Title: Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος
Author: Ioannes Polemes
Release date: February 27, 2010 [eBook #31438]
Most recently updated: January 6, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Some corrections have been included in [], while bold words have been included in &&.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Μερικές διορθώσεις, περικλείονται σε [], ενώ μερικές λέξεις με τονισμένους χαρακτήρες σε &&.
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ βασιλιάς
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ υιός του
ΓΡΥΛΛΟΣ ακόλουθος τον Τρίκαρδου
ΘΥΡΣΗΣ ακόλουθος του Ανήλιαγου
ΠΡΟΧΟΡΟΣ
ΚΥΡΑ - ΡΗΝΗ πυργοδέσποινα
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ εμπιστευμένη της
Η ΜΟΙΡΑ
ΜΗΝΑΣ γέρων χωρικός
ΔΟΜΝΑ σύζυγός του
ΦΛΩΡΟΣ νέος χωρικός
ΧΡΥΣΑΝΘΩ χωρική
ΒΑΓΙΕΣ της κυρά - Ρήνης
ΔΥΟ ΙΠΠΟΤΑI
ΔΥΟ ΦΡΟΥΡΟΙ
ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΑI
(Δάσος παρά τον πύργον της κυρά - Ρήνης. Εσπέρα).
(Ο Μηνάς και ο Φλώρος κρατούν έκαστος δρέπανον.
Η Δόμνα κάθηται επί δέματος ξύλων).
ΜΗΝΑΣ
Σαν το μολύβι ασήκωτα τα δυο μου χέρα απόψε.
Με συνεπήρε ο κάματος.
ΦΛΩΡΟΣ
Ε! με το κόψε - κόψε
και το δρεπάνι το τραχύ κι αυτό στομώνει.
ΜΗΝΑΣ
Αλήθεια.
Θέριζα και μου φούσκωνε τα γέρικα τα στήθια
η ανάσα.
ΦΛΩΡΟΣ
Τα γεράματα δεν έρχονται μονάχα.
ΜΗΝΑΣ
Μη δεν το βλέπω, Φλώρε μου; Ας ήταν πάλι νάχα
τα εικοσιπέντε χρόνια μου! Πόσο τα λαχταρούσα
εκεί που αγκομαχούσα εγώ, σκυμμένος, και θωρούσα
τους νειους, που δρεπανίζοντας άνοιγαν μονοπάτια
κ' έστρεφαν και ξανάστρεφαν τα φλογερά τους μάτια
με πόθο στης ωμορφονιές.
ΦΛΩΡΟΣ
Πάντα η Aγάπ' είν' ίδια,
πάντ' απ' τα μάτια πιάνεται κι αρχίζει με παιχνίδια
για να τελειώση στους καϋμούς της ζήλειας. Σώπα, γέρο,
είν' η κοπέλλες άκαρδες.
ΜΗΝΑΣ
Είμαι παθός και ξέρω.
ΔΟΜΝΑ
Χαρά στο! έχει παράπονα! λύσσαξε να με πάρη
και τώρα….
ΜΗΝΑΣ
Αυτό του λέω κ' εγώ. Δε μούψησες το ψάρι
στα χείλια ως που να πης το ναι;
ΔΟΜΝΑ
Και μη δεν τώπα τάχα;
Να δούμε θα τ' ακούση αυτός ή θε να ζη μονάχα
με την ελπίδα;
ΜΗΝΑΣ
Ποια είν' αυτή;
ΔΟΜΝΑ
Η Μαργαρώνα, η βάγια
της κυρά - Ρήνης.
ΜΗΝΑΣ
Της κυράς;
ΔΟΜΝΑ
Ναι. Τούχει κάνει μάγια.
ΦΛΩΡΟΣ
Άσε την, κυρά Δόμνα μου, μη την κακογλωσσεύης·
δε φθάνω εγώ στης χάρες της.
ΔΟΜΝΑ
Φθάνεις και περισσεύεις·
μα εκείνη πεια ξιππάστηκε - νομίζει πως θα πάρη
κάποιο αρχοντόπουλο κι' αυτή γιά κάποιον καβαλλάρη
σαν από κείνους πούρχονται μόλις ο ήλιος σβύνει
και φεύγουν τα χαράμματα.
ΜΗΝΑΣ
Ποιοί νάνε, αλήθεια, εκείνοι;
ΔΟΜΝΑ
Ξέρω κ' εγώ; μα για καλό δε θάρχωντ' εδώ πέρα.
ΦΛΩΡΟΣ
Μπα! για κυνήγι.
ΜΗΝΑΣ
Φαίνεται.
ΔΟΜΝΑ
Για κάποια περιστέρα
πούχει το κάστρο της κυράς ψηλό περιστεριώνα
και το γεράκι δεν ψηφά.
ΦΛΩΡΟΣ
Τι; για τη Μαργαρώνα ;
ΔΟΜΝΑ
Πολύ ψηλά τη σήκωσες.
ΜΗΝΑΣ
Για την κυρά;
ΔΟΜΝΑ
Ποιος ξέρει!
Μη δεν της πρέπει να κινούν κι' από τα ξένα μέρη
κι από της γης τα πέρατα για τα γλυκά της μάτια;
Και ποιος δεν μπλέκεται γι αυτήν στου πόθου τα πλεμμάτια
και ποιος τη βλέπει και μπορεί να την αλησμονήση;
ΦΛΩΡΟΣ
Κι άλλες πολλές είν' ώμορφες.
ΔΟΜΝΑ
Καμμιά όμως δεν είν' ίση
με την κυρά μας.
ΜΗΝΑΣ
Κι ωμορφιές και χάρες κι όλα τάχει.
ΔΟΜΝΑ
Καμαρωτή και λιγερή σαν του Μαγιού το στάχυ.
Να την.
(Διέρχεται εις το βάθος της σκηνής η κυρά - Ρήνη, συνοδευομένη
από την Μαργαρώναν).
ΜΗΝΑΣ
Για 'δες κορμοστασιά!
ΔΟΜΝΑ
Λαμπάδα ορθοστημένη·
Θαρρείς πετά που περπατεί κι ασάλευτη απομένει.
Ποιές χάρες και ποιες ωμορφιές ίσα μ' αυτήν θα βάλω;
ΦΛΩΡΟΣ
Και λες εκείνοι πούρχονται τη νύχτα. . . .;
ΔΟΜΝΑ
Δίχως άλλο
για την κυρά μας έρχονται.
(Συνομιλούν ιδιαιτέρως)
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προς την κυρά - Ρήνην)
Ο ήλιος πάει στη δύσι
σαν κουρασμένος βασιλιάς.
ΡΗΝΗ (προς την Μαργαρώναν)
Αχ! πώς αργεί να σβύση!
λες και το κάνει επίτηδες.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προς την κυρά - Ρήνην)
Όποιος προσμένει κάτι,
βρίσκει για πάντ' ατέλειωτη την ώρα τη φευγάτη.
(Η κυρά - Ρήνη και η Μαργαρώνα εξέρχονται).
ΜΗΝΑΣ
Πρόσωπ' αγγελοχάιδευτο, κορμί δίχως ψεγάδι!
ΔΟΜΝΑ
Όλα καλά· μα δε μου λες,πούπάει το βράδυ - βράδυ
και δείχνετ' ανυπόμονη σαν κάποιον να προσμένη,
σαν κάποιονε ν' αποζητεί; Έναν καιρό, κλεισμένη
στον πύργο της, μήδ' έβγαινε μηδέ κι αλλού φαινώνταν
μηδέ κανένα εδέχονταν.
ΜΗΝΑΣ (ειρωνικώς)
Θα την ρωτήσω, κι όταν
θα μου το πη, σ' το λέω κ' εγώ.
(με κάποιαν αυστηρότητα)
Μα, πες μου, τι σε μέλει;
Δεν είν' ελεύθερη κυρά να κάνη αυτό που θέλει;
ΔΟΜΝΑ
Κι ελεύθερ' είνε και κυρά κι ούτε ρωτά κανένα,
τα ξέρω· μα τα μάτια μου δεν με γελούν εμένα.
Κάτι κρυφοκυτάγματα προς του βουνού τα πλάγια,
κάτι κρυφομιλήματα με την πιστή της βάγια,
κάτι κρυψίματα βαθειά στο λόγγο, μέσ στην ώρα
πούρχοντ' οι καβαλλάρηδες απ' την απάνω χώρα,
κάτι από 'δώ κάτι από 'κεί….
ΜΗΝΑΣ
Το πήρες πεια συνήθεια
κι' όλο τα ίδια αναμασάς.
ΔΟΜΝΑ
Να πούμε την αλήθεια,
τ' αξίζει, γιατ' είν' ώμορφος κ ευγενικός.
ΜΗΝΑΣ
Ποιος πάλι;
ΔΟΜΝΑ
Εκείνος πούρχεται, καλέ! Ρήγας θα νάναι. Οι άλλοι,
αρχόντοι φαίνονται κι αυτοί. . .
ΜΗΝΑΣ (διακόπτων)
Γυναίκα, εμείς δεν πρέπει
να βλέπωμε, να νοιώθωμε, ν' ακούμε. Αυτός που βλέπει
κι' ακούει και νοιώθει, πρέπει δα και να μπορή να δίνη
τη γνώμη του· μπορούμ' εμείς; και μας ρωτούν εκείνοι;
(ακούεται μακρόθεν άσμα)
Έρχονται κι' η κοπέλλες μας από το θέρος.
ΔΟΜΝΑ
Άκου,
Φλώρε μου· διάλεξε απ' αυτές για ταίρι σου· του κάκου
τη Μαργαρώνα κυνηγάς! Δεν είνε δα και τόσο. ..
Να 'δης εγώ τη ζηλευτή νυφούλα θα σου δώσω!
(Εισέρχεται η Χρυσανθώ και άλλοι χωρικοί και χωρικαί,
κρατούντες δρέπανα).
ΧΡΥΣΑΝΘΩ (άδουσα)
Στον κήπο της μαννούλας σου τριανταφυλλιά ανθισμένη
περιβολάρη καρτερεί και κηπουρό προσμένει.
Ποιος θε νάχη τέτοια χάρι
κηπουρό να τόνε πάρη) ;
ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ
Ποιος θε νάχη τέτοια χάρι
κηπουρό να τόνε πάρη ;
ΧΡΥΣΑΝΘΩ
Τα ρόδα να μυρίζεται, τους κλώνους να χαϊδεύη,
τα φύλλα να γλυκοφιλά, τ' αγκάθια να κλαδεύη.
Κι' αν αυτή τον αγκυλώνη
κι' αν πονή, να μη μαλλώνη.
ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ
Κι' αν αυτή τον αγκυλώνη,
κι' αν πονή, να μη μαλλώνη.
ΜΗΝΑΣ
Γεια σου, χρυσή μου Χρυσανθώ, και καλή μοίρα νάχης |
και το καλό σου ριζικό στη στράτα σου να λάχης.
ΧΡΥΣΑΝΘΩ
Σ' ευχαριστώ, γέρο Μηνά, να ζήσουν τα παιδιά σου σαν τα βουνά.
ΔΟΜΝΑ
Σ' ευχαριστώ· κι' ότι ποθεί η καρδιά σου
και γρήγορα να δώση ο Θεός του γάμου τα στεφάνια!
Πώς τα καλοπεράσατε;
ΧΡΥΣΑΝΘΩ
Ρώτησε τα δρεπάνια
να σου το πουν.
ΔΟΜΝΑ
Θ' απόστασες.
ΧΡΥΣΑΝΘΩ
Ανάσα δεν επήρα.
Δουλειά, μαννούλα μου, δουλειά! Μα, αλήθεια, είχαν μια πύρα
η αχτίδες του ήλιου σήμερα, και τόση λάμψι, τόση,
όπου τα στάχυα τα χρυσά, τάχαν διπλά χρυσώσει
κ' εκείνα αντιφεγγίζοντας μας θάμπωναν τα μάτια.
Η θυμωνιές ανάλαμπαν, τ' αραδιαστά δεμάτια
μαλαματένια εφαίνονταν κ' εμείς σκυφτές στο χώμα
δος του κ' ιδρωκοπούσαμε, δουλεύοντας ακόμα
ως τη στιγμή που εσήμανε του Εσπερινού η καμπάνα.
ΔΟΜΝΑ
Ας είν' καλά τα νειάτα σας.
ΧΡΥΣΑΝΘΩ
Αι! τι να γένη, μάννα!
το στάρι θέλει προκοπή για να γενή καρβέλι.
ΜΗΝΑΣ
Καλά το λες, κοπέλλα μου.
ΔΟΜΝΑ
Κ' η νειότη αγάπη θέλει.
ΧΡΥΣΑΝΘΩ
Η αγάπη θέλει και καιρό. Πώς ήθελα μονάχα
όχι το βιος, την ξεννοιασιά της κυρά - Ρήνης νάχα!
Την είδαμε που πήγαινε στο λόγγο. Ό,τι κι' αν πούνε
δεν βρίσκετ' άλλη σαν αυτή. Τι ζηλεμένη πούνε
και τι γλυκειά!
(Εισέρχεται δρομέως νέος χωρικός).
ΧΩΡΙΚΟΣ (ασθμαίνων)
Τα μάθατε; τα μάθατε ;
ΜΗΝΑΣ
Τι τρέχει;
ΔΟΜΝΑ
Τ' είνε;
TΙΝΕΣ
Τι τρέχει; λέγε μας.
ΧΩΡΙΚΟΣ
Κρύος ίδρωτας βρέχει
το μέτωπό μου.
ΔΟΜΝΑ
Μα από τι;
ΧΩΡΙΚΟΣ
Αφίστε με μια στάλα
να πάρω ανάσα. Απόστασα τρέχοντας και μέσ' στ' άλλο
κομπιάζει κ' η φωνή μου εδώ στο λάρυγγά μου.
ΔΟΜΝΑ
Πες μας
και ξαποσταίνεις ύστερα μονάχος.
ΧΩΡΙΚΟΣ
Τι ντροπές μας!
τ' ήταν αυτό που πάθαμε!
ΜΗΝΑΣ
Δε σε καταλαβαίνω·
λέγε μιαν ώρ' αρχήτερα.
ΧΩΡΙΚΟΣ
Να. . .
ΜΗΝΑΣ
Τι;
ΧΩΡΙΚΟΣ
Μ' αυτόν τον ξένο,
μ' αυτόν το ρήγα πούρχεται. . . Πήρα το μονοπάτι
της ρεματιάς, όταν αυτοί, καβάλλα και τρεχάτοι,
μπήκαν στο λόγγο. Επρόφθασα σ' ένα δεντρί ν' ανέβω
κ' εζάρωσα να μη θαρρούν πως τους παραμονεύω
κι' αλλοίμονό μου!
ΜΗΝΑΣ
Αμμ' τι θαρρείς!
ΦΛΩΡΟΣ
Και το γελάς;
ΔΟΜΝΑ (ανυπομονούσα)
Ως τόσο
αφίσετέ τον να τα πη.
ΧΩΡΙΚΟΣ
Λοιπόν, για να γλυτώσω,
ζάρωσα μέσα στα κλαδιά. Καμαρωμένος στ' άτι
ο ρήγας, σαν να γύρευε, σαν νάψαχνε για κάτι,
κυττούσ' εδώ, κυττούσ' εκεί. Ξάφνω μπρος σε θυμάρια
τ' άτι σαν στύλος στέκεται στα πισινά ποδάρια,
αναταράζει σύντριχη τη χαίτη του, δαγκάνει
το χαλινάρι τ' αργυρό, γύρους ολόρθο κάνει
και χλημιντρίζει αφρίζοντας, και κατεβαίνει πάλι
και πάλι ανασηκώνεται μ' ορμή τόσο μεγάλη
που ο ρήγας πέφτει κατά γης.
ΠΑΝΤΕΣ
Πω! Πω!
ΧΩΡΙΚΟΣ
Τότε σαν βό[ησε]
κάποια κραυγή σπαρακτική, που βούιξεν ο λόγγος,
απώνα θάμνο ακούστηκε. Κ' ενώ οι ακόλουθοί του
τρέχουν να τον σηκώσουνε, αυτός, με το σπαθί του
στο χέρι, ολόρθος βρέθηκε και, πριν ανάσα πάρη,
αλαφιασμένος, ξαφνικός, χλωμός σαν κεχλημπάρι,
ορμά στο θάμνο μονομιάς.
ΜΗΝΑΣ
Τ' ήταν στο θάμνο;
ΧΩΡΙΚΟΣ
Εκείνη
ΜΗΝΑΣ
Ποια εκείνη;
ΔΟΜΝΑ
Δεν την έννοιωσες ακόμα ;
ΧΩΡΙΚΟΣ
Η κυρά - Ρήνη
(Πάντες εκφράζουν έκπληξιν)
ΜΗΝΑΣ (με απορίαν)
Στο θάμνο μέσα;
ΔΟΜΝΑ (προς τον χωρικόν)
Κ' έπειτα ;
ΧΩΡΙΚΟΣ
Κατάχαμα πεσμένη,
σαν αγιοκέρι κίτρινη και λιγοθυμισμένη·
λες κ' ήτανε παληόπανο.
ΦΛΩΡΟΣ
Κ' η Μαργαρώνα;
ΔΟΜΝΑ
Σώπα
και συ με της αγάπες σου! Χίλιες φορές σου τώπα
βγάλ' τη απ' το νου σου.
(προς τον χωρικόν)
Το λοιπόν ;
ΧΩΡΙΚΟΣ
Γονάτισε αυτός στώνα
γόνατο, την ανάσυρε κοντά, στ' άλλο του γόνα
στήριξε το κεφάλι της αγάλια - αγάλια. Σκύβει
με μια λαχτάρα φανερή κι' αρχίζει να της τρίβει
τώνα και τ' άλλο χέρι της.
ΔΟΜΝΑ
Πωπώ! ντροπές! Κ' εκείνη
τον άφινε;
ΧΩΡΙΚΟΣ
Τον άφινε.
ΧΡΥΣΑΝΘΩ
Πώς να μη τον αφίνη,
αφού είχε πέσει κατά γης κ' είχε λιγοθυμήσει;
ΔΟΜΝΑ
Και δεν μπορούσε τάχατες ο ρήγας να νομίση
πως τώκαν' έτσι ψέμματα γυρεύοντάς του χάδια;
ΧΩΡΙΚΟΣ
Δεν το πιστεύω· εφαίνονταν.
ΔΟΜΝΑ
Πολύ κακά σημάδια.
ΜΗΝΑΣ
Καλά, κακά, ποιος μας ρωτά, ποιος μας ξετάζει; Σύρε,
γυναίκα, να πηγαίνωμε στο σπίτι. Η νύκτα επήρε
και το σκοτάδι απλώθηκε κ' είν' άδειο το στομάχι.
Πάμε, παιδιά μου· η Χρυσανθώ, που καλή μοίρα νάχη,
με το γλυκό τραγούδι της μπροστά θε να πηγαίνη
και θα ξεχνώ την κούρασι.
ΧΡΥΣΑΝΘΩ
Πάμε, παιδιά· τι βγαίνει
να χάνωμε τα λόγια μας;
(Τραγουδεί το ίδιον άσμα της ενώ εξέρχωνται όλοι, πλην
του Φλώρου, όστις προσποιείται ότι κάτι ζητεί).
(Φλώρος μόνος. Μετ' ολίγον η Μοίρα
ΦΛΩΡΟΣ
Αχ! θα τη δω και πάλι
Τι έχει να κάνη αν χαίρωνται τον έρωτά τους άλλοι
κ' εγώ τον πνίγω μέσα μου; Θα 'πης, τον έχει νοιώσει
και κάνει την ανήξερη. Μη δεν το βλέπω; Μα όση
κι' αν έχη απάνθρωπη απονιά, θωρώντας με τι πόνο
την αγαπώ, με τι καϋμό σαν το κεράκι λυώνω
μηροστά της και για χάρι της, ίσως κι' αυτή, ποιος ξέρει,
θ' αποφασίση να το πη το ναι.
(Ακούεται θόρυβος. Ο Φλώρος στρέφεται)
Νάταν τ' αγέρι μέσ' στα ξερά χαμόκλαδα;
(Παρατηρεί προσεκτικώτερον)
Κάποια γρηά ζητιάνα.
(Κάθηται. Εισέρχεται η Μοίρα μετημφιεσμένη εις γραίαν κυρτήν. Σκεπάζει την κεφαλήν διά μιας καλύπτρας, η οποία κατερχόμενη κρύπτει τα ενδύματά της).
ΜΟΙΡΑ (πλησιάζουσα)
Ώρα καλή σου, αφέντη μου!
ΦΛΩΡΟΣ
Πώς τώπες, γρηά μάννα;
Νάμουν αφέντης, θάβλεπες στο χέρι μου δρεπάνι;
ΜΟΙΡΑ
Αι! τον αφέντη γυιόκα μου, μόν' η δουλειά τον κάνει
κ' είνε διαμάντι αληθινό κι' ατίμητο πετράδι
ο κάθε ρόζος του χεριού, γιατ' είνε αυτός σημάδι
της τιμημένης της δουλειάς.
ΦΛΩΡΟΣ
Είνε κι' αρχόντοι ως τόσο…
ΜΟΙΡΑ (διακόπτουσα)
Πούνε πειο δούλοι κι' από 'μας. Μούλαχε ν' ανταμώσω
πέρα στο λόγγο κάμποσους, ας πω, χρυσοσπαθάτους
πούρχωνταν καμαρώνοντας απάνω στ' άλογά τους
κ' έτρεμαν, δούλοι αληθινοί, το ρήγα τους.
ΦΛΩΡΟΣ
Τους είδες;
ΜΟΙΡΑ
Κάτω στο λόγγο. Ολονυκτίς γυρνούν σαν νυχτερίδες
και την αυγή…
ΦΛΩΡΟΣ (διακόπτων)
Και την αυγή;
ΜΟΙΡΑ
Δεν ξέρω οι άλλοι εκείνοι
τι κάνουν, ούτε και ρωτώ· μα ο ρήγας τους αφίνει,
φορεί τη βελουδένια του, την πειο χρυσή στολή του
και πάει με πόθο μια και δυο και βρίσκει την καλή του.
ΦΛΩΡΟΣ
Μπα;
ΜΟΙΡΑ (κατ' ιδίαν)
Στη στιγμή το πίστεψε.
(προς τον Φλώρον)
Και λένε πως δεν κάνει
'μέρα χωρίς να τήνε 'δη
ΦΛΩΡΟΣ
Την έχει με στεφάνι;
ΜΟΙΡΑ
Τι λες, παιδί μου; τι άπραγος και γελασμένος πούσαι
μα αν ήτανε γυναίκα του θε να την αγαπούσε
με τέτοια αγάπη; Ο έρωτας φεύγει μακρυά απ' το γάμο.
ΦΛΩΡΟΣ
Κ' έχουν να 'πουν πως έρχεται και ξενυκτά εδώ χάμω
για την κυρά μας.
ΜΟΙΡΑ
Και γι αυτήν.
ΦΛΩΡΟΣ
Και λες πως θέλει νάχη
κι' αυτήν κ' εκείνη; και της δυο ;
[ΜΟΙΡΑ]
Κι άλλες, κι' όποια του λάχη.
ΦΛΩΡΟΣ
Μπα την καϋμένη την κυρά! Κι αν τον πιστεύη;
ΜΟΙΡΑ
Πρέπει
κάποιος που τούχει τα πιστά και που συχνά τη βλέπει
να της το πη, πριν μέσα της βαθειά ριζοβολήση
η αγάπη.
ΦΛΩΡΟΣ
Και ποιος άλλος δα μπορεί να της μιλήση
παρά μονάχα η βάγια της, η Μαργαρώνα; Εκείνη
κάθε κρυφό και μυστικό μαζί της παιρνοδίνει
κ' η κυρά - Ρήνη τη θωρεί κάπως σαν όμοια κ' ίση.
ΜΟΙΡΑ
Το ξέρω.
ΦΛΩΡΟΣ
Λένε μάλιστα πως θε να την προικίση
και θα της δώση γι' άνδρα της, αχ! κάποιον καβαλλάρη,
κάποιον ιππότη με σπαθί και με φτερά.
ΜΟΙΡΑ
Μακάρι!
Γιατί αναστέναξες;
(ο Φλώρος σιωπά)
Α! α! σαν να σε νοιώθω. Μήπως;
Τα μάτια σου είνε διάφανα και της καρδιάς σου ο κτύπος
σαν την καμπάνα ακούγεται.
ΦΛΩΡΟΣ
Και τι θε να κερδίσω;
στα τάρταρα κι' αν κατεβώ, στ' αστέρια κι' αν πηδήσω
δική μου δεν θα γίνη αυτή.
ΜΟΙΡΑ
Ποιος ξέρει!
ΦΛΩΡΟΣ
Σώπα, μάννα·
δεν σου ζητώ παρηγοριές· ούτε με λόγια πλάνα
θε να βλαστήση η ελπίδα μου, η ελπίδα η ξεγελάστρα·
μαράθηκε και πάει κι' αυτή σαν τον ανθό στη γλάστρα
που χέρι δεν ευρέθηκε να τον ποτίση.
ΜΟΙΡΑ
Κι όμως…
ΦΛΩΡΟΣ
Τι θες να πης; είνε μακρύς και δύσκολος ο δρόμος
που πάει ως την καρδιά της — αχ! μονάχα καβαλλάρης
μπορεί να φθάση.
ΜΟΙΡΑ
Κι' αν εγώ βοηθήσω να την πάρης;
ΦΛΩΡΟΣ
Δεν με γελάς. Και τ' είσαι συ ; και τι μπορείς να κάνης
στη Μαργαρώνα; Χα ! χα! χα! τα μάγια της λεκάνης
ή μη τα μάγια των μαλλιών ;
ΜΟΙΡΑ
Τίποτ' απ' όλα ' κείνα.
Έχω τ' αγαποβότανο. Σου τάζω σ' ένα μήνα
νάνε δική σου, αλάθευτα. Μ' αυτό θα την πλανέψω,
θα της ανοίξω την καρδιά και θε να σ' ορμηνέψω
πώς να φερθής.
ΦΛΩΡΟΣ
Αν τάζης μου τέτοια μεγάλη χάρι,
εγώ σου τάζω … Είμαι φτωχός, μ' αν στέρξη να με πάρη,
σου τάζω τη ζωή μου εγώ. Τι να την κάνω τάχα,
δίχως εκείνη, τη ζωή ; για παιδεμό μονάχα;
ΜΟΙΡΑ
Κ' εκείνη, δίχως τη ζωή, τι να την κάνης; όχι,
δεν θέλω τη ζωή σου εγώ· η μοίρα μου δεν τώχει
να ξανανειώσω.
ΦΛΩΡΟΣ
Τι ζητάς, τι θέλεις από μένα;
ΜΟΙΡΑ
Δεν θέλω ψεφτοτάμματα, λόγια, λόγια χαμένα·
θέλω να σώσω την κυρά. Κάποτε μούχει κάνει
κάποιο καλό αλησμόνητο κ' η αγάπη μου δεν φθάνει
να το πληρώση. Θέλω, ναι, να τήνε σώσω απώνα
ξελογιαστή. Σαν θα γενή δική σου η Μαργαρώνα,
θε να σ' ακούη ό,τι της λες· θα της τον παραστήσης
ποιος είνε, και, σαν άνδρας της εσύ, θα της ζητήσης
να της τα πη. Την ξέρω εγώ τη Μαργαρώνα· αν άλλοι
της φανερώσουν τι είν' αυτός, δεν θα πιστέψη· αν πάλι
πιστέψη, δεν θα της τα 'πη για να μη την λυπήση·
μα όταν θα γίνη ταίρι σου κι' όταν θα σ' αγαπήση,
τη χάρι δεν θα σ' αρνηθή. Πολλές φορές επήγα
να της τα 'πω και κόμπιασα.
ΦΛΩΡΟΣ
Λοιπόν;
ΜΟΙΡΑ
Με λόγια λίγα,
εγώ σου τάζω ταίρι σου τη Μαργαρώνα.
ΦΛΩΡΟΣ
Αν γίνη,
σου τάζω εγώ κι' ορκίζομαι να μάθ' η κυρά - Ρήνη
του ρήγα τα πλανέματα.
ΜΟΙΡΑ
Ναι.
ΦΛΩΡΟΣ
Δόσε μου το χέρι
να σ' το φιλήσω.
ΜΟΙΡΑ
Βιάζεσαι πάρα πολύ· καρτέρει
να γίνη πρώτα, κ' ύστερα…
(Ακούεται μακρόθεν θόρυβος)
Τι νάνε αυτά;
ΦΛΩΡΟΣ (ακροώμενος)
Θε νάνε…
ναι, δίχως άλλο, οι κυνηγοί, που βιαστικά περνάνε
πέρ' απ' τη ρούγα την πλατειά. Θα μείνης;
ΜΟΙΡΑ
Ναι· θα μείνω·
η Μαργαρώνα ίσως διαβή, και…
ΦΛΩΡΟΣ (διακόπτων)
Το βοτάνι εκείνο
θα της το δώσης σήμερα;
ΜΟΙΡΑ
Θα προσπαθήσω. Ως τόσο
δεν πρέπει νάσαι συ μπροστά που θε να της το δώσω·
θα την ταράξης, κι' άθελα θα την αποστομώσης.
Σύρε να πας, και την αυγή ναρθής να μ' ανταμώσης
μπροστά στο κάστρο της κυράς.
ΦΛΩΡΟΣ
Καλή σου νύκτα· τρέχω.
ΜΟΙΡΑ
Ναι, ναι· καλό ξημέρωμα. Στο νου μου θε να σ' έχω.
(Ο Φλώρος εξέρχεται. Η Μοίρα, μείνασα μόνη, ανορθούται
και αφαιρεί την καλύπτραν της. Φέρει λευκόν χιτώνα αρχαϊκόν.
Εις την χείρα κρατεί ένα μεγάλο ψαλίδι).
ΜΟΙΡΑ (απαγγέλλουσα)
Τη δύναμί μου τρέμετε, θνητοί! Εγώ είμ' η Μοίρα
που μέρα νύκτ' αλάθευτα τον κόσμον κυβερνώ.
Παφλάζει εμπρός μου αφρίζοντας των χρόνων η πλημμύρα,
περνούν οι χρόνοι αγύριστα, εγώ όμως δεν περνώ.
Τη δύναμί μου τρέμετε, θνητοί! εγώ είμ' η Μοίρα.
Με μια αλυσίδ' ασύντριφτη μαζί μου είστε δεμένοι·
μα όσο κι' αν είνε ασήκωτη και σαν βουνό βαρειά,
μην πολεμάτ[ε] ανώφελα! ελπίδα δεν σας μένει·
του κάκου θα ζητήσετε, του κάκου ελευθεριά!
Με μια αλυσίδ' ασύντριφτη μαζί μου είστε δεμένοι.
Ό,τι κι' αν 'πω, και πριν το 'πω, μόλις στο νου το βάλω,
σ' ένα τεφτέρι ατέλειωτο θε να βρεθή γραφτό.
Μπορεί να πέση ο ουρανός στη γη, μα δίχως άλλο
αυτό που γράφτηκεν εκεί, ναι, θε να γίνη αυτό.
Ό,τι κι' αν' πω, και πριν το 'πω, μόλις στο νου το βάλω.
Το ξαφνικό έχω σκλάβο μου κ' έχω τον πόνο κράχτη κ' είνε κρυφές η τέχνες μου κ' απόκρυφ' οι σκοποί. Γνέθε, αδερφή μου, γνέθε το το νήμα των στ' αδράχτι, μια ψαλιδιά μου κραχ ! κ' ευθύς σε δυο θε να κοπή. Το ξαφνικό έχω σκλάβο μου κ' έχω τον πόνο κράχτη. Αδάκρυτα τα μάτια μου, στείρα η καρδιά μου εμένα· εμένα δεν μ' εγέννησ[ε] μάννα, για να πονώ· και δεν ρωτώ και δεν ψηφώ και δεν λογιάζω ούτ' ένα από τον πρώτο πρώτο σας κι' ως το στερνό στερνό. Αδάκρυτα τα μάτια μου, στείρα η καρδιά μου εμένα. Τη θέλησί μου μοναχά δουλεύω. Εγώ είμ' η Μοίρα που χίλια μύρια μυστικά τ' αχείλι μου σφαλά και ξεφαντώνω και μεθώ με την πικρήν αρμύρα από τα δάκρυα που κυλούν στην' όψι σας θολά. Τη δύναμί μου τρέμετε, θνητοί! εγώ είμ' η Μοίρα.
(Ακούεται μακρόθεν κυνηγετικόν κέρας. Η Μοίρα καλύπτεται, κυρτούται και κάθηται επί τινος ογκολίθου εις το βάθος της σκηνής).
(Εισέρχεται η Μαργαρώνα, συνοδευομένη από δύο ιππότας).
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Ευχαριστώ σας· έως εδώ. Κοντά είν' ο πύργος τώρα·
ακόμα λίγα βήματα κ' έφθασα πεια στη χώρα.
Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Όπως ορίζεις· μ' αν θαρρής πως θα μας κάνη κόπο. . .
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Όχι γι αυτό· μα όποιος μας 'δη, θε ναύρη αμέσως τρόπο
να 'πη κακό για μένα.
Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Μπα ! τα λόγια αυτά του κόσμου..
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (διακόπτουσα)
Βρίσκουν αυτιά ευκολόπιστα. Κι' αν ήμουν πλούσια… Δόσ' μου
το βιος της κυρά - Ρήνης μου να' δης αν λογαριάζω.
Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Της πέτρες ρίχνουν στη μηλιά.
Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Κι' αλήθεια.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Δεν ταιριάζω.
Εγώ μηλιά;
Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Πώς να το πω το δέντρο πούχει μήλα;
πώς;
Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Και τι μήλα!
Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Ζηλευτά! κρυμμένα μέσ' σε φύλλα
μεταξωτά.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Παρακαλώ· νομίζω (μη προς βάρος)
πως δεν σας έδωκ' αφορμή νάχετε τόσο θάρρος.
Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Αι! μη θυμώνης! έτσι δα για να περάση η ώρα
τάπαμ' αυτά. Λοιπόν θα πας μονάχη σου στη χώρα;
και δεν φοβάσαι;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Πειο πολύ μαζί σας παρά μόνη.
Όλοι με ξέρουν ποια είμ' εγώ.
Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Για 'δε την πώς θυμώνει!
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Όχι· σας είπα το γιατί. Είνε του κόσμου η γλώσσα
στα λόγια της ακράτητη και ξεστομίζει τόσα.
ΜΟΙΡΑ (πλησιάζουσα δειλώς)
Με το συμπάθειο, αφεντικά.
Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Πού ήσουν εσύ κρυμμένη
κ επρόβαλες σαν ξαφνικό;
ΜΟΙΡΑ
Είμαι στον τόπο ξένη
κι' ο ξένος είνε σαν τυφλός κ' η χώρα είνε μεγάλη.
Έρημη εδώ ενυκτώθηκα· ποιος δρόμος θα με βγάλη
κοντά στο κάστρο της κυράς;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Της κυρά - Ρήνης; έλα
μαζί μου· εκεί θα πάω κ' εγώ.
ΜΟΙΡΑ
Σ' ευχαριστώ, κοπέλλα,
να χαίρεσαι τα κάλλη σου και τα χρυσά σου νειάτα!
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Κ' εγώ σ' ευχαριστώ.
ΜΟΙΡΑ
Γιατί;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Γιατί θάχω στη στράτα
μια συντροφιά, και θαρρετά θα περπατώ σιμά σου.
(προς τους ιππότας)
Καλονυχτίζω και τους δυο.
Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Καλό ξημέρωμά σου!
Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Κ' ύπνο αλαφρό σαν τον αφρό στο περιγιάλι.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προς την Μοίραν)
Πάμε.
(Προς τους ιππότας)
Και πάλι καληνύχτα σας.
(Οι ιππόται υποκλίνονται. Η Μαργαρώνα και η Μοίρα εξέρχονται).
Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Του κάκου τα σκορπάμε
τα λόγια μας.
Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Μ' αν πιάνονταν, θε νάταν και πιασμένη
Πάμε μιαν ώρ' αρχήτερα, γιατί θα μας προσμένη
ο Ανήλιαγος.
Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Τι βάσανο μ' εκείνο τον ξενύχτη!
Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Και τώρα πούρριξεν εδώ το ερωτικό του δίχτυ
στην κυρά - Ρήνη, αλλοίμονο ! νύχτα δε θα 'συχάση·
μόλις θε να κοιμώμαστε στη φέξη και στη χάση,
γιατ' είνε η πρώτη αγάπη του, κ' η πρώτη αγάπη εκείνη
δεν θέλει μήτε ανάπαυσι μήτ' ύπνο.
Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Τι να γίνη!
κάνε κι' αλλοιώς αν ημπορής.
Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Δεν είδες με τι τρέλλα
την άρπαξε, τη σήκωσε, την κάθησε στη σέλλα
του αλόγου του, κι' αυτός πεζός…
Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ (διακόπτων)
Ναι, ναι.
Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ (συνεχίζων)
τα ηνία κρα[τούσε]
σαν νάταν αγωγιάτης της ;
Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Κι' όλο παραπατούσε,
σκόνταφτε και παράπεφτε μέσ' στ' άγρια μονοπάτια,
γιατ' ήταν σαν απάωρος, γιατί τα δυο του μάτια
τάχε καρφώσει απάνω της.
(ακούονται καλπασμοί)
Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Ακούς; έρχονται.
(Βαίνει προς το δεξιόν παρασκήνιον και παρατηρεί)
Να τοι! σταμάτησαν.
(πλησιάζων και παρατηρών επίσης)
Με τι χαρά την κατεβάζει απ' τ' άτι!
Βλέπεις;
Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
Τη φέρνει κατ' εδώ και την κρατεί απ' τη μέση.
Πάμε πριν έρθουν και μας 'δουν, μην τύχη κ' υποθέση
πως τον κατασκοπεύομε.
(Εξέρχονται από το αριστερόν παρασκήνιον, ενώ διά του δεξιού εισέρχεται ο Ανήλιαγος, κρατών από της οσφύος την Κυρά - Ρήνην και συνοδευόμενος από τον Θύρσην).
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Θύρση, το λόγγο κόψε
και σύναξε τους κυνηγούς· δεν έχει λάφια απόψε.
Θα συντροφέψω την κυρά στο κοντινό της κάστρο
και, πριν να σβύση το στερνό - στερνό της Πούλιας άστρο,
θα ξεκινήσωμε· τ' ακούς;
ΘΥΡΣΗΣ
Στης προσταγές σου.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Σύρε.
(Ο Θύρσης εξέρχεται. Ο Ανήλιαγος και η Κυρά - Ρήνη
διέρχονται την σκηνήν βραδέως, σταματώντες από
καιρού εις καιρόν).
ΡΗΝΗ
Λοιπόν;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Ο νους μου αφήνιασε κι' ακράτητος επήρε
του πόθου τον κατήφορο, κ' είχε για πάντα αδειάσει
από κάθ' άλλη συλλογή· αχ! πότε να βραδυάση!,
έλεγα σαν ξημέρωνε.
ΡΗΝΗ
Κ' εγώ.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Με τι λαχτάρα
τ' άτι μου καβαλλίκευα φτερνοκοπώντας! "άρα
θα την ιδώ και σήμερα καθώς και χθες την είδα
κρυμμένη μέσα στα κλαδιά σαν ζωντανήν αχτίδα
του φεγγαριού ;„
(Σταματούν)
ΡΗΝΗ
Κ' εγώ, κ' εγώ δεν είχα πεια άλλο πόθο
παρά το πότε να σε ' δώ.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Πιστεύω· μα δεν νοιώθω
γιατί κρυβόσουν κ' έφευγες.
ΡΗΝΗ
Δεν ξέρω. Ως τόσο κάτι
μ' εφόβιζε, μ' ετρόμαζε.
(Βηματίζουν)
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (γελών) Ίσως τ' άσπρο μου τ' άτι, που μ' έρριξε και του χρωστώ την ευτυχία. Μ' αν όμως δεν μ' έρριχνε ;
ΡΗΝΗ
Τι θες να πης;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Ο φόβος σου κι' ο τρόμος
θα σε κρατούσαν πάντοτε ;
ΡΗΝΗ
Μ' αναγελάς;
(Σταματούν)
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Αι! Ρήνη!
η κοσμαγάπητη ωμορφιά, που χάρες παιρνοδίνει,
της πρέπει νάνε κι' άφοβη. Κανείς δεν έχει γνώμη
μπροστά της· όλ' υπάκοοι την προσκυνούν.
ΡΗΝΗ
Ακόμη
κι' ο ρήγας;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Ρήγας; ποιος;
ΡΗΝΗ
Εσύ.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Εγώ είμαι γυιός του ρήγα
είμαι του Τρίκαρδου παιδί. Δεν λέω πως είνε λίγα
τα φέουδα και τα πλούτη μου, μα απτή στιγμή την πρώτη
που σ' είδα και σ' αγάπησα, ό,τι κι' αν είμαι, κι' ό,τι
κι' αν έχω, όλα μου φαίνονται σκιές του αγέρα. Αν τάχα
διπλά και τρίδιπλα όλα αυτά, δίχως εσένα, τάχα
δεν θάτανε σκιές σκιών;
ΡΗΝΗ
Δεν λέω για βιος και πλούτη,
για την κορώνα σου μιλώ.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (θωπεύων την κόμην της)
Κορώνα σαν και τούτη
ποιος ρήγας φόρεσε ποτέ; Λάμπει κι' αστράφτει αγνάντια
στο φως του φεγγαριού χρυσή, χρυσή…
ΡΗΝΗ
Δίχως διαμάντια.
(Βηματίζουν)
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Δίχως διαμάντια λες; Κακιά! Μα όταν την αντικρύζη
του πόθου ο πόθος, κι' άθελα κι' αστόχαστα δακρύζη,
πες μου, το κάθε δάκρυ της, που αχνίζοντας σταλάζει,
και καθρεφτίζει τη χαρά του πόνου, ποιος τ' αλλάζει
και με τα πλέον ατίμητα διαμάντια όλου του κόσμου;
Είμαι δικός σου, αγάπη μου !
(Σταματούν)
ΡΗΝΗ
Μα αν είσαι συ δικός μου,
ποια λέξι τότε θε να 'πη το τ' είμαι εγώ για σένα;
Χάνω το νου μου!… Σ' αγαπώ και σ' αγαπώ ολοένα
και σ' αγαπώ κάθε στιγμή· γιατ' είσαι συ ο καιρός μου
κι' ο χρόνος κι' όλη μου η ζωή, και σ' έχω πάντα εμπρός μου
σαν οπτασία ανέγκικτη, και τ' όνομά σου λέω
και σε θωρώ και λαχταρώ και σπαρταρώ και κλαίω !
Αχ ! νάξερες πώς σ' αγαπώ!…
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (ενθουσιών)
Σωπάτε, αηδόνια! ακούτε
τραγούδι, που δεν τ' άκουσε τ' Απρίλη η νύκτα, κι' ούτε
θ' ακούση η νύκτα του Μαγιού… Πες μου και πες μου ακόμα
και λέγε μου το ατέλειωτα με το γλυκό σου στόμα
το &πώς& και &πόσο& μ' αγαπάς.
ΡΗΝΗ
Το &πώς&, είνε γραμμένο
με φλόγες μέσ' στα μάτια μου· το βλέπεις κι' αν σωπαίνω·
το &πόσο&, πώς να σου το πω; πώς να μετήσω κάτι
που αν έχη κάπου μιαν αρχή, κρυφή από κάθε μάτι,
τέλος δεν έχει πουθενά;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Δεν έχει;
ΡΗΝΗ
Ναι. σου τώπα,
τέλος δεν έχει πουθενά.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Σώπα, γλυκειά μου, σώπα.
(Φιλούνται με παρατεταμένον φίλημα, ενώ βηματίζουν εξερχόμενοι διά του αριστερού παρασκηνίου. Η Αυλαία πίπτει βραδέως).
(Εις τα υπόγεια των ανακτόρων τον βασιλέως Τρίκαρδου. Εις το βάθος θύρα· αριστερά θύρα· δεξιά θύρα· εδώ κ' εκεί εδώλια. Η σκηνή φωτίζεται μόνον από ένα λύχνον).
ΠΡΩΤΟΣ
Πρώτη φορά;
ΔΕΥΤΈΡΟΣ
Πρώτη φορά.
ΠΡΩΤΟΣ
Δεν σ' έχουν ξαναστείλει
στους θόλους τούτους για φρουρό;
ΔΕΥΤΈΡΟΣ
Ποτέ. Κάποιοι μου φίλοι
πούκαναν βάρδια κάποτε στ' άφωτα τούτα υπόγεια
μου τάχαν ιστορίσει. Εγώ δεν πίστευα σε λόγια
κ' επιθυμούσα να τα 'δω με τα δικά μου μάτια.
Τώρα τα βλέπω κι' απορώ.
ΠΡΩΤΟΣ
Πρωτάκουστα παλάτια,
κτισμένα κάτω από τη γη. Του απάνω κόσμου οι κρότοι
σβύνουν εδώ και χάνονται. Σκότη απλωμένα· σκότη,
που δεν καταλαβαίνομε πότε είν' αυγή και βράδυ.
Οι λύχνοι, πάντ' ακοίμητοι, καίνε καντάρια λάδι,
το μόνο φως πούχομ' εδώ. Μιας πιθαμής φεγγίτη
δεν βλέπεις όπου κι' αν στραφής—του Ανήλιαγου το σπίτι
σου λέει ο άλλος.— Ήλιος; μπα! μήτε τη ζωγραφιά του
ζωγραφισμένη σε χαρτί θε ναύρης εδώ κάτου,
μήτε τον νοματίζομε.
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Γιατί;
ΠΡΩΤΟΣ
Δεν ξέρω. Η σκάλα —
την είδες — θεοσκότεινη, στενή, και μέσα στ' άλλα
στριφογυρνά σαν σάλιαγκας, μην τύχη και ξεφύγη
μια ακτίνα από τ' απάνω φως, όταν η θύρ' ανοίγη,
κ' έρθη εδώ κάτω.
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Απίστευτα!
ΠΡΩΤΟΣ
Και τ' είν' η θύρα εκείνη;
ασήκωτη καταπακτή, που την ανοιγοκλείνει
ο Τρίκαρδος μονάχος του με δυο κλειδιά ατσαλένια
και τα κρατεί στον κόρφο του και πάντα έχει την έννοια
στα δυο του εκείνα τα κλειδιά. Κ' η θύρα ως τόσο μένει
ολονυκτίς ορθάνοικτη κι' ολημερίς κλεισμένη,
κ' είνε φραγμένη λες κι' αυτή της κλειδωνιάς η τρύπα.
Αυτά είνε τα παλάτια εδώ· κι' όμως, μ' όσα κι' αν είπα,
δεν θα τα νοιώσης αν δεν πας κρατώντας στώνα χέρι
λύχνο, με τ' άλλο ψάχνοντας· γιατ' έχει εδώ και μέρη
που μόνο ο λύχνος δεν αρκεί.
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Πάντα εδώ μέσα μένει
ο Ανήλιαγος;
ΠΡΩΤΟΣ
Ολημερίς.
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Ζωή τυραννισμένη
που θα την κάνη ο δύστυχος σε τούτο το πηγάδι!
ΠΡΩΤΟΣ
Καθόλου· δεν εγνώρισε τον ήλιο. Κάθε βράδυ
που αρχίζει η νύκτα για όλους μας, για' κείνον ξημερώνει
κ' η μέρες είνε νύκτες του· κ' έτσι περνούν οι χρόνοι
με το φεγγάρι μοναχά και με της νύκτας τ' άστρα.
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Κ' έχει καιρό εδώ κάτω;
ΠΡΩΤΟΣ
πώς! μαζί με τη βυζάστρα
βρέφος εδώ τον έφεραν εδώ είν' αναθρεμμένος
κ' είνε στον κόσμο αγνώριστος κι' ο κόσμος είνε ξένος
γι αυτόν. Και μόνο ο μάγιστρος ο Φλώρος και πέντ' - έξη
καβαλλαραίοι, που ο Τρίκαρδος τους έχει λες διαλέξει
μέσα σε χίλιους, μόνοι αυτοί τον συντροφεύουν. Κάθε
που πέφτει ο ήλιος, πάει μ' αυτούς κυνήγι (γιατί μάθε
πως για κυνήγι είνε τρελλός) μα πριν η αυγή προβάλη,
πριν σβύση η πούλια τ' άστρα της, ξαναγυρίζει πάλι
στ' ανήλιαγα παλάτια του.
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Γιατί τον έκλεισ' όμως
στα υπόγεια αυτά ο πατέρας του;
ΠΡΩΤΟΣ
Ποιος ξέρει! κάποιος νόμος
θε νάνε, νόμος μυστικός, να ζη απ' τους άλλους χώρια.
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Δεν φαίνετ' ανυπόμονος; δεν δείχνει στενοχώρια
στη σκοτεινή του τη σκλαβιά, στη φυλακή του τούτη;
δεν θέλει να χαρή κι' αυτός της δόξες και τα πλούτη
του βασιλιά πατέρα του ;
ΠΡΩΤΟΣ
Ποτέ ως τα τώρα· κι' όχι
μόνο δεν τώλεγε σκλαβιά, μα φαίνονταν πως τώχει
χαρά του νάνε πάντα εδώ, στα ίδια και στα ίδια.
Περνούσε ως τώρα αδιάφορος με γέλια και παιχνίδια.
Μα εδώ και κάμποσον καιρό συλλογισμένος σκύβει
κι' ούτε μιλεί κι' ούτε λαλεί· σωπαίνει, σαν να κρύβη
κάποιο του πόθο μυστικό, κ' έχει το νου γεμάτο,
ξεχειλισμένο συλλογές.
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Δεν έρχετ' εδώ κάτω
κι' ο ρήγας;
ΠΡΩΤΟΣ
Ο πατέρας του; κάθε πρωί, πριν φέξη.
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Δεν τούκανε παράπονα;
ΠΡΩΤΟΣ
Ποτέ του· ούτε μια λέξι
πικρή δεν εξεστόμισε. Χαίρεται που τον βλέπει,
κι' ο Τρίκαρδος τον αγαπά πολύ κι' όπως του πρέπει,
γιατ' είνε, αλήθεια, γνωστικό, φρόνιμο παλληκάρι
και μέσ' στης άλλες χάρες του κι' αυτήν είχε τη χάρι
να γεννηθή μοναχογυιός.
ΓΡΥΛΛΟΣ (έξωθεν της σκηνής)
Φρουρός!
ΠΡΩΤΟΣ
Ο γέρο - Γρύλλος,
ο σύμβουλος του Τρίκαρδου κι' ο πειο πιστός του φίλος.
(Καθ' ην στιγμήν ο πρώτος φρουρός βαίνει προς την θύραν,
ο Γρύλλος εισέρχεται).
ΠΡΩΤΟΣ (τω Γρύλλω)
Στης προσταγές σου.
ΓΡΥΛΛΟΣ
Εγύρισεν ο Πρόχορος;
ΠΡΩΤΟΣ
Ακόμα
ΓΡΥΛΛΟΣ
Όταν γυρίση, κράξε με.
(Εξέρχεται δια της δεξάς θύρας).
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Πού πάει;
ΠΡΩΤΟΣ
Ψηλά στο δώμα
να 'δη τ' αστέρια.
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Και γιατί;
ΠΡΩΤΟΣ
Γιατί; για να λογιάση
την ώρα. Ο νόμος, φαίνεται, προστάζει, πριν πλαγιάση
κ' η Πούλια στην ανατολή, νάρχετ' εδώ στους θόλους
ο Ανήλιαγος.
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Ο Πρόχορος;
ΠΡΩΤΟΣ
Εκείνος χώρια απ' όλους
έρχεται πρώτος, βιαστικός στο δρόμο, για να φέρη
το μήνυμα πως έφθασεν ο Ανήλιαγος. Θα ξέρη
κι' άλλα, που λες, ο Πρόχορος, γιατ' όσο εκείνος λείπει,
ο Γρύλλος είν' ανήσυχος κι' όλο με καρδιοχτύπι
ρωτά και πηγαινόρχεται, και μόλις φθάση, κλείνουν
της πόρτες ανυπόμονοι, το γλωσσοδέτη λύνουν
και λένε, λένε μυστικά. . .
(Πλησιάζει εις την θύραν του βάθους)
Σαν ν' άκουσα στη σκάλα
τα βήματά του. Είνε βαρειά και στέρεα και μεγάλα
και βιαστικά, κι' αντιλαλούν οι θόλοι.
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Εγώ να φύγω:
Μήπως δεν πρέπει να με 'δη;
ΠΡΩΤΟΣ
Γιατί; Πρόσμενε λίγο
να πάω του Γρύλλου να του πω πως ήρθε.
(Εξέρχεται)
ΔΕΥΤEΡΟΣ (μόνος)
Ανάθεμά με
κι' αν νοιώθω καν που βρίσκομαι. Μου φαίνεται σαν νάμαι
μέσ' σε παλάτια μαγικά κι' αλλόκοτα.
(Εισέρχεται ο Πρόχορος, κρατών δάδα αναμμένην)
ΠΡΟΧΟΡΟΣ
Ποιος είσαι;
ΔΕΥΤEΡΟΣ
Φρουρός.
(δεικνύων την αριστεράν θύραν)
Αμέσως άνοιξε τη θύρα εκείνη.
(δεικνύων την θύραν του βάθους)
Κλείσε τη θύρα αυτή.
(δεικνύων την δεξιάν θύραν)
Και πήγαινε.
(Ο Δεύτερος φρουρός, αφού εξετέλεσε την εντολήν, εξέρχεται. Ο Πρόχορος έρχεται προς την αριστερά θύραν και γονυπετεί με το έν γόνατον. Ταυτοχρόνως σχεδόν εισέρχονται δια μεν της αριστερά θύρας ο Τρίκαρδος δια δε της δεξιά ο Γρύλλος).
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (ιδία) Αχ! πόσο αργά περνάνε για μένα η νύκτες!
(Προς τον Πρόχορον)
Έφθασαν;
ΠΡΟΧΟΡΟΣ
Έφθασαν. Όπου νάνε
θα κατεβούν.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Ανάσανα!… Άγρυπνος σε προσμένω·
λέγε μιαν ώρα αρχήτερα.
(Ο Πρόχορος σιωπά)
Πολύ συλλογισμένο
σε βλέπω.
ΓΡΥΛΛΟΣ
Ό,τι έχεις να μας 'πης, βιάσου· μην τύχη κι' όταν
έλθουν, δεν θάχωμε καιρό.
ΠΡΟΧΟΡΟΣ
Εκείνο που εφοβόταν
ο ρήγας, έγινε.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Πώς;
ΠΡΟΧΟΡΟΣ
Ναι. Μια κάποια κυρά - Ρήνη
τον έπιασε στα δίχτυα της.
ΓΡΥΛΛΟΣ
Του πέρα πύργου;
ΠΡΟΧΟΡΟΣ
Εκείνη
(συγκρούων με απελπισίαν τας χείρας)
Αλλοίμονό μου!
(μετά τινα σιγήν)
Είν' ώμορφη;
ΠΡΟΧΟΡΟΣ
Σαν ζωγραφιά. Δεν είδα
ποτέ μου τόσην ωμορφιά.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Κ' είν' από πού;
ΠΡΟΧΟΡΟΣ
Πατρίδα
δεν έχει.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Πώς δεν έχει;
ΠΡΟΧΟΡΟΣ
Ναι· κανείς, κανείς δεν ξέρει
ποια είν' η πατρίδα της, κανείς. Ήρθε από ξένα μέρη
μα από ποια μέρη κι' από πού, τώχει κρυφό.
ΓΡΥΛΛΟΣ
Θε νάναι
κάποια απ' αυτές που η μάγισσες με τα στοιχειά γεννάνε,
ταις δίνουν βιος και ταις πετούν καταμεσής του δρόμου
για ναύρουν τύχη.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (ιδία, βηματίζων)
Εσίμωσεν η ώρα! αλλοίμονό μου!
Του κάκου δίνω προσταγές, του κάκου ελπίδες πλάθω!…
(Προς τον Πρόχορον)
Πού πήγες και πού ρώτησες; λέγε, θέλω να μάθω.
ΠΡΟΧΟΡΟΣ
Σε χίλια μέρη ερώτησα, σε χίλια μέρη επήγα·
άλλοι, κόρη την είπανε κάποιου μεγάλου ρήγα
που ξέπεσε κι' απόσβυσε και χάθηκε η γενιά του·
άλλοι, πως παραστράτησε και πως στην απονιά του
την έδιωξε ο πατέρας της, την ξόρισε στα ξένα·
άλλοι, πως είνε μάγισσα κρυφή κ' έχει κρυμμένα
τα μαγικά της σύνεργα, βότανα και τεφτέρια,
στον πύργο της, και πως μιλεί τη νύκτα με τ' αστέρια,
και πως μαζεύει τη δροσιά της νύκτας στάλα - στάλα
και κάνει μάγια και πλανά τους νειους· κι' άλλ' είπαν άλλα.
Κι' όμως, όσους ερώτησα κανείς δεν τη γνωρίζει,
αν κι' όλοι τους ομολογούν πως αρχοντιά μυρίζει
κι' ας είνε μάγισσα κρυφή κι' ας είνε ό,τι κι' αν είνε.
Άλλο δεν ξέρω να σου πω. Τώρα μονάχος κρίνε
τη δύναμι της ωμορφιάς στα μάτια τα γραμμένα.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (ιδία, με αναστεναγμόν)
Κανείς δεν νοιώθει τι είν' αυτό που με φοβίζει εμένα!
ΠΡΟΧΟΡΟΣ
Ξέχασ' αλήθεια· οι χωρικοί του πύργου της θαυμάζουν
όλοι την καλωσύνη της κι' όλοι την ονομάζουν
κυρά των και βασίλισσα. Το καμαρώνει εκείνη
κι' όσο δουκάτα τους σκορπά κι' όσο φλωριά τους δίνει
τόσο κι' αυτοί την αγαπούν.
ΓΡΥΛΛΟΣ
Αγάπη αγορασμένη
αγάπη δεν λογιάζεται.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Κ' είπες πως είνε ξένη ;
ΠΡΟΧΟΡΟΣ
Και ξένη και παράξενη· κρυφόζωη, ξελογιάστρα,
κ' είνε το κάστρο της κρυφό, δεν μοιάζει τ' άλλα κάστρα.
Βάγιες φρουρούν της βίγλες του· τα φρύδια των δοξάρια,
Αλλοί σ' όσους διαβαίνουνε κι' αλλοί στα παλληκάρια
που αναθαρρεύουν άστοχα!
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Και τρις αλλοί σε μένα
που ο γυιός μου, ο γυιός μου πιάστηκε μέσ' τα κρυφοπλεγμένα
στα μαγικά τα δίχτυα της!
ΓΡΥΛΛΟΣ
Εγώ θαρρώ πως πρέπει…
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (διακόπτων)
Τι πρέπει;
ΓΡΥΛΛΟΣ
Να του ανοίξωμε τα μάτια.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Δεν θα βλέπη
όσο κι' αν του τ' ανοίξωμε. Τα μάτια τάχ' η νειότη
μονάχα για την ωμορφιά. Ό,τι κι' αν κάνης, ό,τι,
ό,τι κι' αν πης, κοιμάται ο νους· τον νανουρίζουν πόθοι
κι' από γερόντων συμβουλές ούτε γροικά ούτε νοιώθει.
Κοιμάται, και στον ύπνο του κτίζει χρυσά παλάτια.
Τα μάτια να του ανοίξωμε!… Θαρρείς πως με τα μάτια
κυττάζ' η αγάπη; Ρίχνει αυτή τριανταφυλλένια σκέπη
στα μάτια, κι' όποιος αγαπά, τριανταφυλλένια βλέπει.
Τα μάτια να του ανοίξωμε !…
ΓΡΥΛΛΟΣ
Μα λες καλά και σώνει
πως τόσο τον επλάνεψε και πως θε νάνε η μόνη
που θ' αγαπήση; Από πολλές μαθήματα θα πάρη
ως νάρθη εκείνη η διαλεχτή που θάχη και τη χάρι
να γίνη και γυναίκα του.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Δεν μ' έννοιωσες ακόμη·
δεν λέω για την αγάπη του, κι' ούτ' έχω εγώ άλλη γνώμη,
κ' η γνώμη σου είνε αληθινή κ' είνε σωστή, το ξέρω·
μα μια φορά που αγάπησε, θ' ακούση πεια το γέρο
το δύστυχο πατέρα του ; Τώρα… σαν παραμύθια
της συμβουλές μου θα θαρρή.
(Μετά τινα σιγήν)
Παράδοξος, αλήθεια,
πατέρας θα σου φαίνωμαι και τύραννος στο γυιό μου!
λες: εκείνος έφθασε στην άκρη πεια του δρόμου
κ' έχει χορτάσει τη ζωή, και σαν ζηλιάρης φράζει
το δρόμο του παιδιού του εμπρός, μόλις γλυκοχαράζει
της πρώτης νειότης του η αυγή!„ , Ναι, κ' έχεις δίκηο αν ίσως
τέτοια στοχάζεσαι κ' εσύ. Φαίνεται ζήλεια, μίσος
στα μάτια σου, στα μάτια σας, στου κόσμου όλου τα μάτια,
το κλείσιμο του γυιού μου εδώ στ' ανήλιαγα παλάτια,
στη σκοτεινιά, που σαν τυφλοί σκοντάφτουνε κι' οι χρόνοι.
Φαίνεται ζήλεια· πώς αλλοιώς; κι' όμως δεν καμαρώνει
κανείς πατέρας, όσο εγώ, το γυιό του.
ΓΡΥΛΛΟΣ
Βασιλιά μου!…
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Φαίνεται μίσος· πώς αλλοιώς; κι' όμως 'δες τα μαλλιά μου
πώς άσπρισαν απ' τον καϋμό που τον θωρώ κλεισμένο!
στα υπόγεια τούτα ολημερίς.
(Βηματίζει σύννους, εμπλέκων τα δάκτυλα εις την κόμην του.
Είτα κατ' ιδίαν).
Τι θέλω; τι προσμένω; το φως τον κρυφοκυνηγά !… Σώπα! σ' αποστομώνω κραυγή του πόθου της ζωής!…
(Προς τον Γρύλλον και Πρόχορον)
Αφήσατέ με μόνο,
κι' όταν ο γυιός μου ο Ανήλιαγος γυρίση, νάρθης, Γρύλλε
μαζί του· και συ, Πρόχορε, φρουρά στη θύρα στείλε
και κλείσε και μαντάλωσε.
(Ο Γρύλλος και ο Πρόχορος εξέρχονται)
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (μόνος)
Καιρός να φανερώσω
το μυστικό της Μοίρας του, της άγριας Μοίρας· όσο
περνά ο καιρός ο αγύριστος, όλες η ώρες, όχι,
όλες, αχ! όλες η στιγμές της πλέκουνε το βρόχι
που θα του ρίξη όπου τον βρη με τ' άπονό της χέρι,
Καιρός να μάθη ο Ανήλιαγος. Πρέπει κανείς να ξέρη
που μένει ο εχθρός του κι' από πού τεντώνει το δοξάρι,
να στήση την ασπίδα του βέλος να μη τον πάρη.
(Κάθηται βαρύς. Κάτωθεν της σκηνής ακούεται απειλητική
η φωνή της Μοίρας).
(κάτωθεν, απαγγέλλουσα βραδέως)
Όποιος τ' ακούση κι' άστοχος το πη, το φανερώση, να μαρμαρώση!
(Ο Τρίκαρδος εγείρεται αποτόμως. Στρέφει την κεφαλήν δεξιά, αριστερά, προς την στέγην προς το δάπεδον και σιωπά προς στιγμήν).
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Τ' είν' η ζωή; Κληρονομιά που απ' το γονειό του παίρνει
κάθε παιδί, και την κρατεί κι' απάνω του την σέρνει
για να την δώση με καιρό κ' εκείνο στο παιδί του.
ΜΟΙΡΑ (κάτωθεν, βραδέως)
Το δέντρο για τη ρίζα του φροντίζει. Αν το κλαδί του
το σπάση δυνατός Βορριάς, το κάψη αστροπελέκι,
η ρίζα του νάνε καλά, το δέντρο ολόρθο στέκει.
(Ο Τρίκαρδος ταράσσεται και σιωπά προς στιγμήν)
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Γλυκειά η ζωή, μα είνε ζωή για τον πατέρα, εκείνη
που βγάζει από τα σπλάχνα του και στο παιδί του δίνει.
Αυτή είνε η πειο γλυκειά ζωή. Φωνή του &εγώ&, κοιμήσου,
ξύπνα, φωνή των σπλάχνων μου… Παιδί μου, τη ζωή σου
του ήλιου το φως την κυνηγά, κι' όσες χρυσές του αχτίδες
τόσες σαΐτες δολερές. Αμέτρητες παγίδες
σού στήν' η Μοίρα όπου κι' αν πας. Στάσου, μην τρέχης, στάσου!
στρέψε τα μάτια πίσω σου, στη νύχτα· είνε μπροστά σου
η ημέρα, μα σε καρτερεί μ' αλάθευτες σαΐτες.
Του ήλιου η ματιές είν' όχεντρες για σένα κ' είν' αστρίταις.
Κι' όμως πόσοι καλότυχοι ζουν απ' το φως του, πόσοι!
ΜΟΙΡΑ (κάτωθεν, βραδέως)
Όποιος τ' ακούση κι' άστοχος το πη, να μαρμαρώση!
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Φρίκη ! Κι αν μέσ' στο μάρμαρο μέν' η ψυχή μου ακόμα
και να λαλήση θέλοντας βρίσκη φραγμένο στόμα;
Φρίκη! Κι' αν μέσ' στο μάρμαρον η αγάπη μένη ακέρια
και ν' αγκαλιάση θέλοντας, ακίνητα τα χέρια
βρίσκη; κι' ακούοντας τη φωνή του γυιού μου, δεν τον βλέπη
κι' ανώφελα τον λαχταρά; Παιδί μου!… Κι' όμως πρέπει
να σου στυλώσω τη ζωή. Ζωή μου είν' η δική σου
κι' αγάπη μου η αγάπη σου.
(Αποφασιστικώς, ατενίζων το δάπεδον)
Μοίρα σκληρή, εκδικήσου!
(Ρίπτεται αδρανής επί του εδωλίου)
(Εισέρχονται ο Ανήλιαγος και ο Γρύλλος)
(σπεύδων και γονυπετών προ του πατρός του)
Συλλογισμένο σε θωρώ.
(εναγκαλιζόμενος τον υιόν του)
Παιδί μου αγαπημένο, τον ερχομό σου καρτερώ, τα λόγια σου προσμένω να διώξω κάθε συλλογή πέρ' απ' το νου μου, πέρα· να σ' αγκαλιάσω…
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Είσαι χλωμός, πολύ χλωμός, πατέρα·
φαίνεσαι σαν ανήμπορος.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Ήμουν πριν έρθης.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Τι είχες;
Τα μάτια σου είνε κόκκινα και των μαλλιών σου η τρίχες
ανάστατες.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Μη σκιάζεσαι και μη φοβάσαι. Οι γέροι
συχνά αρρωσταίνουν· μια αλλαγή της ώρας, έν' αγέρι
πειο δροσερό, ένα τίποτα… Μη σε φοβίζουν όμως
η αρρώστιες η γεροντικές· είνε της φύσεως νόμος
να φεύγουν όπως έρχονται — αρρώστιες διαβατάρες
Αν ήξερες με τι καϋμούς, με τι σκληρές λαχτάρες
τον ερχομό σου επρόσμενα!
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Σ' ευχαριστώ, πατέρα.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Αυτή είνε η μόνη αρρώστια μου. Με ξεγελά όλ' ημέρα
κι' ολονυχτίς με τυραννεί με την αγρύπνια. Τρόμοι
κι' ανήσυχοι καρδιόχτυποι.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Δεν έχεις δίκηο. Οι δρόμοι
τη νύκτα είν' όλοι ερημικοί κ' ήσυχοι, το σπαθί μου
πρόθυμο, και το χέρι μου γερό, κ' οι ακόλουθοί μου
πιστοί, σιδεροπάλαμοι, γενναίοι, κι' ας είνε λίγοι.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Απόψε πώς επέρασες; πώς πήγε το κυνήγι;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (εγειρόμενος)
Ήταν η νύχτα ζηλευτή κ' είχε περίσσια χάρι,
κι' όταν, προς τα μεσάνυχτα, κρύφτηκε το φεγγάρι
κι' άνοιξε τα ματάκια της τα διαμαντένια αστέρια
κι' ο γαλαξίας απλώθηκε, κοπάδι περιστέρια,
και την εσφικταγκάλιασε κ' έγυρ' εκείνη αγάλια
και στα γλυκοψιθύριστα του αγέρα παρακάλια
λιγώθηκε, πλανέθηκε — μέσ' στη γληκειά της πλάνη,
μέσ' στ' απαλό της λίγωμα τόσ' ώμορφη μου εφάνη
που το δοξάρι επέταξα μαζί με τη φαρέτρα
κι' απάωρος την εθαύμαζα. Μόνο καρδιά από πέτρα
τα φυλλοκάρδια της κλειστά θε να βαστούσε αγνάντια
στ' αμέτρητα ματάκια της τ' ακτινωτά διαμάντια
που τα διπλοκαθρέφτιζε τρεχούμενο νεράκι.
Και τα βουνά τα ολόγυρα, ξαγρυπνισμένοι δράκοι,
και το λαγκάδι ανάμεσα με τα γυρτά κλωνάρια
κ' η λίμνη με τ' ατάραχα νερά της τα καθάρια
και κάποια ανάσα ανάλαφρη, γλυκειά και μοσχοβόλα,
όλα την εσυντρόφευαν και της ταιριάζαν όλα.
Ω! πόσο ωραία μου φάνηκεν η νύχτα απόψε!
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Αλήθεια,
έχει κρυμμένες ωμορφιές· κι' οπούχει τη συνήθεια
να ξαγρυπνά, καθώς εσύ, ν' ανερευνά, να ψάχνη,
θε ναύρη μέσ' στη σκοτεινιά, στου φεγγαριού την άχνη,
στων άστρων το αντιφέγγισμα κάθε ωμορφιά κρυφή της.
Ο! πειο ώμορφη χίλιες φορές απ' την ξανθή αδελφή της
που λέμε ημέρα.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Κι' όμως, αχ! πω τα θυμούμαι ακόμα
τα λόγια, που έν' αθώρητο και μαγεμμένο στόμα,
ίσως το στόμα του αηδονιού μέσ' στα πυκνά τα φύλλα,
ίσως… δεν ξέρω, μα έννοιωσα μια τέτοια ανατριχίλα
σαν σε λουτρό απ' ανθόνερο, τέτοια, που ακόμα νοιώθω
μια επιθυμιά ανιστόρητη κι' ακράτητο ένα πόθο
ν΄ ακούσω κι' άλλη μια φορά τα λόγια εκείνα πάλι.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (εγειρόμενος)
Τι λόγια;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Εκεί που εθαύμαζα τ' αχνοπλασμένα κάλλη
της νύχτας, ξάφνω μια φωνή, μια μουσική, ένας ήχος
—δεν ξέρω πώς να σου το πω—κάποιο τραγούδι, δίχως
ρίμες και λόγια, απλώθηκε σαν ευωδιά από πέρα
κ' εγέμισε. πλημμύρισε, ξάφνιασε τον αγέρα·
κ' ήταν τραγούδι κ' ευωδιά μαζί, κ' ήτανε κάτι
—δεν ξέρω πώς να σου το πω—που φαίνεται στο μάτι
σαν ζωγραφιά, κ' εδιάβαζα τα λόγια μέσ' στο χρώμα
και μέσ' στο γλυκομίλημα της μουσικής, κι' ακόμα
στο χάιδεμα της ευωδιάς.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Τι λόγια; λέγε μου τα,
θέλω ν' ακούσω, Ανήλιαγε· λέγε.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Τα λόγια τούτα:
"Γλυκεία είν' η νύχτα· στα κρουστά τα πέπλα της κρυμμένη
ανήσυχη, ανυπόμονη τον ώμορφο προσμένει".
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Ποιόν ώμορφο;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
"Στο χέρι της κρατεί χρυσό λαγήνι
δροσιά γεμάτο, για να πιη" εκείνος που θα γίνη
δικός της μόνο μια στιγμή.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Ποιος;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
"Είν' ο έρωτάς των
στιγμή κι' ανάσα κι' αστραπή. Κρυφά προσμένοντάς τον
τον ώμορφο…
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (διακόπτων)
Ποιόν ώμορφο;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (συνεχίζων)
.. λιγώνονται τ' αστέρια
„τα μάτια της, και τρέμουνε· κι'απλώνει αυτή τα χέρια,
„τα χέρια τ' αχνοδάχτυλα, κ' ένα προς ένα ρίχνει
„ τα πέπλα εκείνα τα κρουστά, κι' αγάλια - αγάλια δείχνει
„ μισόγυμνες της χάρες της στου Αυγερινού τα μάτια·
„ ωσότου 'δη τον ώμορφο με τα γοργά του τ' άτια
„ καμαρωτό, περήφανο, βγαλμένο απ' το λουτρό του,
„ καθάριο σαν το μάλαμα.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (κατ' ιδίαν με ταραχήν)
Μιλεί για τον εχθρό του.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
„ Κ' έρχετ' εκείνος μ' ανοικτές, ολάνοικτες αγκάλες,
„ γεμάτες πόθο, φλογερές, ατέλειωτες, μεγάλες
„ όσο το πλάτος τ' ουρανού κι' όσο της γης το πλάτος.
„ Και τότε η νύχτα κράζοντας με μια λαχτάρα: &νάτος& !
„ γδύνετ' ολόγυμνη με μιας κι' ορμά στην αγκαλιά του,
„ και σβύνεται λιπόθυμη μέσ' στα γλυκά φιλιά του,
„ ωσότου εκείνος φεύγοντας θε να την συνεφέρη.
„ Ήλιο τον λένε„.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (με φρίκην)
Ανήλιαγε!…
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (με ανησυχίαν)
Πατέρα μου!
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Καρτέρει.
(Προς τον Γρύλλον)
Γρύλλε, το Θύρση κάλεσε κ' έλα μαζί του πάλι.
(Ο Γρύλλος εξέρχεται)
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (μετά τινα σιγήν)
Παιδί μου, ο θρόνος σου ψηλός κ' η δόξα σου μεγάλη.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Ο θρόνος σου κ' η δόξα σου, πατέρα.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Αγώνες, μάχες,
μόχθοι στο κύμα, στη στεριά και στων βουνών της ράχες
τόσα και τόσα εγίνηκαν του θρόνου σκαλοπάτια
και τον εσήκωσαν ψηλά, ψηλά. Λίγα παλάτια
τόσο ψηλά το θρόνο τους τον έχουνε στημένο.
Το θρόνο σου…
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (διακόπτων)
Το θρόνο σου, πατέρα.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (συνεχίζων)
… μάτι ξένο,
μάτι εχθρικό πριν τον ιδή και πριν τον αντικρύση,
στα βλέφαρά του θα κρυφτή, θα κλείση, θα δακρύση,
θα τυφλωθή. Το θρόνο σου…
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (διακόπτων)
Το θρόνο σου, πατέρα.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (συνεχίζων)
… κάστρα και φέουδα και χωριά τον προσκυνούν, ως πέρα
που σπάει το κύμα στου βουνού τα κουφωτά ποδάρια
Το θρόνο σου…
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (διακόπτων)
Το θρόνο σου.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (συνεχίζων)
… άφοβα παλληκάρια,
γενναίοι ιππότες τον φρουρούν με την καρδιά στο χέρι
και με το χέρι στο σπαθί.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Πατέρα μου!
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Καρτέρει.
(Προς τον Γρύλλον και προς τον Θύρσην, οι οποίοι την στιγμήν
αυτήν εισέρχονται διά της δεξιάς θύρας).
Απόψε ρήγας σας εγώ δεν είμαι πλέον· ο γυιός μου
ρήγας στο θρόνο θ' ανεβή.
(Ο Γρύλλος και ο Θύρσης οπισθοχωρούν κατάπληκτοι).
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (εντόνως)
Ποτέ! κι' όλου του κόσμου
τους θρόνους αν μου χάριζες!
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Ανήλιαγε, το στέμμα
το μέτωπό μου δεν βαστά να το σηκώνη.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Ψέμμα!
Συμπάθησέ μου, βασιλιά πατέρα μου, τη λέξι,
μα μέτωπο γερώτερο ποιο στέμμα θα διαλέξη;
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Όταν στην άκρη ενός γκρεμού στέκεται νειος και γέρος
κ' η άκρη είνε στενόχωρη κι' ούτ' έχει τόσο μέρος
για να χωρέσουνε κι' οι δυο, πρέπει ν' αφίση θέσι
στο νειο πρώτος ο γέροντας και στο γκρεμό να πέση
για να χωρή στην άκρη ο νειος.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Πατέρα, αν είνε ο θρόνος
άκρη γκρεμού, στην άκρη αυτή συ ν' απομείνης μόνος
κ' εγώ να πέσω στον γκρεμό.
(φιλεί τας χείρας του Τρίκαρδου)
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (ιδία) Σφίξου, καρδιά μου, δέσε τα μάτια μου να μη θωρώ.
(Προς τον Ανήλιαγον)
Έλα, παιδί μου, πέσε
στην αγκαλιά μου! είνε γκρεμός τόσο βαθύς, που ανθρώπου
μάτι δεν φθάνει στου βυθού της άγριες πέτρες, όπου
η αγάπη μου κι' ο πόνος μου παλαίβουνε του κάκου!
Αγκάλιασέ με, Ανήλιαγε.
(Εναγκαλίζεται τον υιόν του. Είτα, αποσπώμενος).
Πρόσεξε τώρα κι' άκου μιαν ιστορία παράξενη, που ούτ' άκουσες μα κι' ούτε κανένας άκουσε ποτέ, ποτέ ως τα τώρα.
(Προς τον Γρύλλον και προς τον Θύρσην)
Ακούτε και σεις.
(Τον πλησιάζουν όλοι)
Όταν γεννήθηκες, Ανήλιαγε, την τρίτη βραδειά, που η Μοίρες, τρεις μαζί, πάνε σε κάθε σπίτι το βρέφος να μοιράνουνε, να πουν τα ριζικά του, στόλισα το παλάτι μου από τη θύρα κάτου με σκορπιστά δαφνόφυλα και μ' άνθη και με γλάστρες, γιατ' είν' η Μοίρες πονηρές κ' είνε περιγελάστρες κι' ανερευνούν και ψάχνουνε παντού, να βρουν ψεγάδι.
(Σιωπά αποτόμως με κάποιαν ταραχήν)
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Τι έχεις, πατέρα;
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Τίποτα.
(Μετά τινα σιγήν)
Το τρίτο εκείνο βράδυ στην κάμαρά σου ετοίμασα τραπέζι κ' έστρωσά το με στόφες μεταξόφαντες, κ' έβαλα σ' ένα πιάτο χίλιων ειδών ζαχαρωτά, και σ' αργυρή λεκάνη ροδόμελι, τα χείλη των εκείνο να γλυκάνη για να τα πουν γλυκά - γλυκά τα ριζικά σου
(Σιωπά και πάλιν και ατενίζει έντρομος προς το δάπεδον, ως ν' ακούη την φωνήν της Μοίρας).
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Τι είνε;
τι βλέπεις έτσι;
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Τίποτα… Μείνε κοντά μου, μείνε ν' ακούσης όλα που θα 'πω.
(Μετά μικράν σιγήν)
Χρυσάργυρο καντήλι
με χίλιες διαμαντόπετρες στη γέννα σου είχε στείλει
για δώρο τότε ο πάππος σου. Στον κόσμον όμοιο κ' ίσο
καντήλι δεν θε να βρεθή· κ' εγώ, για να τιμήσω
της Μοίρες, τ' άναψα ψηλά, κ' επήγα να προσμένω
μονάχος στο παράθυρο το κουφωτά κλεισμένο
για να της 'δω που θάρχωνται. Νύχτα γλυκειά τ' Απρίλη·
έξω φεγγάρι ολόφωτο και μέσα το καντήλι
και στην καρδιά μου πειο χρυσή, πειο λαμπερή η ελπίδα.
Αχ!…
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Αναστέναξες; γιατί;
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Της πρόσμενα· της είδα
που πρόβαλαν καμαρωτές πέρ' απ' τον πέρα φράχτη
και σιγαλοπερπάτητες. Η μια κρατούσε αδράχτι,
ρόκα κρατούσε η δεύτερη κ' ένα ψαλίδι η τρίτη.
Η φορεσιά των κάτασπρη, γαλάζιο ένα σειρήτι
την στόλιζεν ολόγυρα. Έτρεξα στο κρεββάτι
κ' έκανα πως κοιμήθηκα. Την ίδιαν ώρα, κάτι
σαν πεταλούδα εδιάβηκε, κ' επίμονη επετούσε
γύρω στο φως του καντηλιού τρελλά, σαν να ζητούσε
ή να το σβύση ή να καή. Και τώσβυσεν. Ανοίγει
διάπλατ' η θύρα…
(Διακόπτεται τρέμων)
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Τι έπαθες; πες μου, πατέρα.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Ρίγη
με συνεπαίρνουν.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Πήγαινε, πατέρα, να ησυχάσης.
ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
Όχι· κοντεύει η ώρα μου. Πρόσεχε να μη χάσης
ούτε μια λέξι. Στο βαθύ σκοτάδι, ανοίγ' η θύρα
κι' ακούω κρυφομιλήματα, και μπαίνει πρώτη η Μοίρα
με το ψαλίδι. Τι έτυχεν εμπρός της; Πάει, σκοντάφτει,
πέφτει, σηκώνεται, βογγά, κ' η όψι της αστράφτει
απ' το θυμό της… φοβερή και τρομερή ! Τινάζει
τον κόρφο της και στρέφεται στης άλλες και φωνάζει:
"Σταθήτ' εκεί! Στα σκοτεινά μ' εδέχτηκαν; σκοτάδια
νάν' η ζωή του, ανήλιαγη και στερημένη, κι' άδεια,
άδεια απ' του ήλιου της χαρές. Ο ήλιος νάν' εχθρός του·
μόλις ο ήλιος τόνε δη, νεκρός να πέση εμπρός του!
Κι' όποιος τ' ακούση κι' άστοχος το πη, να μαρμαρώση! „
Ανήλιαγε !…
(Τείνει τους βραχίονας αδρανείς, ξηρούς, ακάμπτους ως μάρμα-
ρον και κλίνει να καταπέση σύγκορμος και μονοκόμματος).
(Προσπαθών να τον κρατήση).
Πατέρα μου!
(Κάμπτεται υπό το βάρος του καταπίπτοντος πατρός του.
Είτα ψαύων μετά λυγμών τας χείρας του Τρίκαρδου)
Μάρμαρο !…
(ψαύων τας παρειάς του Τρίκαρδου)
Πέτρα!…
ΜΟΙΡΑ (κάτωθεν απειλητικώς και βραδέως)
Κι όσοι
τ' άκουσαν κ' έτσι αστόχαστοι το 'πουν, το φανερώσουν,
να μαρμαρώσουν !..
(Ο Γρύλλος και ο Θύρσης ακούουν μετά τρόμου
την φωνήν της Μοίρας, εν ώ πίπτει η Αυλαία).
(Εις τον πύργον της Κυρά - Ρήνης. Αίθουσα πολυτελής μεσαιωνικού ρυθμού. Εις το βάθος ανάκλιντρον και επ' αυτού διάφοροι πολύτιμοι γυναικείαι ενδυμασίαι. Παρά το ανάκλιντρον κομωτήριον και επ' αυτού ανηρ- τημένον βενετικόν κάτοπτρον. Αριστερά της σκηνής και πλησίον τον προσκηνίου μικρά τράπεζα και επ' αυτής τρίφωτος λυχνία αναμμένη. Εις το βάθος θύρα, δεξιά θύρα, αριστερά, παράθυρον. Εσπέρα).
(Η κυρά - Ρήνη κάθηται νωχελώς επί εδωλίου εις το μέσον της σκη - νής. Εις το πλευρόν της ορθία η Μαργαρώνα. Δεξιά και αριστερά εις απόστασιν μέχρι σχεδόν των παρασκηνίων ανά τρεις βάγιες).
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προς μίαν από της βάγιες) Εσ' είσαι αλαφροδάχτυλη· βάλε χρυσή μπροστέλλα, ανασκουμπώσου ισάγκωνα, πάρε το χτένι, κ' έλα να την χτενίσης.
(εν ώ η βάγια εκτελεί την εντολήν)
Πρόσεχε τριχούλα να μην πέση γιατί μετριώνται με φλωριά.
(Προς τας λοιπάς)
Ελάτε πειο στη μέση.
(Εκείναι πλησιάζουν κατά τι)
ΒΑΓΙΑ (ξεπλέκουσα την κόμην της κυρά - Ρήνης και άδουσα)
Ξεπλέκω τα χρυσά μαλλιά κ' ήλιος τη νύχτα βγαίνει κ' η λαμπερή των αντηλιά το φως τον λύχνου σβένει. Σωπαίνει τ' αηδονιού η λαλιά στο λόγγο γελασμένη.
(Κτενίζουσα την κόμην της κυρά - Ρήνης)
Χτενίζει τα χρυσά μαλλιά το λεφαντένιο χτένι, διπλή, τετράδιπλη θηλειά με χάρι σφιχτοδένει στη μεταξένια τραχηλιά την αχνοκεντημένη.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προς την κυρά - Ρήνην)
Ποιο κοντογούνι επιθυμείς απόψε να φορέσης;
ΡΗΝΗ
Με ποιο θ' αρέσω πειότερο;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Ρωτάς με ποιο θ' αρέσης;
Όποιο κι' αν βάλης, ώμορφη θε νάσαι.
ΡΗΝΗ
Τότε ας βάλω
το πράσινο με τ' αργυρά τα ξόμπλια.
(εν ώ η βάγια πηγαίνει να το φέρη)
Όχι· τ' άλλο,
το κόκκινο με της χρυσές της πούλιες σαν αστέρια
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Τ' άκουσες, βάγια; Φέρε το, και προσοχή στα χέρια.
(Η βάγια εκτελεί την εντολήν και πλησιάζει)
(ενδύουσα την κυρά - Ρήνην και άδουσα)
Κοντογουνάκι κόκκινο που σε στολίζουν άστρα, αγκάλιασε του κόρφου της τη μαρμαρένια γλάστρα, εκεί που πλημμυρίζουνε κρινάκια ευωδιασμένα και δυο μισοκλεισμένα τριανταφυλλάκια ανθούν.
(προς την βάγιαν, δίδουσα κλειδίον)
Πάρε τ' ολόχρυσο κλειδί κι' άνοιξε τα συρτάρια και φέρε τα διαμαντικά και τα μαργαριτάρια.
(προς την κυρά - Ρήνην, εν ώ η βάγια συλλέγει τα κοσμήματα)
Ποια ρήγισσα και ποια κυρά τόσα στολίδια θάχη;
ΡΗΝΗ
Κι' αν μούλειπαν;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Δεν θάχανες· στολίδι είσαι μονάχη.
ΒΑΓΙΑ (στολίζουσα την κυρά - Ρήνην) Χρυσά, διαμαντοκόλλητα βραχιόλια, δαχτυλίδια, σεις του χεριού του αφρόπλαστου πολύτιμα στολίδια, μην πολυκαμαρώνετε· τα μύρια σας διαμάντια στα μάτια της αγνάντια με μιας θα θαμπωθούν.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προς την βάγιαν) Τη χτένισες, την έντυσες, τη στόλισες με τάξι· φέρε και τον καθρέφτη της το τ' είνε να κυττάξη.
(κρατούσα τον καθρέπτην προ της κυρά - Ρήνης)
Καθρέφτη μου, όταν σ' έφερναν από τη Βενετία, ποιος σ' τώλεγε, καθρέφτη, ξελογιαστή και κλέφτη, πως στο γιαλί σου τ' άψυχο τέτοια γλυκειά ματιά λαχταριστή θα πέφτη ;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (στης βάγιες)
Σύρετε τώρα στο καλό.
(Η βάγιες υποκλινόμεναι εξέρχονται)
(εγειρομένη και λαμβάνουσα τον καθρέπτην)
Για 'δες με, Μαργαρώνα !
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Σένα, κυρά μου, σούπρεπε βασίλισσας κορώνα,
να πέφτουν να σε προσκυνούν όλοι, και νειοι και γέροι.
ΡΗΝΗ
Βασίλισσ' αν δεν είμ' εγώ, του βασιλιά είμαι ταίρι
και σκλάβος μου είν' ο βασιλιάς κ' εγώ του σκλάβου η σκλάβα.
Μηδέ λογιάζω τη ζωή και της ζωής το διάβα
μηδέ ψηφώ την άπιαστη κακογλωσσιά του κόσμου.
Τι έχω να χάσω; Την καρδιά, τα κάλλη μου, το βιος μου
στο ρήγα τον Ανήλιαγο, σ' αυτόν τάχω δομένα,
κι' αυτός τα καλοδέχτηκε κ' έδωκε αυτός σε μένα
και την καρδιά του ολόκληρη και τη ζωή του ακέρια.
Στα χέρια του είνε ό,τι έχω εγώ και στα δικά μου χέρια
ό,τι έχει εκείνος· τίποτα δεν μας χωρίζει.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Η ημέρα.
Πριν φέξη, φεύγει μακρυά, γοργός σαν τον αγέρα,
γοργότερος κι' απ' τ' άτι του, και συ απομένεις μόνη,
Η ημέρα σας χωρίζει.
ΡΗΝΗ
Ε! η νύχτα μας ενώνει.
Μήνες και μήνες πέρασαν κι' ούτε μια νύχτα ως τόσο
δεν έλειψε, δεν έπαψε ζητώντας να του δώσω
τ' ό,τι κ' εκείνος μούδωκεν: αγάπη, αγάπη αιώνια.
Μήνες και μήνες πέρασαν και θα περάσουν χρόνια
κι' ο κάθε γύρος του καιρού θε νάνε κι' άλλος γύρος
της αλυσίδας πούδεσε της δυο καρδιές μας. Κλήρος
της μοίρας μου η αγάπη του.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (μετά τινος δισταγμού)
Μακάρι!
ΡΗΝΗ (συνοφρυωθείσα)
Τι μ α κ ά ρ ι;
Εδώ μ α κ ά ρ ι δεν χωρεί.
(ατενίζουσα εταστικώς την Μαργαρώναν)
Η όψι σου έχει πάρει της δυσπιστίας τη ζωγραφιά και τη θωριά του τρόμου. Τ' ήτανε το μακάρι αυτό; Δεν τον θαρρείς δικό μου όσο δική του είμαι κ' εγώ;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Η ημέρα σας χωρίζει.
ΡΗΝΗ
Κ' η νύχτα μας ενώνει.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (με δισταγμόν)
Ναι.
ΡΗΝΗ (εντόνως)
Τι ναι; μη δεν γυρίζει
με τόση αχόρταγη χαρά, το βράδυ, μ' όση λύπη
φεύγει από μένα την αυγή;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (δειλώς)
Της ώρες του που λείπει;
ΡΗΝΗ
Είνε κοντά μου με το νου. Ο λογισμός του ο μόνος
κι' ο μόνος πόθος του είμ' εγώ. Μήτ' ο χρυσός του θρόνος
μήτ' η κορώνα που φορεί…
(διακοπτομένη αποτόμως)
Δεν το πιστεύεις τάχα;
δεν το πιστεύεις; λέγε μου.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Δεν είπα . . . λέω μονάχα
πως φεύγει πριν καν να φανή της χαραυγής το αστέρι.
ΡΗΝΗ
Πηγαίνει στο παλάτι του.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Το λέει αυτός· ποιος ξέρει . . .
ΡΗΝΗ (ορμητικώς)
Αν λέη αλήθεια, θες να πης;
(η Μαργαρώνα σιωπά)
Σωπαίνεις; ξέρεις κάτι και μου το κρύβεις; λέγε το. Πηγαίνει στο παλάτι, ναι, στο παλάτι του, κ' εκεί δεν έχει πεια άλλο πόθο παρά την ώρα καρτερεί που θάρθη εδώ. Το νοιώθω, το βλέπω μέσ' τα μάτια του
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Κάποτ' οι άνδρες…
ΡΗΝΗ (με οργήν)
Σώπα,
δεν λες αλήθεια. Ούτε στιγμή δεν με ξεχνά, σου τώπα,
ούτε στιγμή !
(σιωπά και βηματίζει σύννους).
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (κατ' ιδίαν)
Μα δεν τολμώ … Εγώ να την λυπήσω;
ΡΗΝΗ (σταματώσα αποτόμως)
Κάποτ' οι άνδρες ; τ' ήθελες να πης, λέγε το πίσω·
κάποτ' οι άνδρες;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Λησμονούν.
ΡΗΝΗ (ορμητικώς) Ψέμματα!… Τι με μέλει κι' αν όλ' οι άνδρες λησμονούν ; Εκείνος μήτε θέλει μήτε μπορεί να λησμονή.
(αρπάζουσα βιαίως τας χείρας της Μαργαρώνας)
Μπορεί να λησμονήση τη Ρήνη του; και που, ναι, που θαύρη μιαν άλλην ίση κι' όμοια μου;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Πουθενά.
ΡΗΝΗ
Λοιπόν;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Οι άνδρες…
ΡΗΝΗ
Οι άνδρες πάλι;
Τι πάλι οι άνδρες;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Αγαπούν αλλάζουν· θέλουν κι' άλλη·
μια μόνη αγάπη δεν αρκεί τη δίψα των να σβύνη,
γιατ' είνε δίψ' αχόρταγη.
ΡΗΝΗ
Ναι· μ' αν η μόνη εκείνη
κάνει για δέκα κ' εκατό;
(αρπάζουσα τον καθρέπτην και κατοπτριζομένη)
Αν είνε τέτοια;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (κατ' ιδίαν)
Η μαύρη
πώς να το πω ;
ΡΗΝΗ
Ε; και θαρρείς τόση ωμορφιά πως θαύρη
σε δέκα κ' εκατό μαζί; Κι' αγάπη; Αγάπη τόση,
χίλιες καρδιές κι' αν ενωθούν σε μια, θε να του δώση
ποτέ η καρδιά η χιλιόκαρδη όσ' η καρδιά μου εμένα,
τόσην αγάπη ; Ποια φωτιά σε δάση πυκνωμένα
καίγεται σαν τη φλόγα μου;
(Η Μαργαρώνα σιωπά)
Σωπαίνεις, Μαργαρώνα
(την πλησιάζει)
Παράξενα μου φαίνονται τα δυο σου μάτια. Τώνα βουρκώνει, σαν να ξεχειλά μια κάποια λύπη· τ' άλλο κρύβει τη λύπη ξάστερο. Δεν ξέρω τι να βάλω στο νου.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (κύπτουσα την κεφαλήν)
Κυρά μου!….
ΡΗΝΗ
Λέγε, τι, τι ξέρεις και μου κρύβεις;
Φοβήθηκες να μην το 'δω στην όψι σου και σκύβεις
το πρόσωπό σου; δεν μιλείς ;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Κυρά, συμπάθησέ με,
μη με παιδεύης!
ΡΗΝΗ (ανεγείρουσα το πρόσωπον της
Μαργαρώνας)
Κύττα με στα μάτια, κι' άφισέ με
μέσα στα δυο τα μάτια σου το νου σου ν' αναγνώσω.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Αφού έχεις τόση επιμονή κι' αφού το θέλεις τόσο…
ΡΗΝΗ
Ναι, ναι, το θέλω.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Μα γιατί για μια μου σκέψι μόνο
θυμώνεις κι' αφαρπάζεσαι, κυρά μου ;
ΡΗΝΗ
Δεν θυμώνω,
θέλω να ξέρω μοναχά· δεν θέλω άλλος να ξέρη
εκείνο που δεν ξέρω εγώ· τ' ακούς ; δος μου το χέρι
και κύττα με κατάμματα.
(την αρπάζει από της χειρός)
Δεν μου μιλείς ακόμα ;
(Μετά μικράν σιγήν, μεταβάλλουσα ύφος, θωπευτικώς)
Πιστή μου βάγια, αν μ' αγαπάς, άνοιξε πεια το στόμα·
θέλω να ξέρω, λέγε μου.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Κυρά μου…
ΡΗΝΗ
Ναι, χρυσή μου,
καλή μου βάγια, λέγε μου. Μου 'πήρες τη μισή μου
ζωή μ' αυτά τ' απάντεχα, μ' αυτά τα μασημένα
και τα μισά τα λόγια σου. Δεν είσαι πεια για μένα
πιστή κ' εμπιστεμένη μου ; τον εδικό μου πόνο
δικό σου δεν τον έχεις πεια;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Μια σκέψι μου είπα μόνο.
ΡΗΝΗ (εντόνως, με οργήν) Μια σκέψι σου; τόσον καιρό ποτέ σου τέτοια σκέψι δεν εξεστόμισες, ποτέ! Ποιος τώρα θα πιστέψη πως είνε σκέψι μοναχά και πως δεν είνε κάτι που μου το κρύβεις άπονα; Ναι, βρήκες μονοπάτι τη λέξι αυτή, γυρεύοντας να φύγης απ' το δρόμο, το δρόμο της αλήθειας.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προσπαθούσα ν' αποσπασθή)
Μα …
ΡΗΝΗ
Το νοιώθω κι' απ' τον τρόμο
της κομπιασμένης σου φωνής. Γιατί το χέρι σέρνεις
μέσ' απ' το χέρι μου; Ζητάς να φύγης ή με παίρνεις
γι άπραγη και γι ανήξερη ; Μη θάρρεψες πως είχα
καιρό για σκέψεις άστοχες; Μια σκέψι σου; μια τρίχα
ζήλειας, τριχιά τετράδιπλη, σφιχτή θηλειά μου δένει
τριγύρω στο λαιμό.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (αποσπασθείσα)
Μα εγώ…
ΡΗΝΗ
Μα εσύ;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Μα εγώ η καϋμένη
πούχω για μόνη μου χαρά στον κόσμο τη χαρά σου,
πώς θες να σε λυπήσω;
ΡΗΝΗ
Τι; δεν είμ' εγώ η κυρά σου;
Σου το προστάζω, λέγε μου.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Λόγια του κόσμου.
ΡΗΝΗ
Πάλι
να μου ξεφύγης προσπαθείς.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (τρέμουσα)
Λένε πως έχει κι' άλλη
και την ημέρα πάει σ' αυτήν.
ΡΗΝΗ (ανατιναχθείσα και ρίψασα με
οργήν τον καθρέπτην)
Ψέμματα!
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Ναι, του κόσμου
λόγια.
ΡΗΝΗ
Και συ τα πίστεψες!
(Εκρίγνυται εις γέλωτα, όστις βαθμηδόν μεταπίπτει εις λυγμούς)
Δεν είνε πεια δικός μου ;
μόνο δικός μου ;
(Ορμώσα αρπάζει την Μαργαρώναν από της
χειρός και της επιβάλλει να γονατίση).
Σκύψ' εκεί, γονάτισε μπροστά μου
και λέγε μου, πώς τώμαθες, ποιος σ' τώπε!
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προσπαθούσα να εγερθή).
Φθάνει.
ΡΗΝΗ
Χάμου!
Ποιος σ' τώπε; λέγε.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (φοβισμένη)
Μια γρηά πούρθε από ξένα μέρη
τώπε στον άντρα μου.
ΡΗΝΗ
Και συ με μιας, και χέρι - χέρι
το πίστεψες.
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Όχι, κυρά.
ΡΗΝΗ
Κι αυτή η γρηά πού μένει;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Δεν είχε πού να κοιμηθή, φαινώταν πεινασμένη
κι' ο άντρας μου την έφερε. Της δώσαμ' ένα πιάτο
φαεί, και την εβάλαμε να κοιμηθή.
ΡΗΝΗ
Πού;
ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
Κάτω,
στο σταύλο.
ΡΗΝΗ
Σύρε φέρε την αμέσως, όπως είνε,
με τα κουρέλια της· και συ στην κάμαρά σου μείνε.
Θα την ρωτήσω μόνη μου.
(Η Μαργαρώνα εξέρχεται)
ΡΗΝΗ (μόνη)
Κόσμε κακιέ, παλαίβεις
για λίγα ψίχουλα χαράς, κι' αν δεν τα βρίσκης, κλέβεις
με τη χλωμή τη ζήλεια σου την ευτυχία την ξένη,
χωρίς απ' την κλεψιά σου αυτή κέρδος να σ' απομένη.
(Βαίνει διά να καθήση, αλλά συναντά χάμω τον καθρέπτην).
Το δύστυχο! τον έσπασα.
(Τον ανεγείρει και κατοπτρίζεται).
Μια χαρακιά μονάχα
πώς μου χαλάει την ωμορφιά ! Μια χαρακιά είνε τάχα
μέσ' τον καθρέφτη της καρδιάς κι' ο φθόνος, κι' ασχημίζει
τα κάλλη μου στα μάτια αυτά του κόσμου, που νομίζει
πως από μένα πειο ώμορφη θε να βρεθή στην πλάσι
για ν΄ αγαπήση ο Ανήλιαγος; Ο κόσμος να χαλάση
τέτοια ωμορφιά δεν θα βρεθή !
(Κάθηται. Μετά τινα σιγήν).
Κάποτ' οι άνδρες . . . Όχι! δεν θέλω τον Ανήλιαγο, με τέτοιες χάρες πώχει, μ' όλους τους άνδρες του σωρού να μου τον κρίνουν ίσια! Όσο περίσσια η δόξα του, τόσο, τόσο περίσσια κ' η αγάπη του. Κι' αν λησμονούν οι άλλοι, τάχα πρέπει να λησμονή κι' ο Ανήλιαγος;
(Μετά τινα σιγήν)
Δεν ξέρω…κάποια σκέπη μούκρυψε ξάφνω μέσ' στο νου την ξάστερην αλήθεια πως μόνο εμέναν αγαπά.
(Σιωπή: σύννους. Εισέρχεται δειλώς η Μοίρα, μετημφιε- σμένη εις γραίαν, ως εις την πρώτην πράξιν).
Η κυρά - Ρήνη, εστραμμένη και σκεπτική, δεν βλέπει κατ' αρχάς την Μοίραν. Όταν, στραφείσα, την βλέπη, την παρατηρεί επί τινας στιγμάς σιωπώσα).
ΡΗΝΗ
Αυτά τα παραμύθια
πούπες στο Φλώρο—κόπιασε κοντά—ποιος τάπε εσένα;
πού τάκουσες; λέγε, από ποιόν;
ΜΟΙΡΑ
Εγώ; από κανένα.
ΡΗΝΗ
Από το νου σου τάβγαλες ;
ΜΟΙΡΑ
Όχι απ' το νου· απ' τη γνώσι.
Όσοι έχουν ζήσει, όπως εγώ, χρόνους ογδόντα, κι' όσοι
τάχουν περάσει της ζωής όλα τα μονοπάτια,
ξέρουν το τ' είδαν κι' άκουσαν. Τα γέρικα τα μάτια,
αν δεν καλοθωρούν στο φως, βλέπουν στα σκότη.
ΡΗΝΗ
Σκότη;
Σκότη ποια λες;
ΜΟΙΡΑ
Της πονηριές, που δεν της βλέπ' η νειότη.
ΡΗΝΗ
Και τ' είδανε τα μάτια σου, αυτές η νυχτερίδες
που βλέπουνε στα σκοτεινά;
ΜΟΙΡΑ
Αυτά που εσύ δεν είδες.
ΡΗΝΗ
Λέγε ν' ακούσω.
ΜΟΙΡΑ
Τι να 'πω; χειροπιαστά δεν τάχει
αυτά που βλέπει η γνώσι μας· λογιάζει τα μονάχη.
ΡΗΝΗ
Τι ελόγιασεν η γνώσι σου, γρηά ξεμωραμένη ;
Λέγε μιαν ώρ' αρχήτερα.
ΜΟΙΡΑ
Ολημερίς πού μένει
το ταίρι σου ο Ανήλιαγος;
ΡΗΝΗ (ανεγειρόμενη) Πού αλλού; μέσ' το παλάτι και κυβερνά τη χώρα του, είτε καβάλλα στ' άτι γυμνάζει στα πολεμικά και ένα νέο ιππότη, γιατ' έχει εχθρούς ολόγυρα.
ΜΟΙΡΑ (διακόπτουσα)
Κυρά μου, εσ' είσαι η πρώτη
που το πιστεύεις.
ΡΗΝΗ
Και θαρρείς…
ΜΟΙΡΑ (διακόπτουσα)
Όλος ο κόσμος ξέρει
πως ούτε στο παλάτι του τον βρίσκει, ούτε στα μέρη
πούν' ο στρατός του. Χάνεται. Τι γίνεται; πού τρέχει;
πού πάει; κανείς δεν τώμαθε· Άλλοι είπανε πως έχει
λαγούμια στο παλάτι του κι' απόκρυφα πηγαίνει
σε κάποια αγαπημένη του, κι' άλλοι είπαν πως κρυμμένη
την έχει μέσ' στα σκοτεινά του παλατιού του υπόγεια.
ΡΗΝΗ (με κάποιαν ταραχήν)
Και συ πού τάκουσες αυτά;
ΜΟΙΡΑ
Τα λέει ο κόσμος.
ΡΗΝΗ (με προσποιητήν αδιαφορίαν)
Λόγια,
λόγια του κόσμου.
ΜΟΙΡΑ
Λέω κ' εγώ λόγια του κόσμου.
(Η Ρήνη την ατενίζει προς στιγμήν σιωπώσα· έπειτα βη - ματίζει σύννους και σταματά παρά το παράθυρον, έχουσα εστραμμένα τα νώτα προς την Μοίραν).
ΜΟΙΡΑ (πλησιάζουσα μυστηριωδώς την κυρά - Ρήνην)
Αν όμως
δεν είνε λόγια;
ΡΗΝΗ (στραφείσα οργίλως)
Τι είπες;
ΜΟΙΡΑ
Αν ..
ΡΗΝΗ (διακόπτουσα)
Ποιος ωργισμένος δρόμος
σ' έφερ' εδώ στο κάστρο μου φαρμάκι να σταλάξης
μέσ' στης χαράς μου το κρασί; Ποιος σ' έβαλε ν' αλλάξης
τη λίμνη μου σε πέλαγο; Φύγε!
ΜΟΙΡΑ (δειλώς)
Κυρά …
ΡΗΝΗ
Γκρεμίσου
να μη σε βλέπω! Αν τ' άκαρδο, το γέρικο κορμί σου
δεν ήταν σάκκος κόκκαλα, που αγκόμαχη τον σέρνει
με κόπο η μαύρη σου ψυχή, τέτοια φουρτούνα φέρνει
μέσ' στο μυαλό μου η όψι σου, που ..
(Ορμά κατ' επάνω της, αλλά συγκρατείται)
ΜΟΙΡΑ
Ναι, κυρά μου, κτύπα,
κτύπα με τη βαρειόμοιρη! Μα εγώ, κυρά, δεν είπα ..
ΡΗΝΗ (διακόπτουσα)
Ναι, είπες αν.. τι αν; ε;
ΜΟΙΡΑ
Αν…σούλαχε ν' αγαπήσης
ένα που κι' άλλη ν' αγαπά;
ΡΗΝΗ
Και πώς θε να με πείσης;
Θέλω να ξέρω αληθινά! τ' ακούς;
ΜΟΙΡΑ
Αν ίσως άλλοι
στο 'πούν, και με το δίκηο σου δεν θα πιστέψης πάλι,
μονάχα ο ίδιος αν σ' το πη …
ΡΗΝΗ
Και πώς;
(Η Μοίρα σιωπά· βαίνει προς την μίαν θύραν, είτα προς
την άλλην ως να θέλη ν' αντιληφθή μη θα την ακούσουν,
έπειτα με ύφος μυστηριώδες πλησιάζει την κυρά - Ρήνην).
ΜΟΙΡΑ
Ξέρω έναν τρόπο
που δίχως ξεγελάσματα, δίχως κανένα κόπο
μπορώ ν' ανοίξω και το πειο σφιχτοκλεισμένο στόμα.
ΡΗΝΗ
Τι θες να πης;
ΜΟΙΡΑ
Τα μαγικά δεν τ' άκουσες;
ΡΗΝΗ
Ακόμα
τι θες να πης; δεν σ' έννοιωσα.
ΜΟΙΡΑ
Θε να σου δυναμώσω
με μια μου λέξι μαγική τη θέλησί σου τόσο
που θε να νοιώσης μια διπλή ψυχή μέσ' στο κορμί σου
κι' ο Ανήλιαγος θα κοιμηθή μόλις του πης: κ ο ι μ ή σ ο υ.
Θα κάνω μάγια μυστικά.
ΡΗΝΗ
Δεν νοιώθω· τι θα κάνω
Πες μου το πάλι.
ΜΟΙΡΑ
Τη στιγμή που σ' αγκαλιάζει, απάνω
στη φλόγα της αγάπης σας…
ΡΗΝΗ (διακόπτουσα)
Ε! τότε;
ΜΟΙΡΑ
Αγκάλιασέ τον
σφιχτά, που να λησμονηθή.
ΡΗΝΗ
Και τότε;
ΜΟΙΡΑ
Φίλησέ τον
στο στόμα μ' ένα ατέλειωτο μ' ένα βαθύ φιλί σου
και λέγε πάντα με το νου τη λέξι αυτή : κ ο ι μ ή σ ο υ!
Τα μάγια θα τα κάνω εγώ.
ΡΗΝΗ
Και τότε;
ΜΟΙΡΑ
Θε να γύρη
σε ύπνο γλυκό, γλυκύτατο, σε ονείρων πανηγύρι
και θε να βλέπη ό,τι ποθεί.
ΡΗΝΗ
Και τότε;
ΜΟΙΡΑ
Σκύψε αγάλι
κ' ερώτησέ τον να σου 'πη, προτού ξυπνήση, αν κι' άλλη
χώρια από σέναν αγαπά.
ΡΗΝΗ
Και;
ΜΟΙΡΑ
Τότε δίχως άλλο
θα σου το πη.
(ακούεται καλπασμός ίππων)
ΡΗΝΗ (ταραχθείσα).
Να· φθάσανε.
(ταχέως)
Ό,τι στο νου μου βάλω
να τον ρωτήσω;
ΜΟΙΡΑ
Θα 'σ' το 'πη, χωρίς να περιμένη
και παρακάλια.
(δεικνύουσα την θύραν του βάθους)
Φύγε πεια.
(Η Μοίρα φθάνει μέχρι της θύρας εκείνης, αλλά σταματά στραφείσα)
ΡΗΝΗ
Τι;
ΜΟΙΡΑ
Κάποιος ανεβαίνει.
ΡΗΝΗ (με ταραχήν)
Αυτός θε νάνε. Κρύψου εκεί.
(Την λαμβάνει από της χειρός, την σύρει βιαίως και την εξάγει διά της δεξιάς θύρας, την οποίαν σφαλά· έπειτα τακτοποιεί την κόμην της και έρχεται αναμέ - νουσα παρά την θύραν του βάθους).
(Εισέρχεται περιχαρής ο Ανήλιαγος και αρπάζει μετά παραφοράς αμφοτέρας τας χείρας της κυρά - Ρήνης, η οποία φαίνεται ταραγμένη. Ο Ανήλιαγος αλλάσσει αποτόμως ύφος· προσηλώνει τα μάτια του εις τα ιδικά της και σιωπά επί τινας στιγμάς).
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Του κάκου ο νους μου ψάχνει
να' βρη μέσα στα μάτια σου τους λογισμούς σου. Πάχνη
σκεπάζει απόψε θαμπερή τα λαμπερά σου αστέρια.
Γιατ' είνε κρύα σαν μάρμαρο τα τορνευτά σου χέρια ;
Γιατί το χαμογέλιο σου, στα χείλη πλανεμένο,
φαίνετ' απόψε σαν αχνό, σαν βιαστικό, σαν ξένο;
γιατί;
ΡΗΝΗ
Μήπως τα μάτια σου τώχουν αποξενώσει
και δεν το βλέπουν σήμερα μ' όσην αγάπη, μ' όση
λαχτάρα ως τώρα τώβλεπαν μόνη χαρά του κόσμου ;
Γλυκέ μου, μήπως σήμερα δεν είσαι πεια 'δικός μου;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Τόσο 'δικός σου, όσο το φως 'δικό του έχει το λύχνο.
Εγώ είμαι λύχνος άφωτος, εσύ το φως που δείχνω.
Ρήνη, γιατί η ανάσα σου κι' αυτή σαν κομπιασμένη
από βαθειά, πολύ βαθειά, τόσο βαθειά ανεβαίνει
που μοιάζει μ' αναστεναγμό;
ΡΗΝΗ
Η αγάπη μου την πνίγει
στην τρικυμία του πόθου μου· τόσο η ζωή είνε λίγη
για τέτοια αγάπη πούχω εγώ. Το ό,τ' είπα και το ό,τ' είπες
έλα να το ξεχάσωμε, γλυκειά μου ελπίδα· η λύπες
ταιριάζουνε στο χωρισμό· μα στην αντάμωσί μας
μόν' η χαρά είνε ταιριαστή· γιατ' η ζωή η μισή μας
—ώρες πικρές του χωρισμού, τρυγόνες δίχως ταίρι—
ζωή δεν είν' αληθινή, είνε ζωής καρτέρι,
ναι, της ζωής που καρτερώ κοντά σου.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Και για μένα
αυτή είν' η μόνη μου ζωή· την καρτερώ ολοένα.
ΡΗΝΗ
Δόσε μου το σπαθί σου.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (δίδων το ξίφος του)
Να' τη δύναμί μου αφίνω
στ' αδύνατα χεράκια σου.
ΡΗΝΗ
Και το μανδύα.
(Ο Ανήλιαγος δίδει τον μανδύαν. Η Ρήνη δεικνύει τον πίλον του)
Κ' εκείνο
τ' αχνοκαμάρωτο φτερό που ανάλαφρα ανεμίζει
και που σε δείχνει σαν αητό κι' άθελα μου θυμίζει
πως θα πετάξης σαν αητός να φύγης.
(Αποθέτουσα επί του ανακλίντρου το ξίφος, τον μανδύαν και τον πίλον)
Τώρα, μείνε
σκλάβος μέσα στο κάστρο μου, ξαρμάτωτος.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Αν είνε
σκλαβιά η χαρά, ποιος άμυαλος, στρέφοντας προς τη λύπη,
θε να ζητήση ελευθεριά;
ΡΗΝΗ
Εκείνος, που ώρες λείπει
μακρυά απ' αυτήν που λέει χαρά.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (πειραχθείς)
Που λέει;
ΡΗΝΗ
Που θέλει
να την νομίζει για χαρά.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Με τα χρυσά σου βέλη
μη με πληγώνης άδικα.
ΡΗΝΗ
Μηδέ φτερό της μυίγας
δεν θέλω να σ' αγγίξη. Ναι, το ξέρω ότι σαν ρήγας
μέσ' στο μυαλό σου έχεις πολλά…
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (διακόπτων)
Μέσ' στην καρδιά μου εσένα
Και του μυαλού μου τα πολλά για μένα είν' όλα ξένα·
έννοιες για πόθους που περνούν, αχάριστες φροντίδες.
Νάξερες, Ρήνη!… Είδες π ώ ς ζω κοντά σου, μα δεν είδες
πώς μακρυά από σένα ζω.
ΡΗΝΗ
Γιατί να μην το ξέρω
κι' αυτό το πώς;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Γιατί; γιατί δεν ήρθα να σου φέρω
τ' αγκάθια μου· τα ρόδα μου σου φέρνω. Εσύ στολίσου
μ' αυτά τα ρόδα της χαράς, την ταιριαστή στολή σου,
κι' άφισ' όλα τ' αγκάθια των για μένα.
ΡΗΝΗ
Μη χωρίζης
τα ρόδα από τ' αγκάθιά των, χρυσέ μου. Αν μου χαρίζης
μόνο χαρές, τι είν' η χαρές σ' όποιον δεν ξέρει λύπες;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Τι τυραννείς τι σκέψι σου! Μονάχη σου δεν είπες
πως όταν είμαστε μαζί μόν' η χαρά ταιριάζει;
Εκεί που η λύπη φαίνεται κάθε χαρά μεριάζει
για να της κάνη θέσι.
ΡΗΝΗ
Ναι. Συμπάθησε μια τρέλλα
της άμυαλης αγάπης μου, γλυκεία μου αγάπη, κ' έλα
να λησμονήσωμε κ' οι δυο…
(διακόπτεται)
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Τι;
ΡΗΝΗ
Μήτ' εγώ δεν ξέρω·
τους ίσκιους του ήλιου της χαράς και το ζηλιάρη γέρο
το χρόνο, που διαβαίνοντας τη σέρνει σαν κουρέλι
και τη ζωή μας πίσω του. Η αγάπη μας τι θέλει
για να μας δώση τη χαρά που λησμονεί το χρόνο ;
Ξέρεις τι θέλει η αγάπη μας ; Τίποτα· αυτό το θρόνο
που θα καθήσης βασιλιάς,
(τον φέρει να καθήση επί του εδωλίου)
και το σκαμνάκι εκείνο που θα καθήσω σκλάβα σου.
(Φέρει το σκαμνίον και κάθηται παρά τους πόδας του)
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Αν ήτανε να μείνω
έτσι κοντά σου ως τη στιγμή που των ματιών μου η κόρες
θα χάσουν της ζωής το φως, ας γίνουν χρόνια η ώρες,
τα χρόνια αιώνες ας γενούν - κι' ώρες και χρόνια κ' αιώνες
ας σμίξουνε κι' ας μαζευτούν κι' ας γίνουνε δυο μόνες
στιγμές: η πρώτη, που άνοιξα τα μάτια στην αλήθεια
της ωμορφιάς σου, κ' η στερνή, που ασάλευτη στα στήθια
θα παύση να κτυπά η καρδιά.
ΡΗΝΗ
Τέτοια κ' εγώ την νοιώθω
του κόσμου τούτου τη ζωή· μ' ένα μονάχα πόθο,
με μια μονάκριβη χαρά. Όλη της γης η σφαίρα,
όλα τα πέρατα της γης, ο κόσμος πέρα ως πέρα
στην αγκαλιά μας κλείνεται, κι' ό,τι απομένει απόξω
δεν είνε κόσμος.
(Ανοίγει τας αγκάλας της)
Άνοιξε και συ το ουράνιο τόξο, παρηγοριά στη συννεφιά του νου μου να προβάλη, έτσι όπως τ' άνοιξα κ' εγώ για ν' αγκαλιάσω πάλι τον ουρανό του πόθου μου με τον παράδεισό του. Αγκάλιασέ με, αγάπη μου,
(εναγκαλίζονται)
κι' ας μείνωμ' έτσι ωσότου η δυο καρδιές μας ανεβούν στα δυο μας χείλη απάνω και γίνουν μια μ' ένα φιλί.
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
Χάνω το νου μου, χάνω
το ε γ ώ που νοιώθω μέσα μου.
(Φιλούνται. Η κυρά - Ρήνη φαίνεται προσπαθούσα να παρα - τείνη το φίλημα, καταβάλλουσα αντιληπτήν δύναμιν θελή - σεως. Μετά τινας στιγμάς ο Ανήλιαγος κλίνει αδρανής την κεφαλήν και αποκοιμάται. Η κυρά - Ρήνη αποσύρει την κε - φαλήν της και τον ατενίζει).
ΡΗΝΗ
Κοιμήθηκε· κοιμάται
σαν το πουλί, κ' η όψι του γελάει σαν να θυμάται
της πειο μεγάλες του χαρές.
(Εγείρεται, ανορθούσα την κεφαλήν του)
Σαν το βαρύ μολύβι βαρύ είνε το κεφάλι του.
(Φέρει από του ανακλίντρου έν μικρόν προσκέφαλον, το το - ποθετεί επί του ερεισινώτου του εδωλίου και επ' αυτού την κεφαλήν του Ανήλιαγου).
Και τώρα; ό,τι κι αν κρύβη, ό,τι κι' αν έχη μέσα του, θα μου το 'πη.
(Τον πλησιάζει και κύπτει παρά το ους του, αλλά πάλιν αποσύρεται)
Μα αν όμως
άλλο όνομ' απ' τα χείλη του ξεφύγη ; Αν ίσως… Τρόμος
με συνεπαίρνει σύσσωμη !… Τι θε ν' ακούσω; εμένα
θα κράξη μέσ' στον ύπνο του, μέσα στα μαγεμένα
και γελαστά του ονείρατα, ή κάποιαν άλλη βλέπει
κι' αναγαλιάζ' η όψι του και λάμπει;
(Μετά τινα σιγήν, αποφασιστικώς)
Κι όμως πρέπει,
πρέπει να μάθω !
(Τον πλησιάζει και τον ατενίζει)
Τι ώμορφος!
(Κύπτει παρά το ους του)
Πες μου, γλυκέ μου, πάλι πως μόνο εμέναν αγαπάς.
(Μετά τινα σιγήν).
Σωπαίνεις; μήπως κι' άλλη μέσ' στην καρδιά σου εχώρεσε; δεν είμαι μόνη ;
(Ακούεται κυνηγετικόν κέρας. Η κυρά - Ρήνη εγείρεται έξαλλος)
Νάτη!…
Είν η φωνή της. Έρχεται λαχανιαστή, τρεχάτη
να μου τον πάρη η άπονη !
(Στρεφόμενη προς το μέρος που ηκούσθη το κέρας)
Το κάλεσμά σου εκείνο θα το σκορπίση ο άνεμος απόψε. Δεν τον δίνω, μη τον προσμένης άδικα!
(Ακούεται εκ δευτέρου το κέρας)
Κράξε όσο θέλεις! όχι, δεν σου τον δίνω· δεν ακούς; Η μοίρα σου δεν τώχει να γίνης όμοια κ' ίση μου, να μοιρασθής μ' εμένα την ευτυχία του πόθου του! Μην κράζης στα χαμένα, μη τον προσμένης άδικα!
(Τρέχει και τον εναγκαλίζεται)
Κάνεις δεν θα τον βγάλη μέσ' από την αγκάλη μου !
(Κύπτει παρά το ους του)
Αχ! πες μου· μήπως κι' άλλη μέσ' στην καρδιά σου εχώρεσε; δεν είμαι μόνη;
(Κρούεται παταγωδώς η κάτω θύρα του πύργου. Η κυρά - Ρήνη ταράσσεται· τρέχει προς την θύραν του βάθους, επιστρέφει, τρέ - χει προς το παράθυρον, επιστρέφει και πάλιν. Ο Ανήλιαγος αφυπνίζεται αποτόμως).
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (αλλόφρων)
Τ' είνε;
ΡΗΝΗ
Δεν ξέρω … τίποτα, γλυκειά μου αγάπη !
(Ο Ανήλιαγος ορμά προς την θύραν του βάθους)
ΡΗΝΗ (συγκρατούσα και σύρουσα αυτόν) Αχ! μείνε. μη φύγης ! όχι!
(Η κάτω θύρα κρούεται ισχυρότερον)
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (αλλόφρων, ωσεί κατεχόμενος ακόμη υπό του ύπνου)
Θάν' εχθροί, πούρχονται να πατήσουν το κάστρο σου, και σκλάβο τους εμένα να κρατήσουν και σένα για γυναίκα τους!…
(Τρέχει προς το παράθυρον, το οποίον ανοίγει με ορμήν.
Ακτίνες ηλίου εισδύουν από του παραθύρου. Ο Ανήλιαγος κλονίζεται και καλύπτει τους οφθαλμούς δι' αμφοτέρων των χειρών. Κατ' αρχάς οπισθοχωρεί ολίγα βήματα, αμέσως όμως, ως να ελκύεται υπό ισχυράς δυνάμεως, φέρεται και πάλιν προς το παράθυρον και τείνει τας χείρας προς τον ήλιον εν στάσει ικεσίας. Την στιγμήν αυτήν εισέρχεται διά της δεξιάς θύρας η Μοίρα. Ο Ανήλιαγος και η Ρήνη, εστραμμένοι προς το παράθυρον, δεν την βλέπουν. Η Μοίρα ανορθούται, απο - καλύπτεται και υψοί ανοικτόν το ψαλίδι της, ως να ετοιμάζε - ται να κόψη κάποιον αόρατον νήμα).
ΘΥΡΣΗΣ (κάτωθεν του πύργου)
Κρύψου! Προβάλλει εμπρός σου..
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (διακόπτων)
Όχι
(σπεύδουσα προς τον Ανήλιαγον)
Ποιος κράζει;
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (χωρίς να στραφή)
Αχ! Ρήνη μου !
ΘΥΡΣΗΣ (κάτωθεν, συνεχίζων)
… ο ακτινωτός εχθρός σου!
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (εν εκστάσει)
Ήλιε, χρυσέ μου θάνατε ! τόσο ώμορφο ποτέ μου
δεν σ' εφαντάστηκα, ποτέ! Λάφυρο του πολέμου
του χάους με τη θεία βουλή, δείχνεις τη νίκη εκείνης
και στη λαχτάρα της ζωής ζωή απ' το φως σου δίνεις
και μέσ' από τη λάμψι σου σκορπάς το χρώμα. Τώδα
το χρώμα που ελαχτάριζα. Του κήπου όλα τα ρόδα,
ωραία τα ρόδα κι' ώμορφα κι' οι κρίνοι ωραίοι, ωραίοι
κ' η χλόη ωραία και το νερό που μέσ' τ' αυλάκι ρέει,
ωραία κ' η γη κι' ο ουρανός και τα βουνά κ' οι κάμποι,
μα απ' όλα πειο ώμορφος εσύ ! Το πρόσωπό σου λάμπει
τόσο, που μάτια δεν βαστούν να το κυττάζουν!…
(Στρεφόμενος προς την Ρήνην)
Ρήνη!…
τώρα είσ' ωραία αληθινά. Να τα τα ρόδα, οι κρίνοι,
να τη η ζωή η σπαρταριστή, να τη η ωμορφιά σου ακέρια,
τ' αληθινά τα μάτια σου. Όχι, δεν είνε αστέρια!
Τ' είνε τ' αστέρια; τίποτα· σπίθες· τα δυο σου μάτια
τον ήλιο αντιφεγγίζουνε· λες κ' είνε δυο κομμάτια
του ήλιου· διπλός καθρέφτης του. Την ωμορφιά του δείχνει
μέσ' στο καθένα χωριστά.
(Στρεφόμενος προς το παράθυρον)
Το φως!… Χιλιάδες λύχνοι,
τι λέω; φεγγάρια αμέτρητα, τα φώτα όλου του κόσμου τ' είνε μπροστά σου; σκοτεινιά !
(Κλονίζεται. Η κυρά - Ρήνη τον εναγκαλίζεται).
Ήλιε, το φως σου δος μου!
ΡΗΝΗ
Ανήλιαγε!…
ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (τραυλίζων)
Το φως σου! Να, να τη ζωή μου, κι' ό,τι
ποθεί η ζωή μου, πάρε το, χρυσή κι' αιώνια νειότη!
Σου παραδίνω το είνε μου !…
(Η Μοίρα κλείνει το ψαλίδι της ως να κόπτη νήμα. Ο Ανή -
λιαγος εκλύεται και πίπτει άπνους. Η κυρά - Ρήνη, προσπα -
θούσα να τον υποβαστάση, γονυπετεί).
ΡΗΝΗ (κλαίουσα)
Ένα φιλί σου, αχ! ένα!
ΜΟΙΡΑ (υπερηφάνως ολόρθη)
Αδάκρυτα τα μάτια μου, στείρα η καρδιά μου εμένα.
(Η αυλαία πίπτει βραδέως)