Title: Λουκιανός - Άπαντα, Τόμος Τέταρτος
Author: of Samosata Lucian
Translator: Ioannes Kondylakes
Release date: February 13, 2009 [eBook #28061]
Most recently updated: January 4, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinidis
Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinidis
Note: Numbers in curly brackets relate to the footnotes that have been transferred at the end of the book. The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed.
Σημείωση: Οι αριθμοί σε αγκύλες {} αφορούν στις υποσημειώσεις των σελίδων που έχουν μεταφερθεί στο τέλος. Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
ΖΕΥΣ Εις τ' ανάθεμα οι φιλόσοφοι όσοι λέγουν ότι μόνον οι θεοί είνε ευτυχείς• εάν εγνώριζαν πόσα υποφέρομεν ένεκα των ανθρώπων, δεν θα μας εζήλευαν δια το νέκταρ και την αμβροσίαν, πιστεύοντες εις τον Όμηρον, άνθρωπον τυφλόν και αγύρτην, ο οποίος μας λέγει ευδαίμονας και διηγείται τα συμβαίνοντα εις τον ουρανόν, ενώ ούτε τα επί της γης ηδύνατο να βλέπη. Ιδού ποία είνε η ευτυχία μας. Αρχίζω από τον Ήλιον, ο οποίος άμα ξημερώση είνε αναγκασμένος να ζεύξη το άρμα του και καθ' όλην την ημέραν να διατρέχη τον ουρανόν, ενδεδυμένος πυρ και ακτινοβολών και ούτε να ξύση τ' αυτί του, κατά το λεγόμενον, έχει καιρόν• διότι ολίγον αν απροσεκτήση, θ' αφηνιάσουν οι ίπποι και εξερχόμενοι από τον δρόμον των θα κατακαύσουν τα πάντα. Επίσης η Σελήνη κατά την νύκτα περιφέρεται άγρυπνος και φέγγει εις τους κωμάζοντας και τους αργά επιστρέφοντας από τα γεύματα. Ο δε Απόλλων, ο οποίος εξέλεξεν έργον πολυάσχολον, κινδυνεύει να κουφαθή από τας ενοχλητικάς απαιτήσεις των εχόντων ανάγκην της μαντικής• και οτέ μεν είνε ανάγκη να ευρίσκεται εις τους Δελφούς, άλλοτε δε εις τον Κολοφώνα• εκείθεν μεταβαίνει με σπουδήν εις τον Ξάνθον και τρέχων ευρίσκεται εις την Κλάρον, έπειτα δε εις την Δήλον ή εις τας Βραγχίδας και εν γένει πρέπει να είνε παρών παντού όπου η ιέρεια, αφού πίη το ιερόν ύδωρ και μασήση φύλλα δάφνης και διασείση τον τρίποδα, τον καλέση να παρευρεθή. Πρέπει να σπεύση χωρίς να παραμελήση διά να υπαγορεύση τους χρησμούς, άλλως κινδυνεύει να χάση την φήμην του. Παραλείπω όσα οι άνθρωποι μηχανεύονται διά να δοκιμάζουν την αλήθειαν της μαντικής του, ψήνοντες αναμεμιγμένα κρέατα αμνών και χελωνών• ώστε εάν δεν είχεν οξείαν την όσφρησιν, θα απήρχετο εμπαίζων αυτόν ο Λυδός. {1} Ο δε Ασκληπιός ενοχλούμενος υπό των ασθενούντων ευρίσκεται εις την ανάγκην να βλέπη φρικτά πράγματα και να εγγίζη αηδή και να λυπήται διά τας ξένας συμφοράς. {2} Και τι να είπω περί των ανέμων οίτινες είνε καταδικασμένοι να υπηρετούν την γεωργίαν, να κινούν τα πλοία και να φυσούν διά να ευκολύνουν το λίκμισμα εις τ' αλώνια; ή διά τον ύπνον όστις κατέρχεται προς όλους, ή τα όνειρα τα οποία διανυκτερεύουν μετά του ύπνου και του εμπνέουν προφητικάς ιδέας; Όλους αυτούς τους κόπους υποφέρουν οι θεοί χάριν των ανθρώπων και διά να υπηρετούν έκαστος την επί της γης ζωήν.
Και των μεν άλλων οι κόποι είνε υποφερτοί, αλλ' εγώ ο πάντων βασιλεύς και πατήρ πόσας αηδίας υποφέρω, πόσας ασχολίας έχω και εις πόσας φροντίδας είνε διηρημένη η προσοχή μου;
Εν πρώτοις πρέπει να επιτηρώ τας εργασίας των άλλων θεών, όσοι μετέχουν εις την εξουσίαν μου, διά να μη εργάζωνται αμελώς και κακώς• έπειτα δε και ο ίδιος έχω μυρίας άλλας ασχολίας, εις τας λεπτομερείας των οποίων μόλις επαρκώ• διότι το έργον μου δεν περιορίζεται μόνον εις τα κυριώτερα της διοικήσεως, να πέμπω βροχάς και χαλάζας και ανέμους και αστραπάς, και έπειτα ν' αδιαφορώ διά τας λεπτομερείας, αλλ' είμαι ηναγκασμένος και ταύτα να πράττω και συγχρόνως να προσέχω παντού και τα πάντα να επιτηρώ, όπως ο βουκόλος της Νεμέας,{3} τους κλέπτας, τους επιόρκους, τας θυσίας, εάν κανείς έκαμε σπονδήν, πόθεν έρχεται η κνίσα και ο καπνός, ποίος άρρωστος ή ταξειδεύων με εκάλεσε, και, εκείνο το οποίον είνε υπέρ όλα επιπονώτατον, συγχρόνως να παρευρίσκωμαι εις την εκατόμβην, ήτις θύεται εις την Ολυμπίαν, και εις την Βαβυλώνα διά να επιτηρώ τους πολεμούντας, να ρίπτω χάλαζαν εις την χώραν των Γετών και να συμποσιάζω εις την χώραν των Αιθιόπων. Αλλά και μεθ' όλα ταύτα δεν αποφεύγω τας μεμψιμοιρίας, και πολλάκις εν ώ οι άλλοι θεοί και οι άνθρωποι κοιμώνται καθ' όλην την νύκτα, δι' εμέ τον Δία δεν υπάρχει νήδυμος ύπνος. Διότι και ολίγον αν κλείσω τους οφθαλμούς, ευθύς ο φίλος της αληθείας Επίκουρος θα αποδείξη ότι οι θεοί δεν προνοούμεν διά τα επί γης πράγματα• και ο κίνδυνος δεν είνε μικρός εάν πιστεύσουν αυτά οι άνθρωποι• οι ναοί μας θα μείνουν αστεφάνωτοι, αι αγυιαί δεν θ' αναδίδουν πλέον κνίσαν θυσιών, σπονδαί δεν θα τελούνται, οι βωμοί θα μείνουν ψυχροί και εν γένει θα παύσουν αι θυσίαι και αι προσφοραί και νηστικοί θα μείνωμεν και πεινώντες οι θεοί. Διά τούτο, καθώς οι κυβερνήται των πλοίων, στέκομαι όρθιος και μόνος εις την πρύμνην και κρατώ το πηδάλιον, και οι μεν άλλοι επιβάται διασκεδάζουν και άμα νυστάξουν κοιμούνται, εγώ δε άγρυπνος και νηστικός σκέπτομαι και φροντίζω δι' όλους και ως μόνην αμοιβήν και απόλαυσιν έχω την τιμήν ότι θεωρούμαι κύριος.
Ώστε ευχαρίστως θα ηρώτων τους φιλοσόφους, οίτινες μόνους τους θεούς θεωρούν ευτυχείς, πότε με τόσας ασχολίας νομίζουν ότι ευρίσκομεν καιρόν ν' απολαμβάνωμεν το νέκταρ και την αμβροσίαν. Ορίστε, ένεκα των πολλών μας ασχολιών αφήκαμεν εκκρεμείς τόσας παλαιάς υποθέσεις, τας οποίας καλύπτουν η μούχλα και αι αράχναι, και μάλιστα αγωγάς τας οποίας έχουν κινήσει επιστήμαι και τέχναι εναντίον μερικών ανθρώπων και εκ των οποίων τινές είνε πολύ παλαιαί. Οι δε ενδιαφερόμενοι φωνάζουν εξ όλων των μερών και αγανακτούν και ζητούν την διεκπεραίωσιν των υποθέσεων και κατηγορούν εμέ διά την βραδύτητα, διότι αγνοούν ότι η εκκρεμότης δεν προήλθεν εξ ολιγωρίας, αλλ' εκ της ευτυχίας την οποίαν νομίζουν ότι απολαμβάνομεν, καθότι ευτυχίαν αποκαλούν τας ασχολίας.
ΕΡΜΗΣ. Και εγώ, ω Ζευ, έχω ακούσει εις την γην πολλούς να μεμψιμοιρούν, αλλά δεν ετόλμησα να σου το είπω. Αφού όμως μόνος σου ωμίλησες, σου το λέγω. Όλοι αγανακτούν και παραπονούνται, πατέρα• και φανερά μεν δεν τολμούν να εκφράζωνται, αλλά κρυφά μουρμουρίζουν διά την εκκρεμότητα των υποθέσεων, εν ώ έπρεπε προ πολλού να έχουν τελειώσει αυταί αι υποθέσεις και να γνωρίζη έκαστος τι να κάμη.
ΖΕΥΣ. Τι φρονείς λοιπόν; Να ορίσωμεν μίαν δικάσιμον και να τους καλέσωμεν να δικασθούν ή να το αναβάλωμεν διά το ερχόμενον έτος;
ΕΡΜΗΣ. Όχι, αμέσως να γείνη ό,τι θα γείνη.
ΖΕΥΣ. Καλά λοιπόν. Συ να κατεβής και να διακηρύξης ότι την τάδε ημέραν θα δικασθούν αι εκκρεμείς υποθέσεις και να έλθουν όλοι όσοι έχουν τοιαύτας εις τον Άρειον Πάγον, όπου η Δικαιοσύνη θα κληρώση τους δικαστάς αναλόγως των υποθέσεων εξ όλων των Αθηναίων. Εάν δε κανείς νομίση ότι η απόφασις η οποία θα εκδοθή δεν είνε δικαία, θα έχη το δικαίωμα να κάμη έφεσιν εις εμέ και να δικασθή εκ νέου η υπόθεσις ως να μη είχε δικασθή καθόλου. Συ δε, κόρη μου, να καθήσης πλησίον των σεμνών θεαινών,{4} να κληρώσης τους δικαστάς και να επιτηρής την διεξαγωγήν των δικών.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Πάλιν θα πάω εις τον κόσμον διά να με διώξουν εκ νέου οι άνθρωποι και να με σκάση με τους εμπαιγμούς της η Αδικία;
ΖΕΥΣ. Τώρα πρέπει να έχης καλλιτέρας ελπίδας, διότι πιστεύω ότι θα τους έχουν πείσει οι φιλόσοφοι να σε προτιμούν από την Αδικίαν, μάλιστα, ο υιός του Σωφρονίσκου ο τόσον επαινέσας το δίκαιον και αποδείξας ότι είνε το μέγιστον των αγαθών.
ΔΙΚ. Πολύ τον ωφέλησαν όσα είπε περί εμού, αφού παραδοθείς εις τους ένδεκα και ριφθείς εις την φυλακήν κατεδικάσθη να πίη ο δυστυχής το κώνειον και ούτε να θυσιάση πετεινόν εις τον Ασκληπιόν του επέτρεψαν. Τόσον υπερίσχυσαν οι κατήγοροί του, οι οποίοι υπεστήριζαν την Αδικίαν εναντίον αυτού.
ΖΕΥΣ. Έως τότε η φιλοσοφία ήτο ακόμη ξένη προς τους περισσοτέρους και ολίγοι ήσαν οι φιλοσοφούντες, ώστε δεν είνε παράδοξον ότι οι δικασταί παρεσύρθησαν υπό του Ανύτου και του Μελήτου. Σήμερον όμως δεν βλέπεις πόσα φιλοσοφικά ενδύματα, πόσαι βακτηρίαι και πείραι υπάρχουν εις τας Αθήνας; Παντού φαίνονται μακραί γενειάδες και βιβλία κρατούμενα εις την αριστεράν και όλοι φιλοσοφούν υπέρ σου, είνε δε γεμάτοι οι περίπατοι από φιλοσόφους οίτινες διηρημένοι εις ίλας και φάλαγγας αντιμάχονται• και δεν υπάρχει κανείς όστις δεν θέλει να θεωρήται ως τρόφιμος της αρετής. Πολλοί αφήσαντες τας τέχνας τας οποίας είχον, εφορτώθησαν την πείραν και το φιλοσοφικόν ένδυμα και μαυρίσαντες το σώμα των εις το καύμα του ηλίου έγειναν φιλόσοφοι αυτοσχέδιοι από υποδηματοποιών ή κτιστών, τώρα δε σε περιτριγυρίζουν και εξυμνούν την αξίαν σου. Τόσοι δε είνε οι φιλόσοφοι, ώστε, κατά την παροιμίαν, ευκολώτερον είνε να πέση κανείς εις πλοίον και να μη συναντήση ξύλον παρά να κυττάξη γύρω του και να μη ίδη φιλόσοφον.
ΔΙΚ. Αλλ' αυτοί με τρομάζουν με τας φιλονεικίας των και με την σύγχισιν των γνωμών των εις όσα λέγουν περί εμού. Λέγεται δε ότι και οι περισσότεροι εξ αυτών εις μεν τους λόγους προσποιούνται ότι είνε με το μέρος μου, εις τα πράγματα όμως με αποστρέφονται τελείως και είνε βέβαιον ότι θα με διώξουν αν τύχη να κτυπήσω τας θύρας των• διότι προ πολλού ήδη έχουν εγκολπωθή την Αδικίαν.
ΖΕΥΣ. Δεν είνε όλοι κακοί, κόρη μου• αρκετόν δε θα είνε και αν επιτύχης ολίγους καλούς. Αλλά πηγαίνετε τώρα, διά να προφθάσουν να δικασθούν ολίγαι υποθέσεις σήμερον.
ΕΡΜ. Πάμε λοιπόν. Ας ακολουθήσωμεν την οδόν ήτις αρχίζει από το Σούνιον και διέρχεται ολίγον κατωτέρω του Υμηττού και αριστερά της Πάρνηθος διά να φθάση εκεί όπου φαίνονται δύο υψώματα. Φαίνεσαι ότι ελησμόνησες προ πολλού τον δρόμον. Αλλά τι έπαθες; Διατί δακρύζεις και παραπονείσαι; Μη φοβείσαι• ο κόσμος δεν είνε όπως τον ήξευρες• απέθαναν όλοι εκείνοι οι Σκείρωνες, οι Πιτυοκάμπται, οι Βουσίριδες και Φαλάριδες τους οποίους εφοβείσο άλλοτε• τώρα η Σοφία, η Ακαδημία και η Στοά επικρατούν εις όλα και παντού σε ζητούν και περί σου ομιλούν και χάσκοντες περιμένουν να σε ίδουν επιστρέφουσαν πάλιν προς αυτούς.
ΔΙΚ. Συ μόνον, Ερμή, δύνασαι να μου είπης την αλήθειαν, διότι τους συναναστρέφεσαι και διατρίβεις μετ' αυτών εις τα γυμναστήρια και την αγοράν — καθότι και αγοραίος είσαι και κηρύττεις εις τας συνελεύσεις — εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται και αν είνε δυνατή η διαμονή μου μεταξύ αυτών.
ΕΡΜ. Μα τον Δία, θα ήτο άδικον να μη σου είπω την αλήθειαν, αφού είσαι αδελφή μου• πολλοί εξ αυτών έχουν ωφεληθή όχι ολίγον από την φιλοσοφίαν• αν όχι άλλο, από εντροπήν προς το φιλοσοφικόν των σχήμα ολιγώτερον παρεκτρέπονται. Αλλ' όμως θα συναντήσης και κακούς μεταξύ αυτών — διότι πρέπει να σου είπω όλην την αλήθειαν —- μερικούς δε ημισόφους και ημιφαύλους. Η φιλοσοφία όταν τους παρέλαβε, τους έβαψε με το χρώμα της- και όσοι μεν απερρόφησαν άφθονον την βαφήν, εμορφώθησαν εντελώς χρηστοί και απηλλαγμένοι από άλλα χρώματα και προς υποδοχήν σου είνε ούτοι ετοιμότατοι• όσοι δε ένεκα του παλαιού ρύπου δεν ηδυνήθησαν ν' απορροφήσουν κατά βάθος και άφθονον την βαφήν, από μεν τους άλλους είνε καλλίτεροι, είνε όμως ατελείς και λευκόμαυροι, ως στιγματισμένοι, και παρδαλοί το χρώμα. Μερικοί δε και μόνον διότι ήγγισαν απ' έξω εις τον λέβητα με το άκρον του δακτύλου και επασαλείφθησαν με την καπνιάν νομίζουν ότι αρκετά και αυτοί μετεχρωματίσθησαν. Αλλά συ, εννοείται, θα συναναστρέφεσαι με τους καλλιτέρους. Ενώ όμως ομιλούμεν, επλησιάσαμεν εις την Αττικήν ώστε ας αφήσωμεν δεξιά το Σούνιον και ας διευθυνθώμεν προς την Ακρόπολιν. Και τώρα ότε εφθάσαμεν, συ μεν κάθησαι εδώ επί του βράχου και βλέπε προς την Πνύκα έως ου διαλαλήσω την παραγγελίαν του Διός• εγώ δε θ' αναίβω εις την Ακρόπολιν διά να δυνηθώ ούτω ευκολώτερον να τους καλέσω και να με ακούσουν όλοι.
ΔΙΚ. Μη φύγης, ω Ερμή, πριν μου είπης ποιος είνε αυτός που έρχεται προς τα εδώ, ο κερασφόρος και μαλλιαρός εις τους μηρούς και τα πόδια, ο οποίος κρατεί φλογέραν.
ΕΡΜ. Πώς, δεν γνωρίζεις τον Πάνα τον ζωηρότερον εκ των ακολούθων του Διονύσου; Αυτός άλλοτε έμενεν εις το Παρθένιον {5} αλλά κατά την εκστρατείαν του Δάτιδος και την απόβασιν των βαρβάρων εις τον Μαραθώνα, ήλθεν απρόσκλητος, ως σύμμαχος των Αθηναίων, έκτοτε δε εξέλεξεν ως κατοικίαν το σπήλαιον εκείνο το οποίον ευρίσκεται υπό την Ακρόπολιν και κατοικεί εκεί ολίγον υπεράνω του Πελασγικού, πληρώνων τον φόρον των μετοίκων• και τώρα άμα μας είδε έρχεται ως γείτων εδώ να μας χαιρετήση.
ΠΑΝ. Χαίρετε, ω Ερμή και Δικαιοσύνη.
ΔΙΚ. Χαίρε και συ, Παν μουσικώτατε και χορευτικώτατε εξ όλων των
Σατύρων, εις τας Αθήνας δε και πολεμικώτατε.
ΠΑΝ. Και ποίος καιρός σας έφερεν εδώ, ω Ερμή;
ΕΡΜ. Η Δικαιοσύνη θα σου διηγηθή τα πάντα• εγώ δε ανεβαίνω εις την
Ακρόπολιν διά το διαλάλημα.
ΔΙΚ. Ο Ζευς, ω Παν, με έστειλε να διεκπεραιώσω τας εκκρεμείς δίκας. Συ δε πώς τα περνάς εις τας Αθήνας;
ΠΑΝ. Η αλήθεια είνε ότι δεν με τιμούν όσον πρέπει, αλλά πολύ ολιγώτερον αφ' ό,τι ήλπιζα και μάλιστα αφού τους έσωσα από τέτοιον κίνδυνον από μέρους των βαρβάρων. Εν τοσούτω δύο ή τρεις φορές κατ' έτος ανεβαίνουν και μου θυσιάζουν ένα διαλεκτόν τράγον βαρβάτον, ο οποίος μυρίζει πολλήν βαρβατίλαν, και έπειτα περιδρομιάζουν τα κρέατα και μ' έχουν θεατήν της διασκεδάσεώς των, από την οποίαν απολαμβάνω εγώ μόνον τον θόρυβον. Αλλά με διασκεδάζουν κάπως τα γέλοια και τα παγνίδια των.
ΔΙΚ. Και κατά τα άλλα έγειναν εναρετώτεροι υπό των φιλοσόφων οι
Αθηναίοι;
ΠΑΝ. Ποίους λέγεις φιλοσόφους; Μήπως εκείνους τους κατσουφιασμένους, οι οποίοι περπατούν πάντοτε κοπάδια και έχουν γένεια όμοια με τα δικά μου, εκείνους τους φλυάρους;
ΔΙΚ. Ακριβώς.
ΠΑΝ. Δεν καταλαβαίνω τι λέγουν, ούτε εννοώ την σοφίαν των• διότι εγώ είμαι βουνήσιος και δεν έμαθα αυτά τα ευγενικά λόγια των ανθρώπων των πόλεων. Μπορεί να βγη από την Αρκαδίαν ρήτωρ ή φιλόσοφος; Η σοφία η δική μου φθάνει μέχρι του πλαγιαύλου και της φλογέρας• κατά τα αλλά είμαι αιγοβοσκός και χορευτής, εάν παρουσιασθή δε ανάγκη και πολεμιστής. Τους ακούω όμως να φωνάζουν πάντοτε και να συζητούν διά κάποιαν αρετήν, διά ιδέας και φύσιν και ασώματα, πράγματα τα οποία ούτε ξέρω ούτε εννοώ. Εις την αρχήν η συζήτησίς των είνε ειρηνική• αλλ' όσω προχωρούν δυναμώνουν την φωνήν και καταντούν να κραυγάζουν• επειδή δε καθένας επιμένει με πείσμα εις την γνώμην του• και όλοι θέλουν συγχρόνως να μιλούν, τα πρόσωπά των κοκκινίζουν, οι λαιμοί πρίσκονται και η φλέβες φουσκώνουν, καθώς των αυλητών όταν με δύναμιν φυσούν εις τον στενόν αυλόν. Ούτω γίνεται σύγχυσις εις την οποίαν λησμονούν τι ήρχισαν να συζητούν, και αφού υβρισθούν μεταξύ των φεύγουν και με το δάκτυλον οι περισσότεροι σκουπίζουν τα ιδρωμένα μέτωπά των• εκείνος δε φαίνεται νικητής ο οποίος ανεδείχθη πλέον φωνακλάς και αδιάντρωπος και φεύγει τελευταίος. Αλλ' όμως ο πολύς λαός τους σέβεται και τους ακούει, όταν μάλιστα δεν έχει τίποτε καλλίτερον να κάμη, και το θράσος και ο θόρυβός των φαίνεται ότι ευχαριστεί τον όχλον. Εγώ όμως απ' αυτά που έβλεπα και ήκουα συνέλαβα την ιδέαν ότι είνε ασκοί φουσκωμένοι με αλαζονίαν και μου έκανε κακόν ότι ομοιάζομεν κατά τα γένεια. Εάν δε από τις φωνές και τα λόγια των εκείνα γίνεται καμμία ωφέλεια εις τον λαόν, δεν γνωρίζω. Αλλ' εάν πρέπει να είπω την αλήθειαν χωρίς να κρύψω τίποτε — διότι ως βλέπεις κατοικώ εις μέρος υψηλόν — πολλάκις, έτυχε να ίδω πολλούς από αυτούς αργά το βράδυ…
ΔΙΚ. Φθάνει, Παν. Δεν σου φαίνεται ότι ήρχισεν ο Ερμής να διαλαλή;
ΠΑΝ. Α, βέβαια.
ΕΡΜ. Ακούσετε, πολίται• σήμερον εβδόμην του μηνός Ελαφηβολιώνος θα συστήσωμεν δικαστήριον διά να δικάση τας εκκρεμείς δίκας. Όσοι δε έχουν τοιαύτας υποθέσεις να έλθουν εις τον Άρειον Πάγον, όπου η Δικαιοσύνη θα κληρώση τους δικαστάς και θα συμπαρεδρεύση. Οι δικασταί θα εκλεγούν εξ όλων των Αθηναίων, ο μισθός θα είνε τρεις οβολοί και ο αριθμός των δικαστών ανάλογος προς το δικαζόμενον έγκλημα. Όσοι δε απέθαναν πριν ή δικασθούν αι αγωγαί των, και αυτούς ας τους στείλη επάνω ο Αιακός. Και εάν κανείς νομίση ότι εδικάσθη αδίκως, θα δύναται να εφεσιβάλη την υπόθεσιν και η έφεσις θα γείνη εις τον Δία.
ΠΑΝ. Πωπώ θόρυβος! Τι αναφωνητό είνε αυτό; Κύτταξε πώς τρέχουν και τραβούν ο ένας τον άλλον προς την ανωφέρειαν του Αρείου Πάγου. Αλλά και ο Ερμής επιστρέφει• ώστε πηγαίνετε να φροντίσετε διά τας δίκας, να κληρώσετε τους δικαστάς και να κρίνετε κατά τους νόμους σας, εγώ δε θα επιστρέψω εις τη σπηλιά μου να παίξω κάποιον σκοπόν ερωτικόν, με τον οποίον συνειθίζω να πειράζω την Ηχώ. Από λόγους ρητόρων και δικηγόρων έχω παραχορτάσει, διότι ακούω κάθε μέρα εκείνους που δικάζονται εις τον Άρειον Πάγον.
ΔΙΚ. Βέβαια, διότι ως βλέπεις, έρχονται σωρηδόν και ως σμήνη σφηκών βομβούν γύρω εις τον βράχον.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Επί τέλους σε συνέλαβα, αχρείε.
ΑΛΛ. Τώρα δε γλυτώνεις.
ΑΛΛ. Θ' αποδείξω τα μεγάλα σου εγκλήματα.
ΑΛΛ. Να προτιμηθή η δική μου υπόθεσις.
ΑΛΛ. Ακολούθει, κακούργε, εις το δικαστήριον.
ΑΛΛ. Μη με πνίξης.
ΔΙΚ. Ξέρεις τι πρέπει να κάμωμεν, ω Ερμή; Τας μεν άλλας δίκας ν' αναβάλωμεν δι' αύριον, σήμερον δε να κληρώσωμεν μόνον εκείνας εις τας οποίας ενάγονται άνθρωποι υπό διαφόρων τεχνών, επιτηδευμάτων ή επιστημών. Δόσε μου αυτάς τας δικογραφίας.
ΕΡΜ. Η Μέθη κατά της Ακαδημίας περί του Πολέμωνος επί εξανδραποδισμώ.
ΔΙΚ. Κλήρωσε επτά δικαστάς.
ΕΡΜ. Η Στοά κατά της Ηδονής επί αδικία, διότι απεπλάνησε τον εραστήν της
Διονύσιον.
ΔΙΚ. Πέντε είνε αρκετοί.
ΕΡΜ. Η Τρυφή κατά της Αρετής διά τον Αρίστιππον.
ΔΙΚ. Πέντε και τούτους ας τους δικάσουν.
ΕΡΜ. Η Αργυραμοιβική κατά του Διογένους επί δραπετεύσει.
ΔΙΚ. Μόνον τρεις κλήρωσε.
ΕΡΜ. Η Ζωγραφική κατά του Πύρρωνος επί λιποταξία.
ΔΙΚ. Εννέα ας δικάσουν.
ΕΡΜ. Θέλεις, Δικαιοσύνη, να κληρώσωμεν και αυτάς τας δύο αγωγάς αίτινες προ ολίγου καιρού υπεβλήθησαν εναντίον του ρήτορος;
ΔΙΚ. Ας δικάσωμεν πρώτον τας παλαιάς, αυταί δε θα έλθουν έπειτα.
ΕΡΜ. Και όμως είνε όμοιαι και αυταί, και το αδίκημα αν και δεν είνε παλαιόν είνε παρόμοιον με τα άλλα τα οποία θα δικαστούν• ώστε ομού με αυτά πρέπει να δικασθή και τούτο.
ΔΙΚ. Μου φαίνεται, Ερμή, ότι θέλεις να κάμης χάριν εις κάποιον• όμως αφού το θέλεις ας δικασθούν και αυταί, αλλά μόνον αυταί• διότι όσαι εκληρώθησαν είνε αρκεταί. Δος μου τας μηνύσεις.
ΕΡΜ. Η Ρητορική κατά του Σύρου επί κακοποιήσει. Ο Διάλογος κατά του αυτού επί εξυβρίσει. {6}
ΔΙΚ. Και ποίος είνε αυτός; Δεν βλέπω να είνε γραμμένον το όνομά του.
ΕΡΜ. Ας μείνη ούτω, κατά του ρήτορος του Σύρου• η έλλειψις του ονόματος δεν είνε σπουδαίον εμπόδιον.
ΔΙΚ. Ωραίο αυτό, να κληρώσωμεν εις τας Αθήνας και εις τον Άρειον Πάγον δίκας ξένας αι οποίαι έπρεπε να δικασθούν πέραν του Ευφράτου. Εν τοσούτω ας κληρωθούν ένδεκα δικασταί και δια τας δύο αυτάς δίκας.
ΕΡΜ. Εύγε, Δικαιοσύνη, που φροντίζεις να μη γείνουν πολλαί αι δικαστικαί δαπάναι.
ΔΙΚ. Οι κληρωθέντες να δικάσουν την Ακαδημίαν και την Μέθην ας καθήσουν πρώτοι• συ δε γέμισε την κλεψύδραν. Τον λόγον έχεις συ πρώτη η Μέθη. Αλλά διατί σιγείς και αποφεύγεις να ομιλήσης; Πλησίασε, ω Ερμή, να μάθης τι έχει.
ΕΡΜ. Λέγει ότι δεν δύναται να αναπτύξη την αγωγήν της, διότι ο οίνος έχει δεσμεύσει την γλώσσαν της και φοβείται μήπως προκαλέση τον γέλωτα του δικαστηρίου. Βλέπεις δε ότι μόλις στέκεται εις τα πόδια της.
ΔΙΚ. Λοιπόν ας της διορίσωμεν ένα συνήγορον από αυτούς τους δικηγόρους, από τους οποίους πολλοί είνε έτοιμοι να σκάσουν διά να πάρουν τρεις οβολούς.
ΕΡΜ. Αλλά κανείς δεν θα θελήση να συνηγορήση εις το φανερόν υπέρ της Μέθης. Μου φαίνεται όμως ότι εκείνο το οποίον προτείνει η Μέθη είνε σωστόν.
ΔΙΚ. Τι;
ΕΡΜ. Η Ακαδημία είνε εξησκημένη εις το να υποστηρίζη πάντοτε δύο αντιθέτους γνώμας. Αυτή λοιπόν, λέγει η Μέθη, ας ομιλήση πρώτον υπέρ εμού και έπειτα ομιλεί και διά λογαριασμόν της.
ΔΙΚ. Αυτά είνε παράξενα, αλλ' ας είνε. Αφού σου είνε εύκολον, Ακαδημία, ανάπτυξε και την κατηγορίαν και την υπεράσπισιν.
ΑΚΑΔ. Ακούσετε, άνδρες δικασταί, πρώτον τας αιτιάσεις της Μέθης, αφού εις αυτήν ανήκει τώρα ο λόγος. Η δυστυχής Μέθη ηδικήθη μεγάλως υπ' εμού της Ακαδημίας, διότι τον μόνον δούλον τον οποίον είχε πιστόν και αφοσιωμένον εις αυτήν και ο οποίος ενόμιζεν ότι τίποτε εξ όσων έπραττε δεν ήτο αισχρόν, της τον αφήρεσα. Εννοεί τον Πολέμωνα εκείνον όστις εν καιρώ ημέρας διέτρεχε μεθυσμένος την αγοράν, συνοδευόμενος υπό τραγουδιστριών και άδων από πρωίας έως εσπέρας, αιωνίως μεθύων και κραιπαλών και στεφανωμένος με άνθη. Και ότι αυτά είνε αληθή μαρτυρούν όλοι οι Αθηναίοι, οίτινες ουδέποτε είδον τον Πολέμωνα αμέθυστον. Όταν δε ο δυστυχής ούτος ήλθε και ετραγούδησεν εις τας θύρας της Ακαδημίας, όπως συνείθιζε να τραγουδή εις τα πρόθυρα όλων, τον ήρπασε και αφού τον απέσπασε διά της βίας από τας χείρας της Μέθης και τον παρέλαβε πλησίον της τον ηνάγκασε να πίνη μόνον νερόν, τον εδίδαξε την εγκράτειαν, απέσπασε τους στεφάνους από την κεφαλήν του και αντί να κατακλίνεται και να πίνη, του εδίδαξε λόγους σκοτεινούς και ανιαρούς, οι οποίοι κουράζουν το πνεύμα του με σκέψεις. Ούτω δε αντί του ερυθήματος το οποίον ήνθει προηγουμένως εις τας παρειάς του, έγινεν ο άθλιος ωχρός και ισχνός το σώμα. Ελησμόνησεν όλα τα άσματα και νηστικός ενίοτε και διψών κάθηται μέχρι του μεσονυκτίου και λέγει τας φλυαρίας τας οποίας εγώ η Ακαδημία διδάσκω. Το δε χειρότερον είνε ότι και κατηγορεί την Μέθην παρακινούμενος υπ' εμού και πολλά λέγει εναντίον της.{7} Αυτά περίπου θα είχε να είπη η Μέθη. Τώρα θα απολογηθώ και διά τον εαυτόν μου και από της στιγμής ταύτης το νερόν της κλεψύδρας ας τρέξη δι' εμέ.
ΔΙΚ. Τι άρά γε έχει ν' απαντήση εις αυτά; Εν τοσούτω χύσε και δι' αυτήν ίσην ποσότητα νερού.
ΑΚΑΔ. Όσα η συνήγορος είπεν υπέρ της Μέθης, ω άνδρες δικασταί, φαίνονται πολύ ορθά όπως ελέχθησαν• αλλ' εάν δόσετε ευνοϊκήν ακρόασιν και εις όσα μέλλω να είπω εγώ, θα πεισθήτε ότι ουδόλως την ηδίκησα. Ο Πολέμων ούτος, τον οποίον λέγει δούλον της, ήτο εκ φύσεως αγαθός και χωρίς καμμίαν ροπήν να γείνη μέθυσος, αλλ' εσυγγένευε και ωμοίαζε προς εμέ κατά τον χαρακτήρα. Αυτή όμως με την συνδρομήν και της Ηδονής, ήτις συνήθως συνεργάζεται με αυτήν, επρόλαβε και τον ήρπασε όταν ακόμη ήτο νέος και τρυφερός και τον διέφθειρε τον δυστυχή με νυκτερινάς διασκεδάσεις και εταίρας, ούτως ώστε έχασε σχεδόν εξ ολοκλήρου την εντροπήν. Εκείνα τα οποία προ μικρού ενόμιζεν ότι έλεγεν υπέρ εαυτής, μάλλον υπέρ εμού πρέπει να τα θεωρήσετε ως λεχθέντα. Τω όντι ο δυστυχής από πρωίας περιεφέρετο στεφανωμένος και μεθυσμένος μέσα εις την αγοράν, συνοδευόμενος υπό μουσικής, ουδέποτε συνερχόμενος εκ της μέθης, τραγουδών ενώπιον των θυρών όλων, γενόμενος ύβρις διά τους προγόνους του και την πόλιν όλην και αφορμή γέλωτος διά τους ξένους. Όταν λοιπόν ήλθε προς εμέ, έτυχε να ομιλώ, όπως συνειθίζω να ομιλώ προς τους φίλους μου, ενώ αι θύραι ήσαν ανοικταί, περί αρετής και σωφροσύνης. Αυτός δε εμφανισθείς με στεφάνους και αυλούς, κατ' αρχάς εφώναζε και προσεπάθει να ταράξη την διδασκαλίαν με τον θόρυβον• επειδή δε ουδόλως επροσέξαμεν εις αυτόν, μετ' ολίγον (διότι δεν ήτο εντελώς μεθυσμένος) ήρχισε να συνέρχεται και να προσέχη εις τα λεγόμενα• και αφήρεσεν από την κεφαλήν του τους στεφάνους, διέταξε την αυλητρίδα να σιωπήση και διά το κόκκινον ένδυμα το οποίον εφόρει εντρέπετο• και ως να εξύπνησε από βαθύν ύπνον, και την κατάστασίν του έβλεπε και τον παρελθόντα βίον του κατεδίκαζε. Τότε το ερύθημα της μέθης εξέλιπε από το πρόσωπόν του, εκοκκίνιζε δε από εντροπήν διά τας πράξεις του και επί τέλους αποδράσας όπως ήτο, ήλθε προς εμέ, χωρίς ούτε να τον παρακινήσω ούτε να τον εξαναγκάσω, ως αυτή λέγει, αλλ' εκουσίως, διότι ενόμιζεν ότι πλησίον μου είνε καλλίτερα. Σας παρακαλώ δε να τον καλέσετε διά να το βεβαιωθήτε πως μετεβλήθη εξ αιτίας μου. Τον παρέλαβα εις γελοίαν κατάστασιν και μη δυνάμενον να λαλήση ούτε να σταθή εκ της οινοποσίας, τον επανέφερα εις την φρόνησιν και την εγκράτειαν και από ουτιδανόν τον έκαμα σεμνόν και σώφρονα και τον ανέδειξα άξιον πολλής εκτιμήσεως εκ μέρους των Ελλήνων. Και αυτός δε μ' ευγνωμονεί διά τούτο και οι συγγενείς του. Ταύτα είχα να είπω. Υμείς δε κρίνετε τώρα με ποίαν εξ ημών των δύο ήτο προτιμότερον εις αυτόν να συναναστρέφεται.
ΕΡΜ. Λοιπόν μη βραδύνετε, αλλά ψηφοφορήσετε• σηκωθήτε. Έχομεν και άλλους να εξετάσωμεν.
ΔΙΚ. Η Ακαδημία έλαβεν όλας τας ψήφους εκτός μιας.
ΕΡΜ. Διόλου παράδοξον ότι ευρέθη και ένας με το μέρος της Μέθης. Καθήσετε τώρα όσοι εκληρώθητε διά να δικάσετε την διένεξιν της Στοάς και της Ηδονής περί του εραστού. Εχύθη το νερόν. Συ η ζωγραφιστή και ποικιλόχρωμος έχεις τον λόγον.
ΣΤΟΑ. Δεν αγνοώ, άνδρες δικασταί, ότι η αντίδικός μου έχει το πλεονέκτημα του κάλλους, βλέπω δε ότι και πολλοί εξ υμών στρέφετε προς αυτήν τα βλέμματα και της μειδιάτε, εμέ δε καταφρονείτε, διότι έχω την κόμην σύρριζα κομμένην και το βλέμμα μου είνε αρρενωπόν και φαίνομαι σκυθρωπή. Αλλ' αν θελήσετε να με ακούσετε, ελπίζω ότι θα είπω πράγματα δικαιότερα από όσα θα σας είπη αυτή. Την κατηγορώ δε ακριβώς διότι όπως είνε ως εταίρα καλλωπισμένη και με τα θέλγητρα του προσώπου της κατώρθωσε να δελεάση τον εραστήν μου Διονύσιον, άνδρα φρόνιμον τότε, και να μου τον αποσπάση. Η δίκη, ήτις εδικάσθη προ ολίγου μεταξύ Ακαδημίας και Μέθης, είνε αδελφή της παρούσης. Πρόκειται δηλαδή να εξετασθή αν πρέπει να ζώμεν ως χοίροι κάτω βλέποντες χωρίς να σκεπτώμεθα τίποτε ευγενές ούτε υψηλόν, ή να θεωρούμεν το ευχάριστον κατώτερον του ηθικού και ελεύθεροι ελευθέρως να φιλοσοφούμεν και μήτε τον πόνον ως τι ακατανίκητον να φοβούμεθα, ούτε το ευχάριστον ως κτήνη να προτιμώμεν και την ευτυχίαν να ζητούμεν εις το μέλι και τας ισχάδας.{8} Διότι τοιαύτα δολώματα παρουσιάζει η Ηδονή προς τους ανοήτους και φοβερίζουσα με τον κόπον, προσελκύει τους περισσοτέρους, μεταξύ δε αυτών έκαμε και τον ταλαίπωρον εκείνον ν' αποσκιρτήση από ημάς. Και προς τούτο εξέλεξε τον καιρόν κατά τον οποίον ήτο άρρωστος• διότι ουδέποτε αν ήτο υγιής θα επείθετο εις τους λόγους εκείνης. Αλλά διατί εγώ ν' αγανακτώ κατ' αυτής, αφού ούτε τους θεούς σέβεται, αλλά συκοφαντεί την πρόνοιαν αυτών; Ώστε δίκαιον θα είνε να την καταδικάσετε και επί ασεβεία. Ήκουσα δε ότι ούτε παρεσκευάσθη διά ν' απολογηθή, αλλ' εκάλεσε τον Επίκουρον διά να ομιλήση αντ' αυτής. Βλέπετε πώς εμπαίζει το δικαστήριον. Αλλά να την ερωτήσετε τι θα εγίνοντο ο Ηρακλής και ο συμπολίτης σας Θησεύς εάν πειθόμενοι εις τας παρακινήσεις της Ηδονής απέφευγον τους κόπους• αναμφιβόλως η γη θα ήτο πλήρης αδικίας, αν εκείνοι δεν εκοπίαζον. Αυτά μόνον λέγω, διότι δεν μου αρέσουν οι μακροί λόγοι. Εάν δε θελήση να μου απαντήση εις ολίγας ερωτήσεις τας οποίας θα της απευθύνω, θα σας αποδείξω αμέσως την μηδαμινότητά της. Αλλ' ας είνε• τώρα ενθυμούμενοι τον όρκον σας ψηφίσετε κατά συνείδησιν, χωρίς να πιστεύσετε εις τον Επίκουρον, όστις αρνείται την πρόνοιαν των θεών διά τα επί της γης συμβαίνοντα.
ΕΡΜ. Αποσύρθητι και τώρα λέγε συ, Επίκουρε, υπέρ της Ηδονής.
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ. Δεν θα μακρηγορήσω, άνδρες δικασταί, διότι δεν έχω και ανάγκην πολλών λόγων. Αλλ' εάν τω όντι η Ηδονή εξηνάγκασε τον Διονύσιον, τον οποίον η Στοά λέγει εραστήν της, διά μαγειών ή φαρμάκων, να απαρνηθή την Στοάν, να στραφή δε προς αυτήν, δικαίως πρέπει να θεωρηθή ως μάγισσα και να καταδικασθή ως αδικούσα, αφού μαγεύει τους ξένους εραστάς. Εάν όμως κανείς είνε ελεύθερος και ζη εις ελευθέραν πόλιν και χωρίς να παραβή τους νόμους σιχαθή αυτήν διά την αηδίαν της και νομίση ως μωρολόγημα εκείνο το οποίον αυτή λέγει, ότι, η ευδαιμονία προέρχεται εκ των μόχθων• εάν εγκατέλειψε τους σκολιούς και προς λαβυρίνθους ομοιάζοντας εκείνους λόγους και εδραπέτευσεν ευχαρίστως προς την Ηδονήν, κόψας ως δεσμά τας πλεκτάνας των λόγων• εάν σκεφθείς ανθρωπίνως και όχι βλακωδώς, εθεώρησε την κακοπάθειαν, όπως και είνε, κακήν, γλυκείαν δε την ηδονήν, έπρεπε να τον αποπέμψωμεν ως ναυαγόν πλησιάζοντα εις λιμένα και επιθυμούντα γαλήνην; Έπρεπε να τον ρίψωμεν εκ νέου εις τους μόχθους και να τον παραδώσωμεν τον δυστυχή πάλιν εις τας στερήσεις, μάλιστα δε όταν ως ικέτης προς τον βωμόν του ελέου κατέφυγεν εις την Ηδονήν; Πρέπει να τον εξαναγκάσωμεν να ανέλθη με ιδρώτα πολύν την πολυθρύλητον ανωφέρειαν της αρετής και αφού κακοπαθήση καθ' όλον του τον βίον να ευτυχήση μετά θάνατον; Αλλά ποίος δύναται να κρίνη δικαιότερον από αυτόν τον Διονύσιον, ο οποίος αφού εγνώρισε τας ιδέας της Στοάς καλλίτερα από κάθε άλλον και μόνον το καλόν ενόμιζε πριν αγαθόν, ενόησεν έπειτα ότι ο κόπος ήτο πράγμα κακόν και εκ των δύο δοκιμασθέντων εξέλεξε το καλλίτερον; Διότι υποθέτω ότι έβλεπε τούτους να διδάσκουν πολλά περί καρτερίας και ανοχής των κακοπαθειών, ιδιαιτέρως δε να περιποιούνται την Ηδονήν, να επιδεικνύουν αυστηρότητα με τους λόγους, κατ' οίκον δε να ζουν κατά τους νόμους της Ηδονής• να εντρέπωνται μεν να φανούν παραβαίνοντες την αυστηρότητα των αρχών των και προδίδοντες το δόγμα των, πάσχοντες δε οι ταλαίπωροι το πάθημα του Ταντάλου και, όταν δύνανται κρυφίως και ασφαλώς να παραβούν τας αρχάς των, απλήστως γευόμενοι την ηδονήν. Εάς κανείς έδιδεν εις αυτούς τον δακτύλιον του Γύγου, τον οποίον να φορούν και να γίνωνται αόρατοι, ή τον πίλον του Πλούτωνος, {9} είμαι βέβαιος ότι θα εγκατέλιπον ευχαρίστως τας κακοπαθείας και θα έτρεχον προς την Ηδονήν, μιμούμενοι όλοι τον Διονύσιον, ο οποίος μέχρις ου ασθενήση ήλπιζεν ότι θα τον ωφέλουν αι περί της καρτερίας διδασκαλίαι• αλλ' όταν ησθένησε και κατελήφθη υπό αλγηδόνων και ησθάνθη την πραγματικότητα του πόνου, είδεν ότι το σώμα του είχεν εναντίας προς την Στοάν φιλοσοφικάς γνώμας και δόγματα και εις αυτό μάλλον παρά εις τους Στωικούς επίστευσε και ενόησεν ότι ήτο άνθρωπος και είχεν ανθρώπινον σώμα. Έκτοτε δε έπαυσε να το μεταχειρίζεται ως ανδριάντα, {10} πιστεύων ότι εκείνος ο οποίος κατηγορεί την ηδονήν και επαινεί τας κακοπαθείας,
λόγοισι χαίρει, τον δε νουν εκείσ' έχει.{11}
Ετελείωσα• υμείς δε τώρα αποφασίσετε.
ΣΤΟΑ. Όχι ακόμη, αλλ' επιτρέψατε να του απευθύνω ολίγας ερωτήσεις.
ΕΠΙΚ. Ερώτησε και θ' απαντήσω.
ΣΤΟΑ. Νομίζεις ότι η σκληραγωγία είνε τι κακόν;
ΕΠΙΚ. Μάλιστα.
ΣΤΟΑ. Η ηδονή δε καλόν;
ΕΠΙΚ. Βεβαίως.
ΣΤΟΑ. Και πώς; Γνωρίζεις τι είνε διάφορον και αδιάφορον και προηγμένον και αποπροηγμένον; {12}
ΕΠΙΚ. Μάλιστα.
ΕΡΜ. Άκουσε, Στοά• οι δικασταί λέγουν ότι δεν εννοούν αυτά τα λεπτολογήματα, ώστε παύσετε, διότι θα ψηφοφορήσουν.
ΣΤΟΑ. Θα ήμουν βεβαία περί της νίκης, εάν με άφιναν να τον ερωτήσω περί του τρίτου σχήματος των αναποδείκτων. {13}
ΔΙΚ. Ποιος εκέρδισε;
ΕΡΜ. Η Ηδονή παμψηφεί.
ΣΤΟΑ. Κάνω έφεσιν εις τον Δία.
ΔΙΚ. Σου εύχομαι επιτυχίαν. Συ δε, Ερμή, κάλεσε άλλους.
ΕΡΜ. Η Αρετή κατά της Τρυφής διά τον Αρίστιππον. Και αυτός ο Αρίστιππος ας έλθη.
ΑΡΕΤΗ. Πρέπει να ομιλήσω πρώτη εγώ, διότι εις εμέ ανήκει ο Αρίστιππος, ως φαίνεται από τους λόγους και τα έργα του.
ΤΡΥΦΗ. Όχι, εγώ• διότι εις εμέ ανήκει ο άνθρωπος, ως φαίνεται από τους στεφάνους, το κόκκινον ένδυμα και τα αρώματα.
ΔΙΚ. Άδικα φιλονικείτε, διότι η δίκη σας θα αναβληθή έως ου ο Ζευς εκδώση την απόφασίν του περί του Διονυσίου. Η υπόθεσίς σας είνε ομοία με εκείνην, ώστε, εάν η Ηδονή κερδίση, και ο Αρίστιππος θα παραχωρηθή εις την Τρυφήν• εάν δε νικήση η Στοά, και ο Αρίστιππος θα επιδικασθή εις την Αρετήν. Ώστε άλλοι ας έλθουν. Και να μη δοθή αμοιβή εις τους κληρωθέντας διά την αναβληθείσαν υπόθεσιν, αφού έμεινεν αδίκαστος.
ΕΡΜ. Εις μάτην λοιπόν έκαμαν τον κόπον άνθρωποι γέροντες ν' αναβούν τόσω μεγάλον ανήφορον;
ΔΙΚ. θα είνε αρκετόν να λάβουν το τρίτον της αμοιβής. Πηγαίνετε τώρα και μη θυμώνετε• θα δικάσετε και πάλιν.
ΕΡΜ. Καιρός να έλθη ο Διογένης ο Σινωπεύς και συ η Αργυραμοιβική έχεις τον λόγον.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ. Αν δεν παύση να μ' ενοχλή αυτή, θα δικασθώ όχι πλέον δι' απόδρασιν, αλλά διά μεγάλα και βαρέα τραύματα• θα την αρχίσω αμέσως τώρα στο ξύλο.
ΔΙΚ. Τ' είν' αυτά; Έφυγεν η Αργυραμοιβική και ο Διογένης την καταδιώκει με την βακτηρίαν υψωμένην. Άσχημα την έχει η δυστυχής. Τον Πύρρωνα κάλεσε.
ΕΡΜ. Η Ζωγραφική είνε εδώ, αλλ' ο Πύρρων δεν ήλθε καθόλου και ήτο επόμενον.
ΔΙΚ. Διατί ήτο επόμενον;
ΕΡΜ. Διότι δεν παραδέχεται ως αληθή καμμίαν κρίσιν.
ΔΙΚ. Λοιπόν ας δικασθή ερήμην και ας καταδικασθή. Τώρα κάλεσε τον Σύρον λογογράφον, μολονότι αι αγωγαί, αι οποίαι έχουν δοθή εναντίον του, είνε ολίγου καιρού και δεν ήτο καμμία ανάγκη να δικασθούν τώρα• αλλ' αφού απεφασίσθη, εισάγαγε πρώτον την δίκην της Ρητορικής. Μπα! πόσοι ήλθαν διά ν' ακούσουν την συζήτησιν.
ΕΡΜ. Τούτο ήτο επόμενον, επειδή η υπόθεσις δεν είνε παλαιά, αλλά νέα και πρωτοφανής, διότι χθες μόλις, ως είπες, εδόθη η αγωγή, και η ελπίς ν' ακούσουν την Ρητορικήν και τον Διάλογον ν' αναπτύσσουν την κατηγορίαν έκαστος ιδιαιτέρως, ν' απολογήται δε και προς τους δύο ο Σύρος, προσείλκυσε πολλούς εις το ακροατήριον. Αλλά τέλος πάντων άρχισε, Ρητορική.
ΡΗΤΟΡΙΚΗ. Εν πρώτοις, ω άνδρες Αθηναίοι,{14} εύχομαι εις τους θεούς όλους και τας θεάς, όσην αγάπην τρέφω προς την πόλιν και προς όλους υμάς, άλλην τόσην να εύρω εκ μέρους σας εις τον προκείμενον αγώνα• έπειτα δε θα τους παρακαλέσω να σας οδηγήσουν, όπως είνε και δίκαιον, να μη επιτρέψετε εις τον αντίδικον να με διακόπτη, αλλά να με αφήση ν' αναπτύξω την κατηγορίαν όπως θέλω και όπως την έχω κατά νουν. Διότι δεν δύναμαι να σκέπτωμαι τα αυτά, {15} όταν αποβλέπω εις όσα έχω πάθει παρ' αυτού και συγχρόνως εις τους λόγους τους οποίους θ' ακούω. Ως θα ίδετε, οι λόγοι τους οποίους θα σας είπη θα είνε ομοιότατοι προς τους ιδικούς μου, η διαγωγή του όμως είνε τοιαύτη, ώστε πρέπει να λάβω μέτρα διά να μη πάθω χειρότερα. Αλλά διά να μη μακρηγορώ εις το προοίμιον και το ύδωρ της κλεψύδρας να χύνεται εις μάτην, αρχίζω την κατηγορίαν. Εγώ λοιπόν, ω άνδρες δικασταί, εύρον τον αντίδικον τούτον πολύ μικρόν την ηλικίαν, βάρβαρον έτι κατά την γλώσσαν και σχεδόν ενδεδυμένον κατά τον Ασσυριακόν τρόπον με κάνδυν. Επλανάτο εις την Ιωνίαν και δεν εγνώριζε εις τι να επιδοθή, εγώ δε παραλαβούσα αυτόν τον εσπούδασα• και επειδή μου εφαίνετο ευμαθής και αφοσιωμένος εις εμέ—διότι ακόμη ήτο συνεσταλμένος και μ' επεριποιείτο και μόνην εμέ εθαύμαζε—αφήκα τους άλλους οίτινες με επεζήτουν και οι οποίοι ήσαν πλούσιοι και ευγενούς καταγωγής και παρεδόθην εις τον αχάριστον τούτον, καίτοι πτωχόν και αφανή και νεώτατον, και προίκα του έδωκα όχι μικράν πολλούς και θαυμασίους λόγους. Έπειτα τον κατέταξα εις τους ομοφύλους μου, τον ενέγραψα μεταξύ αυτών και τον έκαμα αστόν. Τούτο δε βλέποντες όσοι είχον αποτύχει εις την εύνοιάν μου επνίγοντο υπό του πείσματος. Και όταν ηθέλησε να ταξειδεύση και επιδείξη την εκ του γάμου ευτυχίαν του, ούτε τότε τον εγκατέλειψα, αλλά πανταχού τον ηκολούθουν, άνω και κάτω περιαγομένη υπ' αυτού και διά των φροντίδων μου να τον στολίζω και να τον οδηγώ συνετέλουν εις το να γίνεται ένδοξος και εξακουστός. Και όσα μεν έπραξα υπέρ αυτού εις την Ελλάδα και την Ιωνίαν είνε ίσως μικρά• και εις την Ιταλίαν δε όταν ηθέλησε να ταξειδεύση, διέπλευσα μετ' αυτού το Ιόνιον πέλαγος και τελευταίον τον συνώδευσα μέχρι της Κελτικής, όπου έγεινα αφορμή να κερδίση πολλά. Επί πολύν καιρόν μου ήτο πιστός και με ηγάπα, χωρίς καμμίαν νύκτα να λείψη από την κατοικίαν μας. Αλλ' όταν αρκετά εχόρτασε και ενόμισεν ότι εξησφάλισε την δόξαν του, υπερηφανεύθη και ήρχισε να έχη υπερβολικήν ιδέαν περί του υποκειμένου του• τότε δε με παρημέλησε ή μάλλον εντελώς με εγκατέλειψε και ηγάπησε τον γενειοφόρον Διάλογον τον ένεκα της μορφής του ονομαζόμενον υιόν της Φιλοσοφίας• και τον ηγάπησε με πολύν έρωτα, καίτοι πρεσβύτερον αυτού, και με αυτόν συζεί• και δεν εντρέπεται διότι εστένευσε την ελευθερίαν και την άνεσιν του ιδικού μου ύφους και περιωρίσθη εις μικράς και κωμικάς ερωτήσεις, αντί δε να λέγη ό,τι θέλει μεγαλοφώνως, συμπλέκει και συλλαβίζει μικράς τινας φράσεις διά τας οποίας δεν υπάρχει ελπίς να δρέψη πολυφώνους επευφημίας ή χειροκροτήματα, αλλά μόνον το μειδίαμα των ακροατών, χειρονομίαν μικράν ή νεύμα επιδοκιμαστικόν ή στεναγμόν διά τα λεγόμενα. Ιδού τι επροτίμησε και περιεφρόνησεν εμέ. Λέγουν δε ότι ούτε με τον νέον του φίλον ζη ομαλώς, αλλά και προς αυτόν φέρεται υβριστικώς. Δεν είνε λοιπόν αχάριστος και ένοχος κατά τους νόμους περί κακώσεως, αυτός ο οποίος την νόμιμον σύζυγόν του, παρά της οποίας τόσα έλαβε και εξ αιτίας της οποίας έγεινεν ένδοξος, τόσον ατίμως εγκατέλειψε και επεθύμησε νέους έρωτας, και αυτά εις εποχήν καθ' ήν μόνον εμέ θαυμάζουν όλοι και καυχώνται ότι με έχουν προστάτιδα; Αλλ' εγώ, ενώ τόσοι με επιζητούν και κτυπούν την θύραν μου και με καλούν μεγαλοφώνως με το όνομά μου, αντέχω εις τον πειρασμόν και ούτε ανοίγω ούτε θέλω να δίδω προσοχήν εις τους λόγους των διότι βλέπω ότι δεν φέρουν τίποτε περισσότερον από τον κενόν θόρυβον της φωνής. Ούτος δε ουδέ μετά τοιαύτην αφοσίωσιν επανέρχεται προς εμέ, αλλ' είνε προσηλωμένος εις τον ερώμενον. Και τι, θεέ μου, ελπίζει από αυτόν, όστις δεν έχει τίποτε περισσότερον από το φιλοσοφικόν ένδυμα το οποίον φορεί; Τελειώνω εδώ, άνδρες δικασταί, και σας παρακαλώ εάν ο αντίδικος θελήση να απολογηθή κατά τον ιδικόν μου τρόπον, να μη του το επιτρέψετε — διότι θα είνε αχαριστία να μεταχειρισθή εναντίον μου την ιδικήν μου μάχαιραν — αλλά κατά τον τρόπον του φίλου του Διαλόγου ν' απολογηθή, εάν δύναται.
ΕΡΜ. Αυτό είναι αδύνατον• δεν πρέπει μόνον αυτός να απολογηθή κατά το ύφος του Διαλόγου, αλλά λόγον ας εκφωνήση και αυτός.
ΣΥΡΟΣ. Αφού, ω άνδρες δικασταί, η αντίδικος δεν θέλει να μου επιτρέψη να μεταχειρισθώ λόγον μακρόν, καθότι παρ' αυτής εδιδάχθην να ομιλώ, δεν θα σας είπω πολλά• αλλ' αφού ανασκευάσω τα κυριώτερα της κατηγορίας, θα σας αφήσω να κρίνετε περί όλων υμείς. Πάντα όσα σας αφηγήθη περί εμού είνε αληθή• διότι τωόντι με εξεπαίδευσε και συνεταξείδευσε μετ' εμού και εις τους Ελληνας με κατέταξε και κατά τούτο τουλάχιστον γνωρίζω χάριν εις τον γάμον. Αλλ' ακούσατε τώρα και τα αίτια διά τα οποία την εγκατέλειψα και απέκλινα προς τον Διάλογον και μη υποθέσετε ότι εξ ανάγκης και συμφέροντος ψεύδομαι. Επειδή την έβλεπα ότι έπαυσε να σωφρονή και να διατηρή το σεμνόν ήθος, το οποίον είχε όταν εκείνος ο Παιανιεύς {16} την ενυμφεύθη, και εστολίζετο και την κόμην της εκτένιζεν ως εταίρα και εψιμυθίωνε το πρόσωπόν της και υπέβαφε τους οφθαλμούς, ήρχισα να την υποπτεύω και την κατεσκόπευα διά ν' ανακαλύψω τας απιστίας της. Καθ' εκάστην δε νύκτα ο δρόμος μας εγέμιζεν από μεθυσμένους εραστάς, οίτινες ήρχοντο να της τραγουδούν και έκρουον την θύραν μας, τινές δε και χωρίς συστολήν και φόβον εισώρμων εις την οικίαν μας. Και αυτή εγέλα και ηυχαριστείτο με τα συμβαίνοντα• πολλάκις δε ή επρόβαλλεν από τον ηλιακωτόν και ήκουε τους εραστάς άδοντας με βραχνήν φωνήν άσματα άσεμνα ή και ημιανοίγουσα τας θύρας και νομίζουσα ότι διέφευγε την προσοχήν μου, παρεδίδετο εις τας ασελγείς αυτών επιθυμίας και εμοιχεύετο παρ' αυτών. Εγώ δε μη υποφέρων ταύτα, δεν ηθέλησα μεν να την καταγγείλω επί μοιχεία, αλλά κατέφυγα εις τον Διάλογον, τον οποίον είχα γείτονα και τον παρεκάλεσα να με δεχθή πλησίον του.
Αυτά είνε τα μεγάλα αδικήματα τα οποία έπραξα εγώ εναντίον της Ρητορικής. Αλλά και αν δεν είχα καμμίαν τοιαύτην αφορμήν εναντίον της θα ήμουν δικαιολογημένος, αφού είμαι σχεδόν τεσσαρακοντούτης, ν' απαλλαγώ από τον θόρυβον και τας δίκας και ν' αφήσω τους δικαστάς ησύχους, να παύσω τας κατηγορίας εναντίον των τυράννων και τα εγκώμια των ανδραγαθούντων και ν' αποσυρθώ εις την Ακαδημίαν ή το Λύκειον, να συμπεριπατώ με τον καλόν τούτον Διάλογον και να συνδιαλέγωμαι ησύχως μετ' αυτού χωρίς να έχωμεν ανάγκην επευφημιών και χειροκροτημάτων. Καίτοι έχω να είπω πολλά ακόμη, παύω• σεις δε ψηφίσατε κατά τον όρκον σας.
ΔΙΚ. Ποίος εκέρδισε;
ΕΡΜ. Παμψηφεί ο Σύρος, πλην μιας ψήφου.
ΔΙΚ. Κάποιος ρήτωρ θα είνε αυτός ο οποίος κατεψήφισε. Τώρα ο Διάλογος ας ομιλήση περί της αυτής υποθέσεως. Σεις δε οι δικασταί μείνατε και θα λάβετε διπλασίαν αμοιβήν διά τας δύο δίκας.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Εγώ, ω άνδρες δικασταί, δεν ήθελα να σας απευθύνω μακρούς λόγους, αλλά να σας ομιλήσω διά βραχειών φράσεων όπως συνειθίζω. Αλλ' αφού άλλως ορίζουν τα έθιμα των δικαστηρίων, θα αναπτύξω ούτω την κατηγορίαν, καίτοι είμαι εντελώς άπειρος και άτεχνος εις αυτό το είδος του λόγου. Τούτο δε ας θεωρηθή και ως προοίμιον της προς υμάς αγορεύσεώς μου. Τα αδικήματα και αι ύβρεις τας οποίας έχω υποστή παρά του αντιδίκου είνε τα ακόλουθα• ενώ πριν ήμουν σοβαρός και συνεζήτουν περί θεών, περί φύσεως και περί κινήσεως του σύμπαντος και αεροβάτουν υψηλά, υπεράνω των νεφών, εκεί όπου ο μέγας Ζευς φέρεται εις τον ουρανόν καθήμενος επί πτερωτού άρματος, αυτός από τον ουρανόν με έσυρε κάτω, μου συνέτριψε τα πτερά και μ' έφερεν εις το αυτό επίπεδον με τον όχλον. Μου αφήρεσε το σοβαρόν και σεμνόν προσωπείον το οποίον εφόρουν και μου εφόρεσεν άλλο κωμικόν και σατυρικόν και σχεδόν γελοίον. Έπειτα συνδυάσας το σκώμμα, τον ίαμβον και τον κυνισμόν, τον Εύπολιν και τον Αριστοφάνην, έργον έχοντας να διακωμωδούν τα σεμνά και να χλευάζουν τα ορθά, τους συγκατέκλεισε μετ' εμού. Επί τέλους δε ανακαλύψας και κάποιον Μένιππον εκ των παλαιών κυνικών, κύνα αληθινόν, πολύ γαυγιστήν, άγριον και ύπουλον συγχρόνως, καθ' όσον εγέλα και εδάγκωνε, τον έκαμε και τούτον σύντροφόν μου. Πώς λοιπόν να μη τον κατηγορώ ότι με εξύβρισε κατά τρόπον ανυπόφορον, αφού με ηνάγκασε να εξέλθω εκ των συνηθειών μου και με έκαμε κωμικόν και γελωτοποιόν, αναγκάζων με να υποκρίνωμαι υποθέσεις αλλοκότους; Το δε μεγαλείτερον εξ όλων των αδικημάτων τα οποία μου έκαμε, είνε ότι με έφερεν εις μίαν αμφίβολον κατάστασιν, και ούτε πεζός είμαι, ούτε επί των μέτρων ιππεύω, αλλ' ως ιπποκένταυρος κάμνω εντύπωσιν τέρατος συνθέτου και παραδόξου.
ΕΡΜ. Τι θ' απαντήσσης λοιπόν εις αυτά, Σύρε; ΣΥΡ. Ο αγών τον οποίον αγωνίζομαι ενώπιόν σας, ω άνδρες δικασταί, είνε δι' εμέ απροσδόκητος• διότι τα πάντα ηδυνάμην να περιμένω, αλλ' όχι και ν' ακούσω τον Διάλογον να είπη τοιαύτα περί εμού. Εγώ τον παρέλαβα καθ' ον χρόνον εφαίνετο εις τους πολλούς σκυθρωπός και υπό των πολλών και συνεχών ερωτήσεων απεξηραμένος• και διά τούτο εθεωρείτο μεν σεβάσμιος αλλά και ουδόλως ευχάριστος και ουδεμίαν χάριν είχε διά ν' αρέση εις τους πολλούς. Και πρώτον τον συνείθισα να βαδίζη επί της γης κατά τον ανθρώπινον τρόπον, έπειτα δε αφού του απέπλυνα τον πολύν του ρύπον και τον ηνάγκασα να μειδιά, τον κατέστησα πλέον ευχάριστον την όψιν. Εκτός τούτου του έδωκα σύντροφον την κωμωδίαν και ούτω τον έκαμα πλέον αγαπητόν εις τους ακροατάς, οίτινες προηγουμένως εφοβούντο τας ακάνθας του και τον απέφευγον, όπως αποφεύγουν να πιάσουν εχίνον. Αλλ' εγώ γνωρίζω διατί προ πάντων λυπείται διά την μεταβολήν διότι δεν κάθημαι να μικρολογώ μετ' αυτού περί διαφόρων αφηρημένων λεπτολογιών, ως λόγου χάριν αν η ψυχή είνε αθάνατος{17}, πόσας κοτύλας{18} της ύλης, ήτις δεν είνε επιδεκτική αναμίξεως και διατηρείται πάντοτε εις την αυτήν κατάστασιν, έχυσεν ο θεός εις τον κρατήρα, εις τον οποίον ανέμιξε πάντα τα στοιχεία όταν κατεσκεύασε τον κόσμον {19}, και αν η ρητορική είνε εικών μέρους της πολιτικής και της κολακείας το τέταρτον{20}. Διότι του αρέσει, δεν γνωρίζω διατί, να λεπτολογή περί των τοιούτων, όπως οι ευχαριστούμενοι να ξύουν την ψώραν των. Η ασχολία αύτη του φαίνεται ευχάριστος και υπερηφανεύεται αν λέγεται ότι δεν είνε εύκολον εις τον καθένα να εννοή όπως αυτός τας ιδέας. {21} Αυτά λοιπόν απαιτεί και παρ' εμού και ζητεί τα πτερά τα οποία είχεν άλλοτε και προς τα επάνω παρατηρεί και τα προ των ποδών του δεν βλέπει. Διά τα άλλα δεν πιστεύω να δύναται να με κατηγορήση, διότι και το ελληνικόν του ένδυμα δεν του αφήρεσα διά να τον ενδύσω βαρβαρικόν, ενώ θεωρούμαι βάρβαρος. Αν έπραττα τίποτε τοιούτον και του έκλεπτα το εθνικόν του ένδυμα, δικαίως θα ηδύνατο να με κατηγορήση ως αδικούντα και παρανομούντα. Απελογήθην όπως ηδυνάμην• υμείς δε ψηφίσετε όπως και προηγουμένως.
ΕΡΜ. Περίεργον, και τώρα έλαβες και τας δέκα ψήφους• εκείνος δε ο οποίος προηγουμένως σε κατεψήφισε και πάλιν έδωκε καταδικαστικήν ψήφον. Φαίνεται ότι το έχει συνήθειαν και δεν θα παύση να καταψηφίζη πάντα τον οποίον θεωρεί καλλίτερόν του {22}. Και τώρα σεις οι δικασταί πηγαίνετε εις το καλόν, αύριον δε θα δικάσωμεν τας λοιπάς δίκας.
Ότι η παρασιτική είνε τέχνη
ΤΥΧΙΑΔΗΣ. Δεν μου εξηγείς, Σίμων, διατί ενώ όλοι οι άλλοι άνθρωποι, ελεύθεροι και δούλοι, γνωρίζουν έκαστος μίαν τέχνην διά της οποίας και εις τους εαυτούς των και εις τους άλλους γίνονται χρήσιμοι, συ δεν έχεις κανέν έργον διά του οποίου να γίνεσαι ωφέλιμος εις τον εαυτόν σου ή εις τους άλλους;
ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ. Δεν εννοώ, Τυχιάδη, τι θέλεις να πης με αυτήν την ερώτησιν και προσπάθησε να εξηγηθής σαφέστερα.
ΤΥΧ. Γνωρίζεις καμμίαν τέχνην, ως παραδείγματος χάριν μουσικήν;
ΠΑΡ. Όχι.
ΤΥΧ. Μήπως ιατρικήν;
ΠΑΡ. Ούτε αυτήν.
ΤΥΧ. Γεωμετρίαν;
ΠΑΡ. Καθόλου.
ΤΥΧ. Μήπως γνωρίζεις ρητορικήν: Διά την φιλοσοφίαν δεν σ' ερωτώ διότι είσαι μακράν αυτής όσον και η κακία.
ΠΑΡ. Και ακόμη περισσότερον αν είνε δυνατόν ώστε μη νομίσης ότι θα εντραπώ αν με κατηγορήσης δι'αυτήν την άγνοιαν, διότι ομολογώ και αναγνωρίζω ότι είμαι κακός και χειρότερος αφ' όσον δύνασαι να φαντασθής.
ΤΥΧ. Καλά. Αυτάς τας επιστήμας δεν ηδυνήθης ίσως να μάθης ένεκα της δυσκολίας των• αλλά μήπως γνωρίζεις καμμίαν από τας λαϊκάς τέχνας, την κτιστικήν λόγου χάριν ή την υποδηματοποιίαν; Διότι δεν είσαι τόσον εύπορος ώστε ουδέ τοιούτου τινός επαγγέλματος να μη έχης ανάγκην.
ΠΑΡ. Καλά λέγεις, Τυχιάδη, αλλ' ουδ' από αυτάς τας τέχνας γνωρίζω καμμίαν.
ΤΥΧ. Ποίαν λοιπόν άλλην τέχνην γνωρίζεις;
ΠΑΡ. Ποίαν; Γνωρίζω, μίαν την οποίαν εγώ θεωρώ από τας ευγενεστέρας και την οποίαν άμα ακούσης πιστεύω ότι θα επαινέσης. Εις την πρακτικήν της τουλάχιστον εξάσκησιν έχω την ιδέαν ότι είμαι τέλειος• αλλ' ίσως θα δυσκολευθώ να σου αναπτύξω την θεωρίαν της.
ΤΥΧ. Ποίαν εννοείς;
ΠΑΡ. Δεν έχω ακόμη παρασκευασθή αρκετά διά να συζητώ περί της τέχνης μου επιστημονικώς. Ώστε αρκεί ότι έμαθες ότι γνωρίζω μίαν τέχνην διά να μη με κατηγορείς διά τούτο• ποία δε είνε αυτή θα το μάθης άλλην φοράν.
ΤΥΧ. Δεν δύναμαι να περιμένω.
ΠΑΡ. Το είδος της τέχνης θα σου φανή ίσως παράδοξον.
ΤΥΧ. Ακριβώς διά τούτο έχω περιέργειαν να την ακούσω.
ΠΑΡ. Άλλην φοράν, Τυχιάδη.
ΤΥΧ. Όχι τώρα να μου πης, εκτός αν εντρέπεσαι διά το επάγγελμά σου.
ΠΑΡ. Η παρασιτική.
ΤΥΧ. Και δύναται κανείς, εκτός αν είνε τρελλός, να την ονομάση τέχνην αυτήν;
ΠΑΡ. Γιατί όχι; Εάν δε σου φαίνωμαι παράφρων, ν' αποδώσης εις την παραφροσύνην το ότι δεν γνωρίζω καμμίαν άλλην τέχνην και να μη με κατηγορής δι' αυτό. Διότι λέγουν ότι η θεότης αύτη ναι μεν κακομεταχειρίζεται εκείνους τους οποίους κατέχει, αλλ' ως διδάσκαλος ή παιδαγωγός, αναλαμβάνει την ευθύνην των κακών τα οποία πράττουν.
ΤΥΧ. Λοιπόν, Σίμων, η παρασιτική είνε τέχνη;
ΠΑΡ. Τέχνη βέβαια και δημιουργός της είμαι εγώ.
ΤΥΧ. Είσαι λοιπόν παράσιτος;
ΠΑΡ. Το ομολογώ χωρίς εντροπήν.
ΤΥΧ. Και δεν εντρέπεσαι να ομολογής ότι είσαι παράσιτος;
ΠΑΡ. Καθόλου. Θα εντρεπόμην αν δεν το ωμολόγουν.
ΤΥΧ. Ώστε, όταν θέλωμεν να σε γνωρίσωμεν εις κανένα εξ εκείνων οίτινες δεν σε γνωρίζουν, πρέπει να σε είπωμεν παράσιτον;
ΠΑΡ. Πολύ μάλλον πρέπει να λέγεται περί εμού τούτο παρά ότι ο Φειδίας ήτο αγαλματοποιός• διότι υπερηφανεύομαι διά την τέχνην μου όχι ολιγώτερον παρ' όσον ο Φειδίας διά τον Δία του.
ΤΥΧ. Μου έρχεται να ξεκαρδισθώ όταν σκέπτωμαι κάτι τι.
ΠΑΡ. Τι;
ΤΥΧ. Εάν όταν σου γράφωμεν, πρέπει ν' αρχίζωμεν την επιστολήν, όπως συνειθίζεται, με την επιγραφήν «Προς τον Σίμωνα τον παράσιτον».
ΠΑΡ. Θα μευχαριστήσης ούτω περισσότερον παρά τον Δίωνα αν τον γράψης φιλόσοφον.
ΤΥΧ. Τέλος πάντων πώς ευχαριστείσαι να σε αποκαλούν ουδόλως ή ολίγον με μέλει• αλλά σκέψου και το άλλο άτοπον το οποίον θα συμβή.
ΠΑΡ. Ποίον άτοπον;
ΤΥΧ. Εάν κατατάξωμεν εις τας άλλας τέχνας την παρασιτικήν, όταν ερωτώμεν διά μίαν τέχνην ποίου είδους είνε θα λέγωμεν, όπως η γραμματική, η ιατρική, και η παρασιτική.
ΠΑΡ. Εγώ λοιπόν, Τυχιάδη, αυτήν θεωρώ τέχνην περισσότερον από κάθε άλλην και αν έχης όρεξιν να με ακούσης, θα σου εξηγήσω την γνώμην μου, μολονότι, ως προ ολίγου σου είπα, δεν είμαι καθόλου δι' αυτό παρεσκευασμένος.
ΤΥΧ. Αδιάφορον, όσον ολίγα και αν είπης, θα είνε αρκετά, αρκεί να είνε αληθινά.
ΠΑΡ. Λοιπόν αφού θέλεις, ας εξετάσωμεν κατά πρώτον τι είνε εν γένει τέχνη• ούτω δε θα φθάσωμεν εις τα ιδιαίτερα είδη, των τεχνών, διά να ίδωμεν εάν η παρασιτική ορθώς δύναται να συγκαταλεχθή εις αυτάς.
ΤΥΧ. Λοιπόν, λέγε τι είνε τέχνη. Βεβαίως γνωρίζεις.
ΠΑΡ. Βεβαίως.
ΤΥΧ. Αφού το ξέρεις λοιπόν, λέγε.
ΠΑΡ. Τέχνη είνε, κατά τον ορισμόν τον οποίον έχω ακούσει από ένα σοφόν, άθροισμα γνώσεων αι οποίαι τείνουν προς ένα σκοπόν ωφέλιμον διά τον βίον.
ΤΥΧ. Ο ορισμός είνε ορθός και καλά τον ενθυμείσαι.
ΠΑΡ. Εάν λοιπόν έχη όλα αυτά η παρασιτική, τι άλλο δύναται να είνε παρά τέχνη;
ΤΥΧ. Τέχνη βέβαια αν συντρέχουν αυτά.
ΠΑΡ. Έλα τώρα να συγκρίνωμεν προς τα διάφορα είδη της τέχνης την παρασιτικήν και να ίδωμεν εάν ταιριάζη με αυτά και δεν ομοιάζη με τας ραγισμένας πηλίνας χύτρας αι οποίαι κρουόμεναι αναδίδουν ήχον χαλασμένον. Πρέπει λοιπόν και αυτή, όπως πάσα τέχνη, να είνε άθροισμα γνώσεων. Πρώτη τοιαύτη γνώσις είνε να δοκιμάζη και να διακρίνη ο παράσιτος ποίος είνε κατάλληλος διά να τον τρέφη και εις ποίον αν προσκολληθή ως παράσιτος δεν θα μετανοήση. Δεν πιστεύω να λέγωμεν ότι είνε τέχνη να διακρίνη κανείς τα κίβδηλα νομίσματα και τα γνήσια, και δεν είνε τέχνη να διακρίνη τους κιβδήλους και τους αγαθούς ανθρώπους, μάλιστα όταν γνωρίζωμεν ότι οι άνθρωποι δεν διακρίνονται μεθ' όσης ευκολίας τα νομίσματα. Τούτο λέγει και ο σοφός Ευριπίδης όταν παραπονείται ότι
ανδρών δ' ότω χρή τον κακόν διειδέναι, ουδείς χαρακτήρ εμπέφυκε σώματι. {23}
Εκ τούτου φαίνεται ότι και μεγαλειτέρα είνε η τέχνη του παρασίτου, αφού και τα τόσον άδηλα και δυσνόητα περισσότερον από την μαντικήν εννοεί και μαντεύει. Έπειτα το να γνωρίζη να λέγη λόγους καταλλήλους και να πράττη ό,τι απαιτείται διά ν' αποκτήση την εμπιστοσύνην και την εύνοιαν εκείνου ο οποίος τον τρέφει, δεν σου φαίνεται ότι είνε μεγάλη σύνεσις και εμπειρία;
ΤΥΧ. Βεβαίως.
ΠΑΡ. Το ότι δε από τα συμπόσια απέρχεται χορτασμένος περισσότερον από τους άλλους και αφού διεκρίθη περισσότερον από τους μη έχοντας την τέχνην του, νομίζεις ότι δεν απαιτεί τέχνην και σοφίαν;
ΤΥΧ. Καθόλου.
ΠΑΡ. Και ότι γνωρίζει να διακρίνη τας ποιότητας των φαγητών και την τέχνην ή την ατεχνίαν ενός εδέσματος νομίζεις ότι δεν απαιτεί γνώσεις και μάλιστα όταν ο σοφώτατος Πλάτων λέγει ότι, αν ο μέλλων να λάβη μέρος εις συμπόσιον δεν γνωρίζη μαγειρικήν, η κρίσις του περί του γεύματος δεν έχει κύρος;{24} Ότι δε η τέχνη του παρασίτου δεν σύγκειται μόνον από γνώσεις, αλλά γνώσεις πρακτικάς αι οποίαι ομού συμβάλουν προς ένα σκοπόν, απόδειξις είνε ότι οι άλλοι τεχνίται πολλάκις επί ημέρας και μήνας και έτη ολόκληρα παύουν να εξασκούν την τέχνην των και όμως δεν την χάνουν• αλλ' όταν του παρασίτου αι γνώσεις παύσουν να εξασκούνται καθ' εκάστην, όχι μόνον η τέχνη χάνεται, αλλά και αυτός ο τεχνίτης. Ότι λοιπόν ο σκοπός της είνε η ωφέλεια θα είνε τρέλλα να το αμφισβητήση κανείς. Εγώ τουλάχιστον δεν νομίζω τίποτε χρησιμώτερον εις την ζωήν από το να τρώγη κανείς και να πίνη, ούτε είναι δυνατόν άνευ τούτου η ζωή.
ΤΥΧ. Αναμφιβόλως.
ΠΑΡ. Αλλ' ούτε προς το κάλλος και την σωματικήν ρώμην έχει αναλογίας η παρασιτική, ώστε να μη δύναται να θεωρηθή τέχνη, αλλά μία τοιαύτη δύναμις.
ΤΥΧ. Αυτό είνε αληθές.
ΠΑΡ. Αλλ' ούτε ατεχνία είνε• διότι η ατεχνία δεν προσφέρει ποτέ τίποτε χρήσιμον εις εκείνον ο οποίος την έχει. Παραδείγματος χάριν, εάν αναλάβη τις να κυβερνήση πλοίον εν καιρώ χειμώνος, χωρίς να γνωρίζη την ναυτικήν τέχνην, δύναται να σωθή;
ΤΥΧ. Βεβαίως όχι.
ΠΑΡ. Και τούτο διότι δεν κατέχει την τέχνην δι' ης θα δυνηθή να σωθή. Ή δεν λέγω σωστά;
ΤΥΧ. Πολύ σωστά.
ΠΑΡ. Λοιπόν και ο παράσιτος δεν θα εσώζετο υπό της παρασιτικής εάν αυτή ήτο ατεχνία. Ή όχι;
ΤΥΧ. Βέβαια.
ΠΑΡ. Λοιπόν η τέχνη σώζει, η ατεχνία δε όχι;
ΤΥΧ. Αναμφιβόλως.
ΠΑΡ. Η παρασιτική επομένως είνε τέχνη.
ΤΥΧ. Τέχνη, ως φαίνεται.
ΠΑΡ. Αλλά και πλοιάρχους καλούς και αμαξηλάτας εμπείρους γνωρίζω πολλούς, οίτινες κατέπεσαν από τα οχήματα και άλλοι μεν κατετραυματίσθησαν άλλοι δε εντελώς εφονεύθησαν• παρασίτου όμως ναυάγιον τοιούτον δεν έχει κανείς ν' αναφέρη. Λοιπόν, εάν ούτε ατεχνία είνε η παρασιτική ούτε φυσική δύναμις, αλλά σύστημα πρακτικών γνώσεων, αναγνωρίζεται από ημάς σήμερον ότι είνε τέχνη.
ΤΥΧ. Ούτω τουλάχιστον φαίνεται. Υπολείπεται τώρα να μας δώσης και ένα καλόν ορισμόν της παρασιτικής.
ΠΑΡ. Πολύ καλά. Μου φαίνεται ότι ως εξής δύναται ακριβώς να ορισθή• η παρασιτική είνε τέχνη των ποτών και των φαγητών και εκείνων τα οποία πρέπει να λέγη τις διά να έχη αυτά τα αγαθά• σκοπός δε αυτής είνε η ευχαρίστησις.
ΤΥΧ. Θαυμάσια μου φαίνεται ότι ώρισες την τέχνην σου. Αλλά να προσέξης μήπως έλθης εις σύγκρουσιν με μερικούς εκ των φιλοσόφων όσον αφορά τον σκοπόν.
ΠΑΡ. Μου είνε αρκετόν εάν η ευτυχία και η παρασιτική έχουν τον αυτόν σκοπόν. Θα αποδειχθή δε τούτο ως εξής. Ο σοφός Όμηρος θαυμάζων τον βίον του παρασίτου ως ευτυχή και ζηλευτόν λέγει•
ου γαρ έγωγέ τί φημι τέλος χαριέστερον είναι,
ή ότ' αν ευφροσύνη μεν έχη κατά δήμον άπαντα,
παρά δε πλήθωσι τράπεζαι
σίτου και κρειών, μέθυ δ' εκ κρητήρος αφύσσων
οινοχόος φορέησι και εγχείη δεπάεσσι. {25}
Έπειτα δε ως να μη εθαύμασε ταύτα επαρκώς, προσθέτει διά να εκφράση έτι μάλλον την γνώμην του.
τούτο τι μοι κάλλιστον ενί φρεσίν είδεται είναι. {26}
Και εξ όσων λέγει δεν φαίνεται να εννοή παρά την ευτυχίαν των παρασίτων.
Και δεν έβαλεν εις του τυχόντος ανθρώπου το στόμα τους λόγους τούτους, αλλά τους απέδωκεν εις τον φρονιμώτατον των Ελλήνων. Εάν δε ο Οδυσσεύς ήθελε να επαινέση την ευτυχίαν ως την εννοούν οι Στωικοί, θα έλεγεν αυτά όταν παρέλαβε τον Φιλοκτήτην από την Λήμνον, είτε όταν εξεπόρθησε το Ίλιον, όταν εκράτησε τους Έλληνας οίτινες είχον τραπή εις φυγήν ή όταν εισήλθεν εις την Τροίαν αφού εμαστιγώθη μόνος του {27} και εφόρεσε ράκη πενιχρά και στωικά {28}• αλλά τότε δεν είπεν ότι αυτή είνε η πλέον ευχάριστος κατάστασις. Και όταν ακόμη έζη πλησίον της Καλυψούς βίον επικούρειον και ηδύνατο να ζη αργός, να εντρυφά και ν' απολαμβάνη τον έρωτα της θυγατρός του Άτλαντος και πάσαν άλλην απόλαυσιν, ουδέ τότε είπεν ότι αυτή η ζωή ήτο η πλέον ευχάριστος, αλλά το είπε περί της ζωής των παρασίτων. Τότε δε οι παράσιτοι ωνομάζοντο δαιτυμόνες. Τι λέγει λοιπόν; Διότι αξίζει και πάλιν ν' αναφέρωμεν τους στίχους, καθότι μόνον αν τους ακούση κανείς πολλάκις δύναται να συλλάβη την έννοιάν των «δαιτυμόνες καθήμενοι εξείης» {29} και έπειτα.
παρά δε πλήθωσι τράπεζαι σίτου και κρειών.
Αλλ' ο Επίκουρος πολύ αναιδώς έκλεψε τον σκοπόν της παρασιτικής και τον έκαμε σκοπόν της ευτυχίας, όπως την εννοεί. Ότι δε πρόκειται περί κλοπής και ουδόλως ενδιαφέρει τον Επίκουρον το ευχάριστον, αλλά τον παράσιτον, θα σου το αποδείξω. Εγώ θεωρώ ευχάριστον πρώτον να μένη το σώμα ατάραχον, έπειτα δε να μη θορυβήται και να μη ταράσσεται και η ψυχή. Αυτά λοιπόν και τα δύο τα απολαμβάνει ο παράσιτος, ο δε Επίκουρος ούτε το έν, ούτε το άλλο• διότι καταγινόμενος εις ερεύνας περί του σχήματος της γης, περί της απειρίας των κόσμων, περί του μεγέθους του ηλίου και της αποστάσεως των άστρων, περί των πρώτων στοιχείων και περί των θεών, εάν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν, και περί των ζητημάτων τούτων πάντοτε φιλονεικών και συζητών προς διαφόρους δεν έχει μόνον τας κοινάς ενοχλήσεις, αλλά και τας ενοχλήσεις του σύμπαντος. Ο παράσιτος όμως νομίζει ότι όλα καλώς έχουν και πιστεύει ότι δεν ηδύναντο να είνε καλλίτερα ή όπως είνε• και χωρίς να ενοχλήται από τοιαύτας σκέψεις, τρώγει και κοιμάται ανάσκελα και ξαπλώνει πόδια και χέρια, όπως ο Οδυσσεύς όταν απέπλευσεν εκ της Σχερίας διά την πατρίδα του. Όχι δε μόνον υπ' αυτήν την έποψιν ουδέν κοινόν έχει το ευχάριστον με τον Επίκουρον, αλλά και υπό άλλην έποψιν• ο Επίκουρος δηλαδή, οίος δήποτε και αν είνε ο σοφός όστις ονομάζεται ούτω, έχει ή δεν έχει να τρώγη• εάν μεν δεν έχη, δεν είνε δυνατόν να ζη ευχαρίστως, αλλ' ούτε καν να ζη• εάν δε έχη, έχει είτε εξ ιδίων είτε διότι λαμβάνει παρ' άλλου• και αν άλλος του δίδη να τρώγη είνε παράσιτος και όχι ό,τι λέγει• εάν δε ζη εξ ιδίων, δεν ζη ευχαρίστως.
ΤΥΧ. Διά ποίον λόγον;
ΠΑΡ. Διότι εάν ζη εξ ιδίων, η τοιαύτη ζωή, Τυχιάδη, παρακολουθείται από πολλάς ενοχλήσεις• και θα σου τας αναφέρω. Ο θέλων να ζήση κατά τρόπον ευχάριστον πρέπει να ικανοποιή όλας του τας ορέξεις ή όχι;
ΤΥΧ. Είμαι σύμφωνος.
ΠΑΡ. Λοιπόν, εις εκείνον ο οποίος έχει πολλά, ίσως τούτο είνε εύκολον, εις εκείνον δε ο οποίος έχει ολίγα ή τίποτε, δεν είνε δυνατόν• ώστε πτωχός δεν δύναται να γείνη σοφός, ούτε να φθάση εις τον σκοπόν, δηλαδή εις το ευχάριστον. Αλλ' ουδ' ο πλούσιος, ο δυνάμενος εκ της περιουσίας του να ικανοποιή αφθόνως τας επιθυμίας του, θα δυνηθή να κατορθώση τούτο. Διατί δε τούτο; Διότι εκείνος ο οποίος ζη εκ της περιουσίας του, κατ' ανάγκην δοκιμάζει πολλάς ενοχλήσεις• άλλοτε μεν θυμώνει με τον μάγειρον διότι κακώς παρεσκεύασε το φαγητόν, ή αν δεν φιλονεικήση με τον μάγειρον, θα φάγη κακώς παρασκευασθέντα φαγητά τα οποία δεν θα είνε ευχάριστα• άλλοτε δε θα φιλονεική με τον οικονόμον του διότι δεν οικονομεί καλώς. Ή δεν λέγω σωστά;
ΤΥΧ. Μα τον Δία, είμαι σύμφωνος.
ΠΑΡ. Εις τον Επίκουρον λοιπόν είνε επόμενον να συμβαίνουν όλαι αυταί αι ενοχλήσεις, ώστε ουδέποτε να επιτύχη τον σκοπόν της φιλοσοφίας του• ο παράσιτος όμως ούτε μάγειρον έχει με τον οποίον να θυμώση, ούτε κτήμα, ούτε οικονόμον, ούτε χρήματα, διά την απώλειαν των οποίων να λυπηθή, αλλά και χωρίς αυτά έχει να τρώγη και να πίνη χωρίς να έχη και καμμίαν ενόχλησιν εξ εκείνων τας οποίας οι άλλοι κατ' ανάγκην έχουν.
Ότι λοιπόν η παρασιτική είνε τέχνη, ικανώς απεδείχθη και εκ τούτων και εκ των άλλων. Υπολείπεται τώρα ν' αποδείξωμεν ότι είνε και η αρίστη, και τούτο όχι απλώς, αλλά πρώτον ότι εν γένει είνε ανωτέρα όλων των τεχνών, έπειτα δε και από εκάστην χωριστά. Τα γενικά της πλεονεκτήματα είνε τα εξής• πάσα τέχνη απαιτεί σπουδήν, κόπον, φόβον και ξύλον, πράγματα τα οποία δεν υπάρχει κανείς όστις να τα θεωρή ευχάριστα• την παρασιτικήν όμως τέχνην μόνην δύναται να μάθη κανείς δίχως κόπον. Είδες ποτέ κανένα να φεύγη από γεύμα κλαίων, όπως βλέπομεν μερικούς να φεύγουν εκ των σχολείων; Και είδες κανένα να πηγαίνη σκυθρωπός εις δείπνον όπως όσοι πηγαίνουν εις τα σχολεία; Ο παράσιτος μεταβαίνει εκουσίως εις το δείπνον, διότι πολύ αγαπά την τέχνην του, οι δε μανθάνοντες τας άλλας τέχνας τας μισούν, ώστε μερικοί και δραπετεύουν διά να τας αποφύγουν. Αλλά δεν σκέπτεσαι και τούτο, ότι οι πατέρες και αι μητέρες ανταμείβουν τα τέκνα των, τα οποία προκόπτουν εις τας τέχνας εκείνας, καθ' ον τρόπον ανταμείβονται καθ' εκάστην και οι παράσιτοι; Καλά έγραψε το παιδί, λέγουν• δόστε του να φάγη• δεν έγραψε καλά• μη του δώσετε. Ούτω το πράγμα και ως αμοιβή και ως τιμωρία φαίνεται σπουδαίον. Αι άλλαι τέχναι διά να δώσουν καρπούς απαιτούν προηγουμένως μάθησιν και κόπον, διότι «είνε πολύς και ανηφορικός ο δρόμος όστις φέρει εις αυτάς», όπως λέγει διά την αρετήν ο Ησίοδος• η δε παρασιτική μόνη εκ των τεχνών απολαμβάνει συγχρόνως με την μάθησιν, και άμα αρχίση, φθάνει και εις τον σκοπόν της. Εκ των άλλων τεχνών, όχι μερικαί, αλλά όλαι ως σκοπόν έχουν να μας θρέψουν, ο δε παράσιτος ευθύς άμα αρχίση την τέχνην του, έχει εξ αυτής την τροφήν του• ή νομίζεις ότι ο γεωργός γεωργεί χάριν της γεωργίας και ο τέκτων κτίζει χάριν της τεκτονικής; Και ο παράσιτος δεν επιδιώκει τίποτε άλλο, αλλά το αυτό είνε και έργον αυτού και σκοπός του έργου του. Είνε δε πασίγνωστον ότι εν ώ οι εξασκούντες τας λοιπάς τέχνας κοπιάζουν καθ' όλον τον καιρόν και μόνον μίαν ή δύο ημέρας κατά μήνα εορτάζουν, και αυταί αι πόλεις μόνον κατά μήνα ή κατ' έτος άγουν εορτήν και λέγουν ότι τότε διασκεδάζουν, διά τον παράσιτον και αι τριάκοντα ημέραι του μηνός είνε εορταί• όλαι δι' αυτόν είνε αφιερωμέναι εις τους θεούς. Προσέτι όσοι καταγίνονται να μάθουν τας άλλας τέχνας, τρώγουν και πίνουν ολίγον, όπως οι άρρωστοι, δεν επιτρέπεται δε να διασκεδάζη κανείς και να μανθάνη. Και αι μεν άλλαι τέχναι δεν δύνανται να υπηρετούν τον κατέχοντα αυτάς χωρίς όργανα• ούτε να αυλή κανείς δύναται χωρίς αυλούς, ούτε να ψάλλη χωρίς λύραν, ούτε να ιππεύη χωρίς ίππον• η δε παρασιτική είνε τόσον καλή και εύχρηστος τέχνη, ώστε ο τεχνίτης δύναται να την εξασκή και χωρίς κανέν όργανον. Επίσης εν ώ διά να μάθωμεν τας άλλας τέχνας πληρώνομεν, δι' αυτήν πληρωνόμεθα. Και αι μεν άλλαι τέχναι έχουν διδασκάλους, η δε παρασιτική κανένα, αλλά καθώς η ποιητική, κατά τον Σωκράτην, και αυτή είνε θείον δώρον. Σκέψου δε και τούτο, ότι τας μεν τέχνας δεν δυνάμεθα να εξασκούμεν όταν οδοιπορούμεν ή ταξειδεύωμεν, αυτήν δε εξασκούμεν και εις οδοιπορίας και εις ταξείδια.
ΤΥΧ. Πολύ σωστά.
ΠΑΡ. Εκτός τούτου, Τυχιάδη, αι άλλαι τέχναι μου φαίνονται ότι ζηλεύουν την παρασιτικήν, ενώ αυτή δεν ζηλεύει καμμίαν άλλην.
ΤΥΧ. Και δεν νομίζεις ότι αδικούν οι λαμβάνοντες τα ανήκοντα εις άλλους;
ΠΑΡ. Πώς όχι;
ΤΥΧ. Λοιπόν, πώς μόνος ο παράσιτος δύναται να σφετερίζεται τα ανήκοντα εις άλλους και να μη αδική;
ΠΑΡ. Αυτό δεν δύναμαι να το εξηγήσω. Αλλ' ενώ των άλλων τεχνών η αφετηρία και η καταγωγή είνε ευτελείς και ταπειναί, της παρασιτικής η αρχή είνε πολύ ευγενής• διότι εάν εξετάσης καλά την φιλίαν, θα εύρης ότι είνε αρχή της παρασιτικής.
ΤΥΧ. Πώς;
ΠΑΡ. Διότι ουδείς καλεί εις δείπνον εχθρόν ή άγνωστον άνθρωπον ή μετρίως γνώριμον, αλλά πρέπει να γείνη προηγουμένως φίλος διά να συμμερισθή τας σπονδάς και την τράπεζαν και κοινωνήση εις τα μυστήρια αυτής. Εγώ τουλάχιστον ήκουσα πολλάκις μερικούς να λέγουν πώς δύναται να είνε αυτός φίλος μου, αφού ούτε έφαγε, ούτε έπιε ποτέ μαζή μου; Δηλαδή μόνον τον συμπίνοντα και συντρώγοντα θεωρούν πιστόν φίλον. Ότι δε αυτή είνε η βασιλικωτάτη των τεχνών θα το εννοήσης όχι ολιγώτερον και εκ τούτου• τας άλλας τέχνας εξασκούν οι τεχνίται κοπιάζοντες και ιδρώνοντες, και είτε όρθιοι είτε καθήμενοι εργάζονται ως δούλοι των τεχνών, ο δε παράσιτος εξασκεί την τέχνην του ως βασιλεύς, ξαπλωμένος. Και είνε ανάγκη να αναφέρω, διά να παραστήσω την ευτυχίαν του, ότι μόνος, κατά τον σοφόν Όμηρον, «ούτε φυτεύει χερσί φυτόν, ούτε αροί, αλλά τα γ' άσπαρτα και ανήροτα πάντα» νέμεται{30}; Αλλά και ενώ τον ρήτορα, τον γεωμέτρην και τον χαλκέα ουδέν εμποδίζει να εξασκή την τέχνην του, είτε κακός είνε είτε μωρός, ουδείς δύναται να παρασιτή εάν είνε μωρός ή φαύλος.
ΤΥΧ. Μπα! μπα! Πολύ την ανυψώνεις την παρασιτικήν, και μου φαίνεται ότι θα με κάμης ν' αφήσω το επάγγελμά μου και να γείνω παράσιτος.
ΠΑΡ. Λοιπόν ότι είνε ανωτέρα από όλας ομού τας τέχνας, μου φαίνεται ότι το απέδειξα. Τώρα δε ας εξετάσωμεν κατά τι υπερτερεί και εκάστην χωριστά. Αλλά να την συγκρίνωμεν με τας βαναύσους τέχνας και ανόητον είνε και αναξιοπρεπές. Θα περιορισθώ να αποδείξω ότι είνε ανωτέρα των καλλιτέρων και μεγαλειτέρων τεχνών. Νομίζω δε ότι άμα αποδείξω ότι η παρασιτική είνε ανωτέρα της ρητορικής και της φιλοσοφίας, τας οποίας διά την ευγένειάν των και επιστήμας ονομάζουν τινές, θα γείνη προφανές ότι και των άλλων τεχνών εξέχει, όπως η Ναυσικάα των υπηρετριών της. Γενικώς λοιπόν είνε ανωτέρα και των δύο, και της ρητορικής και της φιλοσοφίας, πρώτον κατά την υπόστασιν• καθότι αυτή μεν υπάρχει, εκείναι δε όχι• διότι περί της ρητορικής δεν υπάρχει μία και η αυτή γνώμη, αλλ' οι μεν την θεωρούν τέχνην, οι δε ατεχνίαν, άλλοι κακοτεχνίαν και άλλοι άλλο. Ομοίως και η φιλοσοφία δεν είνε εις όλα και καθ' όλα η αυτή• διότι άλλην γνώμην έχει περί των πραγμάτων ο Επίκουρος, άλλην οι Στωικοί, άλλην η Ακαδημία, άλλην οι Περιπατητικοί και τέλος πάντων έκαστος έχει άλλην ιδέαν περί της φιλοσοφίας• και μέχρι τούδε τουλάχιστον ούτε μία εκ των γνωμών τούτων επεκράτησε, ούτε μία φαίνεται να είνε η τέχνη των. Τι δε δύναταί τις να συμπεράνη εκ τούτου είνε φανερόν. Ούτε κατ' αρχήν δύναται να θεωρηθή υπάρχουσα μία τέχνη η οποία δεν έχει υπόστασιν. Ορίστε η αριθμητική είνε μία και η αυτή• δύο και δύο και διά τους Έλληνας και διά τους βαρβάρους κάνουν τέσσερα• φιλοσοφίας όμως βλέπομεν πολλάς και διαφόρους και ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις τους σκοπούς συμφωνούν όλαι.
ΤΥΧ. Έχεις δίκαιον η φιλοσοφία λέγουν ότι είνε μία, αυτοί δε την διαιρούν εις πολλάς.
ΠΑΡ. Και διά μεν τας άλλας τέχνας δύναται να φανή κανείς επιεικής, και αν έχουν μερικάς ασυμφωνίας και αι ιδέαι των δεν είνε σταθεραί πάντοτε. Αλλά διά την φιλοσοφίαν πώς δυνάμεθα να ανεχθώμεν να μη είνε μία και μόνη και να μη αντιφάσκη προς εαυτήν; Και όμως η φιλοσοφία δεν είνε μία• υπάρχει απειρία φιλοσοφιών. Αλλά πολλαί δεν δύνανται να είνε, αφού η φιλοσοφία είνε μία. Και περί της υποστάσεως της ρητορικής τα αυτά δύναταί τις να είπη• διότι όταν περί ενός θέματος δεν λέγουν τα αυτά όλοι οι ρήτορες, αλλά γίνεται περί αυτό πόλεμος αντιθέτων γνωμών, τούτο αποτελεί μεγίστην απόδειξιν ότι ουδέ κατ' αρχήν υπάρχει εκείνο το οποίον δεν εννοείται καθ' ένα και τον αυτόν τρόπον• διότι όταν ζητούμεν τι είνε η ρητορική και δεν κατορθώνομεν να συμφωνήσωμεν ότι είνε μία και η αυτή, τούτο αναιρεί αυτήν την ύπαρξιν του ζητουμένου. Η παρασιτική όμως δεν είνε τοιαύτη, αλλά και μεταξύ των Ελλήνων και μεταξύ των βαρβάρων είνε μία και κατά τον αυτόν τρόπον εξασκείται και δεν δύναταί τις να είπη ότι άλλως οι μεν και άλλως οι δε παρασιτούν, ούτε υπάρχουν παράσιτοι διάφορων συστημάτων, όπως οι Στωικοί ή Επικούρειοι, έχοντες διάφορα δόγματα, αλλ' όλοι συμφωνούν προς όλους και κατά τα έργα και κατά τον σκοπόν. Ώστε εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι η παρασιτική κατά τούτο πλησιάζει να είνε και σοφία.
ΤΥΧ. Πολύ καλά μου φαίνεται ότι τα είπες αυτά. Αλλ' ότι και κατά τα άλλα η φιλοσοφία είνε υποδεεστέρα της τέχνης σου πώς το αποδεικνύεις;
ΠΑΡ. Εν πρώτοις πρέπει να είπω ότι την φιλοσοφίαν ουδέποτε ηγάπησε παράσιτος, εν ώ αναφέρονται πάρα πολλοί φιλόσοφοι οι οποίοι ηγάπησαν την παρασιτικήν και μέχρι σήμερον υπάρχουν τοιούτοι.
ΤΥΧ. Δύνασαι να μου αναφέρης φιλοσόφους οίτινες επεδόθησαν εις την παρασιτικήν;
ΠΑΡ. Ερωτάς; Και συ τους γνωρίζεις, αλλά υποκρίνεσαι ότι τους αγνοείς, ωσάν τούτο να είνε δι' αυτούς εντροπή και όχι τιμή.
ΤΥΧ. Όχι, σε βεβαιώ, αλλά σοβαρώς πιστεύω ότι δεν έχεις να αναφέρης τοιούτους.
ΠΑΡ. Φαίνεται ότι δεν ανέγνωσες ποτέ βίους φιλοσόφων, άλλως θα ενόεις αμέσως ποίους θέλω να είπω.
ΤΥΧ. Τέλος πάντων επιθυμώ ν' ακούσω ποίοι είνε.
ΠΑΡ. Θα σου τους αναφέρω και θα ιδής ότι δεν είνε οι χειρότεροι, αλλά μάλιστα οι καλλίτεροι, ως εγώ νομίζω, και εκείνοι τους οποίους ολιγώτερον φαντάζεσαι ως τοιούτους. Λοιπόν ο Αισχίνης ο μαθητής του Σωκράτους, εκείνος ο οποίος έγραψε τους εκτενείς και χαριτωμένους διαλόγους, επήγε κάποτε εις την Σικελίαν και είχε μαζή του τα συγγράμματά του διά να δυνηθή δι' αυτών να γνωρισθή με τον Διονύσιον τον τύρανον. Ανέγνωσε δε τον «Μιλτιάδην» και επειδή το έργον ήρεσεν εις τον τύραννον, παρέμεινεν εις την Σικελίαν ως παράσιτος του Διονυσίου, εγκαταλείψας τον Σωκράτην και την διδασκαλίαν του. Αλλά και ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος δεν σου φαίνεται ότι είνε εκ των δοκίμων φιλοσόφων;
ΤΥΧ. Βεβαίως.
ΠΑΡ. Και αυτός λοιπόν κατά την αυτήν εποχήν διέτριβεν εις τας Συρακούσας ως παράσιτος του Διονυσίου. Εξ όλων δε των παρασίτων αυτός ήτο ο πλέον ευνοούμενος του τυράννου, διότι ήτο και ο ευφυέστερος εις την τέχνην και ο Διονύσιος απέστελλε προς αυτόν καθ' εκάστην τους μαγείρους του διά να διδάσκωνται παρ' αυτού. Δικαίως δε ο Αρίστιππος θεωρείται ως κόσμημα της παρασιτικής τέχνης. Ο δε μέγας και πολύς Πλάτων σας μετέβη και αυτός εις την Σικελίαν προς τοιούτον σκοπόν και αφού επί ολίγας ημέρας εκάθησεν εις την τράπεζαν του τυράννου, εξέπεσεν ένεκεν ελλείψεως ευφυίας. Επιστρέψας δε εις τας Αθήνας εμελέτησε και παρεσκευάσθη, και έπειτα έκαμε δεύτερον ταξείδιον εις Σικελίαν, αλλά και πάλιν εξ αμαθίας απέτυχεν ως παράσιτος. Το ατύχημα δε τούτο του Πλάτωνος εις την Σικελίαν φαίνεται όμοιον προς την συμφοράν του Νικίου.
ΤΥΧ. Και ποίος το αναφέρει αυτό, Σίμων;
ΠΑΡ. Εκτός πολλών άλλων ο Αριστόξενος ο μουσικός, πολύ σημαντικός συγγραφεύς. Και αυτός δε ήτο παράσιτος του Νηλέως. Ότι δε ο Ευριπίδης ήτο παράσιτος του Αρχελάου μέχρι του θανάτου του και ο Ανάξαρχος του Αλεξάνδρου βεβαίως θα το γνωρίζης. Ο δε Αριστοτέλης μόνον ολίγον και επιπολαίως κατέγινεν εις την παρασιτικήν, όπως και εις τας άλλας τέχνας. Σου ανέφερα λοιπόν αρκετούς φιλοσόφους οι οποίοι επεδόθησαν με ζήλον εις την παρασιτικήν, αλλ' ουδείς δύναται ν' αναφέρη ένα παράσιτον όστις ηθέλησε να γίνη φιλόσοφος. Εάν δε η ευτυχία είνε το να μη πεινά τις, να μη διψά και να μη κρυώνη, αυτήν την ευτυχίαν μόνον ο παράσιτος την έχει. Φιλοσόφους δύνασαι να εύρης πολλούς ριγούντας και πεινώντας, παράσιτον όμως όχι• ή δεν είνε παράσιτος, αλλά δυστυχής ο πτωχός άνθρωπος ο όμοιος με φιλόσοφον.
ΤΥΧ. Πολύ σωστά τα είπες αυτά. Αλλ' ότι κατά πολύ υπερέχει η παρασιτική της φιλοσοφίας και της ρητορικής πώς το αποδεικνύεις;
ΠΑΡ. Εις τον βίον των ανθρώπων, φίλτατε, υπάρχουν δύο καταστάσεις, η κατάστασις της ειρήνης και η κατάστασις του πολέμου• εις τους δύο δε τούτους καιρούς διακρίνονται αι τέχναι και οι εξασκούντες αυτάς οποίοι είνε. Αν θέλης λοιπόν, ας εξετάσωμεν πρώτον την εν καιρώ πολέμου κατάστασιν και ποίοι κατ' αυτήν είνε προ πάντων χρήσιμοι ιδιαιτέρως έκαστος και όλοι ομού εις την πατρίδα.
ΤΥΧ. Η σύγκρισις την οποίαν επιχειρείς είνε πολύ τολμηρά και μου έρχονται γέλοια όταν φαντάζωμαι την θέσιν ενός φιλοσόφου ανταγωνιζομένου προς ένα παράσιτον.
ΠΑΡ. Λοιπόν διά να μη απορής υπερβολικά και να μη σου φαίνεται το πράγμα γελοίον, ας υποθέσωμεν ότι μας αναγγέλλεται αιφνιδία εισβολή εχθρών εις την χώραν μας και είνε ανάγκη να τους αποκρούσωμεν και να μη τους αφήσωμεν να καταστρέφουν τα περίχωρα, ο δε στρατηγός παραγγέλλει να στρατολογηθούν όλοι οι έχοντες την στρατεύσιμον ηλικίαν. Προσέρχονται λοιπόν όλοι και μεταξύ τούτων μερικοί φιλόσοφοι, ρήτορες και παράσιτοι. Εν πρώτοις ας τους εκδύσωμεν• διότι είνε ανάγκη οι μέλλοντες να οπλισθούν να γυμνωθούν προηγουμένως. Παρατήρει λοιπόν ένα ένα και εξέταξε τα σώματά των. Άλλους μεν εξ αυτών θα ίδης ισχνούς και ωχρούς και τρέμοντας, ως να είνε ήδη τραυματίαι λησμονημένοι εις το πεδίον της μάχης. Δεν είνε επομένως γελοίον και να το λέγη τις ότι δύνανται ν' ανθέξουν εις αγώνα και μάχην και συμπλοκάς και δρόμον και κονιορτόν και τραύματα άνθρωποι όπως αυτοί που έχουν ανάγκην θεραπείας; Στρέψου τώρα προς τον παράσιτον και παρατήρησε πώς είνε. Αυτός πρώτον είνε παχύς και έχει το χρώμα ευχάριστον ούτε μαύρος είνε ως δούλος, ούτε λευκός ως γυναίκα. Το ήθος του είνε αρρενωπόν και το βλέμμα του ζωηρόν και αγριωπόν, όπως το ιδικόν μου• διότι δεν πρέπει οι μεταβαίνοντες εις τον πόλεμον να έχουν βλέμμα δειλόν και γυναικώδες. Λοιπόν ο τοιούτος οπλίτης δεν θα είνε καλός και ζων και αν αποθάνη ενδόξως; Αλλά τις η ανάγκη να λέγωμεν τούτο εξ εικασίας, αφού έχομεν ωρισμένα παραδείγματα και βέβαια γεγονότα ν' αναφέρωμεν; Εν γένει δύναταί τις να είπη ότι εν καιρώ πολέμου κανείς ποτε ρήτωρ ή φιλόσοφος δεν είχε το θάρρος να εξέλθη εκ του τείχους• εάν δε κανείς ηναγκάσθη να λάβη μέρος εις μάχην, ελιποτάκτησε και έφυγε.
ΤΥΧ. Πολύ εκπληκτικά πράγματα λέγεις, και όσα υπόσχεσαι να είπης, δεν είνε ολιγώτερον καταπληκτικά. Λέγε όμως.
ΠΑΡ. Από τους Ρήτορας λοιπόν ο Ισοκράτης όχι μόνον εις πόλεμον δεν επήγε, αλλ' ούτε εις δικαστήριον ετόλμησε ποτέ να ομιλήση εκ δειλίας, υποθέτω, ήτις και την φωνήν του διέκοπτε. Θέλεις και αλλά παραδείγματα; Μήπως ο Δημάδης, ο Αισχίνης και ο Φιλοκράτης, άμα ανηγγέλθη ότι ο Φίλιππος θα εκήρυττε πόλεμον κατά των Αθηνών, δεν επρόδωσαν την πόλιν και δεν παρέδωκαν τους εαυτούς των εις τον Φίλιππον εκ φόβου και πάντοτε εξηκολούθουν να υπηρετούν τους σκοπούς αυτού; Και αν κανείς άλλος Αθηναίος είχε τα αυτά φρονήματα και αυτόν τον είχαν φίλον. Ο Υπερίδης δε και ο Δημοσθένης και ο Λυκούργος, οι θεωρούμενοι ως οι γενναιότεροι και οι οποίοι πάντοτε εθορύβουν εις τας συνελεύσεις του λαού και κατεφέροντο κατά του Φιλίππου, τι γενναίον έπραξαν εις τον κατ' αυτού πόλεμον; Ο μεν Υπερίδης και ο Λυκούργος όχι μόνον δεν έλαβον μέρος εις καμμίαν εκστρατείαν, αλλ' ούτε ετόλμησαν να ξεμυτίσουν από τας πύλας της πόλεως• εκάθηντο εντός των τειχών και, ενώ επολιορκούντο, συνέθετον ψηφίσματα και νομοσχέδια. Ο δε επιφανέστερος εξ αυτών, εκείνος ο οποίος έλεγε διηνεκώς εις τας συνελεύσεις «ο Φίλιππος ο Μακεδών είνε αχρείος, από την χώραν του οποίου ούτε δούλον δεν πρέπει να αγοράζη κανείς», ετόλμησε να μεταβή μέχρι Βοιωτίας, αλλά πριν να συγκρουσθούν τα δύο στρατεύματα και έλθουν εις χείρας, έρριψε την ασπίδα του και έφυγε. Ή δεν τα ήκουσες άλλοτε ποτέ από κανένα αυτά, τα οποία όχι μόνον εις τους Αθηναίους είνε πολύ γνωστά, αλλά και εις τους Θράκας και τους Σκύθας, οπόθεν το κάθαρμα εκείνο κατήγετο;
ΤΥΧ. Τα γνωρίζω• αλλ' αυτοί ήσαν ρήτορες και είχαν εξασκηθή εις τους λόγους, όχι δε και εις την ανδρείαν. Περί των φιλοσόφων όμως τι δύνασαι να είπης; Διότι δεν πιστεύω να δύνασαι να τους κατηγορήσης και τούτους όπως εκείνους.
ΠΑΡ. Αυτοί πάλιν, Τυχιάδη, οι οποίοι καθημερινώς ομιλούν περί ανδρείας και κατατρίβουν εις το στόμα των το όνομα της αρετής, θ' αποδείξω ότι είνε και από τους ρήτορας πολύ δειλότεροι και μαλθακώτεροι. Και εν πρώτοις δεν δύναται κανείς να αναφέρη φιλόσοφον όστις εφονεύθη εις τον πόλεμον διότι είτε δεν έλαβον καθόλου μέρος εις εκστρατείαν, ή αν έλαβον, όλοι ελιποτάκτησαν. Ο Αντισθένης, ο Διογένης, ο Κράτης, ο Ζήνων, ο Πλάτων, ο Αισχίνης, ο Αριστοτέλης και όλον το πλήθος των φιλοσόφων τούτων ούτε είδον παράταξιν μάχης• ο μόνος δε όστις ετόλμησε να λάβη μέρος εις την μάχην του Δηλίου, ο σοφώτερος μεταξύ αυτών Σωκράτης, ετράπη εις φυγήν και διά της Πάρνηθος ήλθε και κατέφυγεν εις την παλαίστραν του Ταυρέου• διότι του εφαίνετο πολύ περισσότερον ευχάριστον να κάθηται μετά των παιδαρίων να φλυαρή και προβάλη σοφιστικάς ερωτήσεις εις τους συναντωμένους παρά να συμπλακή με Σπαρτιάτην.
ΤΥΧ. Αυτά, φίλε μου, τα ήκουσα και από άλλους, οίτινες μάλιστα δεν τα έλεγαν με σκοπόν να τους κατηγορήσουν και τους εμπαίξουν• ώστε δεν δύναμαι να υποπτεύσω ότι τους συκοφαντείς διά να υποστηρίξης την τέχνην σου. Αλλά τώρα, αν θέλης, έλα να μου παραστήσης και πώς είνε ο παράσιτος εις τον πόλεμον και εν γένει αν μεταξύ των αρχαίων οίτινες διεκρίθησαν εις τον πόλεμον αναφέρεται κανείς παράσιτος.
ΠΑΡ. Πρέπει να μη έχη κανείς, φίλε μου, καθόλου αναγνώσει τον Όμηρον και να είνε εντελώς αμαθής, διά να μη γνωρίζη ότι οι άριστοι των ηρώων τους οποίους αναφέρει ήσαν παράσιτοι. Και ο Νέστωρ εκείνος, από την γλώσσαν του οποίου ο λόγος έτρεχεν ως μέλι, ήτο παράσιτος αυτού του Αγαμέμνονος, και ούτε τον Αχιλλέα, όστις όχι μόνον εφαίνετο, αλλά και ήτο ανδρειότατος και εναρετώτατος, ούτε τον Διομήδην, ούτε τον Αίαντα ο βασιλεύς ηγάπα και εθαύμαζεν όσον τον Νέστορα• διότι ούτε δέκα Αίαντας, ούτε δέκα Αχιλλείς ηύχετο να είχε, ενώ έλεγεν ότι προ πολλού θα είχε κυριεύσει την Τροίαν εάν είχε δέκα στρατιώτας, όπως τον παράσιτον εκείνον, καίτοι γέροντα. Και τον Ιδομενέα τον έγγονον του Διός είχεν ομοίως παράσιτον ο Αγαμέμνων, κατά τον Όμηρον.
ΤΥΧ. Αυτά τα γνωρίζω και εγώ, αλλά δεν εννοώ πώς οι άνδρες εκείνοι ήσαν παράσιτοι του Αγαμέμνονος.
ΠΑΡ. Να ενθυμηθής τους στίχους τους οποίους ο Αγαμέμνων λέγει προς τον
Ιδομενέα.
ΤΥΧ. Ποίους;
ΠΑΡ. σον δε πλείον δέπας αιεί έστηχ' ώσπερ εμοί πιέειν ότε θυμός ανώγοι. {31}
Εδώ το «αιεί πλείον δέπας» δεν σημαίνει ότι το ποτήρι ήτο πάντα πλήρες διά τον Ιδομενέα, είτε μαχόμενον είτε κοιμώμενον, αλλ' ότι μόνος αυτός είχε το προνόμιον να συνδειπνή καθ' όλην του την ζωήν μετά του βασιλέως και όχι όπως οι άλλοι του στρατιώται οίτινες μόνον είς τινας ευκαιρίας εκαλούντο. Τον Αίαντα λόγου χάριν, όταν ανδρείως εμονομάχησε μετά του Έκτορος, «εις Αγαμέμνονα δίον άγον»,{32} ως λέγει ο Όμηρος, διά να λάβη την τιμήν να παρακαθήση εις το δείπνον του βασιλέως. Ο δε Ιδομενεύς και ο Νέστωρ καθ' εκάστην συνεδείπνουν μετά του βασιλέως, όπως είπα. Και μου φαίνεται ότι ο Νέστωρ υπήρξε πολύ επιτήδειος και ευφυής παράσιτος των βασιλέων διότι δεν ήρχισε την τέχνην από του Αγαμέμνονος, αλλά πολύ πρότερον από του Καινέως και του Εξαδίου• φαίνεται δε ότι δεν έπαυσε να παρασιτή έως ότου ο Αγαμέμνων απέθανε.
ΤΥΧ. Αυτός ομολογουμένως είνε ένδοξος παράσιτος• αλλ' αν γνωρίζης και άλλους, σε παρακαλώ να τους αναφέρης.
ΠΑΡ. Μήπως, Τυχιάδη, και ο Πάτροκλος δεν ήτο παράσιτος του Αχιλλέως, μολονότι ουδενός των άλλων Ελλήνων ήτο κατώτερος και κατά το σωματικόν κάλλος και κατά τας αρετάς; Εγώ μάλιστα, συμπεραίνων από τα έργα του, ουδ' αυτού του Αχιλλέως τον νομίζω κατώτερον• διότι και τον Έκτορα, όταν ούτος διέρρηξε τας πύλας του Ελληνικού στρατοπέδου και έφθασε μαχόμενος μέχρι των πλοίων, εξεδίωξε και έσβυσε το πλοίον του Πρωτεσιλάου το οποίον είχε πυρποληθή, καίτοι ευρίσκοντο επ' αυτού άνδρες οίτινες δεν ήσαν οι χειρότεροι των Ελλήνων, ο Τελαμόνιος Αίας και ο Τεύκρος, ο μεν λαμπρός οπλίτης, ο δε άλλος τοξότης. Εφόνευσε δε ο παράσιτος του Αχιλλέως πολλούς εκ των βαρβάρων και μεταξύ αυτών τον υιόν του Διός Σαρπηδόνα. Αλλά και απέθανε κατά τρόπον εξαιρετικόν• διότι τον μεν Έκτορα εφόνευσεν ο Αχιλλεύς, είς ένα, και τον Αχιλλέα ο Πάρις, τον δε παράσιτον εφόνευσεν ένας θεός και δύο άνθρωποι {33}. Και κατά τας τελευταίας του στιγμάς δεν εξέπεμψε κραυγάς, όπως ο γενναιότατος Έκτωρ, ο οποίος επρόσπεσεν εις τον Αχιλλέα και τον ικέτευε ν' αποδώση τον νεκρόν του εις τους οικείους του, αλλ' ωμίλησεν ως εμπρέπει εις ένα παράσιτον. Τι δε είπε;
τοιαύτα δ' είπερ μοι εείκοσιν αντεβόλησαν, πάντες κ' αυτόθ' όλοντο εμώ υπό δουρί δαμέντες {34}
ΤΥΧ. Αρκετά αυτά. Αλλά θέλω να μου εξηγήσης πώς ο Πάτροκλος δεν ήτο φίλος, αλλά παράσιτος του Αχιλλέως.
ΠΑΡ. Θα σου παρουσιάσω τον ίδιον τον Πάτροκλον λέγοντα ότι ήτο παράσιτος.
ΤΥΧ. Αυτό δεν ηδυνάμην να το φαντασθώ.
ΠΑΡ. Άκουσε λοιπόν τους στίχους τους οποίους βάζει εις το στόμα του ο
Όμηρος•
μη εμά σων απάνευεσθε τεθήμεναι οστέ' Αχιλλεύ,
αλλ' ομού, ως ετράφημεν εν υμετέροισι δόμοισι {35}.
Και μετ' ολίγον πάλιν λέγει ο ίδιος• και «με δεξάμενος ο Πηλεύς»,
έτρεφεν ενδυκέως και σον θεράποντ' ονόμηνε. {36}
Δηλαδή τον είχε παράσιτον• διότι εάν ήθελε να λέγη φίλον τον Πάτροκλον, δεν θα τον ωνόμαζε θεράποντα, αφού ο Πάτροκλος ήτο ελεύθερος και όχι δούλος. Ποίους λοιπόν λέγει θεράποντας αν όχι τους μήτε δούλους, μήτε φίλους; Αναμφιβόλως τους παρασίτους. Ούτω και τον Μηριόνην ονομάζει θεράποντα του Ιδομενέως. Πρέπει δε να παρατηρήσης ότι και ενταύθα τον μεν Ιδομενέα, αν και υιόν του Διός, ο Όμηρος δεν ονομάζει «ατάλαντον Άρηϊ», δηλαδή ίσον προς τον Άρην, εν ώ το επίθετον τούτο δίδει εις τον Μηριόνην τον παράσιτόν του. Αλλά μήπως και ο Αριστογείτων, ο οποίος ήτο μικράς τάξεως και πτωχός, ως ο Θουκυδίδης λέγει, δεν ήτο παράσιτος του Αρμοδίου και συγχρόνως εραστής; Διότι επόμενον είνε οι παράσιτοι να είνε και ερασταί εκείνων οι οποίοι τους τρέφουν. Αυτός πάλιν ο παράσιτος έσωσε την πόλιν των Αθηναίων από την τυραννίαν και της απέδωκε την ελευθερίαν, και τώρα εις την αγοράν υπάρχει χαλκούς ανδριάς του ομού με το άγαλμα του φίλου του. Αυτοί λοιπόν και οι δύο, καίτοι υπήρξαν τοιούτοι, ήσαν παράσιτοι. Συ δε πώς φαντάζεσαι ότι φέρεται εις τον πόλεμον ο παράσιτος; Εν πρώτοις δεν εννοεί να μεταβή εις την μάχην αν προηγουμένως δεν προγευματίση, το οποίον είνε και του Οδυσσέως η γνώμη. Ούτος τωόντι λέγει, ότι οι μέλλοντες να πολεμήσουν πρέπει να γευματίζουν προηγουμένως και αν ακόμη η μάχη αρχίση από της αυγής. Ενώ δε οι άλλοι στρατιώται εκ δειλίας χρονοτριβούν ο ένας να προσαρμόζη εις την κεφαλήν του την περικεφαλαίαν, ο δε άλλος να φορή θώρακα και άλλος φανταζόμενος τους κινδύνους του πολέμου τρέμει, ο παράσιτος γευματίζει με φαιδρόν πρόσωπον, και όταν αρχίση η μάχη, μάχεται μεταξύ των πρώτων• εκείνος δε ο οποίος τον τρέφει τον ακολουθεί, και αυτός, όπως ο Αίας τον Τεύκρον, τον καλύπτει διά της ασπίδος και γυμνόνων τον εαυτόν του προστατεύει αυτόν από τα βέλη• διότι περισσότερον ενδιαφέρεται να σώση εκείνον παρά τον εαυτόν του. Εάν δε συμπέση να πέση εις την μάχην παράσιτος, βεβαίως δεν θα εντραπή δι' αυτόν ο λοχαγός ή οι συστρατιώται του, διότι θα είνε μεγαλόσωμος νεκρός και θα φαίνεται ως να έχη γύρει εις καλόν συμπόσιον. Φαντάσου τώρα και πλησίον του τον νεκρόν ενός φιλοσόφου, ισχνόν, ρυπαρόν, με μακρά γένεια, αδύνατον άνθρωπον, ο οποίος και προ της μάχης ήτο νεκρός. Τις δεν θα περιφρονήση πόλιν έχουσαν τόσον ελεεινούς υπερασπιστάς; Και ποίος δεν θα υποθέση όταν θα βλέπη τοιούτους ανθρωπάκους ωχρούς και μαλλιαρούς πεσμένους εις το πεδίον της μάχης, ότι η πόλις των μη έχουσα συμμάχους απέλυσε τους φυλακισμένους κακούργους διά να τους μεταχειρισθή εις τον πόλεμον; Τοιούτοι είνε οι παράσιτοι εις τον πόλεμον, συγκρινόμενοι προς τους ρήτορας και τους φιλοσόφους. Εν καιρώ δε ειρήνης φαίνεται ότι τόσον διαφέρει η παρασιτική της φιλοσοφίας όσον αυτή η ειρήνη διαφέρει από τον πόλεμον. Και πρώτον αν θέλης ας επισκοπήσωμεν τα διάφορα κέντρα της ειρήνης.
ΤΥΧ. Δεν καταλαμβάνω τι εννοείς με τούτο, αλλ' ας εξετάσωμεν όμως.
ΠΑΡ. Λοιπόν εγώ ονομάζω κέντρα ειρήνης την αγοράν, τα δικαστήρια, τας παλαίστρας και τα γυμναστήρια, τα κυνήγια και τα συμπόσια.
ΤΥΧ. Πολύ καλά.
ΠΑΡ. Ο παράσιτος λοιπόν δεν συχνάζει εις την αγοράν και εις τα δικαστήρια, διότι τα μέρη ταύτα αρμόζουν μάλλον εις τους συκοφάντας και διότι τα συμβαίνοντα εις αυτά τα μέρη δεν ταιριάζουν προς την μετριοπάθειαν και την αξιοπρέπειάν του• επιδιώκει όμως τας παλαίστρας και τα γυμναστήρια και τα συμπόσια, και είνε το κόσμημά των μόνος αυτός. Διότι ποίος φιλόσοφος ή ρήτωρ εμφανιζόμενος γυμνός εις παλαίστραν δύναται να συγκριθή κατά το σώμα προς τον παράσιτον ή ποίος εξ εκείνων παρουσιαζόμενος εις γυμναστήριον δεν είνε μάλλον καταισχύνη του μέρους; Αλλά και εις έρημον μέρος ουδείς φιλόσοφος ή ρήτωρ δύναται ν' αντικρύση άφοβος θηρίον το οποίον έρχεται κατ' επάνω του, ενώ ο παράσιτος τα περιμένει άφοβος και ατάραχος τα δέχεται, διότι εις τα γεύματα έχει συνειθίσει να μη τα φοβήται• και ούτε έλαφος ούτε αγριόχοιρος εξηγριωμένος τον τρομάζει• αλλά και αν ο αγριόχοιρος του επιτεθή με τα δόντια του και αυτός με τα δόντια αντεπιτίθεται. Τους λαγούς δε καταδιώκει καλίτερα και από λαγωνικόν. Αλλ' εις συμπόσιον ποιος δύναται να ανταγωνισθή προς παράσιτον είτε χαριεντιζόμενον είτε τρώγοντα; Και ποίος περισσότερον αυτού διασκεδάζει τους συμπότας; Αυτός ο οποίος άλλοτε μεν τραγουδεί, άλλοτε δε αστειεύεται ή άνθρωπος ο οποίος δεν γελά, αλλ' είνε τυλιγμένος εις τον μανδύαν του και βλέπει προς τα κάτω, ως να παρίσταται εις πένθος και όχι εις συμπόσιον; Εις εμέ τουλάχιστον φαίνεται ότι εις το συμπόσιον ο φιλόσοφος είνε όπως σκύλος εις λουτρόν.
Αλλ' ας αφήσωμεν αυτά και ας έλθωμεν εις τον ιδιαίτερον βίον του παρασίτου και εξετάζοντες τα καθέκαστα ας τα συγκρίνωμεν προς τον βίον του φιλοσόφου. Και εν πρώτοις θα ίδωμεν τον παράσιτον να περιφρονή πάντοτε την δόξαν και ν' αδιαφορή τελείως διά την ιδέαν την οποίαν έχουν περί αυτού οι άνθρωποι. Οι ρήτορες όμως και οι φιλόσοφοι, όχι μερικοί αλλά όλοι, κατατρώγονται υπό αλαζονίας και της δοξομανίας και δεν βασανίζονται μόνον διά την δόξαν αλλά και διά κάτι το οποίον είνε ακόμη αισχρότερον, τα χρήματα. Ο παράσιτος αδιαφορεί διά τα χρήματα περισσότερον αφ' όσον οι άλλοι διά τα χαλίκια της ακρογιαλιάς, και ο χρυσός δεν έχει δι' αυτόν μεγαλειτέραν αξίαν από τα κάρβουνα. Οι ρήτορες όμως και, το χειρότερον, όσοι λέγουν ότι είνε φιλόσοφοι, τόσον εξευτελίζονται χάριν του χρυσού, ώστε εκ των σήμερον περιφημοτέρων φιλοσόφων —περί των ρητόρων ούτε λόγος να γίνεται— είς μεν, εκτελών χρέη δικαστού εδωροδοκήθη διά να παρανομήση, άλλος δε, χωρίς να αισχύνεται, λαμβάνει μισθόν διδασκαλίας παρά του αυτοκράτορος, και μολονότι είνε γέρων, ταξειδεύει προς αργυρολογίαν και υπηρετεί ως μισθοφόρος δούλος, Ινδός ή Σκύθης, και ουδέ διά το όνομα το οποίον ούτω λαμβάνει εντρέπεται. Εκτός δε τούτου θα τους ίδης κατεχομένους και από άλλα πάθη, από λύπας και θυμούς και φθόνους και παντοειδείς επιθυμίας. Ο παράσιτος όμως είνε απηλλαγμένος όλων τούτων• είνε τόσον ανεξίκακος ώστε δεν οργίζεται, δεν έχει δε και λόγους διά να οργίζεται• και αν τύχη ποτέ ν' αγανακτήση, δεν κάνει τίποτε κακόν και δυσάρεστον, αλλά μάλλον γέλωτα και ευχαρίστησιν προξενεί η οργή του εις εκείνους με τους οποίους ευρίσκεται. Λυπείται δε και ολιγώτερον από κάθε άλλον, και τούτο το οφείλει εις την τέχνην του, η οποία συντελεί ώστε να μη έχη κανένα λόγον διά να λυπηθή• διότι ούτε χρήματα έχει, ούτε σπήτι, ούτε υπηρέτην, ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ώστε αν πάθουν τίποτε κακόν κατ' ανάγκην να λυπηθή. Ούτε δόξαν δε επιθυμεί ούτε χρήματα, αλλ' ούτε τίποτε από τα ωραία.
ΤΥΧ. Αλλά, Σίμων, υποθέτω ότι θα λυπήται όταν του λείπη τροφή.
ΠΑΡ. Δεν σκέπτεσαι, Τυχιάδη, ότι δεν δύναται να είνε και να λέγεται παράσιτος εκείνος ο οποίος δεν έχει να φάγη; Ομοίως δεν είνε ανδρείος ο μη έχων ανδρείαν, ουδέ ο φρόνιμος είνε τοιούτος δι' έλλειψιν φρενών. Εδώ δε ομιλούμεν περί παρασίτου όστις είνε και όχι περί παρασίτου όστις δεν είνε. Εάν δε ο ανδρείος δεν δύναται να είνε τοιούτος παρά μόνον διά της ανδρείας και ο φρόνιμος διά της φρονήσεως, και ο παράσιτος μόνον διότι παρασιτεί είνε παράσιτος• και εάν δεν παρασιτή, πρόκειται περί άλλου και ουχί περί παρασίτου.
ΤΥΧ. Ώστε ουδέποτε έχει έλλειψιν τροφής ο παράσιτος;
ΠΑΡ. Εννοείται• ώστε ούτε διά τούτο, ούτε δι' άλλο τι του δίδεται αφορμή να λυπήται.
Αλλά και όλοι, φιλόσοφοι και ρήτορες, κατέχονται υπό φόβων• τουλάχιστον οι περισσότεροι εξ αυτών βαδίζουν κρατούντες ράβδον, και βεβαίως, εάν δεν εφοβούντο, δεν θα ήσαν ούτω ωπλισμένοι• και τας θύρας των δε μανδαλώνουν δυνατά φοβούμενοι μήπως εισέλθη κανείς την νύκτα και τους κακοποιήση. Ο δε παράσιτος απλώς κλείει την θύραν του δωματίου του, μόνον και μόνον διά να μη ανοιχθή υπό του ανέμου• και αν την νύκτα ακούση θόρυβον, μένει ατάραχος ως να μη ήκουσε τίποτε. Και όταν οδοιπορή εις έρημον μέρος, πηγαίνει άοπλος διότι πουθενά δεν φοβείται τίποτε. Φιλοσόφους δε έχω ίδη πολλάκις εγώ να είνε ωπλισμένοι με τόξα και χωρίς να υπάρχη κανείς κίνδυνος• και ράβδους κρατούν και όταν ακόμη πηγαίνουν εις το λουτρόν ή διά να προγευματίσουν. Ο παράσιτος δεν δύναται να κατηγορηθή διά μοιχείαν, διά βίαν ή αρπαγήν ή άλλο οτιδήποτε αδίκημα. Ο τοιούτος δεν θα ήτο παράσιτος, αλλ' εγκληματίας και κατά των άλλων και κατά του εαυτού του• διότι εάν μοιχεύση, θα παύση να ονομάζεται παράσιτος και θα λάβη το όνομα του αδικήματος. Καθώς δε ο κακός δεν ονομάζεται αγαθός, αλλά φαύλος, νομίζω ότι και ο παράσιτος, εάν αδικήση, αποβάλλει την υπόστασίν του και αναλαμβάνει την υπόστασίν του αδικήματος το οποίον έπραξε. Αδικήματα δε τοιαύτα ρητόρων και φιλοσόφων πάμπολλα όχι μόνον γνωρίζομεν ως συμβάντα επί των ημερών μας, αλλά και εις τα βιβλία ευρίσκομεν πολλά απομνημονευθέντα. Υπάρχει απολογία του Σωκράτους, του Αισχίνου, του Υπερίδου και του Δημοσθένους και σχεδόν των περισσοτέρων ρητόρων και σοφών, αλλά παρασίτου απολογίαν δεν έχει κανείς ν' αναφέρη, ούτε δίκην εναντίον παρασίτου. Αλλά μόνον ο βίος του παρασίτου είνε καλλίτερος από τον βίον τώς ρητόρων και των φιλοσόφων, μήπως δε ο θάνατός του είνε χειρότερος; Εξ εναντίας είνε πολύ ευδαιμονέστερος• γνωρίζομεν ότι πάντες ή οι πλείστοι εκ των φιλοσόφων απέθαναν κατά τον χειρότερον τρόπον, άλλοι μεν καταδικασθέντες διά τας μεγαλειτέρας κατηγορίας να πίουν δηλητήριον, άλλοι δε κατακαέντες και αποτεφρωθέντες, άλλοι υπό δυσουρίας βασανισθέντες, και άλλοι εξορισθέντες• παρασίτου δε θάνατον ουδείς έχει να αναφέρη τοιούτον, αλλά πάντες αποθνήσκουν ευχαριστημένοι, αφού έζησαν τρώγοντες και πίνοντες. Εάν δε και κανείς, φαίνεται ότι δεν απέθανε με φυσικόν θάνατον, ούτος θ' απέθανεν εκ δυσπεψίας.
ΤΥΧ. Αρκετά καλά υπερήσπισες τους παρασίτους εναντίον των φιλοσόφων. Υπολείπεται τώρα να αποδείξης εάν τούτο είνε καλόν και ωφέλιμον δι' εκείνον όστις τρέφει τον παράσιτον• διότι εις εμέ φαίνεται ότι οι πλούσιοι τους τρέφουν κατά χάριν και διά να τους ευεργετήσουν και το τοιούτον αποτελεί εξευτεσμόν διά τον τρεφόμενον.
ΠΑΡ. Πολύ ανόητος είσαι, Τυχιάδη, αν δεν γνωρίζης ότι ο πλούσιος άνθρωπος και τους θησαυρούς του Γύγου αν έχη, όταν τρώγη μόνος είνε πτωχός, και όταν περιπατή χωρίς να συντροφεύεται υπό παρασίτου πτωχός φαίνεται. Και καθώς ο στρατιώτης χωρίς όπλα δεν έχει επιβολήν και το χωρίς πορφύραν ένδυμα φαίνεται ευτελέστερον και ο άνευ φαλάρων ίππος ταπεινότερος, και ο πλούσιος ο οποίος δεν έχει παράσιτον φαίνεται ταπεινός και ευτελής. Τω όντι δε διά μεν τον πλούσιον ο παράσιτος είνε στόλισμα, ενώ διά τον παράσιτον ο πλούσιος δεν είνε ποτέ κόσμημα. Αλλ' ούτε καταισχύνη είνε δι' αυτόν, όπως λέγεις, το να τρέφεται παρ' εκείνου• τάχα ούτω παρίσταται εκείνος καλλίτερος και ο άλλος υποδεέστερος• διά τον πλούσιον είνε ωφέλιμον να τρέφη τον παράσιτον, διότι εκτός του ότι ο παράσιτος είνε δι' αυτόν στολισμός, και εκ της συνοδείας του έχει πολλήν ασφάλειαν• ούτε να επιτεθή κανείς κατά, του πλουσίου αποτολμά ευκόλως, όταν βλέπη παριστάμενον τούτον, αλλ' ούτε να δηλητηριασθή κανείς είνε εύκολον όταν έχη παράσιτον. Διότι ποίος θα ετόλμα να επιβουλευθή την ζωήν του πλουσίου όταν γνωρίζη ότι προ αυτού τρώγει και πίνει ο παράσιτος; Ώστε ο πλούσιος όχι μόνον τιμάται υπό του παρασίτου, αλλά και σώζεται από τους μεγαλειτέρους κινδύνους. Ούτω δε ο παράσιτος από αφοσίωσιν αψηφεί πάντα κίνδυνον και δεν συγκαταβαίνει όχι μόνον να τρώγη μετά του πλουσίου, αλλά και εκτίθεται εις τον κίνδυνον ν' αποθάνη διά να συντρώγη μετ' αυτού.
ΤΥΧ. Μου φαίνεται, Σίμων, ότι ανέπτυξες όλα τα προτερήματα της τέχνης σου χωρίς να παραλείψης τίποτε, και αντί, όπως είπες, να είσαι αμελέτητος, φαίνεσαι τουναντίον ως να έχης μεγάλως εξασκηθή εις αυτήν την συνηγορίαν. Τώρα δε θέλω να μάθω εάν το όνομα της παρασιτικής δεν είνε εξ εκείνων τα οποία δεν περιποιούν τιμήν.
ΠΑΡ. Θα σου απαντήσω και θα κρίνης• αλλά προς τούτο θα σου απευθύνω ερωτήσεις εις τας οποίας θέλω να μου απαντήσης. Ειπέ μου λοιπόν τι ενόουν οι παλαιοί διά της λέξεως σίτος;
ΤΥΧ. Την τροφήν.
ΠΑΡ. Το δε σιτούμαι τι σημαίνει παρά τρώγω;
ΤΥΧ. Μάλιστα.
ΠΑΡ. Λοιπόν ομολογείς ότι το παρασιτείν δεν είνε διάφορον από το σιτείσθαι;
ΤΥΧ. Με μόνην την διαφοράν, Σίμων, ότι το παρασιτείν θεωρείται αισχρόν.
ΠΑΡ. Τώρα να μου απαντήσης ποίον σου φαίνεται προτιμότερον και ποίον εκ των δύο θα επροτίμας, να ταξειδεύης ή να συνταξειδεύης;{37}
ΤΥΧ. Βέβαια να συνταξειδεύω.
ΠΑΡ. Να τρέχης μόνος ή να τρέχης με άλλον;
ΤΥΧ. Να τρέχω με άλλον.
ΠΑΡ. Να ιππεύης μόνος ή να ιππεύης με άλλον;
ΤΥΧ. Να ιππεύω με άλλον.
ΠΑΡ. Ν' ακοντίζης μόνος ή ν' ακοντίζης με άλλον;
ΤΥΧ. Ν' ακοντίζω με άλλον.
ΠΑΡ. Λοιπόν ομοίως δεν θα επροτίμας και αντί να τρώγης μόνος να τρώγης με άλλον;
ΤΥΧ. Αναγκάζομαι να συμφωνήσω μαζί σου. Και του λοιπού θα έρχωμαι, όπως τα παιδιά, κάθε πρωί και κάθε βράδυ να με διδάσκης την τέχνην σου. Και είνε δίκαιον να μου την διδάξης τελείως, αφού είμαι ο πρώτος σου μαθητής. Λέγουν δε ότι και αι μητέρες αγαπούν περισσότερον τα πρώτα των τέκνα.
Ή περί ασκήσεων.
ΑΝΑΧΑΡΣΙΣ. Και δεν μου λέγεις, σε παρακαλώ, Σόλων, διατί τα κάνουν αυτά οι νέοι εδώ; Άλλοι συμπλέκονται και τρικλοποδίζονται, άλλοι συσφίγγονται, ώστε να φοβήται κανείς ότι θα πνίξουν ο ένας τον άλλον, και λυγίζονται, και εις την λάσπην χώνονται και συγκυλίονται σαν γουρούνια. Εν τοσούτω εις την αρχήν όταν εγδύθηκαν — διότι τους έβλεπα — αλείφθησαν με λάδι και έτριψαν ο ένας τον άλλον φιλικώτατα• έπειτα δεν γνωρίζω τι έπαθαν και ώρμησαν με την κεφαλήν χαμηλωμένην και ήρχισαν ν' αλληλοσπρώχνωνται και να συγκρούουν τα μέτωπα, καθώς οι κριοί. Και να! εκείνος άρπαξε τον άλλον από τα πόδια και τον έρριψε κάτω• έπειτα έπεσε πάνω του και δεν τον αφήνει νανασηκωθή, αλλά τον ωθεί κάτω και τον βυθίζει στην λάσπην. Τώρα δε αφού τον εκαβαλίκευσε και τον κρατή μεταξύ των σκελών του, επέρασε τον βραχίονα του κάτω από τον λαιμόν του και τον πνίγει τον δυστυχή, αυτός δε τον κτυπά ελαφρά εις τον ώμον τον παρακαλεί, υποθέτω, να τον αφίση, διά να μη πνιγή εντελώς. Και ουδέ χάριν του ελαίου, με το οποίον έχουν αλειφθή, φροντίζουν να μη λερωθούν, αλλά το ελαιόχρισμα εσκεπάσθη από τον βόρβορον, εις τον οποίον κυλίονται, και όπως είνε καταλασπωμένοι και συγχρόνως ιδρωμένοι και γλιστρούν ως χέλυα και ξεφεύγουν από τα χέρια, εις εμέ τουλάχιστον δίδουν όρεξιν να γελώ. Άλλοι εις το ασκέπαστον μέρος του περιβόλου κάνουν τα ίδια, όχι όμως εις την λάσπην αυτοί, αλλ' εις λάκκον γεμάτον άμμον την οποίαν τινάζουν ο ένας εις τον άλλον κ' επάνω των, ως πετεινοί, διά να πιάνωνται, υποθέτω, καλλίτερα εις τας συμπλοκάς, καθότι η άμμος αφαιρεί την ολισθηρότητα και το πιάσιμον εις το στεγνόν γίνεται ασφαλέστερον. Άλλοι όρθιοι και σκονισμένοι και αυτοί ορμούν ο είς εναντίον του άλλου και κτυπιούνται και λακτίζονται. Ένας από αυτούς φαίνεται ότι πτύει τα δόντια του μαζή με το αίμα και την άμμον που έχει γεμίσει το στόμα του του κακομοίρη. Ως βλέπεις, έφαγε γροθιά στο σαγώνι. Αλλά και ο άρχων ο οποίος παρίσταται, δεν τους χωρίζει και δεν τους διατάσσει να παύσουν το τσάκωμα—από το κόκκινον ένδυμά του συμπεραίνω ότι θα είνε κανείς από τους άρχοντας της πόλεως {38} — αλλ' εξ εναντίας τους παρακινεί και επαινεί εκείνον που εκτύπησε τον άλλον. Άλλοι εις άλλα μέρη ευρίσκονται εις μεγάλην κίνησιν και ενώ φαίνονται ότι τρέχουν, πηδούν και μένουν εις το αυτό μέρος ή πηδούν υψηλά και λακτίζουν τον αέρα. Θέλω λοιπόν να μάθω ποίον καλόν σκοπόν δύνανται να έχουν αυτά. Εις εμέ φαίνεται μάλλον ως τρέλλα το πράγμα και δεν θα δυνηθή κανείς εύκολα να με πείση ότι είνε στα καλά των αυτοί που τα κάνουν αυτά.
ΣΟΛΩΝ. Επόμενον είνε, Ανάχαρσι, να σου κάνουν τοιαύτην εντύπωσιν αυτά που γίνονται εδώ, διότι είνε διά σε παράξενα και πολύ διαφέρουν από τα Σκυθικά έθιμα, όπως και πολλά από εκείνα τα οποία διδάσκεσθε και συνειθίζετε σεις επόμενον είνε να φανούν αλλόκοτα και εις ημάς τους Έλληνας, αν κανείς από ημάς, όπως συ τώρα, έλθη εις την πατρίδα σου και τα ίδη. Αλλά μη ανησυχής, φίλε μου, διότι ούτε τρελλοί είνε αυτοί που βλέπεις, ούτε από έχθραν αλληλοκτυπούνται και κυλίονται εις την λάσπην ή σκονίζονται, αλλά το πράγμα έχει σκοπόν πρακτικόν και συγχρόνως τερπνόν και δίδει εις τα σώματα όχι μικράν ευρωστίαν και δύναμιν. Εάν δε κάμης, όπως ελπίζω, καιρόν εις την Ελλάδα, δεν θα βραδύνης να γίνης και συ ένας από τους λασπωμένους και σκονισμένους εκείνους• τόσον ευχάριστον και συγχρόνως ωφέλιμον θα σου φανή το πράγμα.
ΑΝΑΧ. Θεός φυλάξοι. Αυτά τα ωφέλιμα και τερπνά να τα κρατήσετε διά τον εαυτόν σας. Εμέ δε αν τολμήση κανείς να με μεταχεισθή με τοιούτον τρόπον, θα μάθη ότι δεν έχω για τα μάτια στο πλευρό μου τον ακινάκην. {39} Αλλά δεν μου λες τι όνομα δίδετε εις αυτά που γίνονται εδώ και τι θα πούμε ότι κάνουν αυτοί;
ΣΟΛΩΝ. Ο τόπος αυτός ονομάζεται γυμναστήριον και είνε αφιερωμένος εις τον Λύκειον Απόλλωνα. Βλέπεις δε εκεί και το άγαλμά του. Παρίσταται ακουμβημένος εις μίαν στήλην και εις μεν το αριστερό χέρι κρατεί το τόξον, εις δε το δεξιόν στηρίζει το κεφάλι του ως ν' αναπαύεται από κόπωσιν. Εκ των ασκήσεων δε εκείνη που γίνεται εις την λάσπην λέγεται πάλη• αλλά και εκείνοι που είνε εις την άμμον παλαίουν και αυτοί• οι άλλοι δε εκείνοι που αλληλοκτυπούνται όρθιοι λέγομεν ότι παγκρατιάζουν. Έχομεν δε και άλλας ασκήσεις, πυγμής, δίσκου και αλμάτων, των οποίων όλων προκηρύσσομεν αγώνας και όποιος νικήση θεωρείται άριστος μεταξύ των συμπολιτών του και λαμβάνει τα βραβεία.
ΑΝΑΧ. Τα δε βραβεία τι είνε;
ΣΟΛ. Εις μεν τους Ολυμπιακούς αγώνας είνε στέφανος από αγριελιάν, εις δε τα Ίσθμια από πεύκον• εις τα Νέμεα ο στέφανος, είνε πλεγμένος από σέλινα• εις τους Πυθικούς τα βραβεία είνε μήλα εκ των ιερών δένδρων του Απόλλωνος• ημείς δε εις τους Παναθηναϊκούς ως βραβεία δίδομεν έλαιον εκ της ιεράς ελαίας.{40} Αλλά διατί εγέλασες, Ανάχαρσι; Μήπως αυτά σου φαίνονται, ασήμαντα;
ΑΝΑΧ. Όχι, αλλά σπουδαιότατα και άξια διά να υπερηφανεύωνται διά την γενναιωδορίαν των εκείνοι που τα χορηγούν• και να δικαιολογούνται οι αγωνιζόμενοι διά να τ' αποκτήσουν. Πολύ λογικόν και φυσικόν διά μήλα και σέλινα να υποβάλλωνται εις τόσους κόπους και να κινδυνεύουν να πνιγούν και να τσακισθούν, ως να ήτο δύσκολον να προμηθευθή μήλα όποιος τα επιθυμεί, ή να στεφανωθή με σέλινον ή πεύκον, χωρίς διά τούτο να πασαλείψη το πρόσωπόν του με πηλόν, ούτε να λακτίζεται εις την κοιλιά υπό των ανταγωνιστών του.
ΣΟΛ. Αλλά, φίλε μου, ημείς δεν αποδίδομεν σημασίαν εις τα διδόμενα δώρα καθ' εαυτά. Διότι αυτά είνε σύμβολα της νίκης και χρησιμεύουν απλώς διά να φαίνεται ποίοι ενίκησαν αλλ' η δόξα η οποία τα παρακολουθεί, έχει την μεγαλειτέραν αξίαν διά τους νικητάς, και χάριν αυτής αξίζει και να λαμβάνουν λακτίσματα εκείνοι που επιδιώκουν διά των κόπων την καλήν φήμην• διότι ακόπως δεν αποκτάται, αλλά πρέπει όποιος την επιθυμεί αυτήν, να υποφέρη κατ' αρχάς πολλούς μόχθους και τότε μόνον να περιμένη το ωφέλιμον και το ευχάριστον ως καρπόν των κόπων.
ΑΝΑΧ. Δεν εννοώ, Σόλων, πώς ονομάζεις ωφέλιμον και ευχάριστον το ότι θα τους ίδουν όλοι στεφανωμένους και θα τους επαινέσουν διά την νίκην, αφού προηγουμένως τους ελεεινολογήσουν διά τα κτυπήματα, και πώς θα ευτυχήσουν διότι ως αμοιβήν των κόπων θα λάβουν μήλα και σέλινα.
ΣΟΛ. Σου είπα ότι δεν γνωρίζεις ακόμη τα δικά μας• αλλ' αφού περάση ολίγος καιρός, θ' αλλάξης γνώμην, όταν θα πηγαίνης εις τας πανηγύρεις και θα βλέπης τόσον πλήθος ανθρώπων συναθροιζόμενον διά να παρακολουθή αυτά τα αγωνίσματα και να γεμίζουν τα στάδια από μυριάδας θεατών, οι οποίοι θα επευφημούν τους αγωνιζομένους, εκείνος δ' εξ αυτών ο οποίος θα νικήση, να θεωρήται ίσος με θεόν.
ΑΝΑΧ. Αυτό ακριβώς, Σόλων, μου φαίνεται και το πλέον αξιοθρήνητον, ότι δεν θα παθαίνουν αυτά ενώπιον ολίγων, αλλ' ενώπιον τόσου πλήθους θεατών και μαρτύρων της προσβολής, εκείνων δηλαδή οι οποίοι θα τους επαινούν διότι θα τους βλέπουν καταιματωμένους ή πνιγομένους από τους αντιπάλους των διότι αυτά είνε τα ευτυχήματα τα οποία συντροφεύουν την νίκην των. Εις τον τόπον μας όμως ημών των Σκυθών εάν κανείς κτυπήση κανένα πολίτην ή πέση επάνω του και τον ρίψη κάτω ή του σχίση τα ενδύματα, του επιβάλλουν μεγάλας τιμωρίας οι γέροντες και αν τούτο συμβή ενώπιον ολίγων και όχι εις τόσον πολυάνθρωπα θέατρα, όπως μου παριστάς εκείνα που είνε εις τον Ισθμόν και την Ολυμπίαν. Δεν μου φαίνονται δε μόνον αξιολύπητοι οι αγωνισταί, αλλά και διά τους θεατάς, που, ως λέγεις, είνε οι καλλίτεροι εξ όλης της Ελλάδος, απορώ πώς αφήνουν τας εργασίας των και χάνουν τον καιρόν των εις τοιαύτα πράγματα. Διότι ουδέ τούτο δύναμαι να εννοήσω πώς τέρπονται να βλέπουν ανθρώπους να κτυπιούνται και να δέρνωνται, να ρίπτουν ο ένας τον άλλον κάτω και να σακατεύωνται.
ΣΟΛ. Αν ήτον, Ανάχαρσι, η εποχή των Ολυμπιακών, των Ισθμικών ή των Παναθηναϊκών αγώνων, τα ίδια τα πράγματα θα σ' εδίδασκαν ότι δεν αποδίδομεν εις μάτην σπουδαιότητα εις αυτά• διότι με λόγους δεν δύναται κανείς να σου δώση να αισθανθής την τέρψιν των εκεί γινομένων, όπως αν κάθεσαι ο ίδιος μεταξύ των θεατών και βλέπης την ανδρείαν των αγωνιστών και κάλλη σωμάτων και θαυμασίας ευρωστίας και τέχνην εξαίρετον και δύναμιν ακαταμάχητον και τόλμην και φιλοτιμίαν και ψυχικόν σθένος ακατανίκητον και προσπάθειαν αδάμαστον διά την νίκην. Είμαι δε βέβαιος ότι δεν θα έπαυες να επαινής, να επευφημής και να χειροκροτής.
ΑΝΑΧ. Και να γελώ, Σόλων, και να περιπαίζω• διότι όλα όσα ανέφερες, η ανδρεία, η ευρωστία, τα κάλλη και η τόλμη, βλέπω να εξαντλούνται χωρίς σπουδαίον λόγον, χωρίς ούτε η πατρίδα σας να κινδυνεύη, ούτε η χώρα σας να λεηλατήται, ούτε φίλοι ή συγγενείς σας να σύρωνται εις αιχμαλωσίαν. Ώστε τόσον γελοιωδέστεροι θα είνε, αφού, ως λέγεις, είνε άριστοι άνδρες, να υποβάλλωνται άδικα εις τόσους κινδύνους και ταλαιπωρίας και να καταισχύνουν το κάλλος και την ανδρείαν με το λασποκύλημα και τα μελανιάσματα των κτυπημάτων, διά να λάβουν μήλον και αγριελιάν εάν νικήσουν. Διότι δεν μπορώ να τα λησμονήσω αυτά τα αστεία βραβεία. Αλλά δεν μου λες όλοι οι αγωνισταί τα λαμβάνουν;
ΣΟΛ. Όχι, μόνον ένας εξ όλων, εκείνος ο οποίος αναδεικνύεται πρώτος.
ΑΝΑΧ. Λοιπόν, Σόλων, διά τοιαύτην αβεβαίαν και αμφίβολον νίκην τόσο κοπιάζουν, ενώ γνωρίζουν ότι πάντοτε ένας θα είνε ο νικητής, οι δε νικημένοι πλήθος, οι οποίοι χωρίς κανέν όφελος θα κτυπηθούν ή και θα πληγωθούν;
ΣΟΛ. Φαίνεται, Ανάχαρσι, ότι ποτέ δεν εσκέφθης πώς πρέπει να είνε η καλή πολιτεία, άλλως δεν θα κατηγόρεις τα καλλίτερα των εθίμων. Αν δέ ποτε θελήσης να μάθης πώς καλλίτερα δύναται να διοικηθή μία πόλις και πώς οι πολίται της δύνανται να γίνουν άριστοι, θ' αναγνωρίσης τότε και το ωφέλιμον των ασκήσεων τούτων και θα επιδοκιμάσης την σπουδαιότητα την οποίαν αποδίδομεν εις αυτάς• και θα μάθης ότι πολύ το χρήσιμον υπάρχει εις αυτούς τους κόπους, οίτινες σήμερον σου φαίνονται ματαιοπονία.
ΑΝΑΧ. Και βέβαια, Σόλων, δεν ήλθα εδώ δι' άλλο τίποτε από την Σκυθίαν, δεν διέτρεξα τόσην ξηράν και δεν επέρασα την τρικυμιώδη Μαύρην Θάλασσαν παρά διά να μάθω τους νόμους των Ελλήνων και σπουδάσω τα έθιμά σας και μελετήσω το καλλίτερον πολίτευμα. Διά τούτο και σε μεταξύ όλων των Αθηναίων εδιάλεξα ως φίλον και επροτίμησα την φιλοξενίαν σου, καθότι άκουσα να φημίζεσαι ότι και νόμους έγραψες και των αρίστων εθίμων και έργων έγινες εισηγητής και εν γένει ότι είσαι σοφός εις το να καταρτίσης ένα πολίτευμα. Ώστε έχω όλην την όρεξιν να διδαχθώ από σε και να γίνω μαθητής σου• και ευχαρίστως θα κάθωμαι πλησίον σου νηστικός και διψασμένος διά να σε ακούω με στόμα ανοικτόν όσην ώραν θα εξακολουθής να μου ομιλής περί πολιτείας και νόμων.
ΣΟΛ. Δεν είνε εύκολον, φίλε μου, να ομιλήση κανείς διά μιας, περί όλων αυτών. Πρέπει να ομιλήσωμεν διά κάθε θέμα χωριστά και ούτω βαθμηδόν θα μάθης τι ιδέας και νόμους έχομεν περί θεών, περί γονέων, περί γάμων και λοιπών. Θα περιορισθώ λοιπόν σήμερον να σου αναπτύξω τας ιδέας μας περί της ανατροφής των νέων και πώς τους μεταχειριζόμεθα, όταν αρχίσουν να εννοούν το καλόν και να δυναμόνουν σωματικώς και να δύνανται να υποφέρουν κόπους. Ούτω θα μάθης διά ποίον σκοπόν ωρίσαμεν δι' αυτούς αυτάς τας ασκήσεις και τους αναγκάζομεν να υποβάλλωνται εις σωματικούς κόπους, όχι μόνον χάριν των αγώνων, διά να κατορθόνουν να λαμβάνουν τα άθλα — διότι εις αυτά πολύ ολίγοι εξ όλων φθάνουν—αλλά διότι εκ τούτων και αυτοί και η πόλις αποκτούν κάτι μεγαλείτερον και πολυτιμώτερον. Υπάρχει και άλλος κοινός αγών δι' όλους τους καλούς πολίτας και στέφανος όχι από πεύκον ή αγριελιάν ή σέλινα, αλλά περί του πώς δύνανται να ευδαιμονήσουν οι άνθρωποι, δηλαδή πώς να εξασφαλισθή η ελευθερία ενός εκάστου και της κοινής πατρίδος, ο πλούτος, η δόξα και η απόλαυσις των εορτών τας οποίας οι πατέρες μας έχουν καθιερώσει, και η διάσωσις των ανηκόντων εις έκαστον, εν γένει δε τα κάλλιστα αγαθά τα οποία δύναται κανείς να ζητήση παρά των θεών. Όλα αυτά είνε πλεγμένα ομού εις τον στέφανον και τα κερδαίνομεν εις τον αγώνα, εις τον οποίον αυταί αι ασκήσεις και οι κόποι φέρουν.
ΑΝΑΧ. Απορώ πώς, αφ' ού είχες να μου αναφέρης τοιαύτα και τόσον σπουδαία άθλα, μου ωμίλεις περί μήλων και σελίνων, περί κλάδων ελιάς και πεύκου.
ΣΟΛ. Αλλ' ουδ' αυτά θα σου φάνουν μικρά άμα εννοήσης τι θέλω να είπω. Διότι εκ της αυτής σκέψεως προέρχονται και είνε όλα αυτά μικρά μέρη του μεγαλειτέρου εκείνου αγώνος και του ανεκτιμήτου στεφάνου τον οποίον ανέφερα. Αλλά δεν γνωρίζω πώς η ομιλία με παρέσυρε και ωμίλησα πρώτα περί των γινομένων εις τον Ισθμόν, εις την Ολυμπίαν και την Νεμέαν. Δεν είνε όμως δύσκολον, αφ'ού και ασχολίαν δεν έχομεν και συ, ως λέγεις, είσαι πρόθυμος ν' ακούσης, να επανέλθωμεν εις την αρχήν και τον κοινόν αγώνα, διά τον οποίον, ως είπα, γίνονται όλα αυτά.
ΑΝΑΧ. Αυτό είνε το καλλίτερον, Σόλων, και ούτω η συζήτησίς μας θα προχωρήση μεθοδικώτερα και ίσως ταχύτερα θα πεισθώ να μη γελώ αν ίδω κανένα από τους αγωνιστάς σας να υπερηφανεύεται διότι εστεφανώθη με αγριελιάν ή με σέλινον. Αλλ' αν θέλης, ας πάμε εις εκείνο το σκιασμένον μέρος και ας καθήσωμεν εις τα πέτρινα καθίσματα, διά να μη μας ενοχλούν η φωνές εκείνων που παρακολουθούν την πάλην. Έπειτα πρέπει και να ομολογήσω ότι μ' ενοχλεί πολύ και ο ήλιος, όπως μούρχεται φλογερός στο γυμνό κεφάλι• διότι ενόμισα ότι έπρεπε ν' αφήσω το σκιάδι μου στο σπίτι, διά να μη φαίνωμαι μόνος εγώ μεταξύ σας διαφορετικός εις την ενδυμασίαν. Διερχόμεθα την θερμοτέραν εποχήν του έτους, όταν το άστρον, που σεις ονομάζετε κύνα, κατακαίει τα πάντα και ξηραίνει τον αέρα• επειδή δε είνε και μεσημέρι και ο ήλιος βρίσκεται πάνω από τα κεφάλια μας, δίδει ανυπόφορη κάψα. Δι' αυτό και θαυμάζω με σένα πώς, ενώ είσαι ηλικιωμένος άνθρωπος, ούτε ιδρόνεις, όπως εγώ, ούτε φαίνεσαι να ενοχλήσαι και δεν ζητείς σκιάν διά να προφυλαχθής, αλλά δέχεσαι τον ήλιον ατάραχος.
ΣΟΛ. Αυτοί οι μάταιοι κόποι, Ανάχαρσι, τα συχνά κυλίσματα εις την λάσπην και αι κακοπάθειαι εις την άμμον και εις τον ανοικτόν αέρα μας δίδουν αυτήν την δύναμιν να μη φοβούμεθα του ηλίου τα βέλη• και δεν έχομεν ανάγκην πίλου, όστις να εμποδίζη τας ακτίνας να φθάνουν μέχρι της κεφαλής. Αλλά πάμε. Δεν εννοώ δε να ακούσης ως νόμους και να πιστεύσης χωρίς αντίρρησιν αυτά που θα σου πω• αλλ' οσάκις νομίσης ότι λέγω τίποτε που δεν είνε σωστό ν' αντιλέγης αμέσως και να με διορθόνης. Διότι τοιουτοτρόπως θα συμβή έν εκ των δύο• ή συ θα πεισθής καλλίτερα αφού εξαντλήσης όλας σου τας αντιρρήσεις ή εγώ θ' αναγνωρίσω ότι αι ιδέαι μου δεν είνε ορθαί. Και διά τούτο όλη η πόλις θα σου γνωρίζη την μεγαλειτέραν χάριν• διότι όσον περισσότερον με διδάξης και με μεταπείσης προς το καλλίτερον, τόσον περισσότερον θα ωφελήσης την πόλιν. Διότι εγώ δεν θα κρύψω τίποτε από τους συμπολίτας μου, αλλ' ευθύς θα το καταστήσω κοινόν. Θ' ανέβω εις την Πνύκα και θα είπω προς όλους• Άνδρες Αθηναίοι, σας έκαμα τους νόμους τους οποίους ενόμιζα ότι θ' αποβούν περισσότερον ωφέλιμοι εις την πόλιν αλλ' ο ξένος αυτός—και θα δείξω εσένα, Ανάχαρσι — είνε μεν Σκύθης, αλλά σοφός, και μ' έκαμε ν' αλλάξω γνώμας και μ' εδίδαξεν άλλα καλλίτερα και θετικώτερα πράγματα• ώστε προτείνω να τον ανακηρύξετε ευεργέτην σας και να του στήσετε χάλκινον ανδριάντα πλησίον των Επωνύμων{41} ή της Αθηνάς εις την πόλιν. Και να είσαι βέβαιος ότι δεν θα εντραπή η πόλις των Αθηναίων να διδαχθή παρά βαρβάρου και ξένου πράγματα ωφέλιμα.
ΑΝΑΧ. Αυτό θα είνε εκείνο που άκουα να λέγουν για σας τους Αθηναίους, ότι ομιλείτε με ειρωνείαν. Διότι πώς είνε δυνατόν εγώ άνθρωπος που ζω νομαδικήν ζωήν και πλανώμαι από μέρους εις μέρος, που επέρασα την ζωήν μου πάνω στ' αμάξι και δεν έχω κατοικίαν και ούτ' εκατοίκησα, ούτε είδα ποτέ μου έως τώρα πόλιν, να ομιλήσω περί του πώς πρέπει να κυβερνηθή καλά μία πόλις και να δώσω μαθήματα εις ανθρώπους αυτόχθονας, που κατοικούν από τόσον καιρόν εις αυτήν την αρχαιοτάτην πόλιν; Πώς είνε δυνατόν να δώσω μαθήματα μάλιστα εις εσένα, Σόλων, που, ως λέγεται, το έχεις κάμει από τη νεότητά σου έργον και σπουδήν πώς πρέπει να κυβερνάται μία πόλις και ποίοι νόμοι δύνανται να συντελέσουν εις την ευτυχίαν της; Λοιπόν δεν μπορώ παρά να σε ακούσω με πεποίθησιν, ως νομοθέτην, και θα κάμω παρατηρήσεις εις ό,τι νομίσω από τα λεγόμενά σου ότι δεν είνε σωστό, μόνον και μόνον διά να εννοήσω καλλίτερα. Και τώρα είμεθα καλά που εφύγαμεν από τον ήλιον και ήλθαμεν εις το σκιασμένον μέρος• έχομεν δε και καθίσματα αναπαυτικά και κατάλληλα αυτές τις κρύες πέτρες. Λέγε μου λοιπόν τώρα από την αρχήν, διατί άμα οι νέοι εξέλθουν από την παιδικήν ηλικίαν, αρχίζετε να τους γυμνάζετε εις τους κόπους και πώς από την λάσπην και τας ασκήσεις αυτάς γίνονται εξαίρετοι πολίται και κατά τι το σκόνισμα και η κουτρουβάλες συντελούν διά να γίνουν ανδρείοι και ενάρετοι. Διότι αυτό ίσα ίσα επιθυμούσα από την αρχήν να μάθω. Τα άλλα θα μου τα πης κατόπιν καθένα με τη σειρά του και στην ώρα του. Αλλά να μη λησμονής Σόλων, ότι μιλάς σ' ένα βάρβαρον• εννοώ δηλαδή να μη μου λες μπλεγμένα και πολλά, διότι φοβούμαι ότι όσο να καταλάβω τα ύστερα θα λησμονώ τα πρώτα.
ΣΟΛ. Συ, Ανάχαρσι, θα κανονίσης καλλίτερα το πράγμα αν, όπου τα λεγόμενα σου φαίνονται δυσκολονόητα ή ότι οι λόγοι τραβούν εις πολύ μάκρος, με διακόπτης και κάνης τας παρατηρήσεις που θέλεις. Εάν όμως τα λεγόμενα δεν είνε έξω του θέματος και δεν απομακρύνωνται από τον σκοπόν μας, δεν πειράζει, μου φαίνεται, και αν είνε μακρά. Ούτω γίνεται και εις την βουλήν του Αρείου Πάγου, η οποία δικάζει εδώ τας ποινικάς υποθέσεις. Όταν οι Αρειοπαγίται ανεβαίνουν εις τον βράχον και συνεδριάζουν διά να δικάσουν κανένα φόνον ή τραύμα εκ προμελέτης ή πυρκαϊάν, δίδουν τον λόγον και εις τους δύο διαδίκους και ομιλούν ο είς μετά τον άλλον, ο μεν κατηγορών, ο δε απολογούμενος ή διορίζουν δικηγόρους διά να ομιλήσουν αντ' αυτών. Εφ' όσον δε περιορίζονται εις το θέμα, οι δικασταί τους ακούουν ήσυχοι και τους αφήνουν να εξακολουθούν• αλλ' αν κανείς εκ των διαδίκων κάμη προοίμιον διά να διαθέση ευνοϊκώς υπέρ αυτού τους δικαστάς ή αν επιχειρήση να κινήση οίκτον ή αγανάκτησιν διά μέσων απατηλών από εκείνα τα οποία πολλά επινοούν οι ρήτορες διά να κερδίσουν την ψήφον των δικαστών, παρευθύς πλησιάζει ο κήρυξ και επιβάλλει σιωπήν. Δεν επιτρέπει να φλυαρούν προς το δικαστήριον και να επισκοτίζουν την αλήθειαν με τους λόγους, αλλά πρέπει οι Αρεοπαγίται να βλέπουν γυμνά τα πράγματα. Ώστε και σένα τώρα, Ανάχαρσι, σε κάνω εγώ Αρεοπαγίτην και κατά τον νόμον του δικαστηρίου μου άκουε και διάτασσε σιωπήν, οσάκις νομίσης ότι καταχρώμαι την ανοχήν σου• αλλ' εφ' όσον ομιλώ εντός του θέματος, ας μου επιτραπή και να μακρύνω την ομιλίαν. Άλλως τε τώρα είμεθα εις πυκνήν σκιάν και η παράτασις της συνδιαλέξεως δεν θα είνε κουραστική, όπως όταν ήμεθα εις τον ήλιον, και εργασίαν δεν έχομεν.
ΑΝΑΧ. Πολύ σωστά αυτά, Σόλων, και από τώρα σου γνωρίζω όχι ολίγην χάριν, διότι εν τω μεταξύ μου έμαθες και τι γίνεται εις τον Άρειον Πάγον. Και αληθινά είνε αξιοθαύμαστα αυτά και άξια καλών και εναρέτων δικαστών, οίτινες εννοούν να δικάζουν σύμφωνα με την αλήθειαν. Και τώρα λοιπόν λέγε, και εγώ ο Αρεοπαγίτης — αφού αυτό το αξίωμα μου έδωκες — θα σε ακροασθώ κατά τον τρόπον του Δικαστηρίου εκείνου.
ΣΟΛ. Εν πρώτοις πρέπει να σου είπω συντόμως τι ιδέας έχομεν περί πόλεως και πολιτών. Πόλιν ημείς δεν νομίζομεν τας οικοδομάς, όπως τα τείχη, τους ναούς και τους ναυστάθμους. Αυτά αποτελούν σώμα σταθερόν και ακίνητον, το οποίον χρησιμεύει εις ασφαλή διαμονήν των πολιτών• εις τούτους δε αποδίδομεν όλην την σημασίαν της πόλεως• διότι αυτοί την πληρούν και την διευθύνουν και εκτελούν παν ό,τι γίνεται και την φυλάττουν• είνε με άλλους λόγους όπως η ψυχή εις το σώμα εκάστου εξ ημών. Με αυτήν την ιδέαν φροντίζομεν, ως βλέπεις, και διά το σώμα της πόλεως και το κατακοσμούμεν, ώστε να φαίνεται όσον το δυνατόν ωραιότερον, εσωτερικώς με οικοδομήματα και απ' έξω με τείχη τα οποία το περιφράσσουν προς μεγαλειτέραν ασφάλειαν. Αλλά κυρίως και απαραιτήτως φροντίζομεν ώστε οι πολίται να γίνωνται ενάρετοι κατά τας ψυχάς και δυνατοί κατά τα σώματα• διότι οι τοιούτοι και εν καιρώ ειρήνης θα είνε καλοί πολίται και θα συντελούν προς το κοινόν συμφέρον και εν καιρώ πολέμου θα δύνανται να σώσουν την πόλιν και να διατηρήσουν την ελευθερίαν αυτής και την ευτυχίαν. Την πρώτην ανατροφήν των αναθέτομεν εις τας μητέρας, εις τροφούς και παιδαγωγούς, διά να τους εισάγουν εις τον δρόμον της αρετής και των ευγενών τρόπων. Όταν δε αρχίσουν να εννοούν τα καλά και τα πρέποντα και αναπτύσσεται εις τας ψυχάς των η εντροπή, ο φόβος και η ευγενής φιλοδοξία, συγχρόνως δε τα σώματά των έγιναν στερεώτερα και δυνατώτερα και φαίνωνται ικανά να υποφέρουν κόπους, τους παραλαμβάνομεν και προσθέτομεν εις την ανατροφήν των άλλα μαθήματα διά τας ψυχάς των και άλλας ασκήσεις διά τα σώματά των, ώστε να συνειθίζουν εις τας κακοπαθείας. Δεν ενομίσαμεν ότι πρέπει ν' αρκεσθώμεν εις ό,τι έκαστος είνε εκ φύσεως είτε κατά το σώμα είτε κατά την ψυχήν, αλλά τους υποβάλλομεν εις μαθήματα και εκπαίδευσιν, ούτως ώστε και όσοι είνε εκ φύσεως καλοί να γίνωνται καλλίτεροι και όσοι δεν είνε καλοί να βελτιούνται. Μιμούμεθα τους γεωργούς, οι οποίοι εφ' όσον μεν τα φυτά είνε μικρά και τρυφερά, τα σκεπάζουν και τα περιφράσσουν διά να μη τα βλάπτουν οι άνεμοι• άμα δε μεστώση το βλάστημα, το κλαδεύουν και το παραδίδουν εις τους ανέμους να το σαλεύουν και το ταράσσουν και ούτω τα κάνουν καρπιμώτερα. Τας ψυχικάς λοιπόν δυνάμεις εξεγείρομεν κατ' αρχάς με την μουσικήν και την αριθμητικήν και διδάσκομεν τους νέους γράμματα να τα γράφουν και να τα απαγγέλλουν μεγαλοφώνως. Όταν δε προοδεύσουν, διδάσκομεν αυτούς γνώμας και πράξεις παλαιών και σοφών ανδρών και διηγήσεις ωφελίμους στιχουργημένας διά να τας απομνημονεύουν ευκολώτερον. Αυτοί δε ακούοντες ανδραγαθήματα και πράξεις ενδόξους, αρχίζουν να τας ζηλεύουν ολίγον κατ' ολίγον και κινούνται προς μίμησιν, διά να εγκωμιάζωνται και θαυμάζωνται και αυτοί υπό των μεταγενεστέρων, όπως ο Ησίοδος και ο Όμηρος έψαλλαν την δόξαν των παλαιών ηρώων. Όταν πλησιάζουν προς την ηλικίαν κατά την οποίαν θ' αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα και θα λάβουν μέρος εις την διαχείρησιν των κοινών —αλλ' αυτά ίσως είνε έξω του θέματος, διότι δεν επρόκειτο να είπωμεν διατί εξασκούμεν τας ψυχάς των, αλλά διατί τους υποβάλλομεν εις τους κόπους των σωματικών ασκήσεων, ώστε μόνος μου επιβάλλω εις τον εαυτόν μου σιωπήν, χωρίς να περιμένω τον κήρυκα, ούτε σε τον Αρεοπαγίτην, ο οποίος από εντροπήν, υποθέτω, με ανέχεσαι να φλυαρώ επί τόσην ώραν έξω του προκειμένου.
ΑΝΑΧ: Ειπέ μου, Σόλων, εις εκείνους οι οποίοι δεν λέγουν εις τον Άρειον Πάγον τα πλέον αναγκαία, αλλά τα αποσιωπούν, δεν επιβάλλει η βουλή κανένα πρόστιμον;
ΣΟΛ. Διατί μ' ερωτάς αυτό; Δεν είνε δυνατόν να το γνωρίζουν οι
Αρεοπαγίται.
ΑΝΑΧ. Διότι παραλείπεις τα καλλίτερα και εκείνα τα οποία θα είνε εις εμέ τα πλέον ευχάριστα ν' ακούσω, δηλαδή τα αφορώντα την ψυχήν, και εννοείς να περιορισθής εις τα ολιγώτερον αναγκαία, δηλαδή εις τας ασκήσεις και τα γυμνάσια των σωμάτων.
ΣΟΛ. Αλλ' ενθυμούμαι, φίλε μου, τι είπαμεν εξ αρχής και δεν θέλω να είπω πολλά και περί πολλών, διά να μη σε σκοτίσω και σου φέρω εις σύγχυσιν την μνήμην. Αλλ' όμως θα ομιλήσω και δι' αυτά συντόμως όσον το δυνατόν• διότι διά να γίνη περί αυτών ακριβής λόγος, πρέπει ιδικώς να ομιλήσωμεν περί αυτών. Διά να μορφώνωμεν λοιπόν τους χαρακτήρας και τα ήθη των νέων, τους διδάσκομεν τους κοινούς νόμους, οι οποίοι είνε με μεγάλα γράμματα γραμμένοι και εκτεθειμένοι εις δημόσια μέρη, ώστε να δύνανται όλοι να τους αναγινώσκουν, και ορίζουν ποία πρέπει να πράττωμεν και ποία ν' αποφεύγωμεν και τους παραδίδομεν εις την διδασκαλίαν χρηστών ανθρώπων, από τους οποίους μανθάνουν να λέγουν τα πρέποντα και να πράττουν τα δίκαια και να φέρωνται προς αλλήλους ως ίσοι και να μη επιθυμούν τα κακά, αλλά να επιδιώκουν τα καλά, ν' αποφεύγουν δε εις όλα την βίαν και αυθαιρεσίαν. Τους διδασκάλους δε τούτους ονομάζομεν σοφιστάς και φιλοσόφους. Αλλά και εις το θέατρον οδηγούμεν τους νέους και τους διδάσκομεν δημοσία διά των κωμωδιών και τραγωδιών, εις τας οποίας βλέπουν αρετάς και κακίας παλαιών ανθρώπων, και ούτω συνειθίζουν ώστε τας μεν κακίας ν' αποφεύγουν, προς δε τας αρετάς να ρέπουν. Διά τούτο και επιτρέπομεν εις τους κωμωδούς να εμπαίζουν και να κατηγορούν τους πολίτας, τους οποίους βλέπουν ότι πράττουν αισχρά και ανάξια διά την πόλιν. Τούτο δε και δι' αυτούς είνε καλόν, διότι κατακρινόμενοι γίνονται καλλίτεροι, και διά τους άλλους, διότι τους κάμνει να φοβούνται και να προσέχουν μήπως πάθουν τα όμοια.
ΑΝΑΧ. Τους είδα, Σόλων, αυτούς τους οποίους λέγεις κωμωδούς και τραγωδούς, αν είνε εκείνοι οι οποίοι φορούν βαρειά και υψηλά υποδήματα, έχουν στολισμένον το ένδυμά των με χρυσάς ταινίας και φορούν εις την κεφαλήν περικεφαλαίας γελοιωδεστάτας και πολύ πλατείας, οι οποίοι ομιλούν μεγαλοφώνως και δεν γνωρίζω πώς κατορθώνουν να περιπατούν ασφαλώς με εκείνα τα υποδήματα. Νομίζω δε ότι τότε η πόλις εώρταζε τα Διονύσια. Οι κωμωδοί είνε πλέον κοντοί από εκείνους και βαδίζουν χαμηλώτερα και ανθρωπινότερα και φωνάζουν ολιγώτερον, αλλά φορούν κράνη πολύ κωμικώτερα, διά τούτο δε και όλοι που ήσαν εις το θέατρον, εγελούσαν δι' αυτούς. Εκείνους όμως τους υψηλούς τους ήκουον όλοι σκυθρωποί• τους ελυπούντο, υποθέτω, διότι τους έβλεπαν να σύρουν τοιαύτα βάρη ωσάν κατάδικοι.
ΣΟΛ. Δεν ελυπούντο αυτούς, φίλε μου, αλλά θα παριστάνετο ίσως το έργον κανενός ποιητού ο οποίος διηγείτο προς τους θεατάς καμμίαν αρχαίαν συμφοράν και έλεγε θλιβερά πράγματα, τα οποία επροκάλουν τα δάκρυα των ακροατών. Θα είδες δε και μερικούς οι οποίοι έπαιζαν αυλόν και άλλους οι οποίοι συγχρόνως έψαλλαν σχηματίζοντες κύκλον. Ουδέ αυτά τα άσματα και τα αυλήματα, Ανάχαρσι, είνε άσκοπα και ανωφελή• διότι δι' όλων αυτών και άλλων παρομοίων παροτρύνομεν τας ψυχάς και τας κάμνομεν καλλιτέρας.
Τα δε σώματα, διά να έλθωμεν εις εκείνο το οποίον κυρίως επεθύμεις ν' ακούσης, γυμνάζομεν ως εξής. Όταν πλέον δεν είνε τρυφερά και εντελώς αμέστωτα, όπως είπα, κατά πρώτον τα γυμνώνομεν και τα συνειθίζομεν εις τον αέρα όλων των εποχών του έτους, ούτως ώστε μήτε η ζέστη να τα ενοχλή, μήτε από το ψύχος να καταβάλλωνται, έπειτα δε τα αλείφομεν με έλαιον και τα τρίβομεν δυνατά, διά να γίνωνται ευτονώτερα• διότι θα ήτο παράλογον να νομίζωμεν ότι τα δέρματα, όταν αλειφθούν με έλαιον και τριφθούν, σχίζονται δυσκολώτερα και γίνονται διαρκέστερα, μολονότι ήδη είναι νεκρά, το δε σώμα, το οποίον είναι ακόμη ζωντανόν, δεν γίνεται καλλίτερον υπό του ελαίου. Επενοήσαμεν δε διάφορα γυμνάσια και διωρίσαμεν διδασκάλους εκάστου εξ αυτών και άλλους μεν διδάσκομεν ν' αγωνίζωνται εις την πυγμαχίαν, άλλους δε εις το παγκράτιον, ώστε να συνειθίζουν και τους κόπους να υποφέρουν και να μη φοβούνται τα κτυπήματα, ούτε να υποχωρούν διά τον φόβον των πληγών. Εκ τούτου έχομεν δύο αποτελέσματα ωφελιμώτατα• οι νέοι γίνονται εις τους κινδύνους ορμητικοί και άφοβοι και συγχρόνως εύρωστοι και δυνατοί. Εκείνοι δε που βλέπεις να παλαίουν σκυμμένοι, μανθάνουν και να πίπτουν με ασφάλειαν και να σηκώνωνται ευκόλως και ν' αντέχουν εις ωθισμούς και περισφίγξεις και λυγισμούς και πιέσεις του λαιμού και να δύνανται να υψώνουν και να κρατούν υψηλά τον αντίπαλον. Δεν είνε δε και αυτά περιττά, αλλά δίδουν έν μέγα και κυριώτατον πλεονέκτημα• τα σώματά των αποκτούν αντοχήν και δύναμιν αλλ' έχουν και άλλην ωφέλειαν όχι μικράν• αποκτούν πείραν ήτις θα χρησιμεύση εις αυτούς εις τον πόλεμον διότι είναι φανερόν ότι ο κατ' αυτόν τον τρόπον γυμνασμένος, εάν συμπλακή προς εχθρόν, ευκολώτερα θα τον καταρρίψη με υποσκελισμόν, και, αν πέση, θα δυνηθή ευκολώτατα να ανασηκωθή. Διότι όλα αυτά, Ανάχαρσι, εις εκείνον τον σκοπόν αποβλέπουν, τον πόλεμον, και νομίζομεν ότι οι ασκηθέντες κατ' αυτόν τον τρόπον θα γίνουν πολύ καλλίτεροι διά τον πόλεμον όταν προηγουμένως καταμαλάξωμεν γυμνά τα σώματά των και τα εξασκήσωμεν, γίνονται ρωμαλεώτερα και δυνατώτερα, δι' αυτούς μεν ελαφρά και νευρώδη, διά δε τους αντιπάλους βαρεία και δυσκίνητα. Εύκολον να εννοήσης, υποθέτω, τι θα είνε με τας πανοπλίας αυτοί οι οποίοι και γυμνοί δύνανται να προξενήσουν φόβον εις τους εχθρούς και οι οποίοι δεν επιδεικνύουν πολυσαρκίαν πλαδαράν και λευκήν ή ισχνότητα ωχράν, όπως είνε των γυναικών τα σώματα, τα οποία μαραίνονται εις την σκιάν και τρέμουν και περιλούονται αμέσως υπό ιδρώτος και ασθμαίνουν υπό την περικεφαλαίαν, μάλιστα εάν ο ήλιος καίη όπως τώρα. Εις τι δύνανται να χρησιμεύσουν αν διψούν και δεν δύνανται να υποφέρουν τον κονιορτόν και ταράσσωνται αν ίδουν αίμα και αποθνήσκουν πριν να φθάσουν εντός βολής και συμπλακούν με τους εχθρούς; Αυτοί δε οι δικοί μας είνε κόκκινοι και χρωματισμένοι υπό του ηλίου και αρρενωποί, με το ήθος θαρραλέον και θερμόν και ανδρικόν. Και έχουν τόσην ευεξίαν, ώστε ούτε ζαρωμένοι, ούτε οστεώδεις είνε, ούτε υπερβολικάς σάρκας έχουν, αλλ' είνε σύμμετροι, διότι, το περιττόν και άχρηστον μέρος των σαρκών αποβάλλουν με τους ιδρώτας• εκείνο δε το οποίον δίδει δύναμιν και τόνον διαφυλάττουν καθαρόν από κάθε νοσηρόν στοιχείον• ό,τι γίνεται κατά το λίκμισμα του σίτου, τούτο γίνεται και εις τα σώματα με τας ασκήσεις• τα άχυρα και η σκόνη απορρίπτονται, ο δε καρπός χωρίζεται και συσσωρεύεται καθαρός.
Ούτω και η υγεία διατηρείται και η αντοχή εις τους κόπους είνε μακρά• ο κατ' αυτόν τον τρόπον γυμνασμένος αργότερα από κάθε άλλον θα ιδρώση και σπανιώτερα θα ασθενήση. Και διά να επανέλθω εις το παράδειγμα του λικμίσματος, αν κανείς βάλη φωτιά εις τον σίτον και εις το άχυρον αυτού, νομίζω ότι πολύ ταχύτερα θ' ανάψη το άχυρον, ο δε σίτος δεν θ' αναφλεχθή διά μιας, αλλ' ολίγον κατ' ολίγον• δεν θ' αναδώση μεγάλην φλόγα, αλλ' αφού επί τινα ώραν καπνίση, θα καή επιτέλους και αυτός. Ούτε νόσημα λοιπόν, ούτε κόπος δύναται να καταβάλη εύκολα τοιούτον σώμα, διότι και τα εσωτερικά είνε καλά παρασκευασμένα προς αντοχήν και τα εξωτερικά είνε πολύ καλά και δυνατά φραγμένα ώστε μήτε να δύναται να εισέλθη μήτε να δύναται να μείνη είτε ζέστη, είτε ψύχος, τα οποία να βλάψουν το σώμα. Όταν δε εκ των κόπων επέρχεται εξάντλησις, η εσωτερική ζωτικότης, η οποία προ πολλού έχει παρασκευασθή και αποταμιεύεται διά παρουσιασθησομένην ανάγκην, έρχεται και διαχύνεται εις τα μέλη και δίδει εις αυτά νέαν ακμήν και καθιστά τους άνδρας περισσότερον ακαταπονήτους• διότι η μεγάλη προπόνησις και η άσκησις εις τους κόπους δεν καταναλίσκει την δύναμιν, αλλά την αυξάνει• όσον δε αναρριπίζεται, τόσον περισσοτέρα γίνεται.
Αλλά και εις το τρέξιμον τους γυμνάζομεν, ούτως ώστε και εις τον πολύν δρόμον ν' αντέχουν και εις τον ολίγον να είνε ταχύτατοι και ελαφροί. Και δεν τρέχουν επί στερεού εδάφους, το οποίον να παρέχη αντίστασιν, αλλ' εις άμμον βαθείαν, όπου το πόδι δεν ευρίσκει στερεάν βάσιν, αλλά βυθίζεται, διότι η άμμος φεύγει υπό την πίεσίν του. Τους γυμνάζομεν επίσης να δύνανται να πηδούν τάφρον, εάν παρουσιασθή ανάγκη, ή και άλλο εμπόδιον, και όταν ασκούνται εις τούτο, κρατούν συγχρόνως εις τα χέρια των μολύβδινα βάρη. Έπειτα αμιλλώνται εις το να ρίπτουν κατά μήκος το ακόντιον. Είδες δε εις το γυμναστήριον και ένα άλλο όργανον χάλκινον και στρογγυλόν, ομοιάζον με μικράν ασπίδα, χωρίς λαβήν και λουριά. Εδοκίμασες να το σηκώσης και σου εφάνη βαρύ και δυσκολόπιαστον, ένεκα της λειότητός του. Αυτό το ρίπτουν εις ύψος και εις μήκος, φιλοτιμούμενοι ποίος να το ρίψη μακρύτερα και περάση τους άλλους• ο κόπος δε αυτός δυναμώνει τους ώμους και δίδει τόνον εις τα άκρα των.
Η δε λάσπη και η σκόνη, τα οποία εξ αρχής σου εφάνησαν γελοιωδέστερα, άκουσε, αγαπητέ, εις τι χρησιμεύουν. Πρώτον διά να πίπτουν εις τα μαλακά και όχι εις σκληρόν έδαφος• έπειτα και τα σώματά των γίνονται ολισθηρότερα όπως ιδρώνουν μέσα εις τον πηλόν, διά το οποίον και συ τους παρωμοίασες με χέλια. Δεν είνε δε και τούτο περιττόν και γελοίον, αλλά συντελεί όχι ολίγον εις το να γίνωνται δυνατώτεροι και νευρωδέστεροι, αφού ούτω αναγκάζονται να καταβάλλουν μεγάλην δύναμιν, διά να συλλαμβάνουν ο είς τον άλλον και να συγκρατούνται, όπως είνε τόσον ολισθηροί. Και μη σου φαίνεται ότι είνε μικρόν και εύκολον να σηκώσης ένα εκ του πηλού ιδρωμένον και αλειμμένον με έλαιον, ενώ αυτός καταβάλλει προσπάθειαν να διαφύγη από τα χέρια σου. Όλα δε αυτά, ως είπα προηγουμένως, χρησιμεύουν εις τους πολέμους, όταν παρίσταται ανάγκη είτε φίλον πληγωθέντα να σηκώσουν ή και εχθρόν συλληφθέντα να κρατήσουν και τον μεταφέρουν σηκωτόν. Και διά τούτο τους γυμνάζομεν πολύ εις τα δυσκολώτερα και επιπονώτερα, ώστε να δύνανται ευκολώτερον να υποφέρουν τα μικρότερα.
Όσον δε αφορά την σκόνην, την θεωρούμεν χρήσιμον διά το αντίθετον, διά να μη διολισθαίνουν και διαφεύγουν όταν συμπλέκωνται• όταν δηλαδή γυμνασθώσιν εις τον πηλόν να συγκρατούν το διαφεύγον ένεκα ολισθηρότητας, συνειθίζουν και να διαφεύγουν αυτοί από τα χέρια όταν συλληφθούν και όταν ακόμη συγκρατούνται δυνατά. Αλλά φαίνεται ότι η σκόνη συγκρατεί και τον ιδρώτα ο οποίος τρέχει άφθονος, και συντελεί εις το να διαρκή επί πολύ η δύναμις και εμποδίζει να βλάπτωνται υπό των ρευμάτων του ανέμου τα οποία τους προσβάλλουν καθ' ην ώραν έχουν ανοικτούς και χαλαρούς τους πόρους του δέρματος. Εκτός δε τούτου απορροφά και αποκαθαίρει τον ρύπον και καθιστά το σώμα στιλπνότερον. Θα ήθελα να σου παρουσιάσω πλησίον ενός εκ των λευκών και εις την σκιάν ζώντων ένα οιονδήποτε εκλέξης εκ των γυμναζομένων εις το Λύκειον και, αφού του αποπλύνω την σκόνην και τον πηλόν, να σ' ερωτήσω προς ποίον εκ των δύο θα επεθύμεις να γίνης όμοιος• διότι είμαι βέβαιος ότι αμέσως και με το πρώτον βλέμμα και πριν τους δοκιμάσης και τους συγκρίνης εκ των έργων, θα επροτίμας να είσαι μάλλον όπως ο δεύτερος σκληραγωγημένος και γερός παρά μαλακός, όπως ο πρώτος, πλαδαρός και λευκός ένεκα ελαττώσεων και φυγής προς τα μέσα του αίματος.
Αυτά είνε, Ανάχαρσι, εις τα οποία ημείς γυμνάζομεν τους νέους με την πεποίθησιν ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα γίνουν καλοί φύλακες της πόλεως και ότι εξ αιτίας αυτών θα ζήσωμεν με ελευθερίαν, ότι θα νικώμεν τους εχθρούς εάν επιδράμουν, θα είμεθα δε επίφοβοι εις τους περιοίκους, ώστε να υποτάσσωνται και να έχωμεν υποτελείς τους περισσότερους εξ αυτών. Εν καιρώ δε ειρήνης πάλιν είνε ούτω πολύ χρησιμώτεροι και καλλίτεροι, διότι δεν ρέπουν εις τίποτε κακόν, ούτε ένεκα αργίας γίνονται αυθάδεις, αλλά διέρχονται τον καιρόν των και απασχολούνται εις αυτά. Αυτό δε είναι εκείνο το οποίον ωνόμασα κοινόν αγαθόν και μεγίστην της πόλεως ευτυχίαν, όταν και διά την ειρήνην και διά τον πόλεμον η νεότης είνε παρασκευασμένη να επιδιώκη μόνον τα καλλίτερα.
ΑΝΑΧ. Λοιπόν, Σόλων, εάν έλθουν εναντίον σας εχθροί, αλείφεσθε με έλαιον και πασπαλίζεσθε και έπειτα εξέρχεσθε εναντίον αυτών και επιτίθεσθε με τους γρόνθους, αυτοί δε καταλαμβάνονται υπό πανικού και τρέπονται εις φυγήν, φοβούμενοι μήπως, ενώ έχουν το στόμα ανοικτόν, τους ρίψετε άμμον ή τους τρικλοποδήσετε ή τους ρίψετε κάτω και αφού τους περιπλέξετε εις τα σκέλη σας, προσπαθήτε να τους πνίξετε με το σφίξιμον του τραχήλου. Αυτοί τοξεύουν και ρίπτουν ακόντια, αλλά σεις δεν φοβείσθε να σας τρυπήσουν τα βέλη, διότι είσθε μαυρισμένοι από τον ήλιον και έχετε άφθονον αίμα• δεν είσθε άχυρον και σκόνη του αλωνιού σεις, ώστε να σας καταβάλλουν γρήγορα τα κτυπήματα, αλλά πολύ αργά και μόνον όταν φθάσουν εις πολύ βάθος τα τραύματα θα χύσετε ολίγον αίμα. Αυτά μου φαίνεται ότι λέγεις, εκτός αν δεν ενόησα καλά τους λόγους σου. Ή μήπως θα φορέσετε τότε τας πανοπλίας εκείνας των κωμωδών και των τραγωδών, και, αν παρουσιασθή ανάγκη να εκστρατεύσετε, θα βάλετε εκείνας τας περικεφαλαίας που χάσκουν, διά να είσθε φοβερώτεροι εις τους εχθρούς, ως φαντάσματα, και θα υποδυθήτε τα υψηλά εκείνα υποδήματα; διότι και αν παραστή ανάγκη να φύγετε θα είνε ελαφρά και αν καταδιώκετε, οι εχθροί δεν θα δύνανται να διαφύγουν, καθότι θα τρέχετε κατόπιν αυτών με τόσον μεγάλα βήματα. Αλλά δεν σκέπτεσαι μήπως όλα αυτά τα ωραία λόγια είνε κοροφέξαλα και όλα αυτά τα γυμνάσια είνε παιγνίδια, εις τα οποία χάνουν τον καιρόν των και συνειθίζουν εις την οκνηρίαν τα παιδιά; Εγώ νομίζω ότι, αν θέλετε να είσθε ελεύθεροι και ευτυχείς, έχετε ανάγκην άλλων γυμνασίων και άλλης ασκήσεως πραγματικής, της ασκήσεως εις τα όπλα• και τότε δεν θ' αγωνίζεσθε μεταξύ σας ως να παίζετε, αλλά με τους εχθρούς, και θ' αποκτάτε το θάρρος και την ανδρείαν εις τους κινδύνους• ώστε αφήσετε την σκόνην και το έλαιον και διδάσκετε τους νέους να τοξεύουν και ν' ακοντίζουν και μη τους δίδετε ακόντια ελαφρά, ώστε να τα παρασύρη ο άνεμος, αλλά λόγχην βαρειάν, η οποία να φεύγη με συριγμόν εις τον αέρα, και λιθάρι όσον δύναται να πιάση το χέρι και πέλεκυν και ασπίδα εις την αριστεράν και θώρακα και κράνος. Όπως είσθε τώρα, μου φαίνεται ότι σας σώζει η προστασία κανενός εκ των θεών και δεν σας κατέστρεψαν ακόμη ολίγοι ελαφρώς ωπλισμένοι εχθροί οι οποίοι να επιδράμουν αιφνιδίως εις την χώραν σας. Και διά να σε πείσω δι' αυτά που σου λέγω, δεν έχω παρά να τραβήξω αυτό το μικρόν ξίφος που έχω εδώ εις το πλευρόν μου και μόνος να εφορμήσω εναντίον όλων αυτών των νέων. Εις μίαν στιγμήν θα γίνω κύριος του γυμναστηρίου, διότι όλοι θα τραπούν εις φυγήν και κανείς δεν θα τολμήση να αντικρύση το ξίφος, αλλά θα τρέξουν πίσω από τους ανδριάντας και τους στύλους να κρυφθούν, εγώ δε θα γελώ όπως θα τους βλέπω να δακρύουν οι περισσότεροι και να τρέμουν. Και τότε θα ίδης ότι δεν θα κοκκινίζουν πλέον τα σώματά των όπως τώρα, αλλ' αμέσως θα γίνουν όλοι ωχροί• ο φόβος θ' αλλάξη το χρώμα των. Έχετε πολύν καιρόν ειρήνην, η οποία σας έχει τόσον ξεσυνειθίση εις τον κίνδυνον, ώστε δύσκολα θα δυνηθήτε ν' αντικρύσετε το λοφίον μιας εχθρικής περικεφαλαίας.
ΣΟΛ. Αυτά δεν θα έλεγαν, Ανάχαρσι, οι Θράκες οι οποίοι εξεστράτευσαν εναντίον μας με τον Εύμολπον και αι γυναίκες σας που ήλθαν με την Ιππολύτην εναντίον των Αθηνών, ούτε οι άλλοι όσοι μας εδοκίμασαν εις τον πόλεμον. Επειδή γυμνάζομεν τα σώματά των νέων γυμνά, δεν πρέπει να υποθέτης ότι και γυμνούς τους οδηγούμεν εις τους κινδύνους του πολέμου. Αλλ' όταν τελειοποιηθώσιν εις αυτάς τας ιδιαιτέρας ασκήσεις, εξασκούνται κατόπιν και εις τα όπλα και ούτω είνε εις θέσιν να τα μεταχειρισθούν καλλίτερα.
ΑΝΑΧ. Και πού το έχετε αυτό το γυμναστήριον των όπλων; διότι εγώ αν και εγύρισα όλην την πόλιν δεν είδα πουθενά τοιούτον.
ΣΟΛ. Αν μείνης περισσότερον καιρόν μαζή μας, Ανάχαρσι, θα ίδης ότι καθένας από ημάς έχει πάρα πολλά όπλα, τα οποία μεταχειριζόμεθα όταν παρουσιάζεται ανάγκη. Έχομεν δε και περικεφαλαίας και φάλαρα και ίππους και σχεδόν το τέταρτον των πολιτών είνε ιππείς. Αλλά να οπλοφορούμεν πάντοτε και να έχωμεν εις την οσφύν ξίφος θεωρούμεν περιττόν εν καιρώ ειρήνης. Και πρόστιμον δε επιβάλλεται εις εκείνον όστις οπλοφορεί εντός της πόλεως και κρατεί έξω όπλα χωρίς να υπάρχη ανάγκη. Σεις είσθε δικαιολογημένοι αν ζήτε πάντοτε ένοπλοι• διότι αφού κατοικείτε εις μέρος ατείχιστον, εύκολον είνε να υποστήτε επίθεσιν και οι εχθροί είνε παρά πολλοί και δεν γνωρίζετε πότε θα έλθη κανείς να σας φονεύση την νύκτα ενώ κοιμάσθε επάνω εις τ' αμάξια σας. Επειδή δε ζήτε χωρίς νόμους και όπως έκαστος θέλει, δικαίως δυσπιστείτε ο ένας προς τον άλλον και η ανάγκη των όπλων είνε παντοτεινή, και πρέπει να τα έχετε πρόχειρα, εάν παρουσιασθή κίνδυνος.
ΑΝΑΧ. Λοιπόν, Σόλων, όταν δεν υπάρχη καμμία ανάγκη, θεωρείτε περιττόν να οπλοφορήτε και προσέχετε τα όπλα διά να μη φθείρωνται εις τα χέρια σας, τα έχετε δε φυλαγμένα διά να τα μεταχειρισθήτε όταν παρουσιασθή ανάγκη. Αλλά τότε διατί, χωρίς να υπάρχη καμμία επείγουσα ανάγκη και κίνδυνος, κουράζετε τα σώματα των νέων με κτυπήματα και τα εξαντλείτε με ιδρώτας, και δεν οικονομείτε διά μέλλουσαν ανάγκην τας δυνάμεις των, αλλ' ασκόπως εις την λάσπην και την σκόνην τας δαπανάτε;
ΣΟΛ. Φαίνεται, Ανάχαρσι, ότι έχεις περί της σωματικής δυνάμεως την ιδέαν την οποίαν έχεις περί του οίνου ή του νερού ή άλλου υγρού και φοβείσαι μήπως εξιδρωθή, όπως εξ αγγείου κεραμικού, και εξαντληθή, μας αφήση δε το σώμα κενόν και ξηρόν. Αλλά δεν είνε το αυτό πράγμα• η δύναμις όσον περισσότερον εξαντλείται εις τους κόπους, τόσω περισσότερον αυξάνει. Συμβαίνει εις αυτήν ό,τι και εις τον μύθον της Ύδρας, αν έτυχε ν' ακούσης, ότι αντί της μιας κεφαλής την οποίαν της έκοπταν, εφύτρωναν δύο άλλαι. Εάν όμως μείνη αγύμναστος και άτονος και δεν έχη αποταμίευμα αρκετόν, τότε ευκόλως βλάπτεται και καταμαραίνεται υπό των κόπων, όπως συμβαίνει εις την φωτιάν και εις τον λύχνον• με το φύσημα δύνασαι να αναζωπυρήσης την φωτιάν και να την κάμης να αναδώση φλόγας• αλλ' αν φυσήσης λύχνον όστις δεν έχει αρκετόν έλαιον, το οποίον να δίδη εις την φλόγα δύναμιν αντιστάσεως, ο λύχνος θα σβύση.
ΑΝΑΧ. Αυτά, Σόλων, δεν τα πολυεννοώ, είνε πολύ λεπτά διά το μυαλό μου και χρειάζεται οξεία αντίληψις και σκέψις διά να εννοηθούν. Αλλά θα σε παρακαλέσω να μου εξηγήσης διατί εις τους αγώνας της Ολυμπίας, του Ισθμού, των Δελφών και τους άλλους, όταν, όπως λέγεις, συναθροίζωνται πολλοί διά να βλέπουν τους νέους ν' αγωνίζωνται, δεν συναγωνίζεσθε ποτέ με όπλα, αλλά παρουσιάζονται εις το μέσον οι αγωνισταί γυμνοί και αγωνίζονται με λακτίσματα και κτυπήματα και όσοι νικήσουν λαμβάνουν μήλα και κλάδον αγριελιάς; Είμαι περίεργος να το μάθω.
ΣΟΛ. Διότι νομίζομεν, Ανάχαρσι, ότι η προθυμία των εις τας ασκήσεις θα γίνη μεγαλειτέρα, όταν βλέπουν τους αριστεύοντας να τιμώνται και ν' ανακηρύσσωνται εν τω μέσω όλων των Ελλήνων. Και επειδή θα παρουσιασθούν γυμνοί ενώπιον τόσων ανθρώπων, φροντίζουν περί της ευρωστίας των, ώστε να μη εντρέπωνται όταν γυμνωθούν και έκαστος επιμελείται να γίνεται δυνατός• και όσον το δυνατόν ικανώτερος διά την νίκην. Και τα άθλα, όπως προηγουμένως είπα, δεν είνε μικρά• δεν είνε μικρόν κέρδος να επαινεθούν παρά των θεατών, να γίνουν πασίγνωστοι και να δακτυλοδεικτούνται ως οι άριστοι μεταξύ των συναγωνιστών. Αλλά και πολλοί εκ των θεατών, οι οποίοι έχουν ακόμη ηλικίαν κατάλληλον διά να επιδοθούν εις ασκήσεις, αποκομίζουν εκ των θεαμάτων τούτων όχι μικρόν έρωτα προς την ανδρείαν και τους κόπους. Αλλά τι νομίζεις, Ανάχαρσι; Εάν κανείς αφαιρέση από την ζωήν των ανθρώπων την αγάπην προς την δόξαν, τι άλλο αγαθόν μας μένει; Και ποίος θα επεθύμει πλέον να πράξη τίποτε γενναίον; Τώρα δύνασαι να συμπεράνης από αυτά πώς θα φερθούν εις τον πόλεμον, όταν πρόκειται περί σωτηρίας της πατρίδος, των τέκνων, των γυναικών και της θρησκείας, και θα έχουν όπλα αυτοί οι οποίοι χάριν ενός κλάδου αγριελιάς και μήλων δεικνύουν γυμνοί τόσην προθυμίαν διά να νικήσουν.
Αλλά τι θα πης, εάν ίδης τους αγώνας των ορτικιών και των πετεινών, οι οποίοι γίνονται εδώ, και το ζωηρότατον ενδιαφέρον το οποίον μας κινούν; Θα γελάσης βέβαια και μάλιστα αν μάθης ότι υπάρχει νόμος, ο οποίος κανονίζει αυτά τα θεάματα, και επιβάλλεται εις όλους τους ενηλίκους να παρίστανται και να βλέπουν τα πουλιά εκείνα να διαπληκτίζωνται μέχρις εσχάτης εξαντλήσεως; Αλλ' ουδ' αυτό είνε γελοίον• διότι ολίγον κατ'ολίγον εμπνέει εις τους ανθρώπους το θάρρος διά τους κινδύνους• τους κάνει να φιλοτιμούνται, να μη φαίνωνται ανανδρώτεροι και ατολμώτεροι των πετεινών και να μη δεικνύουν ολιγωτέραν αντοχήν εις τα τραύματα ή τους κόπους ή άλλην δύσκολον επιχείρησιν. Αλλά ν' αγωνίζονται οι νέοι με όπλα και να τους βλέπωμεν να πληγώνωνται δεν το επιτρέπομεν, διότι είναι θηριώδες και καθ' υπερβολήν σκληρόν. Είνε δε προσέτι ανωφελές να φονεύωνται οι ανδρειότεροι, οίτινες περισσότερον δύνανται να χρησιμεύσουν εναντίον των εχθρών.
Επειδή δε λέγεις ότι σκοπεύεις να επισκεφθής και την άλλην Ελλάδα, να ενθυμήσαι, αν καμμιά φορά μεταβής εις την Λακεδαίμονα, να μη εμπαίξης και αυτούς, ούτε να νομίσης ότι αδίκως κοπιάζουν όταν ή διαφιλονικούντες μίαν σφαίραν εις το στάδιον, εφορμούν εναντίον αλλήλων και αλληλοκτυπούνται ή όταν εις ένα χώρον, τον οποίον περιβάλλει τάφρος με νερόν, χωρίζονται εις δύο φάλαγγας και πολεμούν μεταξύ των, γυμνοί και αυτοί, έως ότου η μία φάλαγξ η οποία φέρει το όνομα του Λυκούργου, ή η άλλη η οποία ονομάζεται εκ του Ηρακλέους, κατορθώση να απωθήση και ρίψη τους αντιθέτους εις τον νερόν• διότι μετά το αποτέλεσμα τούτο επέρχεται ειρήνη και ουδείς πλέον κτυπά τον άλλον. Θα τους ίδης δε και ξυλοκοπουμένους επάνω εις βωμόν και να τρέχη το αίμα των υπό τα κτυπήματα, οι δε πατέρες και αι μητέρες, αι οποίαι παρευρίσκονται, να μη λυπούνται, αλλά και ν' απειλούν τα τέκνα των εάν τα βλέπουν να μη αντέχουν εις τα κτυπήματα και να τα παρακαλούν να δείξουν όσον το δυνατόν μεγαλειτέραν αντοχήν εις τους πόνους και τον βασανισμόν. Υπάρχουν και παραδείγματα πολλών οι οποίοι απέθαναν εις αυτήν την άσκησιν, διότι δεν ηθέλησαν να φανούν ότι απέκαμαν ενώπιον των συγγενών των και να δείξουν αδυναμίαν. Αυτών δε τους ανδριάντας θα ίδης τιμωμένους εις δημόσια μέρη της Σπάρτης. Όταν λοιπόν θα βλέπης αυτά, να μη υποθέσης ότι ετρελλάθηκαν, ούτε να είπης ότι χωρίς καμμίαν ανάγκην βασανίζονται, ενώ ούτε τύραννος, ούτε εχθροί τους εξαναγκάζουν διότι και ο ιδικός των νομοθέτης ο Λυκούργος θα σου είπη πολλάς ευλόγους δικαιολογίας διά τας οποίας τους μεταχειρίζεται κατ' αυτόν τον τρόπον• δεν είνε εχθρός, ούτε εκ μίσους τους μεταχειρίζεται ούτω, ούτε καταναλίσκει ασκόπως την νεότητα της πόλεως, αλλά θέλει να είνε καρτερικώτατοι και να δύνανται να υποφέρουν πάσαν δοκιμασίαν οι μέλλοντες να σώζουν την πατρίδα. Αλλά και αν δεν σου δώση αυτάς τας εξηγήσεις ο Λυκούργος, νομίζω ότι και μόνος σου εννοείς ότι και αν συλληφθή ο τοιούτος εις τον πόλεμον, δεν θα μαρτυρήση κανέν εκ των μυστικών της Σπάρτης επειδή θα τον εξαναγκάσουν με βασανιστήρια οι εχθροί, αλλ' ενώ θα τον ξυλοκοπούν, αυτός θα περιγελά τους βασανιστάς του και θ' αμιλλάται προς εκείνον όστις θα τον κτυπά ποίος ν' αποκάμη ταχύτερα.
ΑΝΑΧ. Και δεν μου λες, Σόλων, και ο ίδιος ο Λυκούργος εξυλίζετο κατ' αυτόν τον τρόπον όταν είχε την ηλικίαν εκείνην ή, όταν δεν εφοβείτο πλέον να εφαρμοσθούν και εις αυτόν οι νόμοι του, εκ του ασφαλούς ενομοθέτησε τα τοιαύτα;
ΣΟΛ. Ήτο γέρων όταν έγραψε τους νόμους αυτούς, μετά την επιστροφήν του από την Κρήτην διότι είχε ταξιδεύση εις την νήσον εκείνην, περί της οποίας ήκουεν ότι έχει αρίστους νόμους, τους οποίους έγραψεν ο Μίνως ο υιός του Διός.
ΑΝΑΧ. Διατί λοιπόν και συ, Σόλων, δεν εμιμήθης τον Λυκούργον να μαστιγώνης τους νέους; Διότι και αυτό είνε καλόν και ανάλογον με τα άλλα που κάνετε.
ΣΟΛ. Αι ασκήσεις τας οποίας έχομεν, Ανάχαρσι, μας είνε αρκεταί, διότι ταιριάζουν προς τον χαρακτήρα μας, δεν μας πολυαρέσει δε να μιμούμεθα τα ξένα έθιμα.
ΑΝΑΧ. Όχι, αλλά εννοείς, πιστεύω, πόσον ανόητον είνε να ξυλοκοπήται κανείς γυμνός και να έχη τα χέρια σηκωμένα προς τα επάνω, χωρίς τούτο να προξενή καμμίαν ωφέλειαν εις ένα έκαστον ή εις την πόλιν γενικώς. Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι, αν επισκεφθώ ποτε την Σπάρτην καθ' όν καιρόν γίνονται αυτά, δεν θα βραδύνουν να με λιθοβολήσουν• διότι θα γελώ όταν θα βλέπω να τους δέρνουν ως να είνε κλέπτες ή λωποδύτες ή να έκαμαν άλλου είδους έγκλημα. Μου φαίνεται ότι μία πόλις, η οποία κάνει τόσον γελοία πράγματα εναντίον της ιδικής της νεολαίας, δεν είνε καλά στα μυαλά της.
ΣΟΛ. Μη κατηγορής ερήμην, φίλε μου, και μη νομίζης ότι μόνον συ σκέπτεσαι ορθώς• διότι θα ευρεθή και εις την Σπάρτην κάποιος ο οποίος θα υποστηρίξη τα έθιμα εκείνα με λογικά επιχειρήματα. Αλλά τέλος πάντων, αφού εγώ σου εξέθηκα τα δικά μας και συ φαίνεσαι ότι δεν τα επιδοκιμάζεις πολύ, νομίζω ότι δεν θα είνε άδικον να ζητήσω να μου διηγηθής τώρα και συ κατά ποίον τρόπον σεις οι Σκύθαι εξασκήτε τους δικούς σας νέους, κατά ποίον τρόπον τους ανατρέφετε και πώς γίνονται καλοί και ανδρείοι πολίται.
ΑΝΑΧ. Πολύ δικαία η απαίτησίς σου, Σόλων, και ευχαρίστως θα σου διηγηθώ και εγώ τα έθιμα των Σκυθών, τα οποία ίσως δεν είνε ευγενή, ούτε όμοια προς τα δικά σας, αφού ούτε απλούν ράπισμα ανεχόμεθα, διότι είμεθα δειλοί• αλλά τέλος πάντων θα τα διηγηθώ όπως είνε. Ας αναβάλλωμεν όμως, αν θέλης, δι' αύριον αυτήν την ομιλίαν, ώστε και εγώ να λάβω καιρόν και με την ησυχίαν μου να συνάξω εις την μνήμην μου όσα πρέπει να είπω. Και τώρα ας πηγαίνωμεν, διότι εβράδυασε.
Αλλ' αυτό το οποίον πράττεις τώρα είνε εναντίον προς εκείνο το οποίον επιδιώκεις• διότι νομίζεις ότι, επειδή σπεύδεις και αγοράζεις τα καλλίτερα βιβλία, θα συγκαταλεχθής με τους διακρινομένους εις τα γράμματα• αλλά τούτο εξ εναντίας αποδεικνύει και κάνει φανερωτέραν την απαιδευσίαν σου• διότι δεν αγοράζεις τα καλλίτερα, αλλά πιστεύεις εις εκείνους οι οποίοι τα επαινούν όπως τύχη και ακολουθείς τους ψευδομένους περί των βιβλίων και είσαι ασφαλής θησαυρός διά τους βιβλιοκαπήλους. Αλλά πώς είνε δυνατόν να εννοήσης ποία είνε αρχαία και μεγάλης αξίας, ποία δε κακά και αξιοπεριφρόνητα, εκτός μόνον αν συμπεραίνης τούτο εκ του ότι είνε καταφαγωμένα και κατακομμένα και ως συμβούλους εις την εξέτασιν παραλαμβάνης τους σκόρους; Διότι κατά ποίον άλλον τρόπον δύνασαι ασφαλώς και ακριβώς να κρίνης το περιεχόμενον αυτών;
Αλλά παραδέχομαι προς στιγμήν ότι δύνασαι να διακρίνης όσα ο Καλλίνος τόσον καλλιτεχνικώς, ή ο περίφημος Αττικός μετ' επιμελείας αντέγραψαν {43}• τι όφελος θα έχης εκ του αποκτήματος, αφού ούτε το κάλλος των βιβλίων γνωρίζεις, ούτε αν τα μεταχειρισθής δύνασαι να απολαύσης το κάλλος αυτών περισσότερον παρ' όσον ο τυφλός απολαμβάνει το κάλλος της εφηβικής μορφής; Συ δε βλέπεις μεν με ανοικτούς οφθαλμούς τα βιβλία και μάλιστα κατά κόρον και αναγινώσκεις τινά εξ αυτών με τόσην ταχύτητα και τόσας παραλείψεις, ώστε ο οφθαλμός προλαμβάνει το στόμα. Αλλά τούτο δεν είνε αρκετόν έφ' όσον δεν εννοείς τας αρετάς και τα ελαττώματα των περιεχομένων και δεν αντιλαμβάνεσαι την γενικήν έννοιαν και την κατασκευήν της φράσεως, ούτως ώστε να εννοής εις ποία ακολουθεί τον ορθόν κανόνα ο συγγραφεύς και πόσα είνε κίβδηλα και νόθα και παραχαραγμένα. Τι λοιπόν; Θα είπης ότι και αυτά τα γνωρίζεις χωρίς να τα μάθης; Πώς, εκτός αν έλαβες παρά των Μουσών κλάδον δάφνης όπως κάποιος ποιμήν• {44} αλλ' υποθέτω ότι ούτε εξ ονόματος γνωρίζεις τον Ελικώνα όπου λέγεται ότι κατοικούν αυταί αι θεότητες, ούτε κατά τους παιδικούς σου χρόνους κατέγινες εις αυτά τα πράγματα• εκ μέρους σου δε και μόνον ν' αναφέρης το όνομα των Μουσών είνε ασεβές. Διότι εκείναι δεν εθεώρησαν μεν ανάξιον αυτών να εμφανισθούν εις άνδρα σκληραγωγημένος δασύτριχον και ηλιοκαή, αλλά προς άνθρωπον οποίος είσαι συ —και δι' όνομα της Λιβανίτιδος {45} μη με αναγκάσης ν' αναφέρω από τούδε τα πάντα φανερά ούτε να πλησιάσουν θα κατεδέχοντο κατ' ουδένα τρόπον αντί δε να δώσουν δάφνην, με μυρίκην ή και φύλλα ακαλήφης {46} θα εμαστίγωνον και θ' απεδίωκον τον τοιούτον, ώστε να μη μολύνη τον Ολμειόν {47} ή την κρήνην του Ίππου, της οποίας τα νερά επιτρέπεται να πίνουν μόνον τα διψώντα ποίμνια ή ποιμένες έχοντες τα στόματα αγνά.
Αλλ' όσον και αν είσαι αναίσχυντος και θρασύς εις τα τοιαύτα, δεν θα τολμήσης να είπης ότι εσπούδασες ή ότι εκοπίασες ποτέ εις την μελέτην των βιβλίων, ότι υπήρξε διδάσκαλός σου ο δείνα ή ότι με τον τάδε συνεσπούδασες. Ελπίζεις όμως τώρα ότι αρκεί μόνον η απόκτησις πολλών βιβλίων διά να καλύψουν όλας σου αυτάς τας ελλείψεις. Αλλ' υπόθεσε ότι ηγόρασες και έχεις όλους τους λόγους του Δημοσθένους, όπως ιδιοχείρως τους έγραψεν ο ρήτωρ, και τας ιστορίας του Θουκυδίδου, όπως ευρέθησαν οκτάκις αντιγεγραμμέναι και καλλιγραφημέναι παρά του Δημοσθένους και αυταί, προσέτι δε όλα εκείνα τα βιβλία τα οποία ο Σύλλας έστειλεν εξ Αθηνών εις την Ιταλίαν• κατά τι θα είσαι διά ταύτα περισσότερον μορφωμένος, και αν ακόμη τα στρώνης και κοιμάσαι επάνω ή τα συγκολήσης και τα φορής ως ενδύματα και περιφέρεσαι με αυτά; Κατά την παροιμίαν ο πίθηκος είνε πίθηκος και με χρυσά στολίδια. Και συ λοιπόν κρατείς και αναγινώσκεις πάντοτε βιβλία, από δε τα αναγινωσκόμενα ουδέν εννοείς, αλλ' είσαι όνος ο οποίος ακούεις λύραν και κινείς τα ώτα. Αν η απόκτησις βιβλίων ανεδείκνυε και πεπαιδευμένον τον κάτοχον αυτών, το πράγμα αληθώς θα είχε μεγάλην αξίαν και θα το είχατε μόνον σεις οι πλούσιοι, διότι μόνον σεις θα ηδύνασθε να αγοράζετε την παιδείαν, υπερβαίνοντες ημάς τους πτωχούς. Τότε δε ποίος θα ηδύνατο να συναγωνισθή εις τα γράμματα και με τους εμπόρους και τους βιβλιοπώλας, οι οποίοι έχουν και πωλούν τόσα βιβλία; Αλλ' αν θελήσης να τους εξετάσης θα ίδης ότι και αυτοί δεν είνε πολύ καλλίτεροί σου κατά την πνευματικήν μόρφωσιν, αλλά βαρβαρίζουν εις την γλώσσαν, όπως συ, είνε δε ανόητοι κατά την σκέψιν, πράγμα επόμενον δι' εκείνους οίτινες δεν ησκήθησαν να διακρίνουν τα καλά από τα άσχημα. Ενώ δε συ έχεις δύο ή τρία τα οποία ηγόρασες παρ' αυτών, αυτοί και νύκτα και ημέραν τα έχουν εις τα χέρια των. Προς ποίον σκοπόν λοιπόν τα αγοράζεις, εκτός εάν νομίζης ότι και αυταί των βιβλίων αι αποθήκαι είνε σοφαί, αφού περιέχουν τόσων αρχαίων συγγράμματα; Αλλ' εάν θέλης, απάντησέ μου εις μερικά ερωτήματα• ή μάλλον, επειδή τούτο σου είνε αδύνατον, απάντησε διά νευμάτων καταφατικών ή αρνητικών εις τας ερωτήσεις μου. Εάν κανείς χωρίς να γνωρίζη να παίζη αυλόν απέκτα τους αυλούς του Τιμοθέου ή του Ισμηνίου, τους οποίους ο Ισμήνιος ηγόρασεν εις την Κόρινθον επτά τάλαντα, έπεται ότι διά τούτο και θα ηδύνατο να παίζη αυλόν; Ή το απόκτημα θα του ήτο ανωφελές, αφού δεν θα ηδύνατο να το μεταχειρισθή κατά τους κανόνας της τέχνης; Σωστά ένευσες αρνητικώς• διότι και τους αυλούς του Μαρσίου ή του Ολύμπου αν αποκτήση, δεν δύναται να αυλήση εκείνος ο οποίος δεν έμαθε. Νομίζεις δε ότι, εάν κανείς αποκτήση τα τόξα του Ηρακλέους και δεν είνε Φιλοκτήτης, ώστε να δύναται να τα εντείνη και να τοξεύη ευστόχως, θ' αναδειχθή καλός τοξότης; Όχι ένευσες και διά τούτο. Ομοίως και ο μη γνωρίζων ναυτικά και ο μη εξασκηθείς εις την ιππασίαν, εάν ο μεν πρώτος παραλάβη πλοίον τελείως κατασκευασμένον και κατά το κάλλος και κατά την στερεότητα, ο δε δεύτερος αποκτήση ίππον Μηδικόν ή Θεσσαλικόν ή κοππαφόρον {48} μου φαίνεται ότι και οι δύο θα αποδειχθούν μη δυνάμενοι να μεταχειρισθούν ο μεν το πλοίον, ο δε τον ίππον. Συμφωνείς και εις τούτο; Άκουσε τώρα και κάτι άλλο και συμφώνησε και εις αυτό. Εάν κανείς, όπως συ αγράμματος, αγοράζη πολλά βιβλία, δεν δίδει αφορμήν σκωμμάτων εναντίον του δι' αμάθειαν; Διατί διστάζεις να συμφωνήσης και εις τούτο; Μου φαίνεται ότι η απόδειξις είνε σαφής και εκείνοι οι οποίοι τον βλέπουν έχουν ευθύς πρόχειρον την φράσιν: «Ποία σχέσις μεταξύ σκύλου και λουτρού;».
Υπήρξε κάποιος όχι προ πολλού καιρού εις την Ασίαν, πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος έπαθε το δυστύχημα να του αποκοπούν και οι δύο πόδες διότι επάγωσαν, υποθέτω, όταν ποτέ του συνέβη να οδοιπορήση εις τα χιόνια. Αυτός λοιπόν, αφού του συνέβη το δυστύχημα τούτο, διά να διορθώση κάπως την δυστυχίαν του, κατεσκεύασε ξυλίνους πόδας και με αυτούς εβάδιζεν, υποστηριζόμενος συγχρόνως υπό των δούλων του. Είχε δε την γελοίαν μανίαν να αγοράζη τα ωραιότερα υποδήματα και να τα φορή πάντοτε καινουργή και ήτο η μεγαλειτέρα του φροντίς να έχη στολισμένα με ωραιότατα υποδήματα τα ξύλα, τα δήθεν πόδια. Δεν είσαι λοιπόν και συ όμοιος, ο οποίος, ενώ έχεις χωλόν και σαθρόν το πνεύμα, αγοράζεις χρυσά υποδήματα με τα οποία μόλις θα ηδύνατο να περιπατήση άλλος έχων άρτια τα πόδια; Επειδή δε μεταξύ των άλλων και τον Όμηρον έχεις αγοράση πολλάκις, σου συνιστώ να πάρης και ν' αναγνώσης την δευτέραν ραψωδίαν της Ιλιάδος και τα μεν άλλα να παρατρέξης, διότι δεν έχουν τίποτε το κοινόν προς σε• αλλ' ο Όμηρος παρεισάγει ένα γελοιωδέστατον άνθρωπον, κακοπλασμένον και ελαττωματικόν κατά το σώμα, εις τον οποίον να σταματήσης. Εκείνος λοιπόν ο Θερσίτης, όπως είνε, εάν φορέση την πανοπλίαν του Αχιλλέως, νομίζεις ότι διά τούτο θα γίνη αμέσως ωραίος και δυνατός, ώστε να δύναται και να υπερπηδήση τον ποταμόν {49} και να θολώση το ρεύμα του με το αίμα των Φρυγών, και να φονεύση τον Έκτορα και προ αυτού τον Λυκάονα και τον Αστεροπαίον, αφού ούτε να σηκώνη επί των ώμων του το δόρυ του Αχιλλέως δύναται; Βέβαια δεν θα είπης ότι αυτά είνε δυνατά• αλλά και γελοίος θα γίνη όπως θα χωλαίνη κάτω από την ασπίδα και θα πίπτη εκ του βάρους• και οσάκις θ' ανυψώνη την κεφαλήν, θα παρουσιάζη υπό το κράνος τους στραβίζοντας οφθαλμούς του, και τον θώρακα θα ανυψώνη το κύρτωμα των ώμων του και τας περικνημίδας θα σύρη κάτω, γελοιοποιών ούτω και εκείνον ο οποίος κατεσκεύασε την πανοπλίαν και εκείνον ο οποίος την έχει. Δεν βλέπεις λοιπόν ότι και εις εσέ συμβαίνει το αυτό όταν κρατής βιβλίον πολυτελέστατον, το οποίον έχει επένδυμα από πορφύραν, χρυσούν δε τον ομφαλόν {50} και το αναγινώσκης βαρβαρίζων, διαστρέφων και προσβάλλων αυτό, και οι μεν πεπαιδευμένοι σε εμπαίζουν, οι δε φίλοι σου και οι κόλακες σε επαινούν, αλλά και αυτοί κρυφίως και μεταξύ των γελούν πολλάκις διά την μωρίαν σου;
Θα σου διηγηθώ τώρα και κάτι το οποίον συνέβη εις τους Δελφούς. Κάποιος Ταραντίνος, Ευάγγελος ονομαζόμενος, ο οποίος ήτο εκ των πρώτων πολιτών του Τάραντος, εφιλοδόξησε να νικήση εις τα Πύθια. Και εις μεν τους γυμνικούς αγώνας ενόησεν αμέσως ότι του ήτο αδύνατον να διαγωνισθή, καθότι ούτε εις την δύναμιν, ούτε εις την ταχύτητα διεκρίνετο. Εις την κιθάραν όμως και το άσμα επίστευσεν ότι θα ενίκα ευκόλως, πεισθείς υπό των αλιτηρίων οίτινες τον περιεστοίχιζον και οι οποίοι επήνουν και επευφήμουν οσάκις και το ελάχιστον έπαιζεν εις την κιθάραν. Μετέβη λοιπόν εις τους Δελφούς λαμπροστολισμένος, φορών εκτός άλλων κοσμημάτων χρυσοκέντητον ένδυμα και στέφανον εκ δάφνης χρυσής ωραιότατον, όστις αντί καρπού είχε σμαράγδους ισομεγέθεις με τον καρπόν της δάφνης. Αλλά και η κιθάρα του ήτο κάτι τι έκτακτον εις κάλλος και πολυτέλειαν, διότι ήτο όλη από χρυσόν καθαρόν, ήτο δε καταστόλιστος με ποικίλματα και διαφόρους πολυτίμους λίθους και εις το μέσον είχε σκαλισμένον μεταξύ των Μουσών τον Απόλλωνα και τον Ορφέα• και εθαύμαζον μεγάλως όσοι την έβλεπον. Όταν δ' επί τέλους έφθασεν η ημέρα του αγώνος, παρουσιάσθησαν τρεις διά ν' αγωνισθούν και ο κλήρος ώρισε να ψάλλη δεύτερος ο Ευάγγελος, μετά τον Θέσπιν τον Θηβαίον ο οποίος δεν ηγωνίσθη άσχημα. Εισήλθε λοιπόν ακτινοβολών όλος από χρυσόν, από σμαράγδους, βηρίλλους και υακίνθους, και μεταξύ του χρυσού διεφαίνετο ταιριαστόν το χρώμα του πορφυρού ενδύματος. Με όλα αυτά εξέπληξε προκαταβολικώς τους θεατάς και ενέπνευσεν εις αυτούς υπερβολικάς ελπίδας• αλλ' επειδή έπρεπε τέλος πάντων και να τραγουδήση και να παίξη κιθάραν, ήρχισε να κρούη κάτι τι χωρίς αρμονίαν, κάτι συγκεχυμένον, έσπασε δε και τρεις συγχρόνως χορδάς, διότι έπληξε δυνατώτερον του δέοντος την κιθάραν. Όταν δε ήρχισε και να ψάλλη κάτι τι άμουσον με φωνήν λεπτήν, όλοι οι θεαταί ήρχισαν να γελούν, οι δε αγωνοθέται αγανακτήσαντες διά το θράσος του, τον εμαστίγωσαν και τον εξεδίωξαν εκ του σταδίου. Έγινε δε ακόμη γελοιωδέστερος όταν εφάνη κλαίων ο χρυσούς Ευάγγελος και συρόμενος διά μέσου της σκηνής υπό των μαστιγοφόρων, με τους μηρούς καταιματωμένους, και συλλέγων από το έδαφος τα κοσμήματα της κιθάρας• διότι και αυτά είχον αποκολληθή και πέση, επειδή η κιθάρα εξυλοκοπείτο μετ' αυτού.
Ολίγον κατόπιν αυτού εισήλθε κάποιος Εύμηλος εξ Ηλείας, ο οποίος εκράτει παλαιάν κιθάραν, με ξυλίνους κόλλοπας {51}, το δε ένδυμά του, ομού με τον στέφανον, μόλις θα είχεν αξίαν δέκα δραχμών• αλλ' αυτός ετραγούδησε καλά και εκιθάρισε με τέχνην δι' ο και ανεκηρύχθη νικητής και επευφημήθη• και κατεγέλα τον Ευάγγελον, ο οποίος εις μάτην έκαμεν επίδειξιν με την κιθάραν και τα κοσμήματα, λέγεται δε ότι και είπε προς αυτόν: «Συ μεν, Ευάγγελε, έχεις επί της κεφαλής σου χρυσήν δάφνην διότι είσαι πλούσιος, εγώ όμως έχω την δάφνην των Δελφών. Τούτο δε μόνον εκέρδισες από τον πολυτελή σου στολισμόν, ότι ούτε σε λυπούνται διά την ήτταν σου οι θεαταί, αλλά και σε μισούν διά την αφιλόκαλλον και περιττήν σου πολυτέλειαν». θα ήτο ακριβώς όμοιός σου ο Ευάγγελος ούτος, εάν συ δεν ήσουν αδιάφορος διά τον γέλωτα των θεατών.
Δεν νομίζω δε άκαιρον να σου διηγηθώ και μίαν παλαιάν ιστορίαν της Λέσβου. Όταν αι γυναίκες της Θράκης κατεσπάραξαν τον Ορφέα, λέγουν ότι η κεφαλή του, η οποία ερρίφθη ομού με την λύραν εις τον Έβρον, εξεβλήθη εις τον Μέλανα κόλπον και έπλεεν ομού με την λύραν• και η μεν κεφαλή διηγούνται ότι έψαλλεν ένα θρήνον διά τον θάνατον του Ορφέως, η δε λύρα συνώδευε με τους ήχους τους οποίους εσχημάτιζον αι πνοαί του ανέμου πλήττουσαι τας χορδάς• και ούτω έφθασεν εις την Λέσβον, όπου οι κάτοικοι την μεν κεφαλήν έθαψαν εκεί όπου τώρα είναι ο ναός του Βάκχου, την δε λύραν ανέθηκαν εις τον ναόν του Απόλλωνος, όπου επί πολύ εσώζετο. Μετά καιρόν ο Νέανθος, ο υιός του τυράννου Πιττακού μαθών την ιστορίαν της λύρας, ότι κατεγοήτευε και θηρία και φυτά και λίθους, εξηκολούθει δε και μετά τον θάνατον του Ορφέως και χωρίς κανείς να την εγγίζη να εκπέμπη μελωδίας, επεθύμησε να την σφετερισθή• και δωροδοκήσας διά πολλών χρημάτων τον ιερέα, τον έπεισε να του δώση την λύραν του Ορφέως και εις την θέσιν της να βάλη άλλην λύραν ομοίαν. Αφού δε την έλαβε, την μεν ημέραν δεν ενόμισεν ασφαλές να την μεταχειρισθή, αλλά νύκτα και κρύπτων αυτήν υπό το ένδυμα του εξήλθε μόνος εις το προάστειον και ήρχισε να κρούη και να πλήττη τας χορδάς. Ήλπιζεν ο άμουσος και άτεχνος νέος ότι, καίτοι δεν εγνώριζε μουσικήν, θα έπαιζε θεσπεσίας μελωδίας με τας οποίας θα κατέθελγε τους πάντας και θα εγίνετο ευτυχής και περίφημος κληρονόμος της μουσικής του Ορφέως αλλά το μόνον αποτέλεσμα ήτο να συναθροίσουν οι ήχοι του τους σκύλους —ήσαν δε πολλοί εις το μέρος εκείνο—οίτινες τον κατεσπάραξαν, και ούτω μόνον κατά τούτο το πάθημα εξωμοιώθη προς τον Ορφέα και μόνον τους σκύλλους προσείλκυσε και εξώργισεν εναντίον του. Κατ' αυτόν δε τον τρόπον απεδείχθη σαφέστατα ότι η θέλγουσα δεν ήτο η λύρα, αλλά η τέχνη και το άσμα τα οποία μόνα είχε λάβη εξαίρετα παρά της μητρός του ο Ορφεύς•{52} η λύρα του δε δεν ήτο καθόλου καλλιτέρα από τας άλλας λύρας. Αλλά προς τι να σου αναφέρω τον Ορφέα ή τον Νέανθον, αφού και εις την εποχήν μας υπήρξε και υπάρχει ίσως ακόμη κάποιος, ο οποίος ηγόρασεν αντί τριών χιλιάδων δραχμών τον πηλόπλαστον λύχνον του Στωικού Επικτήτου; Ήλπιζε, φαίνεται, και αυτός ότι, εάν κατά τας νύκτας αναγινώσκη εις το φως του λύχνου εκείνου, εντός ολίγου θα του έλθη ως όνειρον η σοφία του Επικτήτου και ότι θα γίνη όμοιος με τον θαυμαστόν εκείνον γέροντα. Προ ολίγου δε καιρού άλλος ηγόρασεν αντί ενός ταλάντου την βακτηρίαν του Κυνικού Πρωτέως {53} την οποίαν ούτος αφήκεν όταν ανέβη εις την πυράν• έχει δε το κειμήλιον τούτο και το επιδεικνύει όπως οι Τεγεάται το δέρμα του Καλυδωνίου κάπρου, οι Θηβαίοι τα οστά του Γηρυόνου και οι Μεμφίται τους πλοκάμους της Ίσιδος• αυτός δε ο κάτοχος του θαυμασίου εκείνου αντικειμένου υπερέβη και σέ κατά την αμάθειαν και την χυδαιότητα. Βλέπεις εις ποίαν αθλίαν κατάστασιν έχεις φθάση, έχων πραγματικώς ανάγκην βακτηρίας διά να σου κτυπούν την κεφαλήν;
Λέγεται ότι και ο Διονύσιος ο τύραννος κατεγίνετο να συγγράφη τραγωδίας πολύ ανοήτους και γελοίας, ώστε ο Φιλόξενος {54} πολλάκις δι' αυτάς ερρίφθη εις τα λατομεία, διότι δεν ηδύνατο να κρατή τον γέλωτα όταν ήκουε τας γελοίας εκείνας τραγωδίας. Ο Διονύσιος λοιπόν μαθών ότι εμπαίζεται, εφρόντισε διά πολλής δαπάνης ν' αγοράση την πλάκα εις την οποίαν ο Αισχύλος έγραφε, νομίζων ότι ούτω θα εγίνετο και αυτός μέγας ποιητής• αλλ' όμως έγραφε πολύ γελοιωδέστερα πράγματα εις την πλάκα εκείνην, όπως λόγου χάριν το εξής• «Ήλθεν, η Δωρίδιον η γυναίκα του Διονυσίου»• και τούτο• «Αλλοίμονον, πόσον χρησίμην γυναίκα απώλεσα». Από την πλάκα του Αισχύλου εξήλθε και το ακόλουθον «Αυτοί εαυτούς εμπαίζουν οι μωροί θνητοί».
Τούτο θα ηδύνατο να είπη διά σε πολύ ευστόχως ο Διονύσιος και θα ήξιζε δι' αυτό να του χρυσώση κανείς εκείνην την πλάκα. Διότι με ποίαν ελπίδα και συ καταγίνεσαι διηνεκώς να ξετυλίσσης, να κολλάς και να περικόπτης τα βιβλία, να τ' αλείφης με κρόκον και έλαιον του κέδρου, να τα περιβάλλης με δέρματα και να τα στολίζης με ομφαλούς, ως να πρόκειται να απολαύσης τίποτε εξ αυτών; Πολύ ωφελήθης ήδη εκ της αποκτήσεώς των, αφού τοιαύτα λέγεις… αλλά μάλλον δεν λέγεις τίποτε και είσαι των ιχθύων αφωνότερος. Αλλά και ο βίος σου είνε τοιούτος, ώστε ούτε ν' αναφέρη κανείς τας πράξεις σου είνε ευπρεπές και, ως λέγεται, όλοι σε μισούν αγρίως διά την αισχρότητά σου, και αν τα βιβλία έχουν ως αποτέλεσμα να μορφώνουν τους ανθρώπους ούτω, πρέπει να φεύγωμεν και ν' απομακρυνώμεθα όσω το δυνατόν περισσότερον απ' αυτά. Αφού δε δύο είνε τα καλά τα οποία δύναται κανείς ν' αποκτήση εκ των συγγραμάτων των αρχαίων, να ομιλή καλώς και να πράττη τα πρέποντα μιμούμενος τα άριστα και αποφεύγων τα χειρότερα, όταν ούτε τα μεν ούτε τα δε φαίνεται κανείς ωφελούμενος εκ των βιβλίων, εις τι άλλο χρησιμεύουν τα βιβλία τα οποία αγοράζει παρά ως κατοικίαι των ποντικών και των σκόρων και διά να τιμωρούνται ως οι αμελούντες δούλοι; Δεν σκέπτεσαι δε εις ποίαν ελεεινήν θέσιν θα ευρεθής εάν σε συναντήση κανείς κρατούντα βιβλία —πάντοτε δε κάτι κρατείς—και, σ' ερωτήση τίνος ρήτορος ή συγγραφέως ή ποιητού είνε; Συ γνωρίζων από την επιγραφήν δεν θα δυσκολευθής ν' απαντήσης• αλλ' έπειτα, ως συνήθως συμβαίνει, η ομιλία θα προχωρήση, και εκείνος μεν θα επαινέση ή θα κατηγορήση κάτι εκ των περιεχομένων του βιβλίου, συ δε θα ευρεθής εις αμηχανίαν και δεν θα έχης τίποτε να είπης. Δεν θα ευχηθής λοιπόν τότε ν' ανοίξη η γη να σε καταπιή, διότι, ως ο Βελλεροφόντης, θα περιφέρης βιβλίον το οποίον θα μαρτυρή εναντίον σου;
Ο δε Δημήτριος ο Κυνικός, όταν είδεν εις την Κόρινθον κάποιον αμαθή ν' αναγινώσκη βιβλίον καλλιτεχνικώτατον, τας Βάκχας, νομίζω, του Ευριπίδου, και ευρίσκετο εις το μέρος όπου ο άγγελος διηγείται τα παθήματα του Πενθέως και την πράξιν της Αγαύης, ήρπασε το βιβλίον και το έσχισε λέγων «Είνε προτιμώτερον διά τον Πενθέα να σπαραχθή μίαν φοράν από εμέ παρά πολλάκις από σένα».
Πολλάκις εσκέφθηκα, αλλά μέχρι σήμερον δεν ηδυνήθην να εννοήσω, διατί καταβάλλεις τόσην επιμέλειαν εις την αγοράν των βιβλίων. Διότι και εκείνοι οι οποίοι ελάχιστα σε γνωρίζουν δεν δύνανται να υποθέσουν ότι τ' αγοράζεις προς χρήσιν σου και ωφέλειαν• είνε το αυτό ως ν' αγοράζη φαλακρός κτένι ή καθρέπτην ο τυφλός ή αυλητήν ο κωφός ή παλλακίδα ο ευνούχος ή ο χερσαίος κώπην ή ο πλοίαρχος άροτρον. Αλλά μήπως το πράγμα σου χρησιμεύει ως επίδειξις πλούτου και θέλεις να δείξης ότι δεν σου χρησιμεύουν μεν εις τίποτε, αλλ' εξοδεύεις εκ των πολλών σου περισσευμάτων; Αλλ' όμως εξ όσων και εγώ, όστις είμαι Σύρος, γνωρίζω, εάν δεν κατώρθωνες να εισχωρήσης δι' απάτης εις την διαθήκην του γέροντος εκείνου, θ' απέθνησκες τώρα εκ πείνης και θα εξέθετες τα βιβλία εις δημοπρασίαν. Πρέπει λοιπόν να παραδεχθώ ότι επείσθης υπό των κολάκων ότι δεν είσαι μόνον ωραίος και αξιαγάπητος, αλλά και σοφός και ρήτωρ και συγγραφεύς ανώτερος παντός άλλου και αγοράζεις τα βιβλία διά να επιβεβαιώνης τους επαίνους των. Λέγεται δε ότι και επί υποσχέσει γευμάτων αναγινώσκεις εις αυτούς λόγους τους οποίους έχεις συγγράψη και εκείνοι, ως χερσαίοι βάτραχοι διψώντες, σε επευφημούν και δεν πίνουν αν δεν βραχνιάσουν προηγουμένως από τους επαίνους. Διότι δεν εννοώ πώς τόσον εύκολα αφήνεις να σε σύρουν από την μύτην και πιστεύεις εις παν ό,τι σου λέγουν οι κόλακες, και έφθασες μάλιστα μέχρι του να πεισθής ότι ομοιάζεις με κάποιον βασιλέα,{55} όπως ο ψευδαλέξανδρος και ο γναφεύς ο οποίος επέρασεν ως Φίλιππος και ο ψευδονέρων ο οποίος παρουσιάσθη προ ολίγων γενεών και άλλοι τους οποίους το ψεύδος έκαμε περιφήμους. Αλλά δεν είνε παράδοξον ότι συ ο ανόητος και αμαθής άνθρωπος έπαθες τοιούτον τι, και όταν περιπατής, κρατείς προς τα οπίσω την κεφαλήν και μιμείσαι το βάδισμα, το ήθος και το βλέμμα εκείνου προς τον οποίον ετέρπεσο να λέγης ότι ομοιάζεις, αφού λέγεται ότι και ο Πύρρος ο Ηπειρώτης, ο οποίος κατά τα άλλα ήτο θαυμάσιος άνθρωπος, εσύρθη εις παρομοίαν παγίδα υπό των κολάκων, ώστε επίστευεν ότι ήτο όμοιος προς τον Αλέξανδρον τον μέγαν; Και όμως ήτο εντελώς αντίθετος και, όπως λέγουν οι μουσικοί, δις διαπασών ήτο η διαφορά των. Είδα την εικόνα του Πύρρου και εβεβαιώθην περί τούτου, και όμως είχε πεισθή ότι ήτο πανομοιότυπον του Αλεξάνδρου. Αφού δε είχε τοιαύτην ιδέαν περί του εαυτού του ο Πύρρος, ουδείς εκ των περί εαυτόν ετόλμα να τον διαψεύση και όλοι συνεμερίζοντο την πεποίθησίν του, έως ότου εις την Λάρισαν μία γραία του διέλυσε την πλάνην. Ο Πύρρος της έδειξεν εικόνας του Φιλίππου, του Περδίκκα, του Αλεξάνδρου, του Κασσάνδρου και άλλων βασιλέων και την ηρώτησε προς ποίον εξ αυτών ωμοίαζεν είχε δε πλήρη πεποίθησιν ότι η γραία θα τον παρωμοίαζε προς τον Αλέξανδρον• αλλ' αυτή, αφού εδίστασεν επί πολύ, του είπεν: «Ομοιάζεις με τον Βατραχύονα τον μάγειρον»• διότι υπήρχεν εις την Λάρισαν κάποιος Βατραχύων μάγειρος, ομοιάζων προς τον Πύρρον. Και συ λοιπόν δεν γνωρίζω προς ποίον εκ των κιναίδων των συναναστρεφομένων τους ορχηστάς ομοιάζεις• αλλ' ότι θεωρείσαι υπό πάντων ότι έχεις πάθη μανίαν πραγματικήν δι' εκείνην την ομοιότητα, γνωρίζω ασφαλώς. Καθόλου παράδοξον λοιπόν ότι, αφού τόσον απατάσαι εις την ομοιότητα της μορφής, θέλεις και να εξομοιούσαι προς τους πεπαιδευμένους και πιστεύεις εκείνους οίτινες σου κάμνουν σχετικούς επαίνους.
Αλλά διατί φλυαρώ ματαίως; Ο λόγος διά τον οποίον δεικνύεις τόσον ενδιαφέρον διά τα βιβλία είνε προφανής και εγώ από χονδροκεφαλιάν εβράδυνα να το εννοήσω. Είνε κατεργαριά ευφυής, κατά την ιδέαν σου, και βασίζεις εις αυτήν μεγάλας ελπίδας, εάν φθάση η φήμη σου μέχρι του βασιλέως ο οποίος είνε σοφός άνθρωπος και τιμά μεγάλως την παιδείαν. Εάν μάθη ότι αγοράζεις βιβλία και έχεις μεγάλην βιβλιοθήκην, ελπίζεις ότι εντός ολίγου θα δύνασαι να έχης παν ό,τι θέλεις παρ' αυτού. Αλλ' ω κίναιδε, νομίζεις ότι είνε τόσον ναρκωμένος υπό μανδραγόρου {56}, ώστε αυτά μεν ν' ακούη, εκείνα δε να μη γνωρίζη, δηλαδή οποίος είνε ο βίος σου κατά την ημέραν, τι μεθύσια κάνεις, πώς διέρχεσαι τας νύκτας και με ποίους και πόσους ακολασταίνεις; Δεν γνωρίζεις ότι οι βασιλείς έχουν πολλά ώτα και πολλούς οφθαλμούς; Η δε ατιμία σου είνε τόσον γνωστή ώστε και τυφλοί και κωφοί να την γνωρίζουν• διότι και μόνον αν ομιλήσης, και μόνον αν εκδυθής διά να λουσθής ή μάλλον και χωρίς να εκδυθής, αν θέλης, μόνον δε οι δούλοί σου αν εκδυθούν, νομίζεις ότι δεν θα φανερωθούν αμέσως τα νυκτερινά σου μυστικά; Αλλ' ειπέ μου και τούτο• εάν ο Βάσσος, ο οποίος είνε καθηγητής σας εις την αισχρότητα, ή ο Βάτταλος ο αυλητής ή ο κίναιδος Ημιθέων ο Συβαρίτης, ο οποίος σας συνέγραψε τους θαυμαστούς κανόνας, δηλαδή πώς πρέπει να γίνεσθε λείοι και ν' αφαιρήτε τας τρίχας και να παθαίνετε και να ποιήτε τα ακατανόμαστα εκείνα, είπε μου, εάν κανείς εκ τούτων φορέση λεοντήν και βαδίζη κρατών ρόπαλον, τι υποθέτεις ότι θα νομίσουν όσοι τον βλέπουν; ότι είνε Ηρακλής; Όχι βέβαια, εκτός αν είνε μισόστραβοι. Διότι άπειρα είνε όσα θα διαψεύδουν αυτόν τον αρρενωπόν ιματισμόν• το βάδισμα, το βλέμμα, η φωνή, ο λιγυσμένος τράχηλος, το ψιμμύθιον, η μαστίχη και το κοκκινάδι, με τα οποία σεις στολίζεσθε, και εν γένει, κατά την παροιμίαν, ευκολώτερον δύνασαι να κρύψης πέντε ελέφαντας εις την μασχάλην σου παρά ένα φαυλόβιον του είδους σου. Αφού δε η λεοντή δεν δύναται να κρύψη ένα τοιούτον, συ νομίζεις ότι θα κρυφθής κάτω από βιβλίον; Αλλά δεν είνε δυνατόν, διότι θα σας προδώσουν και θα σας αποκαλύψουν τα άλλα σας γνωρίσματα. Μου φαίνεται δε ότι αγνοείς εντελώς ότι την καλήν υπόληψιν δεν πρέπει να την ζητής από τους βιβλιοπώλας, αλλ' από αυτόν τον καθημερινόν σου βίον. Νομίζεις ότι οι βιβλιογράφοι Αττικός και Καλλίνος θα σου χρησιμεύσουν ως συνήγοροι και μάρτυρες υπερασπίσεως εις την κοινήν κατάκρισιν; Όχι, αλλ' άνθρωποι σκληροί θα σε συντρίψουν, αν οι θεοί θέλουν, και θα σε ρίψουν εις την εσχάτην πενίαν. Και αν έχης ακόμη ολίγην σύνεσιν, πρέπει να δώσης εις κανένα από τους πεπαιδευμένους τα βιβλία τα οποία έχεις και μετ' αυτών την νεόκτιστον οικίαν σου, να πληρώσης δε και εις τους δουλεμπόρους μέρος από τα πολλά τα οποία εις αυτούς οφείλεις. Διότι αι δύο σου μεγάλαι φροντίδες υπήρξαν μέχρι τούδε αυταί, ν' αποκτάς βιβλία πολυτελή και ν' αγοράζης δούλους νέους υπέρ την ηβικήν ηλικίαν και ήδη δυνατούς, πράγμα διά το οποίον πολύ φροντίζεις και επιδιώκεις.
Αδύνατον δε αν πτωχύνης να επαρκής και εις τας δύο αυτάς ανάγκας. Άκουσε λοιπόν την συμβουλήν μου και σκέψου ότι μία καλή συμβουλή είνε πολύτιμον δώρον. Σε συμβουλεύω ν' αφήσης την φροντίδα περί πραγμάτων τα οποία ουδόλως σου ταιριάζουν και να περιορισθής να θεραπεύης την άλλην σου μανίαν και ν' αγοράζης τους υπηρέτας εκείνους, μήπως αν σου λείψουν οι δικοί σου, προστρέχεις εις άλλους εκ των ελευθέρων, οι οποίοι είνε κίνδυνος να σου πάρουν τα πάντα, διά να μη αποκαλύψουν όσα έπραξαν μετά σου κατόπιν του συμποσίου, όπως τα αίσχιστα τα οποία περί σου διηγείτο πρό τινος καιρού άμα εξελθών εκ της οικίας σου κάποιος φαύλος, όστις και αποδείξεις των λόγων του εδείκνυεν. Εγώ δε δύναμαι και να παρουσιάσω ως μάρτυρας τους τότε παρόντας, διά να μάθης πώς ηγανάκτησα και παρ' ολίγον να τον δείρω οργιζόμενος προς χάριν σου, μάλιστα όταν επεκαλέσθη ως μάρτυρα δι' αυτάς τας αισχρότητας και άλλον διηγούμενον τα ίδια. Δι' αυτά λοιπόν οικονόμει και φύλαττε τα χρήματά σου, διά να δύνασαι να πράττης και να παθαίνης τα ειρημένα εντός της οικίας σου και με πολλήν ασφάλειαν. Διότι ποίος δύναται να σε μεταπείση ν' αποβάλλης αυτάς τας έξεις; Τούτο είνε τόσον δύσκολον όσον να ξεσυνειθίση ο σκύλλος ο οποίος έμαθε να τρώγη δέρματα. Ευκολώτερον είνε να συνειθίσης το άλλο, δηλαδή να παύσης να αγοράζης βιβλία. Αρκετήν μάθησιν και σοφίαν απέκτησες και παρ' ολίγον να γνωρίζης εκ στήθους όλα τα παλαιά συγγράμματα• γνωρίζεις όλην την ιστορίαν, όλας τας τέχνας και τα κάλλη των λόγων όπως και τα ελαττώματα αυτών και την χρήσιν των αττικών λέξεων. Έχεις γίνη πάνσοφος και έξοχος κατά την παιδείαν διά το πλήθος των βιβλίων τα οποία έχεις. Αφού ευχαριστείσαι εις την απάτην, δεν πειράζει αν και εγώ διασκεδάσω ολίγον με αυτήν σου την αδυναμίαν.
Αλλά ήθελα να σ' ερωτήσω, αφού έχεις τόσα και τόσα βιβλία, τι προ πάντων αναγινώσκεις; Τα έργα του Πλάτωνος, του Αντισθένους του Αρχιλόχου ή του Ιππώνακτος; Ή αυτά τα περιφρονείς, προτιμάς δε τους ρήτορας; Ειπέ μου, αναγινώσκεις και τον κατά Τιμάρχου λόγον του Αισχίνου; Ή αυτά όλα τα γνωρίζεις εκ πείρας; Θα έχεις βέβαια επαναλάβη εις την ζωήν σου τας σκηνάς του Αριστοφάνους και του Ευπόλιδος. Ανέγνωσες και ολόκληρον την κωμωδίαν, τους «Βάπτας»; {57}. Και δεν εταράχθης, ούτε εκοκκίνησες όταν ανεγνώρισες τον εαυτόν σου εις τας σκηνάς του έργου εκείνου; Ό,τι προ πάντων πρέπει να θαυμάση κανείς εις εσέ είνε, πώς ενώ έχεις τοιαύτην διαφθοράν ψυχής, εγγίζεις τα βιβλία και πώς με τοιαύτας χείρας τα ξεδιπλώνεις. Πότε δε αναγινώσκεις; την ημέραν; Αλλ' ουδείς σε είδε ποτέ να πράττης τούτο. Μήπως την νύκτα; Αφού προηγουμένως ασχοληθής εις τας ηδονάς σου εκείνας, ή προ των έργων; Εν πάση περίπτώσει δεν πρέπει να τολμάς τοιαύτα πράγματα πριν ή επέλθη σκότος. Αφησε δε τα βιβλία και περιορίσου μόνον εις τας ιδιαιτέρας σου τέρψεις, μολονότι έπρεπε και από εκείνας να παραιτηθής, εντρεπόμενος την Φαίδραν του Ευριπίδου, ήτις αγανακτεί υπέρ των γυναικών και λέγει:
ουδέ σκότος φρίσσουσι τον συνεργάτην τέρεμνά τ' οίκων μήποτε φθογγήν αφή. {58}
Εάν όμως είσαι αποφασισμένος να επιμείνης εις την μανίαν σου, εξακολούθει ν' αγοράζης βιβλία, έχε τα κλεισμένα εις την οικίαν σου και απολάμβανε την δόξαν των αποκτημάτων τούτων. Και τούτο σου είνε αρκετόν. Αλλά μη τα εγγίζης, μη τα αναγινώσκης, ούτε φέρε εις την γλώσσαν σου λόγους αρχαίων συγγραφέων και ποιήματα τα οποία ουδέν κακόν σου έκαμαν. Γνωρίζω ότι εις μάτην σου δίδω τας συμβουλάς αυτάς και κατά την παροιμίαν επιχειρώ να λευκάνω τον Αιθίοπα• διότι συ θα εξακολουθής να αγοράζης και να μη χρησιμοποιής τα βιβλία• και θα εμπαίζεσαι υπό των πεπαιδευμένων, οίτινες αρκούνται εις την ωφέλειαν την οποίαν απολαμβάνουν εκ του λόγου και της διανοίας των συγγραφέων και ουχί εκ της πολυτελείας και της εξωτερικής ωραιότητος των βιβλίων.
Συ νομίζεις ότι θα διορθώσης την αμάθειάν σου και θα την συγκαλύψης με την δόξαν της κατοχής και ότι θα καταπλήξης τον κόσμον με το πλήθος των βιβλίων και δεν γνωρίζεις ότι και οι αμαθέστεροι εκ των ιατρών πράττουν κάτι τι παρόμοιον. Φροντίζουν να έχουν εργαλειοθήκας από ελεφαντοκόκκαλον και αργυράς βεντούζας και νυστέρια χρυσοκόλλητα. Αλλ' όταν επιστή ανάγκη να τα μεταχειρισθούν, δεν γνωρίζουν πώς να τα πιάσουν, και τότε έρχεται είς εκ των πεπειραμένων ιατρών, ο οποίος έχει μαχαιρίδιον τελείως ακονισμένον, αλλά κατά τα αλλά ευτελές, και με αυτό απαλάττει από το νόσημα τον άρρωστον. Διά να σε παρομοιάσω δε και προς άλλους γελοιωδεστέρους, σου αναφέρω τους κουρείς, εκ των οποίων όσοι μεν είνε καλοί τεχνίται έχουν μόνον έν ξυράφιον, ψαλλίδια και μικρόν κάτοπτρον• οι δε αμαθείς και άπειροι επιδεικνύουν πλήθος ξυραφιών και μεγάλους καθρέπτας, με τούτο όμως δεν κατορθώνουν να κρύπτουν την αμάθειάν των. Παθαίνουν δε το κωμικώτατον, ότι οι περισσότεροι πηγαίνουν και κουρεύονται εις τους άλλους κουρείς και έπειτα εισέρχονται και διευθετίζουν τα μαλλιά των εις τα ιδικά των κάτοπτρα. Και συ λοιπόν, εάν άλλος σου ζητήση βιβλία, δύνασαι ούτω να τα χρησιμοποιήσης, αλλ' ο ίδιος να τα μεταχειρισθής δεν είνε δυνατόν. Αλλ' ούτε εδάνεισες κανένα ποτέ βιβλίον, αλλά μιμείσαι τον σκύλλον της παροιμίας ο οποίος κάθηται εις την φάτνην και ούτε αυτός τρώγει την κριθήν, ούτε τον ίππον ο οποίος δύναται αφήνει να φάγη.
Αυτά επί του παρόντος και μόνον διά τα βιβλία είχα να σου είπω μετά πάσης ειλικρινείας• διά δε τα άλλα, όσα αισχρά και επαίσχυντα πράττεις, θα γίνη λόγος και πάλιν και πολλάκις.
Φοβερόν πράγμα είνε η άγνοια και πολλών κακών γίνεται πρόξενος εις τους ανθρώπους, διότι ρίπτει επί των πραγμάτων ως μίαν ομίχλην και την αλήθειαν αμαυρόνει και την διαγωγήν εκάστου ανθρώπου επισκοτίζει. Ομοιάζομεν επομένως όλοι προς τους πλανωμένους εις το σκότος ή μάλλον παθαίνομεν όμοια με τους τυφλούς• και άλλοτε μεν προσκόπτομεν εις τα αντικείμενα, χωρίς να δυνάμεθα να προσέχωμεν, άλλοτε δε χωρίς ανάγκην τα υπερβαίνομεν• και ό,τι μεν είνε πλησίον και προ των ποδών μας δεν βλέπομεν, το δε μακράν ευρισκόμενον και πολύ απέχον φοβούμεθα ως να μας ενοχλή. Εν γένει δε εις πάσαν μας πράξιν δεν κατορθώνομεν ν' αποφεύγωμεν τα σφάλματα και ως επί το πλείστον ολισθαίνομεν. Διά τούτο η άγνοια έχει δώση ήδη εις τους τραγικούς ποιητάς μυρίας υποθέσεις δραμάτων, όπως τα δυστυχήματα των Λαβδακιδών και των Πελοπιδών και τα παρόμοια• διότι αι πλείσται των συμφορών αι οποίαι αναβιβάζονται εις την σκηνήν, δύναται κανείς να εύρη ότι προξενούνται υπό της αγνοίας, ως υπό κακοποιού τινος πνεύματος. Λέγω δε αυτά αποβλέπων, και εις άλλα, αλλά προπάντων εις τας μη αληθείς και εναντίον οικείων και φίλων διαβολάς, ένεκα των όποιων και οικογένειαι έγιναν άνω κάτω και πόλεις κατεστράφησαν εξ ολοκλήρου, πατέρες έγιναν θηρία κατά των τέκνων και αδελφοί κατά των αδελφών και τέκνα κατά των γονέων και ερασταί κατά των ερωμένων• πολλαί δε φιλίαι διερρήχθησαν και οικογένειαι περιήλθον εις διχόνοιαν, ένεκα της ευπιστίας εις τας διαβολάς.
Διά να υποπίπτωμεν λοιπόν όσον το δυνατόν ολιγώτερον εις αυτάς, θέλω να δείξω διά του λόγου, ως επί εικόνος, τι είνε η διαβολή, πώς αρχίζει και ποία αποτελέσματα έχει. Αλλ' ο Απελλής ο Εφέσιος {59}μ' επρόλαβεν ήδη εις την σύνθεσιν αυτής της εικόνος• διότι και αυτός συκοφαντηθείς προς τον Πτολεμαίον {60} ως λαβών μέρος μετά του Θεοδότου εις την συνωμοσίαν της Τύρου, ενώ ο Απελλής ούτε την Τύρον είχεν ίδη ποτέ ούτε τον Θεοδόταν, περί του οποίου απλώς εγνώριζεν εξ ακοής ότι ήτο είς των υπάρχων του Πτολεμαίου και του ήτο ανατεθειμένη η διοίκησις της Φοινίκης. Αλλά κάποιος αντίζηλος εις την τέχνην, Αντίφιλος {61} ονομαζόμενος, κινούμενος υπό φθόνου διά την παρά του βασιλέως εύνοιαν προς τον Απελλήν και ζηλεύων αυτόν διά την τέχνην, τον κατηγόρησε προς τον ηγεμόνα ως ένοχον εις όλα και ότι κάποιος τον είδεν εις την Φοινίκην να συντρώγη με τον Θεοδόταν και καθ' όλον το δείπνον να κρυφομιλή προς αυτόν• και το συμπέρασμά του ήτο ότι η αποστασία της Τύρου και η κατάληψις του Πηλουσίου ήσαν αποτελέσματα της συμβουλής του Απελλού. Ο δε Πτολεμαίος, ο οποίος και κατά τα άλλα δεν ήτο και πολύ συνετός άνθρωπος, αλλ' είχεν ανατραφή με κολακείαν ηγεμονικήν, τόσον εξηρεθίσθη και συνεταράχθη υπό της απροσδόκητου εκείνης διαβολής, ώστε χωρίς να σκεφθή όπως έπρεπε και εννοήση το απίθανον της διαβολής, ότι ο διαβάλλων ήτο αντίζηλος εις την τέχνην προς τον διαβαλλόμενον και ότι ο ζωγράφος ήτο ανίκανος να πράξη τοιαύτην προδοσίαν και μάλιστα αφού είχεν ευεργετηθή παρ' αυτού και περισσότερον από κάθε άλλον ζωγράφον τιμηθή, αλλά και χωρίς καθόλου να εξετάση εάν ο Απελλής εταξείδευσεν εις την Τύρον, κατελήφθη ευθύς υπό οργής και εγέμισεν από κραυγάς τα ανάκτορα, καταβοών εναντίον του αχαρίστου, του επιβούλου και συνωμότου. Και αν είς εξ εκείνων οίτινες είχον συλληφθή διά την συνωμοσίαν δεν ηγανάκτει διά την αναισχυντίαν του Αντιφίλου και δεν ελυπείτο τον δυστυχή Απελλήν και δεν εμαρτύρει ότι ο άνθρωπος εις ουδεμίαν σχέσιν ήλθε με αυτούς, θα εκαρατομείτο και θα ετιμωρείτο διά τα γενόμενα εις την Τύρον διά τα οποία ήτο εντελώς αθώος. Λέγεται δε ότι ο Πτολεμαίος τότε από τόσην εντροπήν κατελήφθη διά την πλάνην του, ώστε εις μεν τον Απελλήν εδώρησεν εκατόν τάλαντα, τον δε Αντίφιλον του παρέδωκεν ως δούλον. Ο Απελλής τότε εις ανάμνησιν των κινδύνων τους οποίους διέτρεξεν, εζωγράφισε μίαν εικόνα διά να εκδικηθή την διαβολήν. Δεξιά κάθηται άνθρωπος με πολύ μεγάλα ώτα σχεδόν όπως του Μίδου, ο οποίος εκτείνει την χείρα του προς την Διαβολήν ερχομένην προς αυτόν και ευρισκομένην ακόμη εις απόστασιν. Εκατέρωθεν αυτού στέκονται δύο γυναίκες, η Άγνοια, υποθέτω, και η Υποψία. Εκ του άλλου δε μέρους έρχεται η Διαβολή, γύναιον υπερβολικά ωραίον, θυμωμένον δε και τεταραγμένον, ως να κατέχεται υπό λύσσης και οργής• και εις μεν την αριστεράν κρατεί δάδα φλεγομένην, με την δεξιάν δε σύρει από την κόμην ένα νέον ο οποίος υψώνει προς τον ουρανόν τας χείρας και επικαλείται μάρτυρας τους θεούς. Του συμπλέγματος τούτου προηγείται άνθρωπος ωχρός και δύσμορφος, ο οποίος έχει το βλέμμα άγριον και ομοιάζει προς εκείνους τους οποίους μακρά ασθένεια έχει εξαντλήση. Και μαντεύει κανείς ότι ούτος παριστά τον Φθόνον. Αλλά συμπαρίστανται και δύο άλλαι γυναίκες, αι οποίαι ενθαρρύνουν και περιποιούνται την Διαβολήν και διευθετούν τα ενδύματά της. Κατά την εξήγησιν δε την οποίαν μου έδωκεν ο ερμηνευτής της εικόνος, εκ τούτων η μεν μία ήτο η Επιβουλή, η δε άλλη η Απάτη. Κατόπιν ήρχετο μία άλλη της οποίας ο ιματισμός ήτο πολύ πένθιμος• εφόρει μαύρα και είχε τας παρειάς κατασπαραγμένας, νομίζω δε ότι αυτή ελέγετο Μεταμέλεια• και εστρέφετο προς τα οπίσω δακρύουσα και με εντροπήν μεγάλην και συνεσταλμένη έβλεπε προς την πλησιάζουσαν Αλήθειαν. Κατ' αυτόν τον τρόπον ο Απελλής παρέστησε δια της ζωγραφικής τον κίνδυνον τον οποίον διέτρεξεν.
Τώρα δε ας προσπαθήσωμεν και ημείς κατά μίμησιν του Εφεσίου ζωγράφου να παραστήσωμεν τα χαρακτηριστικά της διαβολής, αφού προηγουμένως την καθορίσωμεν, διότι ούτω η εικών μας θα γίνη περισσότερον παραστατική. Η διαβολή λοιπόν είνε κατηγορία η οποία γίνεται εν απουσία και αγνοία του κατηγορουμένου και πιστεύεται μονομερώς και χωρίς ν' ακουσθή αντίρρησις και απολογία. Τοιαύτη είνε η κακία περί της οποίας πρόκειται να ομιλήσωμεν. Επειδή δε, όπως εις τας κωμωδίας, τρία είνε τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων γίνεται η διαβολή, ο διαβάλλων, ο διαβαλλόμενος και εκείνος προς τον οποίον γίνεται η διαβολή, ας εξετάσωμεν έκαστον εξ αυτών ιδιαιτέρως και τον τρόπον κατά τον οποίον έκαστος ενεργεί. Και εν πρώτοις, αν θέλετε, ας παρουσιάσωμεν τον πρωταγωνιστήν του δράματος, δηλαδή τον εργάτην της διαβολής. Ότι δεν είνε αγαθός άνθρωπος ούτος είνε εις όλους ευνόητον διότι ουδείς αγαθός δύναται να γίνη κακών αίτιος εις άλλον• εξ εναντίας το γνώρισμα των αγαθών ανθρώπων είνε τα ευεργετήματα τα οποία κάμνουν προς τους φίλους και δεν αποκτούν την καλήν υπόληψιν εκ των αδικημάτων τα οποία κινούν την οργήν και το μίσος των άλλων. Έπειτα ότι ο τοιούτος είνε άδικος, παράνομος και ασεβής και επιζήμιος εις εκείνους τους οποίους συναναστρέφεται, είνε εύκολον να εννοηθή. Διότι τις δύναται να αρνηθή ότι η ισότης εις όλα και το ν' αρκήται κανείς μόνον εις ό,τι του ανήκει είνε έργον δικαιοσύνης, η δε ανισότης και η πλεονεξία είναι αδικία; Εκείνος δε ο οποίος κρυφίως μεταχειρίζεται την διαβολήν κατά των απόντων, πώς δεν είναι πλεονέκτης, αφού σφετερίζεται ολόκληρον τον ακροατήν, του προκαταλαμβάνει τα ώτα και τα αποφράσσει και τα καθιστά εντελώς απρόσιτα εις την απολογίαν, διότι τα έχει ήδη προκαταβολικώς γεμίση με την συκοφαντίαν;
Το τοιούτον είνε εσχάτη αδικία, ως θα έλεγον και οι άριστοι των νομοθετών, όπως ο Σόλων και ο Δράκων, οι οποίοι υπεχρέωσαν τους δικαστάς να υπόσχωνται με όρκον ότι θα ακροαστούν ες ίσου και τα δύο διάδικα μέρη και ότι θα δείξουν ίσην ευμένειαν προς τους δικαζομένους, έως ου συγκρίνοντες την απολογίαν προς την κατηγορίαν, ίδουν ποία είνε η δικαιοτέρα. Πριν δε παραβληθή η απολογία προς την κατηγορίαν, οι νομοθέται απεφάνθησαν ότι η κρίσις θα είνε ασεβής και ανόσιος. Δυνάμεθα να είπωμεν ότι και αυτοί οι θεοί θα αγανακτήσουν, εάν εις τον κατήγορον παρέχωμεν πάσαν ελευθερίαν να λέγη ό,τι θέλει, προς δε τον κατηγορούμενον κλείωμεν τα ώτα μας ή του επιβάλλωμεν σιωπήν και τον καταδικάζωμεν μόνον επί τη βάσει της κατηγορίας. Ώστε ορθώς δύναταί τις να είπη ότι αι διαβολαί δεν γίνονται κατά τον νόμον και κατά τον δικαστικόν όρκον. Εάν δε υπάρχη κανείς όστις φρονεί ότι δεν πρέπει να πιστεύωμεν εις τους νομοθέτας, οίτινες συμβουλεύουν να γίνωνται αι κρίσεις με τοιαύτην δικαιοσύνην και αμεροληψίαν, νομίζω ότι δύναμαι να επικαλεσθώ την γνώμην ενός ποιητού, του αρίστου, ο οποίος ορθώτατα απεφάνθη ή μάλλον ενομοθέτησε περί τούτων. Ο ποιητής ούτος {62} λέγει•
μήτε δίκην δικάσης, πριν άμφω μύθον ακούσης. {63}
Εγνώριζεν, υποθέτω, και ούτος ότι εκ των πολλών αδικημάτων τα οποία συμβαίνουν εις τον κόσμον, ουδέν είνε χειρότερον και αδικώτερον από το να καταδικασθούν άνθρωποι χωρίς να κριθούν και χωρίς ν' απολογηθούν• εις τούτο δε τείνουν όλαι αι προσπάθειαι του συκοφάντου, ο οποίος εκθέτει τον διαβαλλόμενον άκριτον εις την οργήν εκείνου προς τον οποίον γίνεται η συκοφαντία• και επειδή η κατηγορία γίνεται κρυφίως, στερεί τον διαβαλλόμενον του δικαιώματος της απολογίας. Διότι είνε χωρίς θάρρος και δειλοί εν γένει οι τοιούτοι άνθρωποι και δεν πράττουν τίποτε φανερά, αλλά ενεδρεύοντες τοξεύουν εκ του αφανούς, ώστε να μη είνε δυνατή καμμία αντίστασις και αντεπίθεσις, αλλ' οι αντίπαλοι να φονεύωνται χωρίς να γνωρίζουν τον επιτιθέμενον και τας διαθέσεις του. Τούτο είνε η μεγίστη απόδειξις ότι οι διαβάλλοντες δεν λέγουν τίποτε αληθές• διότι εάν τις έχη συναίσθησιν ότι αι κατηγορίαι τας οποίας απευθύνει εναντίον ενός άλλου είνε αληθείς, τον κατηγορεί και φανερά και δεν φοβείται την απολογίαν και την υπεράσπισίν του, όπως ουδείς, ο οποίος δύναται να νικήση φανερά, θα μεταχειρισθή ποτε ενέδραν και απάτην εναντίον των εχθρών. Δύναται δε κανείς να ίδη τους τοιούτους προ πάντων εις τας βασιλικάς αυλάς, ευνοουμένους των αρχόντων και ηγεμονευόντων, εκεί όπου ο φθόνος είνε πολύς, απειράριθμοι δε αι υποψίαι και πολυαριθμώταται αι αφορμαί των κολακειών και των συκοφαντιών• διότι πάντοτε, όπου υπάρχουν μεγαλείτεραι ελπίδες, εκεί και οι φθόνοι είνε φοβερώτεροι και τα μίση πλέον επικίνδυνα και αι ζηλοτυπίαι ανηθικώτεραι εις τα μέσα τα οποία μεταχειρίζονται• όλοι αλληλοεπιτηρούνται και, καθώς οι μονομαχούντες, προσέχουν ν' ανακαλύψουν μέρος τι απροφύλακτον του σώματος διά να κτυπήσουν εκεί. Επειδή έκαστος θέλει να είνε πρώτος, απωθεί και παραγκωνίζει τον πλησίον και, αν δύναται, υποσκελίζει και ανατρέπει τον προ αυτού ευρισκόμενον. Ούτω δε ο μεν τίμιος ευθύς και ευκόλως ανατρέπεται και παραγκωνίζεται και επί τέλους εκδιώκεται ατιμωτικώς, ο δε κόλαξ και εις τας τοιαύτας κακοηθείας επιτηδειότερος επιτυγχάνει και καθ' όλα επικρατεί• διότι εκείνο το οποίον είπεν ο Όμηρος είνε μεγάλη αλήθεια•
ξυνός Ενυάλιος και τύν κτανέοντα κατέκτα. {64}
Επειδή λοιπόν εις τον ανταγωνισμόν των δεν πρόκειται περί μικρών, επινοούν παντός είδους πλεκτάνας εναντίον αλλήλων, εκ των οποίων η μάλλον επικίνδυνος και ταχύτερον φθάνουσα εις αποτέλεσμα είνε η συκοφαντία, η οποία αρχίζει από φθόνον ή μίσος σκόπιμον και επιφέρει αποτελέσματα τραγικά και πλήρη από συμφοράς. Δεν είνε δε μικρόν ούτε απλούν τούτο, ως δύναταί τις να νομίση, αλλ' έχει ανάγκην πολλής τέχνης, όχι μικράς οξυνοίας και εξαιρετικής επιμελείας. Διότι δεν θα έβλαπτε τόσον η διαβολή, εάν δεν εγίνετο κατά τρόπον κινούντα την εμπιστοσύνην ούτε θα ενίκα την ισχυροτέραν όλων αλήθειαν, εάν δεν είχε πολύ θέλγητρον και πιθανότητα και δεν μετεχειρίζετο μυρία άλλα μέσα, διά να εξαπατά τους δεχομένους την συκοφαντίαν.
Διαβάλλεται ως επί το πλείστον εκείνος ο οποίος έχει μεγάλας ευνοίας και αξιώματα και ο οποίος διά τούτο φθονείται υπό των αντιζήλων, τους οποίους υπερέβη. Όλοι διευθύνουν κατ' αυτού τα βέλη των θεωρούντες αυτόν κώλυμα και εμπόδιον εις την πρόοδόν των και έκαστος νομίζει ότι αυτός θα γίνη πρώτος εάν τον κορυφαίον εκείνον κατανικήση και ρίψη εκ της ευνοίας. Συμβαίνει και εδώ κάτι παρόμοιον προς ό,τι γίνεται εις τους αγώνας των δρομέων• και εκεί ο μεν καλός δρομεύς, ευθύς άμα δοθή το σύνθημα, προσέχει μόνον εις τον δρόμον του και όλαι του αι προσπάθειαι τείνουν προς το τέρμα• ελπίζων δε μόνον εις τους πόδας του διά την νίκην, ουδόλως ενοχλεί τον πλησίον του τρέχοντα, ούτε μελετά τίποτε κακόν εναντίον των άλλων αγωνιστών ο δε κακός και αγύμναστος ανταγωνιστής, μη ελπίζων να νικήση διά της ταχύτητος των ποδών του, καταφεύγει εις την πανουργίαν και μόνον δι' έν πράγμα σκέπτεται, πώς να κρατήση ή να εμποδίση τον προτρέχοντα και δυνηθή να προηγηθή αυτός, καθότι εάν δεν επιτύχη τούτο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να νικήση. Ομοίως γίνεται και εις τας ευνοίας των μεγάλων• εκείνος ο οποίος έχει την πρώτην θέσιν εις αυτάς περιβάλλεται υπό επιβουλών, και καταλαμβανόμενος απροφύλακτος, ανατρέπεται υπό των εχθρών, εν μέσω των οποίων ευρίσκεται, ενώ ούτοι αγαπώνται μεταξύ των και η κοινή προσπάθεια δια να βλάψουν τους άλλους τους συνδέει ως φιλία.
Διά να γίνεται δε πιστευτή η διαβολή δεν είνε τυχαίον και εύκολον επινόημα, αλλ' εις αυτό συνίσταται όλη η τέχνη των και προσέχουν μεγάλως να μη αποδώσουν εις τον συκοφαντούμενον ιδιότητα ή πράξιν η οποία δεν του ταιριάζει και δύναται να φανή ξένη προς αυτόν. Ως επί το πλείστον φροντίζουν να μετατρέψουν προς το κακόν τα προτερήματα του διαβαλλομένου και ούτω αι κατηγορίαι των γίνονται πιθαναί• τον ιατρόν λ. χ. διαβάλλουν ως δηλητηριαστήν, τον πλούσιον ως επιδιώκοντα να γίνη τύραννος και τον αυλικόν ως προδίδοντα τον ηγεμόνα του.
Ενίοτε δε και εκείνος προς τον οποίον γίνεται η διαβολή παρέχει τας αφορμάς της συκοφαντίας και οι κακοήθεις εκείνοι άνθρωποι διά να επιτύχουν ασφαλέστερον του λέγουν πράγματα τα οποία δύνανται να εύρουν ηχώ εις τον χαρακτήρα του. Εάν εννοήσουν ότι είνε ζηλότυπος, ο τάδε, του λέγουν, έκαμε νεύμα προς την γυναίκα σου κατά το δείπνον και στραφείς προς αυτήν εστέναξε, η δε Στρατονίκη {65} δεν τον έβλεπεν με δυσαρέσκειαν. Εν γένει δε αι προς αυτόν διαβολαί έχουν χαρακτήρα ερωτικόν και μοιχικόν. Εάν είνε ποιητής και έχη μεγάλην ιδέαν περί του εαυτού του, μάθε, του λέγουν, ότι ο Φιλόξενος εχλεύασε τα ποιήματά σου και τα κατηγόρησε ότι είνε άμμετρα και κακοσύνθετα. Προς δε τον ευσεβή και φιλόθεον ο φίλος του συκοφαντείται ως άθεος και ανόσιος, ότι περιφρονεί τα θεία και αρνείται την θείαν πρόνοιαν• αυτός δε εξοργίζεται αμέσως, ως είνε επόμενον, και αποστρέφεται τον φίλον του, χωρίς να περιμείνη την ακριβή απόδειξιν της κατηγορίας. Εν γένει επινοούν και λέγουν εκείνα προ πάντων τα οποία γνωρίζουν ότι δύνανται να κινήσουν την οργήν του ακούοντος• γνωρίζοντες δε πού έκαστος δύναται ευκολώτερον να πληγωθή, τοξεύουν και ακοντίζουν εις το σημείον τούτο, και η απότομος οργή θα τον ταράξη τόσον, ώστε να μη του δώση καιρόν και ηρεμίαν προς εξέτασιν της αληθείας• και αν ο κατηγορηθείς θελήση να απολογηθή, να τον εύρη τόσον προκατειλημμένον υπό της πιθανότητος της κατηγορίας, ώστε να μη του επιτρέψη να δικαιολογηθή.
Αποτελεσματικώτατον δε είνε το είδος της συκοφαντίας το οποίον εναντιούται προς την επιθυμίαν του ακούοντος. Ούτω συνέβη όταν κάποιος διέβαλε τον Πλατωνικόν Δημήτριον προς τον Πτολεμαίον τον επονομασθέντα Διόνυσον, ότι ο Δημήτριος έπινε νερόν και μόνος εκ των άλλων δεν εφόρεσε γυναικεία ενδύματα κατά την εορτήν των Διονυσίων• και εάν, όταν εκλήθη υπό του Πτολεμαίου, δεν εφρόντιζεν από πρωίας να πίη δημοσία και φορέσας εσθήτα του Τάραντος {66} να παίξη κύμβαλον και να χορεύση, θα εθανατώνετο ίσως ως μη επιδοκιμάζων τον βίον του βασιλέως, αλλά κατακρίνων και πολεμών τας ηδονάς αυτού.
Διά δε τον Αλέξανδρον η μεγαλειτέρα και η πλέον επιτυχής διαβολή ήτο αν κατηγορείτο κανείς ότι δεν εσέβετο και δεν επροσκύνα τον Ηφαιστίωνα. Όταν δηλαδή απέθανεν ο Ηφαιστίων, ο Αλέξανδρος ηθέλησε να προσθέση εις την άλλην του δόξαν και την χειροτονίαν ενός θεού και ανεκήρυξε θεόν τον αποθανόντα φίλον του. Ευθύς δε αι πόλεις ανήγειραν ναούς και τεμένη και βωμούς, θυσίαι δε και εορταί ετελούντο εις τον νέον τούτον θεόν και ο μεγαλείτερος όρκος δι' όλους ήτο να ορκίζωνται εις τον Ηφαιστίωνα. Εάν δε κανείς εμειδία διά τα γινόμενα ή δεν εδείκνυε μεγάλην ευσέβειαν, η τιμωρία του ήτο θάνατος. Οι δε κόλακες, εκμεταλλευόμενοι την παιδαριώδη ταύτην επιθυμίαν του Αλεξάνδρου, την εξηρέθιζον και την ενίσχυον, διηγούμενοι εμφανίσεις του Ηφαιστίωνος εις τα όνειρά των και εν καιρώ ημέρας, αποδίδοντες εις αυτόν θεραπείας και διαφημίζοντες την μαντικήν του δύναμιν• του απένεμον δε θυσίας ως θεού συμπαρέδρου του Διός και αποτρέποντος τους κινδύνους. Ο δε Αλέξανδρος ετέρπετο ν' ακούη ταύτα, επί τέλους δε επίστευσε και ο ίδιος και υπερηφανεύετο επί τη ιδέα ότι δεν ήτο μόνον υιός θεού, αλλά και θεούς άλλους ηδύνατο να δημιουργή. Ουκ ολίγοι εκ των φίλων του Αλεξάνδρου κατά την εποχήν εκείνην απήλαυσαν τους πικρούς καρπούς της θεοποιήσεως του Ηφαιστίωνος, διότι εσυκοφαντήθησαν ότι δεν ετίμων εκείνον τον οποίον όλοι οι άλλοι εθεώρουν θεόν, και διά τούτο απεδιώχθησαν και εξέπεσαν από την εύνοιαν του βασιλέως. Τότε και ο εκ Σάμου Αγαθοκλής, στρατηγός του Αλεξάνδρου και ευνοούμενος παρ' αυτού, παρ' ολίγον να ριφθή εις τους λέοντας, διότι εσυκοφαντήθη ότι διερχόμενος πλησίον του τάφου του Ηφαιστίωνος εδάκρυσε. Αλλά τον εβοήθησεν, ως λέγεται, ο Περδίκκας, ο οποίος ωρκίσθη προς τον Αλέξανδρον εις όλους τους θεούς και εις τον Ηφαιστίωνα ότι, ενώ εκυνήγει, ενεφανίσθη προς αυτόν ολοφάνερα ο θεός και του παρήγγειλε να είπη προς τον Αλέξανδρον να μη κακοποιήση τον Αγαθοκλήν, καθότι δεν εδάκρυσεν εξ απιστίας, ούτε διότι εθεώρει ως νεκρόν τον Ηφαιστίωνα, αλλά διά την ανάμνησιν της παλαιάς των φιλίας.
Η κολακεία και η διαβολή τότε μάλιστα εύρεν έδαφος όταν προσηρμόσθη εις το πάθος του Αλεξάνδρου• διότι καθώς εις τας πολιορκίας οι πολιορκούντες δεν διευθύνουν τας προσπαθείας των εις τα υψηλά και απόκρημνα μέρη του τείχους, αλλ' εάν ανακαλύψουν μέρος τι αφύλακτον, χαλασμένον ή χαμηλόν, εις τούτο επιτίθενται με όλας των τας δυνάμεις, καθότι εκείθεν δύνανται ευκολώτερα να εισχωρήσουν και κυριεύσουν την πόλιν, ούτω και οι συκοφάνται ό,τι βλέπουν ασθενές και χαλαρόν και ευκολοδιάβατον μέρος εις την ψυχήν, τούτο προσβάλλουν και προς αυτό διευθύνουν τας πολιορκητικάς των μηχανάς και επί τέλους εκπορθούσι την πόλιν χωρίς κανείς ν' αντισταθή, ούτε να εννοήση την έφοδον. Και άμα εισέλθουν εντός των τειχών πυρπολούν και καίουν τα πάντα, σφάζουν και εξορίζουν. Τοιαύτη είνε η οικτρά τύχη ψυχής κατακυριευομένης και υποδουλομένης. Ως μηχανήματα δε πολιορκητικά κατά του ακούοντος χρησιμεύουν εις αυτούς η απάτη, το ψεύδος, η επιορκία, η επίμονος ενέργεια, η αναισχυντία και πλείσται άλλαι ραδιουργίαι• η μεγαλειτέρα δε εξ όλων τούτων είνε η κολακεία, η οποία είνε συγγενής ή μάλλον αδελφή της συκοφαντίας. Διότι όσον γενναίος και αν είνε κανείς και έχη ψυχήν με αδαμάντινον περίβλημα, δεν θα δυνηθή να μη υποχωρήση εις τας επιθέσεις της κολακείας και μάλιστα όταν η διαβολή υποσκάπτη και αφαιρή τα θεμέλια του τείχους το οποίον την προστατεύει.
Και η μεν εξωτερική επίθεσις είνε τοιαύτη. Εσωτερικώς δε πολλοί προδόται συμβοηθούν και καλούν και τας πύλας ανοίγουν και κατά πάντα τρόπον υποβοηθούν εις το να κυριευθή ο προς ον απευθύνεται η διαβολή. Οι προδόται δε ούτοι είνε πρώτον η αγάπη προς το νέον, ήτις είνε φυσική εις τους ανθρώπους, και το αψίκορον, έπειτα δε η κλίσις προς τας παραδόξους διηγήσεις. Διότι δεν γνωρίζω πώς τερπόμεθα όλοι από τα κρυφίως λεγόμενα και πλήρη υπονοιών. Γνωρίζω ανθρώπους των οποίων την ακοήν γαργαλίζουν τόσον ευχαρίστως αι διαβολαί, όσον τα πτερά με τα οποία ξύουν τα ώτα των. Όταν λοιπόν με την συμμαχίαν όλων τούτων επιπέσωσιν οι συκοφάνται, νικούν κατά κράτος και κυριεύουν, άλλως τε δε η νίκη των δεν δύναται να είνε δύσκολος, καθ' όσον ουδείς αντιπαρατάσσεται και ανθίσταται εις τας επιθέσεις των διότι όπως οι κάτοικοι πόλεως κυριευομένης εν καιρώ νυκτός, οι συκοφαντούμενοι φονεύονται κοιμώμενοι. Και το λυπηρότερον εξ όλων είνε ότι ο συκοφαντηθείς, μη γνωρίζων τα γενόμενα, πηγαίνει προς τον φίλον του χαρούμενος, διότι έχει την συνείδησιν καθαράν, και ομιλεί και φέρεται όπως πάντοτε, ενώ ο δυστυχής είνε κατά παντοίους τρόπους παγιδευμένος• ο δε φίλος του εάν μεν είνε γενναιόψυχος, ελεύθερος τον χαρακτήρα και ειλικρινής, αφήνει αμέσως ελευθέραν διέξοδον εις την οργήν και την αγανάκτησίν του• και, δίδων ούτω αφορμήν εις την απολογίαν, εννοεί ότι αδίκως εθύμωσε κατά του φίλου του• εάν δε είνε ταπεινού και αγενούς χαρακτήρος, υποδέχεται μεν και προσμειδιά βεβιασμένως, αλλ' ενδομύχως μισεί και κρυφίως τρίζει τους οδόντας και, όπως ο ποιητής λέγει, «βυσσοδομεύει την οργήν».
Δεν μου φαίνεται πράγμα αδικώτερον και δουλοπρεπέστερον από τούτο, να καταπίνη κανείς και να τρέφη κρυφίως την χολήν και το μίσος και να το αφήνη ν' αυξάνη κρυφίως εις την ψυχήν του• και άλλα μεν να φρονή, άλλα δε να λέγη και να παίζη με ιλαρόν και εύθυμον πρόσωπον τραγωδίαν εμπαθεστάτην και πλήρη από δηλητήριον. Συμβαίνει δε τούτο κυρίως όταν ο συκοφαντών θεωρείται προ πολλού φίλος του συκοφαντουμένου και εν τοσούτω τον κατηγορεί• τότε δεν θέλουν ν' ακούσουν τίποτε από τους συκοφαντουμένους και επιχειρούντας ν' απολογηθώσι, διότι η φαινομενική παλαιά φιλία τους έχει προδιαθέση να θεωρούν την κατηγορίαν αξιόπιστον και αναμφισβήτητον• και δεν σκέπτονται ότι και μεταξύ εκείνων τους οποίους συνδέει μεγάλη φιλία γεννώνται πολλάκις πολλαί αφορμαί μίσους, αι οποίαι διαφεύγουν την προσοχήν των άλλων. Ενίοτε δε οι ένοχοι διά να προλάβουν την εναντίον των κατηγορίαν σπεύδουν και κατηγορούν τους άλλους. Εν γένει ουδείς θα ετόλμα να συκοφαντήση εχθρόν• ακριβώς διότι η έχθρα του θα επρόδιδε την συκοφαντίαν• συκοφαντούνται συνήθως οι θεωρούμενοι φίλοι. Φροντίζουν δε συγχρόνως οι συκοφαντούντες να δεικνύουν ενδιαφέρον δι' εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται η διαβολή, οίτινες ούτω πείθονται ότι χάριν του συμφέροντός των ουδέ των φιλτάτων αυτών εφείσθησαν οι κατήγοροι.
Υπάρχουν δε και άνθρωποι οίτινες και αν κατόπιν εννοήσωσιν ότι αδίκως κατηγορήθησαν προς αυτούς οι φίλοι των, όμως εξ εντροπής δι' όσα επίστευσαν δεν τολμούν πλέον να τους πλησιάσουν, ούτε να τους ατενίσουν• φαίνονται ως να θεωρούν εαυτούς προσβληθέντας διότι ηπατήθησαν και κατηγόρησαν αθώους.
Λοιπόν ο βίος των ανθρώπων έχει γεμίση από συμφοράς εκ των διαβολών, αι οποίαι τόσον ευκόλως και ανεξετάστως πιστεύονται. Η Άντεια, αφού πρώτη επεχείρησε να προσελκύση εις τον έρωτά της τον Βελλεροφόντην, λέγει προς τον σύζυγόν της•
τεθναίης, ω Προίτ' ή κάκτανε Βελλεροφόντην ός μ' έθελεν φιλότητι μιγήμεναι ουκ εθελούση, {67}
ενώ αυτή επροκάλεσε και ο ήρως την επεριφρόνησεν. Εκινδύνευσε δε ο νέος να φονευθή εις την πάλην του προς την Χίμαιραν και να τιμωρηθή ούτω διά την σωφροσύνην του και τον σεβασμόν του προς τον φιλοξενούντα, διότι η κακοήθης εκείνη γυνή τον εσυκοφάντησεν. Η δε Φαίδρα, ομοίως κατηγορήσασα τον προγονόν της Ιππόλυτον, κατώρθωσε να τον καταρασθή ο πατήρ του, ενώ, ως οι θεοί γνωρίζουν, ουδέν ανόσιον έπραξεν ο δυστυχής νέος.
Αλλά θα παρατηρήση τις ότι ενίοτε, όταν ο διαβάλλων είνε κατά τα άλλα δίκαιος και φαίνεται συνετός, είνε αξιόπιστος και κατ' ανάγκην δίδομεν προσοχήν και πίστιν εις τους λόγους του, καθότι τον θεωρούμεν ανάξιον να πράξη τοιούτον κακούργημα. Υπήρξεν άλλος δικαιότερος από τον Αριστείδην; Όμως και εκείνος επολέμησε τον Θεμιστοκλήν και εξηρέθιζε τον λαόν εναντίον του, διότι, ως ο ίδιος ωμολόγησε, δεν ήτο ολιγώτερον του αντιπάλου του ευαίσθητος εις τα θέλγητρα της φιλοδοξίας. Και ήτο μεν δίκαιος ως προς τους άλλους, αλλ' ήτο άνθρωπος και αυτός και είχε χολήν και δεν ήτο απηλλαγμένος του μίσους όπως και της αγάπης.
Και αν αληθεύη η ιστορία του Παλαμήδους, ο φρονιμώτατος εκ των Αχαιών και κατά τα άλλα άριστος φαίνεται ότι εκ φθόνου επεβουλεύθη την ζωήν ανδρός συγγενούς και φίλου, ο οποίος συνεξεστράτευσε διά να εκτεθή μετ' αυτού εις τους αυτούς κινδύνους• τόσον είνε φυσικόν εις όλους τους ανθρώπους να υποπίπτωσιν εις αυτά τα πάθη. Και τι να είπωμεν περί του Σωκράτους, όστις αδίκως κατηγορήθη προς τους Αθηναίους ως ασεβής και διαφθορεύς; είτε περί του Θεμιστοκλέους και του Μιλτιάδου, οίτινες μετά τόσας νίκας εθεωρήθησαν ύποπτοι προδοσίας; Τα παραδείγματα είνε άπειρα και τα περισσότερα γνωστά.
Τι πρέπει λοιπόν να πράττη ο φρόνιμος άνθρωπος, όστις αμφιβάλλει περί της αγαθότητας ή της ειλικρινείας ενός φίλου του; Μου φαίνεται ότι πρέπει ν' ακολουθήση την συμβουλήν την οποίαν ο Όμηρος δίδει εις τον μύθον των Σειρήνων, παραγγέλλων να αποφεύγωμεν τας ολεθρίας ηδονάς των διηγήσεων, να φράσσωμεν τα ώτα και να μη τα τείνωμεν ανοικτά και απροφύλακτα εις τους κόλακας• αλλ' αφού καταστήσωμεν αυστηρόν θυρωρόν το λογικόν προς όλα τα λεγόμενα, τα μεν καλά να δεχώμεθα, τα δε κακά ν' αποκλείωμεν και αποδιώκωμεν διότι είνε γελοίον εις μεν τας οικίας μας να έχωμεν θυρωρούς, τα δε ώτα μας και τον νουν ν' αφήνωμεν ανοικτά.
Όταν λοιπόν έρχεται κανείς και μας λέγη τοιαύτα, πρέπει να εξετάζωμεν το πράγμα καθ' εαυτό, χωρίς ούτε εις την ηλικίαν του λέγοντος ν' αποβλέπωμεν, ούτε εις τον άλλον του βίον, ούτε εις την πειστικότητα των λόγων του. Διότι όσον πειστικότερος είνε τόσον επιμελέστερον πρέπει να εξετασθούν τα λεγόμενά του. Δεν πρέπει να εμπιστευώμεθα εις ξένην κρίσιν αντί δε να παραδίδωμεν την εμπιστοσύνην μας εις το μίσος του άλλου, πρέπει να επιφυλάττωμεν εις εαυτούς την εξέτασιν της αληθείας και ν' αφήνωμεν εις τον διαβάλλοντα τον φθόνον• αφού δε φανερά εξετάσωμεν τα λεγόμενα και υπό των δύο, τότε να δώσωμεν το μίσος ή την αγάπην μας. Αλλ' αν χωρίς τας προφυλάξεις ταύτας και με την πρώτην εντύπωσιν της κατηγορίας αποφασίσωμεν, το πράγμα θα είνε παιδαριώδες, ταπεινόν και πολύ άδικον. Αλλ' ως είπαμεν εις την αρχήν, όλων τούτων αιτία είνε η άγνοια και ότι εκάστου η ψυχή και η γνώμη ευρίσκεται εις το σκότος• και αν κανείς εκ των θεών απεκάλυπτε τι έχομεν όλοι εις την καρδίαν και τον νουν, η διαβολή θα έφευγε και θα έπιπτεν εις το βάραθρον, διότι πλέον δεν θα είχε θέσιν εις τον κόσμον, αφού τα πράγματα θα εφωτίζοντο υπό της αληθείας.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ. Εγώ, ω Ζευ, δεν θα σ' ενοχλήσω να σου ζητώ πλούτον και χρυσόν ή να με κάμης βασιλέα, τα οποία συνήθως επιθυμούν και ζητούν παρά σού οι άλλοι και εις εσέ δεν είνε πολύ εύκολον να τα δώσης• διότι βλέπω ότι ως επί το πλείστον παρακούεις εις τας ευχάς των. Μίαν μόνην χάριν και αυτήν ευκολωτάτην θα ήθελα να μου κάμης.
ΖΕΥΣ. Ποίαν χάριν; διότι έχω διάθεσιν να σ' ευχαριστήσω και μάλιστα αφού, ως λέγεις, θα ζητήσης μικρά πράγματα.
ΚΥΝΙΣ. Να μου απαντήσης εις μίαν ερώτησιν όχι δύσκολον.
ΖΕΥΣ. Αληθώς η ευχή σου είνε μικρά και εύκολος, ώστε ερώτα ό,τι θέλεις.
ΚΥΝΙΣ. Ιδού τι θέλω• θα ανέγνωσες βέβαια και συ τα ποιήματα του Ομήρου και του Ησιόδου• ειπέ μου λοιπόν εάν είνε αληθή εκείνα που αναφέρουν περί της Ειμαρμένης και των Μοιρών, ότι δεν δύναται κανείς ν' αποφύγη όσα αυταί ορίσουν εις έκαστον όταν γεννάται.
ΖΕΥΣ. Αληθέστατα• διότι δεν υπάρχει τίποτε το οποίον να μη ώρισαν αι Μοίραι, αλλά πάντα όσα γίνονται στρέφονται εις το αδράκτι των και εξ αρχής έχουν αποφασισμένον το αποτέλεσμα και δεν είνε δυνατόν να γίνη άλλως.
ΚΥΝΙΣ. Λοιπόν, όταν ο ίδιος Όμηρος εις άλλο μέρος των ποιημάτων του λέγει
μη και υπέρ μοίραν δόμον Αϊδος εισαφίκηαι {68}
και αλλά τοιαύτα, πρέπει να είπωμεν ότι δεν ξέρει τι λέγει;
ΖΕΥΣ. Εννοείται• διότι δεν είνε δυνατόν να γίνη τίποτε έξω από τον νόμον των Μοιρών, τίποτε αντίθετον προς ό,τι εκλώσθη. Αλλ' οι ποιηταί όσα μεν ψάλλουν όταν ευρίσκωνται υπό την έμπνευσιν των Μουσών είνε αληθή• αλλ' όταν τους αφήσουν αι Μούσαι και συνθέτουν μόνοι τα ποιήματά των, σφάλλουν και λέγουν αντίθετα προς ό,τι προηγουμένως είπον. Είνε όμως δικαιολογημένοι, αφού είνε άνθρωποι, να μη γνωρίζουν την αλήθειαν, όταν απομακρύνεται η θεότης η οποία προηγουμένως τους ενέπνεε και ελάλει δι' αυτών.
ΚΥΝΙΣ. Καλά αυτά. Αλλά σε παρακαλώ να μου απαντήσης και εις τούτο• δεν είνε τρεις αι Μοίραι, η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος;
ΖΕΥΣ. Βεβαίως.
ΚΥΝΙΣ. Τότε η Ειμαρμένη και η Τύχη—διότι και αυταί είνε πολύ φημισμέναι— τι είνε και ποίαν δύναμιν έχουν η καθεμία από αυτάς; Έχουν ίσην δύναμιν με τας Μοίρας ή μήπως είνε και κατά τι ανώτεραι από αυτάς; Διότι ακούω να λέγουν όλοι ότι τίποτε δεν είνε δυνατώτερον από την Τύχην και την Ειμαρμένην.
ΖΕΥΣ. Δεν επιτρέπεται να τα γνωρίζης όλα, Κυνίσκε. Αλλά διατί με ηρώτησες περί των Μοιρών;
ΚΥΝΙΣ. Όχι, πρέπει προηγουμένως να μου απαντήσης εάν και αυταί μας εξουσιάζουν και εξαρτώμεθα αναγκαίως από το νήμα των.
ΖΕΥΣ. Βεβαίως. Αλλά διατί εμειδίασες;
ΚΥΝΙΣ. Εθυμήθηκα εκείνα τα οποία λέγει ο Όμηρος εκεί όπου σε παριστά εις την συνέλευσιν των θεών να δημηγορής και προκαλής τους άλλους θεούς, διατεινόμενος ότι δύνασαι να κρεμάσης τα πάντα από μίαν χρυσήν αλυσίδα• και έλεγες ότι συ μεν θα κρεμάσης εκ του ουρανού την αλυσίδα, όλοι δε οι θεοί συγχρόνως, εάν θέλουν να κρεμασθούν εις αυτήν και να προσπαθήσουν να σε σύρουν, δεν θα δυνηθούν, ενώ συ, αν θέλησης, ευκόλως όλους
αυτήκεν γαίη ερύσαι αυτή τε θαλάσση. {69}
Όταν ήκουα αυτούς τους στίχους, σ' εθαύμαζα διά την δύναμίν σου και έτρεμα• αλλά τώρα βλέπω ότι και συ ομού με την αλυσίδα και τας απειλάς σου κρέμεσαι, κατά την ομολογίαν σου, από το λεπτόν νήμα των Μοιρών. Μου φαίνεται λοιπόν ότι δικαιότερον θα εκαυχάτο η Κλωθώ, η οποία και σε ακόμη κρατεί κρεμάμενον εις το αδράκτι της, όπως το ψάρι εις το καλάμι του ψαρά.
ΖΕΥΣ. Δεν εννοώ πού τείνουν αυταί σου αι ερωτήσεις.
ΚΥΝΙΣ. Ιδού πού τείνουν• και σ' εξορκίζω εις τας Μοίρας και την Ειμαρμένην να μη θυμώσης και να μη με κακομεταχειρισθής, διότι σου ομιλώ με ειλικρίνειαν. Εάν τα πράγματα είνε όπως τα λέγεις και αι Μοίραι έχουν εξουσίαν επί όλων και ουδέν και παρ' ουδενός δύναται να μεταβληθή εξ εκείνων τα οποία αυταί άπαξ απεφάσισαν, τότε διά ποίον λόγον οι άνθρωποι σας προσφέρομεν θυσίας και εκατόμβας και ζητούμεν από σας την ευτυχίαν μας; Διότι δεν εννοώ τι δυνάμεθα να περιμένωμεν από σας, αφού ούτε από τους κακούς δυνάμεθα να σωθώμεν διά των ευχών, ούτε κανέν ευεργέτημα είνε δυνατόν να λάβωμεν παρά των θεών.
ΖΕΥΣ. Γνωρίζω πόθεν προέρχονται αυτά τα ευφυή σου ερωτήματα• είνε των αναθεματισμένων σοφιστών, οίτινες λέγουν ότι οι θεοί δεν προνοούμεν περί των ανθρώπων. Και λέγουν τα τοιαύτα από ασέβειαν, αποτρέπουν δε και τους άλλους να μας προσφέρουν θυσίας και να μας απευθύνουν ευχάς, ως πράγματα τάχα μάταια και ανωφελή• διότι ούτε φροντίζομεν διά τας πράξεις σας, ούτε έχομεν καμμίαν εξουσίαν επί των πραγμάτων του κόσμου. Αλλά θα πληρώσουν ακριβά αυτάς τας βλασφημίας.
ΚΥΝΙΣ. Σου ορκίζομαι εις το αδράκτι της Κλωθούς, ω Ζευ, ότι δεν σου έκαμα τας ερωτήσεις αυτάς επειδή επείσθην εις τα λεγόμενα παρ' εκείνων, αλλά δεν γνωρίζω πώς η ομιλία μας προχωρούσα έφθασεν εις το συμπέρασμα ότι είνε περιτταί αι θυσίαι. Εάν δε θέλης, θα σου απευθύνω εκ νέου συντόμους τινάς ερωτήσεις και σε παρακαλώ να μου απαντήσης όσον το δυνατόν ακριβέστερα.
ΖΕΥΣ. Ερώτα, αφού έχεις καιρόν να χάνης εις τοιαύτας φλυαρίας.
ΚΥΝ. Λέγεις ότι τα πάντα προέρχονται εκ των Μοιρών;
ΖΕΥΣ. Μάλιστα.
ΚΥΝ. Και δύνασθε οι θεοί ν' αλλάσσετε και ανακλώθετε τας αποφάσεις των
Μοιρών;
ΖΕΥΣ. Ουδόλως.
ΚΥΝ. Θέλεις λοιπόν να είπω τι προκύπτει εκ τούτου ή είνε φανερόν και χωρίς να το είπω;
ΖΕΥΣ. Είνε φανερόν. Αλλ' αυτοί οι οποίοι θυσιάζουν δεν το πράττουν από ανάγκην και προς ανταπόδοσιν, ως ν' αγοράζουν τα ευεργετήματα τα οποία λαμβάνουν από ημάς, αλλά τιμούν την υπεροχήν μας.
ΚΥΝ. Μου είνε αρκετόν αυτό, αφού και συ ομολογείς ότι από τας θυσίας δεν προέρχεται καμμία ωφέλεια, αλλ' είνε μόνον τιμή εκ μέρους των ανθρώπων προς την θείαν υπεροχήν. Αν ήτο όμως εδώ κανείς εκ των σοφιστών εκείνων, θα σε ηρώτα ίσως πώς λέγεις ότι οι θεοί υπερέχουν, ενώ είνε δούλοι όπως οι άνθρωποι και ευρίσκονται υπό την εξουσίαν των αυτών κυριών των Μοιρών. Διότι δεν αρκεί ότι είνε αθάνατοι διά να είνε δι' αυτό και καλλιτέρα η θέσις των• εξ εναντίας διά τούτο η τύχη των είνε χειροτέρα, διότι τους μεν ανθρώπους ελευθερώνει ο θάνατος, διά σας δε το πράγμα τραβά εις μέγα μάκρος, η δουλεία σας γίνεται αιωνία και στρέφεται εις ατελεύτητον κλωστήν.
ΖΕΥΣ. Αλλ' αυτή η αιωνιότης, Κυνίσκε, και το ατελεύτητον είνε ευδαιμονία δι' ημάς, διότι έχομεν όλα τα αγαθά.
ΚΥΝ. Όχι όλοι, αλλά και μεταξύ σας υπάρχουν περιορισμοί και μεγάλη ανισότης• συ είσαι ευτυχής, διότι είσαι βασιλεύς και δύνασαι να ανασύρης την γην και την θάλασσαν όπως τον κάδον από το πηγάδι• αλλ' ο Ήφαιστος είνε χωλός και βάναυσος και καταδικασμένος να εργάζεται εις την φωτιάν• ο δε Προμηθεύς και εσταυρώθη κάποτε. Περί δε του πατρός σου τι να είπω, αφού και τώρα ακόμη ευρίσκεται δέσμιος εις τον Τάρταρον; Λέγουν δε ότι και ερωτεύεσθε και πληγώνεσθε και ενίοτε γίνεσθε δούλοι εις τους ανθρώπους• ως παράδειγμα δε αναφέρω τον αδελφόν σου που έγινε δούλος εις τον Λαομέδοντα, και τον Απόλλωνα που εχρημάτισε δούλος του Αδμήτου. Αυτά δεν μου φαίνονται ν' αποτελούν μεγάλην ευτυχίαν• αλλά φαίνεται ότι και από σας άλλοι μεν είνε ευτυχείς και έχουν καλήν μοίραν, άλλοι δε το εναντίον. Παραλείπω ότι και ληστεύεσθε καθώς ημείς και οι ναοί σας συλούνται υπό των ιεροσύλων και από πλουσιώτατοι γίνεσθε εις μίαν στιγμήν πτωχότατοι• πολλοί δε που είσθε χρυσοί ή άργυροι διελύθητε διά του πυρός εις χωνευτήριον και επωλήθητε ως μέταλλον, διότι φαίνεται ούτω σας είχαν ορίση αι Μοίραι.
ΖΕΥΣ. Πρόσεξε, Κυνίσκε, διότι αυτά τα οποία λέγεις είνε υβριστικά και θα μετανοήσης μίαν ημέραν δι' αυτά.
ΚΥΝ. Μη χάνης τας απειλάς σου, ω Ζευ, αφού γνωρίζεις ότι δεν θα πάθω τίποτε παρά μόνον ό,τι η Μοίρα απεφάσισε πριν με απειλήσης• διότι βλέπω ότι και αυτοί οι ιερόσυλοι δεν τιμωρούνται όλοι, αλλ' οι περισσότεροι σας διαφεύγουν, επειδή φαίνεται ότι δεν ήτο πεπρωμένον να συλληφθούν.
ΖΕΥΣ. Δεν είπα εγώ ότι θα είσαι κανείς εξ εκείνων οι οποίοι καταγίνονται ν' αποδείξουν διά της διαλεκτικής ότι δεν υπάρχει θεία πρόνοια;
ΚΥΝΙΣ. Πάρα πολύ τους φοβάσαι, ω Ζευ, δεν γνωρίζω διατί• διότι παν ό,τι σου λέγω υποπτεύεις ότι το έμαθα από αυτούς. Αλλ' εγώ —διότι από ποίον άλλον παρά από σε δύναμαι να μάθω την αλήθειαν—θα ήθελα να σου απευθύνω και μίαν άλλην ερώτησιν• τι είνε αυτή η Πρόνοια; Μοίρα ή άλλη θεότης ανωτέρα, η οποία διευθύνει και τας Μοίρας;
ΖΕΥΣ. Σου το είπα και προηγουμένως ότι δεν επιτρέπεται να γνωρίζης τα πάντα. Αλλ' ενώ εις την αρχήν είπες ότι θα μου απευθύνης μίαν ερώτησιν, δεν παύεις να με ζαλίζης με λεπτολογίας• βλέπω δε ότι ο σκοπός σου είνε ν' αποδείξης ότι δεν προνοούμεν καθόλου διά τα ανθρώπινα πράγματα.
ΚΥΝ. Δεν το λέγω εγώ αυτό, αλλά συ προ ολίγου είπες ότι αι Μοίραι διατάσσουν τα πάντα, εκτός εάν τώρα μετενόησες δι' όσα είπες και τα αναιρείς και θέλεις να σφετερισθής όσα απέδωκες εις την Ειμαρμένην.
ΖΕΥΣ. Όχι, αλλ' η Μοίρα εκτελεί δι' ημών τα καθέκαστα.
ΚΥΝ. Εννοώ• λέγετε ότι είσθε ένα είδος υπηρετών και βοηθών των Μοιρών. Αλλά και πάλιν αυταί είνε που προνοούν, σεις δε είσθε ως σκεύη και εργαλεία των Μοιρών.
ΖΕΥΣ. Πώς δηλαδή;
ΚΥΝ. Όπως το σκεπάρνι και το τρύπανον διά τον ξυλουργόν βοηθεί μεν εις την τέχνην, αλλά κανείς δεν δύναται να είπη ότι αυτά είνε οι τεχνίται, ούτε το πλοίον είνε έργον του σκεπαρνιού ή του τρυπάνου, αλλά του ναυπηγού. Αναλόγως λοιπόν αυτή που ναυπηγεί τα πάντα είνε η Ειμαρμένη, σεις δε είσθε τρύπανα και σκεπάρνια των Μοιρών και επομένως οι άνθρωποι έπρεπε να προσφέρουν θυσίας εις την Ειμαρμένην και παρ' αυτής να ζητούν τα αγαθά, αλλ' αντί τούτου τιμούν τους θεούς με θυσίας και λιτανείας. Αλλά και την Ειμαρμένην δεν είνε ανάγκη να τιμούν και να σέβωνται, διότι δεν νομίζω να είνε δυνατόν και εις αυτάς ακόμη τας Μοίρας ν' αλλάξουν και να μεταβάλουν τίποτε εξ όσων έχουν αποφασισθή εξ αρχής περί ενός εκάστου. Διότι η Άτροπος δεν θα επέτρεπε να στρέψη κανείς αντιθέτως το αδράχτι και ν' αναλύση της Κλωθούς το έργον.
ΖΕΥΣ. Ώστε τώρα, Κυνίσκε, διατείνεσαι ότι ούτε τας Μοίρας πρέπει να σέβωνται οι άνθρωποι. Φαίνεται ότι θέλεις να εξευτελίσης τα πάντα. Αλλ' ημείς οι θεοί, αν όχι δι' άλλο, αλλά τουλάχιστον διότι μαντεύομεν και προλέγομεν όσα υπό των Μοιρών έχουν προορισθή, δικαίως τιμώμεθα.
ΚΥΝ. Είνε πολύ ανωφελές, ω Ζευ, να προβλέπη κανείς τα μέλλοντα, αφού πάντως είνε αδύνατον να τ' αποφύγη• ή μήπως θέλεις να είπης ότι εκείνος ο οποίος θα μάθη από πρόρρησιν ότι, μέλλει να φονευθή διά σιδήρου δύναται να αποφύγη τον θάνατον εάν ζήση κατάκλειστος; Αδύνατον διότι η Μοίρα θα τον κάμη να εξέλθη και θα τον στείλη εις το κυνήγι, όπου θα συναντήση το βέλος ή την λόγχην από την οποίαν θα φονευθή. Και ο Άδραστος έρριψε την λόγχην του εναντίον ενός αγριοχοίρου και τον μεν αγριόχοιρον απέτυχε, εφόνευσε δε τον υιόν του Κροίσου, διότι η λόγχη είχεν απαράβατον εντολήν των Μοιρών να διευθυνθή προς τον νεανίσκον. Αλλά και ο χρησμός ο δοθείς εις τον Λάιον δεν είνε γελοίος;
μη σπείρε τέκνων άλλοκα δαιμόνων βία ει γαρ τεκνώσεις παίδ', αποκτενή σ'ο φυς• {70}
διότι περιττή μου φαίνεται ήτο η συμβουλή διά πράγματα τα οποία πάντως θα συνέβαινον όπως συνέβησαν. Ο χρησμός δεν ημπόδισε και να τεκνοποιήση και να φονευθή υπό του υιού του. Ώστε δεν βλέπω διατί ζητείτε αμοιβήν διά την μαντικήν σας. Παραλείπω ότι συνειθίζετε να δίδετε ως επί το πολύ χρησμούς αμφιβόλους, επιδεκτικούς αντιθέτων εξηγήσεων και σκοτεινούς, όπως εκείνος ο οποίος προέλεγεν ότι όστις διαβή τον Άλυν θα καταλύση μέγα κράτος, χωρίς να καθορίζη τίνος εκ των δύο αντιπάλων, του Κροίσου ή του Κύρου, το κράτος ενόει.
ΖΕΥΣ. Ο Απόλλων, Κυνίσκε, είχε κάποιαν αφορμήν να είνε θυμωμένος κατά του Κροίσου, διότι απεπειράθη να τον απατήση και του έψησε συγχρόνως κρέατα αμνού και χελώνης.
ΚΥΝ. Έπρεπε να μη θυμώνη αφού είνε θεός• αλλά και διότι εξηπατήθη ο Λυδός υπό του χρησμού ήτο πεπρωμένον, νομίζω, και διά να μη εννοήση σαφώς τα μέλλοντα η Ειμαρμένη το είχε προαποφασίση• ώστε και η μαντική σας είνε έργον εκείνης.
ΖΕΥΣ. Και εις ημάς δεν αφήνεις τίποτε, αλλ' εις μάτην λοιπόν είμεθα θεοί και ούτε πρόνοιαν τινά εις τα πράγματα του κόσμου εξασκούμεν, ούτε των θυσιών είμεθα άξιοι, ως αληθινά τρύπανα και σκεπάρνια; Αλλ' έχεις δίκαιον να με καταφρονής, διότι ενώ έχω, ως βλέπεις, τον κεραυνόν έτοιμον, σε ανέχομαι να λέγης τόσα εναντίον μας.
ΚΥΝ. Κτύπα, ω Ζευ, εάν μου είνε πεπρωμένον ν' αποθάνω κεραυνόπληκτος, και δεν θα κατηγορήσω σε διά το κτύπημα, αλλά την Κλωθώ, η οποία διά σου θα με πλήξη. Ούτε τον κεραυνόν θα θεωρήσω αίτιον του τραύματος. Αλλά θ' απευθύνω μίαν ερώτησιν εις εσέ και την Ειμαρμένην, συ δε θα μου αποκριθής και αντ' εκείνης• διότι η απειλή σου μου έφερεν εις την μνήμην αυτήν την σκέψιν. Διατί, σας παρακαλώ, αφήνετε τους ιεροσύλους και τους ληστάς και τόσους υβριστάς, βιαστάς και επιόρκους και αντ' αυτών πολλάκις κεραυνοβολείτε μίαν δρυν, μίαν πέτραν ή πλοίου ιστόν, το οποίον δεν κάνει τίποτε κακόν, ενίοτε δε και αγαθόν τινα και ευσεβή οδοιπόρον; Διατί σιωπάς, ω Ζευ; Ή ούτε τούτο δεν επιτρέπεται να γνωρίζω;
ΖΕΥΣ. Όχι βέβαια. Είσαι πολύ περίεργος και δεν γνωρίζω από πού μου εκουβάλησες όλας αυτάς τας αυθάδεις απορίας.
ΚΥΝ. Ώστε να μη σας ερωτήσω, σε και την Πρόνοιαν και την Ειμαρμένην, διατί ο Φωκίων, ο οποίος ήτο έντιμος άνθρωπος, απέθανεν εις τόσην πενίαν και στέρησιν και ο Αριστείδης προ αυτού, ο Καλλίας δε και ο Αλκιβιάδης, νέοι διεφθαρμένοι, είχαν μεγάλα πλούτη και ο Μειδίας ο αυθάδης και ο Χάροψ ο Αιγινήτης, άνθρωπος κίναιδος, ο οποίος εφόνευσε την μητέρα του διά της πείνης; Διατί ο Σωκράτης παρεδόθη εις τους ένδεκα, ο δε Μέλητος δεν παρεδόθη; Διατί ο Σαρδανάπαλος εβασίλευεν ενώ ήτο θηλυπρεπής, τόσοι δε χρηστοί άνδρες εκ των Περσών εθανατώνοντο υπ' αυτών κατά σκληρότατον τρόπον, διότι δεν επεδοκίμαζον τα γινόμενα; Και διά να μη σας αναφέρω τα σύγχρονα λεπτομερώς, και σήμερον οι μεν φαύλοι και οι πλεονέκται ευτυχούν, οι δε τίμιοι και αγαθοί άνθρωποι ζουν πτωχοί και βασανίζονται υπό μυρίων νοσημάτων και δυστυχημάτων.
ΖΕΥΣ. Δεν γνωρίζεις, Κυνίσκε, ποίας τιμωρίας υποφέρουν οι κακοί μετά θάνατον και πόση ευδαιμονία επιφυλάσσεται εις τους αγαθούς;
ΚΥΝ. θέλεις να μου επαναλάδης τα λεγόμενα περί Άδου, περί των Τιτυών και των Ταντάλων. Αλλ' εγώ, εάν τίποτε από αυτά αληθεύη, θα το μάθω όταν αποθάνω• επί του παρόντος δε θα ήθελα τον ολίγον καιρόν που θα ζήσω να ευτυχώ και μετά θάνατον ας μου σπαράσσουν το ήπαρ δεκαέξ γύπες• να μη διψώ όμως εδώ όπως ο Τάνταλος και να περιμένω να ξεδιψάσω εις τας νήσους των Μακάρων, αναπαυόμενος μετά των ηρώων εις το λιβάδι των Ηλυσίων.
ΖΕΥΣ. Τι λέγεις; δυσπιστείς ότι υπάρχουν κολάσεις και αμοιβαί και δικαστήριον, εις το οποίον εξετάζονται αι πράξεις ενός εκάστου;
ΚΥΝ. Ακούω ότι υπάρχει κάποιος Μίνως εκ Κρήτης, ο οποίος δικάζει αυτά τα πράγματα. Αλλά δεν μου απαντάς και εις μίαν ερώτησιν, την οποίαν θα ήθελα να απευθύνω προς αυτόν, αφού λέγεται ότι είνε υιός σου;
ΖΕΥΣ. Τι ήθελες να τον ερωτήτης, Κυνίσκε;
ΚΥΝ. Ποίους προ πάντων τιμωρεί;
ΖΕΥΣ. Τους κακουργούντας, δηλαδή τους φονείς, ιεροσύλους και άλλους τοιούτους.
ΚΥΝ. Ποίους δε αποστέλλει εις την διαμονήν των ηρώων;
ΖΕΥΣ. Τους αγαθούς και ευσεβείς και εκείνους οίτινες έζησαν με αρετήν.
ΚΥΝ. Και διατί τούτο;
ΖΕΥΣ. Διότι οι μεν είνε άξιοι αμοιβής, οι δε άξιοι τιμωρίας.
ΚΥΝ. Εάν δε κανείς έπραξεν ακουσίως καμμίαν κακήν πράξιν, φρονείς ότι πρέπει και ούτος να τιμωρήται;
ΖΕΥΣ. Καθόλου.
ΚΥΝ. Επομένως και αν κανείς χωρίς να το θέλη, έπραξε το καλόν, ούτε αυτός πρέπει να ανταμειφθή;
ΖΕΥΣ. Βεβαίως δεν είνε άξιος.
ΚΥΝ. Κανένα λοιπόν, ω Ζευ, δεν πρέπει ν' ανταμείβη, ούτε να τιμωρή ο δικαστής του Άδου.
ΖΕΥΣ. Πώς κανένα;
ΚΥΝ. Διότι δεν πράττομεν τίποτε οι άνθρωποι με την θέλησίν μας, αλλ' υπακούομεν εις μίαν ανάγκην αναπόφευκτον, εάν είνε αληθή εκείνα τα οποία προηγουμένως ωμολόγησες, ότι η Μοίρα είνε πάντων η αιτία• και αν φονεύη κανείς, αυτή φονεύει, και αν ιεροσυλή, εκτελεί της Μοίρας προσταγήν. Ώστε εάν ο Μίνως θέλη να είνε δίκαιος δικαστής, πρέπει να τιμωρήση την Ειμαρμένην αντί του Σισύφου και την Μοίραν αντί του Ταντάλου. Διότι τι έπταισαν εκείνοι, αφού εξετέλεσαν διαταγάς;
ΖΕΥΣ. Εις τοιαύτας ερωτήσεις δεν αξίζει να σου δοθή απάντησις• είσαι θρασύς και σοφιστής και σε αφήνω.
ΚΥΝ. Ήθελα κάτι ακόμη να σ' ερωτήσω• πού μένουν αι Μοίραι και πώς κατορθώνουν να επαρκούν εις τόσας φροντίδας και τόσας λεπτομερείας, και μάλιστα αφού είνε μόνον τρεις. Διότι μου φαίνεται ότι ζουν πολύ κοπιώδη και όχι ευτυχή ζωήν, αφού έχουν τόσας δυσκόλους ασχολίας, και αληθώς δύναται και περί αυτών να λεχθή ότι δεν εγεννήθησαν με καλήν μοίραν. Εγώ τουλάχιστον, αν μου εδίδετο να εκλέξω, δεν θ' αντήλλασσα την ζωήν μου με την ιδικήν των, αλλά θα επροτιμούσα να ζήσω ακόμη πτωχότερος παρά να κάθωμαι και να κλώθω με αδράκτι φορτωμένον τόσας φροντίδας και να επιβλέπω τα καθέκαστα εις τον βίον των ανθρώπων• Αλλ' αν δεν σου είνε εύκολον να μου απαντήσης και εις αυτά, ω Ζευ, αρκούμαι και εις όσα μου είπες• διότι είνε αρκετά διά να σαφηνίσουν το ζήτημα της Ειμαρμένης και της Προνοίας• τα λοιπά δε ίσως δεν ήτο πεπρωμένον να μάθω.
Ερωτάς, νεανίσκε, πώς δύνασαι να γίνης ρήτωρ και ν' αποκτήσης το ευγενέστατον και τόσον τιμώμενον όνομα του σοφιστού• διότι, ως λέγεις, θα σου είνε ανυπόφορος η ζωή, εάν δεν δυνηθής ν' αποκτήσης τοιαύτην δύναμιν λόγου, ώστε να είσαι ακατανίκητος και απαράμιλλος και να θαυμάζεσαι υπό πάντων και όλοι να σε προσβλέπουν και να σε θεωρούν περισπούδαστον μεταξύ των Ελλήνων και να προστρέχουν πανταχόθεν διά να σε ακούσουν. Επιθυμείς λοιπόν να μάθης ποίοι είνε οι δρόμοι οίτινες οδηγούν προς την τοιαύτην επιτυχίαν• αλλ' ευχαρίστως, φίλε μου, θα σου δώσω την συμβουλήν την οποίαν ζητείς, αφού μάλιστα είσαι νέος και έχων τας ευγενεστέρας φιλοδοξίας δεν γνωρίζεις πώς να τας πραγματοποιήσης. Εις τοιαύτην περίπτωσιν η συμβουλή είνε πράγμα ιερόν. Ώστε άκουσε την γνώμην μου και έχε μεγάλην πεποίθησιν ότι πολύ ταχέως θα καταστής δυνατός και να εννοής τα πρέποντα και να τα εκφράζης μ' ευφράδειαν, αρκεί μετά τούτο να εμμείνης εις όσα θα σε συμβουλεύσω, να τα μελετάς επιμελώς και μετά προθυμίας να οδεύσης έως ου φθάσης εις το τέρμα του δρόμου. Ο σκοπός δεν είνε μικρός ούτε ανάξιος πολλής επιμελείας, αλλ' εξ εναντίας αξίζει πολλούς κόπους και αγρυπνίας και πολλάς άλλας κακοπαθείας. Σκέψου πόσοι οι οποίοι πριν ήσαν μηδαμινοί έγιναν ένδοξοι και πλούσιοι και μάλιστα ευγενέστατοι διά της ρητορικής.
Αλλά μη φοβηθής ούτε να σε αποθαρρύνη το μέγεθος των δυσχερειών με την ιδέαν ότι έχεις να υποφέρης μυρίους κόπους διά να φθάσης εις τον σκοπόν• διότι εγώ δεν θα σε οδηγήσω από δρόμον τραχύν και ορεινόν, εις τον οποίον θα χύσης πολύν ιδρώτα, ώστε να υπάρχη φόβος ότι εις το μέσον θ' αποκάμης και θα γυρίσης• διότι τότε δεν θα διέφερα από τους άλλους οι οποίοι ακολουθούν τον μακρόν εκείνον και ανηφορικόν και κοπιώδη δρόμον, εις τον οποίον οι περισσότεροι αποκάμνουν και απελπίζονται. Η ιδική μου συμβουλή έχει τούτο το ιδιαίτερον και εξαιρετικόν, ότι θα σε οδηγήση από οδόν λίαν ευχάριστον και συγχρόνως συντομωτάτην, κατάλληλον δι' ιππασίαν και κατηφορικήν, διά της οποίας με πολλήν ευθυμίαν και καλοπέρασιν, διά μέσου λειμώνων ευανθών και σκιάς πυκνής, με όλην την άνεσιν, χωρίς να ταχύνης το βήμα και χωρίς να ιδρώσης, θα φθάσης εις το άκρον και εις την επιτυχίαν εντελώς άκοπα, θ' απολαύσης, όπως εις τα συμπόσια, ξαπλωμένος και χωρίς να πνευστιάσης• και από του ύψους θα βλέπης εκείνους οι οποίοι θα ευρίσκωνται ακόμη εις την βάσιν της ανωφερείας, μετά δυσκολίας ανέρποντες εις δυσβάτους και ολισθηρούς κρημνούς, ενίοτε δε και κρημνιζόμενοι κατακέφαλα και καταπληγωνόμενοι εις τας τραχείας πέτρας. Ενώ δε αυτοί θα βασανίζωνται κατ' αυτόν τον τρόπον, συ θα ευρίσκεσαι προ πολλού επάνω, στεφανωμένος και ευδαιμονέστατος και θα έχης ήδη αποκτήση σχεδόν κοιμώμενος όλα τα αγαθά όσα δύναται κανείς να ελπίζη από την ρητορικήν.
Η υπόσχεσις, ως βλέπεις, είνε πολύ μεγάλη• σ' εξορκίζω δε εις τον φίλιον Δία να μη δυσπιστήσης διότι σου υπόσχομαι τοιαύτην επιτυχίαν με τόσην ευκολίαν. Εάν ο Ησίοδος, μόνον διότι έλαβεν ολίγα φύλλα εκ του Ελικώνος, έγινεν αμέσως από ποιμένος ποιητής και έλαβε παρά των Μουσών το χάρισμα και την δύναμιν να ψάλλη των θεών και των ηρώων την καταγωγήν, είνε αδύνατον να γίνη κανείς εντός ολίγου καιρού ρήτωρ, το οποίον είνε πολύ κατώτερον της ποιητικής τέχνης, εάν μάθη την προς τούτο ταχυτέραν οδόν;
Ως παράδειγμα θα σου διηγηθώ την ευφυά επινόησιν ενός Σιδωνίου εμπόρου, η οποία απέτυχε και απέβη ανωφελής ένεκεν απιστίας. Κατ' εκείνην την εποχήν ήτο κύριος της Περσίας ο Αλέξανδρος, ο οποίος μετά την μάχην των Αρβήλων είχε καθαιρέση τον Δαρείον• έπρεπε δε να διατρέχουν καθ' όλας τας διευθύνσεις το κράτος οι γραμματοκομισταί διά να κομίζουν τας διαταγάς του Αλεξάνδρου. Αλλ' η οδός η από Περσίας εις Αίγυπτον ήτο πολύ μακρά, διότι έπρεπε να παρακάμπτουν όρη, έπειτα δε διά της Βαβυλωνίας να μεταβαίνουν εις την Αραβίαν και κατόπιν να διέρχωνται εκτεταμένην έρημον διά να φθάνουν εις την Αίγυπτον. Το διάστημα ήτο δι' άνδρα ευκίνητον είκοσι το ολιγώτερον ημερών. Τούτο εστενοχώρει τον Αλέξανδρον, καθότι, μαθών ότι οι Αιγύπτιοι παρεσκεύαζον στασιαστικόν κίνημα, δεν ηδύνατο ν' αποστείλη ταχέως οδηγίας εις τους σατράπας του. Τότε λοιπόν ο Σιδώνιος έμπορος, εγώ, ειπέ, βασιλεύ, υπόσχομαι να σου δείξω οδόν σύντομον μεταξύ Περσίας και Αιγύπτου• εάν οι αγγελιαφόροι σου περάσουν επάνω από τα όρη— και προς τούτο θα χρειασθούν μόνον τρεις ημέρας—θα φθάσουν τάχιστα εις την Αίγυπτον. Και είχε δίκαιον. Ο Αλέξανδρος όμως δεν επίστευσεν, αλλ' εθεώρησεν απατεώνα τον έμπορον. Ούτω, όταν η επαγγελία είνε παράδοξος, φαίνεται εις τους πολλούς απίθανος. Πρόσεξε λοιπόν μήπως και συ πάθης το αυτό• διότι άμα δοκιμάσης, θα πεισθής ότι ουδέν θα σε εμποδίση να γίνης ρήτωρ και ουδέ μίαν ολόκληρον ημέραν θα χρειασθής διά να υπερβής το όρος μεταξύ Περσίας και Αιγύπτου.
Θα μιμηθώ δε τον γνωστόν Κέβητα και διά του λόγου θα συνθέσω εικόνα διά να σου παραστήσω και τας δύο οδούς• διότι δύο είνε οι δρόμοι οι οποίοι φέρουν προς την ρητορικήν, με την οποίαν μου φαίνεσαι υπερβολικά ερωτευμένος. Λοιπόν να φαντασθής την ρητορικήν ότι κάθηται επί υψηλού μέρους και ότι είνε ωραιοτάτη και σεμνή• και εις μεν την δεξιάν κρατεί το κέρας της Αμαλθείας υπερπλήρες από παντοίους καρπούς, εις δε τα αριστερά της να φαντασθής τον Πλούτον παριστάμενον ολόχρυσον και αξιέραστον. Εκτός δε τούτου η Δόξα και η Ισχύς να την συντροφεύουν και οι Έπαινοι γύρω της όμοιοι με μικρούς Έρωτας να πετούν και να περιπλέκωνται. Εάν συνέβη να ίδης πουθενά τον Νείλον παριστάμενον διά της ζωγραφικής,—τον παριστούν δε ξαπλωμένον επί κροκοδείλου ή ιπποπόταμου, εξ ων πολλοί ευρίσκονται εις αυτόν, και γύρω του πολλά μικρά παιδία παίζοντα, τα οποία ονομάζουν οι Αιγύπτιοι πήχεις—τοιούτοι είνε και πέριξ της ρητορικής οι έπαινοι. Πλησίασε τώρα συ ο εραστής ο επιθυμών το ταχύτερον να φθάσης εις την κορυφήν, διά να νυμφευθής την επ' αυτής καθημένην και αποκτήσης όλα εκείνα, τον πλούτον, την δόξαν και τους επαίνους• διότι όλα εκείνα κατά τον νόμον, γίνονται κτήματα εκείνου ο οποίος θα την νυμφευθή. Όταν πλησιάσης εις το όρος, κατ' αρχάς μεν απελπίζεσαι ότι θα δυνηθής να φθάσης εις την κορυφήν• η εντύπωσις είνε ομοία προς εκείνην την οποίαν έκαμεν εις τους Μακεδόνας η Άορνος πέτρα όταν την είδον απόκρημνον εξ όλων των μερών, τόσον ώστε ουδέ εις πτηνά ήτο εύκολον να φθάσουν επάνω και μόνον ένας Διόνυσος ή Ηρακλής ηδύνατο να την κυριεύση. Αυτή είνε η πρώτη σου εντύπωσις• αλλά μετ' ολίγον βλέπεις δύο δρόμους, εκ των οποίων ο είς είνε μάλλον ατραπός στενή, πετρώδης και πλήρης ακανθών, εις την οποίαν μαντεύεις πολλήν δίψαν και ιδρώτα. Ο Ησίοδος επρόλαβεν ήδη και την περιέγραψε κάλλιστα, ώστε είνε περιττόν να την περιγράψω και εγώ. Η δε άλλη οδός είνε ανθηρά και δροσερά, όπως ολίγον προηγουμένως είπα.
Αλλά δεν θέλω διά της επαναλήψεως των αυτών πραγμάτων να σε εμποδίζω και να σε κάνω να χρονοτριβής, ενώ από τούδε δύνασαι να γίνης ρήτωρ. Τούτο μόνον νομίζω αναγκαίον να προσθέσω ότι η τραχεία εκείνη και ανηφορική οδός δεν παρουσιάζει πολλά ίχνη οδοιπόρων, και αν φαίνωνται μερικά, είνε πολύ παλαιά. Εγώ ο δυστυχής ανέβηκα από εκείνην και υπέφερα πολλά χωρίς ανάγκην. Την άλλην, η οποία είνε ομαλή και δεν έχει καμμίαν τραχύτητα, την είδα μακρόθεν χωρίς να περάσω εξ αυτής• διότι ήμουν νέος και δεν διέκρινα το καλλίτερον, αλλ' ενόμιζα ότι ο ποιητής εκείνος, ο οποίος λέγει ότι εκ των κόπων φύονται να αγαθά {72} έλεγε την αλήθειαν. Αλλ' η αλήθεια δεν ήτο αυτή• διότι βλέπω τους περισσοτέρους εκ των ρητόρων να επιτυγχάνουν διά της προτιμήσεως αυτής της οδού εις το στάδιόν των. Όταν θα φθάσης λοιπόν εις την αρχήν της αναβάσεως, καλώς γνωρίζω ότι θ' απορήσης και από τούδε ευρίσκεσαι εις αμφιβολίαν περί του ποίαν οδόν να ακολουθήσης. Αλλ' εγώ θα σου είπω τι πρέπει να πράξης διά να φθάσης ευκολώτατα εις την ακροτάτην κορυφήν, να ευτυχήσης, να νυμφευθής την ρητορικήν και να γίνης εις όλους θαυμαστός. Αρκεί ότι εγώ έσφαλα και εκοπίασα ματαίως. Διά σε ας φύωνται όλα άσπορα και ακαλλιέργητα, όπως επί των χρόνων του Κρόνου.
Ευθύς λοιπόν θα παρουσιασθή ενώπιον σου άνθρωπος δυνατός, σκληραγωγημένος, με το βάδισμα αρρενωπόν, ηλιοκαής, θαρραλέος, το βλέμμα και έξυπνος, ο οποίος είνε οδηγός της τραχείας εκείνης οδού και ο οποίος θ' αρχίση να σου λέγη ματαίας τινάς φλυαρίας διά να σε πείση να τον ακολουθήσης. Θα σου δείξη τα ίχνη του Δημοσθένους και του Πλάτωνος καί τινων άλλων, τα οποία είνε μεν μεγάλα και υπερβαίνουν τα σημερινά, αλλ' έχουν αμαυρωθή υπό του χρόνου και μόλις φαίνονται• και θα σου είπη ότι θα ευτυχήσης και θα γίνης ο εκλεκτός της ρητορικής, εάν ακολουθήσης την οδόν εκείνην και βαδίσης όπως οι περπατούντες επί των σχοινίων. Θα σου είπη ότι απαιτείται μεγάλη προσοχή, διότι, εάν ολίγον τι παραπατήσης ή αν κλίνης προς το έν ή το άλλο μέρος και χάσης την ισορροπίαν, θα εκτραπής εκ της καλής οδού η οποία φέρει προς τον γάμον• θα σε συμβουλεύση έπειτα να μιμηθής τους αρχαίους και θα σου δώση παλαιά υποδείγματα λόγων, δυσκολομίμητα, οποία είνε τα έργα της παλαιάς τέχνης, του Ηγησίου λ. χ. του Κριτίου και του Νησιώτου, σφικτά, νευρώδη και σκληρά και με αυστηράν ακρίβειαν γραμμών, και θα σου είπη ότι είνε αναγκαίον και απαραίτητον να κουρασθής, ν' αγρυπνίσης, να πίνης μόνον νερόν και να επιμείνης• διότι είνε αδύνατον άνευ τούτων να διανύσης την οδόν. Το δε περισσότερον ανιαρόν είνε ότι και τον καιρόν της οδοιπορίας θα σου ορίση πάρα πολύν, έτη πολλά• δεν αριθμεί με ημέρας και μήνας, αλλά με ολοκλήρους Ολυμπιάδας, ούτως ώστε και μόνον να τον ακούη κανείς κουράζεται και απελπίζεται εκ των προτέρων και στέλλει εις τον κόρακα την επιδιωκομένην εκείνην ευτυχίαν. Επί πλέον ζητεί και αμοιβήν όχι μικράν διά τας τόσας κακοπαθείας και δεν δέχεται να σε οδηγήση, εάν προηγουμένως δεν πληρωθή καλά. Αυτά θα είπη ο φαντασμένος εκείνος και αληθώς αρχαίος και κρονόληρος άνθρωπος, ο οποίος θα σου υποδεικνύη προς μίμησιν νεκρούς και θα σε συμβουλεύη να ανασκάπτης λόγους προ πολλού θαμμένους εις την γην, ως τι μέγιστον αγαθόν• θα σε συμβουλεύη να μιμήσαι τον υιόν του μαχαιροποιού {73} και τον άλλον εκείνον τον υιόν κάποιου γραφέως Ατρομήτου{74}, και ταύτα εν καιρώ ειρήνης, ότε μήτε του Φιλίππου εκστρατεία απειλείται, ούτε ο Αλέξανδρος προστάζει, διά να θεωρήται, όπως άλλοτε, χρήσιμος η ρητορική εκείνων• αλλά και δεν γνωρίζει ότι σήμερον ευρέθη άλλη οδός σύντομος και εύκολος, η οποία οδηγεί κατ' ευθείαν εις την ρητορικήν. Συ όμως ούτε να πεισθής, ούτε προσοχήν να δώσης εις αυτόν, διά να μη σε συντρίψη πουθενά και να μη σε κάμη να γηράσης προώρως εκ των κόπων.
Αλλ' εάν πάντως είσαι ερωτευμένος και θέλης το ταχύτερον να συνέλθης με την ρητορικήν, ενώ ακόμη ευρίσκεσαι εις την ακμήν σου, και μάλιστα να την ίδης να τρέχη προς εσέ, αυτόν τον δασύτριχον και καθ' υπερβολήν ανδροπρεπή οδηγόν άφησε ν' αναβαίνη ο ίδιος και να οδηγή όσους άλλους κατορθώνει να εξαπατά, ν' ασθμαίνη και να πνίγεται εις τον ιδρώτα. Να στραφής δε προς την άλλην οδόν, όπου θα εύρης μεταξύ πολλών άλλων και ένα πάνσοφον και ωραιότατον άνδρα, ο οποίος έχει χορευτικόν το βάδισμα, γυρμένην την κεφαλήν, γυναικείον το βλέμμα, μελιτώδη την φωνήν και αποπνέει αρώματα. Θα τον ίδης να ξύνη την κεφαλήν δια του άκρου του δακτύλου του και να διευθετίζη ολίγας μεν ακόμη, σγουράς όμως και υακινθίνας τρίχας και θα τον νομίσης ως Σαρδανάπαλον αβρότατον ή Κινύραν ή ως αυτόν τον Αγάθονα της τραγωδίας τον αξιέραστον ποιητήν. Σου αναφέρω ταύτα διά να δυνηθής να τον γνωρίσης ευκόλως και να μη σου διαφύγη πόοσωπον τόσον έξοχον και προσφιλές εις την Αφροδίτην και τας Χάριτας. Αλλά τι λέγω; Και κλειστούς εάν έχης τους οφθαλούς και αυτός πλησίαση και είπη τι, ανοίξας το μελίρρητον εκείνο στόμα, και εκπέμψη την συνήθη του φωνήν, θα εννοήσης ότι δεν είνε κανείς όμοιος με ημάς τους άλλους θνητούς, «οι αρούρης καρπόν έδομεν> {75}, αλλά πνεύμα ουράνιον με δρόσον ή με αμβροσίαν τρεφόμενον. Εις τούτον λοιπόν άμα προσέλθης και παραδόσης τον εαυτόν σου, εντός ολίγου θα γίνης ρήτωρ και περίφημος και, όπως αυτός λέγει, βασιλεύς των λόγων θα καταστής ακόπως και θα διευθύνης τα τέθριππα του λόγου. Άμα σε παραλάβη, θα σε διδάξη τα προκαταρκτικά• αλλά μάλλον ας αφήσω αυτόν να σου είπη τι Θα σε διδάξη• διότι είνε γελοίον να ομιλώ αντί τοιούτου ρήτορος• εγώ, ο οποίος είμαι ίσως ανίκανος να διερμηνεύσω τόσον μεγάλα και σπουδαία πράγματα και υπάρχει φόβος να πέσω και να συντρίψω κάπου τον ήρωα τον οποίον υποκρίνομαι.
Να ομιλήση λοιπόν προς σε ως εξής περίπου, αφού θωπεύση την κόμην η οποία του υπολείπεται και υπομειδιάση το γλυκερόν και απαλόν μειδίαμα το οποίον συνειθίζει και μιμηθή την Αυτοθαΐδα την κωμικήν, την Μαλθάκην ή την Γλυκέραν {76} εις την γλυκύτητα της φωνής• διότι το αρρενωπόν είνε αγροίκον και δεν αρμόζει εις τον αβρόν και εράσμιον ρήτορα. Θα είπη λοιπόν με πολλήν μετριοφροσύνην περί του εαυτού του. Μήτοι, αγαπητέ, σε απέστειλεν ο Πύθιος Απόλλων προς εμέ ως τον άριστον των ρητόρων, όπως, ότε ο Χαιρεφών ηρώτησεν αυτόν, απήντησε ποίος ήτο ο σοφώτατος τον χρόνων εκείνων; {77} Εάν δεν συνέβη τούτο, αλλ' υπό της φήμης ωδηγήθης να έλθης, ακούων τους πάντας να ομιλούν μετά μεγάλου θαυμασμού δι' ημάς, να μας υμνούν, να καταπλήσσωνται και να πτήσσουν ενώπιον μας, δεν θα βραδύνης να εννοήσης προς ποίον δαιμόνιον άνδρα έρχεσαι. Εάν δε περιμένης να ίδης κανένα ανάλογον προς τούτον ή εκείνον, ουδένα τοιούτον θα ίδης, αλλ' άνδρα πολύ ανώτερον και υπερβαίνοντα πάσαν προσδοκίαν, όσον ο Τιτυός, ο Ώτος ή ο Εφιάλτης {78} διαφέρουν από τους κοινούς ανθρώπους• τοσούτον η φωνή μου θέλει σου φανή ανωτέρα της φωνής των άλλων όσον η σάλπιγξ υπερέχει τους αυλούς και οι τέτυγες τας μελίσσας και οι χοροί την μουσικήν ήτις δίδει τον τόνον.
Αφού δε θέλεις και συ να γίνης ρήτωρ και τούτο παρ' άλλου δεν δύνασαι να διδαχθής ευκολώτερον, ακολούθει μόνον, αγαπητέ, όσα θα είπω και μιμού πάντα και τους κανόνας, τους οποίους θα ορίσω, ακριβώς φύλαττε. Αλλά προχώρει αμέσως χωρίς να διστάσης, ούτε να πτοηθής επειδή δεν εξησκήθης εις τα προεισαγωγικά της ρητορικής, εκείνα τα οποία άλλοι διδάσκαλοι μετά πολλού κόπου διδάσκουν εις τους ανόητους και ματαίους• ουδεμίαν ανάγκην αυτών έχεις• αλλά με ανίπτους πόδας, κατά την παροιμίαν, είσελθε και μη φοβείσαι ότι, και αν ακόμη ούτε τα γράμματα γνωρίζεις να γράφης, θα επιτύχης ολιγώτερον διότι αυτά δεν έχουν σχέσιν με την ρητορικήν.
Και εν πρώτοις θα σου είπω ποία εφόδια πρέπει να έχης διά την πορείαν και ποίας προμηθείας πρέπει να κάμης διά να δυνηθής το ταχύτερον να διανύσης την οδόν. Έπειτα καθ' οδόν και ενώ θα προχωρούμεν άλλα μεν θα σου δεικνύω, άλλα δε θα σε συμβουλεύω, και πριν ή δύση ο ήλιος θα σε αναδείξω ρήτορα ανώτερον όλων και οποίος είμαι εγώ, ο οποίος αναντιρρήτως κατέχω την κορυφήν και το μέσον και την αρχήν μεταξύ των καταγινομένων εις τους λόγους. Ως μέγιστον λοιπόν εφόδιον κόμιζε την αμάθειαν και μετ' αυτής θράσος και τόλμην και αναισχυντίαν• την εντροπήν δε ή την χρηστότητα, την μετριοφροσύνην και το ερύθημα να τ' αφήσης εις την κατοικίαν σου• διότι είνε ανωφελή και μάλιστα αντίθετα προς τον σκοπόν. Αλλά και βοήν παράλαβε όσον το δυνατόν ισχυροτέραν και τόνον φωνής αναίσχυντον και βάδισμα όπως το ιδικόν μου. Αυτά μόνον είνε λίαν αναγκαία και ενίοτε μόνον αυτά είνε αρκετά. Και το ένδυμά σου να είνε ανθηρόν και λευκόν, προερχόμενον εκ της Τάραντος, ώστε να διαφαίνεται το σώμα, τα δε υποδήματά σου να είνε αττικά και γυναικεία, ανοικτά εις διάφορα μέρη ή εμβάδες της Σικυώνος με λευκά κοσμήματα, να έχης δε πολλούς ακολούθους και πάντοτε να κρατής βιβλίον. Αυτά απαιτούνται εκ μέρους σου• τα δε άλλα καθ' οδόν και ενώ θα προχωρής θα βλέπης και θα ακούης. Και τώρα άκουσε τι πρέπει να κάμης διά να σε αναγνωρίση η ρητορική και να σε πλησίαση και να μη σε αποστραφή και σε αποπέμψη ως αμύητόν τινα και κατάσκοπον των μυστηρίων. Εν πρώτοις πρέπει να επιμεληθής το εξωτερικόν σου και να φροντίσης να είσαι ωραία ενδεδυμένος• έπειτα δε να εκλέξης δεκαπέντε ή το πολύ είκοσι αττικάς λέξεις και αφού τας μάθης τελείως να τας έχης προχείρους και εις το άκρον της γλώσσης, όπως το άττα και κάτα και μων και αμηγέπη και λώστε και τα τοιαύτα και οιονδήποτε λόγον σου να τον αλατίζης με αυτά• διά δε τα άλλα ουδόλως να σκοτίζεσαι αν είνε ανόμοια με τας λέξεις εκείνας και ετερογενή και αταίριαστα• το εξωτερικόν ένδυμα μόνον να είνε ωραίον και εύχρωμον και είνε αδιάφορον αν το εσωτερικόν είνε από χονδροειδές ύφασμα. Έπειτα να έχης προμήθειαν αχρήστων, παραξένων και σπανίως απαντωμένων εις τους παλαιούς λέξεων τας οποίας να πετάς εις πάσαν ευκαιρίαν• διότι ούτω ο πολύς λαός θα σε προσέχη και θα σε θεωρή θαυμαστόν και ανώτερον κατά την παιδείαν, εάν λ. χ. το αποξύω λέγης αποστλεγγίζω, το ηλίω θέρεσθαι λέγεις ηλιθερείσθαι (θερμαίνεσθαι εις τον ήλιον), τον αρραβώνα προνόμιον, την αυγήν ακροκνεφές. Ενίοτε δε να κατασκευάζης και ο ίδιος νέας και αλλοκότους λέξεις και νομοθέτει να λέγεται ο δεινός εις την απαγγελίαν εύλεξις, ο συνετός σοφόνους, ο ορχηστής χειρόσοφος. Αν σολοικίσης δε ή βαρβαρίσης, μόνην επανόρθωσιν να έχης την αναισχυντίαν και πρόχειρον αμέσως το όνομα ποιητού ή συγγραφέως ούτε υπάρχοντος, ούτε υπάρξαντος ποτέ, ο οποίος ούτω συνείθιζε να λέγη και ήτο σοφός ανήρ και εγνώριζε τελείως την γλώσσαν.
Τα παλαιά συγγράμματα περιττόν να αναγινώσκης, ούτε τον φλύαρον Ισοκράτην, ούτε τον άχαριν Δημοσθένην, ούτε τον ψυχρόν Πλάτωνα, αλλ' εκείνα τα οποία εγράφησαν ολίγον προ ημών και τα οποία λέγονται μελέται {79} διά να δύνασαι ν' αντλής εξ αυτών οσάκις παρουσιάζεται ανάγκη, όπως εξ αποθήκης και κατά προαίρεσιν.
Όταν δε παρουσιασθή ανάγκη να ομιλήσης δημοσία και οι παρόντες σου προτείνουν θέμα ομιλίας, όλα όσα είνε δύσκολα να τα παριστάς ως εύκολα και να τα εκφαυλίζης, λέγων ότι δεν εξέλεξαν τίποτε σοβαρόν• άμα δε εκλέξουν το θέμα, μη διστάσης και μη βραδύνης ν' αρχίσης, αλλά λέγε ό,τι σου έλθη εις την γλώσσαν και μη φροντίζης διά την σειράν, ώστε το πρώτον να είνε πρώτον και το δεύτερον μετ' αυτό και το τρίτον έπειτα• αλλ' εκείνο το οποίον θα σου έλθη πρώτον λέγε το εις την αρχήν, αδιαφορών αν η περικνημίς θα τύχη εις το μέτωπον, εις την κνήμην δε η περικεφαλαία. Αλλά σπεύδε και λέγε αδιάκοπα και να μη σιωπάς μόνον. Και αν τύχη να ομιλής περί αδικήματος ή μοιχείας γενομένης εις τας Αθήνας, να διηγηθής τι γίνεται εις τας Ινδίας και τα Εκβάτανα. Εις όλα δε αυτά να αναμιγνύης τον Μαραθώνα και τον Κυναίγειρον, διότι άνευ αυτών δεν δύναται να γίνη τίποτε. Και πάντοτε κάτι να αναφέρης περί της τομής του όρους Άθω υπό του Ξέρξου, περί της γεφυρώσεως του Ελλησπόντου, περί του σκοτισμού του ηλίου υπό των Περσικών βελών• και ο Ξέρξης να τρέπεται εις φυγήν και ο Λεωνίδας να θαυμάζεται και τα γράμματα του Οθρυάδου ν' αναγινώσκωνται• η Σαλαμίς και το Αρτεμίσιον και αι Πλαταιαί ν' αναφέρωνται πολλάκις και συχνά, επί όλων δε τούτων αι ολίγαι εκείναι αττικαί λέξεις να σκορπίζωνται ως άνθη και συχνά να επαναλαμβάνεται το άττα και το δήπουθεν και αν δεν υπάρχει καμμία ανάγκη, διότι ωραία είνε και όταν ασκόπως λέγωνται.
Εάν δέ ποτε παρουσιασθή και ευκαιρία άσματος, δύνασαι να ψάλλης τα πάντα και οτιδήποτε να μεταβάλλης εις μελωδίαν. Αν δέ ποτε δεν ευρίσκης τίποτε κατάλληλον διά να το ψάλλης, ν' απαγγείλης την φράσιν «ω άνδρες δικασταί» με μελωδίαν, και τούτο θα είνε αρκετόν διά να δώση την εντύπωσιν της αρμονίας. Συχνά να επαναλαμβάνης το επιφώνημα «οίμοι των κακών», κτύπα τον μηρόν σου, κάμνε λαρυγγισμούς και απόπτυε θορυβωδώς ενώ ομιλείς και κίνει τα οπίσθια ενώ βαδίζεις. Και αν οι ακροαταί δεν σ' επευφημούν, ν' αγανακτής και να τους υβρίζης• εάν δ' εγείρωνται εξ εντροπής και ετοιμάζωνται να εξέλθουν, διάτασσε να καθήσουν και εν γένει να τους μεταχειρίζεσαι ως τύραννος.
Διά να θαυμάζουν δε και κατά ποσόν των λόγων σου, ν' αρχίζης από τα Τρωικά, και μάλιστα, εάν θέλης, από τους γάμους του Δευκαλίωνος και της Πύρρας, και να φθάνης εις τα σύγχρονα• διότι όσοι θα εννοούν θα είνε ολίγοι και αυτοί θα σιωπήσουν φοβούμενοι την γλώσσαν σου• αλλά και αν είπουν τι, θα θεωρηθή ότι το λέγουν εκ φθόνου• οι δε πολλοί θα θαυμάζουν την στάσιν σου, την φωνήν, το βάδισμα, τας κινήσεις, την μελωδίαν, το υπόδημα και το άττα σου εκείνο, και βλέποντες τον ιδρώτα τον οποίον θα χύνης και την πνευστίασίν σου, δεν θα δύνανται ν' αμφιβάλλουν ότι είσαι μέγας ήρως του λόγου. Άλλως τε και το να ομιλής εκ του προχείρου και ταχέως δικαιολογεί και κρύπτει πολλά και θαυμάζεται υπό των πολλών, ώστε πρόσεξε να μη γράψης ποτέ και να μη προπαρασκευάζης τους λόγους σου, διότι τότε υπόκεινται εις έλεγχον ακριβή.
Οι δε φίλοι σου ας επικροτούν πάντοτε και ας πληρώνουν ούτω τα γεύματα τα οποία παρέχεις• εάν ίδουν ότι τα χάνεις, να σε βοηθούν και να σου δίδουν καιρόν να εύρης την φράσιν σου κατά τα διαλείμματα των επευφημιών, διότι και περί τούτου πρέπει να φροντίζης, να έχης εις το ακροατήριον φίλους και υποστηρικτάς. Αυτήν την συνδρομήν θα σου παρέχουν οι φίλοι ενώ θα ομιλής• μετά ταύτα δε θα σε συνοδεύουν απερχόμενον και ομιλούντα περί του λόγου τον οποίον απήγγειλες. Και αν συναντήσης τινά, να ομιλής περί του εαυτού σου μετά θαυμασμού, ν' αυτοεπαινήσαι κατά κόρον και να γίνεσαι φορτικός εις τον συναντώμενον. «Τι είνε ο Δημοσθένης απέναντί μου;» Ή «ίσως διαγωνίζομαι προς ένα εκ των παλαιών ρητόρων• τους συγχρόνους ούτε τους λαμβάνω υπ' όψιν» και τα τοιαύτα.
Αλλά το μεγαλείτερον και αναγκαιότατον προς την επιτυχίαν ολίγον έλειψε να παραλείψω• να εμπαίζης όλους τους άλλους ρήτορας• και αν μεν κανείς εξ αυτών ομιλήση καλώς, να παριστάς τον λόγον του ως ξένον και όχι ιδικόν του• εάν δε τα καταφέρη μετρίως, όλα του ας είνε ελαττωματικά. Και εις τας δημοσίας διαλέξεις πρέπει να εισέρχεσαι τελευταίος, διότι τούτο δίδει επισημότητα• ενώ δε σιωπούν όλοι ακροώμενοι, ρίπτε ένα έπαινον παράξενον, ο οποίος ν' αποστρέψη και ταράξη την προσοχήν των άλλων, ώστε να αισθάνωνται όλοι ναυτίαν και να φράσσουν τα ώτα διά να μη ακούουν τας αηδείς σου υπερβολάς. Να μη χειρονομής δε πολλάκις προς εκδήλωσιν της εντυπώσεώς σου, διότι τούτο είνε ευτελές, ούτε να σηκωθής περισσότερον της μιας φοράς ή δύο το πολύ• και υπομειδία διά τα πλείστα εκ των λεγομένων, ώστε να φαίνεσαι ότι δεν σου αρέσουν, ευκόλως δε ευρίσκει κανείς αφορμάς κατηγοριών και ευκολώτερον πιστεύονται αι κατακρίσεις από τους επαίνους. Κατά τα άλλα απαιτείται προ πάντων θάρρος• η τόλμη, η αναισχυντία και το ψεύδος να σου είνε πρόχειρα, τον όρκον να έχης πάντοτε επί των χειλέων και φθόνον δι' όλους και μίσος και βλασφημίαν και διαβολάς πιθανάς. Αυτά θα σε καταστήσουν εντός ολίγου περίφημον και περίβλεπτον.
Ταύτα διά τον δημόσιόν σου και φανερόν βίον• εις δε την ιδιαιτέραν σου ζωήν ως κανόνα να έχης να πράττης τα πάντα, να παίζης κύβους, να μεθύης, να λαγνεύης, και να μοιχεύης ή τουλάχιστον να καυχάσαι ότι είσαι τοιούτος, και αν δεν πράττης τίποτε, και να διηγήσαι προς όλους σχετικάς ιστορίας και να επιδεικνύης ερωτικάς επιστολάς υπό γυναικών δήθεν γραφείσας• διότι πρέπει να φροντίζης να φαίνεσαι αξιέραστος και να πιστεύεται ότι αγαπάσαι υπό των γυναικών• και τούτο θα σχετισθή υπό των πολλών με την ρητορικήν και θα λέγεται ότι και εις τους γυναικωνίτας ακόμη επιτυγχάνης. Μη εντραπής δε να φαίνεσαι ότι έχεις και άνδρας εραστάς, καίτοι είσαι με γένεια και μάλιστα φαλακρός. Πρέπει να έχης και τοιούτου είδους φίλους• και εάν δεν εύρης έξω, να μεταχειρισθής τους δούλους σου. Διότι και αυτά συντελούν πολύ εις την ρητορικήν επιτυχίαν• η αναισχυντία και το θράσος γίνονται μεγαλείτερα. Βλέπεις πόσον αι γυναίκες είνε πλέον φλύαροι και υπερβαίνουν τους άνδρας εις τας ύβρεις; Λοιπόν εάν παθαίνης ό,τι και αυταί, θα υπερτερήσης τους άλλους ρήτορας• αλλά πρέπει ν' αποψιλώνης και άλλα μεν μέρη του σώματος, μάλιστα δε εκείνα τα οποία γνωρίζεις. Και το στόμα σου ακόμη να είναι έτοιμον διά πάσαν ευκαιρίαν και η γλωσσά σου ας χρησιμεύη και διά τους λόγους και εις παν ό,τι άλλο δύναται• δύναται δε όχι μόνον να σολοικίζη και να βαρβαρίζη, να φλυαρή ή να επιορκή, να υβρίζη ή να συκοφαντή και να ψεύδεται, αλλά και την νύκτα να υποβοηθή εις άλλας ανάγκας και μάλιστα αν είνε τόσοι πολλοί οι έρωτες, ώστε να μη επαρκής• εις τοιαύτην περίπτωσιν πρέπει να αναμιγνύεται εις όλα, να γίνεται επινοητική και να μη σιχαίνεται τίποτε.
Εάν, παιδί μου, μάθης καλώς αυτά,—είνε δε εύκολον, διότι δεν έχουν τίποτε το δυσμάθητον—σου υπόσχομαι μετά πεποιθήσεως ότι εντός ολίγου θα γίνης άριστος ρήτωρ και όμοιος προς εμέ. Τα δε κατόπιν, όσα αγαθά θ' αποκτήσης εκ της ρητορικής, είνε περιττόν να σου τα λέγω. Βλέπεις εμέ, ο οποίος είχα πατέρα αφανή και όχι ελεύθερον, και είχε δουλεύση περισσότερον από τον Ξόιν και Θμούιν, {80} μητέρα δε ράπτριαν εις έν σταυροδρόμιον. Εγώ δε, ο οποίος κατά την εφηβικήν μου ηλικίαν δεν εθεωρούμην άσχημος, κατ' αρχάς υπηρέτουν μόνον διά να τρέφωμαι ένα ελεεινόν και φιλάργυρον εραστήν• όταν δε ενόησα ότι αυτή η οδός είνε εύκολος και ηκολούθησα αυτήν, έφθασα εις την κορυφήν, διότι—και ας με συγχώρηση η αγαπητή Αδράστεια {81}—είχα άφθονα τα εφόδια τα οποία ανέφερα, το θράσος, την αμάθειαν και την αναισχυντίαν, και η πρώτη μου φροντίς ήτο ν' αφήσω το όνομα Ποθεινός και να γίνω ομώνυμος προς τους υιούς του Διός και της Λήδας. {82} Έπειτα συνοικίσας με μίαν γραίαν ετρεφόμην υπ' αυτής, προσποιούμενος ότι ήμουν ερωτευμένος με την εβδομηκοντούτιδα εκείνην γυναίκα, η οποία είχε μόνον τέσσαρα δόντια ακόμη και αυτά σφραγισμένα με χρυσόν. Αλλ' η πενία με ηνάγκαζε να υποβάλλωμαι εις την βαρείαν εκείνην εργασίαν και η πείνα συνετέλει να μου φαίνωνται γλυκύτατα τα ψυχρά φιλήματα τα οποία ελάμβανα από την νεκροφόραν εκείνην. Παρ' ολίγον δε να κληρονομήσω όλα όσα είχε, εάν είς αχρείος δούλος δεν την ειδοποίει ότι είχον αγοράση δηλητήριον διά ν' απαλλαγώ απ' αυτήν.
Εξεδιώχθην με λακτίσματα, αλλ' όμως και τότε δεν περιέπεσα εις στερήσεις, αλλ' έγεινα ρήτωρ και δικηγορώ και ως επί το πλείστον προδίδω τους πελάτας μου και υπόσχομαι εις τους ανοήτους ότι έχω εξασφαλίση υπέρ αυτών τους δικαστάς• και ναι μεν νικώμαι ως επί το πλείστον, αλλ' όμως οι φοίνικες και οι στέφανοι δεν λείπουν από την θύραν μου• {83} αυτά τα δολώματα μεταχειρίζομαι διά να προσελκύω τους δυστυχείς διαδίκους.
Αλλά και το να μισούμαι υπό πάντων και να είμαι περίφημος διά τον μοχθηρόν μου χαρακτήρα περισσότερον παρά διά την ευφράδειάν μου και να με δακτυλοδεικτούν λέγοντες ότι είμαι ο τελειότερος εις πάσαν κακίαν, δεν μου φαίνεται να είνε μικρόν. Αυτά σε συμβουλεύω, τα οποία συνεβούλευσα πολύ πρότερον εις τον εαυτόν μου και, μα την πάνδημον Αφροδίτην, δεν μετενόησα, αλλ' εξ εναντίας είμαι λίαν ευχαριστημένος. Αρκετά σου είπα.
Αφού είπη ταύτα ο λαμπρός εκείνος άνθρωπος, θα παύση• συ δε, εάν πεισθής εις τους λόγους του, θα φθάσης ευκόλως εις την εκπλήρωσιν των πόθων σου• και ουδέν θα σ' εμποδίση, αν ακολουθήσης τους κανόνας του, να διαπρέπης εις τα δικαστήρια, να είσαι δημοφιλής και αξιέραστος και να έχης ερωμένην όχι γραίαν κωμικήν, όπως ο διδάσκαλός σου, αλλά γυναίκα ωραιοτάτην, την Ρητορικήν• και θα δύνασαι να λέγης περί του εαυτού σου δικαιότερον ή όπως ο Πλάτων είπε περί του Διός, ότι φέρεσαι επί πτερωτού οχήματος. Εγώ δε, ο οποίος είμαι ταπεινός και δειλός, θα αποσυρθώ εκ του σταδίου και θα παύσω να σχετίζωμαι την ρητορικήν, διότι δεν έχω τα ιδικά σας προσόντα αλλά και ήδη έχω παύση, ώστε ακόπως ν' ανακηρύττεσθε θριαμβευταί και να θαυμάζεστε• αλλά τούτο μόνον να μη λησμονήτε, ότι δεν ενικήσατε με την ταχύτητά σας, αλλ' εφθάσατε ταχύτερα εις τον σκοπόν, διότι ηκολουθήσατε την εύκολον και πλαγίαν οδόν.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ. Λοιπόν από της γης μέχρι της σελήνης, όπου έκαμα τον πρώτον σταθμόν, είνε τρεις χιλιάδες στάδια• από την σελήνην έως εις τον ήλιον πεντακόσιοι περίπου παρασάγγαι• και απ' εκεί έως εις τον ουρανόν και την ακρόπολιν του Διός το διάστημα δι' ένα ευκίνητον αετόν θα είνε μιας ημέρας.
ΦΙΛΟΣ. Δι' όνομα των Χαρίτων, Μένιππε, τι σημαίνουν αυτοί οι αστρονομικοί υπολογισμοί και τι μετράς μόνος σου; Διότι προ πολλού σε παρακολουθώ να διατρέχης ηλίους και σελήνας και να μετράς σταθμούς και παρασάγγας ατελειώτους.
ΜΕΝ. Μη εκπλήττεσαι, φίλε μου, διότι ασχολούμαι με αυτά τα μετεωρολογικά και ουράνια• λογαριάζω το διάστημα του ταξειδίου το οποίον έκαμα προ ολίγου.
ΦΙΛ. Και όπως οι Φοίνικες, υπελόγιζες τον δρόμον σου από την κίνησιν των άστρων;
ΜΕΝ. Όχι, αλλ' εις αυτά τα άστρα εταξείδευσα.
ΦΙΛ. Διάβολε, πολύ μακρόν όνειρον θα είδες, αφού ελησμόνησες και εκοιμήθης ολοκλήρους παρασάγγας.
ΜΕΝ. Σου φαίνεται ότι διηγούμαι όνειρον, ενώ εγώ προ ολίγου ήλθα από τα ανάκτορα του Διός.
ΦΙΛ. Πώς είπες; Συ ο Μένιππος μας έπεσες από τον ουρανόν;
ΜΕΝ. Βέβαια εγώ έρχομαι σήμερον από εκείνον τον μέγαν Δία, αφού ήκουσα και είδα θαυμάσια πράγματα. Αν δεν με πιστεύης, και η απιστία σου με κάνει να χαίρω έτι περισσότερον, διότι σημαίνει ότι η ευτυχία μου είνε τόσον μεγάλη, ώστε καταντά απίστευτος.
ΦΙΛ. Και πώς είνε δυνατόν, Θείε και ολύμπιε Μένιππε, εγώ, ο οποίος εγεννήθηκα από ανθρώπους και ζω επί της γης, να δυσπιστήσω προς άνδρα υπερνέφελον και, διά να είπω ως ο Όμηρος, ένα εκ των ουρανιώνων; Αλλ' αν θέλης, εξήγησέ μου κατά ποίον τρόπον ανέβης εκεί επάνω και πού ευρήκες σκάλαν τόσο μεγάλην. Διότι κατά την όψιν δεν ομοιάζεις πολύ μ' εκείνον τον νεαρόν Φρύγα, ώστε να υποθέσω ότι και σένα ανήρπασε μεταμορφωθείς εις αετόν ο Ζευς διά να του χρησιμεύης ως οινοχόος.
ΜΕΝ. Ότι με εμπαίζεις το καταλαμβάνω και δεν απορώ εάν η παράδοξος ιστορία μου σου φαίνεται ως μύθος. Μάθε όμως ότι ούτε κλίμακα εχρειάσθηκα διά την ανάβασιν, ούτε εξ έρωτος με ανήρπασεν αετός. Είχα δικά μου πτερά.
ΦΙΛ. Τούτο υπερβαίνει και όσα διηγούνται περί Δαιδάλου, αφού εκτός των άλλων και χωρίς να το φανταζώμεθα μας έγινες από άνθρωπος γεράκι ή καρακάξα.
ΜΕΝ. Σωστά το εμάντευσες, φίλε μου, διότι και εγώ εμηχανεύθηκα το πτέρωμα εκείνο του Δαιδάλου.
ΦΙΛ. Και δεν εφοβήθης, τολμηρότατε των ανθρώπων όλων, μήπως καταπέσης κάπου εις την θάλασσαν και γίνης αφορμή ν' αποκτήσωμεν και Μενίππειον πέλαγος, όπως το Ικάριον;
ΜΕΝ. Καθόλου• ο Ίκαρος είχε τα πτερά κολλημένα με κερί, επομένως δεν εβράδυνε να τα λυώση ο ήλιος και ούτω εμάδησε και κατέπεσε. Αι δικαί μου όμως αι πτέρυγες δεν ήσαν από κερί.
ΦΙΛ. Τι λες; Αρχίζω σιγά σιγά να πιστεύω αυτά τα οποία διηγείσαι.
ΜΕΝ. Άκουσε τι έκαμα• συνέλαβα ένα μεγάλον αετόν και ένα γύπα από τους πλέον δυνατούς και τους έκοψα τα πτερά ομού με τους ώμους…. αλλά μάλλον πρέπει να σου διηγηθώ πώς μου ήλθεν εξ αρχής η ιδέα, αν έχης καιρόν να με ακούσης.
ΦΙΛ. Ευχαρίστως, αφού από τώρα είμαι μετέωρος και κρέμομαι από τα χείλη σου και ανυπομόνως περιμένω το τέλος της διηγήσεως. Μάλιστα σε παρακαλώ να μη με αφήσης κρεμάμενον από τ' αυτιά εις το μέσον της διηγήσεως.
ΜΕΝ. Άκουσε λοιπόν, διότι δεν είνε ευγενές ν' αφήση κανείς ένα φίλον του με το στόμα ανοικτόν και μάλιστα, όπως συ λέγεις, κρεμάμενον από τ' αυτιά. Εγώ εξετάζων τα πράγματα του κόσμου δεν εβράδυνα να εύρω γελοία και ευτελή και αβέβαια όλα τα ανθρώπινα, δηλαδή τα πλούτη, τας εξουσίας και τας βασιλείας• και περιφρονήσας αυτά, έκρινα ότι η περί τούτων ασχολία γίνεται εμπόδιον εις την μελέτην των αληθώς σπουδαίων ζητημάτων κ' επροσπαθούσα να ανυψώσω την σκέψιν μου και να την στρέψω προς το σύμπαν. Αλλ' εδώ έπεσα εις μεγάλην απορίαν• εν πρώτοις δεν ηδυνάμην να εννοήσω πώς έγινεν ο λεγόμενος υπό των σοφών κόσμος• ούτε τον δημιουργόν του ημπορούσα να εύρω, ούτε την αρχήν και τον σκοπόν του. Έπειτα όταν εξήταζα τα καθέκαστα εις έτι μεγαλειτέραν απορίαν έπεφτα• έβλεπα με απορίαν τα άστρα όπως είνε σκορπισμένα εις τον ουρανόν και απόθουν να μάθω τι πράγμα να είνε ο ήλιος• προπάντων δε παράδοξος και αλλόκοτος μου εφαίνετο η σελήνη και εσκεπτόμην ότι αι μεταβολαί των σχημάτων της θα είχαν μυστηριώδη τινά αιτίαν. Αλλά και η ταχεία αστραπή και η κρατούσα βροντή και η βροχή, η χιών και η χάλαζα, η οποία πίπτει με τόσην ορμήν, δεν μου εφαίνοντο ολιγώτερον προβληματικά και σκοτεινά. Ενόμισα λοιπόν ότι το καλλίτερον το οποίον είχα να κάμω ήτο ν' αποταθώ εις τους φιλοσόφους και ζητήσω παρ' αυτών την λύσιν των αποριών μου• διότι τους εφανταζόμην ότι είνε κάτοχοι πάσης αληθείας. Εδιάλεξα τους σοφωτέρους εξ αυτών, ως ηδύνατο κανείς να συμπεράνη από την σκυθρωπότητα και την ωχρότητα του προσώπου και από το μέγεθος της γενειάδος των. Και τωόντι αμέσως μου έκαμαν την εντύπωσιν ανθρώπων οι οποίοι λέγουν υψηλά πράγματα και γνωρίζουν τα θαυμάσια του ουρανού. Εις τούτους παρεδόθην με την υπόσχεσιν μεγάλου ποσού χρημάτων, των οποίων μέρος μεν κατέβαλα αμέσως, μέρος δε θα έδιδα όταν θ' απέκτων την όλην σοφίαν, και εζήτησα να με κάμουν αστρονόμον και να με διδάξουν την τάξιν του σύμπαντος. Αλλ' αυτοί όχι μόνον δεν με απήλλαξαν από την παλαιάν άγνοιαν, αλλά και εις μεγαλειτέρας αμφιβολίας μ' έρριψαν με τας αρχάς, τα τέλη, τας ατόμους, τα κενά, τας ύλας και ιδέας και άλλα τοιαύτα κολοκύθια, τα οποία μου έρριπταν κατά κεφαλής. Αλλ' εκείνο προ πάντων το οποίον με εθύμωνεν ήτο ότι εις όσα έλεγαν δεν συνεφώνουν μεταξύ των, αλλ' αι γνώμαι των αντεμάχοντο και ήσαν εντελώς αντίθετοι• και όμως απήτουν να πεισθώ εις όσα έλεγαν και έκαστος ήθελε να μ' ελκύση προς την γνώμην του.
ΦΙΛ. Παράδοξον αυτό• άνθρωποι σοφοί να μη συμφωνούν περί των μεγάλων αληθειών και να έχουν περί αυτών διαφόρους γνώμας.
ΜΕΝ. Θα γελάσης πολύ, φίλε μου, όταν ακούσης ποίαν αλαζονείαν έχουν και πόσην αγυρτείαν εις όσα λέγουν. Ενώ έζησαν πάντοτε επί της γης και ουδόλως υπερέχουν ημάς τους άλλους οι οποίοι βαδίζομεν εδώ κάτω, αλλ' ούτε η όρασίς των είνε οξυτέρα και μερικοί μάλιστα από γήρας και οκνηρίαν δεν καλοβλέπουν, όμως έλεγαν ότι βλέπουν τα πέρατα του ουρανού, εμετρούσαν το μέγεθος και την απόστασιν του ηλίου, έφθαναν εις τα διαστήματα τα υπεράνω της σελήνης και ως να έπεσαν από τα άστρα ωμίλουν διά τα μεγέθη και τα σχήματά των. Ενώ δε πολλάκις δεν είνε εις θέσιν να ειπούν ακριβώς πόσα στάδια είνε από τα Μέγαρα μέχρι των Αθηνών, ετόλμων να λέγουν πόσων πήχεων είνε η απόστασις μεταξύ σελήνης και ηλίου και υπελόγιζον της ατμοσφαίρας τα ύψη και της θαλάσσης τα βάθη και τας περιόδους της γης ανεμέτρουν. Προσέτι έγραφαν κύκλους και εσχημάτιζον τρίγωνα επί τετραγώνων και σφαίρας διαφόρους με τα οποία δήθεν καταμετρούν τον ουρανόν. Έπειτα δε πώς να μη τους θεωρώ ανοήτους και τυφλωμένους από αλαζονείαν όταν περί πραγμάτων τόσων σκοτεινών δεν ομιλούν με υποθέσεις, αλλ' ισχυρογνωμούν και αποκρούουν με θυμόν πάσαν άλλην γνώμην και σχεδόν με όρκον υποστηρίζουν ότι ο ήλιος είνε σίδηρος πεπυρακτωμένος, ότι η σελήνη κατοικείται, ότι τα άστρα πίνουν υδρατμούς, τους οποίους ο ήλιος ως διά κάδου ανασύρει εκ της θαλάσσης και τους μοιράζει εξ ίσου εις αυτά. Αλλ' η αντιγνωμία των ευκόλως γίνεται αντιληπτή. Σκέψου προς θεού αν δύνανται να συμβιβασθώσι τα δόγματά των και αν δεν είνε εντελώς αντίθετα• εν πρώτοις αι γνώμαι των περί του κόσμου είνε αντιφατικαί• οι μεν λέγουν ότι ο κόσμος είνε αγέννητος και ανώλεθρος• {84} οι δε ετόλμησαν να είπουν και ποίος τον εδημιούργησε και κατά ποίον τρόπον κατεσκευάσθη. Εκείνο δε το οποίον προ πάντων μου εφαίνετο παράδοξον και ακατανόητον είνε ότι, ενώ ωμίλουν περί ενός δημιουργού του παντός, δεν εξήγουν ούτε πόθεν ήλθεν ούτος, ούτε που εστέκετο και κατεσκεύαζε τα καθέκαστα, αφού προ της γενέσεως του παντός αδύνατον να εννοηθή χρόνος και τόπος.
ΦΙΛ. Φαίνεται, Μένιππε, ότι είνε πολύ τολμηροί εις τα τερατολογήματα αυτοί οι σοφοί.
ΜΕΝ. Και τι θα έλεγες εάν ήκουες τι λέγουν περί ιδεών και ασωμάτων {85} ή περί του πέρατος και του απείρου; διότι και αυτή είνε μία από τας ζωηροτέρας φιλονεικίας των, καθότι οι μεν περιορίζουσι το παν διά τέλους, οι δε φρονούν ότι δεν έχει τέλος. Αλλά και ότι οι κόσμοι είνε πολυάριθμοι {86} υπεστηρίζετο υπό τινων εξ αυτών, οίτινες κατηγόρουν τους άλλους τους διδάσκοντας ότι ο κόσμος είνε ένας. Κάποιος δε άλλος {87} άνθρωπος όχι ειρηνικός έλεγεν ότι ο πόλεμος είνε πατήρ των όλων. Και πού να σου λέγω τας ιδέας τας οποίας έχουν περί των θεών; Κατά τους μεν ο θεός ήτο αριθμός,{88} άλλοι δε ωρκίζοντο εις τους σκύλους, τας χήνας και τους πλατάνους.{89} Τινές καθαιρέσαντες όλους τους θεούς έδωκαν όλην την εξουσίαν του σύμπαντος εις ένα και μόνον, ώστε ήρχιζα και να στενοχωρούμαι από έλλειψιν θεών• άλλοι εξ εναντίας πλέον γενναιόδωροι τους ήθελαν πολλούς, τους διήρουν δε εις τάξεις και απεκάλουν ένα πρώτον θεόν, τους δε άλλους κατέτασσον εις δευτέραν και τρίτην τάξιν θεότητος. {90} Προσέτι οι μεν εθεώρουν το θείον κάτι τι ασώματον και άμορφον, οι δε το εφαντάζοντο με σώμα. {91} Έπειτα δεν ήσαν όλοι της γνώμης ότι οι θεοί προνοούν διά τα εδώ πράγματα, αλλ' υπήρχον μερικοί οίτινες τους εστέρουν την όλην φροντίδα περί του κόσμου, όπως ημείς απολύομεν από τας δημοσίας υπηρεσίας τους φθάνοντας εις βαθύ γήρας ούτω δε τους παρουσιάζομεν ομοίους περίπου προς τα βωβά πρόσωπα της σκηνής. Μερικοί επροχώρουν ακόμη περισσότερον και ουδόλως επίστευον εις την ύπαρξιν θεών, αλλ' άφηνον τον κόσμον να γυρίζη αδέσποτος και ακυβέρνητος. {92}
Εγώ δε ακούων αυτά δεν ετόλμων να δείξω απιστίαν προς σοφούς τόσον μεγαλοφώνους και με τόσον σεβασμίας γενειάδας. Και μου συνέβαινεν ακριβώς εκείνο το οποίον λέγει ο Όμηρος• πολλάκις δηλαδή έκλινα να πιστεύσω προς ένα εξ αυτών.
έτερος δε με θυμός έρυκεν. {93}
Ευρεθείς εις τοιαύτην απορίαν απηλπίσθην ότι θα μου ήτο δυνατόν επί της γης ν' ακούσω τίποτε αληθές περί των ζητημάτων τούτων και τότε εσκέφθην ότι διά μιας θα εύρισκα την λύσιν όλων των αποριών μου, εάν υπήρχε τρόπος ν'αποκτήσω πτερά και ν' ανέβω εις τον ουρανόν. Την ελπίδα δε ότι θα το επετύγχανα μου έδιδε κυρίως μεν ο πόθος μου, αλλά και ο μυθοποιός Αίσωπος, όστις παριστά τους αετούς και τους κανθάρους, ενίοτε δε και τας καμήλους {94} ότι δύνανται να φθάνουν εις τον ουρανόν. Ν' αποκτήσω όμως πτερά δικά μου δεν έβλεπα να υπήρχε κανείς τρόπος• αλλ' εάν προσήρμοζα επάνω μου πτερά γυπός ή αετού διότι μόνον αυτά δύνανται ν' ανθέξουν εις το βάρος του ανθρωπίνου σώματος ίσως το πείραμά μου θα επετύγχανε. Συνέλαβα λοιπόν τα όρνεα και έκοψα σύρριζα του μεν αετού την δεξιάν πτέρυγα, του δε γυπός την αριστεράν• έπειτα τας έδεσα με δυνατά λουριά και τας προσήρμοσα εις τους ώμους μου, εις δε τα άκρα των μακρών πτερών κατεσκεύασα λαβάς διά τα χέρια μου και έπειτα ήρχισα να κάνω δοκιμάς. Κατ' αρχάς έκανα μικρά αναπηδήματα και συγχρόνως εκίνουν τα χέρια μου και κατώρθωνα να χαμηλοπετώ, όπως αι χήνες, ανυψούμενος εις τον αέρα και βαδίζων συγχρόνως. Όταν δε είδα ότι το πράγμα επετύγχανε, έγινα τολμηρότερος εις τας δοκιμάς μου• ανέβηκα εις την Ακρόπολιν και ερρίφθηκα κάτω από τον κρημνόν προς το θέατρον του Διονύσου• επέταξα χωρίς κίνδυνον, και τότε ήρχισα να έχω μεγαλειτέρας φιλοδοξίας. Κατά το επόμενον πείραμα εσηκώθηκα από την Πάρνηθα ή από τον Υμηττόν κ' επέταξα μέχρι Γερανείας, απ' εκεί δε μέχρι του Ακροκορίνθου, υπεράνω του οποίου επέρασα. Έπειτα επροχώρησα άνω της Φολόης και του Ερυμάνθου και έφθασα μέχρι του Ταϋγέτου. Αι ασκήσεις ηύξησαν την τόλμην μου και τώρα πλέον δεν εζήλευα τα πτηνά, αλλ' είχα φιλοδοξίας ακόμη μεγαλειτέρας. Ανέβηκα εις τον Όλυμπον και αφού έκαμα μίαν προμήθειαν τροφών όσον το δυνατόν ελαφροτέραν εξεκίνησα κατ' ευθείαν προς τον ουρανόν. Κατ' αρχάς μ' εζάλιζε το ύψος, αλλ' έπειτα συνείθισα. Όταν δε έφθασα εις την σελήνην, πολύ υπεράνω των νεφών, ησθάνθην ότι είχα κουρασθή, μάλιστα εις την αριστεράν πτέρυγα, την γυπίνην. Επλησίασα λοιπόν εις την σελήνην και εκάθησα διά ν' αναπαυθώ. Παρατηρών δε άνωθεν έβλεπα, καθώς ο Ζευς του Ομήρου, άλλοτε μεν την χώραν των ιπποτρόφων Θρακών, άλλοτε δε την χώραν των Μυσών και μετ' ολίγον, κατά βούλησιν, την Ελλάδα, την Περσίαν ή τας Ινδίας. Όλα δε αυτά τα θεάματα μου επροξένουν ποικίλας και μεγάλας τέρψεις.
ΦΙΛ. Και αυτά να μου τα διηγηθής, Μένιππε, διά να μάθω όλας τας λεπτομερείας του ταξειδίου, ακόμη και αν είνε επουσιώδεις. Εγώ τουλάχιστον περιμένω ν' ακούσω πολλά περί του σχήματος της γης και όλων των επ' αυτής πραγμάτων, πώς σου εφαίνοντο όταν τα έβλεπες από πάνω.
ΜΕΝ. Η απαίτησίς σου είνε δικαία• λοιπόν να με ακολουθήσης και διά της ακοής ν' ανέβης μαζί μου μέχρι της σελήνης και απ' εκεί θα ίδης μετ' εμού πώς είνε όλα τα επί της γης πράγματα. Και εν πρώτοις να φαντασθής ότι βλέπεις την γην πολύ μικροτέραν από την σελήνην, τόσον ώστε εγώ, όταν έξαφνα έσκυψα και παρετήρουν επί πολύ, ήμουν εις απορίαν και εσκεπτόμην πού είνε τα τόσον μεγάλα βουνά και η τόση θάλασσα, και αν δεν διέκρινα τον κολοσσόν της Ρόδου και τον πύργον της Φάρου, βεβαίως δεν θα εννοούσα ότι αυτό το οποίον έβλεπα ήτο η γη. Αλλ' αυτά με το ύψος των και ο ωκεανός ο οποίος έστιλβεν υπό την λάμψιν του ηλίου μ' έκαμαν να εννοήσω ότι ήτο η γη. Αφού δ' επρόσεξα, ήρχισα να διακρίνω όλην την κίνησιν των ανθρώπων και τον τρόπον κατά τον οποίον ζουν, όχι μόνον κατά έθνη και πόλεις, αλλά διέκρινα καθαρά και τους ταξειδεύοντας, τους πολεμούντας, τους γεωργούντας, τους δικαζομένους, τα γύναια, τα θηρία και εν γένει πάντα όσα τρέφει η ζωοδότειρα γη.
ΦΙΛ. Αυτά τα οποία λέγεις είνε εντελώς απίθανα και αντιφατικά• διότι αφού προ ολίγου μετά δυσκολίας διέκρινες την γην, η οποία εχάνετο εις την απόστασιν, και αν ο κολοσσός δεν σ' εβοήθει να την διακρίνης, θα ενόμιζες ίσως ότι βλέπεις άλλο τι, πώς τώρα, ως να έγινες αίφνης Λιγγεύς, διακρίνεις όλα τα επί της γης, τους ανθρώπους, τα θηρία παρ' ολίγον δε και τας φωλεάς των κουνουπιών;
ΜΕΝ. Η παρατήρησίς σου είνε σωστή και μου ενθυμίζει περιστατικόν το οποίον έπρεπεν εξ αρχής ν' αναφέρω, δεν γνωρίζω δε πώς το παρέλειψα. Όταν ανεγνώρισα την γην, τα δε άλλα δεν ηδυνάμην να διακρίνω ένεκα της αποστάσεως και διότι η όρασίς μου δεν έφθανε, το πράγμα μ' εστενοχώρησε μεγάλως και ευρισκόμην εις πολλήν αμηχανίαν. Ενώ δε ευρισκόμην εις αυτήν την στενοχωρίαν και σχεδόν έκλαια, παρουσιάσθη ο φυσικός Εμπεδοκλής, ο οποίος εφαίνετο ως καρβουνιάρης στακτωμένος και κατακαμμένος. Εγώ, όταν τον είδα, πρέπει να το ομολογήσω— εταράχθηκα ολίγον και ενόμισα ότι έβλεπα φάντασμα της σελήνης, αυτός όμως• Μη φοβείσαι, μου είπε, Μένιππε,
ού τις τοι θεός ειμί, τι μ' αθανάτοισιν εΐσκεις; {95}
Είμαι ο φυσικός Εμπεδοκλής• όταν δ' ερρίφθηκα εις τον κρατήρα της Αίτνης, ο καπνός με ήρπασε και μ' έφερεν εδώ πάνω και τώρα κατοικώ εις την σελήνην και ως επί το πολύ αεροβατώ και τρέφομαι με δρόσον. Έρχομαι λοιπόν να σου διαλύσω την απορίαν εις την οποίαν ευρίσκεσαι• διότι μαντεύω ότι είσαι στενοχωρημένος και λυπείσαι, επειδή δεν δύνασαι να βλέπης καθαρά τι γίνεται επί της γης. Πολύ καλά έκαμες, του είπα, φίλτατε Εμπεδοκλή, και όταν μετ' ολίγον θα πετάξω πάλιν οπίσω εις την Ελλάδα, θα σου κάμω σπονδάς εις την καπνοδόχην μου και κατά την πρώτην του μηνός θα προσεύχωμαι ανοίγων τρεις φορές το στόμα προς την σελήνην. Μα τον Ενδυμίονα, είπεν ο Εμπεδοκλής, δεν ήλθα χάριν της αμοιβής, αλλά σ' ελυπήθη η ψυχή μου όταν σε είδα στενοχωρημένον. Λοιπόν ξέρεις τι πρέπει να κάμης διά να γίνης οξυδερκής; Μα τον Δία, του είπα, δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να μου αφαιρέσης την ομίχλην η οποία μου σπεπάζει τα μάτια• τώρα μου φαίνεται σαν να είνε κολλημμένα τα μάτια μου από τσίμπλες. Εις τούτο, μου είπεν, ούτε της ιδικής μου συνδρομής έχεις ανάγκην διότι την οξυδέρκειαν την έχεις φέρη από την γην. Δεν σ' εννοώ, του είπα. Λησμονείς, είπε, ότι έχεις επάνω σου την δεξιάν πτέρυγα αετού; Αυτό το ξέρω, απήντησα• αλλά τι κοινόν υπάρχει μεταξύ πτέρυγος και οφθαλμού; Ότι, είπεν ο Εμπεδοκλής, ο αετός έχει την όρασιν πολύ οξυτέραν από τα αλλά ζώα, ώστε μόνος αυτός δύναται να βλέπη ατενώς προς τον ήλιον• διακρίνεται δε ο βασιλικός και γνήσιος αετός εκ τούτου, αν βλέπη προς τον ήλιον χωρίς να κλείη τα βλέφαρα. Αυτά τωόντι λέγονται, είπα, και τώρα μετανοώ διότι ήλθα εδώ χωρίς προηγουμένως να βγάλω τα μάτια μου και να τα αντικαταστήσω με οφθαλμούς αετού. Τώρα ήλθα χωρίς να είμαι καθ' όλα βασιλικώς παρασκευασμένος, αλλ' ομοιάζω με τους νόθους εκείνους και αμφιβόλου γνησιότητος αετούς. Και όμως από σε εξαρτάται, είπεν ο Εμπεδοκλής, να γίνη αμέσως ο είς εκ των οφθαλμών σου βασιλικός• διότι αν θέλησης να πετάξης ολίγον μόνον με την μίαν πτέρυγα και να κρατής ακίνητον την πτέρυγα του γυπός, ο αντίστοιχος προς την κινουμένην πτέρυγα οφθαλμός σου, ο δεξιός, θα γίνη οξυδερκής• ο άλλος όμως δεν υπάρχει τρόπος να μη μείνη ασθενέστερος, αφού ανήκει εις πτηνόν το οποίον έχει την όρασιν αμβλυτέραν. Αρκετόν είνε, είπα εγώ, και αν μόνον ο δεξιός μου οφθαλμός γίνη αέτειος, και μόνον με αυτόν θα βλέπω καλά, αφού πολλάκις, μου φαίνεται, έχω ιδή τους μαραγκούς να παρατηρούν μόνον με τον ένα οφθαλμόν και ούτω να κάνουν ευθύτερα τα ξύλα που κατεργάζονται.
Μετά ταύτα εξετέλεσα τας παραγγελίας του Εμπεδοκλέους• αυτός δε απομακρυνόμενος ολίγον κατ' ολίγον διελύθη ανεπαισθήτως εις καπνόν. Και αφού επτερύγισα, με περιέβαλεν αμέσως άφθονον φως και τα αντικείμενα, τα οποία προηγουμένως με διέφευγον, τώρα διεκρίνοντο όλα. Έσκυψα λοιπόν προς την γην και έβλεπα καθαρά τας πόλεις, τους ανθρώπους και όσα συνέβαινον, όχι μόνον εις το ύπαιθρον, αλλά και όσα οι άνθρωποι έπραττον εντός των κατοικιών των, νομίζοντες ότι δεν τους έβλεπε κανείς. Ούτω έβλεπα τον Πτολεμαίον να συνευρίσκεται με την αδελφήν του,{96} τον Λυσίμαχον {97} να επιβουλεύεται την ζωήν του υιού του, τον Αντίοχον του Σελεύκου ν' απευθύνη κρύφια νεύματα προς την Στρατονίκην την μητρυιάν του, τον Θεσσαλόν Αλέξανδρον φονευόμενον υπό της συζύγου του, τον Αντίγονον μοιχεύοντα την γυναίκα του υιού του και τον υιόν του Αττάλου δηλητηριάζοντα τον πατέρα του. Εξ άλλου τον Αρσάκην φονεύοντα την γυναίκα του και τον ευνούχον Αρβάκην ξιφουλκούντα εναντίον του Αρσάκη. Τον δε Μήδον Σπατίνον έβλεπα να σύρουν εκ του ποδός έξω του συμποσίου οι ακόλουθοί του και να έχη το μέτωπον πληγωμένον διά χρυσού ποτηριού. Παρόμοια έβλεπα εις την Λιβύην, εις την Σκυθίαν και την Θράκην να συμβαίνουν εις τα ανάκτορα, μοιχείας, φόνους, ενέδρας, αρπαγάς, επιορκίας, βασιλείς περιφόβους, προδιδομένους υπό των οικειοτάτων αυτών. Και οι μεν βασιλείς τοιαύτα θεάματα μου παρουσίαζον• των δε ιδιωτών αι πράξεις και η διαγωγή ήσαν ακόμη γελοιωδέστεραι• και μεταξύ αυτών έβλεπα τον Ερμόδωρον τον Επικούρειον να επιορκή διά χιλίας δραχμάς, τον δε Στωικόν Αγαθοκλέα να δικάζεται με τον μαθητήν του διά την πληρωμήν των μαθημάτων, τον ρήτορα Κλενίαν να κλέπτη μίαν φιάλην από το Ασκληπιείον, τον δε Κυνικόν Ηρόφιλον να κοιμάται εις το χαμαιτυπείον. Και τι να είπω διά τους άλλους, εκείνους οι οποίοι ετρύπων τους τοίχους διά να κλέπτουν, τους δικαζομένους, τους δανείζοντας, τους απαιτούντας;{98} διότι το θέαμα είχε μεγάλην ποικιλίαν και περιείχεν από όλα.
ΦΙΛ. Καλά έκαμες και μου διηγήθης αυτά, Μένιππε, διότι φαίνεται ότι θα σε διεσκέδασαν πολύ.
ΜΕΝ. Είνε αδύνατον, φίλε μου, να σου διηγηθώ τα πάντα κατά σειράν, αφού και να τα βλέπω μόνον ήτο κοπιώδες. Αλλά τα κυριώτερα των συμβαινόντων εφαίνοντο όπως εκείνα τα οποία λέγει ο Όμηρος ότι ήσαν ζωγραφισμένα επί της ασπίδος. Αλλού μεν ήσαν συμπόσια και γάμοι, αλλού δε δίκαι και συνελεύσεις, από το άλλο δε μέρος κάποιος ετέλει θυσίας και πλησίον άλλος εφαίνετο να πενθή. Και όταν εστρεφόμην προς την Γετικήν έβλεπα τους Γέτας να πολεμούν• όταν δε εστρεφόμην προς τους Σκύθας, τους έβλεπα να πλανώνται με τας αμάξας των• και όταν εγύριζα προς το άλλο μέρος τον οφθαλμόν, έβλεπα τους Αιγυπτίους να γεωργούν, τους Φοίνικας να εμπορεύωνται, τους Κίλικας να ληστεύουν, τον Λάκωνα να μαστιγώνεται και τον Αθηναίον να δικάζεται. Και επειδή όλα αυτά συνέβαιναν συγχρόνως, δύνασαι να φαντασθής ποίος κυκεών παρουσιάζετο προ των οφθαλμών μου. Όπως αν κανείς συναθροίση πολλούς χορευτάς, ή μάλλον πολλούς χορούς, έπειτα δε διατάξη ν' αφήση έκαστος εκ των αδόντων το κοινόν άσμα και να ψάλλη ιδιαίτερον άσμα, έκαστος δε να φιλοτιμήται να φέρη εις πέρας το ιδικόν του και να υπερβή τους άλλους κατά την δύναμιν της φωνής, φαντάζεσαι τι έχει να γίνη;
ΦΙΛ. Πολύ γελοία και συγκεχυμένη συναυλία.
ΜΕΝ. Λοιπόν, φίλε μου, τοιούτοι είνε όλοι όσοι χορεύουν επί της γης και από τοιαύτην δυσαρμονίαν αποτελείται η ζωή των ανθρώπων. Όχι μόνον αι φωναί των δεν συμφωνούν, αλλά και οι τρόποι των είνε ανόμοιοι και αντιθέτως κινούνται και αι σκέψεις των συγκρούονται, έως ου ένα έκαστον εξ αυτών αποπέμψη εκ της σκηνής ο χορηγός λέγων ότι δεν τον χρειάζεται πλέον• μετά τούτο σιωπούν όλοι ομοίως και παύουν να τραγουδούν παραφώνως το συγκεχυμένον εκείνο και άτακτον άσμα. Εν γένει πάντα όσα έβλεπα εις το ποικίλον εκείνο και πολύμορφον θέατρον ήσαν γελοία. Αλλ' εκείνοι προ πάντων μου εκίνουν τον γέλωτα, οι οποίοι εφιλονείκουν περί συνόρων κτηματικών και όσοι υπερηφανεύοντο διότι εκαλλιέργουν την πεδιάδα της Σικυώνος ή είχον ιδιοκτησίαν των τα μέρη του Μαραθώνος τα πλησίον της Οινόης ή επειδή είχον χίλια πλέθρα γης εις τας Αχαρνάς• διότι, αφού η Ελλάς όλη, όπως την έβλεπα τότε, είχε μέγεθος τεσσάρων δακτύλων, αναλόγως, υποθέτω, η Αττική ήτο κάτι τι ελάχιστον. Και εσκεπτόμην πόσον μικρόν και ασήμαντον πράγμα ήτο εκείνο διά το οποίον οι πλούσιοι εκείνοι υπερηφανεύοντο• διότι και ο έχων τας μεγαλειτέρας εκτάσεις γης εξ αυτών μου εφαίνετο ως να εκαλλιέργει μίαν εκ των ατόμων του Επικούρου. Στραφείς έπειτα προς την Πελοπόννησον και ιδών την Κυνοσουρίαν {99} εθυμήθηκα πόσοι Αργείοι και Λακεδαιμόνιοι εφονεύθησαν εντός μιας ημέρας διά μίαν έκτασιν γης, η οποία δεν ήτο πολύ μεγαλειτέρα από φακήν της Αιγύπτου. Αλλά και αν έβλεπα κανένα ο οποίος να υπερηφανεύεται διότι είχεν οκτώ δακτυλίους και τέσσαρα ποτήρια χρυσά, πολύ θα εγελούσα και με αυτόν. Διότι το Πάγκειον όρος {100} ολόκληρον με τα μεταλλεία του είχε το μέγεθος ενός κεχριού.
ΦίΛ. Πόσον σε ζηλεύω, Μένιππε, δι' όσα παράξενα είδες. Αλλά δεν μου λες, σε παρακαλώ, αι πόλεις και οι κάτοικοι των πόσοι εφαίνοντο από πάνω;
ΜΕΝ. Θα έχης ιδή βέβαια μυρμηκυιάν και τους μύρμηκας άλλους μεν να περιφέρωνται, άλλους να εξέρχωνται και άλλους να επιστρέφουν εις την πόλιν των• και ο μεν εξάγει από την μυρμηκυιάν μίαν ακαθαρσίαν, ο δε ευρών κάπου φλούδαν κουκιού ή μισό σπιρί σίτου το σύρει διά να το μεταφέρη εις την μυρμηκυιάν. Είνε δε επόμενον ότι αναλόγως του τρόπου κατά τον οποίον ζουν θα υπάρχουν μεταξύ αυτών και κτίσται και δημαγωγοί και άρχοντες και μουσικοί και φιλόσοφοι. Λοιπόν αι πόλεις ομού με τους κατοίκους των ωμοίαζαν πολύ με τας μυρμηκυιάς. Εάν δε σου φαίνεται ότι το παράδειγμα δεν είνε κατάλληλον και ότι δεν ταιριάζει να παρομοιάσωμεν ανθρώπους προς μύρμηκας, να ενθυμηθής τους παλαιούς μύθους των Θεσσαλών, κατά τους οποίους οι πολεμικώτατοι Μυρμιδόνες έγιναν άνθρωποι εκ μυρμήκων. Αφού λοιπόν παρετήρησα τα πάντα επαρκώς και εγέλασα δι' όλα, ετίναξα τας πτέρυγάς μου και επέταξα•
δώματ' ες αιγιόχοιο Διός μετά δαίμονας άλλους. {101}
Δεν είχα δε φθάση εις ύψος σταδίου, ότε ήκουσα την Σελήνην να μου φωνάζη με γυναικείαν φωνήν• Μένιππε, σε παρακαλώ να μου κάμης μίαν χάριν, όταν θα ίδης τον Δία, και σου εύχομαι να επιτύχης τον σκοπόν του ταξειδίου σου. Λέγε, αρκεί να μη μου δώσης τίποτε να σηκόνω. Η παραγγελία μου, είπεν η Σελήνη, δεν είνε δύσκολος• θα σε παρακαλέσω να πης εκ μέρους μου προς τον Δία, ότι απέκαμα πλέον ν' ακούω ύβρεις και ανοησίας από τους φιλοσόφους, οι οποίοι δεν έχουν άλλην ασχολίαν παρά να εξετάζουν με αδιακρισίαν τα αφορώντά με, τι είμαι, τι μέγεθος έχω και διά ποίον λόγον φαίνομαι μισή ή ως δρέπανον. Και άλλοι μεν εξ αυτών λέγουν ότι κατοικούμαι, άλλοι δε ότι κρέμαμαι ως κάτοπτρον επί της θαλάσσης και άλλοι μου αποδίδουν ό,τι τους έλθη εις την κεφαλήν. Επ' εσχάτων δε ήρχισαν να λέγουν ότι και αυτό το φως μου είνε κλοπιμαίον και ψεύτικον και ότι μου έρχεται άνωθεν από τον Ήλιον. {102} Και δεν θα παύσουν, φαίνεται, έως ότου με φέρουν εις έχθραν και διάστασιν προς τούτον τον αδελφόν μου• δεν νομίζουν, φαίνεται, αρκετά όσα έχουν είπη και περί αυτού, ότι είνε λίθος και μύδρος διάπυρος.
Εν τοσούτω πόσας γνωρίζω εγώ από τας αισχρότητας και ατιμίας τας οποίας πράττουν κατά τας νύκτας αυτοί οι οποίοι κατά την ημέραν φαίνονται σκυθρωποί και αυστηροί το βλέμμα και σεμνοί κατά το ήθος και θαυμάζονται υπό των απλών ανθρώπων, και όμως σιωπώ• διότι δεν νομίζω πρέπον ν' αποκαλύψω και να φωτίσω τας νυκτερινάς εκείνας πράξεις και να εκθέσω τον ιδιαίτερον βίον εκάστου, αλλά και αν ίδω κανένα εξ αυτών να μοιχεύη ή να κλέπτη ή να πράττη άλλην απόκρυφον ατιμίαν, ευθύς σύρω νέφος και σκεπάζομαι διά να μη δείξω εις το πλήθος ανθρώπους γέροντας υβρίζοντας την πυκνήν των γενειάδα και την αρετήν την οποίαν υποκρίνονται. Αλλά αυτοί δεν παύουν να μ' ενοχλούν με τους λόγους των και κατά πάντα τρόπον να με υβρίζουν, ώστε, μα την Νύκτα, πολλάκις εσκέφθην να μετοικήσω και ν' απομακρυνθώ όσον το δυνατόν περισσότερον, διά ν' αποφύγω την κακογλωσσιάν και την αδιακρισίαν των. Μη λησμονήσης λοιπόν να είπης αυτά εκ μέρους μου προς τον Δία και προσέτι ότι είνε αδύνατον να μένω εις την θέσιν την οποίαν μου έχει ορίση, εάν δεν συντρίψη τους φυσικούς εκείνους και κλείση το στόμα των διαλεκτικών και ρίψη εκ θεμελίου την Στοάν και πυρπολήση την Ακαδημίαν και παύση τας συζητήσεις των Περιπατητικών• διότι μόνον ούτω θα εύρω ησυχίαν και θα παύσουν να με καταμετρούν, καθ' εκάστην. Η παραγγελία σου θα εκτελεσθή, της απήντησα, και εξηκολούθησα την πτήσιν μου προς τα ύψη του ουρανού,
ένθα μεν ούτε βοών ούτ' ανδρών φαίνετο έργα. {103}
Μετ' ολίγον και η σελήνη μου εφαίνετο μικρά και την γην απέκρυπτε. Αφήσας δε τον ήλιον δεξιά και πετών διά μέσου των άστρων έφθασα μετά τρεις ημέρας πλησίον του ουρανού. Και κατ' αρχάς εσκέφθηκα ότι ηδυνάμην ευθύς και όπως ήμουν να εισέλθω• διότι ενόμιζα ότι ευκόλως θα διέφευγα την προσοχήν, αφού κατά το ήμισυ ήμουν αετός, εγνώριζα δε ότι προ πολλού ο αετός ήτο φίλος του Διός• αλλ' έπειτα εσκέφθην ότι θα μ' εννοήσουν, αφού είχα μίαν πτέρυγα γυπός. Έκρινα λοιπόν ότι το καλλίτερον ήτο να μη εκτεθώ εις τοιούτον κίνδυνον και πλησιάσας εκτύπησα την θύραν. Ο Ερμής ήκουσε και αφού ηρώτησε το όνομά μου έτρεξε να ειδοποιήση τον Δία, μετ' ολίγον δε εκλήθην να εισέλθω και εισήλθα περίφοβος και τρέμων. Ευρήκα όλους τους θεούς συναθροισμένους, δεν ήσαν δε και αυτοί ήσυχοι• τους είχε ταράξη ολίγον η παράδοξος άφιξίς μου, καθότι εφοβούντο μήπως μετ' ολίγον ίδουν και τους άλλους ανθρώπους να φθάσουν εις τον ουρανόν κατά τον αυτόν τρόπον. Ο Ζευς μου έρριψε φοβερόν βλέμμα οργής και μου είπε•
Τις πόθεν είς ανδρών, πόθι τοι πόλις ηδέ τοκήες; {104}
Εγώ δε όταν ήκουσα την φωνήν του Διός παρ' ολίγον ν' αποθάνω εκ του φόβου και έμενα άναυδος και ξεκουφαμένος υπό της βροντώδους εκείνης φωνής. Όταν δε μετ' ολίγην ώραν συνήλθα διηγήθηκα τα πάντα εξ αρχής, πώς επεθύμησα να μάθω τι συμβαίνει εις τον ουρανόν, πώς απετάθην προς τους φιλοσόφους και εις ποίαν ασυμφωνίαν τους ευρήκα, πώς απέκαμα ελκόμενος αντιθέτως, και κατόπιν την επινόησίν μου και τα πτερά και όλα τα άλλα μέχρις ου έφθασα εις τον ουρανόν• έπειτα δε ανέφερα και όσα μου παρήγγειλεν η Σελήνη.
Τότε ο Ζευς εμειδίασε και χαλαρώσας ολίγον το συνοφρύωμά του, είπε• Τι να λέγωμεν τώρα περί του Ώτου και του Εφιάλτου όταν και ο Μένιππος ετόλμησε ν' ανέλθη εις τον ουρανόν; {105} Αλλά θα σε φιλοξενήσωμεν αφού ήλθες, αύριον δε θα σου δώσωμεν τας πληροφορίας διά τας οποίας ήλθες και θα σε αποπέμψωμεν. Και αφού είπεν αυτά εσηκώθη και επορεύθη προς το μέρος του ουρανού οπόθεν καθαρώτατα ακούονται τα λεγόμενα εκ της γης, διότι ήτο η στιγμή κατά την οποίαν έπρεπε ν' ακροασθή τας ευχάς. Ενώ δε επροχώρει με ηρώτα περί των συμβαινόντων εις την γην• κατ' αρχάς ποία είνε η τιμή του σίτου εις την Ελλάδα, εάν ο περυσινός χειμών μας έκαμε πολλάς ζημίας και εάν τα λάχανα έχουν ανάγκην περισσοτέρας βροχής. Έπειτα με ηρώτα εάν ζη κανείς εκ των απογόνων του Φειδίου και διά ποίον λόγον οι Αθηναίοι έπαυσαν να τελούν την εορτήν των Διασίων επί τόσα έτη, αν σκέπτωνται να τελειώσουν το Ολύμπιον {106} και αν συνελήφθησαν οι συλήσαντες τον ναόν της Δωδώνης. Αφού δε του απήντησα εις όλα ταύτα, μου είπε• Δεν μου λες, Μένιππε, και περί εμού τι ιδέαν έχουν οι άνθρωποι; Ποίαν άλλην, δέσποτα, απήντησα, παρά ότι είσαι ο βασιλεύς όλων των θεών και τρέφουν διά σε τον μεγαλείτερον σεβασμόν; Μη αστειεύεσαι, μου είπε, διότι γνωρίζω καλά και χωρίς να μου το πης πόσον αρέσκονται εις τας μεταβολάς. Άλλοτε μ' εθεώρουν και μάντιν και ιατρόν και το παν δι' αυτούς ήμουν εγώ,
ήσαν δε πλήρεις του Διός πάσαι αι οδοί και πάσαι αι αγοραί.
Και τότε η Δωδώνη και η Πίσσα ήσαν λαμπραί και περίφημοι εις όλον τον κόσμον και τόσος ήτον ο καπνός των θυσιών, ώστε ούτε τα μάτια μου ν' ανοίγω δεν με άφηνεν. Αλλ' αφ' ότου ο μεν Απόλλων ίδρυσε το μαντείον του εις τους Δελφούς, εις την Πέργαμον δε το ιατρείον ο Ασκληπιός και το Βενδίδιον έγινεν εις την Θράκην, το Ανουβίδειον εις την Αίγυπτον και το Αρτεμίσιον εις την Έφεσον, όλοι τρέχουν εις αυτά και τελούν πανηγύρεις και θύουν εκατόμβας, εμέ δε ως να παραγήρασα νομίζουν ότι αρκετά με τιμούν αν κάθε πέντε έτη μου προσφέρουν μίαν θυσίαν εις την Ολυμπίαν. Και ούτω οι βωμοί μου κατήντησαν ψυχρότεροι από τους νόμους του Πλάτωνος και τους συλλογισμούς του Χρυσίππου.
Με αυτάς τας ομιλίας εφθάσαμεν εις το μέρος, όπου έπρεπε να καθήση διά ν' ακούση τας ευχάς των ανθρώπων. Ήσαν δε εκεί θυρίδες κατά σειράν όμοιαι προς τα στόμια των φρεάτων, αι οποίαι είχαν σκεπάσματα, και πλησίον εκάστης ήτο θρόνος χρυσούς. Ο Ζευς εκάθησεν επί της πρώτης και αφαιρέσας το σκέπασμα έδωκεν ακρόασιν εις τας ευχάς των ανθρώπων. Ηύχοντο δε εξ όλων των μερών της γης και εζήτουν πολλά και διάφορα• διότι έσκυψα και εγώ και ήκουα συγχρόνως με τον Δία τας ευχάς, αι οποίαι ήσαν τοιαύται• Ω Ζευ, βοήθησε με να γείνω βασιλεύς. Ώ Ζευ κάμε να φυτρώσουν τα κρεμμύδια και τα σκόρδα μου. Ω θεοί, θέλω ν' αποθάνη ταχέως ο πατέρας μου. Κάποιος έλεγεν• είθε να κληρονομήσω την γυναίκα μου. Αλλος δε ηύχετο να μη αποκαλυφθή η παγίς την οποίαν είχε στήση κατά του αδελφού του• τρίτος εζήτει να κερδίση μίαν δίκην και άλλος ηύχετο να νικήση εις τα Ολύμπια. Εκ των ταξειδευόντων δε ο μεν ηύχετο να πνεύση βορράς, ο δε να πνεύση νότος• ο γεωργός εζήτει βροχήν, ο δε γναφεύς ήλιον. Ο δε Ζευς ακροώμενος και εξετάζων ακριβώς πάσαν ευχήν δεν υπέσχετο τα πάντα,
αλλ' έτερον μεν έδωκε πατήρ, έτερον δε ανένευσε, {107}
τας μεν δικαίας ευχάς έσυρεν άνω του στομίου και τας ετοποθέτει δεξιά του, τας δε παρανόμους απέπεμπεν απράκτους, τας εφύσα προς τα κάτω και ούτε να πλησιάσουν προς τον ουρανόν τας άφηνε. Τον είδα δε και να απορή διά μίαν ευχήν• δύο άνθρωποι εζήτουν τα αντίθετα και υπέσχοντο ίσας θυσίας, ο δε Ζευς ευρέθη εις αμηχανίαν μη γνωρίζων τίνος εκ των δύο να εισακούση• έπαθε κάτι ανάλογον προς τους δισταγμούς των Ακαδημαϊκών και δεν ηδύνατο ν' αποφανθή, αλλά καθώς ο Πύρρων εδίσταζε και εσκέπτετο.
Αφού δε αρκετά εφρόντισε διά τας ευχάς, επήγεν εις τον επόμενον θρόνον και ανοίξας την δευτέραν θυρίδα ήρχισε ν' ακούη τους όρκους και τους ορκιζομένους. Τακτοποιήσας δε και τούτους και κεραυνοβολήσας τον Επικούρειον Ερμόδωρον, μετέβη εις τον επόμενον θρόνον διά να φροντίση περί των μαντείων, των φημών και των οιωνών. Απ' εκεί μετέβη εις την θυρίδα των θυσιών διά της οποίας ο καπνός ανερχόμενος ανέφερεν εις τον Δία το όνομα εκάστου εκ των θυσιαζόντων. Αφήσας έπειτα και τούτους, έδωκε διαταγάς εις τους ανέμους και εις τας ώρας δι' όσα έπρεπε να πράξουν. Σήμερον να βρέξη εις την Σκυθίαν, εις την Λιβύην ν' αστράψη, εις την Ελλάδα να χιονίση, συ δε ο Βορράς να φυσήσης εις την Λυδίαν και συ, Νότε, να ησυχάσης• ο δε Ζέφυρος να ταράξη τον Αδρίαν και έως χίλιοι μέδιμνοι χαλάζης ας σκορπισθούν εις την Καππαδοκίαν. Αφού δε περί όλων σχεδόν εμερίμνησε, μετέβημεν εις την αίθουσαν του συμποσίου, διότι ήτο καιρός του δείπνου. Εκεί ο Ερμής με παρέλαβε και με έβαλε να κατακλιθώ πλησίον εις τον Πάνα, τους Κορύβαντας, τον Άττην και τον Σαβάζιον, τους μετοίκους τούτους και αμφιβόλους θεούς.{108}
Μας παρείχε δε άρτον η Δήμητρα, οίνον ο Διόνυσος, κρέατα ο Ηρακλής, μύρτα η Αφροδίτη και ο Ποσειδών μαρίδες. Αλλά κρυφίως εδοκίμασα και την αμβροσίαν και το νέκταρ• διότι ο καλός Γανυμήδης εκ φιλανθρωπίας, οσάκις ο Ζευς έστρεφεν αλλού τα βλέμματα του, εγέμιζε και μου έδιδεν ένα ή δύο ποτήρια με νέκταρ. Οι δε θεοί, ως λέγει κάπου ο Όμηρος, ο οποίος βέβαια θα είδε τα εκεί όπως εγώ, «ούτε σίτον έδουσιν, ούτε πίνουσιν αίθοπα οίνον», αλλ' ως τροφήν έχουν την αμβροσίαν και με το νέκταρ ευθυμούν• η τροφή όμως την οποίαν προτιμούν είνε ο καπνός των θυσιών, ο οποίος ανεβαίνει εις τον ουρανόν ομού με την οσμήν των ψηνομένων κρεάτων, και το αίμα των σφαγίων το οποίον οι θυσιάζοντες χύνουν γύρω εις τους βωμούς. Αφού δε το δείπνον ετελείωσεν, ο μεν Απόλλων έπαιξε κιθάραν, ο δε Σειληνός εχόρευσε κόρδακα και αι Μούσαι ηγέρθησαν και μας έψαλαν μέρη εκ της Θεογονίας» του Ησιόδου και την πρώτην ωδήν του Πινδάρου.{109} Αφού δε από όλα εχορτάσαμεν και όλοι ήμεθα αρκετά μεθυσμένοι, ανεπαύθημεν όπως ευρέθη έκαστος,
άλλοι μεν ρα θεοί τε και ανέρες ιπποκορυσταί εύδον παννύχιοι, εμέ δ' ουκ έχε νήδυμος ύπνος, {110}
διότι εσκεπτόμην και πολλά άλλα, αλλά προ πάντων πώς ο Απόλλων τόσον καιρόν δεν έβγαλε γένεια ή πώς νυκτώνει εις τον ουρανόν αφού ο Ήλιος είνε πάντοτε παρών και συντρώγει με τους άλλους θεούς.
Έπειτα όμως μ' επήρεν ολίγος ύπνος. Ο δε Ζευς εξύπνησεν από την αυγήν και διέταξε να κληθούν οι θεοί εις συνέλευσιν. Όταν δε συνήλθον όλοι, ήρχισε να λέγη τα εξής• Την αιτίαν διά την οποίαν σας συνεκάλεσα έδωκεν ο ξένος ο οποίος μας ήλθε χθες. Προ πολλού εσκεπτόμην να συζητήσωμεν και να λάβουμεν μίαν απόφασιν διά τους φιλοσόφους, τώρα δε τα παράπονα της Σελήνης με ηνάγκασαν να μη αναβάλλω περισσότερον αυτήν την σύσκεψιν. Υπάρχει είδος τι ανθρώπων το οποίον όχι προ πολλού ενεφανίσθη εις τον κόσμον, ανθρώπων οι οποίοι ρέπουν προς την φιλονεικίαν, είνε κενόδοξοι, οξύθυμοι, λαίμαργοι, μωροί, φαντασμένοι και πλήρεις θράσους και, διά να μεταχειρισθώ την φράσιν του Ομήρου, «Ετώσιον άχθος αρούρης».{111} Ούτοι λοιπόν διαιρεθέντες εις συστήματα και επινοήσαντες διαφόρους σκολιάς σκέψεις ωνομάσθησαν οι μεν Στωικοί, οι δε Ακαδημαϊκοί, άλλοι Επικούρειοι, άλλοι Περιπατητικοί και άλλοι με πολύ γελειωδέστερα ονόματα. Έπειτα εστολίσθησαν με το σεπτόν όνομα της αρετής, ύψωσαν τα φρύδια των, αφήκαν γενειάδας μεγάλας και ούτω περιφέρονται κρύπτοντες υπό ψευδή εξωτερικήν αυστηρότητα αισχρότατα ήθη και ομοιάζουν πολύ με τους τραγικούς εκείνους ηθοποιούς, από τους οποίους άμα αφαιρεθή το προσωπείον και η χρυσοκόσμητος στολή, μένουν ανθρωπίσκοι γελοίοι, οι οποίοι υπηρετούν εις το θέατρον με μισθόν επτά δραχμών. Ενώ δε είνε τοιούτοι, περιφρονούν όλους τους ανθρώπους, περί δε των θεών λέγουν αλλόκοτα πράγματα και συναθροίζοντες ευπείστους και ευαπατήτους νέους ομιλούν προς αυτούς κατά κόρον περί της αρετής και τους διδάσκουν να κάμνουν συλλογισμούς σκοτεινούς και γριφώδεις. Όταν όμως μένουν μόνοι των, δεν δύναμαι να σας παραστήσω πόσον τρώγουν, εις ποίας δε ασελγείας παραδίδονται και πώς γλύφουν των οβολών την βρώμαν, και το φοβερώτερον είνε ότι, ενώ μήτε εις την δημοσίαν, μήτε εις την ιδιωτικήν ωφέλειαν συντελούν, αλλά ζουν άχρηστοι και περιττοί,
ούτε ποτ' εν πολέμω εναρίθμιοι ούτ' ενί βοιλή, {112}
όμως κατακρίνουν τους άλλους και αναμιγνύοντες ύβρεις και λόγους πικρούς, επικρίνουν και υβρίζουν τους πάντας• και εκείνος εξ αυτών θεωρείται πρώτος, ο οποίος έχει την μεγαλειτέραν αναισχυντίαν και το μεγαλείτερον θράσος εις τας βλασφημίας. Αλλ' αν ερωτήση κανείς ένα εξ αυτών, ο οποίος φωνάζει περισσότερον και δεικνύει το περισσότερον θράσος και κατακρίνει τους άλλους, συ δε τι πράττεις και κατά τι, προς θεού, δυνάμεθα να είπωμεν ότι συντελείς εις την κοινήν ωφέλειαν; θ' απαντήση, εάν θέλη να είπη δίκαια και αληθή• να ταξιδεύω ή να γεωργώ, ή να υπηρετώ ως στρατιώτης ή να επαγγέλλωμαι μίαν τέχνην μου φαίνεται περιττόν• το έργον μου είνε να φωνάζω, να είμαι ρυπαρός, να λούωμαι με ψυχρόν νερόν και να περιφέρωμαι ανυπόδητος τον χειμώνα και καθώς ο Μώμος να κατηγορώ όσα οι άλλοι πράττουν• και αν κανείς εκ των πλουσίων κάμνη πολυτελείς προμηθείας διά την τράπεζάν του ή συντηρή εταίραν, το σχολιάζω και αγανακτώ• εάν δε κανείς εκ των φίλων ή των συναδέλφων μου κατάκειται άρρωστος και έχει ανάγκην βοηθείας και θεραπείας το αγνοώ. Τοιαύτα είνε, ω θεοί, αυτά τα θρέμματά μας. Εκείνοι δε εξ αυτών οίτινες ονομάζονται Επικούρειοι είνε οι πλέον αυθάδεις• υβρίζουν ασυστόλως, κατηγορούν δε φοβερά και ημάς τους θεούς, λέγοντες ότι ούτε φροντίζομεν διά τα ανθρώπινα, ούτε παντάπασιν επιτηρούμεν τα συμβαίνοντα εις τον κόσμον• ώστε καιρός να σκεφθήτε σοβαρώς, διότι αν αυτοί κατορθώσουν να πείσουν τους ανθρώπους, έχετε να πεινάσετε πολύ. Διότι ποίος πλέον θα σας προσφέρη θυσίαν, αφού δεν θα ελπίζη τίποτε από σας; Ηκούσατε τι παραπονείται η Σελήνη, όπως διηγήθη χθες αυτός ο ξένος• λοιπόν σκεφθήτε τι πρέπει να γείνη και διά την ωφέλειαν των ανθρώπων και διά την ασφάλειαν ημών των θεών.
Οι λόγοι ούτοι του Διός επρόξένησαν ταραχήν και θόρυβον εις την συνέλευσιν και ήρχισαν να φωνάζουν όλοι• Κεραύνωσε, κατάκαυσε, σύντριψε, εις το βάραθρον, εις τον Τάρταρον όπως τους Γίγαντας. Ο Ζευς διέταξε πάλιν να γείνη ησυχία και είπεν• Ας γείνη λοιπόν όπως θέλετε• όλοι οι φιλόσοφοι θα συντριβούν ομού με την διαλεκτικήν των• αλλ' επί του παρόντος δεν επιτρέπεται να τιμωρηθή κανείς• διότι έχομεν, ως γνωρίζετε, ιερομηνίαν του τετραμήνου και ήδη εκήρυξα διακοπήν πάσης εχθροπραξίας. Κατά το νέον έτος λοιπόν και κατά την αρχήν της ανοίξεως θα λάβουν τα επίχειρα της κακίας των διά του φοβερού μου κεραυνού.
Η και κυανέησιν επ' οφρύσι νεύσε Κρονίων. {113}
Διά δε τον Μένιππον, είπεν έπειτα, αποφασίζω τα εξής• να του αφαιρεθούν τα πτερά, διά να μη μας έλθη και πάλιν εδώ, {114} να τον παραλάβη δε ο Ερμής και να τον κατεβάση εις την γην σήμερον. Και ο μεν Ζευς αφού είπεν αυτά διέλυσε την συνέλευσιν, εμέ δε έλαβεν ο Κυλλήνιος {115} από το δεξιόν αυτί και περί την εσπέραν μ' έφερε και με απέθηκεν εις τον Κεραμεικόν.
Αυτή, φίλε μου, είνε όλη η ιστορία του ταξειδίου μου εις τον ουρανόν• και τώρα πηγαίνω να δώσω εις τους φιλοσόφους τους περιπατούντας εις την Ποικίλην αυτάς τας καλάς ειδήσεις.
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στα ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
Άπαντα ΤΟΜΟΣ Δ'. Δις κατηγορούμενος ή δικαστήρια. — Περί παρασίτου, — Ανάχαρσις. — Προς τον απαίδευτον και πολλά βιβλία αγοράζοντα. — Ότι δεν πρέπει να πιστεύωμεν εύκολα την διαβολήν. — Ζευς ελεγχόμενος. — Ρητόρων διδάσκαλοι. — Ικαρομένιππος ή Υπερνέφελος.
*** {1} Ο Κροίσος.
{2} Η περικοπή αυτή είνε εις Ιονικήν γλώσσαν και έχει ληφθή αυτολεξεί από τον Ιπποκράτην• «ορή τε δεινά, θιγγάνει τε αηδέων επ' αλλοτρίησι τε ξυμφορήσιν ιδίας καρπούται λύπας».
{3} Ο Άργος.
{4} Των Ερινύων, τας οποίας οι αρχαίοι απέφευγον να ονομάζουν.
{5} Όρος της Αρκαδίας.
{6} Διά του Σύρου ρήτορος, ο Λουκιανός παρεισάγει εις τον διάλογον εαυτόν, ίνα δικαιολογηθή διότι εγκαταλείψας την Ρητορικήν επεδόθη εις τον Διάλογον και εδημιούργησε νέον είδος διαλόγου.
{7} Όταν ο μέθυσος Πολέμων εισήλθεν εις την Ακαδημίαν με την πρόθεσιν να προπηλακίση φιλοσοφίαν και φιλοσόφους εδίδασκεν ο εκ Χαλκηδόνος Ξενοκράτης. Ούτος δε, χωρίς να δώση προσοχήν εις την αυθάδειαν του μεθύσου, εξηκολούθησε να ομιλή, και ήτο τόση η πειθώ των λόγων του, ώστε ο Πολέμων ησθάνθη εντροπήν διά τας ακολασίας του, έγινε μαθητής του Ξενοκράτους και έπειτα τον διεδέχθη. Απέθανε δε εις βαθύ γήρας και αφήκε πολλά συγγράμματα τα οποία δεν εσώθησαν.
{8} Τα εκλεκτά σύκα της Αττικής.
{9} Ο πίλος (κυνή) του Πλούτωνος, όπως και ο δακτύλιος του Γύγου, καθίστα αόρατον εκείνον όστις τον εφόρει.
{10} Ήτο έν των δογμάτων της Στοάς να μεταχειρίζωνται το σώμα ως άγαλμα, δηλαδή, αναίσθητον εις τους πόνους και τας κακοπαθείας.
{11} Ευριπίδου «Φοίνισσαι» 863: Με τους λόγους επιδεικνύεται ευχαριστημένος, αλλ' η ψυχή του είνε περίλυπος.
{12} Προηγμένα κατά τους Στωικούς ελέγοντο τα σχετικώς καλλίτερα αγαθά του βίου.
{13} Είδος συλλογισμού. Ο Απούλιος λέγει ότι αναπόδεικτον δεν σημαίνει το μη δυνάμενον ν' αποδειχθή, αλλά το μη έχον ανάγκην αποδείξεως.
{14} Το προοίμιον τούτο είνε του Δημοσθένους εις τον «Περί στεφάνου» λόγον.
{15} Η φράσις «ουχί δε ταυτά παρίσταταί μοι γινώσκειν» είνε εκ του τρίτου Ολυνθιακού.
{16 1} Ο Δημοσθένης.
{17} Υπαινίσσεται την περί ψυχής συζήτησιν εις τον «Φαίδωνα» του Πλάτωνος.
{18} Κοτύλη μέτρον χωρητικότητος ίσον με 71/2 ουγγίας περίπου.
{19} «Τιμαίος».
{20} Υπαινίσσεται τον ορισμόν της ρητορικής εις τον «Γοργίαν».
{21} «Παρμενίδης».
{22} Εις το κείμενον το καταψηφίζω λέγεται «φέρει την τετρυπημένην» διότι αι καταδικαστικαί ψήφοι ήσαν τρυπημέναι• τούτο δε εχρησίμευε διά να τας διακρίνουν οι δικασταί με την αφήν, καθότι αι δίκαι εις τον Άρειον Πάγον εγίνοντο εν καιρώ νυκτός.
{23} Ευριπίδου «Μήδεια» στ. 518. Δεν υπάρχει γνώρισμα σωματικόν εκ του οποίου να διακρίνομεν τον καλόν από τον κακόν άνθρωπον.
{24} «Θεαίτητος».
{25} Οδυσσείας I στ. 5. Δεν νομίζω ζωήν πλέον ευχάριστον παρά όταν βλέπω ολόκληρον λαόν να ευφραίνεται, να είνε δε στρωμέναι τράπεζαι πλήρεις άρτων και κρεών, ο δε οινοχόος να αντλή από τους κρατήρας οίνον και να γεμίζη γύρω τα ποτήρια.
{26} Οδυσσείας ΙΕ στ. 244. Δεν μου φαίνεται να υπάρχη ευτυχία καλλιτέρα από αυτήν.
{27} Οδυσσείας ΙΕ. στ. 244.
{28} Τα οποία δηλονότι ήσαν ως εκείνα τα οποία εφόρουν οι Στωικοί φιλόσοφοι.
{29} Εξείης ίσον εξής, κατά σειράν.
{30} Ούτε φυτεύει ούτε αροτριά, αλλ' άσπαρτα και αγεώργητα απολαμβάνει πάντα.
{31} Το ποτήρι σου είνε πάντοτε γεμάτον, ώστε να πίνης εις υγείαν μου οσάκις η καρδιά σου το θέλει.
{32} Τον ωδήγησαν εις την σκηνήν του σεπτού Αγαμέμνονος.
{33} Ο Απόλλων, ο Εύφορβος και ο Έκτωρ.
{34} Και είκοσι πολεμισταί τοιούτοι αν εφώρμων εναντίον μου, όλοι θα έπιπτον υπό το δόρυ μου.
{35} Τα οστά μου να μη τεθούν χωριστά από τα δικά σου, Αχιλλεύ, αλλά και να ταφώμεν ομού, όπως ομού ανετράφημεν εις το μέγαρόν σας.
{36} Ο Πηλεύς μ' εδέχθη εις τον οίκον του, με ανέθρεψεν επιμελώς και με ωνόμαζε θεράποντά σου.
{37} Πλειν ή παραπλείν. Ομοίως παίζει και εις τα επόμενα και σοφιστεύει με την πρόθεσιν παρά• τρέχειν και παρατρέχειν, ιππεύειν και παριππεύειν, ακοντίζειν και παρακοντίζειν.
{38} Εννοεί τον διευθύνοντα τας ασκήσεις, τον λεγόμενον γυμνασίαρχον ή γυμνασιάρχην.
{39} Βραχύ ξίφος των Περσών και των Σκυθών.
{40} Το έλαιον τούτο ετίθετο εις ιδιαίτερον είδος αμφορέων.
{41} Επώνυμοι ήσαν οι ήρωες από των οποίων ωνομάσθησαν αι δέκα φυλαί της Αττικής.
{42} Ο σχολιαστής λέγει: Ως δύναταί τις να συμπεράνη, επειδή εζήτησες από κάποιον βιβλία, Λουκιανέ, και δεν σου έδωκε, τον αντήμειψες με αυτό το ωραίον και αιώνιον δώρον.
{43} Καλλίνος και Αττικός, διάσημοι καλλιγράφοι.
{44} Ησιόδου «Θεογονία» στ. 30. Ο αναφερόμενος ποιμήν είνε αυτός ο ποιητής Ησίοδος.
{45} Όνομα της Αφροδίτης ήτις ελατρεύετο επί του όρους Λιβάνου διά πράξεων ακατανομάστων.
{46} Οι μοιχοί εμαστιγούντο με φύλλα τσουκνίδας.
{47} Ποταμός του Ελικώνος.
{48} Οι Έλληνες εσφράγιζον τους καλούς ίππους επί του μηρού ή του ώμου με διάφορα σημεία τα οποία εσήμαινον την αξίαν αυτού. Εκείνοι δε οι οποίοι ήσαν σφραγισμένοι με το κόππα, σημείον αριθμητικόν {1}, ή με το σίγμα, διό και σαμπφόροι ωνομάζοντο, ήσαν οι εκλεκτότεροι. Ίδε Αριστοφάνους Νεφέλας στ. 23.
{49} Τον Σκάμανδρον.
{50} Τα βιβλία εγράφοντο επί μακρού φύλλου περγαμηνής το οποίον εκολλάτο εις κυλινδρικόν ξύλον, εις το οποίον το βιβλίον ετυλίσσετο. Εις το έν άκρον του κυλίνδρου, όστις απετέλει το κέντρον του βιβλίου, προσεκολλάτο τεμάχιον ελέφαντος ή μετάλλου, επί του οποίου εχαράσσετο ο τίτλος του έργου• τούτο δε ωνομάζετο ομφαλός. Το βιβλίον εγράφετο συνήθως επί της μιας επιφανείας της μεμβράνης, η δε άλλη επιφάνεια εκαλύπτετο δι' υφάσματος ή δέρματος, το εποίον έδιδε περισσοτέραν στερεότητα εις το βιβλίον.
{51} Οι στυλίσκοι με τους οποίους εστρέφοντο και ετανύοντο αι χορδαί.
{52} Ελέγετο ότι ήτο υιός της Μούσης Καλλιόπης.
{53} Ίδε κατωτέρω «Περεγρίνου τελευτή».
{54} Ο Φιλόξενος κατεδικάσθη να εργάζεται εις τα λατομεία των Συρακουσών, διότι δεν επήνεσε τα δραματικά έργα του τυράννου. Όταν δε του απεδόθη η ελευθερία και ο Διονύσιος υπέβαλεν εις την κρίσιν του μίαν των τραγωδιών του, είπε το περίφημον: - «Ας με οδηγήσουν πάλιν εις τα λατομεία».
{55} Τον Μάρκον Αυρήλιον.
{56} Μανδραγόρας είνε φυτόν ναρκωτικόν.
{57} Κωμωδία του Ευπόλιδος, η οποία είχε, φαίνεται, σκηνάς λίαν ασέμνους.
{58} Ούτε το συνένοχον σκότος φοβούνται, ούτε τους τοίχους, οίτινες τους βλέπουν, μήπως τυχόν φωνάξουν και τους προδώσουν.
{59} Δεν πρόκειται περί του περιφήμου ζωγράφου, αλλά περί άλλου συνωνύμου.
{60} Πτολεμαίος ο Δ' ο επιλεγόμενος Φιλόπαππος.
{61} Πλίνιος ο πρεσβύτερος αναφέρει περί αυτού ότι δεν ήτο κακός ζωγράφος.
{62} Ο Φωκυλίδης.
{63} Μη δικάσης πριν ακούσης και τους δύο.
{64} Εις τον πόλεμον πολλάκις και ο φονεύων φονεύεται.
{65} Υπαινιγμός εις ένα ιστορικόν γεγονός αναφερόμενον εις τον Σέλευκον ούτινος σύζυγος είνε η Στρατονίκη.
{66} Ταραντίδιον. κατά τον σχολιαστήν, διαφανές έστιν ένδυμα ωνομασμένον από της των Τραντίνων χρήσεως και τρυφής.
{67} Θ' αποθάνης, ω Προίτε, αν δεν φονεύσης τον Βελλεροφόντην, όστις χωρίς να θέλη, επεχείρησε να με παρασύρη εις απιστίαν. Ιλιάδ. Ζ. 165.
{68} Μήπως και παρά τον ορισμόν της μοίρας καταβής εις τον Άδην.
{69} Ομού με την γην και την θάλασσαν θ' ανασύρης.
{70} Μη γονιμοποιήσης γυναίκα παρά την θέλησιν των θεών• διότι εάν τεκνοποιήσης, θα σε φονεύση ο υιός σου.
{71} Πιστεύεται ότι η σάτυρα αύτη εγράφη εναντίον του Πολυδεύκους του συγγράψαντος το «Ονομαστικόν», όστις υπήρξε διδάσκαλος του αυτοκράτορος Κομμόδου.
{72} Ησιόδου «Έργα και ημέραι»
{73} Τον Δημοσθένην.
{74} Τον Αισχύνην.
{75} Οι οποίοι τρώγομεν τον καρπόν της γης.
{76} Περίφημοι εταίραι των οποίων τα ονόματα εδίδοντο εις τα ερωτικά πρόσωπα της μέσης κωμωδίας. Περί αυτών ο Αθήναιος (Βιβλ. 1} αναφέρει περιέργους λεπτομερείας.
{77} Εις την ερώτησιν του Χαιρεφώντος η Πυθία απήντησε το γνωστόν εκείνο Ανδρών απάντων Σωκράτης σοφώτατος.
{78} Μυθικοί γίγαντες.
{79} Λόγοι απαγγελλόμενοι, δημόσιαι διαλέξεις.
{80} Ονόματα Αιγυπτιακών πόλεων, τα οποία εδίδοντο εις τους εκείθεν καταγομένους δούλους. Φαίνεται δε ότι ο Λουκιανός θέλει να δείξη διά τούτου ότι ο υπ' αυτού σατυριζόμενος κατήγετο εξ Αιγύπτου και τωόντι ο Πολυδεύκης ήτο Αιγύπτιος.
{81} Θεά ήτις εθεωρείτο τιμωρός των περιαυτολογούντων.
{82} Άλλη ένδειξις, ότι ο Λουκιανός εννοεί τον ονοματολόγον Πολυδεύκην.
{83} Ο ρήτωρ όστις εκέρδιζε δίκην εστόλιζε το υπέρθυρον της οικίας του με κλάδον φοίνικος.
{84} Ούτε αρχήν είχε, ούτε τέλος θα έχη.
{85} Εννοεί τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
{86} Ο Δημόκριτος.
{87} Σκώπτει τον Εμπεδοκλή διά την περί του νείκους θεωρίαν.
{88} Κατά τον Πυθαγόραν.
{89} Εννοεί τον Σωκράτην.
{90} Τους Σωκρατικούς υπαινίσσεται.
{91} Εμπαίζει τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα.
{92} Γνώμη του Διαγόρα του επικληθέντος αθέου.
{93} Άλλη δε επιθυμία επεκράτει εις την ψυχήν μου.
{94} Εις ένα μύθον ενάγεται κάμηλος συνδιαλεγομένη με τον Δία.
{95} Δεν είμαι Θεός• διατί μ' εκλαμβάνεις ως ένα εκ των αθανάτων;
{96} Ο Πτολεμαίος ο ξάδελφος είχε σύζυγον την αδελφήν του Στρατονίκην.
{97} Ο Λυσίμαχος, είς των διαδόχων του Αλεξάνδρου, εφόνευσε τον υιόν του συνεπεία διαβολής.
{98} Τινές διορθώνουν «απατώντες» ή «επαιτούντες».
{99} Πεδιάς μεταξύ των κτήσεων των Αργείων και των Λακεδαιμονίων, διά την κυριότητα της οποίας εμάχοντο οι δύο ούτοι λαοί.
{100} Όρος της Μακεδονίας, πλησίον των Φιλίππων, το οποίον είχε μεταλλεία χρυσού.
{101} Ιλιάδος Α'. Προς τ' ανάκτορα όπου κατοικεί ο Ζευς μετά των άλλων θεών.
{102} Ο Αναξιμένης μαθητής του Αναξιμάνδρου ανεκάλυψε πρώτος ότι το φως της σελήνης είναι δάνειον και εξήγησε τας εκλείψεις.
{103} Ομήρου Οδυσ. Όπου ούτε βοών ούτε ανθρώπων εφαίνοντο ίχνη.
{104} Ποίος και πόθεν είσαι, άνθρωπε, ποία η πατρίς σου και τίνες οι γονείς σου; (στίχος ομηρικός εκ της Οδυσσείας).
{105} Ο Ώτος και ο Εφιάλτης επεχείρησαν ν' ανέλθουν εις τον ουρανόν επιθέτοντες όρη επί ορέων, έως ου ο Απόλλων τους ετόξευσε.
{106} Ο ναός του Ολυμπίου Διός, του οποίου το σχέδιον ήτο τόσον μέγα, ώστε οι Αθηναίοι δι' έλλειψιν χρημάτων δεν ηδύναντο να τον αποπερατώσουν, έως ου ο Αυτοκράτωρ Αδριανός τον συνεπλήρωσε.
{107} Άλλα μεν έδιδεν, αλλά δε ηρνείτο ο πατήρ των θεών.
{108} Οίτινες εξ ανθρώπων έγιναν θεοί.
{109} Άριστον μεν ύδωρ.
{110} Και οι μεν άλλοι Θεοί και άνθρωποι εκοιμώντο καθ' όλην την νύκτα αλλ' εγώ δεν ηδυνάμην να κλείσω μάτι.
{111} Περιττόν βάρος της γης.
{112} Ούτε εις τον πόλεμον χρησιμεύουν ούτε εις τα συμβούλια. Εκ της Ιλιάδος.
{113} Είπε και ένευσε με τας μαύρας του οφρύς ο υιός του Κρόνου. Ιλιάς.
{114} Ο σχολιαστής παρατηρεί πολύ λογικώς• και τι θα τον ημπόδιζε να προσαρμόση πάλιν πτέρυγας αετού και γυπός και εκ νέου να πετάξη προς τον ουρανόν;
{115} Επίθετον του Ερμού ως τιμωμένου εις Κυλλήνην.
End of Project Gutenberg's Lucian - The Complete Works Volume 4, by Lucian