Title: Ο δεκαπενταετής πλοίαρχος
Author: Jules Verne
Release date: April 16, 2012 [eBook #39460]
Most recently updated: January 25, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. Obvious mistakes have been corrected. Footnotes have been converted to endnotes. Bold words have been included in &&. // Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Εμφανή λάθη έχουν διορθωθεί. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&.
ΕΚΔΟΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ. ΔΕΛΗΣ
1 — ΟΔΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ — 1
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
1917
„ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ"
Περιοδικόν εκδιδόμενον τετράκις της εβδομάδος
Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μ. ΔΕΛΗΣ
ΟΔΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ 1
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΤΕΤΡΑΚΙΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ
ΓΡΑΦΕΙΑ: Οδός Μιλτιάδου αριθ: 1.
ΑΘΗΝΑΙ
ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ: Εσωτερικού ετησία δραχ. 60. — εξάμηνος
δραχ. 30. —
Εξωτερικού ετησία φράγ. 60. — εξάμηνος φράγ. 30. —
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ — ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΔΗΜ. Μ. ΔΕΛΗΣ
ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ
Αθήναι τη 8 Ιανουαρίου 1923
Κυρίαν Μ. Ενταύθα. Προκειμένου περί ενός εκατομμυρίου λέγει έν ρητόν: «όταν υπάρχει εκατομμύριον κλειδωμένον, ουδεμία κλειδαριά ανθίσταται». Λέγουν μάλιστα ότι μία βασίλισσα της Γαλλίας εις την οποίαν έθεσαν αντιμέτωπον της αρετής της, έν εκατομμύριον, ανέκραξεν. « Έν εκατομμύριον! Α! λέγει πολλά έν εκατομμύριον!» — Κύριον Γ. Μ. Καλάμας. Τιμοκατάλογος εστάλη. — Δαν Ευαγγελίαν Β. Άργος. Ελήφθη συνδρομή σας Τρίμηνος. Ευχαριστούμεν. — Κύριον Ο. Ζ. μαθητήν Πάτρας. Βιβλία εστάλησαν ταχυδρομικώς. — Κυρίαν Καλυψώ Χ . . . Θήραν. Ελήφθη και θα εξακολουθήσωμεν.
Λίαν προσεχώς εις τα εκλεκτά Αναγνώσματα του Ιουλίου Βερν:
Ο ΣΑΝΣΕΛΩΡ
ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
1
Εις των ανέμων την πνοήν
τας πτέρυγας εκτείνω·
Μετρώ του κόσμου την ζωήν
ακέφαλος αν μείνω
2
Ενόσω είμ' αόρατος
στα σπλάχνα της μητρός μου,
με αγαπά θερμότατα
πλην μόλις γεννηθώ
και την αφήσω, γίνεται
ο άσπονδος εχθρός μου
κι' αν μ' απαντήση πουθενά
αμέσως θα χαθώ.
Αι λύσεις πρέπει να συνοδεύωνται με 20λεπτον γραμματόσημον και θα δημοσιεύονται εις την αρχήν εκάστου μηνός.
Τα Δώρα θα δημοσιεύσωμεν εις το προσεχές.
Ο Μυοπάρων Πίλγριμ.
Τη 2 Φεβρουαρίου 1878 ο μυοπάρων [γολετόβρικον) «Πίλγριμ») ευρίσκετο υπό την
43° 57 νοτίου πλάτους και 165° 19 δυσμικού μήκους του μεσημβρινού της
Γρανβίχης.
Το πλοίον τούτο, χωρητικότητος τετρακοσίων τόννων, εφοπλισθέν εν Αγίω Φραγκίσκω δια την μεγάλην αλιείαν των νοτίων θαλασσών, ανήκεν εις τον Ιάκωβον Βέλδων, πλούσιον της Καλιφορνίας εφοπλιστήν, όστις από πολλών ετών είχεν εμπιστευθή την διοίκησιν αυτού εις τον πλοίαρχον Χουλ.
Το «Πίλγριμ» ήτο το μικρότερον αλλά και το καλλίτερον πλοίον του στολίσκου εκείνου τον οποίον ο Ιάκωβος Βέλδων κατά πάσαν εποχήν απέστελλεν άλλοτε μεν πέραν του Βεριγγίου πορθμού μέχρι των βορεινών θαλασσών, άλλοτε δε εις τα παράλια της Τασμανίας ή της άκρας Χορν, μέχρι του ανταρτικού ωκεανού. Έπλεεν εξόχως. Ο εξοπλισμός αυτού, λίαν ευμεταχείριστος, επέτρεπεν αυτώ να διακινδυνεύη μετ' ολίγων ανδρών απέναντι των αδιαπεράστων σύρτεων του νοτίου ημισφαιρίου. Ο πλοίαρχος Χουλ ήξευρε «να γλυστρά», ως λέγουσιν οι ναύται, εν τω μέσω των πάγων εκείνων οίτινες κατά το θέρος παρασυρόμενοι φθάνουσι δια της Νέας Ζηλανδίας ή δια του Ευέλπιδος Ακρωτηρίου εις πλάτος πολύ κατώτερον εκείνου εις το οποίον φθάνουσιν εν ταις αρκτικαίς θαλάσσαις της υδρογείου. Το αληθές όμως είναι ότι οι παγοσωροί εκείνοι των οποίων μέγα μέρος διαλύεται εντός του Ειρηνικού ή του Ατλαντικού, μικρόν είχον όγκον, σμικρυνθέντες, ήδη υπό των συγκρούσεων και διαλυθέντες υπό των θερμών υδάτων.
Υπό τας διαταγάς του πλοιάρχου Χουλ καλού ναυτικού, και ταυτοχρόνως ενός των επιδεξιωτέρων αγκιστρευτών του στολίσκου, ευρίσκετο πλήρωμα συγκείμενον εκ πέντε ναυτών και ενός δοκίμου. Τούτο ήτο ολίγον διά την αλιείαν εκείνην της φαλαίνης, ήτις απαιτεί πολυαριθμότερον προσωπικόν. Απαιτούνται πολλοί άνδρες διά τον χειρισμόν των εις προσβολήν πεμπομένων λέμβων ως και διά τον διαμελισμόν των αγρευομένων ζώων. Αλλά, κατά το παράδειγμα εφοπλιστών τινων, ο Ιάκωβος Βέλδων εθεώρει πολύ οικονομικώτερον να επιβιβάζη εις Άγιον Φραγκίσκον τον αριθμόν των ναυτών των αναγκαιούντων μόνον διά την διεύθυνσιν του πλοίου. Η Νέα Ζηλανδία ουδόλως εστερείτο αγρευτών, ναυτών πάσης εθνικότητος, λιποτακτών ή άλλων, οίτινες εζήτουν να μισθωθώσι διά την εποχήν και εξήσκουν επιτηδείως το αλιευτικόν επάγγελμα. Περαιουμένης άπαξ της χρησίμου περιόδου επληρώνοντο, απεβιβάζοντο εις την ξηράν και περιέμενον όπως οι φαλαινοθήραι του επομένου έτους έλθωσι να ζητήσωσι την υπηρεσίαν των. Κατά την μέθοδον ταύτην και καλλιτέρα χρήσις των διαθεσίμων ναυτών εγίνετο και μεγαλείτερον όφελος προέκυπτεν εκ της συνεργασίας των.
Τούτο εγένετο και εις το «Πίλγριμ».
Ο μυοπάρων είχε διέλθει την αλιευτικήν εποχήν επί του ορίου του πολικού ανταρτικού κύκλου. Αλλά δεν είχε το φορτίον του πλήρες ελαίου, υπολαιμίων ακατεργάστων και τεμαχίων αυτού. Κατ' εκείνην ήδη την εποχήν, η αλιεία καθίστατο δύσκολος. Τα κήτη, μεγάλως καταδιωχθέντα, ήσαν σπάνια. Η γνησία φάλαινα, ήτις καλείται Nord-caqer εν τω βόρειο Ωκεανώ και Sulpher-boltone εν ταις νοτίαις θαλάσσαις, ήρχιζε να εκλείπη.
Οι αλιείς έπρεπε να στραφώσι κατά του Φιν-μπακ, γιγαντώδους μαστοφόρου, ου αι προσβολαι δεν ήσαν άμοιροι κινδύνων.
Τούτο έπραξεν ο πλοίαρχος Χουλ εις την εκδρομήν ταύτην, αλλά κατά το επόμενον ταξείδιον εσκόπευε να ανοιχθή εις πλάτος υψηλότερον, και εάν ήτο ανάγκη να προχωρήση μέχρι των γαιών εκείνων της Κλαρίας και της Αδελίας, των οποίων η ανακάλυψις, αμφισβητηθείσα υπό του Αμερικανού Βίλκες, ανήκει οριστικώς εις τον διάσημον πλοίαρχον του Αστρολάβου και της Ζηλείας εις τον Γάλλον Δουμόνδον Δουρβίλ.
Εν συνόψει η εκδρομή δεν υπήρξεν ευτυχής διά το «Πίλγριμ». Κατά τας αρχάς του Ιανουαρίου, ήτοι περί τα μέσα του βορείου θέρους, και μολονότι η προς επάνοδον των φαλαινοθηρών εποχή δεν είχεν επέλθει έτι, ο πλοίαρχος Χουλ ηναγκάσθη να εγκαταλίπη τα μέρη της αλιείας. Το επιβοηθητικόν αυτού πλήρωμα, — άθροισμα αχρείων υποκειμένων, — ήρχησε να απειθή, και εδέησε να σκευθή όπως αποχωρισθή αυτών.
Το «Πίλγριμ» λοιπόν διηυθύνθη βορειοδυτικώς, προς τας γαίας της Νέας Ζηλανδίας, την οποίαν είχε επισκεφθή κατά την 15ην Ιανουαρίου. Έφθασεν εις Βαϊτεμάταν, λιμένα του Ωκλάνδ κειμένου εις τον μυχόν του κόλπου Χουράκι επί της ανατολικής παραλίας της βορείας νήσου και απεβίβασε τους αλιείς ους είχε παραλάβει διά την εκδρομήν.
Το πλήρωμα δεν ήτο ευχαριστημένον. Προς συμπλήρωσιν του φορτίου του «Πίλγριμ» έλειπον διακόσια τουλάχιστον βαρέλια ελαίου. Ουδέποτε πτωχοτέρα αλιεία. Ο πλοίαρχος Χουλ επέστρεφε λοιπόν με την δυσαρέσκειαν δεδοκιμασμένου κυνηγού, όστις διά πρώτην φοράν άνευ ή σχεδόν άνευ θηράματος επιστρέφει. Η φιλαυτία του είχε λίαν εξερεθισθή και δεν εσυγχώρει τους αθλίους εκείνους των οποίων η απείθεια είχε συντελέσει εις την αποτυχίαν της εκδρομής του.
Εις μάτην προσπάθησε να συναθροίση εξ Ωκλάνδ νέον πλήρωμα αλιευτικόν. Όλοι οι διαθέσιμοι ναυτικοί είχον επιβή εις άλλα πλοία φαλαινοθηρευτικά. Εδέησε λοιπόν να αποβάλη πάσαν ελπίδα σημπληρώσεως του φορτίου του «Πίλγριμ» και παρασκευάζετο να εγκαταλείπη οριστικώς το Ωκλάνδ, ότε αίτησις πλοός τω εγένετο ην δεν ηδύνατο να αρνηθή.
Η κυρία Βέλδων, σύζυγος του εφοπλιστού του «Πίλγριμ», ο πενταετής αυτής υιός Ζακ, καί τις των συγγενών τον οποίον εκάλουν εξάδελφον Βενέδικτον, ευρίσκοντο τότε εις Ωκλάνδ. Ο Ιάκωβος Βέλδων, τον οποίον αι εμπορικαί του επιχειρήσεις ηνάγκαζον ενίοτε να επισκέπτηται την Νέαν Ζηλανδίαν, είχε φέρει εκεί και τους τρεις, εσκόπευε δε να τους επαναφέρη εις Άγιον Φραγκίσκον.
Αλλά καθ' ήν στιγμήν όλη η οικογένεια έμελλε να αναχωρήση, ησθένησε βαρέως ο μικρός Ζακ, ο δε πατήρ του, βιαζόμενος υπό των υποθέσεών του ηναγκάσθη να απέλθη του Ωκλάνδ, καταλείπων εκεί την σύζυγόν του, τον υιόν και τον εξάδελφον Βενέδικτον.
Τρεις μήνες είχον παρέλθει, τρεις μακροί μήνες αποχωρισμού, οίτινες υπήρξαν λίαν οδυνηροί εις την κυρίαν Βέλδων. Εν τούτοις το νεαρόν τέκνον της εθεραπεύθη και εμελέτα να αναχωρήση ότε τη ανήγγειλον την άφιξιν του «Πίλγριμ».
Κατ' εκείνην την εποχήν, όπως επιστρέψη εις Άγιον Φραγκίσκον η κυρία Βέρδων ήτο ηναγκασμένη να μεταβή εις Αυστραλίαν διά να ζητήση πλοίον της υπερωκεανείου Εταιρίας του Χρυσού Αιώνος, εξ εκείνων άτινα εκτελούσι την υπηρεσίαν από Μελβούρν εις τον ισθμόν του Παναμά διά του Παπεϊτή. Ερχομένη άπαξ εις Παναμάν, ώφειλε να περιμένη την αναχώρησιν του αμερικανού ατμοπλοίου όπερ εκτελεί τακτικήν συγκοινωνίαν μεταξύ του ισθμού και της Καλιφορνίας. Τούτου ένεκα, βραδύτητες, μεταβιβάσεις, πάντοτε δυσάρεστοι διά μίαν γυναίκα μετά μικρού παιδίου. Κατ' αυτήν λοιπόν την στιγμήν ηγκυροβόλησε το «Πίλγριμ» εις Ωκλάνδ, δεν εδίστασε και εζήτησε παρά του πλοιάρχου να παραλάβη εις το πλοίον αυτήν, τον υιόν της, τον εξάδελφον Βενέδικτον και την Ναν, γραίαν μαύρην ήτις την υπηρέτει από της νηπιακής ηλικίας της, όπως τους μεταφέρη εις Άγιον Φραγκίσκον. Τρεις χιλιάδες θαλάσσιοι λεύγαι να διανυθώσι διά πλοίου ιστιοφόρου! αλλά το πλοίον του πλοιάρχου Χουλ ήτο λίαν στερεόν και η εποχή ωραία εισέτι. Ο πλοίαρχος Χουλ εδέχθη και παρεχώρησεν αμέσως τον ιδιαίταιρον θάλαμόν του εις την διάθεσιν της επιβάτιδος. Ήθελεν ώστε κατά τον διάπλουν, όστις ηδύνατο να διαρκέση τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα ημέρας, η κυρία Βέλδων να έχη όλας τας δυνατάς αναπαύσεις εντός του πλοίου.
Υπό τους όρους τούτους ο διάπλους θα είχεν ευχαρίστησίν τινα διά την κυρίαν Βέλδων. Το μόνον δυσάρεστον ήτο ότι ο διάπλους εκείνος εξ ανάγκης θα παρατείνετο ένεκα της υποχρεώσεως του «Πίλγριμ» ν' αποβιβάση το φορτίον του εις Βαλπαραΐζον της Χιλής. Τούτου γενομένου, δεν υπελείπετο άλλο ειμή να ανέλθη την αμερικανικήν ακτήν, μετ' απογείων ανέμων, οίτινες καθιστώσι λίαν ευχάριστα τα παράλια εκείνα.
Άλλως τι η κυρία Βέλδων ήτο γυνή θαρραλέα, ήτις δεν επτοείτο υπό της θαλάσσης. Τριακονταέτις την ηλικίαν, έχουσα υγείαν ισχυράν και πολλήν έξιν εις τους μακρούς πλόας εις ους πολλάκις συνόδευσε τον σύζυγόν της, δεν εδειλία απέναντι των τυχαίων συμβεβηκότων, άτινα ηδύναντο να επέλθωσιν εις πλοίον μετρίας χωρητικότητος. Εγνώριζεν ότι ο πλοίαρχος Χουλ ήτο εξαίρετος ναυτικός εις ον ο Ιάκωβος Βέλδων είχε πάσαν εμπιστοσύνην. Το «Πίλγριμ» ήτο πλοίον στερεόν, ταχύπλουν, διακρινόμενον εν τω στολίσκω των αμερικανικών φαλαινοθηρών. Η ευκαιρία ήτο καλή και έπρεπε να επωφεληθή. Η κυρία Βέλδων επωφελήθη ταύτης.
Εννοείται ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος ώφειλε να την συνοδεύση.
Ο εξάδελφος εκείνος ήτο αγαθός ανήρ, πεντηκονταέτης περίπου. Αλλά, μεθ' όλην την πεντηκονταετίαν του θα ήτο ασύνετον να τον αφήση τις μόνον να εξέλθη. Μακρός μάλλον ή υψηλός, στενός μάλλον ή ισχνός, με πρόσωπον οστεώδες, με κρανίον παμμέγιστον και λίαν τριχωτόν. Εν όλω τω ατελειώτω ατόμω του ηδύνατό τις να αναγνωρίση ένα των αξιολόγων εκείνων χρυσοδιοπτροφόρων επιστημόνων, των αβλαβών και αγαθών, προορισμένων να μείνωσι καθ' όλον τον βίον των μεγάλα παιδία και να αποθνήσκωσιν εκατονταετή εις τας αγκάλας της τροφού των.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος, — ούτως εκαλείτο πάντοτε, και εκτός έτι της οικογενείας, και πράγματι ήτο εξ εκείνων των αγαθών ανθρώπων οίτινες φαίνονται ωσεί εγεννήθησαν εξάδελφοι όλου του κόσμου, — ο εξάδελφος Βενέδικτος, πάντοτε ενοχλούμενος υπό των μακρών χειρών του και υπό των μακρών ποδών του, θα ήτο εντελώς ανίκανος να διεκπεραιώση μόνος, έστω και την απλουστάτην υπόθεσιν. Ουδένα ενοχλών, ειμή μόνον εαυτόν, έζη βίον εύκολον, έστεργε τα πάντα, ελησμόνει να φάγη ή να πίη, αναίσθητος εις το κρύο ως και εις τον καύσωνα, εφαίνετο δε ανήκων εις το φυτικόν βασίλειον μάλλον ή εις το ζωικόν. Φαντάσθητε δένδρον όλως ανωφελές, άνευ καρπών και άνευ φύλλων, ανίκανον να θρέψη ή να σκιάση, αλλ' έχων καλήν καρδίαν.
Τοιούτος ήτο ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ευχαρίστως θα προσέφερεν υπηρεσίας εις τους ανθρώπους, εάν, ως θα έλεγεν ο Προυδώμ, ήτο ικανός να προσφέρη.
Τέλος, ηγαπάτο ένεκα αυτής ταύτης της αδυναμίας του. Η κυρία Βέλδων τον εθεώρει ως τέκνον της, — ως μεγάλον πρωτότοκον αδελφόν του μικρού της Ζακ.
Δέον να προσθέσωμεν ενταύθα ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο εν τούτοις ούτε αδρανής, ούτε άεργος. Εξ εναντίας ήτο εργατικός. Το μοναδικόν πάθος του, η φυσική ιστορία, τον απερρόφα ολόκληρον.
Λέγοντες φυσικήν ιστορίαν, λέγομεν πολύ.
Γνωστόν ότι τα διάφορα μέρη εξ ων απαρτίζεται η επιστήμη αύτη είναι η ζωολογία, η βοτανική, η ορυκτολογία και η γεωλογία.
Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος ούτε βοτανικός, ούτε ορυκτολόγος, ούτε γεωλόγος ήτο.
Μήπως άρα γε ήτο ζωολόγος, καθ' όλην την σημασίαν της λέξεως, είδος τι Κυβιέρου του Νέου Κόσμου, αποσυνθέτων το ζώον διά της αναλύσεως, ή ανασυνθέτων αυτό διά της συνθέσεως, είς των βαθέων εκείνων ειδημόνων, των ασκηθέντων εις την σπουδήν των τεσσάρων τύπων, εις ους η νεωτέρα επιστήμη ανάγει το ζωικόν βασίλειον, των σπονδυλωτών δηλαδή, των μαλακίων, των ενάρθρων και των ακνινωτών; Των τεσσάρων τούτων διαιρέσεων, ο αφελής αλλά φιλόσπουδος επιστήμων παρετήρησέ ποτε τας κλάσεις και ηρεύνησε τας τάξεις, τας οικογενείας, τας φυλάς, τα γένη, τα είδη, τας διακρινούσας αυτάς ποικιλίας;
Όχι!
Μη άρα γε ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν αφοσιωθή εις την σπουδήν των σπονδυλωτών, μαστοφόρων, πτηνών, ερπετών και ιχθύων;
Ουδαμώς.
Μη άρα γε προυτίμησε τα μαλάκια από των κεφαλοπόδων μέχρι των βρυοζώων, και η μαλακολογία δεν είχε πλέον μυστήρια δι' αυτόν;
Παντάπασι.
Μη άραγε έκαυσεν επί τοσούτον χρόνον το έλαιον του λύχνου του ασχολούμενος εις τα ακτινωτά, τα εχινόδερμα, τας ακαλήφας, τους πολύποδας, τους έλμινθας, τα σπογγιώδη και τα εγχυματογενή;
Δέον να ομολογήσωμεν ότι ουδέ τούτο εγένετο.
Επειδή λοιπόν δεν υπολείπεται άλλο είδος ζωολογίας, ειμή η διαίρεσις των ενάρθρων, έπεται εξ ανάγκης ότι επί ταύτης της διαιρέσεως είχεν ασκηθή το μόνον πάθος του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
Ναι, αλλά και τούτο πρέπει σαφανισθή.
Η διακλάδωσις των ενάρθρων περιλαμβάνει έξ κλάσεις: τα έντομα, τα μυριάποδα, τα αραχνοειδή, τα μαλακόστρακα, τα μαλλόποδα και τα ερύθραιμα.
Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν θα ηδύνατο να διακρίνη τον σκώληκα από της θεραπευτικής βδέλης, το κρήθμον από της κογχύλης, την οικιακήν αράχνην από τον ψευδοσκορπιόν, την καραβίδα από του βατράχου, τον ίουλον από της σκολοπένδρας.
Τι ήτο λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος;
Ουδέν άλλο ή απλούς εντομολόγος.
Εις ταύτα δύναταί τις βεβαίως να απαντήση ότι η εντομολογία, κατά την ετυμολογικήν αυτής έννοιαν, είναι μέρος των φυσικών επιστημών περιλαμβάνον όλα τα έναρθρα. Υπό γενικήν έποψιν τούτο είναι αληθές, αλλ' επεκράτησεν η συνήθεια να μη δίδεται εις την λέξιν ταύτην ειμή έννοια μάλλον περιωρισμένη. Δεν εφαρμόζεται λοιπόν ειμή εις την κυρίως λεγομένην σπουδήν των εντόμων, ήτοι «όλων των ενάρθρων ζώων, των οποίων το σώμα, συγκείμενον εκ δακτυλίων τεθειμένων άκρον προς άκρον, σχηματίζει τρία διακεκριμένα τμήματα, άτινα κέκτηνται τρία ζεύγη ποδών, ένεκα του οποίου ωνομάσθησαν εξάποδα».
Επειδή λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος είχε περιορισθή εις την σπουδήν των ενάρθρων της κλάσεως ταύτης ήτο μόνον απλούς εντομολόγος.
Αλλά μη απατώμεθα! Εν τη κλάσει ταύτη των εντόμων περιλαμβάνονται ουχί ολιγώτεραι των δέκα τάξεων τα ορθόπτερα (1) , τα νευρόπτερα (2) τα υμενόπτερα (3) , τα λεπιδόπτερα (4) , τα ημίπτερα (5) , τα κολεόπτερα (6) . τα δίπτερα (7) , τα ριπίπτερα (8) , τα παράσιτα (9) και τα θυσάνουρα (10) . Είς τινα δε των τόξων τούτων τα κολεόπτερα παραδείγματος χάριν, εξηκριβώθησαν τριάκοντα χιλιάδες είδη και εξήκοντα χιλιάδες εις τα δίπτερα. Εκ τούτων λοιπόν δύναταί τις να εννοήση ότι τα αντικείμενα σπουδής δεν ελλείπουσι και ότι υπάρχει πολλή ύλη όπως απασχολήση ένα άνθρωπον μόνον.
Τοιουτοτρόπως όλος ο βίος του εξαδέλφου Βενεδίκτου ήτο αφιερωμένος εντελώς εις την εντομολογίαν.
Εις την επιστήμην ταύτην απησχόλει όλας τας ώρας του, — όλας ανεξαιρέτως και αυτάς τας του ύπνου, αφού ωνειρεύετο πάντοτε «εξάποδα». Αναρίθμητοι ήσαν αι καρφίδες αι εμπεπηγμέναι εις τας χειρίδας, εις το περιπεριτραχήλιον του ενδύματός του, εις το βάθος του πίλου του και εις τα πλάγια του εσωκαρδίου του.
Όταν ο εξάδελφος Βενέδικτος επέστρεφεν έκ τινος επιστημονικού περιπάτου, ο πολύτιμος πίλος του ήτο αποθήκη φυσικής ιστορίας, κατάστικτος εσωτερικώς τε και εξωτερικώς υπό εντόμων διαπερασμένων. Και τώρα εξηγείται ότι το πρωτότυπον εκείνο ον συνόδευσε τον κύριον και την κυρίαν Βέλδων εις Νέαν Ζηλανδίαν εκ πάθους εντομολογικού. Εκεί, η συλλογή του επλουτίσθη διά τινων σπανίων αντικειμένων, και ευνόητον ήτο ότι εβιάζετο να επανέλθη όπως ταξινομίση αυτά εις το σπουδαστήριόν του εν Αγίω Φραγκίσκω.
Επειδή λοιπόν η κυρία Βέλδων και το τέκνον της επέστρεφον εις Αμερικήν διά του «Πίλγριμ», ουδέν φυσικώτερον να συνοδεύση αυτούς ο εξάδελφος Βενέδικτος κατά τον διάπλουν.
Αλλ' η κυρία Βέλδων ουδόλως έπρεπε να βασίζεται επ' αυτού, εάν παρουσιάζετο κρίσιμός τις περίστασις. Ευτυχώς δεν επρόκειτο ειμή περί ταξειδίου ευκόλου εκτελουμένου κατά την καλήν εποχήν, και διά πλοίου του οποίου ο κυβερνήτης ήτο άξιος πάσης εμπιστοσύνης.
Κατά την τριήμερον διαμονήν του «Πίλγριμ» εν Βαϊτεμάτα, η κυρία Βέλδων ενήργησεν εν μεγάλη βία τας προετοιμασίας της, καθότι δεν ήθελε να επιβραδύνη την αναχώρησιν του μυοπάρωνος. Οι ιθαγενείς υπηρέται οίτινες υπηρέτουν αυτήν κατά την εις Ωκλάνδ διαμονήν της απελύθησαν, και τη 22 Ιανουαρίου επεβιβάσθη επί του «Πίλγριμ» φέρουσα μεθ' εαυτής τον υιόν της Ζακ, τον εξάδελφον Βενέδικτον και την γραίαν υπηρέτριαν Ναν.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος έφερεν εντός ιδιαιτέρου κιβωτίου όλην την εντομολογικήν συλλογήν του. Εν τη συλλογή εκείνη διεκρίνοντο μεταξύ άλλων δείγματά τινα των νέων εκείνων σταφυλίνων, είδους σαρκοβόρων κολεοπτέρων, ων οι οφθαλμοί ευρίσκονται υπεράνω της κεφαλής, και οίτινες μέχρι τότε ενομίζοντο ότι ανήκον μόνον εις την Νέαν Καληδονίαν. Τω είχον συστήσει φαρμακεράν τινα αράχνην, την «κατιπώ» των Μαορή, της οποίας το δήγμα είναι πολλάκις θανατηφόρον εις τους ιθαγενείς. Αλλ' η αράχνη δεν ανήκει εις την τάξιν των κυρίως καλουμένων εντόμων, κατατάσσεται εις τα αραχνοειδή, και κατ' ακόλουθίαν ουδεμίαν είχεν αξίαν εις τους οφθαλμούς του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Ως εκ τούτου την περιεφρόνησε, και το ωραιότερον κειμήλιον της συλλογής του ήτο αξιοσημείωτός τις σταφυλίνος Νεοζηλανδικός.
Εννοείται ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος, πληρώσας μεγάλα ασφάλιστρα, εξησφάλησε το φορτίον του, όπερ τω εφαίνετο πολυτιμότερον του εξ ελαίου και ελασμάτων φορτίου εν τω κύτει του «Πίλγριμ».
Κατά την στιγμήν του απόπλου, ότε η κυρία Βέλδων και οι συμπλωτήρες αυτής ευρέθησαν επί του καταστρώματος του μυοπάρωνος, ο πλοίαρχος Χουλ επλησίασε την επιβάτιδα.
— Εννοείται κυρία Βέλδων, τη είπεν, εάν ταξειδεύηται διά του «Πίλγριμ» υμείς μόνη είσθε υπεύθυνος.
— Διατί μοι απευθύνετε την παρατήρησιν ταύτην, κύριε Χουλ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Διότι δεν έλαβον διαταγήν περί τούτου παρά του συζύγου σας, και όπως δήποτε είς μυοπάρων δεν δύναται να σας προσφέρη τας εγγυήσεις καλού διάπλου, τας οποίας θα είχετε εντός ατμοπλοίου ειδικώς προωρισμένου προς μεταφοράν επιβατών.
— Εάν ο σύζυγός μου ήτο εδώ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, νομίζετε, κύριε Χουλ ότι θα εδίσταζε να επιβιβασθή επί του «Πίλγριμ» συνοδευόμενος υπό της συζύγου και του τέκνου του;
— Όχι, κυρία Βέλδων δεν θα εδίσταζεν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· όχι βεβαίως! ως δεν θα εδίσταζον ούτε εγώ! Το «Πίλγριμ» είναι καλόν πλοίον, αν και η εκδρομή του υπήρξε πολύ αθλία, και είμαι βέβαιος περί αυτού όσον δύναται να ήνε ναυτικός περί του πλοίου όπερ κυβερνά από πολλών ετών. Ό,τι σας είπον, κυρία Βέλδων, το είπον όπως καλύψω την ευθύνην μου και όπως σας επαναλάβω ότι εντός του πλοίου δεν θα έχετε τας αναπαύσεις εκείνας εις τας οποίας είσθε συνηθισμένη.
— Επειδή δεν πρόκειται ειμή περί αναπαύσεων, κύριε Χουλ απήντησεν η κυρία Βέλδων, τούτο δεν είναι ικανόν να με εμποδίση. Δεν είμαι εκ των δύσκολων εκείνων επιβατών οίτινες αδιακόπως παραπονούνται διά το στενόν των κοιτωνίσκων και την ανεπάρκειαν της τραπέζης.
Είτα η κυρία Βέλδων, αφού παρετήρησεν επί τινας στιγμάς τον μικρόν της Ζακ, ον εκράτει εκ της χειρός·
— Ας αναχωρήσωμεν, κύριε Χουλ, είπεν.
Αι διαταγαί εδόθησαν προς απόπλουν, τα ιστία ανεπετάσθησαν, και το «Πίλγριμ» χειριζόμενον εις τρόπον ώστε να εξέλθη του κόλπου όσον τάχιστα, έστρεψε την πρώραν προς τα αμερικανικά παράλια.
Αλλά, τρεις ημέρας μετά την αναχώρησίν του, ο μυοπάρων στενοχωρηθείς υπό βιαίων ανατολικών ανέμων, ηναγκάσθη να στρέψη αριστερά όπως επιτύχη πάλιν ούριον άνεμον.
Και τοιουτοτρόπως, κατά την 2 Φεβρουαρίου, ο πλοίαρχος Χουλ ευρίσκετο εισέτι εις πλάτος υψηλότερον εκείνου όπερ ήθελε και εις θέσιν ναυτικού ζητούντος μάλλον να παρικάμψη το ακρωτήριον Χορν ή να πλησιάση την νέαν ήπειρον.
ΔΙΚ ΣΑΝΔ
Εν τούτοις η θάλασσα ήτο καλή, και εξαιρέσει των βραδυτήτων ο πλους εξετελείτο
υπό αρκούντως ευνοϊκούς όρους.
Η κυρία Βέλδων είχεν εγκατασταθή εντός του «Πίλγριμ» όσον ήτο δυνατόν ανέτως. Ούτε πυργίσκος ούτε άλλο τι ευρίσκετο εις τα όπισθεν του καταστρώματος. Δεν υπήρχε λοιπόν κοιτωνίσκος εις την πρύμνην όπως δεχθή την επιβάτιδα, ήτις εδέησε να αρκεσθή εις τον θάλαμον του πλοιάρχου Χουλ κείμενον επί της πρύμνης και αποτελούντα την μετρίαν αυτού ναυτικήν κατοικίαν. Εδέησεν όμως να την παρακαλέση επιμόνως ο πλοίαρχος όπως δεχθή. Εκεί λοιπόν, εις το μέτριον εκείνο οίκημα, εγκατέστη η κυρία Βέλδων μετά του τέκνου της και της γραίας Ναν. Εκεί εγευμάτιζεν, έχουσα συνδαιτυμόνας τον πλοίαρχον και τον εξάδελφον Βενέδικτον, διά τον οποίον εσχηματίσθη επί του καταστρώματος είδος τι θαλαμίσκου.
Ο δε πλοίαρχος του «Πίλγριμ» είχε καταλάβει κοιτωνίσκον τινά του πληρώματος, κοιτωνίσκον όστις έπρεπε να κατέχηται υπό του υποπλοιάρχου, εάν υπήρχεν υποπλοίαρχος εν τω πλοίω. Αλλ' ως γνωρίζομεν, ο μυοπάρων εταξείδευεν υπό συνθήκας αίτινες επέτρεπον να γίνεται οικονομία ενός υποπλοιάρχου.
Οι άνδρες του «Πίλγριμ» καλοί και εύρωστοι θαλασσινοί, εφαίνοντο πολύ συνηνωμένοι εκ της ταυτότητος των ιδεών και των έξεων. Η αλιευτική εκείνη περίοδος ήτο η τετάρτη την οποίαν εξετέλουν ομού. Άπαντες εκ της δυτικής Αμερικής εγνωρίζοντο από παλαιού χρόνου και ανήκον εις την αυτήν χώραν της Καλιφoρνίας.
Οι γενναίοι εκείνοι άνδρες εφαίνοντο πολύ περιποιητικοί προς την κυρίαν Βέλδων, την σύζυγον του εφοπλιστού των, προς τον οποίον έτρεφον απεριόριστον αφοσίωσιν. Δέον να είπωμεν ότι μεγάλως ενδιαφερόμενοι εις τα κέρδη του πλοίου, είχον θαλασσοπορήσει μέχρι τότε μετά πολλής ωφελείας. Εάν ένεκα του μικρού αριθμού των ουδενός εφείδοντο κόπου, συνέβαινε τούτο διότι πάσα εργασία ηύξανε τα κέρδη των κατά την τακτοποίησιν των λογαριασμών εκάστης περιόδου. Είναι αληθές όχι την φοράν ταύτην το κέρδος θα ήτο μηδαμινόν, και τούτο δικαίως τους εξώργιζε κατά των αχρείων εκείνων της Νέας Ζηλανδίας.
Είς μόνον μεταξύ όλων εν τω πλοίω δεν ήτο καταγωγής αμερικανικής. Πορτογάλλος εκ γενετής, αλλ' ομιλών ευχερώς την αγγλικήν, εκαλείτο Νεγορός, και εξετέλει τα ταπεινά έργα μαγείρου του μυοπάρωνος.
Όταν ο μάγειρος του «Πίλγριμ» ελιποτάκτησεν εις Ωκλάνδ, ο Νεγορός εκείνος, άνευ εργασίας τότε, προσεφέρθη να τον αντικαταστήση. Ήτο άνθρωπος σιωπηλός, ήκιστα κοινωνικός, έμενε μεμονωμένος, αλλά καλώς εξεπλήρου το επάγγελμά του. Παραλαβών αυτόν εις την υπηρεσίαν του ο πλοίαρχος Χουλ εφαίνετο ότι αρκούντως επέτυχεν εις την εκλογήν του· από της στιγμής της εισόδου του εις το πλοίον ο Νεγορός ουδεμίαν επέσυρεν επίπληξιν.
Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ ελυπείτο διότι δεν έσχε τον απαιτούμενον καιρόν να λάβη ακριβείς πληροφορίας περί του παρελθόντος αυτού. Η μορφή του, ή μάλλον το βλέμμα του, μετρίως τω ήρεσκε, και προκειμένου να εισαγάγη τις ένα άγνωστον εις την τόσω στενήν και τόσω περιωρισμένην ζωήν πλοίου, πρέπει ουδέν να παραμελή όπως πληροφορήται περί των προηγουμένων αυτού.
Ο Νεγορός εφαίνετο τεσσαρακοντούτης. Ισχνός νευρώδης, μεσαίου αναστήματος, είχε την κόμην μελανωτάτην, το δέρμα ολίγον τι ηλιοκαές και ήτο εύρωστος. Είχεν άρα γε λάβει ανατροφήν τινα; Ναι, τούτο δε εφαίνετο έκ τινων παρατηρήσεων αίτινες τω διέφευγον ενίοτε. Άλλως τε δε ουδέποτε ωμίλει περί του παρελθόντος του, πού είχε ζήσει. Ποίον θα ήτο το μέλλον του; ούτε τούτο ηδύνατό τις να ηξεύρη. Έλεγε μόνον ότι εσκόπευε ν' αποβιβασθή εις Βαλπαραΐζον. Βεβαίως ήτο άνθρωπος αλλόκοτος. Όπως δήποτε, δεν εφαίνετο ότι υπήρξε ναυτικός· εφαίνετο μάλιστα πλειότερον ξένος προς τα ναυτικά πράγματα παρ' όσον δύναται να είναι μάγειρος, του οποίου μέρος της υπάρξεως διήλθεν εν τη θαλάσση.
Εν τούτοις ο σάλος ή ο προνευτασμός του πλοίου δεν τον ηνόχλει ως εκείνους οι οποίοι ουδέποτε εταξείδευσαν και τούτο ήτο αρκετά σπουδαίον διά μάγειρον πλοίου.
Εν συντόμω, ολίγον εφαίνετο. Την ημέραν έμενε συνήθως περιωρισμένος εντός του στενού μαγειρίου του, ενώπιον του εκ χυτοσιδήρου κλιβάνου του, όστις κατείχε την περισσοτέραν θέσιν. Επερχομένης της νυκτός και σβυνομένου του κλιβάνου, ο Νεγορός επανήρχετο εις την καλύβην ήτις είχεν επιφυλαχθή αυτώ εις το βάθος του κύτους. Είτα κατεκλίνετο αμέσως και απεκοιμάτο.
Είπομεν ανωτέρω ότι το πλήρωμα του «Πίλγριμ» συνέκειτο εκ πέντε ναυτών και ενός δοκίμου.
Ο νέος ούτος δόκιμος, ηλικίας δεκαπέντε ετών, ήτο τέκνον πατρός και μητρός αγνώστων. Το δυστυχές εκείνο ον, εγκαταλειφθέν ευθύς από της γεννήσεώς του, παρελήφθη υπό της δημοσίου ευσπλαγχνίας και ανετράφη υπ' αυτής.
Ο Δικ Σανδ — ούτως εκαλείτο — εφαίνετο ότι κατήγετο εκ της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, και βεβαίως εκ της πρωτευούσης της πολιτείας ταύτης.
Εάν το όνομα Δικ — κατά συγκοπήν του ονόματος Ριχάρδου — εδόθη εις τον μικρόν ορφανόν, σημαίνει ότι ήτο το όνομα του ελεήμονος διαβάτου όστις τον παρέλαβεν, δύο ή τρεις ώρας μετά την γέννησίν του. Το όνομα Σανδ απεδόθη αύτω προς ανάμνησιν του μέρους ένθα ευρέθη, ήτοι επί της άκρας εκείνης Σάνδυ Χουκ (11) , ήτις σχηματίζει την είσοδον του λιμένος της Νέας Υόρκης, κατά το στόμιον Χούδσων.
Ο Δικ Σανδ όταν ήθελε φθάσει εις όλην την ανάπτυξίν του δεν θα υπερέβαινε μεν το μεσαίον ανάστημα, αλλ' ήτο ισχυράς κράσεως. Ουδείς ηδύνατο ν' αμφιβάλλη περί της αγγλοσαξωνικής αυτού καταγωγής. Ήτο μελαγχροινός, είχεν οφθαλμούς κυανούς των οποίων το κρυσταλλώδες έλαμπεν υπό πυρός ζωηρού. Το ναυτικόν του επάγγελμα τον είχεν ήδη προπαρασκευάσει εις τους αγώνας του βίου. Η ευφυής φυσιογνωμία του ανέπνεε την ενεργητικότητα, ενεργητικότητος ουχί αυθάδους, αλλά τολμητίου. Συχνάκις αναφέρουσι τας τρεις ταύτας λέξεις ατελούς τινος στίχου Βιργιλίου.
Audaces fortouna junvat. .
αλλά τας αναφέρουσιν εσφαλμένως. Ο ποιητής είπεν:
Audentes fortouna juvat. .
Εις τους τολμητίας και ουχί τους αυθάδεις προσμειδιά σχεδόν πάντοτε η τύχη. Ο αυθάδης δύναται να είναι απερίσκεπτος. Ο τολμητίας σκέπτεται πρώτον, ενεργεί έπειτα. Ιδού η διαφορά.
Ο Δικ Σανδ ήτο τολμητίας. Δεκαπενταέτης έτι, όταν απεφάσιζέ τι εξετέλει αυτό
καθ' ολοκληρίαν μετά πάσης επιμονής. Το ήθος αυτού ζωηρόν άμα και σοβαρόν,
εφείλκυε την προσοχήν. Δεν κατηναλίσκετο εις λόγους ή εις χειρονομίας ως
πράττουσι συνήθως οι ομήλικες αυτώ παίδες. Ενωρίς εις εποχήν του βίου ότε δεν
συζητεί τις τα προβλήματα της υπάρξεως είχεν αντιμετωπίσει την αθλίαν
κατάστασίν του και είχεν υποσχεθή να αναδειχθή αφ' εαυτού.
Και ανεδείχθη, γενόμενος ήδη σχεδόν ανήρ καθ' ήν ηλικίαν άλλοι είναι εισέτι
παίδες.
Συγχρόνως λίαν ευκίνητος, λίαν επιτήδειος εις όλα τα σωματικά γυμνάσια, ο Δικ Σανδ ήτο εκ των προνομιούχων εκείνων όντων περί των οποίων δύναταί τις να είπη ότι εγεννήθησαν με δύο πόδας αριστερούς και δύο χείρας δεξιάς. Τοιουτοτρόπως πράττουσι τα πάντα διά της καλής χειρός και αναχωρούσι πάντοτε διά του καλού ποδός.
Η δημοσία ευσπλαγχνία, ως είπομεν, ανέθρεψε τον μικρόν ορφανόν. Πρώτον εισήχθη εις έν των παιδοτροφείων εκείνων άτινα εν Αμερική έχουσι πάντοτε θέσιν διά τα εγκαταλελειμένα παιδία. Έπειτα, εν ηλικία τεσσάρων ετών, ο Δικ εμάνθανε να αναγινώσκη, να γράφη, να αριθμή εις έν των σχολείων εκείνων της πολιτείας της Νέας Υόρκης, άτινα αι ελεήμονες συνδρομαί συντηρούσι μετά γενναιότητος.
Οκταετής την ηλικίαν, ένεκα της προς την θάλασσαν αγάπην την οποίαν είχε εκ γενετής, ο Δικ επέβη ως καμαρώτος εις πλοίον των Νοτίων θαλασσών. Εκεί εμάνθανε το επάγγελμα του ναυτικού και ως πρέπει τις να το μανθάνη, από της μάλλον νεαράς ηλικίας. Ολίγον κατ' ολίγον εδιδάχθη υπό την οδηγίαν αξιωματικών οίτινες συνεπάθησαν προς τον μικρόν εκείνον νεανίαν. Ούτως, ο ναυτόπαις δεν εβράδυνε να γίνη δόκιμος, ελπίζων βεβαίως και άλλην προαγωγήν. Ο παις όστις ευθύς εξαρχής είχεν εννοήσει ότι η εργασία είναι ο νόμος της ζωής, εκείνος όστις είχε μάθει ενωρίς ότι ο άρτος δεν κερδαίνεται ειμή διά του ιδρώτος του προσώπου — δόγμα της Ιεράς Γραφής όπερ είναι κανών της ανθρωπότητος — ο παις εκείνος είναι βεβαίως προωρισμένος διά μεγάλα πράγματα, καθότι ημέραν τινα, μετά της θελήσεως, θα έχη και την δύναμιν να εκτελέση ταύτα.
Ότε λοιπόν ο Δικ Σανδ ευρίσκετο ως ναυτόπαις επί τινος εμπορικού πλοίου διεκρίθη υπό του πλοιάρχου Χουλ! Ο γενναίος ούτος ναυτικός ησθάνθη συμπάθειαν προς το αγαθόν εκείνο παιδίον και το εσύστησε βραδύτερον εις τον εφοπλιστήν Ιάκωβον Βέλδων. Ούτος συνεπάθησεν ομοίως προς τον ορφανόν εκείνον του οποίου συνεπλήρωσε την αγωγήν εις Άγιον Φραγκίσκον και τον ανέθρεψεν εις την καθολικήν θρησκείαν, εις ην ανήκεν η οικογένειά του.
Κατά την διάρκειαν των σπουδών αυτού ο Δικ Σανδ ιδιαιτέραν κλίσιν ησθάνθη προς την γεωγραφίαν και τας θαλασσοπορίας, επιφυλαττόμενος βραδύτερον, όταν θα έφθανεν εις την πρέπουσαν ηλικίαν, να σπουδάση το μαθηματικόν μέρος το σχετιζόμενον προς την ναυτιλίαν. Είτα εις το θεωρητικόν εκείνο μέρος της μαθήσεώς του δεν παρημέλησε να ενώση το πρακτικόν. Επέβη λοιπόν του «Πίλγριμ» διά πρώτην ήδη φοράν ως δόκιμος. Ο καλός ναυτικός οφείλει να γνωρίζη την μεγάλην αλιείαν όσον και την μεγάλην ναυσιπλοΐαν, διότι είναι καλή προπαρασκευή εις όλα τα ενδεχόμενα συμβεβηκότα τα οποία συμπαραφέρει το ναυτικόν στάδιον. Άλλως τε ο Δικ εταξείδευε μετά πλοίου του Ιακώβου Βέλδων, του ευεργέτου του, πλοίου κυβερνωμένου υπό του πλοιάρχου Χουλ! Ευρίσκετο λοιπόν υπό ευνοϊκωτάτας συνθήκας.
Περιττόν να αναφέρωμεν μέχρι τίνος βαθμού έφθασεν η αφοσίωσίς του προς την οικογένειαν Βέλδων, εις ην ώφειλε τα πάντα. Προτιμότερον να αφήσωμεν τα γεγονότα να ομιλήσωσιν. Αλλ ευκόλως δύναταί τις να ενοήση πόσον ο δόκιμος υπήρξεν ευτυχής όταν έμαθεν ότι η κυρία Βέλδων έμελλε να επιβιβασθή επί του «Πίλγριμ». Επί τινα έτη την κυρίαν Βέλδων εθεώρει ως ιδίαν εαυτού μητέρα, εις δε τον Ζακ έβλεπε μικρόν αδελφόν, ουδέποτε όμως λησμονών την θέσιν του απέναντι του υιού του πλουσίου εφοπλιστού. Αλλά — οι προστάται του εγίνωσκον τούτο — ο καλός εκείνος σπόρος ον είχον σπείρει έπεσεν επί αγαθής γης. Υπό την ζέσιν του αίματός του, η καρδία του ορφανού εξωγκούτο εξ ευγνωμοσύνης, και εάν επέπρωτο να θυσιάση ποτέ την ζωήν του δι' εκείνους οίτινες τον εδίδαξαν ν' αγαπά τον Θεόν και την σπουδήν, ο νεαρός δόκιμος δεν θα εδίσταζε να το πράξη. Εν συντόμω, να είναι δεκαπέντε ετών, αλλά να ενεργή και να πράττη ως τριακονταετής, τοιούτος ήτο ο Δικ Σανδ.
Η κυρία Βέλδων εγνώριζε την αξίαν του προστατευομένου της, ηδύνατο δε άνευ ουδεμιάς ανησυχίας να τω εμπιστευθή τον μικρόν Ζακ. Ο Δικ Σανδ υπερηγάπα το παιδίον εκείνο, όπερ εννοούν ότι τον ηγάπα ο «μεγάλος αδελφός», τον εζήτει πάντοτε. Κατά τας μακράς ώρας της αναπαύσεως, αίτινες είναι τόσω συχναί εις τον πλουν, ότε η θάλασσα ήτο ήσυχος, ότε τα ιστία καλώς διηυθετημένα ουδένα απαιτούσι χειρισμόν, ο Δικ και ο Ζακ ευρίσκοντο πάντοτε σχεδόν ομού. Ο νεαρός δόκιμος εδείκνυεν εις το παιδίον παν ό,τι εκ του επαγγέλματός του ηδύνατο να τον διασκεδάζη. Η κυρία Βέλδων αφόβως έβλεπε τον Ζακ, συνοδευόμενον υπό του Σανδ, να ορμά εις τους προτόνους, να αναρριχάται εις τους ιστούς και να κατέρχηται ως βέλος διά των εξαρτίων. Ο Δικ Σανδ προηγείτο ή είπετο πάντοτε, έτοιμος να τον υποστηρίξη ή να τον κρατήση εάν οι πενταετείς βραχίονές του ήθελον εξασθενήση κατά τα γυμνάσια. Πάντα ταύτα ωφέλουν τον μικρόν Ζακ όστις εκ της ασθενείας είχεν ωχριάσει ολίγον αλλά το χρώμα του επανήρχετο ταχέως εντός του «Πίλγριμ», χάρις εις την καθημερινήν εκείνην γυμναστικήν και εις τας ζωογόνους αύρας της θαλάσσης.
Τα πράγματα έβαινον λοιπόν ούτω. Ο διάπλους εξηκολούθει υπό τας συνθήκας ταύτας και μολονότι ο καιρός δεν ήτο ευνοϊκός, ούτε οι επιβάται ούτε το πλήρωμα παρεπονούντο.
Εν τούτοις η επιμονή εκείνη των ανατολικών ανέμων πολύ απησχόλει τον πλοίαρχον Χουλ καθότι δεν κατώρθωνε να φέρη το πλοίον εις καλήν οδόν. Εφοβείτο δε μάλιστα μήπως βραδύτερον, πλησίον του τροπικού του Αιγόκαιρω, συναντήση νηνεμίαν ήτις θα τον εβασάνιζε πολύ, χωρίς να αναφέρωμεν το ισημερινόν ρεύμα όπερ θα τον απόθει άνευ αντιστάσεως προς δυσμάς. Ανησύχει λοιπόν διά την βραδύτητα ην ήθελεν υποστή η κυρία Βέλδων, καίτοι αυτός δεν ήτο υπεύθυνος. Ως εκ τούτου, εάν συνήντα υπερωκεάνειόν τι ατμόπλοιον κατευθυνόμενον προς την Αμερικήν, εσκέπτετο ήδη να συμβουλεύση την επιβάτιδά του να μεταβιβασθή εις αυτό. Ατυχώς ευρίσκετο εις λίαν υψηλά πλάτη και δεν ήτο δυνατόν να συναντήση ατμόπλοιόν τι κατευθυνόμενον προς τον Παναμάν, άλλως τε δε κατά την εποχήν εκείνην αι διά του Ειρηνικού συγκοινωνίαι μεταξύ Αυστραλίας και Νέου Κόσμου δεν ήσαν τόσω συνεχώς όσω έκτοτε εγένοντο.
Έδει λοιπόν να αφήση τα πράγματα εις το έλεος του Θεού, και εφαίνετο ότι ουδέν θα διετάρασσε τον μονότονον εκείνον διάπλουν, ότε επήλθε το πρώτον συμβάν, ακριβώς κατά την ημέραν εκείνην της 2 Φεβρουαρίου, υπό το πλάτος και το μήκος τα οποία εσημειώσαμεν κατά την έναρξιν της ιστορίας ταύτης.
Περί την ενάτην ώραν της πρωίας ο Δικ Σανδ και ο Ζακ, του καιρού όντος λίαν καθαρού, ήσαν εστηριγμένοι επί του επιστηλιδίου [κόντρα τσιμπούκι). Από του μέρους εκείνου έβλεπον όλον το πλοίον και μέγα μέρος του Ωκεανού. Όπισθεν η περίμετρος του ορίζοντος διεκόπτετο μόνον υπό του μεγάλου ιστού φέροντος επίδρομον [μπούμα) και λαίφος [φλίσι) και κρύπτοντος μέρος της θαλάσσης και του ουρανού. Έμπροσθεν εξετείνετο ο πρωραίος ιστός μετά των τριών αυτού αρτεμόνων [φλόκων), οίτινες εφαίνοντο ως τρεις μεγάλαι άνισοι πτέρυγες. Κάτωθεν ευρίσκετο ο ακάτιος και άνωθεν το μικρόν επιστήλιον [τσιμπούκι) και το μικρόν επιστηλίδιον του οποίου ο ποδεών υπέτρεμεν υπό την πνοήν της αύρας. Ο μυοπάρων έπλεε λοιπόν προς τα αριστερά, κολπούμενος διά των ιστίων του όσον το δυνατόν τον αέρα.
Ο Δικ Σανδ εξήγει εις το Ζακ πως το «Πίλγριμ», καλώς ηρμοσμένον, καλώς ισορροπούν εις όλα αυτού τα μέρη, δεν ηδύνατο να ναυαγήση, αν και έκλινε πολύ εις τα πλάγια, ότε το παιδίον τον διέκοψε.
— Τι βλέπω εκεί κάτω;
— Βλέπεις τι, Ζακ; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ ανορθωθείς επί των ξύλων.
— Ναι, εκεί, απεκρίθη ο μικρός Ζακ δεικνύων σημείον τι της θαλάσσης μεταξύ του μεγάλου αρτέμονος [φλόκου) και του προθόου [κόντρα φλόκου).
Ο Δικ Σανδ παρετήρησε προσεκτικώς το υποδειχθέν σημείον και αμέσως, διά φωνής ισχυράς, ανέκραξεν.
— Έν ναυάγιον, προς τον άνεμον ευθύς, δεξιά!
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟΝ
Εις την κραυγήν του Δικ Σανδ το πλήρωμα ανεστατώθη. Όσοι δεν ήσαν της
υπηρεσίας ανέβησαν επί του καταστρώματος. Ο πλοίαρχος Χουλ εξελθών του
κοιτώνος του, διευθύνθη προς την πρώραν.
Η κυρία Βέλδων, η Ναν, και αυτός ο αδιάφορος Βενέδικτος ήλθον και εστηρίχθησαν επί του δεξιού διαζώματος, ώστε να βλέπωσι το υπό του νεαρού δοκίμου αναγγελθέν ναυάγιον.
Μόνος ο Νεγορός δεν εγκατέλιπε την καλύβην ήτις εχρησίμευεν αυτώ ως μαγειρείον, και εξ όλου του πληρώματος, ως πάντοτε, αυτός μόνος εφάνη αδιάφορος διά την συνάντησιν του ναυαγίου.
Όλοι τότε παρετήρουν μετά προσοχής το κυματίζον αντικείμενον, όπερ τα κύματα εταλάντευον εις τριών μιλίων απόστασιν από του «Πίλγριμ».
— Ε! τι να είναι άρα γε; ηρώτα ναύτης τις.
— Σχεδία τις εγκαταλειφθείσα, απεκρίνετο έτερος.
— Ίσως ευρίσκονται επί της σχεδίας εκείνης δυστυχείς ναυαγοί, είπεν η κυρία Βέλδων.
— Θα το μάθωμεν, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλά το ναυάγιον εκείνο δεν είναι σχεδία. Είναι σκάφος αναστραφέν εις τα πλευρά . . .
— Μήπως είναι μάλλον θαλάσσιόν τι ζώον, μαστοφόρον τι μεγάλου αναστήματος; παρετήρησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος.
— Δεν το νομίζω, απεκρίθη ο δόκιμος.
— Συ, Δικ, τι νομίζεις ότι είναι; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Σκάφος ανατεστραμμένον, κυρία Βέλδων, ως είπεν ο πλοίαρχος. Με φαίνεται μάλιστα ότι βλέπω την χαλκίνην τρόπιν του λάμπουσαν εις τον ήλιον.
— Ναι . . . τωόντι . . . απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ.
Είτα δε, αποτεινόμενος προς τον πηδαλιούχον:
— Το πηδάλιον προς τον άνεμον, Βόλτων. Λόξευε ούτως ώστε να πλησιάσωμεν το ναυάγιον.
— Μάλιστα, κύριε, απεκρίθη ο πηδαλιούχος.
— Αλλά, επανέλαβεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, επιμένω εις ό,τι είπα. Βεβαίως είναι ζώον.
— Τότε θα είναι χάλκινόν τι κήττος, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ καθότι, βεβαίως επίσης, το βλέπω να λάμπη εις τον ήλιον.
— Όπως δήποτε, εξάδελφε Βενέδικτε, προσέθηκεν η κυρία Βέλδων, θα μας επιτρέψητε να παραδεχθώμεν ότι το κήτος εκείνο είναι νεκρόν, διότι δεν κάμνει ουδέ την ελαχίστην κίνησιν.
— Ε! εξαδέλφη Βέλδων, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, δεν είναι η πρώτη φορά καθ' ήν απαντά τις φάλαιναν να κοιμάται εις την επιφάνειαν της θαλάσσης.
— Τωόντι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ σήμερον όμως δεν πρόκειται περί φαλαίνης αλλά περί πλοίου.
— Θα το ίδωμεν, απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος όστις άλλως τε ευχαρίστως θα έδιδεν όλα τα μαστοφόρα των αρκτικών ή ανταρκτικών θαλασσών αντί εντόμου τινός σπανίου είδους.
— Κυβέρνα, Βόλτων, κυβέρνα! έκραξεν εκ νέου ο πλοίαρχος Χουλ και μη πλησιάσης πολύ το ναυάγιον. Πέρασε εις απόστασίν τινα. Εάν δεν δυνάμεθα να προξενήσωμεν μέγα κακόν εις αυτό το σκάφος, δύναται όμως τούτο να μας προξενήση ζημίαν τινά και δεν επιθυμώ να προσκρούσωσι τα πλευρά του «Πίλγριμ». Επίδος [όρτσα) ολίγον, Βόλτων, επίδος!
Η πρώρα του «Πίλγριμ», ήτις διηυθύνετο προς το ναυάγιον, εξέκλινεν ολίγον δι' ελαφράς κινήσεως του πηδαλίου.
Ο μυοπάρων ευρίσκετο εισέτι εις απόστασιν μιλίου από του ναυαγήσαντος σκάφους. Οι ναύται το παρετήρουν απλήστως. Ίσως περιείχε πολύτιμον φορτίον, όπερ θα ήτο δυνατόν να μεταβιβασθή επί του «Πίλγριμ».
Είναι γνωστόν ότι εις τοιαύτας διασώσεις το τρίτον της αξίας ανήκει εις τους διασώζοντας, και εν τη περιπτώσει τοιαύτη, εάν το φορτίον δεν ήτο βεβλαμμένον, οι άνθρωποι του πληρώματος θα έκαμνον καλόν εύρημα. Θα ήτο μικρά τις παρηγορία διά την ατελή αλιείαν των.
Μετά έν τέταρτον της ώρας, το ναυάγιον ευρίσκετο εις απόστασιν ολιγωτέραν του ημίσεως μιλίου από του «Πίλγριμ».
Ήτο τωόντι πλοίον, όπερ παρουσιάζετο διά της δεξιάς αυτού πλευράς. Βεβυθισμένον μέχρι των παραρρυμάτων, τόσην κλίσιν είχεν ώστε ήτο σχεδόν αδύνατον να σταθή τις επί του καταστρώματος. Εκ των εξαρτημάτων του δεν εφαίνετο πλέον τίποτε. Εις τους προτόνους εκρέμαντο μόνο ολίγαι τινές τεθραυσμέναι αλύσεις, τεμάχια ξύλων και ολίγα καλώδια. Επί της δεξιάς πλευράς ηνοίγετο μεγάλη οπή μεταξύ των επηγκενίδων και του καταβεβυθισμένου σανιδώματος.
— Το πλοίον αυτό προσέκρουσεν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ.
— είναι αναμφίβολον, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ και θαυμάζω πώς δεν κατεβυθίσθη αμέσως.
— Εάν εγένετο σύγκρουσις παρετήρησεν η κυρία Βέλδων, πρέπει να ελπίζωμεν ότι το πλήρωμα του πλοίου τούτου θα εσώθη παρ' εκείνων οίτινες προσέκρουσαν εις αυτό.
— Ας το ελπίζωμεν, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, εκτός εάν το πλήρωμα εκείνο εζήτησε καταφύγιον εις τας ιδίας του λέμβους μετά την σύγκρουσιν, και τότε το προσκρούσαν πλοίον εξηκολούθησε τον πλουν του, όπερ δυστυχώς συμβαίνει ενίοτε.
— Είναι δυνατόν! Αλλά τούτο είναι απόδειξις μεγίστης απανθρωπίας Χουλ.
— Μάλιστα κυρία Βέλδων . . . μάλιστα . . και τα παραδείγματα δεν λείπουσιν. Όσον δε αφορά το πλήρωμα, εκείνο το οποίον με αναγκάζει να πιστεύσω ότι εγκατέλιπε το πλοίον, είναι ότι δεν βλέπω πλέον ούτε μίαν λέμβον, και εκτός εάν συνελέχθησαν οι άνθρωποι, πιστεύω μάλλον ότι θα επειράθησαν να φθάσωσιν εις την ξηράν. Αλλ' ένεκα της αποστάσεως της αμερικανικής ηπείρου ή των νήσων της Ωκεανίας, φοβούμαι μήπως δεν επέτυχον.
— Ίσως, είπεν η κυρία Βέλδων, δεν θα γνωσθή ποτέ το μυστήριον της καταστροφής ταύτης! Εν τούτοις πιθανόν άνθρωπός τις εκ του πληρώματος να είναι ακόμη εντός του πλοίου.
— Δεν είναι πιθανόν, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Η πλησίασις ημών θα παρετηρείτο και θα μας έκαμνον σημείον τι. Αλλά τώρα θα βεβαιωθώμεν περί τούτου. — Επίδος ολίγον, Βόλτων, επίδος! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ, δεικνύων διά της χειρός την διεύθυνσιν την οποίαν έπρεπε να ακολουθήση.
Το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εξακόσια μέτρα μακράν του ναυαγίου, και δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία ότι το σκάφος εκείνο είχεν εντελώς εγκαταλειφθή παρ' όλου του πληρώματος.
Αλλά, κατά την στιγμήν εκείνην, ο Δικ Σανδ διά κινήματος επέβαλε σιωπήν.
— Ακούσατε! ακούσατε! είπεν.
Έκαστος επέστησε την προσοχήν του.
— Ακούω τι ως υλακήν! έκραξεν ο Δικ Σανδ.
Πράγματι, υλακή μεμακρυσμένη αντήχει εις το εσωτερικόν του σκάφους. Υπήρχεν εκεί βεβαίως κύων τις φυλακισμένος ίσως επειδή πιθανόν τα φατνώματα να ήσαν στεγανώς κεκλεισμένα. Αλλά δεν ηδύναντο να τον ίδωσι, καθότι το κατάστρωμα του ναυαγήσαντος πλοίου δεν ήτο εισέτι ορατόν.
— Έστω και είς κύων να υπάρχη, κύριε Χουλ είπεν η κυρία Βέλδων, θα τον σώσωμεν!
— Ναι . . . ναι ανέκραξεν ο μικρός Ζακ . — Θα τον σώσωμεν! . . Θα του δώσω να φάγη!. — Θα μας αγαπήση πολύ . . Μήτερ, θα υπάγω να εύρω έν τεμάχιον σακχάρου.
— Μείνε, τέκνον μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μειδιώσα. Νομίζω ότι το δυστυχές ζώον θα αποθνήσκη της πείνης και ότι θα προτιμά καλόν φαγητόν ή τεμάχιον του σακχάρου.
— Καλά, ας τω δώσωσι την σούπαν μου! έκραξεν ο μικρός Ζακ. Ειμπορώ να περάσω και χωρίς σούπαν.
Κατ' εκείνην την στιγμήν αι υλακαί ηκούοντο μάλλον ευδιακρήτως. Τριακόσιοι πόδες το πολύ διεχώριζον το δύο πλοία. Σχεδόν πάραυτα μέγας κύων εφάνη επί των παραρρημάτων της δεξιάς και ανερριχάτο επ' αυτών υλακτών απελπιστικώτερον ή πρότερον.
Χόβικ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ στρεφόμενος προς τον ναύκληρον του «Πίλγριμ», ανακωχεύσατε και ας καταβιβασθή η μικρά λέμβος εις την θάλασσαν.
— Περίμενε, κύον μου, περίμενε! έκραξεν ο μικρός Ζακ προς το ζώον, όπερ εφάνη ότι τω απήντησε δι' υλακής ημιπεπνιγμένης.
Τα ιστία του «Πίλγριμ» ταχέως διηυθετήθησαν ούτως ώστε το πλοίον να μένη σχεδόν ακίνητον, εις απόστασιν εκατόν σχεδόν μέτρων από του ναυαγίου.
Η λέμβος κατεβιβάσθη, και ο πλοίαρχος Χουλ, ο Δικ Σανδ, και οι δύο ναύται εισήλθον παρευθύς.
Ο κύων εξηκολούθει να υλακτή. Προσεπάθει να κρατηθή επί του παραρρύματος, αλλά καταπάσαν στιγμήν επανέπιπτεν επί του καταστρώματος. Θα έλεγέ τις, ότι αι υλακαί του δεν απευθύνοντο πλέων προς τους ερχομένους προς αυτόν. Μήπως απευθύνοντο προς ναύτας ή επιβάτας φυλακισμένους εις το πλοίον εκείνο;
— Μήπως υπάρχη ναυαγός ος επέζησεν; εσκέφθη η κυρία Βέλδων.
Η λέμβος του «Πίλγριμ» δι' ολίγων κωπηλασιών έμελλε να φθάση το κεκλιμένον σκάφος.
Αίφνης τα κινήματα του κυνός μετεβλήθησαν. Τας πρώτας υλακάς, αίτινες προσεκάλουν τους σωτήρας να έλθωσι, διεδέχθησαν υλακαί μανιώδεις. Σφοδροτάτη οργή ηρέθιζε το παράδοξον ζώον.
— Τι έχει άρα γε ο σκύλος εκείνος; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ ενώ η λέμβος έστρεφε το όπισθεν του πλοίου διά να φθάση εις το μέρος του καταστρώματος, όπερ ήτο βεβυθισμένον εις την θάλασσαν.
Ό,τι τότε δεν ηδύνατο να παρατηρήση ο πλοίαρχος Χουλ, ό,τι δεν ηδύναντο ουδ' αυτοί οι εντός του «Πίλγριμ» να παρατηρήσωσιν, ήτο ότι η μανία του κυνός εξεδηλώθη ακριβώς καθ' ήν στιγμήν ο Νεγορός, καταλιπών το μαγειρείον του, είχε κατευθυνθή προς την εμπροσθίαν κρηπίδα.
Εγνώριζε λοιπόν και ανεγνώριζεν ο κύων εκείνος τον μάγειρον; Αλλά τούτο ήτο λίαν απίθανον.
Όπως δήποτε, αφού παρετήρησε τον κύνα, χωρίς να φανερώση ουδεμίαν έκπληξιν, ο Νεγορός, του οποίου αι οφρύς συνεσπάσθησαν προς στιγμήν, επέστρεψεν εις την θέσιν των ανθρώπων του πληρώματος.
Εν τούτοις η λέμβος είχε στραφή εις το όπισθεν του πλοίου. Ο πίναξ αυτού έφερε τούτο μόνον το όνομα Βάλδεκ και ουδεμίαν σημείωσιν του λιμένος εις ον ανήκεν. Αλλ' εκ του σχηματισμού του σκάφους, έκ τινων λεπτομερειών τας οποίας ο ναυτικός δύναται ευθύς εξ αρχής να αντιληφθή, ο πλοίαρχος Χουλ εννόησεν ότι το πλοίον εκείνο ήτο κατασκευής αμερικανικής. Άλλως τε δε και το όνομά του επεβεβαίου τούτο. Και τώρα το κέλυφος εκείνο ήτο παν ό,τι απέμενεν εκ του μεγάλου πλοίου χωρητικότητος πεντακοσίων τόνων.
Εις το εμπρόσθιον μέρος του Βάλδεκ υπήρχεν ευρεία οπή δεικνύουσα την θέσιν ένθα εγένετο η σύρραξις. Ένεκα της ανατροπής του σκάφους, η οπή εκείνη ευρίσκετο τότε πέντε ή έξ πόδας υπεράνω της θαλάσσης — όπερ εξήγει διατί ο πάρων δεν είχεν εισέτι βυθισθή.
Επί του καταστρώματος, όπερ ο πλοίαρχος Χουλ έβλεπε καθ' όλην αυτήν την έκτασιν, ουδείς εφαίνετο.
Ο κύων, εγκαταλείψας το παράρρυμα, είχε καταβή εις το κεντρικόν φάτνωμα όπερ ήτο ανοικτόν, και υλάκτει οτέ μεν εις το εσωτερικόν οτέ δε εις το εξωτερικόν.
— Βεβαιότατα το ζώον εκείνο δεν είναι μόνον εις το πλοίον! παρετήρησεν ο Δικ Σανδ.
— Όχι, αληθώς! απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ.
Η λέμβος παρέπλευσε τότε το αριστερόν παράρρυμα όπερ ήτο κατά το ήμισυ βεβυθισμένον, Εάν επήρχετο ισχυρόν τι κύμα ο «Βάλδεκ» θα κατεποντίζετο εντός ολίγων στιγμών.
Το κατάστρωμα του πάρωνος ήτο σαρωμένον απ' άκρου εις άκρον. Δεν έμενον πλέον ειμή οι κορμοί του μεγάλου ιστού και του ακατίου ιστού [τουρκέτου), αμφότεροι τεθραυσμένοι δύο πόδας άνωθεν της βάσεως και οι οποίοι θα έπεσαν κατά την σύρραξιν, παρασύροντες προτόνους, εξάρτια και σχοινία. Εν τούτοις καθ' όλην την έκτασιν εις ην ηδύνατο να φθάση η όρασις, ουδέν σύντριμμα εφαίνετο περί τον «Βάλδεκ», — όπερ εμαρτύρει ότι η καταστροφή θα συνέβη προ πολλών ημερών.
— Εάν δυστυχείς τινες επέζησαν μετά την σύγκρουσιν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, πιθανόν ότι η πείνα και η δίψα θα τους κατέβαλον, καθότι το ύδωρ θα κατέκλυσε τας οψοθήκας . . . Ώστε μόνον πτώματα θα υπάρχωσιν εις το πλοίον.
— Όχι ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, όχι! Ο κύων δεν θα υλάκτει τοιουτοτρόπως! Υπάρχουσιν εκεί άνθρωποι ζώντες.
Την στιγμήν εκείνην το ζώον, αποκρινόμενον εις την πρόσκλησιν του δοκίμου ερρίφθη εις την θάλασσαν και εκολύμβησεν επιπόνως προς την λέμβον, διότι εφαίνετο εξηντλημένον.
Το ανέσυρον και ώρμησεν απλήστως, ουχί επί τεμαχίου άρτου όπερ το προσέφερεν ο Δικ Σανδ, αλλ' επί πίθου τινός περιέχοντος ολίγον πόσιμον ύδωρ.
— Το δυστυχές ζώον αποθνήσκει της δίψης! εφώνησεν ο Δικ Σανδ.
Η λέμβος εζήτει τότε θέσιν ευνοϊκήν, όπως προσμίξη ευκολώτερον τον Βάλδεκ, και τούτου ένεκεν απεμακρύνθη οργυιάς τινας. Ο κύων ενόμισε προδήλως ότι οι σωτήρες αυτού δεν ήθελον ν' αναβώσιν εις το πλοίον, καθότι συνέλαβε τον Δικ Σανδ εκ του επενδύτου και ήρχισε πάλιν μετά νέας δυνάμεως να υλακτή θρηνωδώς.
Το Εννόησαν. Αι κινήσεις, η γλώσσα του, ήσαν τοσούτω σαφείς όσω ηδύνατο να είναι η γλώσσα ανθρώπου. Η λέμβος επροχώρησεν αμέσως μέχρι της αριστεράς επωτίδος. Εκεί, οι δύο ναύται την προσέθεσαν στερεώς, ενώ ο πλοίαρχος Χουλ και ο Δικ Σανδ, αναβάντες επί του καταστρώματος συγχρόνως μετά κόπου μέχρι του φατνώματος, όπερ ηνοίγετο μεταξύ των κορμών των δύο ιστών.
Διά του φατνώματος εκείνου, αμφότεροι εισέδυσαν εις τον πυθμένα.
Ο Πυθμήν του Βάλδεκ, ημιπλήρης ύδατος, ουδέν εμπόρευμα περιείχεν.
Ο πάρων έπλεεν μόνον μετά του έρματος, έρματος εξ άμμου όπερ ολισθήσαν προς τα αριστερά, συνετέλει εις το να κρατή το πλοίον κεκλιμένον εις τα πλάγια. Εκεί λοιπόν ουδέν υπήρχε προς διάσωσιν.
— Ουδείς εδώ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
— Ουδείς απήντησεν ο δόκιμος, αφού επροχώρησε μέχρι του εμπροσθίου μέρους του κύτους.
Αλλ' ο κύων όστις ήτο επί του καταστρώματος, εξηκολούθει να υλακτή και εφαίνετο επικαλούμενος επιτακτικώτερον την προσοχήν του πλοιάρχου.
— Ας ανέλθωμεν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ προς τον δόκιμον· αμφότεροι ανήλθον πάλιν εις το κατάστρωμα.
Ο κύων δραμών προς αυτούς, εζήτει να τους παρασύρη προς το υψηλότερον μέρος της πρώρας. Τον ηκολούθησαν.
Εκεί, πέντε σώματα, — πέντε πτώματα βεβαίως, — έκειντο επί του σανιδώματος.
Εις το φως της ημέρας όπερ εισέδυεν απλέτως διά του φεγγίτου, ο πλοίαρχος Χουλ ανεγνώρισε τα σώματα πέντε μαύρων.
Ο Δικ Σανδ, μεταβαίνων από του ενός εις τον άλλον, ενόμισεν ότι οι δυστυχείς ανέπνεον εισέτι.
— Εις το πλοίον! εις το πλοίον! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ.
Οι δύο ναύται, οίτινες εφύλαττον την λέμβον προσεκλήθησαν και εβοήθησαν εις την μεταφοράν των ναυαγών έξω της πρώρας.
Τούτο δε εγένετο άνευ κόπου· μετ' ολίγα λεπτά οι πέντε μαύροι ήσαν κατακεκλιμένοι εν τη λέμβω χωρίς ουδείς εξ αυτών να αισθανθή ότι προσεπάθουν να τους σώσωσι. Σταγόνες τινές δυναμωτικού και ολίγον δροσερόν ύδωρ εμφρόνως διδόμενον, ηδύνατο ίσως να τους ανακαλέσωσιν εις την ζωήν.
Το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εκατόν μέτρα μακράν του ναυαγίου, η δε λέμβος έφθασεν εις αυτό ταχέως.
Καλώδιον της μεγάλης κεραίας ερρίφθη και έκαστος των μαύρων, ανελκυσθείς κεχωρισμένως, ανεπαύθη τέλος επί του καταστρώματος του «Πίλγριμ».
Ο κύων τους είχε συνοδεύσει.
— Οι δυστυχείς! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, ιδούσα τους πτωχούς εκείνους ανθρώπους, οίτινες δεν ήσαν πλέον ειμή πτώματα ακίνητα.
— Ζώσι, κυρία Βέλδων! Θα τους σώσωμεν! Ναι! θα τους σώσωμεν! έκραξεν ο Δικ Σανδ.
— Τι συνέβη λοιπόν εις αυτούς; ηρώτησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος.
— Περιμένετε μέχρις ου ημπορέσωσι να ομιλήσωσιν, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ και θα μας διηγηθώσι την ιστορίαν των. Αλλά, προ παντός άλλου, ας τοις δώσωμεν να πίωσιν ολίγον ύδωρ, εις το οποίον να αναμίξωμεν ολίγας σταγόνας ρουμίου.
Είτα στρεφόμενος.
— Νεγορέ! εφώνησεν.
Εις το όνομα τούτο ο κύων ωρθώθη ως εάν παρεμόνευε, με τρίχας ανωρθωμένας, με το στόμα ανοικτόν.
Εν τούτοις ο μάγειρος δεν εφαίνετο.
— Νεγορέ! επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ.
Ο κύων έδειξεν αύθις σημεία άκρας μανίας.
Ο Νεγορός εξήλθε του μαγειρείου.
Αλλά μόλις εφάνη επί του καταστρώματος και ο κύων ώρμησε κατ' αυτού θέλων να πηδήση εις τον λαιμόν του. Διά ξύλου όπερ εκράτει ο μάγειρος απεμάκρυνε το ζώον καί τινες ναύται κατώρθωσαν να το καθησυχάσωσι.
— Μήπως γνωρίζετε αυτόν τον κύνα; ηρώτησε τον μάγειρον ο πλοίαρχος Χουλ.
— Εγώ! απήντησεν ο Νεγορός. Ποτέ δεν το είδα.
— Παράδοξον πράγμα! εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ.
Η σωματεμπορεία ενεργείται εισέτι εν μεγάλη κλίμακι καθ' όλην την ισημερινήν
Αφρικήν. Μεθ' όλην την επιτήρησιν των αγγλικών και γαλλικών καταδρομικών,
πλοία, πλήρη δούλων εγκαταλείπουσι κατ' έτος τας ακτάς της Αγγόλας ή της
Μοζαμβίκης όπως μεταφέρωσι μαύρους εις διάφορα μέρη του κόσμου, και,
οφείλομεν να το είπωμεν, του πεπολιτισμένου κόσμου.
Ο πλοίαρχος Χουλ δεν ηγνόει τούτο.
Καίτοι τα παράλια εκείνα δεν εσυχνάζοντο συνήθως υπό των σωματεμπόρων, εσκέφθη μήπως οι μαύροι τους οποίους διέσωσεν ήσαν οι επιζώντες έκ τινος φορτίου δούλων, τους οποίους ο Βάλδεκ έμελλε να πωλήση είς τινα αποικίαν του Ειρηνικού. Όπως δήποτε, εάν τούτο ήτο αληθές, οι μαύροι εκείνοι εγίνοντο ελεύθεροι διά τούτο και μόνον ότι επάτησαν εις το πλοίον του, και επόθει να τοις αναγγείλη τούτο.
Εν τω μεταξύ, μετά πάσης σπουδής εδόθησαν αι πρώται βοήθειαι εις τους ναυαγούς του Βάλδεκ. Η κυρία Βέλδων βοηθουμένη υπό της Ναν και του Δικ Σανδ, τους επότισαν ολίγον καλόν ύδωρ δροσερόν, του οποίου είχον στερηθή πολλών ημερών, το ύδωρ δε εκείνο μετά τινος τροφής ήρκεσε να τους ανακαλέση εις την ζωήν.
Ο γηραιότερος των μαύρων εκείνων εξηκοντούτης περίπου, ηδυνήθη μετ' ολίγον να ομιλήση και να αποκριθή αγγλιστί εις τας απευθυνθείσας αυτώ ερωτήσεις.
— Το πλοίον το οποίον σας μετέφερε συνεκρούσθη; ηρώτησε κατά πρώτον ο πλοίαρχος Χουλ.
— Ναι, απήντησεν ο Γέρων μαύρος. Προ δέκα ημερών το πλοίον μας συνεκρούσθη κατά τινα νύκτα σκοτεινοτάτην. Ημείς εκοιμώμεθα.
— Αλλ' οι άνθρωποι του Βάλδεκ τι έγειναν;
— Δεν ήσαν πλέον εκεί, κύριε, όταν οι σύντροφοί μου και εγώ ανέβημεν επί του καταστρώματος.
— Ηδυνήθη λοιπόν το πλήρωμα να πηδήση εις το πλοίον το οποίον συνεκρούσθη μετά του Βάλδεκ; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ.
Ίσως, και μάλιστα πρέπει να το ελπίζωμεν.
— Και το πλοίον εκείνο, μετά την σύγκρουσιν, δεν επανήλθε διά να σας περισυλλέξη;
— Μήπως εναυάγησε και εκείνο;
— Δεν εναυάγησεν, απεκρίθη ο γέρων μαύρος σείων την κεφαλήν, επειδή το είδομεν να φεύγη εις το σκότος.
Το γεγονός τούτο όπερ επεβεβαιώθη παρ' όλων των επιζησάντων εκ του Βάλδεκ, δύναται να φανή απίστευτον. Εν τούτοις είναι αληθέστατον, ότι οι πλοίαρχοι, μετά τινα φοβεράν σύγκρουσιν, οφειλομένην εις την αφροσύνην των, έφυγον πολλάκις χωρίς να ανησυχήσωσι περί των ατυχών εκείνων τους οποίους εξέθεσαν εις κίνδυνον, χωρίς να τους βοηθήσωσιν.
Ό,τι αμαξηλάται πράττουσι το αυτό επί της δημοσίας οδού και αφίνουσιν εις άλλους την φροντίδα να επανορθώσωσι το δυστύχημα όπερ επροξένησαν, τούτο είναι αξιοκατάκριτον, αν και τα θύματά των είναι βέβαια ότι θα εύρωσιν άμεσον βοήθειαν. Αλλ' ότι άνθρωποι εγκαταλείπουσιν ούτω ανθρώπους εν θαλάσση, δεν είναι τούτο αίσχος;
Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ εγίνωσκε πολλά παραδείγματα τοιαύτης απανθρωπίας, και εδέησε να είπη εις την κυρίαν Βέλδων ότι τοιαύτα γεγονότα υπήρχον, όσω και αν εφαίνοντο τερατώδη, ευτυχώς σπάνια.
Έπειτα επαναλαμβάνων.
— Πόθεν ήρχετο ο Βάλδεκ; ηρώτησεν.
— Από την Μελβούρνην.
— Δεν είσθε λοιπόν δούλοι; . . ,
— Όχι, κύριε! απεκρίθη ζωηρώς ο γέρων μαύρος ανατιναχθείς όρθιος. Είμεθα υπήκοοι της Πολιτείας της Πενσυλβανίας και πολίται της ελευθέρας Αμερικής!
— Φίλοι μου, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ πιστεύσατε ότι δεν διακινδυνεύετε την ελευθερίαν σας μεταβιβασθέντες εις το αμερικανικόν βρίκιον «Πίλγριμ».
Τωόντι οι πέντε μαύροι τους οποίους μετέφερε το Βάλδεκ ανήκον εις την Πολιτείαν της Πενσυλβανίας.
Ο γηραιότερος πωληθείς εν Αφρική ως δούλος εις ηλικίαν έξ ετών και μεταφερθείς εις τας Ηνωμένας Πολιτείας είχεν απελευθερωθή από πολλών ήδη ετών δυνάμει του περί καταργήσεως της δουλείας νόμου. Οι σύντροφοι αυτού, πολλώ νεώτεροι αυτού, υιοί δούλων απελευθέρων προ της γεννήσεως των είχον γεννηθή ελεύθεροι, και ουδείς λευκός έσχε ποτέ επ' αυτών δικαίωμα ιδιοκτησίας. Ουδέ την των μαύρων γλώσσαν ωμίλουν, ήτις δεν μεταχειρίζεται το άρθρον και γνωρίζει μόνον το απαρέμφατον των ρημάτων, — γλώσσαν ήτις άλλως τε ολίγον κατ' ολίγον εξηφανίσθη από της εποχής του αντιδουλικού πολέμου. Οι μαύροι λοιπόν εκείνοι ελευθέρως είχον εγκαταλίπει τας Ηνωμένας Πολιτείας και ελευθέρως επέστρεφον πάλιν εις αυτάς.
Ως δε επληροφόρησαν τον πλοίαρχον Χουλ είχον μισθωθή παρά τινι Άγγλω, όστις ήτο κύριος μεγάλων κτημάτων πλησίον της Μελβούρνης, εν τη μεσημβρινή Αυστραλία. Εκεί διήνυσαν τρία έτη ωφεληθέντες πολλά, ότε δε έληξεν η μίσθωσίς των ηθέλησαν να επανέλθωσιν εις την Αμερικήν.
Επεβιβάσθησαν λοιπόν επί του Βάλδεκ, πληρώσαντες τον ναύλον των ως συνήθεις επιβάται. Τη 5 Δεκεμβρίου εγκατέλιπον την Μελβούρνην, και μετά δεκαεπτά ημέρας, κατά τινα νύκτα σκοτεινοτάτην, ο Βάλδεκ συνεκρούσθη μετά τινος μεγάλου ατμοπλοίου.
Οι μαύροι ήσαν εις τας κλίνας των. Ολίγα δευτερόλεπτα μετά την σύγκρουσιν, ήτις υπήρξε τρομερά, ώρμησαν επί του καταστρώματος.
Ήδη οι ιστοί του πλοίου είχον πέσει, και ο Βάλδεκ έκλινε πλαγίως, αλλά δεν εφοβείτο να καταποντισθή, καθότι δεν εισήλθε πολύ ύδωρ εις τον πυθμένα.
Ο πλοίαρχος και το πλήρωμα του Βάλδεκ, όλοι έγιναν άφαντοι. Είτε διότι τινές
ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, είτε διότι οι άλλοι επήδησαν εντός του
συγκρούσαντος πλοίου, όπερ μετά ταύτα έφυγε και δεν επανήλθε πλέον.
Οι πέντε μαύροι είχον μείνει μόνοι εντός του σκάφους ημιβεβυθισμένοι, χίλια
διακόσια μίλια μακράν πάσης ξηράς.
Ο γηραιότερος των μαύρων εκείνων εκαλείτο Τωμ.
Η ηλικία του, ως και ο ενεργητικός αυτού χαρακτήρ και η πείρα ην εκτήσατο συνεπεία μακροχρονίου εργασίας, καθίστων αυτόν φυσικόν αρχηγόν των συντρόφων οίτινες ευρίσκοντο μετ' αυτού.
Οι άλλοι μαύροι ήσαν νέοι εικοσιπέντε μέχρι τριάκοντα ετών ηλικίας, και ωνομάζοντο Βαρθολομαίος, υιός του Τωμ, Αυγουστίνος, Ακτέων και Ηρακλής, και οι τέσσαρες εύσωμοι, εύρωστοι και θα ετιμώντο ακριβά εις τας αγοράς της κεντρικής Αφρικής. Ει και είχον μεγάλως υποφέρει, ηδύνατό τις ευκόλως ν' αναγνωρίση εις αυτούς λαμπρά δείγματα της ισχυράς εκείνης φυλής εις τους οποίους ελευθέριος ανατροφή, ληφθείσα εν τοις απειραρίθμοις σχολείοις της Βορείας Αμερικής, είχεν ήδη επιθέσει την σφραγίδα αυτής.
Ο Τωμ και οι σύντροφοί του λοιπόν είχον ευρεθή μόνοι επί του «Βάλδεκ» μετά την σύρραξιν, ουδέ δυνάμενοι καν να το εγκαταλίπουσι, καθότι οι δύο λέμβοι του πλοίου είχον κατακερματισθή εν τη συγκρούσει. Ηναγκάσθησαν δε να περιμένωσι την διάβασιν πλοίου τινός, ενώ το σκάφος των παρεσύρετο ολίγον κατ' ολίγον υπό των ρευμάτων. Η παρέκκλισις εκείνη εξήγει διατί ευρέθη έξω της οδού του, καθότι ο «Βάλδεκ» αποπλεύσας εκ της Μελβούρνης, έδει να ευρίσκεται εις πολύ κατώτερον πλάτος.
Κατά τας δέκα ημέρας, αίτινες παρήλθον μεταξύ της συρράξεως και της στιγμής καθ' ήν το «Πίλγριμ» έφθασεν απέναντι του ναυαγήσαντος πλοίου, οι πέντε μαύροι ετρέφοντο εκ των ολίγων τροφίμων, άτινα εύρον εν τω οψοφυλακίω του τετραγώνου. Αλλά μη δυνηθέντες να εισέλθωσιν εις το τροφοδοτήριον όπερ είχε κατακλυσθή υπό του ύδατος, δεν είχον ουδέν πνευματώδες ποτόν όπως σβύσωσι την δίψαν των, και υπέφερον σκληρώς, καθότι και αυτά τα βυτία του ύδατος, τα δεδεμένα επί του καταστρώματος, είχον καταστραφή κατά την σύγκρουσιν. Από της προτεραίας, ο Τωμ και οι σύντροφοί του, βασανιζόμενοι υπό της δίψης, απώλεσαν τας αισθήσεις και λίαν εγκαίρως έφθασε το «Πίλγριμ».
Τοιαύτη υπήρξεν η διήγησις την οποίαν εν ολίγοις λέξεσιν ο Τωμ είπεν εις τον πλοίαρχον Χουλ. Δεν υπήρχε δε λόγος να αμφιβάλωσι περί της αληθείας των υπό του γέροντος μαύρου λεχθέντων. Οι σύντροφοι αυτού επεβεβαίωσαν όσα είπεν, άλλως τε δε και αυτά τα πράγματα συνηγόρουν υπέρ των δυστυχών εκείνων ανθρώπων.
Έτερον ον, σωθέν εκ του ναυαγίου, θα ωμίλει βεβαίως μετά της αυτής ειλικρινείας, — ήτο ο κύων τον οποίον η θέα του Νεγορού εφαίνετο ότι δυσηρέστει. Αλλ' εις τούτο βεβαίως θα υπήρχεν αντιπάθειά τις αληθώς ανεξήγητος.
Ο Δίγγος — ούτως εκαλείτο ο κύων — ανήκεν εις την φυλήν των μολοσσών της Νέας Ολλανδίας. Εν τούτοις δεν τον είχεν εύρει εις την Αυστραλίαν ο πλοίαρχος του «Βάλδεκ». Προ δύο ετών ο Δίγγος περιπλανώμενος και ημιθανής εκ της πείνης ευρέθη εις τα δυτικά παράλια της Αφρικής παρά το στόμιον του Κόγγου. Ο πλοίαρχος του Βάλδεκ παρέλαβε το ωραίον εκείνο ζώον όπερ μείναν ακοινώνητον εφαίνετο πάντοτε λυπούμενον διά την στέρησιν αρχαίου κυρίου εκ του οποίου θα απεχωρίσθη βιαίως και τον οποίον θα ήτο αδύνατον να επανεύρη εν τη ερήμω εκείνη χώρα. —
Σ. Β. τα δύο ταύτα γράμματα, κεχαραγμένα επί του περιλαιμίου του, ήσαν τα μόνα άτινα συνέδεον το ζώον εκείνο μετά παρελθόντος, ου ματαίως ήθελε ζητήσει τις την εξήγησιν.
Ο Δίγγος, λαμπρόν και ισχυρόν ζώον, μεγαλύτερον ή οι κύνες των Πυρηναίων, ήτο υπερήφανον δείγμα της ποικιλίας των μολοσσών της Νέας Ολλανδίας. Όταν αρθούτο αναρρίπτων οπίσω την κεφαλήν του, εξισούτο προς το ανάστημα ανθρώπου. Η ευκινησία του, οι ισχυροί μύωνές του διέπλασαν αυτό ικανόν να προσβάλλη μετά θάρρους τους θώας ή πάνθηρας και να μη φοβήται και αντιπαραταχθή εις άρκτον. Είχε τρίχωμα πυκνόν, ουράν μακράν και άκαμπτον ως ουράν λέοντος, το δε καθόλου χρώμα του ήτο βαθύ υπόξανθον. Ο Δίγγος μόνον εις το ρύγχος εποικίλλετο διά τινων φαιών κυλίδων. Το ζώον εκείνο, όταν ωργίζετο, ηδύνατο να καταστή φοβερόν, και ως εκ τούτου δύναταί τις να εννοήση ότι ο Νεγορός δεν ήτο ευχαριστημένος εκ της υποδοχής ης έτυχε παρά του ευρώστου εκείνου δείγματος της κυνείου φυλής.
Εν τούτοις ο Δίγγος, εάν δεν ήτο κοινωνικός δεν ήτο όμως κακός. Εφαίνετο μάλλον τεθλιμμένος. Ο γέρων Τωμ παρετήρησεν επί του «Βάλδεκ» ότι ο κύων δεν τους ηγάπα, τους απέφευγεν. Ίσως επί της αφρικανικής εκείνης ακτής όπου περιπλανάτο, υπέστη δεινά τινα υπό των ιθαγενών. Τούτου ένεκα, ει και ο Τωμ και οι σύντροφοι αυτού ήσαν αγαθοί άνθρωποι, ο Δίγγος ουδέποτε τους επλησίαζε. Κατά τας δέκα ημέρας τας οποίας οι ναυαγοί διήλθον επί του Βάλδεκ, έμενε μεμονωμένος, ετρέφετο άδηλον πώς, αλλά και αυτός υπέφερε σκληρώς εκ της δίψης.
Τοιούτοι λοιπόν ήσαν οι επιζήσαντες εκ του ναυγίου εκείνου, τους οποίους η πρώτη βιαιότης της θαλάσσης έμελλε να καταποντίση. Δεν θα παρέσυρε βεβαίως ειμή πτώματα εις τα βάθη του Ωκεανού, εάν η ανέλπιστος έλευσις του «Πίλγριμ», βραδύναντος και τούτου ένεκα της νηνεμίας και των εναντίων ανέμων δεν επέτρεπεν εις τον πλοίαρχον Χουλ να εκτελέση έργον φιλανθρωπίας.
Διά να συμπληρωθή δε το έργον εκείνο δεν έμενεν άλλο ειμή να επαναφερθώσιν εις την ιδίαν των πατρίδα οι ναυαγοί του Βάλδεκ οίτινες εν τω ναυγίω εκείνω απώλεσαν τας οικονομίας τριετούς εργασίας. Ναι, τούτο επρόκειτο να γείνη. Το «Πίλγριμ», αφού απεβίβαζε το φορτίον του εις Βαλπαραΐζον, θα ανέπλεε την αμερικανικήν ακτήν μέχρι της Καλιφορνίας. Εκεί ο Τωμ και οι σύντροφοί του θα εγίνοντο δεκτοί υπό του Ιακώβου Βέλδων, — η αγαθή σύζυγός του τους διεβεβαίωσε περί τούτου, — και εκεί ήθελον προμηθευτή πάντα τα απαιτούμενα όπως επανακάμψωσιν εις την Πενσυλβανίαν.
Οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι, καθησυχάσαντες περί του μέλλοντος, ηυχαρίστησαν την κυρίαν Βέλδων και τον πλοίαρχον Χουλ. Βεβαίως ώφειλον αυτοίς πολλήν ευγνωμοσύνην, μολονότι δε ήσαν πτωχοί μαύροι, ήλπιζαν ότι ίσως ημέραν τινά θα ηδύναντο να αποτίσωσι το χρέος τούτο της ευγνωμοσύνης.
Σ. Β.
Εν τούτοις το «Πίλγριμ» επανέλαβε τον πλουν αυτού και προσεπάθησε να
προχωρήση όσω το δυνατόν προς ανατολάς. Η δυσάρεστος όμως εκείνη επιμονή
της νηνεμίας μεγάλως απησχόλει τον πλοίαρχον Χουλ — ουχί διότι ανησύχει ούτος
διά μίαν ή δύο εβδομάδας βραδύτητα κατά τον από Νέαν Ζηλανδίαν εις
Βαλπαραΐζον διάπλουν, αλλά διά τον επιπρόσθετον κάματον ον η βραδύτης αύτη
ηδύνατο να επιφέρη εις την επιβάτιδά του.
Εν τούτοις η κυρία Βέλδων δεν παρεπονείτο και υπέμενε φιλοσοφικώς τα πάντα.
Την αυτήν εκείνην ημέραν, 2 Φεβρουαρίου προς το εσπέρας το ναυάγιον δεν εφαίνετο πλέον.
Ο πλοίαρχος Χουλ ενησχολήθη κατά πρώτον να εγκαταστήση όσω το δυνατόν
ανέτως τον Τωμ και τους συντρόφους του.
Η εν είδει κοιτώνος θέσις του πληρώματος επί του καταστρώματος θα ήτο μικρά
όπως περιλάβη αυτούς. Τους ετοποθέτησαν λοιπόν υπό την εμπροσθίαν κρηπίδα.
Άλλως τε οι αγαθοί εκείνοι άνδρες, συνηθισμένοι εις σκληράς εργασίας δεν
ηδύναντο να είναι δύσκολοι, και ένεκα του ωραίου, θερμού και υγιεινού καιρού, η
κατοικία εκείνη ηδύνατο να επαρκέση εις αυτούς καθ' όλον τον διάπλουν.
Η εν τω πλοίω ζωή, διακόψασα προς στιγμήν την μονοτονίαν αυτής ένεκα του συμβάντος εκείνου, επανέλαβε την τακτικήν αυτής τροχιάν.
Ο Τωμ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Ηρακλής επεθύμουν να φανώσι χρήσιμοι· αλλ' ένεκα των σταθερών εκείνων ανέμων τα ιστία, άπαξ αναπετασθέντα και δεθέντα, δεν είχον πλέον ανάγκην μετακινήσεως. Εν τούτοις, οσάκις επρόκειτο περί στροφής τινος του πλοίου, ο γέρων μαύρος και οι σύντροφοί του έσπευδον να δώσωσι χείραν βοηθείας εις το πλήρωμα, και πρέπει να ομολογήσωμεν ότι όταν ο κολοσσιαίος Ηρακλής εξετέλει χειρισμόν τινα, διεκρίνετο. Ο ρωμαλέος εκείνος μαύρος υψηλός έξ πόδας, ήξιζεν αυτός μόνον μίαν τροχιλίαν!
Ήτο χαρά διά τον μικρόν Ζακ να βλέπη τον γίγαντα εκείνον. Ουδόλως τον εφοβείτο, και όταν ο Ηρακλής τον εχόρευεν εις τους βραχίονάς του, ως εάν ήτο νήπιον εκ φελλού, εξερρήγνυτο εις ατελευτήτους γέλωτας.
— Σήκωσέ με πολύ υψηλά, έλεγεν ο μικρός Ζακ.
— Ιδού, κύριε Ζακ, απεκρίνετο ο Ηρακλής.
— Μήπως είμαι βαρύς;
— Μήτε σας αισθάνομαι.
— Λοιπόν, ακόμη υψηλότερα! Εις το άκρον του βραχίονός σου!
Και ο Ηρακλής, κρατών τους δύο μικρούς πόδας του παιδίου εντός της πλατείας χειρός του, το περιέφερεν ως πράττει γυμναστής εν ιπποδρομίω. Ο Ζακ έβλεπεν αυτόν μέγαν, μέγαν, και τούτο τον διεσκέδαζε πολύ. Προσεπάθει μάλιστα «να κάμη τον βαρύν», αλλά τούτο ουδέ το ησθάνετο καν ο κολοσσός.
Ο Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ήσαν λοιπόν οι δύο φίλοι του μικρού Ζακ. Δεν εβράδυνεν όμως ούτος να λάβη και τρίτον.
Ο τρίτος εκείνος ήτο ο Δίγγος.
Είπομεν ότι ο Δίγγος ήτο ακοινώνητος. Τούτο αποδοτέον βεβαίως εις το ότι η κοινωνία του «Βάλδεκ» δεν τω ήρεσκεν. Εντός του «Πίλγριμ» όμως συνέβη το εναντίον. Πιθανώς ο Ζακ ηδυνήθη να συγκινήση την καρδίαν του ωραίου εκείνου ζώου, όπερ μετ' ολίγον ήρχισε να αισθάνεται ευχαρίστησιν παίζον μετά του μικρού παιδίου εις το οποίον ήρεσκε το παιγνίδιον τούτο. Εννόησαν μετ' ολίγον ότι ο Δίγγος ήτο εξ εκείνων των κυνών οίτινες ιδιαιτέραν κλίσιν αισθάνονται προς τα παιδία. Άλλως τε ο Ζακ ουδέν κακόν τω επροξένει. Η μεγαλειτέρα διασκέδασίς του ήτο να μετασχηματίζη τον Δίγγον εις ταχύν κέλητα, και επιτρέπεται να διαβεβαιώσωμεν ότι ίππος τοιούτου είδους είναι πολύ υπέρτερος τετραπόδου εκ ναστοχάρτου, έστω και αν έχη τροχούς εις πόδας. Ο Ζακ εκάλπαζε λοιπόν επί του κυνός, όστις υπέκυπτεν εκουσίως, και τη αληθεία δεν εβάρυνε περισσότερον παρ' όσον βαρύνει ίππον του ιπποδρομίου το ήμισυ ενός ιπποδρόμου.
Αλλ' επίσης ποίον ρήγμα εγίνετο καθ' εκάστην εις την αποθήκην της σακχάρεως!
Ο Δίγγος εγένετο μετ' ολίγον ο ευνοούμενος όλου του πληρώματος. Μόνος ο Νεγορός εξηκολούθησε να αποφεύγη πάσαν συνάντησιν μετά του ζώου, του οποίου η προς αυτόν αντιπάθεια ήτο πάντοτε τοσούτον ζωηρά όσον και ανεξήγητος.
Εν τούτοις ο μικρός Ζακ δεν παρημέλησε χάριν του Δίγγου τον αρχαίον φίλον του Δικ Σανδ. Όλον τον χρόνον τον οποίον δεν απήτει η υπηρεσία του πλοίου, ο δόκιμος τον διήρχετο μετά του μικρού παιδός.
Εννοείται ότι η κυρία Βέλδων έβλεπε πάντοτε μετά μεγίστης ευχαριστήσεως την οικειότητα ταύτην.
Ημέραν τινά, την 6 Φεβρουαρίου, ωμίλει περί του Δικ Σανδ εις τον πλοίαρχον Χουλ και ο πλοίαρχος υπερεξεθείαζε τον νέον δόκιμον.
— Αυτός ο νέος, έλεγε προς την κυρίαν Βέλδων, θα γίνη ημέραν τινά καλός ναυτικός, εγγυώμαι περί τούτου. Έχει αληθώς το ένστικον της θαλάσσσης, και διά του ενστίκτου τούτου συμπληροί παν, ό,τι εισέτι κατ' ανάγκην αγνοεί εκ των θεωρητικών πραγμάτων του επαγγέλματος. Ό,τι πράττει ήδη είναι καταπληκτικόν, εάν αναλογισθώμεν τον ολίγον χρόνον καθ' όν εδιδάχθη.
— Πρέπει να προσθέσωμεν, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, ότι είναι λαμπρόν υποκείμενον, πιστός νέος, πολύ ανώτερος αναλόγως της ηλικίας του και μηδεμίαν επισύρας μομφήν αφότου τον γνωρίζομεν.
— Είναι τωόντι καλόν υποκείμενον, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ και δικαίως αγαπάται και εκτιμάται παρ' όλων.
— Μετά το τέλος της θαλασσοπορείας ταύτης, είπεν η κυρία Βέλδων, ηξεύρω ότι ο σύζυγός μου σκοπεύει να τον εισαγάγη εις το σχολείον προς εκμάθησιν της υδρογραφίας, ώστε να δυνηθή βραδύτερον να λάβη πτυχίον πλοιάρχου.
Και ο κ. Βέλδων έχει δίκαιον, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ο Δικ Σανδ θα τιμήση ημέραν τινά το αμερικανικόν ναυτικόν.
— Ο πτωχός αυτός ορφανός οδυνηρώς ήρχισε τον βίον, παρετήρησεν η κυρία Βέλδων. Πολύ εβασανίσθη.
— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, αλλά τα μαθήματα τον ωφέλησαν. Εννόησεν ότι πρέπει να υπερνικήση τας δυσχερείας του κόσμου, και ευρίσκετο ήδη εις καλήν οδόν.
— Ναι, την οδόν του καθήκοντος.
— Ιδέτε τον τώρα, κυρία Βέλδων, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. Είναι εις το πηδάλιον, το βλέμμα έχων προσηλωμένον επί του ακατίου ιστού. Ουδεμία αφαίρεσις εκ μέρους του, ουδεμία επομένως περιδύνησις του πλοίου. Ο Δικ Σανδ έχει την πείραν γηραιού πηδαλιούχου. Καλή αρχή δι' ένα ναυτικόν. Το επάγγελμα ημών, κυρία Βέλδων, είναι εξ εκείνων τα οποία πρέπει να αρχίση τις από μικρόν παιδίον. Όστις δεν υπήρξε ναυτόπαις, ουδέποτε θα κατορθώση να γίνη τέλειος ναυτικός, τουλάχιστον εις το εμπορικόν ναυτικόν. Όλα πρέπει να γίνωνται μαθήματα, και επομένως όλα να είναι ορμέμφυτα και δικαιολογημένα εις τον ναυτικόν, — πρέπει να αποφασίζη και να εκτελή.
— Εν τούτοις, πλοίαρχε Χουλ απήντησεν η κυρία Βέλδων, οι καλοί αξιωματικοί δεν ελλείπουσιν από του πολεμικού ναυτικού.
— Όχι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ αλλά, κατ' εμέ, οι καλλίτεροι ήρχισαν το στάδιον σχεδόν όλοι εκ παιδικής ηλικίας, και εάν εξαιρέσωμεν τον Νέλσωνα και ολίγους άλλους, οι χειρότεροι δεν είναι εκείνοι οίτινες ήρχισαν από ναυτόπαιδες.
Την στιγμήν εκείνην προέκυψεν εκ του οπισθίου θόλου ο εξάδελφος Βενέδικτος, πάντοτε απερροφημένος υπό των σκέψεων και ήκιστα φροντίζων περί του κόσμου τούτου, ως θα είναι ο προφήτης Ηλίας όταν θα επανέλθη επί της γης.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος ήρχισε να περιδιαβάζη επί του καταστρώματος ως ψυχή κολασμένη, εξετάζων διά βλέμματος τα διαστήματα των παραρρυμάτων, ερευνών υπό τα κλωβία των ορνίθων, περιφέρων την χείρα του επί των ανοιγμάτων των σανίδων οπόθεν η πίσσα είχεν αφαιρεθή.
— Ε! εξάδελφε Βενέδικτε, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, εξακολουθείτε να ήσθε καλά;
— Μάλιστα . . . εξαδέλφη Βέλδων . . . είμαι καλά, βεβαίως . . . αλλά πολύ βραδύνω να αποβώ εις την ξηράν.
— Τι ζητείτε υπό το θρανίον εκείνο, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ.
— Έντομα, κύριε! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Τι άλλο θέλετε να ζητώ ειμή έντομα;
— Έντομα! Μα την αλήθειαν, καλώς πράττετε, αλλά εις την θάλασσαν δεν θα δυνηθήτε να πλουτίσετε την συλλογήν σας.
— Και διατί όχι, κύριε; Δεν είναι αδύνατον να εύρω εις τον πλοίον δείγμα τι του . .
— Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, τότε λοιπόν καταρασθήτε τον πλοίαρχον Χουλ. Το πλοίον του διατηρείται τόσον καθαρόν, ώστε θα επιστρέψετε άπρακτος εκ του κυνηγίου σας.
Ο πλοίαρχος Χουλ ήρχισε να γελά.
— Η κυρία Βέλδων μεγαλοποιεί τα πράγματα, είπεν. Εν τούτοις, κύριε Βενέδικτε, πιστεύω ότι θα χάσετε τον καιρόν σας ερευνώντες εις τους θαλάμους μας.
— Ε! το ηξεύρω καλώς, ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος υψών τους ώμους. Εις μάτην εκοπίασα.
— Αλλ' εις το κύτος του «Πίλγριμ», επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ ίσως θα εύρετε ολίγας σίλφας, αντικείμενα άλλως τε ουχί σπουδαία.
— Ουχί σπουδαία, τα νυκτερινά ταύτα ορθόπτερα άτινα επέσυρον τας αράς του Βιργιλίου και του Ορατίου! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος ανορθούμενος δι' όλου του σώματός του. Ουχί σπουδαία τα έντομα ταύτα, στενοί συγγενείς του «ανατολικού περιπλανήτου» και του «αμερικανικού κακερλάκου», άτινα κατοικούσιν . .
— Άτινα βρωμούσιν . . . είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
— Άτινα βασιλεύουσιν εις τα πλοία . . . απήντησεν υπερηφάνως ο εξάδελφος Βενέδικτος.
— Ωραία βασιλεία!
— Ε! δεν είσθε εντομολόγος, κύριε;
— Ουδέποτε δυστυχώς.
— Λοιπόν, εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, μη εύχεσθε να καταβροχθισθώμεν εξ έρωτος προς την επιστήμην.
— Δεν εύχομαι τίποτε, εξαδέλφη Βέλδων, απεκρίθη ο ορμητικός εντομολόγος, ειμή να δυνηθώ να προσθέσω εις την συλλογήν μου σπάνιόν τι υποκείμενον όπερ θα τιμήση αυτήν.
— Δεν είσθε ευχαριστημένος εκ των ευρημάτων της Νέας Ζηλανδίας;
— Ναι αληθώς, εξαδέλφη Βέλδων, Ευτύχησα να εύρω ένα των νεωτέρων βομβολιών, οίτινες μέχρι τούδε ευρίσκοντο μόνον εκατοστύας τινάς μιλλίων μακρότερον, εις την νέαν Καληδονίαν.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος, όστις έπαιζε μετά του Ζακ, επλησίασε πηδών προς τον εξάδελφον Βενέδικτον.
— Φύγε, φύγε, είπεν ούτος απωθών το ζώον.
— Να αγαπά τας σίλφας και να αποστρέφεται τους κύνας; ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ω! κύριε Βενέδικτε!
— Και μάλιστα καλόν κύνα! είπεν ο μικρός Ζακ λαβών εντός των μικρών χειρών του την χονδράν κεφαλήν του Δίγγου.
— Ναι . . . δεν το αρνούμαι! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Αλλά τι τα θέλετε! Αυτό το διαβολοζώον δεν επραγματοποίησε τας ελπίδας τας οποίας συνέλαβον κατά την συνάντησίν του.
— Ύψιστε Θεέ! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, μήπως ελπίζετε να τον κατατάξετε εις την τάξιν των διπτέρων και υμενοπτέρων;
— Όχι, απήντησε σοβαρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος.
Αλλά δεν είναι αληθές ότι αυτός ο Δίγγος, αν και ήτο φυλής νεοζηλανδικής, ευρέθη επί της δυτικής ακτής της Αφρικής;
— Ουδέν τούτου αληθέστερον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, και ο Τωμ ήκουσε πολλάκις τον πλοίαρχον του «Βάλδεκ» να το λέγη.
— Λοιπόν, εσκέφθην . . . ήλπισα . . . ότι ο κύων αυτός, θα είχε μεθ' εαυτού δείγματά τινα ειδικών ημιπτέρων της αφρικανικής εντομολογίας.
— Ύψιστε Θεέ! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων.
— Και ότι ίσως, προσέθηκεν ο εξάδελφος Βενέδικτος ψύλλος τις διαπεραστικός ή ερεθιστικός, νέου είδους . .
— Ακούεις, Δίγγε; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ακούεις, σκύλε μου; Παρέλιπες όλα τα καθήκοντά σου.
— Αλλ' εις μάτην τον εψύλλισα, προσέθηκεν ο εντομολόγος μετά ζωηράς θλίψεως, δεν ηδυνήθην να εύρω ούτε ένα έντομον.
— Το οποίον ελπίζω ότι αμέσως και ανηλεώς θα εθανατώνετε; ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ.
— Κύριε, απεκρίθη ξηρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος, μάθετε ότι ο σιορ Τζων Φραγκλίνος ελυπείτο να φονεύση το ελάχιστον έντομον έστω και αν ήτο κώνωψ αμερικανικός, του οποίου αι προσβολαί είναι πλειότερον επίφοβοι ή αι του ψύλλου, και εν τούτοις δεν θα διστάσετε να συνομολογήσετε ότι ο σερ Τζων Φραγκλίνος ήτο θαλασσινός όσον ουδείς άλλος.
— Βεβαίως, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ προσκλίνων.
— Και ημέραν τινά, αφού φρικωδώς κατεφαγώθη υπό τινος διπτέρου, εφύσησεν επ' αυτού και το απεδίωξε λέγων χωρίς μάλιστα να τω ομιλήση εις τον ενικόν αριθμόν: «Υπάγετε! Ο κόσμος είναι αρκούντως μέγας δι' υμάς και δι' εμέ!»
— Α! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
— Ναι, κύριε.
— Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, άλλος πολύ προ του Τζων Φραγκλίνου είπε τούτο.
— Άλλος!
— Ναι, και αυτός ο άλλος είναι ο θείος Τωβίας.
— Εντομολόγος; ηρώτησε ζωηρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος.
— Όχι, ο θείος Τωβίας της Στερνής, και ο καλός εκείνος θείος είπεν ακριβώς τας αυτάς λέξεις αποδιώκων ένα κώνωπα, όστις τον ηνώχλει, αλλά τον οποίον ενόμισεν ότι ηδύνατο να προσφωνήση εις τον ενικόν αριθμόν:
«Πήγαινε, πτωχέ μου διάβολε, ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος διά να μας χωρέση και σε και εμέ».
— Λαμπρός άνθρωπος αυτός ο θείος Τωβίας! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Απέθανε;
— Νομίζω, ανταπήντησε σοβαρώς ο πλοίαρχος Χουλ, επειδή ουδέποτε υπήρξε.
Και όλοι εγέλασαν παρατηρούντες τον εξάδελφον Βενέδικτον.
Ούτω λοιπόν εις τας συνομιλίας ταύτας και πολλάς άλλας, αίτινες εστρέφοντο αναλλοιώτως επί τινος σημείου της εντελούς λογικής επιστήμης, άμα ελάμβανε μέρος ο εξάδελφος Βενέδικτος, διέρρεον αι μακραί ώραι της επιπόνου εκείνης θαλασσοπλοΐας. Η θάλασσα ήτο πάντοτε ωραία, αλλ' οι άνεμοι ηνάγκαζον τον μυοπάρωνα να μη προχωρή. Το «Πίλγριμ» δεν επροχώρει πολύ προς ανατολάς, τόσον η αύρα ήτο ασθενής, και εβράδυνε να φθάση εις τα παράλια εκείνα όπου οι άνεμοι θα ήσαν εις αυτό ευνοϊκώτερον.
Δέον να είπωμεν ενταύθα ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν αποπειραθή να μυήση τον νεαρόν δόκιμον εις τα μυστήρια της εντομολογίας.
Αλλ' ο Δικ Σανδ εφάνη πολύ απειθής εις τας παροτρύνσεις του.
Ελλείψει λοιπόν άλλου, ο επιστήμων επέπεσε κατά των μαύρων, οίτινες δεν ηννόουν τίποτε. Επί τέλους ο Τωμ, ο Ακτέων, ο Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος ελιποτάκτησαν, ο δε καθηγητής ευρέθη μετά μόνου του Ηρακλέους όστις τω εφαίνετο ότι είχε φυσικάς τινας διαθέσεις να διακρίνη παράσιτον από θυσανούρου.
Ο γιγαντώδης μαύρος έζη λοιπόν εν τω κόσμω των κολεοπτέρων των σαρκοβόρων, των θηρευτών, των κανονοβηλητών, των τεκροθαπτών, των πυγολαμπίδων, των καράβων, των σιλφών, των ασπαλάκων, των μηλονθών, των κανθάρων, των σκοτίων, των σιταροφθειρών, των μυιών, σπουδάζων άπασαν την συλλογήν του εξαδέλφου Βενεδίκτου, χωρίς ούτος να φρικιά οσάκις έβλεπε τα εύθραστα εκείνα δείγματα μεταξύ των χονδρών δακτύλων του Ηρακλέους, άτινα είχον την σκληρότητα και την δύναμιν μαγγάνου.
Αλλ' ο κολοσσιαίος μαθητής ήκουε τοσούτον ευπειθώς τα μαθήματα του καθηγητού, ώστε ήξιζε τη αληθεία να ριψοκινδυνεύσωσί τινα χάριν αυτού.
Ενώ δε ο εξάδελφος Βενέδικτος ειργάζετο τοιουτοτρόπως, η κυρία Βέλδων δεν άφινε τον μικρόν Ζακ εντελώς άνευ ενασχολήσεως.
Εδίδασκεν αυτόν να αναγινώσκη και να γράφη, ο δε φίλος του Δικ Σανδ ανέλαβε την διδασκαλίαν των πρώτων στοιχείων της αριθμητικής.
Εν ηλικία πέντε ετών είναι τις εισέτι μικρόν παιδίον και διδάσκεται καλλίτερον ίσως διά πρακτικών παιγνιδίων ή διά θεωρητικών μαθημάτων, αναγκαίως ολίγον δυσχερών.
Ο Ζακ εμάνθανε να αναγινώσκη ουχί δι' αλφαβηταρίου, αλλά διά γραμμάτων κινητών, τετυπωμένων δι' ερυθρού χρώματος επί ξυλίνων κύβων, ούτως ώστε να σχηματίζωνται λέξεις. Ενίοτε η κυρία Βέλδων ελάμβανε τους κύβους εκείνους και συνέθετε μίαν λέξιν είτα τους ανεμίγνυε και άφινεν εις τον Ζακ την φροντίδα να τους θέση πάλιν εις την απαιτουμένην τάξιν.
Το μικρόν παιδίον πολύ ηγάπα τον τρόπον τούτον του μανθάνειν την ανάγνωσιν. Κάθε ημέραν διήρχετο ώρας τινάς οτέ μεν εις τον θαλαμίσκον οτέ δε εις το κατάστρωμα όπως αναταράσση τα γράμματα του αλφαβήτου του.
Τούτο προεκάλεσεν ημέραν τινά γεγονός τοσούτον παράδοξον, τοσούτον απροσδόκητον, ώστε πρέπει να το αναφέρωμεν μετά τινος λεπτομερείας.
Ήτο η πρωία της 9 Φεβρουαρίου. Ο Ζακ ημικεκλισμένος επί του καταστρώματος, διεσκέδαζε σχηματίζων λέξιν τινά την οποίαν ο γηραιός Τωμ, ώφειλε να ανασχηματίση μετά την ανάμιξιν των γραμμάτων. Ο Τωμ την χείρα έχων επί των οφθαλμών, διά να μη υποκλέψη τι, δεν έπρεπε να ίδη τίποτε και δεν έβλεπε τίποτε εκ της εργασίας του μικρού παιδίου.
Εκ των διαφόρων εκείνων γραμμάτων, πεντήκοντα περίπου τον αριθμόν, τα μεν ήσαν κεφαλαία τα δε μικρά. Προσέτι τινές των κύβων εκείνων έφερον ένα αριθμόν, όπερ επέτρεπε να μανθάνη τις να σχηματίζη λέξεις.
Οι κύβοι εκείνοι ήσαν αραδιασμένοι επί του καταστρώματος, και ο μικρός Ζακ ελάμβανε πότε τον ένα πότε τον άλλον διά να συνθέση την λέξιν του, — τη αληθεία βαρεία εργασία.
Αλλ' από τινων στιγμών ο Δίγγος περιστρέφετο περί το μικρόν παιδίον, ότε αίφνης εστάθη. Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν, ο δεξιός αυτού πους υψώθη, η ουρά του εκινείτο σπασμωδικώς. Είτα αίφνης, ορμήσας επί ενός των ξυλίνων κύβων, τον ήρπασε διά του στόματος του και τον απέθεσεν επί του καταστρώματος ολίγα βήματα μακράν του Ζακ.
Ο κύβος εκείνος έφερε το κεφαλαίον γράμμα Σ.
— Δίγγε, ε, Δίγγε! ανέκραξε το μικρόν παιδίον νομίσαν κατ' αρχάς ότι ο κύων κατέπιε το Σ εκείνο.
Αλλ' ο Δίγγος είχεν επιστρέψει και αρχίσας πάλιν την αυτήν εργασίαν ήρπασεν άλλον κύβον και τον απέθεσε πλησίον του πρώτου.
Ο δεύτερος εκείνος κύβος ήτο έν Β κεφάλαιον.
Την φοράν ταύτην ο Ζακ εξέβαλε κραυγήν.
Εις την κραυγήν εκείνην, η κυρία Βέλδων, ο πλοίαρχος Χουλ και ο νεαρός δόκιμος, οίτινες περιεφέροντο εις το κατάστρωμα, προσέτρεξαν. Ο μικρός Ζακ διηγήθη τότε εις αυτούς τι είχε συμβή.
Ο Δίγγος εγνώριζε τα γράματά του! Ο Δίγγος ήξευρε να αναγινώσκη. Τούτο ήτο βέβαιον, διότι τον είδεν ο Ζακ.
Ο Δικ Σανδ ηθέλησε να λάβη τους δύο κύβους διά να τους αποδώση εις τον φίλον του Ζακ, αλλ' ο Δίγγος τω έδειξε τους οδόντας.
Εν τούτοις ο δόκιμος κατόρθωσε να ανακτήση τους δύο κύβους και τους έθεσε πάλιν εις το παιγνίδιον.
Ο Δίγγος ώρμησεν εκ νέου, ήρπασε πάλιν τα αυτά δύο γράμματα και τα έφερε μακράν. Την φοράν όμως ταύτην θέσας τους πόδας επ' αυτών, εφαίνετο έχων απόφασιν να τα κρατήση όπως ηδύνατο. Περί δε των άλλων γραμμάτων του αλφαβήτου ουδόλως εφρόντιζεν εάν υπήρχον.
— Τι περίεργον πράγμα! είπεν η κυρία Βέλδων.
— Τωόντι πολύ περίεργον, απήντησε, ο πλοίαρχος Χουλ παρατηρών προσεκτικώς τα δύο γράμματα.
— Σ, Β, — είπεν η κυρία Βέλδων.
— Σ, Β, — επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλ' είναι ακριβώς τα γράμματα τα οποία φέρει το περιδέραιον του Δίγγου!
Είτα αίφνης, στραφείς προς τον γέροντα μαύρον.
— Τωμ, ηρώτησεν, δεν με είπετε ότι αυτός ο κύων προ ολίγου μόνον καιρού ανήκεν εις τον πλοίαρχον του «Βάλδεκ»;
— Μάλιστα, κύριε. Ο Δίγγος ευρίσκετο εις το πλοίον μόλις από δύο ετών.
Και δεν προσεθέσατε και ότι ο πλοίαρχος του Βάλδεκ εύρε τον κύνα τούτον εις την δυτικήν παραλίαν της αφρικής;
— Μάλιστα κύριε, εις τα πέριξ του Κόγγου. Ήκουσα πολλάκις τον πλοίαρχον να το λέγη.
— Λοιπόν, ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ, ποτέ δεν έμαθον εις ποίον ανήκεν αυτός ο κύων, μήτε πόθεν ήρχετο;
— Ποτέ, κύριε· σκύλος έκθετος είναι χειρότερον βρέφους εκθέτου. Μήτε σημείωσίς τις επ' αυτού, και το δεινότερον, μήτε δύναται να ομιλήση.
Ο πλοίαρχος Χουλ εσιώπησε και εσκέπτετο.
— Τα δύο αυτά γράμματα μήπως φέρουσιν εις την μνήμην σας ανάμνησίν τινα; ηρώτησε τον πλοίαρχον Χουλ η κυρία Βέλδων, αφού τον άφησε να σκεφθή επί τινας στιγμάς.
— Μάλιστα, κυρία Βέλδων, μίαν ανάμνησιν, ή μάλλον σχέσιν τινά παράδοξον.
— Ποίαν;
— Τα δύο αυτά γράμματα δύνανται να έχωμεν έννοιάν τινα και να σας φωτίσωσι περί της τύχης τολμηρού τινος περιηγητού.
— Τι εννοείτε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Ιδού, κυρία Βέλδων. Κατά το 1871, — επομένως προ δύο ετών — γάλλος περιηγητής, κατ' απαίτησιν της γεωγραφικής εταιρείας των Παρισίων, ανεχώρησε με σκοπόν να διέλθη την Αφρικήν από δυσμών προς ανατολάς. Το σημείον της αναχωρήσεώς του ήτο ακριβώς το στόμιον του Κόγγου. Το σημείον της αφίξεως έπρεπε να είναι το όσω το δυνατόν το ακρωτήριον Δελδάγον, εις τας εκβολάς του Ροβούμα, ούτινος θα ηκολούθει το ρεύμα. Ο γάλλος εκείνος περιηγητής εκαλείτο Σαμουήλ Βερνών.
— Σαμουήλ Βερνών! επανέλαβεν η κυρία Βέλδων.
— Μάλιστα, κυρία Βέλδων, και τα δύο ταύτα ονόματα αρχίζουσιν ακριβώς εκ των δύο τούτων γραμμάτων τα οποία εξέλεξεν ο Δίγγος μεταξύ όλων, και τα οποία είναι κεχαραγμένα εις το περιλαίμιόν του.
— Τωόντι, απήντησεν η κυρία Βέλδων. Και ο περιηγητής εκείνος; . . .
— Ο περιηγητής εκείνος ανεχώρησεν, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ και δεν ηκούσθη τι πλέον περί αυτού μετά την αναχώρησίν του.
— Ποτέ; ηρώτησεν ο δόκιμος.
— Ποτέ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
— Τι συμπεραίνεται εκ τούτου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Ότι ο Σαμουήλ Βερνών προδήλως δεν ηδυνήθη να φθάση εις την ανατολικήν ακτήν της Αφρικής, είτε διότι ηχμαλωτίσθη υπό των ιθαγενών, είτε διότι τον προσέβαλεν ο θάνατος καθ' οδόν.
— Και τότε ο κύων ούτος; . .
— Ο κύων ούτος θα τω ανήκεν, ευτυχέστερος δε του κυρίου του, εάν η
εικασία μου είναι ορθή, θα ηδυνήθη να επανέλθη εις την παραλίαν του Κόγγου,
αφού, καθ' ήν εποχήν συνέβησαν ταύτα, ευρέθη εκεί υπό του πλοιάρχου του
«Βάλδεκ».
— Αλλά, παρετήσεν η κυρία Βέλδων, ηξεύρετε εάν ο άλλος εκείνος περιηγητής συνωδεύετο υπό κυνός κατά την αναχώρησίν του; Μήπως είναι απλή εικασία εκ μέρους σας;
— Τωόντι είναι απλή εικασία, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλά το βέβαιον είναι ότι ο Δίγγος γνωρίζει αυτά τα δύο γράμματα Σ και Β, τα οποία ακριβώς είναι τα αρχικά στοιχεία των δύο ονομάτων του γάλλου περιηγητού. Τώρα, πώς το ζώον έμαθε να τα διακρίνη, τούτο δεν ειμπορώ να εξηγήσω, αλλά, το επαναλαμβάνω, τα γνωρίζει βεβαιότατα, και ιδού όπου τα ωθεί διά του ποδός του και φαίνεται ως εάν μας προσκαλή να τα αναγνώσωμεν μετ' αυτού.
— Τωόντι, δεν ηδύνατο να απατηθώσιν ως προς την πρόθεσιν του Δίγγου.
— Ήτο λοιπόν μόνος ο Σαμουήλ Βερνών όταν εγκατέλιπε το παράλιον του Κόγγου; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.
— Το αγνοώ, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Εν τούτοις, πιθανόν είναι ότι θα είχε μεθ' εαυτού συνοδείαν ιθαγενών.
— Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός, αφήσας την θέσιν του, εφάνη επί του καταστρώματος. Κατ' αρχάς ουδείς εννόησε την παρουσίαν του και ουδείς είδε το αλλόκοτον βλέμμα το οποίον έρριψεν επί του κυνός όταν παρετήρησε τα δύο γράμματα προ των οποίων ούτος ίστατο. Αλλ' ο Δίγγος, αναγνωρίσας τον μάγειρον, ήρχισε να δίδει σημεία εσχάτης μανίας.
— Ο Νεγορός επέστεψεν αμέσως εις την θέσιν του πληρώματος ουχί άνευ ακουσίου τινός απειλητικού κινήματος προς τον κύνα.
— Υπάρχει μυστήριόν τι! εψιθύρισεν ο πλοίαρχος Χουλ, ον δεν διέλαθεν ουδέν των της σκηνής εκείνης.
— Αλλά, κύριε, είπεν ο δόκιμος, δεν είναι παράξενον κύων να δύναται να αναγνωρίζη γράμματα του αλφαβήτου;
— Όχι! ανέκραξεν ο μικρός Ζακ. Η μήτηρ μου πολλάκις με διηγήθη την ιστορίαν κυνός ο οποίος ήξευρε ν' αναγινώσκη και να γράφη και μάλιστα να παίζη δόμινον ως αληθής διδάσκαλος σχολείου.
— Φίλτατόν μου τέκνον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μειδιώσα, ο κύων εκείνος όστις ωνομάζετο Μόνιτος δεν ήτο τόσον σοφός όσον νομίζεις. Εάν πιστεύσω όσα με διηγήθησαν, δεν ηδύνατο να συνθέση την λέξιν του. Αλλ' ο κύριός του, επιτήδειος Αμερικανός, παρατηρήσας πόσον ο Μόνιτος είχεν οξείαν την ακοήν, επεμελήθη να εξασκήση την αίσθησιν εκείνην και να εξαγάγη περιεργότατα αποτελέσματα.
— Και τι έπρατε, κυρία Βέλδων; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ αισθανθείς ενδιαφέρον προς την διήγησιν σχεδόν όσον και ο μικρός Ζακ.
— Ιδού, φίλε μου. Όταν ο Μόνιτος επρόκειτο να «εργασθή» ενώπιον του κοινού, γράμματα όμοια προς ταύτα ετίθεντο επί τραπέζης. Επί της τραπέζης εκείνης ο κύων περιεφέρετο, περιμένων να τω προταθή λέξις τις είτε υψηλοφώνως είτε χαμηλοφώνως, υπό τον όρον όμως να γινώσκη την λέξιν ταύτην ο κύριός του.
— Ώστε, απόντος του κυρίου του . . .
— Ο κύων δεν θα ηδύνατο να πράξη τίποτε, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, και ιδού διατί. Τιθεμένων των γραμμάτων επί της τραπέζης, ο Μόνιτος περιεφέρετο διά μέσου του αλφαβήτου εκείνου, άμα δε έφθανεν ενώπιον του γράμματος όπερ έπρεπε να εκλέξη ίστατο· αλλ' εάν ίστατο, έπραττε τούτο διότι ήκουε τον ανεπαίσθητρν εις πάντα άλλον κρότον οδοντογλυφίδος, τον οποίον έκαμνεν εις το θυλάκιόν του ο Αμερικανός. Ο κρότος εκείνος ήτο διά τον Μόνιτον σύνθημα να λάβη το στοιχείον και να το θέση εις την πρέπουσαν τάξιν.
— Και ιδού όλον το μυστικόν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ.
— Ιδού όλον το μυστικόν, απήντησεν η κυρία Βέλδων, ως παν ό,τι γίνεται εν τη ταχυδακτυλουργική τέχνη. Εν απουσία του Αμερικανού ο Μόνιτος δεν θα ήτο πλέον Μόνιτος. Εκπλήττομαι λοιπόν πώς, ενώ ο κύριός του δεν είναι εδώ, — εάν εν τούτοις ο περιηγητής Σαμούλ Βερνών υπήρξε ποτε κύριός του, — ο Δίγγος ειμπορεί να αναγνωρίση τα δύο ταύτα γράμματα.
— Τωόντι, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ είναι πολύ παράδοξον. Παρατηρήσατε όμως καλώς, ενταύθα δεν πρόκειται ειμή περί δύο μόνον γραμμάτων, δύο ειδικών γραμμάτων, και ουχί λέξεως τυχαίως εκλεγομένης. Μεθ' όλα ταύτα, ο κύων εκείνος όστις εκτύπα την θύραν του μοναστηρίου διά να λάβη το διά τους πτωχούς διαβάτας προωρισμένον φαγητόν, και ο άλλος εκείνος όστις επιφορτιζόμενος μετά τινος ομοίου του να στρέφη τον οβελόν ημέραν παρ' ημέραν, ηρνείτο να πράξη τούτο όταν δεν ήτο η σειρά του, οι δύο εκείνοι κύνες, λέγω, ήσαν νοημονέστεροι του Δίγγου. Άλλως τε ευρισκόμεθα ενώπιον γεγονότος αδιαφιλονικήτου. Εξ όλων των γραμμάτων του αλφαβήτου τούτου, ο Δίγγος εξέλεξε μόνον τα δύο ταύτα Σ και Β. Τα άλλα φαίνεται ότι μήτε τα γνωρίζη καν. Πρέπει λοιπόν να συμπεράνωμεν ότι δι' αιτίαν άγνωστον εις ημάς, η προσοχή του είχε προσηλωθή επί των δύο τούτων γραμμάτων.
— Α! πλοίαρχε Χουλ είπεν ο νεαρός δόκιμος, εάν ο Δίγγος, ηδύνατο να ομιλήση! . . . Ίσως θα μας έλεγε τι σημαίνουσιν αυτά τα δύο γράμματα, και διατί δεικνύει τους οδόντας του εις τον μάγειρόν μας.
— Και τι οδόντας! απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, καθ' ήν στιγμήν ο Δίγγος, ανοίξας το στόμα, εδείκνυε τας φοβεράς αρπάγας του.
ΦΑΛΑΙΝΑ ΕΙΣ ΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ
Ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή ότι το παράδοξον εκείνο συμβεβηκός υπήρξε
πλέον ή άπαξ των συνδιαλέξων αίτινες εγίνοντο εις την πρύμνην του «Πίλγριμ»
μεταξύ της κυρίας Βέλδων, του πλοιάρχου Χουλ και του νεαρού δοκίμου.
Ούτος, μάλλον ιδιαιτέρως, ησθάνθη ορμέμφυτον δυσπιστίαν προς τον Νεγορόν, του οποίου εν τούτοις η διαγωγή ουδεμιάς μομφής ήτο αξία.
Εις την πρώραν συνδιελέγοντο ωσαύτως περί τούτου, αλλά δεν εξήγον τα αυτά συμπεράσματα.
Εκεί, υπό των ανθρώπων του πληρώματος, ο Δίγγος εθεωρείτο απλούστατα ως κύων να αναγινώσκη και ίσως μάλιστα να γράφη καλλίτερον πολλών ναυτών του πλοίου, και εάν δεν ωμίλει, τούτο εσήμαινεν ότι κατά πάσαν πιθανότητα είχεν ισχυρούς λόγους να σιωπά.
— Αλλ' ημέραν τινά, είπεν ο πηδαλιούχος Βόλτων, ημέραν τινά αυτός ο σκύλος θα μας ερωτήση πού διευθυνόμεθα, εάν ο άνεμος είναι βορειοδυτικός ή βορειανατολικός, και θα χρειασθή να τω αποκριθώμεν.
— Υπάρχουσι ζώα τα οποία λαλούσιν, είπεν άλλος ναύτης, κίσσαι,
παπαγάλοι. Λοιπόν διατί και σκύλος να μη κάμνη το αυτό, εάν του ήρχετο
επιθυμία; Δυσκολώτερον είναι να ομιλήση τις με το ράμφος ή με το στόμα.
— Βεβαιότατα, είπεν ο ναύκληρος Χούβικ. Αλλά τούτο ποτέ δεν το είδε τις.
Πολύ θα εξέπληττέ τις τους αγαθούς εκείνους άνδρας εάν τοις έλεγεν ότι επιστήμων τις Δανός είχεν κύνα, όστις επρόφερεν ευδιακρίτως περί τας είκοσι λέξεις.
Αλλ' εκ τούτου μέχρι του να εννοή ό,τι έλεγεν, υπήρχεν άβυσσος.
Προδήλως ο κύων εκείνος, του οποίου η γλωττίς ήτο πεπλασμένη εις τρόπον ώστε να δύναται να προφέρη ήχους κανονικούς, ουδόλως εννόει την σημασίαν αυτών, ως οι ψιττακοί, οι κολοσοί και αι κίσσαι.
Η φράσις παρά τοις ζώοις τούτοις, δεν είναι άλλο τι ειμή είδος τι κελαδήματος ή κραυγών λαλουμένων ληφθεισών εκ ξένης γλώσσης της οποίας δεν έχουσι την έννοιαν.
Όπως δήποτε ο Δίγγος εγένετο ο ήρως του πλοίου ένεκα του οποίου όμως ουδόλως υπερηφανεύετο.
Πολλάκις ο πλοίαρχος Χουλ επανέλαβε το πείραμα.
Οι ξύλινοι κύβοι του αλφαβήτου ετίθεντο ενώπιον του Δίγγου, και πάντοτε, άνευ λάθους, άνευ δισταγμού τα δυο γράμματα Σ και Β εξελέγοντο μεταξύ όλων υπό του παραδόξου ζώου, χωρίς τα άλλα να ελκύωσί ποτε την προσοχήν του.
Το πείραμα τούτο πολλάκις επανελήφθη ενώπιον του εξαδέλφου Βενεδίκτου, αλλ' ούτος ουδέν έδειξεν ενδιαφέρον.
— Εν τούτοις, ηξίωσε να είπη ημέραν τινά, δεν πρέπει να πιστεύσωμεν ότι μόνοι οι κύνες έχουσι το πλεονέκτημα να είναι νοήμονες κατά τοιούτον τρόπον. Και άλλα ζώα τους ομοιάζουσιν, ακολουθούντα απλώς το ορμέμφυτόν των. Τοιούτον είναι οι ποντικοί, οι οποίοι εγκαταλείπουσι το προωρισμένον να καταποντισθή εις την θάλασσαν πλοίον· τοιούτοι είναι οι κάστορες, οίτινες προβλέπουσι την αύξησιν των υδάτων και εγείρουσιν υψηλότερα προχώματα· τοιούτοι ήσαν οι ίπποι του Νικομήδους, του Σκερδέρμπεη και του Οππιανού, οίτινες τόσην λύπην ησθάνθησαν ώστε απέθανον μετά τον θάνατον των κυρίων των, τοιούτοι είναι οι όνοι, τοσούτον θαυμαστοί διά την μνήμην των, και τόσα άλλα τέλος ζώα, άτινα ετίμησαν το ζωικόν βασίλειον. Δεν είδομεν πτηνά, θαυμασίως δεδιδαγμένα, άτινα γράφουσιν απταίστως λέξεις καθ' υπαγόρευσιν των διδασκάλων των, κακατόας αίτινες μετρούσι τόσον καλώς όσον λογιστής του γραφείου των γεωγραφικών πλατών όλα τα έν τινι αιθούση παρόντα πρόσωπα; Δεν υπήρξε ψιττακός, αγορασθείς αντί εκατόν χρυσών σκούδων, όστις χωρίς να παραλείψη μήτε λέξιν, έλεγεν εις τον καρδινάλιον τον κύριόν του όλον το Σύμβολον των αποστόλων; Τέλος, η νόμιμος υπερηφάνεια ενός εντομολόγου δεν πρέπει να φθάνη εις το έπακρον, όταν βλέπη απλά έντομα παρέχοντα αποδείξεις νοημοσύνης ανωτέρας και επιβεβαιούντα ευγλώττως το αξίωμα:
Εν ελαχίστοις μέγας ο Θεός
τους μύρμηκας εκείνους οίτινες θα ηδύναντο να παραβληθώσι προς τους επισημοτάτους των μεγαλειτέρων πόλεων, τους υδροβίους εκείνους αργυρονήτους οι οποίοι κατασκευάζουσι καταβυθιστικούς κώδωνας, τους ψύλλους εκείνους οίτινες σύρουσιν αμάξας ως αληθείς αμαξηλάται, οίτινες εκτελούσι γυμνάσια τόσον καλώς όσον οι καραβινοφόροι, οίτινες κανονιοβολούσι καλλίτερον ή οι πτυχιούχοι πυροβοληταί του Βεστποέν (12) ; Όχι, ο Δίγγος ούτος δεν είναι άξιος τοσούτων επαίνων, και εάν είναι τόσον δυνατός εις το αλφάβητον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανήκει εις είδος τι μολοσσών, μη ταξινομηθείς εν τη ζωολογική επιστήμη, «τον αλφαβητικόν κύνα» της Νέας Ζηλανδίας.
Μεθ' όλας τας ομιλίας ταύτας και άλλας του φθονερού εντομολόγου, ο Δίγγος δεν απώλεσε την κοινήν υπόληψιν και εξηκολούθησε να θεωρήται ως φαινόμενον εν τοις συνομιλίαις όλου του πληρώματος.
Εν τούτοις πιθανόν ότι ο Νεγορός δεν συνεμερίζετο τον γενικόν ενθουσιασμόν προς το ζώον.
Ίσως μάλιστα το εύρισκεν υπέρ το δέον νοήμον.
Όπως δήποτε, ο κύων εδείκνυε πάντοτε την αυτήν αντιπάθειαν κατά του μαγείρου, και βεβαίως θα εκινδύνευε να πάθη κακόν τι, εάν δεν ήτο αφ' ενός μεν κύων ικανός να προστατεύση εαυτόν, αφ' ετέρου δε προστατευόμενος υπό της συμπαθείας όλων των εν τω πλοίω.
Ο Νεγορός απέφευγε πλειότερον ή άλλοτε να ευρεθή επί παρουσία του. Ο Δικ Σανδ δεν έλειψε να παρατηρήση ότι από του συμβάντος των δύο γραμμάτων η αμοιβαία αντιπάθεια του ανθρώπου και του κυνός είχεν αυξήσει. Τούτο ήτο αληθώς ανεξήγητον.
Τη 10 Φεβρουαρίου ο βορειανατολικός άνεμος, όστις μέχρι τότε είχε διαδεχθή τας μακράς και απελπιστικάς νηνεμίας, κατά την διάρκειαν των οποίων το «Πίλγριμ» έμενεν ακίνητον, ηλαττώθη επαισθητώς.
Ο πλοίαρχος Χουλ ηδυνήθη λοιπόν να ελπίζη ότι μεταβολή τις εις την διεύθυνσιν των ατμοσφαιρικών ρευμάτων έμελλε να παραχθή και ίσως ο μυοπάρων θα έπλεε τέλος πλησίστιος.
Η εξ Ωκλάνδης αναχώρησίς του εχρονολογείτο από δέκα εννέα ημερών μόνον. Η βραδύτης άρα δεν ήτο μεγάλη, το δε «Πίλγριμ», χάρις εις τα καλά αυτού ιστία, θα ηδύνατο τη βοηθεία πλαγίου ανέμου να ανακτήση ευκόλως τον απολεσθέντα χρόνον. Αλλ' έπρεπε να περιμένη ολίγας ημέρας μέχρις ου πνεύσωσι σταθερώς οι δυτικοί άνεμοι.
Το μέρος εκείνο του Ειρηνικού ήτο πάντοτε έρημον. Ουδέν πλοίον εφαίνετο εις τα παράλια εκείνα. Ήτο πλάτος εντελώς εγκαταλελειμμένον υπό των θαλασσοπόρων. Οι φαλαινοθήραι των μεσημβρινών θαλασσών δεν ετόλμων εισέτι να διέλθωσι τον τροπικόν.
Οι εν τω «Πίλγριμ» λοιπόν, οίτινες ένεκεν ιδιαιτέρων περιστάσεων ηναγκάσθησαν να εγκαταλείπωσι τα μέρη της αλιείας προ του τέλους της εποχής, δεν έπρεπε να ελπίζωσιν ότι ήθελον συναντήσει πλοίον τι εκεί.
Όσον δ' αφορά τα υπερειρηνικά ατμόπλοια, είπομεν ήδη ότι ταύτα δεν ηκολούθουν παράλληλον τόσω υψηλήν κατά τους διάπλους αυτών μεταξύ της Αυστραλίας και της αμερικανικής ηπείρου.
Εν τούτοις, ένεκεν αυτής ταύτης της ερημίας της θαλάσσης πρέπει να ερευνήσωμεν αυτήν μέχρι των τελευταίων ορίων του ορίζοντος. Όσον μονότονος και αν δύναται να φανή εις τα απρόσεκτα πνεύματα, τόσον απείρως ποικίλη είναι δι' εκείνον όστις δύναται να την εννοήση. Αι μάλλον αδιόρατοι μεταβολαί θέλγουσι τας φαντασίας εκείνας αίτινες εννοούσι τας ποιήσεις του Ωκεανού. Θαλάσσιον φυτόν φερόμενον επί των κυμάτων, κλάδος βρύου του οποίου η ελαφρά πορεία ποικίλλει την επιφάνειαν της θαλάσσης, τεμάχιον σανίδος του οποίου θα ήθελέ τις να μάθη την ιστορίαν, δεν χρειάζονται περισσότερα. Προ του απείρου εκείνου, το πνεύμα υπ' ουδενός εμποδίζεται. Η φαντασία έχει ελεύθερον στάδιον. Έκαστον των υδατίνων εκείνων μορίων, άτινα η εξάτμισις ανταλλάσσει συνεχώς μεταξύ της θαλάσσης και του ουρανού, περικλείει ίσως το μυστήριον καταστροφής τινος. Τούτου ένεκα πρέπει να φθονώμεν εκείνους των οποίων η ενδόμυχος σκέψις δύναται να ερευνήση τα μυστήρια του Ωκεανού, τα πνεύματα εκείνα τα υψούμενα από της κινητής επιφανείας μέχρι του ουρανού.
Η ζωή άλλως τε εκδηλούται πάντοτε υπεράνω ως και υποκάτω των θαλασσών.
Οι επιβάται του «Πίλγριμ» ηδύναντο να ίδωσι μικροτάτους ιχθείς καταδιωκωμένους υπό σμήνους πτηνών, εξ εκείνων τα οποία πριν του χειμώνος φεύγουσι το τραχύ κλίμα των πόλεων.
Και πολλάκις ο Δικ Σανδ, άξιος μαθητής του Ζαμ Βέλδων ως προς το αντικείμενον τούτο ως και εις πολλά άλλα, έδωκεν αποδείξεις της θαυμασίας αυτού επιδεξιότητος εις το πυροβόλον ή εις το πιστόλιον, φονεύων τινά των ταχυπτέρων εκείνων πτηνών.
Μεταξύ τούτων ήσαν θαλασσοβάται λευκοί και άλλοι θαλασσοβάτα,ι των οποίων αι πτέρυγες διεγραμμίζοντο εις τα άκρα υπό ταινίας μελαγχρόου.
Ενίοτε ωσαύτως διήρχοντο σμήνη κογχίλων ή λιπαρόχηνες τινές, των οποίων το επί της ξηράς βάδισμα είναι βαρύ και γελοίον.
Εν τούτοις, ως παρετήρησεν ο πλοίαρχος Χουλ οι λιπαρόχηνες εκείνοι, μεταχειριζόμενοι τους πόδας των ως αληθή πτερύγια, δύνανται να προκαλέσωσιν εις το κολύμβημα τους ταχυτέρους ιχθύς, ούτως ώστε και αυτοί οι ναυτικοί τους συγχέουσιν ενίοτε μετά των τρωκτών.
Υψηλότερον, γιγαντιαίοι κλυδωνομάντεις έπληττον τον αέρα διά των πτερύγων των, αίτινες είχον περίμετρον δέκα ποδών, και εκάθηντο είτα επί της επιφανείας των υδάτων, ανακινούντες αυτά διά του ράμφους των όπως εύρωσι την τροφήν των.
Όλαι αύται αι σκηναί παρίστων θέαμα ποικίλλον, όπερ πνεύματα αναίσθητα προς τα θέλγητρα της φύσεως θα εύρισκον μονότονον.
Την ημέραν εκείνην η κυρία Βέλδων περιεφέρετο εις την πρύμνην του «Πίλγριμ», ότε φαινόμενόν τι αρκούντως περίεργον είλκυσε την προσοχήν της.
Τα ύδατα της θαλάσσης εγένοντο σχεδόν αιφνιδίως ερυθρά.
Ηδύνατό τις να νομίση ότι είχον βαφή δι' αίματος και ο ανεξήγητος εκείνος χρωματισμός εξετείνετο όσον μακράν ηδύνατο να φθάση το βλέμμα.
Τότε ο Δικ Σανδ ευρίσκετο μετά του μικρού Ζακ πλησίον της κυρίας Βέλδων.
— Βλέπεις, Δικ, είπεν εκείνη προς τον νεαρόν δόκιμον, τον αλλόκοτον τούτον χρωματιστόν του Ειρηνικού; Μήπως οφείλεται ούτος εις θαλάσσιόν τι φυτόν;
— Όχι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ο χρωματισμός ούτος παράγεται υπό μυριάδων μικρών μαλακοδέρμων, διά των οποίων συνήθως τρέφονται τα μεγάλα μαστοφόρα. Οι αλιείς, ουχί άνευ λόγου, ονομάζουσιν αυτά «φαγητόν της φαλαίνης».
— Μαλακόδερμα! είπεν η κυρία Βέλδων. Αλλ' είναι τόσον μικρά ώστε σχεδόν ηδύνατό τις να τα ονομάση θαλάσσια έντομα. Ο εξάδελφος Βενέδικτος θα υπερευχαριστηθή ίσως εάν συλλέξη ολίγα τινά εξ αυτών.
Και καλούσα:
— Εξάδελφε Βενέδικτε! εφώνησεν.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξήλθε του δωματίου σχεδόν συγχρόνως μετά του πλοιάρχου Χουλ.
— Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, ιδέτε λοιπόν τον μεγάλον εκείνον ερυθρωπόν σωρόν όστις εκτείνεται επ' άπειρον.
— Ναι, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ είναι το φαγητόν της φαλαίνης. Κύριε Βενέδικτε, ωραία ευκαιρία διά να σπουδάσητε το περίεργον τούτο είδος των μαλακοδέρμων.
— Ουφ, έκανεν ο εντομολόγος.
— Πώς ουφ! ανέκραξεν ο πλοίαρχος. Αλλά δεν έχετε το δικαίωμα να εκφράζηται τοιαύτην αδιαφορίαν. Τα μαλακόδερμα ταύτα σχηματίζουσι μίαν των έξ κλάσεων των ενάρθρων, εάν δεν απατώμαι, και ως τοιαύτα . . .
— Ουφ! έκαμε και πάλιν ο εξάδελφος Βενέδικτος σείων την κεφαλήν . . .
— Λοιπόν φαίνεσθε ολίγον υπεροπτικός ως εντομολόγος.
— Εντομολόγος έστω, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, αλλ' ειδικώτερον εξαποδιστής, πλοίαρχε Χουλ ευαρεστηθήτε να μη το λησμονήτε.
— Όπως δήποτε, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, έστω να μη σας ενδιαφέρωσι τα μαλακόδερμα ταύτα, αλλ' εάν είχατε στόμαχον φαλαίνης, το πράγμα θα ήτο διαφορετικόν. Τι λαμπρά εστίασις τότε! — Βλέπετε κυρία Βέλδων, όταν ημείς οι φαλαινοθήραι, κατά την εποχήν της αλιείας, ευρεθώμεν απέναντι τοιαύτης σωρείας τοιούτων μαλακοδέρμων, μόλις λαμβάνομεν καιρόν να ετοιμάσωμεν τας αρπάγας και τας ορμιάς ημών. Είμεθα βέβαιοι ότι το θήραμα δεν είναι μακράν.
— Είναι δυνατόν τόσω μικρά ζώα να δύνανται να τρέφωσι τόσω μεγάλα; είπεν ο Ζακ.
— Ε! τέκνον μου, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ μικροί κόκκοι σιμιγδάλεως, αλεύρου, αμύλου, δεν απαρτίζουσιν ωραίον ζωμόν; Ναι, η φύσις ούτως ηθέλησεν. Όταν φάλαινά τις πλέη εν μέσω των ερυθρών τούτων υδάτων, ο ζωμός αυτής είναι έτοιμος, δεν έχει να πράξη άλλο ειμή να ανοίξη το μέγα στόμα της. Μυριάδες μαλακοδέρμων εισέρχονται εκεί, τα απειράριθμα γένεια δι' ων είναι πεπροικισμένος ο ουρανίσκος του ζώου εκτείνονται ως δίκτυα αλιέως, ουδέν δύναται να εξέλθη εκείθεν, και η μάζα των μαλακοδέρμων καταβυθίζεται εις τον ευρύχωρον στόμαχον της φαλαίνης απαραλλάκτως ως ο ζωμός του γεύματος εις τον ιδικόν μας.
— Πρέπει να σκεφθής, Ζακ, παρετήρησεν ο Δικ Σανδ, ότι η κυρία φάλαινα δεν χάνει τον καιρόν της εις το να καθαρίζη έν προς έν αυτά τα μαλακόδερμα, ως υμείς καθαρίζετε τας καρίδας.
— Προσθέτω, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, ότι ακριβώς όταν η γιγαντιαία αύτη λαίμαργος ασχολήται κατ' αυτόν τον τρόπον, είναι ευκολώτερον να την πλησιάση τις χωρίς να διεγείρη την δυσπιστίαν της. Είναι λοιπόν η καταλληλοτέρα στιγμή διά να την ακοντίση τις μετά τινος επιτυχίας.
Την στιγμήν εκείνην, και οιονεί προς επικύρωσιν των λόγων του πλοιάρχου Χουλ η φωνή ναύτου ηκούσθη εις την πρώραν του πλοίου.
— Μία φάλαινα εμπρός αριστερά!
Ο πλοίαρχος Χουλ ανετινάχθη.
— Φάλαινα; ανέκραξε.
Και ωθούμενος υπό του φαλαινοθηρευτικού του ορμεμφύτου, ώρμησεν εις τα πρυμνήσια του «Πίλγριμ».
Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο Δικ Σανδ και αυτός ο εξάδελφος Βενέδικτος τον ηκολούθησαν αμέσως . .
Πράγματι εις απόστασιν τεσσάρων μιλλίων αναβρασμός τις εμαρτύρει ότι μέγα τι θαλάσσιον μαστοφόρον εκινείτο εν τω μέσω των ερυθρών υδάτων.
Καθό φαλαινοθήραι δεν ηδύναντο να απατηθώσιν.
Αλλ' η απόστασις ήτο πολύ μεγάλη έτι, ώστε δεν ηδύνατο να γνωρίσωσι το είδος, εις ό ανήκε το μαστοφόρον εκείνο.
Τωόντι τα είδη ταύτα είναι λίαν διακεκριμμένα.
Μήπως ήτο φάλαινά τις εκ των γνησίων εκείνων, τας οποίας μάλλον ιδιαιτέρως επιζητούσιν οι αλιείς των βορείων θαλασσών;
Τα κήτη ταύτα, από των οποίων ελλείπει το ραχιαίον πτερύγιον, αλλά των οποίων το δέρμα περικαλύετε παχύ στρώμα λίπους, δυνατόν να έχωσι μήκος ογδοήκοντα ποδών, ει και ο μέσος όρος δεν υπερβαίνει τους εξήκοντα, και τότε έν μόνον των τεράτων εκείνων παρέχει εκατόν βαρέλια ελαίου.
Ή μήπως ήτο πτεροφάλαινα, ης το πρώτον συνθετικόν του ονόματος θα ηδύνατο να εφελκύση την υπόληψιν του εντομολόγου;
Αύται κέκτηνται ραχιαία πτερύγια, λευκά το χρώμα και μακρά όσον το ήμισυ του σώματος, άτινα ομοιάζουσι προς ζεύγος πτερύγων, — είδος τι πτερωτής φαλαίνης.
Ή μήπως πιθανώτερον ήτο μακροπτερύγιος φάλαινα, έχουσα ραχιαίον πτερύγιον και της οποίας το μήκος είναι ίσον σχεδόν προς το της γνησίας φαλαίνης;
Ο πλοίαρχος Χουλ και το πλήρωμά του δεν ηδύνατο έτι ν' αποφανθώσιν, αλλά παρετήρουν το ζώον μετ' επιθυμίας περισσοτέρας ή θαυμασμού.
Εάν είναι αληθές ότι ο ωρολογοποιός δεν δύναται να απαντήση εκκρεμές χωρίς να αισθανθή την ακαταμάχητον ανάγκην να το εκτείνη, πόσον περισσότερον ο φαλαινοθήρας ευρισκόμενος απέναντι φαλαίνης καταλαμβάνεται υπό επιτακτικής επιθυμίας να συλλάβη αυτήν! Οι κυνηγοί της μεγάλης θήρας είναι ως λέγουσιν ενθερμότεροι ή οι κυνηγοί της μικράς θήρας.
Λοιπόν όσω μεγαλείτερον είναι το ζώον, τόσω περισσότερον διεγείρει την
επιθυμίαν! Τι πρέπει να αισθάνωνται τότε οι ελεφαντοθήραι! Πλην τούτου
υπήρχεν ωσαύτως και η δυσαρέσκεια ην ησθάνετο το πλήρωμα του «Πίλγριμ» ότι
επανήρχετο μετά φορτίου ατελούς.
Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ προσεπάθει να αναγνωρίση το ζώον το οποίον εφάνη
μακράν.
Δεν ήτο ορατόν εκ τοιαύτης αποστάσεως.
Ουχ ήττον ο εξησκημένος οφθαλμός φαλαινοθήρου δεν ηδύνατο να απατηθή έκ τινων λεπτομερειών ευκόλως διακρινομένων μακρόθεν.
Τωόντι η ανάβρασις, ήτοι η ατμώδης και υδατώδης στήλη την οποίαν η φάλαινα εκφυσά διά των ρωθώνων της, ώφειλε να προσελκύση την προσοχήν του πλοιάρτου Χουλ και να τον οδηγήση εις ποίον είδος ανήκε το κήτος εκείνο.
— Δεν είναι γνησία φάλαινα, ανέκραξεν. Ο αναβρασμός αυτής θα ήτο υψηλότερος και ολιγώτερος ογκώδης. Αφ' ετέρου εάν ο θόρυβος τον οποίον προξενεί ο αναβρασμός ούτος ηδύνατο να παραβληθή προς τον μεμακρυσμένον θόρυβον πυρίνου στόματος, θα έκλινον να πιστεύσω ότι η φάλαινα αύτη ανήκει εις το είδος των πτεροφαλαινών αλλά το πράγμα δεν έχει ούτω, και εάν προσέξη τις, δύναται να βεβαιωθή ότι ο θόρυβος ούτος είναι όλως διαφόρου φύσεως. — Τι φρονείς περί τούτου, Δικ; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ στρεφόμενος προς τον δόκιμον.
— Πιστεύω, πλοίαρχε, απήντησεν ο Δικ, ότι είναι μακροπτερύγιος φάλαινα. Ιδέτε πώς οι ρώθωνες αυτής αναρρίπτουσι βιαίως εις τον αέρα την θαλασσίαν εκείνην στήλην. Δεν σας φαίνεται ωσαύτως — όπερ και θα εδικαιολόγει την παρατήρησίν μου — ότι η αναπήδησις εκείνη περιέχει περισσότερον ύδωρ ή ατμόν συμπεπυκνωμένον; Και δεν απατώμαι, τούτο είναι ιδιαίτερον προσόν της μακροπτερυγίου φαλαίνης.
— Τωόντι, Δικ, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία. Είναι μακροπτερύγιος η οποία επιπλέει επί της επιφανείας των ερυθρών εκείνων υδάτων.
— Τι ωραίον που είναι! ανεφώνησεν ο μικρός Ζακ.
— Ναι, τέκνον μου. Και όταν αναλογίζεται τις ότι το μεγάλον εκείνο ζώον γευματίζει εκεί και ούτε υποπτεύει καν ότι φαλαινοθήραι το παρατηρούσι.
— Τολμώ να βεβαιώσω ότι η μακροπτερύγιος αύτη φάλαινα είναι μεγάλη, παρετήρησεν ο Δικ Σανδ.
— Βεβαίως, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, όστις εξηρεθίζετο ολίγον κατ' ολίγον. Της δίδω τουλάχιστον εβδομήκοντα ποδών μήκος.
— Καλά, προσέθηκεν ο ναύκληρος. Ημίσεια δωδεκάς τοιούτων φαλαινών θα ήρκει διά να φορτώση πλοίον ως το ιδικόν μας.
— Ναι, θα ήρκει, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, όστις ανέβη επί της πρώρας διά να βλέπη καλλίτερον.
— Και με αυτήν, προσέθηκεν ο ναύκληρος, θα συνεπληρούμεν εις ολίγας ώρας το ήμισυ των διακοσίων βαρελίων τα οποία μας λείπουσι.
— Ναι . . . πράγματι . . . ναι . . . εψιθύριζεν ο πλοίαρχος Χουλ.
— Τούτο είναι αληθές, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, αλλ' ενίοτε είναι πολύ επικίνδυνον να προσβάλη τις αυτάς τας γιγαντιαίας μακροπτερυγίους.
— Πολύ επικίνδυνον, πολύ επικίνδυνον, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Αύται αι πτεροφάλαιναι έχουσιν ουράς φοβεράς τας οποίας δεν πρέπει να πλησιάζη τις άνευ προφυλάξεως. Η στερεωτέρα λέμβος δεν θα ηδύνατο να ανθέξη εις έν καλόν κτύπημα αυτής. Αλλ' η ωφέλεια αξίζει τον κόπον.
— Πα! είπεν είς των ναυτών, μία καλή μακροπτερύγιος είναι ωραίον θήραμα.
— Και επικερδές! απεκρίνατο άλλος.
— Θα ήτο κρίμα να μη την χαιρετίσωμεν κατά την διάβασιν.
Ήτο πρόδηλον ότι οι ανδρείοι εκείνοι ναυτικοί εξηρεθίζοντο εις την θέαν της φαλαίνης.
Ήτο ολόκληρον φορτίον βαρελίων ελαίου όπερ εκυμάτιζε πλησίον των χειρών των.
Βεβαίως, ακούων τις αυτούς, δεν είχε να πράξη άλλο ειμή να διευθετήση τα βαρέλια εκείνα εις το κύτος του «Πίλγριμ» όπως συμπληρώση το φορτίον.
Τινές των ναυτών, αναρριχιθέντες επί των σχοινίων του ακατίου ιστού ερρήγνυον κραυγάς επιθυμίας. Ο πλοίαρχος Χουλ όστις δεν ωμίλει, περιέτρωγε τους όνυχάς του.
Υπήρχεν εκεί ακατανίκητος μαγνήτης όστις έσυρε το «Πίλγριμ» και όλον αυτού το πλήρωμα.
— Μήτερ, μήτερ, ανέκραξε τότε ο μικρός Ζακ, επεθύμουν να είχον αυτήν την φάλαιναν διά να την ιδώ πώς είναι.
— Α! θέλεις να έχης αυτήν την φάλαιναν, παιδίον μου; Και διατί όχι, φίλοι μου; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, ενδίδων τέλος εις την κρυφίαν επιθυμίαν του! Ναι μεν δεν έχομεν επικούρους αλιείς, αλλ' ημείς μόνοι . . .
— Ναι! ναι! εφώνησαν οι ναύται ομοθυμαδόν.
— Δεν θα είναι η πρώτη φορά όπου θα εκτελέσω το έργον του ακοντιστού, προσέθηκεν ο πλοίαρχος Χουλ και θα ιδήτε εάν ηξεύρω εισέτι να ακοντίζω.
— Ουρρά! ουρρά! απεκρίθη το πλήρωμα.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΙ
Ευκόλως εννοεί τις ότι η θέα του θαυμασιώδους εκείνου μαστοφόρου εγένετο
όπως παραγάγη μέγαν ερεθισμόν εις τους ανθρώπους του «Πίλγριμ».
Η φάλαινα ήτις εκυμάτιζεν εν τω μέσω των ερυθρών υδάτων εφαίνετο γιγαντιαία.
Να την συλλάβωσι και να συμπληρώσωσι τοιουτοτρόπως το φορτίον, ήτο λίαν ερεθιστικόν. Ηδύνατό ποτε αλιείς να αφήσωσι να τοις διαφύγη παρομοία ευκαιρία;
Εν τούτοις η κυρία Βέλδων, ενόμισεν ότι ώφειλε να ερωτήση τον πλοίαρχον Χουλ εάν δεν υπήρχε κίνδυνός τις διά τους άνδρας του και δι' αυτόν, εάν απετόλμων να προσβάλωσι φάλαιναν υπό τοιαύτας συνθήκας.
— Ουδείς, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Πλέον ή άπαξ με συνέβη να κυνηγήσω φάλαιναν μετά μιας μόνης λέμβου και πάντοτε κατώρθωσα να την συλλάβω. Σας επαναλαμβάνω, ουδείς υπάρχει κίνδυνος δι' ημάς επομένως δε και δι' υμάς.
Ησυχάσασα η κυρία Βέλδων δεν επέμεινεν.
Ο πλοίαρχος Χουλ έλαβεν αμέσως όλα τα μέτρα του όπως συλλάβη την φάλαιναν.
Εκ πείρας εγίνωσκεν ότι η καταδίωξις πτεροφαλαίνης δεν εγίνετο άνευ δυσχερειών τίνων, και ήθελε να προλάβη τα πάντα.
Ό,τι καθίστα την σύλληψιν εκείνην ολιγώτερον εύκολον, ήτο ότι το πλήρωμα του μυοπάρωνος θα επελαμβάνετο του έργου διά μιας μόνης λέμβου, αν και το «Πίλγριμ» εκέκτητο μίαν άκατον δεδεμένην εις τον μέγαν ιστόν και τρεις φαλαινοθηρίδας, ων αι μεν δύο εκρέμαντο εις τα δεξιά και τα αριστερά του πλοίου, η δε τρίτη οπίσω και έξωθεν του αετώματος.
Συνήθως τας τρεις ταύτας φαλαινοθηρίδας μεταχειρίζονται προς καταδίωξιν των κητών.
Αλλά, κατά την εποχήν της αλιείας, ως γνωστόν, επικουρικόν πλήρωμα, λαμβανόμενον εκ των σταθμών της Νέας Ζηλανδίας, εβοήθει τους ναύτας του «Πίλγριμ».
Υπό τας περιστάσεις λοιπόν εκείνας το «Πίλγριμ» δεν ηδύνατο να παράσχη ειμή τους πέντε ναύτας του πλοίου, δι' ων θα εκπληρούτο μία μόνη των φαλαινοθηρίδων.
Η συνδρομή του Τωμ και των εταίρων αυτού, οίτινες προσεφέρθησαν αμέσως, ήτο αδύνατος. Πράγματι, ο χειρισμός αλιευτικής λέμβου απαιτεί ναυτικούς όλως ιδιαιτέρως εξησκημένους.
Λελανθεσμένον κίνημα του πηδαλίου ή λελανθασμένη κωπηλασία θα ήρκουν, όπως διακινδυνεύσωσι την σωτηρίαν της λέμβου κατά την προσβολήν.
Αφ' ετέρου ο πλοίαρχος Χουλ δεν ήθελε να εγκαταλείψη το πλοίον του χωρίς να αφήση εν αυτώ ένα τουλάχιστον άνδρα του πληρώματος εις τον οποίον να είχεν εμπιστοσύνην. Έπρεπε να προΐδη όλα τα ενδεχόμενα.
Λοιπόν ο πλοίαρχος Χουλ ηναγκασμένος να εκλέξη ισχυρούς ναυτικούς όπως εξοπλίση την φαλαινοθηρίδα, ώφειλε να αναθέση την φύλαξιν του «Πίλγριμ» εις τον Δικ Σανδ.
— Δικ, είπεν αυτώ, σε επιφορτίζω να μείνης εις το πλοίον κατά την απουσίαν μου ήτις δεν θα διαρκέση πολύ, ως ελπίζω·
— Καλά, κύριε, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος.
Ο Δικ Σανδ επεθύμει να λάβη μέρος εις την αλιείαν εκείνην, ήτις είχε μέγα θέλγητρον δι' αυτόν, αλλ' εννόησεν αφ' ενός μεν ότι αι χείρες τελείου ανδρός ήξιζον περισσότερον ή αι ιδικαί του διά την υπηρεσίαν της φαλαινοθηρίδος, αφ' ετέρου δε ότι αυτός μόνος ηδύνατο να αντικαταστήση τον πλοίαρχον Χουλ. Υπέμεινε λοιπόν.
Το πλήρωμα της φαλαινοθηρίδος έμελε να συγκροτήται εκ πέντε ανδρών,
συμπεριλαμβανομένου και του ναυκλήρου Χόβικ, οίτινες απήρτιζον το πλήρωμα
του «Πίλγριμ».
Οι τέσσαρες εκείνοι ναύται έμελλον να καθήσωσι παρά τας κώπας, ο δε Χόβικ θα
εκράτει την κώπην της ουράς, ήτις χρησιμεύει όπως κυβερνά τοιούτου είδους
λέμβους.
Τωόντι απλούν πηδάλιον δεν θα είχεν ενέργειαν ταχυτέραν, και εις περίστασιν
καθ' ήν αι πλάγιαι κώπαι θα απέβαινον άχρηστοι, η ουραία κώπη, καλώς
χειριζομένη δύναται να απομακρύνη την φαλαινοθηρίδα από τας προσβολάς του
τέρατος.
Έμενε λοιπόν ο πλοίαρχος Χουλ. Ούτος εφύλαξε δι' αυτόν την θέσιν του
ακοντιστού, και ως είπε δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ήν εξεπλήρου το έργον τούτο.
Αυτός πρώτος έμελλε να ρίψη το ακόντιον, είτα δε να επιτηρήση την εκτύλιξιν της μακράς ορμιάς της δεδεμένης εις το άκρον αυτού, και ακολούθως να αποτελειώση το ζώον διά της λόγχης, όταν τούτο θα επανήρχετο εις την επιφάνειαν του Ωκεανού.
Οι φαλαινοθήραι μεταχειρίζονται ενίοτε πυροβόλα όπλα εις το είδος τούτο της αλιείας. Τη βοηθεία ειδικής τινος μηχανής, οιονοί μικρού τηλεβόλου ευρισκομένου είτε επί του καταστρώματος του πλοίου είτε εις την πρώραν της λέμβου, ρίπτουσι ακόντιον όπερ παρασύρει μεθ' εαυτού το εις την άκραν αυτού προσδεδεμένον σχοινίον, ή εκρηκτικάς σφαίρας αίτινες επιφέρουσι μεγάλας καταστροφάς εις το σώμα του ζώου.
Αλλά το «Πίλγριμ» δεν είχε τοιαύτας μηχανάς, αίτινες άλλως τε στοιχίζουσιν ακριβά, είναι δύσχρηστοι, οι δε ναύται, μη αγαπώντες πολύ τούς νεωτερισμούς, φαίνονται ότι προτιμώσι τα αρχαϊκά όπλα, τα οποία χειρίζονται επιδεξίως, ήτοι το ακόντιον και την λόγχην.
Διά των συνήθων λοιπόν μέσων έμελλεν ο πλοίαρχος Χουλ να προσβάλη την φάλαιναν ήτις ευρίσκετο πέντε μίλια μακράν του πλοίου του.
Άλλως τε δε ο καιρός εφαίνετο εύνους εις την εκστρατείαν εκείνην. Η θάλασσα, ησυχωτάτη, ήτο κατάλληλος εις τους χειρισμούς φαλαινοθηρίδος. Ο άνεμος έτεινε να κοπάση, και το «Πίλγριμ» ολίγον μόνον θα παρεξέκλινε, καθ' όν καιρόν το πλήρωμα αυτού θα ήτο ενησχολημένον εις το πέλαγος.
Η δεξιά λοιπόν λέμβος κατεβιβάσθη αμέσως και οι τέσσαρες ναύται επέβησαν αυτής.
Ο Χόβικ τοις έδωκε δύο μεγάλα ακόντια και δύο λόγχας με οξείας αιχμάς. Εις τα επιθετικά ταύτα όπλα προσέθηκε πέντε δέματα ευκάμπτων και στερεών σχοινίων τα οποία οι φαλαινοθήραι ονομάζουσιν «ορμιάς», και τα οποία μετρούσιν εξακοσίων ποδών μήκος.
Δεν αρκούσιν ολιγώτερα, καθότι πολλάκις συμβαίνει ώστε τα σχοινία ταύτα προσδεδεμένα το έν μετά του άλλου να μη αρκώσιν εις το έργον, τόσον η φάλαινα βυθίζεται εις μέγα βάθος.
Τοιαύτα ήσαν τα διάφορα μηχανήματα τα οποία επιμελώς ετοποθετήθησαν εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου.
Ο Χόβικ και οι τέσσαρες ναύται δεν περιέμενον πλέον ειμή την διαταγήν να λύσωσι το σχοινίον.
Μία μόνη θέσις έμενεν ελευθέρα εις το έμπροσθεν της λέμβου, εκείνην την οποίαν έμελλε να καταλάβη ο πλοίαρχος Χουλ.
Εννοείται οίκοθεν ότι το πλήρωμα του «Πίλγριμ», πριν εγκαταλίπη το πλοίον, διεσταύρωσε τα ιστία ούτως ώστε να μένη τούτο περίπου στάσιμον.
Κατά την στιγμήν της επιβιβάσεως ο πλοίαρχος Χουλ έρριψε τελευταίον βλέμμα επί του πλοίου. Εβεβαιώθη ότι τα πάντα ήσαν εντάξει, τα σχοινία καλώς διασκευασμένα, τα ιστία καλώς τοποθετημένα. Αφού άφινε τον νεαρόν δόκιμον εις το πλοίον κατ' απουσίαν ήτις ηδύνατο να παραταθή επί πολλάς ώρας, ήθελεν, ευλόγως, εκτός απροόπτου συμβεβηκότος, να μη έχη ο Δικ Σανδ ουδέ τον παραμικρόν χειρισμόν να εκτελέση.
Από της στιγμής εκείνης, έδωκεν αυτώ τας τελευταίας οδηγίας.
— Δικ, είπε, σε αφίνω μόνον. Επέβλεπε τα πάντα. Εάν, όπερ απίθανον, επήρχετο ανάγκη να αρχίσης πάλιν τον πλουν, εις περίπτωσιν καθ' ήν η καταδίωξις της φαλαίνης εκείνης ήθελε μας παρασύρει πολύ μακράν, ο Τωμ και οι σύντροφοί του θα ηδύναντο κάλλιστα να σε βοηθήσωσιν. Υποδεικνύων εις αυτούς τι πρέπει να εκτελέσωσιν, είμαι βέβαιος ότι θέλουσι το εκτελέσει.
— Μάλιστα, πλοίαρχε Χουλ απήντησεν ο γέρων Τωμ, και ο κύριος Δικ δύναται να βασισθή εις ημάς.
— Διατάξατε! διατάξατε! έκραξεν ο Βαρθολομαίος. Μεγάλην επιθυμίαν έχομεν να σας φανώμεν χρήσιμοι.
— Τι πρέπει να πράξωμεν; . . . ηρώτησεν ο Ηρακλής αναστρέφων τας
ευρείας χειρίδας του ενδύματός του.
— Τίποτε προς το παρόν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ μειδιών.
— Είμεθα εις τας διαταγάς σας, επανέλαβεν ο κολοσσός.
— Δικ, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ, ο καιρός είναι ωραίος. Ο άνεμος έπεσεν. Ουδέν σημείον ότι θα δυναμώση πάλιν. Προ πάντων, ό,τι δήποτε και αν συμβή, μη ρίψης λέμβον εις την θάλασσαν μη αφήσης το πλοίον.
— Θα σας υπακούσω.
— Εάν παρίστατο ανάγκη να μας πλησιάση το «Πίλγριμ», θα σε κάμω σημείον υψών μίαν σημαίαν εις το άκρον κώπης.
— Μείνετε ήσυχος, πλοίαρχε, δεν θα χάσω από τα βλέμματά μου την φαλαινοθηρίδα, απήντησεν ο Δικ Σανδ.
— Καλά, παιδί μου, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· θάρρος και ψυχραιμίαν. Ιδού συ υποπλοίαρχος. Τίμησον τον βαθμόν σου. Ουδείς καθείξε τοιούτον εις την ηλικίαν σου.
Ο Δικ Σανδ δεν απεκρίθη, αλλ' ηρυθρίασε μειδιών. Ο πλοίαρχος Χουλ εννόησε το ερύθημα και το μειδίαμα.
— Το αγαθόν παιδίον, είπε καθ' εαυτόν, μετριοφροσύνη και καλή διάθεσις είναι τα καλά του προτερήματα.
Εν τούτοις, εις τας επιμόνους εκείνας συστάσεις, ήτο προφανές ότι, ει και δεν υπήρχεν ουδείς κίνδυνος, ο πλοίαρχος Χουλ δεν εγκατελίμπανεν ευχαρίστως το πλοίον του έστω και διά τινας ώρας.
Αλλ' ακαταμάχητον ορμέφυτον αλιέως, προ πάντων η μανιώδης επιθυμία να συμπληρώση το εξ ελαίου φορτίον του, και να ικανοποιήση τας υπό του Ζαμ Βέλδων ληφθείσας υποχρεώσεις εν Βαλπαραΐζω, πάντα ταύτα τον παρεκίνουν να διακινδυνεύση. Άλλως τε δε η τοσούτον ωραία εκείνη θάλασσα υπεβοήθει θαυμασίως την καταδίωξιν κήτους. Μήτε το πλήρωμά του, μήτε αυτός, θα ηδύναντο ν' αντισταθώσιν εις τοιούτον πειρασμόν. Η αλιευτική εκστρατεία θα συνεπληρούτο τέλος, και η τελευταία αύτη σκέψις κατείχεν υπέρ παν άλλο την καρδίαν του πλοιάρχου Χουλ.
Ο πλοίαρχος Χουλ διηυθύνθη προς την κλίμακα.
— Καλήν επιτυχίαν! τω είπεν η κυρία Βέλδων.
— Ευχαριστώ, κυρία Βέλδων.
— Σας παρακαλώ μη βασανίσητε πολύ την δυστυχή φάλαιναν! έκραζεν ο μικρός Ζακ.
— Όχι, τέκνον μου, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ.
— Να την συλλάβετε ήσυχα, κύριε.
— Ναι . . . με τα χειρόκτια, μικρέ Ζακ.
— Ενίοτε, παρετήρησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, ευρίσκονται
περιεργότατα έντομα επί της ράχεως των μεγάλων αυτών μαστοφόρων.
— Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, απήντησε γελών ο πλοίαρχος Χουλ θα έχετε το
δικαίωμα «να εντομολογήσετε», όταν η φάλαινα μας ευρεθή επί του
καταστρώματος του «Πίλγριμ».
Είτα, στρεφόμενος προς τον Τωμ.
— Τωμ, βασίζομαι επί των συντρόφων σου και επί σου, είπεν, ότι θα μας βοηθήσετε να διαμελίσωμεν την φάλαιναν όταν θα δεθή εις το σκάφος του πλοίου, — το οποίον δεν θα αργήση να γίνη.
— Εις τας διαταγάς σας, κύριε, απήντησεν ο γέρων μαύρος.
— Καλά, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Δικ, αυτοί οι γενναίοι άνδρες θα σε βοηθήσωσι να προετοιμάσης τα κενά βαρέλια. Κατά την απουσίαν μας, θα τα αναβιβάσωσιν επί του καταστρώματος και τοιουτοτρόπως η εργασία θα τελειώση ταχέως όταν επιστρέψωμεν.
— Θα γίνη τούτο πλοίαρχε.
Διά τους αγοούντας δέον να είπωμεν ότι η φάλαινα, άπαξ θανατωθείσα, ώφειλε να ρυμουλκυθή μέχρι του «Πίλγριμ» και να δεθή στερεώς εις το δεξιόν πλευρόν. Τότε οι ναύται φορούντες αγκυρωτά υποδήματα θα ανέβαινον επί της ράχεως του υπερμεγέθους κήτους και θα διεμέλιζον αυτό μεθοδικώς κατά παραλλήλους λωρίδας διευθυνομένας από της κεφαλής εις την ουράν.
Αι λωρίδες εκείναι θα εκόπτοντο εις τεμάχια ενός ποδός και ημίσεως, είτα θα διηρούντο εις τμήματα, άτινα, αφού εστιβάζοντο εις τα βαρέλια, θα κατεβιβάζοντο εις τον πυθμένα του πλοίου.
Ως επί το πλείστον, το φαλαινοθηρικόν πλοίον, όταν τελειώση η αλιεία, προσπαθεί όσω το δυνατόν να φθάση εις την ξηράν, διά να αποπερατώση τας εργασίας του· Το πλήρωμα αποβιβάζεται, και εκεί εκτελεί την ανάλυσιν του λίπους, όπερ υπό την επίδρασιν της θερμότητος αποδίδει πάσαν την χρήσιμον αυτού ουσίαν, ήτοι το έλαιον (13)
Αλλά κατά την περίστασιν εκείνην ο πλοίαρχος Χουλ δεν εσκέπτετο να
επανακάμψη όπως συμπληρώση την εργασίαν εκείνην.
Δεν εσκόπευε να «αναλύση» την συμπλήρωσιν εκείνην του λίπους ειμή εις
Βαλπαραΐζον.
Άλλως τε δε διά των ανέμων εκείνων οίτινες δεν θα εβράδυνον να πνεύσωσιν εκ δυσμών, ήλπιζεν ότι ήθελε προσεγγίσει εις την αμερικανικήν παραλίαν πριν ή παρέλθωσιν είκοσιν ημέραι, και το χρονικόν εκείνο διάστημα δεν ηδύνατο να ματαιώση τα αποτελέσματα της αλιείας του.
Επέστη η στιγμή της αναχωρήσεως.
Πριν ή το «Πίλγριμ» διασταυρώση τα ιστία, είχεν ολίγον πλησιάσει εις το μέρος όπου η φάλαινα εξηκολούθει να δεικνύη την παρουσίαν της δι' ανατινάξεων ατμού και ύδατος.
Η φάλαινα έπλεε πάντοτε εν μέσω του ευρέος ερυθρού πεδίου των
μαλακοδέρμων, ανοίγουσα αυτοματικώς το πλατύ στόμα της και απορροφώσα
εκάστοτε μυριάδας ζωαρίων.
Κατά το λέγειν των ειδημόνων του πλοίου, ουδείς φόβος υπήρχεν ότι θα
προσεπάθει να διαφύγη.
Άνευ ουδεμιάς αμφιβολίας ήτο εξ εκείνων τας οποίας οι αλιείς αποκαλούσι φαλαίνας «πολεμικάς».
Ο πλοίαρχος Χουλ διεσκέλισε τα παραρρύματα, και καταβάς την σχοινίνην κλίμακα έφθασεν εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου.
Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος, ο Τωμ και οι σύντροφοί του ηυχήθησαν διά τελευταίαν φοράν καλήν επιτυχίαν εις τον πλοίαρχον.
Και αυτός ο Δίγγος, ορθωθείς επί των οπισθίων ποδών του και προεκβαλών την
κεφαλήν άνω του διαζώματος, εφαίνετο ωσεί θέλων να αποχαιρετίση το
πλήρωμα.
Είτα, όλοι επανήλθον εις την πρώραν ίνα μη απολέσωσιν ουδεμίαν των περιέργων
εκείνων περιπετειών τοιαύτης αλιείας.
Η λέμβος απεσπάσθη, και υπό την ώθησιν των τεσσάρων αυτής κωπών, ισχυρώς
χειριζομένων ήρχησε να μακρύνεται από του «Πίλγριμ».
— Πρόσεχε καλώς, Δικ, πρόσεχε καλώς! εφώνησεν διά τελευταίαν
φοράν ο πλοίαρχος Χουλ προς τον νεαρόν δόκιμον.
— Μείνετε ήσυχος, κύριε.
— Τον ένα οφθαλμόν εις το πλοίον και τον άλλον εις την λέμβον, παιδί μου, μη το λησμονής.
— Δεν θα το λησμονήσω, πλοίαρχε, απεκρίθη ο Δικ Σανδ όστις ήλθε να σταθή πλησίον του πηδαλίου.
Ήδη η ελαφρά λέμβος ευρίσκετο πολλάς εκατοστύας ποδών μακράν του πλοίου. Ο πλοίαρχος Χουλ όρθιος επί της πρώρας και μη δυνάμενος πλέον ν' ακουσθή, ανενέου τας συστάσεις του δι' εκφραστικωτάτων χειρονομιών.
Τότε ο Δίγγος, του οποίου οι εμπρόσθιοι πόδες ήσαν πάντοτε εστηριγμένοι επί του διαζόματος, εξέβαλεν είδος τι θρηνώδους υλακής, ήτις δυσάρεστον εντύπωσιν ενεποίησεν εις ανθρώπους επιρρεπείς ολίγον εις δεισιδαιμονίαν.
Η υλακή μάλιστα εκείνη έκαμε, την κυρίαν Βέλδων να ανασκιρτήση.
— Δίγγε, είπε, Δίγγε! Ούτως ενθαρρύνεις τους φίλους σου! Εμπρός, μίαν ωραίαν υλακήν, πολύ φαιδράν!
Αλλ' ο κύων δεν υλάκτησε πλέον, και πεσών πάλιν επί των τεσσάρων ποδών του, ήλθε βραδέως προς την κυρίαν Βέλδων και έλειξε την χείρα αυτής μετ' αγάπης.
— Δεν κινεί την ουράν . . εψιθύρισεν ο Τωμ. Κακόν σημείον! Κακόν σημείον!
Αλλά, σχεδόν αμέσως, ο Δίγγος ανωρθώθη, και εξέφερεν υλακήν οργίλην!
Η κυρία Βέλδων εστράφη.
Ο Νεγορός είχεν αφήσει την θέσιν του και διευθύνετο προς την εμπρόσθιον κρηπίδα, επί τω σκοπώ βεβαίως να παρακολουθήση και ούτος διά του βλέμματος τας κινήσεις της λέμβου.
Ο Δίγγος ώρμησε κατά του μαγείρου, καταληφθείς υπό ζωηροτάτης και όλως ανεξηγήτου μανίας.
Ο Νεγορός έλαβε διχαλωτόν μοχλόν και ετέθη εν αμύνη.
Ο κύων έμελλε να πηδήση εις τον λαιμόν του.
— Εδώ, Δίγγε, εδώ! έκραξεν ο Δικ Σανδ, όστις εγκαταλιπών προς στιγμήν
την επιτηρητικήν θέσιν του, έδραμε προς την πρώραν.
Και η κυρία Βέλδων αφ' ετέρου εζήτει να καταπραΰνη τον κύνα.
Ο Δίγγος υπήκουσεν, ουχί άνευ αποστροφής, και επανήλθε γογγύζων υποκώφως προς τον νεαρόν δόκιμον.
Ο Νεγορός μήτε λέξιν επρόφερεν, αλλ' η μορφή του ωχρίασε προς στιγμήν. Αφήσας τότε να καταπέση ο μοχλός, επανήλθεν εις την καλύβην του.
— Ηρακλή, είπε τότε ο Δικ Σανδ, σε επιφορτίζω να επαγρυπνής επ' αυτού του ανθρώπου.
— Θα επαγρυπνώ, απήντησεν απλώς ο Ηρακλής, του οποίου αι δύο
τεράστιαι πυγμαί εκλείσθησαν εις σημείον συγκαταθέσεως.
Η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ έστρεψαν τότε πάλιν τα βλέμματά των προς την
φαλαινοθηρίδα την οποίαν απεμάκρυνον ταχέως αι τέσσαρες κώπαι αυτής.
Δεν ήτο πλέον άλλο ειμή σημείον τι επί της θαλάσσης.
Η ΦΑΛΑΙΝΑ
Ο πλοίαρχος Χουλ πεπειραμένος φαλαινοθήρας, δεν έπρεπε να αφήση εις την
τύχην ουδέ το ελάχιστον.
Η σύλληψις μακροπτερυγίου φαλαίνης είναι δύσκολον πράγμα.
— Ουδεμία προφύλαξις πρέπει να παραμεληθή· Και τωόντι ουδεμία παρημελήθη κατ' εκείνην την περίστασιν.
Εν πρώτοις, ο πλοίαρχος Χουλ εχειρίσθη εις τρόπον ώστε να πλησιάση, την φάλαιναν υπηνέμως, χωρίς ουδείς κρότος να φανερώση την προσέγγισιν της λέμβου.
Ο Χόβικ διηύθυνε λοιπόν την λέμβον ακολουθών την αρκούντως μακράν καμπύλην, ην διέγραφεν η ερυθρά εκείνη μάζα εν μέσω της ο οποίος εκυμάτιζεν η φάλαινα.
Τοιουτοτρόπως ήτο ανάγκη να την περιστρέψωσιν.
Ο ναύκληρος ο επιφορτισμένος τον χειρισμόν τούτον ήτο θαλασσινός λίαν
ατάραχος, παρέχων πάσαν εμπιστοσύνην εις τον πλοίαρχον Χουλ. Δεν ηδύναντο να
φοβηθώσι παρ' αυτού μήτε δισταγμόν μήτε αλλοφροσύνην.
— Προσοχή εις το πηδάλιον, Χόβικ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· θα
προσπαθήσωμεν να προκαταλάβωμεν την φάλαιναν. Ας μη φανερωθώμεν ειμή
όταν θα ευρεθώμεν εις θέσιν να την ακοντίσωμεν.
— Εννόησα, κύριε, απεκρίθη ο Χόβικ, θα ακολουθήσω την περιστροφήν
αυτών των ερυθρών υδάτων εις τρόπον ώστε να ευρισκώμεθα πάντοτε
υπηνέμως.
— Καλά! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. — Παιδιά, όσω το δυνατόν ολιγώτερον
θόρυβον εις τα κουπιά.
Αι κώπαι επιμελώς περιτετυλιγμέναι διά ψάθου, εκινούντο αθορύβως.
Η λέμβος, επιδεξίως διευθυνομένη υπό του Χόβικ, έφθασεν εις την ευρείαν μάζαν
των μαλακοδέρμων.
Αι εις τα δεξιά κώπαι εβυθίζοντο έτι εις το πράσινον και διαυγές ύδωρ, ενώ αι
εις τα αριστερά, ανεγείρουσαι το ερυθρωπόν ρευστόν, εφαίνοντο αποστάζουσαι
σταγόνας αίματος.
— Κρασί και νερό! είπε είς των ναυτών.
— Ναι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ αλλά νερό το οποίον δεν πίνεται και κρασί το οποίον δεν καταπίνεται! Εμπρός παιδιά, ας μη ομιλώμεν πλέον και ας προχωρώμεν.
Η λέμβος, διευθυνομένη υπό του ναυκλήρου, ωλίσθαινεν αθορύβως εις την επιφάνειαν των ημιλιπαρών εκείνων υδάτων, ως εάν εκυμάτιζεν επί στρώματος ελαίου.
Η φάλαινα δεν εκινείτο και δεν εφαίνειο έτι ότι παρετήρησε την λέμβον ήτις περιέγραφε κύκλον περί αυτήν.
Ο πλοίαρχος Χουλ εκτελών την περιστροφήν εκείνην απεμακρύνετο αναγκαίως από του «Πίλγριμ», όπερ η απόστασις εσμίκρυνεν ολίγον κατ' ολίγον.
Πάντοτε είναι παράδοξον πράγμα η ταχύτης μεθ' ης τα αντικείμενα σμικρύνονται εν τη θαλάσση. Φαίνονται ως εάν τα βλέπη τις διά του αντιθέτου μέρους του τηλεσκοπίου.
Η οπτική αύτη απάτη προέρχεται προδήλως εκ του ότι σημεία συγκρίσεως δεν υπάρχουσιν εις τα εκτενή εκείνα διαστήματα.
Ούτω συνέβη εις το «Πίλγριμ», όπερ εσμικρύνετο ταχέως και εφαίνετο πολύ μάλλον μεμακρυσμένον παρ' όσον ήτο αληθώς.
Ημίσειαν ώραν μετά την αναχώρησίν των, ο πλοίαρχος Χουλ και οι μετ' αυτού ευρίσκοντο ακρικώς υπηνέμως της φαλαίνης, ούτως ώστε αύτη κατείχε μεσάζον μεταξύ του πλοίου και της λέμβου.
Επέστη λοιπόν η στιγμή να πλησιάσωσι ποιούντες όσω το δυνατόν ολιγώτερον θόρυβον. Δεν ήτο δε αδύνατον να πλησιάσωσι το ζώον εκ του πλαγίου και να το ακοντίσωσιν εκ μικράς αποστάσεως πριν ή διεγερθή η προσοχή του.
— Κωπηλατείτε ολιγώτερον ταχέως, παιδιά, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ χαμηλή τη φωνή.
— Μοι φαίνεται, απεκρίθη ο Χόβικ, ότι η μαρίδα μας εμυρίσθη κάτι τι.
Φυσά ολιγώτερον βιαίως παρ' όσον εφύσα προ ολίγου.
— Σιωπή, σιωπή, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ.
Μετά πέντε λεπτά η φαλαινοθηρίς ευρίσκετο διακόσια μέτρα μακράν της φαλαίνης.
Ο ναύκληρος, όρθιος εις την πρύμνην, προσεπάθησε να πλησιάση εις την αριστεράν πλευράν του μυστοφόρου, αλλ' αποφεύγων μετά μεγίστης προσοχής να διέλθη πλησίον της φοβεράς ουράς, της οποίας έν μόνον κτύπημα θα ήρκει να κατασυντρίψη την λέμβον.
Εις την πρώραν, ο πλοίαρχος Χουλ με τους πόδας ολίγον διεστώτας, διά να διατηρή καλλίτερον την ισορροπίαν του εκράτει το όργανον διά του οποίου έμμελε να καταφέρη το πρώτον κτύπημα.
Ηδύναντο να έχωσι πεποίθησιν εις την δεξιότητα αυτού, ότι το ακόντιον εκείνο
θα εβυθίζετο εντός της πυκνής μάζης, ήτις εξείχε των υδάτων.
Πλησίον του πλοιάρχου, εντός κάδου, ήτο εστοιβαγμένη η πρώτη των πέντε
ορμιών, στερεώς προσδεδεμένη εις το ακόντιον και εις ην θα προσεδένοντο
διαδοχικώς αι άλλαι τέσσαρες, εάν η φάλαινα εβυθίζετο εις μεγάλα βάθη.
— Έτοιμοι, παιδιά; εψιθύρισεν ο πλοίαρχος Χουλ.
— Ναι, απεκρίθη ο Χόβικ κρατών στερεώς την κώπην εις τας μεγάλας χείρας του.
— Πλησίασον! πλησίασον!
Ο ναύκληρος υπήκουσεν εις την διαταγήν, και η φαλαινοθηρίς επλησίασε το
ζώον εις απόστασιν ολιγωτέραν των δέκα ποδών.
Τούτο δεν μετεκινείτο πλέον και εφαίνετο κοιμώμενον.
Αι φάλαιναι αι καταλαμβανόμεναι τοιουτοτρόπως ενώ κοιμώνται συλλαμβάνονται ευκολώτερον, και συμβαίνει πολλάκις το πρώτον καταφερόμενον κτύπημα να είναι θανατηφόρον.
— Η ακινησία αύτη είναι πολύ περίεργος! εσκέφθη ο πλοίαρχος Χουλ.
Τοιαύτη ήτο και η σκέψις του ναυκλήρου, όστις προσεπάθει να ίδη την αντίθετον πλευράν του ζώου.
Αλλά δεν ήτο στιγμή σκέψεως, ήτο στιγμή προσβολής.
Ο πλοίαρχος Χουλ κρατών το ακόντιόν του εκ του μέσου του κορμού, το εταλάντευσε πολλάκις όπως ασφαλίση καλλίτερον την ακρίβειαν του κτυπήματος, ενώ εσκόπευε το πλευρόν της φαλαίνης.
Είτα έρριψεν αυτό δι' όλης της δυνάμεως του βραχίονός του.
— Οπίσω, οπίσω! έκραξεν αμέσως.
Και οι ναύται κωπηλάτησαντες συγχρόνως, ωπισθοχώρησαν ταχέως όπως προφυλάξωσι την λέμβον από τα κτυπήματα της ουράς του κήτους.
Αλλά, κατά την αυτήν στιγμήν, κραυγή του ναυκλήρου έδωκε να ενοήσωσι διατί η φάλαινα ήτο επί τοσούτον χρόνον και τοσούτον παραδόξως ακίνητος εις την επιφάνειαν της θαλάσσης.
— Έν φαλαινίδιον! είπε.
Τωόντι η φάλαινα, αφού εκτυπήθη διά του ακοντίου, σχεδόν εντελώς έκλινεν επί του πλευρού, αποκαλύψασα τοιουτοτρόπως έν φαλαινίδιον όπερ εγαλούχει.
Η περίπτωσις αύτη, ην ο πλοίαρχος Χουλ εγίνωσκε καλώς, έμελλε να καταστήση την σύλληψιν της φαλαίνης πολύ δυσχερεστέραν.
Προδήλως η μήτηρ έμελλε να υπερασπίση μετά μείζονος μανίας και εαυτήν και το «μικρόν» της, — εάν επιτρέπεται να μεταχειρισθώμεν το επίθετον τούτο διά ζώον μήκους είκοσι τουλάχιστον ποδών.
Εν τούτοις, ως εφοβήθησαν, η φάλαινα δεν ώρμησεν αμέσως κατά της λέμβου και δεν ελήφθη ανάγκης όπως φύγωσι, να κόψωσι την ορμιάν ήτις συνέδεεν αυτήν μετά του ακοντίου.
Εξ εναντίας, ως τούτο συμβαίνει πολλάκις, η φάλαινα, ακολουθουμένη υπό του φαλαινηδίου εβυθίσθη κατ' αρχάς μεν λοξοειδώς· είτα δε ανελθούσα διά άλματος ήρχισε να πλέη μετά καταπληκτικής ταχύτητος.
Αλλά, πριν ή εκτελέση την πρώτην αυτής καταβύθισιν, ο πλοίαρχος Χουλ και ο
ναύκληρος, όρθιοι αμφότεροι, έλαβον καιρόν να την ίδωσι, και κατ' ακολουθίαν να
την εκτιμήσωσιν εις την αληθή αυτής αξίαν.
Η φάλαινα εκείνη ήτο πράγματι πτεροφάλαινα μεγάλης εκτάσεως.
Από της κεφαλής μέχρι της ουράς είχε μήκος τουλάχιστον ογδοήκοντα ποδών. Το δέρμα της χρώματος μελανοκιτρίνου, ήτο ωσεί εστιγμένον υπό κυλίδων χρώματος μελαμβαθούς.
Η καταδίωξις, ή μάλλον η ρυμουλκία, είχεν αρχίσει. Η φαλαινοθηρίς, της οποίας αι κώπαι είχον ανυψωθή, έφευγεν ως βέλος κυλιομένη επί της επιφανείας των κυμάτων.
Ο Χόβικ την συνεκράτει στιβαρώς, μεθ' όλας τας ταχείας αυτής και φοβεράς ταλαντεύσεις.
Ο πλοίαρχος Χουλ με οφθαλμούς προσηλωμένους επί της λείας του, δεν έπαυεν την αιωνίαν του επωδόν.
— Πρόσεχε καλά, Χόβικ, πρόσεχε καλά!
Και ηδύναντο να είναι βέβαιοι ότι η προσοχή του ναυκλήρου δεν ήθελε παραμεληθή ουδ' επί στιγμήν.
Εν τούτοις, επειδή η φαλαινοθηρίς δεν έφευγε τόσον ταχέως, όσον η φάλαινα,
η ορμιά του ακοντίου εξετυλίσσετο μετά τοσαύτης ταχύτητος ώστε υπήρχε φόβος
μήπως αναφλεχθή, προστριβομένη εις την επιγκενίδα. Τούτου ένεκα ο πλοίαρχος
Χουλ εφρόντιζεν την διατηρή υγράν, πληρώσας ύδατος τον περιέχοντα αυτήν
κάδον. Εν τούτοις η φάλαινα δεν εφαίνετο ότι έμελλε να σταματήση κατά την
φυγήν της, μήτε ότι ήθελε την μετριάσει.
Προσεδέθη λοιπόν και το δεύτερον σχοινίον εις την άκραν του πρώτου, δεν
εβράδυνε δε να παρασυρθή και τούτο μετά της αυτής ταχύτητος.
Μετά πέντε λεπτά, εδέησε να προσδέσωσι και το τρίτον σχοινίον, όπερ αμέσως
εβυθίσθη εις τα ύδατα.
Η φάλαινα δεν ίστατο πλέον.
Προδήλως το ακόντιον δεν είχε εισδύσει εις ζωτικόν τι μέρος του σώματός
της.
Ηδύνατό τις μάλιστα να παρατηρήση, εκ της μεγαλειτέρας λοξότητος της ορμιάς,
ότι το ζώον, αντί να ανέλθη πάλιν εις την επιφάνειαν, εβυθίζετο εις βαθύτερα
στρώματα.
— Διάβολε! ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ, αλλ' αυτή η αχρεία θα μας φάγη και τα πέντε σχοινία μας!
— Και θα μας παρασύρη εις μακρόν απόστασιν από του «Πίλγριμ»! απεκρίθη ο ναύκληρος.
— Πρέπει εν τούτοις να επανέλθη διά να αναπνεύση επί της επιφανείας!
είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. Δεν είναι ιχθύς και έχει ανάγκην αέρος ως απλούς
ιδιώτης.
Θα εκράτησε την αναπνοήν της διά να τρέχη περισσότερον, είπε γελών είς των
ναυτών.
Τωόντι, το σχοινίον εξετυλίσσετο πάντοτε μετά της αυτής ταχύτητος.
Εις το τρίτον σχοινίον εδέησε μετ' ολίγον να ενώσωσι και τέταρτον, τούτο δε δεν εγένετο χωρίς να ανησυχήση ολίγον τους ναύτας ως προς το μέλλον μερίδιον της λείας των.
— Διάβολε! διάβολε! εψιθύριζεν ο πλοίαρχος Χουλ ποτέ δεν είδον τοιούτο τι! Κατηραμένη φάλαινα!
Τέλος, το πέμπτον σχοινίον εδέησε να εξαχθή, και ήδη είχε κατά το ήμισυ εκτυλιχθή, ότι εφάνη χαλαρούμενον.
— Καλά! καλά! ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Το σχοινίον εκτείνεται ολιγώτερον. Η φάλαινα κουράζεται.
Κατ' εκείνην την στιγμήν το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εις απόστασιν πέντε μιλίων υπηνέμως της λέμβου.
Ο πλοίαρχος Χουλ υψώσας σημαίαν εις άκρον αρπάγης, εποίησε σημείον να
πλησιάσωσι.
Και σχεδόν αμέσως ηδυνήθη να ίδη ότι ο Δικ Σανδ, βοηθούμενος υπό του Τωμ και
των συντρόφων του, ήρχισε να διευθετή τας κεραίας ούτως ώστε να στραφώσι τα
ιστία καταλληλότερον προς τον άνεμον.
Αλλ' η αύρα ήτο ασθενής και ουχί σταθερά. Πνόαι τινες μόνον ήρχοντο μικράς διαρκείας.
Βεβαίως το «Πίλγριμ» θα εδυσκολεύετο να φθάση την φαλαινοθηρίδα, και εάν έτι υποθέσωμεν ότι ηδύνατο να την φθάση.
Εν τούτοις, ως είχον προΐδει, η φάλαινα ανήλθε πάλιν να αναπνεύση επί της
επιφανείας του ύδατος μετά του ακοντίου πάντοτε προσηλωμένου εις την πλευράν
της.
Τότε έμεινε σχεδόν ακίνητος, περιμένουσα ίσως το φαλαινίδιόν της όπερ θα
απεμάκρυνεν απ' αυτής η μανιώδης εκείνη πορεία.
Ο πλοίαρχος Χουλ διέταξε να επισπεύσωσι την κωπηλασίαν διά να την φθάσωσι και μετ' ολίγον ελαχίστη μόνον απόστασις τους εχώριζεν απ' αυτής.
Δύο κώπαι ανυψώθησαν, και δύο ναύται, ως και ο πλοίαρχος ωπλίσθησαν διά μακρών λογχών, προωρισμένων όπως πλήξωσι το ζώον.
Ο Χόβικ τότε εκυβέρνησεν επιδεξίως, και ήτο έτοιμος να εκτελέση επιτήδειον
ελιγμόν, εν ή περιπτώσει η φάλαινα ήθελεν ορμήσει κατά της λέμβου.
— Προσοχή! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Μη προσβολάς ματαίας! Σκοπεύετε
καλώς, παιδιά! Είμεθα έτοιμοι, Χόβικ;
— Προσέχω, κύριε, απεκρίθη ο ναύκληρος, αλλ' έν πράγμα με ανησυχεί,
ότι η φάλαινα, αφού έφυγε τόσον ταχέως, τώρα είναι πολύ ήσυχος.
— Τωόντι, Χόβικ, τούτο με φαίνεται ύποπτον.
— Ας δυσπιστώμεν.
— Ναι, αλλ' ας προχωρήσωμεν.
Ο πλοίαρχος Χουλ ηρεθίζετο επί μάλλον και μάλλον.
Η λέμβος επλησίασε περισσότερον. Η φάλαινα δεν έπραττεν άλλο ειμή να
στρέφεται επί της θέσεώς της.
Το φαλαινίδιόν της δεν ήτο πλέον πλησίον της, και ίσως εζήτει να το επανεύρη.
Αίφνης εποίησε κίνημά τι διά της ουράς, όπερ την απεμάκρυνε κατά τριάκοντα περίπου πόδας.
Μήπως έμελλε να φύγη πάλιν και θα ηναγκάζοντο να επαναλάβωσι την ατελεύτητον εκείνην επί της επιφανείας των υδάτων καταδίωξιν;
— Προσοχή! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Το ζώον θα ορμήση καθ' ημών! Κυβέρνα, Χόβικ, κυβέρνα!
Τωόντι η φάλαινα είχε περιστραφή ούτως ώστε να παρουσιασθή κατά μέτωπον εις την φαλαινοθηρίδα.
Είτα, πλήττουσα βιαίως την θάλασσαν διά των τεραστίων αυτής πτερυγίων, ώρμησεν εις τα εμπρός.
Ο ναύκληρος, όστις περιέμενε την κατ' ευθείαν ταύτην προσβολήν έκαμε τοιαύτην στροφήν, ώστε η φάλαινα παρήλθε κατά μήκος της λέμβου, χωρίς όμως να την εγγίση.
Ο πλοίαρχος Χουλ και οι δύο ναύται τη κατέφερον τρία ισχυρά κτυπήματα λόγχης κατά την διάβασιν προσπαθήσαντες να πλήξωσιν, ουσιώδες τι όργανον του σώματος.
Η φάλαινα έστη και αναρρίπτουσα εις μέγα ύψος δύο στήλας ύδατος μεμιγμένας μεθ' αίματος, ώρμησεν εκ νέου κατά της λέμβου, αναπηδώσα ούτως ειπείν και φοβερά την θέαν.
Έπρεπεν οι ναυτικοί εκείνοι να ήσαν αλιείς τολμηροί διά να μη παραζαλισθώσιν εις εκείνην την περίστασιν.
Ο Χόβικ απέφυγεν αύθις την προσβολήν της φαλαίνης, στρέψας την λέμβον πλαγίως.
Τρία νέα κτυπήματα, δοθέντα εγκαίρως εποίησαν τρεις νέας πληγάς εις το ζώον. Αλλά κατά την διάβασίν του έπληξε τοσούτω βιαίως το ύδωρ διά της φοβέρας ουράς του, ώστε κύμα πελώριον υψώθη, ως εάν η θάλασσα διερράγη αιφνιδίως.
Η φαλαινοθηρίς ολίγον έλειψε να ανατραπή, το δε ύδωρ εισελθόν άνωθεν επλημμύρησεν αυτήν κατά το ήμισυ.
— Τον κάδον, τον κάδον! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ.
Οι δύο ναύται, αφήσαντες τας κώπας, ήρχισαν να κενώσι ταχέως την φαλαινοθηρίδα, ενώ ο πλοίαρχος έκοπτε το σχοινίον, καταστάν τότε άχρηστον.
Όχι! το ζώον γενόμενον μανιώδες εκ της οδύνης, δεν εσκέπτετο πλέον να φύγη.
Εξηκολούθει να προσβάλλη, και η αγωνία του ηπείλει ότι έμελλε να αποβή
τρομερά.
Τρίτην φοράν επεστράφη «στήθος προς στήθος» και ώρμησεν εκ νέου κατά της
λέμβου.
Αλλ' η φαλαινοθηρίς, ημιπεπληρωμένη ύδατος δεν ηδύνατο να κινηθή πλέον μετά της αυτής ευκολίας.
Υπό τας συνθήκας ταύτας, πώς να αποφύγη την προσβολήν ήτις ηπείλει αυτήν;
Αφού δεν ήτο εις κατάστασιν να κυβερνηθή πλέον, κατά μείζονα λόγον δεν
ηδύνατο να φύγη.
Άλλως τε δε, όσον ταχέως και αν κατώρθου να φύγη η λέμβος εκείνη, η ταχεία
φάλαινα θα την έφθανε πάντοτε με ολίγα άλματα.
Τώρα λοιπόν δεν επρόκειτο πλέον να προσβάλλωσιν, αλλά να αμυνθώσιν.
Ο πλοίαρχος Χουλ δεν ηπατήθη.
Η τρίτη επίθεσις του ζώου δεν υπήρξε δυνατόν να αποκρουσθή εντελώς.
Διερχόμενον, επέψαυσε την φαλαινοθηρίδα διά του τεραστίου νωτιαίου πτερυγίου
του, αλλά μετά τοσαύτης δυνάμεως, ώστε ο Χόβικ ανετράπη επί του εδωλίου
του.
Αι τρεις λόγχαι, δυστυχώς παρεκλίνασαι ως εκ της ταλαντεύσεως, απέτυχον του
σκοπού την φοράν ταύτην.
— Χόβικ, Χόβικ! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ μόλις και ούτος δυνηθείς να συγκρατηθή εις την θέσιν του.
— Παρών! απήντησεν ο ναύκληρος εγερθείς. Αλλά παρετήρησε τότε ότι κατά την πτώσιν του η κώπη της ουράς είχε θραυσθή εν τω μέσω.
— Άλλην κώπην! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
— Τετέλεσται, απεκρίθη ο Χόβικ.
Την στιγμήν εκείνην, αναβρασμός τις εγένετο υπό τα ύδατα, εις απόστασιν
ολίγων μόνον οργυιών από της λέμβου.
Το φαλαινίδιον ανεφάνη. Η φάλαινα το είδε και ώρμησε προς αυτό.
Η περίπτωσις αύτη προσέδιδεν εις τον αγώνα χαρακτήρα μάλλον τρομερόν.
Η φάλαινα έμελλε να πολεμήση διά δύο. Ο πλοίαρχος Χουλ παρετήρησε προς το μέρος του «Πίλγριμ».
Η χειρ του εκίνησε φρενητιωδώς την αρπάγην ήτις έφερεν την σημαίαν.
Αλλά τι άλλο ηδύνατο να πράξη ο Δικ Σανδ ειμή ό,τι έπραξεν ήδη κατά το
πρώτον σημείον του πλοιάρχου; Τα ιστία του «Πίλγριμ» ήσαν διευθετημένα καλώς
και ο άνεμος ήρχισε να τα κολπώνη. Δυστυχώς ο μυοπάρων δεν είχεν έλικα της
οποίας να αυξήσωσι την δύναμιν όπως πλέωσι ταχύτερον.
Εάν έρριπτε μίαν λέμβον εις την θάλασσαν και έσπευδε προς βοήθειαν του
πλοιάρχου, τη βοηθεία των μαύρων, θα ήτο τούτο σημαντική απώλεια χρόνου, και
άλλως τε ο δόκιμος είχε διαταγήν να μη εγκαταλίπη το πλοίον ό,τι δήποτε και αν
ήθελε συμβή. Εν τούτοις κατεβίβασεν εκ των ικριωμάτων το οπίσθιον εφόλκιον
όπερ ερρυμούλκησεν, όπως ο πλοίαρχος και οι μετ' αυτού δυνηθώσι να
καταφύγωσιν εν αυτώ, εάν ήτο ανάγκη.
Κατ' εκείνην την στιγμήν η φάλαινα, καλύπτουσα το φαλαινίδιον διά του σώματός της, επανέλαβε την επίθεσιν. Την φοράν δε ταύτην εστράφη ούτως ώστε να επιτύχη κατ' ευθείαν την λέμβον.
— Προσοχή, Χόβικ! έκραξε τελευταίαν φοράν ο πλοίαρχος Χουλ.
Αλλ' ο ναύκληρος ήτο ούτως ειπείν αφωπλισμένος. Αντί μοχλού του οποίου το μήκος απετέλει την δύναμιν δεν εκράτει πλέον εις την χείρα ειμή κώπην σχετικώς βραχείαν.
Προσπάθησε να στρέψη την λέμβον πλαγίως. Ήτο αδύνατον.
Οι ναύται εννόησαν ότι απώλοντο. Όλοι ηγέρθησαν, εκβάλοντες κραυγήν
τρομεράν, ήτις ίσως ηκούσθη από του «Πίλγριμ».
Δεινόν κτύπημα της ουράς του τέρατος έπληξε την φαλαινοθηρίδα κάτωθεν.
Η λέμβος, ριφθείσα εις τον αέρα μετ' ακαταμαχήτου ορμής, επανέπεσε τεθραυσμένη εις τρία τεμάχια εν τω μέσω των κυμάτων μανιωδώς αλληλοσυγκρουομένων εκ των αλμάτων της φαλαίνης.
Οι δυστυχείς ναύται, ει και βαρέως πληγωμένοι, θα είχον ίσως την δύναμιν να κρατηθώσιν εισέτι είτε κολυμβώντες, είτε προσκολλώμενοι επί τινος ξύλου επεπλέοντος.
Τούτο μάλιστα έπραξεν ο πλοίαρχος Χουλ τον οποίον είδον προς στιγμήν αναβιβάζοντα επί τινος ναυαγίου τον ναύκληρον.
Αλλ' η φάλαινα, εις το ύψιστον σημείον της μανίας, επεστράφη, εκήδευσεν, ίσως εν τοις τελευταίοι άλμασι τρομεράς αγωνίας και διά της ουράς της έπληξε φοβερά τα τεταραγμένα ύδατα, εν οις οι δυστυχείς εκείνοι εκολύμβων εισέτι!
Επί τινας στιγμάς, δεν εφάνη πλέον άλλο ειμή σίφων ρευστός διασκορπιζόμενος εις ρανίδας πανταχόθεν.
Μετά έν τέταρτον, ο Δικ Σανδ όστις ακολουθούμενος υπό των μαύρων,
ώρμησεν εις το εφόλκιον και έφθασεν εις το θέατρον της καταστροφής, παν
έμψυχον ον είχεν εξαφανισθή.
Δεν έμενον πλέον ειμή λείψανά τινα της φαλαινοθηρίδος εις την επιφάνειαν των
αιματοβαφών υδάτων . .
Ο ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΣΑΝΔ
Η πρώτη εντύπωσις ην ησθάνθησαν οι επιβάται του «Πίλγριμ» προ της φοβεράς
εκείνης καταστροφής υπήρξε μίγμα οίκτου και φρίκης.
Δεν εσκέπτοντο άλλο ειμή τον τρομερόν εκείνον θάνατον του πλοιάρχου Χουλ και των πέντε ναυτών του πλοίου.
Η φρικώδης εκείνη σκηνή εξετυλίχθη σχεδόν υπό τους οφθαλμούς των χωρίς να δυνηθώσι να πράξωσι τίποτε προς σωτηρίαν των.
Ούτε ηδυνήθησαν τουλάχιστον να φθάσωσιν εγκαίρως όπως περισυλλέξωσι το πλήρωμα της λέμβου, τους δυστυχείς συντρόφους των, τραυματίας μεν, αλλά ζώντας εισέτι, και να αντιτάξωσι το σκάφος του «Πίλγριμ» εις τα φοβερά κτυπήματα της φαλαίνης! Ο πλοίαρχος Χουλ και οι άνδρες του απώλοντο διά παντός.
Ότε ο μυοπάρων έφθασεν εις το μέρος του δυστυχήματος, η κυρία Βέλδων
εγονυπέτησε και ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν.
— Ας προσευχηθώμεν! είπεν η ευσεβής γυνή.
Μετ' αυτής συνηνώθη ο μικρός της Ζακ, όστις εγονυπέτησε πλησίον της μητρός του. Το πτωχόν παιδίον εννόησε τα πάντα.
Ο Δικ Σανδ, η Ναν, ο Τωμ, και οι άλλοι μαύροι εστάθησαν όρθιοι, με την κεφαλήν κεκλιμένην.
Όλοι επανέλαβαν την δέησιν ην η κυρία Βέλδων απηύθυνε προς τον Θεόν συνιστώσα εις την άπειρον αυτού αγαθότητα εκείνους οίτινες έμελλον να εμφανισθώσιν ενώπιον αυτού.
Είτα η κυρία Βέλδων, στραφείσα προς τους μετ' αυτής.
— Και τώρα, φίλοι μου, είπεν, ας ζητήσωμεν παρά του Θεού δύναμιν και θάρρος δι' ημάς αυτούς.
Ναι, ώφειλον να επικαλεσθώσι την βοήθειαν Εκείνου όστις δύναται τα πάντα, καθότι η θέσις αυτών ήτο σοβαρωτάτη.
Το φέρον αυτούς πλοίον δεν είχε πλέον πλοίαρχον όπως το διοικήση, δεν είχε πλέον πλήρωμα όπως εκτελέση τους χειρισμούς. Ευρίσκετο εν τω μέσω του απεράντου εκείνου Ειρηνικού Ωκεανού, εκατοστύας μιλίων μακράν πάσης ξηράς, εις την διάκρισιν των ανέμων και των κυμάτων.
Ποία τύχη ολεθρία ωδήγησε λοιπόν την φάλαιναν εκείνην επί της οδού του «Πίλγριμ»; Ποία τύχη ολεθριωτέρα έτι ώθησε τον πλοίαρχον Χουλ τοσούτω συνετόν συνήθως, να ριψοκινδυνεύση τα πάντα όπως συμπληρώση το φορτίον του;
Καταστροφή τοιαύτη, καθ' ήν ουδείς των ναυτών ηδυνήθη να διασωθή, είναι εκ των σπανιωτάτων εις τα χρονικά της μεγάλης αλιείας.
Ναι! ήτο ολεθρία τύχη!
Τωόντι, ουδέ είς πλέον ναύτης υπήρχεν εις το κατάστρωμα του «Πίλγριμ».
Ναι! Ήτο είς μόνος, ο Δικ Σανδ, αλλ' ούτος ήτο απλούς δόκιμος, νεανίας δεκαπενταετής.
Πλοίαρχος, ναύκληρος, ναύται, πάντα ταύτα δυνάμεθα ειπείν συνωψίζοντο
τώρα εν αυτώ.
Εντός του πλοίου ευρίσκετο μία επιβάτις, μία μήτηρ και το τέκνον αυτής, των
οποίων η παρουσία θα εδυσχέραινε περισσότερον την θέσιν.
Είτα, υπήρχον ωσαύτως μαύροι τίνες, αγαθοί άνδρες, γενναίοι και πρόθυμοι βεβαίως, έτοιμοι να υπακούσωσιν εις εκείνον όστις ήθελεν είσθαι εις κατάστασιν να τους διοικήση, αλλά στερούμενοι και των ελαχίστων γνώσεων του ναυτικού επαγγέλματος.
Ο Δικ Σανδ ίστατο ακίνητος, με βραχίονας εσταυρωμένους, παρατηρών την θέσιν ένθα κατεπόθη ο πλοίαρχος Χουλ, ο προστάτης του, προς τον οποίον ησθάνετο υικήν στοργήν.
Είτα, οι οφθαλμοί του διέτρεχον τον ορίζοντα, ζητούντες να ανακαλύψωσι
πλοίον τι παρ' ου να εζήτει βοήθειαν και συνδρομήν, εις ο τουλάχιστον να ηδύνατο
να εμπιστευθή την κυρίαν Βέλδων.
Αλλά δεν θα εγκατελίμπανε το «Πίλγριμ», όχι βεβαίως, χωρίς να πειραθή τα πάντα
όπως το επαναφέρη εις τον λιμένα.
Αλλ' η κυρία Βέλδων και το μικρόν αυτής τέκνον θα ήσαν εν ασφαλεία και δεν θα
εφοβείτο πλέον διά τα δύο εκείνα όντα, εις α ήτο αφωσιωμένος ψυχή τε και
σώματι.
Ο Ωκεανός ήτο έρημος. Από της εξαφανίσεως της φαλαίνης ουδέν φαινόμενον επήλθε να διαταράξη την επιφάνειαν της θαλάσσης.
Τα πάντα περί το «Πίλγριμ» ήσαν ουρανός και ύδωρ. Ο νεαρός δόκιμος κάλλιστα εγίνωσκεν ότι ευρίσκετο έξω των δρόμων ους ηκολούθουν τα εμπορικά πλοία, και ότι οι άλλοι φαλαινοθήραι έπλεον εισέτι μακράν εις τα μέρη της αλιείας.
Εν τούτοις έπρεπε να αντιμετωπίση την κατάστασιν και να ίδη τα πράγματα τοιαύτα οία ήσαν. Τούτο έπραξεν ο Δικ Σανδ, ζητήσας παρά του Θεού εκ βάθους καρδίας, βοήθειαν και συνδρομήν. Ποίαν απόφασιν έμελλε να λάβη;
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός εφάνη επί του καταστρώματος, όπερ είχεν
εγκαταλείψει μετά την καταστροφήν. Αδύνατον να είπη τις τι ησθάνθη προ του
ανεπανορθώτου εκείνου δυστυχήματος ον τοσούτον αινιγματώδες· Είδε την
καταστροφήν χωρίς να ποιήση ουδέν κίνημα, χωρίς να λύση την σιωπήν. Οι
οφθαλμοί του απλήστως αντελήφθησαν όλας τας λεπτομερείας.
Αλλ' εάν κατά την στιγμήν εκείνην εσκέπτετό τις να τον παρατηρήση, θα
εξεπλήττετο τουλάχιστον πώς μήτε ο ελάχιστος μυς δεν εκινείτο επί του απαθούς
προσώπου του.
Όπως δήποτε, ως εάν μη ήκουσε, δεν απήντησεν εις την ευσεβή πρόσκλησιν της κυρίας Βέλδων, προσευχομένης υπέρ του καταβυθισθέντος πληρώματος.
Ο Νεγορός επροχώρει προς την πρώραν, εκεί ακριβώς ένθα ο Δικ Σανδ ίστατο ακίνητος, και έστη τρία βήματα μακράν του δοκίμου.
— Θέλετε να μοι ομιλήσετε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.
— Θέλω να ομιλήσω προς τον πλοίαρχον Χουλ απεκρίθη ψυχρώς ο
Νεγορός, και εν ελλείψει αυτού εις τον ναύκληρον Χόβικ.
— Ηξεύρετε καλώς ότι και οι δύο επνίγησαν! ανέκραξεν ο δόκιμος.
— Ποίος λοιπόν διοικεί το πλοίον τώρα; ηρώτησεν αυθαδώς ο Νεγορός.
— Εγώ, απήντησεν άνευ δισταγμού ο Δικ Σανδ.
— Υμείς; είπεν ο Νεγορός υψών τους ώμους. Πλοίαρχος δεκαπενταετής!
— Δεκαπενταετής πλοίαρχος! απεκρίθη ο δόκιμος, προχωρών προς τον μάγειρον.
Ούτως οπισθοχώρησε.
— Μη το λησμονήτε! είπε τότε η κυρία Βέλδων. Εδώ είς μόνον πλοίαρχος είναι . . . ο πλοίαρχος Σανδ, και καλόν είναι να μάθη έκαστος ότι πρέπει να τον υπακούη.
Ο Νεγορός προσεκλίνατο, ψιθυρίζων ειρωνικώς λόγους τινάς ους ηδυνήθησαν να ακούσωσι, και επέστρεψεν εις την θέσιν του.
Ως βλέπομεν ο Δικ απεφάσισεν.
Εν τούτοις ο μυοδρόμων, υπό την ώθησιν της αύρας ήτις ήρχισε να ενδυναμούται,
είχεν ήδη παρέλθει την ευρείαν έκτασιν των μαλακοστράκων.
Ο Δικ Σανδ εξήτασε την κατάστασιν των ιστίων. Είτα οι οφθαλμοί του εταπεινώθησαν επί του καταστρώματος. Συνησθάνθη τότε την φοβεράν ευθύνην ην ανελάμβανε περί του μέλλοντος και ότι έπρεπε να έχη την δύναμιν να την αποδεχθή.
Ετόλμησε να ίδη τους επιζώντας του «Πίλγριμ», των οποίων οι οφθαλμοί ήσαν
τώρα προσηλωμένοι επ' αυτού.
Εννοήσας δε εκ των βλεμμάτων αυτών ότι ηδύνατο να έχη πεποίθησιν εις αυτούς,
τοις είπεν εν ολίγοις ότι και αυτοί ηδύναντο να έχωσι πεποίθησιν εις αυτόν.
Ο Δικ Σανδ εξήτασε μετά πάσης ειλικρίνειας την συνείδησίν του, εάν ήτο ικανός
να μεταβάλλη ή να στερεώνη τα ιστία του μυοπάρωνος κατά τας περιστάσεις,
μεταχειριζόμενος τους βραχίονας του Τωμ και των συντρόφων του, προδήλως
όμως δεν εκέκτητο έτι τας αναγκαίας γνώσεις να ορίση την θέσιν του διά των
υπολογισμών.
Μετά τέσσαρα ή πέντε έτη, ο Δικ Σανδ θα εγίνωσκε κατά βάθος το ωραίον τούτο
και δύσκολον ναυτικόν επάγγελμα! Θα εγίνωσκε να μεταχειρίζεται το εκτόκυκλον,
το όργανον εκείνο όπερ εχειρίζετο καθ' ημέραν ο πλοίαρχος Χουλ και διά του
οποίου μετρείται το ύψος των αστέρων! Θα ανεγίνωσκεν επί του χρονομέτρου την
ώραν του μεσημβρινού του Γρήνουιχ και θα αφήσει απ' αυτής το μήκος διά της
ωριαίας γωνίας. Ο ήλιος θα εγίνετο ο καθημερινός σύμβουλός του.
Η σελήνη και οι πλανήται θα το έλεγον:
«Εδώ, επί του σημείου τούτου του Ωκεανού, ευρίσκεται το πλοίον σου».
Το στερέωμα εκείνο επί του οποίου τα άστρα κινούνται ως δείκται τελείου
ωρολογίου, όπερ ουδείς κλονισμός δύναται να διαταράξη και του οποίου η
ακρίβεια είναι απόλυτος, το στερέωμα εκείνο θα τω εδείκνυε τας ώρας και τας
αποστάσεις.
Διά των αστρονομικών παρατηρήσεων, θα ανεγνώριζεν, ως ανεγνώριζε καθ'
ημέραν ο πλοίαρχός του, το μέρος εις ο ευρίσκετο το «Πίλγριμ» χωρίς να λανθασθή
ούτε έν μίλιον, και την οδόν ην διήνυσεν ως και εκείνην ην έμελλε να διανύση.
Και τώρα διά της εκτιμήσεως, ήτοι διά της οδού της μετρηθείσης διά του
δρομομέτρου, της ορισθείσης διά του διαβήτου και διορθωθείσης διά της
παρεκλίσεως, έμελλεν αποκλειστικώς να ζητή την οδόν ην έπρεπε να
ακολουθήση.
Εν τούτοις δεν εδίστασεν.
Η κυρία Βέλδων εννόησε παν ό,τι συνέβαινεν εν τη αποφασιστική καρδία του νεαρού δοκίμου.
— Ευχαριστώ, Δικ, τω είπε μετά φωνής σταθεράς. Ο πλοίαρχος Χουλ δεν υπάρχει πλέον. Όλον το πλήρωμα απωλέσθη, μετ' αυτού. Η τύχη του πλοίου είναι εις χείρας σου. Δικ θα σώσης το πλοίον και τους εν αυτώ.
— Ναι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ναι! θα προσπαθήσω, με την βοήθειαν του Θεού.
— Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είναι αγαθοί άνδρες επί των οποίων δύνασαι να βασισθής εντελώς.
— Το ηξεύρω, θα τους κάμω ναυτικούς, και θα εκτελώμεν ομού τας εργασίας. Εάν έχωμεν ωραίον καιρόν, το πράγμα θα είναι εύκολον. Εάν έχωμεν καλόν . . . καλά, εάν έχωμεν κακόν θα παλαίσωμεν και πάλιν· θα σας σώσωμεν, κυρία Βέλδων, υμάς και τον μικρόν σας Ζακ, όλους! Ναι, αισθάνομαι ότι θα το πράξω. Και επανέλαβε.
— Με την βοήθειαν του Θεού!
— Τώρα, Δικ, ημπορείς να γνωρίσης πού ευρίσκεται το «Πίλγριμ»; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Ευκόλως απεκρίθη ο δόκιμος. Δεν έχω να πράξω άλλο ειμή να
συμβουλευθώ τον χάρτην του πλοίου, επί του οποίου το σημείον εστάθη χθες υπό
του πλοιάρχου Χουλ.
— Και θα δυνυθής να θέσης το πλοίον εις καλήν διεύθυνσιν;
— Ναι θα δυνηθώ να θέσω την πρώραν προς ανατολάς, εις το μέρος περίπου της αμερικανικής παραλίας όπου πρέπει να προσεγγίσωμεν.
— Αλλά, Δικ, επανέλαβε η κυρία Βέλδων, εννοείς κάλιστα, ότι η καταστροφή αύτη δύναται και μάλιστα πρέπει να τροποποιήση τα πρώτα ημών σχέδια. Δεν πρόκειται πλέον να οδηγήσης το «Πίλγριμ» εις Βαλπαραΐζον. Ο πλησιέστερος λιμήν της παραλίας είναι τώρα ο λιμήν του προορισμού του.
— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. Ώστε μη φοβήσθε. Δεν θα βραδύνωμεν να φθάσωμεν εις την αμερικανικήν παραλίαν ήτις εκτείνεται βαθέως προς νότον.
— Πού κείται; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Εκεί, προς εκείνην την διεύθυνσιν, απήντησεν ο Δικ Σανδ δεικνύων διά
του δακτύλου την ανατολήν την οποίαν προσδιώρισε τη βοηθεία της πυξίδος.
— Λοιπόν, Δικ, είτε εις το Βαλπαραΐζον φθάσωμεν είτε αλλαχού αδιάφορον. Εκείνο το οποίον θέλομεν, είναι να φθάσωμεν εις την ξηράν.
— Και θα το πράξωμεν, κυρία Βέλδων, και θα σας αποβιβάσω εις μέρος
ασφαλές, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος μετά φωνής σταθεράς. Άλλως τε,
πλησιάζοντες την ξηράν ελπίζω ότι θα συναντήσωμεν πλοία τινα εξ εκείνων άτινα
εκτελούσι την ακτοπλοΐαν. Α κυρία Βέλδων, ο άνεμος ήρχισε να πνέη νοτιοδυτικώς.
Είθε να εξακολουθήση ούτω διότι θα προχωρήσωμεν, θα προχωρήσωμεν πολύ. Θα
ουριοδρομώμεν και τα ιστία ημών θα κολπώνται όλα, από του επιδρόμου
[μπούμπα) μέχρι του προθόου [κόντρα φλόκου).
Ο Δικ Σανδ ωμίλησε μετά πεποιθήσεως ναυτικού, όστις αισθάνεται καλόν πλοίον
υπό τους πόδας του, πλοίον του οποίου είναι κύριος καθ' όλας τας κινήσεις.
Έμελλε δε να αναλάβη τον οίακα και να καλέση τους συντρόφους του όπως διευθετήσωσι καταλλήλως τα ιστία, ότε η κυρία Βέλδων τω ανέμνησεν ότι προ παντός άλλου ώφειλε να γνωρίση την θέσιν του «Πίλγριμ».
Τωόντι τούτο ήτο το πρώτον όπερ ώφειλον να πράξωσιν. Ο Δικ Σανδ μετέβη εις τον θάλαμον του πλοιάρτου διά να λάβη τον χάρτην όπου κατά την προτεραίαν είχε σημειωθή η θέσις. Ηδυνήθη τότε να δείξη εις την κυρίαν Βέλδων ότι ο μυοπάρων ήτο υπό 43° 35'πλάτους και 164° 13' μήκους, καθότι ούτως ειπείν από είκοσι και τεσσάρων ωρών δεν επροχώρησεν.
Η κυρία Βέλδων έκλινεν επί του χάρτου εκείνου και παρετήρει τον μέλανα χρωματισμόν όστις παρίστα την ξηράν εις το δεξιόν μέρος του ευρέος εκείνου Ωκεανού. Ήτο η παραλία της νοτίας Αμερικής απέραντον έμφραγμα ερριγμένον μεταξύ του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, από του ακρωτηρίου Χορν μέχρι των παραλίων της Κολομβίας.
Θεωρούντες ούτω τον χάρτην τούτον όστις εξετυλίσσετο τότε προ των οφθαλμών των και όστις περιελάμβανεν ολόκληρον ωκεανόν, ηδύνατο να πιστεύσωσιν, ότι θα ήτο εύκολον να καταγάγωσιν εις την πατρίδα των τους επιβάτας του «Πίλγριμ». Αλλά τούτο είναι οφθαλμαπάτη, ήτις συμβαίνει πάντοτε εις εκείνους οίτινες δεν είναι εξοικειωμένοι με τας κλίμακας υπό τας οποίας παριστώνται οι θαλάσσιοι χάρται. Και πράγματι, εφαίνετο εις την κυρίαν Βέλδων, ότι η ξηρά θα ήτο ορατή ως ήτο και επί του τεμαχίου εκείνου του χάρτου.
— Και εν τούτοις, εν τω μέσω της λευκής εκείνης σελίδος, το Πίλγριμ, σημειούμενον υπό την ακριβή κλίμακα, θα ήτο μικρότερον και μικροσκοπικώτερον των εγχυματικών ζωυφίων. Το μαθηματικόν εκείνο σημείον, άνευ εκτιμητέων διαστάσεων, θα ήτο αδιόρατον, ως και ήτο πράγματι εν τω μέσω του απεράντου Ειρηνικού.
Αλλ' ο Δικ Σανδ δεν ησθάνθη την αυτήν εντύπωσιν ην και η κυρία Βέλδων. Ήξευρε πόσον η ξηρά ήτο μεμακρυσμένη, και ότι πολλαί εκατοντάδες μιλίων δεν θα ήρκουν προς καταμέτρησιν της αποστάσεως.
Αλλ' είχε σχηματίσει την απόφασίν του, είχε γίνει ανήρ υπό την ευθύνην, ήτις επιβάλλετο αυτώ.
Η στιγμή της δράσεως επέστη. Έπρεπε να επωφεληθώσιν, εκ της βορειοδυτικής εκείνης αύρας ήτις ήρχισε να πνέη. Ο εναντίος άνεμος είχεν υποχωρήσει εις τον ούριον, και νέφη τινά διεσπαρμένα εις το Ζενίθ, εδείκνυον ότι έμελλε να διαρκέση τουλάχιστον επί τινα καιρόν.
Ο Δικ Σανδ εκάλεσε τον Τωμ και τους συντρόφους του.
— Φίλοι μου, τοις είπε, το πλοίον ημών δεν έχει πλέον άλλο πλήρωμα από υμάς. Δεν ειμπορώ να διοικήσω χωρίς την βοήθειάν σας. Δεν είσθε ναυτικοί, αλλ' έχετε καλούς βραχίονας. Προσφέρετε λοιπόν αυτούς εις την υπηρεσίαν του «Πίλγριμ», και θα δυνηθώμεν να το διευθύνωμεν. Πρόκειται περί της σωτηρίας όλων ημών να γίνονται καλώς τα πάντα εν τω πλοίω.
— Κύριε Δικ, απεκρίθη ο Θωμάς, οι σύντροφοί μου και εγώ, είμεθα ναύται σας. Δεν θα μας λείψη η καλή θέλησις. Ό,τι δύνανται να πράξωσιν άνδρες διοικούμενοι παρ' υμών, θα το πράξωμεν.
— Ναι, καλώς ωμίλησες, γέρων Τωμ, είπεν η κυρία Βέλδων.
— Ναι, καλώς ωμίλησεν, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, αλλά πρέπει να ήμεθα φρόνιμοι και να μη βιαζώμεθα εις την κίνησιν των ιστίων διά να μη ριψοκινδυνεύσωμεν. Ολιγωτέρα ταχύτης, αλλά περισσοτέρα ασφάλεια, ιδού τι μας επιβάλουσιν αι περιστάσεις. Θα σας είπω, φίλοι μου, τι εργασίαν έχει να πράξη έκαστος. Εγώ θα μένω εις το πηδάλιον, εφ' όσον ο κόπος δεν με αναγκάση να το αφήσω. Από καιρού εις καιρόν, ολίγαι ώραι ύπνου θα αρκέσωσι διά να με αναζωογονήσωσιν. Αλλά, κατ' αυτάς τας ολίγας ώρας, πρέπει είς εξ υμών να με αντικαθιστά. Τωμ, θα σας οδηγήσω, πώς ημπορεί τις να κυβερνήση διά της πυξίδος. Δεν είναι δύσκολον, και με ολίγην προσοχήν θα μάθετε γρήγορα, πώς να κρατήτε το πλοίον εις καλήν διεύθυνσιν.
— Όταν θελήσετε, κύριε Δικ απεκρίθη ο γέρων μαύρος.
— Λοιπόν, επανέλαβεν ο δόκιμος, μείνετε πλησίον μου, εις το πηδάλιον, μέχρι του τέλους της ημέρας, και εάν με καταβάλη ο κόπος, θα δύνασθε πλέον να με αντικαταστήσετε επί τινας ώρας.
— Και εγώ, είπεν ο μικρός Ζακ, δεν θα δυνηθώ να βοηθήσω ολίγον τον φίλον μου Δικ;
— Ναι, αγαπητόν μου τέκνον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, θλίβουσα τον Ζακ εις τας αγκάλας της· θα σε διδάξωσι να κυβερνάς και είμαι βεβαία ότι εφ' όσον θα μένης εις το πηδάλιον, θα έχωμεν καλόν άνεμον.
— Βεβαιότατα! βεβαιότατα! μήτερ μου, σοι το υπόσχομαι! είπε το μικρόν παιδίον κροτούν τας χείρας.
— Ναι, είπεν ο νεαρός δόκιμος μειδιών, οι καλοί ναυτόπαιδες ηξεύρουσι να διατηρώσι τον καλόν άνεμον. Αυτό το γνωρίζουσι πολύ καλά οι παλαιοί ναυτικοί.
Είτα δε αποτεινόμενος προς τον Τωμ και τους άλλους μαύρους:
— Φίλοι μου, τοις είπε, θα ευθετήσωμεν κατ' επίφορον [δίδω στα γεμάτα). Δεν έχετε ειμή να πράξετε, ό,τι θα σας είπω.
— Εις τας διαταγάς σας, απεκρίθη ο Τωμ, εις τας διαταγάς σας, πλοίαρχε Σανδ.
ΑΙ ΤΕΣΣΑΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ ΗΜΕΡΑΙ
Ήτο λοιπόν ο Δικ Σανδ πλοίαρχος του «Πίλγριμ», και χωρίς ν' απολέση ουδέ
στιγμήν, έλαβε τα αναγκαία μέτρα, ίνα αναπετάση όλα τα ιστία του πλοίου.
Εννοείται ότι οι επιβάται μίαν μόνην ηδύνατο να έχωσιν ελπίδα· να φθάσωσιν εις οιονδήποτε λιμένα της αμερικανικής παραλίας, έστω, και όχι εις Βαλπαραΐζον. Ό,τι ο Δικ Σανδ εσκόπευε να πράξη, ήτο να γνωρίση την διεύθυνσιν και την ταχύτητα του «Πίλγριμ», όπως τηρήση μέσον τινά όρον.
Προς τούτο ήρκει να σημειοί επί του χάρτου την διανυθείσαν οδόν, ως είπομεν, διά του δρομομέτρου και της πυξίδος.
Υπήρχε δε εν τω πλοίω ακριβές δρομόμετρον μετά πλακός και έλικος, όπερ εδείκνυε την ταχύτητα δι' ωρισμένον χρόνον.
Το χρήσιμον και ευμεταχείριστον τούτο όργανον ηδύνατο να παράσχη μεγίστας υπηρεσίας, και οι μαύροι έμαθον άριστα να το μεταχειρίζωνται.
Μία μόνη αιτία πλάνης ηδύνατο να επέλθη, — τα ρεύματα· Προς καταπολέμησιν αυτής, ο υπολογισμός εκείνος θα ήτο ανεπαρκής, μόναι δε αι αστρονομικαί παρατηρήσεις θα ηδύναντο να δώσωσιν ακριβή υπολογισμόν.
Αλλ' ο νεαρός δόκιμος ήτο έτι ανίκανος να ποιήση αυτάς.
Ο Δικ Σανδ εσκέφθη προς στιγμήν να επαναφέρη το «Πίλγριμ» εις την Νέαν Ζηλανδίαν.
Ο διάπλους θα ήτο συντομώτερος, και βεβαίως θα έπραττε τούτο, εάν άνεμος, όστις μέχρι της ώρας εκείνης ήτο ενάντιος, δεν μετεβάλλετο εις ευνοϊκόν. Ήτο λοιπόν προτιμότερον να διευθυνθή προς την Αμερικήν.
Και πράγματι, ο άνεμος είχε στρέψει πλαγίως, και τώρα έπνεε βορειοδυτικώς μετά τινος στάσεως να ενδυναμωθή.
Έπρεπε λοιπόν να επωφεληθώσι της ευκαιρίας και να προχωρήσωσιν όσω το δυνατόν περισσότερον.
Ο Δικ Σανδ προπαρεσκευάζετο λοιπόν να ευθετήση το «Πίλγριμ» κατ' επίφορον.
Εις τους μυοπάρωνας ο ακάτιος ιστός [τουρκέτο) φέρει τέσσαρα τετράγωνα ιστία: το ακάτιον επί του ιστού, τον δόλωνα επί του θωρακίου, είτα δε, επί του επιστηλιδίου [κόντρα τσιμπούκι), ένα φώσωνα [παπαφίγγον) και ένα σίπαρον [κουντρίνα).
Εξ εναντίας ο μέγας ιστός έχει ολιγώτερα ιστία. Δεν φέρει επί του κάτω ιστού ειμή ένα επίδρομον [μπούμα) και άνωθεν το λαίφος [φλίσι).
Μεταξύ των δύο τούτων ιστών, επί των προϊστίων [βελαστράλια) των συγκρατούντων αυτούς εκ των έμπροσθεν, δύναται προσέτι να αναπτυχθή τριπλή σειρά τριγωνικών ιστίων.
Τέλος εις την πρώραν, επί του προβόλου, προσδένονται τρεις αρτέμονες [φλόκοι).
Οι αρτέμονες, ο επίδρομος, το λαίφος, το προΐστια χειρίζονται ευκόλως.
Δύναται να αίρωνται από του καταστρώματος, χωρίς να υπάρχη ανάγκη να
αναβαίνη τις επί των ιστών, καθότι δεν δένονται επί των κεραιών διά σχοινίων τα
οποία οφείλει τις προηγουμένως να χαλαρώση.
Εξ εναντίας, ο χειρισμός των ιστίων του ακατίου ιστού απαιτεί μεγάλην έξιν του
ναυτικού επαγγέλματος.
Τωόντι, όταν θέλωσι να αναπετάσωσι ταύτα είναι ανάγκη να αναρριχώνται διά των εξαρτίων είτε επί του ακατίου ιστού, επί του φώσωνος είτε επί του τραχηλώματος του ιστού τούτου — και ταύτα είτε όπως αναπτύξωσιν ή περισφίγξωσιν, είτε διά να ελαττώσωσι την επιφάνειαν σειροδετούντες αυτά.
Εντεύθεν ανάγκη να τρέχωσιν επί των διαβαθρών — σχοινίων κινητών εκτεταμένων κάτωθεν των κεραιών — και να εργάζωνται διά της μιας χειρός κρατούμενοι διά της άλλης, χειρισμός κινδυνώδης διά πάντα μη εξησκημένον εις τούτο.
Αι ταλαντεύσεις του σάλου και του προνευστασμού, επαυξάνουσαι ένεκα του μήκους του μοχλού, αι κυμάνσεις των ιστίων ένεκεν του ισχυρού ανέμου, δύνανται να πετάξωσι τον ανθρώπον εις την θάλασσαν.
Ήτο λοιπόν εργασία αληθώς επικίνδυνος διά τον Τωμ και τους εταίρους αυτού.
Ευτυχώς, ο άνεμος έπνεε μετρίως. Η θάλασσα δεν είχεν εισέτι εξογκωθή, αι δε ταλαντεύσεις και ο προνευστασμός ήσαν μέτριαι.
Ότε ο Δικ Σανδ, εις το σημείον του πλοιάρχου Χουλ έσπευσεν εις το μέρος της καταστροφής, το «Πίλγριμ» έφερε μόνον τους αρτέμονας, τον επίδρομον, το ακάτιον και τον δόλωνα. Μετά την ανακώχευσιν, ο δόκιμος, δεν είχε να πράξη άλλο ειμή να μεταστρέψη το πρωραίον πέτασμα, και οι μαύροι τον εβοήθησαν ευκόλως εις τον χειρισμόν τούτου.
Τώρα λοιπόν προέκειτο να ευθετήσωσι κατ' επίφορον [βάζω στα χυτά,) και προς εκτέλεσιν τούτου έπρεπε να υψώσωσι τον φώσωνα, το λαίφος και τα προΐστια.
— Φίλοι μου, είπεν ο δόκιμος εις τους πέντε μαύρους, πράξατε ό,τι σας διατάξω, και όλα θα υπάγουν καλά.
Ο Δικ Σανδ έμεινε εις τον τροχόν του πηδαλίου.
— Εμπρός! έκραξε, Τωμ χαλάρωσον αυτό το σχοινίον.
— Χαλάρωσον . . . είπεν ο Τωμ, όστις δεν εννόει την έκφρασιν ταύτην.
— Ναι . . . λύσον αυτό. — Συ, Βαρθολομαίε, πράξε το αυτό. Καλά . . . Έλκετε . . . εντείνετε . . . Εμπρός, αίρετε άνω.
— Κατ' αυτόν τον τρόπον; είπεν ο Βαρθολομαίος.
— Ναι, κατ' αυτόν τον τρόπον. Πολύ καλά! . . . Εμπρός, Ηράκλεις, δύναμις. Βοήθησε εκεί.
Να είπη τις δύναμις εις τον Ηρακλέα ήτο αφροσύνη. Ο γίγας χωρίς να εννοήση,
έσυρε τόσον ισχυρώς, ώστε ολίγον έλειψε να θραύση τα πάντα.
— Ε! όχι τόσον δυνατά, παλληκάρι μου! έκραξεν ο Δικ Σανδ μειδιών. Θα
ρίψης όλα τα ιστία.
— Και όμως μόλις έσυρα, απεκρίθη ο Ηρακλής.
— Λοιπόν, προσποιήθητι μόνον ότι σύρεις. Θα ιδής ότι τούτο αρκεί . . . Καλά, χαλαρώσετε . . . εντείνετε . . . σταματήσετε . . . Δέσετε, στερεώσατε . . . ούτω . . . Καλά . . . Όλοι ομού! Σύρετε . . . σύρετε διά των βραχιόνων . . .
Και άπαν το πέτασμα του ιστού του οποίου οι δεξιοί βραχίονες είχον χαλαρωθή εστράφη βραδέως. Ο άνεμος, κολπών τα ιστία, έδωκε ποιάν τινα ταχύτητα εις το πλοίον.
Ο Δικ Σανδ, αφού πρώτον εχαλάρωσε τους πόδας των αρτεμόνων [σλόταις των
φλόκων) προσεκάλεσε τους μαύρους εις την πρύμνην.
— Ιδού όλα έγιναν, φίλοι μου, και έγειναν καλώς. Ας ασχοληθώμεν τώρα εις
τον μέγαν ιστόν. Αλλά μη σπάσης τίποτε, Ηρακλή.
— Θα προσπαθήσω, απήντησεν ο κολοσσός χωρίς να υποσχεθή τι περισσότερον.
Ο δεύτερος ούτος χειρισμός υπήρξεν αρκούντως εύκολος. Των ποδών του επιδρόμου [σκόταις της ράννας) αναπτυχθέντων ησύχως, ο επίδρομος ενεκολπώθη τον αέρα τακτικώτερον και προσέθηκε και ούτος την ισχυράν του δράσιν εις την των πρωραίων ιστίων.
Το λαίφος ετοποθετήθη λοιπόν υπεράνω του επιδρόμου, και επειδή ήτο απλώς συνεσταλμένον, έπρεπε μόνον να εντείνωσι την υπέραν και έπειτα να ποδύσωσιν.
Αλλ' ο Ηρακλής μετά του φίλου του Ακτέωνος, μη λογιζομένου του μικρού Ζακ όστις ηνώθη μετ' αυτών, τοσούτον ισχυρώς ενέτεινον, ώστε η υπέρα εθραύσθη και οι τρεις έπεσαν ύπτιοι χωρίς ευτυχώς να πάθωσί τι. Ο Ζακ ήτο καταμαγευμένος.
— Δεν είναι τίποτε, δεν είναι τίποτε! εφώναξεν ο δόκιμος. Συνδέσατε προσωρινώς τα δύο άκρα, και σύρατε ησύχως.
Το πρόσταγμα ετελέσθη υπό την επίβλεψιν του Δικ Σανδ, όστις ουδέ τότε εγκατέλιπε το πηδάλιον. Το «Πίλγριμ» έπλεε ήδη ταχέως, την πρώραν προς ανατολάς, και έπρεπε να εμμένη πλέον εις αυτήν την διεύθυνσιν. Ουδέν τούτου ευκολώτερον, καθότι ο άνεμος ήτο κανονικός και δεν υπήρχε φόβος περιδονήσεων.
— Καλά, φίλοι μου! είπεν ο δόκιμος. Πριν τελειώση το ταξείδιον, θα ήσθε καλοί ναυτικοί.
— Θα πράξωμεν ό,τι δυνηθώμεν, πλοίαρχε Σανδ, απεκρίθη ο Τωμ.
Και η κυρία Βέλδων συνεχάρη ωσαύτως τους καλούς εκείνους άνδρας.
Ο μικρός Ζακ έλαβε το ανάλογον μερίδιον των επαίνων, καθότι ειργάσθη
φιλοτίμως.
— Νομίζω μάλιστα, κύριε Ζακ, είπεν ο Ηρακλής μειδιών, ότι υμείς
εθραύσατε την υπέραν! Τι δυνατόν χέρι που έχετε. Άνευ υμών, τίποτε καλόν δεν θα
εγίνετο.
Και ο μικρός Ζακ, λίαν υπερήφανος δι' εαυτόν, έσεισεν ισχυρώς την χείρα του
φίλου του Ηρακλέους.
Η αποκατάστασις των ιστίων του «Πίλγριμ» δεν ήτο εισέτι τελεία. Έλειπαν τα υψηλά ιστία, ων η ενέργεια δεν είναι περιφρονητέα εν τοιαύτη ανοικτή θαλασσοπλοΐα. Ο μυοπάρων είχεν ανάγκην του φώσωνος, του σιπάρου και των προϊστίων, ο δε Δικ Σανδ απεφάσισε να τα αναρτήση.
Ο χειρισμός ούτος είναι δυσκολώτερος των προηγουμένων, ουχί διά τα
προΐστια άτινα δύνανται να αίρωνται και να πηδώνται κάτωθεν, αλλά διά τα
σταυρωτά ιστία του ακατίου ιστού.
Έπρεπε να αναβή τις μέχρι των διζύγων όπως αναπτύξη αυτά, και ο Δικ Σανδ, μη
θέλων να εκθέση τινά εκ του αγυμνάστου πλήρωμα ιός του, απεφάσισε να
εκτελέση αυτός την εργασίαν ταύτην.
Εκάλεσε λοιπόν τον Τωμ και τον έθεσεν εις το οιακοστρόφιον, δεικνύων αύτω προς ποίον σημείον έπρεπε να διευθύνη το πλοίον.
Είτα δε ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος, ετέθησαν οι μεν εις τας υπέρας του φώσωνος, οι δε εις τας υπέρας του σιπάρου, και ο Δικ Σανδ ώρμησεν εις τους ιστούς.
Το να αναρριχηθή εις τας βαθμίδας των εξαρτίων του ακατίου ιστού, εις τας
αναβάθρας των εξαρτίων του επιστηλίου και να φθάση επί των διζύγων, ήτο
παιγνίδιον διά τον νεαρόν δόκιμον.
Εντός ενός λεπτού της ώρας ευρέθη επί των βαθμίδων της κεραίας του φώσωνος
και έλυσε τα σχοινία άτινα εκράτουν δεδεμένον το ιστίον.
Είτα επανήλθεν επί των διζύγων και ανερριχήθη επί της κεραίας του σιπάρου, του
οποίου ταχέως ανεπέτασε το ιστίον.
Ο Δικ Σανδ είχε τελειώσει την εργασίαν του, και δράξας ένα των δεξιών παρατόνων [παταράτσα) ωλίσθησε μέχρι του καταστρώματος.
Εκεί, υπό τας οδηγίας αυτού, τα δύο ιστία ανεπετάσθησαν και εποδόθησαν,
είτα δε αι δύο κεραίαι ανυψώθησαν διά των συνδετήρων. Αφού δε τα προΐστια
ετέθησαν μεταξύ του μεγάλου ιστού και του ακατίου ιστού, η εργασία
ετελείωσεν.
Την φοράν ταύτην ο Ηρακλής ουδέν έθραυσε.
Το «Πίλγριμ» έφερε τότε όλα τα ιστία τα αποτελούντα τον εξαρτισμόν αυτού.
Βεβαίως ο Δικ Σανδ επεθύμει να προσθέση τα παρίστια του αριστερού ακατίου
[κουρτεράτσες του τρίγκου), αλλ' εις τας παρούσας περιστάσεις ήτο εργασία
δύσκολος, και εάν επήρχετο ανάγκη να τα συστείλωσιν ένεκα ανεμοστροβίλου, δεν
θα ηδύναντο να πράξωσι τούτο ταχέως. Τούτου ένεκεν ο δόκιμος ηρκέσθη εις όσα
εγένοντο.
Ο Τωμ παρήτησε την παρά το οιακοστρόφιον θέσιν του και ανέλαβεν αυτήν ο
Δικ Σανδ.
Η αύρα ενεδυναμούτο. «Το «Πίλγριμ», κλίνον ελαφρώς προς τα δεξιά, ωλίσθαινε
ταχέως επί της επιφανείας της θαλάσσης αφίνον όπισθεν αυτού αύλακα
ομαλωτάτην.
— Πλέομεν καλώς, κυρία Βέλδων, είπε τότε ο Δικ Σανδ, και τώρα, ο Θεός
να μας διατηρήση αυτόν τον ούριον άνεμον.
Η κυρία Βέλδων έθλιψε την χείρα του νεαρού δοκίμου. Είτα κεκμηκυία εξ όλων των
συγκινήσεων της τελευταίας εκείνης ώρας επανήλθεν εις τον κοιτωνίσκον της και
περιέπεσεν εις είδος τι επιπόνου νάρκης, ήτις δεν ήτο ύπνος.
Το νέον πλήρωμα έμεινεν επί του καταστρώματος του μυοπάρωνος, επαγρυπνούν επί της πρώρας και έτοιμον να υπακούση εις τας διαταγάς του Δικ Σανδ, ήτοι να διευθετή τα ιστία αναλόγως των μεταβολών του ανέμου· αλλ' ενόσω η αύρα θα διετήρη και την διεύθυνσιν εκείνην, ουδεμία εργασία θα ήτο αναγκαία.
Καθ' όλον εκείνον τον χρόνον τι έπραττεν ο εξάδελφος Βενέδικτος;
Ο εξάδελφος Βενέδικτος ησχολείτο να εξετάζη διά του μικροσκοπίου έναθρόν τι, όπερ επί τέλους ανεκάλυψεν εν τω πλοίω· απλούν τι ορθόπτερον, του οποίου η κεφαλή εχάνετο υπό τον προθώρακα, έντομόν τι μεθ' ομαλών ελύτρων, γαστρός στρογγύλης και πτερύγων αρκούντως μακρών, ανήκον εις την ενέργειαν των σιλφοειδών και εις το είδος των αμερικανικών σιλφών.
Το πολύτιμον εκείνο εύρημα ανεκάλυψεν ερευνών εν τω μαγειρείω του Νεγορού, και καθ' ήν στιγμήν ο μάγειρος έμελε να το κατασυντρίψη ασπλάχνως. Εκ τούτου εξεδήλωσε οργή την οποίαν ο Νεγορός αφήκε ψυχρώς να παρέλθη.
Αλλ' ο εξάδελφος εκείνος Βενέδικτος, εγίνωσκεν άρα γε ποία μεταβολή εγένετο εν τω πλοίω, από της στιγμής καθ' ήν ο πλοίαρχος Χουλ και οι μετ' αυτού είχον αρχίσει την απαισίαν εκείνην αλιείαν της φαλαίνης; Ναι, βεβαίως. Ευρίσκετο μάλιστα επί του καταστρώματος, ότε το «Πίλγριμ» έφθασεν απέναντι των συντριμμάτων της φαλαινοθηρίδος. Το πλήρωμα λοιπόν του μυοπάρωνος απώλετο προ των οφθαλμών του.
Να ισχυρισθή τις ότι η καταστροφή εκείνη ουδόλως συνεκίνησεν αυτόν, θα ήτο κατηγορία κατά της καρδίας του. Βεβαίως ησθάνθη τον οίκτον εκείνον, ον πάντες αισθάνονται επί τη δυστυχία του άλλου. Είχεν ωσαύτως συγκινηθή διά την κατάστασιν, εις ην ευρέθη η εξαδέλφη του. Ήλθε και έσφιγξε την χείρα της κυρίας Βέλδων, ως εάν τη έλεγε: «Μη φοβήσθε! Είμαι εδώ! Σας μένω εγώ!
Είτα ο εξάδελφος Βενέδικτος επέστρεψε προς τον κοιτωνίσκον του, ίνα μελετήση βεβαίως τας συνεπείας του καταστρεπτικού εκείνου συμβάντος και σκεφθή ποία δραστήρια μέτρα ήρμοζε να λάβωσιν.
Αλλά καθ' οδόν συνήντησε τον περί ου ο λόγος σάρακα, και επειδή είχε την αξίωσιν να αποδείξη είς τινας εντομολόγους ότι αι σίλφαι του είδους των φερασποειδών, αξιοσημείωτοι διά τα χρώματά των έχουσιν ήθη όλως διάφορα των κυρίως λεγομένων σιλφών, προσηλώθη εις την σπουδήν αυτής, λησμονήσας ότι υπήρχεν άλλοτε είς πλοίαρχος Χουλ όστις εκυβέρνα το «Πίλγριμ» και ότι ο δυστυχής εκείνος απώλετο μεθ' όλου του πληρώματος.
Η σίλφη απερρόφα όλην αυτού την προσοχήν. Ουχ ήττον δε την εθαύμαζε και την περιποιείτο ως εάν ήτο χρυσούς κάνθαρος.
Η εν τω πλοίω ζωή επανέλαβε λοιπόν την τακτικήν αυτής πορείαν, αν και έκαστος έμελλε να μένη επί πολύν χρόνον υπό την επήρειαν της οδυνηράς και απροόπτου εκείνης καταστροφής.
Κατά την ημέραν εκείνην ο Δικ Σανδ έθεσε τα πάντα εν τάξει ώστε να δυνηθή
να προλάβη παν ενδεχόμενον. Οι μαύροι υπήκουον αυτώ μετά ζήλου. Αρίστη τάξις
επεκράτει εντός του «Πίλγριμ». Ηδύναντο λοιπόν να ελπίζωσιν ότι τα πάντα θα
έβαινον καλώς.
Ο Νεγορός ουδεμίαν πλέον εποίησεν απόπειραν, όπως αποφύγη την εξουσίαν του
Δικ Σανδ. Εφαίνετο ως εάν την ανεγνώρισεν σιωπηλώς. Ενησχολημένος, ως
πάντοτε, εν τω στενώ κοιτωνίσκω του, δεν ενεφανίζετο πλειότερον ή πρότερον.
Άλλως τε εις την ελαχίστην απείθειαν, ή εις πρώτην παρεκτροπήν, ο Δικ Σανδ είχεν
απόφασιν να τον ρίψη εις τον βυθόν του πυθμένος καθ' όλον το υπόλοιπον του
διάπλου. Εις έν νεύμα του ο Ηρακλής θα συνελάμβανε τον μάγειρον εκ του
τραχήλου.
Προς τούτο δεν εχροιάζετο πολλή ώρα. Τότε δε η Ναν, ήτις εγίνωσκε μαγειρικήν, θα τον αντικαθίστα εν τω μαγειρίω. Ο Νεγορός λοιπόν θα εσκέφθη ότι δεν ήτο απαραίτητος, και επειδή τον επετήρουν εκ του σύνεγγυς, εφρόντιζε να μη δώση λαβήν τινα εναντίον του.
Ο άνεμος έπνεεν ο αυτός μέχρι της εσπέρας, ώστε ουδεμία ανάγκη επήλθε μεταβολής της ιστιοθεσίας. Οι στερεοί ιστοί του πλοίου, η σιδηρά αυτού εξάρτησις ήτις ήτο εν καλή καταστάσει, τω επέτρεπον να πλέη και υπό ισχυρότερον άνεμον.
Κατά την νύκτα συνήθως περιστέλλουσι τα ιστία και ιδίως τα υψηλά, τα λαίφη, τα φωσώνια, τους σιπάρους κτλ. Το μέτρον τούτο είναι συνετόν, διά την περίπτωσιν καθ' ήν ανεμοστρόβιλός τις ήθελεν ενσκήψει.
Αλλ' ο Δικ Σανδ ενόμισεν ότι ηδύνατο ν' αποφύγη την προφύλαξιν ταύτην. Η κατάστασις της ατμοσφαίρας ουδέν απαίσιον προοιωνίζετο, άλλως τε δε ο νεαρός δόκιμος, απόφασιν έχων να διέλθη την πρώτην εκείνην νύκτα επί του καταστρώματος, εφρόνει ότι ηδύνατο να επιτηρή τα πάντα.
Και έπειτα τοιουτοτρόπως έπλεον ταχύτερον, και η επιθυμία του ήτο να φθάσωσιν εις παράλια ολιγώτερον έρημα.
Είπομεν ότι το δρομόμετρον και η πυξίς ήσαν τα μόνα όργανα άτινα ο Δικ Σανδ ηδύνατο να μεταχειρισθή, όπως εκτιμήση ως έγγιστα το διανυθέν υπό του «Πίλγριμ» διάστημα.
Κατά την ημέραν εκείνην ο δόκιμος έρριπτε καθ' εκάστην ημίσειαν ώραν το δρομόμετρον και εσημείου τας υπό του οργάνου σημειουμένας ενδείξεις.
Πυξίδες υπήρχον δύο εν τω πλοίω. Η μία ευρίσκετο εν τη πυξιδοθήκη υπό τα
όμματα του οιακιστού. Η πλαξ αυτής φωτιζομένη την μεν ημέραν υπό του ηλιακού
φωτός, την δε νύκτα υπό δύο πλαγίων λυχνιών, εδείκνυεν κατά πάσαν στιγμήν, πού
έβλεπε το πλοίον, ήτοι ποίαν διεύθυνσιν ηκολούθει.
Η άλλη πυξίς ήτο πυξίς ανάστροφος προσηλωμένη εις τας κιγκλίδας του δωματίου,
όπερ κατείχεν άλλοτε ο πλοίαρχος Χουλ. Κατ' αυτόν τον τρόπον, χωρίς να εξέλθη
του κοιτώνος του ηδύνατο πάντοτε να ηξεύρη εάν η υποδειχθείσα οδός
ηκολουθείτο ακριβώς, ή εάν ο οιακιστής εξ ανικανότητος ή αμελείας έδιδεν εις το
πλοίον πολύ μεγάλας αποκλίσεις.
Άλλως τε όλα τα πλοία τα χρησιμεύοντα εις μακρούς πλόας, έχουσι δύο τουλάχιστον πυξίδας ως και δύο χρονόμετρα. Δέον να παραβάλλωνται τα όργανα ταύτα μεταξύ των και κατ' ακολουθίαν να εξελέγχωνται αι υποδείξεις αυτών.
Το «Πίλγριμ» ήτο λοιπόν επαρκώς εφωδιασμένον υπό την έποψιν ταύτην, και ο
Δικ Σανδ συνέστησεν εις τους ανθρώπους του να προσέχωσι πολύ τας δύο πυξίδας
τας τοσούτον αναγκαίας εις αυτόν.
Αλλά δυστυχώς, κατά την νύκτα της 12 προς την 13 Φεβρουαρίου, ενώ ο δόκιμος
ήτο εν υπηρεσία και εκράτει το οιακοστρόφιον, συνέβη δυσάρεστόν τι.
Η ανάστροφος πυξίς, ήτις ήτο προσκεκολημμένη διά χαλκίνου κρίκου επί της μεσοδόμης του κοιτώνος, απεσπάσθη και έπεσεν επί του δαπέδου. Μόλις δε την επομένην ημέραν παρετήρησαν τούτο.
Πώς ο κρίκος εκείνος ήνοιξε; το πράγμα ήτο ανεξήγητον. Πιθανόν όμως να είχεν οξειδωθή και προνευσασμός τις ή σάλος τον απέσπασεν από της μεσόδμης. Ακριβώς δε κατά την νύκτα εκείνην η θάλασσα ήτο αγριωτέρα. Όπως δήποτε η πυξίς είχε θραυσθή εις τρόπον ανεπίδεκτον διορθώσεως.
Ο Δικ Σανδ εδυσθύμησεν. Εις το εξής ήτο υπεύθυνος, ηδύνατο να έχη δυσαρέστους συνεπείας. Έλαβε λοιπόν ο δόκιμος όλα τα μέτρα, ώστε η άλλη πυξίς να προφυλάσσηται από παντός ενδεχομένου.
Πλην της βλάβης ταύτης, τα πάντα μέχρι τότε έβαινον καλώς εν τω πλοίω.
Η κυρία Βέλδων, βλέπουσα την αταραξίαν του Δικ Σανδ, ανέλαβε θάρρος. Ουχί
διότι δεν απελπίσθη ποτέ. Προ παντός άλλου εστηρίζετο εις την αγαθότητα του
Θεού. Τούτου ένεκα, ως ειλικρινής και ευσεβής χριστιανός ενεδυναμούτο διά της
προσευχής.
Ο Δικ Σανδ είχε διευθετήσει τα πράγματα, ούτως ώστε να μένη εις το πηδάλιον κατά την νύκτα. Εκοιμάτο πέντε ή έξ ώρας την ημέραν και τούτο τω εφαίνετο αρκετόν, επειδή δεν ησθάνετο κόπωσιν. Κατά το διάστημα τούτο ο Τωμ ή ο υιός του Βαρθολομαίος αντικαθίστων αυτόν εις το οιακοστρόφιον, και χάρις εις τας συμβουλάς του εγίνοντο ολίγον κατ' ολίγον καλοί πηδαλιούχοι.
Πολλάκις η κυρία Βέλδων και ο δόκιμος συνομίλουν. Ο Δικ Σανδ ευχαρίστως εδέχετο συμβουλάς παρά της ευφυούς και γενναίας εκείνης γυναικός. Καθ' εκάστην τη εδείκνυεν επί του χάρτου του πλοίου το διανυθέν διάστημα, όπερ υπελόγιζε λαμβάνων υπ' όψει μόνον την διεύθυνσιν και την ταχύτητα του πλοίου.
— Ιδέτε, κυρία Βέλδων, τη επανελάμβανε πολλάκις, εάν εξακολουθήσωσιν οι άνεμοι ούτοι, δεν θα βραδύνωμεν να φθάσωμεν ες τα παράλια της μεσημβρινής Αμερικής. Δεν θέλω να βεβαιώσω, αλλά νομίζω ότι, όταν το πλοίον αντικρύση ξηράν, δεν θα είμεθα μακράν του Βαλπαραΐζου.
Η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο ν' αμφιβάλη ότι η διεύθυνσις του πλοίου ήτο καλή, υποβοηθουμένη προ πάντων υπό των ανέμων εκείνων.
Αλλά πόσον μακράν έτι τη εφαίνετο από της Αμερικανικής παραλίας! Πόσοι κίνδυνοι μεταξύ αυτού και της ξηράς, χωρίς να υπολογίση τους δυναμένους να προέλθωσιν εκ μεταβολής τινος εις την κατάστασιν της θαλάσσης και του ουρανού!
Ο Ζακ, αμέριμνος ως όλα τα παιδία της ηλικίας του, είχεν επαναλάβει τα συνήθη παίγνιά του τρέχων επί του καταστρώματος, διασκεδάζων μετά του Δίγγου.
Βεβαίως έβλεπεν ότι ο Δικ ήτο ολιγότερον ή άλλοτε μετ' αυτού, αλλ' η μήτηρ του τω έδωκε να εννοήση ότι έπρεπε να αφήση τον δόκιμον ήσυχον εις τας ασχολίας του. Ο μικρός Ζακ υπήκουσεν εις τας συμβουλάς εκείνας και δεν ηνώχλει πλέον τον «πλοίαρχον Σανδ».
Ούτω τα πράγματα έβαινον εν τω πλοίω. Οι μαύροι εξετέλουν μετά νοημοσύνης τας εργασίας των και εγίνοντο ημέρα τη ημέρα εμπειρότεροι εις το ναυτικόν επάγγελμα.
Ο Τωμ εγένετο φυσικώς ο ναύκληρος και αυτόν βεβαίως θα εξέλεγον οι σύντροφοί του διά το έργον τούτο. Αυτός εκυβέρνα, όταν ανεπαύετο ο δόκιμος και είχε μεθ' εαυτού τον υιόν του Βαρθολομαίον και τον Αυγουστίνον.
Ο Ακτέων και ο Ηρακλής υπηρέτουν κατά την άλλην φυλακήν υπό την διεύθυνσιν του Δικ Σανδ. Τοιουτοτρόπως δε ενώ ο είς εκυβέρνα, οι άλλοι ηγρύπνουν εις την πρώραν.
Καίτοι τα μέρη εκείνα ήσαν έρημα και ουδείς φόβος συρράξεως υπήρχεν, όμως ο νεαρός δόκιμος απήτει αυστηράν επαγρύπνησιν καθ' όλην την νύκτα. Ουδέποτε έπλεε χωρίς να έχη τους ωρισμένους φανούς — ένα πράσινον δεξιά και ένα ερυθρόν αριστερά — και ως προς τούτο ενήργει φρονιμώτατα.
Εν τούτοις κατά τας νύκτας, ης ο Δικ Σανδ διήρχετο ολοκλήρους εις το πηδάλιον, ησθάνετο ενίοτε να τον καταλαμβάνη ακαταμάχητος κάματος.
Τότε η χειρ του εκυβέρνα ορμεφύτως. Ήτο αποτέλεσμα κόπου, τον οποίον δεν ήθελε να λάβη υπ' όψιν.
Αλλά κατά την νύκτα της 13 προς την 14 Φεβρουαρίου ο Δικ Σανδ, κατάκοπος,
ηναγκάσθη ν' αναπαυθή επί τινας ώρας και αντικατεστάθη εις το πηδάλιον υπό του
γέροντος Τωμ.
Ο ουρανός ήτο κεκαλυμμένος υπό νεφών, άτινα προς το εσπέρας εχαμήλωσαν υπό
την επιρροήν του ψυχρού αέρος. Ήτο λοιπόν σκότος πολύ, και θα ήτο αδύνατον να
διακρίνη τις τα υψηλά ιστία βεβυθισμένα εν τω ζόφω. Ο Ηρακλής και ο Ακτέων
εφρούρουν εν τη πρώρα.
Εις την πρύμνην, το φως της πυξίδος ασθενή μόνον λάμψιν άφινε να διαφεύγη, ήτις αντενακλάτο εις το μεταλλικόν επικάλυμμα του οιακοστροφίου. Οι φανοί ρίπτοντες τα φώτα των πλαγίως, άφινον το κατάστρωμα του πλοίου εις βαθύ σκότος.
Περί την τρίτην ώραν της πρωίας φαινόμενον υπνωτισμού εγένετο, όπερ ουδόλως ηδυνήθη να εννοήση ο γέρων Θωμάς. Οι οφθαλμοί του, οίτινες επί πολύ έμενον προσηλωμένοι επί τινος φωτεινού σημείου της πυξιδοθήκης, έχασαν αίφνης την αίσθησιν της οράσεως και περιέπεσεν εις αληθή υπνωτιστικήν αναισθησίαν.
Ου μόνον δεν έβλεπε πλέον, αλλά και αν τον ήγγιζε τις ή τον εκέντα ισχυρώς, ουδέν πιθανώς θα ησθάνετο.
— Δεν είδε λοιπόν σκιάν τινα ολισθήσασαν επί του καταστρώματος. Ήτο ο Νεγορός.
Όταν έφθασεν εις την πρύμνην ο μάγειρος, έθεσεν υπό το κιβώτιον αντικείμενόν τι βαρύ, όπερ εκράτει εις την χείρα.
Είτα, αφού παρετήρησεν επί τινας στιγμάς την φωτεινήν πλάκα της πυξίδος, έφυγε χωρίς να παρατηρηθή.
Εάν την επιούσαν ο Δικ Σανδ έβλεπε το υπό του Νεγορού εις την πυξίδα τεθέν
αντικείμενον εκείνο, θα έσπευδε να το εξαγάγη.
Τωόντι ήτο τεμάχιον σιδήρου, του οποίου η επιρροή αλοίωσε τας υποδείξεις της
πυξίδος. Η μαγνητική βελόνη παρεξετράπη και αντί να δεικνύη τον μαγνητικόν
βορράν, όστις διαφέρει του κόσμου, εδείκνυε τα βορειανατολικά. Εγένετο λοιπόν
παρεκτροπή τεσσάρων τετάρτων, ήτοι ημισείας ορθής γωνίας.
Ο Τωμ σχεδόν αμέσως συνήλθεν εκ της νάρκης του. Οι οφθαλμοί του εστράφησαν
επί της πυξίδος . . . Ενόμησεν ότι το «Πίλγριμ» δεν είχε καλήν διεύθυνσιν.
Έδωκε μίαν ώθησιν εις το πηδάλιον, ίνα επαναφέρη το πλοίον προς ανατολάς . . . Τούτο ενόμιζε τουλάχιστον.
Αλλά, συν τη παρεκκλίσει της βελόνης, την οποίαν δεν ηδύνατο να υποπτεύση, η πρώρα, τροποποιηθείσα κατά τέσσαρα τέταρτα, διηυθήνετο νοτιοανατολικώς.
Και τοιουτοτρόπως, ενώ υπό την επίδρασιν ουρίου ανέμου το «Πίλγριμ» θα ηκολούθει την απαιτουμένην διεύθυνσιν, έπλεε μετά λάθους τεσσαράκοντα και πέντε μοιρών.
ΤΡΙΚΥΜΙΑ
Κατά την μετά το συμβάν τούτο εβδομάδα, από της 14 μέχρι της 21 Φεβρουαρίου,
ουδέν έτερον συνέβη εν τω πλοίω. Ο βορειοδυτικός άνεμος ενεδυναμούτο κατ'
ολίγον, και το «Πίλγριμ» διέσχιζε ταχέως τα κύματα διατρέχον κατά μέσον όρον
160 μίλια ανά 24 ώρας. Ήτο περίπου όσον ηδύνατό τις να ζητήση παρά πλοίου
τοιούτου μεγέθους.
Ο μυοπάρων, κατά την ιδέαν του Δικ Σανδ, θα προσήγγιζε λοιπόν εις τα παράλια τα
μάλλον συχναζόμενα υπό των μακρών ταχυδρομικών πλοίων, άτινα προσπαθούσι
να διέλθωσιν από του ενός εις το άλλο ημισφαίριον· Ο δόκιμος ήλπιζε πάντοτε ότι
ήθελε να συναντήση έν εκ των τοιούτων πλοίων και είχε σταθεράν απόφασιν να
μεταβιβάση εις αυτό τους επιβάτας του, ή να δανεισθή παρ' αυτού επικουρικούς
τινας ναύτας, και ίσως ένα αξιωματικόν. Αλλ' αν και η επαγρύπνησις ήτο
δραστηριωτάτη, ουδέν πλοίον εφάνη, και η θάλασσα ήτο πάντοτε έρημος.
Τούτο εξέπληττεν ολίγον τον Δικ Σανδ. Είχε διαπλεύσει πολλάκις το μέρος εκείνο του Ειρηνικού κατά τας τρεις τελευταίας αλιείας εις τας βορείας θαλάσσας. Υπό το πλάτος δε και το μήκος εις τα οποία υπελόγιζεν ότι ευρίσκετο, σπάνιον ήτο να φανή πλοίον τι αγγλικόν ή αμερικανικόν ανερχόμενον από του ακρωτηρίου Χορν προς τον Ισημερινόν, ή κατερχόμενον προς την εσχάτην άκραν της νοτίας Αμερικής.
Αλλ' εκείνο το οποίον ο Δικ Σανδ ηγνόει, εκείνο το οποίον δεν ηδύνατο μάλιστα να γνωρίση, ήτο ότι το «Πίλγριμ» ευρίσκετο ήδη εν υψηλοτέρω πλάτει, δηλαδή πλειότερον προς νότον παρ' όσον υπέθετε.
Τούτο συνέβαινε διά δύο λόγους.
Πρώτον διότι τα ρεύματα των μερών εκείνων, των οποίων την ταχύτητα ατελώς μόνον ηδύνατο να εκτιμήση ο δόκιμος, είχεν συντελέσει, χωρίς να το εννοήση, εις το να ρίψωσι το πλοίον έξω της οδού του.
Δεύτερον η πυξίς, διαστραφείσα υπό της κακούργου χειρός του Νεγορού, παρείχεν ανακριβείς ενδείξεις, — ενδείξεις τας οποίας, από της απωλείας της δευτέρας πυξίδος, δεν ηδύνατο ο Δικ Σανδ να εξελέγξη. Ούτω λοιπόν, ενώ επίστευε και έπρεπε να πιστεύη ότι κατηυθύνετο προς ανατολάς, πράγματι κατηυθύνετο προς τα νοτιανατολικά. Η πυξίς ευρίσκετο πάντοτε ενώπιόν του. Το δρομόμετρον ερρίπτετο τακτικώς. Τα δύο ταύτα όργανα τω επέτρεπον κατά τι μέτρον, να διευθύνη το «Πίλγριμ» και να υπολογίζη τον αριθμόν των διανυθέντων μιλίων. Αλλ' ήτο τούτο αρκετόν;
Εν τούτοις ο νεαρός δόκιμος καθησύχαζε πάντοτε, και όσον ηδύνατο πειστικώτερον την κυρίαν Βέλδων την οποίαν ανησύχουν ενίοτε τα περιστατικά του διάπλου εκείνου.
— Θα φθάσωμεν, θα φθάσωμεν! επανελάμβανε. Θα πσοσεγγίσωμεν εις την αμερικανικήν παραλίαν, αδιάφορον πού, αλλ' όπως δήποτε θα προσορμισθώμεν. Δεν αμφιβάλλω, Δικ;
— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, θα ήμην ησυχώτερος εάν δεν ευρίσκεσθε εντός του πλοίου, εάν δεν είχομεν να δώσωμεν λόγον ειμή μόνον περί ημών, αλλά . . .
— Αλλ' εάν δεν ήμην εις το πλοίον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος, ο Ζακ και εγώ δεν επιβιβαζόμεθα επί του «Πίλγριμ», και εάν αφ' ετέρου ο Τωμ και οι σύντροφοί του δεν εσυνάζοντο από την θάλασσαν, Δικ, δεν θα υπήρχον πλέον εδώ ειμή δύο και μόνοι άνθρωποι, συ και ο Νεγορός . . . Τι θα εγίνεσο μόνος μετ' αυτού του κακού ανθρώπου, προς τον οποίον δεν δύνασαι να έχης εμπιστοσύνην; Ναι, τέκνον μου, τι θα εγίνεσο;
— Πρώτον, απεκρίθη αποφασιστικώς ο Δικ Σανδ, θα καθίστων τον
Νεγορόν ανίκανον να βλάψη.
— Και θα εκυβέρνας μόνος;
— Ναι . . . μόνος . . . με την βοήθειαν του Θεού.
Η ευστάθεια των λόγων τούτων έδιδε πολλήν ελπίδα εις την κυρίαν Βέλδων.
Και όμως, βλέπουσα τον μικρόν Ζακ, πολλάκις ησθάνετο ανησυχίαν.
Εάν η γυνή δεν εδείκνυε τι ησθάνετο η μήτηρ, δεν κατώρθου όμως πάντοτε να
εμποδίση μυστικήν τινα αγωνίαν θλίβουσαν την καρδίαν της.
Εν τούτοις, εάν ο νεαρός δόκιμος δεν είχε τόσας υδρογραφικάς γνώσεις ώστε να υπολογίζη, εκέκτητο όμως αληθή ιδιοφυίαν ναυτικήν διά να προγνωρίζη τον καιρόν.
Η όψις του ουρανού αφ' ενός και αφ' ετέρου αι υποδείξεις του βαρομέτρου τω επέτρεπον να λαμβάνη τας προφυλάξεις του.
Ο πλοίαρχος Χουλ καλός μετεωρολόγος, τον είχε διδάξει την χρήσιν του οργάνου τούτου, ούτινος τα προγνωστικά είναι εντελώς βέβαια.
Ιδού εν ολίγοις τι περιλαμβάνουσιν αι σχετικαί προς την παρατήρησιν του βαρομέτρου γνώσεις:
1. Όταν μετά αρκούντως μακράν διάρκειαν ωραίου καιρού το βαρόμετρον
αρχίζη να ταπεινούται βιαίως και εξακολουθητικώς, θα επέλθη βεβαίως βροχή·
αλλ' εάν ο ωραίος καιρός διήρκεσεν επί μακρόν, ο υδράργυρος δύναται να κατέλθη
δύο ή τρεις ημέρας εις τον βαρομετρικόν σωλήνα πριν ή παρατηρηθή μεταβολή τις
εν τη καταστάσει της ατμοσφαίρας.
Τότε, όσω περισσότερος χρόνος παρέλθη μεταξύ της πτώσεως του υδραργύρου και
της επελεύσεως της βροχής, τόσω μακροτέρα θα είναι η διάρκεια του βροχερού
καιρού.
2. Εάν εξ εναντίας εν καιρώ βροχερώ διαρκέσαντι επί μακρόν, το βαρόμετρον αρχίζει να υψούται βραδέως και κανονικώς, βεβαιότατα ο ωραίος καιρός θα επέλθη και θα διαρκέση τόσω μάλλον όσο μακρότερον διάστημα παρήλθε μεταξύ της ελεύσεως αυτού και της ενάρξεως της υψώσεως του βαρομέτρου.
3. Εις τας δύο προηγουμένας περιπτώσεις, εάν η μεταβολή του καιρού επέλθη αμέσως μετά την κίνησιν της βαρομετρικής στήλης, η μεταβολή ολίγιστον θα διαρκέση.
4. Εάν το βαρόμετρον ανέρχηται βραδέως και εξακολουθητικώς επί δύο ή τρεις
ημέρας ή μάλιστα περισσότερον, αναγγέλει ωραίον καιρόν, έστω και αν η βροχή
δεν ήθελε παύσει κατά τας τρεις ημέρας, και τανάπαλιν· αλλ' εάν το βαρόμετρον
ανέρχηται επί δύο ή πλείονας ημέρας διαρκούσης της βροχής, είτα δε,
επανερχομένου του ωραίου καιρού, αρχίση πάλιν να κατέρχηται τότε ο ωραίος
καιρός θα διαρκέση ολίγιστον, και τανάπαλιν.
5. Κατά το έαρ και το φθινόπωρον, βιαία κατάπτωσις του βαρομέτρου προμυνύει
άνεμον. Κατά το θέρος, εάν ο καιρός είναι θερμότατος, προμηνύει θύελλαν. Κατά
τον χειμώνα, μετά παγετόν διαρκέσαντα επί τινα χρόνον, ταχεία ταπείνωσις της
βαρομετρικής στήλης προμηνύει μεταβολήν ανέμου συνοδευομένην υπό
διαλύσεως του πάγου και υπό της βροχής, αλλ' ύψωσις επερχομένη εν παγετώ
διαρκέσαντι επί τινα χρόνον, είναι προγνωστικόν χιόνος.
6. Αι ταχείαι ταλαντεύσεις του βαρομέτρου ουδέποτε πρέπει να εξηγώνται ως
προάγγελοι ξηρού ή βροχερού καιρού διαρκείας τινός. Αι υποδείξεις αύται
δίδονται αποκλειστικώς διά της υψώσεως ή ταπεινώσεως ήτις εκτελείται κατά
τρόπον κανονικόν και άνευ διακοπής.
7. Περί τα τέλη του φθινοπώρου, εάν μετά παρατεταμένον βροχερόν ή ανεμώδη καιρόν το βαρόμετρον υψωθή, η ύψωσις αύτη προαναγγέλλει την μεταβολήν του ανέμου εις βόρειον και προσέγγισιν παγετού.
Τοιαύτα είναι αι γενικαί συνέπειαι ας δύναταί τις να εξαγάγη εκ των ενδείξεων του πολυτίμου τούτου οργάνου.
Τούτο εγίνωσκεν εντελώς ο Δικ Σανδ, τούτο είχε παρατηρήσει εις διαφόρους περιστάσεις του ναυτικού του βίου, και τούτο καθίστα αυτόν επιτήδειον να προφυλάσσηται κατά παντός ενδεχομένου να συμβή.
Ακριβώς λοιπόν την 20 Φεβρουαρίου αι μετακινήσεις της βαρομετρικής στήλης
ήρχισαν να εμβάλλωσιν εις μερίμνας τον νεαρόν δόκιμον, όστις καθ' εκάστην
παρετήρει αυτάς μετά πολλής προσοχής. Πράγματι, το βαρόμετρον ήρχισε να
καταβαίνη βραδέως και συνεχώς, όπερ προεμήνυε βροχήν· αλλ' η βροχή αύτη
εβράδυνε να πέση· και ο Δικ Σανδ συνεπέρανεν ότι ο άθλιος καιρός ήθελε
διαρκέσει. Τούτο και συνέβη.
Αντί της βροχής επήλθεν ο άνεμος, και τωόντι από της στιγμής εκείνης τοσούτον
ηυξήθη, ώστε διήνυεν εξήκοντα πόδας κατά παν δευτερόλεπτον ήτοι τριάκοντα και
έν μίλια την ώραν.
Εδέησε τότε ο Δικ Σανδ να λάβη προφυλάξεις τινάς, όπως μη κινδυνεύσωσιν οι ιστοί και τα ιστία του «Πίλγριμ».
Είχεν ήδη περιστείλει τον σίπαρον, το λαίφος και τον πρόθοον, απεφάσισε δε να πράξη το αυτό ως προς τον φώσωνα και τον δόλωνα.
Η τελευταία αύτη εργασία έμελλε να παρουσιάση δυσχερείας τινάς ένεκεν του
μη εισέτι εξησκημένου πληρώματος. Εν τούτοις δεν έπρεπε να διστάσωσι, και
ουδείς εδίστασεν.
Ο Δικ Σανδ, συνοδευόμενος υπό του Βαρθολομαίου και του Αυγουστίνου, ανήλθεν
επί του ακατίου ιστού και κατώρθωσεν, ουχί άνευ δυσκολίας, να περιστείλη τον
φώσωνα. Εάν ο καιρός ήτο ολιγώτερον απειλητικός, θα άφινε τας δύο κεραίας επί
του ιστού αλλά προβλέπων ότι θα ηναγκάζετο πιθανώς να αφοπλίση τον ιστόν και
ίσως μάλιστα να τον αποσπάση εντελώς, αφήρεσε τας δύο κεραίας και τας έρριψεν
επί του καταστρώματος. Είναι ευνόητον ότι όταν ο άνεμος κατασταθή ισχυρότατος,
πρέπει ου μόνον να ελαττωθώσι τα ιστία αλλά και οι ιστοί. Τούτο είναι μεγάλη
ανακούφισις εις το πλοίον, όπερ, ολιγώτερον βεβαρημένον εις τα άνω, δεν
κουράζεται πλέον υπό του σάλου και του προνευστασμού [παρακυλητό και
σκαμπανέβασμα).
Περαιωθέντος του πρώτου τούτου έργου — όπερ απήτησε δύο ώρας — ο Δικ Σανδ και οι σύντροφοί του ενησχολήθησαν να περιστείλωσι την επιφάνειαν του δόλαινος. Το «Πίλγριμ» δεν έφερεν ως τα πλείστα νεώτερα πλοία διπλούν δόλωνα, όπερ ευκολύνει τον χειρισμόν. Έπρεπε λοιπόν να ενεργήσωσιν ως άλλοτε, δηλαδή να τρέξωσι διά των αναβαθρών όπως περιστείλωσι το υπό του ανέμου δερόμενον ιστίον και το δέσωσι στερεώς διά των μικρών σχοινίων.
Η εργασία ήτο δύσκολος, μακρά και επικίνδυνος, αλλά τέλος ο περισταλείς δόλων έδωκεν ολιγωτέραν λαβήν εις τον άνεμον, και ο μυοπάρων επαισθητώς ανεκουφίσθη.
Ο Δικ Σανδ κατέβη πάλιν μετά του Βαρθολομαίου και του Αυγουστίνου. Το
«Πίλγριμ» ευρέθη τότε υπό τας απαιτουμένας προς πλουν συνθήκας.
Κατά τας τρεις ακολούθους ημέρας, 20, και 21, και 22 Φεβρουαρίου, η δύναμις και
η διεύθυνσις του ανέμου δεν μετεβλήθησαν επαισθητώς. Ουχ ήττον ο υδράργυρος
εξηκολούθει να καταβαίνη εν τω βαρομετρικώ σωλήνι, και κατά την τελευταίαν
ταύτην ημέραν ο δόκιμος εσημείωσεν ότι κατ' εξακολούθησιν έμενε κάτω των
εικοσιοκτώ δακτύλων και 7]10 [728 χιλιομέτρων).
Ουδεμία ένδειξις άλλως τε ότι το βαρόμετρον ήθελεν ανέλθει, πριν παρέλθη
χρόνος τις. Η θέα του ουρανού ήτο κακή και υπερβολικώς ανεμώδης. Πλην δε
τούτου, πυκναί ομίχλαι εκάλυπτον αυτόν διαρκώς. Το στρώμα αυτών μάλιστα τόσω
ήτο βαθύ, ώστε δεν εφαίνετο πλέον ο ήλιος και θα ήτο δύσκολον να ορίση τις το
μέρος της ανατολής και της δύσεως αυτού.
Ο Δικ Σανδ ήρχισε ν' ανησυχή. Δεν ανεχώρει από του καταστρώματος, και μόλις
εκοιμάτο. Εν τούτοις, η ηθική δύναμις τω επέτρεπε να απωθή τας αγωνίας του εις
τους μυχούς της καρδίας του.
Την επιούσαν, 23 Φεβρουαρίου, ο άνεμος εφάνη ολίγον πραϋνθείς κατά την πρωίαν, αλλ' ο Δικ Σανδ δεν ησύχασε. Και είχε δίκαιον, διότι μετά μεσημβρίαν ο άνεμος εγένετο σφοδρός και η θάλασσα μάλλον αγρία.
Περί την τετάρτην ώραν ο Νεγορός, όστις ενεφανίζετο σπανίως, αφήκε την θέσιν του και ανέβη επί του σκοπιωρού της πρώρας. Ο Δίγγος εκοιμάτο είς τινα γωνίαν βεβαίως, καθότι δεν υλάκτησε κατά το σύνηθες.
Ο Νεγορός, πάντοτε σιωπηλός, έμεινεν επί ημισείαν ώραν παρατηρών τον
ορίζοντα.
Μεγάλα κύματα διεδέχοντο άλληλα, χωρίς έτι να συγκρούωνται. Εν τούτοις ήσαν
υψηλότερα παρ' όσον η δύναμις του ανέμου επέτρεπε τούτο. Εκ τούτου ώφειλον
να συμπεράνωσιν ότι μεγάλη κακοκαιρία επεκράτει προς δυσμάς, εις πλησιεστάτην
ίσως απόστασιν, και ότι δεν θα εβράδυνε να έλθη και εις τα μέρη εκείνα.
Ο Νεγορός παρετήρησε την ευρείαν εκείνην έκτασιν της θαλάσσης, ήτις
τοσούτω βαθέως συνεταράσσετο περί το «Πίλγριμ». Είτα οι οφθαλμοί του, πάντοτε
ψυχροί και ξηροί, εστράφησαν προς τον ουρανόν.
Η θέα αυτού ήτο ανησυχητική. Οι ατμοί μετετοπίζοντο μετά διαφόρου ταχύτητος.
Τα νέφη της ανωτέρας ζώνης έτρεχον ταχύτερον ή τα νέφη των χαμηλών
στρωμάτων της ατμοσφαίρας. Έδει λοιπόν να προΐδωσι την λίαν προσεχή
περίπτωσιν, καθ' ήν αι βαρείαι εκείναι μάζαι θα εχαμήλουν και θα μετεβάλλοντο
εις τρικυμίαν ίσως εις λαίλαπα.
Είτε διότι ο Νεγορός ήτο ανήρ άφοβος, είτε διότι δεν εννόησε τας απειλάς του
καιρού, δεν εφάνη αισθανθείς εντύπωσίν τινα. Εν τούτοις μοχθηρόν τι μειδίαμα
εφάνη επί των χειλέων του. Ηδύνατό τις δε να είπη ότι η κατάστασις εκείνη των
πραγμάτων μάλλον ηυχαρίστησεν ή δυσηρέστησεν αυτόν. Ανέβη επί του πλαγίου
ιστού της πρώρας, ίνα εκτείνη την δράσιν του μακρότερον, ωσεί εζήτει σημείον τι
εις τον ορίζοντα. Είτα, κατέβη πάλιν και ησύχως, χωρίς να προσφέρη λέξιν, χωρίς
να ποιήση χειρονομίαν, επέστρεψεν εις την θέσιν του.
Εν τούτοις, εν μέσω όλων των φοβερών εκείνων εικασιών, υπήρχεν αίσιόν τι,
όπερ οι εν τω πλοίω ώφειλον να λάβωσιν υπ' όψιν· ήτο δε τούτο ότι ο άνεμος
εκείνος, όσον βίαιος και αν ήτο ή ηδύνατο να γίνη, ήτο ούριος και το «Πίλγριμ» θα
έφθανε ταχέως εις την αμερικανικήν παραλίαν. Εάν μάλιστα ο καιρός δεν
μεταβάλλετο εις τρικυμίαν, ο πλους εκείνος θα εξηκολούθει γινόμενος άνευ
μεγάλου κινδύνου, οι αληθείς δε κίνδυνοι θα παρουσιάζοντο μόνον εάν προέκειτο
να προσορμισθώσιν εις δυσόριστόν τι σημείον της παραλίας.
Τούτο λοιπόν απησχόλει τον Δικ Σανδ. Εάν ανεκάλυπτε ξηράν, πώς ήθελε διευθύνει
το πλοίον άνευ πλοηγού τινος, ή οδηγού εμπείρου των παραλίων; Εν ή δε
περιπτώσει η κακοκαιρία τον ηνάγκαζε να ζητήση λιμένα τινά καταφυγής, τι θα
έπραττεν, αφού τα μέρη εκείνα ήσαν εντελώς άγνωστα εις αυτόν;
Βεβαίως δεν υπήρχεν ακόμη ανάγκη να σκεφθή επί του ενδεχομένου τούτου.
Εν τούτοις, όταν θα ήρχετο η ώρα εκείνη, έπρεπε να λάβη απόφασίν τινα. Λοιπόν ο Δικ Σανδ θα την ελάμβανε.
Κατά τας δεκατρείς ημέρας αίτινες παρήλθον από της 24 Φεβρουαρίου, η
κατάστασις της ατμοσφαίρας δεν μετεβλήθη επαισθητώς.
Ο ουρανός ήτο πάντοτε βεβαρυμένος υπό πυκνής ομίχλης.
Επί τινας ώρας ο άνεμος ηλαττούτο, αλλ' έπειτα έπνεε μετά της αυτής δυνάμεως.
Δις ή τρεις το βαρόμετρον ανήλθεν, αλλ' η ταλάντευσις αυτού,
περιλαμβάνουσα δωδεκάδα γραμμών, ήτο πολύ απότομος ώστε να αναγγείλη
μεταβολήν καιρού και επάνοδον ησυχωτέρων ανέμων.
Άλλως τε η βαρομετρική στήλη σχεδόν αμέσως κατήρχετο πάλιν και ουδεμία
υπήρχεν ελπίς ταχείας απαλλαγής από του κακού εκείνου καιρού.
Μεγάλαι ταραχαί εξεδηλώθησαν ωσαύτως αίτινες σπουδαίως ανησύχησαν τον Δικ
Σανδ. Δις ή τρις ο κεραυνός προσέβαλε τα κύματα εις απόστασιν ολίγων μέτρων
από του πλοίου.
Είτα η βροχή έπεσε κατά χειμάρρους και εγένοντο δίναι ατμών
ημισυμπεπυκνωμένων, αίτινες περιέβαλον το «Πίλγριμ» διά πυκνής ομίχλης.
Επί ώρας ολοκλήρους ο σκοπός ουδέν ηδύνατο να διακρίνη και έπλεον εις τα
τυφλά.
Αν το πλοίον εκλυδωνίζετο, ευτυχώς η κυρία Βέλδων υπέμενε τον σάλον εκείνον χωρίς να ενοχληθή. Αλλά το μικρόν της τέκνον υπέφερε πολύ και ήτο ηναγκασμένη να τω παρέχη πάσαν περιποίησιν.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο πλειότερον ασθενής των αμερικανικών σιλφών, αίτινες απετέλουν την μόνην συναναστροφήν του, και διήρχετο τον καιρόν του σπουδάζων, ως εάν εκάθητο ησύχως εις το εν Αγίω Φραγκίσκω σπουδαστήριόν του.
Ευτυχώς επίσης ο Τωμ και οι εταίροι αυτού δεν έπαθον ναυτίαν, και εξηκολούθησαν βοηθούντες τον νεαρόν δόκιμον, ειθισμένον εις όλας ταύτας τας ατάκτους κινήσεις πλοίου κλυδωνιζομένου.
Το «Πίλγριμ» έπλεε ταχέως μετά των ολίγων ιστίων και ήδη ο Δικ Σανδ
προέβλεπεν ότι θα ήτο ανάγκη να τα ελαττώση έτι μάλλον.
Αλλ' ήθελε να διατηρή αυτήν την κατάστασιν, εν όσω ήτο δυνατόν να πράττη τούτο
ακινδύνως.
Κατά τους υπολογισμούς του η ξηρά δεν έπρεπε να είναι μακράν.
Επηγρύπνουν λοιπόν μετά προσοχής. Εν τούτοις ο δόκιμος δεν ηδύνατο να έχη
εμπιστοσύνην εις τους οφθαλμούς των συντρόφων του προς ανακάλυψιν των
πρώτων ενδείξεων της ξηράς.
Τωόντι όσον καλήν δράσιν και αν έχη εκείνος όστις δεν είναι συνηθισμένος εις την
εξέτασιν του ορίζοντος της θαλάσσης, αδυνατεί να εξιχνιάση τας πρώτας περιοχάς
παραλίας τινός, προ πάντων εν μέσω ομίχλης. Ώφειλε λοιπόν ο Δικ Σανδ να
επαγρυπνή αυτός ο ίδιος, και πολλάκις ανέβαινεν επί των διζύγων διά να ίδη
καλλίτερον.
Αλλ' ουδέν εισέτι σημείον αμερικανικής γης εφαίνετο.
Τούτο τον εξέπληττε, και η κυρία Βέλδων, έκ τινων λέξεων, αίτινες του διέφυγον, εννόησε την έκπληξίν του ταύτην.
Ήτο η 9 Μαρτίου. Ο δόκιμος ίστατο εις την πρώραν, άλλοτε μεν εξετάζων την θάλασσαν και τον ουρανόν, άλλοτε δε παρατηρών τα ιστία του «Πίλγριμ» τα οποία ήρχισαν να κάμπτωνται υπό την δύναμιν του ανέμου.
— Ακόμη δεν βλέπεις τίποτε, Δικ; τον ηρώτησεν η κυρία Βέλδων καθ' ήν στιγμήν άφηνε το τηλεσκόπιον.
— Τίποτε, κυρία Βέλδων, τίποτε, απεκρίθη ο δόκιμος, και εν τούτοις ο
ορίζων φαίνεται αιθριούμενος ολίγον υπό τον βίαιον τούτον άνεμον όστις τείνει να
γίνη βιαιότερος.
— Και κατά την ιδέαν σου, Δικ, η αμερικανική ακτή δεν πρέπει τώρα να
είναι μακράν;
— Δεν ειμπορεί να είναι, κυρία Βέλδων, και εάν πράγματι με εκπλήττει,
τούτο είναι πώς δεν ηδυνήθην εισέτι να την διακρίνω.
— Εν τούτοις, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, το πλοίον έπλεε ταχέως.
— Πάντοτε, αφότου ο άνεμος έπνεε βορειοδυτικός, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ήτοι από της ημέρας καθ' ήν απωλέσαμεν τον δυστυχή ημών πλοίαρχον και το πλήρωμα αυτού. Ήτο η 10 Φεβρουαρίου. Σήμερον έχομεν 9 Μαρτίου. Παρήλθον λοιπόν είκοσι και επτά ημέραι.
— Αλλά κατ' εκείνην την εποχήν πόσον απείχομεν της ακτής; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Τέσσαρας χιλιάδας και πεντακόσια μίλια περίπου, κυρία Βέλδων. Υπάρχωσι πράγματα περί ων έχω πολλάς αμφιβολίας, περί του αριθμού όμως τούτου δύναμαι να εγγυηθώ με την διαφοράν είκοσι μιλίων περισσότερον ή ολιγώτερον.
— Και ποία ήτον η ταχύτης του πλοίου;
— Κατά μέσον όρον εκατόν ογδοήκοντα μίλια καθ' ημέραν, αφότου εδυνάμωσεν ο άνεμος, απήντησεν ο δόκιμος. Διά τούτο εκπλήττομαι πώς δεν εφθάσαμεν ακόμη απέναντι ξηράς. Ό,τι δε μοι φαίνεται περισσότερον έκτακτον, είναι ότι δεν συναντώμεν μήτε έν εξ εκείνων των πλοίων τα οποία διαπλέουσι συνεχώς τα μέρη ταύτα.
— Μήπως ηπατήθης, Δικ, εις τον υπολογισμόν της ταχύτητος του «Πίλγριμ»; επανέλαβεν η κυρία Βέλδων.
— Όχι, κυρία Βέλδων. Ως προς τούτο δεν ήτο δυνατόν να απατηθώ. Το
δρομόμετρον ερρίπτετο κατά πάσαν ημίσειαν ώραν και εσημείου ακριβώς τας
ενδείξεις αυτού. — Ιδού, θα το ρίψω πάλιν, και θα ιδήτε ότι διατρέχομεν κατ'
αυτήν την στιγμήν δέκα μίλια την ώραν, ήτοι πλέον των διακοσίων μιλίων την
ημέραν.
Ο Δικ Σανδ εκάλεσε τον Τωμ και τον διέταξε να ρίψη το δρομόμετρον, — εργασία
εις ην ο γέρων μαύρος ήτο τώρα εντριβέστατος.
Το δρομόμετρον στερεώς δεδεμένον εις το άκρον σχοινίου εκομίσθη και ερρίφθη
εις την θάλασσαν.
Εικοσιπέντε μόλις οργυιαί εξετυλίχθησαν, ότε το σχοινίον εχαλαρώθη αίφνης
μεταξύ των χειρών του Τωμ.
— Α! κύριε Δικ, έκραξεν ούτος.
— Τι είναι, Τωμ;
— Το σχοινίον εκόπη!
— Εκόπη! εφώνησεν ο Δικ Σανδ. Και το δρομόμετρον εχάθη!
Ο γέρων Τωμ έδειξε το άκρον του σχοινίου όπερ έμεινεν εις τας χείρας του.
Ήτο αληθέστατον. Το σχοινίον δεν ελύθη, αλλ' εκόπη εις το μέσον. Και εν τούτοις το
σχοινίον εκείνο ήτο στερεόν. Κατ' ανάγκην λοιπόν έπρεπε να υποθέση τις ότι είχε
φθαρή εκ της πολλής χρήσεως εις ην θέσιν εκόπη. Και πράγματι, τούτο ηδύνατο να
πιστεύση ο Δικ Σανδ, όταν έλαβεν εις χείρας του την άκραν του σχοινίου. Αλλ' άρα
γε εκ της χρήσεως εφθάρη; τούτο ηρώτα καθ' εαυτόν ο δόκιμος δυσπιστών.
Όπως δήποτε το δρομόμετρον απώλετο, και ο Δικ Σανδ ουδέν είχεν πλέον μέσον
προς ακριβή εκτίμησιν της ταχύτητος του πλοίου του. Ως μόνον όργανον λοιπόν
είχεν εις το εξής μίαν πυξίδα, αγνοών ότι και ταύτης οι ενδείξεις ήσαν ψευδείς.
Η κυρία Βέλδων τον είδε τόσω λυπηθέντα εκ του συμβάντος εκείνου, ώστε δεν
ηθέλησε να τον εξετάση περισσότερον, και μετά συγκεκινημένης καρδίας
επανήλθεν εις τον κοιτωνίσκον της.
Αλλ' εάν η ταχύτης του «Πίλγριμ» και επομένως το διανυθέν διάστημα δεν
ηδύνατο πλέον να εκτιμηθώσιν, εύκολον όμως ήτο να παρατηρήσωσιν ότι η
σχηματιζομένη αύλαξ δεν ηλαττούτο.
Και πράγματι την επιούσαν 10 Μαρτίου το βαρόμετρον κατήλθεν είκοσι οκτώ
δακτύλους και δύο δέκατα [716 χιλιόμετρα). Τούτο ανήγγελεν άνεμον ταχύτητος
εξήκοντα μιλίων καθ' ώραν.
Ήτο επάναγκες να ελαττώσωσιν έτι μάλλον τα ιστία, ίνα μη διακινδυνεύση η
ασφάλεια του πλοίου.
Ο Δικ Σανδ απεφάσισε να καταβιβάση το επιστηλίδιον, και το λαίφος και να
περιστείλη τα κατώτερα ιστία, ίνα πλέη μόνον μετά του μικρού αρτέμονος και του
περιεσταλμένου δόλωνος.
Εκάλεσε τον Τωμ και τους συντρόφους του όπερ δυστυχώς δεν ηδύνατο να
εκτελεσθή ταχέως.
Και εν τούτοις, ο καιρός επείγε, η τρικυμία εμαίνετο ήδη σφοδρότατα.
Ο Δικ Σαδ, ο Αυγουστίνος ο Ακτέων και ο Βαρθολομαίος ανήλθον επί των ιστών,
ενώ ο Τωμ έμενεν εις το πηδάλιον, και ο Ηρακλής επί του καταστρώματος, έτοιμος
να χαλαρώση τας υπέρας εις πρώτην διαταγήν.
Μετ' απείρους προσπαθείας κατεβίβασαν τον ιστόν του λαίφους και το
επιστηλίδιον, καίτοι οι γενναίοι εκείνοι άνδρες εκατοντάκις εκινδύνευσαν να
πέσωσιν εις την θάλασσαν, τόσον ο σάλος έσειε τους ιστούς. Είτα δε ελαττωθέντος
του δόλωνος και συσταλέντος του ακατίου ο μυοπάρων δεν έφερε πλέον ειμή τον
μικρόν αρτέμονα και τον σμικρυθέντα δόλωνα.
Ει και ο αριθμός των ιστίων ηλαττώθη κατά πολύ, εν τούτοις το «Πίλγριμ»
εξηκολούθησε να πλέη μεθ' υπερβολικής ταχύτητος.
Την 12 ο καιρός ετράπη επί τα χείρω. Την ημέραν εκείνην από της πρωίας ο Δικ Σανδ είδε μετά τρόμου ότι το βαρόμετρον κατήλθεν εις εικοσιεπτά δακτύλους και εννέα δέκατα [709 χιλιόμετρα).
Αληθής τρικυμία εξερρήγνυτο, και τοιαύτη ώστε το «Πίλγριμ» δεν ηδύνατο να βαστάζη ουδέ τα ολίγα ιστία, τα οποία είχεν αναπετασμένα.
Ο Δικ Σανδ, βλέπων ότι ο δόλων εκιδύνευε να σχισθή, διέταξε να τον περισφίξωσιν.
Αλλ' εις μάτην. Βιαία ριπή ανέμου επέπεσε κατά την στιγμήν εκείνην επί του πλοίου και απέσπασε το ιστίον. Ο Αυγουστίνος, ευρισκόμενος επί της κεραίας του μικρού δόλωνος, προσεβλήθη υπό του ποδός της δεξιάς. Πληγωθείς δε ελαφρώς ηδυνήθη να καταβή πάλιν επί του καταστρώματος.
Ο Δικ Σανδ, εις άκρον ανήσυχος, μίαν είχε πλέον σκέψιν ότι το πλοίον, ωθούμενον μετά τοιαύτης μανίας, εκινδύνευε να συντριβή από στιγμής εις στιγμήν, καθότι, κατά τους υπολογισμούς του, οι σκόπελοι δεν θα ήσαν μακράν. Μετέβη λοιπόν εις την πρώραν, αλλ' ουδέν είδεν ομοιάζον προς ξηράν και επανήλθεν εις το πηδάλιον.
Μετ' ολίγας στιγμάς ο Νεγορός ανέβη εις το κατάστρωμα. Εκεί αίφνης, ωσεί ακουσίως, ο βραχίων του ετάθη προς σημειόν τι του ορίζοντος. Ήθελέ τις υποθέσει ότι διέκρινε ξηράν τινα εν τω μέσω της ομίχλης.
Και πάλιν εμειδίασε μοχθηρώς, και χωρίς να είπη τι είδεν, επανήλθεν εις την θέσιν του.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ
Κατ' εκείνην την ημέραν η τρικυμία έλαβε την μάλλον τρομεράν αυτής μορφήν,
ήτις λαίλαψ. Ο άνεμος έπνευσε νοτιοδυτικός μετά ταχύτητος ενενήκοντα μιλίων
καθ' ώραν.
Τωόντι ήτο λαίλαψ, είς των τρομερών εκείνων ανέμων, οίτινες ρίπτουσιν επί της παραλίας όλα τα προσωρμισμένα πλοία, και κατά των οποίων και αύται αι εν τη ξηρά στερεαί οικοδομαί δεν δύνανται να ανθέξωσι. Τοιαύτη ήτο εκείνη, ήτις τη 23 Ιουλίου 1825 κατέστρεψε την Γουαδελούπην.
Εάν βαρέα πυροβόλα ανηρπάγησαν από των υποστατών των, φαντασθήτε τι θα εγίνετο πλοίον μη έχων άλλο στήριγμα ειμή θάλασσαν τεταραγμένην!
Και εν τούτοις εις την ευκινησίαν του μόνην δύναται να εύρη την σωτηρίαν του, ενδίδει εις τας ωθήσεις του ανέμου και εάν είναι στερεώς κατασκευασμένον, δύναται να αψηφήση και τας βιαιοτέρας προσβολάς της θαλάσσης. Τοιούτο ήτο το «Πίλγριμ».
Ολίγας στιγμάς μετά την διάρρηξιν του δόλωνος, η αρτεμονίς ανηρπάγη και αυτή. Τότε ο Δικ Σανδ απεφάσισε να παραιτηθή και αυτής της προτονίδος [σταντέρα), μικρού ιστίου εκ χονδρού πανίου, όπερ θα ηδύνατο να καταστήση το πλοίον μάλλον ευκυβέρνητον.
Έπλεε λοιπόν το «Πίλγριμ» άνευ ιστίων, αλλ' ο άνεμος τοσούτον ισχυρώς προσέβαλλε το σκάφος, τους ιστούς τον εξαρτισμόν, ώστε τω έδιδε ταχύτητα καταπληκτικήν. Ενίοτε μάλιστα εφαίνετο ανυψούμενον υπέρ τα κύματα και ηδύνατό τις να πιστεύση ότι μόλις τα επέψαυεν.
Υπό τας συνθήκας ταύτας, ο σάλος του πλοίου δερομένου υπό των τεραστίων κυμάτων τα οποία ανήγειρεν η τρικυμία, ήτο φοβερός.
Υπήρχε φόβος μήπως κτυπηθή εκ των όπισθεν έκ τινος τερατώδους κύματος. Τα θαλάσσια εκείνα όρη έτρεχον ταχύτερον του μυωπάρωνος και ηπείλουν να τον πλήξωσιν εις την πρύμνην, εάν δεν ανυψούτο αρκετά ταχέως.
Ούτος είναι ο μέγιστος κίνδυνος εις παν πλοίον φεύγον προ της τρικυμίας.
Αλλά τι έπρεπε να γίνη, όπως προληφθή ο κίνδυνος ούτος; Δεν ηδύναντο να δώσωσιν εις το «Πίλγριμ» ταχύτητα μεγαλυτέραν, καθότι τότε ουδέ τεμάχιον ιστίου ήθελεν εναπομείνει. Έπρεπε λοιπόν να κρατώσιν όσω το δυνατόν διά μόνου του πηδαλίου, του οποίου η ενέργεια πολλάκις ήτο ανίσχυρος.
Ο Δικ Σανδ δεν άφινε πλέον το οιακοστρόφιον. Προσεδέθη μάλιστα από της οσφύος, ίνα μη τον αναρπάση κύμα τι βίαιον.
Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος, δεδεμένοι επίσης, ήσαν έτοιμοι να τον βοηθήσωσι. Ο Ηρακλής και ο Ακτέων κρατούμενοι στερεώς εκ των ορθοστατών, εφρούρουν εις την πρώραν.
Η δε κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος και η Ναν κατά διαταγήν του δοκίμου, έμενον εις τους κοιτωνίσκους της πρύμνης. Η κυρία Βέλδων θα επροτίμα να μείνη εις το κατάστρωμα, αλλ' ο Δικ Σανδ αντέτεινεν εις τούτο οριστικώς, καθότι τοιουτοτρόπως θα εξετίθετο εις κίνδυνον άνευ τινός ανάγκης.
Πάντες οι κάθεκται είχον κλεισθή αραρότως. Ήλπιζον ότι ήθελον ανθέξει καθ' ήν περίπτωσιν φοβερόν τι θαλάσσιον κύμα θα εισέπιπτεν επί του καταστρώματος. Εάν κατά δυστυχίαν ενέδιδον υπό το βάρος του θαλασσίου όγγου, το πλοίον επλημμυρείτο και θα εβυθίζετο.
Ευτυχώς επίσης, το φορτίον ήτο καλώς διηυθετημένον, ούτως ώστε μεθ' όλην την κλίσιν του μυοπάρωνος, τα βυτία δεν μετεκινούντο.
Ο Δικ Σανδ ηλάττωσεν ωσαύτως τας ώρας του ύπνου του. Η κυρία Βέλδων εφοβήθη μήπως ασθενήση, κατώρθωσε δε να τον πείση ότι έπρεπε ν' αναπαύηται περισσότερον.
Ενώ όμως αναπαύετο την νύκτα της 13 προς την 14 Μαρτίου συνέβη πάλιν νέον γεγονός.
Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος ευρίσκοντο εις την πρύμνην, οπόταν ο Νεγορός, όστις σπανίως ενεφανίζετο εις το μέρος εκείνο του καταστρώματος, επλησίασε και εφάνη μάλιστα θέλων να συνδέση συνομιλίαν μετ' αυτών· αλλ' ο Τωμ και ο υιός του δεν τω απεκρίθησαν.
Αίφνης, είς τινα βιαίαν κυλίνδησιν, ο Νεγορός έπεσε, και θα ερρίπτετο βεβαίως εις την θάλασσαν, εάν δεν εκρατείτο εκ της πυξιδοθήκης.
Ο Τωμ εξέφερε κραυγήν, φοβηθείς μήπως εθραύσθη η πυξίς.
Ο Δικ Σανδ, εν στιγμή αϋπνίας ήκουσε την κραυγήν, και ορμήσας έξω της
θέσεώς του έδραμεν εις την πρύμνην.
Ο Νεγορός είχεν ήδη εγερθή αλλ' εκράττει εις την χείρα του το τεμάχιον του
σιδήρου, όπερ αφήρεσε κάτωθεν του κυτίου και το έκρυψε πριν ή το ιδή ο Δικ
Σανδ.
Είχεν άρα γε συμφέρον ο Νεγορός να επαναλάβη η βελόνη την αληθή αυτής διεύθυνσιν; Ναι, καθότι οι νοτιοδυτικοί άνεμοι τον εβοήθουν τότε.
— Τι είναι; ηρώτησεν ο δόκιμος.
— Αυτός ο κατηραμένος μάγειρος έπεσεν επί της πυξίδος, απεκρίθη ο Τωμ.
Εις τας λέξεις ταύτας ο Δικ Σανδ, ανησυχήσας τα μέγιστα, έκυψεν επί του κυτίου. Τα πάντα ήσαν εν καλή καταστάσει, ο δε διαβήτης, φωτιζόμενος υπό των φανών, ανεπαύετο πάντοτε επί των δύο συγκεντρικών αυτού κύκλων.
Η καρδία του νεαρού δοκίμου ησύχασεν. Η θραύσις της μόνης πυξίδος του πλοίου θα ήτο δυστύχημα ανεπανόρθωτον.
Αλλ' ό,τι ο Δικ Σανδ δεν είδεν, ήτο ότι, μετά την αφαίρεσιν του σίδηρου τεμαχίου, η βελόνη επανέλαβε την τακτικήν θέσιν της και εδείκνυεν ακριβώς τον μαγνητικόν βορράν, εκείνον όστις έπρεπε να είναι υπό τον μεσημβρινόν εκείνον.
Εν τούτοις, εάν δεν ηδύνατο να καταστήση τον Νεγορόν υπεύθυνον διά την πτώσιν, ήτις εφαίνετο ακουσία, ο Δικ Σανδ είχε δίκαιον να εκπλαγή πώς τον εύρεν εν τη ώρα ταύτη εις την πρύμνην του πλοίου.
— Τι κάμνετε εδώ; τον ηρώτησεν.
— Ό,τι θέλω, απεκρίθη ο Νεγορός.
— Τι είπατε! . . . ανέκραξεν ο Δικ Σανδ αδυνατών αν καταστείλη κίνημα οργής.
— Λέγω, απεκρίθη ο μάγειρος, ότι δεν υπάρχη κανονισμός απαγορεύων να περιφέρεται τις εις την πρύμνην.
— Λοιπόν, τον κανονισμόν τούτον τον κάμνω εγώ, είπεν ο Δικ Σανδ, και
σας απαγορεύω να έρχεσθε εις την πρύμνην.
— Αλήθεια! απεκρίθη ο Νεγορός.
Ο άνθρωπος εκείνος, τοσούτω κύριος εαυτού, έκαμε τότε απειλητικόν κίνημα.
Ο δόκιμος εξήγαγε του θυλακίου του περίστροφον και το διηύθυνε προς τον
μάγειρον.
— Νεγορέ, είπε, μάθετε ότι το περίστροφον τούτο είναι πάντοτε επάνω μου
και εις πρώτον κίνημα απειθείας σας συντρίβω την κεφαλήν.
Την αυτήν στιγμήν ο Νεγορός ησθάνθη εαυτόν βιαίως κύπτοντα επί του καταστρώματος.
Ήτο ο Ηρακλής όστις απλώς επέθεσε την χείρα επί του ώμου του.
— Πλοίαρχε Σανδ, είπεν ο γίγας, θέλετε να ρίψω αυτόν τον αχρείον εις
την Θάλασσαν; Θα είναι άριστον φαγητόν εις τα οψάρια, τα οποία τρώγουν τα
πάντα.
— Όχι ακόμη, απήντησεν ο Δικ Σανδ.
Ευθύς ως η χειρ του μαύρου έπαυε πλέον να τον πιέζη, ο Νεγορός ανηγέρθη.
Αλλά διερχόμενος προ του Ηρακλέους.
— Κατηραμένε μαύρε, εψιθύρισε, θα με το πλήρωσης!
Εν τούτοις ο άνεμος μετεβλήθη, ή τουλάχιστον εφαίνετο ότι υπερπήδησε
τεσσαράκοντα και πέντε βαθμούς. Και εν τούτοις, παράδοξον πράγμα, όπερ
εξέπληξε τον δόκιμον, ουδόλως η κατάστασις της θαλάσσης εμαρτύρει την
μεταβολήν ταύτην. Το πλοίον είχε πάντοτε την αυτήν διεύθυνσιν, αλλ' ο άνεμος και
τα κύματα αντί να το ωθώσιν απ' ευθείας εκ των όπισθεν, έπληττον τότε αυτό εκ
της αριστεράς πλευράς, — κατάστασις αρκετά επικίνδυνος, εκθέτουσα το πλοίον
εις προσβολάς εκ του ασθενούς μέρους. Τούτου ένεκα ο Δικ Σανδ ηναγκάσθη να
στρέψη ολίγον την διεύθυνσιν του πλοίου.
Αφ' ετέρου η προσοχή του διηγέρθη πλειότερον ή άλλοτε. Εσκέπτετο μήπως
υπήρχε συνάφειά τις μεταξύ της πτώσεως του Νεγορού και της θραύσεως της
πρώτης πυξίδος. Τι ήλθε να πράξη εκεί ο μάγειρος; Μήπως είχε συμφέρον τι οίον
δήποτε να καταστή άχρηστος και η δευτέρα πυξίς; Ποίον ήτο άρα γε το συμφέρον
τούτο; Τούτο ουδαμώς ηδύνατο να εξηγήση. Ο Νεγορός δεν επεθύμει, ως
επεθύμουν όλοι, να πλησιάση όσω το δυνατόν ταχύτερον την αμερικανικήν
ακτήν;
Όταν ο Δικ Σανδ ωμίλησε περί του συμβάντος εκείνου εις την κυρίαν Βέλδων, αύτη, καίτοι στηρίζουσα κατά τι την δυσπιστίαν του, δεν ηδυνήθη να μαντεύση την εύλογον αιτίαν, ην θα είχεν ο μάγειρος προς διάπραξιν του μελετημένου εκείνου κακουργήματος.
Εν τούτοις διά παν ενδεχόμενον, ο Νεγορός ετέθη υπό αυστηράν επιτήρησιν.
Αλλ' ούτος συνεμορφώθη προς τας διαταγάς του δοκίμου και δεν ετόλμησε πλέον
να έλθη εις την πρύμνην του πλοίου, όπου η υπηρεσία του ουδέποτε τον εκάλει.
Άλλως τε δε ο Δίγγος είχεν εγκατασταθή εκεί διαρκώς, και ο μάγειρος απέφευγε να
τον πλησιάση.
Καθ' όλην την εβδομάδα, η τρικυμία δεν ηλαττώθη. Το βαρόμετρον εταπεινώθη
περισσότερον. Από της 14 μέχρι της 26 Μαρτίου υπήρξεν αδύνατον να
επωφεληθώσι νηνεμίας τινός, όπως αναπετάσωσιν ολίγα ιστία. Το «Πίλγριμ»
έφευγε προς το βορειανατολικόν μετά ταχύτητος ουχί κατωτέρας των διακοσίων
μιλίων εις είκοσι και τεσσάρας ώρας, και εισέτι γη δεν εφαίνετο! Εν τούτοις η γη
εκείνη ήτο η Αμερική, ήτις είναι ερριμένη ως άπειρον διάφραγμα μεταξύ του
Ατλαντικού και του Ειρηνικού, επί μήκους μείζονος των εκατόν είκοσι μοιρών.
Ο Δικ Σανδ εσκέφθη μήπως δεν είχε πλέον την αίσθησιν του αληθούς, μήπως από
τοσούτων ημερών εν αγνοία του διέτρεχε προς λελανθασμένην διεύθυνσιν. Όχι,
δεν ηδύνατο να απατηθή εις τοιούτον βαθμόν. Ο ήλιος, ει και δεν εφαίνετο εν τω
μέσω της ομίχλης, ανέτελλε πάντοτε ενώπιόν του και έδυεν όπισθέν του. Αλλά τότε
πώς εξηφανίσθη η γη εκείνη; Η Αμερική εκείνη, εις την οποίαν θα εξώκειλεν ίσως
το πλοίον του, πού ήτο εάν δεν ήτο εκεί; Είτε εις την νότιον είτε εις την βόρειον
ήπειρον — καθότι τα πάντα ήσαν δυνατά εν μέσω του χάους εκείνου — το
«Πίλγριμ» ώφειλε να πλησιάση. Τι συμβαίνη λοιπόν από της ενάρξεως της φοβεράς
εκείνης τρικυμίας; Τι συνέβαινεν έτι αφού η παραλία εκείνη, είτε προς σωτηρίαν
είτε προς απώλειαν, δεν ενεφανίζετο; Έπρεπε λοιπόν ο Δικ Σανδ να υποθέση ότι
ηπατήθη υπό της πυξίδος, της οποίας δεν ηδύνατο να εξελέγξη τας υποδείξεις,
αφού η δευτέρα πυξίς έλειπε διά να ποιήση την εξέλεγξιν εκείνην; Τη αληθεία τον
κατέλαβεν ο φόβος ούτος, τον οποίον ηδύνατο να δικαιολογήση η απουσία οίας
δήποτε ξηράς. Ούτω λοιπόν, όταν δεν ήτο εις το πηδάλιον, ο Δικ Σανδ δεν έπαυε να
κατατρώγη διά των οφθαλμών τον χάρτην. Αλλ' εις μάτην τον ηρεύνα, δεν ηδύνατο
ούτος να τω δώση την εξήγησιν αινίγματος, όπερ, εν ή θέσει έφερεν αυτόν ο
Νεγορός, ήτο ακατανόητον, ως θα ήτο και εις πάντα άλλον . . .
Εν τούτοις την ημέραν εκείνην, 21 Μαρτίου, συνέβη τι σπουδαιότατον.
Ο Ηρακλής, φρουρών εις την πρώραν, ανέκραξε:
— Γη! γη!
Ο Δικ Σανδ επήδησεν εις το πρωραίον ανύψωμα. Ο Ηρακλής, όστις δεν ηδύνατο να έχη οφθαλμούς ναυτικού, μήπως ηπατάτο άρα γε;
— Η γη; ανέκραξεν ο Δικ Σανδ.
— Εκεί, απεκρίθη ο Ηρακλής, δεικνύων σημειόν τι σχεδόν αδιόρατον εις τον ορίζοντα προς το βορειανατολικόν.
Μόλις ηκούοντο ομιλούντες εν μέσω των μυκηθμών της θαλάσσης και του ουρανού.
— Είδετε την γην; . . . είπεν ο δόκιμος.
— Ναι, απήντησεν ο Ηρακλής, επικυρών και διά της κεφαλής.
— Και η χειρ του ετέθη πάλιν προς αριστερά. Ο δόκιμος παρετήρει, αλλ'
ουδέν διέκρινε.
Την στιγμήν εκείνην η κυρία Βέλδων, ήτις είχεν ακούσει την κραυγήν του
Ηρακλέους, ανέβη εις το κατάστρωμα, παρά την υπόσχεσιν ότι δεν ήθελε ναναβή.
— Κυρία! . . . έκραξεν ο δόκιμος.
Η κυρία Βέλδων, μη δυναμένη να ακουσθή, προσεπάθησε και αύτη να διακρίνη την υπό του μαύρου αναγγελθείσαν γην, και εφαίνετο ωσεί θέλουσα να συγκεντρώση όλην αυτής την ζωήν εις τους οφθαλμούς.
Δέον να πιστεύσωμεν ότι η χειρ του Ηρακλέους εσφαλμένως εδείκνυε το
σημείον του ορίζοντος, όπερ ήθελε να δείξη, καθότι μήτε η κυρία Βέλδων μήτε ο
δόκιμος ηδυνήθησαν να ίδωσί τι.
Αλλ' αίφνης και ο Δικ Σανδ εξέτεινε την χείρα.
— Ναι! ναι! γη! είπεν.
Είδος τι κορυφής εφαίνετο εις ανοικτόν μέρος της ομίχλης. Οι εξησκημένοι εις την θάλασσαν οφθαλμοί του δεν ηδύναντο να απατηθώσι.
— Τέλος πάντων! εφώνησε, τέλος πάντων!
Εκρατείτο πυρετωδώς από του παραρρύματος. Η κυρία Βέλδων, υποστηριζομένη υπό του Ηρακλέους, δεν έπαυε παρατηρούσα την σχεδόν ανέλπιστον εκείνην γην.
Η ακτή, σχηματιζομένη υπό της υψηλής εκείνης κορυφής, ανηγείρετο τότε εις απόστασιν δέκα μιλίων υπηνέμως προς τα αριστερά.
Επειδή δε εντελώς ανοικτόν μέρος εγένετο ένεκα διασχίσεως των νεφών,
επανείδον αυτήν καθαρώτερον. Ήτο βεβαίως ακρωτήριόν τι της αμερικανικής
ηπείρου. Το «Πίλγριμ», άνευ ιστίων, δεν ηδύνατο μεν να κατευθυνθή εκεί, αλλ'
όπως δήποτε δεν θα εβράδυνε να πλησιάση εις την ξηράν.
Ήτο ζήτημα ωρών τινων μόνον. Τότε δε ήτο ογδόη ώρα της πρωίας. Άρα,
βεβαιότατα, προ της μεσημβρίας το «Πίλγριμ» θα ήτο πλησίον της ξηράς.
Εις έν σημείον του Δικ Σανδ, ο Ηρακλής επανέφερε την κυρίαν Βέλδων εις την πρύμνην, καθότι δεν θα ηδύνατο να αντιστή εις την βιαιότητα του προνευστασμού.
Ο δόκιμος έμεινεν επ' ολίγας στιγμάς έτι εις την πρώραν, είτα επανήλθεν εις το πηδάλιον, πλησίον του γέροντος Τωμ.
Έβλεπε λοιπόν τέλος πάντων την παραλίαν εκείνην τοσούτον βραδέως φανείσαν, τοσούτω διαπύρως αναμενομένην! τώρα όμως μετά τινος τρόμου έβλεπεν αυτήν.
Πράγματι, υφ' ας συνθήκας ευρίσκετο το «Πίλγριμ» ήτοι φεύγον προ της τρικυμίας, η υπήνεμος ξηρά ήτο ρίψιμον μεθ' όλων αυτού των τρομερών συνεπειών.
Δύο ώραι παρήλθον. Το ακρωτήριόν τότε εφαίνετο εκ των πλαγίων του πλοίου.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός ανεφανίσθη εις το κατάστρωμα. Την φοράν
ταύτην παρετήρησε την ακτήν μετά πολλής προσοχής, εκίνησε την κεφαλήν ως
άνθρωπος γνωρίζων τι έβλεπε και κατέβη πάλιν, αφού επρόφερε λέξιν τινά ην
ουδείς ηδυνήθη να ακούση.
Ο Δικ Σανδ εζήτει να ίδη το μέρος, όπερ εξετείνετο όπισθεν του ακρωτηρίου.
Δύο ώραι διέρρευσαν. Το ακρωτήριον, ωρθούτο όπισθεν αριστερά, αλλ' η παραλία δεν εφαίνετο εισέτι.
Εν τούτοις ο ουρανός εκαθαρίζετο εις τον ορίζοντα, και η υψηλή παραλία, ήτις θα ήτο ακριβώς αμερικανική γη, περιχειλουμένη υπό της γιγαντιαίας σειράς των Άνδεων θα εφαίνετο εξ αποστάσεως είκοσι μιλίων και περισσότερον.
Ο Δικ Σανδ έλαβε το τηλεσκόπιον και το περιέφερε βραδέως εφ' όλου του ανατολικού ορίζοντος.
Ουδέν! ουδέν έβλεπε πλέον.
Κατά την δευτέραν ώραν μετά μεσημβρίαν παν ίχνος, γης εξηφανίσθη όπισθεν του «Πίλγριμ».
Εις τα εμπρός, το τηλεσκόπιον δεν ηδύνατο να αντιληφθή ουδεμίαν κάτοψιν
γης υψηλής ή χαμηλής. Η κραυγή διέφυγε τότε τα χείλη του Δικ Σανδ, όστις αφήσας
πάραυτα το κατάστρωμα κατέβη ταχέως εις τον κοιτωνίσκον, ένθα έμενεν η κυρία
Βέλδων μετά του μικρού Ζακ, της Ναν και του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
— Νήσος! δεν ήτο άλλο ειμή νήσος, είπε.
— Νήσος, Δικ! αλλά ποία; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων
— Ο χάρτης θα μας το δείξη, απήντησε ο δόκιμος.
Και δραμών εις το φυλάκειον, μετέφερε τον χάρτην του πλοίου.
— Εκεί, κυρία Βέλδων, εκεί, είπεν. Η ξηρά, την οποίαν είδομεν, δεν δύναται να είναι άλλο τι ειμή το σχεδόν αφανές εκείνο σημείον, εν τω μέσω του Ειρηνικού, δεν δύναται να είναι άλλο ειμή η νήσος του Πάσχα. Δεν υπάρχουσιν άλλαι εις τα μέρη ταύτα.
— Και την αφήσαμεν ήδη οπίσω, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Μάλιστα, πολύ οπίσω.
Η κυρία Βέλδων παρετήρει προσεκτικώς την νήσον του Πάσχα, ήτις εσχημάτιζεν αδιόρατόν τι σημείον επί του χάρτου.
— Και πόσον απέχει η νήσος αύτη από της αμερικανικής παραλίας;
— Τριάκοντα πέντε μοίρας.
— Όπερ σημαίνει; . .
— Περίπου δύο χιλιάδας μίλια.
— Λοιπόν το «Πίλγριμ» δεν επροχώρει, αφού ευρισκόμεθα εισέτι τόσον μεμακρυσμένοι από της ηπείρου;
— Κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, φέρων προς στιγμήν την χείρα επί του μετώπου ωσεί διά να συγκεντρώση τας ιδέας του, δεν ηξεύρω . . . δεν ημπορώ . . . να εξηγήσω την απίστευτον αυτήν βραδύτητα . . . Όχι, δεν ειμπορώ . . . εκτός εάν αι ενδείξεις της πυξίδος ήσαν ψευδείς . . . Αλλ' η νήσος εκείνη δεν δύναται να είναι άλλη ειμή η νήσος του Πάσχα, αφού εφεύγομεν προς τα βορειανατολικά με τον άνεμον όπισθεν, και πρέπει να ευχαριστήσω τον Θεόν επειδή μοι επέτρεψε να καθορίσω την θέσιν ημών. Ναι, είναι η νήσος του Πάσχα. Ναι, απέχει δύο χιλιάδας μίλια από της παραλίας. Ηξεύρω τέλος πού μας ώθησεν η τρικυμία, και εάν κατευνασθή, δυνάμεθα να προσεγγίσωμεν μετά τινων ελπίδων σωτηρίας την αμερικανικήν ήπειρον. Τώρα τουλάχιστον το πλοίον ημών δεν εχάθη πλέον εις το άπειρον του Ειρηνικού.
Την πεποίθησιν ταύτην, ην εμαρτύρει ο Δικ Σανδ, συνεμερίσθησαν όλοι όσοι τον ήκουσαν ομιλούντα. Και αυτή η κυρία Βέλδων κατεπείσθη. Εφαίνετο αληθώς ότι οι δυστυχείς εκείνοι άνθρωποι ήσαν εις το τέρμα των δεινών των, και το «Πίλγριμ», έχον ευνοϊκόν τον άνεμον, δεν θα εβράδυνε να εισέλθη εις τον λιμένα της σωτηρίας.
Η νήσος του Πάσχα — το αληθές όνομα της οποίας είναι ΒάιΧου — ανακαλυφθείσα υπό του Διβίδ τω 1686 και εξερευνηθείσα υπό του Κουκ και του Λαπερούς, κείται υπό την 270 νοτίου πλάτους και την 112ο ανατολικού μήκους. Εάν ο μυοπάρων παρεσύρθη τοιουτοτρόπως περισσότερον των δεκαπέντε μοιρών προς βορράν, τούτο προδήλως ωφείλετο εις την νοτιοδυτικήν εκείνην τρικυμίαν προ της οποίας ηναγκάσθη να φεύγη.
Λοιπόν το «Πίλγριμ» απείχεν έτι δύο χιλιάδας μίλια από της ξηράς. Εν τούτοις υπό την ώθησιν του κεραυνοβόλου εκείνου ανέμου δεν θα εχρειάζετο περισσοτέρας των δέκα ημερών, όπως φθάση εις οίον δήποτε σημείον της Νοτίου Αμερικής.
Αλλ' άρα γε δεν ηδύνατο να ελπίζωσιν, ως το είχεν ειπή ο δόκιμος, ότι ο άνεμος θα κατηυνάζετο ολίγον και θα ηδύναντο να αναπετάσωσιν ιστίον τι, άμα έβλεπον ξηράν;
Αύτη ήτο η ελπίς του Δικ Σανδ. Εσκέπτετο ότι η καταιγίς εκείνη, ήτις από τοσούτων ημερών διήρκει, θα κατέπαυεν ίσως επί τέλους. Και τώρα ότε, χάρις εις την ανακάλυψιν της νήσου του Πάσχα, εγνώριζεν ακριβώς την θέσιν του, ηδύνατο να έχει την πεποίθησιν ότι αποκατασταθείς κύριος του πλοίου του, θα το διηύθυνεν εις μέρος ασφαλές.
Ναι, η ανακάλυψις του μεμονωμένου εκείνου σημείου, γενομένη ωσεί εκ θείας προνοίας, απέδωκε θάρρος εις τον Δικ Σανδ. Εάν εφέρετο κατά τας ιδιοτροπίας της τρικυμίας, της οποίας δεν ηδύνατο να κατισχύση, τουλάχιστον δεν έπλεεν εις τα τυφλά.
Το «Πίλγριμ» άλλως τε στερεώς κατασκευασμένον και κατηρτισμένον δεν υπέφερε πολύ εκ των σκληρών προσβολών της τρικυμίας. Αι ζημίαι του συνίσταντο μόνον εις την απώλειαν του δόλωνος και της αρτεμονίδος απώλεια ήτις ευκόλως ηδύνατο να αναπληρωθή. Ουδεμία σταγών ύδατος διεπέρασε το σκάφος και το κατάστρωμα. Αι αντλίαι ήσαν εντελώς ανέπαφοι. Υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην ουδέν είχον να φοβηθώσιν.
Έμενε λοιπόν η ακατάπαυστος εκείνη καταιγίς, της οποίας την μανίαν ουδέν εφαίνετο ικανόν να καταστείλη. Εάν, έν τινι μέτρω ο Δικ Σανδ ηδύνατο να θέση το πλοίον του εις κατάστασιν να παλαίση κατά της τρικυμίας, δεν ηδύνατο όμως να διατάξη τον άνεμον να κατευνασθή, τα κύματα εκείνα να καταπραϋνθώσι, τον ουρανόν εκείνον να αιθριάση. Εάν εντός του πλοίου ήτο «κύριος μετά τον Θεόν», έξω όμως του πλοίου μόνος ο Θεός εδέσποζε των ανέμων και των κυμάτων.
ΓΗ! ΓΗ.!
Εν τούτοις η πεποίθησις εκείνη υπό της οποίας επληρούτο ορμεμφύτως η καρδία
του Δικ Σανδ, έμελλεν εν μέρει να δικαιολογηθή.
Την επιούσαν, 27 Μαρτίου η υδραργυρική στήλη υψώθη εν τω βαρεμετρικώ
σωλήνι. Η ταλάντευσις μήτε βιαία, μήτε μεγάλη υπήρξε· γραμμαί τινες μόνον, αλλ'
η πρόοδος ήτο συνεχής. Η τρικυμία έμελλε προδήλως να εισέλθη εις την
φθίνουσαν αυτής περίοδον και εάν η θάλασσα έμεινεν υπερβολικώς τεταραγμένη,
ηδυνήθησαν όμως να βεβαιωθώσιν ότι ο άνεμος ηλαττούτο, ανερχόμενος ελαφρώς
προς δυσμάς.
Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο έτι να σκεφθή αναπέτασιν ιστίου τινός, καθότι και το μικρότερον θα ανηρπάζετο αμέσως. Εν τούτοις ήλπιζεν ότι δεν θα παρήχοντο 24 ώραι και θα ηδύνατο να αναπετάση μίαν προτονίδα.
Πράγματι κατά την νύκτα ο άνεμος εχαλαρώθη επαισθητώς, παραβαλλόμενος
προς εκείνον όστις έπνεε κατά τας παρελθούσας ημέρας, και το πλοίον εσαλεύετο
ολιγώτερον υπό των σφοδρών κτυπημάτων του σάλου, άτινα ηπείλησαν να το
εξαθρώσωσιν.
Οι επιβάται ήρχισαν να αναβαίνωσιν εις το κατάστρωμα. Δεν εκινδύνευον πλέον ν'
αρπαγώσιν υπό τινος κύματος.
Πρώτη η κυρία Βέλδων εγκατέλιπε το τετράγωνον, εν τω οποίω ο Δικ χάριν
προφυλάξεως την ηνάγκασε να περιορισθή κατά την διάρκειαν της μακράς εκείνης
τρικυμίας. Ήλθε να συνομιλήση μετά του δοκίμου, τον οποίον θέλησις αληθώς
υπεράνθρωπος είχε καταστήσει ικανόν να αντιστή εις τόσους μόχθους.
Ισχνός, ωχρός υπό το ηλιοκαές του χρώματός του, θα ηδύνατο να εξασθενήση ένεκα της στερήσεώς του ύπνου εκείνου του τοσούτον αναγκαίου εις την ηλικίαν του. Αλλ' όχι· η ισχυρά κράσις του αντείχεν εις όλα. Ίσως βραδύτερον θα επλήρωνεν ακριβά την περίοδον εκείνην των δοκιμασιών.
Αλλ' η στιγμή εκείνη δεν ήτο κατάλληλος να καταβληθή. Ο Δικ Σανδ εσκέπτετο πάντοτε ταύτα, η δε κυρία Βέλδων τον εύρεν επίσης δραστήριον όσον ήτο και πρότερον.
Και έπειτα ο γενναίος εκείνος Σανδ είχε θάρρος, και εάν το θάρρος δεν επιβάλλεται, τουλάχιστον επιβάλλει.
— Δικ, αγαπητόν μου τέκνον, πλοίαρχέ μου είπεν η κυρία Βέλδων, τείνουσα την χείρα προς τον νεαρόν δόκιμον.
— Α! κυρία Βέλδων, ανέκραξεν ο Δικ Σανδ μειδιών, απειθείται εις τον
πλοίαρχόν σας! Επανέρχεσθε εις το κατάστρωμα, εγκαταλείπετε τον κοιτωνίσκον
σας μεθ' όλας τας παρακλήσεις του.
— Ναι, απειθώ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων· αλλ' έχω προαίσθημά τι ότι η
τρικυμία καταπαύει ή θα καταπαύση μετ' ολίγον.
— Τωόντι καταπαύει, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος. Δεν απατάσθε. Το
βαρόμετρον δεν κατήλθεν από της χθες. Ο άνεμος εμετρίασε, και έχω λόγον να
πιστεύω, ότι αι σκληρότεραι δοκιμασίαι μας παρήλθον.
— Ο Θεός να σε ακούση, Δικ. Α! πολύ υπέφερες, αγαπητόν μου τέκνον! Έπραξες . .
— Απλώς το καθήκον μου, κυρία Βέλδων.
— Αλλά θα αναπαυθής τέλος ολίγον;
— Ν' αναπαυθώ! είπεν ο δόκιμος. Δεν έχω ανάγκην αναπαύσεως, κυρία
Βέλδων. Είμαι κάλλιστα, χάρις τω Θεώ και πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου
μέχρι τέλους. Με ωνομάσατε πλοίαρχον, και, θα μένω πλοίαρχος μέχρι της στιγμής
καθ' ήν όλοι οι επιβάται θα είναι εν ασφαλεία.
— Δικ, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, εγώ και ο σύζυγος μου ουδέποτε θα
λησμονήσωμεν τι έπραξες.
— Ο Θεός έπραξε τα πάντα, απεκρίθη ο Δικ, τα πάντα.
— Τέκνον μου, σου επαναλαμβάνω ότι, διά της ηθικής και δραστηριότητός σου, εδείχθης ανήρ άξιος να κυβερνάς και μετ' ολίγον, άμα περαιωθώσιν αι σπουδαί σου, — και ο σύζυγός μου δεν θα με διαψεύση, — θα ήσαι πλοίαρχος παρά τω οίκω Ζαμ Ουίλλιαμ Βέλδων.
— Εγώ! εγώ! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, του οποίου οι οφθαλμοί εκαλύφθησαν υπό δακρύων.
— Δικ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, ήσο ήδη θετός ημών υιός, αλλά τώρα είσαι υιός μας, είσαι ο σωτήρ της μητρός σου και του μικρού αδελφού σου Ζακ. Φίλτατε Δικ, σε ασπάζομαι διά τον σύζυγόν μου και δι' εμέ!
Η γενναία γυνή επεθύμει να μη συγκινηθή θλίβουσα τον νεαρόν δόκιμον εις
τας αγκάλας της, αλλ' η καρδία της υπερεξεχείλιζεν. Αλλά ποία γραφίς θα ηδύνατο
να περιγράψη τι ησθάνετο ο Δικ Σανδ; Εσκέπτετο εάν ηδύνατο να πράξη τι
περισσότερον ή να προσφέρη την ζωήν του υπέρ των ευεργετών του και εδέχετο
προκαταβολικώς πάσας τας δοκιμασίας, όσαι θα τω επεβάλλοντο εις το μέλλον.
Μετά την συνδιάλεξιν ταύτην ο Δικ Σανδ ησθάνθη εαυτόν ισχυρότερον. Εάν ο
άνεμος εγίνετο μετριώτερος και τω επέτρεπε ν' αναπετάση ιστίον τι, δεν
αμφέβαλλεν ότι θα ηδύνατο να διευθύνη το πλοίον του πρός τινα λιμένα, ένθα
όλοι εκείνοι τους οποίους έφερε θα εύρισκον τέλος την σωτηρίαν.
Τη 29, ελαττωθέντος ολίγον του ανέμου, ο Δικ Σανδ εσκέφθη να αποκαταστήση
το ακάτιον και τον δόλωνα και κατ' ακολουθίαν να αυξήση την ταχύτητα του
«Πίλγριμ», εξασφαλίζων την διεύθυνσίν του.
— Εμπρός, Τωμ! εμπρός, φίλοι μου! Ανέκραξεν, όταν ανέβη εις το
κατάστρωμα όρθρου βαθέως. Έλθετε! έχω ανάγκην των βραχιόνων σας.
— Είμεθα έτοιμοι, πλοίαρχε Σανδ, απεκρίθη ο γέρων Τωμ.
— Έτοιμοι εις όλα, προσέθηκεν ο Ηρακλής. Κατά την διάρκειαν της τρικυμίας δεν είχον τι να πράξω και ήρχιζα να σκωριάζω.
— Έπρεπε να φυσάς με το μεγάλον στόμα σου, είπεν ο μικρός Ζακ.
Στοιχηματίζω ότι θα ήσο τόσον δυνατός όσον ο άνεμος.
— Καλή ιδέα, Ζακ! είπεν ο Δικ Σανδ, γελών. Όταν είναι γαλήνη, θα λέγωμεν
εις τον Ηρακλέα να φυσά εις τα ιστία.
— Εις τας διαταγάς σας, κύριε Δικ, απεκρίθη ο αγαθός μαύρος εξογκών τας
παρειάς ως γιγαντιαίος Βορέας.
— Τώρα, φίλοι, επανέλαβεν ο δόκιμος, θα αναρτήσωμεν πρώτον αναπληρωτικόν ιστίον, καθότι ο δόλων ανηρπάγη από του ανέμου. Ίσως είναι δύσκολον, αλλά πρέπει να γίνη.
— Θα γίνη! απεκρίθη ο Ακτέων.
— Ειμπορώ να σας βοηθήσω; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ πάντοτε πρόθυμος
να εργασθή.
— Ναι, Ζακ μου, απεκρίθη ο δόκιμος. Θα μείνης εις τον τροχόν πλησίον του
φίλου μας Βαρθολομαίου, και θα τον βοηθής να κυβερνά.
Περιττόν να είπωμεν πόσον υπερηφανεύθη ο μικρός Ζακ γενόμενος βοηθός
πηδαλιούχος του «Πίλγριμ».
— Τώρα, εις έργον, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, και όσω το δυνατόν ας μη εκτιθέμεθα.
Οι μαύροι, βοηθούμενοι υπό του δοκίμου, ήρχισαν την εργασίαν. Η εξάρτησις ενός δόλωνος παρείχε δυσκολίας τινάς εις τον Τωμ και τους συντρόφους του. Πρόκειτο να ανυψώσωσι κατ' αρχάς το περιτετυλιγμένον εφ' εαυτό ιστίον, είτα δε να το στερεώσωσιν επί της κεραίας.
Εν τούτοις ο Δικ Σανδ τόσω καλώς διηύθυνε και τόσω καλώς υπήκουσαν εις αυτόν, ώστε μετά εργασίαν μιας ώρας, το ιστίον εξετυλίχθη, η κεραία ανυψώθη και ο δόλων αποκατέστη καλώς μετά δύο σειρών θηλιών.
Το ακάτιον και ο δεύτερος αρτέμων, άτινα είχον συμπτυχθή προ της τρικυμίας, ανεπτύχθησαν άνευ πολλής δυσκολίας μεθ' όλον τον βίαιον άνεμον.
Τέλος, την ημέραν εκείνην, εις τας δέκα της πρωίας το «Πίλγριμ» έπλεε μετά ακατίου, του δόλωνος και του αρτέμονος.
Ο Δικ Σανδ δεν έκρινε συνετόν να θέση πλειότερα ιστία. Όσα είχεν, ενόσω ο
άνεμος δεν εχαλαρούτο, ήρκουν να τω εξασφαλίσωσι ταχύτητα διακοσίων μιλίων
τουλάχιστον εις είκοσι τεσσάρας ώρας, και δεν τω εχρειάζετο περισσότερο, όπως
φθάση εις την αμερικανικήν ακτήν προ δέκα ημερών.
Ο δόκιμος ευχαριστήθη αληθώς όταν, επανελθών εις το πηδάλιον, επανέλαβε την
θέσιν του, ευχαριστήσας των κυρ Ζακ, τον βοηθόν πηδαλιούχον του «Πίλγριμ» Δεν
ήτο πλέον εις την διάκρισιν των κυμάτων. Έπλεε καλώς. Η χαρά του δύναται να
εννοηθή παρ' όλων εκείνων όσοι είναι πως συνοικειωμένοι προς τα ναυτικά
πράγματα.
Την επιούσαν, τα νέφη έτρεχον μεν εισέτι μετά της αυτής ταχύτητος, αλλ' άφινον μεταξύ των μεγάλα κενά, διά των οποίων αι ηλιακαί ακτίνες ηκοντίζοντο μέχρι της επιφανείας των υδάτων. Ενίοτε το «Πίλγριμ» κατεφωτίζετο υπ' αυτών. Ωραίον πράγμα το ζωογόνον τούτο φως! Ενίοτε εσβύνετο όπισθεν ευρείας μάζης ατμών ορμώντων προς ανατολάς, είτα ανεφαίνετο πάλιν, και πάλιν εξηφανίζετο, αλλ' ο καιρός αποκαθίστατο ωραίος.
Οι καθέκται ηνεώχθησαν, όπως αερισθή το εσωτερικόν του πλοίου. Αήρ
υγιεινός εισήρχετο εις το κύτος εις το πρυμναίον διαμέρισμα, εις τας θέσεις του
πληρώματος. Τα υγρά ιστία εξηπλώθησαν διά να στεγνώσωσιν. Εκαθαρίσθη
ωσαύτως το κατάστρωμα. Ο Δικ Σανδ δεν ήθελε να φθάση το πλοίον του εις τον
λιμένα χωρίς να είναι ολίγον καλλωπισμένον. Χωρίς να καταπονήται το πλήρωμα,
ολίγαι ώραι αφιερούμεναι καθ' εκάστην εις την εργασίαν ταύτην ήρχουν όπως τα
πάντα περαιωθώσι καλώς.
Καίτοι ο δόκιμος δεν ηδύνατο πλέον να ρίπτη το δρομόμετρον, είχεν όμως
αρκούσαν έξιν να υπολογίζη τον ολκόν πλοίου και να ευρίσκη την ταχύτητα αυτού.
Δεν αμφέβαλλε λοιπόν ότι πριν ή παρέλθωσιν επτά ημέραι θα έβλεπε ξηράν, την
γνώμην δε ταύτην έπεισε και την κυρίαν Βέλδων να παραδεχθή, αφού τη έδειξεν
επί του χάρτου την πιθανήν θέσιν του πλοίου.
— Και λοιπόν! εις ποίον μέρος της ακτής θα φθάσωμεν, φίλτατε Δικ; τον ηρώτησεν εκείνη.
— Εδώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος, δεικνύων την μακράν εκείνην παράλιον ταινίαν ήτις εκτείνεται μεταξύ του Περού και της Χιλής. Δεν δύναμαι να ήμαι ακριβέστερος. Ιδού η νήσος του Πάσχα την οποίαν αφήσαμεν προς δυσμάς, εκ της διευθύνσεως δε του ανέμου, ήτις υπήρξε σταθερά, συμπεραίνω ότι θα ίδωμεν την ξηράν προς ανατολάς. Οι όρμοι είναι πολυάριθμοι επί της ακτής ταύτης, αλλά προς το παρόν δεν δύναμαι να ορίσω ακριβώς το μέρος εις το οποίον θα προσορμισθώμεν.
— Καλά, Δικ, όστις και αν είναι ο λιμήν ούτος, καλώς να έλθη!
— Μάλιστα, κυρία Βέλδων, και θα εύρητε εκεί βεβαίως τα μέσα να
επιτρέψηται ταχέως εις Άγιον Φραγκίσκον. Η ατμοπλοϊκή εταιρία του Ειρηνικού
έχει κάλλιστα ωργανωμένην την συγκοινωνίαν του μέρους τούτου. Τα ατμόπλοια
αυτής προσεγγίζουσιν εις τα κυριώτερα μέρη της παραλίας, και θα σας είναι πολύ
εύκολον να επιβιβασθήτε διά την Καλιφορνίαν.
— Δεν σκοπεύεις λοιπόν να επαναφέρης το «Πίλγριμ» εις Άγιον
Φραγκίσκον; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Μάλιστα, αφού σας αποβιβάσω, κυρία Βέλδων. Εάν δυνηθώμεν να
εύρωμεν αξιωματικόν τινα και πλήρωμα. Θα εκφορτώσωμεν εις Βαλπαραΐζον, ως
εσκόπευε να πράξη ο πλοίαρχος Χουλ. Έπειτα δε θα επιστρέψωμεν εις τον
ορμητήριον λιμένα του πλοίου. Αλλά τούτο θα φέρη πολλήν χρονοτριβήν, και με
όλην την θλίψιν την οποίαν έχω, αποχωριζόμενος αφ' υμών . . .
— Καλά, Δικ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Βραδύτερον θα ίδωμεν τι πρέπει να πράξωμεν. — Ειπέ μοι, εφαίνεσο φοβούμενος τους κινδύνους τους οποίους παρουσιάζει η γη;
Τωόντι, είναι επίφοβοι, είπεν ο δόκιμος, αλλ' ελπίζω πάντοτε ότι θα συναντήσω
πλοίον τι εις τα μέρη ταύτα, και μάλιστα εκπλήττομαι πώς δεν είδον κανέν. Έν και
μόνον εάν διέλθη, θα συνεννοηθώμεν μετ' αυτού, θα μας δώση ακριβείς
πληροφορίας πού ευρισκόμεθα, και τούτο θα καταστήση ευκολώτερον την
προσέγγισιν ημών εις την ξηράν.
— Δεν υπάρχουσι λοιπόν, πλοηγοί εκτελούντες την υπηρεσίαν της παραλίας
ταύτης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Βεβαίως θα υπάρχωσιν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά πλησιέστερον της
ξηράς. Πρέπει λοιπόν να εξακολουθώμεν πλησιάζοντες αυτήν.
— Και εάν δεν συναντήσωμεν πλοηγόν! . . . ηρώτησεν η κυρία Βέλδων,
επιμένουσα να μάθη πώς ο νεαρός δόκιμος θα απέτρεπε τους ενδεχομένους
κινδύνους.
— Εν τοιαύτη περιπτώσει, κυρία Βέλδων, ή ο καιρός θα είναι καθαρός, ο άνεμος μέτριος, και θα προσπαθήσω να παραπλεύσω την παραλίαν μέχρις ου εύρω καταφύγιον, ή ο άνεμος θα γίνη ισχυρός, και τότε . . .
— Τότε; . . . Τι θα πράξης, Δικ;
— Τότε, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, εις την κατάστασιν εις ην ευρίσκεται το
«Πίλγριμ», εάν άπαξ εξοκείλη, θα είναι πολύ δύσκολον να ανελκυσθή.
— Τι θα πράξης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Θα αναγκασθώ να ρίψω το πλοίον μου εις την ξηράν, απεκρίθη ο δόκιμος, του οποίου το μέτωπον εζοφώθη προς στιγμήν. Α! είναι σκληρόν το μέτρον! και ο Θεός να δώση να μη καταφύγωμεν εις την εσχάτην ταύτην ανάγκην! Αλλά σας επαναλαμβάνω, κυρία Βέλδων, η θέα του ουρανού φαίνεται ενθαρρυντική, και δεν είναι δυνατόν πλοίον τι ή ρυμουλκόν να μη συναντήσωμεν. Λοιπόν, καλή ελπίς! Διευθυνόμεθα προς την ξηράν, και θα ίδωμεν εντός ολίγου.
Να ρίπτεις το πλοίον εις την ξηράν είναι η εσχάτη πράξις προ της οποίας και ο θαρραλεώτερος ναυτικός καταλαμβάνεται υπό τρόμου. Τούτου ένεκεν ο Δικ Σανδ δεν ήθελε να προΐδη την περίπτωσιν ταύτην, ενόσω είχεν ελπίδας τινάς ότι ήθελε την αποφύγει·
Επί τινας ημέρας εγένοντο εις την ατμόσφαιραν μεταβολαί τινες αίτινες ενέβαλον και πάλιν εις τον δόκιμον ανησυχίαν. Ο άνεμος έπνεε πάντοτε σφοδρός και ταλαντεύσεις τινές της βαρομετρικής στήλης εδήλουν ότι έμελλε να γίνη σφοδρότερος.
Ο Δικ Σανδ λοιπόν εσκέπτετο ουχί άνευ φόβου μήπως αναγκασθή και πάλιν να φεύγη άνευ ιστίων. Εν τούτοις είχε τόσον μέγα συμφέρον να διατηρήση τουλάχιστον τον δόλωνά του, ώστε απεφάσισε να τον κρατήση, ενόσω δεν εκινδύνευε να αναρπαγή υπό του ανέμου.
Αλλά, όπως εξασφαλίση την στερεότητα των ιστών, ενέτεινε καλώς και σφοδρώς τα εξάρτια και τους παρατόνους. Προ πάντων δεν έπρεπε να διακινδυνεύση την θέσιν, ήτις θα καθίστατο σπουδαιοτάτη, εάν το «Πίλγριμ» έχανε τους ιστούς του.
Άπαξ ή δις ωσαύτως, ανελθόντος του βαρομέτρου εφοβήθησαν μήπως ο άνεμος γίνη εντελώς αντίθετος, ήτοι μήπως μεταβληθή ανατολικός.
Θα εστενοχωρούντο λοιπόν περισσότερον.
Νέα αγωνία διά τον Δικ Σανδ. Τι θα έπραττε με τον εναντίον εκείνον άνεμον; Να λοξοδρομή;
Αλλ' εάν ηναγκάζετο να καταφύγη εις το μέτρον τούτο, πόσαι νέαι βραδύτητες θα επήρχοντο και πόσοι κίνδυνοι, εάν ερρίπτετο πάλιν εις το πέλαγος!
Ευτυχώς όμως οι φόβοι ούτοι δεν επραγματοποιήθησαν. Ο άνεμος, αφού εποίκιλλεν επί τινας ημέρας, πλέων οτέ μεν βόρειος οτέ δε νότιος, αποκατέστη επί τέλους οριστικώς δυτικός.
Αλλ' ήτο πάντοτε ισχυρός και επίεζε τους ιστούς.
Ήτο η 5 Απριλίου. Ούτω λοιπόν πλειότερον των δύο μηνών είχον παρέλθει ήδη από της ημέρας καθ' ήν το «Πίλγριμ» απέπλευσεν εκ της Νέας Ζηλανδίας. Επί είκοσιν ημέρας, εναντίος άνεμος και μακραί νηνεμίαι είχον επιβραδύνη την πορείαν αυτού. Ακολούθως ευρέθη υπό συνθήκας ευνοϊκάς, όπως φθάση ταχέως εις την ξηράν.
Η ταχύτης μάλιστα αυτού κατά την διάρκειαν της τρικυμίας βεβαίως ήτο μεγάλη. Ο Δικ Σανδ υπελόγιζεν ως μέσον όρον τουλάχιστον διακόσια μίλια την ημέραν! Πώς λοιπόν δεν είδον ακόμη ξηράν;
Έφευγεν άρα γε αύτη προ του «Πίλγριμ»; Τούτο ήτο εντελώς ανεξήγητον.
Και εν τούτοις ουδεμία γη εφάνη, ει και είς των μαύρων έμενε διαρκώς φρουρών
επί του υψώματος.
Πολλάκις ανέβαινεν εκεί αυτός ο Δικ Σανδ, έχων δε το τηλεσκόπιον εις τους
οφθαλμούς προσεπάθει να ανακάλυψη ένδειξίν τινα ορέων.
Η σειρά των Άνδεων είναι λίαν υψηλή.
Εις την ζώνην λοιπόν των νεφών έπρεπε να αναζητήση κορυφήν τινα υπερέχουσαν των ατμών του ορίζοντος.
Πολλάκις ο Τωμ και οι μετ' αυτού ηπατήθησαν εκ ψευδών ενδείξεων ξηράς. Ήσαν απλοί ατμοί παραδόξου σχήματος ορθούμενοι εις τον ορίζοντα.
Συνέβη μάλιστα ώστε οι αγαθοί εκείνοι άνδρες να επιμένωσιν ενίοτε εις τας βεβαιώσεις των· αλλά μετά τινα χρόνον ηναγκάζοντο να ομολογήσωσιν ότι είχον γείνη θύματα οπτικής απάτης. Η υποτιθεμένη γη μετετοπίζετο, μετέβαλλε σχήμα και μορφήν και επί τέλους εξηλείφετο εντελώς.
Τη 6 Απριλίου ουδεμία αμφιβολία ήτο δυνατή.
Ήτο ογδόη ώρα της πρωίας, ο Δικ Σανδ είχεν αναβή επί του υψώματος. Κατ' εκείνην την στιγμήν, αι αχλύες διελύθησαν υπό τας πρώτας ηλιακάς ακτίνας, και ο ορίζων εκαθαρίσθη αρκούντως.
Εκ του στόματος του Δικ Σανδ εξέφυγε τέλος η τόσω περιπόθητος κραυγή.
— Γη! γη! ενώπιον ημών.
Εις την κραυγήν ταύτην όλοι ώρμησαν εις το κατάστρωμα, ο μικρός Ζακ,
περίεργος ως είναι όλα τα παιδία της ηλικίας του, η κυρία Βέλδων, της οποίας τα
παθήματα έμελλον να παύσωσι διά της προσορμίσεως, ο Τωμ και οι μετ' αυτού,
οίτινες θα απέβαινον τέλος επί της αμερικανικής ηπείρου, και αυτός ο εξάδελφος
Βενέδικτος, όστις ήλπιζε να πλουτίση την συλλογήν του δι' όλως νέων αυτώ
εντόμων.
Μόνος ο Νεγορός δεν εφάνη.
Έκαστος είδε τότε ό,τι είχεν ιδεί ο Δικ Σανδ, οι μεν ευκρινώς, οι δε πεπειθότες εις την διαβεβαίωσιν των άλλων. Αλλ' ο δόκιμος, εξησκημένος εις την εξερεύνησιν του θαλασσίου ορίζοντος, δεν ηδύνατο να απατηθή, και μετά μίαν ώραν θα ηναγκάζοντο να συνομολογήσωσι τούτο πάντες.
Εις απόστασιν τεσσάρων μιλίων περίπου προς ανατολάς, διεκρίνετο παραλία αρκούντως χαψηλή ή φαινομένη τουλάχιστον ως τοιαύτη. Βεβαίως όπισθεν αυτής θα εξείχεν η υψηλή σειρά των Άνδεων, αλλ' η τελευταία ζώνη των νεφών δεν επέτρεπε να βλέπωσι τας κορυφάς αυτής.
Το «Πίλγριμ» έπλεε κατ' ευθείαν και ταχέως προς την ακτήν εκείνην, ήτις επλατύνετο εν ριπή οφθαλμού.
Μετά δύο ώρας τρία μόλις μίλια απείχεν απ' αυτής.
Το μέρος εκείνο της ακτής επερατούτο βορειοανατολικώς δι' ακρωτηρίου αρκετά υψηλού καλύπτοντος είδος τι όρμου. Εξ εναντίας, προς τα νοτιοανατολικά, εξετείνετο ως λεπτή γλώσσα γης.
Δένδρα τινα έστεφον σειράν βράχων χαμηλών διακρινομένων τότε. Αλλ' ήτο πρόδηλον ότι, γνωστού όντος του γεωγραφικού χαρακτήρος του τόπου, η υψηλή οροσειρά των Άνδεων εσχημάτιζε το οπίσθιον αυτών σχέδιον.
Ουδεμία όμως ορατή κατοικία, ουδείς λιμήν, ουδέν στόμιον ποταμού δυνάμενον να χρησιμεύση ως καταφύγιον πλοίου.
Κατ' εκείνην την στιγμήν το «Πίλγριμ» έπλεε κατ' ευθείαν προς την ξηράν.
Μετά των ηλαττωμένων ιστίων, τα οποία διέθετεν, επειδή ο άνεμος το έπληττεν εκ του πλαγίου, ο Δικ Σανδ δεν θα ηδύνατο να το αναστείλη.
Εις τα εμπρός εζωγραφίζετο μακρά σειρά σκοπέλων, επί των οποίων κατάλευκος άφριζεν η θάλασσα. Εφαίνοντο τα κύματα υψούμενα μέχρι του ημίσεως των θαλασσοκρήμνων. Θα υπήρχεν εκεί φοβερά παλίρροια.
Ο Δικ Σανδ, αφού έμεινεν επί του πρωραίου υψώματος παρατηρών την ακτήν, επανήλθεν εις την πρύμνην και χωρίς μήτε λέξιν να προσφέρη έλαβε το πηδάλιον.
Ο άνεμος ηύξανε πάντοτε. Ο μυοπάρων δεν απείχε πλέον από της παραλίας πλειότερον μιλίου.
Ο Δικ Σανδ παρετήρησε τότε είδος τι μικρού κόλπου, εν τω οποίω απεφάσισε να εισέλθη· αλλά, πριν φθάση εκεί, έπρεπε τα διέλθη σειράν σκοπέλων, μεταξύ των οποίων θα ήτο δύσκολον να εύρη δίοδον. Η οπισθόρμησις των υδάτων εδείκνυεν ότι το ύδωρ πανταχού ήτο αβαθές.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος, όστις περιεφέρετο επί του καταστρώματος, ώρμησεν εις την πρώραν, και παρατηρών την γην ήρχισε να υλακτή θρηνωδώς. Ήθελέ τις υποθέσει ότι ο κύων ανεγνώριζε την παραλίαν εκείνην, και ότι το ορμέμφυτον αυτού τω επανέφερε θλιβεράν τινα ανάμνησιν.
Ο Νεγορός τον ήκουε βεβαίως, καθότι ακαταμάχητον τι αίσθημα τον ώθησεν
έξω του κοιτωνίσκου του, και μολονότι εφοβείτο τον κύνα, ήλθε σχεδόν αμέσως να
επακουμβήση επί του παραρρύματος.
Ευτυχώς δι' αυτόν, ο Δίγγος, του οποίου αι θλιβεραί υλακαί απηυθύνοντο πάντοτε
προς την γην εκείνην, δεν τον είδεν.
Ο Νεγορός παρετήρει την μανιώδη εκείνην παλίρροιαν, και τούτο δεν εφάνη
ότι τον εφόβησεν. Η κυρία Βέλδων, ήτις τον υπέβλεπεν, ενόμισεν ότι είδε το
πρόσωπόν του ερυθριάσαν ελαφρώς και ότι προς στιγμήν οι χαρακτήρες του
συνεσπάσθησαν.
Εγνώριζεν λοιπόν ο Νεγορός το μέρος εκείνο της ηπείρου, όπου ώθησαν το
«Πίλγριμ» οι άνεμοι.
Κατά την στιγμήν εκείνην ο Δικ Σανδ εγκατέλειπε τον οίακα εις τας χείρας του γέροντος Τωμ και ήλθε διά τελευταίαν φοράν να παρατήρηση τον μικρόν όρμον όστις ηνοίγετο ολίγον κατ' ολίγον. Είτα δε:
— Κυρία Βέλδων, είπε μετά φωνής σταθεράς, δεν ελπίζω πλέον ότι θα εύρω καταφύγιον. Πριν ή παρέλθη ημίσεια ώρα, μεθ' όλας τας προσπαθείας μου, το «Πίλγριμ» θα πέση επί των σκοπέλων. Δεν θα φέρω το πλοίον εις λιμένα. Αναγκάζομαι να το χάσω διά να σας σώσω. Αλλά μεταξύ της σωτηρίας υμών και αυτού, δεν έχω να διστάσω.
— Έπραξες παν ό,τι εξηρτάτο από σου, Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Τα πάντα, απήντησεν ο νεαρός δόκιμος. Και αμέσως προετοιμάσθη,
όπως εξωκείλη.
Εν πρώτοις η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος και η Ναν εζώσθησαν
τα σωσίβια. Ο Δικ Σανδ ο Τωμ και οι μαύροι, επιτήδειοι κολυμβηταί, ητοιμάσθησαν
και ούτοι να φθάσωσιν εις την ξηράν, εν ή περιπτώσει ήθελον αναγκασθή να
πέσωσιν εις την θάλασσαν.
Ο Ηρακλής ώφειλεν ιδίως να προσέχη την κυρίαν Βέλδων.
Ο δόκιμος θα εφρόντιζε περί του μικρού Ζακ. Ο εξάδελφος Βενέδικτος, άλλως
τε λίαν ήσυχος, ενεφανίσθη επί του καταστρώματος φέρων ανηρτημένον από των
ώμων του το εντομολογικόν κιβώτιόν του. Ο δόκιμος τον συνέστησεν εις τον
Βαρθολομαίον και τον Αυγουστίνον. Όσον δ' αφορά τον Νεγορόν, η παράδοξος
αυτού αταραξία εμαρτύρει αρκούντως ότι ουδενός βοηθού είχεν ανάγκην.
Ο Δικ Σανδ, είχεν χάριν τελευταίας προφυλάξεως, διατάξει να αναβιβάσωσιν επί
του πρωραίου υψώματος δέκα βαρέλια εκ του φορτίου, άτινα περιείχον έλαιον
φαλαίνης.
Το έλαιον τούτο, χυνόμενον εγκαίρως, καθ' ήν στιγμήν το «Πίλγριμ» θα
ευρίσκετο επί της παλιρροίας, έμελλε να κατευνάση επί τινας στιγμάς την
θάλασσαν, αλείφον ούτως ειπείν τα μόρια του ύδατος, και διά της πράξεως ταύτης
θα διηυκολύνετο ίσως η διάβασις του πλοίου μεταξύ των σκοπέλων.
Ο Δικ Σανδ δεν ήθελε να παραμελήση ουδέν, εξ όσων ηδύναντο ίσως να
εξασφαλίσωσι την κοινήν σωτηρίαν.
Αφού δε ελήφθησαν όλαι αύται αι προφυλάξεις, ο δόκιμος επέστρεψεν εις το πηδάλιον.
Το «Πίλγριμ» απείχε τότε μόλις διακόσια μέτρα, ήτοι σχεδόν ήγγιζε τους σκοπέλους. Η δεξιά αυτού πλευρά ελούετο ήδη εν λευκώ αφρώ της παραλίας. Κατά πάσαν στιγμήν ο δόκιμος επίστευεν ότι η τρόπις του πλοίου έμελλε να προσκρούση επί τινος πέτρας.
Αίφνης ο Δικ Σανδ παρετήρησεν εκ της μεταβολής του χρώματος του ύδατος, ότι δίοδός τις εξετείνετο μεταξύ των σκοπέλων. Έπρεπε λοιπόν, χωρίς να διστάση, να εισέλθη τολμηρώς, όπως πλησιάση όσω το δυνατόν περισσότερον εις την ξηράν.
Ο δόκιμος δεν εδίστασε. Διά μιας κινήσεως του πηδαλίου ώθησε το πλοίον εις την στενήν και ελικοειδή διώρυγα.
Εις το μέρος εκείνο η θάλασσα ήτο πολύ μανιωδεστέρα, τα δε κύματα ανεπήδων μέχρι του καταστρώματος.
Οι μαύροι ίσταντο εις την πρώραν, πλησίον των βαρελίων, περιμένοντες τας διαταγάς του δοκίμου.
— Κενώσατε το έλαιον! Κενώσατε! έκραξεν ο Δικ Σανδ.
Υπό το έλαιον εκείνο όπερ εχύθη ποταμηδόν, η θάλασσα κατηυνάσθη ως διά μαγείας. επιφυλασσομένη να γίνη μανιωδεστέρα μετ' ολίγας στιγμάς.
Το «Πίλγριμ» ωλίσθησε ταχέως επί των ελαιωθέντων εκείνων υδάτων και επροχώρησε κατ' ευθείαν προς το παράλιον.
Αίφνης εγένετο σύρραξις. Το πλοίον, ανυψωθέν υπό τρομερού κύματος, εξώκειλε και οι ιστοί αυτού κατέπεσον χωρίς να πληγώσωσί τινα.
Το σκάφος του «Πίλγριμ» ημιανοιχθέν εκ της συγκρούσεως, κατεπλημμυρίσθη
υπό του ύδατος μετά μεγίστης ορμής. Αλλά το παράλιον δεν απείχε πλειότερον των
εκατόν μέτρων και σειρά μικρών μελανωπών βράχων επέτρεπε να το φθάσωσιν
ευκόλως.
Τοιουτοτρόπως μετά δέκα λεπτά όλοι οι επιβάται του «Πίλγριμ» απέβησαν εις τους
πρόποδας του θαλασσοκρήμνου.
ΤΙ ΠΟΙΗΤΕΟΝ
Ούτω λοιπόν, μετά μικρόν ένεκα των νηνεμιών διάπλουν, ακολούθως δε
ευνοηθέντα υπό βορειανατολικών και νοτιοδυτικών ανέμων, — διάπλουν
διαρκέσαντα ουχί ολιγώτερον των εβδομήκοντα και τεσσάρων ημερών, — το
«Πίλγριμ» ερρίφθη επί της ξηράς.
Εν τούτοις η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ηυχαρίστησαν την θείαν Πρόνοιαν, άμα ευρέθησαν εν ασφαλεία. Τωόντι η τρικυμία τους έρριψεν ουχί επί τινος των απαισίων νήσων της Πολυνησίας αλλ' επί ηπείρου.
Η εις τας πατρίδας των επιστροφή, εις οίον δήποτε σημείον της Νοτίου Αμερικής και αν ευρίσκοντο, δεν εφαίνετο παρουσιάζουσα σπουδαίας δυσκολίας.
Το «Πίλγριμ» όμως απώλετο. Δεν ήτο πλέον άλλο τι ειμή σκελετός άνευ αξίας, του οποίου τα λείψανα θα διεσκόρπιζε μετ' ολίγον η παλίρροια.
Θα ήτο αδύνατον να σώσωσί τι εξ αυτού. Αλλ' εάν ο Δικ Σανδ δεν είχε την χαράν εκείνην να επαναφέρη εις τον εφοπλιστήν το πλοίον ανέπαφον, τουλάχιστον χάρις εις αυτόν οι επιβάται του ήσαν σώοι και υγιείς επί τινος φιλοξένου ακτής, μεταξύ δε αυτών η γυνή και το τέκνον του κυρίου Βέλδων.
Ως προς το ζήτημα εις ποίον μέρος της αμερικανικής παραλίας είχεν εξοκείλει το βρίκιον, τούτο ηδύνατο να συζητηθή επί μακρόν. Ήτο άρα γε το παράλιον του Περού, ως υπέθετεν ο Δικ Σανδ;
Ίσως, καθότι εγίνωσκε, μετά την αναγνώρισιν της νήσου του Πάσχα, ότι το «Πίλγριμ» υπό την ώθησιν των ανέμων ωσαύτως δε και υπό την επιρροήν βεβαίως των ρευμάτων της ισημερινής ζώνης είχε ριφθή προς τα νοτιοανατολικά.
Από της τεσσαρακοστής τρίτης μοίρας πλάτους ηδύνατο μάλλιστα να παρεκκλίνη μέχρι της δεκάτης πέμπτης.
Ήτο λοιπόν σπουδαίον να βεβαιωθή όσον τάχιστα, εις ποιον μέρος ακριβώς της
ακτής συνετρίβη το βρίκιον. Δοθέντος ότι η ακτή εκείνη ήτο η του Περού, οι
λιμένες, αι κώμαι, τα χωρία δεν θα έλειπον, και κατ' ακολουθίαν θα ήτο εύκολον να
φθάσωσιν είς τι μέρος κατοικούμενον. Αλλ' εκείνη η παραλία εφαίνετο έρημος.
Ήτο στενή ακτή πλήρης μαύρων βράχων σχηματιζόντων θαλασσόκρημνον μετρίου
ύψους, λίαν ακανονίστως διακοπτομένη υπό ευρέων χωνίων οφειλομένων εις την
θραύσιν του βράχου. Τήδε κακείσε, ομαλαί τινες κλιτύες έφθανον μέχρι της
κορυφής.
Προς Βορράν, έν τέταρτον μιλίου από του μέρους ένθα εξώκειλε το πλοίον, ηνοίγετο το στόμιον ποταμίου, όπερ δεν ηδύνατο να φανή από του πελάγους.
Επί των οχθών αυτού έκλινον απειράριθμα «ριζοφόρα» είδος μαγλίων εντελώς διαφόρων των ινδικών ομογενών των.
Η κορυφή της θαλασσοκρήμνου, — τούτο αμέσως ανεγνωρίσθη — εδεσπόζετο υπό πυκνού δάσους, του οποίου τα χλοερά φυλλώματα εκυμάτιζον υπό το βλέμμα και εξετείνοντο μέχρι των ορέων του οπισθίου σχεδίου.
Εκεί, εάν ο εξάδελφος ήτο βοτανικός, πόσα δένδρα άγνωστα εις αυτόν θα διήγειρον τον θαυμασμόν του!
Ήσαν υψηλά βαοβάβ, — εις τα οποία απεδόθη έκτακτος μακροβιότης, — οποίων ο κορμός ωμοίαζε προς τον αιγυπτιακόν συηνίτην, λατάνιαι λευκόταται, ταμαρινέαι, πεπερέαι ιδιαιτέρου είδους, και εκατόν άλλα φυτά τα οποία ο Αμερικανός δεν είναι συνηθισμένος να βλέπη εις το βόρειον μέρος της νέας ηπείρου.
Αλλά κατά σύμπτωσιν περίεργον, μεταξύ των δασικών εκείνων δένδρων δεν
εύρεν ούτε έν μόνον δείγμα της πολυαρίθμου εκείνης οικογενίας των φοινίκων,
ήτις αριθμεί πλειότερα των χιλίων ειδών, διεσπαρμένων αφειδώς εφ' όλης σχεδόν
της επιφανείας της γης.
Άνωθεν της ακτής περιίπτατο μέγας αριθμός φλυάρων πτηνών ανηκόντων κατά το
πλείστον εις διαφόρους ποικιλίας χελιδόνων, μελανοπτίλων μετ' ανταυγείας
κυανής ως του χάλυβος, αλλά ξανθής και καστανής εις το ανώτερον μέρος της
κεφαλής.
Τήδε κακείσε ανίπταντο ωσαύτως πέρδικές τινες, μετά τραχήλου εντελώς ατρίχου και χρώματος φαιού.
Η κυρία Βέλδων και Δικ Σανδ παρετήρησαν ότι τα διάφορα εκείνα πτηνά δεν
εφαίνοντο πολύ άγρια. Άφινον να πλησιάζωνται αφόβως.
Δεν είχον λοιπόν μάθει να φοβώνται την παρουσίαν του ανθρώπου, και η παραλία
εκείνη τοσούτον ήτο εγκαταλελειμμένη ώστε η επυρσοκρότησις πυροβόλου
ουδέποτε είχεν ακουσθή;
Εις τα άκρα των βράχων περιεφέροντο πελεκάνες τινες εκ του είδους «πελεκάνος του ελάσσονος», ασχολούμενοι να πληρώσιν εκ μικρών ιχθύων τον σάκκον, ον έφερον κατά την κάτω σιαγόνα.
Λάροι τινές, ελθόντες από του πελάγους, ήρχιζον να περιστρέφωνται περί το «Πίλγριμ».
Αλλά τα πτηνά εκείνα ήσαν τα μόνα έμψυχα όντα, άτινα εφαίνοντο συχνάζοντα εις το μέρος εκείνο της παραλίας, μη λαμβανομένων υπ' όψιν βεβαίως των απειραρίθμων περιέργων εντόμων, τα οποία ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν θα εβράδυνε να ανακαλύψη.
Αλλ' ό,τι και αν έπραξεν ο μικρός Ζακ, δεν ηδύναντο να τα ερωτήσωσι περί του ονόματος του τόπου, διά να μάθωσι δε αυτό έπρεπε να αποταθώσι πρός τινα ιθαγενή.
Τοιούτος όμως δεν υπήρχεν ή τουλάχιστον δεν έβλεπον μήτε ένα. Ουδαμού έβλεπον κατοικίαν καλύβην, ή τρώγλην, ούτε προς βορράν πέραν του ποταμίου, ούτε προς νότον, ούτε τέλος προς το ανώτερον μέρος του θαλασσοκρήμνου εκείνου, εν τω μέσω των δένδρων του πυκνού δάσους. Ουδείς καπνός υψούτο εις τον αέρα. Ουδεμία ένδειξις, ουδέν σημείον, ουδέν ίχνος εμαρτύρει ότι το μέρος εκείνο της ηπείρου επατήθη υπό ανθρώπων. Ο Δικ Σανδ εξεπλήσσετο.
— Πού είμεθα; είναι δυνατόν να είμεθα; εσκέπτετο. Πώς! ουδείς προς τον οποίον να ομιλήσω!
Ουδείς αληθώς, καθότι εάν προσήρχετό τις, ο Δίγγος βεβαίως θα τον ωσφραίνετο και θα τον ανήγγελε δι' υλακής. Ο κύων περιήρχετο την ακτήν έχων την ρίνα προς το έδαφος, την ουράν τεταπεινωμένην, γογγύζων υποκώφως, κινούμενος παραδόξως, μη αναγγέλων όμως την προσέγγισιν μήτε ανθρώπου μήτε ζώου οίου δήποτε.
— Δικ, ιδέ λοιπόν τον Δίγγον! είπεν η κυρία Βέλδων.
— Ναι! παράδοξον πράγμα! απεκρίθη ο δόκιμος. Φαίνεται ως να ζητή να επανεύρη ίχνος τι.
— Πολύ παράδοξον, αληθώς, εψιθύρισεν η κυρία Βέλδων.
Είτα δε επαναλαμβάνουσα.
— Τι πράττει ο Νεγορός; ηρώτησε.
— Πράττει ό,τι πράττει ο Δίγγος, απήντησε ο Δικ. Σανδ.
— Προχωρεί, επιστρέφει . . . Αλλ' εδώ είναι ελεύθερος. Δεν έχω το δικαίωμα να τον διατάσσω. Η υπηρεσία του ετελείωσε μετά την απώλειαν του «Πίλγριμ».
Τωόντι ο Νεγορός ανήρχετο την παραθαλασσίαν, επέστρεφε, παρετήρει την ακτήν και τον θαλασσόκρημνον, ως άνθρωπος ζητών να συναθροίση τας αναμνήσεις του και να τας σταματήση. Μη άραγε εγνώριζε την χώραν εκείνην; Εάν τον ηρώτων, θα ηρνείτο πιθανώς να αποκριθή. Προτιμότερον ήτο και πάλιν να μη δώσωσι προσοχήν εις άνθρωπον τόσω ακοινώνητον. Μετ' ολίγον ο Δικ Σανδ τον είδε διηυθυνόμενον προς το μέρος του ποταμίου, και όταν εγένετο άφαντος στρέψας τον θαλασσόκρημνον, έπαυε πλέον να τον συλλογίζεται.
Ο Δίγγος υλάκτησε μεν, όταν ο μάγειρος έφθασεν εις την ακτήν, αλλ' εσιώπησε σχεδόν αμέσως.
Τώρα έπρεπε να σκεφθώσι περί του μάλλον καταπείγοντος. Το μάλλον δε κατεπείγον ήτο να εύρωσι καταφύγιόν τι, σκέπην τινα οίαν δήποτε, ένθα να εγκαθιδρυθώσι προσωρινώς και να λάβωσιν ολίγην τροφήν.
Ακολούθως θα συνεσκέπτοντο και θα απεφάσιζον τι έπρεπε να πράξωσι.
Περί τροφής δεν είχον να φροντίσωσι, διότι πλην των βοηθημάτων τα οποία ηδύνατο να παρέξη η χώρα, η τροφοδόχη του πλοίου είχε κενωθή προς χρήσιν των επιζησάντων εκ του ναυαγίου. Η παλίρροια είχε ρίψει τήδε κακείσε διάφορα αντικείμενα εν τω μέσω των σκοπέλων. Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είχον ήδη συνάξει βαρέλια τινα διπύρων, κυτία τεταριχευμένων εδωδίμων, κιβώτια απεξηραμένου κρέατος. Το ύδωρ δεν τα είχε βλάψει εισέτι, ώστε η διατροφή της μικράς συνοδείας ήτο εξησφαλισμένη διά πλειότερον χρόνον, παρ' όσον απητείτο βεβαίως όπως φθάσωσιν εις κώμην τινά ή χωρίον. Υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην ουδέν είχον να φοβηθώσι. Πάντα ταύτα τα διάφορα ναυάγια, τεθέντα εις μέρος ασφαλές, δεν ηδύναντο πλέον ν' αναρπαγώσιν υπό της εξογκουμένης θαλάσσης.
Αλλά και το γλυκύ ύδωρ δεν έλειπεν. Ευθύς εξ αρχής ο Δικ Σανδ εφρόντισε να πέμψη τον Ηρακλέα να φέρη εκ του πλησίον ποταμίου ολίγην ποσότητα ύδατος. Αλλ' ο ρωμαλέος μαύρος επανήλθε φέρων επί των ώμων ολόκληρον πίθον πλήρη δροσερού και διαυγούς ύδατος, όπερ η παλίρροια άφινεν εντελώς πόσιμον.
Όσον αφορά το πυρ, εάν ήτο ανάγκη να ανάψωσι, ξηρά ξύλα δεν έλειπον εις τα πέριξ, και αι ρίζαι των γηραιών μαγγλίων θα παρείχον όλην την απαιτουμένην καύσιμον ύλην. Ο γέρων Τωμ, μανιώδης καπνιστής, είχεν εφοδιασθή δι' ικανής ποσότητος ύσκας καλώς διατηρουμένης εν κυτίω αραρότως κεκλεισμένω, και όταν θα ήθελον, θα εκτύπα πυρίτην λίθον έστω και διά χάλικος της ακτής.
Έμενε λοιπόν να εύρωσι την οπήν εν τη οποία θα συνεσπειρούτο η μικρά συνοδεία, εν ή περιπτώσει ήθελεν αναγκασθή να αναπαυθή επί μίαν νύκτα πριν επαναλάβη την οδοιπορίαν αυτής.
Και μα την αλήθειαν ο μικρός Ζακ εύρεν αυτόν τον κοιτώνα.
Καλπάζων εις τους πρόποδας του θαλασσοκρήμνου, όπισθεν καμπής τινος του
βράχου ανεκάλυψεν εν των λείων και κατακένων εκείνων σπηλαίων, τα οποία αυτή
η θάλασσα ορύττει, όταν τα κύματα αυτής εξογκούμενα υπό της τρικυμίας, δέρωσι
την ακτήν.
Το μικρόν παιδίον ήτο καταμαγευμένον. Προσεκάλεσε διά κραυγών χαράς την μητέρα του και τη έδειξε θριαμβευτικώς την ανακάλυψίν του.
— Καλά, Ζακ! είπεν η κυρία Βέλδων. Εάν ήμεθα Ροβινσώνες προωρισμένοι να ζήσωμεν πολύν χρόνον εις αυτήν την παραλίαν, δεν θα ελησμονούμεν να δώσωμεν το όνομά σου εις αυτό το σπήλαιον.
Το σπήλαιον είχε δέκα ή δώδεκα ποδών βάθος και τόσων πλάτος, αλλ' εις τους οφθαλμούς του Ζακ εφαίνετο τεράστιον υπόγειον.
Όπως δήποτε ήρκει να περιλάβη τους ναυαγούς, η δε κυρία Βέλδων και η Ναν παρετήρησαν μετ' ευχαριστήσεως ότι ήτο ξηρότατον.
Η σελήνη ευρίσκετο εις το πρώτον αυτής τέταρτον και δεν είχον να φοβηθώσι
μήπως η άμπωτις ήθελε προσβάλει τους πρόποδας του θαλασσοκρήμνου,
επομένως δε και το σπήλαιον. Δεν εχρειάζοντο λοιπόν πλείον τι όπως
αναπαυθώσιν επί τινας ώρας.
Μετά δέκα λεπτά της ώρας όλοι είχον κατακλιθή επί τάπητος εκ φυκών. Και αυτός
ο Νεγορός ενόμισε καθήκον του να επιστρέψη εις την μικράν συνοδείαν και να
λάβη μέρος εις το κοινόν γεύμα.
Βεβαίως δεν είχε κρίνει καλόν να ριψοκινδυνεύση μόνος υπό το πυκνόν εκείνο δάσος, διά του οποίου διήρχετο οφειοειδές ποτάμιον.
Ήτο μία ώρα μετά μεσημβρίαν. Το τεταριχευμένον κρέας, τα δίπυρα, το ύδωρ, αναμιγνυόμενον μετά τινων σταγόνων ρουμίου, του οποίου έν βαρέλιον είχε διασώσει ο Βαρθολομαίος, απετέλεσαν το γεύμα.
Αλλ' εάν ο Νεγορός έλαβε μέρος εις το γεύμα, δεν ανεμίχθη όμως εις την συνομιλίαν, κατά την οποίαν συνεζητήθησαν τα μέτρα άτινα απήτει η θέσις των ναυαγών. Εν τούτοις, χωρίς να φαίνεται ότι προσέχει, ήκουσε και βεβαίως ωφελήθη εξ όσων ήκουσε.
Κατ' εκείνο το διάστημα ο Δίγγος, όστις δεν είχε λησμονηθή, εφύλαττεν έξωθεν του σπηλαίου. Ηδύναντο να μένωσιν ήσυχοι. Ουδέν έμψυχον ον θα ενεφανίζετο εις την ακτήν, χωρίς να αναγγείλη την εμφάνισιν αυτού το πιστόν ζώον.
Η κυρία Βέλδων, κρατούσα τον μικρόν Ζακ ημικεκλιμένον και σχεδόν κοιμώμενον επ' αυτής, ωμίλησε πρώτη.
— Φίλε μου, Δικ, είπεν, εν ονόματι όλων σε ευχαριστώ διά την αφοσίωσιν την οποίαν έδειξες μέχρι τούδε αλλά δεν σε αφίνομεν εισέτι ελεύθερον. Θα ήσαι ο οδηγός ημών κατά ξηράν, ως ήσο εν τω πλοίω πλοίαρχος. Όλη η εμπιστοσύνη ημών σοι ανήκει. Λέγε λοιπόν. Τι πρέπει να πράξωμεν;
Η κυρία Βέλδων, η γραία Ναν, ο Τωμ και οι σύντροφοι αυτού είχον τους οφθαλμούς προσηλωμένους επί του νεαρού δοκίμου. Και αυτός ο Νεγορός τον παρετήρει μετά παραδόξου επιμονής. Προδήλως τον ενδιέφερεν όλως ιδιαιτέρως ό,τι έμελλε να αποκριθή ο Δικ Σανδ.
Ο Δικ Σανδ εσκέφθη επί τινας στιγμάς. Είτα δε:
— Κυρία Βέλδων, είπε, το σπουδαίον είναι να μάθωμεν πρώτον πού
είμεθα. Νομίζω ότι το πλοίον ημών εξώκειλεν εις το μέρος εκείνο της αμερικανικής
παραλίας, όπερ σχηματίζει την περουβιανήν ακτήν.
. . . Οι άνεμοι και τα ρεύματα θα το έφερον εις το πλάτος τούτο. Αλλά μήπως
ευρισκόμεθα εις μεσημβρινήν τινα επαρχίαν του Περού, ήτοι εις μέρος
ακατοίκητον συνορεύον προς τας πάμπας; Ίσως. Το πιστεύω έτι μάλλον, βλέπων
την έρημον ταύτην παραλίαν ήκιστα ως φαίνεται συχναζομένην. Εν τοιαύτη
περιπτώσει δυνατόν να ήμεθα πολύ μακράν από της πλησιεστέρας κώμης, όπερ
δυσάρεστον.
— Λοιπόν, τι θα πράξωμεν; επανέλαβεν η κυρίαν Βέλδων.
— Η γνώμη μου είναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, να μη εγκαταλείψωμεν το καταφύγιον τούτο πριν ή βεβαιωθώμεν περί της θέσεώς μας. Αύριον, μετά την ανάπαυσιν μιας νυκτός, δύο εξ ημών δύνανται να μεταβώσι προς κατασκόπευσιν. Χωρίς να μακρυνθώσι πολύ, θα προσπαθήσωσι να συναντήσωσιν ιθαγενείς τινας, να λάβωσι παρ' αυτών πληροφορίας και να επιστρέψωσιν εις το σπήλαιον.
. . . Είναι αδύνατον να μη εύρωσί τινα εις απόστασιν δέκα ή δώδεκα
μιλίων.
— Να χωρισθώμεν! είπεν η κυρία Βέλδων . . . . . .
— Τούτο με φαίνεται απαραίτητον, απεκρίθη ο δόκιμος. Εάν δεν επιτύχωμεν πληροφορίαν τινά, εάν, όπερ αδύνατον, η χώρα είναι εντελώς έρημος, τότε θα σκεφθώμεν πώς να εξέλθωμεν της δυσχέρειας κατ' άλλον τρόπον.
— Και τις θα μεταβή προς κατασκόπευσιν; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων μετά τινα στιγμήν σκέψεως.
— Τούτο θα αποφασίσωμεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ.
— Εν τούτοις φρονώ ότι υμείς, κυρία Βέλδων, η Ναν, ο Ζακ, ο κύριος Βενέδικτος, δεν πρέπει να εγκαταλείψετε το σπήλαιον τούτο. Ο Βαρθολομαίος, ο Ηρακλής, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος θα μείνωσι πλησίον σας, ενώ ο Τωμ και εγώ θα αναχωρήσωμεν. — Ο Νεγορός βεβαίως θα προτιμήση να μείνη εδώ, προσέθηκεν ο Δικ Σανδ παρατηρών τον μάγειρον.
— Πιθανόν, απήντησεν ο Νεγορός, όστις δεν ήτο άνθρωπος δεσμευόμενος δι' υποσχέσεων.
— Θα λάβωμεν μεθ' ημών τον Δίγγον, επανέλαβεν δόκιμος. Θα μας είναι χρήσιμος εις αυτήν την εξερεύνησιν.
Ο Δίγγος, ακούσας προφερόμενον το όνομά του, εφάνη εις την είσοδον του σπηλαίου και εφαίνετο επιδοκιμάζων διά μικράς υλακής τα σχέδια του Δικ Σανδ.
Αφ' ης στιγμής ο δόκιμος προέτεινε ταύτα, η κυρία Βέλδων εγένετο σκυθρωπή. Ο αποχωρισμός εκείνος, έστω και βραχύς, την ανησύχει πολύ. Πιθανόν, ινδικαί φυλαί συχνάζουσαι εις την παραλίαν εκείνην να εμάνθανον το ναυάγιον του «Πίλγριμ»· εις περίπτωσιν δε καθ' ήν ναυαγιοσυλλέκται τινές ενεφανίζοντο, δεν ήτο προτιμότερον να ευρίσκωνται όλοι εκεί, όπως τους αποκρούσωσιν;
Η παρατήρησις αύτη ήτο αληθώς αξία συζητήσεως.
Αλλά κατέπεσε προ των επιχειρημάτων του Δικ Σανδ όστις παρετήρησεν ότι οι Ινδοί δεν πρέπει να συγχέωνται προς τους αγρίους της Αφρικής και της Πολυνησίας και ότι δεν ήτο πιθανή προσβολή εκ μέρους αυτών. Αλλά να εισχωρίσωσιν εις τον τόπον εκείνον χωρίς μήτε καν να γνωρίζωσι μήτε εις ποίαν απόστασιν ευρίσκετο η πλησιεστέρα κώμη της επαρχίας ταύτης, θα εξετίθεντο εις πολλούς μόχθους. Ο χωρισμός ηδύνατο μεν να έχη ατοπήματα, βεβαίως, αλλά πολύ ολιγώτερα τυφλής πορείας εν τω μέσω δάσους, όπερ εφαίνετο εκτεινόμενον έως τους πρόποδας των ορέων.
— Άλλως τε, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, επιμένων, δεν δύναμαι να παραδεχθώ ότι ο χωρισμός ούτος θα είναι μακροχρόνιος, και βεβαιώ μάλιστα ότι δεν θα είναι.
Μετά δύο ημέρας το πολύ, εάν ο Τωμ και εγώ δεν εύρωμεν μήτε κατοίκημα,
μήτε κάτοικον, θα επιστρέψωμεν εις το σπήλαιον. Αλλά τούτο είναι λίαν απίθανον·
μόλις δε προχωρήσωμεν είκοσι μίλια εις το εσωτερικόν του τόπου, θα γνωρίσωμεν
ακριβώς την γεωγραφικήν αυτού θέσιν. Πιθανόν μεθ' όλα ταύτα να απατώμαι εις
τους υπολογισμούς μου, επειδή δεν έχω τα μέσα να προσδιορίσω αυτήν
αστρονομικώς, και δεν είναι αδύνατον να ευρισκόμεθα εις πλάτος υψηλότερον ή
χαμηλότερον.
— Ναι, . . βεβαίως, έχεις δίκαιον, τέκνον μου, απήντησεν η κυρία Βέλδων
λίαν ανήσυχος.
— Και υμείς, κύριε Βενέδικτε, ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, τι φρονείτε περί τούτου;
— Εγώ; απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος.
— Μάλιστα, ποία είναι η γνώμη σας;
— Ουδεμίαν γνώμην έχω, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ευρίσκω
καλά όσα προτείνονται, και θα πράξω ό,τι θέλουσι. Θέλετε να μείνωμεν εδώ μίαν ή
δύο ημέρας; έχει καλώς, και θα μεταχειρισθώ τον καιρόν μου σπουδάζων την
παραλίαν ταύτην υπό έποψιν καθαρώς εντομολογικήν.
— Πράξον λοιπόν ό,τι θέλεις, είπεν η κυρία Βέλδων προς τον Δικ Σανδ. Θα
μείνωμεν εδώ, και θα αναχωρήσης με τον γέροντα Τωμ.
— Είμεθα σύμφωνοι, είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος μετά μεγίστης
αταραξίας. Εγώ, θα επισκευθώ τα έντομα της χώρας.
— Μη απομακρύνεσθε, κύριε Βενέδικτε, είπεν ο δόκιμος. Πολύ σας
συνιστώμεν τούτο.
— Και προ πάντων, μη μας φέρετε πολλούς κώνωπας προσέθηκεν ο γέρων Τωμ.
— Μείνε ήσυχος, παιδί μου.
Μετά τινας στιγμάς ο εντομολόγος, φέρων ανηρτημένον το εκ κασσιτέρου πολύτιμον κιβώτιόν του, εξήλθε του άντρου.
Σχεδόν συγχρόνως ο Νεγορός εξήλθεν ωσαύτως. Εφαίνετο απλούστατον εις τον
άνθρωπον εκείνον να μη φροντίζη ειμή περί εαυτού. Αλλ' ενώ ο εξάδελφος
Βενέδικτος αναρριχάτο εις τας κλιτύας του θαλαοσοκρημνού, ούτως εξερευνήση
την άκραν του δάσους, εκείνος, επιστρέψας προς το ποτάμιον, απεμακρύνετο διά
βραδέων βημάτων και εξηφανίζετο εκ δευτέρου ανερχόμενος την όχθην.
Ο Ζακ εξηκολούθει να κοιμάται. Η κυρία Βέλδων, αφήσασα αυτόν επί των γονάτων
της Ναν, κατέβη τότε προς την παραλίαν.
Ο Δικ Σανδ και οι σύντροφοί του την ηκολούθησαν. Ήθελον να ίδωσιν εάν η θάλασσα επέτρεπε να μεταβώσιν εις το σκάφος του «Πίλγριμ», όπου ευρίσκοντο έτι πολλά αντικείμενα δυνάμενα να είναι χρήσιμα εις αυτούς.
Οι σκόπελοι εφ' ών είχεν εξοκείλει ο μυοπάρων ήσαν νυν ξηροί. Εν τω μέσω των παντοειδών συντριμάτων ωρθούτο ο σκελετός του πλοίου, το οποίον η άμπωτις είχεν εν μέρει καλύψει.
Τούτο εξέπληξε τον Δικ Σανδ καθότι εγίνωσκεν ότι αι πλήμμυραι ήσαν
μετριώταται εις την αμερικανικήν παραλίαν του Ειρηνικού. Αλλ' όμως το
φαινόμενον τούτο ηδύνατο να εξηγηθή ως εκ της μανίας του ανέμου, όστις έπληττε
την ακτήν.
Επαναβλέποντες το πλοίον των, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ησθάνθησαν
οδυνηράν εντύπωσιν. Εκεί είχον ζήσει πολλάς ημέρας, εκεί είχον υποφέρει.
Η θέα του αθλίου εκείνου πλοίου, ημισυντετριμμένου, μη έχοντος πλέον μήτε
ιστούς, κεκλιμένου επί της πλευράς ως ον εστερημένον ζωής, έθλιψε ζωηρώς την
καρδίαν αυτών.
Αλλ' έπρεπε να επισκεφθώσι το σκάφος εκείνο, πριν το αποσυνθέσει εντελώς η
θάλασσα.
Ο Δικ Σανδ και οι μαύροι ευκόλως ηδυνήθησαν να εισέλθωσιν εις το εσωτερικόν, αφού ανερριχήθησαν εις το κατάστρωμα διά των σχοινίων των κρεμαμένων εις την πλευράν του «Πίλγριμ». Ενώ δε ο Τωμ, ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος ενησχολούντο να εξάγωσιν εκ της τροφοδόχης παν ό,τι χρήσιμον εκ των εδωδίμων και των ποτών, ο δόκιμος εισήλθεν εις τον θάλαμον του πλοιάρχου. Χάρις τω Θεώ το ύδωρ δεν είχεν εισβάλει έτι εις το μέρος εκείνο του πλοίου, του οποίου η πρύμνη έμενεν έξω της θαλάσσης.
Εκεί, ο Δικ Σανδ εύρε τέσσαρα όπλα εν καλή καταστάσει, — εξαίρετα οπισθογεμή του εργοστασίου Πώρδεϋ και Σας, — ως και εκατοντάδα φυσιγγίων, επιμελώς κεκλεισμένων εις τας φυσιγγιοθήκας των.
Δι' αυτών ηδύνατο να οπλίση τον μικρόν στρατόν του και να τον έχη έτοιμον
προς άμυναν κατά πάσης ενδεχομένης επιθέσεως των Ινδών καθ' οδόν.
Ο δόκιμος δεν ημέλησε συγχρόνως να λάβη και φανόν τινα του θυλακίου·· αλλ' οι
χάρται του πλοίου οι τεθειμένοι εν τω φυλακείω της πρώρας και βλαφθέντες υπό
του ύδατος ήσαν άχρηστοι.
Εν τη αποθήκη του «Πίλγριμ», υπήρχον ωσαύτως, τινες μάχαιραι χρησιμεύουσαι εις τον διαμελισμόν της φαλαίνης. Ο Δικ Σανδ εξελέξατο έξ, όπως συμπληρώση τον εξοπλισμόν των συντρόφων του, και το μικρόν αβλαβές όπλον, όπερ ανήκεν εις τον μικρόν Ζακ.
Τα δε άλλα αντικείμενα όσα περιείχεν έτι το πλοίον, ήσαν διασκορπισμένα, ή δεν ηδύναντο πλέον να χρησιμεύσωσιν. Άλλως τε δε ήτο περιττόν να επιβαρυνθή υπέρ το μέτρον διά τας ολίγας ημέρας καθ' ας ήθελε διαρκέσει η οδοιπορεία αυτών· Ζωοτροφίας, όπλα, πολεμοφόδια είχον αρκετά. Εν τούτοις ο Δικ Σανδ, κατά σύστασιν της κυρίας Βέλδων, δεν παρημέλησε να λάβη όλα τα χρήματα όσα ευρίσκοντο εν τω πλοίω, πεντακόσια δολλάρια περίπου.
Τη αληθεία ήσαν ολίγα. Η κυρία Βέλδων είχε περισσότερα, άτινα δεν ευρέθησαν.
Τις λοιπόν, πλην του Νεγορού, μετέβη προ αυτών εις το πλοίον και υπεξήρεσε τα χρήματα του πλοιάρχου Χουλ και της κυρίας Βέλδων; Ουδείς πλην αυτού ήτο ύποπτος
Εν τούτοις ο Δικ Σανδ εδίστασε προς στιγμήν. Ό,τι εγίνωσκε και ό,τι διέβλεπεν εν αυτώ ήτο ότι τα πάντα ώφειλον να φοβώνται εκ του επιφυλακτικού εκείνου χαρακτήρος, όστις εις τα παθήματα των άλλων εμειδία. Ναι ο Νιγορός ήτο ον μοχθηρόν, αλλ' έπρεπεν εκ τούτου να συμπεράνη ότι ήτο και κακούργος; Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να φθάση μέχρι τοιούτου βαθμού υπονοίας. Και εν τούτοις ηδύναντο αι υπόνοιαι να σταματήσωσιν επί άλλου; Όχι! οι αγαθοί εκείνοι μαύροι δεν είχον εγκαταλίπει ουδ' επί μίαν στιγμήν το σπήλαιον, ενώ ο Νεγορός είχε περιπλανηθή επί της παραλίας. Αυτός μόνος έπρεπε να είναι ο ένοχος. Απεφάσισε λοιπόν ο Δικ Σανδ να ερωτήση τον Νεγορόν και εν ανάγκη να διατάξη να ερευνήσωσιν, άμα ήθελον επιστρέψει. Ήθελεν εξ άπαντος να γινώσκη τι άνθρωπος ήτο.
Ο ήλιος τότε έκλινε εις τον ορίζοντα. Κατά τον χρόνον εκείνον δεν είχεν εισέτι διέλθει τον ισημερινόν όπως φέρη το φως και το θάλπος αυτού εις το βόρειον ημισφαίριον, επλησίαζεν όμως.
Έπεσε λοιπόν σχεδόν καθέτως επί της κυκλικής εκείνης γραμμής, ένθα συνεχέετο η θάλασσα μετά του ουρανού.
Το λυκόφως ολίγον διήρκεσεν, η σκοτία επήλθε ταχέως, όπερ ενίσχυσε την ιδέαν του δοκίμου ότι είχεν εξωκείλει εις μέρος κείμενον μεταξύ του τροπικού του Αιγόκαιρω και του ισημερινού.
Η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ και αι μαύροι επέστρεψαν εις το σπήλαιον, όπως αναπαυθώσιν επί τινας ώρας.
— Η νυξ θα είναι αγριωτέρα, παρετήρησεν ο Τωμ δεικνύων τον εκ πυκνών νεφών κεκαλυμμένον ορίζοντα.
— Ναι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, θα φυσήση δυνατός άνεμος. Αλλ' αδιάφορον τώρα! Το δυστυχές ημών πλοίον εχάθη, και η τρικυμία δεν δύναται πλέον να μας φθάση.
— Γεννηθήτω το θέλημα του Θεού, είπεν η κυρία Βέλδων.
Είχε συμφωνηθή ότι κατά την νύκτα εκείνην, ήτις θα ήτο σκοτεινοτάτη, έκαστος των μαύρων θα εφρούρει εξ υπαμοιβής εις την είσοδον του σπηλαίου. Πλην όμως τούτου, ηδύναντο να βασίζωνται και εις την καλήν επαγρύπνησιν του Δίγγου.
Παρετήρησαν τότε ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχεν επιστρέψει.
Ο Ηρακλής τον εκάλεσε δι' όλης της δυνάμεως των ισχυρών πνευμόνων του, και σχεδόν αμέσως είδον τον εντομολόγον καταβαίνοντα τας κλιτίας του θαλασσοκρήμνου με κίνδυνον να θραύση την κεφαλήν του.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο κυριολεκτικώς μανιώδης. Ουδέ έν έντομον νέον εύρεν εις το δάσος, όχι, ούτε έν μόνον άξιον να κοσμήση την συλλογήν του! Σκορπίοι, σκολόπερδαι και άλλα μυριάποδα, όσα θέλετε, και άφθονα μάλιστα. Και είναι γνωστόν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχε μεγάλην σχέσιν μετά των μυριαπόδων.
— Δεν ήξιζε τον κόπον, είπε, να διατρέξη τις πεντακισχίλια ή εξακισχίλια μίλια, να αψηφήση την τρικυμίαν και να εξωκείλη εις την παραλίαν, χωρίς να εύρη μήτε έν των αμερικανικών εκείνων εξαπόδων, άτινα είναι τιμή εις εντομολογικόν μουσείον.
Όχι, δεν ήξιζε τον κόπον.
Και ως συμπέρασμα, ο εξάδελφος Βενέδικτος εζήτει να αναχωρήσωσι. Δεν ήθελε να μείνη μήτε μίαν ώραν περισσότερον εις το αποτρόπαιον εκείνο παράλιον. Η κυρία Βέλδων καθησύχασε το μεγάλον παιδίον της. Τω έδωκε την ελπίδα ότι θα ήτο ευτυχέστερος την επιούσαν και όλοι συνεσπειρώθησαν εις το σπήλαιον, όπως κοιμηθώσι μέχρι της ανατολής του ηλίου, ότε ο Τωμ παρετήρησεν ότι ο Νεγορός δεν επέστρεψαν εισέτι, αν και είχε νυκτώσει·
— Πού είναι άρα γε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Τι μας μέλει! είπεν ο Βαρθολομαίος.
— Εξ εναντίας μας μέλει πολύ, απήντησεν η κυρία Βέλδων. Θα επροτίμων να ήτο αυτός ο άνθρωπος εδώ.
— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλ' εάν έφυγεν εκουσίως, δεν βλέπω πώς δυνάμεθα να τον αναγκάσωμεν να επανέλθη. Τις οίδεν εάν δεν έχη τους λόγους του να μας αποφύγη διά παντός.
Και λαβών ιδιαιτέρως την κυρίαν Βέλδων, ο Δικ Σανδ τη ανεκοίνωσε τας υπονοίας του. Δεν εξεπλάγη ιδών ότι και αυτή είχε τας αυτάς υπονοίας. Εις έν μόνον σημείον διεφώνουν.
— Εάν ο Νεγορός επιστρέψη, είπεν η κυρία Βέλδων, σημαίνει ότι θα έκρυψεν εις μέρος ασφαλές το προϊόν της κλοπής του. Κατά την γνώμην μου, μη δυνάμενοι να τον αποδείξωμεν ένοχον, προτιμότερον είναι να κρύψωμεν, απ' αυτού τας υποψίας ημών και να τον αφήσωμεν να πιστεύση ότι μας ηπάτησεν.
Η κυρία Βέλδων είχε δίκαιον, και ο Δικ Σανδ παρεδέχθη την γνώμην της.
— Εν τούτοις ο Νεγορός προσεκλήθη επανειλημμένως, αλλά, δεν απεκρίθη.
Ή ήτο πολύ μακράν ήδη και δεν ήκουεν, ή δεν ήθελε πλέον να επανέλθη.
Οι μαύροι ουδόλως ελυπούντο διότι απηλλάγησαν αυτού, αλλά, ως το είπεν η κυρία Βέλδων, ίσως ήτο μάλλον επίφοβος μακρόθεν ή εγγύθεν. Αλλά πώς να εξηγήσωμεν ότι ο Νεγορός ηθέλησε να ριψοκινδυνεύση μόνος εις την άγνωστον εκείνην χώραν! Απεπλανήθη λοιπόν και κατά την σκοτεινήν εκείνην νύκτα ματαίως εζήτει την προς το σπήλαιον άγουσαν.
Η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ δεν ήξευρον τι να υποθέσωσιν. Όπως δήποτε, περιμένοντες τον Νεγορόν, δεν έπρεπε να στερηθώσιν αναπαύσεως αναγκαίας εις άπαντας.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κύων, όστις έτρεχεν επί της άμμου, υλάκτησε σφοδρώς.
— Τι έχει άρα γε ο Δίγγος; Πρέπει αμέσως να το μάθωμεν, είπεν ο δόκιμος. Ίσως επιστρέφει ο Νεγορός.
Πάραυτα ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο Αυγουστίνος και ο Δικ Σανδ διηυθύνθησαν προς το στόμιον του ποταμίου.
Φθάσαντες όμως εις την όχθην, μήτε είδον τι μήτε ήκουσαν.
Την στιγμήν εκείνην ο Δίγγος εσιώπα. Ο Δικ Σανδ και οι μαύροι επανήλθον εις
το σπήλαιον Η καταύλισις ωργανώθη, όσον το δυνατόν καλλίτερον. Έκαστος των
μαύρων παρεσκευάσθη να φρουρή εξωθών εξ υπαμοιβής.
Αλλ' η κυρία Βέλδων, ανησυχούσα, δεν ηδυνήθη να κοιμηθή.
Τη εφαίνετο ότι η γη εκείνη η τοσούτω διακαώς επιθυμητή δεν τη παρείχεν ό,τι ηδύνατο να ελπίζη, την ασφάλειαν των μετ' αυτής και την ανάπαυσιν εαυτής.
Ο ΧΑΡΡΗΣ
Την επιούσαν, 7 Απριλίου ο Αυγουστίνος, όστις εφύλαττε περί την αυγήν, είδε τον
Δίγγον τρέχοντα προς το ποτάμιον υλακτούντα. Σχεδόν αμέσως η κυρία Βέλδων, ο
Δικ Σανδ και οι μαύροι εξήλθον του σπηλαίου
Βεβαίως συνέβαινέ τι.
— Ο Δίγγος θα εμυρίσθη ζων τι αντικείμενον, άνθρωπον ή ζώον, είπεν ο δόκιμος.
— Όπως δήποτε, δεν θα είναι ο Νεγορός, παρετήρησεν ο γέρων Τωμ, διότι ο Δίγγος θα υλάκτει μανιωδώς.
— Εάν δεν είναι ο Νεγορός, πού να είναι άρα γε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, ρίπτουσα επί του Δικ Σανδ βλέμμα, όπερ αυτός μόνος εννόησε, και εάν δεν είναι εκείνος, ποίος είναι άρα γε;
— Θα το μάθωμεν αμέσως, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος.
Ακολούθως, απευθυνόμενος προς τον Βαρθολομαίον, τον Αυγουστίνον και τον Ηρακλέα.
— Οπλίσθητε, φίλοι μου, και έλθετε.
Έκαστος των μαύρων έλαβεν έν όπλον και μίαν μάχαιραν, ως έπραξε και ο Δικ Σανδ. Φυσίγγιον ετέθη εις το κοίλωμα των οπισθογεμών, ούτω δε ωπλισμένοι και οι τέσσαρες διηυθύνθησαν προς την όχθην του ποταμίου.
Η κυρία Βέλδων, ο Τωμ και ο Ακτέων, έμειναν εις την είσοδον του σπηλαίου,
όπου ο μικρός Ζακ και η Ναν ευρίσκοντο έτι.
Ο ήλιος ανέτελλε κατ' εκείνην την στιγμήν. Αι ακτίνες αυτού, διακοπτόμενοι υπό
των υψηλών προς ανατολάς ορέων, δεν έφθανον επ' ευθείας εις τον
θαλασσόκρημνον αλλά, μέχρι του δυτικού ορίζοντος, η θάλασσα ηκτινοβόλει υπό
τα πρώτα φώτα της ημέρας.
Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ηκολούθουν την αμμώδη παραλίαν, της οποίας η καμπύλη απέληγεν εις το στόμιον του ποταμίου.
Εκεί, ο Δίγγος ακίνητος και ωσεί παραφυλάττων θήραμα, εξηκολούθει να υλακτή. Ήτο πρόδηλον ότι έβλεπεν ή ωσφραίνετο ιθαγενή τινα.
Και τωόντι ο κύων την φοράν ταύτην δεν ωργίζετο κατά του εν τω πλοίω εχθρού του του Νεγορού.
Την στιγμήν εκείνην άνθρωπός τις έστρεφε την τελευταίαν καμπήν του θαλασσοκρήμνου. Επροχώρει προσεκτικώς επί της όχθης, και διά φιλικών χειρονομιών προσεπάθει να καταπραΰνη τον Δίγγον. Ευνόητον είναι ότι δεν ήθελε να περιφρονήση την οργήν του ρωμαλέου ζώου.
— Δεν είναι ο Νεγορός! είπεν ο Ηρακλής.
— Δεν θα χάσωμεν εις την αλλαγήν, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος.
— Όχι, είπεν ο δόκιμος. Θα είναι πιθανώς ιθαγενής τις, όστις θα μας απαλλάξη της ανησυχίας του χωρισμού. Θα μάθωμεν τέλος πού ευρισκόμεθα.
Και οι τέσσαρες δε, θέσαντες τα όπλα επί των ώμων διηυθύνθησαν ταχέως προς τον άγνωστον.
Εκείνος, ιδών αυτούς πλησιάζοντας, έδειξε κατ' αρχάς σημεία ζωηροτάτης
εκπλήξεως. Βεβαιότατα, δεν περιέμενε να συναντήση ξένους επί του μέρους
εκείνου της ακτής. Πρόδηλον ήτο ωσαύτως, ότι δεν είχεν παρατηρήσει τα
συντρίματα του «Πίλγριμ», άλλως η παρουσία ναυαγών θα εξηγείτο φυσικώτατα.
Άλλως τε, κατά την νύκτα, η παλίρροια είχε τελείως διαμελίσει τον σκελετόν του
πλοίου, και δεν έμενον πλέον εξ αυτού ειμή λείψανά τινα επιπλέοντα εις το
πέλαγος.
Κατά την πρώτην στιγμήν ο άγνωστος, βλέπων προχωρούντας προς αυτόν τους
τέσσαρας εκείνους ωπλισμένους άνδρας, εκινήθη όπως οπισθοχωρήση. Είχε
πυροβόλον ανηρτημένον, όπερ έφερε ταχέως εις την χείρα και από της χειρός εις
τον ώμον. Φαίνεται ότι εταράχθη.
Ο Δικ Σανδ εποίησε κίνημα χαιρετισμού, όπερ ο άγνωστος δεν εννόησε βεβαίως, καθότι μετά τινα δισταγμόν εξηκολούθησε προχωρών.
Τότε ο Δικ Σανδ ηδυνήθη να τον εξετάση μετά προσοχής.
Ήτο ανήρ εύρωστος, ηλικίας τεσσαράκοντα ετών το πολύ, με όμμα ζωηρόν, κόμην και γένειον υπόλευκα, χρώμα ηλιοκαές, ως νομάδος πάντοτε, ζήσαντος εν τω ανοικτώ αέρι του δάσους ή της πεδιάδος. Είδος τι επιχιτωνίου εκ δέρματος κατειργασμένου, τω εχρησίμευεν ως υπενδύτης, πλατύγυρος πίλος εκάλυπτε την κεφαλήν του, δερμάτινα υποδήματα έφθανον μέχρι των γονάτων του και πτερνιστήρες μετά μεγάλων πλήκτρων αντήχουν επί των υψηλών αυτού πτερνών.
Εκείνο δε το οποίον εξ αρχής εγνώρισεν ο Δικ Σανδ — και το οποίον ήτο τωόντι — είναι ότι είχεν απέναντι αυτού, ουχί ένα των Ινδών εκείνων οίτινες συνήθως διατρέχουσι τας πάμπας, αλλ' ένα των τυχοδιωκτών εκείνων, καταγωγής ξένης, πολλάκις επικινδύνων, οίτινες συνήθως συναντώνται εις τας μεμακρυσμένας εκείνας χώρας. Εκ της ακάμπτου μάλιστα στάσεώς του, εκ του ερυθρωπού χρώματος τριχών τινων της γενειάδος του, εφαίνετο ότι ο άγνωστος εκείνος ανήκεν εις την αγγλοσαξωνικήν φυλήν. Όπως δήποτε δεν ήτο μήτε Ινδός μήτε Ισπανός.
Και τούτο εφάνη βέβαιον, όταν εις τον Δικ Σανδ όστις είπεν αυτώ αγγλιστί «Καλώς ήλθετε», απεκρίθη εν τη αυτή γλώσση, και χωρίς η προφορά του να έχη ξενικόν τινα τόνον.
— Καλώς ήλθετε και ημείς, νέε μου φίλε, είπεν ο άγνωστος προχωρών προς τον δόκιμον και θλίβων την χείρα αυτού. Προς δε τους μαύρους ηρκέσθη να τοις απευθύνη χαιρετισμόν, χωρίς να τοις είπη τι.
— Είσθε Άγγλοι; ηρώτησε τον δόκιμον.
— Αμερικανοί, απεκρίθη ο Δικ Σανδ.
— Της Νοτίου;
— Της Βορείου.
Η απόκρισις αύτη εφάνη ευχαριστήσασα τον άγνωστον, όστις εκίνησε ισχυρότερον την χείρα του δοκίμου, εντελώς αμερικανικώ τω τρόπω την φοράν ταύτην.
— Και δύναμαι να μάθω, νέε μου φίλε, πώς ευρίσκεσθε εις την παραλίαν ταύτην; ηρώτησεν.
Αλλά, κατά την στιγμήν ταύτην, χωρίς να περιμένη την απόκρισιν του δοκίμου
εις την ερώτησίν του, ο άγνωστος απεκαλύφθη και εχαιρέτισεν.
Η κυρία Βέλδων είχε προχωρήσει προς την όχθην και ευρίσκετο τότε ενώπιόν του.
Αύτη απήντησεν εις την ερώτησίν του·
— Κύριε, είπεν, είμεθα ναυαγοί, των οποίων το πλοίον συνετρίβη χθες επ' αυτών των σκοπέλων.
Αίσθημά τι οίκτου εζωγραφήθη επί της μορφής του άγνωστου, ούτινος τα
βλέμματα ανεζήτησαν το εις την ακτήν εξοκείλαν πλοίον.
— Δεν έμεινε πλέον τίποτε εκ του πλοίου, προσέθηκεν ο δόκιμος. Η
παλίρροια συνεπλήρωσε την καταστροφήν κατ' αυτήν την νύκτα.
— Και η πρώτη ημών ερώτησις, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, είναι να σας
ερωτήσωμεν πού ευρισκόμεθα.
— Αλλ' είσθε εις την παραλίαν της Νοτίου Αμερικής, απεκρίθη ο άγνωστος, όστις εφάνη απορήσας διά την ερώτησιν. Μήπως είχετε αμφιβολίαν τινά περί τούτου;
— Ναι, κύριε, διότι η τρικυμία ίσως μας παρέσυρε της ευθείας οδού την οποίαν δεν ηδυνάμην να ορίσω μετ' ακριβείας, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Αλλ' επιθυμώ να μάθω ακριβέστερον πού ευρισκόμεθα. Άρα γε εις την παραλίαν του Περού;
— Όχι νέε μου φίλε, όχι. Ολίγον τι μάλλον προς τον νότον. Εξοκείλατε επί της βολιβιανής ακτής.
— Α! εφώνησεν ο Δικ Σανδ.
— Και μάλιστα ευρίσκεσθε επί του μεσημβρινού μέρους της Βολιβίας, όπερ συνορεύει προς το Χιλί.
— Λοιπόν ποία είναι αυτή η άκρα; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ δεικνύων το προς βορράν ακρωτήριον.
— Δεν ηξεύρω να σας είπω τ' όνομά του, απεκρίθη ο άγνωστος, καθότι εάν γνωρίζω ολίγον τι τον τόπον εις τα ενδότερα, ως διατρέξας αυτά πολλάκις, την παραλίαν όμως ταύτην πρώτην φοράν επισκέπτομαι.
Ο Δικ Σανδ εσκέπτετο περί όσων ήκουσε. Δεν εξεπλήσσετο όμως πολύ, καθότι πιθανόν ή μάλλον δυνατόν ήτο να ηπατήθη εις τους υπολογισμούς του ένεκα των ρευμάτων, αλλ' η απάτη δεν ήτο σπουδαία. Τωόντι ενόμιζεν ότι ήτο περίπου μεταξύ της εικοστής εβδόμης και της τριακοστής παραλλήλου μετά την αναγνώρισιν της νήσου του Πάσχα, και εξώκειλεν επί της εικοστής πέμπτης παραλλήλου.
Ουδόλως αδύνατον να υπέστη το «Πίλγριμ» τοιαύτην ελαχίστην παρέκκλισιν
επί τοσούτον μακρόν διάπλουν.
Άλλως τε ουδέν διδόμενον είχε να αμφιβάλλη περί των διαβεβαιώσεων του
αγνώστου, και αφού η ακτή εκείνη ήτο η της κάτω Βολιβίας, ουδέν άπορον εάν ήτο
τόσον έρημος.
— Κύριε, είπε τότε ο Δικ Σανδ, εκ της αποκρίσεώς σας δύναμαι να
συμπεράνω ότι ευρισκόμεθα πολύ μακράν της Λίμας.
— Ω! η Λίμα είναι μακράν . . . απ' εκεί! εις το βόρειον μέρος.
Η κυρία Βέλδων, ήτις κατ' αρχάς είχε συλλάβει υπονοίας διά την εξαφάνισιν
του Νεγορού, παρετήρει τον άγνωστον μετά μεγάλης προσοχής, αλλά μήτε εις την
στάσιν του, μήτε εις τας εκφράσεις του ηδυνήθη να εύρη ύποπτον.
— Κύριε είπεν, η ερώτησίς μου δεν είναι βεβαίως αδιάκριτος . . . Δεν
φαίνεσθε καταγωγής περουβιανής
— Είμαι Αμερικανός ως είσθε υμείς, κυρία; . . . είπεν ο άγνωστος περιμείνας προς στιγμήν όπως η Αμερικανίς τω είπη το όνομά της.
— Κυρία Βέλδων, απεκρίθη αύτη.
— Εγώ ονομάζομαι Χάρρης, και εγεννήθην εις την μεσημβρινήν Καρολίναν. Αλλά παρήλθον είκοσιν έτη αφ' ότου εγκατέλιπον την πατρίδα μου διά να έλθω εις τας πάμπας της Βολιβίας και πολύ ευχαριστούμαι, όταν βλέπω συμπολίτας.
— Κατοικείτε το μέρος τούτο της επαρχίας, κύριε Χάρη; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Όχι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Χάρρης, κατοικώ εις το νότιον μέρος, εις τα σύνορα της Χιλής, αλλά την στιγμήν ταύτην μεταβαίνω εις Ατακάμαν, βορειοανατολικά.
— Είμεθα λοιπόν εις το άκρον της ομωνύμου ερήμου; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.
— Ακριβώς, νέε μου φίλε, και η έρημος αύτη εκτείνεται πολύ πέραν των ορέων, τα οποία κλείουσι τον ορίζοντα.
— Η έρημος της Ατακάμας; επανέλαβεν ο Δικ Σανδ.
— Ναι, απεκρίθη ο Χάρρης. Η έρημος αύτη είναι ως ιδιαίτερος τις τόπος εν τη ευρεία ταύτη Νοτίω Αμερική, της οποίας διαφέρει υπό πολλάς απόψεις. Είναι το μάλλον περίεργον και το ολιγώτερον γνωστόν μέρος της ηπείρου ταύτης.
— Και οδοιπορείτε μόνος; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Ω! δεν είναι η πρώτη φορά καθ' ήν πράττω τούτο! απεκρίθη ο Αμερικανός. Διακόσια μίλια μακράν απ' εδώ υπάρχει έπαυλις μεγάλη, η έπαυλις του Αγίου Ευτυχούς, ήτις ανήκει εις ένα των αδελφών μου και εκεί μεταβαίνω χάριν του εμπορίου μου. Εάν θέλετε να με ακολουθήσετε, θα σας υποδεχθώσι καλώς, και θα εύρετε τα μέσα όπως μεταβήτε εις την πόλιν Αταμάκαν: Ο αδελφός μου θα είναι ευτυχής εάν σας παράσχη ταύτα.
Αι προσφοραί αύται, γινόμεναι αυθορμήτως, δεν ηδύνατο ειμί να διαθέσωσι τους ναυαγούς ευνοϊκώς υπέρ του Αμερικανού, όστις επανέλαβεν αμέσως αποτεινόμενος προς την κυρίαν Βέλδων.
— Οι μαύροι αυτοί είναι δούλοι σας;
Και διά της χειρός εδείκνυεν τον Τωμ και τους συντρόφους του.
— Δεν έχομεν πλέον δούλους εις τας Ηνωμένας Πολιτείας, απεκρίθη
ζωηρώς η κυρία Βέλδων. Οι βόρειοι προ πολλού κατήργησαν την δουλείαν, οι δε
νότιοι εδέησε ν' ακολουθήσωσι το παράδειγμα των βορείων.
— Α! ορθόν, απεκρίθη ο Χάρρης. Είχον λησμονήσει ότι ο πόλεμος του 1862 έλυσε το σπουδαίον τούτο ζήτημα. — Ζητώ συγνώμην παρά των καλών τούτων ανδρών, προσέθηκεν ο Χάρρης μετά τινος λεπτής ειρωνείας, χαρακτηριζούσης τους νοτίους Αμερικανούς όταν ομιλώσι προς μαύρους. Αλλά βλέπων τους ευπατρίδας τούτους εις την υπηρεσίαν σας, ενόμισα . . .
— Μήτε είναι μήτε ήσαν ποτέ εις την υπηρεσίαν μου, κύριε, απεκρίθη σοβαρώς η κυρία Βέλδων.
— Θεωρούμεν τιμήν μας να σας υπηρετώμεν, κυρία Βέλδων, είπεν τότε
ο γέρων Τωμ. Αλλ' ας μάθη ο κύριος Χάρρης ότι εις ουδένα ανήκομεν. Είναι μεν
αληθές ότι εγώ συνελήφθην και επωλήθην ως δούλος εις την Αφρικήν, όταν ήμην
έξ ετών· αλλ' ο υιός μου Βαρθολομαίος εγεννήθη εξ απελευθέρου πατρός, οι δε
σύντροφοί μου εγεννήθησαν εκ γονέων απελεύθερων.
— Σας συγχαίρω, είπεν ο Χάρρης μετά τόνου φωνής, ον η κυρία Βέλδων δεν
εύρε σοβαρόν. Άλλως τε επί της γης ταύτης της Βολιβίας δεν έχομεν δούλους.
Λοιπόν ουδέν έχετε να φοβηθήτε, και δύνασθε να οδεύητε εδώ τόσον ελευθέρως
όσον εις τας πολιτείας της Νέας Αγγλίας.
Την στιγμήν εκείνην ο μικρός Ζακ, ακολουθούμενος υπό της Ναν εξήλθε, του
σπηλαίου τρίβων τους οφθαλμούς του.
Είτα, ιδών την μητέρα του, έδραμε προς αυτήν. Η κυρία Βέλδων τον ενηγκαλίσθη τρυφερώς.
— Τι χαριτωμένο παιδάκι! Είπεν ο Αμερικανός πλησιάζων τον Ζακ.
— Είναι υιός μου, είπεν η κυρία Βέλδων.
— Ω! κυρία Βέλδων, λοιπόν θα υπεφέρετε διττώς, αφού το παιδίον τούτο εξετέθη εις τόσας δοκιμασίας!
— Ο Θεός το διετήρησε σώον και υγιές, ως και όλους ημάς, κύριε Χάρρη, απεκρίθη η κυρία Βέλδων.
— Μοι επιτρέπετε να ασπασθώ τας ωραίας παρειάς του; ηρώτησεν ο Χάρρης.
— Ευχαρίστως, απεκρίθη η κυρία Βέλδων.
Αλλ' η μορφή του «κυρίου Χάρρη» φαίνεται ότι δεν ήρεσεν εις τον μικρόν Ζακ, καθότι συνεσπειρώθη περισσότερον πλησίον της μητρός του.
— Πώς! είπεν ο Χάρρης, δεν θέλετε να σας ασπασθώ! Σας προξενώ λοιπόν φόβον, μικρέ μου φίλε;
— Συγγχωρήσατέ το, κύριε, έσπευσε να είπη η κυρία Βέλδων. Δειλιά.
— Καλά! θα γνωρισθώμεν περισσότερον, απεκρίθη ο Χάρρης. Όταν φθάσωμεν εις την έπαυλιν, θα διασκεδάζη με έν ωραίον αλογάκι το οποίον θα του είπη πολλά πράγματα δι' εμέ.
— Αλλά και η προσφορά αύτη του ωραίου ιππαρίου δεν εδελέασε τον Ζακ.
Η κυρία Βέλδων, αρκετά στενοχωρηθείσα, έσπευσε να στρέψη την συνομιλίαν. Δεν έπρεπε, να δυσαρεστήσωσι άνθρωπον, όστις τοσούτον υποχρεωτικώς είχε προσφέρει τας υπηρεσίας του.
Κατ' εκείνο το διάστημα ο Δικ Σανδ εσκέπτετο την τοσούτον εγκαίρως
γενομένην πρότασιν να μεταβώσιν εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς. Ως είπεν ο
Χάρρης, ήτο πορεία πλέον των διακοσίων μιλίων, οτέ μεν διά των δασών, οτέ δε
διά πεδιάδων, — πορεία λίαν κοπιώδης, βεβαίως, επειδή υπήρχεν εντελής έλλειψις
μέσων μεταφοράς.
Ο νεαρός δόκιμος επέφερε λοιπόν παρατηρήσεις τινάς ως προς το αντικείμενον
τούτο και περιέμενε την απόκρισιν του Αμερικανού.
— Η οδοιπορία είναι τωόντι ολίγον μακρά, είπεν ο Χάρρης, αλλ' έχω εκεί, ολίγας τινάς εκατοντάδας βημάτων όπισθεν της όχθης, ίππον, τον οποίον σκοπεύω να θέσω εις την διάθεσιν της κυρίας Βέλδων και του υιού της. Δι' ημάς ούτε δύσκολον, ούτε λίαν επίπονον να πορευθώμεν πεζή. Άλλως τε δε όταν είπω διακόσια μίλια, εννόουν να ακολουθήσωμεν την διεύθυνσιν του ποταμίου τούτου, ως το έπραξα ήδη. Αλλ' εάν διασχίσωμεν το δάσος, ο δρόμος μας θα συντομευθή κατά ογδοήκοντα τουλάχιστον μίλια. Λοιπόν, εάν διανύωμεν δέκα μίλια καθ' ημέραν, μοι φαίνεται ότι θα φθάσωμεν εις την έπαυλιν χωρίς πολλούς κόπους.
Η Κυρία Βέλδων ευχαρίστησε τον Αμερικανόν.
— Δεν δύνασθε να με ευχαριστήσετε καλλίτερον, ειμή δεχομένη είπεν ο
Χάρρης. Αν και ουδέποτε διήλθον τούτο το δάσος, νομίζω ότι δεν θα δυσκολευθώ
να εύρω τον δρόμον, επειδή έχω μεγάλην έξιν της πάμπας. Έν μόνον ζήτημα
σπουδαιότερον υπάρχει, το των τροφίμων, διότι εγώ δεν έχω ειμή ακριβώς όσα
αρκούσι διά να φθάσω εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς.
— Κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων, έχομεν ευτυχώς άφθονα τρόφιμα,
και θα ήμεθα ευτυχείς να τα μοιρασθώμεν.
— Λοιπόν, κυρία Βέλδων, μοι φαίνεται ότι πάντα έχουσι καλώς και ότι ουδέν άλλο μένει ειμή η αναχώρησις.
Ο Χάρρης διηυθύνετο προς την όχθην σκοπεύων να παραλάβη τον ίππον του εκ του μέρους ένθα τον είχεν αφήσει, ότε ο Δικ Σανδ τον εσταμάτησε πάλιν όπως τω αποτείνη μίαν ερώτησιν.
Εις τον νέον δόκιμον δεν εφαίνετο πολύ φρόνιμον να εγκαταλίπη την παραλίαν και να εισδύση εις το εσωτερικόν της χώρας διά του απεράντου εκείνου δάσους.
Ο ναυτικός ανεφαίνετο πάλιν εν αυτώ, και επροτίμα να ανέρχηται και να κατέρχηται την παραλίαν.
— Κύριε Χάρρη, είπεν, αντί να οδοιπορήσωμεν εκατόν είκοσι μίλια εν τη ερήμω ταύτη της Ατακάμας διατί δεν ακολουθούμεν την παραθαλασσίαν; Απόστασις και ούτως, απόστασις και άλλως. Δεν είναι προτιμότερον να φθάσωμεν την πλησιεστέραν πόλιν είτε προς βορράν είτε προς νότον;
— Αλλά, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης συσπών ελαφρώς τας οφρύς, νομίζω ότι δεν υπάρχει πόλις πλησιέστερον των τριακοσίων ή τετρακοσίων μιλίων από της ακτής ταύτης, την οποίαν να γνωρίζω ακριβώς.
— Προς βορράν μάλιστα, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά προς νότον;.
— Προς νότον, απήντησεν ο Αμερικανός, θα είναι ανάγκη να κατέλθωμεν μέχρι της Χιλής. Λοιπόν το διάστημα είναι σχεδόν επίσης μακρόν, και εις την θέσιν σας δεν θα ήθελον να διέλθω τας πάμπας της αργεντινής Δημοκρατίας. Εγώ δε, μετά μεγάλης μου λύπης, σας ειδοποιώ ότι δεν δύναμαι να σας συνοδεύσω.
— Τα πλοία τα πλέοντα μεταξύ του Περού και Χιλής δεν διέρχονται λοιπόν προ της παραλίας ταύτης; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Όχι, απεκρίθη ο Χάρρης. Διέρχονται πολύ απώτερον εις το πέλαγος,
και βεβαίως δεν συνηντήσατε ουδέν εξ αυτών.
— Πράγματι, είπεν η κυρία Βέλδων. — Λοιπόν, Δικ, έχεις άλλην τινά
ερώτησιν να απευθύνης προς τον κύριον Χάρρην;
— Μίαν μόνην, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο δόκιμος όστις ησθάνετο δυσκολείαν τινά να ενδώση. Θα ερωτήσω τον κύριον Χάρρην εις ποίον λιμένα νομίζει ότι θα εύρωμεν πλοίον τι διά να επιστρέψωμεν εις Άγιον Φραγκίσκον;
— Μα την αλήθειαν, νέε μου φίλε, δεν ηξεύρω τι να σας είπω, απεκρίθη ο Αμερικανός, Ότι ηξεύρω είναι ότι θα σας παράσχωμεν εις την έπαυλην του Αγίου Ευτυχούς τα μέσα να φθάσετε εις την πόλιν Ατακάμαν και εκείθεν . .
— Κύριε Χάρρη, είπε τότε η κυρία Βέλδων, μη νομίσετε ότι ο Δικ Σανδ διστάζει να δεχθή τας προσφοράς σας.
— Όχι, κυρία Βέλδων όχι βεβαίως δεν διστάζω, είπεν ο νεαρός δόκιμος, αλλά δεν ειμπορώ να μη λυπηθώ διότι δεν επέσαμεν εις παραλίαν μοίρας τινάς βορειότερον ή νοτιώτερον. Θα ευρισκόμεθα τότε πλησίον λιμένος τινός, και η περίπτωσις εκείνη, διευκολύνουσα την παλινόστησιν ημών, θα μας απήλλασε της ανάγκης να ενοχλήσωμεν την προθυμίαν του κυρίου Χάρρη.
— Μη φοβήσθε ότι θα με ενοχλήσετε, κυρία Βέλδων επανέλαβεν ο Χάρρης. Σας επαναλαμβάνω ότι σπανιώτατα λαμβάνω αφορμήν να ευρεθώ απέναντι συμπολιτών μου. Είναι δι' εμέ αληθής ευχαρίστησις να σας υποχρεώσω.
— Δεχόμεθα την προσφοράν σας κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων, αλλ' εν τούτοις δεν θέλω να σας στερήσω του ίππου σας. Είμαι καλή πεζοπόρος·
— Και εγώ κάλλιστος πεζοπόρος, απεκρίθη ο Χάρρης προσκλίνων. Συνηθισμένος εις τας μακράς πορείας διά των πεδιάδων, ουδεμίαν θα επιφέρω βραδύτητα εις την συνοδείαν. Όχι, κυρία Βέλδων, υμείς και ο μικρός σας Ζακ θα μεταχειρισθήτε τον ίππον. Άλλως τε δε πιθανόν να συναντήσωμεν καθ' οδόν υπηρέτας τινας της επαύλεως, και επειδή θα είναι έφιπποι, θα μας παραχωρίσωσι τους ίππους των.
Ο Δικ Σανδ εννόησε καλώς ότι εάν απέτεινε και άλλας παρατηρήσεις, θα δυσηρέστει την κυρίαν Βέλδων.
— Κύριε Χάρρη, είπε, πότε θα αναχωρήσωμεν;
— Σήμερον, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης. Η κακή εποχή άρχεται από του Απριλίου, και πρέπει όσω το δυνατόν να φθάσετε πρότερον εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς. Επί τέλους, η διά του δάσους οδός είναι η συντομωτέρα και ίσως η ασφαλεστέρα, διότι είναι ολιγώτερον εκτεθειμένη εις τας επιδρομάς των νομάδων Ινδών, οίτινες είναι ακάματοι λησταί.
— Τωμ, φίλοι μου, είπε ο Δικ Σανδ στρεφόμενος προς τους μαύρους, δεν μας μένει πλέον άλλο ειμή να ετοιμασθώμεν προς αναχώρησιν. Ας εκλέξωμεν λοιπόν, εκ των προμηθειών του πλοίου, εκείνας όσαι δύνανται ευκολώτερον να μετακομισθώσι, και ας κατασκευάσωμεν δέματα, τα οποία να διαμοιρασθώμεν.
— Κύριε Δικ, είπεν ο Ηρακλής, εάν θέλετε, τα λαμβάνω εγώ όλα.
— Όχι, καλέ μου Ηράκλεις, απεκρίθη ο δόκιμος. Είναι προτιμότερον να μοιρασθώμεν το βάρος.
— Είσθε εύρωστος σύντροφος, Ηράκλεις, είπε τότε ο Χάρρης, όστις παρετήρει τον μαύρον ως εάν ούτος ήτο προς πώλησιν. Εις τας αγοράς της Αφρικής θα είχετε μεγάλην αξίαν.
— Αξίζω ό,τι αξίζω, είπεν ο Ηρακλής και οι αγορασταί πρέπει πολύ να τρέξωσιν εάν θέλωσι να με συλλάβωσι.
Τα πάντα είχον συμφωνηθή, προς επίσπευσιν δε της αναχωρήσεως, όλοι
ήρχισαν να εργάζωνται. Άλλως τε δε δεν είχον να ασχοληθώσι διά την τροφοδοσίαν
της μικράς συνοδείας ειμή από της παραλίας μέχρι της επαύλεως, ήτοι διά πορείαν
δέκα περίπου ημερών.
— Αλλά, πριν αναχωρήσωμεν, κύριε Χάρρη είπεν η κυρία Βέλδων, πριν
δεχθώμεν την φιλοξενείαν σας, θα σας παρακαλέσω να δεχθήτε την ημετέραν. Σας
προσφέρομεν αυτήν εξ όλης καρδίας.
— Δέχομαι, κυρία Βέλδων. Θα ωφεληθώ εκ των δέκα τούτων στιγμών, όπως φέρω τον ίππον μου εδώ. Εκείνος επρογευμάτησε.
— Θέλετε να σας συνοδεύσω, κύριε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ τον Αμερικανόν.
— Όπως επιθυμείτε, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης. Έλθετε. Θα σας δείξω το κάτω ρεύμα του ποταμίου τούτου.
Ανεχώρησαν αμφότεροι.
Κατά το διάστημα τούτο ο Ηρακλής επέμφθη προς αναζήτησιν του εντομολόγου. Ο εξάδελφος Βενέδικτος ολίγον μα την αλήθειαν εφρόντηζε διά τα περί εαυτόν συμβαίνοντα. Περιεπλανάτο τότε επί της κορυφής του θαλασσοκρήμου αναζητών έντομόν τι «ανεύρετον», όπερ άλλως τε δεν εύρισκε.
Ο Ηρακλής τον επανέφερεν εκόντα άκοντα. Η κυρία Βέλδων τω είπεν ότι η αναχώρησις είχεν αποφασισθή και ότι επί δέκα περίπου ημέρας θα εταξίδευον εις το εσωτερικόν της χώρας. Ο εξάδελφος Βενέδικτος απεκρίθη ότι ήτο έτοιμος να αναχωρήση, καθότι δεν εζήτει άλλο καλλίτερον ειμή να διέλθη και ολόκληρον έτι την Αμερικήν, αρκεί να τον αφήνωσι να «συλλέγη» καθ' οδόν.
Η Κυρία Βέλδων, βοηθουμένη υπό της Ναν, ενησχολήθη τότε να παρασκευάση
τονωτικόν γεύμα. Καλή προφύλαξις πριν αρχίσωσι την οδοιπορίαν.
Εν τούτω τω αναμεταξύ ο Χάρρης, συνοδευόμενος υπό του Δικ Σαν, έστρεψε τον
αγκώνα του θαλασσοκρήμνου. Αμφότεροι ηκολούθησαν την όχθην εις διάστημα
τριακοσίων βημάτων. Εκεί ίππος προσδεδεμένος εις δένδρον, εχρεμέτησε
περιχαρώς εις την προσέγγισιν του κυρίου του.
Ήτο ζώον ισχυρόν, έκ τινος είδους όπερ ο Δικ Σανδ δεν ηδυνήθη να αναγνωρήση.
Εκ του μακρού όμως αυχένος, των βραχέων μηρών, των μακρών οπισθίων, των
ευρέων ώμων και της σχεδόν κυρτής προσόψεως, ο ίππος εκείνος εδείκνυε τα
διακριτικά σημεία των γενεών εκείνων, εις ας αποδίδουσιν αραβικήν
καταγωγήν.
— Βλέπετε, νέε φίλε μου, είπεν ο Χάρρης, ότι είναι δυνατός ίππος, και
δύνασθε να ήσθε βέβαιος ότι δεν θα πέση εις τον δρόμον.
Ο Χάρρης έλυσε τον ίππον του, τον έλαβεν εκ του χαλινού και κατήλθε πάλιν την όχθην, προηγούμενος του Δικ Σανδ. Ούτος περιέφερε βλέμμα ταχύ εις το ποτάμιον και εις το δάσος όπερ περιεχείλου τας δύο αυτού όχθας. Αλλ' ουδέν είδε δυνάμενον να διεγείρη την ανησυχίαν του.
Εν τούτοις, άμα έφθασε τον Αμερικανόν, τω απέτεινεν αποτόμως την ακόλουθον ερώτησιν, την οποίαν ούτος ουδόλως περιέμενε.
— Κύριε Χάρρη, ηρώτησε, μήπως συνηντήσατε χθες την νύκτα Πορτογάλον τινά ονομοζόμενον Νεγορόν;
— Νεγορόν; απεκρίθη ο Χάρρης με τόνον φωνής ανθρώπου, όστις δεν εννοεί τι τω λέγουσι. Τι εστί Νεγορός;
— Είναι ο μάγειρος του πλοίου, είπεν ο Δικ Σανδ, και εχάθη.
— Επνίγη ίσως; . . είπεν ο Χάρρης.
— Όχι, όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Χθες το εσπέρας ήτο έτι μεθ' ημών αλλά κατά την νύκτα μας εγκατέλειπε και ανήλθε πιθανώς την όχθην του ποταμού τούτου. Διά τούτο σας ηρώτησα μήπως τον συνηντήσατε ενώ ήρχεσθε εξ εκείνου του μέρους.
— Ουδένα συνήντησα, απήντησεν ο Αμερικανός, και εάν ο μάγειρος σας
ερριψοκινδύνευσε μόνος εις το δάσος, υπάρχει κίνδυνος μήπως αποπλανηθή. Ίσως
όμως τον εύρωμεν καθ' οδόν.
— Ναι . . . ίσως! είπεν ο Δικ Σανδ.
Όταν επέστρεψαν αμφότεροι εις το σπήλαιον, το πρόγευμα ήτο έτοιμον. Συνέκειτο δε, ως το γεύμα της προτεραίας, εκ διατετηρημένων εδωδίμων, εκ κρέατος βοείου και διπύρων. Ο Χάρρης ετίμησεν αυτό, ως άνθρωπος τον οποίον η φύσις επροίκησε διά μεγάλης ορέξεως.
— Καλά, είπε, βλέπω ότι δεν θα αποθάνωμεν εκ πείνης καθ' οδόν. Δεν λέγω το αυτό διά τον δυστυχή εκείνον Πορτογάλον περί του οποίου με ωμίλησεν ο νεαρός φίλος μου.
— Α! είπεν η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ σας είπεν ότι δεν επανίδομεν τον Νεγορόν;
— Μάλιστα, κυρία Βέλδων. Επεθύμουν να μάθω εάν τον συνήντησεν ο κύριος Χάρρης.
— Όχι, απεκρίθη ο Χάρρης. Αλλ' ας αφήσωμεν τον λιποτάκτην τούτον εκεί όπου είναι και ας φροντίσωμεν περί της αναχωρήσεως. — Όταν θέλετε κυρία Βέλδων.
Έκαστος έλαβε το δι' αυτόν ορισθέν δέμα. Η δε κυρία Βέλδων, βοηθουμένη υπό του Ηρακλέους, επέβη του ίππου, και ο αχάριστος μικρός Ζακ, έχων ανηρτημένον το όπλον του, εκαθέσθη και ούτος, χωρίς ούτε να σκεφθή να ευχαριστήση εκείνον, όστις έθετεν εις την διάθεσίν του τοιούτο λαμπρόν ζώον.
Ο Ζακ, καθήμενος προ της μητρός του, είπε προς αυτήν ότι δύναται κάλλιστα να οδηγήση τον ίππον του κυρίου.
Τω έδωκαν λοιπόν να κρατή τον χαλινόν, και ενόμιζε μετά πεποιθήσεως ότι αυτός ήτο ο αληθής αρχηγός της συνοδείας.
ΚΑΘ' ΟΔΟΝ
Ουχί άνευ φόβου τινός — τον οποίον όμως ουδέν εφαίνετο δυνάμενον να
δικαιολογήση — ο Δικ Σανδ, αφού ανήλθε την όχθην του ποταμίου, εισέδυσεν εις
το πυκνόν δάσος, του οποίου αυτός και οι σύντροφοι του έμελλον να διατρέξωσι
τας δυσχερείς ατραπούς.
Εξ εναντίας η κυρία Βέλδων είχε πάσαν πεποίθησίν, ενώ ως γυναίκα και ως μητέρα
οι κίνδυνοι έπρεπε να την ανησυχώσι διττώς.
Δύο σπουδαιότατα αίτια συνετέλεσαν εις την καθησύχασιν αυτής· πρώτον διότι η χώρα εκείνη των απεράντων πεδιάδων δεν ήτο επίφοβος ούτε ένεκα των ιθαγενών ούτε ένεκα των θηρίων, δεύτερον, διότι υπό την διεύθυνσιν του Χάρρη, οδηγού τοσούτον ασφαλούς ως εφαίνετο ότι ήτο, δεν ηδύναντο να φοβηθώσιν μήπως αποπλανηθώσιν.
Ιδού δε η τάξις της πορείας, ην όσω το δυνατόν ώφειλον να τηρώσιν:
Ο Δικ Σανδ και ο Χάρρης, αμφότεροι ωπλισμένοι, ο είς διά του μακρού όπλου
του και ο έτερος δι' οπισθογεμούς, ήσαν επί κεφαλής του μικρού σώματος.
Ήρχοντο κατόπιν ο Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος, ωπλισμένοι δι' όπλου και
μαχαίρας. Όπισθεν αυτών ηκολούθουν η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ έφιπποι·
είτα δε η Ναν και ο Τωμ. Όπισθεν, ο Ακέων ωπλισμένος διά τετάρτου όπλου, και ο
Ηρακλής, έχων πέλεκυν εις την ζώνην, έκλειον την πορείαν.
Ο Δίγγος εβάδιζεν ατάκτως, και ως παρετήρησεν ο Δικ Σανδ, πάντοτε ως κύων ανήσυχος, αναζητών ίχνη. Οι τρόποι του προδήλως είχον μεταβληθή αφότου το ναυάγιον του «Πίλγριμ» έρριψεν αυτόν εις την ξηράν εκείνην.
Εφαίνετο τεταραγμένος και σχεδόν ακαταπαύστως ερρήγνυεν υπόκωφον
γρυλισμόν, θρηνώδη μάλλον ή μανιώδη. Τούτο παρετήρησαν πάντες, αλλ' ουδείς
ηδυνήθη να το εξηγήση.
Τον δε εξάδελφον Βενέδικτον αδύνατον υπήρξεν, ως και εις τον Δίγκον να ορίσωσι
τάξιν πορείας. Μόνον εάν ήτο δεμένος θα ηδύνατο να μείνη εις την θέσιν του. Έχων
επί των ώμων το κασσιτέρινον κιβώτιόν του, κρατών εις την χείρα το δίκτυόν του
και φέρων ανηρτημένον εκ του τραχήλου το μικροσκόπιόν του, οτέ μεν εμπρός οτέ
δε οπίσω, ανεκίνη τα υψηλά χόρτα, ζητών ορθόπτερα ή παν άλλον έντομον λήγον
εις «πτερόν» με κίνδυνον να δαγκασθή υπό τινος φαρμακερού όφεως
Κατά τας πρώτας στιγμάς η κυρία Βέλδων, ανησυχούσα, τον προσεκάλεσε πολλάκις. Αλλ' ουδέν το όφελος·
— Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν αύτη· επί τέλους σας παρακαλώ πολύ σπουδαίως να μη απομακρύνεσθε, και σας συνιστώ να λάβετε υπ' όψιν την σύστασίν μου.
— Εν τούτοις, εξαδέλφη απεκρίθη ο αδυσώπητος εντομολόγος, όταν εύρω έντομόν τι . . .
— Όταν εύρετε έντομόν τι, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, θα
ευαρεστηθήτε να το αφήσετε να τρέχη ήσυχον, ή θα με φέρετε εις την ανάγκην να
διατάξω να σας αφαιρέσωσι το κιβώτιον.
— Να μου αφαιρέσωσι το κιβώτιον! έκραξεν ο εξάδελφός Βενέδικτος, ως
εάν επρόκειτο να τω αποσπάσωσι τα εντόσθια.
— Και το κιβώτιον και το δίκτυον, προσέθηκεν ανηλεώς η κ. Βέλδων.
— Το δίκτυόν μου, εξαδέλφη! Διατί όχι και τα δίοπτρα μου; Αλλά δεν θα τολμήσετε! Όχι δεν θα τολμήσετε!
— Και τα δίοπτρά σας, τα οποία ελησμόνησα. Σας ευχαριστώ, εξάδελφε
Βενέδικτε, διότι μοι ενθυμήσατε ότι είχον το μέσον τούτο να σας καταστήσω
τυφλόν, και διά τούτου να σας αναγκάσω να ήσθε φρόνημος.
Η τριπλή αύτη απειλή ηνάγκασε τον απειθή εκείνον εξάδελφον να μείνη ήσυχος επί
μίαν ώραν περίπου. Είτα, ήρχισε πάλιν να απομακρύνεται, και επειδή θα έπραττε
τούτο και άνευ δικτύου και άνευ κιβωτίου και άνευ διόπτρων, τον άφησαν να τρέχη
κατά βούλησιν.
Αλλ' ο Ηρακλής επεφορτίσθη ιδιαιτέρως να τον επιτηρή, — όπερ φυσικώτατα ανήγετο εις τον κύκλον των καθηκόντων του, — και συνεφωνήθη να τον μεταχειρίζεται ως αυτός μεταχειρίζετο τα έντομα, δηλαδή να τον συλλαμβάνη εν ανάγκη και να τον φέρη μεθ' όλης της αβρότητος, μεθ' ης και ο άλλος θα εφέρετο προς σπανιώτατόν τι λεπιδόπτερον.
Τούτου κανονισθέντος, δεν ησχολήθησαν πλέον περί του εξαδέλφου
Βενεδίκτου.
Το μικρόν εκείνο σώμα, ως είδομεν, ήτο καλώς ωπλισμένον και αυστηρώς
φυλαττόμενον. Αλλά ως το επανέλαβεν ο Χάρρης, δεν υπήρχε φόβος άλλης
συναντήσεως ειμή των νομάδων Ινδών όπερ και τούτο απίθανον. Όπως δήποτε αι
ληφθείσαι προφυλάξεις ήρκουν να τους τηρώσιν εν αποστάσει.
Αι ατραπο,ί αι διά μέσου του πυκνού δάσους διαθέτουσαι, δεν ήσαν άξιαι του ονόματος τούτου. Ήσαν μάλλον δίοδοι ζώων ή δίοδοι ανθρώπων. Δυσκόλως επέτρεπον να προχωρήση τις. Προσδιορίσας λοιπόν ο Χάρρης ότι εν διαστήματι δώδεκα ωρών πορείας ήθελον διανύει κατά μέσον όρον πέντε ή εξ μίλια, είχε καλώς υπολογίσει.
Άλλως τε δε ο καιρός ήτο ωραιότατος. Ο ήλιος ανέβαινε προς τον ορίζοντα,
διαχέων τας ακτίνας του σχεδόν καθέτως. Εν τη πεδιάδι ο καύσων ούτος θα ήτο
αφόρητος, ως παρετήρησεν ο Χάρρης· αλλ' υπό τας αδιαπεράστους εκείνας
διακλαδώσεις, ηδύνατό τις να τον υποφέρη ευκόλως και ατιμωρητί.
Τα πλείστα των δένδρων εκείνων ήσαν άγνωστα και εις την κυρίαν Βέλδων και εις
τους μετ' αυτής, μαύρους και λευκούς.
Εν τούτοις ειδήμων τις θα ηδύνατο να παρατηρήση ότι ήσαν μάλλον
αξιοπαρατήρητα διά την ποιότητα ή διά το μέγεθος αυτών.
Εδώ μεν ήτο η βαυχινία, ή σιδηρόξυλον· εκεί δε το μολόμπιον, όμοιον τω
περικαρπίω, ξύλον στερεόν και ελαφρόν, κατάλληλον προς κατασκευήν μονοξύλων
ή κωπίων, και εκ του κορμού του οποίου εξεκρίνετο άφθονος ρητίνη· απωτέρω
φουστέτια, πλήρη βαφικής ύλης, και γαϊκάκια έχοντα περίμετρον μείζονα των
δώδεκα ποδών, κατώτερα όμως των κοινών γαϊκακίων κατά την ποιότητα. Ο Δικ
Σανδ, ενώ εβάδιζεν, ηρώτα τον Χάρρην περί του ονόματος των διαφόρων εκείνων
δένδρων.
— Ουδέποτε, λοιπόν ήλθετε εις τα μέρη ταύτα της Νοτίου Αμερικής; τον
ηρώτησεν ο Χάρρης πριν ή απαντήση εις την ερώτησίν του.
— Ουδέποτε, απήντησεν ο δόκιμος, ουδέποτε κατά τα ταξείδιά μου έλαβον την ευκαιρίαν να επισκεφθώ τα παράλια ταύτα, και αληθώς ειπείν δεν ενθυμούμαι να μοι ωμίλησε περί αυτών ειδήμων τις.
— Αλλά τουλάχιστον δεν εξηρευνήσατε τα παράλια της Κολομβίας, της Χιλής και της Παταγονίας;
— Όχι, ποτέ.
— Αλλ' η κυρία Βέλδων θα επισκέφθη ίσως το μέρος τούτο της νέας ηπείρου; ηρώτησεν ο Χάρρης. Οι Αμερικανοί δεν φοβούνται τα ταξείδια, και βεβαίως . . .
— Όχι, κύριε Χάρρη, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Τα εμπορικά συμφέροντα του συζύγου μου ουδέποτε τον εκάλεσαν πέραν της νέας Ζηλανδίας, και δεν εγένετο ανάγκη να συνοδεύσω αλλαχού. Ουδείς εξ ημών γνωρίζει το μέρος τούτο της κάτω Βολιβίας.
— Λοιπόν κυρία Βέλδων υμείς και οι σύντροφοί σας θα ίδετε παράδοξον
τόπον όλως αντίθετον προς χώρας της Περουβίας, της Βραζιλίας ή της Αργεντινής
Δημοκρατίας. Τα φυτά και τα ζώα αυτής θα εξέπληττον τον φυσιοδίφην. Α! δύναταί
τις να είπη ότι εναυαγήσατε εις καλόν μέρος, και εάν πρέπη τα ευχαριστήσητε την
τύχην . . .
— Θέλω να πιστεύσω ότι δεν μας έφερεν εδώ η τύχη, κύριε Χάρρη, αλλ' ο
Θεός.
— Ο Θεός! ναι! ο Θεός! απεκρίθη ο Χάρρης μετά τόνου φωνής ανθρώπου
μη παραδεχομένου την θείαν επέμβασιν εις τα κοσμικά πράγματα.
Λοιπόν επειδή ουδείς εκ της συνοδείας εγίνωσκε τον τόπον ή τα προϊόντα αυτού, ο Χάρρης είχε την ευχαρίστησιν να κατονομάζη τα περιεργότερα δένδρα του δάσους.
Τη αληθεία ήτο λυπηρόν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο και βοτανικός. Εάν δεν εύρεν εισέτι σπάνια τινα ή νέα έντομα, θα έκαμνεν όμως ωραίας βοτανικάς ανακαλύψεις. Υπήρχον εκεί άφθονα φυτά παντός μεγέθους, των οποίων η ύπαρξις δεν είχεν εισέτι παρατηρηθή εις τα τροπικά δάση του νέου Κόσμου. Ο εξάδελφος Βενέδικτος θα έδιδε βεβαίως το όνομά του είς τινα εξ αυτών. Αλλά δεν ηγάπα την βοτανικήν, ούτε εγίνωσκεν αυτήν. Κατά φυσικόν δε λόγον απεστρέφετο τα άνθη, υπό την πρόφασιν ότι τινά εξ αυτών είχον την αυθάδειαν να περικλείωσιν εις τους κάλυκάς των τα έντομα και να τα δηλητηριάζωσι διά των δηλητηριωδών χυμών των.
Το δάσος καθίστατο ενίοτε ελώδες. Ησθάνετό τις υπό τους πόδας του
σύμπλεγμα ρευστών δικτύων, άτινα θα ετροφοδότουν τους ομόρρους του μικρού
ποταμού. Τινά των ρυακύων εκείνων, επειδή ήσαν κάπως ευρέα, δεν ηδυνήθησαν
να τα διέλθωσιν, ειμή εκλέγοντες διαβατά μέρη.
Επί των οχθών των εφύοντο πυκνάδες καλάμων, ους ο Χάρρης ωνόμασε παπύρους.
Δεν ηπατάτο, και τα ποώδη εκείνα φυτά εφύοντο αφθόνως εις το βάθος των υγρών
οχθών.
Είτα, μετά την διέλευσιν του έλους, πυκνά δένδρα εκάλυπτον εκ νέου τας στενάς οδούς του δάσους.
Ο Χάρρης έδειξεν εις την κυρίαν Βέλδων και τον Δικ Σανδ ωραιοτάτους εβένους, ογκοδεστέρους του κοινού εβένου, οίτινες παρέχουσι ξύλον μελανώτερον και σκληρότερον του εν τω εμπορίω. Είτα υπήρχον μαγγιέραι, απειράριθμοι και αύται, αν και απείχον πολύ από της θαλάσσης. Είδος τι λειχηνώδους περικαλύμματος ανέβαινε μέχρι των κλάδων αυτών. Η πυκνή σκιά των και οι γλυκείς καρποί των καθίστων αυτάς πολύτιμα δένδρα, και εν τούτοις, ως είπεν ο Χάρρης ουδείς ιθαγενής θα ετόλμα να πολλαπλασιάση το είδος. «Όστις φυτεύση μαγγιέραν αποθνήσκει». Τοιαύτη παροιμία δεισιδαίμων επικρατεί εις την χώραν.
Κατά το δεύτερον ήμισυ της πρώτης εκείνης ημέρας της πορείας το μικρόν σώμα, μετά την μεσημβρινήν στάθμευσιν, ήρχισε να αναβαίνη γήλοφον ελαφρώς επικλινή. Δεν ήσαν μεν ακόμη αι κλιτύες των πρώτων ορέων, αλλ' είδος τι οροπεδίου κυματοειδούς συνδέοντος την πεδιάδα μετά του όρους.
Τα δένδρα ενταύθα, ολιγώτερον πυκνά, ενίοτε κατά συστάδας συνηνωμένα, θα καθίστων την πορείαν ευκολωτέραν, εάν το έδαφος δεν ήτο κατακαλυμμένον υπό ποωδών φυτών. Ηδύνατό τις να νομίση τότε, ότι ευρίσκετο εις τα πελάγη της ανατολικής Ινδίας. Η βλάστησις εφαίνετο ολιγότερον πλούσια ή εν τη κάτω κοιλάδι του ποταμίου, αλλά και πάλιν ανωτέρα της των συγκεκερασμένων ζωνών του Αρχαίου ή του Νέου Κόσμου. Το ινδικόν εβλάστανεν εκεί αφθόνως, κατά δε τον Χάρρην, το οσπριώδες τούτο φυτόν εφημίζετο ως το μάλλον διαδιδόμενον εν τη χώρα. Εάν εγκατελείπετο αγρός τις, το πράσινον εκείνο, το τοσούτον περιφρονούμενον ως αι άκανθαι και οι ακαλήφαι, κατελάμβανεν αυτόν αμέσως. Έν όμως δένδρον, όπερ έπρεπε να ήτο πολύ κοινόν εις το μέρος εκείνο της νέας ηπείρου, εφαίνετο ότι έλειπεν εκ του δάσους εκείνου. Το δένδρον τούτο το καουτσού. Πράγματι η «πρινοειδής συκή» η «ελαστική καστιλλόη» η «στικτή κεκρωπία», η «ωφέλιμος κολοφόρος», η «πλατύφυλλος καμεραρία», και προπάντων η «ελαστική συφωνία», αίτινες ανήκουσιν εις διαφόρους ομοιογενείας, βρίθουσι εν ταις επαρχίαις της μεσημβρινής Αμερικής. Και εν τούτοις, πράγμα λίαν παράδοξον, δεν έβλεπέ τις εκεί ούτε μίαν.
Επειδή δε ο Δικ Σανδ είχεν υποσχεθή εις τον φίλον του Ζακ να τω δείξη δένδρα καουτσού, το μικρόν παιδίον, όπερ ενόμιζεν ότι όλα τα εξελαστικού κόμμεως αθύρματα προήρχοντο φυσικώς εκ των δένδρων εκείνων, εψεύσθη εις τας ελπίδας του και παρεπονέθη.
— Υπομονή, μικρέ μου φίλε, τω είπεν ο Χάρρης. Θα εύρωμεν από αυτά
τα καουτσού κατά εκατοντάδας εις τα πέριξ της επαύλεως.
— Ωραία, πολύ ελαστικά; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.
— Ελαστικώτατα. — Ιδού έως τότε, θέλετε έν οπωρικόν διά να δροσισθήτε;
Και ταύτα λέγων ο Χάρρης έδρεψεν έκ τινος δένδρου οπώρας τινάς, αίτινες εφαίνοντο εύχυμοι ως σύκα.
— Είσθε βέβαιος, κύριε Χάρρη, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, ότι ο καρπός αυτός δεν δύναται να προξενήση κακόν;
— Κυρία Βέλδων, θα σας το αποδείξω, απεκρίθη ο Αμερικανός, δαγκάσας ισχυρώς ένα των καρπών εκείνων. Είναι μάγγα.
Και ο μικρός Ζακ, χωρίς να παρακληθή περισσότερον, εμιμήθη το παράδειγμα του Χάρρη. Είπεν ότι τα «αχλάδια» εκείνα ήσαν πολύ καλά, και το δένδρον ελεηλατήθη αμέσως.
Αι μαγγιέραι αύται ανήκουσιν εις το είδος του οποίου οι καρποί ωριμάζουσι κατά Μάρτιον και Απρίλιον, ενώ άλλοι ωριμάζουσι κατά τον Σεπτέμβριον. Επομένως οι περί ων ο λόγος ήσαν εις την εποχήν των.
— Ναι, είναι καλόν, καλόν, έλεγεν ο μικρός Ζακ με πλήρες το στόμα. Αλλ' ο φίλος μου Σανδ με υπεσχέθη καουτσού, εάν ήμην φρόνιμος, και θέλω καουτσού.
— Θα το έχης, Ζακ μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αφού ο κύριος Χάρρης σε βεβαιοί περί τούτου.
— Αλλά δεν αρκεί τούτο, επανέλαβεν ο Ζακ, ο φίλος μου Δικ με υπεσχέθη και άλλο τι.
— Τι σε υπεσχέθη λοιπόν ο φίλος σου Δικ; ηρώτησεν ο Χάρρης
μειδιών.
— Μυιοτροχίλους, κύριε.
— Θα έχετε και μυιοτροχίλους, καλόν μου παιδίον, αλλά μακράν . . πολύ μακράν, απεκρίθη ο Χάρρης.
Το βέβαιον είναι ότι ο μικρός Ζακ είχε το δικαίωμα να απαιτή εκ των κολιβρίων εκείνων, καθότι ευρίσκετο εν χώρα, εν ή ταύτα βρίθουσιν. Οι Ινδοί, οίτινες ηξεύρουσι να πλέκουσιν αριστοτεχνικώς τα πτερά των, έδωκαν ποιητικώτατα ονόματα εις τα κοσμήματα ταύτα του πτερωτού γένους. Καλούσιν αυτά «ακτίνας ή κόμην του ηλίου». Εδώ ευρίσκεται ο «μικρός βασιλεύς των ανθέων» εκεί «το ουράνιον άνθος ερχόμενον διά της πτήσεως να θωπεύση το γήινον άνθος». Αλλαχού είναι «η δέσμη των πολυτίμων λίθων, ήτις ακτινοβολεί εις το φως της ημέρας». Δύναταί τις μάλιστα να πιστεύση ότι η φαντασία των απέδωκε νέαν ονομασίαν εις έκαστον των εκατόν πεντήκοντα ειδών, άτινα απαρτίζουσι την θαυμασίαν ταύτην φυλήν των κολιβρίων.
Εν τούτοις, όσον και αν ήσαν πολυάριθμα τα πτηνά ταύτα εις τα δάση της Βολιβίας, ο μικρός Ζακ έπρεπε πάλιν να ευχαριστηθή εκ της υποσχέσεως του Χάρρη. Κατά τον Αμερικανόν, ήσαν έτι πολύ πλησίον της ακτής, και τα κολύβρια δεν ηγάπων τας πλησίον του Ωκεανού ερήμους εκείνας. Η παρουσία του ανθρώπου δεν τα εφόβιζε, και εις την έπαυλιν ηκούετο δι' όλης της ημέρας η φωνή των «τερ, τερ», και ο ήχος των πτερύγων των όμοιος προς τροχόν.
— Α! πώς ήθελον να ήμην εκεί! έκραζεν ο μικρός Ζακ.
Το ασφαλέστερον μέσον όπως φθάσωσιν εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς ήτο να μη σταματώσι καθ' οδόν. Αλλ' η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ίσταντο μόνον όσον ήτο απολύτως αναγκαίον προς ανάπαυσιν.
Το δάσος μετέβαλλεν ήδη θέσιν. Μεταξύ των ολιγοτέρων πυκνών δένδρων υπήρχον ένθεν κακείθεν ευρέα κενά. Το έδαφος, διαπερών τον χλοερόν τάπητα, εδείκνυε τότε την εξ ερυθρού γρανίτου σύστασίν του, ομοίαν προς πλάκας κυάνου. Επί τινων υψωμάτων έβριθεν ο σμίλαξ, φυτόν μετά βολβών σαρκωδών, σχηματίζον αδιαπέραστην περιπλοκήν. Προτιμότερον ήτο πάλιν το δάσος και αι στεναί αυτού ατραποί.
Προ της δύσεως του ηλίου, το μικρόν σώμα ευρίσκετο οκτώ περίπου μίλια μακράν του σημείου της αναχωρήσεως. Η πορεία εκείνη εγένετο άνευ συμβάντος τινός και μάλιστα άνευ μεγάλου καμάτου. Το αληθές είναι ότι ήτο η πρώτη ημέρα της οδοιπορείας και βεβαίως αι ακόλουθοι αποστάσεις θα ήσαν μάλλον τραχείαι.
Εκ κοινής συμφωνίας απεφασίσθη να σταματίσωσιν εις εκείνο το μέρος. Προέκειτο λοιπόν ουχί να ιδρύσωσιν αληθή κατασκήνωσιν, αλλ' απλώς να οργανώσωσι νυκτερινήν ανάπαυσιν. Είς φύλαξ, αντικαθιστάμενος ανά παν δίωρον διάστημα ήρκει να φρουρή κατά την νύκτα, καθότι μήτε οι ιθαγενείς μήτε τα θηρία παρείχον φόβον τινά.
Ως καταφύγιον ουδέν άλλο εύρον καλλίτερον ειμή υπερμεγέθη μαγγιέραν, της οποίας οι πλατείς και πυκνότατοι κλάδοι εσχημάτιζον είδος τι φυσικής καλύβης. Εν ανάγκη ηδύναντο να εμφωλεύσωσιν εις τα φυλλώματα αυτής.
Κατά την άφιξιν όμως της μικράς συνοδείας θορυβώδης συμφωνία υψώθη από της κορυφής του δένδρου.
Η μαγγιέρα εχρησίμευεν ως φωλεά αποικίας λευκοφαίων ψιττακών, φλυάρων, εριστικών, αγρίων πτηνών επιτιθεμένων κατά των ζώντων πτηνών, και εάν ήθελέ τις να τους συγκρίνη προς τους ομογενείς των, τους οποίους εν Ευρώπη κρατούσιν εντός κλωβών, θα ηπατάτο μεγάλως.
Οι ψιττακοί εκείνοι εφλυάρουν τοσούτω θορυβωδώς, ώστε ο Δικ Σανδ εσκέφθη να τοις αποστείλη μίαν σφαίραν πυροβόλου, όπως τους αναγκάση ή να σιωπήσωσιν ή να φύγωσιν· Αλ' ο Χάρρης τον απέτρεψεν επί τη προφάσει ότι εις τας ερημίας εκείνας προτιμώτερον ήτο να μη φανερώνη τις την παρουσίαν του διά πυροβολισμών.
— Ας διέλθωμεν, αθορύβως, είπε, και θα διέλθωμεν ακινδύνως.
Το δείπνον ητοιμάσθη αμέσως, χωρίς ούτε καν να λάβωσιν ανάγκην εψήσεως
των φαγητών. Συνέκειτο εκ διατετηρημένων εδωδίμων και διπύρων. Ρυάκιόν τι
οφιοειδώς διαρρέον υπό τα χόρτα, παρείχε πόσιμον ύδωρ, όπερ έπιον αναμίξαντες
μετά τινων σταγόνων ρουμίου. Όσον αφορά τα επιδόρπια η μαγγιέρα ήτο εκεί με
τους ευχύμους καρπούς της, τους οποίους οι ψιττακοί δεν άφησαν να δρέψωσι
χωρίς να διαμαρτυρηθώσι δι' αποτροπαίων κραυγών.
Κατά το τέλος του δείπνου το σκότος ήρχισε να εκτείνηται. Η σκιά ανέβη βραδέως
εκ του εδάφους εις την κορυφήν των δένδρων, ων το φύλλωμα απεικονίσθη μετ'
ολίγον ως λεπτόν διάζωμα επί του φωτεινοτέρου βάθους του ουρανού. Τα πρώτα
άστρα εφαίνοντο ως αν ήσαν αστράπτοντα άνθη, ακτινοβολούντα εις τας άκρας
των τελευταίων κλάδων. Ο άνεμος έπιπτε μετά της νυκτός και δεν έσειε πλέον τα
φύλλα. Και αυτοί οι ψιττακοί εσιώπησον. Η φύσις έμελλε να υποκοιμηθή και
προσεκάλει παν έμψυχον ον, όπως την παρακολουθήση εις τον βαθύν εκείνον
ύπνον.
— Αι προετοιμασίαι της κατακλίσεως εδέησε να γίνωσι στοιχειωδέστατοι.
— Να ανάψωμεν μεγάλην πυράν διά την νύκτα; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ τον Αμερικανόν.
— Προς τι; απεκρίθη ο Χάρρης. Ευτυχώς αι νύκτες δεν είναι ψυχραί, και η γιγαντιαία αυτή μαγγιέρα θα προφυλάξη το έδαφος από πάσης εξατμίσεως. Δεν έχομεν να φοβηθώμεν μήτε την δρόσον μήτε την υγρασίαν. Σας επαναλαμβάνω, νέε μου φίλε, ό,τι σας είπον προ ολίγου. Ας διέλθωμεν απαρατήρητοι. Μήτε πυρ, μήτε πυροβολισμός, εάν είναι δυνατόν.
— Νομίζω, είπε τότε η κυρία Βέλδων, ότι ουδέν έχομεν να φοβηθώμεν εκ μέρους των Ινδών, ή εκ των ληστών των δασών περί των οποίων μας ωμιλήσατε, κύριε Χάρρη. Αλλά δεν υπάρχουσιν άλλοι επιδρομείς τετράποδες, τους οποίους η θέα του πυρός θα συνετέλει εις το να τους απομακρύνη;
— Κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Αμερικανός, μεγάλην τιμήν αποδίδετε εις τα θηρία της χώρας ταύτης. Και όμως πλειότερον φοβούνται τον άνθρωπον ή ο άνθρωπος φοβείται αυτά.
— Ευρισκόμεθα εις δάσος, είπεν ο Ζακ, και πάντοτε υπάρχουσι ζώα εις τα δάση.
— Υπάρχουσι δάση και δάση, καλέ μου άνθρωπε, ως υπάρχουσι ζώα και
ζώα! απεκρίθη ο Χάρρης γελών. Φαντασθήτε ότι ευρίσκεσθε εν τω μέσω μεγάλου
παραδείσου. Τη αληθεία ευλόγως οι Ινδοί καλούσι τον τόπον τούτον επίγειον
παράδεισον.
— Υπάρχουσι λοιπόν όφεις; ηρώτησεν ο Ζακ.
— Όχι, καλέ μου Ζακ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, δεν υπάρχουσιν όφεις, και ημπορείς να κοιμηθής ήσυχος.
— Και λέοντες; ηρώτησεν ο Ζακ.
— Ούτε σκιά λεόντων, μικρέ μου άνθρωπε, απήντησεν ο Χάρρης.
— Αλλά τίγρεις;
— Ερωτήσατε την μητέρα σας, εάν ήκουσέ ποτε ότι υπάρχουσι τίγρεις εις την ήπειρον ταύτην.
— Ποτέ, είπεν η κυρία Βέλδων.
— Καλά! είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις κατά τύχην ανεμίχθη εις την συνομιλίαν, εάν δεν υπάρχωσι μήτε τίγρεις μήτε λέοντες εν τω Νέω Κόσμω, όπερ αληθέστατον, ευρίσκονται τουλάχιστον αίλουροι και θώες.
— Είναι κακό ζώα; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.
— Ε! απεκρίθη ο Χάρρης, ο ιθαγενής δεν διστάζει να τα προσβάλη, και ημείς είμεθα αρκετοί προς τούτο.
— Ιδού, μόνος, ο Ηρακλής είναι τόσον δυνατός ώστε να πνίξη δύο θώας συγχρόνως, ανά ένα δι' εκάστης χειρός.
— Να προσέχης καλά, Ηρακλή, είπε τότε ο μικρός Ζακ, μήπως έλθη κανέν ζώον και μας δαγκάση.
— Εγώ θα το δαγκάσω, κύριε Ζακ, απεκρίθη ο Ηρακλής, δεικνύων το στόμα του ωπλισμένον διά φοβερών οδόντων.
— Ναι, θα προσέχετε, Ηράκλεις, είπεν ο δόκιμος, αλλ' οι σύντροφοί σας και εγώ θα σας αντικαθιστώμεν εναλλάξ.
— Όχι, κύριε Δικ, είπεν ο Ακτέων. Ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος, ο
Αυγουστίνος και εγώ, αρκούμεν ημείς οι τέσσαρες εις το έργον τούτο. Πρέπει να
αναπαυθήτε δι όλης της νυκτός.
— Ευχαριστώ, Ακτέων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλ' οφείλω . .
— Όχι, αφήσατε αυτούς τους αγαθούς άνδρας, φίλτατε Δικ, είπε τότε η
κυρία Βέλδων.
— Και εγώ ωσαύτως θα προσέχω, προσέθηκεν ο Ζακ του οποίου τα
βλέφαρα εκλείοντο ήδη.
— Ναι, Ζακ, θα φυλάττης και συ, απεκρίθη η μήτηρ του, ήτις δεν ήθελε να
τω εναντιούται.
— Αλλά, είπε πάλιν το μικρόν παιδίον, εάν δεν υπάρχωσι λέοντες, εάν δεν
υπάρχωσι τίγρεις εις το δάσος, υπάρχουσιν όμως λύκοι.
— Ω! λύκοι γελείοι! είπεν ο Αμερικανός. Μήτε λύκοι καν δεν είναι, αλλ'
είδος τι αλωπεκών, ή μάλλον εξ εκείνων των σκύλων των δασών τους οποίους
καλούσιν γουάρας.
— Και αυτοί οι γουάρας δαγκάνουσιν; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.
— Πα! ο Δίγγος με έν άνοιγμα του στόματός του ειμπορεί να χάπτη από ένα.
— Αδιάφορον, είπεν ο Ζακ μετά του τελευταίου χασμήματος, οι γουάραι είναι λύκοι, αφού τους ονομάζουσι λύκους.
Και ταύτα ειπών ο Ζακ απεκοιμήθη ησύχως εις τας αγκάλας της Ναν, ήτις εστήριζε τα νώτα εις τον κορμόν της μαγγιέρας. Η κυρία Βέλδων, κατακειμένη πλησίον της, έδωκεν έν τελευταίον φίλημα εις το μικρόν παιδίον της, και οι βεβαρυμένοι οφθαλμοί της δεν εβράδυναν να κλεισθώσι διά την νύκτα.
Μετά τινας στιγμάς ο Ηρακλής επανέφερεν εκεί τον εξάδελφον Βενέδικτον, όστις είχεν απομακρυνθή όπως κυνηγήση πυροφόρα. Ταύτα είναι κοκούγοι, ή φωτειναί μυίαι, τας οποίας αι κομψευόμεναι γυναίκες θέτουσιν εις την κόμην των ως αληθείς πολύτιμους λίθους. Τα έντομα ταύτα, άτινα εκπέμπουσι λάμψιν ζωηράν και κυανωπήν διά δύο κηλίδων ευρισκομένων εις την βάσιν του θώρακός των, είναι πολυαριθμότατα εν τη Νοτίω Αμερική. Εσκόπευε λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος να συλλέξη εξ αυτών πολλά· αλλ' ο Ηρακλής δεν τω άφησε καιρόν, και μεθ' όλας τας διαμαρτυρίας του, τον επανέφερεν εις το μέρος του σταθμού. Τούτο δε διότι όταν ο Ηρακλής ελάμβανε διαταγήν τινα, την εξετέλει στρατιωτικώς, — όπερ βεβαίως έσωσεν εκ της εν τω κασσιτερίνω κιβωτίω του εντομολόγου φυλακίσεως μεγάλου αριθμού φωτεινών μυιών.
Μετά τινας στιγμάς, εξαιρέσει του φρουρούντος γίγαντος, πάντες εκοιμώντο βαθέως.
ΕΚΑΤΟΝ ΜΙΛΙΑ ΕΝ ΔΕΚΑ ΗΜΕΡΑΙΣ
Συνήθως οι περιηγηταί ή οι διατρέχοντες τα δάση οι κοιμηθέντες εν υπαίθρω
εξεγείρονται υπό ορυγμών ιδιοτρόπων και δυσαρέστων. Τα πάντα υπάρχουσιν εν
τη εωθινή εκείνη συμφωνία, κρωγμοί, γρυλλισμοί, κοασμοί, υλακαί και σχεδόν
ομιλίαι, εάν θέλη τις να παραδεχθή την λέξιν ταύτην, ήτις συμπληροί την σειράν
των διαφόρων τούτων θορύβων.
Είναι πίθηκοι χαιρετίζοντες ωσαύτως την έλευσιν της ημέρας. Εκεί συναντώνται οι μικροί μαρικίνοι, οι ποικιλόχροοι σαγουίνοι, οι λευκόφαιοι μόνοι, των οποίων το δέρμα μεταχειρίζονται οι Ινδοί προς περικάλυψιν των πυρεκβόλων λίθων των όπλων των, οι σαγού γνωριζόμενοι εκ των δύο μακρών δεσμών των πτερών των, και πολλά άλλα είδη της πολυαρίθμου ταύτης ομοιογενείας.
Εκ των διαφόρων εκείνων τετραχείρων, οι σπουδαιότεροι βεβαίως είναι αι
γουερίβαι, με ουράν σκαλωτήν και πρόσωπον Βεελζεβούλ. Όταν ανατέλλη ο ήλιος,
ο γηραιότερος της αγέλης τονίζει διά φωνής επιβλητικής και απαισίας, μονότονον
ψαλμωδίαν. Είναι ο βαρύτονος του θιάσου. Οι νέοι οξύφωνοι επαναλαμβάνουσι
μετ' αυτόν την εωθινήν συμφωνίαν. Οι Ινδοί λέγουσι τότε ότι οι γουερίβαι
προσεύχονται.
Αλλά φαίνεται ότι κατ' εκείνην την ημέραν, οι πίθηκοι δεν προσηυχήθησαν, καθότι
δεν ηκούσθησαν, και εν τούτοις η φωνή των ακούεται μακράν, καθότι παράγεται
εκ της ταχείας αναπάλσεως οστεώδους τινός τυμπάνου εσχηματισμένου εκ της
εξογκώσεως του υοειδούς οστού του λαιμού των.
Εν συντόμω, είτε διά τον ένα λόγον είτε διά τον άλλον, μήτε οι γουερίβαι, μήτε οι σαγού, μήτε άλλα τετράχειρα του απεράντου εκείνου δάσους ετόνισαν την πρωίαν εκείνην την συνήθη αυτών μελωδίαν.
Τούτο δεν ευχαριστεί τους νομάδας Ινδούς. Ουχί διότι οι ιθαγενείς ούτοι αρέσκονται ες το είδος τούτο εν χορώ μουσικής, αλλά διότι ευχαρίστως θηρεύουσι τους πιθήκους, και εάν πράττωσι τούτο, σημαίνει ότι το κρέας του ζώου τούτου, προπάντων όταν ταριχεύεται, είναι εξαίρετον.
Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού δεν εγίνωσκον βεβαίως τας έξεις ταύτας των γουερίβων, καθότι η σιωπή εκείνη θα τους εξέπληττεν. Αφυπνίσθησαν λοιπόν ο είς μετά τον άλλον, και καλώς έχοντες μετά την ανάπαυσιν εκείνην την οποίαν ουδείς θόρυβος ετάραξεν.
Ο μικρός Ζακ δεν αφυπνίσθη εκ των τελευταίων. Η πρώτη αυτού ερώτησις ήτο εάν ο Ηρακλής έφαγε λύκον τινά κατά την νύκτα. Ουδείς λύκος είχεν εμφανισθή και επομένως ο Ηρακλής δεν είχεν έτι προγευματίσει.
Άλλως τε δε όλοι ήσαν νήστεις ως αυτός, και μετά την εωθινήν προσευχήν, η Ναν ενησχολήθη εις την προετοιμασίαν του προγεύματος.
Τα φαγητά ήσαν τα αυτά ως τα της προτεραίας, αλλά μετά της ορέξεως εκείνης ην αυξάνει ο πρωινός αήρ του δάσους, ουδείς εσκέφθη να φανή δύσκολος. Προ παντός άλλου έπρεπε ν' αναλάβωσι δυνάμεις διά μίαν ημέραν πορείας, και ανέλαβον αυτάς. Διά πρώτην φοράν ίσως ο εξάδελφος Βενέδικτος εννόησεν ότι το τρώγειν δεν είναι αδιάφορος η ανωφελής πράξις του βίου. Εκήρυξεν όμως ότι δεν ήλθε διά να περιέρχεται την χώραν με τας χείρας εις τα θυλάκια, και ότι εάν ο Ηρακλής τον εμποδίση πάλιν να κυνηγήση κοκούγιους και άλλας φωτεινάς μυίας, ο Ηρακλής θα είχε κακούς λογαριασμούς μετ' αυτού.
Η απειλή αύτη δεν εφάνη πτοήσασα υπερβαλόντως τον γίγαντα. Εν τούτοις η κυρία Βέλδων τον έλαβε κατά μέρος και τω είπεν ότι ηδύνατο ίσως να αφίνη το μεγάλον παιδίον της να τρέχη δεξιά και αριστερά, αλλ' επί τω όρω να μη το χάνη από τα βλέμματά του. Δεν έπρεπε να αποκόψη εντελώς από τον εξάδελφον Βενέδικτον τας τοσούτον φυσικάς εις την ηλικίαν του ηδονάς εκείνας.
Κατά την εβδόμην ώραν της πρωίας το μικρόν σώμα επανέλαβε την προς ανατολάς πορείαν, διατηρούν την αυτήν της προτεραίας τάξιν.
Ήτο πάντοτε το δάσος. Επί του παρθένου εκείνου εδάφους, επί του οποίου το θάλπος και η υγρασία συνεφώνουν όπως εξεγείρωσι την βλάστησιν, έπρεπε να σκεφθή τις ότι το φυσικόν βασίλειον θα ενεφανίζετο εν όλη αυτού τη μεγαλειότητι. Ο παράλληλος του ευρέος εκείνου οροπεδίου συνεχέετο σχεδόν μετά των τροπικών πλατών, και επί τινας μήνας του θέρους ο ήλιος, διερχόμενος το ζενίθ, ηκόντιζε τας ακτίνας του καθέτως. Υπήρχε λοιπόν άπειρος ποσότης θερμότητος αποτεταμιευμένη εις τα εδάφη εκείνα, ων το υπέρδαφος διετηρείτο υγρόν. Τούτου ένεκα ουδέν μεγαλοπρεπέστερον της διαδοχής εκείνης των δασών, ή μάλλον του απεράντου εκείνου δάσους.
Εν τούτοις ο Δικ Σανδ παρετήρησεν ότι κατά τον Χάρρην ευρίσκοντο εν τη χώρα των πάμπας. Πάμπα δε εν τη γλώσση των ιθαγενών σημαίνει πεδιάς. Και εάν αι αναμνήσεις του δεν τον ηπάτων, ενόμιζε να ενθυμείτο ότι αι πεδιάδες αύται παρουσιάζουσι τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: στέρησιν ύδατος, έλλειψιν δένδρων, έλλειψιν πετρών, πλουσίαν αφθονίαν σκολύμων κατά την εποχήν των βροχών, οίτινες επερχομένης της θερμής εποχής γίνονται σχεδόν θαμνία και σχηματίζουσι τότε αδιαπέραστα φυλλώματα· είτα ωσαύτως, δένδρα νανοφυή, θαμνία ακανθώδη· πάντα δε ταύτα δίδοντα εις τας πεδιάδας εκείνας θέαν μάλλον άγονον και αιχμηράν.
Αλλά το πράγμα δεν είχεν ούτω αφότου το μικρόν σώμα, οδηγούμενον υπό του Αμερικανού, είχεν εγκαταλίπει την παραλίαν. Το δάσος δεν έπαυσε να εκτείνεται μέχρι των ορίων του ορίζοντος. Όχι, εκεί δεν ήτο η πάμπα εκείνη οίαν εφαντάζετο αυτήν ο νεαρός δόκιμος. Μήπως η φύσις, ως είπεν ο Χάρρης, ηθέλησε να καταστήση το οροπέδιον εκείνο της Αταμάκας χώραν όλως ιδιαιτέραν, περί ης ουδέν άλλο εγίνωσκεν ειμή ότι εσχημάτιζε μίαν των ευρυτάτων ερήμων της Νοτίου Αμερικής, μεταξύ των Άνδεων και του Ειρηνικού Ωκεανού;
Την ημέραν εκείνην ο Δικ Σανδ απέτεινεν ερωτήσεις τινάς περί του αντικειμένου τούτου και εξέφρασεν εις τον Αμερικανόν την έκπληξιν ην τω επροξένει η αλλόκοτος εκείνη θέα της πάμπας.
Αλλ' εξήχθη ταχέως εκ της απάτης υπό του Χάρρη, όστις τω παρέσχε περί του μέρους εκείνου της Βολιβίας ακριβεστάτας πληροφορίας, μαρτυρούσας τοιουτοτρόπως την βαθείαν γνώσιν ην είχε του τόπου.
— Έχετε δίκαιον, νέε μου φίλε, είπε προς τον δόκιμον. Η αληθής πάμπα είναι τοιαύτη οίαν περιέγραψαν οι περιηγηταί, ήτοι πεδιάς άγονος της οποίας η διάβασις είναι πολλάκις δυσχερής. Ενθυμίζει τους λειμώνας της Βορείου Αμερικής, με μόνην την διαφοράν ότι ούτοι είναι μάλλον τελματώδεις. Ναι, τοιαύτη είναι η πάμπα του Ρίου Κολοράδου, του Ορενόκου και της Βενεζουέλας. Αλλ' ενταύθα ευρισκόμεθα εις χώραν, της οποίας η θέα εκπλήττει και εμέ αυτόν. Είναι μεν αληθές ότι πρώτην φοράν ακολουθώ την οδόν ταύτην διά μέσου του οροπεδίου, οδόν ήτις έχει το πλεονέκτημα να συντέμνη την πορείαν ημών· αλλ' εάν δεν την είδον εισέτι, ηξεύρω ότι έχει μεγάλην διαφοράν προς την αληθή πάμπαν. Τοιαύτην θα ευρίσκετε ουχί μεταξύ της δυτικής Κορδελλιέρας και της υψηλής οροσειράς των Άνδεων, αλλά πέραν των ορέων, επί του ανατολικού εκείνου μέρους της ηπείρου, όπερ εκτείνεται μέχρι του Ατλαντικού.
— Πρέπει λοιπόν να υπερβώμεν τας Άνδεις; ηρώτησε ζωηρώς ο Δικ Σανδ.
— Όχι, νέε μου φίλε, όχι, απεκρίθη μειδιών ο Αμερικανός. Τούτου ένεκα είπον ότι θα την ευρίσκετε, και όχι θα την εύρετε. Ησυχάσατε, δεν θα εγκαταλείψωμεν το οροπέδιον τούτο, του οποίου το μέγιστον ύψος δεν υπερβαίνει τους χιλίους πεντακοσίους πόδας. Α! εάν ήτο ανάγκη να διέλθωμεν τας Κορδελλιέρας μετά των μεταφορικών μέσων τα οποία έχομεν, ποτέ δεν θα σας παρέσυρον εις τοιαύτην ριψοκίνδυνον απόπειραν.
— Τωόντι, είπεν ο Δικ Σανδ, προτιμότερον θα ήτο να ανέλθωμεν ή να κατέλθωμεν την ακτήν·
— Ω! εκατοντάκις προτιμότερον! απεκρίθη ο Χάρρης. Αλλ' η έπαυλις του
Αγίου Ευτυχούς κείται εντεύθεν της Κορδελλιέρας. Ώστε η οδοιπορία ημών, μήτε
κατά την πρώτην μήτε κατά την δευτέραν περίπτωσιν θα παρουσιάση πραγματικήν
τινα δυσκολίαν.
— Και δεν φοβείσθε μήπως αποπλανηθήτε εις τα δάση ταύτα, τα οποία
διέρχεσθε κατά πρώτην φοράν; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.
— Όχι, νέε μου φίλε, όχι απεκρίθη ο Χάρρης. Ηξεύρω καλώς ότι το δάσος
τούτο είναι ως απέραντος θάλασσα, ή μάλλον, πυθμήν θαλάσσης του οποίου και
αυτός ο ναυτικός δεν δύναται να καταμετρήση το βάθος και να εξακριβώση την
θέσι του. Αλλά, συνηθισμένος να δασοπορώ, δύναμαι να εύρω τον δρόμον μου εκ
της απλής διευθετήσεως δένδρων τινών, εκ της διευθύνσεως των φύλλων των, εκ
της κινήσεως ή της συστάσεως του εδάφους, εκ μυρίων άλλων λεπτομερειών
αίτινες διαφεύγουσιν υμάς. Έστε βέβαιος, θα οδηγήσω υμάς και τους υμετέρους,
όπου πρέπει να μεταβήτε.
Πάντα ταύτα ελέχθησαν καθαρώς υπό του Χάρρη. Ο Δικ Σανδ και αυτός,
προπορευόμενοι της συνοδείας, συνδιελέγοντο συχνάκις, χωρίς να αναμιγνύεται
άλλος τις εις την συνομιλίαν των. Εάν ο δόκιμος ησθάνετο ανησυχίας τινάς, τας
οποίας ο Αμερικανός δεν κατώρθου πάντοτε να διαλύη, προτίμα να τας διατηρή δι'
εαυτόν μόνον.
Αι 8, 9, 11 και 12 Απριλίου παρήλθον τοιουτοτρόπως χωρίς να επέλθη δυσάρεστόν
τι εν τη πορεία. Δεν διήνυον ανά παν δωδεκάωρον διάστημα πλειότερον των οκτώ
μέχρις εννέα μιλίων. Αι στιγμαί αι αφιερούμεναι διά τα γεύματα και την ανάπαυσιν
διεδέχοντο αλλήλας τακτικώς, και μολονότι ο κάματος ήρχησεν ήδη να γίνεται
ολίγον επαισθητός, η υγιεινή κατάστασις ήτο έτι λίαν ευχάριστος.
Ο μικρός Ζακ ήρχιζε να υποφέρη ολίγον εκ του βίου εκείνου των δασών, εις ον δεν
ήτο συνηθισμένος και καθίστατο λίαν μονότονος δι' αυτόν. Και έπειτα, δεν είχον
τηρήσει όλας τας προς αυτόν δοθείσας υποσχέσεις. Τα εκ καουτσού νευρόσπαστα,
τα κολίβρια, πάντα ταύτα εφαίνοντο ακαταπαύστως οπισθοχωρούντα. Είχε γίνει
ωσαύτως λόγος να τω δείξωσι τους μάλλον ωραίους ψιττακούς του κόσμου, και
τοιούτοι δεν έπρεπε να λείπωσιν εκ των πλουσίων εκείνων δασών. Πού ήσαν
λοιπόν οι παπαγάλοι εκείνοι με το πράσινον πτέρωμα, όλοι σχεδόν αυτόχθονες των
χωρών εκείνων, οι αράς οι γυμνοπάρειοι, με τας μακράς και οξείας ουράς, με τα
ζωηρά χρώματα, των οποίων οι πόδες ουδέποτε πατούσιν επί της γης, και οι
καμίνδαι οίτινες είναι ειδικώτεροι εις τας τροπικάς χώρας, και οι πολυχρώματοι
ψιττακοί, με το πολύπτερον πρόσωπον, και τέλος όλα εκείνα τα φλύαρα πτηνά
άτινα, κατά το λέγειν των Ινδών, λαλούσιν έτι την γλώσσαν των εκλειψασών
φυλών;
Προκειμένου περί ψιττακών, ο μικρός Ζακ δεν έβλεπεν άλλο ειμή ψιττακίδιά τινα
φαιοτεφρόχροα, με ουράν ερυθράν, άτινα έβριθον υπό τα δένδρα. Αλλά τα
ψιττακίδια εκείνα δεν ήσαν νέα δι' αυτόν. Τα έχουσι μεταφέρει εις όλα τα μέρη του
κόσμου. Επί των δύο ηπείρων, πληρούσι τας οικίας διά της αφορήτου φλυαρίας
των, και εξ όλης της ομοιογενείας οι ψιττακίσκοι ούτοι διδάσκονται ευκολώτεροι
να ομιλώσι.
Δέον να είπωμεν ότι, πλην του Ζακ, και ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο
ευχαριστημένος. Τον είχον μεν αφήσει να τρέχη δεξιά και αριστερά κατά την
οδοιπορίαν, αλλ' ουδέν έντομον εύρισκεν άξιον να πλουτίση την συλλογήν του. Την
εσπέραν και αυτά τα πυροφόρα ηρνούντο επιμόνως να εμφανισθώσιν εις αυτόν
και να τον ελκύσωσι διά του φωσφορίζοντος θώρακός των. Η φύσις εφαίνετο
αληθώς μυκτηρίζουσα τον δυστυχή εντομολόγον, του οποίου η δυσθημία
επετείνετο.
Επί τέσσαρας έτι ημέρας, η προς τα βορειοανατολικά πορεία εξηκολούθησεν υπό τας αυτάς συνθήκας. Την 16 Απριλίου υπελόγισαν ότι είχον διανύσει περί τα εκατόν μίλια. Εάν ο Χάρρης δεν απεπλανήθη — και εβεβαίου τούτο αδιστάκτως — η έπαυλις του Αγίου Ευτυχούς δεν απήχε πλέον ειμή είκοσι μίλια από του τελευταίου αυτών σταθμού. Πριν δε παρέλθωσι τεσσαράκοντα και οκτώ ώραι, το μικρόν σώμα θα είχε καλόν καταφύγιον, εν τω οποίω θα ηδύνατο τέλος να αναπαυθή εκ των κόπων της οδοιπορίας.
— Εν τούτοις, ει και διήλθον όλον σχεδόν το οροπέδιον και το μεσαίον αυτού μέρος, ουδένα ιθαγενή, ουδένα νομάδα συνήντησαν υπό το απέραντον δάσος.
Ο Δικ Σανδ πολλάκις ελυπήθη, χωρίς όμως να είπη τι, ότι δεν εξώκειλεν εις το άλλο μέρος της παραλίας. Νοτιώτερον ή βορειότερον, δεν θα έλειπον χωρία, κώμαι ή φυτείαι, και προ πολλού ήδη η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής θα είχον άσυλον.
Αλλά, εάν η χώρα εφαίνετο εγκαταλελειμμένη υπό του ανθρώπου, τα ζώα
ενεφανίζοντο συχνότερα κατά τας τελευταίας ημέρας. Ηκούοντο ενίοτε είδος
μακράς θρηνώδους, κραυγής ην ο Χάρρης απέδιδεν εις χονδρά τινα βραδυπόρα
ζώα φωλεύοντα εις τα δασώδη εκείνα μέρη καλούμενα άις.
Την ημέραν εκείνην, κατά την μεσημβρινήν στάθμευσιν, συριγμός τις ηκούσθη εις
τον αέρα, όστις διά το παράδοξον αυτού επροξένησεν ανησυχίαν τινα εις την
κυρίαν Βέλδων.
— Τι είναι; ηρώτησεν αύτη αναγειρομένη ταχέως.
— Είναι όφις! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, δραμών μετά του όπλου του προ της κυρίας Βέλδων.
Τωόντι υπήρχε φόβος μήπως ερπετόν τι ωλίσθησεν εις τα χόρτα μέχρι του μέρους της σταθμεύσεως. Ουδόλως παράδοξον εάν ήτο μέγας τις σούκουρος, είδος βόα, του οποίου το μήκος είναι ενίοτε τεσσαράκοντα ποδών.
Αλλ' ο Χάρρης ανεκάλεσεν αμέσως τον Δικ Σανδ, τον οποίον οι μαύροι ηκολούθουν ήδη και καθησύχασε την κυρία Βέλδων.
Κατ' αυτόν, το σύριγμα εκείνο δεν προήλθεν από σούκουρον, καθότι ο όφις ούτος δεν συρίζει· αλλ' εμαρτύρει την παρουσίαν αβλαβών τίνων τετραπόδων, πολυαρίθμων εν εκείνη τη χώρα.
— Ησυχάσατε λοιπόν, είπε, και μη κάμετε κίνημά τι δυνάμενον να φοβήση τα ζώα ταύτα.
— Αλλά τι ζώα είναι; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, όστις ενόμιζε καθήκον συνειδήσεως να ερωτά και να αναγκάζη τον Αμερικανόν να ομιλή, όστις άλλως τε δεν είχεν ανάγκην παρακλήσεων, όπως αποκρίνεται.
— Είναι αντιλόπαι, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης·
— Ω! πώς ήθελα να τας έβλεπα! ανέκραξεν ο Ζακ.
— Είναι πολύ δύσκολον, μικρόν μου ανθρωπάκι απήντησεν ο Αμερικανός, πολύ δύσκολον.
— Ίσως ειμπορούμεν να τας πλησιάσωμεν αυτάς τας συριγούσας αντιλόπας, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ.
— Ω τρία μόνον βήματα εάν προχωρήσετε, απεκρίθη ο Αμερικανός,
σείων την κεφαλήν, όλη η αγέλη θα φύγη. Σας προτρέπω λοιπόν να μη
ενοχληθήτε.
— Αλλ' ο Δικ Σανδ είχε τους λόγους του να είναι περίεργος. Ηθέλησε να ίδη,
και κρατών το όπλον του εισέδυσεν εις τα χόρτα. Πάραυτα, δωδεκάς χαριεστάτων
κεμάδων μετά μικρών και οξέων κεράτων διήλθον με ταχύτητα σίφωνος. Το
τρίχωμα αυτών, ζωηρού πυρρού χρώματος, διέγραψε νέφος πύρινον υπό τα
υψηλά φυλλώματα του δάσους.
— Σας είχον προειδοποιήση, είπεν ο Χάρρης όταν ο δόκιμος επέστρεψεν εις την θέσιν του.
Εάν τας ταχύποδας εκείνας αντιλόπας δεν ηδυνήθησαν ούτοι να διακρίνωσι, τας διέκρινον όμως άλλαι αγέλαι ζώων αίτινες ενεφανίσθησαν κατά την αυτήν ημέραν. Τα ζώα εκείνα ηδυνήθησαν να τα ίδωσιν, αμυδρώς μεν είναι αληθές, αλλ' η εμφάνισις αυτών επέφερε παράδοξον φιλονικίαν μεταξύ του Χάρρη καί τινων εκ των οπαδών του.
Το μικρόν σώμα, περί την τετάρτην ώραν της εσπέρας, εστάθη επί τινας στιγμάς πλησίον ανοικτού τινος μέρους, ότε τρία ή τέσσαρα ζώα ευμεγέθη εξήλθον έκ τινος λόχμης, εκατόν βήματα περίπου μακράν και έφυγον μετά μεγάλης ταχύτητος.
Μεθ' όλας τας συστάσεις του Αμερικανού, την φοράν ταύτην ο δόκιμος,
στηρίξας το όπλον επί του ώμου, επυροβόλησε καθ' ενός των ζώων εκείνων. Αλλά
καθ' ήν στιγμήν το βλήμα ερρίπτετο, ο Χάρρης απώθησε ζωηρώς το όπλον, ο δε Δικ
Σανδ όσον και αν ήτο δεξιός σκοπευτής απέτυχε του σκοπού του.
— Μη πυροβολισμούς! είπεν ο Αμερικανός.
— Ε δα! αλλ' είναι καμηλοπαρδάλεις! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, χωρίς να δώση άλλην απάντησιν εις την παρατήρησιν του Χάρρη.
— Καμηλοπαρδάλεις! είπεν ο Ζακ ανορθούμενος επί του εφιππίου. Πού είναι αυτά τα μεγάλα ζώα;
— Καμηλοπαρδάλεις! απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Απατάσαι, φίλτατε Δικ. Δεν υπάρχουσι καμηλοπαρδάλεις εν Αμερική.
— Τωόντι, είπεν ο Χάρρης, όστις εφαίνετο καταπεπληγμένος, δεν είναι δυνατόν να υπάρχωσι καμηλοπαρδάλεις ενταύθα.
— Αλλά τότε; . . . είπεν ο Δικ Σανδ.
— Δεν ηξεύρω αληθώς τι να σκεφθώ, είπεν ο Χάρρης. Μήπως νέε μου φίλε,
σας ηπάτησαν οι οφθαλμοί σας, και τα ζώα ταύτα είναι στρουθοκάμηλοι;
— Στρουθοκάμηλοι! επανέλαβεν ο Δικ Σανδ και η κυρία Βέλδων παρατηρούντες αλλήλους έκθαμβοι
— Ναι, απλαί στρουθοκάμηλοι, επανέλαβεν ο Χάρρης.
— Αλλ' αι στρουθοκάμηλοι, είναι πτηνά, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, και επομένως έχουσι δύο μόνον πόδας.
— Λοιπόν, απεκρίθη ο Χάρρης, ακριβώς ενόμισα ότι τα ζώα ταύτα τα οποία έφυγον τόσω ταχέως ήσαν δίποδα.
— Δίποδα! είπεν ο δόκιμος.
— Νομίζω ότι διέκρινα καλώς ζώα τετράποδα, είπε τότε η κυρία Βέλδων.
— Και εγώ ωσαύτως, προσέθηκεν ο γέρων Τωμ, του οποίου τους λόγους εβεβαίωσαν ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος.
— Στρουθοκάμηλοι με τέσσαρας πόδας! ανέκραξεν ο Χάρρης ανακαγχάζων. Τούτο θα ήτο πολύ αστείον!
— Λοιπόν επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, ενομίσαμεν ότι ήσαν καμηλοπαρδάλεις, και ουχί στρουθοκάμηλοι.
— Όχι, νέε μου φίλε, όχι, είπεν ο Χάρρης, Βεβαίως δεν είδετε καλώς. Τούτο εξηγείται εκ της ταχύτητος μεθ' ής έφυγον τα ζώα ταύτα. Άλλως τε δε πολλάκις συνέβη εις κυνηγούς ν' απατηθώσιν ως υμείς και καλή τη πίστει μάλιστα.
Ό,τι, έλεγεν ο Αμερικανός ήτο λίαν πιθανόν. Μεταξύ ευσώμου στρουθοκαμήλου και μεσαίου αναστήματος καμηλοπαρδάλεως, εάν τας βλέπη τις έκ τινος αποστάσεως, δύναται ευκόλως ν' απατηθή. Είτε πρόκειται περί ράμφους, είτε πρόκειται περί ρύγχους, αμφότερα ταύτα προσκεκολλημένα εις το άκρον μακρού λαιμού ανεστραμμένου προς τα οπίσω, και επί τέλους δύναταί τις να είπη ότι η στρουθοκάμηλος ουδέν άλλο είναι ή ημικαμηλοπάρδαλις.
Δεν ελλείπουσιν απ' αυτής ειμή οι οπίσθιοι πόδες. Λοιπόν το δίπουν τούτο και
το τετράπουν τούτο, διερχόμενα ταχέως και απροσδοκήτως, δύνανται εν μεγάλη
ανάγκη να εκληφθώσι το έν αντί του άλλου.
Άλλως τε δε, η καλλιτέρα απόδειξις ότι η κυρία Βέλδων και οι άλλοι ηπατώντο,
είναι ότι δεν υπάρχουσι καμηλοπαρδάλεις εν Αμερική·
Ο Δικ Σανδ εποίησε τότε την εξής σκέψιν:
— Αλλ' ενόμιζον ότι μήτε στρουθοκάμηλοι μήτε καμηλοπαρδάλεις ευρίσκοντο εις τον Νέον Κόσμον.
— Μάλιστα, νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης, και ακριβώς η Νότιος
Αμερική κέκτηται ιδιαίτερόν τι είδος. Εις το είδος τούτο ανήκει ο νανδού, τον
οποίον είδετε προ ολίγου.
Ο Χάρρης έλεγε την αλήθειαν. Ο νανδού είναι ιμαντόπους κοινότατος ες τας
πεδιάδας της Νοτίου Αμερικής, και το κρέας αυτού, όταν είναι νέος, είναι καλόν εις
γεύσιν.
Το ισχυρόν τούτο ζώον, του οποίου το ανάστημα υπερβαίνει ενίοτε τα δύο μέτρα, έχει το ράμφος ευθύ, τας πτέρυγας μακράς και εσχηματισμένας εκ πτερών πυκνών χρώματος υποκυάνου, οι δε πόδες αυτού σχηματίζονται εκ τριών δακτύλων ωπλισμένων δι' ονύχων, — τούθ' όπερ το διακρίνει ουσιωδώς από των στρουθοκαμήλων της Αφρικής.
Αι ακριβέσταται αύται λεπτομέρειαι εδόθησαν υπό του Χάρρη, όστις εφαίνετο λίαν ειδήμων των έξεων του νανδού. Η δε κ. Βέλδων και οι μετ' αυτής εδέησε να ομολογήσωμεν ότι είχον απατηθή.
— Άλλως τε δε, προσέθηκεν ο Χάρρης, πιθανόν να συναντήσωμεν και άλλην αγέλην εκ τούτων των στρουθοκαμήλων. Λοιπόν, την φοράν ταύτην παρατηρήσατε καλλίτερον, και μη υποπέσετε πάλιν εις την απάτην να εκλάβετε τα πτηνά ως τετράποδα. Προ πάντων όμως, νέε μου φίλε, μη λησμονήτε τας συστάσεις μου, και μη πυροβολήτε κατ' ουδενός ζώου. Δεν έχομεν ανάγκην να θηρεύωμεν διά να προμηθευώμεθα ζωοτροφίας, και, το επαναλαμβάνω, δεν πρέπει έκρηξις πυροβόλου να αναγγείλη την παρουσίαν ημών εις το δάσος τούτο.
Εν τούτοις ο Δικ Σανδ έμενε σκεπτικός. Έτι άπαξ, αμφιβολία τις εγένετο εν τω
πνεύματι αυτού.
Την επιούσαν, 17 Απριλίου, η πορεία επανελήφθη, και ο Αμερικανός εβεβαίωσεν
ότι μετά παρέλευσιν είκοσι και τεσσάρων ωρών η μικρά συνοδεία θα ευρίσκετο εις
την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς.
— Εκεί, κυρία Βέλδων, θα λάβετε όλας τας απαιτουμένας εις την θέσιν σας περιποιήσεις, και ημέραι τινές αναπαύσεως θα σας αναζωογονήσωσι καθ' ολοκληρίαν. Ίσως δεν θα εύρετε εις την έπαυλιν εκείνην την πολυτέλειαν εις ην έχετε συνηθίσει εις την εν Αγίω Φραγκίσκω κατοικίαν σας, αλλά θα ιδήτε ότι αι καλλιεργητικοί ημών εργασίαι δεν είναι πτωχαί, και ότι δεν ήμεθα εντελώς άγριοι.
— Κύριε Χάρρη, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, εάν δεν έχομεν άλλο να σας προσφέρωμεν ειμή ευχαριστίας διά την γενναίαν υμών συνδρομήν, τουλάχιστον σας προσφέρομεν αυτάς εξ όλης καρδίας. Ναι! ήτο καιρός πλέον να φθάσωμεν.
— Εκουράσθητε πολύ, κυρία Βέλδων;
— Εγώ, αδιάφορον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αλλά βλέπω ότι ο μικρός
μου Ζακ εξαντλείται ολίγον κατ' ολίγον. Κατά τινας ώρας αρχίζει να τον
καταλαμβάνη ο πυρετός.
— Ναι, είπεν ο Χάρρης, και μολονότι το κλίμα του οροπεδίου τούτου είναι
υγιεινότατον, πρέπει όμως να ομολογήσωμεν ότι κατά τον Μάρτιον και τον
Απρίλιον επικρατούσι διαλείποντες πυρετοί.
— Βεβαίως, είπεν τότε ο Δικ Σανδ, αλλ' ωσαύτως η φύσις, ήτις πάντοτε και πανταχού είναι προνοητική, έθεσε το φάρμακον πλησίον του κακού.
— Και πώς τούτο, νέε μου φίλε; ηρώτησεν ο Χάρρης, όστις εφαίνετο μη
εννοών.
— Δεν ευρισκόμεθα λοιπόν εις την χώραν των κιγκινών; απεκρίθη ο Δικ
Σανδ.
— Τωόντι, είπεν ο Χάρρης, έχετε εντελώς δίκαιον. Τα δένδρα τα παράγοντα
τον πολύτιμον αντιπυρετικόν φλοιόν εδώ έχουσι την πατρίδα των.
— Εκπλήττομαι μάλιστα, προσέθετο ο Δικ Σανδ, πώς δεν είδομεν έτι
μήτε έν.
— Α! νέε μου φίλε, απεκρίθη ο Χάρρης, τα δένδρα ταύτα δεν διακρίνονται
ευκόλως. Καίτοι έχουσιν ύψος πολύ, φύλλα μεγάλα και άνθη ρόδινα και ευώδη,
δεν τα ανακαλύπτει τις ευκόλως. Σπάνιον είναι να ευρεθώσι συμπεπυκνωμένα.
Μάλλον είναι διεσπαρμένα εις τα δάση, και οι Ινδοί, οίτινες συλλέγουσι την
κιγκίναν, δεν δύνανται να τα διακρίνωσιν ειμή εκ του πρασίνου φυλλώμματός των.
— Κύριε Χάρρη, είπεν η κυρία Βέλδων, εάν ιδήτε δένδρον τι εξ αυτών,
να με το δείξητε.
— Βεβαίως, κυρία Βέλδων, αλλ' εις την έπαυλιν θα εύρετε θιεικήν κινίνην.
Αυτή είναι πολύ προτιμωτέρα ή ο απλούς φλοιός προς θεραπείαν του πυρετού
(14)
.
Η τελευταία εκείνη ημέρα της οδοιπορίας παρήλθεν άνευ συμβάντος τινός. Ήλθεν η εσπέρα και η νυκτερινή στάθμευσις διωργανώθη ως το σύνηθες. Μέχρι τότε, δεν είχε βρέξει, αλλ' ο καιρός έτεινε να μεταβληθή, καθότι θερμή αναθυμίασις υψώθη από του εδάφους και μετ' ολίγον εσχημάτισε πυκνήν ομίχλην.
Πράγματι επλησίαζεν η εποχή των βροχών. Ευτυχώς την επιούσαν, άνετον καταφύγιον θα προσεφέρετο φιλοξένως εις την μικράν συνοδείαν. Ολίγισται ώραι έμενον να παρέλθωσιν.
Ει και κατά τον Χάρρην, όστις έκαμε τους υπολογισμούς του επί τη βάσει του χρόνου καθ' όν διήρκεσεν η οδοιπορία, δεν απείχον της επαύλεως πλειότερον των έξ μιλίων, ελήφθησαν όμως διά την νύκτα αι συνήθεις προφυλάξεις. Ο Τωμ και οι σύντροφοί του έπρεπε να φρουρώσι διαδοχικώς. Ο Δικ Σανδ επέμεινε να μη επέλθη ουδεμία μεταβολή. Πλειότερον ή άλλοτε ήθελε να διατηρήση την συνήθη φρόνησίν του, καθότι τρομερά υπόνοια εγεννήθη εις το πνεύμα του· δεν ήθελεν όμως έτι να είπη τι.
Η κατάκλισις εγένετο παρά τας ρίζας συστάδος μεγάλων δένδρων. Ένεκα του καμάτου, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εκοιμώντο ήδη, ότε αφυπνίσθησαν υπό φοβεράς κραυγής.
— Τι είναι; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, πρώτος πάντων αναπηδήσας όρθιος.
— Εγώ! εγώ εφώναξα! είπεν ο εξάδελφος Βενέδικτος.
— Και τι έχετε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Εδαγκάσθην.
— Υπό όφεως; . . . ηρώτησεν έντρομος η κυρία Βέλδων.
— Όχι, όχι! Δεν είναι όφις, αλλ' έντομον, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Α! το κρατώ! το κρατώ!
— Λοιπόν, φονεύσατε το έντομόν σας, είπεν ο Χάρρης, και αφήσατέ μας να κοιμηθώμεν κύριε Βενέδικτε.
— Να φονεύσω έντομον! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ποτέ, ποτέ! Πρέπει να ίδω τι είναι!
— Θα είναι κώνωψ, είπεν ο Χάρρης, υψών τους ώμους.
— Διόλου! Είναι μυία, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, και μυία ήτις θα είναι πολύ περίεργος.
Ο Δικ Σανδ ήναψε τον μικρόν φορητόν φανόν και τον επλησίασεν εις τον εξάδελφον Βενέδικτον.
— Ω θεία αγαθότης! ανέκραξεν ούτος. Ιδού τι με παρηγορεί διά τας τόσας αποτυχίας μου. Έκαμα τέλος μίαν ανακάλυψιν!
Ο αγαθός ανήρ παρεφρόνει εκ της χαράς. Παρετήρει την μυίαν του ως
θριαμβεύων, και ευχαρίστως θα την εφίλει.
— Αλλά τι είναι; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Δίπτερον, εξαδέλφη, περίφημον δίπτερον!
Και ο εξάδελφος Βενέδικτος έδειξε μυίαν μικροτέραν μελίσσης, χρώματος
αμαυρού με γραμμάς κιτρίνας εις το κατώτερον μέρος του σώματός της.
— Δεν είναι φαρμακερή η μυία αύτη; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Όχι, εξαδέλφη, όχι, διά τον άνθρωπον τουλάχιστον. Αλλά διά τα ζώα, δι' αντιλόπας, διά βουβάλους, και δι' αυτούς τους ελέφαντας, το πράγμα διαφέρει. Αχ! τι αξιολάτρευτον έντομον!
— Τέλος, ηρώτησεν ο Δικ Σανδ, θα μας ειπήτε, κύριε Βενέδικτε τι είναι αυτή η μυία;
— Αυτή η μυία, απεκρίθη ο εντομολόγος, αυτή η μυία την οποίαν κρατώ εις τα δάκτυλά μου, αυτή η μυία . . . είναι «τσετσέ». Είναι το περίφημον εκείνο δίπτερον το οποίον είναι η τιμή ενός τόπου, και μέχρι της σήμερον ουδέποτε ευρέθη «τσετσέ» εις την Αμερικήν.
Ο Δικ Σανδ δεν ετόλμησε να ερωτήση τον εξάδελφον Βενέδικτον, εις ποίον μέρος του κόσμου ευρίσκετο αποκλειστικώς το φοβερόν εκείνο «τσετσέ».
Και όταν οι σύντροφοι του μετά το επεισόδιον τούτο, επανέλαβον τον διακοπέντα ύπνον των, ο Δικ Σανδ, μεθ' όλον τον καταβαρύνοντα κάματον, δεν έκλεισε πλέον τους οφθαλμούς δι' όλης της νυκτός.
Η ΤΡΟΜΕΡΑ ΛΕΞΙΣ
Καιρός ήτο να φθάσωσι. Τελεία κόπωσις έφερε την κυρίαν Βέλδων εις κατάστασιν να μη δύναται πλέον να εξακολουθήση οδοιπορίαν γινομένην υπό τοιαύτας συνθήκας.
Το μικρόν τέκνον της, ερυθρότατον κατά τας προσβολάς του πυρετού, ωχρότατον κατά τας διαλείψεις, ήτο οικτρόν την θέαν.
Η μήτηρ αυτού, εις άκρον ανήσυχος, δεν ηθέλησε να εγκαταλίπη τον Ζακ, έστω και εις τας φροντίδας της αγαθής Ναν. Τον εκράτει ημικατακεκλιμένον εις τας αγκάλας της.
Ναι, ήτο καιρός να φθάσωσι. Κατά τας διαβεβαιώσεις δε του Αμερικανού, το εσπέρας της ανατελλούσης εκείνης ημέρας, το εσπέρας της 18 Απριλίου, η μικρά συνοδεία θα ήτο τέλος υπό την σκέπην της επαύλεως του Αγίου Ευτυχούς.
Δώδεκα ημερών οδοιπορία, δώδεκα νυκτών στάθμευσις εν υπαίθρω, ήτο
αδύνατον να μη καταβάλωσι μίαν γυναίκα, όσον γενναία και αν ήναι.
Άλλως τε δε η θέα του ασθενούς Ζακ, από του οποίου έλειπον αι στοιχειωδέστεραι
περιποιήσεις, ήρκει διά να κατασυντρίψη την κυρίαν Βέλδων.
Αλλ' ο Χάρρης εφαίνετο εξοικειωμένος προς τας δοκιμασίας των μακρών
εκείνων διά των δασών οδοιποριών, και ο κάματος δεν κατέβαλεν αυτόν.
Καθ' όσον όμως επλησίαζον προς την έπαυλιν, ο Δικ Σανδ παρετήρησεν ότι ήτο
μάλλον περίφροντις και τα διαβήματά του δεν ήσαν τόσον ειλικρινή όσον
πρότερον. Το εναντίον θα ήτο φυσικώτερον.
Αυτή τουλάχιστον η ιδέα του νεαρού δοκίμου, όστις εγένετο μάλλον δύσπιστος προς τον Αμερικανόν. Και εν τούτοις τι συμφέρον είχεν άρα γε ο Χάρρης να τους απατήση;
— Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να το εξηγήση, αλλ' επετήρει εκ του σύνεγγυς τον οδηγόν των.
Ο Αμερικανός ησθάνθη πιθανώς ότι υπεβλέπετο υπό του Δικ Σανδ, και βεβαίως η δυσπιστία εκείνη, καθίστα αυτόν σιωπηλότερον προς τον «νέον φίλον του».
Η πορεία επανελήφθη.
Εν τω δάσει, ολιγώτερον πυκνώ, τα δένδρα διεσκορπίζοντο κατ' αθροίσματα, και δεν εσχημάτιζον πλέον αδιαπεράστους μάζας. Ήτο λοιπόν η αληθής πάμπα, περί ης είχεν ομιλήσει ο Χάρρης;
Κατά τας πρώτας ώρας της ημέρας, ουδέν συμβάν επεδείνωσε τας ανησυχίας του Δικ Σανδ. Δύο όμως γεγονότα είλκυσαν την προσοχήν αυτού.
Ίσως δεν είχον μεγάλην σπουδαιότητα, αλλ' υπό τας περιστάσεις εκείνας ουδεμία λεπτομέρεια έπρεπε να παραμελήται.
Το πρώτον ήτο τα κινήματα του Δίγγου, όστις ευθύς εξ αρχής επέσυρε μάλλον ιδιαιτέρως την προσοχήν του νεαρού δοκίμου.
Τωόντι ο κύων όστις καθ' όλην εκείνην την οδοιπορίαν εφαίνετο ωσεί ακολουθών ίχνη, εγένετο αλλοίος, και τούτο, σχεδόν αιφνιδίως.
Μέχρι τότε, την ρίνα έχων ως επί το πλείστον εις το έδαφος, οσφραινόμενος τα χόρτα ή τους θάμνους, ή εσιώπα ή εξέφερεν είδος τι θρηνώδους υλακής, ως εάν ήτο έκφρασις λύπης ή πόθου.
Την ημέραν όμως εκείνην αι υλακαί του παραδόξου ζώου εγένοντο ισχυραί, ενίοτε μανιώδεις, τοιαύται οίαι ήσαν άλλοτε, ότε ο Νεγορός ενεφανίζετο επί του καταστρώματος του «Πίλγριμ».
Υπόνοιά τις διήλθε του πνεύματος του Δικ Σανδ, και την υπόνοιαν εκείνην
ενίσχυσεν ο Τωμ ειπών.
— Πολύ παράδοξον πράγμα, κύριε Δικ. Ο Δίγγος δεν οσφραίνεται πλέον το
έδαφος ως έπραττε μέχρι της χθες. Έχει την ρίνα εις τον αέρα, είναι τεταραγμένος,
αι τρίχες του ορθούνται. Θα έλεγέ τις μυρίζει μακρόθεν . . .
— Τον Νεγορόν, δεν είναι αλήθεια; απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αρπάσας τον
βραχίονα του γέροντος μαύρου και ποιήσας αυτώ σημείον να ομιλή χαμηλή τη
φωνή.
— Τον Νεγορόν, κύριε Δικ. Δεν είναι τάχα δυνατόν να ηκολούθησε τα ίχνη
μας;
— Ναι, Τωμ, και κατ' αυτήν μάλιστα την στιγμήν να μη είναι πολύ μακράν;
— Αλλά . . . διατί; είπεν ο Τωμ.
— Ή ο Νεγορός δεν εγνώριζεν αυτόν τον τόπον, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, και τότε είχε παν συμφέρον να μη μας χάση . . .
— Ή; . . . . είπεν ο Τωμ βλέπων μετ' αγωνίας τον δόκιμον.
— Ή, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ τον εγνώριζεν και τότε . . . .
— Αλλά πώς ο Νεγορός να γνωρίζη την χώραν ταύτην, αφού ουδέποτε ήλθεν εδώ;
— Ουδέποτε ήλθεν; εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ. Τέλος αδιαφιλονείκητον γεγονός είναι ότι ο Δίγγος φέρεται, ως εάν ήτο πλησίον ημών ο άνθρωπος τον οποίον απεχθάνεται.
Είτα διακόπτων την ομιλίαν όπως καλέση τον Δίγγον, όστις μετά τινα δισταγμόν ήλθε προς αυτόν·
— Ε! είπεν, ο Νεγορός! ο Νεγορός!
Μανιώδης υλακή υπήρξεν η απάντησις του Δίγγου.
Το όνομα εκείνο παρήγαγεν επ' αυτού το σύνηθες αποτέλεσμα, και ώρμησεν
εμπρός, ως ει ο Νεγορός ήτο κεκρυμμένος όπισθεν θάμνων.
Ο Χάρρης είδεν όλην εκείνην την σκηνήν. Με τα χείλη δε συνεσφιγμένα
επλησίασε τον δόκιμον.
— Τι ζητείτε λοιπόν από τον Δίγγον; ηρώτησεν.
— Ω! σχεδόν τίποτε, κύριε Χάρρη, απεκρίθη ο γέρων Τωμ αστειευόμενος. Τω εζητούμεν ειδήσεις περί τινος συνεπιβάτου, τον οποίον εχάσαμεν.
— Α! είπεν ο Αμερικανός, περί του Πορτογάλου εκείνου; του μαγείρου του πλοίου περί του οποίου μοι ομιλήσατε ήδη;
— Μάλιστα, απεκρίθη ο Τωμ. Ακούων τις τον Δίγγον, θα υπέθετεν ότι ο Νεγορός είναι εδώ πλησίον.
— Πώς ηδυνήθη να φθάση έως εδώ; απεκρίθη ο Χάρρης. Καθ' όσον
γνωρίζω, ουδέποτε ήλθεν εις τον τόπον τούτον.
— Εκτός εάν μας το έκρυψεν; απεκρίθη ο Τωμ. Θα ήτο παράδοξον τούτο,
είπεν ο Χάρρης. Αλλ' εάν θέλετε να εξετάσωμεν τα περίχωρα. Πιθανόν ο δυστυχής
αυτός να έχη ανάγκην συνδρομής, να στερήται των πάντων.
— Είναι περιττόν, κύριε Χάρρη, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Εάν ο Νεγορός
ηδυνήθη να έλθη έως εδώ, θα ηδυνήθη να υπάγη και πλέον μακράν. Είναι
άνθρωπος ο οποίος ηξεύρει να υπερνικά τας δυσκολίας.
— Όπως επιθυμείτε, απεκρίθη ο Χάρρης.
— Εμπρός, Δίγγε, σιώπα, προσέθηκε τραχέως ο Δικ Σανδ διά να παύση την ομιλίαν.
Η δευτέρα παρατήρησις η γενομένη παρά του δοκίμου εσχετίζετο προς τον ίππον του Αμερικανού.
Δεν εφαίνετο ούτος ότι «ωσφραίνετο τον σταύλον», ως πράττουσι τα ζώα του είδους του.
Δεν ερρόφα τον αέρα, δεν έσπευδε τα βήματά του, δεν διέστελλε τους ρώθωνάς του, δεν εξέφερε χρεμετισμούς μαρτυρούντας το τέλος της οδοιπορίας. Εάν τις τον παρετήρει καλώς, εφαίνετο επίσης αδιάφορος ή εάν η έπαυλις εις την οποίαν εν τούτοις είχε μεταβή πολλάκις και ην ώφειλε να γνωρίζη, ήτο εκατοστύας έτι μιλίων μακράν.
— Δεν είναι ίππος φθάνων εις το τέρμα της πορείας του, εσκέφθη ο νεαρός δόκιμος.
Και εν τούτοις, κατά τους λόγους του Χάρρη της προτεραίας, μόλις έμενον να διανυθώσιν εξ μίλια και εκ των έξ εκείνων μιλίων, κατά την πέμπτην ώραν της εσπέρας, τα τέσσαρα είχον βεβαίως διανυθή.
Εάν λοιπόν ο ίππος δεν ωσφραίνετο σταύλον, του οποίου βεβαίως θα είχε
μεγάλην ανάγκην, ουδέν ωσαύτως ανήγγελε την προσέγγισιν μεγάλου κτήματος,
οίον έπρεπε να είναι η έπαυλις του Αγίου Ευτυχούς.
Η κυρία Βέλδων, όσον και εάν ήτο αδιάφορος τότε προς παν άλλο ή το τέκνον της,
εξεπλάγη βλέπουσα έτι την χώραν τόσον έρημον. Πώς! μήτε είς ιθαγενής μήτε είς
των θεραπόντων της επαύλεως, εις τόσον μετρίαν απόστασιν; Μήπως ο Χάρρης
είχεν αποπλανηθή; Όχι! Απεδίωξε την ιδέαν ταύτην. Νέα βραδύτης θα ήτο ο
θάνατος του μικρού Ζακ.
Εν τούτοις ο Χάρρης ώδευε πάντοτε προς τα πρόσω! αλλ' εφαίνετο ερευνών τα
βάθη του δάσους και έβλεπε δεξιά και αριστερά, ως άνθρωπος όστις δεν είναι
βέβαιος περί εαυτού . . . ή περί της οδού.
Η κυρία Βέλδων έκλεισε τους οφθαλμούς ίνα μη τον βλέπη πλέον.
Μετά ευρείαν πεδιάδα ενός μιλίου, το δάσος, χωρίς να είναι τόσω πυκνόν όσω προς δυσμάς, ανεφανίσθη πάλιν, και η μικρά συνοδεία εβυθίσθη εκ νέου υπό τα μεγάλα δένδρα.
Κατά την έκτην ώραν της εσπέρας έφθασαν πλησίον πυκνώματός τινος, διά του οποίου εφαίνετο ότι προσφάτως είχε διέλθει αγέλη μεγάλων ζώων.
Ο Δικ Σανδ παρετήρησε λίαν προσεκτικώς περί εαυτόν.
Εις ύψος τι μη υπερβαίνον κατά πολύ το ανάστημα του ανθρώπου, οι κλάδοι ήσαν απεσπασμένοι ή συντετριμμένοι.
Συγχρόνως δε τα χόρτα, βιαίως αποχωρισθέντα, άφινον να φαίνωνται επί του έλώδους ολίγον εδάφους ίχνη βημάτων άτινα αδύνατον να ήσαν θωών ή κουγουάρων.
Ήσαν άρα γε άις ή άλλα βραδυπόρα ζώα, των οποίων οι πόδες απετυπώθησαν ούτως επί του εδάφους;
Αλλά πώς να εξηγηθή τότε η θραύσις των κλάδων εις τοσούτον ύψος;
Βεβαίως ελέφαντες θα ηδύναντο να αφήσωσι τοιαύτα ίχνη, να αποτυπώσωσι τοιαύτα ευρέα πατήματα, να ανοίξωσι τοιαύτην δίοδον εις την αδιαπέραστον λόχμην. Αλλά τοιούτοι ελέφαντες δεν ευρίσκονται εν Αμερική.
Τα υπερμεγέθη ταύτα παχύδερμα δεν είναι αυτόχθονα του Νέου Κόσμου, ουδέ
ενεκλιματίσθησάν ποτε εκεί.
Η εικασία λοιπόν ότι θα διέβησαν ελέφαντες, ήτο εντελώς απαράδεκτος.
Όπως δήποτε, ο Δικ Σανδ δεν κατέστησε γνωστάς τας σκέψεις του επί του ανεξηγήτου εκείνου γεγονότος. Ουδέ αυτόν τον Αμερικανόν ηρώτησε περί τούτου, διότι τι ηδύνατό τις να περιμένη παρ' ανθρώπου, όστις ηθέλησε να παραστήση τας καμηλοπαρδάλεις ως στρουθοκαμήλους;
Ο Χάρρης θα έδιδε και τότε εξήγησίν τινα κατά το μάλλον και ήττον φαντασιώδη, ήτις ουδόλως θα ηδύνατο να μεταβάλη την κατάστασιν.
Όπως δήποτε ο Δικ Σανδ εσχημάτισε την γνώμην του περί του Χάρρη. Εννόησεν ότι ήτο προδότης. Περίπτωσιν κατάλληλον μόνον περιέμενεν ίνα καταστήση καταφανή την ατιμίαν του και να δικαιολογηθή η γνώμη του, τα πάντα δε τω έλεγον ότι η περίπτωσις εκείνη προσήγγιζεν.
Αλλά τις ηδύνατο να είναι ο μυστικός σκοπός του Χάρρη; Ποίον μέλλον λοιπόν περιέμενε τους ναυαγούς του «Πίλγριμ»;
Ο Δικ Σανδ επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η ευθύνη του δεν έπαυσε μετά του ναυαγίου, ώφειλε, πλειότερον ή άλλοτε, να μεριμνήση περί της σωτηρίας εκείνων, οίτινες μετά το ναυάγιον έπεσαν επί της ακτής εκείνης. Την γυναίκα εκείνην, το νεαρόν εκείνο παιδίον, τους μαύρους εκείνους όλους τους εν δυστυχία συντρόφους του, αυτός μόνος ώφειλε να σώση.
Αλλ' εάν ηδύνατο να πράξη τι εντός του πλοίου, θα ηδύνατο να ενεργήση ως ναυτικός, ενταύθα όμως, εν τω μέσω των τρομερών δοκιμασιών τας οποίας διέβλεπε, ποίαν απόφασιν να σχηματίση;
Ο Δικ Σανδ δεν ηθέλησε να κλείση τους οφθαλμούς προ της φοβεράς πραγματικότητος, ην πάσα στιγμή καθίστα αδιαφιλονείκητον. Ο δεκαπενταετής πλοίαρχος του «Πίλγριμ», ανελάμβανε τα αυτά καθήκοντα και εις τας παρούσας περιστάσεις.
Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τι δυνάμενον να λυπήση την δυστυχή μητέρα πριν ή
έλθη η στιγμή της δράσεως.
Δεν είπε τι ουδέ όταν, φθάσας προ των οχθών ευρέος ρύακος, ότε προηγείτο της
μικράς συνοδείας κατά εκατόν βήματα, παρετήρησεν υπερμεγέθη ζώα ορμώντα
υπό τα υψηλά χόρτα.
— Ιπποπόταμοι! ιπποπόταμοι! έμελλε ν' αναφωνήση.
Τωόντι ήσαν εκ των παχυδέρμων εκείνων των εχόντων μεγάλην κεφαλήν, εξωγκωμένον ρύγχος, οδόντας εξερχομένους του στόματος κατά ένα πόδα, κνήμας βραχείας και των οποίων το άτριχον δέρμα έχει χρώμα πυρρόν. Ιπποπόταμοι εν Αμερική!
Εξηκολούθησαν να οδεύωσιν επί όλην την ημέραν, αλλ' επιπόνως.
Ο κάματος ήρχιζε να καταβάλη και τους ευρωστοτέρους. Αληθώς ήτο καιρός να φθάσωσιν, άλλως θα ηναγκάζοντο να σταματήσωσιν.
Η κυρία Βέλδων, αποκλειστικώς ενασχολουμένη εις τον μικρόν της Ζακ, δεν ησθάνετο ίσως τον κάματον, αλλ' αι δυνάμεις αυτής ήσαν εξηντλημέναι. Άπαντες, κατά το μάλλον και ήττον, είχον καταβληθή. Ο Δικ Σανδ ανθίστατο δι' υπερτάτης ηθικής ενεργείας, πηγαζούσης εκ του αισθήματος του καθήκοντος.
Περί την τετάρτην ώραν της εσπέρας ο γέρων Τωμ εύρεν εις τα χόρτα
αντικείμενόν τι, όπερ είλκυσε την προσοχήν του.
Ήτο όπλον, είδος τι μαχαιρίου ιδιαιτέρου σχήματος, εσχηματισμένου εκ πλατείας
κεκυρτωμένης λεπίδος μετά χειρίδος εκ τετραγώνου ελεφαντοστού βαναύσως
πεποικιλμένου.
Ο Τωμ έφερε την μάχαιραν εκείνην εις τον Δικ Σανδ, όστις την έλαβε, την
εξήτασε και επί τέλους την έδειξεν εις τον Αμερικανόν λέγων.
— Βεβαίως οι ιθαγενείς δεν είναι μακράν.
— Πράγματι, απεκρίθη ο Χάρρης, και εν τούτοις . . .
— Εν τούτοις; . . . επανέλαβεν ο Δικ Σανδ παρατηρών τον Χάρρην εις τους οφθαλμούς.
— Έπρεπε να ήμεθα πολύ πλησίον της επαύλεως, επανέλαβεν ο Χάρρης διστάζων, και δεν αναγνωρίζω.
— Μήπως παρεπλανήθητε; ηρώτησε ζωηρώς ο Δικ Σανδ.
— Παρεπλανήθην . . . όχι. Η έπαυλις δεν είναι δυνατόν να απέχη
περισσότερον των τριών μιλίων. Αλλ' ηθέλησα να λάβω την συντομωτέραν οδόν
διά του δάσους, και ίσως είχον άδικον.
— Ίσως, απήντησεν ο Δικ Σανδ.
— Νομίζω ότι θα πράξω καλώς να προπορευθώ, είπεν ο Χάρρης.
— Όχι, κύριε Χάρρη, μη χωρισθώμεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ επιτακτικώς.
— Όπως θέλετε, είπεν ο Αμερικανός. Αλλά την νύκτα θα με είναι δύσκολον να σας οδηγήσω.
Μη φροντίζετε περί τούτου, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Θα σταματήσωμεν. Η κυρία Βέλδων θα συγκατατεθή να διέλθη μίαν τελευταίαν νύκτα υπό τα δένδρα, και αύριον, όταν εξημερώση καλά, θα αρχίσωμεν πάλιν να οδοιπορώμεν. Δύο ή τρία μίλια έτι δύνανται να διανυθώσιν εις μίαν ώραν.
— Έστω, είπεν ο Χάρρης.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος εξέφερε μανιώδεις υλακάς.
— Εδώ, Δίγγε, εδώ! έκραξεν ο Δικ Σανδ. Ηξεύρεις καλώς ότι δεν είναι κανείς, και ότι ευρισκόμεθα εις την έρημον.
Απεφασίσθη λοιπόν ο τελευταίος εκείνος σταθμός. Η κυρία Βέλδων άφησε τους μετ' αυτής να πράξωσι κατά την αρέσκειάν των, χωρίς ούτε λέξιν να προφέρη. Ο μικρός της Ζακ, καταβληθείς υπό του πυρετού, ανεπαύετο εις τας αγκάλας της.
Ανεζήτησαν την καταλληλοτέραν θέσιν, όπως διέλθωσι την νύκτα.
Ο Δικ Σανδ εσκέφθη καλόν να κατακλιθώσι κάτωθεν ευρέος συμπλέγματος δένδρων, αλλ' ο γέρων Θωμάς όστις ενησχολείτο μετ' αυτού εις τας προετοιμασίας εκείνας, τον εσταμάτησεν αίφνης ανακράζων.
— Κύριε Δικ! Ιδέτε! Ιδέτε!
— Τι είναι, γηραιέ μου Θωμά; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ μετ' ηρεμίας ανθρώπου περιμένοντος τα πάντα.
— Εκεί . . . εκεί . . . . είπεν ο Τωμ . . . . υπό τα δένδρα εκείνα . . . κηλίδες αίματος! . . . Και κατά γης . . . μέλη ηκρωτηριασμένα! . . .
Ο Δικ Σανδ ώρμησε προς το μέρος όπερ εδείκνυεν ο γέρων Τωμ. Είτα, επιστρέψας προς αυτόν.
— Σιώπα, Τωμ, σιώπα, είπε . .
Τωόντι υπήρχον εκεί, επί του εδάφους, χείρες κεκομμέναι, και πλησίον των ανθρωπίνων τούτων λειψάνων δίκρανα τινά τεθραυσμένα και άλυσις συντετριμμένη.
Ευτυχώς η κυρία Βέλδων ουδέν είδεν εκ του φρικώδους εκείνου θεάματος.
Ο Χάρρης έμενε κατά μέρος, και εάν τις τον παρετήρει κατ' εκείνην την στιγμήν θα
εξεπλήσσετο διά την επελθούσαν εις αυτόν αλλοίωσιν. Η μορφή αυτού είχε τι το
θηριώδες.
Ο Δίγγος ήλθε και αυτός πλησίον του Δικ Σανδ, και ενώπιον των αιματοφύρτων εκείνων μελών υλάκτει λυσσωδώς.
Ο δόκιμος πολύν κόπον κατέβαλεν όπως τον αποδιώξη.
Εν τούτοις ο γέρων Τωμ, εις την θέαν των δικράνων εκείνων και της συντετριμμένης εκείνης αλύσεως, έμενεν ακίνητος, ως ει οι πόδες του ερριζώθησαν εν τω εδάφει. Με οφθαλμούς υπερμέτρως ανοικτούς, με χείρας συνεσφιγμένας, παρετήρει, ψιθυρίζων τας ασυναρτήτους ταύτας λέξεις.
— Είδον . . . είδον . . . αυτά τα δίκρανα . . . πολύ μικρός . . . είδον! . . .
— Σιώπα, Τωμ, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ. Χάριν της κυρίας Βέλδων, χάριν όλων ημών, σιώπα.
Και ο δόκιμος παρέσυρεν εκείθεν τον γέροντα μαύρον.
Έτερον μέρος σταθμεύσεως εξελέχθη, ολίγον απωτέρω, και τα πάντα διετέθησαν διά την νύκτα.
Το δείπνον ητοιμάσθη, αλλά μόλις το ήγγισαν. Ο κάματος ήτο υπέρτερος της
πείνης. Πάντες διετέλουν υπό την εντύπωσιν απεριγράπτου ανησυχίας
προσεγγιζούσης εις τον τρόμον.
Το σκότος επήλθε μικρόν κατά μικρόν. Μετ' ολίγον εγένετο βαθύ. Ο ουρανός ήτο
κεκαλυμμένος υπό μεγάλων θυελλωδών νεφών. Μεταξύ των δένδρων, προς τον
δυτικόν ορίζοντα, εφαίνετο ανάπτουσαι αστραπαί τινες θερμότητος. Πεσόντος του
ανέμου, ουδέν φύλλον εσείετο εις τα δένδρα. Εντελής σιωπή διεδέχετο τους
θορύβους της ημέρας, και ηδύνατό τις να πιστεύση ότι η βαρεία ατμόσφαιρα,
κορεσθείσα ηλεκτρισμού, καθίστατο ακατάλληλος προς μετάδοσιν των ήχων.
Ο Δικ Σανδ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος ηγρύπνουν ομού. Προσεπάθουν να ίδωσι, ν' ακούσωσιν, εν τη βαθεία εκείνη σκοτία, μήπως φως τι οίον δήποτε ή θόρυβός τις ύποπτος θα προσέβαλλε τους οφθαλμούς ή τα ώτα αυτών. Αλλ' ουδέν ετάραττε την ησυχίαν ή την σκοτίαν του δάσους.
Ο Τωμ, ουχί κοιμώμενος, αλλά βεβυθισμένος εις σκέψεις, την κεφαλήν έχων κεκλιμένην, έμενεν ακίνητος, ωσεί προσβληθείς υπό αιφνιδίου τινός κτυπήματος.
Η κυρία Βέλδων ελίκνιζε το τέκνον της εις τας αγκάλας της και αυτό μόνον εσκέπτετο. Μόνος ο εξάδελφος Βενέδικτος εκοιμάτο ίσως, καθότι αυτός μόνος δεν υφίστατο την κοινήν εντύπωσιν. Η δύναμις του προαισθάνεσθαι δεν ήτο ανεπτυγμένη εν αυτώ.
Αίφνης, περί την ενδεκάτην ώραν, ηκούσθη παρατεταμένος και βαρύς βρυχηθμός, αναμεμιγμένος μετά τινος οξυτέρου φρυαγμού.
Ο Τωμ ανεπήδησεν όρθιος και έτεινε την χείρα προς πυκνήν τινα λόχμην απέχουσαν το πολύ έν μίλιον.
Ο Δικ Σανδ έδραξε τον βραχίονά του, αλλά δεν ηδυνήθη να εμποδίση τον Τωμ να κράξη μεγάλη τη φωνή.
— Ο λέων! ο λέων!
Τον βρυχηθμόν εκείνον, τον οποίον πολλάκις είχεν ακούσει κατά την παιδικήν του ηλικίαν, ο γέρων μαύρος τον ανεγνώρισεν
— Ο λέων! επανέλαβεν.
Ο Δικ Σανδ, αδυνατών να συγκρατήση εαυτόν περισσότερον, ώρμησε με την μάχαιραν εις την χείρα προς το μέρος όπου ήτο ο Χάρρης.
Αλλ' ο Χάρρης δεν ήτο πλέον εκεί, μετ' αυτού δε εγένετο άφαντος και ο ίππος του.
Είδος τι αναστατώσεως εγένετο εις το πνεύμα του Δικ Σανδ . . Δεν ήτο εις το μέρος όπου ενόμιζεν ότι ήτο.
Λοιπόν το Πίλγριμ δεν έπεσεν επί της αμερικανικής ακτής. Η νήσος της οποίας ο δόκιμος είχε καθορίσει την θέσιν εν τη θαλάσση δεν ήτο του Πάσχα, αλλά άλλη τις νήσος, κειμένη ακριβώς προς δυσμάς της ηπείρου τούτης, ως η νήσος του Πάσχα κείται προς δυσμάς, της Αμερικής.
Η πυξίς τον είχεν απατήσει επί διάστημά τι του ταξειδίου, και γνωρίζομεν διατί. Παρασυρθείς υπό της τρικυμίας εις σφαλεράν διεύθυνσιν, θα παρέκαμψε το ακρωτήριον Χορν, και από του Ειρηνικού Ωκεανού μετέβη εις τον Ατλαντικόν! Η ταχύτης του πλοίου του, την οποίαν ατελώς μόνον ηδύνατο να υπολογίζη, είχε διαπλασιασθή εν αγνοία του ως εκ της δυνάμεως του ανέμου.
Ιδού διατί τα δένδρα του καουτσού, αι κιγκίνοι, τα προϊόντα της Νοτίου Αμερικής έλειπον εκ της χώρας ταύτης, ήτις δεν ήτο μήτε το οροπέδιον της Ατακάμας, μήτε η βολιβιανή πάμπα.
Ναι, καμηλοπαρδάλεις και ουχί στρουθουκάμηλοι έφυγον εκ του αδένδρου μέρους. Ελέφαντες είχον διέλθει την πυκνήν λόχμην. Ιπποπόταμοι ήσαν εκείνοι των οποίων ο Δικ Σανδ είχε διαταράξει την ησυχίαν υπό τα υψηλά χόρτα. Το δίπτερον το οποίον συνέλαβεν ο Βενέδικτος ήτο το τσετσέ, το φοβερόν εκείνο τσετσέ, του οποίου τα νύγματα θανατώνουσι τα ζώα των συνοδειών.
Τέλος ο ακουσθείς βρυχηθμός εν τω δάσει ήτο βρυχηθμός λέοντος. Και τα
δίκρανα εκείνα, αι αλύσεις εκείναι, η παραδόξου σχήματος εκείνη μάχαιρα, ήσαν
τα εργαλεία του δουλεμπόρου. Αι ηκρωτηριασμέναι χείρες ήσαν χείρες
αιχμαλώτων.
Ο Πορτογάλος Νεγορός και ο Αμερικανός Χάρρης ήσαν συνεννοημένοι.
Και αι τρομεραί αύται λέξεις, αι μαντευθείσαι υπό του Δικ Σανδ, διέφυγον τα χείλη του.
Η Αφρική! Η ισημερινή Αφρική! Η Αφρική των δουλεμπόρων και των δούλων!
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ.
Η ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΕΙΑ
Η σωματεμπορεία! Ουδείς αγνοεί την έννοιαν της λέξεως ταύτης, ήτις ουδέποτε
έπρεπε να εύρη την θέσιν εν τη ανθρωπίνη γλώσση. Το αποτρόπαιον τούτο
εμπόριον, επί πολύν χρόνον διαπραττόμενον προς όφελος των ευρωπαϊκών εθνών
των κεκτημένων υπερωκεανείους αποικίας, απηγορεύθη προ πολλών ήδη ετών. Εν
τούτοις ενεργείται πάντοτε επί μεγάλης κλίμακος, και κυρίως εν τη κεντρική
Αφρική. Εν μεσούντι δεκάτω εννάτω αιώνι, η υπογραφή Κρατών τινων εκ των
λεγομένων χριστιανικών, λείπει εκ της καταργούσης την δουλείαν συνθήκης.
Ηδύνατό τις να πιστεύση ότι η σωματεμπορεία δεν ενεργείται πλέον, ότι η αγοραπωλησία ανθρωπίνων πλασμάτων έπαυσεν! Αλλά δεν συμβαίνει ούτω, και τούτο πρέπει να γινώσκη ο αναγνώστης, εάν θέλη να αισθανθή μείζον ενδιαφέρον εις το δεύτερον μέρος της ιστορίας ταύτης.
Πρέπει να μάθη τι είναι και νυν τα ανθρωποκυνήγια ταύτα, άτινα απειλούσι να εξερημώσωσιν ολόκληρον ήπειρον χάριν της συντηρήσεως αποικιών τινων, πού και πώς εκτελούνται αι βάρβαροι αύται αρπαγαί, πόσον αίμα στοιχίζουσι, πόσας προκαλούσι πυρκαϊάς και λεηλασίας, τέλος προς όφελος τίνων γίνονται.
Κατά την ΙΕ' εκατονταετηρίδα βλέπομεν διά πρώτην φοράν εξασκουμένην την σωματεμπορείαν των μαύρων και ιδού υπό τίνας περιστάσεις έλαβε την αρχήν της.
Οι Μουσουλμάνοι, αφού εδιώχθησαν εκ της Ισπανίας, κατέφυγον πέραν του στενού επί της αφρικανικής ακτής. Οι Πορτογάλλοι, οίτινες κατείχον τότε τα παράλια εκείνα μέρη, κατεδίωξαν αυτούς λυσσωδώς. Αριθμός τις φυγάδων εκείνων ηχμαλωτίσθη και μετεφέρθη εις Πορτογαλλίαν. Περιελθόντες ούτοι εις δουλείαν, απετέλεσαν τον πρώτον πυρήνα αφρικανικών δούλων, όστις εσχηματίσθη εν τη δυτική Ευρώπη από της χριστιανικής εποχής.
Αλλ οι Μουσουλμάνοι εκείνοι ανήκον κατά το πλείστον εις πλουσίας οικογενείας, αίτινες ηθέλησαν να τους εξαγοράσωσιν αντί μεγάλης τιμής. Οι Πορτογάλοι ηρνήθησαν να δεχθώσι λύτρα, καθότι δεν είχον ανάγκην χρημάτων. Εκείνο όπερ εχρειάζοντο ήτο βραχίονες απαραίτητοι εις την εργασίαν των αρτισυστάτων αποικιών, και συντόμως ειπείν βραχίονες δούλων.
Τότε αι μουσουλμανικαί οικογένειαι, μη δυνάμεναι να εξαγοράσωσι τους
αιχμαλώτους συγγενείς των, προσέφερον να τους ανταλλάξωσι διά μεγαλειτέρου
αριθμού αφρικανών μαύρων, τους οποίους ευκόλως ηδύναντο να συλλάβωσιν. Η
προσφορά εγένετο δεκτή υπό των Πορτογάλων, οίτινες εύρισκον ωφέλειαν εις την
τοιαύτην ανταλλαγήν, και τοιουτοτρόπως η σωματεμπορία εγκαθιδρύθη εν
Ευρώπη.
Περί τα τέλη της ΙΣΤ' εκατονταετηρίδος η μυσαρά αύτη εμπορεία είχε γίνει γενικώς
αποδεκτή, και τα εισέτι βάρβαρα ήθη δεν απετροπιάζοντο αυτήν. Πάντα τα κράτη
επροστάτευον αυτήν διά να κατορθώσωσι ταχύτερον και ασφαλέστερον να
αποικίσωσι τας Νήσους του Νέου Κόσμου. Τωόντι οι αιθιοπικής καταγωγής δούλοι
ηδύναντο ν' ανθέξωσιν εκεί ένθα οι λευκοί, μη εξοικειωμένοι μετά του κλίματος και
αδυνατούντες εισέτι να υποφέρωσι την θερμότητα των τροπικών χωρών, θα
απέθνησκον κατά χιλιάδας. Η μεταφορά των μαύρων εις τας αποικίας της Αμερικής
εγίνετο λοιπόν τακτικώς δι' ειδικών πλοίων, και ο κλάδος ούτος του
υπερωκεανείου εμπορίου επέφερε την σύστασιν σπουδαίων γραφείων εις
διάφορα μέρη της αφρικανικής ακτής. Το «εμπόρευμα» ήτο εφθηνόν εν τω τόπω
της παραγωγής και τα κέρδη ήσαν μεγάλα.
Αλλ' όσον και αν ήτο αναγκαία υπό όλας τας επόψεις η ίδρυσις υπερθαλασσίων αποικιών, δεν ηδύνατο να δικαιολογήση τας αγοράς ταύτας ανθρωπινής σαρκός. Γενναίοι φωναί ηκούσθησαν μετ' ολίγον, αίτινες διεμαρτυρήθησαν κατά της εμπορείας των μαύρων και εζήτησαν παρά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να ψηφίσωσι την κατάργησιν αυτής εν ονόματι των αρχών της φιλανθρωπίας.
Τω 1751, οι Κουάκεροι ετέθησαν επικεφαλής της καταργητικής εξεγέρσεως εν αυτώ τω κέντρω της βορείου εκείνης Αμερικής, ένθα μετά εκατόν έτη έμελλε να εκραγή ο εμφύλιος πόλεμος, εις ον ουδόλως ήτο ξένον το ζήτημα τούτο της δουλείας.
Διάφορα κράτη της βορείου Αμερικής, η Βιργινία, η Κοννεκτικούτη, η Μασαχουσέτη, η Πενσιλβανία εψήφισαν την κατάργησιν της σωματεμπορείας και απηλευθέρωσαν τους διά μεγάλων δαπανών μεταφερθέντας εις τας γαίας των δούλους.
Αλλ' η εκστρατεία, αρξαμένη από των Κουακέρων, δεν περιωρίσθη εις τας βορείους επαρχίας του Νέου Κόσμου. Οι δουλοκάτοχοι προσεβλήθησαν ζωηρώς μέχρι και πέραν του Ατλαντικού.
Η Γαλλία και η Αγγλία, μάλλον ιδιαιτέρως, εστρατολόγησαν οπαδούς υπέρ της δικαίας ταύτης υποθέσεως:
«Ας χαθώσι μάλλον αι αποικίαι ή μία αρχή!» τοιούτον υπήρξε το γενναίον σύνθημα, όπερ αντήχησεν εν όλω τω παλαιώ κόσμω, και μεθ' όλα τα εις το ζήτημα περιπεπλεγμένα πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα, το σύνθημα εκείνο μετεδόθη αποτελεσματικώς εις όλην την Ευρώπην.
Η ώθησις είχε δοθή. Τω 1807, η Αγγλία κατήργησε την σωματεμπορείαν εις τας αποικίας αυτής και τω 1814 ηκολούθησε το παράδειγμα αυτής και η Γαλλία.
Τα δύο ισχυρά έθνη αντήλαξαν επί του αντικειμένου τούτου συνθήκην, ην επεκύρωσεν ο Ναπολέων κατά την εποχήν των Εκατών Ημερών.
Εν τούτοις μέχρι της εποχής εκείνης έτι, ουδέν άλλο ήτο ειμή διακήρυξις καθαρώς θεωριτική. Τα μεταγωγικά των δουλεμπόρων πλοία δεν έπαυον να κενώσι τα «εβένινα φορτία των» εις τους αποικιακούς λιμένας.
Εδέησε λοιπόν να ληφθώσι πρακτικώτερα μέτρα, όπως τεθή τέρμα εις το εμπόριον τούτο. Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι τω 1820 εκήρυξαν την σωματεμπορείαν ως πειρατείαν, ως πειράτας δε τους εξασκούντας αυτήν. Ως τοιούτοι διέτρεχον την ποινήν του θανάτου, και κατεδιώκοντο αμειλίκτως. Η Γαλλία προσεχώρησεν αμέσως εις την νέαν ταύτην συνθήκην.
Αλλ' αι πολιτείαι της νοτίας Αμερικής, αι Ισπανικαί και αι πορτογαλικαί αποικίαι δεν ανεμίχθησαν εις την συνθήκην της καταργήσεως και η εξαγωγή των μαύρων εξηκολούθησε προς όφελός των, μεθ' όλων το γενικώς αναγνωρισθέν δικαίωμα επισκέψεως, όπερ περιωρίζετο εις την επαλήθευσιν της σημαίας των υπόπτων πλοίων.
Εν τούτοις ο νέος περί κατεργήσεως νόμος δεν έσχε δύναμιν αναδρομικήν. Ναι μεν δεν εγίνοντο νέοι δούλοι, αλλ' οι αρχαίοι δεν ανέκτησαν εισέτι την ελευθερίαν των.
Εν ταις περιστάσεσιν ταύταις η Αγγλία έδωκε το παράδειγμα. Τη 14 Μαΐου 1833, γενική διακήρυξις απηλευθέρωσεν όλους τους μαύρους των αποικιών της Μεγάλης Βρετανίας, και κατ' Αύγουστον του 1838 εξακόσιαι εβδομήκοντα χιλιάδες δούλοι εκηρύχθησαν ελεύθεροι.
Μετά δέκα έτη, τω 1818, η δημοκρατία απηλευθέρου τους δούλους των Γαλλικών αποικιών, ήτοι διακοσίας εξήκοντα χιλιάδες μαύρων.
Τω 1850, ο εκραγείς μεταξύ των ανθενωτικών και των ομοσπονδιακών πόλεμος, συμπληρών το της απελευθερώσεως έργον, επεξέτεινεν αυτό καθ' όλην την Βόρειον Αμερικήν.
Αι τρεις λοιπόν μεγάλαι δυνάμεις είχον εκπληρώσει το φιλάνθρωπον τούτο έργον. Ταύτην την στιγμήν, η σωματεμπορεία δεν εξασκείται πλέον ειμή προς όφελος των ισπανικών ή πορτογαλικών αποικιών, και χάριν των αναγκών των πληθυσμών της Ανατολής, τουρκικών ή αραβικών. Η Βραζιλία, εάν δεν απέδωκεν εισέτι την ελευθερίαν εις τους αρχαίους αυτής δούλους, τουλάχιστον δεν δέχεται πλέον νέους, και τα τέκνα των μαύρων γεννώνται εκεί ελεύθερα.
Εις τα ενδότερα της Αφρικής, ένεκα των αιματηρών εκείνων πολέμων τους οποίους οι αφρικανοί αρχηγοί διεξάγουσι προς αλλήλους χάριν του ανθρωποκυνηγίου τούτου, φυλαί ολόκληραι περιήλθον εις κατάστασιν δουλείας. Δύο αντίθετοι διευθύνσεις εδόθησαν τότε εις τας συνοδείας, η μεν προς δυσμάς, προς την πορτογαλικήν αποικίαν της Αγγόλας, η δε προς ανατολάς, προς την Μοζαμβίκην. Εκ των δυστυχών εκείνων πλασμάτων, των οποίων ελάχιστον μόνον μέρος φθάνει εις τον προς ον όρον, άλλα μεν αποστέλλοντο είτε εις Κούβαν, είτε εις Μαδαγασκάρην, άλλα δε εις τας αραβικάς ή τουρκικάς επαρχίας της Ασίας, εις την Μέκκαν ή εις την Μασκάτην. Τα αγγλικά και τα γαλλικά καταδρομικά δεν δύνανται ειμή εν ασθενεστέρω μέτρω να παρακωλύσωσι το εμπόριον τούτο, τοσούτον δυσχερής είναι η αποτελεσματική επιτήρησις των απεράντων εκείνων παραλίων.
Αλλ' είναι άρα γε εισέτι μέγας ο αριθμός των μυσαρών τούτων εξαγωγών;
Ναι! Υπολογίζεται ότι ογδοήκοντα χιλιάδες δούλοι φθάνουσιν εις το παράλιον, και ο αριθμός ούτος, ως φαίνεται δεν παριστά ειμή το δέκατον των φονευομένων ιθαγενών.
Μετά τας φρικώδεις ταύτας σφαγάς, οι λεηλατηθέντες αγροί μένουσιν έρημοι, αι πυρποληθείσαι κώμαι μένουσαι κεναί κατοίκων, οι ποταμοί κυλίουσι πτώματα, τα άγρια θηρία νέμονται την χώραν. Ο Λίβιγγστων, την επιούσαν των ανθρωποκυνηγίων τούτων, δεν ανεγνώριζε πλέον τας επαρχίας τας οποίας είχεν επισκεφθή πρό τινων μηνών.
Τα αυτά λέγουσι και πάντες οι άλλοι περιηγηταί, ο Γραντ, ο Σπέκε, ο Βούρτων, ο Καμερών, ο Στάνλεϋ, περί του δασώδους εκείνου οροπεδίου της κεντρικής Αφρικής, κυρίου θεάτρου των προς αλλήλους πολέμων των αρχηγών.
Εν τη ζώνη των μεγάλων λιμνών, επί όλης της ευρείας εκείνης χώρας ήτις τροφοδοτεί την αγοράν της Ζανζιβάρης, εν τω Βορνού και Φεζάν νοτιώτερον, επί των οχθών του Νυάσα και του Ζαμβέση δυτικώτερον, εν τοις διαμερίσμασι του άνω Ζαΐρου, το όποια διήλθε προ ολίγου ο τολμηρός Στάνλεϋ, το αυτό θέαμα, καταστροφαί, σφαγαί, ερημώσεις.
Δεν θα τελειώση λοιπόν η αιχμαλωσία εν τη Αφρική ειμή μετά της εξαφανίσεως της μελαίνης φυλής, και θα πάθη αύτη ό,τι έπαθεν η αυστραλιακή φυλή εν τη Νέα Ολλανδία!
Αλλ' η αγορά των ισπανικών και των πορτογαλλικών αποικιών θα κλείση ημέραν τινά, ο ποταμός ούτος θα στειρεύση· πεπολιτισμένοι λαοί δεν δύνανται πλέον ν' ανέχωνται την σωματεμπορείαν!
Ναι, βεβαίως, και το έτος τούτο μάλιστα, 1878, πρέπει να ίδη την απελευθέρωσιν όλων των κατεχομένων εισέτι υπό των χριστιανικών κρατών δούλων.
Εν τούτοις επί πολλά εισέτι έτη, τα μουσουλμανικά έθνη θα διατηρώσι το εμπόριον τούτο το εξερημούν την αφρικανικήν ήπειρον.
Τωόντι προς αυτά διευθύνεται η σπουδαιοτέρα μετανάστευσις μαύρων, αφού ο αριθμός των ιθαγενών των αποσπωμένων εκ των επαρχιών των και διευθυνομένων προς την ανατολικήν ακτήν, υπερβαίνει κατ' έτος τας τεσσαράκοντα χιλιάδας.
Πολύ προ της εκστρατείας εις Αίγυπτον, οι μαύροι του Σεναάρ επωλούντο κατά χιλιάδας εις τους μαύρους του Δαρφούρ, και τανάπαλιν.
Ο στρατηγός Βοναπάρτης ηδυνήθη μάλιστα ν' αγοράση μέγαν αριθμόν εκ των μαύρων τούτων, τους οποίους διωργάνωσεν ως στρατιώτας κατά τον τρόπον των μαμελούκων.
Έκτοτε, κατά την εκατοενταετηρίδα ταύτην της οποίας διέρρευσαν ήδη τα τέσσαρα πέμπτα, το εμπόριον των δούλων δεν ηλαττώθη εν Αφρική. Εξ εναντίας.
Και τωόντι, ο ισλαμισμός είναι εύνους προς την σωματεμπορείαν. Εδέησεν όπως ο μαύρος δούλος αντικαταστήση εν ταις μουσουλμανικαίς επαρχίαις τον άλλοτε λευκόν δούλον. Τούτου ένεκα οι πάσης προελεύσεως δουλέμποροι εξασκούσιν εν εκτάσει την αποτρόπαιον ταύτην συναλλαγήν και συμπληρούσι τας φυλάς ταύτας, αίτινες σβένυνται και θα εξαφανισθώσιν ημέραν τινά, επειδή δεν αναγεννώνται εκ της εργασίας. Οι δούλοι ούτοι, ως και κατά την εποχήν του Βοναπάρτου, γίνονται πολλάκις στρατιώται. Παρά τισι λαοίς του άνω Νίγειρος, απαρτίζουσι κατά το ήμισυ τους στρατούς των αφρικανών ηγεμόνων. Υπό τας συνθήκας ταύτας, η τύχη αυτών δεν είναι επαισθητώς κατωτέρα της των ελευθέρων ανδρών.
Άλλως τε δε όταν ο δούλος δεν είναι στρατιώτης, είναι νόμισμα όπερ κυκλοφορεί και εν αυτή τη Αιγύπτω και εν τω Βορνού, αξιωματικοί δε και υπάλληλοι πληρώνονται διά του νομίσματος τούτου. Ο Γουλιέλμος Λεζάν το είδε και το είπε.
Τοιαύτη λοιπόν η παρούσα κατάστασις της σωματεμπορείας.
Πρέπει άρα γε να προσθέσωμεν ότι πολλοί πράκτορες των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν αισχύνονται να δεικνύωσι προς το εμπόριον τούτο λυπηράν επιείκειαν; Εν τούτοις ουδέν αληθέστερον, και ενώ τα καταδρομικά επιτηρούσι τας ακτάς του Ατλαντικού και του Ινδικού ωκεανού, η συναλλαγή εκτελείται κανονικώς εν τω εσωτερικώ, αι συνοδείαι οδεύουσιν υπό τα όμματα υπαλλήλων τινών, αι σφαγαί καθ' ας δέκα μαύροι απόλλυνται, όπως προμηθεύσωσιν ένα δούλον εκτελούνται καθ' ωρισμένας εποχάς!
Ούτω δύναταί τις τώρα να εννοήση ποίαν τρομεράν σημασίαν ενείχον αι λέξεις ας επρόφερεν ο Δικ Σανδ:
— Η Αφρική! η τροπική Αφρική! Η Αφρική των δουλεμπόρων και των δούλων!
Δεν ηπατάτο. Ήτο η Αφρική μεθ' όλων αυτής των κινδύνων διά τους συντρόφους του και δι' αυτόν.
Αλλ' εις ποίον μέρος της αφρικανικής ηπείρου ανεξήγητον πεπρωμένον τον ηνάγκασε να ριφθή; Προδήλως εις την δυτικήν ακτήν, και επιβαρυντική περίπτωσις, ο νέος δόκιμος ώφειλε να σκεφθή ότι το «Πίλγριμ» εξώκειλεν ακριβώς επί της παραλίας της Αγγόλας, ένθα αφικνούνται αι συνοδείαι αι υπηρετούσαι όλον εκείνο το μέρος της Αφρικής.
Εκεί ήτο τωόντι. Ήτο η χώρα εκείνη ην ο Καμερών προς νότον και ο Στάνλεϋ προς άρκτον έμελλον να διέλθωσι μετά τινα έτη μετά πολλού κινδύνου. Εκ της ευρυτάτης εκείνης γης, ήτις απαρτίζεται εκ τριών επαρχιών, της Βενεγουέλας, του Κόγγου και της Αγγόλας, τότε μόνον η παραλία ήτο γνωστή. Εκτείνεται δε αύτη από της Νούρσης μεσημβρινώς μέχρι του Ζαΐρου αρκτικώς, και δύο πόλεις σχηματίζουσιν εκεί δύο λιμένας, η Βενεγουέλα και ο Άγιος Παύλος της Λοάνδας, προτεύουσα της αποικίας, ήτις ανήκει εις την Πορτογαλίαν.
Εις τα ενδότερα, η χώρα ήτο τότε σχεδόν άγνωστος. Ολίγιστοι περιηγηταί ετόλμησαν να ριψοκινδυνεύσωσιν εις αυτήν.
Κλίμα λοιμώδες, γαίαι θερμαί και υγραί γεννώσαι πυρετούς, ιθαγενείς βάρβαροι ών τινες είναι εισέτι ανθρωποφάγοι, ο αδιάκοπος πόλεμος μεταξύ των φυλών, η δυσπιστία των δουλεμπόρων προς πάντα ξένον θέλοντα να εισδύση εις τα μυστικά του ατίμου εμπορίου των, τοιαύται αι δυσχέρειαι ας οφείλει τις να υπερπηδήση, τοιούτοι οι κίνδυνοι τους οποίους οφείλει να κατανικήση εν τη επαρχία ταύτη της Αγγόλας, μια των πλέον επικινδύνων της ισημερινής Αφρικής.
Ο Τούκεϋ, τω 1876, είχεν αναπλεύσει τον Κόγγον μέχρι πέραν των καταρακτών του Υελλάλα, αλλ' επί περιφερείας διακοσίων μόλις μιλίων.
Η μικρά αύτη εκδρομή δεν ηδύνατο να παράσχη σπουδαίαν γνώσιν της χώρας, και εν τούτοις επέφερε τον θάνατον των πλείστων επιστημόνων και αξιωματικών, των αποτελούντων την αποστολήν.
Μετά τριάκοντα και επτά έτη ο δόκτωρ Λίβιγγστων επροχώρησεν από του ευέλπιδος ακρωτηρίου μέχρι του άνω Ζαμβέση.
Εκείθεν, κατά μήνα Νοέμβριον του 1853, μετά τόλμης απαραδειγματίστου διέσχισε την Αφρικήν από νότου προς τα βορειοδυτικά, υπερέβη τον Κοάγγον, ένα των ομόρρων του Κόγγου, και έφθασε την 31 Μαΐου 1854 εις Άγιον Παύλον της Λοάνδας.
Τότε εγένετο η πρώτη είσοδος εν τω αγνώστω της μεγάλης πορτογαλικής αποικίας.
Μετά δεκαοκτώ έτη, δύο τολμηροί εξερευνηταί έμελλον να διέλθωσι την Αφρικήν απ' ανατολών προς δυσμάς και να εξέλθωσι, ο μεν προς νότον, ο δε προς βορράν της Αγγόλας, διατρέχοντες ανηκούστους δυσχερείας.
Ο πρώτος χρονολογικώς είναι ο υποπλοίαρχος του αγγλικού ναυτικού Βέρνεϋ Χόβετ Καμερών. Τω 1872 είχον λόγους να πιστεύωσιν ότι η εκστρατεία του Αμερικανού Στάνλεϋ, εκπεμφθείσα προς αναζήτησιν του Λιβιγγστώνος εν τη χώρα των μεγάλων λιμνών, είχε τα μέγιστα διακινδυνεύσει.
Ο υποπλοίαρχος Καμερών προσεφέρθη να ανακαλύψη τα ίχνη αυτού. Η προσφορά εγένετο δεκτή. Ο Καμερών, συνοδευόμενος υπό του ιατρού Διλλών, του υποπλοιάρχου Κεκιλίου Μούρφη και του Ροβέρτου Μόφατ, ανεψιού του Λιβιγγστώνος, ανεχώρησεν εκ Ζανζιβάρης.
Αφού διήλθε το Ούγογον, συνήντησε το σώμα του Λιβιγγστώνος όπερ οι πιστοί
αυτού υπηρέται επανέφερον εις την ανατολικήν ακτήν. Εξακολουθών τότε την προς
δυσμάς πορείαν του μετά της ακλονήτου θελήσεως να μεταβή από της μιας
παραλίας εις την άλλην, διήλθε την Ουνυανυεμβέ, την Ουγούνδαν, την Ταχουλέ
ένθα συνέλεξε τα έγγραφα του μεγάλου περιηγητού, και υπερέβη την Ταγκανίκαν,
τα όρη του Βαμβαρέ, τον Λουαλάβαν του οποίου δεν ηδυνήθη να καταπλεύση το
ρεύμα. Αφού δε επεσκέφθη όλας εκείνας τας υπό του πολέμου καταστραφείσας
και υπό της σωματεμπορείας ερημωθείσας επαρχίας, την Κιλέμβαν, την Ουρούαν,
τας πηγάς του Λομανέ, την Ουλούδαν, και την Λοβαλέ, αφού διήλθε την Κοάνζαν
και τα απέραντα αυτής δάση, εν οις ο Χάρρης παρεπλάνησε τον Δικ Σανδ και τους
συνοδούς αυτού, ο δραστήριος Καμερών είδε τέλος τον Ατλαντικόν ωκεανόν και
έφθασεν εις Άγιον Φίλιππον της Βενεγουέλας.
Η περιοδεία αύτη διήρκεσε τρία έτη και τέσσαρες μήνας, απέθανον δε κατ' αυτήν
δύο των συντρόφων του, ο ιατρός Διλλών και ο Ροβέρτος Μόφατ.
Τον Άγγλον Καμερών έμελλεν αμέσως σχεδόν να διαδεχθή ο Αμερικανός Ερρίκος Μόρελανδ Στάνλεϋ εν τη οδώ ταύτη των ανακαλύψεων.
Είναι γνωστόν ότι ο ακάματος ούτος ανταποκριτής του Κήρυκος της Νέας Υόρκης, αποσταλείς προς αναζήτησιν του Λιβιγγιστώνος, τον επανεύρε τη 30 Οκτωβρίου 1871 εις Ουζιζί παρά τας όχθας της λίμνης Ταγκανίκας.
Αλλ' ότι τοσούτον επιτυχώς εξετέλεσεν υπό έποψιν φιλανθρωπίας, ο Στάνλεϋ
ηθέλησε να το επαναλάβη και προς το συμφέρον της γεωγραφικής επιστήμης.
Σκοπός αυτού τότε ήτο η τελεία εξερεύνησις του Λουαλάβα, ον μόλις είχεν ίδει
πρότερον.
Ο Καμερών περιεπλανάτο εισέτι εις τας επαρχίας της κεντρώας Αφρικής, ότε ο
Στάνλεϋ κατά Νοέμβριον του 1874, κατελίμπανε το Βαγαμόγιον επί της ανατολικής
ακτής, ανεχώρει μετά είκοσι και ένα μήνα, τη 24 Αυγούστου 1876, εκ του Ουζιζί,
δεκατισθέντος εκ της επιδημίας της ευλογίας, εξετέλει εις εβδομήκοντα και
τέσσαρας ημέρας τον διάπλουν της λίμνης Νυανγουέ, μεγάλης αγοράς δούλων ην
είχον ήδη επισκεφθή ο Λίβιγγστων και ο Καμερών, και παρίστατο εις τας φρικώδεις
σκηνάς των αρπαγών των ανθρώπων εκτελουμένων εν τη χώρα του Μαρουγγού
και των Μανυεμά υπό των αξιωματικών του σουλτάνου της Ζανζιβάρης.
Ο Στάνλεϋ ηδυνήθη τότε να εξακριβώση το ρεύμα του Λουαλάβα και να κατέλθη αυτόν μέχρι των εκβολών του.
Εκατόν τεσσαράκοντα φορείς, μισθωθέντες εις Νυανγουέ, και δεκαεννέα πλοία απετέλουν το υλικόν και το προσωπικόν της εκστρατείας του. Ευθύς εξ αρχής εδέησε να πολεμήσωσι τους ανθρωποφάγους του Ουκουζού, και ευθύς εξ αρχής να μετακομίσωσι φορηδόν τας λέμβους ίνα παρακάμψωσιν αδιαβάτους καταρράκτας.
Υπό τον ισημερινόν, εις το μέρος ένθα ο Λουαλάβας στρέφεται προς το βορειανατολικόν, πεντήκοντα τέσσαρες λέμβοι επιβαινόμεναι υπό πολλών εκατοστύων ιθαγενών προσέβαλον τον στολίσκον του Στάνλεϋ, όστις κατώρθωσε να τους τρέψη εις φυγήν.
Έπειτα ο γενναίος Αμερικανός ανελθών μέχρι της δευτέρας μοίρας βορείου πλάτους, εβεβαιώθη ότι ο Λουαλάβας δεν ήτο ειμή ο άνω Ζαΐρος ή Κόγγος, και ότι ακολουθών το ρεύμα αυτού, θα κατέβαινε κατ' ευθείαν εις την θάλασσαν.
Τούτο και έπραξε, πολεμών σχεδόν καθ' ημέραν κατά των παραποταμίων φυλών. Τη 3 Ιουνίου 1877, διερχόμενος τους καταρράκτας του Μασάσα, απώλεσεν ένα των μετ' αυτού, τον Φραγκίσκον Ποκόκ, αυτός δε ο ίδιος, τη 18 Ιουλίου, παρεσύρθη μετά της λέμβου του υπό των καταρρακτών του Μπέλου, και μόλις εκ θαύματος διέφυγε τον θάνατον.
Τέλος τη 9 Αυγούστου ο Ερρίκος Στάνλεϋ έφθασεν εις το χωρίον Νισάνδα, τέσσαρας ημέρας απέχον της παραλίας.
Μετά δύο ημέρας εις την Βάνζαν Μπούκο εύρε τας υπό δύο εμπόρων της Εμβόκας αποσταλείσας ζωοτροφίας, και ανεπαύθη τέλος εν τη μικρά εκείνη παραλία πόλει, γηράσας εν τριακονταετεί ηλικία υπό των κόπων και των στερήσεων, αφού εις διάστημα δύο ετών και εννέα μηνών διήλθεν άπασαν την αφρικανικήν ήπειρον. Αλλά το ρεύμα του Λουαλάβα είχεν ανακαλυφθή μέχρι του Ατλαντικού, και εάν ο Νείλος είναι η μεγάλη αρτηρία του βορρά, εάν ο Ζαμβέσης είναι η μεγάλη αρτηρία της ανατολής, γινώσκομεν σήμερον ότι η Αφρική κέκτηται προσέτι προς δυσμάς τον τρίτον των μεγίστων ποταμών του κόσμου, εκείνον όστις, ρέων επί διαστήματος δύο χιλιάδων εννεακοσίων μιλίων (15) υπό τα ονόματα Λαουλάβα, Ζαΐρου και Κόγγου, συνάπτει την χώραν των λιμνών μετά του Ατλαντικού ωκεανού.
Εν τούτοις, μεταξύ των δύο τούτων δρομολογίων, του Στάνλεϋ και του
Καμερών, η επαρχία της Αγγόλας ήτο σχεδόν άγνωστος κατά το έτος εκείνο 1873,
καθ' ήν εποχήν το «Πίλγριμ» εξώκειλεν εις την αφρικανικήν παραλίαν. Γνωστόν ήτο
μόνον ότι ήτο το θέατρον του δυτικού σωματεμπορείου, χάρις εις τας σπουδαίας
αγοράς του Βιχέ, της Κασάγγης και του Κοζονδέ.
Και εν τη χώρα ταύτη παρεσύρθη ο Δικ Σανδ, διακόσια μίλια μακράν της παραλίας
μετά μιας γυναικός εξηντλημένης υπό του κόπου και της οδύνης, μεθ' ενός παιδιού
ημιθανούς και μετά συντρόφων μαύρων την καταγωγήν, ετοίμου λείας εις την
απληστείαν των δουλεμπόρων.
Ναι, ήτο η Αφρική, και ουχί η Αφρική εκείνη ένθα μήτε οι ιθαγενείς, μήτε τα θηρία, μήτε το κλίμα είναι αληθώς επίφοβα. Δεν ήτο η ευδαίμων εκείνη χώρα, η κειμένη μεταξύ των Κορδελλιέρων και της ακτής, ένθα οι ναυαγοί θα εύρισκον πάσαν ευκολίαν προς παλινόστησιν.
Ήτο η τρομερά Αγγόλα, και ουχί το μέρος εκείνο της ακτής το αμέσως επιτηρούμενον υπό των πορτογαλικών αρχών, αλλά τα ενδότερα αυτά της αποικίας, την οποίαν διασχίζουσι τα καραβάνια των δούλων υπό την μάστιγα των χαλβιδάρων.
Τι εγνώριζεν ο Δικ Σανδ περί του τόπου εκείνου ένθα τον έρριψεν η προδοσία; Ολίγιστα πράγματα, όσα δηλαδή εγνώριζον οι ιεραπόστολοι του ΙΣΤ' και του ΙΖ' αιώνος, οι πορτογάλοι έμποροι οι διερχόμενοι την οδόν από του αγίου Παύλου της Λοάνδας μέχρι του Ζαΐρου διά του Σαν Σαλβατόρ, όσα είχε διηγηθή ο Δόκτωρ Λίβιγγστων κατά την περιήγησιν του 1853, και ταύτα ήρκουν να καταβάλωσι ψυχήν ολιγώτερον ισχυράν της ιδικής του.
Τη αληθεία η θέσις των ήτο τρομερά.
Ο ΧΑΡΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΓΟΡΟΣ
Την επιούσαν της ημέρας καθ' ήν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού έστησαν το
τελευταίον αυτών άσυλον εν τω δάσει, δύο άνδρες συνηντώντο εις απόστασιν
τριών μιλίων εκείθεν, ως είχε προηγουμένως συμφωνηθή μεταξύ αυτών.
Οι δύο εκείνοι άνδρες ήσαν ο Χάρρης και ο Νεγορός, και θα ίδωμεν κατωτέρω κατά πόσον συνετέλεσεν η τύχη, ώστε να συναντηθώσιν εις την Αγγόλαν ο εκ Νέας Ζηλανδίας ελθών Πορτογάλλος και ο Αμερικανός τον οποίον το δουλεμπορικόν επάγγελμά του υπεχρέου να διατρέχη πολλάκις την επαρχίαν εκείνην της δυτικής Αφρικής.
Ο Χάρρης και ο Νεγορός εκαθέσθησαν παρά την ρίζαν υπερμεγέθους βανιάνας, επί της όχθης χειμαρρώδους ρυακίου ρέοντος μεταξύ διπλής σειράς παπύρων.
Η συνομιλία ήρχησε, καθότι ο Πορτογάλος και ο Αμερικανός συνηντήθησαν προ ολίγου αμέσως, και ευθύς εξ αρχής η συνομιλία περιεστράφη εις τα γεγονότα όσα συνέβησαν κατά τας τελευταίας εκείνας ώρας.
— Λοιπόν, Χάρρη, είπεν ο Νεγορός, δεν ηδυνήθης να παρασύρης μακρότερον εις την Αγγόλαν το μικρόν στράτευμα του πλοιάρχου Σανδ, ως καλούσιν τον δεκαπενταετή τούτον δόκιμον;
— Όχι, σύντροφε, απήντησεν ο Χάρρης, και μάλιστα απορώ πώς κατώρθωσα να τους φέρω εκατόν μίλια τουλάχιστον μακράν της ακτής. Από πολλών ημερών ο νεαρός φίλος μου Δικ Σανδ με έβλεπε διά βλέμματος ανησύχου, αι υπόνοιαί του μετεβάλλοντο ολίγον κατ' ολίγον εις βεβαιότητας, και μα την αλήθειαν . . .
— Εκατόν μίλια ακόμη, Χάρρη, και οι άνθρωποι αυτοί θα ήσαν έτι ασφαλέστερον εις τας χείρας μας. Εν τούτοις δεν πρέπει να μας διαφύγωσι.
— Ε! και πώς θα διαφύγωσιν; απεκρίθη ο Χάρρης υψών τους ώμους. Σοι
το επαναλαμβάνω, Νεγορέ, καιρός ήτο πλέον να τους εγκαταλείψω. Διέκρινα εις
τους οφθαλμούς του, ότι ο νεαρός φίλος μου είχε διάθεσιν να μου στείλη εις το
μέσον του στήθους μίαν σφαίραν, και έχω πολύ κακόν στόμαχον όπως χωνεύσω τα
δαμάσκηνα ταύτα τα δώδεκα εις την λίτραν.
— Καλά! είπεν ο Νεγορός. Αλλά και εγώ ωσαύτως έχω να εκκαθαρίσω
λογαριασμόν τινα μετά του δοκίμου εκείνου . . .
— Και θα τον εκκαθαρίσης ευκόλως και με τόκους, σύντροφε. Το κατ' εμέ, κατά τας πρώτας ημέρας της οδοιπορίας, κατώρθωσα να τον πείσω να νομίση ότι η επαρχία αύτη είναι η έρημος Ατακάμα, την οποίαν άλλοτε επεσκέφθην· αλλά το παιδίον εζήτει καουτσού, μυιοτροχίλους, αλλ' η μήτηρ εζήτει κινήνην, αλλ' ο εξάδελφος εζήτει κουκούγιους . . .
Τη αληθεία, έχασα όλον το εφευρετικόν πνεύμα μου, και αφού μετά μεγάλης δυσκολίας τους έδωκα να φάγωσι τας καμηλοπαρδάλεις ως στρουθοκαμήλους, δεν ήξευρον πλέον τι να εφεύρω. Άλλως τε δε έβλεπον καλώς, ότι ο νεαρός φίλος μου δεν παρεδέχετο πλέον τας εξηγήσεις μου. Έπειτα επέσαμεν εις τα ίχνη ελεφάντων. Έπειτα έλαβον μέρος οι ιπποπόταμοι. Και γνωρίζεις, Νεγορέ, ότι οι ιπποπόταμοι και οι ελέφαντες είναι ό,τι οι τίμιοι άνθρωποι εις τα σωφρονιστήρια της Βεγγουέλας . . . Τέλος προς συμπλήρωσιν της ατυχίας μου, ο γέρων μαύρος ανεκάλυψεν εις την ρίζαν δένδρου δίκρανα και αλύσεις, τας οποίας δούλοι τινες είχον θραύσει διά να φύγωσι. Κατά την αυτήν στιγμήν ηκούσθη λέοντος βρυχηθμός, τον οποίον δύσκολον θα ήτο να εκλάβη τις ως αβλαβές νιαούρισμα γαλής. Μόλις λοιπόν επρόφθασα να καββαλικεύσω τον ίππον μου και να τρέξω έως εδώ.
— Εννοώ, απήντησεν ο Νεγορός. Εν τούτοις, επεθύμουν να τους είχον εκατόν μίλια ενδότερον της επαρχίας.
— Πράττει τις ό,τι δύναται, σύντροφε, απεκρίθη ο Χάρρης. Συ όμως όστις παρηκολούθεις την συνοδείαν ημών από της ακτής, καλώς έπραξες να μένης μακράν. Σε ησθάνοντο εκεί. Υπάρχει Δίγγος τις, όστις δεν φαίνεται να σε αγαπά. Τι έκαμες λοιπόν εις αυτό το ζώον!
— Τίποτε, είπεν ο Νεγορός, αλλά μετ' ολίγον θα λάβη μίαν σφαίραν εις την κεφαλήν.
— Ως θα ελάμβανες και συ μίαν υπό του Δικ Σανδ, εάν ολίγον τι εδείκνυες το άτομόν σου εις απόστασιν διακοσίων μέτρων από του πυροβόλου του. Α! σκοπεύει άριστα ο νεαρός φίλος μου, και, μεταξύ μας, είμαι ηναγκασμένος να ομολογήσω ότι εις το είδος του, είναι αξιόλογος νέος.
— Όσον και αν είναι αξιόλογος, Χάρρη, θα με πληρώση ακριβά τας αυθαδείας του, απεκρίθη ο Νεγορός του οποίου η φυσιογνωμία εξέφρασεν αμείλικτον θηριωδίαν.
— Καλά, εψιθύρισεν ο Χάρρης, ο σύντροφός μου έμεινεν ο αυτός ως τον εγνώρισα πάντοτε! Αι περιηγήσεις δεν τον μετέβαλον.
Έπειτα, μετά τινας στιγμάς σιωπής·
— Λοιπόν, Νεγορέ, επανέλαβεν, όταν απροσδοκήτως σε συνήντησα εκεί κάτω, εις τον τόπον του ναυαγίου, εις το στόμιον του Κόγγου, μόλις έλαβες καιρόν να μοι συστήσης τους καλούς εκείνους ανθρώπους, παρακαλών με να τους οδηγήσω όσω το δυνατόν απώτερον διά μέσου της υποθετικής ταύτης Βολιβίας, αλλά δεν με είπες τι έπραξες από δύο ετών. Δύο έτη εν τη περιπετειώδει ημών υπάρξει, σύντροφε, είναι πολύ. Μίαν ημέραν, αφού ανέλαβες την οδηγίαν συνοδείας δούλων διά λογαριασμόν του γέροντος Αλβέζ, του οποίου είμεθα ταπεινότατοι πράκτορες, κατέλιπες την Κασσάγγαν και δεν εγένετο πλέον λόγος περί σου. Ενόμισα ότι σοι συνέβη δυσάρεστόν τι εκ μέρους των αγγλικών καταδρομικών και ότι εκρεμάσθης.
— Ολίγον έλειψε Χάρρη . . .
— Θα γείνη τούτο Νεγορέ.
— Ευχαριστώ.
— Τι τα θέλεις, απήντησεν ο Χάρρης μετ' αδιαφορίας φιλοσοφικωτάτης, τούτο είναι μία εκ των ελπίδων του επαγγέλματος. Δεν εκτελεί τις την σωματεμπορίαν επί της αφρικανικής ακτής, χωρίς να ριψοκινδυνεύση την ζωήν του αλλαχού ή επί της κλίνης. Τέλος συνελήφθης;
— Ναι.
— Υπό των Άγγλων!
— Όχι! Υπό των Πορτογάλων.
— Προ ή μετά την παράδοσιν του φορτίου σου; ηρώτησεν ο Χάρρης·
— Μετά . . . απήντησεν ο Νεγορός, όστις εδίστασεν ολίγον να αποκριθή. Αυτοί οι Πορτογάλοι κάμνουν τώρα τους δυσκόλους! Δεν θέλουν την δουλείαν, αν και επί τόσον καιρόν την μετεχειρίσθησαν προς όφελός των. Κατηγγέλθην, επιτηρήθην. Με συνέλαβαν . . .
— Και σε κατεδίκασαν;
— Να τελειώσω τας ημέρας μου εις το σωφρονιστήριον του Αγίου Παύλου της Λοάνδας.
— Διάβολε! ανέκραξεν ο Χάρρης. Σωφρονιστήριον! Ιδού τόπος ανθυγιεινός δι' ανθρώπους συνηθίσαντας ως ημείς να ζώσιν εις τον ελεύθερον αέρα. Εγώ, θα προετίμων να κρεμασθώ.
— Εκ της αγχόνης δεν δύναταί τις να διαφύγη, απεκρίθη ο Νεγορός, αλλ' εκ της ειρκτής . . .
— Κατώρθωσες να αποδράσης;
— Ναι, Χάρρη. Δεκαπέντε ημέρας μόνον μετά την φυλάκισίν μου εις τα κάτεργα, ηδυνήθην να κρυφθώ εις το κύτος ενός αγγλικού ατμοπλοίου αναχωρούντος διά την Ωκλάνδην της Νέας Ζηλανδίας. Βαρέλιον ύδατος, κιβώτιον διατετηρημένον τροφών, μεταξύ των οποίων ήμην κεχωσμένος, μοι επρομήθευσαν φαγητόν και ποτόν καθ' όλον τον διάπλουν. Ω! τρομερά υπέφερον μη θέλων να εμφανισθώ, ότε ευρισκόμεθα εις την θάλασσαν. Αλλ' εάν είχον την αφροσύνην να πράξω τούτο, θα με έρριπτον πάλιν εις το βάθος του κύτους και είτε εκουσίως είτε ακουσίως η βάσανος θα ήτο η αυτή. Πλην τούτου, κατά την εις Ωκλάνδην άφιξίν μου, θα με παρέδιδον εις τας αγγλικάς αρχάς, αίτινες θα με επανέφερον εις το σωφρονιστήριον της Λοάνδας, ή θα με εκρέμων ίσως, ως λέγεις. Ιδού διατί προετίμησα να ταξειδεύσω άγνωστος.
— Και χωρίς να πληρώσης ναύλον! ανέκραξεν ο Χάρρης γελών. Α! δεν είσαι αβρόφρων, σύντροφε! Να τραφής και να μεταφερθής δωρεάν!
— Ναι, επανέλαβεν ο Νεγορός, αλλά τριάκοντα ημέραι διάπλου εις το βάθος πυθμένος!
— Τέλος, έγινε Νεγορέ. Ιδού ότι ανεχώρησες διά την Νέαν Ζηλανδίαν, εις την χώραν των Μαορή. Αλλ' επέστρεψες εκείθεν. Μήπως και η επιστροφή έγινεν υπό τους αυτούς όρους;
— Όχι Χάρρη. Εννοείς ότι εκεί κάτω μίαν μόνην είχον σκέψιν· να
επανέλθω εις την Αγγόλαν και να επαναλάβω το δουλεμπορικόν επάγγελμά
μου.
— Ναι, απήντησεν ο Χάρρης, αγαπά τις το επάγγελμά του . . . εκ
συνηθείας!
— Επί δεκαοκτώ μήνας . . .
Ειπών τας τελευταίας ταύτας λέξεις ο Νεγορός εσιώπησεν αποτόμως. Ήρπασε
τον βραχίονα του συνεταίρου του και ηκροάζετο.
— Χάρρη, είπε ταπεινών την φωνήν· δεν νομίζεις ότι έγινε θόρυβος εις τον
θαμνώνα εκείνον των παπύρων;
— Πράγματι, απεκρίθη ο Χάρρης, δράξας το πυροβόλον του και έτοιμος
πάντοτε να πυροβολήση.
Ο Νεγορός και αυτός ηγέρθησαν, παρετήρησαν τριγύρω και ηκροάσθησαν μετά
μεγίστης προσοχής.
— Δεν είναι τίποτε, είπε μετ' ολίγον ο Χάρρης. Εκείνο το ρυάκιον εξογκωθέν
υπό της θυέλλης ρέει θορυβωδέστερον. Από δύο ετών, σύντροφε, έχασες την έξιν
των θορύβων του δάσους, αλλά θα συνηθίσης πάλιν. Εξακολούθησον λοιπόν την
διήγησιν των συμβάντων σου. Αφού μάθω καλώς το παρελθόν, θα συνομιλήσωμεν
περί του μέλλοντος.
Ο Νεγορός και ο Χάρρης επανέλαβον την θέσιν των εις την ρίζαν της βανιάνας. Ο Πορτογάλλος εξηκολούθησεν ως εξής.
— Επί δεκαοκτώ μήνας εφυτοβίωσα εις την Ωκλάνδην. Άμα έφθασεν εκεί το ατμόπλοιον, κατώρθωσα να εξέλθω απαρατήρητος· αλλά δεν είχον μήτε γρόσιον μήτε έν δολλάριον εις το θυλάκιόν μου, και διά να ζήσω ηναγκάσθην να μετέλθω όλα τα επαγγέλματα.
— Και αυτό το επάγγελμα τιμίου ανθρώπου, Νεγορέ;
— Ως λέγεις, Χάρρη.
— Πτωχέ νέε!
— Περιέμενον λοιπόν πάντοτε ευκαιρίαν τινά, ήτις δεν εβράδυνε να
παρουσιασθή, ότε το φαλαινοθηρευτικόν «Πίλγριμ» έφθασεν εις τον λιμένα της
Ωκλάνδης.
— Αυτό είναι το πλοίον το οποίον εξώκειλεν εις την παραλίαν της
Αγγόλας;
— Αυτό τούτο Χάρρη, και επί του οποίου έμελλον να επιβώσιν η κυρία Βέλδων, το τέκνον της και ο εξάδελφός της. Καθό αρχαίος ναυτικός, υπηρετήσας μάλιστα ως υποπλοίαρχος εντός πλοίου δουλεμπορικού, δεν εδυσκολευόμην να επαναλάβω υπηρεσίαν εις άλλο πλοίον . . . Επαρουσιάσθην λοιπόν εις τον πλοίαρχον του «Πίλγριμ» αλλά το πλήρωμα ήτο πλήρες. Ευτυχώς δι' εμέ, ο μάγειρος του βρικίου ελιποτάκτησε. Και επειδή ουδείς ναυτικός γνωρίζει μαγειρικήν, προσεφέρθην ως μάγειρος· ελλείψει άλλου καλλιτέρου με εδέχθησαν, και μετά τινας ημέρας το «Πίλγριμ» απεμακρύνθη της Νέας Ζηλανδίας.
— Αλλά, ηρώτησεν ο Χάρρης, εξ όσων με διηγήθη ο νεαρός φίλος μου, το «Πίλγριμ» δεν κατευθύνετο πλησιέστερον προς τας ακτάς της Αφρικής. Πώς λοιπόν έφθασεν εδώ;
— Ο Δικ Σανδ δεν το εννοεί ακόμη και ίσως ουδέποτε θα το εννοήση, απήντησεν ο Νεγορός· αλλά θα σοι εξηγήσω, Χάρρη, τι συνέβη· θα δυνηθής να το επαναλάβης εις τον νεαρόν φίλον σου, εάν τούτο σε ευχαριστή.
— Πώς λοιπόν! απεκρίθη ο Χάρρης. Λέγε, σύντροφε, λέγε.
— Το «Πίλγριμ», επανέλαβεν ο Νεγορός, κατηυθύνετο προς το
Βαλπαραΐζον. Ότε επεβιβάσθην, ενόμιζα ότι θα μετέβαινον εις το Χιλί.
Τοιουτοτρόπως συνέτεμνα το ήμισυ της οδού μεταξύ της Νέας Ζηλανδίας και της
Αγγόλας, και επλησίαζον κατά πολλάς χιλιάδας μίλια την αφρικανικήν ακτήν. Αλλά
συνέβη τούτο, ότι τρεις εβδομάδας μετά την αναχώρησιν εξ Ωκλάνδης, ο κυβερνών
το «Πίλγριμ» πλοίαρχος Χουλ έγεινεν άφαντος μεθ' όλου του πληρώματος,
θηρεύων φάλαιναν. Την ημέραν εκείνην, δεν έμειναν πλέον εις το πλοίον ειμή δύο
μόνον ναυτικοί, ο δόκιμος και ο μάγειρος Νεγορός.
Και ανέλαβες την διοίκησιν του πλοίου; ηρώτησεν ο Χάρρης.
— Συνέλαβον κατ' αρχάς την ιδέαν ταύτην αλλ' έβλεπον ότι εδυσπίστουν προς εμέ. Υπήρχον εις το πλοίον πέντε δυνατοί και ελεύθεροι μαύροι. Δεν θα ηδυνάμην να γίνω κύριός των, και σκεφθείς καλώς, έμεινα ό,τι ήμην κατά την αναχώρησιν, μάγειρος του «Πίλγριμ».
— Λοιπόν η τύχη ωδήγησε το πλοίον εκείνο εις την αφρικανικήν ακτήν;
— Όχι, Χάρρη, απήντησεν ο Νεγορός, δεν υπάρχει άλλη τύχη εις όλα ταύτα τα συμβάντα, ειμή ότι σε συνήντησα κατά τινα των σωματεμπορικών πορειών σου, ακριβώς εις το μέρος της παραλίας όπου εξώκειλε το «Πίλγριμ». Όσον δ' αφορά την άφιξίν μου εις την Αγγόλαν, τούτο εγένετο κατά θέλησίν μου, κατά μυστικήν θέλησίν μου. Ο νεαρός φίλος σου πολύ αρχάριος έτι περί τα ναυτικά, δεν ηδύνατο να προσδιορίση την θέσιν του ειμή διά του δρομομέτρου και της πυξίδος. Λοιπόν ημέραν τινά το δρομόμετρον έμεινεν εις το βάθος της θαλάσσης. Νύκτα τινά η πυξίς παρεξέκλινε, το δε «Πίλγριμ», ωθούμενον υπό σφοδράς τρικυμίας, εξετράπη της πορείας του. Η μακρότης του διάπλου, ανεξήγητος διά τον Δικ Σανδ, θα ήτο η αυτή και διά τον μάλλον πεπειραμένον ναυτικόν. Χωρίς ο δόκιμος να εννοήση το παραμικρόν, ούτε καν να το υποπτεύση, παρεκάμψαμεν το ακρωτήριον Χορν· αλλ' εγώ, Χάρρη, το διέκρινα εν τω μέσω της ομίχλης. Τότε η βελόνη της πυξίδος, χάρις εις εμέ, επανέλαβε την αληθή διεύθυνσίν της, και το πλοίον, παρασυρόμενον βορειανατολικώς υπό της φρικώδους εκείνης λαίλαπος, ερρίφθη εις τας ακτάς της Αφρικής, ακριβώς εις την γην της Αγγόλας εις την οποίαν ήθελα να φθάσω.
— Και κατά την ιδίαν στιγμήν, Νεγορέ, απεκρίθη ο Χάρρης, η τύχη με έφερεν εκεί διά να σε υποδεχθώ και να οδηγήσω τους καλούς εκείνους ανθρώπους εις το εσωτερικόν. Επίστευον, και δεν ηδύναντο ειμή να πιστεύωσιν ότι ήσαν εις την Αμερικήν, και ευκόλως τοις παρέστησα ότι η επαρχία αύτη είναι η Κάτω Βολιβία, μετά της οποίος έχει ακριβώς ομοιότητά τινα.
— Ναι το επίστευσαν, ως ο νεαρός φίλος σου είχε πιστεύσει ότι
ανεγνώρισε την νήσον του Πάσχα, ότε διήρχοντο απέναντι του Τριστάν
Δακούνχα.
— Και πας άλλος θα ηπατάτο, Νεγορέ.
— Το ηξεύρω Χάρρη, και εσκόπουν να εκμεταλλευθώ την απάτην
εκείνην. Τέλος, ιδού η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εκατόν μίλια εν τω
εσωτερικώ της Αφρικής ταύτης όπου ήθελα να τους παρασύρω.
— Αλλά, απήντησεν ο Χάρρης, ηξεύρουσι τώρα πού ευρίσκονται.
— Ε! τι πειράζει τώρα! ανέκραξεν ο Νεγορός.
— Και τι θα πράξης; ηρώτησεν ο Χάρρης.
— Τι θα πράξω! απεκρίθη ο Νεγορός. Πριν σε το είπω, Χάρρη, δος με ειδήσεις περί του κυρίου μας του δουλεμπόρου Αλβέζ, τον οποίον δεν είδον από δύο ετών.
— Ω! ο γεροκατεργάρης έχει θαυμάσια εις την υγείαν του! απήντησεν ο
Χάρρης, και θα ευχαριστηθή πολύ να σε επανίδη.
— Είναι εις την αγοράν του Βιχέ; ηρώτησεν ο Νεγορός.
— Όχι, σύντροφε, από ενός ήδη έτους είναι εις το εν Καζονδέ κατάστημά του.
— Και αι υποθέσεις ευδοκιμούσι;
— Πολύ μάλιστα! ανέκραξεν ο Χάρρης, αν και η δουλεμπορεία αποβαίνη επί μάλλον δύσκολος, τουλάχιστον εις τα μέρη ταύτα. Αι Πορτογαλικαί αρχαί αφ' ενός και αφ' ετέρου τα αγγλικά καταδρομικά ενοχλούσι πολύ τας εξαγωγάς. Μόνον εις τα πέριξ του Μουσαμεδέ, προς νότον της Αγγόλας, η επιβίβασις των μαύρων δύναται τώρα να εκτελήται μετ' ελπίδος τινός επιτυχίας. Προς το παρόν τα μανδρίσματα είναι πλήρη δούλων και περιμένουσι τα πλοία τα οποία θα τους φορτώσωσι διά τας ισπανικάς αποικίας. Αλλ' είναι εντελώς αδύνατον να διέλθωσι διά της Βεγγουέλας ή του Αγίου Παύλου της Λοάνδας. Οι διοικηταί δεν δέχονται τίποτε. Είναι λοιπόν ανάγκη να περιστρεφώμεθα εις τα πρακτορεία του εσωτερικού, και τούτο σκοπεύει να πράξη ο γέρων Αλβέζ. Θα υπάγη προς το μέρος της Νυαγγουέ και της Ταγγανίκας, να ανταλλάξη υφάσματα αντί ελαφαντοστού και δούλων. Αι υποθέσεις είναι πάντοτε επικερδείς μετά της άνω Αιγύπτου και των ακτών της Μοζαμβίκης, ήτις προμηθεύει όλην την Μαδαγασκάρην. Αλλά φοβούμαι ότι πλησιάζει η ημέρα καθ' ήν η σωματεμπορεία δεν θα δύναται πλέον να ενεργήται. Οι Άγγλοι ποιούσι μεγάλας προόδους εις το εσωτερικόν της Αφρικής. Οι ιεραπόστολοι προχωρούσι και βαδίζουσι καθ' ημών! Ο Λίβιγγστων, εκείνος ο διάβολος να τον πάρη! αφού εξηρεύνησε την χώραν των λιμνών, σκοπεύει ως λέγεται, να διευθυνθή προς την Αγγόλαν. Έπειτα γίνεται λόγος και περί τινος Καμερών, όστις προτίθεται να διέλθη την ήπειρον εξ ανατολών προς δυσμάς. Υπάρχει προσέτι φόβος ότι ο Αμερικανός Στάνλεϋ θα πράξη τα αυτά. Όλαι αύται αι επισκέψεις θα καταλήξωσιν εις το να βλάψωσι τας εργασίας μας, Νεγορέ, και εάν έχωμεν συναίσθησιν των συμφερόντων μας, δεν πρέπει ουδέ είς των περιηγητών τούτων να επανέλθη εις την Ευρώπην και να διηγηθή ό,τι είχε την αδιακρισίαν να ίδη εις την Αφρικήν.
Ακούων τις τους αθλίους εκείνους δεν θα ενόμιζεν ότι ωμίλουν ως τίμιοι έμποροι, των όποιων τα συμφέροντα υπέφερον προσωρινώς έκ τινος εμπορικής κρίσεως; Τις θα επίστευεν ότι αντί σάκκων καφέ ή κιβωτίων σακχάρεως επρόκειτο περί ανθρωπίνων όντων, τα οποία έμελλον να αποστέλλωνται ως εμπορεύματα;
Οι σωματέμποροι ούτοι ουδέν έχουσι πλέον αίσθημα του δικαίου ή του
αδίκου.
Η ηθική κρίσις ελλείπει απ' αυτών ολοτελώς, αλλά και αν είχον θα την έχανον
ταχέως, εν τω μέσω των φρικαλαιοτήτων της αφρικανικής σωματεμπορείας.
Αλλ' ο Χάρρης είχε δίκαιον, όταν έλεγεν ότι ο πολιτισμός εισέδυεν ολίγον κατ' ολίγον εις τας αγρίας εκείνας χώρας κατόπιν της επισκέψεως των τολμηρών εκείνων περιηγητών, των οποίων το όνομα συνδέεται αδιαρρήκτως μετά των ανακαλύψεων της ισημερινής Αφρικής.
Πρώτος ο Δαβίδ Λίβιγγστων, μετ' αυτόν δε ο Γραν, ο Σκέπε, ο Βούρτων, ο
Καμερών, ο Στάνλεϋ, οι ήρωες ούτοι θα αφήσωσι φήμην ανεξάλειπτον ως
ευεργέται της ανθρωπότητος.
Όταν η συνδιάλεξις έφθασεν εις το σημείον τούτο, ο Χάρρης εγίνωσκε τα κατά τα
δύο παρελθόντα έτη συμβάντα του βίου του Νεγορού. Ο αρχαίος πράκτωρ του
σωματεμπόρου Αλβέζ, ο δραπέτης του σωφρονιστηρίου της Λοάνδας,
επανευρίσκετο οίος ήτο πάντοτε, ήτοι έτοιμος να πράξη τα πάντα.
Αλλά ποίους σκοπούς είχε περί των ναυαγών του «Πίλγριμ», ο Χάρρης δεν
εγίνωσκεν εισέτι και ηρώτησε περί τούτου τον συνέταιρόν του.
— Και τώρα, είπε, τι θα κάμης αυτούς τους ανθρώπους;
— Θα τους χωρίσω εις δύο, απεκρίθη ο Νεγορός, ως άνθρωπος όστις προ
πολλού εσχημάτισε το σχέδιόν του, τους μεν θα πωλήσω ως δούλους, και τους
άλλους . . .
Ο Πορτογάλος δεν ετελείωσε την φράσιν του, αλλ' η αγρία φυσιογνωμία του ωμίλει
αρκούντος αντ' αυτού.
— Ποίους θα πωλήσης; ηρώτησεν ο Χάρρης
— Τους μαύρους εκείνους οι οποίοι συνοδεύουσι την κυρίαν Βέλδων, απεκρίθη ο Νεγορός. Ο γέρων Τωμ δεν έχει ίσως μεγάλην αξίαν, αλλ' οι άλλοι τέσσαρες είναι εύρωστοι άνδρες, οι οποίοι θα πωληθούν ακριβά εις την αγοράν του Καζονδέ.
— Το πιστεύω, Νεγορέ, απεκρίθη ο Χάρρης. Τέσσαρες μαύροι καλώς συνγκεκροτημένοι και συνηθισμένοι εις την εργασίαν, μη ομοιάζοντες προς τα κτήνη εκείνα τα οποία μας έρχονται από το εσωτερικόν! Βεβαίως θα τους πωλήσης ακριβά, σύντροφε. Δούλοι, γεννηθέντες εις την Αμερικήν και αποσταλέντες εις τας αγοράς της Αγγόλας, είναι σπάνιον εμπόρευμα. — Αλλά, προσέθηκεν ο Αμερικανός, δεν με είπες υπήρχον χρήματα εντός του «Πίλγριμ»;
— Ω! Ολίγαι μόνον εκατοντάδες δολλαρίων τας οποίας διέσωσα. Ευτυχώς, έχω τας ελπίδας μου εις άλλας προσόδους.
— Ποίας λοιπόν, σύντροφε; ηρώτησε περιέργως ο Χάρρης.
— Τίποτε! απεκρίθη ο Νεγορός όστις εφάνη μεταμελούμενος διότι είπε περισσότερα παρ' όσα ήθελε.
— Μένει τώρα να γίνωμεν κύριοι όλου αυτού του βαρυτίμου εμπορεύματος, είπεν ο Χάρρης.
— Μήπως είναι πολύ δύσκολον; ηρώτησεν ο Νεγορός.
— Όχι σύντροφε. Δέκα μίλια μακράν εντεύθεν, επί του Κοάνζα, είναι εστρατοπεδευμένη συνοδεία δούλων, οδηγούμενη υπό του άραβος Ιβν Χαμή, όστις περιμένει την επιστροφήν μου διά να διευθυνθή προς το Καζονδέ. Υπάρχουσιν εκεί περισσότεροι ιθαγενείς στρατιώται, παρ' όσοι απαιτούνται διά να αιχμαλωτίσωσι τον Δικ και τους μετ' αυτού. Αρκεί λοιπόν ο νεαρός φίλος μου να συλλάβη την ιδέαν να διευθυνθή προς τον Κοάνζαν.
— Αλλ' άρα γε θα τω επέλθη αυτή η ιδέα; ηρώτησεν ο Νεγορός.
— Βεβαίως, απήντησεν ο Χάρρης, επειδή είναι νοήμων και δεν ειμπορεί να υποπτεύση τον κίνδυνον όστις τον περιμένει. Ο Δικ Σανδ δεν θα σκεφθή να επανέλθη εις την παραλίαν διά της αυτής οδού, ην ηκολουθήσαμεν ομού, καθότι θα πλανηθή τότε εν τω μέσω των απεράντων εκείνων δασών. Είμαι βέβαιος, λοιπόν ότι θα ζητήση να φθάση είς τινα των ποταμών οίτινες ρέουσι προς την παραλίαν, ώστε να κατέλθη το ρεύμα του επί σχεδίας. Δεν ειμπορεί να πράξη άλλως, και το γνωρίζω, τούτο θα πράξη.
— Ναι . . . ίσως . . . ! . . απήντησεν ο Νεγορός σκεπτικός.
— Δεν πρέπει να λέγης ίσως, αλλά βεβαίως επανέλαβεν ο Χάρρης. Βλέπεις, Νεγορέ, είναι ως εάν έδιδον συνέντευξιν εις το νεαρόν φίλον μου επί των οχθών του Κοάνζα·
— Λοιπόν, είπεν ο Νεγορός, δρόμον. Γνωρίζω τον Δικ Σανδ. Δεν θα βραδύνη μήτε επί μίαν ώραν, και πρέπει να τον προλάβωμεν.
— Δρόμον λοιπόν, σύντροφε.
Ο Χάρρης και ο Νεγορός ηγείροντο αμφότεροι, ότε ο θόρυβος όστις είχε διεγείρει την προσοχήν του Πορτογάλου επανελήφθη. Εγένετο κίνησίς τις των κλάδων μεταξύ των υψηλών παπύρων.
Ο Νεγορός έστη και ήρπασε την χείρα του Χάρρη.
Αίφνης, υπόκωφος υλακή ηκούσθη. Κύων ενεφανίσθη κάτωθι της όχθης, το
στόμα έχων ανοικτόν και έτοιμος να ορμήση.
— Ο Δίγγος! έκραξεν ο Χάρρης.
— Α! αυτήν την φοράν δεν θα μου διαφύγη! είπεν ο Νεγορός.
Ο Δίγγος έμελλε να ορμήση κατ' αυτού, ότε ο Νεγορός, αρπάσας το πυροβόλον
του Χάρρη, εσταμάτησε ταχέως και επυροβόλησε.
Μακρά ωρυγή οδύνης απήντησεν εις την εκπυρσοκρότησιν, και ο Δίγγος
εξηφανίσθη μεταξύ της διπλής σειράς της περιχειλούσης τον ρύακα.
Ο Νεγορός κατήλθεν αμέσως εις την όχθην.
Ρανίδες αίματος έστιζον κλάδους τινάς παπύρων, και μακρά γραμμή ερυθρά εφαίνετο επί των χαλίκων του ρύακος.
— Τέλος, το κατηραμένον εκείνο ζώον έλαβε τα αντίποινά του! έκραξεν ο Νεγορός.
Ο Χάρρης χωρίς να προφέρη λέξιν, παρέστη, εις όλην εκείνην την σκηνήν.
— Ε Νεγορέ, είπεν, είχε λοιπόν ιδιαιτέραν απέχθειαν προς σε ο κύων ούτος;
— Φαίνεται, Χάρρη, αλλά δεν έχη πλέον.
— Και διατί σε εμίσει τόσον, σύντροφε;
— Ω! είναι παλαιά υπόθεσις η οποία έπρεπε να τακτοποιηθή μεταξύ
αυτού και εμού.
— Παλαιά υπόθεσις; . . . είπεν ο Χάρρης.
Ο Νεγορός δεν είπε περισσότερα, και ο Χάρρης συνεπέρανεν ότι ο Πορτογάλλος τω απέκρυπτε συμβάν τι του παρελθόντος του, αλλά δεν επέμεινε να το μάθη.
Μετά τινας στιγμάς αμφότεροι, καταβάντες την διεύθυνσιν του ρεύματος, διευθύνθησαν προς τον Κοάνζαν διά μέσου του δάσους.
ΚΑΘ' ΟΔΟΝ.
Η Αφρική! Το τοσούτον τρομερόν όνομα κατά τας παρούσας περιστάσεις, το όνομα
τούτο όπερ έμελλε τέλος ν' αντικατασταθή εις το μέρος της Αμερικής, δεν ηδύνατο
να εξαλειφθή ουδ' επί στιγμήν εκ της σκέψεως του Δικ Σανδ. Όταν ο νεαρός
δόκιμος ανήρχετο εις την εξέτασιν προηγουμένων τινών εβδομάδων, εσκέπτετο
πώς το «Πίλγριμ» προσήγγισεν επί τέλους εις το επικίνδυνον εκείνο παράλιον, πώς
παρέκαμψε το ακρωτήριον Χορν και διήλθεν από του ενός ωκεανού εις τον άλλον.
Βεβαίως, τώρα εννόει διατί, μεθ' όλην την ταχείαν πορείαν του πλοίου του, η γη
τοσούτον βραδέως εφάνη, αφού το μήκος της περιστροφής, ην επρόκειτο να
εκτελέση όπως φθάση εις την αμερικανικήν ακτήν είχε διπλασιασθή εν αγνοία του.
— Η Αφρική! η Αφρική! επανελάμβανεν ο Δικ Σανδ.
Είτα αίφνης, ενώ ανεπόλει μετ' επιμονής τα συμβάντα του ανεξηγήτου εκείνου διάπλου, τω επήλθεν η ιδέα ότι η πυξίς είχε διαταραχθή. Ενθυμήθη ωσαύτως ότι ο πρώτος διαβήτης είχε θραυσθή, ότι η γραμμή του δρομομέτρου είχε κοπή, και τούτων πάντων ένεκα δεν ηδύνατο να καταμετρήση την ταχύτητα του «Πίλγριμ».
— Ναι, εσκέπτετο, δεν έμενε πλέον ειμή μία μόνη πυξίς εν τω πλοίω, μία μόνη της οποίας δεν ηδυνάμην να εξακριβώσω τας υποδείξεις . . . Νύκτα τινά αφυπνήσθην υπό της κραυγής του γέροντος Τωμ . . . Ο Νεγορός ήτο εκεί, εις την πρύμνην . . . Τι εζήτει εκεί, μήπως ήθελε να την παραπλανήση;
Φως τι διεχέετο επί του πνεύματος του Δικ Σανδ. Ήπτετο της αληθείας διά του δακτύλου. εννόει τέλος παν το ύποπτον εν τη διαγωγή του Νεγορού. Έβλεπε την χείρα του εις όλην εκείνην την σειράν των γεγονότων, όσα επέφερον την καταστροφήν του «Πίλγριμ» και εξέθεσαν εις φοβερούς κινδύνους τους επιβάτας αυτού.
Αλλά τι ήτο ο άθλιος εκείνος; Υπήρξεν άρα γε ναυτικός και το απέκρυπτε πάντοτε; Ήτο ικανός να συνδυάση τοιαύτην αποτρόπαιον μηχανορραφίαν μέλλουσαν να ρίψη το πλοίον εις την αφρικανικήν ακτήν;
Όπως δήποτε, εάν έμενον εισέτι σκοτεινά τινα σημεία εις το παρελθόν, δεν ηδύνατο πλέον να παρουσιάζη τοιαύτα το παρόν. Ο νεαρός δόκιμος εγίνωσκε κάλλιστα ότι ευρίσκετο εν τη Αφρική, και λίαν πιθανώς εν τη απαισία εκείνη επαρχία της Αγγόλας, πλέον ή εκατόν μίλια μακράν της ακτής. Εγίνωσκεν ωσαύτως ότι η προδοσία του Χάρρη δεν ηδύνατο να τεθή υπό αμφιβολίαν. Εκ τούτου δε λογικώς συνεπέρανεν ότι παλαιά γνωριμία υπήρχεν μεταξύ του Αμερικανού και του Πορτογάλλου, ότι απαισία σύμπτωσις συνήνωσεν αυτούς επί της χώρας εκείνης και ότι συνεφωνήθη μεταξύ των σχέδιόν τι, του οποίου το αποτέλεσμα θα απέβαινεν ολέθριον εις τους ναυαγούς του «Πίλγριμ».
Αλλά προς τι αι μοχθηραί εκείναι ενέργειαι; Ότι ο Νεγορός ήθελε να γίνη κύριος του Τωμ και των συντρόφων του διά να τους πωλήση ως δούλους εν τω τόπω εκείνω της σωματεμπορείας, ηδύνατο να το παραδεχθή. Ότι ο Πορτογάλλος, κινούμενος εξ αισθήματος έχθρας, εζήτει να εκδικηθή κατ' αυτού, και τούτο ήτο ευνόητον . . . Αλλά την κυρίαν Βέλδων, το μικρόν εκείνο παιδίον, πώς ήθελε να μεταχειρισθή ο άθλιος εκείνος!
Εάν ο Δικ Σανδ ηδύνατο να ακούση ολίγας λέξεις εκ της συνομιλίας του Χάρρη και του Νεγορού, θα εγνώριζε πού να βασισθή και τίνες κίνδυνοι ηπείλουν την κυρίαν Βέλδων, μαύρους και αυτόν!
Η θέσις ήτο φρικώδης, αλλ ο νεαρός δόκιμος δεν εδειλίασε. Πλοίαρχος εν τω πλοίω, θα έμενε πλοίαρχος και εν τη ξηρά. Εις αυτόν απέκειτο τα σώση την κυρίαν Βέλδων, τον μικρόν Ζακ, όλους εκείνους των οποίων την τύχην έθεσεν ο ουρανός εις χείρας του. Το νέον του έργον μόλις ήρχιζε. Θα το εξετέλει μέχρι τέλους.
Μετά δύο ή τρεις ώρας καθ' ας το παρόν και το μέλλον συνώψισαν εις το πνεύμα του όλας τας καλάς και τας κακάς απόψεις — αι τελευταίαι δε αύται ήσαν δυστυχώς πολυαριθμότεραι — ο Δικ Σανδ ανηγέρθη σταθερός, αποφασιστικός.
Αι πρώται φαύσεις της ημέρας εφώτιζον τότε τας υψηλάς κορυφάς του δάσους.
Εξαιρέσει του δοκίμου και του Τωμ, πάντες εκοιμώντο.
Ο Δικ Σανδ επλησίασε τον γέροντα μαύρον.
— Τωμ, τω είπε χαμηλή τη φωνή, εννοήσατε τους βρυχηθμούς του λέοντος, εννοήσατε τας μηχανορραφίας του δουλεμπόρου, ηξεύρετε ότι ήμεθα εις την Αφρικήν;
— Μάλιστα, κύριε Δικ, το ηξεύρω.
— Λοιπόν, Τωμ, ούτε λέξιν περί τούτου, μήτε εις την κυρίαν Βέλδων, μήτε εις τους συντρόφους σας. Πρέπει ημείς μόνοι να το ηξεύρωμεν, ημείς μόνοι να φοβώμεθα!
— Μόνοι . . . πράγματι . . . είναι ανάγκη . . . απεκρίθη ο Τωμ.
— Τωμ, επανέλαβεν ο δόκιμος, πρέπει να επαγρυπνώμεν αυστηρότερον
ή πρότερον. Είμεθα εις τόπον εχθρών! και ποίων εχθρών και ποίον τόπον! Αρκεί
μόνον να είπωμεν εις τους συντρόφους μας ότι επροδόθημεν υπό του Χάρρη διά
να προφυλάττωνται. Θα εννοήσωσιν ότι πρέπει να φοβώμεθα επίθεσίν τινα των
νομάδων Ινδών και τούτο αρκεί.
— Δύνασθε να έχετε πλήρη βεβαιότητα επί της γενναιότητος και της
αφοσιώσεως αυτών, κύριε Δικ.
— Το ηξεύρω, ως έχω και επί της συνέσεως και της πείρας σας. Θα με βοηθήτε, γέρον Τωμ;
— Εις όλα και πανταχού, κύριε Δικ.
Το σχέδιον όπερ ο Δικ Σανδ συνέλαβεν, επεδοκιμάσθη υπό του γηραιού μαύρου. Εάν ο Χάρρις συνελήφθη επ' αυτοφώρω προδίδων, πριν της ώρας τας ενεργείας τουλάχιστον, ο νεαρός δόκιμος και οι μετ' αυτού δεν διέτρεχον άμεσόν τινα κίνδυνον. Τωόντι, μόνη η συνάντησις των υπό τινων δούλων εγκαταλελειμμένων αλύσεων, μόνος ο απροσδόκητος βρυχηθμός του λέοντος προυκάλεσαν την αιφνηδίαν εξαφάνισιν του Αμερικανού.
Ησθάνθη ότι ανεκαλύφθη, και έφυγε, πιθανώς πριν ή η μικρά συνοδεία την οποίαν ωδήγει φθάση εις το μέρος όπου ήθελε προσβληθή. Ο δε Νεγορός, του οποίου ο Δίγγος βεβαίως ανεγνώρισε την παρουσίαν κατά τας τελευταίας ημέρας της οδοιπορίας, φαίνεται ότι συνηνώθη μετά του Χάρρη όπως συνεννοηθώσιν από κοινού. Εν πάση περιπτώσει, ώραι τινες θα παρήρχοντο βεβαίως πριν ή ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού προσβληθώσι και έδει να ωφεληθώσιν εκ του χρόνου εκείνου.
Το μοναδικό σχέδιον ήτο να επανακάμψωσιν όσω το δυνατόν ταχύτερον εις την παραλίαν. Η παραλία εκείνη, ως είχε πάντα λόγον να πιστεύη ο νεαρός δόκιμος θα ήτο η της Αγγόλας. Άμα τη εκεί αφίξει, ο Δικ Σανδ θα προσεπάθει είτε προς βορράν είτε προς νότον να φθάση εις τα πορτογαλλικά ιδρύματα, ένθα οι σύντροφοί του θα ηδύναντο να περιμένωσιν εν ασφαλεία μέσον να επιστρέψωσιν εις την πατρίδα των.
Αλλ' όπως εκτελέσωσι την επάνοδον ταύτην εις την παραλίαν, έπρεπεν άρα γε να επαναλάβωσι την οδόν ην είχον διατρέξει; Ο Δικ Σανδ δεν εσκέπτετο τούτο, διότι θα συνηντάτο μετά του Χάρρη, όστις είχεν εννοήσει σαφώς ότι αι περιστάσεις θα ηνάγκαζον τον νεαρόν δόκιμον να λάβη την συντομωτέραν οδόν.
Τωόντι θα ήτο δυσχερές, ίνα μη είπωμεν ασύνετον ν' αρχίση πάλιν την διά μέσου του δάσους πορείαν, ήτις άλλως τε δεν θα απέληγεν ειμή εις το να ευρεθή εις το αυτό σημείον εξ ου ανεχώρησεν. Επίσης δε θα επέτρεπεν ούτω εις τους συνενόχους του Νεγορού να ακολουθήσωσι βέβαια ίχνη. Το μόνον λοιπόν μέσον όπερ παρουσιάζετο ήτο να διέλθωσι τον ποταμόν, του οποίου θα κατήρχοντο πάλιν βραδύτερον το ρεύμα, συγχρόνως δε ου μόνον αι προσβολαί των αγρίων θηρίων, άτινα μέχρι τότε ευτυχώς έμενον εις αρκετήν απόστασιν, θα ήσαν ολιγώτερον επίφοβοι, αλλά και αυταί αι επιθέσεις των ιθαγενών υπό τοιαύτας περιστάσεις παρουσίαζον ωσαύτως ολιγωτέραν σπουδαιότητα.
Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού άπαξ επιβαίνοντες στερεάς τίνος σχεδίας, καλώς
οπλισμένοι, θα ευρίσκοντο υπό καλλιτέρας συνθήκας όπως αμυνθώσιν. Το παν
λοιπόν ήτο πώς να εύρωσι το ύδωρ. Δέον ωσαύτως να προσθέσωμεν ότι
λαμβανομένης υπ' όψιν της καταστάσεως της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ, ο
τρόπος ούτος της μεταφοράς ήρμοζε κάλλιον.
Χείρες βεβαίως δεν έλειπον όπως βαστάσωσι το ασθενές παιδίον.
Εν ελλείψει του ίππου του Χάρρη, ηδύναντο μάλιστα να κατασκευάσωσι φορείον εκ κλάδων, επί του οποίου θα ανεβιβάζετο η κυρία Βέλδων.
Αλλά διά του τρόπου τούτου της μεταφοράς ήθελον απασχολήσει δύο εκ των μαύρων, ο δε Δικ Σανδ ήθελεν ευλόγως όλοι οι σύντροφοί του να είναι ελεύθεροι εις τας κινήσεις των διά πάσαν ενδεχομένην αιφνιδίαν προσβολήν.
Είτα δε, κατά την κάθοδον του ρεύματος, ο νεαρός δόκιμος θα ευρίσκετο πάλιν εις το στοιχείον του.
Το ζήτημα λοιπόν περιωρίζετο να μάθωσιν εάν υπήρχεν εις τα πέριξ ρυάκιόν τι δυνάμενον να χρησιμοποιηθή.
Ο Δικ Σανδ εφρόνει τούτο δυνατόν, και ιδού διατί.
Ο ποταμός όστις εξέβαλλεν εις τον Ατλαντικόν, εις το μέρος όπου εξώκειλε το «Πίλγριμ», δεν ηδύνατο να ανέρχηται πολύ προς βορράν, μήτε πολύ προς ανατολάς της επαρχίας, αφού οροσειρά πλησιεστάτη — αύτη εκείνη την οποίαν εξέλαβον ως τας Κορδελλιέρας — έκλειε τον ορίζοντα εκατέρωθεν.
Λοιπόν, ή ο ποταμός κατήρχετο εκ των ύψεων εκείνων, ή έκαμπτε προς νότον, και κατά αμφοτέρας τας περιπτώσεις ο Δικ Σανδ ηδύνατο να βραδύνη μέχρις ου εύρη την διεύθυνσιν αυτού.
Ίσως μάλιστα, πριν του ποταμού εκείνου, — καθότι είχε δικαίωμα να καλήται ούτω ως εκβάλων κατ' ευθείαν εις τον Ωκεανόν, — θα παρουσιάζετο ομόρρους τις αυτού, όστις θα ήρκει εις την μεταφοράν της μικράς συνοδείας. Εν πάση περιπτώσει, οίος δήποτε ρύαξ δεν θα ήτο μακράν.
Πράγματι, κατά τα τελευταία μίλια της οδοιπορίας, η φύσις του εδάφους είχε μεταβληθή.
Αι κλιτύες εχαμηλούντο και καθίσταντο υγραί. Εδώ και εκεί έρρεον στενά
ρυάκια, μαρτυρούντα ότι το υπέδαφος περιείχε δίκτυον υδατώδες.
Κατά την τελευταίαν ημέραν της πορείας, η συνοδεία παρέπλευσεν ένα των
ρυάκων εκείνων των οποίων τα ύδατα, ερυθραθέντα υπό του σιδηρούχου οξειδίου,
έψαυον τας ανωμάλους όχθας του.
Να επανεύρωσιν αυτόν μήτε μακρόν μήτε δύσκολον ήτο.
Προδήλως δεν θα ηδύνατο να κατέλθωσιν το χειμαρρώδες ρεύμα του, αλλά θα ήτο εύκολον να παρακολουθήσωσιν αυτόν μέχρι της εκβολής του είς τινα ομόρρουν μεγαλείτερον και ως εκ τούτου μάλλον πλευστόν.
Τοιούτον υπήρξε το απλούστατον σχέδιον όπερ εσχημάτισεν ο Δικ Σανδ, αφού συνεσκέφθη μετά του γέροντος Τωμ.
Eλθούσης της ημέρας, όλοι οι σύντροφοί των αφυπνίσθησαν ολίγον κατ' ολίγον.
Η κυρία Βέλδων απέθεσε τον μικρόν της Ζακ, νυσταλέον έτι, εις τους βραχίονας της Ναν.
Το παιδίον, αλλοιωθέν εκ του διαλείποντος πυρετού, επροξένει οίκτον εις τους βλέποντας.
Η κυρία Βέλδων επλησίασε τον Δικ Σανδ.
— Δικ, ηρώτησεν αφού τον παρετήρησεν, πού είναι ο Χάρρης; Δεν τον βλέπω.
Ο νεαρός δόκιμος εσκέφθη ότι αφίνων τους συντρόφους του να νομίζωσιν ότι επάτουν το έδαφος της Βολιβίας, δεν έπρεπε να τοις κρύψη την προδοσίαν του Αμερικανού.
Χωρίς λοιπόν να διστάση.
— Ο Χάρρης, είπε, δεν είναι πλέον εδώ.
— Μήπως επροχώρησεν εμπρός; ηρώτησε ζωηρώς η κυρία Βέλδων.
— Έφυγε, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο Δικ Σανδ. Ο Χάρρης εκείνος είναι προδότης, και είναι σύμφωνος μετά του Νεγορού όστις μας παρέσυρε μέχρις εδώ.
— Προς ποίον σκοπόν;
— Δεν ηξεύρω, αλλ' ό,τι ηξεύρω είναι ότι πρέπει να επανέλθωμεν όσον τάχος εις την παραλίαν.
— Εκείνος ο άνθρωπος . . . προδότης! επανέλαβεν η κυρία Βέλδων. Το προησθανόμην. Και νομίζεις, Δικ, ότι είναι σύμφορος μετά του Νεγορού;
— Ούτω πρέπει να είναι, κυρία Βέλδων. Ο άθλιος εκείνος εις τα ίχνη μας. Η τύχη συνήνωσε τους δύο τούτους αχρείους και . . .
— Και ελπίζω ότι δεν θα χωρισθώσιν, όταν τους επανεύρω, είπεν ο Ηρακλής. Θα σπάσω την κεφαλήν του ενός με την κεφαλήν του άλλου! προσέθηκεν ο γίγας εκτείνων τους δύο φοβερούς γρόνθους.
— Αλλά το τέκνον μου! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων. Αι περιποιήσεις τας οποίας ήλπιζον να τω παρέξω εις την έπαυλιν του Αγίου Ευτυχούς!
— 0 Ζακ θα αναλάβη, απεκρίθη ο γέρων Τωμ, όταν πλησιάση εις το υγεινότερον μέρος της χώρας.
— Δικ, επανέλαβεν η κυρία Βέλδων, είσαι βέβαιος ότι ο Χάρρης μας επρόδωσε;
— Βεβαιότατος, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος όστις επεθύμει να αποφύγη πάσαν εξήγησιν επί του αντικειμένου τούτου.
— Τούτου ένεκα έσπευσε να προσθέση, παρατηρών τον γέροντα μαύρον.
— Αυτήν την νύκτα, ο Τωμ και εγώ, ανεκαλύψαμεν την προδοσίαν του, και εάν δεν έφευγε πηδών επί του ίππου του, θα τον εφόνευον!
— Λοιπόν η έπαυλις εκείνη; . . .
— Δεν υπάρχει εις τα πέριξ μήτε έπαυλις, μήτε χωρίον, μήτε κώμη, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Σας επαναλαμβάνω, κυρία Βέλδων, ότι πρέπει να επανέλθωμεν εις την παραλίαν.
— Διά της ιδίας οδού, Δικ;
— Όχι, κυρία Βέλδων, αλλά θα ακολουθήσωμεν ρεύμα τι το οποίον θα μας επαναφέρη ακόπως και ακινδύνως εις την θάλασσαν. Ακόμη ολίγα μίλια πεζή, και δεν αμφιβάλλω . . .
— Ω! είμαι ισχυρά, Δικ! απεκρίθη η κυρία Βέλδων προσπαθούσα να
καταβάλη την αδυναμίαν της. Θα περιπατήσω! Θα βαστάζω το τέκνον μου! . . .
— Είμεθα εδώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος, και θα
βαστάσωμεν και υμάς.
— Ναι, ναι . . . προσέθηκεν ο Αυγουστίνος. Δύο κλάδοι δένδρου, φύλλα επ' αυτών . . .
— Ευχαριστώ, φίλοι μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, αλλά θέλω να περιπατήσω . . . Θα περιπατήσω. Εμπρός λοιπόν!
— Εμπρός! είπεν ο νεαρός δόκιμος.
— Δότε μοι τον Ζακ, είπεν ο Ηρακλής αρπάσας το παιδίον από τας αγκάλας της Ναν. Όταν δεν κρατώ τι κουράζομαι.
Και ο αγαθός μαύρος έλαβε προσεκτικώς εις τας ευρώστους χείρας του το μικρόν κοιμώμενον παιδίον, όπερ ούτε αφυπνίσθη.
Τα όπλα επιθεωρήθησαν μετά προσοχής. Όσαι έμενον ζωοτροφίαι
συνηθροίσθησαν εις έν μόνον δέμα, εις τρόπον ώστε να δύναται να το βαστάζη
είς.
Ο Ακτέων το εφορτώθη εις τους ώμους του, και οι σύντροφοί του έμειναν
τοιουτοτρόπως ελεύθεροι εις τας κινήσεις των.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος, του οποίου οι μακροί χαλύβδυνοι πόδες περιεφρόνουν πάντα κάματον, ήτο έτοιμος προς αναχώρησιν.
Είχεν άρα γε παρατηρήσει την εξαφάνησιν του Χάρρη; Αδύνατον να βεβαιώσωμεν. Ολίγον τον έμελεν.
Άλλως τε δε ευρίσκετο υπό το βάρος τρομεράς καταστροφής επελθούσης
αυτώ.
Τωόντι, σπουδαία ζημία, ο εξάδελφος Βενέδικτος έχασε το μικροσκόπιον και τας
διόπτρας του.
Ευτυχώς, ο Βαρθολομαίος εύρε τα δύο εκείνα πολύτιμα εργαλεία εν μέσω των μεγάλων χόρτων της στρωμνής του· αλλά, κατά την συμβουλήν του Δικ Σανδ, τα είχε φυλλάξει.
Διά του τρόπου τούτου θα ήσαν βέβαιοι ότι το μεγάλον παιδίον θα έμενεν ήσυχον κατά την πορείαν, αφού ως ελέγετο δεν έβλεπε πέραν της άκρας της ρινός του.
Τεθείς μεταξύ του Ακτέωνος και του Αυγουστίνου, μετά της ρητής διαταγής να μη τους εγκαταλείψη, ο αξιολύπητος Βενέδικτος ουδεμίαν αντίρρησιν έφερε, και ηκολούθησε την τάξιν του, ως τυφλός αγόμενος διά σχοινίου.
Η μικρά συνοδεία δεν είχε προχωρήσει πεντήκοντα βήματα, ότε ο γέρων Τωμ την εσταμάτησεν αίφνης διά μιας λέξεως.
— Ο Δίγγος; είπε.
— Τωόντι ο Δίγγος δεν είναι εδώ, απεκρίθη ο Ηρακλής.
Και διά της ισχυράς φωνής του εκάλεσε τον κύνα επανειλημένως.
Ουδεμία υλακή απήντησεν.
Ο Δικ Σανδ έμεινε σιωπηλός. Η απουσία του κυνός τον ελύπει, διότι θα προεφύλαττε την μικράν συνοδείαν από πάσης αιφνιδίας επιθέσεως.
— Μήπως ο Δίγγος ηκολούθησεν τον Χάρρην; ηρώτησεν ο Τωμ.
— Τον Χάρρην . . όχι απήντησεν ο Δικ Σανδ, αλλά θα κατώρθωσε να ορμήση
κατά τα ίχνη του Νεγορού. Τον εμυρίσθη εδώ πλησίον.
— Ο απαίσιος εκείνος μάγειρος δεν θα αργήση να λάβη μίαν σφαίραν! ανέκραξεν ο Ηρακλής.
— Εκτός εάν ο Δίγκος προφθάσει και τον πνίξη, απήντησεν ο Βαρθολομαίος.
— Ίσως, είπεν ο νεαρός δόκιμος. Αλλά δεν δυνάμεθα να περιμένωμε την επιστροφήν του Δίγγου. Άλλως τε δε εάν ζη είναι αρκετά νοήμων ώστε να μας επανεύρη. Εμπρός λοιπόν!
Ο καιρός ήτο θερμότατος. Ευθύς από της αυγής μεγάλα νέφη εκάλυπτον τον ορίζοντα. Ηπειλείτο θύελλα εν τω αέρι. Πιθανώς η ημέρα δεν θα ετελείωνε άνευ βροχής. Ευτυχώς το δάσος, αν και ολιγώτερον πυκνόν, διετήρει ολίγην δρόσον εις την επιφάνειαν του εδάφους. Εδώ και εκεί, υψίκομα δένδρα περιεκύκλουν λειμώνας κεκαλειμμένους υπό χόρτων υψηλών και πυκνών. Είς τινα μέρη, γιγανταίοι κορμοί, απηνθρακωμένοι ήδη, έκειντο κατά γης, — σημείον υπάρξεως γηπέδων ανθρακούχων, οία συναντά τις συχνάκις επί της αφρικανικής ηπείρου. Έπειτα, εις τα ανοικτά μέρη, των οποίων ο χλοερός τάπης ανεμιγνύετο μετά τίνων ροδίνων κλωνίων, τα άνθη εποίκιλλον τα χρώματά των, ζιγγιβέρεις κίτριναι ή κυαναί, λοβηλίαι ωχραί, ορχεοειδή ερυθρά, ακαταπαύστως επισκεπτόμενα υπό των γονιμοποιούντων αυτά εντόμων.
Τα δένδρα δεν εσχημάτιζον πλέον τότε αδιαπεράστους συστάδας, αλλά τα είδη αυτών ήσαν ποικιλώτερα.
Ήσαν ελαίαι, είδος φοινίκων, παρεχόντων έλαιον επιζήτητον εν Αφρική, βαμβακιαί, σχηματίζουσαι θάμνους υψηλούς οκτώ μέχρι δέκα ποδών, των οποίων τα ινώδη στελέχη παρήγον βάμβακα μακρόινον, σχεδόν ανάλογον προς τον του Φερναμπούκου.
Εκεί κοπάλια εκκρίνοντα διά των υπό τινων εντόμων σχηματιζομένων οπών ευώδην ρητίνην, ρέουσαν μέχρι του εδάφους, ένθα εναπεθηκεύετο διά τας ανάγκας των ιθαγενών.
Αλλαχού λεμονέαι, ροιαί εν αγρία καταστάσει και είκοσιν άλλα δενδροειδή φυτά, μαρτυρούντα την θαυμασίαν γονιμότητα του οροπεδίου εκείνου της κεντρικής Αφρικής.
Εις πολλά μέρη ωσαύτως η όσφρησις προσεβάλλετο ευαρέστως υπό λεπτής τίνος οσμής βανίλλης, χωρίς να δύναταί τις να ανακαλύψη ποίον θαμνίον ανέδιδεν αυτήν
Το σύνολον τούτο των δένδρων και φυτών εχλόαζεν αν και ήτο η ξηρά εποχή του έτους, και σπάνιαι θύελλαι επότιζον τα πλούσια εκείνα εδάφη.
Ήτο λοιπόν η εποχή των πυρετών αλλά ως παρετήρησεν ο Λίβιγγστων, δύναταί τις εν γένει ν' απαλλαγή αυτών, φεύγων εκ του μέρους εις το οποίον προσεβλήθη υπ' αυτών.
Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε την παρατήρησιν ταύτην του μεγάλου περιηγητού και ήλπιζεν ότι ο μικρός Ζακ δεν θα την διέψευδε.
Το είπε δε προς την κυρίαν Βέλδων, αφού παρετήρησεν ότι η περιοδική προσβολή δεν επανήλθεν ως εφοβούντο, και το παιδίον ανεπαύετο ησύχως εις τας αγκάλας του Ηρακλέους.
Τοιουτοτρόπως εβάδιζον συνετώς και ταχέως.
Ενίοτε εφαίνοντο πρόσφατα ίχνη διελεύσεως ανθρώπων ή ζώων.
Οι κλάδοι των θάμνων και των βάτων αποκεχωρισμένοι ή τεθραυσμένοι επέτρεπον
τότε να οδεύωσι μετ' ίσου βήματος.
Αλλά, το πλείστον του χρόνου, πολλαπλά κωλύματα άτινα έπρεπε να
υπερνικήσωσιν επεβράδυνον την πορείαν της μικράς συνοδείας προς μεγάλην
δυσαρέσκειαν του Δικ Σανδ.
Ήσαν λιάναι συμπεπλεγμέναι, τας οποίας δικαίως ηδύνατό τις να παραβάλη προς
άτακτον εξαρτισμόν πλοίου, κληματίδες τινές όμοιοι προς δαμασκηνά ξίφη
επίκυρτα, των οποίων η λεπίς θα ήτο πεποικιλμένη διά μακρών ακανθών, φυτικοί
όφεις, μακροί πεντήκοντα μέχρις εξήκοντα ποδών, οίτινες είχον την ιδιότητα να
στρέφωνται, όπως κεντώσι τον διαβάτην διά των οξέων κέντρων των.
Οι μαύροι με τον πέλεκυν ανά χείρας, έκοπτον αφειδώς, αλλ' αι λιάναι εκείναι ανεφύοντο ακαταπαύστως από της επιφανείας του εδάφους μέχρι της κορυφής των υψηλοτάτων δένδρων, τα οποία περιέστεφον.
Το ζωικόν βασίλειον δεν ήτο ολιγώτερον περίεργον του φυτικού βασιλείου εν τω μέρει εκείνω της επαρχίας.
Τα πτηνά περιίπταντο απειράριθμα υπό την άφθονον εκείνην διακλάδωσιν, αλλ' εννοείται ότι ουδένα πυροβολισμόν είχον να φοβηθώσιν εκ μέρους ανθρώπων, οίτινες ουδέν άλλο εζήτουν ειμή να διέλθωσι κρυφίως και ταχέως.
Υπήρχον εκεί μυριάδες μελεαγρίδων, ατταγάδες διαφόρων ειδών, δυσκόλως πλησιαζόμενοι, καί τινα των πτηνών εκείνων άτινα οι βόρειοι Αμερικανοί αποκαλούσι κατ' ονοματοποιίαν «βιπ πούαρ γουόλ» τριών δηλαδή συλλαβών παριστωσών ακριβώς τας κραυγάς των.
Ο Δικ Σανδ και ο Τωμ ηδύναντο αληθώς να νομίσωσιν ότι ευρίσκοντο είς τινα επαρχίαν της νέας ηπείρου.
Αλλά φευ! εγνώριζον πού ήσαν.
Μέχρι τότε τα άγρια θηρία τοσούτον επικίνδυνα εν αφρική δεν είχον πλησιάσει την μικράν συνοδείαν. Είδον εις τον πρώτον εκείνον σταθμόν καμηλοπαρδάλεις τας οποίας ο Χάρρης θα υπεδείκνυε βεβαίως ως στρουθοκαμήλους — αλλ' εις μάτην την φοράν ταύτην.
Τα ταχύποδα εκείνα ζώα διήρχοντο ταχέως, πτοηθέντα εκ της εμφανήσεως ανθρώπων εις τα σπανίως συχναζόμενα εκείνα δάση.
Μακράν, εις την άκραν των λειμώνων υψούτο ενίοτε πυκνόν νέφος κονιορτού.
Ήτο αγέλη βουβάλων καλπαζόντων μετά κρότου αμαξίων βαρέως φορτωμένων.
Επί δύο μίλια, ο Δικ Σανδ ηκολούθησε τοιουτοτρόπως το ρεύμα του ρυακίου, όπερ ώφειλε να καταλήξη είς τινα σπουδαιότερον ποταμόν.
Επεθύμει πολύ να εμπιστευθή τους συντρόφους του εις το ταχύ ρεύμα ενός των ποταμών της χώρας, φρονών ότι τοιουτοτρόπως οι κίνδυνοι και οι κόποι θα ήσαν ολιγώτεροι.
Περί την μεταμεσημβρίαν, τρία μίλια είχον διανυθή άνευ δυσαρέστου τινός συναντήσεως. Ουδέν ίχνος Χάρρη ή Νεγορού. Ο Δίγγος δεν ανεφάνη.
Έπρεπε να σταθμεύσωσιν όπως αναπαυθώσι και λάβωσιν ολίγην τροφήν.
Η κατασκήνωσις εγένετο εντός λόχμης ινδοκαλάμων, ήτις εστέγασε καθ' ολοκληρίαν την μικράν συνοδείαν.
Ολίγα είδον διαρκούντος του γεύματος. Η κυρία Βέλδων ανέλαβε πάλιν το μικρόν τέκνον της εις τας αγκάλας της· δεν απέσπα απ' αυτού τα βλέμματά της· δεν ηδύνατο να φάγη.
— Πρέπει να λάβητε ολίγην τροφήν, κυρία Βέλδων, τη επανέλαβε πολλάκις ο Δικ Σανδ. Τι θα γίνετε εάν σας λείψουν αι δυνάμεις; Φάγετε, φάγετε! Μετ' ολίγον θα αρχίσωμεν πάλιν την πορείαν μας και έν καλόν ρεύμα θα μας φέρη ακόπως εις την παραλίαν.
Η κυρία Βέλδων παρετήρει ασκαρδαμυκτί τον Δικ Σανδ ενώ τη ωμίλει τοιουτοτρόπως.
Οι φλογεροί οφθαλμοί του νεαρού δοκίμου εξέφραζον όλον το θάρρος υπό του οποίου κατείχετο.
Βλέπουσα αυτόν τοιούτον, παρατηρούσα τους αγαθούς εκείνους μαύρους, γυνή ούσα και μήτηρ, δεν ήθελεν να απελπισθή εισέτι. Άλλως τε δε διατί να απελπισθή;
Δεν ενόμιζεν ότι ευρίσκεται επί φιλοξένου γης;
Κατ' αυτήν, η προδοσία του Χάρρη δεν ηδύνατο να έχη σοβαράς συνεπείας.
Ο Δικ Σανδ εμάντευε τους διαλογισμούς αυτής και έκλινε την κεφαλήν.
ΑΙ ΚΑΚΑΙ ΟΔΟΙ ΤΗΣ ΑΓΓΟΛΑΣ
Κατ' εκείνην την στιγμήν, ο μικρός Ζακ αφιπνίσθη και επέρασε τους βραχίονάς του
εις τον τράχηλον της μητρός του. Οι οφθαλμοί του ήσαν εις καλλιτέραν κατάστασιν.
Ο πυρετός δεν είχεν επανέλθει.
Είσαι καλλίτερα αγάπη μου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων θλίβουσα το πάσχον τέκνον επί της καρδίας της.
— Ναι, μήτερ, απεκρίθη ο Ζακ, αλλά διψώ ολίγον. Δεν ηδυνήθησαν να δώσωσιν εις το παιδίον ειμή ύδωρ δροσερόν, εκ του οποίου έπιεν ευχαρίστως ολίγας σταγόνας.
— Και ο φίλος μου Δικ; ηρώτησεν.
— Εδώ είμαι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ πλησιάσας και λαβών την χείρα του
παιδίου.
— Και ο φίλος μου Ηρακλής . .
— Παρών ο Ηρακλής, κύριε Ζακ, απήντησεν ο γίγας πλησιάζων το αγαθόν του πρόσωπον.
— Και ο ίππος; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.
— Ο ίππος; Ανεχώρησε, κύριε Ζακ, απεκρίθη ο Ηρακλής. Τώρα εγώ είμαι ο ίππος! Εγώ σας φέρω. Μήπως ευρίσκετε το κάλπασμα δυνατόν;
— Όχι απεκρίθη ο μικρός Ζακ, αλλά τότε δεν έχω πλέον να κρατώ χαλινόν.
— Ω! θα μου βάλετε χαλινόν, εάν θέλετε, είπεν ο Ηρακλής ανοίγων το πλατύ στόμα του, και θα με σύρετε όσον σας ευχαριστεί.
— Ηξεύρεις ότι εγώ σχεδόν δεν θα σύρω.
— Θα έχετε άδικον, διότι έχω το στόμα σκληρόν.
— Αλλ' η έπαυλις του κυρίου Χάρρη; . . . ηρώτησε και πάλιν το μικρόν παιδίον.
— Θα φθάσωμεν μετ' ολίγον, Ζακ, είπεν η κυρία Βέλδων. Ναι . . . μετ' ολίγον . . .
— Θέλετε να επαναλάβωμεν την οδοιπορίαν; είπεν τότε ο Δικ Σανδ, διά να διακόψη την συνομιλίαν εκείνην.
— Ναι, Δικ, εμπρός, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Ηγέρθησαν λοιπόν όλοι
και η πορεία επανελήφθη κατά την αυτήν τάξιν.
Έπρεπε να διέλθωσι διά μέσου της πυκνάδος, και να μη εγκαταλίπωσι το ρεύμα
του ρυακίου.
Ναι μεν υπήρχον άλλοτε εκεί ατραποί τινες αλλ' αι ατραποί εκείναι απέθανον, κατά
την εγχώριον έκφρασιν, ήτοι ότι κατεπλημμύρησαν αυτάς άκανθαι και θάμνοι.
Εδέησε τότε να διανήσωσιν έν μίλιον υπό τοιαύτας συνθήκας και να δαπανήσωσι προς τούτο τρεις ώρας. Οι μαύροι ειργάζοντο αδιακόπως.
Ο Ηρακλής αφού παρέδωκε πάλιν τον μικρόν Ζακ εις την Ναν, έλαβε μέρος εις την εργασίαν, και οποίον μέρος!
Εξέπεμπε κραυγάς ηχηράς οσάκις περιέστρεφε τον πέλεκυν, και μέγα άνοιγμα εγίνετο εκεί, ως εάν υπήρχε παμφάγον πυρ.
Ευτυχώς η κοπιώδης εκείνη εργασία δεν έμελλε να διαρκέση πολύ.
Αφού διήνυσαν το πρώτον εκείνο μίλιον, είδον ευρύ άνοιγμα διερχόμενον το δάσος και απολήγον πλαγίως του ρύακος του οποίου παρηκολούθει την ακτήν.
Ήτο δίοδος ελεφάντων, και τα ζώα ταύτα, κατά εκατοντάδας βεβαίως, είχον την συνήθειαν να κατέρχονται το μέρος εκείνο του δάσους.
Μεγάλαι οπαί, γενόμεναι από των ποδών των τεραστίων παχυδέρμων
εχάρασσον έδαφος κάθυγρον κατά την εποχήν των βροχών και του οποίου η
σπογγώδης φύσις ήτο κατάλληλος εις αποτύπωσιν τοιούτων ιχνών.
Μετ' ολίγον εφάνη ότι η δίοδος εκείνη δεν εχρησίμευε μόνον εις τα γιγαντιαία
εκείνα ζώα.
Ανθρώπινα όντα πλέον ή άπαξ θα διήλθον εκείθεν, αλλ' ως θα την διήρχοντο ποίμνια κτηνωδώς οδηγούμενα εις το σφαγείον.
Τήδε κακείσε, οστά ευρίσκοντο επί του εδάφους, υπόλοιπα σκελετών ημιφαγωθέντων υπό των αγρίων θηρίων και των οποίων τινές έφερον εισέτι τα δεσμά του δούλου.
Εν τη κεντρική Αφρική υπάρχουσι μακροί οδοί κατεσπαρμέναι τοιουτοτρόπως υπό ανθρωπίνων λειψάνων.
Εκατοντάδας μιλίων διανύουσιν αι συνοδείαι και πολλοί δυστυχείς πίπτουσι καθ' οδόν υπό την μάστιγα των οδηγών, θνήσκοντες υπό του κόπου ή των στερήσεων, δεκατιζόμενοι υπό των ασθενειών.
Πόσοι πάλιν σφάζονται υπό αυτών τούτων των σωματεμπόρων, όταν ελείψωσιν αι ζοωτροφίαι! Ναι όταν δεν έχωσι πλέον να τους θρέψωσι, τους φονεύουσι διά του πυροβόλου, διά της σπάθης, διά της μαχαίρας και αι σφαγαί αύται δεν είναι σπάνιαι!
Ούτω λοιπόν, συνοδείαι δούλων θα διήλθον την οδόν εκείνην.
Επί έν μίλιον, ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού προσέκρουσαν ανά παν βήμα εις τα διεσπαρμένα εκείνα οστά, αποδιώκοντες πληθύν αιγοθήλων οίτινες διά βαρείας πτήσεως έφευγον εις την προσέγγισίν του και περιεστρέφοντο εν τω αέρι.
Η κυρία Βέλδων παρετήρει χωρίς να βλέπη.
Ο Δικ Σανδ έτρεμε μήπως τον εξετάση, καθότι διετήρει την ελπίδα ότι ήθελε την
επαναφέρει εις την παραλίαν, χωρίς να τη αποκαλύψη ότι η προδοσία του Χάρρη
τους είχεν αποπλανήσει εις επαρχίαν αφρικανικήν.
Ευτυχώς η κυρία Βέλδων δεν εζήτει εξηγήσεις περί όσων έβλεπεν.
Ηθέλησε να αναλάβη το τέκνον της, και ο μικρός Ζακ, κοιμώμενος περιέσπα όλην την σκέψιν της.
Ο Ναν εβάδιζε πλησίον της, και μήτε η μία μήτε η άλλη απέτεινον εις τον
νεαρόν δόκιμον τας τρομεράς ερωτήσεις, τας οποίας ούτος εφοβείτο.
Ο γέρων Τωμ επροχώρει με οφθαλμούς τεταπεινωμένους.
Κάλλιστα εννόει διατί η ατραπός εκείνη ήτο κατεσπαρμένη υπό ανθρωπίνων οστέων.
Οι σύντροφοι του παρετήρουν δεξιά και αριστερά έκπληκτοι, νομίζοντας ότι
διήρχοντο απέραντον νεκροταφείον, του οποίου τους τάφους ανέτρεψε
κατακλυσμός, αλλ' εβάδιζον σιωπηλώς.
Εν τούτοις η κοίτη του ρυακίου εγίνετο βαθυτέρα και πλατυτέρα, συγχρόνως δε το
ρεύμα αυτού ήτο ολιγώτερον χειμαρρώδες.
Ο Δικ Σανδ ήλπιζεν ότι μετ' ολίγον ήθελε καταστή πλωτόν ή ότι θα εχύνετο εις άλλον τινά μεγαλύτερον ποταμόν, εισβάλλοντα εις τον Ατλαντικόν.
Η μόνη λοιπόν απόφασις του νεαρού δοκίμου ήτο να ακολουθήση πάση θυσία το ρεύμα εκείνο.
Ώστε δεν εδίστασε να εγκαταλείψη την δίοδον εκείνην, όταν είδεν ότι αύτη, ανερχομένη πλαγίως, απεμακρύνετο του ρυακίου.
Η μικρά συνοδεία εισήλθεν εκ νέου εις το πυκνόν δάσος.
Ώδευσε δε, τη βοηθεία του πελέκεως, διά μέσου των λιανών και των αδιαξιτήτως περιπεπλεγμένων κληματίδων.
Αλλ' εάν τα φυτά εκείνα έφραττον το έδαφος, δεν ήτο όμως το πυκνόν εκείνο
δάσος, όπερ εύρον κατά την είσοδον.
Τα δένδρα εγίνοντο σπάνια. Μεγάλοι αστάχεις ινδοκαλάμων ωρθούντο μόνον
άνωθεν των χόρτων, άτινα ήσαν τόσω υψηλά, ώστε μήτε ο Ηρακλής ηδύνατο να τα
υπερβή κατά το ύψος.
Η δίοδος της μικράς συνοδείας μόνον εκ της κινήσεως των στελεχών εκείνων ηδύνατο να παρατηρηθή.
Κατά την ημέραν εκείνην, περί την τρίτην ώραν μετά μεσημβρίαν, η φύσις του εδάφους μετεβλήθη εντελώς.
Ήσαν ευρείαι πεδιάδες αίτινες θα είχον καταπλημμυρισθή ολοτελώς κατά την εποχήν των βροχών.
Το έδαφος μάλλον ελώδες, εκαλύπτετο υπό πυκνών βρύων, εφ' ων υπερέκειντο θελκτικώταται πτέριδες. Εάν εν τω μεταξύ συνήντων λοφίσκον τινά ξηρόν, αμέσως παρετήρουν τον φαιόν αιματίτην, τελευταία λείψανα βεβαίως πλουσίου τινός μεταλλικού στρώματος.
Ο Δικ Σανδ ενθυμήθη τότε λίαν εγκαίρως, όσα είχεν αναγνώσει εν ταις περιοδείαις του Λιβηγγστώνος.
Πλέον ή άπαξ ο τολμηρός περιηγητής εκινδύνευσε να ταφή εις τα έλη εκείνα, λίαν άπιστα εις τον πόδα.
— Προσέχετε, φίλοι μου, είπε προπορευόμενος. Δοκιμάζετε το έδαφος, πριν πατήσετε επ' αυτού.
— Τωόντι, είπεν ο Τωμ, θα έλεγέ τις ότι αυτά τα χώματα εποτίσθησαν από της βροχής και εν τούτοις δεν έβρεξε κατά τας τελευταίας ταύτας ημέρας.
— Όχι απεκρίθη ο Βαρθολομαίος, αλλ' η καταιγίς δεν είναι μακράν.
— Λόγος ισχυρότερος, απήντησεν ο Δικ Σανδ, να σπεύσωμεν να υπερβώμεν το έλος τούτο πριν ή εκραγή. — Ηρακλή, λάβε πάλιν τον μικρόν Ζακ εις τας αγκάλας σου. Βαρθολομαίε, Αυγουστίνε, μένετε πλησίον της κυρίας Βέλδων, εις τρόπον ώστε να δυνηθήτε να την υποστηρίξετε εν ανάγκη. — Υμείς δε, κύριε Βενέδικτε. Ε! τι κάμνετε, κύριε Βενέδικτε;
— Πίπτω! απεκρίθη απλούστατα ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις εγένετο άφαντος, ως εάν καταπακτή τις ηνεώχθη αιφνιδίως υπό τους πόδας του.
Τωόντι ο δυστυχής εκείνος είχεν εμπέσει είς τινα χαράδραν και εβυθίσθη μέχρι της μέσης εντός στερεού πηλού.
Τω έτεινον τας χείρας, και ηγέρθη πλήρης ιλύος, αλλά λίαν ευχαριστημένος διότι το πολύτιμον εντομολογικόν κιβώτιόν του δεν έπαθε τίποτε.
Ο Ακτέων ετέθη πλησίον του, προσταχθείς να προλαμβάνη πάσαν νέαν πτώσιν του απροσέκτου μύωπος.
Άλλως τε ο εξάδελφος Βενέδικτος κακώς εξελέξατο την χαράδραν εκείνην, εν ή κατεβυθίσθη.
Ότε τον ανέσυρον εκ του βορβορώδους εκείνου εδάφους, πλήθος πομφολύγων ανήλθον εις την επιφάνειαν, αίτινες διαρραγείσαι ανέδωσαν αέρια πνιγηράς οσμής.
Ο Λίβιγγστων όστις ενίοτε και μέχρι του στήθους εβυθίσθη εις τοιαύτην ιλύν, παρέβαλε τας γαίας ταύτας προς σύνολον υπερμεγεθών σπόγγων πεπλασμένων εκ γης μελαίνης και πορόδους, από των οποίων ανεπήδων άπειρα ρυάκεια, οσάκις ο πους επάτει επ' αυτών.
Αι δίοδοι εκείναι ήσαν πάντοτε επικίνδυνοι.
Επί ήμισυ μίλιον ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ηναγκάσθησαν να βαδίζωσιν επί του σπογγώδους εκείνου εδάφους.
Εγένετο μάλιστα τούτο τοσούτω κακόν, ώστε η κυρία Βέλδων εσταμάτησε, καθότι εβυθίζετο μέχρι κνήμης εν τη χαράδρα.
Ο Ηρακλής, ο Βαρθολομαίος και Αυγουστίνος, θελήσαντες να την απαλλάξωσι από τον κόπον τοιαύτης δυσχερούς διαβάσεως της ελώδους εκείνης πεδιάδος, κατεσκεύασαν φορείον εξ ινδοκαλάμων, επί του οποίου εκείνη συγκατετέθη να αναβή.
Ο Μικρός Ζακ ετέθη εις τας αγκάλας της και ήρχισαν πάλιν να διασχίζωσιν όσω
το δυνατόν ταχύτερον το λοιμώδες εκείνο έλος.
Αι δυσχέρειαι υπήρξαν μεγάλαι.
Ο Ακτέον εκράτει ισχυρώς τον εξάδελφον Βενέδικτον.
Ο Τωμ εβοήθει την Ναν, ήτις άνευ αυτού πολλάκις θα εβυθίζετο είς τινα ρωγμήν.
Οι τρεις άλλοι μαύροι εβάσταζον το φορείον.
Προπορευόμενος ο Δικ Σανδ εξήταζε το έδαφος.
Η εκλογή της θέσεως, όπου έπρεπε να θέσωσι τον πόδα δεν εγίνετο ευκόλως.
Έπρεπε κατά προτίμησιν να βαδίζωσιν επί των οφρύων, τας οποίας εκάλυπτε πυκνόν και σκληρόν χόρτον αλλά πολλάκις δεν ευρίσκετο σημείον στηρίγματος και εβυθίζοντο μέχρι γόνατος εν τω βορβόρω.
Τέλος, περί την πέμπτην ώραν της εσπέρας, υπερπηδηθέντος του έλους το έδαφος επανέλαβεν αρκούσαν σκληρότητα, χάρις εις την αργιλώδη φύσιν του αλλ' ησθάνετό τις υγρόν εις τα υποκάτωθεν.
Προφανώς τα εδάφη εκείνα ήσαν χαμηλώτερα των γειτονικών αυτών ποταμών, και το ύδωρ διέρεε διά των πόρων.
Κατ' εκείνην την στιγμήν, η θερμότης κατέστη υπερβολική. Θα ήτο μάλιστα αφόρητος, εάν πυκνά θυελλώδη νέφη δεν παρενεβάλλοντο μεταξύ των φλογερών ακτίνων και του εδάφους.
Μακρυναί αστραπαί ήρχιζον να διασχίζωσι τα νέφη και υπόκωφοι βρονταί εμυκώντο εις τα βάθη του ουρανού. Έμελλε να εκραγή τρομερά θύελλα.
Οι τοιούτοι κατακλυσμοί είναι φοβεροί εις αφρικήν, βροχαί χειμαρρώδεις, ανεμοστρόβιλοι εις ους και αυτά τα στερεότερα δεν δύνανται να ανθέξωσι, κεραυνοί αλλεπάλληλοι, τοιαύτη η πάλη των στοιχείων υπό το πλάτος εκείνο.
Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε τούτο καλώς, και κατελήφθη υπό μεγίστης ανησυχίας. Δεν ηδύναντο να διέλθωσι την νύκτα αστέγαστοι.
Η πεδιάς ηδύνατο να κατακλυσθή και ουδέν μέρος εφαίνετο κατάλληλον να χρησιμεύση ως καταφύγιον.
Αλλά το καταφύγιον πού να το ζητήσωσιν εις το έρημον εκείνο άνευ δένδρων, άνευ θάμνων, κοίλωμα;
Και αυτά τα έγκατα του εδάφους δεν θα το έδιδαν.
Εις δύο πόδας υπό την επιφάνειαν θα εύρισκον ύδωρ.
Εντούτοις προς βορράν σειρά λόφων ουχί υψηλών εφαίνετο περιορίζουσα την ελώδη πεδιάδα.
Ωμοίαζεν ως το πλαίσιον της κοιλότητος του εδάφους
Δένδρα τινά εφαίνοντο επί της τελευταίας τινός ζώνης μάλλον ανοιχτής, την οποίαν τα νέφη εσχημάτιζον εις την γραμμήν του ορίζοντος.
Εκεί, εάν δεν ευρίσκετο εισέτι καταφύγιον, η μικρά συνοδεία δεν θα εκινδύνευε τουλάχιστον να καταληφθή υπό της επερχομένης θυέλλης.
Εκεί ήτο ίσως η σωτηρία πάντων. — Εμπρός, φίλοι μου, εμπρός! επανελάμβανεν ο Δικ Σανδ. Τρία μίλια εισέτι, και θα ήμεθα εν πλειοτέρα ασφάλεια ή εν τη πεδιάδι.
— Εμπρός! εμπρός! ανέκραξεν ο Ηρακλής. Ο αγαθός μαύρος ήθελε να λάβη όλους εις τας αγκάλας του και να τους φέρη αυτός μόνος.
Αι λέξεις αύται ενεψύχουν τους θαρραλέους εκείνους ανθρώπους, και μεθ' όλους τους καμάτους μιας ημέρας πορείας επροχώρουν ταχύτερον τότε ή κατά την έναρξιν της οδοιπορείας.
Όταν εξεράγη η θύελλα, το μέρος εις ο έπρεπε να φθάσωσιν ευρίσκετο εισέτι δύο μίλια μακράν. Ευτυχώς η βροχή δεν συνώδευσε τας πρώτας αστραπάς, αίτινες αντηλλάγησαν μεταξύ του εδάφους και των ηλεκτρικών νεφών.
Η σκοτία τότε εγένετο σχεδόν τελεία, ει και ο ήλιος δεν εξηφανίσθη όπισθεν του ορίζοντος.
Αλλ' ο θόλος των ατμών εταπεινούτο ολίγον κατ' ολίγον, ως εάν ηπείλει να
καταρρεύση — κατάρρευσις ήτις έμελλε να διαλυθή εις βροχήν χειμαρρώδη.
Αστραπαί, ερυθραί ή κυαναί, διέσχιζον αυτόν εις μύρια μέρη και περιέζωνον την
πεδιάδα δι' αδιεξιτήτου δικτύου πυρών.
Εικοσάκις ο Δικ και οι μετ' αυτού εκινδύνευσαν να κεραυνοβοληθώσιν.
Επί του οροπεδίου εκείνου του αδένδρου, εσχημάτιζον τα μόνα εξέχοντα σημεία και ηδύναντο να ελκύσωσι τας ηλεκτρικάς βολάς.
Ο Ζακ, αφυπνισθείς υπό των κρότων του κεραυνού, εκρύπτετο εις τας αγκάλας του Ηρακλέους.
Εφοβήθη μεν το πτωχόν παιδίον, αλλά δεν ήθελε να το αποδείξη εις την μητέρα του διά να μη την λυπήση περισσότερον.
Ο Ηρακλής, οδεύων μεγάλοις βήμασι, τον παρηγόρει όσον ηδύνατο.
— Μη φοβείσθε, Ζακάκι, επανελάμβανεν. Εάν ο κεραυνός μας πλησιάση, θα τον σπάσω εις δύο με την μίαν μόνον χείρα. Είμαι δυνατώτερος αυτού.
Και αληθώς, η δύναμις του γίγαντος καθησύχαζεν ολίγον τον μικρόν Ζακ.
Εν τούτοις δεν θα εβράδυνε να πέση και τότε τα νέφη εκείνα συμπυκνούμενα θα κατέρριπτον χειμάρρους.
Τι θα εγίνοντο η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής, εάν δεν εύρισκον καταφύγιόν τι;
Ο Δικ Σανδ έστη προς στιγμήν πλησίον του γέροντος Θωμά.
— Τι να πράξωμεν; είπε.
— Να εξακολουθήσωμεν την πορείαν μας, κύριε Δικ, απήντησεν ο Τωμ. Δεν ειμπορούμεν να μείνωμεν εις αυτήν την πεδιάδα, την οποίαν θα μεταβάλη μετ' ολίγων εις βάλτον.
— Όχι, Τωμ, όχι! αλλά καταφύγιον πού; ποίον; έστω και μία καλύβη! . . .
Ο Δικ Σανδ διέκοψε αποτόμως την φράσιν του. Αστραπή τις λευκοτέρα εφώτισεν όλην την πεδιάδα.
— Τι βλέπω εκεί, έν τέταρτον μιλίου μακράν; . . . ανέκραξεν ο Δικ Σανδ.
— Ναι, και εγώ είδον . . . . απεκρίθη ο γέρων Τωμ κινών την κεφαλήν.
— Δεν είναι στρατόπεδον;
— Ναι, κύριε Δικ . . . θα είναι στρατόπαιδον ιθαγενών.
Νέα αστραπή επέτρεψε να παρατηρήσωσι καθαρώτερον το στρατόπαιδον εκείνο, όπερ κατείχε μέρος της απεράντου πεδιάδος.
Εκεί πράγματι υψούτο εκατοντάς κωνικών σκηνών, συμμέτρως τεταγμένων και εχουσών ύψος δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ποδών. Άλλως τε δε ούτε είς στρατιώτης εφαίνετο.
Μήπως ήσαν κεκλεισμένοι υπό τας σκηνάς των, όπως αφήσωσι να παρέλθη η θύελλα, ή μήπως το στρατόπεδον ήτο εγκαταλελειμένον;
Εν τη πρώτη περιπτώσει ο Δικ Σανδ, οίαι δήποτε και αν ήσαν αι απειλαί του ουρανού, έπρεπε να φύγη όσον τάχιστα· Εν τη δευτέρα εκεί θα ήτο ίσως το ζητούμενον καταφύγιον.
— Θα το μάθω, είπεν.
Είτα, αποτεινόμενος προς τον γέροντα Τωμ·
— Μείνετε, εδώ, προσέθηκε. Να μη με ακολουθήση κανείς. Θα υπάγω να
κατασκοπεύσω το στρατόπεδον εκείνο.
— Αφήσατε να σας συνοδεύση είς εξ ημών, κύριε Δικ.
— Όχι, Τωμ. Θα υπάγω μόνος. Ειμπορώ να πλησιάσω, χωρίς να φανώ. Μείνετε.
— Η μικρά συνοδεία, ης προεπορεύοντο ο Τωμ και ο Δικ Σανδ, έστη. Ο νεαρός δόκιμος απεσπάσθη αμέσως και εγένετο άφαντος εν μέσω της σκοτίας, ήτις ήτο βαθυτάτη, όταν αι αστραπαί δεν διέσχιζον τα νέφη.
Μεγάλαι σταγόνες βροχής ήρχιζον ήδη να πίπτωσι.
— Τι συμβαίνει; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων πλησιάσασα τον γέροντα μαύρον.
— Είδομεν ένα στρατόπεδον, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Τωμ, έν στρατόπεδον . . . ή ίσως χωρίον, και ο πλοίαρχός μας ηθέλησε να υπάγη να το κατασκοπεύση, πριν μας φέρη εκεί.
Η κυρία Βέλδων ηρκέσθη εις την απάντησιν εκείνην.
Μετά τρία λεπτά, ο Δικ Σανδ επέστρεψεν.
— Έλθετε! Έλθετε! έκραξε διά φωνής μαρτυρούσης όλην την ευχαρίστησίν του.
— Το στρατόπεδον είναι εγκαταλελειμένον; ηρώτησεν ο Τωμ.
— Δεν είναι στρατόπεδον! απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος, μήτε χωρίον! είναι μυρμηκιαί.
— Μυρμηκιαί! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, τον οποίον εξήγειρεν η λέξις αύτη.
— Ναι, κύριε Βενέδικτε, αλλά μυρμηκιαί υψηλαί δώδεκα πόδας τουλάχιστον, και εις τας οποίας θα προσπαθήσωμεν να χωθώμεν.
— Αλλά τότε απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος θα είναι μυρμηκιαί των φιλοπολέμων ή των αδηφάγων τερμιτών! Μόνον τα ευφυή ταύτα έντομα εγείρουσι τοιαύτα μνημεία, τα οποία θα ετίμων και τους περιφημοτέρους αρχιτέκτονας.
— Είτε είναι είτε δεν είναι τερμίται, κύριε Βενέδικτε, απήντησεν ο Δικ Σανδ, πρέπει να τους εκτοπίσωμεν και να καταλάβωμεν την θέσιν των.
— Θα μας καταφάγωσι. Και θα έχωσι δίκαιον.
— Δρόμον, δρόμον!
— Περιμένετε δα! είπε πάλιν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ενόμιζον ότι αι μυρμηκιαί αύται ευρίσκονται μόνον εις την Αφρικήν!
— Εμπρός! έκραξε διά τελευταίαν φοράν ο Δικ Σανδ με είδος τι αποτομότητος, τόσον εφοβείτο μήπως ήκουσεν η κυρία Βέλδων την υπό του εντομολόγου προφερθείσαν τελευταίαν ταύτην λέξιν.
Ηκολούθησαν τον Δικ Σανδ εν πάση σπουδή. Είχεν εγερθή μανιώδης άνεμος. Παχείαι σταγόνες χιόνος έπιπτον επί του εδάφους. Μετ' ολίγας στιγμάς, η λαίλαψ θα καθίστατο αφόρητος.
Μετ' ολίγον έφθασαν εις ένα των εν τη πεδιάδι ορθουμένων εκείνων κώνων, όσον δε και αν ήσαν απειλητικοί οι τερμίται, δεν έπρεπε να διστάσωσιν όπως συμμεθέξωσι την κατοικίαν των, εάν δεν ήθελον δυνηθή να τους αποδιώξωσι.
Εις το κάτω μέρος του κώνου, κατασκευασμένη εξ είδους τινος ερυθρωπής αργίλου, ηνοίγετο στενωτάτη οπή, την οποίαν ο Ηρακλής επλάτυνεν εις ολίγας στιγμάς διά της μαχαίρας του, ούτως ώστε να δύναται να διέλθη δι' αυτής άνθρωπος ως αυτός.
Προς μεγίστην έκπληξιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου δεν ενεφανίσθη ούτε είς εκ των χιλιάδων εκείνων των τερμιτών, οίτινες έπρεπε να κατέχωσι την μυρμηκιάν. Ο κώνος λοιπόν ήτο εγκαταλελειμένος;
Ευρυνθείσης της οπής, ο Δικ και οι μετ' αυτού εισήλθον εκεί και ο Ηρακλής εξηφανίσθη τελευταίος, καθ' ήν στιγμήν η βροχή έπιπτε μετά τοσαύτης μανίας, ώστε εφαίνετο σβύνουσα τας αστραπάς.
Αλλά δεν εφοβούντο πλέον την καταιγίδα εκείνην. Ευτυχής συγκυρία είχε προμηθεύσει εις την μικράν συνοδείαν το στερεόν εκείνο καταφύγιον, καλλίτερον σκηνής, καλλίτερον καλύβης ιθαγενούς.
Ήτο είς εκ των κώνων εκείνων οίτινες κατά την σύγκρισιν του υποπλοιάρχου Καμερών, ένεκεν της υπό τοσούτω μικρών εντόμων κατασκευής αυτών, είναι καταπληκτικότεροι των πυραμίδων της Αιγύπτου, οικοδομηθεισών υπό ανθρωπίνων χειρών.
«Είναι λέγει, ως εάν λαός τις έκτισε το όρος Έβερστ το υψηλότερον των Ιμαλαΐων ορέων!»
ΜΑΘΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΚΩΝ ΕΝ ΜΥΡΜΗΚΩΝΙ
Κατ' εκείνην την στιγμήν, η θύελλα εξερήγνυτο μετά βιαιότητος αγνώστου εις τα
εύκρατα πλάτη.
Κατά θείαν πρόνοιαν ο Δικ Σανδ και μετ' αυτού εύρον το καταφύγιον εκείνο.
Τωόντι η βροχή δεν έπιπτε πλέον κατά σταγόνας διακεκριμένας, αλλά κατά ρύακας ύδατος ποικίλου πάχους.
Ενίοτε ήτο συμπαγής μάζα και ομοιάζουσα καταρράκτην, Νιαγάραν.
Φαντασθήτε εναέριον δεξαμενήν, περιέχουσαν ολόκληρον θάλασσαν, και ανατρεπομένην αιφνιδίως.
Υπό τοιαύτας ροάς το έδαφος πλημμυρίζει, αι πεδιάδες μεταβάλλονται εις λίμνας, οι ρύακες εις χειμάρρους, οι ποταμοί εκχειλίζουσι και καλύπτουσιν ευρυτάτας εκτάσεις.
Εναντίον του ό,τι συμβαίνει εις τας ευκράτους ζώνας ένθα αι θύελλαι δεν
έχουσι μεγάλην διάρκειαν, εν Αφρική, όσον ισχυραί και αν ήναι, διαρκούσιν
ημέρας ολοκλήρους.
Πώς τόσος ηλεκτρισμός αποθηκεύεται εις τα νέφη; πώς τόσοι ατμοί συσωρεύονται;
είναι δύσκολον να το εξηγήση τις.
Και όμως συμβαίνει και δύναταί τις να υποθέση ότι μετεφέρθη εις τας εκτάκτους
εποχάς της κατακλυσμιαίας περιόδου. Ευτυχώς ο μηρμηκών, πυκνότατος κατά τας
πλευράς ήτο εντελώς αδιαπέραστος.
Καλύβη καστόρων, εκ πηλού καλώς κατεργασθείσα, δεν θα ήτο μάλλον στεγανή.
Χείμαρρος ηδύνατο να διέλθη υπεράνω αυτού, χωρίς ουδέ μία σταγών να εισδύση διά των πόρων αυτού.
Άμα ο Δικ και οι μετ' αυτού κατέλαβον τον κώνον, ησχολήθησαν να εξετάσωσι την εσωτερικήν διασκευήν. Ήναψαν λυχνίαν και ο μυρμηκών εφωτίσθη επαρκώς.
Ο κώνος εκείνος είχε δώδεκα ποδών ύψος και ένδεκα πλάτος, εκτός του
ανωτέρου μέρους όπερ εστρογγυλούτο εν σχήματι κεφαλοσακχάρου.
Πανταχού, το πάχος των πλευρών ήτο ενός ποδός περίπου, κενόν τι δε υπήρχε
μεταξύ των σειρών των κυψελών, αίτινες εκάλυπτον αυτάς.
Αν και εκπλήττεται τις διά την κατασκευήν τοιούτων κτιρίων, οφειλομένων εις τας βιομηχανικάς φάλαγγας εντόμων, ουχ' ήττον είναι αληθές ότι ευρίσκονται συχνάκις εις τα ενδότερα της Αφρικής.
Ολλανδός τις περιηγητής του παρελθόντος αιώνος, ο Σμήθμαν, ανήλθε μετά τεσσάρων συντρόφων του εις την κορυφήν ενός τοιούτου κώνου.
Εν τω Λουνδέ, ο Λίβιγγστων παρετήρησε πολλούς τοιούτους μυρμηκώνας,
εκτισμένους δι' ερυθράς αργίλου και έχοντες ύψος δεκαπέντε και είκοσι ποδών.
Ο υποπλοίαρχος Καμερών εξέλαβε πολλάκις ως στρατόπεδον τας συσσωρεύσεις
ταύτας των κώνων, αίτινες ωρθούντο εν τη πεδιάδι της Νυαγγβέ.
Έστη μάλιστα ενώπιον αληθών οικοδομημάτων, ουχί είκοσι ποδών, αλλά τεσσαράκοντα και πεντήκοντα, τεραστίων στρογγύλων κώνων κοσμουμένων διά κωδωνίσκων ως ο θόλος καθεδρικού ναού, ως εκείνους τους οποίους κέκτηται η μεσημβρινή Αφρική.
Εις ποίον είδος μυρμήκων ωφείλετο η θαυμασία οικοδομή των μυρμηκώνων τούτων;
— Εις τον φιλοπόλεμον τερμίτην, είχεν αποκριθή αδιστάκτως ο εξάδελφος Βενέδικτος, άμα αναγνωρίσας την φύσιν της ύλης εξ ης κατεσκευάσθησαν.
Και πράγματι, αι πλευραί ήσαν κατεσκευασμέναι εξ ερυθρωπής αργίλου. Εάν ήσαν κατεσκευασμέναι εξ άλλης γης, θα απεδίδοντο εις τον «δηκτικόν τερμίτην» ή τον «άγριον τερμίτην».
Ως βλέπομεν τα έντομα ταύτα έχουσιν ονόματα ήκιστα ενθαρρυντικά, άτινα
μόνον εις σπουδαίον εντομολόγον, οίος ήτο ο εξάδελφος Βενέδικτος ηδύναντο να
αρέσκωσι.
Το κεντρικόν μέρος του θόλου, εν τω οποίω κατ' αρχάς η μικρά συνοδεία εύρε
θέσιν και όπερ εσχημάτιζε το εσωτερικόν κενόν, δεν θα ήρκη να την περιλάβη·
αλλά ευρείαι κοιλότητες αλλεπάλληλοι εσχημάτιζον τοσαύτας καλύβας, εν ταις
οποίαις άνθρωπος μεσαίου αναστήματος ηδύνατο να συμμμαζευθή.
Φαντασθήτε σειράν ερμαρίων ανοικτών, εις το βάθος δε των ερμαρίων εκείνων, εκατομμύρια κοιλωμάτων κατειλημμένων υπό τερμιτών, και θα εννοήσετε ευκόλως την εσωτερικήν διασκευήν του μυρμηκώνος.
Εν συντόμω, τα ερμάρια εκείνα ήσαν επιτεθειμένα επαλλήλως ως αι κλίναι των
κοιτωνίσκων των πλοίων, και εις τα ανώτερα πλαίσια κατέφυγον η κυρία Βέλδων, ο
μικρός Ζακ, η Ναν και ο εξάδελφος Βενέδικτος.
Εις το κατώτερον πάτωμα συνεσπειρώθησαν ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος και ο
Ακτέων.
Ο Δικ Σανδ, ο Τωμ και ο Ηρακλής έμειναν εις το κατώτερον μέρος του κώνου.
— Φίλοι μου, είπε τότε προς τους δύο μαύρους ο νεαρός δόκιμος, το έδαφος αρχίζει να υγραίνηται. Πρέπει λοιπόν να το επιχωματώσωμεν ρίπτοντες επ' αυτού την άργιλον της βάσεως· αλλ' ας προσέξωμεν μη φράξωμεν την οπήν δι' ης εισέρχεται ο εξωτερικός αήρ. Δεν πρέπει να κινδυνεύσωμεν να πνιγώμεν εντός του μυρμηκώνος τούτου!
— Μίαν μόνην νύκτα θα διέλθωμεν εδώ, απεκρίθη ο γέρων Τωμ.
— Λοιπόν, ας προσπαθήσωμεν να αναπαυθώμεν ύστερον από τόσους κόπους. Από δέκα ήδη ημερών, είναι η πρώτη φορά καθ' ήν δεν θα κοιμηθώμεν εις το ύπαιθρον.
— Από δέκα ημερών! επανέλαβεν ο Τωμ.
— Άλλως τε δε, προσέθηκεν ο Δικ Σανδ, αφού ο κώνος ούτος σχηματίζει στερεόν καταφύγιον, ίσως θα είναι καλόν να μείνωμεν είκοσι τέσσαρας ώρας. Κατά το διάστημα τούτο, θα μεταβώ προς εξιχνίασιν του ρεύματος, όπερ ζητούμεν και το οποίον δεν πρέπει να είναι μακράν. Νομίζω μάλιστα ότι, μέχρι της στιγμής καθ' ήν θα κατασκευάσωμεν σχεδίαν, προτιμότερον είναι να μη εγκαταλίπωμεν το καταφύγιον τούτο. Τοιουτοτρόπως θα αποφύγωμεν την καταιγίδα. Ας σχηματίσωμεν λοιπόν έδαφος μάλλον ξηρόν.
Αι διαταγαί του Δικ Σανδ εξετελέσθησαν αμέσως.
Ο Ηρακλής εκρήμνισε διά του πελέκεως το πρώτον πάτωμα των κοιλοτήτων, όπερ συνέκειτο εξ αργίλου ευθρύπτου.
Τοιουτοτρόπως ανύψωσε κατά ένα ολόκληρον πόδα το εσωτερικόν μέρος του ελώδους εδάφους επί του οποίου εβασίζετο ο μυρμηκών, και ο Δικ Σανδ εβεβαιώθη ότι ο αήρ ηδύνατο να εισέρχηται ελευθέρως εις το εσωτερικόν του κώνου διά της ανοικτής εις την βάσιν οπής . .
Κατ' ευτυχή βεβαίως συγκυρίαν η μυρμηκιά εκείνη είχεν εγκαταλειφθή υπό των τερμιτών, διότι εάν ευρίσκοντο εκεί χιλιάδες τινές εκ των μυρμήκων τούτων θα ήτο ακατοίκητος.
Αλλ' είχεν άραγε εκκενωθή προ πολλού, ή τα αδηφάγα εκείνα νευρόπτερα προ ολίγου εγκατέλιπον αυτήν; Δεν ήτο περιττή η ερώτησις αύτη.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος εποίησε πρώτος την σκέψιν ταύτην, τοσούτον εξεπλάγη διά την εγκατάλειψιν ταύτην, και επείσθη μετ' ολίγον ότι η μετατανάστευσις ήτο πρόσφατος.
Και πράγματι δεν εβράδυνε να κατέλθη εις το κατώτερον μέρος του κώνου, και εκεί, φωτιζόμενος υπό της λυχνίας ήρχισε να ανιχνεύη τας μυστικωτέρας γωνίας της μυρμηκιάς.
Τοιουτοτρόπως ανεκάλυψεν ό,τι ωνόμασε «γενικήν αποθήκην» των τερμιτών, ήτοι το μέρος όπου τα βιομήχανα ταύτα έντομα εναποθήκευον τας προμηθείας της αποικίας.
Ήτο κοιλότης κατεσκευασμένη εις την πλευράν της βασιλικής κυψέλης, την οποίαν η εργασία του Ηρακλέους είχε καταστρέψει συγχρόνως μετά των κυψελών των προωρισμένων διά τας νεαράς νύμφας.
Εν τη αποθήκη εκείνη ο εξάδελφος Βενέδικτος συνέλεξε ποσότητά τινα
τμημάτων κόμμεως και φυτικών χυμών μόλις στερεοποιθέντων, — όπερ
απεδείκνυεν ότι οι τερμίται νεωστί είχον μεταφέρει ταύτα έξωθεν.
— Λοιπόν όχι! ωσεί απεκρίνετο εις αντίρησίν τινα γενομένην αυτώ. Όχι! ο
μυρμηκών ούτος δεν εγκατελείφθη προ πολλού!
— Τις σας λέγει το εναντίον, κύριε Βενέδικτε; είπεν ο Δικ Σανδ. Προσφάτως ή όχι, το σπουδαίον δι' ημάς είναι ότι οι τερμίται τον εγκατέλιπον, επειδή ημείς έπρεπε να λάβωμεν, την θέσιν των.
— Το σπουδαίον απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, θα είναι να μάθωμεν διά τίνας λόγους τον εγκατέλιπον. Χθες, σήμερον την πρωίαν μάλιστα, τα ευφυή ταύτα νευρόπτερα κατώκουν έτι εδώ, επειδή υπάρχουσι ρευστοί χυμοί, και αυτήν την εσπέραν . . .
Αλλά τι θέλετε να συμπεράνητε, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.
— Ότι κρυφίον τι προαίσθημα τα παρεκίνησε να εγκαταλείψωσι τον μυρμηκώνα.
Ου μόνον ουδείς των τερμιτών έμεινεν εν ταις κυψέλαις, αλλ' εφρόντισαν να
απαγάγωσι και τας νεαράς νύμφας εκ των οποίων ούτε μίαν δύναμαι να εύρω!
Λοιπόν, επαναλαμβάνω ότι πάντα ταύτα δεν εγένοντο άνευ αιτίας και ότι τα
προνοητικά ταύτα έντομα προέβλεπον κίνδυνόν τινα προσεγγίζοντα.
— Προέβλεπον ότι εμέλλομεν να καταλάβωμεν την κατοικίαν των, απεκρίθη
ο Ηρακλής γελών.
— Αληθώς! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος όστις εσκανδαλίσθη προδήλως εκ της αποκρίσεως ταύτης του αγαθού μαύρου. Νομίζετε λοιπόν όσον και αν ήσθε ισχυρός, δύνασθε να ήσθε επικίνδυνος εις τα θαρραλέα ταύτα έντομα; Ολίγαι χιλιάδες εξ αυτών των νευροπτέρων ταχέως θα σας μετέβαλλον εις σκελετόν, εάν σας εύρισκον νεκρόν κατά την πορείαν των.
— Νεκρόν, βεβαίως! απεκρίθη ο Ηρακλής, όστις δεν ήθελε να ενδώση· αλλ' εάν ήμαι ζωντανός θα κατασυντρίψω πάμπολλα.
— Θα κατασυντρίψετε εκατόν χιλιάδας, πεντακοσίας χιλιάδας, έν εκατομμύριον! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος εξαπτόμενος, αλλ' όχι χίλια εκατομμύρια, και χίλια εκατομμύρια θα σας κατεβρόχθιζον, ζώντα ή νεκρόν, μέχρι και του τελευταίου τεμαχίου.
Διαρκούσης της συζητήσεως ταύτης, ήτις ήτο ολιγότερον ματαία παρ' όσον ηδύνατό τις να υποθέση ο Δικ Σανδ εσκέπτετο επί της παρατηρήσεως του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Ουδεμία αμφιβολία ότι ο επιστήμων εγίνωσκε καλώς τα ήθη των τερμιτών και δεν ηδύνατο ν' απατηθή· Αφού εβεβαίου ότι μυστικόν τι προαίσθημα τους ειδοποίησε να εγκαταλίπωσι προσφάτως τον μυρμηκώνα, σημαίνει ότι αληθώς διέτρεχον κίνδυνον εάν έμενον.
Εν τούτοις, επειδή δεν ηδύνατο πλέον να γίνη λόγος περί εγκαταλείψεως του
καταφυγίου εκείνου, καθ' ήν στιγμήν η καταιγίς εξερρήγνυτο μετ' απιστεύτου
εντάσεως, ο Δικ Σανδ δεν εζήτησε πλατυτέραν εξήγησιν περί του ανεξηγήτου κατ'
αυτόν φαινομένου εκείνου, και ηρκέσθη να είπη.
— Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, εάν οι τερμίται άφησαν εις τον μυρμηκώνα
τούτον τας προμηθείας των, μη λησμονώμεν ότι εφέραμεν τας ημετέρας και ας
δειπνήσωμεν. Αύριον, αφού παύση η καταιγίς, θα σκεφθώμεν περί του πρακτέου.
Ησχολήθησαν τότε να προετοιμάσωσι το εσπερινόν δείπνον, καθότι όσον μέγας και αν υπήρξεν ο κόπος, δεν ηδυνήθη ν' αλλοιώση την όρεξιν των ισχυρών εκείνων περιπατητών.
Απ' εναντίας και αύται αι κονσέρβαι, αίτινες έπρεπε να επαρκέσωσι επί δύο έτι
ημέρας, εγένοντο ευπρόσδεκτοι.
Τα δίπυρα δεν είχον προσβληθή υπό της υγρασίας και επί τινας στιγμάς ηκούοντο
τρίζοντα υπό τους στερεούς οδόντας του Δικ Σανδ και των μετ' αυτού. Εις τας
σιαγόνας του Ηρακλέους ήτο ως σίτος υπό τον μύλον του μυλωθρού.
Δεν εθλώντο, συνετρίβοντο.
Μόνη η Κυρία Βέλδων ολίγον έφαγε, και τούτο διότι πολύ την παρεκάλεσεν ο Δικ Σανδ.
Τω εφαίνετο ότι η γενναία εκείνη γυνή ήτο μάλλον περίφροντις, μάλλον κατηφής παρ' όσον ήτο μέχρι τότε.
Εν τούτοις ο μικρός της Ζακ υπέφερεν ολιγώτερον, ο πυρετός δεν επανελήφθη· και την στιγμήν εκείνην αναπαύετο υπό τα βλέμματα της μητρός του έν τινι κοιλώματι καλώς περιφραγμένω δι' ενδυμάτων.
Ο Δικ Σανδ δεν ήξευρε τι να υποθέση.
Περιττόν να είπωμεν ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος ετίμησε το γεύμα· ουχί διότι απέδιδε προσοχήν τινα εις την ποιότητα ή την ποσότητα των εδωδίμων άτινα κατεβρόχθιζεν, αλλά διότι εύρεν ευνοϊκήν την περίστασιν να δώση εντομολογικόν μάθημα περί των τερμιτών.
Α! εάν ηδύνατο να εύρη ένα τερμίτην, ένα μόνον εν τη εγκαταλειφθείση μυρμηκιά! Αλλ' ουδέν!
— Τα θαυμαστά ταύτα έντομα, είπε χωρίς να τον μέλη εάν τον ήκουον,
ανήκουσιν εις την θαυμασίαν τάξιν των νευροπτέρων, των οποίων τα κεράτια είναι
μακρότερα της κεφαλής, τα ακροχείλια λίαν ευδιάκριτα, τα κάτω πτερύγια κατά το
πλοίστον του χρόνου ίσια των άνω. Πέντε φυλαί συκγροτούσι την τάξιν ταύτην! τα
Πανόμερα, οι Μυρμηκολέοντες, τα Ημερόβια, τα Τερμιτίνια και τα Μαργαριτίδια.
Περιττόν να προσθέσω ότι τα έντομα των οποίων, απρεπώς ίσως κατέχομεν την
κατοικίαν, είναι Τερμιτίνια.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ηκροάτο λίαν προσεκτικώς τον εξάδελφον
Βενέδικτον.
Μήπως η συνάντησι των τερμιτών εκείνων εξήγειρεν εν αυτώ την σκέψιν ότι ευρίσκετο ίσως επί της αφρικανικής ηπείρου, χωρίς να γινώσκη ποία ειμαρμένη τον έρριψεν εκεί;
Ο νεαρός δόκιμος ησθάνετο μεγάλην αγωνίαν να εξακριβώση το πράγμα.
Ο επιστήμων, παρασυρόμενος υπό του ευνοουμένου του θέματος, εξηκολούθησεν ευφραδέστερον.
«Τα τερμιτίνια λοιπόν ταύτα, είπε, χαρακτηρίζονται εκ των τεσσάρων άρθρων εις τους ταρσούς, των κερατοειδών ακροχειλίων και εκ της συμαντικής αυτών ρώμης. Υπάρχει το γένος «μαντίσπαι», το γένος «ραφιδίαι», το γένος «τερμίται» γνωστοί πολλάκις υπό το όνομα λευκοί μύρμηκες, εν τω οποίω περιλαμβάνεται ο απαίσιος τερμίτης, ο κιτρινοθώραξ τερμίτης, ο φυξίφωτος τερμίτης, ο δηκτικός, ο καταστρεπτικός.
— Αυτοί δε οι οποίοι έκτισαν τον μυρμηκώνα τούτον; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.
— Είναι φιλοπόλεμοι! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, όστις
επρόφερε το όνομα τούτο ως εάν επρόφερε το όνομα των Μακεδόνων ή άλλου
τινός αρχαίου λαού γενναίου εν πολέμω. Ναι φιλοπόλεμοι και παντός
αναστήματος! Μεταξύ του Ηρακλέους και ενός νάνου η διαφορά θα ήτο μικροτέρα
ή μεταξύ του μεγαλειτέρου και του μικροτέρου των εντόμων τούτων.
Εάν υπάρχωσι μεταξύ αυτών εργάται μακροί πέντε χιλιοστομέτρων, στρατιώται
δέκα χιλιοστομέτρων, άρρενα και θύλεα είκοσι χιλιοστομέτρων, υπάρχει όμως και
άλλο είδος περιεργότατον, οι σιραφρύ, οίτινες έχουσιν μήκος ημίσεως δακτύλου,
λαβίδας αντί ακροχειλίων και κεφαλήν παχυτέραν του σώματός των ως καρχαρίαι·
αυτοί είναι οι καρχαρίαι των εντόμων και εν περιπτώσει συμπλοκής των σιραφού
μεθ' ενός καρχαρίου, στοιχηματίζω υπέρ των σιραφού.
— Και πού παρατηρούνται συνηθέστερον οι σιραφού; ηρώτησεν τότε ο Δικ
Σανδ.
— Εις την Αφρικήν, απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, εις τας
κεντρικάς και μεσημβρινάς επαρχίας. Η Αφρική εξαιρετικώς είναι η χώρα των
μυρμήκων. Πρέπει να αναγνώσετε τι λέγει ο Λίβιγγστων εις τας τελευταίας
σημειώσεις τας γραφείσας υπό του Στάνλεϋ. Ευτυχέστερος εμού, ο δόκτωρ
ηδυνήθη να παρευρεθή εις ομηρικήν τινα μάχην συγκροτηθείσαν μεταξύ στρατού
μαύρων μυρμήκων και στρατού ερυθρών μυρμήκων. Οι τελευταίοι, οίτινες
καλούνται «οδηγοί», υπό δε των ιθαγενών καλούνται σιραφού, ανεδείχθησαν
νικηταί. Οι άλλοι οι «τσουγγού» παραλαβόντες τα ωά των και τα μικρά των,
ετράπησαν εις φυγήν, αφού όμως υπερήσπισαν εαυτούς γενναίως.
»Ουδέποτε, λέγει ο Λίβιγγστων, ουδέποτε η πολεμική ορμή ανεπτύχθη
περισσότερον εις τους ανθρώπους ή τα κτήνη. Διά των σκληρών ακροχειλέων των,
άτινα αποσπώσι το τεμάχιον, ούτοι οι σιραφού αναγκάζουσι και αυτόν τον
γενναιότερον άνδρα να οπισθοχωρήση. Και αυτά τα μεγαλείτερα ζώα, λέοντες,
ελέφαντες φεύγουσιν απ' έμπροσθεν αυτών.
»Ουδέν εμποδίζει αυτούς, μήτε δένδρα εις τα οποία ανέρχονται επί της κορυφής, μήτε ρύακες τους οποίους διέρχονται σχηματίζοντες εναέριον γέφυραν διά των σωμάτων των συνδεδεμένα προς άλληλα. Και ποίον πλήθος, αμέτρητον!
Έτερος περιηγητής, ο Δουχαλιού, είδε παρελαύνουσαν επί δώδεκα ώρας στήλην τοιούτων μυρμήκων, οίτινες εν τούτοις δεν εβραδυπόρουν. Διατί άλλως τε να εκπληττώμεθα εις την θέαν τόσων μυριάδων! Η γονιμότης των εντόμων είναι καταπληκτική, και διά να επανέλθωμεν εις τους φιλοπολέμους ημών τερμίτας, εβεβαιώθη ότι μία θήλεια, τίκτει καθ' εκάστην εξήκοντα χιλιάδας περίπου ωά! Τοιουτοτρόπως τα νευρόπτερα ταύτα παρέχουσιν εις τους ιθαγενείς τροφήν εύχυμον. Ουδέν εκλεκτότερον, φίλοι μου, ουδέν εκλεκτότερον, εν τω κόσμω ή οπτοί μύρμηκες.
— Εφάγετε τοιούτους, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο Ηρακλής.
— Ποτέ, απήντησεν ο σοφός καθηγητής, αλλά θα φάγω.
— Πού;
— Εδώ.
Εδώ δεν είμεθα εις την Αφρικήν! είπεν ζωηρώς ο Τωμ.
— Όχι . . . όχι . . . απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, και εν τούτοις μέχρι τούδε, οι φιλοπόλεμοι ούτοι τερμίται και τα χωρία των μυρμηκώνων παρετηρήθησαν μόνον επί της Αφρικανικής ηπείρου. Α! τοιούτοι είναι οι περιηγηταί! Δεν ηξεύρουσι να βλέπωσι. Τόσον το καλλίτερον, ύστερον από όλα! Ανεκάλυψα ήδη έν «τσετσέ» εν Αμερική. Εις την δόξαν ταύτην προσθέτω και εκείνην ότι εύρον φιλοπολέμους τερμίτας επί της αυτής ηπείρου. Ποία ύλη δι' υπόμνημα, όπερ θα προξενήση εντύπωσιν εις την επιστημονικήν Ευρώπην, και ίσως δημοσιευθή εν βιβλίω μετά εικόνων και χαλκογραφιών εκτός του κειμένου.
Ήτο πρόδηλος ότι η αλήθεια δεν είχεν αποκαλυφθή εν τω πνεύματι του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
Ο δυστυχής εντομολόγος και πάντες αυτού οι σύντροφοι, πλην του Δικ Σανδ και του Τωμ, επίστευον και ώφειλον να πιστεύωσιν ότι ήσαν εκεί όπου δε ήσαν.
Εχρειάζοντο άλλα περιστατικά, άλλα γεγονότα σπουδαιότερα των επιστημονικών περιέργων, όπως εξέλθωσι της απάτης.
Ήτο τότε ενάτη της εσπέρας.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν ομιλήσει πολύ.
Εννόησεν άρα γε ότι οι ακροαταί του, στηρίζοντες τα νώτα επί των κοιλοτήτων, είχον αποκοιμηθή ολίγον κατ' ολίγον διαρκούντος του εντομολογικού του μαθήματος; Όχι βεβαίως. Παρέδιδε δι' εαυτόν.
Ο Δικ Σανδ δεν τον διέκοπτε πλέον και έμενεν ακίνητος ει και δεν εκοιμάτο.
Ο Ηρακλής αντέσχε πλειότερον των άλλων αλλ' επί τέλους ο κόπος τω έκλεισε τους οφθαλμούς και μετά των οφθαλμών τα ώτα.
Επί τινα χρόνον έτι ο εξάδελφος Βενέδικτος εξηκολούθησεν ομιλών.
Αλλ' ο ύπνος τέλος τον κατέβαλε και ανέβη εις την ανωτέραν κοιλότητα του κώνου, την οποίαν είχεν ήδη εκλέξει ως κατοικίαν.
Βαθεία σιωπή επεκράτησε τότε εντός του μυρμηκώνος, ενώ η καταιγίς επλήρου το διάστημα κρότων και πυρών.
Ουδέν εφαίνετο εμφαίνον ότι ο κατακλυσμός επλησίαζε να παύση.
Η λυχνία είχε σβεσθή.
Το εσωτερικόν του κώνου ήτο βεβυθισμένον εις εντελές σκότος.
Όλοι βεβαίως εκοιμώντο. Μόνος ο Δικ Σανδ δεν εζήτει εν τω ύπνω την τοσούτω αναγκαίαν εις αυτόν ανάπαυσιν.
Αι σκέψεις τον εβασάνιζον.
Εσκέπτετο τους συντρόφους του, τους οποίους πάση θυσία ήθελε να σώση. Το
ναυάγιον του «Πίλγριμ» δεν έθεσε τέρμα εις τας σκληράς δοκιμασίας, πολλαί άλλαι
τρομερότεραι τους ηπείλουν, εάν περιεπίπτον εις τας χείρας των ιθαγενών.
Και πώς να αποφύγωσι τον κίνδυνον τούτον τον χείριστον πάντων κατά την
επάνοδον εκείνην εις την παραλίαν; Προδήλως ο Χάρρης και ο Νεγορός δεν τους
έφερον εκατόν μίλια εις το εσωτερικόν της Αγγόλας άνευ μυστικού σκοπού να τους
συλλάβωσιν. Αλλά τι άρα γε εμελέτα ο άθλιος εκείνος Πορτογάλλος; Ποίον
απέβλεπε το μίσος του; Ο νεαρός δόκιμος ενθυμείτο ότι αυτός μόνος είχε
προκαλέσει το μίσος τούτο, και τότε ανεκεφαλαίου όλα τα κατά τον διάπλουν
συμβάντα, την συνάντησιν του ναυαγίου και των μαύρων, την καταδίωξιν της
φαλαίνης, την εξαφάνισιν του πλοιάρχου Χουλ και του πληρώματος αυτού.
Ο Δικ Σανδ, δεκαπενταετής έτι τότε, ανέλαβε την διοίκησιν πλοίου, ου η πυξίς και
το δρομόμετρον έμελλον μετ' ολίγον να καταστραφώσιν υπό της κακούργου χειρός
του Νεγορού.
Ανεπόλει ότι εφέρθη αυθεντικώς απέναντι του αυθάδους μαγείρου, απειλήσας αυτόν ότι θα τον έστελλεν εις τα δεσμά ή θα τω έθραυε την κεφαλήν διά περιστρόφου.
Α! διατί η χειρ του εδίστασε. Το πτώμα του Νεγορού θα ερρίπτετο εις την θάλασσαν και θα απεφεύγοντο τόσαι καταστροφαί.
Τοιούτο ήτο το ρεύμα των σκέψεως του νεαρού δοκίμου.
Είτα διεκόπτετο προς στιγμήν επί του ναυαγίου, όπερ υπήρξε το τέλος του διάπλου του «Πίλγριμ».
Ο προδότης Χάρρης ενεφανίζετο τότε, και η επαρχία εκείνη της μεσημβρινής Αμερικής μετεμορφούτο μικρόν κατά μικρόν.
Η Βολιβία εγένετο η τρομερά Αγγόλα, μετά του πυρετώδους αυτής κλίματος, των αγρίων θηρίων, των έτι μάλλον θηριωδών ιθαγενών.
Η μικρά στρατιά θα ηδύνατο άρα γε να αποφύγη ταύτα κατά την εις τα παράλια επιστροφήν της;
Ο ποταμός εκείνος τον οποίον ο Δικ Σανδ ανεζήτει, τον οποίον ήλπιζε να συναντήση, θα τους έφερεν άρα γε εις την παραλίαν μετά πλειοτέρας ασφαλείας, μετ' ολιγωτέρων κόπων;
Δεν ήθελε ν' αμφιβάλλη περί τούτου, καθότι εγίνωσκε καλώς ότι οδοιπορία
εκατόν μιλίων διά της αφιλοξένου εκείνης χώρας, εν μέσω αδιακόπων κινδύνων,
δεν ήτο πλέον δυνατή.
— Ευτυχώς, εσκέπτετο, η κυρία Βέλδων, και όλοι αγνοούσι την
σπουδαιότητα της θέσεως. Ο γέρων Τωμ και εγώ, είμεθα οι μόνοι, οίτινες
ηξεύρομεν ότι ο Νεγορός μας έρριψεν εις την ακτήν της Αφρικής, και ότι ο Χάρρης
μας παρέσυρεν εις τα βάθη της Αγγόλας.
Ταύτα εσκέπτετο ο Δικ Σανδ, ότε ησθάνθη ωσεί πνοήν διερχομένην επί του μετώπου του. Χειρ τις εστηρίχθη επί του ώμου του, και φωνή συγκεκινημένη εψιθύρισεν εις το ους του:
— Ηξεύρω τα πάντα, πτωχέ μου Δικ, αλλ' ο Θεός δύναται ακόμη να μας σώση. Γενηθήτω το θέλημά του!
ΚΑΤΑΔΥΤΙΚΟΣ ΚΩΔΩΝ
Εις την απροσδόκητον ταύτην αποκάλυψιν, ο Δικ Σανδ δεν ηδυνήθη να αποκριθή
τι. Η κυρία Βέλδων άλλως τε επανήλθεν αμέσως εις την θέσιν της πλησίον του
μικρού Ζακ. Προφανώς δεν ήθελε να είπη περισσότερα, και ο νεαρός δόκιμος δεν
θα είχε το θάρρος να την κρατήση.
Ούτω λοιπόν η κυρία Βέλδων ήτο εν γνώσει των συμβαινόντων. Τα διάφορα γεγονότα της οδοιπορίας είχον διαφωτίσει και αυτήν, και ίσως η λέξις «Αφρική!» η τοσούτον αφρόνως προφερθείσα την προτεραίαν υπό του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
— Η κυρία Βέλδων ηξεύρει τα πάντα, έλεγε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ. Λοιπόν, πολύ προτιμότερον τούτο. Η γενναία γυνή δεν απελπίζεται. Ούτε εγώ δεν θα απελπισθώ.
Μετά πολλής λοιπόν ανυπομονησίας περιέμενε να εξημερώση, ίνα δυνηθή να εξερευνήση τα περίχωρα του χωρίου εκείνου των τερμιτών.
Ποταμός εκβάλλων εις τον Ατλαντικόν και ταχύ τι ρεύμα αυτού, ιδού τι απητείτο να εύρη, όπως μεταφέρη την μικράν συνοδείαν, και είχον ωσεί προαίσθημά τι ότι ο ρύαξ εκείνος δεν θα ήτο μακράν.
Ό,τι απητείτο προ πάντων ήτο ν' αποφύγη την συνάντησιν των ιθαγενών, ίσως ορμησάντων ήδη επί την καταδίωξιν αυτών υπό την οδηγίαν του Χάρρη και του Νεγορού.
Αλλ' η ημέρα δεν ήρχετο εισέτι. Ουδεμία φαύσις διεισέδυε διά του κατωτέρου στομίου εντός του κώνου. Βρονταί, τας οποίας το πάχος των τοίχων καθίστα υποκώφους, εμαρτύρουν ότι η θύελλα δεν κατηυνάζετο.
Ο Δικ Σανδ, προσηλώσας το ους, ήκουεν ωσαύτως την βροχήν πίπτουσαν βιαίως εις την βάσιν του μυρμηκώνος, και επειδή αι πλατείαι σταγόνες δεν εκτύπων πλέον έδαφος στερεόν, ώφειλε να συμπεράνη ότι όλη η πεδιάς κατεκλύσθη.
Θα ήτο ενδεκάτη ώρα περίπου. Ο Δικ Σανδ ησθάνθη τότε ότι είδος τι νάρκης, αν όχι αληθής ύπνος, έμελλε να τον αποκοιμίση.
Όπως δήποτε θα ήτο τούτο μικρά ανάπαυσις. Αλλά καθ' ήν στιγμήν έμελλε να ενδόση, σκέψις τω επήλθεν ότι διά της επισωρεύσεως της εμπεποτισμένης αργίλου, το κατώτερον άνοιγμα εκινδύνευε να φραχθή. Τότε πάσα δίοδος του εξωτερικού αέρος θα εκωλύετο, η δε αναπνοή των εν τω εσωτερικώ δέκα ατόμων έμελλε να τον μολύνη πληρούσα αυτόν ανθρακικού οξέως.
Ο Δικ Σανδ ωλίσθησε λοιπόν μέχρι του εδάφους, όπερ είχεν ανυψωθή μέχρι της αργίλου του πρώτου πατώματος των κοιλωμάτων.
Το στρώμα εκείνο ήτο έτι εντελώς ξηρόν, το δε στόμιον καθ' ολοκληρίαν ανοικτόν.
Ο αήρ εισέδυσεν ελευθέρως εντός του κώνου, και μετ' αυτού λάμψεις τινές των
εξαστράψεων και αι ζωηραί αντηχήσεις της καταιγίδος εκείνης, ην κατακλυσμιαία
βροχή δεν ηδύνατο να καταπαύση.
Ο Δικ Σανδ είδεν ότι τα πάντα είχον καλώς. Ουδείς άμεσος κίνδυνος ηπείλει τους
ανθρωπίνους εκείνους τερμίτας, οίτινες είχον υποκαταστήσει την αποικίαν των
νευροπτέρων.
Εσκέφθη λοιπόν ο νεαρός δόκιμος ν' ανακτήση δυνάμεις μετά τινων ωρών ύπνον, αφού υφίστατο ήδη την επιρροήν αυτού.
Αλλά προς μεγαλειτέραν προφύλαξιν κατεκλίθη επί του αργιλώδους επιστρώματος, εις την βάσιν του κώνου, πλησίον του στενού ανοίγματος.
Τοιουτοτρόπως ουδέν ηδύνατο να συμβή εις τα εκτός χωρίς να το αισθανθή πρώτος αυτός.
Η ανατολή της ημέρας θα τον αφύπνιζεν επίσης, και θα ηδύνατο να αρχίση την
εξερεύνησιν της πεδιάδος.
Ο Δικ Σανδ κατεκλίθη λοιπόν, την κεφαλήν ακουμβήσας επί του τοίχου, κρατών εις
την χείρα το πυροβόλον, και σχεδόν αμέσως απεκοιμήθη.
Πόσον διήρκεσεν η κάρωσις εκείνη δεν ηδύνατο να εννοήση, αλλ' αίφνης αφυπνίσθη αισθανθείς ζωηράν δρόσον.
Ανηγέρθη και είδεν μετά μεγίστης ανησυχίας ότι το ύδωρ επλημμύρει τον μυρμηκώνα, και τόσον μάλιστα ταχέως, ώστε εντός ολίγων δευτερολέπτων έφθασεν εις το πάτωμα των κοιλοτήτων, όπερ κατείχον ο Τωμ και ο Ηρακλής.
Ούτοι, αφυπνισθέντες υπό του Δικ Σανδ, έμαθον την νέαν εκείνην περιπλοκήν.
Ο φανός αναφθείς εφώτισεν αμέσως το εσωτερικόν του κώνου.
Το ύδωρ είχε σταματήσει εις πέντε περίπου ποδών ύψος και έμεινε στάσιμον.
— Τι είναι Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Τίποτε, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος. Το κατώτερον μέρος του κώνου επλημμύρισε. Πιθανόν είναι ότι κατά την καταιγίδα ταύτην γειτονικός τις ποταμός εξεχύλισεν εις την πεδιάδα.
— Καλόν τούτο! είπεν ο Ηρακλής. Απόδειξις ότι ο ποταμός είναι εδώ.
— Ναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, και αυτός θα μας φέρη εις την παραλίαν.
Ησυχάσατε λοιπόν, κυρία Βέλδων, το ύδωρ δεν δύναται να φθάση μήτε υμάς, μήτε
τον μικρόν Ζακ, μήτε την Ναν, μήτε τον εξάδελφον Βενέδικτον.
Η κυρία Βέλδων δεν απεκρίθη, ο δε εξάδελφος εκοιμάτο ως αληθής τερμίτης.
Εν τούτοις οι μαύροι, κεκλιμένοι όντες επί της υδατώδους εκείνης σινδόνης, περιέμενον όπως ο Δικ Σανδ όστις εμέτρει το ύψος της πλημμύρας τους ειδοποιήση τι έπρεπε να πράξωσιν.
Ο Δικ Σανδ εσιώπα, αφού προεφύλαξεν από τας προσβολάς της πλημμύρας, τας ζωοτροφίας και τα όπλα.
— Το ύδωρ εισήλθε διά της οπής; ηρώτησεν ο Τωμ.
— Ναι, απήντησε ο Δικ Σανδ, και τώρα εμποδίζει την ανανέωσιν του εσωτερικού αέρος.
— Δεν ημπορούμεν να ανοίξωμεν άλλην οπήν εις τον τοίχον υπεράνω
της επιφανείας του ύδατος; ηρώτησεν ο γέρων μαύρος.
— Βέβαια ειμπορούμεν, Τωμ, αλλά, εάν έχωμεν πέντε ποδών ύδωρ εντός,
θα υπάρχει έξ ή επτά . . ίσως περισσότερον . . . έξω.
— Και τι νομίζετε, κύριε Δικ;
— Νομίζω, Τωμ, ότι το ύδωρ, αναβαίνον εις το εσωτερικόν του μυρμηκώνος, επίεσε τον αέρα εις το ανώτερον αυτού μέρος, και ότι ο αήρ ούτος το εμποδίζει να υψωθή περισσότερον. Αλλ' εάν τρυπήσωμεν εις τον τοίχον οπήν διά της οποίας να διαφεύγη ο αήρ, ή το ύδωρ θα αναβή ακόμη μέχρις ου φθάση την εξωτερικήν επιφάνειαν, ή εάν υπερβή την οπήν, θα φθάση μέχρι του σημείου ένθα ο πιεσθείς αήρ θα το συνείχε πάλιν. Είμεθα λοιπόν ενταύθα ως εν καταδυτικώ κώδωνι.
— Τι να πράξωμεν λοιπόν; ηρώτησε ο Τωμ.
— Θα σκεφθώμεν πριν ή ενεργήσωμεν, απήντησεν ο Δικ Σανδ. Μία αφροσύνη θα ηδύνατο να διακινδυνεύση την ζωήν μας. Η παρατήρησις του νεαρού δοκίμου ήτο ορθοτάτη. Συγκρίνων τον κώνον προς υποβρύχιον κώδωνα είχε δίκαιον.
— Η διαφορά μόνον ήτο, ότι εν τω μηχανήματι τούτω ο αήρ ανανεούται ακαταπαύστως διά των σιφώνων, οι δε δύται καταλήλως αναπνέουσι, και δεν υφίστανται άλλα δυσάρεστα, ειμή όσα δύνανται να προκύψωσιν εκ παρατεταμένης διαμονής εν ατμοσφαίρα πεπιεσμένη μη εχούση πλέον τακτικήν πίεσιν.
Αλλ' ενταύθα, πλην των ατοπημάτων τούτων, ο χώρος είχεν ήδη σμικρυνθή κατά το έν τρίτον διά της εισβολής του ύδατος, όσον δ' αφορά τον αέρα, ούτος δεν θα ανανεούτο εάν διά τινος οπής δεν έθετον αυτόν εις συγκοινωνίαν μετά της εξωτερικής ατμοσφαίρας.
Αλλ' ηδύνατο άραγε, χωρίς να διατρέξωσι τους κινδύνους, ους ανέφερεν ο Δικ Σανδ, να ανοίξωσι την οπήν εκείνην και η θέσις των δεν θα καθίστατο εκ τούτου μάλλον σοβαρά;
Το βέβαιον είναι ότι το ύδωρ εκρατείτο τότε εις επιφάνειαν την οποίαν δύο μόνον αιτίαι ηδύναντο να αυξήσωσιν, ή εάν ηνοίγετο οπή και η εσωτερική επιφάνεια του ύδατος ήτο υψηλοτέρα της εξωτερικής, ή εάν το ύδωρ εκείνο ηύξανεν έτι μάλλον.
Και εις τας δύο ταύτας περιπτώσεις δεν θα έμενε πλέον εις το εσωτερικόν του
κώνου ειμή στενόν διάστημα, ένθα ο μη ανανεούμενος αήρ ήθελε συμπυκνωθή
περισσότερον.
Αλλά και ο μυρμηκών δεν εκινδύνευε να αποσπασθή από του εδάφους και να
ανατραπή υπό της πλημμύρας, προς έσχατον κίνδυνον των εν αυτώ
κεκλεισμένων;
Όχι, διότι ως αι καλύβαι των καστόρων η βάσις αυτής ήτο στερεωτάτη.
Λοιπόν ό,τι καθίστα την περίπτωσιν φοβερωτέραν ήτο η επιμονή της καταιγίδος και κατ' ακολουθίαν η αύξησις της πλημμύρας.
Τριάκοντα ποδών ύδωρ εν τη πεδιάδι θα κατεκάλυπτε το εκ δεκαοκτώ ποδών
κόνων και θα συνεπίεζε το εσωτερικόν αέρα υπό πίεσιν μιας ατμοσφαίρας.
Ο Δικ Σανδ σκεπτόμενος καλώς ήρχισε να φοβήται, μήπως η πλημμύρα εκείνη λάβη
σημαντικήν ανάπτυξιν.
Τωόντι, αύτη δεν θα ωφείλετο μόνον εις τον κατακλυσμόν εκείνον, τον οποίον εξεκένουν τα νέφη.
Εφαίνετο πιθανώτερον ότι ρεύμα τι των περιχώρων, εξογκωθέν υπό της καταιγίδος, είχε διαρρήξει την κοίτην αυτού και διαχυθή επί της πεδιάδος ήτις ευρίσκετο χαμηλότερον. Και ποία άρα γε η απόδειξις ότι ο μυρμηκών δεν είχε τότε εντελώς κατακλυσθή, και ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να εξέλθωσιν ουδέ διά της κορυφής, την οποίαν ούτε μακρόν ούτε δύσκολον θα ήτο να κατεδαφίσωσιν!
Ο Δικ Σανδ, ες άκρον ανήσυχος εσκέπτετο τι ώφειλε να πράξη.
Έπρεπε να περιμένη ή να επισπεύση την λύσιν της δυσχερείας εκείνης, αφού μελετήση καλώς τα πράγματα;
Ήτο τότε τρίτη ώρα της πρωίας. Πάντες ακίνητοι, σιωπηλοί, ηκροώντο.
Οι εξωτερικοί θόρυβοι έφθανον λίαν ασθενείς διά της πεφραγμένης οπής.
Εν τούτοις υπόκωφός τις βοή, εκτεταμένη και συνεχής, εμαρτύρει σαφώς ότι η πάλη των στοιχείων δεν είχε παύσει.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο γέρων Τωμ εποίησε την παρατήρησιν, ότι η επιφάνεια του ύδατος υψούτο ολίγον κατ' ολίγον.
— Ναι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, και εάν αναβαίνη, ει και ο αήρ δεν δύναται να φύγη έξω, τούτο σημαίνει ότι η πλημμύρα αυξάνει και το πιέζει επί μάλλον και μάλλον.
— Έως τώρα το πράγμα δεν είναι σπουδαίον, είπεν ο Τωμ.
— Βεβαίως, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, αλλά πού θα σταματήση η ύψωσις αύτη;
— Κύριε Δικ, ηρώτησεν ο Βαρθολομαίος, θέλετε να εξέλθω από τον μυρμηκώνα; Βυθιζόμενος, θα προσπαθήσω να εξέλθω διά της οπής.
— Προτιμότερον να κάμω εγώ αυτήν την απόπειραν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ.
— Όχι, κύριε Δικ, όχι απεκρίθη ζωηρώς ο γέρων Τωμ. Αφήσατε τον υιόν μου και εμπιστευθήτε εις την επιτηδειότητά του. Εις περίπτωσιν καθ' ήν δεν θα ειμπορέση να επιστρέψη, η παρουσία σας είναι αναγκαία εδώ.
Είτα, χαμηλώτερον:
— Μη λησμονήτε την κυρίαν Βέλδων και τον μικρόν Ζακ.
— Έστω απήντησεν ο Δικ Σανδ, υπάγετε λοιπόν, Βαρθολομαίε. Εάν ο μυρμηκών κατακλυσθή, μη ζητήσετε να εισέλθετε. Θα προσπαθήσωμεν να εξέλθωμεν, όπως θα εξέλθετε υμείς. Αλλ' εάν ο κώνος μένη εισέτι έξω του ύδατος, κτυπήσατε ισχυρώς την κορυφήν του διά του πελέκεως τον οποίον θα κρατήτε. Θα σας ακούσωμεν και θα χρησιμεύση τούτο ως σύνθημα ότι πρέπει και ημείς να τον κατεδαφίσωμεν. Εννοείτε;
— Μάλιστα, κύριε Δικ, απήντησεν ο Βαρθολομαίος.
— Ύπαγε λοιπόν, τέκνον μου, προσέθηκεν ο γέρων Τωμ, θλίψας την χείρα του υιού του.
Ο Βαρθολομαίος, αφού ανέπνευσεν αρκετόν αέρα, εβυθίσθη υπό την υγράν μάζαν της οποίας το βάθος υπερέβαινε τους πέντε πόδας. Η εργασία ήτο λίαν δυσχερής, καθότι πρώτον μεν ώφειλε να αναζητήση την κάτω οπήν, είτα δε να ανέλθη εις την επιφάνειαν των υδάτων. Τούτο απήτει ταχείαν εκτέλεσιν.
Ήμισυ λεπτόν παρήλθεν. Ενώ ο Δικ Σανδ εσκέπτετο ότι ο Βαρθολομαίος επέτυχε
να εξέλθη, αίφνης ο μαύρος ανεπήδησε πάλιν.
— Λοιπόν; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.
— Η οπή είναι πεφραγμένη υπό των κρημνισμάτων, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος άμα ηδυνήθη να αναπνεύση.
— Πεφραγμένη! επανέλαβεν ο Τωμ.
— Ναι, απεκρίθη ο Βαρθολομαίος. Το ύδωρ πιθανώς διέλυσε την άργιλον. Εψηλάφησα τον τοίχον διά της χειρός. Δεν υπάρχει οπή.
Ο Δικ Σανδ έσεισε την κεφαλήν. Αυτός και οι μετ' αυτού ήσαν αραρότως κεκλεισμένοι εντός του κώνου εκείνου, τον οποίον το ύδωρ θα κατεκάλυπτεν ίσως.
— Εάν δεν υπάρχη πλέον οπή, είπε τότε ο Ηρακλής, πρέπει να ανοίξωμεν άλλην.
— Περιμένετε, είπεν ο νεαρός δόκιμος σταματών τον Ηρακλέα, όστις με τον πέλεκυν εις την χείρα ητοιμάζετο να βυθισθή.
Ο Δικ Σανδ εσκέφθη επί τινας στιγμάς. Είτα δε,
— Πρέπει να εργασθώμεν αλλέως. Όλον το ζήτημα είναι να μάθωμεν εάν το ύδωρ καλύπτη τον μυρμηκώνα ή όχι. Εάν ανοίξωμεν μικράν οπήν εις την κορυφήν του κώνου, θα μάθωμεν τι συμβαίνει. Αλλ' εις περίπτωσιν καθ' ήν ο μυρμηκών είναι ήδη κατακεκλυσμένος, το ύδωρ θα καταπλημμυρήση εδώ και θα χαθώμεν. Ας αρχίσωμεν ψηλαφούντες.
— Αλλά ταχέως, είπεν ο Τωμ.
— Τωόντι η επιφάνεια του ύδατος εξηκολούθει να αναβαίνη ολίγον κατ' ολίγον. Το ύδωρ τότε είχεν ύψος έξ ποδών εις το εσωτερικόν του κώνου. Εξαιρέσει της κυρίας Βέλδων, του υιού αυτής, του εξαδέλφου Βενεδίκτου και της Ναν, οίτινες είχον καταφύγει εις τας ανωτέρας κοιλότητας, όλοι τώρα ήταν βεβυθισμένοι μέχρι της οσφύος εν τω ύδατι.
Καθίστατο λοιπόν επάναγκες να σπεύσωσι την εργασίαν, ως προέτεινεν ο Δικ Σανδ.
Ένα πόδα υπεράνω της εσωτερικής επιφανείας, κατ' ακολουθίαν δε επτά πόδας υπεράνω του εδάφους, ο Δικ Σανδ απεφάσισε να τρυπήση οπήν εν τω αργιλώδει τοίχω.
Εάν διά της οπής ταύτης ήρχοντο εις συγκοινωνίαν μετά του εξωτερικού αέρος,
σημείον ότι ο κώνος εξείχε του ύδατος.
Εάν εξ εναντίας η οπή εκείνη ηνοίγετο κάτωθεν της επιφανείας του εξωτερικού
ύδατος, ο αήρ θα απωθείτο εσωτερικώς και εν τη περιπτώσει ταύτη έπρεπε να την
φράξωσι τάχιστα, άλλως το ύδωρ θα υψούτο μέχρις αυτής.
Έπειτα θα ήρχιζαν πάλιν το πείραμα ένα πόδα υψηλότερον και ούτω
καθεξής.
Αλλ' εάν τέλος εις το ανώτερον μέρος του κώνου δεν εύρισκον και πάλιν
εξωτερικόν αέρα, τούτο θα εσήμαινεν ότι υπήρχεν ύδωρ εν τη πεδιάδι
περισσότερον των δεκαπέντε ποδών, και ότι όλον το χωρίον των τερμιτών
εξηφανίσθη υπό την πλημμύραν.
Και τότε, ποία ελπίς έμενεν εις τους εν τω μυρμηκώνι εγκεκλεισμένους να διαφύγωσι τον φοβερώτερον των θανάτων, τον εκ βραδείας ασφυξίας θάνατον!
Ο Δικ Σανδ εγίνωσκε πάντα ταύτα, αλλ' η ψυχραιμία του μηδέ στιγμήν τον εγκατέλιπεν.
Είχε σαφώς υπολογίσει τας συνεπείας του μελετωμένου πειράματος.
Άλλως τε δε να περιμένη περισσότερον ήτο αδύνατον.
Η ασφυξία ήτο απειλητική εις τον στενόν εκείνον χώρον, τον οποίον εκάστη στιγμή εστένευε περισσότερον, εντός κέντρου κατακεκορεσμένου ήδη υπό ανθρακικού οξέως.
Το καλλίτερον εργαλείον, όπερ είχε να μεταχειρισθή ο Δικ Σανδ διά να ανοίξη την οπήν εκείνην εν τω τοίχω, ήτο ο οβελός πυροβόλου όστις είχεν εις την άκραν του εκπωματιστήριον, χρησιμεύον προς εκκένωσιν του όπλου. Ο κοχλίας εκείνος, περιστραφείς ταχέως εντός της αργίλου ως τρύπανον, ήνοιξεν ολίγον κατ' ολίγον οπήν. Δεν ηδύνατο λοιπόν να έχη άλλην διάμετρον ειμή την του οβελού, αλλά τούτο θα ήρκει. Ο αήρ θα ηδύνατο να διέλθη δι' αυτής.
Ο Ηρακλής, κρατών τον φανόν υψωμένον, εφώτιζε τον Δικ Σανδ.
Είχον και άλλα κηρία παραπληρωματικά, ώστε δεν εφοβούντο ότι θα εστερούντο φωτός.
Ολίγας στιγμάς μετά την έναρξιν της εργασίας, ο οβελός ενεπήχθη ελευθέρως εις τον τοίχον.
Αμέσως παρήχθη υπόκωφος θόρυβος ομοιάζων προς εκείνον ον παράγουσι σφαιρίδια αέρος διαφεύγοντα διά στήλης ύδατος.
Ο αήρ διέφευγεν έξω, και την αυτήν στιγμήν η επιφάνεια του ύδατος ανέβη εις τον κώνον και εστάθη μέχρι της οπής, όπερ απεδείκνυεν ότι ετρύπησαν πολύ χαμηλά, ήτοι κάτωθεν της μάζης.
— Πρέπει να αρχίσωμεν εκ νέου την εργασίαν, είπε ψυχρώς ο νεαρός δόκιμος φράττων ταχέως την οπήν διά δρακός αργίλου.
Το ύδωρ έμεινεν πάλιν στάσιμον εν τω κώνω, αλλ' ο εναπολειφθείς χώρος είχεν ελαττωθή πλέον των οκτώ δακτύλων.
Η αναπνοή εγίνετο δύσκολος, καθότι το οξυγόνον ήρχιζε να ελλείπη. Έβλεπέ τις τούτο ωσαύτως εις το φως του φανού, όπερ ερυθρούτο και έχανε μέρος της λάμψεώς του.
Ένα πόδα υπεράνω της πρώτης οπής ο Δικ Σανδ ήρχισε αμέσως να τρυπά δευτέραν διά του αυτού τρόπου. Εάν το πείραμα δεν επετύγχανε, το ύδωρ θα ανέβαινε περισσότερον εντός του κώνου . . . αλλ' έπρεπε να μη διστάσωσι προ του κινδύνου τούτου.
Ενώ ο Δικ Σανδ εχειρίζετο το τύμπανόν του, ήκουσεν αίφνης τον εξάδελφον Βενέδικτον κράζοντα:
— Ω διάβολε! ιδού . . . ιδού . . . ιδού διατί!
Ο Ηρακλής ύψωσε τον φανόν του και διεύθυνε το φως αυτού προς τον
εξάδελφον Βενέδικτον, του οποίου η μορφή εξέφραζε τελείαν ευχαρίστησιν.
— Ναι, επανέλαβεν, ιδού διατί οι νοήμονες ούτοι τερμίται εγκατέλιπον τον
μυρμηκώνα. Είχον προαισθανθή την πλημμύραν. Α! το ορμέμφυτον, φίλοι μου, το
ορμέμφυτον! Οι τερμίται πονηρότεροι ημών, πολύ πονηρότεροι.
Και τούτο ήτο όλον το ηθικόν συμπέρασμα, όπερ ο εξάδελφος Βενέδικτος εξήγαγεν εκ της καταστάσεως εκείνης.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ανέσυρε τον οβελόν, όστις είχε διατρυπήσει τον τοίχον. Συριγμός τις παρήχθη.
Το ύδωρ ανέβη κατά ένα έτι πόδα εις το εσωτερικόν του κώνου. Η οπή δεν είχε συναντήσει τον ελεύθερον αέρα εις τα έξω.
Η θέσις των ήτο τρομερά. Η κυρία Βέλδων, σχεδόν προσβληθείσα υπό του ύδατος, ανύψωσε τον μικρόν Ζακ εις τας χείρας της. Όλοι επνίγοντο εις τον στενόν εκείνον χώρον.
Τα ώτα αυτών εβόμβουν. Ο φανός δεν έρριπτε πλέον ειμή φως ανεπαρκές.
— Μήπως ο κώνος ευρίσκετο όλος υπό το ύδωρ; εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ.
Ήτο ανάγκη να το μάθη, προς τούτο δε ετρύπησε και τρίτην οπήν εις την κορυφήν αυτήν του κώνου.
Αλλ’ ήτο η ασφυξία, ήτο ο άμεσος θάνατος, εάν το αποτέλεσμα και της τελευταίας εκείνης αποπείρας απέβαινεν άκαρπον. Όσος αήρ έμενεν εις τα εντός θα εξήρχετο διά της ανωτέρας οπής, και το ύδωρ θα επλήρου τον κώνον ολόκληρον!
— Κυρία Βέλδων, είπε τότε ο Δικ Σανδ, γνωρίζετε την θέσιν μας. Εάν βραδύνωμεν, ο εισπνεύσιμος αήρ θα εκλείψη. Εάν η τρίτη απόπειρα αποτύχη, το ύδωρ θα πληρώση όλον τούτον τον χώρον. Η μόνη ελπίς ήτις μας μένει είναι, εάν η κορυφή του κώνου υπερβαίνη την επιφάνειαν της πλημμύρας. Πρέπει να δοκιμάσωμεν την τελευταίαν ταύτην απόπειραν. Θέλετε;
— Πράξον, Δικ, απεκρίθη η Κυρία Βέλδων.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο φανός εσβέσθη εν τω κέντρω εκείνω τω λίαν ακαταλλήλω προς ανάφλεξιν.
Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εβυθίσθησαν εις εντελές σκότος.
Ο Δικ Σανδ ανερριχήθη επί των ώμων του Ηρακλέους, όστις είχε προσκολληθή εις μίαν των πλαγίων κοιλοτήτων, και του οποίου μόνη η κεφαλή υπερείχε του ύδατος.
Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος ήσαν περιεσφιγμένοι εις το ανώτατον μέρος των κοιλοτήτων.
Ο Δικ Σανδ προσέβαλε τον τοίχον και ο οβελός του εβυθίσθη ταχέως εις την άργιλον.
Εις το μέρος εκείνο ο τοίχος ήτο παχύτερος και σκληρότερος, τούτου ένεκα δε ολιγώτερον εύκολος να διατρυπηθή.
Ο Δικ Σανδ έσπευδεν, ουχί άνευ τρομεράς αγωνίας, καθότι διά της μικράς εκείνης οπής ή μετά του αέρος θα εισήρχετο η ζωή, ή μετά του ύδατος ο θάνατος.
Αίφνης ηκούσθη σύριγμα οξύ. Ο συμπεπιεσμένος αήρ διεξέφυγεν . . . αλλά και φωτεινή ακτίς εισήλθε διά του τοίχου.
Το ύδωρ ανήλθε κατά οκτώ μόνον δακτύλους, και εστάθη χωρίς να λάβη ανάγκην ο Δικ Σανδ να κλείση πάλιν την οπήν εκείνην.
Η μεταξύ της εσωτερικής και εξωτερικής επιφανείας ισορροπία είχεν επέλθει.
Η κορυφή του κώνου υπερεξείχεν. Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής εσώθησαν.
Αμέσως, μετά φρενητιώδες «ουρρά» εν τω οποίω εδέσποζεν η βροντώδης
φωνή του Ηρακλέου, αι μάχαιραι ετέθησαν εις ενέργειαν.
Η κορυφή ζωηρώς προσβληθείσα, επλαντύθη, ο καθαρός αήρ εισέδυσεν απλέτως,
και μετ' αυτού εισέδυσαν και αι πρώται ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου.
Αποκορυφωθέντος άπαξ του κώνου θα ήτο εύκολον να αναρριχηθώσιν επί του τοίχου, και θα εσκέπτοντο τότε διά τίνος μέσου να φθάσωσιν εις γειτονικόν τι ύψωμα, μακράν πάσης πλημμύρας.
Ο Δικ Σανδ ανέβη πρώτος εις την κορυφήν του κώνου.
Κραυγή διέφυγεν αυτώ.
Ιδιαίτερός τις θόρυβος, λίαν γνωστός εις τους περιηγητάς της Αφρικής, ον
αφίνουσι τα βέλη συρίζοντα, διήλθε τον αέρα.
Ο Δικ Σανδ επρόφθασε να ίδη εκατόν βήματα μακράν του μυρμηκώνος
στρατόπεδόν τι, και δέκα βήματα μακράν του κώνου επί της πλημμυρισθείσης
πεδιάδος, μακράς λέμβους πλήρεις ιθαγενών.
Εκ μιας των λέμβων εκείνων είχεν αφεθή το νέφος των βελών, καθ' ήν στιγμήν η κεφαλή του νεαρού δοκίμου προέκυπτεν έξω της οπής.
Ο Δικ Σανδ δι' ολίγων λέξεων είπε τα πάντα εις τους συντρόφους του.
Λαβών δε το πυροβόλον του και ακολουθούμενος υπό του Ηρακλέους, του Ακτέωνος και του Βαρθολομαίου, ενεφανίσθη πάλιν εις την κορυφήν του κώνου, και άπαντες επυροβόλησαν κατά μιας λέμβου.
Πολλοί ιθαγενείς έπεσαν, ωρυγμοί δε συνοδευθέντες υπό πυροβολισμών, απήντησαν εις την εκπυρσοκρότησιν ταύτην.
Αλλά τι ηδύναντο να πράξωσιν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού εναντίον εκατοντάδος Αφρικανών περικυκλωσάντων αυτούς πανταχόθεν;
Ο μυρμηκών εκυριεύθη. Η κυρία Βέλδων, το τέκνον της, ο εξάδελφος
Βενέδικτος, απεσπάθησαν εκείθεν κτηνωδώς και χωρίς να λάβωσι καιρόν μήτε να
ομιλήσωσι μήτε να θλίψωσιν αλλήλων την χείρα διά τελευταίαν φοράν,
απεχωρίσθησαν οι μεν από τους δε βεβαίως κατά προηγουμένως δοθείσας
διαταγάς.
Μία πρώτη λέμβος παρέλαβε την κυρίαν Βέλδων, τον μικρόν Ζακ και τον
εξάδελφον Βενέδικτον, ο δε Δικ Σανδ τους είδεν εξαφανιζομένους εις το μέσον του
στρατοπέδου.
Αυτός δε, συνοδευόμενος υπό της Ναν, του γέροντος Τωμ, του Ηρακλέους, του Βαρθολομαίου, του Ακτέωνος και του Αυγουστίνου, ερρίφθη εις δευτέραν πιρόγαν, ήτις διηυθύνθη προς άλλο μέρος του λόφου.
Είκοσιν ιθαγενείς επέβαινον της λέμβου ταύτης, την οποίαν ηκολούθουν πέντε άλλαι.
Να αντισταθώσιν ήτο αδύνατον, και εν τούτοις ο Δικ και οι μετ' αυτού επειράθησαν τούτο.
Στρατιώταί τινες της συνοδείας επληγώθησαν υπ' αυτών, και βεβαίως θα επλήρωνον διά της ζωής των την αντίστασιν ταύτην, εάν δεν υπήρχεν ρητή διαταγή να φεισθώσιν αυτών.
Εντός ολίγων λεπτών το ταξείδιον επερατώθη.
Αλλά καθ' ήν στιγμήν η λέμβος εσταμάτησεν, ο Ηρακλής, δι' άλματος ακατασχέτου, επήδησεν επί του εδάφους.
Δύο ιθαγενείς ώρμησαν κατ' αυτού· αλλ' ο γίγας περιέτρεψε το πυροβόλον του
ως ρόπαλον και οι ιθαγενείς έπεσαν με το κρανίον συντεθραυσμένον.
Μετά μίαν στιγμήν ο Ηρακλής εγένετο άφαντος υπό το φύλλωμα των δένδρων εν
μέσω χαλάζης σφαιρών, καθ' ήν στιγμήν ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού, αφού
απετέθησαν χαμαί, εδέθησαν ως δούλοι.
ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΧΘΩΝ ΤΟΥ ΚΟΑΝΖΑ
Η θέα της χώρας, αφότου η πλημμύρα μετέβαλεν εις λίμνην την πεδιάδα εκείνην εν
τη οποία υψούτο το χωρίον των τερμιτών, είχεν εντελώς μεταβληθή.
Είκοσι περίπου μυρμηκώνες υπερείχαν διά του κώνου των και εσχημάτιζον τα μόνα εξέχοντα σημεία επί της ευρείας εκείνης λεκάνης.
Ο Κοάνζας είχεν υπερχειλίσει ένεκα της εις αυτόν εισβολής των υπό της καταιγίδος εξογκωθέντων υδάτων των παραποτάμων του.
Ο Κοάνζας ούτος, είς των ποταμών της Αγγόλας, χύνεται εις τον Ατλαντικόν ωκεανόν, εκατόν μίλια μακράν του μέρους όπου εξώκειλε το «Πίλγριμ».
Τον ποταμόν τούτον ώφειλε να διέλθη μετά τινα έτη ο υποπλοίαρχος Καμερών, πριν φθάση εις Βεγγουέλαν. Ο Κοάνζας είναι προωρισμένος να καταστή το όργανον της εσωτερικής διαμετακομίσεως του μέρους τούτου της πορτογαλικής αποικίας.
Ήδη ατμόπλοια αναπλέουσι το κάτω ρεύμα αυτού και πριν ή παρέλθωσι δέκα έτη θα διαπλεύσωσι και την ανωτέραν αυτού κοίτην.
Φρονίμως λοιπόν έπραξεν ο Δικ Σανδ ζητήσας προς βορράν πλωτόν τινα ποταμόν.
Ο ρύαξ, ον είχε ακολουθήσει, εχύνετο εις αυτόν τούτον τον Κοάνζαν.
Εάν δεν συνέβαινεν η αιφνιδία εκείνη επίθεσις, κατά της οποίας ουδέν ηδυνήθη να τον προφυλάξη, θα τον εύρισκεν έν μίλιον απωτέρω, οι δε σύντροφοί του και αυτός θα επέβαινον σχεδίας ευκόλως κατασκευαζομένης και θα είχον μεγάλην ελπίδα να κατέλθωσι τον Κοάνζαν μέχρι των πορτογαλικών κωμών, ένθα προσορμίζονται τα ατμόπλοια. Εκεί θα ήτο εξηφαλισμένη η σωτηρία των.
Αλλά δεν συνέβη ούτω.
Το υπό του Δικ Σανδ παρατηρηθέν στρατόπεδον ήτο εστημένον επί τινος υψώματος πλησίον του μυρμηκώνος, εντός του οποίου η μοίρα τον είχε ρίψει ως παγίδα.
Εις την κορυφήν του υψώματος εκείνου ηγείρετο γιγαντιαία συκομυρέα, ήτις ευκόλως θα εστέγαζε πεντακοσίους ανθρώπους υπό το τεράστιον αυτής φύλλωμα.
Όστις δεν είδε τα γιγαντώδη ταύτα δένδρα της κεντρώας Αφρικής δεν δύνανται να σχηματίση ιδέαν περί αυτών· οι κλάδοι αυτών αποτελούσι δάσος και δύναταί τις να αποπλανηθή εν μέσω αυτών.
Απώτερον, βανανέαι εξ εκείνων των οποίων οι σπόροι δεν μεταβάλλονται εις
καρπούς, συνεπλήρουν το πλαίσιον του ευρέος εκείνου τοπίου.
Υπό την σκέπην της συκομορέας εκείνης, κρυπτομένη ως εν μυστηριώδει ασύλω
ολόκληρος συνοδεία — εκείνη της οποίας την άφιξιν είχεν αναγγείλει εις τον
Νεγορόν ο Χάρρης — είχε κατασκηνώσει.
Η πολυάριθμος εκείνη ομάς των ιθαγενών, αποσπασθέντων εκ των χωρίων των υπό των υπαλλήλων του σωματεμπόρου Αλβέζ, κατηυθύνετο προς την αγοράν του Καζονδέ. Εκείθεν οι δούλοι, κατά τας παρουσιασθησομένας ανάγκας, θα αποστέλλοντο είτε εις τα δυτικά της χώρας παραπήγματα, είτε εις Νυαγγέ, εις την ζώνην των μεγάλων λιμνών, όπως διανεμηθώσιν ή εις την άνω Αίγυπτον, ή εις τα πρακτορεία της Ζανζιβάρης . .
Άμα τη αφίξει αυτών εις το στρατόπεδον, ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ελογίσθησαν ως δούλοι.
Εις τον γέροντα Τωμ, εις τον υιόν του, εις τον Αυγουστίνον, εις τον Ακτίωνα, εις την δυστυχή Ναν, καίτοι δεν ανήκον εις την Αφρικανικήν φυλήν, επεφυλάχθη η τύχη των ιθαγενών αιχμαλώτων. Αφού αφωπλίσθησαν, μεθ' όλην την ζωηράν των αντίστασιν, εκρατήθησαν εκ του τραχήλου, ανά δύο, διά τινος δικράνου μακρού έξ ή επτά ποδών και κλεισμένου εκατέρωθεν υπό ράβδου σιδηράς.
Τοιουτοτρόπως ήσαν υποχρεωμένοι να βαδίζωσι κατά γραμμήν, ο είς όπισθεν του άλλου, χωρίς να δύνανται να παρεκλίνωσι μήτε προς τα δεξιά, μήτε προς τα αριστερά.
Προς περισσοτέραν προφύλαξιν, βαρεία άλυσις τους συνέδεεν εκ της
οσφύος.
Είχον λοιπόν τους βραχίονας ελευθέρους, όπως βαστάζωσι τα βάρη, και τους
πόδας ελευθέρους, όπως βαδίζωσιν, αλλά δεν θα ηδύναντο να ποιήσωσι χρήσιν
αυτών όπως φύγωσιν.
Ούτω δε έμελλον να διανύσωσιν εκατοντάδας μιλίων, υπό τας μαστιγώσεις
οδηγού.
Κείμενοι κατά μέρος, καταβεβλημένοι υπό της αντιδράσεως ήτις επηκολούθησε
τας πρώτας στιγμάς της εναντίον των μαύρων πάλης εκείνης, ουδόλως εκινούντο
πλέον.
Διατί δεν ηδυνήθησαν να ακολουθήσωσι τον Ηρακλέα εν τη φυγή του! Και εν
τούτοις τι ηδύναντο να ελπίζωσι διά τον φυγάδα; Όσον και αν ήτο ρωμαλέος, τι θα
εγίνετο εν τη αφιλοξένω εκείνη χώρος, ένθα η πείνα, η μόνωσις, τα άγρια θηρία, οι
ιθαγενείς, τα πάντα ήσαν κατ' αυτούς; Δεν θα ηναγκάζετο μετ' ολίγον να ποθήση
την τύχην των συντρόφων του;
Και όμως ούτοι, ουδεμίαν ευσπλαχνίαν περιέμενον εκ των αρχηγών της συνοδείας, Αράβων ή Πορτογάλων, ομιλούντων γλώσσαν την οποίαν δεν ηδύναντο να εννοήσωσι, και οίτινες ουδεμίαν άλλην συνεννόησιν είχον μετ' αυτών ειμή διά βλεμμάτων και απειλητικών κινημάτων.
Μόνος ο Δικ Σανδ δεν ήτο δεδεμένος μετ' άλλου δούλου. Ήτο λευκός και δεν ετόλμησαν βεβαίως να τω επιβάλωσι την κοινήν μεταχείρισιν.
Αφοπλισθείς, είχεν ελευθέρους τους πόδας και τας χείρας, οδηγός τις όμως τον επετήρει ιδιαιτέρως. Παρετήρει το στρατόπεδον, και εις εκάστην στιγμήν περιέμενε να ίδη ή τον Νεγορόν ή τον Χάρρην . . .
Αλλ' η προσδοκία του εψεύσθη. Εν τούτοις δι' αυτόν ουδεμία αμφιβολία ότι οι
δύο εκείνοι άθλιοι ήσαν οι διευθύνοντες την κατά του μυρμηκώνος επίθεσιν.
Τω επήλθε συγχρόνως η σκέψις ότι η κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ και ο εξάδελφος
Βενέδικτος είχον μεταφερθή κεχωρισμένως κατά τας διαταγάς του Αμερικανού ή
του Πορτογάλου· μη βλέπων μήτε τον ένα μήτε τον άλλον, ενόμιζεν ότι οι δύο
συνένοχοι συνώδευον ίσως τα θύματά των. Πού τους ωδήγουν;
Ποίαν τύχην επεφύλαττον αυτοίς; αύτη ήτο η σκληροτάτη φροντίς του.
Ο Δικ Σανδ ελησμόνει την ιδίαν εαυτού κατάστασιν σκεπτόμενος την κυρίαν Βέλδων και τους μετ' αυτής.
Η συνοδεία, εσκηνωμένη υπό την γιγαντιαίαν συκομορέαν, ηρίθμει περί τα οκτακόσια άτομα, ήτοι πεντακοσίους δούλους αμφοτέρων των φύλων, διακοσίους στρατιώτας και εκατόν αχθοφόρους, φύλακας, οδηγούς, πράκτορας ή αρχηγούς.
Οι αρχηγοί ούτοι ήσαν καταγωγής αραβικής ή πορτογαλικής. Δυσκόλως δύναταί τις να φαντασθή τας ωμότητας τας οποίας τα απάνθρωπα ταύτα όντα εξασκούσιν επί των αιχμαλώτων των.
Τους τύπτουσιν αδιακόπως, εκείνους δε οίτινες πίπτουσιν εξηντλημένοι και δεν είναι πλέον εις κατάστασιν να πωληθώσι, τους αποτελειώνουσι διά του πυροβόλου ή της μαχαίρας.
Τους συνέχουσι τοιουτοτρόπως διά του τρόμου· αλλά το αποτέλεσμα του συστήματος τούτου είναι ότι κατά την άφιξιν της συνοδείας, πεντήκοντα δούλοι επί τοις εκατόν ελλείπουσιν εκ του λογαριασμού του σωματεμπόρου, είτε διότι τινές κατώρθωναν ν' αποδράσωσιν είτε διότι τα οστά των υπό των βασάνων θανόντων εκάλυψαν τας μακράς οδούς του εσωτερικού προς την παραλίαν.
Ευνόητον ότι οι ευρωπαϊκής καταγωγής πράκτορες, Πορτογάλοι κατά το
πλείστον, δεν είναι ειμή περιτρίμματα της πατρίδος των, κατάδικοι, αποδράντες
της φυλακής, αρχαίοι σωματέμποροι διαφυγόντες την αγχόνην, εν ενί λόγω το
αίσχος της ανθρωπότητος.
Τοιούτος ο Νεγορός, τοιούτος ο Χάρρης υπηρετούντες τώρα ένα των μεγίστων
δουλεμπόρων της κεντρώας Αφρικής, τον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ, γνωστότατον εις
τους δουλεμπόρους της επαρχίας και περί του οποίου ο υποπλοίαρχος Καμερών
έδωκε περιέργους πληροφορίας.
Οι συνοδεύοντες τους αιχμαλώτους στρατιώται είναι εν γένει ιθαγενείς υπομίσθιοι των δουλεμπόρων.
Αλλ' ούτοι δεν έχουσι το μονοπώλιον των επιδρομών διά των οποίων προμηθεύονται δούλους.
Οι μαύροι βασιλείς πολεμούσι προς αλλήλους πολέμους σκληρούς και προς τον αυτόν σκοπόν· τότε οι έφηβοι ηττηθέντες, αι γυναίκες και τα παιδία, περιελθόντες εις κατάστασιν δουλείας, πωλούνται υπό των νικητών εις τους σωματεμπόρους αντί υαρδών τίνων υφάσματος πυρίτιδος, πυροβόλων, μαργαριτών ροδίνων ή ερυθρών και πολλάκις μάλιστα, λέγει ο Λίβιγγστων, εν ώρα πείνης, αντί ολίγων κόκκων αραβοσίτου.
Οι συνοδεύοντες τους αιχμαλώτους του γέροντος Αλβέζ ηδύναντο να δώσωσιν ακριβώς ιδέαν τι είναι οι αφρικανικοί στρατοί.
Είναι συρφετός μαύρων ληστών, ημιγύμνων, παλλόντων μακρά πυροβόλα των οποίων ο σωλήν είναι κεκοσμημένος διά πολλών χαλκίνων δακτυλίων.
Μετά τοιαύτης συνοδείας, εις ην προστίθενται και αλήται τινες ίσης αξίας, οι πράκτορες περιέρχονται πολλάκις εις δυσχερή θέσιν.
Συζητούσι τας διαταγάς των, επιβάλλουσιν αυτοίς τα μέρη και τας ώρας των σταθμεύσεων, απειλούσιν ότι θα τους εγκαταλείψωσι και δεν είναι σπάνιον να υποκύπτωσιν οι πράτορες ούτοι εις τας απαιτήσεις του ελεεινού τούτου στρατού.
Καίτοι δε οι δούλοι, άνδρες ή γυναίκες υποχρεούνται εν γένει να βαστάζωσι βάρη καθ' όν χρόνον βαδίζει η συνοδεία, υπάρχουσι προσέτι ολίγοι τινές αχθοφόροι παρακολουθούντες.
Καλούνται ούτοι ειδικώτερον «παγάζοι» και βαστάζουσι δέματα πολυτίμων
αντικειμένων, ιδίως ελεφαντοστούν.
Ενίοτε, τοιούτον είναι το μέγεθος των ελεφαντοδόντων εκείνων, ώστε τινές αυτών
ζυγίζουσι μέχρις εκατόν εξήκοντα λιτρών, απαιτούνται δε δύο «παγάζοι» διά να
τους φέρωσιν εις τα πρακτορεία, οπόθεν το πολύτιμον τούτον εμπόρευμα
εξαποστέλλεται εις τας αγοράς του Καρτούμ, της Ζανζιβάρης και του Νατάλ.
Κατά την άφιξίν των οι «παγάζοι» ούτοι πληρώνονται την συμφωνηθείσαν τιμήν, ήτις συνίσταται εξ εικοσάδος τινών υαρδών πανίου ή του υφάσματος εκείνου του καλουμένου «μερικάνι», ολίγης πυρίτιδος, μιας δρακός «καουρί» [Κογχύλια κοινότατα εν τη χώρα χρησιμεύοντα αντί νομίσματος) ολίγων, μαργαριτών, και ενίοτε έκ τινων μαύρων εντελώς εξηντλημένων, όταν ο δουλέμπορος δεν έχη άλλο νόμισμα.
Μεταξύ των πεντακοσίων δούλων εξ ων απετελείτο η συνοδεία, ολίγοι ήσαν οι τέλειοι άνδρες.
Τούτο αποδοτέον εις το ό,τι μετά το πέρας της θήρας και την πυρπόλησιν του χωρίου, πας ιθαγενής πρεσβύτερος των τεσσαράκοντα ετών ανηλεώς σφάζεται και απαγχονίζεται εις τα πέριξ δένδρα.
Μόνοι οι νεαροί έφηβοι αμφοτέρων των φύλων προορίζονται ίνα σταλώσιν εις τας αγοράς.
Μετά κυνηγεσίας ταύτας ανθρώπων, μόλις επιζή το δέκατον των ηττηθέντων. Ούτως εξηγείται η φοβερά λιπανθρωπία η μεταβάλλουσα εις ερήμους ευρείας γαίας της Ισημερινής Αφρικής.
Εδώ τα παιδία και οι έφηβοι μόλις εφόρουν ράκος τι εκ του φλοιώδους υφάσματος, όπερ παράγουσι δένδρα τινά και όπερ καλείται «μπουζού» εν τω τόπω. Τοιουτοτρόπως η κατάστασις του ανθρωποποιμνίου εκείνου, ήτο εκ των μάλλον αξιοθρηνήτων.
Γυναίκες κεκλυμέναι υπό πληγών προελθουσών εκ της μάστιγος των οδηγών,
παιδία ισχνά, πνευστιώντα, με πόδας αιματοφύρτους, τα οποία αι μητέρες
προσεπάθουν να φέρωσι ως επίμετρον βάρους, νέοι στενώς προσηλωμένοι εις το
δίκρανον εκείνον το μάλλον οδυνηρόν ή η άλυσος κατέργου.
Ναι, η θέα των δυστυχών τούτων, μόλις ζώντων, των οποίων η φωνή δεν είχε πλέον
ήχον, «εβενίνων σκελετών», κατά την έκφρασιν του Λιβιγγστώνος, θα συνεκίνει
καρδίας αγρίων θηρίων, αλλά τόσαι αθλιότητες άφινον αναλγήτους τους Άραβας
και τους Πορτογάλους εκείνους, οίτινες εάν πιστεύσωμεν τον υποπλοίαρχον
Καμερών ήσαν πολύ σκληρότεροι.
Ιδού τι λέγει ο Καμερών:
«Όπως επιτύχη τας πεντήκοντα γυναίκας των οποίων κύριος ελέγετο ο Αλβέζ, δέκα χωρία κατεστράφησαν δέκα χωρία έχοντα έκαστον εκατόν έως διακοσίους κατοίκους, ήτοι χιλίας πεντακοσίας ψυχάς. Τινές τούτων ηδυνήθησαν να διαφύγωσιν, αλλ' οι πλείστοι — σχεδόν όλοι — απώλοντο εις τας φλόγας, εφονεύθησαν υπερασπίζοντες τας οικογενείας των ή απέθανον εκ πείνης εις τα παραπήγματα, εκτός εάν τα σαρκοβόρα θηρία δεν επέρανον ταχύτερον τας βασάνους των.
Τα εγκλήματα ταύτα, διαπραττόμενα εν τω κέντρω της Αφρικής υπό ανθρώπων λεγομένων χριστιανών και Πορτογάλων, θα εφαίνοντο απίστευτα εις τους κατοίκους των πεπολιτισμένων χωρών. Αδύνατον η κυβέρνησις της Λισσαβώνος να γινώσκη τας ωμότητας τας διαπραττομένας παρ' ανθρώπων φερόντων την σημαίαν αυτής και καυχωμένων ότι είναι υπήκοοι αυτής».
Σημ. Εν Πορτογαλία ζωηρότατοι εγένοντο διαμαρτυρήσεις κατά των διαβεβαιώσεων τούτων του Καμερών.
Ευνόητον ότι κατά τας πορείας, και τας σταθμεύσεις εκείνας, οι δέσμιοι επετηρούντο αυστηρότατα.
Τοιουτοτρόπως ο Δικ Σανδ εννόησε μετ' ολίγον, ότι δεν έπρεπε ουδέ να πειραθή να αποδράση. Αλλά τότε, πώς να επανεύρη την κυρίαν Βέλδων; Ότι το τέκνον της και αυτή ηρπάγησαν υπό του Νεγορού, τούτο ήτο βεβαιότατον.
Ο Πορτογάλος ηθέλησε να την χωρίση από των συντρόφων αυτής διά λόγους αγνώστους έτι εις τον νεαρόν δόκιμον· αλλά δεν ηδύνατο να αμφιβάλη περί της παρεμβάσεως του Νεγορού, και η καρδία του εθλίβετο εις την σκέψιν ότι παντοειδείς κίνδυνοι ηπείλουν την κυρίαν Βέλδων.
— Α! έλεγε καθ' εαυτόν, όταν σκέπτωμαι ότι είχον τους δύο τούτους αθλίους υπό τον σωλήνα του όπλου μου και δεν τους εφόνευσα! . . .
Η σκέψις αύτη ήτο εκ των μάλλον επιμόνως επανερχομένων εις το πνεύμα του Δικ Σανδ.
Πόσα δυστυχήματα θα απεφεύγοντο διά του θανάτου, διά του δικαίου θανάτου του Χάρρη και του Νεγορού! πόσαι αθλιότητες ολιγώτεραι δι' εκείνους τους οποίους οι έμποροι εκείνοι ανθρωπίνης σαρκός μετεχειρίζοντο ως δούλους!
Όλη η φρίκη της θέσεως της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ παρουσιάζετο αμέσως εις τον Δικ Σανδ.
Μήτε η μήτηρ, μήτε το τέκνον ηδύναντο να ελπίζωσί τι παρά του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
Ο δυστυχής εκείνος μόλις ηδύνατο να επαρκέση εις εαυτόν.
Βεβαίως παρέσυρον και τους τρεις εις μέρος τι απομεμακρυσμένον της επαρχίας της Αγγόλης. Αλλά ποίος, εβάσταζε το ασθενές έτι παιδίον;
— Η μήτηρ του, ναι, η μήτηρ του! επανελάμβανε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ. Θα επανεύρε δυνάμεις δι' αυτό! Θα έπραξεν ό,τι πράττουσιν αι δυστυχείς αύται δούλοι· και θα καταπέση ως αυταί. Ω! ας με φέρη πάλιν ο θεός ενώπιον των δημίων τούτων, και θα . . .
Αλλ' ήτο δέσμιος! Ηριθμείτο ως μία κεφαλή εν τη αγέλη εκείνη, την οποίαν οι οδηγοί ώθουν προς το εσωτερικόν της Αφρικής! Ούτε καν εγίνωσκεν εάν ο Νεγορός και ο Χάρρης ωδήγουν αυτοί ούτοι την συνοδείαν, ης απετέλουν μέρος τα θύματα αυτών.
Ο Δίγγος δεν ήτο πλέον εκεί, όπως ανιχνεύση τον Πορτογάλον, όπως υποδείξη την προσέγγισιν αυτού.
Μόνος ο Ηρακλής ηδύνατο να βοηθήση την ατυχή κυρίαν Βέλδων. Αλλ' έπρεπε να ελπίζωσι τοιούτο θαύμα;
Εν τούτοις ο Δικ Σανδ προσεκολλάτο εις την ιδέαν ταύτην. Εσκέπτετο ότι ο ρωμαλέος μαύρος ήτο ελεύθερος. Περί της αφοσιώσεώς του δεν υπήρχεν αμφιβολία.
Παν ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν να πράξη ο Ηρακλής θα το έπραττεν υπέρ της κυρίας Βέλδων.
Ναι! ή ο Ηρακλής θα επειράτο να επανεύρη τα ίχνη των και να έλθη εις συγκοινωνίαν μετ' αυτών, ή, εν αποτυχία, θα προσεπάθει να συνεννοηθή μετά του Δικ Σανδ, και ίσως να τον αρπάση, να τον απελευθερώση διά τινος τολμήματος.
Κατά τας νυκτερινάς σταθμεύσεις αναμιγνυόμενος μετά των δεσμοτών, μέλος ως αυτοί, θα ηδύνατο ίσως να διαλάθη την προσοχήν των στρατιωτών, να φθάση μέχρις αυτού, να θραύση τας αλύσεις του, να τον σύρη εις το δάσος, αμφότεροι δε, ελεύθεροι τότε, τι δεν θα έπραττον υπέρ της σωτηρίας της κυρίας Βέλδων!
Ρύαξ τις θα τοις επέτρεπε να κατέλθωσι μέχρι της παραλίας, και ο Δικ Σανδ θα επανελάμβανε, μετά νέων ελπίδων επιτυχίας και μεγαλειτέρας γνώσεως των δυσχερειών, το τοσούτον δυστυχώς διά της προσβολής των ιθαγενών διακοπέν σχέδιόν του.
Ο νεαρός δόκιμος παρεδίδετο εις αλληλοδιαδόχους σκέψεις φόβου και ελπίδος.
Ευτυχώς όμως, χάρις εις τον ενεργητικόν χαρακτήρα του, δεν κατεβάλλετο και
ήτο έτοιμος να επωφεληθή και της ελαχίστης παρουσιασθησομένης ευκαιρίας.
Ό,τι προ πάντων έπρεπε να μάθη ήτο προς ποίαν αγοράν ωδήγουν αυτούς οι
διευθύνοντες την συνοδείαν των δούλων.
Άρα γε προς πρακτορείον τι της Αγγόλης, δηλαδή μετά τινας σταθμούς μόνον, ή θα ώδευον έτι εκατοντάδας μιλίων διά μέσου της κεντρώας Αφρικής;
Η κυρία αγορά των σωματεμπόρων είναι η της Νυαγγέ, εν Μανυεμά, ήτοι εις τον μεσημβρινόν εκείνον, όστις διαιρεί την αφρικανικήν ήπειρον εις δύο μέρη σχεδόν ίσα, εκεί ένθα εντείνεται η χώρα των μεγάλων λιμνών ην διέτρεχε τότε ο Λίβιγγστων.
Αλλ' από του Κοάνζα μέχρι της κώμης εκείνης η απόστασις ήτο μεγάλη· μήνες οδοιπορίας δεν θα ήρκουν έως να φθάσωσιν εκεί.
Η ιδέα αύτη τα μέγιστα απησχόλει τον Δικ Σανδ, καθότι αφικνούμενοι άπαξ εις Νυαγγέ, και επί τη υποθέσει ότι η κυρία Βέλδων, ο Ηρακλής, οι άλλοι μαύροι και αυτός κατώρθωνον να αποδράσωσι, πόσον θα ήτο δύσκολος, ίνα μη είπωμεν αδύνατος η επιστροφή εις την παραλίαν, εν μέσω των κινδύνων τοσούτω μακράς πορείας!
Αλλ' ο Δικ Σανδ δικαίως εσκέφθη μετ' ολίγον, ότι η συνοδεία δεν θα εβράδυνε να φθάση εις τον προς ον όρον.
Καίτοι δεν εννόησε την γλώσσαν ην ελάλουν οι αρχηγοί της συνοδείας, ήτοι οτέ μεν την αραβικήν, οτέ δε το αφρικανικόν ιδίωμα, παρετήρησεν ότι το όνομα σπουδαίας αγοράς της χώρας ταύτης επανελαμβάνετο συχνάκις.
Ήτο το όνομα, του Καζονδέ, και δεν ηγνόει ότι εκεί διενηργείτο μέγιστον
δουλεμπόριον.
Φυσικώς λοιπόν συνεπέρανεν ότι εκεί θα απεφασίζετο η τύχη των δεσμοτών, είτε
προς όφελος του βασιλέως της επαρχίας είτε διά λογαριασμόν πλουσίου τινός
εντοπίου δουλεμπόρου. Γνωστόν ότι δεν ηπατάτο.
Ο Δικ Σανδ, ων ειδήμων την νεωτέρας γεωγραφίας, εγίνωσκε καλώς τα περί Κοζανδέ.
Η απόστασις της πόλεως ταύτης από του Αγίου Παύλου της Λοάνδας δεν υπερβαίνει τα τετρακόσια μίλια, επομένως διακόσια πεντήκοντα μίλια το πολύ την διαχωρίζουν από της εν Κοάνζα κατασκηνώσεως.
Ο Δικ Σανδ υπελόγιζε κατά προσέγγισιν, λαμβάνων ως βάσιν των υπολογισμών
του το διάστημα, όπερ διήνυσε το μικρόν σώμα υπό την οδηγίαν του Χάρρη.
Υπό τας συνήθεις περιστάσεις, το διάστημα εκείνο δεν απήτει πλειοτέρας των δέκα
μέχρι των δώδεκα ημερών.
Διπλασιαζομένου δε του χρόνου τούτου ένεκα των αναγκών της συνοδείας εξηντλημένης ήδη εκ της μακράς πορείας, ο Δικ Σανδ έπρεπε να υπολογίση εις τρεις εβδομάδας την διάρκειαν της από Κοάνζα εις Κοζανδέ αποστάσεως.
Όσα ενόμιζεν ότι εγίνωσκεν ο Δικ Σανδ, επεθύμει να ανακοινώση εις τον Τωμ
και τους συνεταίρους αυτού. Η βεβαιώτης ότι δεν τους παρέσυρον εις το κέντρον
της Αφρικής, εις τας απαισίας εκείνας χώρας, από τας οποίας δεν θα ήλπιζον πλέον
να εξέλθωσι, θα ήτο είδος τι παρηγορίας δι' αυτούς.
Ήρκουν ολίγαι λέξεις εν παρόδω, όπως τοις ανακοινώση εκείνο όπερ ηγνόουν.
Αλλά θα κατώρθου άρα γε να τοις είπη τας λέξεις ταύτας;
Ο Τωμ και ο Βαρθολομαίος — κατά τύχην είχον συνενωθή πατήρ και υιός — ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος, δεδεμένοι ανά δύο, ευρίσκοντο εις την δεξιάν άκραν της συνοδείας. Είς οδηγός και δωδεκάς στρατιωτών επετήρουν αυτούς.
Ο Δικ Σανδ, ελεύθερος εις τας κινήσεις του, απεφάσισε να ελαττώση ολίγον κατ' ολίγον την απόστασιν, ήτις διεχώριζεν αυτόν από του ομίλου τον οποίον εσχημάτιζον οι σύντροφοί του πεντήκοντα βήματα μακράν αυτού. Ήρχισε λοιπόν να επιδιώκη τον σκοπόν τούτον.
Πιθανόν ο γέρων Τωμ να εμάντευσε την σκέψιν του Δικ Σανδ. Λέξεις προφερθείσαι χαμηλή τη φωνή ειδοποίησε τους συντρόφους να ώσι προσεκτικοί. Δεν εκινήθησαν λοιπόν, αλλ' ήσαν έτοιμοι και να ίδωσι και να ακούσωσι.
Μετ' ολίγον ο Δικ Σανδ επροχώρησε με ύφος αδιάφορον πεντήκοντα περίπου βήματα.
Εκ του μέρους όπου ευρίσκετο τότε, θα ηδύνατο να φωνάξη εις τρόπον ώστε να
ακουσθή, το όνομα Καζονδέ και να τω είπη ποία θα ήτο η πιθανή διάρκεια της
οδοιπορίας.
Θα ήτο προτιμότερον να συμπληρώση τας πληροφορίας εκείνας και να συνεννοηθή
μετ' αυτών τι έπρεπε να πράξωσι.
Εξηκολούθησε λοιπόν να τους πλησιάζη. Ήδη η καρδία του έπαλλεν υπό ελπίδος·
δεν απείχε πλέον ειμή ολίγα βήματα από του ποθουμένου σκοπού, ότε οδηγός τις
ως ει εννόησεν αίφνης την πρόθεσίν του ώρμησε κατ' αυτού.
Εις τας κραυγάς του μανιακού εκείνου, δέκα στρατιώται προσέδραμον, και ο Δικ Σανδ, κτηνωδώς εφέρθη πάλιν οπίσω, ενώ ο Τωμ και οι σύντροφοί του εσύροντο εις την άλλην άκραν του στρατοπέδου.
Ο Δικ Σανδ μανιώδης ώρμησε κατά του οδηγού· κατώρθωσε να θραύση διά των χειρών το πυροβόλον του, και σχεδόν το απέσπασεν· αλλ' επτά ή οκτώ στρατιώται τον περιεκύκλωσαν και ηναγκάσθη να τον αφήση.
Εν τη μανία των θα τον εφόνευον ίσως, εάν δεν επενέβαινεν Άραψ τις αρχηγός υψηλού αναστήματος και αγρίας φυσιογνωμίας.
Ο Άραψ εκείνος ήτο ο αρχηγός Ιβν Χαμίς, περί ου είχεν ομιλήσει ο Χάρρης.
Επρόφερε λέξεις τινάς, τας οποίας ο Δικ Σανδ δεν ηδηνήθη να εννοήση και οι στρατιώται αναγκασθέντες να αφήσωσι την λείαν των, απεμακρύνθησαν.
Ήτο λοιπόν προδηλότατον αφ' ενός μεν ότι είχεν αυστηρώς απαγορευθή πάσα συγκοινωνία του νεαρού δοκίμου μετά των συντρόφων του, αφ' ετέρου δε ότι είχον συστήσει να μη προσβληθή η ζωή του.
Τις άλλος ηδύνατο να δώση τοιαύτας διαταγάς πλην του Χάρρη ή του Νεγορού;
Κατ' εκείνην την στιγμήν — ήτο ενάτη της πρωίας της 19 Απριλίου —
ηκούσθησαν οι άγριοι ήχοι κέρατος «κουδού» και οι κρότοι τύμπανου. Η
στάθμευσις έμελλε να λήξη.
Άπαντες, αρχηγοί, στρατιώται, φορείς, δούλοι, ηγέρθησαν αμέσως. Φορτωθέντων
των δερμάτων, πολλοί όμιλοι αιχμαλώτων εσχηματίσθησαν υπό την οδηγίαν ενός
οδηγού αναπετάσαντος σημαίαν ζωηρών χρωμάτων.
Εδόθη το σημείον της αναχωρήσεως.
Άσματα αντήχησαν τότε, αλλ' οι ψάλλοντες ούτοι ήσαν οι ηττημένοι, ουχί οι νικηταί.
Και ιδού τι έλεγον τα άσματα εκείνα, ως απειλή αφελούς πίστεως των δούλων κατά των τυράννων των, κατά των δημίων των:
Με στέλλετε εις την παραλίαν, αλλ' όταν αποθάνω, δεν έχω πλέον ζυγόν και θα επανέλθω να σας φονεύσω.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΙΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚ ΣΑΝΔ
Καίτοι η καταιγίς της προτεραίας είχε παύσει, εν τούτοις ο καιρός ήτο έτι πολύ
τεταραγμένος.
Άλλως τε δε ήτο η εποχή της «μαζίκας» της δευτέρας περιόδου της εποχής των βροχών υπό την ζώνην εκείνην του αφρικανικού ουρανού.
Αι νύκτες προ πάντων έμελλον να ώσι βροχεραί επί μίαν, δύο ή τρεις εβδομάδας, όπερ θα επηύξανεν έτι μάλλον τας κακοπαθείας της συνοδείας.
Την ημέραν εκείνην, εν καιρώ συννεφώδει, ανεχώρησαν από του Κοάνζα και εβάδισαν σχεδόν κατ' ευθείαν προς ανατολάς.
Πεντήκοντα περίπου στρατιώται ήσαν επί κεφαλής, περί τους εκατόν εκατέρωθεν της συνοδείας, οι δε επίλοιποι ήρχοντο όπισθεν. Θα ήτο δύσκολον εις τους αιχμαλώτους να αποδράσωσιν, έστω και εάν δεν ήσαν δεσμευμένοι.
Γυναίκες, παιδιά, άνδρες επορεύοντο αναμίξ, και οι οδηγοί εβίαζον τα βήματά των διά μαστιγώσεων.
Υπήρχον δυστυχείς μητέρες αίτινες θηλάζουσαι έν παιδίον, εκράτουν άλλο διά της ελευθέρας χειρός. Άλλαι έσυρον τα μικρά εκείνα όντα γυμνά, ανυπόδητα, επί των οξυβελών χόρτων του εδάφους.
Ο αρχηγός της συνοδείας, ο άγριος εκείνος Ιβν Χαμίς ο επεμβάς εις την πάλην
μεταξύ του Δικ Σανδ και του οδηγού του, επετήρει όλην εκείνην την αγέλην
μεταβαίνων από την μιας εις την άλλην άκραν της μακράς στήλης.
Εάν οι πράκτορές του και αυτός δεν εφρόντιζον περί των δυστυχιών των
αιχμαλώτων των, έπρεπεν όμως να λαμβάνωσιν υπό σπουδαίαν έποψιν είτε τους
στρατιώτας οίτινες απήτουν αύξησίν τινα μισθού, είτε τους βαστάζους οίτινες
ήθελον να αναπαυθώσιν.
Εκ τούτου εγεννώντο φιλονικίαι, πολλάκις μάλιστα διαπληκτισμοί. Και πάλιν οι
αιχμάλωτοι υφίσταντο τα αποτελέσματα της αδιακόπου οργής των οδηγών.
Αφ' ενός ηκούοντο απειλαί, αφ' ετέρου κραυγαί οδύνης, και όσοι ήρχοντο κατόπιν, επάτουν επί εδάφους βραχέντος διά του αίματος των πρώτων.
Οι μετά του Δικ Σανδ, κρατούμενοι πάντοτε μετά προσοχής εμπρός της συνοδείας, ουδεμίαν ηδύναντο να έχωσι συγκοινωνίαν μετ' αυτής.
Επροχώρουν κατά στίχον δεδεμένοι εκ του τραχήλου δι' αλύσεως βαρείας, ήτις δεν επέτρεπεν αυτοίς ουδέ έν κίνημα κεφαλής.
Εμαστιγούντο δε και αυτοί όσον και οι εν δυστυχία σύντροφοί των.
Ο Βαρθολομαίος συνδεδεμένος μετά του πατρός του εβάδιζε προ αυτού, προσέχων
να μη κινή το δίκρανον, εκλέγων τα καλλίτερα μέρη όπως θέση τον πόδα, επειδή
μετ' αυτόν έμελλε να διέλθη ο γέρων Τωμ.
Προσεπάθει μάλιστα να βραδύνη την πορείαν του, όταν ησθάνετο ότι ο Τωμ
εκουράζετο.
Ήτο βάσανος διά τον καλόν εκείνον υιόν να μη δύναται να στρέψη την κεφαλήν,
όπως ίδη τον καλόν του πατέρα ον υπερηγάπα.
Ο Τωμ είχε βεβαίως την ευχαρίστησιν να βλέπη τον υιόν του, αλλά πολύ ακριβά επλήρωνε την ευχαρίστησιν ταύτην.
Ποσάκις παχέα δάκρυα έρρευσαν από των οφθαλμών του, όταν η μάστιξ του οδηγού κατέπιπτεν επί του Βαρθολομαίου!
Ήτο δεινότερον βασανιστήριον ή εάν έπιπτεν επί της ιδίας εαυτού σαρκός.
Ο Αυγουστίνος και ο Ακτέων ήρχοντο ολίγα βήματα όπισθεν, δεδεμένοι ο είς μετά του άλλου και βασανιζόμενοι κατά πάσαν στιγμήν.
Α! πώς εφθόνουν την τύχην του Ηρακλέους! Οίοι δήποτε και αν ήσαν οι απειλούντες αυτόν εις την αγρίαν εκείνην χώραν κίνδυνοι, ηδύνατο τουλάχιστον να ποιήται χρήσιν της δυνάμεώς του και να υπερασπίση την ζωήν του.
Κατά τας πρώτας στιγμάς της αιχμαλωσίας των ο γέρων Τωμ εγνώρισε τέλος
προς τους συντρόφους του όλην την αλήθειαν.
Προς μεγάλην έκπληξίν των, έμαθον παρ' αυτού ότι ήσαν εις την Αφρικήν, ότι η
διπλή προδοσία του Χάρρη και του Νεγορού πρώτον μεν τους έρριψεν εκεί, είτα
τους παρέσυρε, και ότι ουδέν έλεος είχον να ελπίζωσιν εκ μέρους των κυρίων
των.
Αλλά και την Ναν δεν μετεχειρίζοντο καλλίτερον. Απετέλει μέρος ομίλου γυναικών,
όστις κατείχε το κέντρον της συνοδείας.
Την είχον δέσει μετά νεαράς μητρός εχούσης δύο τέκνα το έν νήπιον και το άλλο τριετές μόλις βαδίζον.
Η Ναν συγκινηθείσα ανέλαβε το μικρόν εκείνο ον, και η δυστυχής δούλη ηυχαρίστησεν αυτήν διά δακρύων.
Η Ναν εβάσταζε λοιπόν το παιδίον, απαλλάττουσα αυτό και εκ του κόπου υπό του οποίου ήθελε καταβληθή και εκ των μαστιγώσεων τας οποίας θα ελάμβανεν υπό του οδηγού.
Αλλά το φορτίον ήτο βαρύ διά την γραίαν Ναν· εφοβείτο μη αι δυνάμεις της εξαντληθώσι, και εσκέπτετο τον μικρόν Ζακ.
Εφαντάζετο αυτόν εις τας αγκάλας της μητρός του! Ναι μεν η ασθένεια τον είχεν αδυνατίσει, αλλά και πάλιν θα ήτο βαρύς διά τους ασθενείς βραχίονας της κυρίας Βέλδων.
Πού να ήτο αύτη; Τι εγίνετο; Άρα γε η γηραιά θεράπαινά της θα την επανέβλεπε ποτέ;
Ο Δικ Σανδ είχε τεθή σχεδόν όπισθεν της συνοδείας. Δεν ηδύνατο να ίδη μήτε τον Τωμ, μήτε τους συντρόφους του, μήτε την Ναν.
Τότε μόνον ηδύνατο να τους ίδη όταν διήρχοντο πεδιάδα τινά. Εβάδιζε κατεχόμενος υπό λυπηρών διαλογισμών, από των οποίων αι κραυγαί των πρακτόρων μόλις τον απέσπων.
Δεν εσκέπτετο μήτε εαυτόν, μήτε τους κόπους ους θα ήτο ανάγκη να υποστή έτι, μήτε τα βασανιστήρια όσα τω επεφύλασσεν ίσως ο Νεγορός.
Εσκέπτετο μόνον την κυρίαν Βέλδων· εις μάτην ανεζήτει εις το έδαφος, εις τας
ακάνθας των ατραπών, εις τους χαμηλούς κλάδους των δένδρων, να ανεύρη ίχνος
τι της διαβάσεώς της.
Εάν κατά πάσαν βεβαιότητα, την ωδήγουν εις Καζονδέ, δεν ήτο δυνατόν να έλαβεν
άλλην οδόν. Τι δεν έδιδεν, όπως επανεύρη σημειόν τι της πορείας της προς το
μέρος όπου ωδήγουν και αυτούς;
Τοιαύτη ήτο η σωματική και πνευματική κατάστασις του νεαρού δοκίμου και των μετ' αυτού:
Αλλ' ό,τι και αν ηδύναντο να φοβώνται δι' εαυτούς, όσον μεγάλα και αν ήσαν τα ίδια εαυτών παθήματα, ο οίκτος κατεκυρίευσεν αυτούς βλέποντας την τρομεράν αθλιότητα της δυστυχούς εκείνης αγέλης των δεσμίων και την ανήκουστον θηριωδίαν των κυρίων των.
Φευ! ουδέν είχον όπως βοηθήσωσι τους μεν, ουδέν όπως αντισταθώσιν εις τους άλλους!
Όλον το μέρος το κείμενον προς ανατολάς του Κοάνζα δεν ήτο ειμή δάσος εις περιφέρειαν είκοσι περίπου μιλίων.
Εν τούτοις τα δένδρα είτε διότι φθείρονται υπό των δηγμάτων των απείρων εντόμων των χωρών τούτων, είτε διότι τα καταρρίπτουσιν αγέλαι νεαρών ελεφάντων ήσαν ολιγώτερον πυκνά ή τα της γείτονος παραλίας.
Υπήρχε τωόντι αφθονία εκ των βαμβακοφόρων εκείνων, υψηλών επτά ή οκτώ
πόδας, των οποίων ο βάμβαξ χρησιμεύει προς κατασκευήν των μελανών ή λευκών
ραβδωτών υφασμάτων, άτινα μεταχειρίζονται εις τα ενδότερα της επαρχίας.
Είς τινα μέρη το έδαφος μετεβάλλετο εις πυκνοτάτους καλαμώνας εντός των
οποίων εθάπτετο η συνοδεία.
Εξ όλων των ζώων της χώρας μόνοι οι ελέφαντες, και καμηλοπαρδάλεις θα ηδύναντο να εξέχωσι των καλάμων εκείνων, των οποίων το στέλεχος έχει ενός δακτύλου περίμετρον.
Βεβαίως οι πράκτορες εγίνωσκον καλώς τα μέρη, όπως μη αποπλανώνται.
Καθ' ημέραν η συνοδεία ανεχώρει άμα τη αυγή και αναπαύετο μόνον την
μεσημβρίαν επί μίαν ώραν. Ήνοιγον τότε δέματά τινα μανιόκας και το εδώδιμον
τούτο διενέμετο μετά φειδωλίας εις τους δούλους.
Προσετίθεντο πατάται, ή αίγειον κρέας και μόσχειον, όταν οι στρατιώται ελεηλάτουν κατά την διάβασιν χωρίον τι.
Αλλ' η κόπωσις ήτο τοιαύτη, η ανάπαυσις τόσον ανεπαρκής, τόσον μάλιστα αδύνατος κατά τας βροχεράς εκείνας νύκτας, ώστε, ερχομένης της ώρας της διανομής των τροφίμων, οι αιχμάλωτοι μόλις ηδύναντο να φάγωσιν.
Ούτω, οκτώ ημέρας μετά την εν Κοάνζα αναχώρησιν, είκοσι τουλάχιστον είχον πέσει καθ' οδόν, απομείναντες εις την διάθεσιν των θηρίων, άτινα περιεπλανώντο όπισθεν της συνοδείας.
Λέοντες, πάνθηρες και λεοπαρδάλεις περιέμενον τα θύματα, άτινα δεν
ηδύναντο να λείψωσι, και καθ' εσπέραν, μετά την δύσιν του ηλίου, οι μηκυθμοί
αυτών εξερρήγνυντο εις τοσούτω βραχείαν απόστασιν, ώστε υπήρχε φόβος
αμέσου επιθέσεως.
Ο Δικ Σανδ, ακούων τους βρυχηθμούς εκείνους, ους η σκιά καθίστα έτι μάλλον
φοβερούς, ανελογίζετο μετά τρόμου τα προσκόμματα τα οποία τοιαύται
συναντήσεις ηδύναντο να εγείρωσιν εις τα διαβήματα του Ηρακλέους και τους
κινδύνους ους θα διέτρεχεν εις έκαστον βήμα του.
Και εν τούτοις, εάν και αυτός εύρισκεν ευκαιρίαν να φύγη, δεν θα εδίσταζε να το πράξη.
Ιδού δε αι σημειώσεις τας οποίας ο Δικ Σανδ έλαβε κατά το δρομολόγιον εκείνο
μεταξύ Κοάνζα και Καζονδέ.
Εικοσιπέντε «πορείαι» εχρειάσθησαν όπως διανύσωσι την απόστασιν εκείνην των
διακοσίων πεντήκοντα μιλίων, της πορείας, κατά την γλώσσαν των σωματεμπόρων,
ούσης εκ δέκα μιλίων μετά σταθμεύσεως καθ' εκάστην.
— Από 25-27 Απριλίου. — Εφάνη χωρίον περικυκλούμενον υπό τειχών εκ καλάμων υψηλών 8-9 ποδών.
Αγροί καλλιεργημένοι εξ αραβοσίτου, κυάμων, σόργου και διαφόρων αραχίδων.
Δύο μαύροι συληφθέντες και αιχμαλωτισθέντες. Δεκαπέντε φονευθέντες. Κάτοικοι έφυγαν.
Την εποιούσαν, διέλευσις θορυβώδης ποταμίου πλάτους εκατόν πεντήκοντα
υαρδών.
Γέφυρα κινητή σχηματισθείσα εκ κορμών δένδρων προσδεθέντων διά βρύων.
Στηρίγματα ημιθραυσθέντα. Δύο γυναίκες δεδεμέναι εν τω αυτώ δικράνω έπεσαν εις τα ύδατα.
Η μία εβάσταζε το μικρόν παιδίον της. Τα ύδατα ταράσσονται και γίνονται αιματοβαφή.
Οι κροκόδειλοι ολισθαίνουσι μεταξύ των συνδέσεων της γεφύρας. Κίνδυνος μήπως θέση τις τον πόδα επί των χαινόντων στομάτων των.
— 28 Απριλίου. — Διέλευσις δάσους βαυχινιών. Δένδρα υψίκορμα εξ εκείνων άτινα παρέχουσι το σιδηρόξυλον εις τους πορτογάλους.
Ραγδαία βροχή. Έδαφος κάθυγρον. Πορεία άκρως δυσχερής.
Προς το κέντρον της συνοδείας φαίνεται η δυστυχής Ναν κρατούσα αιθιοπίδιον εις τας αγκάλας της.
Σύρεται δυσκόλως. Η μετ' αυτής δεσμευμένη δούλη χωλαίνει, και το αίμα ρέει
εκ του υπό των μαστιγώσεων κατεσχισμένου ώμου αυτής.
Την εσπέραν κατασκήνωσις υπό γιγαντιαίον βαοβάβ μετ' ανθέων λευκών και
φυλλώματος πρασίνου τρυφερού.
Κατά την νύκτα βρυχηθμοί λεόντων και λεοπαρδάλεων. Πυροβολισμός ιθαγενούς κατά πάνθηρος. Τι γίνεται ο Ηρακλής;
— 29 και 30 Απριλίου. — Πρώτα ψύχη του καλουμένου αφρικανικού χειμώνος. Δρόσος αφθονωτάτη.
Τέλος της βροχεράς εποχής μετά του μηνός Απριλίου ήτις άρχεται μετά του μηνός Νοεμβρίου. Πεδιάδες απλέτως πλημμυρισμέναι, εισέτι ανατολικοί άνεμοι διακόπτοντες την αναπνοήν και καθιστώντες τους ελώδεις πυρετούς μάλλον επαισθητούς.
Ουδέν ίχνος της κυρίας Βέλδων, μήτε του κυρίου Βενεδίκτου. Πού άραγε τους ωδήγουν αν μη εις Καζονδέ; Ώφειλον να ακολουθώσι την αυτήν πορείαν και να προηγώνται ημών. Διατελώ εις μεγίστην ανησυχίαν. Μήπως ο μικρός Ζακ κατελήφθη πάλιν υπό του πυρετού εν τη νοσηρά εκείνη χώρα! Αλλά ζη άρα γε:
— Από 1-6 Μαΐου. — Διέλευσις πολλών και μικρών πεδιάδων τας οποίας η εξάτμησις δεν είχεν αποξηράνει.
Ύδωρ μέχρι της ζώνης ενίοτε. Μυριάδες βδελλών προσκολλομένων εις το
δέρμα.
Ανάγκη όμως να βαδίζωμεν. Επί τινων εξεχόντων υψωμάτων λωτοί και πάπυροι.
Εις το βάθος υπό τα ύδατα, άλλα φυτά μεγάλων λαχανοειδών φύλλων, επί των
οποίων προσκόπτει ο πους, όπερ επιφέρει πτώσεις αδιακόπους.
Εις τα ύδατα ταύτα άπειροι μικροί ιχθύς εκ του είδους των γλανίδων, τους οποίους
οι ιθαγενείς αλιεύουσι καθ' εκατομμύρια διά καλαμωτών και πωλούσιν εις τας
συνοδείας.
Αδύνατον να ευρεθή τόπος κατασκηνώσεως διά την νύκτα.
Όριον δεν φαίνεται εις την καταπλημμυρισμένην πεδιάδα· πρέπει να οδεύωμεν εν τη σκοτία.
Αύριον πολλοί δούλοι θα λείπωσιν εκ της συνοδείας. Πόσαι αθλιότητες! Όταν έπιπτέ τις, προς τι να εγερθή! Ολίγας στιγμάς υπό τα ύδατα και ετελείωνον τα πάντα! Η μάστιξ του οδηγού δεν σας έφθανεν εν τη σκιά.
— Ναι αλλ' η κυρία Βέλδων και ο υιός της! Δεν έχω το δικαίωμα να τους
εγκαταλείψω. Θα ανθέξω μέχρι της τελευταίας στιγμής! Τούτο είναι καθήκον
μου.
Φοβεραί κραυγαί ακούονται κατά την νύκτα.
Περί τους είκοσι στρατιώται απέσπασαν ολίγους εξέχοντας κλάδους έκ τινων ρητινοδών δένδρων. Πελιδναί λάμψεις εις τα σκότη.
Ιδού η αιτία των ακουσθεισών κραυγών. Επίθεσις κροκοδείλων. Δώδεκα ή δεκαπέντε εκ των τεράτων τούτων ερρίφθησαν εν τη σκιά εις το πλευρόν της συνοδείας.
Γυναίκες, παιδία, ηρπάγησαν και παρεσύρθησαν υπό των κροκοδείλων μέχρι του «μέρους της βοσκής των».
Ούτως αποκαλεί ο Λίβιγγστων τας βαθείας εκείνας οπάς ένθα το αμφίβιον τούτο αποθέτει την λείαν του.
Αφού την πνίξη, καθότι, δεν την τρώγει ειμή όταν φθάση εις βαθμόν τινα
αποσυνθέσεως.
Αι φολίδες ενός των κροκοδείλων εκείνων με προσέψαυσαν τραχέως.
Νέος τις δούλος συνελήφθη πλησίον μου και απεσπάσθη εκ του κρατούντος αυτόν από του λαιμού δικράνου. Το δίκρανον συνετρίβη.
Ποία κραυγή απελπισίας ποίος ορυγμός οδύνης! Τον ακούω εισέτι!
— 7 και 8 Μαΐου. — Την επιούσαν εμετρήθησαν τα θύματα. Έλειπον είκοσι δούλοι.
Περί την χαραυγήν ανεζήτησα τον Τωμ και τους συντρόφους του. Ας έχη δόξαν ο Θεός! Είναι ζωντανοί. Φευ! πρέπει να δοξάζω τον Θεόν; Δεν θα ήσαν ευτυχέστεροι εάν η ζωή των ετελείωνε μεθ' όλων εκείνων των αθλιοτήτων!
Ο Τωμ προηγείται της συνοδείας. Καθ' ην στιγμήν ο υιός του εποίησε στροφήν τινα, το δίκρανον επλαγίασε και ο Τωμ ηδυνήθη να με ίδη.
Εις μάτην ζητώ την γραίαν Ναν. Ανεμίχθη άρα γε ες τον κεντρικόν σωρόν, ή απώλετο κατά την φοβεράν εκείνην νύκτα;
Την επιούσαν διήλθομεν το όριον της πλημμυρισμένης πεδιάδος, μετά εικοσιτετράωρον εν τω ύδατι πορείαν.
Εσταθμεύσαμεν επί τινος λόφου. Ο ήλιος μας ξηραίνει ολίγον. Εσθίομεν, αλλά ποίαν αθλίαν τροφήν!Ολίγον μανιόκον, ολίγος δράκας αραβοσίτου! Προς πόσιν ουδέν άλλο ή ύδωρ θολόν. Δεσμώται εκτάδην επί του εδάφους κείμενοι, πόσοι εξ αυτών δεν θα ανεγερθώσιν!
Όχι! δεν είναι δυνατόν η κυρία Βέλδων και το τέκνον της να διήλθον διά τοσούτων δεινοπαθημάτων! Ο Θεός θα τους ηλέησε και θα τους ωδήγησε δι' άλλης οδού εις Καζονδέ! Η δυστυχής μήτηρ δεν θα ηδύνατο να ανθέξη.
Νέα κρούσματα ευφλογίας εν τη συνοδεία ή «ντουέ», καθώς λέγουσιν. Οι ασθενείς δεν δύνανται να προβώσι περαιτέρω. Θα τους εγκαταλείψωσιν άρα γε;
— 9 Μαΐου — Ηρχίσαμεν την πορείαν άμα τη αυγή. Ουδείς καθυστέρησεν. Η μάστιξ του οδηγού ανήγειρε ζωηρώς εκείνους τους οποίους ο κάματος ή ασθένεια είχε καταβάλλει. Οι δούλοι εκείνοι έχουσιν αξίαν. Είναι νόμισμα. Οι πράκτορες δεν θα τους αφήσωσιν οπίσω, ενόσω τοις μένει δύναμις να βαδίζωσι.
Περικυκλούμαι υπό ζώντων σκελετών. Δεν έχουσι πλέον φωνήν, όπως
εκφράσωσι παράπονον.
Είδον τέλος την γραίαν Ναν! Οικτρόν θέαμα! Το παιδίον όπερ εβάσταζεν, δεν ήτο
πλέον εις τας αγγάλας της. Άλλως τε δεν είναι μόνη· τούτο θα είναι ολιγώτερον
επίπονον δι' εαυτήν, αλλ' η άλυσις είναι εισέτι εις την ζώνην της, και είχεν
αναγκασθή να ρίψη το άκρον αυτής άνωθεν του ώμου.
Έσπευσα προς αυτήν. Ηδύνατό τις να είπη ότι δεν με ανεγνώριζε. Τόσον λοιπόν
μετεβλήθην;
— Ναν τη είπον.
Η γραία υπηρέτρια με παρετήρησεν επί πολύ και τέλος:
— Υμείς, κύριε Δικ! Εγώ . . εγώ μετ' ολίγας στιγμάς θα ήμαι νεκρά.
— Όχι, θάρρος! απεκρίθην ενώ οι οφθαλμοί μου εχαμηλώθησαν διά να
μη βλέπωσι το άνευ αίματος φάσμα της ατυχούς.
— Νεκρά, επανέλαβε και δεν θα επανίδω πλέον την αγαπητήν μου
δέσποιναν, μήτε τον μικρόν μου Ζακ! Θεέ μου! Θεέ μου! ευσπλαγχνίσου με!
Ηθέλησα να υποστηρίξω την γραίαν Ναν, της οποίας όλον το σώμα έτρεμεν υπό τα κατεσχισμένα ενδύματά της. Θα ήτο χάρις εάν με έδενον μετ' αυτής και εάν ηδυνάμην να συμμερισθώ την άλυσιν εκείνην, της οποίας εβάσταζεν όλον το βάρος μετά τον θάνατον της συνδεσμώτιδάς της.
Στιβαρός βραχίων με απώθησε, και η δυστυχής Ναν, πληγείσα διά της μάστιγος, επετάχθη εις τον σωρόν των δούλων.
Ηθέλησα να ορμήσω κατά του κτηνώδους εκείνου ανθρώπου, αλλ' ο άραψ αρχηγός ενεφανίσθη, έδραξε τον βραχίονά μου και με εκράτησε μέχρι της στιγμής καθ' ήν ευρέθην πάλιν εις την τελευταίαν σειράν της συνοδείας.
Τότε επρόφερε το όνομα;
— Νεγορός!
Ο Νεγορός! Κατά διαταγήν λοιπόν του Πορτογάλου ενεργεί και με μεταχειρίζεται άλλως ή τους εν δυστυχία συντρόφους μου.
Ποία τύχη μοι επιφυλάσσεται;
— 10 Μαΐου — Διήλθομεν σήμερον πλησίων δύο χωρίων καιωμένων. Αι
καλύβαι καίονται πανταχού. Πτώματα κρέμανται εις δένδρα τα οποία εφείσθη η
πυρκαϊά.
Οι κάτοικοι φεύγουσιν. Οι αγροί είναι έρημοι. Εκτελείται ανθρωποκυνήγιον.
Εγένετο ίσως διακόσιοι φόνοι, όπως συλληφθώσι δώδεκα δούλοι.
Η εσπέρα έφθασε. Νυκτερινή στάθμευσις. Εγένετο κατασκήνωσις υπό μεγάλα
δένδρα.
Υψηλά χόρτα σχηματίζουσι φράκτην περί το δάσος.
Δούλοι τινες είχον φύγει την προτεραίαν θραύσαντες το δίκρανόν των.
Συνελήφθησαν εκ νέου και εβασανίσθησαν μετ' απαραδειγματίστου σκληρότητος.
Η επιτήρησις των στρατιωτών και των οδηγών διπλασιάζεται.
Επήλθεν η νυξ. Βρυχηθμοί λεόντων και υαινών. Ρογχασμοί μακρυνοί ιπποποτάμων.
Βεβαίως γειτονεύει λίμνη τις ή ρυάκιον.
Μεθ' όλον τον κάματον, δεν δύναμαι να κοιμηθώ. Σκέπτομαι τόσα πράγματα!
Είτα, νομίζω ότι ακούω πατήματα εις τα υψηλά χόρτα. Ίσως θηρίον τι. Θα τολμήση άρα γε να παραβιάση την είσοδον του στρατοπέδου;
Ακροώμαι. Ουδέν. Ναι, ζώον τι διέρχεται διά των καλάμων. Είμαι άοπλος. Εν τούτοις θα υπερασπισθώ. Θα καλέσω. Η ζωή μου δύναται να είναι χρήσιμος εις την κυρίαν Βέλδων, εις τους συντρόφους μου.
Παρατηρώ διά του βαθέος σκότους· Δεν υπάρχει σελήνη. Η νυξ είναι σκοτεινοτάτη.
Ιδού δύο οφθαλμοί φεγγοβολούντες εν τη σκιά, μεταξύ των παπύρων οφθαλμοί υαίνης ή λεοπαρδάλεως. Χάνονται . . . πάλιν εμφανίζονται . . .
Τέλος ακούω θρουν εις τα χόρτα. Ζώον τι πηδά επ' εμού.
Έμελλον να εκφέρω κραυγήν, να καλέσω βοήθειαν. Ευτυχώς δεν το έπραξα.
Δεν δύναμαι να πιστεύσω εις τους οφθαλμούς μου.
Ο Δίγγος, ο Δίγγος είναι πλησίον μου . . . Γενναίε Δίγγε! Πώς μοι απεδόθη; Πώς ηδυνήθη να μ' επανεύρη;
Α! το ορμέφυτον αρκεί να εξηγήση τοιαύτα θαύματα πιστότητος. Λείχει τας χείρας μου. Αχ, καλέ κύον, τώρα μόνε φίλε μου. Δεν σε εφόνευσαν λοιπόν!
Τω ανταπέδωκα τας θωπείας του. Με εννόησεν. Ήθελε να υλακτήση.
Τον καθησυχάζω. Δεν πρέπει να τον ακούσωσιν. Ας ακολουθή την συνοδείαν
απαρατήρητος . . . Αλλά πώς τρίβει επιμόνως τον λαιμόν του εις τας χείρας μου . .
.
Φαίνεται ως εάν μοι λέγει «Ζήτησον λοιπόν! . . ». Ζητώ. και αισθάνομαί τι εκεί
δεδεμένον εις τον τράχηλόν του . . . τεμάχιον καλάμου είναι διαπερασμένον εις το
περιλαίμιον εκείνο, όπου είναι κεχαραγμένα τα δύο γράμματα Σ. Β., των οποίων το
μυστήριον είναι εισέτι ανεξήγητον δι' ημάς.
Ναι . . . απέσπασα το καλάμιον . . . Το έθραυσα. Επιστολή υπάρχει εν αυτώ.
Αλλ' αυτήν την επιστολήν δεν δύναμαι να την αναγνώσω. Πρέπει να περιμείνω την
ημέραν . . . την ημέραν . . . Θέλω να κρατήσω τον Δίγκον, αλλά το καλόν ζώον,
καίτοι λείχον τας χείρας μου, φαίνεται σπεύδον να με εγκαταλείπη . . Εννόησεν ότι
η αποστολή του είχεν εκπληρωθή.
Δι' ενός πλαγίου άλματος έγινεν άφαντον αθορύβως μεταξύ των χόρτων.
Ο Θεός να το λυτρώση εκ των οδόντων των λεόντων ή των υαινών.
Ο Δίγγος βεβαίως επέστρεψε προς εκείνον, όστις με τον απέστηλεν.
Η επιστολή εκείνη, την οποίαν δεν δύναμαι έτι να αναγνώσω, καίει τας χείρας μου.
Ποίος την έγραψε; Προέρχεται εκ του Ηρακλέους; Πώς το πιστόν ζώον, όπερ
ενομίζομεν νεκρόν συνήντησε τον ένα ή τον άλλον; Περιέχει άρα γε σχέδιον
αποδράσεως, ή με δίδει μόνον ειδήσεις ανθρώπων προσφυλών; Όπως δήποτε το
συμβεβηκός εκείνο με συνεκίνησε και κατέπαυσε τας αθλιότητάς μου.
Ω! πόσον μακρά μοι εφάνη η νυξ.
Καραδοκώ την ελαχίστην φαύσιν εις τον ορίζοντα. Δεν δύναμαι να κλείσω τους οφθαλμούς.
Ακούω εισέτι βρυχηθμούς θηρίων. Δυστυχή Δίγγε μου, είθε να τα διαφύγης!
Τέλος η ημέρα πλησιάζει να φανή και σχεδόν άνευ λυκαυγούς υπό τα τροπικά εκείνα πλάτη.
Έλαβον τοιαύτην θέσιν, ώστε να μη με παρατηρήσωσι.
Προσπαθώ να αναγνώσω . . Αλλ' αδήνατον εισέτι
Τέλος ανέγνωσα. Το επιστόλιον ήτο διά χειρός του Ηρακλέους.
Είχε γραφή επί τεμαχίου χάρτου διά μολυβδοκονδύλου.
Ιδού τι περιείχεν:
«Η κυρία Βέλδων μεταφέρεται μετά μικρού Ζαν, επί κιτάνδας. Ο Χάρης και ο Νεγορός συνοδεύουσιν αυτήν. Προηγούνται της συνοδείας κατά τρεις ή τέσσαρας σταθμούς μετά του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Δεν ηδυνήθην να συγκοινωνήσω μετ' αυτής. Εύρον τον Δίγγον, όστις είχε πληγωθή διά σφαίρας όπλου . . αλλ' εθεραπεύθη. Έχετε ελπίδας κύριε Δικ. Υμάς μόνον σκέπτομαι και έφυγον, διά να σας είμαι μάλλον χρήσιμος».
ΗΡΑΚΛΗΣ
Α! η κυρία Βέλδων και ο υιός της ζώσιν! Ας έχη δόξαν ο Θεός! δεν θα υπέφερον ως ημείς εκ των καμάτων της σκληράς ταύτης πορείας.
Η κιτάνδα είναι είδος χορείου εκφόρτων ξηρών κρεμαμένη εις μακρόν βαμβού , όπερ δύο άνδρες φέρουσιν εκ των ώμων. Κάλυμα εξ υφάσματος περικαλύπτει αυτήν. Η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ ευρίσκονται εντός αυτής της κιτάνδας.
Τι σκέπτονται περί αυτών ο Χάρρης και ο Νεγορός; Οι άθλιοι εκείνοι βεβαίως
τους φέρουσιν εις Καζονδέ; ναι . . ναι. Θα τους επανεύρω. Α! εν τω μέσω όλων
τούτων των αθλιοτήτων, αύτη είναι καλή είδησις, είναι χαρά την οποίαν μοι
εκόμισεν ο Δίγγος.
— Από 11-25 Μαΐου. — Η συνοδεία εξακολουθεί την πορείαν αυτής. Οι
δεσμώται σύρονται επί μάλλον και μάλλον επιμόνως.
Οι πλείστοι αφίνουσιν επί των βημάτων των ίχνη αίματος. Υπολογίζω ότι απαιτούνται έτι δέκα ημέραι, όπως φθάσωμεν εις Καζονδέ.
Πόσοι μέχρι τότε θα παύσωσιν υποφέροντες! Αλλ' εγώ πρέπει να φθάσω εκεί και θα φθάσω.
Είναι αποτρόπαιον! Εν τη συνοδεία υπάρχουσι δυστυχείς τινες των οποίων όλον το σώμα είναι μία πληγή.
Τα προσδένοντα αυτούς σχοινία εισέρχονται εις τας σάρκας των.
Από της χθες μήτηρ τις φέρει εις τας αγκάλας της το μικρόν τέκνον της αποθανόν εκ πείνης! δεν θέλει ν' αποχωρισθή αυτού.
Η οδός καλύπτεται υπό πτωμάτων. Η ευφλογία ενέσκηψε μετά νέας
σφοδρότητος.
Διήλθομεν πλησίον δένδρου. Εις το δένδρον εκείνο, ήσαν δούλοι δεδεμένοι εκ του
τραχήλου. Τους είχον αφήσει εκεί να αποθάνωσιν εκ πείνης.
— Από 16-24 Μαΐου. Αι δυνάμεις μου σχεδόν είχον εξαντληθή, αλλά δεν
είχον το δικαίωμα να εξασθενήσω. Αι βροχαί είχον παύσει εντελώς. Έχομεν ημέρας
«σκληράς πορείας».
Τούτο οι σωματέμποροι καλούσι «τρικέσαν» ή μεταμεσημβρινήν πορείαν. Πρέπει
να βαδίζωμεν ταχύτερον, και το έδαφος υψούται κατά τραχείας ανωφερείας.
Διερχόμεθα δι' υψηλών χόρτων λίαν σκληρών. είναι τα «νυάση», των οποίων το
στέλεχος εκδαίρει το πρόσωπόν μου, των οποίων οι καυστικοί κόκκοι εισέρχονται
εις το δέρμα μου, υπό τα ρακώδη ιμάτιά μου.
Ευτυχώς τα ισχυρά υποδήματά μου αντέσχον καλώς.
Οι πράκτορες ήρχισαν να εγκαταλείπωσιν εκείνους, όσοι εκ της πολλής αδυναμίας
δεν ηδύναντο να ακολουθώσιν.
Άλλως δε αι ζωοτροφίαι ήρχισαν να εκλείπωσι. Στρατιώται και φορείς θα
επανεστάτουν, εάν ηλαττούτο το σιτηρέσιόν των.
Δεν τολμώσιν να τοις αποκόψωσιν ουδέ το ελάχιστον και τότε τόσον το χειρότερον
διά τους αιχμαλώτους!
— Ας φαγωθούν μεταξύ των! είπεν ο αρχηγός. Εκ τούτου έπεται ότι οι δούλοι νέοι, εύρωστοι έτι αποθνήσκουσιν άνευ σημείου τινός ασθενείας.
Ενθυμούμαι ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων είπεν επί του αντικειμένου τούτου:
«Οι ατυχείς ούτοι παραπονούνται διά την καρδίαν των, θέτουσι τας χείρας επ'
αυτής και πίπτουσι. Τωόντι η καρδία των συντρίβεται. Τούτο είναι ιδιάζον εις τους
ελευθέρους ανθρώπους, τους υποδουλωθέντας άνευ ουδενός προοιμίου».
Σήμερον είκοσιν αιχμάλωτοι μη δυνάμενοι πλέον να συρθώσιν εφονεύθησαν διά
των πελέκεων υπό των οδηγών.
Ο άραψ αρχηγός δεν αντέστη εις την σφαγήν ταύτην.
Η σκηνή υπήρξε φρικώδης!
Η δυστυχής γραία Ναν έπεσεν υπό την μάχαιραν εν τη φοβερή ταύτη ανθρωποθυσία.
Διερχόμενος προσέκοψα εις το πτώμα της.
Δεν ηδυνήθην καν να τη παρέξω ταφήν χριστιανικήν.
Είναι η πρώτη εκ των επιζησάντων του «Πίλγριμ», ην ο Θεός εκάλεσε παρ' εαυτώ. Δυστυχές ον! Δυστυχή Ναν!
Κατά πάσαν νύκτα περιμένω τον Δίγγον. Δεν επανέρχεται πλέον.
Μήπως συνέβη δυστύχημά τι εις αυτόν ή εις τον Ηρακλέα! Όχι! . . . Όχι! . . . Δεν
θέλω να το πιστεύσω! . . . Η σιωπή εκείνη, ήτις μοι φαίνεται τόσω μακρά, έν μόνον
αποδεικνύει, ότι ο Ηρακλής δεν έχει νέον τι να μου ανακοινώση. Πρέπει άλλως τε
να είναι συνετός και να προφυλάσσηται καλώς.
ΤΟ ΚΑΖΟΝΔΕ.
Τη 26 Μαΐου η συνοδεία των δούλων έφθασεν εις Κανζοδέ. Πεντήκοντα επί τοις
εκατόν εκ των αιχμαλώτων του τελευταίου εκείνου ανθρωποκυνηγίου έπεσαν καθ'
οδόν.
Εν τούτοις η υπόθεσις ήτο έτι καλή διά τους δουλεμπόρους· αι αιτήσεις συνέρρεον, και η τιμή των δούλων έμελλε να υψωθή εις τας αγοράς της Αφρικής.
Η Αγγόλα ενήργει κατ' εκείνην την εποχήν μέγα εμπόριον μαύρων.
Αι πορτογαλικαί αρχαί του Αγίου Παύλου της Λοάνδας ή της Βεγγουέλας
δυσκόλως ηδύναντο να παρεμποδίσωσιν αυτό, καθότι αι συνοδείαι διηυθύνοντο
προς τα ενδότερα της αφρικανικής ηπείρου.
Τα παραπήγματα της χώρας έβριθον αιχμαλώτων.
Τα ολίγα σωματεμπορικά πλοία όσα ηδύναντο να διέλθωσι μεταξύ των καταδρομικών της ακτής, δεν ήρκουν όπως επιβιβάσουν αυτούς διά τας ισπανικάς αποικίας της Αμερικής.
Το Καζονδέ, κείμενον εις απόστασιν τριακοσίων μιλίων από του στομίου του
Κοάνζα, είναι έν των κυριωτέρων «λακονή», μία των σπουδαιοτέρων αγορών της
επαρχίας ταύτης.
Εις την μεγάλην αυτού πλατείαν, «τσίτοκαν», διενεργούνται αι υποθέσεις εκεί, οι
δούλοι εκτίθενται και πωλούνται.
Εξ εκείνου του κέντρου αι συνοδείαι διακλαδίζονται προς την χώραν των μεγάλων λιμνών.
Το Καζονδέ, ως όλαι αι μεγάλαι πόλεις της κεντρώας Αφρικής, διαιρείται εις δύο μέρη διακεκριμένα· το έν είναι η συνοικία των αράβων, πορτογάλων ή ιθαγενών εμπόρων, και περιέχει τα ιδιαίτερά του παραπήγματα· το έτερον είναι η διαμονή του μαύρου βασιλέως, αγρίου τινος μεθύσου εστεμμένου, βασιλεύοντος διά του τρόμου και ζώντος εκ προμηθειών φυσικών, τας οποίας οι σωματέμποροι τω παρέχουσιν αφειδώς.
Εν Καζονδέ, η εμπορική συνοικία ανήκε τότε εις εκείνον τον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ, περί του οποίου εγένετο λόγος μεταξύ του Χάρρη και του Νεγορού, απλών υπομιοθίων αυτού πρακτόρων.
Εκεί ήτο το κύριον κατάστημα του σωματεμπόρου εκείνου, όστις εκέκτητο και δεύτερον εις Βιχέ και τρίτον εις Κασάγγαν της Βεγγουέλας, ένθα ο υποπλοίαρχος Καμερών έμελλε να τον συναντήση μετά τινα έτη.
Μεγάλη κεντρική οδός, εκατέρωθεν των σειρών των οικιών μεθ' ομαλών στεγών και στερεού πηλού τοίχων, των οποίων η τετράγωνος αυλή χρησιμεύει ως μάνδρα, εις την άκραν της οδού η ευρεία αγορά περικυκλομένη υπό παραπηγμάτων, υπεράνω δε του συνόλου εκείνου των κατοικιών γιγαντιαίαι τινες βανιάναι των οποίων οι κλάδοι αναπτύσσονται θαυμασίως, ένθεν κακείθεν μεγάλοι φοίνικες πεφυτευμένοι ως σάρωθρα, με την κεφαλήν προς τα επάνω, επί της κόνεως των οδών, εικοσάς πτηνών σαρκοβόρων χρησιμοποιουμένων χάριν της δημοσίας υγείας, τοιαύτη είναι η εμπορική συνοικία του Καζονδέ.
Ου μακράν ρέει ο Λουχή, ποταμός του οποίου ο ρους είναι έτι απροσδιόριστος, ή τουλάχιστον είναι υποπαραπόταμος του Κουάγγου, όστις εκβάλλει εις τον Ζαΐρον.
Η κατοικία του βασιλέως του Καζονδέ, ήτις συνορεύει προς την εμπορικήν συνοικίαν, ουδέν άλλο είναι ή άθροισμα ακαθάρτων καλυβών εκτεινομένων επί εκτάσεως ενός τετραγωνικού μιλίου.
Εκ των καλυβών εκείνων αι μεν έχουσιν ελευθέραν την είσοδον· αι άλλαι περιβάλλονται διά καλαμίνων χαρακωμάτων ή περιχειλούνται διά συκών πυκνοφύλλων.
Ιδιαίτερον παράπηγμα περικυκλούμενον υπό φράκτου εκ παπύρων, τριακοντάς καλυβών χρησιμευουσών ως κατοικία των δούλων του αρχηγού, άθροισμά τι καλυβών διά τας γυναίκας του, έν «τεμπέ» μάλλον ευρύχωρον και μάλλον υψηλόν, ημεκεχωσμένον εις τας φυτείας του μανιόκου, αύτη είναι η κατοικία του βασιλέως του Καζονδέ, ανδρός πεντηκονταετούς, ονομαζομένου Μοΐνη Λούγγα, και ήδη πολύ εκπεσόντος εκ της θέσεως των προκατόχων του·
Δεν έχει τετρακισχιλίους στρατιώτας, εκεί όπου οι πρώτοι πορτογάλοι σωματέμποροι ηρίθμουν εικοσακισχιλίους, και δεν ηδύνατο πλέον, ως εις τους καλούς χρόνους, να θεσπίζη την θυσίαν εικοσιπέντε ή τριάκοντα αιχμαλώτων καθ' ημέραν.
Άλλως τε δε ο βασιλεύς εκείνος ήτο πρόωρος γέρων κατεστραμμένος υπό της ασωτίας, κεκαυμένος υπό των οινοπνευμάτων, άγριος μανιακός, ακρωτηριάζων εξ ιδιοτροπίας τους υπηκόους του, τους αξιωματικούς του ή τους υπουργούς του, κόπτων την ρίνα ή τα ώτα των μεν, τον πόδα ή την χείρα των άλλων, και του οποίου ο θάνατος, προσεχώς αναμενόμενος, θα ηκούετο άνευ ουδεμιάς λύπης.
Είς μόνον άνθρωπος εις όλον το Καζονδέ θα έχανεν ίσως διά του θανάτου του Μοΐνη Λούγγα.
Ο άνθρωπος εκείνος ήτο ο σωματέμπορος Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, όστις συνεννοείτο κάλλιστα μετά του μεθύσου, του οποίου όλη η επαρχία ανεγνώριζε την εξουσίαν.
Υπήρχε φόβος μήπως μετ' αυτόν, εάν η ανάρρησις της πρώτης των γυναικών
του, της βασιλίσσης Μοΐνας ήθελεν αμφισβητηθή, τα κράτη του Μοΐνη Λούγγα
καταληφθώσιν υπό γείτονος αντιπάλου, ενός των βασιλέων του Ουκουζού.
Ούτος νεώτερος, δραστηριώτερος, είχεν ήδη καταλάβει χωρία τινά εξαρτώμενα εκ
της Κυβερνήσεως του Καζονδέ, και ήτο αφωσιωμένος εις άλλον τινά
σωματέμπορον αντίζηλον του Αλβέζ, τον Τίπον-Τίπον, μαύρον Άραβα καθαράς
καταγωγής, του οποίου ο Καμερών έμελλε μετ' ολίγον να δεχθή την επίσκεψιν εις
Νυαγγουέ.
Ιδού άλλως τε τι ήτο ο Αλβέζ, εκείνος ο αληθής κυριάρχης επί της βασιλείας του απεκτηνωμένου μαύρου, του οποίου είχεν αναπτύξει και εκμεταλλευθή τα ελαττώματα.
Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, προκεχωρημένος ήδη την ηλικίαν, δεν ήτο, ως ηδύνατό τις να πιστεύση «μσουγγού», ήτοι άνθρωπος λευκής φυλής·
Δεν είχεν έτερόν τι πορτογαλικόν ειμή μόνον το όνομα, όπερ εδανείσθη βεβαίως διά τας ανάγκας του εμπορίου του.
Ήτο αληθής μαύρος γνωστότατος εν τω κόσμω των σωματεμπόρων, και καλούμενος Κενδελέ.
Πράγματι γεννηθείς εν Δόνδρω παρά τας όχθας του Κοάνζα, ήρχισε τον βίον ως απλούς πράκτωρ των δουλομεσιτών, και επί τέλους εγένετο διάσημος σωματέμπορος και εθεωρείτο ως ο εντιμότερος άνθρωπος του κόσμου.
Τούτον τον Αλβέζ ο Καμερών, περί τα τέλη του 1874, έμελλε να συναντήση εις Κιλέμβαν, πρωτεύουσαν του Κασόγγου, αρχηγόν του Ουραία, όστις έμελλε να τον οδηγήση μετά της συνοδείας του μέχρι του Βιχέ καταστήματός του, ήτοι εις απόστασιν επτακοσίων μιλίων.
Η συνοδεία των δούλων, φθάσασα εις Καζονδέ, ωδηγήθη εις την μεγάλην πλατείαν.
Ήτο η 26 Μαΐου. Οι υπολογισμοί του Δικ Σανδ ήσαν λοιπόν ορθοί. Η οδοιπορία διήρκεσε τριάκοντα και οκτώ ημέρας από της εκ των οχθών του Κοάνζα κατασκηνώσεως.
Πέντε εβδομάδες βασάνων και αθλιοτήτων, οποίας ουδέποτε άλλοτε υπέστησαν ανθρώπινα όντα.
Ήτο μεσημβρία ότε εισήλθον εις Καζονδέ. Τα τύμπανα εκρούοντο, τα κέρατα ήχουν εν τω μέσω των πυροβολισμών.
Οι στρατιώται της συνοδείας εξεκένουν τα πυροβόλα των εις τον αέρα και οι
θεράποντες του Αντωνίου Ιωσία Αλβέζ απεκρίνοντο μετά ζωηρότητος.
Όλοι οι λησταί εκείνοι ήσαν ευτυχείς επαναβλέποντες αλλήλους μετ' απουσίαν
διαρκέσασαν τέσσαρας μήνας.
Έμελλον τέλος να αναπαυθώσι και ανακτήσωσι τον απολεσθέντα χρόνον εν τη ακολασία και τη μέθη.
Οι δεσμώται, οι πλείστοι εξηντλημένοι, απετέλουν ολικόν άρθροισμα εκ
διακοσίων πεντήκοντα κεφαλών. Αφού τους εδίωκον εμπρός ως ποίμνιον, έμελλον
να τους κλείσωσιν εις τα παραπήγματα εκείνα, τα οποία οι αγρονόμοι της Αμερικής
δεν θα ήθελον μήτε διά σταύλους.
Εκεί τους περιέμενον χίλιοι διακόσιοι ή χίλιοι πεντακόσιοι άλλοι αιχμάλωτοι,
μέλλοντες να εκτεθώσι την μεθεπομένην ημέραν εις την μεγάλην αγοράν του
Καζονδέ.
Τα παραπήγματα εκείνα επληρώθησαν διά των νεωστί ελθόντων δούλων. Αφηρέθησαν μεν τα βαρέα δίκρανα, αλλ' αι αλύσεις έμενον.
Οι αχθοφόροι εστάθησαν επί της πλατείας, αφού απέθεσαν τα εξ ελεφαντοστού φορτία των, τα οποία έμελλον να παραλάβωσιν οι έμποροι του Καζονδέ.
Είτα πληρωνόμενοι διά τινων υαρδών πανίου ή άλλου υφάσματος ανωτέρας τιμής, θα επέστρεφον όπως ενωθώσι μετά τινος άλλης συνοδείας.
Ο γέρων Τωμ και οι σύντροφοί του ηλευθερώθησαν λοιπόν εκ του κρίκου εκείνου, τον οποίον έφερον επί πέντε εβδομάδας.
Ο Βαρθολομαίος και ο πατήρ του ερρίφθησαν τέλος εις τας αγκάλας αλλήλων.
Όλοι συνέθλιψαν τας χείρας. Αλλά μόλις ηδύνατο να ομιλήσωσι. Και τι να έλεγον, όπερ δεν θα ήτο λόγος απελπισίας;
Ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος, και οι τρεις ρωμαλέοι, πεπλασμένοι διά τας τραχείας εργασίας, ηδυνήθησαν να ανθέξωσιν εις τους κόπους· αλλ' ο γέρων Τωμ, εξασθενήσας υπό των στερήσεων, ήτο εξηντλημένος.
Ολίγον έτι, και το πτώμα του θα εγκατελείπετο ως το της γραίας Ναν βορά των
θηρίων της επαρχίας εκείνης.
Και οι τέσσαρες, άμα φθάσαντες, εμανδρώθησαν εις έν στενόν παράπηγμα, του
οποίου η θύρα αμέσως εκλείσθη όπισθεν αυτών. Εκεί εύρον τροφήν τινα, και
περιέμενον την επίσκεψιν του σωματεμπόρου ενώπιον του οποίου αλλ' ανωφελώς,
έμελλον να διεκδικήσωσι την αμερικανικήν αυτών εθνικότητα.
Ο Δικ Σανδ έμεινεν εις την πλατείαν υπό την ειδικήν επιτήρησιν ενός οδηγού.
Ευρίσκετο τέλος εν Καζονδέ, ένθα δεν αμφέβαλλεν ότι προηγήθησαν αυτού η κυρία Βέλδων, ο μικρός Ζακ και ο εξάδελφος Βενέδικτος.
Τους εζήτησε διά των οφθαλμών διερχόμενος τας διαφόρους συνοικίας της πόλεως, και τα άλλα μέρη ένθα ενόμιζεν ότι ίσως θα τους έβλεπεν.
Η κυρία Βέλδων δεν ήτο εκεί!
— Μήπως δεν την ωδήγησαν εδώ; εσκέφθη ο Δικ Σανδ. Αλλά πού να ήναι; Όχι, ο Ηρακλής δεν ήτο δυνατόν να απατηθή.
Άλλως τε τούτο περιορίζεται εις τον κύκλον των μυστικών σχεδίων του Χάρρη και του Νεγορού . . . Και εν τούτοις μήτε αυτούς δεν βλέπω!
Θανάσιμος αγωνία κατέλαβε τον Δικ Σανδ. Ότι η κυρία Βέλδων, κρατουμένη δεσμώτις, εκρύπτετο απ' αυτού, τούτο εξηγείται.
Αλλ' ο Χάρρης και ο Νεγορός, — ο τελευταίος προ πάντων, — έπρεπε να σπεύσωσι να επανίδωσι τον νεαρόν δόκιμον, εν τη εξουσία αυτών τότε, έστω και διά να απολαύσωσι τον θρίαμβόν των, διά να τον υβρίσωσι, να τον βασανίσωσι, να εκδικηθώσι τέλος!
Επειδή όμως δεν ήσαν εκεί, έπρεπεν άρα γε να συμπεράνη ότι είχον λάβει άλλην διεύθυνσιν, και ότι η κυρία Βέλδων θα παρεσύρθη εις άλλο μέρος της κεντρώας Αφρικής.
Έστω και αν η παρουσία του Αμερικανού και του Πορτογάλου ήτο το σύνθημα του μαρτυρίου του, ο Δικ Σανδ επεθύμει αυτήν ανυπομόνως.
Ο Χάρρης και ο Νεγορός εν Καζονδέ θα ήτο δι' αυτόν η βεβαιότης ότι ευρίσκετο
εκεί ωσαύτως η κυρία Βέλδων και το τέκνον αυτής.
Ο Δικ Σανδ εσκέφθη ότι από της νυκτός, καθ' ήν ο Δίγγος τω έφερε το γραμμάτιον
του Ηρακλέους, ο κύων δεν ενεφανίσθη πλέον.
Απάντησιν την οποίαν ο νεαρός δόκιμος διά παν ενδεχόμενον είχεν προετοιμάσει και εν τη οποία συνίστα εις τον Ηρακλέα να φροντίζη μόνον περί της κυρίας Βέλδων και να μη την χάνη από τα βλέμματά του, να την διατηρή όσω το δυνατόν ενήμερον των διατρεχόντων, την απάντησιν εκείνην δεν κατώρθωσε να την διαβιβάση εις τον προς ον όρον.
Ό,τι ο Δίγγος ηδυνήθη να πράξη την πρώτην φοράν, ήτοι να εισδύση εις τας τάξεις της συνοδείας, διατί ο Ηρακλής δεν απεπειράθη να πράξη και εκ δευτέρου;
Μήπως το πιστόν ζώον εφονεύθη εις αποτυχούσαν τινα απόπειραν, ή μήπως ο Ηρακλής εξακολουθών να παρακολουθή τα ίχνη της κυρίας Βέλδων, ως θα έπραττεν ο Δικ Σανδ, εάν ήτο εις την θέσιν του, εισέδυσε μετά του Δίγγου εις τα βάθη του δασώδους οροπεδίου της Αφρικής επί τη ελπίδι να φθάση εις πρακτορείον τι του εσωτερικού;
Τι ηδύνατο να φαντασθή ο Δικ Σανδ, εάν τωόντι μήτε η κυρία Βέλδων μήτε οι άρπαγες αυτής ήσαν εκεί;
Τοσούτον ήτο πεπεισμένος — αδίκως ίσως — ότι θα τους επανεύρισκεν ες Καζονδέ, ώστε μη ιδών αυτούς εταράχθη μεγάλως και ησθάνθη απελπισίαν, ην δεν ηδύνατο πλέον να καταστείλη.
Η ζωή του, εάν δεν ηδύνατο πλέον να είναι χρήσιμος εις εκείνους τους οποίους ηγάπα, ήτο περιττή και δεν τω απέμενεν άλλο ειμή να αποθάνη.
Σκεπτόμενος όμως τοιουτοτρόπως ο Δικ Σανδ, παρεγνώριζε τον ίδιον εαυτού χαρακτήρα.
Υπό την επίδρασιν των δοκιμασιών εκείνων, ο παις εγένετο ανήρ, και η
αποθάρρυνσις παρ' αυτώ, παροδικός μόνον ήτο φόρος πληρωνόμενος εις την
ανθρωπίνην φύσιν.
Φοβερά συμφωνία σαλπίγγων και κραυγών εξερράγη κατ' εκείνην την στιγμήν.
Αίφνης ο Δικ Σανδ, ον είδομεν καταπεσόντα εις την κόνιν, ανωρθώθη.
Παν νέον συμβάν ηδύνατο να τον επαναφέρη επί τα ίχνη εκείνων τους οποίους
ανεζήτει.
Ο προ ολίγου άπελπις δεν απηλπίζετο ήδη πλέον.
— Αλβέζ! Αλβέζ! το όνομα τούτο επαναλαμβάνετο υπό πλήθους ιθαγενών και στρατιωτών κατακλυσάντων τότε την πλατείαν.
Ο ανήρ από του οποίου εξηρτάτο η τύχη τοσούτων αθλίων έμελλεν επιτέλους να εμφανισθή. Πιθανόν οι πράκτορές του ο Χάρρης και ο Νεγορός να ήσαν μετ' αυτού.
Ο Δικ Σανδ ίστατο όρθιος, με οφθαλμούς ανεωγμένους, με ρώθωνας
διεσταλμένους. Τον δεκαπενταετή εκείνον δόκιμον οι δύο προδόται θα τον
επανεύρισκον εκεί ενώπιόν των, ευθύν, σταθερόν, βλέποντα αυτούς κατά
πρόσωπον.
Ο πλοίαρχος του «Πίλγριμ» δεν θα έτρεμεν έμπροσθεν του αρχαίου μαγείρου του
πλοίου.
Φορείον τι, είδος κιτάνδας κεκαλυμμένης υπό αθλίου ρακώδους και απεχρωματισμένου υφάσματος, εφάνη εις την κυρίαν οδόν.
Γηραιός μαύρος κατήλθεν εξ αυτού. Ήτο ο σωματέμπορος Μωσίας Αντώνιος Αλβέζ.
Θεράποντές τινες συνώδευον αυτόν μετά πολλών αλλαλαγμών.
Συγχρόνως μετά του Αλβέζ ανεφανίζετο ο φίλος του Κοΐμβρας εκ Βιχέ, και κατά το λέγειν του υποπλοιάρχου Καμερών, ο αχρειέστερος άνθρωπος της επαρχείας ον βρωμερόν, εκτετραχηλισμένον, με οφθαλμούς αγρίους, κόμην με υποκάμισον ρακώδες και εσθήτα εκ χόρτων.
Θα έλεγέ τις, ότι ήτο γραία με ψιάθινον πίλον διάτρητον.
Ο Κοΐμβρας εκείνος ήτο έμπιστος, η κολασμένη ψυχή του Αλβέζ, ο διοργανωτής των ανθρωποκυνηγίων, όλως άξιος να διοική τους ληστάς του σωματεμπόρου.
Προς μεγάλην λύπην του δοκίμου, μήτε ο Χάρρης μήτε ο Νεγορός απετέλουν μέρος της ακολουθείας του Αλβέζ.
Όφειλε λοιπόν ο Δικ Σανδ ν' αποβάλη την ελπίδα ότι ήθελε τους επανεύρει εν Καζονδέ;
Εν τούτοις ο αρχηγός της συνοδείας, ο Άραψ Ιβν Χαμής, αντήλλασσε σφιγξίματα χειρός μετά του Αλβέζ και του Κοΐμβρα. Εδέχθη μύρια συγχαρητήρια.
Οι ημίσεις δούλοι, οίτινες έλειπον εκ της γενικής αριθμήσεως, έφερον μορφασμόν τινα εις το πρόσωπον του Αλβέζ, αλλ' επί τέλους η υπόθεσις ήτο έτι καλή.
Διά του εις τα παραπήγματα υπάρχοντος ανθρωπίνου εκείνου εμπορεύματος ηδύνατο να ικανοποιήση τας απαιτήσεις του εσωτερικού και να ανταλλάξη τους δούλους του αντί ελεφαντοστών και χαλκού.
Συγχαρητήρια άφθονα εδόθησαν και εις τους οδηγούς· εις δε τους αχθοφόρους, ο σωματέμπορος έδωκεν αμέσως διαταγήν να πληρωθή ο μισθός των πάραυτα.
Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ και ο Κοΐμβρας ωμίλουν είδος τι πορτογαλικής γλώσσης αναμεμιγμένης μετ' ιθαγενούς ιδιώματος, την οποίαν κάτοικος της Λισαβώνος θα εδυσκολεύετο ολίγον να εννοήση.
Δεν εννόει λοιπόν, ο Δικ Σανδ τι έλεγον οι «έμποροι» εκείνοι μεταξύ των.
Μήπως συνεζήτουν περί των συντρόφων του και αυτού τοσούτον προδοτικώς συμπεριληφθέντων εις το προσωπικόν της συνοδείας;
Ο νεαρός δόκιμος δεν ηδύνατο πλέον να αμφιβάλλη περί τούτου, όταν εις έν κίνημα του άραβος Ιβν Χαμή παρετήρησεν οδηγόν τινα διευθυνόμενον προς το παράπηγμα, ένθα ήσαν κεκλεισμένοι ο Τωμ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος και ο Ακτέων.
Σχεδόν αμέσως οι τέσσαρες Αμερικανοί ήχθησαν ενώπιον του Αλβέζ.
Ο Δικ Σανδ επλησίασε βραδέως. Δεν ήθελε να χάση ουδέν εκ της σκηνής εκείνης.
Το πρόσωπον του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ ήστραψεν, όταν είδε τους ευρώστους εκείνους άνδρας, εις ους η ανάπαυσις και η αφθονωτέρα τροφή έμελλε ταχέως να αποδώση την φυσικήν αυτών ρώμην.
Μόνον τον γέροντα Τωμ είδε μετά περιφρονήσεως, καθότι η ηλικία θα αφήρει πολύ εκ της αξίας του, αλλ' οι άλλοι τρεις θα επωλούντο ακριβά κατά την προσεχή αγοράν του Καζονδέ.
Τότε ο Αλβέζ ενθυμήθη αγγλικάς τινας λέξεις τας οποίας πράκτορες ως ο Αμερικανός Χάρρης τον εδίδαξαν, και ο γέρων πίθηκος ενόμισε καθήκον του να ευχηθή ειρωνικώς την καλήν άφιξιν εις τους νέους του δούλους.
Ο Τωμ εννόησε τας λέξεις εκείνας του σωματεμπόρου, προεχώρησε λοιπόν αμέσως, και δεικνύων τους συντρόφους του και εαυτόν.
— Είμεθα άνδρες ελεύθεροι, είπε. Πολίται των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Αλβέζ τον εννόησε βεβαίως· απεκρίθη δε μετά φαιδρού μορφασμού σείων την κεφαλήν.
— Ναι, ναι, Αμερικανοί! καλώς ώρισαν . . . καλώς ώρισαν.
— Καλώς ώρισαν, προσέθηκεν ο Κοΐμβρας.
Ο υιός του ταγματάρχου του Βιχέ προεχώρησε τότε προς τον Αυγουστίνον, και ως έμπορος εξετάζων δείγμα, αφού εψηλάφησε το στήθος και τους ώμους του, ηθέλησε να του ανοίξη το στόμα όπως παρατηρήση τους οδόντας του.
Αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν ο σινιόρ Κοΐμβρας έλαβεν εις το πρόσωπον το μεγαλοπρεπέστερον γρονθοκόπημα, όπερ έλαβέ ποτε υιός ταγματάρχου.
Ο έμπιστος του Αλβέζ έπεσε δέκα βήματα μακράν. Στρατιώται τίνες ώρμησαν κατά του Αυγουστίνου, όστις θα επλήρωνεν ίσως ακριβά το οργίλον εκείνο κίνημα.
Ο Αλβέζ τους εσταμάτησε διά χειρονομίας. Εγέλα εξ όλης καρδίας διά το πάθημα του φίλου του Κοΐμβρα, ούτινος δύο μόνοι εναπέμειναν οδόντες εκ των πέντε ή έξ τους οποίους είχεν.
Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ δεν εννόει κατ' ουδένα τρόπον να βλάψωσι το
εμπόρευμά του.
Έπειτα δε ήτο χαρακτήρος ευθύμου, και προ πολλού χρόνου δεν είχε γελάσει τόσον
πολύ.
Εν τούτοις παρηγόρησε τον καταισχυθέντα Κοΐμβραν, όστις ανεγερθείς επέστρεψε
και επανέλαβεν την θέσιν του πλησίον του σωματεμπόρου, απευθύνων κίνημα
απειλητικόν κατά του αυθάδους Αυγουστίνου.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δικ Σανδ ωθούμενος υπό τινος οδηγού, εφέρθη ενώπιον του Αλβέζ.
Ούτος προφανώς εγίνωσκε τις ήτο ο νεαρός δόκιμος, πόθεν ήρχετο, και πώς συνελήφθη παρά τον Κοάνζαν.
Τούτου ένεκα, αφού τον παρετήρησε διά βλέμματος μοχθηρού.
— Ο μικρός Υανκή, είπεν εν κακή Αγγλική.
— Ναι, Υανκή, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Τι θα κάμουν τους συντρόφους μου και εμέ;
Υανκή! Υανκή! Μικρός Υανκή! επανέλαβεν ο Αλβέζ.
Δεν εννόησεν, ή δεν ήθελε να ενοήση την γενομένην αυτώ ερώτησιν;
Ο Δικ Σανδ και εκ δευτέρου απέτεινε την αυτήν ερώτησιν, την αφορώσαν τους συντρόφους του και αυτόν.
Απετάθη συγχρόνως και προς τον Κοΐμβραν τον οποίον εκ των χαρακτήρων, ει και κατεστραμμένων εκ της καταχρήσεως των πνευματωδών ποτών, ανεγνώρισεν ότι δεν ήτο ιθαγενούς καταγωγής.
Ο Κοΐμβρας επανέλαβε το απειλητικόν κίνημα, όπερ είχεν απευθύνει κατά του Αυγουστίνου και δεν απεκρίθη.
Καθ' όλον εκείνο το διάστημα ο Αλβέζ συνωμίλει μετά του Άραβος Ιβν Χαμή λίαν ζωηρώς και προδήλως περί πραγμάτων αφορώντων τον Δικ Σανδ και τους συντρόφους του.
Βεβαίως έμελλον να τους αποχωρήσωσιν εκ νέου, και τις οίδεν εάν παρουσιάζετό ποτε ευκαιρία να ανταλλάξωσιν ολίγας λέξεις.
— Φίλοι μου, είπεν ο Δικ Σανδ χαμηλή τη φωνή και ως εάν ωμίλει προς εαυτόν, ολίγας λέξεις μόνον. Έλαβον διά του Δίγγου επιστολήν του Ηρακλέους, όστις παρηκολούθησε την συνοδείαν. Ο Χάρρης και ο Νεγορός έσυρον την κυρίαν Βέλδων, τον Ζακ και τον κύριον Βενέδικτον. Πού; Δεν ηξεύρω πλέον, αφού δεν είναι εδώ, εις Καζονδέ. Υπομονή, θάρρος, έστε έτοιμοι διά παν ενδεχόμενον. Είθε τέλος να μας ευσπλαχνισθή ο Θεός!
— Και η Ναν;
— Η Ναν απέθανε.
— Πρώτη!
— Και τελευταία! . . απεκρίθη ο Δικ Σαν, διότι θα κατορθώσωμεν.
Κατ' εκείνην την στιγμήν χειρ τις ετέθη επί του ώμου του και ήκουσε τας λέξεις ταύτας απαγγελθείσας μετά φωνής ησύχου και γνωστής αυτώ.
— Α! είναι ο νέος φίλος μου, εάν δεν απατώμαι. Χαίρω διότι σας επανείδον.
Ο Δικ Σανδ εστράφη.
Ο Χάρρης ήτο ενώπιόν του.
— Πού είναι η κυρία Βέλδων; έκραξεν ο Δικ Σανδ βαδίζων προς τον
Αμερικανόν.
— Φευ! απεκρίθη ο Χάρρης προσποιούμενος λύπην, ην δεν ησθάνετο, η δυστυχής μήτηρ. Πώς θα ηδύνατο να επιζήση . . .
— Απέθανεν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ. Και το τέκνον της;
Το δυστυχές παιδίον! απεκρίθη ο Χάρρης μετά της αυτής φωνής, πώς να μη το φσνεύσωσι τόσαι κακοπάθειαι;
Ούτω λοιπόν, παν ό,τι ηγάπα ο Δικ Σανδ δεν υπήρχε πλέον! Τι συνέβη εν εαυτώ; Ακατάσχετον κίνημα οργής, ανάγκη εκδικήσεως την οποίαν ήθελε να κορέση με πάσαν θυσίαν.
Ο Δικ Σανδ ώρμησε κατά του Χάρρη, έδραξε την εν τη ζώνη του Αμερικανού μάχαιραν και εβύθισεν αυτήν εις την καρδίαν του προδότου.
— Ανάθεμα! . . . έκραξεν ο Χάρρης πίπτων.
— Ο Χάρρης ήτο νεκρός.
ΗΜΕΡΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Το κίνημα του Δικ Σανδ τοσούτον υπήρξε ταχύ, ώστε δεν ηδυνήθη τις να τον
σταματήση.
Ιθαγενείς τίνες ώρμησαν κατ' αυτού, και έμελλε να φονευθή, ότε ενεφανίσθη ο Νεγορός.
Έν σημείον του Πορτογάλου απεμάκρυνε τους ιθαγενείς, οίτινες ήγειρον και απεκόμισαν το πτώμα του Χάρρη.
Ο Αλβέζ και ο Κοΐμβρας απήτουν τον πάραυτα θάνατον του Δικ Σανδ· αλλ' ο Νεγορός τοις είπε χαμηλή τη φωνή ότι ουδέν είχον να χάσωσι περιμένοντες, και εδόθη διαταγήν να απαγάγωσι τον νεαρόν δόκιμον και να τον επιτηρώσιν εκ του σύνεγγυς.
Επανείδε τέλος ο Δικ Σανδ τον Νεγορόν, τότε πρώτον από της εκ της παραλίας
αναχωρήσεώς των.
Ήξευρεν ότι εκείνος ο άθλιος ήτο ο μόνος ένοχος της καταστροφής του
«Πίλγριμ».
Έπρεπε δε να τον μισή πολύ περισσότερον ή τον συνέταιρόν του.
Και εν τούτοις, αφού έπληξε τον Αμερικανόν, απηξίωσε να απευθύνη λέξιν τινά
προς τον Νεγορόν.
Ο Χάρρης είχεν είπει ότι η κυρία Βέλδων και το τέκνον αυτής απεβίωσαν! . . . Ουδέν τον ενδιέφερε πλέον, ούτε καν τι θα απεφάσιζον περί αυτού.
Τον απήγαγον. Πού; Δεν τον έμελλεν.
Ο Δικ Σανδ, σφιγκτώς συνδεδεμένος, απετέθη εις το βάθος παραπήγματος άνευ
παραθύρου, είδος τι ειρκτής εν τη οποία ο σωματέμπορος Αλβέζ ενέκλεισε τους
αντάρτας ή βιαιοπραγούντας δούλους.
Εκεί ουδεμίαν πλέον ηδύνατο να έχη συγκοινωνίαν μετά του εξωτερικού, αλλ' ούτε καν εσκέφθη να λυπηθή επί τούτω.
Είχεν εκδικηθή εκείνους τους οποίους ηγάπα, οίτινες δεν υπήρχον πλέον!
Ήτο έτοιμος να υπομείνη πάσαν τύχην ήτις τον περιέμενεν.
Εννοείται ότι εάν ο Νεγορός εσταμάτησε τους ιθαγενείς τους μέλλοντας να
τιμωρήσωσι τον φόνον του Χάρρη, έπραξε τούτο διότι επεφύλαττεν εις τον Δικ
Σανδ έν των φοβερών εκείνων μαρτυρίων των οποίων το μυστήριον γινώσκουν οι
ιθαγενείς.
Ο μάγειρος του πλοίου είχεν υπό την εξουσίαν του τον δεκαπενταετή πλοίαρχον·
μόνον ο Ηρακλής έλειπε διά να είναι η εκδίκησίς του τελεία.
Μετά δύο ημέρας, τη 28 Μαΐου, ήνοιξεν η αγορά «το μέγα λακωνή», ένθα έμελλον να συναντηθώσιν οι σωματέμποροι των κυριωτάτων πρακτορείων του εσωτερικού και οι ιθαγενείς των γειτονικών επαρχιών.
Η αγορά εκείνη της Αγγόλης δεν ήτο ειδική διά την πώλησιν των δούλων, αλλ' άπαντα τα προϊόντα της γονίμου εκείνης Αφρικής έμελλον να συρρεύσωσιν εκεί συγχρόνως μετά των παραγωγέων.
Από πρωίας η ζωηρότης ήτο ήδη μεγάλη εν τη απεράντω αγορά του Καζονδέ,
και είναι δύσκολον να δώσωμεν ιδέαν τινά αυτής.
Ήτο συρροή τετρακισχιλίων ή πεντακισχιλίων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων και
των δούλων του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ, μεταξύ των οποίων διέπρεπον ο Τωμ και οι
μετ' αυτού.
Οι πτωχοί εκείνοι άνθρωποι, ένεκα της ξενικής αυτών καταγωγής, δεν έμελλον να είναι οι ολιγώτερον επιζήτητοι υπό των μεσιτών ανθρωπίνης σαρκός.
Ήτο λοιπόν εκεί ο Αλβέζ, ο πρώτος μεταξύ όλων, συνοδευόμενος υπό του Κοΐμβρα, προέτεινε τας μερίδας των δούλων εκ των οποίων οι σωματέμποροι του εσωτερικού έμελλον να σχηματίσωσι συνοδείαν τινά.
Μεταξύ των σωματεμπόρων τούτων διεκρίνοντο μιγάδες τινές του Ουζιζί, κυρίας αγοράς της λίμνης Ταγγανίκης, και Άραβες, πολύ ανώτεροι των μιγάδων εκείνων εις το είδος τούτο του εμπορίου.
Ήσαν εκεί ωσαύτως πάμπολοι ιθαγενείς. Ήσαν παιδία, άνδρες, γυναίκες, λυσσώδεις πωλήτριαι, πολύ ανώτεραι κατά το εμπορικόν πνεύμα των ομοίων των λευκών.
Εις τας αγοράς των μεγάλων πόλεων, έστω και κατά την ημέραν μεγάλων συναλλαγών, μήτε περισσότερος θόρυβος γίνεται μήτε πλειότεραι υποθέσεις ενεργούνται. Παρά τοις πεπολιτισμένοις, η ανάγκη του πωλείν είναι ίσως υπερτέρα της επιθυμίας του αγοράζειν.
Παρά τοις αγρίοις όμως εκείνοις της Αφρικής, η προσφορά γίνεται μετά του
αυτού πάθους ως και η ζήτησις.
Διά τους ιθαγενείς των δύο φύλων το λακωνή είναι ημέρα εορτάσιμος, και εάν δεν
φέρωσι τα κάλλιστα αυτών ενδύματα, διά λόγους ευνοήτους, φέρουσι τουλάχιστον
τα κάλλιστα αυτών κοσμήματα.
Κόμαι διηρημέναι εις τέσσαρα μέρη καλυπτόμενοι υπό στρωματιδίων και εά
πλοκάμοις συνδεδεμένοις δίκην ψευδοκόμης, ή διατεθειμένης εν είδει ουράς
έμπροσθεν της κεφαλής μετά περικεφαλαίας εξ ερυθρών πτερών, — κόμαι μετά
κεράτων αμφικύρτων κεκαλυμμένοι δι' ερυθρού πηλού και ελαίου, ως το μίνιον
εκείνο το χρησιμεύον προς επάλειψιν των συναρμογών των μηχανών, — εις τους
σωρούς εκείνους των αληθών ή ψευδών τριχών, ύψωμά τι εξ οβελίσκων, σιδηρών
ή ελεφαντίνων καρφίδων, πολλάκις μάλιστα, παρά τοις κομψευομένοις,
κατάστικτον μαχαιρίδιον εμπεπηγμένον εν τη ούλη κόμη, της οποίας εκάστη θριξ,
διαπερασμένη έν τινι σοφή ή υαλίνω μαργαρίτη, σχηματίζει τάπητα κόκκων
διαφόρως κεχρωματισμένων, — τοιαύτα ήσαν τα οικοδομήματα τα μάλλον κοινά
εις τας κεφαλάς των ανδρών.
Αι γυναίκες προετίμων να διαιρώσι την κόμην αυτών εις μικρούς θυσάνους μεγέθους κερασίου, εις περιστροφικούς πλοκάμους, ή ολοκλήρους στήλας, των οποίων τα άκρα παρίστων σχέδιόν τι εν αναγλύφω, ή αποματιστήρια πίπτοντα κατά μήκος του προσώπου.
Τινές αυτών, απλούστεραι, και ίσως ευειδέστεραι, άφινον να κρέμανται τα μαλλία των επί της ράχεώς των κατά τον αγγλικόν τρόπον, και άλλαι κατά τον γαλλικόν τρόπον, έφερον αυτά ως κροσσούς κεκομμένους επί του μετώπου.
Και σχεδόν πάντοτε, επί των προβατομάλλων εκείνων, επίχρισμα λίπους, ή αργίλου, η στιλπνής κόλας, ουσίας ερυθράς εξαγομένης εκ του ξύλου του σαντάλου, τόσον πολύ, ώστε αι κομψευόμενοι εκείναι εφαίνοντο ως εάν ήσαν κεκαλυμμένοι υπό κεράμων.
Δεν πρέπει όμως να νομίσωμεν ότι η πολυτέλεια εκείνη της διακοσμήσεως εφηρμόζετο μόνον εις την κόμην των ιθαγενών.
Εις τι θα εχρησίμευον τα ώτα, εάν δεν διεπερώντο εν αυτοίς οβελοί εκ πολυτίμου ξύλου, δακτύλιοι χαλκοί, αλύσεις πεπλεγμέναι αραβοσίτου, αίτινες τους φέρουσιν εις τα εμπρός ή μικραί κολοκύνθαι χρησιμεύουσαι ως ταμβακοθήκαι, — ούτως ώστε οι χαλαρούμενοι λοβοί των εξαρτημάτων τούτων να πίπτωσιν ενίοτε μέχρι των ώμων των κυρίων των;
Μεθ' όλα ταύτα, οι άγριοι της Αφρικής δεν έχουσι θυλάκια, και πώς να έχωσι
τοιαύτα; Εκ τούτου η ανάγκη να θέτωσι όπου δύνανται και ως δύνανται τα
εγχειρίδια, τας καπνοσύριγκας και τα άλλα εν χρήσει αντικείμενα.
Ο δε λαιμός, οι βραχίονες, οι καρποί της χειρός, αι κνήμαι, τα σφυρά, τα διάφορα
ταύτα μέρη του σώματος είναι αμφισβητήτως προωρισμένα να φέρωσι ψέλλια
χαλκά, τεμάχια κεράτων κεκοσμημένα διά καλύκων στιλπνών και σειρών ερυθρών
μαργαριτών καλουμένων ταλακάς, αίτινες τότε ήσαν λίαν συρμού.
Διά των κοσμημάτων λοιπόν τούτων, αφθόνως εγκατεσπαρμένων, οι πλούσιοι της χώρας είχον θέαν πλαισίων κινητών.
Πλην τούτου, εάν, η φύσις εδώρησεν οδόντας εις τους ιθαγενείς, δεν έπρεπε να
αποσπώσι τους μεσαίους τομείς τους άνω και τους κάτω, να τους ρινίζωσιν εις
αιχμάς, να τους κυρτώσιν εις οξέα αρπάγια;
Εάν εφύτευσεν όνυχας εις τας άκρας των δακτύλων, δεν έπρεπε να αυξάνωσι
τοσούτον υπερμέτρως, ώστε η χρήσις της χειρός να καθίσταται περίπου αδύνατος;
Εάν το δέρμα, μέλαν ή μελάγχρουν, καλύπτη τον ανθρώπινον σκελετόν, δεν
έπρεπε να ποικίλλεται υπό στιγμάτων, παριστώντων δένδρα, πτηνά, ημισελήνους,
πανσελήνους ή γραμμάς κυματοειδείς, εις τας οποίας ο Λίβιγγστων ενόμισεν ότι
επανεύρε ζωγραφήματα της αρχαίας Αιγύπτου;
Ο στιγματισμός ούτος των πατέρων γινόμενος διά τινος κυανής ύλης εισαγομένης
εις τας εντομάς, εκτελείται εις διάφορα μέρη του σώματος των παιδιών, επιτρέπει
να αναγνωρίζωντο εις ποίαν φυλήν ή εις ποίαν οικογένειαν ανήκουσι.
Πρέπει να χαραχθή καλώς το οικόσημον επί του στήθους, αφού δεν είναι
δυνατόν να ζωγραφηθή επί των πλευρών αμάξης.
Τοιούτος λοιπόν ήτο ο στολισμός των ιθαγενών εκείνων συρμών.
Τα δε κυρίως λεγόμενα ενδύματα συνωψίζοντο διά τους κυρίους εκείνους είς τι
περίζωμα εκ δέρματος αντιλόπης κατερχόμενον μέχρι των γονάτων, ή έκ τινος
υποκαμίσου εξ υφάσματος χόρτου ζωηρών χρωμάτων.
Αι κυρίαι έφερον ζώνην εκ μαργαριτών συγκρατούσαν εις την οσφύν εσθήτα
πρασίνην, κεντημένη διά μετάξης, κεκοσμημένην υπό κόκκων υαλίνων ή
κογχυλίων, ενίοτε δε εξ υφάσματος χόρτου κυανού, μέλανος και κιτρίνου,
τοσούτον περιζητήτου υπό των γυναικών της Ζανζιβάρης. Δεν πρόκειται ενταύθα
ειμή περί των μαύρων της υψηλής κοινωνίας.
Οι άλλοι, έμποροι ή δούλοι, ήσαν μόλις ενδεδυμένοι. Αι γυναίκες ως επί το
πλείστον υπηρέτουν ως αχθοφόροι και ήρχοντο εις την αγοράν μετά βαρέων
καλάθων επί των ώμων, τους οποίους εκράτουν δι' ιμάντος πεπερασμένου εις το
μέτωπόν των.
Έπειτα δε, καταλαμβανομένης της θέσεως και απλουμένου του εμπορεύματος,
συνεσπειρούντο εν τω κενώ καλάθω.
Η καταπληκτική ευφορία της χώρας συνεσώρευεν επί της λακωνής εκείνης τρόφιμα
αρίστης ποιότητος.
Υπήρχεν άφθονος η όρυζα εκείνη, ήτις δίδει εκατόν αντί ενός, ο αραβόσιτος
εκείνος, όστις δίδει τρεις συγκομιδάς εις οκτώ μήνας και αποφέρει διακόσια αντί
ενός, το σήσαμον, το πέπερι του Ουρούα, το μανιόκον, το σόργον, τα
μοσχοστάφυλα, το άλας, το φοινικέλαιον.
Εκεί συνηντώντο εκατοντάδες αιγών, χοίρων, προβάτων άνευ μαλλιού, μετά
παραγναθίδων και γενείων, προδήλως ταρταρικής καταγωγής, πτηνά, ιχθείς κ.τ.λ.
Πήλινα αγγεία, συμμέτρως διατεθειμένα, είλκυον τα βλέμματα ένεκα των
ζωηροτάτων χρωμμάτων των.
Τα ποικίλα ποτά τα οποία οι μικροί ιθαγενείς ωνόμαζον διά παλμώδους φωνής,
ηρέθιζον τους φιλοπότας.
Ήσαν δε οίνος βανάνας, βομβέ, ποτόν ισχυρόν εν μεγάλη χρήσει, μαλοφού ζύθος γλυκύς κατασκευαζόμενος εκ καρπών βανανέας και υδρόμελι, μίγμα διαυγές μέλιτος και ύδατος.
Ότι όμως καθίστα την αγοράν του Καζονδέ έτι μάλλον περίεργον, ήτο το εμπόριον των υφασμάτων και του ελεφαντοστού.
Μεταξύ των υφασμάτων εμετρούντο κατά χιλιάδας το χουκάς, το μερικανή, το
κανικί, κυανούν βαμβακηρόν ύφασμα έχον πλάτος τριάκοντα και τεσσάρων
δακτύλων, το σοχαρί, ύφασμα μετά τετραγώνων κυανολεύκων και παρυφής
ερυθράς, ανάμικτον μετά μικρών γραμμών κυανών, ολιγώτερον ακριβόν, ή το
δαουλίς εκ μετάξης της Σουράτης, όπερ έχει επιφάνειαν πρασίνην, ερυθράν ή
κιτρίνην, και όπερ τιμάται από επτά δολλαρίων το τεμάχιον των τριών υαρδών
μέχρις ογδοήκοντα δολλαρίων όταν είναι χρυσοΰφαντον.
Το δε ελεφαντοστούν προήρχετο εξ όλων των μερών της κεντρώας Αφρικής, όπως
αποσταλή εις Χαρτούμ, Ζανζιβάρην ή την Νατάλ και οι έμποροι ήσαν πολυάριθμοι,
οίτινες εξεμεταλεύοντο αποκλειστικώς τον κλάδον τούτον του αφρικανικού
εμπορίου.
Ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή ότι οι ελέφαντες φονεύονται ίνα προμηθεύσωσι
τας πεντακοσίας χιλιάδας χιλιόγραμμα ελεφαντοστού, όπερ το εξαγωγικόν
εμπόριον ρίπτει κατ' έτος εις τας αγοράς της Ευρώπης και ιδίως εις την Αγγλίαν.
Απαιτούνται τεσσάρακοντα χιλιάδες μόνον και μόνον διά τας ανάγκας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η δυτική ακτή της Αφρικής παράγει μόνη εκατόν τεσσαράκοντα τόνους εκ της πολυτίμου ταύτης ουσίας.
Ο μέσος όρος είναι εικοσιοκτώ λίτραι δι' έκαστον ζεύγος ελεφαντοδόντων, οίτινες τω 1874, ετιμήθησαν μέχρι χιλίων φράγκων, υπάρχουσιν όμως καί τινες οίτινες ζυγίζωσι μέχρις εκατόν εξήκοντα πέντε λιτρών και ακριβώς εις την αγοράν του Καζονδέ, οι ερασταί του εμπορεύματος τούτου ηδύναντο να εύρωσι τοιούτους θαυμασίους, θαμβούς, διαφανείς, μαλακούς εις την κατεργασίαν, διατηρούντας την λευκότητά των και μη κιτρινίζοντας διά του χρόνου ως οι ελεφαντόδοντες άλλων προελεύσεων.
Και τώρα, πώς εκανονίζοντο μεταξύ αγοραστών και πολητών αι διάφοροι εκείναι εμπορικαί πράξεις; Ποίον ήτο το ισχύον νόμισμα;
Το είπομεν ήδη, το νόμισμα διά τους εμπόρους της Αφρικής ήτο ο δούλος.
Ο ιθαγενής πληρώνει εις κόκκους υαλίνους, κατασκευής ενετικής, καλουμένους κοτσόκολος όταν είναι λευκοί ως η άσβεστος, βουβουλού όταν είναι μέλανες, σικουνδερετσέ όταν είναι ερυθροί.
Οι κόκκοι εκείνοι ή μαργαρίται συνηνωμένοι εις δέκα σειράς ή κετέ, περιστρεφόμενοι δις περί τον λαιμόν, σχηματίζουσι το φούνδον, του οποίου μεγάλη είναι η αξία.
Το δε μάλλον εν χρήσει μέτρον των μαργαριτών τούτων είναι το φραζιλάχ,
ζυγίζον εβδομήκοντα λίτρας· και ο Λίβιγγστων, ο Καμερών, ο Στάνλεϋ πάντοτε
εφρόντιζον να ώσιν αφθόνως εφωδιασμένοι εκ του νομίσματος τούτου.
Εν ελλείψει υαλίνων κόκκων, το πισέ, νόμισμα ζανζιβαρικόν τεσσάρων λεπτών, και
τα βιουγγούας, κογχύλια ιδιαίτερα εις την ανατολικήν ακτήν, έχουσι τρέχουσαν
αξίαν εις τας αγοράς της Αφρικανικής ηπείρου.
Αλλ' οι ανθρωποφάγοι φυλαί αποδίδουσιν αξίαν τινα εις τους οδόντας
ανθρωπίνων σιαγόνων και εις το λακωνή έβλεπε τις τοιαύτα κομβολόγια εις τον
λαιμόν των ιθαγενών, οίτινες βεβαίως είχον φάγει τους κατόχους των οδόντων
τούτων.
Αλλ' οι οδόντες ούτοι ήρχισαν να χάνωσι την αξίαν των.
Τοιαύτη λοιπόν ήτο η θέα της μεγάλης εκείνης αγοράς.
Περί την μεσημβρίαν, η ζωηρότης είχε φθάσει εις τον κατακόρυφον αυτής σημείον και ο θόρυβος εγένετο αφόρητος.
Η μανία των περιφρονουμένων πολιτών και η οργή των αποτυγχανόντων
αγοραστών αδύνατον να παρασταθώσι.
Τούτου ένεκεν ρήξεις συχναί, και εννοείται ευκόλως ότι η έλλειψις αρκετών
ειρηνοφυλάκων καθίστα αδύνατον την συγκράτησιν του ωρυωμένου εκείνου
πλήθους.
Περί το μέσον της ημέρας ο Αλβέζ διέταξε να φέρωσιν εις την πλατείαν τους
δούλους, όσους ήθελε να εκποιήση.
Το πλήθος ηύξησε τοιουτοτρόπως κατά δισχιλίους δυστυχείς πάσης ηλικίας, τους
οποίους ο σωματέμπορος εκράτει εις τα παραπήγματά του από πολλών μηνών.
Η «παρακαταθήκη» εκείνη δεν ήτο εν κακή καταστάσει.
Μακρά ανάπαυσις και καλή τροφή ανεζωγόνησαν αυτούς.
Αλλ' οι εσχάτως ελθόντες δεν ηδύναντο να παραβληθώσι προς αυτούς και μετά μηνιαίαν διαμονήν εν τοις παραπήγμασιν, ο Αλβέζ θα τους επώλει βεβαίως μετά πλειοτέρου κέρδους· αλλ' αι ζητήσεις της ανατολικής ακτής ήσαν τοσαύται, ώστε απεφάσισε να τους εκθέση ως ήσαν και ευρίσκοντο.
Τούτο ήτο δυστύχημα διά τον Τωμ και τους τρεις συνεταίρους αυτού.
Οι οδηγοί τους ώθησαν εις την αγέλην, ήτις επλημμύρισε την αγοράν. Ήσαν στερεώς δεδεμένοι, και τα βλέμματά των εμαρτύρουν τρανώς ποία μανία και ποίον αίσχος κατείχον αυτούς.
— Ο κύριος Δικ δεν είν' εδώ, είπε σχεδόν αμέσως ο Βαρθολομαίος, άμα διέτρεξε διά των οφθαλμών την ευρείαν πεδιάδα του Καζονδέ.
— Όχι, απεκρίθη ο Ακτέων, δεν θα τον πωλήσωσι.
— Θα φονευθή, εάν δεν εφονεύθη ήδη, προσέθηκεν ο γέρων μαύρος.
Ημείς όμως μίαν μόνην έχομεν ελπίδα, να μας αγοράση όλους ομού είς σωματέμπορος. Θα ήτο παρηγορία εις ημάς εάν δεν χωρισθώμεν.
— Όχι είπεν ο Τωμ. Όχι δεν θα μας χωρίσωσι, και ίσως θα δυνηθώμεν . . .
— Εάν ήτο εδώ ο Ηρακλής! έκραξεν ο Αυγουστίνος·
Αλλ' ο γίγας δεν είχεν εμφανισθή πλέον.
Μετά τας τελευταίας εις τον Δικ Σανδ κομισθείσας ειδήσεις δεν ηκούσθη τι μήτε περί του Δίγγου μήτε περί αυτού. Έπρεπεν άραγε να φθονήσωσι την τύχην του;
Ναι, βεβαίως! καθότι εάν ο Ηρακλής απέθανε, τουλάχιστον δεν εδέθη διά των αλύσεων της δουλείας.
Εν τούτοις η πώλησις είχεν αρχίσει. Οι πράκτορες του Αλβέζ περιέφερον εν τω μέσω του πλήθους κλήρους ανδρών, γυναικών, παιδιών, χωρίς να ανησυχήσωσιν εάν εχώριζον ή όχι τας μητέρας από τα μικρά των.
Δεν πρέπει να ονομάζωμεν ούτω τα άθλια εκείνα όντα, τα οποία μετεχειρίζοντο ως οικόβια ζώα;
Ο Τωμ και οι μετ' αυτού περιεφέρθησαν τοιουτοτρόπως από αγοραστού εις αγοραστήν. Πράκτωρ τις εβάδιζε προ αυτών κηρύττων την τιμήν, εις ην ο κλήρος αυτού ήθελε κατακυρωθή. Μεσίται Άραβες ή μιγάδες των κεντρικών επαρχιών, επλησίαζον να τους εξετάσωσι.
Δεν εύρισκον εν εαυτοίς τα ιδιαίτερα εις την αφρικανικήν φυλήν σημεία, τροποποιηθέντα παρά τοις Αμερικανοίς εκείνοις από της δευτέρας γενεάς.
Αλλ' οι εύρωστοι και νοήμονες εκείνοι μαύροι, όλως διάφοροι των μαύρων των
μεταφερθέντων εκ των οχθών του Ζαμβέση ή του Λαουλάβα, είχον μεγάλην αξίαν
εις τους οφθαλμούς των. Τους εψηλάφουν, τους περιέστρεφον, παρετήρουν τους
οδόντας των.
Ούτω πράττουσιν, όσοι θέλουσι ν' αγοράσωσιν ίππους.
Έπειτα έρριπτον μακράν μίαν ράβδον, τους ηνάγκαζον να τρέξωσι διά να την λάβωσι, και τοιουτοτρόπως εβεβαιούντο περί της ευκινησίας αυτών.
Η μέθοδος αύτη εφηρμόζετο εις όλους και όλοι υπεβάλλοντο εις τας ταπεινωτικάς ταύτας δοκιμασίας.
Μη υποθέση τις όμως, ότι οι δυστυχείς εκείνοι υπέμενον αδιαφόρως τους τοιούτους εξευτελισμούς.
Όχι. Εξαιρέσει των παιδιών άτινα δεν ηδύναντο να εννοήσωσιν εις ποίαν εξευτέλισιν υπεβάλλοντο, πάντες, άνδρες ή γυναίκες, ησχύνοντο.
Άλλως τε δε δεν τοις έλειπον μήτε αι ύβρεις μήτε αι μαστιγώσεις. Ο Κοΐμβρας,
ημιμεθυσμένος, και οι πράκτορες του Αλβέζ μετεχειρίζοντο αυτούς μετά τοις
εσχάτης κτηνωδίας, παρά τοις νέοις δε κυρίοις, οίτινες είχον αγοράσει αυτούς αντί
ελεφαντοδόντων, υφασμάτων ή μαργαριτών, δεν εύρισκον καλλιτέραν
υποδοχήν.
Όταν βιαίως απεχωρίζοντο αλλήλων μήτηρ από του τέκνου, ανήρ από της γυναικός,
αδελφός από της αδελφής· δεν επετρέπετο εις αυτούς μήτε τελευταία θωπεία,
μήτε τελευταίος ασπασμός, και εις την αγοράν εκείνην εβλέποντο διά τελευταίαν
φοράν.
Πράγματι, αι ανάγκαι της εμπορίας απαιτούσιν ώστε οι δούλοι, αναλόγως του
φύλου αυτών, να αποστέλλωνται άλλος αλλαχού.
Οι δουλέμποροι οίτινες αγοράζουσιν άνδρας, δεν είναι εκείνοι οίτινες αγοράζουσι
γυναίκας.
Αύται, δυνάμει της πολυγαμίας ήτις είναι νόμος παρά τοις Μουσουλμάνοις,
διευθύνονται κυρίως προς τας αραβικάς χώρας, ένθα ανταλλάσσονται αντί
ελεφαντοδόντων.
Οι δε άνδρες, προωρισμένοι διά τας βαρείας εργασίας μεταφέρονται εις τα
πρακτορεία των δύο ακτών, και εκείθεν εξαποστέλλονται είτε εις τας ισπανικάς
αποικίας, είτε εις τας αγοράς της Μασκάτης και της Μαδαγασκάρης.
Η διαλογή αύτη επιφέρει λοιπόν σπαρακτικάς σκηνάς μεταξύ εκείνων τους
οποίους οι πράκτορες αποχωρίζουσι και οίτινες θα αποθάνωσι χωρίς ουδέποτε
πλέον να επανίδωσιν αλλήλους.
Ο Τωμ και οι μετ' αυτού ώφειλον και ούτοι να υποστώσι την κοινήν τύχην.
Αληθώς όμως ειπείν, δεν εφοβούντο την περίπτωσιν ταύτην.
Τωόντι προτιμότερον ήτο εις αυτούς να αποσταλώσιν εις αποικίαν τινά δούλων.
Εκεί τουλάχιστον θα είχον ελπίδα τινά ότι θα ηδύναντο να απαιτηθώσιν.
Ενώ εξ εναντίας, κρατούμενοι έν τινι επαρχία της Αφρικής, έπρεπε να αποβάλωσι
πάσαν ελπίδα ανακτήσεως της ελευθερίας των.
Ότι επεθύμουν, τούτο και εγένετο. Έσχον μάλιστα την σχεδόν ανέλπιστον
παρηγορίαν να μη αποχωρισθώσιν. Ο κλήρος αυτών ζωηρώς ημφισβητήθη υπό
πολλών δουλεμπόρων του Ουζιζί. Ο Αντώνιος Ιωσίας Αλβέζ έτριβε τας χείρας.
Αι τιμαί υψούντο. Συνωθούντο όπως ίδωσι τους δούλους εκείνους αγνώστου αξίας
επί της αγοράς του Καζονδέ, και των οποίων την προέλευσιν είχεν επιμελώς
αποκρύψει ο Αλβέζ.
Ο Τωμ λοιπόν και οι μετ' αυτού, μη γινώσκοντες την επιτόπιον γλώσσαν, δεν ηδύναντο να διαμαρτυρηθώσι.
Κύριός των εγένετο πλούσιος άραψ σωματέμπορος, όστις μετά τινας ημέρας ώφειλε να τους αποστείλη εις την λίμνην Ταγγανίκαν, ένθα εγίνετο η μεγάλη διέλευσις των δούλων· από του μέρους δε εκείνου θα απεστέλλοντο εις τα πρακτορεία της Ζανζιβάρης.
Αλλά θα έφθανον άρα γε εκεί, διά μέσου των νοσηροτέρων και κινδυνωδεστέρων χωρών της κεντρώας Αφρικής;
Να διανύσωσι χίλια πεντακόσια μίλια εις τας χώρας εκείνας, εν μέσω των συνεχών πολέμων των εγειρομένων υπό αρχηγού κατ' αρχηγού υπό κλίμα φονικόν!
Ο Γέρων Τωμ θα είχεν άραγε την δύναμιν να ανθέξη εις τόσας κακουχίας; δεν θα απέθνησκε καθ' οδόν, ως η γραία Ναν;
Αλλ' οι δυστυχείς εκείνοι άνδρες δεν απεχωρίσθησαν! Η άλυσις η ενούσα αυτούς ομού, τοις εφάνη ελαφροτέρα όπως την βαστάσωσιν.
Ο άραψ σωματέμπορος διέταξε να τους μεταφέρωσιν εις ιδιαίτερον
παράπηγμα. Προδήλως εφρόντιζε μεγάλως περί εμπορεύματος, όπερ τω υπέσχετο
πολλήν ωφέλειαν εν τη αγορά της Ζανζιβάρης.
Ο Τωμ λοιπόν, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Αυγουστίνος εγκατέλιπον την
πλατείαν και δεν ηδυνήθησαν μήτε να ίδωσι μήτε να μάθωσι την σκηνήν μεθ' ης
έμελλε να κλείση η μεγάλη αγορά του Καζονδέ.
ΠΟΥΝΣΙΟ ΠΡΟΣΦΕΡΘΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΤΟΥ ΚΑΖΟΝΔΕ
Ήτο τετάρτη ώρα της εσπέρας, ότε μέγας θόρυβος τυμπάνων, κυμβάλων και άλλων
οργάνων αφρικανικών αντήχησεν εις την άκραν της κυρίας οδού.
Η ζωηρότης εδιπλασιάζετο τότε εις όλας τας γωνίας της αγοράς.
Ημίσεια ημέρα κραυγών, αγώνων, ούτε τας φωνάς εκούρασεν ούτε τους βραχίονας
και τους πόδας των δαιμονίων των εκείνων εμπόρων
Πολλοί δούλοι έμενον εισέτι απώλητοι· οι δουλέμποροι διεφιλονείκουν τας
μερίδας μετά ζέσεως, ης ελαχίστην ιδέαν θα έδιδε και αυτό το χρηματιστήριον του
Λονδίνου εν ημέρα υψώσεως των αξιών.
Αλλ' εις την κακόηχον εκείνην συμφωνίαν την εκραγείσαν αίφνης, αι συναλλαγαί
ανεστάλησαν και οι κήρυκες εσιώπησαν διά να αναπνεύσωσιν.
Ο Βασιλεύς του Καζονδέ, Μοΐνης Λούγγας ήλθε να τιμήση διά της παρουσίας του την μεγάλην αγοράν.
Πολυάριθμοι γυναίκες, υπάλληλοι, στρατιώται και δούλοι συνώδευον αυτόν.
Ο Αλβέζ και οι άλλοι σωματέμποροι έσπευσαν εις προϋπάντησιν αυτού και κατά φυσικόν λόγον προσέφερον τα ταπεινά αυτών σεβάσματα εις την αποκτηνωθείσαν εκείνην εστεμμένην κεφαλήν.
Ο Μοΐνης Λούγγας, ελθών εν φορείω πεπαλαιωμένω κατέβη, ουχί άνευ της βοηθείας δεκάδος βραχιόνων, εις το μέσον της μεγάλης πλατείας.
Ο βασιλεύς εκείνος ήτο πεντακονταετής την ηλικίαν, αλλ' ήθελεν υποθέσει τις
ότι ήτο ογδοηκοντούτης.
Φαντάσθητε γέροντα πίθηκον, φθάσαντα εις το έσχατον όριον του γήρατος.
Επί της κεφαλής αυτού είδος τι τιάρας κεκοσμημένης υπό ονύχων λεοντοπαρδάλεως ερυθρών βεβαμμένων και πεποικιλμένης υπό τριχών υπολεύκων· τούτο ήτο το στέμμα των ηγεμόνων του Καζονδέ.
Εις την ζώνην του εκρέμαντο δύο δερμάτινοι εσθήτες κεντημέναι υπό μαργαριτών και βραχύτεραι περιζώματος σιδηρουργού.
Επί του στήθους του, πολλαπλοί στιγματισμοί μαρτυρούντες την αρχαίαν ευγένειαν του βασιλέως, και εάν ήθελέ τις να τον πιστεύση, η γενεαλογία του Μοΐνη Λούγγα ανήρχετο εις τους παλαιοτάτους χρόνους.
Εις τους αστραγάλους, εις τους καρπούς των χειρών, εις τους βραχίονας της αυτού Μεγαλειότητος περιεστρέφοντο ψέλλια χάλκινα, και οι πόδες αυτού ήσαν υποδεδημένοι ζεύγος υπηρετικών υποδημάτων μετά κιτρίνων αναστροφών, τα οποία τω είχε δωρήσει προ είκοσι περίπου ετών ο Αλβέζ.
Προσθέσατε εις την αριστεράν χείρα του βασιλέως μεγάλην βακτηρίαν μετά λαβής επαργύρου, εις την δεξιάν δε μυοσσόβην μετά λαβής μαργαριτοφόρου, άνωθεν της κεφαλής παλαιόν τι εκ ρακών συνερραμένων αλεξιβρόχιον όμοιον προς αμπέχονον Αρλεκίνου, τέλος δε εις τον λαιμόν και εις την ρίνα έν μικροσκόπιον και ζεύγος ομματοϋαλίων και θα έχετε πανομοιότυπον εικόνα της αυτού αιθιοπικής μεγαλειότητος, την οποίαν έτρεμεν όλη η χώρα εν περιφερεία εκατόν μιλίων.
Ο Μοΐνης Λούγγας δι' αυτό τούτο ότι κατείχε θρόνον, ηξίου ότι είχεν ουράνιον καταγωγήν, εκείνους δε εκ των υπηκόων του οίτινες ήθελον αμφιβάλει περί τούτου, θα τους απέστελλε να βεβαιωθώσιν εις τον άλλον κόσμον.
Έλεγεν ότι εις ουδεμίαν των επιγείων αναγκών υπέκειτο, καθό έχων θείαν ουσίαν.
Εάν έτρωγεν, έτρωγε διότι ήθελεν· εάν έπινε, διότι τον ευηρέστει τούτο.
Άλλως το δε ήτο αδύνατον να πίη τις περισσότερον.
Οι υπουργοί του, οι υπάλληλοί του, ακούραστοι πόται, θα ενομίζοντο εγκρατείς ενώπιον αυτού.
Ήτο Μεγαλειότης οινοπνευματισμένη εις το ανώτατον βαθμόν και ακαταπαύστως εμπεποτισμένη υπό ζύθου ισχυρού, υπό πομβέ και προ πάντων υπό ιδιαιτέρου τινός οινοπνεύματος, όπερ του παρείχεν αφθόνως ο Αλβέζ.
Ο Μοΐνης Λούγγας ηρίθμει εις το χαρέμιόν του συζύγους πάσης ηλικίας και
πάσης τάξεως, των οποίων αι πλείσται συνώδευον αυτόν κατά την εις την αγοράν
επίσκεψίν του εκείνην.
Η Μοΐνα, η πρώτη κατά την τάξιν, ην απεκάλουν βασίλισσαν, ήτο μέγαιρα
τεσσαρακοντούτις, εξ αίματος βασιλικού, ως αι σύντροφοι αυτής.
Έφερεν είδος τι επανωφορίου ζωηρών χρωμάτων, εσθήτα εκ χόρτου, κεντημένην
διά μαργαριτών, περιδέραια πανταχού ένθα ηδύναντο να φέρη, κόμην απλωτήν
σχηματίζουσαν γιγαντιαίον πλαίσιον εις την μικράν κεφαλήν της, τέρας εν ενί λόγω.
Άλλοι σύζυγοι, αίτινες ήσαν ή εξαδέλφαι ή αδελφαί του βασιλέως, ολιγώτερον μεν πλουσίως ενδεδυμέναι, αλλά νεώτεραι, εβάδιζον όπισθεν αυτής, έτοιμοι να εκτελέσωσιν εις έν νεύμα του αυθέντου των καθήκοντα ανθρωπίνων επίπλων. Αι δυστυχείς ούτοι δεν είναι αληθώς άλλο τι. Εάν θέλη ο βασιλείς να καθήση, δύο των γυναικών τούτων κατακλίνονται επί του εδάφους και χρησιμεύουσιν αυτώ αντί καθισμάτων, καθ' όν χρόνον οι πόδες του αναπαύονται επί άλλων γυναικείων σωμάτων, ως επί τάπητος εβενίου!
Μετά τον Μοΐνην Λούγγαν ήρχοντο προσέτι οι υπάλληλοι, οι λοχαγοί και οι μάγοι αυτού.
Εκείνο όμως όπερ παρετήρει τις εις τους αγρίους εκείνους οίτινες εκλονίζοντο
ως ο αυθέντης των, ήτο ότι έλειπε μέρος τι του σώματος, εκ του ενός το ωτίον, εκ
του άλλου είς οφθαλμός εξ εκείνου η ρις, εκ τούτου η χειρ. Ουδείς ήτο
αρτιμελής.
Τούτο προέρχεται διότι δύο μόνον ποιναί επιβάλλονται εις Καζονδέ, ο
ακρωτηριασμός ή ο θάνατος, κατά την ιδιοτροπίαν του βασιλέως.
Διά το ελάχιστον παράπτωμα, οιαδήποτε αποτομή, οι αυστηρότερον δε
τιμωρηθέντες είναι εκείνοι ων απετμήθησαν τα ώτα, καθότι δεν δύνανται πλέον να
φέρωσιν ενώτια.
Οι λοχαγοί των «κιλόλος», διοικηταί διαμερισμάτων, κληρονομικοί ή διοριζόμενοι
κατά τετραετίαν, είχον εις την κεφαλήν κεκρύφαλον εκ δέρματος ζέβρου και αντί
πάσης στολής έφερον ερυθρά εσωκάρδια.
Εις τας χείρας των έπαλλον μακράς ράβδους, ων η άκρα ήτο βεβαμμένη διά μαγικών φαρμάκων.
Οι στρατιώται είχον ως όπλα επιθετικά και αμυντικά τόξα ξύλινα, μαχαίρας οξείας ως γλώσσας όφεων, λόγχας πλατείας και μακράς, ασπίδας εκ ξύλου φοίνικος κεκοσμημένας δι' αραβουργημάτων.
Η δε κυρίως καλουμένη στολή ουδεμίαν δαπάνην απήτει εκ του
θησαυροφυλακείου της Αυτού Μεγαλειότητος.
Τέλος η συνοδεία του βασιλέως περιελάμβανε τους μάγους της αυλής και τους
οργανοπαίκτας.
Οι μάγοι, οι «μνάνγαι», είναι οι ιατροί της χώρας. Οι άγριοι απόλυτον δίδουσιν
πίστιν εις τας μαντικάς υπηρεσίας, εις τους εξορκισμούς, εις τας εξ αργίλου
ερυθρολεύκους εικόνας, παριστώσας ζώα φανταστικά ή μορφάς ανδρών και
γυναικών κεκομμένας εξ ενός κορμού δένδρου.
Αλλά και οι μάγοι εκείνοι δεν ήσαν ολιγώτερον των άλλων αυλικών
ηκρωτηριασμένοι, και βεβαίως ο μονάρχης τους επλήρωνε τοιουτοτρόπως διά τας
αποτυγχανούσας θεραπείας.
Οι οργανοπαίκται, άνδρες ή γυναίκες, εποίουν μέγαν θόρυβον διά της δονήσεως των κροτάλων και της κρούσεως των τυμπάνων, θόρυβον ανυπόφορον διά πάντα μη κεκτημένον αφρικανικά ώτα.
Άνωθεν του απαρτίζοντος την βασιλικήν συνοδείαν εκείνου πλήθους
εκυμάτιζον σημαίαι τινες, επί των ακοντίων δε τα λευκαθέντα κρανία των
αντιπάλων αρχηγών, τους οποίους είχε νικήσει ο Μοΐνης Λούγγας.
Όταν ο βασιλεύς κατήλθε του φορείου, αλαλαγμοί εξερράγησαν πανταχόθεν.
Οι στρατιώται των συνοδειών εξεκένωσαν τα παλαιά πυροβόλα των, των οποίων οι
χαλαροί κρότοι δεν εδέσποζον των κραυγών του πλήθους.
Οι οδηγοί, αφού έτριψαν το μελανόν ρύγχος των διά κόνεων κινναβάρεως ην έφερον εντός σάκκου, έπεσαν πρηνείς.
Είτα ο Αλβέζ, πλησιάσας και αυτός, ενεχείρησεν εις τον βασιλέα αρκετήν ποσότητα νωπού καπνού, ή «καταπραϋντικού χόρτου», ως ονομάζουσιν αυτόν εν τη χώρα.
Και πράγματι ο Μοΐνης Λούγγας είχε μεγάλην ανάγκην καταπραΰνσεως διότι ήτο λίαν κακοδιάθετος, άδηλον διά τίνα αιτίαν!
Συγχρόνως μετά του Αλβέζ ο Κοΐμβρας, Ιβν Χαμίτ και οι άραβες ή μιγάδες σωματέμποροι επροχώρησαν όπως προσφέρωσι τα σεβάσματά των εις τον ισχυρόν ηγεμόνα του Καζονδέ.
«Μαρχαμπά», έλεγον οι Άραβες, όπερ σημαίνει καλώς ωρίσατε εν τη γλώσση
της κεντρώας Αφρικής, άλλοι εκρότουν τας χείρας και προσεκύνουν μέχρι εδάφους,
τινές ερρυπαίνοντο διά βορβόρου και προσέφερον εις την ειδεχθή εκείνην
Μεγαλειότητα δείγματα εσχάτης δουλεμπορείας.
Ο Μοΐνης Λούγγας μόλις έβλεπε τον κόσμον εκείνον και εβάδιζε διαστέλλων τας
κνήμας, ως εάν το έδαφος εκινείτο υπό σάλου και προνευστασμού.
Περιεφέρθη τοιουτοτρόπως ή μάλλον εκυλίσθη εν τω μέσω των αιχμαλώτων, και εάν οι σωματέμποροι εφοβήθησαν μήπως αρπάση τινάς εξ αυτών, αφ' ετέρου και οι αιχμάλωτοι εφοβήθησαν μήπως περιπέσωσιν εις την εξουσίαν τοιούτου κτήνους.
Ο Νεγορός ουδ' επί στιγμήν εγκατέλιπε τον Αλβέζ, και συνοδεύων αυτόν προσέφερε τα σεβάσματά του εις τον βασιλέα.
Αμφότεροι ελάλουν την εγχώριον γλώσσαν, εάν η λέξις «ελάλουν» δύναται να ρηθή επί συνδιαλέξεως, εις ην ο Μοΐνης Λούγγας δεν λάμβανε μέρος ειμή διά μονοσυλλάβων λέξεων, αίτινες μόλις εξήρχοντο των υπό του οίνου διαβρόχων χειλέων του.
Και τότε ακόμη δεν εζήτει παρά του φίλου του Αλβέζ ειμή να ανανεώση την
οινοπνευματικήν προμήθειάν του, την οποίαν αι άφθονοι σπονδαί είχον
εξαντλήσει.
— Καλώς ώρισεν εις την αγοράν τον Καζονδέ ο βασιλεύς Λούγγας, έλεγεν ο
σωματέμπορος.
— Διψώ, απεκρίνατο ο μονάρχης.
— Θα λάβη το μερίδιόν του εκ των υποθέσεων της μεγάλης αγοράς.
— Να πίω! απήντα ο Μοΐνης Λούγγας.
— Ο φίλος μου Νεγορός είναι ευτυχής επαναβλέπων τον βασιλέα του Καζονδέ μετά τόσον μακράν απουσίαν.
— Να πίω! επανελάμβανεν ο μέθυσος, του οποίου όλον το σώμα ανέδιδεν αποτρόπαιον οσμήν οινοπνεύματος.
— Λοιπόν ζύθον, υδρόμελι! ανέκραξεν ο Αντώνιος Ιωσίας Αλβέζ, ως άνθρωπος γινώσκων καλώς πού ήθελε να καταλήξη ο Μοΐνης Λούγγας.
— Όχι! όχι! απεκρίθη ο βασιλεύς. Το οινόπνευμα του φίλου μου Αλβέζ,
και θα του δώσω δι' εκάστην ρανίδα του πυρίνου νερού του . . .
— Μίαν ρανίδα αίματος ενός λευκού! εφώνησεν ο Νεγορός, αφού εποίησε
προς τον Αλβέζ σημείον τι όπερ εκείνος εννόησε και επεδοκίμασεν.
— Ενός λευκού! να θανατώσω ένα λευκόν! απήντησεν ο Μοΐνης Λούγγας, του οποίου τα θυριώδη ένστικτα αφυπνίσθησαν εις την πρότασιν του Πορτογάλου.
— Είς πράκτωρ του Αλβέζ εφονεύθη υπ' αυτού του λευκού, επανέλαβεν
ο Νεγορός.
— Ναι . . . ο πράκτωρ μου Χάρρης, απεκρίθη ο σωματέμπορος και πρέπει να
εκδικήσωμεν τον θάνατόν του.
— Ας στείλωσιν αυτόν τον λευκόν εις τον βασιλέα Μασόγγον εις την χώραν
των Ασούας, εις τον Ζαΐρον. Θα τον κόψωσιν εις τεμάχια και θα τον φάγωσιν
ζωντανόν. Αυτοί δεν ελησμόνησαν την γεύσιν του ανθρωπίνου κρέατος ,ανέκραξεν
ο Μοΐνης Λούγγας.
Ο Μασόγγος εκείνος ήτο τωόντι βασιλεύς φυλής τινος ανθρωποφάγων, και είναι
αληθέστατον ότι είς τινας επαρχίας της κεντρώας Αφρικής η ανθρωποφαγία
εκτελείται αναφανδόν.
Ο Λίβιγγστων ομολογεί τούτο εις τας σημειώσεις της περιηγήσεώς του.
Επί των οχθών του Λαουλόβα, οι Μανυεμάς τρώγουσιν ου μόνον τους
φονευομένους εις τους πολέμους ανθρώπους, αλλά και αγοράζουσι δούλους όπως
καταβροχθίζωσιν αυτούς, λέγοντες ότι το ανθρώπινον κρέας είναι ελαφρώς
ηλατισμένον και ολίγιστον μόνον αλάτισμα απαιτεί.
Τους ανθρωποφάγους τούτους ο Καμερών επανεύρεν εις Μοενέ Βοΰγγα, ένθα τρώγουσι τα πτώματα, αφού πρώτον τα αφήσωσι να μοσχεύσωσιν επί πολλάς ημέρας εντός ρέοντος ύδατος.
Ομοίως ο Στάνλεϋ εύρε παρά τοις κατοίκοις του Ουκουζού τας
ανθρωποφαγικάς ταύτας συνηθείας, προδήλως λίαν δεδομένας μεταξύ των
κεντρώων φυλών.
Αλλ' όσον σκληρόν και αν ήτο το είδος του θανάτου το προταθέν υπό του βασιλέως
διά τον Δικ Σανδ, δεν ηδύνατο να συμφέρη εις τον Νεγορόν, όστις δεν ήθελε να
απομακρυνθή από του θύματός του.
— Εδώ είπεν λευκός εφόνευσε τον σύντροφον ημών.
— Εδώ πρέπει να αποθάνη, προσέθηκεν ο Αλβέζ.
— Όπου θέλεις Αλβέζ, απεκρίθη ο Μοΐνης Λούγγας. Αλλά ρανίδα πυρίνου νερού αντί ρανίδος αίματος.
— Ναι, είπεν ο σωματέμπορος, πύρινον νερόν, και θα ίδης σήμερον ότι του αξίζει το όνομα τούτο. Αυτό το νερόν θα το ανάψωμεν. Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ θα προσφέρη πούνσιον εις τον βασιλέα Μοΐνην Λούγγαν.
Ο μέθυσος έπληξε τας χείρας του φίλου του Αλβέζ. Δεν ηδύνατο να συγκρατήση την χαράν του.
Αι γυναίκες του, οι αυλικοί του, συνεμερίζοντο την παραφοράν του. Ουδέποτε είδον καιόμενον οινόπνευμα και βεβαίως εσκόπευον να πίωσι με τας φλόγας.
Είτα, μετά της δίψης του οινοπνεύματος θα κατηυνάζετο επίσης και η δίψα του αίματος, τοσούτον επιτακτική παρά τοις αγρίοις εκείνοις.
Ταλαίπωρε Δικ Σανδ! ποία φρικώδης βάσανος σε περιέμενεν.
Όταν αναλογίζεταί τις τα τρομερά ή γελοία αποτελέσματα της μέθης εις τα πεπολιτισμένα έθνη, εννοεί μέχρι τίνος σημείου δύναται να εξωθήση αύτη βαρβάρους λαούς.
Ευκόλως εννοείται ότι η σκέψις να βασανισθή λευκός, δεν απήρεσκε μήτε εις τους ιθαγενείς μήτε εις τον Αντώνιον Ιωσίαν Αλβέζ, μαύρον ως αυτοί, μήτε εις τον Κοΐμβραν, μιγάδα εξ αίματος μαύρου, μήτε εις τον Νεγορόν τέλος, εμφορούμενον υπό μίσους αγρίου κατά των ανθρώπων του ιδίου του χρώματος.
Επήλθεν η εσπέρα, εσπέρα άνευ λυκόφωτος, ήτις έμελλε να μεταβάλη σχεδόν αμέσως την ημέραν εις νύκτα, ώραν κατάλληλον διά την ανάφλεξιν του πουνσίου.
Αληθώς η ιδέα του Αλβέζ να προσφέρη πούνσιον εις την αιθιοπικήν εκείνην Μεγαλειότητα και να την παρακινήση ν' αγαπήση το οινόπνευμα υπό νέαν μορφήν, ήτο ιδέα θριαμβευτική.
Ο Μοΐνης Λούγγας ήρχιζε να ευρίσκη ότι το πύρινον ύδωρ δεν εδικαίου αρκούντως το όνομά του.
Ίσως αναφλεγόμενον και καίον θα εγαργάλιζε περισσότερον τα αναισθητήσαντα θηλίδια της γλώσσης του.
Το πρόγραμμα λοιπόν της εσπερίδος περιελάμβανε κατ' αρχάς έν πούνσιον και έπειτα μίαν βάσανον.
Ο Δικ Σανδ, στενώς κεκλεισμένος εν τη φυλακή του, δεν έμελλε να εξέλθη αυτής, ειμή όπως μεταβή εις τον θάνατον.
Οι άλλοι δούλοι, πωληθέντες ή μη, είχον μεταφερθή πάλιν εις τα παραπήγματα.
Δεν έμενον πλέον εις την αγοράν ειμή οι σωματέμποροι, οι οδηγοί, οι στρατιώται, έτοιμοι να λάβωσι το μερίδιόν των εκ του πουνσίου, εάν ο βασιλεύς και οι αυλικοί του άφινον ολίγον.
Κατά συμβουλήν του Νεγορού, ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ διηυθέτησε καλώς τα
πράγματα.
Έφερον χάλκινον λέβητα δυνάμενον να περιλάβη διακοσίας τουλάχιστον λίτρας και
τον έθεσαν εν τω μέσω της πλατείας.
Βυτία περιέχοντα οινόπνευμα κατωτέρας μεν ποιότητος, αλλά λίαν καθαρόν,
εχύθησαν εν τω λέβητι. Δεν εφείσθηοαν ούτε κιναμώμου, ούτε μυρωδικών, ούτε
άλλων βοηθητικών, δυναμένων να καταστήσωσι δριμύτερον το άγριον εκείνο
πούνσιον.
Άπαντες περιεκύκλωσαν τον βασιλέα, όστις κλονούμενος επροχώρησε προς τον
λέβητα.
Ήθελέ τις υποθέσει ότι το οινόπνευμα εκείνο τον εγοήτευε και ότι ήθελε να πέση
εντός αυτού.
Ο Αλβέζ τον εκράτησε γενναιοφρόνως, και έθεσεν εις την χείρα του θρυαλλίδαν ανημμένην.
— Πυρ! έκραξε μεθ' υπούλου μορφασμού ευχαριστήσεως.
— Πυρ! απεκρίθη ο Μοΐνης Λούγγας, μαστίζων το ρευστόν διά του άκρου της θρυαλλίδος.
Οποία αναλαμπή, και οποίον αποτέλεσμα, ότε αι υποκύανοι φλόγες επτερύγισαν εις την επιφάνειαν του λέβητος.
Ο Αλβέζ όπως καταστήση βεβαίως το οινόπνευμα εκείνο έτι δριμύτερον, ανέμιξεν αυτό με δράκας τινάς θαλασσίου άλατος.
Τα πρόσωπα των παρισταμένων εκαλύφθησαν τότε υπό της πτωματώδους εκείνης πελιδνότητος, ην η φαντασία αποδίδει εις τα φαντάσματα.
Οι μαύροι εκείνοι, μεθύσαντες εκ των προτέρων, ήρχισαν να κραυγάζωσι, να χειρονομώσι, και λαβόντες αλλήλων τας χείρας εσχημάτισαν μέγαν κύκλον περί τον βασιλέα του Καζονδέ.
Ο Αλβέζ κρατών τεράστιον μεταλλικόν κοχλιάριον, ανεκίνει το υγρόν, όπερ
έρριπτεν αμυδράς λάμψεις επί των παραληρούντων εκείνων πιθήκων.
Ο Μοΐνης Λούγγας επροχώρησεν, έλαβε το κοχλιάριον εκ των χειρών του
σωματεμπόρου, το εβύθισεν εν τω λέβητι, είτα δε ανασύρας αυτό πλήρες
φλεγομένου πουνσίου, το επλησίασεν εις τα χείλη του.
Ποίαν κραυγήν εξέφερε τότε ο βασιλεύς του Καζονδέ!
Φαινόμενον αυτομάτου αναφλέξεως παρήχθη. Ο βασιλεύς ανεφλέχθη ως πετρέλαιον. Το πυρ εκείνο ανέπτυσσε μεν ολίγην θερμότητα, αλλά κατεβίβρωσκε μετά της αυτής ταχύτητος.
Εις το θέαμα εκείνο, ο χορός των ιθαγενών διεκόπη αμέσως.
Είς υπουργός του Μοΐνη Λούγγα ώρμησε προς τον ηγεμόνα, του όπως τον σβέση· αλλ' ουχί ολιγώτερον του κυρίου του οινοπνευματισμένος, ήναψε και αυτός.
Εάν τούτο εξηκολούθει, όλη η αυλή του Μοΐνη Λούγγα εκινδύνευε να αναφλεχθή.
Ο Αλβέζ και ο Νεγορός δεν ήξευρον πώς να βοηθήσωσι την Αυτού Μεγαλειότητα.
Αι γυναίκες καταληφθείσαι υπό τρόμου έφυγον. Και ο Κοΐμβρας δε, γινώσκων την ευφλόγιστον φύσιν του έφυγε ταχέως.
Ο βασιλεύς και ο υπουργός, πεσόντες επί του εδάφους, συνεστρέφοντο και έσπαιρον εκ των φρικωδών βάσανων.
Εις τα σώματα τα τοσούτω βαθέως οινοπνευματισθέντα η ανάφλεξις παράγει ελαφράν και υποκύανον φλόγα την οποίαν αδύνατον να σβέση το ύδωρ.
Αλλά και αν σβεσθή εξωτερικώς, εξακολουθεί να καίη εσωτερικώς.
Όταν οι ιστοί του σώματος εμποτισθώσιν υπό των πνευματωδών ποτών, ουδέν μέσον υπάρχει να σταματήση η ανάφλεξις.
Μετά τινας στιγμάς ο Μοΐνης Λούγγας και ο υπάλληλος αυτού ενεκρώθησαν μεν, αλλ' έκαιον εισέτι.
Μετ' ολίγον, εις την θέσιν εις ην έπεσαν, δεν ευρίσκοντο πλέον ειμή ελαφροί
τινες άνθρακες, έν ή δύο τεμάχια της σπονδυλικής στήλης, δάκτυλοι και
αστράγαλοι τους οποίους το πυρ δεν καταναλίσκει εις τας περιπτώσεις αυτομάτου
αναφλέξεως, αλλά περικαλύπτει υπό τινος δυσώδους και οξείας ασβόλης.
Αυτά ήσαν τα λείψανα του βασιλέως του Καζονδέ και του υπουργού αυτού.
ΚΗΔΕΙΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Την επιούσαν, 29 Μαΐου, η πόλις του Καζονδέ παρίστα ασυνήθη θέαν.
Οι ιθαγενείς έντρομοι έμενον έγκλειστοι εις τας καλύβας των.
Ποτέ δεν είχον ίδει μήτε βασιλέα όστις ελέγετο ότι είχε θείαν ουσίαν, μήτε απλούν υπουργόν αποθνήσκοντας διά τοιούτου φρικώδους θανάτου.
Είχον ήδη καύσει τινός των ομοίων των, και οι γηραιότεροι δεν ηδύναντο να λησμονήσωσι μαγειρικάς τινας προετοιμασίας σχετικάς προς την ανθρωποφαγίαν.
Εγίνωσκον λοιπόν πόσον δυσκόλως εκτελείται η όπτησις ανθρωπίνου σώματος και ιδού ο βασιλεύς των και ο υπουργός του εκάησαν μόνοι αφ' εαυτών.
Τούτο τοις εφαίνετο και ώφειλε πράγματι να τοις φανή ανεξήγητον!
Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ έμενε κατάκλειστος εις την οικίαν του.
Ηδύνατο να φοβήται μήπως τον καταστήσωσιν υπεύθυνον επί τω συμβάντι εκείνω.
Ο Νεγορός τω έδωκε να εννοήση τι συνέβη, και τον ειδοποίησε να
προφυλάττηται.
Εάν απεδίδετο ο θάνατος του Μοΐνη Λούγγα εις αυτόν, θα ήτο κακή υπόθεσις, από της οποίας δεν θα ηδύνατο ίσως να απαλλαγή άνευ κινδύνου.
Αλλ' ο Νεγορός συνέλαβε καλήν ιδέαν. Διά των φροντίδων του, ο Αλβέζ διέδωκε την φήμην ότι ο θάνατος εκείνος του κυριάρχου του Καζανδέ ήτο υπερφυσικός, ότι ο μέγας Μανιτού τον επεφύλλασσε μόνον διά τους εκλεκτούς αυτού, και οι ιθαγενείς, λίαν επιρρεπείς εις την δεσιδαιμονίαν, δεν εβράδυναν να πιστεύσωσιν εις τον μύθον τούτον. Το πυρ το εξερχόμενον εκ των σωμάτων του βασιλέως και του υπουργού του εγένετο πυρ ιερόν. Δεν έμενε δε πλέον άλλο, ειμή να τιμήσωσι τον Μοΐνην Λούγγαν διά κηδείας αξίας ανδρός υψωθέντος εις την τάξιν των θεών.
Η κηδεία αύτη, μεθ' όλων των αφρικανικών τελετών ήτο κατάλληλος ευκαιρία εις τον Νεγορόν όπως περιπλέξη και τον Δικ Σανδ. Πόσον αίμα έμελλε να στοιχίση ο θάνατος εκείνος του βασιλέως Μοΐνη Λούγγα, δυσκόλως θα το επίστευέ τις, εάν οι περιηγηταί της κεντρώας Αφρικής, μεταξύ δε άλλων ο υποπλοίαρχος Καμερών, δεν ανέφερον γεγονότα ανεπίδεκτα αμφισβητήσεως.
Η φυσική κληρονόμος του βασιλέως του Καζονδέ ήτο η βασίλισσα Μοΐνα.
Διατάττουσα την άνευ αναβολής εκτέλεσιν των επικηδείων τελετών εδείκνυε
κυριαρχικήν εξουσίαν και απεμάκρυνε τοιουτοτρόπως τους απαιτητάς, μεταξύ δε
άλλων τον βασιλέα εκείνον του Ουκουζού όστις εδείκνυε διαθέσεις να αφαρπάση
τα κυριαρχικά δικαιώματα του Καζονδέ. Πλην τούτου η Μοΐνα δι' αυτό τούτο ότι
εγίνετο βασίλισσα, απέφευγε την σκληράν τύχην την επιφυλασσομένην εις τας
άλλας συζύγους του μακαρίτου, και συγχρόνως απηλάσσετο των νεωτέρων, καθ'
ων ως πρώτη χρονολογικώς ώφειλεν αναγκαίως να έχη παράπονα. Το αποτέλεσμα
δε τούτο συνέφερεν ιδιαιτέρως εις την αγρίαν φύσιν της μεγαίρας εκείνης.
Ανήγγειλε λοιπόν δι' όλων των σαλπίγγων, ότι η κηδεία του μακαρίτου βασιλέως
έμελλε να γίνη την επομένην εσπέραν μεθ' όλων των εν χρήσει εθιμοτυπιών.
Ουδεμία διαμαρτυρία ηκούσθη, μήτε εν τη αυλή μήτε εν τω ιθαγενεί πληθυσμώ. Ο
Αλβέζ και οι άλλοι σωματέμποροι ουδέν είχον να φοβηθώσιν εκ της αναρρήσεως
της βασιλίσσης εκείνης Μοΐνας. Διά τινων δώρων, διά τινων κολακειών, ευκόλως
θα ηδύνατο να λάβωσιν επ' αυτής επιρροήν. Λοιπόν η βασιλική κληρονομία
μετεβιβάσθη άνευ δυσκολιών. Μόνον εις το χαρέμιον επεκράτησε φόβος, και
δικαίως.
Αι προπαρασκευαστικαί εργασίαι της κηδείας ήρχισαν την αυτήν εκείνην ημέραν. Εις το άκρον της μεγάλης οδού του Καζονδέ έρρεε βαθύς και χειμαρώδης ρύαξ, παραπόταμος του Κουάγγου.
Τον ρύακα εκείνον έπρεπε να μεταστρέψωσιν όπως αποξηρανθή η κοίτη αυτού· εις την κοίτην εκείνην ώφειλε να ορυχθή ο βασιλικός λάκκος· μετά τον ενταφιασμόν δε, ο ρύαξ θα επανελάμβανε την τακτικήν πορείαν του.
Οι ιθαγενείς ησχολήθησαν δραστηρίως να αναγείρωσι διάφραγμα δυνάμενον να αναγκάση τον ρύακα να διανοίξη προσωρινήν κοίτην διά της πεδιάδος του Καζονδέ. Κατά την τελευταίαν εικόνα της επικηδείου τελετής το διάφραγμα εκείνο θα συνετρίβετο, και ο χείμαρος θα επέστρεφεν εις την αρχαίαν αυτού κοίτην.
Ο Νεγορός προώριζε τον Δικ Σανδ να συμπληρώση τον αριθμόν των θυμάτων, όσα έμελλον να θυσιασθώσιν επί του τάφου του βασιλέως. Υπήρξε μάρτυς ακατασχέτου οργίλου κινήματος του νεαρού δοκίμου, ότε ο Χάρρης τω ανήγγειλε τον θάνατον της κυρίας Βέλδων και του μικρού Ζακ. Ο Νεγορός άνανδρος κακούργος δεν θα εξετίθετο να υποστή την αυτήν τύχην, ην υπέστη ο συνένοχος αυτού. Αλλά τώρα, ενώπιον αιχμαλώτου στερεώς δεδεμένου χείρας και πόδας, υπέθεσεν ότι ουδέν είχεν να φοβηθή και απεφάσισε να τον επισκεφθή.
Ο Νεγορός ήτο εκ των αθλίων εκείνων οίτινες δεν αρκούνται μόνον να βασανίζωσι τα θύματά των, έχουσιν ωσαύτως ανάγκην να ευφραίνωνται εις την θέαν των βασάνων των.
Μετέβη λοιπόν περί το μέσον της ημέρας εις το παράπηγμα, ένθα ο Δικ Σανδ εκρατείτο φρουρούμενος· εκεί σφικτά δεδεμένος έκειτο ο νεαρός δόκιμος, σχεδόν εντελώς εστερημένος τροφής από είκοσι και τεσσάρων ωρών, εξεσθενημένος υπό των προλαβουσών αθλιοτήτων, βασανιζόμενος από τα δεσμά του, άτινα εισήρχοντο εις τας σάρκας του, μόλις δυνάμενος να στραφή, αναμένων τον θάνατον, όσον και αν ήτο σκληρός, ως τέρμα τοσούτων δεινών. Εν τούτοις εις την θέαν του Νεγορού εφρικίασεν ολόκληρος, και εποίησεν ορμέμφυτόν τινα αγώνα όπως θραύση τα δεσμά τα κωλύοντα αυτόν, να ορμήση κατά του αθλίου εκείνου και τον τιμωρήση. Αλλά και αυτός ο Ηρακλής δεν θα ηδύνατο να συντρίψη ταύτα. Εννόησε λοιπόν ότι άλλου είδους πάλη έμελλε να συναφθή μεταξύ αυτών των δύο, και οπλιζόμενος δι' αταραξίας, ο Δικ Σανδ περιωρίσθη να παρατηρή τον Νεγορόν, κατά πρόσωπον απόφασιν έχων να μη τον τίμηση δι' αποκρίσεως, ό,τι δήποτε και αν έλεγε.
— Ενόμισα καθήκον μου, τω είπεν ο Νεγορός αρχόμενος, να έλθω να χαιρετίσω διά τελευταίαν φοράν τον νεαρόν πλοίαρχόν μου και να τω είπω πόσον λυπούμαι, διότι δεν κυβερνά πλέον εδώ, ως εκυβέρνα άλλοτε εις το «Πίλγριμ».
Βλέπων δε ότι ο Δικ Σανδ δεν απεκρίνατο.
— Λοιπόν, πλοίαρχε, μήπως δεν αναγνωρίζετε τον αρχαίον μάγειρόν σας; Εν τούτοις έρχεται να λάβη τας διαταγάς σας και να σας ερωτήση τι να ετοιμάση διά το πρόγευμά σας.
Και συγχρόνως ο Νεγορός ώθει κτηνωδώς διά του ποδός τον εκτάδην κείμενον επί του εδάφους δόκιμον.
— Πλην τούτου, έχω και άλλην ερώτησιν να σας απευθύνω νέε μου, πλοίαρχε. Δύνασθε τέλος να μοι εξηγήσετε πώς, θέλων να πλησιάσετε την αμερικανικήν παραλίαν, κατορθώσατε να φθάσετε εις την Αγγόλαν όπου ευρίσκεσθε;
Ο Δικ Σανδ δεν είχε πλέον βεβαίως ανάγκην των λόγων τούτων του Πορτογάλου όπως εννοήση ότι είχε μαντεύσει ορθώς, όταν ανεγνώρισε τέλος ότι η πυξίς του «Πίλγριμ» είχε διαταραχθή υπό του προδότου εκείνου. Αλλ' η ερώτησις του Νεγορού περιείχεν ομολογίαν. Απεκρίθη λοιπόν και εις την ερώτησιν ταύτην διά σιωπής περιφρονητικής.
— Θα ομολογήσετε, πλοίαρχε, ότι είναι ευτύχημα δι' υμάς, ότι ευρέθη εις το πλοίον είς ναυτικός, αληθής ναυτικός. Άνευ αυτού πού θα ευρισκόμεθα, Ύψιστε Θεέ! Αντί να απολεσθήτε επί τινος σκοπέλου, εφ' ού θα σας έρριπτεν η τρικυμία, χάρις εις αυτόν ευρέθητε εις λιμένα φιλικόν, και εάν οφείλετε είς τινα ότι ευρίσκεσθε τέλος εις μέρος ασφαλές, το οφείλετε εις τον ναυτικόν τούτον, τον οποίον έχετε άδικον να περιφρονήτε, νεαρέ μου κύριε.
Ταύτα λέγων ο Νεγορός, του οποίου η φαινομένη αταραξία δεν ήτο άλλο ειμή
αποτέλεσμα φοβερού αγώνος, επλησίασε το πρόσωπόν του προς το του Δικ Σανδ·
η όψις του τοσούτον θηριώδης εγένετο, ώστε ήθελέ τις πιστεύσει ότι έμελλε να τον
καταβροχθίση. Η μανία του κακούργου εκείνου δεν ηδυνήθη επί πλέον να
συγκρατηθή.
— Έκαστος με την σειράν του ανέκραξεν αίφνης εν τω παροξυσμώ της
μανίας, ην εξερέθιζεν εν αυτώ η αταραξία του θύματός του. Σήμερον εγώ είμαι ο
πλοίαρχος, εγώ είμαι ο κύριος. Η ζωή σου είναι εις χείρας μου.
— Λάβε την, τω απεκρίθη ο Σανδ χωρίς να συγκινηθή. Αλλ' ήξευρεν ότι εις
τον ουρανόν υπάρχει εκδικητής όλων των εγκλημάτων, και η τιμωρία σου δεν είναι
μακράν.
— Εάν ο Θεός ασχολήται περί των ανθρώπων, καιρός είναι να ασχοληθή
περί σου.
— Είμαι έτοιμος να εμφανισθώ ενώπιον του υπερτάτου Κριτού, απεκρίθη
ψυχρώς ο Δικ Σανδ, και δεν φοβούμαι τον θάνατον·
— Θα ίδωμεν τούτο! εβρυχήθη ο Νεγορός. Ελπίζεις ίσως εις οίαν δήποτε βοήθειαν! Βοήθειαν εις Καζονδέ, όπου ο Αλβέζ και εγώ είμεθα πανίσχυροι, είσαι τρελλός. Υποθέτεις ίσως ότι οι σύντροφοί σου είναι εισέτι εδώ, ο γέρων Τωμ εκείνος και οι άλλοι. Απατάσαι. Ούτοι προ πολλού επωλήθησαν και απήλθον εις Ζανζιβάρ, θα είναι δε πολύ ευτυχείς εάν δε αποθάνωσι καθ' οδόν.
— Ο Θεός έχει μυρία μέσα να τιμωρήση απήντησεν ο Δικ Σανδ. Το ελάχιστον όργανον δύναται να τω αρκέση. Ο Ηρακλής είναι ελεύθερος.
— Ο Ηρακλής!, ανέκραξεν ο Νεγορός πλήττων την γην διά του ποδός· προ πολλού εφαγώθη υπό των λεόντων και πανθήρων, και λυπούμαι μόνον διότι τα άγρια θηρία προέλαβον την εκδίκησίν μου.
— Εάν ο Ηρακλής απέθανεν, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ο Δίγγος όμως ζη. Κύων ως αυτός, Νεγορέ, είναι περισσότερον παρ' ό,τι εχρειάζεται διά να καταβάλη άνθρωπον ως σε. Σε γνωρίζω κατά βάθος, Νεγορέ, δεν είσαι γενναίος. Ο Δίγγγος σε ζητεί, θα σε επανεύρη και θα σε σπαράξη διά των οδόντων του.
— Άθλιε! ανέκραξεν ο Νεγορός έξω φρενών. Άθλιε! Ο Δίγγος απέθανε διά της σφαίρας την οποίαν τω έρριψα. Απέθανεν ως η κυρία Βέλδων και ο υιός της απέθανεν ως θα αποθάνωσι οι επιζώντες του «Πίλγριμ».
— Και καθώς θα αποθάνης και συ μετ' ολίγον! απεκρίθη ο Δικ Σανδ, του
οποίου το ατάραχον βλέμμα κατέστησε τον Πορτογάλον πελιδνόν.
Ο Νεγορός, έξαλλος εκ της οργής έμελλε να μεταβή εκ των λόγων εις τα κινήματα
και να πνίξη διά των χειρών του τον άοπλον εχθρόν του. Ήδη είχεν ορμήσει κατ'
αυτού και τον έσειε μετά μανίας, ότε αιφνιδία σκέψις τον ανεχαίτισεν. Εννόησεν
ότι έμελλε να φονεύση το θύμα του, ότι τα πάντα θα ετελείωνον, και ότι
τοιουτοτρόπως θα απηλάσσετο των εικοσιτεσσέρων ωρών αγωνίας τας οποίας τω
επεφύλαττεν. Ανηγέρθη λοιπόν, είπεν λέξεις τινάς εις τον φύλακα, όστις έμενεν
ακίνητος, τω συνέστησε να επαγρυπνή αυστηρότερον επί του δεσμώτου, και
εξήλθε του παραπήγματος.
Η σκηνή αύτη, αντί να καταβάλη, απέδωκεν εξ εναντίας εις τον Δικ Σανδ όλην την
ηθικήν του δύναμιν. Η φυσική ενεργητικότης του υπέστη εκ τούτου τον αντίκτυπον
και ανέκτησε την προτέραν ισχύν. Μη άρα γε ο Νεγορός, ότε ερρίφθη κατ' αυτού
λυσσωδώς, εχαλάρωσεν ολίγον τα δεσμά άτινα μέχρι εκείνης της στιγμής καθίστων
εις αυτόν παν κίνημα αδύνατον; Πιθανόν, καθότι ο Δικ Σανδ εννόησεν ότι τα μέλη
του ήσαν μάλλον ευκίνητα ή όσον ήσαν προ της αφίξεως του δημίου του. Ο νεαρός
δόκιμος, αισθανόμενος ανακούφισιν, εσκέφθη ότι θα ηδύνατο ίσως να
απελευθερώση τους βραχίονάς του άνευ μεγάλου αγώνος. Φυλαττόμενος ως
εφυλάσσετο εν ειρκτή στερεώς κεκλεισμένη, βεβαίως τούτο ουδέν άλλο θα ήτο ή
μία στενοχώρια, έν μαρτύριον ολιγώτερον, αλλ' υπάρχουσιν εν τω βίω στιγμαί, καθ'
ας και η ελαχίστη ανάπαυσις είναι ανεκτίμητος.
Βεβαίως ο Δικ Σανδ ουδέν ήλπιζεν. Ουδεμία ανθρωπίνη βοήθεια ηδύνατο να το έλθη ειμή έξωθεν αλλά τοιαύτη πόθεν θα τω ήρχετο; Είχε λοιπόν αποκαρτερήσει και το αληθές είναι ότι μήτε ήθελε πλέον να ζήση. Εσκέπτετο τους προαποθανόντας και ουδέν άλλο επόθει ή να ενωθή μετ' αυτών.
Ο Νεγορός τω επανέλαβεν ό,τι τω είπεν ήδη ο Χάρρης· η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ είχον αποθάνει. Ήτο δε λίαν πιθανόν ότι και ο Ηρακλής, εκτεθείς εις τόσους κινδύνους, υπέστη φρικώδη θάνατον. Ο Τωμ και οι σύντροφοί του ήσαν μακράν, απώλοντο δι' αυτόν αιωνίως ο Δικ Σανδ ώφειλε να πιστεύση τούτο. Θα ήτο εσχάτη αφροσύνη να ελπίζη άλλο τι ή το τέρμα των δεινών του διά θανάτου όστις δεν θα ηδύνατο να είναι τρομερότερος της ζωής του. Ητοιμάζετο λοιπόν να αποθάνη, αναθέτων εις τον Θεόν τα λοιπά, και ζητών παρ' αυτού να τον ενισχύη μέχρι της τελευταίας στιγμής.
Αλλ' η του Θεού σκέψις είναι σκέψις καλή και ευγενής. Δεν υψοί τις εις αυτήν την ψυχήν του προς Εκείνον, όστις δύναται τα πάντα και αφού εγένετο ολόκληρος η θυσία, εάν ηδύνατο να ίδη μέχρι του βάθους της καρδίας του Δικ Σανδ, θα ανεκάλυπτεν ίσως τελευταίαν λάμψιν, λάμψιν εκείνην ην άνωθεν πνοή δύναται να μεταβάλη, εναντίον όλων των πιθανοτήτων, εις φως απαστράπτον.
Αι ώραι διέρρευσαν. Η νυξ επήλθεν. Αι ακτίνες της ημέρας αι διερχόμενοι διά των καλάμων του παραπήγματος εξηφανίσθησαν ολίγον κατ' ολίγον. Οι τελευταίοι θόρυβοι της αγοράς, ήτις κατά την ημέραν εκείνην υπήρξε λίαν σιωπηλή, μετά την ταραχήν της προτεραίας, οι τελευταίοι εκείνοι θόρυβοι εσβέσθησαν.
Βαθύτατον σκότος εγένετο εντός της στενής φυλακής. Μετ' ολίγον δε τα πάντα ανεπαύοντο εν τη πόλει Καζονδέ.
Ο Δικ Σανδ απεκοιμήθη ύπνον επανορθωτικόν διαρκέσαντα δύο ώρας. Μετά τούτο αφυπνίσθη, έτι μάλλον ενδυναμωθείς. Κατώρθωσε να απελευθερώση των δεσμών ένα των βραχιόνων του, εξωγκωμένον ήδη ολίγον, και ησθάνθη ανέκφραστον ηδονήν συστέλλων και διαστέλλων αυτόν κατά βούλησιν.
Η νυξ είχε διέλθει κατά το ήμισυ περίπου. Ο φύλαξ εκοιμάτο ύπνον βαρύν οφειλόμενον εις φιάλην οινοπνεύματος, της οποίας η σπασμωδική χειρ του εκράτει έτι το στόμιον. Ο Δικ Σανδ έσχε τότε την ιδέαν να λάβη τα όπλα του δεσμοφύλακός του, τα οποία ηδύναντο μεγάλως να τον οφελήσωσιν εν περιπτώσει αποδράσεως· ενόμισεν όμως και εκείνην την στιγμήν ότι ήκουσεν ελαφρόν ξυσμόν εις το κατώτερον μέρος της θύρας του παραπήγματος. Βοηθούμενος υπό του βραχίονός του, κατώρθωσε να φθάση έρπων μέχρι της φλοιάς χωρίς να αφυπνίση τον φύλακα.
Ο Δικ Σανδ δεν είχεν απατηθή. Ο ξυσμός εξακολούθει μάλλον ευδιάκριτος. Εφαίνετο ότι έξωθεν έσκαπτον το έδαφος από την θύραν. Ήτο ζώον τι; ήτο άνθρωπος;
— Ο Ηρακλής! εάν ήτο ο Ηρακλής! εσκέφθη ο νεαρός δόκιμος.
Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν επί του φύλακός του όστις έμενε ακίνητος υπό
την επιρροήν βαρέως ύπνου. Ο Δικ Σανδ ηδύνατο να διακινδυνεύση ψιθυρίζων το
όνομα του Ηρακλέους.
Στεναγμός τις ως υπόκωφος και θρηνητική υλακή, τω απήντησε.
— Δεν είναι ο Ηρακλής, είπε καθ' εαυτόν ο Δικ Σανδ αλλ' είναι ο Δίγγος.
Με ωσφράνθη μέχρις αυτού του παραπήγματος. Μήπως με φέρει λέξιν τινά του
Ηρακλέους; Αλλ' εάν ο Δίγγος δεν απέθανεν, ο Νεγορός εψεύσθη, και ίσως . . .
Κατ' εκείνην την στιγμήν πους κυνός διήλθεν υπό την θύραν. Ο Δικ Σανδ τον
έψαυσε και ανεγνώρισε τον πόδα του Δίγγου.
Αλλ' εάν είχεν επιστόλιόν τι, το επιστόλιον εκείνο δεν ηδύνατο να είναι προσδεδεμένον ειμή εις τον τράχηλόν του. Ήτο δυνατόν να μεγαλώση αρκούντως την οπήν εκείνην, ώστε ο Δίγγος να δυνηθή να περάση την κεφαλήν του; Εν πάση περιπτώσει, έπρεπε να δοκιμάση τούτο.
Αλλά μόλις ο Δικ Σανδ ήρχισε να ορύττη το έδαφος διά των ονύχων του, υλακαί αίτινες δεν ήσαν του Δίγγου ηκούσθησαν εις την πλατείαν. Το πιστόν ζώον είχεν ανακαλυφθή υπό των ιθαγενών κυνών, και έπρεπε βεβαίως να φύγη. Πυροβολισμοί τίνες ηκούσθησαν.
Ο φύλαξ αφυπνίσθη κατά το ήμισυ. Ο Δικ Σανδ, μη δυνάμενος πλέον να σκεφθή περί αποδράσεως, αφού εξηγέρθη η προσοχή, έπρεπε να κυλισθή πάλιν εις την γωνίαν του, και μετά θανάσιμον προσδοκίαν είδεν ανατέλλουσαν την ημέραν εκείνην, ήτις θα ήτο άνευ επιούσης δι' αυτόν.
Καθ' όλην εκείνην την ημέραν, αι εργασίαι των νεκροθαφτών εξηκολούθησαν
μετά δραστηριότητος.
Μέγας αριθμός ιθαγενών έλαβον μέρος εις αυτάς υπό την διεύθυνσιν του
πρωθυπουργού της βασιλίσσης Μοΐνας. Τα πάντα ώφειλον να είναι έτοιμα κατά
την ορισθείσαν ώραν, επί ποινή ακρωτηριασμού, καθότι η νέα ηγεμονίς υπέσχετο
να ακολουθήση κατά γράμμα τα ίχνη του μακαρίτου βασιλέως.
Τα ύδατα του ρύακος εστράφησαν, και εν τη αποξηρανθείση κοίτη ωρύχθη ο μέγας λάκκος εις βάθος δέκα ποδών, επί μήκους πεντήκοντα και πλάτους δέκα.
Περί το τέλος της ημέρας ήρχισαν να τον επιστρώνωσιν, εις το βάθος και εις το μήκος των πλευρών, διά γυναικών ζωσών, εκλεχθεισών μεταξύ των αιχμαλώτων του Μοΐνη Λούγγα. Συνήθως αι δυστυχείς αύται, θάπτονται ζώσαι. Αλλά προκειμένου περί του παραδόξου και ίσως θαυμασίου θανάτου του Μοΐνη Λούγγα, είχεν αποφασισθή να πνιγώσι πλησίον του σώματος του αυθέντου των (16) .
Συνήθεια ωσαύτως επικρατεί, ώστε να ενδύωσι τον αποθανόντα βασιλέα διά των πλουσιοτέρων ενδυμάτων του πριν καταβιβάσωσιν αυτόν εις τον τάφον.
Αλλά την φοράν ταύτην, επειδή δεν απέμενον ειμή κεκαυμένα τινά οστά εξ
όλου του βασιλικού σώματος, καθίστατο επάναγκες να γίνη άλλη εργασία.
Κατεσκευάσθη καλάμινον ανδρείκελον, όπερ παρίστα αρκούντως, ίσως δε και
κολακευτικώς, τον Μοΐνην Λούγγαν, και ενέκλεισαν εν αυτώ τα λείψανα τα
διασωθέντα εκ της αποτεφρώσεως. Τότε το ανδρείκελον περιεβλήθη βασιλικά
ενδύματα — και γνωρίζομεν ότι τα ράκη ταύτα δεν ήσαν ακριβά — και δεν
ελησμόνησαν να το περικοσμήσωσι διά των περίφημων διόπτρων του εξαδέλφου
Βενεδίκτου. Εις την γελοιωδίαν εκείνην υπήρχε τι κωμικόν τρομερόν.
Η τελετή έμελλε να γίνη μετά φώτων και εν μεγάλη παρατάξει. Όλοι οι κάτοικοι του
Καζονδέ, ιθαγενείς ή μη, ώφειλον να παρευρεθώσιν.
Ότε επήλθεν η εσπέρα, μακρά συνοδεία κατήλθε την κυρίαν οδόν από της αγοράς μέχρι του τόπου της ταφής. Κραυγαί, χοροί επικήδειοι, επωδοί των μάγων, κρότοι οργάνων, πυροβολισμοί παλαιών όπλων του οπλοστασίου, ουδέν παρημελήθη.
Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ, ο Κοΐμβρας, ο Νεγορός, οι άραβες σωματέμποροι, οι
φυλακές των, επηύξησαν τας τάξεις του λαού του Καζονδέ. Ουδείς ανεχώρησεν εκ
της μεγάλης αγοράς. Η βασίλισσα Μοΐνα δεν επέτρεπε τούτο, και δεν ήτο φρόνιμον
να παραβώσι τας διαταγάς εκείνης, ήτις εξησκείτο εις το κυριαρχικόν
επάγγελμα.
Το σώμα του βασιλέως, κατακλιθέν εν φορείω εφέρθη εις τας τελευταίας τάξεις της
συνοδείας. Περιεκυκλούτο υπό των δευτερευουσών συζύγων του, τινές των οποίων
έμελλον να τον συνοδεύσωσι και πέραν του βίου. Η βασίλισσα Μοΐνα εν μεγάλη
στολή ώδευεν όπισθεν του δυναμένου να ονομασθή νεκρικού άρματος.
Ήτο τελεία νυξ, ότε όλοι έφθασαν εις τας όχθας του ρύακος αλλ' αι εκ ρητίνης δάδες κινούμεναι υπό των διαφόρων έρριπτον επί του πλήθους μεγάλας λάμψεις φωτός.
Τότε λάκος εφάνη διακεκριμένως. Ήτο επεστρωμένος διά σωμάτων μαύρων και
ζώντων, καθότι εκινούντο από τας αλύσεις τας συνδεούσας αυτά μετά του
εδάφους. Πεντήκοντα αιχμάλωτοι περιέμενον εκεί να κλείση πάλιν ο χείμαρρος επ'
αυτών, το πλείστον νεαρών ιθαγενών, άλλων μεν εγκαρτερουσών και σιωπηλών,
άλλων δε στεναζουσών γοερώς.
Αι σύζυγοι, κεκοσμημέναι ως εν εορτή είχον εκλεχθή υπό της βασιλίσσης. Η μία εξ
αυτών, ήτις έφερε τον τίτλον δευτέρας συζύγου, εκυρτώθη επί των χειρών και των
ποδών όπως χρησιμεύση ως βασιλικόν εδώλιον, ως έπραττεν ότε έζη ο βασιλεύς
και η τρίτη σύζυγος υπεστήριζε το ανδρείκελον, καθ' όν καιρόν η τετάρτη
κατεκλίνετο παρά τους πόδας αυτού εν είδει προσκεφαλαίου.
Ενώπιον του ανδρεικέλου, εις την άκραν του λάκκου, πάσσαλος βεβαμμένος
ερυθρός υψούτο από της γης.
Εις τον πάσσαλον εκείνον ήτο δεδεμένος λευκός τις, όστις έμελλε να καταλογισθή και αυτός μεταξύ των θυμάτων της αιματηράς εκείνης κηδείας.
Ο λευκός εκείνος ήτο ο Δικ Σανδ. Το ημίγυμνον σώμα του έφερε τα σημεία των
βασάνων, άτινα υπέστη κατά διαταγήν του Νεγορού. Δεδεμένος εις τον πάσσαλον
εκείνον περιέμενε τον θάνατον, ως άνθρωπος ελπίζων μόνον εις άλλην ζωήν.
Εν τούτοις δεν έφθασεν έτι η στιγμή, καθ' ήν το πρόφραγμα έπρεπε να θραυσθή.
Εις σημείον τι της βασιλίσσης η τετάρτη σύζυγος, κατακειμένη εις τους πόδας
του βασιλέως, εσφάγη υπό του δημίου του Καζονδέ, και το αίμα αυτής έρρευσεν εν
τω λάκκω.
Τούτο ήτο η έναρξις της φρικώδους ανθρωποθυσίας. Πεντήκοντα δούλαι έπεσαν
υπό το φάσγανον των σφαγέων, η κοίτη του ποταμού εκύλιε κύματα αίματος.
Επί ημίσειαν ώραν κραυγαί των θυμάτων συνανεμίγησαν εις τας κραυγάς των
παρισταμένων, και ματαίως θα ανεζήτει τις εις το πλήθος εκείνο αίσθημα
αποστροφής ή οίκτου.
Τέλος η βασίλισσα Μοΐνα εποίησε χειρονομίαν τινα και το περίφραγμα όπερ
εκράτει τα ανώτερα ύδατα, ήρχισε να ανοίγεται ολίγον κατ' ολίγον. Χάριν
πλειοτέρας σκληρότητος άφησαν να διηθήται το ανώτερον ρεύμα αντί να
εισορμήση διά μιας. Ήτο ο βραδύς θάνατος αντί του αιφνιδίου.
Το ύδωρ έπνιξε πρώτον την σειράν των αιχμαλώτων διά της οποίας ήτο εστρωμένον το βάθος του λάκκου. Φρικώδη άλματα εγίνοντο υπό των ζωσών εκείνων γυναικών, αίτινες επάλαιον κατά της ασφυξίας. Ο Δικ Σανδ, βεβυθισμένος εις το ύδωρ μέχρι γωνάτων, εφάνη αποπειραθείς τελευταίον τινα αγώνα, όπως συντρίψη τα δεσμά του.
Αλλά το ύδωρ ανήλθεν. Αι τελευταίοι κεφαλαί εγένοντο άφαντοι υπό τον χείμαρρον, όστις επαναλάμβανε την πορείαν του, και ουδέν εδείκνυε πλέον ότι εις το βάθος του ποταμού εκείνου ωρύχθη τάφος εν τω οποίω εκατό θύματα ετάφησαν προς τιμήν του βασιλέως Καζονδέ.
Η γραφίς θα ήτο αδύνατον να ζωγραφίση τοιαύτας εικόνας, εάν η μέριμνα της
αληθείας δεν επέβαλλε το καθήκον να περιγράψη αυτός εν τη φρικαλέα αυτών
πραγματικότητι. Ο άνθρωπος τοιούτος είναι εις τας θλιβεράς εκείνας χώρας.
Ουδενί πλέον επιτρέπεται να αγνοή τούτο.
ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΝ ΠΡΑΚΊΟΡΕΙΟΥ
Ο Χάρρης και ο Νεγορός εψεύσθησαν ειπόντες ότι η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ
απέθανον. Και εκείνη και εκείνος και ο εξάδελφος Βενέδικτος ευρίσκοντο τότε εν
Καζονδέ.
Μετά την κατά του μυρμηκώνος έφοδον μετεφέρθησαν πέραν του
στρατοπέδου του Κοάνζα υπό του Χάρρη και του Νεγορού, τους οποίους
συνώδευον δωδεκάς ιθαγενών στρατιωτών.
Φορείον τι ή εγχωρία «κιτάνδα» εδέχθη την κυρίαν Βέλδων και τον μικρόν Ζακ.
Διατί αι περιποιήσεις εκείναι εκ μέρους ανθρώπου ως τον Νεγορόν; Η κυρία
Βέλδων δεν ετόλμα να εξηγήση τούτο.
Η από Κοάνζα εις Καζονδέ οδός εγένετο ταχέως και άνευ καμάτου. Ο εξάδελφος
Βενέδικτος τον οποίον αι κακουχίαι εφαίνοντο ότι ουδόλως επηρέαζον, εβάδιζε
σταθερώ τω βήματι.
Επειδή δε τον άφινον να περιπλανάται δεξιά και αριστερά, ουδόλως εσκέπτετο να
παραπονεθή. Έφθασε λοιπόν η μικρά συνοδεία εις Καζονδέ οκτώ ημέρας προ της
αφίξεως της συνοδείας του Ιβν Χαμή. Η κυρία Βέλδων εκλείσθη μετά του τέκνου
της και του εξαδέλφου Βενεδίκτου εν τω καταστήματι του Αλβέζ.
Οφείλομεν να σπεύσωμεν να είπωμεν, ότι ο μικρός Ζακ ήτο πολύ καλλίτερον εις την υγείαν του. Μετά την εκ της ελώδους χώρας αναχώρησιν ένθα προσεβλήθη υπό πυρετού, η κατάστασις αυτού ολίγον κατ' ολίγον εβελτιώθη, και τώρα είχε καλώς. Μήτε αυτός μήτε η μήτηρ του θα ηδύναντο να ανθέξωσιν εις τας κακουχίας της συνοδείας. Αλλ' υφ' ούς όρους εγίνετο η οδοιπορία εκείνη κατά την οποίαν τοις παρείχοντο περιποιήσεις τινές, ευρίσκοντο εις ευχάριστον κατάστασιν, φυσικώς τουλάχιστον.
Περί των συντρόφων αυτής, η κυρία Βέλδων ουδεμίαν είδησιν είχεν. Αφ' ότου
είδε τον Ηρακλέα φεύγοντα εις το δάσος, ηγνόει τι εγένετο ούτος. Όσον δ' αφορά
τον Δικ Σανδ, επειδή ο Χάρρης και ο Νεγορός δεν ήσαν πλέον εκεί όπως τον
βασανίζωσιν, ήλπιζεν ότι καθό λευκός, θα απηλλάσσετο ίσως κακής μεταχειρίσεως.
Αλλ' η Ναν, ο Τωμ, Βαρθολομαίος, ο Αυγουστίνος, ο Ακτέων ήσαν μαύροι, και ήτο
λίαν βέβαιον ότι θα τους μετεχειρίζοντο ως τοιούτους. Δυστυχείς άνδρες! οίτινες
ουδέποτε θα επάτουν την γην εκείνην της Αφρικής, εάν δεν επήρχετο η προδοσία
να τους ρίψη εκεί.
Ότε η συνοδεία του Ιβν Χαμή αφίκετο εις Καζονδέ, η κυρία Βέλδων, μηδεμίαν
έχουσα συγκοινωνίαν μετά των εκτός, δεν έμαθε την άφιξιν ταύτης.
Αλλ' ουδέ εκ των θορύβων της αγοράς ηδυνήθη να πληροφορηθή περί των διατρεχόντων. Δεν έμαθεν ότι ο Τωμ και οι μετ' αυτού επωλήθησαν εις σωματέμπορόν τινα του Ουζιζί και έμελλον να αναχωρήσωσι προσεχώς. Δεν εγνώριζε μήτε την τιμωρίαν του Χάρρη, μήτε τον θάνατον του Μοΐνη Λούγγα, μήτε τα της βασιλικής κηδείας, εις τα θύματα της οποίας συγκατελέχθη ο Δικ Σανδ. Η δυστυχής γυνή ευρίσκετο λοιπόν μόνη εν Καζονδέ εις την διάκρισιν των δουλεμπόρων, εις την εξουσίαν του Νεγορού, και όπως απαλλαγή αυτού, ουδέ να αποθάνη ηδύνατο να σκεφθή, αφού το τέκνον της ήτο μετ' αυτής.
Ηγνόει λοιπόν απολύτως η κυρία Βέλδων την τύχην ήτις την περιέμενε. Καθ' όλην την από Κοάνζα εις Καζονδέ πορείαν ο Χάρρης και ο Νεγορός ουδέ λέξιν τη απέτεινον. Από της αφίξεώς της, δεν είχεν επανίδει μήτε τον ένα μήτε τον άλλον, ουδέ ηδύνατο να εγκαταλείπη τον περίβολον, όστις περιέκλειε το ιδιαίτερον κατάστημα του πλουσίου δουλεμπόρου.
Είναι άρα γε ανάγκη να είπωμεν τώρα ότι η κυρία Βέλδων ουδεμίαν βοήθειαν εύρεν εκ μέρους του μεγάλου παιδίου της, του εξαδέλφου της Βενεδίκτου; Τούτο άλλως τε εννοείται.
Όταν ο άξιος επιστήμων έμαθεν ότι δεν ευρίσκετο ως υπέθετον επί της αμερικανικής ηπείρου, ουδόλως εφρόντισε να μάθη πώς τούτο συνέβη. Όχι! Το πρώτον κίνημα αυτού ήτο κίνημα πείσματος. Τωόντι, τα έντομα εκείνα τα οποία εφαντάζετο ότι αυτός πρώτος ανεκάλυψεν εν Αμερική, τα τσετσέ εκείνα και τα άλλα, ουδέν άλλο ήσαν ειμή απλούστατα εξάποδα αφρικανικά, τα οποία τόσοι φυσιολόγοι είχον εύρει προ αυτού εις τα μέρη της καταγωγής των. Ώχετο πλέον η δόξα να προσκολλήση το όνομά του εις τας ανακαλύψεις ταύτας. Τωόντι, τι το εκπληκτικόν εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος συνέλεξεν έντομα αφρικανικά, αφού ευρίσκετο εν Αφρική!
Αλλά, παρελθόντος του πρώτου πείσματος, ο εξάδελφος Βενέδικτος εσκέφθη ότι η «Γη των Φαραώ», ως την εκάλει πάντοτε, εκέκτητο απαράμιλλα εντομολογικά πλούτη, και ότι εάν δεν ευρίσκετο εις την «Γην των Ίνκα», δεν έχανεν όμως εκ της μεταβολής.
— Ε! επανελάμβανε καθ' εαυτόν και επανελάμβανε μάλιστα προς την
κυρίαν Βέλδων, ήτις ουδόλως τον ήκουεν, εδώ είναι η πατρίς των μαντικόρων, των
κολεοπτέρων εκείνων με τους μακρούς τριχωτούς πόδας, με τα συγκεκολλημένα
και κοπτερά έλυτρα, με τας μεγάλας σιαγόνας και των οποίων ο μάλλον
αξιοσημείωτος είναι ο φυματώδης μαντίκορος. Εδώ είναι η χώρα των καλοσώμων
με την χρυσήν αιχμνήν των γολιάθ της Γουινέας και του Γαβών, των όποιων οι
πόδες είναι πεπροικισμένοι δι' ακανθών· των στικτών ανθιδίων άτινα αποθέτουσι
τα ωά των εν τη κενή κογχύλη των λειμάκων· των ιερών ατεύχων, τους οποίους οι
Αιγύπτιοι της άνω Αιγύπτου ετίμων ως θεούς. Εδώ εγεννήθησαν αι νεκροκέφαλοι
σφίγγες αίτινες τώρα είναι διεσπαρμέναι εν όλη τη Ευρώπη, και οι «Ιδίαι Βιγότη»
των οποίων το δήγμα φοβούνται ιδιαιτέρως οι παράλιοι Σενεγάλοι. Ναι, εδώ
δύνανται να γίνωσι λαμπραί ανακαλύψεις, και θα ποιήσω αυτάς, εάν οι αγαθοί
αυτοί άνδρες το επιτρέψωσιν.
Ηξεύρομεν τίνες ήσαν οι αγαθοί εκείνοι άνδρες κατά των οποίων ουδέν παράπονον
είχεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Άλλως τε ως είπωμεν ήδη, ο εντομολόγος, εν τη
κοινωνία του Χάρρη και του Νεγορού, απελάμβανεν ολίγην τινά ελευθερίαν, της
οποίας ο Δικ Σανδ απολύτως εστερείτο κατά την οδοιπορίαν εκείνην της όχθης του
Κοάνζα. Ο απλοϊκός επιστήμων λίαν συνεκινήθη εκ της συγκαταβάσεως
εκείνης.
Τέλος ο εξάδελφος Βενέδικτος θα ήτο ο ευτυχέστατος των εντομολόγων, εάν δεν υφίστατο απώλειαν ήτις τον ελύπησε τα μέγιστα. Είχε μεν πάντοτε το κασσιτέρινον κιβώτιόν τον, αλλά τα δίοπτρά του δεν ωρθούντο πλέον επί της ρινός του, το μικροσκόπιον δεν εκρέματο πλέον εις τον λαιμόν του. Φυσιολόγος δε άνευ μικροσκοπίου και άνευ διόπτρων αδύνατον να υπάρξη.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος όμως προώριστο να μη επανίδη πλέον τα δύο ταύτα όργανα της οπτικής, επειδή είχον συνταφή μετά του βασιλικού ανδρεικέλου. Ούτω λοιπόν οσάκις εύρισκεν έντομόν τι, ηναγκάζετο να το χώνη εις τους οφθαλμούς του, όπως διακρίνη τα στοιχειωδέστατα αυτού συστατικά. Α! τούτο μεγάλως ελύπει τον εξάδελφον Βενέδικτον, και ευχαρίστως θα ηγόραζεν ακριβά έν ζεύγος διόπτρων, αλλά τοιούτον εμπόρευμα δεν εσυνηθίζετο εις τας αγοράς του Καζονδέ. Όπως δήποτε, ο εξάδελφος Βενέδικτος ηδύνατο να περιέρχεται ελευθέρως εις το κατάστημα του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ. Τον ενόμιζον ανίκανον να ζητήση να αποδράση.
Άλλως τε δε, υψηλόν περίφραγμα εχώριζε το πρακτορείον εκ των άλλων συνοικιών της πόλεως, και δεν ήτο εύκολον να το υπερβή τις.
Αλλ' εάν ήτο καλώς περιφραγμένον, είχεν όμως ενός μιλίου τουλάχιστον περιφερειών. Δένδρα, θάμνοι ιδιαίτεροι της Αφρικής, υψηλά χόρτα, ρύακες τινες, καλύβαι και παραπήγματα ήσαν πλειότερα παρ' όσα εχρειάζοντο, όπως αποκρύψωσι τα σπανιώτερα έντομα της ηπείρου, και να αποτελέσωσι τον πλούτον, αν όχι την ευδαιμονίαν, του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
Και πράγματι ανεκάλυψεν εξάποδά τινα, και μάλιστα ολίγον έλειψε να τυφλωθή θελήσας να τα σπουδάση άνευ διόπτρων, αλλά τέλος ηύξησε την πολύτιμον συλλογήν του και έρριψε τας βάσεις μεγάλου συγγράμματος περί της αφρικανικής εντομολογίας. Εάν δε επετύγχανε να ανακαλύψη νέον τι έντομον εις το οποίον να δώση το όνομά του, θα ήτο ο ευτυχέστατος των ανθρώπων.
Εάν το κατάστημα του Αλβέζ ήτο αρκούντως μέγα διά τους επιστημονικούς
περιπάτους του εξαδέλφου Βενεδίκτου, εις τον μικρόν Ζακ, όστις ηδύνατο να
περιφέρηται εν πάση ελευθερία εφαίνετο απέραντον. Αλλά το παιδίον εκείνο
ήκιστα επεζήτη τας τοσούτω φυσικάς εις την ηλικίαν του ηδονάς, σπανίως δε
εγκατέλιπε την μητέρα του, ήτις δεν ήθελε να τον αφίνη μόνον, και εφοβείτο
πάντοτε δυστύχημά τι. Ο μικρός Ζακ πολλάκις ωμίλει περί του πατρός του, τον
οποίον προ πολλού δεν είχεν ιδεί και εζήτει να επανέλθη πλησίον του. Εζήτει
πληροφορίας περί όλων, περί της γραίας Ναν, περί του φίλου του Ηρακλέους, περί
του Βαρθολομαίου, του Αυγουστίνου, του Ακτέωνος και περί του Δίγγου, όστις και
αυτός εφαίνετο ότι τον εγκατέλιπεν. Ήθελε να επανίδη τον σύντροφόν του Δικ
Σανδ. Η νεαρά φαντασία του, όλη τρυφερότης, έζη μόνον διά των αναμνήσεων. Εις
τας ερωτήσεις του η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο να αποκριθή, ειμή θλίβουσα αυτόν
εις τας αγκάλας της και κατασπαζομένη αυτόν. Παν ό,τι ηδύνατο να πράξη, ήτο να
μη κλαίη ενώπιον αυτού.
Εν τούτοις η κυρία Βέλδων παρετήρησεν ότι εάν δεν την μετεχειρίσθησαν κακώς
διαρκούσης της από Κοάνζα οδοιπορίας, ούτω και εν τω καταστήματι του Αλβέζ
ουδέν εμαρτύρει ότι έμελλον να μεταβάλωσι διαγωγήν προς αυτήν. Εν τω
πρακτορείω δεν υπήρχον πλέον ειμή αιχμάλωτοι υπηρετούντες τον δουλέμπορον.
Πάντες οι άλλοι, οι αποτελούντες το αντικείμενον του εμπορίου του, ήσαν
κεκλεισμένοι εις τα παραπήγματα, είτα δε επωλήθησαν εις τους μεσίτας του
εσωτερικού. Τώρα αι αποθήκαι του καταστήματος ήσαν μεσταί υφασμάτων και
ελαφαντοστού, υφασμάτων προορισμένων ν' ανταλαχθώσιν εις τας κεντρικάς
επαρχίας, ελεφαντοστού προωρισμένου να αποσταλή εις τας κυριωτάτας αγοράς
της ηπείρου.
Εν συντόμω ολίγιστοι υπήρχον εν τω πρακτορείω. Η κυρία Βέλδων κατείχε μετά του Ζακ καλύβην ιδιαιτέραν, ο εξάδελφος Βενέδικτος άλλην. Δεν συνεκοινώνουν μετά των υπηρετών του δουλεμπόρου. Έτρωγον εν κοινώ. Η τροφή κρέας αιγός ή προβάτου, όσπρια, μανιόκον, σόργον, εγχώριαι οπώραι, ήτο επαρκής. Η Χαλιμά, νεαρά δούλη, ειδικώς υπηρετούσα την κυρίαν Βέλδων, τη επεδείκνυε μάλιστα, ως ηδύνατο, είδος τι αγρίας μεν αγάπης αλλά βεβαίως ειλικρινούς
Η κυρία Βέλδων μόλις έβλεπε τον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ, όστις κατείχε την κυρίαν οικίαν πρακτορείου, και ουδέποτε έβλεπε τον Νεγορόν, κατοικούντα εκτός, του οποίου η απουσία ήτο ανεξήγητος. Η επιφύλαξις αύτη την εξέπληττε και την ανησύχει συγχρόνως.
— Τι θέλει; Τι εννοεί; έλεγε καθ' εαυτήν. Διατί μας παρέσυρεν εις Καζονδέ;
Τοιουτοτρόπως παρήλθον αι οκτώ ημέραι αι προγηθείσαι της αφίξεως της συνοδείας του Ιβν Χαμή, ήτοι αι δύο ημέραι προ της κηδείας και αι ακόλουθοι έξ.
Εν τω μέσω τόσης αγωνίας η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο να λησμονήση ότι ο σύζυγός της θα κατείχετο υπό φρικώδους απελπισίας μη βλέπων τους οικείους του επανερχομένους εις Άγιον Φραγγίσκον. Ο κύριος Βέλδων δεν ηδύνατο να ηξεύρη ότι η σύζυγός του έσχε την ολεθρίαν ιδέαν να ζητήση θέσιν εις το «Πίλγριμ» και ώφειλε να πιστεύη ότι είχεν επιβιβασθή εις έν των ατμοπλοίων της υπερωκεανείου εταιρίας. Τα ατμόπλοια εκείνα έφθανον τακτικώς, αλλ' ούτε ο Ζακ, ούτε ο εξάδελφος Βενέδικτος ευρίσκοντο εν αυτοίς. Πλην τούτου και αυτό το «Πίλγριμ» έπρεπε να είχεν επιστρέψει εις τον λιμένα. Αλλά δεν ενεφανίζετο και ο κύριος Βέλδων ώφειλε τώρα να το κατατάξη εις την κατηγορίαν των δι' έλλειψιν ειδήσεων υποτιθεμένων απολεσθέντων πλοίων. Και ποίος κεραυνός ενέσκηψεν επ' αυτόν την ημέραν καθ' ήν έλαβε παρ' ενός των εν Ωκλάνδη ανταποκριτών του την είδησιν του απόπλου του «Πίλγριμ» και της επιβιβάσεως της κυρίας Βέλδων; Τι έπραξεν; Ηρνήθη να πιστεύση ότι ο υιός του και αυτή απώλοντο εν τη θαλάσση. Αλλά τότε πού ώφειλε να στρέψη τας αναζητήσεις του; Προδήλως προς τας νήσους του Ειρηνικού, ίσως προς την αμερικανικήν παραλίαν. Αλλ' ουδέποτε, ναι, ουδέποτε, θα τω επήρχετο η ιδέα ότι ερρίφθη επί της ακτής της απαισίας εκείνης Αφρικής.
Ούτως εσκέπτετο η κυρία Βέλδων. Αλλά τι ηδύνατο να πράξη; Να φύγη; Πώς; Την επετήρουν εκ του σύνεγγυς! Και έπειτα να φύγη εσήμαινε να διακινδυνεύση εις τα πυκνά εκείνα δάση, εν τω μέσω μυρίων κινδύνων να επιχειρήση πορείαν μακροτέραν των διακοσίων μιλίων, μέχρις ου φθάση εις το παράλιον. Και εν τούτοις η κυρία Βέλδων είχεν απόφασιν να πράξη τούτο, και ουδέν άλλο μέσον εύρισκε προς ανάκτησιν της ελευθερίας της. Πριν τούτου όμως ήθελε να μάθη ακριβώς τους σκοπούς του Νεγορού.
Τέλος τους έμαθε.
Τη 6 Ιουνίου τρεις ημέρας μετά τον ενταφιασμόν του βασιλέως του Καζονδέ, ο Νεγορός εισήλθεν εις το πρακτορείον, ένθα δεν είχεν έτι εισέλθει από της επιστροφής του, και μετέβη κατ' ευθείαν εις την υπό της αιχμαλώτιδός του κατεχομένην καλύβην.
Η κυρία Βέλδων ήτο μόνη. Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξετέλει ένα των επιστημονικών περιπάτων του. Ο μικρός Ζακ υπό την επιτήρησιν της δούλης Χαλιμάς περιεφέρετο εις τον περίβολον του καταστήματος.
Ο Νεγορός ώθησε την θύραν της καλύβης, και άνευ άλλου προοιμίου,
— Κυρία Βέλδων, είπεν, ο Τωμ, και οι σύντροφοί του επωλήθησαν διά
τας αγοράς του Ουζιζί.
— Ο Θεός να τους προστατεύση! είπεν η κυρία Βέλδων απομάσσουσα
δάκρυ.
— Η Ναν απέθανε καθ' οδόν, ο Δικ Σανδ, θα απήλετο.
— Η Ναν απέθανε! Και ο Δικ! . . . ανέκραξεν η κυρία Βέλδων.
— Ναι δίκαιον ήτο ο δεκαπενταετής πλοίαρχος σας να πληρώση διά της ζωής του τον φόνον του Χάρρη, επανέλαβεν ο Νεγορός. Είσθε μόνη εν Καζονδέ, κυρία μόνη εις την εξουσίαν του αρχαίου μαγείρου του «Πίλγριμ»· εντελώς μόνη ακούετε!
Ό,τι έλεγεν ο Νεγορός ήτο αληθέστατον, ως και τα αφορώντα τον Τωμ και τους
συντρόφους του. Ο γέρων μαύρος, ο υιός του Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο
Αυγουστίνος είχον αναχωρήσει κατά την προτεραίαν μετά της συνοδείας του
δουλεμπόρου του Ουζιζί, χωρίς να έχωσι την παρηγορίαν να επανίδωσι την κυρίαν
Βέλδων, χωρίς μάλιστα να ηξεύρωσιν ότι η εν τη δυστυχία σύντροφος αυτών
ευρίσκετο εις Καζονδέ, εν τω καταστήματι του Αλβέζ. Είχον απέλθει εις την χώραν
των λιμνών απέχουσαν εκατοντάδας μιλίων, εις ην ολίγοι οι φθάνοντες και εξ ης
ολίγιστοι οι επιστρέφοντες.
— Λοιπόν, εψιθύρισεν η κυρία Βέλδων, παρατηρούσα τον Νεγορόν χωρίς να
απαντήση.
— Κυρία Βέλδων, επανέλαβεν ο Πορτογάλλος μετά βραχείας φωνής,
ηδυνάμην να εκδικηθώ καθ' υμών, διά τον κακόν προς εμέ τρόπον σας εντός του
Πίλγριμ. Αλλ' ο θάνατος του Δικ Σανδ αρκεί εις την εκδίκησίν μου. Τώρα γίνομαι
πάλιν έμπορος, και ιδού ποία είναι τα σχέδιά μου περί ημών.
Η κυρία Βέλδων, εξηκολούθει να τον παρατηρή χωρίς να προφέρη μήτε λέξιν.
— Υμείς επανέλαβεν ο Πορτογάλος, το τέκνον σας και ο βλαξ εκείνος
κυνηγός των μυιών, έχετε εμπορικήν αξίαν, την οποίαν σκοπεύω να
χρησιμοποιήσω. Λοιπόν θα σας πωλήσω.
— Αλλ' είμαι εκ φυλής ελευθέρας, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μετά τόνου
φωνής σταθερού.
— Είσθε αιχμάλωτος, εάν θέλω.
— Και τις θα αγοράση λευκήν;
— Άνθρωπος όστις θα πληρώση όσα τω ζητήσω.
Η κυρία Βέλδων εταπείνωσεν επί τινας στιγμάς την κεφαλήν, καθότι εγίνωσκεν
ότι τα πάντα ήσαν δυνατά εν τη φρικώδει εκείνη χώρα.
— Με ηκούσατε; επανέλαβεν ο Νεγορός.
— Τις είναι ο άνθρωπος εις τον οποίον θέλετε να με πωλήσητε; απεκρίθη η κυρία Βέλδων.
— Να σας πωλήσω ή να σας μεταπωλήσω . . . Τουλάχιστον τούτο
υποθέτω, προσέθηκεν ο Πορτογάλος γελών μυκτηριστικώς.
— Το όνομα αυτού του ανθρώπου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Ο άνθρωπος ούτος είναι ο Ιάκωβος Βέλδων, ο σύζυγός σας.
— Ο σύζυγός μου! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, μη δυναμένη να πιστεύση
ό,τι ήκουεν.
— Αυτός ο ίδιος κυρία Βέλδων, ο σύζυγός σας, εις τον οποίον θέλω ουχί να
αποδώσω αλλά να εξαναγκάσω να πληρώση την γυναίκα του, το τέκνον του και τον
εξάδελφόν του εκ περισσού.
Η κυρία Βέλδων εσκέφθη μη ο Νεγορός τη έστηνε παγίδα. Εν τούτοις εννόησεν ότι ωμίλει σπουδαιότατα. Εις ένα άθλιον διά τον οποίον το αργύριον είναι το παν, φαίνεται ότι δύναταί τις να εμπιστευθή όταν πρόκειται περί υποθέσεως.
— Και πότε σκοπεύετε να ενεργήσετε την επιχείρησιν ταύτην; επανέλαβεν η κυρία Βέλδων.
— Όσω το δυνατόν ταχύτερον.
— Πού;
— Εδώ, εδώ. Ο Ιάκωβος Βέλδων βεβαίως δεν θα διστάση να έλθη μέχρι του Καζονδέ να εύρη την γυναίκα του και τον υιόν του.
— Όχι, δεν θα διστάση . . . Αλλά τις θα τον ειδοποιήση;
— Εγώ, θα μεταβώ εις Άγιον Φραγκίσκον να εύρω τον Ιάκωβον Βέλδων. Έχω χρήματα διά τον πλουν.
— Τα χρήματα τα κλαπέντα εκ του «Πίλγριμ»,.
— Ναι . . . αυτά . . . και άλλα προσέτι, απεκρίθη αναιδώς ο Νεγορός. Αλλ' εάν θέλω να σας πωλήσω ταχέως, θέλω ωσαύτως να σας πωλήσω ακριβά. Φρονώ ότι ο Ιάκωβος Βέλδων δεν θα λυπηθή εκατόν χιλιάδας δολλάρια.
— Δεν θα τα λυπηθή, εάν δύναται να τα δώση, απεκρίθη ψυχρώς η κυρία Βέλδων. Νομίζω όμως ότι ο σύζυγός μου εις τον οποίον θα ειπήτε βεβαίως ότι κρατούμαι αιχμάλωτος εις Καζονδέ, εν τη κεντρική Αφρική . .
— Ακριβώς!
— Ο σύζυγός μου δεν θα σας πιστεύση άνευ αποδείξεων· και δεν θα είναι τόσον ασύνετος, ώστε να έλθη εις Καζονδέ πιστεύων εις μόνους τους λόγους σας.
— Θα έλθη, επανέλαβεν ο Νεγορός, εάν τω φέρω επιστολήν
γεγραμμένην παρ' υμών, ήτις θα τω αναγγέλλη την κατάστασίν σας, ήτις θα με
παραστά ως πιστόν θεράποντά σας, διαφυγόντα τας χείρας των αγρίων εκείνων . . .
— Ουδέποτε η χειρ μου θα γράψη τοιαύτην επιστολήν, απεκρίθη
ψυχρότερον η κυρία Βέλδων.
— Αρνείσθε; ανέκραξεν ο Νεγορός.
— Αρνούμαι.
Η σκέψις των κινδύνων ους θα διέτρεχεν ο σύζυγός της ερχόμενος εις Καζονδέ, η ολίγη πίστις ην έπρεπε να δώσωσιν εις τας υποσχέσεις του Πορτογάλου, η ευκολία την οποίαν θα είχεν ούτος να μην αφήση ελεύθερον τον Ιάκωβον Βέλδων, αφού ελάμβανε τα συμπεφωνηθέντα λύτρα, πάντες ούτοι οι λόγοι συνετέλεσαν ώστε ευθύς εξ αρχής η κυρία Βέλδων μη βλέπουσα ειμή εαυτήν, λησμονούσα και το τέκνον της, απέκρουσε την πρότασιν του Νεγορού.
— θα γράψετε αυτήν την επιστολήν, επανέλαβεν ούτος.
— Όχι, απεκρίθη πάλιν η κυρία Βέλδων.
— Α! προσέχετε! έκραξεν ο Νεγορός. Δεν είσθε μόνη εδώ. Το τέκνον
σας, ως υμείς είναι εις την εξουσίαν μου, και δύναμαι κάλλιστα . . .
Η κυρία Βέλδων ήθελε να αποκριθή, ότι τούτο θα ήτο αδύνατον. Η καρδία της
έπαλλε μέχρι διαρρήξεως· η φωνή της εκόπη.
— Κυρία Βέλδων, είπεν ο Νεγορός, θα σκεφθήτε περί της προτάσεώς μου.
Μετά οκτώ ημέρας ή θα μοι παραδώσετε επιστολήν προς τον Ιάκωβον Βέλδων ή θα
μετανοήσετε.
Και ταύτα ειπών ο Πορτογάλος απήλθε χωρίς να εκδηλώση την οργήν του· αλλ' ήτο εύκολον να ίδη τις ότι ουδέν θα τον ανεχαίτιζεν, όπως αναγκάση την κυρίαν Βέλδων να υπακούση.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΤΙΝΕΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΛΙΒΙΓΓΣΤΩΝΟΣ
Η κυρία Βέλδων, μείνασα μόνη, προσηλώθη κατ' αρχάς εις την σκέψιν ταύτην, ότι
θα παρήρχοντο οκτώ ημέραι πριν ή επανέλθη ο Νεγορός να τη ζητήση οριστικήν
απάντησιν. Ο χρόνος ούτος ήρκει να σκεφθή και να αποφασίση. Περί της
τιμιότητος του Πορτογάλου δεν ηδύνατο να γίνη λόγος, ειμή περί του συμφέροντος
αυτού. Η «εμπορική αξία» ην απέδιδεν εις την αιχμαλώτιδά του ηδύνατο
προδήλως να προφυλάξη αυτήν και να την απαλάξη, προσωρινώς τουλάχιστον,
από πάσης αποπείρας δυναμένης να περιαγάγη αυτήν εις κίνδυνον.
Ίσως θα εύρισκε μέσον, τινά τρόπον όστις θα τη επέτρεπε να αποδοθή εις τον σύζυγόν της, χωρίς ο Ιάκωβος Βέλδων να αναγκασθή να έλθη εις Καζονδέ.
Εγίνωσκε κάλλιστα ότι άμα ελάμβανεν επιστολήν της γυναικός του, ο Ιάκωβος Βέλδων ήθελεν αναχωρήσει, και ήθελεν αψηφήσει τους κινδύνους της μεταβάσεως εις τας κινδυνωδεστέρας χώρας της Αφρικής.
Αλλ' όταν ήρχετο εις Καζονδέ, όταν ο Νεγορός θα ελάμβανεν εις χείρας του τον πλούτον εκείνον των εκατόν χιλιάδων δολαρίων, ποίαν εγγύησιν θα είχον ο Ιάκωβος Βέλδων, η γυνή του, το τέκνον του, ο εξάδελφος Βενέδικτος, ότι θα τους άφινον ελευθέρους να αναχωρήσωσιν;
Ιδιοτροπία τις της βασιλίσσης Μοΐνας δεν ηδύνατο άρα γε να τους εμποδίση; Η «παράδοσις» εκείνη της κυρίας Βέλδων και των μετ' αυτής δεν θα εγίνετο υπό καλλιτέρας συνθήκας, εάν εγίνετο εις την παραλίαν εις μέρος τι ωρισμένον, οπότε ο Ιάκωβος Βέλδων θα απέφευγε και τους κινδύνους της εις το εσωτερικόν μεταβάσεως και την δυσχέρειαν, ίνα μη είπωμεν το αδύνατον της επανόδου;
Ταύτα εσκέπτετο η κυρία Βέλδων.
Τούτου ένεκα ηρνήθη ευθύς εξ αρχής να συγκατατεθή εις την πρότασιν του Νεγορού και να τω δώση την επιστολήν προς τον σύζυγόν της.
Εσκέφθη ωσαύτως ότι εάν ο Νεγορός ανέβαλε την δευτέραν επίσκεψιν μετά οκτώ ημέρας, έπραξε τούτο βεβαίως διότι είχεν ανάγκην του χρονικού τούτου διαστήματος όπως προετοιμάση τα της αναχωρήσεώς του, άλλως θα επανήρχετο ταχύτερον όπως βιάση την χείρα της·
— Μήπως θέλη αληθώς να με χωρίση από το τέκνον μου; εψιθύρισε.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Ζακ εισήλθεν εις την καλύβην, και εκ κινήματος ορμεμφύτου η μήτηρ του τον ήρπασεν, ως εάν ο Νεγορός ήτο εκεί έτοιμος να τον αποσπάση.
— Έχεις μεγάλην λύπην, μήτερ; ηρώτησε το μικρόν παιδίον . . .
— Όχι Ζακ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων. Εσκεπτόμην τον πατέρα σου. Θα ευχαριστείσο εάν τον έβλεπες;
— Ω, ναι, μήτερ. Μήπως θα έλθη;
— Όχι . . . όχι. Δεν πρέπει να έλθη!
— Λοιπόν, ημείς θα υπάγωμεν να τον επανεύρωμε;
— Ναι, Ζακ.
— Με τον φίλον μου Δικ . . . και τον Ηρακλέα και τον γέρο Τωμ;
— Ναι, ναι, ναι απεκρίθη η κυρία Βέλδων ταπεινούσα την κεφαλήν όπως
κρύψη, τα δάκρυά της.
— Μήπως σε έγραψεν ο πατήρ; ηρώτησεν ο μικρός Ζακ.
— Όχι φίλτατέ μου.
— Λοιπόν συ θα τω γράψης μήτερ.
— Ναι, ναι, ίσως . . απεκρίθη η κυρία Βέλδων.
Και χωρίς να το εννοήση ο μικρός Ζακ επενέβαινεν απ' ευθείας εις την σκέψιν
της μητρός του, ήτις ίνα μη αποκριθή άλλως, τον κατησπάσθη.
Αρμόζει τώρα να είπωμεν ότι εις τα διάφορα αίτια, άτινα παρεκίνησαν την κυρίαν
Βέλδων να αντιστή εις τας παρακελεύσεις του Νεγορού, προσετίθετο και έτερον
αίτιον, όπερ δεν ήτο άνευ αξίας. Η κυρία Βέλδων είχεν ίσως απροσδόκητόν τινα
ελπίδα να απελευθερωθή άνευ της επεμβάσεως του συζύγου της και μάλιστα
εναντίον της θελήσεως του Νεγορού. Τούτο μεν ήτο παύσις ελπίδος αορίστου έτι,
αλλ' όπως δήποτε ήτο ελπίς.
Τωόντι έκ τινων λέξεων ας ήκουσε προ πολλών ημερών, διείδε πιθανήν βοήθειαν προσεχώς, βοήθειαν δυνάμεθα ειπείν της θείας προνοίας.
Ο Αλβέζ και μιγάς τις του Ουζιζί συνδιαλέγοντο ολίγα βήματα μακράν της καλύβης, ην κατείχεν η κυρία Βέλδων. Δεν πρέπει να εκπλαγώμεν ότι το αντικείμενον της συνομιλίας των αξιοτίμων τούτων εμπόρων ήτο ακριβώς το δουλεμπόριον των μαύρων. Οι δύο μεσίται της ανθρωπίνης σαρκός ωμίλουν περί υποθέσεων. Συνεζήτουν περί του επιφυλασσομένου εις το εμπόριόν των μέλλοντος και είχον πολλάς ανησυχίας διά τας προσπαθείας, τας οποίας κατέβαλλον οι Άγγλοι όπως καταστρέψωσι αυτό, ου μόνον εις το εξωτερικόν διά των καταδρομικών πλοίων αλλά και εις το εσωτερικόν της ηπείρου διά των ιεραποστόλων και των περιηγητών.
Ο Ιωσίας Αντώνιος Αλβέζ ενόμιζεν ότι αι ανιχνεύσεις των τολμηρών εκείνων
μαχητών δεν ηδύναντο ειμή να βλάψωσι την ελευθέραν εξάσκησιν των εμπορικών
επιχειρήσεων. Ο μετ' αυτού συνδιαλεγόμενος συνεμερίζετο καθ' ολοκληρίαν τας
γνώμας του και εσκέπτετο ότι όλοι εκείνοι περιηγηταί πολιτικοί ή εκκλησιαστικοί,
έπρεπε να τουφεκίζωνται.
Τούτο συνέβαινεν ενίοτε· αλλά, προς μεγάλην δυσαρέσκειαν των εμπόρων, εάν
εφονεύοντό τινες των περιέργων εκείνων, διήρχοντο άλλοι οίτινες επιστρέφοντες
εις τας πατρίδας των διηγούντο, «μεγαλοποιούντες» ως έλεγεν ο Αλβέζ, τας
φρικαλεότητας της σωματεμπορίας, και τούτο έβλαπτε καιρίως το εμπόριον εκείνο,
όπερ πολύ εξηυτελίσθη ήδη.
Ο μιγάς συνεφώνει και ελεεινολόγει τούτο, προ πάντων δε όσον αφορά τας αγοράς
του Νυαγγέ, του Ουζιζί, της Ζανζιβάρης και όλης της χώρας των μεγάλων λιμνών.
Εκεί είχον έλθει διαδοχικώς ο Σπέκε, ο Γραντ, ο Λίβιγγστων, ο Στάνλεϋ και άλλοι.
Ήτο επιδρομή. Μετ' ολίγον όλη η Αγγλία και όλη η Αμερική ήθελον καταλάβει την
χώραν.
Ο Αλβέζ, παρεπονείτο ειλικρινώς εις τον συνάδελφόν του και ωμολόγει ότι αι
επαρχίαι της δυτικής Αφρικής μέχρι τότε είχον ολιγώτερον κακοποιηθή, ήτοι είχον
ολιγωτέρους περιηγητάς· αλλ' η επιδημία των περιηγητών τούτων ήρχιζε να
διαδίδεται. Εάν το Καζονδέ ήτο απηλλαγμένον, η Κασάγγα όμως και το Βιχέ, ένθα ο
Αλβέζ εκέκτητο πρακτορεία, υφίσταντο τας εφόδους αυτών. Ενθυμούμεθα μάλιστα
ότι ο Χάρρης ωμίλησεν εις τον Νεγορόν περί τινος υποπλοιάρχου Καμερών, όστις
είχε την αξίωσιν να διέλθη την Αφρικήν απ' άκρου εις άκρον εισερχόμενος διά της
Ζανζιβάρης και εξερχόμενος διά της Αγγόλας.
Τωόντι ο σωματέμπορος είχε δίκαιον να φοβήται, και γνωρίζομεν ότι μετά τινα έτη ο Καμερών προς νότον και ο Στάνλεϋ προς βορράν έμελλον να εξερευνήσωσι τας αγνώστους εκείνας δυτικάς επαρχίας, να περιγράψωσι τας διαρκείς τερατωδίας της σωματεμπορίας, να αποκαλύψωσι την κακούργον συμμετοχήν των ξένων πρακτόρων και να επιρρίψωσι την ευθύνην όπου έδει.
Την εξερεύνησιν ταύτην του Καμερών και του Στάνλεϋ, μήτε ο Αλβέζ μήτε ο μιγάς ηδύναντο έτι να γνωρίζωσιν, αλλ' ό,τι εγίνωσκον, ότι είπον, ό,τι ήκουσεν η κυρία Βέλδων, ότι μεγάλως την ενδιέφερεν, εν ενί λόγω ότι υπεστήριξεν αυτήν εις την άρνησίν της να ενδώση εις τας απαιτήσεις του Νεγορού ήτο το εξής.
Πιθανόν εντός ολίγου ο δόκτωρ Δαβίδ Λίβιγγστων θα έφθανεν εις Καζονδέ.
Άρα η άφιξις του Λιβιγγστώνος μετά της συνοδείας του, η μεγάλη επιρροή ην έχαιρεν εν Αφρική ο μέγας περιηγητής, η συνδρομή των πορτογαλικών αρχών της Αγγόλας, ήτις δεν θα τη έλειπε, ταύτα πάντα ηδύναντο να απελευθερώσωσι την κυρίαν Βέλδων και τους μετ' αυτής, παρά την θέλησιν του Νεγορού και του Αλβέζ. Θα επανήρχοντο ίσως λίαν προσεχώς εις την πατρίδα των, χωρίς ο Ιάκωβος Βέλδων να ριψοκινδυνεύση την ζωήν του επιχειρών ταξείδιον, του οποίου η έκβασις ηδύνατο να αποβή απαισία.
Αλλ' υπήρχεν άραγε πιθανότης τις ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων έμελλε προσεχώς να επισκεφθή το μέρος εκείνο της ηπείρου; Ναι, καθότι ακολουθών το δρομολόγιον τούτο, έμελλε να συμπληρώση την εξερεύνησιν της κεντρώας Αφρικής.
Γνωστός είναι ο ηρωικός βίος του υιού του μικρού τεϊοπώλου του Βλαντύρ, χωρίου της κομητείας του Λανάρκ· γεννηθείς την 13 Μαρτίου 1813 ο Δαβίδ Λίβιγγστων, το δευτερότοκον των έξ τέκνων, συμπληρώσας τας θεολογικάς και ιατρικάς σπουδάς του, μετά την δοκιμασίαν αυτού εν τη ιεραποστολική εταιρεία του Λονδίνου, απεβιβάσθη εις το Ακρωτήριον, κατά το 1840, σκοπόν έχων να συναντήση τον ιεραπόστολον Μοφφάτ εν τη μεσημβρινή Αφρική.
Από του Ακρωτηρίου, ο μέλλων κεριηγητής μετέβη εις την χώραν των Βεχουάνων, ην εξερεύνησε κατά πρώτον, επανήλθεν εις Κουρούμαν, ενυμφεύθη την θυγατέρα του Μοφφάτ, την ηρωικήν σύντροφον, ήτις έμελλε να γίνη αξία αυτού, και κατά το 1843 ίδρυσεν ιεραποστολήν εν τη κοιλάδι της Μαβότσας.
Μετά τέσσαρα έτη τον ευρίσκομεν εγκατεστημένον εν Κολοβέγγη διακόσια είκοσι πέντε μίλια προς βορράν των Κουρούμαν, εις την χώραν των Βαχουάνων.
Δύο έτη μετέπειτα, το 1849, ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε την Κολοβέγγην μετά της γυναικός του, των τριών τέκνων του, και δύο φίλων, των κ. κ. Όσβελ και Μούρραιυ. Τη 1 Αυγούστου του αυτού έτους ανακάλυψε την λίμνην Νγάμην και επανέκαμψεν εις Κολοβέγγην, κατερχόμενος την διεύθυνσιν του Ζούγα.
Κατά την πορείαν ταύτην ο Λίβιγγστων, κωλυόμενος υπό της κακοβουλίας των ιθαγενών, δεν ηδυνήθη να υπερβή την Νγάμην.
Δευτέρα απόπειρα δεν υπήρξεν ευτυχεστέρα. Η τρίτη έμελλε να επιτύχη. Επαναλαβών τότε την προς βορράν πορείαν μετά της οικογενείας του και του κ. Όσβελ, μετά φρικώδη δεινοπαθήματα, έλειψιν τροφίμων, έλλειψιν ύδατος, άτινα ολίγον έλλειψε να θανατώσωσι τα τέκνα του, αφού ώδευσε κατά μήκος του Χοβέ, παραποτάμου του Ζαμβέση, έφθασεν εις την χώραν των Μακαλόλων. Ο αρχηγός αυτών Σεβιτουανέ τον συνήντησεν εις Λινυαντί. Κατά τα τέλη του Ιουνίου 1851 ανεκαλύφθη ο Ζαμβέσης, και ο δόκτωρ επανήλθεν εις το Ακρωτήριον, όπως αποστείλη την οικογένειαν αυτού εις την Αγγλίαν.
Ο ακαταδάμαστος Λίβιγγστων ήθελε να μείνη μόνος και να ριψοκινδυνεύση μόνος την ζωήν του εις την τολμηράν περιοδείαν, την οποίαν έμελλε να επιχειρήση.
Την φοράν ταύτην προέκειτο, αναχωρών εκ του Ακρωτηρίου, να διέλθη πλαγίως την Αφρικήν από νότου προς δυσμάς, ούτως ώστε να φθάση εις τον Άγιον Παύλον της Λοάνδας.
Ο δόκτωρ ανεχώρησε μετά τινων ιθαγενών τη 3 Ιουνίου 1852. Έφθασεν εις Κουρούμαν και παρεπορεύθη την έρημον του Καλαχαρή. Τη 31 Δεκεμβρίου εισήλθεν εις Λιτουβαρούβαν και επανεύρε την χώραν των Βεχουάνων, λεηλατηθείσαν υπό των Βοέων, αρχαίων ολλανδών αποίκων οίτινες ήσαν κύριοι του Ακρωτηρίου προ της καταλήψεως αυτού υπό των Άγγλων.
Ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε την Λιτουβαρούβαν τη 15 Ιανουαρίου 1853, εισέδυσεν εις το κέντρον της χώρας των Βαμαγγουάτων, και τη 23 Μαΐου έφθασεν εις Λινυαντί, ένθα ο νεαρός ηγεμών των Μακαλόλων Σεκελετού τον υπεδέξατο μετά μεγάλης τιμής.
Εκεί ο δόκτωρ, κωλυόμενος υπό σφοδρού πυρετού, κατέγινε να σπουδάση τα ήθη της χώρας, και τότε κατά πρώτον ηδυνήθη να παρατηρήση τας καταστροφάς τας γινομένας διά σωματεμπορίου εν Αφρική.
Μετά ένα μήνα, κατήλθε το ρεύμα του Χοβέ, έφθασεν εις τον Ζαμβέσην
εισήλθεν εις Νανιελέ, επεσκέφθη την Κατόγγαν και την Λιβόνταν, έφθασεν εις τον
ομόρρουν του Ζαμβέση και εκ του Λεέβα εσχημάτησε το σχέδιον να ανέλθη διά του
ποταμίου τούτου μέχρι των δυτικών πορτογαλικών κτήσεων, και μετά ενέα μηνών
απουσίαν επανήλθεν εις Λινυαντί, όπως προετοιμασθή.
Τη 11 Νοέμβριου 1853 ο δόκτωρ, συνοδευόμενος υπό είκοσι επτά Μακαλόλων,
εγκατέλιπε το Λινυαντί, και τη 27 Δεκεμβρίου έφθασεν εις το στόμιον του Λεέβα,
του οποίου ανήλθεν το ρεύμα μέχρι της γης των Βαλόνδων, εκεί ένθα δέχεται τον
Μακόνδον ερχόμενον εξ ανατολών. Τότε κατά πρώτον λευκός εισέδυεν εις την
χώραν εκείνην.
Τη 14 Ιανουαρίου, ο Λίβιγγστων έφθασεν εις την πρωτεύουσαν του Σιντέ, του
ισχυροτέρου ηγεμόνος των Βαλόνδων, όστις τον υπεδέχη καλώς, και τη 26 του
αυτού μηνός, αφού διέβη τον Λεέβαν, έφθασε προς τον βασιλέα Κατεμά. Εκεί τω
εγένετο πάλιν καλή υποδεξίωσις. Αναχωρήσας δε μετά της μικράς συνοδείας του,
εστρατοπέδευσε τη 20 Φεβρουαρίου εις τας όχθας της λίμνης Διλολό.
Από του μέρους εκείνου, χώρα δύσβατος, απαιτήσεις των ιθαγενών, επιθέσεις των
φυλών, επαναστάσεις των εταίρων του, απειλαί θανάτου, τα πάντα συνώμοσαν
εναντίον του Λιβιγγστώνος, και αν ήτο άλλος τις ολιγώτερον ενεργητικός θα
παρητείτο της επιχειρήσεως. Ο δόκτωρ αντέσχε, και τη 4 Απριλίου έφθασεν εις τας
όχθας του Κουάγγου, ευρέος ρεύματος όπερ σχηματίζει τα ανατολικά όρια των
πορτογαλικών κτήσεων και εκβάλλει προς άρσιν εν τω Ζαΐρω.
Μετά έξ ημέρας, ο Λίβιγγστων εισήλθεν εις Κασάγγην, ένθα ο σωματέμπορος Αλβέζ
τον είδε κατά την διάβασίν του, και τη 31 Μαΐου έφθασεν εις Άγιον Παύλον της
Λοάνδας. Τότε κατά πρώτον και μετά δύο ετών περιοδείαν η Αφρική εξηρευνήθη
λοξοειδώς από μεσημβρίας προς δυσμάς.
Τη 24 Σεπτεμβρίου του αυτού έτους ο Δαβίδ Λίβιγγστων εγκατέλιπε την Λοάνδαν. Παρεπορεύθη την δεξιάν όχθην του Κοάνζα εκείνου του τοσούτον απαισίου εις τον Δικ Σανδ και τους μετ' αυτού, έφθασεν εις τον ομόρρουν του Λομβέ, συναντήσας πολλάς συνοδείας δούλων, διήλθε πάλιν διά της Κασάγγας, ανεχώρησε τη 30 Φεβρουαρίου, διέπλευσε τον Κουάγγον και έφθασεν εις την Καβάβαν του Ζαμβέση. Τη 8 Ιουνίου επανεύρε την λίμνην Διλολό, επανείδε την Σχιντέ, κατήλθε τον Ζαμβέση και εισήλθεν εις Λινυαντί την οποίαν εγκατέλιπε τη 30 Νοεμβρίου 1855.
Το δεύτερον τούτο μέρος της περιοδείας, όπερ έμελλε να επαναφέρη τον δόκτορα προς την ανατολικήν ακτήν, επεραίου εντελώς την διέλευσιν εκείνην της Αφρικής από δυσμών προς ανατολάς.
Αφού επεσκέφθη τους περιφήμους καταρράκτας της Βικτωρίας, «τον βροτώδη καπνόν», ο Δαβίδ Λίβιγγστων εγκατέλιπε τον Ζαμβέσην και κατευθύνθη προς το βορειανατολικόν μέρος. Διήλθε διά της χώρας των Βατοκά, ιθαγενών απεκτηνομένων εκ της εισπνεύσεως του καννάβεως, επεσκέφθη τον Σεμαλεμπουέ, ισχυρόν αρχηγόν της χώρας, διέπλευσε τον Καφουέ, επανήλθεν εις τον Ζαμβέσην, επεσκέφθη τον Βασιλέα Μπουρούμαν, εθεώρησε τα ερείπια του Ζούμβου, αρχαίας πορτογαλικής πόλεως, συνήντησε τον αρχηγόν Μπενδέ τη 17 Ιανουαρίου 1856, πολεμούντα τότε κατά των Πορτογάλων και τέλος έφθασεν εις Τετέ, επί των οχθών του Ζαμβέση τη 2 Μαρτίου. Ούτοι ήσαν οι κύριοι σταθμοί του δρομολογίου εκείνου. Τη 22 Απριλίου ο Λίβιγγστων εγκατέλιπε τον σταθμόν τούτον, πλούσιον άλλοτε, κατήλθε μέχρι του δέλτα του ποταμού, και έφθασεν εις Κουιλιμανέ τη 20 Μαΐου, τέσσαρα έτη μετά την εκ του Ακρωτηρίου ανεχώρησιν. Τη 12 Ιουλίου επεβιβάσθη κατευθυνόμενος εις Μαυρίκιον, και τη 22 Δεκεμβρίου επέστρεψεν εις Αγγλίαν μετά δεκαεξαετή απουσίαν . . .
Βραβείον της Γεωγραφικής εταιρείας των Παρισίων, μέγα μετάλλιον της Γεωγραφικής εταιρείας του Λονδίνου, υποδοχαί λαμπραί, ουδέν έλλειψεν εις τον διάσημον περιηγητήν. Έτερος εις την θέσιν του ήθελεν νομίσει ότι έπρεπε να αναπαυθή. Αλλ' ο δόκτωρ δεν εσκέφθη τοιούτο τι, και αναχωρήσας τη 1 Μαρτίου 1858 μετά του αδελφού του Καρόλου, του πλοιάρχου Βαδενφιέλδ, των ιατρών Κιρκ και Μέλλερ, και των κ. κ. Θόρντων και Βαΐνες, έφθασε κατά Μάιον εις τα παράλια της Μοζαμβίκης, σκοπόν έχων να εξετάση το λεκανοπέδιον του Ζαμβέση.
Δεν έμελλον να επανέλθωσι πάντες εκ της εκστρατείας ταύτης.
Μικρόν ατμόπλοιον, το «Μα-Ρόβερ», επέστρεψεν εις τους εξερευνητάς να αναπλεύσωσι τον μέγαν ποταμόν διά του στομίου του Κογγονέ. Έφθασαν εις Τετέ τη 8 Σεπτεμβρίου. Εξέτασις του κάτω ρεύματος του Ζαμβέση και του Χιρέ, του αριστερού ομόρρου του κατ' Ιανουάριον του 1859, επίσκεψις της λίμνης Χιρούας κατ' Απρίλιον, εξερεύνησις της γης των Μαγγάνγια, ανακάλυψις της λίμνης Νυάσας τη 10 Σεπτεμβρίου, επιστροφή εις τους καταρράκτας Βικτωρίας τη 9 Αυγούστου 1860, άφιξις του επισκόπου Μάκενση και των ιεραποστόλων του εις το στόμιον του Ζαμβέση τη 31 Ιανουαρίου 1861, εξερεύνησις του Ροβούμα κατά Μάρτιον, επάνοδος εις την λίμνην Νυάσαν κατά Σεπτέμβριον 1861 και διαμονή μέχρι τέλους του Οκτωβρίου· τη 30 Ιανουαρίου 1862 άφιξις της κυρίας Λιβιγγστώνος και δευτέρου ατμοπλοίου, της «λαίδης Νυάσας», τοιαύτα υπήρξαν τα αξιοσημείωτα γεγονότα των πρώτων ετών της νέας ταύτης εκστρατείας.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο επίσκοπος Μάκενση και είς των ιεραποστόλων είχον ήδη υποκύψει εις τον νοσηρόν του κλίματος, και τη 27 Απριλίου η κυρία Λιβιγγστώνος απεβίωσεν εις τας αγκάλας του συζύγου της.
Κατά Μάιον ο Λίβιγγστων επεχείρησε δευτέραν κατόπτευσιν του Ροβούμα, είτα
δε, κατά τα τέλη Νοεμβρίου εισήλθεν εις τον Ζαμβέσην, ανέπλευσε τον Χιρέ,
απώλεσε τον εταίρον του Θόρντων, απέστειλεν οπίσω εις την Ευρώπην τον
αδελφόν του Κάρολον και τον ιατρόν Κιρκ, εξηντλημένος εκ των νόσων και τη 10
Νοεμβρίου διά τρίτην φοράν επανήλθεν εις Νυάσαν, της οποίας συνεπλήρωσε την
υδρογραφίαν.
Μετά τρεις μήνας μετέβη πάλιν εις το στόμιον του Ζανζιβάρη και τη 20 Ιουλίου
1864 μετά πενταετή απουσίαν έφθασεν εις Λονδίνον, όπου εδημοσίευσεν το
σύγγραμά του επιγραφόμενον: «Εξερεύνησις του Ζαμβέση και των παραποτάμων
αυτού».
Τη 2 Ιανουαρίου 1866 ο Λίβιγγστων απεβιβάσθη εκ νέου εις Ζανζιβάρην. Τότε ήρχιζε την τετάρτην περιοδείαν του.
Τη 8 Αυγούστου, αφού παρευρέθη εις τας φρικώδεις σκηνάς, ας προεκάλει η δουλεμπορεία εις εκείνας τας χώρας, ο δόκτωρ μη έχων μεθ' εαυτού την φοράν ταύτην ειμή ολίγους σιπάγιους και ολίγους μαύρους, μετέβη εις Μοκαλαοζέ, επί των οχθών της Νυάσας. Μετά έξ εβδομάδας, οι πλείστοι των ανδρών της συνοδείας του έφευγον, επέστρεφον εις Ζανζιβάρην και διέδιδον ψευδώς την είδησιν του θανάτου του Λιβιγγστώνος.
Εκείνος όμως δεν ωπισθοχώρει. Ήθελε να επισκεφθή την περιλαμβανομένην μεταξύ της Νυάσας και της λίμνης Ταγγανίκας. Τη 10 Δεκεμβρίου οδηγούμενος παρά τινων ιθαγενών, διέπλευσε το ποτάμιον Λοαγγουά και τη 2 Απριλίου 1807 ανεκάλυψε την λίμνην Λιέμβαν. Εκεί έμειναν ένα μήνα μεταξύ ζωής και θανάτου. Τη 30 Αυγούστου, μόλις αναρρώσας, έφθασεν εις την λίμνην Μοέρο, ης επεσκέφθη την βόρειον όχθην, και τη 21 Νοεμβρίου εισήλθεν εις την πόλιν Καζονβέ, ένθα διέμεινε τεσσαράκοντα ημέρας, κατά τας οποίας ανενέωσε δις την εξερεύνησιν της λίμνης Μοέρο.
Από Καζονβέ ο Λίβιγγστων διηυθύνθη προς βορράν, σκοπόν έχων να φθάση εις την σπουδαίαν πόλιν Ουζιζί επί της Ταγγανίκας. Καταληφθείς υπό των πλημμυρών, εγκαταλειφθείς υπό των οδηγών του, ηναγκάσθη να επανέλθη εις Καζονβέ, κατήλθε πάλιν προς νότον τη 6 Ιουνίου, και μετά έξ εβδομάδας έφθασεν εις την μεγάλην λίμνην Βαγγουέολο. Εκεί διέμεινε μέχρι της 9 Αυγούστου και εζήτησε τότε να ανέλθη προς την Ταγγανίκαν.
Οποίον ταξείδιον! Από της 7 Ιανουαρίου 1869 η αδυναμία του ηρωικού δόκτορος ήτο τοιαύτη, ώστε έπρεπε να τον βαστάζωσι. Κατά Φεβρουάριον, έφθασε τέλος εις την λίμνην και μετά ταύτα εις Ουζιζί, ένθα εύρεν αντικείμενά τινα σταλέντα αυτώ υπό της ανατολικής εταιρείας της Καλκούτης.
Ο Λίβιγγστων μίαν μόνην ιδέαν είχε τότε, να φθάση εις τας πηγάς ή την κοιλάδα του Νείλου αναπλέων την Ταγγανίκαν. Τη 21 Σεπτεμβρίου ήτο εις Βαμβαρέ της Μανιουέμας, χώρος των ανθρωποφάγων, και έφθασεν εις τον Λοουλάβαν — τον Λαουλάβαν εκείνον τον οποίον ο μεν Καμερών υπώπτευσεν, ο δε Στάνλεϋ ανεκάλυψεν ότι δεν ήτο ειμή ο άνω Ζαΐρος ή Κόγγος. Εν Μαμοχέλα ο δόκτωρ έμεινεν ογδοήκοντα ημέρας ασθενής, έχων τρεις μόνον υπηρέτας. Τη 21 Ιουλίου 1871 ανεχώρησε πάλιν διά την Ταγγανίκαν και τη 23 Οκτωβρίου μόλις επέστρεψεν εις Ουζιζί. Ήτο σκελετός.
Εν τούτοις, προ της εποχής ταύτης επί πολύ, ουδεμίαν είχον είδησιν περί του περιηγητού. Εν Ευρώπη ηδύνατο να τον νομίζωσιν αποθανόντα. Αυτός ο ίδιος σχεδόν είχεν απολέσει την ελπίδα ότι ήθελόν ποτε τον βοηθήσει.
Ένδεκα ημέρας μετά την εις Ουζιζί επιστροφήν του τη 3 Νοεμβρίου, πυροβολισμοί ηκούσθησαν εις απόστασιν ενός τετάρτου μιλίου από της λίμνης. Ο δόκτωρ έδραμεν εκεί. Λευκός τις ήτο ενώπιόν του.
— Είσθε ο δόκτωρ Λίβιγγστων, ως υποθέτω.
— Μάλιστα, απεκρίθη ούτος, εγείρων το σκιάδιόν του και μετ' ευμενούς μειδιάματος.
Και συνέσφιγξαν αλλήλων τας χείρας. Ευχαριστώ τον Θεόν, επανέλαβεν ο λευκός, ότι μοι επέτρεψε να σας συναντήσω.
— Είμαι ευτυχής, είπεν ο Λίβιγγστων διότι ευρέθην εδώ, όπως σας υποδεχθώ.
Ο λευκός ήτο ο Αμερικανός Στάνλεϋ, πευθήν του «Κήρυκος της Νέας Υόρκης» τον οποίον ο κ. Βενέτ, διευθυντής της εφημερίδος, είχεν αποστείλει προς αναζήτησιν του Δαβίδ Λιβιγγστώνος.
Κατά μήνα Οκτώβριον του 1870, ο Αμερικανός εκείνος, χωρίς να διστάση, χωρίς να είπη τι, αλλ' απλώς ως ήρως, επεβιβάσθη εις Βομβάην διά την Ζανζιβάρην, και ακολουθήσας περίπου το δρομολόγιον του Σπέκε και του Βούρτων, μετά πολλάς κακουχίας και αφού πολλάκις η ζωή του ηπειλήθη, έφθασεν εις Ουζιζί.
Οι δύο περιηγηταί, γενόμενοι φίλοι εξέδραμον τότε προς βορράν της
Ταγγανίκας. Επεβιβάσθησαν εις πλοίον, επροχώρησαν μέχρι του ακρωτηρίου
Μεγάλα και μετά λεπτομερή εξερεύνησιν εσχημάτισαν την ιδέαν ότι η μεγάλη
λίμνη ελάμβανε τα ύδατα αυτής έκ τινος ομόρρου του Λαουλάβα. Τούτο και ο
Καμερών και αυτός ο Στάνλεϋ ηθέλησε να παραδεχθώσιν απολύτως μετά τινα έτη.
Τη 12 Δεκεμβρίου ο Λίβιγγστων και ο φίλος του επέστρεψαν εις Ουζιζί.
Ο Στάνλεϋ ητοιμάσθη να απέλθη. Τη 27 Δεκεμβρίου μετά οκταήμερον πλουν, ο
δόκτωρ και αυτός έφθασεν εις Ουρίμβαν, είτα δε, τη 23 Φεβρουαρίου, εισήλθον
εις Κουϊχάραν.
Η 12 Μαρτίου ήτο ημέρα αποχαιρετισμού.
— Εξετελέσατε, είπεν ο δόκτωρ εις τον φίλον του, ό,τι ολίγιστοι θα
έπραττον, και πολύ καλλίτερον μεγάλων τινών περιηγητών. Σας ευγνωμονώ διά
τούτο. Ο Θεός να σας οδηγή, φίλε μου, και να σας ευλογή.
— Είθε, είπεν ο Στάνλεϋ λαμβάνων την χείρα του Λιβιγγστώνος, είθε να επανέλθητε σώος και υγιής μεταξύ ημών, φίλτατε δόκτωρ.
— Ο Στάνλεϋ απεσπάσθη βιαίως εκ της περιπτύξεως εκείνης και επέστρεψε το πρόσωπον ίνα μη φανώσι τα δάκρυά του.
— Χαίρε, δόκτωρ, αγαπητέ μου φίλε, είπε μετά φωνής πεπιγμένης.
— Χαίρε απεκρίθη ασθενώς ο Λίβιγγστων.
Ο Στάνλεϋ ανεχώρησε, και τη 12 Ιουλίου 1872 απέβη εις Μασσαλίαν.
Ο Λίβιγγστων έμελλε να επαναλάβη τας εξερευνήσεις του. Τη 25 Αυγούστου, αφού διέμεινε πέντε μήνας εν Κουιχάρα συνοδευόμενος υπό των μαύρων υπηρετών του — Σουζή Χούμα και Αμοδά, υπό δύο άλλων υπηρετών του Ιακώβου Βαινβράιτ και πεντήκοντα έξ ανδρών αποσταλέντων υπό του Στάνλεϋ διευθύνθη προς νότον της Ταγγανίκας.
Μετά ένα μήνα η συνοδεία έφθασεν εις Μούραν εν μέσω καταιγίδων προκληθεισών υπό μεγίστης ξηρασίας. Είτα επήλθον βροχαί, η έχθρα των ιθαγενών, η απώλεια των φορτηγών ζώων πιπτόντων υπό τα νύγματα του τσετσέ. Τη 27 Απριλίου αφού περίστρεψε προς ανατολάς την λίμνην Βαγγουέολο, κατηυθύνθη προς το χωρίον Τσιτάμβο.
Ιδού το μέρος ένθα σωματέμποροί τινες είχον εγκαταλίπει τον Λιβιγγστώνα. Ιδού τι έμαθον παρ' αυτών ο Αλβέζ και ο συνέταιρός του του Ουζιζί. Είχον πάντα τα διδόμενα να πιστεύωσιν ότι ο δόκτωρ αφού εξερευνήση τα νότια της λίμνης, θα ερριψοκινδύνευε διά μέσου της Λοάνδας και θα ήρχετο να ζητήση προς δυσμάς χώρας αγνώστους. Να ανέλθη προς την Αγγόλαν, να επισκεφθή τας χώρας ας ελυμαίνετο η σωματεμπορία και να προχωρήση μέχρι του Καζονδέ· το δρομολόγιον ήτο αυτόδηλον, και υπήρχε πάσα πιθανότης ότι θα ηκολούθει αυτό ο Λίβιγγστων.
Επί της προσεχούς λοιπόν αφίξεως του μεγάλου περιηγητού ηδύνατο να βασίζεται η κυρία Βέλδων, αφού κατά τας αρχάς του Ιουνίου υπελογίζετο ότι έπρεπε να είχε φθάσει προ δύο μηνών προς νότον της λίμνης Βαγγουέολο.
Αλλά την 13 Ιουνίου, παραμονήν της ημέρας καθ' ήν ο Νεγορός έμελλε να
επανέλθη όπως ζητήση παρά της κυρίας Βέλδων την επιστολήν, ήτις θα παρέδιδεν
εις χείρας του τας εκατόν χιλιάδες δολλάρια, θλιβερά είδησις διεδόθη διά την
οποίαν εχάρησαν ο Αλβέζ και οι σωματέμποροι.
Τη 1 Μαΐου 1873, όρθρου βαθέος, ο δόκτωρ Δαβίδ Λίβιγγστων απέθανε.
Και τωόντι, τη 29 Απριλίου, η μικρά συνοδεία έφθασεν εις το χωρίον Τσιτάμβο, προς νότον της λίμνης. Ο δόκτωρ εκομίζετο επί φορείου. Την νύκτα της 30, υπό το κράτος υπερβολικής οδύνης, επρόφερε το παράπονον τούτο μόλις ακουσθέν: «Ω, φιλτάτη, φιλτάτη!» και εβυθίσθη πάλιν εις νάρκωσιν.
Μετά μίαν ώραν, εκάλεσε τον υπηρέτην του Σουζή, εζήτησεν ιατρικά τινα, είτα εψιθύρισε μετά φωνής ασθενούς:
— Έχει καλώς. Τώρα δύνασθε να απέλθετε.
Περί την τετάρτην ώραν της πρωίας ο Σουζής και πέντε άνδρες της συνοδείας του εισήλθον εις την καλύβην του δόκτορος.
Ο Δαβίδ Λίβιγγστων, γονυπετής πλησίον της κλίνης, την κεφαλήν έχων εστηριγμένην επί των χειρών, εφαίνετο ωσεί προσευχόμενος.
Ο Σουζής έθεσεν ηρέμα τον δάκτυλον επί της σαρκός, ήτο ψυχρά. Ο Δαβίδ Λίβιγγστων δεν υπήρχε πλέον.
Μετά εννέα μήνας το σώμα του μετακομισθέν υπό των πιστών υπηρετών του διά μόχθων ανηκούστων, έφθασεν εις Ζανζιβάρην, και τη 12 Απριλίου 1874 ετάφη εις την μονήν της Ουεστμίνστερ, εν τω μέσω των μεγάλων εκείνων ανδρών, ους η Αγγλία τιμά όσον και τους βασιλείς αυτής.
ΠΟΥ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΗ ΜΑΝΤΙΚΟΡΟΣ
Εις ποίαν σανίδα σωτηρίας δεν προσκολλάται ο δυστυχής; Ποίαν ακτίνα ελπίδος,
όσον και αν είναι αόριστος, δεν ζητούσιν να ίδωσιν οι οφθαλμοί του
καταδίκου;
Το αυτό συνέβη εις την κυρίαν Βέλδων, και εύκολον είναι να εννοήσωμεν τι θα ησθάνθη, όταν έμαθεν εξ αυτού του στόματος του Αλβέζ ότι ο δόκτωρ Λίβιγγστων απεβίωσεν έν τινι μικρώ χωρίω της Βαγγουέολο.
Τη εφάνη ότι ήτο μάλλον ή άλλοτε μεμονωμένη, ότι το είδος τι δεσμού, όστις
την συνέδεε μετά του περιηγητού και δι' αυτού μετά του πεπολιτισμένου κόσμου,
εθραύσθη.
Η σανίς της σωτηρίας έφευγεν υπό την χείρα αυτής, η ακτίς της ελπίδος εσβέννυτο
προ των ομμάτων αυτής.
Ο Τωμ και οι σύντροφοί του είχον εγκαταλίπει τον Καζονδέ διευθυνόμενοι προς την χώραν των λιμνών.
Περί του Ηρακλέους ουδεμία υπήρχεν είδησις.
Η κυρία Βέλδων δεν ηδύνατο βεβαίως να βασισθή επί ουδενός . . . .
Ήτο ετοίμη λοιπόν να παραδεχθή την πρότασιν του Νεγορού, προσπαθούσα να συζητήση αυτήν και να εξασφαλίση το τελικόν αποτέλεσμα.
Τη 14 Ιουνίου, ημέρας ορισθείσης υπ' αυτού, ο Νεγορός ενεφανίσθη εις την καλύβην της κυρίας Βέλδων.
Ο Πορτογάλος υπήρξεν ως πάντοτε εντελώς πρακτικός. Ουδεμία ενδοτικότητα είχε να δείξη ως προς την σπουδαιότητα των λύτρων, τα οποία η αιχμάλωτος ούτε καν συνεζήτησεν. Αλλά και η κυρία Βέλδων εφάνη πρακτικωτάτη ειπούσα αυτώ:
— Εάν θέλετε να ενεργήσετε εμπορικήν υπόθεσιν, μη καθιστάτε αυτήν αδύνατον, δι' όρων απαραδέκτων. Η ανταλλαγή της ελευθερίας ημών διά της ποσότητος ην απαιτείτε δύναται να επιτευχθή, χωρίς ο σύζυγός μου να έλθη εις χώραν, όπου βλέπετε πώς μεταχειρίζονται τους λευκούς. Λοιπόν αντί ουδεμιάς θυσίας στέργω να έλθη.
Μετά τινα δισταγμόν Νεγορός ενέδωκε και η κυρία Βέλδων επέτυχεν ώστε ο Ιάκωβος Βέλδων να μη ριψοκινδυνεύση μέχρι του Καζονδέ. Πλοίον τι θα τον απεβίβαζεν εις Μοσαμεδές, μικρόν λιμένα της νοτίου ακτής της Αγγόλας, συνήθως συχναζόμενον υπό των σωματεμπόρων και γνωστότατον εις τον Νεγορόν. Εκεί ο Πορτογάλος θα έφερε τον Ιάκωβον Βέλδων, και εις εποχήν ωρισμένην οι πράκτορες του Αλβέζ θα ωδήγουν ωσαύτως την κυρίαν Βέλδων, τον Ζακ και τον εξάδελφον Βενέδικτον.
Τα χρήματα θα εδίδοντο εις τους πράκτορας εκείνους αντί της παραδόσεως των αιχμαλώτων, ο δε Νεγορός όστις απέναντι του Ιακώβου Βέλδων θα παρίστα πρόσωπον τιμιωτάτου ανδρός, θα εγίνετο άφαντος κατά την άφιξιν του πλοίου.
Ο υπό της κυρίας Βέλδων επιτευχθείς ούτος όρος ήτο σπουδαιότατος. Απήλλασε τον σύζυγόν της από τους κινδύνους της μεταβιβάσεως εις Καζονδέ και να κρατηθή εκεί, αφού επλήρωνε τα λύτρα, ή τους κινδύνους της επιστροφής. Όσον αφορά τα εξακόσια μίλια, άτινα εχώριζον το Καζονδέ από του Μοσαμεδές, υπό τους όρους καθ' ούς έμελλον να διανυθώσι ταύτα μετά την από Κοάνζα αναχώρησιν, η κυρία Βέλδων δεν είχε να φοβηθή άλλο τι ειμή ολίγους κόπους, καθότι το συμφέρον του Αλβέζ, όστις ήτο αναμεμιγμένος εις την υπόθεσιν απήτει ώστε οι αιχμάλωτοι να φθάσωσιν εκεί σώοι και υγιείς.
Ούτω συμφωνηθέντων των πραγμάτων, η κυρία Βέλδων έγραψε προς τον σύζυγόν της υπό την έννοιαν ταύτην, αφίνουσα προσωρινώς εις τον Νεγορόν να παρουσιασθή ως θεράπων αφωσιομένος, όστις ηδυνήθη να διαλάθη τους ιθαγενείς. Ο Νεγορός έλαβε την επιστολήν, ήτις δεν επέτρεπεν εις τον Ιάκωβον Βέλδων να διστάση όπως τον ακολουθήση μέχρι του Μεσαμεδές, και την επιούσαν, συνοδευόμενος υπό εικοσάδος μαύρων, απήλθε προς βορράν.
Διατί ελάμβανεν την διεύθυνσιν εκείνην; Είχεν άρα γε σκοπόν να επιβιβασθή εις πλοίον τι εξ εκείνων, άτινα συχνάζουν εις τα στόμια του Κόγγου και διά του μέσου τούτου να αποφύγη τους πορτογαλικούς σταθμούς και τα σωφρονιστικά καταστήματα, εις τα οποία είχε φιλοξενηθή ακουσίως; Πιθανόν. Τούτο τουλάχιστον επροφασίσθη εις τον Αλβέζ.
Μετά την αναχώρησίν του η κυρία Βέλδων εδέησε να κανονίση τον βίον της ούτως ώστε να διέλθη όσω το δυνατόν καλλίτερον τον χρόνον, καθ' όν θα διέμενεν εν Καζονδέ. Παραδεχομένη τας μάλλον ευνοϊκάς περιπτώσεις υπελόγιζεν ότι ήθελον παρέλθει τρεις ή τέσσαρες μήνες.
Η αναχώρησις και η επάνοδος του Νεγορού τοσούτον χρόνον απήτει.
Ο σκοπός της κυρίας Βέλδων δεν ήτον να εγκαταλίπη το πρακτορείον. Το τέκνο
της, ο εξάδελφος Βενέδικτος και αύτη ευρίσκοντο σχετικώς εν ασφαλεία. Αι
περιποιήσεις της Χαλιμάς εμετρίαζον ολίγον τας σκληρότητας της φυλακίσεως
εκείνης. Ήτο άλλως τε πιθανόν ότι ο σωματέμπορος δεν θα τη επέτρεπε να
εγκαταλίπη το κατάστημά του.
Η μεγάλη αμοιβή την οποίαν θα τω προσεπόριζεν η αγορά της αιχμαλώτιδος ήξιζε
τον κόπον να την φυλάττωσιν αυστηρώς. Ήτο μάλιστα ευτυχής διότι δεν ηναγκάσθη
να εγκαταλίπη το Καζονδέ, όπως επισκεφθή τα δύο άλλα αυτού πρακτορεία του
Βιχέ και της Κασάγγας. Ο Κοΐμβρας απήλθεν όπως αντικαταστήση αυτόν εν τη
εκστρατεία νέων ανθρωποκυνηγεσίων, και ουδεμίαν αιτίαν είχε να ποθή την
παρουσίαν του μεθύσου εκείνου.
Προς τούτοις ο Νεγορός προ της αναχωρήσεως του τω συνέστησε θερμώς την κυρίαν Βέλδων. Είχον μέγα συμφέρον να την επιτηρώσιν αυστηρώς. Δεν ήξευρον τι εγένετο ο Ηρακλής. Εάν δεν απώλετο εν τη φοβερά εκείνη επαρχία του Καζονδέ, ίσως θα προσεπάθει να πλησιάση την αιχμαλώτιδα και να αποσπάση εκ των χειρών του Αλβέζ. Ο σωματέμπορος εννόησε καλώς κατάστασιν πραγμάτων αντιπροσωπεύουσαν μέγα αριθμόν δολλαρίων και ηγγυάτο περί της κυρίας Βέλδων ως περί του ιδίου αυτού χρηματοκιβωτίου.
Ο μονότονος λοιπόν βίος της αιχμαλώτιδος, κατά τας πρώτας ημέρας της αφίξεως αυτής εις το πρακτορείον εξηκολούθησεν.
Ό,τι συνέβαινεν εν τω περιβόλω εκείνω αναπαρίστα ακριβέστατα τας διαφόρους πράξεις του εξωτερικού ιθαγενούς βίου. Ο Αλβέζ δεν ηκολούθει άλλα έθιμα ειμή τα των ιθαγενών του Καζονδέ.
Αι γυναίκες του καταστήματος ειργάζοντο ως θα ειργάζοντο εν τη πόλει προς μεγάλην ευχαρίστησιν των συζύγων των ή των κυρίων των· η μέχρι εντελούς αποφλοιώσεως διά ξυλίνων ιγδίων προετοιμασία της ορύζης· το καθάρισμα και το λίχνισμα του αραβοσίτου, και όλαι αι αναγκαίαι εργασίαι προς εξαγωγήν κεγχρώδους ουσίας χρησιμευούσης εις την κατασκευήν ζωμού καλουμένου «μτυελέ» εν τη χώρα· η συλλογή του σόργου, είδους μεγάλης κέγχρου, όπερ κατ' εκείνην την ώραν του έτους ήτο εντελώς ώριμον· η εξαγωγή του ευώδους εκείνου ελαίου των πυρηνωδών καρπών του τοσούτον επιζητήτου υπό των ιθαγενών· η κλώσις του βάμβακος, του οποίου αι ίνες περιστρέφονται δι' ατράκτου ενός και ημίσεως ποδός μήκους, εις το οποίον αι νήθουσαι δίδουσι ταχείαν περιστροφικήν κίνησιν· η εκ φλοιών κατασκευή υφασμάτων· η εξαγωγή των ριζών του μανιόκου και η προπαρασκευή της γης διά τα διάφορα προϊόντα της χώρας, ήτοι της κασάβας, αλεύρου εξαγομένου εκ του μανιόκου· κυάμων των οποίων οι λοβοί μακροί δεκαπέντε δακτύλων παράγονται επί δένδρων είκοσι ποδών υψηλών· αραχίδων προωρισμένων προς κατασκευήν ελαίου· ζωηρών και κυανών πίσων· καφέ ιθαγενούς· σακχαροκαλάμων, των οποίων ο οπός μεταβάλλεται εις σιρόπιον· κρομμύων, γουάβων, σησάμου· αγγουρίων, των οποίων οι σπόροι οπτώνται ως τα κάστανα· παρασκευή των ζημουμένων ποτών, του εκ βανανών κατασκεβαζομένου μαλοφού, του πομβέ και άλλων· περιποιήσεις των οικοβίων κτηνών, των αγελάδων εκείνων αίτινες δεν αφίνουσιν να τας αλμέξωσιν ειμή επί παρουσία του μόσχου των ή μόσχου τεταριχευμένου· των δαμάλεων εκείνων μικράς φυλής βραχυκέρων, των οποίων τινές έχουσιν ύβον· των αιγών εκείνων, αίτινες εν τη χώρα ένθα το κρέας των χρησιμεύει προς τροφήν είναι σπουδαίον αντικείμενον ανταλλαγής, δύναταί τις ειπείν τρέχων νόμισμα ως ο δούλος, τέλος η συντήρησις των ορνίθων, χοίρων, προβάτων, βοών κ. τ. λ. — η μακρά αύτη απαρίθμησις δεικνύει ποίαι τραχείαι εργασίαι επιβαρύνουσι το ασθενές φύλον των αγρίων εκείνων χωρών της αφρικανικής ηπείρου.
Κατά την εποχήν ταύτην οι άνδρες καπνίζουσι τον καπνόν ή την κάνναβιν, θυρεύουσι τον ελέφαντα ή τον βούβαλον, μισθούνται διά λογαριασμόν των σωματεμπόρων εις τα ανθρωποκυνήγια.
Συλογή αραβοσίτων ή δούλων, είναι πάντοτε συλλογή γινομένη κατ' εποχάς
ωρισμένας.
Εκ των διαφόρων τούτων ασχολιών η κυρία Βέλδων δεν εγίνωσκεν εν τω
πρακτορείω του Αλβέζ ειμή το μέρος το αναγόμενον εις τας γυναίκας.
Ενίοτε ίστατο να τας παρατηρή, ενώ εκείναι, οφείλομεν να το είπωμεν, τη απεκρίνοντο διά μορφασμών εχθρικών.
Το φυλετικόν ορμέμφυτον παρεκίνει τας δυστυχείς εκείνας να μισώσι την
λευκήν, και εν τη καρδία αυτών ουδεμίαν θα εύρισκε τις συμπάθειαν δι' αυτήν.
Μόνη η Χαλιμά απετέλει εξαίρεσιν, η δε κυρία Βέλδων κατωρθώσασα να
ενθυμήται λέξεις τινάς της ιθαγενούς γλώσσης, ηδυνήθη μετ' ολίγον να ανταλλάση
φράσεις τινάς μετά της νεαράς δούλης.
Ο μικρός Ζακ συνώδευε πολλάκις την μητέραν του, ότε αύτη περιεφέρετο εν τω
περιβόλω αλλά πολύ επεθύμει να εξέλθη.
Εν τούτοις υπήρχον εκεί παμμέγιστα βαοβάβ, φωλεαί ερωδιών και φωλεαί σουιμάγγων μετά στήθους και λαιμού ερυθρών, είτα υπήρχον χήραι καλάοι των οποίων το κελάδημα ήτο ευάρεστον, ψιττακοί χρώματος φαιού ανοικτού μετά ερυθράς ουράς· δρούγοι εντομοφάγοι. Τη δεκακείσε περιίπταντο ωσαύτως, εκατοστύες χρυσαλλίδων διαφόρων ειδών, προ πάντων πέριξ των ρυακίων άτινα διήρχοντο διά του πρακτορείου· αλλ' όλα ταύτα αφεώρων τον εξάδελφον Βενέδικτον μάλλον ή τον μικρόν Ζακ, και ούτος ελυπείτο διότι δεν ήτο υψηλότερος όπως βλέπη υπεράνω των τοίχων.
Φευ! πού ήτο ο δυστυχής φίλος του, Δικ Σανδ, όστις τον ανεβίβαζε τόσον υψηλά εις τους ιστούς του «Πίλγριμ!» Πώς θα τον ηκολούθει εις τους κλάδους των δένδρων, των οποίων η κορυφή υψούτο πλειότερον των εκατόν ποδών! Πόσας άλλας ωραίας διασκεδάσεις θα απελάμβανον ομού!
Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο πάντοτε ευτυχέστατος εκεί ένθα ήτο, ήρκει να μη τω έλειπον τα έντομα. Ευτυχώς είχεν ανακαλύψει εν τω πρακτορείω — και εσπούδαζεν, όσον ηδύνατο άνευ διόπτρων και μικροσκοπίου — μικροσκοπικωτάτην τινά μέλισσαν, ήτις κατασκεύαζε τας ωοθήκας αυτής μεταξύ των σκωριών του ξύλου καί τινα σφήγγα ωοτοκούσαν εις κυψέλας μη ανηκούσας εις αυτήν, ως πράττει ο κόκκυξ εις την φωλεάν των άλλων.
Οι κώνωπες ωσαύτως δεν έλειπον εις τας όχθας των ρυακίων και τον κατέστιζον διά των νυγμάτων των εις βαθμόν ώστε να τον καθιστώσι αγνώριστον, και ότε η κυρία Βέλδων τον επέπληττε διότι άφινε να τον καταφάγωσι τα κακοποιά εκείνα έντομα,
— Είναι το ορμέμφυτον αυτών, εξαδέλφη Βέλδων, τη απεκρίνατο ξέων
το δέρμα του μέχρις αίματος, είναι το ορμέμφυτον αυτών και δεν πρέπει να
δυσαρεστούμεθα.
Τέλος ημέραν τινά — ήτο η 17 Ιουνίου — ο εξάδελφος Βενέδικτος ολίγου δειν να
γίνη ο ευτυχέστατος των εντομολόγων.
Αλλά το γεγονός τούτο, όπερ έσχεν απροσδοκήτους συνεπείας, δέον να αφηγηθώμεν μετά τινων λεπτομερειών.
Ήτο η ενδεκάτη ώρα περίπου προ μεσημβρίας. Αφόρητος καύσων είχεν αναγκάσει τους κατοίκους του πρακτορείου να μείνωσιν εις τας καλύβας των, και ουδένα ιθαγενή θα συνήντα τις εις τας οδούς του Καζονδέ.
Η κυρία Βέλδων ήτο νεναρκωμένη πλησίον του μικρού Ζακ όστις εκοιμάτο.
Και αυτός ο εξάδελφος Βενέδικτος, υπείκων εις την επιρροήν της τροπικής εκείνης θερμοκρασίας, είχε παραιτήσει τα ευνοούμενα αυτού κυνήγια, — πράγμα όπερ τον δυσηρέστει πολύ, καθότι εις τας σημερινάς εκείνας ακτίνας ήκουε βομβούντα ολόκληρον κόσμον εντόμων.
Μετά μεγάλης λοιπόν λύπης κατέφυγεν εις το βάθος της καλύβης του και εκεί ο ύπνος ήρχισε να τον καταλαμβάνη εν τη καταναγκαστική εκείνη αναπαύσει.
Αίφνης ενώ οι οφθαλμοί του ημιεκλείοντο, ήκουσε θρουν τινα, ήτοι ένα εκ των αφορήτων εκείνων βόμβων των εντόμων, των οποίων τινά δύνανται να ποιήσωσι δεκαπέντε ή δεκαέξ χιλιάδας πτερυγισμούς κατά δευτερόλεπτον.
Εξάποδον! έκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος αφυπνισθείς πάραυτα και μεταβαίνων από της οριζοντίας θέσεως εις την κάθετον θέσιν.
Ότι ήτο εξάποδον το βομβούν εν τη καλύβη, ουδεμία υπήρχεν αμφιβολία.
Αλλ' εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος ήτο λίαν μύωψ, είχε τουλάχιστον την ακοήν
οξυτάτην, εις τοιούτον μάλιστα βαθμόν ώστε ηδύνατο να διακρίνη έν έντομον από
άλλου εκ μόνης της εντάσεως του βόμβου του και τω εφάνη ότι ο βόμβος εκείνος
τω ήτο άγνωστος. αν και δεν ηδύνατο να παράγεται έκ τινος γιγαντώδους είδους.
— Τι είναι το εξάποδον τούτο; ηρώτησε καθ' εαυτόν ο εξάδελφος Βενέδικτος.
Και ιδού αυτός θέλων να διακρίνη το έντομον, όπερ ήτο λίαν δυσχερές εις τους μη διοπτροφορούντας οφθαλμούς του, αλλά προσπαθών να το αναγνωρίση εκ της αναπάλσεως των πτερύγων του.
Το εντομολογικόν αυτού ορμέμφυτον τον ειδοποίησεν ότι θα ήτο καλόν εύρημα, και ότι το έντομον εκείνο δεν θα ήτο τυχόν έντομον.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος ανακαθήσας δεν εκινείτο πλέον. Ηκροάζετο.
Ηλιακαί τινες ακτίνες εισέδυον μέχρις αυτού. Οι οφθαλμοί του ανεκάλυψαν τότε μέγα σημείον μέλαν περιιπτάμενον μεν αλλά μη διερχόμενον αρκετά πλησίον ώστε να δυνηθή να το διακρίνη.
Συνείχε την αναπνοή του, και εάν ενύσσετο εις οίον δήποτε μέρος του
προσώπου ή των χειρών, είχεν απόφασιν, να μη ποιήση κίνησίν τινα δυναμένην να
φυγαδεύση το εξάποδόν του.
Τέλος το βομβούν έντομον, αφού εστράφη πολύ περί αυτόν ήλθε και εκαθέσθη επί
της κεφαλής του.
Το στόμα του εξαδέλφου Βενεδίκτου διεστάλη προς στιγμήν ωσεί να μειδιάση, και ποίον μειδίαμα! Ησθάνετο το ελαφρόν ζωύφιον τρέχον επί της κόμης του.
Ακαταμάχητος επιθυμία να φέρη εκεί την χείρα τον κατέλαβε προς στιγμήν, αλλ' αντέσχε και έπραξε καλώς.
— Οχ! όχι! εσκέφθη. ή θα αποτύχω, ή, όπερ το χειρότερον, θα τω προξενήσω κακόν. Ας το αφήσωμεν να έλθη πλησιέστερον. Ιδού βαδίζει! Καταβαίνει.
Αισθάνομαι τους μικροφυείς πόδας του διατρέχοντας το κρανίον μου! Πρέπει να είναι εξάποδον ωραίου μεγέθους. Θεέ μου! ευδόκησον μόνον να καταβή μέχρι του άκρου της ρινός μου και εκεί, αλλοιθωρίζων ολίγον, ίσως δυνηθώ να το ίδω και να ορίσω εις ποίαν ομοταξίαν, εις ποίον γένος, είδος ή ποικιλίαν ανήκει.
Ούτως εσκέπτετο ο εξάδελφος Βενέδικτος. Αλλά μεταξύ του κρανίου του, όπερ ήτο αρκούντως οξύ, μέχρι του άκρου της ρινός του, ήτις ήτο μακροτάτη, η απόστασις ήτο μεγάλη.
Πόσας άλλας διευθύνσεις το ιδιότροπον έντομον ηδύνατο να λάβη, προς το μέρος των ώτων, προς το μέρος του μεσοκράνου, διευθύνσεις αίτινες το απεμάκρυνον από των οφθαλμών του επιστήμονος, χωρίς να υπολογίσωμεν ότι ανά πάσαν στιγμήν ηδύνατο να επαναλάβη την πτήσιν του, να εγκαταλίπη την καλύβην, να εξαφανισθή εις τας ηλιακάς εκείνας ακτίνας, ένθα βεβαίως διήρχετο τον βίον του εν τω μέσω του βόμβου των ομογενών αυτού, άτινα το προσεκάλουν εκτός!
Ο εξάδελφος Βενέδικτος εσκέφθη πάντα ταύτα. Ουδέποτε καθ' όλον τον εντομολογικόν βίον του, διήλθε στιγμάς συγκινητικωτέρας. Αφρικανικόν εξάποδον είδους ή τουλάχιστον ποικιλίας, ή μάλιστα υποποικιλίας νέας, ήτο εκεί επί της κεφαλής του, και δεν ηδύνατο να το διακρίνη ειμή επί τω όρω να καταδεχθή να περιπατήση ένα τουλάχιστον δάκτυλον υπό τους οφθαλμούς του.
Εν τούτοις η ευχή του εξαδέλφου Βενεδίκτου έμελλε να εισακουσθή. Το έντομον, αφού περιώδευσεν επί της ημιανωρθωμένης εκείνης κόμης, ως επί της κορυφής ακαλλιεργήτου τινός θάμνου, ήρχισε να κατεβαίνη εις τας κροτάφους του εξαδέλφου Βενεδίκτου, και ούτος ηδυνήθη τέλος να συλλάβη την ελπίδα ότι ήθελε ριψοκινδυνεύσει εις την κορυφήν της ρινός, διατί να μη κατέλθη προς τας βάσεις;
— Εγώ εις την θέσιν του θα κατέβαινον, εσκέπτετο ο άξιος
επιστήμων.
Το αληθέστερον είναι ότι πας άλλος εις την θέσιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου θα
έδιδεν ισχυρόν κτύπημα διά να κατασυντρίψη το ενοχλητικόν έντομον, ή
τουλάχιστον διά να το τρέψη εις φυγήν. Να αισθάνεταί τις έξ πόδας
περιφερομένους επί του δέρματός του, χωρίς να αναφέρομεν και τον φόβον μήπως
κεντηθή, και να μη κινήται, συμφωνήσατε ότι τούτο είναι αληθής ηρωισμός.
Ο Σπαρτιάτης αφίνων να κατασπαραχθή το σώμα του υπό αλώπεκος. Ο Ρωμαίος κρατών μεταξύ των δακτύλων του άνθρακας ανημμένους, δεν ήσαν κύριοι εαυτών πλειότερον του εξαδέλφου Βενεδίκτου, όστις αναντιρρήτως κατήγετο εκ των δύο τούτων ηρώων.
Το έντομον, αφού εποίησεν είκοσι μικράς περιστροφάς, έφθασεν εις την κορυφήν της ρινός. Εκεί εγένετο δισταγμός τις, όστις επεσώρευσεν εις την καρδίαν όλον το αίμα του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Θα ανέβαινε πάλιν το εξάποδον πέραν της γραμμής των οφθαλμών ή θα κατέβαινεν υποκάτω αυτών;
Κατέβη. Ο εξάδελφος Βενέδικτος ησθάνθη τους τριχωτούς πόδας του αναπτυσομένους προς τας βάσεις της ρινός του. Το έντομον δεν διευθύνθη μήτε προς τα δεξιά μήτε προς τα αριστερά. Έμεινε μεταξύ των φρισόντων πτερυγίων, επί της ελαφράς κοίλης κορυφής της επιστημονικής εκείνης ρινός, τοσούτον καλώς εσχηματισμένης, όπως βαστάζη δίοπτρα.
Υπερέβη το μικρόν κοίλωμα το παραχθέν εκ της αδιακόπου χρήσεως του οπτικού τούτου οργάνου του οποίου εστερείτο ο δυστυχής εξάδελφος, και εσταμάτησεν εις αυτήν την άκραν του ρινικού παραρτήματος.
Ήτο η καλλιτέρα θέσις, ην ηδύνατο να εκλέξη το εξάποδον. Εκ της αποστάσεως
ταύτης οι δύο οφθαλμοί του εξαδέλφου Βενεδίκτου συνενούντες την οπτικήν
αυτών ακτίνα ηδύναντο ως δύο φακοί να εξακοντήσωσιν επί του εντόμου το
διπλούν αυτών βλέμμα.
— Θεέ παντοδύναμε! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος μη δυνηθείς να
συγκρατήση κραυγήν ο φυματώδης μαντίκορος!
Αλλά δεν έπρεπε να κραυγάση, έπρεπε μόνον να το σκεφθή! Αλλά τοιαύτη απαίτησις θα ήτο μεγάλη προκειμένου περί τοιούτου ενθουσιώδους εντομολόγου.
Να έχη επί της άκρας της ρινός φυματώδη μαντίκορον μετά πλατεών ελύτρων, έντομον της ομοιογενείας των πυγολαμπίδων, δείγμα σπανιώτατον εν ταις συλλογαίς, όπερ φαίνεται ειδικόν εις τας μεσημβρινάς εκείνας επαρχίας της Αφρικής και να μη εκφέρη κραυγήν θαυμασμού, τούτο είναι υπέρτερον των ανθρωπίνων δυνάμεων!
Ατυχώς ο μαντίκορος ήκουσε την κραυγήν εκείνην, ην σχεδόν αμέσως
παρηκολούθησε πταρμός, όστις έσεισε το παράρτημα εφ' ού ανεπαύετο. Ο
εξάδελφος Βενέδικτος ηθέλησε να τον συλλάβη, έτεινε την χείρα, την έκλεισε
βιαίως και δεν κατώρθωσε να συλλάβη ειμή το άκρον της ιδίας εαυτού ρινός.
— Ανάθεμα! ανέκραξεν.
Αλλά τότε έδειξεν αξιοσημείωτον ψυχραιμίαν·
Ήξευρεν ότι ο φυματώδης μαντίκορος ημιίπταται, ούτως ειπείν ότι μάλλον βαδίζει ή πετά. Εγονυπέτησε λοιπόν και κατόρθωσε να παρατηρήση εις απόστασιν μικροτέραν των δέκα δακτύλων από των οφθαλμών του, το μέλαν σημείον ολισθαίνον ταχέως έν τινι ηλιακή ακτίνι.
Προδήλως προτιμότερον ήτο να το σπουδάση εν τη ανεξαρτήτω εκείνη καταστάσει.
Προ πάντων όμως έπρεπε να μη το απολέση εκ των οφθαλμών του.
— Να συλλάβω τον μαντίκορον· θα διέτρεχον τον κίνδυνον να τον κατασυντρίψω, εσκέφθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Όχι! Θα τον παρακολουθήσω, θα τον θαυμάσω. Έχω τον απαιτούμενον καιρόν να τον συλλάβω.
Είχεν άραγε άδικον ο εξάδελφος Βενέδικτος; Όπως δήποτε, ιδού ούτος με τα τέσσαρα, ως κύων οσφραινόμενος ίχνη, και ακολουθών επτά ή οκτώ δακτύλους όπισθεν το μεγαλοπρεπές εξάποδον.
Μετ' ολίγας στιγμάς ήτο έξω της καλύβης, υπό τον μεσημερινόν ήλιον και μετ'
άλλας ολίγας στιγμάς εις την βάσιν του περιχαρακώματος, όπερ έκλειε το
κατάστημα του Αλβέζ.
Εις το μέρος εκείνο έμελλεν άραγε ο μαντίκορος δι' ενός άλματος να υπερβή τον
περίβολον και να θέση ένα τοίχον μεταξύ αυτού και του λάτρεώς του; Όχι, τούτο
δεν ήτο εις την φύσιν του και ο εξάδελφος Βενέδικτος το εγίνωσκε καλώς.
Τούτο ένεκα έμεινε πάντοτε εκεί έρπων ως όφις πολύ μεν μακράν όπως δυνηθή να εξετάση το έντομον εντομολογικώς, αρκετά όμως πλησίον όπως βλέπη πάντοτε το κινούμενον εκείνο μέγα σημείον, όπερ εβάδιζεν επί του εδάφους.
Ο μαντίκορος φθάσας πλησίον του περιχαρακώματος, συνήντησε μεγάλην
οπήν ανεωγμένην παρά την βάσιν του περιβόλου.
Εκεί χωρίς να διστάση εισέδυσεν εν τη υπογείω εκείνη στοά, καθότι έχει την
συνήθειαν να επιζητή τας σκοτεινάς ταύτας οδούς.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος ενόμισεν ότι έμελλε να τον απολέση εκ των οφθαλμών
του. Αλλά προς μεγάλην του έκπληξιν η οπή εκείνη ήτο δύο πόδας τουλάχιστον
πλατεία και η σήραγξ εσχημάτιζεν είδος τι στοάς ένθα το ισχνόν σώμα του ηδυνήθη
να εισχωρήση.
Άλλως τε δε εις την καταδίωξιν εκείνην εδείκνυε την ζέσιν ικτίδος, και ούτε καν
παρετήρησεν ότι έρπων τοιουτοτρόπως διήλθε κάτωθεν του περιφράγματος.
Τωόντι η σήραγξ απετέλει συγκοινωνίαν φυσικήν μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Μετά παρέλευσιν δε ημίσεως λεπτού ο εξάδελφος Βενέδικτος ευρέθη έξω του πρακτορείου.
Τούτο όμως δεν ήτο ικανόν να τον ανησυχήση. Ήτο όλως παραδεδεμένος εις τον θαυμασμόν του προς το κομψόν έντομον το οδηγούν αυτόν.
Αλλ' εκείνο βεβαίως είχε κουρασθή εκ της μακράς εκείνης πορείας.
Τα έλυτρα αυτού διέστησαν, αι πτέρυγες ανεπτύχθησαν. Ο εξάδελφος
Βενέδικτος ησθάνθη τον κίνδυνον και διά της ανεστραμμένης χειρός του έμελλε να
προσφέρη εις τον μαντίκορον προσωρινήν φυλάκισιν όταν, φρρρ . . . ούτος
επέταξε.
Ποία απελπισία! Αλλ' ο μαντίκορος δεν ηδύνατο να πετάξη μακράν.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος ηγέρθη, παρετήρησε και ώρμησε με τας δύο χείρας τεταμένας και ανοικτάς.
Το έντομον περείπτατο άνωθεν της κεφαλής του και δεν έβλεπε πλέον ειμή μέλαν τι σημείον δυσδιάκριτον εις αυτόν.
Θα ήρχετο άραγε ο μαντίκορος να αναπαυθή πάλιν επί της γης, αφού περιέγραψεν ιδιοτρόπους τινάς κύκλους περί την ανωρθωμένην κόμην του εξαδέλφου Βενεδίκτου; Κατά πάσαν πιθανότητα θα εγίνετο ούτω.
Δυστυχώς διά τον ατυχή επιστήμονα, το μέρος εκείνο του καταστήματος του Αλβέζ, όπερ έκειτο εις την βορείαν άκραν της πόλεως, συνώρευε προς ευρύτατατον δάσος καλύπτον την χώραν του Καζονδέ επί διαστήματος πολλών τετραγωνικών μιλίων.
Εάν ο μαντίκορος έφθανεν εις το φύλλωμα των δένδρων, και εάν εκεί ήρχιζε να ίπταται από κλάδου εις κλάδον, έπρεπε να αποβάλη πλέον πάσαν ελπίδα ότι ήθελε τον εγκλείσει εις τον περίφημον κασσιτέρινον κιβώτιόν του, του οποίου θα ήτο το τιμαλφέστερον κόσμημα.
Φευ! τούτο και συνέβη. Ο μαντίκορος επανέλαβε πάλιν την επί του εδάφους θέσιν του.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος, ελπίσας ότι θα ηδύνατο να τον επανίδη, ερρίφθη αμέσως πρηνής. Αλλ' ο μαντίκορος δεν εβάδιζε πλέον αλλ' επροχώρει διά μικρών αλμάτων.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξηντλημένος, τους όνυχας και τα γόνατα έχων αιμόρφυρτα, επήδησεν ωσαύτως. Οι δύο βραχίονές του, με τας χείρας ανοικτάς ηπλούντο δεξιά και αριστερά, συμφώνως προς τα άλματα του μέλανος σημείου.
Ήθελε τις υποθέσει ότι έκαμνεν απλωτάς επί του φλογερού εκείνου εδάφους, ως κολυμβητής επί της επιφανείας του ύδατος.
Μάταιος κόπος! Αι δύο χείρες του εκλείοντο πάντοτε κεναί. Το έντομον
διέφευγε παίζον, και μετ' ολίγον, φθάσαν υπό τας δροσεράς κλαδώσεις, υψώθη,
αφού ηκόντησεν εις το ωτίον του εξαδέλφου Βενεδίκτου, όπερ εθώπευσεν,
εντονώτερον μεν βόμβον αλλ' επίσης ειρωνικώτερον, διά των ως κολεοπτέρου
πτερύγων αυτού.
— Ανάθεμα! ανέκραξεν εκ δευτέρου ο εξάδελφος Βενέδικτος. Με διέφυγεν!
Αχάριστον εξάποδον! Συ εις τον οποίον προώριζον τιμητικήν θέσιν εις την
συλλογήν μου! Αλλ' όχι! δεν θα σε εγκαταλείψω! Θα σε καταδιώξω μέχρις ου σε
φθάσω!
Ο ατυχής εξάδελφος ελησμόνει ότι οι μυωπικοί οφθαλμοί του δεν τω επέτρεπον να διακρίνη τον μαντίκορον εν τω μέσω του φυλλώματος. Αλλά δεν ήτο πλέον κύριος εαυτού. Το πείσμα και η οργή καθίστων αυτόν έξω φρενών. Εαυτόν και μόνον εαυτόν έπρεπε να αιτιάται διά την αποτυχίαν του.
Εάν ευθύς εξ αρχής συνελάμβανε το έντομον αντί να το παρακολουθή «εν τη ανεξαρτήτω αυτού πτήσει», ουδέν θα συνέβαινεν εξ όσων συνέβησαν και θα είχεν εις την εξουσίαν του το θαυμάσιον εκείνο δείγμα των αφρικανικών μαντικόρων, των οποίων το όνομα είναι όνομα μυθώδους τινός ζώου, όπερ έχει την κεφαλήν ανθρώπου και σώμα λέοντος.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν είχε πλέον τον νουν του. Ουδόλως εννόησεν ότι η
μάλλον απρόοπτος των περιστάσεων τω απέδωκε την ελευθερίαν του.
Δεν εσκέφθη ότι η σήραγξ εκείνη εν τη οποία είχεν εισέλθει τω ήνοιξεν έξοδον και
ότι εγκατέλιπε το κατάστημα του Αλβέζ. Το δάσος ήτο εκεί και υπό τα δένδρα ο
αποπτάς μαντίκορος. Αντί πάσης θυσίας ήθελε να τον επανίδη.
Έτρεχε λοιπόν διά του πυκνού εκείνου δάσους, μη έχων πλέον μήτε την
συνείδησιν των πραττομένων, φανταζόμενος ότι έβλεπε πάντοτε το πολύτιμον
έντομον πλήττων τον αέρα διά των δύο μεγάλων βραχιόνων του ως γιγαντιαία
μακρόπους αράχνη.
Πού διηυθύνετο, πώς θα επέστρεφε, και εάν θα επέστρεφεν, ουδέ εσκέπτετο καν
και επί έν ολόκληρον μίλιον εβυθίσθη τοιουτοτρόπως, με κίνδυνον να συναντηθή
υπό τινος θηρίου.
Αίφνης, ότε διήρχετο πλησίον πυκνώματός τινος εκ χαμοκλάδων, γιγαντώδες τι ον επήδησε και επέπεσε κατ' αυτού. Είτα δε ως θα έπραττεν ο εξάδελφος Βενέδικτος εάν συνελάμβανε τον μαντίκορον, τον έδραξε διά της μιας χειρός εκ του ινίου, διά δε της άλλης εκ του κάτω μέρους της ράχεως και χωρίς να λάβη καιρόν να εννοήση τι συνέβαινε μετεφέρθη διά του δάσους,.
Αληθώς ο εξάδελφος Βενέδικτος απώλεσε την ημέραν εκείνην λαμπράν ευκαιρίαν να ανακηρύξη εαυτόν ως τον ευτυχέστατον εντομολόγον των πέντε μερών του κόσμου.
Ο ΜΑΓΟΣ
Ότε η κυρία Βέλδων κατά την ημέραν εκείνην της 17, δεν είδεν επανελθόντα το
εξάδελφων Βενέδικτον κατά την συνήθη ώραν, κατελήφθη υπό ζωηροτάτης
ανησυχίας.
Δεν ηδύνατο να εννοήση τι εγένετο το μεγάλον παιδίον της. Ότι κατώρθωσε να διαφύγη το πρακτορείον, του οποίου ο περίβολος ήτο εντελώς αδιάβατος, τούτο δεν ήτο παραδεκτόν. Άλλως τε δε η κυρία Βέλδων εγνώριζε τον εξάδελφόν της. Και επί τη υποθέσει ότι επρότεινέ τις εις τον ιδιότροπον εκείνον να φύγη εγκαταλείπων το κασσιτέρινον κιβώτιόν του και την εξ αφρικανικών εντόμων συλλογήν του, θα ηρνείτο χωρίς να δείξη ούτε σκιάν δισταγμού.
Το κιβώτιον λοιπόν ήτο εκεί εν τη καλύβη ανέπαφον, περιέχον παν ό,τι ο επιστήμων ηδυνήθη να συλλέξη από της εν τη ηπείρω αφίξεώς του. Να υποθέση τις ότι είχε εκουσίως αποχωρισθή των εντομολογικών θησαυρών του ήτο απαράδεκτον.
Και εντούτοις ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ευρίσκετο πλέον εις το κατάστημα του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ.
Καθ' όλην εκείνην την ημέραν η κυρία Βέλδων τον εζήτει επιμόνως. Ο μικρός
Ζακ και η δούλη Χαλιμά συνήνωσαν τας προσπαθείας των, αλλ' εις μάτην.
Ηναγκάσθη τότε η κυρία Βέλδων να παραδεχθή την εξής ήκιστα ενθαρρυντικήν
υπόθεσιν, ότι ο δεσμώτης ανηρπάγη κατά διαταγήν του δουλεμπόρου και διά
λόγους αγνώστους αυτή.
Αλλά τότε, τι τον έκαμεν ο Αλβέζ; Τον ενέκλεισεν άρα γε εις παράπηγμά τι, της
μεγάλης της πλατείας; Αλλά διατί η αρπαγή αύτη συμβαίνουσα μετά την
συμφωνίαν την γενομένην μεταξύ της κυρίας Βέλδων και του Νεγορού, συμφωνίαν
ήτις περιελάμβανε τον εξάδελφον Βενέδικτον μεταξύ των αιχμαλώτων τους
οποίους ο δουλέμπορος ώφειλε να φέρη εις Μοσαμαδές και να τους παραδώση
αντί λύτρων εις τον Ιάκωβον Βέλδων;
Εάν η κυρία Βέλδων ήτο δυνατόν να ίδη την οργήν του Αλβέζ, όταν έμαθε την
εξαφάνισιν του αιχμαλώτου ήθελεν εννοήσει ότι η εξαφάνισις εκείνη εγένετο παρά
την θέλησίν του.
Αλλά τότε εάν ο εξάδελφος Βενέδικτος εδραπέτευσεν εκουσίως, διατί δεν τη
ανεκοίνωσε το μυστικόν της αποδράσεώς του;
Εν τούτοις αι αναζητήσεις του Αλβέζ και των υπηρετών του, αίτινες εγένοντο
μετά μεγίστης φροντίδος, επέφερον την ανακάλυψιν της φωλεάς εκείνης, ήτις
έθεσε το πρακτορείον εις άμεσον συγκοινωνίαν μετά του γειτονικού δάσους.
Ο δουλέμπορος δεν αμφέβαλλε πλέον ότι ο κυνηγός των μυιών επέταξε διά της
στενής εκείνης οπής. Φαντάζεσθε λοιπόν την οργήν του, όταν εσκέφθη ότι η φυγή
εκείνη θα κατελογίζετο βεβαίως εις βάρος του και θα ηλάττου το ποσόν το οποίον
έμελλε να λάβη εις την υπόθεσιν εκείνην.
Το ζώον εκείνο δεν ήξιζε μεγάλα πράγματα, εσκέπτετο και εν τούτοις θα χάσω
πολύ. Α! εάν τον συλλάβω πάλιν!
Αλλά μεθ' όλας τας εις τα ενδότερα γενομένας αναζητήσεις και μόλον ότι τα δάση εξηρευνήθησαν εν μεγάλη ακτίνι, υπήρξεν αδύνατον να ανευρεθή ίχνος τι του φυγάδος.
Η κυρία Βέλδων εδέησε να υπομείνη την απώλειαν του εξαδέλφου της, και ο Αλβέζ, να πενθήση διά τον αιχμάλωτον, Και επειδή δεν ηδύναντο να παραδεχθώσιν ότι ούτος είχε συνάψη σχέσεις εξωτερικάς, εδέησε να σχηματήσωσι την ιδέαν ότι μόνον εκ τύχης ανεκάλυψε την ύπαρξιν της φωλεάς εκείνης και απέδρα, χωρίς να μεριμνήση το παράπαν περί εκείνων τους οποίους εγκατέλιπεν όπισθέν του.
Η κυρία Βέλδων ηναγκάσθη να παραδεχθή τούτο, αλλά δεν εσκέφθη να οργισθή κατά του δυστυχούς εκείνου ανδρός, όστις ουδεμίαν συναίσθησιν είχε των πράξεών του.
— Ο δυστυχής! τι θα γίνη; εσκέπτετο.
Εννοείται ότι κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν η φωλεά εφράχθη μετά μεγίστης προσοχής, και η επαγρύπνησις εδιπλασιάσθη και εντός και εκτός του πρακτορείου.
Ο μονότονος βίος των δεσμωτών εξηκολούθησε διά την κυρίαν Βέλδων και το τέκνον αυτής.
Εν τούτοις κλιματολογικόν τι γεγονός σπανιώτατον κατά την ώραν εκείνην του έτους, συνέβη εν τη επαρχία. Εξακολουθητικαί βροχαί ήρχισαν περί την 19 Ιουνίου, αν και η περίοδος αυτών, ήτις τελειώνει κατ' Απρίλιον, είχε παρέλθει. Τωόντη ο ουρανός ήτο κεκαλυμμένος, και υετοί επίμονοι κατέκλυζον την γην του Καζονδέ.
Εάν τούτο δυσηρέστει την κυρίαν Βέλδων, επειδή δεν ηδύνατο πλέον να εκτελή τους συνήθεις περιπάτους της εις το εσωτερικόν του πρακτορείου, διά τους ιθαγενείς όμως απέβη δυστύχημα γενικόν.
Αι χαμηλαί γαίαι, κεκαλυμμέναι ήδη υπό χόρτων ωρίμων ήδη, κατεκλύσθησαν εντελώς υπό των υδάτων. Οι κάτοικοι της επαρχίας, των οποίων κατεστράφη αίφνης η συγκομιδή, ευρέθησαν εις απελπιστικήν κατάστασιν. Όλαι αι εργασίαι της εποχής διεκόπησαν, και η βασίλισσα Μοΐνα ως και οι υπουργοί αυτής δεν ήξευραν πώς να αποσοβήσωσι την καταστροφήν.
Κατέφυγον λοιπόν εις τους μάγους, αλλ' ουχί εις εκείνους ων το επάγγελμα είναι να θεραπεύωσι τους ασθενείς διά των γοητειών μαγειών των, ή οίτινες προέλεγον την καλήν τύχην εις τους ιθαγενείς.
Αλλά τότε προέκητο περί κοινής συμφοράς και οι άριστοι μ γ ο ύ ν γ α ι, οίτινες έχουσι την δύναμιν να προκαλώσιν ή να καταπαύωσι τας βροχάς, παρεκλήθησαν να εξορκίσωσι τον κίνδυνον.
Αλλά και ούτοι ουδέν κατώρθωσαν. Εις μάτην ετόνισαν το μονότονον άσμα των, έσεισαν τον διπλούν κώδωνα και τους κωδωνίσκους, μετεχειρίσθησαν τα πολυτιμότερα περίοπτα και έτι μάλλον ιδιαιτέρως κέρας τι, πλήρες πηλού και φλοιών, του οποίου η αιχμή απολήγει εις τρία κερατίδια, εξώρκισαν ρίπτοντες μικράς σφαίρας κόπρου ή πτύοντες εις το πρόσωπον των σεβαστοτέρων ανθρώπων της αυλής· δεν ηδυνήθησαν να αποδιώξωσι τα πονηρά πνεύματα, τα οποία προΐστανται εις τον σχηματισμόν των νεφών.
Τα πράγματα λοιπόν έβαινον ολοέν επί τα χείρω, ότ' η βασίλισσα Μοΐνα εσκέφθη να μετακαλέση διάσημόν τινα μάγον ευρισκόμενον τότε εις τα βόρεια μέρη της Αγγόλας.
Ήτο μάγος πρώτης τάξεως, του οποίου η τέχνη ήτο τοσούτω μάλλον θαυμασία, όσω δεν είχεν έτι δοκιμαοθή εν τη χώρα εκείνη ουδέποτε.
Τώρα όμως επρόκειτο να αποδείχθή η κατά των βροχών ικανότης του.
Κατά την πρωίαν λοιπόν της 25 Ιουνίου ο νέος μάγος ανήγγειλε θορυβωδώς την άφιξίν του διά των κωδωνίσκων του.
Ο μάγος εκείνος ήλθε κατ' ευθείαν εις την αγοράν και αμέσως το πλήθος των ιθαγενών έδραμε προς αυτόν. Ο ουρανός ήτο ολιγώτερον βροχερός, ο άνεμος εδείκνυε τάσιν προς μεταβολήν και τα συμπτώματα ταύτα της γαλήνης συμπίπτοντα μετά της ελεύσεως του μάγου, προδιέθετον τα πνεύματα υπέρ αυτού.
Ήτο άλλως τε μεγαλοπρεπέστατος ανήρ ωραιότατος μαύρος.
Είχεν ανάστημα τουλάχιστον έξ ποδών και εφαίνετο ότι ήτο εκτάκτως ισχυρός. Το εξωτερικόν του επέβαλεν ήδη επί του πλήθους.
Συνήθως οι μάγοι, όταν περιέρχωνται τα χωρία, συνενούνται ανά τρεις τέσσαρες ή πέντε και συνοδεύονται υπό τινων ακολούθων ή συμβοηθών.
Ο μάγος ούτος όμως ήτο μόνος. Όλον το στήθος του ήτο κατάστικτον υπό εικόνων λευκών, το δε κάτω μέρος του σώματός του εκαλύπτετο υπό ευρείας εσθήτος εξ υφάσματος χόρτου. Περιδέραιον εκ κρανίων πτηνών εις τον λαιμόν, επί της κεφαλής είδος δερματίνης περικεφαλαίας κεκοσμημένης διά πτερών και μαργαριτών, περί τα νεφρά χαλκίνη ζώνη από της οποίας εκρέμαντο εκατοντάδες τινές κωδωνίσκων, θορυβωδεστέρων ή ο ηχηρός κωδωνισμός ισπανικής ημιόνου, τοιαύτη ήτο η ενδυμασία του μεγαλοπρεπούς εκείνου δείγματος των σωματείων των ιθαγενών μάγων.
Όλον το υλικόν της τέχνης του συνέκειτο εξ είδους τινός κανίστρου του οποίου τον πυθμένα εσχημάτιζε κολοκύνθη και εντός του οποίου υπήρχον κογχυλύλια, περίαπτα, μικρά ξύλινα είδωλα και άλλα εικόνια, προσέτι δε μεγάλη ποσότης σφαιρών κόπρου, σπουδαίον συμπλήρωμα των γοητειών και μαντικών εργασιών της κεντρώας Αφρικής.
Ιδιαιτέρα τις περίπτωσις ην αμέσως εννόησε το πλήθος ήτο ότι ο μάγος εκείνος ήτο βωβός· το ελάττωμα όμως τούτο ηύξησε την υπόληψιν, δι' ης περιέβαλλον αυτόν.
Δεν εξέφερε δε ειμή λαρυγγώδη τινά ήχον χαμηλόν και σεσυρμένον, όστις ουδεμίαν είχε σημασίαν. Τούτο ήτο λόγος ισχυρότερος όπως τον εννοώσι καλλίτερον εν τη εξασκήσει της μαγικής τέχνης του.
Ο μάγος εποίησε κατά πρώτον τον γύρον της μεγάλης πλατείας, εκτελών είδος τι οργώσεως, ήτις έθετεν εις κίνησιν όλην αυτού την κωδωνοστοιχίαν. Το πλήθος τον ηκολούθει μιμούμενον τας κινήσεις του.
Θα έλεγέ τις ότι ολόκληρος αγέλη πιθήκων ηκολούθει γιγαντιαίον τετράχειρα.
Είτα αίφνης ο μάγος διελθών την κυρίαν οδόν του Καζονδέ κατηυθύνθη προς την
βασιλικήν κατοικίαν.
Άμα η βασίλισσα Μοΐνα ειδοποιήθη περί της αφίξεως του νέου μάγου ,ενεφανίσθη
ακολουθουμένη υπό των αυλικών αυτής.
Ο μάγος προσεκύνησε μέχρις εδάφους, και ανήγειρε την κεφαλήν αναπτήσων τον λαμπρόν αυτού ανάστημα. Οι βραχίονές του εστάθησαν τότε προς τον ουρανόν, τον οποίον διέσχιζον ταχέως τμήματα νεφών.
Ο μάγος έδειξε τα νέφη εκείνα διά της χειρός, εμιμήθη τας κινήσεις διά
παντομίμας ζωηράς, τα έδειξε φεύγοντα προς δυσμάς και επανερχόμενα προς
ανατολάς διά περιστροφικής κινήσεως την οποίαν ουδεμία δύναμις ηδύνατο να
αναστείλη.
Είτα αίφνης, προς μεγάλην έκπληξιν της πόλεως και της αυλής, ο μάγος εκείνος
έλαβεν εκ της χειρός την φοβεράν ηγεμονίδα του Καζονδέ.
Αυλικοί τίνες ηθέλησαν να αντιθώσιν εις την πράξιν ταύτην εναντίον πάσης
εθιμοτυπίας, αλλ' ο ρωμαλαίος μάγος αρπάσας τον πλησιέστερον εκ του δέρματος
του τραχήλου, εξεσφενδόνισεν αυτόν δεκαπέντε βήματα μακράν.
Η βασίλισσα δεν εφάνη αποδοκιμάσασα την αλαζονικήν εκείνην πράξιν. Είδος τι
μορφασμού, όπερ ήτο βεβαίως μειδίαμα, απευθύνθη προς τον μάγον, όστις
παρέσυρε την βασίλισσαν διά βήματος ταχέως, ενώ το πλήθος ώρμα επί τα ίχνη
αυτού.
Την φοράν ταύτην ο μάγος κατηυθύνθη προς το κατάστημα του Αλβέζ, έφθασε δε μετ' ολίγον εις την θύραν ήτις ήτο κεκλεισμένη. Απλή ώθησις του ώμου του την έρριψε κατά γης και εισήγαγε την πειθήνιον βασίλισσαν εντός του πρακτορείου.
Ο σωματέμπορος, οι στρατιώται του, οι δούλοι του προσέδραμον όπως
τιμωρήσωσι τον αναιδή όστις είχε την τόλμην να ρίπτη κάτω τας θύρας, χωρίς να
περιμένη να τω ανοίξωσιν αυτάς. Εν τούτοις όταν είδον την ηγεμονίδα μη
δυσανασχετούσαν, εστάθησαν εν στάσει ευσεβεί.
Βεβαίως ο Αλβέζ, έμελλε να ερωτήση την βασίλισσαν, ποία η αιτία δι' ην τον ετίμα
διά της επισκέψεώς της· αλλ' ο μάγος δεν τω έδωκε καιρόν, και αναγκάσας το
πλήθος να υποχωρήση και να αφήση μέγα διάστημα ελεύθερον περί εαυτόν,
ήρχισε πάλιν την παντομίμαν του μετά πολύ μεγαλυτέρας ζωηρότητος. Έδειξε τα
νέφη διά της χειρός, τα ηπείλησε, τα εξώρκισεν, εποίησε πρώτον χειρονομίαν να τα
σταματήση, έπειτα δε να τα απομακρύνη. Αι τεράστιαι αυτού παρειαί
εξωγκώθησαν και εφύσησεν επί του εκ βαρέων ατμών εκείνου σωρού, ως εάν είχε
την δύναμιν να τους διαλύση. Είτα ανορθωθείς εφάνη ωσεί ήθελε να αναστείλη
την πορείαν αυτών και ήθελέ τις υποθέσει ότι το γιγαντιαίον ανάστημά του θα
επέτρεπεν αυτώ να συλλάβη.
Η δισιδαίμων Μοΐνα, υποδουλωθείσα υπό των κινημάτων του μεγάλου εκείνου
κωμωδού, δεν εκρατείτο πλέον. Τη διέφευγον κραυγαί. Παρετήρει και αυτή και
επανελάμβανεν ορμεμφύτως τας χειρονομίας του μάγου. Οι αυλικοί, το πλήθος,
έπραττον ως αυτή και οι λαρυγγώδεις ήχοι του βωμού εχάνοντο τότε εν τω μέσω
των ωδών, κραυγών και ωρυγών, τα οποία μετά τοσαύτης δαψιλείας παρέχει η
ιθαγενής γλώσσα.
Τα νέφη έπαυσαν άραγε να ανεβαίνωσιν εις τον ανατολικόν ορίζοντα και να καλύπτωσι τον ήλιον εκείνον των τροπικών; Εξηφανίσθησαν προ των εξορκισμών του νέου μάγου; Όχι. Και ακριβώς όταν η βασίλισσα και ο λαός αυτής εφαντάσθησαν ότι εδάμασαν τα κακοποιά πνεύματα, άτινα τους επότιζον διά τοσούτων κατακλυσμών, ο ουρανός καθαρισθείς ολίγον από της πρωίας εσκοτίσθη βαθύτερον. Μεγάλαι ρανίδες βροχής τρικυμιώδους έπεσαν κροτούσαι επί του εδάφους.
Τότε μεταβολή εγένετο εν τω πλήθει. Ηγανάκτησαν κατά του μάγου εκείνου
,όστις δεν ήξιζε περισσότερον των άλλων, και έκ τινων συσπάσεων των οφρύων της
βασιλίσσης ενόησον ότι εκινδύνευον τουλάχιστον τα ώτα αυτού. Οι ιθαγενείς
περιέσφυγξαν τον κύκλον περί αυτόν· οι γρόνθοι τον ηπείλουν και έμελλον να τον
κακοποιήσωσιν, όταν επεισόδιόν τι απρόοπτον μετέβαλε την πορείαν των εχθρικών
αυτών διαθέσεων.
Ο μάγος του οποίου η κεφαλή υπερείχεν όλου εκείνου του ωρυομένου πλήθους,
εξέτεινε τον βραχίονα προς σημείον τι του περιβόλου. Το κίνημα εκείνο τοσούτον
επιβλητικόν ήτο, ώστε όλοι εστράφησαν.
Η κυρία Βέλδων και ο μικρός Ζακ, ελκυσθέντες εκ της ταραχής και των
κραυγών, είχον εξέλθει της καλύβης. Τούτους εδείκνυεν ο μάγος δι' οργίλου
κινήματος της αριστεράς χειρός, ενώ η δεξιά του υψούτο προς τον ουρανόν.
Εκείνοι λοιπόν ήσαν! Εκείνη η λευκή, εκείνο το παιδίον, επροξένουν όλον το κακόν!
Εκείνοι ήσαν η αιτία των τόσων δυστυχημάτων! Εκείνοι έφερον εκ των βροχερών
χωρών των τα νέφη διά να καταπλημμυρίσωσι την γην του Καζονδέ.
Τον εννόησαν. Η βασίλισσα Μοΐνα, δεικνύουσα την κυρίαν Βέλδων, εποίησε
χειρονομίαν απειλητικήν. Οι ιθαγενείς, εκφέροντες τρομερωτέρας κραυγάς,
ώρμησαν κατ' αυτής.
Η κυρία Βέλδων ενόμισεν ότι απώλετο, και λαβούσα το υιόν της εις τας αγκάλας
της έμεινεν ακίνητος ως άγαλμα έμπροσθεν του υπερηρεθισμένου εκείνου
πλήθους.
Ο μάγος επροχώρησε προς αυτήν. Παρεμέρισαν προ αυτού, καθότι ενόμισαν
ότι ,συν τη αιτία του κακού, εύρε και την θεραπείαν αυτού.
Ο σωματέμπορος Αλβέζ, δι' ον η ζωή της αιχμαλώτιδος ήτο πολύτιμος, επλησίασεν
ωσαύτως αγνοών τι να πράξη.
Ο μάγος ήρπασε τον μικρόν Ζακ, και αποσπάσας αυτόν από της μητρός του, τον ύψωσε προς τον ουρανόν. Ήθελέ τις υποθέσει ότι έμελλε να θραύση την κεφαλήν του επί του εδάφους, όπως κατευνάση την οργήν των θεών.
Η κυρία Βέλδων εξέφερε τρομεράν κραυγήν και έπεσε χαμαί λιπόθυμος.
Αλλ' ο μάγος αφού απηύθυνε προς την βασίλισσαν σημείον τι, όπερ βεβαίως
καθησήχασεν αυτήν περί των προθέσεών του, ανήγειρε την δυστυχή μητέρα και
την απήγαγεν, ενώ το πλήθος καταπτοηθέν παρεμέριζεν όπως τω ανοίξη
δίοδον.
Ο Αλβέζ, μανιώδης δεν ήθελε να συμβή τούτο. Αφού απώλεσεν ένα αιχμάλωτον εκ
των τριών, έπειτα δε να βλέπη διαφεύγουσαν την εις την φύλαξίν του
εμπιστευθείσαν παρακαταθήκην, και μετά της παρακαταθήκης την μεγάλην
αμοιβήν, ην τω επεφύλαττεν ο Νεγορός, ουδέποτε θα υπέφερε τούτο, έστω και αν
όλη η γη του Καζονδέ κατεστρέφετο υπό νέου κατακλυσμού. Ηθέλησε λοιπόν ν'
αντιστή εις την αρπαγήν.
Κατ' αυτού λοιπόν τότε εξεμάνησαν οι ιθαγενείς. Η βασίλισσα διέταξε τους φύλακάς της να τον συλλάβωσι Γινώσκον δε ο σωματέμπορος τι έμελλε να πάθη, εδέησεν μείνη ακίνητος, ει και καταρώμενος την ευήθειαν των υπηκόων της βασιλίσσης Μοΐνας.
Τωόντι οι άγριοι εκείνοι περιέμενον να ίδωσι τα νέφη διασκεδαζόμενα μετά την εξαφάνισιν εκείνων, οίτινες τα είχον ελκύσει, και δεν αμφέβαλλον ότι ο μάγος ηθέλησε να σβέση εν τω αίματι των ξένων τας βροχάς εξ ων τοσούτον είχον υποφέρει.
Ως λέων απάγων ζεύγος εριφίων άτινα δεν βαρύνουσι τας ισχυράς σιαγόνας του, ούτω και ο μάγος απήγε τα θύματά του, τον μικρόν Ζακ κατεπτοημένον και την κυρίαν Βέλδων αναίσθητον, ενώ το πλήθος, εις τον έσχατον βαθμόν της μανίας, τον ηκολούθει διά των ωρυγών του· αλλ' εξήλθε του περιβόλου, διέσχιζε το Καζονδέ εισήλθεν εις το δάσος, ώδευσεν επί τρία περίπου μίλια, χωρίς ουδ' επί στιγμήν να εξασθενήσωσιν οι πόδες του, και μόνον τέλος, επειδή οι ιθαγενείς εννόησαν ότι δεν ήθελε να τον ακολουθώσι περισσότερον, έφθασε πλησίον ποταμίου, του οποίου το ταχύ ρεύμα έφευγε προς βορράν.
Εκεί, εις το βάθος ευρείας κοιλότητος, όπισθεν των μακρών και κρεμάμενων
χόρτων θάμνου, άτινα έκρυπτον την όχθην, ήτο προσδεδεμένον μονόξυλον
κεκαλυμμένον υπό είδους τινός καλάμων.
Ο μάγος κατεβίβασεν εν αυτώ το διπλούν φορτίον του, απώθησε διά του ποδός την
λέμβον την οποίαν το ρεύμα παρέσυρε ταχέως, και τότε διά καθαράς φωνής.
— Πλοίαρχέ μου, είπε, σας παρουσιάζω την κυρίαν Βέλδων και τον μικρόν Ζακ. Δρόμον λοιπόν, και είθε όλα τα νέφη του ουρανού να αφανίσωσι τώρα τους βλάκας εκείνους του Καζονδέ.
ΠΛΟΥΣ ΚΑΤΑ ΡΟΥΝ
Ο ομιλών τοιουτοτρόπως ήτο ο Ηρακλής, αγνώριστος υπό την μαγικήν εκείνην
περιβολήν, και ο προς ον απετείνετο ήτο ο Δικ Σανδ, όστις αδύνατος έτι εκ των
κακουχιών, εστηρίζετο επί του εξαδέλφου Βενεδίκτου πλησίον του οποίου ήτο
κατακεκλιμένος ο Δίγγος.
Η κυρία Βέλδων, αναλαβούσα τας αισθήσεις αυτής, δεν ηδυνήθη να μη προσφέρη τας λέξεις ταύτας:
— Συ, Δικ! συ!
Ο νεαρός δόκιμος ηγέρθη, αλλ' ήδη η κυρία Βέλδων τον έθλιβεν εις τας αγκάλας της και ο Ζακ τον εθώπευεν.
— Ο φίλος μου Δικ! ο φίλος μου Δικ! επανελάμβανε το μικρό
παιδίον.
Είτα στρεφόμενος προς τον Ηρακλέα:
— Και εγώ, προσέθηκεν, ο οποίος δεν σε είχον αναγνωρίσει!
— Ε! τι μεταβολή! απεκρίθη ο Ηρακλής, τρίβων το στήθος του όπως εξαλείψη τας καλυπτούσας αυτό εικόνας.
— Ήσο πολύ άσχημος, είπεν ο μικρός Ζακ.
— Ήμην ο διάβολος, και ο διάβολος δεν είναι ωραίος.
— Ηρακλή! είπεν η κυρία Βέλδων τείνουσα την χείρα προς τον γενναίον μαύρον.
— Σας ηλευθέρωσε, προσέθηκεν ο Δικ Σανδ, ως έσωσε και εμέ, αν και δεν θέλη να το ομολογήση.
— Εσώθημεν! εσώθημεν! αλλ' όχι δεν εσώθημεν ακόμη! Άλλως τε δε, άνευ του κυρίου Βενεδίκτου ο οποίος ήλθε να μας είπη πού ευρίσκεσθε, κυρία Βέλδων, δεν θα ηξεύραμεν τι να πράξωμεν.
Τωόντι προ πέντε ημερών ο Ηρακλής είχεν επιπέσει κατά του επιστήμονος, καθ' ήν στιγμήν ούτος απομακρυνθείς δύο μίλια από του πρακτορείου ανεζήτει τον πολύτιμον αυτού μαντίκορον. Άνευ του επεισοδίου εκείνου, μήτε ο Δικ Σανδ μήτε ο μαύρος θα ηδύνατο να μάθωσι το καταφύγιον της κυρίας Βέλδων, και ο Ηρακλής δεν θα ηδύνατο να ριψοκινδυνεύση εις το Καζονδέ υπό την περιβολήν μάγου.
Ενώ η λέμβος ωλίσθαινε ταχέως εις το στενόν εκείνο μέρος του ποταμού, ο
Ηρακλής διηγήθη τι συνέβη από της φυγής αυτού εκ του στρατοπέδου του Κοάνζα·
πώς είχεν ακολουθήσει αθέατος το φορείον εν τω οποίω ευρίσκοντο η κυρία
Βέλδων και ο υιός της· πώς επανεύρε τον Δίγγον πληγωμένον, πώς αμφότεροι
έφθασαν εις τα περίχωρα του Καζονδέ· πώς διά γραμματίου το οποίον εκόμισεν ο
Δίγγος εις τον Δικ Σανδ, έμαθεν ούτος τι εγένετο η κυρία Βέλδων· πώς μετά την
απροσδόκητον έλευσιν του εξαδέλφου Βενεδίκτου, προσεπάθησε ματαίως να
εισχωρήση εις το πρακτορείον, πλέον ή άλλοτε αυστηρώς φυλασσόμενον, πώς
τέλος εύρε την ευκαιρίαν εκείνην ν' αποσπάση την αιχμάλωτον από τον φρικώδη
εκείνον Ιωσίαν Αντώνιον Αλβέζ.
Η ευκαιρία παρουσιάσθη αυτήν εκείνην την ημέραν. Μάγος τις περιοδεύων την
Αγγόλαν χάριν της τέχνης του, — ο διάσημος εκείνος μάγος ο τοσούτον
ανυπομόνως αναμενόμενος, — συνέβη να διέλθη το δάσος εκείνο εις το οποίον ο
Ηρακλής περιεπλανάτο πάσαν νύκτα, καραδοκών, προσέχων και έτοιμος εις
πάντα.
Να ορμήση κατά του μάγου, να τον δέση εις τον κορμόν δένδρου τοσούτον
στερεώς ώστε και αυτοί οι αδελφοί Δαβανπόρ δεν θα ηδύναντο να τον λύσωσι, να
ζωγραφισθή εις το σώμα λαμβάνων ως υπόδειγμα τον μάγον, και να πράξη ότι
απητείτο όπως εξορκίζη τας βροχάς, πάντα ταύτα ήσαν υπόθεσις ολίγων ωρών,
αλλ' απητείτο η απίστευτος ευπιστία των ιθαγενών, όπως επιτύχη το έργον.
Εν τη διηγήσει ταύτη, γενομένη ταχέως υπό του Ηρακλέους, ουδείς λόγος εγένετο
περί του Δικ Σανδ.
— Και συ, Δικ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων,
— Εγώ, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο νεαρός δόκιμος, δεν ειμπορώ να σας είπω τίποτε. Η τελευταία σκέψις μου ήτο δι' υμάς, διά τον Ζακ. Εις μάτην προσεπάθησα να συντρίψω τα δεσμά, τα οποία με εκράτουν εις τον πάσσαλον . . . Το ύδωρ είχεν υπερβή την κεφαλήν μου . . Είχον απολέσει τας αισθήσεις μου . . Ότε επανέκτησα αυτάς, οπή τις κεκρυμμένη εντός των παπύρων της όχθης ταύτης μοι εχρησίμευεν ως άσυλον, και ο Ηρακλής γονυπετής με περιποιείτο.
— Θεέ μου, τι θα γίνη; απεκρίθη ο Ηρακλής, αφού είμαι ιατρός, γόης, μάγος, μάντις, προφήτης;
— Ηρακλή, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, ειπέ μοι πώς ηδυνήθης να σώσης τον Δικ Σανδ;
— Εγώ τον έσωσα, κυρία Βέλδων; απεκρίθη ο Ηρακλής; Το ρεύμα δεν έθραυσε τον πάσσαλον εις τον οποίον ήτο δεδεμένος ο πλοίαρχός μας και δεν τον παρέσυρεν εν τω μέσω της νυκτός μετά του ξύλου τούτου, εις το μέρος όπου τον εύρον ημιθανή; Άλλως τε δε, τόσον δύσκολον ήτο με το σκότος εκείνο να ολισθήση τις μεταξύ των εστρωμένων κατά γης θυμάτων, να περιμείνη την καταστροφήν του οχυρώματος, να κολυμβήση εις το ύδωρ και καταβάλλων ολίγην τινά δύναμιν να αποσπάση διά μιας κινήσεως της χειρός και τον πλοίαρχόν μας και τον πάσσαλον εις τον οποίον οι αχρείοι εκείνοι τον είχον προσδέσει; Εις όλα ταύτα ουδέν το έκτακτον. Ο πρώτος τυχών θα έπραττε τα αυτά. Ιδού, και αυτός ο κύριος Βενέδικτος, ή ο Δίγγος. Τωόντι, διατί όχι ο Δίγγος;
Μικρά υλακή ηκούσθη, και ο Ζακ, λαβών την μεγάλην κεφαλήν του κυνός, τω έδωκε ολίγα μικρά φιλικά κτυπήματα. Είτα:
— Δίγγε, ηρώτησε, συ έσωσες τον φίλον μας Δικ;
Και συγχρόνως έσειε την κεφαλήν του κυνός εκ δεξιών προς τα αριστερά.
— Λέγει όχι Ηρακλή, επανέλαβεν ο Ζακ. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν τον έσωσεν
αυτός. Δίγγε, ο Ηρακλής έσωσε τον πλοίαρχόν μας;
Και το μικρόν παιδίον ηνάγκασε την αγαθήν κεφαλήν του Δίγγου να κινηθή
πεντάκις η εξάκις εκ των κάτω προς τα άνω.
— Λέγει ναι, Ηρακλή! λέγει ναι! έκραξεν ο μικρός Ζακ. Βλέπεις ότι συ τον
έσωσες.
— Φίλε Δίγγε, είπεν ο Ηρακλής θωπεύων τον κύνα. Δεν πράττεις καλώς. Με είχες υποσχεθή ότι δεν θα με προδώσης.
Ναι, ο Ηρακλής είχε διακινδυνεύσει την ζωήν του, όπως σώση την του Δικ Σανδ. Αλλ' ούτω ήτο πεπλασμένος και η μετριοφροσύνη του δεν τω επέτρεπε να ομολογήση τούτο. Άλλως τε δε εύρισκε το πράγμα απλούστατον, και επανέλαβεν ότι ουδείς των συντρόφων του ήθελε διστάσει να πράξη κατ' εκείνην την περίστασιν ό,τι έπραξεν αυτός.
Μετά ταύτα η κυρία Βέλδων ηρώτησε περί του γέροντος Τωμ, του υιού του Ακτέωνος του Βαρθολομαίου, των ατυχών συντρόφων της. Έμαθεν ότι είχον απέλθει προς την χώραν των λιμνών. Ο Ηρακλής τους είδε διερχομένους μετά της συνοδείας των δούλων. Τους ηκολούθησε, χωρίς όμως να εύρη ευκαιρίαν τινά όπως συγκοινωνήση μετ' αυτών. Είχον αναχωρήσει! Είχον απολεσθή!
Και τον καλόν γέλωτα του Ηρακλέους διεδέχθησαν παχέα δάκρυα, τα οποία δεν προσεπάθει να κρατήση.
— Μη κλαίετε, φίλε μου, τω είπεν η κυρία Βέλδων. Τις οίδεν εάν ο Δίγγος δεν μας κάμη την χάριν να τους επανίδωμεν ημέραν τινά.
Λέξεις τινές επληροφόρησαν τότε τον Δικ Σανδ περί πάντων όσα συνέβησαν κατά την διαμονήν της κυρίας Βέλδων εν τω πρακτορείω του Αλβέζ.
— Ίσως, προσέθηκεν αύτη, θα ήτο καλλίτερον να μείνω εις το Καζονδέ.
— Τι αδέξιος όπου είμαι! εφώνησεν ο Ηρακλής.
— Όχι, Ηρακλή, όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Οι άθλιοι εκείνοι θα εύρισκον
το μέσον να παρασύρωσι την κυρίαν Βέλδων είς τινα παγίδα. Ας φύγωμεν όλοι
ομού και άνευ βραδύτητος. Θα φθάσωμεν εις την παραλίαν πριν ή ο Νεγορός
επιστρέψη εις την Μοσαμέδην. Εκεί, αι πορτογαλικαί αρχαί θα μας παρέξωσιν
άσυλον και προστασίαν, και όταν ο Αλβέζ παρουσιασθή όπως λάβη τας εκατόν
χιλιάδας των δολλαρίων . . .
— Εκατόν χιλιάδας ραβδισμούς εις την κεφαλήν του αχρείου εκείνου
γέροντος! εφώνησεν ο Ηρακλής, και εγώ αναδέχομαι να τακτοποιήσω τον
λογαριασμόν.
Εντούτοις, ήτο περιπλοκή, ει και προφανώς η κυρία Βέλδων ουδόλως
εσκέπτετο να επιστρέψη εις Καζονδέ. Επρόκειτο λοιπόν να προλάβωσι τον
Νεγορόν. Όλα δε τα μεταγενέστερα σχέδια του Δικ Σανδ ώφειλον να τείνωσι προς
τον σκοπόν τούτον.
Ο Δικ Σανδ εξετέλεσεν επί τέλους το σχέδιον εκείνο, όπερ από πολλού είχε
συλλάβει, να φθάση εις την παραλίαν μεταχειριζόμενος το ρεύμα ποταμίου ή
ποταμού. Λοιπόν, το ρεύμα ήτο εκεί, η διεύθυνσίς του το έφερε προς βορράν, και
ήτο πιθανόν ότι εχύνετο εν τω Ζαΐρω. Εν τοιαύτη περιπτώσει, αντί να φθάσωσιν εις
Άγιον Παύλον της Λοάνδας, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής θα έφθανον εις τα
στόμια του μεγάλου εκείνου ποταμού. Αλλ' αδιάφορον· αρκεί ότι συνδρομήν εις
τας αποικίας εκείνας της κάτω Γουινέας.
Η πρώτη σκέψις του Δικ Σανδ, αποφασίσαντος να κατέλθη το ρεύμα του ποταμίου εκείνου, υπήρξε να επιβή επί μιας των πλωτών εκείνων σχεδίων, είδους πλεόντων νησιδίων, άτινα παμπληθή φέρονται επί της επιφανείας των αφρικανικών ποταμών.
Αλλ' ο Ηρακλής, περιπλανώμενος την νύκτα επί της όχθης ευτύχησε να εύρη λέμβον φερομένην κατά τον ρουν του ποταμίου. Ο Δικ Σανδ δεν θα ηδύνατο να ευχηθή καλλίτερον, και η τύχη τον εβοήθησε καλώς. Τωόντι δεν ήτο εξ εκείνων των στενών λέμβων τας οποίας μεταχειρίζονται συνήθως οι ιθαγενείς. Η υπό του Ηρακλέους ευρεθείσα ήτο εξ εκείνων των οποίων το μήκος υπερβαίνει τους τριάκοντα πόδας, το πλάτος τους τέσσαρας, και τας οποίας πολλοί κωπηλάται σύρουσι ταχέως επί των υδάτων των μεγάλων λιμνών. Η κυρία Βέλδων και οι σύντροφοι αυτής ηδύναντο λοιπόν να εγκατασταθώσιν εν αυτή ανέτως, και ήρκει να την κρατώσιν εις την διεύθυνσιν του ρεύματος διά τινος οπισθίας κώπης όπως κατέλθωσι τον ποταμόν.
Ευθύς εξ αρχής ο Δικ Σανδ, θέλων να διέλθη απαρατήρητος, εσχημάτισε το σχέδιον να πλέωσι μόνον την νύκτα. Αλλά εάν έπλεον δώδεκα μόνον ώρας εις τας εικοσιτέσσαρας, θα εδιπλασιάζετο η διάρκεια του διάπλου, όστις ηδύνατο να είναι μακρός. Ευτυχώς ο Δικ Σανδ επεννόησε να καλύψη την λέμβον διά τινος θόλου εκ μακρών χόρτων, άτινα υπεστηρίζοντο υπό δοκού εκτεινομένης από της πρώρας εις την πρύμνην, και άτινα κρεμάμενα επί των υδάτων, έκρυπτον και αυτήν την μακράν οπισθίαν κώπην. Ήθελέ τις υποθέσει ότι ήτο χορτοσωρός φερόμενος επί του ρεύματος εν μέσω των κινουμένων νησίδων. Τοιαύτη δε ήτο η διάταξις της καλύβης ταύτης, ώστε τα πτηνά ηπατώντο, και βλέποντα εκεί κόκκους προς τροφήν, γλάροι ερυθρόρρυγχοι, αρίγγαι μελανοπτέρυγοι, αλκυόνες λευκόφαιαι, ήρχοντο πολλάκις και εκάθηντο εκεί.
Πλην τούτου, η χλοερά εκείνη στέγη εσχημάτιζεν άσυλον κατά του καύσωνος
του ηλίου. Πλους εκτελούμενος υπό τοιαύτας συνθήκας ηδύνατο λοιπόν να
εκτελεσθή άνευ κόπου σχεδόν, αλλ' ουχί άνευ κινδύνου.
Τωόντι το διάστημα έμελλε να είναι μακρόν και θα ήτο ανάγκη να προμηθεύωνται
την καθημερινήν τροφήν. Ένεκα τούτου έπρεπε να θηρεύωσιν εις τας όχθας, εάν η
αλιεία δεν επήρκει, και ο Δικ Σανδ δεν είχεν άλλο όπλον ειμή εκείνο το οποίον είχε
λάβει μεθ' εαυτού ο Ηρακλής μετά την προσβολήν του μυρμηκώνος. Αλλ' είχεν
απόφασιν να μη απολέση ουδεμίαν βολήν. Ίσως μάλιστα, περών το όπλον του διά
των καλαμών της λέμβου θα ηδύνατο να πυροβολή ασφαλέστερον, ως κάτοικός τις
καλύβης διά των οπών του καταφυγίου του.
Εν τούτοις η λέμβος παρεσύρετο υπό την επίδρασιν ρεύματος, ην ο Δικ Σανδ υπελόγιζεν ουχί μικροτέραν των δύο μιλίων καθ' ώραν. Ήλπιζε λοιπόν να διανύση περί τα πεντήκοντα μίλια εντός δύο ανατολών του ηλίου. Αλλ' ένεκα αυτής ταύτης της ταχύτητος του ρεύματος εκείνου, απητείτο διαρκής προσοχή προς αποφυγήν των προσκομάτων, βράχων, κορμών δένδρων, σκοπέλων του ποταμού. Προσέτι υπήρχε φόβος μήπως το ρεύμα εκείνο μετεβάλλετο εις χείμαρρον, εις καταρράκτην, όπερ συχνότατον εις τους αφρικανικούς ποταμούς.
Ο Δικ Σανδ, εις ον η χαρά ότι επανείδε την κυρίαν Βέλδων και το τέκνον αυτής απέδωκε τας δυνάμεις του, ετοποθετήθη εις την πρώραν της λέμβου. Διά μέσου των μακρών χόρτων το βλέμμα του παρηκολούθει την διεύθυνσιν του ρεύματος και είτε διά της φωνής είτε διά της χειρός υπεδείκνυεν εις τον Ηρακλέα, του οποίου η στιβαρά χειρ εκράτει την κώπην, τι έδει να πράττη όπως τηρή την πρέπουσαν θέσιν.
Η κυρία Βέλδων, κατακεκλιμένη εις το μέσον επί στρωμνής εκ ξηρών χόρτων, ήτο παραδεδομένη εις σκέψεις. Ο εξάδελφος Βενέδικτος, σιωπηλός, συσπών την οφρύν εις την θέαν του Ηρακλέους, εις ον δεν συνεχώρει την παρέμβασίν του εις την υπόθεσιν του μαντικόρου, σκεπτόμενος την απολεσθείσαν συλλογήν του και τας εντομολογικάς σημειώσεις του, των οποίων την αξίαν δεν θα ηδύνατο να εκτιμήσωσιν οι ιθαγενείς του Καζονδέ, ήτο εκεί, τους πόδας έχων προτεταμένους, τους βραχίονας εσταυρωμένους επί του στήθους, και ανύψου ορμεμφύτως επί του μετώπου τα δίοπτρα, τα οποία δεν υπήρχον πλέον επί της ρίνας του. Ο δε μικρός Ζακ είχεν εννοήσει ότι δεν έπρεπε να ποιή θόρυβον, αλλ' επειδή το κινείσθαι δεν ήτο απηγορευμένον, εμιμείτο τον φίλον του Δίγγον και έτρεχε τετραποδητί από του ενός άκρου της λέμβου εις το άλλο.
Κατά τας δύο πρώτας ημέρας η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής ετρέφοντο εκ των οικονομιών τας οποίας ο Ηρακλής ηδυνήθη να προμηθευθή προ της αναχωρήσεως. Ο Δικ Σανδ δεν εσταμάτησε λοιπόν ειμή επί τινας ώρας της νυκτός, όπως αναπαυθή ολίγον. Δεν απέβη όμως εις την ξηράν επιφυλασσόμενος να πράξη τούτο, εάν επιέζετο υπό της ανάγκης της ανανεώσεως των τροφών.
Ουδέν επεισόδιον επήλθε κατά την έναρξιν του πλου επί του αγνώστου εκείνου
ποταμίου, ούτινος το πλάτος δεν ήτο μεγαλείτερον των εκατόν πεντήκοντα ποδών.
Νησίδια τινά παρεσύροντο εις την επιφάνειάν του και έπλεον μετά της αυτής
ταχύτητος ως η λέμβος. Ουδείς λοιπόν φόβος να συγκρουσθώσι μετ' αυτών, εκτός
εάν διέκοπτε την πορείαν των εμπόδιόν τι.
Άλλως δε αι όχθαι εφαίνοντο ότι ήσαν έρημοι. Προφανώς τα μέρη εκείνα της
περιφερείας του Καζονδέ δεν εσυχνάζοντο υπό των ιθαγενών.
Επί των ακτών άπειρα άγρια φυτά ευρίσκοντσ εν αφθονία και εκόσμουν αυτάς διά των ζωηροτάτων χρωμάτων των. Ασκληπιοί, ξίφια, κρίνα, κληματίδες, βαλσαμίναι, σκιαδοφόρα, αλόαι, πτερίδες δενδροειδείς, δενδρύλια μυροβόλα, εσχημάτιζον τάπητα ασυγκρίτου λαμπρότητος. Δάση τινά έβρεχον ωσαύτως τας άκρας των εις τα ρέοντα ύδατα. Άλλα δένδρα διάφορα έκλινον τα φυλλώματα αυτών επί της όχθης. Αι υψηλαί αυτών κορυφαί, συνενούμεναι εις ύψος εκατών ποδών, απετέλουν κοιτίδια αδιαπέραστα εις τας ηλιακάς ακτίνας. Πολλάκις όμως έρριπτον και γέφυραν εκ κλάδων από της μιας όχθης εις την άλλην, και κατά την ημέραν της 27, ο μικρός Ζακ, ουχί άνευ μεγάλου θαυμασμού, είδεν αγέλην πιθήκων διερχομένων μίαν τοιαύτην γέφυραν και αλληλοκρατουμένων εκ της ουράς διά την περίπτωσιν καθ' ήν η γέφυρα εκείνη ήθελε τυχόν συντριβή υπό το βάρος των.
Οι πίθηκοι ούτοι, εκ του είδους εκείνου των μικρών σιπανζέ, όπερ ονομάζεται
σοκός εν τη κεντρώα Αφρική, είναι ασχημότατα προϊόντα του πιθηκικού γένους·
μέτωπον χαμηλόν, πρόσωπον ανοικτόν κίτρινον, ώτα υψηλά τεθειμένα. Ζώσι κατ'
αγέλας ανά δέκα, υλακτούσιν ως συνήθεις κύνες και είναι επίφοβοι εις τους
ιθαγενείς από τους οποίους ενίοτε αρπάζουσι τα παιδία, όπως τα νύττωσιν ή τα
δάκνωσι. Διερχόμενοι την εκ κληματίδων γέφυραν, ουδόλως υπώπτευον ότι υπό
τον θαμνώδη εκείνον σωρόν τον οποίον παρέσυρε το ρεύμα, υπήρχεν ακριβώς έν
μικρόν παιδίον, όπερ θα της εχρησίμευεν ως διασκέδασις. Η μηχανή λοιπόν η
επινοηθείσα υπό του Δικ Σανδ ήτο κάλλιστα διατεθειμένη, αφού τα οξυδερκή
εκείνα ζώα ηπατώντο.
Είκοσι μίλια απωτέρω, κατά την αυτήν εκείνην ημέραν η λέμβος εσταμάτησεν
αίφνης εις την πορείαν της.
— Τι είναι; ηρώτησεν ο Ηρακλής ιστάμενος πάντοτε εις την κώπην της πρύμνης.
— Πρόσκομμά τι, απήντησεν ο Δικ Σανδ, αλλά πρόσκομμα φυσικόν.
— Πρέπει να το συντρίψωμεν, κύριε Δικ.
— Ναι, Ηρακλή, με τον πέλεκυν. Νησίδιά τινα έπλευσαν μέχρις αυτού
και αντέστη.
— Εις έργον λοιπόν πλοίαρχέ μου, εις έργον, απεκρίθη ο Ηρακλής ελθών εις
το έμπροσθεν μέρος της λέμβου.
Το πρόσκομμα εκείνο εσχηματίζετο εκ της διακλαδώσεως στερεού τινος και στιλπνοφύλλου χόρτου, όπερ συστρέφεται περί εαυτό και καθίσταται αδιαπέραστον. Ονομάζεται τακατίκα και επιτρέπει να διέρχεταί τις ρεύματα πεζός, εάν δεν φοβήται μήπως βυθισθή δώδεκα περίπου δακτύλους εις το χορτώδες περίζωμά του. Μεγαλοπρεπείς κλάδοι λωτού εκάλυπτον την επιφάνειαν του φραγμού εκείνου.
Ήτο ήδη σκότος. Ο Ηρακλής ηδυνήθη ευκόλως να εξέλθη και τοσούτον
επιδεξίως μετεχειρίσθη τον πέλεκυν, ώστε μετά δύο ώρας ο φραγμός υπεχώρησε,
το ρεύμα ήνωσε πάλιν επί των οχθών τα δύο διασχιθέντα ημίσεά του και η λέμβος
επανέλαβε τον τακτικόν αυτής πλουν.
Πρέπει να ομολογήσωμεν ότι το μέγα εκείνον παιδίον, ο εξάδελφος Βενέδικτος
ήλπισε προς στιγμήν ότι δεν θα διήρχοντο. Τοιούτος πλους τω εφαίνετο οχληρός.
Επόθει μάλιστα το πρακτορείον του Ιωσία Αντωνίου Αλβέζ και την καλύβην, ένθα
ευρίσκετο εισέτι το πολύτιμον αυτού εντομολογικόν κιβώτιον. Η λύπη του ήτο
πραγματικωτάτη, και κατά βάθος ο δυστυχής εκείνος ανήρ ήτο άξιος ελέους. Ούτε
έν έντομον εύρισκεν, ούτε έν.
Οποία λοιπόν υπήρξεν η χαρά του όταν ο Ηρακλής — ο μαθητής του — τω έφερε
φρικώδες τι ζωύφιον όπερ εύρεν είς τι κλωνίον της τακατίκας εκείνης. Παράδοξον
πράγμα, ο αγαθός μαύρος εφαίνετο ολίγον αμηχανών, όταν έδιδε τούτο εις αυτόν.
Αλλά ποίας αναφωνήσεις εξέβαλεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, όταν το έντομον
εκείνο, όπερ εκράτει μεταξύ του δείκτου και του αντίχειρος, το έφερεν όσω το
δυνατόν εγγύτερον των οφθαλμών του, τους οποίους πλέον μήτε δίοπτρα
ηδύναντο να βοηθήσωσιν.
— Ηράκλεις! ανέκραξεν, Ηράκλεις! Α! τούτο αξίζει την συγχώρησίν του.
Εξαδέλφη Βέλδων! Δικ! Έν εξάπουν μοναδικόν εις το είδος του και καταγωγής
αφρικανικής. Τούτο τουλάχιστον δεν θα με το φιλονεικήσωσι και δεν θα το
αποχωρισθώ ενόσω ζω.
— Είναι λοιπόν πολυτιμότατον; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
— Εάν είναι πολύτιμον! ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Έντομον το
οποίον δεν είναι μήτε κολεόπτερον, μήτε υμενόπτερον, όπερ δεν ανήκει εις
ουδεμίαν των δέκα τάξεων των ανεγνωρισμένων υπό των επιστημόνων· και όπερ
δεν θα εδίσταζέ τις να κατατάξη μάλλον εις το δεύτερον είδος των αραχνιδών!
Είδος τι αράχνης, όπερ θα ήτο αράχνη, εάν είχεν οκτώ πόδας, και όπερ είναι
εντούτοις εξάπουν, αφού δεν έχει ειμή έξ. Α φίλοι μου, ο ουρανός μοι εχρεώστει
μίαν χαράν και θα δώσω τέλος το όνομά μου εις μίαν επιστημονικήν ανακάλυψιν.
Το έντομον τούτο θα ονομασθή «εξάπους Βενέδικτος».
Ο ένθους επιστήμων τοσούτον ήτο ευτυχής, τοσούτον ελησμόνει τας παρελθούσας
και μελλούσας αθλιότητας, ώστε η κυρία Βέλδων και ο Δικ Σανδ τον συνεχάρησαν
από καρδίας.
Κατ' αυτό το διάστημα η λέμβος εκυλίετο επί των σκοτεινών υδάτων του ποταμίου.
Η σιωπή της νυκτός εταράσσετο μόνον υπό του κροταλισμού των σωμάτων των
κροκοδείλων ή του ραγχασμού των ιπποποτάμων, οίτινες έπαιζον επί των οχθών.
Είτα διά των κλωνίων των καλαμών, η σελήνη, εμφανισθείσα όπισθεν των κορυφών των δένδρων, διέχυσε τας γλυκείας φαύσεις αυτής εντός της λέμβου.
Αίφνης επί της δεξιάς όχθης ηκούσθη μακρυνός θόρυβος, έπειτα κρότος υπόκωφος, ως εάν γιγαντώδεις αντλίαι ειργάζοντο εν τη σκιά.
Ήσαν πολλαί εκατοντάδες ελεφάντων, οίτινες χορτασθέντες εκ των ξυλωδών
ριζών, τας οποίας είχον φάγει κατά την ημέραν, ήρχοντο να ποτισθώσιν. Αληθώς
ηδύνατό τις να πιστεύση ότι όλαι εκείναι αι προβοσκίδες, ταπεινούμεναι και
ανυψούμενοι διά μιας και της αυτής αυτοματικής κινήσεως, έμελλον να
αποξηράνωσι το ποτάμιον.
ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ
Επί οκτώ ημέρας η λέμβος έπλεεν υπό την ώθησιν του ρεύματος και υπό τας
μνημονευθείσας συνθήκας. Ουδέν επεισόδιον οπωσούν σπουδαίον επεγένετο. Επί
διαστήματος πολλών μιλίων, το ποτάμιον έλουε τας άκρας μεγαλοπρεπών δασών.
Είτα η γη, απεγεγυμνωμένη των ωραίων τούτων δένδρων, άφινε τας ελώδεις
πεδιάδας να εκτείνωνται μέχρι των ορίων του ορίζοντος.
Εάν οι ιθαγενείς έλειπον εκ της χώρας εκείνης, διά το οποίον ουδόλως
δυσηρεστείτο ο Δικ Σανδ, τα ζώα τουλάχιστον έβριθον εκεί. Ήσαν ζέβροι πέζοντες
επί των οχθών, άλκαι, κααμάς, είδος αντιλόπων χαριεστάτων, αίτινες εξηφανίζοντο
μετά της νυκτός, όπως εγκατασταθώσιν υπό των λεοπαρδάλεων, ων ηκούοντο οι
ορυγμοί και των λεόντων, οίτινες επήδων εις τα υψηλά χόρτα. Μέχρι τότε οι
φυγάδες ουδέν έπαθον εκ των αγρίων εκείνων σαρκοβόρων του δάσους ή του
ποταμίου.
Εν τούτοις καθ' ημέραν σηνηθέστερον δε μετά μεσημβρίαν, ο Δικ Σανδ προσήγγιζεν εις την μίαν ή την άλλην όχθην, απέβαινεν εκεί και κατώπτευε τα πέριξ μέρη.
Έπρεπε τωόντι να πράττη τούτο προς ανανέωσιν της καθημερινής τροφής. Εις το μέρος εκείνο εστερημένον πάσης καλλιεργείας δεν ηδύνατό τις να έχη τας ελπίδας του εις το μανιόκον ή τον σόργον ή τον αραβόσιτον, καρπούς οίτινες απαρτίζουσι την φυτικήν τροφήν των ιθαγενών φυλών. Τα φυτά ταύτα δεν εβλάστανον εκεί ειμή εν αγρία καταστάσει και δεν ήσαν εδώδιμα. Ήτο λοιπόν ηναγκασμένος ο Δικ Σανδ να θησεύη, ει και ο κρότος του πυροβόλου του ηδύνατο να εφελκύση κακήν τινα συνάντησιν.
Ήναπτον πυρ περιστρέφοντες ραβδίον εντός αγρίας συκής κατά τον ιθαγενή τρόπον ή μάλλον κατά τον πιθηκικόν τρόπον, καθότι βεβαιούσιν ότι γορίλλοι τινές διά τοιούτου τρόπου προμηθεύονται πυρ. Είτα έψηνον διά πολλάς ημέρας ολίγον κρέας άλκης ή αντιλόπης. Κατά την ημέραν της 4 Ιουλίου ο Δικ Σανδ κατώρθωσε μάλιστα να φονεύση διά μιας μόνης βολής έν ποκού, όπερ τω παρέσχε καλήν προμήθειαν τροφής. Το ζώον τούτο έχει μήκος πέντε ποδών, μακρά κέρατα μετά δακτυλίων, τρίχωμα ερυθροκίτρινον μετά στιγμάτων λαμπρών, κοιλίαν λευκήν, και το κρέας αυτού ευρέθη εξαίρετον.
Εκ τούτου έπεται ότι λαμβανομένων υπ' όψει των σχεδόν καθημερινών τούτων
αποβάσεων και των ωρών αναπαύσεως τας οποίας έπρεπε να λαμβάνωσι κατά την
νύκτα των μέχρι της 8 Ιουλίου διανυθέν διάστημα δεν ήτο πλειότερον των εκατόν
μιλίων. Και όμως ήτο σημαντικόν, και ήδη ο Δικ Σανδ εσκέπτετο πού θα τον έφερε
το ατελείωτον εκείνο ποτάμιον, του οποίου το ρεύμα δεν απερρόφα εισέτι ειμή
ελάχιστα τινά παραποτάμια και δεν επλατύνετο σημαντικώς. Η δε γενική αυτού
διεύθυνσις αφού επί πολύν χρόνον ήτο βόρειος, εκάμφθη τότε εις
βορειοδυτικήν.
Όπως δήποτε το ποτάμιον εκείνο συνετέλει και τούτο εις εύρεσιν τροφής. Μακραί
κλιματίδες φέρουσαι εις τας άκρας αυτών ακάνθας εν είδει αγκίστρων, παρείχον
σαντζίκας λεπτοτάτας εις την γεύσιν, ουζάκας μαύρας λίαν επιζητήτους, μόνδας
πλατυκεφάλους, και μικρούς δαγάλας φίλους των ρεόντων υδάτων.
Κατά την ημέραν της 9 Ιουλίου, ο Δικ Σανδ εδέησε να επιδείξη άπασαν την
ψυχραιμίαν του. Ήτο μόνος εις την ξηράν παραφυλλάτων ένα κααμάν, του οποίου
τα κέρατα εφαίνοντο άνωθεν θαμνώδους πυκνώματος, ότε εις τριάκοντα βημάτων
απόστασιν ανεπήδησε φοβερός τις κυνηγός, όστις βεβαίως ήλθε να απαιτήση το
μερίδιόν του εκ της λείας και δεν ήτο τοιούτος ώστε να την εγκαταλείψη.
Ήτο λέων τεραστίου αναστήματος, εξ εκείνων τους οποίους οι ιθαγενείς
ονομάζουσι καράμος, και ουχί εκ του άνευ χαίτης εκείνου είδους, όπερ καλείται
λέων του Νυατή. Ο λέων εκείνος είχε πέντε ποδών ύψος, ήτο ζώον φοβερόν.
Δι' ενός άλματος ο λέων επέπεσε κατά του κααμά, τον οποίον η σφαίρα του Δικ
Σανδ είχε ρίψει χαμαί, και όστις πλήρης έτι ζωής έσπαιρε κράζων υπό τους όνυχας
του τρομερού ζώου.
Ο Δικ Σανδ, αφοπλισθείς, δεν έσχε καιρόν να θέση δεύτερον φυσίγγιον εις το όπλον του.
Διά πρώτου βλέμματος ο λέων τον είδεν, αλλ' ηρκέσθη κατ' αρχάς να τον παρατηρή.
Ο Δικ Σανδ έμεινε κύριος εαυτού και ουδέν κίνημα εποίησεν. Ενεθυμήθη ότι εν τοιαύτη περιστάσει η ακινησία δύναται να γίνη σωτηρία. Δεν επειράθη να πληρώση αύθις το όπλον του, αλλ' ούτε προσεπάθησε να φύγη.
Ο λέων τον παρετήρει πάντοτε διά των ερυθρών και φωτοβόλων οφθαλμών του. Εδίστασε μεταξύ της μιας λείας και της άλλης, εκείνης ήτις εκινείτο. Εάν ο κααμάς δεν συνεσπειρούτο υπό τους όνυχας του λέοντος, ο Δικ Σανδ θα ήτο απολωλός.
Δύο στιγμαί παρήλθον τοιουτοτρόπως. Ο λέων έβλεπε τον Δικ Σανδ, και ο Δικ Σανδ έβλεπε τον λέοντα, χωρίς να κινήση καν τα βλέφαρα.
Και τότε ο λέων διά μεγαλοπρεπούς κινήσεως του στόματος αναρπάσας τον
σπαίροντα κααμάν απήγαγεν αυτόν ως λαγωόν, και πλήττων διά της φοβεράς
ουράς του τα δενδρύλλια εγένετο άφαντος εις τας λόχμας.
Ο Δικ Σανδ διέμεινεν ακίνητος επί τινας στιγμάς, είτα εγκατέλειπε την θέσιν του,
και επιστρέψας προς τους συντρόφους του δεν τοις ωμίλησε περί του κινδύνου
από του οποίου διά της ψυχραιμίας του εσώθη. Αλλ' εάν, αντί να διαπλέωσιν το
ταχύ εκείνο ρεύμα, οι φυγάδες ηναγκάζοντο να διέλθωσι τας πεδιάδας και τα δάση
συχναζόμενα υπό ομοίων θηρίων, ίσως την ώραν ταύτην μήτε είς των ναυαγών του
«Πίλγριμ» θα εσώζετο.
Εν τούτοις, εάν τότε η χώρα ήτο ακατοίκητος, δεν υπήρξεν όμως πάντοτε
τοιαύτη. Πολλάκις, επί τινων καθιζήσεων του εδάφους, θα ηδύναντο να ανεύρωσιν
ίχνη αρχαίων χωρίων. Οδοιπόρος ειθισμένος να διατρέχη τα μέρη εκείνα, ως
έπραττεν ο Δαβίδ Λίβιγγστων, δεν θα ηπατάτο.
Βλέπων τις τα υψηλά εκείνα εξ ευφόρβων ικριώματα καλυβών, και την ιεράν
συκήν, μεμονωμένως ορθουμένην εν τω μέσω του περιβόλου, θα εβεβαίου ότι
κώμη τις υπήρχεν άλλοτε εκεί. Αλλά, κατά τα ιθαγενή έθιμα, ο θάνατος αρχηγού
τινος αρκεί να αναγκάση τους κατοίκους να εγκαταλείψωσι τας κατοικίας των και
μεταφέρωσιν αυτάς εις άλλο σημείον της χώρας.
Ίσως ωσαύτως εις το μέρος εκείνο, όπερ διέσχιζεν ο ποταμός, φυλαί τινες
κατώκουν υπό την γην ως εις άλλα μέρη της Αφρικής. Οι άγριοι εκείνοι,
ευρισκόμενοι εις την εσχάτην βαθμίδα της ανθρωπότητος, μόνον κατά την νύκτα
εξέρχονται των οπών των ως τα θηρία εκ της φωλεάς των, αλλ' η συνάντησις και
των μεν και των δε είναι επικίνδυνος.
Ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο ν' αμφιβάλλη ότι εκεί ήτο τόπος ανθρωποφάγων. Τρις ή
τετράκις, είς τινα ανοικτά μέρη, εν μέσω τεφρών μόλις ψυχρανθεισών, εύρεν
ημίκαυστα ανθρώπινα οστά, λείψανα φρικώδους τινός δείπνου. Τους
ανθρωποφάγους δε εκείνους του άνω Καζονδέ ολεθρία τύχη ηδύνατο να φέρη εις
τας όχθας εκείνας, καθ' ήν στιγμήν απέβαινεν ο Δικ Σανδ. Τούτου ένεκα δεν
προσήγγιζε πλέον άνευ μεγάλης ανάγκης και επί τη υποσχέσει του Ηρακλέους ότι
εις την ελαχίστην ειδοποίησιν θα ώθει ούτος την λέμβον εις τα εμπρός. Ο αγαθός
μαύρος υπέσχετο τούτο, αλλ' όταν ο Δικ Σανδ απέβαινεν εις την όχθην, δυσκόλως
απέκρυπτεν από την κυρίαν Βέλδων την θανάσιμον ανησυχίαν του.
Κατά την εσπέραν της 10 Ιουλίου εδέησε να διπλασιάσωσι την προσοχήν των. Επί
της δεξιάς όχθης υψούτο χωρίον εκ τριακοντάδος κατοικιών επί πασσάλων. Ήσαν
ηναγκασμένοι να διέλθωσι δι' αυτών, καθότι εις το αριστερόν μέρος ο ποταμός ήτο
άβατος ένεκα των διεσπαρμένων βράχων.
Αλλά το χωρίον εκείνο κατωκείτο. Πυρά τινα έλαμπον κάτωθεν των καλυβών.
Ηκούοντο δε φωναί αίτινες ηδύναντο να εκληφθώσιν ως βρυχηθμοί. Εάν κατά
δυστυχίαν, ως τούτο συμβαίνει πολλάκις, ήσαν μεταξύ των πασσάλων ηπλωμένα
δίκτυα, θα εξηγείρετο η προσοχή των κατοίκων, καθ' όν χρόνον η λέμβος θα
προσεπάθει να παραβιάση την δίοδον.
Ο Δικ Σανδ, καθήμενος εμπρός, έδιδε χαμηλή τη φωνή οδηγίας, όπως αποφύγωσι
πάσαν σύγκρουσιν μετά των υποποταμίων εκείνων οικοδομών. Η νυξ ήτο καθαρά.
Έβλεπον μεν αρκούντως όπως διευθύνονται, αλλ' ηδύναντο ωσαύτως να γίνωσιν
ορατοί.
Παρήλθον στιγμαί τινες τρομεραί. Δύο ιθαγενείς, συνδιαλεγόμενοι υψηλή τη
φωνή, εκάθηντο συνεσπειρωμένοι επί των πασσάλων, μεταξύ των οποίων το
ρεύμα παρέσυρε την λέμβον, της οποίας η διεύθυνσις δεν ηδύνατο να μεταβληθή
διά της στενοτάτης εκείνης διόδου. Δεν θα την έβλεπον λοιπόν, και εις τας κραυγάς
των δεν υπήρχε φόβος μήπως όλη η κώμη ήθελε προσδράμει;
Διάστημά τι εκατόν ποδών το πολύ έμενε να διανυθή, ότε ο Δικ Σανδ ήκουσε
τους δύο ιθαγενείς ανταποκρινομένους ζωηρότερον. Ο είς εδείκνυεν εις τον άλλον
τον θαμνώδη σωρόν, όστις έπλεε και ηπείλει να σχίση τα δίκτυα, τα οποία κατ'
εκείνην την στιγμήν κατεγίνοντο να απλώσωσι.
Ενώ δε τα ανέσυρον κατεσπευσμένως προσεκάλεσαν και άλλους προς
βοήθειαν.
Πέντε ή εξ μαύροι κατρεκύλισαν αμέσως διά των πασσάλων και εκαθέσθησαν επί
των συνοδευουσών αυτούς εγκαρσίων δοκών εκφέροντες κραυγάς, τας οποίας
αδύνατον να φαντασθή τις.
Εξ εναντίας εν τη λέμβω απόλυτος επεκράτει σιγή εκτός διαταγών τινων του Δικ Σανδ διδομένων χαμηλή τη φωνή· και ακινησία τελεία, εκτός της τακτικής κινήσεως του δεξιού βραχίονος του Ηρακλέους χειριζομένου την κώπην, ενίοτε υπόκωφος γρυλλισμός του Δίγγου, του οποίου ο μικρός Ζακ εκράτει τας δύο σιαγόνας συνεσφιγμένας εντός των χειρών του· έξω ο μορμυρισμός του ρεύματος συντριβομένου επί των πασσάλων· άνωθεν δε αι άγριαι φωναί των ανθρωποφάγων.
Εν τούτοις οι ιθαγενείς έσυρον ταχέως τα δίκτυα. Εάν ανηγείρονται εγκαίρως, η λέμβος θα διήρχετο, άλλως θα περιεπλέκετο, και αλλοίμονον εις εκείνους οίτινες έπλεον μετ' αυτής! Όσον δ' αφορά την μεταβολήν ή την διακοπήν της πορείας, ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να επιτύχη τούτο, καθότι το ρεύμα βιαιότερον εις το στενόν εκείνο μέρος, τον παρέσυρεν ταχύτερον.
Μετά ήμισυ λεπτόν της ώρας η λέμβος εισήλθε μεταξύ των πασσάλων. Εξ ακατανοήτου δε τύχης οι ιθαγενείς διά τελευταίας προσπαθείας ανέσυρον τα δίκτυα.
Αλλ' η λέμβος διερχομένη, ως είχε φοβηθή ο Δικ Σανδ, απώλεσε μέρος των χόρτων, άτινα εκυμάτιζον εις την δεξιάν πλευράν αυτής.
Είς των ιθαγενών εξέφερε κραυγήν. Είχεν άρα γε ιδεί τους εν αυτή κρυπτομένους και ειδοποίησε τους συντρόφους του; . . . Το πράγμα ήτο πλέον ή πιθανόν.
Ο Δικ Σανδ και οι μετ' αυτού ήσαν ήδη μακράν, και μετά τινας στιγμάς υπό την
ώθησιν του ρεύματος εκείνου μεταβεβλημένου εις είδος τι χειμάρρου έχασαν εκ
της οράσεώς των το υποβρύχιον χωρίον.
— Εις την αριστεράν όχθην! διέταξεν ο Δικ Σανδ εκ φρονήσεως. Η κοίτη
έγινε πάλιν βατή.
— Εις την αριστεράν όχθην, είπεν ο Ηρακλής, δίδων ισχυράν στροφήν εις την κώπην.
Ο Δικ Σανδ εκαθέσθη πλησίον του και παρετήρησε την επιφάνειαν των υδάτων, τα οποία η σελήνη εφώτιζε ζωηρώς και ουδέν ύποπτον είδεν. Ουδεμία λέμβος τον κατεδίωκεν. Ίσως οι άγριοι εκείνοι δεν είχον τοιαύτην, και όταν ανέτειλεν η ημέρα μήτε επί των οχθών συνέβη τι. Εν τούτοις, προς μείζονα προφύλαξιν, η λέμβος παρηκολούθησε σταθερώς την αριστεράν όχθην.
Κατά τας τέσσαρας ακολούθους ημέρας, από της 11 μέχρι της 14 Ιουλίου, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής παρετήρησαν ότι το μέρος εκείνο της χώρας είχε μεταβλητή επαισθητώς. Δεν ήτο μόνον τόπος έρημος, αλλά καθαυτό έρημος, και ηδύνατό τις να την παραβάλη προς την Καλαχάρην, εκείνην την εξερευνηθείσαν υπό του Λιβιγγστώνος κατά την πρώτην αυτού περιήγησιν. Το αυχμηρόν έδαφος δεν ανεμίμνησκε τας ευφόρους πεδιάδας της άνω χώρας.
Και πάντοτε ο ατέρμων εκείνος ρύαξ, ον ηδύναντο καλώς να ονομάσωσι ποταμόν, επειδή εφαίνετο ότι απέληγεν εις αυτόν, τον Ατλαντικόν.
Το ζήτημα της τροφής εις τον ξηρόν εκείνον τόπον κατέστη δύσλητον. Ουδέν υπελείπετο πλέον εκ των προσλαβουσών οικονομιών. Η αλιεία ήτο μηδαμινή, η θήρα εξέλειπεν. Άλκαι, αντιλόπαι, ποκού και άλλα ζώα δεν θα εύρισκον πώς να ζήσωσιν εις την έρημον εκείνην, μετ' αυτών δε θα συνεξηφανίζοντο και τα σαρκοβόρα.
Τούτου ένεκα την νύκτα δεν αντήχουν πλέον οι συνήθεις βρυχηθμοί, αλλά μόνον η συναυλία εκείνη των βατράχων, την οποίαν ο Καμερών παραβάλλει προς τον θόρυβον των πακτωτών και των τρυπητών ναυπηγείων.
Επί των δύο οχθών η πεδιάς ήτο ομαλή και γυμνή δένδρων μέχρι των απωτάτων λόφων, οίτινες περιώριζον αυτήν προς ανατολάς και προς δυσμάς. Τα εφόρβια εφύοντο μόνα και άφθονα· ουχί τα ευφορβιοειδή εκείνα τα παράγοντα τον άλευρον του μανιακού, αλλ' εκείνα άτινα παράγουσιν έλαιον δυνάμενον να χρησιμεύση προς διατροφήν.
Έπρεπεν εν τούτοις να μεριμνήσωσι περί τροφής. Ο Δικ Σανδ, δεν είξευρε τι να πράξη, ο δε Ηρακλής τω υπέμνησεν εγκαίρως ότι οι ιθαγενείς έτρωγον πολλάκις νεαρούς βλαστούς πτερίδων και τον μυελόν εκείνον, ον περιέχει ο κορμός του παπύρου. Αυτός ο ίδιος ενώ παρηκολούθει διά του δάσους την συνοδείαν του Ιβν Χαμή, ηναγκάσθη πλέον ή άπαξ να καταφύγη εις το μέσον τούτο όπως κατευνάση την πείναν του. Ευτυχώς πτερίδες και πάπυροι υπήρχον άφθονοι κατά μήκος της όχθης και ο μυελός, του οποίου η ουσία είναι σακχαρώδης, πολύ ήρκεσεν εις όλους ιδιαιτέρως δε εις τον μικρόν Ζακ. Εν τούτοις η τροφή αύτη δεν ήτο ενδυναμωτική, αλλά την επιούσαν, χάρις εις τον εξάδελφον Βενέδικτον εύρον καλλιτέραν.
Από της ανακαλύψεως του «Εξάποδος Βενεδίκτου», όπερ έμελλε να απαθανατίση το όνομά του, ο εξάδελφος Βενέδικτος επανέλαβε τον συνήθη βίον του. Αφού έθεσε το έντομον εις μέρος ασφαλές, δηλαδή το καθήλωσε διά καρφίδος εις το υπόστρωμα του πίλου του, ο επιστήμων επανέλαβε τας αναζητήσεις του κατά τας ώρας της αποβάσεως. Κατ' εκείνην λοιπόν την ημέραν ερευνών εις τα υψηλά χόρτα, εξήγειρε πτηνόν τι, του οποίου το πτέρωμα είλκυσε την προσοχήν του.
Ο Δικ Σανδ ητοιμάσθη να πυροβολήση, ότε ο εξάδελφος Βενέδικτος ανέκραξε:
— Μη πυροβολήτε, Δικ, μη πυροβολήτε. Πτηνόν διά πέντε άτομα θα ήτο ανεπαρκές.
— Θα αρκέση εις τον Ζακ, απεκρίθη ο Δικ Σανδ σκοπεύων εκ δευτέρου το πτηνόν, όπερ δεν έσπευδε να πετάξη.
— Όχι, όχι, επανέλαβεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Μη πυροβολήτε. είναι δείκτης, και θα μας προμηθεύση άφθονον μέλι.
Ο Δικ κατεβίβασε το όπλον του υπολογίζων επί τέλους ότι λίτραι τινές μέλιτος ήσαν προτιμότεροι ενός πτηνού, και αμέσως αυτός και ο εξάδελφος Βενέδικτος ηκολούθησαν τον δείκτην, όστις επικαθήμενος και ανιπτάμενος αλληλοδιαδόχως τους προσεκάλει να τον ακολουθήσωσι.
Δεν ηναγκάσθησαν να μεταβώσι μακράν, και μετά τινα λεπτά της ώρας γηραιοί κορμοί κεκρυμμένοι μεταξύ των ευφορβίων ενεφανίσθησαν εν τω μέσω ηχηρού βόμβου μελισσών.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος θα επεθύμει ίσως να μη στερήση από τα βιομήχανα εκείνα υμενόπτερα τον καρπόν της εργασίας των. Αλλ' ο Δικ Σανδ δεν εννόει τούτο. Εκάπνισε τας μελίσσας διά ξηρών χόρτων και συνέλεξε μεγάλην ποσότητα μέλιτος. Είτα εγκαταλείπων εις τον δείκτην τας μελικηρίδας, αίτινες απαρτίζουσι το μερίδιον του κέρδους του, επανήλθε μετά του εξαδέλφου Βενεδίκτου εις την λέμβον.
Το μέλι εγένετο ευχαρίστως δεκτόν, αλλ' επί τέλους μικρόν πράγμα ήτο· άπαντες θα υπέφερον σκληρώς εκ της πείνης, εάν κατά την ημέραν της 12 η λέμβος δεν έφθανε πλησίον όρμου βρίθοντος εξ ακρίδων. Ήσαν μυριάδες, και εκάλυπτον το έδαφος και τους θάμνους ανά δύο και τρεις σειράς. Επειδή δε ο εξάδελφος Βενέδικτος είπεν ότι οι ιθαγενείς ετρέφοντο πολλάκις διά των ορθοπτέρων εκείνων — όπερ ήτο ακριβέστατον — επέπεσαν επί του μάννα εκείνου. Υπήρχον εκεί τοσαύται ώστε να φορτώσωσι δεκάκις την λέμβον, και φρυγόμεναι επί πυρός ησύχου, αι εδώδιμοι αύται ακρίδες δύνανται να φανώσιν εξαίρετοι και εις αυτούς τους ολιγώτερον πεινώντας ανθρώπους. Εις το μερίδιόν του ο εξάδελφος Βενέδικτος έφαγεν αρκετήν ποσότητα, στενάζων μεν αληθώς, αλλ' όμως έφαγεν.
Εν τούτοις ήτο καιρός να λάβη πέρας η μακρά αύτη σειρά ηθικών και φυσικών δοκιμασιών. Ει και ο πλους επί του ταχέος εκείνου ποταμίου δεν υπήρξε κοπιαστικός, όσον ήτο η πορεία εις τα πρώτα δάση της χώρας, εν τούτοις ο υπερβολικός καύσων της ημέρας, αι υγραί αναθυμιάσεις της νυκτός, αι αδιάκοποι επιθέσεις των κωνώπων, πάντα ταύτα καθίστων πάλιν οχληράν την του ρεύματος κάθοδον. Ήτο καιρός πλέον να φθάσωσι και εν τούτοις ο Δικ Σανδ δεν ηδύνατο να προσδιορίση ουδέν τέρμα εις τον πλουν εκείνον. Οκτώ ημέρας θα διήρκει ή ένα μήνα; ουδεμία ένδειξις. Εάν το ποτάμιον έρρεε κατ' ευθείαν προς δυσμάς, θα ευρίσκοντο ήδη επί της βορείας ακτής της Αγγόλας, αλλ' η γενική διεύθυνσις υπήρξε μάλλον βορεινή και τοιουτοτρόπως θα έπλεον επί πολύν χρόνον, πριν φθάσωσιν εις την παραλίαν. Ήτο λοιπόν ο Δικ Σανδ εις άκρον ανήσυχος, ότε εγένετο αίφνης μεταβολή διευθύνσεως κατά την πρωίαν της 14 Ιουλίου.
Ο μικρός Ζακ ήτο εις το έμπροσθεν μέρος της λέμβου και παρετήρει διά των καλάμων, ότε μεγάλη έκτασις ύδατος εφάνη εις τον ορίζοντα.
— Η θάλασσα! ανεφώνησεν.
Εις την λέξιν ταύτην ο Δικ Σανδ ανεσκίρτησε και ήλθε πλησίον του μικρού Ζακ.
— Η θάλασσα! είπεν. Όχι, όχι ακόμη, αλλά τουλάχιστον ποταμός όστις ρέει προς δυσμάς, και του οποίου παραπόταμος είναι ο παρών. Ίσως είναι ούτος ο Ζαΐρος.
— Ο Θεός να σε εισακούση, Δικ, είπεν η κυρία Βέλδων. Ναι, διότι εάν ήτο ο Ζαΐρος εκείνος ή Κόγγος τον οποίον ο Στάνλεϋ έμελλε να ανακαλύψη μετά τινα έτη, δεν είχον πλέον να πράξωσι άλλο ειμή να κατέλθωσι το ρεύμα του, όπως φθάσωσιν εις τας πορτογαλικός κώμας του στομίου. Ο Δικ Σανδ ήρχισε να πιστεύη το τοιούτο.
Κατά τας ημέρας της 15, 16, 17 και 18 Ιουλίου, εν τω μέσω χώρας ολιγώτερον
ξηράς, η λέμβος έπλευσεν επί των αργυροστίλπνων υδάτων του ποταμού. Εν
τούτοις αι αυταί προφυλάξεις ελαμβάνοντο και εφαίνετο πάντοτε ότι το ρεύμα
εκύλιε σωρόν χόρτων.
Μετά τινας ώρας βεβαίως οι επιζώντες του «Πίλγριμ» θα έβλεπον το τέρμα των
δυστυχιών των. Εις έκαστον θα απεδίδετο αναλόγως, η μερίς της αφοσιώσεως και
εάν ο νεαρός δόκιμος δεν διεξεδίκει την μεγαλειτέραν, η κυρία Βέλδων θα την
διεξεδίκει υπέρ αυτού.
Αλλά κατά την νύκτα της 18 Ιουλίου συνέβη τι, όπερ έμελλε να διακινδυνεύση
την σωτηρίαν πάντων.
Περί την τρίτην ώραν της πρωίας, μακρυνός θόρυβος ηκούσθη προς δυσμάς. Ο Δικ
Σανδ, πλήρης αγωνίας ηθέλησεν να μάθη πόθεν προήρχετο ο θόρυβος εκείνος. Ενώ
δε η κυρία Βέλδων, ο Ζακ και ο εξάδελφος Βενέδικτος εκοιμώντο εις το βάθος της
λέμβου, προσεκάλεσε τον Ηρακλέα εις την πρώραν και τω συνέστησε να ακροασθή
μετά μεγάλης προσοχής.
Η νυξ ήτο ήσυχος. Ουδεμία πνοή εκίνει τα ατμοσφαιρικά στρώματα.
— Είναι θόρυβος θαλάσσης! είπεν ο Ηρακλής του οποίου οι οφθαλμοί ήστραψαν εκ χαράς.
— Όχι, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, κινών την κεφαλήν . . .
— Τι είναι λοιπόν; ηρώτησεν ο Ηρακλής.
Ας περιμείνωμεν την ημέραν, αλλ' ας προσέχωμεν πολύ. Μετά την απόκρισιν, ο Ηρακλής επανήλθεν εις την θέσιν του.
Ο Δικ Σανδ έμεινεν εις το έμπροσθεν μέρος και ηκροάζετο πάντοτε. Ο θόρυβος ηύξανε. Μετ' ολίγον ηκούετο ως μυκηθμός μακρυνός.
Η ημέρα εφάνη, σχεδόν άνευ ηούς. Άνωθεν του ποταμού, εις απόστασιν ημίσεως περίπου μιλίου, είδος τι νέφους εκυμαίνετο εν τη ατμοσφαίρα. Αλλά δεν ήσαν ατμοί, τούτο δε εγένετο καταφανές ότε, από τας πρώτας ηλιακάς ακτίνας, αίτινες διήλθον διασχίσασαι αυτούς, θαυμασία ίρις ανεπτύχθη από της μιας εις την άλλην όχθην.
— Εις την όχθην! έκραξεν ο Δικ Σανδ, του οποίου η φωνή αφύπνισε την κυρίαν Βέλδων. Υπάρχουσι καταρράκται! Τα νέφη ταύτα είναι ύδωρ κονιοποιημένον. Εις την όχθην, Ηρακλή!
Ο Δικ Σανδ δεν ηπατάτο. Εμπρός το έδαφος εξηφανίζετο επί εκατόν πόδας από της κοίτης του ποταμού, του οποίου τα ύδατα εβαραθρούντο μετ' αγερώχου αλλ' ακατασχέτου ορμής. Ήμισυ μίλιον έτι και η λέμβος θα παρεσύρετο εις την άβυσον.
Σ. Β.
Ο Ηρακλής, δι' ισχυρού κινήματος της κώπης, ώρμησε προς την αριστεράν όχθην.
Άλλως τε το ρεύμα δεν ήτο ταχύ εις το μέρος εκείνο και η κοίτη του ποταμού
διετήρει μέχρι των καταρρακτών την τακτικήν αυτής κλίσιν. Ως είπομεν ήδη το
έδαφος εξηφανίζετο αίφνης και η έλξις δεν εγίνετο επαισθητή ειμή τριακοσίους ή
τετρακοσίους πόδας κάτωθεν του καταρράκτου.
Επί της αριστεράς όχθης υψούντο μεγάλα δάση πυκνότατα. Ουδέν φως εισέδυε διά του αδιαπεράστου αυτών παραπετάσματος. Ο Δικ Σανδ μετά τρόμου έβλεπε την γην εκείνην κατοικουμένην υπό των ανθρωποφάγων του κάτω Κόγγου, την οποίαν τώρα έπρεπε να διέλθωσι, καθότι η λέμβος δεν ηδύνατο πλέον να ακολουθήση το ρεύμα. Περί μεταφοράς της λέμβου κάτωθεν των καταρρακτών μήτε σκέψις ηδύνατο να γίνη. Ήτο λοιπόν φοβερόν δυστύχημα πλήττον τους δυστυχείς εκείνους κατά την παραμονήν ίσως της αφίξεώς των εις τας πορτογαλικάς κώμας του στομίου. Αλλ' αφού εβοήθησαν αλλήλους τόσον καλώς, δεν θα τους εβοήθει και ο Θεός;
Η λέμβος έφθασε μετ' ολίγον εις την αριστεράν όχθην του ποταμού. Καθ' όσον δε επλησίαζεν, ο Δίγγος έδιδε παράδοξα σημεία ανυπομονησίας και θλίψεως συγχρόνως.
Ο Δικ Σανδ όστις τον παρετήρει, — καθότι τα πάντα ήσαν κίνδυνος, — εσκέφθη μήπως θηρίον ή ιθαγενής εκρύπτετο εντός των παπύρων της ακτής. Αλλ' εβεβαιώθη μετ' ολίγον ότι η ταραχή του ζώου δεν προήρχετο εξ οργής.
— Θα έλεγέ τις ότι κλαίει! έκραξεν ο μικρός Ζακ περιβάλλων τον Δίγγον διά των δύο βραχιόνων του.
Ο Δίγγος διέφυγε και πηδήσας εις το ύδωρ, ότε η λέμβος απείχε της όχθης περί τα είκοσι βήματα, έφθασεν εις την ξηράν και εγένετο άφαντος μεταξύ των χόρτων.
Μήτε η κυρία Βέλδων, μήτε ο Δικ Σανδ, μήτε ο Ηρακλής ήξευρον τι να σκεφθώσιν.
Μετά τινας στιγμάς έφθασαν εν τω μέσω πρασίνου αφρού φυκών και άλλων υδατωδών φυτών. Αλτυόνες τινές, εκφέρουσαι οξέα συρίγματα, και μικροί ερωδιοί λευκοί ως η χιών, απέπτησαν αμέσως. Ο Ηρακλής προσέδεσε στερεώς την λέμβον εις κορμόν μαγγλίου, και όλοι απέβησαν εις την όχθην, άνωθεν της οποίας έκλινον μεγάλα δένδρα.
Ουδεμία κεχαραγμένη ατραπός εν τω δάσει εκείνω. Εν τούτοις τα πεπατημένα
βρύα του εδάφους εμαρτύρουν ότι εσχάτως διήλθον εκείθεν ιθαγενείς ή ζώα.
Ο Δικ Σανδ έχων το όπλον πεπληρωμένον, και ο Ηρακλής, κρατών τον πέλεκυν είς
την χείραν, μόλις επροχώρησαν δέκα βήματα ότε επανεύρον τον Δίγγον. Ο κύων,
την ρίνα έχων εις την γην, ηκολούθει, ίχνος τι, εκφέρων πάντοτε υλακάς. Πρώτη
ανεξήγητος προαίσθησις τον είχε ελκύσει εις το μέρος εκείνο της όχθης, άλλη
δευτέρα τον είλκυε τότε εις τα βάθη των δασών. Πάντες είδον τούτο προφανώς.
— Προσοχή! είπεν ο Δικ Σανδ. Κυρία Βέλδων, κύριε Βενέδικτε, Ζακ, μη μας εγκαταλείπετε. — Προσοχή, Ηράκλεις.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος ανύψου την κεφαλήν, και διά μικρών αλμάτων προεκάλει να τον ακολουθήσωσι.
Μετ' ολίγας στιγμάς η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής τον έφθασαν εις τας ρίζας γηραιάς συκομορέας εν τω μέσω του πυκνοτάτου μέρους του δάσους.
Εκεί υψούτο κατεστραμμένη καλύβη προ της οποίας ο Δίγγος υλάκτει
θρηνωδώς.
— Ποίος άραγε είναι εκεί; έκραξεν ο Δικ Σανδ.
Εισήλθεν εν τη καλύβη.
Η κυρία Βέλδων και οι άλλοι τον ηκολούθησαν.
Το έδαφος ήτο εστρωμένον υπό οστών λευκαθέντων ήδη υπό την επίδρασιν της
ατμοσφαίρας.
— Άνθρωπος απέθανεν εις την καλύβην ταύτην, είπεν η κυρία Βέλδων.
— Και τον άνθρωπον τούτον ο Δίγγος τον εγνώριζεν απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Θα ήτο ίσως ο κύριός του. Α! ιδέτε!
Ο Δικ Σανδ εδείκνυεν εις το βάθος της καλύβης τον απογεγυμνωμένον κορμόν της συκομορέας.
Εκεί εφαίνοντο δύο μεγάλα ερυθρά γράμματα, σχεδόν εξηλειμμένα ήδη, τα
οποία όμως ηδύνατό τις έτι να διακρίνη.
Ο Δίγγος επέθεσε τον δεξιόν πόδα επί του δένδρου και εφαίνετο δεικνύων.
— Σ. Β.! έκραζε ο Δικ Σανδ. Τα γράμματα εκείνα τα οποία ο Δίγγος
διέκρινε μεταξύ όλων. Τα αρχικά τα οποία φέρει εις το περιλαίμιόν του.
Δεν ετελείωσε την φράσιν του, και κύψας έλαβεν μικρόν χάλκινον κυτίον όλως
οξειδωμένον, όπερ ευρίσκετο εις γωνίαν τινα της καλύβης.
Το κυτίον εκείνο ηνεώχθη και έπεσεν εξ αυτού τεμάχιον χάρτου επί του οποίου ο
Δικ Σανδ ανέγνωσε τας ακολούθους λέξεις:
«Δολοφονηθείς . . ληστευθείς υπό του οδηγού μου Νεγορού . . . τη 3 Δεκεμβρίου 1871 . . ενταύθα., 120 μίλια μακράν της ακτής . . ο Δίγγος ιδικός μου.
«Σ. ΒΕΡΝΩΝ»
Η επιστολή έλεγε τα πάντα. Ο Σαμουήλ Βερνών, αναχωρήσας μετά του κυνός του Δίγγου όπως εξερευνήση την κεντρώαν Αφρικήν, ωδηγείτο υπό του Νεγορού. Τα χρήματα, άτινα έφερε μεθ' εαυτού, ηρέθισαν την πλεονεξίαν του αθλίου, όστις απεφάσισε να τα αρπάση. Ο Γάλλος περιηγητής, φθάσας εις το μέρος εκείνο των οχθών του Κόγγου κατεσκήνωσεν εν τη καλύβη εκείνη. Εκεί, επλήγη θανατηφόρως, εληστεύθη, εγκατελείφθη.
Συντελεσθέντος του φόνου, ο Νεγορός έφυγε βεβαίως, και τότε περιέπεσεν εις χείρας των Πορτογάλων. Αναγνωρισθείς ως είς των πρακτόρων του σωματεμπόρου Αλβέζ, και μετενεχθείς εις Άγιον Παύλον της Λοάνδας, κατεδικάσθη να διέλθη τον βίον του εις έν των σοφρωνιστηρίων της αποικίας, Γνωρίζομεν πώς κατώρθωσε να αποδράση να φθάση εις την Νέαν Ζηλανδίαν, και πώς απεβιβάσθη εις το «Πίλγριμ» προς δυστυχίαν των επιβατών αυτού. Αλλά τι συνέβη μετά το έγκλημα; ευκόλως εννοείται. Ο ατυχής Βερνών, πριν αποθάνη, έλαβε προδήλως καιρόν να γράψη το επιστόλιον όπερ συν τη χρονολογία και τω αιτίω της δολοφονίας, ανέφερε και το όνομα του δολοφόνου. Το επιστόλιον εκείνο εν τω οποίω βεβαίως υπήρχε το κλαπέν αργύριον, και δι' εσχάτης αγωνίας ο αιματόφυρτος δάκτυλός του εχάραξεν ως επιτάφιον τα αρχικά γράμματα του ονόματός του. Προ των δύο εκείνων γραμμάτων ο Δίγγος θα έμεινε πολλάς ημέρας. Έμαθε να τα διακρίνη. Δεν έμελλε πλέον να τα λησμονή. Είτα επανελθών εις την ακτήν, παρελήφθη υπό του πλοιάρχου του «Βάλδεκ» και ακολούθως μετέβη εις το «Πίλγριμ», όπου συνηντήθη μετά του Νεγορού. Καθ' όλον εκείνο το διάστημα, τα οστά του περιηγητού ελευκαίνοντο εις το καλύβιον του απωτάτου εκείνου δάσους της κεντρώας Αφρικής, και μόνον εις την ενθύμησιν του κυνός επέζων. Ναι, τα πράγματα θα συνέβησαν τοιουτοτρόπως, ο δε Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ητοιμάζοντο να δώσωσι ταφήν χριστιανικήν εις τα λείψανα του Σαμουήλ Βερνών, ότε ο Δίγγος εκφέρων υλακήν λυσσώδη ώρμησεν έξω της καλύβης.
Σχεδόν αμέσως, φρικώδεις κραυγαί ηκούσθησαν εις μικράν απόστασιν. Προδήλως, άνθρωπος τις συνεπλάκη μετά του ρωμαλέου ζώου.
Ο Ηρακλής έπραξεν ό,τι έπραξεν ο Δίγγος. Ώρμησε και αυτός έξω της καλύβης,
ο δε Δικ Σανδ η κυρία Βέλδων, ο Ζακ και ο Βενέδικτος, ακολουθούντες τα ίχνη του
τον είδον να ορμά καθ' ενός ανθρώπου, όστις εκυλίσθη κατά γης κρατούμενος εκ
του λαιμού διά των φοβερών οδόντων του κυνός.
Ήτο ο Νεγορός.
Μεταβαίνων εις το στόμιον του Ζαΐρου ίνα επιβιβασθή διά την Αμερικήν ο κακούργος εκείνος, αφού άφησε την συνοδείαν του όπισθεν, ήλθεν εις αυτό εκείνο το μέρος ένθα εδολοφόνησε τον οδοιπόρον, όστις είχεν εμπιστευθή εις αυτόν.
Αλ' έπραξε τούτο ουχί άνευ λόγου, και πάντες το εννόησαν, όταν είδον δράκας τινας χρυσών γαλλικών νομισμάτων, άτινα έστιλβον εις οπήν τινα αρτίως ορυχθείσαν παρά τας ρίζας δένδρου. Ο Νεγορός είχε κρύψει το προϊόν της κλοπής επί τω σκοπώ να επανέλθη ημέραν τινά να το αναλάβη και έμελλε τωόντι να λάβη τα χρήματα εκείνα, ότε ο Δίγγος τον ανεκάλυψε και ώρμησε κατ' αυτού. Καταπλαγείς ο άθλιος έσυρε την μάχαιράν του και εκτύπησε τον κύνα, καθ' ήν στιγμήν ο Ηρακλής επέπεσε κατ' αυτού κράζων.
— Άθλιε: Θα σε πνίξω τέλος πάντων!
Τετέλεσται. Ο Πορτογάλος δεν έδιδε πλέον σημείον ζωής, πληγείς δύναται τις ειπείν υπό της θείας δικαιοσύνης και εν τω αύτω μέρει ένθα το έγκλημα διεπράχθη. Αλλ' ο πιστός κύων είχεν λάβει κτύπημα θανάσιμον, και συρθείς μέχρι της καλύβης ήλθε και εξέψυσεν εκεί, όπου είχεν αποθάνει ο Σαμουήλ Βερνών.
Ο Ηρακλής έθαψε βεβαίως τα λείψανα του περιηγητού, και ο Δίγγος αφού τον
έκλαυσαν όλοι, ετέθη μετά του κυρίου του εις τον αυτόν λάκκον.
Δεν υπήρχε μεν πλέον ο Νεγορός, αλλ' οι από του Καζονδέ συνοδεύσαντες αυτόν
ιθαγενείς δεν ηδύναντο να ώσι μακράν. Μη επαναβλέποντες αυτόν, θα τον
ανεζήτουν προδήλως προς το μέρος του ποταμού, και τούτο ήτο κίνδυνος
σπουδαιότατος.
Ο Δικ Σανδ και η κυρία Βέλδων συνεσκέφθησαν λοιπόν τι έδει να πράξωσι και να το
πράξωσι χωρίς να χάσωσι μήτε στιγμήν.
Έν βέβαιον όμως απεδείχθη, ότι ο ποταμός εκείνος ήτο ο Κόγγος ονομαζόμενος
υπό των ιθαγενών Κουάγγος ή Ικουτού γάΚόγγος, και ότι είναι ο Ζαΐρος υπό το έν
μήκος και Λουαλάβας εις το άλλο. Είναι τωόντι η μεγάλη εκείνη αρτηρία της
κεντρώας Αφρικής εις ήν ο ηρωϊκός Στάνλεϋ επέβαλε το ένδοξο όνομα του
Λιβιγγστώνος, αλλ' οι γεωγράφοι ώφειλον ίσως να αντικαταστήσωσι διά του ιδικού
του.
Αλλ' εάν δεν ηδύναντο έτι να αμφιβάλλωσιν ότι ήτο το Κόγγος, το γραμμάτιον
όμως του γάλλου περιηγητού εσημείου ότι το στόμιον αυτού απείχεν έτι εκατόν
είκοσι μίλια από του μέρους εκείνου και δυστυχώς το μέρος εκείνο ήτο αδιάβατον.
Μεγάλοι καταράκται — πιθανώς οι του Ντάμου — κωλύουσι την κάθοδον εις
πάσαν λέμβον. Ανάγκη λοιπόν να ακολουθήσωσι την μίαν ή την ετέραν όχθην,
τουλάχιστον μέχρι κάτω των καταρρακτών ήτοι επί έν ή δύο μίλια και μετά ταύτα
να κατασκευάσωσι σχεδίαν, όπως επαναλάβωσιν αύθις την διά του ρεύματος
κάθοδον.
— Μένει λοιπόν, είπεν εν συμπεράσματι ο Δικ Σανδ, να αποφασίσωμεν εάν
θα κατέλθωμεν την αριστεράν εις ην ευρισκόμεθα, ή την δεξιάν όχθην του
ποταμού. Αμφότεραι, κυρία Βέλδων, μοι φαίνονται επικίδυνοι και οι ιθαγενείς
είναι εδώ επίφοβοι. Εν τούτοις, επί της όχθης ταύτη, φαίνεται ότι κινδυνεύομεν
περισσότερον, επειδή υπάρχει φόβος μήπως συναντήσωμεν την ακολουθίαν του
Νεγορού.
— Ας διαβώμεν εις την άλλην όχθην, απεκρίθη η κυρία Βέλδων.
— Είναι άραγε βατή; παρετήρησεν ο Δικ Σανδ. Η οδός των στομίων του Κόγγου είναι μάλλον επί της αριστεράς όχθης, αφού ο Νεγορός αυτήν ηκολούθει. Αδιάφορον! Δεν πρέπει να διστάσωμεν. Αλλά πριν διέλθωμεν τον ποταμόν μεθ' υμών, κυρία Βέλδων, πρέπει να ηξεύρω εάν δυνάμεθα να κατέλθωμεν μέχρι κάτω των καταρρακτών.
Έπρεπε να ενεργήσωσι φρονίμως και ο Δικ Σανδ ηθέλησε να εκτελέση αμέσως το σχέδιόν του.
Εις εκείνο το μέρος ο ποταμός δεν είχε μήκος πλειότερον των τριακοσίων μέχρι των τετρακοσίων ποδών, και η διέλευσις αυτού ήτο εύκολος εις τον νεαρόν δόκιμον, συνηθισμένον όντα να χειρίζηται και την πρυμνοκώπην. Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο εξάδελφος Βενέδικτος ώφειλον να μείνωσιν υπό την φύλαξιν του Ηρακλέους περιμένοντες την επιστροφήν του.
Ληφθεισών των διατάξεων τούτων, ο Δικ Σανδ έμελλε να αναχωρήση, ότε η κυρία Βέλδων τω είπε.
— Δεν φοβείσαι, Δικ, μήπως παρασυρθής προς τους καταράκτας;
— Όχι, κυρία Βέλδων. Θα διέλθω τετρακόσιους πόδας υπεράνω αυτών.
— Αλλ' εις την άλλην όχθην;
— Δεν θα αποβώ εις την ξηράν, εάν ίδω έστω και τον ελάχιστον κίνδυνον.
— Λάβε το όπλον σου.
— Ναι· αλλά μη ανησυχήτε περί εμού.
— Ίσως θα ήτο προτιμότερον να μη χωρισθώμεν, Δικ, προσέθηκεν η κυρία Βέλδων, ως εάν κατέλαβεν αυτήν προαίσθημά τι.
— Όχι . . . αφήσατέ με να υπάγω μόνος . . . απεκρίθη ο Δικ Σανδ. Πρέπει
να γίνη τούτο χάριν της ασφαλείας πάντων. Πριν παρέλθη μία ώρα θα επιστρέψω.
Πρόσεχε καλώς Ηράκλεις.
Αφού είπε ταύτα ο Δικ έλυσε την λέμβον και έπλευσε προς την άλλην όχθην του
Ζαΐρου.
Η κυρία Βέλδων και ο Ηρακλής, συνεσπειρωμένοι εις τας λόχμας των παπύρων,
τον ηκολούθουν διά του βλέμματος.
Ο Δικ Σανδ έφθασε μετ' ολίγον εις το μέσον του ποταμού. Το ρεύμα, χωρίς να είναι
λίαν ισχυρόν, ενεδυναμούτο ολίγον ένεκα της έλξεως των καταρρακτών.
Τετρακόσιους πόδας κατωτέρω, ο επιβλητικός μυκηθμός των υδάτων επλήρου το
διάστημα, καί τινες νιφάδες, αρπαζόμεναι υπό του ανέμου, έφθανον μέχρι του
νεαρού δοκίμου. Εφρικία εις την σκέψιν ότι η λέμβος, εάν επετηρείτο ολιγώτερον
κατά την παρελθούσαν νύκτα, θα απώλλυτο εις τους καταρράκτας εκείνους, οίτινες
μόνον πτώματα θα απέδιδον. Αλλά τοιούτος φόβος δεν υπήρχε πλέον, και κατ'
εκείνην την στιγμήν η κώπη, επιδεξίως χειριζομένη, ήρκει εις την χείρα όπως τηρή
αυτήν εις διεύθυνσιν ολίγον λοξήν προς το ρεύμα.
Μετά έν τέταρτον της ώρας ο Δικ Σανδ έφθασεν εις την αντιπέραν όχθην και ητοιμάζετο να πηδήση εις την ξηράν.
Κατ' εκείνην την στιγμήν κραυγαί ηκούσθησαν, και δεκάς ιθαγενών ώρμησε κατά του σωρού των χόρτων, όστις εκάλυπτεν έτι την λέμβον.
Ήσαν οι ανθρωποφάγοι του υποβρυχίου χωρίου. Επί οκτώ ημέρας είχον ακολουθήσει την δεξιάν όχθην του ποταμού. Υπό το φύλλωμα εκείνο όπερ είχε σχισθή εις τους πασσάλους του χωρίου των, είχον ανακαλύψει τους φυγάδας, ήτοι λείαν βεβαίαν δι' αυτούς, αφού το κώλυμα των καταρρακτών θα ηνάγκαζε τάχιον ή βράδιον τους δυστυχείς να αποβώσιν εις την μίαν ή την ετέραν όχθην.
Ο Δικ Σανδ ενόμισε εαυτόν απολεσθέντα, αλλ' εσκέφθη εάν διά της θυσίας της ζωής του θα ηδύνατο να σώση τους μετ' αυτού. Κύριος εαυτού, όρθιος επί του εμπροσθίου μέρους της λέμβου, το όπλον έχων εστραμμένον κατά των ανθρωποφάγων, εκράτει αυτούς εν αποστάσει.
Ούτοι εν τούτοις απέσπασαν όλον το φύλλωμα υπό το οποίον ενόμιζον ότι θα εύρισκον και άλλα θύματα. Ότε δε είδον ότι μόνος ο νεαρός δόκιμος περιέπεσεν εις χείρας των, ησθάνθησαν δυσαρέσκειαν, ήτις εξεδηλώθη διά φοβερών κραυγών. Έν παιδίον δεκαπενταετές διά δέκα ανθρώπους!
Αλλά τότε είς των ιθαγενών ανηγέρθη, έτεινε τον βραχίονα προς την αριστεράν όχθην, και έδειξε την κυρίαν Βέλδων και τους μετ' αυτής οίτινες, ιδόντες τα πάντα και μη γινώσκοντες τι να πράξωσιν, ανήλθον την ακτήν.
Ο Δικ Σανδ, μη σκεπτόμενος περί εαυτού, περιέμενεν εκ του ουρανού έμπνευσίν τινα δυναμένην να τους σώση.
Η λέμβος έμελλε να αναχθή μακράν. Οι ιθαγενείς εσκόπευον να διέλθωσι το ποτάμιον. Προ του κατ' αυτών εστημένου όπλου δεν εκινούντο, γινώσκοντες το αποτέλεσμα των πυροβόλων όπλων. Αλλ' είς εξ αυτών έδραξε την κώπην, εχειρίσθη αυτήν ως άνθρωπος γινώσκων να την μεταχειρισθή, και η λέμβος διήρχετο λοξώς τον ποταμόν. Μετ' ολίγον δε απείχε μόλις εκατόν πόδας από της αριστεράς όχθης.
— Φύγετε! έκραξεν ο Δικ Σανδ προς την κυρίαν Βέλδων. Φύγετε!
Μήτε η κυρία Βέλδων, μήτε ο Ηρακλής εκινήθησαν.
Ήθελέ τις υποθέσει ότι οι πόδες των ήσαν καθηλωμένοι επί του εδάφους.
Να φύγωσι! και προς τι! Πριν παρέλθη μία ώρα θα ενέπιπτον εις τας χείρας των ανθρωποφάγων.
Ο Δικ Σανδ εννόησε τούτο. Αλλά τότε, η υπερτάτη εκείνη έμπνευσις, ην εζήτει
παρά του ουρανού, κατεπέμφθη αύτω. Διείδε την πιθανότητα να σώση πάντας
εκείνους ους ηγάπα διά της ιδίας αυτού ζωής!. Δεν εδίστασε να πράξη τούτο.
— Ο Θεός να τους προστατεύση, εψιθύρισε, και να οικτείρη και εμέ εν τη
απείρω αυτού αγαθότητι!
— Αμέσως δε ο Δικ Σανδ διηύθυνε το πυροβόλον του προς τον κωπηλατούντα ιθαγενή, και η κώπη, θραυσθείσα υπό της σφαίρας διεσκορπίσθη εις τεμάχια.
— Οι ανθρωποφάγοι έρρηξαν κραυγήν τρόμου.
— Τωόντι η λέμβος, μη συγκροτουμένη πλέον υπό της κώπης, έλαβε την διεύθυνσιν του ύδατος. Το ρεύμα την παρέσυρε μετ' αυξανούσης ταχύτητος, και μετά τινας στιγμάς δεν απείχε πλειότερον των εκατόν ποδών από τους καταρράκτας.
Η κυρία Βέλδων και ο Ηρακλής εννόησαν τα πάντα. Ο Δικ Σανδ επειράτο να
τους σώση ωθών τους ανθρωποφάγους μεθ' εαυτού εις την άβυσσον. Ο μικρός Ζακ
και η μήτηρ του, γονυπετείς επί της ακτής, τω απέστελλον ύστατον
αποχαιρετισμόν. Η ανίσχυρος χειρ του Ηρακλέους ετείνετο προς αυτόν.
Κατ' εκείνην την στιγμήν οι ιθαγενείς, θελήσαντες να φθάσωσι κολυμβώντες εις την
αριστεράν όχθην, ερρίφθησαν έξω της λέμβου, ήτις και ανετράπη.
Ο Δικ Σανδ δεν απώλεσε την ψυχραιμία του απέναντι του απειλούντος αυτόν θανάτου. Τότε τω επήλθε μία τελευταία σκέψις ότι η λέμβος, ως εξ αυτού τούτου του γεγονότος εκυμαίνετο μετά της τρόπιδος εις τον αέρα, ηδύνατο να τω χρησιμεύση όπως τον σώση.
Τωόντι δύο κίνδυνοι υπήρχον καθ' ήν στιγμήν ο Δικ Σανδ θα περιεπλέκετο εν τω καταρράκτη· ασφυξία εκ του ύδατος, ασφυξία εκ του αέρος. Το ανεστραμμένον λοιπόν εκείνο σκάφος θα ήτο ως κιβωτός, εν τη οποία θα ηδύνατο ίσως να διατηρή την κεφαλήν αυτού έξω του ύδατος, συγχρόνως δε θα προεφυλάσσετο και από του εξωτερικού αέρος, όστις βεβαίως θα τον έπνιγεν εν τη ταχύτητι της πτώσεώς του. Υπό τας συνθήκας ταύτας δύναταί τις να ελπίση ότι θα αποφύγη την διπλήν ασφυξίαν, έστω και αν κατέρχηται τους καταρράκτας του Νιαγάρα.
Ο Δικ Σανδ είδε τούτα πάντα ως εν αστραπή. Διά τελευταίου τινός ορμεμφύτου προσεκολλήθη εις το θρανίον, όπερ συνέδεε τα δύο χείλη της λέμβου, και έχων την κεφαλήν έξω του ύδατος υπό το ανεστραμμένον σκάφος, ησθάνθη το ακαταμάχητον ρεύμα να τον παρασύρη, και την πτώσιν γινομένην σχεδόν κάθετον.
Η λέμβος εβυθίσθη εν τη υπό των υδάτων εις τους πρόποδας του καταρράκτου
ορυχθείση αβύσσω, και αφού κατήλθεν εις μέγα βάθος, επανήλθεν εις την
επιφάνειαν του ποταμού. Ο Δικ Σανδ, καλός κολυμβητής, εννόησεν ότι η σωτηρία
του νυν εξηρτάτο εκ της ισχύος των βραχιόνων του.
Μετά έν τέταρτον της ώρας, έφθασεν εις την αριστεράν όχθην, ένθα επανεύρε την
κυρίαν Βέλδων, τον μικρόν Ζακ και τον εξάδελφον Βενέδικτον, τους οποίους ο
Ηρακλής είχε φέρει εκεί μετά πάσης σπουδής.
Αλλ' ήδη οι ανθρωποφάγοι είχον απολεσθή εν τω παφλασμώ του ύδατος. Μη υπερασπιζόμενοι υπό της ανατετραμμένης λέμβου επνίγησαν πριν ή φθάσωσι καν εις τα τελευταία βάθη της αβύσσου, τα δε σώματα αυτών έμελλον να κατασχισθώσιν εις τους οξείς εκείνους βράχους, εις ους εθραύετο το κατώτερον μέρος του ποταμού.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Μετά δύο ημέρας, τη 20 Ιουλίου, η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής συνήντησαν
συνοδείαν κατευθυνομένην προς την Εμβόμαν, εις το στόμιον του Κόγγου. Δεν
ήσαν δουλέμποροι, αλλά τίμιοι έμποροι πορτογάλλοι ενεργούντες το εμπόριον του
ελεφαντοστού. Υπεδέχθησαν τους φυγάδας μετά μεγίστης ευμενείας και το
τελευταίον μέρος της οδοιπορίας εκείνης εγένετο υπό ανεκτούς όρους.
Η συνάντησις της συνοδείας εκείνης ήτο αληθώς εύνοια του ουρανού. Ο Δικ Σανδ δεν θα ηδύνατο να εξακολουθήση μετά της σχεδίας την κάθοδον του Ζαΐρου. Από των καταρρακτών του Ντάμου μέχρι του Υελλάλα ο ποταμός ουδέν άλλο είναι ειμή συνέχεια ρευμάτων και καταρρακτών. Ο Στάνλεϋ ηρίθμισε τοιούτους εβδομήκοντα και δύο, και ουδεμία λέμβος δύναται να εισέλθη εκεί. Εις το στόμιον του Κουάγγου ο ακάματος περιηγητής έμελλε μετά τέσσαρα έτη να υποστή την τελευταίαν των τριάκοντα και δύο μαχών, ας εδέησε να συνάψη μετά των ιθαγενών. Κατωτέρω εις τους καταρράκτας του Μπέλου έμελλε να διαφύγη τον θάνατον, ως εκ θαύματος. Τη 11 Αυγούστου η κυρία Βέλδων, ο Δικ Σανδ, ο Ζακ, ο Ηρακλής και ο εξάδελφος Βενέδικτος έφθασαν εις Εμβόμαν, ένθα οι κ. κ. Μότας Βιέγας και Χάρισων τους υπεδέχθησαν φιλοξένως. Ατμόπλοιόν τι έμελλε να αποπλεύση διά τον ισθμόν του Παναμά.
Η κυρία Βέλδων και οι μετ' αυτής επεβιβάσθησαν εν αυτώ και έφθασαν εις την αμερικανικήν γην.
Τηλεγράφημα αποσταλέν εις Άγιον Φραγκίσκον ανήγγειλεν εις τον Ιάκωβον Βέλδων την ανέλπιστον επιστροφήν της γυναικός του και του τέκνου του, των οποίων εις μάτην είχεν αναζητήσει τα ίχνη εις όλα τα μέρη, ένθα ηδύνατο να ελπίζη ότι ερρίφθη το «Πίλγριμ».
Τέλος τη 25 Αυγούστου ο σιδηρόδρομος απέθετε τους ναυαγούς εν τη πρωτευούση της Καλιφορνίας. Α! εάν ο γέρων Τωμ και οι σύντροφοί του ήσαν μετ' αυτών! . . . .
Τι να είπωμεν τώρα περί του Δικ Σανδ και του Ηρακλέους. Ο μεν εγένετο υιός, ο
δε φίλος της οικογενείας.
Ο Ιάκωβος Βέλδων εγίγνωσκε πάντα όσα ώφειλεν εις τον νεαρόν δόκιμον, πάντα
όσα ώφειλεν εις τον γενναίον μαύρον.
Αληθώς ήτο ευτύχημα ότι ο Νεγορός δεν έφθασε μέχρις αυτού, καθότι θα έδιδεν όλην την περιουσίαν του, όπως εξαγοράση την γυναίκα και τον υιόν του. Θα απήρχετο εις την αφρικανικήν ακτήν, και εκεί, τις δύναται να είπη εις ποίους κινδύνους, εις ποίας απιστίας θα εξετίθετο!
Ολίγα τινά και περί του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Την αυτήν ημέραν της αφίξεώς του ο άξιος επιστήμων, αφού έθλιψε την χείρα του Ιακώβου Βέλδων, εκλείσθη εις το σπουδαστήριόν του, και επανέλαβε την εργασίαν του, ως εάν εξηκολούθει φράσιν τινά διακοπείσαν την προτεραίαν.
Εσκέπτετο γιγανταίον σύγγραμμα περί του «Εξάποδος Βενεδίκτου», όπερ θα ήτο το αριστούργημα της εντομολογικής επιστήμης.
Εκεί, εν τω υπό εντόμων επεστρωμένω σπουδαστηρίω του, ο εξάδελφος Βενέδικτος εύρε μικροσκόπιον και δίοπτρα . . . Ύψιστε Θεέ! ποίαν κραυγήν απελπισίας έρρηξε την πρώτην φοράν, ότε μετεχειρίσθη ταύτα όπως εξετάση το μόνον δείγμα, όπερ τω προμήθευσεν η αφρικανική εντομολογία!
Ο «Εξάπους Βενέδικτος» δεν ήτο εξάπουν. Ήτο κοινή αράχνη! Και εάν είχον έξ πόδας αντί οκτώ, τούτο συνέβαινε διότι έλειπον απ' αυτής οι δύο εμπρόσθιοι πόδες.
Και εάν έλειπον οι πόδες εκείνοι, έλειπον διότι ο Ηρακλής τους έθραυσε συλλαβών αυτήν ανεπιτηδείως. Ο ακρωτηριασμός λοιπόν εκείνος περιήγε τον υποτιθέμενον «Εξάπουν Βενέδικτον», εις κατάστασιν απομάχου και κατέτασσεν αυτήν εις την τάξιν των κοινοτάτων αραχνοειδών, όπερ ο εξάδελφος Βενέδικτος ένεκα της μυωπίας του δεν ηδυνήθη να αναγνωρίση, το ταχύτερον.
Ως εκ τούτου ησθένησεν, αλλ' ευτυχώς εθεραπεύθη.
Μετά τρία έτη ο μικρός Ζακ ήτο οκταέτης, και ο Δικ Σανδ, καί τοι εργαζόμενος δι' εαυτόν, τω έμελλε να επαναλαμβάνη τα μαθήματά του. Τωόντι μόλις απέβη εις την ξηράν, εννοήσας πόσα πράγματα δεν εγνώριζεν, επέπεσεν εις την σπουδήν με είδος τι τύψεως του συνειδότος, της τύψεως εκείνης ανθρώπου όστις ελλείψει επιστήμης ευρέθη υποδεέστερος του έργου, όπερ ανέλαβεν.
— Ναι, επανελάμβανε πολλάκις. Εάν εις το «Πίλγριμ» εγνώριζα όσα οφείλει να γνωρίζη ναυτικός, πόσα δυστυχήματα θα απεφεύγοντο!
Ούτως ωμίλει ο Δικ Σανδ. Τούτου ένεκα εν ηλικία δεκαοκτώ ετών επεραίωσεν επιτυχώς τας υδρογραφικάς σπουδάς του και λαβών δίπλωμα κατ' εξαιρετικήν εύνοιαν εγένετο πλοίαρχος εν τω οίκω του Ιακώβου Βέλδων.
Ιδού πού έφθασε διά της διαγωγής και διά της εργασίας του ο μικρός ορφανός ο περισυλλεχθείς εις την άκραν του Σάνδυ Κουκ.
Μεθ' όλην την νεαράν ηλικίαν του είχεν εφελκύσει την υπόληψιν, δυνάμεθα ειπείν τον σεβασμόν όλων, αλλ' η απλότης και η μετριοφροσύνη του ήσαν τοσούτω φυσικαί, ώστε ουδέ εννόει τούτο.
Αν και δεν ηδύνατό τις να αποδώση εις αυτόν τα καλούμενα ανδραγαθήματα,
όμως εκείνος ουδέ υπώπτευε καν ότι η σταθερότης, η γενναιότης, η επιμονή, τας
οποίας ανέπτυξεν εν ταις δοκιμασίαις, είχον καταστήσει αυτόν είδος τι ήρωος.
Εν τούτοις σκέψις τις κατείχεν αυτόν. Κατά τας σπανίας αναπαύσεις τας οποίας τω
άφινον αι σπουδαί του, ενθυμείτο πάντοτε τον γέροντα Τωμ, τον Βαρθολομαίον,
τον Αυγουστίνον και τον Ακτέωνα, διά την δυστυχίαν των οποίων ενόμιζεν εαυτόν
υπεύθυνον. Τούτο ήτο ωσαύτως αντικείμενον πραγματικής θλίψεως διά την κυρίαν
Βέλδων σκεπτομένην την αθλίαν κατάστασιν των αρχαίων αυτής εν τη δυστυχία
συντρόφων.
Τούτου ένεκα ο Ιάκωβος Βέλδων, ο Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ανεκίνησαν
ουρανόν και γην όπως επανεύρωσι τα ίχνη των.
Τέλος κατώρθωσαν τούτο, χάρις εις τους ανταποκριτάς, ους ο πλούσιος εφοπλιστής
είχεν εν όλω τω κόσμω. Ο Τωμ και οι σύντροφοι αυτού είχον πωληθή εν
Μαδαγασκάρη, ένθα άλλως τε η δουλεία έμελλε μετ' ολίγον να καταργηθή·
Ο Δικ Σανδ ηθέλησε να θυσιάση τας μικράς του οικονομίας όπως τους
εξαγοράση, αλλ' ο Ιάκωβος Βέλδων δεν επέτρεπεν τούτο. Είς των ανταποκριτών
του διεπραγματεύθη την υπόθεσιν και ημέραν τινά, την 15 Νοεμβρίου 1877,
τέσσαρες μαύροι έκρουον την θύραν της κατοικίας του.
Ήσαν ο Γέρων Τωμ, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων, ο Αυγουστίνος. Οι αγαθοί εκείνοι
άνδρες, αφού διέφυγον τόσους κινδύνους, ολίγον έλειψε να πνιγώσι κατ' εκείνην
την ημέραν εκ των εναγκαλισμών των φίλων των.
Εξ εκείνων λοιπόν τους οποίους το «Πίλγριμ» έρριψε επί της απαισίας εκείνης
ακτής της Αφρικής δεν έλειπεν ειμή η δυστυχής Ναν. Αλλ' ουδέ την γηραιάν
υπηρέτριαν, ουδέ τον Δίγγον ηδύνατο να επαναφέρωσιν εις την ζωήν. Και βεβαίως
ήτο θαύμα πώς μόνον εκείνα τα δύο όντα υπέκυψαν εις τοσαύτας και τοιαύτας
περιπετείας.
Οίκοθεν εννοείται ότι κατ' εκείνην την ημέραν ήτο εορτή εις την οικίαν του
καλιφορνιανού εμπόρου, και η αρίστη πρόποσις ην πάντες ανευφήμησαν ήτο
εκείνη ην προέτεινεν η κυρία Βέλδων: εις υγείαν του Δικ Σανδ.
1) Τύποι, ακρίδες, γρύλλοι, κτλ.↩
2) Τύποι, μυρμηκολέοντες, μύστακες.↩
3) Τύποι, μέλισσαι, σφήκες, μύρμηγκες. ↩
4) Τύποι, χρυσαλίδες κτλ. ↩
5) Τύποι, τέττιγες, ψύλοι, κλπ.↩
6) Τύποι, μηλολόνθαι πυγολαμπίδες, κτλ. ↩
7) Τύποι, κώνωπες, μυίαι, κτλ.↩
8) Τύποι, στύλοπες. ↩
9) Τύποι, ακάρεα, κτλ.↩
10) Τύποι, λεπίδες, πόδουροι, κτλ.↩
11) Σανδ σημαίνει αγγλιστί άμμος. ↩
12) Στρατιωτική σχολή εν Νέα Υόρκη. ↩
13) Εν τη κατεργασία ταύτη το λίπος της φαλαίνης απόλλυσι το τρίτο περίπου του βάρους του. ↩
14) Άλλοτε ηρκούντο να μετατρέπωσι τον φλοιόν τούτον εις κόνιν, ήτις εκαλείτο κ ό ν ι ς τ ω ν Ι η σ ο υ ι τ ώ ν, διότι τω 1649 οι Ιησουίται της Ρώμης έλαβον παρά της εν Αμερική Ιεραποστολής σημαντικόν ποσόν εξ αυτής. ↩
15) 4,650 χιλιόμετρα. ↩
16) Αδύνατον να φαντασθή τις τας φρικώδεις ταύτας κατακόμβας όταν πρόκηται να τιμηθή επαξίως η μνήμη ισχυρού τινος αρχηγού της κεντρώας Αφρικής. Ο Καμερών λέγει ότι πλειότερα των εκατόν θυμάτων εθυσιάσθησαν κατά την κηδείαν του πατρός του βασιλέως του Κασόγγου». ↩