Title: Ιλιάδα
Author: Homer
Translator: Alexandros Palles
Release date: May 29, 2011 [eBook #36248]
Most recently updated: March 16, 2012
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
ΛΙΒΕΡΠΟΥΛ
THE LIVERPOOL BOOKSELLERS CO., LTD
1917
ΤΟΥ
ΞΑΚΟΥΣΤΟΥ ΜΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ
ΨΥΧΑΡΗ
Ο ΛΟΓΟΣ Ο ΣΟΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΣΤΙΝ
Note:The text has hardly any accents, therefore I have accented it myself.
If you think that the rythm in the text is wrong, please accent the words
differently. Line numbers are not always in the proper arithmetic order,
e.g. 409, 618 and sometimes there are two line numbers in the same line
e.g. 89-91. Obviously, the translator has sometimes changed the order of
the original text. Rhapsody N (the battle near the ships) has not been
translated.
Kazantzakis - Kakridis' translation has been dedicated to the memory of
A. Pallis and in their prologue they write: "The greek public, the ones
that cannot read the original Iliad, have read it in the translation of
A. Pallis - Polylas translation, has a gentle text but is cold and rigid
and did not help Greeks to know Homer. Palli's Iliad was published in 1904,
and was one of the most significant works of that era; it still holds its
glory. Pallis, adhering to theories of his time that considered many lines,
scenes and whole rhapsodies spurious and that they were created by adapters
and rhapsody makers later, has ommitted more than three thousand verses".
Σημείωση: Το κείμενο έχει γραφεί σχεδόν χωρίς καθόλου τόνους, οπότε ο
τονισμός είναι δικός μου. Αν θεωρείτε ότι η μουσικότητα του κειμένου
έχει βλαφθεί, παρακαλώ τονίστε το αλλού. Οι αριθμοί των γραμμών δεν
είναι πάντοτε στη σωστή σειρά τους πχ. 409, 618, και μερικές φορές
αναγράφονται 2 σε μια γραμμή π.χ. 89-91. Προφανώς ο μεταφραστής έχει
ανακατατάξει τις γραμμές του πρωτοτύπου. Η Ραψωδία Ν (η μάχη στα πλοία)
δεν έχει μεταφραστεί.
Η μεταγενέστερη μετάφραση των Καζαντζάκη - Κακριδή έχει αφιερωθεί στην
μνήμη του Α. Πάλλη και στον πρόλογό τους αναγράφουν: «Το ελληνικό κοινό,
αυτό που δεν μπορεί να χαρεί την Ιλιάδα στο πρωτότυπο, την έχει γνωρίσει
από τη μετάφραση του Αλέξαντρου Πάλλη - η μετάφραση του Πολυλά, με πολλή
ευγένεια στο λόγο, μα ψυχρή και αλύγιστη, έχει πολύ πιο λίγο βοηθήσει
τους Έλληνες να γνωρίσουν τον Όμηρο. Του Πάλλη η Ιλιάδα εκδόθηκε στα
1904, και στάθηκε ένα από τα πιο σημαντικά έργα της εποχής· και σήμερα
ακόμα κρατάει όλη της την αξία. . . . Ο Πάλλης, ακολουθώντας θεωρίες
κυρίαρχες στον καιρό του, που νόθευαν πλήθος στίχους, σκηνές και ραψωδίες
ολόκληρες της Ιλιάδας, τάχα πώς τις είχαν πλάσει υστερότεροι διασκευαστές
και ραψωδοί, παράλειψε πάνω από τρεις χιλιάδες στίχους.»
Α | |
. | |
. | |
Μούσα, τραγούδα το θυμό του ξακουστού Αχιλέα, | |
τον έρμο! π' όλους πότισε τους Αχαιούς φαρμάκια, | |
και πλήθος έστειλε ψυχές λεβέντικες στον Άδη | |
οπλαρχηγώνε, κι' έθρεψε με τα κορμιά τους σκύλους | |
κι' όλα τα όρνια (του Διός έτσι είχε η γνώμη ορίσει), | 5 |
απ' την αρχή σαν πιάστηκε με το γοργό Αχιλλέα | |
τ' Ατρέα ο πρωταφέντης γιος και χώρισαν οι διο τους. | |
. | |
Πιος τάχα λες τους έβαλε θεός να λογοφέρουν; | |
Του Δία ο γιος και της Λητός, που με τον Αγαμέμνο | |
θύμωσε κι' έρηξε κακή μες στο στρατό πανούκλα, | 10 |
και κόσμος πέθαινε, γιατί στο λειτουργό το Χρύσα | |
δε θέλησε τ' Ατρέα ο γιος λίγη σπλαχνιά να δείξει. | |
. | |
Γιατί ήρθε αφτός στα γλήγορα των Αχαιών καράβια | |
να λευτερώσει θέλοντας την κόρη του, και πλούσια | |
είχε μαζί του ξαγορά, και κράταε στα διο χέρια | |
πάς στο χρυσόφτιαστο ραβδί, τ' Απόλλου τα στεφάνια, | |
κι' όλους τους άλλους Αχαιούς θερμοπερικαλούσε, | 15 |
μα τα πρωτάτα πιο πολύ, τους διο τους γιους τ' Ατρέα | |
«Τ' Ατρέα οι γιοί κι' οι άλλοι εσείς χαλκοπλισμένοι Αργίτες, | |
σ' εσάς να δώσουνε οι θεοί να μπείτε στου Πριάμου | |
το κάστρο, και στα σπίτια σας με το καλό να σύρτε· | |
όμως κι' εμένα δώστε μου την κόρη μου, και πάρτε | 20 |
την ξαγορά της, έτσι ο γιος να σας βοηθάει του Δία!» | |
. | |
Τότες με σέβας φώναξαν οι άλλοι Αργίτες όλοι | |
«πάρτε την ώρια ξαγορά, το γέρο σπλαχνιστείτε!» | |
μα αφτή η βουλή δεν τ' άρεσε του βασιλιά Αγαμέμνου, | |
μόνε τον έδιωξε άσκημα κι' είπε σφιχτό 'να λόγο | 25 |
«Τήρα εγώ, γέρο, μη σε βρω τριγύρω στα καράβια | |
για τώρα ν' αργοστέκεσαι για πίσω να κοπιάσεις, | |
μη δε σε σώσει ούτε ραβδί ούτε θεού στεφάνι. | |
Την κόρη δεν τη δίνω εγώ!... παρ' όταν πια γεράσει | |
απ' την πατρίδα της μακριά, στο σπιτικό μου, στ' Άργος, | 30 |
τη μέρα με τον αργαλιό, τη νύχτα στο πλεβρό μου... | |
Μα σύρε! μη μ' ανάφτεις πια αν θες γερός να φύγεις!» | |
. | |
Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' αγρίκησε το λόγο. | |
Και πήρε με βαριά ψυχή την αμμουδιά άκρη άκρη | |
του πολυτάραχου γιαλού, κι' έτσι όλο με κατάρες | 35 |
της πυκνοπλέξουδης Λητός το γιο περικαλούσε | |
«Άκου με, αργυροδόξαρε, εσύ που διαφεντέβεις | |
την Κίλλα με το τόσο βιος και το νησί της Χρύσας, | |
και που φυλάει την Τένεδο τ' ανίκητό σου χέρι. | |
Σμιθέα! αν στόλισα κι' εγώ την όμορφη εκκλησά σου, | |
αν σούκαψα καμιά βολά μεριά γιομάτα πάχος | 40 |
αρνιών και τάβρων, ξάκουσ' τον τώρα μου αφτό τον πόθο· | |
με σαϊτιές σου οι Δαναοί τα δάκρια ας μου πλερώσουν!» | |
. | |
Είπε, και την κατάρα εφτύς συνάκουσε ο Απόλλος. | |
Και βράζοντας οχ του βουνού κατέβηκε τις ράχες, | |
με το δοξάρι κρεμαστό και τη σαϊτοθήκη. | 45 |
Βρόντηξαν, όταν με θυμό τινάχτηκε, οι σαΐτες | |
στις πλάτες του. Και πάγαινε θολός σα μάβρη νύχτα, | |
Έπειτα αλάργα κάθεται απ' το στρατό και ρήχνει, | |
κι' άχησε ο κρότος σκιαχτερός οχ τ' αργυρό δοξάρι. | |
Μουλάρια πρώτα θέριζε κι' ασπροτριχάτους σκύλους, | 50 |
μα και τους άντρες έπειτα με τις πικρές σαΐτες | |
βαρούσε· κι' όλο καίγανε πολλές φωτιές νεκρώνε. | |
. | |
Μέρες εννιά πυκνόπεφταν μες στο στρατό οι σαΐτες, | |
μα αφτού στις δέκα συντυχιά κηρύχνει ο Αχιλέας, | |
γιατί τον φώτισε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα, | 55 |
τι θλίβουνταν τους Αχαιούς σα θώραε που πεθαίνουν. | |
Κι' οι κράχτες σαν τους φώναξαν και μαζωχτήκαν όλοι, | |
σηκώθηκε ο γοργόποδος γιος του Πηλιά κι' έτσι είπε | |
«Τ' Ατρέα γιε, τώρα πια εμείς θαρρώ τη στράτα πάλι | |
θα πάρουμε και πίσω ομπρός στα σπίτια μας θα πάμε, | 60 |
πρώτα απ' το θάνατο αν σωθεί κανείς μας, αν είναι έτσι | |
να μας θερίζει ο πόλεμος και να μας τρώει η πανούκλα. | |
Μον έλα κάνας λειτουργός ας ρωτηθεί ή προφήτης, | |
ή κι' ονειράτων ξηγητής — κι' αφτά τα στέλνει ο Δίας — | |
που να ξηγήσει τι μαθές μας χόλιασε έτσι ο Φοίβος, | |
μην τούλειψε εκατοβοδιά, μην τάμα ξεχασμένο, | 65 |
αν θέλει μαλλιαρά απ' αρνιά και τάβρους ίσως τσίκνα | |
να λάβει, κι' απ' το φοβερό χαμό να μας γλυτώσει.» | |
. | |
Έτσι είπε αφτός και κάθησε. Κι' απάνου τότε ο Κάρχας | |
σηκώθη, ο πιο βαθύτερος απ' τους προφήτες όλους | |
που κάτεχε όλα — τωρινά, στερνά, και περασμένα — | 70 |
και με τη μαντοσύνη του, που ο γιος του Δία ο Φοίβος | |
τον προίκισε, έδειξε της Τριάς το δρόμο στα καράβια. | |
Αφτός με το σοφό του νου τους μίλησε έτσι κι' είπε | |
«Γιε του Πηλέα, ας θες εγώ, του Δία αγαπημένε, | |
να πω τ' Απόλλου το θυμό, του προφυλάχτη αφέντη, | 75 |
καλά, στον λέω· όμως και συ ορκίσου μου και τάξε | |
να με βοηθήσης πρόθυμα με λόγο και κοντάρι. | |
Κάποιος θαρρώ θα πειραχτεί που τους Αργίτες όλους | |
τους ξεπερνάει σε δύναμη κι' ο λόγος του αγρικιέται. | |
Γιατί νικάει ο άρχοντας μ' αδύναμο αν μαλώσει, | 80 |
και το θυμό του αν καταπιεί εκείνη εκεί την ώρα, | |
όμως φυλάει μες στην καρδιά το πάθος του, ως να πάρει | |
στερνά μια μέρα γδικιωμό. Μον τήρα αν θα με σώσεις.» | |
. | |
Και τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας | |
«Άφοβα πες και θαρρετά τι προφητιά κατέχεις. | 85 |
Τι να! μα το μυριάκριβο του Δία γιο, που, Κάρχα, | |
περικαλιέσαι εσύ και λες της μοίρας τα γραμμένα, | |
άντρας κανείς, εγώ όσο ζω κι' έχω ανοιχτά τα μάτια, | |
στο τάζω, χέρι φονικό δε σου σηκώνει εσένα | |
εδώ στον κάμπο, ουδέ κι' αφτόν αν πεις τον Αγαμέμνο | 90 |
που απ' όλους πρώτος βασιλιάς παινιέται εδώ πως είναι.» | |
. | |
Τότες πια θάρρεψε ο βαθύς προφήτης και τους είπε | |
«Δεν τούλειψε εκατοβοδιά, τάμα όχι ξεχασμένο, | |
μόνη αφορμή 'ναι ο λειτουργός π' αδίκησε ο αφέντης, | |
τι απόρριψε την ξαγορά και του βαστάει την κόρη. | 95 |
Για τούτο ο Φοίβος συφορές μας έστειλε, κι' ακόμα | |
θα στείλει· και τη φονικιά πανούκλα δε θα πάψει | |
πριν πάλε του πατέρα της τη μαβρομάτα κόρη | |
απλέρωτη αξαγόραστη την ξαναδώκει πίσω, | |
πριν στείλουμε εκατοβοδιά και του θεού στη Χρύσα. | 100 |
Τότ' ίσως μαλακώσει πια και ξανασάνουμ' όλοι.» | |
. | |
Είπε κι' αφτός και κάθησε. Και τότε ο Αγαμέμνος | |
τ' Ατρέα ο γιος σηκώθηκε, ο δυνατός αφέντης, | |
αφρίζοντας, κι' απ' το θυμό τα μάβρα σωθικά του | |
φουσκώναν, κι' έχυνε φωτιές το μάτι του και σπίθες. | |
Του Κάρχα πρώτα τούρηξε μια άγρια ματιά και τούπε | 105 |
«Κακομηνήτη, πρόσχαρο ποτές δε μούπες λόγο! | |
Πάντα αγαπάει δυσάρεστα να προφητέβει ο νους σου, | |
κι' ένα καλό μήτ' έκανες, μήτ' είπες στη ζωή σου. | |
Τώρα στ' ασκέρι πάλι ομπρός λαλείς και προφητέβεις | |
πως τάχα τόσες συφορές για αφτό τους στέλνει ο Φοίβος, | 110 |
τι εγώ στην πλούσια ξαγορά δεν έστερξα της κόρης, | |
που κάλια αυτή τον πύργο μου να μου στολίζει θέλω. | |
Ναι, κι' απ' τ' απάρθενό μου εγώ τήνε προκρίνω τέρι, | |
την Κλυταιμήστρα, τι μαθές χειρότερη δεν είναι | |
στα κάλλη, μήτε στο κορμί, στη γνώση, και στα χέρια. | 115 |
Μα κι' έτσι πίσω πρόθυμα τη δίνω αν είναι ανάγκη· | |
δε θέλω εγώ να χάνεται, μον να σωθεί ο στρατός μας. | |
Κάνα άλλο εμένα όμως πρεσβιό κοιτάξτε να μου βρείτε, | |
αμέσως τώρα! Τεριαστό δεν είναι εγώ μονάχα | |
έτσι να μένω. Και θαρρώ αφτό το βλέπετ' όλοι, | |
πως η δική μου τώρα η νια μισέβει σ' άλλα χέρια.» | 120 |
. | |
Μα τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας | |
«Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, αχόρταγότερ' όλων, | |
πώς άλλο να σου δώσουν θες πρεσβιό τα παληκάρια; | |
Δεν ξέρω πουθενά πολύ αμοίραγό μας πράμα. | |
Δοθήκανε όσα πήραμε πατώντας τόσες χώρες, | 125 |
κι' είναι ντροπής απ' το λαό ξανά να μαζωχτούνε. | |
Μον άσ' την τώρα εσύ τη νια στο Φοίβο, κι' οι Αργίτες | |
διπλά θα σ'τα πλερώσουμε και τρίδιπλα αν ο Δίας | |
φέρει έτσι και κουρσέψουμε κάνα άλλο πλούσιο κάστρο.» | |
. | |
Τότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος | 130 |
«Μη δα εσύ πούσαι γνωστικός, θεόμορφε Αχιλέα, | |
καμώνεσαι έτσι, κι' έφκολα δε με γελάς, δεν πείθεις. | |
Ή τη δική σου τάχα νια για νάχεις στην καλύβα, | |
με θες να κάθουμαι έτσι εγώ μ' εδώ αδιανά τα χέρια | |
κι' αφτή μού λες στον τόπο της ναν τήνε στείλω πίσω; | |
Καλά, αν μου δώσουν τα παιδιά καμιά άλλη ομορφοπούλα, | 135 |
τέτια όπως μου ποθεί η καρδιά, ισάξια αφτής που χάνω· | |
αλλιώς, μονάχος τότε εγώ πηγαίνω και του Αία | |
ή τη δική σου παίρνω νιά, ή του Δυσσέα ακόμα | |
θα πάω να πάρω... κι' έπειτα ας χολοσκάει που πάθει! | |
Όμως αφτά κι' άλλη φορά τα ξαναμελετάμε· | 140 |
τώρα ένα ελάτε ας ρήξουμε στη θάλασσα καράβι, | |
κράξτε και νάφτες διαλεχτούς, βάλτε τα βόδια μέσα, | |
βάλτε και την κρινόθωρη του Χρύσα θυγατέρα, | |
και καπετάνιος ένας μας ας σύρει απ' τους αρχόντους, | |
ο Αίας είτε ο Δομενιάς είτε ο σοφός Δυσσέας, | 145 |
ή εσύ, τ' αψύτερο κορμί απ' όλους, Αχιλέα, | |
για να μερώσεις το θεό με των σφαχτών την τσίκνα.» | |
. | |
Τότες τον χαμοκοίταξε και τούπε ο Αχιλέας | |
«Ωχού μου αδιαντροπρόσωπε, κορμί με δίχως πίστη, | |
πώς λες θ' ακούσει πρόθυμα το λόγο σου κανείς μας | 150 |
κι' ή σ' ανοιχτό πια πόλεμο θα τρέξει ή σε καρτέρι; | |
Τι εγώ δεν ήρθα απ' αφορμή των ασπιστάδων Τρώων | |
να πολεμήσω εδώ, γιατί δε μούφταιξαν εμένα· | |
μήτ' άλογα μου μ' άρπαξαν ποτές τους μήτε βόδια, | |
μήτ' έκαψάν μου τα σπαρτά και τα βαθιά περβόλια | 155 |
κάτου στη Φτιά, γιατί πολλά στη μέση μας χωρίζουν, | |
θες κορφοβούνια απλόσκιωτα θες θάλασσα αφρισμένη· | |
Μον για δικό σου διάφορο, ξαδιάντροπε, εγώ βγήκα | |
μαζί σου, για να βρεις εσύ, κακόσουρτε, απ' τους Τρώες | |
κι' ο αδερφός σου ξεζημιά. Αφτά δεν τα θυμάσαι, | 160 |
Μον τ' αψηφάς! Και τώρα δα με φοβερίζεις κιόλας | |
να πάρεις με το χέρι σου την κόρη, που για κείνη | |
αίμα έφτυσα και που ο στρατός μούχει χαρίσει εμένα. | |
Ίσο μ' εσένα μερτικό ποτές μου δεν κερδίζω | |
κάθε που πάρουμε καμιά των Τρώων πλούσια χώρα· | |
Μον όθενε αίμας και σπαθί, να! ετούτα εδώ τα χέρια | 165 |
δουλέβουν πρώτα, μα αν γενεί και μοιρασά, εσύ παίρνεις | |
τα πιο πολλά, με λίγο εγώ, χωρίς παράπονο όμως, | |
πίσω γυρνάω, κι' ας έλιωσα τους Τρώες πολεμώντας. | |
Και τώρα φέβγω! τι πολύ πιο βολετό να σύρω | |
καλιά μου με τους λόχους μου, τι αψήφιστος νομίζω | 170 |
εδώ πως δε θα μάσω βιος και θησαβρό μεγάλο.» | |
. | |
Τότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος | |
«Ώρα καλή σου αν σ' έπιασε πόθος να πας! Για μένα | |
δε σου προσπέφτω, μη θαρρείς, να μείνεις· έχω κι' άλλους | |
εδώ βοηθούς μου, μάλιστα το βαθυγνώστη Δία. | 175 |
Απ' όλους πιο σε μάχουμαι τους αρχηγούς εσένα, | |
τι πάντα θες λογοτριβές, θες φόνους και πολέμους. | |
Τάχα μου αν είσαι δυνατός, αν παλικαροσύνη | |
κάποιος θεός σ' την έδωκε, στη Φτιά, αν ορίζεις, σύρε | |
μ' όλο σου το στρατό μαζί, και πρόσταζε όσο θέλεις | |
τους Μυρμιδόνες· ειδέ εγώ δε νιάζουμαι αν θυμώνεις, | 180 |
δεν τρέμω αν φέβγεις. Κι' άκουσε το λόγο που σου κραίνω· | |
μιας πίσω και μου τη ζητάει τη Χρυσοπούλα ο Φοίβος, | |
μ' αθρώπους και καράβι μου εγώ θαν του τη στείλω, | |
μα στο καλύβι σου θαρθώ κι' ατός μου θα σου πάρω | |
τη νια σου, τη ροδόσταχτη Βρισούλα, για να μάθεις | 185 |
σαν πόσο εγώ σε ξεπερνώ, να τρέμει ακόμα κι' άλλος | |
όμιος μου εμένα έτσι ανοιχτά να μου προβάλνει κι' ίσος.» | |
. | |
. | |
Είπε, κι' εκείνος άναψε ν' ακούσει τέτιο λόγο, | |
και του διπλόφερε η καρδιά στα λογγωμένα στήθια, | |
ή να τραβήξει απ' το μερί το κοφτερό λεπίδι, | 190 |
να αναστατώσει τη βουλή, το βασιλιά να σφάξει, | |
ή να σωπάσει την καρδιά και το θυμό να πνίξει. | |
Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθια | |
κι' όξω απ' τη θήκη γύμνωνε τη σπάθα, να τη! φτάνει | |
η Αθηνά οχ τον ουρανό, τι στάλθηκε απ' την Ήρα, | 195 |
που συλλογή ίση και των διο τους είχε κι' ίση αγάπη. | |
Και στέκει πίσω του, του αρπάει τα καστανά μαλλιά του, | |
σ' αφτόν μονάχα φανερή, ανέφαντη στους άλλους. | |
Σάστισε εκείνος και γυρνάει, κι' αναγνωρίζει αμέσως | |
την Αθηνά που ξάστραφταν τα φοβερά της μάτια. | 200 |
Και κράζοντάς την της λαλεί διο φτερωμένα λόγια | |
«Κόρη του Δία σκιαχτερή, γιατί ήρθες τώρα πάλι; | |
μη θες να δεις την αψηφιά του βασιλιά Αγαμέμνου; | |
Εγώ 'να λόγο θα σου πω που ίσως τον δεις να γίνει· | |
σα γλήγορα οι περφάνιες του στον Άδη θαν τον πάνε.» | 205 |
. | |
Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα | |
«Ήρθα οχ τον ουρανόνε εγώ να πάψω το θυμό σου, | |
αν θες ν' ακούσεις, κι' η θεά μ' έχει σταλμένα η Ήρα, | |
που συλλογή ίση και των διο σας έχει κι' ίση αγάπη. | |
Μον έλα πάψε! κι' άσ' τη εκεί τη σπάθα στο φηκάρι. | 210 |
Μα αν θες με λόγια, στόλισ' τον όσο ζητά η καρδιά σου, | |
γιατί το λόγο που θα πω θαν τόνε δεις να γίνει· | |
για αφτή την προσβολή διπλά και τρίδιπλα μια μέρα | |
δώρα θα λάβεις· μοναχά βαστάξου κι' άκουσέ μας.» | |
. | |
Και τότε ο γοργοπόδαρος της απαντά Αχιλέας | 215 |
«Ας γίνει ο λόγος σας, θεά! κιας είμαι έτσι πνιγμένος | |
απ' το θυμό κατάκαρδα, τι πιο καλά να γίνει· | |
αν τους θεούς ακούς, κι' αφτοί σού συχνακούν τον πόθο.» | |
. | |
Έτσι είπε, και σταμάτησε τη σταλωμένη χούφτα | |
πας στ' αργυρό σπαθόχερο και μέσα στο φηκάρι | |
έσπρωξε πάλι το σπαθί, με δίχως ν' απιθήσει | 220 |
στον ορισμό της Αθηνάς. Και του Διός η κόρη | |
πίσω πετάει στον Έλυμπο, στου Δία τα παλάτια, | |
εκεί να σμίξει τους θεούς και τις θεές τις άλλες. | |
. | |
Κι' εκείνος τότες ξαναρχής γυρνάει στον Αγαμέμνο | |
με τις βλαστήμιες, κι' ο θυμός δεν τόνε παραιτούσε | |
«Α κρασοζάλιστο κορμί που σκύλας έχεις μάτια, | 225 |
μα τ' αλαφιού καρδιά! ποτές δε σου βαστάει εσένα | |
να βγεις μαζί με το στρατό τους Τρώες να χτυπήσεις, | |
ή μετά μάς τους αρχηγούς σαν πάμε σε καρτέρι· | |
χάρος αφτό σου φαίνεται στο νου σου και λαχτάρα. | |
Α ναί, πολύ καλύτερα ν' αρπάζεις τις γυναίκες | |
μες στο πλατύ στρατόπεδο, κανείς σα σε πειράξει. | 230 |
Ναί! λαοφάγος βασιλιάς, γιατί δειλούς ορίζεις· | |
αλλιώς, αφτή σου η αρπαγή θα σούταν κι' η στερνή σου. | |
Μα άκου το λόγο που θα πω, τον όρκο που θ' αμώσω. | |
Μα ετούτο τα ραβδί που πια ποτές κλωνιά και φύλλα | |
δε βγάζει μιας και κόπηκε απ' τον κορμό στο λόγγο, | 235 |
μήτ' άθια, γιατί τούφαγε τη φλούδα και τα φύλλα | |
τριγύρω ο κοφτερός χαλκός, και τώρα το κρατάνε | |
στα χέρια οι δημογέροντες και στ' όνομα του Δία | |
δικάζουν το λαό, κι' αφτόν βαρύ τον έχουν όρκο, | |
ναι θάρθει μέρα οι Δαναοί ν' αποθυμήσουν όλοι | 240 |
τον Αχιλέα· τότε εσύ και μ' όλο σου τον πόνο | |
δε θα μπορείς, σ' το λέω, καμμιά βοήθια ναν τους δώκεις, | |
σαν πέφτουνε απ' του Έχτορα το χέρι σκωτομένοι, | |
και μες στα στήθια σου η καρδιά θα λαχταράει, θα λιώνει | |
που ντρόπιασες το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι.» | |
. | |
Είπε, και χάμου το ραβδί αγριόθυμος τινάζει | 245 |
με χρυσοκάρφια κεντητό, κι' έπειτα πάει καθίζει. | |
Κι' εκείθε ο άλλος φρένιαζε. Τότες πετιέται ολόρθος | |
ο χρυσολάλος Νέστορας με τη γλυκιά τη γλώσσα, | |
που κι' από μέλι τούχυνε φωνή πιο ζαχαρένια. | |
Είχε ιδομένες διο γενιές ως τότες να περάσουν | 250 |
στην Πύλο, που γεννήθηκαν πριν στα δικά του χρόνια | |
και μεγαλώσαν, κι' όριζε τότες γενιά των τρίτων. | |
. | |
Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε | |
«Ω τι κακό που πλάκωσε μεγάλο την πατρίδα! | |
Πώς θα πετάξει απ' τη χαρά ο Πρίαμος κι' οι γιοί του, | 255 |
και πόσο κάθε Τρωϊκή ψυχή θ' αναγαλλιάσει, | |
να θε τα μάθουν όλα αφτά, πως τρώγεστε έτσι οι διο σας, | |
εσείς που πρώτοι στο σπαθί και στη βουλή είστε πρώτοι! | |
Μα να μ' ακούστε· και τους διο σάς ξεπερνάω στα χρόνια. | |
Γιατί στη νιότη μου έσμιξα εγώ με θεριομάχους | 260 |
καλύτερούς σας, μα ποτές αφτοί δε μ' αψηφούσαν. | |
Γιατί σαν τέτιους ήρωες δεν είδα ακόμα, μήτε | |
θα δω σαν ένα βασιλιά Καινιά, σαν ένα Δρύα, | |
σαν το δεινό Πολύφημο, τον Ξάδη, τον Περίθο, | |
σαν το Θησιά λες πούμιαζε θεός απ' τα ουράνια. | 265 |
Είταν εκείνοι οι πιο γεροί της γης παλικαράδες· | |
γεροί είτανε και με γερούς χτυπιούνταν, με βουνήσα | |
θεριά, κι' ο κόσμος σάστισε το πώς τα ξεπαστρέψαν. | |
Μ' αφτούς τότε έσμιξα κι' εγώ σαν έφτασα οχ την Πύλο, | |
πέρα από τόπο μακρινό, τι μ' έκραξαν μονάχοι. | 270 |
Και πολεμούσα τότε εγώ στο μέρος τα δικό μου· | |
όμως δε θρέφει τώρα η γης θνητό που θα μπορούσε | |
να βγει μ' εκείνα τα θεριά. Τέτιοι ήρωες εμένα | |
στις συβουλές μου πρόσεχαν, τα λόγια μου αγρικούσαν. | |
Μα λέω ακούστε με κι' εσείς και δε θα μετανιώστε. | |
Κι' εσύ μην παίρνεις, άκου με, κι' ας δύνεσαι, την κόρη, | 275 |
μον άσ' την μιας και δόθηκε στον Αχιλιά απ' τα' ασκέρι· | |
πάλε όμως με το βασιλιά κι' εσύ να λογοφέρνεις | |
μη θέλεις του Πηλιά γιε, κι' ενάντια να παγαίνεις. | |
Ίσοι δεν είμαστε όλοι μας του βασιλιά που ο Δίας | |
τον δόξασε και κυβερνάει βαστώντας το ραβδί του. | |
Αν είσαι παλικάρι εσύ, θέϊσσα αν έχεις μάννα, | 280 |
μα σούναι αφτός ανότερος, τι πιο πολλούς ορίζει. | |
Μα έλα, Αγαμέμνο, πάψε εσύ! Ναι, χάρη σ' το γυρέβω, | |
μη το θυμό του, ας άναψε, συνεριστείς, που πάντα | |
σαν κάστρο αυτός ασάλεφτο μας στέκει στους πολέμους.» | |
. | |
Τότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος | 285 |
«Ναι, γέροντα, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια. | |
Μα αφτός εδώ να πάντα του πρωτιά γυρέβει απ' όλους. | |
σ' όλους μας θέλει κεφαλή, να γίνεται κι' αφέντης, | |
σ' όλους να δίνει προσταγές, και πιος θαν τα σηκώσει; | |
Κι' αν οι αθάνατοι θεοί τον κάνανε αντριωμένο, | 290 |
για αφτό του πρέπει προσβολές να χύνει κι' απ' τη γλώσσα;» | |
. | |
Μα τότες τον αντίσκοψε και τούπε ο Αχιλέας | |
«Άναντρο αλήθια θάμουνα κορμί και τιποτένιο, | |
αν πάντα ναι σου φώναζα, το στόμα σαν ανοίγεις· | |
σ' άλλους παράγγελνέ τα αφτά, δεν είναι αφτά για μένα! | 295 |
Μα ετούτο ακόμα θα σου πω κι' εσύ στο νου σου βάλ' το. | 297 |
Τ' άρματα δε θα πάρω εγώ να χτυπηθώ μαζί σου, | |
μ' εσένα εδώ είτε κι' άλλο σας. κανένα, για την κόρη, | |
τι εσείς τη δώκατε κι' εσείς την παίρνετέ μου πίσω· | |
μα απ' τ' άλλα πούχω στο γοργό και μάβρο μου καράβι | 300 |
δε θα μ' αγγίξεις τίποτα χωρίς τη θέλησή μου. | |
Ειδέ έλα, αν θες, δοκίμασε, για ναν να το δουν κι' εδώ όλοι... | |
το μάβρο σου αίμα γλήγορα θα βάψει το κοντάρι.» | |
. | |
Έτσι σα μάλωσαν οι διο με θυμωμένα λόγια, | |
σηκώθηκαν, κι' η συντυχιά χωρίζει στα καράβια. | 305 |
Κι' ο Αχιλέας πάγαινε των καλυβιών το δρόμο | |
αντάμα με τον Πάτροκλο και τους δικούς του αθρώπους· | |
κι' ο Αγαμέμνος έρηξε στη θάλασσα 'να πλοίο, | |
και λαμνοκόπους διάλεξε ως είκοσι ανομάτους, | |
κι' έμπασε μέσα τα σφαχτά του Φοίβου, και κατόπι | |
έφερε μέσα κι' έκατσε την ώρια Χρυσοπούλα· | 310 |
και μέσα τέλος αρχηγός μπήκε ο σοφός Δυσσέας. | |
. | |
Μπήκαν λοιπόν κι' αρμένιζαν αφτοί στο κύμα απάνου. | |
κι' ο γιός ' Ατρέα πρόσταξε να παστεφτεί τ' ασκέρι | |
κι' αφτοί καλοπαστρέβουνταν και στο γιαλό πετούσαν | |
τις λέρες, κι' έσφαζαν σωστά βοϊδότραγα του Φοίβου | 315 |
κοντά στην πολυτάραχη ακρογιαλιά· κι' η τσίκνα | |
στριφοκλωθούσε, στον καπνό τριγύρω, ως στα ουράνια. | |
. | |
. | |
Τέτιες αφτοί είχανε δουλιές μες στον πλατύ τον κάμπο. | |
Και την αμάχη ο βασιλιάς δεν ξέχανε απ' την ώρα | |
που στη βουλή φοβέρισε τον ξακουστό Αχιλέα, | |
μον τον Ταρθύβη φώναξε και το γοργό Βρυβάδη, | 320 |
που κράχτες του και παραγιούς τους είχε μπιστεμένους | |
«Αμέτε στ' Αχιλέα οι διο, και μέσα απ' την καλύβα | |
πάρτε απ' το χέρι τ' όμορφο και φέρτε μου κορίτσι. | |
Μα αν δεν τη δώσει, ξεκινώ με πιο πολλούς, κι' ατός μου | |
την παίρνω εγώ. Σαν πιο βαρύ θαν τούρθει αφτό νομίζω...» | 325 |
. | |
Έτσι είπε και τους έστειλε με θυμωμένα λόγια. | |
Κι' άθελα οι κράχτες τράβηξαν σιμά σιμά την άκρη | |
του στειροτρύγητου γιαλού, και στο καραβοστάσι | |
των Μυρμιδόνων φτάσανε κι' ως τις καλύβες πέρα. | |
Κι ήβραν αφτόν που κάθουνταν κοντά σ' ένα καλύβι | |
και πλοίο του, ουδέ χάρηκε μπροστά του σαν τους είδε. | 330 |
Μα εκείνοι ομπρός στον αρχηγό με δείλια και με σέβας | |
σταθήκανε, ουδέ τούκραιναν κι' ουδέ τον χαιρετούσαν. | |
Μα αφτός στο νου του τόνιωσε γιατί ήρθαν και τους είπε | |
«Καλό στους κράχτες, των θεών κι' αντρών μαντατοφόρους! | |
Σιμώστε... δε μου φταίτε εσείς, μου φταίει ο Αγαμέμνος | 335 |
που για την κρινομάγουλη σάς στέλνει βρυσοπούλα. | |
Μον έλα, θεογέννητε Πάτροκλε, βγάλ' την κόρη | |
και δώσ' τη τους να τήνε παν. Κι' ας είναι αφτοί μαρτύροι | |
μπρος στους αθάνατους θεούς και στους θνητούς αθρώπους | |
και στο σκληρό το βασιλιά, αν καμιά μέρα πάλι | 340 |
μ' έχουν ανάγκη απ' άσκημη λαχτάρα να γλιτώσω | |
τα' ασκέρι. Τι ζαβώθηκε και πήρε δρόμο εκείνος, | |
μηδέ κατέχει μια σταλιά να δει κι' ομπρός και πίσω, | |
πώς θαν του πολεμά άβλαβο τα' ασκέρι στα καράβια.» | |
. | |
Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου, | 345 |
και βγάζει τη ροδόθωρη κοπέλα απ' το καλύβι | |
και τους τη δίνει ναν την παν. Κι' αφτοί γυρνούσαν πίσω | |
στον κάμπο, κι' άθελα μαζί κι' η κόρη περπατούσε. | |
. | |
Κι' ο Αχιλέας τότε ομπρός καθίζει στ' ακρογιάλι | |
παράμερα, κι' έκλαιγε εκεί, απ' τους συντρόφους χώρια, | 350 |
αλάργα προς τα πέλαγα θωρώντας. Και τα χέρια | |
άπλωσε και τη μάννα του συχνοπερικαλούσε | |
«Μάννα μου, αφού με γέννησες και λιγοχρονισμένο, | |
ας είταν καν του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας, | |
να με τιμούσε· μόνε αφτός σταλιά δε με λογιάζει. | |
Γιατί τ' Ατρέα τώρα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους, | 355 |
μεγάλο μούκανε άδικο· γιατί με βιά μού πήρε | |
κι' έχει τη νια μου που πρεσβιό μούχε ο στρατός χαρίσει.» | |
. | |
Είπε θρηνώντας, κι' άκουσε τα λόγια η κυρά μάννα, | |
πούταν στα βάθια του γιαλού στου γέρου της πατέρα, | |
και βγήκε σαν αντάρα εφτύς απ' το ψαρύ το κύμα | |
και στο πλεβρό του κάθησε. Κι' ενώ δακρολογούσε, | 360 |
τον χάιδεψε έτσι τρυφερά και τούπε αγαπημένα | |
«Τι κλαις, παιδί μου; τι κακό σου πίκρανε τα σπλάχνα; | |
Πες το, να ξέρουμε κι' οι διο, και μυστικό μην τόχεις.» | |
. | |
Τότες με βαριοστεναγμούς της είπε ο Αχιλέας | |
«Ξέρεις — τι να σ' τα λέω αφτά; — και τάχα δεν τα ξέρεις; | 365 |
Πέρα στη Θήβα πήγαμε, στ' Αητιού την πολιτεία, | |
που την κουρσέψαμε, κι' εδώ το φέραμε το πράμα. | |
Αφτό το μοίρασε ο στρατός με δίκιο ανάμεσό του, | |
και χώρισαν του βασιλιά την ώρια Χρυσοπούλα. | |
Ο Χρύσας τότε, ο λειτουργός του προφυλάχτη Απόλλου, | 370 |
ήρθε από πέρα ως στα γοργά των Αχαιών καράβια | |
να λεφτερώσει θέλοντας την κόρη του, και πλούσια | |
είχε μαζί του ξαγορά, και κράταε στα διά χέρια, | |
πάς στο χρυσόφτιαστο ραβδί, τ' Απόλλου τα στεφάνια, | |
κι' όλους τους άλλους Αχαιούς θερμοπερικαλούσε, | |
μα τα πρωτάτα πιο πολύ, τους διο τους γιους τ' Ατρέα. | 375 |
Τότες με σέβας φώναξαν οι άλλοι Αργίτες όλοι | |
πάρτε την ώρια ξαγορά, το γέρο σπλαχνιστείτε!' | |
μα αφτή η βουλή δεν τ' άρεσε του βασιλιά Αγαμέμνου, | |
μόνε τον έδιωξε άσκημα κι' είπε σφιχτό 'να λόγο. | |
Έτσι οργισμένος έφυγε ο γέρος πίσω πάλι, | 380 |
κι' ο Φοίβος τότες ξάκουσε του γέρου την κατάρα, | |
τι είταν αγαπημένος του πολύ, και στους Αργίτες | |
έρηξε αρρώστια φοβερή, που απανωτοί οι στρατιώτες | |
πεθαίναν, κι' έπεφταν παντού οι θεϊκές σαΐτες | |
μέσα στον κάμπο τον πλατύ. Μας λέει τότε ο προφήτης, | |
σαν που τους κάτεχε βαθιά, τους ορισμούς τ' Απόλλου. | 385 |
Πρώτος προβάλλω εφτύς εγώ το Φοίβο να μερώσουν· | |
μα πήρε ο βασιλιάς φωτιά, κι' όρθιος μεμιάς πετιέται | |
και μια φοβέρα μούρηξε που κι' είναι κανωμένη. | |
Τι με καράβια παν τη μια στη Χρύσα οι μαβρομάτες | |
Αργίτες έχοντας μαζί για το θεό σφαχτάρια, | 390 |
και την κοπέλα οι Δαναοί που μούδωκαν εμένα, | |
ήρθαν πολιώρα οι κράχτες του και πίσω μού την πήραν. | |
Μα βόηθα, μάννα, εσύ, αν μπορείς, τον αντριωμένο γιο σου. | |
Σύρε να πάς στον Έλυμπο και να περικαλέσεις | |
το Δία, αν την καρδιά άλλοτες, ή μ' έργατα ή με λόγο, | 395 |
μια στάλα του τη γλύκανες. Γιατί στο σπιτικό μας | |
σ' άκουσα εγώ πολλές φορές να λες και να παινιέσαι | |
πως δα το μαβροσύγνεφο του Κρόνου γιο, μονάχη | |
μες στους θεούς, τον γλύτωσες απ' άσκημη λαχτάρα, | |
τότες που θέλανε οι θεοί οι άλλοι — ο Ποσειδώνας, | |
η Ήρα, κι' η θεά Αθήνα — ναν τόνε τριχοδέσουν. | 400 |
Μα απ' τις τριχιές εσύ, θεά, ναν τον γλυτώσεις πήγες. | |
κι' απάνου φώναξες γοργά τον εκατοχεράτο, | |
που Μυριοδύναμο οι θεοί τον λεν — οι άντρες όμως | |
Αιγαίο — γιατί στη δύναμη νικάει και το γονιό του· | |
αφτός στο Δία κάθησε σιμά καμαρωμένος, | 405 |
κι' εκείνοι χέρι τράβηξαν απ' τον πολύ τους φόβο. | |
Μα θύμισέ του τώρα αφτά, και κάτσε εκεί, και πιάσ' του | |
το γόνα, μήπως τους οχτρούς θελήσει να βοηθήσει, | |
κι' εκείνους γύρω στο γιαλό και στο καραβοστάσι | |
ναν τους στρυμώξει με σφαγή μεγάλη, τους Αργίτες, | |
που έτσι να νιώσουν τ' όφελος του βασιλιά τους όλοι, | 410 |
και έτσι να δει το κρίμας του κι' ο γιος τ' Ατρέα ακόμα | |
που ντρόπιασε το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι.» | |
. | |
Και τότες δάκρια χύνοντας απολογιέται η Θέτη | |
«Αχ γιε μου, τι σ' ανάθρεφα τον πικρογεννημένο; | |
Ας ζούσες δίχως καν καημούς και δάκρια στα καράβια, | 415 |
αφού κοντέβει η ώρα σου, πολύ μακριά δεν είναι. | |
Μον τώρα πιο λιγόζωος και πιο πικρός απ' όλους | |
μούγινες. . . θάτανε η στιγμή κακή σα σε γεννούσα. | |
Μα αφτό το λόγο σου να πω του βροντορήχτη Δία | |
μόνη θα πάω στον Έλυμπο το χιονοσκεπασμένο, | 420 |
μήπως πειστεί. Μον κάθου εσύ εδώ στα πλοία τώρα, | |
και βάστα πάντα το θυμό και μην αγγίζεις μάχη. | |
Τι τούχουνε στον Ωκιανό τραπέζι οι Αιθιόποι, | |
και πήγε ο Δίας απ' τα ψες κι' όλοι οι θεοί μαζί του· | |
όμως σε μέρες δώδεκα πάλι είναι να γυρίσει, | 425 |
και τότες στο χαλκόστρωτο τον πύργο του θα τρέξω | |
να πέσω ομπρός στα πόδια του, και θαν τον πείσω θέλω!» | |
. | |
. | |
Έτσι είπε κι' έφυγε, κι' αφτόν τον άφισε στον κάμπο | |
γιομάτο οργή που τ' άρπαξαν με ζόρι κι' άθελά του | |
την ομορφοζωσμένη νιά. | 430 |
. | |
. | |
Και τότες ο Δυσσέας | |
στη Χρύσα ζύγωνε μαζί με τα σφαχτά τ' Απόλλου. | |
Και μπαίνοντας μες το βαθύ λιμάνι, τα πανιά τους | |
διπλώνουν και μες στο γοργό καράβι τ' απιθώνουν, | |
και το κατάρτι στρώνουνε στην κοίτη ξαμολώντας | |
τα ξάρτια, κι' ως πιο μέσα εκεί στ' αραξοβόλι λάμνουν. | 435 |
Κι' όξω τα βάρια ρήχνουνε και δένουν την πρυμάτσα, | |
όξω κι' ατοί τους βγαίνουνε πάς στου γιαλού την άκρη, | |
και βγάζουν όξω τα σφαχτά που φέρνανε του Φοίβου, | |
κι' η Χρυσοπούλα όξω πηδάει μέσα απ' το τρεχαντήρι. | |
. | |
Και φέρνοντάς την στο βωμό ο γνωστικός Δυσσέας, | 440 |
στα χέρια του γερο-γονιού τη δίνει και του κάνει | |
«Γέρο, στη Χρύσα ο βασιλιάς με στέλνει να σου φέρω | |
την κόρη, κι' εκατοβοδιά να σφάξουμε του Φοίβου, | |
για ναν του σπλαχνιστεί η καρδιά τους Αχαιούς που τώρα | |
στον κάμπο πολυστέναχτες τους έστειλε λαχτάρες.» | 445 |
. | |
Είπε, και του την έδωκε στα χέρια· το παιδί του | |
το πήρε ο γέρος με χαρά. Κι' αφτοί τριγύρω αμέσως | |
στον ομορφόχτιστο βωμό αράδιασαν τα βόδια, | |
κι' έπειτα χερονίφτηκαν και πήραν τα κριθάρια. | |
Τότες παράκληση άρχισε ο Χρύσας ναν τους κάνει | 450 |
με δυνατόφωνη λαλιά και χέρια σηκωμένα | |
«Άκου με, αργυροδόξαρε, εσύ που διαφεντέβεις | |
την Κίλλα με το τόσο βιος και το νησί της Χρύσας, | |
και που φυλάει την Τένεδο τ' ανίκητό σου χέρι. | |
Κι' άλλοτες πριν συνάκουσες την προσεφκή μου εμένα, | |
και για το δίκιο μου έστρεξες των Αχαιών τ' ασκέρι | |
και παίδεψες σπαραχτικά· και τώρα πάλι, Απόλλο, | 455 |
περικαλώ σε, ακόμα αφτόν τον πόθο ξάκουσέ μου· | |
λυπήσου πια τους Αχαιούς και διώξε την πανούκλα.» | |
. | |
Είπε, και την παράκληση ξακούει ο γιος του Δία. | |
. | |
Έτσι σαν είπαν δέηση κριθάρι πασπαλώντας, | |
πρώτα σηκώνουν των βοδιών τις κεφαλές, τα σφάζουν, | |
τα γδέρνουν, κόβουν τα νεφρά, και τα διπλοτυλίγουν | 460 |
με σκέπη, και τα συγυρνάν μ' από παντού κομμάτια. | |
Κι' απάνου ο γέρος τάκαιγε σε σκίζες περιχώντας | |
ξανθό κρασί· κι' οι νιοι κοντά πεντόσουγλα κρατούσαν. | |
Απέ η φωτιά σα χώνεψε και φάγανε τα σπλάχνα, | |
λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες, | 465 |
τα ψήνουν όμορφα, όμορφα κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν, | |
Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι, | |
τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους. | |
Τέλος σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι, | |
πιάνουν οι νιοι κι' εφτύς πιοτό γιομίζουν τα κροντήρια | 470 |
ίσα ως στα χείλια, κι' έπειτα γύρω κερνάν να πιούνε, | |
αφού τ' Απόλλου τούσταξαν με τα ποτήρια πρώτα. | |
Έτσι όλη μέρα με χαρές μαλάκωναν το Φοίβο, | |
του προφυλάχτη ψέλνοντας και το χαριτωμένο | |
δοξολογώντας γιατρεφτή· κι' άκουγε αφτός με γλύκα. | |
Κι' ο ήλιος σα βασίλεψε και πήρε το σκοτάδι, | 475 |
τότες στου ξύλου πλάγιασαν κοντά το παλαμάρι. | |
. | |
Κι' έφεξε η ροδοδάχτυλη νυχτοθρεμένη Αβγούλα, | |
και τότες πια τα πρύμισαν πίσω να παν στον κάμπο. | |
Κι' ο Φοίβος τους ξαπόστειλε ένα αγεράκι πρύμο, | |
κι' εφτύς οι νάφτες έστησαν απάνου το κατάρτι | 480 |
και τ' άσπρο ανοίξανε πανί, και το πανί στη μέση | |
απ' τον αγέρα φούσκωσε, και γύρω στην καρίνα | |
αχούσε σαν αρμένιζαν τ' αφροντυμένο κύμα, | |
κι' έτρεχε το καράβι ομπρός οργώνοντας το κύμα. | |
Και πια σαν ήρθαν στον πλατύ των Αχαιώνε κάμπο, | |
τράβηξαν όξω στην ξηρά το μελανό καράβι, | 485 |
ψηλά στον άμμο, με μακριά το στήλωσαν φαλάγγια, | |
κι' ατοί τους γύρω σκόρπισαν στα πλοία και καλύβια. | |
. | |
Ωστόσο εκείνος κάθουνταν στα πλοία χολιασμένος | |
ο γιος ο φτερουγόποδος του ξακουστού Πηλέα, | |
δίχως σε προεστών βουλή ποτές του να ζυγώνει, | 490 |
δίχως να πάει σε πόλεμο, μον τούλιωναν τα σπλάχνα | |
πούμενε αφτού, και τις σφαγές ποθούσε και τις μάχες. | |
. | |
Μα τέλος πια σαν πέρασαν ως μέρες διο και δέκα, | |
να κι' οι παντοτινοί θεοί στον Έλυμπο γυρνούσαν | |
όλοι μαζί, κι' ομπρός ομπρός ο Δίας περπατούσε. | 495 |
Κι' η Θέτη τις παραγγελιές δεν ξέχασε του γιου της, | |
Μον βγαίνει μέσα απ' του γιαλού το κύμα, κι' ανεβαίνει | |
πρωΐ πρωΐ στον Έλυμπο και στα μεγάλα ουράνια. | |
Και βρήκε χώρια απ' τους λοιπούς θεούς το γιο του Κρόνου | |
πας στου μυριόκορφου βουνού την άκρη καθισμένο. | |
Και έκαστε ομπρός του, τούπιασε με το ζερβύ της χέρι | 500 |
το γόνα, και με το δεξύ τού αγγίζει το πηγούνι | |
κι' έτσι τον πρωταφέντη γιο περικαλάει του Κρόνου | |
«Αφέντη Δία, αν άλλοτες μες στους θεούς με λόγο | |
ή μ' έργο εγώ σ' ωφέλησα, αχ κάνε μου μια χάρη! | |
Βόηθα τα γιο μου... αφτός ζωή στον κόσμο σαν τους άλλους | 505 |
δεν έχει, μα κι' ο βασιλιάς, τ' Ατρέα ο γιος, να τώρα | |
μεγάλο τούκανε άδικο· γιατί με βιά του πήρε | |
κι' έχει τη νια του που πρεσβιό τούχε ο στρατός χαρίσει. | |
Μα εσύ καν Δία, βόηθα τον, βαθύβουλε Ελυμπήσε, | |
κι' ως τότες δίνε δύναμη στους Τρώες, δίνε νίκες, | |
ως που στο γιο μου οι Δαναοί να παν και να προσπέσουν.» | 510 |
. | |
. | |
Είπε, μα δεν της έκρινε ο συγνεφοσυνάχτης, | |
Μον ώρα κάθουνταν πολλή δίχως να βγάζει λέξη. | |
Κι' η Θέτη καθώς τούπιασε το γόνα, το βαστούσε | |
πάντα σφιχτά, και ξαναρχής δεφτέρωσε το λόγο | |
«Πες πια το ναι έτσι αληθινά και τάξ' το μου, ή κι' αρνήσου — | |
και τι σε μέλει αν αρνηθείς; — να μάθω θέλω εμένα | 515 |
πόσο πιο λίγο απ' τους λοιπούς θεούς με λογαριάζεις.» | |
. | |
Τότες βαριά στενάζοντας της είπε ο γιος του Κρόνου | |
«Κακές, πολύ κακές δουλιές μ' ανοίγεις με την Ήρα, | |
και σύχυσες, σα με κεντάει με τα πικρά της λόγια· | |
που κι' έτσι εκείνη αδιάκοπα μπρος στους θεούς μαλώνει | 520 |
και μου φωνάζει πως βοηθάω τους Τρώες στους πολέμους. | |
Μόνε τραβήξου τώρα εσύ μήπως σε νιώσει η Ήρα, | |
κι' εγώ θαν τα φροντίσω αφτά να γίνουνε. Όμως στάσου | |
να σκύψω το κεφάλι μου, για να συχάσει ο νους σου. | |
Δεν έχω πιο σημαντικό με τους θεούς σημάδι, | 525 |
τι το φυλάω ασάλεφτο κι' αληθινό, και πάντα | |
θα γίνει ότι κι' αν τάξω εγώ κουνώντας το κεφάλι.» | |
. | |
Έτσι είπε ο Δίας, και κουνάει τα μελανά του φρύδια, | |
και γύρω στο θεοτικό κεφάλι ανασαλέβουν | |
τ' αθάνατα του τα σγουρά, κι' ο βούναρος τραντάζει. | 530 |
. | |
Έτσι σαν τα μιλήσανε, χωρίζουνται. Κι' η Θέτη | |
πηδά απ' τ' ολόφωτο βουνό μες στου γιαλού τα βάθια, | |
κι' ο Δίας πάει στον πύργο του. Κι' όλοι οι θεοί μπροστά του | |
αντάμα προσηκώθηκαν απ' τα καθίσματά τους, | |
μήτε αποκότησε κανείς να μείνει σαν τον είδαν | 535 |
που σίμωνε, μον όλοι τους στέκουν μπροστά του ολόρθοι. | |
. | |
Τότε έτσι ο Δίας κάθησε στο θρόνο του. Κι' η Ήρα | |
τον είδε κι' ένιωσε βουλές πως σκάρωσε μαζί του | |
η Θέτη, του θαλασσινού η θυγατέρα γέρου, | |
κι' εφτύς με λόγια αγγιχτικά να του μιλάει αρχίζει | |
«Με πιόν, μαργιόλε, απ' τους θεούς είχες κουβέντες πάλι; | 540 |
Πάντα αγαπάς, σα βρίσκουμαι μακριά, ν' αποφασίζεις | |
κρυφά από μένα, και ποτές δε βάσταξε η ψυχή σου | |
νάρθεις μονάχος να μου πεις μια λέξη απ' τις δουλιές σου.» | |
. | |
Τότες της είπε των θεών κι' ανθρώπωνε ο πατέρας | |
«Ήρα, δα κάθε μου σκοπό να μάθεις μην τ' ολπίζεις· | 545 |
θαρρώ θαν τόβρεις δύσκολο κι' ας σ' έχω και γυναίκα. | |
Μα αν είναι τίποτα σωστό ν' ακούσεις, από σένα | |
δε θαν το μάθει πριν κανείς, μήτε θεός μήτ' άντρας· | |
μα κι' ότι θέλω απ' τους θεούς να λογαριάσω χώρια, | |
αφτό μην το ψιλορωτάς, μην το συχνοξετάζεις.» | 550 |
. | |
Τότες του λέει η δέσποινα, η μαρμαρόλαιμη Ήρα | |
«Καλέ, τι κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου; | |
Και τόσο δα δε σ' αρωτώ, δε σε ζαλίζω ως τώρα, | |
μόνε ότι θέλεις, ήσυχος μπορείς και συλλογιέσαι. | |
Όμως πολύ είμαι ανήσυχη μη σ' έπεισε ν' αλλάξεις | 555 |
η Θέτη, του θαλασσινού η θυγατέρα | |
γέρου· | |
τι ήρθε κοντά σου σύνταχα και σούπιασε το γόνα, | |
και μ' όρκο εσύ της έταξες, το βλέπω, να βοηθήσεις | |
τον Αχιλιά, και Δαναούς πολλούς να ξολοθρέψεις.» | |
. | |
Τότες γυρνάει του Κρόνου ο γιος και με θυμό της κάνει | 560 |
«Καημένη, δε σε ξεγελώ, μον πάντα κάτι νιώθεις. | |
Όμως δε βγάζεις τίποτα, μον που θα με κρυώσεις | |
χειρότερα· και πιο πολύ αφτό θα σου κοστίσει. | |
Τάχα κι' αν έγινε ότι λες, θα πει πως έτσι θέλω. | |
Μον κάτσε κάτου φρόνιμα κι' αγρίκα μου τα λόγια, | 565 |
μη σηκωθώ, κι' όλοι οι θεοί που βρίσκουνται εδώ γύρω | |
δε σε γλυτώνουν, έτσι εγώ χουφτιάσω τα μαλλιά σου.» | |
. | |
Είπε, και σκιάχτηκε η κυρά, η γελαδόματη Ήρα, | |
και την καρδιά της έσφιξε πια λέξη να μη βγάλει. | |
Βαριόμησαν εκεί οι Θεοί στου Δία το παλάτι, | 570 |
κι' άρχισε πρώτα ο Ήφαιστος, ο ξακουστός τεχνίτης, | |
ναν τους μιλάει, και πάσκιζε τη μάννα να βοηθήσει | |
«Α πια θα γίνει μισερή κι' ασήκωτη η ζωή μας, | |
αν έτσι οι διο σας σκούζετε εδώ σαν καρακάξες | |
και πιάνεστε για τους θνητούς! Και το ξεφάντωμά μας | 575 |
γλύκα δε θάχει πια καμιά, τι πήρε η φαγομάρα. | |
Τη μάννα εγώ περικαλώ, καθώς κι' αφτή το νιώθει, | |
νάναι καλή και μαλακιά με τον πατέρα Δία, | |
μην πιάσει τα μαλώματα ξανά, και μας χαλάσει | |
κι' εμάς το φαγοπότι μας. Γιατί μπορεί, σα θέλει, | 580 |
να μας πετάξει απ' τα θρονιά ο κεραβνοτινάχτης | |
του Κρόνου γιός· τι είναι πολύ πιο δυνατός απ' όλους. | |
Μα εσύ με λόγια μαλακά καλόπιανέ τον, μάννα, | |
και τότε εφτύς πονετικό θαν τόνε δεις μαζί μας.» | |
. | |
Έτσι είπε, και στης μάννας του σηκώνεται και βάζει | 585 |
τα χέρια πλουμιστό καφκί, και της λαλεί διο λόγια | |
«Κάνε, μαννούλα, απομονή, και μ' όλη σου την πίκρα, | |
μήπως σε δουν τα μάτια μου, που σ' αγαπάω, στρωμένη | |
στο ξύλο, και δε θα μπορώ να σε βοηθήσω τότες | |
κι' ας λαχταρίζω. Σα βαρύ ν' αντιφερθείς του Δία. | |
. | |
Τι ζήτησα κι' άλλη φορά εγώ να σε βοηθήσω, | 590 |
μα από το πόδι μ' άρπαξε και μ' έρηξε ίσα κάτου | |
οχ το κατώφλι τ' ουρανού· κι' ολημερύς γυρνούσα, | |
και πια σα βράδιασε, έπεσα πας στο νησί της Λήμνος, | |
είχα δεν είχα πια ψυχή· πρόθυμα τότε αμέσως, | |
σαν έπεσα, με πήρανε να με νιαστούνε οι Σίντες.» | |
. | |
Είπε, και χαμογέλασε του Κρόνου η θυγατέρα, | 595 |
και μες το χαμογέλιο της απ' το παιδί της παίρνει | |
στα χέρια το καφκί. Κι' αφτός νεχτάρι ζαχαρένιο | |
απ' το κροντήρι βγάζοντας, δεξά κερνούσε γύρω | |
και τους λοιπούς αθάνατους. Και πιάνουν κάτι γέλια | |
τους τρισμακάριστους θεούς!... ατέλιωτα, σαν είδαν | |
να συρταφέρνει ο Ήφαιστος κουτσολαχανιασμένος. | 600 |
. | |
Έτσι όλη μέρα τρώγανε ώστε να πέσει ο Ήλιος, | |
και τάχανε όλα όσα ζητάει καλό 'να φαγοπότι, | |
λαγούτο θες πεντάμορφο που το βαρούσε ο Φοίβος, | |
θες Μούσες που τραγούδιζαν με χάρη αράδα αράδα. | |
. | |
Του ήλιου τέλος βούτηξαν οι φωτεινές αχτίδες, | 605 |
και τότες μέσα κίνησαν να παν και να πλαγιάσουν, | |
οπούχε του του καθενός χτισμένα ο ξακουσμένος | |
πρωτοτεχνίτης Ήφαιστος με τη σοφή του τέχνη· | |
κι' ο Δίας ο αστραπεφτής ο συγνεφοσυνάχτης | |
στο στρώμα πάγαινε κι' αφτός, όπου κοιμούνταν πάντα, | 610 |
ύπνος σαν τούρχουνταν γλυκός. Απάνου εκεί γυρμένος | |
κοιμούνταν, κι' η χρυσόθρονη θεά κοντά του, η Ήρα. | |
. | |
. | |
. | |
Β | |
. | |
. | |
. | |
Κι' οι άλλοι αθρώποι και θεοί κοιμούντανε όλη νύχτα, | |
μα ο Δίας δεν τη χαίρουνταν του ύπνου τη γλυκάδα, | |
Μον μες στο νου του ανάδεβε το πώς στον Αχιλέα | |
δόξα να δώκει, και πολλούς να σφάξει στα καράβια. | |
Κι' αφτή η βουλή τού φάνηκε σαν πιο καλή στο νου του· | 5 |
να στείλει τον Ψεφτόνειρο στον Αγαμέμνο κάτου. | |
Και κράζοντας τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια | |
«Κάνε, Ψεφτόνειρε, να πάς στ' Αργίτικα καράβια. | |
Να τρέξεις στην καλύβα εφτύς του βασιλιά Αγαμέμνου, | |
κι' όλα σωστά ναν του τα πεις, καθώς σ' τα παραγγέλνω. | 10 |
Πες του να κράξει στ' άρματα όλο τα' ασκέρι αμέσως, | |
που τώρα την πλατύδρομη μπορεί να πάρει Τροία, | |
γιατί στον Έλυμπο οι θεοί δεν έχουν πια διο γνώμες, | |
τι με τα περικάλια της τους γύρισε μαζί της | |
όλους η Ήρα, και καημοί τους Τρώες καρτεράνε.» | 15 |
. | |
Είπε, και τρέχει ο Όνειρος σαν άκουσε το λόγο, | |
και χέρι χέρι ως στα γοργά καράβια κατεβαίνει | |
κι' εκεί τραβάει κατά το γιο του ξακουσμένου Ατρέα. | |
Και κοιμισμένο μέσα εκεί τον βρήκε στην καλύβα, | |
κι' ύπνος αθάνατος παντού είταν χυμένος γύρω. | |
Κι' απάνου απ' το κεφάλι του πάει στέκει, με του Νηλέα | 20 |
όμοιος το γιό, που πιο πολύ απ' όλους τους αρχόντους | |
τόνε τιμούσε ο βασιλιάς· έτσι αλλαγμένος τότες | |
του μίλησε ο Ψεφτόνειρος και τούπε αφτά τα λόγια | |
«Κοιμάσαι, γιε του μαχητή, του φημισμένου Ατρέα; | |
Όλη τη νύχτα ο προεστός δεν πρέπει να κοιμάται, | |
πούχει πολλά να νιάζεται, λαούς να διαφεντέβει. | 25 |
Μον γλήγορα άκου με· έρχουμαι σταλμένος απ' το Δία, | |
που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σ' ακριβοφροντίζει. | |
Να κράξεις είπε στ' άρματα όλο τ' ασκέρι αμέσως, | |
που τώρα την πλατύδρομη μπορείς να πάρεις Τροία, | |
γιατί στον Έλυμπο οι θεοί δεν έχουν πια διο γνώμες, | 30 |
τι με τα περικάλια της τους γύρισε μαζί της | |
όλους η Ήρα, και καημοί προσμένουνε απ' το Δία | |
τους Τρώες. Μον θυμήσου τα, και τήρα μη σε πιάσει | |
αλησμονιά όταν σηκωθείς απ' το βαθύ τον ύπνο.» | |
. | |
Έτσι είπε κι' έφυγε, κ' αφτού τον άφισε μονάχο | 35 |
μ' ελπίδες μέσα στην καρδιά που να γενούν δεν είταν. | |
Έλεγε τάχα πως θα μπει μονήμερα στην Τροία... | |
τυφλός! και δε φαντάζουνταν σαν τι δουλιές ο Δίας | |
λογάριαζε. Τι είχε σκοπό στους Αχαιούς και Τρώες | |
να στείλει ακόμα στεναγμούς και πίκρες και πολέμους. | 40 |
Και ξύπνησε, κι' η θεϊκιά φωνή είτανε χυμένη | |
γύρω, κι' ορθός κάθεται, και βάζει το πανώριο | |
σκουτί, καινούργιο μαλακό, και την πλατιά του κάπα, | |
κι' ώρια αμποδένει σάνταλα στα παχουλά του πόδια, | |
κι' ασημοκάρφωτη κρεμάει γύρω στους ώμους σπάθα· | 45 |
έτσι, κρατώντας το ραβδί το γονικό στα χέρια, | |
τ' άλιωτο πάντα, κίνησε για το καραβοστάσι. | |
. | |
Και σαν ανέβηκε η θεά στον Έλυμπο, η Αβγούλα, | |
στο Δία κι' όλους τους θεούς να πει πως ξημερώνει, | |
προστάζει τους καλόφωνους τους κράχτες να φωνάξουν | 50 |
σε συντυχιά τους Αχαιούς με τις θρεμένες χήτες. | |
Κι' αφτοί λαλούσαν, κι' έτρεχε το πλήθος χέρι χέρι. | |
. | |
Και πρώτα οργάνιζε βουλή των δυνατών αρχόντων | |
κοντά στου γερο-Νέστορα το μελανό καράβι. | |
Κι' αφού τους έκραξε, έστησε βαθιά βουλή μαζί τους | 55 |
«Ακούστε, αδρέφια. Ο Όνειρος μου φάνηκε ήρθε τάχα | |
μες στην αθάνατη νυχτιά, στον ύπνο που κοιμόμουν, | |
κι' απ' όλους πιο του Νέστορα, του βασιλιά απ' την Πύλο, | |
λες θάμιαζε στο πρόσωπο, στ' ανάστημα, στα χρόνια. | |
Κι' ήρθε από πάνου στάθηκε στην κεφαλή μου κι' είπε | |
«'Κοιμάσαι, γιε του μαχητή, του φημισμένου Ατρέα; | 60 |
Όλη τη νύχτα ο προεστός δεν πρέπει να κοιμάται, | |
πούχει πολλά να νιάζεται, λαούς να διαφεντέβει. | |
Μον γλήγορα άκου με· έρχουμαι σταλμένος απ' το Δία, | |
που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σ' ακριβοφροντίζει. | |
Να κράξεις είπε στ' άρματα όλο τον λόχο αμέσως, | 65 |
που τώρα την πλατύδρομη μπορείς να πάρεις Τροία, | |
γιατί στον Έλυμπο οι θεοί δεν έχουν πια διο γνώμες, | |
τι με τα περικάλια της τους γύρισε μαζί της | |
όλους η Ήρα, και καημοί προσμένουνε απ' το Δία | |
τους Τρώες. Μον θυμήσου τα.' Κι' εκείνος έτσι φέβγει | 70 |
πετώντας, και ξυπνάω εγώ απ' το γλυκό τον ύπνο. | |
Μον πάμε, κι' ίσως βγάλουμε στον πόλεμο τ' ασκέρι. | |
Μα πρώτα με τα λόγια εγώ λέω ναν τους δοκιμάσω | |
όπως τεριάζει, και θα πω να φέβγουμε απ' την Τροία | |
μαζί με τα πολύσκαρμα καράβια. Μον τηράτε, | |
εσείς τότε άλλος απ' αλλού ναν τους κρατήστε πίσω.» | 75 |
. | |
Είπε και κάθησε. Κι' εφτύς σηκώθηκε κατόπι | |
ναν τους μιλήσει ο βασιλιάς της αμμουδάτης Πύλος. | |
Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε | |
«Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, | |
αν άλλος μας τέτιο όνειρο πες είχε δει, να πούμε | 80 |
είναι ψεφτιά, και πιο πολύ και να τραβάμε χέρι· | |
μα τώρα τόδε τ' όνειρο αφτός που εδώ παινιέται | |
πως είναι ανότερος πολύ απ' όλους τους Αργίτες. | |
Μον πάμε, κι' ίσως βγάλουμε στον πόλεμο τ' ασκέρι.» | |
. | |
Είπε, και πρώτος κίνησε απ' τη βουλή να σύρει. | |
Κι' οι άλλοι σηκωθήκανε κατά τη συβουλή του, | 85 |
οι ραβδοφόροι προεστοί. Και πρόστρεχε τ' ασκέρι. | |
Κ' όπως παγαίνουν σύννεφα πυκνώνε μελισσώνε, | |
που βγαίνουν κι' όλο βγαίνουνε μέσα από κούφια πέτρα, | |
και στοίβες στοίβες στους ανθούς της άνοιξης πετάνε, | |
κι' εδώθες τρέχει ένας σωρός και τρέχει εκείθες άλλος· | 90 |
έτσι σωροί κι' αφτών πολλοί κοπαδιαστοί απ' τα πλοία | |
κι' απ' τις καλύβες τρέχανε στη συντυχιά να πάνε, | |
μπρος στ' ακρογιάλι τ' αψηλό. Κι' η Φήμη ανάμεσό τους | |
φούντωσε και να περπατάν τους κένταε, η μηνήτρα | |
του Δία, και μαζέβουνταν. Και βούηζε το μεϊντάνι, | |
βογγούσε κάτωθες κι' η γης καθώς τοποθετιούνταν, | 95 |
κι' είταν αντάρα και φωνή. Κι' εννιά διαλαλητάδες | |
τους έσκουζαν να κάτσουν πια και τη φωνή να πάψουν, | |
ίσως ακούσουν τους τρανούς αρχόντους τι θα πούνε. | |
Με κόπο κάθησε ο λαός, μα στα καθίσματά τους | |
σύχασαν τέλος κι' έμειναν. | |
. | |
Και τότε ο Αγαμέμνος | |
σηκώθηκε με το ραβδί το γονικό στα χέρια, | |
ψιλόφτιαστη Ηφαιστοδουλιά. Αφτός τόχε δοσμένα | |
στο Δία, τον αφέντη γιο του Κρόνου, πάλε ο Δίας | |
τόδωκε στον αργοφονιά Ερμή, τον αγωγιάτη, | |
και πάλε αφτός στον Πέλοπα, τεχνίτη αμαξολάτη, | 105 |
κι' ο Πέλοπας στον βασιλιά τόσων λαών Ατρέα· | |
τ' άφισε αφτός πεθαίνοντας στο μυριοπλούσιο Θιέστη· | |
στον Αγαμέμνο τ' άφισε κι' εκείνος, που έχοντάς το, | |
να βασιλέβει σε πολλά νησά και στ' Άργος όλο. | |
Ακουμπισμένος πας σ'αφτό λόγο να βγάλει αρχίζει | 110 |
«Βλαστάρια τ' Άρη ξακουστά, Αργίτικα ξεφτέρια, | |
ο Δίας μ' έχωσε βαθιά μες σε ζημιά μεγάλη, | |
ο έρμος! πριν που μούταξε κουνώντας το κεφάλι, | |
πως πριν μισέψω εγώ από δω, την Τρια θα την κουρσέψω, | |
και τώρα γέλασμα κακό βουλήθηκε στο νου του, | |
και στ' Άργος πίσω μού μηνάει να σύρω ντροπιασμένος | 115 |
κι' ας έχασα τόσο λαό ... μα φαίνεται πως έτσι | |
το θέλει ο παντοδύναμος του Κρόνου γιος, που ως τώρα | |
πολλών χωρώνε γκρέμισε, κι' ακόμα θα γκρεμίσει, | |
τα κάστρα· τι στο χέρι του να κάνει ότι τ' αρέσει. | |
Τι είναι ντροπής ν' ακούσουνε αφτό και τα παιδιά μας, | |
έτσι άδικα τέτιος λαός των Αχαιών και τόσος | 120 |
να πολεμά ανωφέλεφτο σεφέρι με μια χούφτα | |
μονάχα οχτρούς, κι' άκρη καμιά δε φάνηκε ως στα τώρα. | |
Τι μια στιγμή αν πες θέλαμε οι Δαναοί και οι Τρώες | |
να φιλιωθούμε, κι' έτσι οι δυο να μετρηθούμε χώρια, | |
οι Τρώες κάτου να στρωθούν όσοι είναι χωραΐτες, | 125 |
και πάλε εμείς σε δεκαριές πες α θε χωριστούμε | |
και διάλεγε ναν την κερνάει μια μιά κι' από 'ναν Τρώα, | |
θάμεναν δεκαριές πολλές χωρίς τον κεραστή τους. | |
Σαν τόσο πιο πολλούς εγώ τους κάνω τους δικούς μας | |
απ' τους οχτρούς που' κάθουνται στο κάστρο· μα από χώρες | 130 |
βοηθοί πολλές τους ήρθανε, στρατός κονταρομάχος, | |
που μου ζαβώνουν τους σκοπούς και μ' όλο μου τον πόθο | |
να πάρω δεν μ' αφήνουνε τη μυριοπλούσια Τροία. | |
Εννιά πια χρόνια πέρασαν του Δία, και των πλοίων | |
έλιωσαν τώρα τα σκοινιά και σάπισαν τα ξύλα, | 135 |
και θα μας κάθουνται κλειστές οι δόλιες μας γυναίκες | |
με τα παιδιά να καρτεράν, κι' εμάς ατέλιωτη έτσι | |
μένει η δουλιά μας που ως εδώ μας έφερε στα ξένα. | |
Μον όλοι ελάτε! ας κάνουμε όπως εγώ προστάξω. | |
Ας φύγουμε με τα γοργά καράβια στην πατρίδα, | 140 |
τι πια δεν το κουρσέβουμε το ξακουσμένο κάστρο.» | |
. | |
Έτσι είπε, κι' όλων την καρδιά την άγγιξε στα στήθια, | |
όσοι απ' το πλήθος της βουλής δεν τ' άκουσαν τα λόγια. | |
Κι' η συντυχιά κουνήθηκε σαν κύματα μεγάλα | |
μες στο Νικάριο πέλαγος, όταν ξεσπάει σιρόκος | 145 |
ή όταν νοτιά απ' τα σύγνεφα του Δία και το δέρνει. | |
Κι' όπως πλακώνει απόσπερος και το βαθύ χωράφι | |
φυσσομανώντας το κουνά και σκύβουνε τ' αστάχια, | |
έτσι άκρη ως άκρη σάλεψε ολόκληρο το πλήθος. | |
Και τρέχανε μ' οχλοβουή στα πλοία, κι' από κάτου | 150 |
απ' τα ποδάρια ως αψηλά ο κουρνιαχτός πηδούσε, | |
κι' έσκουζε ο ένας τ' άλλου εφτύς ν' αδράξουν τα καράβια | |
και ναν τα ρήξουν στο γιαλό, και πάστρεβαν τ' αβλάκια | |
κι' ως στα ουράνια ανέβαινε το σκούξιμο, ζητώντας | |
πίσω να πάνε, κι' έβγαζαν των πλοίων τα φαλάγγια. | |
. | |
Τότε οι Αργίτες θάφεβγαν κι' ας είταν άγραφτό τους, | 155 |
ανίσως και της Αθήνας δεν της λαλούσε η Ήρα | |
«Ωχού μου, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα, | |
έτσι λοιπόν οι Δαναοί θα φύγουν στου πελάγου | |
τα στήθια απάνου τα πλατιά, να πάνε πίσω στ' Άργος, | |
και την Αργίτισσα Λενιό των Τρώωνε θ' αφίσουν | 160 |
και του Πριάμου παίνεμα, που τόσοι απ' αφορμή της | |
στην Τροία Αργίτες χάθηκαν αλάργα απ' την πατρίδα; | |
Μα σύρε τώρα ως στο στρατό των Αχαιών, και τήρα | |
μην τους αφήσεις στο γιαλό να σέρνουν τα καράβια.» | 165 |
. | |
Είπε, κι' αγρίκησε η θεά, του Δία η θυγατέρα, | |
κι' απ' του Ελύμπου με σπουδή κατέβηκε τις άκρες | |
κι' ήρθε σε λίγο ως στα γοργά των Αχαιών καράβια | |
Και το Δυσσέα βρήκε εκεί, άντρα σοφό σα Δία, | |
πούστεκε δίχως τ' άφταστο καλόδετο καράβι | 170 |
ν' αγγίζει, τι είχε στην καρδιά φαρμάκι και στα σπλάχνα. | |
Εκεί σιμά του στάθηκε του Δία η κόρη κι' είπε | |
«Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε· Δυσσέα, | |
έτσι λοιπόν στα σπίτια σας, στο πατρικό σας χώμα, | |
θα φύγετε, και στα γοργά καράβια θα ριχτείτε, | 175 |
και την Αργίτισσα Λενιό των Τρώων θενά αφίστε | |
και του Πριάμου παίνεμα, που τόσοι εδώ στην Τροία | |
για δάφτη Αργίτες χάθηκαν αλάργα απ' την πατρίδα; | |
Μον τρέχα τώρα μέσα εσύ στους λόχους και μη στέκεις, | |
κι' αμπόδιζε έναν ένανε με πειστικά σου λόγια | 180 |
και μην αφίνεις στο γιαλό να ρήχνουν τα καράβια.» | |
. | |
Ένιωσε εκείνος τη φωνή πως η θεά λαλούσε, | |
και τρέχει, πέρα ρήχνοντας την κάπα· κι' ο Βρυβάδης | |
την πήρε, ο κράχτης ο Θιακός, που πάγαινε μαζί του· | |
κι' ατός του τρέχοντας κοντά στον Αγαμέμνο, παίρνει | 185 |
εφτύς το γονικό ραβδί απ' τ' αρχηγού τα χέρια, | |
τ' άλιωτο πάντα, και περνάει τα πλοία πέρα δώθες. | |
. | |
Κι' όπιο σημαντικό αρχηγό ή πρόκριτο απαντούσε, | |
σίμωνε και με φιλικά τόνε σταμάταε λόγια | |
«Ντροπής σου, αδρέφι, να δειλιάς σαν πρόστυχος! Μον κάθου | 190 |
κι' εσύ ήσυχος, περιόριζε και τ' άλλα παλικάρια. | |
Τι δεν καλοκατέχουμε ακόμα σαν τι πράμα | |
έχει στο νου τ' Ατρέα ο γιος· μας δοκιμάζει τώρα, | |
μα θα παιδέψει γλήγορα των Αχαιών τα' ασκέρι. | |
Ότο είπε μέσα στη βουλή δεν τ' αγρικήσαμε όλοι. | |
Μήπως θυμώσει ο βασιλιάς τηράξτε και μας βλάψει, | 195 |
κι' είναι ο θυμός του φοβερός, και τούδωκε εξουσία | |
ο Δίας, και τον αγαπάει αφτόνε ο γιος του Κρόνου.» | |
. | |
Μα όπιο θωρούσε απ' το λαό να σκούζει, του τραβούσε | |
μια δυο ραβδιές, και τούλεγε με θυμωμένα λόγια | |
«Βρε μη κουνιέσαι κι' άκουγε τους άλλους τι θα πούνε, | 200 |
πούναι απ' τα σένα ανότεροι! Εσύ δειλός κι' ανάξιος, | |
μες στη βουλή αλογάριαστος, αψήφιστος στη μάχη. | |
Δε θα ορίσουμε όλοι δα εδώ, μικροί μεγάλοι. | |
Κακό 'ναι η πολυκεφαλιά· μια κεφαλή μονάχα, | |
ένας ας είναι βασιλιάς, σ' αφτόν που ο γιος του Κρόνου | |
αρχής ραβδί του χάρισε και νόμους για να κρίνει.» | 205 |
. | |
Έτσι λοιπόν τους πρόσταζε και πίσω τους βαρούσε, | |
και πάλι αφτοί στη συντυχιά προστρέχανε απ' τα πλοία | |
κι' απ' τις καλύβες με βουή, παρόμια σαν το κύμα | |
του πολυτάραχου γιαλού, που σ' ακρογιάλι απάνου | |
μεγάλο κοματιάζεται κι' η θάλασσα μουγκρίζει. | 210 |
. | |
Κι' οι άλλοι κάθουντ' ήσυχοι στις θέσεις τους και μένουν, | |
μονάχα ακόμα ο φαφλατάς Θερσίτης θορυβούσε, | |
πούξερε πάντα ένα σωρό παλάβρες ν' αραδιάζει, | |
και με τους πρώτους τάβαζε, τρελά με δίχως τάξη, | |
ότι θα κάνει νόμιζε τους άλλους να γελάσουν. | 215 |
Άλλο πιο μισερό κορμί δεν ήρθε πέρα απ' τ' Άργος. | |
Είταν αλλίθωρος, κουτσός απ' τόνα πόδι, μ' ώμους | |
γυρτούς που μέσα πέφτανε στα στήθια, με χουνήσο | |
κεφάλι, μόλις λιγοστές πασπαλισμένο τρίχες. | |
Αφτόνε πιο τον μάχουνταν απ' όλους ο Δυσσέας | 220 |
κι' ο Αχιλιάς· γιατί μ' αφτούς φιλονεικούσε πάντα. | |
Και τότες πάλι με φωνή μεγάλη βλαστημούσε | |
τον Αγαμέμνο· κι' άκουγαν τα λόγια μ' αναγούλα | |
οι Δαναοί, και θύμωναν στα βάθια της καρδιάς τους. | |
Μα αφτός με βροντερές φωνές δεν έπαβε να σκούζει | |
«Τ' Ατρέα γιε, τι φταίξαμε και πάλι; τι σου λείπει; | 225 |
Γιομάτο το καλύβι σου μαθές χαλκό, γυναίκες | |
έχεις πολλές και διαλεχτές, που πρώτα πρώτα εσένα | |
σ' τις δίνουμε άμα μπούμε εμείς σε κάνα πλούσιο κάστρο. | |
Ή το χρυσάφι ακόμα θες που τύχει να μας φέρει | |
και κάνας Τρώας προεστός για ξαγορά του γιου του, | 230 |
που εγώ δεμένονε ή κανείς εδώ τον έφερε άλλος, | |
ή καμιά κόρη πούφερε ναν την κρατήσει χώρια | |
και μόνος ναν τη χαίρεται και ναν την αγκαλιάζει; | |
Είσαι αρχηγός μας κι' άπρεπο να μας ποτίζεις πίκρες. | |
Ά κολοκύθες, σίχαμα του κόσμου, Αργιτοπούλες, | 235 |
όχι πια Αργίτες, πάρτε βρε τα πλοία να τραβάμε, | |
κι' ας μένει αφτός το βιος του εδώ κι' ας το ζεσταίνει μόνος, | |
κι' έτσι θα μάθει κι' αν εμείς φελάμε ή δε φελάμε. | |
Πού τώρα ακόμα πρόσβαλε τον Αχιλιά, έναν άντρα | |
πιο δυνατό του και πολύ· τι το πρεσβιό του πήγε | |
και τ' άρπαξε με το στανιό. Μα αλήθια αφτός δεν έχει | 240 |
λίγη, Αγαμέμνο, μέσα του χολή, μον παραβλέπει· | |
αλλιώς, αφτή σου η αρπαγή θενάταν κι' η στερνή σου.» | |
. | |
Όμως εκεί τον αρχηγό που τον κακολογούσε, | |
να κι' ο Δυσσέας στη στιγμή προφταίνει και του ρήχνει | |
μια άγρια ματιά, και με θυμό τού σταματάει τη γλώσσα | 245 |
«Θερσίτη παλαβόστομε, που ξέρεις να φωνάζεις, | |
στάσου, και μόνος μη ζητάς μ' εμάς να λογοφέρνεις! | |
Γιατί από σένα λέω εγώ κορμί πιο σιχαμένο | |
εδώ κανένα με τους γιους δεν άραξε τ' Ατρέα, | |
και δε σου πάει τους αρχηγούς νάχεις εσύ στο στόμα, | 250 |
κι' όλο για κείνους μ' άτσαλα να ρητορέβεις λόγια, | |
και στα πανιά να στέκεσαι μη βρεις καιρό να φύγεις. | |
Πώς θάβγει ακόμα αφτή η δουλιά κανείς δεν καλοξέρει, | |
αν για καλό μας ή κακό θ' αφίναμε την Τροία. | 253 |
Μον ένα λόγο θα σου πω που θα τον δεις να γίνει. | 257 |
Έτσι αν σε τύχω άλλη φορά σαν τώρα να σαλιάζεις, | |
δε θέλω το κεφάλι μου στους ώμους πια να στέκει, | |
ή πίσω ζωντανό να βρω στο σπίτι το παιδί μου, | 260 |
αν δε σε πιάσω κι' όλα σου τα ρούχα αν δεν σ'τα βγάλω — | |
την κάπα, το πουκάμισο, κι' όσα φοράς στη φύση — | |
και μ' άσκημο απ' τη συντυχιά στυλιάρι αν δε σε διώξω, | |
που έτσι κλαμένος και γυμνός να τρέχεις στα καράβια.» | |
. | |
Έτσι είπε, και με το ραβδί την πλάτη και τους ώμους | 265 |
του κοπανάει γερά, κι' αφτός τη ράχη ανασηκώνει | |
και δάκρυ χύνει φλογερό. Και πρήξιμο στην πλάτη | |
αίμα γιομάτο ανέβηκε απ' του ραβδιού το χτύπο. | |
Και ζαρωμένος κάθησε, και νιώθοντας τον πόνο | |
τούρηξε μίσους μια ματιά και σφούγγισε το δάκρυ. | |
Κι' οι άλλοι χασκογέλασαν κι' ας είταν πικραμένοι, | 270 |
κι' έτσι ο καθένας έλεγε στο γείτονα γυρνώντας | |
«Πόσα καλά κι' ωφέλιμα κάνει ο Δυσσέας πάντα, | |
πρώτος να δίνει συβουλές σοφές και να μας βγάζει | |
στη μάχη! Μα το πιο καλό αφτό 'ναι τώρα απ' όλα, | |
που τον αφτάδη αφτό λογά του βούβανε τη γλώσσα. | 275 |
Δε θα κοτήσει γλήγορα και πάλι ο ξεπαρμένος | |
των βασιλιάδων μας βρισές να σκούζει και βλαστήμιες.» | |
. | |
Έτσι είπαν. Κι' ο καταχτητής σηκώθηκε Δυοσέας, | |
το χρυσοκέντηνο ραβδί κρατώντας· και σιμά του | |
του Δία η κόρη η Αθηνά, μ' όψη σα νάταν κράχτης, | 280 |
φώναζε του λαού σωπή να κάνουν, για ν' ακούσουν | |
όλοι το λόγο οι Δαναοί, κι' οι μπροστινοί κι' οι πίσω, | |
και τη βουλή του βασιλιά να δουν, να καταλάβουν. | |
Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε | |
«Τ' Ατρέα γιέ, έβαλαν βουλή να σε κακοντροπιάσουν | |
τώρα πια, αφέντη, οι Δαναοί στα μάτια των ανθρώπων, | 285 |
κι' όσα σου τάξανε ξεχνούν ακόμα σαν κινούσαν | |
στην Τροία απ' τ' Άργους νάρθουνε τ' αλογοθρόφα μέρη, | |
να μη γυρίσουν πίσω εξόν σαν πάρουνε το κάστρο· | |
τι σαν ανήλικα παιδιά ή σα γυναίκες χήρες | |
κλαίγουνται ο ένας τ' αλλουνού και πίσω θεν να πάνε. | 290 |
Δε λέω, μπορεί κι' ο άνθρωπος να βαρεθεί στο τέλος | |
τους κόπους, και στο σπίτι του να θέλει να γυρίσει. | |
Κι' ένα φεγγάρι εδώ αν αργείς το τέρι σου να σμίξεις, | |
στενάζεις μες στ' ανάφρυδο καράβι σα σε σπρώχνει | |
αλάργα η βαρυχειμωνιά και τ' αγριεμένο κύμα· | |
μα εμείς, μας βρήκε ο έννατος που κυκλοφέρνει χρόνος | 295 |
ασάλεφτους εδώ. Για αφτό δεν είναι κατηγόρια | |
που τα παιδιά ανυπομονούν να φύγουν. Μα και πάλι | |
ντροπής καιρό να λείπουμε και να γυρίσουμε άδιοι. | |
Θάρρος, παιδιά! έλα ας μείνουμε μια στάλα ως που να δούμε, | |
τάχα μαντέβει ψέματα ο Κάρχας ή κι' αλήθια. | 300 |
Τι το θυμόσαστε καλά ακόμα αφτό — μαρτύροι | |
είστε όλοι εσείς που η συνοδιά δεν άρπαξε του χάρου — | |
σα χτες προχτές, τη σύναξη σαν είχαν τα καράβια | |
μες στην Αβλίδα για να βγουν τους Τρώες να βαρέσουν, | |
εμείς στους άγιους τους βωμούς, στο κεφαλάρι γύρω, | 305 |
σφάζοντας βόδια απ' τους θεούς ζητούσαμε βοήθια | |
στον ήσκιο ωραίας πλατανιάς, όθε έτρεχε καθάριο | |
το ρέμα — τότες φάνηκε μεγάλο 'να σημάδι. | |
Δράκος με ράχη κόκκινη σαν αίμα, φρίκη τέρας, | |
π' ατός του ο Δίας τόβγαλε στο φως, πηδά από κάτου | |
απ' το βωμό, κι' ολόισα στην πλατανιά ανεβαίνει | 310 |
Κι' εκεϊ είταν νιόσκαστα πουλιά, έτσι μικρούλια ακόμα, | |
στην άκρη άκρη, στου δεντρού την πύκνα ζαρωμένα, | |
οχτώ, κι' η μάννα τους εννιά που τάχε κλωσσισμένα. | |
Και τ' άκουγες π' απάνου εκεί με κλάμα σπαρταρούσαν | |
μέσα στο στόμα του φιδιού. Κι' η μάννα γύρω γύρω | 315 |
πετούσε, τα πουλάκια της θρηνώντας· μα το φίδι | |
γυρνάει, και μες στους θρήνους της την πιάνει απ' τη φτερούγα. | |
Και σαν την αποτέλιωσε κι' αφτή και τα πουλιά της, | |
το θάμα θέλησε ο θεός, που τόδειξε, για πάντα | |
γνωστό να μείνει, και άλλαξε το δράκο σε λιθάρι. | |
Κι' εμείς στεκόμαστε άφωνοι να δούμε τέτιο θάμα. | 320 |
Μα μόλις είδε των θεών τα φοβερά σημάδια | |
ο Κάρχας στους βωμούς, κι' εφτύς μαντολογώντας είπε | |
Και τι σας πιάστηκε η λαλιά, Αργίτες παινεμένοι; | |
Σημαντικά ο βαθύβουλος του Κρόνου γιος σημάδια | |
για μας αφτά φανέρωσε, κι' η φήμη τους αιώνια | |
θα ζήσει, μα σημάδια αργά αργοκατορθωμένα. | 325 |
Καθώς και μάννα και πουλιά τάφαγε τώρα ο δράκος, | |
οχτώ, κι' η μάννα τους εννιά που τάχε κλωσσισμένα, | |
το ίδιο εννιά κι' εμείς αφτού θα πολεμάμε χρόνια· | |
στα δέκα απάνου, το καστρί στα χέρια μας θα πέσει.' | |
Έτσι είπε, και τα λόγια του τώρα αληθέβουν όλα. | 330 |
Ελάτε, παλικάρια μου, λοιπόν, και μείνετε όλοι | |
εδώ, ως που ναν την πάρουμε τη μυριοπλούσια χώρα». | |
. | |
Είπε, και ζητωκράβγασαν οι Δαναοί, και γύρω | |
χιλιόστομα αντιλάλησε απ' τη φωνή η αρμάδα, | |
κι' όλοι τα λόγια παίνεσαν του θεϊκού Δυσσέα. | 335 |
. | |
Τότες τους λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | |
«Ω Θέ μου! αλήθια σαν παιδιά στη συντυχιά μιλάτε | |
αθώα, που δεν πιάσανε ποτές σπαθί στο χέρι. | |
Κι' οι συφωνίες μας λοιπόν τι θα γενούν κι' οι όρκοι | 339 |
κι' οι άδολες δεξές σταλιές που παίρναμε όλοι θάρρος; | 341 |
Φωτιά να κάψει τις βουλές και σκέψες των ανθρώπων! | 340 |
γιατί άκαρπα μαλώνουμε με λόγια, και μια λύση | |
να βρούμε δε μπορέσαμε τόσον καιρό εδωπέρα. | |
Μα εσύ, Αγαμέμνο, αλύγιστη μ' απόφαση, σαν πρώτα, | |
οδήγα πάντα το λαό στους φονικούς πολέμους, | 345 |
κι' εκείνους άσ' τους να χαθούν, έναν και διο, που χώρια | |
απ' το στρατό βουλήθηκαν στο νου τους — από τέτιους | |
δεν έχει προκοπή — να παν στον τόπο τους πριν δούμε | |
ψέμα για αλήθια θα φανεί το τάξιμο του Δία. | |
Τι ναι μας είπε, εγώ θαρρώ, απ' τα ουράνια ο Δίας | 350 |
τη μέρα που τα γλήγορα καράβια ξεκινούσαν, | |
σφαγή και χάρο φέρνοντας στους Τρώες, και δεξιά μας | |
άστραφτε εκείνος και καλά μας έδειχνε σημάδια. | |
Ας μη βιαζόμαστε λοιπόν να πάμε πίσω στ' Άργος, | |
πριχού χορτάσουμε κι' εμείς των Τρώων τις γυναίκες | 355 |
και της Λενιός ξοφλήσουμε τις πίκρες και ξαγρύπνιες. | |
Μα όπιος να φύγει βάρθηκε καλά και σώνει, ας έβγει | |
να βάλει χέρι στο γοργό καλόδετο καράβι, | |
για να κατέβει αρχύτερα των αλλωνών στον Άδη. | |
Μα, αφέντη, κρίνε ορθά κι' εσύ, μα αγρίκα και τους άλλους, | 360 |
κι' ο λόγος τώρα που θα πω δεν είναι ναν τον ρήξεις. | |
Κατά γενιές τους Αχαιούς και κατά έθνη σάξ' τους, | |
γενιά βοήθια σε γενιά κι' έθνος να φέρνει σ' έθνος. | |
Αν έτσι κάνεις κι' ο στρατός δεν παρακούσει, τότες | |
θα δεις πιος αρχηγός κιοτής και πιος είναι αντριωμένος, | 365 |
και πιο απ' τα σώματα· γιατί θα πολεμάνε χώρια· | |
θα πεις κι' αν θεϊκιά από οργή το κάστρο αν δεν κουρσέβεις | |
ή κι' από δείλια των αντρών κι' αγνωροσύνη μάχης.» | |
. | |
Τότες γυρνάει στο Νέστορα και λέει ο Αγαμέμνος | |
«Κανείς αλήθια, γέρο μου, στους λόγους δε σου βγαίνει. | 370 |
Ε και αν σούχα, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο, | |
ως δέκα συβουλάτορες μονάχα ναν του μιάζουν! | |
Γλήγορα τότες θάβλεπαν γονατιστή την Τροία | |
και σκλαβωμένη απ' τα βαριά να ρημαχτεί σπαθιά μας. | |
Μα να! ο φουρτουνοκράτης γιος μ' οργίστηκε του Κρόνου. | 375 |
που σε μαλώματα άκαρπα με ρήχνει και διχόνιες· | |
που για μια νια πιαστήκαμε εγώ κι' ο Αχιλέας | |
με λόγια δυνατά, κι' εγώ πρωτάρχισα την έχτρα. | |
Μα αν πάλε οι διο μονιάσουμε κάναν καιρό, μια μέρα | |
δε θενά αργήσει η συφορά τους Τρώες να πλακώσει. | 380 |
Τώρα να φάτε σύρτε εφτύς κι' ας μπούμε στο κοντάρι. | |
Καλά ακονίστε τα σπαθιά και σάξτε τις ασπίδες, | |
δώστε κριθάρι κι' άχερο στα γλήγορα φαριά σας, | |
και συγυρίστε ολόγυρα για πόλεμο τ' αμάξα, | |
για να βαστάμε ολημερύς στις κονταριές, στους χτύπους. | 385 |
Γιατί δεν έχει ανάπαψη μιας ώρας, ώστε η νύχτα | |
να πάρει, και των δυο στρατών τη λύσσα να χωρίσει. | |
Θα δρώσουν γύρω τα λουριά της κουφωτής ασπίδας | |
στα στήθια, απάνου στα σπαθιά τα χέρια θ' αποστάσουν, | |
τα ζα θα δρώσουν σέρνοντας τα τορνεμένα αμάξα. | 390 |
Κι' όπιον να κοντοστέκει εγώ τον δω μακρυά απ' τη μάχη, | |
αφτού στα ταξιδιάρικα καράβια, ας μην τ' ολπίζει | |
πως θα γλυτώσει, μον σκυλιά θαν τον παστρέψουν κι' όρνια.» | |
. | |
Είπε, και ζητωκράβγασε τ' ασκέρι, όπως βουήζει | |
το κύμα απάνου σ' αψηλή ακροβραχιά, σαν έρθει | 395 |
και το θυμώσει ο σίφουνας, σε κάβο που προβάλλει | |
και τον χτυπάν τα κύματα με κάθε αγέρα πάντα, | |
απ' όθε αν τύχει και φυσάει, θέλεις βοριά θες νότο. | |
Σηκώνουνται έπειτα, σκορπάν, και τρέχουν στις καλύβες | |
φωτιά ν' ανάψουν και ψωμί να ψυχοφάν μια στάλα. | |
Κι' έσφαζαν άλλοι σ' άλλονε θεό, περικαλώντας | 400 |
απ' τ' Άρη πίσω ζωντανοί το μακελιό να σώσουν· | |
μα αφτός στον παντοδύναμο του Κρόνου γιο 'ναν τάβρο | |
παχύ πενταχρονιάτικο, ο Αγαμέμνος, σφάζει, | |
και στο τραπέζι προσκαλνάει τους πρώτους βασιλιάδες, | |
πρώτα το γερο-Νέστορα, το Δομενιά μαζί του, | 405 |
στερνά τους Αίιδες τους διο, το φοβερό Διομήδη, | |
και το Δυσσέα πούφτανε στη γνώση λες το Δία· | |
μα μόνος του ήρθε ο θαρρετός πολεμιστής Μενέλας, | |
γιατί ήξερε πολλή δουλιά πως είχε ο αδερφός του. | |
Και τριγυρνάνε το σφαχτό βαστώντας τα κριθάρια, | 410 |
ενώ άρχιζε τ' Ατρέα ο γιος παράκληση να κάνει | |
«Ω Δία μαβροσύγνεφε μεγάλε δοξασμένε, | |
που στα ουράνια κάθεσαι, αχ βόηθα να μην πέσει | |
ο ήλιος, και να μη χυθεί της νύχτας το σκοτάδι, | |
πριχού το πλούσιο αρχοντικό γκρεμίσω του Πριάμου | 415 |
και κάψω μ' άσπλαχνη φωτιά τις πόρτες, και πριν κάνω | |
κομάτια απάνου στο κορμί του γιου του τα τσαπράζα, | |
κουρελιασμένα απ' το χαλκό· και γύρω του στρωμένοι | |
πολλοί συντρόφοι πίστομα στο αίμα ας κολυμπάνε.» | |
. | |
Έτσι είπε, μα δεν τούστρεγε ο γιος του Κρόνου ακόμα, | |
Μον τα σφαχτάρια δέχτηκε και πλήθαινε τις πίκρες. | 420 |
. | |
Έτσι σαν είπαν προσεφκή κριθάρι πασπαλώντας, | |
πρώτα σηκώνουν του βοδιού την κεφαλή, το σφάζουν, | |
το γδέρνουν, κόβουν τα νεφρά, και τα διπλοτυλίγουν | |
με σκέπη, και τα συγιρνάν μ' από παντού κομμάτια | |
Τότες σε σκίζες άφυλλες τα καίνε. Και στη σούγλα | 425 |
περνάν τα σπλάχνα, κι' έπειτα στην ανθρακιά τα ψήνουν. | |
Και τα μεριά σαν κάηκαν και φάγανε τα σπλάχνα, | |
λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες, | |
τα ψήνουν όμορφα όμορφα, κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν. | |
Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι, | 430 |
τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους. | |
. | |
Τέλος σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι, | |
πρώτος τους λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | |
«Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, | |
ας μην αργούμε πιο πολύ εδώ με τις κουβέντες | 435 |
και τη δουλιά αναβάλλουμε που μας ανοίγει ο Δίας, | |
Μον στο καραβοστάσι ομπρός! οι κράχτες ας λαλήσουν | |
κι' οχ τα καλύβια ας βγάλουνε τα' ασκέρι αρματωμένο, | |
κι' εμείς στον κάμπο οι αρχηγοί με δίχως χασομέρια | |
ας σύρουμε έτσι αχώριστοι, ν' αρχίζουμε κοντάρι.» | 440 |
. | |
Έτσι είπε, και τ' αγρίκησε το λόγο ο Αγαμέμνος, | |
και τους διαλαλητάδες του προστάζει εφτύς να κράξουν | |
στον πόλεμο τους Αχαιούς με τις θρεμένες χήτες· | |
κι' αφτοί λαλούσαν, κι' έτρεχε το πλήθος χέρι χέρι. | |
Κι' οι θεογέννητοι αρχηγοί γοργά, κι' ο γιος τ' Ατρέα, | 445 |
τους λόχους τους παράταζαν, κι' η Αθήνα μαζί τους | |
με την αγέραστη άλιωτη τη μυριοπλούσια ασπίδα, | |
που ως εκατό της κρέμουνταν μαλαματένια κρόσα | |
καλοπλεμένα, ως εκατό βοδιώνε το καθένα, | |
μ' αφτή στα χέρια αστραφτερή τ' ασκέρι δρασκελούσε | 450 |
και γκάρδιωνε τους Αχαιούς στον πόλεμο να πάνε | |
μες στην ψυχή αναστύλωσε του καθενός το θάρρος, | |
που έτσι χωρίς αποκοπή να πολεμάν και σφάζουν· | |
κι' άξαφνα πιο γλυκιά ολωνών τους ήρθε τότε η μάχη | |
παρά να παν στην ποθητή πατρίδα με τα πλοία. | |
. | |
Κι' όπως φουντώνει αχόρταγη φωτιά μεγάλο δάσος | 455 |
στα κορφοβούνια, και θωρείς τη λάμψη μίλια αλάργα, | |
όμια άστραφτε ως στον ουρανό περνώντας τον αιθέρα | |
κι' η λάμψη απ' το θεόσταλτο χαλκό σα ροβολούσαν. | |
. | |
Πώς και πετάμενων πουλιών αμέτρητα κοπάδια, | |
κύκνοι λεφκοί μακρόλαιμοι για γερανοί για χήνες, | 460 |
γύρω απ' του Κάϋστρου τα νερά, μες στ' Ασινό λιβάδι, | |
καμαρωμένα εδώ κι' εκεί πετούν φτεροκοπώντας, | |
και το λιβάδι απ' τις φωνές βουήζει σαν καθίζουν· | |
έτσι έθνη χύνουνταν πολλά κι' αφτών οχ τις καλύβες | |
στον κάμπο το Σκαμαντρινό, κι' η γης βροντοβολούσε | 465 |
κάτου απ' τα πόδια, σκιαχτερή κι' αφτών και των αλόγων | |
Και στέκουν στο Σκαμαντρινό ανθόστρωτο λιβάδι, | |
χιλιάδες, σαν της άνοιξης τα λούλουδα και φύλλα. | |
. | |
Και σα μεγάλα σύγνεφα μυιγώνε σωρεφτώνε | |
που πλημμυρούν την άνοιξη σε προβατήσα στάνη, | 470 |
τότες που γύρω ξεχειλάει το γάλα στις καρδάρες, | |
τόσοι στον κάμπο στέκουνταν κι' οι Δαναοί στους Τρώες | |
αγνάντια, και δεν έβλεπαν την ώρα ναν τους σκίσουν. | |
. | |
Κι' όπως γιδάδες έφκολα πλατιά γιδιών κοπάδια | |
τα ξεχωρίζουν στη βοσκή σαν ανακατωθούνε, | 475 |
έτσι κι' αφτούς παράταζαν κι' οι καπετάνιοι απ' τό 'να | |
κι' απ' τ' άλλο μέρος, για να παν στη μάχη· και στο κέντρο | |
ο Αγαμέμνος, μιάζοντας του Ποσειδού στα στήθια, | |
στην όψη και στην κεφαλή με τον κεραβνοκράτη | |
του Κρόνου γιο, στη λεβεντιά με το γοργό τον Άρη. | |
Σαν τάβρο που όλα ξεπερνάει τα βόδια στο κοπάδι | 480 |
κι' απ' όλες ξεχωρίζεται στη στάνη τις γελάδες, | |
τέτιονε ο Δίας έκανε κι' αφτόν τη μέρα εκείνη, | |
ξεχωριστό κατάλαμπρο στων αρχηγών τη μέση. | |
. | |
Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες — | |
θέαινες είστε, κι' είστε εκεί και ξέρετε τα πάντα, | 485 |
μα φήμες μόνο ακούμε εμείς χωρίς να βλέπουμε έργα — | |
πιοί στρατηγοί των Αχαιών και πιοι είταν βασιλιάδες. | |
Ειδέ τα πλήθη εγώ να πω και ναν τα νοματίσω, | |
κι' αν είχα δέκα στόματα και γλώσσες δε μπορούσα, | |
κι' αν άσπαστη είχα τη λαλιά και σίδερο τα στήθια. | 490 |
Όμως θα πω τους αρχηγούς και χώρια κάθε αρμάδα. | |
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * | |
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * | |
. | |
. | |
. | |
Γ | |
. | |
. | |
. | |
Σαν έσαξε κάθε αρχηγός τους λόχους τους δικούς του, | |
οι Τρώες με φωνή κι' αχό σαν όρνια ροβολούσαν, | |
όπως στον ουρανό αψηλά οι γερανοί φωνάζουν, | |
π' αφού σωθούνε από βαριά βροχή κι' ανεμοζάλη, | |
κοπάδι στ' Ωκιανού πετάν με λαλητά το ρέμα | 5 |
φέρνοντας φόνους κι' όλεθρο μακριά στους Σπιθαμένιους· | |
πόλεμο εκεί αρχινούν κακό μόλις χαράξει η μέρα. | |
Ήσυχοι οι άλλοι βάδιζαν παλικαριά γιομάτοι, | |
οι Δαναοί, μ' απόφαση στη μάχη να βοηθιούνται. | |
. | |
Κι' όπως ο νότος καταχνιά στα ραχοβούνια απλώνει, | 10 |
καταραμένη απ' τους βοσκούς, καλή για νυχτοκλέφτη, | |
κι' όσονε δρόμο πάει πετριά τόσο θωράει το μάτι· | |
έτσι ενώ βάδιζαν πυκνή σηκώνουνταν η σκόνη | |
κάτου απ' τα πόδια, και γοργά διαβαίνανε τον κάμπο. | |
. | |
Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια, | 15 |
των Τρώων είταν κεφαλή ο παινεμένος Πάρης, | |
φορώντας παρδαλόπροβια στους ώμους και δοξάρι | |
και σπάθα· και κοντάρια διο χαλκοπλισμένα σιώντας | |
προκάλναε τάχα ομπρός να βγουν τα πρώτα παληκάρια | |
των Αχαιών κι' αντίκρυ του να μετρηθούν στη μάχη. | 20 |
. | |
Και τότε ο πολεμόχαρος Μενέλας σαν τον είδε | |
που τρανταχτά δρασκέλιζε ολόμπροστα απ' τους άλλους, | |
χάρηκε σάμπως λέοντας που βρίσκει ένα μεγάλο | |
κόματο, ή διπλοκέρατο ζαρκάδι ή αγριογίδι, | |
πεινώντας· τι μ' απόφαση το χάφτει κι' αν ακόμα | 25 |
τον διώχνουν τα γοργά σκυλιά κι' οι νιοι οι παλικαράδες· | |
έτσι ο Μενέλας χάρηκε σαν είδε το λεβέντη | |
Αλέξαντρο — τι είπε στο νου «θα γδικιωθώ τον κλέφτη!» — | |
και χάμου αμέσως πήδηξε με τ' άρματα οχ τ' αμάξι. | |
. | |
Μα μόλις ο θεόμορφος Αλέξαντρος τον είδε | 30 |
μες στους προμάχους άξαφνα, τον πιάνει λες αντράλα, | |
και πίσω ως στους συντρόφους του κολώνει μη την πάθει. | |
Πώς ο διαβάτης του βουνού τη λαγκαδιά σα βλέπει | |
δαγκάρα οχιά, ξανάστροφα τραβιέται τρομασμένος, | |
και πίσω φέβγει και χλωμιά τα μάγουλά του βάφει· | 35 |
έτσι κι' αφτός φοβήθηκε τον καστανό Μενέλα | |
και πίσω χώθηκε ξανά μες στο σωρό των Τρώων. | |
. | |
Και σαν τον είδε ο Έχτορας, του λέει πικρά δυο λόγια | |
«Βρε σκύλο-Πάρη, ομορφονιέ, γυναικολυσσασμένε, | |
ξελογιαστή, που νάχε πας δίχως παντριά και κλήρο! | 40 |
Κάλια κι' αφτό, και θάμαστε πολύ πιο κερδισμένοι, | |
παρά που σ' αναθεματάει και σ' αγριοβλέπει ο κόσμος. | |
Πώς θα γελάνε οι Δαναοί, πούλεγαν δα πως είσαι | |
κάποιος γενναίος αρχηγός σαν είδαν τη θωριά σου | |
την όμορφη ... μα πού καρδιά και παλικαροσύνη! | 45 |
Μωρέ χαράς στον ήρωα που μούπαιρνε καράβια | |
και το γιαλό ταξίδεβε με φίλους της καρδιάς του, | |
κι' έσμιγε μ' αλλοχωριανούς, κι' από μακριά οχ τα ξένα | |
γυναίκα εδώ μας έφερνε αγγελοκαμωμένη, | |
συγγένισσα παλικαριών, για συφορά μεγάλη | |
του τόπου κι' όλου του λαού και του γερογονιού του, | 50 |
για αιώνια των οχτρών χαρά, πίκρα μου πάντα εμένα! | |
Λοιπόν δε θα σταθείς μπροστά στο βασιλιά Μενέλα; | |
Θάβλεπες τίνου αντρός βαστάς τη λυγερή γυναίκα... | |
Δε θα φελούσε η λύρα σου και της θεάς τα δώρα, | |
τα κάλλη αφτά και τα σγουρά, σα σ' έστρωνε στο χώμα. | 55 |
Έχε όμως χάρη π' άκακα τάχουν τα σπλάχνα οι Τρώες· | |
αλλιώς, θα σε ξεπάστρεβαν με τα λιθάρια ως τώρα, | |
για να ξοφλήσουν τους καημούς που τόσους σου χρωστάνε.» | |
. | |
Και τότε ο θεοκάμωτος απολογιέται Πάρης | |
«Έχτορα, αφού με μάλωσες όχι άδικα, μον δίκια... | |
Πάντα η καρδιά σου 'ναι σκληρή σαν το μπαλτά όταν σκίζει | 60 |
λέφκας κορμό, και την ορμή πληθαίνει του τεχνίτη | |
που καραβόξυλο όμορφα την πελεκάει να φτιάσει· | |
έτσι καρδιά άσπλαχνη κι' εσύ έχεις στα στήθια μέσα. | |
Μη μου χτυπάς τα ζηλεφτά της Αφροδίτης δώρα· | |
δεν είναι δα ακατάδεχτα τα τιμημένα δώρα | 65 |
που μας χαρίζουνε οι θεοί... ειδέ κανείς μονάχος | |
δεν τ' αποχτάει. Μα αν τώρα θες να πολεμήσω, ας είναι, | |
πες τους, των άλλων Αχαιών και Τρώων, να καθήσουν | |
και βάλτε εμένα με το γιο τ' Ατρέα εκεί στη μέση | |
για τη Λενιό κι' όλο το βιος να χτυπηθούμε οι δυο μας. | 70 |
Κι' όποιος νικήσει και φανεί πιο άξιος, τη γυναίκα | |
κι' όλο ας το πάρει λέω το βιος κι' ας πάει στο σπιτικό του | |
τότες ν' αμώστε οι άλλοι σας όρκους πιστούς αγάπης, | |
και χαίρεστε την Τροία εσείς, κι' εκείνοι πίσω ας πάνε | |
στ' Άργος που θρέφει ομορφονιές και ζηλεφτά πουλάρια.» | 75 |
. | |
Είπε, κι' εκείνος χάρηκε σαν άκουσε το λόγο, | |
και μες στους Τρώες τρέχοντας τους λόχους σταματούσε, | |
τ' όπλο απ' τη μέση σφίγγοντας. Και στάθηκαν οι λόχοι. | |
Μα άρχισαν κείθε οι Δαναοί ναν τόνε σημαδέβουν, | |
και σαϊτιές του ρήχνανε και τον πετροβολούσαν. | 80 |
Τότε έκραξε με μια φωνή μεγάλη ο Αγαμέμνος | |
«Σταθείτε, παλικάρια μου! Αργίτες, μη βαράτε! | |
Σα να ζητάει ο Έχτορας να μας μιλήσει κάτι.» | |
. | |
Έτσι είπε, κι' απ' τον πόλεμο κρατιούνται αφτοί, κι' αμέσως | |
σωπαίνουν. Τότε ο Έχτορας και των διονών τους είπε | 85 |
«Τρώες, ακουστέ με, κι' εσείς, Αργίτες παινεμένοι, | |
τι λέει ο Πάρης π' αφορμή μάς στάθηκε διαμάχης. | |
Προβάλλει οι Τρώες οι λοιποί κι' όλοι οι Αργίτες τώρα | |
τα μυριοπλούμιστα άρματα ναν τ' απιθώσουν χάμου, | |
κι' ατός του με το μαχητή Μενέλα μες στη μέση | 90 |
για τη Λενιό κι' όλο το βιος να χτυπηθούν μονάχοι· | |
κι' όπιος νικήσει και φανεί πιο άξιος, τη γυναίκα | |
κι' όλο ας το πάρει λέει το βιος κι' ας πάει στο σπιτικό του· | |
κι' οι άλλοι εμείς ν' αμώσουμε όρκους πιστούς αγάπης.» | |
. | |
Έτσι είπε, κι' όλοι σώπασαν οι άλλοι δίχως λέξη. | 95 |
Μα πρόβαλε ο πολεμιστής Μενέλας και τους είπε | |
«Κι' εμένα τώρα ακούστε με! τι πιο πολύ η δική μου | |
καρδιά πικραίνεται. Θαρρώ πως να χωρίστε τώρα | |
οι διο σας πια, γιατί πολλά περάσατε μαρτύρια | |
για τη δική μου διαφορά και τ' άδικο του Πάρη. | 100 |
Κι' όπιου μας είναι εδώ απ' τους διο γραφτό του να πεθάνει, | |
ας πέσει! μόνε οι άλλοι σας αμέσως να χωρίστε. | |
Πρόβατο φέρτε ολόασπρο και προβατίνα μάβρη, | |
του Ήλιου και της Γης, κι' εμείς ένα άλλο για το Δία. | |
Φέρτε όμως και τον Πρίαμο, ατός του για ν' αμώσει | 105 |
τον όρκο, τι είναι αψήφιστοι, με δίχως πίστη, οι γιοί του, | |
μήπως τους όρκους του Διός αλόγιαστα πατήσουν. | |
Πάντα αλαφρόμιαλοι είναι οι νιοί, μα μ' όσους τύχει ο γέρος, | |
ο γέρος βλέπει πίσω του, βλέπει κι' ομπρός του ο γέρος, | |
πώς πιο καλύτερα η δουλιά να βγει και για τους διο τους.» | 110 |
. | |
Είπε, κι' εκείνοι χάρηκαν, οι Δαναοί κι' οι Τρώες, | |
με την ολπίδα απ' τους σκληρούς πολέμους να γλυτώσουν. | |
Σταίνουν αράδες τ' άλογα, και βγαίνουνε απ' τ' αμάξια, | |
έπειτα βγάζουν τ' άρματα κι' εκεί τ' αφίνουν χάμου, | |
σιμά κι' οι διο, και λίγη γης τους χώριζε στη μέση. | 115 |
Κι' ο Έχτορας τότε έστειλε διο κράχτες μες στη χώρα | |
να φέρουν γλήγορα τ' αρνιά, το γέροντα να κράξουν. | |
Κι' ο Αγαμέμνος πρόσταξε τον κράχτη του Ταρθύβη | |
να πάει στα πλοία τα γοργά και το σφαχτό να φέρει· | |
κι' ο κράχτης πρόθυμα άκουσε του βασιλιά το λόγο. | 120 |
. | |
Τότες η Ίριδα πετάει την είδηση να δώκει | |
στην αρχοντόκορμη Λενιό, με μια της αντραδέρφη, | |
τη Λαοδίκη, μιάζοντας, του Ελικά το τέρι, | |
την πιο όμορφη του βασιλιά Πριάμου τις κοπέλες. | |
Κι' έφτασε, και στον αργαλιό την ήβρε που μεγάλο | 125 |
σκουτί τότε έφαινε διπλό, αλικοπλουμισμένο | |
με ξόμπλια που ζουγράφιζαν των διο στρατών τα πάθια, | |
που τόσα με τον πόλεμο για λόγου της τραβούσαν. | |
Κι' η γληγορόποδη Ίριδα σιμώνει και την κράζει | |
«Για σήκω, νύφη μου καλή, κι' έλα να δεις κομάτι | 130 |
δουλιές, που δε σ' τις βάνει ο νους, των Αχαιών και Τρώων· | |
που πρώτα αφτοί σφαζόντουσαν δίχως σπλαχνιά στον κάμπο | |
κι' άγριο διψούσαν πόλεμο, μα τώρα χωρίς μάχες | |
ήσυχοι στέκουν, στις λαμπρές ακουμπισμένοι ασπίδες, | |
κι' έχουν σιμά τους μες στη γης μπηγμένα τα κοντάρια. | 135 |
Και τώρα ο πολεμόχαρος Μενέλας με τον Πάρη | |
για σένα παν να χτυπηθούν με τα μακριά κοντάρια, | |
κι' όπιος νικήσει, τέρι του αφτός θα σε κερδίσει.» | |
. | |
Είπε, κι' αποθυμιά γλυκιά μες στην ψυχή της χύνει | |
τον πρώτο για τον άντρα της, τη Σπάρτη, τους γονιούς της. | 140 |
Και ρήχνει απάνου βιαστικά την κάτασπρή της μπόλια, | |
κι' απ' το γιατάκι ξεκινάει στα δάκρια βουτημένη, | |
όχι μονάχη, πάγαιναν μαζί διο παρακόρες, | |
η Αίθρα η κόρη του Πιθιά, κι' η καστανιά Κλυμένη. | |
Κι' απέ σε λίγο σώσανε κοντά στο Ζερβοπόρτι. | 145 |
. | |
Κι' εκεί είταν — με τον Πρίαμο, τον Πάνθο, το Θυμοίτη. | |
το Λάμπο, τ' Άρη ξακουστό βλαστάρι, τον Κλυτίο, | |
τον Ικετά — ο Αντήνορας κι' ο Ουκαλέγος, άντρες | |
με νου κι' οι διο και πρόκριτοι, στον πύργο καθισμένοι. | |
Σα γέροι, πια δεν πήγαιναν στις μάχες, μα ρητόροι | 150 |
σπουδαίοι, σα διο λες τσίντζικες που κάθουνται σε δέντρο | |
και μες στο δάσος με φωνή λαλούν κατιφεδένια· | |
τέτιοι στον πύργο κάθουνταν κι' οι προεστοί των Τρώων. | |
Αφτοί σαν είδαν τη Λενιό π' ανέβαινε τον πύργο, | |
μίλησε ο ένας τ' αλλουνού αγάλια αγάλια κι' είπε | 155 |
«Όχι! για πλάσμα σαν κι' αφτή δεν είναι κατηγόρια | |
τόσον καιρό που σφάζονται οι Δαναοί κι' οι Τρώες! | |
Αλήθια αθάνατη θεά λες είναι σαν τη βλέπεις. | |
Μα κι' έτσι ας πάει, και μ' όλα της τα κάλλη, πίσω στ' Άργος | |
με τα καράβια τα γοργά, πάρα στερνά να μείνει | |
και να μας φέρνει συφορές κι' εμάς και των παιδιών μας.» | 160 |
. | |
Έτσι είπανε, κι' ο Πρίαμος φωνάζει την Ελένη | |
«Πέρασε εδώθες, κόρη μου, και κάθησε κοντά μου | |
να δεις τον πρώτονε άντρα σου, τους φίλους, τους δικούς σου — | |
τίποτα εσύ δε μούφταιξες, πάρα οι θεοί μου φταίνε | |
που μούστειλαν τον πόλεμο και τα πολλά του δάκρια — | 165 |
κι' εκείνο το θεόρατο για πες μου εκεί τον άντρα, | |
πιος νάναι αφτός ο Δαναός, σφανταχτερός μεγάλος. | |
Σ' ανάστημα, κι' άλλοι είναι εκεί και πιο αψηλοί· μα τέτιο | |
λεβέντη ακόμα εγώ ποτές δεν είδα, μήτε τόσο | |
αρχοντικό ναι, βασιλιάς μα την αλήθια μιάζει.» | 170 |
. | |
Τότες τ' απάντησε η Λενιό, η λατρεφτή γυναίκα | |
«Σε κλαίει, καλέ μου πεθερέ, σε συμπονά η ψυχή μου . . . | |
Αχ άμποτε έτσι θάνατο κακό να προτιμούσα, | |
τότες που ξέκοψα κι' εδώ μαζί ήρθα με το γιο σου, | |
κι' άφισα σπίτι και δικούς κι' απάρθενή μου κόρη | |
και τόσες μου συντρόφισσες, λαχταριστές νυφούλες! | 175 |
Όμως δε γένηκε ... για αφτό και λιώνω μες στα δάκρια. | |
Όσο για αφτό που με ρωτάς, εγώ να σ' το ξηγήσω. | |
Αφτός εκεί είναι ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος, | |
δίκιος αντάμα βασιλιάς κι' ακοντιστής παράξιος· | |
κουνιάδο εγώ η κακόσουρτη έναν καιρό τον είχα.» | 180 |
. | |
Είπε, κι' ο γέρος τον τηράει με θιαμασμό και κράζει | |
«Ω καλομοίρη ζηλεφτέ πλουτόθρεφτε Αγαμέμνο, | |
πόσους αλήθια Δαναούς ορίζει η δύναμή σου! | |
Και στην αμπελωτή Φρυγιά μούτυχε εγώ να σύρω, | |
και Φρύγες είδα αμέτρητους με παρδαλά πουλάρια, | 185 |
του ξακουσμένου Μύγδονα και του Οτριά τ' ασκέρια | |
που τότες είχαν σύνοδο στου Σαγγαριού τους όχτους· | |
τι πήγα εκεί βοηθός κι' εγώ κι' ενώθηκα μαζί τους | |
το χρόνο που οι αντρόκαρδες πλακώσανε Αμαζόνες· | |
μα τόσοι σαν τους Δαναούς δεν είταν μήτε εκείνοι.» | 190 |
. | |
Και το Δυσσέα βλέποντας ξαναρωτάει ο γέρος | |
«Τήρα κι' εκείνον, κόρη μου, και πες μου αφτός πιος είναι. | |
Δεν έχει την κορμοστασά του βασιλιά Αγαμέμνου, | |
μα φαίνεται σαν πιο φαρδύς στις πλάτες και στα στήθια. | |
Τάχει βαλμένα κατά γης τα πλουμιστά άρματά του, | 195 |
και πηγαινόρχεται κοντά στους λόχους σα μπροστάρης. | |
Έτσι ναι μιάζει, ακούρεφτο σαν κριάρι που διαβαίνει | |
κοπάδι λες αρίφνητο απ' άσπρες προβατίνες.» | |
. | |
Τότες τ' απάντησε η Λενιό, του Δία η θυγατέρα | |
«Αφτόν τον λεν πολύξερο Δυσσέα του Λαέρτη. | 200 |
Στο Θιάκι, ένα πετρόνησο, γεννήθηκε, και ξέρει | |
θες πονηριές κάθε λογής θες δύσκολες σοφίες.» | |
. | |
Γυρνάει τότε ο Αντήνορας και της Λενιός της κάνει | |
«Ναι, κόρη μου, πολύ σωστά το λόγο αφτό τον είπες. | |
Γιατί ήρθε μια φορά κι' εδώ ο θεϊκός Δυσσέας, | 205 |
σταλμένος με το βασιλιά Μενέλα απ' αφορμή σου. | |
Κι' έγινα εγώ προστάτης τους, τους φίλεψα στο σπίτι, | |
κι' είδα τη γνώμη και των διο και τις βαθιές τους σκέψες. | |
Τότες σαν πήγαν κι' έσμιξαν τη συντυχιά των Τρώων, | |
όρθιοι, τους ώμους πιο αψηλά τους κράταε ο Μενέλας· | 210 |
κάθουνταν, και πιο αρχοντικός φαινότανε ο Δυσσέας. | |
Κι' όταν απέ έφτασε η στιγμή στο πλήθος να λαλήσουν, | |
τότε ο Μενέλας γλήγορα και λίγα μίλαε λόγια, | |
μα λίγα και καλά, επειδής πολύλογος δεν είταν | |
και φωνακλάς μωρόγλωσσος ... ή σαν πιο νιος στα χρόνια. | 215 |
Μα ολόρθος σαν τινάζουνταν ο γνωστικός Δυσσέας, | |
έστεκε, χάμου βλέποντας, με μάτια στυλωμένα | |
στη γης, και το ραβδί μπροστά για πίσω δεν κουνούσε, | |
παρά το βάσταε ασάλεφτο σαν άπραχτος κανένας· | |
λες είταν άθρωπος ζαβός, ξεκουτιασμένος έτσι. | 220 |
Μα τη μεγάλη όμως φωνή σαν έχυνε απ' τα στήθια | |
κι' οι λόγοι τούβγαιναν πυκνοί σα χιόνια το χειμώνα, | |
θνητό δεν είχε πουθενά να φτάνει το Δυσσέα. | |
Τότ' όχι! δεν τον βλέπαμε με τόση καταφρόνια.» | |
. | |
Τρίτο τον Αία βλέποντας ρωτάει ο γέρος πάλι | 225 |
«Κι' αφτός πιος είναι ο Δαναός, ο αψηλός κι' ασίκης, | |
που στο κεφάλι ξεπερνάει τους άλλους και στους ώμους;» | |
. | |
Τότες τ' απάντησε η Λενιό με το συρτό φουστάνι | |
«Ο γίγας Αίας είναι αφτός, των Αχαιώνε πύργος. | |
Και κοίτα εκεί το Δομενιά που στέκει απ' τ' άλλο μέρος | 230 |
όμιος μ' αθάνατο θεό στων λόχων του τη μέση | |
με γύρω του των Κρητικών τα πρώτα παλικάρια. | |
Συχνά τον φιλοξένεβε ο καστανός Μενέλας | |
σπίτι μας, πέρα οχ το νησί σαν έρχουνταν της Κρήτης. | |
Και τώρα αχ! όλους βλέπω εγώ τους άλλους καπετάνιους | |
όσους γνωρίζω και να πω κατέχω τ' όνομά τους· | 235 |
μα διο δε βρίσκω μοναχά, τον αλογοτεχνίτη | |
τον Κάστορα και το γερό στους γρόθους Πολυδέφκη, | |
τους διο μου σύσπλαχνους που μια μας γέννησε μητέρα. | |
Καν απ' τη λουλουδόστρωτη δε βγήκαν Λακωνία, | |
καν φτάσανε ως εδώ κι' αφτοί με τα θαλάσσια πλοία, | 240 |
μα τώρα στων αντρών δε θεν τη μάχη να προβάλουν | |
σα ντροπιασμένοι απ' τις πολλές πομπές μου κι' ατιμίες.» | |
. | |
Έτσι είπε, μα τους διο αδερφούς το χώμα τους κρατούσε | |
στη Σπάρτη εκεί μες στης γλυκιάς πατρίδας τους τον κόρφο. | |
Και μέσα τότες στο καστρί οι διο διαλαλητάδες | 245 |
κατέβαιναν με των θεών τα σεβαστά ορκιστήρια, | |
με διο σφαχτά και πρόσγλυκο κρασί, της γης το θρέμμα, | |
μες σ' ένα ασκί γιδίτικο. Και τα χρυσά ποτήρια | |
μ' ένα κροντήρι π' άστραφτε κρατώντας ο Νιδαίος, | |
πήγε στο γέροντα σιμά και τον παρακινούσε | |
«Σήκω, του Λαουμέδου γιε, οι στρατηγοί σε κράζουν | 250 |
των αντριωμένωνε Αχαιών, των αλογάδων Τρώων, | |
να πάς στον κάμπο με σκοπό όρκους πιστούς να πάρτε. | |
Τι τώρα ο πολεμόχαρος Μενέλας με τον Πάρη | |
για τη Λενιό θα χτυπηθούν με τα μακριά κοντάρια, | |
κι' ο νικητής λεν τη Λενιό κι' ας πάρει και το πράμα, | 255 |
κι' όρκους εμείς ας κάνουμε αγάπης και φιλίας· | |
έτσι την Τρια εμείς θάχουμε, κι' εκείνοι θα γυρίσουν | |
στ' Άργος που θρέφει ομορφονιές και ζηλεφτά πουλάρια.» | |
. | |
Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε και κράζει στους συντρόφους | |
να ζέψουν τ' άλογα· κι' αφτοί τα ζέβουν χέρι χέρι. | 260 |
Απάνου τότε ανέβηκε και τα βοϊδήσα γέμια | |
τέντωσε πίσω, κι' έπειτα στο πλουμισμένο αμάξι | |
ανέβηκε ο Αντήνορας του βασιλιά από δίπλα· | |
και μέσα απ' τη Ζερβόπορτα τραβάν κατά τον κάμπο. | |
. | |
Κι' όταν σε λίγο φτάσανε σιμά στα διο τ' ασκέρια, | |
τότες ξεπέζεψαν στη γης που θρέφει κάθε πλάσμα, | 265 |
και μες στη μέση πρόβαιναν των Αχαιών και Τρώων. | |
Τότ' όρθιος τ' Άργους μονομιάς σηκώθηκε ο αφέντης, | |
όρθιος και του Λαέρτη ο γιος. Κι' οι φημισμένοι κράχτες | |
τα βάλανε όλα των θεών τα ορκιστήρια αντάμα, | |
και το κρασί ανακάτωσαν μες στο λαμπρό κροντήρι, | |
κι' έχυσαν να χεροπλυθούν νερό των βασιλιάδων. | 270 |
Και σέρνοντας τ' Ατρέα ο γιος την κάμα πούχε πάντα | |
κοντά στης σπάθας το μακρύ φηκάρι κρεμασμένη, | |
τρίχες αρχίζει απ' των αρνιών να κόβει τα κεφάλια. | |
Κι' οι κράχτες σαν τις μοίρασαν στους πρώτους καπετάνιους | |
των Τρώων και των Αχαιών, στη μέση ο Αγαμέμνος | |
αψά παράκληση άρχισε με σηκωμένα χέρια | 275 |
«Δία πατέρα π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα, | |
μεγάλε μυριοδόξαστε! κι' εσύ Ήλιε που τα πάντα | |
βλέπεις κι' ακούς! και Ποταμοί και Γης! κι' εσείς στον Άδη | |
που σαν πεθάνει ο ψέφτορκος θνητός τον τιμωράτε, | |
μαρτύροι νάστε και πιστούς φυλάτε εσείς τους όρκους! | 280 |
Αν λάχει ο Πάρης σήμερα και σφάξει το Μενέλα, | |
αφτός ας έχει τη Λενιό μ' όλο το βιός, και πίσω | |
να πάμε εμείς στα σπίτια μας με τα θαλάσσια πλοία. | |
Μα πες τον Πάρη ο καστανός πώς έσφαξε Μενέλας, | |
οι Τρώες πίσω τη Λενιό μ' όλο το βιος να δώσουν | 285 |
πλερώνοντάς μας πρόστιμο καθώς τεριάζει κιόλας, | |
που να σταθεί παράδειγμα και των στερνών ανθρώπων. | |
Μα αν δε θελήσει ο Πρίαμος κι' οι γιοί του να πλερώσουν | |
το πρόστιμο, σα σκοτωθεί ο Πάρης, τότε ακόμα | |
εγώ και για την πλερωμή θα μείνω εδώ, και πάντα | 290 |
θα πολεμάω ως που να βρω την άκρη του πολέμου.» | |
. | |
Είπε, και κόβει των αρνιών με τ' άσπλαχνο λεπίδι | |
τους λάρυγγες, και κατά γης σπαρταριστά τ' αφίνει | |
ενώ ψοφούσαν· τι ο χαλκός τους πήρε τη ζωή τους. | |
Κι' απ' το κροντήρι βγάζοντας κρασί με τα ποτήρια, | 295 |
στάζουν και στους παντοτινούς θεούς περικαλιούνται. | |
Κι' αφτούς τους λόγους έλεγε κάθ' Αχαιός και Τρώας | |
«Δία κι' αθάνατοι θεοί, μεγάλοι δοξασμένοι! | |
όπιοι τους όρκους βλάψουνε και πρωτοκακουργήσουν, | |
έτσι όπως τρέχει το κρασί αφτό, και τα μιαλά τους | 300 |
χάμου να τρέξουνε στη γης, κι' αφτών και των παιδιών τους, | |
και το γυναικολόγι τους ας το χορτάσουν άλλοι.» | |
. | |
Και τότε ο γερο-Πρίαμος τους μίλησε δυο λόγια | |
«Τρώες, ακούστε με, κι' εσείς Αργίτες παινεμένοι! | |
Εγώ στ' ανεμοφύσητο καστρί γυρίζω πίσω, | 305 |
τι δε βαστάν τα μάτια μου να δούνε το παιδί μου | |
όταν με τον παληκαρά Μενέλα θα χτυπιέται. | |
Μα αφτό, θαρρώ, του Κρόνου ο γιος το ξέρει, κι' οι αιώνιοι | |
άλλοι θεοί, σε πιόνε τους γραφτό 'ναι να πεθάνει.» | |
. | |
Είπε ο ισόθεος θνητός, και στ' όμορφο του αμάξι | 310 |
έβαλε μέσα τα σφαχτά, κι' ανέβηκε κι' ατός του, | |
έπειτα πίσω τέντωσε τα γιαλισμένα γκέμια. | |
Σιμά του κι' ο Αντήνορας ανέβηκε στ' αμάξι. | |
. | |
Αφτοί έτσι γύριζαν λοιπόν στο κάστρο ξαναπίσω· | |
Κι' ο Έχτορας κι' ο θεϊκός Δυσσέας πρώτα πρώτα | |
μετρούσαν την απόσταση. Και τους λαχνούς κατόπι | 315 |
παίρνουν και μες σε χάλκινη περικεφαλιά τους σείνουν, | |
πιος θα πρωτόρηχνε απ' τους διο το κοφτερό κοντάρι. | |
Εκεί οι στρατοί τότ' άρχισαν παράκληση να κάνουν, | |
προς τους αθάνατους θεούς σηκώνοντας τα χέρια. | |
Κι' αφτούς τους λόγους έλεγε κάθε Αχαιός και Τρώας | |
«Δία πατέρα π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα, | 320 |
μεγάλε μυριοδόξαστε! όπιος αφτά τα πάθια | |
ανάμεσό μας τάβαλε, ναι κάνε αφτός να πέσει | |
και στ' Άδη τα εφτάβαθα ως μέσα να κατέβει, | |
κι' εμείς ας κάνουμε ξανά όρκους πιστούς αγάπης.» | |
. | |
Έτσι είπανε. Και τους λαχνούς ο Έχτορας κουνούσε | |
τηρώντας πίσω· κι' αλαφρός του Πάρη πήδησ' όξω. | 325 |
Κάθουνται τότες στη σειρά οι άλλοι, εκεί καθένας | |
πούχε αφισμένα τ' άρματα, τα πίλαλά του ζώα. | |
Κι' εκείνος βάζει στο κορμί την πλούσια αρματωσά του, | |
της ομορφόμαλλης Λενιός ο ζηλεμένος άντρας. | |
Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, | 330 |
πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα. | |
Κατόπι γύρω φόρεσε τα δίχουφτα στο στήθος | |
τσαπράζα τ' αδερφού Λυκά, και τούρθαν στο κορμί του. | |
Έπειτα γύρωθε κρεμάει στους ώμους του τη σπάθα, | |
μ' ασημοκάρφια κεντητή και λεπιδοχαλκένια, | |
κρεμάει και τη θεόρατη στεριόφτιαστή του ασπίδα. | 335 |
Κι' έβαλε στο λεβέντικο κεφάλι τη φαντούσσα | |
περκεφαλιά, που έτσι αγριωπή η αλογόφουντά της | |
πας στην κορφή κυμάτιζε, και πήρε τ' αντριωμένο | |
κοντάρι που του πάγαινε στη χούφτα του. Παρόμια, | |
φορούσε κι' ο παλικαράς Μενέλας τ' άρματά του. | |
. | |
Σαν αρματώθηκαν λοιπόν, στο μέρος του ο καθένας, | 340 |
μέσα στη μέση πρόβαιναν των Αχαιών και Τρώων, | |
ρήχνοντας φοβερές ματιές, που πήγαν να παγώσουν | |
οι Δαναοί οι χαλκόπλιστοι κι' οι αλογάδες Τρώες. | |
Και τ' άρματα ανεμίζοντας, να φαγωθούν λυσσώντας, | |
σταθήκανε, κοντά κοντά, στο μετρημένον τόπο. | 345 |
. | |
Πρώτος ο Πάρης έρηξε το γλήγορο κοντάρι, | |
και βρήκε την ολόιση ασπίδα του Μενέλα· | |
μά δεν την τρύπησε ο χαλκός, μον στην ασπίδα μέσα | |
στράβωσε η μύτη. Δέφτερος κινάει ο γιος τ' Ατρέα | |
με το κοντάρι, κι' έκανε παράκληση στο Δία | 350 |
«Αφέντη Δία, αχ βόηθα με τον άντρα να ξοφλήσω | |
π' άρχισε πρώτος τ' άδικο, το θεϊκόνε Πάρη, | |
και σκότωσ' τον τον άπιστο με το δικό μου χέρι, | |
έτσι να μην κοτάει κανείς κι' απ' τους στερνούς αθρώπους | |
να βλάφτει το φιλόξενο που δείχνει καλοσύνη!» | |
. | |
Είπε, και σιώντας τίναξε το γλήγορο κοντάρι | 355 |
και χτύπησε τη στρογγυλή ασπίδα τ' Αλεξάντρου. | |
Και το κοντάρι του περνάει τη φωτοβόλα ασπίδα, | |
και μες στα μαστροδούλεφτα τού χώνεται τσαπράζα, | |
και το σκουτί ίσα εκεί κοντά του σκίζει στο λαγγόνι· | |
μά 'γυρε αφτός και σώθηκε απ' τον πικρό το χάρο. | 360 |
Τότε ο Μενέλας βγάζοντας τη σπάθα, τη σηκώνει | |
και μια του ζάφτει εκεί σπαθιά στου κράνου του το γρόμπο· | |
μα τ' αργυρόκαρφο σπαθί τσακίστη απά στο γρόμπο | |
σε τριά σε τέσσερα, κι' εφτύς του ξέπεσε απ' τα χέρια. | |
Τότες τηράει τον ουρανό και ρήχνει μια βλαστήμια | |
«Δία, από σένα λέω θεό δεν έχει πιο γρουσούζη! | 365 |
Είπα δα πως την απιστιά θα γδικιωθώ του Πάρη· | |
μα δές! στα χέρια μούσπασε η σπάθα, κι' απ' τη χούφτα | |
τίναξα τ' όπλο έτσι άδικα χωρίς νάν τον καρφώσω!» | |
. | |
Είπε, και μ' ένα πήδημα τον άδραξε απ' τη φούντα, | |
κι' έστριψε και στων Αχαιών το μέρος τον τραβούσε. | 370 |
Και τ' ολοκέντητο λουρί τον έπνιγε από κάτου | |
απ' τα καλόθρεφτα λαιμά, που τεντωτό κρατούσε | |
τη χάλκινη περκεφαλιά δεμένη στο πηγούνι. | |
. | |
. | |
Και τότες θαν τον έπαιρνε και θ' αποχτούσε δόξα | |
αφάνταση, μον στη στιγμή τον είδε η Αφροδίτη | |
και το βοϊδόλουρο τού σπάει· κι' η περικεφαλαία | 375 |
έτσι άδια πάγαινε μαζί με τ' αντριωμένο χέρι. | |
Τότες αφτή την τίναξε στριφογυρίζοντάς την | |
προς τους δικούς του, όπου οι πιστοί την πήρανε συντρόφοι· | |
κι' ατός του πίσω πήδησε με το χαλκένιο φράξο, | |
ναν τον σκοτώσει αφρίζοντας. Μονάχα η Αφροδίτη | 380 |
τον άρπαξε έφκολα έφκολα, σα θέαινα, απ' τη μέση, | |
τον σκέπασε μ' ένα πυκνό σκοτάδι, και τον πήγε | |
και μες το μοσκομύριστο τον κάθισε γιατάκι. | |
Έπειτα πήγε τη Λενιό να κράξει. Και τη βρήκε | |
στον πύργο απάνου με πολλές τριγύρω παρακόρες, | |
και με το χέρι την τραβάει οχ τ' αραχνιό φουστάνι, | 385 |
όμια με μια παλαιϊκιά γηριά μαλλοτεχνίτρα, | |
που τα πολύτιμα μαλλιά τής δούλεβε σαν είταν | |
στον τόπο της, και πιο πολύ την αγαπούσε απ' όλες· | |
όμια μ' αφτή, της μίλησε η ρόδινη Αφροδίτη | |
«Έλα, κι' ο Πάρης σε ζητάει στον πύργο να γυρίσεις. | 390 |
Αχ στολισμένο α θε τον δεις απ' ομορφιά πώς λάμπει | |
μες το γιατάκι, απάνου εκεί στο τορνεφτό κρεβάτι! | |
Λες από μάχη δε γυρνάει, λες σε χορό πως βγαίνει, | |
ή το χορό πως τέλιωσε και τώρα πάει να κάτσει.» | |
. | |
Έτσι είπε, και της τάραξε τα σπλάχνα μες στα στήθια. | 395 |
Σαν ένιωσε όμως της θεάς τ' αχτιδοβόλα μάτια. | |
τα χαριτόμορφα λαιμά, τα στήθια που μαγέβουν, | |
σκιάχτηκε τότες κι' άνοιξε τα χείλια ναν της κρίνει | |
«Καλότυχη, τι θες μ' αφτά το νου να μου πλανέσεις; | |
Μη θες πιο πέρα να με πας σε κάμια πλούσια χώρα, | 400 |
στη Μαιονιά είτε στη Φρυγιά με τα πολλά τ' αμπέλια, | |
αν έχεις κάνα νιο κι' εκεί ακριβαγαπημένο; | |
Πώς τάχα τώρα νίκησε τον Πάρη ο γιος τ' Ατρέα | |
και θέλει πίσω σπίτι του την έρμα να με πάρει, | |
τώρα γι' αφτό μού κόπιασες με τα πλανέματά σου; | 405 |
Σύρε σιμά του κάθησε και τους θεούς παραίτα, | |
κι' ας μη σε παν τα πόδια σου στον Έλυμπο πια πίσω, | |
Μον πάντα τυραγνιού μ' αφτόν και βλέπε τον στα μάτια | |
ως που ή γυναίκα ή σκλάβα του στο τέλος να σε κάνει. | |
Εγώ όμως δεν πηγαίνω εκεί μαζί του να πλαγιάσω. | 410 |
Ντροπή είναι, και τι θάλεγαν οι Τρώισσες για μένα | |
να θε τ' ακούσουν;... Φτάνει πια όσα με τρων σκουλήκια.» | |
. | |
Τότες του Δία θύμωσε η κόρη και της είπε | |
«Μη μ' ερεθίζεις, άμοιρη, κι' απ' το θυμό σ' αφήκω, | |
«και τόσο σ' οχτρεφτώ όσο πριν σ' αγάπησα περίσσα, | 415 |
και πλέξω τρομερούς σκοπούς ανάμεσα στους διο τους, | |
τους Τρώες και τους Αχαιούς, κι άσκημα εσύ τελειώσεις.» | |
. | |
Είπε, και τρόμαξε η Λενιό η διογεννημένη, | |
κι' έφυγε αγάλια — σκεπαστή με την κατάσπρη μπόλια — | |
κρυφά απ' τους Τρώες· κι' η θεά πήρε το δρόμο πρώτη. | 420 |
Κι' άμα στου Πάρη φτάσανε τ' αρχοντικό παλάτι, | |
τρέξανε αμέσως στη δουλιά οι άξιες παρακόρες, | |
κι' εκείνη απάνω ανέβηκε, η λατρεφτή γυναίκα. | |
Και πήρε τότε ένα σκαμνί η χρυσωπή Αφροδίτη | |
και πήγε και τ' απίθωσε καταντικρύ του Πάρη. | 425 |
Εκεί τότε έκατσε η Λενιό, του Δία η θυγατέρα, | |
με μάτια προς τη γης σκυφτά, και τάψαλε τ' αντρός της | |
«Ξανάρθες απ' τον πόλεμο... που έτσι να σ' είχε σφάξει | |
ατον πόλεμο ο παλικαράς π' άντρα μου εγώ τον είχα! | |
Εσύ παινιόσουν δα άλλοτες τον καστανό Μενέλα | 430 |
πως τον νικάς στη δύναμη, στα χέρια, στο κοντάρι· | |
μα σύρε κι' αντροκάλεσ' τον στήθος με στήθος τώρα | |
να ξαναβγείτε ... Όμως εγώ σ' το λέω για το καλό σου, | |
να πάψεις, κι' ασυλλόγιστα πολέμους μη γυρέβεις | |
και μάχες με το βασιλιά Μενέλα να μου σταίνεις, | 435 |
μήπως σε στρώσει γλήγορα με το κοντάρι χάμου.» | |
. | |
Κι' ο Πάρης τότε απάντησε και της Λενιός της είπε | |
«Γυναίκα, μη με κατεχάς με τα πικρά σου λόγια. | |
Τι τώρα με την Αθήνα με νίκησε ο Μενέλας, | |
μα άλλοτε αφτόν κι' εγώ. Θεοί κι' εμάς μας παραστέκουν. | 440 |
Μον πάμε τώρα το φιλί στο στρώμα να χαρούμε· | |
τι τέτια φλόγα στην καρδιά δεν ένιωσα ποτές μου, | |
μήτ' όταν πρώτα σ' άρπαξα απ' την πανώρια Σπάρτη | |
και με τα πελαγόδρομα ταξίδεβα καράβια | |
και στην Κρανιά εκεί σ' έσφιξα στην αγκαλιά, όσο τώρα | 445 |
σε λαχταράω κι' αποθυμιά γλυκιά με κυριέβει.» | |
. | |
Έτσι είπε, και ξεκίνησε μπροστά κατά το στρώμα, | |
και πίσωθε η ροδόθωρη Λενιό τον ακλουθούσε. | |
. | |
. | |
Αφτοί λοιπόν πλαγιάσανε στο τορνεφτό κρεβάτι, | |
κι' ο γιος τ' Ατριά λες σα θεριό γυρνούσε μες στο πλήθος, | |
ίσως ξανοίξει πουθενά το θεϊκόνε Πάρη. | 450 |
Μα δε μπορούσε απ' τους βοηθούς κανείς μήτ' απ' τους Τρώες | |
να δείξει τον Αλέξαντρο στον καστανό Μενέλα. | |
Κι' όχι τον είδαν, και να πεις τον κρύβανε απ' αγάπη, | |
τι σαν το μάβρο θάνατο τόνε μισούσαν όλοι. | |
. | |
Τότες τους είπε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος | 455 |
«Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι! | |
Η νίκη φάνηκε θαρρώ του βασιλιά Μενέλα, | |
και τώρα βγάλτε δώστε μας το βιος με την Ελένη, | |
κι' έτσι όσο πρέπει πρόστιμο πλερώστε ακόμα, τέτιο | |
που να σταθεί παράδειγμα και των στερνών ανθρώπων.» | 460 |
. | |
Έτσι τους είπε, κι' οι λοιποί ζητωκραβγάνε Αργίτες. | |
. | |
. | |
. | |
Δ | |
. | |
. | |
. | |
Και στο χρυσόστρωτο οι θεοί τον πύργο με το Δία | |
κάθουνταν κι' είχανε βουλή, και τους κερνούσε γύρω | |
νεχτάρι η Ήβα· κι' οι θεοί με τα χρυσά ποτήρια | |
ένας τον άλλο φίλεβε, κατά την Τρια τηρώντας. | |
Άξαφνα ο Δίας βάλθηκε την Ήρα να κεντήσει | 5 |
μ' ένα διο λόγια αγγιχτικά, κι' ορθά κοφτά μιλούσε | |
«Έχει προστάτρες διο θεές ο βασιλιάς Μενέλας, | |
την Ήρα την Αργίτισσα, την Αθηνά τη Σώστρα. | |
Μα αφτές μακριά του κάθουνται και μόνο κάνουν χάζι | |
τον κάμπο, μα η ροδόγελη όμως θεά Αφροδίτη | 10 |
στον Πάρη πάντα 'ναι κοντά, τον βγάζει οχ τους κιντύνους, | |
και τώρα μέσα απ' του φιδιού τον γλύτωσε το στόμα. | |
Δεν έχει ωστόσο, νίκησε ο καστανός Μενέλας. | |
Κι' εμείς ας δούμε αφτή η δουλιά πώς πρέπει να τελειώσει· | |
θ' ανάψουμε άγριο πόλεμο και μάχες ξαναπίσω, | 15 |
για λέτε πια να βάλουμε αγάπη ανάμεσό τους; | |
Μα αν πάλι σας καλόρχεται και δε σας πολυνιάζει, | |
ας μείνει η χώρα απείραγη του βασιλιά Πριάμου, | |
και πίσω στ' Άργος η Λενιό ας πάει με το Μενέλα.» | |
. | |
. | |
Είπε, κι' αφτές κατσούφιασαν, η Αθηνά κι' η Ήρα. | 20 |
Οι διο τους κάθουνταν, η μια κοντά κοντά στην άλλη, | |
και για τους Τρώες συφορές στο νου τους μελετούσαν. | |
Κι' η Αθηνά δεν έβγαλε μια λέξη, μον σωπούσε, | |
κι' άγρια ας την έπιανε ο θυμός σκασμένη με το Δία· | |
μα απ' το θυμό ξεχείλισε η Ήρα και του κάνει | |
Τι είναι που κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου; | 25 |
Πώς θες τους κόπους άδικα στη μέση να μ' αφήκεις, | |
όσο ίδρωσα ίδρο κι' έσπασα τα ζα στρατολογώντας, | |
τι του Πριάμου είχα στο νου το σόι να ξεκληρίσω. | |
Κάν' το! όμως μερικοί θεοί, σ'το λέω, θα πικραθούμε.» | |
. | |
Τότες ο Δίας απαντάει βαριά αγαναχτισμένος | 30 |
«Καλότυχη, μα τι λοιπόν! τόσα κακά σου κάνουν | |
ο Πρίαμος κι' όλοι του οι γιοί, που πολεμάς αιώνια | |
να τους ρημάξεις σύριζα τη μυριοπλούσια χώρα; | |
Ας δύνουσουν μονάχα εσύ να μπεις στο κάστρο μέσα | |
κι' ωμό να φας τον Πρίαμο, να φας και τα παιδιά του | 35 |
μ' όλους τους Τρώες, τότες πια θα χόρταινε ο θυμός σου. | |
Κάνε όπως θες! μα κοίταζε μη βγάλει αφτή η διχόνια | |
ανάμεσό μας έπειτα καμιά μεγάλη αμάχη. | |
Μα άκου, ένα λόγο θα σου πω και να μου τον θυμάσαι. | |
Σαν κάνω απόφαση κι' εγώ και θέλω να χαλάσω | 40 |
κάστρο κανένα όπου ίσως ζουν αθρώποι αγαπητοί σου, | |
να μη μου φέρνεις στο θυμό αμπόδια, μον ν' αφήκεις. | |
Σούδωκα θέλοντας κι' εγώ, και μ' άθελα όμως σπλάχνα. | |
Γιατί όσες χώρες βρίσκουνται στον ήλιονε από κάτου | |
και στον αστρόφωτο ουρανό θνητοκατοικημένες, | 45 |
απ' όλες πιο πολύτιμη αφτή είταν της καρδιάς μου, | |
η Τρία η μεγάλη, ο Πρίαμος, κι' ο ξακουστός λαός του. | |
Τι προσφορές δεν έλειπαν ποτές απ' το βωμό μου, | |
σταλιές και τσίκνα· αφτό κι' εμάς μας έλαχε πρεσβιό μας.» | |
. | |
Τότες τ' απάντησε η κυρά, η μαρμαρόλαιμη Ήρα | 50 |
«Τώρα τρεις χώρες έχω εγώ πολύ πιο λατρεμένες, | |
τ' Άργος, και την πλατύδρομη Μυκήνα, και τη Σπάρτη, | |
και ρήμαξε τες αν ποτές τις οχτρεφτεί η καρδιά σου· | |
κι' αφτές δε σ' τις αρνιέμαι εγώ και δεν τις διαφεντέβω. | |
Τι κι' αν αρνιέμαι κι' αν ζητώ αμπόδια να σου βάλω, | 55 |
τι κατορθώνω πούσαι εσύ πολύ πιο δυνατός μου; | |
Όμως δεν πρέπει να χαθεί μήτε ο δικός μου ο κόπος, | |
τι είμαι θεά μαθές κι' εγώ, ίδια μαζί σου φύτρα, | |
και πιο ολωνώνε σεβαστή γεννήθηκα απ' τον Κρόνο, | |
κι' ως πρώτη γέννα κι' επειδής με λεν δικό σου τέρι, | 60 |
εσένα π' όλων των θεών είσαι οριστής κι' αφέντης. | |
Μα παραχώρησες σ' αφτά θα κάνουμε κι' οι διο μας, | |
εμένα εσύ και πάλι εγώ εσένα θα σου κάνω, | |
κι' οι άλλοι αθάνατοι θεοί θα παν κατά πώς πάμε. | |
Μον τώρα πες της, μην αργείς, της Αθηνάς να τρέξει | |
στους πολυτάραχους στρατούς των Αχαιών και Τρώων, | 65 |
κι' έτσι να κάνει π' άπιστα ν' αρχίσουν πρώτοι οι Τρώες | |
και να χτυπάν τους Αχαιούς που κέρδισαν τη νίκη.» | |
. | |
Έτσι είπε, και την άκουσε ο κεραβνοτινάχτης, | |
και λέει εφτύς της Αθηνάς δυο φτερωμένα λόγια | |
«Πήγαινε κάτου στο στρατό δίχως στιγμή να χάσεις, | 70 |
κι' έτσι να κάνεις π' άπιστα ν' αρχίσουν πρώτοι οι Τρώες | |
και να χτυπάν τους Αχαιούς που κέρδισαν τη νίκη.» | |
. | |
Έτσι είπε, και ξαπόστειλε την Αθηνά στα πλήθη, | |
όπως κι' εκείνη ώρα πολλή να τρέξει λαχταρούσε, | |
κι' απ' του Ελύμπου χύθηκε, τα κορφοβούνια κάτου. | |
Πώς τ' άστρο φαίνεται που ο γιος του Κρόνου σφεντονίζει, | 75 |
κι' είναι σημάδι ή σε λαό πολύστρατο ή σε νάφτες, | |
λαμπρό, και σπίθες άπειρες στο δρόμο του σκορπάνε· | |
σαν τέτιο αστέρι χύθηκε κι' αφτή ίσια προς τον κάμπο, | |
κι' έπεσε ανάμεσα στους διό. Και κοίταζαν με τρόμο | |
οι φτερουγόποδοι Αχαιοί κι' οι αλογάδες Τρώες. | 80 |
Κι' έτσι ο καθένας έλεγε, στο γείτονα γυρνώντας | |
«Για πάλι πόλεμος κακός θ' ανάψει κι' άγρια μάχη, | |
για βάζει ανάμεσα στους διο αγάπη ο γιος του Κρόνου, | |
πούναι στον κόσμο μοιραστής στημένος του πολέμου.» | |
. | |
Έτσι ο καθένας έλεγε των Αχαιών και Τρώων. | 85 |
Κι' εκείνη μ' άντρα μιάζοντας, μ' ακοντιστή ψημένο, | |
το Λαοδόκο, χώθηκε μες στο σωρό των Τρώων, | |
παντού τον άξιο Πάνταρο πούθε να βρει ζητώντας. | |
Και βρήκε του Λυκά το γιο, λεβεντονιό πανώριο, | |
πούστεκε, κι' είχε τους γερούς των ασπιστάδων λόχους | 90 |
τριγύρω, π' απ' τα ρέματα τους έφερε του Αίσπου. | |
Και πάει σιμά και του λαλεί διο φτερωμένα λόγια | |
«Τάχατες θες το λόγο μου, γιε του Λυκά, ν' ακούσεις: | |
Γοργή σαΐτα σου βαστάει να ρήξεις του Μενέλα; | |
Θα σ' τόχουν χάρη οι Τρώιδες, θα σε παινέσουν όλοι, | 95 |
κι' απ' όλους χάρη πιο πολύ θα σ' το γνωρίζει ο Πάρης, | |
και πρώτος μ' αξετίμωτα θα σε πλουτίσει δώρα | |
αν δει τον πολεμόχαρο Μενέλα ξαπλωμένο | |
πας στην πολύπικρη φωτιά, της σαϊτιάς σου θύμα. | |
Μον έλα, ομπρός! σαΐτεψ' τον το βασιλιά Μενέλα, | 100 |
και κάνε τάμα του θεού, τ' αχτιδοστάλτη Απόλλου, | |
πλήθος αρνιά πρωτόλουβα να σφάξεις στο βωμό του, | |
πίσω σαν πας στον τόπο σου, τη βλογημένη Ζέλια.» | |
. | |
Μ' αφτά τα λόγια τ' άμιαλου του πείθει το μιαλό του. | |
Ίσα γυμνώνει στη στιγμή τ' ωριόξυστο δοξάρι, | 105 |
τ' αγριοτραγήσο, π' άλλοτες τον τράγο μοναχός του | |
κάτου απ' τα στήθια βάρεσε, εκεί που τον καρτέραε | |
κι' απ' το ποδόχι στον γκρεμό τον είδε να προβάλει· | |
κι' έπεσε χάμου ανάσκελα ο τράγος οχ το βράχο. | |
Κατάκορφα 'χε κέρατα μακριά δεκάξη χούφτες, | |
που ο κερατοπελεκητής του τάδεσε με τέχνη | 110 |
τα γιάλισε όλα, και χρυσό τους έβαλε κοράκι. | |
Λοιπόν το τέντωσε καλά ακουμπισμένο χάμου, | |
και κατά γης τα' απίθωσε. Κι' ενώ μπροστά του ασπίδες | |
κρατούσανε οι συντρόφοι του, μήπως τυχόν πλακώσουν | |
πριν οι γενναίοι Δαναοί πριν δούνε χτυπημένο | 115 |
τον ξακουστό τ' Ατρέα γιο, τον καστανό Μενέλα, | |
έβγαλε αφτός το σκέπασμα της θήκης, και σαΐτα | |
πήρε καινούργια φτερωτή, πηγή των μάβρων πόνων· | |
και τη σαΐτα απάνου εφτύς στερέωσε στην κόρδα, | |
κι' έκανε τάμα του θεού, τ' αχτιδοστάλτη Απόλλου, | |
πλήθος αρνιά πρωτόλουβα να σφάξει στο βωμό του, | 120 |
πίσω σαν πάει στον τόπο του, στη βλογημένη Ζέλια. | |
Κι' έπιασε κόρδα και λαβές αντάμα και τραβούσε· | |
την κόρδα αγγίζει στο βυζί, τ' αγκύλι στο δοξάρι. | |
Και τέλος πια σαν τέντωσε το λυγιστό δοξάρι, | |
σφύριξε τ' όπλο... η κόρδα αψά βογγάει... πηδά η σαΐτα... | 125 |
γοργόσταλτη, μες στο σωρό να πέσει λαχταρώντας. | |
. | |
Μονάχα δε σε ξέχασαν, Μενέλα, μήτε εσένα | |
οι τρισμακάριστοι θεοί, κι' η Αθηνά πιο πρώτη, | |
που μπήκε ομπρός και σούδιωξε την άχαρη σαΐτα. | |
Απ' όλο τ' άλλο του κορμί την έδιωξε, σα μάννα | 130 |
που διώχνει μυΐγα απ' το μωρό σαν της γλυκοκοιμάται· | |
μα το ζουνάρι ναν του βρει την έστειλε, ίσα ίσα | |
εκεί που σμίγανε τα διο χρυσά θηλυκωτήρια | |
με πίσω διπλοτσάπραζο. Στο τεριαστό ζουνάρι | |
πέφτει η πικρή και το τρυπάει σαΐτα πέρα πέρα, | 135 |
και μες στα μαστροδούλεφτα του χώνεται τσαπράζα, | |
και στη φασκιά που του κορμιού την είχε φυλαχτήρι | |
και φράχτη κάθε κονταριού, και πιο πολύ τον είχε | |
προφυλαγμένο, μα κι' αφτή την πέρασε ίσα πέρα. | |
Χάραξε εκεί έτσι ξώσαρκα του στρατηγού το κρέας, | |
κι' έτρεχε εφτύς απ' την πληγή μαβρόθολο το αίμα. | 140 |
. | |
Σαν όταν φίλντισι καμιά γυναικά αλικοβάφει, | |
Λακώνισσα καν Κάρισσα, ατιού μαγουλοφόρι, | |
και φυλαγμένο βρίσκεται μες στο κελάρι κάτου· | |
πολλοί στα ζά ναν τόχανε στολίδι λαχταρούνε, | |
μα αφτό προσμένει βασιλιά μια μέρα να στολίσει, | |
να δίνει του φαριού ομορφιά, τιμή και του αλογάρη· | 145 |
έτσι σου ματοβάφηκαν, Μενέλα, τα θρεμένα | |
μεριά, και κάτου τα κανιά κι' οι όμορφοι αστράγαλοι. | |
. | |
Τρόμαξε τότε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος, | |
αίμα σαν είδε μελανό οχ την πληγή να τρέχει· | |
τρόμαξε ακόμα κι' ο γερός παλικαράς Μενέλας. | 150 |
Όμως σαν είδε τ' άντερο απ' όξω και τ' αγκίδια, | |
μέσα η καρδιά συνέφερε στα στήθια πίσω πάλι. | |
. | |
Τότες βαριά στενάζοντας τους είπε ο Αγαμέμνος, | |
ο δοξασμένος βασιλιάς, κρατώντας απ' το χέρι | |
τον αδερφό του, ενώ μαζί βογγούσανε οι συντρόφοι | |
«Αχ αδερφέ μου, ορκίστηκα λοιπόν το θάνατό σου | 155 |
που μόνο σ' έστησα μπροστά για μας να πολεμήσεις, | |
και να οι οχτροί σε λάβωσαν και πάτησαν τους όρκους. | |
Μα άχρηστοι οι όρκοι έτσι δεν παν και των αρνιών το αίμα, | |
κι' οι άδολες δεξές σταλιές που παίρναμε όλοι θάρρος. | |
Γιατί κι' αν δεν παιδέψει εφτύς ο Δίας, μα παιδέβει | 160 |
ύστερα αργά, και με βαριές ζημιές ξεπαγαδιάζουν, | |
με τις δικές τους κεφαλές, τα γυναικόπαιδά τους. | |
Τι μου το λέει αλάθεφτα εμένα αφτό η ψυχή μου· | |
θα φέξει η μέρα μια φορά που θα χαθεί κι' η Τροία | |
κι' ο βασιλιάς ο Πρίαμος κι' ο ξακουστός λαός του, | 165 |
κι' αφτούς του Κρόνου ατός του ο γιος, θυμό γιομάτος μ' όλους, | |
τη σκοτεινή απ' τα σύγνεφα θαν τους τραντάει φουρτούνα, | |
αφτού του δόλου παιδεφτής. Ναί, αφτά θα βγουν αλήθια· | |
μονάχα η λύπη σου, αδερφέ, τα σπλάχνα θα μου σφάζει | |
αν πάς εσύ και της ζωής αν σου κοπεί το νήμα, | 170 |
τι ντροπιασμένος κι' άτιμος θα σύρω πίσω στ' Άργος, | |
τι την πατρίδα οι Δαναοί θα θυμηθούν σε λίγο | |
και την Αργίτισσα Λενιό των Τρώων θ' αφίσουν | |
και του Πριάμου παίνεμα. Κι' εσένα εδώ θαμένο | |
με δίχως όφελος, η γης θα τρώει τα κόκκαλά σου. | 175 |
Κι' έτσι κανείς περήφανος οχτρός θα πει μια μέρα, | |
ποδοπατώντας του λαμπρού Μενέλα το μνημούρι | |
'Έτσι ναί! πάντα τους θυμούς ας βγάζει ο Αγαμέμνος, | |
όπως και τώρα στράτεμα έφερε εδώ του κάκου, | |
μα πίσω στ' Άργος γύρισε, στην ποθητή πατρίδα, | 180 |
μ' άδια καράβια, αφίνοντος τον ξακουστό Μενέλα. ' | |
Έτσι ίσως πει ... το χάσμα του τότε ας μ' ανοίξει ο Άδης!» | |
. | |
Μα τότες τούδωκε καρδιά ο καστανός Μενέλας | |
«Θάρρος! και μη φοβίζεις πια των Αχαιών τ' ασκέρι | |
Δε μπήκε μες στο ψυχικό η κοφτερή σαΐτα· | 185 |
μ' έσωσε ομπρός το πλουμιστό ζουνάρι, κι' από κάτου | |
με γλύτωσε η ζωστή η φασκιά που φτιάσανε οι χαλκιάδες.» | |
Τότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος | |
«Άμποτες νάναι αληθινό, Μενέλα αγαπημένε. | |
Και τη λαβωματιά ο γιατρός θα πιάσει, και βοτάνια | 190 |
θα βάλει απάνου τους πικρούς να σταματήσει πόνους.» | |
Έτσι είπε, και το θεϊκό διαλαλητή του κράζει | |
«Ταρθύβη, τρέχα το Μαχά εφτύς εδώ να φέρεις, | |
τ' άξιο βλαστάρι τ' Ασκληπιού, τ' ασύγκριτου χερούργου, | |
για να κοιτάξει την πληγή του βασιλιά Μενέλα | 195 |
που κάπιος τον σαΐτεψε, τεχνίτης στο δοξάρι, | |
Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάρα.». | |
Είπε, κι' ο κράχτης άκουσε του βασιλιά το λόγο, | |
και τράβηξε να πάει γοργός, μες στου στρατού την πύκνα | |
γυρέβοντας τον αρχηγό Μαχά. Και να! τον είδε | 200 |
πούστεκε, κι' είχε τους γερούς των ασπιστάδων λόχους | |
τριγύρω, π' οχ τα Τρίκκαλα τους έφερε μαζί του. | |
Και πάει σιμά και του λαλεί διο φτερωμένα λόγια | |
«Μη στέκεις, θρέμμα τ' Ασκληπιού! Σε κράζει ο Αγαμέμνος, | |
για να κοιτάξεις την πληγή του βασιλιά Μενέλα | 205 |
που κάπιος τον σαΐτεψε, τεχνίτης στο δοξάρι, | |
Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάρα.» | |
Έτσι είπε, και του τάραξε τα σπλάχνα μες στα στήθια. | |
Κι' αμέσως κίνησαν οι διο να παν μέσα απ' το πλήθος, | |
του μάκρους τον απλόχωρο ακολουθώντας κάμπο. | |
Κι' εκεί σαν ήρθαν πούφαγε τη σαϊτιά ο Μενέλας, | 210 |
κι' όλοι είτανε τριγύρω του οι πρώτοι μαζεμένοι, | |
τότε ο ισόθεος γιατρός προβάλλει ανάμεσό τους. | |
Κι' εφτύς τραβούσε απ' το λαμπρό ζουνάρι τη σαΐτα· | |
και τράβα τράβα πίσω, σπάν τα κοφτερά τ' αγκίδια. | |
Και τούλυσε το πλουμιστό ζουνάρι, κι' από κάτου | 215 |
λει τη ζωσμένη του φασκιά που φτιάσανε οι χαλκιάδες. | |
Τότες σαν είδε την πληγή που τ' άνοιξε η σαΐτα, | |
ρουφάει το αίμας, κι' ύστερα κάτι καλά βοτάνια | |
της βάζει απάνου πούξερε, και μια φορά που τάχε | |
από φιλία ο Χείρωνας δοσμένα του γονιού του. | |
Μα εκεί τον ξακουστό αρχηγό π' αφτοί γιατρολογούσαν, | 220 |
να κι' έφτασαν τα τάγματα των ασπιστάδων Τρώων· | |
κι' αφτοί ξαναρματώθηκαν να μπούνε στο κοντάρι. | |
Τότες δεν είδες να δειλιά το βασιλιά Αγαμέμνο, | |
μήτε να χάσκει δένοντας τα χέρια, μον να τρέχει | |
στον πόλεμο που τα καλά δοξάζει παλικάρια. | 225 |
Τ' αμάξι το χαλκόλαμπρο με τα φαριά του αφίνει· | |
λαχανιασμένα ο παραγιός πίσω βαστούσε τ' άτια, | |
του Φτόλεμου ο πιδέξος γιος, ο δυνατός Βρυμέδος, | |
που σαν τον καλορμήνεψε κοντά ναν του τα φέρει | |
άμα αποστάσει βγάζοντας τόσο λαό στη μάχη, | 230 |
πήγε πεζός και διάβαινε των Αχαιών τους λόχους. | |
Όσους Αργίτες πρόθυμα να ροβολάν θωρούσε, | |
ναν τους παινέσει στέκουνταν και ναν τους δώσει θάρρος | |
«Θάρρος, παιδιά, κι' απόφαση! και μη σας πιάνει δείλια! | |
Δε θα μας δώσει ψέφτικη βοήθεια ο γιος του Κρόνου, | 235 |
τι αφτοί που πρώτοι βλάψανε, τους όρκους αθετώντας, | |
αφτών τα τροφαντά κορμιά οι σκύλοι θα χορτάσουν, | |
και στ' Άργος με τα πλοία εμείς τα γυναικόπαιδά τους | |
θα πάμε, σαν τους πάρουμε τη μυριοπλούσια χώρα.» | |
Όσους πάλε έβλεπε χωρίς ψυχή ν' αναμελάνε, | 240 |
αφτούς τους έβριζε άσκημα με θυμωμένα λόγια | |
«Ντροπής, κιοτήδες Αχαιοί, δοξάρια που σας πρέπουν! | |
Πού βόσκετε έτσι με το νου χαμένο, σα ζαρκάδια | |
που σα διαβούν πηλαλητά μεγάλο κάμπο, στέκουν | |
αποσταμένα, κι' η καρδιά τους παραλεί στα στήθια; | 245 |
Έτσι κι' εσείς νεκρώσατε και χέρι δεν κουνάτε! | |
Για καρτερείτε τους οχτρούς εδώ κοντά ως να φτάσουν | |
που τα γοργά μας έχουμε καράβια τραβηγμένα, | |
στης αφρισμένης θάλασσας την άκρη, για να δείτε | |
τάχα θ' απλώσει απάνου σας ο Δίας το δεξύ του;» | |
Έτσι προστάζοντας παντού τα τάγματα περνούσε, | 250 |
κι' έφτασε ομπρός στους Κρητικούς σα διάβαινε το πλήθος. | |
Αφτοί φορούσαν τ' άρματα στου Δομενιά τριγύρω· | |
αφτός σαν άγριο ατρόμητος καπρί μ' ομπρός τους πρώτους, | |
πίσω ο Μηριόνης τους στερνούς του γκάρδιωνε ανομάτους. | |
Και σαν τους είδε, χάρηκε ο πρωτοκαπετάνιος, | 255 |
κι αμέσως είπε φιλικά του Δομενιά δυο λόγια | |
«Εσένα απ' όλους, Δομενιά, τους Αχαιούς πιο πρώτα | |
στον πόλεμο εγώ σε τιμώ και στις δουλιές τις άλλες, | |
και στο τραπέζι όταν κρασί αρχοντικό φλογάτο | |
οι προεστοί νερώνουμε μες στο βαθύ κροντήρι. | 260 |
Ναι μεν, κι' οι άλλοι πρόκριτοι θα πιουν το ταχτικό τους, | |
μα εσένα πάντα ξέχειλο σου στέκει το ποτήρι, | |
σαν το δικό μου, για να πιεις άμα ορεχτεί η καρδιά σου. | |
Μα ομπρός! ροβόλα ατρόμητος, σαν που παινιέσαι ως τώρα!» | |
. | |
Τότες του λέει κι' ο Δομενιάς, των Κρητικώνε ο πρώτος | 265 |
«Πιστό, αρχηγέ μου, σύντροφο, θα μέ βρεις πάντα εμένα | |
κατά πώς σ' τόταξα αρχικώς και σούδωκα το χέρι. | |
Τους άλλους πήγαινε άκουρους Αργίτες να σηκώσεις, | |
κι' ας μπούμε εφτύς στον πόλεμο, τι πάτησαν τους όρκους | |
οι Τρώες... όμως θάνατος τους καρτεράει και κλάψες, | 270 |
που πρώτοι αφτοί μας βλάψανε, τους όρκους αθετώντας.» | |
. | |
Είπε, κι' εκείνος πέρασε με τη χαρά στα στήθια. | |
Και προχωρώντας φτάνει ομπρός στους Αίιδες, κι' εκείνοι | |
οπλίζουνταν, και σύγνεφο πεζών τους ακλουθούσε. | |
Κι' όπως σα βλέπει σύγνεφο βοσκός ψηλά οχ τη ράχη | 275 |
π' ογρό με φύσημα νοτιά στο πέλαγο αρμενίζει, | |
και λες σαν πίσσα μελανό του φαίνεται απ' αλάργα | |
καθώς πλακώνει οχ το γιαλό σιφουνογκαστρωμένο, | |
κι' ανήσυχος μες στη σπηλιά τα θρέμματά του μπάζει· | |
έτσι των θεογέννητων αντρών πυκνοί κι' οι λόχοι | 280 |
κινούσαν με τους Αίιδες στον πόλεμο να πάνε, | |
θολοί, από πλήθος άρματα κι' ασπίδες δασωμένοι. | |
Και σαν τους είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους, | |
και στέκεται και τους λαλεί δυο φτερωμένα λόγια | |
«Αίιδες των χαλκόφραχτων αρχόντοι Δαναώνε, | 285 |
σ' εσάς τους διο προστάγματα δεν παν, και μήτε λέξη | |
δε θα σας πω· τι μόνοι σας με προθυμιά, το ξέρω, | |
στήθος με στήθος το λαό να πολεμάει κεντάτε. | |
Ε και να μούταν, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο, | |
σαν τη δική τους την καρδιά μες σ' ολωνών τα στήθια! | |
Γλήγορα τότες θάβλεπαν να γονατίσει η Τροία | 290 |
και σκλαβωμένη απ' τα βαριά να ρημαχτεί σπαθιά μας.» | |
. | |
Είπε, κι' αφίνει αφτούς εκεί και προχωράει στους άλλους. | |
Αφτού το Νέστορα απαντάει, το ρήτορα της Πύλος | |
με τη γλυκόφωνη λαλιά, την ώρα που τους λόχους | |
έσαζε, και να πολεμάν τους έλεγε σαν άντρες, | |
με λοχαγούς τον Αίμονα, το Βίαντα, το Χρόμη, | 295 |
τον αντριωμένο Αλάστορα, τον αψηλό Πελάγο. | |
Τους αλογάδες είχε ομπρός με τ' άλογα κι' αμάξα, | |
και να φυλάν πισώστησε πολλή και διαλεγμένη | |
πεζούρα, και τους αχαμνούς τους έρηξε στη μέση, | |
που θεν δε θένε στανικώς να πολεμάν κι' εκείνοι. | 300 |
Των αλογάδων στην αρχή τους ξήγαε να κρατάνε | |
τ' άλογα, μες στην ταραχή μην τύχει και τους φύγουν. | |
«Κι' ας μη ζητάει κανένας σας, απ' αξιοσύνη τάχα | |
κι' αντριά, να πολεμάει μπροστά μονάχος απ' τους άλλους, | |
μήτε ας κωλώνει· δύναμη θα χάνετε μονάχα. | 305 |
Κι' όπιος μακριά απ' τ' αμάξι του κάνα άλλο αμάξι σμίξει, | |
αφτός ας ρήχνει, τι πολύ καλύτερα συφέρνει. | |
Κούρσεβαν έτσι κι' οι παλιοί τα κάστρα και τις χώρες, | |
τέτια έχοντας απόφαση στα στήθια, τέτια γνώμη.» | |
. | |
Έτσι στον πόλεμο έβγαζε τα παλικάρια ο γέρος, | 310 |
τι κάτεχε πως πολεμάν απ' τα παλιά τα χρόνια. | |
Κι' άμα τον είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους, | |
και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια | |
«Αχ, γέροντα, όπως μέσα ο νους σούναι μεστός στα στήθια. | |
έτσι το χέρι ας σ' άκουγε, τα κότσα ας σου βαστούσαν! | |
Μόνε τα έρμα γερατιά σε τρων... που να θε πιάσουν | 315 |
κάνα άλλονε, και με τους νιους να σ' έβλεπαν εσένα!» | |
. | |
Τότες του λέει κι' ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλος | |
«Τ' Ατρέα γιε, έτσι νάμουνα θαν τόθελα κι' ατός μου | |
σα στον καιρό όταν σκότωσα το θεϊκό Ρεφτάλη. | |
Μα έλα που πάντα να! οι θεοί δε μας τα δίνουν όλα· | 320 |
νιός τότε αν είμουν, με γερνούν τα χρόνια τώρα πάλι. | |
Μα κι' έτσι εγώ με τα φαριά θα πάω, και θα βοηθήσω | |
μ' αρμήνιες, όπως τόχουμε δικαίωμα οι γερόντοι. | |
Ειδέ κοντάρια οι νιότεροι θα παίξουν, που δεν έχουν | |
τα χρόνια μου και που γερά νογάν τα κόκκαλά τους.» | 325 |
. | |
Είπε, κι' εκείνος πέρασε με τη χαρά στα στήθια, | |
κι' ήβρε το γιο του Πετεού, που στέκουνταν με γύρω | |
λόχους των Αθηνιών πυκνούς, τεχνίτες του πολέμου. | |
Σιμά του εκεί ο πολύξερος Δυσσέας καρτερούσε, | |
και δίπλα των Κεφαλληνιών το δυνατό φουσάτο. | 330 |
Τι δεν τους άκουγε ο λαός ακόμα το γιουρούσι, | |
μόνε των Τρώων κι' Αχαιών τα φοβερά τ΄ ασκέρια | |
ότι άρχιζαν να ξεκινούν, κι' εκείνοι καρτερούσαν | |
κάνα άλλο τάγμα Αχαιϊκό να δουν να προχωρήσει, | |
να δώσει τράκο των οχτρών κι' ο πόλεμος ν' ανάψει. | 335 |
Κι' άμα τους είδε ο βασιλιάς, ναν τους μαλώνει αρχίζει, | |
και κράζοντος τους τούς λαλεί διο φτερωμένα λόγια | |
«Ω θεοπαίδι Μενεστιά, του Πετεού βλαστάρι, | |
κι' εσύ ω απάτης μάστορη, παμπόνηρο κεφάλι, | |
τι κρύβεστε κι' από μακριά τους άλλους καρτεράτε; | 340 |
Έπρεπε εσείς να στέκεστε μες στη σειρά των πρώτων | |
και με τους πρώτους τη φωτιά της μάχης ν' αντικρύστε. | |
Γιατί και πρώτοι τρέχετε στο μήνημά μου πάντα | |
σαν τόχει και τοιμάζουμε των προεστών τραπέζι, | |
όπου να τρώτε βρίσκετε σφαχτά καλοψημένα, | 345 |
και πλόσκες με γλυκό κρασί να πίνετε όταν θέτε. | |
Τώρα θα βλέπατε ήσυχοι κι' αν τάγματά μας δέκα | |
πριν από σας με τα βαριά κοντάρια αν πολεμούσαν.» | |
. | |
Τότες τον αγριοκοίταξε κι' απάντησε ο Δυσσέας | |
«Τι λόγο σού ξεστόμισαν, τ' Ατρέα γιε, τα χείλια; | 350 |
Πώς τάχα λες αναμελάω τη μάχη; Σα μετρούνε | |
τις σπάθες τους οι Δαναοί με των οχτρών τις σπάθες, | |
θα δεις, αν θες κι' αποθυμάς, τον ξακουστό Δυσσέα | |
τους πρώτους να καταπιαστεί των αλογάδων Τρώων | |
στήθος με στήθος... Μον εσύ πετάς χαμένα λόγια!» | 355 |
. | |
Τότες με χείλια γελαστά του κάνει ο Αγαμέμνος | |
σαν είδε πως πειράχτηκε, και ξείπε εφτύς το λόγο | |
«Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, | |
μήτε σε παρακατεχώ μήτε ορισμούς σου δίνω. | |
Ξέρω πως κρύβει φιλικιά μέσα η ψυχή σου γνώμη, | 360 |
γιατί ότι θέλω θες κι' εσύ. Μον πήγαινε! Ειδέ ετούτα, | |
κάνα κακό αν ειπώθηκε, τα σάζουμε κατόπι, | |
κι' έτσι όλα ο Δίας σαν καπνό ας τ' ανεμοσκορπήσει.» | |
. | |
Είπε, κι' αφίνει αφτούς εκεί και προχωράει στους άλλους. | |
Εκεί ήβρε το λιοντόψυχο Διομήδη, του Τυδέα | 365 |
τον άξιο γιο, που στέκουνταν μες στο ζεμένο αμάξι, | |
κι' είχε κοντά το Στένελο, το γιο του Καπανέα. | |
Κι' άμα τον είδε ο βασιλιάς, ναν τον μαλώνει αρχίζει, | |
και κράζοντάς τον του μιλεί δυο φτερωμένα λόγια | |
«Ω κρίμας, γιε του ξακουστού παλικαρά Τυδέα! | 370 |
Τι τρέμεις κι' αχαμνοτηράς τα διάβατα της μάχης; | |
Έτσι ο Τυδέας σύστημα δεν τόχε να ζαρώνει, | |
Μον πρόθυμα να πολεμάει για τους δικούς του πάντα, | |
καθώς το λέγανε όλοι τους που στη δουλιά τον είδαν. | |
Τι δεν τον είδα εγώ ποτές, μήτε έσμιξα μαζί του, | |
μα λεν πως στην παλικαριά δεν τούβγαινε κανένας. | 375 |
Τι δίχως ήρθε πόλεμο, σα φίλος, στη Μυκήνα | |
στρατολογώντας μια φορά, αφτός κι' ο Πολυνείκης, | |
που τότες βγήκαν το καστρί της Θήβας τα πατήσουν. | |
Απ' τους δικούς μας ήρθανε βοήθια να γυρέψουν, | |
κι' αφτοί να δώσουν ήθελαν και τάζουν τη βοήθια, | 380 |
μα ο γιος του Κρόνου μ' αχαμνά τους άλλαξε σημάδια. | |
Έτσι το δρόμο πήρανε και φέβγουν· και γυρνώντας | |
στον αψηλόβουρλο Ασωπό με τα παχιά λιβάδια, | |
πάλι ο στρατός τον έστειλε στη Θήβα τον Τυδέα. | |
Κι' αφτός παγαίνει, και πολλούς Θηβαίους πετυχαίνει | 385 |
πούτρωγαν μες στου βασιλιά Ετεοκλή τον πύργο. | |
Κι' εκεί είταν ξένος ο γοργός Τυδέας, κι' οι Θηβαίοι | |
πολλοί κι' αφτός μονάχος του, μα πάλι δε φοβούνταν, | |
παρά τους αντροκάλεσε στα χέρια, κι' έναν ένα | |
όλους τους νίκησε έφκολα, τι τόσο τον βοηθούσε | 350 |
του Δία η κόρη, η Αθηνά. Κι' εκείνοι απ' το κακό τους | |
παν και του σταίνουν δυνατή στο δρόμο του μπροσκάδα, | |
σα γύριζε, πενήντα νιους με δυο καπεταναίους, | |
το Μαίο, το γιο του Αίμονα, πούταν θεός μονάχος, | |
τον Πολυφόντη δέφτερο, βλαστάρι τ' Αφτοφόνου. | 395 |
Όμως το λάκκο κι' αφτωνών τους έσκαψε ο Τυδέας· | |
τους σκότωσε όλους, κι' άφηκε μον ένα να γυρίσει, | |
το Μαίο μονάχα, στρέγοντας σε θεϊκά σημάδια. | |
Νά σου ο Τυδιάς το τι είτανε, μα γέννησε το γιο του | |
χειρότερό του στο σπαθί, καλύτερο στους λόγους!» | 400 |
. | |
Είπε, μα λέξη ο δυνατός δεν έβγαλε Διομήδης, | |
τι σα στρατιώτης τ' αρχηγού σεβάστηκε το λόγο. | |
Όμως του Καπανέα ο γιος γυρίζει και του κάνει | |
«Ψεφτιές μη λες, τ' Ατρέα γιε, και ξέρεις την αλήθια. | |
Ναί, εμείς απ' τους πατέρες μας πολύ πιο παλικάρια | 405 |
λέμε πως είμαστε. Τι εμείς ακόμα και της Θήβας | |
την πολιτεία πήραμε την εφταπορτωμένη, | |
με πιο λιγότερο στρατό πιο στεριωμένο κάστρο, | 407 |
μα άσκημα εκείνοι τέλιωσαν με τις πολλές περφάνιες. | 409 |
. | |
Έτσι ίσους μας μην μου ζητάς να βγάλεις τους γονιούς μας» | 410 |
Τότες με μια λοξή ματιά του λάλησε ο Διομήδης | |
«Αδρέφι, κλείσ' το στόμα σου, τ' ακούς; Τον Αγαμέμνο | |
εγώ δεν τον κατηγοράω, πούναι αρχηγός μας όλων, | |
αν τους γενναίους Αχαιούς να πολεμάν τους βιάζει. | |
Τι πρώτα αφτός θα δοξαστεί αν νικηθούνε οι Τρώες | 415 |
κι' οι Δαναοί αν σκλαβώσουνε τη βλογημένη Τροία, | |
για αφτόν και θάναι η συφορά μεγάλη αν νικηθούμε. | |
Μον έλα τώρα ας πιάσουμε κι' εμείς την άγρια μάχη!» | |
. | |
Είπε, και χάμου πήδηξε με τ' άρματα οχ τ' αμάξι, | |
και βρόντησε ο χαλκός φριχτά στ' αρματωμένα στήθια | 420 |
καθώς κινούσε· θάπιανε κι' ένα άφοβο τρομάρα! | |
. | |
Κι' όπως στην πολυτάραχη ακρογιαλιά το κύμα | |
δίχως πλακώνει ανακοπή, βοριάς σαν το ξυπνήσει, | |
και πρωταρχύς στο πέλαγο φουσκώνει, μα κατόπι | |
σπάει στην ξηρά μουγκρίζοντας, κι' ολύγυρα στους κάβους | 425 |
θεριέβει καθώς έρχεται κορφοστρογγυλωμένο, | |
κι' όξω απ' τα σπλάχνα του ξερνάει της θάλασσας την άχνη· | |
έτσι και τότε απανωτοί των Αχαιών οι λόχοι | |
μ' απόφαση να παν ομπρός στον πόλεμο κινούσαν. | |
Και πρόσταζαν οι στρατηγοί, καθένας τους δικούς του, | |
κι' άφωνοι οι άλλοι βάδιζαν — δε θάλεγες πως τόσος | 430 |
λαός ροβόλαε έχοντας και μια φωνή στα στήθια — | |
με πειθαρχία κι' ήσυχα. Κι' απ' τα κορμιά ολωνώνε | |
αστράφτανε οι αρματωσές που πάγαιναν φορώντας. | |
. | |
Κι' οι Τρώες, όπως στέκουνται σε νοικοκύρη μάντρα, | |
για ν' αρμεχτούν το γάλα τους, χιλιάδες προβατίνες, | |
π' ακούν το κλάμα των αρνιών κι' ατέλιωτα βελάζουν, | 435 |
τέτιος στον κάμπο ακούγουνταν κι' ο λαλητός των Τρώων. | |
Τι ίδια δεν είχαν τη λαλιά, μήτ' όλοι μια τη γλώσσα, | |
Μον πλήθος γλώσσες σα στρατός από πολλές πατρίδες. | |
Κι' ο Άρης οδηγούσε αφτούς, η Αθηνά τους άλλους, | |
κι' ο Φόβος και το Σκιάξιμο κι' η λυσσασμένη Αμάχη, | 440 |
η αδερφή και βλάμισσα του θνητοσφάχτη τ' Άρη, | |
που πρώτα μικροσταίνεται, μα σε κομάτι αγγίζει | |
τον ουρανό με την κορφή, τη γης με τα ποδάρια, | |
πούρηξε μίσος άσβυστο και τότε ανάμεσό τους | |
και τρέχοντας μες στο στρατό τους πλήθαινε τα πάθια. | 445 |
. | |
Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια, | |
κουντρούν τομάρια και σπαθιά, κουντρούνε παλικάρια | |
χαλκοπλισμένα, και κοντά κοντά οι αφαλωμένες | |
είτανε ασπίδες, κι' άναψε μια ταραχή μεγάλη. | |
Και κλάμα ακούς και παίνεμα αντάμα αντρών που σφάζουν | 450 |
και σφάζουνται, κι' η γης παντού στο αίμα κολυμπούσε. | |
Πώς διο ποτάμια, οχ τα βουνά που κατεβούν χειμώνα, | |
ρήχνουν μαζί στη διχαλιά τα βρόχινα νερά τους, | |
από πλατιά διο στόματα μες σε βαθιά σκισμάδα, | |
κι' ακούει αλάργα ο πιστικός τον κρότο απάς στις ράχες· | 455 |
έτσι κι' αφτοί, σαν έσμιγαν, φωνάζανε χτυπιούνταν. | |
. | |
Πρώτος οχτρό ο Αντίλοχος χαλκόπλιστο σκοτώνει, | |
το Χέπωλο, ένα απ' τα καλά των Τρώων παλικάρια· | |
αφτόνε πρώτος βάρεσε στου φουντερού του κράνους | |
τη λάμα ομπρός, και τούμπηξε στο κούτελο του τ' όπλο, | 460 |
κι' ως μέσα η μύτη χώθηκε το κόκκαλο περνώντας, | |
και του σκοτείνιασε το φως· σαν πύργος τότες χάμου | |
γκρεμίστη ο νιος μες στην καρδιά της λυσσασμένης μάχης. | |
Και τότε ο Ελεφήνορας τον έπιασε απ' τα πόδια, | |
και τον τραβούσε — ο αρχηγός των άφοβων Αβάντων — | 465 |
όξω απ' τους χτύπους, τι ήθελε, δίχως καιρό να χάσει, | |
ναν τον γυμνώσει· μα πολύ δε βάσταξε ο σκοπός του . . . | |
Τι το νεκρό ο Αντήνορας τον είδε που τραβούσε, | |
και στα πλεβρά — που φάνηκαν, σαν έσκυψε, από δίπλα | |
απ' την ασπίδα — τον βαρεί με το μακρύ κοντάρι, | |
και τόνε στρώνει κατά γης. Τότε έτσι αφτός πεθαίνει. | 470 |
Μα άρχισε απάνου του σφαγή σκυλήσα πεισματάρα | |
των Τρώων και των Αχαιών, και χοίμιξαν σα λύκοι | |
ένας να φάει τον άλλονε, κι' άντρας κοπάνιζε άντρα. | |
. | |
Τότες καρφώνει τ' Αθεμιού το γιο ο μεγάλος Αίας, | |
το Σιμοήσο, λέφτερο χαριτωμένο αγόρι, | |
που η μάννα του τον γέννησε στην άκρη του Σιμόη, | |
καθώς την Ίδα μια φορά κατέβαινε, όπου πήγε | 475 |
με τους γονιούς της να νιαστεί τα γιδοπρόβατά της | |
(για τούτο κι' είχε τ' όνομα), μα να γεροκομήσει | |
τη μάννα δεν τ' αξιώθηκε, μον τούκοψε τη νιότη | |
με το κοντάρι τ' άσπλαχνο ο γιος του Τελαμώνα. | |
Τι πρώτος καθώς έρχουνταν, τα στήθια, στο δεξύ του | 480 |
κοντά βυζί, του τρύπησε, κι' αντίκρυ το κοντάρι | |
βγήκε ως στον ώμο, κι' έπεσε στη γης ο νιός, σα λέφκα | |
που σε πλατύ είναι και χλωρό λιβάδι φυτρωμένη, | |
γλιστρή, με κλώνους στην κορφή ψηλά ψηλά απλωμένους, | |
κι' αμαξοφτιάστης σύριζα με το μπαλτά την κόφτει, | 485 |
τι θέλει σ' όμορφου αμαξιού κουτί να βάλει γύρο, | |
κι' αφτή στην ακρορεματιά ξεραίνεται στρωμένη· | |
όμιο με λέφκα ξάπλωσε το Σημοήσο ο Αίας, | |
θρέμμα του Δία. Τότε ο γιος του βασιλιά Πριάμου, | |
ο Άντιφος, μες στο σωρό του ρήχνει το κοντάρι, | 490 |
μα δεν τον βρήκε, μον βαράει το Λέφκο, του Δυσσέα | |
ένα συντρόφι, στ' αχαμνά, καθώς τραβούσε εκείθες | |
του Σιμοήσου το κορμί. Έτσι απάς στο κουφάρι | |
έπεσε εκείνος, κι' ο νεκρός του γλίστρησε απ' τα χέρια. | |
Τότε ο Δυσσέας, βλέποντας το φίλο σκοτωμένο, | |
ανάφτει, και τους μπροστινούς λαμπρά χαλκοπλισμένος | 495 |
περνάει, και τρέχει στέκεται σιμά σιμά, και ρήχνει | |
τηρώντας γύρω. Κώλωσαν οι Τρώες μόλις είδαν | |
κάπιον που ρήχνει. Μα άδικα δεν πήγε το κοντάρι, | |
παρά χτυπάει το Δημοκό, γιο του Πριάμου νόθο, | |
που τούχε έρθει οχ την Άβυδο, πέρα οχ τ' αλογοθρόφι. | 500 |
Αφτόν εκεί στο μάγουλο ακόντισε ο Δυσσέας, | |
που για το φίλο του άναψε· κι' ως στα μηλίγγι τ' άλλο | |
βγήκε ο χαλκός, και χύθηκε στα διο του μάτια η νύχτα. | |
Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου. | |
. | |
Πόδισε τότε ο Έχτορας κι' οι στρατηγοί των Τρώων, | 505 |
κι' οι Δαναοί ζητωκραβγούν και τους νεκρούς τραβάνε, | |
και πάνε ακόμα πιο μπροστά. Μα σαν τους είδε ο Φοίβος | |
από ψηλά οχ την Πέργαμο, χολόσκασε και σκούζει | |
«Τρώες, ομπρός! Μη δείχνετε στους Αχαιούς τις πλάτες! | |
Δεν έχουν σίδερο κορμιά, δεν τάχουνε από πέτρα, | 510 |
που να βαστάνε όταν χαλκό τους ρήχνουν σαρκοσφάχτη. | |
Λείπει απ' τον πόλεμο κι' ο γιος της χρυσομάλλως Θέτης | |
και τον πνιγόκαρδο θυμό χορταίνει στα καράβια.» | |
. | |
Έτσι ο πολύσκιαχτος θεός τους φώναξε απ' το κάστρο. | |
Και γκάρδιωνε τους Αχαιούς η Τριτογεννημένη, | 515 |
η μυριοδόξαστη θεά, του Δία η θυγατέρα, | |
κι' είταν στη μέση όθε έβλεπε οκνά και πολεμούσαν. | |
. | |
Τότες το Διώρη μάτιασε το μάβρο ριζικό του. | |
Τι μια κοτρώνα μυτερή τον πήρε στο δεξύ του | |
αστράγαλο, απ' τον αρχηγό ρηγμένη των Θρακώνε, | |
τον Πείρο, πούρθε οχ την Αινό, βλαστάρι του Νιμπράσου. | 520 |
Ως πέρα πέρα τ' άπονο λιθάρι τα διο νέβρα | |
τούσπασε και τα κόκκαλα, κι' ανάσκελα στο χώμα | |
έπεσε απλώνοντας τα διο τα χέρια στους συντρόφους, | |
και ξεψυχούσε. Ορμάει ξανά ο Πείρος και του δίνει | |
μια κονταριά στον αφαλό σιμά, που τ' άντερά του | 525 |
χύθηκαν όλα κατά γης και σβύστηκε το φως του. | |
Μα και τον Πείρο ακόντισε ο Αιτωλός ο Θόας | |
στα στήθια εκεί απάς στα βυζί, και το χαλκό του μπήγει | |
μες στα πλεμόνια, κι' έπειτα ζυγώνει κι' οχ τα στήθια | |
όξω τινάζει τ' όπλο εφτύς· και το σπαθί τραβώντας | 530 |
του μπήγει μια μες στην κοιλιά και τόνε ξεμπερδέβει. | |
Δεν τούβγαλε όμως τ' άρματα· τι τρέξανε τριγύρω | |
οι Θράκες, σιώντας τα μακριά στα χέρια τους κοντάρια, | |
κι' όσο κι' αν είταν δυνατός φανταχτερός μεγάλος, | |
πίσω τον άμπωξαν· κι' αφτός ανοίγει και κωλώνει. | 535 |
. | |
Έτσι έμειναν κοντά κοντά οι διο τους ξαπλωμένοι | |
στις σκόνες μέσα, των Θρακών ο ένας καπετάνιος, | |
ο άλλος των χαλκόπλιστων πρωτάρχος Επειγώνε· | |
μα κι' άλλα πέφτανε πολλά τριγύρω παλικάρια. | |
. | |
Πού νάταν τότε εκεί κανείς να δει και να σαστίσει, | |
κάπιος π' ακόμα αλάβωτος από σπαθί ή κοντάρι | 540 |
να γύριζε καταμεσύς, κι' η Αθηνά απ' το χέρι | |
κρατώντας τον, τις κονταριές μακριά του να σκουντούσε· | |
τι Τρώων κι' Αχαιών πολλά κορμιά τη μέρα κείνη | |
χάμου στα βούρκα θάβλεπε στρωμένα δίπλα δίπλα. | |
. | |
. | |
. | |
Ε | |
. | |
. | |
. | |
Πάλι καρδιά και δύναμη του φοβερού Διομήδη | |
τούδωκε η κόρη του Διός, για να φανεί μες σ' όλους | |
τους Αχαιούς κι' αθάνατο να κάνει τ' όνομά του. | |
Απ' την ασπίδα τούκαιγε κι' απ' το χαλκένιο κράνος | |
φωτιά άσβυστη, λες είτανε το θερινό τ' αστέρι, | 5 |
π' απ' όλα αστράφτει πιο λαμπρό αφού λουστεί στο κύμα· | |
τέτια απ' τους ώμους τούκαιγε κι' απ' το κεφάλι φλόγα! | |
Και μες στη μέση, όθ' άπειροι χτυπιούνταν, τόνε στέλνει. | |
. | |
Ζούσε ένας πλούσιος άρχοντας στην Τριά, κάπιος Δάρης, | |
Ηφαιστολειτουργός, κι' αφτός είχε διο γιούς — Νιδιόνε | 10 |
τους λέγαν και Φηγιά — καλούς σε πάσα μάχης είδος. | |
Βγήκανε τότε αφτοί μπροστά και τούπεσαν απάνου, | |
αφτοί οχ τ' αμάξι, και πεζός ξεκίνησε ο Διομήδης. | |
Κι' ορμώντας σα ζυγώσανε με τ' άρματα στα χέρια, | |
τίναξε πρώτος ο Φηγιάς το τροχιστό κοντάρι· | 15 |
όμως η μύτη απάνωθες περνάει απ' του Διομήδη | |
τον ώμο τον αριστερό με δίχως ναν τον βλάψει. | |
Δέφτερος ρήχνει τότε αφτός, μα απ' το δικό του χέρι | |
τ' όπλο δεν πέταξε άδικα, μον του χτυπάει τα στήθια | |
μεσόβυζα, κι' οχ τα φαριά τόνε γκρεμίζει χάμου. | |
Τότε όξω πήδηξε ο Νιδιός και παραιτάει τ' αμάξι, | 20 |
μήδ' ήβρε θάρρος να σταθεί και το κορμί να σώσει | |
του σκοτωμένου του αδερφού. Τι θάτρωγε κι' αφτόνε | |
το μάβρο φίδι, μοναχά ο Ήφαιστος τον σώζει, | |
και τον γλυτώνει — απλώνοντας σκοτάδι ολόγυρά του — | |
μήπως κι' ο γέρος με χωρίς παρηγοριά του μείνει. | 24 |
. | |
Κι' οι Τρώες όταν είδανε τους γιους του γερο-Δάρη | 27 |
που ο ένας μόλις σώθηκε, τον άλλο πούπεσε όμως | |
δίπλα στ' αμάξι, απ' το κακό τους μάτωσε η καρδιά τους. | |
. | |
Ωστόσο η κόρη του Διός, η Αθηνά η Παλλάδα, | |
παίρνει απ' το χέρι και λαλεί του λυσσασμένου τ' Άρη | 30 |
«Άρη φονιά, ματόβρεχτε, Άρη καστροτινάχτη, | |
δεν τους αφίνουμε τους διο να πολεμάνε τώρα, | |
σ' όπιον του Κρόνου θέλει ο γιος τη νίκη να χαρίσει, | |
κι' ας τραβηχτούμε πίσω εμείς, μη μας θυμώσει ο Δίας.» | |
. | |
Είπε, και βγάζει απ' τη σφαγή το γιγαντόκορμο Άρη. | 35 |
Και κάθισε τον Άρη αφτή εκεί απάς στου Σκαμάντρου | |
τη χλοερή ακροποταμιά τη μιμιτσοστρωμένη· | |
κι' οι Δαναοί τσακίζουνε τους Τρώες, και σκοτώνει | |
πάσα αρχηγός κάπιον οχτρό. Κι' ο Αγαμέμνος πρώτος | |
όξω απ' τ' αμάξι γκρέμισε τον Όδη το μεγάλο, | |
των Αλιζώνων στρατηγό. Γιατί καθώς γυρνούσε | 40 |
πρώτος να φύγει, τούμπηξε στη ράχη το κοντάρι, | |
των ώμων του καταμεσύς, και τόβγαλε ως στα στήθια. | |
Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου. | |
. | |
Κι' ο Δομενιάς ξεπάστρεψε το Φαίστο, γιο του Βώρου, | |
π' απ' τη λιγδεροχώραφη είταν φτασμένος Τάρνο· | |
αφτόν στον ώμο το δεξύ με το μακρύ του φράξο | 45 |
τον βρήκε εκεί π' ανέβαινε στ' αμάξι του, και χάμου | |
έπεσε ο μάβρος, κι' άχαρο τον σκέπασε σκοτάδι. | |
. | |
Κι' όσο το Φαίστο οι Κρητικοί γυμνώνανε, ο Μενέλας | |
καρφώνει με το μυτερό κοντάρι το Σκαμάντρη, | |
του Στρόφη γιο, που γύριζε τα δάση για κυνήγι, | 50 |
παράξο κυνηγό, επειδής η Άρτεμη έτσι ατή της | |
τον είχε μάθει να χτυπάει κάθε λογής αγρίμι | |
π' απάνου θρέφει στα βουνά ο δεντρωμένος λόγγος. | |
Μα τότες δεν τον βοήθησε η σαϊτέφτρα η κόρη | |
και τα σημάδια οπούτανε ως τότες προικισμένος, | |
πάρα ο πολεμοδόξαστος Μενέλας σαν τον είδε | 55 |
κι' έφεβγε ομπρός του, τούστειλε στους ώμους το κοντάρι, | |
ίσα στη μέση, κι' αντικρύ τού τόβγαλε ως στα στήθια. | |
Κι' έπεσε μπρούμτα, κι' άχησε βαριά η αρματωσά του. | |
. | |
Του μαστρο-Κολλητή το γιο θανάτωσε ο Μηριόνης, | |
το Φέρεκλο, που κάτεχε να φτιάνει με τα χέρια | 60 |
κάθε λογής ψιλοδουλιά, τι η Αθηνά περίσσα | |
τον αγαπούσε., που κι' αφτά μαστόρεψε τα πλοία | |
του Πάρη τα πρωτόκακα, που σ' όλους τους Τρώες | |
και στο δικό του φέρανε κεφάλι τόσες πίκρες· | |
τι των θεώνε τα γραφτά δεν τάχε σκολιασμένα. | |
Τότε ο Μηριόνης τρέχοντας κατόπι τον προφταίνει, | 65 |
και μια του δίνει κονταριά δεξά στο κωλομέρι, | |
π' αντίκρυ ο στόκος πρόβαλε, στο κόκκαλα από κάτου, | |
κατά τη φούσκα. Κι' έπεσε στο γόνα ξεφωνώντας, | |
και χάρος κατασκότεινος του σφάλησε τα μάτια. | |
. | |
Τον Πήδιο ο Μέγης σκότωσε, γιο τ' Αντηνόρου νόθο, | |
νόθονε μα που η Θεανό τ' αντρός της για χατίρι, | 70 |
μ' αγάπη τον μεγάλωσε, σαν ένα απ' τα παιδιά της· | |
αφτόν στη μάχη ο ξακουστός γιος τότες του Φυλέα | |
ζυγώνει και στου κεφαλιού κατά το σνίχι πίσω | |
τόνε χτυπάει, που θέρισε ίσα ως στα δόντια αντίκρυ | |
κάτου απ' τη γλώσσα του ο χαλκός. Και πέφτει μες στις σκόνες, | |
και σφίγγει με τα δόντια του το μέταλλο το κρύο. | 75 |
. | |
Το θεϊκόνε Υψήνορα τότες ο γιος του Βαίμου, | |
γιο του γενναίου Δολοπιού, πούτανε του Σκαμάντρου | |
βαλμένος λειτουργός και λες θεό ο λαός τον είχε, | |
τότε ο λεβέντης Βρύπυλος τον πήρε κυνηγώντας, | |
κι' εκεί μπροστά του πούφεβγε, πηδάει και του καθίζει | 80 |
στον ώμο μια με το σπαθί κι' ως πέρα ξει το χέρι. | |
Και ματωμένο τούπεσε στη γης το χέρι χάμου, | |
κι' αφτόν τον πήρε ο θάνατος κι' η άπονή του η μοίρα. | |
. | |
Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στη φωτιά της μάχης· | |
μα το Διομήδη ανάμεσα σε πιους να πολεμούσε | 85 |
δεν τόξερες, στων Αχαιών τη μέση για των Τρώων. | |
Τι μες στον κάμπο χύνουνταν σα ρέμα φουσκωμένο, | |
που το χειμώνα αβάσταχτο σαρώνει κάθε αμπόδιο· | |
φράχτης πολύβλαστης φυτιάς το δρόμο δεν του κόβει | 90 |
κι' ούτε γιοφύρια αρμαθιαστά, σαν ξαφνοκατεβάσει | |
τότες που πιάνει η πολυμπριά, κι' απ' το στηθάτο κύμα | |
πολλά χαλιούνται χτήματα καλά νυκοκυραίων· | |
έτσι ο Διομήδης σκόρπιζε τους πυκνωμένους λόχους, | |
μηδέ κανείς του αντίστεκε κιας είταν τόσο πλήθος. | |
. | |
Μα σαν τον είδε ο ξακουστός γιος του Λυκά στον κάμπο | 95 |
που σάρωνε έτσι ανέμποδος τα τάγματα μπροστά του, | |
τεντώνει απάνου του γοργά το γυριστό δοξάρι, | |
κι' εκεί στον ώμο το δεξύ, στου τσαπραζού τη χούφτα, | |
καθώς ορμούσε τον βαράει. Κι' η κοφτερή σαΐτα | |
μέσα πετάει κι' αντίπερα προβάλλει, και το αίμας | 100 |
πασπάλιζε του τσαπραζού τη μεταλλένια χούφτα. | |
Έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μια φωνή μεγάλη | |
«Τρώες, ομπρός, λιοντόκαρδοι, αλόγων 'μερωτάδες! | |
Βρήκα τον πρώτο απ' τους οχτρούς! Πολύ δε θα βαστάξει | |
θαρρώ στη γοργοσαϊτιά, αλήθια αν ο αφέντης | |
του Δία ο γιος με σήκωσε, όταν ναρθώ κινούσα!» | 105 |
. | |
Έτσι είπε και παινέφτηκε. Μα το Διομήδη η άγρια | |
σαΐτα δεν τον δάμασε, μον ως μπροστά στ' αμάξι | |
πίσω γυρνάει και στέκεται, και του συντρόφου κράζει | |
«Έλα, αδερφέ μου Στένελε, πήδα οχ τ' αμάξι κάτου, | |
για να μου βγάλεις την πικρή που μ' ήβρε εδώ σαΐτα.» | 110 |
. | |
Είπε, και χάμου ο Στένελος ευτύς πηδά οχ τ' αμάξι, | |
και πάει σιμά του στέκεται, και τη γοργή σαΐτα | |
όξω απ' τον ώμο του σκουντάει κι' ίσα τη βγάζει πέρα. | |
Και πήδαε μες απ' τα στριφτά το αίμας του τσαπράζα. | |
. | |
Τότε έκανε παράκληση ο δυνατός Διομήδης | |
«Άκου με, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα! | 115 |
Στην έρμα μάχη αν άλλοτες με την καλή σου γνώμη | |
βοηθούσες τον πατέρα μου, δείξε μου τώρα, αφέντρα, | |
κι' εμένα την αγάπη σου, και κάνε να τσακώσω | |
αφτόν τον άντρα, κι' ας τον βρω στου κονταριού το δρόμο, | |
που να μου ρήξει πρόκανε, και σκούζει με περφάνια | |
πως πια δε θα πολυχαρώ τ' αγνό το φως του ήλιου.» | 120 |
. | |
Είπε, και την παράκλησή του ξάκουσε η Παλλάδα. | |
Τα μέλη τούκανε αλαφριά, πόδια και χέρια απάνου, | |
και στέκοντας σιμά του λέει, δυο φτερωμένα λόγια | |
«Άφοβα τώρα τους οχτρούς πολέμα τους, Διομήδη. | |
Τι μες στα στήθια σούσταξα το πατρικό σου θάρρος, | 125 |
ατρόμητο, σαν πούκλεινε μες στην καρδιά ο Τυδέας, | |
και σκόρπισα την καταχνιά πούχες πριχού στα μάτια | |
και τώρα αλάθεφτα θεό θα ξεχωρίζεις κι' άντρα. | |
Λοιπόν αν έρθει εδώ κανείς θεός να δοκιμάσει, | |
μη θες εσύ με τους θεούς να πολεμάς τους άλλους | 130 |
έτσι ανοιχτά· μα αν του Διός η κόρη η Αφροδίτη | |
έρθει στη μάχη, τρύπα την αφτή με το κοντάρι.» | |
. | |
Έτσι είπε, και τον άφισε η φοβερή Παλλάδα, | |
κι' εκείνος πάει στους μπροστινούς και ξανασμίγει πάλι. | |
Και πριν του γύρεβε η καρδιά να πολεμάει τους Τρώες, | 135 |
μα τότες λύσσα τρίδιπλη τον πήρε, σα λιοντάρι | |
που πέρα, αλάργα απ' το χωριό, πηδά αψηλή μια μάντρα | |
να φάει αρνιά πυκνόμαλλα, κι' ο πιστικός τού ρήχνει | |
και το ματώνει, μα νεκρό στον τόπο δεν τ' αφίνει· | |
το πάθος του έτσι πλήθηνε, μα δε βοηθάει κατόπι | |
παρά τρυπώνει εδώ κι' εκεί, κι' έρμα τ' αρνιά σκορπάνε· | 140 |
αφτά τα βλέπεις κατά γης σωρούς σωρούς στρωμένα, | |
και το λιοντάρι απ' το μαντρί πηδάει ξαγριεμένο· | |
με τέτια οργή τους μπήχτηκε των Τρώων κι' ο Διομήδης. | |
. | |
Τότε έσφαξε τους αρχηγούς Απείρονα κι' Αστύνο· | |
τον ένα στο βυζί τρυπάει, τον άλλο με τη σπάθα | 145 |
μια του καθίζει στον αρμό, εκεί κοντά στον ώμο, | |
π' απ' το λαιμό τού χώρισε τον ώμο κι' απ' την πλάτη. | |
Κι' άφισε αυτούς και κυνηγάει τον Άβα, τον Πολύδο, | |
τ' Ανοιχτομάτη τα παιδιά, του γερο-ονειροκρίτη. | |
Τα ονείρατά τους ξέχασε ναν τους ξηγήσει ο γέρος | 150 |
σαν ξεκινούσαν, κι' έπεσαν στα χέρια του Διομήδη. | |
. | |
Έπειτα χοίμηξε τους γιους του Φαίνοπα να πιάσει, | |
το Θόνα και τον Ξάνθονε, λέφτερα αγόρια ακόμα· | |
αφτόν τα έρμα γερατιά τότε έτρωγαν, και πια άλλον | |
ο δόλιος γιο δεν έκανε ν' αφήκει κληρονόμο. | 155 |
Γιατί ο Διομήδης έκοψε και των διονών τα νιάτα, | |
κι' άφισε κλάψες και πικρά φαρμάκια του πατέρα, | |
τι δεν τους είδε ζωντανούς στο σπίτι να γυρίσουν | |
οχ τη σφαγή, μον μοίρασαν το βιος του οι συμπεθέροι. | |
. | |
Έπειτα τσάκωσε δυο γιους του βασιλιά Πριάμου, | |
διο σ' ένα αμάξι, που Χρομιό τους λέγανε κι' Εχέμο. | 160 |
Κι' όπως λιοντάρι χύνεται σε βόδια εκεί που βόσκουν, | |
και σπάει το σβέρκο μοσκαριού στο λόγγο και γελάδας, | |
έτσι σκιαγμένους γκρέμισε κι' εκιούς τους διο ο Διομήδης | |
μέσα απ' τ' αμάξι, κι' έπειτα και τ' άρματά τους πήρε, | |
κι' έδωκε ναν του παν τα ζα οι φίλοι στα καράβια. | 165 |
. | |
Τότε ο Αινείας τον θωράει που λιάνιζε τους λόχους, | |
και τρέχει μέσα απ' τη σφαγή και των σπαθιών τους χτύπους, | |
τον παινεμένο Πάνταρο πούθε να βρει ζητώντας. | |
Και βρήκε του Λυκά το γιο, αρχοντονιό αντριωμένο, | |
και πάει μπροστά του στέκεται και του μιλεί διο λόγια | 170 |
«Πάνταρε, πούναι η φήμη σου, πού οι φτερωτές σαΐτες | |
και το δοξάρι, όπου κανείς εδώ άντρας δε σου βγαίνει | |
μήτε παινιέται στη Λυκία πως σούναι ανότερός σου; | |
Μόνε στο Δία σήκωσε τα χέρια, κι' έλα τώρα | |
τον άντρα αφτόν σαΐτεψ' τον που βλέπεις να! εκεί κάτου | 175 |
όλους νικάει, κι' αφάνισε σημαντικά τους Τρώες, | |
γιατί πολλών παλικαριών τους έχει φάει το μάτι, | |
εξόν αν είναι αφτός θεός, που τούλειψαν σφαχτά μας | |
και θύμωσε έτσι. Των θεών βαριά η οργή πλακώνει.» | |
. | |
Τότε ο λεβέντης Πάνταρος γυρίζει και του κάνει | |
«Αινεία, δημογέροντα των αλογάδων Τρώων, | 180 |
σαν το Διομήδη αφτόν εγώ τον απεικάζω σ' όλα, | |
απ' την ασπίδα κρίνοντας κι' απ' το χαλκένιο κράνος | |
κι' απ' τ' άτια· μα καλά θεός κι' αν είναι δεν κατέχω. | |
Μα αν είναι αφτός που εγώ θαρρώ, αν ο Διομήδης είναι, | |
με δίχως χέρι αφτός θεού δεν κάνει τόσο θρήνος, | 185 |
Μον κάπιος δίπλα τον βοηθάει θεός, κουκουλωμένος | 186 |
με καταχνιά. Τι τούρηξα πολιώρα και τον βρήκα | 188 |
δεξά στον ώμο, διάμεσα του τσαπραζού ως αντίκρυ· | |
κι' έλεγα εγώ πως τούσκαψα το λάκκο, μα στον τόπο | 190 |
δεν έμεινε... κάπιος μαθές θεός μας κατατρέχει. | |
Έπειτα εδώ με πιά άλογα κι' αμάξι θες να σύρω; | |
Έ στου Λυκα τ' αρχοντικό ως έντεκά 'ναι αμάξα | |
γερά καινούργια διαλεχτά, μ' ολόγυρα απλωμένα | |
σεντόνια, και στου καθενός το πλάι από 'να στέκει | 195 |
ζεβγάρι, βίκο τρώγοντας κι' ασπρόγλυκο κριθάρι. | |
Σαν ξεκινούσα νάρθω εδώ, πολλές φορές μου τόπε | |
ο γερο-ακοντιστής Λυκάς μες στ' όμορφό μας σπίτι· | |
μες στο ζεμένο μούλεγε αμάξι να καθήσω | |
κι' έτσι στης μάχης την καρδιά να τρέχω με τους πρώτους. | 200 |
Μα εγώ δεν άκουγα, και να! σα σκύλος μετανιώνω. | |
Τα ζα λυπόμουν πούμαθαν να μου καλοχορταίνουν, | |
μήπως τους λείψει εδώ ταγή μέσα σε τόσον ασκέρι. | |
Έτσι τ' αφήκα, κι' ήρθα εδώ πεζός, κι' απ' το δοξάρι | |
όλπιζα· μα από 'φτό καλό τα μάτια μου δεν είδαν. | 205 |
Σε διο απ' τους πρώτους έρηξα ως τώρα, στο Διομήδη | |
και το Μενέλα, και τους διο τους βρήκα, κι' αίμα μάβρο | |
τους έβγαλα, μα πιο πολύ τους πύρωσα μονάχα. | |
Για αφτό δεν πήρα σε καλό το γυριστό δοξάρι | |
τη μέρα εκείνη απ' το καρφί, σαν ξεκινούσα ο έρμος | 210 |
να φέρω εδώ στον Έχτορα βοήθια και στους Τρώες. | |
Μα να γυρίσω μια φορά και να θωρήσω πάλι | |
τη λατρεφτή πατρίδα μου, τ' αγαπητό μου τέρι, | |
και στ' αψηλόσκεπο να μπω μεγάλο αρχοντικό μας, | |
κι' ας μου το κόψει χέρι οχτρού αμέσως το κεφάλι, | |
αν δεν το σπάσω εγώ σε διο και στη φωτιά αν δε ρήξω | 215 |
τ' όπλο που βλέπεις, επειδής το κουβαλάω του κάκου!» | |
. | |
Τότε ο Αινείας απαντάει, ο στρατηγός των Τρώων | |
«Μην κλαίγεσαι έτσι!... Η ατυχιά δε θα γυρίσει ωστόσο | |
πριν βγούμε εμείς μπροστά σ' αφτόν τον άντρα με τ' αμάξι | |
κι' άφοβοι εδώ μετρήσουμε μαζί του τα κοντάρια. | 220 |
Μον έλα ανέβα δίπλα μου, να μάθεις σαν τι ζώα | |
είναι του Τρώα τ' άλογα, που ξέρουν μες στον κάμπο | |
απάνου κάτου σαν αητοί να κυνηγάν και φέβγουν, | |
που και στο κάστρο θα μας παν γερούς, αν πάλι ο Δίας | |
τη νίκη στον ασίκη γιο χαρίσει του Τυδέα. | 225 |
Μον έλα πάρ' το καμοτσί στα χέρια και τα γέμια, | |
κι' εγώ στ' αμάξι θ' ανεβώ και θα τον πολεμήσω· | |
ή εσύ καρτέρα τον, κι' εγώ τα νιάζουμαι τα ζώα.» | |
. | |
Τότες πάλι είπε του Λυκά ο γιος ο παινεμένος | |
«Αινεία, ατός σου βάσταξτ' τα τα γέμια κι' άλογά σου. | 230 |
Τι κάλια με τον αμαξά που ξέρουν θα τραβήξουν | |
αν ίσως πάλι φέβγουμε τον τολμηρό Διομήδη, | |
μήπως σκιαχτούνε κι' έπειτα κολλήσουν, κι' απ' τη μάχη | |
δε θέλουν να μας βγάλουνε, ποθώντας τη φωνή σου, | |
και τότε εμάς του αντρόκαρδου Τυδέα ο γιος χοιμήξει | 235 |
και πάρει τα γοργά άλογα κι' εμάς μας πετσοκόψει. | |
Μον τράβα τα εσύ τα φαριά και τ' όμορφό σου αμάξι, | |
κι' αφτόνε εγώ τον καρτεράω με τ' όπλο ... κι' ας ορίσει!» | |
. | |
Είπαν αφτά κι' ανέβηκαν στο σκαλισμένο αμάξι, | |
κι' απάνου τράβηξαν, φωτιά γιομάτοι, στο Διομήδη· | 240 |
Μον ο καμαρωμένος γιος του Καπανιά τους είδε | |
και του Διομήδη λέει εφτύς δυο φτερωμένα λόγια | |
«Διομήδη, του Τυδέα γιε, μυριάκριβό μου αδρέφι, | |
άντρες διο βλέπω δυνατούς και τρέχουνε αφρισμένοι | |
να σε βαρέσουν· σα βουνό έχουν αντριά κι' οι διο τους. | 245 |
Ο ένας τους, σαΐτεφτής παράξος, καμαρώνει | |
που του Λυκά 'ναι τάχα γιος· κι' ο άλλος, ο Αινείας, | |
παινιέται πως τον έσπειρε ο ξακουστός Αχίσης, | |
κι' έχει και μάνα λέει θεά, τη χρυσωπή Αφροδίτη. | |
Μον έλα πια ας ποδίσουμε με τ' άτια, και μην τρέχεις | |
ομπρός έτσι ασυλλόγιστα και τη ζωή μού χάσεις.» | 250 |
. | |
Τότες τον τήραξε λοξά και τούκανε ο Διομήδης | |
«Μην αναφέρνεις καν φεβγιό, τι μον τα λόγια χάνεις! | |
Δε βρήκα απ' τους γονιούς μου εγώ στον πόλεμο να τρέμω, | |
ή να ξεκόφτω ... βρίσκεται καρδιά εδώ μέσα ακόμα! | 254 |
Μα αφτοί κι' οι διο απ' τα χέρια μας τα γλήγορα άλογά τους | 257 |
πίσω δε θαν τα παν, αν δα κι' ο ένας μας ξεφύγει. | |
Τώρα άλλο λόγο θα σου πω και τήρα μην ξεχάσεις. | |
Αν η πολύβουλη Αθηνά τους διο τους μ' αξιώσει | 260 |
να σφάξω, τότε εσύ εκειδά σταμάτα το δικό μας | |
γοργό ζεβγάρι, δένοντας τα γκέμια απ' το στεφάνι, | |
και στο δικό σου νιάσου εφτύς να πεταχτείς ζεβγάρι, | |
και χτύπα το ως των Αχαιών απ' των οχτρών το μέρος. | |
Γιατί απ' το σόϊ που χάρισε του Κρόνου ο γιος στον Τρώα | 265 |
για του παιδιού του πλερωμή, του Γανυμήδη, τι είταν | |
τα πιο περίφημα άλογα σ' ανατολή και δύση, | |
λεν έκλεψε απ' το σόϊ αφτό ο βασιλιάς Αχίσης, | |
στ' άτια φοράδες βάζοντας κρυφά απ' το Λαομέδο. | |
Έξη πουλάρια τούκαναν στους στάβλους του οι φοράδες· | 270 |
τέσσερα ο ίδιος στο παχνί κρατάει κι' ακριβοθρέφει, | |
και τ' άλλα διο τα χάρισε του γιου του τ' αντριωμένου. | |
Αφτά αν τα πάρουμε, λαμπρό θα γίνει τ' όνομά μας!» | |
. | |
Αφτά κουβέντιαζαν οι διό. Κι' οι άλλοι σε λιγάκι | |
κοντοζυγώνουν, τα γοργά χτυπώντας άλογά τους. | 275 |
Κι' έπιασε πρώτος του Λυκά ο γιος ναν του μιλήσει | |
«Σκληρόκαρδε πολεμιστή, γιε του λαμπρού Τυδέα, | |
λοιπόν δε σ' έφαγε η γοργή ρηξά, η πικρή σαΐτα· | |
μα ας δούμε πάλι αν θα σε βρω με το κοντάρι τώρα!» | |
. | |
Είπε, και σιώντας τίναξε το σουγλερό κοντάρι | 280 |
και στην ασπίδα τον βαράει· κι' εκείνη ως πέρα πέρα | |
πετάει, η μύτη η χάλκινη, και μπαίνει στα τσαπράζα. | |
Κι' έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μια φωνή μεγάλη | |
«Σούσκισα ως μέσα την κοιλιά! Πολύ δε θα βαστάξεις | |
λέω όρθιος πια, και μούδωκες μεγάλη εμένα δόξα!» | 285 |
. | |
Μα δίχως φόβο απάντησε ο δυνατός Διομήδης | |
«Δε βρήκες, μον αστόχησες. Μα εσείς θαρρώ ποτές σας | |
δε θα τελιώστε, μοναχά σαν πέσει ο ένας χάμου | |
κι' η γης ρουφήξει αχόρταγη το αίμας του το μάβρο.» | |
. | |
Είπε και ρήχνει. Κι' έστειλε του Δία η κόρη τ' όπλο | 290 |
στη μύτη, εκεί στο μάτι του σιμά, κι' αντίκρυ ο στόκος | |
βγήκε στο σνίχι κόβοντας τα δυο σβερκοποντίκια. | |
Και πέφτει, κι' η αρματωσά βροντάει απάνωθές του, | 294 |
πλούμια χαλκένια ολόλαμπρη, και φέβγουν δίπλα τ' άτια· | 295 |
κι' άγλυκος χάρος την ψυχή του πήρε και τη νιότη. | |
. | |
Τότ' ο Αινείας πήδησε με το κοντάρι χάμου | |
και την ασπίδα (το νεκρό σκιάχτηκε μην του πάρουν | |
οι Δαναοί) και στήθηκε σιμά του σα λιοντάρι | |
θάρρος γιομάτος, και μπροστά τη στρογγυλή του ασπίδα | |
και το κοντάρι πρόβαλε — μ' απόφαση να σφάξει | 300 |
όπιον κι' ενάντια αν τούβγαινε — τρομαχτικά αλυχτώντας. | |
Κι' αφτός, κοτρώνα του Τυδιά αρπάζει ο γιος στα χέρια, | |
μεγάλο βάρος, π' άντρες διο σαν τους θνητούς τούς τώρα | |
δε θαν τη σήκωναν — μα αφτός την αλαφροπετούσε | |
και μόνος — και του σφίγγει μια στο γοφό, εκεί που μέσα | 305 |
γυρνάει στο γόφο το μερί και που το λένε γούβα· | |
κι' η πέτρα τούσπασε η τραχιά τη γούβα, και στο γόνα 307 | 308 |
πέφτει, και μένει ακουμπιστός με τ' αντριωμένο χέρι | |
στη γης, και νύχτα σκοτεινή του χύνεται στα μάτια. | 310 |
. | |
Και τότε εκεί θα χάνουνταν ο βασιλιάς Αινείας, | |
Μον να! τον είδε η μάννα του, η χρυσωπή Αφροδίτη, | |
που στις βοσκιές τον έκανε με τον αφέντη Αχίση, | |
και με τ' αφράτο χέρι της αγκάλιασε το γιόκα, | |
κι' άπλωσε ομπρός του απ' το λαμπρό μια δίπλα φόρεμά της | 315 |
ναν τον φυλάξει απ' τις ρηξές, μην τύχει οχτρός κανένας | |
και της τον σφάξει μπήγοντας στα στήθια το κοντάρι. | |
. | |
Αφτή μακριά απ' τις κονταριές το γιο της κουβαλούσε, | |
και τις ορμήνιες δεν ξεχνάει ο γιος του Καπανέα, | |
αφτές που του παράγγειλε ο φοβερός Διομήδης, | 320 |
Μον τα μονόνυχά του ζα τα σταματάει αλάργα, | |
όξω απ' τη μάχη, δένοντας τα γκέμια απ' το στεφάνι, | |
κι' ορμάει και το καλότριχο ζεβγάρι του Αινεία | |
πέρα τραβάει απ' των οχτρών στων Αχαιών το μέρος. | |
Και τόδωκε του Δήπυλου, του γκαρδιακού του βλάμη — | 325 |
π' απ' όλους πιο καλύτερα τον είχε τους συντρόφους, | |
κι' είχαν μια γνώμη πάντα οι διο — στα πλοία ναν τ' αφήκει· | |
κι' ο ίδιος πάλι ανέβηκε στ' αμάξι του, κι' αδράζει | |
τα γκέμια, κι' ίσα αβάσταχτος προς το Διομήδη τρέχει. | |
. | |
Κι' αφτός στην Κύπρη χοίμηξε με τ' άσπλαχνο κοντάρι, | 330 |
γιατί την ήξερε άτολμη κι' όχι θεά από κείνες | |
που στρατηγέβουν στων αντρών τους φονικούς πολέμους, | |
μήτε ρημάχτρα Σκοτωσού μήτε Αθηνά μ' ασπίδα. | |
Και μέσα σαν την έφτασε στ' ασκέρι κυνηγώντας, | |
τότες τη σημαδέβει ο γιος του ξακουστού Τυδέα, | 335 |
κι' ορμάει και ξέσκουρα χτυπά με το χαλκό το χέρι | |
τ' αφράτο· κι' έφκολα ο χαλκός τής τρύπησε το δέρμα — | |
περνώντας το θεοτικό σκουτί που οι Χάρες μόνες | |
τής τόφτιασαν — στη ρίζα εκεί πιο απάνου από τη χούφτα. | |
Κι' έτρεχε πια το αίμα της τ' αθάνατο, ο νιχώρας, | |
τέτιος που τρέχει απ' τους θεούς τους μυριοβλογημένους, | 340 |
γιατί δεν πίνουν φλογωπό κρασί, δεν τρώνε στάρι, | |
κι' είναι για κείνο αναίματοι κι' αθάνατους τους λένε. | |
Κι' έρηξε αφτή με τις φωνές το γιο της οχ τα χέρια. | |
Αφτόν εκεί τον γλύτωσε στην αγκαλιά του ο Φοίβος | |
μες σ' ένα μάβρο σύγνεφο, μην τύχει οχτρός κανένας | 345 |
και τον σκοτώσει μπήγοντας στα στήθια το κοντάρι· | |
και της θεάς βροντόφωνα της έκραξε ο Διομήδης | |
«Παραίτα, κόρη του Διός, τις μάχες και τους φόνους· | |
τάχα δε σώνει που δειλές γυναίκες ξελογιάζεις; | |
Μα αν θες πολέμους και καλά, θαρρώ μα την ψυχή μου | 350 |
θα τρέμεις έτσι κι' αν αλλού πως πολεμάνε ακούσεις.» | |
. | |
Είπε, και σα λωλή η θεά τραβήχτη, τι πονούσε. | |
Κι' η ανεμόποδη Ίριδα την πιάνει, κι' απ' τ' ασκέρι | |
τη βγάζει, ψυχολίγωτη με τους πολλούς τους πόνους· | |
κι' έβλεπες το ροδόθωρο κορμί να μελανιάζει. | |
Κατόπι βρήκε στα ζερβά της μάχης καθισμένο | 355 |
τον Άρη, μ' άρματα και ζα σε σύγνεφο κρυμένα· | |
και πέφτοντας γονατιστή, πολλά με περικάλια | |
τα χρυσοστέφανα άλογα ζητούσε τ' αδερφού της | |
«Αχ αδερφέ μου, νιάσου με, και δώσ' μου τ' άλογά σου | |
για ν' ανεβώ στον Έλυμπο, στα θεϊκά λημέρια. | 360 |
Πολύ με τυραγνά η πληγή που μούδωκε ο Διομήδης, | |
θνητός που και το Δία πια θα πολεμούσε τώρα.» | |
. | |
Είπε, κι' ο Άρης τ' όμορφο της έδωκε ζεβγάρι. | |
Έτσι στ' αμάξι ανέβηκε με την καρδιά κλαμένη, | |
και δίπλα η ανεμόποδη θεά τα πλούσια γέμια | 365 |
παίρνει στα χέρια, και χτυπάει τα δυο φαριά να τρέξουν. | |
Κι' αφτά πετούσαν πρόθυμα. Έτσι σε λίγο φτάνουν | |
στο χιονοσκέπαστο Έλυμπο, στα θεϊκά λημέρια. | |
Εκεί η θεά τα σταματάει, τα λει και τα ξεζέβει, | |
και την αθάνατη ταγή τούς έβαλε να φάνε. | |
Κι' αφτή στης Διώνης έπεσε τα πόδια, η Αφροδίτη, | 370 |
στης μάννας της· στην αγκαλιά την πήρε τότε η Διώνη, | |
την πήρε και τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε | |
«Πιός, φως μου, σ' έκανε σ' αφτά τα χάλια απ' τους ουράνιους, | |
αψήφιστα, σα νάκανες κάνα άπρεπο στο φόρο;» | |
. | |
. | |
Τότες η γελιαγάπητη της απαντά Αφροδίτη | 375 |
«Με λάβωσε ο λιοντόκαρδος Διομήδης του Τυδέα, | |
γιατί έβγαζα όξω απ' τη σφαγή το γιο μου, τον Αινεία, | |
την πιο πολύτιμη ψυχή που λαχταρώ στον κόσμο. | |
Γιατί δεν είναι η μάχη πια τώρα Αχαιών και Τρώων, | |
μα αν αγαπάς οι Δαναοί και με θεούς χτυπιούνται.» | 380 |
. | |
. | |
Κι' η Διώνη, η σεβαστή θεά, της απαντάει διο λόγια | |
«Παρ' το, παιδί μου, απόφαση, και μη σε τρώει η λύπη. | |
Πάθαμε εμείς πολλά οι θεοί ως τώρα απ' τους αθρώπους, | |
τα μάτια ο ένας τ' αλλουνού να βγάλουμε ζητώντας. | |
Έπαθε ο Άρης, τότε οι γιοί που τ' Αλωγέα, ο Ώτος | 385 |
κι' ο σκληρό-Φιάλτης, στις τριχιές τον είχαν βαλημένα, | |
κλεισμένο μήνες δώδεκα μες σε κελί χαλκένιο. | |
Και τότε εκεί ίσως χάνουνταν ο θνητοφάγος Άρης, | |
Μον στον Ερμή το πρόφτασε η γλυκομάτα Ερίβια, | |
η μητρυιά τους, κι' ο Έρμης τον κλέβει από κει μέσα | 390 |
σ' άσκημα χάλια, κι' η σκληρή τον έτρωγε τριχιά του. | |
Έπαθε η Ήρα τον καιρό που στο δεξύ βυζί της | |
ο θεριομάχος Ηρακλής με τρίγλωσση σαΐτα | |
την κάρφωσε, που πήγε πια ναν την τρελάνει ο πόνος. | |
Έπαθε ο Άδης ο βαθύς μια σαϊτιά κι' εκείνος, | 395 |
όταν στη μέση των νεκρών, στην Πύλο, ο ίδιος πάλι | |
του Δία ο γιος τον πλήγωσε κι' αφάνισε στους πόνους. | |
Ο Άδης τότε ανέβηκε στου Δία τα παλάτια | |
και στον απέραντο Έλυμπο με την καρδιά θλιμένη, | |
πονώντας σ' όλο το κορμί· και τ' όπλο καρφωμένο | |
στην πλάτη τη βασταγερή τον κατατυραγνούσε. | 400 |
Μα βάζοντας ο Γιρτρεφτής μαλαχτικά βοτάνια | |
τον γιάτρεψε· τι δα θνητός δεν είτανε πλασμένος. | 402 |
Τώρα η κουκουβαγιόματη θεά Αθηνά κι' εσένα | 405 |
σούστειλε αφτόν ... Θεότρελος! που δε λογιάζει ο νους του, | |
σαν πολεμάς με τους θεούς πως δεν πολυχρονίζεις, | |
ούτε απ' τον πόλεμο γυρνάς κι' απ' τη σφαγή ν' ακούσεις | |
στα γόνατά σου τα γλυκά λογάκια των παιδιών σου. | |
Έτσι ας προσέξει, όσο πολύ κι' αν είναι παλικάρι, | 410 |
μήπως στη μάχη άλλος κανείς του βγει πιο δυνατός του, | |
κι' η Γιάλα η αρχοντόθρεφτη καμιά νυχτιά απ' τον ύπνο | |
σηκώσει με τα κλάματα το σπιτικό της όλο, | |
το τέρι της γυρέβοντας, τον πρώτο απ' τους Αργίτες, | |
η γνωστικιά του φοβερού Διομήδη γυναικούλα.» | 415 |
. | |
Ετσι είπε, και της σφούγγιζε το θεϊκό νιχώρα | |
με τα διο χέρια· κι' έγιανε το χέρι, κι' οι βαριοί της | |
πόνοι μαλάκωσαν. Κι' αφτές, η Αθηνά κι' η Ήρα, | |
θωρούσαν, κι' έτσι αγγιχτικά πειράζανε το Δία. | |
Και πρώτη πήρε του Διός ναν του μιλήσει η κόρη | 420 |
«Πατέρα Δία, κάτι τι θα πω, και μη θυμώσεις. | |
Σαν κάπια η Κύπρη Αργίτισσα ξελόγιαζε να φύγει | |
με κάναν Τρώα — γιατί αφτοί την έχουν μαγεμένα– | |
κάπια από 'φτές χαϊδέβοντας τις όμορφες νυφούλες | |
τ' αφράτο χέρι στη χρυσή θα μάτωσε καρφίτσα.» | 425 |
. | |
Γέλασε τότες των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, | |
και τη ροδόσταχτη θεά φωνάζει και της κάνει | |
«Δεν είναι, κόρη μου, οι δουλιές για σένα του πολέμου. | |
Εσύ τις γλυκοπόθητες κοίτα δουλιές του γάμου, | |
κι' άφισ' τα αφτά στης Αθηνάς τα χέρια και στον Άρη.» | 430 |
. | |
Τέτια μιλούσανε οι θεοί ανάμεσό τους λόγια. | |
. | |
Και στον Αινεία χοίμηξε ο φοβερός Διομήδης, | |
ξέροντας πως τον φύλαγε όχι άλλος, μόνε ο Φοίβος | |
με το δεξύ του· μα κι' αφτόν τον αψηφούσε, κι' έτσι | |
θεό μεγάλο, κι' έβλεπε πώς πάντα τον Αινεία | |
να σφάξει, και την ξακουστή να πάρει αρματωσά του. | 435 |
Τρεις έτσι χύθηκε φορές ζητώντας να τον σφάξει, | |
και τρεις ο Φοίβος τούσπρωξε την λαμπρισμένη ασπίδα· | |
μα κι' όταν τέταρτη όρμησε σα δαίμονας μονάχος, | |
μπήγει ο Απόλλος μια φωνή μεγάλη και του κράζει | |
«Για στάσου, λιοντόκαρδε Διομήδη και στοχάσου, | 440 |
και μη ζητάς με τους θεούς να γίνεσαι ίσα κι' ίσα! | |
Όμια η γενιά δεν πλάστηκε μαθές των αθανάτων | |
θεώνε και των κατά γης σερνάμενων αθρώπων.» | |
. | |
Είπε, και του Τυδέα ο γιος πισώκανε μια στάλα | |
για να γλυτώσει απ' το θυμό του προφυλάχτη Απόλλου. | |
Κι' αφτός αλάργα απ' τη σφαγή αφίνει τον Αινεία | 445 |
μέσα στην άγια Πέργαμο, οπούχανε χτισμένα | |
την εκκλησιά του. Εκεί η Λητό κι' η Άρτεμη στο μέσα | |
πλατύ ιερό τον φρόντιζαν και τον γιατρολογούσαν. | |
Κι' ο Φοίβος ένα φάντασμα σοφίστηκε, όμιο σ' όλα | |
με τον Αινεία, και μ' αφτόν και στ' άρματα το ίδιο, | 450 |
κι' ολόγυρα στο φάντασμα οι Δαναοί κι’ οι Τρώες | |
τρυπούσαν τις βοϊδόπετσες στρογγυλωτές ασπίδες, | |
και τις φτερόλαφρες προβιές στα στήθια ο ένας τ' άλλου. | |
. | |
Τότες πια ο Φοίβος φώναξε του λυσσασμένου τ' Άρη | |
«Άρη φονιά, ματόβρεχτε, Άρη καστροτινάχτη, | 455 |
έλα απ' τον πόλεμο λοιπόν τον άντρα αφτόν να βγάλεις, | |
πούναι άξιος και τον Δία πια να πολεμήσει τώρα. | |
Την Κύπρη πρώτα πλήγωσε από κοντά στο χέρι, | |
έπειτα ακόμα σαν στειχειό μου ρίχτηκε κι' εμένα.» | |
. | |
Είπε, κι' ατός του κάθησε στης Πέργαμος την άκρη. | 460 |
Μα ο Άρης πήγε το στρατό και γκάρδιωνε των Τρώων | |
όμιος σα νάταν των Θρακών ο στρατηγός Ακάμας, | |
και στους θεοσπαρμένους γιους φωνάζει του Πριάμου | |
«Γιοί του Πριάμου, των θεών βλαστάρια, ως πότε ακόμα | |
θ' αφίνετε έτσι απ' τους οχτρούς να σφάζεται ο λαός σας; | 465 |
Για λέτε ως να ζυγώσουν πια στις στεριωμένες πόρτες; | |
Χάσαμε ένα άντρα ισότιμο του Έχτορα εδωπέρα, | |
το γιο του μεγαλόψυχου Αχίση, τον Αινεία. | |
Ομπρός! τον άξιο σύντροφο να σώσουμε απ' τους χτύπους!» | |
. | |
Μ' αφτά τα λόγια προθυμιά τους έβαλε και θάρρος. | 470 |
. | |
Τότε ασκήμα κι' ο Σαρπηδός τον Έχτορα μαλώνει | |
«Έχτορα, πού 'ναι — δε μου λες; — η τόλμη πούχες πρώτα; | |
Λες ίσως πως χωρίς βοηθούς κι΄ασκέρι θα βαστάξεις | |
το κάστρο, με τ' αδέρφια σου και τους γαμπρούς μονάχα. | |
Μα τώρα εγώ κανένα τους δε βλέπω να προβάλλει, | 475 |
μόνε ζαρώνουν σα σκυλιά τριγύρω σε λιοντάρι, | |
κι' εδώ όλοι εμείς, όσοι είμαστε βοηθοί σας, πολεμάμε. | |
Τι είμαι κι' εγώ βοηθός εδώ κι' από πολύ ήρθα αλάργα. | |
Τι αλάργα βρίσκεται η Λυκιά πας στο χοχλάτο Ξάνθο, | |
κι' εκεί 'να γόρι ανήλικο και νια άφηκα γυναίκα, | 480 |
και βιος μεγάλο π' ο καθείς το λαχταρά αν δεν τόχει. | |
Μα κι' έτσι τους συντρόφους μου τους στέλνω ομπρός, κι' ατός μ | ου |
τρέχω μ' οχτρούς να χτυπηθώ· ωστόσο εγώ δεν έχω | |
δικό μου εδώ ν' αρπάξουν βιός, γυναίκες μου να πάρουν. | |
Κι' εσύ μου στέκεις, μήτε καν φωνάζεις στ' άλλο ασκέρι | 485 |
να μείνουν και τα τέρια τους απ' τη σκλαβιά να σώσουν. | |
Τήρα μην πέστε στων οχτρών τα χέρια, σαν πιασμένοι | |
σε λινοβρόχι αδιάβατο, και στο σακκί σας βάλουν· | |
γλήγορα τότε η πλούσια σας θα σβύσει πολιτεία. | |
Μα πρέπει μέρα νύχτα αφτά στο νου σου εσύ ναν τάχεις, | 490 |
και να θερμοπερικαλείς τους πρώτους των βοηθώνε | |
πιστοί να μείνουν, τη βαριά φοβέρα παραιτώντας.» | |
. | |
Είπε, κι' ο λόγος δάγκασε τον Έχτορα στα σπλάχνα, | |
και πήδηξε οχ' τ' αμάξι εφτύς αρματωμένος χάμου, | |
και σιώντας τα διο στομωτά κοντάρια, ολούθε τρέχει | 495 |
δίνοντας θάρρος, κι' άναψε πεισματωμένη μάχη. | |
Γυρνάν οι Τρώες, τους οχτρούς με θάρρος αντικρύζουν, | |
μα αχώριστοι κι' οι Δαναοί βαστούν και δεν τσακάνε. | |
Κι' όπως λιχμίζουν χωρικοί, και τ' άχερο στ' αλώνια | |
παίρνει ο αγέρας, σα φυσούν άνεμοι κι' η ξανθούλα | 500 |
θεά χωρίζει Δήμητρα απ' τ' άχερο το στάρι, | |
κι' ασπρολογάνε οι θημωνιές· όμια άσπρισε τους άντρες | |
απ' άκρη ως άκρη ο κουρνιαχτός, που σύγνεφα λες τότες | |
ως στον πολύχαλκο ουρανό τον τίναζαν τα πόδια | |
των ζώνε, σα ματάσμιγαν — τι πίσω τα γυρνούσε | 505 |
κάθε αμαξάς — κι' οι δυο στρατοί ξανά στη μάχη ορμούσαν. | |
Κι' ο Άρης νύχτα ξάπλωσε στον πόλεμο τριγύρω, | |
κι' έτρεχε ακούραστος παντού βοηθώντας τους Δαρδάνους, | |
και τις αρμήνιες τέλιωνε του χρυσοσπάθη Απόλλου, | |
που τούχε πει και σύστησε ν' αναστυλώσει πάλι | |
των Τρώων την παλικαριά, σαν είδε την Παλλάδα | 510 |
φεβγάτη· γιατί αφτή είτανε των Αχαιών προστάτρα. | |
. | |
Κι' απ' το βαθύπλουτο ιερό κι' ο Φοίβος τον Αινεία | |
τους στέλνει, κι' έβαλε ζωή μες στ' αρχηγού τα στήθια. | |
Κι' αφτός στους φίλους πάγαινε, και χάρηκαν εκείνοι | |
άμα τον είδαν ζωντανός που ζύγωνε κι' ακέριος, | 515 |
θάρρος γιομάτος, μα χωρίς και ναν του πουν δυο λόγια· | |
τι η άλλη αμπόδιζε δουλιά που ο άγριος σήκωσε Άρης, | |
κι' η Έριδα η αχόρταγη κι' ο Αργυροδοξάρης. | |
. | |
Τους άλλους του Λαέρτη ο γιος κι' ο θαρρετός Διομήδης | |
κι' οι δυο γκαρδιώνανε Αίιδες, τους Αχαιούς, στη μάχη· | 520 |
όμως κι' οι ίδιοι οι Δαναοί μήτ' απ' τα νταηλίκια | |
των Τρώων κρυφοδείλιαζαν και μήτε απ' τα γιρούσα, | |
Μον στέκανε απαράλλαχτοι σα σύγνεφα που σταίνει | |
ο Δίας σε βιδιάς καιρό στα κορφοβούνια απάνου, | |
ασάλεφτα, όταν του βοριά η λύσσα και πάσα άλλου | |
κοιμάται ανέμου ζωηρού, που με βουή μεγάλη | 525 |
φυσούν και κάθε σύγνεφο μαβρόχρωμο σκορπίζουν· | |
έτσι οι Αργίτες σταθεροί τους Τρώες καρτερούσαν | |
δίχως να φέβγουν. Και παντού ο πρωταφέντης τ' Άργους | |
γυρνούσε μέσα στο σωρό και φώναζε ολοένα | |
«Άλα! παιδιά, και βάρτε τους! Μ' ατρόμητα τα στήθια | |
φιλοτιμάστε τους οχτρούς πιος πρώτος να σκορπήσει. | 530 |
Όπου ντροπής, και πιότεροι γλυτώνουν παρά πέφτουν· | |
φέβγεις, και ξεπετά η τιμή με δίχως να γλυτώσεις.» | |
. | |
Είπε κι' αμέσως τίναξε μια κονταριά πιδέξια, | |
και βάρεσε έναν αρχηγό και του Αινεία βλάμη, | |
το γιο του Πέργασου Δηκό, που τον τιμούσαν ίσα | 535 |
οι Τρώες σαν του βασιλιά τους γιους, γιατί παράξος | |
είταν στων πρώτων τη σειρά να πολεμάει και σφάζει | |
κατάσπιδα τον βάρεσε, κι' ανόφελη η ασπίδα | |
φάνηκε τότες, τι ο χαλκός τη διαπερνάει και μπαίνει | |
στα κάτου μέρη της κοιλιάς τρυπώντας το ζουνάρι. | |
Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου. | 540 |
. | |
Τότε ο Αινείας σκότωσε κι' αφτός διο παλικάρια | |
των Αχαιώνε, του Διοκλή τους γιους· τον ένα Κρήθο | |
τον λέγανε κι' Ορσίλοχο τον άλλονε. Ο γονιός τους | |
κάθουνταν στην καλόχτιστη Φηρή, σε βιος βαρβάτος, | |
κι' απ' το Ρουφιά κατάγουνταν, απ' το φαρδύ ποτάμι, | |
που κατεβαίνει διάμεσα της γης των Πυλιωτώνε, | 545 |
και τον Ορσίλοχο έσπειρε, πολλών αφέντη ανθρώπων, | |
γονιό τ' ατρόμητου Διοκλή· κι' αφτός παιδιά του πάλι | |
έκανε εκείνους δίδυμα, σε κάθε πόλεμο άξιους. | |
Και σαν αντρώθηκαν οι διο, στη μυριοπλούσια Τροία | 550 |
πήγανε με των Αχαιών τα μελανά καράβια, | |
βοηθώντας τ' Ατρεόπουλα να γδικιωθούν τους Τρώες· | |
μονάχα αφτού τους σκέπασε του χάρου το σκοτάδι. | |
Πώς μεγαλώνει η μάννα τους πας σε βουνού κορφάδες | |
λιοντάρια διο μες στην καρδιά δεντροπνιγμένου λόγγου, | 555 |
κι' αρνιά και βόδια πρόσπαχα αρπάζουν, και τις στάνες | |
ρημάζουνε των χωριανών ώστε κι' αφτά να πέσουν | |
απ' τα μυτεροτρόχιστα των χωριανών κοντάρια· | |
έτσι απ' τα χέρια σφάχτηκαν κι' εκείνοι του Αινεία, | |
κι' έπεσαν όπως έλατα μεγάλα γέρνουν χάμου. | 560 |
. | |
Μα τους λυπήθηκε ο γερός Μενέλας σαν τους είδε | |
πεσμένους, κι' όξω ρήχτηκε απ' τη γραμμή των πρώτων, | |
αστράφτοντας μες στο χαλκό και παίζοντας το φράξο· | |
κι' ο Άρης με τη γνώμη αυτή του πλήθαινε την τόλμη, | |
για ναν τον σφάξει τ' άσπλαχνο κοντάρι του Αινεία. | |
Όμως τον είδε ο γλήγορος Αντίλοχος, και βγήκε | 565 |
όξω απ' τους πρώτους, τρέμοντας μην τίποτα τους πάθει | |
ο βασιλιάς και χάσουνε του κάκου τόσους κόπους. | |
Οι διο τους τότες στέκουνταν αντικρυστοί, με χέρια | |
και μ' άρματα τους έτοιμα, να χτυπηθούν διψώντας, | |
κι' έτρεξε αφτός σιμά σιμά, του βασιλιά από δίπλα. | 570 |
Τότε ο Αινείας πόδισε κι ας είταν παλικάρι, | |
άντρες σαν είδε αντίκρυ διο να στέκουν δίπλα δίπλα· | |
κι' αφτοί τραβάνε τους νεκρούς στων Αχαιών το μέρος, | |
κι' όταν τους μάβρους στων δικών τους έβαλαν τα χέρια, | |
γύρισαν πάλι και μπροστά στη μάχη πολεμούσαν. | 575 |
. | |
Τον Πυλομένη τότε οι διο, άντρα άξιο σαν τον Άρη | |
και πρώτο των λιοντόκαρδων σκοτώνουν Παφλαγόνων. | |
Αφτόν εκεί που στέκουνταν, του ρήχνει το κοντάρι | |
ο ξακουσμένος σκοπεφτής Μενέλας, και τον βρίσκει | |
απάς στην κλείδωση. Κι' ο γιος κατόπι του Νεστόρου | 580 |
τον αμαξά του Μύδονα χτυπάει, τον αντριωμένο | |
τ' Ατύμνη γιο — τ' αλόγατα γυρνούσε αφτός να φύγει — | |
μεσάγκωνα βαρώντας τον με μια χοντρή κοτρώνα· | |
κι' εκείνος, χάμου τούπεσαν στις σκόνες οχ τα χέρια | |
τα γκέμια π' απ' του φιλντισιού τη χάρη ασπροβολούσαν. | |
Τότε όρμησε ο Αντίλοχος και μια στην κεφαλή του | |
σπαθιά του σέρνει, πούπεσε οχ τ' όμορφό του αμάξι | 585 |
με το κεφάλι, στ' απαλό απάνου και στους ώμους, | |
φυσώντας, μες στα χώματα. Καιρό στεκότανε όρθιος — | |
γιατί άμμο βρήκε εκεί βαθύ — ως που τ' αλόγατά του | |
τον κλώτσησαν και χάμου εκεί τον ξάπλωσαν στο χώμα, | |
καθώς ο γιος του Νέστορα τα βάρεσε να τρέξουν, | |
κι' έτσι τα πήγε ως στα γοργά των Αχαιών καράβια. | |
. | |
Τότες τους είδε ο Έχτορας στων στρατιωτών τη μέση | 590 |
κι' όρμησε απάνου σκούζοντας, και πίσω του ακλουθούσαν | |
των Τρώων τ' άγρια τάγματα, κι' έτρεχε ομπρός ο Άρης | |
με την αφέντρα Σκοτωσού, που της Σφαγής κρατούσε | |
την άκαρδη Αναστάτωση, κι' ο λυσσασμένος Άρης | |
ανέμισε αθεόρατο στις χούφτες του κοντάρι, | |
και μια μπροστά απ' τον Έχτορα μια γύριζε από πίσω. | 595 |
. | |
Και σαν τον είδε, τρόμαξε ο φοβερός Διομήδης. | |
Πώς άντρας μαλακόψυχος περνάει μεγάλο κάμπο | |
και στέκει ομπρός σε ποταμού την άκρη φουσκωμένου | |
που τρέχει κατά το γιαλό, καθώς τον δει με κρότους | |
π' αφρολογάει, και βιαστικός τραβιέται πίσω πάλι· | |
τότε έτσι κώλωσε κι' αφτός και μίλησε στ' ασκέρι | 600 |
«Βρε τι σαστίζουμε, παιδιά, τον Έχτορα σα δούμε | |
κι' είναι άφοβος πολεμιστής και στο κοντάρι πρώτος; | |
Μα κείνος ένα απ' τους θεούς έχει κοντά του πάντα | |
που τον γλυτώνει από σφαγή, σαν που και τώρα ο Άρης, | |
τηράτε! μ' άντρα μιάζοντας θνητό μαζί του τρέχει. | |
Μον με τα μάτια στους οχτρούς απάνου, πίσω πάντα | 605 |
τραβιέστε, και με τους θεούς πολέμους μη ζητάτε.» | |
. | |
Είπε, κι' εφτύς πολύ κοντά τούς ζύγωσαν οι Τρώες. | |
Έσφαξε τότε ο Έχτορας καλούς διο ακοντιστάδες, | |
διο σ' ένα αμάξι· Αχίγιαλο τους λέγαν και Μενέστη. | |
Κι' ο Αίας τους σπλαχνίστηκε, πεσμένους σαν τους είδε, | 610 |
και τρέχει αμέσως στέκεται σιμά σιμά στους διο τους | |
και ρήχνει το σπιθόβολο κοντάρι, και τον Άρη | |
σκοτώνει, του Σελάγου γιο, που στην Παισό 'χε πύργο | |
κι' είχε σπαρτά και βιος πολύ, μα να στην Τροία η μοίρα | |
τον έστειλε του βασιλιά βοηθό και των παιδιών του. | |
Αφτόνε ο Αίας σούγλισε στου ζουναριού τα μέρη· | 615 |
και κάτου κάτου στην κοιλιά του μπήκε το κοντάρι, | |
και χάμου βρόντησε. Έτρεξε ο ξακουστός τότε Αίας | |
ν' αρπάξει την αρματωσά, μα τούρηξαν οι Τρώες | |
τα μακροδρόμα ολόλαμπρα κοντάρια· κι' η ασπίδα | |
άρπαξε απάνου της πολλά· κι' εκείνος στο κουφάρι | |
το πόδι απάνου βάζοντας, το χαλκωμένο φράξο | 620 |
το τίναξε όξω απ' το κορμί. Όμως και τ' άλλα ακόμα | |
να βγάλει πλουμιστά άρματα δε μπόρεσε απ' τους ώμους, | |
τι οι χτυπησές τον στένεβαν. Και σκιάχτηκε των Τρώων | |
το δυνατό διαφέντεμα, που τόσοι εκεί, ένας κι' ένας, | |
στάθηκαν στο νεκρό σιμά βαστώντας τα κοντάρια, | |
κι' όσο κι' αν είταν δυνατός φανταχτερός μεγάλος, | 625 |
πίσω τον άμπωξαν· κι' αφτός ανοίγει και κωλώνει. | |
. | |
Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στην καρδιά της μάχης. | |
. | |
Παρέκει τον Τληπόλεμο, άντρα τρανό λεβέντη, | |
και γιο του Ηρακλή, η σκληρή τον στέλνει μοίρα απάνου | |
στο Σαρπηδό που με θεούς να μετρηθεί μπορούσε. | |
. | |
Αφτοί σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια, | 630 |
οι διο τους αγγονός και γιος του Συγνεφοσυνάχτη, | |
πρώτα άνοιξε ο Τληπόλεμος το στόμα να μιλήσει | |
«Πια ανάγκη, αφέντη Σαρπηδό, σε βιάζει εδώ να μένεις | |
και να ζαρώνεις, που σπαθί σαν τι είναι εσύ δεν ξέρεις; | |
Ψέματα λεν πως είσαι εσύ τάχα παιδί του Δία· | 635 |
τι είσαι πολύ χειρότερος, όχι ίσος με τους άντρες | |
που γέννησε του Κρόνου ο γιος στα περασμένα χρόνια. | |
Άλλος λεν άντρας είτανε ο ξακουστός γονιός μου, | |
ο Ηρακλής, πούχε άτρομη καρδιά σαν το λιοντάρι, | |
πούρθε για τ' άτια μια φορά εδώ του Λαομέδου | 640 |
μ' έξη καράβια μοναχά και μετρητούς νομάτους, | |
κι' όμως το κάστρο κούρσεψε κι' ερήμωσε τις στράτες. | |
Μα εσύ, κι' εσύ είσαι ανάψυχος, ανάξιος κι' ο στρατός σου. | |
Μήτε θαρρώ πως έφτασες απ' τη Λυκία εδώ τώρα | |
κι' οι Τρώες τάχα αλάφρωση θα δουν καμιά απ' τα σένα | |
όσο κι' αν είσαι δυνατός, παρά απ' τ' άρματά μου | 645 |
ξεκοιλιασμένος τη μπασιά θενά περάσεις τ' Άδη.» | |
. | |
Τότε απαντάει κι' ο Σαρπηδός, των Λυκιωτώνε ο πρώτος | |
«Τληπόλεμε, ναι χάλασε της Τριάς εκιός το κάστρο | |
απ' τις ζαβάδες του λαμπρού αφέντη Λαομέδου, | |
που κείνος όσο τούκανε καλό, τόσο με λόγια | 650 |
αφτός τον πλέρωσε αχαμνά, και τ' άτια ναν του δώκει | |
δε θέλησε, κι ας ήρθε εδώ για αφτά από τόσο αλάργα. | |
Μα τώρα στάσου εσύ να δεις, τι θα σ' το πιώ το αίμας | |
εδώ θαρρώ, κι' απ' τ' άρματα σφαγμένος τα δικά μου, | |
δόξα σ' εμένα, την ψυχή στον Άδη θα χαρίσεις.» | |
. | |
Είπε, κι' εκείνος σήκωσε τα φράξο ναν του ρήξει, | 655 |
και τα κοντάρια πήδηξαν μαζί κι' απ' τα διο χέρια. | |
Κι' ο ένας βρήκε, ο Σαρπηδός, κατάμεσα τη γούβα, | |
και διάβηκε ο πικρός χαλκός τη σάρκα ως πέρα πέρα, | |
και μάβρη νύχτα ανήλιαγη του σκέπασε τα μάτια. | |
Ο άλλος στο ζερβύ μερί τον λάβωσε, κι' η μύτη | 660 |
ως κολλητά στο κόκκαλα σα λυσσασμένη πήγε· | |
όμως ακόμα απ' τη σφαγή τον γλύτωσς ο γονιός του. | |
. | |
Και το λεβέντη Σαρπηδό οι θεϊκοί συντρόφοι | |
τον βγάζανε όξω απ' τη σφαγή. Και το μακρύ κοντάρι | |
σερνόμενο τον βάραινε· μα απ' την πολλή τους βιάση | 665 |
κανείς δε συλλογίστηκε, δεν είπε το κοντάρι | |
να βγάλει του όξω απ' το μερί και να σταθεί στα πόδια· | |
τόσο τους έσφιγγε ο οχτρός καθώς τον κουβαλούσαν. | |
. | |
Και τον Τληιτόλεμο αντικρύ οι γκαρδιακοί συντρόφοι | |
τον βγάζανε όξω απ' τη σφαγή. Κι' ο θεϊκός Δυσσέας | |
τον είδε κι' η καρτερικιά πικράθηκε ψυχή του. | 670 |
Και τότες του διπλόφερε μέσα η καρδιά στα στήθια | |
ή καταπόδι του Διός το γιο να κυνηγήσει | |
ή να λιανίσει αλύπητα των Λυκιωτών το πλήθος. | |
Όμως δεν τούτανε γραφτό με το μακρύ κοντάρι | |
αφτός τον αντριωμένο γιο του Δία να σκοτώσει· | 675 |
έτσι τη γνώμη η Αθήνα του γύρισε στο πλήθος. | |
. | |
Τότες με τ' όπλο το Χρομιό σκοτώνει και τον Άλη, | |
τον Κοίρανο, τον Άλκαντρο, τον Πρύτανη, κι' ακόμα | |
τον παινεμένο Αλάστορα, το γνωστικό Νοήμο. | |
Ακόμα κι' άλλους πιο πολλούς θα σκότωνε Λυκιώτες, | |
μόνε τον είδε μια στιγμή ο φουντοπλουμισμένος | 680 |
μεγάλος Έχτορας, κι' ορμάει όξω απ' τους μπροστομάχους | |
χαλκόπλιστος αστραφτερός και χύνοντας τον τρόμο | |
μες στους Αργίτες. Χάρηκε του Δία ο γιος μια στάλα | |
άμα τον είδε κι' έρχουνταν, και τούπε με τα δάκρια | |
«Βοήθια, του Πριάμου γιε, βοήθια! Μη μ' αφήκεις | |
να πέσω, κι' αρπαχτάρι εδώ να γίνω των οχτρώνε. | 685 |
Κατόπι μες στη χώρα σας ας κλείσω και τα μάτια, | |
μιας και δε μούτανε γραφτό πίσω κι' εγώ να σύρω. | |
στο σπίτι στην πατρίδα μου, και να καλοκαρδίσω | |
το τέρι μου το λατρεφτό, τ' ανήλικο παιδί μου.» | |
. | |
Είπε, μα δεν απάντησε ο Έχτορας μια λέξη, | |
Μον πέρασε σαν αστραπή, ζητώντας να χτυπήσει | 690 |
γλήγορα πίσω τους οχτρούς και ναν τους δεκατίσει. | |
Έτσι οι συντρόφοι κάθισαν το Σαρπηδό από κάτου | |
απ' τη χαριτωμένη οξά του βροντορήχτη Δία· | |
κι' ένας του βλάμης γκαρδιακός, ο δυνατός Πελάγος, | |
του τράβηξε όξω απ' το μερί το φράξινο κοντάρι. | 695 |
Κι' ο δύστυχος λιγοθυμάει, και γύρω μια μαβρίλα | |
στα μάτια του ξαπλώνεται. Μα πάλι ψυχοπιάνει, | |
και του βοριά το δρόσισμα, π' ολόγυρα φυσούσε, | |
τα στήθια του ζωντάνεβε τα βαριολιγωμένα. | |
. | |
Κι' οι Δαναοί στον Έχτορα μπροστά και στο Σκοτώστη | |
μήτε τις πλάτες γύριζαν κατά τα μάβρα πλοία | 700 |
μήτε αντιπολεμούσανε ποτές, μον πάντα πίσω | |
κώλωναν μόλις ένιωσαν τον Άρη με τους Τρώες. | |
. | |
Τότες πιον πρώτο, πιον στερνό ο χαλκοφορεμένος | |
Άρης ξαρμάτωσε κι' ο γιος του βασιλιά Πριάμου; | |
Τον Τέφτρα τον ισόθεο, τον αλογάρη Ορέστη, | 705 |
τον Τρήχο τον κονταριστή, της Αιτωλιάς το θρέμμα, | |
τον Έλενο, του Βοίνοπα βλαστάρι, το Βοινόμα, | |
και τον Ορέσβη, που φασκιά φορούσε πλουμισμένη | |
κι' είχε στην Ύλη πύργο, εκεί στους όχτους της Τοπάλιας, | |
δοσμένος στο θησάβρισμα, και δίπλα τα χωριά τους | |
είχαν κι' οι άλλοι Βοιωτοί, στο πλούτος βουτημένα. | 710 |
. | |
Μα σαν τους ένιωσε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα, | |
που λιάνιζαν τους Αχαιούς μες στη σκληρή τη μάχη, | |
γυρνάει και λέει της Αθηνάς διο φτερωμένα λόγια | |
«Ωχού μου, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα, | |
τάμα λέω τάξαμε άδικο του βασιλιά Μενέλα, | 715 |
πως πριν μισέψει, πρώτα εδώ το κάστρο θα κουρσέψει, | |
έτσι αν τον Άρη αφήκουμε τον έρμο να λυσσάζει. | |
Μον έλα! ας μπούμε πια κι' εμείς στη ζάλη του πολέμου.» | |
. | |
Είπε, κι' αγρίκησε η θεά, η σεβαστή Παλλάδα. | |
. | |
Κι' εκείνη πάει και συγυρνάει τα χρυσοστέφανα άτια, | 720 |
η Ήρα η αρχιθέισσα, του Κρόνου η θυγατέρα. | |
Κι' η Ήβα πέρασε γοργά στο σιδερένιο αξόνι, | |
απ' τ' αμαξού τις δυο μεριές, τους στρογγυλούς χαλκένιους, | |
τους οχτοδράχτινους τροχούς. Μαλαματένιο γύρο | |
έχουν αφτοί, πάντα άλιωτο, και χάλκινα από πάνου | |
στεφάνια, θάμα μοναχό, με τέχνη τεριασμένα· | 725 |
κι' είναι απ' ασήμι και τα διο τριγύρω κεφαλάρια. | |
Και το κουτί είναι με χρυσά λουριά και μ' ασημένια | |
δεμένο, και τριγυριστό από διπλά στεφάνια. | |
Και τ' ασημένιο τούβαλε τιμόνι, και στην άκρη | |
του δένει απάνου το ζυγό, λαμπρό μαλαματένιο, | 730 |
και τα κατάχρυσα περνάει πανώρια ζυγολούρια. | |
Κι' έζεψε η Ήρα στο ζυγό τα γλήγορα άλογά της, | |
για πόλεμο ανυπόμονη και για σφαγή κι' αντάρα. | |
. | |
Στου Δία ως τόσο η Αθήνα το γονικό παλάτι | |
χάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμά της, | |
ξομπλιό σκουτί που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη, | 735 |
και στα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη, | |
φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη. | |
Πρώτα στους ώμους κρέμασε την κροσσωμένη ασπίδα, | |
φριχτή, που κύκλωθε παντού την τριγυρίζει ο Φόβος, | |
και μέσα η τόλμη, η Όχτρητα, και τ' άχαρο Κυνήγι, | 740 |
μέσα κι' η κάρα του φριχτού τεράτου, της Γοργόνας, | |
άγριο κεφάλι σκιαχτερό και του Διός σημάδι. | |
Και στο κεφάλι φόρεσε το χρυσαφένιο κράνος, | |
πούχει σκαρί διπλόλαμο τετραστεφανωμένο | |
[και μέσα ως εκατό χωράει πολιτειών πεζούρα]. | |
Κι' ανέβηκε στο φλογωτό τ' αμάξι, και στα χέρια | 745 |
άδραξε το βασταγερό βαρύ τρανό κοντάρι, | |
που σείνει το και παραλεί των μαχητών τους λόχους, | |
όσους η κόρη οχτρέβεται τ' ανίκητου πατέρα. | |
. | |
Κι' η Ήρα με το καμοτσί γοργά βαράει τα ζώα. | |
Και τ' ουρανού αφτοθέλητη βροντάει κι' ανοίγει η πόρτα, | |
που τη φυλάνε οι Εποχές, που κι' έχουν τη φροντίδα | 750 |
του Έλυμπου και τ' Ουρανού, κι' αφτές απάνου βάζουν | |
το πυκνωμένο σύγνεφο για το τραβούνε πίσω· | |
μέσα από κει αστραπότρεχα τραβούσαν τ' άλογά τους. | |
Και βρίσκουν χώρια απ' τους λοιπούς θεούς το γιο του Κρόνου | |
πας στου μυριόκορφου βουνού την άκρη καθισμένο. | |
Εκεί τ' αμάξι σταματάει η κρουσταλλόκορφη Ήρα, | 755 |
κι' έτσι αρωτάει τον πάμπρωτο θεό και συντυχαίνει | |
«Δία πατέρα, πώς λοιπόν! αφτές δε σε πειράζουν | |
τ' Άρη οι ασήκωτες δουλιές; Δες τι λογής Αργίτες | |
και πόσους μου θανάτωσε, τρελά με δίχως τάξη. | |
Στενάζω εγώ, μα ξέγνιαστη το διασκεδάζει η Κύπρη | 760 |
κι' ο χρυσοδόξαρός σου ο γιος, π' αμόλησαν αφτόνε, | |
ένα άμιαλο που δεν ψηφάει την τάξη και το δίκιο. | |
Δία πατέρα, τάχατες θα μου θυμώσεις, πες μου, | |
τον Άρη αν διώξω μ' άσκημο στυλιάρι όξω απ' τη μάχη;» | |
. | |
Τότες ο μαβροσύγνεφος του Κρόνου γιος της είπε | |
«Ομπρός λοιπόν! Αμόλα του τη νικοδότρα κόρη, | 765 |
π' απ' όλους πιο πολύ αγαπάει να τον βαριοπαιδέβει.» | |
. | |
Είπε κι' αγρίκησε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα, | |
και τ' άλογα της βάρεσε. Και πρόθυμα πετούσαν | |
τα ζώα ανάμεσα της Γης και τ' Ουρανού με τ' άστρα. | |
Κι' όσο σκοπός, που κάθεται σε ξέφαντο και βλέπει | 770 |
προς το κρασύ το πέλαγο, σκοτεινοξεχωρίζει, | |
τόσο πηδάνε των θεών τ' αψηλοπίλαλα άτια. | |
Κι' όταν στης Τριάς ζυγώσανε τ' αστέρεφτα ποτάμια, | |
όπου το ρέμα ο Σκάμαντρος με του Σιμόη σμίγει, | |
εκεί τ' αμάξι σταματάει η κρουσταλλόλαιμη Ήρα, | 775 |
ξεζέβει τ' άτια, και πυκνή τους χύνει γύρω ομίχλη. | |
Και χόρτο αμάραντο να φαν τους φύτρωσε ο Σιμόης. | |
Έπειτα οι διο τους, πεταχτές σαν του δρυμού τρυγόνες, | |
πηγαίνανε, ανυπόμονες τους Αχαιούς να σώσουν. | |
. | |
Μα τέλος πια σαν έφτασαν εκεί που καρτερούσαν | 780 |
οι πιο πολλοί και δυνατοί, τριγύρο πυκνωμένοι | |
στον άξιο του Τυδέα γιο, παρόμιοι σα λιοντάρια, | |
ή σαν κάπρια άγρια π' αχαμνή δεν είναι η δύναμη τους, | |
στάθηκε εκεί και χούγιαξε η κρουσταλλόκορφη Ήρα, | |
μιασμένη σαν το Στέντορα πούχε φωνή χαλκένια | 785 |
και τόσο μόνος φώναζε σαν άλλους ως πενήντα | |
«Ντροπής, Αργίτες! Άνατροι, φανταχτεροί στα κάλλη! | |
Τότες, σαν έβγαινε ο γοργός στον πόλεμο Αχιλέας, | |
ποτές τους δεν ξεμύτιζαν όξω απ' το κάστρο οι Τρώες, | |
τι τ' Αχιλέα τότρεμαν τ' αβάσταχτο κοντάρι· | 790 |
τώρα απ' τη χώρα πολεμάν αλάργα, εδώ στα πλοία!» | |
. | |
Έτσι είπε, και τους άναψε τη λύσσα και το πάθος. | |
. | |
Τότε ίσα τρέχει η Αθηνά στο βασιλιά Διομήδη, | |
και τόνε βρίσκει την πληγή, που του Παντάρου τ' όπλο | |
τούχε ανοιγμένα, στ' αμαξού το πλάι ναν τη δροσίζει· | 795 |
τι κάτου απ' το πλατύ λουρί της κουφωτής ασπίδας | |
τη σάρκα ο ίδρος τούτσουζε — εκεί τόνε πονούσε, | |
κι' είταν το χέρι του βαρύ — κι' απάνου σηκωμένο | |
κρατούσε τ' ασπιδόλουρο και σφούγγιζε το αίμας. | |
Κι' έπιασε εκείνη το ζυγό των διο του αλόγων κι' είπε | |
«Α λίγο ο γιος του τούμιασε που γέννησε ο Τυδέας! | 800 |
Ναί, εκείνος είταν μια μπουκιά κορμί, μα παλικάρι. | |
Κι' ακόμα σα δεν άφινα εγώ να πολεμήσει | |
και να σφαντάξει, τον καιρό που πήγε με μαντάτα | |
στη Θήβα, έτσι ασυντρόφιαστος μες σε πολλούς Θηβαίους, | |
παρά στον πύργο φρόνιμα να ξεφαντώνει τούπα, | 805 |
αφτός με την ατρόμητη καρδιά του, σαν και πρώτα, | |
ν' αντροκαλέσει τόλμησε τους πρώτους των Θηβαίων | |
να βγουν στα χέρια, κι' όλους τους τους νίκησε, έναν ένα. | 807 |
Μα εσένα εγώ σου στέκουμαι σιμά και σε προσέχω, | 809 |
και πρόθυμα να πολεμάς τους Τρώες σε γκαρδιώνω. | 810 |
Μα αν ίσως φόβος άκαρδος σ' έχει παγώσει εσένα | |
ή κόπος πολυσάλεφτος στα ήπατα σού μπήκε, | |
τότες δεν είσαι θρέμμα εσύ του τολμηρού Τυδέα.» | |
. | |
Τότες γυρίζει κι' απαντάει ο δυνατός Διομήδης | |
«Σ' ένιωσα, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα, | 815 |
και λέφτερα θενά σ' το πω, το λόγο δε θα κρύψω. | |
Εμένα φόβος άκαρδος δε μ' έπιασε και δείλια, | |
παρά δικές σου συμβουλές έχω στο νου μου ακόμα. | |
Δε μούπες να μην πολεμάω με τους θεούς τους άλλους | |
έτσι ανοιχτά, μον του Διός η κόρη, Αφροδίτη, | 820 |
αν έρθει, να τρυπήσω αφτή με το βαρύ κοντάρι; | |
Για αφτό ποδίζω τώρα εγώ, και τους λοιπούς Αργίτες | |
τους πρόσταξα όλοι τους εδώ να μαζωχτούν σιμά μου, | |
τι ξάνοιξα μες στους οχτρούς τον Άρη π' αρχηγέβει.» | |
. | |
Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα | 825 |
«Διομήδη, του Τυδέα γιε, παιδί μου αγαπημένο, | |
έννια σου αφτό! Μη σκιάζεσαι τον Άρη, μη φοβάσαι | |
θεό κανένα· τέτιο εδώ έχεις βοηθό σου, εμένα! | |
Μον έλα τρέχα τ' άλογα ίσα στον Άρη πρώτο, | |
και ζύγωσε και κάρφωσ' τον, σέβας αφτός δε θέλει, | 830 |
τέτιος φριχτός διπρόσωπος τέτιος λυσσιάρης σκύλος, | |
που πριν μας τόταξε ρητά, κι' εμένα και της Ήρας | |
νάναι βοηθός των Αχαιών, να πολεμάει τους Τρώες, | |
και τώρα εκείνα τα ξεχνάει και τρέχει με τους Τρώες.» | |
. | |
Έτσι είπε, και το Στένελο τον πιάνει χέρι χέρι | 835 |
και χάμου τον τραβάει· κι' αφτός πηδάει αμέσως κάτου. | |
Κι' αφτή στ' αμάξι ανέβηκε του βασιλιά από δίπλα, | |
η θέϊσσα ανυπόμονη· κι' ακούς βαριά να τρίξει | |
τ' αξόνι της βελανιδιάς απ' το μεγάλο βάρος, | |
τι σήκωσε δεινή θεά, παλικαρήσο κι' άντρα. | |
. | |
. | |
Τότε η θεά το καμοτσί αρπάζει και τα γέμια, | 840 |
κι' αμέσως χτύπησε τα ζα ίσα στον Άρη πρώτο. | |
Αφτός εκεί ξαρμάτωνε το γίγα τον Περίφα, | |
του Οχήσου γιο κι' ολόπρωτο των Αιτωλών κοντάρι· | |
αφτόνε ο Άρης ξέγδυνε, και την περκεφαλαία | |
τ' Άδη φοράει η θέϊσσα μην τύχει και τη νιώσει. | 845 |
. | |
Μα το Διομήδη βλέποντας ο θνητοφάγος Άρης, | |
αφίνει εκεί κοιτάμενο το γίγαντα Περίφα | |
όπου τον πρωτοσκότωσε και τη ζωή του πήρε, | |
κι' έτρεξε εφτύς ολόϊσα στο θαρρετό Διομήδη. | |
Κι' οι διο σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια, | 850 |
πρώτος ο Άρης τίναξε το κοφτερό κοντάρι | |
ψηλά, έτσι απάνου απ' το ζυγό και των φαριών τα γέμια, | |
τι του διψούσε τη ζωή· όμως του Δία η κόρη | |
το πήρε με το χέρι της και τόστειλε από πάνου | |
απ' το κουτί, να πάει μακριά να πέσει στα χαμένα. | |
Δέφτερος του Τυδέα ο γιος τινάζει το κοντάρι, | 855 |
κι' η Αθηνά του τόμπηξε στου λαγγονιού την άκρη | |
οπούχε τη φασκιά ζωστή· εκεί τον πετυχαίνει | |
και τον τρυπάει, και τ' όμορφο κορμί του σακατέβει, | |
κι' ύστερα πάλι όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι. | |
Κι' έσκουξε ο Άρης σαν εννιά ή σα χιλιάδες δέκα, | 860 |
που σκούζουν όταν έρχουνται στα χέρια και χτυπιούνται. | |
Τρεμούλα πήρε και τα διο στρατέματα απ' το φόβο· | |
τόσο ξεφώνισε ο θεός που φόνους δε χορταίνει. | |
. | |
Πώς σκοτεινή στα σύγνεφα σηκώνεται μαβρίλα | |
σαν πιάνει κακοφύσητος αγέρας με την κάψα, | 865 |
τέτιος κοντά στα σύγνεφα κι' ο Άρης στο Διομήδη | |
φαινότανε όταν στα φαρδιά πετούσε απάνου ουράνια. | |
Κι' ήρθε σε λίγο στων θεών τον τόπο, στου Ελύμπου | |
τα κορφοβούνια, κι' έκατσε με την καρδιά θλιμένη | |
σιμά στο Δία, κι' έδειχνε π' απ' την πληγή του μέσα | 870 |
ανάβρυζε αίμα αθάνατο, κι' έτσι είπε με τα δάκρια | |
«Δία πατέρα, τα φριχτά καμώματα που βλέπεις, | 872 |
αφτά δε σε πειράζουνε; Μ' εσένα τάχουμε όλοι, | 875 |
τι πήγες τη σκαρτάδα αφτή και γέννησες στον κόσμο, | |
ανάθεμά την! που κακό πάντα ζητάει να κάνει. | |
Όλοι οι θεοί που βρίσκουνται στον ουρανό σ' ακούνε, | |
κι' όλοι είμαστε αποταχτικοί· μονάχα αφτή δε θέλεις | |
να περιορίσεις μια σταλιά, μον έτσι την αφίνεις, | 880 |
τι είναι δικό σου γέννημα το διαστρεμένο πλάσμα! | |
Να τώρα του Τυδιά το γιο, τον άπιαστο Διομήδη, | |
τον έχει χέρι σε θεούς βαλμένα να σηκώνει. | |
Την Κύπρη πρώτα πλήγωσε από κοντά στο χέρι, | |
όμως κατόπι σα στειχιό μου ρήχτηκε κι' εμένα. | |
Μον τα γοργά με γλύτωσαν ποδάρια· αλλιώς, πιος ξέρει | 885 |
σαν πόσα χρόνια στων νεκρών τον τόπο θα βογκούσα, | |
ή ζωντανός θ' απόμενα χαλκοσακατεμένος.» | |
. | |
Τότες, τον στραβοκοίταξε του Κρόνου ο γιος και τούπε | |
«Μην ήρθες, άστατο κορμί, κοντά μου και γκρινιάζεις! | |
Άλλο θεό δε μάχουμαι εγώ καθώς εσένα, | 890 |
τι πάντα θες λογοκοπές, θες φόνους, θες πολέμους. | |
Της μάννας σου, πούναι άπιαστη, πούναι στουρνάρι η γνώμη, | |
της Ήρας, που κι' ο λόγος μου με κόπο τη δαμάζει, | |
απ' τις ορμήνιες της θαρρώ αφτά πως τα παθαίνεις. | |
Μα ας είναι τώρα, πιο πολύ να μου πονάς δε θέλω· | 895 |
παιδί μου σ' έχω, η μάννα σου σε γέννησε μαζί μου. | |
Μα αν είσουν άλλου γιος θεού σαν πούσαι διαστρεμένος, | |
θάσουν καιρό στα τάρταρα πιο κάτου απ' τους Τιτάνους.» | |
. | |
Έτσι είπε, και το Γιατρεφτή φωνάζει ναν τον γιάνει. | |
Και βάζοντας του ο Γιατρεφτής μαλαχτικά βοτάνια, | 900 |
τον γιάτρεψε· τι δα θνητός δεν είτανε πλασμένος. | |
Πώς τ' άσπρο γάλα κι' άπηχτο γοργή η πυτιά το πήζει | |
και γύρω με το χτύπημα μαζέβει χέρι χέρι, | |
έτσι τον Άρη γιάτρεψαν αμέσως τα βοτάνια. | |
Κι' η Ήβα νιόπλυτα σκουτιά τον λούζει και του βάνει· | 905 |
κι' έτσι στο Δία κάθησε σιμά καμαρωμένος. | |
. | |
Εκείνες πάλε οι διο γυρνούν στου Δία τα παλάτια, | |
η σώστρα η κόρη του Διός κι' η κρουσταλλόκορφη Ήρα, | |
μιας κι' ο αχόρταγος θεός παράτησε τους φόνους. | |
. | |
. | |
. | |
Ζ | |
. | |
. | |
. | |
Κι' έμειναν μόνοι οι Δαναοί να πολεμάν κι' οι Τρώες· | |
κι' ώρα ξανάσμιγαν δεξά ώρα ζερβά στον κάμπο, | |
κι' έρηχναν ένας τ' αλλουνού τα φράξινα κοντάρια | |
ανάμεσα απ' τα ρέματα του Ξάνθου και Σιμόη. | |
. | |
Πρώτος του Τελαμώνα ο γιος, των Αχαιών το κάστρο, | 5 |
έσπασε λόχο Τρωικό κι' αλάφρωσε τους φίλους, | |
άντρα λεβέντη ορθόκορμο τρυπώντας, τον Ακάμα, | |
που μες στους Θράκες είτανε το πιο καλό κοντάρι. | |
Αφτόνε πρώτος βάρεσε στου φουντοπλούμιου κράνους | |
τη λάμα, κι' έμπηξε μπροστά στο κούτελό του τ' όπλο· | 10 |
κι' ως μέσα χώθηκε ο χαλκός του στόκου, διαπερνώντας | |
το κόκκαλα, και σκοτεινιά του σκέπασε τα μάτια. | |
. | |
Και σκότωσε τον Άξυλο ο τολμηρός Διομήδης, | |
του Τέφτρου γιο, που κάθουνταν στην ομορφοχτισμένη | |
Αρίσβα, κι' είχε βιος πολύ και φίλους τους αθρώπους, | |
τι φίλεβε όλους έχοντας στη στράτα απάνου σπίτι. | 15 |
Μα πούταν τότε αφτοί μπροστά να μπουν και να προλάβουν | |
τη συφορά, μον και των διο τους έφαγε το μάτι, | |
κι' εκείνου και του παραγιού Καλήσου, που τα γέμια | |
του βάσταε τότες. Έτσι αφτοί πήγαν κι' οι διο στον Άδη. | |
. | |
Και τον Οφέλτη ο Βρύπυλος σκοτώνει και το Δρήσο, | 20 |
κι' έπειτα ορμάει τον Αίσηπο και Πήδασο να πιάσει, | |
πούχε η νεράιδα Αβάρβαρη μια μέρα κανωμένους | |
με το λεβέντη Βουκολιό. Αφτός του Λαομέδου | |
ο πιο μεγάλος είταν γιος, κρυφά ξεγεννημένος, | |
και τάψησε όξω στη βοσκή με τη χρυσή νεράιδα, | 25 |
κι' εκείνη αγόρια δίδυμα γκαστρώθηκε και κάνει. | |
Αφτούς, ο γιος του Μηκιστιά τους νέκρωσε τα κάλλη | |
και την ψυχή, και τ' άρματά τους έβγαλε απ' τους ώμους. | |
. | |
Κατόπι τον Αστύαλο ο Πολυποίτης σφάζει. | |
Μια του Δυσσέα κονταριά ξαπλώνει τον Πιδύτη· | 30 |
το θεογέννητο Αρετά κι' ο Τέφκρος θανατώνει, | |
και κάρφωσε ο Αντίλοχος με το λαμπρό κοντάρι | |
τον Αβληρό. Τ' Ατρέα ο γιος τον Έλατο σκοτώνει, | |
πούχε πατρίδα τον γκρεμό της Πήδασος, στην άκρη | |
κοντά του Σάτνη πόταμου με το καθάριο ρέμα. | 35 |
Το Φύλακο, εκεί πούφεβγε, ο αντριωμένος Λήτος, | |
τόνε τρυπάει· κι' ο Βρύπυλος σκοτώνει το Μελάνθη. | |
. | |
Έπειτα πιάνει ζωντανό τον Άδραστο ο Μενέλας. | |
Τι τ' άτια καθώς έτρεχαν στον κάμπο αλαφιασμένα, | |
τούμπλεξαν σε μυρχιάς κλαδί, και το καμπύλο αμάξι | |
του τόσπασαν μπροστά μπροστά στ' ατιμονιού την άκρη· | 40 |
και παίρνουν τ' άτια του καστριού το δρόμο με τους άλλους | |
που δειλιασμένοι φέβγανε, κι' αφτός όξω απ' τ' αμάξι | |
κοντά στη ρόδα πίστομα κατρακυλάει και πέφτει | |
στα βούρκα μέσα ξαπλωτός. Εκεί ο γερός Μενέλας | |
σιμά του αμέσως βρέθηκε κρατώντας το κοντάρι. | |
. | |
Με περικάλια ο Άδραστος του πέφτει στα ποδάρια | 45 |
«Πάρε με, αφέντη, ζωντανό, και ξαγορά θα λάβεις. | |
Έχει μεγάλους θησαβρούς στου πλούσιου μου πατέρα, | |
χαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένο· | |
και θα μετρήσει ο γέρος μου πολλά για να με σώσει, | |
αν μάθει ακόμα ζωντανό πως μ' έχουν στα καράβια.» | 50 |
. | |
Είπε, και σα ναν τούπειθε το νου στα στήθια μέσα, | |
κι' ότι έκανε του παραγιού ναν του τον δώκει δίπλα | |
ναν του τον πάει στα γλήγορα καράβια, να! τρεχάτος | |
ο αδερφός του απ' αντικρύ προφταίνει και του σκούζει | |
«Μενέλα, α μα αδερφούλη μου, τι τους φυλάς τους άντρες; | 55 |
Σ' τόσαξαν τάχα μια χαρά το σπιτικό σου οι Τρώες! | |
Έτσι από δάφτους τώρα εδώ ρουθούνι μη γλυτώσει | |
απ' τ' Άδη τα κατάβαθα κι' απ' τα δικά μας χέρια, | |
μηδ' όπιο ακόμα ασερνικό μες σε κοιλιά 'ναι μάννας, | |
ας μη γλυτώσει μήτε αφτό, μον άφαντοι απ' την Τροία | |
όλοι ας χαθούνε σύγκληροι χωρίς θαφή και κλάμα!» | 60 |
. | |
Μ' αφτά τα λόγια τ' αδερφού τού γύρισε τη γνώμη, | |
σαν που του μίλησε σωστά. Κι εκείνος με το χέρι | |
αμπώχνει τ' αρχοντόπουλο αλάργα από κοντά του· | |
κι' ο Αγαμέμνος μια ακόντια του ζάφτει στο λαγγόνι | |
και τον ξαπλώνει ανάσκελα, και βάζοντας το πόδι | |
στα στήθια απάνου, όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι. | 65 |
. | |
Χούγιαξε τότε ο Νέστορας με μια φωνή μεγάλη | |
«Βλαστάρια τ' Άρη ξακουστά, Αργίτικα ξεφτέρια, | |
μη τώρα πλιάτσικα! κανείς μην καρτεράει ξοπίσω | |
ζητώντας με τα πιο πολλά στα πλοία να γυρίσει, | |
παρά έλα ομπρός! ας σφάζουμε νομάτους, και στον κάμπο | 70 |
στερνά τα παίρνετε ήσυχοι κι' αφτά απ' τους σκοτωμένους.» | |
. | |
Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. | |
. | |
Τότες οι πολεμόχαροι Αργίτες μες στο κάστρο | |
τους Τρώες πίσω θάκλειναν τρομοκυριεμένους, | |
ανίσως κι' ο λεβέντης γιος του βασιλιά Πριάμου, | 75 |
ο Έλενος, ο πιο βαθύς απ' τους προφήτες όλους, | |
δεν πάγαινε στον Έχτορα να πει και στον Αινεία | |
«Αινεία κι' Έχτορα, επειδής σ' εσάς απάνω στέκει | |
απ' όλους πιο πολύ η δουλιά, και Τρώες και Λυκιώτες, | |
σαν που σε κάθε ανάγκη μας, θες συντυχιά θες μάχη, | |
είστε ολονών αξιότεροι, σταθείτε αφτού κι' ολούθες | 80 |
τρέξτε, και το λαό μπροστά στις πόρτες σταματήστε, | |
πριν πάλι φύγουν και χωθούν στων γυναικών τους κόρφους | |
και καταντήσουμε όλοι μας ρεζίλι των οχτρών μας. | |
Έτσι σα βάλτε πια καρδιά στα τάγματά μας όλα, | |
μένουμε οι άλλοι εμείς εδώ και πολεμούμε πάντα, | |
τι πρέπει, κι' έτσι ας είμαστε κατασακατεμένοι· | 85 |
Έχτορα, μόνε σύρε εσύ στη χώρα, και της μάννας | |
πες της σαν πας· τις προεστές ας μάσει κι' ας ανέβει | |
στης Αθηνάς την εκκλησά πας στου καστριού την άκρη, | |
και τ' άγιου χτήριου ανοίγοντας με το κλειδί την πόρτα, | |
όπιο έχει πέπλο πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο | 90 |
και που στον πύργο πιο πολύ το λαχταρά η καρδιά της, | |
αφτό στης σεβαστής θεάς τα γόνατα ας το βάλει, | |
και πες να τάξει δώδεκα γελάδες πως θα σφάξει | |
χρονιάρικες απείραγες στην εκκλησά της μέσα, | |
αν την πατρίδα σπλαχνιστεί τα τέρια τα παιδιά μας, | 95 |
μήπως αλάργα απ' το καστρί βαστάξει το Διομήδη, | |
άγριο στρατιώτη, της σφαγής ατρόμητο τεχνίτη, | |
που στην αντριά ξεπέρασε θαρρώ όλους τους Αργίτες. | |
Τόσο ούτε καν τον Αχιλιά δεν τρέμαμε ποτές μας | |
που λεν πως είναι γιος θεάς· μα αφτός παραλυσσάζει, | 100 |
και τέρι στην παλικαριά δεν έχει εδώ κανένα.» | |
. | |
Είπε, κι' εκείνος άκουσε τα λόγια τ' αδερφού του | |
κι' αμέσως χάμου πήδηξε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι. | |
Και σιώντας τα διο κοφτερά κοντάρια πήγε ολούθες | |
μες στο στρατό, και φώναζε να πολεμάν και σφάζουν, | 105 |
και σήκωσε άγριο πόλεμο. Γύρισαν τότε οι Τρώες | |
κι' αντίκρυσαν τους Αχαιούς· κι' αφτοί κωλώνουν πίσω | |
και παραιτάνε τη σφαγή, τι λέγανε στο νου τους, | |
κάπιος κατέβηκε θεός τους Τρώες να βοηθήσει | |
απ' τον αστρόφωτο ουρανό· έτσι γυρίσανε όλοι! | |
. | |
Τότες φωνάζει ο Έχτορας με μια φωνή μεγάλη | 110 |
«Τρώες λιοντόκαρδοι, κι' εσείς κοσμάκουστοι συμμάχοι, | |
άντρες φανείτε, βρε παιδιά, και την παλικαριά σας | |
μην ξαστοχάτε, όσο που εγώ να τρέξω ως μες στη χώρα | |
να πω στους γεροπροεστούς και στα γλυκά μας τέρια | |
να τάξουν των θεών σφαχτά και προσεφκές να κάνουν.» | 115 |
. | |
Είπε, και φέβγει σείνοντας πας στην κορφή τη φούντα. | |
Και στο κορμί ζερβόδεξα, το σνίχι κι' αστραγάλους | |
τού τους χτυπούσε το μουντό τομάρι, που στην άκρη | |
σκέπαζε της αφαλωτής ασπίδας το στεφάνι. | |
. | |
Κι' ο Γλάφκος, τ' Απολόχου ο γιος, κι' ο άσκιαχτος Διομήδης, | |
μαζί στη μέση των στρατών να χτυπηθούνε ορμούσαν. | 120 |
Και σα ζυγώσανε σιμά με τ' άρματα στα χέρια | |
πρώτα ο Διομήδης άνοιξε το στόμα να μιλήσει | |
«Και πιος, ασίκη μου, είσαι εσύ απ' τους θνητούς αθρώπους; | |
Τι πριν δε σ' είδα εγώ ποτές στη δοξοδότρα μάχη. | |
Μα τώρα μίλια πέρασες πάσα αρχηγό στην τόλμη, | 125 |
που το δικό μου αντίκρυσες μακρόδρομο κοντάρι. | |
Μα στην οργή μου αδιαφορούν παιδιά δυστυχισμένων... | |
Αν όμως είσαι τ' ουρανού θεός κατεβασμένος, | |
εγώ μ' αθάνατους θεούς δεν πάω να πολεμήσω. | |
Τι και του Δρύα ακόμα ο γιος, ο δυνατός Λυκούργος, | 130 |
δεν πρόκοψε που με θεούς ζητούσε να μαλώνει· | |
που μια φορά του μανιακού Διονύσου τις βυζάχτρες | |
στης Νύσας το πυκνό βουνό τις πήρε κηνηγώντας, | |
κι' εκείνες χάμου τα δαδιά πετούσαν σαν τις χτύπαε | |
με τη βουκέντρα. Κι' ο θεός τρύπωσε εφτύς τρεχάτος | 135 |
μέσα στο κύμα του γιαλού· κι' η Θέτη σαν τον είδε, | |
τον πήρε και τον έκρυψε μες στο λεφκό της κόρφο, | |
τι απ' του Λυκούργου τις φωνές τρεμούλιαζε σα φύλλο. | |
Έτσι οι γλυκόζωοι θεοί τον μίσησαν, κι' ο Δίας | |
τον τύφλωσε, και πια πολύ δεν έζησε στον κόσμο | |
μιας κι' οι αθάνατοι θεοί τον πήραν όλοι σ' έχτρα. | 140 |
Έτσι ούτε εγώ με τους θεούς να πολεμάω δε θέλω. | |
Αν όμως είσαι απ' τους θνητούς που τρων της γης το σπέρμα | |
έλα κοντά να μπεις γοργά στου Χάρου τα πλεμάτια.» | |
. | |
Κι' ο Γλάφκος πάλε απάντησε και του Διομήδη, τούπε | |
«Τι τη γυρέβεις τη γενιά, λιοντόψυχε Διομήδη; | 145 |
Ξέρεις των φύλλων τη γενιά; και των θνητών την ξέρεις. | |
Άλλα απ' τα φύλλα κατά γης σκορπάει τ' αγέρι, κι' άλλα | |
προβάλλουν με την άνοιξη στα φουντωμένα δάση· | |
έτσι κι' οι άντρες άλλοι παν και ξαναβγαίνουν άλλοι. | |
Μα αν ναν τα μάθεις θες κι' αφτά, και θες να καλοξέρεις | 150 |
πιά 'ναι η γενιά μου — και πολλοί στον κόσμο την κατέχουν — | |
βρίσκεται στ' Άργους την καρδιά μια πολιτεία, η Κόρθο, | |
κι' εκεί είταν κάπιος Σίσυφος, ο πιο μαργιόλος άντρας | |
που ο κόσμος είδε — ο Σίσυφος, βλαστάρι του Αιόλου — | |
κι' αφτός το Γλάφκο γέννησε, κι' ο Γλάφκος τον ασίκη | 155 |
Βελλεροφόντη, που οι θεοί τον στόλισαν με χάρες, | |
με χάρες και με λεβεντιά και παλικαροσύνη. | |
Όμως ο Προίτος τόβαλε στο νου ναν τον χαλάσει | |
κι' απ' το χωριό τον έδιωξε, τι είταν στην Κόρθο απ' όλους | |
πιο δυνατός, και βασιλιά τον είχε στήσει ο Δίας. | |
Κι' ο λόγος, γιατί η Προίταινα τρελάθηκε μαζί του, | 160 |
η θεϊκιά Άντια, κι' ήθελε να κρυφαγκαλιαστούνε, | |
μα εκείνος δεν την άκουγε, σαν τίμιο παλικάρι. | |
Και πάει αφτή και λέει ψεφτιές του βασιλιά του Προίτου | |
'Προίτο, του Γλάφκου, έτσι να ζεις, το γιο ναν τον σκοτώσεις, | |
π' αθέλητά μου θέλησε να πάρει την τιμή μου.' | 165 |
Πιάνει ο θυμός το βασιλιά ν' ακούσει τέτιο πράμα, | |
μα δεν τον σκότωσε, ως αφτού δε βάσταξε η καρδιά του, | |
Μον στη Λυκιά μ' απόκρυφα τον προβοδάει σημάδια | |
θανάτου, μες σε διπλωτό σανίδι σκαλισμένα, | |
και ναν τα δείξει τούλεγε στο γέρο πεθερό του, | 170 |
για να χαθεί. Έτσι κίνησε για της Λυκιάς τα μέρη, | |
κι' η χάρη των αθανάτων θεών τον οδηγούσε. | |
Και πια σαν ήρθε στη Λυκιά π' αφροδροσίζει ο Ξάνθος, | |
καλόκαρδα τον δέχτηκε του τόπου ο βασιλέας· | |
μέρες εννιά τον φίλεβε και βόδια εννιά του σφάζει. | |
Και τότες, με τη δέκατη τριανταφυλλένια αβγούλα, | 175 |
τόνε ξετάζει και ζητάει να δει σαν τι σημάδια | |
πέρα απ' την Κόρθο τούφερνε κι' απ' το γαμπρό του Προίτο. | |
Κι' εφτύς σαν είδε τ' άσκημα σημάδια του γαμπρού του, | |
πρώτα να πάει τον πρόσταξε τη σκιαχτερή Κατσίκα | |
να σφάξει. Αφτή είταν θεϊκό, κι' όχι θνητώνε θρέμμα, | 180 |
λιοντάρι ομπρός, καταμεσύς κατσίκα, πίσω δράκος, | |
κι' έβγαζε φλόγες και φωτιές απ' τα πλατιά ρουθούνια. | |
Κάνει καρδιά από θεϊκά σημάδια και παγαίνει | |
και τη σκοτώνει. Δέφτερους τους ξακουστούς Σολύμους | |
πήγε και βάρεσε· γι' αφτό τον πόλεμο διηγούνταν | 185 |
πως τάχα απ' όλους τούδωκε τον πιο μεγάλο κόπο. | |
Τρίτες τις αντροδύναμες ξεπάστρεψε Αμαζόνες. | |
Άλλη παγίδα ο βασιλιάς στο γυρισμό τού στήνει· | |
στέλνει τα πιο καλύτερα του τόπου παλικάρια | |
και τον παραμονέβουνε· μα πίσω πια δεν ήρθαν, | |
τι τους θανάτωσε ο λαμπρός Βελλεροφόντης όλους. | 190 |
Σαν είδε θρέμμα πια θεού πως είταν αντριωμένο, | |
αφτού κοντά του τον κρατάει, του δίνει μια του κόρη, | |
και τυχερά απ' του βασιλιά μισά του δίνει απ' όλα. | |
Και για κυβέρνα του ο λαός και γης καλό κομάτι | |
του χάρισε απ' τα διαλεχτά, μ' αμπέλι και χωράφι. | 195 |
Μα όταν κι' αφτόν τον μίσησαν όλοι οι θεοί κατόπι, | 200 |
αφτός γυρνούσε έτσι έρημος στο Γυριστόνε κάμπο. | |
και με καημένη την καρδιά τ' απόμερα ζητούσε. | 202 |
Κι' εκείνη τρία τούκανε παιδιά, η βασιλοπούλα, | 196 |
τον Ίσαντρο, κι' Απόλοχο, τη Λαοδάμη τρίτη. | |
Τη Λαοδάμη αγάπησε ο καρδιογνώστης Δίας | |
και γέννησε το Σαρπηδό, χαλκόπλιστο λεβέντη. | 199 |
Και σκότωσε τον Ίσαντρο ο θνητοφάγος Άρης | 203 |
μια μέρα πούχε πόλεμο με τους τρανούς Σολύμους. | |
Την κόρη θύμωσε η θεά με το χρυσό δοξάρι | 205 |
και θέρισε. Ο Απόλοχος κι' αφτός με κάνει εμένα — | |
ναι εκείνου γιος παινιέμαι εγώ πως είμαι — και στην Τροία | |
να πολεμήσω μ' έστειλε και τόσα περικάλια | |
μούκανε, πάντα στη σφαγή να φαίνουμαι απ' τους πρώτους | |
κι' απ' όλους πιο καλύτερος, μην τύχει και ντροπιάσω | |
«το γένος των πατέρων μου π' ατρόμητα κοντάρια | |
και μες στην Κόρθο στάθηκαν και στης Λυκιάς τους κάμπους. | 210 |
Λοιπόν να η φύτρα κι' η γενιά που μ' έσπειραν εμένα.» | |
. | |
Έτσι είπε, κι' αναγάλλιασε ο τρομερός Διομήδης. | |
Τ' όπλο του κάρφωσε στη Γης που θρέφει κάθε πλάσμα, | |
κι' έτσι είπε μ' ήμερη φωνή στο στρατολάτη Γλάφκο | |
«Βλάμη μου σ' έχω πατρικό απ' τα παλιά τα χρόνια. | 215 |
Γιατί ο Βοινέας μια φορά στο σπίτι το λεβέντη | |
Βελλεροφόντη ως είκοσι φιλοξενούσε μέρες. | |
Μάλιστα οι διο τους κι' άλλαξαν πανώρια θυμητάρια. | |
Ζουνάρι ο ένας έδωκε κοκκινολαμπρισμένο, | |
κι' ο γιος του Γλάφκου ένα χρυσό διπλόγουβο ποτήρι, | 220 |
π' ακόμα σπίτι βρίσκουνταν, για δω σαν ξεκινούσα. | 221 |
Για τούτο κι' είμαι βλάμης σου εγώ μες στ' Άργος τώρα, | 224 |
και στη Λυκιά 'σαι πάλε εσύ όταν κι' εκεί ξεπέσω. | 225 |
Κι' απ' τα κοντάρια μας οι διο παράμερα ας τραβάμε, | |
και μες στ' ανάστα της σφαγής. Και Τρώες και συμμάχους | |
έχει πολλούς να σφάξω εγώ όπιον μου στείλει ο Δίας | |
και τον προφτάσω τρέχοντας, πολλοί είναι πάλε Αργίτες | |
για σένα εδώ όπιον δύνεσαι στη γης να στρώσεις χάμου. | |
Κι' έλα ας αλλάξουμε άρματα, έτσι να δουν κι' ετούτοι | 230 |
πως είμαστε αδερφοποιτοί απ' τους παπούληδές μας.» | |
. | |
Είπαν, και χάμου πήδησαν, και το δεξύ τους χέρι | |
πιάσανε ο ένας τ' αλλουνού κι' ορκίστηκαν αγάπη. | |
Μόνε του πήρε τα μιαλά, του Γλάφκου, τότε ο Δίας, | |
που πήγε κι' άλλαξε άρματα με το Διομήδη τότες, | 235 |
χρυσά με χάλκινα, εκατό βοδιών μ' εννιά βοδιώνε. | |
. | |
Κι' ο Έχτορας τότε έφτασε μπροστά στο Ζερβοπόρτι | |
και στην οξά, κι' εκεί σωρός των Τρώωνε οι γυναίκες | |
κι' οι κόρες τρέχανε όλες τους και γύρω τον ρωτούσαν | |
για άντρες να μάθουν και παιδιά, για αδέλφια και για φίλους. | |
Κι' αφτός τους είπε στους θεούς να δεηθούνε, σ' όλους | 240 |
με την αράδα· τι πολλές είχαν να πιούν φαρμάκια. | |
. | |
Όμως σαν ήρθε στο λαμπρό τον πύργο του Πριάμου, | |
φτιασμένο με διο λιακωτά καλοπελεκημένα — | |
. | |
. | |
πούχε πενήντα μέσα του γιατάκια στην αράδα | |
από πελεκητόπετρα, και του Πριάμου μέσα | 245 |
οι γιοι πλαγιάζανε κοντά στα λατρεφτά τους τέρια· | |
και για τις κόρες πάλε εκεί μες στην αβλή απ' αντίκρυ | |
είταν ανώι και δώδεκα γιατάκια στην αράδα | |
από πελεκητόπετρα, και του Πριάμου μέσα | |
πλάγιαζαν οι γαμπροί κοντά στα λατρεφτά τους τέρια — | 250 |
να! βγήκε ομπρός του η σπλαχνικιά μητέρα του, π' αγνάντια | |
στης Λαοδίκης πάγαινε, της πιο όμορφής της κόρης, | |
και πήγε τον αγκάλιασε και τούπε με λαχτάρα | |
«Παιδί μου, τι ήρθες κι' άφηκες τη λύσσα του πολέμου; | |
Αχ οι καταραμένοι οχτροί πολύ σας τυραγνούνε | 255 |
γύρω στη χώρα, κι' η καρδιά εδώ σε στέλνει εσένα | |
στο Δία, απάνου απ' το καστρί, τα χέρια να σηκώσεις. | |
Μον στάσου, μια γουλιά κρασί θα τρέξω να σου φέρω, | |
πρώτα του Δία μια σταλιά και των θεών των άλλων | |
να στάξεις, κι' έπειτα να πιεις κι' εσύ να συνεφέρεις. | 260 |
Γιατί ανασταίνει τα κρασί ξανά τους κουρασμένους, | |
όπως κι' εσύ κουράστηκες βοηθώντας τους δικούς σου.» | |
. | |
Τότε ο λεβέντης Έχτορας της απαντάει διο λόγια | |
«Μη με κερνάς καρδόγλυκο κρασί, καλή μου μάννα, | |
μη μ' αποστάσεις κι' όρεξη δεν έχω πια για μάχη. | 265 |
Σκιάζουμαι κιόλας μ' άνιφτα τα χέρια το φλογάτο | |
κρασί στο μαβροσύγνεφο να στάξω γιο του Κρόνου· | |
μήτε π' ακούστηκε ποτές παράκλησες του Δία | |
να κάνεις μες στα αίματα χωμένος και στη λέρα. | |
Μον σύρε εσύ στην εκκλησά της Αθηνάς στο κάστρο, | |
και πάρε με θυμιάματα τις προεστές μαζί σου, | 270 |
κι' όπιο έχεις πέπλο πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο | |
και που στον πύργο πιο πολύ το λαχταρά η καρδιά σου, | |
βάλ' της το αφτό στα γόνατα της Αθηνάς, και τάξε, | |
μαννούλα, πως ως δώδεκα γελάδες θαν της σφάξεις | |
χρονιάρικες απείραγες στην εκκλησά της μέσα, | 275 |
αν την πατρίδα σπλαχνιστεί τα τέρια τα παιδιά μας, | |
μήπως αλάργα απ' το καστρί βαστάξει το Διομήδη, | |
άγριο στρατιώτη, της σφαγής ατρόμητο τεχνίτη. | |
Μον σύρε εσύ στην εκκλησά της σεβαστής Παρθένας, | |
κι' εγώ τον Πάρη πάω να βρω και ναν τον κράξω, αν θέλει | 280 |
και να μ' ακούσει μια φορά... έτσι π' αφτού ν' ανοίξει | |
η Γης και ναν τον καταπιεί! Γιατί ο μεγάλος Δίας | |
στον κόσμο μάς τον έστειλε για δυστυχιά και πίκρες | |
των Τρώων και του βασιλιά κι' εμάς των αδερφών του. | |
Αχ κείνον να θε τόνε δω να κατεβεί στον Άδη, | |
θάλεγα εδώ μου σήκωσαν απ' την καρδιά 'να βράχο!» | 285 |
. | |
Είπε, και σπίτι αφτή γυρνάει τις σκλάβες να φωνάξει. | |
Κι' οι σκλάβες ως να μάσουνε τις προεστές στη χώρα, | |
αφτή στη μοσκομύριστη κατέβηκε αποθήκη, | |
κι' εκεί είχε αφρόπλεχτα σκουτιά, των Σιδωνιτισσώνε | |
δουλιά, π' ατός του τάφερε απ' τη Σιδώνα ο Πάρης | 290 |
περνώντας τον πλατύ γιαλό, στο ίδιο το ταξίδι | |
σαν έφερε και τη Λενιό την αρχοντοθρεμένη. | |
Ένα από κείνα της θεάς διαλέγει να χαρίσει, | |
πούταν στα ξόμπλια πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο, | |
λαμπρό σαν άστρο· κι' είτανε βαλμένο κάτου κάτου. | 295 |
Και κίνησε, κι' ένα σωρό αρχόντισσες ξοπίσω. | |
. | |
Έτσι σαν ήρθαν στης θεάς την εκκλησά στο κάστρο, | |
την πόρτα η κρινομάγουλη γυναίκα τ' Αντηνόρου, | |
η Θεανό, τους άνοιξε, η κόρη του Κισσέα· | |
τι είχανε αφτή λειτούργισσα της Αθηνάς οι Τρώες. | 300 |
Κι' όλες με κλάμα και φωνή σηκώσανε τα χέρια. | |
Και παίρνει τότε η Θεανό το πέπλο και το βάζει | |
στα γόνατα της Αθηνάς με τις χρυσές πλεξούδες, | |
κι' έπειτα αρχίζει προσεφκή και δέηση να κάνει | |
«Προστάτρα, δέσποινα Αθηνά, θεά μου δοξασμένη, | 305 |
αχ του Διομήδη τ' άρματα κομάτιασ' τα, και κάνε | |
κι' αφτόν να πέσει πίστομα μπροστά στο Ζερβοπόρτι, | |
κι' αμέσως θα σου σφάξουμε ως δώδεκα γελάδες | |
χρονιάρικες απείραγες εδώ στην εκκλησά σου, | |
αν την πατρίδα σπλαχνιστείς κι' εμάς και τα παιδιά μας.» | 310 |
. | |
Είπε, μα δεν τους ξάκουσε τη δέηση η Παλλάδα. | |
. | |
Έτσι οι αρχόντισσες λοιπόν θερμοπερικαλιούνταν, | |
κι' ο Έχτορας τότε έφτανε στον πύργο τ' Αλεξάντρου, | |
πού' χε τον μόνος του έξοχο φτιασμένο με μαστόρους | |
τους πιο καλούς που βρίσκουνταν στην Τροία τότε χτίστες | 315 |
που σάλα τούφτιασαν κι' αβλή και τούφτιασαν γιατάκι | |
μες στο καστρί, στου Έχτορα σιμά και στου Πριάμου. | |
Και μπαίνει μέσα ο Έχτορας στα χέρια του κρατώντας | |
κοντάρι ως έντεκα πηχών, με το χαλκένιο στόκο | |
π' άστραφτε ομπρός κι' ολόχρυσο τον έσφιγγε ζουνάρι. | 320 |
Εκεί τον Πάρη πούσαχνε τον βρήκε την πανώρια | |
μες στο γιατάκι αρματωσά, ασπίδα και τσαπράζα, | |
και που στα χέρια το κυρτό δοκίμαζε δοξάρι. | |
Δίπλα η Λενιό καθότανε με γύρω της τις σκλάβες | |
κι' είχε σ' αργόχερα ακουστά στρωμένες τις αργάτρες. | |
. | |
Και σαν τον είδε ο Έχτορας, του λέει πικρά διο λόγια | 325 |
«Ντροπής, καημένε, αφτοί οι θυμοί που στην καρδιά σού μπήκαν! | |
Λιώνει ο λαός που σφάζεται μπροστά στο καστροπόρτι, | |
και για τα σένα οι σκοτωμοί, ο πόλεμος για σένα | |
είναι αναμένος στ' αψηλό καστρότειχο τριγύρω. | |
Έπρεπε εσύ να μάχεσαι και μ' άλλους, όθε βλέπεις | 330 |
π' αναμελάν τον πόλεμο. Μον έλα τώρα σήκω! | |
μήπως τις φλόγες δεις και καιν σε λίγο την πατρίδα.» | |
. | |
Τότες ο θεοκάμωτος απολογιέται Πάρης | |
«Έχτορα, σα με μάλωσες όχι άδικα, μον δίκια, | |
για αφτά θενά σ' το ξηγηθώ· Μον άκου με και κρίνε. | |
Εγώ όχι τόσο από θυμό ή φταίξιμο των Τρώων | 335 |
κλείστηκα εδώ, μον ήθελα τη λύπη να χορτάσω. | |
Μα τώρα μ' έπεισε η Λενιό με τα γλυκά της λόγια | |
να βγω στον πόλεμο· θαρρώ καλύτερα κι' ατός μου | |
έτσι να γίνει... σ' ένανε δε μένει πάντα η νίκη. | |
Μον έλα στάσου, τ' άρματα τώρ ως να βάλω· ή σύρε, | 340 |
κ' έρχουμαι εγώ κατόπι σου. Θαρρώ θα σε προφτάσω.» | |
. | |
Είπε, κι' αφτός απάντηση δε γύρισε να δώκει. | |
. | |
. | |
Τότες του μίλησε η Λενιό μ' αγαπημένα λόγια | |
«Κουνιάδε εμένα της λωλής, της σιχαμένης σκύλας, | |
αχ την αβγή που η μάννα μου με γέννησε στον κόσμο | 345 |
να θε μ' αρπάξει μια κακή φουρτούνα, και στα όρη | |
να θε με φέρει ή στου γιαλού το φουσκωμένα κύμα, | |
όπου πριν τύχουν όλα αφτά να μ' έπνιγε το κύμα· | |
μα μια οι θεοί και τ' τόγραψαν τέτια κακά να τύχουν, | |
ας έπεφτα καν σ' άλλου αντρός, καλύτερου, τα χέρια, | 350 |
που νιώθει από καταλαλιά και κόσμου κατηγόρια. | |
Μα αφτός δεν έχει διο μιαλά, μήτε ποτές του θάχει· | |
για κείνο που μου φαίνεται θαν το χαρεί μια μέρα. | |
Μον έμπα τώρα, αντράδερφε, και πάρε να καθήσεις | |
κοντά μου εδώ, τι σ' έπνιξαν εσένα πρώτα οι κόποι | 355 |
απ' τ' Αλεξάντρου τ' άδικα κι' εμένανε της σκύλας, | |
που μάβρη μοίρα ο ουρανός μάς έχει φυλαγμένα, | |
έτσι που πάντα κι' οι στερνοί να μας θυμάντε αθρώποι.» | |
. | |
Τότε ο μεγάλος Έχτορας της απαντάει διο λόγια | |
«Άσε με, Ελένη, αν μ' αγαπάς, τι δε μπορώ να μείνω. | 360 |
Να τρέξω τώρα βιάζουμαι τους Τρώες να βοηθήσω, | |
γιατί μετράνε τις στιγμές που λείπω από κοντά τους. | |
Μον ξύπνα τον αφτόν, Λενιό, κι' ας κουνηθεί κι' ατός του, | |
που μέσα ακόμα στο καστρί, πριν βγω, να με προφτάσει. | |
Τι εγώ να δω θα πεταχτώ στον πύργο τους δικούς μου, | 365 |
το μυριοχάιδεφτό μου γιο, την έρμα μου γυναίκα... | |
Πιος ξέρει πίσω αν θα με δουν και πάλι να γυρίσω, | |
ή θα με σφάξουν πια οι θεοί με των οχτρών τα χέρια.» | |
. | |
Είπε, και φέβγει σείνοντας πας στην κορφή τη φούντα. | |
Έπειτα φτάνει γλήγορα στ' αρχοντικό του σπίτι, | 370 |
μα μέσα δεν την πέτυχε την όμορφη Αντρομάχη, | |
μόνε στον πύργο είχε ανεβεί με την αφράτη βάγια | |
και το παιδί, κι' έκλαιγε εκεί με πόνο και βογγούσε. | |
Και σα δε βρήκε πουθενά το λατρεφτό του τέρι, | |
πάει στην μπασά και στέκεται, και κράζει στις γυναίκες | 375 |
«Για ακούστε, σκλάβες, μια στιγμή και πέστε την αλήθια. | |
Πούθε η κυρά σας έκανε σα βγήκε από το παλάτι; | |
Μην πάει στις συνυφάδες της ή σε καμιά αντραδέρφης; | |
για μήπως πάει στην εκκλησά της σεβαστής Παρθένας, | |
όπου κι' οι άλλες δέουνται πυκνόσγουρες κυράδες;» | 380 |
. | |
Τότες γυρίζει η σερπετή πιστάτρα και του κάνει | |
«Σα θες, αφέντη, και καλά ν' ακούσεις την αλήθια, | |
δεν πάει στις συνυφάδες της ή σε καμιά αντραδέρφης, | |
μήτε έσυρε στην εκκλησά της σεβαστής Παρθένας, | |
όπου κι' οι άλλες δέουνται πυκνόσγουρες κυράδες· | 385 |
Μον πήγε στ' αψηλό πυργί, γιατί είπαν πως οι Τρώες | |
είναι σφιγμένοι κι' οι οχτροί νικάν μεγάλη νίκη. | |
Εκεί πηγαίνει, τρέχοντας σα νάχασε το νου της, | |
και πάει κι' η βάγια από κοντά με το παιδί στα χέρια.» | |
. | |
. | |
Είπε, κι' εκείνος έφυγε ξανά τον ίδιο δρόμο | 390 |
και τα καλόφτιαστα στρατιά περνούσε πιλαλώντας. | |
Και τη στιγμή σα διάβαινε τη χώρα και θωρούσε | |
το Ζερβοπόρτι, όθε είτανε όξω να βγει στον κάμπο, | |
να τη απ' αγνάντια πρόβαλε τρεχάτη η Αντρομάχη, | |
τ' Αητιού του λιονταρόκαρδου η μυριοπλούσια κόρη, | 395 |
τ' Αητιού που βασιλιά άλλοτες τον είχαν οι Κιλίκοι | |
πέρα στη Θήβα, στα ριζά της δασωμένης Πλάκος· | |
να τίνος ρήγα ο Έχτορας την κόρη είχε γυναίκα. | |
Που τότε εκεί τον έσμιξε, κι' η βάγια από κοντά της | |
περπάταε κι' είχε το παιδί γυρμένο απάς στον κόρφο, | 400 |
έτσι δα αθώο και μωρό, το μοσκαναθρεμένο | |
Εχτορουδάκι πούλαμπε σαν της αβγής τ' αστέρι. | |
Σκαμαντρινό ο πατέρας του τούχε όνομα βαλμένα, | |
μα Μοναφέντης κράζουνταν απ' τους λοιπούς τους Τρώες, | |
τι μόνος τούς διαφέντεβε ο Έχτορας το κάστρο. | |
Τότε έτσι εκείνος κοίταξε σωπώντας το παιδί του | |
με θλιβερό χαμόγελο· κι' η όμορφη Αντρομάχη | 405 |
ήρθε κλαμένη, τούπιασε σφιχτά το χέρι κι' είπε | |
«Καημένε, αχ το φιλότιμο θα σ' αφανίσει. Πες μου, | |
τ' αθώο αφτό δεν το πονάς, δε λυπάσαι εμένα | |
που μάβρη χήρα κι' έρημη σε λίγο θα μ' αφήκεις; | |
Τι γρήγορα όλοι οι Δαναοί θα τρέξουν να σε σφάξουν. | 410 |
Μα αν είναι να σε στερηθώ, καλύτερα για μένα | |
να με σκεπάσει η μάβρη Γης! Γιατί άλλο πια αντιστύλι | |
δε θα μου μείνει, μον καημοί, τα μάτια σα σφαλίσεις. | |
Μηγάρ πατέρα εγώ 'χω πια ή τη γλυκιά μου μάννα; | |
Τι τον πατέρα ο θεϊκός μού σκότωσε Αχιλέας, | |
κι' έκαψε και των Κιλικών τη μυριοπλούσια χώρα, | 415 |
τη Θήβα την τρανόπορτη· και σφάζοντάς τον όμως | |
δεν τον ξαρμάτωσε, ως αφτού δε βάσταξε η καρδιά του, | |
Μον σαν τον έκαψε μαζί με τα χρυσά άρματά του, | |
τούχτισε μνήμα, και φτελιές του φύτεψαν τριγύρω | |
καλές νεράιδες του βουνού, του Δία θυγατέρες. | 420 |
Κι' εφτά μου αδέρφια π' άφισα στον πατρικό μας πύργο, | |
μες σε μια μέρα κι' οι εφτά κατέβηκαν στον Άδη, | |
τι ενώ βοσκούσαν τ' άσπρα αρνιά και τραχηλάτα βόδια | |
όξω στο λόγγο, του Πηλιά ο γιος τους έσφαξε όλους. | |
Η μάνα μου που στα ριζά βασίλεβε της Πλάκος, | 425 |
αφτήνε εδώ την έφερε με τ' άλλο βιος αντάμα, | |
μα τη λεφτέρωσε έπειτα για ξαγορά μεγάλη, | |
κι' η Άρτεμη τη θέρισε στον πατρικό της πύργο. | |
Έχτορα, τώρα εσύ γονιός κι' εσύ γλυκιά μου μάννα, | |
εσύ είσαι εμένα κι' αδερφός και τρυφερό μου τέρι, | 430 |
Μον πια λυπήσου με, κι' αφτού στο κάστρο μείνε απάνου, | |
μήπως με ρήξεις σε χηριά και το παιδί σ' αρφάνια. | |
Και στήσ' τους στον αρνό κοντά τους λόχους, που πατιέται | |
εκεί πιο ο τοίχος έφκολα κι' ανεβατή είναι η χώρα. | |
Γιατί από κει ήρθαν τρεις φορές και πάσκισαν να μπούνε | 435 |
τ' Ατρέα ο γιος κι' οι Αίιδες με διαλεχτούς νομάτους, | |
κι' ο φημισμένος Δομενιάς κι' ο φοβερός Διομήδης. | |
Καν κάπιος τους αρμήνεψε καλός στις προφητείες, | |
«καν τους το λέει κι' η τόλμη τους και τους θαρρύνει ο νους το | υς.» |
. | |
Τότε ο μεγάλος Έχτορας της απαντάει διο λόγια | 440 |
«Γυναίκα, ναι κι' εγώ όλα αφτά στο νου μου τ' αναδέβω· | |
όμως ντροπή απ' τις Τρώισσες, ντροπή 'ναι ομπρός στους Τρώες | |
να σέρνουμαι έτσι σαν κιοτής αλάργα απ' τους πολέμους... | |
μήτε το θέλει μου η καρδιά! τι πάντα παλικάρι | |
έμαθα νάμαι και μπροστά στις κονταριές να τρέχω, | 445 |
μ' απόφαση το γονικό να διαφεντέψω θρόνο. | |
Ναι ξέρω, μου το λέει αφτό αλάθεφτα η ψυχή μου, | |
θα φέξει η μέρα — δεν αργεί — που θα χαθεί η πατρίδα, | |
κι' ο βασιλιάς ο Πρίαμος, κι' ο ξακουστός λαός του· | |
μα δε μου σφάζει την καρδιά, των Τρώων σα λογιάζω | 450 |
τα πάθια, ή και των δύστυχων γονιώνε μου, ούτε τόσο | |
των αδερφών μου που πολλοί μες στα χρυσά τους νιάτα | |
θα κυλιστούν στο αίμα τους σφαγμένοι από τους Αργίτες, | |
όσο για σένα, όταν κανείς απ' των οχτρών τ' ασκέρι | |
σε σέρνει σε πικρή σκλαβιά στα δάκρια βουτημένη. | 455 |
Κι' άλλη ίσως, στ' Άργος όταν πας, να φαίνεις θα σε βάζει, | |
και με τη στάμνα απ' την πηγή νερό θα πας να φέρνεις, | |
άθελα, δόλια, μα σκληρή θα σε στανέβει ανάγκη. | |
Και σα σε βλέπουν που περνάς αχνή και δακρυσμένη, | |
'Νά το' θα λεν 'του Έχτορα το τέρι που των Τρώων | 460 |
είταν το πρώτο αφτός σπαθί στης Τροίας τους πολέμους'. | |
Έτσι ίσως πουν· κι' ο πόνος σου θα ξανανοίγει πάντα | |
σα βλέπεις πως απ' τη σκλαβιά να βγεις δεν έχει ολπίδα. | |
Μα θέλω να με φάει η γης, η μάβρη πλάκα θέλω, | |
πριν να βογγάς να κλαις σε δω, και σκλάβα να σε σέρνουν!» | 465 |
. | |
Έτσι της είπε, κι' άπλωσε τα χέρια στο παιδί του, | |
μα πίσω γέρνει το παιδί στον κόρφο της βυζάχτρας | |
με τις φωνές, τι τόσκιαζε η όψη του γονιού του, | |
σαν είδε π' άστραφτε ο χαλκός σπιθόβολα οχ το κράνος, | |
κι' απάνου σάλεβε αγριωπή η αλογήσα φούντα. | 470 |
Γέλασε τότε η μάννα του μια στάλα κι' ο πατέρας. | |
Και βγάζει απ' το κεφάλι εφτύς ο Έχτορας το κράνος | |
και τ' απιθώνει χάμου εκεί καθώς λαμποκοπούσε, | |
κι' όταν το γιο του φίλησε και χόρεψε στα χέρια, | |
στο Δία κι' όλους τους θεούς δεήθηκε έτσι κι' είπε | 475 |
«Περικαλώ σε, Δία μου, θεοί, περικαλώ σας, | |
ας δώσει η χάρη σας κι' αφτός — ο γιος μου — μες στους Τρώες | |
όπως κι' εγώ να ξακουστεί, έτσι αντριωμένος πάντα | |
κι' άξιος της Τροίας βασιλιάς. Κι ας πουν για αφτόν μια μέρα | |
'Αφτός απ' τον πατέρα του πολύ πιο παλικάρι' | |
καθώς γυρνά απ' τον πόλεμο· και ματωμένα ας φέρνει | 480 |
μαζί του λάφυρα, απ' οχτρό που σκότωσε παρμένα, | |
που ναν τον δει η μαννούλα του και να χαρεί η καρδιά της.» | |
. | |
Είπε, και βάζει το παιδί στης γυναικός τα χέρια, | |
κι' εκείνη πίσω τόγυρε στο μυρισμένον κόρφο | |
και πικροχαμογέλασε με μάτια δακρυσμένα. | |
Και σαν την είδε κι' έκλαιγε, την πόνεσε η ψυχή του, | |
και τρυφερά τη χάιδεψε και με καημό της είπε | 485 |
«Μη μου βαριοπικραίνεσαι, γυναίκα, και κανένας, | |
αν δεν το γράφει η μοίρα μου, στον Άδη δε με στέλνει. | |
Ειδέ απ' το ριζικό κανείς δε θα σωθεί ποτές του, | |
θες αντριωμένος θες δειλός, μιας που βρεθεί στον κόσμο. | |
Μον μέσα τώρα πήγαινε να κάτσεις στις δουλιές σου, | 490 |
στη ρόκα και στον αργαλιό, και βάλε και τις σκλάβες· | |
όσο για πόλεμο που λες, οι άντρες θα φροντίσουν, | |
όλοι κι' απ' όλους πρώτα εγώ, όσοι κι' αν ζουν στην Τροία!» | |
. | |
Είπε, και τότες σήκωσε το κράνος του από χάμου. | 495 |
Κι' η Αντρομάχη κίνησε στον πύργο να γυρίσει, | |
τηρώντας πίσω, κι' έχυνε πικρά και μάβρα δάκρια. | |
Σε λίγο σίμωσε έπειτα στ' αρχοντικό τ' αντρός της, | |
στου Έχτορα τ' αντροφονιά, και μέσα μαζωμένες | |
βρήκε τις σκλάβες, κι' έπιασαν όλες μαζί το κλάμα. | |
Σπίτι του ακόμα ζωντανό έτσι όλες τον θρηνούσαν· | 500 |
και λέγανε απ' τον πόλεμο ξανά δε θα γυρίσει | |
κι' απ' των οχτρών δε θα σωθεί τη λύσσα και τα χέρια. | |
. | |
Κι' ο Πάρης δε χασομεράει στον αψηλό του σπίτι, | |
μόνε σα χαλκοφόρεσε την πλούσια αρμάτωσά του, | |
περνάει τη χώρα τρέχοντας μ' ακούραστο ποδάρι. | 505 |
Σαν άλογο, που στο παχνί αργό παραχορταίνει | |
και το καπίστρι σπάει κι' ορμά στον κάμπο πιλαλώντας — | |
γιατί να λούζεται έμαθε στα δροσερά ποτάμια — | |
περήφανο έτσι, κι' αψηλά βαστάει την κεφαλή του, | |
κι' απάνου κάτου η χήτη του στους ώμους κυματίζει, | 510 |
κι' αφτό γιομάτο λεβεντιά, γοργά το παν τα πόδια | |
όπου συχνάζουν άλογα και στα λιβάδια βόσκουν· | |
έτσι και του Πριάμου ο γιος, αστράφτοντας σαν ήλιος | |
μες στη λαμπρή του αρματωσά, κατέβηκε το κάστρο | |
καμαρωτός, και γλήγορα τον πήγαιναν τα πόδια. | |
Σε λίγο αντάμωσε έπειτα τον ξακουστό αδερφό του, | 515 |
τον Έχτορα, ότι πήγαινε στον κάμπο να γυρίσει | |
απ' όθες πριν ρωτιότανε με τ' ακριβό του τέρι. | |
. | |
Πρώτος ο Πάρης έπιασε διο λόγια να μιλήσει | |
«Πολύ σε βάσταξα, αδερφέ, κιας βιάζεσαι να σύρεις· | |
άργησα, κι' όπως πρόσταξες δεν έφτασα στην ώρα.» | |
. | |
Τότε ο λεβέντης Έχτορας γυρίζει και του κάνει | 520 |
«Πάρη, κακό δε θα σου πει κανείς με δίκια γνώμη, | |
να θε σε δει στον πόλεμο, γιατί είσαι παλικάρι. | |
Μα αφίνεις μόνος και δε θες. Κι' εμένα εδώ η καρδιά μου | |
βογγάει στα στήθια, άμα αγρικώ και σ' αναθεματάνε | |
οι Τρώες που τραβούν πολλά μαρτύρια για τα σένα. | 525 |
Μον πάμε τώρα, κι' όλα αφτά τα σάχνουμε κατόπι, | |
αν δώσει ο Δίας λεφτεριάς ποτήρι καμιά μέρα | |
να πιούμε στους παντοτινούς θεούς των ουρανώνε, | |
σα διώξουμε τους Αχαιούς αλάργα απ' την πατρίδα.» | |
. | |
. | |
. | |
Η | |
. | |
. | |
. | |
Είπε ο λεβέντης Έχτορας, κι' όξω απ' το τειχοπόρτι | |
ορμάει, κι' ο Πάρης έτρεχε μαζί του· και των διο τους | |
μέσα τους γύρεβε η καρδιά να σφάξουν και να θύσουν. | |
Κι' όπως σε νάφτες που ποθούν μια στάλα αγέρι πρύμο, | |
του Κρόνου τους το στέλνει ο γιος σαν τύχει κι' αποστάσουν | 5 |
χτυπώντας με τα λάτινα καλόξυστα κουπιά τους | |
το κύμα, κι' είναι η μέση τους απ' τη δουλιά κομένη· | |
έτσι κι' αφτούς, σα φάνηκαν, οι Τρώες τους ποθούσαν. | |
. | |
Σκότωσε τότε ο ένας τους τον άρχοντα Μενέστη, | |
τ' Αρήθου γιο, που γέννησε στην πολυστάφυλη Άρνα | 10 |
η ώρια η Φυλομέδουσα κι' ο ροπαλάς Αρήθος. | |
Κι' ο Έχτορας τον Ηονιά τρυπάει στο σνίχι πίσω | |
κάτου απ' το κράνος το στιλπνό, και τη ζωή του παίρνει. | |
Κι' ο Γλάφκος, τ' Απολόχου ο γιος, των Λυκιωτώνε ο πρώτος, | |
μέσα στη βράση της σφαγής καρφώνει το Βιφίνο, | |
του Δέξη γιο — ότι πήδηξε μες στο γοργό του αμάξι — | 15 |
στον ώμο, κι' έπεσε νεκρός μέσα απ' τ' αμάξι χάμου. | |
. | |
Και σαν τους πήρε μυρουδιά του Δία η θυγατέρα | |
θεά Αθήνα, πως λιάνιζαν τους Αχαιούς στη μάχη, | |
χύθηκε τότε απ' την κορφή την Ελυμπήσα κάτου | |
να πάει στον κάμπο τον πλατύ. Αντίθετά της τρέχει | 20 |
κι' ο γιος του Δία, ο σκοπεφτής Απόλλος αφρισμένος | |
ψηλά απ' το κάστρο, κι' ήθελε τους Τρώες να νικήσουν. | |
Κι' έσμιξαν στην οξά σιμά, και πρώτος είπε ο Φοίβος | |
«Τι ήρθες ξανά οχ τον Έλυμπο με τόση φρένια πάλι, | |
του Δία κόρη, κι' η τρανή σε φτέρωσε καρδιά σου; | 25 |
Ξέρω, ζητάς των Αχαιών μονοδοξάστρα νίκη | |
να δώκεις· τι δα αν χάνουνται και Τρώες, δε σε μέλει. | |
Μα άκου με, αν θέλεις, κι' ίσως βγει πολύ καλύτερά μας· | |
τώρα την έρμα ας πάψουμε σφαγή και τους πολέμους | |
σήμερα· απέ έπειτα ξανά χτυπιούνται ως που την άκρη | 30 |
της Τριάς να βρούνε, αφού μαθές τ' αποφασίσατε έτσι | |
εσείς οι διο οι αθάνατες, να φάτε αφτό το κάστρο.» | |
. | |
Τότε απαντά η θεά Αθήνα, του Δία η θυγατέρα | |
«Ναι έτσι, προφυλαχτή, ας γένει, και με την ίδια γνώμη | |
ήρθα κι' εγώ οχ τον Έλυμπο κατά τα διο τα' ασκέρια. | 35 |
Μον έλα, πώς τον πόλεμο σκοπέβεις ναν τους πάψεις;» | |
. | |
Τότες της είπε ο σκοπεφτής αφέντης γιος του Δία | |
«Τον Έχτορα ας σηκώσουμε, τον άφοβο αλογάρη, | |
μήπως τυχόν κάνα Αχαιό μονάχος με μονάχο | |
αντροκαλέσει σε σκληρή να μετρηθούνε μάχη, | 40 |
κι' αφτοί ίσως φιλοτιμηθούν και βγάλουν, οι Αργίτες, | |
τον Αία με τον Έχτορα να χαλκοπολεμήσει.» | |
. | |
Έτσι είπε, κι' η θεά Αθήνα κατά πώς είπε κάνει. | |
. | |
Και τους νογάει ο Έλενος, του γέρου ο γιος Πριάμου, | |
το τι βουλή αποφάσισαν οι διο θεοί μιλώντας, | 45 |
και πάει στον Έχτορα σιμά και στέκει και του κάνει | |
«Έχτορα, του Πριάμου γιε, ισόγνωμε του Δία, | |
τάχα ότι πω το λόγο μου θ' ακούσεις; — αδερφό σου | |
μ' έχεις μαθές — τους διο στρατούς βάλ' τους να κάτσουν τώρα, | |
μα ένανε ατός σου απ' τους οχτρούς, τον πιο καλύτερό τους, | 50 |
σε μάχη κράξ' τον άπονη να μετρηθεί αντικρύ σου. | |
Δε σούναι ακόμα ριζικό να κατεβείς στον Άδη, | |
γιατί έτσι εγώ άκουσα φωνή θεών παντοτινώνε.» | |
. | |
Είπε, κι' εκείνος χάρηκε σαν άκουσε το λόγο, | |
και μες στους Τρώες τρέχοντας τους λόχους σταματούσε, | 55 |
τ' όπλο απ' τη μέση σφίγγοντας. Και στέκουν όλοι οι λόχοι. | |
Χάμου τ' Ατρέα εφτύς κι' ο γιος τους Αχαιούς καθίζει, | |
κάθεται κι' η θεά Αθηνά κι' ο Αργυροδοξάρης | |
— παρόμιοι μ' όρνια αρπαχτικά — στην τρανοκόρμα απάνου | |
του βροντορήχτη Δία οξά, και χαίρουνταν θωρώντας | 60 |
τους άντρες πούτανε πυκνές αράδες καθισμένοι, | |
απ' όπλα, κράνα χάλκινα κι' ασπίδες δασωμένοι. | |
Πώς μπάτη χνώτο χύνεται πας στου γιαλού την άπλα | |
όταν πρωτοσηκώνεται, και τα νερά σουφρώνουν, | |
τέτιοι κι' οι λόχοι κάθουνταν των διο στρατών στον κάμπο. | 65 |
. | |
Κι' είπε στη μέση ο Έχτορας των Αχαιών και Τρώων | |
«Τρώες, ακούστε με, κι' εσείς Αργίτες παινεμένοι, | |
για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια. | |
Τους όρκους δεν τους έβγαλε δεξά ο μεγάλος Δίας, | |
μον μηχανέβει όλο κακά και για τους διο στο νου του, | 70 |
ως που ή τ' ομορφοπύργωτο να μας ρημάξτε κάστρο | |
ή εσείς να δαμαστείτε ομπρός στα πελαγήσα πλοία. | |
Όμως μαζί σας ήρθανε ολούθες παλικάρια, | |
κι' ομπρός! όπιου βαστά η καρδιά, ας έρθει ομπρός απ' όλους | |
μ' εμένα εδώ τον Έχτορα να πρωταγωνιστήσει. | 75 |
Και να! τι λέω, κι' ας είναι ο γιος του Κρόνου μάρτυράς μας· | |
αφτός αν με το δίκοφτο χαλκό με σφάξει εμένα, | |
ας μου τα βγάλει τ' άρματα και στα καράβια ας σύρει, | |
μα ας δώκει πίσω το κορμί, που καν το λείψανό μου | |
οι Τρώες και των Τρώωνε να κάψουν οι γυναίκες. | 80 |
Μα εγώ αν τον σφάξω, αν δώκει μου τέτιο καμάρι ο Φοίβος, | |
θαν τον γυμνώσω απ' τ' άρματα και θαν τα πάω στο κάστρο | |
ναν τα κρεμάσω μέσα εκεί στην εκκλησά τα' Απόλλου, | |
δίνοντας πίσω το κορμί στ' ανάφρυδα καράβια, | |
για να στολίσουν το νεκρό οι παινεμένοι Αργίτες | 85 |
και μνήμα απάς στ' απλόχωρο περγιάλι ναν του στήσουν. | |
Κι' ίσως μια μέρα πει κανείς απ' τους στερνούς ανθρώπους, | |
πολύκουπα αρμενίζοντας πας στο γαλάζο κύμα | |
Να! μνήμα εκεί παλικαριού που στα παλιά τα χρόνια | |
του κοσμοξάκουστου Έχτορα τον σκότωσε το χέρι.' | 90 |
Έτσι ίσως πουν, κι' η δόξα μου θα ζήσει πάντα εμένα.» | |
. | |
Είπε, κι' εκείνοι απόμειναν χωρίς να βγάζουν λέξη· | |
όχι να πούνε ντράπηκαν, ναι δείλιασαν να πούνε. | |
Μα με καιρό πετιέται πια και τους λαλεί ο Μενέλας | |
με τις βρισές, και τούβραζε μέσα η καρδιά απ' το πάθος | 95 |
«Ωχού μου παινεσιάρηδες, γυναίκες κι' όχι πια άντρες, | |
πάει πια, του κόσμου σιχαμός θα γίνουμε, αν εδώ όλοι | |
μπροστά στον Έχτορα τ' αφτιά τα κατεβάσουμε έτσι. | |
Μα αμέτε στην οργή όλοι εσείς — φωτιά που να σας κάψει! — | |
που αφτού σαν ψόφιοι, έτσι άδοξα, μου κάθεστε ένας ένας· | 100 |
αφτόν εγώ θ' αρματωθώ ναν τον βαρέσω ατός μου. | |
Το τι θα βγει, είναι στων θεών απάνου εκεί τα χέρια.» | |
. | |
Είπε, κι' αμέσως φόρεσε την πλούσια αρματωσά του. | |
Τότες πια αλήθια θάβλεπες, Μενέλα, του θανάτου | |
το τέλος απ' του Έχτορα τη σταλωμένη χέρα, | 105 |
τι είταν ανότερος πολύ, αν ίσως κι' οι αρχόντοι | |
των Αχαιών δεν τρέχανε να σε βαστάξουν πίσω. | |
Και πρώτα ο μυριαφέντης γιος τ' Ατρέα, ο Αγαμέμνος, | |
του λέει, του κραίνει, απ' το δεξύ ενώ τον κράταε χέρι | |
«Χαμένα τάχεις, αδερφέ . . . μα δε σου πρέπει εσένα | |
η τρέλα αφτή . .. Έχε απομονή, και μ' όλη σου την πίκρα | 110 |
μη θες από φιλότιμο με πιο καλύτερό σου | |
να χτυπηθείς, τον Έχτορα, που τόνε τρέμουν κι' άλλοι. | |
Αφτόν και του Πηλέα ο γιος στη δοξοδότρα μάχη | |
να σμίξει δείλιαε, πούναι σου πολύ πιο παλικάρι. | |
Μα άμε εσύ τώρα κάτσε εκεί με τους συντρόφους, κι' άλλο | 115 |
κοντάρι εμείς του βγάζουμε ν' αγωνιστεί μαζί του. | |
Κι' όσο κι' αν είναι ατρόμητος και φόνο δε χορταίνει, | |
χαίροντας το πλεβρό θαρρώ θα γύρει, πρώτα αν σώσει | |
γερός να φύγει απ' τη σφαγή κι' απ' το κονταροχτύπι.» | |
. | |
Μ' αφτά τα λόγια τ' αδερφού τού γύρισε τη γνώμη, 12 | 0 |
τι είπε σωστά· κι' ακούει αφτός. Κι' οι παραγιοί κατόπι | |
του πήραν την αρματωσά χαρούμενοι απ' τους ώμους. | |
. | |
Τότες σηκώθη ο Νέστορας στη μέση και τους είπε | |
«Ω τι κακό που πλάκωσε μεγάλο την πατρίδα! | |
Βαριά θα βόγγαε ο Πηλιάς, ο γερο-αλογολάτης, | 125 |
των Μυρμιδόνων μαχητής και γνωμοδότης άξιος, | |
πούχερε τόσο σπίτι του ρωτώντας με μια μέρα, | |
και μάθαινε κάθε Αχαιού τη φύτρα, την πατρίδα· | |
τώρα όλοι ομπρός στον Έχτορα αν μάθαινε πως τρέμουν, | |
πολλές φορές θα σήκωνε στον ουρανό τα χέρια, | 130 |
να κατεβεί οχ τα στήθια του νεκρή η ψυχή στον Άδη. | |
Ε νιος κι' ας είμουν, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο, | |
σαν τότε απάς που στο γοργό Κελάδο συναγμένοι | |
χτυπιούνταν κονταρόπλιστοι Αρκάδες και Πυλιώτες, | |
εκεί που τρέχει ο Γιάρδανος, κοντά στης Φιάς το κάστρο. | 135 |
Εκείνων πρωταγωνιστής βγήκε μπροστά ο Ρεφτάλης, | |
άντρακλας ίσος με θεούς, στους ώμους του φορώντας | |
τ' Αρήθου την αρματωσά, που τούχαν παρανόμι | |
βγαλμένα οι άντρες ρόπαλα κι' οι λυγερές γυναίκες· | |
τι δεν πολέμαε με μακριά κοντάρια ή με δοξάρι, | 140 |
παρά με ρόπαλο έσπαζε τους λόχους σιδερένιο. | |
Σκότωσε αφτόν με μπαμπεσιά, όχι απ' αντριά ο Λυκούργος, | |
σ' ένα στενό, όπου απ' τη σφαγή ο σιδερένιος όγκος | |
δεν τόνε γλύτωσε, τι πριν προφταίνει και στη μέση | |
κρυφά ο Λυκούργος τον τρυπάει, κι' ανάσκελα τον στρώνει· | 145 |
έτσι του πήρε τ' άρματα που τούχε δώσει ο Άρης. | |
Αφτά 'χε κι' έβγαινε έπειτα στο πανηγύρι τ' Άρη· | |
και σπίτι του σα γέρασε, τα δίνει του Ρεφτάλη, | |
τ' αγαπητού του παραγιού, ναν τα φοράει στη μάχη. | |
Μ' αφτά ο Ρεφτάλης τ' άρματα χαλκοπλισμένος τότες, | |
κάθε αρχηγού τού φώναζε να βγει να μετρηθούνε· | 150 |
κι' αφτοί φοβούνταν ζάρωναν, μηδέ κανείς τολμούσε. | |
Μα εγώ μου τόπε μου η καρδιά να πάω ναν τον χτυπήσω | |
απ' αψηφιά μου ... είμουν μαθές πιο νιος στα χρόνια απ' όλους. | |
Και βγήκα εγώ, και μούδωσε νίκη τρανή η Παλλάδα. | |
Άλλο άντρα εγώ δε σκότωσα πιο δυνατό ή μεγάλο, | 155 |
τι εδώ κι' ως πέρα κοίτουνταν μακρύς ξεκαρφωμένος. | |
Νιος έτσι ακόμα ας είμουνα, τα κότσα ας μου βαστούσαν! | |
δε θ' άργιε τότε ο Έχτορας να δει κοντάρι ομπρός του. | |
Μα εδώ από σας κι' όσοι είσαστε των Αχαιών οι πρώτοι, | |
κανείς τον Έχτορα όρεξη δεν έχει ν' αντικρύσει.» | 160 |
. | |
Έτσι τους μάλωσε, κι' εννιά σηκώνουνται όλοι όλοι. | |
Σηκώθη απ' όλους πριν πολύ ο βασιλιά Αγαμέμνος, | |
κατόπι του Τυδέα ο γιος, ο άφοβος Διομήδης, | |
κατόπι οι Αίιδες οι διο, ψημένα παλικάρια, | |
κατόπι ο άξιος Δομενιάς, μαζί κι' ο παραγιός του | 165 |
Μηριόνης, ισοδύναμος του θνητοφάγου τ' Άρη· | |
ο Βρύπυλος κατόπι, γιος καμαρωτός του Βαίμου· | |
όρθιος κι' ο Θόας βρέθηκε κι' ο γνωστικός Δυσσέας. | |
Αφτοί όλοι με τον Έχτορα να χτυπηθούν ζητούσαν. | |
. | |
Μα τους ξανάπε ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | 170 |
«Λαχνό όλοι τώρα ως στο στερνό τραβήξτε κι' όπιου πέσει· | |
γιατί από δάφτον μοναχά θα δουν καλό οι δικοί μας, | |
μήτε κι' αφτός τον κόπο του θα χάσει, μόνε ας έρθει | |
πρώτα γερός με το καλό απ' τον αγώνα πίσω.» | |
. | |
Είπε, κι' από 'να αφτοί λαχνό σημάδεψαν, και μέσα | 175 |
στο κράνος του πρωταρχηγού τούς ρήχνουν Αγαμέμνου. | |
Τότε άρχισε όλος ο στρατός παράκληση να κάνει | |
προς τους θεούς σηκώνοντας τα χέρια· κι' ο καθένας | |
είπε ξανάπε, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια | |
«Δία πατέρα, ο Αίας μας να λάχει για ο Διομήδης, | |
για ατός του της πολύχρυσης ο βασιλιάς Μυκήνας.» | 180 |
. | |
Είπαν, κι' ο Νέστορας τους σιεί. Κι' απ' το χαλκένιο κράνος | |
όξω ο λαχνός πετάχτηκε που κι' όλοι αποθυμούσαν, | |
του Αία. Τότες στη γραμμή παντού τον πήγε ο κράχτης, | |
κι' απ' τα δεξά τον έδειχνε στους βασιλιάδες όλους· | |
κι' αφτοί σαν δεν τον γνώριζαν, όχι είπαν ένας ένας. | 185 |
Μα δείχνοντας τον στη γραμμή παντού, σαν ήρθε τέλος | |
στον άντρα που τον χάραξε και στο χαλκένιο κράνος | |
τον είχε ρήξει, στο λαμπρό τον Αία, τότε απλώνει | |
το χέρι ο Αίας — πάει κοντά και του τον δίνει ο κράχτης — | |
τι με χαρά τον γνώρισε σαν τούδε το σημάδι. | |
Και χάμου τον πετάει μπροστά στα πόδια του και κράζει | 190 |
«Δικός μου, αδρέφια μου, ο λαχνός! Και τόχω εγώ μεγάλη | |
χαρά, γιατί τον Έχτορα θαρρώ θαν τον νικήσω. | |
Μα ελάτε, εγώ όσο τ' άρματα χαλκοφοράω της μάχης, | |
αρχίστε εσείς παράκληση στο γιο του Κρόνου Δία, | |
σιγά αφτού πούστε, μην τυχόν κι' οι Τρώες καταλάβουν... | 195 |
ή κι' ανοιχτά, τι πιον εδώ θα φοβηθούμε κιόλας; | |
Πιος θέλει, ας δείξει την αντριά και τέχνη του, κι' ας δούμε | |
αν με φοβίζει, τι θαρρώ κι' εγώ δα τόσο ανάξιος | |
δε βγήκα, δε μεγάλωσα, στη Σαλαμίνα πέρα.» | |
. | |
Είπε, κι' αφτοί προσέφκουνταν στο γιο του Κρόνου Δία, | 200 |
κι' είπαν ξανάπαν, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια | |
«Δία πατέρα, π' αψηλά ορίζεις οχ την Ίδα, | |
μεγάλε, μυριοδόξαστε! του Αία δώσ' του νίκη, | |
και βοήθησέ τον ζηλεφτό καμάρι να κερδίσει· | |
μα αν και τον Έχτορα αγαπάς, την συλλογή του αν έχεις, | |
καν ίση δώσ' τους και των διο τη δύναμη και δόξα.» | 205 |
. | |
Είπαν, κι' εκείνος ζώστηκε τ' αστραφτερά άρματά του. | |
Κι' όλη την πλούσια αρματωσά σα φόρεσε στο σώμα, | |
χοίμηξε τότε, ο γίγας λες σα να ροβόλαε Άρης | |
που πάει σ' αντρώνε πόλεμο, αντρών που σπρώχνει ο Δίας | |
με λύσσα να κοματιαστούν αμάχης σπλαχνοφάγας· | 210 |
γίγας κι' ο Αίας έτσι ορμάει, των Αχαιών ο πύργος, | |
κι' άγριες σπιθόχυνε ματιές, και μ' ανοιχτά τα σκέλια | |
δρασκέλαε παίζοντας βαρύ μακρόδρομο κοντάρι. | |
Κι' οι Δαναοί καμάρωναν θωρώντας, μα των Τρώων | |
τα ήπατα όλων φοβερή τους τάκοψε τρομάρα. | 215 |
Λάχτιζε ακόμα κι' η καρδιά του Έχτορα στα στήθια, | |
μιας όμως κι' αντροκάλεσε, πάει τέλιωσε, δεν είχε | |
πια να ξεκόψει ή να χωθεί στο πλήθος ξαναπίσω. | |
. | |
Κι' ασπίδα ο Αίας πλάκωσε σαν πύργο κουβαλώντας | |
πλούμια χαλκένια εφτάβοϊδη, που τούδεσε με τέχνη | 220 |
ο Φτιάστης, ο πιο ξακουστός πετσάς, της Ύλης θρέμμα· | |
που τούφτιασε εφτατόμαρη από καλοθρεμένους | |
τάβρους ασπίδα, μ' όγδοη λάμα χαλκού από πάνου· | |
μ' αφτή στα στήθια του μπροστά, τον Έχτορα ζυγώνει | |
σιμά σιμά, απέ στέκεται κι' αρχίζει τις φοβέρες | 225 |
«Έχτορα, τώρα πια άλαθα θα δεις με μόνο μόνος | |
σαν τι κοντάρια έχουν εδώ κι' οι Δαναοί στον κάμπο | |
και δίχως λοχοσπάστορα λιοντόκαρδο Αχιλέα. | |
Ναι, αφτός στα γοργοτάξιδα φιγουρωτά καράβια | |
κάθεται αργός, τι χόλιασε του βασιλιά Αγαμέμνου· | 230 |
μα να σου βγούμε εδώ 'μαστε σαν τέτιους που γυρέβεις | |
πολλοί, όσους θες. Μον άρχιζε τη μάχη και τους χτύπους.» | |
. | |
Τότες του λέει κι' ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου | |
«Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, | |
μη με τρομάζεις, και παιδί δεν είμαι εγώ ή γυναίκα | 235 |
ψόφια έτσι, π' άρματα ποτές δεν έπιασε στο χέρι. | |
Εγώ καλά τον πόλεμο, καλά τους φόνους ξέρω· | |
ξέρω δεξά, ξέρω ζερβά να στρίβω τ' αργασμένο | |
τομάρι που γερόπετσο το κουβαλάω στις μάχες· | |
μες στων γοργών ξέρω αμαξών να χύνουμαι τ' ανάστα, | 240 |
ξέρω πεζός και το χορό να πιάνω τ' άγριου τ' Άρη. | |
Να τι είμαι, και δε θέλω εγώ κλεφτά να σε φυλάξω | |
και να σε φάω· ορθάνοιχτα θα ρήξω, αν σε πετύχω.» | |
. | |
Είπε, και σιώντας έρηξε το γλήγορο κοντάρι, | |
και την πελόρια τού βαράει εφτάβοϊδή του ασπίδα, | 245 |
άκρη άκρη απάς στην όγδοη χαλκοφτιασμένη δίπλα. | |
Έξη περνάει ο άλιωτος χαλκός και κόφτει δίπλες, | |
και στέκει στο στερνό πετσί. Τότε ο μεγάλος Αίας | |
κατόπι τίναξε κι' αυτός το στομωτό χαλκένιο | |
κοντάρι, και του χτύπησε τη φωτοβόλα ασπίδα. | 250 |
Και το γερό όπλο του περνάει ως πέρα την ασπίδα | |
και μες στα μαστροδούλεφτα τού χώνεται τσαπράζα, | |
και το σκουτί ίσα εκεί κοντά του σκίζει στο λαγγόνι· | |
μά' γυρε αφτός και σώθηκε απ' τον πικρό το χάρο. | |
Τότε ύψωσαν κι' οι διο μαζί τα δέφτερα κοντάρια | 255 |
και ρήχτηκαν· λες είτανε λιοντάρια σαρκοφάγα, | |
για άγρια γουρούνια π' αχαμνή δεν είναι η δύναμή τους. | |
Εκεί του βρήκε ο Έχτορας στη μέση την ασπίδα, | |
μα δεν την έσκισε ο χαλκός, τι στράβωσε στην άκρη. | |
Όμια κι' ο Αίας κάρφωσε πηδώντας τη δική του, | 260 |
κι' ο στόκος ίσα διάβηκε ως μέσα — κι' ενώ ορμούσε | |
πίσω ξανά τον άμπωξε — και κόφτοντας του πήγε | |
ως στο λαιμό, κι' ανάβρυζε μαβρόθολο το αίμας. | |
. | |
. | |
Όμως τη μάχη ο Έχτορας δεν παραιτούσε κι' έτσι· | |
κωλώνει και μια πέτρα αρπάει με την χοντρή του χέρα | |
πούταν στον κάμπο κατά γης, μάβρη τραχιά μεγάλη· | 265 |
μ' αφτή του Αία βάρεσε την εφταπέτσα ασπίδα | |
στη μέση, απάς στον αφαλό, κι' άχησε γύρω ο βρόντος. | |
Τότες κι' ο Αίας άδραξε μια πιο πολύ μεγάλη | |
κοτρώνα, και την έσφιξε στριφογυρίζοντάς την | |
με δύναμη ως απάνου εκεί. Κι' ως μέσα την ασπίδα | |
ο μυλοπέτρας λίθαρος του σπάει, και του κλονίζει | 270 |
τα γόνατα· κι' ανάσκελα ξαπλώθη, κουτουλώντας | |
με την ασπίδα. Όμως εφτύς τον σήκωσε ο Απόλλος. | |
. | |
Και τότες πια θα ζύγωναν να σπαθολιανιστούνε, | |
μον να! διο κράχτες — των θεών κι' αντρών μαντατοφόροι — | |
ήρθαν, των Τρώων ένας τους, των Αχαιών ο άλλος, | 275 |
κι' οι διο τους γνωστικοί, ο Νιδιός κι' ο θεϊκός Ταρθύβης. | |
Κι' ανάμεσά τους τα ραβδιά σηκώσανε, και πρώτος | |
είπε ο Νιδιός, που ένα σωρό τούξερε ο νους σοφίες | |
«Σώνει, παιδιά μου, αφίστε πια και μη σπαθοκοπιέστε, | |
τι και τους διο σας αγαπάει ο Ελυμπήσος Δίας, | 280 |
άξιοι κι' οι διο σας· τούτο δα και το κατέχουμε όλοι. | |
Νυχτώνει τώρα· σαν καλό ν' ακούμε και τη Νύχτα.» | |
. | |
Τότες ο Αίας τ' απαντάει, ο γιος του Τελαμώνα | |
«Νιδιέ, όλα αφτά του Έχτορα κοπιάστε ναν τα πείτε· | |
τι αφτός ζητούσε ναν του βγουν σε μάχη οι πιο καλοί μας. | 285 |
Ας κάνει αρχή· όχι δε θα πω, αν πρώτα αφτός θελήσει.» | |
. | |
Τότε ο λεβέντης Έχτορας τ' απάντησε διο λόγια | |
«Αία, αφού σούδωκε ο θεός κορμοστασά αντριοσύνη | |
και γνώση, κι' είσαι στ' άρματα των Αχαιών ο πρώτος, | |
τώρα τη μάχη ας πάψουμε τις λαβωσές τους χτύπους, | 290 |
— σήμερα· απέ έπειτα ξανά χτυπιούμαστε ως που ο Δίας | |
να μας χωρίσει, κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσει· | |
τώρα νυχτώνει, σαν καλό ν' ακούμε και τη Νύχτα — | |
κι' εσύ στα πλοία πήγαινε και καλοκάρδισε όλους, | |
κι' απ' όλους πρώτα, τους δικούς και τους συντρόφους πούχεις, | 295 |
και πάλι εγώ μες στο καστρί του βασιλιά Πριάμου | |
όλων θα γιάνω την καρδιά, κι' αντρών και γυναικώνε, | |
που στους θεούς θα πρόσπεσαν, τι τρέμουν μήπως πάθω. | |
Κι' έλα ένα δώρο ξακουστό ας δώσουμε ένας τ' άλλου, | |
που κάθε Τρώας κι' Αχαιός να πει σαν τέτια λόγια | 300 |
'Πρώτα ναι μεν πολέμησαν ψυχόφαγη απ' αμάχη, | |
όμως μ' αγάπη χώρισαν κατόπι φιλιωμένοι.'» | |
. | |
Είπε, και μια ασημόκαρφη πάει και του δίνει πάλα | |
με το καλόκοφτο λουρί και με φηκάρι αντάμα· | |
ζουνάρι ο Αίας τούδωκε βυσσινολαμπρισμένο. | 305 |
. | |
Έτσι λοιπόν σα χώρισαν, γυρνάει στη μέση ο ένας | |
των Αχαιών, κι' ο Έχτορας πήρε το δρόμο πίσω | |
κατά των Τρώων τους σωρούς. Και χάρηκαν οι Τρώες | |
άμα τον είδαν ζωντανό κι' ακέριο να ζυγώνει, | |
γερό απ' του Αία την ορμή και τ' άπιαστα τα χέρια. | |
Και στο καστρί τον πάγαιναν, δύσπιστοι αν ζούσε ακόμα. | 310 |
Και πάλε αντίκρυ οι Δαναοί το παινεμένονε Αία | |
τον πάγαιναν στου βασιλιά χαρούμενο της νίκης. | |
. | |
Και στις καλύβες φτάνοντας του βασιλιά Αγαμέμνου, | |
εφτύς στον παντοδύναμο του Κρόνου γιό 'να βόδι | |
ο γιος τ' Ατρέα αρσενικό πεντάχρονο τους σφάζει. | 315 |
Που γδέρνουν το και με σπουδή το ξεσπλαχνίζουν όλο | |
και λιανισμένο τεχνικά στις σούγλες το περνούνε, | |
το ψαίνουν όμορφα όμορφα, κι' απ' τη φωτιά το βγάζουν. | |
Απέ σαν τέλιωσε η δουλιά και τοίμασαν τραπέζι, | |
τρων, και δε λείπει τίποτα που να ζητά η καρδιά τους. | 320 |
Και στο τραπέζι ο βασιλιάς τ' Ατρέα γιος τον Αία | |
μ' ολάκερα τον φίλεβε τ' απάκια και τιμούσε. | |
. | |
Έπειτα πια σα χόρτασαν καλά με φαγοπότι, | |
άρχισε ο γερο Νέστορας να δασκαλέβει πρώτος, | |
π' απ' όλους πιο καλή και πριν τούβγαινε πάντα η γνώμη. | 325 |
Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε | |
«Τ' Ατρέα γιε κι' οι άλλοι εσείς των Αχαιών αρχόντοι, | |
πολλοί μαθές πυκνόμαλλοι πέσανε Αργίτες τώρα, | |
π' αφτού που τρέχει ο Σκάμαντρος και τ' όμορφό του ρέμα | |
μ' αίμα τους μάβρο πότισε ο λυσσασμένος Άρης | |
τους κάμπους γύρω, κι' οι ψυχές κατέβηκαν στον Άδη. | 330 |
Για αφτό 'ναι ανάγκη σύνταχα να πάψεις τους πολέμους, | |
και πάμε εμείς και τους νεκρούς με βόδια και μουλάρια | |
φέρνουμε και τους καίμε εδώ — και στη φωτιά τριγύρω | 333 |
μνημούρι ένα αξεχώριστο τους χτίζουμε — γυρνώντας | 336 |
ξανά απ' τον κάμπο· και κοντά αψηλοπύργια αμέσως | |
ας χτίσουμε, διαφέντεμα δικό μας και των πλοίων. | |
Και πόρτες λέω να βάλουμε μαστορικά δεμένες, | |
που μέσα νάχει απ' τα πορτιά των αμαξώνε δρόμο. | 340 |
Κι' απ' όξω ας σκάψουμε βαθύ χαντάκι ομπρός στους πύργους, | |
που να μας σώζει το στρατό και τ' άλογα τριγύρω, | |
μπας καμιάν ώρα ο πόλεμος βαρύνει των οχτρώνε.» | |
. | |
Έτσι είπε, κι' είπαν μάλιστα οι βασιλιάδες όλοι. | |
. | |
Κι' είχαν αντίκρυ συντυχιά στο κάστρο απάνου οι Τρώες | 345 |
πυκνή χιλιόφωνη, μπροστά στου βασιλιά τον πύργο. | |
Και πρώτος πιάνει ο γνωστικός Αντήνορας το λόγο | |
«Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι, | |
για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια. | |
Ελάτε, αδρέφια, στους οχτρούς Λενιό μαζί και πράμα | 350 |
δώστε κι' ας φέβγουν, τι ρητούς τώρα αθετώντας όρκους | |
τους πολεμάμε· συφορές για αφτό μας απαντέχουν.» | 352 |
. | |
Είπε και κάθησε. Έπειτα σηκώθη απάνου ο Πάρης, | 354 |
της ροδοζύμωτης Λενιός ο ζηλεμένος άντρας. | 355 |
Αφτός γυρνάει και τ' απαντά διο φτερωμένα λόγια | |
«Αντήνορα, όσα τώρα λες δεν είναι φίλου λόγια· | |
σου ξέρει κι' άλλη πιο καλή να κόψει ο νους σου γνώμη. | |
Μα αν τέτιο λόγο αληθινά τον λες με τα σωστά σου, | |
τότες θα πει οι αθάνατοι πως σ' έχουν ξεμωράνει. | 360 |
Μα θα λαλήσω τώρα εγώ εδώ μπροστά στους Τρώες· | |
να! το κηρύχνω ορθά κοφτά, γυναίκα εγώ δε δίνω! | |
όμως το βιος όσό 'φερα στην Τροία απ' τ' Άργος, όλο | |
το δίνω, κι' απ' το πλούτος μου τους βάζω κι' άλλο ακόμα.» | |
. | |
Έτσι είπε αφτός και κάθησε. Κι' ο Πρίαμος κατόπι | 365 |
σηκώθηκε, άντρας με μιαλό ισόβαρο του Δία. | |
Αφτός με λόγια φρόνιμα τους μίλησε έτσι κι' είπε | |
«Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι, | |
για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια. | |
Τώρα σαν πριν πηγαίνετε να φάτε μες στη χώρα, | 370 |
κι' απέ στις βάρδιες όλοι σας! και ξάγρυπνοι όλη νύχτα. | |
Κι' ας σύρει ο κράχτης την αβγή στα βαθουλά καράβια | |
να πει στ' Ατρέα τους διο τους γιους, Μενέλα κι' Αγαμέμνο, | |
τι λέει ο Πάρης που για αφτόν πρωτάρχισε η διαμάχη. | |
Μα ας ρήξει τεχνικά κι' αφτό το λόγο, αν θεν να πάψουν | 375 |
τον κακοκράχτη πόλεμο ως που τους σκοτωμένους | |
να κάψουμε· έπειτα ξανά χτυπιούμαστε, ώστε ο Δίας | |
να μας διαλύνει κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσει.» | |
. | |
Είπε, κι' εφτύς τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν είπε. | 379 |
. | |
Και πήγε ο κράχτης το πουρνό στα μελανά καράβια, | 381 |
κι' εκεί τους βρήκε σε βουλή, τους πολεμοψημένους | |
Αργίτες, δίπλα στ' ακρινό του βασιλιά καράβι. | |
Κι' είπε, στη μέση στέκοντας, ο βροντολάλος κράχτης | |
«Τ' Ατρέα γιοι, κι' οι άλλοι εσείς των Αχαιών αρχόντοι, | 385 |
μ' έστειλε ο Πρίαμος να πω κι' οι άλλοι οι αλογάδες | |
Τρώες — αν σας βολεί κι' εσάς και δε σας πολυνιάζει — | |
τι λέει ο Πάρης που για αφτόν πρωτάρχισε η διαμάχη. | |
Όλο το βιος όσό 'φερε μες στα γοργά καράβια | |
στην Τροία — που έτσι η θάλασσα να θε τον πνίξει πρώτα! — | 390 |
το δίνει, κι' απ' το πλούτος του σας βάζει κι' άλλο ακόμα· | |
το τέρι όμως τ' απάρθενο του ξακουστού Μενέλα | |
λέει δεν το δίνει . . . ωστόσο εμείς τον βιάζουμε, δε φταίμε. | |
Κι' ακόμα αφτό με πρόσταξε να πω· να πάψτε, αν θέτε, | |
τον κακοκράχτη πόλεμο ως που τους σκοτωμένους | 395 |
να κάψουμε· έπειτα ξανά χτυπιούμαστε, ώστε ο Δίας | |
να μας διαλύνει κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσει.» | |
. | |
Είπε, κι' εκείνοι σώπασαν δίχως να βγάζουν λέξη. | |
Μα με καιρό τους λάλησε ο θαρρετός Διομήδης | |
«Τώρα όχι! α μη δεχτεί κανείς του Πάρη μήτε βιος του | 400 |
μήτε Λενιό. Ολοφάνερο, όσο τυφλός κι' αν είσαι, | |
πως τώρα οι Τρώες μπλέξανε μες στου χαμού τα δίχτια.» | |
. | |
Είπε, και ζητωκράβγασαν με μια φωνή οι Αργίτες, | |
τι με καμάρι τ' άκουσαν τα λόγια του Διομήδη. | |
Τότες του κράχτη τ' απαντάει ο βασιλιά Αγαμέμνος | 405 |
«Νιδιέ, να! ακούς και μόνος σου των Αχαιών το λόγο, | |
τι κραίνουν· να λοιπόν κι' εγώ τα ίδια αποφασίζω. | |
Μα το να κάψτε τους νεκρούς, αμπόδια δε σας βάζω· | |
τι μιας και πάει ο άνθρωπος, τι βλάφτει χέρι χέρι | |
αν μερωθεί το λείψανο με της φωτιάς τη χάρη; | 410 |
Τ' όρκου μου ας είναι μάρτυρας ο Ελυμπήσος Δίας!» | |
. | |
Είπε, κι' υψώνει το χρυσό ραβδί προς τα ουράνια. | |
. | |
Κι' ο κράχτης πίσω μίσεψε κατά της Τριάς το κάστρο. | |
Και στην πλατέα αφτοί είτανε, οι Τρώες, συναγμένοι | |
όλοι μαζί, και κάθουνταν, τον κράχτη καρτερώντας | 415 |
πότε θα φτάσει. Κι' έρχοντας ως στην πλατέα ο κράχτης, | |
καταμεσύς τους στέκεται και δίνει τα μαντάτα. | |
Κι' εκείνοι εφτύς σαν τ' άκουσαν, τα σύνεργα τοιμάζουν, | |
να παν να φέρουν τους νεκρούς, κι' άλλοι να κόψουν ξύλα. | 418 |
Κι' απέ, σαν πρωτοχρύσωνε ο Ήλιος τα χωράφια | 421 |
και μέσα απ' τ' Ωκιανού βαθιά τ' αγαλιοδρόμο κύμα | |
ανέβαινε στον ουρανό, κινούν με τα μουλάρια. | |
Και πού κανείς τον κάθε εκεί νεκρό να ξεδιαλύνει, | |
μον με νερό ξεπλαίνοντας τις ματωμένες σάρκες, | 425 |
χύνοντας δάκρια πύρινα τους φόρτωναν στ' αμάξια. | |
Όμως να κλαίνε ο Πρίαμος δεν άφινε· κι' οι Τρώες | |
βαριόκαρδοι απάς στη φωτιά τους σώρεβαν σωπώντας· | |
κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν κατά της Τριάς το κάστρο. | 429 |
. | |
Το ίδιο απ' τα καλόθρονα κι' οι Δαναοί καράβια | 419 |
στέλνουν να φέρουν τους νεκρούς, κι' άλλους να παν για ξύλα. | 420 |
Και τους νεκρούς σαν έφεραν, τους πήραν κι' έναν ένα | 430 |
τους σώρεβαν πας στη φωτιά με πληγωμένα σπλάχνα· | |
κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν στ' ανάφρυδα καράβια. | |
. | |
Κι' όταν ακόμα μήτε αβγή, μον μισασπρίζει η νύχτα | |
τότες τριγύρω στη φωτιά συνάχτηκαν νομάτοι | |
των Αχαιώνε διαλεχτοί — και γύρω της μνημούρι | 435 |
έφτιασαν ένα αχώριστο για όλους — απ' τον κάμπο | |
γυρνώντας· κι' έχτισαν κοντά καστρότειχο με πύργους | |
έτσι αψηλούς, διαφέντεμα δικό τους και των πλοίων. | |
Και με πορτιά τους βόλεψαν, μαστορικά δεμένα, | |
για νάχει μέσα απ' τα πορτιά των αμαξώνε δρόμο. | |
Έπειτα απ' όξω χάραξαν χαντάκι ομπρός στο κάστρο | 440 |
βαθύ μεγάλο διάπλατο· και τούμπηξαν παλούκια. | |
. | |
Αφτά λοιπόν μαστόρεβαν οι άκουροι οι Αργίτες. | |
Και κάθουνταν τότε οι θεοί στον αστραποτινάχτη | |
Δία κοντά, και τη δουλιά θωρούσαν τη μεγάλη | |
των χαλκαρμάτωνε Αχαιών. Κι' ο Ποσειδός αρχίζει | |
και λέει, της γης ο σαλεφτής, διο φτερωμένα λόγια | 445 |
«Δία πατέρα, τάχα ζει στον κόσμο απ' άκρη ως άκρη | |
άθρωπος πια που στους θεούς θ' ανοίξει την καρδιά του; | |
: Δε βλέπεις, πάλε εκεί μπροστά οι Δαναοί στα πλοία | |
έχτισαν κάστρο, κι' έσκαψαν χαντάκι γύρω γύρω, | |
μα δίχως δώρα και σφαχτά και των θεών να δώσουν. | 450 |
Αφτό θα φημιστεί ως εκεί που χύνει φως ο ήλιος, | |
μα εκείνο εμείς που μ' ίδρο μας μεγάλο, εγώ κι' ο Φοίβος, | |
του Λαομέδου χτίσαμε, θαν το ξεχάσει ο κόσμος.» | |
. | |
Τότες ο Δίας τ' απαντάει, βαριά αγανακτισμένος | |
«Ωχού! τι λόγο, ανίκητε, μας είπες, κοσμοσείστη; | 455 |
Καλά, άλλος τέτιο απ' τους θεούς να ξεστομίσει λόγο | |
που σούναι εσένα πιο αχαμνός στη δύναμη, στα χέρια. | |
Ναί, αφτό θα φημιστεί ως εκεί που χύνει φως ο ήλιος, | |
μα τι μ' αφτό; Σα φύγουνε οι παινεμένοι Αργίτες | |
με τα καράβια τους ξανά στην ποθητή πατρίδα, | 460 |
τότες το κάστρο γκρέμισ' το και σκόρπα το στο κύμα, | |
και μ' άμμο σκέπασε ξανά τ' απλόχωρο ακρογιάλι.» | 462 |
. | |
Έτσι κουβέντιαζαν οι διο. Και βασιλέβει ο ήλιος, | 464 |
και τότες τέλιωσε η δουλιά των Αχαιών. Και πιάνουν | 465 |
να σφάξουν και το δειλινό να φαν μες στις καλύβες. | |
Κι' ήρθαν καΐκια με κρασί της Λήμνος φορτωμένα | |
πολλά, που ο γιος τούς τάστειλε του Γιάσου, ο Καλοκράσης, | |
που γέννησε απ' το βασιλιά το Γιάσο η Αψιπύλη· | |
και χώρια για τ' Ατριά τους γιους, Μενέλα κι' Αγαμέμνο, | 470 |
του Γιάσου ο γιος κρασί έδωκε να πάνε ως χίλια μέτρα. | |
Αγόραζε λοιπόν κρασί των Αχαιών το πλήθος, | |
πιος με λεβέτια χάλκινα και πιος με σιδερένια | |
και πιος μ' ασκιά βοϊδόπετσα· άλλοι με βόδια πάλι, | |
κι' άλλοι με σκλάβους· κι' έβαλαν ξεφάντωτο τραπέζι. | 475 |
Κι' όλη τη νύχτα τρώγανε οι άκουροι οι Αργίτες | |
στον κάμπο, κι' όλοι οι Τρώιδες με τους βοηθούς στο κάστρο, | |
κι' όλη τη νύχτα συφορές τους μελετούσε ο Δίας, | |
άγρια βροντώντας· και χλωμή τους έκοβε τρομάρα. | |
Κι' έχυναν όλοι τους κρασί οχ τα ποτήρια χάμου, | 480 |
μηδέ πριν τόλμησε να πιει κανείς τους, πριν να στάξει | |
λιγάκι πρώτα του δεινού βροντοτινάχτη Δία. | |
Πλάγιασαν τέλος να χαρούν και μια σταλιά τον ύπνο. | |
. | |
. | |
. | |
Θ | |
. | |
. | |
. | |
Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή φωτούσε κάθε στράτα, | |
κι' έκραξε των θεών βουλή ο βροντορήχτης Δίας | |
ψηλά ψηλά στον Έλυμπο με τις πολλές ραχούλες. | |
Κι' έλεγε αφτός, κι' όλοι οι θεοί προσεχτικά αγρικούσαν | |
«Ακούστε με όλες οι θεές, κι' όλοι οι θεοί αγρικάτε,, | 5 |
για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια· | |
αφτόν κανείς το λόγο μου ας μη ζητάει ν' αλλάξει, | |
μήτε θεός μήτε θεά, μόνε όλοι ναι να πείτε, | |
για να τελειώνει αφτή η δουλιά που θέλω χέρι χέρι. | |
Όπιο σας νιώσω χώρια μας πως μελετάει στον κάμπο | 10 |
να κατεβεί κι' ή Δαναούς ή Τρώες να βοηθήσει, | |
πίσω στον Έλυμπο άσκημα θαρθεί κεραβνωμένος· | |
ή θαν τον ρήξω αρπώντας τον μακριά στον αραχνιάρη | |
τον Τάρταρο, όπου η πιο βαθιά κάτου απ' τη γη 'ναι τρούπα, | |
πούχει χαλκένια εκεί μπασιά και σιδερένιες πόρτες, | 15 |
τόσο απ' τον Άδη πιο βαθιά όσο κι' η Γης απ' τ' άστρα· | |
τότες θα δει πόσο 'μαι εγώ πιο δυνατός σας όλων. | |
Ειδέ έλα, κάντε δοκιμή, να φωτιστείτε εδώ όλοι· | |
χρυσή τριχιά απ' τον ουρανό κρεμάστε και πιαστείτε | |
όλοι οι θεοί κι' οι θέαινες, μα δε θα κατορθώστε | 20 |
ναν τον τραβήξτε εσείς στη γης απ' του ουρανού το θόλο | |
το Δία, ολόπρωτο οριστή, όσο πολύ κι' αν δρώστε. | |
Όμως να σύρω αν έπιανα κι' εγώ με τα καλά μου, | |
όλους σας με γιαλό και γης θα σας τραβούσα αντάμα. | |
Θάδενα τότες την τριχιά τριγύρω στου Ελύμπου | 25 |
μιαν άκρη, κι' όλα θάμεναν τα πάντα στον αγέρα. | |
Τόσο όλους τους θεούς νικώ, νικώ όλους τους αθρώπους.» | 27 |
. | |
Είπε, και ζέβει τα γοργά χαλκόποδα άλογά του | 41 |
στ' αμάξι, πούτανε χρυσές με χήτες τριχωμένα. | |
Κατόπι χρυσοπλίστηκε, και το χρυσώριο πήρε | |
καλοφτιασμένο καμοτσί, κι' ανέβηκε στ' αμάξι. | |
Βάρεσε τότες τ' αλόγα τα τρέξουν· και πετούσαν | 45 |
με ζήλο ανάμεσα της γης και τ' ουρανού τ' αστρένιου. | |
Έτσι ήρθε στη μυριόπηγη κυνηγοβόσκητη Ίδα, | |
στο Ξάγναντο, πούχε κλησιά, βωμό μοσκαχνισμένο· | |
εκεί τα ζα του ξέζεψε απ' το πανώριο αμάξι, | |
τάδεσε και με ένα πυκνό τα σκέπασε σκοτάδι. | 50 |
Έκατσε απέκει στην κορφή δοξοκαμαρωμένος, | |
και μια την Τροία κοίταζε μια το καραβοστάσι. | |
. | |
Και κάτου τότες έπαιρναν οι Δαναοί να φάνε | |
στο πόδι· κι' άμα απόφαγαν, φορούσαν τ' άρματά τους. | |
Αντίκρυ πάλε οπλίζουνταν μες στο καστρί κι' οι Τρώες· | 55 |
πιο λίγοι, κι' έτσι όμως να παν στη μάχη λαχταρούσαν | |
σφιχτή απ' ανάγκη, μη χαθούν τα τέρια, τα παιδιά τους. | |
Κι' όλες οι πόρτες άνοιξαν, κι' όλοι, πεζούρα αμάξια, | |
χύθηκαν όξω, και βουή σηκώθηκε μεγάλη. | |
. | |
Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια, | 60 |
κουντρούν τομάρια και σπαθιά, κουντρούνε παλικάρια | |
χαλκοπλισμένα, και κοντά κοντά οι αφαλωμένες | |
είτανε ασπίδες, κι' άναψε μια ταραχή μεγάλη. | |
Και κλάμα ακούς και παίνεμα αντάμα αντρών που σφάζουν | |
και σφάζουνται, κι' η γης παντού στο αίμας κολυμπούσε. | 65 |
. | |
Κι' όσο βαστούσε ακόμα αβγή και προχωρούσε η μέρα, | |
έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τ' ασκέρι· | |
μα όταν ο ήλιος άγγιξε τα μεσουράνια απάνου, | |
πια τότε ο Δίας τέντωσε τη χρυσοζυγαριά του, | |
και βάζοντας της μοίρες διο σκοταδερού θανάτου — | 70 |
των αντριωμένωνε Αχαιών, των αλογάδων Τρώων — | |
ζιάζει, απ' τη μέση πιάνοντας· κι' εφτύς των Αχαιώνε | 72 |
γέρνει το μάβρο ριζικό. Τότε απ' την Ίδα ο Δίας | 75 |
μπουμπούνισε άγρια, κι' αστραπή σφεντόνισε αναμένη | |
προς τον στρατό των Αχαιών· κι' εκείνοι σαν την είδαν, | |
κέρωσαν όλοι, και χλωμή τους έκοψε τρομάρα. | |
. | |
Τότες να μείνει ο Δομενιάς, να μείνει ο Αγαμέμνος | |
δε βάσταξε, ούτε οι Αίιδες, οι δουλεφτάδες τ' Άρη· | |
μονάχα ο γερο-Νέστορας έμενε ακόμα πίσω, | 80 |
όχι όμως γιατί τόθελε, μον τ' ακρινό φαρί του | |
του τυραγνιούνταν, τι έφαγε μια σαϊτιά απ' τον Πάρη — | |
της ομορφόμαλλης Λενιός το ζηλευτό τον άντρα — | |
κατάκορφα, όπου στο κρανί πρωταρχινάει η χήτη, | |
κι' αφτή είναι η πιο βαριά πληγή. Και πήδηξε απ' τον πόνο — | 85 |
τι μπήκε στο μιαλό ο χαλκός — και τ' άλλα μπέρδεψε άτια | |
καθώς κυλιούνταν στην πικρή σαΐτα καρφωμένο. | |
Κι' εκεί π' ο γέρος χύθηκε κι' έκοβε με την κάμα | |
τ' αλόγου τα παράλουρα, να! φτάνουν του Εχτόρου | |
τα γλήγορα άτια, κι' έφερναν τον άσκιαχτο αμαξά τους | |
μες στο κυνήγι. Τη ζωή θάχανε τότε ο γέρος, | 90 |
μόνε τον είδε στη στιγμή ο θαρρετός Διομήδης | |
και χούγιαξε αγριοκράζοντας βοήθια του Δυσσέα | |
«Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, | |
πού φέβγεις έτσι σαν κιοτής και γύρισες τις πλάτες; | |
Μωρέ ενώ τρέχεις, θα σου μπει κάνα κοντάρι πίσω ... | 95 |
Στάσου! το μάβρο αυτό σκυλί να διώξουμε απ' το γέρο.» | |
. | |
Είπε, μα ο τετραπέρατος δεν άκουσε Δυσσέας, | |
Μον πέρασε σα φτερωτός κατά τα κοίλα πλοία. | |
. | |
Μα κι' όντας μόνος, ζύγωσε τους πρώτους ο Διομήδης, | |
κι' ομπρός στου γερο-Νέστορα σταμάτησε τ' αμάξι, | 100 |
και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια | |
«Γέρο μου, αχπώς σε τυραγνούν οι νιοι οι πολεμιστάδες, | |
τι έσβυσε η δύναμή σου πια, σε τρων τα δόλια χρόνια, | |
σούναι αργουλά και τ' άλογα, σαχλός ο παραγιός σου. | |
Μον έλα ανέβα δίπλα μου· να μάθεις σαν τι ζώα | 105 |
είναι του Τρώα τ' άλογα, που ξέρουν μες στον κάμπο | |
απάνου κάτου σαν αητοί να κυνηγάν και φέβγουν, | |
π' απ' τον Αινεία μια φορά τα πήρα εγώ στη μάχη. | |
Μα αφτά οι αθρώποι ας τα νιαστούν, κι' έλα γραμμή στους Τρώες | |
μ' ετούτα εδώ ας χοιμήξουμε, κι' ο Έχτορας θα δει ίσως, | 110 |
έχει ή δεν έχει μου ζωή στη φούχτα το κοντάρι.» | |
. | |
Είπε, κι' ακούει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης. | |
Έτσι οι γενναίοι παραγιοί τού πήραν το ζεβγάρι | |
ναν το νιαστούνε, ο Στένελος κι' ο σερπετός Βρυβάδης· | |
κι' αφτοί σα μπήκανε κι' οι διο στ' αμάξι του Διομήδη, | 115 |
παίρνει στα χέρια ο Νέστορας τα πλουμισμένα γέμια | |
και τ' άλογα βαράει· κι' εφτύς τον Έχτορα ζυγώνουν. | |
Πού καθώς έτρεχε ίσα ομπρός, του ρήχνει ο αντριωμένος | |
Διομήδης, μα δεν πέτυχε, παρά τον αμαξά του | |
τον Ηνοπιά, τ' αράθυμου Θηβαίου γιο, καρφώνει | 120 |
μπρόστηθα, στο βυζί κοντά, ενώ οδηγούσε τ' άτια. | |
Κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησε, πήραν και δρόμο πίσω | |
τα γλήγορα άτια, κι' έμεινε νεκρός εκεί στον τόπο. | |
Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα, μα κι' έτσι | |
άφισε εκεί βαριόκαρδος το σύντροφό του χάμου | 125 |
πεσμένο, κι' άλλονε αμαξά ατρόμητο ζητούσε. | |
Και δίχως τ' άλογα οδηγό δεν έμειναν στο κάμπο | |
καιρόν πολύ· τι ήβρε το γιο σε λίγο του Βιφίτη, | |
τον άφοβο Αρχεπόλεμο, και μες σ' αμάξι αμέσως | |
τον έμπασε, και τούδωκε ναν του κρατάει τα γέμια. | |
. | |
Θάγλεπες τότες συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, | 130 |
και σαν αρνιά θα κλείνουνταν οι Τρώες μες στο κάστρο, | |
μα εφτύς τους είδε των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, | |
κι' αστραφτομπουμπουνίζοντας τινάζει φλογισμένο | |
αστροπελέκι κάτου, ομπρός στα ζώα του Διομήδη· | |
κι' η φλόγα πήδησε σκιαχτή απ' το καμένο θιάφι. | 135 |
Κάπου απ' τ' αμάξι τ' άλογα ζαρώσανε απ' το φόβο, | |
τούπεσε κι' οχ τα δάχτυλα του γέρου τ' ώριο γκέμι — | |
του κόπηκε η καρδιά μαθές — και του Διομήδη τούπε | |
«Διομήδη, γύρνα τ' άλογα και δρόμο ξαναπίσω! | |
μηγάρ βοήθια δε νογάς πως δε μας στέργει ο Δίας; | 140 |
Τώρα σ' αφτόν του Κρόνου ο γιος χαρίζει κάθε δόξα | |
σήμερα· απέ ύστερα κι' εμάς, αν θέλει, θα μας δώκει. | |
Ειδέ στου Δία τους σκοπούς αντίσταση δεν έχει, | |
έχε όση θες αντριά, επειδής πολύ είναι ανότερός μας.» | |
. | |
Τότες τ' απάντησε ο γερός παλικαράς Διομήδης | 145 |
«Ναι, γέροντα, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια, | |
μα η λύπη αφτή η βαριόκαρδη μου διαπερνάει τα σπλάχνα· | |
μια μέρα ο Έχτορας θα πει μιλώντας μες στους Τρώες | |
'Κυνήγι το Διομήδη εγώ τον πήγα ως τα καράβια.' | |
Έτσι ίσως παινεφτεί... μα η γης ας με ρουφήξει τότες!» | 150 |
. | |
Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | |
«Ωχού, τι λόγο, αδρέφι μου, σου ξεστομίζει η γλώσσα! | |
Μα αν πες ο Έχτορας δειλό σε πει και φοβητσάρη, | |
πιος Τρώας και πιος Δάρδανος, θαρρείς, θα τον πιστέψει; | |
πιά θα πιστέψουν θηλυκά των ασπιστάδων Τρώων, | 155 |
πούδωκες χώμα κι' έφαγαν τα τρυφερά τους τέρια;» | |
. | |
Είπε, κι' εκείνος γύρισε φεβγάλα τ' άλογά του | |
πίσω μες στο κυνηγητό. Κι' ο Εχτορας κι' οι Τρώες | |
μ' αχό και γιούχα τούρηχναν πικρά σαϊτοκοτρώνια. | |
Και τούσκουξε με μια φωνή ο Έχτορας μεγάλη | 160 |
«Διομήδη, εσένα οι Δαναοί περίσσα σε τιμούσαν | |
με κρέατα και με πρωτιά και ξέχειλο ποτήρια· | |
μα τώρα πια θα σ' αψηφούν... βρε εσύ γυναίκα εσύ είσαι! | |
Χάσου, βρωμόκουκλα! τι εγώ δε φέβγω, δε σ' αφίνω | |
να μας πατήσεις το καστρί, και να μας πάρεις στ' Άργος | 165 |
τα τέρια μας· σου τάζω πριν πως θα σ' το πιω το αίμας.» | |
. | |
Έτσι είπε, και διπλόβουλα λογάριασε ο Διομήδης | |
να φέρει γύρα τ' άλογα κι' απάνου ναν του πέσει· | |
τρεις το λογάριασε φορές μες στης καρδιάς τα βάθια, | |
και τρεις βροντάει του Κρόνου ο γιος απ' τις κορφές της Ίδας, | 170 |
στους Τρώες νιώσμα δείχνοντας μονοκερδίστρας νίκης. | |
. | |
Κι' έσκουξε τότε ο Έχτορας με μια φωνή μεγάλη | |
«Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, | |
σαν άντρες βάρτε τους, παιδιά, σαν άξια παλικάρια! | |
Το βλέπω τώρα, γκαρδιακά απ' τα ουράνια ο Δίας | 175 |
μου στέργει νίκη και τιμή, μα στους οχτρούς λαχτάρες. | |
Τήρα οι μουρλοί τι δα τειχιά να σοφιστούνε πήγαν, | |
σάπια και τιποτένια! Αφτά δε μου δειλιούν το μάτι· | |
έφκολα τ' άτια το σκαφτό χαντάκι θα πηδήσουν. | |
Μόνε σα φτάσω μια φορά ως στα γοργά καράβια, | 180 |
το νου σας! έχετε έτοιμη φωτιά, κι' εγώ τους κάνω | |
στάχτη τα πλοία, κι' όλους τους σα γίδια τους παστρέβω.» | 182 |
. | |
Είπε, και στ' άλογα έσκουξε να τρέξουν και τους είπε | 184 |
«Καιρός σας τώρα τους πολλούς να μου πλερώστε κόπους | 185 |
πούχει συχνά για σας τ' Αητιού η κόρη, η Αντρομάχη, | |
τι εσάς καρδόγλυκη ταγή σας βάζει πριν εμένα, | 188 |
που ζηλεμένονε άντρα της με ξέρει ο κόσμος όλος. | 190 |
Μόνε στα τέσσερα, κι' ομπρός! τρεχάτε καταπόδι. | |
Αφτούς αν πιάσουμε τους διο, ολπίζω τους Αργίτες | 196 |
αφτή τη νύχτα στα γοργά πως θαν τους κλείσω πλοία.» | |
. | |
Κι' αφτοί, όσο ο τράφος έκλεινε απ' το τειχί ως στα πλοία, | 213 |
πεζούρα αντάμα γιόμισε κι' αμάξα, που εκεί μέσα | |
στρυμώνουνταν, κι' ο Έχτορας τους στρύμωνε, παρόμιος | 215 |
μ' Άρη γοργό, όταν τούδωκε τη νίκη ο γιος του Κρόνου. | |
Κι' αν θες με φλογερή φωτιά θαν τάκαιγε τα πλοία, | |
μόνε φωτίζει η δέσποινα τον Αγαμέμνο η Ήρα | |
να τρέξει ο ίδιος σύντομα τους άντρες να θαρρύνει. | |
Και τρέχει ομπρός απ' τη γραμμή των καλυβιών και πλοίων, | 220 |
και με τη χέρα τη βαριά βαστούσε τη φλοκάτα, | |
μεγάλη κοκκινόβαφη, και πήγε στάθη απάνου | |
στο μελανό φαρδόσκαφο καράβι του Δυσσέα, | |
πούταν στη μέση για ν' ακούν καλά απ' τα διο τα μέρη. | 223 |
Χούγιαξε εκείθες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη | 227 |
«Ντροπής, κιοτήδες Αχαιοί, φανταχτεροί ζορμπάδες! | |
Πού παν ρε οι παίνιες, πως εμείς είμαστε τάχα οι πρώτοι, | |
που τότες ρητορέβατε στη Λήμνο σα νταήδες | 230 |
χάφτοντας βόδια και κρασί ρουφώντας, πως καθείς μας | |
Τρώες θ' αξίζαμε εκατό στον πόλεμο ή διακόσους; | |
Πού τώρα! μήτε μ' έναν τους δεν είμαστε καν ίσοι. | 234 |
Δία πατέρα, αχτύφλωσες ποτές με τέτια τύφλα | 236 |
κι' έκανες άλλο βασιλιά παντού του κόσμου μπαίγνιο; | |
Μα εδώ όταν μ' έφερνε η οργή, το ξέρεις με τα πλοία, | |
ποτές μου εγώ μυριόμορφο δεν πέρασα βωμό σου, | |
μα απάνου σ' όλους έκαψα βοδιών μεριά και πάχος | 240 |
ποθώντας την καλόκαστρη να διαγουμίσω Τροία. | |
Μα, Δία, αφτό μου τον καημό καν ξάκουσέ μου τώρα· | |
δώσε καν να σωθούμε εμείς κι' απ' τα δεινά να βγούμε, | |
μηδ' άφινε έτσι Δαναούς να σφάζουνται από Τρώες.» | |
. | |
Έτσι είπε δάκρια χύνοντας, και συγκινάει το Δία, | 245 |
και τούστρεξε να μη χαθεί Μον να σωθεί τ' ασκέρι. | |
Κι' εφτύς αητό ξαπόστειλε, τ' αληθινότατο όρνιο· | |
ζαρκάδι νυχοσήκωνε, γοργής λαφίνας θρέμμα, | |
που στον πανώριο τόρηξε σιμά βωμό του Δία, | |
όπου θυσίαζε ο λαός στον παντομάντη αφέντη. | 250 |
Κι' αφτοί απ' το Δία σημαδιά θωρώντας πως τους ήρθε, | |
ρήχνουνται πάλι των οχτρών και ξαναβρίσκουν θάρρος. | |
. | |
Τότες απ' το Διομήδη πριν κανείς, κιας είταν τόσοι, | |
δεν είπε ομπρός πως τράβηξε με τ' άφταστα άλογά του, | |
πως το χαντάκι διάβηκε κι' αρχίνησε πελέκι, | 255 |
Μον Τρώα αφτός πολύ πιο πριν σκοτώνει, τον Αγέλα, | |
το γιο του Φράδμου. Τ' άλογα γυρνούσε αφτός να φύγει· | |
σαν έστριψε όμως, τούμπηξε ανάμεσα στους διο ώμους — | |
στην πλάτη — τ' όπλο, κι' αντικρύ τού τόβγαλε ως τα στήθια. | |
Και πέφτει, κι' η αρματωσά βροντάει απάνωθές του. | 260 |
. | |
Κατόπι παν τ' Ατρέα οι γιοί, Μενέλας κι' Αγαμέμνος, | |
κατόπι οι Αίιδες οι διο, γιομάτοι αντριά και θάρρος, | |
κατόπι ο άξιος Δομενιάς μαζί με το Μηριόνη | |
το σύντροφό του, ισότιμο του θνητοφάγου τ' Άρη· | |
Βρύπυγλος κατόπι, γιος καμαρωτός του Βαίμου. | 265 |
Έννατος πήγε, λυγιστό τεντώνοντας δοξάρι, | |
ο Τέφκρος, και σταμάτησε πισάσπιδα του Αία. | |
Κι' άρχισε αμέσως σαϊτιές. Ο Αίας την ασπίδα | |
παραμερούσε· τότε αφτός τηρώντας μόλις χτύπαε | |
κάναν οχτρό, τον άφινε νεκρό εκειπά, και γύρναε | 270 |
πίσω απ' τον Αία να κρυφτεί, σαν πίσω από μητέρα | |
παιδί· κι' αφτός τον σκέπαζε με τη λαμπρή του ασπίδα. | |
. | |
Τότες πιον πρώτο σκότωσε ο παινεμένος Τέφκρος; | |
Τον Αμοπά σαΐτεψε, γιο του Πολιαίμου, πρώτα, | |
τον Άρμενο κι' Ορσίλοχο κι' ισόθεο Οφελέστη, | 275 |
το Δαίτορα, Μελάνιππο, Χρομιό, και Λυκοφόντη· | |
όλους σωρό τους έστρωσε στη γης την καρποδότρα. | |
Και σαν τον είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους | |
που Τρώων λόχους λιάνιζε απ' τ' άσπαστο δοξάρι, | |
και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια | 280 |
«Τέφκρο μου, γιά στο χέρι σου, του Τελαμώνα θρέμα, | |
ρήχνε έτσι, μπας και δει ο στρατός φως μέρας κι' ο γονιός σου | |
ο Τελαμώνας, που μικρό σ' ανάθρεψε και πάντα | |
στον πύργο του σε φρόντιζε, κιας είσουν νοθοπαίδι· | |
μακριά' ναι αφτός, μα δόξασ' του στον κόσμο τ' όνομά του. | 285 |
Κι' άκου το τι σου τάζω εγώ, που θαν το δεις να γίνει· | |
μια μέρα αν δώσει η Αθηνά κι' ο Ελυμπήσος Δίας | |
ναν την κουρσέψουμε την Τριά, τη μυριοπλούσια χώρα, | |
πρεσβιό στερνά από μένα εσύ θα λάβεις πρώτα πρώτα, | |
καν άμαξα διπλάλογη, καν τρίποδο λεβέτι, | 290 |
καν κόρη νια που δίπλα σου τη νύχτα να πλαγιάζει.» | |
. | |
Τότες ο Τέφκος απαντάει, ο γιος του Τελαμώνα | |
«Τ' Ατρέα δοξασμένε γιε, τι με κεντάς να ρήχνω; | |
Τί, δεν το θέλω εγώ; Όσο καν πηγαίνει η δύναμή μου, | |
δεν πάβω, μόνε απ' τη στιγμή που τσάκισαν και φέβγουν, | 295 |
όλο φιλέβω σαϊτιές και τους οχτρούς σκοτώνω. | |
Ως τώρα οχτώ τους έρηξα τριπλόδοντες σαΐτες, | |
κι' όλες σε σάρκες μπήχτηκαν παλικαράδων Τρώων, | |
μα αφτόν ν' αγγίξω δε μπορώ, το λυσσασμένο σκύλο.» | |
. | |
Έτσι είπε, κι' άλλη απ' τη χορδή του τίναξε σαΐτα | 300 |
κατάγναντά του, κι' η καρδιά του ζήταε ναν τον σφάξει· | |
μα δεν τον βρήκε, μον χτυπάει το Γοργοθιό στο στήθος, | |
λεβέντη του Πριάμου γιο, που η μάνα του απ' τ' Αησύμι | |
νύφη ήρθε και τον γέννησε, η ροδοσταλαγμένη | |
Καστιάνειρα, πούχε θεάς κι' όχι γυναίκας κάλλη. | 305 |
Και δίπλα ο νιος την κεφαλή γυρνάει, σαν παπαρούνα | |
π' άνοιξης άθια και καρπό σε κήπο φορτωμένη | |
λυγάει, σαν πιάσει δυνατός νοτιάς και τη φυσήσει· | |
έτσι έγυρε την κεφαλή που βάραινε απ' το κράνος. | |
. | |
Ξανά άλλη ο Τέφκρος τίναξε οχ τη χορδή σαΐτα | |
ίσια μπροστά στον Έχτορα, ζητώντας ναν τον σφάξει. | 310 |
Μα αστόχησε κι' αφτό, γιατί τη στραβοπήγε ο Φοίβος, | |
μόνε τον Αρχεπόλεμο χτυπάει, τον αντριωμένο | |
του Έχτορα αλογοδηγό, ενώ στη μάχη ορμούσε. | |
κι' ομπρόστηθα, εκεί στου βυζιού τα μέρη, τον καρφώνει· | |
κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησε — πήραν και δρόμο πίσω | |
τα γλήγορα άτια — κι' έμεινε νεκρός αφτού στον τόπο. | 315 |
. | |
Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη· | |
όμως εκεί τον άφισε, κι' ας έκλαιγε το βλάμη, | |
και τον Κεβριόνη φώναξε τα γκέμια ναν του πιάσει, | |
τον αδερφό του εκεί κοντά· κι' αφτός ακούει και τρέχει. | |
Τότε όξω ο ίδιος πήδησε απ' το πανώριο αμάξι | 320 |
σκούζοντας σα θεριό, κι' αρπάει στο χέρι μια κοτρώνα | |
κι' ίσια στον Τέφκρο χοίμησε, ναν τόνε φάει ζητώντας. | |
Αφτός τότε έβγαλε πικρή σαΐτα οχ τη φαρέτρα | |
και στη χορδή τη ζύγωσε· μα ενώ τραβούσε πίσω, | |
στον ώμο ο Έχτορας σιμά, όπου χωρίζει η κλείδα | |
λαιμό και στήθια κι' η πληγή είναι βαριά, εκεί πέρα | 325 |
ενώ τον σκόπεβε, τ' αδρύ τού κάθισε κοτρώνι, | |
κι' έσπασε ο χτύπος τη χορδή. Και του μουδιάζει η χέρα | |
στη ρίζα, και στα γόνατα γκρεμίζεται και μένει, | |
κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι. | |
Μα ο Αίας δεν τον ξέχασε σαν έπεσε, μον τρέχει, | 330 |
στέκει από πάνου του, κι' ομπρός του στήνει την ασπίδα. | |
Τότε από κάτου μπαίνοντας διο του πιστοί συντρόφοι, | |
ο Μηκιστιάς, του Έχιου ο γιος, κι' ο θεϊκός Αλάστρος, | |
στα πλοία τον επάγαιναν ενώ βαριά βογγούσε. | |
. | |
Πάλε του Κρόνου ο γιος καρδιά ξανάβαλε στους Τρώες | 335 |
κι' ίσια αμπώξαν τους Αχαιούς ως στο βαθύ χαντάκι, | |
κι' έτρεχε ο Έχτορας φωτιά γιομάτος με τους πρώτους. | |
Σα σκύλος π' άγριου γουρουνιού ή ζαρκαδιού δαγκάνει | |
καπούλια πίσω και μεριά, με πείσμα κυνηγώντας, | |
και το μπερδέβει ενώ ζητάει τριγύρω να ξεφύγει· | 340 |
έτσι ο λεβέντης Έχτορας τους κόλλησε, και πίσω | |
έσφαζε πάντα το στερνό· κι' εκείνοι δρόμο πάντα, | |
όπως μια μέρα γράφτηκε να φύγουν τα παιδιά τους. | |
Μα τέλος πια σα διάβηκαν χαντάκι και παλούκια | |
τρεχάτοι, κι' έπεσαν πολλοί απ' των οχτρών τα χέρια, | |
στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στα πλοία | 345 |
σκούζοντας ένας τ' αλλουνού, και μ' απλωτά όλοι χέρια | |
τον κάθε φώναζαν θεό μ' αντάρα και περκάλια· | |
κι' ο Έχτορας τ' ωριότριχο ζεβγάρι απάνου κάτου | |
γύρναε, λες πλάκωσε Γοργό ή θνητοφάγος Άρης. | |
. | |
Μα σαν τους είδε, πόνεσε η μαρμαρόλαιμη Ήρα | 350 |
κι' αμέσως λέει της Αθήνας διο φτερωμένα λόγια | |
«Ωχού μου, κόρη του Διός, Τι, πια δε θα νιαστούμε | |
μια ακόμα καν στερνή φορά τους Αχαιούς που σβύνουν; | |
Θάχουν θαρρώ άσκημα στερνά, και θαν τους συνεπάρει | |
ανεμοζάλη ενός αντρός· μα αφτός πάρα λυσσάζει, | 355 |
ο Έχτορας, γιατί έκανε έργο πολύ και θρήνος.» | |
. | |
Τότε είπε κι' η θεά Αθηνά, του Δία η θυγατέρα | |
«Ναί, που ναν του κοπεί η ζωή και ναν του σβύσει η νιότη | |
εδώ μες στην πατρίδα του απ' Αχαιού κοντάρι! | |
Μα να! ο πατέρας πείσμωσε και γνώση πια δεν ξέρει, | 360 |
ο έρμος! πάντα ανάποδος και ποθοχαλαστής μου. | |
:Και τα ξεχνάει πόσες φορές του γλύτωσα το γιο του, | |
τότε ο Βρυστιάς που μ' αγγαριές συχνά τον τυραγνούσε; | |
Εκείνος τότε κλαίγουνταν προς τους θεούς, κι' εμένα | |
ναν τον βοηθήσω μ' έστελνε οχ τα ουράνια ο Δίας. | 365 |
Μα εγώ ας τα γνώριζα όλα αφτά, και τ' ανηλιού όταν τ' Άδη | |
το σκύλο κάτου στάλθηκε να φέρει οχ τη θολούρα, | |
δε γλύτωνε απ' την άπατη της Στύγας καταβόθρα. | |
Μα τώρα εμένα με μισεί, και πήγε και της Θέτης | 370 |
το θέλημα τής τόκανε, π' ομπρός του, με το χέρι | |
κρατώντας το πηγούνι του, τα γόνατα φιλώντας, | |
του πρόσπεσε το γιόκα της ναν της καλοκαρδίσει. | |
Μα ας είναι, θα ξανάρθει αβγή να πει καλή μου κόρη. | |
Τώρα έλα εσύ συγύρισε τα γλήγορα φαριά μας, | |
όσο στου Δία εγώ να μπω το θεϊκό παλάτι | 375 |
και του πολέμου τ' άρματα να βάλω, για να δούμε | |
αν με τα μας ο Έχτορας θ' αναγαλλιάσει τάχα | |
όταν στα διάβατα άξαφνα φανούμε του πολέμου, | |
για και θα θρέψει με ψαχνό και πάχος κάνας Τρώας | |
όρνια και σκύλους, πέφτοντας εκεί κοντά στα πλοία.» | 380 |
. | |
Έτσι είπε, και την άκουσε η κρουσταλλόκορφη Ήρα, | |
και πάει ευτύς και συγυρνάει τα χρυσοστέφανα άτια, | |
η Ήρα η αρχιθέαινα, του Κρόνου η θυγατέρα. | |
Και μες στου Δία η Αθηνά το γονικό παλάτι | |
χάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμά της, | 385 |
ξομπλιό σκουτί, που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη, | |
και τα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη | |
φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη. | |
Κι' ανέβηκε στο φλογωπό τ' αμάξι, και στα χέρια | |
άδραξε το βασταγερό βαρύ τρανό κοντάρι, | 390 |
που όταν το σείνει παραλεί των μαχητών τους λόχους, | |
όσους η κόρη οχτρέβεται τ' ανίκητου πατέρα. | |
Κι' η Ήρα με το καμοτσί γοργά βαράει τα ζώα. | |
Και τ' ουρανού αφτοθέλητη βροντάει κι' ανοίγει η πύλη, | |
που τη φυλάνε οι Εποχές, που κι' έχουν τη φροντίδα | |
του Έλυμπου και τ' Ουρανού, κι' αφτές απάνου βάζουν | 395 |
το πυκνωμένο σύγνεφο για το τραβούνε πίσω· | |
μέσα από κει αστραπότρεχα τραβούσαν τ' άλογά τους. | |
. | |
. | |
Πήρε φωτιά οχ την Ίδα ο γιος του Κρόνου σαν τις είδε, | |
και τη χρυσόφτερη Ίριδα ναν τους μιλήσει στέλνει | |
«Τρέχα, ανεμόποδη Ίριδα, και στείλ' τες πίσω· ενάντια | |
ας μη μου παν, γιατί άσκημα θα σμίξουμε στη μάχη. | 400 |
Γιατί ένα λόγο θαν τους πω, που θ' αληθέψει κιόλας· | |
θα σακατέψω τ' άτια τους αφτού μες στα λουριά τους, | |
θάν τις γκρεμίσω κάτου αφτές, θα σπάσω και τ' αμάξι — | |
μηδέ σε δέκα ολοκλήρους που κυκλοφέρνουν χρόνους | |
δεν έχουνε γιατριά οι πληγές π' ανοίγει ο κεραβνός μου — | 405 |
για ναν το δει η κυρά Αθηνά σαν πώς με πολεμούνε. | |
Ειδέ την Ήρα, αδιαφορώ, τι κάνει δε θυμώνω· | |
σύστημα τόχει ότι κι' αν πω να βάζει πάντα αμπόδια.» | |
. | |
Είπε, και κάτου η Ίριδα κινάει οχ τις ραχούλες | |
της Ίδας, και στον Έλυμπο ναν τους το πει ανεβαίνει. | 410 |
Κι' εκεί στου μυριολόγγωτου βουνού τα πρωτοπόρτια | |
τις βρήκε και τις σταματάει, και λέει το τι είπε ο Δίας | |
«Πού τρέχετε; σαν τι λωλιά σας μπήκε στο κεφάλι; | |
Μην τύχει, λέει του Κρόνου ο γιος, και Δαναό βοηθήστε. | |
Γιατί ετσιδά φοβέρισε, που θαν το κάνει κιόλας· | 415 |
Θα σακατέψει τ' άτια σας αφτού μες στα λουριά τους, | |
θα σας γκρεμίσει κάτου εσάς, τ' αμάξι θα σας σπάσει — | |
μηδέ σε δέκα ολόκληρους που κυκλοφέρνουν χρόνους | |
δεν έχουνε γιατριά οι πληγές π' ανοίγει ο κεραβνός του — | |
για ναν το δεις, κυρά Αθήνα, σαν πώς τον πολεμούνε. | 420 |
Ειδέ την Ήρα, αδιαφορεί, τι κάνει δε θυμώνει· | |
σύστημα τόχει ότι κι αν πει να βάζει πάντα αμπόδια. | |
Μα εσύ, σκυλίτσα αδιάντροπη, θυμώδισσα, αν τολμήσεις | |
με τα σωστά σου αγνάντια του κοντάρι να σηκώσεις.» | |
. | |
Έτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πάλι. | 425 |
Τότες γυρνάει την Αθηνά και συντυχαίνει η Ήρα | |
«Ωχού μου, αμάλαγη θεά, τώρα άσε ας μη ζητάμε | |
για αθρώπους να πιανόμαστε με των θεών τον πρώτο· | |
άλλοι από δάφτους θεν ας ζουν, θεν άλλοι ας παν στον Άδη, | |
έτσι όπιοι λάχουνε. Ειδέ αφτός, τον ορισμό του ας κάνει· | 430 |
δουλιά του Τρώες κι' Αχαιούς να κυβερνά όπως κρίνει.» | |
. | |
. | |
Είπε, και πίσω γύρισε τ' ωριότριχο ζεβγάρι. | |
Κι' οι Εποχές τούς ξέζεψαν τ' αψηλοπίλαλα άτια | |
και τάδεσαν στ' αθάνατο παχνί τους, και τ' αμάξι | |
τόγυραν πας στα γιαλιστά απ' όξω μπροστοτοίχια. | 435 |
Κι' οι διο τους στα χρυσά σκαμνιά καθίζουν μες στων άλλων | |
θεών τον κύκλο, κι' είχανε τα σπλάχνα μαραμένα. | |
. | |
Τότε οχ την Ίδα των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας | |
κινάει να πάει στον Έλυμπο, και σε λιγάκι φτάνει | |
με την καλόροδη άμαξα στα θεϊκά λημέρια. | |
Εκεί του λύνει ο Ποσειδός τα ζώα, και σεντόνι | 440 |
απλώνει απάς στην άμαξα και στα στασιά τη βάζει. | |
Κι' αφτός σ' ολόχρυσο θρονί, ο βροντολάλος Δίας, | |
να κάτσει πάει, κι' ο βούναρος καθώς πατούσε σιούνταν. | |
Χώρια του εκεί καθήσανε οι διο θεές μονάχες | |
δίχως μια λέξη ναν του πουν ή ναν τον χαιρετήσουν. | 445 |
Μα αφτός στο νου του τόνιωσε το τι είχαν και τους είπε | |
«Γιατί, Ήρα, τόσο, κι' Αθήνα, γιατί είστε μουδιασμένες; | |
Μα Τι, αποστάσατε μαθές στη δοξοδότρα μάχη | |
σφάζοντας Τρώες, π' άσβυστη κι' οι διο τους έχετε έχτρα; | |
Λαχτάρα σας! με την αντριά και δύναμη μου πούχω, | 450 |
δε με γυρνούσαν όσοι εδώ θεοί είναι στα ουράνια· | |
μα εσάς τ' αφράτα στήθια σας πριν τάπιασε τρεμούλα, | |
πριν δείτε καν τον πόλεμο και τα φριχτά του πάθια. | |
Μα ακούστε τώρα τι θα πω, το τι σας καρτερούσε· | |
μιας και σας βάραε ο κεραβνός, σας λέω, με τ' άτια πίσω | 455 |
πια δε θα βλέπατε Έλυμπο και θεϊκά λημέρια.» | |
. | |
Είπε, κι' αφτές βαριόμησαν, η Αθήνα κι' η Ήρα. | |
Οι διο τους κάθουνταν, η μια κοντά κοντά στην άλλη, | |
και για τους Τρώες συφορές στο νου τους μελετούσαν. | |
Κι' η Αθηνά δεν έβγαλε μια λέξη, μον σωπούσε, | |
κι' άγρια ας την έπιανε ο θυμός σκασμένη με το Δία· | 460 |
μα απ' το θυμό ξεχείλισε η Ήρα και του κάνει | |
«Τι είναι που κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου; | |
Καλά το ξέρουμε κι' εμείς, αντριά αχαμνή δεν έχεις· | |
όμως μας καιν τα σπλάχνα μας των Αχαιών τα πάθια, | |
που θάχουν σαν κακά στερνά κι' ίσως χαθούν στα ξένα.» | 465 |
. | |
Τότες γυρίζει κι' απαντάει ο Συγνεφοσυντάκτης | 469 |
«Με το πουρνό και πιο πολύ, κυρά γελαδομάτα, | 470 |
θα δεις τον παντοδύναμο του Κρόνου γιο, αν το θέλεις, | |
που θ' αφανίζει τον πυκνό των Αχαιώνε ασκέρι. | |
Τι δε θα πάψει ο Έχτορας τ' αλύπητο πελέκι | |
πριν του Πηλέα ο γιος ξανά προβάλει απ' το καράβι. | 474 |
Γιατί έτσι η Μοίρα τόγραψε. Κι εγώ, αν εσύ θυμώνεις, | 477 |
δε χολοσκάνω, μηδέ αν πας πέρα ως την άκρη άκρη | |
της γης και του πελάγου, εκεί που ο Γιαπετός κι' ο Κρόνος | |
κάθουνται, κι' ούτε χαίρουνται δροσαχνισμένα αγέρια | 480 |
ούτ' ήλιο, κι' είναι ολόγυρα τα βάθια του Ταρτάρου· | |
αν καταντήσεις κι' ως εκεί, εγώ τα πείσματά σου | |
δεν τα ψηφάω, γιατί όμιο σου θεριό δε βρίσκεται άλλο.» | |
. | |
Είπε, μα δεν τ' απάντησε μηδέ μια λέξη η Ήρα. | |
. | |
Βούτηξε τότες στο γιαλό τ' όμορφο φως του ήλιου, | 485 |
σκοτάδι απάνου σέρνοντας στη γης την καρποδότρα. | |
Κι' έδυσε ο ήλιος άθελα των Τρώων, μα οι Αργίτες | |
με πόθο μ' αναγάλλιαση τη σκοτεινή είδαν νύχτα. | |
. | |
Τότε ο λεβέντης Έχτορας με το στρατό απ' τα πλοία | |
τραβάει, και κάνει συντυχιά κοντά στο χόχλιο ρέμα, | 490 |
σε λόφο απ' όθες φαίνονταν ως πέρα ο κάμπος όλος. | |
Και χάμου αφτοί ξεπέζεψαν ν' ακουρμαστούν το λόγο | |
που τους μιλούσε ο Έχτορας, στα χέρια του κρατώντας | |
κοντάρι ως έντεκα πηχών, με το χαλκένιο στόκο | |
πούλαμπε ομπρός κι' ολόχρυσο τον έσφιγγε ζουνάρι. | 495 |
Σ' αφτό ακουμπώντας έπιασε ναν τους μιλήσει κι' είπε | |
«Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι! | |
Εγώ 'πα, πριν πως κάθε οχτρό και πλοίο θα χαλάσω, | |
και τότες πίσω στ' αψηλό πως θα γυρίσω κάστρο· | |
μα κρίμας πριν που βράδιασε, τι η νύχτα πρώτα πρώτα | 500 |
γλύτωσε πλοία κι' Αχαιούς κοντά στο γυρογιάλι. | |
Μα τώρα ας την ακούσουμε τη μαβροφόρα Νύχτα, | |
κι' ελάτε δείπνο ας στρώσουμε. Και τ' άλογα oχ τ' αμάξια | |
ξεζέψτε τα και βάλτε τους λίγη ταγή να φάνε, | |
κι' έπειτα πλούσια πρόβατα απ' το καστρί και βόδια | 505 |
αμέσως φέρτε, και ψωμί κρασί απ' τα σπιτικά σας. | |
Και σύρτε μάστε στα λογγά όσα μπορείτε ξύλα, | |
π' ολονυχτύς πολλές φωτιές ως να χαράξει η μέρα | |
να καίμε, και μεσούρανα να φτερουγίζει η λάμψη, | |
μήπως οι άκουροι Αχαιοί βαρθούν και νύχτα ακόμα | 510 |
πας στα πλατιά της θάλασσας να μας ξεκόψουν στήθια. | |
Δίχως καν αίμα κι' ήσυχοι ας μη μπαρκαριστούνε, | |
μόνε ας αρπάξουν κι' ένα διο πληγές — κι' ας τις γλεντάνε | |
στ' Άργος εκεί — από μυτερό κοντάρι ή από σαΐτα, | |
ενώ πηδάν στα πλοία τους, που να μη βιάζεται άλλος | 515 |
να καταπιάνεται άχαρους πολέμους με τους Τρώες.» | |
. | |
Είπε, και ζητωκράβγασαν οι Τρώες, και ξεζέβουν | 542 |
οχ το ζυγό όλα τ' άλογα δρωμένα, και τα δένουν | |
με τα λουριά ο καθένας τους στ' αμάξι του από δίπλα. | |
Έπειτα πλούσια πρόβατα απ' το καστρί και βόδια | 545 |
φέρνουν αμέσως, και ψωμί κρασί απ' τα σπιτικά τους, | |
και παν μαζέβουν στα λογγά όσα μπορούσαν ξύλα. | |
. | |
Έτσι όλη νύχτα κάθουνταν στις στράτες του πολέμου | 553 |
περήφανοι όλοι, κι' έκαιγαν πολλές φωτιές τριγύρω. | |
Πώς τ' άστρα απάνου ολόλαμπρα, με το λεφκό φεγγάρι | 555 |
στη μέση τους, φωτοβολούν σαν τύχει καλοσύνη, | |
κι' όλες οι ράχες φαίνουνται, και χαίρεται ο τσοπάνης· | 559 |
τόσες των πλοίων μεταξύ και των νερών του Ξάνθου | 560 |
φωτιές θαρρούσες π' άναψαν μπροστά στο κάστρο οι Τρώες. | |
Χίλιες στον κάμπο καίγανε φωτιές, κι' από πενήντα | |
κοντά σε κάθε κάθουνταν νυχτοφωτίστρα φλόγα· | |
και τ' άτια, βίκο τρώγοντας κι' ασπρόγλυκο κριθάρι, | |
την ώρια πρόσμεναν αβγή όρθια κοντά στα πλοία. | 565 |
. | |
. | |
. | |
Ι | |
. | |
. | |
. | |
Σαν έτσι οι Τρώες φύλαγαν· μα τους Αργίτες μάβρη | |
τρομάρα θέριζε, φυγής συντρόφισσα ατιμάστρας, | |
και πλήγωνε βαρύς καημός κάθε αρχηγού τα σπλάχνα. | |
Πώς ψαροθρόφα θάλασσα διο άνεμοι αντάμα δέρνουν, | |
ο ζέφυρος με το βοριά, άμα άξαφνα πλακώσουν | 5 |
μέσα απ' τη Θράκη, και με μιας το μελανό της κύμα | |
θεριέβει κι' όξω απ' το γιαλό πετάει σωρό τα φύκια· | |
να πώς παράδερνε η ψυχή στων Αχαιών τα στήθια. | |
. | |
Κι' ο γιος τ' Ατριά από τα δεινά κατάκαρδα θλιμένος | |
γύρναε παντού και πρόσταζε τους βροντολάλους κράχτες | 10 |
χώρια έναν ένα σε βουλή τους στρατηγούς να κράξουν | |
δίχως φωνές· και δούλεβε κι' ατός του με τους πρώτους. | |
Κι' άκαρδοι παν και στη βουλή καθίζουν. Τότε εκείνος | |
σηκώθη δάκρυα χύνοντας, σα βρύση βουρκωμένη | |
που χύνει απ' αψηλό γκρεμό τα θολωπά νερά της· | 15 |
έτσι δακριοστενάζοντας ναν τους μιλάει αρχίζει | |
«Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, | |
ο Δίας μ' έχωσε βαθιά μες σε ζημιά μεγάλη, | |
ο έρμος! πριν που μούταξε κουνώντας το κεφάλι, | |
πως πριν μισέψω εγώ από δω, την Τριά θα την κουρσέψω, | 20 |
και τώρα γέλασμα κακό βουλήθηκε στο νου του, | |
και στ' Άργος πίσω μού μηνάει να φύγω ντροπιασμένος | |
κιάς έχασα τόσο λαό... μα φαίνεται πως έτσι | |
το θέλει ο παντοδύναμος του Κρόνου γιος, που ως τώρα | |
πολλών χωρώνε γκρέμισε, κι' ακόμα θα γκρεμίσει, | |
τα κάστρα· τι στο χέρι του να κάνει ότι τ' αρέσει. | 25 |
Μον όλοι ελάτε! ας κάνουμε όπως εγώ προστάζω· | |
ας φύγουμε με τα γοργά καράβια στην πατρίδα, | |
τι πια δεν το κουρσέβουμε το ξακουσμένο κάστρο.» | |
. | |
Έτσι είπε, κι' όλοι κόμπιασαν και σα βουβοί σωπούσαν. | |
Ώρα πολλή είταν ήσυχοι με σπλάχνα μαραμένα, | 30 |
μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης | |
«Τ' Ατρέα γιε, παραλαλείς, και θ' αντικρούσω εσένα | |
πρώτα — με λόγο, έτσι σωστά — κι' αφέντη, μη θυμώσεις. | |
Το θάρρος πρώτα μούβρισες σ' όλους μπροστά, και μούπες | |
είμαι κιοτής κι' απόλεμος· μα αν είμαι, εδώ οι Αργίτες | 35 |
το ξέρουν όλοι, γέροι νιοι. Όμως εσένα τόνα | |
σου χάρισε μονάχα ο γιος του Κρόνου ο λοξογνώμας· | |
σούδωκε αρχή και πιο πολύ απ' όλους μας ορίζεις, | |
όμως αντριά δε σούδωκε πούχει την πρώτη αξία. | |
Καλότυχε, τέτια που λες, λοιπόν θαρρείς αλήθια | 40 |
έτσι είναι τ' Άργους τα παιδιά απόλεμοι κιοτήδες; | |
Μα εσένα αν σ' έπιασε όρεξη να σηκωθείς να φύγεις, | |
σύρε! να δρόμος ανοιχτός, να πλοία στ' ακρογιάλι! | 43 |
Όμως οι άλλοι οι Δαναοί με τις θρεμένες χήτες | 45 |
θα μείνουν ως να πάρουμε το κάστρο. Ειδέ ας τραβάνε, | |
κι' αφτοί κι' οι στόλοι τους μαζί, στην ποθητή πατρίδα· | |
τι εμείς, εγώ κι' ο Στένελος, δεν πάβουμε ως να βρούμε | |
άκρη της Τριάς· γιατί θεός μας έχει εδώ φερμένους.» | |
. | |
Είπε, και ζητωκραύγασαν με μια φωνή οι Αργίτες, | 50 |
τι με καμάρι τ' άκουσαν τα λόγια του Διομήδη. | |
. | |
Τότες ο γερο-Νέστορας σηκώθηκε όρθιος κι' είπε | |
«Διομήδη, και στη μάχη εσύ είσαι γερός περίσσα, | |
και στη βουλή όλους ξεπερνάς τους συνομήλικούς σου. | |
Όσοι Αχαιοί, το λόγο σου κανείς δε θ' αψηφήσει, | 55 |
δε θ' αντιπεί· μα στης δουλιας δεν πήγες κι' ως στο βάθος. | |
Είσαι μαθές και νιος — και γιο θα σ' είχα εγώ στα χρόνια, | |
τον πιο μικρό — μα γνωστικά τα κουβεντιάζεις όμως. | 58 |
Μον έλα εγώ, πούμαι θαρρώ πια γέρος, όλα ως πέρα | 60 |
ας τα ξηγήσω κι' ας τα πω· κι' ας μην καταφρονέσει | |
κανείς το λόγο μου, ουδ' αφτός ο βασιλιά Αγαμέμνος. | |
Αγριάθρωπος — δίχως πατριά και κοινωνιά — 'ναι εκείνος | |
που αίμας γυρέβει αδερφικό, κατάρατες διχόνιες. | |
Όχι! διχόνιες η θολή δε θέλει τώρα νύχτα, | 65 |
θέλει φρουρά. Και λέω ας παν κι' όξω απ' το κάστρο βάρδιες | |
κοντά ας πλαγιάσουν στο σκαφτό εδώ κι' εκεί χαντάκι. | |
Στους νιους να τι είχα ναν τους πω. Κατόπι εσύ, Αγαμέμνο, | |
άρχισε, πούσαι κεφαλή των βασιλιάδων όλων, | |
και στρώσε τους των προεστών τραπέζι. Σου τεριάζει, | 70 |
δε σούναι ατέριαστο· κρασί γιομάτες σου οι καλύβες, | |
που πάσα μέρα οι Δαναοί σού κουβαλούν με πλοία | |
απάνου στον πλατύ γιαλό απ' αντικρύ οχ τη Θράκη. | |
Έχεις του κόσμου τ' αγαθά, τι τόσο ορίζεις πλήθος. | |
Κι' όταν συντύχουν όλοι εκεί, ακούς αφτόν που γνώμη | |
προβάλει πιο καλύτερη, και χρειαζόμαστε όλοι | 75 |
μια άξια πολύ και φρόνιμη, τι καιν κοντά στα πλοία | |
άπειρες οι οχτροί φωτιές... που πιον δε σφάζει η πίκρα; | |
Ναι, το στρατό ή θα φάει αφτή η νύχτα ή θαν τον σώσει.» | |
. | |
Είπε, κι' εκείνοι πείστηκαν κι' όχι κανείς δεν είπε. | |
Και να φυλάξουν βγήκανε νομάτοι αρματωμένοι | 80 |
με λοχαγούς του Νέστορα το γιο το Θρασυμήδη, | |
τους αδελφούς Ασκάλαφο και Γιάλμενο, γιους τ' Άρη, | |
το Δήπυρο, τον Αφαριά, τον άφοβο Μηριόνη, | |
και με το Λυκομήδη, γιο του Κρέοντα αντριωμένο. | |
Εφτά 'χαν οι φρουροί αρχηγούς, και νιοί εκατό ακλουθούσαν | 85 |
κάθε αρχηγό, έχοντας μακριά στα χέρια τους κοντάρια. | |
Και πήγαν έκατσαν τειχιού ανάμεσα και τάρφου· | |
εκεί φωτιά άναψε ο καθείς κι' ετοίμασαν να φάνε. | |
. | |
Κι' ο γιος τ' Ατρέα μαζεφτούς τους πρώτους στην καλύβα | |
τους πήγαινε όλους, και λαμπρό τους έβαζε τραπέζι. | 90 |
Κι' εκείνοι σ' έτοιμα άπλωσαν λιγούδια, ομπρός στρωμένα. | |
Κι' όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι, | |
άρχισε ο γέρο-Νέστορας να γνωμοπλέχνει πρώτος, | |
π' απ' όλων πιο καλή και πριν τούβγαινε πάντα η σκέψη. | |
Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε | 95 |
«Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, | |
τέλος κι' αρχή από σένα εγώ θα κάνω, γιατί ορίζεις | |
κόσμο πολύ, και σούβαλε του Κρόνου ο γιος στο χέρι | |
ραβδί εξουσίας για να τηράς πώς νάναι εφτυχισμένοι. | |
Πλείσα για αφτό εσύ πάει να δεις και κάθε χριά να κάνεις, | 100 |
μα κι' άλλου γνώμη να δεχτείς που πιάσει να μιλήσει | |
επί καλού· τι κέρδος σου, σα βγει καλό στη μέση. | |
Μα εγώ ας σας πω τι πιο σωστό μου φαίνεται πως είναι. | |
Άλλο κανείς καλύτερο δε θα σκεφτεί απ' τη σκέψη | |
αφτή που εγώ στοχάζουμαι κι' από καιρό και τώρα, | 105 |
ακόμα απ' όντας θύμωσες, θεόσπαρτε, και πήγες | |
μες στ' Αχιλιά και τ' άρπαξες την κόρη Βρισοπούλα . . . | |
όχι όμως και με γνώμη μας. Τι πόσα εγώ δε σούπα | |
να σ' αμποδίσω! όμως εσύ απ' το θυμό αγριεμένος | |
πείραξες άντρα ανότερο που κι' οι θεοί τιμάνε, | 110 |
τι έχεις παρμένα του τη νιά. Όμως και τώρα ας δούμε, | |
πώς σωτηριά θενάβρουμε φιλιώνοντάς τον πάλι | |
με λόγια περικαλεστά με τιμημένα δώρα.» | |
. | |
Τότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους | |
«Γέρο, δεν τάπες ψέματα τα δύστυχά μου πάθια. | 115 |
Έφταιξα, δεν τ' αρνιέμαι εγώ. Ναι, με στρατό μεγάλο | |
είν' ίσος όπιον πάρει ο γιος από καλό του Κρόνου, | |
σαν τώρα αφτόν που τίμησε κι' αφάνισε τ' ασκέρι. | |
Μιας κι' έφταιξα όμως το στρεβλό κεφάλι μου αγρικώντας, | |
πρόστιμο δίνω κι' έτοιμος ξανά 'μαι να φιλιώσω, | 120 |
κι' ομπρός σας σ' όλους ξακουστά θα νοματίσω δώρα. | |
Εφτά τριπόδια απύρωτα, δέκα χρυσού κομάτια, | |
λεβέτια ως είκοσι λαμπρά, γερά άτια βραβεμένα | |
δώδεκα π' όλα κέρδισαν στο τρέξιμο βραβεία. | |
Φτωχός δε θάναι ο άνθρωπος που θε του πάνε τόσα, | 125 |
άδιο δε θάναι από χρυσό και βιος τ' αρχοντικό του | |
αν έχει όσα μού κέρδισαν τ' αλόγατά μου πλούτη. | |
Και νιές εφτά π' αμίμητα δουλέβουν θαν του δώσω | |
Λέσβισσες, που σαν κούρσεψε την πλούσια Λέσβο ατός του, | |
τις πήρα εγώ, που τέρι τους δεν είχανε στα κάλλη. | 130 |
Αφτές του δίνω, και μαζί τη νια που πριν του πήρα, | |
τη Βρισοπούλα, κι' όρκονε θαν τ' ορκιστώ μεγάλο, | |
ποτές πως δεν την άγγιξα, στο στρώμα της δε μπήκα, | |
π' όλοι στον κόσμο σύστημα γυναίκες τόχουν κι' άντρες. | |
Αφτά όλα θαν τα λάβει εφτύς. Μα αν των θεώνε πάλι | 185 |
μας δώκει η χάρη το καστρί να πάρουμε των Τρώων, | |
ας μπει και πλοίο με χαλκό και μάλαμα ας φορτώσει | |
γιομάτα, σα μοιράζουμε το πράμα, και γυναίκες | |
όπιες τ' αρέσουν Τρώισσες ως είκοσι ας διαλέξει, | |
απ' τη Λενιό ύστερα τις πιο λαχταριστές στα κάλλη. | 140 |
Κι' αν τ' Άργος, τον αφρό της γης, δούμε ξανά, τον κάνω | |
γαμπρό μου· την αγάπη μου σαν τον Ορέστη θάχει, | |
τ' αγόρι που μες στ' αγαθά μ' αντρώνεται και χάδια. | |
Κι' έχω μες στ' ομορφόχτιστο παλάτι μου τρεις κόρες, | |
τη Λαοδίκη, Ιφιάνασσα, και τη Χρυσόθεμή μου, | 145 |
κι' όπια τους θέλει, ανέδωρη την παίρνει στου Πηλέα | |
τον πύργο· εγώ όμως και προικιά πολλά θα την προικίσω, | |
τόσα που ως τώρα κόρης του κανείς δεν έδωκε άλλος. | |
Τι εφτά καλοκατοίκητες θαν του χαρίσω χώρες, | |
τη χορταροστρωμένη Ιρή, την Καρδάμυλα, Ενόπη, | 150 |
την όμορφη Έπια, τη Φηρά, την Άνθια πούχει τόσες | |
βαθιές βοσκές, την Πήδασο με τα πολλά τ' αμπέλια, | |
όλες στη θάλασσα κοντά, στα σύνορα της Πύλος. | |
Πλούσιος τις κατοικάει λαός με πρόβατα και βόδια, | |
που σα θεό θαν τον τιμούν με δώρα, και μπροστά του | 155 |
θα τρέχουν τις πολύκερδες ναν τους δικάζει δίκες. | |
Αφτά του δίνω αν τους θυμούς ξεχάσει πια. Ας μερώσει! | |
Ένας, ο Άδης, μέρωση δεν ξέρει ή περικάλια, | |
για αφτό κι' απ' όλους τους θεούς πια τον μισούν στον κόσμο. | |
Κι' ας μη μου κάνει αντίσταση, τι εγώ πιο βασιλιάς του, | 160 |
πιο — ξέρει — γεροντότερος εγώ 'μαι και στα χρόνια.» | |
. | |
Τότες του λέει ο Νέστορας ο γερο-αλογολάτης | |
«Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, | |
τώρα άξια δώρα και καλά προσφέρνεις τ' Αχιλέα. | |
Μον έλα προεστούς διο τρεις ας στείλουμε, π' αμέσως | 165 |
να παν ως στην καλύβα του κι' εκεί ναν τον συντύχουν. | |
Μα στάσου, εγώ θα πω σας πιούς, κι' αφτοί όχι ας μη μας πούνε. | |
Πρώτος ο γερο-Φοίνικας ομπρός ας οδηγέβει, | |
Επειτα του Λαέρτη ο γιος κι' ο Αίας ο μεγάλος· | |
και κράχτες, διο ας ακολουθούν, ο Νόδιος κι' ο Βρυβάτης. | 170 |
Και τώρα φέρτε μας νερό να νίψουμε τα χέρια | |
κι' όλους διατάξτε να σταθούν με σέβας, τι του Δία | |
θα κάνουμε μια δέηση, ανίσως μας πονέσει.» | |
. | |
Είπε, κι' εκείνοι τ' άκουσαν με προθυμιά το λόγο. | |
Εφτύς νερό τους έχυσαν οι κράχτες να νιφτούνε, | |
κι' οι νιοί κροντήρια με πιοτό γιομίσανε ως τα χείλια, | 175 |
κι' όλους κερνούνε, απ' τους θεούς με τα καφκιά αρχινώντας | |
Και στάξοντας, σαν ήπιανε όσο η καρδιά ζητούσε, | |
σηκώνουνται απ' του βασιλιά να πάνε την καλύβα, | |
ενώ πολλές τους έδινε ο Μέστορας ορμήνιες, | |
όλα λεφτολογώντας τους, μα του Δυσσέα πρώτα | 180 |
τούλεγε και του σύσταινε ότι μπορεί να κάνει | |
και του Πηλιά τον άξιο γιο να φέρει στα νερά τους. | |
. | |
Αφτοί έτσι τότες παίρνουνε την αμμουδιά άκρη άκρη | |
του πολυτάραχου γιαλού, πολλά περικαλώντας | |
της γης το σείστη Ποσειδό το θάμα του να κάνει | |
και την περήφανη ψυχή να πείσουν τ' Αχιλέα. | |
Και στα γοργά σαν έφτασαν των Μυρμιδόνων πλοία, | 185 |
τον ήβραν που διασκέδαζε μ' ωριόφωνο λαγούτο, | |
ομορφοπλούμιο, κι' αργυρό είχε ζυγό από πάνου, | |
που διάλεξε απ' τ' Αητιού το βιος σαν πήρε το καστρί του· | |
μ' αφτό γλεντούσε, αρματωλών παλικαριές λαλώντας, | |
κι' αντίκρυ είταν ο Πάτροκλος μονάχος καθισμένος | 190 |
ήσυχος, πότε το σκοπό θα πάψει καρτερώντας. | |
Κι' αφτοί προχώρησαν, μπροστά ο θεϊκός Δυσσέας, | |
κι' ομπρός του στάθηκαν. Κι' αφτός πετιέται ξαφνισμένος — | |
απ' το σκαμνί που κάθουνταν — με το λαγούτο κι' όλα· | |
όρθιος μαζί κι' ο Πάτροκλος σηκώθη σαν τους είδε. | 195 |
Κι' έκραξε του Πηλέα ο γιος καλοσορίζοντάς τους | |
«Γιά σας, καλό σ' μας ήρθατε ... (ά κάπια σφίγγει ανάγκη!)... | |
αδρέφια μούστε πάντα εσείς, κιας θύμωσα των άλλων.» | |
. | |
. | |
Έτσι είπε, και τους έφερε πιο μέσα στην καλύβα | |
και στα σκαμνιά τους κάθισε και τ' άλικά του πέφκια, | 200 |
κι' εφτύς γυρνάει κι' εκεί κοντά φωνάζει του Πατρόκλου | |
«Βάλε εδώ ομπρός μας, Πάτροκλε, κροντήρι πιο μεγάλο, | |
άσ 'το έτσι το κρασί πιο αγνό, δώσε ολωνών ποτήρια· | |
φίλους ξενίζει η στέγη μου τους πιο λαχταρισμένους.» | |
. | |
Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου. | 205 |
Και στρώνει αμέσως τάβλαρο με της φωτιάς τη λάμψη, | |
κι' απάνου αρνιού καλόθρεφτου και τράγου βάζει πλάτη, | |
βάζει και γουρουνόραχη γιαλιστερή του πάχους· | |
που ενώ του τις βαστούσε ο γιος του Δάρη, ο Αφτομέδος, | |
με το μαχαίρι ο θεϊκός τις έκοβε Αχιλέας, | |
και σαν τις καλολιάνισε, τις πέρασε στις σούγλες. | 210 |
Κι' έκαψε ο Πάτροκλος καλή φωτιά, ο λεβέντης άντρας. | |
Κι' η φλόγα αφού ξεθύμανε και χώνεψαν τα ξύλα, | |
στρώνει τη θράκα, τα σουγλιά μ' αλάτι πασπαλίζει, | |
τ' απλώνει απάνου απ' τη φωτιά, ακουμπιστά στις φούρκες. | |
Κι' αφού πια τα καλόψησε και κένωσε σε δίσκους, | 215 |
πήρε μες σ' ώρια κάνιστρα ψωμί, και στο τραπέζι | |
τόβαλε απάνου. Μοίρασε το κριάς κι' ο Αχιλέας, | |
κι' έπειτα κάθισε αντικρύ του θεϊκού Δυσσέα, | |
έτσι απ' τον άλλο τοίχο εκεί, και του Πατρόκλου τούπε | |
πρώτα το μέρος των θεών να πάρει και να κόψει. | 220 |
Κι' έρηξε αφτός τις προσφορές μες στης φωτιάς τις φλόγες | |
Τότε όλοι σ' έτοιμα άπλωσαν φαγιά στρωμένα ομπρός τους. | |
. | |
Και πια σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι, | |
γνέφει του γερο-Φοίνικα ο Αίας· και θωρώντας | |
αφτό ο Δυσέας, ξέχειλο γιομίζει το ποτήρι | |
με το κρασί, και χαιρετάει το θεϊκό Αχιλέα | |
«Για σου, Αχιλέα! Αρχοντικό τραπέζι δε μας λείπει | 225 |
και στην καλύβα κάτου εκεί του βασιλιά Αγαμέμνου, | |
τώρα κι' εδώ· τι έχει πολλά να φάμε όπως ποθούμε. | |
Μα ο νους μας σε ξεφάντωμα και σε χαρές δεν είναι, | |
Μον βλέποντας βαρύ κακό φοβούμαστε, αρχηγέ μου, | |
και τρέμουμε· τι είναι άγνωστο: θα μας σωθούν τα πλοία, | 230 |
ή θα χαθούνε, εξόν εσύ κοντάρι αν ξαναπιάσεις. | |
Τι ομπρός στο κάστρο πέζεψαν και στο καραβοστάσι | |
οι Τρώες οι λιοντόψυχοι κι' οι ξακουστοί σύμμαχοι | |
και μες στον κάμπο καιν πολλές φωτιές, και λεν πια τώρα | |
πως σβάρνα ως μες στα φτερωτά καράβια θα μας πάρουν. | 235 |
Κι' όλο του Κρόνου ο γιος δεξά σημάδια δείχνοντάς τους | |
αστράφτει· κάτου ο Έχτορας φωτιά γιομάτος άγρια, | |
παντού χειμάει ορπίζοντας στο Δία, ούτε λογιάζει | |
θεούς κι' αθρώπους, μον φριχτή τον συνεπήρε φρένια. | |
Και πότε νάβγει η ρόδινη περικαλιέται αβγούλα, | 240 |
τι τάζει, τ' ακροφίγουρα των καραβιών θα κόψει, | |
κι' αφτά θα κάψει μ' άσβυστη φωτιά, και τους Αργίτες | |
θα πελεκήσει εκεί κοντά μες στου καπνού τη ζάλη. | |
Τα τρέμω αφτά κατάκαρδα, μην του τη βγάλουν πέρα | |
την παινεσιά οι θεοί, κι' εμάς μην είναι εδώ γραφτό μας | 245 |
να πέσουμε όλοι δίχως πια να ξαναδούμε τ' Άργος. | |
Μα σήκω! αν τ' Αργιτόπουλα σε μέλει καν και τώρα | |
να σώσεις απ' τα βάσανα κι' απ' των οχτρών τους χτύπους. | |
Εσύ ύστερα θα λαχταρείς, μα τρόπο πια δε θάχει | |
να βρεις γιατριά, μιας το κακό και γίνει· μόνε σκέψου | 250 |
πώς θα μας σώσεις πριν πολύ απ' την κακή την ώρα. | |
Μα, αδρέφι, σ' τόπε διο και τρεις ο γέρος σου πατέρας | |
στη Φτία, την ώρα που στο γιο τ' Ατριά σε προβοδούσε | |
Παιδί μου, νίκη η Αθηνά κι' η Ήρα, αν θεν, θα δώσουν, | 255 |
μα εσύ τη μεγαλόψυχη καρδιά σου μες στα στήθια | |
να περιορίζεις· πιο καλά συφέρνει η πραοσύνη. | |
Παραίτα πια τη δύστροπη λογοτριβή, και τότες | |
περσότερο όλοι, γέροι νιοι, θα σ' έχουν τιμημένο.' | |
Να! τι σ' αρμήνεβε, μα εσύ ξεχνάς· όμως και τώρα | 260 |
πάψε, ορέ αδρέφι, κι' άφισε το σπλαχνοφάγο πείσμα, | |
κι' αξίας δώρα ο βασιλιάς σου δίνει αν ξεχολιάσεις. | |
Μον έλα τώρα πρόσεχε, κι' εγώ όλα εδώ ένα ένα | |
θα πω όσα δώρα σούταζε μπροστά μας στο καλύβι. | |
Εφτά τριπόδια απύρωτα, δέκα χρυσού κομάτια, | |
λεβέτια ως είκοσι λαμπρά, γερά άτια βραβεμένα | 265 |
δώδεκα, π' όλα κέρδισαν στο τρέξιμο βραβεία. | |
Φτωχός δε θάναι ο άθρωπος που θε του πάνε τόσα, | |
άδιο δε θάναι από χρυσό και βιος τ' αρχοντικό του | |
αν έχει όσα του κέρδισαν τ' αλόγατά του πλούτη. | |
Και νιες εφτά π' αμίμητα δουλέβουν θα σου δώσει | 270 |
Λέσβισσες, που σαν κούρσεψες την πλούσια Λέσβο ατός σου, | |
τις πήρε αφτός, που τέρι τους δεν είχανε στα κάλλη· | |
αφτές σου δίνει, και μαζί τη νια που πριν σου πήρε, | |
τη Βρισοπούλα, κι' όρκονε θα σ' ορκιστεί μεγάλο | |
ποτές πως δεν την άγγιξε, στο στρώμα της δε μπήκε, | 275 |
π' άντρες γυναίκες, αργηγέ, συνήθια τόχουν όλοι. | |
Αφτά όλα θα σ' τα δώσει εφτύς. Μα αν των θεώνε πάλι | |
μας δώκει η χάρη το καστρί να πάρουμε των Τρώων, | |
μπαίνεις και πλοίο με χαλκό και μάλαμα φορτώνεις | |
ξέχειλο, σα μοιράζουμε το πράμα, και γυναίκες | 280 |
όπιες σ' αρέσουν Τρώισες ως είκοσι διαλέγεις, | |
απ' τη Λενιό ύστερα τις πιο λαχταριστές στα κάλλη. | |
Κι' αν τ' Άργος, τον αφρό της γης, δούμε ξανά, να γίνεις | |
γαμπρός του· την αγάπη του σαν τον Ορέστη θάχεις, | |
τ' αγόρι που τ' αντρώνεται μες στ' αγαθά και χάδια. | 285 |
Κι' έχει μες στ' ομορφόχτιστο παλάτι του τρεις κόρες, | |
τη Λαοδίκη, Ιφιάνασσα, και τη Χρυσόθεμή του, | |
κι' όπια τους θες, ανέδωρη στο γονικό σου πύργο | |
την πας· μα αφτός και με προικιά πολλά θαν την προικίσει, | |
τόσα που ως τώρα κόρης του κανείς δεν έδωκε άλλος. | 290 |
Τι εφτά καλοκατοίκητες θα σου χαρίσει χώρες, | |
τη χορταροστρωμένη Ιρή, την Καρδαμύλα, Ενόπη, | |
την όμορφη Έπια, τη Φηρά, την Άνθια πούχει τόσες | |
βαθιές βοσκές, την Πήδασο με τα πολλά τ' αμπέλια. | |
όλες στη θάλασσα κοντά, στα σύνορα της Πύλος. | 295 |
Πλούσιος τις κατοικάει λαός με πρόβατα και βόδια | |
που σα θεό θα σε τιμούν με δώρα, και μπροστά σου | |
θα τρέχουν τις πολύκερδες ναν τους δικάζεις δίκες. | |
Αφτά σου δίνει αν το θυμό του στέρξεις πια ν' αφίσεις. | |
Μα αν πάρα σούναι μισητός τ' Ατρέα ο γιος, κι' εκείνος | 300 |
κι' αφτά τα δώρα του, μα εμάς λυπήσου καν τους άλλους | |
π' όλους μάς έσφιξε ο οχτρός, κι' εμείς θα σε τιμούμε | |
σάμπως θεό· τι σ' ολωνών θ' ανυψωθείς τα μάτια — | |
σ' το τάζω — τώρα σφάζοντας τον Έχτορα, γιατί ήρθε | |
κοντά πολύ, σαν πούναι τος γιομάτος άγρια λύσσα, | 305 |
τι λέει, κανένας ίσος του δεν είναι απ' τους Αργίτες, | |
όσοι κι' αν ήρθανε ως εδώ με την αρμάδα οχ τ' Άργος.» | |
. | |
Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλέα κι' είπε | |
«Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, | |
πρέπει το λόγο ορθά κοφτά μια να σας πω για πάντα, | |
το τι έχω ασάλεφτο σκοπό να κάνω, τι δε θέλω | 310 |
να μούρχεται άλλος απ' αλλού κι' εδώ να τριζειμύζει· | |
τι άλλα όπιος κρύβει στην καρδιά κι' άλλα του λεν τα χείλια | |
τόνε μισώ όσο μισητή μούναι η μπασιά και τ' Άδη. | 313 |
Μήτε τ' Ατρέα λέω ο γιος δε θα με πείσει εμένα | 315 |
μήτε άλλος σας κανείς, γιατί σπολλάτη δα δε μούπαν | |
που δίχως πάντα ανασασμό τους Τρώες πολεμούσα. | |
Και τι μου μένει πούσυρα τόσα πολλά μαρτύρια | 321 |
μ' αιώνιες μάχες, τη ζωή σαν τίποτα αψηφώντας; | |
Πώς πάει η κλώσσα το σπυρί στ' αφτέρωτα πουλιά της | |
σα βρει κανένα, κ' έπειτα ψοφά απ' την πείνα ατή της, | |
έτσι κι' εγώ πολλές νυχτιές περνούσα ξαγρυπνώντας, | 325 |
και μέρες μες στα αίματα βουτούσα και στους φόνους, | |
και με στρατούς χτυπιόμουνα για τα δικά τους τέρια. | |
Δώδεκα ως τώρα κούρσεψα με τα καράβια χώρες· | |
πεζός, ως έντεκα θαρρώ στης Τριάς τους κάμπους γύρω· | |
κι' απ' όλες πήρα 'να σωρό πολύτιμα μ' αξία, | 330 |
και πάγαινα του βασιλιά και τάδινα Αγαμέμνου. | |
Κι' εκείνος, πίσω μένοντας μες στο καραβοστάσι, | |
τάπαιρνε, λίγα μοίραζε, πολλά κρατούσε ο ίδιος, | |
και τ' άλλα τάδινε πρεσβιά στων Αχαιών τους πρώτους. | |
Αφτών δεν τ' άγγιξε κανείς· και μοναχά από μένα | 335 |
μου πήρε και κρατάει τη νια που λαχταρούσα· τώρα | |
στο στρώμα ας μου τη χαίρεται! Όμως γιατί των Τρώων | |
να κάνουν πόλεμο έπρεπε οι Δαναοί; Πια ανάγκη | |
τόσο λαό τ' Ατρέα ο γιος να μάσει, κι' εδωπέρα | |
να φέρει; ή όχι απ' αφορμή της λυγερής Ελένης; | |
Τι, μόνοι τις γυναίκες τους τις αγαπούν στον κόσμο | 340 |
τ' Ατρέα οι γιοί; Όπιος έχει νου και γνώση, τη δική του | |
τη θέλει και την αγαπάει, καθώς αφτή κι' ατός μου | |
μ' όλη αγαπούσα την καρδιά κιας τήνε πήρα σκλάβα. | |
Μα αφού με γέλασε, κι' αφτή την πήρε μου απ' τα χέρια, | |
να με δολώσει ας μη ζητάει . . . τον ξέρω, δε με πιάνει. | 345 |
Μόνε, Δυσσέα, μ' εσένα πια και τους λοιπούς αρχόντους | |
ας δει να σώσει οχ της φωτιάς τις φλόγες τα καράβια. | |
Να! μάλιστα έφτιασε πολλές δουλιές χωρίς εμένα, | |
έχτισε ακόμα και τειχί, κοντά άνοιξε χαντάκι | |
πλατύ μεγάλο, κι' έμπηξε παλούκια απάς στο λάκκο. | 350 |
Μα κι' έτσι τον αντροφονιά γιο του Πριάμου πίσω | |
ναν τον βαστάξει δε μπορεί· μα εγώ όσο πολεμούσα, | |
πού να τολμήσει απ' το καστρί μακριά να ξεμυτίσει! | |
Μον τόσο, ως στη Ζερβόπορτα και στην οξά, κοτούσε. | |
Εκεί με πρόσμενε μια αβγή, λίγο η στερνή του νάναι ... | 355 |
Και τώρα αφού τον Έχτορα δε θέλω να βαρέσω, | |
άβριο του Δία κάνοντας θυσία και των άλλων | |
θεών — γιομίζοντας καλά τα πλοία αφού τα ρήξω | |
στη θάλασσα — θα δεις, αν θες κι' αποθυμάς, να σκίζουν | |
πρωΐ πρωΐ τα πλοία μου το ψαροθρόφο κύμα, | 360 |
και μέσα νάφτες πρόθυμους με το κουπί στα χέρια. | |
Κι' αν πρύμο αγέρι ο σαλεφτής της γης μου προβοδήσει, | |
την τρίτη αβγή στην όμορφη πατρίδα μου θ' αράξω. | |
Εκεί άπειρα έχω π' άφισα για δω σαν πήρα δρόμο· | |
μα κι' άλλο βιο, όσο μούλαχε, εδώ απ' την Τριά θα πάρω, | 365 |
χαλκό και σίδερο ψαρύ και λυγερές γυναίκες, | |
χρυσό θα πάρω . . . μα τη νια αφτός που μούχε δώσει | |
πίσω την πήρε αγέρωχα, ο βασιλιά Αγαμέμνος. | |
Έτσι όλα μολογήστε τα καθώς τα παραγγέλνω, | |
ορθάνοιχτα, που πια κανείς το φέρσιμό του Αργίτης | 370 |
να μη σηκώνει, αν κι' άλλους σας σκοπό 'χει να γελάσει, | |
σαν που ψυχή δε ντρέπεται ... μα εμένα όσο κι' αν είναι | |
ξαδιάντροπος, θα δείλιαζε και να με δει στα μάτια. | |
Μαζί του εγώ πια σε βουλή δε συντροφιάζω ή μάχη· | |
τι μ' έβλαψε με γέλασε, και πια με λόγια πάλι | 375 |
δε με τσακώνει — σώνει του — μον ήσυχος ας βγάζει | |
τα μάτια του, γιατί το νου τού πήρε ο γιος του Κρόνου. | |
Τα δώρα του εγώ τα κλωτσάω και σα σκουπίδια τάχω. | |
Μήτε κι' αν δέκα κι' είκοσι φορές μου δώκει τόσα, | |
όσα έχει τώρα, κι' απ' αλλού αν ήθε λάβει ακόμα, | 380 |
μήτε όσα στον Ορχομενό, κι' όσα στη Θήβα μπαίνουν | |
του Μισιριού όπου βρίσκεται πιο απ' όλους βιος στον κόσμο — | |
κι' αφτή είναι ως εκατόπορτη, κι' όξω από κάθε πόρτα | |
διακόσοι βγαίνουν μ' άλογα κι' αμάξια μαχητάδες — | |
μηδέ κι' αν τόσα μούδινε όσα τα φύλλα ή τα άνθια, | 385 |
μήτε έτσι δε μου πείθει πια τη γνώμη, δε μ' αλλάζει, | |
ως που όλη την καρδόπνιγη βρισιά να μου ξεράσει. | |
Μήτε με κόρη του παντριές δε θέλω, κι' αν ακόμα | |
παράβγαινε με τη χρυσή στην ομορφιά Αφροδίτη | |
και σε δουλιές κι' αργόχερα θεά Παλλάδα αν είταν, | 390 |
μήτε έτσι δεν την παίρνω εγώ, μον άλλονε ας γυρέψει, | |
όπιος του πάει κι' είναι άρχοντας καλύτερος μου εμένα. | |
Τι δα αν με σώσουν οι θεοί και φτάσω ως στην πατρίδα, | |
ας είναι ο γέρος μου καλά κι' αφτός μου βρίσκει νύφη. | |
Να, αρχοντοπούλες βρίσκουνται στη Φτιά και στην Ελλάδα | 395 |
πολλές, γεννήματα αρχηγών π' ορίζουν πολιτείες, | |
κι' όπια τους θέλω, τέρι εγώ την κάνω αγαπημένο. | |
Εκεί όλο μ' έβιαζε συχνά πόθος βαθύς να σύρω, | |
και κόρη αφού στεφανωθώ, νυφούλα ταιριασμένη, | |
μ' αφτή το βιος να χαίρουμαι που σώριασε ο Πηλέας. | 400 |
Τι δε μ' αξίζουν την ψυχή εμένα μήτε κι' όσους | |
πλούσια χώρα θησαβρούς λεν είχε του Πριάμου | |
πριν έρθουν τ' Άργους τα παιδιά, στα χρόνια της ειρήνης, | |
μήτε όσα στη βραχότοπη Πυθό λεν μέσα κλείνει | |
τ' Απόλλου του προφυλαχτή το μαρμαροκατώφλι. | 405 |
Γιατί τ' αρπάς τα πρόβατα και τραχηλάτα βόδια, | |
τριπόδια ακάπνιστα αποχτάς και ξανθοκέφαλα άτια, | |
μα αθρώπου πίσω την ψυχή μήτε αρπαγή τη φέρνει | |
μήτε και χρήμα, αν μια φορά διαβεί τον δοντοφράχτη· | |
Τι η μάννα μου η λεφκόποδη θεά μού λέει, η Θέτη, | 410 |
πως τύχες διο λογιών με παν στο τέλος του θανάτου· | |
ανίσως μένω γύρω εδώ και πολεμάω το κάστρο, | |
πάει δε θα δω πια γυρισμό, μα αιώνια θάχω δόξα· | |
μα αν ξαναπάω στο σπίτι μου, στη λατρεφτή πατρίδα, | |
μούναι χαμένη η δόξα μου, μα μακρινή η ζωή μου. | 415 |
Μάλιστα συβουλέβω εγώ και τους λοιπούς σας, πρύμη | 417 |
να βάλτε για τον τόπο σας, τι πια άκρη δε θα βρείτε | |
της Τριάς· γιατί μ' απόφαση το χέρι του από πάνου | |
της έβαλε του Κρόνου ο γιος, και θάρρεψε ο λαός της. | 420 |
Μον σύρτε οι διο σας τ' όχι μου στους αρχηγούς να πείτε, | |
Δυσσέα κι' Αία, τι είναι αφτό των προεστών το χρέος, | |
ξανά για να συλλογιστούν, κι' άλλη να βρούνε τέχνη | |
που ναν τους σώσει οχ του φιδιού το στόμα τα καράβια | |
και το στρατό, τι τώρα αφτή δε γίνεται, ας το ξέρουν. | 425 |
Μα ο Φοίνικας ας μείνει εδώ να κοιμηθεί μαζί μας, | 427 |
κι' αντάμα πιάνουμε κουπί για τη γλυκιά πατρίδα | |
άβριο... αν το θέλει· στανικά δε θέλω ναν τον πάρω.» | |
. | |
Είπε, κι' όλοι έμειναν ξεροί χωρίς να βγάλουν λέξη | 430 |
σα σαστισμένοι· τι σφιχτά πολύ τους τόπε τ' όχι. | |
Μα με καιρό είπε ο Φοίνικας ο γερο-αλογολάτης, | |
σπώντας στα δάκρια, τι έτρεμε μην πάθουν τα καράβια | |
«Στο νου πια αν τόβαλες να πας, λεβέντη μου Αχιλέα, | |
και να βοηθήσεις μια σταλιά δε θέλεις τα καράβια | 435 |
απ' τη φωτιά, σαν που θυμός σού πείσμωσε τα σπλάχνα, | |
πώς τότες θέλεις πίσω σου, παιδί μου, εδώ να μείνω | |
μόνος; Μ' εσένα μ' έστειλε ο γέρος σου πατέρας | |
τότε όταν απ' τη Φτιά στο γιο τ' Ατριά σε προβοδούσε, | |
αρχάρη ακόμα κι' άπραγο, ακάτεχο από μάχες | 440 |
και συντυχές όπου αποχτούν φήμη και δόξα οι άντρες. | |
Για τούτο μ' έστειλε, όλα αφτά να σ' τα μαθαίνω, κι' έτσι | |
λόγων να γίνεις ρήτορας και δουλεφτής πολέμων. | |
Έτσι, παιδί μου, ξέρε το, μακριά σου εγώ δε μένω, | |
κι' ακόμα αν μούταζε ο θεός τα έρμα γερατιά μου | 445 |
να ξύσει, και λεβέντη νιο σαν πρώτα να με κάνει, | |
σαν όταν τη ροδότσουπρη Ελλάδα πρωταφήκα | |
για ν' αποφύγω διαφορές με τον πατέρα Αμύντα. | |
Αφτός μου καρδιοθύμωσε για μια πανώρια σκλάβα | |
π' αγάπαε, και το πρώτο του καταφρονούσε τέρι, | 450 |
τη μάννα μου. Κι' αφτή ήθελε τους διο ναν τα χαλάσουν, | |
κι' όλο με ξόρκιζε τη νια να πάω και να πλακώσω. | |
Την άκουσα και τόκανα. Κι' ο γέρος μου πατέρας | |
εφτύς σαν πήρε μυρουδιά, με φοβερές κατάρες | |
μ' άρχισε, κι' όλο δέουνταν στις άγριες Καταδιώχτρες | |
ποτές να μην καθήσει γιος στο γόνα μου, βγαλμένος | 455 |
από σπορά μου· κι' οι θεοί ξακούνε την κατάρα, | |
ο Άδης κάτου στ' άνηλια της γης κι' η Περσεφόνη. | |
Τότε έτσι μούρθε το σπαθί να πάρω ναν τον σφάξω, | |
μα κάπιος με ξεχόλιασε θεός θυμίζοντάς μου | |
την καταδίκη του λαού, του κόσμου τις βλαστήμιες, | 460 |
α θε με λεν πατροφονιά παντού μες στην Ελλάδα· | |
Μα ο γέρος να μου βαργομάει κι' εγώ στο σπίτι πάντα | |
να σουρταφέρνω, πια η καρδιά δε βάσταε μου στα στήθια. | |
Πόσα δε μούπαν όλοι τους, βλαμάκια και ξαδέρφοι, | |
πόσα δεν έκαναν αφτού να με βαστάξουν σπίτι! | 465 |
Τι πλούσια θέλεις πρόβατα, τι τραχηλάτα βόδια | |
μούσφαζαν, τι καλόθρεφτα καψάλιζαν γουρούνια, | |
π' αστράφτανε του πάχους τους στρωμένα μες τις φλόγες· | |
πόσο κρασί δεν πιόθηκε απ' τα σταμνιά του γέρου! | |
Νύχτες εννιά δε μ' άφιναν, μον πλάγιαζαν τριγύρω | 470 |
φυλάγοντας με τη σειρά, δίχως στιγμή να λείψει | |
φωτιά, μια κάτου απ' της αβλής τις αψηλές κολόνες, | |
άλλη στο πρόσπιτο, μπροστά στου γιατακιού την πόρτα. | |
Όμως σαν ήρθε η δέκατη συγνεφιασμένη νύχτα, | |
τότες πια εγώ του γιατακιού τη στεριωμένη πόρτα | 475 |
τη σπάω και βγαίνω, κι' έφκολα τη μάντρα της αβλής μας | |
πηδάω χωρίς οι φύλακες να νιώσουν μήτε οι σκλάβες. | |
Και πήρα δρόμο έτσι μακριά περνώντας της Ελλάδας | |
τα φαρδοκάμπια, κι' έφτασα στην προβατογεννήτρα, | |
στη Φτιά τη χονδροχώματη, στου βασιλιά Πηλέα. | |
Κι' αφτός με καλοδέχτηκε, και μούδειξε μια αγάπη | 480 |
σάμπως πατέρας π' αγαπάει παιδί του χαϊδεμένο, | |
μοναχογιό του και πολλών χτημάτων κληρονόμο· | |
και μούδωκε πολλά χωριά, με πλούτισε, και πέρα | |
στα σύνορα έκατσα της Φτιας, αφέντης των Δολόπων. | |
Εγώ έτσι σε μεγάλωσα, θεόμορφε Αχιλέα, | 485 |
και σ' αγαπούσα ολόψυχα, τι μήτε σε παιχνίδι | |
μ' άλλον να πας δεν ήθελες μήτε να φας στο σπίτι, | |
παρά να σε χορταίνω εγώ στα γόνατα μου απάνου, | |
κριάς κόβοντάς σου και κρασί βαστώντας σου στα χείλια. | |
Πολλές φορές μου λέκιασες το ρούχο απάς στα στήθια | 490 |
με το κρασί, όταν τόβγαζες χωρίς να καλονιώθεις. | |
Έτσι πολύ εγώ κόπιασα, πολλά 'παθα για σένα, | |
μ' αφτά στο νου, πως άκληρο μ' άφισε εμένα ο Δίας· | |
μονάχα εσένα σ' έκανα, θεόμορφε Αχιλέα, | |
παιδί μου, νάχω κάπιονε στα γερατιά προστάτη. | 495 |
Όμως, παιδί μου, μέρωσ' τα τ' ανήμερά σου σπλάχνα, | |
δεν πρέπει σου άσπλαχνη καρδιά· τι κι' οι θεοί οι μεγάλοι | |
λυγούν, κιας έχουν πιο τιμή πιο δύναμη πιο αξία· | |
κι' αφτούς με τα θυμιάματα και με σταλιές και τσίκνες | |
και καλοπιάστρες προσεφκές τους μαλακώνει ο κόσμος | 500 |
περικαλώντας, αν τυχόν τους φταίξεις κι' αμαρτήσεις. | |
Τι του μεγάλου 'ναι Διός κι' οι Περικάλιες κόρες, | |
κουτσές, με μάτια αλλίθωρα, με μούτρα ζαρωμένα, | |
που κούτσα κούτσα τρέχουνε της Φρένιας καταπόδι· | |
κι' αφτή είναι στέρια ακούραστη, για αφτό πολύ ξετρέχει | 505 |
όλες τους, και παντού της γης προκάνει πριν και βλάφτει | |
κάθε θνητό, κι' οι άλλες τους κατόπι τους γιατρέβουν. | |
Μα του Διός αν σεβαστείς τις κόρες σα ζυγώνουν, | |
τότες σ' ακούν τη δέηση, μεγάλα σ' ωφελούνε· | |
μα χάρη όπιος τους αρνηθεί κι' όχι τους λέει με πείσμα, | 510 |
παν τότες και περικαλούν το γιο του Κρόνου Δία | |
να σμίξει με τη Φρένια αφτός, για να βλαφτεί και πάθει. | |
Μον τίμα, αγόρι μου, κι' εσύ τις κόρες του μεγάλου | |
Διός, που λύγισαν πολλών νου φρόνιμο στον κόσμο. | |
Τι δώρα αν δε μετρούσε ο γιος τώρα τ' Ατριά, αν κατόπι | 515 |
κι' άλλα αν δεν έταζε, άσειστα βαστώντας πάθος πάντα, | |
θάλεγα εγώ πως το θυμό μην παραιτάς, μην τρέχεις | |
ναν τους βοηθήσεις, κι' άφισ' τους μες στα στενά να ρέψουν. | |
Μα αφτός και δίνει εφτύς πολλά, κι' απέ έταξε πολλά άλλα, | |
κι' άντρες τους πρώτους διάλεξε μες στο στρατό και στέλνει | 520 |
να σου προσπέσουν, που κι' εσύ τους έχεις κάλια απ' όλους | |
και που μη θες ο λόγος τους να ντροπιαστεί κι' οι κόποι· | |
πριν όμως το πως θύμωσες δεν έχει κατηγόρια. | |
Έτσι τους έχουμε ακουστά και των παλιών αρχόντων | |
τους μύθους, σαν τους έπιαναν θυμοί πεισματωμένοι· | 525 |
με λόγια τους μαλάκωνες, τους γύρναες με περκάλια. | |
Θυμάμαι μια ιστορία εγώ — πολύ παλιά, όχι τώρα — | |
πώς έγινε, και θα την πω να δείτε, αδρέφια, εδώ όλοι. | |
Οι Αιτωλοί είχαν πόλεμο κι' οι άφοβοι Κουρήτες | |
γύρω στη χώρα Κάλυδο, και σφάζουνταν με πάθος, | 530 |
τ' όμορφο κάστρο οι Αιτωλοί ζητώντας να γλυτώσουν, | |
κι' οι άλλοι τους με το σπαθί διψούσαν ναν το πάρουν. | |
Τι συφορά τους έστειλε η Άρτεμη από φούρκα, | |
που δεν της πρόσφερε ο Βοινιάς καρπούς μες στα δροσάτα | |
περβόλια, ενώ πολλά οι θεοί τρώγανε βόδια οι άλλοι, | 535 |
κι' άφισε μόνη του Διός τη δοξασμένη κόρη· | |
ή ξέχασε ή δεν τούκοψε, μά 'ταν βαρύ το κρίμας. | |
Θύμωσε αφτή — το θεϊκό το σπέρμα, η σαϊτέφτρα — | |
κι' αρσενικό άγριο ασπρόδοντο τους έστειλε γουρούνι, | |
που του Βοινιά τού ρήμαζε τ' αμπέλια νύχτα μέρα, | 540 |
κι' έρηξε σύγκορμα πολλά δεντρά μεγάλα χάμου | |
μαζί με ρίζες και μαζί και με των μήλων τ' άθια. | |
Μα μιαν αβγή ο Μελέαγρος το σκότωσε, ένας γιος του, | |
τι έμασε κυνηγούς πολλούς από 'να πλήθος χώρες | |
και σκύλους· τι άντρες λιγοστοί πού ναν το κάνουν ζάφτι! | 545 |
τέτιο θεριό 'ταν, κι' έστειλε πολλές ψυχές στον τάφο. | |
Βάζει για αφτό τότε η θεά διχόνια αναμπουμπούλα, | |
για του θεριού την κεφαλή και το τριχάτο δέρμα, | |
κι' εφτύς Κουρήτες κι' Αιτωλοί σ' αρχίζουν το κοντάρι. | |
Μα όσο ο γερός ο Μελέαγρος πολέμαε, οι Κουρήτες | 550 |
πάντα άσκημα τα πήγαιναν, μηδέ ποτές μπορούσαν | |
ν' αντέξουν όξω απ' το καστρί κιας είταν τόσο πλήθος· | |
στερνά όμως σαν τον έπιασε θυμός που τόσου κόσμου | |
με νου και κρίση την καρδιά φουσκώνει μες στα στήθια, | |
τότες αφτός, σα χόλιασε, αργός μακρυά από μάχες | 555 |
κάθουνταν με το τέρι του, την ώρια Κλεοπάτρα, | |
της σφιχτοστήθως Μάρπησσας την κόρη και του Νίδα. | |
Μα άξαφνα αντάρα ακούστηκε κι' αχός στο καστροπόρτι | 573 |
που τους χτυπούσαν τα πυργιά. Και τότες οι γερόντοι | |
του στέλνουν πρωτολειτουργούς θεών και τον ξορκίζουν | 575 |
να βγει να διαφεντέψει τους, και τούταζαν μεγάλο | |
χάρισμα· οπούταν πιο παχύ της Κάλυδος το χώμα, | |
εκεί πανώριο τούλεγαν μετόχι να χωρίσει, | |
πενήντα στρέματα, μισό στον κάμπο αμπελοτόπι, | |
τ' άλλο μισό έτσι αφύτεφτο χωράφι να διαλέξει. | 580 |
Πόσα δεν τούλεγε ο Βοινιάς, ο γερο-αλογολάτης, | |
πας στο κατώφλι στέκοντας, και σούσε με τα χέρια | |
τα κολλητά πορτόφυλλα ξορκίζοντας το γιο του· | |
πόσα και μάννα κι' αδερφές δεν τούπαν περικάλια — | |
μα πια πολύ πεισμάτωνε — και πόσα ακόμα οι φίλοι | 585 |
οι πιο στενοί στην Κάλυδο και τιμημένοι πούχε. | |
Μα κι' έτσι μέσα την καρδιά δεν τούπειθαν στα στήθια, | |
ως που πια οι πόρτες έπεσαν, και τα πυργιά οι Κουρήτες | |
πατούσαν, κι' έβαζαν φωτιά παντού στη χώρα γύρω. | |
Τότες με θρήνους μ' οδυρμούς το λατρεφτό του τέρι | 590 |
τούπεσε πια στα πόδια του, κι' όλες μια μια τις πίκρες | |
τ' αράδιασε των δύστυχων που τους παρθεί το κάστρο· | |
σφάζουνται οι άντρες, η φωτιά τα σπίτια τούς ρημάζει, | |
οχτροί τούς παίρνουν τα παιδιά, οχτροί και τις γυναίκες. | |
Κι' εκείνου τούβραζε η καρδιά π' αγρίκαε τέτια πάθια, | 595 |
κι' ορμά να πάει, και φόρεσε τ' αστραφτερά άρματά του. | |
Τότε έτσι αφτός τους έσωσε απ' το χαμό, ξεχνώντας | |
τα περασμένα. Όμως αφτοί δεν τούδωκαν πια δώρα, | |
τόσα που τούπαν κι' όμορφα· τους έσωσε όμως κι' έτσι. | |
Μα τώρα εσύ — μη γένοιτο! — μη βάλεις μες στο νου σου, | 600 |
παιδί μου, τέτια απόφαση· τι τάχα θα φελέσει, | |
όταν τα πλοία καίγουνται αν βγεις ναν τα βοηθήσεις; | |
Μον σύρε, κι' όλοι σα θεό θα σε τιμούν κατόπι.» | 603 |
. | |
Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλιά και τούπε | 606 |
«Φοίνικα, γέρο μου νουνέ, τιμές εγώ δε θέλω· | |
τιμή θαρρώ πως μούδωκε, όση μου πρέπει, η Μοίρα. | |
Μον άλλο λόγο θα σου πω, και πρόσεχε ν' ακούσεις. | 611 |
Με γκρίνιες και με στεναγμούς μη μου χαλνάς τα σκώτια, | |
για ναν του κάνες δούλεψη. Και τήρα καμιάν ώρα, | |
αγάπη αν τούχεις, μη γενεί αποστροφή η δική μου. | |
Κάλια μαζί μου να μισείς όπιον μισεί κι' εμένα. | 615 |
Το τι είπα οι φίλοι εδώ ας του πουν· και κάλια εσύ να μείνεις | 617 |
μ' εμάς εδώ να κοιμηθείς, κι' η χαραβγή σα φέξει, | |
τα λέμε, εδώ αν θα μείνουμε ή πρέπει να τραβάμε.» | |
. | |
Έτσι είπε, κι' έγνεψε άφωνα στον Πάτροκλο να στρώσει | 620 |
του γέρου στρώμα αφρόμαλλο, για να σκεφτούνε οι άλλοι | |
να παν μιαν ώρα αρχύτερα οχ την καλύβα πίσω. | |
Μα τότε ο Αίας άνοιξε το στόμα να μιλήσει | |
«Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, | |
πάμε! τι ουσία τίποτα, το βλέπω, εδώ δε βγαίνει. | 625 |
Και χριά το λόγο πέρα εφτύς να πάμε, ας είναι ότι είναι, | |
τι ανήσυχοι θ' ακαρτερούν. Ως τόσο ο Αχιλέας | |
στα στήθια ανήμερη έκανε την αντρική καρδιά του, | |
ο έρμος! και ξεχάνει πια των φίλων την αγάπη, | 630 |
που εμείς στα πλοία τούχαμε απ' όλους χώρια πάντα. | |
Άσπλαχνε! εδώ κι' αν αδερφό σου σφάξουν κι' αν παιδί σου, | |
όχι δε λες αν βγει ο φονιάς και θέλει να πλερώσει· | |
και μένει αφτού στον τόπο του πολλά ο φονιάς μετρώντας, | |
και του παθού η βαριά καρδιά ξεγράφει πια το μίσος | 635 |
σα λάβει δίκια πληρωμή. Μα εσένα σούχουν βάλει | |
κακό άσβυστο οι θεοί θυμό στα στήθια για μια κόρη, | |
μία και ξερή· μα τώρα εμείς εφτά τις πιο ομορφούλες | |
μ' άλλα πολλά σου δίνουμε. Μα ας νιώσει πια η ψυχή σου | |
μια στάλα πόνο και σπλαχνιά. Σεβάσου την καλύβα | 640 |
που να μας σώσεις ήρθαμε στη στέγη σου από κάτου, | |
εμείς π' απ' όλους είμαστε πιο φίλοι σου κι' αδρέφια.» | |
. | |
Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλιά και τούπε | |
«Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, | |
ως μέσα η κάθε λέξη σου στα σωθικά μου μπήκε· | 645 |
μα πάει η ψυχή μου απ' το θυμό να σπάσει, όταν στο νου μου | |
μούρθουν εκείνα, ως αφτός με ποδοκύλησε, έτσι | |
σαν κάνα ασήμαντο ραγιά σ' όλους μπροστά τ' ασκέρι. | |
Μα σύρτε τώρα πέστε του πως όχι! δε σαλέβω. | |
Ναί, πριν σκοπό δεν τόχω εγώ ν' αγγίξω πια κοντάρι, | 650 |
πριν ο λεβέντης Έχτορας τους κάψει τα καράβια | |
και πάρει ομπρός το στράτεμα εδώ ως στα σύνορά μου. | |
Ειδέ όσο από καλύβα μου κι' από δικό μου πλοίο, | |
πίσω θαρρώ θα βασταχτεί κιας λαχταράει πολέμους.» | 655 |
. | |
Είπε, κι' εκείνοι παίρνοντας διπλόγουβα ποτήρια, | |
ένα ο καθένας, στάλαξαν, και στο καραβοστάσι | |
γύριζαν πάλι, και μπροστά περπάταε ο Δυσσέας. | |
. | |
Κι' ο Πάτροκλος τους παραγιούς προστάζει και τις σκλάβες | |
γοργά να στρώσουν μαλακό του Φοίνικα στρωσίδι· | |
κι' αφτές την προσταγή τ' ακούν και του βολέβουν στρώμα — | 660 |
προβιά, αντρομίδα, και λινό λεφτόφαντο σεντόνι. | |
Εκεί πεσμένος πρόσμενε ο γέρος την αβγούλα. | |
Κι' ο Αχιλέας πλάγιασε στης στερεής καλύβας | |
το βάθος, κι' η ροδόθωρη Διομήδα στο πλεβρό του, | |
του Φόρβα η κόρη, πούφερε οχ το νησί της Λέσβος. | 665 |
Στην άλλη κόχη πλάγιασε κι' ο Πάτροκλος, και δίπλα | |
είχε κι' αφτός την Ίφισσα τη μυριοστολισμένη, | |
που του Πηλέα ο άξιος γιος του χάρισε σαν πήρε | |
την πολιτεία του Ενιά, τη βραχωμένη Σκύρο. | |
. | |
Κι' οι άλλοι μόλις έφτασαν στου βασιλιά Αγαμέμνου, | |
όλοι τους όρθιοι με χρυσά ποτήρια τους κερνούσαν | 670 |
οι πρόκριτοι άλλος απ' αλλού και γύρεβαν να μάθουν. | |
Και πρώτος ο αφέντης γιος τους αρωτάει τ' Ατρέα | |
«Έλα, Δυσσέα ξακουστέ, των Αχαιώνε αθέρα, | |
πες μου, Τι, θέλει απ' τη φωτιά να σώσει τα καράβια, | |
ή όχι κι' η περήφανη καρδιά του βράζει πάντα;» | 675 |
. | |
Τότε απαντά ο πολύπειρος και θεϊκός Δυσσέας | |
«Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, | |
όχι, δε θέλει το θυμό να σβύσει, μον πιο ακόμα | |
αφρίζει και περιφρονάει τα δώρα σου κι' εσένα. | |
Μόνος σου — χαιρετίσματα σου στέλνει — να κοιτάξεις | 680 |
πώς να γλυτώσεις το στρατό και τα γοργά καράβια, | |
και φοβερίζει πως αφτός στη θάλασσα, άμα φέξει, | |
θα ρήξει τα καλόθρονα καράβια και θα φύγει. | |
Και τους λοιπούς μας μάλιστα, μας είπε, συβουλέβει | |
όλοι να φέβγουμε, τι πια εδώ άκρη δε θα βρούμε | 685 |
της Τριάς, γιατί μ' απόφαση το χέρι του από πάνου | |
της έβαλε του Κρόνου ο γιος και θάρρεψαν οι Τρώες. | |
Έτσι είπε· να, ας τα πουν κι' αφτοί που τάλεγε μπροστά τους, | |
ο Αίας κι' οι διο κράχτες μας, κι' οι διο με νου και κρίση. | |
Μα ο γερο-Φοίνικας εκεί κοιμήθηκε, όπως τούπε, | 690 |
κι' έτσι θα πάει κι' αφτός μαζί στην ποθητή πατρίδα | |
άβριο, αν το θέλει· στανικά δε θέλει ναν τον πάρει.» | |
. | |
Έτσι είπε, κι' όλοι απόμειναν σαν αποσβολωμένοι, | |
δίχως να κραίνουν· τι πολύ σφιχτά τους τόπε τ' όχι. | |
Ώρα πολλή είταν άλαλοι με σπλάχνα μαραμένα, | 695 |
μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης | |
«Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμένο, | |
κρίμας και που του πρόσπεσες ποτές σου και χιλιάδες | |
τούταξες δώρα, γιατί αφτός περφανοφέρνει κι' έτσι, | |
μα τώρα πιότερο πολύ τον φούσκωσες περφάνιες. | 700 |
Άσ' τον κι' ας κάθεται ήσυχος, είτε μισέψει ή μείνει· | |
όσο για μάχη, αδιάφορο! ας βγει σα θέλει ατός του, | |
σαν τον φωτίσουν οι θεοί και τ' ορεχτεί η καρδιά του. | |
Μον όλοι ελάτε ας κάνουμε σαν που θα πω σας τώρα. | |
Σύρτε πλαγιάστε, μα καλά με φαγοπότι πρώτα | 705 |
χορτάστε την κοιλιά — τι αφτό δίνει ζωή και θάρρος — | |
και σα χαράξει η όμορφη ροδοδαχτύλω αβγούλα, | |
καιρό μη χάνεις, το στρατό — πεζούς κι' αμαξωμένους — | |
παράταξ' τους εδώ μπροστά κι' οδήγα τους στη μάχη· | |
μαζί μας, γιε τ' Ατριά, κι' εσύ πολέμα με τους πρώτους.» | |
. | |
Έτσι είπε, κι' όλοι παίνεσαν το λόγο οι βασιλιάδες, | 710 |
και τον αλογομερωτή καμάρωσαν Διομήδη. | |
Και τότες στάζουν και σκορπούν τριγύρω στα καλύβια, | |
κι' εκεί πλαγιάζουν, μια σταλιά τον ύπνο να χαρούνε. | |
. | |
. | |
. | |
Κ | |
. | |
. | |
. | |
Κι' οι άλλοι στρατηγοί κοντά στα πλοία, καρωμένοι | |
από βαθύ ύπνο μαλακό, ολονυχτύς κοιμούνταν· | |
μα πού τ' Ατρέα ο άξιος γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους, | |
να κλείσει μάτι που πολλές τον μαρτυρέβανε έγνιες! | |
Πώς ρήχνει αστραπομπούμπουνα ο βροντολάλος άντρας | 5 |
της Ήρας, φτιάνοντας βροχή και δυνατό χαλάζι, | |
ή χιόνι όταν οι εξοχές τριγύρω ασπρολογάνε, | |
ή κάπου στόμα αρπαχτικό φαρμακερού πολέμου· | |
Ετσι πυκνά του στέναζαν τα στήθια απ' της καρδιάς του | |
το βάθος, και τα σπλάχνα εντός του θέριζε η τρομάρα. | 10 |
Το μάτι εκεί σαν έρηχνε στους Τρωικούς τους κάμπους, | |
σάστιζε πόσες έκαιγαν φωτιές ομπρός στο κάστρο, | |
τι αβλοί π' αχούσαν κι' όργανα, τι λαλητός αθρώπων· | |
μα πάλε όταν τα πλοία του θωρούσε και τ' ασκέρι, | |
τρίχες και τρίχες σύριζα τραβούσε οχ το κεφάλι | 15 |
προς τα ουράνια κι' έκλαιγε βαριά η πικρή ψυχή του. | |
Κι' αφτή η βουλή τού φάνηκε σαν πιο καλή στο νου του· | |
πρώτα να πάει στο Νέστορα πριν άλλους κράξει αρχόντους, | |
μην κατεβάσει ωφέλιμη καμιά βουλή μαζί του | |
π' ολόκληρο απ' τη συφορά τα' ασκέρι ναν του σώσει. | 20 |
Κι' εφτύς σηκώνεται, φοράει το ρούχο στο κορμί του | |
κι' ώρια αμποδένει σάνταλα στα παχουλά ποδάρια, | |
έπειτα βάζει παρδαλή προβιά — μακριά ως στα πόδια — | |
ξανθού μεγάλου λιονταριού, και παίρνει το κοντάρι. | |
. | |
Μα κι' ο Μενέλας έτρεμε το ίδιο — γιατί ο ύπνος | 25 |
και τα δικά του βλέφαρα δεν τάγγιζε — μην πάθουν | |
οι Δαναοί, που χάρη του πολύ γιαλό περνώντας | |
ήρθαν στην Τρία, πρόθυμοι το αίμα τους να χύσουν. | |
Πρώτα στην πλάτη τη φαρδιά παρδαλακιό με βούλες | |
ρήχνει, και στο κεφάλι του σηκώνει το χαλκένιο | 30 |
γερό του κράνος και φοράει, και παίρνει το κοντάρι | |
στη σταλωμένη χέρα του. Κι' έτσι ήβγε να ξυπνήσει | |
τον αδερφό του, π' όλους τους στην εξουσία περνούσε | |
τους Αχαιούς, και σα θεό τον λάτρεβε το πλήθος. | |
Κι' εκεί τον βρήκε, στ' ακρινό καράβι του από δίπλα, | 35 |
πούβαζε τ' άρματα· κι' αφτός χαρούμενος τον είδε. | |
. | |
Κι' έπιασε πρώτα ο θαρρετός Μενέλας να μιλήσει | |
«Τι έτσι αρματώνεσαι, αδερφέ; ή κάπιο μας να στείλεις | |
των Τρώων θες κατάσκοπο; Όμως πολύ φοβούμαι, | |
δε θ' αναλάβει σου κανείς τέτια δουλιά, να σύρει | |
μονάχος πέρα ως στους οχτρούς και να κατασκοπέψει | 40 |
μες στο σκοτάδι. Σαν πολύ θάχει καρδιά αντριωμένη.» | |
. | |
Τότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος | |
«Ανάγκη εγώ κι' εσύ, αδερφέ, καμιά βουλή να βρούμε | |
ωφέλιμη, π' απ' τα δεινά να βγάλει και να σώσει | |
στρατό και πλοία, τι άλλαξε ο γιος του Κρόνου γνώμη. | 45 |
Του Έχτορα ίσως πιο πολύ λογιάζει τα σφαχτάρια. | |
Δεν είδα εγώ, δεν άκουσα να πουν πως ένας άντρας | |
σκέφτηκε ως τώρα συφορές μες σε μια μέρα τόσες, | |
όσα μας έκανε δεινά ο Έχτορας, που ωστόσο | |
θεού να πεις ή θέϊσσας δεν είναι ακριβοπαίδι. | 50 |
Τόση είναι η βλάβη, που θαρρώ καιρό ο στρατός και χρόνια | |
θάν τη θυμάται· έτσι βαριά μάς έχει αφανισμένους. | |
Μον έλα τρέχα γλήγορα και φώναξε τον Αία, | |
κράξε το Δομενιά, κι' εγώ στου Νέστορα θα τρέξω | |
και θαν του πω να σηκωθεί, μήπως να σύρει θέλει | 55 |
όξω ως στο τάγμα των φρουρών και διαταγές να δώκει. | |
Τι αφτόν θ' ακούσουν πιο καλά· τι ο γιος του των φρουρώνε | |
είναι αρχηγός κι' ο σύντροφος του Δομενιά ο Μηριόνης· | |
τι αφτούς πιο πρώτα τάξαμε στις πόρτες να φυλάξουν.» | |
. | |
Τότες του λέει ο άφοβος πολεμιστής Μενέλας | 60 |
«Και πιά 'ναι, ξήγα μου, έπειτα η προσταγή σου; Θέλεις | |
να μείνω εκεί προσμένοντας μαζί τους ως να φτάσεις, | |
για θες να τρέξω πίσω εδώ σαν τους τα πω τα πάντα;» | |
. | |
Τότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους | |
«Εκεί καρτέρα, μην τυχόν στο δρόμο χάσει ο ένας | 65 |
τον άλλονε, τι είναι πολλές μέσα απ' τον κάμπο οι στράτες. | |
Κι' όθες διαβαίνεις, φώναζε περκάλα ν' αγρυπνάνε, | |
και κάθε αντρός νομάτιζε τη φύτρα τον πατέρα, | |
τιμώντας όλους. Ξέχανε πια τώρα τις περφάνιες, | |
κι' έλα ας δουλέβουμε κι' εμείς, τι εμάς θαρρώ έτσι ο Δίας | 70 |
πίκρες μας έγραψε βαριές σα μας γεννούσε η μάννα.» | |
. | |
Έτσι είπε, και τον έστειλε καλοξηγώντας τα όλα· | |
απέ κινάει το Νέστορα να βρει, το γέρο αφέντη. | |
Και στην καλύβα του κοντά τον ήβρε και στο πλοίο | |
σε στρώμα απάνου μαλακό, κι' ήταν σιμά του χάμου | 75 |
η πλουμιστή του αρματωσά — ασπίδα, διο κοντάρια, | |
περκεφαλαία αστραφτερή — σιμά 'τανε κι' η ζώνη, | |
όλη στολίδια, πούζωνε ο γέρος σα φορούσε | |
τα χάλκινα άρματα να βγει στον πόλεμο, οδηγώντας | |
τους λόχους, τι από γερατιά δεν ίδρωνε τ' αφτί του. | |
Τότε ύψωσε την κεφαλή, στο γέρικο του αγκώνα | 80 |
ακουμπιστός, και ρώτησε το γιο τ' Ατρέα κι' είπε | |
«Πιος είσαι εσύ που περπατάς στα πλοία ομπρός μονάχος | |
μέσα στης νύχτας την καρδιά, π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται; | |
Μην κάνα σύντροφο ζητάς; μην έχασες μουλάρι; | |
Μίλα — άφωνος μην προχωράς — και πες μου, τι γυρέβεις;» | 85 |
. | |
Τότε απαντάει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους | |
«Ω γέρο, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι, | |
τον Αγαμέμνο εδώ θωράς, π' απ' όλους πέρα ως πέρα | |
πιότερο ο Δίας μ' έψησε και θα με ψήσει ακόμα, | |
όσο μου μένει ανασασμός και στέκουμαι στα πόδια. | 90 |
Γυρνώ έτσι, τι στα μάτια μου γλυκός δεν κάθεται ύπνος, | |
που ο πόλεμος μ' ανησυχεί και του στρατού τα πάθια. | |
Το τι θα γίνουν λαχταρώ, κεφάλι πια δεν έχω, | |
λες παραζάλη μ' έπιασε, κι' όξω η καρδιά οχ τα στήθια | |
πηδάει, και κάτου μου λυγούν τα γόνατα και τρέμουν. | 95 |
Μα αν να βοηθήσεις θες, αφού και συ δεν έχεις ύπνο, | |
έλα και κάτου στους φρουρούς ας πάμε, για να δούμε | |
μήπως αυτοί απ' την κούραση και νύστα αφανισμένοι | |
ολότελα αποκοιμηθούν και τη φρουρά ξεχάσουν· | |
τι στέκουν δες! κοντά οι οχτροί, μήτε κανείς κατέχει, | 100 |
και νύχτα αν δεν τους συνεμπεί ν' ανοίξουνε κοντάρι.» | |
. | |
Τότε απαντάει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | |
«Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, | |
μη δα θαρρείς του Έχτορα ο βαθυγνώστης Δίας | |
θα κάνει του κάθε σκοπό που ίσως ολπίζει τώρα, | 105 |
Μον φίδι και χειρότερο ίσως τον φάει, αν βγάλει | |
απ' την καρδιά τ' ανήμερο το πείσμα ο Αχιλέας. | |
Μα το να πάω μαζί σου εγώ, μετά χαράς πηγαίνω· | |
μα κι' άλλους ας σηκώσουμε, το μαχητή Διομήδη | |
με το Δυσσέα, του Οϊλιά τον Αία, και το Μέγη. | 110 |
Μα ας τρέξει, αν έχεις άθρωπο, κι' αφτούς να κράξει ακόμα, | |
τον άρχοντα το Δομενιά, τον Αία του Τελαμώνα· | |
τι αφτών στην άκρη βρίσκουνται μηδέ σιμά τα πλοία. | |
Μα το Μενέλα, όσο αρχηγός κι' αν μούνε κι' όσο βλάμης, | |
συμπάθα με, όμως ξάστερα θαν τον μαλώσω, που έτσι | 115 |
κοιμάται αφτός κι' αδιαφορεί εσύ αν δουλέβεις μόνος. | |
. | |
Σ' όλους τώρα 'ταν χρέος του τους αρχηγούς να τρέχει | |
ξορκίζοντάς τους· τι πολύ βαριά μας ζώνει ανάγκη.» | |
Τότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος | |
«Πάππου, και χάρη άλλη φορά θα σ' τόχω αν του τα ψέλνεις, | 120 |
τι αναμελάει πολλές φορές και προθυμιά δε δείχνει, | |
όχι από νου ασυλλογισά ή βαρεμό, μον βλέπει | |
τι εγώ θα πω κι' ακαρτερεί το σύνθημα να δώκω. | |
Μα τώρα πριν σηκώθηκε και να με βρει ήρθε πρώτος, | |
κι' εγώ ίσα ίσα αφτούς που λες τον έστειλα να κράξει. | 125 |
Μον πάμε, κι' όλους στα πορτιά θα σμίξουμε τους άλλους | |
με τους φρουρούς μαζί, τι εκεί να συναχτούν τους είπα.» | |
. | |
Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | |
«Έτσι δε θα στραβοθωράει κανείς μας μες στ' ασκέρι, | |
όχι δε θαν του λέει κανείς σα βγαίνει και προστάζει.» | 130 |
. | |
Είπε, και φόρεσε γοργά στα στήθια το σκουτί του, | |
κι' ώρια σαντάλια αμπόδεσε στα παχουλά του πόδια, | |
και τη φλοκάτα στο κορμί θηλύκωσε, ποδήσα | |
διπλή άλικη, και κατσαρά μαλλιά 'ταν φορτωμένη. | |
Και πήρε το πολεμικό κοντάρι, μυτωμένο | 135 |
με κοφτερό χαλκό, κι' εφτύς κινάει ομπρός στα πλοία. | |
. | |
Πρώτονε πήγε ο γέροντας και σήκωσε απ' τον ύπνο | |
τον άξιο του Λαέρτη γιο, το θεϊκό Δυσσέα, | |
με μια φωνή. Τότ' άξαφνα πήγε στ' αφτιά του ο ήχος, | |
κι' απ' την καλύβα βγαίνει εφτύς και τους μιλάει διο λόγια | 140 |
«Τί, ορέ, έτσι μέσα στο στρατό γυρνάτε, ομπρός στα πλοία, | |
με τα βαθιά μεσάνυχτα; πια ανάγκη σφίγγει τόσο;» | |
. | |
Τότες του κραίνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | |
«Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, | |
συμπάθα, τι όλους μας βαρύ κακό μας συνεπήρε. | 145 |
Μα έλα μαζί να κράξουμε και τους λοιπούς πρωτάρχους.» | |
. | |
Είπε, κι' εκείνος τρέχοντας μες στην καλύβα, ρήχνει | 148 |
στην πλάτη ασπίδα πλουμιστή και πάει τους ξανασμίγει. | |
. | |
Πάν τότες του Τυδιά το γιο να βρουν, κι' απ' την καλύβα | 150 |
όξω τον ήβραν παρακεί με τ' άρματα, κι' οι φίλοι | |
γύρω κοιμούνταν έχοντας ασπίδες προσκεφάλια. | |
Όρθια τα όπλα τους μ' ουρές στη γη είτανε μπηγμένες, | |
αλάργα αντίφεγγε ο χαλκός σαν αστραπή του Δία. | |
Κι' ο αρχηγός κοιμότανε με κάτω του στρωμένο | 155 |
δέρμα βοδιού, κι' ολόλαμπρο χαλί είχε προσκεφάλι. | |
Κι' ο γέρος ζύγωσε κοντά και τον ξυπνάει κλωτσώντας | |
με το ποδάρι, κι' ανοιχτά τον μάλωσε έτσι κι' είπε | |
«Ξύπνα! τι οργή ψοφολογάς, γιε του Τυδιά, όλη νύχτα; | |
Ή δεν ακούς που κάθουνται σιμά οι οχτροί στα πλοία, | 160 |
μόλις πια λίγα βήματα, στο καμποβούνι απάνου;» | |
. | |
Είπε, κι' εκιός σαν αστραπή σηκώθηκε οχ τον ύπνο, | |
και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια | |
«Γέρο, δεν τρώγεσαι, ήσυχα πώς κάθουνται δεν ξέρεις. | |
Μα κι' άλλοι τάχατε Αχαιοί δε βρίσκουνται πιο νιοι σου | 165 |
παντού, να τρέξουν κι' όλους μας να κράξουν έναν ένα | |
τους αρχηγούς; Μα, γέρο, εσύ περιορισμό δεν έχεις.» | |
. | |
Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | |
«Παιδί μου, ναι όλα αφτά σωστά τα μίλησες και δίκια. | |
Εγώ 'χω αθρώπους και πολλούς — εγώ 'χω ναι και γιους μου | 170 |
παράξιους — που μπορούν να παν το μήνυμα να δώκουν. | |
Μα το στρατό πολύ βαριά τον πλάκωσε φουρτούνα, | |
τι από 'να ράμα κρέμεται η τύχη μας πια τώρα, | |
:τάχα θα ζήσουμε ή γραφτό το ρέμα να μας πάρει. | |
Μον άμε του Φυλιά το γιο και το γοργό τον Αία | 175 |
σήκωσ' τους τώρα, αν με πονάς, γιατί είσαι εσύ πιο νιος μου.» | |
. | |
Είπε, κι' εκείνος φόρεσε προβιά — μακριά ως στα πόδια — | |
ξανθού μεγάλου λιονταριού, και πήρε το κοντάρι. | |
Και πήγε και τους σήκωσε κι' εκεί τους έφερε όλους. | |
. | |
Τότες σαν πήγαν των φρουρών και σμίξανε τους λόχους, | 180 |
δε βρήκαν — όχι — σ' ύπνο εκεί τους αρχηγούς πεσμένους, | |
Μον ξάγρυπνοι όλοι κάθουνταν φορώντας τ' άρματά τους. | |
Πώς σκύλοι ομπρός στα πρόβατα κακονυχτάν σε στρούγγα, | |
αν νιώσουν αιματόχαρο θεριό που το λαγκάδι | |
περνάει στα όρη, και πολύς από βοσκούς και σκύλους | 185 |
κρότος κι' αχός, και δε σφαλνούν το μάτι μια στιγμούλα· | |
έτσι κι' αφτών στα βλέφαρα δεν τους κατέβαινε ύπνος | |
π' όλη τη νύχτα φύλαγαν, τι είχαν το νου τους πάντα | |
κατά τον κάμπο άμα άκουγαν ροβολητό των Τρώων. | |
Κι' άμα τους είδε, χάρηκε με την καρδιά του ο γέρος, | |
και πήγε και τους θάρρυνε μ' έναν καλό του λόγο | 190 |
. | |
«Έτσι φυλάτε, ορές παιδιά, και μη σας πιάνει η νύστα | 192 |
τα μάτια εδώ, μην πέσουμε στα νύχια των οχτρώνε.» | |
. | |
Είπε, και το χαντάκι εφτύς περνάει, και παν μαζί του | |
κι' οι καπετάνιοι, όσοι είτανε στη συντυχιά κραγμένοι. | 195 |
Πήγε ο Μηριόνης, πήγε ο γιος του Νέστορα ο λεβέντης, | |
τι τους προσκάλεσαν να παν μαζί ναν τα μιλήσουν. | |
Και το σκαφτό σα διάβηκαν χαντάκι, παν καθίζουν | |
στα παστρικά, όπου φαίνουνταν στη μέση μια άδια θέση | |
δίχως κουφάρια κατά γης, όθενες, πίσω πάλι | 200 |
είχε γυρίσει ο Έχτορας, σα βάραε τους Αργίτες | |
κι' έφτασε η νύχτα κι' έκρυψε όλα τα πάντα γύρω. | |
Εκεί έκατσαν κι' αρχίνησαν να λεν το τι θα κάνουν. | |
. | |
Και πρώτα ο γερο-Νέστορας πιάνει να πει διο λόγια | |
«Πιανού το λέει, ορέ, η καρδιά, και στο σκοτάδι μέσα | |
κοτάει ως στους λιοντόψυχους Δαρδάνους να ζυγώσει, | 205 |
μήπως στις άκρες κάνα οχτρό συλλάβει, ή κι' ίσως πάρει | |
τίποτα λόγο τους, σαν τι στο νου τους μελετάνε, | |
:ναν τόχουν τάχα απόφαση αφτού να καρτερέψουν | |
κοντά στα πλοία, απ' το καστρί αλάργα, ή θα γυρίσουν | |
στη χώρα, αφού το στράτεμα μάς νίκησαν στη μάχη. | 210 |
Ίσως τ' αφιγκραστεί όλα αφτά, κι' αν μας γυρίσει πίσω | |
γερός, θενάναι η φήμη του όθες διαβεί μεγάλη, | |
σε δύση και σ' ανατολή. Και ζηλεφτά θα λάβει | |
κανίσκια· τι όσοι ορίζουνε αρχόντοι στα καράβια, | |
όλοι από προβατίνα μια με τ' άσπρο της μαννάρι | 215 |
θάν του χαρίσουν — σαν κι' αφτή δε βρίσκεται άλλο χτήμα — | |
και πάντα, όπου ξεφάντωμα κι' όπου τραπέζι, θάναι.» | |
. | |
Έτσι είπε, κι' όλοι απόμειναν χωρίς να βγάλουν λέξη. | |
Μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης | |
«Γέρο, η περήφανη καρδιά μες στ' άφοβα μου στήθια | 220 |
μου λέει, εγώ ως μες στων οχτρών τους λόχους να ζυγώσω | |
Μα αν γίνεται κι' άλλος κανείς ναρθεί μαζί να πάμε· | |
πιο συντροφιά, και πιότερο για τη δουλιά το θάρρος. | |
Διο παν μαζί, και πριν αφτός πριν πότε νιώθει ο άλλος | |
το τι συφέρνει· μα αν τυχόν και μόνος όντας νιώσεις, | 225 |
όμως πιο οκνός σου πάντα ο νους, δε σούχει η γνώμη βάθος.» | |
. | |
Είπε, κι' αφτοί αρκετοί ήθελαν να παν με το Διομήδη, | |
θέλανε οι Αίιδες οι διο, τα θεοπαίδια τ' Άρη, | |
τόθελε ο γιος του Νέστορα και τόθελε ο Μηριόνης, | |
τόθελε και τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, | 230 |
τόθελε ο αγονάτιστος Δυσσέας μες στους Τρώες | |
να μπει, τι πάντα γύρεβε τον κίντυνο η καρδιά του. | |
. | |
Τότες τους είπε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος | |
«Διομήδη, θρέμμα του Τυδιά, μυριάκριβό μου αδρέφι | |
σύντροφο αν θέλεις, διάλεξε — πάρε όπιον θες ατός σου — | 235 |
τον πιο άξιο απ' όσους πρόβαλαν, τι αποθυμούν πολλοί τους. | |
Μα εσύ, από σέβας τάχατες, τον πιο καλό μη θέλεις | |
ν' αφίσεις, και χειρότερο διαλέξεις, μήτε τήρα | |
φύτρα ή γενιά κι' αν είναι τος πιο βασιλιάς μεγάλος.» | |
. | |
Είπε, μα για τον καστανό Μενέλα ανησυχούσε. | 240 |
. | |
Τότες τους μίλησε ξανά ο θαρρετός Διομήδης | |
«Αν ορισμός σας σύντροφο εγώ 'ναι να διαλέξω, | |
πώς τότες να ξεχάσω εγώ το θεϊκό Δυσσέα, | |
π' ότι κι' αν πιάσει, η τολμηρή καρδιά του δε γνωρίζει | |
τι είναι όκνος, κι' η θεά Αθηνά τον αγαπάει περίσσα; | 245 |
Μ' αφτόν μαζί, κι' απ' της φωτιάς τις φλόγες μέσα οι διο μας | |
πίσω γυρνούμε, τι ποτές δεν του σαστίζει ο νους του.» | |
. | |
Τότες του κάνει ο θεϊκός πολύγνωρος Δυσσέας | |
«Γιε του Τυδιά, ασ' τις παίνιες σου και κατηγόριες τώρα· | |
τι αφτά που λες, τα ξέρουνε εδώ οι Αργίτες όλοι. | 250 |
Μον πάμε! η ώρα πέρασε, η χαραβγή σιμώνει, | |
έγυρε η πούλια, βρίσκεται στο τέλος τώρα η νύχτα.» | |
. | |
Έτσι είπαν, και τα φοβερά φορέσανε άρματά τους. | 254 |
Κι' έδωκε στου Τυδιά το γιο ο άξιος Θρασυμήδης | 255 |
δίστομο λάζο — τι άφισε στα πλοία το δικό του — | |
κι' ασπίδα, και του φόρεσε έναν ταβρήσο σκούφο | |
με δίχως φούντα ή χάλκινα στεφάνια, π' απλοσκούφι | |
τον λεν και των παλικαριών γλυτώνει τα κεφάλια. | |
Και του Δυσσέα τούδωκε ο ξακουστός Μηριόνης, | 260 |
των Κρητικώνε ο στρατηγός, δοξάρι με σαΐτες | |
και σπάθα· και του φόρεσε βοϊδοπετσένιο κράνος | |
στην κεφαλή, που μέσαθες γερά 'τανε ραμένο | |
μ' ένα σωρό λουριά, κι' εχτός γύρω σειρά 'χε δόντια | |
ασπρόδοντου αγριογουρουνιού, κοντά κοντά με τέχνη | |
βαλμένα· κι' είταν βολικά στη μέση φελπωμένο. | 265 |
Απ' τον Ελιό ο Αφτόλυκος σε περασμένα χρόνια | |
το πήρε — όταν διαγούμισε τον πύργο τ' Αμυντόρου — | |
και τ' Αφιδάμα τόδωκε του Κυθηριώτη, κάτου | |
στη Σκάντια. Αφτός το χάρισε του Μόλου θυμητάρι, | |
και πάλε αφτός ναν το φοράει το χάρισε του γιου του. | 270 |
Τότε ο Δυσσιάς το φόρεσε και τούρθε στο κεφάλι. | |
. | |
Έτσι λοιπόν σαν έβαλαν τα φοβερά άρματά τους, | |
κινούνε, κι' άφηκαν εκεί των προεστών το πλήθος. | |
Κι' απάς στο δρόμο η Αθηνά τους έστειλε μια λάκρα | |
δεξά· μα το καλό πουλί μες στο βαθύ σκοτάδι | 275 |
δεν τόδαν, μόνε λάλησε κι' ακούστηκε η φωνή του. | |
Χάρηκε του Λαέρτη ο γιος με το καλό σημάδι | |
που φάνηκε, και στη θεά δεήθηκε έτσι κι' είπε | |
«Άκου με, κόρη αμάλαγη του Δία, εσύ που πάντα | |
μου παραστέκεις στα δεινά, και σαν κινώ η ματιά σου | 280 |
με βλέπει, ω πλήθια αγάπα με, καλή θεά, και τώρα, | |
και κάνε να γυρίσουμε στα πλοία δοξασμένοι, | |
μεγάλα κατορθώνοντας που ο οχτρός ναν τα θυμάται.» | |
. | |
Κατόπι προσεφκήθηκε κι' ο μαχητής Διομήδης | |
«Άκου με τώρα, δέσποινα διόσπαρτη, κι' εμένα. | |
Έλα μαζί μου, θέαινα, σαν που στη Θήβα πήγες | 285 |
με τον πατέρα μου άλλοτες, το θεϊκό Τυδέα, | |
σαν έσυρε των Αχαιών στη Θήβα αποσταλμένος. | |
Εκείνους δίπλα στ' Ασωπού τους άφισε το ρέμα, | |
και πήγε αφτός ειρηνικά μαντάτα στους Θηβαίους· | |
όμως γυρνώντας, συφορές τους σκάρωσε και πίκρες | |
μαζί σου, τι δε σάλεβες, θεά μου, απ' το πλεβρό του. | 290 |
Τώρα έτσι βόηθα πρόθυμα, θεά, και φύλαγέ με, | |
κι' εγώ σου σφάζω ενός χρόνου δαμάλι κουτελάτο, | |
αμέρωτο που σε ζυγό δεν τόβαλαν ακόμα· | |
σ' το σφάζω αφτό χρυσώνοντας τα κέρατά του γύρω.» | |
. | |
Έτσι είπαν, και τους ξάκουσε τη προσεφκή η Παλλάδα. | 295 |
. | |
Λοιπόν σαν προσεφκήθηκαν στην κόρη του μεγάλου | |
Διός, μέσα στα σκοτεινά κινούν σαν διο λιοντάρια, | |
περνώντας αίματα, άρματα, λαβωματιές, κουφάρια. | |
. | |
Μα και των Τρώων ο άφοβος ο Έχτορας τ' ασκέρι | |
δεν άφισε να κοιμηθεί, μον σε βουλή τους πρώτους | 300 |
φωνάζει, όσοι είταν πρόκριτοι και στρατηγοί των Τρώων. | |
Τους έκραξε και το βαθύ κατάστρωσε σκοπό του | |
«Πιος να κερδίσει έχει όρεξη και τη δουλιά που θέλω | |
μου τάζει; Ας πει, και πλερωμή τον καρτεράει π' αξίζει. | |
Άμαξα εγώ και διο άλογα μ' ακούραστα τα σνίχια, | 305 |
τα πιο γοργά που βρίσκουνται στων Αχαιών τα πλοία, | |
θα δώσω σ' όπιον του βαστάει με δόξα του μεγάλη | |
να πάει κοντά στων Αχαιών τα πλοία, και να μάθει | |
αν πάντα τα γοργότρεχα φυλάγουνται καράβια, | |
για τώρα που τα στέρια μας τους ρήμαξαν κοντάρια | 310 |
έβαλαν πια φεβγιό στο νου, κι' απ' τους μεγάλους κόπους | |
σπασμένοι, δεν τους πάει η καρδιά τη νύχτα να φυλάξουν.» | |
. | |
Είπε, κι' αφτοί όλοι απόμειναν χωρίς να βγάζουν λέξη. | |
Μα εκεί είταν κάπιος Δόλονας, γιος βροντολάλου κράχτη, | |
του Καλογνώμη, σε χαλκό και σε χρουσάφι πλούσιος· | 315 |
ναι μεν κορμί είχε ασήμαντο, μα πιλαλά τα πόδια, | |
και σπίτι του είταν μονογιός μες σ' αδερφάδες πέντε. | |
Αφτός λοιπόν του Έχτορα του λέει μπροστά στους Τρώες | |
«Έχτορα, ναι! η ατρόμητη μου λέει καρδιά μου εμένα | |
πέρα να πάω ατά μελανά καράβια και να μάθω. | 320 |
Μον σήκωσε έλα το ραβδί, κι' ορκίσου μου στο Δία | |
πως χαλκοπλούμιστη άμαξα θα μου χαρίσεις κι' άτια, | |
αφτά που παν στον πόλεμο τον ξακουστό Αχιλέα, | |
κι' εγώ άκαρπος κατάσκοπος δε θα φανώ σου ή ψέφτης· | |
γιατί ίσα τόσο ως το στρατό θα σύρω, όσο να φτάσω | 325 |
το πλοίο το βασιλικό, που εκεί οι αρχόντοι τώρα | |
θάχουν βουλή αν θα μείνουνε ή κάλια να μισέψουν.» | |
. | |
Είπε, και τότε ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου, | |
πήρε στο χέρι το ραβδί και τούκανε τον όρκο | |
«Στ' όνομα αμώνω του Διός που μας ακούει και βλέπει, | |
κανείς μας τ' άτια που ζητάς δε θ' ανεβεί, σ' το τάζω, | 330 |
Μον πάντα θάναι στολισμός δικός σου και καμάρι.» | |
. | |
Έτσι είπε κι' είπε ψέφτορκα, μα εκείνος πήρε αέρα. | |
Εφτύς στους ώμους κρέμασε το γυριστό δοξάρι, | |
κι' έβαλε στο κορμί προβιά ψαροτριχάτου λύκου, | |
και σκούφο νιφιτσόπετσο στην κεφαλή, και πήρε | 335 |
το κοφτερό κοντάρι του. Έτσι κινά απ' τον κάμπο | |
κατά τα πλοία... όμως γραφτό δεν τούταν να γυρίσει | |
και των οχτρών στον Έχτορα να πάει μαντάτα πίσω. | |
. | |
Έτσι το πλήθος των αντρών αφίνοντας κι' αλόγων, | |
παίρνει τη στράτα πρόθυμος. Μα ο θεϊκός Δυσσέας | |
τον νιώθει καθώς ζύγωνε και κάνει του Διομήδη | 340 |
«Κάπιος, Διομήδη, ροβολάει — τήρα — μακριά απ' τους Τρώες, | |
δεν ξέρω, καν κατάσκοπος των καραβιών καν θέλει | |
καμιά να κλέψει αρματωσά απ' τα νεκρά κουφάρια. | |
Μον άσ' τον πρώτα δίπλα μας να προχωρήσει λίγο | |
όξω απ' τη στράτα, κι' έπειτα ορμάμε εμείς, κι' αμέσως | 345 |
τον πιάνουμε. Μα αν τρέχοντας τυχόν μας προσπεράσει, | |
με τ' όπλο εσύ από τους οχτρούς προς τα καράβια πάντα | |
περιόριζέ τον, μην τυχόν στο κάστρο μας ξεφύγει.» | |
. | |
Είπαν, και παραμέρισαν όξω απ' το δρόμο, δίπλα | |
μες στους νεκρούς· κι' αθώα αφτός τους πέρασε τρεχάτος. | 350 |
Μα τόσο σαν αλάργεψε όσο μουλάρια οργώνουν | |
μες σε μιας μέρας κάματο, τι αφτά νικούν τα βόδια | |
μες στο βαθύ κατεβατό όταν τραβούν τ' αλέτρι, | |
τότες χοιμάνε απάνου του· κι' εκείνος μες στη στράτα | |
στάθηκε αφτού σαν άκουσε των ποδαριών το χτύπο, | |
τι του κρυφόλπιζε η καρδιά πως τον ζητούσαν φίλοι | 355 |
με προσταγή του Έχτορα ναν τον γυρίσουν πίσω. | |
Μα σαν τον ζύγωσαν να πεις μια κονταριά ή πιο λίγο, | |
νιώθοντας το πως είναι οχτροί κάνει φτερά τα πόδια, | |
και δρόμο! Μα κι' εκείνοι εφτύς τον πήραν καταπόδι. | |
Πώς διο σκυλιά καρφόδοντα κυνηγομαθημένα | 360 |
σ' αλάφι ρήχνουνται ή λαγό και κυνηγούν με πείσμα | |
μέσα σε δάσος, κι' ο λαγός μπροστά όπου φύγει φύγει· | |
έτσι κι' αφτοί χωρίζοντας το γιο του κράχτη αλάργα | |
απ' τους δικούς του, επίμονα τον κυνηγούσαν πάντα. | |
Μα τη στιγμή που κόντεβε μες στους φρουρούς να πέσει, | 365 |
προς τα καράβια φέβγοντας, πια τότες το Διομήδη | |
τον δυναμώνει η Αθηνά, μην τον προλάβουν άλλοι | |
και πουν π' αφτοί τον σκότωσαν, κι' έρθει κατόπι εκείνος. | |
Κι' έκραξε του Τυδέα ο γυιός, με το κοντάρι ορμώντας | |
«Στάσου, μωρέ, και σ' έφαγα! Ή στάσου ή θα σ' το μπήξω | 370 |
όπου κι' αν είναι — κι' άκου με — στη ράχη το κοντάρι.» | |
. | |
Είπε και ρήχνει, μα χωρίς σκοπό ναν τον βαρέσει. | |
Και τ' όπλου η μύτη πέρασε δεξά απ' τον ώμο απάνου, | |
και μέσα μπήχτηκε στη γης· κι' εκείνος ξαφνιασμένος | |
στέκει, του φόβου πράσινος, παντού ριγοκοπώντας, | |
και μες στο στόμα του άκουγες τα δόντια που χτυπούσαν. | 375 |
. | |
Τότες λαχανιασμένοι οι διο τον φτάνουν, και τα χέρια | |
του πιάνουν. Κι' είπε ο Δόλονας με κλάματα στα μάτια | |
«Πάρτε με τώρα ζωντανό, και ξαγορά κατόπι | |
σας δίνω να λεφτερωθώ· μας έχει εμάς το σπίτι | |
χαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένο. | |
Για ξαγορά μου ο γέρος μου πολλά θα σας μετρήσει, | 380 |
αν μάθει ακόμα ζωντανό πως μ' έχουν στα καράβια.» | |
. | |
Τότες τ' απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε | |
«Θάρρος, δεν έχει θάνατο να συλλογιέται ο νους σου. | |
Μον έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια. | |
Γιατί έρχεσαι έτσι μόνος σου οχ το στρατό στα πλοία | 385 |
μέσα στης νύχτας τη θολιά π' όλοι οι θνητοί κοιμάνται; | |
Μη θες να κλέψεις άρματα απ' τα νεκρά κουφάρια, | |
ή μη σε στέλνει ο Έχτορας τα πάντα να ξετάσεις | |
εδώ στα πλοία; Ή τόθελες κι' από δική σου γνώμη;» | |
. | |
Τότες του λέει ο Δόλονας, και τούτρεμαν τα σκέλια | 390 |
«Με τις ψευτιές του ο Έχτορας μού πλάνεψε το νου μου, | |
που τ' άλογα τα ξακουστά του θεϊκού Αχιλέα | |
πως θα μου δώκει μούταξε με το χαλκώριο αμάξι· | |
και μ' έκανε μες στη γοργή να ξεθαρρέψω νύχτα | |
και να ζυγώσω ως στων οχτρών τ' ασκέρι, για να μάθω | 395 |
αν πάντα τα φτερότρεχα φυλάγουνε καράβια, | |
ή τώρα που σας ρήμαξαν τα στέρια μας κοντάρια | |
βάλατε πια φεβγιά στο νου, κι' απ' τους μεγάλους κόπους | |
σπασμένοι, πια δε θέλετε τη νύχτα να φυλάξτε.» | |
. | |
Τότες του χαμογέλασε κι' απάντησε ο Δυσσέας | 400 |
«Βρε δώρα αλήθια μια φορά π' ορέχτηκε η καρδιά σου! | |
τ' άτια που του Πηλέα ο γιος τραβάει! μα αφτά να λάβει | |
άλλος θνητός σα ζόρικα θαρρώ και να τα ζέψει, | |
εξόν αφτός που θέϊσσα τον γέννησε μητέρα. | |
Μον έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια. | 405 |
Όταν για δω ξεκίνησες, τον Έχτορα, για πες μου, | |
τώρα σαν πού τον άφισες, τον αρχηγό των Τρώων; | |
πούχει βαλμένα τ' άρματα, πού στέκουν τ' άλογά του; | |
σαν πώς φρουρούνε οι άλλοι οχτροί και πούναι πλαγιασμένοι; | |
Και πες σαν τι να μελετούν; μη θεν αφτού να μείνουν | 410 |
κοντά στα πλοία, ξέμακρα του κάστρου, ή θα γυρίσουν | |
στη χώρα, αφού το στράτεμα μάς νίκησαν στη μάχη;» | |
. | |
Τότε απαντάει ο Δόλονας, ο γιος του Καλογνώμη | |
«Μετά χαράς σου, θα σ' την πω εγώ όλη την αλήθια. | |
Κοντά στον τάφο ο Εχτορας του θεογέννητου Ίλου | |
χώρια έχει τώρα συντυχιά με τους αρχόντους όλους | 415 |
μακριά απ' τους κρότους· κι' οι φρουρές που με ρωτάς, αφέντη, | |
καμιά ταγμένη επίτηδες δε μας φρουράει τ' ασκέρι. | |
Όσά 'ναι τζάκια Τρώωνε, σαν πούναι στανεμένοι, | |
αφτοί αγρυπνούν, και να φυλάν παρακινούνε ο ένας | |
τον άλλονε· όμως οι βοηθοί π' από παντού μας ήρθαν | 420 |
κοιμάνται και το φύλαγμα τ' αφίνουν για τους Τρώες, | |
τι αφτών γυναίκες και παιδιά δεν έχει εδώ να πάθουν.» | |
. | |
Τότες απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε | |
Πώς τάχα, πες, ανάκατοι μες στους σωρούς των Τρώων | |
κοιμάνται τώρα ή χωριστά; Πες μου καλά, να νιώσω.» | 429 |
. | |
Τότε απαντάει ο Δόλονας, ο γιος του Καλογνώμη | |
«Μετά χαράς σου εγώ κι' αφτά θενά σ' τα πω όπως είναι. | |
Γιαλού μεριά 'ναι οι Παίονες με τα γυρτά δοξάρια, | |
οι Λέλεγες κι' οι Κάφκονες, οι Πελασγοί κι' οι Κάρες. | |
Της Θύμπρας έπεσε η μεριά στους αλογάδες Φρύγες, | 430 |
στους Μήονες και στους Μυσούς, στους άσκιαχτους Λυκιώτες. | |
Μα τι τα θέτε τώρα αφτά; Του κάκου τα ρωτάτε. | |
Τι αν να χωθείτε ορέγεστε ως στο στρατό των Τρώων, | |
να! οι Θράκες νιοφερμένοι εκεί — στην άκρη, χώρια απ' όλους — | |
κι' ο Ρήσος, γιος του Ηονιά, στη μέση, ο βασιλιάς τους. | 435 |
Σαν τ' άλογά του εγώ όμορφα δεν είδα ή πιο μεγάλα· | |
χιόνι δεν είναι ασπρύτερο, άνεμοι πιο δεν τρέχουν. | |
Τ' αμάξι του είναι τεχνικά μ' ασήμια δουλεμένο | |
και με χρουσάφια. Αρματωσά χρυσή ήρθε αρματωμένος, | |
θεόρατη αριστούργημα· τέτια άρματα δεν πρέπει | 440 |
άντρες ναν τα φορούν θνητοί, μόνε οι θεοί οι αιώνιοι. | |
Μα τώρα εμένα σύρτε με στα γοργοδρόμα πλοία, | |
ή με τριχιά εδώ δέστε με κι' αφίστε με δεμένο, | |
ως που να πάτε ως στο στρατό και να με δοκιμάστε, | |
:σας τάπα εγώ απαράλλαχτα τα πάντα ή δε σας τάπα.» | 445 |
. | |
Τότες λοξά τον κοίταξε κι' είπε ο γερός Διομήδης | |
«Λαμπρά, βρε Δόλονα, κι' ορθά μας τάπες, μα φεβγάλα | |
μην καρτεράς, αφούπεσες στα χέρια τα δικά μας. | |
Τι τώρα αν σ' αμολήσουμε και πούμε ας πας καλιά σου, | |
ξέρεις εσύ των καραβιών να ξαναβρείς το δρόμο, | 450 |
να κάνεις ή κατασκοπιές ή να μας πολεμήσεις· | |
μα αν σε χαλάσει ο λάζος μου και κατεβείς στον Άδη, | |
δεν έχει πια των Αχαιών παιγνίδια ναν τους παίξεις.» | |
. | |
Είπε, κι' εκείνος ήθελε, πηγουνοπιάνοντάς τον | |
με το παχύ το χέρι του, σπλαχνιά ναν του ζητήσει, | 455 |
Μον ο Διομήδης χοίμηξε και τούχωσε το λάζο | |
μεσόσβερκά του, κι' έκοψε τα δυο ποντίκια αντάμα, | |
κι' έφαγε χώμα η κεφαλή ενώ λαλούσε ακόμα. | |
Και τότες τον ξεσκούφωσαν, του πήραν και τ' ολόϊσο | |
κοντάρι, τη λυκοπροβιά, το λυγιστό δοξάρι· | |
αφτά τα σήκωσε αψηλά ο θεϊκός Δυσσέας | 460 |
στην Αθηνά τη λαφυρού κι' έτσι είπε με καμάρι | |
«Πάρ' τα με γιά σου αφτά, θεά· τι εσύ πιο πρώτα απ' όλους | |
τους Ελυμπήσους δώρα μας θα λάβεις. Μα και πάλι | |
οδήγα μας, θεά, ως εκεί που πέζεψαν οι Θράκες.» | |
. | |
Έτσι είπε, και τα λάφυρα σηκώνει και τα θέτει | 465 |
πας σε μυρχιά, κι' αλάθεφτο τους έβαλε σημάδι, | |
σμίγοντας τα μυρχόκλαδα με σύχλωρα καλάμια, | |
μήπως γυρνώντας δεν τα δουν μες στο βαθύ σκοτάδι. | |
. | |
Έπειτα μέσα απ' το πηχτό το αίμας ροβολώντας | |
και τα κουφάρια, παν γοργά ως στων Θρακών τους λόχους. | 470 |
Αφτοί απ' τον κόπο αχόρταγα κοιμόντουσαν μ' ομπρός τους | |
όλα γυρμένα κατά γης τα χάλκινα άρματά τους, | |
σωστά, με τάξη, τρεις σειρές· κι' είχε ο καθένας δίπλα | |
τα γλήγορά του τ' άλογα· κι' ο Ρήσος μες στη μέση | |
κοιμούνταν, κι' είχε πρόχειρο τ' άσπρο εκειπά ζεβγάρι, | |
δεμένο πίσω με λουριά απ' τ' αμαξιού το γύρο. | 475 |
. | |
Και πρώτος του Λαέρτη ο γιος τον είδε και τον δείχνει | |
«Νά σ' τον, Διομήδη, ο βασιλιάς, και να σου το ζεβγάρι | |
που μας μολόγαε ο Δόλονας πριν τα τινάξει ο σκύλος. | |
Μον έλα σφίξ' τα δόντια σου κι' ομπρός! Ντροπής να στέκεις | |
με τ' άρματα έτσι ανόφελα, μον λύνε το ζεβγάρι· | 480 |
ή εσύ μαχαίρωνε, κι' εγώ βάζω στο χέρι τ' άτια.» | |
. | |
Είπε, κι' η άγγιχτη θεά φυσάει μες στο Διομήδη | |
καρδιά, και κάθιζε λαζιές δεξά ζερβά, κι' οι Θράκες | |
ρήξανε απελπισιάς στριγγιές καθώς με το μαχαίρι | |
τους σκότωνε, και κάτου η γης κοκκίνιζε απ' το αίμας. | |
Κι' όπως λιοντάρι π' απαντάει ατσόπανα κοπάδια, | 485 |
πρόβατα ή γίδια, αιμόδιψο τους ρήχνεται στη μέση, | |
έτσι έπεσε και του Τυδιά ο γιος απάς στους Θράκες | |
ως πούφαγε άντρες δώδεκα, ενώ ο σοφός Δυσσέας, | |
όπιον ζυγώνοντας σιμά μαχαίρωνε ο Διομήδης, | |
πίσω του αφτός τον έπιανε απ' το ποδάρι, κι' όξω | 490 |
τόνε τραβούσε, τι ήθελε τ' ασπροτριχάτα ζώα | |
με δίχως κόπο να διαβούν, κι' όχι κορμιά πατώντας | |
να φοβηθούν· τι από νεκρούς δεν ήξεραν ακόμα. | |
Μα τέλος πια σαν έφτασε στο βασιλιά ο Διομήδης, | |
στερνόνε νέκρωσε κι' αυτόν ενώ βαριά με κόπο | 495 |
ρούχνιζε· τι κακός σβραχνάς τού πλάκωσε στον ύπνο | |
απ' τις ορμήνιες της θεάς τη νύχτα αφτή, ο Διομήδης. | |
Έσφαζε ο ένας, κι' έλυνε τα ζώα τότε ο άλλος, | |
κι' όξω απ' το πλήθος τάβγαλε, σ' ένα λουρί δεμένα, | |
βαρώντας τα με δοξαριές· τι ξέχασε στο χέρι | 500 |
να πάρη τ' ώριο καμοτσί απ' τ' όμορφο τ' αμάξι. | |
Έπειτα σφύριξε σιγά να νιώσει ο σύντροφός του. | |
. | |
Μα έστεκε αφτός κι' ανάδεβε τι πιο σκυλήσο τάχα | |
να κάνει, ή τ' αμαξόκουτο συρτό από τ' ατιμόνι | |
μ' όλα τα χαλκοπλούμιστα μέσα άρματα να πάρει — | |
ή και ν' αρπάξει το αψηλά κουβαλητό στους ώμους — | 505 |
για απ' των Θρακώνε το σωρό να σφάζει ακόμα κι' άλλους. | |
Μα εκεί π' αφτά λογάριαζε στο νου του, να! κοντά του | |
προφταίνει η κόρη του Διός που στέκει και του κάνει | |
«Γιε του λιοντόψυχου Τυδιά, καιρός πια να τραβήξεις | |
κατά τα πλοία, μήπως πας κυνηγημένος κιόλας, | 510 |
αν άλλος — που μπορεί — θεός σηκώσει και τους Τρώες.» | |
. | |
Ένιωσε εκείνος τη φωνή πως η θεά λαλούσε, | |
και χέρι χέρι ανέβηκε στ' αμάξι· κι' ο Δυσσέας | |
με το δοξάρι βάρεσε τα ζώα, που πιλάλα | |
μέσα απ' τον κάμπο τρέχανε να πάνε στα καράβια. | |
. | |
Μα σαν τυφλός δε φύλαγε κι' ο Αργυροδοξάρης | 515 |
σαν είδε τη θεά Αθηνά που βόηθαε το Διομήδη, | |
Μον σκυλιασμένος έτρεξε μες στους σωρούς των Τρώων | |
και σήκωσε τον Ιπποκό, πρωτάτο των Θρακώνε, | |
γερό του Ρήσου ξάδερφο. Κι' αφτός πηδά απ' τον ύπνο | |
κι' άδιο το μέρος βλέποντας πούστεκαν πριν τα ζώα, | 520 |
και τα παιδιά που σπάραζαν λαβωματιές γιομάτοι, | |
ωχού, είπε, του τον έσφαξαν τον γκαρδιακό του βλάμη. | |
Και βούηξε απ' την ταραχή κι' απ' τις φωνές ο κάμπος | |
πούτρεχε ο κόσμος· κι' έβλεπαν δουλιές φαρμακωμένες | |
που οχτροί ήρθαν νύχτα κι' έκαναν και τόστριψαν κατόπι. | 525 |
. | |
Κι' εκείνοι οι διο τους, φτάνοντας στο μέρος πούχαν σφάξει | |
το γιο του κράχτη, σταματούν τα ζώα, κι' ο Διομήδης | |
χάμου πηδάει, και βάζει του στο χέρι του Δυσσέα | |
τα ματωμένα πλιάτσικα. Κι' εφτύς ξανανεβαίνει | |
και τ' άλογα βαράει· κι' αφτά με προθυμιά πετούσαν. | 530 |
. | |
Εκεί το χτύπο ο Νέστορας πρωταγρικάει και κράζει | 532 |
«Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, | |
ψέφτης θα βγω ή θα βγω σωστός; Μα θαν το πω κιας σφάλλω. | |
Αλόγων ποδοβολητό σα ν' άκουσαν τ' αφτιά μου. | 535 |
Αχ και ν' αρπάξανε άλογο οι διο μας αντριωμένοι | |
έτσι απ' τους Τρώες άξαφνα και να γυρίζουν πίσω! | |
Μα τρέμει μέσα μου η καρδιά, μου τρέμει, μήπως πάθουν | |
οι πιο πολύτιμοι αρχηγοί απ' των οχτρών γιουρούσι.» | |
. | |
Τόχε δεν τόχε ακόμα πει, κι' οι διο τους να! προβάλλουν. | 540 |
Κι' άμα ξεπέζεψαν, εφτύς τα χέρια οι βασιλιάδες | |
τους έσφιξαν χαρούμενοι με γιές με καλώς ήρθαν. | |
Και πρώτα ο γέρος έπιασε να πει και να ρωτήσει | |
«Μίλα, Δυσσέα ξακουστέ, των Αχαιών καμάρι, | |
πες, τ' άτια πώς τα πήρατε; Τι, μπήκατε ως στων Τρώων | 545 |
μες στο στρατό; ή σας τάδωκε κάνας θεός στο δρόμο; | |
Μώρ' άλογα τα λες αφτά, για του ηλιού 'ναι αχτίδες; | |
Σ' όλες τις μάχες βγαίνω εγώ, μηδέ συνήθιο τόχω | |
θαρρώ να μένω πίσω αργός κιας είμαι τόσο γέρος· | |
μα τέτια ζώα ως σήμερα δεν ξάνοιξα, δεν είδα. | 550 |
Θεού θενάναι δώρα αφτά που βρήκε σας στη στράτα , | |
τι και τους διο σας αγαπάει, το ξέρω, ο Ελυμπήσος | |
του Κρόνου γιος κι' η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα.» | |
. | |
. | |
Τότες τ' απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε | |
«Νέστορα, του Νηλέα γιε, των Αχαιών αθέρα, | 555 |
θεός αν θέλει, ναι έφκολα και πιο όμορφα από δάφτα | |
χαρίζει αλόγατα, επειδής πολύ είναι ανότεροί μας. | |
Μα τ' άτια, γέρο, που ρωτάς, αφτά 'ναι νιοφερμένα | |
πέρα οχ τη Θράκη· κι' έσφαξε ο θαρρετός Διομήδης | |
το νοικοκύρη μ' άλλους του ως δώδεκα νομάτους, | 560 |
που δίπλα εκεί κοιμόντουσαν, καπεταναίους όλους. | |
Εδώ σιμά μάς έπεσε στα χέρια κι' ένας άλλος | |
οχτρός, που μας τον έστελναν κατάσκοπο απ' τους Τρώες.» | |
Είπε, και μ' όψη ολόγελη διαβαίνει το χαντάκι | |
με τα φαριά· κι' οι άλλοι τους χαρούμενοι ακλουθούσαν | 565 |
Και στου Διομήδη φτάνοντας τη στερεή καλύβα, | |
δένουν τα ζώα στο παχνί με τα καλοκομένα | |
λουριά, στ' αχούρι οπούστεκαν και τάλλα του Διομήδη | |
γοργόποδα άτια κι' έτρωγαν καρδόγλυκο κριθάρι. | |
Και τ' άρματα του Δόλονα τ' απίθωσε ο Δυσσέας | 570 |
μες στο καράβι, ως να ψηθεί της Αθηνάς σφαχτάρι. | |
Κατόπι μπαίνουν στο γιαλό κι' απ' τα κορμιά ξεπλαίνουν | |
τον ίδρο, από τα διο μεριά τα σκέλια το κεφάλι. | |
Κι' αφού το κύμα του γιαλού τούς ξέπλυνε από πάνου | |
τη λέρα και τον ίδρο τους κι' ανάσανε η καρδιά τους, | 275 |
μπήκαν μες σε καλόξυστα λουτρά ν' απολουστούνε. | |
Κι' αφού με λάδι τρίφτηκαν, λουσμένοι και τριμένοι | |
καθήσανε ψωμί να φαν, και της θεάς μοσκάτο | |
στάζουν κρασί που κένωσαν γιομάτη από κροντήρα. | |
. | |
. | |
. | |
Λ | |
. | |
. | |
. | |
Κι' απ' του λεβέντη Τιθωνού την αγκαλιά η Αβγούλα | |
σηκώνουνταν να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι' αθρώπους· | |
κι' έστειλε ο Δίας στα γοργά καράβια την Αμάχη | |
φριχτή, που πολεμόσκιαχτρο στα χέρια της βαστούσε. | |
Και στάθηκε η Αμάχη ομπρός στα πλοία του Δυσσέα, | |
πούταν στη μέση κι' άκουγες καλά απ' τα διο τα μέρη, | 5 |
δεξά απ' τα ξυλοκάλυβα του Αία, και ζερβά σου | |
απ' τ' Αχιλέα, πούσυραν τα τρεχαντήρια οι διο τους | |
στις διο άκρες της απλογιαλιάς απ' αφοβιά και θάρρος· | |
εκεί η Αμάχη στάθηκε και σκούζει και στριγγλίζει | 10 |
άγρια, και σ' όλων την καρδιά των Αχαιών πυρώνει | |
το θάρρος, για να πολεμάν κι' ακούραστοι να σφάζουν. | |
Και πιο γλυκιά άξαφνα ολωνών τους ήρθε τότε η μάχη | |
παρά να παν στην ποθητή πατρίδα με τα πλοία. | |
. | |
Κι' ο γιος τ' Ατριά σηκώθηκε και πρόσταξε στα όπλα | 15 |
τους άντρες, κι' έβαλε κι' αφτός το θαμπωτή χαλκό του. | |
Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, | |
πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα. | |
Έπειτα γύρω φόρεσε στο στήθος τα τσαπράζα, | |
που θυμητάρι μια φορά του τάδωκε ο Κινύρης. | 20 |
Γιατί ως στην Κύπρο τ' άκουσε τα θαυμαστά μαντάτα | |
πως παν μ' αρμάδα οι Δαναοί τους Τρώες να χτυπήσουν· | |
δώρο γι' αφτό του τόστειλε, για ναν τον καλοπιάσει. | |
Είχανε ως δέκα αφτά σειρές μαβρουδερό απ' ατσάλι, | |
κι' από καλάι ως είκοσι, και δώδεκα χρουσάφι· | 25 |
και δράκοι κατά το λαιμό, τρεις από κάθε μέρος, | |
ατσάλινοι απλονόντουσαν, σα δόξες που στυλώνει | |
ο Δίας μες σε σύγνεφο, προς τους θνητούς σημάδι. | |
Έπειτα βάζει το σπαθί στους ώμους, που σφαντούσαν | |
τ' ατόχρυσά του τα καρφιά, κι' είχε αργυρό τριγύρω | 30 |
φηκάρι που με χρυσωτά λουριά 'ταν κρεμασμένο. | |
Και πήρε την πλουμόφτιαστη κορμοσκεπάστρα ασπίδα, | |
ώρια άσπαστη, π' ολόγυρα θενάχε ως κύκλους δέκα | |
χαλκένιους, κι' είκοσι αφαλούς από καλάι στη μέση | |
άσπρους, κι' ακόμα έναν μουντό κατάμεσα ατσαλένιο. | 35 |
Κατάκορφά 'χε αγριόθωρη Γοργόνα γουρλομάτα | |
με την Τρομάρα από δεξά, μ' από ζερβά το Φόβο. | |
Λουρί είχε αργυροκάμωτο, και δράκος ατσαλένιος | |
απάνου στριφογύριζε, μ' άγρια κεφάλια τρία | |
π' από 'ναν μέσα πρόβαλλαν λαιμό πλεμένα αντάμα. | 40 |
Φόρεσε τότες πέτσινο στην κεφαλή του κράνος | |
μ' ένα σκαρί διπλόλαμο τετραστεφανωμένο | |
κι' αλόγου ουρά· και σάλεβε φριχτή από πάνου η φούντα. | |
Και πήρε διο του τροχιστώ γερά κοντάρια μ' άκρες | |
χαλκένιες, π' ως στον ουρανό ψηλά λαμποκοπούσαν. | 45 |
Και μπουμπουνίσανε οι θεές, η Αθηνά κι' η Ήρα, | |
τιμώντας της πολύχρυσης το βασιλιά Μυκήνας. | |
. | |
Τότες παράγγειλε ο καθείς στον αμαξά του, τ' άτια | |
ναν τους βαστούνε εκεί ήσυχα με τάξη στο χαντάκι, | |
κι οι ίδιοι ομπρός ροβόλησαν με τ' άρματα οπλισμένοι | |
πεζοί· κι' ακούστηκε άσβυστη με την αβγή η αντάρα. | 50 |
. | |
Κι' οι Τρώες πάλι οπλίστηκαν στο καμποβούνι απάνου | 55 |
με στρατηγούς τον Έχτορα, το άξιο Πολυδάμα, | |
και τον Αινεία, που θεό λες ο στρατός τον είχε, | |
και μ' άλλους τρεις, τον Πόλυβο κι' Αγήνορα κι' Ακάμα — | |
λέφτερο νιό θεόμορφο — που γιοί είταν τ' Αντηνόρου· | 60 |
κι' έτρεχε ομπρός ο Έχτορας βαστώντας την ασπίδα. | |
Κι' όπως προβάλλει απόσπερο μέσα απ' τα σύγνεφα άστρο, | |
μια λάμπει, μια και κρύβεται σε σύγνεφα ησκιοφόρα, | |
έτσι κι' αφτός μια φαίνουνταν μπροστά, και μια κατόπι | |
μες στους στερνούς, προστάζοντας· και χαλκωμένος όλος | 65 |
έλαμπε λες σαν αστραπή του βροντορήχτη Δία. | |
. | |
Κι' οι διο στρατοί, όπως κόβουνε αντικρουστοί τους όργους | |
οι θεριστάδες σε βαθύ χωράφι νοικοκύρη, | |
στάρι η κριθάρι, και πυκνά τα χεροβόλια πέφτουν· | |
έτσι κι' αφτοί ίσα ρίχτηκαν και σφάζουνταν με λύσσα | 70 |
δίχως κανείς κατάρατο φεβγιό να συλλογιέται. | |
. | |
Κι' όσο βαστούσε ακόμα αβγή και προχωρούσε η μέρα, | 84 |
έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τα' ασκέρι· | 85 |
όμως την ώρα που ο ξυλάς ανοίγει το ταγάρι | |
να φάει στη βουνολαγγαδιά, τα χέρια σα μπουχτίσουν | |
κόβε κόβε έλατα αψηλά, και την καρδιά του πιάνει | |
λιγούρα, κι' ένα διο μπουκιές γυρέβει να δαγκάσει· | |
την ώρα αφτή τα τσάκισαν οι Δαναοί των Τρώων | 90 |
τα τάγματα, φωνάζοντας στα παλλικάρια θάρρος | |
από 'να λόχο σ' άλλονε. Κι' ο Αγαμέμνος πρώτος | |
χοίμηξε, κι' άντρα στρατηγό, το Βιάνορα σκοτώνει, | |
κι' αφτόν και βλάμη του έπειτα, τον αλογάρη Οιλέα. | |
Τι πήδηξε οχ τ' αμάξι αφτός ναν τόνε πολεμήσει, | |
μα ίσα ενώ ορμούσε, τούμπηξε στο κούτελό του τ' όπλο, | 95 |
κι' η χάλκινη περκεφαλιά το κοφτερό κοντάρι | |
δεν τ' αμποδάει, μον διάβηκε και κράνος και κεφάλι, | |
και λιώμα τούγινε ο μιαλός μες στο κεφάλι του όλος. | |
Έτσι η ορμή του κόπηκε. Και χάμου αφίνοντάς τους | |
αφού τα χάλκινα άρματα τους έβγαλε απ' τους ώμους | 100 |
ορμάει εφτύς τον Άντιφο να σφάξει και το Βίσο, | |
γιους του Πριάμου, νόθονε και γνήσιο, διο νομάτους | |
μες σ' ένα αμάξι. Των φαριών βάσταε τα γκέμια ο νόθος, | |
κι' έστεκε δίπλα ο Άντιφος. Αφτούς ο Αχιλέας | |
τους είχε πιάσει μια φορά μες στις πλαγιές της Ίδας | 105 |
ενώ βοσκούσαν πρόβατα, και με λυγαριοκλώνια | |
τους έδεσε, και ξαγορά ναν τους αφίσει πήρε. | |
Τότες στα στήθια ακόντισε τον ένα ο Αγαμέμνος, | |
εκεί ίσα στ' απανόβυζα· τον άλλο, σέρνοντάς του | |
μια με τη σπάθα προ τ' αφτί, τον γκρέμισε απ' τ' αμάξι. | |
Και βιαστικός τους έβγαλε τα τεχνικά άρματά τους | 110 |
γνωρίζοντάς τους, τι και πριν μες στο καραβοστάσι | |
τους είδε, τότε απ' το βουνό π' ο Αχιλιάς τους πήγε. | |
Πώς λέοντας φριχτός γοργής λαφίνας ζαρκαδούλια | |
πάει στη μονιά τους κι' έφκολα με τα σκληρά του δόντια | |
τ' αρπάει και πνίγει σβύνοντας την απαλή καρδιά τους, | 115 |
τι κι' αν η μάννα τους κοντά τα βλέπει, να βοηθήσει | |
δεν κατορθώνει, τι κι' αφτή τήνε θερίζει ο τρόμος, | |
μόνε δρωμένη βιαστικιά, περνώντας δάσα λόγγους, | |
φέβγει όπου φύγει, απ' το σκληρό θεριό κυνηγημένη· | |
έτσι κι' αφτούς απ' το χαμό να σώσουν δε μπορούσαν | 120 |
οι Τρώες, μον τσακίσανε όλοι κι' αφτοί στον κάμπο. | |
. | |
Κατόπι τον Απόλοχο και Πείσαντρο, γενναίους | |
του πρόκριτου Αντιμάχου γιους — π' αφτόν με δώρα ο Πάρης | |
μπούκωσε απ' όλους πιο πολύ, με ζηλεφτό χρυσάφι, | |
κι' αμπόδαε πίσω τη Λενιό τ' αντρός της ναν τη δώκουν — | 125 |
αφτού του προεστού διο γιους τσακώνει ο Αγαμέμνος, | |
διο σ' ένα αμάξι, πούστριψαν τ' αλόγατα να φύγουν. | |
Μα πέσανε οχ τα χέρια τους τα στολισμένα γκέμια, | |
και σκιάχτηκαν τα ζα. Όρμησε τότες ο γιος τ' Ατρέα | |
σα λύκος, κι' απ' τ' αμάξι αφτοί τόνε περικαλούσαν | 130 |
«Πάρε μας έτσι ζωντανούς και δε θα μετανιώσεις, | |
τ' Ατρέα γιε! Έχει θησαβρούς μεγάλους, κι' έχει πλούτη — | |
χαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένο — | |
. | |
. | |
στου μυριοπλούσιου μας γονιού, στον πύργο τ' Αντιμάχου· | |
για ξαγορά μας άπειρα θα σου μετρήσει ο γέρος, | |
αν μάθει ακόμα ζωντανούς πως μας κρατούν στα πλοία.» | 135 |
. | |
Αφτά με κλάματα έλεγαν του βασιλιά, ζητώντας | |
ναν τον μαλάξουν· μα άκουσαν αμάλαχτο 'να λόγο | |
«Γιοί, καθώς λέτε, αν είστε εσείς του πρόκριτου Αντιμάχου, | |
πούπε στων Τρώων τη βουλή — σαν πήγε ο αδερφός μου, | |
θυμάστε, με το θεϊκό Δυσσέα αποσταλμένος — | 140 |
μην τον αφίστε, σφάξτε τον που τον κρατάτε τώρα. | |
να! του γονιού σας τ' άδικα καιρός να μου πλερώστε.» | |
. | |
Είπε, και χάμου τίναξε τον Πείσαντρο οχ τ' αμάξι | |
ανάσκελα, με μια ακοντιά τρυπώντας του τα στήθια. | |
Να φύγει ο άλλος πήδησε· όμως κι' αφτόνε χάμου | 145 |
τον σφάζει εκεί, θερίζοντας τα χέρια το κεφάλι, | |
που τόστειλε να κυλιστεί σα σφαίρα μες στο πλήθος. | |
. | |
Κι' άφισε αφτούς, και πιο πυκνοί όπου χτυπιούνταν λόχοι | |
χοιμάει, κι' αντάμα του οι λοιποί χαλκοπλισμένοι Αργίτες. | |
Πεζοί πεζούς αλώνιζαν, πούφεβγαν θεν δε θένε, | 150 |
κι' αμαξωτούς αμαξωτοί — και τύφλωνε στον κάμπο | |
ο κουρνιαχτός που σήκωναν τα ζώα πιλαλώντας — | |
με τα κοντάρια και σπαθιά. Κι' ο βασιλιάς ξοπίσω | |
σκότωνε πάντα κι' έκραζε ομπρός! στα παλικάρια. | |
Πώς πέφτει αχόρταγη φωτιά μες σ' ακόφτονε λόγγο· | 155 |
παντού κλωθόστριφτη ο βοριάς τήνε φυσάει, κι' οι θάμνοι | |
σύριζα πέφτουν, τι μ' ορμή τους συνεπαίρνει η φλόγα· | |
έτσι έρηχνε τ' Ατρέα ο γιος τα παλικάρια χάμου | |
καθώς μπροστά του φέβγανε, κι' άτια πολλά βαρβάτα | |
άδιες λαλούσαν άμαξες, ζητώντας αμαξάδες, | 150 |
μες στου πολέμου τα στρατιά· μα αφτοί είταν ξαπλωμένοι | |
χάμου, πολύ πιο ορεχτικοί για όρνια πάρα τέρια. | 162 |
. | |
Έτσι οι Δαρδάνοι, απ' τον αρνό μπροστά, κατά τον τάφο | 166 |
του Ίλου του παλαιϊκού του Δαρδανοσπαρμένου | |
μέσα απ' τον κάμπο χύθηκαν να μπουν στο κάστρο μέσα· | |
κι' εκείνος πάντα σκούζοντας, τ' Ατρέα ο γιος, ξοπίσω | |
κυνήγαε, κι' αιματόβαφε τ' αζύγωτά του χέρια. | |
Μα πια σαν ήρθαν στην οξά κι' ως στη Ζερβιά την πόρτα, | 170 |
στάθηκαν κι' όλους τους εκεί να φτάσουν καρτερούσαν. | |
Τι ακόμα λίγοι τρέχανε, σα βόδια μες στον κάμπο | |
που πάει λιοντάρι στην καρδιά και τα σκορπάει της νύχτας, | |
όλα, μα η ώρα του η στερνή μονάχα ενός σημαίνει, | |
που με τα δόντια του τ' αρπάει και το λαιμό του σπάζει | 175 |
πρώτα, κι' απέ όλα χάφτει του τα σπλάχνα κι' αίματά του· | |
έτσι τους Τρώες πάντα ο γιος τ' Ατριά τους κυνηγούσε | |
και τον πιο πίσω σκότωνε. Κι' αφτοί πού! να σταθούνε | |
που τόσους χάμου ξάπλωσε μες απ' τ' αμάξια μπρούμτα | |
κι' ανάσκελα· τι βασταγμό δεν τούχε το κοντάρι. | 180 |
. | |
Σε λίγο όμως σαν κόντεβε να φτάσει ομπρός στη χώρα | |
κάτου απ' το κάστρο τ' αψηλό, πια τότες ο πατέρας | |
θεών κι' αντρών κατέβηκε με κεραβνό στο χέρι | |
οχ τα ουράνια, κι' έκατσε στις δροσερές κορφάδες | |
της Ίδας της πολύπηγης. Τότε έστειλε στον κάμπο | |
τη χρυσοφτέρουγη Ίριδα με μήνημά του κάτου | 185 |
«Τρέχα να πεις, γοργή Ίριδα, στον Έχτορά 'να λόγο. | |
Όσο θωράει ολόμπροστα το βασιλιά Αγαμέμνο | |
π' όλο με τ' όπλο του χοιμάει και λόχους π' αλωνίζει, | |
τόσο ας ποδίζει, κράζοντας στα παλικάρια, πίσω | |
να περιορίζουν τους οχτρούς όσο μπορούνε πάντα· | 190 |
μα από κοντάρι αν χτυπηθεί ή φάει καμιά σαΐτα | |
και μπει στ' αμάξι, τότες πια θαν του χαρίσω νίκη | |
να σφάζει, κι' ως στα γλήγορα να κυνηγάει καράβια, | |
όσο να σκοτεινιάσει η γης και βασιλέψει ο ήλιος.» | |
. | |
Είπε, κι' αγρίκησε η θεά με τις χρυσές φτερούγες | 195 |
κι' οχ τις δροσόλουστες κορφές κατέβηκε στην Τροία. | |
Εκεί τον άφοβο Έχτορα, του γέρου γιο Πριάμου, | |
τον βρήκε μέσα πούστεκε στο κολλητό του αμάξι. | |
Και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια | |
«Έχτορα, του Πριάμου γιε, ισόγνωμε του Δία, | 200 |
σ' εσένα ο Δίας μ' έστειλε αφτά να σου μιλήσω. | |
Όσο θωρείς ολόμπροστα το βασιλιά Αγαμέμνο | |
π' όλο με τ' όπλο του χοιμάει και λόχους π' αλωνίζει, | |
πόδιζε ως τότες, κράζοντας στα παλικάρια, πίσω | |
να περιορίζουν τους οχτρούς όσο μπορούνε πάντα· | 205 |
μα από κοντάρι αν χτυπηθεί ή φάει καμιά σαΐτα | |
και μπει στ' αμάξι, τότες πια θα σου χαρίσει νίκη | |
να σφάζεις κι' ως στα γλήγορα να κυνηγάς καράβια, | |
όσο να σκοτεινιάσει η γης και βασιλέψει ο ήλιος.» | |
. | |
Έτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πάλι. | 210 |
Κι' εκείνος χάμου πήδησε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι, | |
και σιώντας τα διο κοφτερά κοντάρια πήγε ολούθες | |
μες στο στρατό και φώναζε να πολεμάν να σφάζουν, | |
και σήκωσε άγριο πόλεμο. Γύρισαν τότε οι Τρώες | |
και στάθηκαν των Αχαιών καταντικρύ με θάρρος. | 214 |
. | |
Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες, | 218 |
πιος τάχα πρωτορήχτηκε του βασιλιά Αγαμέμνου | |
είτε απ' τους προσκλητούς βοηθούς είτε απ' τους ντόπιους Τρώες | . |
. | |
Ο γιος τ' Αντήνορα, ο τρανός πανώριος Βιφιδάμας, | 221 |
γέννημα της χοντρόσβωλης προβατοθρέφτρας Θράκης. | |
Μικρός σαν είταν, ο Κισσιάς, της μάννας του ο πατέρας, | |
της Θεανός, στον πύργο του τον είχε αναθρεμένα· | |
κι' όταν στην ώρα απέ έφτασε της λεβεντιάς και νιότης, | 225 |
κοντά του αφτού τον βάσταξε, γαμπρό του ναν τον κάνει· | |
μα ότι τον πάντρεψε, άφισε τη νύφη αφτού και πήγε, | |
όπου άκουγε τους Αχαιούς, με δώδεκά του πλοία. | |
Όμως κατόπι τ' άφηκε τα πλοία στην Περκώτη | |
και κίνησε να πάει πεζός. Και τότες πρώτος θάρρος | 230 |
πήρε ξανά ν' αντισταθεί του βασιλιά Αγαμέμνου. | |
. | |
Λοιπόν σα ζύγωσαν οι διο, να χτυπηθούν ζητώντας, | |
τ' Ατρέα ο γιος δεν πέτυχε, τι στραβοπήγε τ' όπλο· | |
κι' ο άλλος στο ζουνάρι εκεί, πιο κάτου απ' τα τσαπράζα, | |
βάρεσε κι' έβαλε όλη του τη δύναμη, κι' ολπίδες | 235 |
απ' το βαρύ είχε χέρι του· μα τ' ολοκεντημένο | |
ζουνάρι δεν του τόσκισε, μον πριν πολύ τ' ασήμι | |
βρήκε μπροστά και στράβωσε σα μολυβένια η μύτη. | |
Άρπαξε τ' όπλο ο βασιλιάς, και σα θεριό κοντά του | |
τραβώντας, του το τίναξε όξω απ' το στέριο χέρι | |
με βιά· και τον προβόδησε με μια σπαθιά στο σνίχι. | 240 |
Έτσι έπεσε, κι' εκεί ύπνονε κοιμήθηκε χαλκένιο | |
ξένους βοηθώντας, έρημος, αλάργα απ' τη νυφούλα, | |
το τέρι που δε χάρηκε κι' είχε ακριβά πλερώσει | |
βόδια πρώτα έδωκε εκατό, πολλά 'ταξε κατόπι, | |
γίδια μαζί και πρόβατα που τούβοσκαν χιλιάδες. | 245 |
Τότες εκεί τον γύμνωσε τ' Ατρέα ο γιος, και πήγε | |
πίσω ν' αφίσει στο στρατό τα πλουμιστά άρματά του. | |
. | |
Μα άξαφνα ο Κόνας τον θωράει ο παινεμένος άντρας, | |
τ' Αντήνορα ο πρωτότοκος, κι' απ' τη βαθιά του λύπη | |
τα μάτια του συγνέφιασαν που πήγε ο αδερφός του. | 250 |
Και πλάγια εφτύς με τ' όπλο του, κλεφτά απ' τον Αγαμέμνο, | |
στέκει, και μια μεσόχερα πιο κάτου απ' τον αγκώνα | |
του μπήγει, πούβγε αντίπερα τ' όπλου η χαλκένια η μύτη. | |
Ξαφνίστη τότε απ' την πληγή τ' Ατρέα ο γιος, μα κι' έτσι | |
το θάρρος του δεν τόχασε, μον χύθηκε τον Κόνα | 255 |
να φάει με το βουνόθρεφτο κοντάρι του στο χέρι. | |
Αφτός εκεί τον αδερφό με βιάση από το ποδάρι | |
τραβούσε, κι' όλων φώναζε των αρχηγών βοήθια· | |
μα ενώ τον τράβαε πρόσκεντρα, μια κονταριά από κάτου | |
του δίνει απ' την ολόιση αφαλωμένη ασπίδα, | 260 |
και την καρδιά του παραλεί· και τρέχοντας κοντά του | |
του κόβει και την κεφαλή στον αδερφό του απάνου. | |
Έτσι τ' Αντήνορα τους γιους, σαν πούτανε γραφτό τους, | |
κάτου να παν τους έστειλε στον Άδη ο Αγαμέμνος. | |
. | |
Έπειτα τ' άλλα πήρε ομπρός κοπάδια των οχτρώνε | |
με το κοντάρι το σπαθί και με βαριές κοτρώνες, | 265 |
όσο έτσι οχ την πληγή ζεστό ακόμα τούτρεχε αίμας. | |
Μα σαν ξεράθηκε η πληγή και τούπαψε το αίμας | |
κι' άρχισαν πόνοι σουγλεροί ναν του μασούν τα σπλάχνα, | 268 |
τότες στ' αμάξι ανέβηκε και τ' αμαξά στα πλοία | 273 |
τούπε να πάει, τι να σταθεί αδύνατο απ' τους πόνους. | |
Κι' έσκουξε τότες κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη | 275 |
«Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, | |
έλα βοηθάτε τώρα εσείς μην πάθουν τα γοργά μας | |
καράβια, τι ο βαθύγνωμος του Κρόνου γιος εμένα | |
δε μ' άφηκε τους σκυλοχτρούς ναν τους χτυπώ όλη μέρα.» | |
. | |
Είπε, και βάραε ο αμαξάς τα καλοτρίχωτα άτια | 280 |
κατά τα πλοία· και τα ζα με προθυμιά πετούσαν. | |
Πασπάλαε αφρός τα στήθια τους, τ' άσπριζε γύρω η σκόνη, | |
σα βγάζανε απ' τον τάραχο τον πονεμένο αφέντη. | |
. | |
Και σαν τον είδε ο Έχτορας πως έφευγε οχ τη μάχη | |
έσκουξε σ' όλο το στρατό μ' αψιά φωνή μεγάλη | 285 |
«Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, | |
θάρρος, παιδιά, και βάρτε τους ατρόμητα σαν άντρες! | |
Έφυγε ο πιο παλικαράς οχτρός, κι' εμένα ο Δίας | |
μεγάλη δόξα μούδωκε. Μον ίσα τ' άλογά σας | |
απάνου τους, για ν' ακουστεί στον κόσμο τ' όνομά σας.» | 290 |
. | |
Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. | |
Πώς αμολάει ο κυνηγός μες σε λαγγάδι σκύλους | |
πίσω από ασερνικό καπρί ή σκιαχτερό λιοντάρι, | |
έτσι έστελνε κι' ο Έχτορας τους αλογάδες Τρώες | |
να κυνηγήσουν τους οχτρούς. Κι' ο ίδιος με περφάνια | 295 |
σαν Άρης θνητορημαχτής ροβόλαε με τους πρώτους, | |
κι' έπεσε μέσα στο σωρό σα δρόλαπας στηθάτος | |
που μενεξέθωρο γιαλό χτυπάει και τρικυμίζει, | 298 |
κι' όρθια κυλούν τα κύματα, κι' απ' την ορμή τ' ανέμου | 307 |
μεσούρανα πηδά ο αφρός και γίνεται κομάτια· | |
έτσι κι' αφτός τους Αχαιούς χτυπούσε λυσσασμένα. | |
. | |
Θάγλεπες τότε συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, | 310 |
και φέβγοντας οι Δαναοί θα τρύπωναν στα πλοία, | |
μόνε ο Δυσσέας φώναξε του θαρρετού Διομήδη | |
«Διομήδη, πες τι πάθαμε κι' οκνούμε σαν κιοτήδες; | |
Μον έλα, αδρέφι, στάσου εδώ κοντά μου. Ω τι ντροπής μας | |
στον κόσμο, αν τώρα ο Έχτορας μας πάρει τα καράβια!» | 315 |
. | |
Τότες γυρίζει κι' απαντάει ο δυνατός Διομήδης | |
«Ναι, στέκω εγώ και καρτεράω· μα μακρινή δε θάναι | |
θαρρώ η αλάφρωση από μας, τι νίκη να μας δώσει | |
δε θέλει ο Δίας τώρα πια, μον να! στους Τρώες θέλει.» | |
. | |
Είπε, και χάμου το Θυμπριό τον γκρέμισε οχ τ' αμάξι | 320 |
τρυπώντας τον στ' αριστερό βυζί του· κι' ο Δυσσέας | |
τον παραγιό του κάρφωσε, το θεϊκόνε Μόλιο. | |
Κι' αφίνοντάς τους έτσι αφτούς σακατεμένους χάμου, | |
πήγαν και θρήνος έκαναν μες στο σωρό, σα χοίροι | |
που λαγωνίκες άσκιαχτοι ορμούν και δοντοσκίζουν· | 325 |
έτσι έστρεψαν και σκότωναν. Και με χαρά οι Αργίτες | |
γλυτώσανε απ' τον Έχτορα και πήρανε μια ανάσα. | |
. | |
Τότ' άμαξα έπιασαν και διο μες σ' ένα αμάξι αρχόντους, | |
του Περκωσιώτη Μέροπα παιδιά, που προφητείες | |
απ' όλους κάλια κάτεχε, μηδ' άφινε τους γιους του | 330 |
στο θνητοφάγο πόλεμο να πάν' μα πού! ν' ακούσουν | |
οι έρμοι που τους έσπρωχνε το μάβρο ριζικό τους. | |
Αφτούς τότε ο κοσμάκουστος ακοντιστής Διομήδης | |
ζωή κι' αντριά τους έκλεψε και πήρε τ' άρματά τους. | 334 |
. | |
Τότ' ίση ο Δίας άπλωσε και για τους διο τη μάχη, | 336 |
ενώ απ' την Ίδα κοίταζε· κι' αφτοί χτυπιούνταν κάτου. | |
Εκεί άρπαξε ο Αγάστροφος ο στρατηγός στο μπούτι | |
μια απ' το Διομήδη κονταριά· και να σωθεί δεν είχε | |
κοντά του αμάξι, κι' ακριβά το πλέρωσε το λάθος. | 340 |
Τι αφτά τα βάσταε ο παραγιός μακριά, και με τους πρώτους | |
πεζός ο ίδιος έτρεχε ως που τον βρήκε ο χάρος. | |
Μα εκεί στη μέση ο Έχτορας τους είδε, κι' αλυχτώντας | |
τους πέφτει απάνου· κι' έτρεχαν οι λόχοι του κατόπι. | |
. | |
Και σαν τον είδε, τρόμαξε ο φοβερός Διομήδης, | 345 |
και του Δυσσέα τούπε εφτύς που στέκουνταν κοντά του | |
«Να, δες τον, πάλι πλάκωσε ο σκύλος να μας πνίξει· | |
Μον στάσου εδώ μ' απόφαση κι' εγώ σ' τον συγυρίζω.» | |
. | |
Είπε, και σιώντας τίναξε το φράξινο κοντάρι | |
και βρήκε — δεν απότυχε — κατάκορφα, τραβώντας | 350 |
στην κεφαλή· μα οχ το χαλκό αλάργεψε ο χαλκός του | |
δίχως να φτάσει ως στο πετσί, τι αμπόδισε το κράνος, | |
χουνήσο κράνος τρίδιπλο, που τούχε δώσει ο Φοίβος. | |
Οργιές εφτύς πισώτρεξε ο Έχτορας και μπήκε | |
μες στο σωρό, κι' εκεί έπεσε στα γόνατα, ακουμπώντας | 355 |
το χέρι χάμου, και το φως του θόλωσε στα μάτια. | |
Κι' ενώ ο Διομήδης έτρεχε κατά το δρόμο τ' όπλου — | |
εκεί στο χώμα τούπεσε — μέσα απ' τους πρωτομάχους, | |
τότες αφτός συνέφερε, και πίσω μες στ' αμάξι | |
πηδά και τρέχει ως στους στερνούς και σώζεται απ' το χάρο. | 360 |
. | |
Κι' έσκουξε του Τυδέα ο γιος, με το κοντάρι ορμώντας | |
«Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα | |
και σ' έτρωγα. Σε γλύτωσε πάλε, σκυλί, ο Απόλλος, | |
π' όλο και θαν του κλαίγεσαι σαν έρχεσαι στη μάχη. | |
Μον έννια σου! κι' άλλη φορά σε βρίσκω εγώ, και τότες | 365 |
σε ξεμπερδέβω, αν δα βπηθούς κι' εγώ έχω στα ουράνια. | |
Τώρα θα πάρω τους λοιπούς κυνήγι, κι' όπιον πιάσω.» | |
. | |
Είπε, και τον Αγάστροφο να ξαρματώνει αρχίζει. | |
Μα τότε ο Πάρης, της Λενιός ο ζηλεμένος άντρας, | |
του τέντωσε το γυριστό δοξάρι, ακουμπισμένος | 370 |
πίσω από στήλη, πούστεκε στ' αντροφτιασμένο μνήμα | |
του Ίλου, του Δαρδάνου γιου, παλιού δημογερόντου. | |
Έλυνε εκιός τα πλουμιστά τσαπράζα απ' τ' Αγαστρόφου | |
τα στήθια, κι' απ' τους ώμους του την πετσωμένη ασπίδα, | |
και τούβγαζε το κράνος του. Εκεί το νέβρο ο Πάρης | 375 |
πίσω τραβάει του δοξαριού και ρήχνει, κι' η σαΐτα | |
έτσι άδικα απ' το χέρι του δεν πήδησε, μον βρήκε | |
το χτένι του δεξιού ποδιού, και διάβηκε ως αντίκρυ | |
στη γης και μπήκε. Γέλασε με την καρδιά του ο Πάρης, | |
κι' οχ την ποδόχη πήδηξε και τούπε φαντασμένα | |
«Σε κάρφωσα, άδικα η ρηξά δεν πήγε! Αχ και νάθε | 380 |
σε φάω, έτσι ξεσκώντας σε στου λαγγονιού τη ρίζα, | |
για ν' ανασάνουν μια σταλιά κι' οι Τρώες, που σε τρέμουν | |
όπως λιοντάρι σκιάζουνται βελαζολάλες γίδες.» | |
. | |
Τότες χωρίς να φοβηθεί τ' απάντησε ο Διομήδης | |
«Δοξαριστή, μπιχλιμπιδά, γλωσσά, παρθενομπήχτη, | 385 |
έλα κι' αντίκρυ πρόβαλε σαν άντρας, και θα μάθεις | |
αν τα δοξάρια σου φελάν κι' οι φτερωτές σαΐτες. | |
Τί, πως το χτένι μούγδαρες, για αφτό, μωρέ, παινιέσαι; | |
Εγώ 'να τόχω, εσύ αν βαρείς ή κι' αν παιδί ή γυναίκα, | |
γιατί η ρηξά 'ναι κούφια αντρός μαλάκα τιποτένιου. | 390 |
Αν ρήξω εγώ όμως, τ' όπλο μου και μια σταλιά αν αγγίξει, | |
κόβει βαθιά! Σαν αστραπή σου παραλεί τα σπλάχνα· | |
σούχει τα δυο της μάγουλα νυχόσκιστα η γυναίκα, | |
μένει η φαμίλια σου αρφανή· ρέβεις κι' εσύ και βάφεις | |
το χώμα, μ' όρνια πιο πολλά παρά γυναίκες γύρω.» | 395 |
. | |
Είπε, και του Λαέρτη ο γιος παγαίνει εφτύς κοντά του | |
και στέκει ομπρός του. Κάθησε τότε ο Διομήδης πίσω, | |
κι' εκεί όξω απ' το ποδάρι του τη γλήγορη σαΐτα | |
τράβαε, και πόνος τσουχτερός του διάβηκε τη σάρκα. | |
Τότες στ' αμάξι ανέβηκε, και τ' αμαξά στα πλοία | |
τούπε να πάει· τι να σταθεί αδύνατο απ' τους πόνους. | 400 |
. | |
Τότε ο Δυσσέας έμεινε μονάχος και κοντά του | |
ψυχή δεν είχε, τι όλους τους είχε κόψει τρόμος. | |
Κι' έτσι είπε αναστενάζοντας μες στη γερή καρδιά του | |
«Ωχού, τι θα γενώ; Ντροπής αν τραβηχτώ από δείλια | |
στον όχλο ομπρός· χειρότερα, αν πάλι εδώ με πιάσουν | 405 |
μονάχο, αφού το φόβισε το πλήθος τ' άλλο ο Δίας. | |
Μα τι τα θέλει κι' όλα αφτά ψιλολογά η καρδιά μου; | |
Ξέρω, απ' τον κίντυνο οι δειλοί ξεκόφτουνε, μα αν είναι | |
πρώτος κανείς στον πόλεμο, αφτός — δεν έχει — πρέπει | |
να στέκει πάντα ασάλεφτος, ή να σφαχτεί ή να σφάξει.» | 410 |
. | |
Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθη, | |
να και πλακώνουνε οι σειρές των αλογάδων Τρώων | |
και τόνε ζώνουν, μα κακό της κεφαλής τους βγήκε. | |
Σαν όταν χοίρο κυνηγούν σκυλιά και νιοι αντριωμένοι | |
τριγύρω, και χοιμάει αφτός όξω απ' το πυκνολόγγι, | 415 |
δόντια τροχίζοντας λεφκά μες στο γυρτό σαγώνι, | |
και τρέχει εδώ και τρέχει εκεί, και των δοντιών του ο χτύπος | |
αχεί, μα αφτοί τον καρτερούν κιας είναι τέτιο σκιάχτρο· | |
τότε έτσι οι Τρώες ρήχτηκαν του θεϊκού Δυσσέα. | |
Μα εκείνος πρώτα λάβωσε το μαχητή Διοπίτη | 420 |
κατά τον ώμο εκεί αψηλά, με το κοντάρι ορμώντας, | |
κι' έπειτα σκότωσε άλλους διο, τον Έννομο και Θόνα. | |
Κι' άφισε αφτούς και χοίμισε στο Χερσιδάμα πούχε | |
πηδήσει χάμου οχ τ' άλογα, και κάτου απ' την ασπίδα | |
του κάθισε μια κονταριά μες στης κοιλιάς την κόψη· | |
κι' έπεσε εκείνος χάμου εκεί και δάγκασε το χώμα. | 425 |
. | |
Κατόπι και το Χάροπα θανάτωσε, τ' Απάσου | |
γιο και του Σώκου αφτάδερφο τ' αρχοντογεννημένου. | |
Κι' έτρεξε ναν τον σώσει αφτός, ισόθεος λες άντρας, | |
που πήγε ομπρός και στάθηκε κοντά κοντά του κι' είπε | |
«Μάστορη δόλου και σφαγής, κοσμάκουστε Δυσσέα, | 430 |
ή και τους διο εδώ σήμερα τους γιους θα θανατώσεις | |
τ' Απάσου, και θα παινεφτείς πατώντας τα κορμιά τους, | |
ή απ' τ' όπλο μου θα κατεβείς στον Άδη σουγλισμένος.» | |
. | |
Είπε, κι' εφτύς μια κονταριά του ζάφτει στην ασπίδα | |
και τ' όπλο του ίσα διάβηκε τη φωτοβόλα ασπίδα | 435 |
και μες στα μαστροδούλεφτα του χώθηκε τσαπράζα, | |
και ξέσκισε όλη απ' τα πλεβρά τη σάρκα, μα η Παλλάδα | |
μέσα τ' αντρός δεν άφισε τα σωθικά ν' αγγίξει. | |
. | |
Ένιωσε εκείνος πως βαριά δεν είτανε η πληγή του, | |
κι' ορμώντας πάλι, μίλησε του Σώκου αφτά τα λόγια | 440 |
«Α σκύλε, τώρα σ' έφαγε το μάβρο φίδι αλήθια! | |
Ναι, τώρα εγώ δε θα μπορώ να πολεμήσω πια άλλους, | |
μα ώρα κακή και θάνατος θα βρει νομίζω εσένα | |
σήμερα εδώ, κι' απ' τ' όπλο μου σφαγμένος θα χαρίσεις | |
δόξα σ' εμένα, την ψυχή στον καβαλάρη χάρο.» | 445 |
. | |
Είπε, κι' εκείνος γύρισε και τόκοψε φεβγάλα· | |
σαν έστριψε όμως, τούμπηξε στους ώμους το κοντάρι | |
ίσα στη μέση, κι' αντικρύ του τόβγαλε ως στα στήθια. | |
Κι' έπεσε αχώντας, κι' ο γερός παινέφτηκε Δυσσέας | |
«Ω Σώκε, γιε του μαχητή κι' αλογολάτη Απάσου, | 450 |
δε γλύτωσες, μον πρόκανε ο χάρος και σε πήρε. | |
Πας, δόλιε, και τα μάτια σου δε θα σ' τα κλείσει εσένα | |
η μάννα κι' ο γερο-γονιός, μον όρνια σαρκοφάγα | |
θα σε ξεσκίσουν, γύρω σου χτυπώντας τις φτερούγες· | |
μα εγώ αν πεθάνω, οι Δαναοί νεκρό θα με στολίσουν.» | 455 |
. | |
Έτσι είπε κι' απ' τη σάρκα του κι' αφαλωτή του ασπίδα | |
όξω του Σώκου ξέσερνε το δυνατό κοντάρι, | |
που, μόλις βγήκε, πήδησε το αίμας, και πονούσε. | |
Κι' οι Τρώες οι λιοντόκαρδοι σαν τούδανε το αίμας, | |
λόχος το λόχο κράζοντας του πέσανε όλοι απάνου, | 460 |
μα εκείνος πίσω κώλωνε και χούγιαζε στους φίλους. | |
Τρεις έσκουξε έτσι όση φωνή τα στήθια του χωρούσαν, | |
και τρεις, σα φώναζε, φορές τον άκουσε ο Μενέλας | |
που σύντομα είπε εκεί κοντά στο γιο του Τελαμώνα | |
«Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, | 465 |
φωνή θαρρώ πως άκουσαν τ' αφτιά μου απ' το Δυσσέα, | |
φωνή σα ναν την χώρισαν μες στην καρδιά της μάχης | |
κι' εκεί ίσως τον καταπονούν μοναχιασμένο οι Τρώες. | |
Μα ομπρός! στιγμή μη χάνουμε, ας τρέξουμε βοηθοί του. | |
Τρέμω, τόσο άξιος στρατηγός μονάχος μες στους Τρώες | 470 |
μην πάθει, κι' ύστερα ολωνών πολύ θα μας στοιχίσει.» | |
. | |
Είπε και πρώτος κίνησε, και πίσω ο Αίας, άντρας | |
θεώνε ισάξιος. Κι' ήβρανε το σύντροφο από Τρώες | |
τριγυρισμένο, θάλεγες τσακάλια αιματοφάγα | |
γύρω σε διπλοκέρατη λαφίνα λαβωμένη, | 475 |
π' απάς στα όρη κυνηγό ξεφέβγει πιλαλώντας | |
όσο το αίμα 'ναι ζεστό και την ακούει το γόνα· | |
όμως στερνά όταν η πικρή σαΐτα τη δαμάσει, | |
την τρων μέσα σ' ολόσκιωτο ρουμάνι τα τσακάλια, | |
στ' όρος απάνου· μα άξαφνα λιοντάρι αν φέρει η τύχη | 480 |
νυχάτο, θαν τη χάψει αφτό και τα τσακάλια φέβγουν· | |
τότε έτσι τον ατρόμητο στη μέση τους Δυσσέα | |
Τρώες πολλοί και δυνατοί βαρούσαν, και με τ' όπλο | |
αφτός ορμώντας πάσκιζε να σώσει το πετσί του. | |
Μα να! μ' ασπίδα σαν πυργί προβάλνει ο Αίας δίπλα | 485 |
και στέκει· τότε εφτύς φεβγιό άλλοι απ' αλλού οι Δαρδάνοι. | |
Τότε ο Μενέλας τούπιασε το χέρι και τον βγάζει | |
οχ τη σφαγή, ως που ζύγωσε ο παραγιός με τ' άτια. | |
. | |
Κι' ο γιος του Τελαμώνα ορμάει στους Τρώες και σκοτώνει | |
το φημισμένο Δόρυκλο, γιο του Πριάμου νόθο, | 490 |
έπειτα και τον Πάντοκο και Λύσαντρο καρφώνει, | |
καρφώνει και τον Πύρασο και το γοργό Πυλάρτη. | |
Πώς ποταμός βουνόπεφτος γιομάτος το χειμώνα | |
ορμάει στον κάμπο, από βροχή του Δία φουσκωμένος, | |
και πλήθος ξεροπρίναρα, και κούτσουρα 'να πλήθος, | |
σέρνει, και πλήθος στο γιαλό θυμάρια κατεβάζει· | 495 |
έτσι όρμαε κι' έτσι σάρωνε τον κάμπο τότε ο Αίας | |
κι' έσφαζε αθρώπους κι' άλογα. | |
. | |
. | |
Κι' ο Έχτορας ακόμα | |
δεν τόξερε, τι ολόζερβα της μάχης πολεμούσε | |
κοντά στην ακροΣκαμαντριά, όπου κορμιά αντριωμένα | |
πέφτανε τόσα κι' άσβυστη βουή είταν σηκωμένη | 500 |
γύρω στο γερο-Νέστορα, στον άξιο Δομενέα. | |
Εκεί πολέμαε ο Έχτορας, μ' αλογοσύνη κι' όπλο | |
θάματα κάνοντας κι' αντρών θερίζοντας τους λόχους· | |
μα βήμα ακόμα οι Δαναοί δε θα κουνούσαν πίσω, | |
αν το Μαχά το βασιλιά εκεί π' αντραγαθούσε | 505 |
δεν τον σταμάταε της Λενιός ο ζηλεμένος άντρας, | |
πούστειλε τρίδοντη δεξά στον ώμο του σαΐτα. | |
Όπου για δάφτον τρόμαξαν οι αφρισμένοι Αργίτες, | |
μήπως τσακίσει ο πόλεμος ξανά και τον συλλάβουν, | |
κι' εφτύς του γερο Νέστορα του κράζει ο Δομενέας | 510 |
«Νέστορα, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι, | |
γλήγορα! και στ' αμάξι σου ανέβα — κι' ο Μαχάος | |
δίπλα σου — και στα τέσσερα κατά τα πλοία χτύπα. | |
Γιατί άθρωπος μαθές γιατρός αξίζει πλήθος άλλους· | |
σαΐτες βγάζει, βότανα μαλαχτικά απιθώνει.» | 515 |
. | |
Είπε, κι' ακούει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης, | |
και μπαίνει εφτύς στ' αμάξι του — κι' ανέβηκε ο Μαχάος | |
κοντά του, θρέμμα τ' Ασκληπιού, παράξου γιατροπόρου — | |
και τ' άλογα βαράει· κι' αυτά με προθυμία πετούσαν | |
προς τα καράβια του, τι εκεί να φτάσει αποθυμούσε. | 520 |
. | |
Τότε ο Κηβριόνης ένιωσε τους Τρώες πως σκορπούσαν | |
αμαξωμένος, στο πλεβρό του Έχτορα, και τούπε | |
«Έχτορα, εμείς με τους οχτρούς χτυπιούμαστε εδωκάτου | |
στην άκρη του κακόηχου πολέμου, όμως οι άλλοι | |
Τρώες τσακάνε ανάκατοι, πεζούρα κι' αμαξάδες. | 525 |
Ο Αίας τους στενοχωράει, ο γιος του Τελαμώνα· | |
καλά τον ξέρω, την πλατιά φοράει στον ώμο ασπίδα. | |
Μα εκεί ίσα ας σύρουμε κι' εμείς, που πιο πυκνό τ' ασκέρι — | |
πεζοί κι' αμάξια — από κακή ερεθισμένη αμάχη | |
πετσοκοπιούνται, κι' άσβυστη βουή είναι σηκωμένη.» | 530 |
. | |
Είπε, κι' αμέσως βάρεσε τ' ασπρότριχα άλογά του | |
με κροτολάλο καμοτσί· κι' αφτά πονώντας, πήραν | |
και τράβηξαν στα τέσσερα τ' αλαφροδρόμο αμάξι | |
νεκρούς πατώντας κι' άρματα, κι' όλο τ' αξόνι κάτου | |
κι' οι αμαξόγυροι είτανε πασπαλισμένοι μ' αίμας | 535 |
απ' τις σταλιές που των τροχών πετούσαν τα στεφάνια | |
και τ' αλογόνυχα. Κι' αφτός μες στο σωρό να πέσει | |
και ναν τον σπάσει βιάζουνταν, και ταραχή μεγάλη | |
έρηξε σ' όλους, κι' άρχισε πελέκι χέρι χέρι. | 539 |
. | |
Φόβο του Αία τούβαλε τότε ο μεγάλος Δίας. | 544 |
Και στέκει ολόξαφνος, πετάει στη ράχη την ασπίδα, | 545 |
κι' αφού 'δε γύρω, σα θεριό κατά το πλήθος κάνει | |
τηρώντας πίσω, μια σταλιά γόνα περνώντας γόνα. | |
Κι' όπως από μαντρί βοδιών ξανθότριχο λιοντάρι, | |
διώχνουν σκυλιά και χωριανοί που ξάγρυπνοι όλη νύχτα | 549 |
φρουρούν, κι' εκείνο θέλοντας να φάει βοϊδήσο πάχος | 551 |
χοιμάει, μα δίχως όφελος, τι απ' αντριωμένα χέρια | |
όπλα πολλά του πέφτουνε και κούτσουρα αναμένα | |
στα μάτια ομπρός, που μ' όλη του την προθυμιά το σκιάζουν | |
και πια αλαργέβει την αβγή με σπλάχνα πικραμένα· | 555 |
τότε έτσι ο Αίας έφεβγε με στήθια πικραμένα | |
πολλά άθελα, γιατί έτρεμε μην πάθουν τα καράβια. | |
Πώς γάιδαρος νικάει παιδιά διαβαίνοντας χωράφι, | |
στανιάρης και πολλά του σπουν στη ράχη του ματσούκια, | |
και μπαίνει κόφτει τα βαθιά σπαρτά, και τα κοπέλια | 560 |
τον κοπανούνε, μα άπλερη είναι έτσι η δύναμή τους, | |
και μόλις πια τον διώχνουνε σαν την τυλώσει πρώτα· | |
έτσι ακλουθούσανε το γιο του Τελαμώνα πάντα | |
τότε οι πολύτοποι βοηθοί κι' οι αλογάδες Τρώες | |
και την ασπίδα αδιάκοπα του ακόντιζαν στη μέση. | 565 |
Κι' ο Αίας πότες φρόντιζε να πολεμάει γυρνώντας | |
πίσω ξανά κι' αμπόδιζε τα τάγματα των Τρώων, | |
ποτές γυρνούσε κι' έφεβγε· μα ως στα γοργά καράβια | |
να προχωρήσουνε άκοποι τους έφραζε το δρόμο. | 569 |
. | |
Μα τότε εκεί ο λεβέντης γιος τον ένιωσε του Βαίμου, | 575 |
ο Βρύπυλος, π' απ' τις πυκνές ρηξές στενοχωριούνταν, | |
και πάει κοντά του στέκεται και ρήχνει το κοντάρι, | |
κι' ένα αρχηγό, τον Απισά, βαράει, το γιο του Φάψη, | |
στο σκώτι, κάτου απ' τη σκεπή, κι' εφτύς τον χαντακώνει· | |
έπειτα ορμάει κι' απ' τ' άρματα αρχίζει να τον γδύνει. | 580 |
Μα τότες ο θεόμορφος μόλις τον είδε Πάρης | |
π' αρπούσε την αρματωσά, αμέσως το δοξάρι | |
πισωτραβάει απάνου του, και στο δεξύ μερί του | |
με τη σαΐτα τον τρυπάει. Κι' έσπασε το καλάμι, | |
και το μερί του βάρυνε· και λίγο λίγο πίσω | |
προς τους συντρόφους κώλωσε για να σωθεί απ' το χάρο. | 585 |
Έσκουξε τότες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη | |
«Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, | |
γυρίστε και μη φέβγετε, κι' απ' το χαμό γλυτώστε | |
τον Αία που τον λύσσαξαν οι κονταριές. Δε θάβγει | |
θαρρώ οχ της μάχης ζωντανός τους χτύπους. Μον τα στήθια | 590 |
στήστε μπροστά στον Αία μας, το γιο του Τελαμώνα.» | |
. | |
Έτσι είπε σα λαβώθηκε. Κι' αφτοί όλοι πυκνωμένοι | |
στέκουν σιμά του — γέρνοντας στους ώμους τις ασπίδες — | |
μ' όρθια κοντάρια. Κι' έσμιξε ο Αίας στους συντρόφους, | |
κι' ανάμεσό τους φτάνοντας ξαναγυρνάει και στέκει. | 595 |
. | |
Τότε έτσι αφτοί χτυπιόντουσαν σαν πυρκαγιά αγριεμένη. | |
Και βγάζανε οχ τον πόλεμο το γέρο τα γοργά του | |
τα ζα δρωμένα, και μαζί το στρατηγό Μαχάο. | |
Εκεί τον είδε κι' ένιωσε το γέρο ο Αχιλέας, | |
τι έστεκε ομπρός στ' απλόκοιλου τρεχαντηριού την άκρη | 600 |
θωρώντας τη βαριά δουλιά και τ' άχαρο κυνήγι· | |
και κράζει εφτύς τον Πάτροκλο να βγει ναν του μιλήσει. | |
Κι' εκείνας μόλις άκουσε απ' την καλύβα μέσα, | |
βγήκε σαν Άρης... μα κακού αρχή είταν ναν του γίνει. | |
. | |
Και πρώτος ο παλικαράς γιος είπ3 του Μενοίτη | 605 |
«Γιατί, Αχιλέα, μ' έκραξες; τι θες και με γυρέβεις;» | |
. | |
Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλιά και τούπε | |
«Γιε του Μενοίτη θεϊκέ, μυριάκριβό μου αδρέφι, | |
τώρα θαρρώ πια οι Δαναοί στα πόδια θα μου πέσουν | |
με περικάλια, τι ψαχνό πια αγγίζει το μαχαίρι. | 610 |
Μον σύρε εκεί το Νέστορα κι' αρώτα, Πάτροκλέ μου, | |
πιόν τάχα αφτόν απ' τη σφαγή να φέρνει λαβωμένο; | |
Πίσωθε αν κρίνεις, σ' όλα του με το Μαχά λέω μιάζει, | |
το θρέμμα τ' Ασκληπιού, μα ομπρός την όψη του δεν είδα, | |
τι ίσα τραβώντας τ' άλογα με πέρασαν τρεχάτα.» | 615 |
. | |
Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου | |
κι' ίσια τρεχάτος ξεκινάει να σύρει ως στις καλύβες. | |
. | |
Κι' εκείνοι μόλις έφτασαν στου γέρου την καλύβα, | |
ατοί τους πέζεψαν στη γης που θρέφει κάθε πλάσμα, | |
κι' έλυσε τ' άτια ο παραγιός του γέροντα, ο Βρυμέδος. | 620 |
Εκείνοι τότε απ' τα σκουτιά ξεστέγνωσαν τον ίδρο, | |
κατά τ' αγέρι στέκοντας ομπρός στ' ακροθαλάσσι· | |
έπειτα μέσα μπαίνουνε και στα σκαμνιά καθίζουν | |
Τότες τους έφτιασε χυλό η όμορφη Εκαμήδη — | |
π' απόχτησε απ' την Τένεδο ο γέρος, όταν πήρε | 625 |
ο Αχιλέας το νησί — τ' Αρσίνου η θυγατέρα, | |
πούχαν του γέρου οι Δαναοί χωρίσει μέσα απ' όλο | |
το πράμα, τι είταν στη βουλή ο πιο ολωνών σοφός τους. | |
Αφτή τους σπρώχνει πρώτα ομπρός καλόξυστο τραπέζι | |
πανώριο ατσαλοπόδαρο, και σε ταψί χαλκένιο | |
τους βάζει μια μελόπητα, και βάζει 'να κρομμύδι | 630 |
προσφάι να πίνουν, και κοντά σταρόψωμο τους βάζει, | |
βάζει κι' ολόλαμπρο καφκί πούχε απ' την Πύλο ο γέρος | |
φερμένα χαλκοκάρφωτο, με τέσσερα φτιασμένο | |
αφτιά, που περιστέρια διο ζερβόδεξα βοσκούσαν | |
χρυσά στο κάθε αφτί, και διο είχε από κάτω πάτους. | 635 |
Άλλος το κούναε δύσκολα απ' το τραπέζι αν είταν | |
γιομάτο, μα το σήκωνε με δίχως κόπο ο γέρος. | |
Αφτού χυλό η θεόμορφη γυναίκα ανακατέβει | |
από κρασί Πραμνιώτικο, και μέσα γιδοτύρι | |
ξύνει με τρίφτη χάλκινο και πασπαλά άσπρο αλέβρι. | 640 |
Και το χυλό άμα τοίμασε, τους είπε «ελάτε πιέστε.» | |
. | |
Κι' αφτοί ήπιαν, κι' η πολύστεγνη σαν κόπηκέ τους δίψα | |
κι' η ώρα διάβαινε ήσυχα με λόγια και κουβέντα, | |
να! το κατώφλι ο Πάτροκλος πατάει, θεόμιος άντρας. | |
Όρθιος εφτύς σηκώθηκε ο γέρος — σαν τον είδε — | 645 |
οχ το λαμπρόφτιαστο σκαμνί, κι' απ' το δεξύ το χέρι | |
τον πήρε και τον έμπασε και τούλεγε να κάτσει. | |
Μα του Μενοίτη πάλι ο γιος δεν ήθελε και τούπε | |
«Δεν κάθουμαι όχι, γέρο μου, δέν ώρα για καθήσι. | |
Δύστροπος πάντα ο αρχηγός, και μ' έπεψε να μάθω | |
πιος λαβωμένος είναι αφτός που φέρνεις· μα τον βλέπω | 650 |
και τον κατέχω μόνος μου, το βασιλιά Μαχάο. | |
Πάω τώρα, πρέπει τ' αρχηγού να δώκω τα μαντάτα. | |
Εσύ τον ξέρεις, γέρο μου, καλά, σαν τι είναι εκείνος· | |
δε χωρατέβει, εκεί άξαφνα του φταις χωρίς να φταίξεις.» | |
. | |
Τότες του κάνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | 655 |
«Τι τάχα κλαίει τους Αχαιούς ο Αχιλέας έτσι | |
και δα ρωτάει πιοι πάθανε; που καν δε βάζει ο νους του | |
σαν τι δεινά μας πλάκωσαν! Τι οι πρώτοι από σαΐτες | |
κι' από κοντάρια κοίτουνται στα πλοία χτυπημένοι. | |
Σαΐτα του Τυδέα ο γιος, και κονταριά ο Δυσσέας, | 660 |
έφαγε κονταριά κι' ο γιος, τ' Ατρέα, ο Αγαμέμνος· | |
κι' εγώ άλλον πάλε εδώ 'φερα, αφτόν, τώρα οχ τη μάχη | 663 |
με σαϊτιάς λαβωματιά. Ωστόσο ο Αχιλέας | |
καρδιά 'χει, μα δε χλίβεται, δε μας πονάει κομάτι. | 665 |
Για στέκει πια ως να καίγουνται κοντά στ' ακροθαλάσσι | |
τα πλοία από φωτιά άσβυστη, ενώ παραλυμένους | |
κι' εμάς μας σφάζουν σαν τραγιά; Τι εγώ — τί θες; — δεν έχω | |
πια μες στο γέρικο κορμί το νέβρο πούχα πρώτα. | |
Αχ νάθελ' είμουνα έτσι νιος και να βαστούσα ακόμα | 670 |
σαν όταν πιάσαμε σπαθί εμείς με τους Ηλιώτες | |
από βοϊδαρπαγή, κι' εγώ τον άξιο τ' Απερόχου | |
γιο σκότωσα, τον Τυμονιά, ένα άρχοντα του τόπου, | |
ζητώντας πίσω ξεζημιά. Τι εγώ μ' αφτό το χέρι | |
τον κάρφωσα ενώ γλύτωνε τα βόδια του, και χάμου | 675 |
έπεσε, κι' όλο σκόρπησε των χωριανών το πλήθος. | |
Και πλιάτσικα με τους σωρούς μαζέψαμε οχ τον κάμπο, | |
πενήντα βοϊδοκόπαδα, προβάτων άλλα τόσα, | |
πενήντα χοίρων, και γιδιών πλατιά κοπάδια ως τόσα, | |
και γλήγορα άλογα ξανθά ως εκατόν πενήντα, | 680 |
όλα φοράδες πούθρεφαν πολλές τους και πουλάρια. | |
Και μες σε μια νυχτιά όλα αφτά τα πήγαμε στην Πύλο | |
ως στο καστρί. Αναγάλλιασε μέσα ο Νηλιάς στα στήθια | |
πούμουνα τόσο τυχερός μόλις σε μάχη βγήκα. | |
Και μόλις έφεξε η αβγή, οι κράχτες διαλαλούσαν | 685 |
ναρθεί οπιανού στην Ήλιδα χρωστιούνταν κάπιο χρέος. | |
Και σα μαζώχτηκαν αφτοί, τότε οι δημογερόντοι | |
τους μοίραζαν· γιατί πολλών χρωστούσανε οι Ηλιώτες, | |
σαν πούμαστε μια χούφτα εμείς στην Πύλο, ρημασμένοι· | |
τι ο θεριομάχος Ηρακλής μάς ρήμαξε σαν ήρθε | 690 |
τα χρόνια πριν, και χάθηκαν οι πιο καλοί μας όλοι. | |
Τι είμαστε ως γιοι πριν δώδεκα του γνωστικού Νηλέα, | |
κι' ενώ μονάχα απόμενα κι' όλοι είχαν πάει οι άλλοι. | |
Για αφτό οι χαλκόφραχτοι Επειγοί πολύ είταν ξεπαρμένοι | |
κι' άδικες έπαιζαν δουλιές, σαν που μας αψηφούσαν. | 695 |
Και πήρε τότε ο γέροντας βοδιών κοπάδι, κι' άλλο | |
μεγάλο αρνιών, διαλέγοντας τρακόσα και τσοπάνους. | |
Τι και του γέρου μου μαθές τρανό χρωστιούνταν χρέος, | |
τέσσερα τρεξεμιά άλογα κι' οι άμαξες που πήγαν | |
να παραβγούν· γιατί είτανε να τρέξουν για τριπόδι, | 700 |
μα εκεί τα κατακράτησε ο βασιλιάς Αβγείας, | |
κι' έδιωξε απέ τον αμαξά που θρήναε τ' άλογά του. | |
Για αφτά τα λόγια κι' έργατα ο γέρος σκυλιασμένος | |
κράτησε τόσα, κι' έδωκε να μοιραστούνε τ' άλλα | |
στο πλήθος, μην του πάει κανείς αδικημένος σπίτι. | 705 |
Εμείς αφτά τα σάξαμε ένα ένα, και στο κάστρο | |
σφάξαμε γύρω στους θεούς. Κι' εκείνοι τρίτη μέρα | |
όλοι ήρθανε — οι πεζοί πολλοί, πολλοί κι' οι αλογάδες — | |
σύψυχοι, και μαζί διο γιοι τ' Αχτόρου αρματωμένοι, | |
νιοι ακόμα κι' από πόλεμο χωρίς να καλοξέρουν. | 710 |
Κι' είναι μια χώρα, η Βούρλισσα, όρθια ραχούλα, αλάργα | |
απάνου στο Ρουφιά, ακρινή της αμμουδάτης Πύλος· | |
που ζώνοντάς την, τ' αλατιού ζητούσαν ναν την κάνουν. | |
Μα αφού παντού κατέβηκαν στον κάμπο, εμάς τη νύχτα | |
η Αθηνά οχ τον Έλυμπο γοργή ήρθε μας μηνήτρα | 715 |
ν' αρματωθούμε, κι' άθελους δεν έμασέ μας γύρω, | |
όλοι είμαστε ανυπόμονοι να βγούμε στο κοντάρι, | |
Μα εμένα να οπλιστώ ο Νηλιάς δε μ' άφινε, και τ' άτια | |
μούκρυψε, τι είπε από σφαγές πως δε σκαμπάζω ακόμα. | |
Μα κι' έτσι εγώ όμως — και πεζός — δοξάστηκα στη μέση | 720 |
των αμαξιών, τι η Αθηνά μούδωκε αντριά και θάρρος. | |
Κι' έχει ένα Μίνιο ποταμό, που δίπλα της Αρήνας | |
πάει στο γιαλό· με τ' άτια εκεί προσμέναμε να φέξει, | |
κι' άλλοι πίσω πλάκωναν, οι λόχοι των πεζώνε. | |
Σύψυχοι την αβγή από κει με τάξη αραδιασμένοι, | 725 |
κρατώντας τ' άρματα, ήρθαμε ως στου Ρουφιά το ρέμα. | |
Εκεί ώρια καίγοντας σφαχτά του παντοκράτη Δία, | |
σφάζοντας τάβρο του Ρουφιά, του Ποσειδού άλλον τάβρο, | |
όμως της σώστρας Αθηνάς γελάδα κουτελάτη, | |
τότες στον κάμπο κάτσαμε να φάμε λόχοι λόχοι, | 730 |
και κοιμηθήκαμε, όλοι μας με τ' άρματα οπλισμένοι, | |
γύρω στο ρέμα. Τότε εκεί να! από παντού οι οχτροί μας | |
ζώνουν τα κάστρο κι' ήθελαν κομάτια ναν το κάνουν. | |
Μα τ' Άρη φοβερή δουλιά τους έκοψε τη φόρα· | |
τι μόλις έφεξε τη γης ο φωτοδότης ήλιος | 735 |
ορμούμε, Δία κι' Αθηνά περικαλώντας όλοι. | |
Τότες στα χέρια οι Επειγοί σαν ήρθαν κι' οι Πυλιώτες, | |
εγώ άντρα πρώτος σκότωσα και πήρα τ' άλογά του, | |
το Μόλιο τον κονταριστή, πούταν γαμπρός τ' Αβγεία | |
κι' είχε την πρώτη κόρη του, την καστανιά Αγαμήδη, | 740 |
π' όσα η πλατιά φυτρώνει γης βοτάνια, τάξερ' όλα. | |
Αφτόν εγώ, σα ζύγωνε, του μπήγω το χαλκένιο | |
κοντάρι, και μακρύ πλατύ σ' τον στρώνω· και στ' αμάξι | |
πήδησα εγώ και στην σειρά των πρωτομάχων μπήκα. | |
Τότε οι λιοντόκαρδοι Επειγοί όλοι όπου φύγει φύγει | 745 |
σκόρπησαν μόλις είδανε κι' έπεσε τέτιος άντρας, | |
των αλογάδων αρχηγός, πούταν στις μάχες πρώτος. | |
Ωστόσο εγώ τους μπήχτηκα σα μπόρα ανταρωμένη. | |
Πενήντα αμάξια τσάκωσα, και γύρω στο καθένα | |
άντρες διο δάγκασαν τη γης, απ' τ' όπλο μου σφαγμένοι. | |
Μα και τ' Αχτόρου τα παιδιά θα κατελούσα, ανίσως | 750 |
της γης ο σειστής Ποσειδός δεν τάσωζε οχ το φόνο, | |
ο σπάρτης τους, με καταχνιά πολλή σκεπάζοντάς τους. | |
Νίκη τρανή τότε έδωκε των Πυλιωτώνε ο Δίας, | |
τι ως τόσο ομπρός τούς είχαμε μέσα απ' το πυκνοκάμπι, | |
άντρες βαρώντας κι' άρματα μαζώνοντας πανώρια, | 755 |
ως που το πολυκρίθαρο πάτησαν τ' άλογά μας | |
Βουπράσι, και της Ωλενιάς το βράχο, και τ' Αλείση | |
που λεν τη ράχη· όθε η θεά μας γύρισε πια πίσω. | |
Εκεί στερνό άντρα σκότωσα κι' αφήκα το κυνήγι. | |
Κι' απ' το Βουπράσι οι Αχαιοί κατά την Πύλο τότες | 760 |
λαλούσαν πίσω τ' άλογα, δοξολογώντας όλοι | |
το γιο του Κρόνου απ' τους θεούς, το Νέστορα απ' τους άντρες. | |
Έτσι είμουν, νιος κι' αν είμουνα! Μα απ' τ' Αχιλιά τη νιότη | |
ψυχή στον κόσμο δε θα δει σταλιά καλό. Μα ας είναι! | |
μετανιωμένος και πικρά θα κλάψει σα χαθούμε. | |
Όμως, αδρέφι, εσένα αφτά σου σύσταινε ο Μενοίτης | 765 |
τότες που σ' έστελνε οχ τη Φτιά να πας στον Αγαμέμνο, | |
κι' είμαστε μέσα εμείς, εγώ κι' ο θεϊκός Δυσσέας, | |
κι' όλα καλά τ' ακούγαμε σα σ' τάλεγε στον πύργο. | |
Τι ήρθαμε στου Πηλέα οι διο τ' αρχοντικό, ζητώντας | |
στρατό μες στην πολύβοσκη να μάσουμε Αχαιΐδα. | 770 |
Μέσα λοιπόν εκεί ήβραμε τον αρχηγό Μενοίτη, | |
ήβραμε εσένα, κι' έστεκε σιμά σου ο Αχιλέας. | |
Τότε ο Πηλιάς μες στης αβλής τον πυργοφράχτη μπούτια | |
έψαινε πρόσπαχα βοδιών στο βροντορήχτη Δία, | |
κι' ένα ποτήρι ολόχρυσο στα χέρια του κρατώντας, | |
ξανθό κρασί σαν ψαίνουνταν τα μπούτια περεχούσε. | 775 |
Κι' εσείς το κριάς φροντίζατε, μα στη μπασιά να! οι διο μας | |
σταθήκαμε. Όρθιος τότε εκεί πετάχτη ο Αχιλέας | |
σαν ξαφνισμένος, κι' έτρεξε κι' απ' το δεξύ το χέρι | |
μας πήρε μέσα στην αβλή, να κάτσουμε μας είπε, | |
μας φίλεψε όλα τα καλά που συνηθούν με ξένους. | |
Κι' αφού χαρήκαμε καλά το φαγοπότι, πιάνω | 780 |
το λόγο εγώ, και νάρθετε σας έλεγα μαζί μας. | |
Εσείς πολύ το θέλατε, κι' αμέσως τότε εκείνοι, | |
κι' οι διο οι γερόντοι, αρχίνησαν πολλά να δασκαλέβουν. | |
Το γιό του ο γέρος ξόρκιζε, ο βασιλιάς Πηλέας, | |
πάντα στη μάχη ατρόμητος κι' απ' όλους νάναι πρώτος, | |
μα εσένα αφτά τ' Αχτόρου ο γιος σου σύσταινε, ο Μενοίτης | 785 |
'Παιδί μου, του Πηλέα ο γιος στην αρχοντιά 'ναι ο πρώτος, | |
στα χρόνια εσύ· μα αν πεις αντριά, πολύ πιο αξίζει εκείνος. | |
Μα αρμήνεβέ τον όμοφα, την ίσια στράτα δείχνε, | |
δώστ' του μια γνώμη· και πια αφτός επί καλού ας σ' ακούει. | |
Έτσι έλεγε, μα εσύ ξεχνάς. Όμως και τώρα ακόμα | 790 |
ίσως σ' ακούσει αν του τα πεις του φρόνιμου Αχιλέα. | |
:Πιος ξέρει το — πρώτα οι θεοί! — τα σπλάχνα αν δεν τ' αγγίξει | |
η συβουλή σου· η συβουλή καλή είναι του συντρόφου. | |
Μα αν την καρδιά του ίσως καμιά μαντολογιά δειλιάζει, | |
καμιά αν του ξέρει η σεβαστή μητέρα του απ' το Δία, | 795 |
μα ας στείλει εσένα, και μαζί ας βγει και τ' άλλο πλήθος | |
των Μυρμιδόνων, μήπως δει μια στάλα φως τ' ασκέρι. | |
Και πες του τα λαμπρά άρματα, σα βγεις, να σου δανείσει, | |
μήπως θαρρώντας οι οχτροί πως είσαι τάχα εκείνος | |
σταθούν, κι' έτσι ανασάνουνε οι αντριωμένοι Αργίτες | 800 |
πούλιωσαν πιά· τι λιγοστή απ' τη σφαγή είναι ανάσα. | |
Έφκολα ακούραστος λαός πολεμοκουρασμένους | |
θα διώξει κατά το καστρί αλάργα απ' τις καλύβες.» | |
. | |
Έτσι είπε, και του τ' άγγιξε τα σπλάχνα μες στα στήθια, | |
και ξεκινάει απ' τα πλοία ομπρός να πάει στον Αχιλέα | 805 |
τρεχάτος. Κι' όταν έφτασε στου θεϊκού Δυσσέα | |
το τρεχαντήρι, οπούκαναν τις συντυχιές και δίκες | |
κι' οπούχανε και τους βωμούς χτισμένα των θεώνε, | |
να! άξαφνα ομπρός του ο Βρύπυλος, του Βαίμου θεοπαίδι, | |
από τη μάχη, στο μερί σαϊτολαβωμένος, | 810 |
προβάλλει εκεί κουτσαίνοντας, και κρύος τούτρεχ' ίδρος | |
κάτου οχ τα ραχοκέφαλα, κι' απ' τη βαθιά πληγή του | |
ανάβρυζε αίμας μελανό, μα ο νους του βάσταε ακόμα. | |
Και σαν τον είδε ο άφοβος του γέρου γιος Μενοίτη, | |
τον πόνεσε και λόγια διο του μίλησε θρηνώντας | 815 |
«Α δύστυχοι, των Αχαιών οπλαρχηγοί κι' αρχόντοι, | |
έτσι λοιπόν σας μέλλουνταν, αλάργα από πατρίδα | |
και φίλους, μ' άσπρο πάχος σας εδώ όρνια να χορτάστε. | |
Μον έλα πες μου Βρύπυλε, θεόσπαρτε αρχηγέ μου, | |
τι λες, στον Έχτορα άραγες θ' αντισταθούνε ακόμα, | 820 |
ή θα χαθούν πια οι Δαναοί σφαγμένοι απ' το σπαθί του;» | |
. | |
Τότε απαντάει ο Βρύπυλος, ο λαβωμένος άντρας | |
«Όχι, άρχοντά μου Πάτροκλε, ολπίδα πια οι Αργίτες | |
δεν έχουν, μον μες στα γοργά θα πέσουνε καράβια· | |
γιατί όλοι εκείνοι, όσοι είταν πριν οι πιο καλοί μας, όλοι | 825 |
σακατεμένοι κοίτουνται στα πλοία από κοντάρι | |
ή σπάθα οχτρών, και πάντα αφτών πληθαίνει η δύναμη τους. | |
Μα εμένα γλύτωσέ με εσύ και σύρε με στο πλοίο, | |
και κόψε μου όξω οχ το μερί τη φτερωτή σαΐτα, | |
με σύχλιο ξέπλυνε νερό το αίμας, και βοτάνια | 830 |
βάλε καλά μαλαχτικά, π' ο άξιος Αχιλέας | |
λεν σ' τάμαθε και που κι' αφτόν λεν έχει μαθημένα | |
ο Χείρωνας, ο πιο πραγύς απ' τους Κεντάβρους όλους. | |
Τι ο Ποδαλείρης ο γιατρός κι' ο γιατρεφτής Μαχάος, | |
ο ένας με πληγή θαρρώ πως χάμου στην καλύβα | |
κοίτεται θέλοντας γιατρό κι' ατός του κατεχάρη· | 835 |
στον κάμπο ο άλλος σταματάει των Τρώων το γιουρούσι..» | |
. | |
Τότες του λέει ο Πάτροκλος, ο ξακουστός λεβέντης | |
«Σαν πώς να κάνουμε, αρχηγέ; πώς και τα διο να γίνουν; | |
Πρέπει να πάω 'να λόγονε να πω στον Αχιλέα | |
π' ο γέρος μού παράγγειλε, ο βασιλιάς της Πύλος· | 840 |
μα κι' έτσι δε σ' άφίνω εγώ να σε παιδέβει ο πόνος.» | |
. | |
Είπε, και στην καλύβα του τον πάει, σηκώνοντάς τον | |
κάτου απ' τα στήθια. Κι' είδε τον ο παραγιός και χάμου | |
του στρώνει βοϊδοδέρματα. Εκεί τόνε ξαπλώνει, | |
κι' οχ το μερί τη χάλκινη φαρμακερή σαΐτα | |
με το μαχαίρι τούκοψε, και τούπλυνε το αίμας | 845 |
με χλιαρό νεράκι· απέ μια ρίζα με τα χέρια | |
τρίβει και βάζει του, πικρή πονοκοιμήτρα ρίζα. | |
Έτσι όλοι πια του λούφαξαν οι πόνοι, κι' η πληγή του | |
σιγά σιγά ξεράθηκε και τούπαψε το αίμας. | |
. | |
. | |
. | |
Μ | |
. | |
. | |
. | |
Έτσι μες στα καλύβια αφτός το λαβωμένο φίλο | |
γιάτρεβε, του Μενοίτη ο γιος· μα οι άλλοι πολεμούσαν | |
Τρώες κι' Αργίτες σωρεφτοί. Μηδ' είταν ν' αμποδίσει | |
πια το χαντάκι, ή το φαρδύ τειχόκαστρο από πάνου | |
που τόφτιασαν των καραβιών ταμπούρι, και χαντάκι | 5 |
κυκλόσκαψαν, μα των θεών δεν πρόσφεραν σφαχτάρια | |
που τα πολλά τους λάφυρα να σώζει και καράβια | |
γύρω τριγύρω· αθέλητα σα νάταν των μεγάλων | |
θεών χτισμένο, και για αφτό δε βάσταξε και τόσο. | |
Γιατί όσο ζούσε ο Έχτορας και χόλιαε ο Αχιλέας | 10 |
κι' είταν το κάστρο απάτητο του βασιλιά Πριάμου, | |
τόσο και το τρανό τειχί των Αχαιών βαστούσε. | |
Μα αφού των Τρώων έπεσαν όσοι εκλεχτοί είταν όλοι, | |
πολλοί κι' Αργίτες χάθηκαν — ή και σωθήκανε άλλοι — | |
κι' έπεσε χρόνο δέκατο το κάστρο του Πριάμου | 15 |
και για την ποθητή ο στρατός τα πρύμισε πατρίδα, | |
τότες πια ο Φοίβος βάρθηκε κι' ο Ποσειδός να σείσουν | |
το καστροτείχι, μπάζοντας τα δυνατά ποτάμια | |
όλα όσα τρέχουν στο γιαλό οχ τα βουνά της Ίδας, | |
το Ρήσο τον Εφτάπορο τον Κάρησο το Ρόδη | 20 |
το Γρανικό τον Αίσηπο το θεϊκό Σιμόη | |
το Σκάμαντρο, που εκεί πολλές μες στα νερά του ασπίδες | |
και κράνα πέσανε κι' αντρών μισόθεων βλαστάρια· | |
όλων αφτών τα στόματα γύρισε αντάμα ο Φοίβος, | |
κι' έστελνε απάνου στο τειχί μέρες εννιά το κύμα | 25 |
— κι' όλο κι' ο Δίας έβρεχε — ζητώντας χέρι χέρι | |
να θαλασσώσει τα τειχιά. Κι' ομπρός, της γης ο σείστης | |
πάγαινε με το τρίδοντο στα χέρια, και πετούσε | |
στο κύμα όλα τα θέμελα, θες κούτσουρα θες πέτρες, | |
πούδρωσε κι' έβαλε ο στρατός· κι' εκεί έτσι τάκανε όλα | |
απλάδα στον Ελλήσποντο τον πελαγοδαρμένο. | 30 |
Και το τειχί σαν γκρέμισε, τότε άμμο στο περγιάλι | |
ξανάστρωσε, και γύρισε τους ποταμούς να πάρουν | |
το δρόμο πούστελναν και πριν τ' αφρόδροσα νερά τους. | |
. | |
Λοιπόν έτσι είταν έπειτα οι δυο θεοί να κάνουν· | |
μα άναψε τότες στο τειχί τριγύρω ξεκουφάστρα | 35 |
σφαγή, κι' αχούσε η ξυλική των πύργων απ' τους χτύπους. | |
Κεραυνωμένοι οι Δαναοί απ' την οργή του Δία | |
παράλυσαν, μες τ' αλαφριά καράβια στρυμωμένοι, | |
λείψανα ομπρός στον Έχτορα, γερό σφαγής τεχνίτη. | |
Κι' αφτός, σαν πάντα, μ' όργητα φουρτούνας πολεμούσε. | 40 |
Κι' όπως στη μέση κυνηγών και σκύλωνε λιοντάρι, | |
ή χοίρος άγριος, απ' αντριά περήφανα γυρίζει, | |
και κύκλο κάνουνε σφιχτό οι κυνηγοί και στέκουν | |
αγνάντια, κι' όλο κονταριές συχνά πυκνά τινάζουν, | |
μα του θεριού η γερή καρδιά δεν του δειλιάει δε τρέμει, | 45 |
μα η τόση του όμως αφοβιά το χαντακώνει τέλος· | |
έτσι κι' εκείνος τρέχοντας μες στο σωρό γυρνούσε | 49 |
κι' όλο τους φίλους ξόρκιζε τον τάφρο να διαβούνε. | 50 |
Μα δεν κοτούσαν τ' άλογα, μον στέκανε άκρη άκρη | |
στα χείλια και χλεμέντριζαν, τι το πλατύ χαντάκι | |
τα φόβιζε, σα δύσκολο ναν το πηδήσουν πέρα | |
η να διαβούν· γιατί γκρεμοί τού σκούφωναν τον όχτο | |
απ' άκρη ως άκρη, κι' είτανε παλούκια απάνου απάνου | 55 |
αραδιασμένα μυτερά, που στήσανε οι Αργίτες — | |
πυκνά μεγάλα — διαφεντιά από γιουρούσια Τρώων. | |
Εκεί έφκολα άτι, σ' άμαξα καλόροδη δεμένο, | |
δεν έμπαινε, μα βλέπανε, πεζοί αν θα κατορθώσουν. | |
. | |
. | |
Εκεί όμως να! ο αψέγαδος σιμώνει Πολυδάμας | 60 |
τον αντριωμένονε Έχτορα και λέει αφτά τα λόγια | |
«Έχτορα κι' οι λοιποί αρχηγοί των Τρώων και βοηθώνε, | |
τρελά λαλούμε διάμεσα του χαντακιού τ' αμάξια· | |
μα αφτό σα ζόρικο πολύ ναν το διαβείς, τι απάνου | |
παλούκια στέκουν μυτερά, κι' έχει τειχί παρέκει. | 64 |
Καλά, αν ο Δίας τους μισεί και βούλεται ως στο τέλος | 67 |
να χαντακώνει τους οχτρούς και να βοηθάει τους Τρώες — | |
ναι εγώ και τώρα θάθελα αφτό να γίνει αμέσως, | |
άχναρος να χαθεί ο οχτρός στην Τροία, αλάργα απ' τ' Άργος — | 70 |
μα αν πόδα ομπρός γυρίσουνε και γίνει απ' τα καράβια | |
αντιδιωγμός και μπλέξουμε μες στο σκαφτό χαντάκι, | |
τότες θαρρώ και μηνητής πως πίσω δε θα φτάσει | |
στο κάστρο πια, όταν ο οχτρός στραφεί και μας νικήσει. | |
Μον τώρα ελάτε, κι' ότι εγώ σας πω ας το κάνουμε όλοι. | 75 |
Τ' άλογα στο χαντάκι ομπρός οι παραγιοί ας βαστάξουν, | |
κι' εμείς πεζοί με τ' άρματα παραταγμένοι ας πάμε | |
μαζί όλοι με τον Έχτορα αχώριστοι· οι Αργίτες | |
δε θα σταθούν αν πια θεών τους κυνηγάει κατάρα.» | |
. | |
Είπε κι' εκείνου τ' άρεσε ο γνωστικός ο λόγος, | 80 |
και πήδησε απ' τ' αμάξι εφτύς αρματωμένος χάμου. | |
Μηδέ έμειναν κι' οι άλλοι εκεί παραταγμένοι Τρώες | |
στ' αμάξια μέσα, μον πηδούν όξω όλοι σαν τον είδαν. | |
. | |
Τότε οι κοσμάκουστοι βοηθοί κι' οι άλλοι οι Τρώες όλοι | 108 |
την άκουσαν τ' αψέγαδου τη γνώμη Πολυδάμα· | |
μα ο Άσος, του Αρτάκου ο γιος, ο στρατηγός των Τρώων, | 110 |
ν' αφίσει εκεί δεν ήθελε τον παραγιό και τ' άτια, | |
μον με τ' αμάξι πέρασε. Μηδέ τα φύλλα βρήκε | 120 |
σφιχτοκλεισμένα του πορτιού μήτε βαλτό το σύρτη, | |
Μον τα κρατούσανε ανοιχτά, μήπως γλυτώσουν ίσως | |
κάνα συντρόφι πούτρεχε οχ τη σφαγή στα πλοία. | |
Μάτιαζε εκεί ίσα κι' έτρεχε, κι' οι άλλοι ακολουθούσαν | |
φρικτά αλυχτώντας· τι έλεγαν πως πια δε θα βαστάξουν | 125 |
οι Δαναοί, μον στα γοργά θα πέσουν μέσα πλοία... | |
λωλοί, γιατί ήβραν στο πορτί διο πρώτα παλικάρια, | |
κονταριστάδων Λαπιθών παιδιά καμαρωμένα, | |
τον ένα του Περίθου γιο, τον άξιο Πολυποίτη, | |
κι' άλλον το Λιοντάρα, άτρομο σαν Άρη θνητοφάγο. | 130 |
Αφτοί στ' αψηλοπόρτι ομπρός στηθήκανε, όπως στέκουν | |
απάνου γιγαντόκορφες βελανιδιές στα όρη, | |
που πάσα μέρα σε βροχές αντέχουν και σ' ανέμους, | |
τι ρίζες έχουν θέμελα μεγάλες απλωμένες· | 134 |
έτσι τον Άσο πρόσμεναν και βήμα δεν κουνούσαν, | 136 |
σαν που τους γκάρδιωνε η αντριά κι' απάνουθε οι συντρόφοι. | 153 |
. | |
Τι εκείνοι απ' τα καλόχτιστα πυργιά πετροβολούσαν | |
κοτρώνες, διαφεντέβοντας το στόλο το πετσί τους | 155 |
και τα καλύβια. Κι' έπεφταν οι πέτρες σαν τολούπες, | |
π' ανεμοζάλη, σείνοντας ανταρωμένα γνέφια, | |
χύνει πυκνές απάς στης γης κάθε βοσκή και κάμπο· | |
έτσι έβρεχε απ' των Αχαιών τα χέρια και των Τρώων | |
βαριές κοτρώνες, και μ' αχό ξερόνε απ' τα λιθάρια | 160 |
τα κράνα γύρω βούηζαν κι' οι στρογγυλές ασπίδες. | |
. | |
Τότε είταν που ξεφώνισε τα γόνατα χτυπώντας, | |
κι' έτσι είπε και βλαστήμησε του Αρτάκου ο γιος ο Άσος | |
«Δία πατέρα, να λοιπόν! κι' εσύ πλασμένος ψέφτης | |
ως στο μεδούλι! Τι είπα δα εγώ πως οι Αργίτες | 165 |
δε θα βαστάξουν την ορμή και τ' άπιαστά μας χέρια· | |
μα τώρα αφτοί σα μέλισσες, που απάς στο μονοπάτι — | |
ή σφήκες παρδαλόκορμες — φωλιάζουν, μηδ' αφίνουν | |
στιγμή τις βαθουλές φωλιές, μον στέκουν και κεντρώνουν |