The Project Gutenberg eBook of Παλιές Αγάπες

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Παλιές Αγάπες

Author: Andreas Karkavitsas

Release date: February 28, 2010 [eBook #31444]
Most recently updated: July 30, 2010

Language: Greek

Credits: Produced by Sophia Canoni

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΠΑΛΙΈΣ ΑΓΆΠΕΣ ***

Produced by Sophia Canoni

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Unusual words that could be considered mistakes have been included in [].

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Ασυνήθιστοι λεκτικοί τύποι που μπορεί να εκληφθούν ως λάθη, περικλείονται σε [].

Α. ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ

ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ

ΕΚΔΟΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΜΕΝΗ

Ο ΕΒΥΘΟΣ. — ΔΥΟ ΣΚΕΛΕΘΡΑ. — Η ΚΑΚΗ ΑΔΕΡΦΗ. ΚΡΥΦΟΣ ΚΑΗΜΟΣ. — Η ΜΗΤΡΥΙΑ. — Η ΜΑΝΝΑ. — Η ΓΥΝΑΙΚΑ. — Ο ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤAΡΧΗΣ. ΤΑ ΤΥΦΛΟΠΟΝΤΙΚΑ, — Η ΠΑΤΡΙΔΑ. — Η ΣΜΥΡΝΙΑ. — ΗΡΩΩΝ ΤΕΚΝΑ. — ΤΟ ΠΑΛΑΙΜΑ. — Η ΘΥΣΙΑ. — ΘΕΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ.

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» 44 — ΕΝ ΟΔΩ ΣΤΑΔΙΟΥ 44 — 1919

ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ

Ο ΕΒΥΘΟΣ

Ήταν της Παναγίας της Καψοδεματούσας τον Αλωνάρη. Η παπαδιά αποβραδίς είδε όνειρο κακό. Ξημέρωνε Κυριακή και της Κυριακής τ' όνερο ίσαμε το μεσημέρι ξεδιαλύνει. Το έλεγε του παπά της κι έτρεμε σαν το φυλλοκάλαμο η φτωχή. Μα ο παπάς δεν έπαιρνε από τέτια·

— Σώπα, βλοημένη, με τα όνειρά σου! της έλεγε.

— Πώς να σωπάσω. παπά μου; Το είδα ολοφάνερο: Το σπίτι έπεσε, εσύ σκοτώθηκες, εγώ έμεινα έρμη κι απομόναχη. Γύριζα μέσα στα κρύα του χειμώνα ξώζαρκη και μάζωνα μπουκιά σε μπουκιά το ψωμί…

Κι έτσι λέγοντας δερνότανε κι έκλαιγε η παπαδιά.

Νταγκ — νταγκ!… Νταγκ — νταγκ!… ακούστηκε κείνη την ώρα η βραχνιασμένη φωνή του σήμαντρου πέρα, στου Μάζη. Ήταν ώρα για τη λειτουργιά.

Ου να μου χαθήτε, τσακάλια, που θέλτε κι εκκλησιά! είπε με περιφρόνηση ο παπάς ετοιμάζοντας τα σύνεργα της δουλειάς.

 — Πήγαινε στη λειτουργιά σου, παπά μου· τέτια ημέρα σήμερα δεν
κάνει να πιάσης δουλιειά· του είπε μισοκλαίοντας η παπαδιά.

— Άφινέ με, παπαδιά, ήσυχο· σήμερα τα ήβρα τ' άλογα, σήμερα θ' αλωνίσω κι ας είνε και Λαμπρή! Τον καιρό δεν τον έχουμε πάντα στο χέρι· μόνο βάλε ψωμί στο τράστο και σώπα!

 — Σκιάζουμαι, παπά μου· το είδα ολοφάνερο τ' όνειρο. Το σπίτι
έπεσε, εσύ σκοτώθηκες…

 — Μωρ' βάλε ψωμί στο τράστο κι άσεμε μη βλαστημήσω! την έκοψε άγρια
ο παπάς.

Και τα ξανθά του τα γένεια έτρεμαν από το θυμό. Εκείνη κατάπιε τα δάκρυά της και δεν είπε τίποτα. Ήταν καλή γυναίκα η καημένη· λόγο δεν ήξερε να γυρίση στον άντρα της.

Ως τόσο εκείνος ετοιμάστηκε για καλά. Φόρεσε τα κοντά του τα ράσα, έβαλε ένα μάλλινο σκουφάκι στο κεφάλι, έδεσε μ' ένα σκοινί τη μέση του, κρέμασε το τράστο με το φαγί στον ώμο του, πήρε το χοντρό ραβδί του κι έφυγε χωρίς ούτε «γεια σου» να ειπή στην παπαδιά, που τον έβλεπε με θλιμένη ψυχή.

Ο Παπαβασίλης ήταν από τα χωριά της Γαστούνης, από την Κελεβή, την πατρίδα του Παρασκευά του αρχιληστή. Πριν ρασοφορέση, ήταν άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού. Τα χωριά έτρεμαν στ' όνομά του. Έδερνε κι έγδυνε, έγδυνε κι έδερνε ολημερίς. Ακόμη και τη γυναίκα του, αρχοντοθυγατέρα με τ' όνομα, την πήρε κλεφτή. Άξαφνα του βουλήθηκε να γίνη παπάς. Οι φρόνιμοι το βλεπαν σαν δύσκολο, μα εκείνος·

— Ποιο; έλεγε κουνώντας το κεφάλι· σε λίγες μέρες τα βλέπετε.

Και αληθινά· εκατό τάλλαρα και δυο ζευγάρια χήνες στο Δεσπότη και τέλειωσε τη δουλειά του. Ο Παπαβασίλης διωρίστηκε εφημέριος σε τέσσερα χωριά: Ζόγγα, Ζουλάτικα, Μάζη και Ρετούνη. Κάθε Κυριακή λειτούργαε και σ' ένα χωριό. Οι χωριάτες, διψασμένοι από παπά, έκαναν όλα του τα θελήματα. Μα εκείνος δεν ήταν για τέτιο αξίωμα. Περίπαιζε θεούς και ανθρώπους. Γιορτή καθεμερνή ένα το είχε.

Τώρα καθώς έφτασε στ' αλώνι, έπιασε και λαιμάριασε τ' άλογα. Έξι άλογα φαλάγγια! Έπειτα τα έδεσε στο στυγερό. Γύρω τα χερόβολα ήταν απλωμένα κι έτοιμα για των αλόγων τις οπλές.

— Άπλα!… άπλα!… άπλα!… φώναξε. Κι έσκασε στον αέρα το μακρύ καμουτσίκι του.

Τ' άλογα στη φωνή του αντρειεύτηκαν, έσπρωξε ένα τ' άλλο κι έπειτα ρίχτηκαν όλα μπροστά. Γύριζαν και πατούσαν τα στάχυα με τα πόδια τους.

Και κείνος από πίσω, έσκαε το καμουτσίκι και φώναζε άγρια:

— Άπλα!… άπλα!… άπλα!…

Το αλώνι έτρεμε στο πάτημα των αλόγων· ο κάμπος βούιζε στην φωνή του παπά.

Ο ήλιος ανέβηκε μεσουρανίς. Μα τι ήλιος! Αβγό έψηνες στην αντηλιάδα του. Τ' άλογα ήρθαν κι απόκαμαν. Το πετσί τους έλαμπε καθρέφτης στον ίδρωτα· το ρουθούνι τους φυσομάναε σαν φυσερό· φρούμαζαν, χλιμιντρούσαν κι έτρεχαν γύρω στο στυγερό. Το άχερο τριβότανε κάτω από τα πόδια τους· το σιτάρι πεταγόταν ολόγυρα σαν σκλήθρες χρυσάφι. Και ο παπάς με το καμουτσίκι στο χέρι, πότε έτρεχε πίσω από τ' άλογα, πότε στεκότανε ανασαίνοντας βαριά και κοπιασμένα. Η σκούφια τού φυγε από το κεφάλι και τα δασόμαλλα έπαιζαν με τον άνεμο τρελλά και τα μακριά γένεια του έσταζαν ρουνιά τον ίδρωτα. Μα εκείνος πάντα έτρεχε φωνάζοντας:

— Άπλα!… άπλα!… άπλα!…

Και άμα έβλεπε κανένα άλογο να κοντοστέκεται, άρχιζε αμέσως τις βλαστήμιες. Κατέβαζε, ο άθεος, όλα τα καντήλια.

Από το κάμα και την πολλή κούραση, σκάνε σε λίγο δυο άλογα. Ωχ! εκεί να έβλεπες τον παπά! Ούρλιαζε σαν λύκος· γύριζε τ' άγριά του μάτια εδώ και κει, ποδοπάταε τη γη. Άξαφνα σηκώνει τα χέρια και φασκελώνει τον ουρανό.

— Θες δε θες, Παναγιά, λέει τρέμοντας από λύσσα, εγώ θ' αλωνίσω σήμερα και θα ξεσηκωθώ. Δεν είμαι γυναίκα να φοβηθώ τα όνειρα!

Κι έσπρωξε έξω από το αλώνι τα σκασμένα τ' άλογα. Έπειτα έπιασε ο ίδιος την άκρη του σκοινιού και σκάζοντας το καμουτσίκι άρχισε να γυρίζη μαζί με τ' άλλα.

— Άπλα!… άπλα!… άπλα!… ούρλιαζε αδιάκοπα.

Μα δε γύρισε πολύ. Άξαφν' ακούστηκε μια βουή τρομακτική. Γυρίζει και βλέπει μακριά κάτι, σαν κοπάδι πρόβατα κάτασπρα. Όλα ερχόνταν τρεχάτα απάνω του. Και η βουή γινόταν δυνατώτερη, σαν φουσκοθάλασσα που στέλνει τα κύματά της να χτυπήσουν το βράχο. Σε λίγο κατάλαβε ο παπάς πως δεν ήταν πρόβατα παρά νερό κι ερχόταν μανισμένο απάνω του· έζωνε τ' αλώνια. Άρπαξε το φκιάρι και άρχισε λιχνιστά να μαζώνη το σιτάρι στο στυγερό. Μα σαν είδε πώς το νερό ζύγωνε ολούθε και τ' άλογα τρομαγμένα κλωτσούσαν τη γη κι ήθελαν να κόψουν το σκοινί, τα χρειάστηκε.

— Ήμαρτον, Θε μου! ψιθύρισε κι έπεσε στα γόνατα. Μα ο Θεός δεν τον άκουε τώρα· δεν ήταν καιρός!

Τ' αλώνι κουνιότανε σαν βάρκα στη θάλασσα· το νερό πλάκωνε περίγυρα· μια πήχη τόπος έμενε γύρω στον παπά. Τώρα δεν ανέβαινε με βία· βούιζε μοναχά και ψήλωνε σιγαλινά σαν νεκροθάλασσα. Εκείνος κατάχλωμος το κοίταζε και τα μάτια του κοκκίνισαν. Τώρα το νερό του έβρεξε τα πόδια. Ξαφνίστηκε· γύρισε εδώ και κει τα μάτια, απελπίστηκε τέλεια. Κλώτσησε τη γη, δάγκωσε τα χείλη, ξέσχισε τα ράσα του. Έκαμε να λύση τ' άλογα και να καβαλίκη να φύγη· πού να τον αφήσουν τ' άλογα να σιμώση! Είδε κι απόειδε, ανέβηκε απάνω στο στυγερό. Έλπισε πως δε θα έφτανε εκεί το νερό.

Μα το νερό ανέβαινε, ανέβαινε δίχως βουή τώρα, δίχως φλοίσβιμα, με κάποιο κρύο κίνημα φαρμακερού σερπετού. Έφτασε το στυγερό κι άρχισε ν' ανεβαίνη ως που έβρεξε πάλι τα πόδια του παπά. Τ' άλογα φοβισμένα φρούμαζαν, κλωτσούσαν, πάλαιβαν και ψηλώνοντας το κεφάλι κατά τον κάμπο πέρα χλιμίντριζαν θλιβερά, σαν να ζητούσαν βοήθεια. Τέλος κατώρθωσαν να κόψουν το σκοινί, ρίχτηκαν στο πέλαγο και βγήκαν πέρα, παραιτώντας έρμο κι απελπισμένο τον παπά.

Ως τόσο το νερό έφτασε στη μέση, έπειτα στα στήθια, έπειτα στους ώμους του. Εκείνος κοίταζε με ζηλιάρικο μάτι τον κάμπο μακριά. Εκεί δεν ήταν νερό. Έβλεπε τα λιβάδια πράσινα, τον ουρανό ασυγνέφιαστο, τα βουνά ήσυχα. Άκουε τα κοπάδια που γύριζαν στις στάνες, τη φλογέρα του βοσκού, το γαύγισμα των σκυλιών τα γέλια, τις φωνές, τις χαρές, όλα τ' άκουε. Τα πουλάκια που πήγαιναν να φωλιάσουν πέρναγαν τσιτσιρίζοντας απάνω από το κεφάλι του.

Νταγκ — νταγκ!.. νταγκ — νταγκ!.. νταγκ — νταγκ!.. ακούστηκε πάλι το σήμαντρο του Μάζη που σήμαινε τον Εσπερινό. Ο παπάς το άκουσε κι ανατρίχιασε· του φάνηκε πώς νεκροσημαίναν για δαύτονε. Μα δεν έμεινε και πολύ στο βάσανο. Το νερό έφτασε στο στόμα, έπειτα του έκλεισε τα μάτια. Ένα κύμα ήρθε μουγκρίζοντας και τον έριξε κάτω από το στυγερό. Τ' άχερα και το σιτάρι απλώθηκαν για σάβανο απάνω από το υγρό μνήμα του παπά.

Έτσι έσβυσε η κολασμένη του ψυχή. Μα εγώ δε λυπούμαι τον παπά, παρά την παπαδιά τη φτωχή. Την ίδια ημέρα έπεσε το σπίτι· τα γίδια ψόφησαν, εκείνη τρελλάθηκε. Παράδειρε κάμποσον καιρό ως που ήβρε μια πιθαμή τόπο και άπλωσε το βασανισμένο της κουφάρι. Μα εκεί που πνίγηκε ο παπάς, κάθε χρόνο, της Παναγιάς της Καψοδεματούσας τον Αλωνάρη, ακούονται χλιμιντρίσματα και ποδοβολητά και η Φωνή του παπά να ουρλιάζη αδιάκοπα:

— Άπλα!… άπλα!… άπλα!…

ΤΑ ΔΥΟ ΣΚΕΛΕΘΡΑ

Με λένε Νικόλα· το Παρανόμι μου είνε Βρίζας — Νικόλας Βρίζας. Αλήθεια τώρα σαραβαλιάστηκα σαν το γέρικο τ' άλογο, μα ήμουνα και γω μια φορά νιος. Την καθεμερνή δουλειά, τη σκόλη γλέντι.

— Τι λεβέντης! Θάμαζαν οι γυναίκες που με βλέπανε.

Και μου στελναν προξενιές από πολλά σπίτια και με το έχει τους. Εγώ πήρα φτωχή, μα κείνη που ήθελε η καρδιά μου.

Τώρα γέρασα· — έτσι θα ειπή καθένας σαν ιδή το ζαρωμένο πρόσωπό μου, τα ψαρά μου τα γένεια και το ασπρόμαλλο κεφάλι μου. Αχ! δε γεράνε τον άνθρωπο τα χρόνια, όχι! Άμα χάση κανείς ό,τι αγαπάει· άμα θάψη στη μαύρη γη γυναίκα κι έξι παιδιά που έλεγε να του κλείσουν τα μάτια, άμα δεν έχη έν' ακκουμπιστήρι στον κόσμο… ναι, τότε ασπρίζουν τα μαλλιά, τότε η ράχη καμπουριάζει, τότε η καρδιά χτυπάει απρόθυμα σαν να δουλεύη χαράμι.

Είπα πώς έχασα έξι παιδιά. Ναι, το ένα ύστερ' από τ' άλλο τα πήγα όλα, έσκαψα το χώμα και τ' απίθωσα κοντά στη μάννα τους την άμοιρη Γιαννούλα. Απ' ώρα σ' ώρα θα με απαντήση ο Χάρος στο δρόμο του και μένα. θα με πάρη στο στερνό μου κρεβάτι και τότε μήτε Νικόλας Βρίζας θα βρίσκεται, μήτε θα θυμάται κανείς πως ήταν μια φορά. Το νεκροταφείο μας είνε μικρό. Λίγα κυπαρισσάκια εδώ, μια ροδιά εκεί, σανίδια μπηγμένα στα μνήματα — σταυρός πουθενά! Τα βάτα, ο γούλιερος και το μαμούδι πνίγουν την αγριοτριανταφυλλιά και το δεντρολίβανο που φυτρώνει στο μνήμα. Σε λίγα χρόνια για να θάψουν κανένα σαν και μένα φτωχόν και κακομοίρη, θα πάνε να σκάψουν στα δικά μου μνήματα. Εκεί θα βρουν και μια κάσα να έχη δυο σκέλεθρα.

— Ποιανού ήταν αυτό το μνήμα; θα ρωτήσουν.

Ακούστε την ιστορία του.

Ήταν στα εβδομήντα το Δεκέβρη. Τότε πέθανε η κόρη μου η Αννέτα. Κακόμοιρο κορίτσι! Το συλλογίζομαι και θλίβετ' η καρδιά μου. Όση λύπη τράβηξα για τ' άλλα όλα, τράβηξα για κείνη μονάχα. Θα μου ειπήτε γιατί; Τ' άλλα δεν ήταν παιδιά σου; Δεν είνε όλα τα παιδιά ένα; Αλήθεια· όλα τα παιδιά έναν πόνο έχουν, μα είνε άλλο που με βασανίζει μέρα και νύχτα. Εγώ ναι, εγώ κι η κακομοίρα η Γιαννούλα — πού να είχε το ξέραμε! — είμαστε η αιτία να μη χαρή τον Απάνω Κόσμο η Αννέτα μας. Εμείς την πεθάναμε από τόνα κι η τύχη της η κακή από τ' άλλο.

Αν εμείς δε φερνόμαστε έτσι, μπορεί και να ζούσε τώρα το κορίτσι μου· θα είχα και γω αγγονάκια, θα τους έλεγα παραμύθια στο παραγώνι το χειμώνα· το ένα με τα χεράκια του θα τραβούσε τα ψαρά μου τα γένεια, το άλλο θα χόρευε στα γόνατά μου, άλλο θ' ανέβαινε στη ράχη μου και θα μου φώναζαν όλα με την ψιλή φωνίτσα τους: παπούλη! παπούλη! Και γω θα γλύτωνα από τις πίκρες που με βασανίζουνε τώρα και τρέμω μη με πάρουν ακλούθα και στο μνήμα.

Αχ! στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα! Τώρα κι αν βαρώ το κεφάλι μου, τίποτα δεν κάνω. Το καημένο το κορίτσι έσβυσε σαν το κερί.

Πάσα μέρα άλλο δεν έχω στο νου μου παρά μια σκέψη μονάχα. Πώς είμαστε οι άνθρωποι φτιαγμένοι. Αν είνε να κάνουμε κάτι που μας αρέσει, πιστεύουμε πώς όλοι θα το παινέψουν. Αν το κάμη άλλος, θα το γυρίσουμε αποδώ, θα το παίξουμε αποκεί κι έπειτα θα ειπούμε: δεν είνε καλό πράμα. Απάνω σ' αυτό θα σας μιλήσω. Εγώ αγάπησα τη Γιαννούλα. Χωρίς να ρωτήσω κανένα, χωρίς να σκεφτώ πώς αν έπαιρν' άλλη θα παιρνα και προίκα, την πήρα τη Γιαννούλα κι όλοι πίστεψα πως με παίνεψαν. Όταν η κόρη μου η Αννέτα αγάπησε τον Αντώνη, εγώ δεν είπα το ναι. Και γιατί; Ξέρω και γω; Μα τι κέρδισα; Τι απόχτησα με την κακογνωμιά μου; Δάκρυα μονάχα.

Πήρα δυο ψυχές στο λαιμό μου· έστειλα δυο ζωές παράκαιρα στον Άδη.

Ο Αντώνης ήταν δεκάξι χρονών παλληκάρι κι η Αννέτα δεκαπέντε, όταν πιάσαν την αγάπη. Κανείς δεν το ήξερε, γιατί δεν έκαναν τρέλλες. Όταν έφτασε τα δεκαφτά — κι ήτανε μια ομορφονιά!… — τη γύρεψαν από καλά σπίτια, μα εκείνη δεν έλεγε το ναι. Σε λίγο έμαθα τον έρωτά της. Αν θέλτε, στην αρχή δε μου βαρυφάνηκε. Το παιδί είχε δυο στρέματ' αμπέλι, λίγη σταφιδούλα κι ένα σπιτάκι. Μα τον ίδιο χρόνο πάντρεψε την αδερφή του — μια είχε — και της τα δωκε όλα. Βλέπεις κάθε πατέρας φροντίζει για το καλό του παιδιού του. Όταν είδα πως ο Αντώνης δεν είχε τίποτα, ηθέλησα να το ξεκόψω. Κάθε βράδυ με τη γυναίκα μου φέρναμε το λόγο στον άγουρο και τον βρίζαμε· τον λέγαμε χαρτοπαίχτη, μεθύστακα, μαχαιροβγάλτη, ψωμόλυσσα. Όλα άδικα, γιατί ήταν καλός, με τ' όνομα στο χωριό. Η άφτουρη όμως δεν έβγαζε μιλιά ούτε σηκωνότανε να φύγη από κοντά μας. Έβανε το κεφάλι κάτω, έπλεκε την κάλτσα και κάποτε άκουα ένα μικρό αχ! να βγαίνη από τα στήθη της.

— Σιγά και θα καταφέρουμε να τον λησμονήση· λέγαμε οι κουτοί.

Να μην τα πολυλογώ είδα κι απόειδα, έκαμα στανικά εκείνο που δεν ήθελα να γίνη με θέλημά μου. Το κορίτσι δεν πήγαινε καλά· μαράθηκε το χειλάκι του. Στα κρύα του χειμώνα σηκωνότανε την κονταυγή, βουτούσε την μπόλια στο νερό του αυλακιού και την έβανε στα στήθη της να ποντιάση. Έπρεπε ν' αποφασίσω ή να χάσω το παιδί μου ή να το δώσω του Αντώνη. Μια μέρα έκατσα και σκέφτηκα μοναχός μου: Τ' είν' ο κάβουρας τ' είν' το ζουμί του; τ' είμ' εγώ τ' είν' το έχει μου; Τίποτα δεν είχα παρά μια κούρνια σπίτι που μπορούσε να το πουλήση ο δανειστής. Έπαιρνα καμιά σταφίδα μισακή, σήκωνα χρήματα για καλλιέργεια και για το σπίτι, να ντυθούμε και να ποδεθούμε ολοχρονικίς. Αν πήγαινε καλά η χρονιά και πούλαγα τη σταφίδα, πλέρωνα τον έμπορο. Αν όχι, έμενα χρέος και πάλι τα ίδια. Η ζωή του οξωμάχου τέτια είνε πάντα· ως που να πεθάνη, δουλεύει για τους άλλους. Έπειτα είχα και μια φαμελιά στη ράχη μου. Ο Αντώνης ήταν γερό παιδί, δουλευτής καλός· άρχισε κάπως να μου αρέση. Εμείς οι φτωχοί δεν πρέπει να ζητάμε και πολλά πράματα.

Έτσι σκέφτηκα κι αποφάσισα να του τη δώσω την Αννέτα. Το είπα της γυναίκας μου, της ξυνοφάνηκε στην αρχή, μα έπειτα είδε και κείνη το σωστό κι αποφάσισε. Το Μάρτη κάναμε τους αρρεβώνες. Τα παιδιά πέταγαν από τη χαρά τους. Έτρεχαν με δάκρυα να φιλήσουν πότε τα χέρια τα δικά μου, πότε της γυναίκας μου. Κακόμοιρα παιδιά!

 — Αν πάη καλά ο Άγουστος, τον Άη Δημήτρη θα κάνουμε τους γάμους·
είπα.

Από τότε κι η Αννέτα άρχισε, με τα λεφτά που είχε από τα ξεδούλεια της, να φτιάνη κανένα ρουχαλάκι.

Η χρονιά πήγαινε καλή· έγινε σιτάρι, αραποσίτι, κριθάρι, όλα τέλος τα σπαρτά, τα μποστάνια καλά πήγαιναν. Οι χωριάτες είχαν να κάμουν με τον καιρό.

— Σαν καλός ο Άγουστος εφέτος, ε;

— Ναι· αν βαστάξη έτσι. καλά θα πάμε.

Και όλα για τη μαύρη σταφίδα!

Εγώ σήκωνα χρήματα από το γέρο Γιάννη το Συρεγγέλα. Τώρα πέθανε· σαν με ξεπουπούλιασε μένα, πέθανε. Ήταν κολασμένη ψυχή· αλίμονο σε κείνον που έπεφτε στα χέρια του· το ένα άλλο έπαιρνε. Εγώ τον ήξερα, μα βρέθηκα στην ανάγκη. Τον περασμένο χρόνο αρρώστησα βαριά· δεν είχα που να δανειστώ, γύρεψα του γέρο Γιάννη. Μου έδωκ' εκατό δραχμές να του δώκω σε δυο μήνες εκατονπενήντα. Τι να κάμω; Τις πήρα.

Όταν σηκώθηκα από την αρρώστια, πήρα τη μισακιά σταφίδα. Για καλλιέργεια σήκωσα πάλι από το Συρεγγέλα. Του έβαλα υποθήκη το σπίτι και κάναμε συμβόλαιο για χίλιες δραχμές. Μαζί πηγαίνανε και μετρητά και ψώνια και ο ψήφος μου.

Στο τέλος του Αλωνάρη άρχισε ο τρύγος. Θέρος τρύγος — πόλεμος! Η εξοχή γεμάτη. Φωνές εδώ, τραγούδια εκεί, γέλια παρέκει. Πανηγύρι γίνεται!

Εδώ είνε σημαδεμένο. Άμα πέση η σταφίδα στ' αλώνι, αρχίζουν και τα σύγνεφα στον ουρανό. Τότε αρχίζει και το δικό μας καρδιοχτύπι. Όλοι στον ουρανό έχουμε καρφωμένα τα μάτια μας.

 — Να βαστάξη να σηκώσουμε το πρώτο χέρι και το δεύτερο… ο Θεός ας
κάμη το θέλημά του· λέμε άμα ρίξουμε το πρώτο χέρι.

 — Αχ! να βάσταγε να σηκώσουμε και το δεύτερο στεγνό!…
παρακαλούμε, άμα ρίξουμε και το δεύτερο.

Έτσι περνούμε όλη μας τη ζωή για τη μαυρισμένη τη σταφίδα που να είχε λείψει.

Ως τόσο ο καιρός πήγε καλός. Η σταφίδα ξεράθηκε· την τρίψαμε, τη σωριάσαμε, την κάναμε έτοιμη για τον έμπορο. Όλοι δοξάζαμε το Θεό που τη σηκώσαμε στεγνή. Οι τιμές ακούγονταν καλές κι απ' ώρα σ' ώρα περιμέναμε να τη δώσουμε. Οι δυο αρρεβωνιασμένοι μετρούσαν τις ημέρες στα δάχτυλα. Άμα έμπαινα στο σπίτι από την αγορά, στα μάτια με κοίταζαν.

 — Ακόμα… μη βιαζόσαστε! τους έλεγα: Η σκύλα από τη βιασύνη της
κάνει στραβά τα κουτάβια.

Μια μέρα που γύρις' από τα μύλο με κράζει παράμερα η γριά μου και μου σφυρίζει στ' αφτί.

— Ο γέρο Γιάννης έστειλε να πάρη τη σταφίδα.

— Να πάρη τη σταφίδα! Πώς θα πάρη τη σταφίδα!…

Πηγαίνω και τον βρίσκω στο μαγαζί, του πέφτω στα πόδια, τον παρακαλώ να μ' αφήση να πουλήσω το πράμα μοναχός μου και να του δώσω τα λεφτά του.

— Όχι, επιμένει· δε γίνεται, θα την ρίξης στην αποθήκη, θα την πουλήσω γω.

— Μα, γέρο Γιάννη…

 — Δεν ξέρω· θέλω να μαζώξω τον παρά μου! Αν δεν τη φέρης, θα την
κατασκέσω σήμερα.

Τι να κάμω; Την έβαλα στα κάρρα και την πήγα ο ίδιος στην αποθήκη του τοκιστή.

Πέρασε ο Άη Δημήτρης, ήρθε ο Δεκέβρης. Πούλησε τη σταφίδα ο έμπορος, μα δεν έλεγε να κάμη λογαριασμό. Κινάω και πάω μοναχός μου.

 — Δε θα κάνουμε, γέρο Γιάννη, λογαριασμό, να μου δώκης ό,τι μένει,
να πορέψω το σπίτι μου;

— Να σου δώκω ή να μου δώκης! φωνάζει αγριεμένος εκείνος. Να μου δώκης ακόμη τρακόσες δραχμές. Να τις φέρης γλήγορα, γιατί θα σου πουλήσω την κούρνια!…

Σπασμοί μ' έπιασαν· πάνε οι κόποι μου χαμένοι!.. Και τα δόλια τα παιδιά; Πάω στο σπίτι.

— Ε, τι έκαμες, πατέρα;

— Κλάψτε, κλάψτε, κακόμοιρα και σεις!

Αρχίσαμε όλοι τα δάκρυα. Μα ο κολασμένος το έκαμε το ψυχικό. Μου πούλησε το σπίτι μισοτιμίς και μ' έριξε χειμώνα καιρό στους πέντε δρόμους. Έπειτ' από τέτια ποιος είχε όρεξη για γάμο. Κι αν είχαμε όρεξη, δεν είχαμε τον παρά. Από τον Αντώνη δεν έβγαινε τίποτα.

— Δεν πειράζει, πατέρα, μου είπε· τον αφίνουμε για του χρόνου. Να δουλέψουμε μαζί εφέτο τη σταφίδα.

— Ήταν της μοίρας μας· είπε με πικρό χαμόγελο κι η Αννέτα.

Έτσι άρχισα την καλλιέργεια του άλλου χρόνου με τον Αντώνη μαζί. Άλλο ανάποδο πράμα από τη σταφίδα δεν είνε· ολοχρονικίς δε θέλει να λείψη ο άνθρωπος από μέσα. Άμα ξεσηκωθή ο καρπός από τ' αλώνι, αρχίζει ο κλαδοκάθαρος.

Εκείνη τη χρονιά πήγα σε άλλο δανειστή. Του έκαμα συμβόλαιο για εξακόσες δραχμές· ψώνια, θιάφες, ημεροδούλια, όλα αποκεί. Εγώ, ο Αντώνης κι οι γυναίκες, δε βγάλαμε πεντάρα· όλοι μέσα στη μισακή παλαίβαμε. Ο Μάης ήρθε με δροσούλες. Το λέμ' εδώ: Τον ποντισμένο τον καιρό, το Μάη το μήνα βρέχει· κακή χρονιά! Μα η σταφίδα πήγαινε καλά· έγιναν γουλές — γουλές και μαύρες· ήταν όψιμες εκείνη τη χρονιά. Ήρθε ο Άγουστος, έστρωσε ο καιρός. Ο τρύγος άρχισε στα γεμάτα. Το πρώτο χέρι το ρίξαμε χάμου. Ο καιρός καλός — βλέπεις τον καιρό δεν τον έχει κανείς στο χέρι — ρίχνουμε και το δεύτερο. Δεν έμειναν στα κλήματα παρά οι τσαμπίδες.

Μια μέρα άρχισα να γραβαλίζω για να σωριάσω το πρώτο χέρι· μα είχε ακόμη ρόγα. Έν' αλωνάκι μονάχα έκανα τηγάνι. Όταν νύχτωσε, φάγαμε ψωμί, ήρθαν και κάτι γειτόνοι και το ρίξαμε στο τραγούδι. Εμείς οι φτωχοί δε θέλουμε και πολύ για να κάνουμε κέφι· φτάνει να έχουμε να γυρίζουμε το σπίτι. Τα παιδιά, ο Αντώνης κι η Αννέτα, κρυφομιλούσαν σε μιαν άκρη όλο για το γάμο τους και χαρχατούριζαν. Εγώ τα έβλεπα χαμογελώντας κι έκανα νόημα να τα βλέπη κι η προεστή μου.

Όταν έπεσα να κοιμηθώ, ήταν αστροφεγγιά. Την αυγή που σηκώθηκα μ' έφαγαν τα φίδια. Κοιτάζω γύρω, συγνεφιά! Αλήθεια, το καλοκαίρι το νερό στρατεύει. Μπορεί να βρέχη στο ένα χτήμα και στ' άλλο όχι. Μα είδες που λέει· σαν χορεύει η αρκούδα στου γειτόνου σου την αυλή, θα χορέψη και στη δική σου. Τι να κάνω; Λέω με τον Αντώνη να μαζέψουμε το πρώτο χέρι· μα θα την χάλαγα χειρότερα. Ο ουρανός πήγαινε και μαύριζε. Τα σύγνεφα έτρεχαν εδώ και κει σαν βουνά κινούμενα. Η εξοχή βούιζε· φωνές, κακό, τρεχάματα σε όλον τον κάμπο! Στους δρόμους καβαλάριδες έφερναν σκεπάσματα για τους σωρούς. Τα σπίτια άδειασαν μονώρας. Έβλεπες παπλώματα, σεντόνια, τραπεζομάντιλα, ακριβούς και βαρυπλερωμένους ρουχισμούς, που δεν έβγαιναν από τ' αρμάρια παρά σε πίσημη γιορτή ή να δείξουν την προκοπή της νύφης στην προικοπαραλαβή, τώρα να σέρνωνται σαν κωλόπανα στους δρόμους, να ποδοκυλιώνται στις λάσπες και τις σβουνιές! Στο ένα χτήμα σώριαζαν ξερό και σύχλωρο τον καρπό· στο άλλο μακινάριζαν· στο άλλο φώναζαν μονάχα και σταυροκοπιόνταν. Εγώ, ο Αντώνης, οι γυναίκες τρέξαμε καταμεσίς στ' αλώνι χωρίς να ξέρουμε γιατί.

— Πατέρα, στράφτει στο Στενό! μου λέει ο Αντώνης.

Γυρίζω· αλήθεια το Στενό άστραφτε. Σύγκαιρα χοντρές ραντίδες έπεσαν πρώτα με ορμή κι έπειτ' άρχισε δαρτό το νερό. Μείναμε εδεκεί ξεροί· άλλος με το φκιάρι, άλλος με το γράβαλο, άλλος με τη σαρωματιά στο χέρι. Δεν κάναμε τίποτα παρά βλέπαμε το νερό που έβρεχε τη σταφίδα. Τη ζωή μας, την παντοχή μας, ενός χρόνου κόπους, όλα τα χάναμε για μια στιγμή! Ά, δε θες άλλο χειρότερο! Να βλέπη το αίμα της καρδιάς σου να χύνεται και να μη μπορής τίποτα να κάμης. Σε ποιον να ξεσπάσης; Τι να ειπής; Με ποιον να τα βάλης;

Το νερό, έπεφτε κι έπεφτε! Μας έβρεξε ως το κόκκαλο και ούτε το νιώθαμε. Τα μικρά μας κυλιόντουσαν στη λάσπη, βρέχονταν, έκλαιαν και κανένας δεν έλεγε να τα σηκώση αποκεί. Τέσσερες ώρες βάσταξε ο έμπος· οι τράφοι πλημμύρισαν. Απάνω από τ' αλώνια και τ' αυλάκια έπλεκαν οι σταφίδες και μεις βλέπαμε να τις παίρνη το ρέμα, να τις ροφούν τ' αυλάκια ακίνητοι. Τέλος πρώτος ο Αντώνης κι έπειτα οι άλλοι ριχτήκαμε να τσαλαβουτούμε στα νερά και να τις κυνηγάμε σαν τα σκυλιά τα ξεροκόμματα.

Τώρα τι πρώτο να σκεφτούμε; για γάμο ή πώς να περάσουμε τη χρονιά; Άμα δε βγάλης το χρέος, δύσκολα σου δίνουν άλλο. Όση σταφίδα μαζέψαμε την πήρε ο δανειστής μας να βγάλη ρακί.

Πέρασαν δυο — τρεις μήνες, τα παιδιά μαράζωσαν. Μια ημέρα βλέπω τον
Αντώνη κι έρχεται στο σπίτι.

 — Πατέρα, δος μου την Αννέτα κι όπως είνε της τύχης μου θα ζήσω· δε
μπορώ πια τέτια ζωή να την υποφέρω!

Τι να ειπώ και γω; Αποφάσισα μια βραδειά να κάνω το γάμο. Ακούς! σαν χήρα θα πάντρευα το κορίτσι μου. Τι να κάμω; Πες τα της τύχης. Μα ούτε έτσι ήταν γραφτό να τελειώση. Η Αννέτα αρρώστησε στα καλά· είχε παρμένη πούντα. Τα κρύα πανιά που έβανε στα στήθη της και το νερό που την περόνιασε τον Άγουστο, ξέσπασαν τώρα στα καλά. Ο Αντώνης αρρώστησε και κείνος από την κακοπάθεια κι έπεσε στο σπίτι του γαμπρού του. Ρωτούσε για την Αννέτα και του έλεγαν πως ήταν καλά πάντα. Ένα πρωί — ήταν της τύχης, βλέπεις, γιατί μπορούσε να σωθή το παιδί — ακούει να νεκροσημαίνουν. Άμα το άκουσε, υποψιάστηκε. Τρέχει, ρίχνει το καπότο απάνω του και πηδάει κάτω από το σπίτι.

Η Αννέτα ψυχομαχούσε κείνη την ώρα. Εμείς καθόμαστε γύρω με σταυρωμένα χέρια.

 — Μίλα μας, κυρά μου· έλεγε η κακομοίρα η μάννα της. Άνοιξε τα
ματάκια σου να μας ιδής.

Μιλιά εκείνη.

Ο Αντώνης μπαίνει μέσα βιαστικά, πέφτει, αγκαλιάζει, κολλάει στα χείλη της αγάπης του. Σε λίγο που τα χωρίσαμε, ήταν νεκρά και τα δυο τα παιδιά.

Ε, τι τα θες τα πολλά λόγια; Τον Αντώνη τον πήρε και τον συγύρισε ο γαμπρός του· εμείς συγυρίσαμε το κορίτσι μας και τα πήγαμε στο νεκροταφείο. Την ώρα που θα τα βάναμε στο μνήμα, ο γαμπρός του Αντώνη μου λέει:

— Ετούτα τα παιδιά αγαπήθηκαν τόσο πολύ, μα η τύχη δε θέλησε να τ' ανταμώση. Δεν τα βάνουμε σ' ένα μνήμα, να λεν τους πόνους και τα βάσανά τους;

Έτσι κάμαμε. Τα βάλαμε αγκαλιά το ένα σιμά στο άλλο και θυμούμαι καλά μέσ' από τα δάκρυά μου πως είδα τα χείλη τους να χαμογελάνε.

Τ' άμοιρα! ακόμη, εκεί μέσα βρίσκονται. Ο νεκροθάφτης που θ' ανοίξη τον τάφο τους, θα έβρη τα σκέλεθρά τους αγκαλιασμένα. Τον παρακαλώ να τα θάψη πάλι και να μην τα χωρίση. Όχι, ας μην τα χωρίση!…

Η ΚΑΚΗ ΑΔΕΡΦΗ

Ο αυγερινός ανέβαινε από τη ράχη του βουνού, όταν τα κορίτσια κίνησαν για την πλύση.

 — Δεν κολατσίζετε τίποτα, [δυχατέρες]; τα ρώτησε η γριά Στάθαινα η
μυλωνού.

— Ε, ας πάρουμε μια μπουκιά για το πουλί· απάντησε η Κίσσα.

Ήταν εποχή που κατεβαίνουν τα τρυγόνια στον Κάμπο. Μπορούσε ν' ακούσουν χήρας τρυγόνας λάλημα νηστικά και να μην ιδούν προκοπή για τρία — τέσσερα χρόνια. Έβαλαν δυο μπουκιές στο στόμα τους, έκαμαν το σταυρό τους και ξεκίνησαν.

Στου Μπάστα έφτασαν την ώρα που έσκαε ο ήλιος. Έτρεξαν αμέσως, πήραν και νίφτηκαν για να είνε δροσερά κι άσπρα ολοχρονικίς. Έπειτα σηκώσανε τις ποδιές τους κι άρχισαν την πλύση. Το νερό άσπριζε σαν το γάλα· η ρεματιά βούιζε από τον κόπανο.

Όταν απόπλυναν, άπλωσαν τα ρούχα τους στα θυμάρια να στεγνώξουν και σκόρπισαν στο λιβάδι. Σύναξαν λογιών λουλούδια, έκαμαν στεφάνια, έπλεξαν τα μαλλιά τους κι έπειτα στήσαν το χορό.

Άξαφν' ακούστηκε στο σύλλογο η φλογέρα του βοσκού. Τα κορίτσια έπαψαν το τραγούδι τους και στάθηκαν σαν τα κουνέλια, που άμ' ακούσουνε χτύπο, σηκώνουν τα κεφάλι και τηράνε με φόβο τριγύρω. Μα δεν ήταν βοσκός. Έν' αγένειο κι όμορφο παλληκάρι πρόβαλε πίσω από μια πικροδάφνη· τα μαλλιά του σαν το χρυσάφι χύνονταν στις πλάτες του· τ' αργυρά του άρματα κι η ολόχρυση φορεσιά του σπιθοβολούσανε στον ήλιο. Τα κορίτσια σκόρπισαν να κρυφτούν στα θυμάρια και μοναχή απόμεινε η Αυγή. Δε μπορεί να φύγη εκείνη· ρίχνει μια ματιά στο παλληκάρι και νιώθει την καρδιά να φτερουκάη στα στήθη της· τα μάγουλά της κοκκινίζουν σαν τα ροδοκάλια· η γη στριφογυρίζει στα πόδια της. Το παλληκάρι την κοιτάζει με χαμόγελο· ζυγώνει και της βάνει ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι στο δάχτυλο.

Όταν με το ηλιοβασίλεμα γύρισαν τα κορίτσια στο χωριό, ο βασιλιάς έστειλε προξενιά να πάρη γυναίκα του την Αυγή. Ποιος διώχνει τέτια τύχη; Η γριά Στάθαινα πετούσε από τη χαρά της.

— Δόξα σοι ο Θεός· έτσι κι η άλλη μου τσούπα· έλεγε μέσα της.

— Τι καλορίζικη η Αυγή! πάει κι όπου καλό μου θέλει· ψιθύριζαν μία με την άλλη οι γειτόνισσες.

Μα η τύχη της λυγερής δεν ήταν δύσκολο να κάμη τις γυναίκες να ζηλέψουν και ν' αρχίσουν την κακογλώσσα. Για τούτο κι η γρια δε θέλησε να χάση καιρό. Την ίδια βδομάδα έριξε τ' αλέσματα· δίπλωσε γαρύφαλα σε άσπρο χαρτί κι έστειλε κάλεσμα στους δικούς της. Ο γάμος έγινε την Κυριακή και οι καλεσμένοι τραγούδησαν με την καρδιά τους:

    Τρία χρυσά γαρύφαλα
    σ' έν' ασημένιο τάσι.
    Τ' αντρόγυνο που γίνηκε
    να ζήση να γεράση…

Μα η Κίσσα άναψε και κάηκε με την ανεπάντεχη τύχη της αδερφής της.
Ακούς εκεί να παντρευτή πρώτη η μικρότερη! Και τι; Να πάρη βασιλιά!
Άκουσε κάποτε τη γιαγιά της να λέη, πώς τη βραδειά που γεννήθηκαν,
είδε τις Μοίρες που ήρθαν να μοιράνουν τα βρέφη.

— Ετούτη θα πάρη βασιλιά· είπε η ασπροφόρα κι έδειξε την Αυγή.

— Όχι βασιλιά, γιατί θα θελήση κι η άλλη· είπε η μαυροφόρα.

— Ε, ας πάρη και τούτη βασιλιά· είπε η τρίτη με τα πράσινα.

Μα τώρα ποιόνε βασιλιά θα πάρη η Κίσσα; Όλο τέτια συλλογίζεται και κάνει όρκο και σταυρό να μην πατήση στο παλάτι της αδερφής της.

Μια ημέρα ακούστηκε πώς ήρθε η Χάρμαινα, η μάγισσα στο χωριό. Ήταν φημισμένη πως ήξερε όλου του κόσμου τα μυστικά· τα λόγια της και τα ξόρκια της αλάθευτα. Καθένας που ήθελε να παντρευτή. πρώτα έπρεπε να πάη να τη φιλέψη για να μη τον αμποδέση ή να μη ρίξη τη γρίνια στο αντρόγυνο. Η Κίσσα κίνησε και πήγε να την έβρη· μα μόλις την είδε φοβήθηκε. Ήταν αδύνατο να ιδή κανείς τη Χάρμαινα και να μη τρομάξη. Είχε μια μισολυωμένη γκιούρντα στις πλάτες της· ένα σακκούλι μάλλινο γεμάτο ξεροκόμματα στον ώμο της· ένα γιορντάνι από ψεύτικες λίρες και κόκκινες χάντρες στο λαιμό της και στα μαλλιά της, ξέπλεκα και κολλημένα, το χρυσοκέντητο σκουφάκι. Τα πόδια της έβγαιναν κατάμαυρα κάτω από τα κοντά της φουστάνια· στα χέρια της που ήταν σαν αδράχτια, κρατούσε ένα καλάμι· τα δάχτυλά της ήταν γεμάτα δαχτυλίδια. Όποιος ήθελε να γνωρίση την Πανούκλα, έπρεπε να ιδή τη Χάρμαινα. Όταν άκουσε πώς η Κίσσα θέλει να ιδή τη μοίρα της, την έβαλε κι έκατσε κοντά της. Γέμισε ένα ποτήρι νερό, έριξε μέσα της κόρης το δαχτυλίδι, σκέπασε το ποτήρι μ' ένα κόκκινο μαντίλι και άρχισε το ξόρκι.

— Βάλε, κυρά μου, στην αμασκάλη μου το χέρι σου· της λέει με βραχνιασμένη φωνή. Έτσι. Κοίτα με τώρα κατάματα.

Έσφιξε καλά στα μαντίλι το ποτήρι και άρχισε να το γυρίζη απάνω από το κεφάλι της λυγερής. Το έφερνε στα δεξιά της, το γύριζε από πίσω, το άφινε χάμω, πάλι το άρπαζε, το αναποδογύριζε και σταλιά νερό δε χυνότανε. Και το στόμα της δεν έπαυε να μουρμουρίζη. Δυο ώρες βάσταξε το ξόρκι. Η Κίσσα έτρεμε· τα χέρια της ξύλιασαν, τα μάτια της θάμπωσαν κοιτάζοντας μέσα στα γουρλωμένα μάτια της Χάρμαινας, τα γόνατα της λύγισαν και γονάτισε.

— Βράζει, κυρά μου; της λέγ' η μάγισσα φέρνοντας στ' αφτιά της το ποτήρι.

— Ναι, βράζει· απαντά με τρομάρα εκείνη.

Έβγαλε το μαντίλι και φάνηκε το νερό που χόχλαζε αληθινά. Η Χάρμαινα το κοίταξε καλά στον ήλιο κι έπειτα γύρισε και είδε την Κίσσα.

 — Είσαστε δυο αδερφάδες, είπε. Η μία ζη μέσα στ' άχερα κι η άλλη
στα χρυσάφια.

Εκείνη κοκκίνησε και χαμήλωσε τα μάτια.

— Μπα, κυρά μου!… αδικήθηκες εσύ, ξανάειπε η μάγισσα. Την τύχη σου την έκλεψε η αδερφή σου… Μα δεν πειράζει, κοκόνα μου· θαρρώ πώς είνε το ίδιο· τι εσύ τι η αδερφή σου; Και κοίταξε πάλι με πονηρό χαμόγελο την κόρη.

— Όχι! δεν είνε το ίδιο, γριά! πετάχτηκε κείνη ωργισμένη· δεν είνε το ίδιο…

— Ναι, δεν είνε το ίδιο, άπορη!…

Το νερό πάντα χόχλαζε, σαν να ήταν το ποτήρι απάνω σε φωτιά. Η μάγισσα τσάκισε έν' αβγό από μαύρη κόττα και το έχυσε μέσα. Το αβγό κάθισε στον πάτο· το νερό πάντα έβραζε.

Η Κίσσα με πιασμένη αναπνοή ακολουθούσε όλα τα κινήματα της γριάς. Σε κείνο το νερό ήταν η τύχη της· εκείνο την ήξερε και τώρα θα την έλεγε. Μα αν η τύχη της δεν ήταν καλή κι αν το νερό της έδειχνε πώς σε τούτο φταίει η αδερφή της, τι θα έκανε;

— Ούτε κολλόνες· ούτε δεντράκι είπε η Χάρμαινα κουνώντας το κεφάλι… Αχ! σ' έκλεψαν, άμοιρη. Κανείς δε θ' αγκαλιάση τα κορμί σου. Πάντα καταφρονεμένη θα ζης!

Η κόρη τινάχτηκε απάνω αγριεμένη.

 — Πώς! φώναξε· καταφρονεμένη! Όχι, δε θα ζήσω καταφρονεμένη. Έλα,
γριά· ό,τι θες σου δίνω. Δος μου την τύχη μου πίσω!

Η Χάρμαινα έβαλε ένα παράξενο γέλιο, που πάγωνε τα αίμα του ανθρώπου.

— Καλά, νυφούλα μου, κάτι θα κάνουμε· είπε.

Πέρασε αρκετός καιρός. Η Κίσσα ήρθε κι έμεινε πετσί και κόκκαλο από τη ζήλεια της. Τα μάτια της γούβωσαν, τα μάγουλά της μαράθηκαν, τα χείλη της άσπρισαν. Την έφαγαν τα λόγια της Χάρμαινας· όλο συλλογισμένη καθότανε.

Ως τόσο η Αυγή ζούσε ευτυχισμένη στα παλάτια της. Τα μάγια τίποτα δεν της έκαναν. Ο βασιλιάς ξεψύχαε γι' αυτήν. Μια ημέρα διαλαλήθηκε στη χώρα πως η βασίλισσα γέννησε παιδί. Χαρές, ξεφαντώματα στο παλάτι. Μα απ' όλους πιο πολύ χάρηκε η Κίσσα.

— Τώρα θα βρω αφορμή να πάω να τελειώσω τη δουλειά μου· είπε.

Και κίνησε να πάη στο παλάτι. Στο δρόμο η καρδιά της χτύπαε δυνατά· τα πόδια της ήταν κρύα και το κορμί της έτρεμε. Δυο φορές έκαμε να γυρίση πίσω και πάλι μετάνιωσε.

Και πήγε.

Η Αυγή σαν είδε την αδερφή της, την αγκάλιασε, τη φίλησε και την έβαλε να καθίση κοντά της απάνω στο κρεβάτι. Από τη χαρά της δεν είδε ούτε τη χλωμάδα ούτε το άγριο βλέμμα της. Σήκωσε το τουλουπάνι, κεντημένο όλο με πούλιες και τιρτίρια κι έδειξε το βασιλόπουλο, που κοιμότανε στη χρυσή του κούνια.

— Σ' αρέσει, αδερφούλα μου, το παιδί μου; ρώτησε κοιτάζοντας το μικρό τρυφερά.

— Ουμ! να σου ζήση και καλός γαμπρός· ευχήθηκε κείνη.

Μα τα μάτια της σπιθοβόλησαν από θυμό

— Καλή σου μοίρα, αδερφούλα μου!

Η Αυγή έσκυψε και τη φίλησε στα μάτια. Η Κίσσα και το φιλί το πήρε για κακό. Είδε τα χρυσάφια και τα φαρφουριά, τα στόφινα σεντόνια και τα μεταξωτά προσκέφαλα και ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι της.

— Δε θα ήταν όλα δικά μου: Εγώ δε θα ζούσα εδώ μέσα; συλλογίστηκε.

Η Αυγή, αδύνατη ακόμη από τη γέννα, ακούμπησε το κεφάλι στα γόνατα της αδερφής της και σιγά — σιγά λάρωσε σαν αρνάκι που δε συλλογίζεται το λύκο. Ποιος ξέρει τι καλά όνειρα έβλεπε για το παιδί της, η μάννα!

Η Κίσσα θυμήθηκε τα λόγια της μάγισσας. Ναι, η Αυγή της έκλεψε τη μοίρα της· θα ζη τώρα καταφρονεμένη· θ' αγωνίζεται στις αργατιές το καλοκαίρι· το χειμώνα με το καμουτσίκι στο χέρι θα οδηγή τ' άλογο να γυρίζη το μύλο· το σιτάρι θα τρίβεται κάτω από το λιθάρι· το μυλολίθι θα χτυπιέται, τα ξύλα και οι ρόδες θα τριζοβολούν και κείνη ανασκουμπωμένη, αλευρωμένη θα παιδεύεται για τα αλέσματα του ενός και του άλλου. Α, δε γίνεται! Δεν είνε αδερφή εκείνη, που θέλει να βασανίζετ' έτσι η άλλη αδερφή!… Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της· τα μηλίγκια της σφυροκοπούσαν, η όψη της άλλαξε χίλια χρώματα. Με λαχτάρα τραβάει άξαφνα μια βελόν' από τα στήθη της και τη χώνει στο κεφάλι της αδερφής της. Ένα σιγαλό παράπονο ακούστηκε, κάτι έτριξε και πάει χάθηκε η Αυγή. Η Κίσσα σάστισε. Έτρεχε δώθε — κείθε μέσα στην κάμαρη σαν τρελλή. Σε λίγο θυμάται τις οδηγίες της Χάρμαινας, φορεί τα ρούχα της αδερφής της και πέφτει στο κρεβάτι.

Όταν το βράδυ γύρισε από το κυνήγι ο βασιλιάς, έσφιξε στην αγκαλιά του την Κίσσα αντί για την Αυγή.

Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα και τα πουλάκια άρχισαν να πετούν και να κελαϊδούν στα δέντρα του βασιλικού περιβολιού. Ένα πουλάκι, με χρυσά φτερά και αργυρό σκουφούνι στο κεφάλι, εκείνο μόνο δε χαίρεται και δεν παίζει με τ' άλλα. Ολογυρίζει στο παραθύρι της βασίλισσας, ρίχνει δυο — τρεις ματιές μέσα και φεύγει, σαν να φοβάται κανένα κυνηγό. Έπειτα πάει και κάθεται στο κλαρί και λέει με ανθρωπινή φωνίτσα:

  — Περβολάρη! περβολάρη!…
    Ρέει — ρέει το βυζί μου,
    Κλαίει — κλαίει το παιδί μου.
    Κι αν δεν το ειπής του βασιλιά,
    Να μαραθούν τα λάχανα,
    Να ξεραθούν τα δέντρα!.

Και το κελαϊδεί με τέτιον πόνο, που τα δέντρα μαραίνονται αμέσως· τα φύλλα κιτρινίζουν και τινάζονται στη γη. Το πουλάκι φεύγει αποκεί και πηγαίνει παραπέρα, στα χλωρά δέντρα και στα πράσινα κλαριά. Κάθεται και κει και αρχίζει το ίδιο του κελάιδημα, που χύνει όλη τη λαύρα της καρδιάς του:

  — Περβολάρη! περβολάρη!…
    Ρέει — ρέει το βυζί μου,
    Κλαίει — κλαίει το παιδί μου.
    Κι αν δεν το ειπής του βασιλιά,
    Να μαραθούν τα λάχανα,
    Να ξεραθούν τα δέντρα!…

Πέρασαν μερικές μέρες και το περιβόλι όλο [ράπισε]. Κάηκαν τα λαχανικά, ξεράθηκαν τα δέντρα, χώνεψαν τα μοσχομύριστα φυτά, σαν να τα έδειρε αδρύ χαλάζι. Μόνον μπροστά στο παραθύρι της βασίλισσας έμεινε λίγη πρασινάδα και κει φώλιαζαν τα πουλάκια κι έχυναν την ευωδιά τους τα λούλουδα. Ο περιβολάρης έπεσε σε διπλή έγνοια. Έβλεπε του περιβολιού την κατάσταση και δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθή στο βασιλιά. Άκουε και τα λόγια του πουλιού και δεν έβρισκε πώς να τα παραστήση. Κάθε πρωί ανέβαινε στα παλάτι και πάλι κατέβαινε τρομάζοντας την οργή του βασιλιά. Τέλος μια ημέρα, που ο βασιλιάς κατέβαινε να λαφοκυνηγήση, πήγε μπροστά, γονάτισε και με δάκρυα στα μάτια τα διηγήθηκε όλα.

Μπα! σαν τι πουλί είνε και λαλεί ανθρωπινά; είπε με παιζογέλασμα εκείνος.

Να! άκου το· λέει ο περιβολάρης.

Ο βασιλιάς γύρισε και είδε απάνω σε μια λεμονιά το χρυσό πουλί. Καθόταν στο ψηλότερο κλαρί και κοιτάζοντας τον άρχισε να κελαϊδή παραπονεμένα:

  — Βασιλιά μου πολυχρονεμένε
    Και καλέ κι αγαπημένε.
    Ρέει — ρέει το βυζί μου
    Κλαίει — κλαίει το παιδί μου.
    Κι αν το ήξερ' η μαννούλα του
    Χρυσή κουνίτσα τόφτιανε
    κι αργύρα κουνιστήρια!…

Ο βασιλιάς συγκινήθηκε· του φαίνεται πως δεν ακούει πρώτη φορά τη φωνή· πως και άλλοτε είδε αυτό το πουλί· πως τ' αγάπησε μια φορά. Αλαφροπατώντας πηγαίνει κάτω από τη λεμονιά και του λέει ήμερα και παρακαλεστικά:

— Κατέβα παρακάτου, πουλάκι μου.

Εκείνο τον κοιτάζει σα μαγεμένο, κατεβαίνει σε χαμηλότερο κλαρί και αρχίζει πάλι με γλυκύτερη φωνή:

— Βασιλιά μου πολυχρονεμένε Και καλέ κι αγαπημένε. Ρέει — ρέει το βυζί μου Κλαίει — κλαίει το παιδί μου. Κι αν το ήξερ' η μαννούλα του χρυσή κουνίτσα τόφτιανε, κι αργύρα κουνιστήρια.

— Κατέβα παρακάτου, πουλάκι μου· του ξαναλέει ο βασιλιάς.

Και κείνο κατεβαίνει, κατεβαίνει ακράτητα, σαν να το σέρνη μαγνήτης, όσο που πέφτει στην αγκαλιά του.

Ο ήλιος ήταν βασιλεμένος. Σε λίγο όλοι κοιμήθηκαν στο παλάτι.

Μόνον το πουλί δεν μπορεί να κοιμηθή. Μέσα στο χρυσό κλουβί, που το έκλεισε ο βασιλιάς, φτερουκάει χαρούμενο, βγάνει τη μυτίτσα του στα σύρματα και κοιτάζει τρυφερά, σαν να φιλή με τα μάτια την κούνια του βασιλόπουλου. Έπειτα πλαγιάζει το κεφάλι και αρχίζει ένα σιγαλό και αποκοιμιστικό νανούρισμα:

    Κοιμάται αστρί, κοιμάται αυγή, κοιμάται νιο φεγγάρι.
    Κοιμάται το παιδάκι μου απάν' στο μαξιλάρι!…

Η Κίσσα στην ίδια κάμαρη κοιμότανε βαθιά. Άξαφνα βγάνει ένα βογγητό· κρύος ίδρωτας την τσακίζει· τα χέρια της κινούνται σαν να θέλουν κάπου να πιαστούν. Αχ! τι όνειρο που βλέπει η δόλια! Ήταν, λέει, μέσα σ' ένα μεγάλο σπίτι, γεμάτο από χρυσάφι και μάλαμα, από διαμάντια και ρουμπίνια. Ήταν σκοτάδι, βαθύ σκοτάδι· ησυχία, που άκουε την ανάσα του κανείς! Και η Κίσσα έπαιρνε χρυσάφια, έπαιρνε ρουμπίνια, έχωνε αποδώ αποκεί, στις τσέπες, στο στόμα της… Πάει, θα διώξη τη φτώχια, δε θα ξενοδουλεύη πια! Θα γίνη και κείνη μεγάλη αρχόντισσα! Άξαφνα το σπίτι φωτίζεται· ακούονται γέλια, χαρές, τραγούδια… Πού να πάη να κρυφτή; Να, ακούονται πατήματα· κάποιος την πιάνει από το χέρι. Είνε η αδερφή της, η πεθαμένη αδερφή της, η Αυγή!… — Τι θέλεις εδώ; της λέει· τ' ήρθες να κάμης; Εκείνη θέλει να μιλήση, ανοίγει το στόμα της, μα δε μπορεί ούτε ν' ανασάνη… Και η αδερφή της δεν τη γνωρίζει… — Ήρθε να κλέψη· λέει μια άλλη γυναίκα, μαύρη, κατάμαυρη, απαράλλαχτη σαν τη Χάρμαινα. Ναι· ήρθε να κλέψη! Και γελώντας την αρπάζει στα δυνατά μπράτσα της και την πετάει κάτω από το παραθύρι… Η Κίσσα ξύπνησε με τρομάρα.

 — Ωχ! τι όνειρο! λέει, τρίβοντας με το χέρι το μέτωπό της. Τι
όνειρο!

Άξαφνα ακούει το νανούρισμα του πουλιού και της φαίνεται πως ακούει τη φωνή της αδερφής της. Ανατριχιάζει όλη, τινάζεται από το στρώμα.

— Α! λέει, εδώ θα ξεδιαλύνη τόνειρο; Όχι! δε θα ξεδιαλύνη.

Αρπάζει ένα μαχαίρι και τρέχει στο κλουβί. Μα την ίδια ώρα η πόρτ' ανοίγει και μπαίνει ο βασιλιάς. Και κείνος είδε απόψε τρομερό όνειρο· είδε πώς κιντύνευε το χρυσό πουλάκι του. Έτρεξε γοργά στο κλουβί, πήρε το πουλί στο χέρι και άρχισε να το φιλή λέγοντας τρυφερά λογάκια. Η Κίσσα μαζωμένη στη γωνιά έβλεπε πότε το βασιλιά, πότε το πουλί και κρύος ίδρωτας την τσάκιζε. Όσο και αν προσπαθούσε να κρατήση την καρδιά της, αδύνατο. Έκρυβε το λεπίδι μέσα στα φουστάνια της· μα τι που είχε φανερά λεπίδια τα δυο μάτια της, που έσφαζαν κατάκαρδα με το άστραμμά τους.

Άξαφνα το χέρι του βασιλιά ήβρε κάτι απάνω στο κεφάλι του πουλιού.

— Μπα! τ' είνε τούτο; λέει με απορία.

Χύθηκε απάνω του η Κίσσα.

— Μην τη βγάλης· μη για το Θεό! φωνάζει με λαχτάρα.

Ώστε να το ειπή εκείνη, ο βασιλιάς έβγαλε τη χρυσή βελόνα. Ωχ! ακούστηκε σύνωρα, ένα ωχ! τόσο παραπονιάρικο, που ράγισαν για μιας όλα τα μάρμαρα και τα τζάμια του παλατιού. Τίναξε τα φτερά του το πουλί και πήδησε νεράιδα χρυσοφορεμένη στο πάτωμα η Αυγή. Ο βασιλιάς έμεινε αφωνάλαλος. Γύριζε κι έβλεπε τις αδερφάδες και δεν ήξερε ποια από τις δυο ήταν η γυναίκα του.

— Εκείνη που σου λέγ' η καρδιά σου, εκείνη είνε η γυναίκα σου· του λέγ' η Αυγή.

Όσο θέλεις δούλευε κι όσο θέλει ο Θεός θα σου δώση. Όσα έκαμε η Κίσσα, τίποτα δεν κέρδισε. Ο βασιλιάς έμαθε τα έργα της κι απάνω στα θυμό του έχωσε την ίδια βελόνα στο κεφάλι της.

Η κακή αδερφή έγινε αμέσως πουλί. Μα όχι πουλί με χρυσά φτερά κι άργυρο σκουφούνι στο κεφάλι. Δεν κελαϊδεί γλυκά και πονετικά, που να μαραίνη τα δέντρα και τα λούλουδα. Έγινε όνομα και πράμα κίσσα, μαύρο πουλί, όπως ήταν η ψυχή της. Αλλάζει λογιών — λογιών φωνές και πάντα βρίσκεται στις ρεματιές κρυμμένη.

ΚΡΥΦΟΣ ΚΑΗΜΟΣ

Η μάννα μου ήταν καλή και αγαθή, όπως όλες οι γυναίκες του καιρού της. Γλυκειά ημέρα ως τόσο δεν είδε με τον πατέρα μου γιατί — λες κι έφταιγε η δόλια! — έκανε όλο κορίτσια. Ξέρεις τι θα ειπή φτωχός και κορίτσια! Έξω απ' αυτό ακόμη ώριζαν Τούρκοι στο Μωριά κι ήταν καλύτερο να μην απόχταε κανείς παιδί παρά ν' αποχτήση θηλυκό. Κάθε νοικοκύρης που έβλεπε να πηγαίνη το σπίτι του μπροστά θλιβότανε περισσότερο από κείνον που δεν είχε τίποτα. Για τούτο κι ο πατέρας μου δεν έπαυε κάθε τόσο να της χτυπάη, κάπως στα χωρατά, μα πάντα πικραμένα:

— Μωρέ γυναίκα· δεν κάνεις και συ ένα σερνικό!…

Μια βραδειά μπήκε στο σπίτι ολόχαρος.

— Τέλειωσε, Καλομοίρα· είπε μόλις πάτησε στην πόρτα. Ό,τι παιδί κάνεις — ήταν ετοιμόγεννη η μάννα μου — θέλω να είνε σερνικό.

Σε λίγο γεννήθηκα εγώ. Όταν πήγαν να του πάρουν τα συχαρίκια, στέναξε βαθιά. — Ο γέρο Βαρσάμης, σκέφτηκε, οχτώ ντουφέκια· ο Βασίλης πέντε· ο κουμπάρος μου ο Ανέστης τέσσερα — και τι; — ένα κι ένα! Εγώ τίποτα για το Γένος! Εμείς θέλουμε άνθρωπους για σπαθί κι η γυναίκα μου γεννάει για τη ρόκα!… Και με το γρόθο του έδωκε μια κι έσπασε το τραπέζι.

— Μα δεν πειράζει· είπε σε λίγο. Εγώ θα το κάμω σερνικό. Θα γένη καλύτερο από σερνικό.

Το είπε κι έγινε. Μόλις μεγάλωσα λίγο, μου φόρεσε αντρίκια και μ' έλεγε Χρύσαντο από Χρυσή που ήταν τ' όνομά μου. Στη μάννα μου, σε όλους έτσι έλεγε να με φωνάζουν. Από μικρή με έμαθε στ' άρματα. Μέρα — νύχτα με δασκάλευε να παίζω το σπαθί, να λυγίζω το κορμί, να ρίχνω στο σημάδι. Την καθεμερνή μ' έπαιρνε στο χωράφι· τη γιορτή στο κυνήγι να κυνηγούμε τους λύκους και τ' αγριογούρουνα στη Δροσελή.

— Θέλω…να περνάς το βόλι απ' το δαχτυλίδι· μου έλεγε.

Πέρασαν έτσι κάμποσα χρόνια. Οι ραγιάδες άρχισαν κάπως ν' ανακατώνονται. Στις εκκλησιές διαβάζανε κάτι παράξενα τροπάρια για τους Αγαρηνούς. Οι χαλκιάδες κι οι τουφεξήδες νύχτα δούλευαν τα σύνεργα το πολέμου. Τα παλληκάρια γυμνάζονταν στ' άρματα, έχυναν βόλια, τραγουδούσαν τα κλέφτικα. Α! πώς έγινε και κείνο το αγουροξύπνημα! Την παραμονή του Βαγγελισμού — Πέφτη θυμούμαι ήταν — βλέπουμε κατά το κοντόβραδο το Σισίνη από τη Γαστούνη, το Σταματόπουλο από τα Λεχαινά και τον καπετάν Αντωνάκη από τη Μανωλάδα με καμιά τρακοσαριά παλληκάρια. Ο πατέρας μου είχε ρεματισμούς και δε μπορούσε να σηκωθή από το κρεβάτι. Με φώναζε να πάω κοντά, μου έζωσε τα σπαθί, μου έδωκε το καρυοφύλλι στο χέρι και·

— Σύρε με την ευκή μου· λέει. Ξέρεις, δεν είσαι γυναίκα, είσαι άντρας· πρέπει να είσαι άντρας! Πέφτε άφοβα στη φωτιά· σκότωνε όσους άπιστους μπορείς. Ο παπά Δημήτρης λέει, όσο περσότερους σκοτώνεις τόσα κρίματα συχωριώνται.

Η μάννα μου και τα κορίτσια παράμερα κρυφόκλαιαν. Εγώ ήθελα να κρατηθώ, μα τα έρμα μάτια μου ψιχάλιζαν. Η ώρα του μισεμού ανάστησε στην καρδιά μου κάτι που δεν το ένιωθα πριν. Το σπίτι με τράβαε. Έβλεπα τα στρωσίδια του κρεβατιού, τον αργαλειό, την ανέμη, τ' άλλα του σωθέματα και πίστευα πώς ήταν δικά μου εργόχειρα. Έβλεπα τις γυναίκες και κάτι μέσα μου μ' έσπρωχνε να τρέξω, να τυλιχτώ στα φουστάνια τους, φυλαχτό να τα βάλω στην τρέλλα του πατέρα μου. Α! το σπιτικό πουλί κι αν το φερε η μοίρα να κρεμάση αϊτού φτερά, πάντα τρομάζει να πετάξη στα κορφοβούνια! Κρύος ίδρωτας με τσάκισε και το κορμί λάγκευε κάτω από τ' άρματά μου. Σαν να το μάντεψε ο γέροντας, πήδησε από το στρώμα του, μ' έσπρωξε στην πόρτα και με φίλησε.

— Σύρε στο καλό, λέει με τρεμουλιαστή φωνή! Σα φύγουν οι Τούρκοι από το Μωριά, τότε να γυρίσης και συ.

Η Γαστούνη εκείνον τον καιρό ήταν κεφαλοχώρι. Εκεί καθότανε ο βόιβοντας, ο κατής, άλλοι μεγάλοι Τούρκοι κι ο Σισίνης που ήταν Μορογιάνης του Σουλτάνου. Ανήμερα του Βαγγελισμού την πατήσαμε. Οι Τούρκοι υποψιάστηκαν και δεν ήβραμε ψυχή από δαύτους. Εκεί να έβλεπες το ρωμαίικο τ' ασκέρι! Ρίχτηκαν στα τούρκικα κονάκια, άρπαξαν ασημικά, άρπαξαν ρούχα, τα φόρτωσαν στ' άλογα και δρόμο για τα χωριά τους.

 — Σταθήτε, μωρέ παιδιά· εμείς ήρθαμε να πολεμήσουμε! τους φώναζαν
οι καπετανέοι.

Πού εκείνοι! Σε λίγη ώρα μαθαίνουμε πώς οι Τούρκοι γύριζαν πίσω.
Πήγαν να περάσουν στου Λάλα, μα στο Στενό τους χτύπησε ο καπετάν
Βιλαέτης με τους Πυργιώτες και τους ανάγκασε να πισωπατήσουν

— Τι θα κάνουμε τώρα; ρωτάει ο Σισίνης,

— Τι θα κάνουμε! Θα τους βαρέσουμε· λέει ο καπετάν Αντωνάκης.

Όσοι μείναμε κινήσαμε να βαρέσουμε τους Τούρκους. Τους απαντήσαμε ανάμεσα Ροβιάτα και Σαβάλια. Καθώς μας είδαν έβαλαν τα χαρέμια στη μέση και με φωνές χύθηκαν απάνω μας. Σκορποχώρι εμείς.

Ούτε του πατέρα μου τα λόγια συλλογίστηκα ούτε ντροπή. Άκουα το άλα! άλα! των Τούρκων πίσω μου, τ' άγρια ποδοβολητά τους κι έλεγα τώρα το βόλι θα χωθή στην πλάτη μου. Πήδαγα τράφους, χαντάκια, αγριάγκαθα, χωρίς να σκέφτομαι άλλο παρά πώς να ξεφύγω τη λύσσα τους. Άξαφνα βλέπω μπροστά μου το Σταματόπουλο. Ήταν γέρος και παχύς· μόλις μπορούσε να κουνηθή. Το κοπέλι του με το πρώτο τσάκισμα καβάλικε τ' άλογό του κι έφυγε.

 — Σώσε με, παλληκάρι, ν' αγιάσουν τα πεθαμένα σου· φωνάζει
αγκομαχώντας. Ντροπή στα νιάτα ν' αφίνουν πίσω τα γεράματα…

Σταμάτησα. Χωρίς να ειπώ λέξη, γονάτισα, τον πήρα στον ώμο και τραβώ για τη Γαστούνη. Μα οι Τούρκοι σε λίγο μας έφτασαν.

 — Τώρα, γέρο μου, του λέω, κάμε το σταυρό σου· Η Παναγιά ας βάλη το
χέρι της.

Τον απίθωσα χάμω και στάθηκα μπροστά του με το καρυοφύλλι. Σε λίγο έριξα, μα δεν ξέρω αν σκότωσα κανένα. Ένιωσα μια κοπανιά στο κεφάλι· τα μάτια μου θαμπώσανε και σωριάστηκα χάμω.

Τι έγινε ύστερα δεν ξέρω· για το γέρο Σταματόπουλο δεν άκουσα τίποτα. Όταν συνήρθα, ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι κι ένα όμορφο παλληκάρι έστεκε απάνω από το κεφάλι μου.

Ήταν καλή καρδιά ο Δήμος ο Βαρόσης· εκείνος μ' έσωσε από τα χέρια των Τούρκων. Από τότε γινήκαμε φίλοι· νύχτα — ημέρα μαζί. Θα πήγαινε κείνος στη βάρδια; Κοντά και γω. θα μ' έστελναν με τον καπετάν Λάππα να στρατολογήσω στα χωριά; Κοντά εκείνος. Ο πικρός σίφουνας που άρχισε την ημέρα του Βαγγελισμού όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Πόλεμος στου Λάλα, στην Πάτρα, στο Σανταμέρι, στο Χλιμούτσι! Αίματα, φωτιά, δάκρυα, εκδίκησες! Ο ραγιάς άλλαξε· σήκωσε [καφάλι] και κοίταζε άφοβα τον αγά, τον προεστό και το θάνατο.

Έτσι λίγο — λίγο άλλαξα και γω. Ό, τι δεν έκαμαν τα λόγια του πατέρα μου, έκαμε ο κίντυνος κι η κακοπάθεια. Δε με τρόμαζαν πια οι σκοτωμένοι και τα αίματα ούτε με συγκινούσαν τα δάκρυα, ο χωρισμός, η ορφάνια. Σ' ένα μονάχα δε μπόρεσα ν' αλλάξω, στη ματιά του Δήμου μου. Αχ, το κακοθήλυκο! Το κακοθήλυκο! Τι να κάμουν τ' άρματα και τα φορέματα; Τι να κάμη το θέλημα του γονιού; «Θέλω να είσαι άντρας!» Ε καλά! Και γω το ήθελα· μα πώς; Πού θα βρεθή η ασημόβεργα της μάγισσας ν' αλλάξη τη γυναίκια φύση, όπως αλλάζει σε κάρβουνα τους θησαυρούς στα παραμύθια; Ωχ! τι αγρύπνιες μέσα στον κάματο και τι φαρμάκια στη χαρά της νίκης! Πόσες φορές την αγάπη μου την έπνιξα σε θυμούς και πικρά λόγια εναντίον του! Ήρθαν στιγμές που σήκωσα ν' αδειάσω την πιστόλα στα στήθη του, να σβήσω στο αίμα του τη λαύρα που με δαιμόνιζε. Δοκίμασα να φύγω από κοντά του, να πάω με άλλον καπετάνιο. Μα τα πόδια μου μ' έφερναν πάλι πίσω, όπως το τυφλάλογο στο πράσινο λιβάδι.

Μια ημέρα λίγο έλειψε να προδοθώ μοναχή μου. Όσο τη θυμούμε κείνη τη μέρα, ανατριχιάζω. Ο Σισίνης μας έστειλε μ' εκατονπενήντα παλληκάρια στον Κολοκοτρώνη. Είμαστε στα Δερβενάκια κι είχαμε καρτέρι του Δράμαλη, που γύριζε για την Κόρθο. Εμείς με το Νικηταρά είχαμε τον Άη Σώστη. Οι Αλωνιστιώτες το Αγριλόβουνο, ο Αντωνάκης Κολοκοτρώνης το Ζυγό. Εγώ κι ο Δήμος είμαστε γονατιστοί πίσω απόνα πουρνάρι και καρτεράγαμε να μπούνε οι Τούρκοι στη ρεματιά. Εκείνος με κοίταζ' έτσι γονατιστή και θάμαζε. Εγώ — ξέρεις — μη με τηράς τώρα· τότε ήμουν όμορφη, πολύ όμορφη! Έχωνα στην τραχηλιά το λαιμό μου, έκρυβα τα χέρια, έσφιγγα τα στήθη μου, άλλαζα τη φωνή μου, μα πού! Τα κατακαημένα νιάτα φαίνονται, βλέπεις!

— Όρε αδερφέ Χρύσαντε, τι χεράκια είνε φτούνα; μου λέει άξαφνα. Δεν κάνουν για σπαθί παρά για βελόνι.

Αλαφιάστηκα· έριξα τα μάτια χάμω και μ' έπιασε σύγκρυο.

— Μα το σταυρό, λέει πάλι· αν δε σε γνώριζ' από καιρό, θα λεγα πως είσαι γυναίκα. Και πώς σ' αγάπησα! όχι άλλον άνθρωπο δεν αγάπησα έτσι!…

Ξύπνησε μέσα μου το φίδι! Τα λόγια του ανάδεψαν στα φυλλοκάρδια μου τον αμαρτωλό σπόρο της Εύας. Γύρισα τα μάτια ψηλά· κόντευε να βασιλέψη ο ήλιος. Τ' απόσκια πέφτανε στη ρεματιά! Εκείνο το σιγαλό μουρμούρισμα του νερού, το παθητικό τσιτσίρισμα των πουλιών κι η μοσκοβολάδα, που έβγαινε από τα θυμάρια, όχι, δεν ήθελαν πόλεμο· έκραζαν την αγάπη. Άναψαν τα μάγουλά μου και τα μάτια μου μισόκλεισαν. Έτρεμα ολόκορμη· τα μέλη μου έγιναν βαρειά και μαλακά σαν προζύμι. Ένιωθα κατιτί στυφό στο λάρυγγά μου, που δε με άφινε να πάρω ανάσα. Σήκωσα τα μάτια να τον ιδώ, και τα χείλη του, τα κόκκινα χείλη του, με τραβούσαν στην Κόλαση.

— Μπαμ! βρόντηξε μια ντουφεκιά.

Πήδησα ορθή. Έπεσε το πρώτο ντουφέκι κι ακούστηκε η φωνάρα του Κολοκοτρώνη. Οι Τούρκοι μπήκανε στη ρεματιά· οι καπεταναίοι τους χτύπησαν και τους έστειλαν απάνω μας. Τους χτυπήσαμε και μεις· τα έχασαν, θέλουν να πισωπατήσουν, μα δεν έχουν πούθε να κάνουν κι άλλοι γκρεμίζονται και τους συνεπαίρνει το ρέμα, άλλοι σκοτώνονται συνατοί τους. Τι φονικό που γίνηκε! Ακόμη σωροί κοίτονται τα κόκκαλά τους εκεί.

Ο Δήμος ήταν μαζί μου στην αρχή· μα τον έχασα. Τον γύρεψ' αποδώ, αποκεί, φώναξα. Πού ν' ακουστής μέσα στην ανακατοσούρα και την αντάρα! Έβλεπες το σπαθί και χτύπαε στο κόκκαλο και πέταε σπίθες. Δυο ώρες βάσταξε το πελέκι. Όσοι γλύτωσαν, έφτασαν κακοί κακώς στην Κουρτέσα. Τα παλληκάρια τότες ρίχτηκαν για λάφυρα.

Εγώ είχα μια σπαθιά στο κεφάλι και το αίμα μού θάμπωνε τα μάτια. Έκατσα σ' ένα κοτρώνι να ξεκουραστώ. Το φεγγάρι ξετύλιγε χλωμά σάβανα στο μακελειό. Άλογα έτρεχαν χλιμιντρίζοντας και φτερνοκοπώντας τα χαλίκια· άλλα έσερναν ακόμη στη σέλλα νεκρά τ' αφεντικά τους. Ίσκιοι φάνταζαν στα πλάγια πελώριοι· κάπου άστραφτε μια πιστολιά. Αναστενάγματ' αποδώ, κλάματ' αποκεί, που ήταν να φρίξη κανείς.

Άξαφνα θυμήθηκα το Δήμο κι ανατρίχιασα. Τάχα τι να γίνηκε; Τινάχτηκ' απάνω κι έτρεξα πέρα — δώθε πατώντας τους σκοτωμένους και φωνάζοντας. Φώναζα, ούρλιαζα και γω δεν ξέρω τι έκανα. Σε λίγο απόστασα και στάθηκα. Φωνάζω πάλι· μάτα φωνάζω. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Το αίμα έτρεχε από την πληγή μου. Κατάλαβα πως θα λιγοθυμούσα κι έπεσα σ' ένα θυμάρι. Εκεί ακούω σαν σιγαλό βογγητό πίσω μου. Γυρίζω, βάζω φωνή·

— Δήμο! Δήμο μου!

— Χρύσαντε, αδερφέ μου!…

Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου, κόλλησαν τα χείλη μου στα δικά του. Αχ! τον έφαε το βόλι το πικρό. Τι δε θα δινα για να του δώκω ζωή! Τι δε θα κανα για να γνωρίση τι λογίς ήταν η αγάπη μου!

— Άκου, Δήμο μ'! άκου. καλέ μου! έκραζα μεγαλόφωνα στ αφτί του.

Ήθελα με το μυστικό μου να του σταματήσω το θάνατο. Του κάκου! Παίξανε τα ματόφυλλα μια στιγμή κι οι κόρες του στυλώθηκαν απάνω μου. Κι είχαν κάτι σαν ξάφνισμα και σαν παράπονο. Το άκουσε τάχα; Τάχα λυπήθηκε, όπως εγώ, που δεν το έμαθε προτήτερα: Ποιος ξέρει. Μα τι φταίω και γω; Άλλοι τότε ήταν οι καιροί και κείνο που έχτιζε η αγάπη γρήγορα το χάλαε η καταδρομή. Για τούτο και γω δεν πάτησα το θέλημα του πατέρα μου. Έγινα κι έμεινα άντρας.

Τι κακομοιριές κι οι δικές μας!

Η ΜΗΤΡΙΑ

Είνε κάπου είκοσι χρόνια κλειστά. Είκοσι χρόνια στο μνήμα το άραχνο ο Βασίλης· άλλα τόσα στο μνήμα των ζωντανών, στη φυλακή εγώ. Τώρα με τρώγ' η ψείρα κι η κακομοιριά· μα θυμούνται ακόμη στο χωριό τα καλά του Θανάση Βρυσώτη και δείχνουν τα σπίτια του στους ξένους.

Αχ, τι χρόνια και κείνα! τι ζωή βασανισμένη στους τέσσερους τοίχους της φυλακής, στους χίλιους μέσα και χωρίς συντροφιά!… Μα τι λέω χωρίς συντροφιά; Είχα το καποτάκι του παιδιού μου, που κάθε ώρα ψήλωνε βουνό μπροστά μου κι έδειχνε το Βασίλη με τα βόλια στο ριζάφτι. Τι λέω χωρίς συντροφιά; Είχα στα στήθη μου κάπιο πράμα που σφύριζε βουβά κι αδιάκοπα, σαν άγρυπνη κουρούνα: φονιά! φονιά!… Και σαν σφάλιζα τα έρμα μου τα μάτια κι έγερνα το κεφάλι να πάρω λίγον ύπνο, έβλεπα τη Ζωίτσα με τα νυφιάτικα και τα λυτά μαλλιά της, χλωμή καθώς ήταν την ώρα που την απιθώσαμε στο μνήμα, να μου φωνάζη δυνατά:

 — Σκυλί! τι έκαμες το παιδί μας; Πού είν' ο αρρεβώνας που σ'
άφηκα;… Καταραμένος να ήσαι!…

Και γω τιναζόμουν απάνω σαν το λάφι και γονατιστός της γύρευα συχώρεση, Όχι! δεν ήθελα, να είμαι καταραμένος!…

Λένε πως το χειρότερο κακό να κάμη ο άνθρωπος, άμα μετανιώση, άμα με τα δάκρυά του γεμίση ένα δισκοπότηρο, ο Θεός τον συχωράει. Εγώ χιλιάδες, ναι, χιλιάδες δισκοπότηρα γέμισα από τότε! Και όμως, και όμως τι; Τ' αγλύκαντο νερό δε θέλει να ξεπλύνη τα μαύρα γράμματα! Α, ναι, το πιστεύω· δίχως το θέλημα Θεού μήτε πουλί στο βρόχι. Ποιος ξέρει τι αμαρτίες είχα και με παιδεύουνε τώρα; Ποιος θυμάται, αν τότε, μέσα στα καλά μου, συλλογιζόμουνα κανένα;

Ο πατέρας μου ήταν παπάς. Εμένα με είχε αναγνώστη κι έλεγα τον Απόστολο κάθε Κυριακή στην εκκλησιά του χωριού μας. Εκείνος, όταν ήταν παιδί, έκανε τα δικά του. Για τούτο εμένα που μ' έβλεπαν από μικρό, ήσυχο και ταπεινό, έλεγαν οι χωριανοί; από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ' αγκάθι βγαίνει ρόδο.

Ο πατέρας μου βιάστηκε να με παντρέψη.

 — Μπορεί να κλείσω καμιά μέρα τα μάτια και να μην ιδώ τις χαρές του
γιου μου· έλεγε.

Έξω απ' αυτό ήθελε να με παντρέψη για να με κάμη παπά και να με αφήση στο πόδι του σαν πεθάνη.

Έτσι ούτε το σπίτι έχανε τ' όνομά του, ούτε μας έπαιρνε άλλος στο χωριό τα πρωτάτα. Εγώ, σαν μου το είπε, δε δυσκολεύτηκα, γιατί μου έδινε γυναίκα της καρδιάς μου. Μα από την πρώτη μέρα, την ημέρα του γάμου, φάνηκε πώς δεν ήταν με θέλημα Θεού. Το θυμούμαι τώρα κάποτε και σηκώνονται τα μαλλιά μου. Τρεις φορές τα στέφανα έπεσαν από της νύφης το κεφάλι στο χώμα! Κακό σημάδι! Η άμοιρ' η Ζωίτσα γύρισε και με κοίταξε με βλέμμα παραπονιάρικο, σαν να ήθελε από τη στιγμή του ταιριαμού μας, να μου θυμήση την ώρα του παντοτινού χωρισμού. Κι έπειτα όταν έμπαινε σπίτι — ακούς, αδερφέ! — μέσα στη βιασύνη, ούτ' ένα κομμάτι σίδερο δε βρέθηκε να βάλουν στα πόδια της. Όλοι ένιωσαν πως το αντρόγυνο δεν ήταν στερεωμένο. Και να που έγινε αλήθεια! Απάνω στο χρόνο η Ζωίτσα πέθανε από τη γέννα… Κακομοίρα γυναίκα· η τύχη η δική μου σε συνεπήρε!…

Ο κόσμος άρχισε αμέσως τα δικά του:

— Κλαίω εκείνη που πέθανε νια και παρανιά· αμ' τι; — το Θανάση! Εκείνος ήταν τυχερός που έζησε το παιδί και θα κρατήση την προίκα! έλεγαν.

Μα δεν είν' έτσι. Κλαίγε τον όποιου πεθάν' η γυναίκα και τ' αφήση και μικρό παιδί. Τι να κάμω; Πώς να τ' αναθρέψω εκείνο το παιδί; Ήθελε βυζί· ήθελε συγύρισμα. Στο τέλος άκουσα τα λόγια των δικών μου και παντρεύτηκα πάλι.

Μα κάλλιο να τρωγε το κεφάλι της η συμπεθέρα, που τα φτιασε να μπάσω την Ακριβή στο σπίτι μου. Φωτιά έπεσε αμέσως και μας έκαψε. Ακούς, αδερφέ, ν' αλυχτήση τη μάννα μου, όταν μπήκε νύφη! Τ' άκουσαν οι συμπεθέροι που το είπε: «Χαμ, χαμ, πεθερά! — νάμπω γω νοικοκυρά!» Κι η δόλια μάννα μου πού το ήξερε να πάη να κρυφτή; Νύφη, σου λέει, μπάζω δεν μπάζω οχιά! Και μήπως το βράδυ; Το βράδυ, η σκύλα, έκατσε κι έφαε. Ο κόσμος βούιξε;

— Η νύφη του παπά έφαε, θαν τη φάη την παπαδιά.

Κι αλήθεια· σε τρεις μήνες πέθανε η μάννα μου. Σε λίγο πάει απόκοντα κι ο πατέρας μου!

Τώρα δεν απόμεινε άλλο ν' αγαπάω στον κόσμο παρά ο Βασίλης, το παιδί της Ζωίτσας. Πόσα πέρασα όσο να τ' αναθρέψω και κείνο!… Η Ακριβή από την ώρα που μπήκε στο σπίτι άρχισε δικό της λογαριασμό. Το παιδί τής καθότανε παλούκι στο μάτι· όλο με το φου! και με το φου! το πήγαινε. Και μήπως μπορούσα να της μιλήσω; Μ' έβανε μπροστά και πού να τα βγάλω με τη γλώσσα της! Δεν έκανα άλλο παρά να θυμούμαι τη συχωρεμένη τη Ζωίτσα και να κλαίω. Τι γλυκομίλητη! Τι ταπεινούλα γυναίκα! Κι όσο θυμούμαι που έσπασα το πιάτο στο κεφάλι της μια μέρα. Ποιος ξέρει; Μπορεί από κείνο να πήγε παράκαιρα στο μνήμα, η δόλια!

Μα τι κακή ψυχή και κείνη η Ακριβή! Φαινότανε από το πρόσωπο. Τα μαλλιά της ήταν χοντρά, άγρια και κόκκινα· τα μάτια της γαλάζια και τ' ασπράδι τους κίτρινο, λες και είχε χρυσή· η μύτη της γυριστή ως τα χείλη και τα χείλη της φουσκωτά και μπλάβα σαν μελιτζάνα… Άμα θύμωνε, λύκος έμοιαζε. Ωχ, π' ανάθεμά την! Μ' έκαμε κι έγινα με όλο τον κόσμο οχτρός. Κάθε ημέρα σήκωνε τη γειτονιά στα ποδάρι. Κατάντησε τα σπίτι μου να βγάλη το χειρότερο όνομα. Ο Θεός να φυλάη από τέτια γυναίκα! Ως τόσο ο Βασίλης, άξενε κι ομόρφαινε.

— Ε, να του ζήση εκείνο το παιδί, έλεγαν οι χωριανοί. Σ' ένα — δυο χρόνια θαν το 'χη δεξί του χέρι..

Και πώς έμοιαζε της μάννας του! σαν δυο σταλαματιές νερό. Άμα με κοίταζε με κείνα τα μεγάλα και μαύρα — μαύρα μάτια του, μου φαινόταν πώς είχα τη Ζωίτσα μπροστά μου. Έκαμα κι άλλα παιδιά με την Ακριβή, μα να ειπώ την αμαρτία μου, ούτε ήθελα να τα βλέπω. Σιχάθηκα τη μάννα, σιχάθηκα και τα παιδιά. Για κείνο κι η Ακριβή θύμωνε.

— Κουρούνη! δεν τηράς και τ' άλλα σου παιδιά! Δεν ξέρω τι βρίσκεις σ' αυτό τα τιποτένιο! έβριζε.

Έτσι διάβαιναν τα χρόνια. Ο Βασίλης έφτασε δεκαπέντε χρονών· — παιδί παλληκάρι! Σου πάταγε δουλειά για μεροκάματα. Μα η Ακριβή δεν έπαυε τις γρίνιες της.

— Να σου ειπώ, Ακριβή· της λέω μια μέρα που έλειπε το παιδί. Τ' έχεις και τρώγεσαι με το Βασίλη; Τώρα το παιδί μεγάλωσε· καταλαβαίνει την προσβολή. Έπειτα οι σπιούνοι δε λείπουν από τον τόπο. Μπορεί να το κάμουν να θυμώση και να μας πετάξη όξ' από το σπίτι!

— Όξ' από το σπίτι!…

 — Ναι· το σπίτι είνε της μάννας του. Τα χωράφια, τ' αμπέλια, όλα
της μάννας του είνε. Από σένα δεν πήρα τίποτα.

 — Δεν πήρες τίποτα, μα πήρες γυναίκα που δε σου πρεπε· μ' έκοψε
κείνη θυμωμένη.

Ορίστε! μίλα της τώρα.

— Όλα καλά τα λόγια που λες, γυναίκα· μ' αν θυμώση ο Βασίλης, μας πετάει όξω και περπατούμε γδυτοί, εμείς και τα παιδιά μας.

Ωχ! σαν της είπα έτσι. Άναψ' ο γιαλός και κάηκαν τα ψάρια.

— Να πάρη το σπίτι! Να περπατήσουν γδυτά και πεινασμένα τα παιδιά μου! Το φαρμακώνω! φώναξε η σκύλα.

Εγώ τρόμαξα, καθώς την είδα έτσι. Κρύος ίδρωτας μ' έπιασε σαν άκουσα να ειπή: το φαρμακώνω! Μα τα λόγια μου έκαμαν τη δουλειά τους. Από τότε κλειδωνιά έβαλε στο στόμα της. — Βασίλη μου από δω — Βασίλη μου από κει, το πήγαινε. Έπαψε τις φωνές, έπαψε τις γρίνιες και άρχισε να καλοπιάνη και μένα… Πήγε η καρδιά στη θέση της. Α! δεν είνε άλλο καλύτερο από την ομόνοια μέσα στο σπίτι.

— Δόξα νάχη ο Θέος! έλεγα που φαγα γλυκό ψωμί. Και λησμόναγα τα παλιά μου τα βάσανα.

Αχ! που να ήξερα πως τα λόγια της ήταν γεμάτα φαρμάκι. Σε λίγο, σαν κατάλαβε πως μ' έφερε στα νερά της, άρχισε να μου καλαναρχά τα λόγια που της είπα εγώ προτήτερα:

— θα μας πάρη το βιος μας· θα μείνουμε γδυτοί και πεινασμένοι εμείς και τα παιδιά μας!

Μωρέ ας βγαίνη ο ήλιος κι ας βγαίνη στα βουνά! Ας ζη το παιδί μου κι ας κάμη ό,τι θέλει· έλεγα μέσα μου. Μα εκείνη τη δουλειά της· μέρα — νύχτα τριβέλι με πήγαινε.

— Να· εγώ το σκοτώνω, σα δεν έχεις καρδιά εσύ! Σα δεν πονείς τ' άλλα σου παιδιά!

Δεν είχα καρδιά! δεν πονούσα τα παιδιά μου! Αμ για κείνα τα παιδιά είνε που κάνει τόσα και τόσα ο άμοιρος ο γονιός. Κλέφτης γίνεται, άδικος, ψεύτης, φονιάς και πάντα για τα παιδιά του. Τι το θέλεις· μ' έφαγε κείνη η γλώσσα! Όσο μπόρεσα βάσταξα· δεν μπόρεσα πια!

Ήταν θυμούμαι στα καλαμπόκια. Αποβραδίς ήρθαν δυο — τρεις γειτόνοι και λέγαμε παραμύθια για να περάσ' η ώρα. Είχαμε και λίγο κρασί και κουτσοπίναμε. Έβλεπα την Ακριβή που με συχνοκερνούσε με γέλια και χαρές· μα που να ξέρω το φίδι που με δάγκωνε στην καρδιά! Σαν έφυγαν οι γειτόνοι πήγαμε και μείς να πλαγιάσουμε στην καλύβα. Ο Βασίλης, δεκάξι χρονών παλληκάρι, κοιμότανε στ' αλώνι, στο σωρό κοντά. Η Ακριβή άρχισε πάλι τη δουλειά της. Μου πιπίλισε το μυαλό με τα λόγια της. Εγώ ήμουνα σκοτισμένος από το κρασί. Δεν ήμουν πια ο Θανάσης Βρυσιώτης, ο προκομμένος του χωριού παρά ένα ζωντόβολο. Η Ακριβή το κατάλαβε και βάσταξε το σκοπό της. Και μέσα στο χάραμα, χωρίς να ξέρω τι κάνω, μ' έβαλε στον τράφο, με γονάτισε, μου δωκε το ντουφέκι στο χέρι, κι έριξα!

Αχ! ανάθεμα που ακούει γυναίκας λόγια!… Πάει το παιδί μου, χάθηκε! Θυμούμαι στο αχνό φως του φεγγαριού, ένα μαύρο πράμα να κατρακυλά και να δέρνεται στ' αλώνι! Και μέσα στο αλύχτημα των σκυλιών, άκουσα ένα ωχ! Εκείνο το ωχ! με πάγωσε. Όταν σε λίγο έτρεξαν οι χωριανοί, με ήβραν εκεί καρφωμένον, με το ντουφέκι ακόμη στο χέρι να τους κοιτάζω άλαλος.

Έξι μήνες έχω που βγήκ' από τη φυλακή· μα δε μου βαστά η καρδιά να πατήσω στο χωριό. Αλήθεια μια φορά πήγα νύχτα να ιδώ και να φιλήσω το μνηματάκι του γιου μου· μα πού!…Τα κυπαρίσσια έγειραν να με δείρουν με τις κορφές τους και άκουσα να μου φωνάζουν:

— Πίσω φονιά! πίσω!…

Λάκισα· και γυρίζω τώρα χωρίς ελπίδα, χωρίς παντοχή, μακριά από το σπίτι μου, δίχως φίλους και δικούς.

Αλίμονο του που ακούει γυναίκας λόγια! Μα έγνοια σου και κείνη· έμαθα την κατάντια της. Κακή κακώς ξεψύχησε!…

Η ΜΑΝΝΑ

Πλάγιασα εκείνη τη νύχτα — φοβερή νύχτα, του Δεκέβρη — μέσα σ' ένα ανεμόμυλο του Τρουμπέ. Πλάγιασα, μα δεν κοιμήθηκα. Ο δρόλαπας έξω σάρωνε απ' άκρη σ' άκρη τον Κάμπο κι έκανε τους δρόμους αδιάβατους. Χίλιες φωνές και μύριοι χτύποι άλλαζαν στο λεφτό. Μόλις ξεθύμαινε το αστραπόβροντο, άρχιζε ο βόγγος του ανέμου κι έπειτα των κεραμιδιών ο θρήνος και των δέντρων ο δαρμός. Και στο αναμεταξύ πηδούσε άξαφνα αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας, και κείνη πλάκωνε ανάρια — νάρια η κλαγγή της καμπάνας. Κατά τη χαραυγή όμως ησύχασαν τα πάντα και όταν σηκώθηκα, ήβρα το μυλωνά στον προσηλιακό, κοντά στη σταχτερή γάτα του, να μπαλώνη ένα τρυπημένο σακκί.

— Καλή νυχτιά κι απόψε· ε; του είπα μόλις τον καλημέρισα.

— Θαρρείς πως μια γυναίκα θα κανε λιγότερο, αν της άρπαζαν το παιδί; με ρώτησε κείνος, κοιτάζοντας περίεργα.

Τον κοίταξα και γω περίεργα, χωρίς να καταλαβαίνω τι έχει να κάμη μια νύχτ' αγριεμένη με μια γυναίκα που της αρπάζουν το παιδί. Μα ο Γιαννάκης Ξηνταράς, ο μυλωνάς, βρέθηκε πρόθυμος να μου αποδείξη πως έχει και παράχει και μου διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:

— Κοίτα δεξιά τους βράχους του Σανταμεριού· κοίτα και ζερβά το κάστρο του Χλιμούτσι. Και τα δυο κάστρα τα έχουν χρόνους τώρα και καιρούς δυο νεράιδες αδερφάδες. Μα κι οι δυο τους είχαν μια χαρά και μια λύπη. Εκείνη που πήρε το Χλιμούτσι χαιρότανε γιατ' ήταν όμορφη και λυπόταν γιατί δεν είχε παιδιά. Η άλλη που πήρε το Σανταμέρι λυπόταν γιατ' ήταν άσκημη και χαιρόταν γιατ' είχε παιδιά. Τα παιδιά, βλέπεις, είνε η μοναχή ευτυχία στα σπίτι. Όταν τα έβλεπε, το ένα να κυλιέται στο πάτωμα, τ' άλλο να πηδά και να γελάη χωρίς αιτία, το άλλο να θέλη με το καλάμι να φτάση το Θεό, λησμονούσε την ασκημιά της και όλα. Αν τηραζότανε καμιά φορά στον καθρέφτη κι έβλεπε το σύζαρο πρόσωπό της, τραβιότανε πίσω κι έλεγε χαμογελώντας:

— Τα νιάτα μου τάδωκα στα παιδιά μου.

Κι αλήθεια είχε πέντε σερνικά όμορφα σαν αχτίνες.. Είχε κι ένα κοριτσάκι ίδια η Πεντάμορφη!

Μα η άλλη νεράιδα, που είχε το Χλιμούτσι, τι να ειπή και πώς να παρηγορηθή! Τι κι αν ήταν γαλανομάτα κι όμορφη; Τι κι αν έδινε το βιος του για να την κάμη ταίρι ο Αράπης της Αυλακιάς: Τι κι αν τα Ξωτικά του Λίντζη χαλούσανε τον κόσμο με τα ταμπουρλονιάκαρα, την ομορφιά της τραγουδώντας; Όταν θυμόταν — και τα θυμότανε κάθε λίγο και λιγάκι, η δόλια! — πως ήταν μοναχή, καταμόναχη στο κάστρο της· πως οι αυλές κι οι πόρτες και τα δώματα έμεναν έρημα, βουβά, ανατριχίλα την έπιανε κι έπεφτε του θανατά. Κι όλο έκλαιε, έκλαιε, Γιατί τάχα και κείνη να μην έχη ένα παιδί; Γιατί Θε μου, γιατί διάτανε! να μην έχη ένα παιδάκι, μικρό, παχουλό, ροδοκόκκινο παιδάκι, να κλώθη τα σγουρά του μαλλιά με τα δάχτυλά της, να δένη στο λαιμό της τα μικρά χεράκια του, να γελάη με το αθώο του γέλιο, να παίζ' η γλωσσίτσα του λέγοντας αδιάκοπα:

— Μάννα, μαννούλα μου γλυκειά!…

Μια μέρα που πήγε στην αδερφή της και γνώρισε την ευτυχία που χαρίζουν τα παιδιά, κόντεψε να τρελλαθή από τη θλίψη της.

 — Να σου ειπώ, καημένη· δε μου δίνεις και μένα ένα παιδάκι; της
είπε με τα δάκρυα στα μάτια.

— Τι το θες;

— Να το χω συντροφιά. Γένουμε τόσο κακά μοναχή μου! Αρρωσταίνω.

— Ου καημένη! Δε δοξάζης το Θεό, που σε φύλαξε από δαύτα!

Η άσκημη έκανε τάχα πως είνε βαργομισμένη από τα παιδιά.

— Πάρε όποιο θες· είπε τέλος στην αδερφή της.

Έτσι κι έγινε. Όταν έφυγε το βράδυ, πήρε μαζί της και το καμάρι του
Σανταμεριού, την όμορφη κόρη της άσκημης νεράιδας.

Πέρασαν μήνες και καιροί, μα ούτε την αδερφή ούτε την κόρη της είδε πια η άσκημη. Χάνει μια ημέρα την υπομονή, κινάει και πηγαίνει στο Χλιμούτσι. Μα βρίσκει το κάστρο έρημο και βουβό, τις πόρτες μανταλωμένες, χορταριασμένα τα δώματα. Χτυπάει τις πόρτες, δέρνει τους τοίχους, φωνάζει, κλαίει, μα τίποτα. Η νεράιδα η όμορφη με την όμορφη κόρη παίζει μέσα και γελάει και κάνει πως δεν ακούει τη μάννα, τη θλιβερή μάννα, που χτυπιέτ' έξω και δέρνεται για την κόρη της, για την ίδια της την ομορφιά!…

Ο γέρο Ξηνταράς έκοψε εδώ το λόγο του, έκλεισε άλλη μια τρύπα του σακκιού του και με κοίταξε κατάματα. Βέβαια ο μυλωνάς κάπου ήθελε να καταντήση· μα περίμενε πρώτα να τον παρακινήσω. Έτσι και τα βώδια γνωρίζουν το τέλος του δρόμου τους, μα στέκονται κάθε τόσο προσμένοντας το κεντρί του ζευγολάτη.

— Έτσι; τον ρώτησα.

— Ναι· είπε· και ξακολούθησε αμέσως. Από τότε η άσκημη δεν έχασε την ελπίδα να πάρη πίσω την κόρη της. Κάθε τόσο κινάει και πηγαίνει στο κάστρο. Μα πριν κινήση στολίζεται με τα καλύτερα ρούχα της· βάνει τα λαμπρότερα διαμαντικά και παίρνει μαζί όλες τις δούλες και τις βάγιες της με βιολιά και λαγούτα. Και σαν κινήση, όλα περίγυρα ψυχωμένα κι άψυχα αναγαλλιάζουν. Ο ουρανός λάμπει ασυννέφιαστος· η θάλασσα στέκει ακυμάτιστη· ο πλατύς κάμπος ανθίζει και μοσχοβολεί, όλα τα ζωντανά γλυκοζευγαρώνουν, πυρώνουν τα δεντρικά και στα χωριά ζεχειλίζ' η χαρά, λες κι είνε Λαμπρή. Κι από το ένα βουνό ως το άλλο, φυσά στο διάβα της έν' κεράκι, γεμάτο από μύριες αηδονόστομες λαλιές.

Μα όταν φτάση στο κάστρο και το ιδή σιδερομανταλωμένο κι άφωνο, παίρνει ολόγυρα τους πύργους κι αρχίζει με φωνή θλιμμένη και παρακαλεστική να ζητή την κόρη από την αδερφή της. Την ζητεί και της τάζει το Σανταμέρι με τους μεγεμένους κήπους και τ' αεροκάμωτα παλάτια· με τις βρύσες τις διαμαντένιες και τις μαργαριταρένιες σκάλες και τις ολόχρυσες αυλές και τις ψηφιδωτές πόρτες και τους τοίχους τους σκαλιστούς. Και τέλος της τάζει να είνε κείνη κυρά κι αφέντρα ν' αφεντεύη και τούτη να γίνη δούλα της να τη δουλεύη και πλύστρα της να την πλένη· να τρώη τ' αποφάγια της, να πίνη τ' απονιψίδια της, φτάνει να έχη μαζί την κόρη της τη χαϊδεμένη.

Τέτια κι άλλα της τάζει. Μα κείνη κάνει πως δεν ακούει της αδερφής τα λόγια. Τότε απελπισμένη από την αδερφή γυρίζει γλυκομίλητη στην κόρη της και της τάζει. Της τάζει άντρα της Κάτω γης το γιο — διαμάντι το ρουμπίνι, που είνε τρανός και δυνατός σαν δράκος κι είν' η γενιά του μεγάλη και πλατειά κι η μάννα του βαθύπλουτη και φοβερή.

Όμως από μέσα δεν απαντούν παρά τραγούδια κι όργανα, γέλια και χαρές, που μεγαλώνουν την οργή της. Και τότε αρχίζει να καταριέται τη σκύλα και παράνομη αδερφή. Τσαλαπατεί τα ρούχα και τα διαμαντικά της, σκίζει με τα νύχια τα μάγουλα, ξεπλέκει τα μαλλιά της, σκούζει και ρυάζεται σαν ρύσος. Στηθοχτυπά τους τοίχους, γροθοκοπεί τις πόρτες, αδράζει με τα δόντια της τ' αγγωνάρια, δέρνει και κλωτσά τ' άψυχο χτίριο ως που πέφτει ξερνώντας αίμα και αφρούς. Οι δούλες τότε τη σηκώνουν να τη φέρουν στο Σανταμέρι. Μα στο γυρισμό της δεν είνε η χαρούμενη μάννα, που πάει να πάρη το παιδί της. Είνε οργισμένη νεράιδα, δρόλαπας αρματωμένος με νερά και χαλάζι και σιφούνους. Η θάλασσα δέρνεται και βογγά σαν να νιώθη της μάννας τον καημό. Ο ουρανός σκοτεινιάζει· θολώνουν τα τρεχούμενα νερά. Τα δεντρικά στρώνονται κοψομεσασμένα στο χώμα. Οι φοράδες απορίχνουν και κακό θανατικό πλακώνει τα χωριά. Και απ' άκρη σ' άκρη του κάμπου φυσά ο δρόλαπας αγριεμένος, χιλιόχρονα ρουπάκια ξερριζώνει, χτίρια γκρεμίζει, ξυλοκεράμιδα συνεπαίρνει, βίσαλα και λιθάρια σαρώνει κι ακούεται στον άλλον κόσμο το κλάμα της.

Μωρέ! δεν είδα να μην έφαγε και τις φτερωτές του μύλου!…»

Και ο Γιαννάκης Ξηνταράς, ο μυλωνάς, πήδησε από το κάθισμά του και πήγε να ιδή μην έφαγε ο δρόλαπας τις φτερωτές του μύλου του.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Ένας άγουρος από το Σέχη αποφάσισε να πάρη γυναίκα. Την ήθελε τίμια και καλή, σαν τίμιος και καλός που ήταν κι ατός του. Το γύρισε αποδώ, το γύρισε αποκεί, σκέφτηκε το γέρο Μήτρο Γκιζώτη, που είχε δυο θυγατέρες. Καλός, σου λέει, ο πατέρας, καλά θα είνε και τα παιδιά. Κινάει μια σκόλη και προσκυνάει το γέροντα και του λέει το σκοπό του.

— Σαν είνε από το Θεό, παιδί μου, θα γένη· του απαντά εκείνος. Δυο [δυχατέρες] έχω. Για τη μια θέλω εκατό φλωριά· για την άλλη δίνω εκατό φλωριά. Διάλεξε.

Ο άγουρος έμεινε δίβουλος.

— Να σκεφτώ· είπε.

— Σκέψου.

Σκέφτηκε πολύ, μα πάντα δίβουλος ήτανε. Κινάει και πάει σ' έναν πατρικό του φίλο στα Φάρσαλα να του πάρη γνώμη.

— Ήρθα να μου πης τη γνώμη σου, του λέει. Θέλησα να πάρω γυναίκα. Γύρεψα μια από τις δυχατέρες του γέρο Μήτρου Γκιζώτη, μα μου δωκε απόκριση παράξενη. Για τη μια, λέει, δίνει εκατό φλωριά· για την άλλη παίρνει εκατό φλωριά. Τι να κάμω;

— Τίποτα να μην κάμης, του λέει εκείνος, παρά να κινήσης να πας στην Καρδίτσα, να πάρης γνώμη από τον αδερφό μου το μεγαλύτερο.

Μια και δυο ο άγουρος πάει στην Καρδίτσα. Ρωτώντας αποδώ, ρωτώντας αποκεί, βρίσκει τον αδερφό του φίλου του, το Φώτη. Ο Φώτης του φάνηκε μικρότερος από το Γιώργη, μα δεν είπε τίποτα· Μπορεί να έχω λάθος, σου λέει.

 — Το και το, διηγέται στο Φώτη. Πήγα στον αδερφό σου και με στέλνει
σε σένα. Τι να κάμω;

 — Τίποτα να μην κάμη ς, του λέει και κείνος, παρά να κινήσης να πας
στα Τρίκκαλα, να πάρης γνώμη από τον αδερφό μου τον πιο μεγαλύτερο.

Κινάει ο άγουρος και πάει στα Τρίκκαλα. Ρωτώντας αποδώ, ρωτώντας αποκεί βρίσκει τον αδερφό του φίλου του, τον Πάνο. Ο Πάνος του φάνηκε πιο μικρότερος κι από το Φώτη κι από το Γιώργο· μα δεν είπε λέξη.

— Το και το, λέει στον Πάνο. Τι να κάμω;

 — Εύκολο πράμα γύρεψες, είπε κείνος. Πάμε απάνου στον οντά και θα
σου ειπώ.

Πήγαν απάνω στον οντά, κάθισαν σταυροπόδι στο πέφκι, η νοικοκυρά έφερε τσίπουρο να τους κεράση, έφερε κι ένα πεπόνι για σαλατικό.

 — Τι πεπόνι είνε τούτο, ορέ γυναίκα! λέει ο Πάνος θυμωμένος· φέρε
μας άλλο.

Πήγε κι ήρθε η γυναίκα, έφερε άλλο.

— Δεν είνε καλό, καημένη! είπε ο Πάνος· φέρε μας άλλο.

Έτσι την παίδεψε κάμποση ώρα. Εκείνη το παιρνε το πεπόνι κι έφερνε άλλο· μα κανένα δεν άρεσε του νοικοκύρη. Στο τέλος κράτησε ένα κι έδιωξε τη γυναίκα του.

— Σαν πόσα πεπόνια λες πως έχω στα κελάρι; ρωτάει τον άγουρο.

— Ξέρω και γω· θα έχης πολλά.

— Ένα μοναχά. Μα ιδές τι γυναίκα την έχω! Πήγε κι ήρθε είκοσι — τριάντα βολές και άχνα δεν έβγαλε να με δυσαρεστήση. Τα αδέρφια μου σού είπαν πως είνε μικρότερά μου, κι αλήθεια είνε μικρότερά μου. Μα για να έχουν δύσκολες γυναίκες γεράσανε γλήγορα· εγώ για να έχω καλή στέκω πάντα νιος. Πήγαινε, δόσε τα εκατό φλωριά και πάρε γυναίκα να σου κυβερνάη το σπίτι.

Τρέχει ο άγουρος στο Σέχη, βρίσκει το γέρο Μήτρο Γκιζώτη.

 — Πάρε τα φλωριά και δος μου τη γυναίκα με την ευκή σου, του λέει.
Μα άφησε και μένα λίγα να κάμω τους γάμους.

 — Πάρε τα δέκα φλωριά, πάρε και τη γυναίκα με την ευκή μου· λέει ο
γέρος.

Πήρε τη γυναίκα ο άγουρος, έκαμε τους γάμους, έφαγε τα φλωριά· σε δέκα ημέρες έμεινε γκαλντερίμ τσελεπής! Κάθεται και συλλογέται πώς θα γυρίση το σπίτι του. Τον είδε η γυναίκα του στενοχωρεμένο· το έφερνε αποδώ, το έφερνε αποκεί να τον ρωτήση, μα ντρέπουνταν. Δέκα μερώνε νύφη! σου λέει. Τέλος παίρνει την απόφαση, πάει και τον προσκυνάει.

 — Με τους ορισμούς σου, άντρα μου, και κάτι να σε ρωτήσω, του λέει.
Τ' έχεις κι είσαι συλλογισμένος; Τα δωκες όλα τα φλωριά του γέρου;

— Όλα.

— Και δεν έχουμε να πορέψουμε;

— Λεφτό τσακισμένο.

— Εγώ να σου δώκω.

Βγάνει και του δίνει μια στάμπα.

— Να ετούτη τη στάμπα να πας στα Αμπελάκια να την πουλήσης· — έτσι έδινα και του πατέρα μου. Αν δε σου δώκουν διακόσια γρόσια να μην τη δώκης.

— Ούτ' εκατόν πενήντα;

— Ούτε· διακόσια σωστά.

— Καλά.

Κινάει εκείνος και πάει στ' Αμπελάκια. Τότε τ' Αμπελάκια ήταν μεγαλύτερα κι από τη Λάρισα. Δείχνει στον έμπορο τη στάμπα· εκείνος τη βρίσκει καλή.

— Πόσο την πουλάς;

— Διακόσια γρόσια.

— Να σου δώκω εκατό… εκατονπενήντα… εκατονογδόντα;

— Όχι, διακόσια μου είπε η γυναίκα μου.

— Να διακόσια. Μα δε μου λες, ό,τι σου ειπή η γυναίκα σου θα κάμης;

— Ό,τι θέλω γω! λέει εκείνος θυμωμένος· όχι ό,τι μου ειπή η γυναίκα μου.

— Μα να τώρα στη στάμπα.

— Στη στάμπα άλλο· μα ό,τι θέλω γω κάνω.

— Και το δέχεται η γυναίκα σου;

— Το δέχεται.

— Έλα να βάλουμε στοίχημα.

— Τι στοίχημα:

— Πήρες τώρα διακόσια γρόσια. Να τα ξοδέψης όλα στα λοβώτερα πράματα· να πάρης και μας μουσαφιρέους, κι άμα ειπή «καλά έκαμες» να μου παίρνης το μαγαζί.

— Δέχουμαι.

— Αλλιώς να σου παίρνω τη γυναίκα.

— Πάλι δέχουμαι.

— Αρχίνα από τώρα.

Βγαίνει ο άγουρος στο παζάρι, βλέπει έν' άλογο.

— Πόσο θες στ' άλογο;

— Διακόσια γρόσια.

— Πάρ' τα.

Καβαλάει τ' άλογο. — Πάμε, λέει στους ξένους του. Βγαίνουν παρόξω, φτάνουν στη Λάρισα, απαντούν ένα με το γομάρι του.

 — Ρε με το γομάρι, λέει ο άγουρος· μου το δίνεις να σου δώκω τ'
άλογο.

— Πάρ' το.

Δίνει τ' άλογο παίρνει το γομάρι. Πάνε παρακάτω, απαντούν μια γυναίκα, που είχε τρία γαλιά. Δίνει το γομάρι ο άγουρος παίρνει τα γαλιά. Τραβούν, φτάνουν με το ηλιόγερμα στο Σέχη.

— Έλα, γυναίκα κι έχουμε ξένους απόψε· φωνάζει στη γυναίκα του και της δίνει τα γαλιά.

— Πούλησες τη στάμπα;

— Την πούλησα.

— Κοπιάστε στον οντά και γω τοιμάζω.

Ανέβηκαν εκείνοι στον οντά. Η γυναίκα έσφαξε τα γαλιά, τα τοίμασε, έστρωσε το σοφρά και κάλεσε τους ξένους να καθίσουν. Εκεί που τρώγανε, γυρίζει ο έμπορος και λέει της γυναίκας:

— Ξέρεις τι σου φτιασε ο άντρας σου;

— Σαν τι;

— Πούλησε τη στάμπα διακόσια γρόσια.

— Τόσα του είπα.

— Μα τα δωκε όλα και πήρε άλογο.

— Πάλι καλά· πώς να ρθή πεζός απ' τ' Αμπελάκια;

— Μα δεν είν' αυτό μονάχα. Έδωκε τ' άλογο και πήρε γομάρι.

 — Καλά κι άγια. Τι να κάμη, σου λέει, τ' άλογο στο χωριό; Καλύτερα
το γομάρι, που κάνει όλες τις δουλειές και ζη όπως κι όπως.

 — Μα που έδωκε στο τέλος το γομάρι για να πάρη τρία γαλιά; λέει ο
έμπορος αγαναχτισμένος από την καλοσύνη της.

 — Τι να κάμη; Σαν είδε και του κολλήσατε να σας πάρη μουσαφιρέους,
το γομάρι τι το ήθελε; Γομάρι θα τρώγατε!

— Άιντε μωρέ! λέει ο έμπορος τραβώντας τα γένεια του.

Έτσι πήρε ο άγουρος το μαγαζί με την άξια τη γυναίκα του κι έμεινε ο έμπορος γκαλντιρίμ τσελεπής.

Ο ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑΡΧΗΣ

Ακολουθούσα κάποιο απόσπασμα στου Κίσσαβου τα χωριά. Μόλις φτάσαμε στη Σπηλιά, ο απόσπασματάρχης μοίρασε στα κονάκια τους στρατιώτες και μεις πήγαμε στου πάρεδρου το σπίτι. Η νοικοκυρά, καλοδέματη γυναίκα, με το «καλώς κοπιάζετε» ήρθε κι έριξε μπροστά μας το σοφρά και καθίσαμε σταυροπόδι χάμω, μαζί με το νοικοκύρη, που μας φίλευε. Το τραπέζι ήταν καλό και πλούσιο. Ο σύντροφός μου με τα ορθά μουστάκια του, το ηλιοψημένο πρόσωπο και τον τσουχτερό βούρδουλά του εφρόντιζε πάντα να δείχνη πως δε χωρατεύει με το φαγί. Ένα οψιμογέννητο κατσίκι βρισκότανε ροδισμένο στο ταψί· ένα καρβέλι από νιο σιτάρι άχνιζε και πεντοβολούσε στο σοφρά· ένα κλειδοπίνακο με τυρί χιονάτο κι η πήτα έμεναν στο παραθύρι για κάθε χρεία. Ακόμη καμάρωνε στο πλευρό του νοικοκύρη η πλόσκα με κρασί της Ράψανης, που τραβούσε από μακριά κάθε κρασοπατέρα.

Η νοικοκυρά έφερε το πισκίρι, τ' απλώσαμε στα γόνατα κι άρχισε η δουλειά. Βαρειά δουλειά το φαγί, τι τα θέλεις! Φαντάσου να κάθεται κανείς κάπου μια ώρα, να κουνή ζερβόδεξα τα χέρια του, να χτυπάη απάνω — κάτω τα σαγόνια του, να πασαλείφη τα μουστάκια και να έχη μονάχη φροντίδα την παλιοκοιλιά του! Δεν ξέρω· μα για μένα το φαγί μου φαίνεται βαρύτερο κι από του λιναριού τα πάθη.

Η αλήθεια είνε πως δεν έχουν όλοι την ίδια ιδέα. Τρανή απόδειξη έχω το νοικοκύρη, που ξεκοκκάλιζε αλύπητα το ψητό, και το σύντροφό μου, που άρπαζε απ' όλα και κει που έριχνε στο στόμα του, σύνωρα πετούσε κρέατα και ψωμί στα σκυλιά, χωρίς να φροντίζη για τις φλοκοτές κουβέρτες που στρώνανε το πάτωμα. Καπετάνος, σου λέει. κι ό,τι θέλει κάνει· σε σκοτώνει και σε πληρώνει!

Άξαφν' ακούστηκαν αλυχτήματα στην αυλή και βαριά πατήματα στη σκάλα και σιγαλινές φωνές. Ο πάρεδρος σηκώθηκε να ιδή τι τρέχει και σε λιγάκι έμπασε δυο χωριάτες. Ήταν ένας γέροντας ψηλός και λιγνός κι ένας νέος ομορφοκαμωμένος.

— Καλώς τα χαιρώστε! ευχήθηκαν κι οι δυο, φέρνοντας το δεξί χέρι στο στήθος.

— Καλώς τους· απάντησε ο καπετάνος, καθίστε.

Έδειξαν πως ντρέπονται, ζήτησαν με το βλέμμα γύρω τη θέση και στρώθηκαν σταυροπόδι κατάχαμα. Ο πάρεδρος τους έδωκε την πλόσκα κι έπιαν απόλιγο, αφού χαιρέτισαν μ' ένα:

 — Στην υγειά σας. καπετάνοι· να χαιρώστε τα γαλόνια σας κι άλλα να
κερδίστε.

 — Τι είνε, ρε παιδιά; Πώς ήταν κι ήρθατε; τους ρώτησε ο σύντροφός
μου, παίζοντας με τα κεφάλια των σκυλιών του.

— Με το συμπάθειο, καπετάνε, έχουμε κάτι να μιλήσουμε· είπε ο γέροντας ξαναχαιρετώντας. [Η] Γιώργης, το παιδί αποδώ, έχει να πάρη τη θυγατέρα μου, το Ασημό γναίκα. Αύριο, που ξημερώνει Κυριακή, λέμε να κάνουμε τα στέφανα. Ήρθαμε το λοιπό να σας παρακαλέσουμε να κοπιάστε στη χαρά μας.

 — Εύκολο πράμα· είπα εγώ αμέσως. Να ζήσης, Γιώργη· θα ρθούμε δίχως
άλλο.

Ο Γιώργης κοκκίνησε, χαμήλωσε το κεφάλι στενοχωρημένος και δεν απάντησε.

— Δεν είν' αφτό μονάχα, εξακολούθησε ο γέροντας· έχουμε κι άλλα να μιλήσουμε. Εγώ, καπτάνε μ', καθώς το συνηθάμε στον τόπο μας, είχα αρρεβωνιασμένη από μικρή το Ασημώ μου με τον Τασό, του Μήτρου Πάλλα τον υγιό. Είμαστε φίλοι παλαιοί με το Μήτρο· οι φαμίλιες μας νταμ — παπαντάμ συγγενολογιόνται. Σαν έκλεισε τα δυο χρόνια το Ασημώ μου ήρθε η Μήτρος να τη συβάση για τον Τασό του. Το θυμάμαι σαν να ήταν σήμερα. Μόλις απόλυσε η εκκλησιά — Κυριακή ήταν — μια και δυο στο σπιτικό μου. Πήρε το Ασημώ στα γόνατά του, του βαλε στα χέρι ένα μετζήτι και λίγα στραγαλάκια, το φίλησε και του είπε: Σε συβάζω με το υγιό μου τον Τασό. Εκείνο το σιχαμένο έβαλε κάτι γέλια!…

— Το χαμόθελε φαίνεται· είπα εγώ γελώντας.

— Μπα· δεν καταλάβαινε το ζλάπι! εσυμπέρανε ο γέροντας. Μα θα πης ποιος το ξέρει κι όλα; Θηλυκό ήταν άντρα του δίναν· ποιος λέει πως δεν τ' αρέσει το μέλι; Ως τόσο ήταν συβασμένο το Ασημώ μου με τον Τασό. Όσο μεγάλωναν, τόσο γνωριζόντανε καλύτερα. Τα συγγενολόι του Μήτρου έκραζε νύφη του το Ασημώ· και το δικό μου συγγενολόι έκραζε γαμπρό του τον Τασό. Όλο το χωριό το ήξερε. Δεν είμαστε δα και πολλοί κι ο ένας κρύβεται πίσω από τον άλλον…

— Ως εδώ καλά πάμε· είπε ο καπετάνος, καλοξαπλωμένος σε μια προσκεφαλάδα.

— Χμ!… έκαμε ο νοικοκύρης, κουνώντας δισταχτικά το κεφάλι.

— Καλά· μα τώρα να που βάλθηκε τούτος ο σατανάς και ξεμυάλισε τη δυχατέρα μου· είπε ο γέροντας δείχνοντας το παιδί. Δε σου λέω, πρόσθεσε· το φταίξιμο το έχει [η] Τασός που έγινε ένας κουτοβόμπιρας. Μπορεί εκείνος να κυβερνήση ένα θεοκόριτσο σαν το Ασημώ μου; Είδε, που λες, η κόρη τούτο το ελάτι, πού να σκύψη να ιδή τα γαϊδουράγκαθο! Η οξιά με το γαϊδουράγκαθο μαθές πάει;

 — Βέβαια όχι αποκρίθηκα. Η οξιά θέλει το ελάτι· κάνουν αντιρίμια
αντρειωμένα.

Το παιδί γύρισε τα μεγάλα μάτια του απάνω μου, βέβαια θέλοντας να μ' ευχαριστήση.

— Α, ντε! το ίδιο λέω και γω. Μα [η] Τασός δεν ήξερε να ειπή το ίδιο. Έκαμε αρχή από τα δάκρυα και τις παρακάλιες. Μα σαν είδε την κόρη, που ήταν έτοιμη να τον καταχερίση με τον κόπανο, λύσσαξε. Λύσσαξε μαζί και το συγγενολόι του και φοβερίζουν να κάψουν και να σκοτώσουν.

— Και συ τι λες: ρώτησα το γέροντα.

— Εγώ τι να ειπώ; αποκρίθηκε σηκώνοντας τους ώμους· δίκιο έχει κι η κόρη, δίκιο και το παιδί. Το φταίξιμο το έχουμε μεις οι γονοί, που πάμε και σκλαβώνουμε τη ζωή των παιδιώ μας.

— Αμ σαν το ξέρτε, γιατί δεν το κόβετε; ρώτησε ο σύντροφός μου.

— Δεν το ξέραμε, καπετάνε! Πετάχτηκε τώρα ο νοικοκύρης. Έτσι το βρήκαμε μιας αρχής· έτσι παντρεύτηκα και γω κι οι γονοί μας κι οι γονοί τω γονιώ μας. Πρώτα σήμερα γίνεται ν' αρνηθούν τη σύβαση.

— Έτσι το είχατε, μα τώρα το χαλάμε μεις! είπε δυνατά, ανοίγοντας πρώτη φορά το στόμα ο Γιώργης.

— Και τώρα τι θέλτε από μένα; ρώτησε χαμογελώντας ο σύντροφός μου.

— Σαν ο Θεός σας έστειλε, καπετάνοι μου, είπε ο γέροντας με παρακαλεστική φωνή, να μας κάμετε χατήρι να ρθήτε και λόγου σας, σα θα πάμε τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού. Εκείνοι λεν πως θα ρθούν να την αρπάξουν μέσ' από τους καλεσμένους· λεν να σκοτώσουν το γαμπρό· ξέρω τι κακό με βρίσκει; Λυσσασμένος σκύλος, όπου φτάση δαγκώνει. Σώσε μας, καπτάνε μ', και να γενούμε σκλάβοι σου.

— Καλά· σύρτε τώρα στο καλό. Αύριο τα λέμε πάλι· είπε με επιφύλαξη ο σύντροφός μου.

Την αυγή, που κατεβήκαμε στο μεσοχώρι, πρώτη δουλειά του καπετάνου ήταν να μάθη τι και ποιος αυτός ο Μήτρος Πάλλας και το συγγενολόγι του. Όχι αν ήταν μεγαλόσωμος και παλληκαράς ή αν βαστιότανε το συγγενολόγι του στο χωριό. Μα με τι κόμμα ήταν και ανάλογα να φερθή. Γιατί — να τα λέμε μεταξύ μας — ένας αποσπασματάρχης δεν πηγαίνει να τσακίζη τα κέρατά του στα κατσάβραχα, ούτε η υπερεσία στέλνει τον τυχόντα. Πάντα πηγαίνει εκείνος που θα φροντίση, βέβαια, για την τάξη, μα θα δουλέψη και τον ισχυρό της ημέρας. Και ο σύντροφός μου ήταν αλήθεια λαμπρός αξιωματικός, είχε όμως και κοινωνικές υποχρεώσεις ο άνθρωπος, σαν κάθε άνθρωπος. Αν δεν είχε τον κομματάρχη του, ποιος θα διώριζε, χάρη λόγου, τον αδερφό του στη μια θέση ή τον ξάδερφό του στην άλλη θέση; Ποιος θα φρόντιζε ν' αθωωθή από το κακούργημα ο γαμπρός του ή να πάρη «κατ' οίκον νοσηλεία» ο τάδε κατάδικος συγγενής του. Και ποιος θα έστελνε τον ίδιον αποσπασματάρχη να ξεκοκκαλίζη οψιγέννητα κατσίκια και να παίρνη τον καφέ του κάτω από τον πλάτανο, εδώ που οι χωριάτες τον παραστέκουν σαν τον Αβδούλ Κερίμ πασά; Έκραξε τον πάρεδρο και τον ρώτησε.

— Του Τσομάκη· ούλοι μονόβολο του Τσομάκη! Άτιμη φάρα! κακή γενιά! ούλοι του Τσομάκη ένε! αποκρίθηκε με αγανάχτηση εκείνος.

Ο καπετάνος εγνώριζε πως ο Τσομάκης ήταν αντίπαλος του Τσότρα, που είχε χρέος να συντρέξη. Πριν να φύγη από τη Λάρισα, πήγε πρώτα να πάρη διαταγές από τον αρχηγό του στρατού κι έπειτα ίσια στον αρχηγό της πολιτικής. Έμαθε ποιοι ήταν οι φίλοι, ποιοι οι εχτροί. Ποιόν θ' αφίνη ελεύθερο και ποιόν θα κατατρέχη. Ποια εντάλματα θα ενεργηθούν και ποια θα μείνουν. Άρα στην άτιμη αυτή φάρα του Πάλλα όλα έπρεπε να ενεργηθούν. Άνοιξε αμέσως το φύλακά του, διάβασε τα χαρτιά, μα κανένα δεν ήταν για τον Τασό και τους δικούς του. Κρίμα μεγάλο κρίμα!

— Δεν έκαμε τίποτα έτσι, που να πίνη νερό, να τον στείλουμε μέσα; ρώτησε πάλι τον πάρεδρο.

— Δεν έκαμε· είπε με μεγάλη του λύπη εκείνος· μα ένε αλογοσούρτης.

— Έκλεψε τώρα κοντά κανένα άλογο;

— Τώρα δεν έκλεψε, μα πάντα κλέβει…

Ο καπετάνος κούνησε το κεφάλι. Αν ήταν έτσι, έπρεπε να συλλάβη όλο το χωριό. Τίποτ' άλλο δεν έχει;

Έμειναν και οι δυο σκυφτοί, συλλογισμένοι απάνω στα πεζούλια, κι ο γεροπλάτανος άπλωνε τα κλαριά του και ίσκιωνε όλο το μεσοχώρι. Έξω από το καφενεδάκι οι στρατιώτες, λεροί και ξεκούμπωτοι, με το απαραίτητο λυτάρι στην ξιφολόγχη τους κουτσόπιναν τσίπουρο κι έπαιζαν την κοντσίνα. Οι χωριάτες μακρύτερα μπουλούκια — μπουλούκια κρυφομιλούσαν συνατοί τους και κοίταζαν με σεβασμό και ζήλεια τον πάρεδρο, που είχε τόσο τα πιστά του καπετάνου. Κάτω πρασίνιζαν τα δασωμένα πλάγια του βουνού και κατάμπροστα φάνταζε η κοιλάδα του Κισερλή με τα δάση και τα χωριά της και παραπέρα της Λάρισας ο κάμπος. Ζερβόδεξα τα σπίτια του χωριού, φτωχικά και σκουντουφλιάρικα, ροβόλαγαν να γκρεμιστούν στη λαγκαδιά κι απάνω ψήλωνε σουβλερή και κατάξερη του Κίσσαβου η κορφή.

Άξαφνα κάτω από το μονοπάτι ακούστηκαν φωνές, σα να μαλώνανε άντρες μαζί και γυναίκες και σε λίγο φανήκανε δυο χωριάτες κόκκινοι, ιδρωμένοι και πίσω τους πλήθος γυναικόπαιδα.

— Τι είνε μωρέ; τους φώναξε ο καπετάνος άγρια.

— Τι να σου ειπώ, καπτάνε μ' και κυρ καπετάνε! είπε ο ένας! Να, η Πάλλας η Τασός πάησε κι έκοψε πάγο από το μαγαζί μου να τον πουλήση στη Λάρσα.

 — Έκοψε πεντέξι καντάρια πάγο! Άλλον έτριψε, άλλον πάτησε· μας
έχασε φτωχούς ανθρώπους η Τασός! πρόσθεσε ο άλλος.

 — Για κάτου ένε τα φορτώματα, καπτάνε μ'· έλα να τα ιδής, φώναξαν
κι οι γυναίκες.

 — Σιγά ν' ακούσω· πρόσταξε ο καπετάνος χαμογελώντας. Δεν έχει ο
Τασός μαγαζί;

 — Έχει, πώς δεν έχει; απάντησε ο πρώτος. Και γω έχω κι η Τασός έχει
κι η Γιώργης κι η Διαμάντης κι όλοι.

 — Τότε πού τον είδατε πως έκοψε απ' το δικό σας κι όχι απ' το δικό
του μαγαζί;

— Τον είδαμε· έχουμε ανθρώπους, που τον είδαν· αμ' πώς!

— Ποιοι είνε; φέρτε τους.

— Να η Στέργιος· ρε Στέργιο!…

Ο Στέργιος ήταν μπροστά του· μα κείνος δεν τον έβλεπε από το θυμό και τον ζητούσε ξέμακρα.

— Πες μου· τον είδες εσύ; ρώτησε αυστηρά ο καπετάνος τον μάρτυρα.

— Τον είδα, καπτάνε μ'· έκοβα ξύλα και τον είδα που διάηκε ίσα στο μαγαζί του Γκόλφη.

— Μοναχός ήταν;

— Όχι· ήταν κι η Τασούλας.

Δεν ήθελε περισσότερα ο ανακριτής. Αμέσως έδωκε διαταγή στους στρατιώτες και σε λιγάκι κουβάλησαν στο μεσοχώρι όλο το συγγενολόγι του Πάλλα. Ήταν γέροντες και νέοι και μισόκοποι, όλοι όμως στιβαροί και μελαψοί άντρες. Άρχισε την ανάκριση. Οι κατηγορούμενοι έλεγαν πως έκοψαν τον πάγο από το δικό τους μαγαζί και το συγγενολόγι όλο τους υποστήριζε με όρκο. Ο Γκόλφης όμως κι ο Στέργιος έλεγαν τ' αντίθετα και τους υποστήριζαν οι άλλοι κι οι γυναίκες έπαιρναν από μακριά το μέρος τους. Η ανάκριση έτσι κατάντησε συζήτηση μεταξύ τους. Ήρθαν στα λόγια, έπειτα στις βρυσές και τ' αγριοκοιτάγματα κι ήταν έτοιμοι ν' αρπαχτούνε στα χέρια. Ο καπετάνος έλυσε το βούρδουλά του, ρίχτηκε στη μέση και τους αλώνισε. Έπειτα τους κάλεσε πάλι, διώρισε τρεις να πάνε στα μαγαζιά και να φέρουν την αλήθεια. Τέλος φώναξε δυνατά και αυστηρά:

— Λοχία Κοτρώτσο!

— Παρών!

 — Τον Πάλλα και λοιπούς να τους κλείσης στ' αχούρι του παρέδρου. Δε
θα βγουν, αν δεν καθαρίσουμε την υπόθεση.

Το σπίτι της νύφης ήταν στο Μισακό Μαχαλά. Όλες οι ετοιμασίες του
γάμου έγιναν την περασμένη βδομάδα μυστικά, από φόβο των Παλλαίων.
Αφού όμως πάτησε το απόσπασμα στο χωριό, ζωηρέψανε· και τώρα που ο
Τασός κι οι συγγενείς του κλείστηκαν στη φυλακή, βγήκαν [στα] φόρα.

Το απομεσήμερο κινήσαμε να πάρουμε τη νύφη. Ο σύντροφός μου άφησε κάθε πόζα. Ο πατέρας της νύφης ήταν φίλος του Τσότρα, καθώς κι ο γαμπρός και κείνοι που κατηγορούσαν τώρα τον Πάλλα. Ήταν λοιπόν μεγάλο συννενολόγι κι έπρεπε να το περιποιηθή, για να κεντήση των άλλων τη ζήλεια. Προσφέρθηκε μόνος του να γίνη και κουμπάρος. Ο πατέρας πάλι του γαμπρού, για να τιμήση τέτοιον κουμπάρο, πήρε κι ένα μονόματο μουσικό, που γύριζε στα χωριά με το κλαρίνο του και σήκωνε τον κόσμο στο ποδάρι.

Όταν φτάσαμε στο σπίτι της νύφης, έπεσε μια πιστολιά· χαιρετισμός του συμπεθεριού. Έπειτ' ανέβηκαν όσοι χωρέσανε απάνω, έγινε το μυστήριο κι έπειτα από την άλλη ράχη γυρίσαμε πάλι στο σπίτι. Ξέχασα να ειπώ, ότι στο δρόμο οι στρατιώτες παράστεκαν με τα όπλα τους κι έριχναν κάθε τόσο κι από μια μπαταριά. Οι συγγενείς πήγαιναν να φρενιάσουν από τη χαρά τους. Ας έρθουν τώρα οι Παλλαίοι να φοβερίσουν. Καπετάνος στεφανώνει! στρατιώτες πυροβολούν! Πού ξανακούστηκε τέτια τιμή στο χωριό!..

Η νύφη αληθινά ήταν όμορφη. Μια ομορφιά αγροτική από κείνες που δίνουν βάση για δυναμωμένα παιδιά και βαθιά γεράματα. Και καθώς είχε στραβά τον κεντητό κεφαλοδέτη και το στήθος μεστωμένο και τους ώμους πλατείς, με τ' ασημάρματα και την κόκκινη φουστανοποδιά της, έλεγες πως ήταν ανθισμένη οξιά — όχι γυναίκα. Μα κι ο Γιώργης δεν ήταν χειρότερός της. Ένας λεβέντης ως εκεί πάνω! με το μαυρομάντιλο στο κεφάλι, με την κεντητή γκιούρντα, με τα μεγάλα γλυκά του μάτια ήταν να τον χαίρεται κανείς. Αληθινά, μόνον ο Γιώργης μπορούσε να κυβερνήση ένα θεοκόριτσο σαν την Ασημώ.

Έπειτ' από λίγη ώρα νύχτωσε. Μέσα στον χαμηλόν οντά, απάνω από τις μάλλινες απλάδες έστρωσαν το μεσάλι και κάθισαν γύρω οι καλεσμένοι. Ο μουσικός έπαιζε τώρα, για τιμή του καπετάνου βέβαια. το Λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου! Την απάνω θέση είχε ο κουμπάρος· δεξιά του καθότανε ο γαμπρός κι αριστερά του εγώ για παρακουμπάρος. Έπειτα καθόντανε γύρω οι υπαξιωματικοί κι οι άλλοι καλεσμένοι. Γυναίκα δε φαινότανε στον οντά και οι φίλοι του γαμπρού είχαν όλη την κυβέρνια της τάβλας. Έκοβαν το ψητό και το έριχναν μπροστά στον καθένα. Γέμιζαν τα ποτήρια κρασί κι έπειτα έφερναν γύρω την πλόσκα. Όταν έφταναν στην άκρη και δεν είχαν τόπο να περάσουν, γυρίζανε ξυπόλυτοι απάνω στο μεσάλι.

Άξαφν' ακούστηκε μια φωνή από κάτω:

— Ζήτου η Τσότρας !…

Παραξενεύτηκα. Γύρισα να ρωτήσω το σύντροφό μου, μα δεν έδωκε καθόλου προσοχή. Τον είδα μόνον να χαμογελάση, να στρίψη αρειμάνια το μουστάκι του και να κεντήση με το γόνα το γαμπρό.

— Ζήτου η Τσότρας!… ακούω πάλι.

Ήμουν έτοιμος να δευτερώσω το ρώτημά μου, όταν άκουσα τριποδισμό στη σκάλα κι είδα σε λίγο να φανερωθούν στον οντά ο λοχίας πρώτος και όλοι οι φυλακισμένοι κατόπιν του.

— Ζήτου η Τσότρας!… φώναξαν άλλη μια. Και στρώθηκαν κατάχαμα.

— Έτσι ρε παιδιά· είπε ο καπετάνος γελαστός· τώρα σας χαίρουμαι. Να είστε μονιασμένοι. Ένα είνε το χωριό, ένα να χετε και το κόμμα· στην υγειά σας!

Τα λόγια του αυτά, καθώς και κάτι άλλο, που μου σφύριξε ο υπαξιωματικός, με φώτισαν. Εκείνοι, που πήγαν για τον πάγο, είπαν, φυσικά, πως ο Τασός ζήμιωσε φοβερά τον Γκόλφη και το σύντροφό του. Αμέσως ο καπετάνος ετοιμάστηκε να τους στείλη όλους δεμένους στη Λάρισα. Μπορεί η τιμωρία τους να μην ήταν και τόσο μεγάλη. Μα ποιος ξέρει τι άλλες δουλειές θα φύτρωναν στη μέση; Χρέη στον ταμία για επιτήδευμα και ποινικά κι άλλα χίλια δυο, που μπορούσε να μην έβγουν ποτέ από τη φυλακή και να ξοδέψουν τα μαλλοκέφαλά τους. Το ξέρουμε δα! Εύκολα μπαίνει κανείς στη φυλακή, μα πολύ δύσκολα βγαίνει. Μπορούσαν όμως να τ' αποφύγουν όλα, αν πήγαιναν με το κόμμα του Τσότρα. Δεν ήταν και τόσο δύσκολη απόφαση και την έκαμαν γρήγορα. Δεν είνε καλό να τα βάνη κανείς με το Δοβλέτι.

Τώρα καθισμένοι στο τραπέζι έτρωγαν λαίμαργα. Στα πρόσωπό τους καμιά δε φαινόταν συγκίνηση. Μόνον ο Τασός φαινότανε κίτρινος σαν θειαφοκέρι και συλλογισμένος· μα ήταν, υποθέτω, από φόβο παρά από ντροπή.

Όταν τέλειωσε το τραπέζι και σηκώθηκαν να φύγουν, είδα τον αποσπασματάρχη να κράζη το Μήτρο Πάλλα και τον πατέρα του γαμπρού παράμερα.

— Τι θα τους κάμης: τον ρώτησα.

Και κείνος, περήφανος για τα κατόρθωμά του, μου απάντησε.

— Αύριο τους στέλνω στη Λάρισα στο νέο κομματάρχη τους.

ΤΑ ΤΥΦΛΟΠΟΝΤΙΚΑ

— Αμ που λες, έκαμα και γω γιωργός· είπε απότομα ο αγωγιάτης μου, εκεί που κατεβαίναμε από το Κισερλή στη Λάρισα. Μα σ' αφίνει, μαθές, ο Θεός να πας μπροστά!

— Γιατί; τον ρώτησα με απορία.

 — Γιατί έτσι· να γιατί! Τι τα ήθελε τα τυφλοπόντικα, δε μου λες;
Καλά τ' άλλα, αμ τα τυφλοπόντικα;

— Ποια τυφλοπόντικα!

— Άι — χού!… δεν είσαι ντόπιος, λέω; ρώτησε με θυμό.

— Όχι.

— Αμ για τούτο. Δεν ξέρεις το λοιπόν εσύ τα κακά, που έχουμε μεις οι καμπίσοι! Είνε, λέει, πλούσιος ο κάμπος. Πλούσιος είνε, μα ποιος τον χαίρεται; Άκουσε και λογάριασε: Πρώτος Θεός σε μας είνε ο αφέντης· δεύτερος ο επιστάτης, ο μπιστεμένος τ' αφεντός σε όλα, στο δώση και στο πάρη. Έπειτα έρχεται ο αρχιφύλακας, που στέκεται ολοχρονίς απάνω από το κεφάλι σου και δεν μπορείς ούτε να βήξης. Βάλε έπειτα τους αγροφύλακες, βάλε και τα ζα. Ακόμη βάλε τα όρνια, που κλέφτουν το σπόρο πριν καλοκάτση στη γη, και τις ακρίδες, που τ' αφίνουν θερισμένο κι αθέριστο. Τώρα θα σου έλεγα να βάλης τον γιωργό, αν δεν είχαμε τα τυφλοπόντικα, που καλύτερους θεριστάδες δεν είδα ποτέ μου. Ίδια θερίζουν, ίδια τα βάζουν στις αποθήκες τους. Και τι αποθήκες! Βαθειά λαγούμια, που δε φοβάνται το διαβολότερο κλέφτη να τα βρη.

— Κι έρχονται κάθε χρόνο;

— Αμ αν έρχονταν κάθε χρόνο, θα βλεπες ζωντανούς ανθρώπους στη Θεσσαλία; Μια φορά ήρθαν στη ζήση μου και να από γιωργό αγωγιάτη με κάνανε. Μωρέ χρόνια και κείνα! Ανατριχίλα με πιάνει σαν τα θυμηθώ.

Ήμουνα που λες γιωργός στο Τατάρι, στου Οσμάναγα το χωριό. Άπονος ήταν ο αγάς, μα πλούσιο το χώμα του. Και στη χειρότερη χρονιά το ένα δέκα θα έδινε. Έρχεται, αφέντη μ', το Εξηντατρία. Να τη μια χρονιά το κάμα μέσα στου Μαγιού τις δροσούλες· στρωσίδι χάμου τα σπαρτά. Να την άλλη τα όρνια σύγνεφο στον ουρανό· μπροστά πήγαινε η σπορά, πίσω κείνα τ' άθεα! Σπόρο έριχνες και σπόρο δεν ήβρεσκες. Από τα ίδια σου τα χέρια τον άρπαζαν! Να έπειτα οι ακρίδες! μας τέλεψαν. Τρία χρόνια πέρασαν κι είπαμε το ψωμί — ψωμάκι. Ο αγάς μάς έδινε άχερο, ο αγάς σιτάρι. Τι σιτάρι; Την ήρα μας έδινε για σιτάρι!

— Και την τρώγατε;

— Τι να κάνουμε: Γι' αρρώστια ρωτάς; Το αίμα πήγαινε ποτάμι! Θέρος έπεσε σε ανθρώπους και σε ζα. Μου θέρισε και μένα δυο παιδιά. Αμ ποιος λογιάζει τα παιδιά; Όλοι τα ζα μας κλαίγαμε, που ήταν η μοναχή κυβέρνια μας! Σαν έχεις ζα, και παιδιά έχεις· αμ σαν χάσης τα ζα, έχασες και τα παιδιά σου. Τι θα τους δώκης να φάνε;

Ως τόσο ήρθε το Εξηνταέξι κι ανασάναμε. Η χρονιά καλή· ο Απρίλης ολόδροσος· τα χωράφια μεστωμένα. Κάτι ακρίδες φανήκανε στο Νεμπεγλέρ· νά σου και τ' αγιοπούλια αποπίσω. Ξέρεις, για μας τ' αγιοπούλια είνε σαν το Τόξο, που προμηνάει την καλοσύνη του καιρού. Προμηνούν και κείνα ευτυχισμένη χρονιά στο καθετί· στα σπαρτά και στα μποστάνια, στα ζωντανά και στα κλήματα. Μα στην αρχή του Μαγιού κάτι άρχισε να ψιψιλίζεται. — Μωρέ μίλα καλά· τυφλοπόντικα στο Βελεστίνο! Δε γένεται· δε μπορεί να γένη τέτιο πράμα! Αδύνατο Κανείς μας δεν ήθελε να το πιστέψη.

Αχ! τα μαύρα μαντάτα αλήθεψαν σε λιγάκι. Ο αφέντης έρχεται τρεχάτος από τη Λάρσα. — Φανήστηκε τίποτα στο τσιφλίκι; — Όχι ακόμη.

Μα στο Βελεστίνο, στο Κισερλή, στο Δερελή, στον Τούρναβο θέριζε άπονα το ποντίκι. Περίγυρα μας έζωνε το κακό! Τι να κάνουμε; Είπαμε να τα βαρέσουμε χλωροθέρι. Αμ τι τ' όφελος; Άμα θεριστή άψητο το σιτάρι, γένεται δαυλίτης, σταχτώνει και πάει στ' ανάθεμα. Το αφήσαμε για λίγες μέρες. Μπορεί να μας λυπηθή ο Θεός, είπαμε. Στ' άλλα τσιφλίκια τις περασμένες χρονιές, κάτι άφιναν, κάτι έπαιρναν. Εμείς δε σηκώναμε τίποτα. Ήτανε το λοιπόν δίκιο ν' αφήκη και μας απείραχτους εφέτος.

Μα πού ν' ακούση ο Θεός δίκιο — ξεδίκιο! Σε πέντε μέρες να σου τα. Σαν ξεφλουδίσανε και τις μουριές του Καζακλάρ, ρίχτηκαν λιμασμένα απάνου μας. Στη θωριά τους ξυλιάσαμε, σαν να βλέπαμε το Σατανά. — Να θερίσουμε, λέει ο αγάς· να το κόψουμε όπως — όπως, κάτι να σώσουμε. Τα στάχυα ήταν στριμμένα κι άστριφτα. Μα τι να κάνουμε; Μαζωνομάστε όλοι, τσιφτσίδες, κουλουξίδες, χαβελέδες, ακόμη και παιδιά και γυναίκες. Τροχούμε αποβραδύς τις κοσιές και [ξημερωνομάστε] στα χωράφια. Μα τ' ήταν εκείνο, Θε μου και Κύριέ μου! Τα χωράφια ολόγυρα ξεντυμένα· ούτε στάχυ, ούτ' άχερο, ούτε αθέρας πουθενά! Έπεσαν οι κοσιές από τα χέρια μας κι όλοι, από το μικρό ως το μεγάλο κι ο αγάς μαζί, γονατίσαμε κι αρχίσαμε τα στηθοκοπήματα!…

— Μα τόσο πολύ!

— Τόσο πολύ! Απίστευτο σου φαίνεται, ε; Δεν άκουσες, λέω, τι φτιάσανε του Αβδούλ Κερίμ πασά; Ήταν τα Κρητικά τότες. Ήταν πασάς στο Μουλαλίκι κι είχε πολλούς νιζάμιδες να πάη στην Κρήτη. Βγαίνει μια ημέρ' από τη χώρα να κάμη γυμνάσια στον κάμπο κι έμεινε τη νύχτα όξου. Μα βγαίνουν, εφέντη μου, οι ποντικοί, ρίχνονται στ' ασκέρι και τ' ανάγκασαν ολονυχτίς να μπη τρεχάτο στη Λάρσα.

— Μα δεν κάνατε τίποτα γι' αυτούς τους ποντικούς;

— Να κάνουμε; και τι να κάνουμε! Θεοποντή, σου λέω, ακούς· θεοποντή! Να τα σκοτώσουμε; πού να τα βρούμε; Μηγάρις φαίνεται κανένα την ημέρα. Πηγαίνεις όξου και βλέπεις όλα καλά· τα χωράφια ανέγγιχτα. Μα σαν πάρη και βραδυάζει, ο κάθε σβώλος ποντίκι γένεται· η γη τ' αναβρύζει από τα σωθηκά της.

— Και δεν ξεχωνιάζετε τη γη να τα βρήτε;

— Ουφ!… μη με σκας, αφέντη μ', να ζήσης. Λογιάζεις πως κάθουνται και σε προσμένουν; Τη γη όλη αποκάτω την έχουν κούφια. Βγαίνουν βράδυ στο Γκερλή και την αυγή διάβηκαν στον Τούρναβο με όλα τα στάχυα και τα σάλματα του χωραφιού. Ή μη θαρρείς πως είνε θεόρατα: Μια μπουκιά και ούτε· η ουρίτσα τους μόλις ξεχωρίζει· το κεφάλι τους πλατύ, σαν να το πάτησε κανείς διαβάτης κι απόμεινε· έχουν σταχτιά τη ραχοκοκκαλιά, άσπρα τα στήθια. Μα σου έχουν και κάτι δόντια, που νεροπρίονο δεν τα φτάνει. Μπρε και λιτανείες κάναμε και τ' Άγια Λείψανα φέραμε από το μοναστήρι της Πέτρας· μα τίποτα! Ήρθε καιρός να μάθουμε πως οι Τούρκοι γροικιόνται καλύτερ' από μας τους Χριστιανούς. Είδαν κι απόειδαν, που λες, κουβεντιάσανε οι μπέηδες στη Λάρσα, [μαζεψάνε] δεκαπέντε χιλιάδες γρόσια και στέλνουν δυο Τούρκους στην Ανατολή μέσα. Δεν ξέρω, στο Μπαγδάτι, στη Μέκκα, που τους έστειλαν δε θυμάμαι. Πάνε, και σε δεκαπέντε μέρες γυρίζουν μ' ένα νερό θαματουργό.

Μωρέ, τι γίνηκε, σαν έφτασε κείνο το νερό στο Βόλο! Πήγαμε όλος ο ντουνιάς, Τούρκοι και Χριστιανοί. Τι να κάνουμε; Ο πνιμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Να σωθούμε θέλαμε, να μη χαθούμε από την πείνα κι ανάβαμε κερί του Σατανά!… Παίρνει που λες ο Κουρά εφέντης το άγιο νερό· απόκοντα οι μπέηδες κι η αρχοντιά πεζοί και πίσω ο λαός με δαρμούς και μυρολόγια. Φτάνουμε στο Γκερλή, καθόμαστε λίγο κι έπειτα ίσα στη Λάρσα. Το φέραμε και τ' απιθώσαμε στο Χασάνμπεη τζαμί. Ε, θα πιστέψης ένα πράμα; Σε δυο ημέρες ούτ' ένα ποντίκι δεν έμεινε στον Κάμπο!

Και τι λες πως έγινε; Τ' ήταν εκείνο, Μωχαμέτη! Όλα τα όρνια της Ανατολής απάνου μας τρογυροφέρνανε. Λελέκια, κάριες, πελαργοί, κάθε λογής αγριοπούλια χτυπούσαν τις σαγονιές τους, που σ' έπιανε τρόμος να τ' ακούς. Κι έπεφταν, μωρέ μάτια μου, από ψηλά στα χωράφια με θυμό, σαν να ήταν δασκαλεμένα και ξεσκίζανε τα τυφλοπόντικα. Σε δυο ημέρες πάνε και κείνα στην ευκή σαν καλοί καματάροι.

Μα τι τ' όφελος; Τα τυφλοπόντικα πρόκαμαν και τελέψανε τη δουλειά τους· δε μας άφηκαν ούτε κλωνί. Τα χωριά του κάμπου ρημάξανε· οι φαμήλιες σκορπίσανε σαν του λαγού τα παιδιά. Άλλοι πήραν το Πήλιο, άλλοι τον Έλυμπο, άλλοι τα Χάσια κι άλλοι τη Γκούρα. Όπου γύριζες, απάνταινες άντρες παιδιά, γυναίκες να τρέχουν από πόρτα σε πόρτα διακονεύοντας το ψωμάκι. Τι χρόνια! Περάσαμε τους Κραβαρίτες στην κακομοιριά! Τότε και γω σύναξα το σπίτι μου, μπήκα στη Λάρσα, παράδειρα νά, κατάντησα αγωγιάτης. Δε σου λέω, βγαίνει και τώρα το καρβέλι· μα κάλλιο είχα τ' αλώνι κι ένα στρέμμα χωράφι στο Τατάρι. Κάθε που έρχεται ο θέρος ομπρίζ' η καρδιά μου σαν το Μάτι του Καραδερέ!… Μωρέ ντε!…

Και ο καραγκούνης, για να κρύψη τη μεγάλη του συγκίνηση, άρχισε να ξυλίζη αλύπητα το ζώο του.

Η ΠΑΤΡΙΔΑ
        Στη Ρούμελ' είν' η Λεβεντιά
        και στο Μωριά είν' η γνώση.

— Μωρ' εσύ σαι, Πέτρο;

— Γιωργάκη, εσύ!

Και με το σπιθοβόλημα των ματιών, που έδειχνε την ελπίδα της ψυχής· με την αποφασιστική ροπή, που φανέρωνε την ανυπομονησία των νεύρων· με το τρεμούλιασμα της φωνής, που πρόδινε της σάρκας τη συγκίνηση, άνοιξαν οργιές τα χέρια και ρίχτηκαν στην αγκαλιά ο ένας τ' αλλουνού. Και από τον τόσο λαό, που περνοδιάβαινε έξω στο λιθοστρωμένο δρόμο της Σπηλιάς: τους Εβραίους, που ξυπόλυτοι κουβαλούσανε τ' ασκιά από τα Τελωνείο· του ψωμά και του μανάβη και του κουρέα, που έκραζαν με ξεφωνητά τους πελάτες· του σαράφη, που μπροστά στο τραπεζάκι του έπαιζε τα τάλληρα, βασανίζοντας με τον ήχο και τη λαμπρότη τους τον αντικρινό μπαλωματή, κανείς ούτε πρόσεξε, ούτε ήταν ικανός να αισθανθή τη λαχτάρα, που είχαν στο αγκάλιασμά τους οι δυο φίλοι.

Εδώ και πέντε λεφτά πριν ο ένας δε γνώριζε τον άλλον. Ο Γιωργάκης Λαμπρόπουλος καθότανε ανάμεσα στις πραμάτιες του, στα στρώματα και τα σκοινιά, τις στοίβες των κεφαλοτυριών και τους σωρούς των γυαλικών, τους ώμους στηρίζοντας στην κάσα του, το κεφάλι μισογυρμένο, τα μάτια μισοκλεισμένα, κάτω από την πλέχτρα των σκόρδων και του κεράτου, σαν πολεμιστής ανάμεσα στις δάφνες της νίκης του, κάτω από την αγαπημένη του σημαία. Καθώς όμως πάτησε στο κατώφλι ο Πετρολέτσος ψηλός, λεβεντόκορμος, ξεσαλιάρης μα μεγαλόπρεπος, ζητώντας ένα οβολό τυρί να κολατσίση, σαν να πλάκωσε ο ίσκιος του τον μπακάλη, σήκωσε το κεφάλι και η φωνή συγκλώνισε για μιας τ' αποκαρωμένα νεύρα του. Σαν αστραπή πέρασε στο νου του η υποψία πως κάπου τ' απάντησε το πρόσωπο εκείνο, κάπου την άκουσε κείνη τη φωνή, πως τ' αγάπησε άλλοτε κείνο το κορμί. Η φαντασία του άρχισε να πλέκη την κλωνά της φωτεινή στα περασμένα, παντού ψηλαφώντας και πασπατεύοντας, στα κλώσματα και τα παραστρατίσματα της εβδομηντάρικης ζωής του. Νεκρούς ξέθαψε από τα μνήματα, ξανάνιωσε γερόντους, έσυρε σε λύπες και σε χαρές, σε φιλίες και σ' έχθριτες, σε γάμους και σε νεκροπομπές. Μα δεν κατώρθωσε άλλο παρά να ζαλιστή και να πονέση για τα χρόνια που έφυγαν, για τα παθήματα που τον ήβραν.

Άξαφνα πέταξε μπροστά του ξαθομούστακος και γαλανομάτης παλληκαράς, ο Πετρολέτσος, ο φίλος του, ο αδερφός του! Και τώρα ανάμεσα στο μαγαζί οι δυο φίλοι, ψαρομάλλιδες, σαρακοφαγωμένοι, σφιχταγκαλιάζονται και γλυκοφιλιώνται με τα δάκρυα βροχή στα μάτια.

— Μωρ' εσύ 'σαι, Πέτρο;

— Γιωργάκη, εσύ!

Τέλος χωριστήκανε κι ο ένας κοίταξε τον άλλον με περιέργεια. Μεγάλη απορία ζωγραφήθηκε στα πρόσωπά τους, σαν να μη μπορούσαν να καταλάβουν πώς έγινε κι από τα σπαρταριστά νιάτα γκρεμίστηκαν για μιας στ' άχαρα γεράματα.

— Καημένε, γεράσαμε! είπε αργοκουνώντας το κεφάλι ο Λαμπρόπουλος.

 — Γεράσαμε κι αλλάξαμε! πρόσθεσε ο Πετρολέτσος πικραμένος. Σωστός
Κορφιάτης μου φαίνεσαι.

Και σφουγγίζοντας με το μανικοπουκάμισο τα δακρυά του, κοίταζε και ξανακοίταζε το φίλο του, σαν να ζητούσε κάτω από το βαρύ εκείνο σώμα, το στρογγυλό κεφάλι, τα κρεμαστά φρεσκοξουρισμένα μάγουλα, και τον παχύ λαιμό, το λυγερό παλιό του σύντροφο σαν να ζητούσε κάτω από την υγρή και σουρτή μιλιά ν' ακούση τους στρογγυλούς μωραΐτικους ήχους· σαν να ήθελε να ιδή τον αλαφρό αέρα του κορμιού και των ματιών το σπιθοβόλημα και το διαβολικό γοργό παίξιμο του προσώπου, κάτω από το νυσταγμένο πρόσωπο ενού Κορφιάτη νοικοκύρη.

— Μωρ' εσύ 'σαι ο Γιώργος, που τα βαλες μ' όλους τους κοντοστάμπελους στην Οβριακή! φώναξε δυσκολόπιστος.

Ήρθε στο νου του άξαφνα η πρώτη φορά, που γνωριστήκανε μέσα στη Οβριακή, στο φοβερό καυγά. Ο Πετρολέτσος από μικρός στο νησί, όταν ο πατέρας του πέρασε συφάμελος από τ' Αργυρόκαστρο, φεύγοντας τη λύσσα του Αληπασά· ο Λαμπρόπουλος φευγάτος από τον Κάμπο της Γαστούνης για να γλυτώση από τους μαχαιράδες του δημογέροντα, ήταν αδύνατο να γνωριστούν στον ξένον τόπο, που τον έσφιγγε και κείνον τον Σουλτάν Θωμά η αλύγιστη παλάμη. Μα όσα φέρν' η ώρα δεν τα φέρνει όλος ο χρόνος. Ο Μωραΐτης στον καυγά εκείνο έδειξε φοβερή παλληκαριά. Ξαρμάτωτος, μ' ένα πόδι σκαμνιού στο χέρι ρίχτηκε στην αρματωμένη εξουσία, άνοιξε κεφάλια, τσάκισε κόκκαλα και τέλος τους σκόρπισε όλους. Ο Ρουμελιώτης από φυσικό του σεβασμό στην παλληκαριά, έκρυψε το Μωραΐτη στο μαγαζί του, χωρίς να συλλογιστή πως αν τον έβρισκαν, θα στέλνανε και κείνον στην κρεμάλα. Κατώρθωσαν όμως να μην ανακαλυφτούν κι έμειναν αιματωμένοι οι κοντοστάμπελοι και φίλοι αχώριστοι οι δυο νέοι. Μα τώρα πώς μπορούσε να πιστέψη ο Πετρολέτσος ότι το πιθάρι που κάθεται μπροστά του είνε κείνος ο παλληκαράς; Και πάντα ίδιος, όπως στα νιάτα και στα γεράματα, ετοιμάζεται να σωριάση θαυμαστικά για το ανδραγάθημα εκείνο. Η παλληκαριά όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν παλιώνει.

Μα ο Λαμπρόπουλος του έκοψε τη φόρα:

— Ας τα τώρα, περάσανε· είπε. Παλαβομάρες παιδιάτικες· όλο παλαβομάρες!… Και συ πώς βρίσκεσαι; τι γένεσαι;

— Α! είπε με αδιαφορία μεγάλη· βουκόλος γυρίζω… Αμ' εσύ;

— Έχω τάλλαρα!…

 — Τι λες! αλήθεια; φώναξε ο Πετρολέτσος με χαρά. Μπράβο! Μα πώς,
μωρ' αδερφέ, πώς!…

 — Πώς; με αγώνες και κόπους… Για φαντάσου πόσα χρόνια είνε που
χωρίσαμε!

 — Θυμάμαι και γω!… Σαν έφυγα για τον πόλεμο εσύ πουλούσες σαπούνι
στα καντούνια.

 — Τι καλά που δε σε άκουσα να έρθω μαζί σου! Τι απόχτησες με τα
τρεχάματά σου; Πες μου· έχεις τίποτσι;

— Μπα· ό,τι φορώ κλέφτη δε φοβάμε.

Και μ' ένα βεργολύγισμα περήφανο, που δε θα το έκανε χρυσοφορεμένο βασιλόπουλο, έδειξε ο Ρουμελιώτης τα τρυπημένα του γουρνοτσάρουχα, τις ξηλωμένες κάλτσες του, τη λερή και ξεσκλισμένη φουστανέλλα του· τα ξεφτισμένα μεϊντανογέλεκα και το λιγδωμένο φέσι του. Έδειξε ακόμη στη μέση του το σιλάχι μαύρο, καταζαρωμένο, με το ξύγγι απάνω του σαν λέπια ψαριού, με το μαυρομάνικο λάζο μέσα και δυο — τρεις αλυσίδες, που βαστούσανε δεξιά τον ασημοσουγιά κι ένα λουρί μισολυωμένο αριστερά με τρεις τοκάδες — μοναχή αρματωσιά και στολίδια του.

— Και βαστιόσουνα καλά σαν έφυγες· είπε κουνώντας το κεφάλι ο Λαμπρόπουλος. Το ψωμάδικό σου στην Πόρτα Ριάλα έκανε δουλειά· είχες ούλη την Οβριακή απάνου σου. Αν βάσταγες κεφάλι, τώρα θα είχες μηχανές και θα τάιζες ούλη τη χώρα. Ψεσινός άθρωπος ο Μεϊντάνης κι έχει εκατομμύριο!…

— Και δε θα χανα τους γονιούς μου!… πρόσθεσε ο Πετρολέτσος, στυλώνοντας το βλέμμα στον κούφιον αέρα, σαν να διάβαζε τα περασμένα.

— Οι γονιοί σου! φώναξε ο Λαμπρόπουλος, οι γονιοί σου! Διακονιά βγήκανε! Το ξέρεις που βγήκαν διακονιά!… Ακούς ο Πετρολέτσος διακονιά! Ακούς η βαφτισημιά του Τζαβέλλα διακονιά!… Και στο τέλος ο πατέρας σου γύριζε παλαβός στο Μαντούκι, μπαίγνιο του κόσμου κι η μάννα σου έπεσε στη Γαρίτσα και πνίγηκε…

— Σώπα για όνομα Θεού! σώπα!… είπε ο Πετρολέτσος, κουνώντας τα χέρια και γυρίζοντας τα μάτια, λες κι ήθελε να διώξη φοβερό φάντασμα.

Μα ο Μωραΐτης, σα να τον έπιασε ο πειρασμός εκείνος της φυλής του να γελάση με την απελπισία του άλλου, να φανή πως είνε έξυπνος, πως όλα με την τσαχπινιά του τα καταφέρνει και πως οι άλλοι χαντακώνονται σε φαντασίες μόνον, άρχισε με περισσότερο θυμό:

— Τι τσώπα, μωρέ, τι τσώπα! Α δα δε σου τα λεγα, ο κακόρκος, από τότες; — Μωρέ, κάτσε και τήρα τη δουλειά σου! Καλά καθόμαστε δω· λευτεριά έχουμε με τσ' Εγγλέζους.

— Μα τ' αδέρφια μας… η Πατρίδα.. —

— Τι Πατρίδα; Πού σε είδε σένα η Πατρίδα; Πού την ξέρεις; Τάισε τσου γονιούς σου που πείνασαν;… Εσένα σε τάισε!… Μα να ειπής ήταν και το μυαλό — παιδιάτικο μυαλό! Πρόσθεσε μαλακώτερα ο Μωραΐτης. Να, εγώ που σου μιλώ έτσι, δε μπήκα στο καράβι με τσου Παργινούς να κατεβώ στη φωτιά;

— Α! έκαμε ο Πετρολέτσος, κοιτάζοντας το φίλο του κατάματα, σαν να έλεγε: Βλέπεις; Δεν έχω άδικο· η πατρίδα πάντα πατρίδα είνε· πονιέται!…

Ναίσκε· εξακολούθησε κείνος χωρίς να τον προσέξη· πήγε τότενες ο Κυριακούλης να βαρέση τσοι Αρβανιτάδες στο Φανάρι και πήγαμε να τσου δώκουμε βοήθεια. Μα ώστε να φτάσουμε κει τελείωσε ο πόλεμος. Οι Μανιάτες με το λείψανο του Κυριακούλη κατεβήκανε στο Μισολόγγι κι οι Αρβανιτάδες αφέντευαν σ' όλο το περγιάλι. Τότενες οι Παργινοί είπαν να κατεβούμε στο Μισολόγγι· μα εγώ κατάλαβα πως δεν ήμουν για πόλεμο και πέρασα ολονυχτίς στσου Παξούς. Από τότενες ήβρα την τύχη μου…

— Τότε που λες έκανα και γω τον πρώτο μου πόλεμο· τον έκοψε ο Ρουμελιώτης. Βαρέσαμε τους Τούρκους στο Μωριά. Ήταν άμετρη Τουρκιά και λιγοστοί εμείς, μα διαλεγμένοι. Βαστάξανε καλά οι οχτροί, στο τέλος τσακίσανε… Όρε, μάτια μου, θέρο που στον κάναμε!

Κι έριξε τα μάτια του μακριά πύρινα, λες κι ήθελε να φωτίση τα περασμένα. Είχε τα δασά του φρύδια σμιχτά· έσκαζε το ρουθούνι σαν να μυριζότανε τη μπαρούτη της μάχης· κουνούσε τα χέρια σαν να έδινε ζερβόδεξα σπαθιές θανατοφόρες κι έβλεπε τώρα να φεύγουν τους οχτρούς και νικήτριες την Πίστη και την Πατρίδα. Τα λόγια του φίλου του, το Φανάρι, ο Κυριακούλης, οι Αρβανίτες, λόγια αλησμόνητα στη ζωή του, γιατ' ήταν της ζωής του τ' όνειρο, στέγνωσαν ευθύς τα δάκρυά του, έδιωξαν από τα φυλλοκάρδια του το φαρμάκι και τον φέρανε πάλι στην πρώτη του θέση, που δεν ήθελε ν' αφήση παρά νεκρός.

Μα ο Λαμπρόπουλος, κλωθογυρίζοντας κι αυτός στα περασμένα, περήφανος για το κατόρθωμά του, εξακολούθησε χωρίς να τον προσέξη.

— Στσου Παξούς, που λες, ήβρα δυο καλούς συντρόφους. Άξιοι αθρώποι! Δε χάνονταν σε λόγια. Βρίσκουμ' ένα καϊκάκι και τραβούμε στα σκαλώματα του Μωριά και στα πόρτα τση Ρούμελης. Εκεί μας βοήθησε η τύχη στα γερά! Ήβλεπες στους έρμους κάβους και στα περγιάλια γυναίκες, άντρες, παιδιά, κατατρεγμένους από το τούρκικο ασκέρι. Άμα μας αγνάντευαν, αρχινούσαν τα σενιάλα να τους πάρουμε, να τους περάσουμε στα ξερονήσια του Κάλαμου. Κι έδιναν ό,τι είχαν: δαχτυλίδια διαμαντένια, ζουνάρια αξετίμωτα, μεταξωτά και λαχούρια, ό,τι άρπαξαν από τα σπίτια τους στην ώρα του φευγιού, τάδιναν ούλα για να σωθούν από το λεπίδι, από τη σκλαβιά και την ατιμία. Δε λέω πως δεν κάναμε κι αδικιές· χωρίς αδικιά βιος δε γένεται. Το καϊκάκι μας δεν έπαιρνε πολλούς και μεις βάναμε διαλεόνα. Μπαρκάραμε πρώτα εκείνους που έδιναν τα πολλά, κι αν έμενε τόπος, μπαρκάραμε κι από τη φτώχια· είτ' αλλιώς βουλώναμε τ' αφτιά μας στα μυρολόγια τους και κάναμε πανιά. Πολλές βολές θυμούμαι, πλάκωναν άξαφνα οι Τούρκοι και βλέπαμε τους έρμους να σκροπάνε και να γκρεμίζωνται από τους βράχους στη θάλασσα για να μας φτάσουν· να μας απλώνουν τα παιδιά τους στην ώρα, που βυθιζόντουσαν στα κύματα… Μα πολλουνώνε σώσαμε τη ζωή…

— Εγώ πήρα ζωές· μα τούρκικες ζωές! Έσπειρα κουφάρια στο διάβα μου, που χορτάσανε τα πετεινά κι αντρείεψε η γη μας… Μα δεν το πήρα τ' αλλουνού το πράμα. Ό,τι πήρα, το πήρα δίκαια, με το σπαθί μου!

— Κι εγώ δίκαια το πήρα. Στο Μισολόγγι…

— Έκαμες στο Μισολόγγι;

— Ναίσκε· έκαμα στους δυο μπλόκους και στην έξοδο.

— Μωρέ, τι λες! Εγώ τότες ήμουνα με τον Κώστα Μπότσαρη κι ήρθαμε γυρεύοντάς σας… Μωρέ, πες μου τ' αδέρφι, πολέμησες στο πλάι του Σιαδήμα! Είδες πώς γλύτωσε ο Μακρής· πώς χάθηκαν τα γυναικόπαιδα, πώς σκοτώθηκε ο Ραζικότσικας;

Ο Ρουμελιώτης, όπως όλοι του καιρού του, έτρεφε άλλου είδους θαυμασμό στου Μεσολογγιού την ιστορία. Έγιναν κι άλλες μεγάλες μάχες, μακελειά φριχτά στον πικρόν εκείνον εννιαχρονίτικον αγώνα· δοξαστήκανε κι άλλες πολλές φορές τα ελληνικά όπλα· μα ό,τι έγινε στο Μεσολόγγι, το νόμιζαν κάτι εξαιρετικό και κείνους, που πολέμησαν εκεί, τους πίστευαν θεούς. Τώρα εκεί που άρχιζε ν' αηδιάζη το Μωραΐτη, με μιας όλα τα λησμόνησε μπροστά στη σκέψη πως είνε αγωνιστής του Μεσολογγιού. Μα ο Λαμπρόπουλος γέλασε δυνατά.

— Τίποτσι δεν είδα' αποκρίθηκε με απάθεια. Είδα μονάχα που ήφερναν την άλλη μέρα τις Μεσολογγίτισσες αρμαθιασμένες στ' αράπικο στρατόπεδο!..

— Μώρ' με τους Τούρκους ήσουνα!

 — Κιαμέ; Έδινα χούφτα καπνό στους Αρβανιτάδες, χούφτ' αφιόνι στους
Αραπάδες κι έπαιρνα χούφτα μάλαμα και χούφτ' ασήμι.

— Ου να μου χαθής! βροντοφώναξε με αηδία ο Πετρολέτσος.

 — Να χαθώ; Εσύ χάθηκες, κακόρκε, με τα μυαλά που χες!… Τη βλέπεις
τούτη την καδένα; δεύτερη δε βρίσκεται στον κόσμο. Την πήρα για μια
Μισολογγιτοπούλα, που πούλησα στον πρόξενο της Αούστρίας στο
Τσηρίγο.

Ο Πετρολέτσος πήγαινε να φρενιάση από θυμό. Η ξετσιπωσιά του Μωραΐτη έφερνε το αίμα στα μάτια του και δυο — τρεις φορές σκέφτηκε να του στρίψη το καρύδι, για να πάψη να λέη τις ατιμίες του. Άξαφνα χωρίς λόγο, βράζοντας από γεροντικό θυμό, σήκωσε βιαστικά το δεξί μανίκι κι έδειξε στο μπράτσο του μια φοβερή σπαθιά.

— Τη βλέπεις τούτη; φώναξε φέρνοντάς το στα μάτια του Μωραΐτη· είνε σπαθιά! Την πήρα στο Κερατσίνι με τον Καραϊσκάκη. Ήμαστε λίγοι, στα δάχτυλα, όπως πάντα, κι οι Τούρκοι άμετροι. Με την πρώτη μπαταριά σκοτώνετ' ο Μπαϊραχτάρης: — «Πετρολέτσο, δικό σου!» φωνάζει ο καπετάνος, με τον κόκκινο ντουλαμά του λάμποντας σαν Άη Γιώργης απάνω στ' άλογό του. Με το λόγο τ' άρπαξα κιόλας. Μας έμπλεξαν εκεί, μας ζώσανε απ' ολούθε, μας στρίμωξαν σε μια φράχτη, μας πήραν τις πλάτες… Κολύμπησα στα αίματα, αχ το γλύτωσα το μπαϊράκι…

— Και τι απόχτησες; Πού είνε το σπίτι σου; Πού είν' οι γονιοί σου, πού είν' η φαμίλια σου;… Δε χάφτω μίγες εγώ, ακούς! Δε χάφτω μίγες!… Σαν τέλειωσε ο πόλεμος, γύρισα φορτωμένος εδώ. Μάζωξα τους γονιούς μου από τα Καλύβια και τους έβαλα αφεντάδες. Την αδερφή μου τη Ρήνη — θυμάσαι που της έκανες τα γλυκά μάτια κι έλεγα να σε κάμω γαμπρό; — την πάντρεψα με τιμές και δόξες και ζη αρχοντικά στον Πέλεκα. Εγώ παντρεύτηκα και πήρα μια κοντέσα. Ετούτο το σπίτι δικό μου είνε και τ' άλλο στα Μουράγια δικό μου και στη Σπιανάδα το ψηλό πάλε δικό μου. Εκείνος ο σαράφης είνε γιος μου, ο Νικολάκης· ακούς πώς παίζει τα τάλλαρα στο χέρι σαν να παίζη κομπολόι; Τον άλλο, το δικηγόρο θαν τον κάνουμε βουλευτή· ετούτο το μαγαζί το κρατεί ο μικρότερος. Το μεγάλο λιοτρίβι στη Γαρίτσα· ένα λιοστάσι στους Άγιους Δέκα, μια περβόλα στον Ποταμό, όλα δικά μου!…

Ο Ρουμελιώτης χολοταράχτηκε. Στην ορμητική κουβέντα του φίλου του είδε να συνεπαίρνωνται όλα του τα αισθήματα, όπως κάτω από το κατρακύλιμα του νερού ξεριζώνονται και τρίβονται και αφανίζονται τα δροσερά πολυτρίχια του βράχου. Και στη θέση τους ένιωσε να φυτρώση και να τον ενοχλή μια απορία πρωτόφαντη. Να αυτός, να κι ο φίλος του. Εκείνος αναπαύεται στους κόπους της νιότης του, τιμημένος από τον κόσμο, ευλογημένος από τους γονέους του, αγαπημένος από τους συγγενείς του. Προσμένει το θάνατο ήσυχος. Χέρια παιδιών θα του κλείσουν τα μάτια· μύριοι θα συναχτούν γύρω στο λείψανό του, να τον κλάψουν ειλικρινά και να βλογήσουν τη μνήμη του. Κι αυτός, που δεν αφιέρωσε ούτε ώρα της μακρινής ζωής του στη φροντίδα του εαυτού του, γυρίζει τώρα δίχως το τίποτε, περιφρονημένος από τον κόσμο, καταραμένος, βέβαια, από τους γονέους του, αποριμμένος από τους συγγενείς του. Και όταν κλείση τα μάτια, θα πάη σαν το σκυλί στ' αμπέλι. Ποιος λοιπόν είνε ο ίσος δρόμος, Θεέ μου!

Άξαφνα ο ερεθισμένος του λογισμός ύφανε εμπρός του εικόνα ολοζώντανη. Μια ασπροφόρα, με κορμί και πρόσωπο αγγελοκάμωτο, στεκότανε κοντά σε μια μεγάλη φωτιά. Γύρω στη φωτιά λίγος, μα εκλεχτός κόσμος ερχόταν κι έριχνε μέσα πλούτη, ονόματα, γονέους, παιδιά, αδέρφια, αγάπες, πόθους, όνειρα, φιλοδοξίες, πάθη. Η φωτιά τ' άρπαζε όλα, τα κατάπινε σαν φάρυγγας θεριού. Και η παρθένα με το πλάνο της χαμόγελο και το αυστηρό της βλέμμα, τους ζητούσε κι άλλα, «κι άλλα!» τους φώναζε πεισματάρα, απαιτητική, αχόρταγη. Και κείνοι, αφού έριχναν ό,τι κι αν είχαν μέσα, δίχως πίκρα, δίχως θυμό, έπεφταν τέλος κι οι ίδιοι και χάνονταν εκεί, όπως έσβυσε και χώνεψε πριν κάθε χαρά τους και κάθε τους απόχτημα. Και κάτι του έλεγε μυστικά πως η παρθένα, η λάμια η αχόρταγη, ήταν η Πατρίδα. Ανυπόμονα έριξε τα μάτια περίγυρα να έβρη την ελπίδα, την ανταπόδοση να βρη σε κείνο τ' ολοκαύτωμα· τίποτα!

— Έχεις δίκιο… δίκιο έχεις! εψιθύρισε με δακρυσμένα μάτια, με στήθος βαρύ, λες και καθότανε η Μόρα απάνω του.

Μα σύγκαιρα είδε την κόρη να τον κοιτάζη κατάματα και με το χέρι της να δείχνη μακριά. Γύρισε εκεί ο Πετρολέτσος κι είδε μια χώρα μεγάλη. Και μάντεψε αμέσως πως ήταν η Ελλάδα, ελεύθερη πέρα — πέρα, δοξασμένη, λαμπροφώτιστη. Είχε πρωτεύουσά της την Πόλη την Εφτάλοφη και λατρευτό ναό της την Αγιασοφιά. Του Κωσταντίνου τον τάφο άγιο λείψανο και των κλεφτών τ' αρμούτια φυλαχτάρια της. Και ήταν ο στρατός της τρόμος της γης και φρίκη της θάλασσας ο χιλιάρμενος στόλος της και δόξα της Δημιουργίας ο λαός της, ο ημίθεος! Μονώρας ένιωσε μια μυλόπετρα να κυλά από πάνω του· τα πύρινά του αισθήματα τ' απείκασε να χύνωνται πάλι και να ξανάφτουν το αίμα του. Να τη λοιπόν την ελπίδα και την ανταπόδοση!… Πήδησε αγέρωχος, αυστηρός, όπως την ώρα που στο Κερατσίνι αγωνιζότανε με τους οχτρούς για το μπαϊράκι και στο «τι απόχτησες» που του πρόβαλε μ' επιμονή ο Μωραΐτης,

— Την Πατρίδα μου! φώναξε χτυπώντας τα στήθη του δυνατά.

Ο Λαμπρόπουλος στην απροσδόκητη απάντηση έμεινε άλαλος. Ο Πετρολέτσος φαντάστηκε να στείλη και δεύτερη μπαταριά, να σαρώση τα κακομοιριασμένα λείψανα του οχτρού. Με φωνή μεγάλη, αφεντική, σαν να μιλούσε από μέρος όλου του λαού του Εικοσιένα, του αδικημένου και αμνημόνευτου, ξαναφώναξε πιο δυνατά.

— Ναι· έκαμα την Πατρίδα μου!

Η ΣΜΥΡΝIΑ

Περπατούσα μ' ένα φίλο μου στην πλακοστρωμένη ακρογιαλιά της Σμύρνης. Περπατούσα κι έβλεπα, αισθανόμουν κι αναγάλλιαζα. Όλες οι αίσθησες, οι πέντε γνώριμες στον πρωτόλουβο άνθρωπο κι οι νιες, που τώρα φανερώνονται με το ξετύλιμα του είδους, όλες έχασκαν ν' αποθηκέψουν στην ψυχή κάθε φανερό και κρυφό, για να κάμουν την αμβροσία της. Ολόγυρα προβαίνανε της αγέραστης Ιωνίας τα βουνά καλογραμμένα, το ένα πίσω από τ' άλλο, το άλλο ψηλότερο από τ' άλλο, ως που κατέβαιναν σε ακρωτήρια ήμερα και λούζονταν στα ξάστερα νερά.

Κάτω περικλεισμένος ο κόρφος με το λιμάνι γεμάτο από κάθε λογής πλεούμενο, από καπνοδόχους και καπνούς, από σκοινιά και κατάρτια, μόλις έδειχνε το καθρέφτισμα τ' ουρανού. Μπροστά με τα ψηλά χτίρια και τους ανθοσπαρμένους κήπους της ξετυλιγόταν η ακρογιαλιά πέρα — πέρα κάτασπρη. Κι απάνω της, όπως παρθένα χώρα στέλνει με τα ποτάμια της στη θάλασσα, στου άνθρωπου τη γνώση τ' αφάνταστα πλούτη της, έχυνε κι η Σμύρνη απ' τα στενοσόκακα, της μύριες ομορφιές που ανατρέφει στα σπλάχνα της! Και σαν να ήμουνα σε μουσείο ζωγραφικής, έβλεπα αρμονικό ανακάτωμα από φορέματα και χρώματα και λυγερά αναστήματα και μαλλιά μαύρα, ξανθά και καστανά, χείλη κοραλλένια και μάτι' αθάνατα, που λάμπουν, καθώς λάμπουν σε πέπλο αρχοντικό τα διαμάντια και τα ζαφείρια.

— Διές και το παλιάλογο, μου λέει άξαφνα ο σύντροφός μου. Το χουν για το θηριοτροφείο.

Αληθινά, στο δεξί φρύδι του δρόμου ήταν ένα παλιάλογο και κοντά ένας ξερακιανός χωριάτης κρατούσε το χαλινάρι του. Μα το ζώο είχε τέτοιο χάλι, που μολογούσε ότι κι ελεύθερο αν μείνη, ανάκαρα δεν έχει να κινηθή. Έσκυφτε κάτω με τ' αφτιά ριγμένα, τα μάτια σφαλιστά, τα ρουθούνια βρώμικα· η κοιλιά χώνευε στα πλευρά του· η ραχοκοκκαλιά, τα καπούλια, οι γοφοί, ο λαιμός, τα γόνατα, οι αρμοί όλοι φαίνονταν ξεκλειδωμένοι. Η ουρά του σπανή κι άπαστρη έπεφτε ανάμεσα στα πισινά του, ανίκανη να κινηθή για να διώξη τις χαλκόμυγιες. Τα κρέατά του έλεγες πως θα ρέψουν κάτω, όπως ρέβουν το χυνόπωρο τα μαραμένα φύλλα κι αφίνουν γυμνό και άσκημο το δέντρο. Αυτό το χάλι του κρατούσε γύρω κάθε τάξης και ηλικίας διαβάτη κι έλεγε καθένας το λόγο του και την αστεία του σκέψη.

Στάθηκα και γω με το φίλο μου· όταν, δεν ξέρω πώς, τα μάτια μου έπεσαν σ' ένα παραθύρι του αντικρινού σπιτιού. Ανάμεσ' από τα γυαλιά και τις κάτασπρες κουρτίνες, κόρη όμορφη και μαυρομάτα έβλεπε με προσοχή. Τα μαλλιά της κατάμαυρα, στη μέση χωρισμένα, έπεφταν δαχτυλίδια άταχτα στο φιλντισένιο μέτωπο και στα μελίγγια, στα ριζάφτια, πίσω στο χαριτωμένο της λαιμό κι έδιναν όψη άγουρου στο πρόσωπό της, που είχε το χρώμα δροσερής μοσκιάς. Και φανέρωνε θλίψη μεγάλη για κείνο το παλιάλογο. Μα τη θλίψη και την ψυχοπόνια, που φανέρωναν τα μάτια της, πως να την ιστορίσω; Μου φάνηκε πως έβλεπα τ' αθάνατο νερό να κυλάη από τα μάτια εκείνα, να περνά το γυαλί, να κατεβαίνη· θεϊκό χάρισμα στ' άλογο και να το περιχύνη απολούθε. Το είδα, λέει, να ποτίζη τα φυλλοκάρδια, να του δυναμώνη τα νεύρα, να του γυαλίζη την τρίχα, να του ξανάβη το θυμό. Και πίστεψα πως θα ιδώ να λαχτίση άξαφνα τη γη, ν' ανεμίση τη χήτη του, να ορθολυγίση την ουρά, να τινάξη το κεφάλι και με βαθύ χλιμίντρισμα να τρέξη στα λιβάδια πέρα, γαύρο κι αδάμαστο.

Παρέκει, ανάμεσα σε δυο χτίρια, ήταν μια φράχτη ψηλή από σανίδες. Απάνω στις σανίδες και γύρω στους τοίχους, χρωματιστές ρεκλάμες έλεγαν το τι γίνεται κάθε δειλινό πίσω αποκεί. Πόσων ειδών άγρια θερία είναι κλεισμένα· πως ο θεριοδαμαστής με τη θεατρική του φορεσιά μπαίνει, κρατώντας το βούρδουλα και το πολύκροτο στο χέρι και πως κατορθώνει να τα τρομάζη μόνον με τις ματιές του. Και θαρρείς, για να βεβαιώνουν τα λόγια τους, έρχονταν κάποτε φωνές και χτύποι και βρουχήματα, που έκαναν τους διαβάτες ν' ανατριχιάζουν. Μα ο χωριάτης αδιάφορος, κρατώντας πάντα το χαλινάρι στο χέρι, παζάρευε με τον εργολάβο το πράμα του. Από τα λόγια τους, από τ' αγριοκοιτάγματά τους φαίνονταν που παλαίβανε ποιος να γελάση τον άλλον.

— Εμ' αν είνε να τα πλερώσω τόσο, δεν παίρνω καλύτερα ένα βώδι; έλεγε ο εργολάβος γυρίζοντας τα κρύα ματάκια του γύρω στο λαό, να πάρη τάχα τη γνώμη του. Αν πάρω το βώδι, δε θα χω τουλάχιστο το φόβο να μου αρρωστήσουν τα θεριά, που μπορεί ναν το πάθω μ' αυτό το ψωφήμι.

— Ετούτο ψωφήμι; καλά, μπράτιμε! φώναξε ο χωριάτης αγαναχτώντας, που κατηγορήσανε το ζώο του. Το βλέπεις πιστεύω και δεν είν' ανάγκη να σου ειπώ, πως τ' άλογο έχει ψυχή να ζήση χίλια χρόνια. Μα τι να του κάνω που σακατεύτηκε στον αραμπά.

— Ρε ποιος σε ρωτάει για την ψυχή του! Τι να την κάμω γω την ψυχή; Κρέας έχει; Εγώ θέλω να χορτάσω τα θεριά μου· είπε ο εργολάβος με ολοφάνερη πείνα στα μάτια.

Εκεί που παζάρευαν εκείνοι, σήκωσα πάλι τα μάτια μου στο παραθύρι. Η λυγερή ήταν ακόμη εκεί, πάντα θλιμένη και πονετική. Τα μάτια της όλο και θόλωναν· τα μάγουλά της πότε άσπριζαν, πότε κοκκίνιζαν· το μεστωμένο στήθος της ανεβοκατέβαινε και το χνώτο της θάμπωνε το γυαλί όσο που την έχανα. Έχανε όμως και κείνη τη διασκέδασή της κι αμέσως το κρινοδάχτυλο χέρι έσερνε κεντητό τριανταφυλλί μαντιλάκι κι έπαιρνε τον αχνό και πρόβαινε πάλι το γλυκό πρόσωπο, σαν φεγγάρι μέσ' από τα σύγνεφα, που βούλεται να συντροφέψη στον ύπνο της τη γη. Και γω έχασκα στο παραθύρι, στο αισθαντικό κορίτσι μπροστά και δεν έβλεπα τίποτ' άλλο παρά ό,τι γινότανε πίσω από το γυαλί. Και λίγο — λίγο από τη συχνή προσήλωση, την άφαντη αλυσίδα που έδενε τον ψαρή με την κόρη, την κόρη με μένα, άρχισα ν' απεικάζω ένα καρδιοχτύπι για κείνο το σαράβαλο. Η κόρη με την αγάπη της, σαν τις νεράιδες των παραμυθιών, που ανασταίνουν ό,τι αγγίξουν, που ομορφαίνουν ό,τι ιδούν, που λαμπροστολίζουν ό,τι αγαπήσουν, άλλαξε στα μάτια μου το παλιάλογο και μ' έκαμε να το βλέπω ανεχτίμητο. Φαντάστηκα πως ο ψαρής εκείνος σπάρθηκε μέσα στου μαγιάπριλου το λιοπύρι από κανένα γοργογόνατο άτι της Αραπιάς. Είπα πως γεννήθηκε στα τροφαντά λιβάδια της Λυκίας, εκεί που άλλοτε βοσκήσανε οι φοράδες του Κύρου, και μεγάλωσε στ' αχούρια κανενός πασά. Πίστεψα πως καβαληκεύτηκε από λεβέντη πετροκαταλύτη να τον φέρη στην καλή του ή από οχτρών κουφάρια στη ζηλευτή δόξα του πολέμου και της νίκης. Και ψιχάλιζε η καρδιά μου γιατί τώρα που δε μπορεί να δουλέψη τον αφέντη του, ο αχάριστος, δεν το ψυχοπονεί. Δεν το βγάζει να το χλωρονομήση ελεύθερο, ως που να βρη το θάνατο με φούντα δροσερό τριφύλλι στα δόντια του. Δεν του φυτεύει ένα βόλι στο ριζάφτι, να πέση νεκρό στον τράφο, να λυώση κάτω από τον γλυκό ήλιο, εκεί που το χόρτο θα ηχά επάνω του κι οι πεταλούδες θα χαμοπετούν και τα μαμούδια θα βουίζουν και τα πουλιά θα κελαϊδούν· όταν τα νερά θα δροσίζουν τ' αφράτα χώματα και χιλιόχρωμ' άνθη θα μοσκομυρίζουν τον αέρα και μύριοι θ' ανασταίνωνται χάμω και ψηλά μικρόκοσμοι. Αχόρταγος θέλει ακόμη να κερδίση από τη νέκρα του και για εκατό γρόσια έρχεται να το παραδώση στα θεριά!

Άξαφνα όμως είδα την κόρη να σηκώση τα μάτια της και να τα ρίξη πέρα στην εμπατή του κόρφου. Εκεί, ανάμεσα σε δυο ακρωτήρια χρυσογάλανα, ο ήλιος στριφογυρίζοντας έγερνε να χαθή στην άβυσσο. Συγνεφάκια μικρά, χρυσορρόδινα και πορφυρά κι ολόξανθα ακολουθούσαν το βασίλεμά του. Δυο κόκκινα καραβοφάναρα, που στέκουν εκεί για να δείχνουν τις ξέρες στους θαλασσινούς, ένα μεγάλο μπάρκο με απλωμένα πανιά, μια ψαρόβαρκα, καθώς πλεύρωναν στον ορίζοντα, έκαναν μεγάλη και περίχαρη θαλασσογραφία. Ο ήλιος, αφού έβαψε όλον τον κόρφο ως την πόλη απάνω και τα περίγυρα βουνά με μια ολόχρυση βαφή, έχυσε έπειτα μιαν άλλη ξανθοκόκκινη, αργότερα άλλη αιματένια κι άλλη χαλκοπράσινη, ως που με μια σκοτεινή βούτηξε μέσα στα νερά.

Μα η κόρη έμενε ακόμη εκεί σαν αγγελόφερτη. Και γω από το ηλιόγερμα και κεινής το βλέμμα άρχισα ν' απεικάζω μιαν άφραστη θλίψη στα στήθη μου. Το συναπάντημα που έκαναν τα βλέμματά μας, πέρα εκεί στις γλυκοβαμμένες αοριστίες του ορίζοντα, έχυσε στο αίμα μου όλους της κόρης τους θλιβερούς στοχασμούς, σαν απόφωνο μυρολογιού χαροκαμένης μάννας. Και άρχισα πάλι να κλαίω δανεικά του άλογου τη μαύρη μοίρα.

Έπειτ' από την αχαριστία του αφέντη του, έλεγα, μέλλει να μάθη του εργολάβου την απονιά και των θεριών τη λύσσα. Θα έχουν τάχα την ευσπλαχνία να το σφάξουν πριν το παραδώσουν στο κλουβί; Δεν το πιστεύω. Πώς μπορεί να λυπηθούν ένα άλογο άνθρωποι, που νυχτόημερα ζουν με λεοντάρια και τίγρεις και ύαινες και κροκόδειλους· που συχνακούνε το άγριο τους μούγκρισμα και συχνοβλέπουν τ' ανήμερά τους πρόσωπα. Δεν πήρανε τάχα και κείνοι από την αγριάδα τους, δεν πέτρωσαν σε κάθε τρυφερό αίσθημα την καρδιά τους; Έτσι, για ξεφάντωμά τους μάλιστα, θ' ανοίξουν την καγκελωτή θυρίδα και θα σπρώξουν μέσα τ' αθώο πλάσμα, που μόνον από τη μυρουδιά θα το πιάση το ριό του. Από φόβο θα το ιδής να φρυμάξη άγρια και να τιναχτή πίσω με όση έχει δύναμη. Μα θα έβρη τη θυρίδα κλεισμένη κι ανοιχτό το χώρισμα. Θα γυρίση τότε τα μάτια του — μπορεί και δακρυσμένα, γιατί όχι; — στου κλουβιού τα κάγκελα, ψηλά στην πάνινη σκεπή, χάμω στο πάτωμα, ζητώντας χαραμάδα να χωρέση μέσα, να γλυτώση από το μαρτύριο. Και σαν ιδή πως όλα το προδίνουν, θα βγάλη βαθύ χλιμίντρισμα, πικρό μυρολόγι της ζωής, που θέλουν να του πάρουν. Μα δε θα προφτάση να δευτερώση. Τα θερία σύνταχα θα χυθούν να το πετσοκόψουν. Και σε μια στιγμή δε θα μείνη εκεί παρά λίγες σταλαγματιές αιμάτου στο πάτωμα κι η λαχτάρα της ζωής, του αφέντη του η αχαριστία, αόρατες στον κούφιον αέρα.

Ένας ξαφνικός θόρυβος μ' έβγαλε από τους στοχασμούς. Γυρίζω και βλέπω το λαό να σκορπάη με γέλια και με χάχανα. Ο χωριάτης πούλησε το παλιάλογο και πήγαινε να το παραδώση στο θεριοτροφείο. ο λαός συντρόφιαζε του ζώου τη νεκροπομπή με σφυρίγματα και χάχανα. Σηκόνω τα μάτια ψηλά και βλέπω ν' ανοίγη βιαστικά το παραθύρι και να προβαίνη η κόρη με ματόφυλλα κόκκινα και φουσκωμένα. Στο στερνό της κίνημα δε μπόρεσα και γω να κρατηθώ· άρχισαν να με τσούζουν τα μάτια. Απόρησα όμως γιατί η κόρη, αντί να βλέπη δεξιά που πήγαινε τ' άλογο, έβλεπε αριστερά και σκύβοντας όσο μπορούσε, έδειχνε το θλιμμένο της πρόσωπο και κουνούσε το δακρυοποτισμένο μαντιλάκι της. Μήπως τάχα ζητεί αποκεί το σαράβαλο, σκέφτηκα. Έσμιξα τα βλέμματά μου με τα δικά της κι απόρησα, όταν έπεσαν πέρα σ' ένα νέο καλοντυμένο, ψηλόν και σγουρομάλλη, που κατέβαινε στη βάρκα. Κατέβαινε και τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στης κόρης το παράθυρο.

— Φεύγει· είπε ο φίλος μου.

Τόση ώρα η Σμυρνιά μου δεν έκλαιε για το παλιάλογο. Έκλαιε, που έφευγε ο αγαπητικός της!

ΗΡΩΩΝ ΤΕΚΝΑ

— Α — απ! καπιτάνι μ'… Βάστα καλά κι τσ' φάγαμι!…

Ο Παντελέως Μπάφας ή Ταράνανας ήταν σκάπουλος και καφετζής. Σαν σκάπουλος είχε το δικαίωμα να ψαρεύη ολοχρονικίς στη λίμνη, σε «πάγανα νερά» ή σε «ξεπέζεμα», εδώθε στους Ζάγαρδους ή πέρα στο Λάκκωμα. Και όπως ήθελε: με καμάκι είτε με πρυά είτε και με σταφνοκάρι μπροστά στις Καμάρες. Σαν καφετζής του Καλλιαντέρη, κοιμότανε δεκαπέντε ώρες το ημερονύχτι, ξεφύλλιζε καλάμια κι έπλεκε πήρες τις άλλες πέντε και τις υπόλοιπες κουβαλούσε νερό και φωτιά στους πελάτες του.

Μα έξω απ' αυτά τα φανερά και νόμιμα επαγγέλματα, ο Ταράνανας είχε, κατά την τοπική συνήθεια, άλλα δυο μυστικά και παράνομα. Πουλούσε καπνό αφορολόγητο και καλλιεργούσε αλικές άγνωστες στο Δημόσιο. Όπως δήποτε με τούτα και με τ' άλλα ήταν σε θέση να καλοκυβερνά το σπίτι του — σπίτι με μια γυναίκα μισότριβη κι ένα σκυλί κοψαφτισμένο και δυο κλώσσες με τα κλωσσοπούλιά τους — και να βάφη κάθε τόσο το προιάρι του. Κατώρθωνε ακόμη, για το καλό, να πηγαίνη ταχτικά φουστανελάς κι ασημοφορτωμένος σαν αρματωλός στο πανηγύρι τ' Άη Σημιού· να δίνη από μια στάμνα μπαρούτη στους τρομπονιέριδες της Λαμπρής, όταν βγάνουν τα Κονίσματα· και μια φορά το μήνα — όχι περισσότερες — να γλεντά με την ασημένια φωνή και το λαγούτο του Μπαταριά στα βελούχια.

Σήμερα όμως ούτε ψάρεμα, ούτε καφενέ, ούτε καπνό, ούτε την αλική συλλογίστηκε. Πλάκωναν βουλευτικές εκλογές κι όχι τέσσερα μα δεκατέσσερα επαγγέλματα να είχε, θα τ' άφινε για το κόμμα του ο αγαθός Μεσολογγίτης. Μόλις ξύπνησε την αυγή, ετοιμάστηκε να έβγη στην Πλατεία να φροντίση για ψήφους. Είχε κι αυτός τους φίλους του· κερνούσε τόσον κόσμο και δεν ήταν δύσκολο να παρασύρη δυο τρεις — αν όχι δέκα είκοσι — στο σύστημά του. Πριν όμως έβγη, ηθέλησε και το άφωνο σπιτάκι του — σπιτάκι χαμηλό, ισόγειο, με δυο γαλαζοβαμμένα παράθυρα και πόρτα πρασινοβαμμένη ανάμεσα και τοίχον κάτασπρο, με γλάστρες βασιλικού στα κεραμίδια και νερά σάπια εις την αυλή — να φανερώση το αίσθημά του.. Ο καφενές ήταν σε απόκεντρη θέση, σχεδόν ασύχναστη τέτιες ημέρες και δεν μπορούσε να τον μεταχειριστή. Αλλά το σπιτάκι του δίπλα στην Πλατεία, στην αγγωνή του στενού, ήταν εύκολο κάθε λεφτό της ώρας να σύρη απάνω του συμπαθητικά τα βλέμματα των φίλων και απειλητικούς τους γρόθους των εχτρών. Επήρε λοιπόν και κρέμασε στην πόρτα του μεγάλη φωτογραφία, με φροντίδα τοποθετημένη μέσα σε χρυσοστόλιστη κορνίζα. Και κει που την κρεμούσε, έλεγε στη γυναίκα του.

— Τ' ακούς, Αλτάνη· αν πιράσ' του κόμμα να βγης να το κεράης μι το γκιγούμ'!… μι του γκιγούμ!…

Κι ήταν τέτια η φωνή του, που έλεγες πως θα θυσίαζε όλα και το κρασί και το σπίτι του ακόμη για το κόμμα. Τυχερό που η Αλτάνη είχε τα ίδια αισθήματα με τον άντρα της. — Αλλιώς θα χώριζαν τραπέζι και κρεβάτι για να μην πετσοκοπούν ως την ημέρα της εκλογής.

— Καλώς να πιράσ' κι καλώς νάρθ' μάτια μ' σαν τον καλόν τον χρόνο!… ευχήθηκε πρόθυμα, με την τρυφερή εκείνη φωνή, που νομίζει πως λιγόνεται από συμπάθεια.

Και κοίταζε με γλαρωμένα μάτια τη ζωγραφιά, σαν προσκυνητής θαυματουργό εικόνισμα. Ήταν εκεί ο πατέρας του κομματάρχη τους. Ο λεβέντης αρματωλός με τη φέσα ορθή απάνω στα κυματιστά μαλλιά του, με τα χρυσά μεϊτανογέλεκα και τα φλωροκαπνισμένα τ' άρματα, πρόβαινε ανάμεσ' από τις χρυσορρόδινες λάμψες του γυαλιού, ιχνογράφημα γενεάς ολάκερης, μέσα στο μαρτυρικό στεφάνι της δόξης της. Το δεξί χέρι ακκουμπισμένο στο κοντάκι τουρκοφάγας πιστόλας· το αριστερό απολυμένο στην κοκκαλένια χούφτα πάλλας αιματοβρεμένης· τα δασά στήθη έξω από την τραχιλιά, χορταριασμένα μετερίζα ψυχής ατρόμητης και το κεφάλι ξαφνισμένο πίσω, το βλέμμα φαρμακερό, λες κι άκουε ποδοβολή μάχης και φυγή εχτρών, έδιναν στον παρατηρητή παλληκαριά και πάθος. Ο Ταράνανας σύψυλος ενθουσιάστηκε. Την πολεμική ορμή του αγωνιστή, που έπεσε σαν πύρινη κατάρα τ' ουρανού στους εχτρούς της πατρίδας, την έριχνε εκείνος τώρα στους εχτρούς του κόμματος. Πατέρας αυτός, δεν μπορούσε, βέβαια, παρά να βοηθήση στην εκλογική ανεμοζάλη το παιδί και τους φίλους του. Όλους θα τους φάη με τη ματιά του!… Ο σκάπουλος έτρεφε στα στήθη του άσβυστη δίψα κομματικού πολέμου και θριάμβου. Με το μήλο της παλάμης σήκωσε ζερβόδεξα το καστανό μουστάκι του και ρίχνοντας ως τα μάτια την κεντητή σκούφια του, φώναξε δυνατά.

— Α — απ! καπιτάνι μ'… Βάστα καλά κι τσ' φάγαμι!…

— Άιντε καπιταν' Δημήτρ'!… τώρα θα ιδούμι τ'ν παλληκριά σ'… ακούστηκε από πίσω του άλλη συρτή φωνή.

Ήταν δυο φίλοι, ο Αποστόλης Βάραγκας ή Κοψαχείλης κι ο Τάσος Κρίκας ή Τσιρίμπασης. Ο πρώτος ψηλός και ξερακιανός σαν καψαλισμένος ξέρακας, ήταν άλλοτε επιστάτης φάρου σε μιαν απόκρυφη ακρογιαλιά. Μα βρέθηκε καταχραστής υλικού του δημοσίου και παύτηκε από τον αρχηγό της Τηρκαημόλας. Ο δεύτερος κοντός κι ολοστρόγγυλος, από χρόνια ήτανε νοικιαστής ενός γιβαριού, χωρίς ποτέ να πληρώνη στο Δημόσιο και τέλος εκηρύχτηκε αφερέγγυος. Και οι δυο είχαν σκοπό να πολεμήσουν με λύσσα το κόμμα, που τους έβλαψε. Διαβάτες τώρα, είδαν τη ζωγραφιά κι ενθουσιάστηκαν με την ηρωική κορμοστασιά που είχε το λάβαρό τους. Τα πρόσωπα έλαμψαν από αγαλλίαση και τα κορμιά τους γαρδαμώθηκαν, σαν δέντρ' ανοιξιάτικα που τα βιάζει στο ψήλωμα και το χόντρος ο αψύς χυμός που κουφοδρομεί μέσα τους. Τα χέρια τους σηκώθηκαν και έστριψαν αρειμάνια τα μουστάκια· θυμωμένη έγινε η λάμψη των ματιών τους· τρίξιμο δοντιών ακούστηκε κι οι τρεις φίλοι μονόγνωμοι έλεγαν στον καπετάνο να τραβήξη μπροστά και να τον ακολουθήσουν πρόθυμοι στη σφαγή και τον όλεθρο των αντιθέτων. Με τέτιο σύμμαχο γίνεται κανείς θεριό!…

Άξαφνα πίσω από την εκκλησιά του Αγίου Σπυρίδωνα τούμπανο ακούστηκε και καραμούζες βραχνόφωνες. Οι φίλοι γυρίσανε ανήσυχοι τα μάτια τους ζερβόδεξα.

— Κλωτσά είνε;

— Όχι, Τηραημόλα…

Λύθηκε η απορία τους σύνταχα. Φωνή μελαγχολική, γοργή και συγκρατητή σαν πηγής μουρμούρισμα, ακούστηκε να τραγουδή με μισοκρυμμένη γλυκειά ελπίδα, κι ήσυχη χαρά:

— Τα λένε τα πουλάκια στα Κλεισορέματα· Πως θάβγη ο Ντεληγιώργης δεν είνε ψέματα!…

Τα όργανα την άρπαζαν αμέσως, ζηλιάρικα μήπως χαθή στο άπειρο ή μη την παραλάβη ακούραστ' η Ηχώ στα μουσικά στέρνα της, και την τίναζαν τρανταχτή στα φτερά των ανέμων και τα πλευρώματα των βουνών, απάνω από το πρόσωπο της λίμνης κι απάνω από τις χορταριασμένες σκεπές της φτωχόπολης, σαν ένα πεφτάστερο. Και η φωνή ανυπόμονη, άρχιζε πάλι το γύρισμα σε άλλους τόνους με νέα δύναμη και περισσότερη τόλμη κι ελπίδα και πάθος:

    Κλώσσα με τα π'λιά
    Πώς τάβγαλες χρυσά!…

— Να στην Κλώσσα σας… όξ' απού τσ' άγιους!… φώναξε με αγανάχτηση ο Τσιρίμπασης, φασκελώνοντας τον αέρα και πάραυτα κάνοντας το σταυρό του.

 — Να στο γιο του χωροφύλακα!… είπε αναψοκοκκινισμένος ο
Καψοχείλης. Μουρ' ακούς κι ο νιος του σταυρωτή να γυρεύη ψήφ'ς!…

Αμ αν ήταν κόσμους, πρόσθεσε με τη βάναυση φωνή του ο Ταράνανας, ούτε Κλώσσα ούτε Τηραημόλα θ' ακγότανε στο Μσολόγγ'… Μονόβουλο θα πέφτανε οι ψήφ' στην κάλπ' του καπιτάν Νικόλα. Ποιος μας έδωκε τουν ψήφο παρά ο πατέρας τ'; Αν δεν ήταν λευτεριά, ψήφο δε θα χαμι· κι αν δεν ήταν ο καπιτάν Δημήτρ'ς, δε θα να χαμι λευτεριά. Δεκαπέντε χρόνια — τ' άκ'σες; — κράτησε λεύτερα τα χωριά του Ζυγού και ποτέ δεν έβαλε καλπάκ'… Κι στσ' είκοσ' τ' Μάη — που ήσαι; — στσ' είκοσ' τ' Μάη πρώτος κατέβ'κε στο Μσολόγγ' κι κλείστ'κε ως τ'ν Έξοδου. Πρώτος ήταν στα γιρούσ' κι κούρταρος στο φευγιό…

Οι τρεις φίλοι με συρτά βήματα, με τα χέρια πίσω και το σώμα ράθυμο, σαν άνθρωποι, που δεν έχουν τι να κάμουν το διαβάτη χρόνο, τράβηξαν ίσα στην Πλατεία. Συχνά γύριζαν κι έβλεπαν την εικόνα του αγωνιστή, εκεί στην πόρτα κρεμασμένη κι έπειτα εξακολουθούσαν το δρόμο τους και στόλιζαν το γιγαντομάχο είδωλό τους, με σωματικά και ηρωικά χαρίσματα. Έλεγαν για τη θεόρατη κορμοστασιά, για τον αδούλωτο χαραχτήρα του, για την αυστηρή αγαθοσύνη του προσώπου, για των ματιών του το φοβερό ασπρογάλιασμα. Υμνούσαν τώρα το αστόμωτο σπαθί, που έζωσε τη λυγερή μέση του σ' όλη την κλέφτικη ζωή και στου Αγώνα τα χρόνια, αφού έζωσε πριν την αλύγιστη μέση του Σφαλτού και του Τσούτση, πρώτου αρχηγού των Ζυγιωτών· και τώρα ιστορούσαν το χαρόσταλτο ντουφέκι του. Λιάρο τον περίφημο, που ξάπλωνε κουφάρια τα κορμιά κι έντυνε στα μαύρα γονέους κι αδερφούς, παιδιά και στεφανωτικές. Θάμαζαν πότε το θυμό, που ξεσπούσε πύρινος στους αρματωμένους εχτρούς· και πότε τα σπλαχνικά λόγια που παρηγορούσανε θλιμμένους αιχμαλώτους. Μετρούσανε τους αμέτρητους πολέμους και τις φρόνιμες γνώμες του· την περιφρόνηση του στα ταπεινά κέρδη και την αδιαφορία του στις κούφιες τιμές. Έβραζε μέσα τους ο κομματικός φανατισμός και ξεχείλιζε σαρκωμένος σε λόγια βαθειάς ευγνωμοσύνης δούλων, για τον μεγαλομάρτυρα ελευθερωτή τους. Και κάθε στιγμή, σε κάθε λέξη τους κι οι τρεις έμεναν σύμφωνοι, πως αν ήταν άνθρωποι σωστοί στο Μεσολόγγι, άλλο κόμμα δε θα βρισκότανε κι άλλοι βουλευτές δε θα ψηφίζονταν από τον καπετάν Νικόλα κι άλλος δε θα έβγαινε δήμαρχος από τον καπετάν Γιώργη, ούτε θα δοξαζότανε άλλος από τον κυρ Στάμο, τα παιδιά του.

— Να κι ο Τηραημόλας· είπε άξαφνα ο Τσιρίμπασης, γυρίζοντας το πρόσωπο αλλού με αηδία, λες κι έβλεπε μπροστά του σερπετό.

— Να ο πατέρας του Τζαλμά· μισοβόγγιξε κι ο Κοψαχείλης.

Ήταν φτασμένοι τώρα στην Πλατεία και στην πόρτα ενός καπνοπωλείου είδαν το εκλογικό σημάδι άλλου κόμματος. Μέσα σε στεφάνι από κλωνάρια ελιάς, στολισμένο με φιογκάκια και κορδέλλες κόκκινες, ήταν άλλη ζωγραφιά. Μαύρη καλοκουμπωμένη ρεδιγκότα και φουσκωτός κατάμαυρος λαιμοδέτης και ψηλά κάτασπρα κολλάρα, στηρίζανε κεφάλι χοντρό κι ολοστρόγγυλο. Λίγα ψαρά μαλλιά και πλατύ καμαρωτό μέτωπο, έδειχναν του απέραντου νου στενά και καλογραμμένα τα σύνορα. Η μύτη βαθειά χαραγμένη στον ίσκιο, κατέβαινε χοντρή από το μεσόφρυδο στο απάνω χείλο, το στολισμένο με κοντά μουστάκια κατάργυρα. Ζερβόδεξα τα μηλομάγουλα καλοξουρισμένα, με το προγούλι κάτω ξεχειλισμένο από λαχταριστή σάρκα κι απάνω τα φρύδια χαμηλότοξα και τα μάτια ημερωμένα, έχυναν στο σύνολο ασκητού γαλήνη κι απλότη φιλοσοφική. Της ελιάς τα χαλκοπράσινα φυλλαράκια και τ' άνθη, με την κόκκινη κορδέλλα περιπλεγμένα, θυμίζανε το αίμα, που χύθηκε στη γη, για να βλαστοβολήση τα καρπερό εκείνο δέντρο της ειρήνης. Κι ο άντρας, που είχε τέτια σεβαστά σύμβολα, φαινότανε ανέγγιχτος στου φθόνου τη γλώσσα, όπως οι ξύλινοι εκείνοι σταυροί των χωριών, που διώχνανε από κοντά τους κρύα τα βόλια των Τούρκων. Ήταν και κείνος από τους άντρες του Αγώνα, πατριώτης αψύς κι ακούραστος. Μόλις ακούστηκε το σάλπισμα της ελευθεριάς στη βαρυστέναχτη γη, άφησε τα καλά και τη μελέτη του κι έτρεξε στην κακοπάθεια και το αλληλοφάγωμα και δούλεψε την πατρίδα όχι με το σπαθί, αλλά με του μυαλού τη δύναμη. Οι τρεις φίλοι κοντοστάθηκαν αθέλητα, σαν κάτι να κράτησε τα πόδια τους άξαφνα. Μα ο Ταράνανας σπρώχνοντας τους συντρόφους του;

— Τράβα, μωρέ! Είπε με θυμό· κι αφήστε τον προδότ' να μην τον γλέπου!…

— Αλήθεια· ομογνώμησαν οι άλλοι, κουνώντας το κεφάλι.

— Αμ' βούλιαξ' άλλος το Μσολόγγ'!… ξανάειπε αγαναχτησμένος ο σκάπουλος.

Έκοψε όμως την κουβέντα του, γιατί ένιωσε κάποιον να του πιάνη το χέρι. Γύρισε απότομα πίσω κι είδε με απορία του τον Κώστα Ζάγαρδο ή Τριζώνη. Ήταν αυτός από μικρό παιδί υπερέτης στο σπίτι του κυρ Αλέξαντρου, του αρχηγού της Τηραημόλας. Νέος έξυπνος, δραστήριος, θαρρετός με τον καιρό είχε καταντήσει από υπερέτης αντιπρόσωπος του γέροντα στην επαρχία και ψυχή στο κόμμα. Αυτός ερχόταν σε συνεννόηση με τις Αρχές, πολιτικές και στρατιωτικές· αυτός ανακοίνωνε στους κομματάρχες τα θελήματα του αρχηγού και τις οδηγίες· αυτός έβγαζε δικαστικές απόφασες· αυτός στρατιωτικές άδειες· αυτός μετάθεσες και πάψες. Συντύχαινε με τον πολύ κόσμο, άκουε παράπονα κι έδινε ελπίδες είτε πραγματοποιούσε όνειρα. Όλης της επαρχίας εκείνης και πολλές φορές του νομού τη χιλιοπρόσωπη κομματική υπηρεσία περιπλεγμένη την είχε ο Τριζώνης στα δάχτυλά του και σαν τηλεγραφική μηχανή διατηρούσε φαύλη συγκοινωνία, στέλνοντας στην Πρωτεύουσα ανήθικες απαίτησες των φίλων και παίρνοντας αποκεί ανηθικώτερες υπόσχεσες.

Για να έχη όμως αυτή την δύναμη, που έκανε τους φίλους να τον περιτριγυρίζουν και να τον γλυκοθωρούν σαν είδωλο τύχης τυφλής, οι αντίθετοι τον απόφευγαν σαν μόλυσμα. Ο Ταράνανας, άμα τον είδε, γύρισε αλλού το πρόσωπο και ηθέλησε να τραβήξη το χέρι του. Μα ο Τριζώνης τον κράτησε σφιχτά και πάντα γελαστός του είπε:

 — Ρε αδ'ρφέ σ'μπέθερε, χάλασα τουν κόσμου γυρεύοντάς σε. Πού ήσ'να
κρυμμένος!

 — Να, με τσι φίλ'ς· απάντησε αυτός αδιάφορος, σαν να του έλεγε: άσε
με και μη με σκοτίζεις.

— Σε θέλω· έλα να σ' που ένα λόγο για καλό σ!..

— Τι θα μ' πης; δεν έχω κ'βέντα μι σε.

Ο Τριζώνης χαμογέλασε με το πείσμα του συμπέθερου· και φρόντιζε να τον αντικρύση στα μάτια.

 — Μουρ' έλα κι δε θα σ' φάου!… φώναξε πεισμωμένος τάχα. Έλα κι δε
θα σε φάου!…

 — Δεν έρχουμι σ' λέου!… δεν έρχουμι!… επέμεινε εκείνος,
προβάλλοντας το κορμί μπροστά και ανοίγοντας τα μάτια.

 — Έλα σ' λέου για καλό σ!.. Αν δεν έρθ'ς, θα μετανοιώσης! ξανάειπε
ο Τριζώνης.

Μίλησε τόσο σοβαρά τα τελευταία λόγια του, που ο αγαθός σκάπουλος χολοταράχτηκε. Το θάρρος κι η κομματική αποστροφή έφυγαν από πάνω του. Αντί να μακρίνη πλησίασε περισσότερο στον Τριζώνη, πρόσωπο με πρόσωπο και τον κοίταζε κατάματα, θέλοντας να μαντέψη τους σκοπούς του. Μα εκείνος κρύος, ατάραχος, με το χαμόγελο μαρμαρωμένο στα χείλη, γύρισε και του σφύριξε στ' αφτί:

— Σε θέλει ο κυρ Αλέξαντρος· πάμε σπίτ'.

Ο Ταράνανας πισωπάτησε σπασμωδικά, σαν να αισθάνθηκε βέλος πύρινο μέσα στο μυαλό του και φώναξε με οργή·

— Τ' έκαμε λέει; Ιγώ να πάου σπίτ' τ'!… Ιγώ ν' ανεβού τ' σκάλα τ'!… Κάλλιο να μου κόψ'νε τα ποδάρι' απ' το γόνα! Όχι, δεν πάου, δεν πάου!… δεν πάου π'θενά!…

Κι ηθέλησε να φύγη, να πλησιάση στους συντρόφους του, να εύρη αγγελική ασπίδα στη διαβολική εκείνη φωνή, που τον έσερνε ν' αρνηθή τη θρησκεία του. Τόσα χρόνια το δούλευε το κόμμα του· πάππου προς πάππου! Τόσα χρόνια δεν πάτησε ποτέ στην πόρτα της Τηραημόλας! Ούτε σε χαρά, ούτε σε λύπη. Ούτε για καλό, ούτε για κακό. Όχι να πάη τώρα παραμονές εκλογών! Αφίνει Τούρκος το τζαμί χωρίς ν' αλλαξοπιστήση;

Μα ο μαυλιστής του, αδράζοντας πάλι το μπράτσο του σφιχτά και κοιτάζοντάς τον με γέλιο στα χείλη και με χολή στα μάτια·

— Παλάβωσες; λέει. Μουρ' είσαι χαμένος σ' μπέθερε· έλα να σ' που…

Και τον έσυρε έρριζα στον τοίχο κι άρχισε να του κρυφομιλή. Ο σκάπουλος στην αρχή απαιτούσε να του μιλή δυνατά, να τον ακούη ο κόσμος, να μη βάλουν υποψία πως παζαρεύει τον ψήφο του. Α! όλα κι όλα! Το κόμμα είνε θρησκεία· δεν τ' αλλάζει ό,τι και να γίνη. Δεν δίνει αλλού τον ψήφο του για όλο τον κόσμο! Μυστικά μαζί δεν έχουν οι αντίθετοι. Και μάλιστα τέτιες ημέρες. Ό,τι έχει να του ειπή, να το ειπή φόρα και γ'ρήγορα… Κι όλο ήθελε να φύγη από κοντά του. Μα όσο τον άκουε, λίγο — λίγο μαλάκωνε. Χαμήλωνε τα μάτια και πλησίαζε ολοένα στο συμπέθερο, δείχνοντας πόσο σπουδαία και σοβαρά ήταν τα λόγια του.

Αληθινά ο Τριζώνης έλεγε σπουδαία πράματα, Έξ — εφτά μήνες πριν ο Ταράνανας είχε σοβαρή δουλειά με τον Οικονομικό Έφορο της επαρχίας. Αφορμή έδωκ' ένα πριάρι αλάτι. Με τον σύντροφό τον το Γιάννη Κρούστα ή Μπούφο το φέρνανε νύχτα στην πόλη από το Λούρο. Οι χωροφύλακες που περιπολούσαν στη λίμνη, τους απάντησαν και τους διάταξαν να σταθούν. Εκείνοι εξακολούθησαν το δρόμο τους, σπρώχνοντας μπροστά με τα σταλίκια το προιάρι κι αφίνοντας πίσω γαλάζια γραμμή από φώσφορο στη σκοτεινή απλωσιά. Οι χωροφύλακες ντουφεκίσανε τότε στον αέρα να τους φοβίσουν· μα εκείνοι έριξαν στα τυφλά και πλήγωσαν ένα από δαύτους. Οι περίπουλοι θύμωσαν· τους βάλανε στο σημάδι και τους ανάγκασαν ν' αφήκουν το προιάρι και να ριχτούν στη λίμνη. Οι χωροφύλακες πιάσανε το προιάρι, πέρασαν την αυγή στο Λούρο, χαλάσανε τα τηγάνια της αλικής κι από διάφορα πράματά τους κατάγγειλαν στην Αρχή το Μπούφο και τον Ταράνανα.

Ο Μπούφος ήταν φανατικός φίλος της Τηραημόλας και με δυο λόγια, που σφύριξε ο Τριζώνης του έφορου, απαλλάχτηκε αμέσως. Τα πράματα, που κατάσχεσαν οι χωροφύλακες, μπορούσε να ήταν δικά του, χωρίς να ενέχεται. Ο Ταράνανας όμως δεν ήταν φίλος και δεν είχε ανάγκη να φροντίση γι αυτόν ο συμπέθερος. Έπειτα το προιάρι είχε γραμμένο στην πρύμη τ' όνομά του. Κι είχε ακόμη κοντά, με κόκκινη βαφή κι ένα εκλογικό δίστιχο, που βάραινε φοβερά τη θέση του. Το θυμάται; Αν δεν το θυμάται, να του το ειπή αυτός, που δεν το ξέχασε, ούτε θα το ξεχάση ποτέ στον αιώνα!

    Ξεκίνησε με φλόγες ο καπετάν Γιωργής
    Τα Γιάννινα να πάρη ο καπετάν Μακρής.

Φυσικά ο έφορος έβγαλε την απόφασή του. Οχτακόσιες δραχμές είχε πρόστιμο ο Ταράνανας και το Νομικό Συμβούλιο ήταν έτοιμο με μια μονοκοντυλιά να διατάξη την προσωπική του κράτηση. Και να μη λέμε την καταγγελία για την αντίσταση, που έκαμε στην Αρχή! Τι τα θες. Ήταν τόσο κακά τα πράματα, που μια να έμπαινε στη φυλακή, δε θα βγαινε παρά νεκρός.

— Μουρ' τι λες, σ' μπέθερε! ρώτησε ο σκάπουλος.

— Μα τα ούλα τα κονίσματα δε γλυτώνεις· είπε ο Τριζώνης με απάθεια.

Ο Ταράνανας τα έχασε. Κοίταξε το σύντροφό του στα μάτια κι έπειτ' ακκούμπισε το κεφάλι στον τοίχο συλλογισμένος.

— Τι να κάμω; μουρμούρισε.

Ο Τριζώνης δεν απάντησε αμέσως. Άφηκε το σκάπουλο στην απελπισία του κάμποση ώρα. Άξαφνα με φωνή δυνατή κι απαιτητική του είπε, πιάνοντας τον αλαφρά από το γελέκο:

— Μ' ακούς εμένα; δε μ' ακούς!… Πάμε σπίτ' σ' λέου· είνε καιρός ακόμα… Του ξέρ' ο κυρ Αλέξαντρος. Του μίλησα ιγώ!…

Και τράβηξε να φύγη. Ο σκάπουλος ηθέλησε ν' αντισταθή, να μην ακολουθήση. Μα έξαφνα με δυο — τρία δραμπαλίσματα του κορμιού, έσκυψε το κεφάλι και ώρμησε σαν μεθυσμένος κατόπιν του.

Όταν οι δυο φίλοι, ο Αποστόλης Βάραγκας ή Κοψαχείλης κι ο Τάσος Κρίκας ή Τσιρίμπασης, είδαν τον Ταράνανα ν' ακολουθή τον Τριζώνη, κοίταξε ένας τον άλλον και χαμογέλασαν πονηρά.

— Πάει πίσου σαν το ψάρ' στην τράενα· είπε ο ένας.

— Τσίμπ' σι· πρόσθεσε ο άλλος.

— Λες;

— Ω βέβαια· κάτι παλούκι τ' χώσανε και πάει ναν τ' του βγάλ'ν'…

Και εκάθισαν απ' έξω σ' έναν καφενέ, αντίκρυ στο καπνοπωλείο. Κόσμος πολύς πηγαινορχότανε μπροστά τους. Πολύ σπάνια τ' Άη Σημιού ή του Λαζάρου, που γιορτάζεται η Έξοδος, φαίνεται κάποια κίνηση εκεί. Μα για να καταντήση αληθινό πανηγύρι, πρέπει δυο σημαντικά πράματα να συμβούν. Ή να κατεβή κανένας ντόπιος πολιτικός από την πρωτεύουσα· ή να είνε παραμονές εκλογών. Τότε καταντά αγνώριστη η κοιμισμένη Πλατεία. Επιστήμονες, υπάλληλοι και στρατιωτικοί· γιβαράδες και καραβοκυραίοι· χοντρονοικοκυραίοι κι έμποροι· χωριάτες και γεωργοί και γύφτοι· δήμαρχοι και υποψήφιοι βουλευτές της επαρχίας, του Νομού όλου ανάκατα, ήταν τώρα εκεί και γλυκομιλούσαν και κρυφογελούσανε ίσοι προς ίσους όλοι, όπως σε κανένα εμπορικό πανηγύρι, όταν το κρασί ανάβει τα καύκαλα και το μεθύσι της κερδοσκοπίας παρασέρνει τη ντροπή και λύνει άκριτη τη γλώσσα. Και δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά πανηγύρι και παζάρεμα ψήφων! Ήθελαν όλοι να φαίνονται πως είνε κομματάρχες πως δίχως αυτούς τίποτα δε γίνεται. Άνθρωποι σημαντικοί κι άνθρωποι που δεν ώριζαν όχι τον ψήφο μα ούτε το παπούτσι τους, έτρεχαν απάνω — κάτω κι ήθελαν να παραπείση ένας τον άλλον, να του ξεκολλήση ένα λόγο, να μαντέψη τι κρύβει μέσα του και να τον αναγκάση να τ' αλλάξη. Οι χαραχτήρες, οι κοινωνικές σχέσες, η πολιτική μάθηση, τα σχέδια και τα όνειρα των αρχηγών, ήταν όλα στο στόμα τους και ή τα τρίβανε και τα σκορπίζανε στους τέσσερους άνεμους ντροπιασμένα κι ανάξια προσοχής, ή τα σύναζαν και τα στρογγυλόκοβαν βάθρο ακλόνητο στα χρυσελεφαντένιο άγαλμά τους. Εκλογικός ανεμοστρόβιλος σάρωνε το μακρύστενο σοκάκι και καθότανε απάνω στα κρανία, έμπαινε στα μυαλά του πλήθους και το έκανε να βρίσκη χίλια — δυο τερτίπια θαυμαστά, λες και δεν είχε στη ζωή του άλλη φροντίδα, από κείνη της εκλογικής ενεργείας και του κομματικού πυρετού.

Ζερβόδεξα τα μαγαζιά, οι ταβέρνες και τα ρακοπουλειά, τα μπακάλικα κι οι καφενέδες ήταν στολισμένοι με των κομμάτων τα σημάδια. Σημαίες και φλάμπουρα· εικόνες και κορδέλλες· ελιές ολόκορμες και δάφνες και πορτοκαλιές, έστεκαν ορθές σε κάθε πόρτα, σκαλώνανε σε κάθε παράθυρο· στεφάνωναν κεραμύδια, αγγωνάρια, μπαλκόνια και μπαλκονόπορτες· στόλιζαν κρασοβάρελα και τυρασκιά, ψαρόψαθες και φαρμακείων ακόμη βυτρίνες, με φανατισμό αλληλοφαγωμού. Και μέσα βροντούσε άλλη ζωή. φωνές κεραστών και τραγούδια μεθυσμένων και «βίβα» και «ζήτω!». «Κλώσσα» και «Τηραημόλα» ανθρώπων που δεν είχαν άλλη συνείδηση, από κείνη του φαγοποτιού και της ανέξοδης σπατάλης.

Ο Κοψαχείλης κι ο Τσιρίμπασης εξακολουθούσαν ν' αναθεματίζουν τη ζωγραφιά που έστεκε αντίκρυ τους σκεπτική, λες και ταλάνιζε τη μοίρα των απογόνων. Με το ίδιο ξάναμμα που παίνευαν πριν τον αρματωλό κατηγορούσαν τώρα το διπλωμάτη. Έλεγαν πως για ν' αναγνωριστή στον τόπο του αρχηγός, έφερε τους Σουλιώτες κι έδερναν τον κόσμο κι έγδυναν τα σπίτια και σκότωναν τους νοικοκυραίους. Τον ύβριζαν πως με πλαστά γράμματα ραδιούργησε τους ντόπιους καπεταναίους στα Παλληκάρια τους· πως ερέθιζε το λαό με τους άρχοντες, χαραχτηρίζοντάς τους προδότες. Έλεγαν πως αυτός στ' Ανάπλι εμπόδιζε να στέλνουν τροφές στην πολιορκημένη πόλη κι έγινε αιτία της φριχτής πείνας· πως πρόδοσε στους Τούρκους τη νύχτα της Εξόδου και συμβούλευε τη θέση για να στήσουν του Κάη, το κανόνι που τόσους σάρωσε διαλεχτούς στην πρώτη ορμή. Αυτός έγινε αιτία να πελεκηθή το σώμα του Μακρή από τους Αρβανίτες στ' Αμπέλια του Ριζικότσικα. Αυτός εμπόδισε τον Κώστα Μπότσαρη να βοηθήση χτυπώντας τις πλάτες του εχτρού. Κι ακόμη όταν έφτασαν τ' απομεινάρια της ηρωικής καταστροφής στ' Ανάπλι, αυτός δεν ηθέλησε να τα δεχτή κι εμπόδισε την Κυβέρνηση να τους δώκη ψωμί και ρούχα και βαθμούς, ο φθονερός!…

Οι δυο φίλοι δεν ήταν οι μόνοι που έλεγαν και πίστευαν αυτά. Ήταν σχεδόν όλοι οι πολιτικοί αντίπαλοι του σημερινού αρχηγού της Τηραημόλας, όσοι δεν ψωμίστηκαν από τα χέρια του ή και ψωμίστηκαν λιγώτερο απ' ό,τι έλπιζαν. Και δε μετρήθηκαν μόνον εδώ οι υπερεσίες των αγωνιστών κατά τις συμπάθειες και αντιπάθειες του λαού στους συγγενείς τους. Παντού έγιναν τα ίδια, σε κάθε μέρος της ελεύθεοης Ελλάδας, όπου τα τέκνα των ηρώων ανακατεύτηκαν στην πολιτική. Αλλά στο Μεσολόγγι, που έγινε έδρα της Δυτικής Ελλάδας από τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, η ασέβεια κι η παραγνώριση έφτασαν στο φοβερώτερο σημείον. Άρχισε αμέσως το αλληλοφάγωμα των στρατιωτικών με τους πολιτικούς, των ξένων με τους ντόπιους, των προυχόντων και του λαού. Οι δημοκόποι ήβραν ευκαιρία να οργιάσουν. Συχνά τα χαλάσματα εκείνα των σπιτιών και μολυβοφαγωμένα κάστρα σταθήκανε μάρτυρες βουβοί, έχτρας τρομερώτερης από τα τρελλά γιουρούσια των Τούρκων. Συχνά λησμονηθήκανε οι πολύτιμες υπερεσίες του προύχοντα εμπρός στα λογοκοπήματα πρόστυχου καλαμαρά. Πολλές φορές είδαν να καή σαν το Ιούδα τα αντρείκελο φρόνιμου και αγνού στρατηγού και να κηρυχτή εθνοσωτήρας αηδέστατος δημοκόπος. Και το κακό δεν έμεινε ως εδώ. Εξακολούθησε με πείσμα περισσότερο και έπειτ' από τον Αγώνα. Τα παιδιά των αγωνιστών, αφού δεν είχαν δική τους ιστορία, ηθέλησαν να εκμεταλλευθούν την ιστορία εκείνων, να θυμίσουν στον όχλο τις υπερεσίες τους και τις εικόνες τους να στήσουν εκλογικά λάβαρα. Τότε όμως εκείνος παράφορος, βαρυποτισμένος από ελευθερία, πάππου προς πάππου ασεβέστατος, δεν εδίστασε ν' αρνηθή και στους πατέρες τη δόξα, να πλαστογραφήση την ιστορία τους, μόνον και μόνον για να εκδικηθή τους απογόνους.

Τώρα στη συνείδηση των δυο φίλων κανένα δεν εύρισκεν έλεος ο σοφός διπλωμάτης. Όλες τις καταστροφές, τ' ατυχήματα όσα υπόφερεν ο τόπος τους κατά τον πικρόν αγώνα, η μισητή εκείνη και απάνθρωπη ψυχή τα είχε φέρει όλα. Δεν ελογάριαζαν πως ήταν νεκρός, πως ανήκει σε περασμένη γενεά, πως είχε γίνει σκόνη μέσα στον τάφον του. Επίστευαν πως τον είχαν μπροστά τους, πως τον έβλεπαν σύψυχον, πως τους άκουε κι ήθελαν να τον πικράνουν, να τον βασανίσουν, να τον ιδούν να κλάψη για να χαροκοπήσουν.

— Προδότης που να μην είχε κλήρα!… εσυμπέρανε ο Κοψαχείλης με αγανάχτηση.

Μα εκείνη την ώρα, όλων η προσοχή ήταν ριγμένη στην άκρη της Πλατείας, πίσω από τ' αγγωνάρι γειτονικού στενού κι οι φίλοι αναγκάστηκαν να κόψουν την κουβέντα τους. Τούμπανα και καραμούζες έφεραν στ' αφτιά τους το τραγούδι της Τηραημόλας με τους βροντηχτούς, κομμένους κι αυστηρούς σαν ξαφνιστικά παραγγέλματα τόνους της. Μα δεν τους ανησύχησε τόσο το τραγούδι όσο τα πονηρά βλέμματα μερικών αντιθέτων που κολλούσαν απάνω τους με σαρκασμό.

— Ο Ταράνανας! ψιθυρίσανε συνατοί τους.

Και μονόγνωμοι σηκώθηκαν και βάδισαν εκεί. Ήταν αληθινά το κόμμα της Τηραημόλας; Ψαράδες με τα πλατειά βρακιά και τα κόκκινα ζωνάρια και τα μάλλινα πουκάμισά τους κι οξωμάχοι με τις φουστανέλλες τους, αναμαλλιασμένοι όλοι, κοκκινοπρόσωποι, με τα χέρια ψηλά, χοροπηδούσανε κι αντιπατούσαν τη γη. Κι εμπρός απ' όλους περισσότερο ξαναμένος, αγριοπρόσωπος, με το φανατισμό νεοφωτίστου κλωτσοχόρευε ο Ταράνανας κι εγκάριζε ανακινώντας ψηλά μια εικόνα, το λάβαρο που είχε το νέο κόμμα του.

Ο σκάπουλος μόλις ανέβηκε στη σκάλα και βρέθηκε μπροστά στον αρχηγό, κατάλαβε πως ο ψήφος ήταν η μόνη σωτηρία του. Είνε αλήθεια πως ο σεβαστός γέροντας καθόλου δεν του είπε τέτοιο λόγο. Τον ρώτησε τι κάνει η γυναίκα του, το σκυλάκι, τα κλωσσοπούλια του· πώς πηγαίνει το ψάρεμα, ο καπνός, τ' αλάτι. Α, τ' αλάτι!… Τι διάβολο, τόσο απροφύλαχτα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι τις δουλειές τους και φανερόνονται στην εξουσία! Κι επί τέλους, αφού δεν έχουν την καπατσοσύνη να κρυφτούν, δεν φροντίζουν τουλάχιστον να έχουν έναν καλό φίλο. που θα μπορή να τους βρεθή στην ανάγκη τους!… Α πολύ κακά τα καταφέρνουν! πολύ κακά!… Και τα έλεγε με ήσυχη φωνή, κοιτάζοντας πότε τον Τριζώνη, πότε τα έπιπλά του, πότε τους άλλους ανθρώπους που περνοδιάβαιναν καθόλου όμως τον Ταράνανα. Δεν μίλαγε γι' αυτόν. Ο αρχηγός εξέταζε γενικώτερα το πράμα. Ελυπόταν να υποφέρουν οι άνθρωποι από λειψομυαλιά τους. Και όμως δεν πρέπει να τους αφήκη να χαθούν. Σήμερα που μπορεί να κάμη το καλό, θα το κάμη κι ας πάη στα χαμένα!

 — Φρόντισε· είπε στον Τριζώνη· τελείωσε τη δουλειά του παιδιού από
δω.

Κι έπειτα δίνοντας το χέρι στον Ταράνανα και κοιτάζοντάς τον με χαμόγελο:

— Μείνε ήσυχος, του ψυθύρισε· η δουλειά σου τελειωμένη.

Ο σκάπουλος στην τόση καλοσύνη του κομματάρχη αισθάνθηκε ταπείνωση. Η συγκίνηση τον έπνιγε. Δεν ήταν μικρό πράμα να γλυτώση και πρόστιμο και φυλακή μ' ένα λόγο. Τάχα τι κέρδισε τόσα χρόνια που δούλευε με αφοσίωση το κόμμα του; Μονάχα όταν ήταν στην εξουσία — πολύ σπάνια κι αυτό — τον άφιναν να ψαρεύη στη λίμνη, χωρίς να πληρώνη το δωδεκάδραχμο επιτήδευμα και να πουλή εμπρός στα μάτια της Αρχής τον καπνό και τ' αλάτι του. Από τέτιον όμως κίντυνο, σαν το σημερινό, μπόρεσε ποτέ να τον σώση; Καθόλου. Κι ενθουσιασμένος για τη σωτηρία του, αποφάσισε αμέσως να σηκώση τοίχο στο κομματικό του παρελθόν. Κατάλαβε πως, αν η αξιοπρέπεια του γέροντα δεν τον άφινε να ζητήση ψήφο, μόνος του έπρεπε να τον προσφέρη. Έσφιξε δυνατά το απλωμένο χέρι και φώναξε τινάζοντας τη σκούφια του στη ζωγραφισμένη οροφή:

— Ζήτω η Τηραημόλα, ζήτω!…

Όταν σε λίγη ώρα ο Ταράνανας, ζαλισμένος ακόμη, άφινε τον ναό της νέας του θρησκείας, τον άρπαξε το πλήθος που γλεντοκοπούσε με τα τούμπανα στην αυλή. Ήταν κι αυτό εκλογικό τερτίπι. Ο σκάπουλος βρέθηκε στην ανάγκη να γίνη φίλος της Τηραημόλας. Μα δεν ήταν βέβαιο, αν θα κρατούσε το λόγο του. Σε τέτιους ανθρώπους δεν μπορεί κανείς νά χη εμπιστοσύνη. Μόλις έβγαιν' έξω οι παλιοί φίλοι θα τρέχανε από πίσω του. Ο αρχηγός θα του έταζε λαγούς με πετραχήλια· θα του έκαναν όλοι παρατήρηση για το κάμωμά του το προδοτικό· θα τον έβριζαν, θα τον παρακαλούσαν, αλλαξοκορδέλλα θα τον έκραζαν κι ίσως τον έκαναν να μετανοιώση. Έπειτα κι αν κρατούσε το λόγο του, αν έρριχνε τον ψήφο του στην κάλπη της Τηραημόλας, τι μ' αυτό; Ένας περισσότερος ένας λιγότερος δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ο σκοπός ήταν να δειχτή έξω στο δρόμο, να μάθουν όλοι τα γύρισμά του· να λαληθή πως το κόμμα έχει δύναμη, αφού κατορθώνει και παίρνει από τ' άλλα τους φανατικώτερους φίλους. Αυτό κάνει εντύπωση και παρασέρνει κι άλλους. Άμα τσακίση ένα κόμμα, δε βαστιέται…

Ο Ταράνανας στην αρχή δυσκολεύτηκε. Ήθελε να εύρη χίλιες — δυο αφορμές για ν' αποφύγη. Είχε ακόμη συνείδηση πως το κάμωμά του δεν ήταν καλό. Ντρεπότανε να βγη στον κόσμο έτσι απότομα με τη νέα του σημαία. Ο Τριζώνης όμως ήταν κοντά και τον κοίταζε αμίλητος, με τα χολερικά μάτια του αυστηρά, με τα χείλη σφιγμέν' από την αγανάχτηση. Αν δεν ακολουθούσε, βέβαια πως ήταν χαμένος ο Ταράνανας. Κι όχι μόνον ν' ακολουθήση έπρεπε, μα και να φανή λυπημένος, που τώρα μόλις άνοιξε τα μάτια του στο φως το αληθινό, να ξελαρυγγιαστή μάλιστα ζητωκραυγάζοντας.

— Έλα μπροστά, μπροστά κ'μπάρε… είπε ο αρχηγός του πλήθους, ένας πρισκοκοίλης γιβαράς· πάρε στο σπίτ' κι το γέροντα μας.

Και του έδωκε στο χέρι την εικόνα του διπλωμάτη. Ο σκάπουλος αναγκάστηκε ν' ακολουθήση. Και λίγο — λίγο, όσο άκουε γύρω του τις κραυγές των συντρόφων, έδιωχνε το δισταγμό και τη ντροπή του. Το εκλογικό τραγούδι, που δεν μπορούσε άλλοτε ν' ακούση χωρίς φρίκη, τώρα τον ενθουσίαζε και τον έσερνε στον ανεμοστρόβιλο της τρελλής χαράς και του κομματικού μίσους.

— Αλτάνη, μώρ' Αλτάν!… έβγα όξου να μας [κιράης]· φώναξε κλωτσώντας την πόρτα του με μανία. Μι το γκιγούμ' του θέλου· μι το γκιγούμ!…

Η γυναίκα του, καθώς άκουσε πως διάβαινε η Τηραημόλα από το σπίτι της, έβγαλε τα σαρίδια έξω και τα σκόρπισε για να δείξη την περιφρόνησή της. Έπειτα μπήκε και μαντάλωσε την πόρτα με πάταγο. Όταν όμως με τις άλλες αγριοφωνές άκουσε και τη φωνή του αντρός της, απόρησε! Ήταν δυνατόν ο Παντελέως να βρίσκεται με το πλήθος εκείνο; Με τρεμουλιαστά χέρια άνοιξε και καθώς είδε την αλήθεια, εξωφρενών άρχισε να μουντζώνη τον άντρα της και να καταριέται.

 — Τ' είνε που κάνεις, μαρέ, κ'τουμαμά, μαρέ μπούφο!… Αμ δε σ'
έκοβε καλύτερα! Τ' έπαθες κι αλλοξοπίστ'σες, κολασμένε!…

Μα εκείνος με αγριώτερες φωνές απάντησε τραγουδηστά στα λόγια της γυναίκας του:

— Χαρίλαε Τρικούπη, του πρέσβη μας παιδί, ο Βασιλιάς σε θέλει ν' ανοίξης τη Βουλή!…

Άξαφνα είδε μέσα στο λαό τους δυο συντρόφους του. Έστεκαν παράμερα και τον κοιτάζανε χλωμοί, άφωνοι, με τρεμάμενο πηγούνι από το θυμό. Ο σκάπουλος θύμωσε. Γιατί να τον κοιτάζουν έτσι; Τ' ήθελαν; Τι ανάγκη τους είχε; Έτσι τ' αρέσει, έτσι φέρνεται. Δεν έχει να δώση λόγο σε κανένα! Όχι· σε κανένα!…

Και για να δείξη την περιφρόνηση του σε κείνους και το κόμμα τους, σήκωσε ψηλά τη ζωγραφιά και χτύπησε βαρειά την άλλη, που είχε απάνω από την πόρτα του. Με τον νέο του θεό, τον πανίσχυρο, σύντριβε τώρα τον παλιό, που δεν ήταν ικανός να τον προστατέψη. Τάχα τι μας έκαμε κι αυτός που φουσκώνει τόσο! Ήταν παλληκάρι πολέμησε· ματώθηκε.

Και τι με τούτο; Μόνος του ελευθέρωσε την πατρίδα; Αν δεν ήταν αυτός, θα ήταν άλλοι, μύριοι! Ή νομίζει πως δεν το ξέρουν όλοι, πως στην Έξοδο βγήκε με γυναίκεια φορέματα κατά το Νιοχώρι, ενώ οι άλλοι κομματιάζονταν από τα βόλια των Τούρκων στον Άη Θανάση. Να συχωράη την τύχη και τ' όνομά του, είτ' αλλιώς δε θα τον λογάριαζε ο Ταράνανας ούτε στο παλιό του παπούτσι!..

Και κει που κλωτσοπατούσε και θριμμάτιζε τα γυαλιά και τη χρυσή κορνίζα, στη θέση της αναστύλωνε την άλλη και την χαιρέτιζε με τρελλές ζητωκραυγές και γυρίσματα:

    Τηραημόλα! Τηραημόλα!
    Τρικουπάκια είμαστ' όλα!…

Η κατασπαραγμένη ζωγραφιά σερνότανε στη γη τώρα, μπαίγνιο του ανέμου και της σκόνης. Η άλλη χρυσολαμπύριζε ψηλά, υγρή ακόμη από τα φιλήματα των πιστών της. Και κει που το κεφάλι του αρματωλού με την πολεμική του έξαψη φαινότανε πως θέλει να κατασφάξη τον υβριστή, ο διπλωμάτης με ήρεμη μελαγχολία έγνεφε στο συναγωνιστή του, να ησυχάση.

Έτσι είν' ο κόσμος. Πάντα τέτιος θα είνε ο κόσμος.

ΤΟ ΠΑΛΑΙΜΑ

Κάτω στο Σέχη, στο τσιφλίκι του Νάση Νούσα, το πάλαιμα είχαν για ξεφάντωμά τους οι Καραγκούνηδες. Κάθε γιορτή της άνοιξης και σκόλη, όταν μπορούσανε ν' αφήκουν τη δουλειά, να παραδώκουν το κορμί στην ανάπαψη και την ψυχή τους στη χαρά, συνάζονταν όλοι νέοι και νιες, γέροι και γριές, παιδιά και κορίτσια μπροστά στο πυργωτό κονάκι του αφέντη κι έτσι διαλαλούσε ο κήρυκας:

— Ακούστε, χωριανοί, κι ας λέει ο κόσμος!…. Σήμερα παλαίβει ο Μήτρος Μπούρας με το γιο του τάδε!… Κερνάει τ' αφεντικό και τα τούμπανα παίζουν!…

Μια φορά όμως δεν είπε «το γιο του τάδε». Είπε το Διονύση Χάλη.

Ο Μήτρος Μπούρας ήταν χωριανός και τον ήξεραν όλοι. Όλοι γνώριζαν της χήρας τον ακριβογιό και τον αρρεβωνιαστικό της Σμάλτως, της λεβεντονιάς. Ήταν πρώτος στο πάλαιμα και κανείς δεν αποτολμούσε να βγη στ' αλώνι μαζί του. Κι ήταν για τούτο καύχημα του χωριού και ζωντανή ντροπή όλων των άλλων περίγυρα.

Μα ο Διονύσης Χάλης ήταν απ άλλο σύνορο, από τις Σοφάδες πέρα και κανείς δεν τον ήξερε. Ακουστά είχαν μόνον πως είνε φοβερός παλαιστής και ταίρι δεν έχει στον κάμπο το Λαρισινό και της Καρδίτσας τον κάμπο. Τον είδαν οι φρόνιμοι γερόντοι κι ανατρίχιασαν. Τον είδαν τα παλληκάρια και λύθηκαν τα γόνατά τους. Πάει το χωριό τους· την πήρε τη ντροπή!…

— Μάννα μου! ψιθύρισε κι η Σμάλτω η λεβεντονιά.

Και χλώμιανε σαν το κερί!

Χτυπούν τα τούμπανα και φυσούν οι καραμούζες. Αναταράζεται η γη κι ο αέρας πασίχαρος διαλαλεί τον λαμπρόν αγώνα. Κι εμπρός, ανάμεσα στ' αλώνι που σχημάτισε στρογγυλοκαθισμένος ο λαός, φαίνονται οι δυο παλαιστές γυμνοί, ολόγυμνοι. Μονάχα το κοντό πέτσινο βρακί, στη μέση δεμένο κομποθηλιά, σκεπάζει τ' αμελέτητα. Μα χύνονται από κάτω λαχταριστά τα μηριά κι οι στρογγυλοί αρμοί των γονάτων κι οι άτζες μεστωμένες και οι τορνευτοί αστράγαλοι και τα καμαρωτά ποδάρια τους. Κι απάνω φαίνονται τα στήθη μάρμαρο κι οι ρώγες των βυζών χαλκοκόκκινες κάθονται στα γλυπτά στέρνα κι απλώνονται ζερβόδεξα καμαρωτοί οι ώμοι, και στα χυτά λαιμοτράχηλα πυργώνεται το κεφάλι σμιλευτό, με τα κατσαρά μαλλιά και το μουστάκι στριμμένο. Τα μπράτσα σιγοτρεμάμενα φανερώνουν τα χαλυβένια μούσκουλα και τα νεύρα τ' αλύγιστα.

Έρχονται στ αλώνι και χαιρετούν ευγενικά το λαό οι δυο παλαιστές. Κάποιος χύνει από τη στάμνα λάδι στη χούφτα τους. Και κείνοι αλείφουν με το λάδι τα στήθη, τα μπράτσα, τα λαιμοτράχηλα, τα μηριά, ως κάτω στα στραγάλια. Αλείφουν ακόμη και το πέτσινο βρακί τους. Έπειτα, με τα χέρια ριμμένα κάτω, σκάνε τα δάχτυλά τους τρανταχτά:

— Κραπ!… κραπ — κραπ!…

Και προβαίνουν, ένας από τη μια μεριά κι άλλος από την άλλη, αργοκίνητοι, βεργολυγιστοί, με βήμα ελαφρό και μεγαλόπρεπο, με το σώμα τεντωμένο, που λες τώρα θα ψηλώσουν στον ουρανό. Αδιάφοροι στο σαχλολόγο παλιόκοσμο, στρέφουν τα μάτια κάτω στον πράσινο κάμπο κι αντίπερα στα γαλανά βουνά της Γκούρας, σαν σταυραϊτοί που διαλέγουν τη βουνοκορφή, να βρούνε ποθητή συντρόφισσα. Κι έπειτα μ' έν' άλλο «κραπ!… κραπ — κραπ!.. γυρίζουν αντιμέτωποι και ρίχνουν ράθυμα αλλά βαρειά τα χέρια ένας στον ώμο τ' αλλουνού και κοιτάζονται άγρια, πεισμωμένα.

— Σ' έφαγα!

— Σ' έφαγα!…

Μα αντί να φαγωθούν, παραιτεί ένας τον άλλον και μ' ένα «κραπ! κραπ — κραπ!… σύγκαιρα, αρχίζουν πάλι την αντίθετη περιστροφή τους, με το ίδιο βάδισμα και το ίδιο κόρδωμα.

Τα τούμπανα χτυπούν, φυσούν οι καραμούζες κι ο αέρας πασίχαρος διαλαλεί στα τετραπέρατα τον λαμπρόν αγώνα.

— Τώρα δεν έχει χωρατά!

— Όχι· δεν έχει χωρατά!…

Οι δυο παλαιστές αρπαχτήκανε στα χέρια. Έπαψαν τα χωρατά και τα ευγενικά χάδια. Οι δυο λέοντες που παίζανε πριν και χαδεύονταν ξαπλωμένοι στη χλωρασιά, κάτω από τον ανοιξάτικο ήλιο και δαγκώνονταν άκακα και γλείφονταν τρυφερά, άναψαν τώρα. Μπορεί ο πράσινος τάπητας, ο ζεστός ήλιος ίσως, κέντησε το λαθροκρυμμένο στην ψυχή τους πάθος και πέφτουν μανιωμένοι ένας στον άλλον. Ανήμερη κοχλάζει η ψυχή τους· σπίθες πετούν τα μάτια τους. Δεν έχουνε πια λύπη ούτ' έλεος! Αρπαγμένοι από τους ώμους, στυλώνουν τα πόδια τους στη γη, καμαρώνουν τα κορμιά και στέκουν ακίνητοι. Το πρόσωπό τους ήσυχο, δεν δείχνει καθόλου την αγωνία της ψυχής, ούτε των νεύρων την προσπάθεια. Κοιτάζουν μόνον, αντίθετα κοιτάζουν με τα μάτια τους τ' ανοιχτά και λες πως κοιτάζουν, πως ψαχουλεύουν τον ορίζοντα, να ιδούν και να μετρήσουν σε ποιον κάμπο ή σε ποια θάλασσα θα σφεντονίσουν τον αντίπαλό τους.

— Δεν έχει χωρατά!

— Όχι· τώρα δεν έχει χωρατά!…

Άξαφνα όμως να που ξεριζωθήκαν τα δυο κορμόδεντρα! Ο Χάλης γονάτισε, με το ένα πόδι στη γη στρωμένο· τ' άλλο λυγισμένο στο γόνατο. Και με τα ατσαλένια μπράτσα κολλητά στη μέση του Μπούρα. πάσχει να τον φέρει κοντά του, να τον λυγίση, να τον γκρεμίση σωρό — κουβάρι από πάνω του. Μα εκείνος σκυφτός, κάθετ' απάνω του και τον βαρένει με το βάρος του, έτοιμος να τον ρίξη τ' ανάσκελα, να βάλη τη ράχη του στο χώμα. Έτσι μόνον θα σημαδευτή η νίκη του.

Ο λαός περίγυρα καθισμένος, ολόρθος είτε σκυφτός· οι νέοι κι οι γέροι· οι νιες κι οι γριές· τ' ανήλικα παιδιά σερνικοθήλυκα, κοιτάζουν τους παλαιστές με τρόμο. Είνε αληθινά εκείνος ο γονατιστός, ο Διονύσης ο Χάλης ο Σοφαδίτης! Κι είνε ο άλλος ο σκυφτός απάνω του ο Μήτρος Μπούρας, ο χωριανός τους! Παλαίβουν αλήθεια, άνθρωποι με κρέας και κόκκαλα, εργάτες του χωραφιού σαν κι αυτούς και σαν κι αυτούς φτωχοί και κακόμοιροι; Ή μην είνε δράκοι των παραμυθιών και παλαίβουν για της βασιλοπούλας τα κάλλη; Ή μην τάχα είνε ο Διγενής του τραγουδιού ο ήρωας, και παλαίβει το Χάρο για τη ζωή του; Δεν είνε, όχι, δράκοι· δεν είνε ούτε ο Διγενής κι ο Χάρος. Είνε οι δυο χωριάτες ολοζώντανοι, ο Χάλης ο περίφημος κι ο Κράπας ο θαυμαστός. Δεν παλαίβουν για τα κάλλη της βασιλοπούλας ούτε για την ακριβή ζωή. Παλαίβουν κι αγωνίζονται για να τιμήσουν τ' όνομα και το χωριό τους.

Ο Μήτρος Μπούρας απάνω στον αντίπαλό του ξαπλωμένος βαρύς με τα πόδια τυλιγμένα στα πόδια εκεινού, με τα χέρια κολλημένα στα λαιμοτράχηλα του, βλέπει γύρω το λαό, τους χωριανούς του να του γνεύουν θαρετά, να τον συμβουλεύουν να κρατή καλά, χάμω να τον γκρεμίση στο χώμα. Βλέπει αγνάντια τη λεβεντονιά, να χαμηλώνη κατακόκκινη τα μάτια και να σιγοτρέμη σαν καλάμι από τη λαχτάρα. Βλέπει κι ανάμεσα στα σκέλια του, κάτω από τα παλαμοδάχτυλά του το Διονύση Χάλη ξεθεωμένον, να σπαράζη σαν το σφαχτό κάτω από το γόνατο του μακελάρη και γελά με τον ανώφελον αγώνα του. Τον βλέπει να στριφογυρίζη σαν σερπετό. να πασπατεύη στο γλιστερό κορμί του, στα μηριά μέσα, στις άντζες κάτω κι απάνω στις μασκάλες, στους ώμους και τα λαιμοτράχηλα. Κάπου ζητούν να πιάσουν, να γατζώσουν τα χέρια, να λυγίσουν το κορμί, είτε να συνεπάρουν κομμάτι ζωντανό από κρέατα και κόκκαλα. Μάταια όμως αγωνίζονται! Πώς κατάντησες, καημένε Σοφαδίτη! Τι θα γίνη τώρα τ' όνομα το ξακουσμένο στη Λάρισα και στα Τρίκκαλα μέσα;

Ο Μήτρος Μπούρας γελά κι αναπαύεται. Δεν προσμένει παρά κατάλληλη στιγμή που μ' ένα επιδέξιο ανασήκωμα, θα στείλη τη ράχη του να φάη χώμα, να δείξη ολοφάνερα τη νίκη του. Γελά κι αναπαύεται και δεν προσέχει τα επίβουλα πασπατέματα του εχτρού ανάμεσα στα σκέλια του.

— Αχ! ακούστηκε άξαφνα φοβερό.

Πάραυτα σώπησε το τούμπανο και βουβάθηκαν οι καραμούζες, λες και νέκρα πλάκωσε τη πλάση. Όχι, δεν πλάκωσε νέκρα την πλάση. Ο Μήτρος Μπούρας κείτεται βαρύς στο χώμα και βογγομαχά σαν πληγωμένο αγριοδάμαλο.

— Αχ! εβγήκε κι από το στόμα της Σμάλτως.

Και τώρα κάτω στο Σέχη, στα τσιφλίκι του Νάση Νούσα, το πάλαιμα έχουν για ξεφάντωμά τους οι Καραγκούνηδες. Κάθε γιορτή της άνοιξης και σκόλη, όταν μπορούν ν' αφήκουν τη δουλειά, να παραδώκουν το κορμί στην ανάπαψη και την ψυχή τους στη χαρά, συνάζονται όλοι νέοι και νιες, γέροι και γριές, παιδιά και κορίτσια μπροστά στο πυργωτό κονάκι του αφέντη κ' έτσι διαλαλεί ο κήρυκας:

— Ακούστε, χωριανοί κι ας λέει ο κόσμος!… Σήμερα παλαίβει ο τάδες με τον τάδε!… Κερνάει τ' αφεντικό και τα τούμπανα παίζουν!… Μα μην ξεχνάτε και το πάθημα του Μήτρου Μπούρα!..

Η ΘΥΣΙΑ

— Μη ορέ!…

Ο Γιάννης Γούναρης έβγαλε στον ύπνο του σπαραχτική κραυγή. Και σύγκαιρα πήδησε ορθός με τα μαλλιά σηκωμένα, το πρόσωπο χλωμό, άδραξε το γιαταγάνι κι έρριξε φονικό βλέμμα γύρω ζητώντας να χτυπήση επίβουλον εχτρό. Μα το θαμπό φως του λύχνου έδειξε τα πάντα ήσυχα μέσα στη σκηνή. Το πανί κατέβαινε τεντωμένο, σφιχτοδεμένο στη γη και μόλις τάραζε από τα λαχτίσματα του ανέμου. Οι σύντροφοί του οχτώ — δέκα Γκέκηδες, όλοι κοιμόντουσαν βαθιά, τυλιγμένοι στις φλοκάτες. Δίπλα τ' άρματά τους, γιαταγάνια γυριστά και καρυοφύλλια μακρύτερα· χαρμπιά κι αρμούτια και πιστόλες, άλλα φλωροκαπνισμένα κι άλλα φτωχικά, έμοιαζαν τους δράκοντες, που συντροφεύουν άγρυπνοι τον ύπνο του βασιλόπουλου. Ο Γούναρης στάθηκε ακίνητος. Συνήρθε η ψυχή, μα η καρδιά χτυπούσε δυνατά και το μεδούλι των κοκκάλων ήταν παγωμένο από τ' όνειρο.

Ο Γιάννης Γούναρης από χρόνια δούλευε στο σπίτι του Ομέρ Βρυώνη. Ήταν κυνηγός του. Στα Γιάννινα στόλιζε συχνά το τραπέζι του Πασά με το κρέας του αγριογούρουνου και του ελαφιού, με τ' αβρά στηθούρια των παπιών και των κοτσύφων. Και τώρα μέσα στου στρατοπέδου την ανήμερη ζωή, τον έτρεφε με λαγούς κι αγριοπούλια, όσα δεν έδιωξε μακριά του πολέμου η ταραχή και των αρμάτων ο σάλαγος. Μα ο Τούρκος για να τον έχη πιστόν του δουλευτή, κράτησε στην Άρτα τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά. Η γραμματαλλαγή δεν ήταν δύσκολη. Το ασκέρι, κατεβαίνοντας από την Ήπειρο στο Μεσολόγγι, σαν γοργοπόταμο σάρωσε κάθε ταμπούρι επαναστατικό. Τα πρωτάτα έφυγαν είτε ακολούθησαν απελπισμένα τον καταχτητή· τα χωράφια κάηκαν· όσοι αντιστάθηκαν έπεσαν νεκροί· όσοι δειλοί χώθηκαν στου δάσου τις κρυψώνες και των θεριών τις μονιές. Τώρα καταυλισμένο κατακαμπίς, έχει αμπόδιστα τις τροφές και τα πολεμοφόδια και τη γραμματαλλαγή του από πάνω. Και ο κυνηγός είνε ήσυχος.

Όμως το επαναστατημένο χώμα δε βγάζει μόνον άνθη και καρπούς. Το αίμα των αντρείων που ρουφά δεν το κρατεί εγωιστής στα σπλάχνα του, μα τ' απορίχνει πύρινο σε νέα σώματα. Λίγος καιρός πέρασε — μήνες τρεις — και νέοι απόστολοι κηρύττουν την ανάσταση και αντρειεύουν τους δειλούς. Οι Χασαπαίοι γυρίζουν στο Ξηρόμερο εκδικητές και προστάτες. Κρατεί το Βάλτο ο Μαλεσάδας σαν άγγελος πυρφόρος την πύλη του Παράδεισου. Της Ρούμελης το χώμα αναταράζεται πάλι από τους διαβόλους του μύθου και δεν αφίνει το Σουλτάνο να κοιμηθή ξένιστος. Όχι τροφές και πολεμοφόδια δεν κατεβαίνουν πια, μα ούτε πουλί μαντατοφόρο στο στρατόπεδο. Απελπισιά κι ανοχή δέρνει παντού. Πλημμύρες και χιονόνερα· πείνα και γύμνια και κακομοιριά· αρρώστιες λογίς — λογίς βασανίζουν το δόλιο ασκέρι. Μα του Γούναρη την ψυχή μια τη δέρνει ανοχή. Πώς να βρίσκεται η γυναίκα και τα παιδιά του; Είνε γερά, είνε άρρωστα; Ζουν ακόμα ή τα θέρισε η αρρώστια ή τα σκότωσαν οι αλλόθρησκοι; Ύπνο δεν έχει στα ματόφυλλα, δεν έχει γαλήνη στην καρδιά. Απόψε, μόλις έγειρε στο αχερόστρωμά του όνειρο κακό ήρθε να του φαρμακώση τη ζωή. Είδε γυναίκα και παιδιά σε χαράς τραπέζι. Τρώνε και πίνουν, γελούν και χαχανίζουν ασυλλόγιστα. Χρυσοΰφαντα έχουν τα φορέματα, λαμπρά τα μάτια, ροδοκόκκινα και δροσερά σαν την αυγή τα μάγουλά τους. Του άμοιρου πατέρα η καρδιά αναγαλλιάζει. Υποφέρει ό,τι υποφέρει αυτός· ας ζουν τουλάχιστον ευτυχισμένα τα μικρά του!… Μα εκεί, κοντά στο τραπέζι, φτερωτός δράκοντας προβαίνει από τη γωνιά. Τα ορθάνοιχτα μάτια του τινάζουν σπίθες· το χρυσοπράσινο δέρμα του μαγνητίζει το στόμα του χάσκει να καταπιή το άπειρο. Σέρνεται στο πάτωμα επίβολο· κουλουριάζεται δισταχτικό· μακραίνει κι άξαφνα σηκώνεται ολόρθο και χύνεται στα παιδιά! Ο νοικοκύρης θέλει να φωνάξη, μα δεν μπορεί. Παράλυτα έχει τα γόνατα, τα χέρια, τη λαλιά. Όμως στον άφευκτο κίντυνο ρίχνει δυνατή κραυγή σαν κεραυνό από τα στέρνα τον.

— Μη ορέ!…

Και τινάζεται ορθός να δράμη να τους σώση. Μα στη γαλήνη που απλώνεται γύρω, μένει ακίνητος, Πιάνει το καταϊδρωμένο μέτωπο, τα παγωμένα μέλη, την αβάσταχτη καρδιά του και σταυροκοπιέται.

— Θεέ μου, βάλε το χέρι σου!

— Τ' έχεις, μωρέ μπράτιμε, και ουρλιάζεις έτσι; ακούεται δίπλα του φωνή μισοκομμένη.

Ο Αλή αγάς, ο αρχηγός της μάγγας, που κοιμόταν εκεί, ξύπνησε στη φωνή κι απορούσε αν είνε στα συγκαλά του ή τον χτύπησε κανέν' αερικό το Γούναρη.

— Αχ! είνορο με τρόμαξε· είνορο κακό! απάντησε κείνος.

Διπλοκάθισε στο αχερόστρωμά του ο αρβανίτης, πλάγιασε κοντά ο κυνηγός, βγάλανε καπνό, άναψαν με το πρυόβολο τα τσιμπούκια τους κι ο Γούναρης με ανατριχίλα του διηγήθηκε τ' όνειρο.

Ήταν πολύν καιρό φίλοι αχώριστοι. Μαζί ακολουθούσαν τον Βρυώνη στην αυλή του Αλή πασά και στον πόλεμο· ίδια είχαν τη ζωή και τους πόθους. Δούλευαν για να ζήσουν και να θρέψουν της φαμίλιες τους. Τίποτ' άλλο. Όπως κι αν ήρθαν οι καιροί κι αν άλλαξαν τα πρόσωπα κι αν χωρίστηκαν της φυλής τους τα ιδανικά, έμειναν εκείνοι ίδιοι κι απαράλλαχτοι. Η καθεμερινή ζωή με τις απαίτησες και το φαρμάκι της, δεν άφηκε να μαντέψουν καθόλου τη μεταβολή. Το χτήνος, που βαρύ καθότανε μέσα τους, δεν τους άφηκε να γνωρίσουν τις μεγάλες ελπίδες που σηκώθηκαν ανεμόφτερες κι έτρεχαν ζητώντας ανοιχτόν αέρα, μακριά από τη σκλαβιά. Έφτανε του ενού πως έσερνε το κεφάλι στους ώμους και του άλλου πως πολεμούσε και χόρταινε λάφυρα. Ποιος ήταν ο αφέντης και ποιος ο δούλος δε φρόντιζαν. Ακολουθούσανε κι οι δυο τη ζωή αδερφωμένοι, για το αύριο αδιάφοροι, όπως τα καματερά που ακολουθούν του ζευγολάτη το θέλημα.

— Μη φοβάσαι, μπράτιμε είπε ο αρβανίτης σαν άκουσε καλά τ' όνειρο. Τα παιδιά σου δεν παθαίνουν τίποτα. Το φίδι φίλος είνε· τα παιδιά σου φίλος τα φυλάει. Μη φοβάσαι.

Ο Γούναρης κούνησε το κεφάλι.

— Τι φίλος που πήγε να τα χάψη, αγά μου! είπε ανατριχιάζοντας ως το κόκκαλο,

— Σώπα και θα τα ιδής γλήγορα. Αύριο — μεθαύριο ξεμπερδεύει κι αυτό. Γροίκα το μυστικό. Πάψανε πια τα ψώματα· τα καπάκια των ρωμιών δεν περνάν στους αρβανίτες. Το είπαμε ορθά — κοφτά στους πασάδες. Ή παίρνουμε σύνωρα το κάστρο ή τι στρίβουμε. Δε θα σαπίση στο Βάλτο η παλληκαριά της Γκεκαριάς. Όχι!

Αγαναχτησμένος έφτυσε δυο — τρεις φορές χάμω κι έπειτα, ξακολούθησε, με θυμό.

— Μεθαύριο θαμπά, κάνουμε το γιουρούσι. Έχουνε Χριστούγεννα κι οι ραγιάδες θα βρίσκονται ούλοι στις εκκλησιές. Το κάστρο είνε αφύλαχτο και το παίρνουμε στο φύσημα. Δε λέω πως είνε καλά έτσι· δεν είνε παλληκαριά και δεν πρέπει στους αρβανίτες. Μα οι πασάδες δε θεν· τι να γένη;

Κι επειδή έβλεπε τον κυνηγό συλλογισμένο, δίχως να δείχνη χαρά ή δισταγμό στα λόγια του, χτύπησε αλαφρά τον ώμο του κι είπε χαμογελώντας.

— Σε λίγες μερούλες, μπράτιμε, — άκου που σου λέω γω! — θα τις χαρούμε τις φαμίλιες μας.

Ο ήλιος ανάτειλε τώρα πίσω από το βουνό του Ωλωνού. Μαύρος, ήλιος, άφωτος και θλιμμένος, σαν να πενθή και κείνος του επαναστατημένου Γένους την αγωνία. Συγνεφοσκεπασμένος ο ουρανός, καταχνιασμένα τα ουρανοθέμελα, ρίχνουν χρώμα σκοτεινό και παραπονεμένο στη γη και τη θάλασσα, στα δέντρα του κάμπου και στο κάστρο, στην πέτρα του βουνού και του Φίδαρη τα νερά, στο χορτάρι της λαγκαδιάς και της ακρογιαλιάς τον άμμο. Η Βαράσοβα μαυροκόκκινη δεξιά· ο Ζυγός αντίκρυ σπανός και καψαλισμένος από το φιό του χειμώνα και το δαυλί του πορθητή· τ' Αντελικιώτικα βουνά δίπλα προσκυνημένα και αντίπερα ο Μωριάς στέκουν συλλογισμένα κι ανήσυχα για του Αγώνα το τέλος. Κι ανάμεσα, στης θάλασσας το χαλκόχρωμο πρόσωπο και στα παχνισμένα στήθη του κάμπου, εδώ τα καράβια του Γιουσούφ πασά και κει τ' άρματα της Αρβανιτιάς, φαίνονται έτοιμοι να σφίξουν στα σιδερένια στέρνα τους την πόλη ως που να ξεψυχήση.

Δώδεκα χιλιάδες την πολεμούν. Νυχτόημερα τα κανόνια βροντούν και τα ντουφέκια στράφτουν και λάμπουν τα σπαθιά και ουρλιάζουν τα πολεμοθρεμμένα στήθη μπροστά στο χάντακα. Οι μπόμπες νυχτόημερα κατεβαίνουν στα σπίτια, αναποδογυρίζουν τις στέγες, γκρεμίζουν τους τοίχους, σκορπούνε στάχτη και χόβολη τα σωθέματα και τους κατοίκους. Τα βόλια σκαλίζουνε το χώμα και ρίχνουν κάτω τα κορμιά· τα γιαταγάνια ξεσκίζουν τα τείχη, θριμματίζουν τις πολεμίστρες και βάφονται στο αίμα και τον πηλό· τα ουρλιάσματα λαμπάζουν την ψυχή και την κάνουν να κρυφτή βαθιά, χαμένη και δίβουλη. Μα η πόλη χαλκόστερνη στέκει στη γη της, αδιάφορη στη λύσσα του εχτρού και του Χάρου τις σαΐτες. Και σαν δέση στοιχειωμένη, που κρατεί του ποταμού το ξεχείλισμα και δεν αφίνει να πνίξη τη σπορά του κάμπου, λέει στο Μωριά να καλλιεργήση της ελευθερίας τα πρωτόλουβα βλαστάρια. Μέσα της έχει το Μαυροκορδάτο και το Μάρκο Μπότσαρη· μέσα της το Γρίβα και τους Μωραΐτες οπλαρχηγούς. — Ή τρόπαιο νίκης ή νεκροκρέβατο εδώ! είπαν όλοι στο πρώτο φανέρωμα του εχτρού. Και το κάμανε ως σήμερα. Τι θα γίνη αύριο, ποιος το ξέρει;

Μα ο Γιάννης Γούναρης δεν σκέφτεται γι αυτά. Δεν τον μέλλει τέσσερα! Το φως της ημέρας που έδιωξε τον ύπνο από το στρατόπεδο, από του κυνηγού την ψυχή δεν έδιωξε τη λαχτάρα. Με το ντουφέκι στην αγκαλιά πλαγιασμένο, ζωσμένος τα μπαρουτόσκαγα, με το σακκούλι στον ώμο, βγήκε να κυνηγήση για να θρέψη τον αφέντη του. Γυρίζει στα ριζώματα του Ζυγού, πηδά χαντάκια και τράφους, δρασκελά κορμόδεντρα, ανεβαίνει σε ράχες, ροβολά στα λακκώματα πάντα ανήσυχος. Τα κυνηγάρικα σκυλιά, ο Τζάθας και ο Μπίθας — δώρο ατίμητο του πασά του Μπερατιού στο Βρυώνη — πολλές φορές γαυγίσανε για να κράξουν την προσοχή του. Πολλές φορές γοργοπόδης ο λαγός ξέφυγε από τα χαμοκλάδια· πολλές φορές η ξυλόκοτα φτεράκισε μπροστά στη κάννα του. Μα δεν έχει νου να σηκώση τα ντουφέκι. Πουλιά διαβήκανε κοπάδι από το κεφάλι του· μα δε γυρίζει μάτι να τα ιδή. Η ψυχή δεν έχει όρεξη ν' ακολουθήση το σώμα του. Αλαφρή πέτεται μακριά, στης Άρτας τα στενοσόκακα, στα σπίτια τα κλειστά. Περνά τα καφασωτά παράθυρα, τις μανταλωμένες πόρτες και πάσχει νάβρη τη φτωχή φαμίλια του, μπορεί νεκρή, ίσως παγωμένη κάτω από το μάτι του δράκοντα. Ω, ναι! πολύ καλά το γνωρίζει, Δράκοντας είνε ο Τούρκος, που την κρατεί στα νύχια του. Ίσως δεν την έπνιξε ακόμη, δεν την κακομεταχειρίστηκε· μα μπορεί να το κάμη. Φτάνει μόνον να υποψιαστή.

— Αχ και να τέλειωνε! ψιθύρισε με βαρύ αναστεναγμό.

Ναι· να τέλειωνε μια ώρ' αρχήτερα το βάσανο! Να παίρνανε το κάστρο οι εχτροί! Ο πασάς θα γυρίση στην Ήπειρο και μαζί θα γυρίση ο Γιάννης Γούναρης στη φαμίλια του. Η καρδιά του άμοιρου γονιού πλημμύρισε από αναγάλλιαση σ' αυτήν τη σκέψη. Μια στιγμή πίστεψε πως ήταν η ώρα του γυρισμού. Ολόχαρος ο νους του βλέπει ένα — ένα τους τόπους που θα διάβαινε. Τώρα τη σκοτεινή Κλεισούρα· τώρα τα Γεφύρια του Αλάμπεη· τώρα το Βραχώρι. Ο Άσπρος στραγγισμένος τους δίνει πόρο ν' ανεβούν στο Βάλτο. Το Μακρονόρος αφύλαχτο τους δέχεται στα όμορφα δάση του. Να την η Άρτα! Με τα τζαμιά και τα σαράγια, με τα κονάκια των αγάδων και τους στάβλους των μπέηδων! Αχ, να κι η γυναίκα, τα παιδιά του ζωντανά! Για ιδές πώς τρέχουν να κολλήσουν απάνω του, σαν τ' αρνάκια στο μαστάρι της μάννας τους.

— Μπαμ!… βρόντηξε το ντουφέκι του, ξυπνώντας τη λαγκαδιά.

Ένα ζευγάρι ξυλόκοτες πέσανε, σερνικό και θηλυκό πλάι — πλάι, με ματωμένο στήθος, σπασμένα τα φτερά, με μάτια νυσταγμένα. Έτρεξε, τα σήκωσε στα χέρια του, τα ψηλαφά να ιδή το πάχος τους. Κι εκεί που σφαλούν τα μάτια στον αιώνιο ύπνο και τα ράμφη ανοίγουν για να ρουφήξουν στερνόν αέρα στα φλογισμένα σωθηκά τους, τα ρίχνει στο σακκούλι του. Έπειτα χαρούμενος τρέχει να ζητήση άλλο κυνήγι και συλλογίζεται τα φιλέματα που θα πάρη βράδυ από τον αφέντη του.

Μα έκοψε το δρόμο και τη χαρά του απότομα. Καμπάνας κλαγγή χύθηκε — γέμισε πέρα ως πέρα τον κάμπο. Ο Γούναρης αλαφιάστηκε· γύρισε ζερβόδεξα το κεφάλι, ζητώντας να γνωρίση πούθε ρχότανε. Πρώτη φορά την άκουε. Ο καταχτητής από αιώνες τώρα αρνήθηκε στους χριστιανούς της εκκλησιάς τη φωνή, να μη θυμίζει στο ραγιά ουράνια παρηγοριά κι επίγεια βυζαντινή βασιλεία. Έσπασε τις καμπάνες λιανά κομμάτια· γκρέμισε τα καμπανοστάσια. Μόνον δυο ξύλα τους άφηκε, στρεβλά σαν τη ψυχή του και σαν τη δύναμη του βάναυσα. Όπου κι αν γύρισε κυνηγός, σε χωριά και πολιτείες, καμπάνα δε γνώρισε, κλαγγή της δεν άκουσε. Μα το σπέρμα το προαιώνιο, το χριστιανικό, που πέρασε στη σάρκα του από γενεές γενεών, ξαφνίστηκε τώρα στον ήχο, σαν βαρυκοιμισμένος πολεμιστής στη σάλπιγγα. Το σώμα του ανατρίχιασε· αναταράχτηκε η καρδιά. Α, ναι· τη γνώρισε· είνε καμπάνα χριστιανική κι έρχεται από την πόλη μέσα.

Άγρυπνοι την πολεμούν εχτροί στεριά και θάλασσα. Της έκοψαν το ψωμί, τα βόλια, τη μπαρούτη· της έκοψαν τη βοήθεια. Μα εκείνη ακόμη πολεμά. Πολεμά και ζη ελεύθερη. Όσοι νεκροί, θάφτονται βαθιά στο χώμα της. Όσοι ζωντανοί, χαίρονται στα καλά του ήλιου και γλεντούν. Σήμερα ελεύθεροι, αύριο νεκροί· τι πειράζει; Σήκωσαν τα εθνικά λάβαρά τους στον αδούλωτον αέρα· στύλωσαν τα θρησκευτικά τους σήμαντρα και πανηγυρίζουν. Αύριο γεννιέται ο Χριστός, λυτρωτής του κόσμου. Της γης τους λυτρωτές αυτοί, των ιερών, των τάφων, των οικογενειακών βωμών, δοξολογούν το μέγα βρέφος, που δίδαξε να περιφρονούν το θάνατο του ενού για το λυτρωμό του όλου. Ο Γούναρης χαμήλωσε το ντουφέκι του, ακκούμπησε στην κάννα το χέρι και κοιτάζει εκεί, κατά την πόλη, αγγελόφερτος σαν το Μωυσή, που αγνάντευε από το Χωρίβ τη γη της Επαγγελίας. Και όπως ο προφήτης δρόσιζε την ψυχή του στα τροφαντά λιβάδια και τ' αργυρά νερά κι έχτιζε πολιτείες και κάστρα δυνατά για κατοικία του λαού του, ο κυνηγός απλώνει το βλέμμα του αδούλωτο και βλέπει εκστατικός. Δεν αντικρύζει πια τη στενή λουρίδα του Μεσολογγιού. Βλέπει την ελληνική γη πέρα — πέρα ελεύθερη, κάτω από ένα στέμμα και μια σημαία. Κι είνε το Στέμμα ο δικέφαλος αητός. Κι είνε σημαία η γαλανόλευκη. Ελευθερία εκεί, ελευθερία και ειρήνη. Οι γονέοι χαίρονται τα παιδιά και τα παιδιά τους γονέους. Τα νιάτα ζευγαρώνουν, χτίζουν θεμέλιο ακλόνητο τα γεράματα. Ο πατέρας κοιμάται ήσυχος στην κλίνη του κι ο δουλευτής τρυγά τους καρπούς της γης, δίχως το φόβο του σπαχή και δίχως του δεκατιστή το μέτρημα. Μαζί με τη κλαγγή έχει ο κυνηγός γύρω του μυρτιάς και λιβανιού μοσκοβολάδα και τη ρουφά λαίμαργος, σαν ηλιοψημένο φύλλο τη δροσιά. Η καρδιά του ανοίγεται στο μυστήριο. Πότε θ' απολάψη και κείνος τη ζωή που χαρίζει η ελευθερία στα τέκνα της;

— Αχ, πότε!.. ψιθυρίζει ταπεινός και δακρυσμένος. Μα βλέπει αγνάντια του το στρατόπεδο των εχτρών με τα κανόνια στημένα και πυκνή καταχνιά πλακώνει τ' όνειρό του. Το δέντρο της ελευθερίας δεν άνθισε ακόμη εκεί· φυτεύτηκε, μα δεν έκαμε καρπούς. Όφις κακός παραμονεύει στη ρίζα, πριονίζει με τα σκυλόδοντά του τον κορμό και πριν μεστώση βούλεται να τα μαράνη. Το είπε ξάστερα ο Αλή αγάς. Αύριο θα κάμη τα γιουρούσι ο τούρκος.

— Αν το ήξεραν! συλλογίστηκε.

Ναι, αν το ήξεραν να μην αφήκουν αφύλαχτο το κάστρο. Αν το γνώριζαν να μην πάνε στις εκκλησίες παρά στους πύργους· να μην πάρουν κεριά στο χέρι παρ' αστόμωτα σπαθιά· να μην ψάλουν τροπάρια στο Χριστό μα τραγούδια τρανολάλητα στον Άρη, τον πατρογονικό Θεό τους! Οι εκκλησιές είνε των ελευθέρων ο σεπτός βωμός· των δούλων είνε οι πύργοι και οι στουρναρόπετρες. Αχ! να το ήξεραν.

— Μα ποιος να τους το ειπή;

Ναι, ποιος να τους το ειπή; Μόνος αυτός το ξέρει κι οι αρβανίτες. Εκείνοι από την αυγή τα σπαθιά τους τροχούν και τα κεμέρια τινάζουν ανυπόμονοι για την ώρα της εφόδου, θέλουν να χορτάσουν αίμα και λάφυρα. Και κείνος· τι να κάμη εκείνος; Το είνε του κρατεί ο τύραννος. Τη γυναίκα του, την όμορφη Τρισεύγενη· τα παιδιά του: τον Κώστα, το Βασίλη, τη Λάμπρω, τ' αγγελούδια του. Εκείνα μόνον με τη ζωή του ζουν και κάτω από τον ήσκιο του μεγαλώνουν. Πώς να τους κόψη τη ζωή και τον ήσκιο ο πατέρας!

— Ωχ, Χριστέ μου, βάλε το χέρι σου!

Και άθελα σφαλεί τα μάτια, γυρίζει τις πλάτες στην πόλη και φεύγει μακριά. Πηδά χαντάκια και τράφους, δρασκελά κορμόδεντρα, ανεβαίνει ράχες, κατεβαίνει λαγκαδιές, βουνά θέλει να ρίξη πίσω του. Μα κλαγγή ακολουθεί το βήμα του παντού, αντιλαλεί στ' αφτιά του, μέσα στα σπλάχνα του βροντά:

— Γκλαν — γκλαν!… γκλαν — γκλαν!…γκλαν — γκλαν!…

Ο Γούναρης ρίχτηκε σ' ένα λιθάρι απελπισμένος.

Εμπρός δεν έχει τα παιδιά και τη γυναίκα του. Εικόνα φόνου και ολέθρου άλλη απλώνεται γύρω του. Το Μεσολόγγι πατιέται τώρα και κουρσεύεται από τους Λιάπηδες. Θριμματίζονται οι πύργοι, καπνίζουνε τα σπίτια, σέρνονται κονίσματα στον αιματόβρεχτο πηλό. Αχούρια μπέηδων έγιναν οι εκκλησιές· τα δισκοπότηρα κρασοπότηρα των πασάδων· οι ποδιές της Άγιας Τράπεζας αλόγων σαΐσματα· τ' άμφια στολίδια της χανούμισσας· η μίτρα του Δεσπότη αγάδων σκούφωμα και το Τετραβάγγελο σημάδι στα ντουφέκια της αρβανιτιάς. Λαχτάρα παντού και θρήνος· τρόμος και χαμός! Οι άντρες κοίτονται στο αίμα τους· οι γυναίκες σέρνονται στα κρεβάτια των αγαρηνών. Παιδιά ορφανεμένα γυρίζουνε στους δρόμους ξυπόλυτα· ζητούν τα γονικά τους κι αντικρύζουνε του τούρκου το σπαθί είτε το χαρέμι του. Στους πύργους χάσκουνε τα μισοφέγγαρα και ανεμίζουν τα τούγια με λύσσα. Κι η ελληνική σημαία πεσμένη κάτω του λέει άφωνα, πως εκείνος είνε η αιτία της τόσης καταστροφής. Εκείνος που στάθηκε πατέρας· μα όχι χριστιανός.

— Γκλαν — γκλαν!… γκλαν — γκλαν!… γκλαν — γκλαν!… αντιλαλεί πάλι το σήμαντρο στ' αφτιά του.

Ο Γούναρης πίστεψε πως ήταν φωνή ανθρώπινη. Και η φωνή του λέει πως είνε καιρός ακόμη, πως αν θέλη, μπορεί όλα του εχτρού τα σχέδια να τα χαλάση.

Α ναι· είπε με αγωνία. Δεν είμαι μόνον πατέρας. Ο Θεός έχει φροντίδα στα παιδιά μου· εγώ την τύχη του Γένους μου.

Και ακράτητος, σαν από ανώτερη δύναμη σπρωγμένος, ώρμησε κάτω στο περιγιάλι, που καθρέφτιζε της δύσης τα πανόρια χρώματα.

Το τούρκικο στρατόπεδο βρίσκεται τώρα στο ποδάρι. Απ' άκρη σ' άκρη στον κάμπο η ζωή αίμα μυρίζεται κι αναβράζει. Γνωρίσανε θρασίμι τα κοράκια κι ετοιμάζουν τα ράμφη τους να χυθούν. Άντρες ντύνονται βιαστικοί, άλογα σελλοχαλινόνονται, φυσέκια και στουρναρόπετρες μοιράζονται. Δοκιμάζεται ο αθέρας του σπαθιού και η μύτη του χαρμπιού και του απελατικιού τα καρφιά, αν ανοίγουν κεφάλια με το πρώτο χτύπημα. Των καρυοφυλλιών οι φωτιές ψηλαφούνται. Όσοι πιστοί γονατίζουν στην κάπα και προσεύχονται, με τα χέρια σμιχτά στα σκέλια τους, με το μέτωπο στη γη. Άλλοι ορθοί και σοβαροί, φαίνονταν βυθισμένοι στον άπειρο κόσμο των ψυχών. Αν σκοτωθούν, θέλουν να περάσουν γοργά το τρίχινο γεφύρι, να βρούνε τα πιλάφια του Παραδείσου και τα δροσοστάλαχτα Ουρί. Αν ζήσουν, να γυρίσουν σπίτι τους φορτωμένοι στα λάφυρα. Οι δερβίσηδες, με τους τζουμέδες και τα πράσινα σαρίκια, τρέχουν εδώ και κει, φωνάζοντας την προσευχή και παρακινώντας τους πιστούς στην μάχη: «Ένας θεός μέγας, ο Αλλάχ, και Μωάμεθ ο προφήτης αυτού! Θάνατος στους άπιστους, θρίαμβος του Ισλάμ!» Οι πασάδες και μπέηδες τάζουνε γρόσια και φλωριά, καφτάνια και στολίδια. Χίλια γρόσια σε εκείνον που θα πρωτανεβή στο κάστρο· δέκα φλωριά σε κείνους που θα πρωτοπεράσουν τα χαντάκια και θα στήσουν σκαλωσιές. Άτι χρυσοχάλινο στον αγά, γιαταγάνι διαμαντοκόλλητο στο μπέη, στο δερβίση φοράδα χρυσοκάπουλη, κουμπούρια φλωροκαπνισμένα στους σπαχήδες, στους σημαιοφόρους τσαπράζια κατάργυρα! Των άπιστων τα πλούτη στα παλληκάρια· η γη στον Αλλάχ!

Η νύχτα βουβή παραστέκει απάνω τους. Άστρο δε φαίνεται κανένα. Μπροστά μόλις ξεχωρίζει το κάστρο. Ψηλώνει πίσω ο Ζυγός και δίπλα στέκετ’ η Βαράσοβα. Δε γεννιέται ο Χριστός απόψε λυτρωτής. Ο Χάρος γοργοτρέχει έτοιμος, με τις σαΐτες στο δοξάρι και το βρόχο στο χέρι του.

Ο Γούναρης ολόρθος μέσα στη σκηνή, έχει μαργωμένο το σώμα κι άθυμη την ψυχή. Οχτακόσοι αρβανίτες, διαλεχτοί όλοι, ορμητικοί σαν δρόλαπας βγήκανε με το σπαθί στα δόντια. Τώρα κοίτονται κρυμμένοι στις βουρλιές, δίπλα στο χάντακα, οργιές μόλις μακριά από τα τείχη. Δεν περιμένουν παρά το σύνθημα· και τότε θα τιναχτούν σαϊτόφιδα να κολλήσουν απάνω τους. Θα βρούνε τάχα εκεί τους χριστιανούς; Τον πίστεψε ο γραμματικός; Κάτω στο περιγιάλι που γύριζε είδε άξαφνα ένα προιάρι. Ο γραμματικός του Μακρή κατέβαινε από τ' Αντελικό στο Μεσολόγγι. Έβγαλε το μαντίλι, νόημα του έκαμε να ζυγώση, και κείνος όλο και κατέβαινε. Δεν ήθελε να πιστέψη πως φρόντιζε για το καλό της πατρίδας. Και σαν έκαμε το σταυρό του και ξεμυστηρεύτηκε, εκείνος έφυγε χωρίς ούτε «γεια σου» να του ειπή. Και είχε δίκιο· το γνώριζε πως είχε δίκιο. Με τι χείλη να χαιρετίση ο πολεμιστής ομόφυλο, που βρίσκεται τέτιες μέρες στο ασκέρι του εχτρού! Με τι καρδιά να πιστέψη σε άνθρωπο, που στρώνει ακόμη την τάβλα του Πασά, εκείνου που έρχεται να πνίξη την πατρίδα στο αίμα και τη σκλαβιά;

— Αλίμονο αν δε με πίστεψε!.. αλίμονο!… ψιθύρισε ταπεινός και δακρυσμένος.

Άξαφνα ο πατέρας ξύπνησε μεγαλοδύναμος και στέρφεψε πάραυτα τις βρύσες των ματιών του. Καλύτερα να μην πίστεψε· καλύτερα να μείνουν ξένιαστοι οι Έλληνες. Χάνονται εκείνοι, ναι· μα ζούνε τα παιδιά του. Τα παιδιά και η γυναίκα του. Τι έπαθε και δεν το συλλογίστηκε πριν! Ποιος δαίμονας του σήκωσε τα μυαλά! Μήπως αν έβρουν αντίσταση οι τούρκοι δε θα υποψιαστούν πρώτα εκείνον; Και τότε; ωχ, αλίμονο! Γοργός ο τάταρης θα φύγη από το στρατόπεδο στην Άρτα. Τα τρυφερά κορμιά τους στους σκύλους θα ριχτούν και τα κεφάλια τους, μπηγμένα στα παλούκια, θα γίνουν στους ραγιάδες φριχτό παράδειγμα. Καλύτερα που δεν το πίστεψαν.

— Γκλαν — γκλαν!… γκλαν — γκλαν!… γκλαν — γκλαν!…

Η κλαγγή αντήχησε πάλι κι απλώθηκε στη μαύρη νύχτα. Οι εκκλησιές ανοίξανε τις πόρτες τους· τρέχουν τώρα να λειτουργηθούν οι πιστοί. Μα ο εχτρός παραμονεύει. Σφύριγμα δυνατό ακούστηκε. Και σύγκαιρα τρανός αλαλαγμός και κανονοβολή ταράξανε τη γη και φώτισαν τα πάντα. Οι Τούρκοι χύθηκαν στα τείχη. Ο Γούναρης τινάχτηκ' έξω δίβουλος. Τ' ήθελε να γίνη κι αυτός δεν ήξερε. Ήθελε και τα δυο· δεν ήθελε κανένα. Μα σύγκαιρα πύρινος όφις φάνηκε στα τείχη και ντουφέκια βρόντησαν. Τα βόλια πέσανε χαλάζι στο στρατόπεδο.

— Δόξα σοι ο Θεός! Στέναξε ο κυνηγός, κάνοντας το σταυρό του.

Κι έπεσε στα γόνατα. Ο λόγος του πιστεύτηκε. Τώρα πικρό μολύβι θερίζει την αρβανιτιά. Τ' άλογα των σπαχήδων πέφτουν νεκρά στα χώμα πριν φέρουν τους καβαλάρους στη μάχη. Οι σημαιοφόροι, μόλις προφτάσουν να μπήξουν τις σημαίες στους πύργους και γκρεμίζονται μαζί, στα θολά νερά του χάντακα. Πηδούν αδιάκοπα στο κάστρο οι εχτροί. Μα τρέχουν και τους πετσοκόβουν οι Έλληνες. Δεν έχουν μόνον ντουφέκι και σπαθί. Έχουν αξίνες και τσαπιά, τσεκούρια και στυλιάρια, κεραμίδια και πέτρες. Ό,τι βρεθή στα χέρια τους γίνεται σιδερόξυλο. Δεν είνε μόνον πολεμοθρεμένοι άντρες, μα και παιδιά και γυναίκες, αντρειωμένες τώρα με την προγονική οργή. Βάφονται με το αίμα τους, βλέπουν ξεσκλισμένες τις σάρκες τους, σκοτωμένους συγγενείς· άντρες και παιδιά τους, αδερφούς και πατέρες, φωτιά και σίδερο γύρω τους. Μα δε λιποψυχούν.

Ο Γούναρης στέκει βουβός κι αφανισμένος. Τρέμει το πείσμα του εχτρού και τη δύναμη. Ως πότε θα βαστήξουν; Τ' αδύνατα εκείνα τείχη, οι χωματένιοι σωροί πώς θα κρατήσουν την ανθρωποπλημμύρα, που όλο δυναμώνει και βροντομαχά επάνω τους!

Άξαφνα κάτω από την αχνή λάμψη της αυγής, βλέπει τους σπαχήδες να σκορπούν πίσω, σαν καβαλάροι σατανάδες. Γύρισε αριστερά το ίδιο. Στη Μεγάλη Τάπια και σ' όλο το προτείχισμα κυματίζει η Ελληνική σημαία και χαιρετίζει του ήλιου την ανατολή. Και δώθε, πέρ' από το χάντακα οι Έλληνες με γυμνά σπαθιά κι αιματοβαμμένη φουστανέλλα, κυνηγούν στις σκηνές ανάμεσα τους εχτρούς. Φεύγουν οι Σκιπετάρηδες! Πιστόλες βροντούν, λάμπουν σπαθιά, κεφάλια κυλούν στα χώματα, κορμιά κοίτονται· «ράι» αντηχούν κι αλαλαγμοί και σφυρίγματα! Κι ανάμεσα στην άγρια βουή ακούεται η κλαγγή σαν φωνή ουρανόσταλτη:

— Γκλαν — γκλαν!… γκλαν — γκλαν!… γκλαν — γκλαν!…

Ο Γούναρης έκανε το σταυρό του.

— Α! μωρέ προδότη· χαίρεσαι τώρα!… βρόντηξε κοντά του φωνή λυσσασμένη.

Και φάνηκε αγριοπρόσωπος ο Αλή αγάς, ο φίλος του. Το βώδι το μανό, έσερνε ακόμη το ζυγό στον τράχηλο, όπου τον έσπρωχνε η βουκέντρα του ζευγολάτη. Ένιωσε πως δεν ακολουθούσε ο σύντροφος, πως άλλαξε το δρόμο του. Τόνιωσε και ρίχτηκε να τον κερατίση. Μα ο ραγιάς χύθηκε απάνω, τον έσφιξε στα μπράτσα και κυλίστηκε μαζί του χάμω. Κι εκεί που ο αρβανίτης, ξαφνισμένος για τη δύναμη του ταπεινού σταυραδερφού, λάχτιζε τη γη και μόλυνε τον αέρα με τις βλαστήμιες, γοργός ο Γούναρης του πήρε το γιαταγάνι και του το βύθισε στα στήθη του.

— Άπιστο σκυλί, ως πότε!… βρυχήθηκε.

Και τράβηξε κατά την πόλη ρίχνοντας με περιφρόνηση στο στρατόπεδο το κεφάλι του Αλή αγά, σαν να ριχνε κακή παρασαρκίδα από πάνω του.