The Project Gutenberg eBook of Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες

Author: Argyris Eftaliotis

Release date: August 29, 2010 [eBook #33577]
Most recently updated: January 6, 2021

Language: Greek

Credits: Produced by Sophia Canoni

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK Η ΜΑΖΏΧΤΡΑ ΚΙ ΆΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ***

Produced by Sophia Canoni

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words are included in &, while words in italics are included in _. Footnotes have been converted to endnotes.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &, ενώ λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _. Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.

ΑΡΓΥΡΗ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗ

Η ΜΑΖΩΧΤΡΑ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο ΒΟΥΡΚΟΛΑΚΑΣ ΔΡΑΜΑ

ΑΘΗΝΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ

1900

Αγαπητέ μου Αλέξαντρε,

Αυτό το βιβλιαράκι είνε δικό σου. Το γιατί φανερώνεται από της "Μαζώχτρας„ τον πρόλογο. Να μ' αφήσης λοιπό να σου το προσφέρω· μικρό πράμα, θα πης, με μεγάλη όμως πονεσιά δουλεμένο.

Μαζί με τη "Μαζώχτρα„ σούβαλα και μερικά άλλα παραμυθάκια, Κρητικά και Νησιώτικα. Στο τέλος θα βρης κ' ένα έργο δραματικό που το καταπιάστηκα χρόνια τώρα, και για να κάμω του Δροσίνη μας το χατίρι, ίσως όμως και για να δείξω πως είμαι κ' εγώ Ρωμιός, με τη Ρωμαίικη την πετριά της "πολυτεχνωσύνης„.

Θα πης την είχε κι ο Γιαννίρης, ο μεγαλοπίχερος ο Γιαννίρης, τη Ρωμαίικη αυτή την πετριά. Εκείνος όμως τάβγαζε πέρα και με μια δύναμη που μας δείχνει τύπο Ρωμιού όχι τωρινού, παρά του Ρωμιού που θα μας έρθη με τον καιρό.

Ο τωρινός ο Ρωμιός — τον ξέρεις κι από μένα καλλίτερα· τόσο καλλίτερα, που καταντάει από λόγου σου να τον έχω κ' εγώ σπουδασμένο. — Δεν είνε κάστρο φιλολογικό που δε βάλθηκε να το πάρη, από τη στιγμή που έπιασε κοντύλι στο χέρι του. Μη βλέπης πως απότυχε — αυτό είνε άλλος λόγος, άλλη μελέτη. Η όρεξη και το θάρρος δεν τούλειψε. Αυτό να βλέπουμε. Παλληκάρι σωστό. Τόχει το αίμα του, τι τα θες. Ορίστε γιατί το είπα και το ξαναλέγω πως μπορεί νάρθη μέρα που να μας παίρνη σταλήθεια τέτοια κάστρα ο Ρωμιός, και να γίνεται Γιαννίρης. Θα το δη — δε γίνεται — πως για να κάμη την όρεξή του πρέπει να δουλέψη, να σπάση το κεφάλι του, να φέρη τάξη μέσα στανακατεμένο μυαλό του, να ρίξη λίγο νερό απάνω στην κορωμένη του φαντασία, και το πιο σπουδαιότερο απ' όλα, να μιμάται όχι τους ξένους, παρά τον εαυτό του. Ας τον αφίνουμε το λοιπό να παίρνη το δρόμο του· κάτι θα μας φτειάξη μια μέρα.

Αυτό λοιπό δεν είνε και πολύ μεγάλο κακό. Το μεγάλο το κακό είνε που οι άλλοι οι Ρωμιοί που δεν πιάνουνε κοντύλι, δεν πιάνουνε μήτε βιβλίο στο χέρι τους!

Δε μιλώ για κείνους που μελετούνε, μήτε για κείνους που το θαρρούνε χρέος τους να διαβάσουνε μερικά βιβλία, μάλιστα ξενικά, και τέλος μήτε για όσους τους αρέσει να διαβάζουν κάποτες για να σκοτώνουνε λίγον καιρό και μ' αυτόν τον τρόπο. Μα εννοώ το διάβασμα το συστηματικό, ταναπόφευγο, το φυσικό εκείνο το κόλλημα της ψυχής με το βιβλίο που βλέπουμε μέσα στο Λαό που μας φιλοξενεί και τους δυο μας, και καταντάει πια να θρέφεται ο νους τους διαβάζοντας καθώς το κορμί τους ανασαίνοντας ή τρώγοντας, που το γυρεύει, ταπαιτεί, το κυνηγάει η ψυχή τους. Αυτό λοιπόν το διάβασμα ο Ρωμιός μήτε το λαχτάρησε ακόμα, μήτε τονειρεύτηκε. Ίσως επειδή όσα τούγραφαν ως προ μερικά χρόνια δεν κατεβαίνανε στην ψυχή του, δεν περνούσανε μέσα στο αίμα του, δεν τον έθρεφαν, κ' έτσι έμεινε σα ραχιτικός. Ίσως είνε κι άλλοι λόγοι, που τους ταιριάζει ξέχωρη μελέτη. Η αλήθεια είνε πως το κακό υπάρχει.

Τι να ελπίζη τώρα ο δύστυχος ο συγραφέας και τι να περιμένη από τέτοια κατάσταση! Κι αυτό που κάμνει ηρωισμός είνε. Ο Dr Johnson έλεγε πως όποιος δε γράφει με σκοπό να κερδίση χρήματα, είνε για δέσιμο. Κ' επειδή ο Dr Johnson ανοησίες δεν έλεγε, συχνά το συλλογίστηκα μήπως όλοι εμείς που γράφουμε χάρισμα, και για κόσμο που δε διαβάζει, μήπως δεν τάχουμε χαμένα και μεις.

Να δης όμως πως "έχει τη μέθοδό της κι αυτή η τρέλλα„. Πρώτο που δε γράφουμε για τους ηλικιωμένους (αυτοί δε θαλλάξουνε — ξέγραψέ τους), παρά για τους νέους. Κ' ένας νέος μέσα στους χίλιους να μας διαβάση, να μας νοιώση και να μας πονέση, κέρδος κι αυτό. Ορίστε λοιπόν που έχουμε ένα κ έ ρ δ ο ς.

Και κέρδος υλικό μάλιστα. — Μικρό πράμα δεν είνε να μεγαλώσουνε μερικά Ρωμιόπουλα με την ιδέα πως στραβά τους τα μαθαίνανε στο Σκολειό, και πως αυτοί τα παιδιά τους θα τα βάλουνε να μάθουν τρία τέσσερα πράματα μόνο· Πραχτικές γνώσες, την Αλήθεια, τα Ρωμαίικα, και το Διάβασμα· και πως όλα τάλλα για τα παιδιά του Λαού είνε χασομέρι. Σημαντική αμέσως οικονομία από τουλάχιστο τρία χρόνια, που χάνουνται τώρα με τα δασκαλήσια μας τα συστήματα. Τρία χρόνια, τόσα Ρωμιόπουλα, προς τόσα το χρόνο, λογάριασέ τα και κάμε τα τώρα δραχμές. Κερδίζουμε, βλέπεις, και μεις, μόνο που τα κέρδη τα καταθέτουμε μέσα σε Ταμεία που ονομάζουνται Μέλλοντα. Κι α μας διαβάζη σήμερα ένα Ρωμιόπουλο, όχι στα χίλια, παρά και στις δέκα χιλιάδες, ας μην το ξεχνούμε πως τους κατοπινούς μας θα τους διαβάζη η Ρωμιοσύνη όλη με τον καιρό.

Έτσι πρόκοψαν όλες οι αλήθειες ως την ώρα, κι ας μη στενοχωριούμαστε που δε δουλεύει ο φυσικός ο νόμος πιο γλήγορα για τα μας.

                    Πάντα δικός σου
                    ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ

Η ΜΑΖΩΧΤΡΑ

ΚΡΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

— Την ώρα δεν έβλεπα νάρθης, να μου τα πης, λέγω του φίλου μου τις προάλλες, ό τι μεταγύρισε από πεταχτό ταξίδι ως την Κρήτη

— Μην το θαρρής δα πως είνε κ' εύκολο να τα περιγράφω, μάλιστα καταπώς τόκαμ' αυτό το ταξίδι. Μήτε μολύβι, μήτε χαρτί. Έτσι, με τα μάτια και με το νου, αρπαχτά — απολογιέται ο λιοκαμένος μου φίλος.

— Και τι καλλίτερο; ζωντανά πράματα· τα γραμμένα τα βρίσκουμε κι απ' αλλού. Να μου τα πης όμως με το νυ και με το σίγμα. Έτσι, να θαρρέψω πως ταξιδεύω κ' εγώ στην Κρήτη.

— Αυτό να το βγάλης από το νου σου· αδύνατο. Ο μεγαλήτερος ο τεχνίτης ένα πράμα ξέρει και παρασταίνει με τρόπο που χωρεί στο νου σου καταπώς είνε — τον άνθρωπο και τανθρώπινα. Τάλλα, ταπέξω, τοποθεσίες και θέες, ό,τι θέλει ας κάμη, πλανερά θα τα παραστήση. Όχι πως δεν τάχει αυτός αληθινά εικονισμένα μέσ' στο δικό του το νου· αυτός τα φυλάει μια μορφιά στοιβασμένα. Η δική σου όμως η φαντασία, μια και ταποδεχτή στα φτερούγια της, παίρνει δρόμο και τα κολνάει όπου της κατέβη. Μήτε όπου της κατέβη, παρά όπου το μνημονικό σου τηνε φυσήξη. Ας καθίσω τώρα εγώ κι ας σου παραστήσω, να πούμε, την Κάντανο. Θα ξυπνήσουνε μέσα σου μύριες παλιές σκηνές ανάλογες, θαρπάξη η φαντασία σου μια ή και πιώτερες, και θα σου σκαρώση μιαν Κάντανο, που να τηνε δης την αληθινή καμιά μέρα, θα γελάς με τη ψεύτικη την εικόνα που είχες παρμένη από τον τεχνίτη σου. Για δαύτο κι ο τεχνίτης, ξέροντάς το αυτό που σου λέω, τι κάμνει; Όλο ανάλογα ξετρυπώνει και βρίσκει, να σου παραστήση με κάποια αλήθεια το τι δεν είδες. Όλο εικόνες και σύγκρισες.

— Απελπισιά το λοιπόν! Κάνω του φίλου μου. Κι ως τόσο δε μ' έπεισες. Ο καλός ο τεχνίτης ποτές δε σφάλλει. Δεν πάω να πω πως δεν είσαι καλός τεχνίτης· μια όμως κι ανέβασες το ζήτημα στ' αψηλά, πρέπει να σου αποδείξω πως λαθεύεις. Κοίταξε τον Όμηρο —

— Γεια σου, τον Όμηρο, αντισκόβει ο φίλος. Πού και πότε είνε μεγάλος ο πατέρας της τέχνης κι αληθινός; Όταν ιστορή ανθρώπινες πράξες κι ανθρώπινους λογισμούς. Σε κάμνει και τα νοιώθεις κατάβαθα κι αυτά και ταπόκρυφά τους τα ελατήρια. Γίνεται η ψυχή σου ένα μαζί τους. Σε συνεπαίρνει μ' αυτόν τον τρόπο κι ο Όμηρος κι ο Σαιξπήρος κι όλοι τους, επειδή μέσ' από τα φυλλοκάρδια σου το παίρνουν το υλικό τους. Την ψυχή σου ιστορούνε. Πάρε όμως δυο καλούς ζουγράφους· φαντάσου πως δε διάβασαν ποτές τους μήτ' Όμηρο μήτε Ντάντε. Βάλ' τους να διαβάσουν. Κλείσ' τους έπειτα μέσα σε ξέχωρες κάμαρες, και πες τους να ζουγραφίσουν, ας πούμε το νησί της Καλυψώς κ' έναν κύκλο της Κόλασης, καταπώς τα παράλαβαν από τον Όμηρο κι από τον Ντάντε. Πάρ' τις εικόνες τους ύστερα και κάμε σύγκριση —

— Κατάλαβα, του είπα, πρέπει να πάω και γω στην Κρήτη και να τα δω. Κρίμας τη λαχτάρα που σ' απάντεχα τόσον καιρό να τακούσω.

— Να σου πω τι θα κάμω, αποκρίνεται ο φίλος με χαμόγελο παρηγορητικό, θα σου περιγράψω άκρες μέσες ό,τι μου πέση εύκολο, αφού και τεχνίτης δε λέγω πως είμαι. Να μη γεμίσω και το νου σου ψεύτικες ζουγραφιές. Έπειτα θα σου διηγηθώ ένα πολύ περίεργο ιστορικό που τάκουσα εκεί κάτω, και που ίσως σου παραστήση μιαν όψη της Κρητικής της ζωής.

— Λαμπρά. Και σε τι γλώσσα, να πούμε;

— Σε τι γλώσσα; Να, σ' αυτή τη γλώσσα που σου μιλώ. Αγκαλά εκείνος που μου τα δηγήθηκε — ένας δικηγόρος σπουδασμένος, αν αγαπάς, στην Αθήνα, — παράχωνε κάπου και μερικές φρασούλες της καθαρεύουσας, σαν ξένος που είμουνα, βλέπεις.

— Λοιπόν όχι στο Κρητικό το ιδίωμα!

— Άλλο πάλε αυτό! Κ' ήθελες τάχα να τη χάψω μέσα σε δέκα μέρες τη γλώσσα τους; Το πολύ, να σου πω μερικές λέξες. Να! Σαν τουφεκίσουν κανένα, λεν πως του "παίξανε μια μπαλλοτέ„.

 — "Μπαρουθιά„ τόξερα γω. Έτσι τόλεγαν οι Σφακιανοί μια φορά.
Πήγες και στα Σφακιά;

— Δεν μπόρεσα ως εκεί. Άλλη ιστορία.

— Του κάκου· μαζί να ξαναπάμε· ν' ανεβούμε τότε και στα Σφακιά, ν' ακούσουμε και τα χαριτωμένα τραγούδια τους, αφού οι "μπαρουθιές„ τους παν πια και πάνε, δόξα νάχη ο Θεός.! Το θυμάσαι το λιανοτράγουδο;

   Το κυπαρίσσι ρέγουμαι, το μυρισμένο ξύρο,
   Οπού σου μοιάζει, μάθια μου, στο μάκρος και στο ψήρο.

— Καθώς βλέπω, δουλειά δε θα κάμουμε, λέει ο φίλος ανυπόμονα.

— Τώρα κι ομπρός λοιπόν, του απαντώ, εγώ σωπαίνω και συ λαλείς.

Κι αρχίζει ο φίλος.

— Από τα Χανιά ξεκινήσαμε με μουλάρια, ο αγωγιάτης — ένας ως εκεί απάνω — κ' εγώ.

Είχαμε γράμματα για τον Πέτρο το Μελουδάκη, νομικό στην Αγιά Ειρήνη. Μήτε τουφέκι, μήτε μαχαίρι, μήτε ραβδί μαζί μας δεν πήραμε. Κάμποσοι Οθωμανοί στα ξώχωρα, κ' είχαν πιασμένες τις κοντορραχούλες, με τα τουφέκια στον ώμο. Κατέβηκ' ένας τους, μου ζήτησε καπνό, τούδωκα μερικά τσιγάρα, τέλειωσε. Παρακείθε, μήτε ψυχή Οθωμανός. Πήραμε τα μονοπάτια, αρχίσαμε τανέβασμα, και το πρώτο πράμα πούπιασε το μάτι μου, εξόν από τις φυσικές ομορφιές, κι αυτές τις αφίνουμε, είταν η ρήμαξη κ' η καταστροφή. Ελιές σύρριζα κομμένες, ή και καμένες, κι ακόμα παραμέσα· όπου χωριό και χαλάσματα. Λυπητερό θέαμα! Τάβλεπες τα καημένα τα παραβλάσταρα κι ανάβλεπαν τρυφερά κι ολόχυμα, σα να το είχε βάλει πείσμα η φύση να τη σκεπάση την ανθρώπινη τη βαρβαρωσύνη.

Γης Μαδιάμ ο Παράδεισος εκείνος! Κ' οι κάτοικοί του, οι αγγελόκορμοι εκείνοι οι λεβέντηδες, δίχως νόμο, δίχως τρόπο, δίχως Κυβέρνηση, κι ως τόσο ησυχία παντού, παντού ειρήνη κι απαντεχιά. Ως και στις χλωρασιές απάνω τάβλεπες τα πρόβατα κ' έβοσκαν αναπαμένα κι αυτά, σα να μην έτυχε τίποτις. Το τουφέκι ως τόσο πάντα στον ώμο.! Πού να ταφήση Κρητικός το τουφέκι, που με δαύτο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αν είνε πράμα που να τους συμπονάει άνθρωπος τώρα που βλέπουν οι δύστυχοι χαραυγή άσπρης μέρας, είνε που δε θα κρέμεται πια το Μαρτίνι κι ο Γκρας πίσω από τον ώμο τους.

— Και σε ποιο χωριό πρωτοσταθήκατε;

— Στ' Αλικιανού. Το θυμάσαι το μέρος από τα προπερσινά. Εκεί σαν πας, θα δης ασυνήθιστο πράμα· να τρέχη το ποτάμι μαβύ σαν τη θάλασσα. Είνε εξαιτίας που κατεβάζει από τα βουνά τριγύρω και στρώνει κάτω μολυβιά χαλίκια σκιστόπετρα.

Τώρα κι ομπρός αρχίζαμε κι ανεβαίναμε στα γερά. Σταματήσαμε και κονέψαμε στους δοξασμένους τους Λάκκους. Ξέρεις πως οι Λακκιώτες —

 — Τα ξέρω, τα ξέρω· από το δωδέκατο τον αιώνα μάλιστα. Άλλες
ιστορίες αυτές.

— Ταφίνουμε λοιπόν και σκαλώνουμε παραπάνω, κατά τον Ομαλό. Απλάδα κι αυτή περιξακουστή, ως τρεις χιλιάδες πόδια του ύψου, τέσσερα μίλια φάρδος, και πέντ' έξη μάκρος, και τα βουνά ολοτρόγυρα ακόμη πιο απόψηλα και πιο περήφανα. Αν έχης όρεξη να σταθής και να κοιτάξης πίσωθέ σου καθώς ζυγώνεις τον Ομαλό, θαγναντέψης το πέλαγο, τακρωτήρι, τον Κάβο — Σπάδα — όλα ξετυλίγουνται στα μακριά σα "ζουγραφισμένα„, που λέει ο κόσμος. Στον Ομαλό απάνω ανταμώσαμε και τον αρχηγό το Χατζημιχάλη μέσα στα βουνήσια φωλιάσματά του. Τώρα χτίζει έναν πύργο εκεί, να πηγαίνη, λέει, ο κόσμος και να πέρνη αγέρι. Μας κέρασε μαστίχα ο χρυσόκαρδος ο καπετάνος, μας έκοψε καρπούζι, μας έφερε και καρύδια. Τάσπανε τα καρύδια με τα σιδερένια του δόντια ο καλότυχος, που λεγες κ' είταν παξιμαδάκια. Χαμογέλασε και μου είπε με τη βροντερή του φωνή πως φόβο δεν έχει, σαν άκουσε πως φοβήθηκα μην τύχη και σπάση τα δόντια του.

Τάλλο το κόνεμά μας είτανε στην Αγιά Ειρήνη, από την παρακείθε πλαγιά του βουνού, δίπλα στ' Απανωχώρι. Εκεί το λοιπόν μπρος στο Καφενείο, αντάμωσα τον καλό μου τον Πέτρο που σούλεγα παραπάνω. Ήρθε κατόπι κι ο αδερφός του ο Παυλής, δικηγόρος κι αυτός, και μας βρήκε.

— Και φορούσανε Κρητικά οι δικηγόροι αυτοί;

— Δηλαδή μισά μισά, μάλιστα ο Παυλής. Στιβάνια στα πόδια, το κεφάλι τυλιγμένο με μαύρο μαντίλι, στενά όμως φορεμένος κι αυτός, καθώς ο αδερφός του, ο πιο κοσμογυρισμένος από τους δυο. Μ' αποδεχτήκανε λοιπόν και με περιποιήθηκαν και τα δυο ταδέρφια με τη φιλοξενία που την ξέρεις κι από τα δικά σας τα μέρη. Άλλο πράμα αυτή η καλωσύνη. Του πουλιού το γάλα να σου πω πως μου βρήκανε, θα σε γελάσω. Γάλα όμως πρόβειο και μυζήθρες και καρύδια και κάστανα και γουρουνάκια κι αυγά, σου τα δίνουν οι Κρητικοί με την παλληκαρήσια καρδιά τους, και το χαίρουνται ολόψυχα σαν τα καλοδέχεσαι. Να μη σου τα πολυλογώ, τα ταιριάξαμε με τα δυο ταδέρφια, και τους πήρα μαζί μου στο ταξίδι.

Πρώτος μας σταθμός ύστερ' απ' την Αγιά Ειρήνη, παίρνοντας το φρύδι του κατοπινού του βουνού, είταν η Κάντανο, γνωστή σου κι αυτή από πρόπερσι· αγκαλά παλαιικό μέρος κι' αυτό. Πολιτεία άλλοτες, περιφέρεια τώρα, με πέντ' έξη χωριά. Ωριόφαντος τόπος. Θεόρατη λακκωματιά, ως έξη μίλια μάκρος, καστανιές γεμάτη στα βάθια της, κι αψηλόκορμες ελιές στα βουνόπλαγα, πηχτές και φουντωμένες κι από τις δυο τις μεριές.

— Κι αποκάτου οι Σφακιανές οι μαζώχτρες που έρχουνται, λέει, από τον Άη Γιάννη να βγάλουν το μεροκάματο. Και δεν τις ρώτηξες α βγάζη κι ο τόπος τους ράδι;

— Εγώ δεν τις είδα. Μα και να τις έβλεπα, θα τους έβγαζα μα την αλήθεια το σκούφο μου, κι όχι από κοινή ευγένεια, παρ' από σέβας, που γεννούν τέτοιους δράκους. Ας είνε. Από την Κάντανο τραβήξαμε σύνταχα το πρωί δυτικά, κατά τα Κισαμιώτικα τα χωριά. Ποια χωριά είδαμε, μη ρωτάς. Κι όχι πως πειράζει σ' αυτή την περιγραφή, μα έρχεται, βλέπεις, κατόπι η ιστορία, κ' επειδή μου περνάει υποψία πως μπορεί να τα γράψης, και γράφοντάς τα να παραχώσης και μερικά που εγώ δεν τα είπα, κάλλιο να μείνουν τα κατατόπια δίχως ονόματα.

Μείναμε σύφωνοι και σε τούτο, και πήγε ο φίλος ομπρός.

— Το χωριό λοιπόν που πήγαμε και κατασταλάξαμε βράδυ βράδυ, θα σου το βαφτίσω Παραμυθιά. Κι αυτό ανάμεσα σε βουνά, εδώ κ' εκεί στημένα σαν πύργοι, που λες και τα διαφεντεύουν τα χωριουδάκια που τάχουν αγκαλιασμένα μες' στα πλευρά τους. Ελιές και δω στις βουνοπλαγιές, καστανιές και δω κάτω στα βαθιά τα λακκώματα. Κατασκέπαστα τα κορφοβούνια ή με χλωρασιές ή μ' αρείκι, καταστόλιστες οι ραχούλες με θυμάρια και με κουμαριές και με βάτους, ως κάτω στα ριζοβούνια, όπου δεν τυχαίνει νάχουνε λιόδεντρα φυτεμένα.

— Μα αυτά είπαμε να μην τα λέμε. Έπειτα ταπομαντεύω κι από τα δικά μας.

— Ένα δυο άλλα όμως δε θα τα μαντέψης α δε σου τα πω. Πρώτο, τα σπιτάκια τους — χάρβαλα τα πιώτερα τώρα — δεν είνε σαν τα δικά σας, τα "σπιτάλια„. Είνε τόσα δα καλυβάκια. Ένα χαμώγι, και μια κάμαρα αποπάνω του, που γίνεται κατά την ανάγκη σαλόνι, νυφιάτικη κάμαρα ή και ξενώνας, όταν έχη μουσαφιρέους. Μερικά σεντούκια κοντά στους τοίχους αραδιασμένα, κανέναν πάγκο παράπλευρα με τον τοίχο κι αυτόνα, δύο τρία σκαμνιά ή καρέγλες, από κείνες με το μονό τακκουμπήδι, τραπέζι, και το κρεββάτι στην κώχη. Σκάλα λιθόχτιστη απέξω, σκαλί κι από μέσα που σανεβάζει στην ίδια την κάμαρα. Κάτω πάλε στο χαμώγι η καθημερινή η ζωή.

— Μακάρι, μα το ναι, να τα είχαμε κ' εμείς οι άλλοι νησιώτες τέτοια σπίτια, και κανένα παλιοτούφεκο κρεμασμένο στον τοίχο. Εμείς όχι τουφέκι, μα μήτε Κολοκοτρώνικη σουγιά δεν κρατούμε απάνω μας. Άφησέ μας εμάς, και λέγε μου για τους Κρητικούς.

— Σα να τόξερες πως για δαύτους ήθελα τώρα να πω δυο λόγια. Είνε λοιπόν, που λες, αγγελοκάμωτοι σταλήθεια οι Κρητικοί. Όχι να πης και πολύ αψηλόκορμοι, σαν το τραγούδι σου· μα θαρρείς και τεχνίτης τόχυσε το κορμί τους — τέτοια συμμετρία. Πόδια και χέρια ψιλοκάμωτα και μικρουλά. Τα μάτια τους ζωηρά κι ολόξυπνα, που λες το καθένα τους κι απόνα ρωτηματικό. Όλα τα ρωτούν κι όλα να τα μάθουνε γυρεύουνε. Στόμα σύμμετρο κι αυτό και πρόσχαρο, μισό κοσμογνωρισιά, μισό γλύκα και καλωσύνη. Και μια γοργάδα! Σκαρφαλώνουνε τα βουνά γοργοπόδαροι, σα να τάχουνε φτερουγιασμένα καθώς ο Ερμής.

— Και τα φορέματά τους;

— Τα ξέρεις από τους κατακαημένους τους Πρόσφυγες. Στα μέρη που πέρασα, τους έβλεπα με μαύρο μαντίλι περιτυλιγμένο στο κεφάλι τους αντίς φέσι ή σκούφο (οι Οθωμανοί άσπρο μαντίλι), με κοντοβράκια και με στιβάνια που ανέβαιναν ως τα γόνατα. Στο ζωνάρι χωμένο πιστόλι κι ασπρομάνικο λάζο, και στον ώμο τουφέκι.

Τέτοιος φαινότανε, κ' έτσι είτανε φορεμένος ο καλός μου ο Γιάνης που μας φιλοξένησε στην Παραμυθιά. Έλειπε σαν μπήκαμε στ' απλοϊκό σπιτικό του. Μας αποδέχτηκε η κερά του, νιόπαντρη κοπέλλα ως δεκαφτά χρονών. Όχι κι ομορφιά που να τρελλαθής, μα πρόσχαρη και σβέλτη κι αυτή, καθώς όλες τους, που σαν τις ζορκάδες τις έβλεπα και πετιούνταν από δω κι από κει, στις ελιές, στα κάστανα, στις νεροσυρμές, στα κοπάδια — παντού. Μας καλωσόρισε κ' η γριά η μάννα τους συσταζούμενη γυναίκα και γνωστικιά. Όσο για τα γυναικήσια τα φορέματα, δε μου φάνηκαν και πολύ διαφορετικά απ' αυτά που βλέπουμε σε κοντινώτερά μας χωριά.

— Τα ξέρω κι αυτά. Παντού τώρα κρυφογλιστράει η μόδα και τους ταλλάζει.

— Ως τόσο έχουν κ' οι γυναίκες τους τον Κρητικό τον αέρα, κι ας μη φορούν πια όλες στιβάνια ως τα γόνατα, καθώς οι άντρες. Ό,τι λοιπό βγήκε το συνηθισμένο το γλυκό κι ο καφές, να κι ο νοικοκύρης ο Γιάνης και μπαίνει, και μας καλωσορίζει κι αυτός. Αποθέτει το τουφέκι, καθίζει, αρχινάει η κουβέντα. Με μάγεψε μα την αλήθεια αυτός ο άνθρωπος, που καθώς είπα, είνε της Κρητικής της ομορφιάς και της λεβεντιάς εικόνα πιστή. Ο μαυριδερός μου ο Γιάνης, ο λιγόλογος, ο αρχοντικός. Κάτι μούλεγε το πονετικό εκείνο το πρόσωπο, τα κατάμαυρα μάτια του, που γλυκαστράφτανε στου λυχναριού τις αχτίδες, το ήμερο και στοχαστικό του χαμόγελο, κάτι που μ' αποτραβούσε, και στη ψυχή του μέσα γύρευε να με κατεβάση, να γνωρίσω τα φυλλοκάρδια του, και να μάθω τον κρύφιο του πόνο.

Τέλος, καθίσαμε στο φαγεί. Μονάχα οι άντρες όμως. Οι γυναίκες, μάννα και νύφη, κάθισαν αντίκρυ σε σεντούκι απάνω, και μας μιλούσαν αυτές από μακριά. Είπα φαγεί, μα έπρεπε να το πω φαγοπότι, ή ποτοφάγι. Επειδή από την πρώτη δαγκαματιά άρχισε και το κέρασμα. Λαμπρό, μπρούσικο Κισαμιώτικο. Μαζί του κατέβαινε η σαλάτα που κολυμπούσε στο λάδι, μαζί του ταυγά τα τηγανιτά, μαζί του το κομματιαστό το γουρουνάκι, το τυρί, τα κάστανα, τα καρύδια — τίποτις μονάχο του δεν κατέβαινε. Και κάθε φορά "Εισυγεία!„ Την μπουκάλα ο κυρ Γιάννης στο πλάγι, και δος του Κισαμιώτικο. Κατά το τέλος περουνιάζει κι απόνα κοψίδι κρέας και τα προσφέρνει τω γυναικώνε με ποτήρι κρασί. Τιμητικό συνήθιο κι αυτό. Προσηκώθηκαν οι γυναίκες κ' ήπιαν, αφού μας προσχαιρέτησαν όλους με την αράδα.

— Τώρα να σε κεράσω κ' εγώ, που τα δηγάσαι με τόση όρεξη, λέγω του φίλου.

— Ναι, να με κεράσης. Να την ανιστορήσω τη μαγική εκείνη ζωή. Που λες. Σαν αποφάγαμε, και το γλεντίσαμε με τα κάστανα τα ο φ τ ά, καθώς τα λεν, και με το Κισαμιώτικο, μας καλονύχτισαν, και πλαγιάσαμε. Εγώ στο κρεββάτι, οι άλλοι στον πάγκο, ή και κατάχαμα. Τη νύχτα, βρίσκοντας εγώ το κρεββάτι σαν άβολο, σηκώθηκα και πλάγιασα στην άλλη την άκρη του πάγκου. Ξυπνάει κατόπι ο Πέτρος, και τηρώντας αδειανό το κρεββάτι (έφεγγε η καντήλα), ανατινάζεται στο ποδάρι και μου φωνάζει "τι γενήκατε!„ Φοβήθηκε ο δύστυχος μην έπαθα τίποτις, μα γλήγορα τον καθησύχασα με το τράντασμα του γέλοιου μου, και πρέπει να τους ξύπνησα και τους αλλουνούς αποκάτω.

Ταποταχύ, σάνε σηκωθήκαμε και προγεματίσαμε, και ξανάπιαμε πάλε κρασί, και μας πρόσφερε η γριά ζεμπίλι γεμάτο κάστανα για το δρόμο, ξεκινήσαμε κατά την Κάντανο, πήραμε σα να πούμε πάλε την πίσω γύρα, παραστρατώντας κάποτε να κοιτάξουμε κανένα χωριό. Και σάλλες τρεις τέσσερεις μέρες μέσα, είμαστε στα Χανιά.

— Κ' η ιστορία;

— Τώρα κ' η ιστορία. Σα βγήκαμε το λοιπόν και ξεκινήσαμε, κάνω εγώ του Πέτρου — Τι όμορφο παλληκάρι, και τι συμπαθητικό, αυτός ο Γιάνης!

 — Και να τήραγες τον αδερφό του τον Πανάγο, απολογιέται ο Πέτρος.
Και νάκουγες και την ιστορία τους.

Ίσα ίσα ώρα για ιστορίες. Τους κουρντίζω λοιπόν και τους δύο τους κι' αρχίζουνε. Όσα αποξεχνούσε ο ένας ταπόσων' ο άλλος, κ' έτσι κάμαμε κάμποσο δρόμο. Και για να νοιώσης και συ κάτι από ζωή Κρητική — ας είνε και τόσο δα — σου τα ξαναλέγω τώρα με λίγα λόγια.

Η Μ Α Ζ Ω Χ Τ Ρ Α

1

ΤΑ έλουζε ο ήλιος από τον καταμεσήμερο θρόνο του τα λιόδεντρα της Παραμυθιάς, του πρόσχαρου εκείνου χωριού, που σκαλωμένο σε μιαν από τις βουνοπλαγιές του Κισάμου, ξάστραφτε δίπλα στα δέντρα σα να γύρευε να δείξη την ομορφιά του μ' ερωτιάρικη περηφάνεια στ' αντικρινό το βουνό. Πλούσια η χρονιά, άλλο τίποτις καρπό τον Οχτώβρη εκείνο τα φουντωμένα κλωνιά, που καθώς έπαιζε ο μεσημερίτης ανάμεσα στα μύρια ξανθόφυλλά τους, θάρρειες και κάθε φύλλου τρεμούλιασμα ξεφανέρωνε κι από μια ελιά, καλοθρεμμένη, βαθοπόρφυρη, με ταργυρόλαμπο χνούδι.

Όντας Σαβάτο μέρα, οι πιώτερες οι μαζώχτρες είταν παγεμένες να νοιαστούνε τα σπιτικά τους. Μια και μονάχη κοπέλλα απόμενε στου Πανάγου τα δέντρα, να μαζώξη ταπομεινάρια, πρι να σημάνη Σπερνός. Δεν είχε και σπιτικό να πολυνοιαστή η λυγερή μας Παραμυθιώτισσα. Άλλο στον κόσμο δεν είχε παρά τη θεια της την Πασκαλιά, ζαροπρόσωπη και σκυφτή γριά, που σφαλισμένη μέσ' στο καλύβι της κατά την άλλη άκρη του χωριού, περνούσε τις μερούλες της με τα γουρουνάκια της, έχοντας μαζί της και τη μαζώχτρα την Ασήμω, σαν ορφανεμένη που είταν από γονιούς, τουρκοφαγωμένους χρόνια πολλά. Δεν πολυσυφωνούσαν τα χνώτα τους όμως. Η θεια όλο με τα γουρουνάκια της, με τα ορνίθια της και με τις άλλες δουλίτσες της, η καθεμιά τους αλύπητος κόπανος απάνω στο παιχνιδιάρικο το κεφάλι της ανιψιάς. Αφορμή λοιπό ναποτελειώση το μάζωμα, την άφινε τη γριά η Aσήμω να νοικοκυρεύεται απατή της.

Πήρε δεν πήρε ταυτί της του μεσημεριού το ναμάζι (είχε κι Οθωμανούς η Παραμυθιά), κι αφίνει το μάζωμα η Ασήμω, σακκούλι και καλάθι μισόγεμα, και με το λίγο φαεί της ροβολάει, κατά τις καστανιές στη λακκωματιά. Ήθελε να ραχατέψη η Ασήμω. Ήθελε να το ρίξη στην ξαπλωσιά δυο στιγμές και να ζήση, να βυθιστή στα χαδευτικά τα ονείρατα, που το κορίτσι, και μαζώχτρα να είνε, πρέπει να τα γυρέψη.

Παράξενο πλάσμα η Ασήμω και μαγικό. Σα να μην είτανε για τέτοια λογής μαζώματα γεννημένη. Τα χέρια της, θα πης, ροζωμένα, από το τρίβε — τρίβε στο χώμα· μα πάντα μικρουλά και χυτά. Τα στιβάνια της όχι της ώρας, κι' ίσως στραβοπατημένα λιγάκι. Μα κι αυτά μικροκάμωτα. Και δίχως άλλο, αν κατείχε η μαζώχτρα μας από ταληθινά τα μάγια της τέχνης, θα τηνε βλέπαμε τώρα ξυπόλυτη κι ανεμοπόδαρη, καθώς κατέβαινε στα παράμερα εκείνα λημέρια. Δεν έφεγγαν από την πάστρα οι ποδιές της, που δω και κει ο αψύς ο χυμός της ελιάς τις είχε στυμμένες. Τα θεόμαυρά της μαλλιά, η πίσσα εκείνη η ψιλόχνουδη κι η μαλακόφεγγη, κατέβαινε κι έπαιζε όπως τύχαινε απάνω στις τορνευτές ωμοπλάτες της. Ως και τα κατάμεστά της τα στήθια τα χαδεύανε μερικές πλεξούδες. Μα απ' όλα πιο ελκυστικό και πιο νεραϊδίστικο φαίνουνταν το πρόσωπό της, κι ας είταν και λιοκαμμένο. Χαμηλωμένα καθώς γέρναν τα μεγάλα της μάτια, αδύνατο να τα κοιτάξης απάνω στη γοργή της περπατηξιά· τάκρινες όμως από τα πηχτά, τα μαύρα ματόκλαδα, καθώς και τα φρύδια. Κι όσο για τη μιλιά τους (αφού μιλούν και τα μάτια), την απείκαζες από το γελαστό μα και μαριόλικο στόμα, από τα μισανοιγμένα τα χείλη, από τα χνουδερά και παχουλούτσικα μάγουλα. Ένα και μονάχο ψεγάδι στο παράμορφο εκείνο το πρόσωπο, που κι αυτό για καλό της ομορφιάς καταντούσε. Το λαξευτό της σαγώνι δεν είχε και τη στρογγυλάδα που βρίσκεις σταρχαία ταγάλματα. Όσο για τη μύτη δεν πείραζε. Η τέλεια της η συμμετρία της έσωνε.

Δεν άργησε να ζυγώση τα δάση της σύδεντρης εκείνης κοιλάδας. Κοντοστέκεται, ρίχνει περίγυρα σιγανή ματιά, και διαλέγει πηχτόκλαδη και πλατύσκιωτη καστανιά. Εκεί αποκάτω καθίζει, και γεύεται ταπλοϊκό της φαγεί. Άψε σβύσε το γιόμα της. Λες κ' είτανε πουλί και τσίμπησε μερικά ψίχουλα. Ξαναδένει στο μεσάλι ό,τι απόμεινε, και τηράει πάλε γύρω με μάτια σα νυσταγμένα, ορθάνοιχτα όμως και γαλήνη γεμάτα· θάλασσα σωστή, όσο θέλεις βαθειά, μα αυτή την ώρα ατάραγη κι ακυμάτιστη. Δε βλέπει ψυχή πουθενά! Της ήρθε όρεξη να πλαγιάση απάνω σε μερικά κιτρινόφυλλα που θάρρειες πρόλαβαν και πέσανε, να της δώσουνε στρώμα πιο ταιριαστό. Τα πιώτερα φύλλα γλυκόπαιζαν ακόμα τόνα με τάλλο απάνω στους κλώνους. Πλάγιασε η Ασήμω ανάστηθα και ξέννοιαστα, και κοίταζε την ολοπράσινη στέγωσή της, αναγυρισμένα τα δυο της μπράτσα ζερβόδεξα, και τα δάχτυλα μπλεγμένα απάνω στην αναμαλλιασμένη κορφή της. Τήραγε τα φύλλα που σάλευαν και που σαλεύοντας άφιναν κάθε λίγο και ξεγλιστρούσαν απ' ανάμεσά τους αχτίδες που αστράφτανε στα μισοκλεισμένα της μάτια σαν πρώτου νερού διαμάντια. Μα μ' όρεξη ακόμη πιο παιχνιδιάρικη κοίταζ' ένα τσαμπάκι σταφύλι, μέρος φαγωμένο από κοτσύφους ή από σφήγγες, μέρος κιτρινόφεγγο και κατάλαμπρο, που το φύλαγε διαφεντεμένο από κλέφτες ή εργάτες μήνες και μήνες μεγάλη κληματαριά, της καστανιάς εκείνης αχώριστη κι αγκαλιαστή φιλενάδα. Το λόγιαζε τορεχτικό το τσαμπί και στα χείλη της χόρευαν αμίλητες χάρες, κρυφοί αντίλαλοι της καρδιάς. Ήσυχος είταν και σιγανός, μα βαθύς κι ο ανασασμός της.

Παράξενη την είπα και μαγικιά τότες που έπαιρνε τον κατήφορο βεργολυγερή και γοργοπόδαρη. Μα τα πιο αξετίμωτα μάγια της, κρυμμένα εκείνη την ώρα στα φυλλοκάρδια της μέσα, δεν ταγνάντευες τότες σαν τώρα, που λες και τάβγαζε και σα στολίδια τα ξετύλιγε και τα γλυκοκαμάρωνε.

Πολλά, θα μου πης, τα τόσα παινέδια για μια μαζώχτρα. Το σκαρί της όμως δεν είταν από μαζώχτρες. Εκεί καταστάλαξε, μα πούθε ξεκίνησε, ένας θεός το κατέχει. Α με πολυσφίξης, θα σου αποκριθώ πως ξεκίνησε από λαμπρότερων αιώνων αγκάλες, από τα μακαρισμένα τα χρόνια που οι αθάνατοί μας τεχνίτες βρίσκανε πρότυπα όπου κι αν πρωτογύρευαν. Και τάχα τι παράξενο να κατέβαινε από τα δοξασμένα εκείνα τα ύψη; Όλα τα είχε της Ελληνικής ομορφιάς, εξόν το κατιτίς εκείνο που είνε της σκλαβιάς κι όχι της λευτεριάς, της ψυχής κι όχι της μορφής, μα έχει δεν έχει θανέβη και στη μορφή, και πότε σ' όλη την όψη μας περιχιέται, πότε δυο τρία της μέρη διαλέγει και φωλιάζει εκεί μέσα. Από την πανώρια εκείνη τη μαζώχτρα διάλεξε τα ψιλούτσικα τα χείλη, το σαγώνι το μυτερό, τα παράπηχτα φρύδια.

Άραγες θαποκοιμούνταν εκεί και θα ονειρευότανε σταλήθεια; Άραγες θα σηκώνουνταν αμέσως και θα ξαναπήγαινε στην αγγαρειά της; Ποιος το ξέρει. Συνέβηκε όμως κάτι που την ξάφνισε απάνω στο γλυκονείριασμά της.

2

Την ώρα ίσια ίσια που η Ασήμω χωνότανε μέσα στα μεσημεριανά κατατόπια της, ξεκινούσε κι ο Πανάγος από το σπίτι να ρίξη μια ματιά στις δουλειές του. Το χωριό, καθώς ίδαμε, δεν είταν και πολύ μακριά. Πήρε το μονοπάτι και πότε διαβαίνοντας από βάτους ανάμεσα, πότε από θυμάρια κι από ρίγανες, πότε πάλε πηδώντας λιθάρια ξερά και γυμνά, ζυγώνει τα λιοφυτεμένα βουνόπλαγα. Δεν άργησε να βρεθή στα δικά του τα δέντρα. Ανεβοκατέβαινε, σεριάνιζε, κι απολογάριαζε τα μαξούλια του.

Άλλο άγαλμα πάλε αυτός. Ως εικοσιτριώ χρονών παλληκάρι. Εσείς, που τα μετράτε με το διαβήτη, κοπιάστε να του βρήτε ψεγάδι στο πρόσωπο το μαυριδερό, στο κυπαρισσένιο κορμί, στη δαχτυλιδένια τη μέση. Μονομιάς θα το δήτε, πως ο ίδιος ο μάστορης που έπλασε της Ασήμως την ομορφιά, έχυσε και του Πανάγου τη χάρη. Μα του Πανάγου με κάτι πιώτερη γνωρισιά. Την ομορφιά την περέχυνε κάποια σα μελαχολία, σα σοβαρότη, που έλειπε ολότελα από της μαζώχτρας την όψη. Έπειτα χείλη πιο παχουλούτσικα, σαγώνι πιο στρογγυλωτό. Το μουστάκι του πάλε, το καστανό, το ψιλόχνουδο, το πηχτουλό, σου παρουσίαζε αντροσύνη και ζεστασιά, που τα ψιλογραμμένα τα φρύδια δεν τηνε δείχνανε. Όσο για τα μαύρα του μάτια, τα στοχαστικά και τα γοργοκίνητα, τέλος δεν είχε η λυπητερή διαφανάδα τους. Με το Κρητικό το μαυρομάντιλο τυλιγμένο περίγυρα στην κορφή του, δεν τα πολυστερούσουνα τα σγουρά του. Στερούσουν όμως, αν τύχαινε κ' ήθελες μάθημα τέχνης από το φυσικό, στερούσουν τα σκέλια, κρυμμένα καθώς είταν μες στα μακριά τα στιβάνια.

Στέκετ' ομπρός στο μισόγεμο το σακκούλι ο Πανάγος. Γνωρίζοντας τις συνήθειες της λυγερής, το μαντεύει κατά που τράβηξε, και τηράει μαριόλικα προς τα κάτω. Η ώρα το είχε; της ηλικίας είταν; της μοίρας του; Αναπόφευγη λαχτάρα τονε συνεπαίρνει να κινήση και να βρη την κοπέλλα. Ίσως και λιγουλή περιέργεια. Τράβηξε τον κάτω το δρόμο δίχως δεύτερη συλλογή. Άμα ζύγωσε τη δασωμένη κοιλάδα, άρχισε κι αλαφροπάταγε σα να κυνηγούσε περδίκι, τηρώντας από παντού. Την είδε δεν την είδε, και χώθηκε πίσωθε χοντρόκορμης καστανιάς. Είταν ό,τι τέλειωνε το ψωμί της. Στέκουνταν ασάλευτος, ανάσαστος, τα μάτια στηλωμένα απάνω της, μισανοιγμένα τα γελαζούμενα χείλη του, ως είκοσι βήματα μακριά. Δεν του ξέφυγε μήτ' ένα της κίνημα. Όλα τα είδε, ταποκαμάρωσε, τάννοιωσε. Ίδρος ψιλός τον περέχυνε τότες που η Ασήμω κοίταζε το σταφύλι. Σύφλογη λαχτάρα τον περιτύλιξε και του στέγνωνε το λαρύγγι. Από στοχαζούμενος εργάτης του κόσμου έγεινε μονομιάς ο Πανάγος αχαλίνωτος ποιητής, παιχνίδι της φαντασίας. Μήτε τονειρεύουνταν, πρι να ξεκινήση από το σπίτι του, τέτοιο απερίμενο απάντημα. Νοικοκύρης συσταζούμενος καθώς είτανε, μ' αδέρφια και με φαμελιά καλονόματη στο χωριό του, άλλη έννοια δεν είχε ως την ώρα παρά τις ελιές του και το τουφέκι του.

Από τη στιγμή όμως που πήγε και βρήκε το χτήμα του έρημο, γύρω τριγύρω μήτε ψυχή, κι ως τόσο ο κόσμος γεμάτος ζωή κι ομορφιά, γεμάτος χίλια δυο μάγια που η φύση τα στένει να ξυπνήση τη νιότη και να της θυμίση πως την κρατάει αιώνια της σκλάβα, κάτι σαν τρέλλα τον άδραξε τον Πανάγο και τον κατρακύλησε τον κατήφορο. Το γνώριζε πως άλλη μαζώχτρα δεν έμνησκε τώρα παρά την Ασήμω. Τα γνώριζε τα κρύφια της καταπότια. Την ήξερε την Ασήμω από παιδί. Θα πης, μια και βγήκανε στον κόσμο, άλλαξαν κ' οι δρόμοι τους πια. Ο Πανάγος με την παρέα του, η Ασήμω με τις μαζώχτρες της. Κάθε όμως φορά που τόβρισκε βολικό η Ασήμω, μα στο μάζωμα είτανε, μα στο χωριό, μα στο πανηγύρι, του κρυφοπέταγε φλογερές ματιές. Το σκαρί της, το αίμα της, η ψυχή της όλη, αρχοντόπουλο γύρευε. Και ποιος τον ξεπερνούσε τον Πανάγο στην αρχοντιά και στη λεβεντιά; Καμώνουνταν τον κουτό ο γνωστικός ο Πανάγος, είνε αλήθεια. Μα δεν μπορούσε και να μην τα βλέπη, να μην τα νοιώθη. Κ' έτσι ήρθε ώρα και πλημμύρισαν την καρδιά του, και ξεχείλισαν, κ' έπνιξαν το λογισμό του οι μελετημένες εκείνες οι μαριολιές της.

Και να καταλάβης πως ο Πανάγος δεν το σκόπευε να το ρίξη σε τέτοιο γλέντι, να μπλέξη σε βρόχια κρύφιας αγάπης, μα ας είτανε και προς ώρας, — νά που δε νοιάστηκε να παραγγείλη να μην αφήσουνε το λαγωνικό του και ξεπορτίση και τρέξη κατόπι του. Παρ' άμα γύρισε το σκυλί από τις γειτονικές του περιοδίες, και δεν βρήκε τον αφέντη του σπίτι, πήρε το μονοπάτι κι αυτός, και πρι ναποτραβήξη, ας είταν και μια φορά, την ξεκρεμασμένη του γλώσσα, σκύβε σκύβε και μύριζε μύριζε βρέθηκε μέσα στα λιόδεντρα. Από κει πάλε μια και δυο και στις καστανιές. Και πρι να τον πάρη του Πανάγου το μάτι, κοντοστέκεται ο Πιστός ως δέκα βήματα δεξά του, ακκουμπάει στα πισωμέρια του μια στιγμή, τινάζει αστραπές από τα ολόξυπνα μάτια του, και δες του ένα ολόχαρο αλήχτισμα. Ολόρθη αμέσως από τη μια η ξαφνισμένη η Ασήμω, ξύλο μονάχο από την άλλη ο Πανάγος! Κοιταχτήκανε κατάματα μια στιγμή.

— Με ξίππασες, καημένε, του κάνει η Ασήμω, συμμαζεύοντας τα τσακισμένα της φορέματα και μαλλιά.

— Τι τήραες εκεί απάνω; της λέει ο Πανάγος, και στο πρόσωπό του συνανταμώνουνταν το χαμόγελο της αγάπης με το κοκκίνισμα της ντροπής.

— Το σταφύλι, απολογιέται η μαζώχτρα, και χαμηλώνει τα μάτια.

— Το σταφύλι λαχτάρησες; της ξαναλέει ζυγώνοντας, καθώς πηδούσε ο σκύλος στα γόνατά του λαχανιασμένος. Εγώ να σου το κατεβάσω το σταφύλι.

Αποθέτει χάμω το τουφέκι, κι ώσπου να γυρίσης να 'δης, βρέθηκε στο δέντρο απάνω. Κόβει το σταφύλι, και το πετάει στην ανοιγμένη ποδιά της.

— Δε σκορπίστηκαν οι ρώγες, φωνάζει η μαζώχτρα αποκάτω, κρατώντας στο χέρι το κεχλιμπαρένιο τσαμπί αψηλά, αψηλά, και με ξέθαρρο γέλοιο δείχνοντας ταψεγάδιαστα δόντια της.

Σαν κατέβηκε ο Πανάγος, δεν είταν πια και πολύ θολωμένος ο νους του· δεν απορούσε τι να κάμη και τι να πη· παρά εκεί που το κράταγε αυτή ακόμα το τσαμπί και το γλυκοκοίταζε, σκύβει να φιλήση το χνουδάτο της μάγουλο. Έβαλε τον αγκώνα της η Ασήμω, σα να τον αποσπρώξη. Πιάνει τότες εκείνος το χέρι της και το γλυκοσφίγγει. Αυτό το γλυκοσφίξιμο, αυτή η αμίλητη η προξενειά της κρύφιας αγάπης, τάκαμε όλα τα γνωστικά του συστήματα, όλους τους σοβαρούς λογισμούς του και τις νοικοκυρεμένες ξαποφασιές του — όλα φωτιά και φλόγα τα γύρισε. Μέθησε ο Πανάγος κακό μεθήσι. Όσο για την Ασήμω, μεθησμένη καθώς είταν τώρα και χρόνια, και μεθήσι ακόμα πιο σημαντικώτερο, της φιλοδοξίας και της μεγαλωσιάς, φόβο δεν είχε πια τώρα. Αφήκε δίχως την παραμικρή συμμάζεψη τολόζεστό της αίμα και πήρε βράση και βράση. Τονε δαιμόνιζε ο φλογερός ο ανασασμός της, τα ολοκόκκινα μάγουλα, τα σύνυγρα μάτια. Δολώματα όλα λογαριασμένα με τετραπέρατη τέχνη, μα όχι και με το ζόρι φερμένα. Όση γνωρισιά κι απόφαση απομέσα, άλλη τόση γλύκα και τρυφερωσύνη απέξω. Στεκότανε σα μεγαλογυναίκα μα την αλήθεια, με λογισμούς ανώτερους και πιο ξεδιαλισμένους από κοινής μαζώχτρας. Δεν τον κοίταγε τώρα κατάματα, παρά χάμου πάλε οι ματιές της. Ίσως και διαλογίζουνταν ακόμα τόνειρο της ζωής της, πώς να το πετύχη καλλίτερα. Ως τόσο το χέρι της τάφινε πάντα στου λεβέντη το χέρι. Μισακκούμπησε τέλος στον ώμο του και το συλλογισμένο κεφάλι της. Αυτό σα να τον ξύπνησε τον Πανάγο. Σα να συνέφερε μια στιγμή. Μα ό,τι έκαμε να συμμαζευτή, να κι αρχίζει ο σκύλος, που χοροπηδούσε ως την ώρα τριγύρω τους, και γλείφει τάλλο της το χεράκι, που κράταγε το τσαμπί· λες κ' ήρθαν όλα και τη βοηθήσανε την Ασήμω. Δεν έσωνε πια του Πανάγου η γνώση να τα χαλάση τα μάγια της. Θέλοντας μη θέλοντας άπλωσε κ' έβαλε τα δυο του χέρια γύρω στο μαλακό της λαιμό. Τον ξαναείδε τότες και κείνη κατάματα με μάτια που κολυμπούσανε στην αγάπη.

— Θα με πάρης; τονε ρωτάει σιγά σιγά.

 — Ακούς εκεί; και πώς όχι, πουλί μου; Μηγαρής δεν τους ξέρουμε
τους γονιούς σου; Ένα μετά μας είταν και κείνοι.

 — Άλλο τώρα δε θέλω, αυτό μου σώνει. Πάρ' το εσύ το τσαμπί. Τι δε
σου αξίζει εσένα!

Και του τόβαζε στο στόμα του ρώγα ρώγα, και τον γλυκοκοίταζε καθώς μάννα γλυκοκοιτάζει το μονάκριβό της βυζάνοντάς το.

Πέρασε κάμποση ώρα. Σήμαινε ο Σπερνός κι ο Πανάγος με την Ασήμω ξανανεβαίνανε στο χτήμα, αρραβωνιασμένοι ανάμεσά τους.

3

Είταν πια βράδυ βράδυ σα γύριζε η Ασήμω στο φτωχικό της, όξω κι όξω του χωριού δίπλα σε θολή ρεματιά, — καταδεχάμενος τόπος για γουρουνάκια, για χήνες και για ορνίθια. Την ηύρε τη θεια της και συμμάζωνε τη φτερουγιαστή φαμελιά της, να καταλαγιάσουνε πρι να σκοτεινιάση. Στέκουνταν καταμεσής χωραφιού και τα φώναζε, το κάθε είδος στη γλώσσα του, — τα έρμα της, καθώς τάλεγε.

— Έλα, έλα και θα σου πω, της κράζει η Ασήμω. Άφινέ τα τά κοτόπουλα κ' έρχουνται μοναχά τους. Έλα, και θα το δης το πουλί που σου φέρνω.

Ζυγώνει σιγοπερπατώντας η σκυφτή γριούλα, και της λέει.

— Τι 'ναι μαθές αυτά που γυρεύεις πάλε να μου πουλήσης στα γεράματά μου; Πώς γίνεται και δε μούφερες μαθές ξύλα απόψε; Τα γόνατά μου κοπήκανε μάζευε μάζευε κούτσουρα.

— Να παράδες, που τη γρίνα δεν μπορείς να τη ξεχάσης και μια βραδιά. Τρέχα και πες κανενός να σου φέρη. Τι με λογιάζεις έτσι; δεν τάκλεψα· το μεροδούλι μου είνε.

— Το μεροδούλι σου; κι αμέ ύστερα; ανακράζει η γριά τρεμάμενη και σαν πλαντασμένη.

— Ύστερα; Έχει ο Θεός και για ύστερα. Ως από βδομάδα μπορεί να είμαι και νύφη. Και τότες πια λέω του γαμπρού και σου φτιάνει και σένα φουστάνι, που πας να μείνης . . .

— Έλα στο νου σου, κορίτσι μου! Σαββάτο βράδυ κιόλας. Και σταυροκοπιέται.

— Δε σ' απογελώ, κ' έννοια σου. Λωλή δεν είμαι. Το είπα, το ξανάειπα, πως θα γίνη, κ' έγινε. Και μ' αρχοντόπουλο, όχι παίξε γέλασε. Τον Πανάγο, θεια, τον Πανάγο!

Και χτυπούσε τον ένα γρόθο απάνω στον άλλο, τάχα να δείξη πως πέρασε το θέλημά της.

Φαινότανε σα Μαινάδα, σαν τρελλή Αφροδίτη, με τέτοια ομορφιά και με τέτοια φερσίματα, σαν έβγαλε τα στιβάνια της, και στεκάμενη γυμνόποδη και γυμναστράγαλη, ξεμάλλιαγη και δρώμενη ακόμ' από τη ζεστασιά, λαλούσε της θειας της αυτά τα λόγια με μάτια ορθάνοιχτα και με σαν παλληκαρίσια κορμοστασιά.

Όλη εκείνη τη βραδινή την πέρασε η θεια Πασκαλιά στης γειτονιάς τα κατώφλια. Όχι και πως πολυπήγαιν' εκεί, γιατί όντας λιγάκι ξεμωραμένη την πείραζαν, κ' έτσι την απόφευγε την πολλή συντροφιά. Απόψε όμως άλλο πράμα. Πήγε και παραπήγε. Δος του ψαλίδισμα η γλώσσα της για το ριζικό της ανιψιάς της. Έτρεξαν και μερικές να τηνε συχαρούν την Ασήμω. Απομείνανε θα πης· δίχως ξύλα, απομείνανε και δίχως κάτι ψόνια για την αποταχινή. Μα δε χαλνούσε κι ο κόσμος με δαύτα. Έτσι λέγανε μια μια οι γειτόνισσες, και τους φέρνανε δανεικά. Ως και ψωμί δανεικό τους κουβάλησαν.

Κομπόδεμα λοιπόν η μαζώχτρα η Ασήμω, κομπόδεμα η θεια της η
Πασκαλιά, κομπόδεμα κ' οι γειτόνοι.

Την Κεριακή η Ασήμω την πέρασε, σα δεν πετιούνταν καμιά να τηνε δη και να τη μακαρίση, βγάζοντας κι αραδιάζοντας όσα προικιά τα είχε από χρόνια θησαυρισμένα, και μετρώντας τα και ψάχνοντάς τα. Σεντόνια βαμπακομέταξα νυφικά, παπλώματα μυριόπλουμα και μυριοκόλλητα, μαντιλάκια στο μάγκανο χρυσοκεντημένα, κάλτσες λευκοβάμπακες, καπνοσακκούλες μετάξι πλεγμένες πολυχρωμάτιστες, ζώνες, πουκάμισα μπιμπιλωτά, φαρδομάνικα και φαρδόλαιμα, βρακοζώνες αντρίκιες και γυναικίσιες, άλλα για λόγου της, άλλα για το γαμπρό και για τους συμπεθέρους, — τι δεν έκρυβε το προικοσεντούκι της φτωχής, μα νοικοκυρεμένης Ασήμως. Τάνοιγε, τάπλωνε, τάβλεπε, τα ξανάβλεπε, τα ξαναδίπλωνε, ταπόθετε πάλε σαν άγια λείψανα μέσ' στο σεντούκι, και φορεμένη καθώς είτανε σήμερα τασπροκάθαρα κεριακάτικά της, λουσμένη κι όσο γίνεται στολισμένη, άξιζε να την κοιτάζη άνθρωπος με τις ώρες, άφησε πια την περίλαμπρη ομορφιά της, μα για ταναγάλλιασμα εκείνο που αλαφροπέταγε απάνω στο περήφανο πρόσωπό της, που αλήθεψε το χαδεμένο της όνειρο. Και κάθε φορά που τα δίπλωνε τα μοσκομυρισμένα συγύρια της και τα ξαναστοίβαζε, κοντοστέκουνταν και λίγο και συλλογιότανε το τι ερωτιάρικα λόγια θα του ξαναπή αύριο του καλού της σαν τον ανταμώση το βράδυ καταπώς συφωνήσανε, και ποια μέρα θα βάλουνε κιόλας για τον καθαυτό τον αρραβώνα, που πρέπει να τελεστή κι αυτός με την τάξη του, να την αναγνωρίσουνε νύφη τους κ' οι συμπεθέροι.

Στην εκκλησιά πάλε εκείνη την πρωινή, που από τον όρθρο πήγε και στάθηκε η θεια Πασκαλιά στο στασίδι της, μεγάλο και πολύ σούσουρο ταπολείτουργο. Μα και στη λειτουργιά απάνω κάτι μουρμουρητά κρυφοδιάβηκαν από δω κι από κει, κι ώσπου να πη ο Παπά Χαράλαμπος το στερνό στερνό του Αμήν, τόξερε όλη η εκκλησιά, γυναίκες, άντρες, ψαλτάδες, ίσως κι ο ίδιος ο Παπάς, πως ο Πανάγος κ' η Ασήμω τα ψήσανε.

Σαν κατέβηκαν οι άντρες στο καφενείο να πιουν τον καφέ τους, ήρθε δεν ήρθε ο Πανάγος με το μικρό του αδερφό το Γιάνη, και τραβάει το σκαμνί του κοντά τους ένας λεβέντης κάτι πιο μεγαλήτερος από τον Πανάγο, το ίδιο το σουσούμι απάνω κάτω, μα σαν πιο ξανθουλός, πιο ανοιχτόκαρδος, πιο γελαζούμενος· ίσως και λιγάκι πιο παχουλός.

 — Είνε αλήθεια αυτά που ακούγω; σκύβει και κρυφορωτάει τον
Πανάγο.

— Τι άκουσες;

— Να πως η Ασήμω της θεια Πασκαλιάς λέει. . .

Κάμνει αμέσως το σταυρό του περίλυπα χαμογελώντας ο Πανάγος, και,

— Να μην το πη κανείς πως έχει και τίποτις από τον κόσμο κρυφό, απολογιέται του αξαδέρφου του τού Μιχάλη. Μα στάσου δα, βλογημένε, να προλάβω και να σε ρωτήξω τη γνώμη σου πρώτα.

Ο Πανάγος κι ο Μιχάλης είταν πρώτ' αξαδέρφια συγγένεια, μα στην αγάπη και στην ξεφαντωσιά πιώτερο παρ' αδέρφια. Τίποτις δεν καταπιάνουνταν ο ένας, δίχως να το πρωτοπή του αλλουνού. Κατάντησε να τους λένε τους δυο τους «διπλάρια», ή κάτι τέτοιο. Όπου ο ένας, εκεί κι ο άλλος, μα γλέντι είτανε, μα κυνήγι, πόλεμος, σκοτωμός. Αχώριστοι σ' όλα τους.

Κάθισε, και πίνοντας τον καφέ του, του αποξήγησε τη δουλειά, ο
Πανάγος, άκρες μέσες, μιλώντας του χαμηλόφωνα πάντα.

— Πιάστηκα στα βρόχια της, ξαναείπε, τι τα θες. Α βγης έξω και πης του ήλιου πως δεν καψώνει, πες μου και μένα πως η καρδιά μου είναι πέτρα ομπρός στην ομορφιά της.

— Μωρέ τι πέτρα και τι ξεπέτρα, που ο κόσμος σ' έχει κιόλας αρρεβωνιασμένο, κι ακόμα πιώτερο. Τηνε γλυκοφίλησες, λέει, απανωτά, και σέκαμε, λέει, και σκαρφάλωσες μια θεόρατη καστανιά σα νυφίτσα να της κόψης ένα τσαμπί, κ' ύστερα, λέει . . .

 — Σήκω, σήκω να πάμε σπίτι σου, και σου τα λέω. Δεν αξίζει εδώ.
Κοίταξε πως αυτιάζουνται όλοι τους.

Σηκώθηκαν οι τρεις τους, κ' ίσια στου Μιχάλη το σπίτι. Η Μιχάλαινα, ό,τι γύρισε κι αυτή από τη λειτουργιά. Έβγαζε τη σκέπη της και την απόθετε απάνω σε σεντούκια μαζί με το μαντιλάκι της, και ταντίδωρο μέσα τυλιγμένο, για τη γριά τη μάννα της απάνω.

Λες και σαν ορθόκορμη κι αρματωμένη Αθηνά σταθηκε μπροστά στον Πανάγο άμα τον είδε κ' έμπαινε στο χαμώγι, και μετρώντας τον πατόκορφα με τα θεογάλανα εκείνα τα μάτια της, μόνο που δεν τον έτρωγε καθώς του φώναζε η αρχοντικιά, η ασπρόδερμη κ' η φεγγαροπρόσωπη η Μιχάλαινα.

— Τι 'ναι μαθές αυτά που αντιλαλήξανε πάλε μέσα στον κόσμο! Δεν είναι καμώματ' αυτά, και να λείψης. Ρεζίλι μαθές πολεμάς να μας κάμης!

Τούκοψε μονομιάς τον ανασασμό σαν άνεμος η χολοβρασμένη η Μιχάλαινα. Κι όχι πως είταν ο Πανάγος από κείνους που τους συνεπαίρνει μιας γυναίκας φωνοκόπι, ας είνε και της ανοιχτομίλητης της Μιχάλαινας. Μα καθώς είδαμε, ο Πανάγος είτανε δυο λογιώ. Δυο μεριές τις είχε. Τη μια, γνώση, ζύγισμα, στοχασιά. Την άλλη, ίσως την πιο μικρότερη, φωτιά κι αγάπη και πάθος. Από την ώρα που χωρίστηκε από την Ασήμω ο Πανάγος, άρχιζε η γνωστική η μεριά και δούλευε, όλο δούλευε μες στα κατάβαθα του λογισμού του. Σαράκι τον έτρωγε· και τι σαράκι; τρυπάνι και τον διαπερνούσε το νου του. Ησυχία δεν του άφινε η γνώση. Τόσο, που τη νύχτα εκείνη — ακοίμητη νύχτα — αναπετάχτηκε μιαν ώρα από το κρεββάτι, έκαμε ένα τσιγάρο, και πίνοντας το ανάκραζε ολομόναχος — Μωρέ στο διάβολο, και να γεννιούμουνα μπούφος!

Όσα τούψελνε αυτή την πρωινή η Μιχάλαινα, κι ακόμη πιο χερότερα, τα είχε πωμένα ο ίδιος του εαυτού του χίλιες φορές αποβραδίς κι απονυχτίς. Με τι συνείδηση τώρα και με τι δυνατογνωμιά να της εναντιωθή της μανιασμένης του αξαδέρφης.

Ο Μιχάλης καθώς κι ο Γιάνης σωπαίνανε. Τόξεραν πως σε καλού δικηγόρου χέρια βρίσκουνταν η δουλειά τους.

 — Είναι καλή αυτή για τη ράχη του, μουρμούριζε ο Μιχάλης κάτω από
το ξανθουλό του μουστάκι.

Στεκότανε σαν παιδί φταιξιάρικο ο Πανάγος.

— Άλλοι μας, κι άλλοι μας! ξεφώνιζε η Μιχάλαινα, σέρνοντας τα κόκκινα μάγουλά της με τα δυο της χέρια. Που θα βάλουμε στα σπιτικά μας και την ψυχοπαίδα της γουρουνούς!

— Σώνει σου, Βασιλική, γυρίζει και της κάνει ο Πανάγος. Μωρό παιδί δεν είμαι, να με σκιάζης δα και με τέτοιες κοροϊδίες. Κι από μένα καλλίτερα το ξέρεις πούθε έρχεται η Ασήμω.

 — Ναι. Σάματις δεν τη γλυκόβλεπαν οι Τούρκοι τη μάννα της! Ας τα
Πανάγο, ας τα! Όσο τα σκαλίζης . . . ας τα, σου λέω.

Κι άπλωσε το χέρι της και ξαναπήρε το μαντίλι από τη σεντούκα, να δώση δουλειά στα ταραγμένα της νεύρα.

 — Μα αν της τόταξα; Ξαναλέει ο Πανάγος με καρδιοχτύπι, σα
νάρριχνε τη στερνή του την τουφεκιά.

— Και τι μ' αυτό; γυρίζει και του κραίνει η Μιχάλαινα με σουφρωμένα φρύδια και με χείλη που στάζανε φαρμάκι. — Και τι μ' αυτό; Μηγαρής τίμια σου φέρθηκε αυτή να σε μπλέξη στη βρακοζώνη της; Και δεν το κατέχω τάχα πως χρόνους και χρόνους σε παραμόνευε να σε πιάση, κ' είχε δεν είχε το κατάφερε να σε κωλοσύρη εχτές εκεί κάτου σαν πεινασμένο γατί;

Μείνανε μερική ώρα όλοι τους αμίλητοι, όλοι στεκάμενοι ο ένας αντίκρυ του άλλου, μες στο χαμώγι. Κι ότι σάλευε ο Πανάγος τ' αχείλι του κάτι να πη, κάτι να μουρμουρίση, χτυπάει αποπάνω η γριά — είταν ανήμπορη αυτή κ' έμενε σπίτι — και φωνάζει πως να μην κρυώση ο καφές.

Ανέβηκαν, κι άλλαξαν ομιλία. Ελιές, μαζώματα, λαγούς, κάστανα, κυνήγι, Τούρκους, τουφεκιές, μπαλλοτές, κ' έτσι πέρασε κάμποση ώρα. Σάνε γύρισε μεσημέρι και σηκώθηκαν τα δυο ταδέρφια να κινήσουν κατά το σπίτι τους, τους ξεπροβόδωναν ο Μιχάλης κ' η γυναίκα του ως όξω από την πόρτα, και δος του πια τότε μουρμουρητά και χειρονομίες.

— Άφησέ με και τα βολέβω, ακούστηκε κ' έλεγε ο Πανάγος πηγαίνοντας.

4

Σαν έφεξε δευτέρα κι ο κόσμος ξεκινούσε να πάη στη δουλειά του, δεν περνούσε πια το δρόμο με το καλάθι η Ασήμω καθώς πάντα, να τραβήξη κατά τα δέντρα, νανταμώση συντρόφισσες, και να κόβουνε και να ράβουνε διαβαίνοντας. Αλλού ταξίδευε τώρα ο νους της. Έπρεπε τώρα να σκαρώση νοικοκεριό, να διαρμίση το σπιτικό της, να βαστάξη και κάποια θέση. Κομμάτι και το βαρύ, να την ψηφάη κι ο κόσμος. Σφαλιέται λοιπό μες στο καλύβι της, κι αρχινάει και ξεσκονίζει ανέμες, ρόκες, αδράχτια, μαγκάνους. Είχε κ' η γριούλα κάτι δικά της να νοιαστή. Περνώντας κι αυτή καλή μαγείρισσα — και ποια νησιώτισσα δε γεννήθηκε με τη μασιά και με τη σκάρα στο χέρι! — αφίνει τα γουρουνάκια και τις όρνιθες στην τύχη τους, και καταπιάνεται τα πιο απόβαθα μυστήρια της παινεμένης της τέχνης. Ανοίγει τσίπες, τσακίζει αμύγδαλα, γουδοτρίβει κανέλλες και κόκκινες ζάχαρες — όλα για τα μπουρέκια και για τάλλα γλυκύσματα που θα χρειαστούνε όπου και να είνε. Πρόβαλαν και δυο τρεις άλλες γριές από τη γειτονιά, και της πρόσφερναν, άλλη συβουλή, άλλη γνώμη, κι άλλη την καλή της ευκή, αν και κρυφοτρώγουνταν όλες τους κι από κάποια ζούλια, και σαν τύχαινε βολικό, χτυπούσαν και τα ρουθούνια τους μπαινοβγαίνοντας. Φανερά να το δείξουνε, δεν πολυταίριαζε. Έπειτα, ποιος τόξερε και τι καλό μπορούσε να τους κάμη καμιά μέρα η Ασήμω;

Μια από τις παντογνώστριες αυτές, ό,τι μίσεψε από της Ασήμως, ύστερ' από κάμποση ώρα κουβέντα το τι πρέπει να γίνεται και τι να μη γίνεται σαν αρραβωνιάζεται κορίτσι, να τηνε πάλε στο κατώφλι λαχανιασμένη, κομμένο το χρώμα της, την ποδιά της στα χέρια, σα να την κυνηγούσανε Τούρκοι.

— Μωρή τι έπαθες, που θεός να σέβρη, κράζει η Ασήμω απομέσα, εκεί που σκάλιζε τα κοριτσίστικα σύνεργά της.

— Αμέ και τι να μην πάθω, κακόμοιρη, που έρχεται και μου λέει ο γέρο — Σταμάτης μου, ό,τι ανέβηκε από του Φώτη το καπελιό, πως είνε λέει όλα ψέματα, και δεν τόχει σκοπό ο αφέντης μας ο Πανάγος, μήτε το είχε ποτές του. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτρα, μα τάκουσε από μέρος που δεν έχει να πης, από τον αξάδερφό του τον κυρ Μιχάλη λέει τάκουσε. Ύστερα, λέει, κατέβηκε κι ο Πανάγος στο καπελιό, λέει, και του πάτησε ένα βρισίδι, λέει, του Σταμάτη μου που αποκότησε και τονε συχάρηκε, που δε μεταγίνεται, λέει. Μωρή και δε μου λες, μορφούλα μου, πως είσαι θεόλωλη και μας έφερες έτσι δα άνω κάτω δίχως λόγο στα καλά καθούμενα; Μωρή, και δεν τρέχεις στις ελιές σου, κακόσυρτη, και δεν αφίνεις τις ρόκες και τα προικιά, μην πάτε και ψοφήστε της πείνας, κ' εσύ κ' η θεια σου;

Και λέγοντάς τα αυτά μεγαλόφωνα η φοβερόγλωσση η γειτόνισσα κράταγε τις χέρες της ακκουμπησμένες απάνω στους γόφους της, πούλεγες και το μαντίλι της έρριχνε να πιάση γερή λογομάχητα, και να τις αποστομώση μια και καλή και τις δυο, θεια κι ανιψιά. Κι όχι από κακογνωμιά κι από παράλογο πείσμα, παρά να ξεθυμάνη, που είχε κι αυτή κόρη για παντρειά, κι όχι γαμπρό, μα μήτε δαυλό, που λέει ο λόγος, δεν μπόρειε να της βρη.

Δεν έγινε η αποθυμιά της γειτόνισσας. Χύμιξε ολόχλωμη κι αμίλητη η Ασήμω, και με μια της σκουντιά σφάληξε την πόρτα κατάμπροστά της. Ξεφώνιζε η γειτόνισσα απέξω, μα τα ξεφωνητά της λίγο λίγο αδυνάτιζαν, καθώς έφευγε και πήγαινε. Έμεινε τότες η θεια κ' η ανιψιά μαρμαρωμένες, κοιτώντας η μια την άλληνα.

— Τρέχα να δης, αλήθεια είνε ή ψέματα, λέει η Ασήμω της θειας της προσεχτικά, σαν πολεμιστής που ακούγει προδοσία και στέλνει υποταχτικό του να δη τι τρέχει.

Βγαίνει η γριά με το ραβδί της, τρομαγμένη και κακώς έχοντας. Δεν άργησε να γυρίση. Ήρθε ολότρεμη, δακρυσμένη, δεμένη η γλώσσα της, κ' έπεσε χάμου και στηθοδερνότανε σα μοιρολογίστρα. Μήτε λόγο η πλανταγμένη η Ασήμω. Σκυλοπνίγουνταν η ψυχή της μέσα σε λαβωμένης περηφάνειας φριχτή αγωνία. Μήτε φωνή, μήτ' αναστεναγμό δεν μπορούσε να βγάλη· παρ' αρπάζει τη μαγουλήκα της, το ρίχτει απάνω της, και πετιέται όξω. Γύρισε δεξά κατά τη γειτονική την εξοχή, και πρι να τη μυριστή άνθρωπος χάθηκε μες σε ρουμάνια και πίσω από δέντρα.

Ανέβαινε τανηφορικά μονοπάτια σαν τη λωλή. Λες και στο κορφοβούνι γύρευε να σκαλώση, ναγναντέψη τον κόσμο περίγυρα, και να τονε φτύση με στόμα φαρμακωμένο. Τέτοια λύσσα έβραζε μέσα της.

Κι ως τόσο ποτές η Ασήμω δε φάνηκε ομορφότερη, τα μάτια της ποτές δε σπιθοβόλησαν πιο αστραφτερά από τη φοβερή εκείνη τη βραδινή. Διάβαινε χαμόδεντρα, πηδούσε λιθάρια, ανεβοκατέβαινε λακκωσιές, σκαρφάλωνε βράχους, σαν αγρίμι κυνηγημένο από τη φωλιά του, πούλεγες τρύπα γύρευε να γλυτώση. Ζυγώνει σε μέρος που ξάνοιγαν οι βράχοι εκεί απάνω, κ' έκαμναν είδος δώμα. Στέκοντας εκεί είχες τα τούρκικα τα σπίτια καταδεξά λίγο παρακάτου, τα τούρκικα τα λιόδεντρα πάνωθέ τους από την ίδια μεριά, ολόγυμνα καταρράχια και βοσκιές πίσωθε, χαμόδεντρα πάλε και κουμαριές και θυμάρια κατά ταριστερά. Μέρος που το σύχναζαν οι βοσκοί, το σύχναζαν κι όσοι βγαίνανε στους λαγούς ή στο χορτομάζωμα. Απλωσιά χορτάρι καταμεσή στα κρεμαστά εκείνα τα βράχια, και μονοπάτι αποκάτου ως είκοσι πόδια βάθος. Κάθισε στο δώμα εκείνο απάνω μια στιγμή η Ασήμω, και τήραγε στα μακριά το κάτω χωριό, το χριστιανικό, κι άκουγε τα λαλητά που γεμίζουν τον αέρα σε κάθε χωριού γειτονιά, απ' άντρες κι από γυναίκες, από παιδιά κι από γέρους, από σκυλιά κι από λογής λογής ζώα και πετάμενα, κάθε βράδυ στο γέρμα του ήλιου και πρι να πάρη απόνυχτο. Κι απ' όλα το μεγαλήτερο το βουητό και το πιο ατέλειωτο φωνοκόπι τόβγαζαν οι γυναίκες που μαζεύουνταν κείνη την ώρα στη βρύση απέξω από το χωριό, να νεροκουβαλήσουν.

Δαιμονισμένα τσιρίγματα κι ακράτητα γέλοια έπαιρνε στα φτερούγια του ο αέρας και τα σκόρπαγε στις τέσσερες άκρες του κόσμου. Τάκουγε η Ασήμω, και θαρρώντας τα πως είταν του κόσμου η κατάκριση κ' η καταλαλιά για τη συφορά της, σπαράζουνταν τα σηκώτια της, θόλωνε ο νους της, κ' έτσι της ερχότανε νανατιναχτή και να γκρεμιστή από την άκρη του βράχου, και μαζί με τα κόκκαλά της να σπάση κάθε της λαχτάρα και κάθ' ελπίδα μια και καλή. Κ' εκεί πάλε που συλλογιότανε τέτοια, πέφτει το μάτι της κατά τη λακκωματιά εκεί κάτω, τη λογιάζει ως την άλλη της άκρη, κατά την πέρα μεριά του χωριού, και τηρώντας τις θεόρατες δεντροκορφές που τη σκέπαζαν, ανιστόρησε άξαφνα το προχτεσινό της αντάμωμα, και της ήρθε απαρηγόρητο κλάμα. Σα να τάβρισκε ως τόσο παιδακίσια τα δάκρια σε τέτοια σκληρή συφορά.

Τα σφουγγίζει μάνι μάνι με την ποδιά της, και μπαίνει σε βαθεια συλλογή. Αμίλητη, ανάκουγη, ασάλευτη, και μήτε ανασασμό. Κ' εκεί που κάθουνταν έτσι, αθώρητη κι αγνώριστη ζουγραφιά, ακούγει ποδοβολητό αποκάτω. Κάμνει πως σκύβει, και βλέπει δυο λεβέντηδες κι ανεβαίνουν το μονοπάτι, τα τουφέκια στον ώμο. Είταν ο αδερφός του Πανάγου ο Γιάνης κι ο αξάδερφός του ο Μιχάλης. Βγαίνανε στους λαγούς. Αποσταμένοι κ' οι δυο τους με τον ανήφορο, ανεβαίνανε σιγανά σιγανά. Δυό τρεις στιγμές ακόμα, κι αντιδιαβαίνει και τρίτος. Είταν ο Πανάγος. Ίσια ίσια την ώρα που συφώνησε νανταμώση την Ασήμω στην πέρα τη μεριά του χωριού, κατά το χτήμα του. Φριχτή ανατριχίλα την έπιασε τη λυσσασμένη μαζώχτρα. Της ήρθε ναρπάξη λιθάρι και να το κατρακυλήσει καταπάνω του. Αποτραβιέται δυο βήματα παραπίσω, μην τύχη και τηνε δη. Έτσι, σα να το σκόπευε κιόλας. Πέρασε ως τόσο ο Πανάγος άβλαβος κι άγκιχτος, κ' έμεινε η Ασήμω στεκάμενη ακόμη στ' απλάδι σαν παραλογιασμένη, σαν υπνοβάτρα που έννοιωθε και δεν έννοιωθε. Υπνοβάτρα που κάποιου φοβερού βραχνά προσταγή λες κι άκουγε μες στον παραδαρμένο της νου. Κάτι που καταντούσε στιγμή με τη στιγμή από υπνοφαντασιά στοχασμός, κι από στοχασμός μελετημένη απόφαση. Να τον παιδέψη με τρόπο χίλιες φορές πιο σκληρότερο από 'να παλιολίθαρο· να του κρυφοχύση στα σπλάχνα του αρρώστια αγιάτρευτη, στρίγλα να γίνη και να γεμίση το σπιτικό του ρήμαξη και θανατικό, κι όχι με δυσκολόβρητα βότανα και μαμούνια, παρά με μόνο το φοβερό φαρμάκι της γλώσσας της.

Έφεγγε πια τώρα στο μέτωπό της κάποια παρηγοριά. Σαν αχτίδα της κατέβηκε από κόσμους μυστικούς και τη μέρεψε. Δεν ψυχοπονούσε πια η Ασήμω. Όχι δα και πως γιατρεύτηκε μια και καλή ο βαθυρρίζωτος πόνος της, μα σκάλιζε σκάλιζε μες στα πικραμμένα της φυλλοκάρδια, βρήκε κι έβγαλε αξετίμωτο βάλσαμο, την εγδίκηση, τη γυναικίσια την εγδίκηση, που τύφλα νάχη μπροστά της το πιο φαρμακωμένο χαντζάρι ή το πιο αλάθευτο βόλι.

Φείδι πια τώρα ωριόπλουμο και μυριολύγιστο το κορμί της, τίγρη το μάτι της, μάγισσα το πονηρό της χαμόγελο, νυχτονεράιδα το σύνολό της, καθώς ροβόλαγε πίσω κατά το χωριό.

Βρέθηκε στη γειτονιά της ό,τι σκοτείνιαζε. Όλες γυρισμένες και μαζωμένες στις θύρες τους νακούσουνε τα μαντάτα, να πουν το κοντό τους και το μακρύ τους απάνω σε καθετίς, ως και για τα μελλούμενα του νησιού.

Σώπασαν όλες και κρυφοχαμογελούσανε βλέποντας η μια την άλλη μαριόλικα, καθώς είδαν την Ασήμω κι αντιδιάβαινε. Εκείνη όμως, ταυτί της τώρα δεν έδρωνε. Ένα μαζί τους έτοιμη να παραβγή κ' η Ασήμω στα ξεφωνητά και στα γέλοια.

— Μπα! Τάχατες πρωταπριλιάτικη μας την έπαιζες χειμωνιάτικο τις προάλλες, και μας βγαίνεις έτσι ξένοιαστη τώρα, σα να μην έγινε τίποτις; της λέει μια από τις πιο γνώριμές της.

— Μωρή, και δεν το χαίρεσαι που πήγαινα να πιαστώ απατή μου στα βρόχια του, παρά φοβήθηκες μην τύχη και γελάστηκες; σκύβει και της λέει της φιλενάδας εκεί που καθότανε με δυο άλλες στο κατώφλι της πόρτας της ανακούρκουδα, καταπώς κάμνουν οι χωριανές. — Μου γλυκομίλησε ο άνομος, και το πήρα κομπόδεμα σαν άμυαλη που είμουνα, και σα να μην το είχα μυρισμένο κι από τα πριν πως αυτός τάχει ψημένα με τη Μιχάλαινα χρόνους και χρόνους τώρα, από τότες που είτανε να την πάρη γυναίκα του και χάλασε ο αρρεβώνας, εξαιτίας που είταν ανήλικος, που να μην τόσωνε να χρονιάση.

— Χριστέ και Παναγιά μου! φωνάζουν κ' οι τρεις τους.

— Χριστέ και Παναγιά μου! ανασηκώνεται και μεταφωνάζει η μια τους, η παχύτερη, η αψηλότερη, κ' η πιο αθυρόστομη της παρέας. — Τώρα τα νοιώθω τα τόσα και τόσα που πήρε το μάτι μου και σήμερα μαθές που τους είδα πάλι με του ήλιου τανάβλεμμα όξω από το χωριό κατά του Πανάγου τα δέντρα, πρι να κατέβουν οι μαζώχτρες. Ο Θεός να φυλάη τις κοπελλιές μας από τέτοιους!

Το καινούριο αυτό το σούσουρο, το μεγαλήτερο, τόφαγε μονομιάς τάλλο, το μικρότερο. Μήτε Βεζίρης να είτανε η Ασήμω δεν θα τα κατάφερνε πιο ομορφότερα. Με δυο της κρυφές σαϊτιές γλύτωσε το κεφάλι της από το φοβερό το περιγέλοιο του κόσμου, και χαντάκωσε τον Πανάγο μες σε χίλιες φορές πιο φοβερώτερη καταβόθρα.

5

Καθώς όταν ψοφήμι πεταχτή σε κατοικημένα λημέρια, κι αρχίζη ώρα με την ώρα και φορτώνεται ο αέρας θανάσιμη βώχα, έτσι και στο χωριό μας το ήμερο, το γελαστό, το καθάριο, μια και τούχυσε στάλα η λυσσασμένη η μαζώχτρα από τα σπλάγχνα της, λες κι άνεμος φύσηξε και μετάδωκε το μόλυσμα από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι, από στόμα σ' αυτί. Βούηξε η Παραμυθιά με την άτιμη την καταλαλιά, βούηξαν και τα τριγύρω χωριά. Όλοι τάκουγαν το τρομερό το κρυφό, όλοι τόκριναν και το κατάκριναν και το ψιλολογούσαν. Όλοι, εξόν εκείνοι που έπρεπε πρώτα πρώτα κάτι να μάθουν, κάτι να τους σφυρίξη κανένας φίλος αληθινός, που αν είνε και ψέματα, να διαφεντέψουνε την τιμή τους οι άμοιροι.

Ως τόσο βρέθηκε σε δυο μέρες μέσα κι αυτός ο ήρωας.

Βρέθηκε ο Μανώλης, ο πιστός ο δουλευτής του Δημήτρη, του αψή, του πεισματάρη κι ανάποδου, του χολερικού αδερφού του Μιχάλη. Ο Μανώλης, που του κλάδευε και του μπόλιαζε αμίμητα τις ελιές του, που του ξετρύπωνε περίφημα τους λαγούς του, που και στις εθνικές απάνω τις μάχητες πρώτος μυρίζουνταν και μηνούσε του Κυρ Δημήτρη Τούρκικα κατατόπια, Τούρκικες μπροσκάδες και παραμονέματα και σκοπούς, αυτός και τώρα πήγε και τα πρόφταξε του αφέντη του μ' όλα τα στολίδια και ταποσώσματα που τα κολνούσε ο καθένας δηγώντας τους του γειτόνου του.

Θειαφοκέρι ο Δημήτρης σαν το πρωτάκουσε! Αμέσως, και δίχως μήτε στιγμή συλλογή, τα κόλλησε κι αυτουνού ο νους του στο χαλασμένον εκείνον τον αρρεβώνα. Δεν ξεστόμισε μήτε λέξη ώρα πολλή, παρά συγκρατούσε κλεισμένα τα τρεμάμενα χείλη του, σα να τούμπηγες σιγανή σουβλιά στα συκώτια του.

— Πήγαινε στη δουλειά σου, γυρίζει τέλος και λέει του δούλου προσταχτικά. Ψέμματα είνε. Και να το λες και συ πως είνε κακόβουλες καταλαλιές των εχτρώ μας.

— Έννοια σου, αφέντη.

Και δρόμο ο Μανώλης, τρομαγμένος με την όψη του κυρ Δημήτρη.

Δεν έμεινε τότες μήτε ο Δημήτρης ανάπραγος· παρά μια και δυο και τρέχει να βρη τον αδερφό του το Μιχάλη. Έβραζε μέσα του πηγαίνοντας. Έβραζε μέσα του όχι έτσι σαν αδερφός, μα σα να είταν ο ίδιος ο Μιχάλης και ζούλευε. Τόσο γκαρδιακά την είχε παρμένη την τύχη του αδερφού του στα χέρια του, από τότες που του προξένεψε τη Βασιλική για γυναίκα, και τους νοιαζότανε και τους δυο σαν παιδιά του, να μη βρέξη και να μη στάξη, χήρος όντας αυτός και δίχως παιδί.

Θάμα μα την αλήθεια που δεν του ήρθε και ξαφνικό. Όλα τα δαιμόνια της υποψίας ξυπνήσανε μέσα στον ταραγμένο του νου και τούσφαζαν άντερα, συκώτια, καρδιές. Φρένιασε ο Δημήτρης και πήγε. Όντας οξύθυμος από φυσικό του, κόρωσε μέσα του οργή λυσσάρικη κι αχαλίνωτη. Τίποτις δε ζύγιαζε, τίποτις δεν ήθελε να ζυγιάση μήτε να κρίνη. Λες και μ' ένα παράλογο, θεότρελλό πήδημα ο νους του τον έφερε σε μια και μονάχη κρίση κι απόφαση, την κακή και την άδικη. Και πάλε μ' ένα της χτύπο η καρδιά του τού γέννησε μια και μονάχη όρεξη, να χυμίξη ατός του, κι από το καρύδι δράχνοντάς την τη νύφη του τη Μιχάλαινα, να την πνίξη σαν όρνιθα, να γλυτώσουν από την ατιμία κι ο αδερφός του κι αυτός. Την αχάριστη τη σκύλα, τη δίγνωμη, τη διπρόσωπη, την κοκκινομαλλού. Ως και τα μαλλιά της από ξανθουλά τάβλεπε τώρα κόκκινα ο Δημήτρης.

Τον αντάμωσε το Μιχάλη στο χτήμα μεσημέρι γυρισμένο, τώρα και δυο ώρες. Στάθηκε ομπρός του, αμίλητος πάντα, πάντα ολότρεμος. Τον αγνάντευε κατά πρόσωπο με ματιά κρύα, σουβλερή, ανατριχιάρικη, σα Χάρου ματιά.

 — Τι έπαθες, 'βρέ Δημήτρη; μπας και δεν είσαι καλά; ρωτάει ο
Μιχάλης.

 — Έλα παραόξω και σου λέω, αποκρίνεται ο Δημήτρης γοργά και
μισοπνιγμένα.

Αποτραβήχτηκαν τα δυο αδέρφια σε παράμερη κώχη, και σαν αγριοκοίταξε δίπλα κατά το χωριό ο Δημήτρης, και μουρμουρίζοντας αντίθεες βλαστημιές έφτυσε στον αέρα, σα νάβλεπε κάποιον εκεί που λόγους δεν είχε να του παραστήση το μίσος του, γυρίζει και λέει του αδερφού του.

— Μωρέ Μιχάλη, κοιμάσαι, καημένε!

— Πες μου τι τρέχει, και με πέθανες.

— Μωρέ και να μη το μυριστής τόσον καιρό πως είν' άπιστη η σκύλα;

— Ποιά, βρε χριστιανέ; Η γυναίκα μου;

— Αμέ και ποια άλλη, κακόμοιρε, που έπρεπε μα το Θεό, καλογερόπαππας να γίνης μ' αυτά τα μυαλά, κι όχι άντρας, κι άντρας τέτοιας γυναίκας.

Έτρεμε πατόκορφα ο Δημήτρης.

 — Έλα στο νου σου, βρε αδερφούλη μου, τι 'νε που κάθεσαι και μου
κραίνεις τώρα; Και με ποιόνα θαπιστήση κι από πού ως πού;

 — Από πού ως πού; αναπετιέται και φωνάζει ο Δημήτρης. Να, από
ταλλοίθωρά σου μάτια ως του Πανάγου την μπερμπαντιά.

— Ο Πανάγος!

Και χαμογελώντας ο Μιχάλης, σα να σηκώθηκε μεγάλο βάρος από τα στήθια του, ξαναλέει μ' ανάλαφρο ανασασμό.

— Δεν είνε πράματ' αυτά, μωρέ Δημήτρη, να κάθεσαι και να τα ξαναλές σαν αυτές εκεί τις μαζώχτρες, μόνε να πάμε και να μάθουμε ποιος το πρωτόβγαλε και να τονε γδάρουμε ολοζώντανο.

— Να σου πω, Μιχάλη. Είσαι παιδί, και πάντα θα είσαι. Εδώ παίξε γέλασε δεν είνε. Δεν είσαι και μονάχος εσύ, είνε όλο το σόγι. Και να πας αμέσως κιόλας να του την παίξης τη μπαλλοτέ να γλυτώνουμε.

Του τα είπε αυτά σιγανά κι αποφασισμένα.

— Μα αν είτανε να κάμω τέτοιο πράμα, θα πρωτοάρχιζα από τη γυναίκα μου. Άμε στο καλό, βλογημένε, δεν είνε πράματα, σου λέω. Δεν την ξέρεις τη Βασιλική, τέλειωσε. Μήτε τον Πανάγο δεν τον ξέρεις.

Και γύρισε το στενοχωρημένο του πρόσωπο κατά την άλλη μεριά.

— Εγώ δεν τους ξέρω; απολογιέται ο Δημήτρης τραβώντας τον αδερφό του από το μανίκι. Βρήκες άνθρωπο να μη τους μυρίζεται τους . . .

Έπειτα, με φωνή σοβαρώτερη και τρεμουλιαστή

— Να πας, σου λέω, να τον ξεπαστρέψης. Όρκο τόκαμα, άλλο δεν έχει.

Τον ήξερε ο Μιχάλης το Δημήτρη, πως δε χωράτευε. Άρχιζε και μαζευότανε στη ψυχή του θεοσκότεινη αντάρα. Και πώς να τον καταπείση τον αδερφό του πως λάθευε, πώς να διαφαντέψη την ησυχία του και την καλοτυχιά του, που σε μια στιγμή μέσα την έβλεπε και κατρακυλούσε στην καταβόθρα!

Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε ο δύστυχος, κ' ύστερα

— Να σου πω τι θα κάμω, γυρίζει και του λέει του Δημήτρη. Θα πάω και θα του στήσω παγίδα, κι αν είνε αλήθεια, τους έφαγα και τους δυο.

— Τρέχα το λοιπόν και στήνε παγίδες. Το πολύ θα περάσουμε άλλη μιαν άτιμη μέρα.

— Ως τη νύχτα θα το ξέρουμε. Ή ζωή ή θάνατος.

Και παίρνει δρόμο ο Μιχάλης, αφίνοντας πίσωθε το Δημήτρη.

Είτανε να τονε λυπάσαι το χρυσόκαρδο το Μιχάλη.

Τρία χρόνια τώρα παντρεμένος, τρία χρόνια το σπιτικό του παράδεισος, με την ακριβή του Βασιλική, δυνατόγνωμη θα πης γυναίκα — και κάμποσο αντρίκια, όσο εκείνος πάλε είτανε μαλακόκαρδος και καλόβολος, όμως με τετρακόσα πάντα κι αυτός. Ως τόσο μάλαμα η ζωή τους, κι ας κυβερνούσε η γυναίκα και παραπάνω. Ταίριαζαν και τα γούστα τους. Ως και στο καλοφάγι την ίδια όρεξη είχαν. Κι όσο για πίστη κι αγάπη, πέτρα μονάχη η καρδιά της. Και τώρα, λέει, μόνο και μόνο γιατί ξεπρόβαλαν οι παλιόγλωσσες και τους κατατρέχουνε, να πηγαίνη, λέει, στο καθάριο του σπίτι και να στήνη τέτοιες βρωμοπαγίδες! Και να το μυρίζουνταν η Βασιλική, τι θεριό θα γινότανε! Και με το δίκιο της η κακόμοιρη, που την καταχώνιασε κι αυτήν ο απόνετος ο κόσμος μες στην καταβόθρα της ατιμίας, μαζί με τόσες και τόσες άλλες, δίχως να φταίγη, δίχως μήτε να τονειρεύεται!

Είτανε να τονε λυπάσαα τον κακότυχο το Μιχάλη.

Πήγε κι αντάμωσε πρώτα τον Πανάγο στα δέντρα του. Του λέει να περάση στις έντεκα ώρες το βράδυ από το σπίτι του και να βγούνε στους λαγούς. Όμορφη βραδινή, και το φεγγάρι μισόγεμο.

— Αμέ, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Πανάγος με το στοχαζούμενό του χαμόγελο, και καμώνοντας πως ξύνει το κεφάλι του κατά το δεξί του αυτί, έτσι από λεβεντιά.

Από του Πανάγου τα δένδρα ίσια σπίτι του ο Μιχάλης.

Έμπαινε σα φταιξιάρης, δέκα ώρες απάνω κάτω. Λέει της Βασιλικής

— Βασίλω, απόψε πάω στους λαγούς με τον Πανάγο μαζί. Του είπα νάρθη εδώ στις έντεκα. Τώρα είνε δεν είνε δέκα. Σέρνω εγώ κι αναβαίνω το βουνό, και πες του, σαν έρθη, να μ' ανταμώση εκεί που πήγαμε τη δευτέρα. Εκείνος ξέρει.

— Καλά, Μιχάλη μου, και σαν τι ώρα να βάλω τραπέζι;

— Αι, τη συνηθισμένη μας ώρα. Κράτησε ως τόσο μέσα το σκύλο, να τονε φέρη ο Πανάγος. Ανίσως και με χάση ο ένας, να με βρη ο άλλος.

Και με το τουφέκι στον ώμο βγαίνει και κλει την πόρτα ο Μιχάλης.

Παράπλευρα του σπιτιού, ως δέκα βήματα μακριά, είχε είδος αχούρι, σιτοβολώνα, κι αμπάρι ο Μιχάλης για τις ελιές. Εκεί μέσα κρυφοχώνεται, κλειέται, κι απαντέχει τον Πανάγο, τηρώντας από τις χαραμάδες, να δη το τι θα κάμη. Θάμπη μέσα, ή θα πάρη ίσια το βουνό;

Πότε του ερχόντανε γέλοια με την κουταμάδα του, και πότε ραγίζουνταν τα συκώτια του ανιστορώντας το τι λυπητερή δουλειά καταπιάστηκε. Ώρα είνε και θα περάση, μουρμούριζε ο δύστυχος κ' ησύχαζε. Μετά πολλά πέρασε η άχαρη αυτή ώρα.

Έρχεται ο Πανάγος με το τουφέκι στις έντεκα, και φωνάζει από μακριά το Μιχάλη. Ανοίγει η Μιχάλαινα την πόρτα, και καθώς ξεχύμιξε ο Πιστός και τον έγλειφε, του έλεγ' εκείνη πως ο Μιχάλης ξεκίνησε τώρα και μιαν ώρα και τον απαντέχει στο βουνό απάνω.

— Και γιατί δεν μπαίνεις μια στιγμή μέσα; ξαναλέει η Βασιλική.

Αναφτερούγιασε από τρόμο ο Μιχάλης σαν τάκουσε το κάλεσμ' αυτό της
Βασιλικής, και μόνο που δεν έπεσε χάμω.

— Όχι· κάλλιο να πάγω, γιατί θα προσμένη.

Και τράβηξε ο Πανάγος τον ανήφορο μαζί με το σκύλο.

Είταν εκείνη την ώρα ο Μιχάλης με το Σουλτάνο γενιά. Κρυφοπήδηξε χαρούμενος από ταχούρι στο δρόμο, κι ώσπου νανέβη ο Πανάγος στο μέρος που είπανε, σκαλώσαντας ο Μιχάλης από μέρη αδιάβατα σαν την Ασήμω το δευτερόβραδο, κάθουνταν ανάμεσα στα χαμόδεντρα και ψιλοτραγουδούσε, απαντέχοντας τον Πανάγο ερχάμενο από το καθαυτό μονοπάτι.

Έκαμαν ως μια ώρα με τους λαγούς. Χτυπήσανε δυο. Γυρίζει τότες ο
Μιχάλης και κάνει του αξαδέρφου του

— Πανάγο μου, κέφι έχω απόψε. Έρχεσαι να τα χτυπήσουμε κάτου και να πάμε να το στρώσουμε γλέντι μ' αυτούς τους λαγούς, απόψε κιόλας;

— Ακούς λέει; και τι καλλίτερο.

Και σε μισήν ώρα μέσα ο Μιχάλης με τον Πανάγο στο σπίτι του, κ' η Μιχάλαινα στο χαμώγι και μαγείρευε τους λαγούς. Σκαρώνουν κέφι με τη μαστίχα, και σαν ανέβηκε το φαεί, πήρε δρόμο το γλέντι. Το κατέβαζαν αλύπητα το Κισσαμιώτικο. Ήπιε κ' η Βασιλική και ξανάπιε μαζί με την περουνιά που συνηθίζουν εκεί και προσφέρνουνε στις γυναίκες με το κρασί.

— Γυναίκα, φωνάζει άξαφνα ο Μιχάλης, καθεμέρα τέτοιο ξεφάντωμα δε γίνεται. Τα Παιχνίδια! Νάρθουν και τα Παιχνίδια!

Δεν πέρασε πολλή ώρα, και πήγαινε καπνός το βιολί, βρόνταγε το λαούτο, και δος του χορό οι λεβέντηδες, δος του χορό κ' η Μιχάλαινα, οδηγώντας το γυριστό απατή της, πυργόστεκη, με το μαντίλι στο χέρι, που το στριφογύριζε και πήγαινε ομπρός.

Ανέβηκαν και δυο τρεις άλλοι φίλοι κατόπι, που ή έτυχε να μην τα γνωρίζουν ακόμα τα λαλούμενα, ή καμώνουνταν πως δεν τα γνωρίζανε για να το γλεντίσουν, και κόλλησαν κι αυτοί στο χορό.

Ήρθαν έπειτα κι από τάλλα τα σπιτικά τους, αδερφοξάδερφα της Μιχάλαινας, άντρες και γυναίκες, κ' έτσι γέμισε το σπίτι φωνές και τραγούδια. Ως κ' η γριά, που πάντα στο κρεββάτι η καημένη, ως κι αυτή χτυπούσε τα κοκκαλιασμένα της παλάμια, κι αναγάλλιαζε δείχνοντας τόνα και μονάχο της δόντι.

Πανηγύρι σωστό. Αντιλαλούσαν τα ξεφωνητά τους κάτω και κάτω στο δρόμο.

Απάνω σε κείνη την ώρα να κι ο Δημήτρης, που ξεμύτισε από ταραχνιασμένο του σπίτι να δη τι μαντάτα η παγίδα. Κι αντίς παγίδα, τι βλέπει και τι ακούγει! Φαγοπότια και ξεφαντώματα! Τρέλλα και τρέλλα του ήρθε. Είχε γνώση και βαστάχτηκε όμως, κι όχι από καλογνωμιά, παρά να μη γίνη φοβερώτερο σούσουρο. Βαστάχτηκε, και τράβηξε από τον κάτω το δρόμο, εκεί που είτανε μαζεμένος ο κόσμος και τους σεριάνιζε, ίσως και δη, ίσως και πάρη ταυτί του τίποτις μες στα σκοτεινά. Σα να γύρευε και καλά να τις πυργώση τις φλόγες που κορώνανε μέσα του.

 — Και ποιος να είνε ο γαμπρός απόψε; πετιέται και λέει μια
γυναικίσια φωνή από το σκοτάδι απομέσα.

Είταν η μαζώχτρα η Ασήμω. Άλλο τόσο το χαίρουνταν απέξω αυτή το ξεφάντωμα, σα να τόκαμαν εξεπίτηδες, να τα πιστέψη ο κόσμος.

Τούσωναν του Δημήτρη αυτά τα λόγια. Τράβηξε ίσια σπίτι του. Την πέρασε ποδοβολώντας απάνω και κάτω ως την αυγή.

6

Σηκώθηκε ο Μιχάλης κάτι πιο αργότερα από τη συνηθισμένη του ώρα. Κι ότι ξεπρόβαλε από την πόρτα του, ανταμώνει το Δημήτρη ερχάμενο από το σπίτι του να δη τι απόγινε· κι όχι και τι απόγινε, παρά τι θ' απογίνη, ύστερ' από ταποσπερινά.

Τον αποδέχτηκε ο Μιχάλης πασίχαρος.

 — Έλα μέσα, να πιής έναν καφέ, του κάνει. Και σα συγυρίζη η
Βασιλική τη γριά απάνω τα λέμε κιόλας.

— Εγώ εκεί μέσα; Χίλιες φορές καλλίτερα εκειδά κάτω· δείχνοντας κατά την εκκλησιά, που είταν και τα μνημούρια. Πάμε όξω, στη μοναξιά. Εκεί που δε βλέπουμε και μούτρα να τα ντρεπούμαστε.

Και λέγοντάς τα αυτά, κατρακύλησαν και δυο κόμποι από τα ξαγρυπνισμένα του μάτια απάνω στα κατάχλωμα μάγουλά του.

Η αγρυπνιά, η χολόσκαση που δεν πέρασε ακόμα το θέλημά του, παρά διάβαινε ακόμα μέσα στους δρόμους ατιμασμένος, καθώς θάρρειε, και ντροπιασμένος, όλ' αυτά σα να του μαλάκωσαν την καρδιά, ή καλλίτερα, σα να του την έλυωσαν. Όση λύσσα τον έσφαζε χτες, άλλη τόση θλίψη και ψυχοπονεσιά τονε βασάνιζε σήμερα. Δεν είταν και να πης πως δεν τον αγαπούσε τον αδερφό του. Τον αγαπούσε, και μάλιστα, καθώς είδαμε, σαν είδος αδερφή του. Έτσι τον είχε και στο νου του και στην καρδιά του, σα γυναίκα. Για δαύτο δα το θάρρειε και χρέος του να τονε νοιάζεται και να τον αρμηνεύη.

— Έχω να σου πω και να σου πω, Δημητράκη μου, κάνει ο Μιχάλης, που θα γενή περιβόλι η καρδιά σου.

— Αχ, παιδί μου, αποκρίνεται ο Δημήτρης αναστενάζοντας και στηλώνοντας στον τοίχο τα θολωμένα του μάτια, έπρεπε ή εσύ να γεννηθής πιο άντρας ή εγώ πιο παιδί. Τα ξέρω, μη μου τα λες. Διάβηκα και τάκουσα και τα καμάρωσα τα ξεφαντώματα ψες. Πιο καλλίτερα και πιο ταιριαστά για τους εχτρούς μας δεν μπορούσανε να γίνουνε.

 — Μα άκου δα πρώτα! Του την έστησα, που λες, μια μορφιά την
παγίδα, και —

 — Ας τα, ας τα! ανακράζει ο Δημήτρης. Έπειτα γυρίζοντας και
κοιτάζοντάς τονα σοβαρά και συλλογισμένα.

— Η γυναίκα σου κι αυτός σαγοράζουν και σε πουλούνε δέκα φορές πρι να το μυριστής εσύ, κακομοιριασμένε! Μωρέ, άκου δω· γεννήθηκες από τη μακαρίτισσα τη μάννα μας, ή δε γεννήθηκες; Και δεν το θυμάσαι, καημένε, σα μας τόλεγε και το ξανάλεγε, «Κάλλιο να βγουν τα μάτια σου παρά τόνομά σου;»

Άρχιζε πάλε και του μάτωνε την καρδιά, και του σπάραζε τα σωθικά η σκληρή, η σφαχτερή, η σιδερένια η φωνή του Δημήτρη. Σα να τόννοιωθε πια πως ελπίδα δεν είχε, πως στη ζωή του αποπάνω ξάπλωσε τα μαύρα και τα διάπλατα της φτερούγια η συφορά και την απόδιωξε την ελπίδα.

Του πέρασε μια στιγμή από το νου του ναφήση τον αδερφό του μέσα στο δρόμο και να ξεκόψη. Ναποχωριστή εκείνον παρά την ευτυχία του. Να τρέξη και να σταθή σαν πύργος σιμά στη γυναίκα του, να της τα πη, να κηρυχτή ανοιχτά σύμμαχός της, και με το τουφέκι στο χέρι να τη γλυτώση από τους καταλαλητάδες της, μα ας είνε κι αδέρφια.

Τα κλωθογύριζε αυτά μες στο νου του, μα δεν είτανε κι άθρωπος να βγάζη πέρα τέτοιες δουλειές. Τούρκοι να είταν άλλο πράμα. Ο Τούρκος δε χρειάζεται και πολύ θάρρος ηθικό. Και σα να τόξερε πως αυτό το δώρο δεν το είχε από τη μοίρα του, τρεμούλιαζε η καρδιά του και κρυφοπονούσε σαν κοριτσιού.

Τον έπιασε βαθεια κι αξετίναχτη στενοχώρια. Δεν μπορούσε πια να βαστάξη. Αχ και νάβρισκε μιαν αφορμή και να τον ξαπολύση, να χωριστούνε. Ναπομοναχιαστή κάπου, να πέση χάμου και να κλείση τα μάτια του, τα μάτια του λογισμού του, και ναπομείνη έτσι ξερό λιθάρι, ας είνε και μια στιγμή. Τα υποψιάστηκε όλ' αυτά ο πονηρός ο Δημήτρης. Τον έβλεπε τον ίδρο τον ψιλό που περέχυνε του Μιχάλη το πρόσωπο, τις άκουγε τις απανωτές ρουθουνιές του. Στοχάστηκε πως καλλίτερα ναφήση την ομιλία για πιο βολικώτερη ώρα.

 — Αν είχες δουλειά, να κοιτάξης, του λέει, πήγαινε τώρα, και τα
λέμε άλλη φορά.

 — Ναι, κάτι θέλω να κοιτάξω, αποκρίνεται ο Μιχάλης. Το βράδυ
έρχουμαι και τα λέμε.

Κ' έτσι αφίνει το Δημήτρη, και παίρνει τον άλλο δρόμο ανάλαφρος και παρηγορημένος, σα να ξύπνησε από βραχνά φοβερό.

— Σε ξέρω κ' έννοια σου, κακόμοιρε, μουρμούριζε ο Δημήτρης, όταν έμεινε μοναχός του. Πρι να βραδιάση αυτή η μέρα, θα ξαναγυρίσης και θα μου ζητάς συβουλές. Κουρέλλι τόκαμε τόνομά σου ο κόσμος, και γλήγορα θα το δης.

Τράβηξε ο Δημήτρης κατά το σπίτι του, κι ο Μιχάλης πάλε κατά ταργαστήρια.

Πηγαίνοντας κατά ταργαστήρια, ανταμώνει ο Μιχάλης τον Πανάγο, ό τι γύριζε από το καφενείο. Ταποξεχνάει όλα μες σε μια στιγμή και γλυκοχαιρετάει τον αξάδερφό του.

— Και για πού; ρωτάει ο Μιχάλης.

— Ανέβαινα σπίτι σου, απολογιέται ο Πανάγος με τα μετρημένα του λόγια, να σε πάρω να πάμε στην εκκλησιά.

— Στην εκκλησιά; πέμτη μέρα; Η μπας και θα παντρευτής;

— Όχι, ξεμολογιέμαι.

— Αι και τι; ξομολόγος είμαι;

— Άφινέ τα. Τάχατες δεν τάκουσες; Ή τον ανήξερο μας κάμνεις;

— Μήτε θέλω να τα ξανακούσω, αποκρίνεται ο Μιχάλης, σαν μπήκε στο νόημα. Παρά όποιος βρωμόγλωσσος τάβγαλε, αυτός ας πηγαίνη κι ας γυρεύη από το Θεό συχώριο.

Κ' έκαμε να τον τραβήξη προς τα κάτω μαζί του.

— Πιστεύεις δεν πιστεύεις, Μιχάλη, εδώ δεν έχει. Πρέπει να σου ανοίξω τα φυλλοκάρδια μου μπροστά στο Θεό, και να τα δης. Έπειτα δεν είσαι μονάχα εσύ, είνε και ταδέρφια σου, το συγγενολόγι μας όλο.

— Βρε παιδί μου, μην τύχη και βαστάει ακόμα μέσα σου το κρασί; Εμένα πια το κεφάλι μου δε γυρίζει. Έλα κάτου να σφίξουμε μια, κ' εκεί τα λέμε.

— Του κάκου· χρέος μου να το διαφεντέψω τόνομά σου, και τίποτις δε με γυρίζει από το σκοπό μου. Μια βδομάδα δεν είνε που με δασκάλευες το τι να κάμω, τότες που τάχασα με τη μαζώχτρα και τόκαμα. Αράδα, σου τώρα να μ' ακούσης και συ, και νάρθης μαζί μου.

Είχε δεν είχε, τον πήρε και πήγαν ως το κελλί του Εφημέριου μέσα στης εκκλησιάς την αυλή. Κάθουνταν ο γέρος ο Πάτερ Χαράλαμπος στο πεζούλι του, και μάζευε μέσα του ήλιο για το χειμώνα. Ζυγώνει μονάχος του πρώτα ο Πανάγος, και χώνουνται στην κουβέντα. Εκεί που αυτοί κουβέντιαζαν, ο Μιχάλης, δεμένα τα χέρια του πίσω, σεργιάνιζε τριγύρω στην εκκλησιά και κοίταζε τα πάμπολλα μνήματα, τις λιγωστές πλάκες, το βαθύ και τολόγεμο χωνευτήρι. Στάθηκε και λόγιαζε τα κιτρινιασμένα τα κόκκαλα, του καθενού μακαρίτη σε ξέχωρο σακκί τυλιγμένα, σακκί σάπιο και ξεπαραλυμένο εδώ και κει, με τα κόκκαλα μισοβγαλμένα από την κάθε του τρύπα. Λογής λογής κόκκαλα. Αντρίκια, γυναικίσια, παιδιακίσια, και γέρικα. Τάβλεπε ο Μιχάλης συλλογισμένος και τα χείλη του κρυφοσφύριζαν. Ρώταγε άραγες η ψυχή του σαν πόσα κόκκαλα εκεί μέσα τα είχε το βόλι σκισμένα; δεν το ρώταγε; Θεός το ξέρει. Τα χείλη του χαμηλοσφύριζαν όμως. Ίσως το γνωστικό εκείνο το σφύριγμα που σκεπάζει κάποτες βαθιούς στοχασμούς και βαθύτερους πόνους.

Εκεί απάνω τονε φωνάζει ο Πανάγος. Ανοιγμένη η εκκλησιά σαν ξαναφάνηκε. Μπήκανε μέσα κ' οι τρεις τους. Έκαμαν το σταυρό τους και φίλησαν το κόνισμα του Άγιου. Έδειχνε το δρόμο ο Εφημέριος, ακολουθούσε ο Πανάγος, κατόπι ο Μιχάλης. Πήγαν ως μπροστά στο Ιερό. Στάθηκαν οι δυο οι λεβέντηδες απέξω, αμίλητοι. Κοίταζε ο Πανάγος κατά το Ιερό, που έμπαινε μόνος του ο Παπάς. Κοίταζε ο Μιχάλης παραδίπλα τα λιολουσμένα παράθυρα, και τις πολυχρώματες τις αχτίδες που πέφτανε στα στασίδια, περνώντας από τον κρουσταλλωτό πολυέλαιο. Τι σκοπούς είχαν οι δυο τους, μήτε καλοήξερε, μήτε ρωτούσε. Αγκαλά νοιώθοντάς το πως είτανε για καλό, κι όχι πάλε για λόγου του, παρά να ξεγλυτώση κ' η Βασιλική του από το φοβερό το ψεγάδιασμα, κι ο αδερφός του από την κόλαση πούβραζε μέσα του, έκαμνε υπομονή και περίμενε.

Προβάλλει τέλος από την Άγια Θύρα ο γέρος ο Εφημέριος με το πετραχήλι περασμένο στους ώμους του και με το Βαγγέλιο στο χέρι, και κατεβαίνει ένα σκαλοπάτι. Τους γνέφει, και ζυγώνουν τα δυο ταξαδέρφια.

— Πανάγο, λέει τότες ο σεβάσμιος ο γέρος, Πανάγο, που ο πατέρας σου έπεσε σ' αυτά τα χώματα για Πίστη και για Πατρίδα, και που τα κόκκαλά του αναπαύουνται σ' αυτή την περιοχή σωριασμένα. Σε ξεμολόγησα στο κελλί μου, και στα κόκκαλα εκείνα μου τορκίστηκες πως είνε αθώα η ψυχή σου από κάθε κρίμα, με την πολυάκριβη του ξαδέρφου σου του Μιχάλη, και πως μήτε στο νου σου δεν τόβαλες τέτοιο μεγάλο κρίμα. Τώρα να δευτερώσης τον όρκο σου και στο Βαγγέλιο απάνω, και φιλώντας το να γυρίσης και ναγναντέψης κατάματα τον αξάδερφό σου, και να του φανερώσης ξάστερη την αλήθεια.

Άκουσε ο Πανάγος αμέσως την προσταγή. Έκαμε τρεις φορές το σταυρό του, φίλησε το Βαγγέλιο, κατόπι το χέρι του Ιερέα, και τέλος γυρίζοντας κατά το Μιχάλη ανοίγει τα χέρια του και τον αγκαλιάζει και τονε φιλάει και τονε λούζει με τα δάκριά του, φωνάζοντας πως είνε αθώος, κι' ας το πιστέψουν όσοι πιστεύουνε Χριστό και Βαγγέλιο.

Έμειναν οι δυο τους αγκαλιασμένοι και δακριοπερεχυμένοι κάμποση ώρα. Καλά καλά μήτε ο γέρος ο Εφημέριος δεν μπόρεσε να κρατήση τα δάκρια. Τους διάβασε μιαν Ευκή αποθέτοντας την άκρη του πετραχηλιού του απάνω τους, και σαν αποτέλειωσε κ' η Ευκή, ξανάκαμαν το σταυρό τους και ξεκίνησαν κατά τη θύρα με βήματα σιγανά.

Σαν ξανανταμωθήκανε στο νάρθηκα οι τρεις τους, τους λέει ο Πάτερ Χαράλαμπος, στρεφογυρίζοντας τα κάτασπρά του μαλλιά και χώνοντας τα μέσα στο καλιμάφκι του, να μην τονε νοιάζουνται τον κόσμο πια τώρα, γιατί ατός του θα πάη και θα πη τα χρειαζούμενα εκεί που πρέπει, και γλήγορα θαποτραβήξη την ουρά του ο Τρισκατάρατος, που ζήτηξε με το Χριστό να τα βάλη, μα το φως το διώχνει πάντα το σκότος. Εκεί απάνω απάγγειλε και δυο τρία ρητά.

— Στου Δημήτρη, στου Δημήτρη να πρωτοπάς, γέροντα, είταν τα πρώτα λόγια που μπόρεσε και ξεστόμισε ο Μιχάλης ύστερ' από τόση αμιλησιά. — Στου Δημήτρη. — Και σφούγγιζε τα βρεμένα του μάτια.

Ξεκίνησαν αμέσως κ' οι τρεις τους. Τα δυο ταξαδέρφια κατά τα λιόδεντρα, ο Πάτερ Χαράλαμπος προς του Δημήτρη το σπίτι.

7

Κατά τα σπερώματα μαζεύτηκαν οι Παραμυθιώτες στου Φώτη το καπελιό, καθώς κάθε βράδυ. Τα μισά τα σκαμνιά του πιασμένα κιόλας. Αρχίνιζε και δούλευε ο Φώτης. Τσιγκρίζανε τα ποτήρια του. Κοντά στα ποτήρια, τις προσταγές και τα γοργοχτυπήματα της μασιάς, είτανε και το βαριόηχο, τακατάπαφτο λαλητό, η χάβρα εκείνη που δεν μπορούσε να λείψη ποτές, μα ας είτανε και για πήδημα ψύλλου. Και τώρα είχαν οι Παραμυθιώτες ψύλλους και ψύλλους! Πρώτο πρώτο, η δουλειά του Πανάγου, έπειτα και κάτι διαφορές που ξεφύτρωσαν πάλε ανάμεσα Τούρκους και Χριστιανούς. Δεν είταν εποχή εκείνη για μάχητες. Δεν το θέλανε μήτε από τόνα το μέρος μήτ' από τάλλο. Βαριεστημένος ο κόσμος από το μεγάλο τον πόλεμο του 66, που τονε θυμούνταν ακόμα, που τάννοιωθαν ακόμα τα φοβερά του σημάδια, που μόλις τώρα και μερικούς χρόνους άρχιζαν κ' έδιναν καρπό ταναβλαστημένα τα λιόδεντρα, όσα είχαν κοπή, έτρεμαν όλοι τους μην τύχη και ξεσπάση τίποτις ταραχή σε καιρούς που έπρεπε να δουλέψουν και να οικονομήσουνε για πιο καλορρίζικες ώρες. Σα να τόξεραν οι βαριόμοιροι πως δεν αργούσαν οι ώρες εκείνες.

Απάνω σ' αυτή τη λογοτριβή αντιδιαβαίνουν και δυο τρεις Τούρκοι, πηγαινάμενοι κατά τη δική τους μεριά από την εξοχή. Τους φωνάζουνε μέσα οι δικοί μας και τους φιλεύουν.

— Μωρέ Χουσεήνη, φωνάζει κάποιος δικός μας του ενός, που να τούβγαζες τάσπρο μαντίλι, μήτε στόνειρό σου δε θα τον έλεγες Τούρκο, μωρέ Χουσεήνη, τι 'ναι πάλε αυτά που ακούγω; Πήρες, λέει, την καλλίτερη μας μαζώχτρα, την Ασήμω, για τα δέντρα σου; Άιντε, χαλάλι σου. Κοίταξε μονάχα να μην την τουρκέψης, καημένε —

— Στο διάβολο πια, κι αν τη τουρκέψη, λέει ένας άλλος. Ας την παντρευτή κιόλας να γλυτώσουμε. Πέρασε δεν πέρασε το πανηγύρι της εκείνο τις προάλλες, και ρίχτηκε τανιψιού μου εψές, εκεί που σεριάνιζε το ξεφάντωμα. Και στο δρόμο μέσα η αθεόφοβη. Θα της βάλη γνώση ο Χουσεήνης της ξεμυαλισμένης, κ' έννοια σου.

Και δος του γέλοια ο Χουσεήνης, που σαν αληθινός Κρητικός έπαιρνε κι αυτός από χωρατά.

Ύστερ' απ' αυτή την κουβέντα, άνοιξε ομιλία για την άλλη την ιστορία, του Πανάγου. Πότε πρόφταξε και πήρε το γύρο της η καινούρια η όψη που της κάθισε ο Πάτερ Χαράλαμπος και μάλιστα δίχως φημερίδα, είνε κι αυτό θάμα που μονάχα στα χωριά γίνεται. Ως κ' οι τρεις οι Τούρκοι το ξέρανε, πως είταν ψέματα και πως έγινε λάθος, κι ανακατέψανε στην υπόθεση μέσα τη Μιχάλαινα, λέει, αντίς τη Μαζώχτρα! Ένας τους όμως, ο πιο δυσκολόπιστος, είπε πως αν είταν εκείνος στου Μιχάλη τη θέση, θα του την έπαιζε του Πανάγου την μπαλλοτέ, κ' ας πάη να λέη ο Ιμάμης.

 — Όχι δα, μην το λες αυτό, Μουσταφά, δεν είνε πράμα που να το
πης, αντισκόβει ο τρίτος ο Τούρκος.

Μάλλους λόγους, μήτε οι τρεις οι Τούρκοι δε συφωνούσανε, τι είτανε το σωστό και τι το στραβό.

Οι δικοί μας πάλε, α ρωτούσες εννιά τους, οι γνώμες είτανε δέκα. Άλλος ήθελε τον Πανάγο «μπαλλοτεμένο», άλλος το Μιχάλη, τη Μιχάλαινα τρίτος, τέταρτος και τους τρεις, πέμτος κ' έχτος μόνο τους δυο, έβδομος κανένανε, και τέλος ακούσαντας μερικοί και για του Δημήτρη τη μάνητα, λέγανε πως εκείνος τη χρειάζουνταν τη παίδεψη, που δεν τους άφινε τους Χριστιανούς στην ησυχία τους, τώρα που είχαν και την ευκή του Παπά, παρά γύρευε να βγάλη νόμους δικούς του. Και δος του κρασί και μαστίχα.

Σαν πήρε απόνυχτο, μια ώρα απάνω κάτω — πηγαιμένοι τώρα οι Τούρκοι — φάνηκαν και τα δυο ταδέρφια, Μιχάλης και Δημήτρης, έπειτα κι ο Πανάγος με τον αδερφό του το Γιάνη, παρέα κ' οι τέσσερεις. Κατέβηκαν ύστερα και κάτι άλλ' αξαδέρφια και συμπεθέροι, και γέμισε μια λάκερη κώχη από το σόγι τους. Σα να λέμε μανιφέστο κι από τις δυο τις μεριές, πως ομόνοιασαν. Καμώματα του καλοκάγαθου του Εφημέριου που δούλεψε ολημερίς σαν τον Απόστολο Παύλο, τρέχοντας από του ενού στ' αλλονού το σπίτι, κι αποξηγώντας την αλήθεια και βλογώντας κι αγαπίζοντας — Όμως με τόση τρεμούρα και παπατρεχωσύνη, που κι όσες γυναίκες δε σύφερε να τα ξέρουν, άρχιζαν και τους έμπαιναν υποψίες πως κάτι τρέχει. Και καλά που βρέθηκαν οι Τούρκικες εκείνες οι διαφορές και τα φόρτωσαν όλα απάνω τους. Κ' έτσι έμεινε η Μιχάλαινα, και μερικές άλλες παντρεμένες και λεύτερες, άγνωρες κ' ήσυχες μέσα στο μεγάλο το σούσουρο που έπαιρνε κ' έδινε.

Κάθισαν, κεράστηκαν, έβγαλαν τα καπνά τους, τα λέγανε, και περνούσε η ώρα. Οι άλλες οι παρέες πάλε, τα δικά τους κι αυτοί, τώρα όμως διαφορετικές ομιλίες. Τώρα τα βάλανε με κάποιο σκαρτάδο πατριώτη τους — Νικολής τόνομά του — που δεν παντρευότανε, λέει, αυτός, μην τύχη και νοιώση η γυναίκα του πως φοβάται τα λείψανα και του πάρη, λέει, τον αέρα! Και τράνταζε από τα γέλοια του Φώτη το καπελιό.

Ο Δημήτρης ως τόσο από τα κατάβαθα της κώχης του και καθώς παίρνανε δρόμο οι κουβέντες, μερικά πράματα τα παρατήρησε, ή και θάρρεψε πως τα παρατήρησε. Πρώτα που το φωνοκόπι, που άκουγε από μακριά σαν κατέβαινε στο σκοτάδι, σταμάτησε μονομιάς άμα φάνηκε η παρέα τους. Δεύτερο που σα φάνηκαν και κατάπεσε η οχλοβοή, πέρασε από στόμα σε στόμα σιγανό και γοργό μουρμουρητό σαν άξαφνο σαγανάκι. Και τρίτο οι μεγαλόφωνες πάλε οι νοστιμιές, που ξανάρχισαν τώρα, είτανε σα να λέγανε τάχατες πέρα βρέχει. Τα γύριζε όλ' αυτά μες στο νου του ο Δημήτρης, και κάπνιζε αμίλητα το τσιγάρο του.

Ήρθε η ώρα του φαγητού, και σαν έγινε και το στερνό στερνό κέρασμα, σηκώθηκαν και τράβηξαν πάλε κατά τα μέρη τους.

Του κάκου πολεμήσανε να τον καταφέρουν το Δημήτρη οι άλλοι νάρθη κι αυτός ως του αδερφού του και να πιή ένα ποδαράτο στην υγειά του Μιχάλη και της Μιχάλαινας. Βρίσκοντας αφορμή το κεφάλι του που πονούσε, λέει, από την αποψεσινή την αγρυπνία, τράβηξε αυτός ίσια σπίτι του. Οι άλλοι όλοι μπήκανε στης Μιχάλαινας. Είταν εκεί μαζεμένες και μερικές αξαδέρφες, αντραδέρφες, γυναικαδέρφες, και συννυφάδες, προσμένοντας τους άντρες τους από το καπελιό. Μεγάλο γλέντι δεν έγινε, ξαποσταμένοι όντας οι πιώτεροι από ταπονύχτερα ξεφαντώματα. Κατέβηκαν όμως αρκετούτσικες «τσικουδιές» στο ποδάρι, κ' ύστερ' από κάμποση ώρα χωριστήκανε με γέλοια και με φωνές, η ανοιχτόκαρδη η Μιχάλαινα πάντα πρώτη.

8

Με του φεγγαριού τις λαμπερές τις αχτίδες, με τις σύδεντρες τις βουνοπλαγιές που ξαπλωνόντανε φωτολουσμένες κι από τις δυο μεριές, με ταγέρι που γλυκοφυσούσε από την κοιλάδα κατάμπροστα, με τα κουδούνια των κοπαδιών που βροντοκοπούσαν απάνω στις γυμνές βουνοκορφούλες τριγύρω, είτανε να μένη άνθρωπος στο ξάστερο και να το νοιώθη πως υπάρχει και πως χαίρεται κόσμο, ως και να πλαγιάση εκεί και να νανουρίζεται. Μα — σημάδι κι αυτό της ζωής του χωριού — δεν αποτρελλαίνεται ο κόσμος εκεί με τέτοια φυσικά νανουρίσματα κι ονειριάσματα, παρά κοιτάζει την ωριόφαντη τη φύση καθώς κοπέλλα κοιτάζει τα ξέσκεπα κάλλη της στον καθρέφτη. Δικά της και σήμερα κι αύριο. Να τα καμαρώνη, ναι, και να τα κρυφοχαίρεται που μπορεί να της φέρουνε και γαμπρό. Μα όχι και να χάνη το νου της με δαύτα, ή και τον ύπνο της. Αυτά ας πηγαίνη — κι ας τα κάμνη ο αγαπητικός της κοπέλλας. Έτσι και με τη Φύση. Ας πάη κι ας την αποθαμάζη, ας τη ζωγραφίζη, κι ας τρελλαίνεται ο ζωγράφος κι ο ποιητής με τα μάγια της. Το χωριατόπουλο σώνει να ταφίνης να χαίρεται το κρασί του, το τραγούδι, την κουβέντα και το τουφέκι του, κι όλα του χωριού τα κάλλη σου τα χαρίζει. Δεν τα νοιώθει, καθώς μήτε το λυγερό του κορμί δεν το καλονοιώθει πως είνε άγαλμα κάποτες.

Όσο για το Δημήτρη, ακόμα χειρότερα. Διάβαινε απ' ανάμεσα από τις ομορφιές εκείνες σκυφτός, στραβομουριασμένος, αγριοβλέμματος, βουρκόλακας μονάχος. Γύριζε κάποτε τα θολωμένα του μάτια και κοίταζε κατά τις ελιές. Μια φορά, λίγα βήματα πρι να μπη σπίτι του, κοντοστάθηκε. Κάτι μουρμούριζε μοναχός του, κάτι στριφογύριζε μέσα στο ζαλισμένο του νου. Ζαλισμένο από τη ζούλια — ζούλια τρις χερότερη κι από της αγάπης τη ζούλια, αφού δεν είχε και μια στιγμή αλησμονησιάς και τρυφερωσύνης. Σαν όρνιο στα σπλάχνα του νυχωμένο τον κρυφότρωγε ο στοχασμός πως του την κλέψανε μια για πάντα την τιμή της περήφανης φαμελιάς του, την τιμή που με το αίμα της καρδιάς τους την είχανε θεμελιωμένη γονιοί και προπάπποι, και να βρεθή τώρα, λέει, ένας άνομος και να γίνη αφορμή να πέση ολόσωμη θρούβαλα! Και μέσα σε τέτοια ανιστόρητη συφορά, να γυρεύουνε, λέει, παππάδες και διάκοι να τα μπαλώσουνε με ψευτοπαρηγοριές και με κεράσματα. Σκυλί γινότανε να το συλλογιστή μοναχά!

Ξεκίνησε πάλε και χώθηκε σαν κλέφτης μέσα στο σπίτι του. Το λυχνάρι, αναμμένο κ' η γριά η πεθερά του στο τηγάνι αντικρύ στης φωτιάς την αναλαμπή. Ο μόνος άθρωπος που τα καλογνώριζε τα φυσικά του και κάπως τον κυβερνούσε, είταν αυτή η γριά. Τηνε σέβουνταν, ίσως και τηνε φοβότανε λιγάκι ο Δημήτρης την κερά Φρόσω. Μα και πόλεμος να είτανε και σφαγή να πλάκωνε, ο Δημήτρης έπρεπε να πάρη και της πεθεράς του τη γνώμη πρι ναποφασίση. Έπειτα, δεν τάλεγε και του βρόντου η γριά. Τετρακόσια τα είχε κι αυτή, σαν τόσες άλλες ζαρωματιασμένες νησιώτισσες.

Τα είχε μάθει κ' η θεια η Φρόσω τα βρώμικα από κείνη την ταχινή. Μα γνώριζε και τις ενέργειες του Παππά Χαραλάμπη. Ο Εφημέριος μάλιστα σε κείνηνα πρωτοπήγε σα γύρευε το Δημήτρη να τα βολέψη μαζί του. Κ' ίσως να τα γνώριζε από τα πριν η γριά, κάτι θα σοφίζουνταν, κάτι θα προλάβαινε.

Σαν κλέφτης μπήκε ο Δημήτρης, και σα μωρό παιδί καμώνουνταν πως δεν είχε πια τίποτις, πως έστρωσαν όλα.

— Και στο γύρισμά σου πέρασες από της Βασιλικής; ρωτάει η γριά.

— Και πήγα και θα ξαναπάγω. Μισά ψέματα μισές αλήθειες, να γλυτώση μια ώρ' αρχήτερα απ' αναφέλευτες ομιλίες. Τι τον έμελε νάλεγε και ψέματα. Τη ζωή του όλη ψεύτικη τηνε θάρρειε. Ο κόσμος όλος, από τον Παπά και κάτω, με ψεύτικα σκαρώματα πολεμούσε να τον καταπείση πως έλαμπε ακόμα ολόστεκη η τιμή του, που αυτός την ήξερε βουτημένη στην κοπριά.

9

Κάθισε στο τραπέζι, έκαμε πως έφαγε, έκαμε πως ήπιε, να περάσ' η βραδιά. Μιλήσανε για κάτι σπιτοδουλειές, και σαν κοντέψανε μεσάνυχτα, είπε της γριάς να του στρώση στην απάνω την κάμαρα, να κοιμηθή μ' ανοιχτά παράθυρα, ίσως και του περάση ο πονοκέφαλος. Μεσάνυχτα γυρισμένα, όλο το σπίτι ησύχαζε. Η γριά κάτω με τους δουλευτάδες, ο Δημήτρης απάνω, ξαπλωμένος κι αυτός στο στρώμα, όξω από το πάπλωμα όμως, με τα ρούχα, καταπώς είταν. Πού ύπνος και πού ανάπαψη! Άμ' άρχισε κι άκουγε ταχτικά κι απανωτά ρουχαλίσματα αποκάτω, τινάζεται απάνω, και στακροπόδια του περπατώντας πάει και καθίζει κοντά σε παράθυρο. Ανάβει ένα τσιγάρο και κοιτάζει όξω. Κοιμητήρι αυτή την ώρα τολοζώντανο το χωριό. Βασιλεμένο και το φεγγάρι, ξάνοιγες δεν ξάνοιγες τα μέρη της εξοχής γύρω, λιόδεντρα από χλωρασιές, βράχους από χαμόδεντρα. Τα βουνορράχια ως τόσο τις άπλωναν καθάριες τις φειδωτές τους γραμμές, κι απάνωθέ τους λαμποκοπούσε ο ξάστερος ουρανός με τα μύρια καντήλια του.

Μέσα στο χωριό μήτε πετεινός δε λαλούσε ακόμα.

— Πού είνε τώρα όλες εκείνες οι βρωμόγλωσσες, και σε τι λογής όνειρα μέσα να ψαλιδίζουν! έλεγε μονάχος του.

Ξαναπλαγιάζει και κάμνει πάλε να κοιμηθή. Τούρχεται είδος βύθος, πιώτερο ξύπνος παρά ύπνος, κι αντίς όνειρα, πράματα και σκηνές που ταγνάντεψε ή τάκουσε ή τα υποψιάστηκε μες στο μερόνυχτο. Έβλεπε τον Πανάγο με τη Βασιλική μες στη νυφοκάμαρά της στα βραδινά τα σκοτάδια, κ' η γριά, η ξεμωραμμένη η μάννα της η κερά Μαριώ, να θαρρή πως είνε ο Μιχάλης! Και δος του μια περεχυσιά ψιλό ίδρο! Έβλεπε το ξεφάντωμα πιο αργότερα, το Μιχάλη μεθυσμένο στουπί να πετάη αλύπητα τον παρά στα παιχνίδια, το λυγερό τον Πανάγο να σφιχτοκρατάη το χέρι της Βασιλικής στο χορό, και κείνη ξετσίπωτη, δαιμονισμένη, λυσσασμένη, γοργώνα μονάχη, να κλωθογυρίζη το μαντίλι και να το φέρνη γύρο, να τσακίζη τη μέση της και νανεβοκατεβάζη τα στήθια της, να πέφτη ο αχνός του γοργού της ανασασμού απάνω στον αγαπητικό της — κι ο κόσμος απέξω να κοιτάζη, νακούγη, να σκάνη στα γέλοια, και ναπορή το τι έπαθε μαθές, όχι πια ο χαζός ο Mιχάλης, μα το γνωστικό ταδέρφι του ο Δημήτρης, που δεν έρχεται να το σταματήση το μεγάλο το σκάνταλο.

Έβλεπε κατόπι — μέσα στο φοβερό, τον ατέλειωτον εκείνο το βραχνά — έβλεπε τον Πάτερ Χαράλαμπο μόνο που δε βλογούσε την αμαρτία με το Βαγγέλιο στο χέρι, που άκουγε τις ψευτιές του Πανάγου και τις σκέπαζε με το πετραχήλι του, κ' ύστερα να τρέχη και να τις φέρνη αντίδωρο, λέει, ποιανού; — του Δημήτρη!

Και στερνά στερνά η βραδινή, η τρομερή η βραδινή κάτω στο καπελιό, όλο το χωριό να τους κοιτάζη και να μουρμουρίζη, και κεινού να πέφτη το πρόσωπό του από ντροπή, κ' ύστερα να ξανανεβαίνουνε στης Μιχάλαινας και να ξαναρχίζουν το γλέντι αντίς να μοιρολογάνε, που πάει και πάει η τιμή τους. . .Αχ! ξεφωνίζει μια, απάνω στο φριχτό αυτό στοχασμό, και συνεφέρνει με το βουητό του αναστεναγμού του.

— Δεν είναι ζωή αυτή, του κάκου, μουρμουρίζει, και πετιέται πάλε απάνω να κοιτάξη την ώρα.

Λαλούσαν τώρα οι πετεινοί απ' άκρη σ' άκρη του χωριού, και γλυκόφεγγε η ανατολή. Ώρες πρέπει να κοιτότανε βυθισμένος, δίχως να ξέρη κι αυτός. Τέλειωσε δεν τέλειωσε άλλο ένα τσιγάρο, και χαμογελούσε πια ροδοβαμμένος ο ουρανός, αναγάλλιαζαν πορφυρόχρυσα τα βουνά. Αντιλαλούσανε φωνές από τόπο σε τόπο, οι εργάτες που άρχιζαν και ξυπνούσαν, οι γυναίκες που τους τοίμαζαν το φαεί.

Και στο χαμώγι του κάτω, και κει μουρμουρητά και σαλέματα.

Κατεβάζει το τουφέκι του, χώνει στη ζώνη πιστολομάχαιρο, ξαναμαντιλώνει το κεφάλι του, κ' ίσια κάτου, από τη ξώσκαλα που έχει κάθε σπίτι στα μέρη εκείνα. Από την κεριακή αξούριστος, αγουροπρησμένα τα μάτια του με την ξαγρυπνιά, σα νυχτοκλέφτης φαινότανε.

Περνάει απόδιπλ' από του Μιχάλη, ανταμώνει ένα του άνθρωπο παραόξω που μάζευε καψόξυλα για τη φωτιά της Μιχάλαινας, και τονε στέλνει να πάη να φωνάξη τον αδερφό του.

— Μα, αφέντη, κάνει ο δουλευτής, λογιάζοντας ολόγυρα στον αέρα και θέλοντας να πη πως δεν καλοξημέρωσ' ακόμα.

— Πες του να κατέβη και θα πάμε κυνήγι.

Άλλο ένα τσιγάρο, και φάνηκε ο Μιχάλης με το τουφέκι κι αυτός.

 — Μα έναν καφέ, αδερφέ μου. Έλα πρώτα μέσα. Την άναψε κιόλας η
Βασιλική τη φωτιά.

— Πάμε τώρα πούχει κυνήγι, κ' ύστερα γυρίζουμε και τον πίνουμε.

— Πάει καλά, κ' έτσι γίνεται.

Και ξεκίνησαν όξω προς τα δικά τους τα λιόδεντρα. Αντίς όμως να πηγαίνη ως τέλος από το συνηθισμένο το μονοπάτι ο Δημήτρης, εκεί που γύριζε κάπως το βουνό και στράβωνε ο δρόμος, αρχίζει και σκαρφαλώνει τα καταράχια δεξιά.

— Ώρα καλή, φωνάζει ο Μιχάλης. Πού θα πας απ' αυτού;

 — Έλα μαζί μου και βλέπεις. Από τα χτες το ξετρύπωσα το κατατόπι
αυτό.

Σκάλωσαν κάμποσο. Άξαφνα βρεθήκανε σε μικρό δισκάρι, τριγυρισμένο βράχους κι αυτό.

— Κάθισε τώρα, λέει ο Δημήτρης. Όπου και να είναι θα περάση ο Πανάγος. Την ξέρεις την ώρα του σαν έχη μάζωμα. Ξεκινάει αυτός πριν τους δουλευτάδες του. Να, από κειδά θα περάση. Μια του παίζεις, και γλύτωσε η τιμή μας.

— Δημήτρη! ξεφωνίζει περίτρομος ο Μιχάλης. Έπειτα, κάπως παραπονιάρικα και με παρακάλιο — Έλα στο νου σου, αδερφούλη μου, ξαναλέει.

— Δεν έχει αδερφούλη ξαδερφούλη! σηκώνεται και κράζει μανιασμένα ο Δημήτρης. Μας έκλεψαν την τιμή μας, να την η γιατρειά. Κ' έδειχνε το τουφέκι του.

— Μα δε σου τόλεγα μαθέ και προχτές, πως αν είταν αλήθεια —

— Αλήθεια, ψέματά! Ή τονε σκοτώνεις, ή . . . σε σκοτώνω, του λέει ο Δημήτρης με χαμηλή και με βραχνιασμένη φωνή, τραβώντας το πιστόλι του από τη ζώνη του μέσα.

Δεν είτανε μήτε το πιστόλι, μήτε τη ζωή του που συλλογίστηκε ο Μιχάλης. Συλλογίστηκε πρώτα πρώτα τη Βασιλική του ο δύστυχος. Την ανυποψίαστη τη γυναίκα του, που μήτε να τηνε δη δε γύρισε τρέχοντας νανταμώση τον αδερφό του.

Μάρμαρο έμεινε ο Μιχάλης. Λες και τονε μάγεψε ο Δημήτρης με την παγωμένη ματιά του, με την απάνθρωπή του φωνή. Αυτός, που τον τρόμαζε Τούρκος σαν τάβαζε μαζί του, τώρα με του αδερφού του τη φοβέρα λαφιάστηκε, τάχασε, και με σπαραχτική αγωνία απορούσε ποιος να θυσιαστή, αυτός κ' η γυναίκα του, ή ο ακριβός του ο Πανάγος, το γνωστικό του αγώρι, που ως τα προχτές ακόμα σα γονιός το νοιαζότανε να μην πέση σε μιας μαζώχτρας νύχια, και κείνος τον άκουγε, κι ως τόσο πού να το φαντάζεται τώρα —

Και καθώς γοργόσκιζαν το νου του οι αστραπεροί αυτοί λογισμοί, ακούγονται περπατηξιές αποκάτου, και νά ο Πανάγος.

Δε γύρισε ο Μιχάλης να ξαναδή το Δημήτρη, πίσωθέ του, κρυμμένο τώρα μπροστά σε λιθάρι. Την έννοιωθε όμως τη τρομερή του ματιά, τις άκουγε τις κρυφομίλητές του φοβέρες. Και σκύβοντας από πίσω απ' άλλο λιθάρι, παίρνει σημάδι κι αφίνει την τουφεκιά.

Έπεσε αμέσως ανάστηθα από το δεινό καρδιοχτύπι. Φαινότανε σα σκοτωμένος ο ίδιος.

Σαν πήρε μερικούς ανασασμούς και συνέφερε, λογιάζει δίπλα του και λείπει ο Δημήτρης. Δεν πήγε αμέσως ο νους του στο σκοπό του Δημήτρη. Ανασηκώνεται να κοιτάζη κάτω στο μονοπάτι, και βλέπει του δόλιου του Πανάγου το κεφάλι ξέχωρο από το κορμί, και το Δημήτρη που σκάλωνε πάλι τους βράχους.

— Πάμε τώρα να πιούμε της Βασιλικής τον καφέ· λέει λαχανιασμένα σαν ξανανέβηκε. Τώρα ναι. Είνε νύφη μου η Βασιλική. Να τραβήξουμε όμως από τα ρομάνια εκείνα, να κυνηγήσουμε κιόλας. Για τον Πανάγο σου, ας πάνε να σκοτίζουνται οι Τούρκοι που τούκοψαν το κεφάλι.

Και σαν αποσκούπισε το μαχαίρι στα χόρτα, σηκώθηκαν και πήραν τον απάνω το δρόμο.

Ώσπου νάρθ' η ώρα που βγαίνουν οι δουλευτάδες, τα δυο ταδέρφια ροβολούσαν κατά το χωριό από την άλλη την πλευρά με δυο ζευγάρια κοτσύφους.

10

Ό,τι άνοιξε τα παράθυρά του ο Φώτης, και τα κοπέλλια του, άλλος σκούπιζε τα τσιγαροκόμματα της αποψεσινής συντροφιάς, άλλος διάρμιζε τα ποτήρια και τα καφκιά, να και χώνεται μέσα σαΐττα ο Μανώλης, του Δημήτρη ο δουλευτής, λαχανιασμένος, σκουνισμένος, κατάχλωμος.

— Φονικό! κράζει του Φώτη. Ό,τι πήγαινα στις ελιές, και στο μισό το δρόμο στρωμένος ο κυρ Πανάγος! Αλλού αυτός κι αλλού το κεφάλι του.

— Οι Τούρκοι! ξεφωνίζει ο Φώτης.

Μετά το Μανώλη, κι άλλοι με τα ίδια τα μαντάτα, ύστερ' άλλοι, ώσπου γέμισε το Καπελιό δουλευτάδες, αφεντάδες, γέρους, παιδιά — ως και γυναίκες και κορίτσια κατέβηκαν. Βούηζε πάλε σε μισή στιγμή το χωριό.

Στερνοί στερνοί κατεβήκανε κι ο Μιχάλης με το Δημήτρη.

— Ξέρει ο Γιάνης; ρωτάει ο Δημήτρης τον άνθρωπό του. Τρέξε να του τα πης. Πάρε κι από του Μιχάλη κανέναν, κι ανεβάστε το λείψανο στου αδερφού του.

Έπειτα πιο τρανόφωνα και με στοχαζούμενο ήθος.

— Και, παιδιά, μη πολύ σούσουρο, γιατί πόλεμος στ' ανοιχτά δε συφέρνει τώρα. Έτσι μας μηνούν κι από τα Σφακιά κι από τους Λάκκους. Παρά να πάτε και να συμμαζέψτε τα γυναικόπαιδα, κ' ύστερα συλλογιούμαστε.

Τον άκουσαν κ' έτρεξαν καμπόσοι να κοιτάξουν τα σπιτικά τους.
Πήρανε μαζί τους και τα γυναικόπαιδα που τριγύριζαν.

 — Ένα κρασί στα παιδιά, προστάζει ο Δημήτρης του Φώτη. Να μου
πήτε τώρα το τι ακούσατε χτες προχτές από τα τούρκικα. Τι έτρεξε;

— Νά, πετιέται κι αποκρίνεται ένας τους. Εψές σαν μπήκανε μέσα ο Χουσεήνης, ο Μουσταφάς, κι ο άλλος ο Χασάνης, και κουβεντιάζανε με το συμπάθειο για τη ψευτιά εκείνη που κόλλησαν του Πανάγου και του αφέντη μας αποδώ (δείχνοντας το μαραμένο, το θεόνεκρο το Μιχάλη), γύρισε κ' είπε ο Χασάνης πως αυτός αν είταν ελόγου του, θα του την έπαιζε του κυρ Πανάγου.

— Σα να είχε κάποιο νόημα αυτό που είπε ο μουρτάτης. Αφορμή θα γύρευε να σκεπάση τις μπερμπατιές του, λέει άλλος.

— Αυτός θα είνε ο σκύλος, ξαναλέει τρίτος.

— Τσιμουδιά το λοιπόν, τους κάνει ο Δημήτρης. Αφήστε μου τη δουλειά εμένα. Αμέτε σεις όξω και κάμετε τον ανήξερο. Πέστε το και των αλλονώνε να σωπαίνουν, το τι θα κάμω. Όποιος ανοίξη στόμα, την τρώει την μπαλλοτέ.

Και ξεκινάει αμέσως κιόλας καταόξω, από το μέρος που έβλεπε προς την τούρκικη τη μεριά. Ο Μιχάλης πάλε, κάμνοντας ο δύστυχος καρδιά με το στανιό, τράβηξε σπίτι του να πάρη τη γυναίκα του και να πάνε στου Γιάνη.

Τάξερε τα τούρκικα τα κατατόπια ο Δημήτρης σαν τα δικά τους. Και το Χασάνη τονε γνώριζε και τις συνήθειές του. Πηγαίνει απ' ασύχναστα καταράχια και κρυφοχώνεται σε ρουμάνι που παράπλευρα περνούσε κάθε ταχυνή ο Χασάνης, διαβαίνοντας κι αυτός στις ελιές του. Η ώρα του κιόλας. Το πήρε απόφαση να κάμη απατός του την παίδεψη, μην τύχη και τα φέρη ο διάβολος και τους περάση υποψία τους δικούς του. Άλλη μια μπαλλοτέ το λοιπό, να σκεπάση την πρώτη. Το κακό έγινε που έγινε. Τώρα να καψομπαλωθή και να συχάση ο κόσμος.

Δεν παραμόνεψε πολλή ώρα. Μπαμ! και κάτω ο ανυποψίαστος ο Χασάνης, ό,τι αποτέλειωσε το ναμάζι του και ξεκινούσε με το γαδούρι.

Αστραπή ο Δημήτρης από βάτους, από θυμάρια, από βράχους και ρημοτοίχια, και βρίσκεται σπίτι του.

 — Αχ, και τάκουσες τα μαύρα τα μαντάτα; του λέει η κερά Φρόσω η
πεθερά του, άμα τον είδε.

 — Και δεν τάκουσα; Έτρεξα κιόλας και του την έπαιξα του
βρωμόσκυλου. Την ίδια ώρα θα τους θαφτούνε και τους δυο.

Και της αποξήγησε τα γενάμενα.

Κουνούσε η γριά το μαγουληκωμένο κεφάλι της σα ν' αγνάντευε μεγάλες συφορές ομπροστά της. Δεν ξεστόμισε τίποτις όμως, παρά τούβαλε του Δημήτρη να φάη. Νίφτηκε ο Δημήτρης, και κάθισε κ' έφαγε.

— Εγώ θα πάω τώρα στου Γιάννη, λέει η γριά. Είνε λέει απαρηγόρητος ο βαριόμοιρος. Και βράζουν λέει οι γαμπροί του από καράζι. Να πάω να τους τα ξεμυστηρευτώ, πρι να τρέξουν και μας τουφεκίσουν και κανέν' άλλον Τούρκο και μας κατέβη τριπλή φουρτούνα.

Έμεινε μονάχος του ο Δημήτρης.

11

Πέρασε δεν πέρασε μιαν ώρα, και ροβολάει κατά την κάτω την άκρη του χωριού, τη Χριστιανική, ολότρεμη, σκιαγμένη, θειαφοκίτρινη η Ασήμω. Ό,τι ανέβηκε να μαζέψη στου Χουσεήνη, κι ακούστηκε στα μέρη της το δεύτερο το φονικό. Το πρώτο το είχε ακουσμένο πρι να ξεκινήση από της θειας της, και ταρμήνευε μοναχή της. Ή ο Μιχάλης, έλεγε τότε διαβαίνοντας, ή ο Δημήτρης. Ο Μιχάλης δεν μπορεί να είναι, αυτός ξεφάντωνε πάλε μαζί του εψές. Είνε ο Δημήτρης που μήτε τη μια μήτε την άλλη τη βραδινή δε φάνηκε στης Μιχάλαινας, από το θυμό του. Ο Δημήτρης είνε. Καλά του την έφτιαξε, του ψωροπερήφανου! Να μάθη αυτός.

Κ' η θεόλαμπρη ομορφιά της, καθώς τα μουρμούριζε αυτά μονάχη της ανεβαίνοντας στου Χουσεήνη το χτήμα, είταν αλλαγμένη καθώς αλλάζει ο ουρανός με τη συννεφιά. Έρχουνται ώρες που παίρνει τέτοια όψη η γυναίκα, που την ανιστορείς καθώς θα φαίνεται σα γεράση, ζαρωμένη, με δίχως δόντι και δίχως χάρη. Τέτοια θάρρειες και φαίνουνταν η Ασήμω εκείνη την ώρα.

Τώρα όμως που με το δεύτερο φονικό τη συνεπήρε η τρομάρα, μονάχη χριστιανή εκεί απάνω μέσα στους Τούρκους, λυσσασμένους όλους με τάξαφνο, ταδόκητο το κακούργημα, ροβολώντας η Ασήμω από χαμόδεντρα κι' από βράχους φαινότανε ζορκάδα πάλε λυγερή, γοργοκίνητη και περίτρομη, που την κυνηγούσε λιμασμένο θεριό να τη φάη.

Τρύπωσε μες στο καλύβι της θειας της. Τη βρήκε και τοιμαζότανε για το λείψανο.

Η θεια Πασκαλιά δεν πολύπαιρνε από μαριολιές. Στα γουρουνάκια της περίφημη, καλή και για να πηγαίνη στην εκκλησιά, μα πιο μακρήτερα το μυαλό της δεν έφτανε. Κάτι άκουσε κι αυτή για το σκοτωμό του Πανάγου, μα να βάλη ο νους της δυο και δυο κοντά και να τα κάμη τέσσερα, αυτό δεν το κατάφερνε η θεια Πασκαλιά. Συλλογίστηκε μονάχα να πάη στο λείψανο, κ' έβαζε τη μαύρη της μαγουλήκα σαν έμπαινε η Ασήμω.

— Και τι θα κάμουμε μαθές τώρα σαν αγριέψουν οι Τούρκοι, που είμαστε και στου χωριού την άκρη! γυρίζει και λέει της Ασήμως σαν άκουσε το δεύτερο φονικό.

— Δε θα τα φαν τα γουρούνια σου οι Τούρκοι, κ' έννοια σου. Μόνον τρέχα στο λείψανο. Στάσου! νάρθω κ' εγώ.

Στοχάστηκε πως καλλίτερα να πάη κι αυτή, μια και τους ξαπόλυκε τους Τούρκους, να τάχη καλά με τους Χριστιανούς, ανίσως και σηκωθή πόλεμος. Έρριξε λοιπόν κι αυτή ένα μαυρόρουχο από πάνω της, τυλίχτηκε μαυρομάντιλο, έγινε πεντάμορφη χωρίς να το ξέρη, και ξεκίνησε με τη θεια της, συνεφερμένη τώρ' από την τρομάρα.

Ώσπου να κατασταλάξη στην εκκλησιά, τάμαθε όλα η Ασήμω. Τόξεραν όλοι οι χριστιανοί του Δημήτρη το κάμωμα. Και τι πείραζε και να τόξεραν. Όλοι τους ένα είτανε στην τουρκομάχητ' απάνω, γυναίκες κι άντρες. Ποιος τους τρελλάθηκε να τον καταδώση!

Μια ώρα να γυρίση μεσημέρι, κατέβαινε το λείψανο, τα ξεφτέρια πρώτα πρώτα, έπειτα ο Πάτερ Χαράλαμπος ψέλνοντας με το θυμιατά στο χέρι, κατόπι το ξυλοκρέββατο σηκωμένο από τέσσερες πανώριους λεβέντηδες, έπειτα οι γυναίκες της φαμελιάς, κι ανάμεσα τους μαυροφόρα η απαρηγόρητη η Βασιλική — που σαν πλερωμένη μοιρολογούσε — η κερά Φρόσω σκυφτή κι ανομίλητη, οι αδερφάδες του μακαρίτη σπαραγμένες και κείνες, κι άλλες πολλές. Κι ολοτρόγυρά τους οι άντρες όλοι με τα τουφέκια. Έλεγες κ' είτανε στράτεμα και κατέβαινε.

Καθώς περνούσε το λείψανο από τη θύρα της εκκλησιάς, που στεκόντανε μερικές από την παρακάτω τη γειτονιά κι απαντέχανε να περάση και νακολουθήσουν κι αυτές, βλέποντας ένας την Ασήμω, ίσια ίσια κείνος που έλεγε την αποβραδινή στο Καπελιό για τανίψι του πως η μαζώχτρα του ρίχτηκε, της πετάει μια βρισιά.

Ξαφνίστηκε η Ασήμω. Θάρρεψε πως την έννοιωσαν, στοχάστηκε πως κι α δεν την καλοννοιώσανε δε θαργήσουν, πως σήμερ' αύριο κάποια μπορεί να προβάλη και να την καταδώση ή του Δημήτρη ή του Μιχάλη πως αυτή την πρωτόβγαλε τη θανάσιμη την καταλαλιά, αποφασίζει λοιπόν αμέσως, πρι ναπολύση η νεκρώσιμη η ακολουθία, να σύρη κατά το τουρκοχώρι και να σοφιστή τρόπο να τα ψήση μαζί με τους Τούρκους.

Σκύβει και λέει της θειας της πως μεταγυρίζει στο λιομάζωμα, κ' ίσια στου Χουσεήνη το σπίτι. Ό τι γύριζε ο Χουσεήνης από το σπίτι του Χασάνη, που τον είχαν ξαπλωμένο στη μέση και ξεφώνιζαν οι γυναίκες του. Μαύρος από θλίψη κι από θυμό. Έτσι του ήρθε να τραβήξη το λάζο του και να τα σπαράξη της Ασήμως τα στήθια, σαν την πήρε η άγρια ματιά του.

 — Τονε βρήκα το φονιά! προφταίνει αυτή και του κράζει. Κ' έτρεξα
με την ψυχή στο στόμα να το πω του αφέντη μου.

 — Και ποιος είν' ο φονιάς; Α βαστούσες τουφέκι, θάλεγα πως εσύ
είσαι, βρωμόπιστη. Άλλος χριστιανός εδώ απάνω δε φάνηκε σήμερις.

— Ο Δημήτρης! Ο Κυρ Δημήτρης! Του Μιχάλη ο αδερφός!

— Πήγαινε μέσα να φας. Άιντε, παλιογλωσσού, άιντε! Ανίσως όμως και μου λες ψέματα —

— Ψέματα; Να! Και σταυροκοπήθηκε.

— Να χαθής από δω, σκυλόπιστη, που αποκοτάς να μου κάμης και τον παλιόσταυρό σου!

Κι άφαντη η Ασήμω.

12

Έγερνε ο ήλιος κατά το βουνό, ως δυο ώρες να βασιλέψη. Όλοι οι δικοί συναγμένοι στου Γιάνη να παρηγορήσουνε τους θλιμμένους, κι ας είχαν ατοί τους ανάγκη παρηγοριά, που τέτοιος πανώριος κρίνος σε μια δύσεχτη ώρα έπεσε και μαράθηκε. Η Μιχάλαινα μάλιστα που σταλήθεια τον αγαπούσε σαν αδερφό της, τόσο κατάκαρδα το πήρε, που μήτε στιγμή δεν τον άφινε το Μιχάλη να λείψη από σιμά της. Να του τα λέη και να του τα ξαναλέη, τα γλέντια, τα ξεφαντώματα, τις χάρες και τα γέλοια, την καλοσύνη του και τη χρυσή του καρδιά, και νάρθη λέει ο μαύρος ο χάρος να τα ρημάξη όλα και να τα σκοτεινιάση. Και ποιος πια να πάη και να σφαλιχτή σπίτι του μέσα; Όλοι, όλοι να μείνουν απόψε στου Γιάνη, να νυχτερέψουν ανιστορώντας τα περασμένα, ίσως και βρούνε παρηγοριά.

Κάθε λόγος της χολοσκασμένης Βασιλικής δίστομο μαχαίρι στου Μιχάλη τα σπλάχνα. Κόλαση καθώς που είταν η ψυχή του, ακόμα πιο φοβερώτερη την έκαμνε το θέλημα της Βασιλικής — να νυχτερέψουνε στου Πανάγου το σπίτι! Τι να κάμη ως τόσο, τόρριξε στο κρασί, κ' έτσι σα να μούδιασε η ματωμένη καρδιά του.

Ο Δημήτρης ως τόσο σηκώθηκε νάβγη όξω.

— Για πού; ρωτούν οι άντρες.

— Να δούμε και τι χαμπάρια οι Τούρκοι.

— Μα δεν είπαμε να μη δείξουμε πόλεμο;

— Κι α δείξουν αυτοί; Κάποιος μας πρέπει να πάη και να δη το τι σκοπούς έχουν. Πηγαίνω εγώ.

Βγήκε, πέρασε από το Καπελιό, κι αφού συναγροικήθηκε με μερικούς άλλους, τράβηξε κατά τα Τούρκικα, από τόπους αδιάβατους πάντα, με σωστή λαγού περπατηξιά.

Χώθηκε ανάμεσα στα πλοκάμια ενός βάτου, ως διακόσια βήματα από του Σουλεημάνη τα δέντρα. Μάζευαν ελιές οι μαζώχτρες τους. Ο Τούρκος όμως δεν φαίνουνταν πουθενά.

Συλλογίστηκε ο Δημήτρης να κόψη δρόμο από δίπλα, και πηγαίνοντας τον τοίχο — τοίχο από πίσω απ' άλλα ρουμάνια να ρίξη ματιά κατά τα τούρκικα σπίτια, να μάθη τι κάμνουν, κ' έπειτα να κατέβη από τασυνήθιστο μονοπάτι που ανεβοκατέβαινε κ' η Ασήμω.

Και καθώς πέρναγε και λαφροπηδούσε από βάτο σε βάτο, από δέντρο σε δέντρο, σα δυσκολοθώρητο αγρίμι πούπρεπε να είνε μαθημένο το μάτι σου να το ξεχωρίση — Μπαμ! ο Σουλεημάνης, που τον παραμόνευε από δικό του κρυψώνα, ας είνε καλά η τετραπέρατη η Μαζώχτρα, που τονε μυρίστηκε από την ώρα που πρωτανέβηκε και τα πρόφταξε του αφέντη της· μια κουτρουβάλα λοιπόν, και κάτου ο Δημήτρης πρι να βραδιαστή κ' η δική του η τουφεκιά.

Κόβει το κεφάλι ο Τούρκος, το περιτυλίγει με ξεπαραλυμένο σακκί, κι από σκοινί δεμένο τριγύρω το σφεντονίζει κάτω και κάτω, κατά τη Βρύση πούβγαιναν κάθε βράδυ να νεροκουβαλήσουν οι Χριστιανοπούλες.

Το καναβάτσο ξεμπερδεύτηκε και πέταξε στο μισό το δρόμο, το κεφάλι όμως κατρακυλώντας κι αντιχτυπώντας από βράχο σε βράχο έφτασε στον τόπο που ήθελ' ο Τούρκος. Τόννοιωσε ο Χουσεήνης από τα φοβερά τσιριχτά εκεί κάτω πως βρέθηκε το σκιαχτερό του ριξίδι.

— Να μείνης εσύ εδώ απάνω απόψε, γυρίζει και λέει της Ασήμως, και σέρνει τακέφαλο το κορμί μες στους βάτους. Δεν ξαναβρέθηκε ποτές το κορμί εκείνο.

Μ' όλη τους τη χολόσκαση που είχαν ανήμερα κιόλας θαμμένο το Χασάνη, τόσο τη χάρηκαν την πλερωμή αυτή της ζημιάς τους, που σκαρώσανε σωστό πανηγύρι τη βραδινή εκείνη στα δαδοφωτισμένα λημέρια τους. Ακούγουνταν οι ταρμπούκες και τα τραγούδια ως την κάτω την ενοριά, την ώρα που κάμανε γύρο κ' έβαλαν καταμεσής τη μαζώχτρα του Χουσεήνη, τη λυγερή την Ασήμω, και χόρεψε. Την κοίταζαν αγριόχαροι, την τρώγανε με τα μάτια τους και με τακόλαστά τους γνεψίματα, καθώς λύγιζε και τσακιζότανε με ξεβιδωμένους αρμούς, καθώς χαμογέλαγε και χαμηλόβλεπε ανεμίζοντας τα χαριτωμένα της μέλη, και πάλι στεκότανε μία στιγμή κοιτώντας τους και λωλαίνοντάς τους με τα μάτια της εκείνα που αστράφτανε μες στω δαδιών την αντιφεγγιά. Τους τάκαμνε όλ' αυτά, να γενή το χατίρι τους. Κι αν αποκοτούσε, ας μη χόρευε η Ασήμω· ας μην έβγαινε να τους μαλακώση με τη μυριόχαρη παρουσία της. Μα και κάτι πιο ακριβώτερα θα την πλέρωνε η μαζώχτρα την τούρκικη προστασία, μόνο που ο Χουσεήνης μαγείρευε κι' αυτός ένα δικό του σκοπό μέσα του και δεν τα σήκωνε τα πολλά τους χαδέματα. Τη λογάριαζε για τον Πασά της Κίσαμος αυτός.

Κάτου ως τόσο, στα Χριστιανικά τα λημέρια, θρήνους και κλάματα πάλε, πάλε ξεφωνήματα και στηθοδαρμούς οι γυναίκες, λύσσα και ξεφρένιασμα οι άντρες, σανε φέρανε του Δημήτρη το κεφάλι ματοκυλισμένο, χωματιασμένο, αγνώριστο από τις λαβωματιές που αποδέχτηκε κατρακυλώντας τα καταράχια.

Σηκώθηκε η θλιμμένη η συντροφιά από το σπίτι του Γιάννη και τράβηξαν όλοι στης κερά Φρόσως.

Γνωστικιά γυναίκα, η κερά Φρόσω. — Τις απομάντευα τις συφορές αυτές, έλεγε, τις είδα και στα νιάτα μου, Θεός το ξέρει και πόσες ακόμα φορές θα τα ξαναδώ και θα τα ξαναθρηνήσω.

Σηκώθηκε τότες είχε δεν είχε ο Μιχάλης κ' έτρεξε να πάη να βρη το κορμί. Αδύνατο στάθηκε. Νανέβη ως τα Τούρκικα, δεν του φάνηκε και πολύ γνωστικό, και δεν το συλλογίστηκε άσκημα. Πετιέται ως το Καπελιό, να δη και να μάθη τι γίνεται. Ανάστατος ο κόσμος εκεί. Έκαμε καρδιά, και στάθηκε και τους είπε να μην το κουνήσουν, ειδεμή πέτρ' απάνω στην πέτρα δε θαπομείνη, μήτε δέντρο απάνω στην ρίζα του. Μα κι άλλοι δέκα να πέσουνε με το παραμόνεμα, πάλε καιρός δεν είνε. Θάρθη η ώρα τους, κι ας μη νοιάζουνται.

— Όσο για παραμόνεμα, δική μου αράδα, ξαναείπε βλέποντας τους χωριανούς ανοικονόμητους. Δική μου αράδα, και πάγω κιόλας, πρι να το μυριστούν οι γυναίκες.

Τους κέρασε, και τράβηξε όξω. Τόβαλε στο νου του κάποιο να ρίξη κάτω, μα ας είνε όποιος είνε, ίσως και βρουν ησυχία. Ο φταιξάρης να βρεθή; δύσκολο πράμα. Σκαλώνει λοιπόν κι ανεβαίνει με το φεγγάρι κατακεί που είτανε μαζεμένοι οι αλλόπιστοι και κάμνανε ζιαφέτι. Σημαδεύει από κάμποσο αλλάργα ένανε στεκάμενο παραόξω, του «παίζει» μια, και κάτου ο Χουσεήνης, πρι να ξημερωθή και αυτουνού το βόλι.

Μια και δυο, πίσω στο Καπελιό, και τα λέει. Κατόπι στης κερά Φρόσως, και τους είπε και κει πως το βόλι του βρήκε το νοικοκύρη του. Είταν τώρα το κεφάλι του Δημήτρη μεταφερμένο στην εκκλησιά, να κάμη ο Πάτερ Χαράλαμπος τα πρεπούμενα. Έτσι τόκρινε εύλογο η γριά, να μην παραλυπηθή ο Μιχάλης.

Σκύβει ο Μιχάλης και κρυφολέει της Βασιλικής πως νάρθη μαζί του σπίτι, κ' έχει να της πη. Η κυρά Φρόσω που τίποτις δεν της ξέφευγε, απατή της πήγε και τους παρακινούσε να πάνε και να συχάσουν οι δυο τους ύστερ' από τόσο παραδαρμό.

Τα μάντεψε η γριά. Ο Μιχάλης, μεθυσμένος τώρα όχι από κρασί παρ' από τον ερεθισμό τέτοιας ματοκύλιστης μέρας, είνε αλήθεια πως δεν πολυπονούσε αυτή την ώρα η καρδιά του. Σαν πυργώση ένα κακό, φεύγει ο ψυχόπονος κ' έρχεται η αφοβιά της απελπισιάς. Τέσσερα φονικά μέσα σε μια μέρα, και τα δυο από το τουφέκι του, και τόνα αδερφικό, κι ως τόσο σίδερο η καρδιά του. Ταυτί του δεν έδρωνε. Ένα βαθύ βαθύ σκουλήκι τον κρυφότρωγε πάντα όμως, της Βασιλικής του η έννοια. Τι θαπογίνη η γυναικούλα του, αν τύχαινε και τίποτις. Ήθελε λοιπόν τώρα να την έχη σιμά του μονάχος του την άγρια αυτή νύχτα. Κάτι σα να του κρυφόλεγε μέσα του πως ίσως είταν η στερνή του στον κόσμο.

Κ' είτανε σταλήθεια! Από τη μια έμπαινε σπίτι με την ακριβή του Μιχάλαινα, κι από την άλλη οι παραφρενιασμένοι οι Τούρκοι έστελναν την Ασήμω να πάη και να μάθη ποιος την έπαιξε τη στερνή τη μπαλλοτέ.

Έτρεξε η Ασήμω στης θειας της, κι απ' άκρες μέσες που άκουσε από τη γριούλα βρήκε πάλε μονομιάς το φταιξάρη. Λέει της γριάς πως πάει ναπονυχτερέψη με του Χουσεήνη το χαρέμι, πως τόταξε και πρέπει, αφού το ψωμί τους τρώνε. Τσίριξε η γριά, ποιος την ακούγει! Τράβηξε και ξαναπήγε ίσια στα Τούρκικα.

Το τι ακλούθησε την αποταχινή, δύσκολο δεν είνε να το μαντέψουμε τώρα. Βρέθηκε ο Μιχάλης ξερός ολίγο παρέξω από την πόρτα του πηγαινάμενος νανταμώση την κυρά Φρόσω στην εκκλησιά, νανάψουν ένα καντήλι στου Δημήτρη το μνήμα. Οι ίδιες ιστορίες, το ίδιο κακό, το ίδιο βουητό. Κατάντησε κόλαση η Παραμυθιά, που σαν τις αμαρτωλές ψυχές γόγγυζαν κι αναστέναζαν όλοι τους, Χριστιανοί και Τούρκοι, γυναίκες κι άντρες. Και μέσα στις φωνές εκείνες και τους παραδαρμούς ξεχώριζες τα μοιρολόγια της χαροκαμένης Βασιλικής. Ράγιζαν οι πέτρες με ταπελπισμένα ξεφωνητά της, καθώς κουβαλιούνταν το λείψανο του Μιχάλη.

Έκλεισε η κερά Φρόσω το έρημο σπιτικό της και κατέβηκε στης Μιχάλαινας να τη συντροφέψη και να πασκίση να γελάση τον πόνο της με τις ψεύτικες τις παρηγοριές.

13

Τις δυο τρεις μέρες που ακολούθησαν, ακατάπαφτο παραμόνεμα, απανωτές «μπαλλοτές», ατέλειωτα λείψανα, κι από τις δυο τις μεριές. Κατάντησαν ως πέντε πεσμένοι από του Πανάγου το σπιτικό, άλλοι πέντε από του Μιχάλη, κι ως εννιά Τούρκοι. Μαυροφόρεσε ο κόσμος, πούλεγες και θανατικό πλάκωσε.

Πήγε η δουλειά ως ταυτί του Πασά. Κι ο Δεσπότης με την προσταγή του Πασά γράφει του Εφημέριου και στέλνει Επίτροπο να γείνη κρίση και να βρεθή ο φταιξάρης. Ο Πάτερ Χαράλαμπος, μισαποθαμμένος από τον τρόμο, ίσως κι από το διάβαζε διάβαζε ακολουθίες, δεν πέρασε από τον παραζαλισμένο του νου να καθίση και να ξεδιαλύνη τη ρίζα και τη φύτρα του τρομερού του κακού που τους πλάκωσε, ίσως πάψη το βάσανο. Όσο για τους άλλους Παραμυθιώτες, πού καιρός και πού κεφάλι να στοχαστούνε και να κοιτάξουνε γύρω τους, ίσως και βρουν τον τρόπο!

Όλοι φρενιασμένοι τρέχανε, όλοι ολόρθοι κοιμούνταν, με τις υποψίες, με τα παραμονέματα, με τις τουφεκιές.

Σαν έφτασε λοιπόν ο Επίτροπος με τα γράμματα, και κλείστηκαν και τα είπανε με τον Εφημέριο μια βραδινή, και τονε ρώταγε ο Επίτροπος τόνα και τάλλο, έτυχε να ρωτήξη κι ανίσως κανένας Χριστιανός ή Χριστιανοπούλα βρίσκεται με τους Τούρκους. Στοχάστηκε πως δε γίνεται να πέφτουνε με τόση τάξη και γνωρισιά τα Τούρκικα τα βόλια στους δικούς μας απάνω, και να μη δασκαλεύουνται οι Τούρκοι από κάπου.

Αποκρίθηκε ο Εφημέριος πως είνε μια κόρη μαζώχτρα που τώρα και μερικές μέρες τόρριξ' εκεί απάνω εξ αιτίας λέει που ζητούσε το μακαρίτη τον κυρ Πανάγο να την πάρη, και την πειράζανε καθώς φαίνεται οι άλλες οι δουλεύτρες, και πήγε κι αυτή και μεροδούλευε στα τούρκικα τα δέντρα· και πως εξ αιτίας πάλε που την έβρισε κάποιος άλλος, κόλλησε στα τούρκικα μια και καλή, κ' έρχεται μονάχα, λέει, μια φορά το μερόνυχτο και φέρνει της θειας της ψωμί κ' ελιές. Και τόχει, λέει, μεγάλο καημό η γριά. Κ' ήρθε, λέει, η κακόσυρτη στο κελλί και τον παρεκάλειε τις προάλλες να πάη και να τη μεταπείση, να μην τουρκέψη κιόλας η ανιψιά της. Μα δεν το θάρρεψε ο Εφημέριος γνωστικό νανακατευτή ώσπου να πάψη η μάχητα που τους έτρωγε τώρα.

— Να πάμε να τη δούμε αυτή τη γριά, λέει ο Επίτροπος. Απόψε κιόλας.

Κατεβήκανε στης θεια Πασκαλιάς, και τη βρήκανε και συγύριζε κούτσουρα και τσουκάλια πριχού να πλαγιάση. Ανατρόμαξε στην αρχή, θαρρέψαντας πως είτανε Τούρκοι.

Κάθισαν κοντά στη φωτιά — λυχνάρι δεν είχε — κι άρχισε και την ψιλορωτούσε ο Επίτροπος το τι ήξερε. Μη καλονοιώθοντας η γριά την ουσία και το νόημα του τι γνώριζε, θωρώντας και τον Παπά που του είχε μεγάλη ευλάβεια, τα κένωσε όλα του Επιτρόπου, πότε από τη μέση καταπιάνοντας τη δουλειά, πότε από το τέλος, και πότε πάλε από την αλφαβήτα. Από του Σαββάτου ταντάμωμα. Ως και του σταφυλιού την ιστορία δεν την παράβλεψε.

Την άκουγε ο Επίτροπος, και τα στοίβαζε με τη σειρά τους μέσα στο λογισμό του.

Εκεί απάνω ανοίγει η πόρτα, και ποιος να προβάλη; Η Ασήμω.

Χύμιξε μέσα σαν ποντίκι. Άξαφνα τους βλέπει και κοντοστέκεται.
Είχε κατέβη πάλε να δη και να μάθη.

Σα να της ήρθε να ξεχυμίξη και να γυρίση πίσω.

Σηκώνεται ο Επίτροπος και σφαλνάει την πόρτα.

— Πούθε έρχεσαι τώρα; τη ρωτάει ο Παπάς.

— Από της Χουσεήναινας, της χήρας. Έφερα της θειας μου φαεί, αποκρίθηκε χαμηλόφωνα, και χαμηλόβλεπα η Ασήμω.

— Τώρα που είσ' εδώ, κόρη μου, της λέει γελαζούμενα ο Επίτροπος — που σαν κοσμογυριστής που είτανε βρήκε καιρό να καμαρώση και την αγγελική ομορφιά της, — τώρα που είσ' εδώ, πες μας, να σε χαρώ μια κ' είναι μαζί μας κι ο Δάσκαλος· τι σ' έκαμε και πήγες κ' είπες πως ο Πανάγος τα είχε ψημένα με τη Μιχάλαινα;

Το γύρισε ο Επίτροπος από την υποψία στη βεβαιότητα, να την πιάση.

— Ξέρω και γω, αφέντη μου, να, έτσι μου ήρθε.

Και χαμηλώνει πάλε τα μάτια.

— Και τίνος το είπες;

— Να· της Λεμωνής, της Μορφούλας, και της Λενιώς. Όλες μαζώχτρες. Έσυραν αυτές ύστερα και πήγανε, λέει, να μαζώξουνε στην Κάντανο, και καλά Χριστούγεννα πια.

Άρχιζε κι αναθάρρευε η Ασήμω. Η πολύ η ντροπαλάδα δεν είτανε φυσικό της. Είταν ο φόβος και τηνε συμμάζευε στην αρχή.

— Και τώρα για πού;

— Πίσω στης Χουσεήναινας. Δεν το είπα μαθές;

— Εγώ λέγω καλλίτερα νάρθης με το Δάσκαλο απόψε. Σε θέλει, κ' έλα.

— Μα να τρέξω να το πω μια στιγμή.

— Όχι κάλλιο στο κελλί τώρα, κι αύριο το λες.

Θέλοντας μη θέλοντας την πήρανε στο κελλί, αφού καλονυχτίσανε τη θεια Πασκαλιά.

Σκοπός του είτανε του Επιτρόπου να την κουβαλήση ταποταχύ στου
Δεσπότη, κι ας αποφασίση εκείνος κι ο Πασάς το τι να την κάμουν.

14

Την πέρασε η Ασήμω στο κελλί τη νυχτιά της. Δεν καλόξερε και γιατί την είχαν εκεί, μα κάτι έκοβε το μυαλό της και δεν έβρισκε ανάπαψη. Όντας όμως καλά φυλαγμένη, δεν μπορούσε και να ξεκόψη.

Το πρωί πρωί, ό τι έφεξε, μεγάλο πάλε βουητό, μεγάλο κακό στο χωριό από τη μιαν άκρη ως στην άλλη! Η μαζώχτρα! Η μαζώχτρα η Ασήμω τάφτιαξε όλα! Ψυχή δεν απόμεινε που δεν τόξερε πως την είχανε φυλακισμένη μες στο κελλί, και πως θα τηνε φέρουνε του Δεσπότη. Ως και στα Τούρκικα πήγε αστραπή το χαμπάρι.

Χριστιανοί και Τούρκοι, όλοι όξω φρενών, πούγινε αφορμή μια μαζώχτρα και ρήμαξε το χωριό. Και τέτοια η λύσσα τους, που αδέρφιασαν Χριστιανοί και Τούρκοι ανήμερα και χύμιξαν ανακατωμένοι στης Εκκλησιάς την αυλή «να τη σπαράξουν τη σκύλα». Πού πια τώρα να τους εναντιωθή Εφημέριος, πού να δείξη στήθος Επίτροπος! Την έφεραν όξω σέρνοντάς την από τα μαύρα μαλλιά της. Ολότρεμη αυτή, και σαν το πουλί μπρος στη γάτα αποσκιασμένη κι ασάλευτη, μήτε λόγο μήτε γογγητό δεν ξεστόμισε, παρά έπεσε λιγόθυμη στο κατώφλι της θύρας. Κι ό τι κάμανε να της ξαναρριχτούν οι αποτρελλαμένοι οι Παραμυθιώτες, πρόβαλε η βαριόμοιρη η Μιχάλαινα μαυροφόρα πάντα, κατάχλωμη και με τα μάτια κοκκινισμένα από το κλάψε κλάψε, και με φωνή τρεμάμενη τους παρακάλειε, Χριστιανούς και Τούρκους, να την αφήσουνε του Γέροντα και του Επιτρόπου.

Το σεβάστηκαν το θέλημα της χαροκαμένης κι αποτραβηχτήκανε με το στανιό και μ' αγριεμένα μουρμουρητά οι Παραμυθιώτες. Εκεί όμως που κοίτουνταν ακόμα η Ασήμω λιγόθυμη, έρχεται αλάθευτο βόλι μακρόθε και της ταφίνει μια για πάντα κλεισμένα τα πανώρια της μάτια.

15

Πέρασε η μέρα εκείνη με τάγρια τα ξεφαντώματα, που τάχα γλύτωσε το χωριό. Την αυριανή ως τόσο, σα συνέφερε πάλε ο κόσμος, άρχισαν και τα ξανασκάλιζαν και τα ξαναγύριζαν από τη μια κι από την άλλη, να μην είναι τάχα κι άλλος φταιξάρης. Δεν τους έσωνε η Μαζώχτρα. Με τα λόγια λοιπόν του ενού, με τις αβανιές του αλλουνού, αρχίζει κι ανάμεσα στις δυο φαμελιές, Πανάγου και Μιχάλη — όσοι δεν αποδιαβάστηκαν από τα πριν — η αναπόφευγη η λογοτριβή, το καράζι, η ζούλια, το μάλωμα. Αποφασισμένοι να παν κι αυτοί πριν την ώρα τους.

Μέρες και μέρες βάσταξε αναμεταξύ τους η μπροσκάδα, η μπαλλοτέ και το φονικό. Ώσπου άλλος άντρας δεν έμεινε μήτε από τόνα μέρος μήτε από τάλλο παρά ένας και μονάχος, ο Γιάνης, ο λιγομίλητος, ο μελαχολικός, ο συλλογισμένος εκείνος ο Γιάνης μου.

ΑΛΛΕΣ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Κ Α Λ Λ I Τ Σ A (1)

ΑΠΟ τη Ρέθυμνο ξεκίνησε, Αύγουστο μήνα του 1829, Άγγλος ταξιδιώτης μ' άλογο καλό και μ' οδηγό Σφακιανό — που κι άλλοτες την είχε γυρισμένη την Κρήτη μαζί του — και τραβούσε ίσια κατά το Διβάκι στα νότια. Πέρασε από τ' Αρκάδι, πήρε πλάγι τον ουρανόγγιχτο Ψηλορείτη, διάβηκε του Ασώματου την κοιλάδα, κι ώσπου να φτάση στην Κρύα Βρύση, είταν τα χαρτιά του γεμάτα σημείωσες αρχαιολογικές, τοπογραφικές, ιστορικές, καθετίς πούβλεπε ή που άκουγε από χωρικούς κι από καλογέρους.

Σκοπός του αυτό το ταξίδι να μαζέψη υλικό για βιβλία δεν είταν, αυτό το είχε καμωμένο σε ταξίδια προτητερινά. Σκοπός του είτανε να πάη στ' Αποδούλο, χωριουδάκι του Αμαριού, και να ξετρυπώση μια φαμελιά που σε κείνα τα μέρη έπρεπε ακόμα να σώζεται. Έπρεπε να βρεθή της Κυρίας Μπάρτλεης η μάννα κι ο πατέρας ή τουλάχιστο κάποιος της συγγενής. Σα δύσκολο πράμα να γυρεύης, λέει, τη ρίζα και τη φύτρα μιανής Μπάρτλεης στ' Αποδούλο της Κρήτης! Μα, στον ακούραστό μας το Μυλόρδο, που είταν καλός από δυο τρία μισοφαγωμένα ψηφιά σε παλαιικό μαρμαροκόμματο απάνω ιστορίες αλάκερες να σκαρώνη, που κι από τα λόγια των Αμαριωτών αρχαιότητες μάζευε, σε κείνονα μήτε της Κυρά Μπάρτλεης το συγγενολόγι δε φαινότανε δύσκολο πράμα. Τόσο μάλιστα εύκολο το θαρρούσε, που αν τύχαινε και ταξιδεύαμε μαζί του γνωρίζοντας μονάχα όσα γνώριζε, κι ως τόσο τονε βλέπαμε να ξεκαβαλλικεύη με την ησυχία του έξω από το Αποδούλο και να γυρεύη Κυκλώπων τοίχους και Βενετιάνικους πύργους, γλήγορα θα λέγαμε πως ήρθε κι άλλος τρελλός από τη Φραγκιά.

Ο πεντάξυπνος όμως ο Σφακιανός του, που πέτρα Κρητικιά δε σήκωνες να μην τονε βρης αποκάτω, που έπραξε κ' έπαθε πολλά στον καιρό του, τον ήξερε καλλίτερ' από μας το Μυλόρδο. Τον άφινε και γύριζε, σκάλιζε, κ' έγραφε έγραφε, ώσπου χαρτάκι άγραφο δεν τούμνησκε πια όταν μπαίνανε στ' Αποδούλο μια βραδινή, ό,τι βασίλευε ο ήλιος, αποσταμένοι κ' οι τρεις τους, Μυλόρδος, άλογο, Σφακιανός.

Ρωτάει ο Μυλόρδος έναν Αποδουλίτη στου χωριού την άκρη (τα γνώριζε τα ρωμαίικα νερό) καταπού βρίσκεται το σπίτι του Προεστού για να πάνε και να κονέψουνε.

— Πολλά τα έτη στόνομά σας, απολογιέται ο χωριανός.

 — Βλέπεις; δε σου τόλεγα πως είστε Έλληνες; γυρίζει και λέει του
Σφακιανού. Έτσι το είπε κι ο Ευριπίδης.

«Ω φως, προσειπείν γαρ σον όνομ' έξεστί μοι».

— Μα να βρούμε και το σπίτι του Προεστού, του κάνει ο Σφακιανός.

 — Ποιανού; του Καπετάν Αλεξαντράκη; πετιέται, και λέει ο
χωριανός. Εγώ να σας πάω.

Δεν πέρασαν πολλά σπίτια για να φτάσουνε στο σπίτι του Προεστού.
Χτύπησε την πόρτα ο χωριανός δυνατά και γοργά.

— Ποιος είνε; φωνάζει γυναικίσια φωνή απομέσα.

— Άνοιξε, κερά Φωτεινή, κ' είνε ένας Μυλόρδος.

— Χριστέ και Παναγιά μου! Και τι να τον κάμω που είμαι ολομόναχη!

 — Άνοιξε συ, και γω βρίσκω και τον Αφέντη, αποκρίνεται ο
Αποδουλίτης απέξω.

Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Μυλόρδος, παίρνει ο Σφακιανός τάλογο να το νοιαστή σε διπλανό χωραφάκι, τρέχει κι ο χωρικός να φέρη τον Προεστό.

Συμμαζεμένη η Φωτεινή και λιγομίλητη στου ξένου την απερίμενη παρουσία. Άναψε το λυχνάρι, έκαμε τα πρεπούμενα, έπειτα στάθηκε αντίκρυ του με τα χέρια δεμένα. Συνηθισμένος ο Μυλόρδος από τέτοια συστήματα, την παρεκάλεσε να μην κοπιάζη, μόνο ας τον αφήση μονάχο ώσπου νάρθη κι ο νοικοκύρης.

Δεν έμεινε πολλήν ώρα μονάχος του ο Μυλόρδος, παρά πρι να προφτάση να ξεδιαλύνη αν τόνομα του χωριού είνε κι αυτό της αρχαιότητας απομεινάρι ή της σκλαβιάς απλό γέννημα, ήρθε ο Προεστός ο Αλεξαντράκης, και μαζί του κι ο Σφακιανός.

Αναρωτήθηκαν, κουβέντιασαν, καθίσανε στο φαεί, άρχισε ύστερα το κρασί, κι από τη μια ομιλία στην άλλη βγήκε στη μέση κ' η ακόλουθη ιστορία.

*

— Οχτώ χρόνια, γυρίζει και λέει ο κυρ Αλεξαντράκης του Μυλόρδου — και με τέτοια πίκρα που πρώτη φορά καλοκοίταξε ο Άγγλος την πονοδαρμένη του όψη — οχτώ χρόνια, και πότε μας φαίνουνται οχτώ μήνες πότε ζωή αλάκερη. Μήνες, σα συλλογιζούμαστε τα μικρά μας που τα είχαμε εδωνά μέσα στο έρμο αυτό το σπιτικό· ζωή αλάκερη, σαν ανιστορούμε ταμέτρητα τα μερόνυχτα που περάσαμε ολομόναχοι κλαίγοντας, ελπίζοντας, παρακαλώντας, και πάλι ξαναπέφτοντας στην απελπισιά.

— Δηλαδή από τα 21; κάνει ο Μυλόρδος, πασκίζοντας να καθίση τώρα κι αυτός διπλοπόδι, καθώς οι άλλοι.

— Από τα 21, το χρόνο που άναψε η εφτάχρονη η φωτιά! Είμαστε από τους πρώτους που σηκωθήκαμ' εδώ στην Κρήτη. Αλωνάρης του 21. Το χορό ως τόσο μας τον πρωτοάνοιξαν οι Σφακιανοί από δω.

Παίρνουν φωτιά τα μάτια του Σφακιανού.

— Αλωνάρης του 21, ξαναλέει ο Προεστός. Σηκώνουνται οι Σφακιανοί, και πού να τους βάλουν κάτω μονάχοι τους οι Χανιώτες! Μερμηγκιές έτρεξαν από τ' ανατολικά του νησιού παντής λογής Μουσουλμάνοι να τους δώσουνε χέρι. Αρίθμητ' άλογα και μουλάρια μαζί τους, να κουβαλήσουν το βιος από τα Σφακιά.

Σφίγγει ένα κρασί εδώ πέρα ο Σφακιανός μ' άγριο χαμόγελο.

— Πέρασαν κι από δω· μα δεν μας πείραξαν τότες. Καιρό δεν είχανε για σφαγή και για ρήμαξη. Στο γύρισμά τους όμως, στην άξαφνη εκείνη την μπόρα. . . .

— Με το συμπάθειο, αφέντη μου Προεστέ, αντισκόβει ο Σφακιανός, κρίμα θα είνε να μην τα πούμε της ευγενείας του όλα καταπώς έγιναν. Θα πης του τα δηγήθηκα γω στα ταξίδια μας άκρες μέσες· μα τεριάζει, θαρρώ, πρι νάρθης στο μεταγύρισμά τους εκείνο, να πούμε τι δρόμο πήρε η δουλειά τω Σφακιών.

— Και ποίος είτανε μαθές εκειδά να μας τα καλοπή.

Εγώ είμουν εκεί, αναπετιέται και φωνάζει ο Σφακιανός.

— Άμε στο καλό, χριστιανέ, και με τρόμαξες, γυρίζει και του κάνει η Κερά Φωτεινή, που ως τότε σήκωνε το τραπέζι, μα σ' αυτή την ομιλία απάνω είταν καθισμένη με ταργόχειρό της και άκουγε μ' ατάραχη όψη, μα όχι πάλε και μ' αδιαφορία, παρά να πούμε από στοχασιά και ποταγή στο θέλημα του Θεού. Μα έβλεπες και κάτι πιώτερο στο πρόσωπό της φρόνιμης της Αποδουλίτισσας. Μισόφεγγε στα μάτια της κάποια ελπίδα, που τον άντρα της δεν τονε φώτιζε· κάποια πίστη που σ' αντρίκιες καρδιές εύκολα δε ριζώνει.

— Μα δεν είνε, κερά μου, να μη φωνάξη άνθρωπος, απολογιέται ο Σφακιανός. Ακούς εκεί, λέει, ποιος είτανε να τα μαρτυρήση! Θυμάσαι, δόξα νάχη ο Θεός, Μυλόρδε μου, τότες που σε περνούσα από τον Ασκυφό, σαν αφήσαμε το Πρόσνερο και τραβήξαμε κατά το Κράπι κι από κείθε πήραμε τα στενά τω Σφακιών, εκείνα δα με τους πρίνους και με τα γυμνά τα βουνά κι από τις δυο τις πλευρές.

— Και δεν τα θυμούμαι τα κόκκαλα τασπρισμένα στη χαράδρα μέσα;

 — Γεια σου! Εκεί λοιπόν πρέπει να πάμε ναρχίσουμε την ιστορία μας
πρι να τη φέρουμε δω.

 — Α συφωνή ο κυρ Αλεξαντράκης, λέει ο Μυλόρδος, ίσως καλλίτερα
έτσι. Έχω να τακούσω και κάμποσα χρόνια.

 — Μπράβο, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Αλεξαντράκης· να τα
καλομάθω και γω.

— Κρίμας που δεν είνε χειμώνας, να ψήνουμε και κάστανα, λέει η Κερά Φωτεινή εκεί που έρραβε. Να σας φέρω όμως μερικούς πεπονόσπορους.

 — Εγώ λέω να μας φέρης κι άλλο κρασί, Φωτεινή, της κάνει ο
Προεστός, γιατί του φίλου μας το λαρύγγι έχει να δουλέψη.

Ήρθε το κρασί, κι αρχίζει ο Σφακιανός.

— Είταν αποφασισμένος ο πασάς, καθώς ξέρετε, να μας βάλη κάτω. Τρυγητή μήνα ξεκινάει με τη μερμηγκιά του κατά τον Ασκυφό. Πού να το σταματήσης τέτοιο κακό! Έπιασαν οι δικοί μας τα δυτικά τα βουνά.

Καλοστρώνουνται οι φίλοι, μέσα στον κάμπο του Ασκυφού, και μας απαντέχουνε να κατεβούμε να τους προσκυνήσουμε. Εμείς πάλε είπαμε, παρά προσκύνημα κάλλιο την τέχνη μας την παλιά. Όλη νύχτα την περάσαμε τρέχοντας και ζητώντας βοήθεια από τα χωριά. Ως και στο Μαλαξά στείλαμε και φωνάξαμε τους μερικούς Ασκυφιώτες, που φύλαγαν εκείνο το κάστρο, νάρθουν κι αυτοί. Κ' έτσι σαν ξημέρωσε και μαζευτήκαμε όλοι στον ξερόκαμπο, πρέπει να είμαστε καμιά πεντακοσαριά.

Φύλλο δεν ανεμίζουνταν εκείνη την πρωινή. Ό,τι πρόβαλε ο ήλιος, ξεκινήσαμε κατά τον κάμπο. Γεμάτος ο κάμπος Τουρκιά. Και τους έβλεπες δεν τους έβλεπες πίσω από τον καπνό που ανέβαινε πίσω από τα καμένα τα χωριά τριγύρω. Ένας μας αρχηγός τότες, ο Ρούσσος, παίρνει μερικούς του συντρόφους και μπαίνει στο σπίτι του, κατά το ριζοβούνι ως ένα βόλι μακριά από τον κάμπο. Μπαίνει και βρίσκει σφίδα γεμάτη κρασί. Όλοι μας ήπιαμε από το κρασί εκείνο. Αξέχαστη πρωινή. Ξαναμαζευούμαστε, ροβολούμε κατά τον κάμπο, κι αρχινούμε τη φωτιά πίσω από κάτι χαμηλότοιχους. Άλλοι μας πάλε πήγαν κι έπιασαν τις Πέτρες και το Σταυροράχι λίγο παρακάτω, και χτυπούσανε σύγκαιρα από τη μεριά εκείνη. Οι Τούρκοι, που θαρρέψανε στην αρχή πως κατεβαίνουμε να προσπέσουμε, άμα πρωτάκουσαν τουφεκιές, λύσσαξαν και πήγαν. Όλο τους το σκυλολόγι σηκώθηκε στάρματα, κι από την ώρα εκείνη ως ταπομεσήμερο πέφτανε χαλάζι τα βόλια τους στα ταμπούρια μας καταπάνω. Είχαν και τρία κανόνια. Οι δικές μας οι τουφεκιές δεν έκαμναν τόσο βουητό, μα μήτε και στον αέρα δεν πέφτανε.

Σιγά σιγά οι πεντακόσοι μας γίνουνται χίλιοι με τους χωριανούς που ολοένα μαζεύουνταν. Τρέχει τότες μια παρέα κατά τα βορεινά του κάμπου και τους περεχάει κι από κει. Ξάφνισμα και τρομάρα αμέσως οι Τούρκοι που βρίσκουνταν κατακεί. Κοντοστέκουνται μια στιγμή, κι ύστερα λάσπη! Τους τηρούν οι άλλοι κοντά μας, δρόμο κι αυτοί. Τους περνούμε τότες το κατόπι, και δος του βόλι στα πισινά τους καθώς τραβούσαν κατά το μονοπάτι που πάει στ' Αποκόρωνα. Καθώς κατρακυλούσαν τα μέρη που ο λόγγος αρχινάει και στενεύει, παίρνουνε μερικοί μας δίπλα τα βουναράκια, και τρέχοντας σα λαγωνικά τους προκάνουμε ό,τι αρχίζανε και ξεμύτιζαν παρακάτω στη χαράδρα. Ένας ένας πέφτανε σαν τις μυίγες. Κάμανε μια στιγμή να δείξουνε στήθος· μα γλήγορα το κατάλαβαν πως είνε χαμένοι, κι όπου φύγη φύγη πια τότες. Αφίνουν άλογα, μουλάρια, κανόνια, και παίρνουνε τα βουνά. Από το μέρος εκείνο του λόγγου ως το Κράπι στρωμένος ο τόπος νεκρούς. Βδομάδες και βδομάδες δεν μπορούσες να περάσης από κει και να μη λιγοθυμήσης από τη βρώμα.

Ως τον Αρμυρό τους ακολουθήσαμε. Κάμποσες μέρες γυρίζαμε τα βουνά και τους ξεπαστρέβαμε όσους βγήκαν από το δρόμο τους να γλυτώσουν. Ως χίλιοι τους πρέπει να πήγανε τότες. Καλά και κάνεις το σταυρό σου, κερά μου. Για το τιμημένο το σώμα και το αίμα του Χριστού πολεμούσαμε τότες, κι ο παπάς με τη σημαία μπροστά μπροστά. Σίδερο η καρδιά μας, σίδερο και τα κορμιά μας. Χάδεμα δε δεχούμαστε από τις γυναίκες μας τις μέρες εκείνες. Σαν έχη το νου του σε φιλιά και σ' αγάπες ο Σφακιανός, βόλι πικρό τον προσμένει στον πόλεμο. Μήτ' ένας μας δε σκοτώθηκε στον πόλεμο εκείνο.

*

Κάμποσες φορές τα είχε ακουσμένα αυτά ο Μυλόρδος, κι ως τόσο τάβγαλε πάλι τα χαρτιά του και σημείωσε μερικές αράδες. Οι άλλοι κάθονταν αμίλητοι και διαλογισμένοι.

— Αχ, τα πλερώσαμε όλα με γυναικόπαιδα και με σπιτικά, τότες που γυρίζανε λυσσασμένοι και έσερναν ανατολικά οι καταραμένοι! είπε με βαρύ αναστεναγμό ο Αλεξαντράκης. Κ' ήρθε, θαρρώ, η ώρα νακούστε και το τι τράβηξε αυτό το χωριό, εκεί που κανένας μας μήτε τουφέκι πια δε σήκωνε μήτε σημαία δεν κράταγε.

— Την παλιά τους την τέχνη, φωνάζει ο Σφακιανός.

Δεν μπορούσανε να δείρουν το γάδαρο κ' έδειραν το σαμάρι.

 — Όπου άντρας, μα νέος μα γέρος, τον έκοβαν. Όπου παιδί και
γυναίκα, σκλαβιά κι ατιμιά.

 — Κι ο Σερήφ Πασάς τα συχωρούσε μαθές αυτά; ρωτάει ανυπόμονα ο
Μυλόρδος.

— Ο Πασάς; Και ποιος τονε ρωτούσε τον Πασά; Αυτοί είταν έξω φρενώ. Σαν μπόρα πλακώσανε φοβερή. Μόλις το πήρε ταυτί μας τάγριο της το βουητό και σκαρφαλώσαμε τον Ψηλορείτη σα γίδια. Μόνο μερικοί γέροι απομείνανε στο χωριό. Τους έσφαξαν όλους. Μα ας τα πούμε με τη σειρά τους αυτά τα δικά μας, να μάθετε και γιατί αυτή την ώρα δεν τη χαρούμαστε την κατακαημένη μας την Καλλίτσα.

Ανασηκώνεται εδώ άξαφνα ο Μυλόρδος μ' ολοάνοιχτα μάτια. Γλήγορα όμως συμμαζώχτηκε πάλι, ίσως να την καλακούση την ιστορία.

— Είχαμε τότες θανατικό στο χωριό μας, λέει ο Προεστός. Τέσσερα από τα παιδιά μας τα είχε παρμένα Χάρος. Μας έμνησκαν τρία, η Καλλίτσα, ο Γιάνης, κι ο Κωστάκης, το βυζαστάρικό μας. Για να γλυτώσουμε τα δύο τα μεγαλήτερα από το θανατικό, τα βάζουμε σε παράμερο καλύβι λίγο έξω από το χωριό, κοντά σε μια γυναίκα που είχε και δικά της άλλα τρία παιδιά. Εμείς με το μικρό τον Κωστάκη μείναμε σπίτι. Τότες είταν που ξέσπασε το κακό. Τις ακούγαμε από μακριά τις φωνές τους, και δίχως μήτε πόρτες να κλειδώνουν έφευγαν όλοι προς το βουνό. Εμείς όμως είχαμε και τάλλα δυο τα μικρά να κοιτάξουμε, κ' είπα της Φωτεινής να προσμείνη λιγάκι, να πάω να μιλήσω της γριάς στο καλύβι και να της πω να μη φοβάται. Τρέχω λοιπό σαν αστραπή στο καλύβι και τους λέω να μη νοιάζουνται, μόνο να κάθουνται μέσα κρυμμένοι, κ' οι Τούρκοι δε θανέβουν ως εκεί απάνω. Ξαναγυρίζω κατόπι τρεχάτος στο σπίτι να πάρω τη γυναίκα μου με το μικρό μικρό και να φύγω. Ζυγώνω δε ζυγώνω, και τι να δω! Τούρκοι γεμάτο το σπίτι, και μόλις πρόφτασα να δω τη Φωτεινή μου που την κουβαλούσανε με τον Κωστάκη στην αγκαλιά της!

Πήρα τα βουνά σαν τρελλός.

Σημάδια στενοχώριας τώρα στην όψη της Φωτεινής, και πρι να πάη ομπρός ο Προεστός καμώθηκε πως κάτι ήθελε να φροντίση, και σηκώθηκε και βγήκε από την κάμαρα.

— Καλά έκαμε και βγήκε, κάνει τότες ο Προεστός. Δεν της έρχεται να τακούγη, δε μούρχεται και μένα να τα δηγούμαι μπροστά της. Την πήρανε σκλάβα με τον Κωστάκη στο Διβάκι. Ας είνε καλά ο αδερφός της που τη μάτιασε κει πέρα, και πήγε και τους αγόρασε και τους δυο πρι να τη στείλουν ως το Μισίρι. Κ' έτσι σαν πέρασε η φουρτούνα και κατεβήκαμε στο ρημαγμένο μας το χωριό, μου την έφεραν πάλι πίσω τη Φωτεινή με το στεροπαίδι της. Τανοίξαμε πάλε το σπιτικό μας. Αχ και τι σπιτικό! Δεκατισμένο από το θανατικό, που μας έφαγε τρία, κι από των απίστων τη ρημαξιά, που μας άρπαξε άλλα δυο, την Καλλίτσα και το Γιανάκη. Δίκιο είχα γω σαν τόλεγα, τότες που φεύγαμε, της γριάς του καλυβιού πως δε θα περάσουν από κει απάνω οι Τούρκοι. Και μήτε πέρασαν από κει. Σαν ταστροπελέκι που κόβει ίσιο δρόμο και ξολοθρεύει, έτσι διάβηκαν κ' έφυγαν. Κι ως τόσο ένας τους — ο Εξαποδός πρέπει να τονε σκούντηξε — βγήκε από το δρόμο του να μαζέψη για το ζω του χορτάρι. Και μαζεύοντας παίρνει το μάτι του το καλύβι! Ζυγώνει σιγανά σιγανά μην τύχη κ' είταν άντρες εκεί κοντά. Χτυπάει και ρωτάει ποιος κατοικούσε εκεί μέσα κι αν είχε άντρες. Πρόβαλε η γυναίκα από το παράθυρο κ' είπε όχι. Την προστάζει τότες να ξεμανταλώση την πόρτα. Τι να κάμη η γυναίκα, ανοίγει την πόρτα. Άμα βεβαιώθηκε ο Τούρκος πως είταν απροστάτευτο το καλύβι, χώθηκε μέσα. Δεν αφήκε μήτε γυναίκα μήτε παιδιά. Ίσια στο Διβάκι τους κουβάλησε και τους έξη. Και τώρα να δήτε το πιο παράξενο. Εκεί στο Διβάκι, σα χωρίστηκε πρώτα η γυναίκα με τα τρία παιδιά της από την Καλλίτσα κι από το Γιανάκη, και κατόπι πάλε ο Γιανάκης από την Καλλίτσα, και τοιμάζουνταν ένας Αράπης να φορτώση τη δύσμοιρη την κόρη μας και να την κατεβάση στο λιμάνι για το Μισίρι, τι άλλο να δη η σκλαβωμένη η μάννα της από το παράθυρο του σπιτιού που την είχαν κλεισμένη, παρά την Καλλίτσα σε κοφίνι μέσα απάνω στάλογο, ξεκινώντας για το ταξίδι της αλησμονησιάς και της ατιμίας! Τη βλέπει, τσιρίζει σαν τρελλή, και πέφτει χάμω. Μα ποιος να την ακούση, και ποιος να τη νοιαστή! Μήτε την ξαναείδε πια μήτε την ξανάκουσε την Καλλίτσα της.

— Στάσου! αντισκόβει ο Μυλόρδος. Δεν την άκουσε η μικρή τη φωνή;

— Κι αν την άκουσε πού να το ξέρουμε! αποκρίνεται ο πατέρας γελώντας, σα να του ήρθε νόστιμο τέτοιο ρώτημα.

Εκεί απάνω ξαναμπαίνει κ' η Φωτεινή.

— Ακούς τι μας ρωτάει η αφεντιά του; γυρίζει και της λέει· α σ' άκουσε, λέει, η Καλλίτσα τότες που της φώναξες από το παράθυρο.

— Βέβαια πως μ' άκουσε, απολογιέται ολόθαρρα η κερά και με μάτια που έλπιζαν πάντα. Την άκουσε τη φωνή μου κ' η Καλλίτσα, την άκουσε κι ο Θεός. Και το λέω και το ξαναλέω πως η φωνή εκείνη που από τα φυλλοκάρδια μου τότες βγήκε, θα μου την φέρη την ακριβή μου μια μέρα.

— Ορίστε! Τα ίδια και πάλε τα ίδια! Όλο την απαντέχει, κι όλο έρχεται η Καλλίτσα. Κάποτες και το σπίτι το συγυρίζουμε για τον ερχομό της και. . . .

 — Σταθήτε, αφεντικό, να σας χαρώ, λέει τώρα ο Σφακιανός, γιατί σα
να θέλη κάτι να μας πη από δω ο Μυλόρδος.

 — Τίποτις, αποκρίνεται συλλογισμένα ο Άγγλος. Έλεγα μόνο να σας
ρωτήσω α δε μάθετε τίποτις από τότες.

— Οχτώ χρόνια, Μυλόρδε μου, και άλλο δε μαθαμε παρά πως τηνε στείλανε στο Μισίρι. Όσο για τον αδερφό της το Γιανάκη, αυτός έμεινε στο Μεγαλόκαστρο μ' έναν Αγάν, και τούρκεψε, και τώρα μήτε να μας ξέρη πια δε θέλει.

— Αμέ ο Κωστάκης, το μικρό μικρό;

— Δεν την είπαμε ως τόσο του καημένου μας του Κωστάκη την τύχη, γυρίζει και λέει ο Προεστός της γυναίκας του. Και μα την αλήθεια δεν το παραξενεύουμαι, μια και γυρέψαμε να τα πούμε όλα σε μια βραδινή. Το χάσαμε και κείνο, Μυλόρδε, ειδεμή δε θα μας έβρισκες ολομόναχους τώρα. Έξη παιδιά, και τώρα στα γερατειά μας κανένα!

— Εκείνο μας το πήρε ο Θεός σαν τα πρώτα, και δε μας πέφτει λόγος στο θέλημα, του Θεού, λέει τώρα η Προεστίνα. Μα η Καλλίτσα μου, η Καλλίτσα! Να, έτσι πάντα κατιτίς μου το κρυφολέει πως δεν την έχουμε χαμένη την Καλλίτσα για πάντα. Ως και στον ύπνο μου κάθε λίγο τη βλέπω. Τη βλέπω μες στο κοφίνι, τρέχω σαν τρελλή να τη γλυτώσω, και μου ξεφεύγει πάντα τάλογο το καταραμένο! Πόσες φορές του τώπα του Προεστού μας να κινήσουμε μαθές ως το Μισίρι, να τη γυρέψουμε. Μα πού ο τρόπος, και σαν πας, λέει, πού να πρωτογυρέψης! Και σε ποια χαρέμια θα σ' αφήσουνε νάμπης! Κι αν τη βρης, ποιος Πασάς θα σου τηνε δώση, που τα γαλανά της τα μάτια μονάχα. . . .

— Σπάνιο πράμα, γαλανά μάτια στην Κρήτη! παρατηράει ο Μυλόρδος.

— Να κάτι πιο βαθύτερα από τα δικά σας.

*

Ανάγκη δεν είταν κι απ' αυτό το σημάδι να καταλάβη ο Μυλόρδος πως βρισκότανε στης Κυρά Μπάρτλεης το σπιτικό, και πως αντίκρυ του είχε τον πατέρα και τη μάννα της πανώριας εκείνης κόρης, που τώρα κι οχτώ χρόνους ταξιδεύοντας ο φίλος του ο Μπάρτλεης στο Κάϊρο, τη μάτιασε στο Παζάρι κι από έναν Αράπη την αγόρασε μικρή μικρή, και την ανάθρεψε μ' ένα και μονάχο σκοπό, να την κάμη συντρόφισσα της αρχοντικιάς του ζωής. Αυτά όμως όλα πώς να τα ξεστομίση με τρόπο που να μην αποτρελλαθούν από τη χαρά τους οι μυριοβασανισμένοι οι γονιοί της, αυτό ως την ώρα ο Μυλόρδος δεν το καλοσυλλογίστηκε τόσο λίγο ίσως τόλπιζε να τους βρη.

Αποφάσισε λοιπό να τους καλονυχτίση και να συχάση αυτή τη νύχτα, αφού είπε και ξαναείπε της κερά Φωτεινής πως καλά κάμνει κ' ελπίζει πάντα.

Ταποταχύ Μυλόρδος και Σφακιανός κάμνανε μακρινή ομιλία στου
Προεστού την αυλή.

— Να πάρης τάλογο κ' ίσια στη Ρέθυμνο. Ξέρεις πως εκεί έφτασε τις προάλλες μαζί μου από την Αλεξάντρεια ο Σιορ Μπάρτλεης με την Κυρά του, και πως με προσμένουνε να γυρίσω και να ξεκινήσουμε μαζί για την Αγγλία. Να τους δώσης αυτό το γράμμα, και να τους φέρης εδώ και τους δυο τους μαζί με τους δούλους.

— Μα σαν τι μαθές να τρέχη; ρωτάει σαστισμένα ο Σφακιανός.

— Σαν τι να τρέχη; Κρίμας που είσαι και Σφακιανός! Και δεν τόννοιωσες ακόμα πως η Κερά Μπάρτλεη που είδες στη Ρέθυμνο είνε Κρητικιά, και πως είνε η Καλλίτσα, η χαμένη η κόρη του Προεστού; Δεν το πήρε ταυτί σου τόνομά της τότες που τηνε φώναζε ο άντρας της να πη να σου φέρουν κρασί πρι να ξεκινήσουμε;

— Μεγάλος πως είνε ο Θεός το γνώριζα, Μυλόρδε μου, από κείνη τη δουλειά τη Σφακιανή· μα όχι και τόσο μεγάλος καθώς λέω πως είνε τώρα μ' αυτό του το θάμα! Και του λόγου σου τι θα κάμης ώσπου να γυρίσουμε πίσω;

— Βλέπω κ' έχει ένα τεφτέρι ο Προεστός άγραφο. Το παίρνω μαζί μου, και πηγαίνω να καλοκοιτάξω αυτό το Καστρί εκεί κάτου, να δούμε, είταν κι αυτό Πολιτεία Ελληνική ή όχι; Ως εκεί μπορώ και περπατώντας να πάω. Ως τόσο μη χάνης καιρό εσύ.

Έφυγε ο Σφακιανός με τάλογο, και καθώς τραγουδούσε έξω από το χωριό πηγαινάμενος, πρόβαλε ο Προεστός στην αυλή να προσκαλέση το Μυλόρδο στο γλυκό και στον καφέ.

— Να με συμπαθήστε που πρέπει να καρτερέψω καμιά δυο μέρες εδώ, τους είπε απάνω στον καφέ ο Μυλόρδος, ώσπου να γυρίση ο οδηγός μου με μερικούς συνταξιδιώτες που πρέπει να σας δουν και να σας γνωρίσουν. Είνε ένας άλλος Άγγλος κ' η γυναίκα του, ρωμιοπούλα όμως αυτή, και μάλιστα Κρητικιά.

— Άμε στο καλό, άνθρωπε μου, φωνάζει μ' ολόφεγγο πρόσωπο η Προεστίνα, που με κάμνεις και περνούνε λογιώ λογιώ στοχασμοί από το νου μου! Δε λέω πως δε θα μας ξανάρθη η Καλλίτσα, ο Εγγλέζος όμως αυτός —

— Ορίστε μας πάλε πρωί πρωί! μουρμουρίζει ο κυρ Αλεξαντράκης.

— Καλέ αφήστε τη να ελπίζη και να προσμένη, γιατί όχι; Μήπως τάχα δεν την άκουσε τότες ο Θεός τη φωνή της; Γιατί τάχα να μην είνε η Καλλίτσα, αφού μάλιστα είνε και Κρητικιά η γυναίκα του φίλου μου;

— Νά το! Δε σου τόλεγα τόσα χρόνια; ξεφωνίζει αφίνοντας τον καφέ της χάμου η Κερά Φωτεινή. Η Καλλίτσα, η Καλλίτσα μου έρχεται! αναπετιέται και ξαναφωνάζει σαν τρελλαμένη. Η Καλλίτσα μου, κι ο Θεός μου τη φέρνει.

— Θα μου τη λωλάνετε τη γυναίκα μου, κυρ Μυλόρδε, και καλλίτερα να μη την πειράζετε έτσι.

— Μα εγώ σας λέω πως πρέπει να την ανάβω αυτή την ελπίδα, κι από ελπίδα βεβαιότητα να την κάμω πρέπει, γιατί η Καλλίτσα σας είνε αυτή που θάρθη μεθαύριο με το φίλο μου τον Μπάρτλεη, τον άντρα της, σηκώθηκε κ' είπε ο Μυλόρδος ήσυχα και σοβαρά σοβαρά.

Έμειναν αμίλητοι μια στιγμή κ' οι δυο τους, πατέρας και μάννα.

Ώσπου όμως να ξανανοίξη το στόμα του ο Μυλόρδος, που έτρεμε μην τύχη και τους παραταράξη, βρέθηκε ταντρόγυνο αγκαλιαστό, κι άλλο πια τώρα δεν άκουγες παρά κλάψες κι αναρρουφήματα.

— Να σας πω τώρα και κάτι άλλο, κάνει ο Μυλόρδος, να μη χασομεράτε και πολύ. Η κόρη σας τώρα είνε καλομαθημένη, έξη χρόνια στο σκολειό, κι άλλα δυο στην Αγγλία. Και ν' αρχίστε αμέσως κιόλας να τοιμάζετε. Έχουν και δούλους. Κρεββάτια όσα μπορείτε. Να πάρτε μάλιστα και το σπίτι το διπλανό για καμιά βδομάδα. Από χρήματα να μη νοιάζεστε.

— Μια βδομάδα! Χριστέ και Παναγιά! Να το κουνίσουν δεν έχουν πια από δω πέρα! φωνάζει η κερά Φωτεινή.

— Αυτά τα βολεύετε και σαν έρθουν. Ίσως σας πάρουν κ' εσάς μαζί τους στην Αγγλία. Δουλειά τώρα. Εγώ πηγαίνω ως το Καστρί να γυρέψω αντίκες, και δε θα με ξαναδήτε ως μεθαύριο. Γεια σας.

— Μια στιγμή, να μου ζήσης, Μυλόρδε, που μας έφερες τέτοια νεκρανάσταση! Μια στιγμή, να μας πης τι λογής έτυχε αυτό το πρωτάκουστο! Από το χαρέμι μαθές την πήρε;

— Την πήρε από τα χέρια του Θεού και σας τη φέρνει τώρα. Τάλλα τα μαθαίνετε από την ίδια σαν έρθη.

Και ξεκίνησε ο Μυλόρδος κατά το αγαπημένο του το Καστρί.

*

Μετά μερικές μέρες, εκεί που κοίταζαν και καμάρωναν κ' έκοβαν κ' έρραβαν από μακριά οι καταχαρούμενοι οι Αποδουλιώτες περπατούσανε στο βασίλεμα του ήλιου κατά τα ξώχωρα του Αποδούλου δίπλα στο Ψηλορείτη, και σεργιάνιζαν τις ομορφιές ολοτρόγυρα, η περήφανη η Φωτεινή με την πεντάμορφη κόρη της, και κάπου σιμά τους κι ο Μπάρτλεης με το Μυλόρδο. Οι δυο οι γυναίκες κουβεντιάζανε για τα παλιά τους, κ' οι δυο οι άντρες για αρχαιότητες.

Ο κυρ Αλεξαντράκης με το Σφακιανό ακολουθούσανε μερικά βήματα κατόπι, μιλώντας ο ένας για τις σφαγές, ο άλλος για την αξέχαστη τη μάχη του Ασκυφού.

Μ Α Ρ I Γ Η (2)

ΤΡΙΑ χρόνια την πάλευε την Τουρκιά σα λυσσαγμένη η Τουρκοφάγα η Κρήτη μαζί με την αναστημένη την Ρωμιοσύνη. Τουφέκι δεν έπεφτε στο Μοριά ή στη Ρούμελη που δεν έβρισκε τον αντίλαλό του στ' ακαταπόνετα τα Σφακιά. Τρία χρόνια σηκωνότανε και ξανάπεφτε το ηρωικό το νησί στην τρομερή, στην άνιση την παλαίστρα με το μυριόνυχο και το μυριόδοντο το θεριό. Ήρθε ο τέταρτος ο χρόνος, το δίσεχτο το 24, και στην απελπισιά του απάνω ο Μαχμούτης γυρεύει του Μεχμέτ Αλή την ταπεινωτική τη βοήθεια· κι' ο αχόρταγος ο Μεχμέτ Αλής, ο χασάπης των Μαμελούκων, τι άλλο καλλίτερο γύρευε; Σαν όνειρο τόβλεπε μπροστά του ένα πέλαγο από αίμα, αρίθμητες ρωμιοπούλες σκλαβωμένες, άλλα τόσα ρωμιόπουλα σφαγμένα, πυραμίδες κεφάλια, και το πιο σημαντικώτερο, την αφεντιά του Πασά του Μοριά και της Κρήτης.

Σαν ακρίδες ξεκινούν από το Μισίρι και πλακώνουν απ' άκρη σ' άκρη του νησιού Αράπηδες και Τουρκαρβανίτες. Όσο και να τους δεκάτιζε το Κρητικό το μολύβι, μαθημένοι καθώς είταν από πόλεμο ταχτικό, δεν αργήσανε να καταφέρουν όσα μια Τουρκιά δεν κατάφερε, να σαρώσουν τον τόπο, χωριά και χώρες να ρημάξουν, και χριστιανών κόκκαλα να σκορπίσουν απάνω σε χώμα αιώνες ζυμωμένο στο αίμα.

Ο Χασάν Πασάς από την Ανατολική την πλευρά το είχε αρχινημένο το πανηγύρι του με τις δυο χιλιάδες νέους, γέρους και γυναικόπαιδα, που λες και με τη μυρουδιά τους ξετρύπωσαν τα σκυλιά του στου Μελάτου το σπήλιο. Ως την ακρογιαλιά κατέβαιναν οι φωνές όταν οι γέροι σφάζουνταν, οι γυναίκες κοπαδιαστά κουβαλιούντανε σκλάβες, οι άντρες αλυσόδετοι σέρνουνταν κατά τη Σπιναλόγκα, και μερικοί παπάδες, που μένανε μαζί τους για θάρρος και για παρηγοριά, δεματιασμένοι σα ξύλα ριχτότανε στη φωτιά!

Από τη δυτική την πλευρά, κατά το Σέλινο και το Κίσαμο, τάρματα του Τομπάζη την είχανε χρυσωμένη των πολέμων εκείνων την ιστορία με τη στερνή τους τη δόξα. Ο Χουσεήνης, του Μεχμέτ Αλή ο γαμπρός, είτανε φτασμένος στην Κρήτη με χιλιάδες καινούργια αγρίμια, η φοβερή η μάχη της Αμουργέλας την είχε θαμμένη και θαμμένη των Κρητικών την ελπίδα, οι αδάμαστοι οι Σφακιανοί φώλιαζαν τραβηγμένοι στα ορεινά τους λημέρια, κ' οι τετρακόσες οι ψυχές, που μαρτύρησαν φοβερό μαρτύριο στη σπηλιά του Μελιδονιού, είταν και κείνες στα ουράνια σταλμένες και φτερουγίζανε μαζί με τα θύματα του Μελάτου.

Από το μυριοθρήνητο το Μελιδόνι αρχινάει η ιστορία μας, γιατί με τις τέσσερες κατοστές, πούπνιξαν οι αθεόφοβοι στον καπνό της φωτιάς που βάλανε στη μια και μονάχη τρύπα του σπήλιου, μαζί με κείνους πήγε κι ο Μανουσάκης της Μαριγής, ο νιόγαμπρος ο λεβέντης.

*

Κατέβαινε τα ματόβρεχτα μονοπάτια σαν τρελλή η αρχοντοπούλα η Μαριγή μαζί μ' άλλες χωριανές της πολλές. Όλες σκλάβες, όλες ορφανές από πατέρα κι' από μάννα, έρημες όλες από πατρίδα κι από σπιτικό. Και να είτανε να πης πηγαίνανε σε μοναστήρι να κλειστούν ή και ζωντανές να θαφτούνε σαν το συγγενολόγι τους σε κάποιο σπήλιο κι αυτές! Σκοπός και τέλος του ταξιδιού τους είταν η ατιμιά, το ζωντανό το μαρτύριο. Αρχηγός Τουρκαρβανίτης και μερικοί Τούρκοι μαζί του τις οδηγούσαν κατά τη Σούδα. Τρικάταρτο καράβι πρόσμενε εκεί να φορτώση τη θλιβερή την πραμάτεια που από χώρες κι από χωριά παντούθε κατέβαινε. Της Κρήτης ο αφρός, των ανθών της το άνθος, τα πιο λαχταριστά και τα πιο διαλεχτά της κορίτσια, από κάθε μονοπάτι σέρνουνταν εκεί κάτου να φορτωθούν και να πουληθούνε σε Ασία και σ' Αφρική, και μ' άπονη σκουντιά να ριχτούνε στα βάθια του Χαρεμιού, δίχως μήτε θρησκείας παρηγοριά να φυλάξουνε, μήτε όνομα, μήτε άλλο της δόλιας πατρίδας τους φυλαχτάρι.

Τανιστορούσε η Μαριγή από τη μια το τι την περίμενε, θυμούνταν από την άλλη το ιερό το λείψανο που μαύρο και καρβουνιασμένο κοιτότανε στου Μελιδονιού τη σπηλιά, το λείψανο του πονεμένου της Μανουσάκη, που ως και τη φωνή του την άκουγε ακόμα, τότες που στο σπίτι τους μέσα την παρακαλούσε να φύγουνε πρι να πλακώση η αρβανιτιά, και κείνη πάσκιζε να μαζέψη και να πάρη τα νυφικά της, ώσπου πλάκωσαν τα θεριά, και θαρρώντας ο δόλιος πως έφυγε κ' η Μαριγή με τη μάννα του, που την έβλεπε κ' έτρεχε κατά το σπήλιο, αφίνει την αγαπημένη του πίσω και φεύγει, και κλειέται στο σπήλιο μαζί με τους άλλους, και σαν είδε ύστερα πως έλειπε η καλή του, τρέλλα και τρέλλα τον πήρε. Αχ, είταν αργά πια τότες, η αρβανιτιά το είχε τριγυρισμένο το σπήλιο και το μπομπάρδιζε. Κ' ένας μονάχος, που γλύτωσε από το μαρτύριο που ακολούθησε κατόπι και γύρισε στο ρημαγμένο το χωριό, την αντάμωσε κρυφά τη σκλαβωμένη τη Μαριγή και της τα είπε τα στερνά τα λόγια του Μανουσάκη. Τα συλλογιούνταν όλ', αυτά η δύστυχη, και σαν απόκαμναν τα γόνατά της από τη θλίψη και από την τρεμούλα της κούρασης και την έσπρωχνε Τούρκος πίσωθέ της με την κάννα του τουφεκιού, θόλων' ο νους της, πλημμύριζε η καρδιά της, και με χείλη στεγνά, με μάτια ορθάνοιχτα από την απελπισιά, σίμωνε τον Αρβανίτη τον αρχηγό, και με λόγια που πέτρες θα ράγιζαν τον παρακαλούσε τον άγριο να τη λυπηθή και να την αφήση να πάη ν' αποθάνη κοντά στον αγαπημένο της.

Ξέσπαναν τότες στα γέλοια οι Τούρκοι, κι αντίλαλούσαν οι λόγγοι με τάσεμνα χωρατά τους.

*

Είτανε βράδυ βράδυ, ο ήλιος έγερνε κατά τα κορφοβούνια, κ' οι σκλαβωμένες οι Κρητικοπούλες κατέβαιναν αραδιαστές από το στερνό τους μονοπάτι αποσταμένες, πρησμένα τα πόδια τους, ξέπλεγα και σκόρπια τα μαύρα μαλλιά τους, που κάθε λίγο τα συμμαζεύανε με το μαγουλήκι μην τύχη και τις παρακοιτάζουν ξένοι, λησμονώντας πως μήτε η ομορφιά τους δεν είτανε πια δική τους. Βλέποντας αντίκρυ στη θάλασσα η Μαριγή, σφίχτηκε η ψυχή της, κόμπωσε ο λαιμός της, σα να της έλεγε η άπονη, η απέραντη η θάλασσα πως μια για πάντα θα τη χωρίση από τον τόπο της, από τα κόκκαλα των αγαπημένων της, απ' όλα όσα στον κόσμο λάτρεψε η καρδιά της.

Σε κάθε αποσταμένο τους πάτημα βγαίνανε αναστεναγμοί κι αναρρουφήματα από τη μιαν άκρη της αράδας ως την άλλη, όταν τάγρια τα ξεφωνητά και τα γέλοια των Τούρκων τις αφίνανε νακουστούνε.

Άλλη μισή ώρα, και περνούσαν από ταράπικο το στρατόπεδο. Κοντοστάθηκαν αμέσως κ' έκρυψαν τα πρόσωπά τους σα Χανούμισες, μην τύχη και τις καλοδή και πέση απάνω τους στρατιώτης. Φώναξε τότες ο Αρβανίτης να μη φοβούνται, έδωσαν οι Τούρκοι μερικές σκουντιές αποπίσω, και ξανάρχισαν το διάβα τους πλάγι του στρατοπέδου.

Ο χαλασμός, καθώς είδαμε, τελειωμένος τώρα στην Κρήτη. Οι Σφακιανοί στα όρη κρυμμένοι, οι χώρες και τα χωριά καμένα, οι εκκλησιές γκρεμησμένες, άλλη δουλειά για ταγρίμια του ο Χουσεήνης δεν είχε· τους άφινε λοιπόν και ραχατεύανε ώσπου νάρθη η μαύρη η ώρα και του Μωριά. Κ' έτσι το βράδυ βράδυ της μέρας εκείνης, που δεν τους έκαιγε πια το λιοπύρι, που ο μπάτης ψιλοφυσούσε, μοιρασμένοι σε παρέες οι στρατιώτες γλεντίζανε μέσα στην απλάδα με φαγοπότια και με παιχνίδια.

Σα λαγωνικά, που μυρίζοντας άξαφνα κυνήγι ζωντανεύει το μάτι τους και ξεχυμίζουν ανήσυχα και λαχανιασμένα από κάθε μεριά και πετούνε στον αέρα αλυχτήματα ανυπόμονα, έτσι χυμίζανε Τούρκοι κι Αράπηδες κατά τον δρόμο που περνούσαν οι παρθένες κ' οι νιόπαντρες του παθιασμένου νησιού. Με τη φοβέρα όμως ο αρχηγός ο Τουρκαρβανίτης τους παραμέριζε.

Στην άκρη άκρη της πεδιάδας κατά τον γιαλό, κοντά στα καράβια, σε ξέχωρο μέσα χωράφι, μια από τις παρέες το γλέντιζε με τρόπο πιο ταιριαστό με το φυσικό της άγριας εκείνης φυλής. Κρητικόπουλο λεβέντικο κι αψηλόλιγνο, με τα χέρια δεμένα πιστάγκωνα και το σκοινί σε καρφί καλά κουμπωμένο, ακκουμπούσε στον τοίχο του χωραφιού ασκούφωτο, φορέματα ξεσκισμένα και χωματιασμένα, στήθια ξετραχηλισμένα, πόδια ξυπόλυτα. Δέκα ως δώδεκα στρατιώτες από τους πιο διψασμένους του Χουσεήνη, μερικά βήματα μακριά στεκάμενοι στην αράδα, παραβγαίνανε στον αγώνα, ποιος να πρωτομπήξη το γυμνό του μαχαίρι στα στήθια του νέου. Έβλεπες και στέκουνταν ολόρθα δυο μαχαίρια, ένα στον ώμο του παιδιού κ' ένα στο μερί, έτρεχε το αίμα, έννοιωθε δεν έννοιωθε το μισοζώντανο το παιδί από την αγωνία, από το τράντασμα πούφερνε στα σωθικά του κάθε μαχαίρι που ξεχυνότανε καταπάνω του, άλλο χάμου να πέφτη, άλλο στον τοίχο να χτυπάη, κι άλλο να καρφώνεται στο βασανισμένο κορμί του.

Ο ήλιος βασίλευε με του μισαποθαμμένου του Ζανουλάκη τα μάτια την ώρα που διάβαινε του Τουρκαρβανίτη η συνοδιά να κατεβή στο λιμάνι. Ρίχνει ξάφνω η Μαριγή κρύφια ματιά κατά το χωράφι· δεύτερη ματιά δεν χρειάστηκε. Ξεπετιέται σέρνοντας φωνή σπαραχτικιά σα να την έσφαζαν την ίδια τα Τούρκικα τα μαχαίρια, πηδάει μες στο χωράφι, και πριχού να νοιώσουν οι Αράπηδες πούθε ξεφύτρωσε ταναπάντεχο εκείνο το φάντασμα, τον αγκάλιαζε η Μαριγή ξεφρενιασμένη και μοιρολογώντας τον αδερφό της, που τέσσερες μήνες τον είχε χαμένο, τον ξακουσμένο τον Ζανουλάκη, που κάθε μάχης του χρόνου εκείνου τον είχε τσουρουφλιασμένο η φωτιά.

— Αδερφάκι μου, Ζανουλάκη! Έπαρέ με μαζί σου να λείψη το κρίμα, έπαρέ με και φέρε με στον καλό μου!

Δεν μπόρεσε άλλο να πη. Και λόγια να είχε δε θα πρόφταινε. Σαν καπλάνια χυθήκανε καταπάνω της οι αγριεμένοι οι στρατιώτες. Έφεγγαν τακόλαστα μάτια τους από χαρά σα διαβολική, μύρια ουρλιάσματα βγάζανε τα ορθάνοιχτα στόματά τους, ο βαρύς ο αχνός της αναπνοής τους έλεγες και την έπνιγε, όση ζωή της έμενε σε τέτοιο τρυφερό κορμί της κακόμοιρης.

Γύρισε ο μισοζώντανος ο Ζανουλάκης, έρριξε θολή ματιά στο φριχτό το κακούργημα, και με βαρύ και κλαψάρικο γογγυτό αφίνει το στερνό του ανασασμό.

Την ξύπνησε το γογγυτό εκείνο τη Μαριγή από σάστισμα κόλασης φοβερής. Λες κ' ίσια στη ψυχή της τον έστειλε τον ηρωισμό του ο αδερφός της μ' εκείνο το γογγυτό· λες και τ' Άγιο Πνέμα της κατέβηκε από τα ουράνια, και τη στεφάνωσε με την αθώρητη τη χάρη που γλυκαίνει του μαρτυρίου το θάνατο. Κι απάνω στο λογομαχητό του Τουρκαρβανίτη, που φώναζε πως για κοινούς Αράπηδες δεν την είχε τέτοια κοπέλλα, κι απάνω σε μαχαιριές και μαλλώματα αναμεταξύ τους, σέρνει μαχαίρι η Κρητικοπούλα από το κορμί του ξεψυχημένου της αδερφού και το χώνει στη μαύρη καρδιά της.

Μετά λίγη ώρα η συνοδιά κατέβαινε στο λιμάνι, κ' οι Κρητικοπούλες που φορτωθήκανε στο τρικάταρτο το καράβι δεν ξανακούστηκαν πια με τα χαριτωμένα τους τα ονόματα.

Ξεκινώντας την άλλη μέρα το πλοίο, κοίταζαν οι κοπέλλες το κορμί της αρχοντοπούλας απάνω στα κύματα δεμένο μαζί με τον αδερφό της το Ζανουλάκη. Τα κοίταζαν τα δυο τα κορμιά, και κάμνανε το σταυρό τους κρυφά από τους ναύτες — ίσως το στερνό στερνό χριστιανικό τους προσκύνημα.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΗΣ Ξ Ε Ν I Τ Ε I Α Σ

ΤΟΜΟΡΦΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Τάκουγε ο μικρός ο Παυλής πως είχε ένα όμορφο χωριό ως μιάμιση ώρα από το δικό του πίσω από ταντικρυνό το βουνό, και το λόγιαζε με βαθιά λαχτάρα και με κάμποση στενοχώρια το βουνό εκείνο, που τούκρυβε το χωριό και δεν τον άφινε να δη από μακριά μήτε σπίτια μήτε παράθυρα ναντιφέγγουνε με το βασίλεμα του ήλιου, καθώς γυιάλιζαν άλλα χωριά σε όρη πιο μακρινώτερα. Και το είχε καημό στα δεκάξη του χρόνια που δεν τον αφίνανε να πεταχτή και να πάη να το σεριανίση ή μονάχος του ή και με σύντροφο, τώρα που είταν κι ο δρόμος αμαξωτός· παρά μόλις ύστερ' από μήνες και μήνες παρακάλια εστρεξαν οι γονιοί του να ξεκινήση με το νωνό του, που είχε φίλους εκεί και συχνοπήγαινε για να τους βλέπη.

Μέτρο δεν είχε τότες η χαρά του Παυλή. Μήτε στον Άγιο Τάφο να πήγαινε. Κι άξιζε σταλήθεια να ονειρεύεται τόμορφο το χωριό, γιατί, άφησε που τα σπίτια του στέκουνταν το καθένα και στο περιβόλι του μέσα μέσα, άφησε που τρεχάμενα νερά το δρόσιζαν κι ακούραστα αηδόνια το γλέντιζαν, είταν κ' οι κάτοικοί του πιο ανοιχτόκαρδοι από τους χωριανούς του Παυλή, γεννημένους σε τόπο πιο γυμνό και πιο βουνήσιο, που λεμονιά κι α φύτρωνε, μήτε να φουντώση μήτε να λουλουδίση δε δύνουνταν.

Ξεκίνησε Παυλής και νωνός από το σπίτι πρωί πρωί, πρι να πλακώση το κάμα. Περπατάμενοι κ' οι δυο τους. Ένα ζεμπίλι σε ραβδί περασμένο, μια ο ένας στον ώμο του μια ο άλλος, και πηγαίνανε.

Στο μισό το δρόμο, κατά την Αγία Λεμονή, ρημοκλήσι ανάμεσα στα δυο τα βουνά (είτανε δυο τα βουνά, και όχι ένα καθώς φαίνουνταν από μακριά) μέσα στις λυγαριές, τις ασπαρτιές και τα μύρα, άνοιξαν το ζεμπίλι και τσίμπησαν κάτι δίπλα σε κρύα βρυσούλα.

Δεν μπορούσε ως τότε ο Παυλής να καλοκαθίση και πολλήν ώρα· κάθε λίγο και κοίταζε κατά τόμορφο το χωριό, ρωτώντας το νωνό του πόσους γύρους ακόμα κάμνει ο δρόμος κι από που θα πρωτοφανούνε τα σπίτια.

— Άλλη μισή ώρα και θα προβάλη το χωριό σαν κοπέλλα μπροστά μας.

Ο δρόμος τώρα κι ομπρός άλλαζε κάθε τόσο. Μια λιόδεντρα, μια χωράφια, κι άξαφνα μήτε λιόδεντρα μήτε χωράφια, παρά θεόρατοι λαξεμένοι βράχοι από την κάθε πλευρά. Και καθώς διαβαίνανε, μήτε πενήντα βήματα μπροστά τους δε βλέπανε με το να γύριζε ο δρόμος πότε δεξά πότε ζερβά στα βουνήσια εκείνα τα μέρη.

 — Άλλη μια θα γυρίσουμε και θα φανή το χωριό, λέει ο νωνός του
Παυλή.

Βγήκανε δεν βγήκανε από το λαξευτό το δρόμο, και ξεφυτρώνει μπροστά τους πεντάμορφη θέα. Κάμπος βαθύς και δεντροσκέπαστος, βουνά παρακείθε αραδιασμένα σαν κύματα γιγαντένια, από τα δεξά γάλα η θάλασσα με δυο ρημονήσια παράπλευρα στη στεριά, δίπλα στακρογιάλι τόμορφο το χωριό, που φέγγανε τα σπίτια του σα γλάστρες με τα λουλούδια, και τέλος καταμεσίς στα σπίτια εκείνα — παράξενο θάμα! — βράχος που στεκότανε σαν κολοσσός δίχως ταίρι, ουρανόγγιχτος κολοσσός, μήτε τέχνη μήτε συμμετρία, κι ως τόσο μεγαλείο που σέκαμνε καί τονε σεβούσουνα. Κι απάνω απάνω στου Κολοσσού την κορφή μεγάλη κατάλευκη Εκκλησιά, κι απάνω στην Εκκλησιά το Καμπαναριό, κάτασπρο κι αυτό, λαφρόστεκο και χαριτωμένο.

Τάκουσε αυτά πολλές φορές ο Παυλής και τα πρόσμενε· μα τόση δα πάλι ομορφιά δεν την έλπιζε. Ο καταμεσινός μάλιστα ο βράχος, ο μονόπετρος εκείνος ο δράκος, που μέσα στην αντηλιά φαινότανε σα σύννεφο, σαν καπνός, με την εκκλησιά σαν κορώνα στημένη στην περήφανή του κορφή, τέτοιο πράμα δεν το χώρειε η φαντασία του.

Στάθηκε ο Παυλής και τήραγε την τόση τη χάρη, τήραγε το χωριό, τον κάμπο, το πέλαγο, και τα δυο τα ρημοννήσια, τις βαρκούλες και τα περάματα στα βάθια του κόρφου, και του φάνηκαν όλα σαν κόσμος καινούργιος, και το καίγουνταν που δεν ήρθε προτήτερα να τον ανακαλύψη αυτόν τον καινούργιο τον κόσμο, και το παραξενεύουνταν, πώς γίνεται να πηγαινοέρχουνται τόσοι και τόσοι από τόμορφο το χωριό, και να μην έρθη κανένας τρελλαμένος από τα μάγια του και με το ζόρι να τους πάρη και να τους δείξη τόμορφο το χωριό!

Ροβόλησαν τον κατήφορο βιαστικά βιαστικά, και χωρίς να το νοιώσουνε βρεθήκανε ολόμπροστα στο χωριό. Τα παρατηρούσε όλα ο Παυλής μ' αχόρταγη δίψα. Έβλεπε τα καταπράσινα περιβόλια, τις πορτοκαλιές, τα νόστιμα τα σπιτάκια, τα χωριατόπουλα που παραιτούσανε τα παιχνίδια τους και στεκόντανε να σεριανίσουν τους ξένους, τις χωριατοπούλες που κρυφόσκυβαν από τα παράθυρα να τους καλοκοιτάξουνε· διάβηκε τέλος και πλάγι του βράχου, και το καλοξέτασε το πέτρινο το θεριό, ταμέτρητα τα λιθάρια που κρεμιούνταν από τις ράχες του, άλλα σα χτισμένα απ' ανθρώπινο χέρι, άλλα σα να τάβαλε ξεπίτηδες ο Θεός για να φοβερίζη τους αμαρτωλούς αποκάτω· είδε και τη λιθόχτιστη τη σκάλα με τα σιδερένια τα κάγκελα που ανέβαιναν οι Χριστιανοί στους Σπερνούς και στις Λειτουργιές — τα καμάρωσε όλα από κοντά και τα θάμασε, και θανέβαινε δίχως άλλο να προσκυνήση κι αυτός, μόνο που ο ήλιος τους παράδερνε τώρα κ' είταν κ' οι δυο τους αποσταμένοι. Τραβήξανε λοιπόν κατά το φόρο, και κει πέρα σε φιλικό μαγαζί καθίσανε να ξεκουραστούν και να δροσιστούνε με το κρυόνερο πούτρεχε στη μέση του φόρου, πρι να ξεκινήσουν κατά το σπίτι του αρχόντου του Μαυρουδή που τους είχε προσκαλεσμένους.

Σαν αποξεκουράστηκαν και δηγήθηκε στους χωριανούς ο νωνός τα νέα που διάβασε στην Αμάθεια (έτσι την έλεγε την «Αμάλθεια»), σηκώθηκαν και τράβηξαν κατά του κυρ Μαυρουδή.

Είταν το σπίτι αυτό από την άλλη την άκρη σε ξέχωρο μέρος, με πατώματα όχι πιώτερα από δυο, μα αερικό, ολόδροσο, αυλή μαρμαρόστρωτη μέσα, παράθυρα και θύρες ορθάνοιχτες από κάθε μεριά, που οπόθε κι αν κοίταζες έβλεπες το λαχταριστό περιβόλι.

Κατάμπροστα στη μεγάλη τη θύρα κάτω από πηχτόφυλες κληματαριές αντίκρυ στις πιο φουντωμένες πορτοκαλιές, με το σεντριβάνι στη μέση που μέρα νύχτα ξετίναζε ταργυρά του νερά, εκεί κάθουνταν ο κυρ Μαυρουδής, και με το κομπολόγι στο χέρι έδινε προσταγές του Περιβολάρη. Εκεί τον ανταμώσανε, Παυλής και νωνός. Προσηκώθηκε ο άρχοντας, τους καλωσόρισε, και τους κάθισε πλάγι του.

Ως πενήντα πέντε χρονών άνθρωπος ο κυρ Μαυρουδής. Ανοιχτόκαρδος, πρόσχαρος. Τίποτις δεν τονε χολόσκανε, όλα στο χωρατό συνήθιζε και τα γύριζε. Αγκαλά και τι έννοιες τις είχε! Άλλο τίποτις αμπελοχώραφα και περιβόλια στον κάμπο, όμορφο σπίτι, ένα κοριτσάκι ακόμα πιο όμορφο ό,τι πατούσε τα δεκατρία, και τη γυναίκα του. Τι γυναίκα του θα πήτε σα δύστροπη· μα το κορίτσι είχε πάρει από τον πατέρα κι όχι από τη μάννα. Όλη του λοιπόν η αγάπη στη Σμαράγδα του καταστάλαξε. Όσο για τη μάννα της την Αμερισούδα, για λόγου της άλλο δεν είχε παρά μαριόλικο χαμογέλοιο κάθε φορά που αρχινούσε λογομαχητά, πότε με παρακόρες, πότε με γειτόνισσες, και κάποτες και με τη μικρή. Με τον ίδιο τον γέρο πολλά λόγια δεν είχε η αρχόντισσα. Το χαμογέλοιο του εκείνο τηνε σκότωνε.

Σαν καθίσανε στο πεζούλι και τα λέγανε, βγήκε κ' η Μαυρουδού με την κόρη της και καλωσόρισαν τους μουσαφιρέους. Έγειναν τανερωτήματα, είπε ο Παυλής τα μηνύματα της μετέρας του, πήρε κι ο γέρος την κόρη στα γόνατά του, ρωτώντες την αν το γνώριζε τόμορφο εκείνο ταγόρι. Αυτού απάνω στραβομουριάζει η Μαυρουδού και τραβιέται μέσα, τάχα να φέρη το δίσκο. Ήρθε ως τόσο και ο δίσκος με το νεράντζι, ήρθε κι ο αναπόφευγος ο καφές. Κατόπι άνοιξαν απέραντες ομιλίες οι γέροι για τα δημοτικά τους, φόρους, κρίσες, διαθήκες, τόνα, τάλλο, και σ' αυτό το μεταξύ ξαναμπήκε η γριά να δώση χέρι στις παρακόρες, να γίνη της ανθρωπιάς το φαεί. Μείναντας έτσι μονάχος ο Παυλής άρχισε να κόβη γύρους στο περιβόλι. Βλέποντάς τον η μικρή αναπηδάει κι αυτή και τρέχει σιμά του. Κι αφορμή από τα χρυσοκόκκινα τα ψάρια που κολυμπούσανε στου σαντριβανιού την ολοστρόγγυλη γούρνα, άρχισαν κι αυτοί τα λόγια, πρώτα λίγα λίγα και κοντουλά, κατόπι σαν πιώτερα, ώσπου ξεθάρρεψαν και γελούσαν κιόλας απάνω στην ομιλία.

Τους κοίταζε ο κυρ Μαυρουδής από την πεζούλα κ' έλεγε του νωνού.

— Να ζευγάρι για προξενειά! Ένα λόγο από τη μάννα του, και με πιάνεις.

— Μα δε βλέπεις, κυρ Μαυρουδή, τι μωρό που είνε ακόμ' αυτός;

Κ' είτανε σταλήθεια μωρό ακόμα ο Παυλής, κι ας είτανε και δεκάξη.

Η μικρή σβέλτα, γελαστή, και μισωριμασμένη σαν την αγορίδα ό,τι φουσκώνει, του λαλούσε και του γλυκογελούσε με μάτια όσο μαύρα, τόσο και λαμπερά. Ο ξανθουλός όμως, ο ντροπαλός ο Παυλής, την κοίταζε σα να είταν αυτός κορίτσι, κι άμα της ξανοίγουνταν κρυφόβλεπε και τους γέρους, μην τύχη και δεν τόκριναν εύλογο να παρακουβεντιάζη με τη μικρή.

Από λόγο σε λόγο, από δέντρο σε δέντρο, βρέθηκαν ακόμα παραόξω, κρύφτηκαν από τους γέρους, κι άλλο πια δεν έβλεπαν του σπιτιού παρά ταπάνω τα παράθυρα. Κυνηγούσανε πεταλούδες, παραμόνευαν πουλιά, γυρεύανε να ξετρυπώσουν τον τζίτζικα που τους ξεκούφαινε από παράμερη συκαμινιά, κι απάνω σ' αυτή τη λαχτάρα τους ήρθε να σκαλώσουν το δέντρο και να δούνε τον τζίτζικα. Ταντροκόριτσο η Σμαράγδα άρχισε αυτή πρώτη. Ό,τι έκαμνε όμως να σκαρφαλώση, πετάει η μάννα της από το παράθυρο μια φωνή.

— Νάρθης μέσα και σε θέλω, Σμαράγδα!

Πηδάει κάτω η Σμαράγδα, σιάζει τα μαλλιά της, και δρόμο.

Μείναντας μονάχος του ο Παυλής και στενοχωρημένος που έγινε αφορμή να τη μαλλώσουνε τη μικρή, τι να κάμη, τραβάει προς τους γέρους. Οι γέροι όμως ακόμα τα δικά τους. Σα να μην έννοιωσαν αυτοί τίποτις. Ξαναρχίζει λοιπόν τις βόλτες, παίρνει γύρο το σπίτι να δη και το πίσω το περιβόλι. Στάθηκε κει και τήραγε τον απέραντο κάμπο και τατέλειωτα τα βουνά. Και καθώς τα κοίταζε σαν ονειριασμένος, ακούγει αποπάνω κλάματα και φωνές. Μισοπνιγμένες φωνές, μισοπνιγμένα κλάματα· κάθε τόσο και θυμωμένο ξεφωνητό γυναικήσιο, που ανεβοκατέβαινε μαζί με τις χτυπησιές· μαζί με το ξεφωνητό ανεβοκατέβαινε και το κλάμα.

Είταν η μάννα, και την έδερνε τη Σμαράγδα που ξεθαρρεύτηκε τόσο.

Ταράχτηκε ο μικρός, δε βαστούσε να τακούγη το σπαραχτικό αυτό φωνοκόπι. Του τάσκιζε τα συκώτια του. Αποτραβιέται σε κάτι μυρτιές μέσα μονάχος, αθώρητος. Με κεφάλι σκυμμένο στέκουνταν εκεί και τόκλαιγε το κορίτσι που βασανίζουνταν εξ αιτίας του. Έμεινε εκεί κάμποσο. Κι όσο το συλλογιούνταν πως παιδεύτηκε η Σμαράγδα με το να γύρεψε να του δείξη φιλία, άλλο τόσο την πονούσε, άλλο τόσο την αγαπούσε τη δόλια τη μικρούλα.

Σαν πέρασαν τα κλάματα κ' οι ραβδιές, άλλο πια δεν άκουγε ο Παυλής παρά τα γέρικα τα μουρμουρητά από μπρος, πουλιά και τζιτζίκους στα δέντρα, πετεινούς κι ορνίθια στη γειτονιά, και τα περονομάχαιρα που χτυπούσανε στρώνοντας το τραπέζι στη μεγάλη την κάμαρα.

Φωνάζει άξαφνα ο νωνός του, που γυρίζει μέσα στον ήλιο. Σφουγγίζει τα μάτια του ο Παυλής, και ξεκινώντας ρίχτει ματιά κατά ταπάνω προς την πισινή τη μεριά του σπιτιού. Και τι να δη; Τη Σμαράγδα κλαμένη, ταπεινωμένη, απελπισμένη! Τραβιέται το κορίτσι αμέσως να μη φανή. Εκείνος ως τόσο το είδε, το πόνεσε, και ζωγραφιούνταν ο πόνος του στην όψη του όλη. Την αγαπούσε πια ο Παυλής τη Σμαράγδα.

Έρχεται μεσημέρι, καθίζουνε στο φαεί. Τραπέζι μουσαφίρικο. Έβγαλε ο κυρ Μαυρουδής το πιο παλιό του κρασί, παράθεκε η κερά Μαυρουδού τα πιο ορεχτικά φαγητά της. Η μικρή στο πλάγι της μάννας της, ο Παυλής κι ο νωνός αντικρύ. Της Σμαράγδως τα δάκρια στεγνωμένα πια τώρα. Αγκαλά συμμαζεμένη πάντα με της μάννας της την όψη τη σοβαρή. Δεν πολυβάσταξε ως τόσο ο συμμαζεμός αυτός της μικρής· ήξερε να την ξαναφέρνη στα νερά του ο γέρος, κ' οι νοστιμιές του έπερναν κ' έδιναν πάλι.

— Έλα τώρα να μας πιής κ' ένα κρασί στην υγειά του Παυλή, της κάνει δίνοντάς της ποτήρι.

Το παίρνει η μικρή το ποτήρι, κι ό,τι έκαμε νανοίξη το στόμα της αλλαξοθωρίζει. Κάτω το ποτήρι κι αναβλέπει τη μάννα. Σύννεφο η μάννα κι αστροπελέκι. Της είχε κρυφοπατήσει το πόδι της κόρης της μην τύχη και ξεστομίση τίποτις άπρεπο, κ' έτσι την τρόμαξε τη μικρή.

Ο νωνός αντίκρυ, που την ήξερε τη νοικοκερά, άνοιξε αμέσως κουβέντα με τον Παυλή για το βράχο, ως πόσα σκαλοπάτια μαθές νάχη. Πού να τα ξεκολλήση όμως τώρα τα μάτια του από τη Σμαράγδα ο σαστισμένος ο Παυλής! Ταπομάντεψε το τι έτρεξε, και ντρέπουνταν αυτός για την κόρη. Δεν τάχασε όμως κι ολότελα, παρά παίρνει ποτήρι και λέει να πιούνε πρώτα στην υγειά της Σμαράγδας! Δος του τότες κάχλανα ο κυρ Μαυρουδής! Με πρόσωπο ολόπυρο από τα γκαρδιακά του τα γέλοια αρπάζει ποτήρι ο γέρος, και φωνάζει πως άμποτες νά τονε δη τον Παυλή και γαμπρό της Σμαράγδας του!

Μύριες θωριές η Αμερισούδα! Όσο συνηθισμένα και να τα είχε τα γέλοια του γέρου, τώρα πια της μπαίνανε στα στήθια σαν αλύπητες μαχαιριές. Αυτή μαθές να γυρεύη να κυβερνήση την κόρη της, κι ο πατέρας της να την αρρεβωνιάζη κιόλας έτσι μωρό παιδί μ' άλλο μωρό παιδί στο τραπέζι απάνω, αυτό να το καταπιή δεν δενήθηκε. Το φυσούσ' αυτό και δεν κρύωνε. Άλλαζε κι όλο άλλαζε χρώματα. Κόλλησαν τα χείλη της, κι ανοιγόκλειαν τα ρουθούνια της. Της κατεβαίνει άξαφνα σα ζαλάδα. Ακκουμπάει κατά τα πίσω με χέρια σφιγμένα, πείσμα γεμάτα. Θολώνουν τα μάτια της, κομπώνει ο λαιμός της, κι απομένει ασάλευτη.

Την κοίταξαν όλοι τρομαγμένοι.

 — Λιγοθυμιά είνε, κάνει ο κυρ Μαυρουδής, τίποτις δεν έχει. Συχνά
το παθαίνει αυτό. Και παίρνει νερό και της χύνει μια ποτηριά.

Μικρό ξετίναμα και τίποτις άλλο. Έμειναν τα μάτια στηλωμένα, θαμπά.

Σηκώθησαν όλοι, έτρεξε ο νωνός στου γιατρού, ήρθε ο γιατρός, την είπε συγκοπή της καρδιάς. Οι γειτόνισσες την είπανε χολόσκαση.

Την έκλαψε ο χρυσός ο Μαυρουδής κάμποσο τη γυναίκα του. Την έκλαψε κ' η Σμαράγδα. Έμεινε ο Παυλής να τους κάμη συντροφιά τη νύχτα εκείνη, γύρισε ο νωνός να πη τα μαντάτα της μάννας, και να μην τον προσμένη.

*

Την ανέβαινε ταποταχύ ο Παυλής την Εκκλησιά του όμορφου του χωριού μαζί με τη θλιβερή τη συνοδιά που ακλουθούσε το λείψανο. Πού να το φανταστή τέτοιο πάθημα σαν ξεκινούσε κατά τόμορφο το χωριό! Στάθηκε σε μιαν άκρη εκεί απάνω στο Νάρθηκα του Ναού, και τηρώντας γύρο την πεντάμορφη θέα, σαν όνειρο ακόμα το θάρρευε. Όνειρο, γιατί πονούσε η καρδιά του, αντίς να χαίρεται. Πονούσε για τόσα και τόσα, και το χερότερο, που α δεν ερχότανε στο χωριό, δε θάσκαγε η χολή της αρχόντισσας. Συλλογίστηκε ύστερα ταρφανό το κορίτσι και τον έπιασε θλίψη βαρειά και μεγάλη. Έτσι του ερχόντανε να γκρεμηστή από τα σιδερένια τα κάγκελα.

Ζυγώνει ο γέρος ο Μαυρουδής και τον παίρνει από το χέρι.

— Να πάρης τώρα την μικρή μαζί σου και να πάτε σπίτι εσείς, του λέει. Εμείς οι μεγάλοι θα πάμε στο Κοιμητήριο.

Πήρε ο Παυλής τη Σμαράγδα και κατέβηκαν. Πήγανε σπίτι, καθίσανε στο πεζούλι, και πρόσμεναν το χαροκαμένο το γέρο. Έκλαιγε η μικρή, και την παρηγορούσε ο Παυλής. Σε λίγο σηκώθηκαν, τράβηξαν κατά το συντριβάνι, τις πορτοκαλλιές — ως και στις συκαμινιές πήγαν. Παν τα δάκρια αμέσως. Ουρανός Απριλιάτικος. Έτρεχαν από δω κι από κει. Ως και τον τζίτζικα ζητήσανε να τον πιάσουνε πάλι! Και σαν ήρθε ο γέρος, τη βρήκε τη μικρή του στη συκαμινιά μισοσκαλωμένη.

Στάθηκε από μακριά και την κοίταζε την κόρη του με συλλογισμένο χαμόγελο.

 — Αυτή θα τονε γιατρέψη τον πόνο μου, είπε μονάχος του, και κείνο
ταγόρι θα γείνη ο νοικοκύρης μας.

*

Περάσανε χρόνια, ως εφτά ή οχτώ. Ο Παυλής είχε μισέψει στη ξενιτειά, μα είταν από πρόπερσυ μεταγυρισμένος.

Στο πεζούλι απάνω του Μαυρουδή κάθουνταν η τρυφερόκαρδη η Σμαράγδα και βύζαινε το πρωτογέννητό της. Ο γέρος ο Μαυρουδής κλάδευε τις πορτοκαλιές, και πότε πότε συντύχαινε και της κόρης του. Αμέ ο Παυλής, της Σμαράγδας ο άντρας; Έλειπε αυτός στο δικό του το χωριό, που πήγε να φέρη τη γριά του να ξανακαμαρώση το χαδεμένο ταγγόνι της.

ΧΑΡΑ ΑΝΙΚΗΤΗ

ΤΟ είχε στο αίμα του ο Γέρο Τραντάφυλλος να μη δαμάζεται από πίκρες. Η λαχτάρα, η ελπίδα, κ' η δύναμη της χαράς γλυκοσπαρταρούσανε μέσα του πάντα. Τον έβλεπες κ' έλεγες· να άνθρωπος που του αξίζει να ζη. Όχι γέλοιο, όχι χαμόγελο, μικρό τρεμούλιασμα μονάχα στα χείλη του έσωνε να σε καταπείση πως είταν η ψυχή του περιβόλι από την Πρόνοια ωρισμένο να θρέφη της χαράς τα λουλούδια.

Κι ως τόσο, καθώς όλα του κόσμου αλλοιώτικα, έτσι κ' η τύχη του χρυσόκαρδου εκείνου ανθρώπου. Μια σειρά φουρτούνες και συφορές η ζωή του. Ξενιτεύτηκε κι αυτός νιος καθώς οι πιώτεροι του φτωχικού του νησιού. Σ' ένα ξερονήσι ποιος να πρωτοζήση! Έκαμνε κάθε αγόρι της προκοπής το σταυρό του και τράβαγε κατά την «Ανατολή». Καλλιφορνία είταν τότες η Ανατολή.

Πέρασε εκεί κακορρίζικα χρόνια· κακορρίζικα, με το να πλάκωσαν άξαφνα δύστροποι χρόνοι. Και σα να μην έσωναν οι κακές οι σοδιές, βρέθηκε να είνε τότες κ' οι «Ζεϊμπέκοι» στη δόξα τους, και να πάρουν απάνω τους δεν μπορούσαν οι ξενιτεμένοι οι νησιώτες. Ο δικός μας ως τόσο, ταυτί του δεν ίδρωνε. Όχι πως δεν τον έμελε· άλλο δεν ονειρεύουνταν παρά να γυρίση κι αυτός με σαβούρα· μα οι αναποδιές εκείνες που άλλοι τις έπαιρναν κατάκαρδα, και μόνο που χεροτέρευαν την κακοτυχιά τους, ο Τραντάφυλλος τις είχε παιδιακήσια φυσήματα σε μεγάλη γαλήνη.

Σαν καλός έμπορος, τη ζωή του την περνούσε ανάμεσα σε σακκούλια ρίζι και βαρέλια τριμμένη ζάχαρη. Κι αν καλοκάθιζε κάποτες, είτανε για να γράψη στους δικούς του. Στην κάμαρά του απάνω από το μαγαζί ποτές δεν ανέβαινε, παρά για να κοιμηθή.

Αυτή είταν η ζωή του χρόνια πολλά. Ζωή που μπορούσε την ψυχή του ανθρώπου να την καταντήση λυχνάρι μισόσβεστο, άγραφη πλάκα να τον κάμη το νου, θρύμματα την καρδιά, καράβι καθισμένο τον άνθρωπο. Ο Τραντάφυλλος όμως όχι· αυτός έλπιζε πάντα πως θά τονε χαρή τον κόσμο, κ' ελπίζοντας τη χαίρουνταν τη ζωή του.

Βαριά, σκοτεινά, κι ατέλειωτα τα χρόνια εκείνα, κι ως τόσο περνούσαν. Και μην έχοντας η καρδιά του μήτε της αγάπης τα γλέντια μήτε της συντροφιάς τα καλά σε κείνο το Τουρκοχώρι, κρυφοσπαρταρούσε κατάβαθα για τις χαρές που θαρθούνε μια μέρα, κ' έτσι περνούσε ο καιρός.

Με φοβερές δυσκολίες, μ' αδήγητους κόπους, και μ' οικονομία νησιώτικη, μάζεψε μερικά χρήματα, που τα λογάριαζε αρκετά για να γυρίση, όχι δα και για πάντα, μα να παντρευτή, ναφίνη κατόπι το σπιτικό του, να μισεύη πάλι στην καρδιά εκείνη της Τουρκιάς, και να δουλεύη με την παρηγοριά πως κάθε Λαμπρή θα ξανάρχεται σταγαπημένο του σπιτικό. Αυτός είταν ο σκοπός, η έννοια του, η χαρά του.

Να μην το θαρρέψουμε όμως πως είταν και λαφροπέταχτο πουλί της χαράς ο Τραντάφυλλος. Είχε την καρδιά του βαθιά, πολύ βαθιά ριζωμένη. Η φαντασία του δεν είτανε σύννεφο· ή κι αν είτανε, το χρύσωνε πάντα της χαράς ο ήλιος, ο ήλιος που θέρμαινε τον ακέριο του νου. Ανόητα κι ακατόρθωτα πράματα δεν ονειρεύουνταν ο Τραντάφυλλος. Ονειρεύουνταν πράμα φυσικό, καθημερινό, απλό, εύκολο, απαραίτητο πράμα. Κι ονειρεύοντάς το τανιστορούσε μ' όλες του τις ομορφιές, ομορφιές που τόσο τις λάτρευε, που να βασταχτή δεν μπορούσε, παρά ξεχείλιζε η καρδιά του με την ανιστόρηση μονάχη, άστραφτε η όψη του, το τραγούδι του καταντούσε κελάδημα, και γλέντι το γέλοιο του.

Είταν όμως η κατάστασή του μπλεγμένη, κ' έπρεπε να γυρίση τα χωριά να μαζέψη τουλάχιστο μέρος πρι να ξεκινήση. Από χωριό σε χωριό, το κατάφερε να ξαναγυρίση στα λημέρια του με κάμποσες χιλιάδες. Ως δυο ώρες όμως δρόμο από το Τουρκοχώρι του, καθώς κατέβαινε λόγγο βαθύ, απλώνει τη χέρα του ένας «Ζεϊμπέκης» κι αρπάζει το καπίστρι του αλόγου· του αντικρύζει πιστόλι άλλος, ψάχνει τα δισσάκκια του τρίτος, και σε λίγη ώρα μένει ο Τραντάφυλλος με τάλογο μονάχο και με το ρολόι του, που του τάφηκαν επειδής ένας τους έτυχε να τον καλογνωρίζη.

Ήρθε ο δύστυχος στο μαγαζί του συλλογισμένος και πικραμμένος, απελπισμένος όμως όχι. — Αι, άλλα πέντε χρόνια δουλειά, είπε, και γίνεται. Κι άρχισε πάλι να δουλεύη και να ελπίζη.

Πέρασαν τα πέντε τα χρόνια, γύρισε στην πατρίδα, παντρεύτηκε, μεταγύρισε στην Ανατολή, πάλε ξαναήρθε στον τόπο του, όλα σ' ένα χρόνο μέσα, κ' η αλήθεια είνε πως είδε Θεού πρόσωπο τους δώδεκα αυτούς μήνες, την απογεύτηκε την αληθινή την καλοτυχιά. Γραφτό του είταν όμως να μην πολυχρονίση μήτ' αυτό το μεγάλο το καλό. Απάνω στο δεύτερο χρόνο της παντρειάς του, εκεί που δούλευε στην Ανατολή, έρχουνται τα μαύρα τα μαντάτα πως την κόρη που του γεννήθηκε την πλέρωσε με το ταίρι του.

Σα χήρεψε, πήρε τη μικρή η αδερφή του και την ανάθρεφε. Μεγάλη παρηγοριά το κορίτσι, μα η πίκρα πάντα πίκρα, που παντρειά δε χάρηκε και φαμηλικές χαρές δεν απόλαψε· και που αντίς το σπιτικό του νανοίγη κάθε Λαμπρή και να τον αποδέχεται, έμενε νοικιασμένο σε ξένους, και τη μικρή του, που για χάρη της ξενιτεύουνταν τώρα, την έβρισκε κάθε τόσο και την αγκάλιαζε στης αδερφής του το σπίτι· καλής αδερφής, μα παντρεμένης κι αυτής, με ξέχωρη φαμελιά, ξέχωρα συμφέροντα, ξέχωρες ελπίδες.

Δεν έσωνε ως τόσο μήτ' αυτή η αναποδιά να το σβύση το φως της χαροκαμένης ψυχής του, κ' η χαρά του, ισκιωμένη θα πήτε από βαθιά συλλογή, φεγγοβολούσε πάντα στο ήμερο πρόσωπό του και το χαρίτωνε με το συνηθισμένο του το χαμόγελο· και δεν είταν και μικρό πράμα να δουλεύη τώρα για το καλό της μικρής.

Α δεν είταν αληθινή η ιστορία αυτή, σα βαρετές θάπεφταν οι απανωτές οι συφορές του ήρωά μας από τη μια, κι από την άλλη ταδάμαστο θάρρος του κ' η αστείρευτη του ελπίδα. Μα όσο κι αν είνε αληθινά του Τραντάφυλλου τα παθήματα, ας το πούμε μια και καλή πως το κορίτσι εκείνο, που σαν εικόνα της μάννας του ζωντανή γλυκόφεγγε στα μάτια του αγαθού εκείνου μαρτύρου, πήγε κι αυτή στην πρώτη της γέννα σαν παντρεύτηκε· και για να ξαναπαρασταθή στην εντέλεια το δράμα της μάννας, του αφήκε κ' η κόρη ένα αγγονάκι του γέρου, μια μικρούλα δοσμένη σε ξένα χέρια κι αυτή, κι αυτή με ξενιτεμένες ευκές και με συγγενικά φιλιά αναθρεμμένη· γιατί αν και είχε πια ο γέρος ανάγκη, του κατάντησε δεύτερο φυσικό να ξενιτεύεται, ώσπου ωρίμασε στα γερά και μήτε να ταξιδεύη πια δεν μπορούσε, παρά καταστάλαξε στο νησί, ξανάνοιξε το σπίτι του ύστερ' από τόσα και τόσα χρόνια κ' έβαλε μέσα την εγγονή του, κοπέλλα τώρα κι αυτή ώριμη για τις χαρές της ζωής.

Είταν Αύγουστος μήνας, και μέσα σταρχοντικό του απάνω σε μαλακό καναπέ κοίτουνταν κατάχλωμος και ζαρωματιασμένος ο γέρος. Τα χέρια του σαλεύανε δε σαλεύανε, κι ως τόσο τα δάκτυλά του, που χρόνια τώρα η θέλησή του να τα πη δεν μπορούσε δικά της, τρέμανε σα μισόξερα φύλλα έτοιμα να πέσουνε στη μάννα τη γης. Μα μήτε τα χείλη του δεν είχαν πια τώρα συμμαζεμό, κι άλλο δεν ιστορούσε η όψη του παρά τους πόνους και τάλλα τα σημάδια του αλύπητου χρόνου. Και τους πόνους του όμως και τάχαρα τα σημάδια τω γερατειών τα είχε καταπονεμένα η ελπίδα κ' η χαρά που πάλι μπρος του, γλυκόφεγγε κ' ίσως μάλιστα και τα χείλη που παρατρεμούλιαζαν είταν από την πολλή τη χαρά. Εύλογη χαρά εκείνη την Κυριακή πρωί, γιατί όσο και να βαράκουγαν τώρα ταυτιά του, τις ξεχώριζε τις λυγερές δοξαριές που μηνούσαν το γύρισμα της νύφης από την εκκλησιά.

Είταν ο γέρος συγκινημένος πολύ. Να πάη στη στεφάνωση της εγγονής του στάθηκε αδύνατο· την έβλεπε όμως τη χαρά ομπροστά του πάλι σπαρταριστή, τότες που μεταγύριζε η καταστόλιστη νύφη με τον καλό της, με τα κορίτσια που τη συνοδεύανε, με το συγγενολόγι που ακλουθούσε. Λόγιαζε ο δύστυχος κι από την άλλη το Χάρο κι ολοένα ζύγωνε, ολοένα μαύριζε δίπλα του. Είταν η στερνή του χαρά. Στο στεφάνωμα να παρασταθή δεν το κατάφερε· ας μαζέψη λοιπόν όσα κάτια του μνήσκανε κι ας σηκωθή ναλλάξη τα στεφάνια κι ο ίδιος. Μουρμούριζε την αποθυμιά του. Τη σεβάστηκαν την αποθυμιά ξανάθεσαν τα στεφάνια στο γαμπρό και στη νύφη, τονε σήκωσαν το γέρο στα πόδια του. Έκαμε δύναμη κι άπλωσε τα κοκκαλιασμένα του χέρια ο γέρος. Τάλλαξε τα στεφάνια. Δάκρυζε ο κόσμος τριγύρω. Στάθηκε ο γέρος μια στιγμή ολόρθος, πάντα τρεμουλιαστός και χλωμός, μα και γελαζούμενος πάντα. «Έγινε τόνειρό μου», είπε «μα όχι όλο· ας βαρέσουν τώρα και τα βιολιά». Κι αρχίζουν αμέσως τα βιολιά τον παλιό το σκοπό, το σκοπό που πάντρεψε τον ίδιο το γέρο, την κόρη του, και τώρα την εγγονή. Είταν η φωτεινότερη στιγμή της ζωής του. Πέλαγο φως περεχύθηκε στη γέρικη όψη του, καθώς από τα σύννεφα ξαφνική αντηλιά σε βασίλεμα χειμωνιάτικο. Ως τα φυλλοκάρδια του πέρασε ο αγαπημένος του ο σκοπός, που γι' αυτόν έλπιζε, γι' αυτόνα δούλευε και χαίρουνταν όλη του τη ζωή.

Παρατήρησε ο κόσμος την ταραχή της ψυχής του, και μήτε να τα κρύψουν πια δεν μπορούσαν τα δάκρια τους.

Έκαμε να καθίση ο γέρος· δεν μπορούσε πια να σταθή. Και καθώς κάθιζε, μέσα στη μελωδία εκείνη που τον πλημμύριζε πέταξε η χαρούμενή του ψυχή στην αιώνια την ξενιτειά.

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ο ΠΟΛΙΤΗΣ

— Τώρα να μας πης, Καπετάν Σταμάτη, ένα πράμα που συχνά, θαρρώ, το δηγήθηκες, μα από το στόμα σου ποτές μου δεν τάκουσα. Γιατί σε λεν Πολίτη;

 — Ύστερ' απ' αυτό το καλό κρασί δεν χαλνώ την καρδιά σου, κάνει ο
Καπετάνιος.

Και σα σηκωθήκαμ' από το τραπέζι και καλοστρωθήκαμε, άρχισε και μας έλεγε.

«Είμουν ως δεκάξη χρονών όταν πρωτομίσεψ' από το χωριό μας. Αφήκα εκεί μάννα και μιαν αδερφή. Και δεν ξενιτευούμουνα μήτε για δουλειά· σκοπός της μακαρίτισσας είτανε να με κάμη «μεγάλον άνθρωπο». Για την προίκα της αδερφής μου ανάγκη να βιαζούμαστε δεν είταν, επειδή τα πρόβλεψε όλα ο μακαρίτης ο γέρος, και της είχε αφημένα ίσια ίσια τα χτήματα πούβλεπες πέρσυ σαν περνούσες από τα μέρη μας και ρωτούσες. Σκοπός μας λοιπόν είτανε να σπουδάξω, και πια ή γιατρός ή και Δεσπότης αν ήθελε ο Θεός.

Δεκάξη χρονών αγόρι, αμούστακο σαν κορίτσι, αγνώριμο, με χίλια όνειρα και με δίχως κόσμου πείρα, κ' ίσια στην Πόλη, στο Φανάρι, σε κάποιου Κυρ Φωτάκη, ενός που γνώριζε από τα παλιά το γέρο μου σαν ταξίδευε, και που τι είταν η δουλειά του καλά καλά δεν το γνώριζα, ζουγράφιζε όμως κάποτες άγιες εικόνες, και με πολύ καμάρι τις κοίταζε κι άδικο δεν είχε, γιατί όλοι του οι Άγιοι Νικόλαοι — τη χάρη τους νάχουμε — ο ένας από τον άλλονα μήτε τρίχα διαφορά!

Τι πράμα και τι κακό σαν την πρωτοείδα την Πόλη! Τι απέραντη μερμηγκιά, τι λαμπρότη και τι ομορφιά! Εκείνα τα κυπαρίσσια, εκείνοι οι μιναρέδες κ' οι θόλοι! Εκείνες οι φωνές και τα τρεχάματα στο Γεφύρι, σαν το πρωτοπάτησα και ξεκινούσα με το Σιορ Φωτάκη κατά το Φανάρι.! Πού είνε η μάννα μου να τα δη όλ' αυτά, πού η αδερφή μου, οι αξαδέρφες, να τα δουν, και να λένε κατόπι και τελειωμό να μην έχ' η γλώσσα τους! Ως και τα δάκρια μου ήρθαν ανιστορώντας, το τι θα λέγανε να τάβλεπαν οι δικοί μου!

Του Σιορ Φωτάκη όμως τίποτις δεν του ξεμυστηρεύουμουν. Πολίτης αυτός, έπειτα φίλος και του πατέρα, φαίνουνταν ομπρός μου σαν είδος άγιος — είδος άνθρωπος που πρέπει νάχη σοφία και γνώση μέσα του με τις καραβιές. Καταδέχουνταν ως τόσο να με ρωτάη κάθε λίγο για τους δικούς μου, αν και δεν τους γνώριζε, εξόν τη μάννα μου που την είδε, θαρρώ, νύφη στον τόπο μας.

Φτάσαμε στο σπιτικό του, μούδειξε την κάμαρά μου, έβαλα μέσα τα λίγα μου πράματα που τα κουβαλούσε κατόπι μας ο Χαμάλης, με κατέβασ' έπειτα στην τραπεζαρία που είταν ώρα φαεί. Εκεί η κερά του, εκεί κ' η κόρη του, κορίτσι μελαχρινό και γαλανομάτικο, ως δεκάξη χρόνων κι αυτό. Άνοιξε το στόμα της κεράς κ' έπεσαν βροχή πολίτικα λόγια, που τάκουγα κ' έλεγα, τι θάλεγε ανίσως κι άκουγε τις δικές μας τις χωριανές να μιλούνε! Παρακάτω στα λόγια δεν πήγαινε μήτε η μικρή. Και να μην τα πολυλογώ, σε κείνη τη συντροφιά εγώ είμουνα το κορίτσι.

Σαν αποφάγαμε και πήραν οι κερές ταργόχειρό τους, κάθισε ο Φωτάκης και μου ξήγησε τους σκοπούς του, σε ποιο Σκολειό θα με βάλη, σε ποια τάξη θαρρεί, με ποιους δασκάλους ίσως, τι καλά που θα με νοιάζεται, κατά την αποθυμιά της μάννας μου που του τα είχε όλα γραμμένα, σαν παιδί του να με κοιτάζη, και με ταζημίωτο μάλιστα, γιατί δυο μετζίτια είτανε συφωνημένα να του στέλνουνται κάθε πρώτη. Κ' έτσι απ' αύριο κιόλας άρχισα να πηγαίνω στη «Μεγάλη Σχολή».

Έπιασα με την καρδιά μου τη δουλειά, και σε λίγο πρόδεψα τόσο, που διάβαζα Πολίτικη φημερίδα και την καταλάβαινα. Θυμούμαι που παραδίνουμουν το Χρυσόστομο. Ανέβαινα κάθε βράδυ στον ηλιακό του Σιορ Φωτάκη, άμα άρχιζαν οι γυναίκες ταργόχειρο κι ο γέρος τις ζουγραφιές του και σπούδαζα. Τήραγα έπειτα γύρω, και θωρώντας την ομορφιά της περιξάκουστης Πόλης, ονειρεύουμουν από τώρα τις ιστορίες που θα είχα να δηγούμαι σα γυρίσω με το καλό. Μια τέτοια πανώρια βραδινή κάθουμουν απάνω στον ηλιακό και σεριάνιζα ύστερ' από τις μελέτες μου. Η κερά Φωτάκαινα με το ράψιμό της, ο Κυρ Φωτάκης με μιαν εικόνα που πολεμούσε να την αποτελειώση κι ας είτανε νύχτα — ζούσανε δε ζούσανε μήτε τόξερα μήτε ήθελα να το ξέρω. Άλλες φορές ακούγουνταν κάποτες η λαλιά της μικρής, μα τη βραδινή εκείνη μήτε η μικρή δεν ακούγουνταν. Και γιατί θαρρείς τάχα πως δεν ακούγουνταν; Είταν αποπίσω μου αυτή, μέσα στην απάνω την κάμαρα κ' έπλεκε. Έπλεχνε με την καλτσοβελόνα και με το νου της.

Σταμάτησα το σιγανό μου σφύριγμα άμα την είδα. Ανέβηκε στα στήθια μου σαν παράξενο σύγκρυο. Θόλωσαν τα μάτια μου και μήτε πια τον Τοπχανέ δεν μπορούσα να δω. Το παρατήρησε αυτή δεν το παρατήρησε, ποιος το ξέρει. Αφήκε όμως το πλέξιμό της και κίνησε καταόξω. Βασιλεμένος ο ήλιος ώρα πολλή. Άρχιζαν και τρεμούλιαζαν τάστρα. Ίσια κοντά μου ζυγώνει η αθεόφοβη! Τουρτούριζε το σιαγόνι μου από το σύγκρυο. Ήρθε κι ακκούμπησε στα κάγκελα του ηλιακού πλάγι μου. Έτρεμα και πήγαινα. Στέγνωνε ο λαιμός μου, κ' ένας βώλος μου την έπνιγε την καρδιά μου.

— Βλέπεις τι όμορφη που είναι η Πόλη μας; γυρίζει και μου κάνει με μάτια που γλυκαστράφτανε. Να γείνης Πολίτης και συ.

— Είμαι Πολίτης, έκαμα καρδιά και της είπα.

— Μα Πολίτης για πάντα, μου αποκρίνεται, και σύγκαιρα σκουντάει το πλευρό μου με ταγκωνάκι της.

Μου ήρθε σαν είδος τρέλλα· έτσι να χυμίξω και να την πάρω στην αγκαλιά μου. Και θα τόκαμνα ίσως αυτό, μόνο που θάρρεψα πως μου φανερώθηκε άξαφνα η όψη της μάννας μου! Πάει αμέσως και τρέλλα κι ανατριχίλα! Μπήκε μέσα μου μια παλληκαριά, μια ξαποφασιά, σαν κείνη που μου ήρχουνταν κατόπι στις θαλασσινές τις φουρτούνες απάνω.

Βρίσκω αφορμή και τρέχω στην κάμαρά μου.

Ίσια στο κρεββάτι μου χώθηκα. Όλη τη νύχτα συλλογή στο κρεββάτι. Ν' αλλάξω σπίτι και να γλυτώσω από τη γαλανομάτα τη Νεράιδα, καλό κι άγιο. Ν' αλλάξω καρδιά και να γλυτώσω από την αγάπη της, από τη δύναμη την κρύφια της ομορφιάς της που ξεπρόβαλε και με λώλανε την αξέχαστη εκείνη βραδινή, δύσκολο, ίσως αδύνατο! άλλο δεν τήραγα ομπρός μου παρ' αφανισμό, αφανισμό για μάννα, για πατρίδα, για καθετίς. Παίρνω λοιπόν απόφαση μεγάλη και σοβαρή. Να φύγω μια και καλή από την Πόλη!

Μήτε λέξη σε κανένα σαν ξημέρωσε· μόνο μαζεύω τα πράματά μου, τα δίνω ενός χαμάλη, και ξεκινώ κατά τη σκάλα.

Βρίσκω καΐκι Μοσκονησιώτικο, πηδώ μέσα, και τα ξεκενώνω όλα του καραβοκύρη. Έπρεπε να τα πω, να ξεσκάσω. Ζήτησε να με καταπείση να γυρίσω στον τόπο μου, και όχι πάλε σε ξενιτειές. Του κάκου. Παρά τέτοια ντροπή, να γυρίσω και να με περιγελάη το χωριό, κάλλιο ναύτης αγνώριστος, ώσπου να με βοηθήση ο Θεός να γείνω και γω κάτι.

Με βοήθησε ο Θεός. Γύρισα στον τόπο μου μερικά χρόνια κατόπι καπετάνιος, και με πάντρεψε η γριά μου. Είτανε μαζί μου κι ο Μοσκοννησιώτης ο καραβοκύρης, κι αυτός είταν που με βάφτισε Πολίτη, ο κανάγιας».

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΜΟΥΝΤΑΝΑ

Σιδερένιο κορμί ο γέρος ο Τραμουντάνας και κοκκαλιασμένη ψυχή. Ξενιτεμένος κι αυτός από μικρός. Τι τον έβγαλε από τον τόπο του, δεν είταν και δύσκολο να ταπομαντέψης. Τι τον έρριξε όμως σε χώρες θεοσκότεινες και ψυχρές, χώρες σταλήθεια ξένες, που ψυχή να σε συμπονέση δεν βρίσκεται, μα και να λουβιάσης, εξόν ίσως καμιά δροσόλευκη παραμάννα στο νοσοκομείο, σε τόπους που κι αγάπη να βρης, έρχεται κι αυτή και σου φαρμακεύει άλλες αγάπες, που για να μην πεθάνης της πείνας δουλεύεις όσην ώρα δεν κοίτεσαι στο κρεββάτι αποσταμένος, που να μείνης μισήν ώρα καθάριος αδύνατο πράμα, αφού κι ο αέρας που ανεσαίνεις είνε μισός καπνίλα, που ως και τα πλεμόνια του ανθρώπου μαυρίζουνε μια για πάντα — τι τον έκαμε τον Τραμουντάνα κ' έσυρε στα νιάτα του εκεί απάνω, που τον αντάμωσα χρόνους και χρόνους κατόπι ξέννοιαστο, πέτρα μονάχη, λησμονησιάρη, δίχως μήτε φυλαχτήρι από μάννα ή αδερφή, δίχως άλλο της πατρίδας σημάδι παρά το μαυριδερό του το πρόσωπο — τι τον πέταξε σε τέτοια πολύκοσμη ερημιά, είταν κ' είνε ακόμα μυστήριο, που για να το ξεδιαλύνω του κάκου ρώτηξα πολλούς σαν και λόγου του. Δίχως πόρεψη, δίχως μέσα, δίχως άλλο σκοπό παρά νάρθουν και ναποδείξουν ως πού πηγαίνει η ρωμαίικη η τρέλλα, το έρμο και το τυφλό το «Έχει ο Θεός», σάματις τρελλάθηκε κι ο Θεός μαζί τους.

Είνε, λέει, το «επιχειρηματικό» της Ρωμαίικης της φυλής και τους σκουντάει, τους ρίχνει όξω κι όξω, ως τον άγιο Φραγκίσκο τους φέρνει, ως την Πολυννησία τους ξεβράζει, σε κάθε ακρογιάλι σαν ψόφιες ακρίδες τους στρώνει, άλλους λουκούμια να πουλούν, άλλους φορτιά να σηκώνουν, άλλους άλλα βάσανα να τραβάνε, και τέλος να ρουφιούνται από το παντοδύναμο ταγγλοσαξονικό το θεριό και να χάνουνται.

Ένας λοιπόν απ' αυτούς τους ηρώους είταν κι ο Τραμουντάνας. Τύχαινε συχνά πυκνά να τον ανταμώνω στα ξενικά του λημέρια. Σπίτι του να πάγω ποτές δεν ταίριασε, είνε αλήθεια. Άκουγα όμως πως με την Ιρλανδέζα του τη γυναίκα δεν κακοπερνούσε, γιατί έτυχε η κερά ναγαπάη το πιοτό, και το γλέντιζε πάντα μάλλες γειτόνισσες που ταγαπούσαν κι αυτές. Ο φίλος πάλι του άρεζαν τα χαρτιά! Πήγαινε λοιπόν κάθε βράδυ σ' ενός πατριώτη, που δουλειά του είτανε να βυζάνη τους δικούς του με μια βρώμικη τράπουλα, μάλιστα τους νιοφερμένους. Κ' έτσι ο Τραμουντάνας ζωή σπιτικιά δεν πολύβλεπε, και δεν κακοπερνούσε με τη γριά του. Δούλευε ως τόσο ολημερίς. Δουλειά και δουλειά! Πότε δέματα ξεφόρτωνε, πότε γλυκά και πωρικά πουλούσε. Ναύτης στα νιάτα του, τον αψηφούσε το βοριά σα στεκότανε με τις ώρες στους τέσσερεις δρόμους μπροστά στο φορτωμένο τραπέζι του, προσκαλώντας τον κάθε διαβάτη ναγοράση τα μπαγιάτικά του λουκούμια.

Τον κοίταζα κάποτες από μακριά και συλλογιούμουνα, σαν τι λογής αγόρι να φαίνουνταν τη μέρα που μίσευε από το φτωχικό του τόπο με την ευκή της μαύρης του μάννας!

— Τι σ' έκαμε και ξέπεσες ως εδώ, τονε ρώτηξα μια φορά.

— Τι σ' έκαμε κ' ήρθες του λόγου σου! Να! τύχη γύρευα κ' ήρθα.

— Και πότε λες να ξαναγυρίσης να τους δης τους δικούς σου;

— Τους δικούς μου; (και δος του γέλοια!) Οι δικοί μου τώρα όλοι στον άλλον κόσμο. Είμουν πέντε χρόνια ξενιτεμένος σα συχωρέθηκε η μάννα μου· πατέρα δε γνώρισα. Ταδέρφια μου σκορπιστήκανε δω και κει, και πια δεν τάκουσα. Τι να πάω να κάμω εκεί τώρα! Εμένα οι δικοί μου είνε τώρα εδώ. Εδώ έζησα, εδώ θα πεθάνω.

 — Μα δε λαχταράς μαθέ και συ τον ήλιον εκείνον καμιά φορά, δε
θυμάσαι τον τόπο σου, τις ομορφιές του;

 — Άκου με, αφεντικό· αυτά όλα είνε καλά, μα παράς δε βγαίνει· εδώ
πέρα και ναρρωστήσω, έχει νοσοκομείο.

 — Όχι, όχι, να μην πεθάνης εδώ· στην πατρίδα σου να πας,
ναναπαυτής κοντά στους δικούς σου.

— Κι αμέ τη γριά μου; τι να την κάμω;

— Μαζί και κείνη.

Κι άρχιζε πάλε τα γέλοια ο Τραμουντάνας, και τρίβοντας τα ροζωμένα του χέρια να τα ζεστάνη, προσκαλούσε τους διαβάτες ναγοράσουνε πωρικά.

*

Έρχεται μια μέρα ένας κλητήρας με γραμματάκι και με προσκαλεί στο νοσοκομείο. Μπαίνω σ' αμάξι και πηγαίνω. Μου λέει ο επιστάτης πως είνε μέσα ένας γέρος πατριώτης μου πολύ άρρωστος, και στο βύθο του απάνω παραλαλεί στη γλώσσα του. Μένει, λέει, κ' η γυναίκα του πλάγι του, μα αυτή στουπί μεθυσμένη φαντάζεται πως ο γέρος της αφίνει παραγγελιές, και μάλιστα θαρρεί πως μιλεί και για κάτι χρήματα που τάχει, λέει, ο γέρος κρυμμένα. Με φωνάξανε λοιπό να παρασταθώ και νακούσω τη διαθήκη του γέρου.

Ανεβαίνω, μπαίνω στην κάμαρα· ο Τραμουντάνας ψυχομαχούσε παραλαλώντας, κ' η γριά του μαλλοσερνότανε.

— Τι λέει, τι λέει; ξεφωνίζει άξαφνα η γριά.

Παίρνω κομμάτι χαρτί και μολυβοκόντυλο, τους λέγω να συχάσουν, κι αρχίζω και σημειώνω·

«…. Μωρέ Γιάνη, πάμε, να βρούμε φωλιές; ξεπετάκια κοτσύφια να πιάσουμε, στο κλουβί να τα βάλουμε; τάκουσες πώς κελαϊδούνε στου Μπάρμπα Λεφτέρη; Εκεί, εκεί απάνω κατά τις σκάλες, μέσα στα κατάπηχτα τα κλωνιά. Τι; δεν μπορείς να σκαλώσης μια τέτοια ελίτσα; και τι θα πης α σου σκαρφαλώσω εγώ αυτό τον πλάτανο; Μια και δυο, και στην κορφή του με βρίσκεις. . . Αργήσαμε, καημένε, και θα λέη η μάννα, τι πάθαμε. Στάσου, βάλτο μες στο καλάθι, σκέπασ' το καλά μην πετάξη . . . Ίσια σπίτι τώρα, ειδεμή την πάθαμε, θα πάη σκολειό να ρωτάη τι γενήκαμε …. κι ο καινούριος ο δάσκαλος δε χωρατεύει. Εγώ το μαθαίνω και στο δρόμο το μάθημα. Φρρρ — κι απ' όξω τόμαθα. . . . Για δες την τη μαριόλα στο παράθυρο πάλι! Αχ, θα με πεθάνη αυτή. Της τόταξε, μικρούλα μου, η μάννα μου της μάννας σου σα γεννήθηκες, μα και να μη σου τόταζε, πάλι θα σέπαιρνα. Αγάπη μου, πότε θα ξενιτευτώ να κάμω σερμαγιά και να γυρίσω με τα χρυσά νυφικά σου; Φεύγεις εσύ τώρα! Έννοια σου, και θα σε πιάσω πάλι στο περιβόλι σαν ποτίζης και θα σε λυώσω στο τσίμπημα!

» Τηγανίτες! Χρόνια και χρόνια να φάω το πρωί τηγανίτες! ακόμα δεν έφεξε κι αυτές αχνίζουν κιόλας στο τραπεζάκι. Πούντος ο Γιάνης; Αμ' η Φροσύνη; Την ακαμάτα! κοιμάται ακόμα· πάμε να την ξυπνήσουμε. Πούν' το σφουγγάρι; Θα τρομάξη, λες; Ναι, βλέπεις, φαρφουρί είταν και θα ραγίση! Την κατεργάρα! κοίταξε γόβες, λέει, που μου κέντησε! Θα πης, έχουμε κι αυτηνής τα προικιά να συλλογιστούμε. Αχ, εσύ αγάπη μου! εσύ φως μου! πέντε χρόνια είπαμε, βάλε κι άλλα πέντε για την αδερφή! Πέντε και πέντε, δέκα. Είμαι τώρα δεκαπέντε· και δέκα, εικοσιπέντε. Θάσαι και συ τότες εικοσιδυό. Μια χαρά. Να σου τώρα και μια τσιμπιά! Πού να το πιάσης τέτοιο σαχίνι! Θα το πω της Φροσύνης να της την πατήση την τσιμπιά.

»Στον τρύγο, στον τρύγο! Πάει ο ώμος μου, σήκωνε σήκωνε κόφες! Δόξα νάχη ο Θεός πούφαγα πάλι σταφύλι! Όχι σαν κι αυτά που πουλώ! Να, μωρέ παλιοεγγλέζοι, σταφύλι, να φάτε και να καταλάβετε γλύκα! Δες τες, δες τες! Κ' οι δυο τους οι σουσουράδες πώς πατούνε σταφύλια στη γούρνα! Και δος του η μάννα νανακατεύη αλευριά! Σα να το ξέρη η καημένη πως δε θα μ' έχη του χρόνου. . . . Ταξίδι, ταξίδι. . . . Για δες μαντιλάκια, κάλτσες, ως και βελόνια και κλωστή μούβαλε. Να κ' ένα κυδώνι, θεοκίτρινο! Ανασταίνεσαι να το μυρίζης μονάχα. Να κ' οι γόβες! Όχι, όχι, να μην τα δω τώρα. Να τα βλέπω ύστερα και να τις θυμάμαι.

» Αχ, νύχτα που την πέρασα! μήτε στιγμή δεν έκλεισα μάτι, μα θαρρώ και μήτε άλλος κανένας. Για δες, ως και φαεί μου τοιμάσανε για το δρόμο. Και τι να της πω της γριάς! Νά τηνα! τάρχισε κιόλας το κλάμα! Ας κάνω πως χαίρουμαι τώρα εγώ, να την παρηγορήσω. Έννοια σου, μάννα, και σε πέντε χρόνια θα μ' έχης. Θα παντρέψουμε τη Φροσύνη, άλλα πέντε χρόνια ξενιτειά, και τότες πια με στεφανώνεις και μένα. . . . Μέπνιξαν, μέπνιξαν τα φιλιά της. Έχε γεια, μαννούλα μου, έχετε γεια όλοι σας, Φροσύνη, Γιάνη, αγάπη μου, έχετε γεια . . . — Αχ, μωρέ, πικρός που είνε αυτός ο αναθεματισμένος ο χωρισμός! Ένα πράμα κομπώνει εδώ στο λαιμό μου, εδώ, εδώ. …»

Και δεν μπόρεσε άλλα να πη.

Η ΛΑΧΤΑΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟ ΑΝΕΣΤΗ

ΤΗΝ πέρασε την ζωή του κι ο γέρος ο Ανέστης στη ξενιτειά, ζωή παραδαρμένη, καραβοτσακισμένη ζωή. Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κ' έννοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, τόκαμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακήσια λημέρια του.

Αλλοιώτικος γέρος αυτός ο Ανέστης! Για του κόσμου τα μεγαλεία δεν τον πολυέμελε κιόλας· ως τόσο να γυρίση από τα ξένα και να φυτρώση ανάμεσα στους δικούς του με τέτοια χάλια ύστερ' από χρόνους και χρόνους αγωνία και βάσανο, δεν του ερχότανε και πολύ. Θα πης οι καθαυτό οι δικοί του συχωρεμένοι όλοι, κι' άλλους απ' ανίψια και τέτοιους δε θαντάμωνε πια, εξόν ίσως δυο τρεις αξαδέρφους, γέρους κι αυτούς· μα πάλε από δω το γύριζε, από κει το γύριζε, δεν του πήγαινε. Τόνειρό του είτανε να ξαναφανή στην πατρίδα του, μα να είνε και κάτι. Δεν το κατάφερε τόνειρο; Τι να πηγαίνη πια τώρα και να τους δείχνη τη γύμνια του! Έλα όμως που δεν τόθελε και να πεθάνη στα ξένα! Να ζήση στα ξένα, ναι· με το σήμερα, με το αύριο, ζης στα ξένα. Μα να πεθάνης στα ξένα; Να σε παραχώσουνε, λέει, μέσα στην κρύα εκείνη τη λάσπη, και σύγκαιρα οι πατριώτες σου να γλυκοκοιμούνται μέσα στο μοσκομυρισμένο τους χώμα — αυτό δεν μπορούσε να το βαστάξη ο γέρος.

Τονειρευότανε λοιπόν και το λαχταρούσε ναποθάνη στον τόπο του, κ' έτσι ξεκίνησε, με ταπομεινάρια του είναι του. Να πάη όμως μέσα στο χωριό και να πη πως εγώ είμαι ο Τάδες, αυτό δεν ταποκοτούσε.

— Έπειτα είνε κι αργά. Ποιος θα με πονέση, πια τώρα! έλεγε μονάχος του καθώς άραζε το βαπόρι σε λιμάνι που γειτόνευε με ταγαπημένο νησί του.

Μόλις πάτησε πόδι στη χώρα εκείνη, κ' ίσια στο Σπιτάλι μαζί με το έχει του.

— Να μείνουν αυτά εδώ, τους λέει τους ανθρώπους εκεί. Εμένα δε μου είνε και πολύ χρειαζούμενα. Ο πρώτος που αναλάβη κ' είνε έτοιμος να μισέψη, του τα χαρίζετε.

Και γίνεται άφαντος ο Γέρο Ανέστης.

Τραβάει κατά τη σκάλα, βρίσκει πέραμα, και σ' ένα μερόνυχτο μέσα τηράει τις ολόχαρες ακρογιαλιές του νησιού του.

Εκεί που η Πλάση λες και λούζεται κάθε ταχυνή και λαμπροφοριέται θεοφώτεινη, ολοκάθαρη και παρθένα, που μήτε κουρέλλι μήτε παλιόχαρτο πολιτισμού δεν βλέπει απάνω στ' ασπρογάλαζα τα χαλίκια που στρώνονται στην ακρογιαλιά, εκεί που στα πρώτα του χρόνια ο γέρος μας έπαιζε μ' ανάλαφρη καρδιά και μ' αξέννοιαστο νου, εκεί ξαναβρέθηκε τώρα καταδαμασμένος από του χρόνου τακαταπόνετο χέρι, σκυφτός, ζαρωματιασμένος, βουλιασμένα τα μάτια του, τα χέρια τρεμάμενα. Παράμερη εξοχή, που το καλοκαίρι μονάχα τη θυμούνται οι χωριανοί και τη διαλέγουνε για τα ξεφαντώματά τους. Τώρα όμως, άνοιξη ακόμα, ο γέρος ο Ανέστης πλανιότανε ολομόναχος στη λησμονημένη εκείνη γωνιά του κόσμου, βγάζοντας ξεφωνήματα κι ακατανόητα λόγια κάθε φοράν που αγνάντευε βράχο ή χωράφι ή κορφοβούνι τριγύρω και του θύμιζε της νιότης τα χρόνια. Μια πας στην άλλη μαζευότανε στον αναγαλλιασμένο του νου οι παλιές οι ιστορίες, τα παλιά τα γλέντια, τα περασμένα τα πρόσωπα και τα πράματα, που κάθε κύμα έλεγες και τα τραγούδαγε με το γλυκό του μουρμουρητό, εκεί που πλαγιασμένος τώρα στον ήλιο μισοάνοιγε κάθε λίγο ταδυνατισμενα του μάτια να τις δη άλλη μια και να τις χύση μες στη ψυχή του τις ανάλλαγες, τις αγέραστες ομορφιές της πατρίδας του.

Θάλεγες πως αναστήθηκε μαζί με το νου του και ταποσταμένο κορμί του, κι ως τόσο, καταπονεμένο τόσους χρόνους από τη βαριά τη ξενιτειά, και τώρα πάλι μ' άξαφνης καρδιάς καρδιοχτύπια συνταραγμένο, χεροτέρευε αντίς να καλλιτερέψη, ή σαν το φύλλο τρεμούλιαζε.

Μόλις το βράδυ βράδυ, σαν άρχισε το σκοτάδι και πλάκωνε, κι αυτός ακόμα λόγιαζε με μάτια ονειριασμένα ταντικρυνά τα βουνά ενός άλλου νησιού, καταπόρφυρα με την αντιφεγγιά του βασιλεμένου του ήλιου, μόλις τότε το στοχάστηκε πως όταν ξεπήδηξε από το καΐκι κ' έσυρε κατά την εξοχή, δε νοιάστηκε μήτ' ενός μερόνυχτου ψωμί να πάρη μαζί του.

— Κι α μείνω και νηστικός μια νυχτιά, τι πειράζει! λέει τότες. Θα με θρέψη της πατρίδας ταγέρι ως το ταχύ.

Κι αποκοιμήθηκε στην ακρογιαλιά, δίπλα στης θάλασσας το νανούρισμα, μαγεμένος ο νους του με τις μύριες εικόνες που τις ανιστορούσε όλες εκείνες τις ώρες.

Δεν τα ξανάνοιξε πια τα βαρεμένα του μάτια ο γέρος. Πιο γνωστικό κι από πολλούς φίλους το κύμα, απάνω στη μεγαλήτερη την καλοτυχιά της πονοδαρμένης εκείνης ψυχής, τηνε νανούρισε με το μουρμουρητό του και την έστειλε μια και καλή στον αιώνιο τον ύπνο.

Ο ΒΟΥΡΚΟΛΑΚΑΣ

ΔΡΑΜΑ

Το δραματάκι αυτό γράφηκε σ' εποχή που φαίνουνταν ανάγκη να προσέχουμε όχι μονάχα το υλικό μας να είνε εθνικό, μα κ' η παράσταση του, και μάλιστα να γίνεται αυτή η παράσταση με τρόπο που να πηγαίνη ο συγγραφέας το δρόμο του δίχως να σέρνη μαζί του σκουριασμένες αλυσίδες περασμένων κανόνων.

Από τότες όμως βγήκανε μερικά έργα που αν και δεν ανέβηκαν όλα στη σκηνή, ανέβηκαν όμως κάμποσο στη φιλολογία, ας είνε καλά η εθνική τους η χρωματιά. Κ' ίσως καταντάει πια τώρα σα χαμένος κόπος να δείχνουμε «τον ήλιο με το λυχνάρι». Ο «Βουρκόλακας» ανατυπώνεται σήμερα μόνο και μόνο για να μπορή να τονε διαβάζη όποιος επιθυμεί.

Να παρασταθή κι αυτός στη σκηνή σα δύσκολο πράμα, αφού συχνά πυκνά ξεπέφτει από γοργό διάλογο σε μακρινές ομιλίες που δεν τις σηκώνει το θέατρο. Μήτ' αυτό όμως μήτε τάλλα ψεγάδια του δεν προσπάθησα να τα λιγοστέψω όσο μπορούσα, αφού σκοπός μου δεν είτανε να δείξω δραματικό πρότυπο παρά μόνο το &δρόμο&.

Όσο για τα κάπως λυρικά του προσόντα, σ' αυτό απάνω βρίσκεται ο
«Βουρκόλακας» με λαμπρή συντροφιά, που μάλιστα και δεν του αξίζει.

Περιττό να ξηγηθή πως η &ουσία& του έργου είνε παρμένη από το περιξάκουστο τραγούδι του «Νεκρού αδερφού». Αν και γνωστό σ' Ανατολή και Δύση, το βάζουμε κι αυτό δίπλα σαν είδος Εισαγωγή, για να ξέρη ο αναγνώστης τι να προσμένη.

Α.Ε.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ "ΒΟΥΡΚΟΛΑΚΑΣ„

   Μάννα με τους εννιά σου γυιους και με τη μια σου κόρη,
   Την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη·
   Την είχες δώδεκα χρονών κ' ήλιος δεν σου την είδε·
   Στα σκοτεινά την έλουζες, στάφεγγα την επλέκες,
   Στ' άστρη και στον αυγερινό τσ' έφκιανες τα σγουρά της.
   Οπού σου φέραν προξενιάν από τη Βαβυλώνη,
   Να την παντρέψης στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα.
   Οχτώ αδερφοί δε θέλουνε, κι ο Κωσταντίνος θέλει.
   "Δος τηνα, μάννα, δος τηνα την Αρετή στα ξένα,
   Στα ξένα 'κει που περβατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
   Νάχω και γω παρηγοριά, νάχω και γω κονάκι.„
   "Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απηλογήθης.
   Κι α μώρθη, γυιέ μου, θάνατος, κι α μώρθη, γυιέ μου, αρρώστια,
   Κι αν τύχη πίκρα για χαρά, ποιος θα μου τηνε φέρη;„
   Το Θιό της έβαλ' εγγυτή και τους Αγιούς Μαρτύρους,
   Αν τύχη κ' έρθη θάνατος, αν τύχη κ' έρθη αρρώστια,
   Κι αν έρθη πίκρα για χαρά, να πάη να τηνε φέρη.

   Και σαν τηνε παντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
   Και μπήκε χρόνος δύσεχτος και μήνας οργισμένος,
   Κ' έπεσε το θανατικό κ' οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
   Βρέθηκ' η μάννα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

   Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μυρολογάει,
   Στου Κωσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασκώνει.
   "Σήκω, Κωσταντινάκη μου, την Αρετή μου θέλω·
   Το Θιό μούβαλες εγγυτή και τους Αγιούς Μαρτύρους,
   Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πας να μου τη φέρης.„

   Τανάθεμα τον έβγαλε μέσ' από το κιβούρι,
   Κάνει το σύννεφο άλογο και τάστρο σαλιβάρι
   Και το φεγγάρι συντροφιά, και πάει να τηνε φέρη.
   Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
   Βρίσκει την και χτενίζουνταν όξω στο φεγγαράκι.
   Από μακριά τη χαιρετάει κι από μακριά της λέει·
   "Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει.„
   "Αλλοίμον, αδερφάκι μου, και τι' νε τούτ' η ώρα!
   Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου,
   Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι.„
   "Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' έλα καταπώς είσαι.„

   Στη στράτα που διαβαίνανε, στη στράτα που πηγαίναν,
   Ακούν πουλιά και κελαϊδούν, ακούν πουλιά και λένε·
   "Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„
   "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
   Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„
   "Λωλά πουλιά κι ας κελαϊδούν, λωλά πουλιά κι ας λένε.„
   "Τι βλέπουμε τα θλιβερά, τα παραπονεμένα,
   Να περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„
   "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
   Πως περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„
   "Πουλάκια 'νε κι ας κελαϊδούν, πουλάκια 'νε κι ας λένε.„
   "Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις!„
   "Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Άη Γιάνη,
   Και θέμιασέ μας ο παππάς με περισσό λιβάνι.„
   Και παραμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε.
   "Ω, Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις,
   Τέτοιαν πανώρια λυγερή να σέρνη απεθαμμένος!„
   Τάκουσε πάλε η λυγερή και ράγισε η καρδιά της·
   "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
   Πες μου, πουν τα μαλλάκια σου, το πηγουρό μουστάκι;„
   "Μεγάλη αρρώστια μ' έβρηκε, μ' έρριξε του θανάτου·
   Μου πέσαν τα ξανθά μαλλιά, το πηγουρό μουστάκι.„

   Βρίσκουν το σπίτι κλειδωτό, κλειδομανταλωμένο,
   Και τα σπιτοπαράθυρα πούταν αραχνιασμένα.
   "Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, και να τήν Αρετή σου.„
   "Αν είσαι χάρος, διάβαινε, κι άλλα παιδιά δεν έχω.
   Η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.„
   "Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, κ' εγώ 'μαι ο Κωσταντής σου.
   Εγγυτή σούβαλα το Θεό και τους Αγιούς Μαρτύρους,
   Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πάω να σου τη φέρω.„

Κι ώσπου να βγη στην πόρτα της, εβγήκεν η ψυχή της.

Ο ΒΟΥΡΚΟΛΑΚΑΣ

ΔΡΑΜΑ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΠΡΑΞΕΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ
Κωσταντής )
Σαράντης )γυιοί της Δέσπως
Θανάσης )
Κρύλης πραματευτής της Βαβυλώνας
Στεφανής κατόπι πάτερ Συνέσιος
Κεριάκος αγωγιάτης
Δέσπω
Γαρουφαλιά )
Περμαθιώ ) γειτόνισσες
Πιπινιώ )

Φάντασμα της Αγιά Μαρίνας
Παλικάρια, Κορίτσια, βιολιτζήδες

Τόπος, χωριό της Ανατολής.

Π Ρ Ω Τ Η Π Ρ ΑΞΗ

ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ

Δρόμος του χωριού. Από ταριστερά η ξώπορτα του σπιτιού της Δέσπως με την αυλή μέσα. Αντίκρυ το περιβόλι της Δέσπως με το σπίτι πλάγι. Δεξιά τα σπίτια της Περμαθιώς και της Πιπινιώς. Οι δυο γειτόνισσες κάθουνται στα κατώφλια τους, βράδυ βράδυ.

ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

Πιπ. Μ' έτρωγε κι όλο μ' έτρωγε ταυτί μου από το πρωί. Αρραβώνας
   μυρίζει πάλι.

Περμ. Ταυτί του εσένα σε τρώει μόνο σαν αποδεχτή κ' ύστερα τα
   μαντάτα. Στον κλήδωνα να τα λες αυτά.

Πιπ. Να μη χαρώ το Μαριώ μου, σου λέω, τίποτις δεν άκουσα. Αμέ να μη μπορούμε δα και μεις να δούμε δεντρί, και να στοχαστούμε τι λογής λουλούδι θα βγάλη;

Περμ. Α! δεν άκουσες, μόνο είδες κάτι! Τα μάτια σου τοίχους τρυπούν και κρυφοθωρούνε, και συ γι' αυτιά μου μιλάς.

Πιπ. Άμε στο καλό, καημένη, κι άδικα με κολάζεις. Ψυχή δεν τρύπησα τοίχο να κοιτάξω. Τώρα πια δεν κρύβουνται τα κορίτσια σα θεν αγάπες, κ' έννοια σου. Στον καιρό μας είταν αυτά. Κι αμέ δε θυμάσαι, καημένη, τότες που ήρθ' ο Γληγόρης μου από τη ξενιτειά, τι κακό έγινε ώσπου να μου πάρη το πρώτο φιλί; Σαν τρελλός με κυνηγούσε μες στην αυλή. Η παρέα τριγύρω, και γω με το δίσκο στα χέρια να χώνουμαι από δω κι από κει, ώσπου πρόβαλε στη μέση η θεια μου η Βαρβάρα και φώναζε πως αυτά μαθές δεν ταιριάζουνε σε τιμημένα κορίτσια.

Περμ. Κακόν καιρό νάχης, που τα είπες και τα ξανάειπες χιλιάδες φορές, κ' έρχεσαι πάλι και μου τα στρώνεις σα να είνε τα νυφικά σου. Ξέχαστα μια και καλή, που χήρεψες και κουβαριάστηκες, κι ακόμα γνώση δεν έβαλες.

Πιπ. Αι, καψούλα μου, Βασιλικός κι α μαραθή . . .

Περμ. Να μαραθής και να ξεραθής.

Πιπ. Περίδρομος να σε κόψη! που δεν αφίνεις μια χριστιανή να θυμηθή και τα νιάτα της.

Περμ. Μωρή τα νιάτα σου θ' ακούμε ή τον αρραβώνα μαθές;

Πιπ. Από τόνα ήθελα νάρθουμε στάλλο. Και συ πάλε μας κάνεις δα την ανήξερη!

Περμ. Αστροπελέκι να πέση και να με κάψη, ανίσως κι άκουσα τίποτις. Ένα γαμπρό ξέρω στη γειτονιά μας, κι αυτός είνε της Τρυποβράκας ο γυιός.

Πιπ. Τώρα μας ξύπνησες και του λόγου σου. Ο κόσμος τόχει τούμπανο και συ μας τόβγαλες για κρυφό. Έλα, μωρή, πιο κοντά, γιατί κ' οι τοίχοι αυτιάζουνται. Ο Στεφανής μωρή είνε, ο Στεφανής, ο Στεφανής!

Περμ. Στα όρη, στα βουνά, και στα κλαδιά, και στα ξερά τα δέντρα!
   Και με ποιάνα!

Πιπ. Να! εκεί που στέκουμουν απόψε και θέμιαζ' από το παράθυρο, γυρίζω, και τι να δω εκειδά κατά το περιβόλι της Κερά Δέσπως! Το Στεφανή μας κ' έκοβε βόλτες απέξω! Τώρα, είταν η Αρετούλ' από μέσα, δεν είταν, ένας Θεός το ξέρει. Μα γυναίκα που είδε κ' έπαθε πολλά στη ζωή της δε χρειάζεται δα και δάσκαλο να της πη πως δυο και δυο κάνουν τέσσερα!

Περμ. Από το Θιό να το βρης, που αβάνιασες το πιο τιμημένο κορίτσι
   μας δίχως να δης δα και τίποτις!

Πιπ. Μηγαρή σου είπα γω πάλι πως τάψησαν κιόλας; Αρραβώνας, σου
   είπα, μυρίζει.

Περμ. Τέτοιον αρραβώνα για τις κόρες σου να τονέ φυλάγης, κι όχι
   για της Ανατολής το καμάρι.

Πιπ. Ναι, είδες δα, λίγα μας έφτειαξες και συ στον καιρό σου, τότες που τον άφινες τον έρμο σου και — έλα Χριστέ και Παναγιά μου!

Περμ. Όχι μόνο σαν και σένα, που πριχού να σου δώση και δαχτυλίδι, δος του και σου τραγούδαγε αμανέδες κάτω από το σπίτι σου.

Πιπ. Χάρη νάχης τον Άη Γιάνη, που πήγα και λειτουργήθηκα σήμερις, και δεν ξεχυμίζω μαθές τώρα με τα νύχια μου να τα χύσω τα μάτια σου που η γλώσσα σου νισάφι δεν έχει.

Περμ. (χαμηλά). Και δεν κοιτάζεις, θεότυφλη, να τηνε δης την κοπέλλα στο παραθύρι της εκειδά, που στέκεται ολομόναχη;

Πιπ. Και δεν τονε βλέπεις και το Στεφανή μέσα στο περιβόλι κοντά στις πορτοκαλιές; Κοίτα τον τόν αξετσίπωτο, και μη μου ψέλνης πια πως δεν ξέρουν κ' οι αρχοντοπούλες από κρύφιες αγάπες. Μωρή, και ποιο λουλούδι δε ζύγωσε μέλισσα να το βυζάξη, μα φτωχομενεξές είτανε, μα αρχοντικό γιασουμί! Έλα τώρα και χώσου μέσα να κρυφοδούμε αποπάνω, μην τύχη και μας νοιώσουν και τους χαλάσουμε τις δουλειές.

(Μπαίνουν και κρύβουνται απάνω στο σπίτι της Πιπινιώς, κοντά σε παράθυρο που βλέπει στο περιβόλι).

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ

   Η ίδια· πιο σκοτεινά. Ο Στεφανής ανάμεσα στις πορτοκαλιές. Η
   Αρετούλα στο παράθυρο δίχως να τονε βλέπη.

ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΣΤΕΦΑΝΗΣ

Αρετ. Ήθελα να ξέρω, σα με γεννούσε η μάννα μου, τι πουλί να κελαϊδούσε μέσα σ' αυτοδά το περιβόλι, και με μάγεψε, και να κλείσω το βράδυ παράθυρο δεν μπορώ δίχως να σκύψω και να το γλυκοδώ! Και γιατί μαθές να μου πη η στρίγλα εκείνη η γύφτισσα πως θα ταφήσω τακριβό μου το σπιτικό και θα μισέψω στα ξένα, μα πως θα μεταγυρίσω, λέει, πάλε στον τόπο μου, και θάρθω, με πρωτοτάξιδο καράβι που θάχη σύννεφα για πανιά! Κι άξαφνα σα να βούρκωσε η καημένη κ' έκαμνε να φύγη, μα κοντοστάθηκε πάλι και ξαναγύρισε, και μου λέει πως σε καλά χέρια θα πέσω και να μην πολυνοιάζουμαι!

Ανάθεμα την ώρα που φάνηκε και με παραζάλισε στα καλά καθούμενα! Μα έννοια της δα και δε θα βγουν τα φαρμακεμένα της τα λόγια. Μύριοι άνεμοι να φυσήξουνε δε με βγάζουν από την πονεμένη αυτή φωλίτσα μου. Σ' αυτά τα θεμέλια μέσα είνε ριζωμένη η καρδιά μου, μ' αυτό ταγέρι γλυκοθρέφεται η ψυχή μου. (Τηράει το Στεφανή). Να σαλεύη τάχα κάποιος εκειδά πέρα ή φάντασμα βλέπω; Αχ, ο ίδιος πάλι! Ταθεόφοβο το παιδί, που πρέπει να πατήσω ένα ξεφωνητό και να τονέ διώξω, κι ως τόσο δε βαστάει η καρδιά μου! (αψά). Σύρε, σύρε να μη σε νοιώσουν, κακόμοιρε, και μ' αφάνισες! Στέλνε όσα θες μηνύματα με τους προξενητάδες, μα μην πολεμάς από παράθυρα να μου ψέλνης αγάπες, κ' έχουν πίκρες τα κρυφογύρευτα τα φιλιά.

Στεφ. Η δική μου η αγάπη αγκύλια δεν ξέρει· ξέρει μονάχα το βαθιόκοβο το μαχαίρι που σιγοχώνεις στα σπλάγχνα μου μέσα. Πες μου, Αρετούλα μου, φως μου, γιατί αρνιέσαι να μ' αγαπήσης; τι λαχταρεί η καρδούλα σου και δεν τόχω, ψυχή μου; Αν είνε αγάπη λεβέντικη, πρόσταξε με να περπατήξω στις φλόγες, σε γκρεμνούς να τρέξω να πέσω, φείδια να πάω και ν' αγκαλιάσω, στην πίσσα μέσα να βράσω.

Αρετ. Κι α δε λείψης απ' αυτό σου το κόλασμα, βράζει από τώρα η πίσσα που μπορεί και δυο ψυχές αντίς μια να παραλάβη στα βάθια της.

Στεφ. Γιατί να το λες αυτό, Αρετούλα; Πού σ' αγάπησα τάχα; Εγώ κακός δεν είμαι. Γιατί να κολαστώ και γιατί να κολάσω; Εγώ από τη στιγμή που σ' αγάπησα έγιν' αρνί μονάχο, σαν κορίτσι απονήρευτος είμαι. Πες μου, Αρετούλα. Μπορεί να πάη στην Κόλαση παιδί που χαμογελάει της μάννας; Στην Κόλαση πάει η μάννα που το γλυκοχαδεύει; Πες μου· ταηδόνια που κελαϊδούν την αγάπη τους στην Κόλαση μαθές πάνε;

Αρετ. Ντροπή και καταφρόνιο μελετάς να μας φέρης, και για πουλάκια μου κουβεντιάζεις; Αυτό το πουλάκι που βλέπεις έχει μάννα κι αδέρφια, και κει να πας να κελαϊδής τα τραγούδια σου.

Στεφ. Το ξέρεις πως θα φρενιάσουν, και γι' αυτό μου το λες. Μήτε να την ακούσουνε δε θα καταδεχτούν τη φτωχική προξενειά μου. Με τρώγ' η αγάπη σου, Αρετούλα, και σωτηριά πια δε βλέπω άλλη παρά το ναι σου και την κρύφια στεφάνωση.

Αρετ. Να μην τύχη και σε ξανακούσω, καημένε! Να με κλέψη, λέει!
   Χριστός και Παναγιά! Σύρε και φύγε, αθεόφοβε, γιατί φώναξα κιόλας
   (Σφαλνάει το παράθυρο η Αρετούλα).

Στεφ. (μονάχος). Μ' ένα της χαμόγελο την άρπαξε την καρδιά μου, και τη σέρνει τώρα και τη ματοπληγώνει σε πέτρες και πέτρες! Τονειριάστηκα πως είταν αγάπης χαμόγελο, και πιάστηκα! Μου χώθηκε, αχ, τόσο βαθιά το μαγεμένο ταγκίστρι, που σπαρταρώ τώρα και ξετινάζουμαι να γλυτώσω, και δεν μπορώ. Δεν μπορώ ν' ανεσάνω. Ματώνουν τα σπλάχνα μου, κι ο νους μου στρεφογυρίζει. Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος . . . Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό! Άνοιξε να φέξη πάλι ο κόσμος, ναναστηθή η ψυχή μου. Λυπήσου με, Αρετούλα, και χάνουμαι. Σαν το κερί τη λυώνεις τη νιότη μου, αυτή τη νιότη που πλάστηκε για τα σένα. Μην το πης πως είμαι της φτώχειας αγώρι, γεια μόνο νάχουν αυτά τα χέρια, που μπορούν παλάτι να χτίσουν και να κάθεσαι μέσα μυριοκαμάρωτη.

Αχ, του κάκου! Κατεβαίνει το σκοτάδι στη γης και τη σαβανώνει. Βασίλεψ' ο ήλιος τουρανού, βασίλεψε κι ο δικός μου ήλιος. Γλυκοφέγγουν ως τόσο απομέσα τα σπίτια. Αχτινοβολούν ταμίλητα ταστέρια. Μουρμουρίζουν ταμπελοβάθρακα, και το νερό της βρύσης, ακοίμητος μάρτυρας της αιώνιας αγάπης που ζωντανεύει τον κόσμο, κατρακυλάει και πάει σαν τις ώρες ευτυχισμένης ζωής. Η ζωή μου εμένα θάχη ώρες δύσεχτες και βαριές. Θα γυρεύουνε να περάσουνε και να φύγουν, και πού να φύγουν! Λίμνη, λίμνη βαθιά και θολή την έκαμες τη ζωή μου, εσύ που με δροσοβόλαγες με τα λόγια σου, και το πίστευα πως ο Θεός με πονούσε! Ο Θεός! Αχ, και να τόξερα, γιατί μου την έδωσε ο Θεός αυτή τη λαχτάρα! τι μου την άναψε τέτοια φωτιά! Έλα εσύ, ψυχή του πατέρα μου, που χρόνια τονε λειτουργούσες, έλα και πες μου, γιατί αυτό το μεγάλο το κρίμα! (Ακκουμπάει σε δέντρο, ύστερα τραβιέται και χάνεται στα βάθια σιγά σιγά).

ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια. Οι δυο γειτόνισσες βγαίνουν από την πόρτα της Πιπινιώς.

ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

Περμ. Ανάθεμά σε παλιογλωσσού, που πήρες έτσι στο λαιμό σου το παινεμένο μας το κορίτσι. Και δεν είδες πως κλείστηκε μέσα δίχως μήτε ματιά να του ρίξη; Έτσι μου θάρρεψες πως είνε σαν τη μούρη σου κ' οι αρχόντισσες! Κρίμα μονάχα που δεν τονέ μυρίστηκε ο κυρ Κωσταντής τον προκομμένο το Στεφανή σου, που έμαθε δα κι αυτός να διαβάζη ψαλτήρι και μου λιμπίστηκε αρχοντοπούλες! Σα να το ξέχασε πως είτανε μυρολογίστρα η θεια του.

Πιπ. Δαιμόνιο και τι δαιμόνιο τον έχει πιασμένο! Γλήγορα θα τον ακούσουμε στο μοναστήρι κι αυτόν. Τονε ζούρλαναν τα γράμματα το δύστυχο. Ίσως τράβηξε κιόλας να πάη να πνίξη κανέναν τότες που ξεκίνησε από το δέντρο που γύρευε ναγκαλιάση σαν του σφάληξε το παράθυρο το κορίτσι. Μωρή, καλά κ' έπαιζαν από την αυγή τα ματόκλαδά μου! Ακούς εσύ, λέει! Λεβέντικες αγάπες ορέχτηκε το παπαδοπαίδι. Κι άμε δεν πάει να φαίνη! Καλά του τάψαλε το κορίτσι, μωρή, όχι σαν και μας, που ξεμυαλιστήκαμε πρι να καλοξέρουμε πούθε — έλα, Χριστέ και Παναγιά!

Περμ. Για λόγου σου να τα λες αυτά, κι όχι για μένα που —

Πιπ. Που τα γνώριζες μαθές όλα εσύ!

(Τρέχει η Περμαθιώ να χτυπήση την Πιπινιώ, και χώνουνται κ' οι δυο τους μέσα στης Πιπινιώς).

ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ

Χαγιάτι της Δέσπως. Νύχτα. Η Δέσπω κάθεται στο μιντέρι και κλώθει. Πλάγι της πλέχνει η Αρετούλα. Ο Κωσταντής κάθεται κοντά σε παράθυρο και κοιτάζει κάποτες έξω.

ΔΕΣΠΩ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΑΡΕΤΟΥΛΑ

Δέσπω. Τι να είτανε μαθές αυτό τόνειρο! Ένα καράβι, θεόρατο καράβι, και μέσα κόσμος αμέτρητος, κι όλο το σπιτικό μας μαζί. Και να μην είνε, λέει, θάλασσα παρά να είνε στεριά, και να γλιστράη το καράβι και να τρέχη με μια γληγοράδα, σαν όνειρο! Και να μην ανοίγη στόμα ψυχή να μιλήση, μόνο να κάθουνται κει μέσα όλοι αμίλητοι κι ολόχλωμοι. Χριστέ και Παναγιά μου! (Αποθέτει ταδράχτι δίπλα και κάνει το σταυρό της). Άσκημο, άσκημο όνειρο.

Αρετ. Αχ, πως μ' αποτρομάζεις, μάννα, μ' αυτά σου τα όνειρα!

Κωστ. Και να δης που θα βγουν το μήνα που δεν έχει σάββατο.

Δέσπω. Ας είμαι ως τόσο καλά που πήγα και το είπα της Γαρουφαλιάς άμα σηκώθηκα, να μην αληθέψη το έρμο. Έβαλες, Αρετούλα μου, νερό στη φωτιά; Πήγαινε, κόρη μου, βάλτο, να σε λούσω απόψε στου φεγγαριού τις αχτίδες, να τα κάμω στην αστροφεγγιά τα σγουρά σου. Σήκω, αγάπη μου, κ' έχε το νου σου και στο φαεί των παιδιών. Άργησαν οι βλογημένοι, και πρέπει να μποδίστηκαν κάπου.

Αρετ. Σε ξέρω, μαννούλα, και πια δε με γελάς. Κάτι θες να του κρυφομιλήσης πάλε του Κωσταντή. Ήθελα και γω να σου πω κάτι, μα καλλίτερα όχι.

(Σηκώνεται νάβγη).

Δέσπω. Σαν τι λογής;

Αρετ. (μονάχη της). Γιατί να τον καταλαλήσω το δύστυχο! Αυτός κακό δεν είχε στο νου του. Είτανε μια τρέλλα, μα θαρρώ πως γατρεύτηκε πια ως τώρα. (αψά). Τίποτις, μάννα, τίποτις. Έτσι το είπα. (Βγαίνει).

Δέσπω. Ο Θεός να μας φυλάη! Είδες εσύ, Κωσταντή μου, ποτέ σου τέτοια ομορφιά;

Κωστ. Την παραχαδεύεις, σου λέω, μάννα, και θα μας τη χαλάσης. Καμάρωνε την όσο θες απομέσα σου, μα μην της τα λες. Το παιδί είνε βοτάνι, κι όσο το χαδεύεις μαραίνεται κι αποζαρώνει. Πότιζε το στη ρίζα του, δίνε του ήλιο κι αγέρι όσο θες, μα μην το πολυαγγίζης.

Δέσπω. Να είσουνα μάννα, θα τόννοιωθες τι θα πη μονάκριβη κόρη. Είνε κι ο αποξύστης μας, Κωσταντή, κ' έχει κι αυτό να πη. Τριώ μηνών τηνέ βύζανα σάνε συχωρέθηκε ο μακαρίτης ο κύρης σου. Και γύρισε και μου είπε ο καημένος — Δέσπω, η Αρετούλα στα χέρια σου. Και σφάληξε τα μάτια του και πια δεν τα ξανάνοιξε. Το θυμάσαι. Δώδεκα χρονών αγώρι σ' είχα τότες. Πέρασαν τα χρόνια και φύγανε. Μεγάλωσαν τα παιδιά μου, κ' η Αρετούλα μας έγινε κοπέλλα κι αυτή. Αι, καιρός είνε, γιόκα μου, εσένα, σου το λέγω που είσαι κι ο πιο γνωστικός μου, να της βρούμε γαμπρό που να της αξίζη.

Κωστ. (σηκώνεται). Αυτή τη δουλειά να την αφήσης απάνω μου. Εγώ θα τη βγάλω πέρα. Οι γαμπροί δεν γίνουνται άψε σβύσε. Χρειάζεται υπομονή το κυνήγι τους. Εγώ θα τονε βρω το γαμπρό κ' έννοια σου. Και του λόγου σου πια κοίταζε τα συγύρια της.

Δέσπω. Ναι, δε σου λέω, παιδί μου, μα ξέρουμε κάτι και μεις οι γυναίκες. Εκείνο που έχω μες στην καρδιά μου και με τρώει είνε, μην τύχη και πέση το πουλάκι μας σάπονα χέρια. Χίλιες φορές καλλίτερα να το θάψω παρά να το ρίξω απάνω στ' αγκάθια το χαδεμένο μου. Αγάπη, Κωσταντή μου, και καλή γνώμη. Κι όλα τάλλα έρχουνται μοναχά τους. Να σου πω τώρα. Είνε ένα παλληκάρι που πάει να λωλαθή με την αδερφή σου. Δεν αποκότησε να μας κάμη, λέει, προξενειά, γιατί είνε, λέει, από φτωχικό σόγι, και φοβούνται πως δεν θα πούμε το ναι. Μα τόμαθα από μέρος καλό πως μας θεν. Η Κουταλιανή μου το ξεμυστηρεύτηκε. Πες μου τώρα, Κωσταντάκη μου' μια κ' είνε όμορφο και τίμιο και καλόγνωμο το παιδί — και το ξέρω πως είνε — δεν έχουμε μαθές βιος και για κείνονε;

Κωστ. Να μην τα ξανακούσω τα προξενήματα της Κουταλιανής που ανακατώνεται στις δουλειές των άλλωνε σαν την όρνιθα μες σταλώνι. Να πάω να τα πιάσω τ' αυτιά της και να τα σέρνω ώσπου αίμα να στάζουνε. Να την πριονίσω την ασυμμάζευτη γλώσσα της, που σε βρήκε μαλακόκαρδη και σ' έπαιζε στα χεράκια της πάλι η θεοκατάρατη. Και συ, από τη βιάση σου να παντρέψης και καλά την κόρη σου, θα τηνέ δώσης κανενός ζητιάνου σιγά σιγά.

Δέσπω. Άκουσέ με, Κωσταντή, και ζητιάνος δεν είνε. Είνε παιδί καλομαθημένο και γραμματιζούμενο.

Κωστ. Γραμματιζούμενο; Μπας κ' είνε ο Στεφανής;

Δέσπω. Κι αν είνε, τι, Κωσταντή μου;

Κωστ. Μη χερότερα! Να μπη να μας θρονιαστή δω μέσα και της μυρολογίστρας τ' ανίψι! Μα ας γυρέψουμε και τον καντηλανάφτη να τελειώνη. Κάλλιο να ρημάξη, εγώ σου λέω, αυτό το σπίτι, κάλλιο γεροντοκόριτσο να πλανιέται και να ξενοδουλεύη η αδερφή μου, ταποφάγια της γειτονιάς να μαζεύη και να φτωχοθρέφεται, παρά να βλέπω Στεφανήδες μπροστά της! Δεν την έχω την αδερφή μου εγώ για τέτοιες γενιές. Μήτε τη φαμελιά μου για τέτοια συμπεθεριά δεν την έχω. Και να της πης της φιλενάδας σου της Κουταλιανής να πάη να τα λέη αυτά στη Βρύση, εκεί που το θολώνουν το τρεχάμενο το νερό οι γλωσσούδες οι πλύστρες με τα βρώμικα λόγια τους. Αυτό το σπίτι χτίστηκε σε θεμέλ' αρχοντάδικα, κι αρχοντάδικη στέγη του πρέπει.

Δέσπω. Παιδί μου, σε τιμώ και σε σέβουμαι για την ξακουσμένη τη φρονιμάδα σου. Είταν όμως πικρά τα λόγια σου, κ' έχυσαν άδικη χολή σε καρδιές που δεν τις γνώρισες σαν και μένα, που είμαι γυναίκα και καθεμέρα τις βλέπω και τις ακούγω. Μέσα στα φτωχικά τα καλύβια λάμπουν κάποτες περλάντια, χίλιες φορές πιο ατίμητα από το διαμάντι αυτό που φορείς. Πετράδια που δεν τα πιάνει ανθρώπου λόγος, γιατ' είνε ουράνια στολίδια και τα διαφεντεύει ο Θεός. Με μια καλή καρδιά όλου του κόσμου τα στολίδια δεν παραβγαίνουνε. Μην τα λησμονής αυτά που σου λέω, παιδί μου, και σα γύρης απόψε, άφησε τη γνώση σου να τονε διώξη τον ύπνο μιαν ώρα και να φέρη την αλήθεια καθάρια στο νου σου, για χάρη της ακριβής μας της Αρετούλας.

Κωστ. Άφινέ τα τώρα, μάννα μου, άφινέ τα. Πάω να δω αν ακούστηκαν αυτοί οι δυο ταξιδιώτες μας. Είτανε νάρθουν πρωί κι ακόμα δε φάνηκαν. Πρέπει να τους κράτησε άλλη μια βραδιά στη χώρα ο Κράλης που ήρθε για δουλειές από τη Βαβυλώνα. Το ξέρεις πως είνε παλιός μου φίλος ο Κράλης, από τον καιρό που άρχισα να ταξιδεύω στα μέρη τους. (Μονάχος του). Και βγάζει κ' εκατό Στεφανήδες από την τσέπη του (Βγαίνει).

ΠΕΜΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια.

ΔΕΣΠΩ, ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ

Δέσπω. Έχει το αίμα του μακαρίτη· θαρρώ πως τονέ βλέπω μπροστά μου
   σαν ξεφωνίζη. Μα είνε μάλαμα η καρδιά του· κάκια τι θα πη δεν το
   ξέρει. Είνε η περηφάνεια, η περηφάνεια που τηνε σκοτίζει κάποτες
   και τη θολώνει την καλωσύνη του (Μπαίνει η Αρετούλα).

Αρετ. Μαννούλα, εσείς με τα ξεφωνητά σας και γω λούζουμουν μονάχη
   μου. Για δες τα μαλλιά μου πως θρούνε σαν το μετάξι. Καθίζω τώρα
   και μου τα πλέχνεις, να σε χαρώ, γιατί όπου να είνε θα φανούνε κ'
   οι άλλοι.

Δέσπω. Έπαρε το μαξιλάρι και κάθισε, κόρη μου, γιατί βαραίν' η
   καρδιά μου, κι όταν σ' έχω σιμά μου, γίνουμαι και γω χαρούμενη
   σαν και σένα. Έτσι μούρχεται να σ' έχω πάντα σιμά μου. Τονέ
   ζουλεύω τον καλότυχο που θα σε κάμη δική του.

Αρετ. Καλέ μαννούλα, τι λες; Εγώ παντρειές και γαμπρούς δε θέλω.
   Και να σου πω, μάννα μου, αν είνε να πάρω άντρα, η καρδιά μου μού
   λέει να τονέ διαλέξω ατή μου, μα το ξέρω πάλε πως αυτά στον κόσμο
   δε γίνουνται, και λέω, παρά να μου φυτεύουν ξένες αγάπες ταδέρφια
   μου, κάλλιο να μένω στην αγκαλιά σου που την έχω χάρισμ' από το
   Θεό.

Δέσπω (Μπλέχνοντας τα μαλλιά της). Κι α σαφίνανε να διαλέξης,
   Αρετούλα, ποιόνα θα διάλεγες;

Αρετ. Με κάνεις και γελώ, καημένη μάννα! Σα να είνε δα κι οι
   γαμπροί κεράσια, να βλέπης και να διαλέγης.

Δέσπω. Μα απ' όσα μαθές παλληκάρια είδες, ποιόνα διαλέγεις; Έτσι,
   για χάζι.

Αρετ. Αν είνε για χάζι, να σου το πω. Έχει της στεφάνωσης τόνομα —

Δέσπω (μονάχη της). Ο Στεφανής!

Αρετ. Είν' όμορφος, είνε πρόσχαρος, μα ο καημένος από σόγι δεν είνε. (γελώντας) Αι, δεν τον βρήκες ακόμα;

Δέσπω. Της μάννας ο νους κι από του αϊτού το μάτι κόβει πιο μακριά. Και τι σ' έκαμε, παιδί μου, να διαλέξης του μακαρίτη του παπά Χαραλάμπη το γιο;

Αρετ. Και γιατί, μαννούλα μου, να σου το βαστάξω κρυφό, που δε
   φταίγω. Ο ίδιος ήρθε δεύτερη φορά απόψε στο περιβόλι και μου το
   είπε πως μ' αγαπά. Και του απολογήθηκα πως νάρθη να σε βρη, γιατί
   εγώ προξενήτρα δική μου δε γίνουμαι· και τούκλεισα το παράθυρο —

Δέσπω (σηκώνεται ταραγμένη). Ξεθαρρεσιά του κι αδιαντροπιά του!
   Και τόση ώρα. να μη μου το λες! Και να μην τονε διώχτης με τις
   φωνές σου, μόνο να του λες και για προξενειές! Αθεόφοβη,
   αθεόφοβη! και τι κακό θα μας έβρη αν τακούση κι ο κόσμος.

Αρετ. Ήθελα, μάννα, μα δεν κοτούσα να τονε διώξω, γιατί — να, τονε
   σπλαχνίζουμουν. Τα λόγια του είταν άκακα, πονετικά· γιατί εγώ να
   του πικρομιλώ; Μα πάλι ούτε του γλυκομίλησα. Στη μάννα μου του
   είπα να πάη.

Δέσπω. Αχ, Αρετούλα, δεν τον έμαθες ακόμη τον κόσμο, και πήγες κ' έπεσες σε παγίδα μεγάλη και φοβερή. (Χτυπάει η ξώθυρα). Άρπα το φανάρι και τρέχα ν' ανοίξης την πόρτα. Πρέπει να είνε ταδέρφια σου. Ύστερα πάλι τα ξαναλέμε. Πρόσεχε μόνο να μην τακούση, καημένη, ο Κωσταντής, γιατί χαθήκαμε. (Βγαίνει η Αρετούλα με το φανάρι. Μονάχη της η Δέσπω). Τόξερε πως δεν θα τον ακούσουμε, και πήγε ίσια στο κορίτσι ο αδιάντροπος, που από το Θεό να το βρη! Α δεν είτανε για το παιδί μου που σα να το πόνεσε και μπορεί μαθές να το πάρη κατάκαρδα, ατή μου θα πήγαινα να τον πιάσω τον αθεόφοβο! Την Κουταλιανή θα πάω να βάλω να του τα πη. Μα η αγάπη πάλε δεν είνε μάτια μονάχα που δεν έχει, δεν έχει μήτε αυτιά. Μπορεί να μας την κλέψη κιόλας και με το ζόρι. Να γυρίσω πάλε του Κωσταντή τα μυαλά, αργάτης και πάλι δε σώνει! Ίσως κάλλιο να κλείσω τα μάτια μου, και να τη δώσω πρι να μας βγούνε και πομπές. Και πια τρέχα, γύρευε τότες! Αλλοίμονο μια και λείψη ο αληθινός ο στύλος από το σπίτι! Μεγάλο λόγο να μην ξεστομίσω, μα δεν την είχε ο μακαρίτης αυτή την κατηραμένη την περηφάνεια. Να ζούσε κείνος, θα το πέρναμε μαθές το χρυσόκαρδο αυτό παλληκάρι, και θα καταστάλαζε η ψυχή μας μια και καλή. (Κοντοστέκεται). Αντρίκιες φωνές και γέλοια. Πρέπει νάρθανε.

ΕΧΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια.

Μπαίνει ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΚΡΑΛΗΣ

Δέσπω. Καλώς τους και πάλι καλώς τους! Μα γιατί δα και τόση
   άργητα; Ή τάχα για να μας φέρετε κι άλλον ένα λεβέντη μαζί σας;
   Από το γελαζούμενο πρόσωπό του το νοιώθω πως είνε ο φίλος του
   Κωσταντή μου, ο κυρ Κράλης από τη Βαβυλώνα.

Κράλ. Καλά ταπομάντεψες, αρχόντισσα. Μ' έφεραν τα γλυκοαίματα παιδιά σου να σας δω και να σας γνωρίσω, μια κ' ήρθα στα μέρη σας.

Δέσπω. Και γιατί να μην ερθήτε από τα χτες; Ποιος ξέρει τι πατινάδες εκεί στη χώρα! Μα έχουμε δα και μεις ξοχές και παιχνίδια, κι όσο για περιβόλια, όρεξη νάχετε. Θαρρώ οι δυο αυτοί οι ξεφαντωτάδες μου φταίνε. Αν είχατε μαζί σας τον Κωσταντή, ίσια εδώ θα σας έφερνε.

Κωστ. Κράλη, τι βλέπεις τη μάννα μου. Σου τα είπα χίλιες φορές. Αυτές οι μαννάδες, σα δεν έχουν τα παιδιά τους δεμένα να τα τραβούνε σα σκυλάκια μαζί τους, ησυχία δε βρίσκουνε. Μα τώρα δεν μπορώ να πω πως δεν έχει και δίκιο. Δε δυνήθηκα να κατεβώ Απατός μου στη χώρα, κι άρχιζα να υποψιάζουμαι πως θα ξεφύγης πάλι δίχως να σ' αξιωθούμε στο σπιτικό μας. Μόνο που γλήγορα θα μ' έχης πάλι στη Βαβυλώνα.

Δέσπω. Στη Βαβυλώνα! Χριστέ και Παναγιά!

Κωστ. Νάτα! Δε σου τάλεγα; Μπορεί τώρα ναρχινήσουμε και τα
   μυρολόγια. Κ' έτσι θα πουληθούν οι καρποί μας και θα βγάλουμε και
   παράδες.

Σαρ. Αι, μάννα, εμείς πεινούμε. Πάμε ναλλάξουμε τώρα, κ' ύστερα τα
   μιλούμε και για τη Βαβυλώνα. Ο Θανάσης πήγε να κοιτάξη τα ζα, κι
   όπου να είνε θα μας φανή. Έλα, Κράλη, γιατί ξεκολλημό δε θα βρης

(Βγαίνει Σαράντης και Κράλης).

ΕΒΔΟΜΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια.

ΔΕΣΠΩ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ύστερα ΘΑΝΑΣΗΣ

Κωστ. Αι, πως σου φαίνεται; Είχα δίκιο ή όχι; Είδες τέτοιο λεβέντη εσύ ποτέ σου;

Δέσπω. Καλός κι' άγιος μου φαίνεται, Κωσταντή μου. Αν το ρωτάς όμως αυτό για την Αρετούλα, σα δύσκολο το βλέπω, ν' αφήση μαθές τη Βαβυλώνα και τις αρχοντιές του και νάρθη να φυλακιστή στο χωριό μας.

Κωστ. Νάρθη και να φυλακιστή! Και ποιος το είπε: Αμέ και τι θαρρείς πως ονειρεύουμαι τόσα χρόνια άλλο, παρά νάχω κ' ένα δικό μου σπιτικό στη Βαβυλώνα, της αδερφής μου το σπιτικό, και να κάμνω κονάκι, που χρόνος δε διαβαίνει δίχως να πλανιέμαι στα μακρινά εκείνα τα μέρη. Να σου πω, μάννα, τα βαρέθηκα πια τα χάνια της ξενιτειάς. Θέλω, σαν πηγαίνω, να βρίσκω δικό μου σπίτι. Ως τώρα είχα του Κράλη ταρχοντικό, μα να· παντρεύεται κι αυτός αλλού αύριο και τονέ χάνω. Σαν έχω την Αρετούλα εκεί με τα παιδάκια της και πηγαινοέρχουμαι, και συ πιο κοντά της θα είσαι που θα τη βλέπω δα και για λόγου σου, θάχω και γω μια παρηγοριά μες στα ξένα.

Δέσπω. Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απολογήθης. Στον άμμο πηγαίνεις και θεμελιώνεις τα στερνά της μάννας σου και της [αδερφής σου, κι αφίνεις κατόπι την τύχη κι' ας κάμη ό,τι θέλει μαζί τους, τη μπόρα κι ας τις παίρνη κι ας τις ανεμοσκορπάη! Η πίκρα του χωρισμού πως θα είνε θάνατος για τα μένα, δε λέω τίποτις. Ίσως το συνηθίσω κι αυτό το φαρμάκι με τον καιρό, σα συλλογιέμαι πως είνε και για δικό σου καλό. Μ' αν τύχη κ' έρθη θανατικό, αν τύχη και μπη μαθές αρρώστια μέσα σ' αυτό το σπίτι και το ρημάξη και πολεμώ με το χάρο ολομόναχη, και γυρίζω τα μισοσβυσμένα μου μάτια να δω ένα χαμόγελο δίπλα μου, ν' ακούσω μια προσευκή, ν' απλώσω το μαραμένο μου χέρι και να ψάξω ένα χέρι πονετικό — ποιος θα μου τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα μου;

Κωστ. Εγώ θα σου τηνέ φέρω! Το Θεό σου βάζω εγγυτή και τους Αγιούς μαρτύρους, πως αν τύχη κ' έρθη πίκρα για χαρά, αν τύχη κ' έρθη αρρώστια, ο χάρος να τόχη τριγυρισμένο το σπιτικό μας, στα δόντια του μέσα να σπαρταρούμε, στη μαύρη τη γης να μας κρυοσέρνη, τα σπλάχνα της να μας μαυροτρώνε, πάλι θα κάμω ζωή και φτερά και θα σου τηνε φέρω την Αρετούλα.

Δέσπω. Έχουν τα λόγια σου της Μοίρας τη δύναμη, κι ό,τι να πω κι ό,τι να φωνάξω, το βλέπω πως θα γίνη το θέλημά σου, παιδί μου. Γραφτό της είνε της μάννας να φέρνη στον κόσμο χαρές, και να καταπίνη φαρμάκια. Γεννάς, αναθρέφεις και χάνεις! Βλέπω και δε βλέπω το σύννεφο που μαυρίζει ομπροστά μου. Η ψυχή μας δεν τις χωρεί τις μεγάλες τις συφορές. Αν τις χωρούσε, θα γινόμαστε μύρια κομμάτια με τόνομα του κακού μονάχα. Οι μέρες και τα χρόνια του χωρισμού θα την κατασταλάζουνε λίγη λίγη την πίκρα, κ' έτσι θα χωρέση μες στην καρδιά μου. Εσείς θα τη χαίρεστε τη μονάκριβή μου, και γω θα σιγολυώνω μέσα σ' αυτούς τους έρμους τοίχους.

Κωστ. Αι, μάννα! Στα μυρολόγια θα το ρίξουμε τώρα, πούχουμε και μουσαφίρη σπίτι;

Δέσπω. Αχ, και μας μουσαφιρεύει ανάκουστα βάσανα!

Κωστ. Μια και να τη δης την Αρετούλα σου νύφη, όλα Παράδεισος θα σου φαίνουνται πάλι. Έτσι είστε σεις οι μαννάδες. Από μέσα χαίρεστε, και δος του δάκρυα απόξω. Ως τόσο η Αρετούλα πού είνε; Τόστρηψε, άμα σήκωσα το φανάρι για να την καλοδή ο γαμπρός. Πρέπει να πήγε να στολιστή.

Δέσπω. Θα βγη με την ώρα της, σα χρειαστούμε το δίσκο. Όλα θα γίνουνε με την τάξη τους. Πάγω απατή μου να της πω τα ξαφνικά τα μαντάτα, ώσπου να τοιμασθούν κ' οι άλλοι για το πρωτάκουστο αυτό φαγοπότι. (Βγαίνει).

Κωστ. (μονάχος). Η δουλειά έγινε. Της φάνηκε βαρύ της γριάς, μα πάλι καλά βάσταξε. Τώρα καιρός δε μας μένει. Απόψε τα παιχνίδια, κι αύριο τη στεφάνωση κιόλας. Ο Κράλης ξεκινάει τη δευτέρα, και μονάχος του δεν έχει να φύγη. (Μπαίνει ο Θανάσης). Τα βόλεψες τάλογα, Θανάση; Κι άλλα θα χρειαστούμε για τα προικιά, μα στέλνουμε τον Κεριάκο απόψε και μας τα φέρνει από τη χώρα. Εσύ τώρα να πας στα παιχνίδια.

Θανάσης. Να μας ζήσης που μας τα τέλειωσες μια χαρά. Κ' είταν ώρα μας μα το ναι, γιατί ο κόσμος όξω μας την πάντρευε κιόλας με τον έναν και με τον άλλον.

Κωστ. Ο κόσμος είνε καθρέφτης που σκύβεις και βλέπεις μέσα το νου σου προτού ν' ανοίξης το στόμα σου και να μιλήσης. Ξεχνάς καμιά φορά το σκοπό σου; Βγαίνεις και τονέ ρωτάς τον κόσμο, τι έχεις να πης ή να κάμης. Σε παίρνει τότες από το χέρι και σε σέρνει σε μύριους γκρεμνούς ο καλόβουλος αυτός κόσμος, που σ' αγαπάει κι όλο για το καλό σου χολοσκάνει και νοιάζεται. Έτσι τραβούν και τη μισοζώντανη τη μυίγα τα μερμήγκια σαν πέσουν απάνω της και την κατρακυλούνε μες στη φωλιά τους να κάμουν πανηγύρι απάνω της. Άφινέ τον τόν κόσμο, και τρέχα στα παιχνίδια, σου λέω. Στάσου! Πάω εγώ σε λιγάκι. Σύρε εσύ τώρα ναλλάξης να φάμε, και τότες.

(Βγαίνουνε).

ΟΓΔΟΗ ΣΚΗΝΗ

Ταβέρνα. Ο Στεφανής κάθεται μονάχος τον παρέξω. Παλικάρια κι άλλοι χωριανοί παραμέσα.

ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ύστερα ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ

Α'. Παλικ. Τράκα το και συ, μωρέ Στεφανή, τράκα το, κ' άφινε τους γέρους που παντρευτήκανε νιαρές κοπέλλες να συλλογιούνται. (Τον τραβάει παραμέσα). Έλα να σε κεράσω, μωρή κλαμένη Παναγιά, που διώχτεις τους ποντικούς σα μας ψέλνης Χερουβικό. Δος του ένα κρασί, μωρέ Γιάνη, αυτουνού του μισοκακόμοιρου. Γλέντι δε θα δούμε α δεν του τανάψουμε κι αυτουνού τα καντήλια. (Παίρνει ποτήρι και του το δίνει).

Στεφ. Να σε χαρώ, δεν μπορώ. Αν είμουν καλά, αλάκερη πλώσκα την άδειαζα για χατήρι σου.

Β’ Παλικ. Μην τον ακούς το μαριόλο, κ' έχει πολλά η σκούφια του μέσα. Σιγανό ποτάμι είνε αυτός κ' έννοια σου. Μου τα είπε όλα μια ψυχή που σε είδε απόψε, μωρέ θεομπαίχτη, κι α δεν πιής το κρασί, σου τα βγάζω, καημένε. (Ο Στεφανής κάνει να φύγη). Βάστα τονε, γεια σου, δεν έχει να φύγη. Θα το πιη το κρασί, κ' ύστερα θα μας τραγουδήση κιόλας ταναγνωστάκι.

Στεφ. Αφήστε με, να σας χαρώ, κ' είμαι ανήμπορος.

Β' Παλικ. Εσύ άρρωστος, μωρέ κατεργάρη; Τίνος τα ψέλνεις αυτά;
   Τάχα να σε χτύπησ' η πούλια, εκεί ανάμεσα στις πορτοκαλιές;

Α' Παλικ. Πιέ το, καψούλη, και τόχυσα πάνω σου.

(Ο Στεφανής πίνει).

Β’ Παλικ. Με τις υγειές σου. Έλα το τραγούδι τώρα.

Όλοι (γελώντας). Το τραγούδι, το τραγούδι.

Στεφ. Μα, παιδιά μου. δεν έχω φωνή για τραγούδι.

Β’ Παλικ. Φωνή δεν έχεις; Μωρέ και ποιος είνε που μας φυλάει ως το μεσημέρι στην εκκλησιά; (του κρυφομιλάει): Έλα, τραγούδα να ξεσκάσης, καημένε, δεν τους το λέω και μη φοβάσαι.

Γ' Παλικ. Άλλο ένα κρασί θέλει, λέει. Κρασί, κρασί φέρτε του! (Του φέρνουν ποτήρι).

Στεφ. Εσείς βαλθήκετε και καλά να με μεθήστε απόψε. (Πίνει).

Όλοι. Το τραγούδι τώρα, το τραγούδι! (του φέρνουνε ταμπουρά).

Στεφ. (μοναχός του). Βαριά και λαβωμένη καρδιά, τραγούδα τους να κάμουνε γλέντι με τα βάσανά σου.

(Παίρνει τον ταμπουρά και τραγουδάει):

      Από τη μάννα το μωρό,
      Από τη γης βγαίνει, λουλούδι,
      Απ' το πηγάδι το νερό,
      Κι απ' την αγάπη το τραγούδι.

Όλοι (τραγουδούν). Κι απ' την αγάπη το τραγούδι.

Στεφ. Μα το τραγούδι όσο γλυκό,
      Όσο χαρόκαρδο κι α βγαίνη,
      Έχει ένα μάγιο μυστικό,
      Η γλύκα του να σε πικραίνη.

Όλοι. Η γλύκα του να σε πικραίνη.

(Μπαίνει ο Κωσταντής).

Κωστ. Γεια σας, παιδιά, κι ακονίζετε τάρματά σας και γι' άλλο
   ξεφάντωμα.

Α’ Παλικ. Γεια σου, αφεντικό, αλέστα όλοι μας για την αφεντειά
   σου.

Κωστ. Απόψε γίνεται ο αρραβώνας της αδερφής μου με τον κυρ Κράλη
   από τη Βαβυλώνα και βάλτε φωτιά να καή!

Όλοι (σηκώνουνται και φωνάζουν). Ας καή, κι ο κυρ Κωστάκης να είνε
   καλά.

Στεφ. (μονάχος του). Πούθε κατέβηκες, αστροπελέκι μου, και δε σ' έννοιωσα, ώσπου με κομμάτιασες και πήγα! Πούθε ξεπρόβαλες, ανεμοστρόβιλε, και μου τονε συνεπήρες το νου μου; Να φύγω, να φύγω απ' αυτή τη φωτιά που όλο με τριγυρνάει και με πνίγει. Να μην τακούγω τα λόγια τους που σαν οχιές με κρυφοδαγκάνουνε.

(Βγαίνει).

Κωστ. Φέρε των παιδιών κρασί μπρούσικο, Γιάνη, και πες του κυρ
   Μήτρου να τα κουρντίση, κ' ίσια στο δικό μας με τα παιχνίδια!

Όλοι (πίνοντας). Καλά στεφανώματα, αφεντικό, και να σου ζήσουνε,
   να γεράσουνε!

(Έρχεται Βιολιτζής και Λαγουτατζής).

Κωστ. Μπρος, παιχνίδια, και πίσω παλικάρια.

(Βγαίνουνε τραγουδώντας απάνω στο σκοπό των παιχνιδιώνε).

Μια πέρδικα. — μια πέρδικα, μονάκριβη Την είχε η μά — την είχε η μάννα στο κλουβί, έρχεται άγουρος την παίρνει, και στα ξένα τηνε φέρνει. Στα ξένα και — στα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώ — περνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι σαν κι αυτό το χωριουδάκι.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ

ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στης Δέσπως. Χαγιάτι. Φώτα αναμμένα. Παίζουν τα παιχνίδια.

   ΔΕΣΠΩ, ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ,
   ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ

(Στης πόρτας το κατώφλι γειτόνισσες και κοιτάζουνε):

Κωστ. Μην το λυπάστε, παιδιά, το κρασί. Πλημμύρα το κρασί, και χαλάζι το μάλαμα! (Πετάει νομίσματα στους βιολιτζήδες). Μάννα, η νύφη, η νύφη να βγη να κεράση πάλε.

   (Μπαίνει η Αρετούλα στολισμένη με το δίσκο και πηγαίνει στον
   Κράλη. Σταματούν τα βιολιά).

Κράλης (Παίρνει ποτήρι), Στην υγειά σου, πεθερά μου, για σας, αδέρφια. (Βλέποντας την Αρετούλα). Καλώς να σε βρω. Θα μας κάμης τη χάρη να πιής και του λόγου σου;

Αρετ. (σιγανά). Καλώς να ορίσης.

(Ο Κράλης πίνει, η Αρετούλα βάζει το δίσκο σε τραπεζάκι και παίρνει ποτήρι). Με τις υγειές σου και καλώς όρισες. (Γυρίζει και βλέπει τον Κωσταντή). Καλώς να σε βρω, Κωσταντή.

Κωστ. Καλώς να ορίσης, Αρετούλα.

   (Η Αρετούλα πίνει, ύστερα παίρνει το δίσκο και πηγαίνει στον
   Κωσταντή).

   Με τις υγειές σου, Αρετούλα, και καλώς όρισες. Έτσι να μας
   γεμίζης πάντα χαρές, κι από τα ξένα ακόμη να μας φέγγης σαν ήλιος
   που να νυχτώνη και πάλι να χρυσώνεται το χωριό μας. Τι λες κ'
   εσύ, μάννα.

   Κοίταξε τον τόν ήλιο που θα μας γλυκοφέγγη (δείχτοντας την
   Αρετούλα), κοίταξε και τον Αυγερινό αντικρύ της (δείχτοντας τον
   Κράλη).

Δέσπω. Με την ευκή μου, παιδιά μου, με την ευκή μου να είνε, κι ας
   τονε σκεπάζουν κάποτες τον ήλιο και σύννεφα.

Κωστ. Μαννούλα, τι λες; Άσπρη μέρα μας ξημερώνει και σύννεφα βλέπεις; Καλώς να σε βρω, χρυσή μου γριά, ίσως και μας ξανάμπη στον τόπο της η καρδούλα σου.

Δέσπω. Καλώς να ορίσης, αγώρι μου.

(Πίνει ο Κωσταντής. Η Αρετούλα πηγαίνει στη Δέσπω).

Με τις υγειές σου και καλώς όρισες, Κωσταντή μου, και να σε χαιρούμαστε, χρυσέ μου γαμπρέ. Ας την κάμη κι ο Θεός την καρδιά μας πέλαγο, που να βουλιάζουν οι λύπες και ν' αρμενίζουν οι ελπίδες, κι ας μην αράζουνε. (Πίνει η Δέσπω, βγαίνει η Αρετούλα).

Κωστ. Βλέπω, μάννα, και σε ξανανασταίν' η χαρά, και τα γλυκαίνει τα λόγια σου. Μας βαλσάμωσαν οι πονεμένες ευκές σου και μοσκομύρισε το σπίτι παρηγοριά. Παίξτε, παίξτε, μαγεμένα παιχνίδια. Παλικάρια μου, εσείς σηκωθήτε στον τραγουδηστό το χορό. Ας βουήξη η χαρά μας κι ας την ακούσουν οι κάμποι και τα βουνά. Έξω το μαντίλι, αδέρφια, και στο χορό. (Ξαναπαίζουν τα παιχνίδια. Παίρνει ο Κωσταντής ταδέρφια του και τους άλλους και χορεύουν).

Βιολιτζής (τραγουδάει παίζοντας: )
                 Θαμάζουμαι το κρυό νερό,

Κωστ. (τραγουδάει) Το νεραντζοφίλημα.

Βιολ. » Οπόθε κατεβαίνει,

Κράλ. » Νεραντζοφιλημένη.

Βιολ. » Από γκρεμνό γκρεμίζεται,

Σαράντ. » Το νεραντζοφίλημα.

Βιολ. » Στο περιβόλι μπαίνει,

Θαν. » Νεραντζοφιλημένη.

Κωστ. Με μέθησε, μάννα μου, η χαρά σου, κι άλλος άνθρωπος έγινα. Σήκω, γλυκειά μου μάννα, σήκω κ' έμπα κ' εσύ στο χορό. Σήκω, να το δω με τα μάτια μου πως είνε χαρά κι' όχι λύπη της Αρετούλας ο γάμος. (Την τραβάει να χορέψη).

Δέσπω. Ο χορός θέλει νιάτα, παιδί μου, θέλει και νου ανάλαφρο από συλλογές. Κάλλιο νάρθη η νύφη και να μπη στο χορό για τη μάννα της.

Κωστ. Και μάννα και κόρη. Αρετούλα, που είσαι; Ελάτε να μου το δείξετε πως τη νοιώθετε τη χρυσή μας τη μοίρα.

(Μπαίνει η Αρετούλα, και σμίγει στο χορό με τη Δέσπω).

Βιολ. (τραγουδάει) Ποτίζει δένδρα και κλωνιά,

Όλοι (τραγουδάνε) Το νεραντζοφίλημα.

Βιολ. (τραγουδάει) Ποτίζει λεμονίτσες,

Όλοι (τραγουδάνε) Νεραντζοφιλημένη.

Κωστ. (ρίχνοντας νομίσματα στους βιολιτζήδες). Να μου ζήτε, και μάννα και κόρη. Από νεραντζιά δε φούντωσε τέτοιο δροσάτο κλωνάρι. Ως τόσο παιδιά μου, νύχτα σαν ετούτη κι από μέρα πιο λαμπερή δεν την είδαν τα μάτια μου. Ως και το φεγγάρι τη ζούλεψε τη χαρά μας. Στην πατινάδα, παιδιά, να το καταλάβη κι ο ουρανός. Κράλη, να το δης το χωριό μας με τ' ολοφέγγαρο, και να μείνη μες στην ψυχή σου.

Κράλης. Να μας ξανακεράση πρώτα η νύφη, κι ό,τι προστάζεις κατόπι. (Η Αρετούλα κερνάει). Αρετούλα μου, τώρα πια το νοιώθω πως είσαι δική μου· γιατί εγώ το είπα και με κερνάς. Η καινούργια η πατρίδα σου θα τραντάξη με την ομορφιά σου. Κορώνα μου και καμάρι θα σέχω, με του πουλιού το γάλα θα το θρέφω ταγγελικό σου κορμί. Θάρχεται να μας βλέπη ο Κωσταντής, και θα παίρνη μαζί του τα φυλλοκάρδια μας για παρηγοριά της μαννούλας.

Δέσπω. Άμποτες, παιδάκια μου, άμποτες. Αν είχε λόγια ο πόνος της αγάπης, γαμπρέ μου, θα μπορούσα να σου παραστήσω αυτή την ώρα το τι σου δίνω. Την ψυχή μου βγάζω και την αποθέτω στα χέρια σου! Μα είνε μπιστεμένα χέρια, και διαλεγμένα από τον άξιο τον Κωσταντή μου. Αυτό με γλυτώνει και δε βουλιάζω, δεν πνίγουμαι· μόνο δυναμώνω κι ανεβαίνω στα κύματα, και βλέπω ήλιο και φως και χαρά, χαρά για λόγου σου, που θα το καμαρώνης αυτό το στολίδι μας. Αν είχαμε την καλή την τύχη να ζουν οι γονιοί σου, θα είτανε μεγαλείτερη η παρηγοριά μας. Μα δε μας είτανε γραμμένο αυτό το καλό, ίσως για να μας φανερώση πιο καλλίτερα ο Θεός την τρυφερή σου αγάπη.

Κράλ. Να μη συλλογιέσαι άλλο, μάννα, παρά πως το πουλάκι σας θα περάση από τόνα στ' άλλο χρυσό κλουβί. Διπλή έννοια θα το διαφεντεύη σαν τόχω σιμά μου, γιατί παίρνω μαζί μου και τη λαχτάρα σου.

Κωστ. Κράλη μου, είσαι μάλαμα, κ' η ψυχή μου σε χαίρεται. Τη γλυκοπότισες τη μάννα, κ' έγινε δροσοθρεμμένος βασιλικός. Έτσι δροσερή να μένη κ' η αγάπη μας, Κράλη, κ' έτσι αγκαλιαστοί να ζούμε πάντα, κι ας είνε και με το νου. Σαράντη μου και Θανάση, ελάτε, αδέρφια μου, κ' είμαστε βασιλιάδες απόψε. Στην πατινάδα, παιδιά, ομπρός παιχνίδια, και τραγουδάτε μας, παλικάρια.

(Βγαίνουν τα παιχνίδια, κ' ακολουθούν οι άντρες τραγουδώντας).

Μια πέρδικα, — μια πέρδικα μονακριβή, Την είχε η μα — την είχε η μάννα στο κλουβί, έρχεται άγουρος την παίρνει, και στα ξένα τηνε φέρνει. Στα ξένα και — στα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώ περνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι, σαν κι αυτό το χωριουδάκι.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ

Στην κάμαρα της Αρετούλας. Στέκεται η Αρετούλα, και κοιτάζοντας κάποτε στον καθρέφτη βγάζει τα διαμαντικά της και τα φλουριά της.

ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ

Αρετ. Χρόνος δεν τα φέρνει όσα μιαν ώρα μπορεί και τα φέρνει. Από τη στιγμή που χτύπησε η θύρα, και πήγα ν' ανοίξω, δέκα χρόνια μεγάλωσα. Τι κάνω δε νοιώθω. Τι συλλογιέμαι δεν ξέρω. Είνε δεν είνε τρεις ώρες που τονέ βασάνιζε κρύφιος πόνος το νου μου για το φτωχό το παλικάρι που μου πρωτοείπε της αγάπης τα λόγια, κι άξαφνα πέφτει μια μπόρα, καινούριες έννοιες και παραζάλες, που τον έπνιξαν εκείνον τον πόνο σαν πεταλούδα. Λόγο πια δεν άνοιξε το στόμα της να μου πη για κείνη την τρέλλα η κακόμοιρ' η μάννα, τότες που ανέβηκε με τα μεγάλα τα μαντάτα· πως είτανε, λέει, ο γαμπρός αυτός με ταδέρφια μου, και να βάλω τα νυφικά! Πήγανε να με τρελλάνουνε με τη βιάση τους, και καλά να στολιστώ και να βγω με το δίσκο. Ποιος ξέρει τι κούτσουρο του φάνηκα σαν πρωτοβγήκα μπροστά του! Όσο για μένα, δεν μπορώ και να πω πως δε μ' άρεσε. Σα να τον πόνεσα, κι ας είνε και ξένος. Νά το τό δαχτυλίδι του. Της Βαβυλώνας χρυσό δαχτυλίδι! Πού να είνε ως τόσο η Βαβυλώνα! Πρέπει να είνε πολύ μακριά! Το μέτρησα το μάκρος της με τα δάκρια της μάννας μου. Μα το θέλει ο Κωσταντής, και του Κωσταντή ο λόγος είνε Βαγγέλιο. Είνε, θα πης, και το παλικάρι πονετικό. Ως τόσο η Βαβυλώνα — πού να είνε η Βαβυλώνα! Τι παράξενο όνομα! Αχ η γύφτισσα! η καταραμένη η γύφτισσα! Σήμερα το πρωί μου τα προφήτευε απάνω σ' αυτό το χέρι! Θα πάω, λέει, στα ξένα, μα θα γυρίσω με καράβι που θάχη — έλα, Χριστέ μου! Ανατριχίλα με πιάνει! (Μπαίνει η Δέσπω).

Δέσπω. Τι κάνεις, παιδί μου; ·

Αρετ. Η παραζάλη με λώλανε, καθώς φαίνεται, και παραλαλώ. Κοιτάζοντας αυτές τις πλεξούδες, μαννούλα, έλεγα να σου κόψω μια να σου την αφήσω, να θυμάσαι την Αρετή σου.

Δέσπω. Της μάννας ο νους είναι δεμένος, παιδί μου, με τέτοιες πλεξούδες αριθμητές. Είνε μυριόκλωνο δίχτυ που τόχει η λαχτάρα πλεγμένο, από τη στιγμή που βυζάξη το πρωτογέννητό της ως την ώρα που την αναπάψη ο Χάρος. Κόρη μου, για δάκρια τώρα δεν ήρθα· έχουμε χρόνους και χρόνους για δάκρια κατόπι. Ήθελα να σου μιλήσω δυο λόγια, κι ώρα πιο βολικώτερη δε θα βρω. Αύριο γίνεται η στεφάνωση, και την άλλη ξεκινάτε για το μακρινό το ταξίδι. Είταν κι' αυτό της μοίρας μου, να γίνη ο γάμος σαν το πουλάκι μου πεταχτός. Και καλά να μισέψετε, λέει, την άλλη μέρα. Ας φαγωθούν τα συκώτια μου εμένα κι ας γίνη το θέλημά τους. Θάρθουν ως τόσο ταδέρφια σου ως τη χώρα μαζί σας. Το ξέρω πως θα βρη μιαν ώρα να σε καθοδηγέψη ο Κωσταντής. Μα είνε κάτι πράματα, κόρη μου, που ο γνωστικώτερος αδερφός του κόσμου να τα πη δε φτάνει ο νους του, κι ως τόσο η μάννα τα συλλογιέται και τα βλέπει σαν ταστέρια που φέγγουνε στα μεσούρανα, γιατί τέλος δεν έχει η αγάπη της. Κάθισε, κόρη μου, κι άκου. Ο άντρας είνε το πιο ήμερο αρνάκι που βόσκησε απάνω στη γης, και το πιο άγριο θεριό που τη ρημάζει. Μα το κακό δεν είναι δίχως και τη γιατρειά του. Έχει μια ψιλή ψιλή τριχίτσα στο κεφάλι του κάθε άντρας, και καταπώς την τραβήξη η γυναίκα αυτή την τριχίτσα, πηγαίνει ο καλός της. Την τραβάει κατά την αγάπη; Γυρίζει τότες ήμερα και σε γλείφει ταρνάκι. Τηνέ σέρνεις κατά το πάθος; Σα λιοντάρι ξεχυμίζει να το ξεμερδίση το ταίρι του. Τίποτις άλλο να σου πω δεν έχω, παιδί μου, όλα του κάκου είνε σαν δεν τηνέ βαστάς πιδέξια στο χεράκι σου αυτή την τριχίτσα.

Αρετ. Έννοια σου, μάννα, κι α δεν είνε για την αγάπη του, για τη δική σου την αγάπη θα τα θυμούμαι τα λόγια σου. Ως και του χωρισμού τον καημό μέσα μου θα τον πνίγω να μην κακοκαρδίζω τον άντρα μου.

Δέσπω. Όχι, τίποτας, παιδί μου, τίποτας να μην κρύβης. Τούκρυψες μια καρφοβελώνα; Μια και να το μυριστή, είνε καλός του σπιτιού τα θεμέλια να ρίξη για να τη βρη. Για όνομα Θεού, κόρη μου, τίποτας να μην κρύβης από τον άντρα σου. Τον έχασες, μια και το νοιώση πως έχεις κρυφούς καημούς. Του λες τους καημούς σου; Πάλι τονε χάνεις, και μαζεύεις τρις χερότερα βάσανα στο κεφάλι σου. Κάλλιο να μην έχης καθόλου, καθόλου καημούς. Τι καλό θα σου κάμουν! Και γιατί να χολοσκάνης του κάκου, ακριβή μου. Εσένα η ζωή σου σαν ατάραγο ποτάμι θα τρέχη. Θα σ' αγαπάη ο καλός σου, ό,τι του γυρεύεις δικό σου θα είνε. Α θέλη ο Θεός, θα σας έρθουνε αγγελούδια κατόπι, και θα πλημμυρίση ο νους σας από έννοιες που τις φέρν' η αγάπη. Μην το θαρρής, Αρετούλα, πως θα το παραξηλώσω και γω. Θάχω και γω ταδερφάκια σου να με παρηγορούν, έχω και του Κωσταντή μας το τάξιμο, πως θα σε φέρη κοντά μου ανίσως και πάθουμε τίποτις. Είνε τώρα μεσάνυχτα περασμένα. Πήγαινε να συχάσης, παιδί μου, να μη φαίνεσαι κι αύριο αποσταμένη. Ταδέρφια σου θα γλεντίζουν ως το ταχύ. Εγώ με τη Γαρουφαλιά και με τις άλλες γειτόνισσες τα βολέβω, και θα τάχουμε μια ομορφιά όλα πριχού να φέξη. Καληνύχτα σου, ακριβή μου.

Αρετ. Καληνύχτα, μαννούλα, μα να μου το τάξης πως θα πλαγιάσης και
   συ λιγάκι.

Δέσπω. Έννοια σου, έννοια σου, αγάπη μου. (Μονάχη της). Θα
   πλαγιάσω η δόλια μια και καλή. (Βγαίνει).

ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στα ξώχωρα του χωριού κοντά στην Αγιά Μαρίνα. Νύχτα· φεγγάρι.

ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ύστερα ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ

Στεφ. Μ' έδιωξαν τα παιχνίδια! Μ' έδιωξε η χαρά! Ως εδώ μ' έδιωξε, ως στης Αγιά Μαρίνας τη γειτονιά. Με φωνάζανε να μπω στην παρέα και να τους τραγουδώ! Αν είχα φωνή για τραγούδι, θα την έκανα βροντή που να τους σκορπάη κατάρες. (Παίζουνε μακριά τα παιχνίδια). Τακούγω, ακόμα τακούγω! Με κυνηγούνε, με κυνηγούν οι χαρές τους! Φείδια έγιναν οι χαρές τους και σφυρίζουν κατόπι μου. Να φύγω, να φύγω να μην τακούγω. Στα δάση να σύρω, να γίνω θεριό, να πιάνω ζευγαρωμένα πουλιά και να τα σπαράζω. Φωτιά να γίνω και να καίγω τους κάμπους, που ν' ανεβαίνη ο καπνός να σκεπάζη τον ουρανό, και ψυχή πια να μη βλέπη παρηγοριά. Να μην το βλέπη πια κανένας το γιγαντένιο αυτό το ψέμα, τον ουρανόν αυτόν, που την είδε ξάστερη την αγάπη μου, που τον είδε τον μεγάλο καημό μου, κι ως τόσο έμεινε λαμπερός κι ασάλευτος, σα να μην έσβυσ' ένα αστέρι, σα να μη ράγισε μια καρδιά. Είνε, λέει, καμωμένες οι καρδιές για να σκάνουνε! Να σκάση λοιπόν κι ο ουρανός και να γίνη θρούβαλα! Να πλαντάξη ο κόσμος και να ξολοθρευτή. Ψυχή να μην απομείνη, να μας τσαμπουνίζη πως βασιλεύει αλήθεια και δίκιο και πως νικάει η αγάπη.

Της άνοιξα σα μωρό παιδί την καρδιά μου. Άγγελος μονάχος. Της φανέρωσα όλη μου τη λαχτάρα. Είπε κι όχι, είπε και ναι. Φαρμάκι το όχι της, φαρμακωμένο το ναι της! Μήνυσα δυο λόγια της μάννας, ίσως και συμπονέση, σα μάννα που είνε. Να τος ο πόνος της! Πατινάδα έγινε και πήρε τους δρόμους, να μου τον απολωλάνη το νου μου.

Τακούγω τα παιχνίδια! τακούγω τα ξεφαντώματα! Εκατό χηρώνε μυρολόγια δε σπαράζουν καθώς αυτά τα τραγούδια!

Τρέλλα με συνεπαίρνει! Πέφτω, πέφτω, γκρεμνιούμαι, και τέλος δε βρίσκω. Κατακέφαλα πέφτω, τώρα λέγω πως θα κατακρίσω με τους βράχους και θα σκορπιστούν τα μυαλά μου, κι ως τόσο πετραδάκι δεν ανταμώνω μες στατέλειωτα βάθια. Σαν το πουλί τριγύρω στο φείδι στρεφογυρίζει ο νους μου. Αχ, και να είταν ο Χάρος αυτό το φείδι! Είνε ο πόνος, ανάθεμά τον, ο πόνος! Ο κόσμος όλος πεθαίνει, κι αυτός βασιλεύει. (Συλλογιέται). Να τους σκοτώσω, θα πης! Να τους σκοτώσω, να βουβαθούν αυτές οι χαρές. Ψεύτρα, παρηγοριά! Που σκοτώνει του αλλονού τη χαρά, ζωντανεύει τον πόνο του. Απελπισιά, απελπισιά, και τίποτις άλλο. Αυτή θα είνε η αγάπη μου εμένα. Θάχω τη σπαραχτική της φωνή για τραγούδι μου, και για προσκέφαλό μου την παγωμένη της αγκαλιά. (Καθίζει σε πέτρα). Μα αν έρχουνταν τώρα τάφταιγο το κορίτσι να πη πως τον ξέφυγε τον ξένο, πως τους άφησε κ' ήρθε να φύγη μαζί μου, να ζήση μαζί μου, πως δε βάσταξε να μ' αφήση έρμο και μονάχο! Ποιος λέει πως είνε αδύνατο τέτοιο θάμα, πως τέτοια ελπίδα είνε κι από την τρέλλα μου μεγαλήτερη τρέλλα! Ποιος δεν είδε παράξενα και παράλογα όνειρα, κι ως τόσο αληθέψανε. Μηγαρίς αν τα έβλεπα στον ύπνο μου πως θαγαπήσω, και πως θα μου φέρουν από τη Βαβυλώνα φαρμάκι να με ποτίσουνε, θα το πίστευα; Ας γύρω, ας γύρω κι ας παρακαλέσω τον Ύπνο να με πάρη στη μαύρη του αγκαλιά. Σώπασαν τα παιχνίδια. Μια κόρη δε με λυπήθηκε, ίσως ο Ύπνος με λυπηθή.

   (Πλαγιάζει. Στον ύπνο του παρουσιάζεται η Αγιά Μαρίνα με την όψη
   της Αρετούλας).

Αγ. Μαρ. Όνειρο γύρεψες, κι όνειρο σου φέρνω, εσένα που, αν τα
   πίστευε τα λόγια σου εκείνος που μ' έστειλε, θα σε γκρέμιζε ίσια
   στη Κόλαση, να ταγίζης δαιμόνους με τη χολή σου. (Ο Στεφανής
   απλώνει τα χέρια στον ύπνο του). Μην ταπλώνης τα χέρια σου. Να
   καθαριστούνε πρώτα αυτά τα χέρια με τάγιο μύρο του μαρτυρίου.
   Κοιτάζεις την όψη μου, κι ο νους σου λαφροπετάει στην
   καταφρονεμένη σου την αγάπη, που την έχεις ιερώτερη κι απόνα
   μαρτύριο. Βλέπε κάλλιο το στεφάνι που φέγγει γύρω στο πρόσωπό μου.
   Κάλλιο άκουγε τον πόνο που βγαίνει με τη φωνή μου. Πόνο μήτε για
   σένα μήτε για μένα, μόνο για τους μύριους που θα τους σκεπάση
   αυτό το χώμα. Ως πότε θα συλλογιέται ο ταπεινωμένος αυτός λαός το
   τιποτένιο του το εγώ, σα να μην είνε στημένος σε μαρτύρων
   αμέτρητα κόκκαλα; Ως πότε το κάθε παιδί του θα κατρακυλάη μαζί με
   τα θολωμένα νερά που τον πλημμυρίζουν; Ανασήκωσε το κεφάλι σου
   και δες γύρω σου τους μισοπνιγμένους, κι άπλωσε χέρι να τους
   γλυτώσης. Λησμόνησε το εγώ σου, και θυμήσου τα βασανισμένα
   ταδέρφια σου. Φέρνε τους τη χαρά, να φεύγη ο πόνος σου. Αγάπησε
   τον κόσμο, νάχης αγάπη που ζούλια δεν ξέρει, που όλος ο κόσμος να
   την κλονίση δε σώνει. Εγώ είμαι η Αρετούλα σου, ναι. Μα δε με
   γέννησε Δέσπω εμένα. Ο αρραβωνιαστικός μου έμενα είνε απάνω, τόσο
   απάνω που μήτε τόνειρό σου δεν τονέ φτάνει. Είνε ταστέρι της
   καλωσύνης ο ουράνιος αυτός ο γαμπρός. Η αγάπη του όρια δεν έχει.
   Όλο τον κόσμο τονέ χωρεί η καρδιά του, ως και την Κόλαση με τους
   μύριους και μύριους αμαρτωλούς της. Στόματα γυρεύει να κηρύξουνε
   στη γης την αληθινή την αγάπη, χέρια γυρεύει να βοηθήσουν τα
   τυραννισμένα παιδιά του.
   Φόρεσε τα μαύρα τα σημάδια της αγιωσύνης, και γύριζε μέσα στο
   δύστυχο το χωριό μας που ο χάρος είνε γραμμένο να το κάμη φωλιά
   του. Άπειρο είνε το θανατικό που τοιμάζει, κι άπειρη αγάπη
   χρειάζεται. Σήκω και πάρε της αληθινής της αγάπης το μαύρο το
   δρόμο.

(Φεύγει η Άγ. Μαρίνα).

Στεφ. (Σηκώνεται και κοιτάζει γύρω του). Αλήθεια είταν ή όνειρο; Πρόσωπο της Αρετούλας, μα στάση, φορέματα, στεφάνι, σαν της Αγιά Μαρίνας την εικόνα, εκεί στο ξωκκλήσι. Φωνή γυναικήσια με λόγια Θεού. Λόγια που τονέ σκορπίσανε σαν ανάλαφρη μούχλα τον πόνο μου. Μένει περίλυπη η καρδιά, μα η απελπισιά πια δεν τα χτυπάει εκεί μέσα τάγρια φτερά της. Καθούμουνα κι άκουγα σα φταιξιάρης. Αρνί αθώος θαρρούσα πως είμουν, κι αυτή ανήμερο θεριό με ζουγράφησε. Μάρτυρας, και δαίμονα μ' έκαμε! Πώς την έχασα την καλοτυχιά μου, κι ως τόσο μου την παράστησε αθάνατη την καλοτυχιά, γιατί [θρέφεται με του κόσμου τα βάσανα. Μιλούσε σα να τριγύριζαν τον τόπο μας μεγάλα δεινά. Για θανατικά μου μιλούσε. Δίχως άλλο η Αγιά Μαρίνα είταν κ' ήρθε να με γλυτώση δείχτοντάς μου της αγάπης το δρόμο. Μαύρο δρόμο τον είπε. Μαύρα τα είπε και τα σημάδια της αγιωσύνης. (Συλλογιέται). Τα ράσα, τα ράσα θα με γλυτώσουνε. Μ' αυτά θα πηγαίνω να την παρακαλώ για ψυχές που θα φτερουγίζουνε στον άλλο τον κόσμο παράκαιρα. Δίχως άλλο, φοβερό κακό μας προσμένει. Το πιστεύω εγώ αυτό καθώς πιστεύω τη χάρη της. Λόγο δεν έβγαλε που δεν είχε της αλήθειας τη δύναμη. Συφορά, συφορά θα μας έρθη. . . Ίσια στη χώρα, στη Μητρόπολη ίσια κ' ίσια. Εκεί θα γίνη εμένα ο γάμος μου. Έχε γεια, Κόσμε, με τα καλά σου, ζήτησα να τα κάμω δικά μου και σαν άμμος γλίστρησαν από τα δάχτυλά μου ανάμεσα. Πηγαίνω σε κόσμο, που αν δεν έχη τις χάρες σου, έχει όμως αλάθευτο γιατρικό για τα βάσανά σου.

(Περνάει ο Κεριάκος με μουλάρι ομπρός του).

Κερ. Τρέχα, έρμο, που ακόμα δεν άρχισες και μου κάνεις και νάζια. Τρέχα να μη σου τα κάμω χρυσάφι τα μπούτια σου. (Χτυπάει το ζω). Τρέχα, καψούλικο, τώρα που τόχουμε το φεγγάρι. Κουνήσου, ανάθεμά σε, ψοφήμι. (Βλέπει το Στεφανή). Καλησπέρα, αφεντικό. — Στάσου, τσαναμπέτικο, στάσου! — Πώς σου φαίνεται το φεγγάρι, αφεντικό; Θα τόχουμε ώσπου να φέξη ή θα μας μαζέψη σύννεφα πάλε; — Στάσου που να σε πάρ' η κατάρα!

Στεφ. Καλησπέρα, Κεριάκο. Μη φοβάσαι για τον καιρό. Κι α θέλη ο
   Θεός;

Κερ. Για τη χώρα, να φέρω κι άλλα ζα της νύφης και του γαμπρού. Πάσκισα να στείλω το γιο μου για να φάγω και γω κεσκέκι, μα δεν της ήρθε της Κερά Δέσπως. Θέλει, λέει, να τάχη την άλλη μέρα σίγουρα, γιατί βιάζουνται. Αλλονού παπά Βαγγέλιο πάλε αυτός ο γαμπρός. Να μη σου δίνη, λέει, καιρό μήτε να χορέψης. Ας το χαίρεσ' η αφεντιά σου, που θα είσαι δω αύριο. Ως τόσο να μην είσαι με την παρέα! Τον κόσμο χαλάνε στην πίσω την ενοριά.

Στεφ. Είμαι για ταξίδι και γω. Και γω για τη χώρα. Πάμε μαζί. Πόσα
   είνε ταγώγι σου;

Κερ. Αφεντικό, παζάρια δεν κάνω. Το ξέρεις το ζω μου. Σαν κοκκώνα
   πηγαίνει. Παραπάτημα τι θα πη δεν το ξέρει. Είν' από σόγι κι
   αυτό.
   Ο κύρης του είταν ο μεγαλήτερος γάδαρος του χωριού. — Στάσου
   ανάθεμά σε, παλιοψοφήμι! — Παζάρια δεν κάνω, αφεντικό. Κοίταξέ
   το, που και καλά να ξεκινήση γυρεύει.

Στεφ. Σου δίνω ένα φλουρί, σου δίνω κατόπι και την ευκή μου,
   Κεριάκο.

Κερ. Ας είσαι καλά για το φλουρί, αφεντικό, μα η ευκή από πού κι
   ως πού;

Στεφ. Είταν παπάς ο πατέρας μου, Κεριάκο· γιατί τάχατες να μην
   παπαδέψω και γω;

Κερ. Είταν παπάς, και καλός παπάς ο μακαρίτης, αφεντικό. Δεν τα
   ξέχασ' ακόμα τα λόγια του τότες που χήρεψα κ' έμεινα με δύο
   ορφανά στο πλευρό μου. Μα του λόγου σου, αφεντικό, παπάς, τέτοιο
   παλικάρι!

Στεφ. Ίσια ίσια παλικάρια χρειάζεται κι ο Θεός, καλέ μου Κεριάκο.
   Πάω να δώσω στο Θεό τη ζωή μου, και να το πης και στους δικούς
   μου σα μεταγυρίσης, να ξέρουν πού είμαι. Γλήγορα θα με ξαναδούν.
   Αλλοίμονο, και γλήγορα θα με χρειαστούν. Κάμε το σταυρό σου,
   Κεριάκο, γιατί μας έρχεται μεγάλο θανατικό. Κατέβηκε η Αγιά
   Μαρίνα στον ύπνο μου και μου το φανέρωσε.

Κερ. (Αφίνει του χαλιναριού το σκοινί και σταυροκοπιέται). Τη χάρη της νάχουμε! Τι 'νε τούτα που ακούγω! Νά γιατί με ξεκούφανε απόψε κι ο σκύλος! Τα παιχνίδια περνούσαν, κι αυτός δος του κι ούρλιαζε, όλο ούρλιαζε. Έσκυψε κ' η κόρη μου να πάρη την αληκάτη της, και τι να δη σιμά στο λυχνάρι! Το καθρεφτάκι της καταγής, και μέσα το πρόσωπό της! Τη χάρη σου νάχουμε, Άγια Μαρίνα μου, ή βουρκόλακας είνε ή θάνατος. — Στάσου, παλιομούλαρο, που να σε κόψη περίδρομος.

Στεφ. Κουράγιο. Κεριάκο μου, κ' έχει ο Θεός. Μη χασομερούμε ως τόσο. Πάμε, και στο δρόμο τα λέμε. Ίσως μας λυπηθή ο Μεγαλοδύναμος. Ίσως μας στέλνει αυτά τα μηνύματα να μας φρονιμέψη. Τράβα το ζω σου, κι ανεβαίνω κάτω κει στην πεζούλα.

(Ξεκινούν).

Κερ. (Από μακριά). Τρέχα, γουρσούζικο, τρέχα που μου λιμπίστηκες αγκάθια τέτοιες ώρες και συ.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Αυγή.

ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

Περμ. (Στο κατώφλι της). Πού είσαι; Σε κουκούλωσε και πήγε το πάπλωμα σήμερα, που να σε κουκουλώση ο χάρος! Το χωριό άνω κάτω, και συ παράθυρο ακόμα δεν άνοιξες. (Ανοίγει της Πιπινιώς το παράθυρο).

Πιπ. Καλημέρα.

Περμ. Να τα καλύψης. Κατέβα να σου τη μαυρίσω τη ράχη σου, που μια φορά πήγες να μυριστής και συ αρραβώνα, και πήγε στραβά η μύτη σου σαν τη μούρη σου.

Πιπ. Και δεν το βλέπεις, κουτόμυαλη; Δε βλέπεις πως το φοβήθηκαν το παπαδοπαίδι και μάνη μάνη τα ταιριάξανε μ' αυτόν τον ξένο, μην τύχη και ρεζιλευτή το κορίτσι; Έννοια σου δα, και σαν πήγα και γω στα παιχνίδια, να! — τα είχα στημένα ταυτιά μου. Κάτι άκουσα, κ' έννοια σου.

Περμ. Και πότες βγήκες εσύ ψεύτρα να βγης και τώρα!

Πιπ. Άμε στο καλό, καημένη! Κάθεσαι τώρα και συλλογιέσαι ποιος
   τάννοιωσε και ποιος δεν τάννοιωσε, και δε συλλογιέσαι πως γίνεται
   μεγάλος γάμος στη γειτονιά. Κ' έχουμε να δούμε δουλειές και
   δουλειές! Όπου κι αν είνε αρχινάει το στολίδι της νύφης.

Περμ. Συλλογιέσαι το γλέντι, και δεν πάει ο νου σου στα χάλια της
   δόλιας αυτής αρχόντισσας, που έχει μαθές ψυχή κι αυτή. Χίλια
   μεταξωτά σεντόνια και παπλώματα δεν τη σκεπάζουν την πίκρα του
   χωρισμού.

Πιπ. Το βόλεψαν κι αυτό και μη σε μέλη. Όλα τάκουσα και τα ξέρω. Να τα είχα ταυτιά μου στο μαγερειό, σαν έφυγαν τα παιχνίδια. Άνοιγε τις τσίπες με τη ματσόβεργα και τάλεγε της Γαρουφαλιάς η μάννα της Αρετούλας. Ως το πρώτο λάλημα παρεστέκουμουν κι ανακάτωνα το κεσκέκι.

Περμ. Μωρή καλά και μου είπες για λάλημα πετεινου. Είδες εσύ, λέει, να σηκώνεσαι από το στρώμα και ν' ακούς την όρνιθά σου να κακναρίζη πρωί πρωί! Και να της φωνάζω, κι αυτή όλο να κακναρίζη! Πήγα και την έσφαξα την έρμη πρι να μας έρθη κανένα κακό.

Πιπ. Καλά 'καμες, καημένη, γιατί ξέρεις τι; Δε μ' αρέσει καθόλου το προψεσινό τόνειρο της κερά Δέσπως, που τόλεγε της Γαρουφαλιάς σα σηκώθηκε. Κι όσο το συλλογιέμαι, το πετσί μου ανατριχιάζει. Σα να μισοφοβήθηκε, θαρρώ, κι η αφεντιά της, και ρώτηξε το γιο της τον Κωσταντή, πως ανίσως κ' έρθη πίκρα για χαρά, ποιος θα τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα. Και της έταξε, λέει, ο Κωσταντής πως ό,τι κακό κι αν τους έρθη, θα πάη αυτός να τη φέρη πίσω, κ' έτσι σύχασε, λέει, η καρδιά της. Ως τόσο ακούγω σύρτα φέρτα από τώρα μες στην αυλή τους.

Περμ. Χμ! Έβγα τρέχα μην τύχη και σε ξεχάσουν, που ψυχή δεν αφίνεις απείραχτη μες στη γειτονιά. Τρέχα, και τα λαχτάρησε η κερά Δέσπω τα μούτρα σου. Άλλη έννοια, βλέπεις, δεν είχε κι άλλη χολή τέτοια μέρα.

Πιπ. Μωρή ζουλεύεις, ζουλεύεις και μου τα λες αυτά.

(Χτυπάει τους γρόθους της στραβομουριάζοντας, κ' η Περμαθιώ της δίνει τύφλες).

ΠΕΜΤΗ ΣΚΗΝΗ

   Στο χαγιάτι της κερά Δέσπως. Η νύφη κάθεται στο μιντέρι
   χαμηλοβλεπούσα, και τη στολίζουνε κορίτσια.

   ΔΕΣΠΩ, ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ, κατόπι
   ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΑΔΕΡΦΙΑ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ απέξω.

Κορίτσια (τραγουδούν).

      Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα,
      Σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα.

Δέσπω. (Σιγανά της Γαρουφαλιάς). Αχ, αϊτός μαθές είνε, και την αρπάζει την ακριβή μας και πετάει απάνω από κύματα κι από βουνά να τη σφαλήξη μες στη φωλιά του την πλουμιστή μας την περιστέρα.

Γαρουφ. Να μη σ' ακούση, κερά μου, το κορίτσι, και στάξη δάκριο απάνω στα νυφικά της. Κοίτα την, κερά μου, και πες μου αν είδες ποτές σου τέτοιον ήλιον να λαμπροφέγγη. (Αψά). Τραγουδάτε, κορίτσια, που να σας δω νύφες και σας σαν τη ζουλεμένη την Αρετούλα.

Κορίτσια (τραγουδούν).

      Όντας σε γέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβη
      Και σούδωκε την ομορφιά, και πάλι ματανέβη.

Πιπ. (από την πόρτα, χαμηλά). Μωρή είδες εσύ ποτές σου τέτοιο
   ματόφρυδο;

Περμ. Σκάσε, ν' ακούσουμε τα τραγούδια, μωρή.

Δέσπω (χαμηλά της Γαρουφαλιάς). Σα ψέματα μου φαίνουνται όλα, Γαρουφαλιά μου! Είμαι σαστισμένη, και δεν το νοιώθω το μαχαίρι που στα βάθια με σφάζει. Το ξέρω πως κομμάτια με κόβει, κι ως τόσο πόνο δεν νοιώθω. Πέτρα έγινα, και μήτε στάλα δάκριο δε στάζουν τα μάτια μου.

Γαρουφ. Ο Θεός μας τη δίνει αυτή τη χάρη, κερά μου, σαν πλακώνουνε μεγάλοι καημοί. Είνε μεγάλος ο πόνος σου, κερά Δέσπω, μα στοχάσου μια και τι χαρές που σ' απαντέχουνε σα μεταγυρίση καμιά μέρα ο Κωσταντάκης και τη φέρη με το πρώτο πρώτο αγγονάκι σου. Τι γελάτε εσείς, μαριολοκόριτσα. που ο νους σας είνε πιώτερο στους γαμπρούς παρά στις νύφες; τάχα να σώθηκαν τα τραγούδια σας;

Κορίτσια (τραγουδούν).
      Εσένα νύφη πρέπει σου κορώνα στο κεφάλι.

(Μπαίνει ο Κωσταντής).

Κωστ. Ακόμα εσείς; Έρχουνται τα παιχνίδια. Ο γαμπρός και η παρέα
   στην εκκλησιά. Πάνε να καούν οι μισές λαμπάδες.

Γαρουφ. Ένα τραγούδι ακόμα, κυρ Κωσταντάκη, και τελειώνουμε. Είνε
   της μάννας αυτό το τραγούδι.

Κωστ. Μαννούλα, βασιλιάς γίνουμαι να σε βλέπω έτσι χαρούμενη.
   Κοίτα την τη νυφούλα πως καμαρώνει κι αυτή. Να τακούσουμε και το
   τραγούδι της μάννας, ας πέση κ' η χρυσή αυτή βροχή να μας ράνη.

Δέσπω. Πήτε το σεις για τα μένα, κορίτσια. Πήτε το σεις με τη λυγερή σας φωνή. Κάλλιο να τον ακούγω τον καημό μου και να παρηγοριέμαι, παρά να τον τραγουδώ και να πικραίνω κι άλλες καρδιές.

Γαρουφ. (του Κωσταντή). Ας το πουν, ας το πουν τα κορίτσια. Καλό θα της κάμη, κυρ Κωσταντή, καλό θα της κάμη.

Κορίτσ. (τραγουδούν).

      Ανοίξαν οι εφτά ουρανοί, τα δώδεκα Βαγγέλια,
      Και πήραν το παιδάκι μου από τα δυο μου χέρια.

Γαρουφ. (ραντίζοντας με ροδόσταμα τη νύφη και τους άλλους). Έτσι να σας περεχούν οι καλοτυχιές, χρυσή νυφούλα, και διαμαντένια Δέσπω, κι αργυρέ Κωσταντή. (Ζυγώνουν τα παιγνίδια). Σηκωθήτε πια κ' ήρθ' η ώρα. Στο καλό και να μας πολυχρονίσουνε. (Έρχουνται ως την πόρτα τα παιχνίδια με το Σαράντη, το Θανάση, και μέρος της παρέας. Βγαίν' η νύφη με τα κορίτσια, ακολουθάει η μάννα με τον Κωσταντή, τις γειτόνισσες κλ. Την ώρα που βγαίνει η νύφη, ακούγουνται τα τραγούδια των βιολιτζήδων απέξω).

      Ώρα καλή να δώση ο Θιός
      Και των αγιώνε η χάρη,
      Να φέγγης πάντα λαμπερή
      Σαν ταργυρό φεγγάρι.

ΕΧΤΗ ΣΚΗΝΗ

Τα ίδια.

ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ

Γαρουφ. (μονάχη της). Είδα πολλούς γάμους, μα σαν και τούτον άλλο
   δεν είδα. Πιώτερες κλάψες παρά χαρές. Το φαρμάκεψαν τα δάκρια
   αυτό το ροδόσταμα. Δεν την καταλαβαίνω μα το ναι τέτοια βιάση.
   Αντίς να τη συνηθίσουν την κακόσυρτη την αρχόντισσα στον καημό
   της, να πηγαίνουνε να τη σπαράζουνε μέσα σ' ένα μερόνυχτο. Καλά
   δα που βρέθηκα και γω να της δώσω λίγη βοήθεια. Τι θάκανε δίχως
   εμένα και γω δεν ξέρω. Μάτι δε σφαλήξαμε όλη νύχτα. Κι απόψε πάλε
   τα ίδια.
   Όσο για το ταχύ, ο Θεός πια να μας λυπάται. Αν το βαστάξη η
   αρχόντισσα κι αύριο, από χάρο πια φόβο δεν έχει. Η Παναγιά να τη
   δυναμώνη τη δόλια, να μην της έρθη και τίποτις. (Μπαίνει ο
   Κεριάκος). Από πού ξεφύτρωσες εσύ τώρα! Να μην τάφερες τάλογα από
   κανένα χωριό;

Κερ. Τι χωριό και τι ξεχωριό! Οληνυχτής ταξίδευα με το φεγγαράκι.
   Πρι να προβάλη ο ήλιος ξεκίνησ' από τη χώρα, και να 'μαι τώρα.
   Αμέ τι θαρρείς; Έτσι μονάχα, θα γίνεται γάμος και γω θα γυρίζω \
   μες στα βουνά;

Γαρουφ. Και δε μου λες πως ξεμωράθηκες και συ στα γεράματά σου;

Κερ. Στα γεράματά μου εγώ είδα δυο μεγάλα θάματα. Ένα, να τρελλαίνεται ο κυρ Κωσταντής και να φαρμακώνη τη μάννα του, κι άλλο, να καλογερεύη ο Στεφανής.

Γαρουφ. Ο Στεφανής!

Κερ. Ναι, ο Στεφανής· το μορφοπαίδι που την αγαπούσε την Αρετούλα, και πήγε να σκάση από το κακό του, κ' ήρθε, λέει, η Αγιά Μαρίνα στον ύπνο του και του είπε να γίνη καλόγερος, γιατί θα χρειαστή παπάδες ο τόπος με το θανατικό που μας έρχεται.

Γαρουφ. Τρελλάθηκες, Κεριάκο!

Κερ. Μακάρι να είταν τρελλού φαντασιά, κι όχι κορμί σπαρταριστό, ο Στεφανής που καβαλίκεψε το μουλάρι μου και κατέβηκε στη Μητρόπολη. Μακάρι να είταν της χολής του σταλαματιά τόνειρό του εψές αργά πρι να μ' ανταμώση, μακάρι να είταν ίσκιωμα, και να μην τάβλεπα με τα μάτια μου τέσσερα λείψανα στη χώρα που τα κουβαλούσαν πρωί χαραυγή, να μην τα δη ο κόσμος κι αποτρομάξη.

Γαρουφ. Χριστέ μου και Παναγιά μου! Τι μαύρες μέρες μας απαντέχουν και τι κακό μας ζυγώνει! Αμέ και τι νοιαζούμαστε γάμους, και δεν αρχινούμε τα μυρολόγια! Πώς δεν την αφίνουμε την αρχόντισσα να μυρολογάη και να δέρνεται, να συνηθίση κι αυτή κι εμείς για τα χερώτερα που μας έρχουνται. (Συλλογιέται). Μάτια τέσσερα, καημένε, λόγος να μη σου ξεφύγη. Να ξεκινήση πρώτα η νύφη και να γλυτώση από το χάρο, αν είνε γραμμένο να φτάση ως εδώ το δρεπάνι του. Στη χώρα δεν κονεύουνε μήτ' ένα μερόνυχτο. Πολύ φόβο δεν έχουν εκεί. Μ' αν τακούση η κερά Δέσπω, θα την πιάση τρομάρα. Εσύ και γω να τα ξέρουμε μονάχοι μας. Ακούς;

Κερ. Έννοια σου δα κι άχυρα δεν τρώγω. Μόνο μια χάρη, Γαρουφαλίτσα μου. Να μου δώσης του γάμου φαεί. Ψοφώ της πείνας.

Γαρουφ. Σύρε να περιδρομιαστής κάτω στο μαγερειό, που ο χάρος μας τριγυρνάει και συ για την κοιλιά συλλογιέσαι. (Βγαίνει ο Κεριάκος). (Μονάχη της). Κι ο καημένος ο Στεφανής! Κάτι σα να μυρίστηκα και γω στης Καλαματιανής το νυχτέρι. Αχ, και τι κόσμος! Πέτρα πάνω στην πέτρα κατακυλάνε τα πάθια του στο κεφάλι σου, και νου δε σου αφίνουνε να τον καλονοιώσης το χαλασμό που γίνεται ολοτρόγυρα. Τι κόσμος, τι κόσμος! (Βγαίνει).

ΕΒΔΟΜΗ ΣΚΗΝΗ

Ταποταχύ πρωινή. Στην αυλή της Δέσπως.

   ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ, ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΔΕΣΠΩ,
   ΑΔΕΡΦΙΑ.

Κωστ. Το γλέντι πήγε ως την ώρα καλά, χρυσέ μου γαμπρέ, κ' η γριά μας ύστερ' από τη στεφάνωση ξαναχόρεψε κιόλας. Μα σήμερα μας ξημερώνει δύστροπη μέρα, και δύστροπη την κάνουν κάτι αναποδιές που δε βγαίνουν κι από το χέρι μας. Ακούγω πως στη χώρα μεγάλο θανατικό, και μια να το πάρη ταυτί της γριάς, θάλασσα, όλα. Εγώ λέω, εμείς ταδέρφια για καλό κακό ναπομείνουμε σιμά της και να μη σας συντροφέψουμε. Τραβήξτε σεις μονάχοι, κι από τάλογα ίσια στο καραβάνι.

Κράλης. Και πούθε ήρθαν, Κωσταντή, αυτά τα μαύρα μαντάτα;

Κωστ. Ο αγωγιάτης μας τάφερε. Το είπε της θεια Γαρουφαλιάς, κι αυτή σαν τονέ σταύρωσε το γέρο να μην το πη κανενού, και της έταξε ο γέρος πως θα μείνη κρυφό, το φύλαξε μέσα της βαθιά βαθιά σαν πετραδάκι στον πάτο της θάλασσας. Μα το πετραδάκι άρχισε να μεγαλώνη, και μεγάλωσε, μεγάλωσε, ώσπου έγινε βουνό κι ανέβηκε και πρόβαλε απόξω μεγάλο μεγάλο ίσια μ' ένα νησί! Ο Θεός μας λυπήθηκε κι άλλος δεν την άκουσε εξόν από μένα. Την έδιωξ' από το σπίτι πριν ξεσπάση και μας ξετινάξη καπνούς και φλόγες αυτό το βουνό. Εμείς τώρα πρέπει να μείνουμε στη μάννα κοντά. Πήγα και της είπα πως για παρηγοριά της θα μείνουμε.

Κράλης. Αδερφέ μου, ό,τι σου λέει η μεγάλη σου γνώση.

Κωστ. Γλήγορα θα μ' έχης στο καλορρίζικό σου, και τότες — πρώτα ο
   Θεός — ταποσώνουμε το ξεφάντωμα. Να ο Κεριάκος με τάλογα όξω.
   Κατεβαίνουν κ' οι γυναίκες. Από την αυγή συγυρίστηκαν όλα.

Κράλης. Ας πάγω να φιλήσω το χέρι της μάννας, κ' ύστερα σέρνω γω παραμπρός, να μην πολυβαστάξη το βάσανο. Αυτές οι δουλειές χρειάζουνται γληγοράδα. (Πηγαίνει μέσα ο Κράλης. Φαίνεται στην οξώπορτα ο Κεριάκος).

Κωστ. Έτοιμα όλα. Κεριάκο;

Κερ. Όξω είνε τάλογ' αφεντικό, κι όλα τα προικιά φορτωμένα.
   Έχουμε, λέει, και κρύους κεφτέδες για το μισό το δρόμο.

Κωστ. Αυτό σώνει για να γίνουν αστραπή τάλογά σου ως τα μισά. Πάρε αυτό το φλουρί, για να τρέξουνε γρήγορα ως το τέλος. (Χαμηλά). Και κοίταξε να μην αργοπορήστε μες στη χώρα. Ίσια στο καραβάνι, κι από μέρος που να μη φαίνουνται λείψανα.

Κερ. Έννοια σου, αφεντικό, μη φοβάσαι.

Κράλης. (Βγαίνοντας από το σπίτι βιαστικά). Έχε γεια, Κωσταντή μου. (Φιλιούνται).

Κωστ. Στο καλό, αδερφέ, κι ο Θεός μαζί σου.

(Βγαίνει ο Κράλης με τον Κεριάκο από την οξώπορτα. Την ίδια στιγμή βγαίνει από το σπίτι μες στην αυλή η Αρετούλα, κ' η Δέσπω βασταγμένη από το Σαράντη και το Θανάση).

Αρετ. Κωσταντή μου, αχ Κωσταντή μου! Φεύγω και σας αφίνω!

Κωστ. Πνίξε τον πόνο σου, Αρετούλα, πνίξ' τονα για το χατίρι της μάννας μας. (Την αγκαλιάζει).

Δέσπω. Σώπα, εσύ, ακριβή μου, κι άφινέ τα εμένα τα μυρολόγια. Μην
   κλαίτε, παιδιά μου, αν κλαίτε σεις και στενάζετε, η μάννα σας τι
   να κάμη! Δόστε μου τα μένα τα δάκρια σας, που δε μούμειναν της
   κακόμοιρης! Δόστε μου τα να κλάψω, και να την πλημμυρίσω αυτή την
   αυλή που ανάθρεψα τη μονάκριβή μου.

Αρετ. (Αφίνει τον Κωσταντή και πέφτει στην αγκαλιά της μάννας.
   Ταδέρφια στέκουνται δακρισμένα). Μαννούλα, μαννούλα, τι μεγάλος
   καημός που μας ήρθε! Ποιος τόλεγε, τότες που με φεγγαροχτένιζες
   και μιλούσαμε για χαρές, πως οι χαρές αυτές είταν πίκρες που
   ταίρι δεν έχουν.

Κωστ. (Παίρνοντας την Αρετούλα από το χέρι). Αρετούλα μου, λυπήσου, καημένη, τη μάννα μας, λυπήσου ταδέρφια σου που είμαστε και μεις αίμα της. Για το δικό σου καλό γίνετ' αυτό το μαρτύριο. Πολλές αυγές δε θα φέξουν και θα κάθεσαι βασίλισσα μες σταρχοντικό σου. Τρεις μήνες και θα μ' έχης κοντά σου, και ποιος θα σε πιάνη πια τότες!

(Ξεκινάει κατά την οξώπορτα με την Αρετούλα).

Αρετ. Σαφίνω, γλυκό μου σπιτάκι, και σεις λουλούδια και βότανα που γλυκοπότιζα, μαραθήτε πια τώρα και σεις, σαν κ' εμένα που με ξερρίζωσαν από το πολυαγαπημένο μου χώμα να με φυτέψουνε στάχαρο το περιβόλι της ξενιτειάς. (Βγαίνει με τον Κωσταντή).

Δέσπω. (ακολουθώντας ακκουμπησμένη στους ώμους του Σαράντη και του Θανάση). Άνοιξε, ουρανέ, και δες μας, και πες αν είδες λείψανα να βγαίνουν από σπίτι με τόση θλίψη, αν άκουσες ποτές σου πικρότερα μυρολόγια. Πες μου αν είδες μάννα να τη σφάζη μεγαλήτερος πόνος, σαν κι αυτή τη μάννα, που άλλο κρίμα δεν τη βαραίνει παρά η αγάπη του πρωτογέννητου τ' αγοριού της, αγάπη, που για χάρη της στέλνω τη μονάκριβή μου στα μαύρα τα ξένα. Αχ και νάξερα, κόρη μου, πως θα με συχωρέσης γι' αυτό το κρίμα, κι ας πέθαινα, ας πέθαινα να μην κλαίγω τη στέρησή σου. (Γέρνει το κεφάλι, της στου Σαράντη τον ώμο. Ο Σαράντης κι ο Θανάσης τη βγάζουνε σιγοπερπατώντας).

ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΚΑΤΟΠΙ

ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Λείψανο από μακριά γυρίζει την κόχη τον δρόμου. Ψαλμωδίες από μπρος, κι από πίσω σιγανά μυρολόγια. Οι γειτόνισσες στέκουνται και κοιτάζουνε λυπημένες.

ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ

Περμ. (Στο κατώφλι της, σφουγγίζοντας τα μάτια με την ποδιά της). Αχ, και να είχες μάτια να τα δης αυτά, Κωσταντάκη, που σε κουβαλούνε, κ' έννοια δεν την έχεις τη ρήμαξη που αφίνεις μέσα στ' αρχοντικό σου. Ποιός τόλεγε, Πιπινιώ μου, πως σε τρία φεγγάρια μέσα είτανε γραμμένο να τα φάη το χώμα και τα τρία ταδέρφια. (Χάνουνται οι ψαλμωδίες και τα μυρολόγια).

Πιπ. Και που έκαμε μαθές νισάφι ο απόνετος ο χάρος να κάμη και δω. Πέντε πέντε και δέκα δέκα τους θερίζει μαζί καθεμέρα. Ως και ταργαστήρια κλείστηκαν πια. Ψυχή πια δε βγαίνει στο δρόμο. Ρημάχτηκε το χωριό, κι άλλο δεν ακούς παρά μυρολόγια, άλλο δε βλέπεις παρά ξυλοκρέββατα, και τον Πάτερ Συνέσιο που περπατάει από μπρος και σιγοψέλνει. Κ' ύστερα από κάθε θάψιμο τρέχει, λέει, από σπίτι σε σπίτι με την άγια μετάληψη για τους φτωχούς που ψυχομαχούν. Άγιος είνε, καημένη, και κολαζόμαστε τη βραδινή που μιλούσε της Αρετούλας. Θυμάσαι;

Περμ. Και δε θυμάμαι; Και δεν το συλλογίστηκα χίλιες φορές, να μην τους καταράστηκε τότες, σαν άγιος που είνε;

Πιπ. Από πού κι ως πού να καταραστή, αθεόφοβη, που είταν ο πρώτος
   να πάη στης κερά Δέσπως σα συχωρέθηκε ο Σαράντης! Αγιασμένο
   άνθρωπο είχαμε στο χωριό μας, και τώρα το νοιώθουμε, που δε μας
   μένει ψυχή να τον προσκυνήση. (Κάνει το σταυρό της).

Περμ. Τη χάρη του νάχουμε. Δεν πήγε, λέει, με τούτο το λείψανο,
   για νάρθη, λέει, να παρηγορήση την κερά Δέσπω, που δε μπορούσε η
   δύστυχη να βγη και να δώση στερνό φιλί του παιδιού της. Νά τος
   που πρόβαλε κιόλας. Τη χάρη του νάχουμε.

(Κάνει το σταυρό της).

Πιπ. Ο Θεός να μας τον πολυχρονίζη, κοίταξε πώς έρχεται με τα χαμηλωμένα τα μάτια. Πάμε, καημένη, μαζί του και μεις να πούμε δυο λόγια της καλής μας αρχόντισσας. Είμουνα η πρώτη που πήγα στο γάμο της κόρης της, πρώτη θα πάγω και στη μεγάλη αυτή τη θλίψη της.

Συνέσ. Καλημέρα, χριστιανές μου. Να μην έχετε τίποτις, και σας βλέπω κλαμμένες; Είστε καλά όλες δω; Να μη χρειάζεστε τίποτις; (τονέ σιμώνουν οι δυο γειτόνισσες και φιλούνε τα ράσα του). Τι πάθετε, χριστιανές μου; Να μην ήρθε ο Χάρος στο σπιτικό σας;

Περμ. Χαριτωμένε μου δάσκαλε, που ν' αγιάσουν τα πεθαμμένα σου, παρακάλειε και για τα μας τις αμαρτωλές, να γλυτώσουμε από το θανατικό.

Πιπ. Ίσια με το μπόγι σου λαμπάδα σου τάζω, χαριτωμένε μου άγιε, μια και να περάση αυτή η φουρτούνα.

Συνέσ. Τις λαμπάδες, χριστιανή μου, στους αληθινούς τους άγιους,
   που είνε μεγάλη τους η σπλαχνιά. Εμείς οι αμαρτωλοί άλλο δεν
   έχουμε να δώσουμε παρά την προσευκή μας και την αγάπη μας σε
   τέτοιες μέρες που μας φανερώνει ο Μεγαλοδύναμος την οργή του.
   Πήτε μου, είστε καλά; Σας φοβερίζει η αρρώστια;

Περμ. Δόξα νάχη ο Θεός, ως την ώρα καλά, δάσκαλε. Μα σε κείνο
   ταρχοντικό ο Χάρος έκαμε φοβερό πανηγύρι, τάφαγε όλα τα παλικάρια
   της Κερά Δέσπως. Ό,τι έβγαλαν του Κωστάκη το λείψανο. Πηγαίνουμε
   να την παρηγορέσουμε την κακόσυρτη, πουμένε ολομόναχη σαν την
   καλαμιά μες στο ξεροκάμπι.

Συνέσ. Τα ξέρω, τα ξέρω. Μεγάλη και φοβερή συφορά. Τάλλα δυο παιδιά της τα συνόδεψα στο στερνό τους ταξίδι, τον Κωσταντή της δεν πήγε η καρδιά μου να τονέ διαβάσω απατός μου. Κάλλιο, είπα, στης χαροκαμένης που ζη ακόμα, ίσως και της δώσω στάλα παρηγοριά. (Φτάνουνε στην πόρτα της Δέσπως). Σταθήτε· μη μπήτε ακόμα εσείς· ελάτε λίγο κατόπι. Δε θα τα βαστάξη τόσα πρόσωπα δακρισμένα. Είναι παρηγοριές που βασανίζουν κι από τη λύπη γερότερα. (Μπαίνει στης Δέσπως).

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ

   Χαγιάτι της Δέσπως. Η Δέσπω μαυροφορεμένη κάθεται και μυρολογάει.
   Η Γαρουφαλιά στέκεται πλάγι της.

ΔΕΣΠΩ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ

Δέσπω. Αχ και πάλι αχ! Άλλο από το αχ να πω πια δεν έχω. Σώθηκαν τα λόγια, κι ο πόνος πληθαίνει. Φουσκώνει ο πόνος, πέλαγο γίνεται και με πνίγει, βράχος άψυχος έγινα και τα βαστώ τα τόσα του κύματα, που με δέρνουνε, με δέρνουν, και να με λυώσουνε δε μπορούν. Τα παιδιά μου τα συνεπήρε η οργή τους, και γω ορθοστέκουμαι ακόμα και ζω κι ανεσαίνω μέσα στη φοβερή τη φουρτούνα.

Αχ, Αρετούλα μου, Αρετούλα! Τι όνειρα να λογιάζης μέσ' απ' το ξενιτεμένο σου στρώμα! Κι ως τόσο μύριους και μύριους ζωντανοθαμμένους να ονειρεύεσαι, αρίθμητους πλακωμένους και να βογκούνε, πάλε δε θα σου παρασταίνουν το βογκητό της καρδιάς μου.

Αχ Κωσταντάκη μου, Κωσταντάκη! Έφυγες, και πια δε θα ξανάρθης στη μάννα σου. Έρμη την αφήκες και δίχως παιδί στο πλευρό της.

Τρέλλα, τρέλλα με πιάνει! Ας έρθη κι ας με πάρ' η τρέλλα στα τετράνοιχτά της φτερά, κι ας με σύρη στανάθεμα! Σκόρπα τον, τρέλλα, το νου μου! Μαύρο σύννεφο κάμε τονα, κι ας ξεσπάση να χύση κατακλυσμό δάκρια πάνω στα μνήματα των παιδιώ μου!

Γαρουφ. Κερά μου, για χάρη της μονάκριβης κόρης σου, και για την ψυχή των αγοριώ σου που τα πήρ' ο Θεός κοντά του, μην αφίνης τη θλίψη να σε παρασέρνη σε τόσο βάθος. Κάμε καρδιά, κερά Δέσπω, και μην ξεχνάς πόσες μάννες μυρολογάνε μαζί σου αυτές τες μέρες.

Δέσπω. Όσες μάννες κι αν είνε, ας έρθουν κι ας ανθίζουν τα φυλλοκάρδια τους. Σαν αστέρια θα φέγγουνε μπροστά στο βαθύ το σκοτάδι που καταχνιάζει το νου μου. (Μπαίνει ο Συνέσιος). Δάσκαλε, γλυκέ μου δάσκαλε, που βλέπω το πονετικό πρόσωπό σου, και πάλε ο σπαραγμός δε μ' αφίνει! Δες τα τά μαύρα μου χάλια, και σύρε να παρακαλέσης το Θεό να στείλη το Χάρο να με γλυτώση.

Συνέσ. Ο μεγάλος ο Θεός να σε λυπηθή, κερά Δέσπω. Αυτός μόνος δύνεται να σε βοηθήση. Τάκουσα πως έμεινες μονάχη, κ' ήρθα να σου πω πως μονάχη δεν είσαι, πως έχεις πάντα τον Πλάστη μαζί σου. Εκείνος το ξέρει γιατί μας παίρνει τις πιο αγαπημένες ψυχές μας. Ίσως για να μας διδάξη την μεγαλήτερη την αγάπη που μας κάνει παιδιά του. Κερά μου, κοίταξε με μένα τι έχασα. Ήρθε μέρα που την είχα χαμένη όλη μου τη ζωή. Σίμωσα το Θεό, και μου χάρισε την αγάπη όλου του κόσμου. Στάλα του δίνω, και με πέλαγο με πλερώνει. Έχε το Θεό στη καρδιά σου, κερά μου, και θα ταξιωθής το φως που γυρεύει η τυρρανισμένη ψυχή σου σε τέτοιο σκοτάδι απέραντο.

Δέσπω. Αχ, μου ζητάς αγιωσύνη, κι άλλη δεν ξέρω από της μάννας την αγιωσύνη, μήτε άλλο μαρτύριο, μήτε άλλη αγάπη που τέλος δεν έχει. Στην άκρη του κόσμου μου πήραν την κόρη μου, κ' έρχεται κι ο Χάρος και μου αρπάζει ταδέρφια της από την αγκαλιά μου, να μαρτυρήσω, ν' αγιάσω! Φτάνει πια τα μαρτύρια, σώνουν τα βάσανα. Θάματα, θάματα μου πρέπουνε τώρα. Εσύ, ταγαπημένο παιδί του Θεού που δείχτεις με τη μεγάλη καρδιά σου τι θησαυρό μας φύλαγε η μοίρα μας και τον αρνηθήκαμε για τη φοβερή αυτή Κόλαση, που είνε ο στεναγμός σου θυμίαμα κι ο λόγος σου ψαλμωδία, κάμε κι αυτή τη [θυσία, βάσταξέ το κι αυτό το μαρτύριο. Έπαρε τον πόνο που με φλογίζει και κάμε τον προσευκή στο κελλί σου, και πες του Μεγαλοδύναμου πως είνε άδικο τόσο βάσανο, πως δεν κλαίγω για τάγιο του θέλημα, κλαίγω που έφυγαν και μάφησαν τα παιδιά μου δίχως παρηγοριά, δίχως την Αρετούλα μου. Παρακάλεσε να την ακούσω τη γλυκειά της τη φωνή, να τα δω τα γλυκά της μάτια, κι ας βγη και μένα η ψυχή μου κατόπι. (Μπαίνουν οι δυο γειτόνισσες). Τρέξτε και σεις, γειτόνισσες μου, κι ανάψτε λαμπάδες, τάξτε στους Αγιούς τις έρμες αυτές αρχοντιές μου, να γίνη το θάμα και νάρθη η Αρετούλα, γιατί πεθαίνω. Πεθαίνω και σωτηριά πια δεν έχω. Όλα της γης τα φαρμάκια τακρύβ' η αρρώστια μου. (Γέρνει στην αγκαλιά της Γαρουφαλιάς).

Συνέσ. Ας βγούμε, χριστιανές μου, κι ας την αφήσουμε μονάχη της, ίσως και τη σπλαχνιστή ο Θεός και τη φέρη στο νου της. Πάμε να γονατίσουμε και να προσευκηθούμε. Από το χέρι μας τίποτις άλλο δε βγαίνει. (Βγαίνει Συνέσιος, Περμαθιώ και Πιπινιώ).

ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ

Κοιμητήριο της Αγιά Μαρίνας. Νύχτα.

ΔΕΣΠΩ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ.

Δέσπω (περπατώντας μονάχη κατά τα μνήματα των παιδιών της). Και που να βρη μάννα του παιδιού της την πλάκα σε τόσα νιαρόστρωτα μνήματα και με τέτοιο σκοτάδι! Πλάγι σταδερφάκια του είπα να τονέ βάλουν, εκείνα θα μου πουν πού είνε ο Κωσταντής μας. Αχ, Σαράντη μου και Θανάση, άχαρη και κρύα συντροφιά που την έχετ' απόψε! Κι ως τόσο δεν μπορεί να μην έτριξαν τασάλευτα κόκκαλά σας σαν ήρθε και πλάγιασε δίπλα σας! Δεν μπορεί να μην το νοιώσατε πως απάνω στο σπίτι μας είνε τώρα ο τάφος, και μέσα σ' αυτό το χώμα γίνεται το σκοταδερό το νυχτέρι.

Παράξενο να μη με πιάνη τρομάρα! Να μην τονέ θολώνη φόβος το νου μου! Σίδερο, σίδερο μ' έκαμ' ο Χάρος, και μήτε μέσα στη σπηλιά του δε με τρομάζει ταχόρταγο το θεριό. Και πού να με τρομάξη, που άλλη ελπίδα δεν έχω! Ψεύτικη ελπίδα κι αυτή! Αν είτανε βλαστάρι τρυφερό η ζωή μου, ένας του ανασασμός θα με μάραινε, μια του δρεπανιά θα με θέριζε. Τον παρακαλείς το Χάρο, και δε σε παίρνει. Τονέ φοβάσαι, σαΐτα γίνεται και σε προφταίνει.

Να τα τα τρία καντήλια, να το το τρίδιπλο μνήμα. Να το το χώμα που τα μαυροτρώει τα σπλάχνα μου! Τρίκλωνο δέντρο, που τόρριξε το ποτάμι και το συνεπήρε, κι αφήκε την άχαρη αυτή ρίζα.

Μήτε βογκητό δεν ακούγω! μήτε μάννα δε φωνάζουν πια τα χειλάκια τους! Έχουνε δεν έχουνε μάννα, το ίδιο τους κάνει τώρα.

Να είνε τάχα φωνή τους η απέραντη αυτή σιωπή; Γίνεται μάννα να σας μυρολογάη, παιδάκια μου, και σεις ασάλευτα να την αποδέχεστε την τόση ανεμοζάλη; Γίνεται, Κωσταντή μου, να σε τράβηξε ο Χάρος σε τέτοια βάθια, που να μην το κλονίζη μήτε ο στεναγμός μου το ναρκωμένο κορμί σου; Κωσταντή, φρόνιμε Κωσταντή μου! Μίλησέ μου από τα κατακλείδια της γης και πες μου πως τη νοιώθεις τη ρήμαξή μου! Πες μου πως δεν το στοχάστηκες αυτό το κακό! Πες μου πως το θυμάσαι το ταξιμό σου, πως απ' όλο σου το χώμα βαρύτερα σε πλακώνει αυτό το τάξιμο! Η Αρετούλα μας, Κωσταντή μου, η Αρετούλα!

Να την που ήρθε η πίκρα, να τον που ήρθ' ο Χάρος! Έλιωσα και πήγα στο μυρολόγι, και κόρη δεν έχω να κλάψη μαζί μου, να λαφρύνη τον πόνο μου που τον αγριεύει η μοναξιά, και λες είνε άνεμος και φυσομανάει σ' ολομόναχα δάσια.

Ξύπνησε, Κωσταντάκη μου, και φέρε μου πίσω την Αρετούλα! Το Θεό και τους Αγιούς του έχεις βαλμένους μαρτύρους. Μήτε του Χάρου η δύναμη δεν μπορεί ένα τέτοιο τάξιμο να θάψη. Αν πέταξε η ψυχή σου εκεί που ζωντανού δε φτάνει φωνή, ο πόνος αυτός που με δέρνει ας γίνη ψυχή σου, να ζωντανέψης και νακούσης το παρακάλιο της μάννας σου. Έβγα να σου φυσήξω ζωή με τους στεναγμούς μου, να σπαρταρήξ' η νεκρωμένη καρδιά σου, να φρίξη ο νους σου, πουλί να γίνης πετάμενο και να φέρης από τα ξένα την αδερφή σου.

(Φαίνεται ο Συνέσιος από μακριά).

Συνέσ. (μονάχος του). Σα να μ' έστειλε ο Θεός και τη βρίσκω τη δύστυχη στην τρομερή αυτή μοναξιά.

Δέσπω. Μήτε βογκητό μήτε στεναγμός δεν ανεβαίνει από το μαύρο το
   χώμα. Έρμη, έρμη έμεινα πια στον κόσμο! Ας σύρω και ας ρίξω στον
   γκρεμνό το κορμί μου, τα όρνια να το φαν και να πετάξουνε στα
   ξένα να της πουν της Αρετούλας ταμέτρητα βάσανά μου. (Ξεκινάει).

Συνέσ. (μονάχος του). Να της μιλήσω, θα την παρατρομάξω, κ' είνε ο
   νους της φαρφουρί πυρωμένο που ταγγίζεις και σκάνει. Ας την
   ακολουθήσω, ίσως και χρειαστή βοήθεια στο δρόμο της. (Ακολουθάει
   τη Δέσπω και βγαίνουν).

ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια. Σκουντάει την πλάκα και βγαίνει ο Κωσταντής βουρκολακιασμένος.

Κωστ. Τανάθεμα με σήκωσε από το βαθύ μου τον ύπνο· Τέτοιο ανάθεμα ποιος τάφος να το βαστάξη! Βουνό να κατρακυλήσης απάνω του, και πάλε ξεσπάνει ο τάφος και ξαναφέρνει στον κόσμο μια λάκερη κόλαση.

Φωνή τρομερή με ζωντάνεψε, αν είνε ζωή αυτός, του θανάτου ο θάνατος. Την άκουγα τη φωνή της, και γύρευα να ξεσκίσω την παγωμένη μου σάρκα, να τα τραβήξω σύρριζα τα μισοχυμένα μαλλιά μου. Και καθώς πολεμούσα να σαλέψω, ν' απλώσω τα χέρια, ν' ανοίξω το στόμα, και να φωνάξω πως τακούγω τα σπαραχτικά της τα λόγια, κατέβαιναν άλλα λόγια πιο τρομερώτερα και ταποσβόλωναν το κορμί μου. Αγκομαχούσε μέσα μου απέραντος πόνος, κι ως τόσο βογκητό δεν έβγαινε να της πη πως φτάνει, φτάνει ο απελπισμένος θρήνος, γιατί σηκώνετ' ο γιος της να της ξαναφέρη την Αρετούλα, που την πήρ' από πλάγι της και από 'να Χάρο πιο άκαρδα.

Τάκουσα κατόπι το μυρολόγι που διάβαινε κ' έφευγε σαν ανέμου βουητό. Δράκο μ' έκαμε τότες ο πόνος, και το ξετίναξα το λιθάρι και ξαναπρόβαλα στον απάνω κόσμο.

Σα να τρεμουλιάζουν ταστέρια στην όψη μου. Σα να μουχλιάζη ταγέρι τριγύρω μου. Σβύνουν τα καντήλια και σωπαίνουν οι τρουξαλλίδες. Από το κορμί μου σκορπιέται φαρμακωμένη κρυάδα που τάφος δεν τηνέ γνώρισε. Πώς να με δη, να με σιμώση, και να μη ξαφνιστή ταθώο το πλάσμα, που του είχα και γω μια αγάπη, κι ας είταν αγάπη που ρημάζει καρδιές!

Κι αν πάλι την κρύψω την κόλαση που μέσα μου βράζει, μα τα λιβάνια που μυρίζουν ακόμα, ταραχνιασμένο το πρόσωπο, τα σβυσμένα τα μάτια, τα χωματιασμένα τα σάβανα — ποιος μάγος θα μου τα κρύψη!

Εσύ, μαύρη νύχτα, θα με σκεπάσης. Εσείς ανέμοι, θα μου δώστε τα φτερά σας, και σεις, σύννεφα, το σκοτάδι σας. (Χάνεται μέσα σε σύννεφα).

ΠΕΜΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως.

ΣΥΝΕΣΙΟΣ, ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

Συνέσ. (Βγαίνει από την πόρτα της Δέσπως με φανάρι στο χέρι). Έχετε το νου σας, καλές μου, στη χαροκαμένη την αρχόντισσα. Την αφήκα με τη Γαρουφαλιά, αφού την καθησύχασα με δυο λόγια, κ' ελπίζω πως δε θα της ξανάρθη το φρένιασμα της απελπισιάς. Έτρεχα με τρομάρα κατόπι της, σα βγήκε από το κοιμητήριο, και να την προφτάξω δεν είχα δύναμη. Ο Θεός με φώτισε και πήρα το μονοπάτι και βρέθηκα ομπροστά της τη στιγμή που χύμιζε όξω φρενών κατά τον γκρεμνό. Την έφερα πίσω, και της έταξα πως ολονυχτής θα προσεύκουμαι για νάρθη πίσω η κόρη της. Η προσευκή μου, χριστιανές μου, πρέπει να γίνη ταξίδι. Άλλος δε μένει να τη φέρη την ταλαίπωρη κόρη από τέτοια μακρινή ξενιτειά. Πηγαίνω ατός μου, κ' αφίνω την τύχη της μάννας στα χέρια του Παντοδύναμου. Αχ, και νάρθη, και τι να βρη! Ολοτρόγυρα θάνατο και τη μάννα της σαλεμένη!

Πιπ. (της Περμαθιώς). Δε σου τάλεγα πως σάλεψε ο νους της; (Στο Συνέσιο). Ο Χριστός κ' οι Αγιοί μαζί σου, μεγαλόχαρή μου ψυχή, που τέλος δεν έχει η καλωσύνη σου.

Συνέσ. (μονάχος του πηγαίνοντας). Κι α δε με είχε δυναμωμένο η άγια μας η πίστη, α δε με είχαν καμωμένο πέτρα του κόσμου οι συφορές, θάλεγα κάλλιο στο μνήμα και γω, παρά να την ξαναδώ ξένη, σε ξένα χέρια, και να την ποτίζω τέτοια φαρμάκια. (Φεύγει).

Περμ. Πάει να μας δείξη πάλι την αγιωσύνη του. Πολεμάει να γλυτώση την αρχόντισσα, μα πού να προφτάξη, που θέλει μέρες και μέρες να πάη και νάρθη! . . Ανατριχιάζω, καημένη, και δε συμμαζεύουμαι από την τρεμούλα. Και τέτοιο σκοτάδι! Φέρ' ένα φανάρι από μέσα να καθίσουμε στο κατώφλι αυτουδά! Α μας χρειαστούνε, η Γαρουφαλιά θανοίξη το παραθύρι και θα φωνάξη. Πού ύπνος πια τέτοιες ώρες!

Πιπ. (φέρνει φανάρι και καθίζουν). Τι παράξενη νύχτα και τι κρύο
   σκοτάδι, σα να γερνούνε στον αέρα φαντάσματα. Ας κάμουμε το
   σταυρό μας κι ας μείνουμε δω καμμιάν ώρα, ώσπου να λαλήξη κι ο
   πετεινός.

Περμ. Να πάη, λέει, ολομόναχη στο κοιμητήριο και να μυρολογάη
   απάνω από τα παιδιά της, κ' ύστερα να γυρεύη να γκρεμιστή! Κι ας
   την πάνε στο Μοναστήρι μια και καλή την κακόσυρτη, νάχουν την
   έννοια της οι καλόγριες.

Πιπ. Στάσου — άκουσες τίποτις από κει μεριά; Είδες τίποτις;

Περμ. Άμε στο καλό και συ που είσαι απατή σου για το Μοναστήρι. Τι νακούσω και τι να δω!

Πιπ. Καλέ κοίτα εκειδά κατά το μεγάλο το δρόμο! Δε βλέπεις εκεί μια φωτερή καταχνιά, και μέσα της ένας καβαλλάρης με γυναίκα στο πλάγι του; Σα μαύρος ίσκιος περνάει τις ιτιές κ' έρχεται κατά το χωριό. Κ' έρχεται μαζί του κ' η καταχνιά σα σύννεφο που το φυσούν οι ανέμοι. Σήκω, καημένη, και πάμε μέσα να προσκυνήσουμε. Ο Χάρος πρέπει να είνε και μαζεύει πάλι διαβάτες για τον άλλο τον κόσμο. (Σηκώνεται και μπαίνουνε στο σπίτι της Πιπινιώς).

Περμ. (σκύβοντας από την πόρτα). Τίποτις δε βλέπω, και του κάκου με τρόμαξες. Τι να είνε, ως τόσο οι θεοσκότεινες αυτές οι ραβδιές που τινάζουνται από πάνω κι ίσια στο δρόμο μας πέφτουν! Πάμε, καημένη, να κάνουμε μετάνοιες και να θεμιάσουμε, η χάρη της Παναγιάς να μας φυλάη κι αυτή τη νύχτα. (Μπαίνει και μανταλώνει την πόρτα).

ΕΧΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια.

Η Αρετούλα φαίνεται στο βάθος τον δρόμου μονάχη της με μαλλιά ξέπλεκα κι αμελημένα φορέματα.

ΑΡΕΤOΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

Αρετ. Όνειρο πρέπει να είνε, κι ως τόσο ψέμα δεν είνε! Να τος ο δρόμος μας, να την του σπιτιού μας η θύρα! Τι θα πης, μαννούλα μου, να με δης άξαφνα μπροστά σου με τέτοια τρομάρα στο πρόσωπο! Μ' άφησε ο Κωσταντής ολομόναχη, ότι σιμώσαμε το χωριό, ότι ακούσαμε μια φωνή που σιγοδιάβαζε μέσα στο Κοιμητήριο, και χάθηκε από μπρος μου μαζί με το φρενιασμένο τάλογο που περνούσε θάλασσες και βουνά. Γίνεται να μην είνε όνειρα όλα αυτά; Είμουνα στο σπιτάκι μου απόψε. Έλειπε ο καλός μου, που θα γυρίση ο δύστυχος και σαν παιδί θα με κράζη και δε θα με βρίσκη! Όχι, όχι· δε γίνεται. Όνειρο είνε. Και μέσα στόνειρο, άλλο ένα, που τανιστορώ κι αγριεύω σαν αυτή τη δύστροπη νύχτα. Καθούμουνα μονάχη στο παράθυρο. Έρχετ' άξαφνα ο Κωσταντής, και με χαιρετάει από μακριά και μου λέει «Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει».— «Αλλοίμον' αδερφάκι μου» του κράζω «και τι νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι». Και μου λέει «Έλα καταπώς είσαι» . Κι ανεβαίνω μαζί του τάγριο τάλογο, και σύραμε σα σύννεφα κ' ήρθαμε. Και διαβαίνοντας από τις ιτιές εκεί κάτω, ξυπνούν τα πουλιά και μιλάνε μ' ανθρώπινη λαλιά και φωνάζουν «Ποιός είδε κόρην όμορφη να σέρνη πεθαμμένος!» — «Ακούς» του κάνω «Κωσταντή, τι λένε τα πουλάκια;» — «Πουλάκια 'νε» μου ξαναλέει «πουλάκια 'νε κι ας λένε.» — «Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου» του κράζω τρομασμένα «φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις». — «Εχτές βραδύς επήγαμε» μου λέει «στον Άη Γιάννη, και θέμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι». Και λέγοντάς μου τέτοια λόγια με κατεβάζει αντικρύ στην Αγιά Μαρίνα, και χάνεται σαν ίσκιωμα από μπρος μου!

Ανέβηκα το χωριό τρέμοντας ολομόναχη μέσα στα σκοτεινά. . . Όνειρο μέσα στόνειρο πρέπει να είταν! Ως τόσο να τον ο δρόμος μας! Να την η θύρα μας! Μισοφέγγει ένα παράθυρο και το βλέπω το σπίτι μας. Το βλέπω, και να φωνάξω δε μπορώ να μου ανοίξουν …. Τουρτουρίζουν τα δόντια μου! Σύγκρυα με περέχυσε ο βλογημένος ο Κωσταντής! Πάγος μονάχος το κορμί του! . . . Όνειρο μαύρο και φοβερό! . . . Τον ονειρεύτηκα πεθαμμένο τον Κωσταντή! . . . Κι ακόμα όνειρο βλέπω, και θαρρώ πως πεθαίνω τώρα και γω! . . Αχ, και να μπορούσα να ξυπνήσω και να γλυτώσω! Να δω τον ακριβό μου στο πλάγι μου και να λαφρωθώ, να ξαναξυπνήσω, να είμαι πάλι στον κόσμο! . . Ως τόσο να την η πόρτα μας! Να το τό σπίτι! Ο Κωσταντής μου το είπε καθάρια πως η μάννα με θέλει. . . Τι να με θέλη τέτοια ώρα παράξενη! . . . Τι να είνε αυτό το κακό που ζητάει να με θανατώση πρι να το μάθω! . . . Φοβερό κι ατέλειωτο όνειρο! . . . . Να φωνάξω, να ξυπνήσω, να γλυτώσω από το βάσανο, να κράξω τη μάννα να με ξυπνήση και να με σώση. . . (φωνάζει) Μαννούλα, μαννούλα, ξύπνα με, και πεθαίνω! Ο Κωσταντής μας είναι που μ' έρριξε μέσα σ' αυτή την κρύα την καταχνιά, που πάει να με πνίξη. Ξύπνα με, μάννα, να ξαναβρεθώ στο σπιτάκι μου! Ο ακριβός μου, ο ακριβός μου! Θα λωλαθή, να το μάθη πως πέθανα! Πέθανα, μαννούλα, και ξύπνα με!

(Πέφτει κοντά στην πόρτα).

Γαρουφ. Είτανε γυναικήσιες φωνές.

Δέσπω. Ο Χάρος έχει πάλι βαλμένο το μαύρο του χέρι. Παιδιά δε μου μένουνε να του δώσω, ανοίξτε του να μπη και να πάρη εμένα. (Σκύβει η Γαρουφαλιά κ' οι δυο γειτόνισσες με τα φανάρια, και βλέπουν την Αρετούλα).

Αρετ. (με μισοπνιγμένη φωνή). Πεθαίνω, πεθαίνω, μαννούλα!

Δέσπω. Αρετούλα μου! (Πέφτει απάνω της, και πεθαίνουν κ' οι δυο τους).

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝA

                                  Σελ.
Πρόλογος …………………….. 9
Η Μαζώχτρα ………………….. 23
Καλλίτσα …………………… 111
Μαριγή …………………….. 132
Τόμορφο το χωριό ……………. 143
Χαρά ανίκητη ……………….. 157
Ο Καπετάν Σταμάτης ο Πολίτης …. 165
Ο θάνατος του Τραμουντάνα ……. 171
Η λαχτάρα του Γέρο Ανέστη ……. 178
Ο Βουρκόλακας ………………. 185

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΝΟΥΡΗ

1900 — 2845

ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
Νησιώτικες Ιστορίες ….. Δρ. 2.
Φυλλάδες τον Γεροδήμου …» 2.50

Δραχ. 3.

Τυπογραφείο "Εστία„ Κ. Μάισνερ και Ν. Καργαδούρη 2345.

***

1) Τα πιώτερα της Ιστορίας αυτής είνε παρμένα από τα Ταξίδια του Pashley, Τόμ. Α' 301/303, και Τόμ. Β' 160/174: είνε δηλαδή αληθινά, καθώς και πολλά της «Μαζώχτρας». Κ' έτσι βγαίνει σωστή η αγγλική η παροιμία, πως «η αλήθεια είνε κι από το παραμύθι πιο παράξενη».

2) Αληθινή κι αυτής της ιστορίας η ουσία. (Mendelsson Bartholdy, ιστορ. Ελλ. Επαν. Α'. Τόμος, Ε'. Βιβλίο).