παρεκάλεσα να με βαπτίση. Έχε εμπιστοσύνην εις εμέ. Σεις όλοι, έχετε εμπιστοσύνην.
Η Λίγεια ήκουε με το πρόσωπον ακτινοβόλον. Η αναχώρησις διά την ειρηνικήν Σικελίαν θα ήνοιγε νέαν εποχήν ευτυχίας εις την ζωήν των. Εάν ο Βινίκιος δεν επρότεινε να παραλάβη ειμή μόνον αυτήν, εκείνη πιθανώς θα ανθίστατο εις τον πειρασμόν, μη θέλουσα ποσώς να καταλίπη τον Απόστολον και τον Λίνον. Αλλ' ο Βινίκιος είπεν:
«Έλθετε μαζί μου, τα κτήματά μου είναι κτήματά σας, αι οικίαι μου, οικίαι σας!»
Και η Λίγεια έκυψε διά να ασπασθή την χείρα του και εψιθύρισεν:
— Η εστία σου θα είναι εστία μου.
Έπειτα, συσταλείσα διότι επρόφερε την φράσιν των νεονύμφων, ηρυθρίασεν υπερβολικά και έμεινεν ακίνητος εις το φέγγος της εστίας.
Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Πέτρον:
— Η Ρώμη καίεται κατά προσταγήν του Καίσαρος, είπε. Τις είδεν αν δεν διατάξη να σφάξη όλους τους κατοίκους διά του στρατού του; Τις οίδεν εάν, μετά την πυρκαϊάν, δεν έλθουν άλλαι πληγαί, — ο εμφύλιος πόλεμος, ο λιμός, αι προγραφαί, αι δολοφονίαι; Λοιπόν κρυφθήτε, και ας κρύψωμεν την Λίγειαν. Εν Σικελία θα περιμείνετε εν ειρήνη το τέλος της λαίλαπος και θα επανέλθετε κατόπιν διά να σπείρετε τον καλόν σπόρον.
Την ιδίαν στιγμήν, είς εργάτης, ο φύλαξ του σταδίου, εισήλθεν ασθμαίνων και έκραξε κλείων την θύραν:
— Σφάζουν γύρω εις τον Κίρκον του Νέρωνος. Οι δούλοι και οι
θηριομάχοι ώρμησαν κατά των πολιτών.
— Ακούετε! είπεν ο Βινίκιος.
— Το ποτήριον επλήσθη, είπεν ο Απόστολος, και αι καταστροφαί θα είναι, ως η θάλασσα, απύθμενος, χωρίς όρια . . . .
Έπειτα στραφείς προς τον Βινίκιον και δεικνύων αυτώ την Λίγειαν:
— Λάβε την παιδίσκην ταύτην, την οποίαν ο Θεός σου προώρισε, και
σώσε την. Ο Λίνος, όστις ασθενεί, και ο Ούρσος θα σας ακολουθήσουν.
Αλλ' ο Βινίκιος, όστις είχεν αρχίσει να αγαπά τον Απόστολον με όλην την δύναμιν της ορμητικής ψυχής του, ανέκραξε:
— Σου ορκίζομαι, διδάσκαλε, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ διά να
απολεσθής!
— Και ο Κύριος θα σε ευλογήση διά την προαίρεσίν σου, απεκρίθη ο Πέτρος· αλλά δεν ηξεύρεις ότι ο Χριστός μου είπε τρις παρά την λίμνην της Τιβεριάδος: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου!» Λοιπόν, εάν συ, εις τον οποίον ουδείς με ενεπιστεύθη, λέγεις ότι δεν θα με αφήσης εδώ διά να απολεσθώ, πώς θέλεις ίνα εγώ εγκαταλίπω το ποίμνιόν μου κατά την ημέραν του κινδύνου; Όταν τρικυμία ετάραττε την λίμνην και ημείς ετρομάξαμεν, εκείνος δεν μας εγκατέλειψε. Και εγώ, ο δούλος, πώς να μη ακολουθήσω το παράδειγμα του Κυρίου μου;
Ο Λίνος ήγειρε το ισχνόν πρόσωπόν του.
— Εφημέριε του Κυρίου, πώς να μη ακολουθήσω και εγώ το παράδειγμά σου;
Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον, παλαίων με τους ιδίους λογισμούς του· αίφνης έδραξε την χείρα της Λιγείας, και με φωνήν, εν τη οποία έπαλλεν η δραστηριότης του Ρωμαίου στρατιώτου, είπεν:
— Ακούσατέ με, Πέτρε, Λίνε και συ Λίγεια! Εγώ έλεγον ό,τι με συνεβούλευε το λογικόν των ανθρώπων. Το λογικόν, το οποίον κατοικεί εις την ψυχήν την ιδικήν σας, εκπηγάζει από τας εντολάς του Σωτήρος. Ναι! δεν ενόησα· ναι! επλανήθην, διότι από τους οφθαλμούς μου τα λέπυρα δεν έπεσαν και ο παλαιός χαρακτήρ μου δεν απέθανεν εντελώς παρ' εμοί. Αλλ' αγαπώ τον Χριστόν και θέλω να είμαι θεράπων του, και επειδή εδώ πρόκειται περί πράγματος πολυτιμοτέρου από την ζωήν μου, γονυπετώ ενώπιόν σας και ομνύω ότι και εγώ θα εκτελέσω την εντολήν της αγάπης και δεν θα εγκαταλείψω ποσώς τους αδελφούς μου κατά την ημέραν της συμφοράς!
Ταύτα ειπών, εγονυπέτησεν, έτεινε τους βραχίονας και με οίστρον ενθουσιασμού:
— Ω Χριστέ! σε ενόησα τέλος; Είμαι άξιος σου;
Αι χείρες του έτρεμον· οι οφθαλμοί του έλαμπον εκ δακρύων, το σώμα του έφρισσεν εξ αγάπης και πίστεως . . . Ο Πέτρος ένευσεν εις τον Ούρσον να γεμίση την κολυμβήθραν ύδατος. Εν ακαρεί ο Ούρσος εξετέλεσε την διαταγήν του Αποστόλου.
Ο Πέτρος έλαβεν από του ώμου και της μασχάλης τον Βινίκιον και του υπέδειξε να κατέλθη εις την κολυμβήθραν, λέγων:
— Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Μάρκος, εις το όνομα του Πατρός, και
του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν!
Τότε η θρησκευτική έκστασις κατέλαβε πάντας. Η καλύβη δι' αυτούς έλαμψεν εκ θαυμασίας αίγλης· ήκουσαν θείας μελωδίας· οι βράχοι του σπηλαίου ηνοίχθησαν υπεράνω των κεφαλών των· εξ ουρανού κατήλθον προς αυτούς πτερυγισμοί αγγέλων. Και εκεί υψηλά, εις το αχανές, είδον ένα σταυρόν και δύο διατρήτους χείρας ευλογούσας.
Έξω, αντήχει ο θόρυβος απηλπισμένων κραυγών και καταρρεουσών οικιών εν μέσω των φλογών.
Ο λαός κατηυλίζετο εις τους λαμπρούς κήπους της Δομιτίας και της Αγριππίνης, εις το πεδίον του Άρεως και εις τους κήπους του Πομπηίου, του Σαλουστίου και του Μαικήνα. Είχε ζητήσει καταφύγιον εις τας επαύλεις, εις τα παραπήγματα και τα άντρα τα προωρισμένα διά τα θηρία. Οι ταώνες, οι κύκνοι, αι στρουθοκάμηλοι, αι έλαφοι και δορκάδες, οι αίγαγροι, οίτινες απετέλουν τον στολισμόν των κήπων, είχον θυσιασθή υπό την μάχαιραν του όχλου. Από την Όστιαν τα τρόφιμα έφθανον τόσον άφθονα, ώστε ηδύνατό τις να περιπατή επί των σχεδίων και των λέμβων, όπως θα περιεπάτει επί γεφύρας, από της μιας όχθης του Τιβέρεως εις την άλλην. Είχον επιταχθή μεγάλαι παρακαταθήκαι οίνου, ελαίου και καστάνων. Από του όρους έφθανον καθ' εκάστην ποίμνια βοών και προβάτων.
Η γενναιοδωρία του Καίσαρος δεν εσταμάτησε τας μομφάς. Μόνη η τάξις των νυκτοκλεπτών, των λωποδυτών και αλητών ήτο ευχαριστημένη· οι άλλοι, όσοι είχον προσφιλείς υπάρξεις, εκείνοι, των οποίων η περιουσία είχε καταστραφή, δεν εκολακεύθησαν, ούτε εκ της διανομής του σίτου, ούτε εκ της προσδοκίας αγώνων και γενναιοδωριών.
Πλησίον της Μυγιανής Πύλης εγίνοντο συμπλοκαί, όπου εχάνοντο κατά εκατοντάδας οι άνθρωποι. Αι όχθαι του Τιβέρεως ήσαν πλήρεις ανθρώπων πνιγμένων, τους οποίους κανείς δεν έθαπτε και οίτινες επλήρουν τον αέρα λοιμωδών αναθυμιάσεων.
Περί την έκτην ημέραν η πυρκαϊά φθάσασα εις ανοικτούς τόπους εξησθένισε. Πολλοί πλανώμενοι με θλιμμένην την όψιν παρεμέριζον περίλυποι τα καπνίζοντα ερείπια, αναζητούντες εντός αυτών αντικείμενα προσφιλή ή τα οστά αγαπητών υπάρξεων.
Ο Καίσαρ, παρ' όλην την ελευθεριότητά του, παρ' όλα τα δωρεάν διανεμηθέντα υπ' αυτού τρόφιμα, με τρόμον ανελογίζετο τας συνεπείας της καταστροφής και της οργής του λαού. Και αυτοί οι Αυγουστιανοί δεν ήσαν ολιγώτερον ανήσυχοι. Ο Τιγγελίνος εσκέπτετο να μετακαλέση λεγεώνας τινας εκ της Μικράς Ασίας. Ο Βατίνιος, όστις μέχρι τούδε εγέλα όταν ερραπίζετο, είχε χάσει την ευθυμίαν του. Ο Βιτέλλιος δεν είχε πλέον όρεξιν.
Ο Τιγγελίνος συνεβουλεύθη τον Δομίτιον Άφερ και αυτόν τον Σενέκαν, τον οποίον εμίσει. Η Ποππέα, ήτις ενόει πολύ καλά, ότι η καταστροφή του Νέρωνος θα ήτο απόφασις θανάτου δι' αυτήν, συνεβουλεύθη τους οικείους της και τους Ιουδαίους ιερείς (ήτο γενικώς γνωστόν ότι από τινων ετών αύτη επρέσβευε την θρησκείαν του Ιεχωβά). Ο Νέρων αφ' ετέρου επρότεινε μέσα της εμπνεύσεώς του τα οποία ήσαν πολλάκις φρικαλέα και ως επί το πλείστον παράλογα.
Έκαμαν συμβούλιον εν τη οικία του Τιβερίου. Ο Πετρώνιος ήτο της γνώμης να αφήσωσι τας φροντίδας οπίσω των και να μεταβώσιν εις την Ελλάδα, έπειτα εις την Αίγυπτον και εις την Μικράν Ασίαν. Το ταξείδιον είχε προταθή προ πολλού· διατί λοιπόν να αναβληθή ακόμη;
Η πρότασις αύτη ενεθουσίασεν αμέσως τον Καίσαρα. Αλλ' ο Σενέκας αντέτεινε ειπών:
— Είνε εύκολον να αναχωρήση κανείς. Αλλά να επιστρέψη θα είναι
δυσκολώτατον.
— Μα τον Ηρακλή! απήντησεν ο Πετρώνιος, θα επιστρέψωμεν, εάν είναι
ανάγκη, επί κεφαλής των λεγεώνων της Ασίας.
— Ούτω θα πράξω! ανεφώνησεν ο Νέρων.
Ο Πετρώνιος θα ήτο και πάλιν ο άνθρωπος των περιστάσεων.
— Άκουσόν με, Καίσαρ! υπέλαβεν ο Τιγγελίνος, η συμβουλή είνε κινδυνώδης. Πριν φθάσης εις Όστιαν θα εκραγή ο εμφύλιος πόλεμος και τις ηξεύρει αν κανείς μακρυνός απόγονος του θείου Αυγούστου δεν αναγορευθή αυτοκράτωρ;
— Λοιπόν! εφώνησεν ο Νέρων, θα προσποιηθώμεν ότι οι απόγονοι του Αυγούστου δεν υπάρχουν εις την αγοράν. Οι ολίγοι ζώντες ακόμη είνε εύκολον να παραιτηθώσι.
— Πράγματι είνε ευκολώτατον, αλλά και άλλοι ακόμη δύνανται να είνε επικίνδυνοι. Χθες οι στρατιώται μου ήκουον να λέγεται μεταξύ του πλήθους, ότι πρέπει να αναγορευθή αυτοκράτωρ είς άνθρωπος ως ο Θραπεύς.
Ο Νέρων εδάγκασε τα χείλη του.
— Λαός ακόρεστος και αγνώμων! Έχουν αρκετόν σίτον και αρκετήν θερμήν τέφραν διά να ψήσουν τους πλακούντας των τι τους χρειάζεται ακόμη;
— Η εκδίκησις!! απήντησεν ο Τιγγελίνος.
Πάντες εσιώπησαν. Αίφνης ο Καίσαρ ωρθώθη, ανέτεινε την χείρα και απήγγειλεν:
«Εκδίκησιν διψώσιν αι καρδίαι, θύματα δε η εκδίκησις διψά» . . . .
Έπειτα λησμονήσας το παν ανέκραξε, με ακτινοβόλον όψιν:
— Δόσατέ μου τας πινακίδας μου και κάλαμον, ίνα σημειώσω τους στίχους τούτους! Ποτέ ο Λουκιανός δεν έγραψε παρομοίους. Παρατηρήσατε ότι τους εύρον εν ριπή οφθαλμού.
— Ω ποιητά απαράμιλλε! ηκούσθησαν φωναί.
Ο Νέρων εσημείωσε τους στίχους και περιφέρων το βλέμμα του επί τους παρεστώτας:
— Ναι, η εκδίκησις θέλει θύματα! Εάν εσφενδονίζομεν την είδησιν, ότι ο Βατίνιος επυρπόλησε την πόλιν ή άλλος τις σημαντικώτερος, και αν τον εθυσιάζομεν διά να δυνηθώμεν να κορέσωμεν την μανίαν του λαού;
— Τι είμαι λοιπόν εγώ, ω θεότης; ανέκραξεν ο Βατίνιος.
— Είνε αληθές: είς από τους σπουδαιοτέρους . . . και ο Βιτέλλιος;
Ο Βιτέλλιος ωχρίασεν, αλλ' ήρχισε να γελά.
— Το πάχος μου, είπε, θα επροκάλει νέαν πυρκαϊάν.
Εν τούτοις ο Νέρων εζήτει έν θύμα, το οποίον θα ηδύνατο αληθώς να κορέση την οργήν του λαού, και το εύρε:
— Τιγγελίνε, είπε, συ έκαυσες την Ρώμην!
Οι παρεστώτες εφρικίασαν. Ενόουν ότι ο Καίσαρ έπαυσε να αστεΐζεται και ότι η στιγμή ήτο πλήρης γεγονότων.
Το πρόσωπον του Τιγγελίνου συνεσπάσθη ως το ρύγχος κυνός, ο οποίος είνε έτοιμος να δαγκάση.
— Έκαυσα την Ρώμην . . . τη προσταγή σου, απήντησε.
Και έμειναν προσβλέποντες αλλήλους ασκαρδαμυκτί. Ηκούετο ο βόμβος των μυιών εκ του ατρίου.
— Τιγγελίνε, ηρώτησεν ο Νέρων, με αγαπάς;
— Το ηξεύρεις, αυθέντα.
— Θυσιάσθητι προς χάριν μου!
— Θείε Καίσαρ, απήντησεν ο Τιγγελίνος, διατί να δίδης εις εμέ το γλυκύ ποτόν, όταν μου είνε απηγορευμένον να το φέρω εις τα χείλη μου; ο λαός γογγύζει και στασιάζει· θέλεις να επαναστατήσουν και οι πραιτωριανοί;
Ο Τιγγελίνος ήτο στρατηγός των πραιτωριανών και οι λόγοι του περιείχον έννοιαν απειλής. Ο Νέρων το ενόησε και το πρόσωπόν του έγινε κάτωχρον.
Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Επαφρόδιτος, απελεύθερος του Καίσαρος. Ήρχετο να αναγγείλη εις τον Τιγγελίνον ότι η θεία Αυγούστα επεθύμει να τον ίδη: αύτη είχε πλησίον της ανθρώπους, τους οποίους ο στρατηγός έπρεπε να ακούση.
Ο Τιγγελίνος υπεκλίθη προ του Καίσαρος και εξήλθεν αναθαρρήσας.
Ο Νέρων κατ' αρχάς έμεινε σιωπηλός. Έπειτα, βλέπων ότι οι παρεστώτες ανέμενον, είπεν:
— Εθέρμανα όφιν εις τους κόλπους μου.
Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους, διά να δείξη ότι δεν ήτο πολύ δύσκολον να κόψη τις την κεφαλήν του όφεως εκείνου.
— Λοιπόν ομίλει! δος συμβουλήν! το απαιτεί ο Νέρων. Εις σε μόνον έχω εμπιστοσύνην, επειδή έχεις περισσότερον νουν από όλους αυτούς εδώ και με αγαπάς.
Ο Πετρώνιος απεκρίθη:
— Σε συμβουλεύω να αναχωρήσης διά την Ελλάδα.
— Πετρώνιε, ο λαός γογγύζει· αλλ' εάν ελάμβανον την βάρβιτόν μου και μετέβαινον εις το Πεδίον του Άρεως, εάν του έψαλλα επάνω εις την πυρκαϊάν . . . δεν νομίζεις ότι θα κατώρθωνα να τον θέλξω με το άσμα μου, όπως ο Ορφεύς το πάλαι κατέθελγε τα θηρία;
— Αναμφιβόλως, Καίσαρ . . . αρκεί μόνον . . . να σε άφηναν να αρχίσης. . . .
— Α! ανέκραξεν ο Νέρων απογοητευθείς, επερίμενα καλλίτερα από σε. Εάν αναχωρήσω, ποίος ημπορεί να μου εγγυηθή ότι η Σύγκλητος, ήτις με μισεί, δεν θα ανακηρύξη άλλον αυτοκράτορα; Ο λαός ήτο πιστός εις εμέ· σήμερον είναι εναντίον μου . . . Μα τον Άδην, εάν η Σύγκλητος αύτη και ο λαός είχον μόνον μίαν κεφαλήν . . . .
— Επίτρεψόν μοι να σοι είπω, ω θεσπέσιε, ότι εάν επιθυμής να διατηρήσης την Ρώμην, πρέπει να διατηρήσης Ρωμαίους τινάς, είπε μειδιών ο Πετρώνιος.
Αλλ' ο Νέρων εμεμψιμοίρει.
— Η Ρώμη και οι Ρωμαίοι τι με ενδιαφέρουν! θα με ήκουον όταν ευρισκόμην εν Ελλάδι; Εδώ όλοι είναι προδόται γύρω μου! Όλοι με εγκαταλείπουν και σεις ο ίδιος είσθε έτοιμος να με προδώσετε! Ειξεύρω τούτο . . . . Δεν σκέπτεσθε μάλιστα ποία μομφή θα στραφή εναντίον σας εις το μέλλον;
Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν η Ποππέα μετά του Τιγγελίνου. Ούτος ακτινοβολών εκ χαράς και θριάμβου εστάθη έμπροσθεν του Καίσαρος και ωμίλησε με φωνήν βραδείαν και ευκρινή, εν τη οποία έτριζεν ο σίδηρος.
— Άκουσόν με, Καίσαρ, ευρήκα! . . . Ο λαός θέλει εκδίκησιν και θύμα. Τι λέγω, θύμα; Εκατοντάδας, χιλιάδας θυμάτων . . . Ήκουσες ποτέ να λέγουν, ω άναξ, ποίος ήτο ο Χριστός, εκείνος τον οποίον εσταύρωσεν ο Πόντιος Πιλάτος; Ειξεύρεις τίνες είνε οι Χριστιανοί; Δεν σου ωμίλησαν περί των εγκλημάτων των και των ατίμων τελετών των! περί των προφητειών των, κατά τας οποίας ο κόσμος θα απολεσθή διά πυρός; Ο λαός τους μισεί και τους υποπτεύεται ήδη. Ουδείς τους είδε ποτέ εις τους ναούς, διότι ισχυρίζονται ότι οι θεοί μας είναι πονηρά πνεύματα· δεν τους βλέπει τις εις το Στάδιον, διότι περιφρονούν τας ιπποδρομίας. Ουδέποτε ουδείς εξ αυτών ανεγνώρισε την θείαν καταγωγήν σου. Είνε εχθροί του ανθρωπίνου γένους, εχθροί της πόλεως, εχθροί ιδικοί σου! Ο λαός γογγύζει κατά σου· αλλά δεν με διέταξες συ, Καίσαρ, να καύσω την Ρώμην, ούτε εγώ την έκαυσα. Ο λαός διψά εκδίκησιν. Θα πίη. Ο λαός θέλει αγώνας και αίμα· θα τα λάβη! Ο λαός σε υποπτεύεται. Αι υποψίαι του θα παρεκκλίνωσιν.
Ενώ ωμίλει ο Τιγγελίνος, το πρόσωπον του αυτοκράτορος ήλλαζεν έκφρασιν κατοπτρίζον πότε μανίαν και πότε λύπην, πότε οίκτον και πότε επιδοκιμασίαν. Και ορθωθείς αίφνης ο Καίσαρ απέρριψε την τήβεννόν του, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν και έμενεν ούτω σιωπηλός. Τέλος με φωνήν τραγωδού προφέρων ελληνιστί τα ονόματά των, είπε:
— Ζευ, Απόλλων, Ήρα, Αθηνά, Περσεφόνη και σεις πάντες θεοί αθάνατοι! Διατί δεν μας εβοηθήσατε; Τι έπραξεν εις τους κακοδαίμονας αυτούς χριστιανούς η δύστηνος αύτη πόλις και την επυρπόλησαν;
— Είνε εχθροί του ανθρωπίνου γένους και εχθροί σου! είπεν η Ποππέα.
Τότε όλοι ομού:
— Απόδος δικαιοσύνην! Τιμώρησον τους εμπρηστάς! Και αυτοί οι θεοί φωνάζουν εκδίκησιν.
Ο Νέρων εκάθησεν, εχαμήλωσε την κεφαλήν και έμεινεν άφωνος, ως να είχε καταστή εμβρόντητος από θέαμα βδελυρόν· είτα εκίνησε τας χείρας και ανέκραξε:
— Ποίαι ποιναί και ποίαι βάσανοι είνε άξιαι του εγκλήματος τούτου;
Αλλ' οι θεοί θα με εμπνεύσουν, και με την βοήθειαν των δυνάμεων του
Ταρτάρου θα δώσω εις τον δυστυχή λαόν μου τοιούτον θέαμα, ώστε επί
αιώνας οι Ρωμαίοι θα ομιλούν περί εμού μετ' ευγνωμοσύνης . . .
Ο Πετρώνιος ανελογίσθη τους κινδύνους, τους οποίους έμελλον να διατρέξωσιν η Λίγεια και ο Βινίκιος, τους όποιους ηγάπα, και όλοι εκείνοι των οποίων το δόγμα μεν απέρριπτε, τους οποίους όμως εγνώριζεν ως αθώους. Ανελογίσθη προσέτι ότι έμελλε να αρχίση εποχή αιματηρών οργίων και εσκέφθη: «Πρέπει να σώσω προ παντός τον Βινίκιον, όστις θα τρελλαθή αν χαθή η κόρη εκείνη.» Και η σκέψις αύτη ενίκησεν όλας τας άλλας, αν και ο Πετρώνιος κατενόει ότι έμελλε να αποδυθή εις αγώνα εξαιρέτως επικίνδυνον.
Και ωμίλησε μετά παρρησίας όπως εσυνήθιζε να πράττη, οσάκις επέκρινεν ή επήνει τας μωράς εμπνεύσεις του Καίσαρος ή των Αυγουστιανών.
— Λοιπόν εύρετε θύματα! είπε προς τον Καίσαρα. Πολύ καλά! Δύνασθε να τα στείλετε εις την κονίστραν και να τα θυσιάσετε! Πλην ακούσατέ με: Έχετε την εξουσίαν· έχετε την βίαν! Παραδώσατε τους χριστιανούς εις τον λαόν, βασανίσατέ τους, αλλ' έχετε το θάρρος να ειπήτε εις εαυτούς ότι αυτοί δεν έκαυσαν την Ρώμην! . . . Μα την θείαν Κλειώ! Σας δηλώ ότι δεν υποφέρω αυτάς τας αθλίας κωμωδίας. Συ, Καίσαρ, μας έλεγες περί υστεροφημίας· πλην αναλογίσθητι καλώς, οποίον θα είνε το δόγμα της υστεροφημίας περί σου. Ο Νέρων, δεσπότης του κόσμου, ο Νέρων-θεός, έκαυσε την Ρώμην, διότι ήτο τόσον φοβερός επί της γης όσον και ο Ζευς εις τον Όλυμπον. Ο Νέρων ποιητής ηγάπα τόσον πολύ την ποίησιν, ώστε εθυσίασεν εις αυτήν την πατρίδα του! Από καταβολής κόσμου ουδείς έπραξεν, ουδείς ετόλμησε να ονειροπολήση παρόμοιον πράγμα! Αδιάφορον αν η πυρπόλησις της Ρώμης είναι καλόν ή κακόν: Είνε μέγα πράγμα και ασύνηθες! Και έπειτα, σε βεβαιώ ότι ο λαός δεν θα εγείρη χείρα επί σου! έχε θάρρος! Άπεχε από πράξεις αναξίας σου, διότι δεν έχεις να φοβηθής ειμή την υστεροφημίαν, ήτις μόνη θα ηδύνατο να είπη: «Ο Νέρων έκαυσε την Ρώμην. Αλλ' ο Καίσαρ, ο τόσον μικρόψυχος, όσον και μικρόψυχος ποιητής, απεκήρυξε [?]κώτερος, και αν τον θυσιάσωμεν διά να δυνηθώμεν να κορέσωμεν αθώους!»
Ο Πετρώνιος δεν ηπατάτο ως προς τας συνεπείας, τας οποίας θα επέφερε δι' αυτόν η αποτυχία του απελπιστικού μέσου, εις το οποίον είχε προσφύγει. Αλλά το παιγνίδιον της Τύχης και της συμπτώσεως πάντοτε τον έτερπε.
Επήλθε σιγή.
Ο Νέρων είχεν ανυψώσει τα χείλη, πλησιάζων αυτά εις τους ρώθωνας, πράγμα το οποίον ήτο σημείον δισταγμού.
— Άναξ, ανέκραξεν ο Τιγγελίνος, επίτρεψόν μοι να εξέλθω. Σε παροτρύνουν να ριψοκινδυνεύσης το ίδιον πρόσωπόν σου εις τους μεγαλειτέρους κινδύνους, και επί πλέον, σε χαρακτηρίζουν ως Καίσαρα μικρόψυχον ποιητήν, ως εμπρηστήν και ως κωμωδόν· τα ώτα μου δεν δύνανται να ακούωσι περισσότερα.
— Έχασα, εσκέφθη ο Πετρώνιος.
Αλλά στραφείς προς τον Τιγγελίνον και καταμετρών αυτόν με βλέμμα προδίδον πάσαν περιφρόνησιν προς τον πανούργον:
— Τιγγελίνε, είπε, σε εχαρακτήρισα ως κωμωδόν, διότι τοιούτος είσαι,
και μάλιστα την στιγμήν αυτήν.
— Διότι δεν θέλω να ακούω τας ύβρεις σου;
— Διότι υποκρίνεσαι απεριόριστον αγάπην προς τον Καίσαρα, ενώ προ μιας στιγμής τον ηπείλεις με τους πραιτωριανούς, πράγμα το οποίον πάντες ενοήσαμεν και αυτός σε ενόησεν επίσης.
Ο Τιγγελίνος, όστις δεν εφαντάζετο ότι ο Πετρώνιος θα ετόλμα να ρίψη τον κύβον επί της τραπέζης με τοιαύτην αποφασιστικότητα, έγινε κάτωχρος και έμεινε βωβός. Αλλ' αυτή θα ήτο η τελευταία νίκη του «Βασιλέως της κομψότητος» κατά του αντιπάλου του, διότι αυτοστιγμεί η Ποππέα εγερθείσα ανέκραξεν:
— Άναξ, πώς δύνασαι να επιτρέπης τοιαύτην ιδέαν να την εκφράζη οιοσδήποτε ή τουλάχιστον να τολμούν να την εκφράζουν ενώπιόν σου;
— Τιμώρησον τον υβριστήν, είπεν ο Βιτέλλιος.
Εκ νέου ο Νέρων ηνώρθωσε τα χείλη του και στραφείς προς τον Πετρώνιον με στίλβοντας οφθαλμούς:
— Τοιουτοτρόπως λοιπόν, είπεν, ανταποδίδεις την φιλίαν, την οποίαν
είχον πάντοτε προς σε;
— Εάν ηπατήθην, απόδειξόν μου την πλάνην μου, απήντησεν ο Πετρώνιος· αλλά μάθε ότι ουδέν άλλο είπα, ειμή ό,τι μου υπηγόρευεν η αγάπη την οποίαν έχω διά σε.
— Τιμώρησον τον υβριστήν! επανέλαβεν ο Βιτέλλιος.
Και έπειτα όλοι:
— Ναι! Τιμώρησον αυτόν!
Πάντες απεμακρύνοντο από τον Πετρώνιον. Και αυτός ο Τούλιος Σενεκίων, ο παλαιός σύντροφός του εις την αυλήν, και ο νεαρός Νέρβας, όστις, έως τότε, είχε δείξει προς αυτόν ζωηροτάτην φιλίαν, απεμακρύνθησαν. Ο «βασιλεύς της κομψότητος» είχε μείνει μόνος εις το αριστερόν του ατρίου. Με το μειδίαμα εις τα χείλη και διευθετών με νωχελή χείρα τας πτυχάς της τηβέννου του, επερίμενε τι θα έλεγεν ή θα έπραττεν ο Καίσαρ.
Ο Καίσαρ είπε:
— Θέλετε να τον τιμωρήσω, αλλ' είναι εταίρος και φίλος μου. Και μ' όλον ότι μου επλήγωσε την καρδίαν, θέλω να μάθη ότι η καρδία αύτη μόνον την συγγνώμην έχει διά τους φίλους της.
— Έχασα . . . και εχάθην, εσκέφθη ο Πετρώνιος.
Εν τοσούτω ο Καίσαρ ηγέρθη. Το συμβούλιον έληξε.
Ο Πετρώνιος επανήλθεν εις την οικίαν του, ενώ ο Νέρων και ο
Τιγγελίνος μετέβαινον εις το άτριον της Ποππέας, όπου τους ανέμενον
οι άνθρωποι, μετά των οποίων προηγουμένως είχε συνομιλήσει ο
Τιγγελίνος.
Ήσαν εκεί δύο ραββίνοι της Τρανστιβέρης, ενδεδυμένοι μακράς επιδεικτικάς εσθήτας και φέροντες μίτραν επί της κεφαλής, είς νέος γραφεύς, όστις εχρησίμευεν ως γραμματεύς των και ο Χίλων. Μόλις είδον τον Καίσαρα, οι ιερείς ωχρίασαν εκ συγκινήσεως και, υψώσαντες τας χείρας μέχρι των ώμων, εκάλυψαν τα μέτωπα με τας παλάμας.
«Χαίρε, μονάρχα των μοναρχών και βασιλεύ των βασιλευόντων! είπεν ο πρεσβύτερος. Χαίρε, δέσποτα του κόσμου, προστάτα του λαού εκλεκτέ! Χαίρε, Καίσαρ, λέων εις τους ανθρώπους, ω συ, του οποίου η βασιλεία είναι ομοία με το φως του ηλίου και με τας κέδρους του Λιβάνου και με πηγήν ζώντος ύδατος και με βάλσαμον της Ιεριχούς! Χαίρε.»
— Κατηγορείτε τους χριστιανούς ότι έκαυσαν την Ρώμην; είπεν ο
Καίσαρ.
— Ημείς, δέσποτα, δεν τους κατηγορούμεν, ειμή ότι είναι οι εχθροί του ανθρωπίνου γένους, οι εχθροί της Ρώμης και ιδικοί σου εχθροί, και ότι από πολλού ηπείλησαν με πυρ την Πόλιν και τον κόσμον. Τα λοιπά θα σου εξηγηθώσιν υπό του ανδρός τούτου, του οποίου τα χείλη δεν θα μολυνθώσι ποσώς διά ψεύδους, επειδή εις τας φλέβας της μητρός του έρρεε το αίμα του εκλεκτού λαού.
Ο Νέρων εστράφη προς τον Χίλωνα:
— Ποίος είσαι συ;
— Πιστός σου, θείε Όσιρι, και δυστυχής στωικός.
— Απεχθάνομαι τους στωικούς, είπεν ο Νέρων. Η γλώσσα των και η περιφρόνησίς των προς την τέχνην μού προκαλούν αηδίαν, ως και η εκουσία αθλιότης των και η ακαθαρσία των.
— Αυθέντα, είμαι στωικός εξ ανάγκης. Κάλυψε μόνον τον στωικισμόν μου, ω Ακτινοβόλε, κάλυψέ τον με στέφανον ρόδων και θες έμπροσθέν του ένα αμφορέα οίνου — και αυτός θα ψάλη τον Ανακρέοντα ώστε να κάμη να σιγήσουν οι Επικούριοι.
Ο Νέρων ευχαριστηθείς από τον τίτλον «ακτινοβόλος» εμειδίασε και είπε:
— Μου είσαι αρεστός.
— Αυτός ο άνθρωπος είναι τέλειος; ανέκραξεν ο Τιγγελίνος.
— Πρόσθεσε, κύριε, την γενναιοδωρίαν σου εις το ιδικόν μου βάρος, υπέλαβεν ο Χίλων· ειδεμή ο άνεμος θα παρασύρη το φιλοδώρημα.
— Πράγματι, δεν αξίζεις όσον ο Βιτέλλιος, είπεν ο Καίσαρ.
— Έ! θείε τοξότα, το πνεύμα μου δεν είναι από μόλυβδον.
— Βλέπω ότι ο Νόμος δεν σου απαγορεύει να με ονομάζης θείον.
— Αθάνατε! ο Νόμος μου είσαι συ· οι χριστιανοί βλασφημούσι τον νόμον τούτον και δι' αυτό τους μισώ.
— Λέγε, τι γνωρίζεις περί των χριστιανών;
— Θα μου επιτρέψης να κλαύσω πρώτον, θεσπέσιε;
— Όχι, είπεν ο Νέρων· τα δάκρυα με ενοχλούν.
— Και έχεις πολύ δίκαιον, ω θείε Καίσαρ!
— Ωμίλει περί των χριστιανών, είπεν ανυπομονούσα η Ποππέα.
— Θα γίνη, όπως διατάττεις, Ίσις, απήντησεν ο Χίλων. Ιδού. Από της νεότητός μου αφιερώθην εις την φιλοσοφίαν και ανεζήτησα την αλήθειαν. Την εζήτησα εις τους αρχαίους σοφούς και εις την Ακαδημίαν των Αθηνών και εις το Σεράπειον της Αλεξανδρείας. Ακούσας να γίνεται λόγος περί των χριστιανών, ενόμισα ότι ήτο νέα τις σχολή, όπου θα εύρισκον ίσως μόρια τινα αληθείας. Και ήλθα εις σχέσεις προς αυτούς, κατά δυστυχίαν μου! Ο πρώτος χριστιανός εις τον οποίον με επλησίασεν η κακή μου μοίρα, ήτο είς ιατρός εν Νεαπόλει, ονόματι Γλαύκος. Δι' αυτού έμαθον ολίγον κατ' ολίγον, ότι ούτοι ελάτρευον κάποιον Χριστόν, όστις τους είχεν υποσχεθή την εξόντωσιν όλων των ανθρώπων και τον όλεθρον όλων των πόλεων επί της γης, και ότι αυτούς μόνον θα αφήση να ζώσιν, υπό τον όρον όπως ούτοι τον βοηθήσουν εις το έργον της καταστροφής. Διά τούτο, άναξ, μισούσιν όλους τους ανθρώπους, δηλητηριάζουσι τας κρήνας και βλασφημούν την Ρώμην και όλους τους ναούς, όπου λατρεύονται οι θεοί μας. Ο Χριστός εσταυρώθη, αλλά τους υπεσχέθη ότι την ημέραν καθ' ήν θα κατεστρέφετο η Ρώμη, θα επανέλθη επί της γης και θα δώση εις αυτούς την βασιλείαν του κόσμου.
— Τώρα ο λαός θα εννοήση διατί εκάη η Ρώμη! διέκοψεν ο Τιγγελίνος.
— Πολλοί άνθρωποι το εννοούσιν ήδη, αυθέντα, υπέλαβεν ο Χίλων διότι περιτρέχω τους κήπους και το Πεδίον του Άρεως και διδάσκω. Αλλ' εάν καταδεχθήτε να με ακούσετε μέχρι τέλους, θα μάθετε ποίους λόγους έχω διά να τους εκδικηθώ. Ο ιατρός Γλαύκος δεν μου έλεγε ποσώς κατ' αρχάς ότι το δόγμα των παρήγγελλεν εις αυτούς το μίσος των ανθρώπων. Απ' εναντίας μου επανελάμβανεν ότι ο Χριστός ήτο Θεός αγαθός και ότι βάσις της διδασκαλίας του ήτο η αγάπη. Η ευαίσθητος ψυχή μου δεν ηδυνήθη να αντιστή εις τοιαύτην διδασκαλίαν. Ηγάπησα τον Γλαύκον και έδωσα πίστιν εις αυτόν. Εμοίραζα μαζί του κάθε ξηρόν τεμάχιον άρτου και κάθε νόμισμα. Και ηξεύρεις, αυθέντα, πώς επληρώθην εις αντάλλαγμα; Μεταξύ Νεαπόλεως και Ρώμης μου έδωσε μίαν μαχαιριάν και επώλησε την σύζυγόν μου, την Βερενίκην μου, την τόσον νέαν και ωραίαν, εις ένα έμπορον δούλων. Εάν ο Σοφοκλής εμάνθανε την ιστορίαν μου . . . Αλλά τι λέγω; Ο ακούων με είναι μεγαλείτερος του Σοφοκλέους.
— Δυστυχισμένε άνθρωπε! είπεν η Ποππέα.
— Όταν έφθασα εις Ρώμην, προσεπάθησα να εισχωρήσω πλησίον των πρεσβυτέρων των διά να τύχω δικαιοσύνης κατά του Γλαύκου. Ενόμιζον ότι θα τον υπεχρέουν να μου αποδώση την σύζυγόν μου. Τοιουτοτρόπως εγνώρισα τον αρχιερέα των· εγνώρισα Παύλον τινα, όστις ήτο δεσμώτης εδώ, και τον απέλυσαν· εγνώρισα τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Λίνον και τον Κρίσπον και πολλούς άλλους. Ειξεύρω πού αυτοί κατώκουν προ της πυρκαϊάς· ειξεύρω πού συναθροίζονται· δύναμαι να δείξω έν υπόγειον του Βατικανού λόφου και έν κοιμητήριον όπισθεν της Νουμεντιανής πύλης, όπου κάμνουν τας τελετάς των τας ανοσίους. Εκεί είδα τον Απόστολον Πέτρον, εκεί είδα τον Γλαύκον να σφάζη παιδιά, όπως ο Απόστολος ραντίζη διά του αίματός των τας κεφαλάς των προσηλύτων, και ήκουσα την Λίγειαν, την θετήν θυγατέρα της Πομπωνίας Γραικίνας, ήτις, επειδή δεν ηδυνήθη να προσκομίση αίμα βρέφους, εκαυχάτο ότι εμάγευσε τουλάχιστον την μικράν Αυγούσταν, το θυγάτριόν σου, θείε Όσιρι, και το ιδικόν σου, ω Ίσις!
— Καίσαρ, ακούεις! είπεν η Ποππέα.
— Αυτό είναι δυνατόν, ανέκραξεν ο Νέρων.
— Θα συνεχώρουν τας ιδίας μου ύβρεις, εξηκολούθησεν ο Χίλων, αλλ' ακούσας τούτο ηθέλησα να την μαχαιρώσω. Δυστυχώς ημποδίσθην υπό του ευγενούς Βινικίου, ο οποίος την ερωτεύεται.
— Ο Βινίκιος; Αλλ' εκείνη τον αφήκε και έφυγε, παρά να . . .
— Έφυγε, αλλ' εκείνος ήρχισε να την αναζητή, μη δυνάμενος να ζήση άνευ αυτής. Αντί αθλίου μισθού, εγώ τον εβοήθησα εις τας ερεύνας του και του υπέδειξα την οικίαν, όπου κατώκει εκείνη μεταξύ των χριστιανών, κατά την Τρανστιβέρην. απήλθομεν ομού, λαβόντες μεθ' ημών τον παλαιστήν Κρότωνα, τον οποίον ο ευγενής Βινίκιος είχε μισθώσει χάριν μείζονος ασφαλείας. Αλλ' ο Ούρσος, ο δούλος της Λιγείας, έπνιξε τον Κρότωνα. Είναι άνθρωπος φοβεράς ρώμης, άναξ, άνθρωπος όστις συστρέφει τον λαιμόν των ταύρων τόσον ευκόλως, όπως συστρέφει άλλος ένα μανιτάρι.
— Μα τον Ηρακλέα! ανέκραξεν ο Νέρων, του θνητού, όστις έπνιξε τον
Κρότωνα αξίζει να στηθή ο ανδριάς. Αλλά πλανάσαι ή πλάττεις μύθους,
γέρον, καθότι ο Κρότων εφονεύθη διά τραύματος μαχαίρας υπό του
Βινικίου.
— Άναξ, είδα με τους ιδίους οφθαλμούς μου τας πλευράς του Κρότωνος να κατασυντρίβωνται μεταξύ των χειρών του Ούρσου, όστις κατόπιν κατέβαλε τον Βινίκιον. Θα τον εφόνευεν, αν δεν παρενέβαινεν η Λίγεια. Ο Βινίκιος έμεινεν άρρωστος επί μακρόν, αλλά τον επεμελήθησαν με την ελπίδα, ότι θα εγίνετο χριστιανός χάριν του έρωτος, και τωόντι έγινε.
— Ο Βινίκιος; ηρώτησεν απορών ο Καίσαρ.
— Και ο Πετρώνιος ομοίως; ηρώτησεν εν σπουδή ο Τιγγελίνος.
— Θαυμάζω την οξυδέρκειάν σου, άρχον, είπεν ο Χίλων . . . ίσως πολύ
ενδεχόμενον!
— Τώρα εννοώ την μανίαν του εις το να υπερασπίζεται τους
χριστιανούς.
Αλλ' ο Νέρων ήρχισε να γελά.
— Ο Πετρώνιος χριστιανός! . . . Ο Πετρώνιος να γίνη εχθρός της ζωής και της ηδονής! Μη είσθε ανόητοι και μη ζητήτε να το πιστεύσω.
— Εν τούτοις ο ευγενής Βινίκιος έγινε χριστιανός, όπως είνε χριστιανοί και η Πομπωνία, ο μικρός Άουλος και η Λίγεια. Εγώ τον υπηρέτησα πιστώς· εις ανταμοιβήν εκείνος με εμαστίγωσε, κατ' απαίτησιν του ιατρού Γλαύκου, αν και είμαι γέρων, και τότε ήμην ασθενής και πειναλέος. Και ωρκίσθην εις τον Άδην ότι δεν θα το ελησμόνουν. Άναξ, εκδικήθητι αυτούς διά το αδίκημα, το οποίον μου έκαμαν και θα σου παραδώσω τον Πέτρον τον Απόστολον και τον Λίνον και τον Κλίτον, και τον Γλαύκον και τον Κρίσπον, τους πρεσβυτέρους των και την Λίγειαν και τον Ούρσον. Θα σας υποδείξω εκατοντάδας και χιλιάδας εξ αυτών θα σας δείξω τους ευκτηρίους οίκους των, τα νεκροταφεία των . . . Αι φυλακαί σας θα είνε ανεπαρκείς διά να τους χωρέσουν . . . Μέχρι τούδε εις τας δυστυχίας μου εζήτησα παρηγορίαν εις μόνην την φιλοσοφίαν. Δος μου αυτήν διά των ευνοιών σου . . . Είμαι γέρων, δεν εγνώρισα ακόμη την ζωήν. Δος μου την ανάπαυσιν.
Η Ποππέα, ήτις είχε κατανοήσει ότι εις όλην την Ρώμην μόνη η Λίγεια ηδύνατο να γίνη αντίζηλός της, μάλιστα δε να νικήση, από καιρού εζήτει να εύρη μέσον εξοντώσεως αυτής και μετεχειρίσθη προς τούτο τον Χίλωνα.
Άναξ, είπε, εκδικήθητι το τέκνον μας!
— Σπεύσατε! ανέκραξεν ο Χίλων. Σπεύσατε! Άλλως ο Βινίκιος θα λάβη καιρόν να την κρύψη. Θα σας δείξω την οικίαν, όπου εγκατεστάθη μετά την πυρκαϊάν.
— Θα σου δώσω δέκα άνδρας. Ύπαγε αμέσως, είπεν ο Τιγγελίνος.
— Άρχον, δεν γνωρίζεις τον Ούρσον! και πεντήκοντα άνδρας αν μου δώσης, μόνον μακρόθεν θα δείξω την οικίαν. Περιπλέον, εάν δεν φυλακίσετε συγχρόνως τον Βινίκιον, είμαι χαμένος.
Ο Τιγγελίνος προσέβλεψε τον Νέρωνα.
— Δεν θα ήτο καλόν, ω θείε, να απαλλαγώμεν ταυτοχρόνως και του θείου και του ανεψιού;
Ο Νέρων εσκέφθη.
— Όχι, όχι τώ [?] Ποτέ δεν θα θελήσουν να πιστεύσουν ότι ο
Πετρώνιος, ο Βινίκιος ή η Πομπωνία Γραικίνα έκαυσαν την Ρώμην. Αι
οικίαι των ήσαν τόσον ωραίαι! . . . Σήμερον χρειάζονται άλλα θύματα.
Θα έλθη και η σειρά των.
— Άναξ, δος μοι στρατιώτας διά να με φυλάττουν, είπεν ικετευτικώς ο
Χίλων.
— Ο Τιγγελίνος θα φροντίση δι' αυτό.
— Θα κατοικήσης πλησίον μου, είπεν ο αρχηγός.
Το πρόσωπον του Χίλωνος έλαμπεν εκ χαράς.
— Θα σας τους παραδώσω όλους! Μόνον σπεύσατε! έκραξε με βραχνιασμένην φωνήν. Σπεύσατε!
Καταλιπών την οικίαν του Καίσαρος, ο Πετρώνιος μετέβη εις την εν
Καρίναις οικίαν του, ήτις, χάρις εις τον κήπον τον περικυκλούντα τους
τοίχους εκ των τριών πλευρών και χάρις εις την απέναντι αυτής
Καικιλιανήν Αγοράν είχε διαφύγει την πυρκαϊάν.
Έλαβεν αμέσως λουτρόν και κατόπιν ανεπαύθη συλλογιζόμενος τα συμβάντα μεταξύ Καίσαρος, Τιγγελίνου και αυτού. Εσκέπτετο να αντιμετωπίση με θάρρος πάσαν ραδιουργίαν και πάσαν κατ' αυτού προσβολήν. Εσκέπτετο προσέτι ότι αν ήτο αρχηγός των πραιτοριανών αυτός, θα παρέδιδεν εις τον όχλον τον Τιγγελίνον τον αχρείον και θα υπεστήριζε τον Βινίκιον και την Λίγειαν, και μετ' αυτών όλους τους χριστιανούς. Αλλά τώρα να μη δύναται ούτε καν να υπερασπίση τον εαυτόν του;
Οξυδερκής, ως ήτο, αντελαμβάνετο ότι ο κίνδυνος δεν ήτο άμεσος, διότι ο Νέρων έχων ακόμη ανάγκην των γνωμών του, προ παντός διά τους αγώνας, τους οποίους θα έδιδε και κατά τους οποίους θα μετεχειρίζετο ως θύματα τους Χριστιανούς, θα τον άφηνε προς το παρόν ήσυχον. Ο Νέρων δεν είχεν αφήσει την ευκαιρίαν να διατυπώση μερικά ωραία και υψηλά αξιώματα περί της φιλίας και της συγγνώμης, ούτως ώστε ο Πετρώνιος είχε προς στιγμήν δεμένας τας χείρας. Έπρεπε να ζητήση προφάσεις, και πριν ή εφεύρη τοιαύτας, παρήρχετο καιρός.
Από τότε ο Πετρώνιος μόνον τον Βινίκιον εσκέπτετο, τον οποίον απεφάσισε να σώση. Ο Βινίκιος, του οποίου η συνοικία είχε καή, διέμενε πλησίον του θείου του και ευρίσκετο κατ' ευτυχή σύμπτωσιν εις την οικίαν.
— Ήσο εις της Λιγείας σήμερον; τον ηρώτησε κατ' αρχάς ο Πετρώνιος.
— Τώρα μόλις την άφησα, απεκρίθη εκείνος.
— Άκουσε τι θα σου είπω και λάβε αμέσως τα μέτρα σου. Σήμερον εις του Καίσαρος απεφάσισαν να αποδώσουν εις τους Χριστιανούς την πυρπόλησιν της Ρώμης, θα αρχίσουν διωγμόν και βασανιστήρια. Η καταδίωξις δύναται να αρχίση εις κάθε στιγμήν. Λάβε την Λίγειαν και φύγετε αμέσως πέραν των Άλπεων ή εις την Αφρικήν. Σπεύσον, διότι το Παλατίνον ευρίσκεται πλησιέστερον προς την Τρανστιβέρην παρά προς την οικίαν μου.
Ο Βινίκιος ήτο άριστος πολεμιστής, ώστε να μη χάση καιρόν εις περιττάς ερωτήσεις. Ήκουσε συνωφρυωμένος, αλλά χωρίς να τρομάξη. Εις τον χαρακτήρα του η πρώτη φροντίς ήτο η επιθυμία να πολεμήση.
— Πηγαίνω, είπε.
— Ακόμη μίαν λέξιν· λάβε έν βαλάντιον πλήρες χρυσού, λάβε όπλα και μίαν δράκα εκ των χριστιανών σου. Εν ανάγκη απάγαγέ την διά της βίας!
Ο Βινίκιος ευρίσκετο ήδη εις το κατώφλιον του ατρίου.
— Στείλε μου ειδήσεις διά τινος δούλου, έκραξεν ακόμη ο Πετρώνιος.
Μείνας μόνος ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του ατρίου, σκεπτόμενος τι έμελλε να απογίνη.
Τας σκέψεις του διέκοψεν η εισελθούσα την στιγμήν εκείνην Ευνίκη.
Εις την θέαν της ο Πετρώνιος ελησμόνησε τον Καίσαρα, ελησμόνησε την δυσμένειαν, εις την οποίαν είχεν υποπέσει, ελησμόνησε τον Βινίκιον και την Λίγειαν και τους διωγμούς τους απειλούντας αυτούς και όλους τους Χριστιανούς.
— Αυθέντα μου! είπεν η Ευνίκη.
— Ελθέ, Ευνίκη, δος μου τα χείλη σου . . . Με αγαπάς;
— Ούτε τον Δία θα ηγάπων περισσότερον. Και φρίσσουσα όλη τον εφίλησεν εις τα χείλη.
Μετ' ολίγον, στεφανωμένοι με ρόδα αμφότεροι, παρεκάθηντο εις την τράπεζαν, όπου πίνοντες από κυλίκων κισσοστεφών ηκροώντο τους κιθαριστάς και τα άσματά των.
Την στιγμήν εκείνην εισήλθεν εις την αίθουσαν είς θεράπων και με φοβισμένον ύφος είπεν:
— Αυθέντα, προ της θύρας ίσταται είς κεντυρίων μετά συνοδείας
στρατιωτών και επιθυμεί να σου ομιλήση κατά διαταγήν του Καίσαρος.
Τα άσματα εσίγησαν, ως και ο ήχος των αρπών. Ανησυχία κατέλαβε τους παρισταμένους. Μόνος ο Πετρώνιος δεν έδειξε την ελαχίστην συγκίνησιν και είπεν ως άνθρωπος ενοχλούμενος από συνεχείς προσκλήσεις:
— Θα ηδύναντο να με αφήσουν να δειπνήσω ησύχως. Επί τέλους ας εισέλθη.
Ο δούλος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος.
Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη βήμα βαρύ και ρυθμικόν, και εις την αίθουσαν εισήλθεν ο εκατόνταρχος Άπερ, τον οποίον εγνώριζεν ο Πετρώνιος, φέρων σιδηρά όπλα και κράνος.
— Ευγενή άρχον, είπεν, ιδού μία επιστολή του Καίσαρος.
Ο Πετρώνιος ήπλωσε νωχελώς την λευκήν χείρα του, έλαβε την πινακίδα και ρίψας βλέμμα εις αυτήν, την ενεχείρισεν ατάραχος εις την Ευνίκην.
— Θέλει να μας αναγνώση απόψε μίαν νέαν ραψωδίαν της Τρωάδος, είπε,
και με προσκαλεί να υπάγω.
— Έχω μόνον διαταγήν να εγχειρίσω την επιστολήν, είπεν ο
εκατόνταρχος.
— Βεβαίως, δεν χρειάζεται απάντησις. Αλλά κάθησε ολίγον να πιής
κάτι.
— Σε ευχαριστώ, ευγενή άρχον· θα πίω εις την υγείαν σου· αλλά δεν
δύναμαι να καθήσω, διότι είμαι εν υπηρεσία.
— Ειξεύρω, είπεν ο Πετρώνιος κατά των χριστιανών.
— Ναι, άρχον.
— Η καταδίωξις ήρχισε προ πολλού;
— Σπείραι τινες ανεχώρησαν διά την Τρανστιβέρην προ μεσημβρίας,
είπεν ο εκατόνταρχος απερχόμενος.
— Ο Καίσαρ σου γράφει, αυθέντα, «ελθέ εάν επιθυμής», είπεν η Ευνίκη.
Θα υπάγης;
— Έχω πολλήν διάθεσιν και αισθάνομαι την επιθυμίαν να ακούσω τους στίχους εκείνους, απήντησεν ο Πετρώνιος. Λοιπόν θα υπάγω, αφού μάλιστα ο Βινίκιος δεν θα δυνηθή να υπάγη.
Αφού ετελείωσε το γεύμα, παρεδόθη εις τας χείρας των κομωτών και των πτυχητριών, και μετά μίαν ώραν, ωραίος ως Θεός, μετεφέρετο εις το Παλατίνον.
Οι φίλοι της χθες, αν και εξεπλάγησαν, διότι τον έβλεπον προσκεκλημένον, παρεμέρισαν, και εκείνος επροχώρησεν εν μέσω αυτών υπερηφάνως και αμέριμνος.
Ο Τιγγελίνος εδάγκασε τα χείλη, ιδών προσερχόμενον τον Πετρώνιον όπως παραστή εις την ανάγνωσιν της «Τρωάδος» του Καίσαρος, καθότι εγνώριζε καλά, ότι νέον στάδιον ηνοίγετο εις τον Πετρώνιον διά του ποιήματος τούτου.
Τω όντι, κατά την ανάγνωσιν, ο Νέρων εκ συνήθειας έστρεφε τους οφθαλμούς προς τον Πετρώνιον, ζητών να διακρίνη επί του προσώπου του τας εντυπώσεις. Ούτος ήκουε προσεκτικώς, επιδοκιμάζων ενίοτε και συγκεντρών την προσοχήν του. Ακολούθως επήνει ή επέκρινεν, απαιτών διορθώσεις, ή ζητών όπως μερικοί στίχοι περισσότερον φιλοτεχνηθώσιν.
Ο Νέρων ησθάνετο ότι ο Πετρώνιος ήτο ο μόνος, όστις ησχολείτο με την ποίησιν χάριν αυτής ταύτης και ότι ήτο ο μόνος ικανός να κρίνη. Συνεζήτει με τον Πετρώνιον περί των στίχων της «Τρωάδος» και, επειδή ο Πετρώνιος ημφισβήτει την ακρίβειαν λέξεων τινων, ο Νέρων του είπε:
— Θα ίδης εις την τελευταίαν ραψωδίαν διατί έκαμα χρήσιν της
εκφράσεως ταύτης.
— Α! εσκέφθη ο Πετρώνιος. Έχω ακόμη να ζήσω μέχρι της τελευταίας
ραψωδίας.
Δύο ή τρεις εκ των αυλικών ακούσαντες τους λόγους του Νέρωνος, είπον καθ' εαυτούς: «Δυστυχία μας, ο Πετρώνιος έχει μέλλον ενώπιόν του· δύναται να ανακτήση εύνοιαν και μάλιστα να λάβη την θέσιν του Τιγγελίνου». Και εκ νέου ήρχισαν να είνε φιλόφρονες προς αυτόν. Αφού ετελείωσεν η εσπερίς, ο Καίσαρ, καθ' ην στιγμήν τον απεχαιρέτιζε, τον ηρώτησεν αίφνης με μοχθηράν χαράν εις τους οφθαλμούς:
— Και ο Βινίκιος διατί αρά γε δεν ήλθε;
Ο Πετρώνιος, αν ήτο βέβαιος ότι ο Βινίκιος και η Λίγεια θα ήσαν ήδη έξω της πόλεως, θα απεκρίνετο: «Ενυμφεύθη με την άδειάν σου και ανεχώρησεν». Αλλ' ενώπιον του αλλοκότου μειδιάματος του Νέρωνος, είπε:
— Η πρόσκλησίς σου, Καίσαρ, δεν τον εύρεν εις τον οίκον του.
— Ειπέ εις τον Βινίκιον, ότι θα χαρώ να τον ίδω, υπέλαβεν ο Νέρων, και σύστησέ του εξ ονόματός μου, να μη λείψη από τους αγώνας, εις τους οποίους θα μετάσχωσιν όλοι οι χριστιανοί.
Ο Πετρώνιος ανησύχησεν από τους λόγους τούτους, οίτινες, κατ' αυτόν, αφεώρων αμέσως την Λίγειαν. Ανέβη εις το φορείον του, διατάξας να ταχύνωσι το βήμα και να τον οδηγήσουν εις τον οίκον του Βινικίου.
Μακράν αντήχουν κραυγαί, τας οποίας ο Πετρώνιος κατ' αρχάς δεν ενόησεν. Ολίγον κατ' ολίγον αι κραυγαί εκείναι εγίνοντο ισχυρότεραι και εξερράγησαν εις μίαν αγρίαν βοήν:
«Εις τους λέοντας, τους χριστιανούς!»
Εκ του βάθους των πυρπολουμένων οδών προσέτρεχον νέαι σπείραι. Από στόματος εις στόμα διεδόθη η είδησις ότι είχον αρχίσει αι καταδιώξεις προ μεσημβρίας, ότι είχον ήδη αιχμαλωτισθή αρκετοί εκ των εμπρηστών εκείνων. Και εις όλην την πόλιν αι κραυγαί αντήχουν και εκυλίοντο — επί των λόφων και εις τους κήπους — επί μάλλον και μάλλον λυσσώδεις.
«Εις τους λέοντας, τους χριστιανούς!»
— Ο ευγενής Βινίκιος επέστρεψεν; ηρώτησεν ο Πετρώνιος, όταν έφθασεν εις τον οίκον του.
— Προ ολίγου επέστρεψεν, απεκρίθη είς δούλος.
— Ώστε, δεν την ηλευθέρωσεν, είπε καθ' εαυτόν ο Πετρώνιος.
Ρίψας την τήβεννόν του, έσπευσεν εις το άτριον.
Ο Βινίκιος εκάθητο επί τρίποδος με την κεφαλήν μεταξύ των χειρών, στηρίζων τους αγκώνας επί των γονάτων και έκλαιεν. Ακούσας τον κρότον των βημάτων του Πετρωνίου επί του λιθοστρώτου, ήγειρε το πρόσωπον, εις το οποίον μόνον οι οφθαλμοί έζων.
— Ήλθον πολύ αργά; η Λίγεια είναι φυλακισμένη; ηρώτησεν ο Πετρώνιος.
— Ναι, την απήγαγον προ μεσημβρίας.
Επηκολούθησε σιγή.
— Την είδες;
— Ναι.
— Πού είνε;
— Εις την φυλακήν της Μαμερτίνης.
Ο Πετρώνιος εφρικίασε και έρριψε προς τον Βινίκιον βλέμμα εξερευνητικόν. Ο άλλος ενόησε.
Όχι! είπε. Δεν την έκλεισαν εις το ενδόμυχον μέρος της φυλακής, ούτε εις το κυρίως δεσμωτήριον. Αντί γενναίου ποσού, ο δεσμοφύλαξ της παρεχώρησε το δωμάτιόν του. Ο Ούρσος κατεκλίθη πλησίον της θύρας της και αγρυπνεί επ' αυτής.
— Διατί ο Ούρσος δεν την υπερησπίσθη;
— Είχαν στείλη πεντήκοντα πραιτωριανούς. Άλλως τε ο Λίνος τον απέτρεψε.
— Και ο Λίνος;
— Ο Λίνος ψυχορραγεί. Δεν τον απήγαγον μετά των άλλων.
— Τι σκέπτεσαι να κάμης;
— Να την σώσω ή να αποθάνω μετ' αυτής. Και εγώ είμαι χριστιανός.
Ο Βινίκιος εφαίνετο ότι ωμίλει με αταραξίαν, αλλ' εις την φωνήν του έπαλλεν οδύνη τόσον σπαρακτική, ώστε η καρδία του Πετρωνίου εθλίβη.
— Σε εννοώ, είπεν· αλλά πώς θα την σώσης;
— Επλήρωσα αδρότατα τους δεσμοφύλακας, πρώτον διά να την φυλάττουν από τας ύβρεις των, έπειτα διά να μη αντιταχθώσιν εις την φυγήν της.
— Και πότε θα γίνη η φυγή;
— Μου απήντησαν ότι δεν ηδύναντο να μου αποδώσουν την Λίγειαν αμέσως, φοβούμενοι την ευθύνην. Αλλ' όταν αι φυλακαί θα υπερπληρωθούν κόσμου, και όταν χάσουν τον λογαριασμόν των φυλακισμένων, θα μου την παραδώσουν. Αυτό είνε το έσχατον μέσον, Αλλ' εν τω μεταξύ συ θα σώσης αμφοτέρους. Είσαι φίλος του Καίσαρος. Εκείνος μου την έδωκεν. Ύπαγε και σώσον με!
Νωρίς να απαντήση ο Πετρώνιος εκάλεσεν ένα δούλον και τον έστειλε να φέρη δύο αμαυρούς μανδύας και δύο ρομφαίας.
— Πηγαίνομεν τώρα, είπεν έπειτα ο Πετρώνιος, θα σου τα είπω όλα καθ'
οδόν.
Μετά μίαν στιγμήν ευρίσκοντο εις την οδόν.
— Τώρα, άκουσε, είπεν ο Πετρώνιος. Από σήμερον είμαι υπό δυσμένειαν. Και αύτη η ζωή μου κρέμαται από μίαν κλωστήν. Δεν ισχύω τίποτε πλησίον του Καίσαρος. Και ακόμη χειρότερα. Είμαι πεπεισμένος ότι θα πράξη εναντίον των παρακλήσεών μου. Θα σε εσυμβούλευα να φύγης μετά της Λιγείας ή να την λυτρώσης διά της βίας. Εννοείς ότι εάν κατώρθωνες να φύγης, η οργή του Καίσαρος θα εστρέφετο εναντίον μου. Σήμερον θα έκαμνε κάτι τι μάλλον προς χάριν σου παρά προς χάριν μου. Αλλά μη δίδης πίστιν εις αυτά είνε ανωφελές! Εξάγαγέ την εκ της φυλακής και φύγετε. Εάν δεν επιτύχης τούτο, θα υπάρχη ακόμη καιρός να δοκιμάσης άλλα μέσα. Μάθε εν τούτοις ότι η Λίγεια δεν είναι εις την φυλακήν μόνον διά την πίστιν της. Αμφότεροι είσθε θύματα της οργής της Ποππέας. Αλλά ποίος επρόδωσε την κατοικίαν της;
Αλλ' αίφνης η συνδιάλεξίς των διεκόπη από ένα θηριομάχον μεθυσμένον, όστις ωρύετο με βραχνήν φωνήν «εις τους λέοντας, τους χριστιανούς! εις τα θηρία!»
Απεμακρύνθησαν απ' αυτόν και μετ' ολίγον έφθασαν εις τας Καρίνας, διότι η Αγορά δεν απείχε πολύ. Η νυξ ήρχιζεν ήδη να τελειώνη και ο περίβολος του πύργου διεγράφετο εξερχόμενος εκ της σκιάς. Αίφνης ο Πετρώνιος σταθείς είπεν:
— Οι πραιτωριανοί! Πολλοί αργά εφθάσαμεν!
Η φυλακή της Μαμερτίνης είχε περικυκλωθή από διπλήν ζώνην στρατιωτών. Αι πρώται ακτίνες του φωτός επηργύρουν τα κράνη και τον σίδηρον των δοράτων.
— Ας προχωρήσωμεν, είπεν ο Βινίκιος, και έφθασαν προ των γραμμών των στρατιωτών.
Ο Πετρώνιος, έχων εξαίρετον μνήμην και γνωρίζων όχι μόνον τους αξιωματικούς, αλλά και όλους σχεδόν τους στρατιώτας της πραιτοριανής φρουράς, έκαμε νεύμα εις ένα αρχηγόν.
— Τι συμβαίνει, Νίγερ; Σας υποχρεούσι να φρουρήτε πέριξ της φυλακής!
— Τω όντι, ευγενή Πετρώνιε. Ο πραίφεκτος εφοβείτο μήπως απεπειρώντο
να ελευθερώσουν τους εμπρηστάς.
— Έχετε διαταγήν να μη αφήσετε κανένα να εισέλθη; ηρώτησεν ο
Βινίκιος.
— Όχι, άρχον. Οι φίλοι των θα έρχωνται να τους βλέπουν και ούτω πως
θα συλλάβωμεν και άλλους ακόμη χριστιανούς εις την παγίδα.
των θυμάτων, οι εωθινοί αγώνες ώφειλον να διαρκέσουν επί ημέρας, ??
— Τότε, άφησε με να εισέλθω, είπεν ο Βινίκιος.
Την ιδίαν στιγμήν, εκ του βάθους των παχέων τοίχων και από το εσωτερικόν των υπογείων ηκούσθησαν ψαλμωδίαι και ύμνοι. Κατ' αρχάς υπόκωφος, η ψαλμωδία ολίγον κατ' ολίγον καθίστατο ζωηροτέρα. Φωναί ανδρών, γυναικών και παιδίων απετέλουν χορόν αρμονικόν. Εν τη σιγή της αναφαινομένης αυγής, ολόκληρος η φυλακή ήρχισε να ψάλλη ως μία άρπα.
Δεν ήσαν φωναί θλίψεως και απελπισίας, εις αυτάς έπαλλεν η χαρά και ο θρίαμβος . . . Οι στρατιώται εκύτταζον ο είς τον άλλον, εμβρόντητοι.
Η αυγή εχρωμάτιζεν ήδη τον ουρανόν με τας ροδαλάς και χρυσάς ακτίνας της.
Αι κραυγαί: «Εις τους λέοντας τους χριστιανούς!» αντήχουν αδιαλείπτως εις όλας τας οδούς της πόλεως. Κανείς δεν αμφέβαλλε πλέον ότι ούτοι ήσαν οι αυτουργοί της πυρκαϊάς και έχαιρεν ο λαός, επειδή η τιμωρία των έμελλε να είναι θέαμα λαμπρόν.
Εις την πόλιν, μεταξύ των ερειπίων, εχάρασσον νέας οδούς πλατυτάτας. Εδώ και εκεί έβαλλον θεμέλια οικιών, μεγάρων και ναών. Αλλά προ παντός άλλου ήγειρον εν μεγάλη σπουδή τα αχανή ξύλινα αμφιθέατρα, όπου έμελλον να αποθάνωσιν οι χριστιανοί.
Ευθύς μετά το συμβούλιον, το συγκροτηθέν εν τη οικία του Τιβερίου, οι ανθύπατοι είχον λάβει διαταγήν να στείλωσιν εις Ρώμην άγρια θηρία. Η Ασία έδωκεν ελέφαντας και τίγρεις· ο Νείλος κροκοδείλους και ιπποποτάμους· ο Άτλας λέοντας· τα Πυρηναία λύκους και άρκτους· η Ιγερνία αγρίους κύνας· η Ήπειρος μολοσσούς· η Γερμανία βουβάλους και ταύρους. Ο Καίσαρ ήθελε να πνιγή πάσαν ανάμνησιν της πυρκαϊάς εις χειμάρρους αίματος· ήθελε να μεθύση δι' ανθρωποθυσιών τον λαόν. Αι φυλακαί είχον παραγεμίσει από χριστιανούς, και καθ' εκάστην τα καθάρματα του όχλου και οι πραιτωριανοί εισήγον νέα θύματα.
«Εις τους λέοντας!, εις τους λέοντας τους χριστιανούς!» εφώναζεν ο λαός εις τας οδούς.
Ο Πετρώνιος προσεπάθει με κάθε τρόπον να εύρη μέσον να σώση την Λίγειαν, και προς τούτο εσκέφθη τον Σενέκαν, τον Δομίτιον Άφερ, την Κρισπινέλλαν, δι' ης ήθελε να φθάση μέχρι της Ποππέας, τον Τέρπνον, τον Διόδωρον, τον Πυθαγόραν, εις τους οποίους ο Καίσαρ δεν ηρνείτο τίποτε· πλην και ούτοι ουδέν κατώρθωσαν και έλαβον την εξής απάντησιν από τον Νέρωνα:
— Πιστεύετε ότι έχω ασθενεστέραν την ψυχήν από τον Βρούτον, όστις διά την σωτηρίαν της Ρώμης δεν εφείσθη ούτε των ιδίων τέκνων του!
Ο Πετρώνιος, όταν του ανέφεραν τους λόγους τούτους, ανέκραξεν: «Αφού ήρχισε τώρα να συγκρίνη τον εαυτόν του και με τον Βρούτον, όλα εχάθησαν!»
Εν τοσούτω αι ημέραι διεδέχοντο τας ημέρας. Τα αμφιθέατρα ήσαν έτοιμα. Ήρχισαν να διανέμουν τα εισιτήρια διά τους εωθινούς αγώνας. Αλλά την φοράν αυτήν, λόγω της ανηκούστου αφθονίας, επί εβδομάδας και μήνας. Ήδη δεν εγνώριζον πού να κλείσουν τους χριστιανούς. Αι φυλακαί είχον υπερπληρωθή και αι κολλητικαί ασθένειαι εμαίνοντο εν αυταίς.
Φοβούμενοι την διάδοσιν των νόσων ανά την πόλιν, απεφάσισαν να αρχίσωσι τους αγώνας.
Όλαι αι ειδήσεις αύται ήρχοντο εις τον Βινίκιον, αφαιρούσαι απ' αυτού τας τελευταίας λάμψεις της ελπίδος. Εις τα χαρακτηριστικά του είχεν αποκρυσταλλωθή ο τρόμος, το πρόσωπόν του είχε γίνει μαύρον και ωμοίαζε προς τα εκ κηρού ομοιώματα των εφεστίων θεών. Όταν τις του ωμίλει, εκείνος έστρεφε μηχανικώς την κεφαλήν του και παρετήρει τον συνομιλητήν του με χαύνους οφθαλμούς. Τας νύκτας του τας διήρχετο με τον Ούρσον εις την θύραν του κελλίου της Λιγείας. Όταν επέστρεφεν εις του Πετρωνίου εβάδιζεν άνω και κάτω εις το άτριον μέχρι πρωίας. Οι δούλοι τον εύρισκον συχνά γονυπετή, με τας χείρας τεταμένας προς τα άνω ή προς τα κάτω και με το πρόσωπον εστραμμένον προς την γην. Επεκαλείτο τον Χριστόν, διότι ο Χριστός ήτο η υστάτη ελπίς του. Είχεν ακόμη αρκετήν διαύγειαν νου διά να εννοήση ότι η προσευχή του Πέτρου θα ήτο μάλλον αποτελεσματική από την ιδικήν του.
Ο Πέτρος του είχεν υποσχεθή την Λίγειαν, ο Πέτρος τον είχε βαπτίσει.
Ο Πέτρος έκαμνε θαύματα. Ο Πέτρος ας έσπευδεν εις βοήθειάν του!
Μετέβη εις την οικίαν του λατόμου και έμαθε παρ' αυτού ότι εις τας αμπέλους του Κορνηλίου Πουδέντου, όπισθεν της Σαλαρίας πύλης, επρόκειτο να γίνη συνάθροισις χριστιανών. Εξήλθον λοιπόν μόλις ενύκτωσεν, υπερέβησαν τα τείχη, και αφού διήλθον χαράδρας σχοινοφυείς έφθασαν εις τον περίβολον του Πουδέντου.
Όσοι χριστιανοί είχον διαφύγει τον διωγμόν ήσαν εκεί συνηγμένοι και προσηύχοντο κραυγάζοντες:
«Κύριε, ελέησον ημάς!»
Ο Πέτρος είχε γονυπετήσει μεταξύ αυτών υπό τινα σταυρόν καρφωμένον εις τον τοίχον. Προσηύχετο. Ο Βινίκιος διέκρινε μακρόθεν την λευκήν κόμην του και τας ανατεταμένας χείρας του. Έμελλε να διασχίση τα πλήθη, να ριφθή εις τους πόδας του Αποστόλου και να κράξη: «Βοήθειαν!» Αλλ' η επισημότης της προσευχής και η κατάπτωσις των δυνάμεών του τον έκαμαν να κάμψη και αυτός τα γόνατα: «Χριστέ, ευσπλαγχνίσθητί με!»
Πάντες πέριξ του ωνειροπόλουν εν τη ψυχή των ότι ο Χριστός έμελλε να εκδηλώση την δύναμίν του, ότι θα συνέτριβε την αδικίαν, ότι θα κατέρριπτε τον Νέρωνα εις την άβυσσον και θα εβασίλευεν επί της Οικουμένης.
Ο Βινίκιος εκάλυψε το πρόσωπον με τας χείρας του και εκάμφθη.
Η σιγή τον περιέβαλεν αιφνηδίως, ως εάν ο τρόμος είχε διακόψει τας παρακλήσεις εις τα στήθη πάντων.
Ο Πέτρος ηνωρθώθη και στραφείς προς την ομήγυριν:
— Αδελφοί μου, είπεν, άνω έχετε τας καρδίας προς τον Σωτήρα, και προσφέρετε αυτώ τα δάκρυά σας, αυτός θα έλθη να σας σώση και θα τιμωρήση τους απαισίους διώκτας μας. Ύψωσε την χείρα, ως να έδιδε διαταγήν. Εκείνοι ησθάνθησαν νέον αίμα εις τας φλέβας των και φρικίασιν εις τους μυελούς των οστέων των. Διότι έμπροσθέν των δεν ευρίσκετο πλέον γέρων προβεβηκώς, αλλ' άνθρωπος φοβερός, όστις απέσπα τας ψυχάς από τον κονιορτόν και τον φόβον διά να τας μεταφέρη μακράν.
Και επανέλαβε:
— Σπείρατε εν τοις δακρύοις, ίνα θερίσητε εν τη χαρά. Διατί να φρικιάτε προ της δυνάμεως του Κακού; «Παιδιά μου, εις τον Γολγοθάν είδα τον Θεόν να τον καρφώνουν επί σταυρού. Και είδα τους Ιουδαίους να κεντούν την πλευράν του και είδα αυτόν νεκρόν. Ήτο Θεός και ηδύνατο να μη υποφέρη όλα αυτά, αλλ' αγογγύστως διά την σωτηρίαν του κόσμου τα υπέφερε. Και ημείς διατί να μη υποφέρωμεν ολίγον προς χάριν του; Σας διακηρύττω εν ονόματι του Χριστού. Όχι! Αυτό το οποίον είναι έμπροσθέν σας δεν είναι θάνατος, αλλά ζωή· δεν είναι λύπη, αλλά χαρά αναλλοίωτος. Εις σας όλους, οίτινες θα ίδετε τον θάνατον εκείνων, τους οποίους αγαπάτε, εις σας τους κοπιώντας, τους πάσχοντας, και εις σας, όσοι μέλλετε να αποθάνετε, εν ονόματι του Χριστού, λέγω, «ειρήνη υμίν.»
Ο Απόστολος έτεινε τας χείρας, ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και έμεινεν ακίνητος. Το πρόσωπόν του έλαμψε. Παρετήρησεν εν εκστάσει. Κατόπιν είπε:
«Σας ευλογώ, τέκνα μου, διά τας βασάνους, διά τον θάνατον και διά την αιωνιότητα!»
Πάντες τον περιεστοίχισαν ικετεύοντες:
— Είμεθα έτοιμοι, διδάσκαλε· αλλά συ, σώσον την ιεράν κεφαλήν σου, όπως και άλλους διδάξης εν Χριστώ. Συ είσαι ο ιερεύς του Κυρίου.
Ο Απόστολος απεμακρύνθη εκείθεν υπό του Νηρέως, δούλου του Πουδέντου, όστις τον ωδήγησε διά μέσου της αμπέλου, από μίαν μυστικήν ατραπόν, εις την κατοικίαν του. Εις την νυκτερινήν λάμψιν, ο Βινίκιος τους ηκολούθει, και, όταν έφθασαν εις την καλύβην του Νηρέως, προσέπεσεν εις τους πόδας του Αποστόλου.
Αναγνωρίσας τον Βινίκιον ο Πέτρος τον ηρώτησε:
— Τι ζητείς, υιέ μου;
Αλλ' ο Βινίκιος, μεθ' όσα είχεν ακούσει εις την συνάθροισιν, δεν ετόλμα πλέον τίποτε να ζητήση. Κατεφίλει τους πόδας του Αποστόλου, εστήριξεν επ' αυτών το μέτωπον κλαίων και εζήτει οίκτον διά της σιωπής του.
— Ειξεύρω. Απήγαγον την παρθένον, την οποίαν αγαπάς. Δεήθητι δι' αυτήν, είπεν ο Απόστολος.
— Δέσποτα, εστέναξεν ο Βινίκιος, σφίγγων ισχυρότερον τους πόδας του Αποστόλου, δέσποτα, εγώ είμαι ένας ουτιδανός σκώληξ, αλλά συ, ο αυτόπτης του Χριστού, παρακάλεσέ τον δι' αυτήν.
Ο Πέτρος συνεκινήθη εκ του πόνου εκείνου.
Εις την λάμψιν των ατραπών, αίτινες διέσχιζον τον ουρανόν από καιρού εις καιρόν, ο Βινίκιος εθεώρει τα χείλη του Πέτρου, καραδοκών την απόφασιν της ζωής ή του θανάτου.
Εις την σιγήν, όρτυγες ετρύλλιζον διά μέσου της αμπέλου και ηκούετο ο υπόκωφος κρότος των μύλων της οδού Σαλαρίας.
— Βινίκιε, είπεν ο Πέτρος, έχεις πίστιν;
— Διδάσκαλε, εάν δεν είχον πίστιν θα ηρχόμην εδώ;
— Τότε, έχε πίστιν μέχρι τέλους, διότι η πίστις μετατοπίζει όρη. Και αν ακόμη έβλεπες την παιδίσκην εκείνην υπό την μάχαιραν του δημίου, ή εις το στόμα του λέοντος, έχε πίστιν ακόμη, διότι ο Χριστός δύναται να την σώση. Έχε πίστιν και ικέτευε αυτόν, και εγώ θα τον ικετεύσω μαζί σου.
Ο Βινίκιος αφήκε τον Απόστολον και επέστρεψεν εις την Μαμερτίνην ειρκτήν.
Εκεί, οι πραιτωριανοί, οι οποίοι αντικαθίστων αλλήλους εις την φρούρησιν, τον εγνώριζον όλοι και συνήθως τον άφινον να εισέρχεται άνευ δυσκολίας τινός. Αλλά την φοράν αυτήν αι τάξεις των φρουρών δεν παρεμέρισαν προ αυτού και είς εκατόνταρχος τον επλησίασε και είπε:
— Συγγνώμην, ευγενή τριβούνε, σήμερον έχομεν διαταγήν να μη επιτρέπωμεν εις κανένα την δίοδον.
— Διαταγήν; επανέλαβεν ο Βινίκιος ωχριάσας.
Ο στρατιώτης τον παρετήρησε με συμπαθές ύφος και είπε:
— Ναι, του Καίσαρος, άρχον. Υπάρχουν πολλοί άρρωστοι εις την φυλακήν και ίσως φοβούνται μήπως οι επισκέπται μεταδώσωσι την επιδημίαν εις την πόλιν.
— Αλλά δεν είπες ότι η διαταγή ήτο διά σήμερον μόνον!
— Μας αντικαθιστούν την μεσημβρίαν.
Ο Βινίκιος εσιώπησε και απεκαλύφθη, διότι του εφαίνετο ότι ο μικρός πίλος, τον οποίον έφερεν επί της κεφαλής, τον επίεζεν ως να ήτο εκ μολύβδου.
Αλλ' ο εκατόνταρχος τον επλησίασε και του είπε χαμηλοφώνως:
— Μη φοβήσαι, άρχον. Οι δεσμοφύλακες και ο Ούρσος είνε πλησίον της.
Τούτο λέγων έκυψε και με το μακρόν γαλατικόν ξίφος του εχάραξε ταχέως επί πέτρας το σχήμα ιχθύος.
Ο Βινίκιος τω έρριψε βλέμμα περίεργον.
— . . . Και είσαι πραιτωριανός;
— Μέχρι της ημέρας, καθ' ην θα ευρίσκομαι εκεί — και ο στρατιώτης εδείκνυε την φυλακήν.
— Και εγώ λατρεύω τον Χριστόν!
— Ευλογητόν το όνομά του! Ναι, αυθέντα· ηξεύρω . . . Δεν δύναμαι να σε αφήσω να εισέλθης· αλλ' εάν μου δώσης επιστολήν, θα την στείλω εις τον προς όν όρον με τους φρουρούς.
— Σε ευχαριστώ, αδελφέ.
Έσφιγξε την χείρα του εκατοντάρχου και απήλθε μεταβαίνων εις του Πετρωνίου, τον οποίον εύρεν οίκαδε. Ούτος πιστός εις την συνήθειαν να διανυκτερεύη, μόλις προ ολίγου είχεν επιστρέψει, αλλ' είχε λάβει εν τω μεταξύ τον καιρόν να κάμη το λουτρόν του και να τον τρίψουν δι' ελαίου πριν κατακλιθή.
— Έχω νεώτερα, είπε προς τον νέον. Ήμην σήμερον εις του Τουλίου Σενεκίωνος, ήτο δε εκεί και ο Καίσαρ. Η Αυγούστα είχε φέρει μαζί της τον μικρόν Ρούφιον, όστις νυστάξας απεκοιμήθη, ενώ διήρκει η ανάγνωσις ενός ποιήματος του Καίσαρος. Θυμωθείς ο Καίσαρ εσφενδόνισε κρατήρα κατά της κεφαλής του και τον επλήγωσεν επικινδύνως. Η Ποππέα ελιποθύμησε και όλοι ήκουσαν τον Καίσαρα να λέγη: «Εβαρύνθην πλέον αυτό το έκτρωμα, το καταδικασμένον εις θάνατον». Και ούτω μεριμνώσα περί της ιδίας της δυστυχίας, θα εγκαταλείψη ίσως την κατά σου και της Λιγείας εκδίκησιν. Θα την ίδω απόψε και θα της ομιλήσω.
Ο Βινίκιος ηρώτησε:
— Έκαμαν λόγον περί της ημέρας των θηριομαχιών;
— Θα γίνουν εντός δέκα ημερών. Εις τον κατάλογον των θυμάτων δεν περιλαμβάνονται οι εν τη φυλακή της Μαμερτίνης εγκάθειρκτοι και συνεπώς έχε ελπίδας. Με τον Χαλκοπώγωνα μία λέξις λεγομένη επικαίρως δύναται να σώση ή να απολέση οιονδήποτε. Σήμερον θα ειπώ εις την Ποππέαν: «Σώσον την Λίγειαν και εγώ θα σώσω τον Ρούφιον.» Και έτσι τουλάχιστον θα κερδίσωμεν καιρόν, αν δεν επιτύχωμεν τίποτε άλλο.
— Ευχαριστώ, είπεν ο Βινίκιος και οι δύο συνομιληταί εχωρίσθησαν. Ο
Βινίκιος μετέβη εις την βιβλιοθήκην και έγραψε προς την Λίγειαν.
Έφερε μόνος του την επιστολήν προς τον χριστιανόν εκατόνταρχον. Ούτος εισήλθεν εις την φυλακήν και μετ' ολίγον ενεφανίζετο προ του Βινικίου.
— Η Λίγεια, τω είπε, σε χαιρετά. Την απάντησιν θα σου την φέρω εντός της ημέρας.
Ο Βινίκιος δεν ήθελε να επιστρέψη εις την κατοικίαν του. Εκάθισεν επί τινος λίθου αναμένων την επιστολήν. Ο ήλιος είχεν ήδη ανέλθη πολύ υψηλά εις τον ουρανόν και η Αγορά επληρούτο κόσμου από του Αργεντινού Λόφου.
Θόρυβος ηγέρθη αιφνηδίως πλησίον του μέρους, εις ο είχε καθήσει ο Τριβούνος. Την στιγμήν εκείνην εφάνη διερχόμενον εκείθεν λαμπρόν φορείον, το οποίον εβάσταζον τέσσαρες γιγαντόσωμοι άραβες. Δύο δρομείς προηγούμενοι του φορείου παρεμέριζον το πλήθος με τας ράβδους των κραυγάζοντες και ανοίγοντες χώρον εις αυτό.
Εντός του φορείου ευρίσκετο είς λευκοενδεδυμένος άνθρωπος, του οποίου την μορφήν δεν ηδύνατό τις να διακρίνη, διότι είχε τους οφθαλμούς προσηλωμένους επί ενός παπυρίνου κυλίνδρου και εφαίνετο ότι ανεγίνωσκε κάτι μετά προσοχής.
— Τόπον εις τον ευγενή Αυγουστιανόν! έκραζον οι δρομείς.
Αλλ' η οδός ήτο τόσον κοσμοβριθής, ώστε εις μίαν στιγμήν το φορείον ηναγκάσθη να σταματήση. Τότε ο Αυγουστιανός αφήκε να πέση μετ' ανυπομονησίας ο κύλινδρός του και έκυψε την κεφαλήν.
— Διώξατε αυτούς τους αθλίους! Και προχωρείτε ταχύτερον.
Αίφνης διέκρινε τον Βινίκιον και ύψωσε ταχέως τον κύλινδρον μέχρι των οφθαλμών του.
Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον νομίζων ότι ονειρεύεται. Εν τω φορείω εκαμάρωνεν ο γνωστός Χίλων Χιλωνίδης.
Οι δρομείς είχον καθαρίσει τον δρόμον, και οι Αιγύπτιοι έμελλον να εξακολουθήσουν την πορείαν των, οπότε ο νεαρός τριβούνος, όστις εν ριπή οφθαλμού είχε κατανοήσει τόσα πράγματα, μέχρι της χθες ακόμη ακατάληπτα δι' αυτόν, επλησίασε το φορείον και είπε «χαίρειν σοι, ω Χίλων».
— Νεανία, υπέλαβεν ο Έλλην με αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, προσπαθών να δώση εις το πρόσωπόν του έκφρασιν γαλήνης, η οποία δεν υπήρχεν εις την ψυχήν του, νεανία, σε χαιρετώ, αλλά μη με κρατής, επειδή σπεύδω να φθάσω το ταχύτερον εις του φίλου μου του ευγενούς Τιγγελίνου, όστις με περιμένει.
Ο Βινίκιος εστηρίχθη εις το άκρον του φορείου, έσκυψε προς τον Χίλωνα και προσβλέψας αυτόν εις τους οφθαλμούς, είπε με τρέμουσαν την φωνήν:
— Συ επίλυσες την Λίγειαν.
— Κολοσσέ του Μέμνονος! διεμαρτυρήθη ο άλλος έντρομος . . . .
Αλλ' εις τους οφθαλμούς του Βινικίου δεν υπήρχε τι το απειλητικόν, και ο φόβος του γηραιού Έλληνος διελύθη αμέσως. Εσκέφθη ότι ήτο υπό την προστασίαν του Τιγγελίνου και αυτού του Καίσαρος, δηλαδή των δύο δυνάμεων, προ των οποίων τα πάντα έτρεμον, ότι περιεστοιχίζετο από αθλητικούς δούλους και ότι ο Βινίκιος ευρίσκετο εκεί άοπλος, με πρόσωπον ισχνόν και με σώμα κυρτόν εκ της αγωνίας.
Με την σκέψιν ταύτην ανέκτησε την αυθάδειάν του. Προσήλωσεν επί του Βινικίου τους αιματοβαφείς οφθαλμούς του και εις απάντησιν εψιθύρισεν:
— Αλλά συ, ενώ απέθνησκον της πείνης, με εμαστίγωσες.
Επί μίαν στιγμήν και οι δύο εσιώπησαν, έπειτα με πνιγομένην φωνήν ο
Βινίκιος απήντησε:
— Υπήρξα άδικος, Χίλων . . .
Ο Έλλην ύψωσε την κεφαλήν και τρίζων τους οδόντας κακεντρεχώς απήντησε μεγαλοφώνως, ίνα ακούση όλος ο κόσμος:
— Φίλε, εάν έχης τι να μου ζητήσης, ελθέ εις την έπαυλίν μου, εις Εσκλίνον, την πρωίαν, διότι μετά το λουτρόν μου δέχομαι τους πελάτας μου.
Έκαμε νεύμα και οι Αιγύπτιοι εσήκωσαν το φορείον, ενώ οι δρομείς έκραζον, συστρέφοντες τας ράβδους των:
— Τόπον εις το φορείον του ευγενούς Χίλωνος Χιλωνίδου! Τόπον! Τόπον!
Η Λίγεια, διά μακροσκελούς επιστολής, γραφείσης εν σπουδή, έλεγε διά παντός το «χαίρε» εις τον Βινίκιον. Ήξευρεν ότι ουδείς πλέον είχε δικαίωμα να έλθη εις την φυλακήν, και ότι δεν θα έβλεπε τον Βινίκιον, ειμή εις τους αγώνας, και τον παρεκάλει να παρευρεθή διά να τον ίδη ακόμη μίαν φοράν.
«Είτε ο Χριστός με ελευθερώση, έγραφεν, είτε ο θάνατός μου, είναι το ίδιον διά σε· αυτό μου υπεσχέθη διά του στόματος του Αποστόλου, άρα είμαι ιδική του». Και τον εξώρκισε να μη λυπήται.
Όλη η επιστολή απέπνεε χαράν και ελπίδα. Δεν περιείχεν ειμή μίαν μόνην επιθυμίαν, ίνα ο Βινίκιος αποκομίση το σώμα της από του αμφιθεάτρου και την θάψη ως γυναίκα του εις τον τάφον, όπου αυτός έμελλε μίαν ημέραν να αναπαυθή.
Την επομένην, όταν ο Βινίκιος ήλθεν εις την φυλακήν, ο εκατόνταρχος του είπεν:
— Ο Χριστός σου επεδαψίλευσε σήμερον την χαράν του. Την νύκτα ταύτην ήλθον οι απελεύθεροι του Καίσαρος να εκλέξωσι μερικάς χριστιανάς παρθένους· εζήτησαν και την μνηστήν σου, αλλ' ο Κύριος της έστειλε πυρετόν, εκ του οποίου αποθνήσκουν οι δεσμώται της ειρκτής, και δεν την έλαβον. Η ασθένειά της την έσωσεν από την ατιμίαν. Είχον συλλάβει και τον Λίνον, αλλά βλέποντες ότι εψυχορράγει τον αφήκαν. Ίσως και εκείνην να σου την αποδώσουν τώρα. Και ο Χριστός θα της χαρίση την υγείαν της.
Ο Βινίκιος έμεινε μέχρι της εσπέρας υπό τα τείχη της ειρκτής, επανήλθεν έπειτα εις τον οίκον του και είπεν εις τους ανθρώπους του να υπάγωσι να ζητήσωσι τον Λίνον και να τον φέρωσιν εις μίαν των επαύλεων του εις τα περίχωρα.
Ο Πετρώνιος εξ άλλου δεν έχανε τον καιρόν του αδίκως. Έσπευσε να ίδη την Αυγούσταν. Την εύρε παρά το προσκεφάλαιον του μικρού Ρουφίου. Το παιδίον είχε πυρετόν και παρελήρει, με το κρανίον σπασμένον.
Η Ποππέα, αφωσιωμένη εις τον πόνον της, ουδέ να ακούση ήθελε περί της
Λιγείας. Αλλ' ο Πετρώνιος την εφόβισεν ειπών:
— Συ, Αυγούστα, λατρεύεις, ως φαίνεται, τον Ιεχωβά· αλλ' οι χριστιανοί διατείνονται ότι ο Χριστός είναι υιός Εκείνου. Εννοείς να μη σε καταδιώξη με την οργήν του ο Πατήρ; Μη τυχόν η αγανάκτησίς του σε τιμωρεί και η ζωή του Ρουφίου μη εξαρτάται από τας μελλούσας πράξεις σου;
— Τι θέλεις να κάμω;
— Να εξιλεώσης τας εξωργισμένας θεότητας.
— Πώς;
— Η Λίγεια είναι ασθενής. Μεσολάβησον λοιπόν πλησίον του Καίσαρος
και του Τιγγελίνου διά να την αποδώσουν εις τον Βινίκιον.
— Πιστεύεις λοιπόν ότι δύναμαι να κατορθώσω τούτο; ηρώτησεν εν
απελπισία.
— Οι χριστιανοί βεβαιούν ότι ο Χριστός είναι εκδικητής, αλλά
δίκαιος.
— Θα υπάγω, είπεν η Ποππέα, με συντετριμμένην φωνήν.
Η Ποππέα, ήτις διά να σώση τον Ρούφιον, ήτο προθυμοτάτη να προσφέρη εκατόμβας εις όλους τους θεούς, μετέβη την εσπέραν προς τας Εστιάδας, αφού ενεπιστεύθη την φύλαξιν του παιδίου εις την πιστήν Συλβίαν.
Αλλ' εις το Παλατίνον η τύχη του παιδίου είχεν αποφασισθή ήδη.
Μόλις το φορείον της αυτοκράτειρας είχεν υπερβή την μεγάλην θύραν, δύο απελεύθεροι του Καίσαρος εισήλθον εις τον θάλαμον, όπου έκειτο ο μικρός Ρούφιος και εφόνευσαν την γραίαν Συλβίαν και τον μικρόν, του οποίου το σώμα το έρριψαν εις τον ποταμόν.
Όταν η Ποππέα επέστρεψεν εις το Παλατίνον και είδε το λίκνον κενόν, και το πτώμα της Συλβίας, ελιποθύμησε.
Συνελθούσα εις εαυτήν, ήρχισε να κραυγάζη και να οιμώζη.
Καθ' ην ημέραν έμελλον να αρχίσωσιν οι αγώνες των θηριομαχιών, πλήθη αέργων περιέμενον από της αυγής το άνοιγμα των πυλών, ακούοντες μετά βαθείας χαράς τους βρυχηθμούς των λεόντων, τον βραχνόν ρογχασμόν των πανθήρων και το ούρλιασμα των υαινών, των τίγρεων και των κυνών.
Τα θηρία είχον μείνει νηστικά επί δύο ημέρας. Προ των κλωβών των επεδεικνύοντο υπό των φυλάκων ολόκληρα τεμάχια αιμοσταγούς κρέατος όπως εξάπτεται εν αυτοίς η μανία και η πείνα. Από καιρού εις καιρόν, αι κραυγαί των θηρίων εξερρήγνυντο εις μίαν θύελλαν τόσον τρομακτικήν, ώστε οι άνθρωποι, οι οποίοι ίσταντο προ του ιπποδρομίου, δεν ηκούοντο πλέον όταν ωμίλουν.
Άμα τη ανατολή του ηλίου ηκούοντο εν αυτώ τω περιβόλω του ιπποδρόμου βαρύτονοι και ήπιοι ύμνοι: πάντες ήκουον μετά καταπλήξεως επαναλαμβάνοντες: «Οι χριστιανοί! Οι χριστιανοί!»
Πράγματι οι χριστιανοί είχον μετακομισθή εις το αμφιθέατρον εις μεγάλας ομάδας, κατά την νύκτα, παραληφθέντες εξ όλων των φυλακών. Αι φωναί των ανδρών, γυναικών και παιδίων, έψαλλον τον εωθινόν ύμνον, οι ειδήμονες ισχυρίζοντο ότι τα θηρία θα εκουράζοντο, θα εχόρταινον και δεν θα ηδύναντο να κατακερματίσωσιν όλον εκείνο το πλήθος. Την πρωίαν, αποσπάσματα θηριομάχων οδηγουμένων υπό των κυρίων των και οι γυμνασταί ήρχισαν να συρρέουν εις το αμφιθέατρον.
Μη θέλοντες να κουρασθώσι προ της ώρας εβάδιζον άοπλοι, συνήθως μάλιστα ολόγυμνοι, στεφανωμένοι με άνθη και κρατούντες χλοερούς κλάδους, νέοι, ωραίοι ως το φως της πρωίας, πλήρεις ζωής. Τα σώματά των, στίλβοντα εξ ελαίου, φοβερά και όμοια με γρανιτώδη πέτραν κατεγοήτευον τον λαόν, πρόθυμον θαυμαστήν της σωματικής καλλονής.
Τα ονόματά των είνε γνωστά εις το πλήθος. Χαίρε, Φούρνιε! εκραύγαζον, χαίρε Λέων! χαίρε Μάξιμε! χαίρε Διομήδη! Έπειτα εξηφανίζοντο όπισθεν των πυλών, οπόθεν πλέον δεν έμελλον να εξέλθωσι.
Κατά πάσαν στιγμήν, νέα θεάματα προσείλκυον την προσοχήν του πλήθους. Όπισθεν των θηριομάχων προέβαινον οι μαστιγοφόροι, των οποίων έργον ήτο να μαστιγώνωσι και να παροξύνωσι τους αντιπάλους.
Κατόπιν διήλθον ημίονοι σύροντες προς το σκυλευτήριον (3) σειράς αμαξίων, επί των οποίων ήσαν συσωρευμένα φέρετρα. Ο λαός έχαιρεν επί τη θέα όλων εκείνων των προετοιμασιών, συμπεραίνων εκ του αριθμού των φερέτρων περί του μεγέθους του θεάματος, Έπειτα ήρχοντο ενδεδυμένοι ως ηθοποιοί, παριστάνοντες τον Χάρωνα ή τον Ερμήν, οι άνδρες, οι οποίοι απετελείωναν τους τραυματίας, και τέλος οι πραιτωριανοί, τους οποίους έκαστος αυτοκράτωρ είχε πάντοτε εις την διάθεσίν του εν τω αμφιθεάτρω.
Ήνοιξαν τας εισόδους και ο λαός εισέρρευσεν. Αλλά το πλήθος ήτο τόσον μέγα, ώστε συνέρρεεν ανεξάντλητον επί ώρας ολοκλήρους. Οι βρυχηθμοί των θηρίων, τα οποία ωσφραίνοντο την απόπνοιαν των ανθρωπίνων σωμάτων, ηύξανον ακόμη εις την είσοδον των πυλών, Ο λαός λαμβάνων θέσιν εις το εσωτερικόν του ιπποδρόμου, εμυκάτο όπως τα κύματα κατά την τρικυμίαν.
Τέλος έφθασεν ο πραίφεκτος της Ρώμης μετά των φρουρών του· έπειτα τα φορεία των συγκλητικών, των υπάτων, των πραιτόρων, των αγορανόμων, των ανακτορικών υπαλλήλων, των αρχηγών της πραιτωριανής φρουράς, των πατρικίων και των κομψοπρεπών γυναίων.
Διά να αρχίσουν τα θεάματα δεν ανεμένετο πλέον παρά μόνον ο Καίσαρ, Και ο Νέρων, μη θέλων να καταχρασθή της υπομονής του λαού και επιθυμών να κατακτήση την εύνοιάν του διά της προθυμίας του, εφάνη μετ' ολίγον συνοδευόμενος υπό της Ποππέας και των Αυγουστιανών, μεταξύ των οποίων, εντός του αυτού φορείου, ήσαν ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος.
Οι φύλακες του αμφιθεάτρου και όλον το υπηρετικόν προσωπικόν ήσαν μισθοφόροι του Βινικίου και είχε συμφωνηθή ότι οι θηριομάχοι θα έκρυπτον την Λίγειαν εις σκοτεινήν γωνίαν των υπονόμων μέχρι της νυκτός, και έπειτα θα την παρέδιδον εις ένα άνθρωπον του τριβούνου, όστις θα ανεχώρει αμέσως μετ' αυτής εις το Αλβανόν όρος. Ο Πετρώνιος, εις τον οποίον είχον εμπιστευθή το μυστικόν, εσυμβούλευσε τον Βινίκιον να μεταβή φανερά εις το αμφιθέατρον μετ' αυτού, κατόπιν δε να φύγη εν μέσω της οχλοβοής: θα κατήρχετο εσπευσμένως εις τα υπόγεια, όπου, διά να αποφύγη ενδεχόμενον λάθος, θα εδείκνυεν αυτός την Λίγειαν εις τους φύλακας.
Οι φύλακες τον εισήγαγον διά μικράς θύρας της υπηρεσίας και είς εξ αυτών, ονόματι Σύρος, τον ωδήγησεν αμέσως πλησίον των χριστιανών.
Καθ' οδόν ο φύλαξ έλεγεν:
— Αυθέντα, εζητήσαμεν μίαν κόρην καλουμένην Λίγειαν, αλλά κανείς δεν μας απεκρίθη. Εν τούτοις δυνατόν να δυσπιστώσιν εις ημάς.
Ο Σύρος ήνοιξε θύραν τινά και εισήλθον εις μεγάλην αίθουσαν σκοτεινονάτην, διότι το φως εισήρχετο διά κιγκλιδωτών παραθύρων, τα οποία έκειντο προς το μέρος της κονίστρας. Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ουδέ ηδυνήθη να διακρίνη· ήκουσε μόνον τον συγκεχυμένον ψίθυρον των φωνών εν αύτη τη αιθούση και τας κραυγάς του λαού τας εξερχομένας από το αμφιθέατρον. Μετά τινα στιγμήν, οι οφθαλμοί του, εξοικειωθέντες εις το σκότος, είδον συμπλέγματα αλλοκότων όντων ομοίων με λύκους και άρκτους . . . Ήσαν οι χριστιανοί, τους οποίους είχον ράψει εις δέρματα θηρίων. Άλλοι ήσαν όρθιοι, άλλοι προσηύχοντο γονυπετείς.
Ο Βινίκιος εβάδιζε παρά το πλευρόν του Σύρου, παρετήρει τα πρόσωπα, ανηρεύνα, ηρώτα· ενίοτε προσέκρουεν επί των σωμάτων εκείνων, οίτινες είχον λιποθυμήσει εις την αποπνικτικήν ατμόσφαιραν. Σκεπτόμενος ότι πάσαν στιγμήν ήτο δυνατόν να ανοιχθώσι τα κιγκλιδώματα, ήρχισε να κράζη μεγαλοφώνως την Λίγειαν και τον Ούρσον, με την ελπίδα ότι, εν απουσία αυτών, κάποιος, όστις θα τους εγνώριζε, θα του απεκρίνετο.
Τω όντι άνθρωπός τις, ενδεδυμένος με δέρμα άρκτου, τον έσυρεν από την τήβεννον και του είπεν;
— Αυθέντα, έμειναν εις την φυλακήν. Με εξήγαγον τελευταίον και την
είδα ασθενή εις την στρωμνήν της.
— Ποίος είσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
— Ο λατόμος, εις την καλύβην του οποίου ο απόστολος Πέτρος σε εβάπτισεν, αυθέντα. Με εφυλάκισαν προ τριών ημερών και θα αποθάνω σήμερον.
Ο Βινίκιος εξήλθεν εκ του υπογείου και επέστρεψεν εις το αμφιθέατρον καθήσας παραπλεύρως του Πετρωνίου, μεταξύ των Αυγουστιανών.
— Είναι εκεί; ηρώτησεν ο Πετρώνιος.
— Όχι Έμεινεν εις την φυλακήν.
— Άκουσον τι μου ήλθεν εις τον νουν: αλλ' ακούων παρατήρει, παραδείγματος χάριν, προς το μέρος της Νιγιδίας διά να νομίση ο κόσμος ότι ομιλούμεν διά την κόμωσίν της . . . Ο Τιγγελίνος και ο Χίλων μας παρατηρούν . . . Ειπέ να θέσουν την Λίγειαν εις φέρετρον, την νύκτα, και να την μεταφέρουν από την φυλακήν ως νεκράν. Συμπεραίνεις τα λοιπά.
— Ναι απήντησεν ο Βινίκιος.
Ο λαός εποδοκρότει και εθορύβει διά να επισπευθή το θέαμα. Τότε ο διοικητής της πόλεως έδωκε διά του μανδηλίου του έν σημείον, εις το οποίον απήντησεν ο λαός δι' ενός «Ααά»!
Το θέαμα ήρχιζε συνήθως διά καταδιώξεως αγρίων ζώων, εις ην διέπρεπον διάφοροι βάρβαροι εκ των βορείων και μεσημβρινών χωρών. Αλλά την φοράν αυτήν ήρχισαν διά τυφλομάχων, οίτινες ήσαν παλαισταί, φέροντες περικεφαλαίας κλειστάς, μέλλοντες να πολεμήσωσιν εις τα τυφλά.
Μία δωδεκάς εκ των τυφλομάχων τούτων εφάνησαν συγχρόνως εις την κονίστραν, ήρχισαν να κτυπώσι με τα ξίφη των το κενόν, ενώ οι μαστιγοφόροι τους ώθουν κατ' αλλήλων δι' υπερμεγεθών δικράνων.
Το κομψευόμενον κοινόν εθεάτο αταράχως το θέαμα εκείνο το πράγματι αξιοκαταφρόνητον. Άνθρωποι τινες είχον συμπλακή και η πάλη ήρχισε να γίνεται αιματηρά. Οι λυσσωδέστεροι εκ των παλαιστών απέρριπτον τας ασπίδας των και σφίγγοντες τους αντιπάλους των διά της αριστερής χειρός, εμάχοντο μέχρι θανάτου με την δεξιάν. Όσοι έπιπτον, ύψωναν τους δακτύλους διά να ζητήσουν τον οίκτον, αλλ' εις την αρχήν του θεάματος ο λαός απήτει συνήθως τον θάνατον των τραυματιών, κυρίως όταν επρόκετο περί των τυφλομάχων, οίτινες, έχοντες το πρόσωπον εντελώς σκεπασμένον, παρέμενον διά τους θεατάς άγνωστοι.
Τώρα εγένετο μάχη σοβαρωτέρα, ήτις διήγειρε το ενδιαφέρον των ευγενών και όχι μόνον του όχλου — μάχη κατά την οποίαν οι νεαροί πατρίκιοι συχνά έθετον μεγάλα στοιχήματα και έχανον και το τελευταίον σεστέρτιον.
Ολίγον κατ' ολίγον ο αριθμός των μαχομένων ηλαττούτο· τέλος έμειναν δύο· τους ώθησαν τον ένα προς τον άλλον· έπεσαν επί της άμμου και αμοιβαίως εμαχαιρώθησαν. Τότε οι θεράποντες εσήκωσαν τα πτώματα, έπλυναν την παλαίστραν και διέσπειραν επί της άμμου φύλλα αρωματικών φυτών.
Όταν ήρχισεν ο διαπεραστικός ήχος των σαλπίγγων, βαθεία σιγή αγωνίας διεχύθη εις το αμφιθέατρον. Χιλιάδες οφθαλμών προσηλώθησαν εις την μεγάλην πόλην· άνθρωπός τις επλησίασεν ενδεδυμένος ως Χάρων και εν μέσω της γενικής σιγής έκρουσε την θύραν τρις διά σφύρας, ως διά να συγκαλέση εις τον θάνατον τους ανθρώπους τους κρυπτομένους όπισθεν. Έπειτα τα δύο θυρόφυλλα ηνοίχθησαν βραδέως, αποκαλύψαντα έν σκοτεινόν στόμιον οπόθεν μετ' ολίγον οι μαχηταί κατά σμήνη συνέρρευσαν εις την φωτεινήν κονίστραν, ήσαν δε ούτοι πάνοπλοι.
Επευφημίαι εξερράγησαν από τινων εδωλίων.
Οι παλαισταί περιήλθον κύκλω την κονίστραν με βήμα κανονικόν και ελαστικόν και εστάθησαν ενώπιον του αυτοκράτορος. Έπειτα έτειναν την δεξιάν χείρα και υψώσαντες την κεφαλήν και τα βλέμματα προς τον Καίσαρα, έψαλαν με φωνήν ηχηράν:
«Χαίρε, Καίσαρ αυτοκράτωρ·
Οι μελλοθάνατοι σε προσαγορεύουν!»
Έπειτα διεσκορπίσθησαν εν ριπή οφθαλμού και ετοποθετήθησαν χωριστά επί του περιβόλου της κονίστρας.
Έμελλον να επιτεθώσι κατ' αποσπάσματα ολόκληρα. Εις τας μάχας εκείνας, ο λαός ήτο αφωσιωμένος με την ψυχήν, το σώμα και τους οφθαλμούς: ωρύετο, εβρυχάτο, εσύριζεν, εχειροκρότει, εγέλα, εξηρέθιζε τους μαχομένους και εμαίνετο εκ χαράς. Εις την παλαίστραν, οι μονομάχοι εις δύο ομάδας επάλαιον με λύσσαν θηρίων: οι θώρακες προσέκρουον επί των θωράκων, τα σώματα συνεπλέκοντο εις θανάσιμα σφιγξίματα, τα φοβερά μέλη έτριζον εις τας αρθρώσεις των, αι μάχαιραι εβυθίζοντο εις τα στήθη και τας κοιλίας, τα κάτωχρα χείλη εξετόξευον χειμάρρους αίματος. Αρχάριοί τινες κατελήφθησαν περί το τέλος από φόβον τόσον ζωηρόν, ώστε αποσπασθέντες του κυκεώνος εκείνου ετράπησαν εις φυγήν, αλλ' οι μαστιγοφόροι με τα μαστίγιά των τα καταλήγοντα εις μόλυβδον τους κατεδίωκον άκοντας εις το αγριώτερον σημείον της πάλης. Η άμμος εποικίλλετο ανά πάσαν στιγμήν, σώματα γυμνά και με θώρακας ορειχαλκίνους ήρχοντο να αυξήσουν τους σωρούς, εξηπλωμένους ως δέσμας χόρτου.
Αφού και ούτοι αλληλοεσπαράχθησαν, μετεφέρθησαν έξω της κονίστρας υπό τας επευφημίας του πλήθους.
Τέλος, οι ηττηθέντες έκειντο σχεδόν πάντες νεκροί· μόνον μερικοί τραυματίαι εγονυπέτησαν κλονιζόμενοι εν μέσω της κονίστρας και έτειναν προς τους θεατάς χείρας ζητούσας χάριν. Εις τους νικητάς διένειμον βραβεία, στρέμματα, κλάδους ελαίας. Έπειτα επικολούθησε στιγμή ανακωχής, ήτις τη διαταγή του παντοδυνάμου Καίσαρος μετεβλήθη εις συμπόσιον. Ήναψαν τα πύραυνα των αρωμάτων. Οι ψεκαστήρες έρριπτον επί του πλήθους λεπτήν βροχήν σαφρά και ίων.
Προσέφεραν αναψυκτικά, οπτά κρέατα, γλυκέα πλακούντια, ελαίας και οπώρας. Ο όχλος κατεβίβρωσκεν, εφλυάρει και ανευφήμει τον Καίσαρα, διά να τον ελκύση εις μεγαλυτέραν ακόμη γενναιοδωρίαν.
Το πρώτον μέρος του θεάματος είχε λήξει. Οι θεαταί εγκατέλειπον τας θέσεις και μετέβαινον εις τας διόδους, όπως απαλλαχθώσι της νάρκης των ποδών και συνομιλήσωσι.
Οι Αυγουστιανοί ετέρποντο εις το θέαμα του Χίλωνος και έσκωπτον τας ανωφελείς προσπαθείας του θέλοντος να αποδείξη ότι ήτο ικανός να βλέπη το αίμα, αν και δεν υπέφερε τοιαύτα θεάματα η ελληνική καρδία του. Οι Αυγουστιανοί όμως εξηκολούθουν να τον πειράζουν. Τούτο ηυχαρίστει τον Καίσαρα, όστις τους παρώτρυνε προς τούτο.
Ο γέρων τους παρετήρει με τους ερυθρούς οφθαλμούς του, αλλ' εσιώπα, μη δυνάμενος να αντεπεξέλθη κατ' αυτών.
Ο ήχος των σαλπίγγων ανήγγειλε το τέλος του διαλείμματος. Εις την κονίστραν εφάνησαν θεράποντες, οίτινες εκαθάριζαν και επιπέδωναν εδώ και εκεί τους μικρούς σωρούς της άμμου, τους συγκεκολλημένους ακόμη με το αίμα.
Τώρα ήτο η σειρά των χριστιανών.
Το θέαμα ήτο καινοφανές διά το πλήθος. Ήλπιζον εκτάκτους σκηνάς. Εις το μίσος του λαού και αι φρικωδέστεραι τιμωρίαι εφαίνοντο ανεπαρκείς.
Ο πραίφεκτος έκαμε νεύμα και ο ίδιος γέρων, ο ενδεδυμένος ως Χάρων, ενεφανίσθη επί της κονίστρας, διέτρεξεν αυτήν βραδέως και, εν μέσω βαθείας σιγής, έκρουσε την θύραν τρις με την σφύραν του.
Εις το αμφιθέατρον μία βοή ηγέρθη:
— Οι χριστιανοί! . . . οι χριστιανοί! . . . .
Αι σιδηραί κιγκλίδες έτριξαν, ανά τους διαδρόμους τους σκοτεινούς ήχησεν η συνήθης κραυγή των μαστιγοφόρων: «Εις την άμμον!» και εν ριπή οφθαλμού η κονίστρα εγέμισεν από χριστιανούς, οι οποίοι έτρεχον με πυρετώδη ταχύτητα και φθάσαντες εις το κέντρον εγονάτισαν πλησίον αλλήλων ανατείνοντες τας χείρας εις τον ουρανόν.
Ο όχλος νομίσας ότι επεκαλούντο το έλεος του Καίσαρος, κατελήφθη υπό μανίας εις το θέαμα τόσης ανανδρίας· ήρχισαν να ποδοκροτώσι, να συρίζωσι, να ρίπτουν εις την κονίστραν κενά δοχεία, οστά περιφαγωμένα και να ανακράζωσι: «Τα θηρία! Απολύσατε τα θηρία!. .»
Αλλ' αίφνης ανήκουστον πράγμα, συνέβη. Εκ του κέντρου του πλήθους των θυμάτων ανήλθον φωναί, αίτινες έψαλλον, και αντήχησεν ο ύμνος, τον οποίον διά πρώτην φοράν ήκουον εις τον ρωμαϊκόν ιππόδρομον.
«Κρίστους Ρέγνατ! . . .» (=ο Χριστός βασιλεύει).
Ο λαός έμεινε κατάπληκτος. Οι κατάδικοι έψαλλον με τους οφθαλμούς εστραμμένους προς το καταπέτασμα. Τα πρόσωπά των ήσαν ωχρά, αλλ' εφαίνοντο εμπνευσμένα.
Όλοι ενόησαν ότι οι άνθρωποι εκείνοι δεν εζήτησαν ποσώς χάριν και ότι δεν έβλεπον ούτε το θέατρον, ούτε τον λαόν, ούτε την Σύγκλητον, ούτε τον Καίσαρα, αλλά προσηύχοντο. Ο ύμνος των: «Ο Χριστός βασιλεύει εις τους αιώνας!» αντήχει επί μάλλον εύηχος.
Αλλ' ηνοίχθη άλλη κιγκλίς· και εις την κονίστραν εχύθησαν εν αγρία ορμή αγέλαι ολόκληροι κυνών αγρίων, γιγάντιοι κοκκινότριχες μολοσσοί της Πελοποννήσου, ραβδωτοί κύνες των Πυρρηναίων και αρπακτικοί της Ιβερνίας, όμοιοι προς λύκους, όλοι πειναλέοι με πλευρά κοίλα και αιμοδιψείς οφθαλμούς. Οι ωρυγμοί και αι υλακαί ενέπλησαν όλον το αμφιθέατρον οι χριστιανοί, αφού ετελείωσαν τον ύμνον των, έμειναν γονυπετείς, ακίνητοι και ως απολιθωμένοι, στενάζοντες μια φωνή:
«Προ Κρίστο! Προ Κρίστο!» (υπέρ Χριστού!).
Οσφρανθέντες ανθρώπους υπό τας δοράς θηρίων και εκπεπληγμένοι εκ της ακινησίας των, οι κύνες δεν ετόλμησαν να ριφθώσιν αμέσως κατ' αυτών. Οι μεν εζήτουν να αναρριχηθώσιν εις τους φραγμούς των θεωρείων, άλλοι έτρεχον πέριξ της κονίστρας υλακτούντες ως εάν κατεδίωκον αόρατον θήραμα. Ο λαός δυσηρεστήθη. Χιλιάδες φωνών προεκάλουν θόρυβον, θεαταί τινες εμιμούντο τους βρυχηθμούς των θηρίων, άλλοι εγαύγιζον ως κύνες, άλλοι τέλος εξηρέθιζον τα κτήνη εις όλας τας γλώσσας. Το αμφιθέατρον εδονείτο εκ των κραυγών. Οι κύνες ερεθισθέντες ώρμων προς τους ανθρώπους τους γονυπετείς, και έπειτα ωπισθοχώρουν πάλιν κροτούντες τας σιαγόνας των. Τέλος είς μολοσσός εβύθισε τους οδόντας εις τον ώμον γυναικός τινος γονυπετούς και την συνέτριψε διά του όγκου του.
Τότε δεκάδες κυνών εφώρμησαν κατά του σωρού. Το πλήθος έπαυσε να ωρύεται διά να παρατηρή μετά περισσοτέρας προσοχής· μεταξύ των ωρυγών και των ψυχορραγημάτων ηγείροντο ακόμη θρηνώδεις φωναί ανδρών και γυναικών: «Προ Κρίστο! Προ Κρίστο!»
Το αίμα έρρεεν ως χείμαρρος από τα διαμελιζόμενα σώματα. Οι κύνες εξέσχιζον μεταξύ των αιμοσταγή μέλη. Η οσμή του αίματος και των τεμαχισμένων εντοσθίων είχε καλύψει τα αρώματα της Αραβίας και επλήρου όλον τον ιππόδρομον.
Τέλος, δεν εφαίνοντο πλέον ειμή εδώ και εκεί άνθρωποι γονυπετείς.
Μετ' ολίγον και αυτοί κατεσπαράχθησαν εν κρότω αδηφάγων σιαγόνων και εν μέσω ολολυγμών.
Την στιγμήν, καθ' ην οι χριστιανοί εισήρχοντο εις την κονίστριαν, ο Βινίκιος είχεν εγερθή διά να διευθυνθή, καθώς είχεν υποσχεθή εις τον σταδιοφύλακα, προς το μέρος όπου μεταξύ των δούλων του Πετρωνίου εκρύπτετο ο Απόστολος.
Την πρώτην στιγμήν, η σκέψις ότι ίσως ο σταδιοφύλαξ να ηπατήθη, ότι η Λίγεια πιθανόν να ευρίσκετο μεταξύ των θυμάτων, τον είχε παραλύσει εντελώς.
Αλλ' όταν ήκουσε τας φωνάς: «Προ Κρίστο!» όταν είδε την βάσανον απειραρίθμων θυμάτων, άτινα θνήσκοντα ωμολόγουν την πίστιν και εδόξαζον τον Θεόν, κατενόησεν ότι ήτο αμάρτημα και να ζητή τις χάριν!
Εν τοσούτω παρεκάλει ακόμη, προσηύχετο με τα χείλη στεγνά: »Χριστέ! Χριστέ! λυπήσου την και ο Απόστολός σου δέεται δι' εκείνην! » Έπειτα έχασε τας αισθήσεις του και ελησμόνησε πού ευρίσκετο. Του εφάνη μόνον ότι το αίμα εφούσκωνεν ως πλήμμυρα ανερχομένη, και έμελλε να εκχειλίση από τον περίβολον του φονικού θεάτρου και να καταπλημμυρήση την Ρώμην ολόκληρον.
Δεν ήκουε πλέον ούτε τας ωρυγάς των κυνών, ούτε τας φωνάς των αυγουστιανών, οίτινες αίφνης έκραξαν:
— Ο Χίλων ελιποθύμησε!
Ούτος τω όντι, λευκός ως σινδών, εκάθητο με υπτίαν την κεφαλήν, με το στόμα χάσκον και εφαίνετο ως νεκρός.
Την στιγμήν εκείνην ώθησαν εις το στάδιον νέα πλήθη θυμάτων, περιβεβλημένα δοράς θηρίων. Όπως και τα προηγούμενα, εγονυπέτησαν και αυτά αμέσως. Αλλ' οι κύνες, εξαντληθέντες, ηρνούντο να τα ξεσχίσουν.
Ολίγα μόνον θηρία ερρίφθησαν κατά των πλησιεστέρων θυμάτων, τα άλλα κατεκλίθησαν, ύψωσαν τα ρύγχη, εξ ων εστάλαζε το αίμα και ήρχισαν να ασθμαίνωσι βαρέως με σπασμούς των φουσκωμένων πλευρών.
Τότε ο λαός ανήσυχος μέχρι βάθους ψυχής, αλλά και μεθυσμένος εκ της αιματοχυσίας και παραφερόμενος υπό φρενοβλαβούς μανίας, έρριψε διατόρους κραυγάς:
— Τους λέοντας! τους λέοντας! Απολύσατε τους λέοντας.
Οι λέοντες ήσαν εφεδρεία διά την επομένην ημέραν. Αλλ' εις τα αμφιθέατρα ο λαός επέβαλλε την θέλησίν του εις πάντας και εις αυτόν τον Καίσαρα!
Ο Νέρων έκαμε νεύμα να ανοίξωσι το υπόγειον θηριοτροφείον, όπερ ιδών ο λαός κατεπραΰνθη αμέσως. Ήκουσαν τον τριγμόν των κιγκλίδων, όπισθεν των οποίων ευρίσκοντο οι λέοντες. Εις την θέαν των οι σκύλλοι εμαζεύθησαν εις το απέναντι μέρος με υλακάς πνιγμένας. Εκείνοι εξώρμησαν ανά είς επί της κονίστρας πυρροχαίται και τεράστιοι, με μεγάλας κεφαλάς βαθυτρίχους. Και αυτός ο Καίσαρ έστρεψε προς αυτούς τα λυπημένον πρόσωπόν του και επλησίασε τον σμάραγδον εις τον οφθαλμόν του να τους ίδη καλλίτερον. Οι Αυγουστιανοί εχαιρέτισαν τους λέοντας διά χειροκροτημάτων, το πλήθος τους ηρίθμει με τα δάκτυλα, κατασκοπεύον με άπληστον όμμα την εντύπωσιν, την οποίαν επροξένουν εις τους χριστιανούς τους γονυπετείς εις το κέντρον, οι οποίοι πάλιν επανελάμβανον την κραυγήν των: &υπέρ Χριστού! υπέρ Χριστού!& κενήν εννοίας διά πολλούς και ενοχλητικήν διά πάντας.
Οι λέοντες, καίτοι πειναλέοι, δεν έσπευσαν ποσώς προς τα θύματα. Αι υπέρυθροι αντανακλάσεις, αίτινες επλημμύριζον την άμμον, ετάρασσον την όρασίν των και εκείνοι υπέκλειον τα βλέφαρα θαμβωμένοι. Τινές εξέτεινον οκνηρώς τα υποκίτρινα μέλη των, άλλοι ήνοιγον το ρύγχος και εχασμώντο, ως να ήθελον να δείξουν τους οδόντας των, αλλ' ολίγον κατ' ολίγον η οσμή του αίματος των διαμελισμένων σωμάτων, τα οποία έκειντο εις σωρούς επί της κονίστρας, επενήργησαν επ' αυτών. Μετ' ολίγον αι κινήσεις των έγιναν ανήσυχοι, αι χαίται των ωρθώθησαν, οι μυκτήρες των εκρότησαν θορυβωδώς· είς λέων εφώρμησεν αίφνης κατά του πτώματος γυναικός εχούσης το πρόσωπον κατεσπαρμένον και, θέσας επί του σώματος τους εμπροσθίους πόδας, ήρχισε με την αρπακτικήν του γλώσσαν να λείχη το αίμα το πηκτόν. Είς άλλος επλησίασεν ένα χριστιανόν, όστις εκράτει εις τας αγκάλας του παιδίον ραμμένον εντός δέρματος δορκάδος. Το παιδίον έντρομον με θρήνους και με κραυγάς προσεκολλάτο σπασμωδικώς εις τον πατέρα του, όστις θέλων να διατηρήση την ζωήν του τέκνου του, εις μίαν στιγμήν, προσεπάθησε να το αποσπάση από του τραχήλου του διά να το δώση είς τους όπισθεν ευρισκομένους. Αλλ' αι κραυγαί και αι προσπάθειαι εξώργισαν τον λέοντα· ούτος εξέβαλε βραχνόν και σύντομον βρυχηθμόν, συνέτριψε το παιδίον δι' ενός κτυπήματος του ποδός και ήρπασε διά του στόματός του το κρανίον του πατρός, το οποίον συνέτριψε.
Τότε όλα τα θηρία εξεχύθησαν κατά των χριστιανών. Γυναίκες τινες δεν ηδυνήθησαν να κρατήσωσι κραυγάς τρόμου, τας οποίας έπνιξαν αι επευφημίαι του λαού, παύσασαι και αυταί μετ' ολίγον χάριν της επιθυμίας των θεατών όπως ίδωσι τα πάντα. Και είδον πράγματα φρικιαστικά· κεφαλάς καταπινομένας εις στόματα χαίνοντα ως βάραθρα, στήθη σπαρασσόμενα δι' ενός μόνου κτύπου οδόντος, καρδίας και πνεύμονας αποσπωμένους και ήκουον τα οστά τρίζοντα μετά κρότου υπό τας σιαγόνας. Λέοντες αρπάζοντες τα θύματά των από τα πλευρά ή από την ράχιν έτρεχον με μανιώδη άλματα διά της κονίστρας ως να εζήτουν όπως τα καταβροχθίσουν εις σκοτεινόν μέρος· άλλοι εμάχοντο προς αλλήλους ανορθούμενοι και περισφίγγοντες ο είς τον άλλον, ως παλαισταί, και επλήρουν το αμφιθέατρον με βροντώδεις κραυγάς. Οι θεαταί ηγείροντο από τας θέσεις των, τινές άφινον τα καθίσματά των και κατήρχοντο εις τας κατωτέρας σειράς διά να ίδωσι καλλίτερον και συνωθούντο και συνεθλίβοντο μέχρι θανάτου.
Από καιρού εις καιρόν ηκούοντο απάνθρωποι φωναί· άλλοτε ανευφημίαι· άλλοτε βρυχηθμαί, γρυλλισμοί και κρότοι σιαγόνων και ουρλιάσματα κυνών· ενίοτε πάλιν ηκούοντο οιμωγαί και θρήνοι . . . .
Ο Καίσαρ με τον σμάραγδον εις το ύψος του οφθαλμού του παρετήρει μετά προσοχής. Το πρόσωπον του Πετρωνίου εξέφραζεν αηδίαν και περιφρόνησιν.
Ο Χίλων, λιπόθυμος, είχεν ήδη αποκομισθή εκείθεν, αλλά το υπόγειον εξήμει πάντοτε νέα θύματα εις την κονίστραν.
Ιστάμενος όρθιος εις την τελευταίαν σειράν του αμφιθεάτρου, ο απόστολος Πέτρος εθεώρει τους αγωνιώντας. Κανείς δεν τον έβλεπε, διότι όλαι αι κεφαλαί ήσαν εστραμμέναι προς την παλαίστραν. Ηγέρθη, και, όπως πριν είχεν ευλογήσει εντός της αμπέλου του Κορνηλίου, διά τον θάνατον και την αιωνιότητα, εκείνους οι οποίοι επρόκειτο να φυλακισθώσιν, ούτω και τώρα ο Πέτρος ηυλόγει διά του Σταυρού τα λογικά σφάγια τα ψυχορραγούντα υπό τους οδόντας των θηρίων, — ηυλόγει το αίμα των και την βάσανόν των, — ηυλόγει τους νεκρούς, τους μεταβεβλημένους εις όγκους αμόρφους, και τας ψυχάς τας αφιπταμένας μακράν της αιματοβαφούς άμμου και της πόλεως των αιματηρών οργίων και με σπαραγμόν ψυχής προσηύχετο:
Κύριε! έλεγε, γεννηθήτω το θέλημά Σου! Διά την δόξαν σου, ως μαρτύριον της αληθείας, θανατούνται τα πρόβατα ταύτα της ποίμνης Σου. Συ μοι είπας: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου!». Και τώρα Σου τα αποδίδω, Κύριε και Συ ο Θεός μου, παράλαβέ τα πλησίον σου, ίασαι τας πληγάς των, πράυνον τους πόνους των και απόδος εις αυτούς εκατονταπλασίονα την αμοιβήν των βασάνων, όσας υπέστησαν διά το όνομά Σου. Και οι μάρτυρες ύψωνον προς αυτόν τους οφθαλμούς. Τότε τα πρόσωπά των ηκτινοβόλουν, προσεμειδίων βλέποντα υπεράνω των κεφαλών των, εκεί υψηλά, το σημείον του Σταυρού.
Αίφνης ο Καίσαρ, εκ λύσσης ή και εκ της επιθυμίας να υπερβάλη παν ό,τι η Ρώμη είχεν ιδή έως τότε, εψιθύρισε λέξεις τινάς εις τον πραίφεκτον. Ούτος κατήλθε της εξέδρας και μετέβη εν σπουδή εις τα υπόγεια. Και αυτό το πλήθος έμεινε κατάπληκτον, όταν είδε τας κιγκλίδας να ανοίγωνται εκ νέου. Τότε ερρίφθησαν θηρία ποικιλώτατα· τίγρεις του Ευφράτου, πάνθηρες της Νουμηδίας, άρκτοι, λύκοι, ύαιναι και θώες. Το στάδιον ολόκληρον κατεπλημμύρησεν από αεικίνητον κύμα δερμάτων ποικιλοχρώμων ή ξανθοχρόων. Εδημιουργήθη κυκεών, όπου οφθαλμός δεν διέκρινε πλέον παρά μίαν φοβεράν και αεικίνητον δίνην ράχεων θηρίων. Το θέαμα απώλεσε την εντύπωσιν της πραγματικότητος. Ήτο υπερβολικόν!
Εν τω μέσω των βρυχηθμών, των ωρυγών, των γρυλλισμών, ανήρχετο εδώ και εκεί από των βάθρων των θεατών, ο οξύς και σπασμωδικός γέλως των γυναικών, των οποίων αι δυνάμεις πλέον εξηντλήθησαν. Πολλοί εφοβήθησαν. Τα πρόσωπα εσκυθρώπασαν.
Πλείσται φωναί έκραξαν:
«Αρκεί! Αρκεί!».
Αλλ' ήτο ευκολώτερον να απολύσωσι τα θηρία παρά να τα διώξωσι από την κονίστραν. Ο Καίσαρ εν τούτοις εύρε, διά να καθαρίση τον στίβον, μέσον το οποίον ήτο συγχρόνως νέα διασκέδασις διά τον λαόν. Εις όλας τας παρόδους, μεταξύ των βάθρων, εφάνησαν με τόξα εις τας χείρας ομάδες αιθιόπων της Νουμηδίας με ενώτια και με πτερά εις τας κόμας. Ο λαός εμάντευσε τι έμελλε να επακολουθήση και τους εχαιρέτισε διά κραυγών ευχαριστήσεως. Οι Νουμήδαι επλησίασαν εις τον γύρον της κονίστρας και ήρχισαν να κατατοξεύωσι τα θηρία. Ήτο πράγματι θέαμα νέον. Τα εβενώδη σώματα με τα ευλύγιστα μέλη έκλινον προς τα οπίσω και τα βέλη έπιπτον ως βροχή επί των θηρίων. Η βοή των χορδών και ο συριγμός των πτερωτών βελών ηνούντο με τα ουρλιάσματα των ζώων και τας κραυγάς του θαυμασμού των θεατών. Οι λύκοι, οι πάνθηρες, αι άρκτοι εξηπλούντο νεκραί παρά τα πτώματα των κατεσπαραγμένων χριστιανών. Εδώ και εκεί είς λέων, αισθανόμενος εις την πλευράν του νυγμόν βέλους, έστρεφε με απότομον κίνημα το ρύγχος το ερρυτιδωμένον από λύσσαν, διά να αρπάση και κατασυντρίψη το ξύλον. Άλλοι οίμωζον εκ του πόνου. Τα μικρά κτήνη εν φοβερώ πανικώ διέτρεχον τυφλώς την κονίστραν ή εκτύπων τας κεφαλάς των κατά των κιγκλιδωμάτων.
Εν τοσούτω τα βέλη εσύριζον αδιακόπως και μετ' ολίγον παν ό,τι έζη κατέπεσε με τους τελευταίους σφαδασμούς της αγωνίας.
Τότε εις το στάδιον ώρμησαν εκατοντάδες δούλων ωπλισμένων με αξίνας, με πτυάρια, με σάρωθρα, με χειραμάξια με κάνιστρα διά να συλλέξουν και αποκομίσουν τα πτώματα και σπλάγχνα. Έφερον δε και σάκκους πλήρεις άμμου. Εντός ολίγου ολόκληρος ο στίβος εσείετο από την πυρετώδη εργασίαν των. Εν ριπή οφθαλμού μετέφεραν τα πτώματα, εκαθάρισαν το αίμα και τας ακαθαρσίας, ηυλάκωσαν, ισοπέδωσαν και εκάλυψαν την κονίστραν με άφθονον στρώμα ξηράς άμμου. Τούτου γενομένου, ερωτιδείς έτρεξαν και εσκόρπισαν πέταλα ρόδων και κρίνων, Ήναψαν και πάλιν τα θυμιατήρια και αφήρεσαν το καταπέτασμα, διότι ο ήλιος είχεν ήδη κατέλθει αρκετά.
Το πλήθος των θεατών παρετήρουν αλλήλους εν εκπλήξει, σκεπτόμενοι καθ' εαυτούς ποίον θέαμα τους επερίμενεν ακόμη την ημέραν εκείνην. Τους ανέμενε θέαμα, εις το οποίον κανείς δεν είχε προπαρασκευασθή. Ο Καίσαρ, όστις από τινος είχεν εγκαταλείψει τον εξώστην, εφάνη αιφνιδίως επί της ανθοσπαρμένης κονίστρας, ενδεδυμένος πορφύραν και με χρυσούν στέφανον.
Δώδεκα αοιδοί τον ηκολούθουν ωπλισμένοι με κιθάρας. Εκείνος με αργυράν βάρβιτον εις την χείρα, εγερθείς επροχώρησε με βήμα επίσημον μέχρι του κέντρου, εχαιρέτισεν επανειλημμένως και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν. Επί μίαν στιγμήν έμεινεν ακίνητος, ως να ανέμενε να εμπνευσθή, έπειτα πλήξας τας χορδάς ήρχισε:
_«Με την φωνήν της θείας λύρας, εκάλυψες τας προσευχάς, τας κραυγάς, τους στεναγμούς, αναίσθητε Σμινθεύ! (4) Αλλά και σήμερον ακόμη ο οφθαλμός, ως άνθος, το οποίον εκάλυψαν σταγόνες δρόσου, πληρούται δακρύων· ω θλίψις!
Ότε, εις την απήχησιν του ύμνου μου, ανέτειλεν αίφνης εκ του πενθίμου σαβάνου των αρχαίων ερειπίων της η ημέρα του τρόμου, η ημέρα της πυρκαϊάς . . .
»Σμινθεύ! — πού ήσο, Σμινθεύ την ημέραν εκείνην;»_
Η φωνή του Νέρωνος διερράγη και οι οφθαλμοί του υγράνθησαν. Εις τα βλέφαρα των Εστιάδων ελαμπύριζαν δάκρυα. Ο λαός, ο οποίος ήκουεν άφωνος, εξερράγη αίφνης εις ατελεύτητον λαίλαπα επευφημιών:
Και ο Απόστολος Πέτρος έψαυσε με τας δύο χείρας την κεφαλήν του την πολιάν και τρέμουσαν και έκραξεν εν τη ψυχή του:
— Κύριε! Κύριε! Εις ποίον άνθρωπον παρέδωκες την αυτοκρατορίαν του κόσμου! . . . Και ανάγκη να νικήσωμεν εν τω ονόματί Σου, ημείς, οι άοπλοι!
Εν τοσούτω, έξωθεν, από τας εξόδους τας ανοικτάς διά τον αερισμόν του αμφιθεάτρου, ήρχετο ο κρότος των κάρρων, εις τα οποία απέθετον τα αιματωμένα λείψανα των χριστιανών, ανδρών, γυναικών και παιδίων, όπως τα μεταφέρωσιν εις τους φοβερούς Δυσώδεις Λάκκους.
Ο ήλιος είχε χαμηλώσει προς την δύσιν. Το θέαμα είχε λήξει. Το πλήθος κατέλιπε το αμφιθέατρον συρρέον διά των εξόδων προς την Πόλιν. Οι αυλικοί ακολουθούντες τον Νέρωνα ανεχώρησαν και αυτοί
Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος διέτρεξαν το διάστημα σιωπηλοί, φοβούμενοι διά την τύχην της Λιγείας. Το φορείον εσταμάτησεν έμπροσθεν της επαύλεως. Κατήλθον. Αμέσως τους επλησίασε μία σκοτεινή μορφή.
Ο ευγενής τριβούνος Βινίκιος είνε εδώ;
— Εγώ είμαι απήντησεν ο τριβούνος. Τι με θέλετε;
— Είμαι ο Ναζάριος, ο υιός της Μαριάμ. Έρχομαι από την φυλακήν και σου φέρω ασπασμούς από την Λίγειαν.
Ο Βινίκιος εστηρίχθη επί του βραχίονός του και ήρχισε να τον παρατηρή εις τους οφθαλμούς υπό το φως των δάδων, μη δυνάμενος να προφέρη λέξιν. Αλλ' ο Ναζάριος εμάντευσε την ερώτησιν, ήτις εχάνετο εις τα χείλη του.
— Ζη. Ο Ούρσος με στέλλει προς σε, αυθέντα, διά να σου είπω ότι με όλον τον πυρετόν του ικετεύει τον Ύψιστον και επαναλαμβάνει το όνομά σου.
— Δόξα εις τον Χριστόν! απήντησεν ο Βινίκιος. Εκείνος έχει την δύναμιν να μου την αποδώση. Λοιπόν, ας μη χάνωμεν καιρόν. Και ωδήγησε τον Ναζάριον εις την βιβλιοθήκην, όπου ο Πετρώνιος μετ' ολίγον τους υπεδέχθη.
Ο Βινίκιος έλαβε τον λόγον:
— Ειπέ εις τους δεσμοφύλακας τους ανήκοντας εις την μερίδα μας να την θέσουν εντός φερέτρου, ως νεκράν. Ευρέ ανθρώπους διά να την απαγάγουν μαζί με σε την νύκτα. Πλησίον των Δυσωδών Λάκκων θα υπάρχουν άνθρωποι με φορείον· εις αυτούς θα παραδώσετε το φέρετρον. Θα υποσχεθής εκ μέρους μου εις τους δεσμοφύλακας όσον χρυσόν δύναται να σηκώση έκαστος εξ αυτών εις τον μανδύαν του.
Ενώ ωμίλει το πρόσωπόν του είχεν αποβάλει την έκφρασιν της νάρκης, ήτις τω ήτο συνήθης· εντός του εξηγείρετο ο στρατιώτης και η ελπίς του απέδιδε την παλαιάν ενεργητικότητά του.
Ο Ναζάριος ύψωσε τας χείρας κραυγάζων:
— Είθε ο Χριστός να της αποδώση την υγείαν, διότι θα ελευθερωθή!
— Πιστεύεις ότι οι φύλακες θα συναινέσουν: ηρώτησεν ο Πετρώνιος.
— Ναι! είπεν ο Βινίκιος· οι φύλακες συνήνεσαν ήδη εις την φυγήν της· θα συγκατεθώσιν επίσης ευκολώτερον να την αποκομίσωμεν ως λείψανον.
— Υπάρχει άνθρωπος, όστις με σίδηρον πεπυρακτωμένον εξελέγχει αν τα σώματα, τα οποία αποκομίζομεν, είνε πράγματι νεκρά, είπεν ο Ναζάριος. Αλλ' αρκούσιν ολίγα σεστέρτια διά να μη ψαύση με τον σίδηρον το πρόσωπόν της. Αντί ενός χρυσού νομίσματος θα ψαύση το φέρετρον και όχι το σώμα.
— Είθε ο Χριστός να σας βοηθήση, είπεν ο Βινίκιος.
Ο Πετρώνιος εσκέπτετο:
Πρέπει όλος ο κόσμος να πεισθή ότι εκείνη απέθανεν, είπεν ούτος. Δεν έχεις κάπου εις τα βουνά κανένα αγρονόμον, εις τον οποίον να ημπορής να τρέφης εμπιστοσύνην;
— Ναι, έχω ένα, απήντησεν ο Βινίκιος. Εις τα όρη, παρά την Καριόλαν, έχω ένα άνθρωπον ασφαλή, όστις με εβάστασεν εις τους βραχίονάς του όταν ήμην παιδίον, και όστις μου είναι πάντοτε αφωσιωμένος.
Ο Πετρώνιος του έτεινε τας πινακίδας.
— Γράψε του να έλθη αύριον. Θα στείλω αμέσως ταχυδρόμον, είπε, και απήλθε μετά του Ναζαρίου.
Την επομένην ο Νίγηρ, ο αγρονόμος του Βινικίου, παρουσιάσθη εις τον κύριόν του. Χάριν προφυλάξεως είχεν αφήσει εις έν πανδοχείον της Σιδούρρης, μετά των ημιόνων και του φορείου, τους τέσσαρας εμπίστους δούλους του, τους οποίους είχεν εκλέξει μεταξύ των Βρεττανών.
Η Βινίκιος τον ωδήγησεν εις τον κοιτώνα του και εκεί του ενεπιστεύθη το μυστικόν.
— Είναι λοιπόν χριστιανή; ανέκραξεν ο Νίγηρ, με βλέμμα εκστατικόν
προς τον Βινίκιον.
Και εγώ χριστιανός είμαι, απήντησεν ο Τριβούνος.
Δάκρυα ανέβλυσαν από τους οφθαλμούς του Νίγηρος.
— Δόξα σοι, Κύριε Ιησού, ότι αφήρεσας τον πέπλον από τους προσφιλεστέρους μου οφθαλμούς εις τον κόσμον!
Μετ' ολίγον εισήλθεν ο Πετρώνιος φέρων μαζί του και τον Ναζάριον.
— Καλά νέα! είπε μακρόθεν.
Πράγματι τα νέα ήσαν καλά. Εν πρώτοις ο Γλαύκος, ο ιατρός, εγγυάτο διά την ζωήν της Λιγείας, αν και αύτη είχε τον πυρετόν των φυλακών, εκ του οποίου απέθνησκον καθ' εκάστην εκατοντάδες ανθρώπων εις το ενδόμυχον του δεσμωτηρίου και αλλαχού. Όσον αφορά τους δεσμοφύλακας και τον άνθρωπον, όστις εξήλεγχε τον θάνατον με τον πεπυρακτωμένον σίδηρον, τους είχον εξαγοράσει, όπως και ένα άλλον βοηθόν, καλούμενον Άττιν.
— Έχομεν ανοίξη οπάς εις το φέρετρον έλεγεν ο Ναζάριος. Ο μόνος κίνδυνος είναι μήπως η Λίγεια εκπέμψη στεναγμόν ή είπη λέξιν, όταν θα περάσωμεν πλησίον των πραιτωριανών. Άλλως τε ο Γλαύκος θα της δώση υπνωτικόν. Το κάλυμμα του φερέτρου δεν θα είναι καρφωμένον. θα το σηκώσετε ευκόλως και θα μεταφέρετε την ασθενή εις το φορείον μας, ενώ ημείς θα θέσωμεν εις το φέρετρον σάκκον άμμου.
— Θα μεταφέρετε και άλλους νεκρούς από την φυλακήν; ηρώτησεν ο
Πετρώνιος.
— Απέθανον αυτήν την νύκτα περί τους είκοσι και προ της εσπέρας θα αποθάνουν και άλλοι, απήντητεν ο Ναζάριος. Είμεθα υποχρεωμένοι να ακολουθήσωμεν την εκφοράν, αλλά θα αργοπορώμεν, διά να μείνωμεν οπίσω. Σεις περιμένετε εις τα πρόθυρα του μικρού ναού της Λιβιτίνης (5). Ο Θεός να δώση να είναι σκοτεινή η νυξ.
Η συνδιάλεξις έληξεν. Αφού έμειναν σύμφωνοι δι' όλα, ο Νίγηρ μετέβη εις το πανδοχείον πλησίον των ανθρώπων του, ακολουθούμενος υπό του Πετρωνίου και του Βινικίου. Ο Ναζάριος επέστρεψεν εις την φυλακήν φέρων σάκκον χρυσού υπό τον χιτώνα του.
Όταν ενύκτωνεν, έπεσε ραγδαία βροχή, ήτις εξητμίσθη επί των πετρών των πυριφλεγών υπό του καύσωσος όλης της ημέρας και επλήρωσε δι' ομίχλης τας οδούς. Έπειτα επηκολούθησαν διαλείμματα νηνεμίας και ραγδαίας βροχής. Ο Βινίκιος και ο Πετρώνιος έλαβον γαλατικούς μανδύας με κουκούλαν. Η καταιγίς είχεν ερημώσει τας οδούς. Από καιρού εις καιρόν αστραπή εφώτιζε με ζωηράν λάμψιν τους τοίχους των νεωστί οικοδομηθεισών οικιών ή των κτιζομένων εισέτι. Εις μίαν λάμψιν διέκριναν τέλος, τον λοφίσκον τον υπερκείμενον του μικροσκοπικού ναού της Λιβιτίνης και κάτωθεν αυτού, αριθμόν τινα ημιόνων και ίππων.
— Νίγηρ! εφώνησε χαμηλοφώνως ο Βινίκιος.
— Εδώ είμαι, αυθέντα, απεκρίθη μία φωνή εν μέσω της βροχής.
— Όλα είναι έτοιμα;
— Όλα είναι έτοιμα, αγαπητέ κύριε. Αλλά προφυλαχθήτε υπό το επίχωμα, διότι θα μουσκευθήτε. Τι καταιγίς! Νομίζω ότι θα πέση χάλαζα.
Πράγματι έπεσαν χόνδροι χαλάζης. Αμέσως η θερμοκρασία κατήλθε.
Επερίμεναν με τα ώτα άγρυπνα.
Η χάλαζα έπαυσεν, αλλά πάραυτα ήρχισε να πίπτη ορμητική βροχή. Είς τινας στιγμάς, ηγείρετο άνεμος φέρων από τους Δυσώσεις Λάκκους την φοβεράν δυσωδίαν των αποσυντιθεμένων πτωμάτων, τα οποία ενεταφίαζον σχεδόν εις την επιφάνειαν της γης. Ο Πετρώνιος, ο Βινίκιος και ο αγροφύλαξ επλησίασαν εν σιγή προς τον λοφίσκον ανησυχούντες. Αλλ' οι φορείς εσταμάτησαν μόνον διά να καλύψουν το πρόσωπόν των και το στόμα διά πανιού και να προφυλαχθώσιν ούτω από την δυσωδίαν, ήτις πέριξ της οστεοθήκης του κοιμητηρίου, ήτο ανυπόφορος· μετ' ολίγον ανέλαβον τα φορεία και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Έν μόνον φέρετρον εστάθη απέναντι του μικρού ναού.
Ο Νίγηρ είπεν αίφνης:
— Βλέπω μίαν λάμψιν διά μέσου της ομίχλης . . . . . . και άλλην . . . . . . και άλλην . . . . . . είναι δάδες.
Εστράφη προς τους υπ' αυτόν άνδρας:
— Προσέχετε τας ημιόνους σας. Προσοχή!
— Έρχονται, είπεν ο Πετρώνιος.
Τα φώτα εφαίνοντο καθαρώτερα. Ηδυνήθησαν να διακρίνωσι τας φλόγας των δάδων, αίτινες ετρεμόσβυνον εις την πνοήν του ανέμου, ο Νίγηρ έκαμε το σημείον του σταυρού και ήρχισε να προσεύχεται. Όταν η πένθιμος πομπή έφθασε μέχρι του ναΐσκου, εσταμάτησεν.
Ο Βινίκιος έτρεξεν ακολουθούμενος υπό του Πετρωνίου, του Νίγηρος και των δύο Βρεττανών δούλων με το φορείον.
Πλην οδυνηρά η φωνή του Ναζαρίου ηκούσθη εις το σκότος:
— Αυθέντα, την μετέφεραν μετά του Ούρσου εις την Εσκιλίνην φυλακήν . .
Φέρομεν άλλο σώμα! Την επήραν προ του μεσονυκτίου, αλλοίμονον!
Ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να προφέρη ουδέ λέξιν, έμεινε κεραυνόπληκτος και μόνον με τας περιποιήσεις του Πετρωνίου συνήλθεν. Αλλοίμονον, έλεγε, το παν κατεστράφη, μόνον Εκείνος δύναται να μου την αποδώση.
Βροχή τριήμερος και χαλαζοθύελλαι είχον διακόψει τα θεάματα, ο λαός ανησύχει. Το πλήθος απήτει να επαναληφθούν οι αγώνες και τέλος, μετά τρεις ημέρας, το αμφιθέατρον εγέμισεν από χιλιάδας θεατάς. Ο Καίσαρ αυτός έφθασεν ενωρίς, όπως και αι Εστιάδες και η αυλή.
Την ημέραν εκείνην το θέαμα έμελλε να αρχίση διά μάχης μεταξύ χριστιανών. Προς τον σκοπόν τούτον τους είχον ενδύσει ως μονομάχους και τους είχον οπλίση με όπλα επιθετικά και αμυντικά, ως εξ επαγγέλματος ξιφομάχους. Αλλά διεψεύσθησαν αι ελπίδες των. Οι χριστιανοί εγκατέλιπον επί της άμμου τα δίκρανα, τας λόγχας και τα μαχαίρια και ήρχισαν να ασπάζωνται αλλήλους ενθαρρυνόμενοι αμοιβαίως εις την εγκαρτέρησιν.
Ο Καίσαρ έδωκεν διαταγήν και αληθείς θηριομάχοι εξαπελύθησον εναντίον των, και κατέσφαξαν εν ριπή οφθαλμού το γονατισμένον ποίμνιον.
Αφού απεκόμισαν τους νεκρούς, ήρχισε σειρά εικόνων μυθολογικών κατ' επίνοιαν του Καίσαρος. Είδον λοιπόν τον Ηρακλέα θνήσκοντα επί του όρους Οίτης με φλόγας αληθινάς.
Ο Καίσαρ απήτησεν όπως παρίσταται εις το αμφιθέατρον και ο Χίλων, διότι ηυχαριστείτο βλέπων αυτόν λιποψυχούντα από τα θεάματα. Αλλ' αι εικόνες διεδέχοντο ραγδαίως αλλήλας. Τα ανόσια βασανιστήρια παρθένων, τας οποίας εμόλυνον θηριομάχοι ενδεδυμένοι δοράς θηρίων, κατηύφραινον την καρδίαν του λαού. Τέλος κορασίδες χριστιαναί διεμελίσθησαν υπό αγρίων ίππων. Ο λαός επευφήμει τον Καίσαρα.
Εν τω μεταξύ είχον καθαρίσει την κονίστραν και έσκαπτον οπάς, των οποίων η τελευταία σειρά απείχεν ολίγα μόνον βήματα από της αυτοκρατορικής εξέδρας. Τα υπόγεια ηνοίχθησαν αίφνης και όλαι αι θύραι των εξεκένωσαν εις την κονίστραν πλήθη χριστιανών εντελώς γυμνών και φερόντων σταυρούς επί των ώμων των.
Η άμμος έβριθε κόσμου. Γερόντια επροχώρουν τρέχοντα και κύπτοντα υπό το βάρος των δοκών· παρά το πλευρόν αυτών ήρχοντο άνδρες εις την ακμήν της ηλικίας των, γυναίκες με λυτήν κόμην, με την οποίαν προσεπάθουν να καλύψουν την γυμνότητά των, έφηβοι και μικρά παιδία.
Τα θύματα και οι σταυροί ήσαν ως επί το πλείστον εστεμμένα με άνθη. Οι υπηρέται του ιπποδρόμου κατεμωλώπιζον τους δυστυχείς διά μαστιγώσεων αναγκάζοντες αυτούς να αποθέσωσι τους σταυρούς των προ των ήδη ανοιγμένων λάκων και να ίστανται παραπλεύρως αυτών. Όσοι κατά την πρώτην ημέραν των αγώνων δεν είχον προφθάσει να ριφθώσιν εις τους κύνας και τα θηρία, επρόκειτο να θανατωθώσιν.
Οι μελανόδερμοι δούλοι ήρπαζον τους χριστιανούς και τους εξήπλωνον επί των σταυρών, έπειτα εκάρφωνον τας χείρας αυτών επί των δοκών. Ολόκληρον το αμφιθέατρον αντήχει από τους κτύπους των σφυρίων.
Αίφνης από τα εδώλια, τα ευρισκόμενα πλησίον της κονίστρας μία φωνή ηγέρθη, φωνή ήρεμος και εμφαντική, ήτις, έλεγεν:
— . . . Η ημέρα της ευσπλαγχνίας ήλθεν, η ημέρα της σωτηρίας και της ευτυχίας· σας το είπον, ο Χριστός, θα σας ενώση γύρω του, θα σας παρηγορήση και θα σας τάξη εκ δεξιών του. Έχετε πίστιν, διότι ο ουρανός ανοίγεται δι' υμάς.
Εις τους λόγους τούτους, πάντες έστρεψαν τα βλέμματά των προς τα εδώλια· όσοι ευρίσκοντο ήδη επί του σταυρού ύψωσαν τας ωχράς και ταλαιπωρημένας κεφαλάς και προσέβλεψαν τον ομιλούντα.
Εκείνος επροχώρησε μέχρι του φραγμού, όστις περιέκλειε το στάδιον και ήρχισε να τους ευλογή διά του σημείου του σταυρού.
Ήτο ο απόστολος Παύλος.
Προς μεγάλην έκπληξιν των υπηρετών, πάντες εκείνοι, τους οποίους ακόμη δεν επρόφθασαν να σταυρώσουν, εγονυπέτησαν.
Ο Παύλος ο Ταρσεύς ηυλόγει τους μάρτυρας.
Είς φρουρός επλησίασε τον απόστολον και ηρώτησε:
— Ποίος είσαι συ, ο οποίος ομιλείς προς τους καταδίκους;
— Ρωμαίος πολίτης, απεκρίθη ο Παύλος ηρέμως.
Έπειτα στραφείς προς τα θύματα:
— Έχετε πεποίθησιν, διότι η ημέρα αύτη είνε ημέρα της ευσπλαγχνίας και θα αποθάνετε εν ειρήνη, ω δούλοι του Θεού!
Ο ιππόδρομος τώρα εφαίνετο ότι είχε μεταβληθή εις δάσος όπου, επί εκάστου δένδρου, εκρέματο ανά είς άνθρωπος εσταυρωμένος. Τα εγκάρσια ξύλα των σταυρών και αι κεφαλαί των μαρτύρων εφωτίζοντο υπό του ηλίου, η κονίστρα είχε καλυφθή από πυκνάς σκιάς περιπεπλεγμένας εις υπομέλαν πλέγμα, εις ό, εδώ και εκεί, εσημειούντο ρομβοειδή σχήματα χρυσής άμμου. Όλη η ευχαρίστησις των θεατών συνίστατο εις το να βλέπουν το βραδύ ψυχορράγημα των θυμάτων. Το εκ σταυρών δάσος ήτο τόσον πυκνόν, ώστε οι υπηρέται μετά δυσκολίας διήρχοντο μεταξύ των δένδρων τούτων. Ο πέριξ γύρος είχε πληρωθή κυρίως από γυναίκας.
Ουδείς ακόμη εκ των μαρτύρων είχεν εκπνεύσει, αλλά τινές εξ εκείνων οίτινες, είχον σταυρωθή πρώτοι, ήσαν λιπόθυμοι. Ουδείς εγόγγυζεν, ουδείς εζήτει οίκτον. Οι μεν είχον κλίνει την κεφαλήν επί του ώμου ή χαμηλότερον επί του στήθους, ως εάν είχον καταληφθή από ύπνον, άλλοι εφαίνοντο σκεπτικοί, άλλοι τέλος, με τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, εκίνουν ελαφρώς τα χείλη.
Μεταξύ των εσταυρωμένων ήτο και ο Κρίσπος, του οποίου ο σταυρός υψούτο απέναντι του αυτοκρατορικού θώκου.
Οι οφθαλμοί του έλαμπον πάντοτε εκ της αυτής ασβέστου ζωηρότατος και υπό τα άνθη εφαίνετο αυτό το πρόσωπον το αυστηρόν και αδυσώπητον.
Δύο αιθίοπες επλησίασαν τον Κρίσπον διά να τον εξαπλώσουν επί του σταυρού.
Αδελφοί, δέεσθε υπέρ εμού! ανέκραξεν εκείνος.
Το πρόσωπόν του δεν ήτο πλέον αμάλακτον· τα χαρακτηριστικά του τα ψυχρά εξέφραξον τώρα γαλήνην και πραότητα.
Διηυκόλυνεν εις τους δημίους το έργον των, εκτείνας ο ίδιος τους βραχίονας επί του σταυρού και τους οφθαλμούς ανατείνων εις τον ουρανόν, ήρχισε να προσεύχεται διαπύρως. Έβλεπε πέριξ του όλους επί των σταυρών.
Προ του φρικιαστικού εκείνου δάσους των σταυρών, τα εξηπλωμένα σώματα, η σιγή εκείνη η νεκρική, αι φαιδραί κραυγαί του λαού εσίγησαν αιφνιδίως.
Την στιγμήν εκείνην ο Κρίσπος ήνοιξε τους οφθαλμούς και είδε τον Νέρωνα. Το πρόσωπόν του έλαβεν έκφρασιν τόσον αδιάλλακτον, το βλέμμα του εσπινθηροβόλησε τόσον φοβερά, ώστε οι Αυγουστιανοί ήρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ των δεικνύοντες αυτόν διά του δακτύλου, και τέλος ο Καίσαρ έστρεψε την προσοχήν του προς αυτόν και επλησίασε νωχελώς τον σμάραγδον εις τον οφθαλμόν του. Έγινεν απόλυτος σιγή.
Όλα τα βλέμματα ήσαν προσηλωμένα επί του Κρίσπου, όστις εφαίνετο ότι προσεπάθει να αποσπάση από του σταυρού την δεξιάν του χείρα.
Έπειτα το στήθος του εσταυρωμένου εκολπώθη, τα πλευρά εφούσκωσαν και έκραξεν:
— Ουαί σοι! Μητραλοία! Δολοφόνε!
Εις την ύβριν ταύτην, ήτις ελέχθη εις επήκοον όλου του λαού, ο Καίσαρ ερρίγησε και αφήκε τον σμάραγδον να πέση. Η φωνή του Κρίσπου, πάντοτε φοβερωτέρα, αντήχει εις όλον το αμφιθέατρον:
— Ουαί σοι, δολοφόνε της μητρός και του αδελφού σου!
Ουαί σοι, Αντίχριστε! Η άβυσσος ανοίγεται υπό τους πόδας σου! Ο θάνατος τείνει προς σε τους βραχίονάς του διά να σε αρπάση, και ο τάφος σε παραμονεύει! Ουαί σοι, πτώμα ζων, διότι θα αποθάνης με τον τρόμον και θα τιμωρηθής εις τον αιώνα . . .
Φρικτώς ηπλωμένος επί του σταυρού, όμοιος προς ζωντανόν σκελετόν, εκίνει το λευκόν του γένειον άνωθεν της αυτοκρατορικής εξέδρας, σκορπίζων τα πέταλα των ρόδων, τα οποία τον εστεφάνωνον.
— Ουαί σοι, δολοφόνε! Η ώρα σου ήγγικε.
Κατέβαλε τελευταίον αγώνα· προς στιγμήν εφάνη ότι έμελλε να απαλλάξη την χείρα του την καρφωμένην και να την επισείση προς τον Καίσαρα. Αλλ' αίφνης οι βραχίονές του εξετάθησαν περισσότερον, όλον το σώμα του κατέπεσεν, η κεφαλή του έκλινεν επί του στήθους και απέθανεν.
Εις το δάσος των σταυρών, οι μάρτυρες, οι ασθενέστεροι, απεκοιμώντο ο είς μετά τον άλλον τον ύπνον της αιωνιότητος.
Από τινος καιρού ο Βινίκιος διήρχετο τας νύκτας του εκτός της οικίας του και δεν εσκέπτετο πλέον ειμή πώς να ίδη την Λίγειαν και εν τη φυλακή ακόμη. Είξευρεν ότι ο Ναζάριος, παρ' όλα τα εμπόδια, είχε κατορθώσει να εισέλθη εις το δεσμωτήριον, ως νεκροπομπός. Απεφάσισε και αυτός να καταφύγη εις την ιδίαν μέθοδον. Αντί αδροτάτης αμοιβής, ο φύλαξ των Δυσωδών Λάκκων τον προσέλαβε τέλος εις τον αριθμόν των υπηρετών, τους οποίους έστελλε την νύκτα να μεταφέρωσι τους νεκρούς από τας φυλακάς. Το σκότος της νυκτός, τα δουλικά ενδύματά του, το πανί το βρεγμένον με έλαιον τερεβενθίνης, όπερ εκάλυπτε την κεφαλήν του, ο άθλιος φωτισμός των φυλακών, πάντα ταύτα συνετέλεσαν εις το να μη αναγνωρισθή ούτος.
Ότε ο κεντηρίων εξήτασε τα σήματά των, ως νεκροθαπτών, η μεγάλη σιδηρά πύλη της Εσκιλίνης φυλακής ηνοίχθη προ αυτών και ο Βινίκιος είδεν ευρύχωρον υπόγειον, εκ του οποίου εισήρχοντο εις μέγαν αριθμόν άλλων υπογείων. Λυχνίαι εφώτιζον το υπόγειον, το οποίον ήτο πλήρες φυλακισμένων. Άλλοι εξηπλωμένοι κατά μήκος των τοίχων, εκοιμώντο . . . ίσως ήσαν νεκροί: άλλοι εσχημάτιζον κύκλον πέριξ μιας σκάφης ευρισκομένης εις το κέντρον, πλήρους ύδατος, και έπινον: άλλοι εκάθηντο κατά γης, στηρίζοντες τους αγκώνας επί των γονάτων και την κεφαλήν εις τας δύο χείρας. Εδώ και εκεί παιδία ανεπαύοντο περιμαζευόμενα επί των μητέρων των.
Ηκούοντο γογγυσμοί ασθενών, λυγμοί, ψιθυρισμοί προσευχών, ύμνοι βομβούντες χαμηλή τη φωνή και αι βλησφημίαι των δεσμοφυλάκων. Αι κνήμαι του Βινικίου εκλονίζοντο.
Επί τη σκέψει ότι η Λίγεια ευρίσκετο εις την κόλασιν εκείνην, αι τρίχες της κεφαλής του ηνωρθώθησον και ο λαιμός του επνίγη. Το αμφιθέατρον, οι οδόντες των θηρίων, οι σταυροί, — όλα ήσαν προτιμότερα από τα φρικώδη εκείνα υπόγεια, τα όζοντα εκ των πτωμάτων.
— Πόσοι είνε οι νεκροί σήμερον: ηρώτησε τον φύλακα των Λάκκων.
— Δώδεκα και πλέον, απήντησεν ο επιστάτης της φυλακής, αλλ' από τώρα μέχρι πρωίας θα είναι περισσότεροι: ήδη μερικοί ψυχορραγούν εκεί κάτω παρά τους τοίχους.
Εν τοσούτω ο Βινίκιος ανεζήτει εις μάτην την Λίγειαν και τω επήλθεν η ιδέα ότι δεν θα την έβλεπε πλέον ζωντανήν.
Ευτυχώς ο φύλαξ των Λάκκων ήλθεν εις βοήθειάν του.
— Πρέπει να μεταφέρετε τους νεκρούς αμέσως, είπεν ούτος, εάν δεν
θέλετε να αποθάνετε σεις και οι φυλακισμένοι.
— Είμεθα δέκα δι' όλα τα υπόγεια, παρετήρησεν ο δεσμοφύλαξ, και όμως
πρέπει να κοιμηθώμεν.
— Τότε θα σου αφήσω τέσσαρας από τους ανθρώπους μου: αυτοί θα
περιηγηθούν τα υπόγεια διά να ίδωσιν εάν υπάρχουν νεκροί.
— Αύριον θα σε κεράσω, εάν κάμης αυτό. Αλλά ας φέρουν έκαστον πτώμα προς έλεγχον: ήλθε διαταγή να τους διατρυπώμεν εις τον λαιμόν, και έπειτα εις τον Λάκκον!
— Καλά! αλλά θα μου δώσης να πιω . . .
Ο φύλαξ των λάκκων διώρισε τέσσαρας άνδρας, και μεταξύ αυτών τον Βινίκιον· αυτός δε μετά των άλλων ήρχισε να συσσωρεύη τα πτώματα επί των κάρρων.
Ο Βινίκιος ανέπνευσε. Τώρα τουλάχιστον είχε την βεβαιότητα ότι θα επανεύρη την Λίγειαν. Ήρχισεν ερευνών λεπτομερώς το πρώτον υπόγειον και δεν ανεκάλυψε τίποτε. Εις το δεύτερον και το τρίτον αι έρευναί του απέβησαν επίσης άκαρποι.
Ο Βινίκιος εισήλθεν εις τέταρτον υπόγειον, μικρότερον των προηγουμένων, και ύψωσε το φανάριόν του.
Αίφνης ερρίγησε. Του εφάνη ότι έβλεπεν υπό τας σιδηράς ράβδους φεγγίτου, την γιγαντιαίαν μορφήν του Ούρσου. Έσβεσεν αμέσως την λυχνίαν του και επλησίασε:
— Συ είσαι, Ούρσε;
Ο γίγας ύψωσε την κεφαλήν.
— Τις ει;
— Δεν με αναγνωρίζεις;
— Έσβυσες το φως, πώς θέλεις να σε αναγνωρίσω;
Αλλ' ο Βινίκιος διέκρινε την Λίγειαν πλαγιασμένην παρά τον τοίχον επί τινος μανδύου και χωρίς να είπη λέξιν, εγονάτισε πλησίον της.
Ο Ούρσος τον ανεγνώρισε τότε και είπε:
— Ευλογημένον το όνομα του Χριστού! Αλλά μη την εξυπνάς, αυθέντα.
Ο Βινίκιος την εθεώρει δακρύων και συγκεκινημένος.
Εις την θέαν ταύτην, κατελήφθη από έρωτα ομοιάζοντα με τον δριμύτατον πόνον, απά έρωτα πλήρη οίκτου, ευλαβείας και σεβασμού. Έπεσε πρηνής και εστήριξε τα χείλη του εις το άκρον του μανδύου. εφ' ου ανεπαύετο η νεάνις.
«Ο Χριστός θα την σώση . . . Ούρσε, μη φοβείσαι», είπεν.
Αίφνης, η Λίγεια ήνοιξε τους οφθαλμούς και έθεσε τας καιούσας χείρας της επί των χειρών του γονυπετούς Βινικίου.
— Σε βλέπω, είπεν αύτη. Είσαι συ: Α! ήξευρα ότι θα ήρχεσο.
— Ήλθα, φιλτάτη. Ο Χριστός να σε λάβη από την προστασίαν του και να
σε σώση, Λίγεια, αγαπητή μου . . .
Δεν ηδύνατο να είπη περισσότερα, δεν ήθελε ποσώς να προδώση την θλίψιν του έμπροσθέν της.
— Είμαι ασθενής, Μάρκε, και είτε εις το αμφιθέατρον είτε εδώ, πρέπει να αποθάνω . . . Είχα παρακαλέσει εις τας προσευχάς μου να σε ίδω προ του θανάτου· ήλθες: ο Χριστός με εισήκουσε,
Και ενώ εκείνος δεν ηδύνατο να προφέρη άλλην τινά λέξιν και την έθλιβεν απλώς επί του στήθους του, εκείνη προσέθηκε:
— Ήξευρα ότι θα ήρχεσο. Και σήμερον ο Σωτήρ μας επέτρεψε να είπωμεν το χαίρε προς αλλήλους. Ήδη, Μάρκε, ήδη απέρχομαι προς Αυτόν, αλλά σε αγαπώ και θα σε αγαπώ πάντοτε.
Εσιώπησε διά να εισπνεύση ολίγον αέρα, έπειτα έλαβε την χείρα του
Βινικίου και την ύψωσε μέχρι των χειλέων της.
Ο Βινίκιος κατέστη κύριος εαυτού, έπνιξε τον πόνον του και ωμίλησε με φωνήν, την οποίαν προσεπάθει να καταστήση ατάραχον, θέλων να την παρηγορήση:
— Όχι, αγαπητή μου, δεν θα αποθάνης. Ο Απόστολος με προέτρεψε να έχω πίστιν, και μου υποσχέθη να δεηθή διά σε. Ο Χριστός όστις τον ηγάπησε, δεν θα του αρνηθή τίποτε . . . . Όχι, Λίγεια! Ο Χριστός θα με ελεήση . . . . Δεν θα αποθάνης . . .
— Μάρκε!
— Λέγε, αγαπητή μου.
— Δεν πρέπει να με κλαύσης. Ενθυμού, ότι θα έλθης πλησίον μου, εκεί επάνω. Η ζωή μου δεν θα είνε μακρά, αλλ' ο Θεός θα μου χαρίση την ψυχήν σου. Και θέλω να δύναμαι να είπω εις τον Χριστόν ότι, μολονότι απέθανα, μολονότι με είδες θνήσκουσαν και μολονότι συ έμενες εν τη απελπισία, δεν κατηράσθης το θέλημά Του. Εκείνος θα μας ενώση· σε αγαπώ και θέλω να είμαι μαζί σου . . . .
Και πάλιν είχεν ανάγκην αέρος, και με φωνήν μόλις καταληπτήν είπε:
— Υποσχέθητί μοι τούτο, Μάρκε!
— Επί της ιεράς κεφαλής σου, υπόσχομαι!
Τότε, εν μέσω του αμυδρού φωτός, είδε το πρόσωπόν της Λιγείας να ακτινοβολή. Εκείνη έφερεν ακόμη μίαν φοράν την χείρα του Βινικίου εις τα χείλη της και εψιθύρισε:
— Η σύζυγός σου . . . . είμαι σύζυγός σου . . .
Όπισθεν του τοίχου, οι πραιτωριανοί, οίτινες έπαιζον τους πεσσούς, εξέβαλον φωνάς φιλονεικίας.
Ο Βινίκιος και η Λίγεια είχον λησμονήσει την φυλακήν, όλον τον κόσμον, και ενούντες τας ουρανίους ψυχάς των, ήρχισαν να προσεύχωνται.
Μόλις εξημέρωνε, τα πρώτα κύματα του πλήθους είχον αρχίσει να συρρέουν προς τους κήπους του Καίσαρος.
Ο λαός εν εορτασίμω περιβολή, στεφανωμένος με άνθη, επήγαινε ψάλλων ενθουσιωδώς εις το αμφιθέατρον, διά να απολαύση, θέαμα νέον και λαμπρόν, το οποίον ο Καίσαρ ηθέλησε να δώση τελευταίον διά να ευχαριστήση περισσότερον τον λυσσασμένον όχλον. Σχεδόν πάντες ήσαν μεθυσμένοι.
Δαδούχοι και λαμπαδηφόροι ήσαν παρατεταγμένοι και εφώναζον θριαμβευτικώς καθ' όλην την οδόν Τέκταν επί της γεφύρας Αιμιλιανού και εκ της ετέρας πλευράς του Τιβέρεως, εις τα πέριξ του ιπποδρομίου του Νέρωνος, και μάλιστα επί του Λόφου του Βατικανού. Συνέρρεον τα πλήθη χειμαρρωδώς, διότι το θέαμα ανθρώπων καιομένων επί πασσάλων ήτο εκ των απολαυστικωτέρων. Την φοράν μάλιστα ταύτην, επειδή ήτο πληθώρα καταδίκων, το θέαμα επρομηνύετο μεγαλοπρεπέστερον. Θέλοντες να αποτελειώσουν τους χριστιανούς και να περιστείλουν την επιδημίαν, ήτις εκ των φυλακών εξετείνετο επί μάλλον και μάλλον ανά την πόλιν, ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος είχον κενώσει όλα τα υπόγεια, εις τρόπον ώστε δεν έμενον πλέον ειμή δεκάδες τινές ατόμων, φυλαττομένων διά το τέλος των αγώνων.
Και το πλήθος, αφού διέβη τας κιγκλίδας του κήπου, κατέστη άφωνον εκ της καταπλήξεως. Αι κυριώτεραι λεωφόροι αι εισχωρούσαι εις τας λόχμας, αι εκτεινόμεναι κατά μήκος των λειμώνων, αι συστάδες των δένδρων, αι λίμναι, τα ιχθυοτροφεία και αι ανθόσπαρτοι πρασιαί είχον πληρωθή από πασσάλους αλειμμένους με ρητίνην, επί των οποίων είχον δεθή χριστιανοί. Εκ του ύψους των γηλόφων, όπου το βλέμμα δεν εισέδυε παρά διά μέσου των δένδρων, ηδύνατό τις να παρατηρήση ολοκλήρους σειράς πασσαλίσκων και σώματα στολισμένα δι' ανθέων κισσού και φύλλων μυρσίνης. Εν τούτοις το σκότος επήρχετο και οι πρώτοι αστέρες είχον ανατείλει. Πλησίον εκάστου καταδίκου ήλθον και ετάχθησαν δούλοι ωπλισμένοι με δάδας, και όταν το κέρας εσήμανε την έναρξιν του θεάματος, ούτοι έθεσαν το πυρ εις την βάσιν των πασσάλων.
Το χόρτον το βρεγμένον με πίσσαν και κρυμμένον υπό τα άνθη, έλαμψεν αμέσως με μίαν φλόγα καθαράν, η οποία, διαρκώς αυξάνουσα, ήρχισε να εκτυλίσση τους στεφάνους του κισσού και να λείχη τους πόδας των θυμάτων.
Ο λαός εσιώπησεν, οι κήποι αντήχησαν εκ μιας και μόνης απείρου οιμωγής, αποτελουμένης εκ χιλιάδων κραυγών οδύνης. Εν τούτοις τινές των μαρτύρων, εγείροντες τους οφθαλμούς προς τον αστερόεντα ουρανόν, έψαλλον την δόξαν του Χριστού. Ο λαός ήκουεν. Αλλά και αι σκληρότεραι καρδίαι κατελήφθησαν υπό τρόμου, όταν, εκ του ύψους των μικρών πασσάλων, σπαρακτικαί κραυγαί παιδίων ήρχισαν να φωνάζουν: Μητέρα! Μητέρα! Και αυτοί οι μεθυσμένοι συνεταράχθησαν από φρικίασιν εις την θέαν των μικρών κεφαλών των αθώων εκείνων προσώπων, συσπωμένων εκ του πόνου ή καλυπτομένων υπό του καπνού, όστις ήρχιζεν ήδη να πνίγη τα θύματα.
Αι φλόγες εξηκολούθουν να ανέρχωνται και κατεβίβρωσκον έν προς έν τα θύματα. Αι κύριαι δίοδοι επλήσθησαν φλογών· αι συστάδες των δένδρων εφωταγωγήθησαν· τα φύλλα των εφάνησαν ρόδινα και ήρχισαν να κιτρινίζουν από τας φλόγας.
Και εφώτισεν ως εν μέση ημέρα.
Η οσμή της ψηνομένης σαρκός επλήρωσε τους κήπους, αλλ' αμέσως επί των θυμιατηρίων των τοποθετημένων μεταξύ των πασσάλων, οι δούλοι έρριψαν μύρτον και αλόην . . .
Ήδη από της αρχής του θεάματος, ο Καίσαρ είχε φανή εις το μέσον του λαού, επί λαμπρού τεθρίππου με λευκούς ίππους. Έφερεν ένδυμα αμαξηλάτου με πράσινον χρώμα, ως εσυνηθίζετο εν τη αυλή του. Άλλα άρματα ηκολούθουν πλήρη αυλικών με ενδύματα μεγαλοπρεπή. Συγκλητικοί, ιερείς, μουσικοί μετημφιεσμένοι εις ζώα και εις σατύρους έπαιζον κιθάρας, άρπας, οξυαύλους και κέρατα. Ο Καίσαρ, έχων δεξιόθεν τον Τιγγελίνον και αριστερόθεν τον Χίλωνα, του οποίου ο τρόμος τον έτερπεν, ωδήγει τους ίππους του βραδέως, θεωρών τα καιόμενα σώματα και ακούων τας αναφωνήσεις του λαού. Οι υπερμεγέθεις βραχίονές του, τεταμένοι επί των νεφρών, εφαίνοντο ότι έκαμνον το σημείον της ευλογίας προς τον λαόν του. Το πρόσωπόν του και οι ημίκλειστοι οφθαλμοί του εμειδίων, και, στεφανωμένος με χρυσόν, έλαμπε μεταξύ όλων των ανθρώπων ως ο ήλιος ή ως Θεός.
Εστάθη πλησίον της μεγάλης κρήνης, εις την διασταύρωσιν δύο λεωφόρων, κατήλθεν εκ του τεθρίππου, έκαμε νεύμα εις τους συνοδούς του και ανεμίχθη εις το πλήθος διά να παρατηρήση τα θύματα ή διά να αστειευθή με τον Χίλωνα, του οποίου το πρόσωπον απεκάλυπτε βαθείαν απελπισίαν. Την στιγμήν εκείνην παρετήρει μίαν παρθένον, της οποίας ο κόλπος ήρχισε να σπινθηρίζη εις την φλόγα. Περιήλθον και τους άλλους πασσάλους, απολαμβάνοντες του απαισίου θεάματος της αγωνίας των καιομένων θυμάτων.
Τέλος έφθασαν προ ενός υψηλοτάτου ιστού στολισμένου με μύρτα και στεφανωμένου με κισσόν. Οι υπέρυθροι σπινθήρες έλειχον ακόμη τα γόνατα του θύματος, αλλά δεν ηδύνατο κανείς να διακρίνη το πρόσωπόν του, το οποίον εκάλυπτον με καπνόν οι χλωροί κλαδίσκοι αναφλεγόμενοι.
Αίφνης η νυκτερινή αύρα απεμάκρυνε τον καπνόν, απεκάλυψε κεφαλήν γέροντος με ψαρόν γένειον. Εις την θέαν ταύτην, ο Χίλων συνεταράχθη και συνεσφίχθη ως όφις πληγείς, και από το στόμα του έφυγε κραυγή ομοία μάλλον προς κρωγμόν κόρακος ή με φωνήν ανθρωπίνην.
— Ο Γλαύκος! ο Γλαύκος!
Από του ύψους του καιομένου πασσάλου, ο ιατρός Γλαύκος προσέβλεπε. Με θλιβερόν πρόσωπον κεκλιμένον προς τα κάτω, εθεώρει τον άνθρωπον όστις τον είχε προδώσει, όστις του είχεν αφαιρέσει την σύζυγον και το τέκνον του, τον είχε προσελκύσει εις ενέδραν δολοφόνων, και όστις, αφού όλα τα εγκλήματα τω είχον συγχωρηθή εν ονόματι του Χριστού, τον είχε και πάλιν παραδώσει εις τους δημίους. Οι οφθαλμοί του Γλαύκου ήσαν προσηλωμένοι επί του προσώπου του Έλληνος.
Πάντες ενόησαν ότι μεταξύ των δύο εκείνων ανθρώπων κάτι συνέβαινεν, αλλ' ο γέλως διέστειλε τα χείλη των θεατών, διότι το πρόσωπον του Χίλωνος ήτο φρικτόν. θα έλεγε τις ότι αι γλώσσαι του πυρός έκαιον το ιδικόν του σώμα.
Αίφνης ο Χίλων ηγέρθη, έτεινε τους βραχίονας και έκραξε με φωνήν φρικώδη και σπαρακτικήν:
— Γλαύκε! εν ονόματι του Χριστού! συγχώρησέ με.
Όλοι εσίγησαν γύρω· ρίγος διέδραμε τους παρεστώτας και πάντες ύψωσαν τους οφθαλμούς προς τον πάσσαλον.
Η κεφαλή του μάρτυρος εκινήθη ηρέμα και ήκουσαν φωνήν οιμώζουσαν κατερχομένην από του ύψους του ιστού:
— Συγχωρώ . . .
Ο Χίλων έπεσε πρηνής ολολύζων ως θηρίον και με τας δύο χείρας ήρχισε να σωρεύη χώμα επί της κεφαλής του. Αι φλόγες ανεπήδησαν αιφνιδίως, περιέβαλον το στήθος και το πρόσωπον του Γλαύκου, εξηπλώθησαν εις τον μύρτινον στέφανον επί της κεφαλής του και κατέφαγον τας ταινίας εις το ύψος του ιστού, όστις ανεφλέγη ολόκληρος, αναδίδων μεγάλην λάμψιν.
Αλλ' ο Χίλων ηνωρθώθη με πρόσωπον τόσον ηλλοιωμένον, ώστε οι αυγουστιανοί ενόμισαν ότι έβλεπον προ αυτών άλλον άνθρωπον. Οι οφθαλμοί του έλαμπον με ισχυρότατον φως, το ερρυτιδωμένον μέτωπόν του εφανέρωνε την έκστασιν. Ο Έλλην ούτος, χαύνος και δειλός ακόμη, εφαίνετο ως ιερεύς εμπνευσμένος υπό του Θεού του, μέλλων ν' αποκαλύψη φοβεράς αληθείας.
— Τι συμβαίνει; Παρεφρόνησεν! . . . ηκούοντο ψίθυροι.
Εκείνος εστράφη προς το πλήθος, ύψωσε την δεξιάν χείρα και ήρχισε να λέγη, ή μάλλον, να φωνάζη με στεντορίαν φωνήν, όπως όχι μόνον οι Αυγουστιανοί, αλλά και ο συρφετός όλος τον ακούση:
— Λαέ της Ρώμης! εις τον θάνατόν μου ομνύω, ότι θανατούνται αθώοι! Ο εμπρηστής είναι αυτός:
Και έδειξε τον Νέρωνα.
Επήλθε στιγμή σιωπής. Οι αυλικοί έμειναν ως απολιθωμένοι. Ο Χίλων ίστατο ακίνητος με χείρα τρέμουσαν και δεικνύων διά του δακτύλου τον Καίσαρα. Θόρυβος ηγέρθη.
Ως κύματα συνταρασσόμενα και αιφνιδίως ωθούμενα υπό της τρικυμίας, ο λαός όρμησε προς τον γέροντα διά να τον ίδη εγγύτερον. Φωναί εκραύγαζον: «Κρατήστε τον», άλλαι: «Αλλοίμονον εις ημάς!»
Θύελλα συριγμών και ωρυγμών εξέσπασεν: «Αινόβαρδε! Δολοφόνε! Μητροκτόνε! Εμπρηστά! Ο κυκεών ηύξανεν. Αίφνης ιστοί τινες καταναλωθέντες υπό του πυρός, κατέπεσαν ως βροχή σπινθήρων.
Τυφλόν κύμα του όχλου παρέσυρε τον Χίλωνα προς το βάθος του κήπου.
Παντού οι πάσσαλοι πυρίκαυστοι ήρχιζον να πίπτουν επί της οδού, πληρούντες τας λόχμας καπνού, σπινθήρων, οσμής κεκαυμένου ξύλου και κνίσσης ανθρωπίνου κρέατος. Τα φώτα εσβύνοντο πανταχού. Οι κήποι εβυθίζοντο εις τα σκότη.
Ο Χίλων επλανάτο, μη γνωρίζων προς ποίον μέρος να στρέψη τα βήματά του. Προσέκρουεν επί ημικαύστων πτωμάτων, παρέσυρε δαυλούς, οίτινες τον περιεκάλυπτον με απειλητικόν νέφος σπινθήρων και ενίοτε εκάθητο και παρετήρει γύρω του με χαύνα βλέμματα. Τέλος εξήλθεν εκ της σκιάς και ωθούμενος υπό ακαταμαχήτου δυνάμεως, εβάδισε προς την κρήνην, όπου ο Γλαύκος είχεν εκπνεύσει.
Μία χειρ έψαυσε τον ώμον του.
Ο γέρων εστράφη, και ιδών έμπροσθέν του ένα άγνωστον, ανέκραξε:
— Τι; Ποίος είσαι;
— Απόστολος Παύλος, ο Ταρσεύς.
— Είμαι κατηραμένος . . . Τι θέλεις;
Ο Απόστολος απεκρίθη:
— Θέλω να σε σώσω.
Ο Χίλων εστηρίχθη επί δένδρου.
— Δι' εμέ δεν υπάρχει πλέον σωτηρία! είπε με ασθενή φωνήν.
— Δεν ηξεύρεις λοιπόν ότι ο Θεός εσυγχώρησε τον μετανοήσαντα ληστήν; ηρώτησεν ο Παύλος.
— Και συ δεν ηξεύρεις τι έπραξα εγώ;
— Είδον το άλγος σου και ήκουσα ότι εμαρτύρεις περί της αληθείας.
— Ω, κύριε!
Ο Χίλων έψαυσε την ιδίαν κεφαλήν του με τας δύο χείρας, ως να ησθάνετο ότι παρεφρόνει.
— Συγχώρησιν! Δι' εμέ! . . . Συγχώρησιν! . . .
— Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους, απεκρίθη ο Παύλος· σε εσυγχώρησε.
— Συγχώρησιν δι' εμέ! ώμοζεν ο Χίλων.
— Στηρίξου επί του βραχίονός μου και ακολούθει με, είπεν ο Απόστολος. Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους και σωτήρ ημών. Ήλγησας και ενώπιον του πασσάλου του Γλαύκου και ο Χριστός είδε το άλγος σου. Είπες δε αφόβως προς τον Νέρωνα ότι «ο εμπρηστής είναι εκείνος». Και ο Χριστός δεν ελησμόνησε την μετάνοιάν σου.
Ο Χίλων έπεσε γονυκλινής, έκρυψε το πρόσωπον εις τας χείρας του και έμεινεν ακίνητος. Ο Παύλος ανέβλεψε προς τον ουρανόν και προσηυχήθη:
— Κύριε, έλεγεν, επίβλεψον επί του ταλαιπώρου τούτου.
Αλλ' εις τους πόδας του αίφνης μία οιμώζουσα επίκλησις ηκούσθη:
— Ναι, Κύριε Ιησού Χριστέ! . . . συγχώρησέ με!
Τότε ο Παύλος εβοήθησε τον Χίλωνα να ανέλθη παρά την λεκάνην της
κρήνης, και εβύθισε τρις την κεφαλήν του γέροντος εις το ύδωρ λέγων:
«Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Χίλων, εις το όνομα του Πατρός, και του
Υιού, και του Αγίου Πνεύματος! Αμήν!»
Ο Χίλων ήγειρε την κεφαλήν και εξέτεινε τας χείρας. Η σελήνη εφώτιζε με το γλυκύ της φως την λευκήν κόμην του και το ακίνητον λευκόν πρόσωπόν του. Αι στιγμαί διεδέχοντο αλλήλας εντός της νυκτός· εκ των μεγάλων ορνιθοτροφείων των κήπων της Δομιτίας έφθασε μέχρις αυτών το άσμα του αλέκτορος. Εκείνος έμεινε γονυπετής, ακινητών ως άγαλμα.
Τέλος ηρώτησε:
— Τι οφείλω να πράξω πριν αποθάνω, δέσποτα;
Ο Παύλος αφυπνίσθη εκ της σκέψεως της αμέτρου εκείνης δυνάμεως, από την οποίαν αι ψυχαί ως η του Έλληνος εκείνου δεν ηδύναντο να διαφύγωσι, και απεκρίθη:
— Έχε πίστιν και μαρτύρει περί της Αληθείας!
Εξήλθον ομού εις την έξοδον του κήπου. Ο απόστολος ηυλόγησε και πάλιν τον γέροντα και εχωρίσθησαν κατ' απαίτησιν αυτού του Χίλωνος, προβλέποντος ότι ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος θα τον κατεδίωκον.
Δεν ηπατάτο ποσώς. Επανελθών οίκαδε, εύρε την οικίαν του περικυκλωμένην υπό πραιτωριανών, οίτινες τον συνέλαβον και τον ωδήγησαν εις το παλατίνον.
Ο Καίσαρ ανεπαύετο ήδη, αλλ' ο Τιγγελίνος ηγρύπνει και τον ανέμενεν.
Εχαιρέτισε τον δυστυχή Έλληνα με πρόσωπον ατάραχον, αλλ' απαίσιον.
— Διέπραξες έγκλημα καθοσιώσεως, του είπε, και δεν θα αποφύγης την τιμωρίαν. Αλλ' εάν αύριον, εν μέσω του αμφιθεάτρου δηλώσης ότι ήσο μεθυσμένος και παρελογίζεσο και ότι οι χριστιανοί είναι πράγματι οι αυτουργοί της πυρκαϊάς, η τιμωρία σου θα περιορισθή μόνον εις μαστίγωσιν και εξορίαν.
— Δεν δύναμαι, άρχον, εψιθύρισε πράως ο Χίλων.
Ο Τιγγελίνος τον επλησίασε με βήματα βραδέα και με πνιγομένην, αλλά φοβεράν, φωνήν ηρώτησε:
— Πώς; δεν δύνασαι, σκυλλογραικέ; Δεν ήσο λοιπόν μεθυσμένος; Δεν
εννοείς τι σε περιμένει λοιπόν; Παρατήρησε απ' εκεί.
Και του έδειξε μίαν γωνίαν του μελάθρου, όπου ίσταντο όρθιοι εις την σκιάν, πλησίον ενός μεγάλου ξυλίνου εδωλίου, τέσσαρες δούλοι εκ Θράκης, κρατούντες σχοινία και λαβίδας εις τας χείρας.
Ο Χίλων απεκρίθη:
— Δεν δύναμαι, αυθέντα!
Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος συνεκρατήθη ακόμη.
— Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ
όπως και εκείνοι;
Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε:
— Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . .
Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.
— Σκύλλε! Αληθώς παρεφρόνησες!
Ώρμησε κατά του Χίλωνος, του έδραξε τον πώγωνα με τας δύο χείρας, τον εκύλισε κατά γης και τον εποδοπάτησεν, επαναλαμβάνων με αφρίζοντα χείλη:
— Θα αναιρέσης! Θα αναιρέσης τους λόγους σου!
— Δεν δύναμαι, ώμοζεν ο Έλλην, υπό την πτέρναν του Τιγγελίνου.
— Εις την βάσανον τον άνθρωπον τούτον!
Οι Θράκες δούλοι ήρπασαν τον γέροντα, τον εξήπλωσαν επί οκρίβαντος, τον έδεσαν με τα σχοινία και ήρχισαν με τας λαβίδας των να τσιμπούν τα κατεσκληκότα προκνήμια. Αλλ' εκείνος, ενώ τον έδενον, ησπάζετο ταπεινώς τας χείρας των, έπειτα έκλεισε τους οφθαλμούς και έμεινεν ακίνητος, ως νεκρός.
Έζη ακόμη, και, όταν ο Τιγγελίνος έκυψε προς αυτόν και πάλιν, και τον ηρώτησε:
— Θα αναιρέσης;
Τα ωχρά του χείλη εκινήθησαν ελαφρώς και εξ αυτών διέφυγε ψίθυρος μόλις ακουόμενος:
— Δεν . . . . δύναμαι! . . .
Ο Τιγγελίνος διέταξε να διακοπή η βάσανος και διηυθύνθη προς το άτριον. Τέλος, εφάνη ότι του επήλθε νέα ιδέα, και στραφείς προς τους Θράκας:
— Αποσπάσατέ του την γλώσσαν!
Διά την παράστασιν του δράματος «Αυρέολος», τα θέατρα και τα αμφιθέατρα είχον διευθετηθή ούτως, ώστε να δύνανται ν' ανοίγωνται και να σχηματίζουν δύο χωριστάς σκηνάς. Αλλά, μετά το θέαμα των κήπων του Καίσαρος, παρημελήθησαν αι συνήθεις διατυπώσεις, διότι επρόκειτο να επιτραπή εις όλους τους θεατάς να ίδωσι τον θάνατον του εσταυρωμένου δούλου, όστις, εις το δράμα, κατεβροχθίζετο υπό μιας άρκτου. Εις το θέατρον το πρόσωπον της άρκτου επαίζετο υπό τινος ηθοποιού εραμμένου εντός μηλωτής· αλλά την φοράν ταύτην η αναπαράστασις έμελλε να είναι πραγματική. Ήτο μία νέα έμπνευσις του Τιγγελίνου.
Εις το λυκόφως, ολόκληρος ο ιππόδρομος είχεν υπερεκχειλισθή. Οι Αυγουστιανοί, παριστάμενοι εν σώματι με τον Τιγγελίνον επί κεφαλής, είχον έλθει όχι τόσον διά το θέαμα, όσον διά να δώσουν εις τον Καίσαρα δείγμα υπακοής μετά το τελευταίον επεισόδιον, και διά να συζητήσουν περί του Χίλωνος, περί του οποίου ωμίλει όλη η πόλις.
Τέλος η προσδοκωμένη στιγμή έφθασεν. Οι υπηρέται του ιπποδρόμου έφερον κατ' αρχάς ξύλινον σταυρόν, αρκετά χαμηλόν, όπως η άρκτος ανορθουμένη επί των οπισθίων ποδών, δύναται να φθάνη το στήθος του βασανιζομένου καταδίκου· κατόπιν δύο άνδρες ωδήγησαν ή μάλλον έσυραν επί της κονίστρας τον Χίλωνα, όστις, έχων συντετριμμένας τας κνήμας, δεν ηδύνατο να βαδίση. Εκαρφώθη επί του ξύλου τόσον ταχέως, ώστε οι αυγουστιανοί δεν ηδυνήθησαν να τον παρατηρήσωσιν ανέτως. Μόνον, αφού ηνώρθωσαν τον σταυρόν, όλων τα βλέμματα εστράφησαν προς εκείνον. Ελάχιστοι όμως ηδύναντο ν' αναγνωρίσωσι τον τέως Χίλωνα εις το πρόσωπον του γέροντος και γυμνού εκείνου ανθρώπου.
Μετά τας βασάνους, τας επιβληθείσας υπό του Τιγγελίνου, το πρόσωπόν του δεν είχε πλέον ούτε σταγόνα αίματος. Η λευκή γενειάς του εχωρίζετο από μίαν ερυθράν γραμμήν, ήτις εμαρτύρει ότι του είχον κόψει την γλώσσαν. Διά μέσου του διαφανούς δέρματος διεκρίνοντο τα οστά.
Το πρόσωπόν του ήτο επώδυνον, αλλά πράον και ειρηνικόν, ως το πρόσωπον ανθρώπου κοιμωμένου. Η ειρήνη εφαίνετο ότι μαζί με την μετάνοιαν είχε κατέλθει εις την εσκληραγωγημένην εκείνην ψυχήν.
Κανείς δεν εγέλα, διότι εις τον γέροντα εκείνον ενυπήρχε τι τόσον ειρηνικόν· εκείνος εφαίνετο τόσον γέρων, τόσον ασθενής, τόσον άξιος ελέους, ώστε έκαστος εσκέπτετο διατί εβασάνιζον και εσταύρωνον ένα άνθρωπον ψυχορραγούντα ήδη.
Τέλος η άρκτος έφθασε με βαρύ βήμα εις την κονίστραν, ταλαντεύουσα δεξιά και αριστερά την χαμηλωμένην κεφαλήν της και, ρίχτουσα βλέμματα προς τα οπίσω, εφαίνετο σκεπτομένη ή ζητούσα κάτι.
Ιδούσα τον σταυρόν και το γυμνόν σώμα, επλησίασεν, ηνωρθώθη, ωσφράνθη. Αλλά μετά μίαν στιγμήν, ανέπεσεν επί των ποδών της, συνεστάλη υπό τον σταυρόν και ήρχισε να γρυλλίζη, ως εάν η καρδία της η θηριώδης είχεν οίκτον προς το ανθρώπινον εκείνο ερείπιον.
Οι υπηρέται του ιπποδρόμου ηρέθιζον την άρκτον διά των κραυγών των. Ο λαός έμενεν άφωνος.
Εν τούτοις ο Χίλων ύψωσε βραδέως την κεφαλήν και περιέφερε τα βλέμματά του επί των θεατών. Οι οφθαλμοί του εσταμάτησαν πολύ υψηλά εις τα τελευταία βάθρα του αμφιθεάτρου. Τότε το στήθος του ανέπνευσε ζωηρότερον, και, προς κατάπληξιν του πλήθους, το πρόσωπόν του εφαιδρύνθη διά μειδιάματος, το μέτωπόν του εφωτίσθη, οι οφθαλμοί του υψώθησαν εις τον ουρανόν και εκ των βεβαρημένων βλεφάρων του δύο δάκρυα κατήλθον βραδέως εις το πρόσωπόν του. Και απέθανεν.
Αίφνης, πλησίον του καταπετάσματος, μία ηχηρά φωνή εκραύγασεν:
— Ειρήνη εις τους μάρτυρας!
Βαθεία σιγή επεκράτει εις το αμφιθέατρον.
Κατά την εποχήν του Νέρωνος, πολύ επροτιμώντο αι εσπεριναί παραστάσεις εις τους ιπποδρόμους και τα αμφιθέατρα. Αν και ο λαός ήτο ήδη χορτασμένος από αίμα, η είδησις ότι το τέλος των αγώνων ήγγιζε και ότι οι τελευταίοι χριστιανοί έμελλον να αποθάνωσιν εις το θέαμα της εσπέρας εκείνης, συνετέλεσεν εις το να συρρεύση επί των εδωλίων πλήθος αναρίθμητον. Οι αυγουστιανοί ήλθον μέχρις ενός, μαντεύοντες ότι ο Καίσαρ είχεν αποφασίσει να απολαύση το δράμα της θλίψεως του Βινικίου. Ο Τιγγελίνος είχε τηρήσει σιωπήν ως προς το είδος της βασάνου της επιφυλαχθείσης διά την μνηστήν του νεαρού τριβούνου· αλλ' η σιωπή αύτη υπεδαύλιζε την γενικήν περιέργειαν.
Ο Καίσαρ είχεν έλθει ενωρίτερον του συνήθους. Πλην του Τιγγελίνου και του Βατινίου, είχεν οδηγήσει εκεί τον Κάσσιον, ένα κεντηρίονα υπερβολικά ευρύνωτον και ρωμαλεώτατον. Η πραιτωριανή φρουρά ήτο πολυπληθεστέρα και εκυβερνάτο όχι υπό κεντηρίονος, αλλ' υπό του τριβούνου Σουμπρίου Φλαβίου, γνωστού διά την τυφλήν αφοσίωσίν του εις το πρόσωπον του αυτοκράτορος. Κατενόησαν ότι ο Καίσαρ ήθελεν, εν περιπτώσει αποτυχίας, να είναι εκ των προτέρων εφωδιασμένος εναντίον απελπιστικού πλήγματος εκ μέρους του Βινικίου: η περιέργεια ηυξήθη.
Όλων τα βλέμματα εστρέφοντο μετ' απλήστου επιμονής προς την θέσιν την οποίαν κατείχεν ο δύστηνος μνηστήρ. Εκείνος ήτο ωχρότατος, και ιδρώς έβρεχε το μέτωπόν του. Από πρωίας είχε προσπαθήσει να εισχωρήση εις τα υπόγεια, όπως πληροφορηθή αν εκείνη ευρίσκετο εκεί. Αλλ' οι πραιτωριανοί επετήρουν όλας τας διεξόδους, και ήτο αδύνατον να εισέλθη.
Δεν ήξευρεν εάν έζη ή, και αν έζη, οποία τύχη την ανέμενε και εστενοχωρείτο, διότι δεν ηδύνατο να της παράσχη βοήθειαν και καθώς ο άνθρωπος ο κυλιόμενος έκ τινος κρημνού, προσπαθεί να προσκολληθή εις παν το πρόστυχον, ούτω και ο Βινίκιος προσεκολλάτο εις κάθε σκέψιν και εις κάθε ιδέαν, ήτις όμως μετ' ολίγον του εφαίνετο απραγματοποίητος. Εις το βάθος της καρδίας του έπαλλεν ακόμη μικρά ελπίς: ίσως η Λίγεια δεν ευρίσκετο μεταξύ των καταδίκων, ίσως όλοι οι φόβοι του ήσαν μάταιοι . . .
Και απερροφήθη ολόκληρος εις την ελπίδα ταύτην, κατέρριψε την αμφιβολίαν και περιέκλεισεν ολόκληρον την ύπαρξίν του εις τας δύο ταύτας λέξεις: «Έχε πίστιν». Και ανέμενε μόνον θαύμα, δι' ου θα εσώζετο η Λίγεια.
Η ψυχή του ήτο συντετριμμένη υπό το βάρος των σκέψεων τούτων, νεκρική ωχρότης ηπλούτο εις το πρόσωπόν του και το σώμα του επάγωνε. Του εφαίνετο ότι η Λίγεια ήτο ήδη νεκρά και ότι ο Χριστός τους παρελάμβανεν ήδη αμφοτέρους πλησίον του.
Τέλος ο πραίφεκτος έρριψεν επί της άμμου μανδήλιον ερυθρόν.
Η θύρα η αντικρύζουσα εις την αυτοκρατορικήν εξέδραν έτριξεν επί των στροφέων της και εκ του στομίου του σκοτεινού εξήλθεν εις την κονίστραν ο Λιγειεύς Ούρσος. Ο γίγας εκάμμυε τους οφθαλμούς θαμβωμένος. Επροχώρησε μέχρι του κέντρου και τα περιστρεφόμενα βλέμματά του εζήτουν να ίδουν ποίον θα είχεν αντιπαλαιστήν. Οι αυγουστιανοί και το πλείστον των θεατών ήξευραν, ότι ο άνθρωπος εκείνος είχε πνίξει τον Κρότωνα και ψίθυρος ηγέρθη από βαθμίδος εις βαθμίδα.
Οι θηριομάχοι, οι υπερβαίνοντες κατά πολύ το μέτριον ανάστημα, δεν ήσαν ποσώς σπάνιοι εν Ρώμη, αλλ' ουδέποτε μέχρι τούδε οι οφθαλμοί των Κουιριτών είχον ιδή γίγαντα τοιούτου αναστήματος.
Ο Ούρσος έμενεν ακίνητος εις το μέσον της κονίστρας, όμοιος εν τη γυμνότητί του με κολοσσόν εκ γρανίτου, με έκφρασιν αναμονής και θλίψεως εις το βάρβαρον πρόσωπόν του. Και βλέπων κενήν την κονίστραν, περιέφερε την έκπληξιν των γαλανών και παιδικών οφθαλμών του προς τους θεατάς, τον Καίσαρα και έπειτα εις τας κιγλίδας των υπογείων, οπόθεν ανέμενε τους δημίους.
Καθ' ην στιγμήν εισήλθεν εις την κονίστραν, η καρδία του είχε και πάλιν σκιρτήσει εκ της ελπίδος, ότι ίσως θα απέθνησκεν επί του σταυρού. Αλλά μη βλέπων ούτε σταυρόν, ούτε οπήν διά τον σταυρόν, εσκέφθη ότι ήτο ανάξιος τοιαύτης ευνοίας και ότι ώφειλε να αποθάνη κατ' άλλον τρόπον και πιθανώς υπό τους οδόντας των θηρίων. Ήτο άοπλος και είχεν αποφασίσει ν' αποθάνη υπομονητικός, ως πιστός του Χριστού.
Και επειδή ήθελε και πάλιν να απευθύνη την προσευχήν του προς τον Λυτρωτήν, εγονυπέτησεν, εσταύρωσε τας χείρας και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τους αστέρας, οίτινες επάλλοντο εκεί υψηλά, εις το άνοιγμα του καταπετάσματος.
Η στάσις αύτη δεν ήρεσεν εις το πλήθος. Οι θεαταί είχον κουρασθή να βλέπουν εκπνέοντα πρόβατα. Εάν ο γίγας ηρνείτο να αμυνθή, το θέαμα θα απετύγχανεν.
Εδώ και εκεί συριγμοί ηκούσθησαν. Μετ' αυτών ηνώθησαν φωναί καλούσαι τους μαστιγοφόρους. Αλλ' ολίγον κατ' ολίγον αποκατεστάθη η σιγή, διότι ουδείς εγνώριζε τι θα αντιμετώπιζε τον γίγαντα, ούτε εάν κατά την κρίσιμον στιγμήν εκείνος θα ηρνείτο την πάλην.
Η αναμονή δεν διήρκεσεν επί πολύ. Αίφνης ήχησεν ο οξύς τριγμός των χαλκίνων οργάνων.
Η κιγκλίς η απέναντι της αυτοκρατορικής εξέδρας ηνοίχθη και, εις τον στίβον, εν μέσω των κραυγών των θηριοφυλάκων, ώρμησε τεράστιος άγριος ταύρος της Γερμανίας με μίαν γυναίκα γυμνήν επί της κεφαλής δεδεμένην.
— Λίγεια! Λίγεια! ανέκραξεν ο Βινίκιος. Και αρπάσας διά των δύο χειρών του τας τρίχας των κροτάφων του, περιεμαζεύθη, ως άνθρωπος αισθανόμενος εις τα εντόσθιά του διαπερώντα τον σίδηρον δόρατος και με φωνήν βραχνήν και τραχείαν ερρόγχασε: «Χριστέ μου, έχω πίστιν! Έχω πίστιν! . . . Χριστέ . . . κάμε το θαύμα Σου».
Και δεν ησθάνθη ότι την ιδίαν στιγμήν ο Πετρώνιος του εκάλυψε την κεφαλήν με την τήβεννόν του. Ενόμισεν ότι ο θάνατος ή η θλίψις του εσκότιζε τους οφθαλμούς. Η εντύπωσις τον είχε βυθίσει εις φοβερόν χάος. Ουδεμία ιδέα εσώζετο εν αυτώ και μόνα τα χείλη του επανελάμβανον εν παραληρήματι:
«Έχω πίστιν! έχω πίστιν! έχω πίστιν!»
Αίφνης, το αμφιθέατρον έγινεν άφωνον. Οι αυγουστιανοί ηγέρθησαν εκ των καθισμάτων των ως είς άνθρωπος. Επί της κονίστρας εξετυλίσσετο κάτι τι ανήκουστον.
Εις την θέαν της βασιλόπαιδός του δεδεμένης εις τα κέρατα του αγρίου ταύρου, ο Λιγειεύς, ο προ μικρού ταπεινός και έτοιμος εις τον θάνατον, ετινάχθη ως να τον έκαυσέ τις με σίδηρον πεπυρακτωμένον και με την ράχιν κυρτήν ώρμησε λοξοδρομικώς κατά του μαινομένου θηρίου. Από όλα τα στήθη εξήλθε βραχεία κραυγή εξάλλου καταπλήξεως και έπειτα επηκολούθησε βαθεία σιγή.
Με έν πήδημα ο Λιγιεύς έφθασε το ζώον και το συνέλαβεν από τα κέρατα.
— Κύτταξε, έκραξεν ο Πετρώνιος, αφαιρέσας την τήβεννον από την
κεφαλήν του Βινικίου.
Ούτος ηγέρθη, εσήκωσε το πελιδνόν πρόσωπόν του και ήρχισε να παρατηρή την κονίστραν με τους υελώδεις και απλανείς οφθαλμούς του.
Όλων τα στήθη δεν είχον πλέον πνοήν. Εις το αμφιθέατρον και το πτερύγισμα μυίας θα ήτο ακουστόν.
Αφ' ότου η Ρώμη είχε καταστή πόλις περίλαμπρος, ουδέποτε είχεν εκτυλιχθή τοιούτον θέαμα.
Ο Ούρσος εκράτει το θηρίον εκ των κεράτων. Οι πόδες του είχον χωθή εις την άμμον άνωθεν του αστραγγάλου, η ράχις του είχε κυρτωθή ως τόξον τεταμένον η κεφαλή του είχε κρυφθή μεταξύ των ώμων του, οι μυώνες των βραχιόνων του είχον τεντωθή τόσον, ώστε ενόμιζε κανείς ότι η επιδερμίς θα διερρηγνύετο υπό το κύρτωμά των. Είχε σταματήσει καλώς τον ταύρον. Και άνθρωπος και κτήνος είχον καρφωθή εις μίαν ακινησίαν τόσον απόλυτον, ώστε οι θεαταί ενόμιζον ότι είχον ενώπιον των ανάγλυφον των άθλων του Θησέως ή του Ηρακλέους. Αλλ' εκ της φαινομενικής ταύτης ακινησίας ανεδεικνύετο η φοβερά έντασις των δύο αφηνιασμένων δυνάμεων. Οι τέσσαρες πόδες του ταύρου ήσαν χωμένοι εις την άμμον και ο όγκος του σώματός του ο κατάμαυρος και τριχωτός, είχε συσταλή ως γιγαντιαία σφαίρα. Το ποίος εκ των δύο, εξαντλούμενος, θα έπιπτε πρώτος, διά τους φανατικούς θεατάς της πάλης είχε την στιγμήν εκείνην μεγαλειτέραν σπουδαιότητα από την ιδίαν των τύχην, από την τύχην ολοκλήρου της Ρώμης και της κοσμοκρατορίας αυτής. Ο Λιγειεύς ούτος, ήτο τώρα ημίθεος. Και αυτός ο Καίσαρ ήτο όρθιος. Αυτός και ο Τιγγελίνος, γνωρίζοντες την δύναμιν του ανθρώπου, είχον επίτηδες διοργανώσει το θέαμα εκείνο, λέγοντες καθ' εαυτούς ειρωνικώς: «Ας καταβάλη λοιπόν αυτόν, τον νικητήν του Κρότωνος, ο ταύρος, τον οποίον θα εκλέξωμεν δι' αυτόν».
Εις το αμφιθέατρον άνθρωποι είχον υψώσει τους βραχίονας και έμενον ακίνητοι εις την στάσιν αυτήν. Άλλων τα μέτωπα ήσαν περίρρυτα εξ ιδρώτος, ως εάν οι ίδιοι είχον παλαίσει κατά του θηρίου. Εις το ημικύκλιον ηκούετο μόνον ο τριγμός των λυχνιών και ο κρότος των φεψάλων, τα οποία έπιπτον εκ των πυρσών. Ο λόγος είχεν εκπνεύσει εις τα χείλη. Αι καρδίαι έπαλλον μέχρι διαρρήξεως των στηθών. Εις όλους τους θεατάς η πάλη εφαίνετο ότι θα παρετείνετο επί πολύ.
Και ο άνθρωπος και το θηρίον, ακίνητοι εις την αγρίαν των πάλην, έμενον ως καρφωμένοι επί του εδάφους.
Αίφνης, μυκηθμός υπόκωφος και θρηνώδης ανήλθεν από της κονίστρας.
Όλων τα στήθη αφήκαν κραυγήν και πάλιν επήλθε σιγή άκρα. Ενόμιζον ότι ωνειρεύοντο· εις τους σιδηρούς βραχίονας του βαρβάρου η τεραστία κεφαλή του ταύρου συνεστρέφετο ολίγον κατ' ολίγον.
Το πρόσωπον του Λιγειέως, ο τράχηλός του και οι βραχίονες του είχον καταστή πορφυροί· το τόξον της ράχεώς του είχε κυρτωθή ακόμη περισσότερον. Έβλεπον ότι ούτος συνέλεγε το υπόλοιπον των υπεράνθρωπων δυνάμεών του και ότι μετ' ολίγον αύται θα εξηντλούντο.
Επί μάλλον και μάλλον πνιγμένος, επί μάλλον και μάλλον βραχνός και αλγεινότερος ο μυκηθμός του ταύρου ανεμιγνύετο με το οξύ φύσημα του βαρβάρου. Η κεφαλή του ζώου συνεστρέφετο πάντοτε περισσότερον και αίφνης, εκ του ρύγχους του, εκρεμάσθη μία υπερμεγέθης σιελώδης γλώσσα. Μετά τινα στιγμήν οι θεαταί οι πλησίον του στίβου ήκουσαν τον υπόκωφον δούπον θραυομένων οστών έπειτα το ζώον εκυλίσθη ως όγκος με στραγγαλισμένον τον τράχηλον, νεκρόν πλέον.
Εν ριπή οφθαλμού ο γίγας έλυσε την κόρην από των κεράτων του ταύρου και την έλαβεν εις τους βραχίονάς του, έπειτα ήρχισε να πνευστιά ταχέως. Η όψις του ήτο ωχρά, αι τρίχες της κεφαλής του είχον κολλήσει από τον ιδρώτα, οι ώμοι του και οι βραχίονες του ήσαν περίρρυτοι.
Προς στιγμήν έμεινεν ακίνητος και ως ενεός· έπειτα ύψωσε τα βλέμματα και προσέβλεπε τους θεατάς.
Το αμφιθέατρον εμαίνετο.
Οι τοίχοι του τεραστίου κτιρίου έτρεμον υπό τας κραυγάς μυριάδων στηθών. Οι θεαταί των υψηλών θεωρείων είχον εγκαταλείψει τας θέσεις των, συνέρρεον προς την κονίστραν και εποδοπατούντο εις τους διαδρόμους, όπως καλλίτερον ίδωσι τον νέον Ηρακλέα.
Πανταχόθεν ηγέρθησαν φωναί εκλιπαρούσαι την χάριν του, φωναί περιπαθείς, επίμονοι, αίτινες μετ' ολίγον συνησπίσθησαν εις μίαν άπειρον βοήν. Ο γίγας καθίστατο προσφιλής εις το πλήθος εκείνο το εξαιρετικώς έκθαμβον εκ της φυσικής σωματικής ρώμης, καθίστατο το πρώτον πρόσωπον εις την Ρώμην.
Ο Ούρσος ενόησεν ότι ο λαός εζήτει δι' αυτόν την ζωήν και την ελευθερίαν. Αλλά διά τούτο δεν εφρόντιζε. Προς στιγμήν περιέφερε τα βλέμματά του περί εαυτόν, έπειτα επλησίασεν εις την αυτοκρατορικήν εξέδραν, ταλαντεύων το σώμα της νεανίδος εις τους τεταμένους βραχίονάς του, και ύψωσε βλέμματα ικετευτικά ως διά να είπη: «Την χάριν της ζητώ! Αυτήν πρέπει να σώσετε! Δι' αυτήν το έκαμα!»
Εις την θέαν της λιποθύμου κόρης, ήτις προ του πελωρίου σώματος του Λιγειέως εφαίνετο ως μικρά παιδίσκη, η συγκίνησις κατέλαβε το πλήθος, τους ιππότας και τους συγκλητικούς. Το πλήθος ενόμιζεν ότι ήτο πατήρ ζητών χάριν διά το τέκνον του. Ο οίκτος εξέσπασεν ως φλοξ. Ο λαός ως μαινόμενος εζήτει χάριν και έκραζεν: «αρκεί το αίμα πλέον, αρκούν τόσοι νεκροί, τόσα βασανιστήρια». Φωναί πνιγόμεναι από λυγμούς εζήτησαν χάριν και διά τους δύο. Αίφνης ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του, υπερέβη τον φραγμόν του γύρου, ώρμησε προς την Λίγειαν και εκάλυψε διά της τηβέννου του το γυμνόν σώμα της μνηστής του.
Έπειτα έσχισε τον χιτώνα του επί του στήθους του, αποκαλύψας τας ουλάς των τραυμάτων, όσα είχε λάβει εν Αρμενία, και έτεινε τους βραχίονας προς τον λαόν.
Τότε η φρενίτις υπερέβη τα όρια παντός ό,τι είχεν ιδεί ποτέ το αμφιθέατρον.
Ο όχλος ήρχισε να ποδοκροτή και να ωρύεται. Αι φωναί αι ζητούσαι την
χάριν κατέστησαν απειλητικαί. Χιλιάδες θεατών έστρεψε προς τον
Καίσαρα εσφιγμένας πυγμάς, όλων τα βλέμματα εξήστραπτον από μανίαν. Ο
Νέρων τα έχασε.
Δεν ησθάνετο κανέν μίσος προς τον Βινίκιον και ο θάνατος της Λιγείας δεν τον ενδιέφερε πολύ. Αλλ' η φιλαυτία του δεν τω επέτρεπε να υποκύψη εις την θέλησιν του πλήθους· συγχρόνως εκ δειλίας εμφύτου, εδίσταζε να αντιτάξη άρνησιν.
Και ήρχισε να ζητή διά των οφθαλμών εάν τουλάχιστον εις κανένα εκ των αυγουστιανών διέκρινεν αντίχειρα εστραμμένον προς την γην, ως σημείον θανάτου. Αλλ' ο Πετρώνιος έτεινε την παλάμην του υψηλά και τον παρετήρει κατάμματα με μίαν έκφρασιν αποτροπής. Ομοίως ο συγκλητικός Σκαιβίνος, επίσης ο Νέρβας, ωσαύτως ο Τούλιος Σενεκίων, καθώς και ο γηραιός και ένδοξος αρχηγός Οστόριος Σκάπουλας και ο Ωστίτιος και ο Πίσων και ο Βέτος και ο Κρίσπινος, και ο Μινούτιος Θέρμος και ο Πόντιος Τελεσίνος, — επίσης και ο αυστηρότερος πάντων Θρασεύς, τον οποίον εσέβετο ο λαός. Εις την θέαν εκείνων, ο Καίσαρ απεμάκρυνε τον σμάραγδον εκ του οφθαλμού του με έκφρασιν περιφρονήσεως και μνησικακίας, αλλ' ο Τιγγελίνος, όστις ήθελεν αντί πάσης θυσίας να νικήση τον Πετρώνιον, έκυψε και είπε:
— Μη υποκύψης, θεσπέσιε· έχομεν τους πραιτωριανούς.
Ο Νέρων εστράφη προς το μέρος, όπου, επί κεφαλής της φρουράς του, ίστατο ο άγριος Σούβριος Φλάβιος, όστις, μέχρι τούδε, ήτο αφωσιωμένος εις αυτόν ψυχή τε και σώματι. Και είδε πράγμα ανήκουστον. Το σκυθρωπόν πρόσωπον του γηραιού χιλιάρχου είχε πληρωθή δακρύων, και με την υψωμένην χείρα του έκαμε το σημείον της χάριτος.
Εν τούτοις η λύσσα εκυρίευσε το πλήθος. Υπό τα ακατάπαστα ποδοκροτήματα στρόβιλος κονιορτού είχε περικαλύψει το αμφιθέατρον. Μεταξύ των κραυγών αντήχουν αραί: «Δολοφόνε! Μητροκτόνε! Εμπρηστά!» Ο Νέρων εφοβήθη. Ως κωμικός και ως αοιδός, είχεν ανάγκην της ευνοίας του λαού· έπειτα ήθελεν εν τη πάλη του κατά της Συγκλήτου και των πατρικίων, να έχη υπέρ αυτού τον λαόν, τέλος, από της πυρπολήσεως της Ρώμης, είχε προσπαθήσει να εξαπατήση τον όχλον δι' όλων των μέσων και να διευθύνη την οργήν του κατά των χριστιανών. Ενόησεν ότι θα ήτο επικίνδυνον να αντισταθή περισσότερον· μία στάσις δημιουργουμένη εις τον ιππόδρομον ηδύνατο να εξαπλωθή εις όλην την πόλιν και να έχη ανυπολογίστους συνεπείας.
Έρριψε βλέμμα προς τον Σούβριον Φλάβιον, προς τον εκατόνταρχον Σκαιβίνον, συγγενή του συγκλητικού, προς τους στρατιώτας, και μη βλέπων πανταχού ειμή συνεσταλμένας οφρύς, συγκεκινημένα τα πρόσωπα και βλέμματα τοξευόμενα εναντίον του, έκαμε το σημείον της χάριτος.
Βροντή επευφημιών εξερράγη από άνωθεν έως κάτω του ημικυκλίου. Ο λαός ήτο βέβαιος περί της ζωής των καταδίκων· από της στιγμής ταύτης, ούτοι ευρίσκοντο υπό την προστασίαν του, και κανείς, ουδ' αυτός ο Καίσαρ, δεν θα ετόλμα να τους καταδιώξη διά του μίσους του.
Τέσσαρες Βιθυνοί έφερον μετά προφυλάξεως την Λίγειαν προς την οικίαν του Πετρωνίου. Ο Βινίκιος και ο Ούρσος, παρά το πλευρόν του φορείου, εβάδιζον σιωπηλοί, διότι μετά τας συγκινήσεις της ημέρας, δεν είχον την δύναμιν να ομιλήσωσιν. Ο Βινίκιος ήτο ακόμη ημιενεός. Επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η Λίγεια ήτο σώα, ότι ούτε η φυλακή, ούτε ο θάνατος εις την κονίστραν την ηπείλουν πλέον, ότι τα δεινά της είχον τελειώσει και ότι θα την ωδήγει εις τον οίκον του διά να μη χωρισθή πλέον αυτής. Τω εφαίνετο ότι εκεί ανέτειλε μία νέα ζωή μάλλον παρά η πραγματικότης. Από καιρού εις καιρόν έκυπτεν επί του ανοικτού φορείου διά να παρατηρήση, εις την λάμψιν της σελήνης, το προσφιλές εκείνο πρόσωπον, ως βυθισμένον εις νάρκην, και επανελάμβανεν:
«Είναι αύτη! Ο Χριστός την έσωσε!»
Επροχώρουν με βήμα ταχύ εν μέσω των νεωστί εκτισμένων οικιών, των οποίων η λευκότης έλαμπεν υπό το σεληνιακόν φως. Η πόλις ήτο έρημος. Εδώ και εκεί μόνον όμιλοι ανθρώπων στεφανωμένοι με κισσόν έψαλλον και εχόρευον προ των στοών υπό τους ήχους του αυλού, απολαμβάνοντες την περίοδον των εορτών, ήτις παρετείνετο μέχρι πέρατος των αγώνων, και την έξοχον εκείνην νύκτα.
Εν τοσούτω έφθασαν εις την οικίαν οι υπηρέται προειδοποιηθέντες υπό τινος δούλου, είχον εξέλθει εν σώματι προς συνάντησίν των. Ήδη εις το Άντιον, ο Παύλος ο Ταρσεύς είχε προσηλυτίσει τους πλείστους εξ αυτών. Τα δεινά του Βινικίου ήσαν τελείως γνωστά εις αυτούς και η χαρά των υπήρξε μεγίστη επί τη θέα των θυμάτων των αποσπασθέντων εκ της αγριότητος του Νέρωνος. Το πλήθος εκείνο ηυξήθη περισσότερον, όταν ο Θεοκλής, ιατρός, εδήλωσεν ότι η Λίγεια δεν είχε καμμίαν σοβαράν βλάβην, ο πυρετός των φυλακών την είχεν εξασθενίσει, αλλ' ότι μετ' ολίγον θα ανελάμβανε τας δυνάμεις της.
Επανήλθεν εις τας αισθήσεις της την ιδίαν νύκτα. Εξυπνήσασα εις λαμπρόν κοιτώνα, φωτισμένον διά λυχνιών κορινθιακών και ευωδιάζοντα από την ιεροβοτάνην, δεν ηδυνήθη να εννοήση πού ευρίσκετο ούτε τι της είχε συμβή. Είχε διατηρήσει την ανάμνησιν των προ ολίγου συμβάντων, οπότε οι δήμιοι την προσέδεναν εις τα κέρατα του πεδικλωμένου ζώου. Βλέπουσα κύπτον επ' αυτήν εις το γλυκύ φως το πρόσωπον του Βινικίου, εφαντάσθη ότι δεν ευρίσκετο πλέον εις τον κόσμον τον εδώ. Αφού δεν ησθάνετο κανένα πόνον, εμειδίασεν εις τον Βινίκιον και ηθέλησε να ζητήση πληροφορίας, αλλά τα χείλη της εξέφεραν ψίθυρον σχεδόν ακατάληπτον, εις το οποίον ο Βινίκιος διέκρινε μόνον το όνομά του.
Εγονυπέτησε πλησίον της και θέσας ελαφράν την χείρα επί του λατρευτού μετώπου της, είπεν:
— «Ο Χριστός σε έσωσε και σε απέδωκεν εις εμέ! Λίγειά μου».
Τα χείλη της Λιγείας εκινήθησαν εκ νέου εις ένα ακατανόητον ψίθυρον.
Τα βλέφαρά της εκλείσθησαν και εβυθίσθη εις βαθύν ύπνον, τον οποίον ανέμενεν ο Θεοκλής και τον οποίον εθεώρει ως εξαίρετον σημείον.
Ο Βινίκιος έμεινε γονυπετής πλησίον της κλίνης, εν προσευχή. Η ψυχή του ετήκετο εις απεριόριστον έρωτα. Ελιποθύμησεν. Ο Θεοκλής εισήλθεν επανειλημμένως εις τον κοιτώνα. Πολλάκις ανασηκώνουσα το παραπέτασμα της θύρας, η Ευνίκη επρόβαλλε με την κατάχρυσον κεφαλήν της. Τέλος οι γερανοί, τους οποίους είχον ανεγείρει εις τους κήπους, ήρχισαν να κροτώσιν, αγγέλλοντες την αυγήν. Ο Βινίκιος εγονυπέτει ακόμη εις τους πόδας του Χριστού, χωρίς ουδέν να βλέπη, χωρίς να ακούη τίποτε, — διότι η καρδία του είχε μεταβληθή εις μίαν μόνον φλόγα ως ολοκαύτωμα.
Εντός ολίγων ημέρων είχεν αποκατασταθή τελείως η υγεία της Λιγείας. Ο Πετρώνιος εκόμισε μετ' ολίγας ημέρας εκ του Παλατινού ανησυχητικάς ειδήσεις.
Είχον ανακαλύψει ότι είς των απελεύθερων του Καίσαρος ήτο χριστιανός και κατέσχον παρ' αυτώ επιστολάς των αποστόλων Παύλου του Ταρσέως και του Πέτρου και επιστολάς Ιούδα και Ιωάννου. Ο Τιγγελίνος είχε φαντασθή ότι ο Απόστολος είχε θανατωθή, όπως τόσαι χιλιάδες άλλων χριστιανών. Και τώρα εμάνθανον, ότι οι δύο κορυφαίοι της νέας Θρησκείας έζων ακόμη και ευρίσκοντο εν Ρώμη! Όθεν απεφάσισαν να τους συλλάβωσιν αντί πάσης θυσίας· θα εξηφάνιζον μετ' αυτών τα τελευταία λείψανα της επαράτου αιρέσεως! Προς τούτο έπεμψαν ολόκληρα αποσπάσματα στρατιωτών, διά να εξερευνήσωσιν όλας τας οικίας της Τρανστιβέρης.
Ο Βινίκιος απεφάσισε πάραυτα να υπάγη να ειδοποιήση τον Απόστολον.
Την αυτήν εσπέραν, αυτός και ο Ούρσος μετέβησαν εις την οικίαν της
Μαριάμ όπου εύρον τον Πέτρον περιστοιχούμενον από δράκα πιστών.
Ο Τιμόθεος, ο σύντροφος του Παύλου, και ο Αίνος ήσαν επίσης παρά το πλευρόν του Αποστόλου.
— Κύριε, τω είπεν ο Βινίκιος, ύπαγε προς το μέρος των Αλβανών ορέων, θα σε επανεύρωμεν εκεί και θα σε οδηγήσωμεν εις το Άντιον, όπου μένει το πλοίον με το οποίον θα υπάγωμεν εις Νεάπολιν, και έπειτα εις την Σικελίαν.
Οι άλλοι επίεζον τον Απόστολον να δεχθή.
Πολλάκις ήδη ο αλιεύς του Κυρίου είχεν εν τη ερημία ανατείνει τους βραχίονας προς τον ουρανόν λέγων: «Κύριε! τι πρέπει να κάμω;»
Από τριακονταετίας, από του θανάτου του Διδασκάλου, δεν είχε γνωρίσει την ησυχίαν.
Με το βάκτρον του οδοιπόρου εις την χείρα, είχε διατρέξει τον κόσμον και είχεν αναγγείλει την «καλήν είδησιν». Αι δυνάμεις του είχον εξαντληθή εις τα ταξείδια και τους κόπους, και όταν τέλος, εις την πόλιν ταύτην, ήτις ήτο η κεφαλή του κόσμου, είχεν ιδρύσει το έργον του Διδασκάλου, μία μόνη πυριφλεγής απόπνοια της Μανίας είχε κατακαύσει το έργον τούτο. Και τώρα έπρεπε και πάλιν να επαναλάβη τον αγώνα. Και ποίον αγώνα! Εξ ενός μέρους ο Νέρων, η Σύγκλητος, ο λαός, οι λεγεώνες σφίγγοντες διά σιδηρού κλοιού τον κόσμον ολόκληρον, αναριθμήτους πόλεις, αναριθμήτους εκτάσεις γης, — μία δύναμις, ομοίαν της οποίας ουδέποτε είχεν ιδεί οφθαλμός ανθρώπου, — και αφ' ετέρου, αυτός, τόσον κυρτωμένος εκ της ηλικίας και του έργου του, ώστε αι τρέμουσαι χείρες του μόλις ηδύναντο να σηκώσουν την οδοιπορικήν ράβδον του.
Και από στιγμής εις στιγμήν εσκέπτετο ότι δεν ηδύνατο αυτός να μετρηθή με τον Καίσαρα της Ρώμης, και ότι το έργον τούτο μόνος ο Χριστός ηδύνατο να συμπληρώση . . .
Εκείνοι, περιστοιχίζοντες αυτόν εις κύκλον επί μάλλον στενώτερον, επανελάμβανον με φωνήν ικετευτικήν:
— Κρύψου, ραββί, και σώσε μας από την δύναμιν του Θηρίου! Τέλος, ο
Λίνος έκυψε προ αυτού την ταλαιπωρημένην κεφαλήν του:
— Κύριε! είπεν, ο Σωτήρ σου είπε: «Ποίμανε τα πρόβατά μου.» Αλλά τα πρόβατα δεν υπάρχουν πλέον, ή θα εξοντωθούν αύριον. Επίστρεψον εκεί όπου δύνασαι να τα επανεύρης. Ο θείος λόγος ζη ακόμη εις την Έφεσον και εις την Ιερουσαλήμ και εις την Αντιόχειαν και εις τας άλλας πόλεις. Διατί να μείνης εις την Ρώμην; Εάν απολεσθής, θα καταστήσης ακόμη μεγαλείτερον τον θρίαμβον του θηρίου. Εις τον Ιωάννην, ο Κύριος δεν προσδιώρισε ποσώς το τέρμα της ζωής. Ο Παύλος είναι Ρωμαίος πολίτης και δεν δύνανται να τον φονεύσωσι πριν τον δικάσουν. Αλλ' εάν η καταχθόνιος δύναμις επιπέση επί σου, διδάσκαλέ μας, τότε εκείνοι, των οποίων η καρδία εκλονίσθη, θα είπουν: «Ποίος λοιπόν είναι ανώτερος του Νέρωνος;» Συ είσαι η πέτρα, επί της οποίας ανωκοδομήθη η Εκκλησία του Θεού. Άφησέ μας να αποθάνωμεν, αλλά μη επιτρέπης όπως ο Αντίχριστος κατανικήση τον ιεράρχην του Θεού, και μη επανέλθης πριν ο Θεός καταστρέψη εκείνον, ο οποίος έχυσε το αίμα των αθώων.
— Ιδού τα δάκρυά μας, επανέλαβον οι άλλοι.
Τα δάκρυα έβρεχον επίσης το πρόσωπον του Πέτρου. Ούτος ηγέρθη, έτεινε τας χείρας υπεράνω των γονυπετών τούτων πιστών και είπε:
— Δοξασμένον το όνομα του Κυρίου, και γεννηθήτω το θέλημά του!
Περί την χαραυγήν της επιούσης, δύο σκοτειναί μορφαί επροχώρουν διά της Ασπίας οδού προς τας πεδιάδας της Καμπανίας.
Η μία εξ αυτών ήτο ο Ναζάριος, και η άλλη ήτο ο Πέτρος. Ο Απόστολος κατέλιπε την Ρώμην, εγκατέλιπε τα τέκνα του, τα οποία υφίσταντο τόσα μαρτύρια.
Εις την Ανατολήν, ο ουρανός περιεβάλλετο ήδη από ωραίας αποχρώσεις, αίτινες ολίγον κατ' ολίγον περιελίσσοντο χαμηλότατα εις τον ορίζοντα.
Η οδός ήτο έρημος. Οι αγρόται, οίτινες έφερον τα λαχανικά των εις την πόλιν, δεν είχον ακόμη ζεύξει τα αμάξιά των. Επί του πλακοστρώτου, εξ ου συνέκειτο η οδός, μέχρι των ορέων αντήχει ασθενώς μόνον το ξύλον των οδοιπορικών σανδάλων των δύο συνοδοιπόρων.
Ο ήλιος ανέδυσεν όπισθεν οροσειράς τινος, και παράδοξον θέαμα έπληξε τους οφθαλμούς του αποστόλου. Του εφάνη ότι η ξανθή σφαίρα του ηλίου, αντί να υψωθή εις τους ουρανούς, είχε χαμηλώσει από του ύψους των ορέων και ηκολούθει την διεύθυνσιν της οδού.
Ο Πέτρος εστάθη και είπε προς τον Ναζάριον:
— Βλέπεις αυτήν την λάμψιν, ήτις προχωρεί προς ημάς;
— Δεν βλέπω τίποτε, είπεν ο Ναζάριος.
Αλλ' ο Πέτρος εκάλυψε τότε τους οφθαλμούς με την χείρα του και μετά μίαν στιγμήν είπεν:
— Είς άνθρωπος έρχεται προς ημάς εν τη μαρμαρυγή του ηλίου.
Εν τούτοις ο κρότος των βημάτων δεν έφθανε ποσώς εις τα ώτα των.
Πέριξ επεκράτει βαθεία σιγή.
Ο Ναζάριος έβλεπε μόνον ότι από μακράν τα φύλλα των δένδρων εσείοντο, αν και δεν εφύσα άνεμος, ως να εταράσσοντο υπό αοράτου χειρός, και ότι ανά την πεδιάδα εξετείνετο πάντοτε ευρυτέρα η λάμψις.
Και εστράφη προς τον Απόστολον με έκπληξιν.
— Ραββί! Τι έχεις λοιπόν; ηρώτησε με εναγώνιον φωνήν.
Από των χειρών του Πέτρου η οδοιπορική ράβδος είχε πέσει εις την γην, οι οφθαλμοί του έμειναν ατενείς προ αυτού, το στόμα του ήτο ημιανοικτόν και το πρόσωπόν του αντικατώπτριζε το θάμβος, την χαράν, την γοητείαν.
Έπεσε γονυκλινής με τας χείρας ανατεταμένας. Και εκ του στόματός του εξήλθεν η φωνή:
— Χριστέ! Χριστέ!
Και έπεσε πρηνής εις την γην, ως να εφίλει αοράτους πόδας. Επί μακρόν επεκράτησε σιγή. Έπειτα η φωνή του γέροντος συγκοπτομένη από λυγμούς:
«Quo vadis Domine? . . .»
— Π ο ύ π η γ α ί ν ε ι ς, Κ ύ ρ ι ε;
Την απάντησιν δεν την ήκουσεν ο Ναζάριος. Αλλ' εις τα ώτα του
Αποστόλου έφθασε μία φωνή θλιβερά και γλυκεία λέγουσα:
«Επειδή συ εγκαταλείπεις τον λαόν μου, πηγαίνω εις Ρώμην . . . . ίνα σταυρωθώ και πάλιν».
Ο Απόστολος έμεινε πρηνής επί της οδού με το πρόσωπον εις την σκόνην, χωρίς να κινήται, χωρίς να προφέρη λέξιν. Ο Ναζάριος εσκέπτετο ήδη ότι ο Απόστολος είχε χάσει τας αισθήσεις του ή ότι είχεν αποθάνει. Αλλ' εκείνος ηγέρθη τέλος, ανέλαβεν εις τας τρεμούσας χείρας του την ράβδον του την οδοιπορικήν και χωρίς να ομιλήση εστράφη οπίσω και προσέβλεψε τους επτά λόφους της κοσμοκρατείρας.
Ο νεαρός συνοδός του επανέλαβε τότε ως ηχώ:
— Π ο ύ π η γ α ί ν ε ι ς, Κ ύ ρ ι ε;
— Εις Ρώμην, είπεν ησύχως ο Απόστολος.
Και επανήλθεν εις την Ρώμην.
Ο Παύλος, ο Ιωάννης, ο Τιμόθεος, ο Λίνος και όλοι οι πιστοί τον εδέχθησαν μετ' εκπλήξεως και ανησυχίας. Κατά την αναχώρησίν του, οι πραιτοριανοί είχον περικυκλώσει την οικίαν της Μαριάμ ζητούντες τον Απόστολον. Εις όλας δε τας ερωτήσεις των πιστών, ο Πέτρος απεκρίνετο με ήρεμον χαράν:
— Είδον τον Κύριον. Τον είδον . . .
Την αυτήν εσπέραν μετέβη εις το κοιμητήριον του Οστριανού, όπως διδάξη τον λόγον του Θεού και βαπτίση εκείνους, οίτινες ήθελον να λουσθώσιν εις το ύδωρ της ζωής. Έκτοτε ήρχετο εκεί καθ' εκάστην, και πλήθη οσημέραι πολυαριθμότερα τον ηκολούθουν. Εφαίνετο ότι έκαστον δάκρυον μάρτυρος εγέννα νέους πιστούς και πάσα οιμωγή εις το αμφιθέατρον απήχει εις μυριάδας στηθών. Ο Καίσαρ έπλεεν εις το αίμα· η Ρώμη και όλη η ειδωλολάτρις οικουμένη εμαίνετο. Αλλ' όσοι είχον κουρασθή από το έγκλημα και την παραφροσύνην, όσοι κατεπατούντο, εκείνοι, ων η ζωή ήτο ζωή δυστυχίας και φόνου — πάντες οι καταπιεζόμενοι, πάντες οι τεθλιμμένοι, πάντες οι απόκληροι . . . ήρχοντο διά να ακούσωσι την έκπαγλον διήγησιν περί του Θεού εκείνου, όστις δι' αγάπην προς τους ανθρώπους κατεδέχθη να σταυρωθή και εξηγόρασε τας αμαρτίας των. Και ανευρίσκοντες Θεόν, τον οποίον ηδύναντο να αγαπώσιν, επανεύρισκον ό,τι ο κόσμος δεν ηδυνήθη να τοις δώση μέχρι τούδε: — την ευτυχίαν διά της αγάπης.
Ο Πέτρος ενόησεν ότι του λοιπού ο Καίσαρ με όλους τους λεγεώνας του δεν θα ηδύνατο να συντρίψη την ζώσαν αλήθειαν.
Ενόησε διατί ο Κύριος τον είχεν υποχρεώσει να επιστρέφη οπίσω. Ιδού ήδη η πόλις της υπερηφανείας, της κακίας, της ακολασίας και της κοσμοκρατορίας εγίνετο πόλις του Χριστού.
Αλλ' ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και διά τον Πέτρον και τον Παύλον. Συνελήφθησαν αμφότεροι και ωδηγήθησαν εις την φυλακήν. Ο Καίσαρ απουσίαζε τότε εκ Ρώμης, η δε εξουσία ήτο ανατεθειμένη εις δύο απελευθέρους του. Ο σεβάσμιος Απόστολος Πέτρος υπέστη πρώτος την μαστίγωσιν, την θεσπιζομένην υπό του νόμου.
Την επομένην έμελλον να τον οδηγήσωσιν έξω των τειχών, προς τους
Βατικανούς λόφους, όπου τον ανέμενεν η ταχθείσα ποινή.
Λόγω της προβεβηκυίας ηλικίας του ο Πέτρος δεν εβιάσθη να φέρη τον Σταυρόν επ' ώμων. Ήτο άνευ δεσμών, και οι πιστοί, οίτινες συνέρρευσαν αθρόοι, τον έβλεπον γαλήνιον, με το πρόσωπόν του ακτινοβολούν εκ χαράς. Και όλοι ενόησαν ότι δεν ήτο θύμα βαδίζον προς τον θάνατον, αλλά νικητής προβαίνων εν θριάμβω. Ουδέποτε εις το παράστημά του είχεν ιδή τις τόσον μεγαλείον. Προέβαινεν ως μονάρχης, περιστοιχιζόμενος υπό του λαού και της σωματοφυλακής του.
Ο ήλιος κατερχόμενος προς την δύσιν του ήτο παμμέγιστος και αιματόχρους.
Οι στρατιώται επλησίασαν εις τον Πέτρον διά να τον εκδύσωσιν. Εκείνος κινών τα χείλη ένευσε χωρίς να ακούεται η φωνή του, ηνωρθώθη αίφνης και ύψωσεν άνω την δεξιάν χείρα.
Άκρα σιγή επεκράτησεν.
Ο Πέτρος, με χείρα τεταμένην, έκαμε διά των δακτύλων το σημείον του
Σταυρού και ηυλόγησε τους πιστούς εν τη ώρα του θανάτου του.
«Urbi et Orbi» επί την πόλιν και την οικουμένην.
Την ιδίαν ακριβώς εσπέραν, άλλη σπείρα στρατιωτών απήγαγε διά της οδού των Ασπίων τον Απόστολον Παύλον.
Όπισθέν του ήρχετο μέγα πλήθος πιστών, τους οποίους είχε προσηλυτίσει.
Ο Παύλος βλέπων το τέλος του επικείμενον, συνεβούλευε τους πιστούς να μένουν ακλόνητοι εις την πίστιν των, ανεμνήσθη το παρελθόν του και επανέλαβε τους λόγους, τους οποίους άλλοτε είχε γράψει: «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, την πίστιν τετήρηκα, τον δρόμον τετέλεκα· λοιπόν απόκειταί μου ο της δικαιοσύνης στέφανος, όν αποδώσει μοι ο Κύριος, εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος Κριτής».
Τέλος η στιγμή ήγγικεν, ο θάνατος του αφήρεσε την πνοήν και επί του προσώπου του εζωγραφήθη θεία γαλήνη.
&«Βινίκιος Πετρωνίω, χαίρειν·&
_»Αν και ευρίσκομαι εδώ, φίλτατέ μου, μανθάνω από καιρού εις καιρόν τα συμβαίνοντα εν Ρώμη, και διά να πληροφορώμεθα καλλίτερον, έχομεν τας επιστολάς σου . . . Με ερωτάς εάν είμεθα εν ασφαλεία· θα σου απαντήσω απλώς: μας ε λ η σ μ ό ν η σ αν. Τούτο ας σοι αρκέση.
»Από το περιστύλιον, όπου εγκατεστάθην διά να σου γράψω, βλέπω τον γαλήνιον κόλπον μας και τον Ούρσον εις μίαν λέμβον, έτοιμον να ρίψη το δίκτυόν του εις το φωτεινόν κύμα. Πλησίον μου έχω την Λίγειαν, την γυναίκα μου, η οποία εκτυλίσσει ένα κουβάρι ερυθρού νήματος, και εις τους κήπους, υπό την σκιάν των αμυγδαλεών, ακούω τα άσματα των δούλων μας.
» Εδώ είνε η προσφιλεστάτη γαλήνη και η λήθη των παλαιών φόβων και βασάνων.
» Γνωρίζομεν την λύπην και τα δάκρυα, διότι η ειλικρίνειά μας μάς επιτάσσει να κλαύσωμεν επί τη δυστυχία των άλλων. Αλλά, και εις αυτά ακόμη τα δάκρυα, ενυπάρχει μία παρηγορία, την οποίαν αγνοείτε σεις οι άλλοι. Μίαν ημέραν, όταν θα έχη παρέλθει ο προσδιορισμένος χρόνος, θα επανεύρωμεν πάσας τας προσφιλείς υπάρξεις, αίτινες απωλέσθησαν, και εκείνας, αι οποίαι χάριν του θείου δόγματος μέλλουν να απολεσθούν ακόμη. Ούτω εν τη γαλήνη των καρδιών μας διέρχονται αι ημέραι μας και οι μήνες.
» Οι υπηρέται μας και οι δούλοι μας πιστεύουν όλοι εις τον Χριστόν και όπως εκείνος μας διέταξεν, αγαπώμεν αλλήλους. Συνεπώς, όταν δύη ο ήλιος, ή όταν το κύμα αρχίζη να επαργυρούται εκ του φωτός της σελήνης, συνομιλούμεν, η Λίγεια και εγώ, περί των παλαιών χρόνων, οίτινες μας φαίνονται σήμερον ως όνειρον. Και όταν συλλογίζομαι πόσον η αγαπητή αύτη κεφαλή επλησίασε προς την βάσανον και τον όλεθρον, λατρεύω εξ όλης ψυχής τον Κύριον. Εκείνος μόνος ηδύνατο να την σώση από τα θηρία και να μοι την αποδώση διά παντός.
» Πετρώνιε, έλα εδώ πλησίον μας· θα ίδης ποίας ευτυχίας θα απολαύσης.
Έλα πλησίον μας να απολαύσης και συ τον ήρεμον και χριστιανικόν βίον.
» Μοι έλεγες πολλάκις, ότι η χριστιανική θρησκεία ήτο εχθρά της ζωής. Αλλά δύναμαι να σοι απαντήσω ότι η θεία αύτη διδασκαλία με έκαμε να αισθάνωμαι την αξίαν της ζωής καλλίτερον. Θα μοι είπης ότι η ευτυχία μου είνε η Λίγεια! Ναι, φίλτατε! Επειδή αγαπώ την αθάνατον ψυχήν της και αμφότεροι αγαπώμεθα εν Χριστώ.
» Ο Χριστός είναι αιώνιος πηγή ευτυχίας και γαλήνης. Σύγκρινον τας ηδονάς σας, τας κραιπάλας σας τας Ρωμαϊκάς με τον βίον των χριστιανών.
» Αλλά, διά να κάμης καλλίτερον τας συγκρίσεις, ελθέ πλησίον μας, εις τα όρη μας τα ευωδιάζοντα από θυμάρι, εις τους ελαιώνας μας τους συσκίους, εις τας παραλίας μας τας κισσοστεφείς. Δύο καρδίαι σε περιμένουν, αίτινες σε αγαπώσιν ειλικρινώς. Είσαι ευγενής και καλός, πρέπει να γίνης και ευτυχής. Το πνεύμα σου θα μάθη να διακρίνη την αλήθειαν και εις το τέλος θα την αγαπήσης, διότι δύναταί τις να είνε εχθρός της, όπως ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος, αλλά δεν θα ηδύνατο να μείνη αδιάφορος προς αυτήν.
» Η Λίγεια και εγώ, αγαπητέ μου Πετρώνιε, ευφραινόμεθα με την ελπίδα να σε ίδωμεν τάχιστα. Έρρωσο, ευτύχει και ελθέ το γρηγορώτερον.»_
Ο Πετρώνιος έλαβε την επιστολήν ταύτην εν Κύμη, όπου είχε συνοδεύσει τον Καίσαρα. Ούτος εξηυτελίζετο οσημέραι περισσότερον εις τους ρόλους του κωμωδού, του γελωτοποιού και του αμαξηλάτου οσημέραι εβυθίζετο περισσότερον εις ακολασίαν νοσώδη, χαμερπή και βάναυσον. Ο «βασιλεύς της κομψότητος» ήτο πλέον δι' αυτόν φορτίον.
Όταν ο Πετρώνιος εσιώπα, ο Νέρων διέβλεπε μομφήν εις την σιωπήν του, όταν επεδοκίμαζεν, ο Νέρων ενόμιζεν ότι διέκρινεν ειρωνείαν εις τους επαίνους του. Ο μέγας Πατρίκιος εξηρέθιζε την φυλαυτίαν του και εξήπτε το μίσος του.
Τα πλούτη και τα λαμπρά έργα της τύχης του Πετρωνίου είχον διεγείρει την όρεξιν του κυρίου και του παντοδυνάμου υπουργού του. Ο Τιγγελίνος μετήρχετο παντοίους τρόπους όπως τον εξολοθρεύση. Τον είχον φεισθή έως τότε, επειδή εσκόπευον να ταξειδεύσουν εις Αχαΐαν, όπου η καλαισθησία του και η πείρα του περί τα ελληνικά πράγματα ηδύναντο να είνε ωφέλιμα. Αλλά και πάλιν ο Τιγγελίνος είχε βάλη τα δυνατά του διά να αποδείξη εις τον Καίσαρα, ότι ο Καρίνας υπερηκόντιζε τον Πετρώνιον κατά την καλαισθησίαν και τας γνώσεις, και καλλίτερον αυτού θα εγνώριζε να διοργανώνη εν Ελλάδι αγώνας, υποδοχάς και θριάμβους.
Έκτοτε ο Πετρώνιος ήτο χαμένος.
Ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος εγνώριζον ότι εν Ρώμη ο Πετρώνιος ηγαπάτο από τους πραιτοριανούς και διά τούτο εθεώρησαν φρόνιμον να τον απομακρύνωσιν εκ της πόλεως, υπό πρόσχημά τι και να τον πλήξωσιν εν τη επαρχία.
Τον προσεκάλεσαν λοιπόν να μεταβή εις Κύμην μετά των άλλων αυγουστιανών. Εκείνος ανεχώρησεν, αν και υπωπτεύετο στρατήγημα. Ίσως ήθελε να αποφύγη φανεράν αντίστασιν, ίσως επεθύμει να δείξη ακόμη μίαν φοράν εις τον Καίσαρα και τους Αυγουστιανούς πρόσωπον φαιδρόν και ελεύθερον πάσης μερίμνης και να καταγάγη την τελευταίαν του νίκην κατά του Τιγγελίνου.
Μόλις κατέλιπε την Ρώμην, ο Τιγγελίνος τον κατηγόρησεν ότι ήτο συνένοχος του συγκλητικού Σκαιβίνου, πρωτεργάτου της αποτυχούσης συνωμοσίας. Οι άνθρωποι του, οι απομείναντες εν Ρώμη, εφυλακίσθησαν, η οικία του περιεκυκλώθη.
Ο Πετρώνιος, όταν το έμαθε, χωρίς να πτοηθή, δεν έδειξε καμμίαν αμηχανίαν, και μειδιών είπεν εις τους αυγουστιανούς, τους οποίους εδέχετο εις την λαμπράν εν Κύμη έπαυλίν του:
— Ο χαλκοπώγων δεν αγαπά τας κατ' ευθείαν ερωτήσεις και θα ιδήτε την όψιν του, όταν θα τον ερωτήσω, αν αυτός διέταξε να βάλουν εις την φυλακήν τους οικείους μου.
Και ανήγγειλεν εις αυτούς, ότι πριν αναχωρήση διά το ταξείδιον, θα τους παρέθετε γεύμα.
Ενώ παρεσκευάζοντο τα του γεύματος, έλαβε την επιστολήν του Βινικίου.
Η επιστολή αύτη τον έρριψεν εις ρέμβην επί τινα στιγμήν. Πλην πάραυτα το πρόσωπόν του ηθρίασε και την αυτήν εσπέραν απήντησεν εις τον Βινίκιον τα εξής:
_«Ευφραίνομαι διά την ευτυχίαν σας, προσφιλέστατε, και θαυμάζω την μεγάλην σας καρδίαν· δεν εφανταζόμην ότι δύο ερωμένοι θα ηδύναντο να ενθυμηθώσιν οιονδήποτε πράγμα, και μάλιστα φίλον μεμακρυσμένον. Όχι μόνον δεν με λησμονείτε, αλλά θέλετε και να με ελκύσητε εις την Σικελίαν, όπως μου προσφέρετε μερίδα εκ του επιουσίου άρτου σας και του Χριστού σας, όστις τόσον γενναιοδώρως, ως λέγεις, σας πληροί ευτυχίας.
» Εάν ούτως έχη, λατρεύετέ τον. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα σου αποκρύψω ότι, κατά την ιδέαν μου, ο Ούρσος έπαιξε ρόλον εις την διάσωσιν της Λιγείας, και ότι ο ρωμαϊκός λαός δεν αγνοεί τούτο. Αλλ' αφ' ότου νομίζεις, ότι ο Χριστός την έσωσε, δεν θα αντείπω. Μη φείδεσθε προσφορών προς αυτόν. Και ο Προμηθεύς εθυσιάσθη χάριν των ανθρώπων.
» Αλλ' ο Προμηθεύς, ως φαίνεται, ήτο φαντασία των ποιητών, ενώ άνθρωποι αξιόπιστοι με εβεβαίωσαν ότι είδον τον Χριστόν με τους οφθαλμούς των. Όπως και σεις, φρονώ ότι από όλους τους θεούς Εκείνος είνε ο εντιμώτερος.
»Η αλήθεια φοιτά εις χώρας τόσον απροσίτους, ώστε και αυτοί οι θεοί δεν κατορθώνουν να την βλέπουν από των κορυφών του Ολύμπου. Ο Όλυμπός σας φαίνεται ακόμη υψηλότερος· όρθιος επί της κορυφής κραυγάζεις προς εμέ: «Ανάβηθι, και θα ίδης απόψεις, τας οποίας ουδέποτε εμάντευσες!» Πιθανόν! Και όμως, επαναλαμβάνω: «Φίλε, δεν έχω πλέον κνήμας ισχυράς!». Και όταν θα αναγνώσης μέχρι βάθους, νομίζω ό,τι θα με δικαιολογήσης.
»Λοιπόν, όχι ευτυχή σύζυγε της πριγκηπίσσης Αυγής· η διδασκαλία σας δεν είνε πρόσφορος δι' εμέ. Ούτω, θα ώφειλον να αγαπώ τους Βιθυνούς φορείς μου, τους Αιγυπτίους βαλανείς μου, — θα ώφειλον να αγαπώ τον Χαλκοπώγωνα και τον Τιγγελίνον. Μα τας λευκογονάτους Χάριτας, σου ορκίζομαι ότι, και εάν το ήθελα, δεν θα ηδυνάμην να πράξω τούτο. Υπάρχουσιν εις την Ρώμην τουλάχιστον εκατόν χιλιάδες άτομα με στρεβλάς ωμοπλάτας, με γόνατα εξωγκωμένα, με κνήμας ισχνάς, με οφθαλμούς ολοστρογγύλους ή με κεφαλήν πολύ μεγάλην. Μου παραγγέλλεις να αγαπώ και αυτούς ωσαύτως; Πού λοιπόν θα εύρω την αγάπην αυτήν, η οποία δεν υπάρχει ποσώς εις την καρδίαν μου; Και εάν ο Θεός σου ισχυρίζεται ότι θα με κάμη να τους αγαπήσω όλους, διατί, εν τη παντοδυναμία του, δεν τους επροίκισε με εξωτερικόν καλλίτερον, δημιουργών αυτούς, παραδείγματος χάριν, κατ' εικόνα των Νιοβιδών, τους οποίους είδες εις το Παλατίνον;
» Η ευτυχία σας δεν είνε δι' εμέ. Και έπειτα εφύλαξα διά το τέλος την σκέψιν την τόσον αποφασιστικήν: Ο θάνατος με καλεί! Διά σας, μόλις αρχίζει η αυγή της ζωής.
»Δι' εμέ ο ήλιος έκλινε, κα ήδη με περιβάλλει το λυκόφως. Με άλλας λέξεις, φίλτατε, είνε ανάγκη να αποθάνω.
» Δεν αξίζει τον κόπον να μακρηγορώ. Ούτως έπρεπε να τελειώση το πράγμα.
»Γνωρίζεις τον Αινόβαρβον, και θα εννοήσης ευκόλως. Ο Τιγγελίνος με ενίκησεν . . . ή μάλλον όχι! Απλώς αι νίκαι μου εγγίζουν εις το τέλος των. Έζησα όπως ήθελον. Θα αποθάνω, όπως μου αρέσκει. Μην το πάρετε κατάκαρδα.
» Κανείς Θεός δεν μου υπεσχέθη την αθανασίαν, και ό,τι μου συμβαίνει, δεν είναι απροσδόκητον. Συ, Βινίκιε, πλανάσαι βεβαιών ότι μόνος ο Θεός σας διδάσκει να αποθνήσκωμεν εν γαλήνη. Όχι! Ο κόσμος μας εγνώριζε προ υμών, ότι, όταν το τελευταίον ποτήριον εκενούτο, ήτο καιρός να εξαφανισθή τις, να επανέλθη εις το σκότος, και ο κόσμος μας γνωρίζει ακόμη να πράττη τούτο με πρόσωπον ήρεμον. Ο Πλάτων βεβαιοί ότι η αρετή είνε μουσική, και η ζωή του σοφού είνε αρμονία. Ούτω λοιπόν θα ζήσω και θα αποθάνω ενάρετος.
» Και, διά να τελειώσω, φίλοι μου, — εάν εκ της ψυχής μας, παρ' όλα όσα διδάσκει ο Πύρρων, απομένει τι μετά θάνατον, — η ιδική μου ψυχή, εις την οδόν της προς τας ακτάς του ωκεανού, θα έλθη να τοποθετηθή όχι μακράν του οίκου σας, υπό την μορφήν μιας πεταλούδας, ή ίσως, εάν πρέπει να πιστεύσωμεν τους Αιγυπτίους, υπό την μορφήν ερωδιού.
» Διά να συμβή άλλως αδύνατον . . .
» Εν τοσούτω, είθε δι' υμάς η Σικελία να μεταμορφωθή εις κήπον των Εσπερίδων, είθε αι νύμφαι των αγρών, των δασών και των πηγών να σπείρωσιν άνθη υπό τα βήματά σας· και εις όλας τας ακάνθας των περιστυλίων σας είθε κρινόλευκοι περιστέραι να φωλεύωσι.!»_
Δύο ημέρας βραδύτερον, ο νεαρός Νέρβας, όστις ήτο αφωσιωμένος εις τον Πετρώνιον, έστειλε προς αυτόν δι' ενός απελευθέρου τας τελευταίας ειδήσεις της αυλής του Καίσαρος.
Ο όλεθρος του Πετρωνίου ήτο αποφασισμένος. Κατά την εσπέραν της επιούσης, είς εκατόνταρχος έμελλε να τω μεταβιβάση την διαταγήν να μη καταλίπη την Κύμην, και να περιμένη εκεί τας διαταγάς, τας οποίας ύστερον θα τω διεβίβαζον. Μετά τινας ημέρας νέον άγγελμα θα έφερεν εις αυτόν την απόφασιν του θανάτου. Ο Πετρώνιος ήκουσε την είδησιν απαθής και γαλήνιος. Έπειτα είπε:
— Θα φέρης εις τον κύριόν σου έν πολύτιμα» δοχείον, το οποίον θα σου δοθή κατά την αναχώρησίν σου. Ειπέ εις αυτόν, ότι τον ευχαριστώ ολοψύχως, διότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα δυνηθώ να προλάβω την απόφασιν. Και εξερράγη εις γέλωτα. Εγέλασεν ως άνθρωπος, εις ον επήλθεν ιδέα λαμπρά και όστις εκ των προτέρων χαίρει, ότι θα την θέση εις ενέργειαν.
Την αυτήν εσπέραν οι δούλοι του Πετρωνίου διεσπάρησαν ανά την πόλιν, διά να καλέσουν όλους τους αυγουστιανούς και τους συγκλητικούς του διατρίβοντας εν Κύμη, και όλας τας κυρίας, να έλθωσι να μετάσχωσι συμποσίου, το οποίον θα παρετίθετο εις την πολυτελή έπαυλιν του «κριτού της φιλοκαλίας». Εκείνος διήλθε το απόγευμα του γράφων εις την βιβλιοθήκην του. Κατόπιν έλαβε λουτρόν και τον ενέδυσαν οι ιματιοφύλακες.
Μεγαλοπρεπής και γοητευτικός εισήλθεν εις το τρίκλινον διά να ρίψη έν βλέμμα εις τας προετοιμασίας της εορτής και εκείθεν εις τους κήπους, όπου έφηβοι και νεάνιδες των Νήσων έπλεκον στέφανα εκ ρόδων διά την εσπερίδα: Το πρόσωπόν του δεν απεκάλυπτε ουδέ την ελαχίστην μέριμναν. Οι άνθρωποί του ενόησαν ότι το συμπόσιον θα ήτο εξαιρετικής λαμπρότητος, διότι ο Πετρώνιος έδωσεν ασυνήθη φιλοδωρήματα εις όλους εκείνους, οίτινες τον είχον ευχαριστήσει. Συνέστησε να πληρωθούν εκ των προτέρων και πολύ γενναιοδώρως οι κιθαρισταί και οι χοροί των αοιδών. Τέλος, καθίσας υπό τινα οξυάν, της οποίας το φύλλωμα φωτιζόμενον υπό των ακτίνων εσχημάτιζεν εις την γην οφθαλμοειδή σημεία, έστειλε και προσεκάλεσε την Ευνίκην.
Εκείνη εφάνη ενεδεδυμένη λευκά, με κλάδον μύρτου εις την κόμην, ωραία ως Χάρις και εκάθησε πλησίον του.
— Ευνίκη, είπεν εκείνος, από πολλού δεν είσαι πλέον δούλη. Το
ειξεύρεις;
Εκείνη ύψωσεν επ' αυτού τους γαλανούς οφθαλμούς της και εκίνησεν ηρέμα την κεφαλήν της.
— Είμαι πάντοτε δούλη σου, αυθέντα.
— Αλλ' ίσως αγνοείς, εξηκολούθησεν εκείνος, ότι οι δούλοι εκείνοι, οίτινες εκεί κάτω πλέκουσι στεφάνους, ότι η έπαυλις αύτη και όλα τα εν αυτή και οι αγροί και τα ποίμνια, ότι όλα αυτά σου ανήκουν από σήμερον.
Η Ευνίκη απεμακρύνθη απ' αυτού, και, με φωνήν δονουμένην εκ της ανησυχίας:
— Αλλά διατί, ω! διατί μου λέγεις αυτά;
Έπειτα επλησίασε πάλιν και ήρχισε να τον παρατηρή με τους οφθαλμούς καρφωμένους επ' αυτού εκ του φόβου. Εκείνος εμειδία πάντοτε. Έπειτα επρόφερε μίαν μόνον λέξιν:
— Ναι!
Και επηκολούθησε σιγή. Μόνον ελαφρά πνοή έσειε το φύλλωμα της οξυάς.
Ο Πετρώνιος δυνατόν να ενόμιζεν ότι είχεν έμπροσθέν του άγαλμα εκ μαρμάρου.
— Ευνίκη, είπε, θέλω να αποθάνω εν γαλήνη.
Εκείνη εμειδίασε σκωπτικώς.
— Εννοώ, αυθέντα.
Την εσπέραν οι κεκλημένοι συνέρρευσαν αθρόως. Ήξευρον ότι εν συγκρίσει προς τα συμπόσια του Πετρωνίου, τα του Νέρωνος ήσαν ανιαρά και βάρβαρα. Αλλ' ότι τούτο έμελλε να είνε το τελευταίον του συμπόσιον, δεν το εφαντάζετο κανείς.
Η αίθουσα είχε πληρωθή εκ του αρώματος των ίων. Αι υέλινοι σφαίραι της Αλεξανδρείας διέχεον πολύχρωμον φως. Πλησίον των ανακλίντρων ίσταντο νεάνιδες, αίτινες ώφειλον να χύσουν αρώματα εις τους πόδας των προσκεκλημένων. Στηριζόμενοι επί του τοίχου οι κιθαρισταί και οι χορωδοί ανέμενον το σύνθημα του αρχηγού των.
Ο Πετρώνιος συνωμίλει. Αι τελευταίαι ειδήσεις, οι αγώνες, είς θηριομάχος, καταστάς εσχάτως περίφημος διά τας ανδραγαθίας του, και τα τελευταία βιβλία του Ατράκτου και του Σωσίου απετέλουν το θέμα της συνδιαλέξεως. Χέων τον οίνον επί του λιθοστρώτου ανήγγειλεν ότι η σπονδή εγένετο διά την βασίλισσαν της Κύπρου, την αρχαιοτέραν και μεγαλειτέραν από όλας τας θεότητας — την μόνην αιωνίαν, διαρκή και κυρίαρχον.
Έκαμε νεύμα, και αι κιθάραι εστέναξαν εν χαμηλώ ήχω, ενώ διαυγείς φωναί ηκολούθουν εν αρμονία. Έπειτα, χορεύτριαι της Κω, της πατρίδος της Ευνίκης, επεδείκνυαν τα ροδαλά μέλη των τα καλυπτόμενα με διαφανή μουσελίνην. Έπειτα, είς μάντις εξ Αιγύπτου έλαβεν εις την χείρα δοχείον κρυστάλλινον, επί του οποίου απεικονίζοντο χρυσόψαρα με ποικίλα ζωηρά χρώματα, παίζοντα, και έκαμε τας προφητείας του εις τους συνδαιτυμόνας.
Όταν ετελείωσαν τα θεάματα, ο Πετρώνιος ηγέρθη ολίγον επί του συριακού προσκεφαλαίου του και είπε νωχελώς:
— Φίλοι! επιτρέψατέ μοι να σας απευθύνω μίαν παράκλησιν, ενώ διαρκεί το συμπόσιον τούτο. Επεθύμουν ίνα έκαστος εξ υμών καταδεχθή να λάβη την κύλικα, ήτις εχρησίμευεν εις τας σπονδάς του διά τους θεούς και την ιδίαν μου ευδαιμονίαν.
Ύψωσε το μύρρινον σκεύος του, — κύλικα άνευ αξίας, επί της οποίας ηκτινοβόλουν όλα τα χρώματα του ουρανίου τόξου, και είπεν εις τους συνδαιτυμόνας:
— Ιδού η κύλιξ της προσφοράς μας προς την βασίλισσαν της Κύπρου. Ουδενός τα χείλη εις το εξής μη την ψαύσουν και ουδεμία χειρ ας μη την μεταχειρισθή προς τιμήν άλλης θεότητος!
Και η κύλιξ εθραύσθη επί του λιθοστρώτου του σκεπασμένου με ελαφρόν στρώμα σαφρά.
Αλλά, βλέπων την έκπληξιν των βλεμμάτων:
— Φίλοι, υπέλαβεν ο Πετρώνιος, χαρείτε. Το γήρας και η αδυναμία είνε θλιβεροί σύντροφοι των τελευταίων ετών μας. Σας δίδω καλόν παράδειγμα και καλήν συμβουλήν· βλέπετε ότι δύναταί τις να μη τα φθάση, και να απέλθη, πριν εκείνα έλθωσιν οικειοθελώς.
— Τι θέλεις να κάμης; ηρώτησαν πάντες.
— Θέλω να χαρώ, να πίω οίνον, να ακούσω την μουσικήν, να θεωρήσω τα θεσπέσια μέλη, τα οποία αναπαύονται παρά το πλευρόν μου, και έπειτα ν' αποκοιμηθώ στεφανωμένος με ρόδα. Ήδη απεχαιρέτισα τον Καίσαρα. Ιδέτε τι τω γράφω εν είδει αποχαιρετισμού:
Έλαβεν υποκάτω ενός πορφυρού προσκεφαλαίου μίαν επιστολήν και ανέγνωσε:
_«Γνωρίζω, θεσπέσιε Καίσαρ, ότι με περιμένεις με ανυπομονησίαν και ότι εν τη ειλικρινεία της καρδίας σου με ενθυμείσαι νύκτα και ημέραν. Γνωρίζω ότι ήθελες να με εμπλήσης με τας ευνοίας σου, να μοι προτείνης να γείνω πραίφεκτος της φρουράς σου, και ότι θα διώριζες τον Τιγγελίνον φύλακα των ημιόνων εις τα κτήματα, τα οποία εκληρονόμησες μετά την δηλητηρίασιν της Δομιτίας, — υπηρεσία, διά την οποίαν φαίνεται ότι επλάσθη εκείνος υπό των θεών.
» Αλλά φευ! ανάγκη να με συγχωρήσης. Μα τον Άδην, και ιδίως μα τας σκιάς της μητρός σου, της γυναικός σου, του αδελφού σου και του