Title: Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου
Author: G. M. Vizyenos
Release date: October 25, 2010 [eBook #34133]
Most recently updated: January 7, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for his major work in proofreading
Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
his major work in proofreading
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words have been included in &. Footnotes have been converted to endnotes.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
[Εικόνα]
…επερίμενα ακόμη μια στιγμή, για να μην πάρω το κρίμα στο λαιμό μου — κ' ύστερα ετράβηξα.. . (Σελ. 77)
Εκείνος που μου πρωτοανάφερε το όνομα του Βιζυηνού είταν ο φίλος μου ο καημένος, ο συμμαθητής μου κι ο σύντροφος. Αγαπούσε την ποίηση, μα περισσότερο αγαπούσε να τρέφη και να τονώνη την αγάπη τη δική μου προς το τραγούδι· προς το τραγούδι καθώς χύνοταν και καθώς κυριαρχούσε στην Αθήνα με τη Μούσα του Παράσχου και του Παπαρρηγόπουλου, με πολλούς από τους βραβευμένους και από τους αβράβευτους των ποιητικών διαγωνισμών, με την κριτική σοφία των καθηγητών που είτανε, από το Πανεπιστήμιο μέσα, των διαγωνισμών εκείνων, σε φυλλάδια τυπωμένων, οι εισηγητές. Ο φίλος μου κρατούσεν εμένα ενήμερο σε όλα τα νέα τα φιλολογικά της εποχής. Αυτός με ξάφνισε με το θάνατο του Βασιλειάδη, που έκαμε να μαυροφορέση με νέο πένθος η παρνασσική νεολαία του καιρού ύστερ' από το χαμό του Παπαρηγοπούλου· αυτός μου έφερε τον «Παρνασσό», έκδοση ανώνυμη του Ιωάννη Παπαδιαμαντοπούλου, του δοξασμένου ύστερα Μορεάς, με τα «εκλεκτά τεμάχια των συγχρόνων ποιητών» — στα 1873 — και με το «Γοργόν Ιέρακα» του Αλεξάνδρου Ραγκαβή, σκαλισμένο, για να περιφυλαχτή σε ακριβή κασσετίνα, χρυσαφικό μπροστά στα χοντροδουλεμένα στιχουργικά μαστορέματα των άλλων. Αυτός αντέγραφε για μένα στίχους επί στίχων, από τα ελεγεία τα ρωμαντικά του Αχιλλέως Παράσχου ίσα με τα παθητικά βογγητά της Φωτεινής Οικονομίδου, Σαπφώς που ντρεπόταν παστρικά να μιλήση. Ο φίλος μου ήρθε κάποτε στο σπίτι μου λαχανιασμένος. Μου έφερε τη σημαντικώτατην είδηση πως νέος και μεγάλος ποιητής γεννήθηκε στην Αθήνα, που μπροστά του δύσκολα πια θα μπορούσαν οι άλλοι να κρατηθούν ορθοί. Το νέο μετέωρο είταν ένα αγόρι αμούστακο, έλεγε, που ακόμα δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο. Η καταγωγή του, από την Πόλη· μαθητής του Ηλία Τανταλίδη, της «αηδόνος του Βοσπόρου», καθώς τότε συνειθίζανε οι θαυμαστές του να τον αναφέρουν τον τυφλό χριστοπουλικό ποιητή· μαθητής του και στο σχολείο, μα και στην τέχνη την ποιητική, κληρονόμος του και διάδοχός του ο Γεώργιος Βιζυηνός. Απρόσβλητο πιστοποιητικό της αξίας του ο «Κόδρος», το επικό του ποίημα που το είχε στείλει στο Βουτσιναίο διαγωνισμό του 1874, και που πήρε το βραβείο, τη δάφνη με τις χίλιες δραχμές. Κριτικός εισηγητής μέσα σ' εκείνο το διαγωνισμό και διαλαλητής της ανατολής του νέου άστρου ο Αλέξανδρος Ραγκαβής πάντα. Είταν αυτό, το δεύτερο πραξικόπημα της κάπως ταχυδαχτυλουργικής ευφυίας της πολύτροπης αυτής κορυφής τότε μέσα στη φιλολογία μας· το πρώτο είτανε το βραβείο που έδωκε στον «Αρματωλό», ενός άλλου Γιώργη, στα 1862, ενός Βουλγάρου που άκουγε στόνομα το ελληνικό Σταυρίδης. Μα τον καιρό που ζούσαμε, ο φίλος μου κ' εγώ, δεν ψιλολογούσαμε τα πράγματα. Το άκουσμα του Βιζυηνού μου καρφώθηκε στη σκέψη. Νέος ποιητής, διαφορετικός απ' όσους συνείθιζα να διαβάζω, ναντιγράφω, ναγαπώ και ναποστηθίζω. Πότε και πώς θα γνωριστούμε με τον ποιητή του «Κόδρου»! Όταν μου ήρθε το βιβλίο, ρίχτηκα να τους ρουφήξω τους στίχους του. Στη γλώσσα του, όλος ο αλύγιστος από τα λεξικά σχολαστικός αρχαϊσμός του Τανταλίδη, όχι βέβαια στα δημοτικά του τραγουδάκια, ακόμα υποφερτά και κάπου κάπου και χαριτωμένα, αλλά στα «Ιδιωτικά στιχουργήματα» τα βυζαντινικώτατα. Στο μετρικό του σχήμα, η «Τουρκομάχος Ελλάς» του Αλεξάνδρου Σούτσου. Στην ουσία του και στη σύνθεσή του η ηρωική θυσία του αθηναίου βασιλιά μεταμορφωμένη σε μιαν αδέξια ιλαροτραγωδία αισθηματολογική. Κράτησα στη μνήμη μου την αρχή του «Κόδρου»:
Μικρόν αφείσα τον Ελικώνα, Ω Μούσα, κόρη του ουρανού, μυσταγωγός μου προς τον αιώνα των ισοθέων παραγενού. Προ του νοός μου κρατούσα φάρον μακρών αιώνων τον πέπλον άρον, επί Πηγάσου ανάγαγέ με παρά τας όχθας του Κηφισσού και μ' ένα κλάδον στεφάνωσέ με του καλλιδάφνιδος Παρνασσού.
Από τα προπύλαια αυτά μπορεί κανείς να λάβη καθάρια ιδέα της όλης οικοδομής. Εννοείται πως ο βραβευμένος «Κόδρος» όσο κι αν τον εθαύμασεν ο Ραγκαβής και μετρημένοι στο πλάι του ασπρομάλληδες δασκάλοι, γέννησε απορίες και ξύπνησε θυμούς μέσα στους κύκλους και των νέων μουσοπόλων που φιλοδοξούσανε τις δάφνες και τις χίλιες του Βουτσιναίου και των άλλων που κρατούσανε στην Αθήνα τα σκήπτρα της ποιητικής. Ο παρείσαχτος αυτός Ανατολίτης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης που τόλμησε με το τραχύ φύσημα μιας γκάιδας, παρουσιασμένης με κλασικήν επισημότητα αυλού του Πανός, να σκεπάση τις καντάδες που ωργάνωναν κάτου από το ρωμαντικό πια φέγγος της αττικής σελήνης μπροστά στη λάμψη του «Φανού του Κοιμητηρίου των Αθηνών» οι κιθάρες και τα μαντολίνα των λογής Παράσχων και Παπαρρηγόπουλων! Κι αφού, αγύμναστος ακόμα τότε σε κάποιο με κριτική προσοχή εξέτασμα των έργων, παιδί του σκολειού υπνωτισμένο από τη στίχο, χάρηκα τα πολυσέλιδα δεκάστιχα του «Κόδρου», δοκίμασα και τη συγκίνηση την άλλη: του σκεπτικισμού· της αμφιβολίας δηλονότι και της υποψίας μήπως ο «Κόδρος» αυτός δεν άξιζε όσο ήθελαν να μας τον παραστήσουν οι βραβευτές του και μήπως για την περίστασην αυτή θα έπρεπε να χρησιμοποιηθή ο γνωμικός στίχος του διδασκάλου ίσα ίσα τον Βιζυηνού, του Τανταλίδη: «Δεν είναι αδάμας ό,τι στίλβει και εκθαμβοί το όμμα — Ούτ' ευώδες είναι ρόδον ό,τι ρόδου έχει χρώμα». Στου άλλου είδους τη συγκίνηση μου έδωκε αφορμήν η «Εφημερίς των Συζητήσεων» το αθηναϊκό φύλλο που έβγαινε τότε καθ' εβδομάδα, όργανο των πολιτικών ιδεών των δύο Δεληγεώργηδων, του Επαμεινώνδα και του Λεωνίδα. Μέσα σ' αυτό το φύλλο παρουσιάζονταν κάποτε, στην εφημερίδα δίνοντας όψη φιλολογικού περιοδικού, δύο νέοι, αγαπημένοι των Μουσών από τους αξιολογώτερους: δυο Γιάννηδες· ο Παπαδιαμαντόπουλος και ο Καμπούρογλους της «Ακροπόλεως» και του «Φαέθωνος», ποιημάτων, λεγόμενων επικολυρικών που βάλθηκαν να συνεχίσουν, μα που την αδυνάτιζαν δυστυχώς, την παράδοση του Ραγκαβή με το «Διονύσου πλουν» και του Παπαρρηγοπούλου με τον «Ορφέα» και με τον «Πυγμαλίωνα». Στην «Εφημερίδα των Συζητήσεων» φάνηκε μέσα σε δυο τρία της φύλλα αράδα αράδα, μία εκτεταμένη επίκριση τον «Κόδρου», γραμμένη από τον Καμπούρογλου. Πάντα με σκοπό πολεμικό, να ρίξη κάθε τι που θα μπορούσε ορθό να απομείνη για την αξία του «Κόδρου», μα και φερμένη σε τέλος με αρκετή δεξιοσύνη, οδηγημένη από κάποια μάθηση, όχι και πολύ συνειθισμένη για την εποχή, καθώς δα πάντα συμβαίνει. Έτσι το δαφνοφορεμένο αυτό ποίημα απόμεινεν ένα απλό μαθητικό γύμνασμα μ' ένα γυάλισμα μόνο αγυρτικό. Αργότερα και ο Εμμανουήλ Ροΐδης σε μια του επιγραμματική παρέκβαση των πολύκροτων μελετημάτων του «περί συγχρόνου κριτικής και ποιήσεως» θα τον αναφέρη καταφρονητικά το Βιζυηνό βαλμένο στον κατάλογο των κακών και μέτριων λογής στιχοπλόκων, άδικα πολύ και απρόσεχτα, καθώς το πάθαινε κάποτε ο Ροΐδης, θύμα της εμπιστοσύνης του προς την οξυδέρκεια του μυαλού του και προς την πολυγνωσία του.
Έτσι μέσα στη νέα μου φαντασία που σχεδόν ποτέ δε γνώρισε την καταφρόνια και την ψωροπερηφάνια, που πήγαινε όλο και διψώντας θαυμασμούς και λατρείες, ο Βιζυηνός είχε αρχίσει να κατεβαίνη, να τρικλίζη, και να θολώνεται· το ευτύχημα είναι πως φρόντισε να αποκατασταθή στη συνείδησή μου, απλούστατα, με τις «Άρες, Μάρες, Κουκουνάρες». Είταν η συλλογή που βραβεύτηκε μιαν άλλη φορά στον ίδιο το διαγωνισμό, κάμποσα χρόνια ύστερα από το παρουσίασμα του «Κόδρου». Σ' αυτό τομεταξύ ο νέος ποιητής που είχε τύχη να του γίνη προστάτης ο πλούσιος ομογενής Ζαρίφης επεράτωσε στο Γυμνάσιο τη σπουδή και αναζητώντας πλατύτερο στάδιο προκοπής τράβηξε κατά τη Γερμανία για να σπουδάση τη φιλοσοφία στα σοφά της τα Πανεπιστήμια. Εισηγητής κριτής της νέας ποιητικής συλλογής, πλουσιώτατης από τέσσερες έως πέντε χιλιάδες στίχους, ένας άλλος ποιητής καθηγητής, ο Θεόδωρος Ορφανίδης. Ο Ορφανίδης, και χωρίς να κατέχη κάποια λεπτή κριτική όσφρηση, και με όλη την κάπως στοιχειώδικη και πρόχειρα μαγειρευμένη καλαισθησία στον κύκλο των πνευματικών Αθηνών, όμως ξεχώρισε αμέσως τη μεγάλη διαφορά μεταξύ των άλλων υποψήφιων στιχοπλόκων για τα βραβεία των διαγωνισμών και του καινούριου κομήτη. Οι «Άρες — Μάρες — Κουκουνάρες» που και μόνος ο τίτλος τους ο αποκρηάτικος έκοβε αναγελαστικά, στριγγόηχα, τη μονότονη μαλακή δακρυόπνιχτη δοξαριά του βιολιού των Αθηναίων, είναι οι ονομασμένες ύστερα, ξαναφερμένες δηλαδή στο σοβαρό τους όνομα «Βοσπορίδες Αύραι». Αυτές δεν κατώρθωσαν ακόμα να ιδούν το φως του βιβλίου για να κριθούν καθώς πρέπει, και μήτε που ποτέ θα το ιδούν, καθώς πάντα σχεδόν σ' εμάς αναβαίνει, όταν έκθετα μείνουν τα πνευματικά παιδιά ενός πατέρα, είτε από θάνατο, είτε από άλλο δυστύχημα, όποιο. Ευτυχώς μέσα στην έκθεση του εισηγητή της κριτικής επιτροπής βρίσκονται ριμμένα κομμάτια από το έργο αρκετά και χαραχτηριστικά. Βλέπεις εκεί κάποια δύναμη που αρχίζει να γίνετ' αισθητή μπροστά στην αδυναμία των ήχων των άλλων. Ο τανταλιδισμός και ο φαναριωτισμός, ο ραγκαβισμός και ο λογιωτατισμός τα σημαδεύει ακόμα τα κομμάτια εκείνα· μα οι χορδές της λύρας και πλουσιώτερες είναι και θέματα εγγίζει ο νέος ποιητής και πλατύτερα και λιγότερο τριμμένα και δεξιώτερα ταγγίζει· η καθαρεύουσα και η δημοτική χωρίς να τανακατώνονν τα σύνορά τους και να τραβοχτυπιούνται στον ίδιο το χορό, περπατούνε στο δρόμο της η καθεμιά παράλληλα, με το φιλότιμο σκοπό να πάνε όλο και μπροστά. Η καθαρεύουσα ψάλλει επιβλητικά: «Λυσσά καταιγίς εις αγρίους δρυμούς — Και θύελλα μαύρη μαστίζει τα όρη. — Με κόμην λυτήν, απλανείς οφθαλμούς — Προβαίν' η κατάρατος Κόρη. — » Και η δημοτική αλαφρά παιγνιδιάρικα γλυκοτραγουδεί: «Ουδέ τάστρο της αυγής — έχει τόση χάρη — όσον έχεις όταν βγης — χαρωπό καμάρι». Αλλά τη φυσιογνωμία των «Βοσπορίδων Αυρών» μας δίνουν να καταλάβουμε καθαρά, και τελειωτικά τα δυο μεγάλα επικοδραματικά ποιήματα που ο ίδιος ο ποιητής γυρίζοντας από τη Γερμανία τα απάγγειλε, θεατρικά, από το Βήμα του Συλλόγου «Παρνασσού» και η «Νέα Εφημερίς» με διευθυντή τον Ιωάννη Καμπούρογλου, τον ίδιο αυστηρό κατακριτή του «Κόδρου», τα τύπωσεν εξαιρετικά στο φύλλο της, με μια κριτική προσωπογραφία του ποιητή, αντίθετα τώρα γεμάτη από εκτίμηση κι από θαυμασμό· σημείωμα, βέβαια κριτικώτερο από το πρώτο· γιατί πάντα σχεδόν η κριτική της προκοπής από τη συμπάθεια ξεκινεί κι από την αγάπη φωτίζεται. Τα ποιήματα είναι «Η Μητέρα των Επτά» και ο «Πύργος της Κόρης». Τα δυο ποιήματ' αυτά μου προξένησαν εντύπωση που ακόμα και τώρα αισθάνομαι τα σημάδια της μέσα μου. Ξεχωρίζανε και με το περιεχόμενο και με την τεχνοτροπία τους από τα έργα που ως τότε συνήθιζα να προσέχω και να ερωτεύωμαι. Ο «Πύργος της Κόρης», μαγικό παραμύθι που μέσα του το ρυθμικό βούισμα των κυμάτων του Βοσπόρου συνταιριάζονταν αρμονικά και μυστικά με το τραγούδι που τραγουδούσαν οι νεράιδες, και στο βάθος η Πόλη των ονείρων μας με το φωτοστέφανο τον πλεγμένο για κείνη από παράδοση μαζί και ιστορία· το ποίημα τούτο έντυνε με φόρεμα ελληνικό, και με όλο το τεχνητό της καθαρεύουσας, τη γερμανική ελληνολάτρα χάρη των διηγηματικών ποιημάτων του Σίλλερ. Αντίθετα, και παραστατικώτερ' ακόμα με μια γλώσσα λαϊκή ολοζώντανη, και σημαντικώτερα για την ιστορία της νεοελληνικής ποίησης η «Μητέρα των Επτά» πρόσθετε μια νέα πατριδολάτρισσα χορδή στην εθνική μας λύρα, ως την ώρα εκείνη αδοκίμαστη. Στην ηρωική παράδοση του 21 που λάμπει στο βάθος πια του πίνακα του ιστορικού, γεμισμένη από την κλέφτικη λεβεντιά της Ρούμελης, κυβερνημένη από τα σπαθιά κι από τα καρυοφύλλια των αρματωλών και των καπετάνιων, βαλμένη αγνάντια, η τραγική παράδοση που ξεδιπλωνέται μπρος στα μάτια μας, επίκαιρη, ατέλειωτη, σπαραχτική, στη γη της Θράκης, της πότνιας κοιτίδας του τυραννισμένου πάντα και του πάντα φωτοστύλωτου Ελληνισμού, ύστερ' από τον αδούλωτο κλέφτη ο δούλος, πότε σπάρασμα στα χέρια του Τούρκου, πότε παιγνίδι στα συμφέροντα του Ρώσσου. Η πατρίδα τον Βιζυηνού, καθώς και αλλού το παρατήρησα, δεν είναι η τετράπλατη Ελληνική Πολιτεία του Ρήγα, δεν είναι του Σολωμού η «Μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα». Είναι η σκλάβα η μητέρα, η δόλια η ρωμιωσύνη, του ραγιά η γεννήτρα. Το πατριωτικό τραγούδι τον Βιζυηνού δεν πινδαρίζει, δε ρωμαντίζει. Ξεφωνίζει και ξεσπά, και σκίζει τα ρούχα του, καθώς λέμε, και ρίχνει ανάθεμα. Είναι ο ραγιάς, ο δούλος, ο δεμένος, ο άμαχος, ανάμεσα του Τσερκέζου και του Κοζάκου, κοπάδι για τα χέρια και για τα μαχαίρια δυο μακελλάρηδων. Είναι η πατριωτική καταπιεστική τραγωδία τον 1878, πόσο διαφορετική από τη θριαμβευτική εποποιία που ύστερ' από σαράντα χρόνια συνταράζοντας την ελληνική ψυχή, θα φέρη μπρος στα μάτια μας την ίδια Θράκη, την πρωτόγονη πατρίδα και της θρησκείας και του τραγουδιού, καθώς ανθίσανε στα βάθη της ελληνικής ψυχής για ναναδώσουν ύστερα, πόσο πλούσιους καρπούς, τα δυο τούτα χιλιάκριβα δώρα, θα τη φέρη με το στεφάνι του απολυτρωμού, με τα χέρια της απλωμένα προς την αγκαλιά της «Μεγαλόψυχης Μητέρας» και με το μέτωπο γερμένο προς το φίλημά της. Ο Βιζυηνός, ο απλός και χαροποιός τραγουδιστής της Βυζώς, του τόπου που τον εγέννησε, είναι ο κατ' εξοχήν αφελής ραψωδός της Θράκης με τα ιερά παραδομένα της κι από τη δημοτική παράδοση κι από την ιστορία.
Γι' αυτό η Μεγάλη Ιδέα με τα δυο της χερουβικά συμβολικά φτερά που την ανυψώνουν ολόφωτη στων εθνικών ιδανικών τους κόσμους, το χτίσιμο της Αγίας Σοφίας και το πάρσιμο της Πόλης με τη μυστική εξαφάνιση τοΥ τελευταίου της Αυτοκράτορα, είναι η Μούσα και του Θρακιώτη ποιητή, που έτσι με τις ενθύμισες του χωριού του (η μάννα του και η Μαριώ κατανυχτικά ή παιγνιδιάρικα πρωταγωνιστούν εκεί), και με τις παραδόσεις της μητρικής του γης («Αι Νηρηίδες παρά τω λαώ της Θράκης», ο «Σοφιανός», ιστορία που την άκουσε από τη μητέρα του), καταρτίζει ολόκληρο σχεδόν τον κύκλο του επικού του λυρισμού. Ο Βιζυηνός, μολονότι καλοσπούδασε φιλοσοφικά στη Γερμανία, δε φαίνεται πώς άμεσα τραβιέται από τα θέματα τα φιλοσοφικά, ποίηση και φιλοσοφία κρατιούνται από κείνον η καθεμιά στα σύνορά της μέσα απαρασάλευτη, εξαιρετικά η καθαρή σκέψη παίρνει να τραγουδήσει στους στίχους του, και «η Αφροδίτη», το αστέρι και το τραγούδι της Αγάπης το διανοητικό, είναι σαν ένας ήχος πλάγιος βαρύς που τον ακούμε κάπως ξαφνισμένοι.
***
Αλλ' εκεί όπου το αίμα του Βιζυηνού δείχνεται καθαρώτερα, γιατί εκεί ο συγγραφέας παραστατικώτερος και δυνατώτερος, είναι όχι ο στίχος του τόσον, όσον ο πεζός του λόγος. Το διήγημα. Ο στίχος του, καθώς και αλλού το παρατήρησα, καλά εξετασμένος, φανερώνεται σαν ένας σταθμός για να τραβήξη ο ποιητής προς το δρόμο του πεζού λόγου, εκεί όπου ελευθερώτερα περπατεί και κάθεται αναπαυτικώτερα. Τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι σφραγισμένα ασφαλέστερα, είναι κάπως ανώτερ' από τα ποιήματά του. Μάλιστα ο λυρισμός, το δείγμα δηλονότι του υποκειμένου μας το ψυχολογικώτερο και το ιδιαίτερα ξεχωριστό, εκεί, στον πεζό λόγο του Βιζυηνού ξεσκεπάζεται και φτάνει στο σκοπό του εντελέστερα. Προτιμώ να μεταφέρω εδώ το στοχασμό μου, πάντα μέσα μου αμετάβλητο σχεδόν, για το διήγημα του Βιζυηνού, καθώς από χρόνια τώρα τον είχα ρίξει κάπου: «Η γη της Θράκης, εις της οποίας την φύσιν και την ιστορίαν συνεκεντρώθη ό,τι λαμπρότερον και ωραιότερον, ό,τι ζοφερώτερον και σπαρακτικώτερον έχει να επιδείξη η Ανατολή, η μαγική αύτη πυξίς, μέσα εις την οποίαν περιφυλάσσονται ανεκτίμητα κειμήλια του εθνικού βίου και της ποιητικής εμπνεύσεως από της μυριοποθήτου βασιλίσσης, της Σταμπούλ μέχρι της πτωχής και μαρτυρικής Βιζύης όπου εγεννήθη ο ποιητής, γοργώς, παροδικώς, αλλά με καινοπρεπή ζωηρότητα εμφανίζεται μέσα εις τα διηγήματα εκείνα η Ανατολή εις ό,τι έχει χαρακτηριστικώτερον, εις των μύθων και των παραδόσεων την γοητείαν, εις την λαμπρότητα της φύσεως και την νωθρότητα των κατοίκων, εις των ανθρώπων την ιδιάζουσαν απλοϊκότητα, εις της συγχρόνου ιστορίας τας περιπετείας και τας βασάνους, εις των δύο από αιώνων αντιμαχομένων φύλων την συνάντησιν και την αντίθεσιν εν τω βίω της ειρήνης και τη φρίκη τον πολέμου. Εις τα Διηγήματα του Βιζυηνού εναρμόνιον αποτελούσι κράμα τα αναπτυσσόμενα πράγματα και το υποκείμενον του αναπτύσσοντος αυτά συγγραφέως, αχωρίστου εξ αυτών και εξηγούντος και νόημα παρέχοντος εις εκείνα. Εις τα διηγήματα αυτά, εντυπώσεις και αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, της νεανικής ηλικίας, ως είδος τι οικογενειακών απομνημονευμάτων, το πρόσωπον του συγγραφέως, εξερχόμενον επί της σκηνής, διαδραματίζει ουσιώδες μέρος· διά τούτο και η αλήθεια αυτών έχει τι το οικείον και το ψηλαφητόν, το αρρήτως ειλικρινές, το προκαλούν ευθύς εξ αρχής την εμπιστοσύνην, το επιτείνον την συγκίνησιν». Και καθώς τότε προχωρούσα καταγράφοντας την εντύπωσή μου από το βιζυηνικό διήγημα, μόλις άγγιζα μια σύγκριση μεταξύ της τέχνης δυο άλλων, ανάμεσα στους πρώτους, διηγηματογράφων μας· τον Παπαδιαμάντη τον ωνόμαζα ειδυλλιακό, ηρωικό τον Καρκαβίτσα και δραματικό το Βιζυηνό. Και, βέβαια, το δραματικό στοιχείο, έχει πολύ να κάμη εκεί. Σχετίζεται το διήγημα του Βυζυνού με το μυθιστόρημα από την κλίση του συγγραφέα του προς τις περιπέτειες και προς τα γεγονότα τα εξωτερικά και τα περίπλοκα, ικανά για να συγκρατούν και την περιέργεια του από χοντρότερο κάπως ύφασμα καμωμένου αναγνώστη· αλλά τον επιφυλλιδογραφικό χαραχτήρα της εργασίας του είδους αυτού τον εξευγενίζει οπωσδήποτε η τέχνη του ποιητή. Η τέχνη αυτή δίνει και στο δραματικό στοιχείο μιαν ευμορφιά πνευματικώτερη. Στα δάχτυλα μετρούνται τα διηγήματα του Βιζυηνού· μα και γι' αυτό το καθένα μπορεί να κρατηθή στη μνήμη του καλαισθητικά αναθρεμμένου αναγνώστη μέσα σε μια κορνίζα ξεχωριστή. Το «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι δράμα, και με κάθαρσιν μάλιστα. Δράμα και «Αι Συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», όσο κι αν το φωτίζει κάποιο φως μυστηριακό σαν ξεχυμένο από μια γερμανικής ψυχογραφίας θαμπωμένη πηγή, καθώς είναι και οι ήρωές του πλάσματα γερμανικής ευαισθησίας. «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» είναι για μένα το έργο που ο διηγηματογράφος και ο ποιητής, ο αφελής ιστοριστής ενός παραμυθιού και ο υποβλητικός ζωγράφος μιας ψυχής που υψώνεται ίσα με το νόημα ενός συμβόλου ζουν εκεί αδερφωμένα και συγκυριαρχούν. Δράμα, σαν ονειρόδραμα. Ο παράξενος Παππούς, ο αρσενικοθήλικος, μα πόσο συμπαθητικός, παράλληλα και αντίθετα με τη συμβία του την αντρογύναικα, που είναι η θέληση και η ενέργεια, μπροστά σ' εκείνον, την αδράνεια και το ρεμβασμό. Αλλά ο ρεμβασμός υπερκόσμιος, με όλο το πλέξιμο της κάλτσας που είναι η μοναδική του εξωτερική, επαγγελματική, τρόπον τινά ασχολία του. Κάθεται στην κορφή ενός λόφου, και από τα ύψη του ξαγναντεύει στα βαθιά των οριζόντων ως γην επαγγελίας κάποιο τύμβο που η κορφή του φαίνεται στα μάτια του ονειροπλέχτη του παππού, φαίνεται πως εγγίζει τον ουρανό. Ποτέ του δεν ταξίδεψε, και όμως πόσες ιστορίες ξέρει θαυμαστές που θαυμαστότερα τις διηγείται! Τύπος υπονοητικώτατος και υψηλότατος ανάμεσα σε όλους που έπλασε ποιητής μέσα σε διήγημα ελληνικό, γαληνός και βαθυστόχαστος, παρθενικός και νεαρός κάτου κι απ' όλα του τα χρόνια, συμβολίζει χαριέστατα το νου το στοχαστή, πάντ' απάνω από την ύλη.
Ο «Μοσκώβ Σελήμ» μας μεταφέρει σε κόσμους εντονώτερα και πολύ συνταραχτικώτερα ψυχολογικούς. Το δράμα πλέκεται μέσα στην ψυχή του ήρωα, συνταιριασμένο με τα εθνικά μας τα μίση, δεξιά, πρωτότυπα. Κριτικός από τους νεώτερους και προσεχτικότερους ανάμεσό μας, ο κ. Άριστος Καμπάνης (1) αποκαλεί το διήγημα τούτο «αριστούργημα» και τελειώνει ως εξής το χαραχτηρισμό του για το Βιζυηνό διηγηματογράφο: «Τα διηγήματά του τον τάσσουν εις την κορυφήν της φιλολογίας του είδους: Διότι εγνώριζε να βλέπη εις το βάθος των πραγμάτων, νανακαλύπτη «την συγκοινωνίαν των ψυχών υπό την ύλην» κατά την φράσιν ενός εκ των ηρώων του, και διότι μας αναγκάζει, εις τας λεπτοτέρας στιγμάς των διηγήσεών του, νανοίγωμεν τα μάτια πολύ πολύ «δια να μη σταλάζουν τα δάκρυά μας».
Αλλά τελειώτερα θα μπορούσε να θεωρηθή με το χάρισμα κάποιας υπεροχής αγνάντια στάλλα του Βιζυηνού πεζογραφήματα το διήγημα που έδωκε την αφορμή στα προλογικά μου σημειώματα του βιβλίου τούτου: «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου». Αυτό είναι, θετικώτερα, το διηγηματογραφικό αριστούργημα του Βιζυηνού, καθώς συγκεντρώνει στα φύλλα του όλων των άλλων δεξιά συμπλεγμένα και συγκεντρωμένα τα χαρίσματα: την τραγωδία, την ηθογραφία, το χρώμα το τοπικό, την ποίηση με το λυρισμό, τη σπαραχτική συγκίνησι, το κέφι το ανατολίτικο, την ωραία πιστή και όμως πολύ πιο πέρα από τη φωτογραφία προχωρημένη αναπαράσταση τόπων, καιρών, ψυχών, προσώπων. «Οικογενειακή τραγωδία, καθώς και άλλοτε την είπα, εν αδιασπάστω συνοχή πλεκομένη και λυομένη» . Ο Κιαμήλ ο φονιάς ενός ανθρώπου, φονιάς πόσο συμπαθέστερος από το θύμα του, αθώος κακούργος, τρελός ύστερα πραότατος, ένα κήπο καλλιεργεί και τριαντάφυλλα μέσα στον κήπο, για να τα ξαναφυτεύη τα τριαντάφυλλ' αυτά στον τάφο εκείνον που σκότωσε. Προφητικό εξάγγελμα της μοίρας του ίδιου του συγγραφέα, που τελείωσε τη ζωή του στο περιθώριο τον κόσμου, τρελός μέσα στου Δρομοκαΐτη· μα και μέσα εκεί ακόμα, σαν επάνω στο μνήμα του λογικού του, καλλιεργούσε τα ρόδα της ωραίας τον τέχνης, με στίχους — είν' οι τελευταίοι του — απροσδόκητα και στον πόνο τους και στο ρυθμό τους, εκφραστικούς:
Σα μ' αρπάχτηκε η χαρά που χαιρόμουν μια φορά έτσι σε μιαν ώρα, όλα αλλάξαν τώρα μέσ' σ' αυτή τη χώρα. Κι από τότε που θρηνώ το ξανθό και γαλανό, το ουράνιο φως μου, μετεβλήθη εντός μου κι ο ρυθμός του κόσμου.
Κατά τα 1884 είχε γυρίσει ο Βιζυηνός στην Αθήνα από την Ευρώπη μ' ένα τόμο του χοντρό καλοτύπωτο στη Λόντρα. Κάτι για να τη ζηλέψουμε τότε και την εμφάνιση του Βιζυηνού, ονομαστού από τότε για μένα ποιητή, πολύ περισσότερο προχωρημένου από μας, που μόλις τότε, δειλά τολμούσαμε τα πρώτα μας βήματα να δοκιμάσουμε, και στην εργασία μας και στη φήμη μας. Ό τόμος ήταν «Αι Ατθίδες Αύραι» που ανθολογημένο μέσα του βρίσκεται όλο σχεδόν το έργο το επικολυρικό του Βιζυηνού από τα απλά τανταλιδικά του χωριού του τραγουδήματα, ίσα με τα σιλλερικά του πλατιά πλατιά ρυθμισμένα &βαλλίσματα&, καθώς ήθελε να λέγεται η &μπαλάττα&, και καθώς μας έδωκε μια σπουδαία μελετημένη μονογραφία της ιστορίας, της σημασίας και της ομορφιάς των ποιημάτων του είδους αυτού μέσα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Ο αλησμόνητος Κασδόνης, ο φιλότιμος και πρωδευτικός εκδότης της «Εστίας», περιοδικού τότε, πρόθυμα φιλοξένησε στο φύλλο του τα διηγήματα του Βιζυηνού· είχε καταλάβει την αξία τους και πως μεγάλωναν το φως της πρωτότυπης ελληνικής διηγηματογραφίας, πρωτοφωτισμένης τότε με τη χάρη της αυγής από τις ιστορίες τον Βικέλα και του Δροσίνη. Όμως η ζωή του Βιζυηνού της μοίρας του είτανε να καταλήξη όλως αντίθετα με ό,τι θα ταίριαζε να της είχε προετοιμάση μια μύηση και μιαν αφωσίωση και στην τέχνη και στην επιστήμη, στην ποίηση και στη φιλοσοφία, που είχε ξεκινήση από νωρίς ορμητικά και ακούραστα και είχε μπη σε δρόμο δαφνόστρωτο. Την τελευταία φορά που ζωντανό τον είδα, είτανε στο γραφείο της «Εφημερίδος» . Ήρθε συντροφεμένος από δυο φίλους του. Μου γύρεψε χαρτί. Πήρε την πένα, σημείωσε βιαστικά με γράμματα που μόλις διαβάζονται: «Σήμερον το εσπέρας τελούνται οι γάμοι του μεγάλον ποιητού Βιζυηνού μετά της…» Εδώ σταματά το γράψιμο· το χαρτί με το σημείωμα το κρατώ από τότε σε κάποιο βάθος του συρταριού μου. Τον ξανάειδα άλλη μια φορά νεκρό στην κηδεία του. Από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου έως το νεκροταφείο είχε την καλωσύνη ο Δημήτριος Κορομηλάς να με πάρη στο αμάξι του. Μέσα σ' αυτό καθισμένοι καθώς πρέπει και δυο άλλοι άγνωστοί μου κύριοι. Μιλούσανε για το νεκρό με συμπάθεια και δίνανε πληροφορίες για τη ζωή του. Ύστερα έμαθα πώς ήτανε κι αυτοί δυο κάτοικοι του Δρομοκαΐτη, αδέρφια στην τύχη με το Βιζυηνό. Στο νεκροταφείο, μπροστά στο μνήμα του Τοσίτσα σε πολύ μετρημένο ακροατήριο επιτάφιοι ρήτορες αποχαιρετίσαμε το Βιζυηνό ο Αριστοτέλης Κουρτίδης κ' εγώ (2)
— Σήμερα πια θα φάγω μια βούκα ψωμί να πάγη στην καρδιά μου! — Είπεν η μήτηρ μου καθεζομένη μεταξύ εμού και του αδελφού μου παρά την λιτήν τράπεζαν, ην ο υπηρέτης είχε παραθέσει εις το δωμάτιόν μας.
— Πρώτα κάμε το, και ύστερα πε το, μητέρα.
— Απήντησε πειρακτικώς ο αδελφός μου, διότι από τινος πολλάκις μεν ήκουε την καλήν ταύτην πρόθεσιν, ποτέ όμως δεν την έβλεπε πραγματουμένην.
Η μήτηρ, συνετισμένη εις παρομοίας του νεωτέρου της υιού παρατηρήσεις, ουδ' επρόσεξε καν εις τους λόγους του. Αλλ' επιστραφείσα προς την όπισθεν αυτής θύραν, ίνα βεβαιωθή ότι είναι κεκλεισμένη:
— Και μη μου αφήσετε, είπεν, αυτή την σ ε ι σ ο υ ρ ά δ α να ξαναμβή δω μέσα. Ω, χαρά στο μας αλήθεια, σταις τ ο ύ μ π α ι ς και τους σάλτους!
Σ ε ι σ ο υ ρ ά δ α ήτον ο Γάλλος υπηρέτης του επί τον Βόσπορον ξενοδοχείου, εν ώ η μήτηρ μου ήλθε να με συναντήση, μόλις αφικόμενον εκ της Εσπερίας. Το πρωτοφανές δια την επαρχιώτιδα σχήμα του φ ρ ά κ ο υ, αι συνεχείς του καταξυρίστου Γάλλου υποκλίσεις, ενέπνευσαν εις αυτήν ευθύς ες αρχής ακατάληπτον αντιπάθειαν. Και το χειρότερον ήτο, ότι ο δυστυχής υπηρέτης προσπαθών και καλά να κατακτήση την εύνοιάν της επολλαπλασίαζε τους σ ά λ τ ο υ ς και ταις τ ο ύ μ π α ι ς αυτού, υποκλινόμενος ούτω πιθηκιστικώς, ώστε εκορύφωσε, κατ' αυτάς έτι τας πρώτας ημέρας, την εναντίον αυτού αγανάκτησιν της μητρός μου, ήτις και τον εβάπτισε με το όνομα της σεισοπυγίδος, διότι, έλεγεν, είχε θ η λ υ κ ό, τουτέστι καταξύριστον πρόσωπον και δεν ημπορούσε να σταθή στα ξ ε ρ ά του, χωρίς να σκύψη το κεφάλι και να σείση την ουρά του.
Μετά τινας ούτω πως εμπαικτικάς παρατηρήσεις και επί του όλου παραστήματος και της ενδυμασίας του ατυχούς Λουή, η μήτηρ μου διέκοψεν ανεπαισθήτως το γεύμα της και, προσηλώσασα τους οφθαλμούς εις το παράθυρον, εβυθίσθη ολίγον κατ' ολίγον εις σκέψεις, κατά την συνήθειάν της.
Ο Βόσπορος εκυλίετο χαριέντως υπό τα βλέμματά μας· πολυάριθμα ισχνοτενή ακάτια διέσχιζον τα κυανά του νερά κατ' αντιθέτους διευθύνσεις, ως χελιδόνες πετώσαι μετ' απαραμίλλου ταχύτητος. Η μήτηρ μου τα παρετήρει δι' απλανών ομμάτων και μετά μακράν σιωπήν αναστενάξασα βαθέως:
— Διες εσύ! είπε, πώς περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Δεν θα γυρίση το παιδί μου, έλεγα, δεν θα προφθάση να έλθη πίσω, και θ' αποθάνω, και θα μείνουν τα μάτια μου ανοιχτά, από την λαχτάρα που έχουν να το διούνε! Όλ' ημερίτσα παραφύλαγα τους δρόμους και ρωτούσα τους διαβάτας. Και όταν εβράδυαζεν, άφην' ανοιχτή την θύρα έως στα μεσάνυχτα. Μη σφαλείς, Μιχαήλε, μπορεί να έλθ' ακόμη. Και δεν θέλω να έλθη το παιδί μου και να βρη κλειστή την θύρα μου. Φθάνει που είναι τόσα χρόνια έρημο και ξένο, ας μην έρθη και στο χωριό του να του φανή πως δεν έχει κανέναν εις τον κόσμο, που να φυλάγη τον ερχομό του. Σαν επλάγιαζα, σ' έβλεπα στον ύπνο μου, και μ' εφαίνετο πως άκουα την φωνή σου, κ' εσηκωνόμουν και άνοιγα την θύρα: ήλθες, παιδί μου; — Ήταν ο αγέρας, που σβυντζίνιζε στον δρόμο.
Και έτσι ξημέρωνε, και έτσι βράδυαζε. Οχτώ χρονάκια πέρασαν, ψωμί δεν επήγε στην καρδιά μου. Γιατί, δεν θα προφθάση να έλθη το παιδί μου, έλεγα, και θα πεθάνω και θα μείνουν τα μάτια μ' ανοιχτά! Και διες εσύ! Τώρα που σ' έχω κοντά μου, τώρα, που σε θωρώ, μου φαίνεται σαν να ήταν χθες που διάβηκες και σήμερα που ήλθες. Και οι πίκραις που ήπια, παιδί μου, και οι τρομάραις που ετράβηξα είναι σαν να μην ήτανε ποτέ!
Εδώ έκοψε μηχανικώς ολίγον άρτον, ως εάν ήθελε να εξακολουθήση το φαγητόν της· αλλά πριν τον θέση εις το στόμα, ητένισε πάλιν διά του παραθύρου, είδε τον αείρροον Βόσπορον, είδε τα παλινοστούντα σκάφη, και στενάξασα εκ μέσης καρδίας επανέλαβεν αργά και θλιβερά:
— Έτσι περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Απ' εκεί που εφοβούμουν δεν έπαθα τίποτε· και απ' εκεί που ήμουν ήσυχη ήλθε το κακό! Επήγες εις την άκρη του κόσμου, παιδί μου, και δεν εχάθηκες, κ' εγύρισες. Και ο Χρηστάκης μας — πέντε ώραις δρόμον επήγε, κ' έμεινεν εκεί!…Ε…μόνον οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσου!…
Ήτανε παραμονή των Φωτών — ξεύρεις πώς είναι η καρδία μου σε τέτοιαις επίσημαις ημέραις. Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ' ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που κρατούσαν ταις σ ο υ ρ β ι έ ς και σ ο ύ ρ β ι ζ α ν τους ανθρώπους μέσ' στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχησες να χτυπάς τον πατέρα σου πα στην ράχη και να τον σουρβίζης: Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γεια και δύναμι, και του χρόν' γεροί!» Έτσι μικρό που ήσουνε, ήξευρες τα λόγια. Και το χάρηκεν ο μακαρίτης, και σε πήρε στην αγκαλιά του και σε φίλησε:
— Έχε την ευχή μου, και να μου τρανέψης! — Και σ' έδωκε μια πεντάρα, και μ' εκούνησε με το δάχτυλο και με είπε: — Αυτό το παιδί, γυναίκα, θα γένη! — Πού το ήξευρε, πως ύστερ' από τρεις μήνες θε να σ' άφην' ορφανό! Και πού το ήξευρε, πως οι παραμοναίς των Φωτών θε νάρχουνταν και θα περνούσαν και συ θα κακοπάθιαζες στην ξενητειά κι' εγώ θε νάκλαιγα μονάχη!
Έτσι κ' εκείνη την παραμονή. Ο Μιχαήλος που με ήξευρεν, επήγεν από νωρίς εις το βουνό και έφερε μια σουρβιά: Ένα μεγάλο κλωνί γεμάτο σφιχτά και πράσινα μάτια. — Μ' αυτά τα σούρβα, μανά, θα διούμεν απόψε την τύχην μας. — Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κ' εχωρίσαμε την φωτιά σε δυο μεριαίς, και άρχισεν ο Μιχαήλος να βάζη τα σούρβα στη μέση πα στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε την τύχη μας. Πρώτα πρώτα σ' ωνομάτισεν εσένα, κ' έκοψε σούρβο και το έβαλε. Και μόλις τώβαλεν, εβρόντηξε και πήδηξε κι' εβγήκεν απ' την στια. Έχε την ευχή μου, Μιχαήλο! του είπα. Απόψε εύφρανες την καρδιά μου. Σαν είν' ο Γιωργής μας γερός, είμασθ' όλοι καλά! Ύστερα μ' ωνομάτισεν εμένα. Ε! κ' εγώ, πες, καλά πήγα. Ύστερα ωνομάτισε τον Χρηστάκη — και διες εσύ! Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ' εκάπνισε κ' έγειρεν ολίγο και εκάηκε! — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ' επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ' εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα… Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ' έμεινε στον τόπο! Τότ' εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ' επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε:
— Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ' από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ' εδώ!
Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ' στην φωτιά. Κ' επυρώθηκαν τα σούρβα και άρχισαν να βροντούν και να πηδούνε…
Τώρα, λέγε μου εσύ ό,τι θέλεις.. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι' αυτό σωστό. Μα όταν θυμηθώ τους κούφιους εκείνους κρότους και ταις μακρυναίς τουφεκιαίς, που ύστερ' από λίγαις ημέραις άρχισαν ν' ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκώνετ' η καρδιά μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω. Το πράγμα ήταν καθαρό και ξάστερο, μα μεις δεν το ψηφήσαμε, μόνο το πήραμ' ελαφρυά κ' εγελάσαμεν.
Εκεί πάνου στα γέλοια άνοιξεν η θύρα κ' εμβήκεν ο Χαραλάμπης του Μητάκου. Τον ξεύρεις. Ήταν συνομήλικος του Χρηστάκη και τον έμοιαζε πολύ στο ανάστημα και ταις πλάταις. Όσον ήτο μικρός ήρχετο συχνά στο σπίτι μας· μα σαν εμεγάλωσε κ' επήρεν άσχημο δρόμο, δεν ημπορούσα να τον βλέπω μπροστά μου. Γιατί πολλαίς φοραίς έκαμνε το κακό, και τον έπαιρναν για τον Χρηστάκη. Τόσο πολύ τον έμοιαζε· και σαν συντεχνίταις όπου ήτανε φορούσαν και τα ίδια τα ρούχα. Γι' αυτό τον έβαλα μιαν ημέρα μπροστά. Από τότε δεν εξαναπάτησε στο κατώφλιό μας· κ' εκείνη την βραδειά ήλθε.
— Καλησπέρα, κυρά! Καλό στα κάμνετε!
— Καλό στον Λαμπή. Αν με φέρνης κάνα γράμμα, κάτσε να σε κεράσω.
— Όχι, κυρά, εγώ την παραίτησα πια την πόστα. Και ήρθα ίσα ίσα να ξαναπώ του Χρηστάκη να μην αφήση να την πάρη κανένας άλλος.
Εκεί, σαν να μ' εταράχθηκεν η καρδιά μου!
— Και γιατί, Λαμπή:
— Γιατ' είναι καλή δουλειά η π ό σ τ α, κυρά, καλή δουλειά!
— Και σαν είναι καλή δουλειά η π ό σ τ α, γιατί δεν την κρατείς
του λόγου σου, που την είχες ως στα τώρα:
Θαρρείς του έδωκε κανείς μια μαχαιριά, και άλλαξεν η θωριά του και άρχισε να μασά τα λόγια του.
— Εγώ, κυρά, δυο χρόνια πήγα κ' έφερα την πόστ' από το σιδερόδρομο, έκαμ' αρκετούς παράδες. Τώρα πια ας κάμουν και οι φίλοι.
— Άκουσε να σε πω, του είπα τότε, Λαμπή! Εσύ αν έκαμες παράδες, καθώς το λένε — Θεός κ' η ψυχή σου! Εμείς τέτοιους παράδες δεν τους χρειαζόμασθε. Έπειτα, ξεύρεις· οι κ α ϋ μ έ δ ε ς δεν έχουν πλέον πέραση. Και αυτός που κουβαλεί την π ό σ τ α δεν μπορεί πλέον ν' αρχοντήνη με τα υστερήματα, που στέλνει κανένα ορφανό, ξενητεμένο, μέσ' στο γράμμα, να μνημονέψουν τον πατέρα του. Όσο για την άλλη τέχνη που σ' αρχόντηνε, Λαμπή, να ο Θεός και ας σε κρίνη. Εμένα το παιδί μου είναι χριστιανός και τίμιος άνθρωπος, και ξεύρει να βγάλη το ψωμί του με τον ίδρω του προσώπου του.
Έτσι του είπα, γιατί το ήξευρα πως ήταν κλέφτης. Και κει που τάλεγα, παιδί μου, τον έπιασε μια τρεμούλα και άσπρισαν τα χείλια του, και αγρίεψεν η ματιά του, σαν σεληνιασμένος. — Ω, Παναγία μου! τρεις φοραίς άνοιξε το στόμα του να συντύχη, και τρεις φοραίς άκουσα τα δόντια του να κροτιούνται, παιδί μου, μα την φωνήν του δεν την άκουσα! Έτσι εστριφογύριζε το νεκρόχλωμό του πρόσωπο! Και είδα την άπειρή του φρίκη και την ματιά του την τρομαγμένη, που ξέταξε κλεφτάτα κλεφτάτα τα ρούχα, και το δεξί του χέρι, ως ανάμεσα στα δάχτυλα! Ωσάν να ήτανε χρισμένος κάτι τι κι' εφοβούνταν μην το διούμε. Και ύστερ' από τον φρικτόν αγώνα. — Ω, Παναγία μου! σαν κανείς που ψυχομαχά λαιμοπνιγμένος, παιδί μου.
— Μην ακούς τον κόσμο, κυρά! Εγώ είμαι καλός άνθρωπος! είπε, κ' έκρυψε το πρόσωπο με τα χέρια του, κ' εβγήκε, και δεν εκαλονύχτισε!..
— Θωρείς, μητέρα; Είπε τότε ο Χρηστάκης. Σε τώλεγα και δεν το πίστευες. Εσκότωσεν άνθρωπο, και τον πιάνει το αίμα. Όλος ο κόσμος το λέγει και συ δεν το πιστεύεις. Άμα πης πως ξεύρεις κάτι τι που έκαμεν — ας είναι και για δοκιμή μονάχα — θαρρεί πως του λες για το φονικό. Θαρρεί πως εφάνηκε το αίμα στα χέρια του, για να τον προδώση.
— Αφού δεν το είδες με τα μάτια σου, του είπα, τι σε μέλει και τον κακολογάς. Κάθε αρνί κρεμιέται από το ίδιο του ποδάρι. Και αν είναι αλήθεια, έχει Θεό που θα τον κρίνη και ας όψεται. Κάμε μου μόνο την χάρι, και μη ανακατώνεσαι στην υπόθεσι της πόστας: Αυτός χωρίς αιτία βέβαια δεν την παραιτά.
— Δεν ακούς που σου το λέγω, μητέρα; Είπε πάλ' εκείνος. Είναι το αίμα που τον πιάνει! Το αίμα, που έχυσε στον δρόμο του, εστοιχειώθηκε τώρα, και δεν τον αφήνει να περάση. Προχθές αναγκάσθηκε να γυρίσ' από τα μισόδρομα και ν' αφήση την πόστα. Ακούεις, είδε κάποιον που τον παραμόνευε: Χωρίς άλλο ήταν το αίμα. Γιατί λέγουν, πως όποιος σκοτώση άνθρωπο και δεν σκεφθή να γλύψη από το μαχαίρι του το αίμα, ή θα στοιχειωθή να τον πνίξη καμμιά μέρα, ή θα τον μαρτυρεύη, ως που να τ' ομολογήση και να τον κρεμάσουν.
— Νάχης την ευχή μου, παιδάκι μου, μη μου ξεσηκώνης την καρδιά μου περισσότερο. Και, νάχης την ευχή της Παναγίας, μην ανακατώνης αυτά τα πράγματα! Γιατί σ' ακούει κανείς από την εξουσία κ' ευρίσκεις τον μπελά σου! Άφησε και την πόστα και τον ποστιέρη να κουρεύωνται, και βλέπε την δουλειά σου, σαν νοικοκυροπαίδι.
Μα κείνος ο μακαρίτης — τον ήξευρες πώς ήτανε — δεν τον εχωρούσεν ο τόπος να καθήση. Τον έμαθα τέχνη και τον άνοιξ' αργαστήρι, για να πιάση τον τόπο του πατέρα του. Μα, έλα που αγαπούσε να γερνά μέσα στους δρόμους!
— Απ' εδώ ως στο Λουλεβουργάζι, είπεν, είναι πέντε ώραις δρόμο. Μια φορά κάθε δεκαπέντε θα πάγω και θα έλθω, γιατί ν' αφήσω να ωφεληθή άλλος;
— Όχι, νάχης την ευχή μου! Δεν σ' αφήνω να πάρης την πόστα! Υποσχέσου μου πως δεν την παίρνεις, γιατί θα με κάμης να χάσω την ησυχία μου!
— Ε! καλά, είπε τότε. Δεν την παίρνω. Άφησε να μείνης καναδυό μήνες χωρίς γράμμα, και να διης εσύ πως θα το μετανοιώσης.
Αυτό μ' έγγιξεν εκεί που με πονούσε. Τα γράμματά σου δεν ήρχοντο τακτικά, γιατί τα άνοιγαν στον δρόμο. Και δεν φθάνει, που δεν άφηναν μέσα τίποτε, μόνον ύστερα εντρέπονταν να τα φέρουν ανοιγμένα, και έτσι έμενα εγώ χωρίς ειδήσεις σου, κ' εκαθόμουν κ' έκλαια. Μολαταύτα δεν του είπα τίποτε. Τόσον καιρό υπόφερα, ας υποφέρ' ακόμα.
Όταν ήλθεν η ημέρα της πόστας, τον βλέπω κ' εμβαίνει με τον σάκκο του κ ο ν α κ ι ο ύ στην αμασχάλη, και με το τουφέκι στον ώμο του.
— Τώρα πια, μητέρα, είπε, το κεραστικό δεν θα πηγαίνη σε ξένα χέρια. Αύριο που θα σε φέρω το γράμμα του Γεωργή, θα μου το δώσης εμένα. Ορίστε;
Είχαν περάσει κοντά δώδεκα μέρες από κείνη τη βραδειά, που του το είχα εμποδίσει. Όπως πάντοτε, έτσι και τότε είχαν ξεχασθή πλέον οι προφητείαις της παραμονής των Φώτων. Μα τον γυιόν του Μητάκου δεν τον ελησμόνησα. Γι' αυτό άρχισα να τον νειδίζω, πως έκαμε δουλειά του κεφαλιού του. Μα κείνος πού ν' ακούση! Επήρε την υποχρέωση πάνου του! Υπεσχέθηκε στους προεστούς και στον Καϋμακάμη!
Σαν είδα που παν τα λόγια μου χαμένα, τον έδωσα κ' εγώ το γράμμα σου, και, έχε τον νουν σου δα, παιδί μου, του είπα, να μη χάσης το γράμμα του Γεωργή μας! — Θαρρώ πως τόνε βλέπω ακόμα! Έβγαλε το φέσι του, εφίλησε το χέρι μου, κ' επήγε… Ποιος το ήξευρε να μη τον αφήση!…
Την άλλη την ημέρα ήτανε νάρθη ο καινούριος ο Δεσπότης. Οι επίτροποι και οι προεστοί επήγαν από νωρίς εις τον σιδερόδρομο· οι δάσκαλοι με τα παιδιά του σχολειού αραδιασμένα· οι παπάδες και άλλοι χωριανοί εβγήκαν καμμιάν ώρα δρόμο, για να τον προσαπαντήσουν. Ο Μιχαήλος επήγε κ' εκείνος μαζί τους. Έμεινεν άδειο θαρρείς το χωριό. Η ώρα της πόστας ήλθε, μα δεν ανησύχησα για τον Χρηστάκη: Χωρίς άλλο θα έλθη με την συνοδεία του Δεσπότη. Ο καιρός ήταν καλός κ' εγώ εφύλαγα στο παραθύρι. Σαν είδα τον κόσμον από μακρά που επέστρεφε, έσιαξα το φακιόλι μου κ' εβγήκα ως έξω από το χωριό να φιλήσω κ' εγώ του Δεσπότη το χέρι. Τα εξαπτέρυγα και οι σημαίαις της εκκλησίας έλαμπαν από μακρυά εις τον ήλιο, και κατόπιν εγυάλιζαν οι σταυροί και τα φελώνια των παπάδων. Πίσω, στο ένα πλάγι, διέκρινα χρυσοσέλωτο το άσπρο άτι, που επήγαν για τον Δεσπότη· μα όσο και αν εκόντευε, Δεσπότης δεν εφαίνετο επάνω του. Βγα! είπα με τον νου μου, και άρχισα να πλησιάζω ανήσυχη και βιαστική.
— Φεύγα, κυρά! εφώναξε τότε έν' από τα παιδιά, που έτρεχαν εμπρός εμπρός με τα γιορτερά τους. Φεύγα πίσω, γιατ' έρχεται τ' ασκέρι! Ακούς έκοψαν τον σιδερόδρομο και μας πήραν τον Δεσπότη!
Εκεί ετινάχθηκεν η καρδιά μου! Ο πόλεμος ακούετο, μα οι Ρούσσοι ήτανε μακρυά, ξεύρω κ' εγώ; στα Μπαλκάνια, μας έλεγαν, κι' ακόμη πάρα πέρα. Και τώρα να κόψουν έξαφνα τον σιδερόδρομο. — Είδες, είπα, και θα πάθη τίποτε το παιδί! και εκόπηκαν τα γόνατά μου κ' έμεινα στον τόπο. Εκεί επρόφθαξε το πλήθος βιαστικό και τρομαγμένο. Κ' επρόβαλ' ο Σταυρός με τα ξαπτέρυγα κι' επρόβαλ' ο παπάς με το θυμιατήρι, και πρόβαλαν τέσσαρες νομάτοι μ' ένα λείψανο στον ώμο, και στο πλάγι ο Μιχαήλος ανεμαλλιάρης και λουσμένος εις τα δάκρυα… Αχ! παιδί μου! παιδάκι μου!… Ποιος το ήξευρε να τον εμποδίση!!
Εδώ η τρέμουσα φωνή της συνεπνίγη υπό των λυγμών και των κλαυθμών της.
Ήτον η πρώτη φορά εκείνην την ημέραν. Και επειδή εγνώριζον την φύσιν της δυστυχούς μητρός μου, ούτε εγώ την διέκοψα, ούτε τον αδελφόν μου αφήκα. Η θλίψις υπερεπλημμύρει την φιλόστοργον αυτής καρδίαν, και αν δεν την άφηνεν να εκχειλίση άπαξ και δις και τρις της ημέρας, δεν ηδύνατο να εύρη ανακούφισιν. Το φοβερόν τραύμα είχε πλήξει τον πολυπαθή μας οίκον προ τριών και επέκεινα ετών. Αλλ' η πρόσφατος έλευσις εμού, όστις δεν είχον ιδή το φρικτόν εκείνο δράμα εκ του πλησίον, ανέξανε τας μόλις ουλωθείσας πληγάς της ταλαίνης. Η εμή παρουσία καθίστα την απώλειαν του μακαρίτου πολύ μάλλον επαισθητοτέραν, διότι, καθώς έλεγεν η μήτηρ μου δικαίως, εφαίνετο πλέον πως η χαρά μας δεν ημπορούσε να είναι σωστή. Τόσον ολίγους που τους αφήκα τους ιδικούς μου, τους εύρισκον ολιγωτέρους. Και ούτε εγώ να τον φιλήσω, ούτε ο πτωχός αδελφός μου ηδύνατο πλέον να ευφρανθή επί τη επανόδω του τόσον καιρόν προσδοκηθέντος αδελφού του! Και έκλαιε λοιπόν η δύστηνος και διηγείτο την θλιβεράν εκείνην ιστορίαν, ως εάν είχε συμβή αυτήν την προτεραίαν.
Και όταν αι πλήμμυραι των δακρύων ανεκούφιζον ολίγον την βαρυπενθή αυτής καρδίαν, νομίζετ' ελησμόνει την δυστυχίαν της; Πολλού γε και δει. Την θλίψιν δια τον φόνον του αγαπητού μας αδελφού διεδέχετο η αμείλικτος οργή κατά του φονέως.
— Καμμιά φορά, μοι έλεγε κατ' ιδίαν ο αδελφός μου, ενόμιζον πως άρχιζε να ξεχνά τον Χρηστάκη, μα ποτέ δεν την είδα να ξεχάση τον φονιά του.
Καθ’ όλον το μεταξύ διάστημα ούτε Δεσπότη, ούτε Καϋμακάμη αφήκεν ήσυχον διά να εύρουν τον φονέα του τέκνου της. Κατ' αρχάς ενομίσθη ότι εφονεύθη, συντυχών εις την συμπλοκήν κατά την επί του σταθμού του Λουλεβουργάζ έφοδον. Αλλά μετ' ολίγον επιστώθη ότι τούτο δεν ήτο δυνατόν. Οι επελθόντες προς παραλαβήν του αρχιερέως εύρον τον σταθμόν τούτον ερημωμένον υπό των επιτοπίων αρχών προ δύο ήδη ημερών, εξ ου χρόνου πάσα συγκοινωνία μετά της πρωτευούσης ήτο διακεκομμένη, τους δε Ρώσσους αμαχητί καταλαβόντας το χωρίον, αλλά μόλις περί τα μέσα της προηγηθείσης εκείνης νυκτός. Τον πτωχόν αδελφόν μου όμως ανεκάλυψαν εν τη ατάκτω αυτών επιστροφή παρά την γέφυραν της λεωφόρου, πολύ μακράν του χωρίου, και νεκρόν, πολύ προ της αφίξεως των Ρώσσων. Δεν εφονεύθη λοιπόν τυχαίως, ουδ' εν συμπλοκή. Αλλ' ούτ' επίτηδες ήτο δυνατόν να εφονεύθη υπό στρατιωτών ή ληστών. Διότι ούτε οι μεν θα άφηναν τον νεκρόν ασύλητον, ούτε οι δε ανέπαφον τον ταχυδρομικόν σάκκον. Πάσα δε επίσημος έρευνα κατέληγεν εις το ψηλαφητόν συμπέρασμα, ότι ο φόνος εγένετο εξ ενέδρας και ουχί προς σκοπόν ληστεύσεως. Διά τούτο η μήτηρ μου επέμενεν εις την εύρεσιν και τιμωρίαν του φονέως. Ο τρόπος δι' ου ο πρώην κακής φήμης ταχυδρόμος παρέπεισε τον ανύποπτον νεανίαν να διαδεχθή το επικίνδυνον αυτού έργον, παρείχεν εις τας ερεύνας αυτής τον οδηγητικόν μίτον.
— Δεν μπορεί να είναι αλλοιώς, έλεγεν. Ο φονιάς πρέπει να ήταν μανισμένος μαζί του, και πρέπει να το ήξευρε. Αλλέως δεν μπορούσε να τον παραμονεύση αυτή την πρώτη την ημέρα, που πήρε την πόστα πάνου του. Είναι λοιπόν χωρίς άλλο χωριανός μας, ή κανείς από τα περίχωρα. Όταν επήραν αυτόν, που είχε πρώτα την πόστα, στην φυλακή, είπα πως έκαμεν ο Θεός κρίσι. Μα ύστερ' από δύο ημέραις τον έβγαλαν, γιατί ευρέθη, πως, όταν έγεινε το φονικό, εκείνος ήταν στο χωριό μας. Ποιος το ξεύρει· Ίσως κ' εψευτομαρτύρησαν… Μα τώρα, που ήρθες πια και συ, παιδί μου, μην αφήστε τον αδερφό σας ανεκδίκητο. Μη με βλέπεις έτσι και σιωπάς! Αν δεν είχα παιδιά στον κόσμο, θενάκοφτα τα μαλλιά μου, θενάβαζα ανδρίκια ρούχα, και με το τουφέκι στον ώμο θενά κυνηγούσα τα ιχνάρια του φονιά, ως που να κδικήσω τον νεκρό μου. Γιατί διες, παιδί μου, ο φτωχός μας ο Χρηστάκης δεν ευρίσκει ησυχία, μόνο παλεύει μέσ' στο μνήμα του όσαις φοραίς νοιώθει το φονιά του να πατή τα χώματα. Και τον νοιώθει, παιδί μου! στην άκρη του κόσμου να ευρίσκεται, εκείνος τον νοιώθει, σαν να του πατούσε την καρδιά του! Γι’ αυτό εκδίκησι! πρέπει να γενή εκδίκησι!
Ο μη γνωρίσας την αγαθοτάτην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την έκαμνε να φείδηται και να συμπονή και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της οποίας δεν υπέφερε να ίδη ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην. Διότι, ναι μεν, εκδίκησιν λέγουσα, ενόει κυρίως δ ι κ α ι ο σ ύ ν η ν. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην δεν ενόει άνευ προσωπικής αυτής ικανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον υπό της απαθούς χειρός του νόμου.
— Να τον ιδώ κρεμασμένον, έλεγε, να τραβήξω το σχοινί του, και
ύστερα ας αποθάνω!
Τόσον φρικαλέως επιθυμητή εφαίνετο η εκδίκησις εις την φιλοστοργίαν της φυσικής και αμορφώτου γυναικός!
Τα ψυχρά της επιστήμης σκέμματα, δι' ων εδοκίμαζον ενίοτε να καταπραΰνω τας ορμάς της θερμής αυτής καρδίας, εξητμίζοντο πριν φθάσωσι τον σκοπόν αυτών, ως μικραί σταγόνες ύδατος, όταν πίπτωσιν επί σφοδρώς φλεγομένης καμίνου. Ούτω και κατ' εκείνην την ημέραν. Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της δημοσίου δικαιοσύνης, τη υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και τιμωρίαν του κακούργου:
— Ναι! είπε, μετά τινος αγρίας εντρυφήσεως. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερ' ας πεθάνω!
Αλλ' αίφνης εκρούσθη η θύρα, και, μετά προφανούς δυσαρεσκείας είδε την καταξύριστον μορφήν του υπηρέτου ευσεβάστως παρακύπτουσαν όπισθεν του θυροφύλλου.
— Τι τρέχει, Λουή; τον ηρώτησα εισερχόμενον.
— Μία Τούρκισσα, απήντησεν υποκλινόμενος προ της συνοφρυωμένης μητρός μου, μία Τούρκισσα προς επίσκεψιν.
— Προς επίσκεψιν ημών; Δεν είναι δυνατόν! Θα έχης λάθος, Λουή, πήγαινε! Δεν γνωρίζομεν καμμίαν Τούρκισσαν. Αλλ’ ενώ τον απέπεμπον ούτω, χάριν της μητρός μου, ηκούσθη ταραχή εν τω διαδρόμω και φωναί ως εριζόντων. Ο Λουής υπεκλίθη εκ νέου όσον οίον τε βαθέως, όπως με πείση, ότι ημείς είμεθα οι ζητούμενοι. Αλλ' αίφνης η θύρα ανοίγει μετά φοβερού πατάγου, ωθήσασ' αυτόν να πέση κατακέφαλα, ενώ μία γραία, σχεδόν απερικάλυπτος Οθωμανίς ερρίπτετο εις τους πόδας της μητρός μου, μετά λυγμών και δακρύων. Φαίνεται ότι οι έξω υπηρέται τη εκώλυον την είσοδον και εκ της απελπισίας αυτής εβίασε την θύραν. Ο εμβρόντητος Λουής επρόφθασε να συνέλθη και εκδιώξη διά λακτισμών τον δειλώς ακολουθούντα αυτήν υψηλότατον λευκοσάρικον σ ο φ τ ά ν, αλλ’ ο αδελφός μου, παρεμβάς, ως τον είδεν, επέπληξε τον υπηρέτην και εισήγαγε μετά μεγάλης χαράς τον ισχνόν και λευκόχλωμον εκείνον Τούρκον, ως εάν ήτον ο οικειότατος αυτώ φίλος.
— Είναι ο Κιαμήλης μας, είπεν, επιδεικτικώς προς εμέ, και αυτή θα είναι η μητέρα του!
Η μήτηρ μου μόλις και μετά βίας απαλλαγείσα των περιπτυγμών της Οθωμανίδος, ητένισεν υψηλά προς την συμπαθητικήν του σοφτά μορφήν μετά παραδόξου στοργής, και:
— Εσύ είσαι Κιαμήλη, παιδί μου: τον ηρώτησε. Και πώς είσαι: Καλά;
Καλά; Δεν σ' εγνώρισα με αυτή την φορεσιά σου!
Ο Τούρκος έκυψε μετά δακρύων εις τους οφθαλμούς και λαβών εφίλησε την άκραν του φορέματός της.
— Ο Θεός πολλά καλά να σε δίνη, Βαλινδέ! είπε. Μέρα νύχτα
παρακαλώ να κόβη από τα χρόνια μου να βάζη στα δικά σου.
Η μήτηρ μου εφαίνετο υπερβολικά ευχαριστημένη· ο Μιχαήλος επήγε να τα χάση από την χαράν του, απευθύνων μυρίας ερωτήσεις και περιποιήσεις πότε εις τον ισχνοτενή εκείνον πρασινορασοφόρον και πότε εις την μητέρα του. Μόνον εγώ και ο Λουής ιστάμεθα άφωνοι και ενεοί. Επί τέλους λαβών τον αδελφόν μου κατά μέρος:
— Έλα, άφησε τα γέλοια σου, λέγω, και ειπέ μου τι συμβαίνει εδώ πέρα; Τι σας είναι αυτοί;
— Τώρα θα σε το πω, είπεν ο αδελφός μου γελών έτι περισσότερον. Τώρα θα σε το πω. Πήγαινε, Λουή! δυο καφέδες γρήγορα! Μα κύτταξε, να μην τους κάμης πάλε σαν τα φραγκικά σου τ' αποπλύματα! Α — λα — τούρκα, και χωρίς ζάχαρι! Ακούς;
Και ταύτα λέγων εισήλθε μετ' εμού εις το προσεχές δωμάτιον.
— Αυτός είναι ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνες εις το σπίτι μας, και αυτή είναι η μάννα του, που ήλθε τώρα να της πη το Σπολλάτη!
Είπεν ο αδελφός μου, γελάσας προς μεγάλην μου έκπληξιν.
— Ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνας! Και από πότε έγεινεν η μητέρα νοσοκόμος των Τούρκων; Ηρώτησα εγώ συνοφρυωμένος εξ αγανακτήσεως.
Πρέπει να σημειώσω, ότι ο Μιχαήλος εσυνείθιζε ν' αστεΐζηται επί των αδυναμιών της μητρός ημών, τόσω μάλλον ασμένως, όσω μάλλον αγογγύστως και προθύμως τας επλήρωνεν εκ του ιδίου του βαλαντίου. Τίποτε δεν τον ηυχαρίστει τόσον, όσον να μιμήται την μητέρα μας, δρώσαν υπό την επήρειαν αδυναμίας τινός, της οποίας τα στοιχεία παρεμόρφου επί το κωμικώτερον κατά τρόπον όλως ίδιον αυτώ. Η ανοχή της καλής μητρός, ήτις εγέλα και αυτή, οσάκις τον ήκουεν, ερρίζωσεν εν αυτώ έτι μάλλον την κακήν ταύτην συνήθειαν. Διά τούτο, όταν με είδεν αγανακτούντα επί τω ακούσματι:
— Άκουσε να σε πω, μοι είπεν. Αν εννοής να τα έχης έτσι καταιβασμένα, δεν σε λέγω τίποτε. Θα μου χαλάσης την ιστορία. Κάλλιο να την αφήσουμε μίαν άλλην ημέρα, για να γελάσης και συ με την καρδιά σου, να γελάση κ' η μητέρα κομμάτι, που τόσαις ημέραις δεν εγέλασεν ακόμη με τα σωστά της, η καϋμένη.
— Έλα! τω είπον τότε. Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ειμπορώ να χωνέψω. Ως που να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία.
— Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ηξεύρεις πόσον η μητέρ' ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του. Ποιος περνά να τον σταματήση μέσ' στον δρόμο· ποιος έφθασεν από πουθενά, να πα να τον ρωτήση: μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπει ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν τον αφήνει να πάγη στην δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη:
— Ώρα καλή, θειε!
— Πολλά τα έτη, κυρά!
— Από την Ευρώπη έρχεσαι;
— Όχι, κυρά, από το χωριό μου. Και πού είν' αυτή η Ευρώπη;
— Να, ξεύρω κ' εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου;
— Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου;
— Αμ' ξέρω και γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργή, και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραγματευτής, ο άνδρας μου. Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου· και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ' σταις εφημερίδαις, δεν ηξεύρω κι' εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος!
— Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως.
— Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ' από την κουβέντα. Ύστερ' από την κουβέντα, βλέπεις την μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι.
— Αμ' δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θειε;
— Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω.
— Δεν πειράζει, θειε. το καθαρίζω και το τρώγεις.
— Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος.
— Έλα να χαρής, κάμε μου την χάρι. Γιατί, διες, έχω παιδί στην ξενητιά, κ' έχω καρδιά καμένη. Κι' αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως τωύρη κ' εκείνο από κανέναν άλλονε.
Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του.
— Ντζάνουν καλά, χριστιανή για! μα σαν έχης παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ' στο στομάχι μου! Μη θαρρής πως εβαρέθηκα την ζωή μου; Εγώ έχω γυναίκα που με καρτερά, κ' έχω παιδιά να θρέψω. Μα σαν θέλης και καλά να χρησιμοποίησης το πεπόνι σου, στείλε το στου Γέρο — Μούρτου το χάνι. Εκεί κοντά ένας ξένος παλεύει με τον θάνατο, θερμασμένος εδώ και τρεις εβδομάδες. Άμα γευθή αυτή την χολέρα, πίστεψέ με θα γλυτώση και αυτός από την θέρμη και η θέρμη απ' αυτόνε.
— Τέλος πάντων! του είπα, ετελείωσαν τα επεισόδια; Άρχισε πλέον την ιστορία!
— Στάσου δα! απήντησεν εκείνος πειρακτικώς. Μήπως είμεθα εις την Ευρώπην που πουλούν το κρέας δίχως κόκκαλα; Σε λέγω την ιστορία καθώς εγένηκεν. Αν δεν σ' αρέση, άφησέ την κατά μέρος. Πάμε να διούμε την χανούμισα!
— Σε ήθελα να είσαι από πουθενά, εξηκολούθησεν έπειτα, να ιδής την μητέρα, όταν το άκουσε.
— Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! — Κ' έπεσε το πεπόνι από τα χέρια της, κ' έγεινε σαν πήττα! Κ' έσιαξε το φακιόλι στο κεφάλι της, κ' επήρε τον δρόμο. Δηλαδή τα σπαρμένα και τ' άσπαρτα χωράφια κατ' ευθείαν για να φθάση όσον το δυνατόν γρηγορώτερα. Εγώ που την ήξευρα, την αφήκα να πάγη. Μα σαν επροχώρησε καμπόσο και είδε που δεν το εκούνησα, εγύρισε πίσω θυμωμένη, και:
— Τι χάσκεις απ' αυτού, μωρέ πολλακαμένε; — εφώναξε. — Ε; φυλάγεις να το πω για να σαλέψης;
Αν σε βαστά μην την ακολουθείς. Θα ήταν καλή να με φακιολίση με καμμιά βωλάκα. Αφήκα λοιπόν την δουλειά μου, κ' έπεσα καταπόδι της. Πού να την φθάσης! Βρε αγκάθια, βρε χανδάκια, βρε φράχταις — δεν έβλεπε τίποτε. Τίποτε άλλο, παρά του Γερο — Μούρτου τον σκεπό που εκοκκίνιζε μακρυά μέσ' στα σπαρμένα.
Σαν έφθασε κοντά, άρχισαν τα γόνατά της να τρέμουν κ' εκάθησε σε μια πέτρα.
— Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! Και πώς δεν μου το είπες πως
ήταν ένας άρρωστος δωπέρα:
— Αμ' τι να σε το πω! Μήπως είσαι γιατρός για να τον γιάνης; Εκείνο, ως και ο Παπα — Δήμος, που τ' άκουσε, δεν επήγε να τον διη. Γιατ' είναι, λέγει, Τούρκος, κ' οι Τούρκοι δεν πληρόνουν, για ευχέλαιο.
— Τούρκος είπες; εφώναξε τότε, και ήλθεν ολίγο στην θωριά της. —
Σαν είναι Τούρκος — Δόξα σοι ο Θεός! Είχα μια φοβέρα μήπως ήταν το
Γεωργί μας!
— Κρίμα που δεν σου το είπα προτήτερα, μητέρα, να μη χαλάσης του κόσμου τα χωράφια και να κάμης τα πόδια μου κόσκινο μέσ' στ' αγκάθια. Από τη βία σου, μ' έκαμες να πάρω τον δρόμο αξυπόλυτος. — Μα κείνη, στο μεταξύ, ξανακίνησε προς του Μούρτου το χάνι.
Εκεί που έπεσα πάλε καταπόδι της, κ' επήγα να πηδήξω ένα χανδάκι, ακούω κάποιον και βογκά. Στρέφω και θωρώ, ένας Τούρκαρος χαμαί, με κίτρινο πρόσωπο, με κόκκινα μάτια! Έτσι εύκολα, που γελώ στη ζωή μου, ποτέ δεν εγέλασα για άρρωστον άνθρωπο.
Κ' εκείνη την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι' εδώ μι' αγριαγγινάρα. Κι' ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση, εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ' έτριζε τα δόντια, κι' αγρίευε τα μάτια, κ' εσήκωνε με βρυσιαίς το χέρι του, να της κόψη το κεφάλι! Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσης από τα γέλοια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγη!
— Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!
— Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμιση φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου!
— Πιάσ' απ' εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις; Αν σε βαστά μην το κάμης! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κ' επήραμε τον δρόμο.
Ο Γερο — Μούρτος έλιαζε την κοιλιά του έξω από την θύρα του χανιού. Σαν μας είδε, εγέλασε βαθειά μέσ' στον λαιμό του κ' εφώναξεν:
— Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο κειό τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσης καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου;
Εγώ δεν απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χωρατά δεν μ' επερίσσευε. Μα η μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά του!
Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με ταις πραμματειαίς επάνω στ' άλογο. Ήτανε πριν ανοίξη το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κ' έρριψε την κάππα του εις της θειας μου το σπίτι, στο Κρυονερό. Η μητέρα τον εμάλωνε πάντοτε για ταις ακαταστασίαις του, κ' εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένη, να ζη του κεφαλιού του. Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιο μας. Ως που αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλη μαζί μου στην Πόλι, πριν γιατρευθή όλως διόλου.
— Και πώς είχε ξεπέσει στο χωριό μας; ηρώτησα εγώ. Και πώς συνέβη ν' αρρωστήση;
— Χουμ! είπεν ο αδελφός μου ξύων την κεφαλήν του. Αυτό κ' εγώ μόνον άκραις μέσαις το γνωρίζω. Μήπως μ' άφηκε μαθές η μητέρα να τον ερωτήσω, καθώς ήθελα;
— Άνθρωποι είμεθα, έλεγε, και οι αρρώστιαις είναι για τους ανθρώπους. Αλλοίμονο σ' όποιον δεν έχει ποιος να τον κυττάξη! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί μας δεν είν' άρρωστο στη ξενιτειά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του! Μην κάθεσαι λοιπόν και μου ψιλορωτάς τον άνθρωπο, μόνον γιάνε τον πρώτα!
Ο Κιαμήλης είναι καλός, πολύ καλός ο καϋμένος, εξηκολούθησεν ο αδελφός μου, και πολλαίς φοραίς άνοιξε μονάχος του να με πη το πώς αρρώστησε. Μα όσαις φοραίς το δοκίμαζε τότε τόνε ξανάπιανεν η θέρμη.
Εδώ μας διέκοψεν εισελθούσα η μήτηρ μου μετά των ξένων της. Η κοντή και πως εύσωμος Οθωμανίς είχε τακτοποιημένον το λευκότατον αυτής γιασμάκιον και συνεκράτει επί το κοσμιώτερον τον μαύρον και μακρόν αυτής φ ε ρ ε τ ζ έ ν, υπό τον ποδόγυρον του οποίου μόλις έβλεπες τα μυτωτά και κίτρινα παπούτσια της. Αλλά βαθείαν εντύπωσιν μοι ενεποίησε τώρα η ωχρά και μελαγχολική του Κιαμήλ όψις, τα χαρακτηριστικά της οποίας μοι εφάνησαν τόσον ήμερα, τόσον ηδέα, ώστ' εκέρδησεν ούτως ειπείν εξ εφόδου την συμπάθειάν μου. Τούτο δεν διέφυγε την προσοχήν της μητρός, ήτις εγνώριζε την προς τους Τούρκους αντιπάθειάν μου. Δι' αυτό ατενίσασα φιλοστόργως προς αυτόν ενώ μοι τον παρουσίαζεν:
— Ο αρίσκος (3) ο Κιαμήλης!, είπεν, είναι πολύ, πολύ καλό παιδί. Τρώγει και κόλλυβα· πίνει και αγίασμα· φιλά και του παπά το χέρι· τι να κάμη! Όλα για να γιάνη.
Οι οφθαλμοί της μητρός του επληρώθησαν δακρύων. Μόλις δε τοις απέτεινα δύο τρεις λέξεις εις την γλώσσαν των, και ήρχισαν να με πληρώσιν ευχών κι’ ευλογιών, επαίνων κ' εγκοσμίων με τας γνωστάς εκείνας υπερβολάς της τουρκικής εθιμοτυπίας. Αλλ' η μήτηρ μου διακόψασα τον χείμαρρον της ρητορικής αυτών αποτόμως:
— Τώρα καθήστε, είπε, να διούμε τι θα κάνουμε. Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γυιο στον Ζ α π τ ι έ, που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που μας εγίνηκε· θα τον βάλη να μας εύρη τον φονιά! Η καϋμένη! δεν ηξεύρεις τι καλή που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω προτήτερα στην Πόλι! Ως τα τώρα θα τον είχα τρεις φοραίς κρεμασμένο, και θα ήμουν απ' αυτή την μεριά τουλάχιστον ήσυχη!
Η Τούρκισσα ενόησεν ολίγον περί τίνος επρόκειτο.
— Ναι, είπε, και ο υιός μου ο εφέντης, και ο δούλος σας ο Κιαμήλης και εγώ η σκλάβα σας, ως του Σουλτάνου το κατώφλιο θενά πάμε, μα την υπόθεσί σας χαμαί δεν θα την αφήσουμε. Χωρίς άλλο την είχαν ως τα τώρα μ η ν τ έ ρ α λ τ ί (υπό τον τάπητα) και δι' αυτό δεν επιάσθηκε ο φονιάς. Ο γυιος μου, ο Εφέντης, είναι ανακριτής εις τον Ζαπτιέ, την γη να σχίση να έμβη ο κακούργος, πάλι θα τον εύρη.
— Και τίποτε· εξηκολούθησεν ο Κιαμήλης, με την συμπαθητικήν φωνήν του. Ούτε λεπτό έξοδα! Ο εφέντης ο αδελφός μου με μια κονδυλιά τα διορθώνει. Και αν θέλη ο Θεός, πάγω κ' εγώ στην επαρχία για την ανάκριση. Όταν σκοτώθηκε το παιδί της Βαλιδές μου, είναι σαν να σκοτώθηκεν ο εφέντης ο αδελφός μου. Πρέπει να γενή εκδίκησι!
Απερίγραπτον ευχαρίστησιν ενεποίει ο ζήλος αμφοτέρων όχι μόνον εις την μητέρα, αλλά και εις τον αδελφόν μου και εις εμέ αυτόν, όστις εσκεπτόμην τώρα, ότι και η προς αλλοθρήσκους γενομένη ευεργεσία δεν απωλέσθη επί ματαίω. Εφ' ικανήν ώραν συνδιελέχθημεν επί του θέματος, κ' εγώ, όστις ήμην τελείως απηλπισμένος περί ανακαλύψεως του φονέως, διά τε τον παρεμπεσόντα χρόνον και διά τας ευθύς μετά τον φόνον επισυμβάσας ως εκ του πολέμου καταστροφάς εν τη επαρχία ημών, δεν ήργησα να πεισθώ ότι είναι πιθανόν ακόμη να δοθή δικαιοσύνη εις τον ατυχή νεκρόν μας. Ήτο λοιπόν πολύ φυσικόν, αν τώρα ήρχισα να περιποιώμαι τους μόνους δυνατούς να μας παρασταθώσι προς εκπλήρωσιν του καθήκοντος ημών τούτου. Άμα ως η γραία Οθωμανίς παρετήρησε την διάθεσίν μου ταύτην:
— Και τώρα είπε, Σουλτάνε μου, δος τα κλειδιά στον ξενοδόχο· από σήμερα και να πάγη είσθε μ ο υ σ α φ ί ρ η δ έ ς μου.
Τούτο ήτον όλως διόλου απροσδόκητον. Οι Τούρκοι, ιδίως εν μεγαλοπόλεσιν, όχι μόνον δεν κατοικούν υπό μίαν με χριστιανούς στέγην, αλλ’ ουδ’ εις την αυτήν συνοικίαν τους ανέχονται. Τι ήτο λοιπόν τούτο; Μι’ από τας πολλάς δουλοπρεπείς φιλοφρονήσεις; αλλ’ όχι, η γραία δεν ωμίλει διά τον τύπον.
— Εσύ είσαι διαβασμένος άνθρωπος, μοι έλεγε, και γνωρίζεις του Θεού τον νόμον. Κ' εάν είχα μόνο μία πιθαμή τόπο στην οικουμένη, και ήξευρα πως η ευλογημένη γυναίκα που εκύτταξε τ' ορφανό μου εφτά μήνες εις το στρώμα του παιδιού της ευρίσκετ' εδώ πέρα ξένη, και δεν της έδιδα το αναπαυτήριο της κεφαλής μου να πατήση το ποδάρι της — δεν θα έκλειεν ο Θεός την θύραν του ελέους του εις την προσευχήν μου; Δεν θα εσήκωνε την ευλογίαν από τα έργα των χειρών μου; Δεν θ' απέστρεφε το πρόσωπόν του από το κουρμπάνι μου; Έλα, ζαχαρένιε μου! Μην το κάμης και κριματισθώ!
Και παρεμβάς ο Κιαμήλης και φιλήσας την άκραν του φορέματός μου:
— Μη σας κακοφανή, είπε, γιατί δεν ήλθαμε να σας πάρουμε προτήτερα. Το μάθαμε πως είσθ' εδώ, και δύο μέραις τώρα γυρνούμε να σας εύρουμε. Όλα τα χάνια κατά σειράν επήραμεν. Όλη την πόλιν εκοσκινίσαμε. Μα εμείς, απλοί άνθρωποι, είμασθε σαν τα βώδια. Κοντά στον νουν ήτανε, πως αφέντης σαν του λόγου σου πορεύεται αλά φράγκα, και κάθεται στο ξενοδοχείο. Τώρα που σας ηύραμε, δεν μπορεί να γείνη αλλοιώς. Και αποταθείς προς την μητέρα μου: Δεν είν' έτσι, σουλτάνα μου; είπε. Εμείς τα εσυμφωνήσαμε πλέον. Αυτός ο κιαφίρης ο Σεισουράδας δεν θα σε χαλάση πια το κέφι σου. Μια κλωτσιά που μ' έδωκε του την σχωρνώ για το χατήρι σου, μα δωπέρα δεν μένουμε πλέον. Δεν είν' έτσι;
— Ναι, είπεν η μητέρα μου, δεν μένουμε, σαν το θέλη και ο
Γεωργής. Ακούς εκεί, τη Σεισουράδα να χτυπήση το παιδί μου, τον
Κιαμήλη!
Τότε παρετήρησα ότι καθ' ην ώραν εγώ ήκουον την ιστορίαν του Κιαμήλ παρά του αδελφού μου, οι τρεις εναπομείναντες είχον συνομώσει κατά του ξενοδόχου και του ατυχούς Λουή. Έπειτα η γραία Οθωμανίς ανέκρουσε μίαν ανατολικωτάτην δέησιν — «Επτά ημέρας θα καθήσω έξω από το ενδιαίτημά σου· επτά φοράς την ημέραν θα φιλώ το κατώφλιον της θύρας σου· επτά φοράς την ώρα» κτλ — κ' εγώ έχασα επτά φοράς την υπομονήν μου. Άλλως τε, η πρόσκλησις αύτη μοι εφαίνετο ευνοϊκή δια την υπόθεσίν μας. Διά τούτο αφήκα την μητέρα μου να πράξη όπως θα τη ήρεσκεν.
Μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα και η Οθωμανίς μετά του υιού της απήρχετο εν αληθεί θριάμβω, άγοντες μεθ' εαυτών την μητέρα και τον αδελφόν μου, ως εάν ήσαν τα μάλλον περιζήτητα λάφυρα. Εις εμέ ούτε αι υποθέσεις, ούτε αι διαθέσεις μου επέτρεπον ν' αλλάξω κατοικίαν. Απεποιήθην λοιπόν να δεχθώ την ξενίαν των όπως την προσέφερον. Υπεσχέθην όμως ότι ευθύς ως τελειώσω τας εισαγωγικάς ενεργείας παρά ταις αρμοδίαις αρχαίς προς αναζήτησιν του φονεύσαντος τον αδελφόν μας, θα τους επισκέπτωμαι επί μακρόν και καθ' εκάστην εν τω οίκω των.
Η εργασία αύτη δεν εχρειάσθη πολύν χρόνον. Διότι, όπου ο νόμος δεν υπάρχει παρά εν τη καλή θελήσει των καθ' έκαστα αρχών, ή χρονίζει και η απλουστέρα υπόθεσις επ' άπειρον, ή τελειούται εν μια στιγμή και η μάλλον περίπλοκος. Και ναι μεν η εδική μας δεν ήτο δυνατόν να τελειώση ούτως αστραπηδόν, αλλ’ ήδη κατ' αυτάς τας πρώτας ημέρας των μετά του υπουργείου της αστυνομίας συνεννοήσεών μου, διετάχθησαν εν τη επαρχία ημών πολλαί συλλήψεις, ο δε υιός της φίλης ημών Οθωμανίδος, ο ανακριτής, όλως ζήλος και αφοσίωσις, εξεκίνησεν εκ της πρωτευούσης, συνοδευόμενος υπό του αδελφού μου, κ' εφωδιασμένος με πάσαν πληρεξουσιότητα προς ανάκρισιν των συλληφθέντων και προς καταδίωξιν άλλων υπόπτων. Εις τον ανυπόμονον Κιαμήλ δεν επετρέψαμεν να συναπέλθη, τούτο μεν χάριν της επισφαλεστάτης υγείας του, τούτο δε όπως μη μείνωσιν αι δύο γραίαι όλως διόλου μόναι.
— Και τώρα πια που εβάλαμε το νερό στ' αυλάκι, μας έλεγε μετά τινας ημέρας η μήτηρ μου, έρχου δα, παιδί μου, να περνάς την ημέρα μαζί μας. Εμείς είμεθα όλη μέρα στο σπίτι, γιατί ετελειώσαμε τους γύρους μας. Και πού δεν μ' επήγε το παιδί μου ο Κιαμήλης! και πού δεν μ' επήγεν η χανούμισσα! Πρώτα πρώτα επήγαμεν εδώ κοντά στην Αγιά — Σοφιά. Ύστερα μ' επήγαν κ' επροσκύνησα στον τάφο του Κωνσταντίνου, στο Μ ε φ ά — μ ε ϊ δ ά ν ι. Να πας και συ δα, παιδί μου! Εδώ μεριά έχουν τον Αράπη, που τον εσκότωσε, σκεπασμένο όλο λ α χ ο ύ ρ ι α και χ α λ ι ά. Κ' εκεί μεριά τον φτωχό τον βασιλέα, με μόνο μια μικρή κανδύλα πα στο μνήμα του! Κ’ επήγαμε και σ' ένα τζαμί και είδαμεν επάνω σ' ένα παλαιό δένδρο την αλυσίδα, που ήταν κρεμασμένη η χείρα της Δικαιοσύνης. Κ' επήγαμε και στο Μβαλουκλί, και είδαμε τα ψάρια, που ζωντάνεψαν μέσ' στο τηγάνι, όταν επάρθηκεν η Πόλι. Και επάνω στην Πόρτα που επάρθηκεν, είδαμε τα γράμματα, που έγραψεν ο άγγελος εκείνη την ημέρα, τάχα για την Πόλι. «Το χειρ' χειρ' χειρότερο!» Τα είδαμε, μα, σαν αγράμματη που είμαι, δεν τα διάβασα. Και τι να τα διαβάσω, παιδί μου! Μήπως δεν το βλέπουμε κάθε μέρα πως πηγαίν' η Πόλι; Και πού αλλού δεν πήγαμε! Και τι δεν είδαμε! Μα τώρα που τελείωσαν, άρχισα πάλι να στενοχωρούμαι. Γι' αυτό έρχου κάθε μέρα να σε βλέπω, νάχης την ευχή μου, και να με λέγης δα κι' όλα, πώς πηγαίν' η κρίσι μας.
Η οικία της χήρας Οθωμανίδος κείται επί της ευρείας μεν τώρα, αλλ’ όχι πλέον ως πριν γραφικωτάτης οδού, της Ν δ ι β ά ν — γ ι ο λ ο ύ, ου μακράν της πλατείας του βυζαντινού ιπποδρομίου. Προφανώς είναι παλαιόν κτήμα, ευπόρου άλλοτε οικογενείας. Διότι ενώ αι παρακείμεναι οικίαι φαίνονται αλυπήτως κολοβωμέναι υπό της ευρύνσεως του δρόμου, η της Οθωμανίδος διακρίνεται δι' ενός προαυλίου, στενωτάτου μεν νυν, και επιτρέποντος τοις εν τω εξώστη καθημένοις να βλέπωσιν υπέρ τον χαμηλόν αυτού τοίχον πάντα τα εν τη οδώ, όπως δήποτε όμως λειψάνου της προτέρας ευρυχωρίας. Όπισθεν αυτής έχει ωραίον κηπίσκον με υψηλοτάτους κισσοσκεπείς τοίχους και με μικρόν περίπτερον εις την μίαν πλευράν. Εις τους τοίχους τούτους οφείλει κυρίως την ως εκ θαύματος διάσωσιν του μεγίστου αυτής μέρους από της μεγάλης πυρκαϊάς, ήτις είχεν αποτεφρωμένην ολόκληρον την όπισθεν της οδού εκείνης συνοικίαν. Μέρος της απέναντι του περιπτέρου πλευράς του τοίχου, καταρρεύσαν, φαίνεται, κατά την πυρκαϊάν, ανοικοδομήθη εκ του προχείρου, επιτρέψαν την εις αυτό προσαρμογήν μικράς θύρας, δι' ης ο οίκος απέκτησε νέαν συγκοινωνίαν με τα εκτός, πολύ συντομωτέραν εις τον από του υπουργείου της Αστυνομίας διά των αχανών ερειπίων προσερχόμενον. Εν τούτοις η κατά βάθος αύτη ευρυχωρία εμηδενίζετο υπό της απωλείας, ην το πλάτος της οικίας υπέστη κατά την πυρκαϊάν. Διότι οικονομικαί δυσχέρειαι δεν επέτρεπον την επιδιόρθωσιν της βλαβείσης πλευράς· αι δ' εκ του προχείρου προσκαρφωθείσαι ημίκαυστοι σανίδες άφινον τα κατ' αυτήν δωμάτια παντί ανέμω αναπεπταμένα, και εντελώς ακατοίκητα.
Και όμως εν τη οικία ταύτη εχώρει όχι μόνον η γραία Οθωμανίς μετά του Κιαμήλη, όχι μόνον ο εφέντης μετά της πολυπληθεστάτης αυτού οικογενείας, αλλά και η μήτηρ μου και ο αδελφός μου, και δη πάντες οι εγγύς και μακράν συγγενείς ημών, όσοι ήρχοντο προς επίσκεψίν μου. Διότι ο πιστός Κιαμήλης ευθύς ως ε μ υ ρ ί ζ ε τ ό τινα, τον ιχνηλάτει μέχρις ότου, ανευρών την κατοικίαν, μετέφερε τα πράγματά του εις τον οίκον της μητρός αυτού, έστω και διά της βίας. Η δε καλή Οθωμανίς έχαιρεν επί τούτω· διότι, έλεγε, δύο κακούς ανθρώπους δεν τους χωρεί ούτε όλη η οικουμένη· ενώ χίλιοι καλοί άνθρωποι κάμνουν μ ο υ χ α μ π έ τ ι και μέσα εις ένα καρυδότσουφλο!
Τοιαύτη ήτον η οικία εν η επί τέσσαρας σχεδόν εβδομάδας διέτριβον τον πλείω της ημέρας χρόνον, μεταβαίνων τακτικά καθ' εκάστην. Τας δεξιώσεις της γραίας Οθωμανίδος τας ήκουον από των δικτυωτών παραθύρων αυτής, πριν έτι κρούσω την επί του Νδιβάν — γιολού θύραν. Η έλευσίς μου επεριμένετο εκ του εξώστου. Η δ’ εμφάνισίς μου επροξένει εν τω οίκω ταραχήν ομοίαν με τον θόρυβον πολλών πτηνών επτοημένων εκ της εμφανίσεως αιλούρου τινός προ του μεγάλου κλωβού των. Ήσαν αι φωναί των γυναικών, των παίδων και των παιδισκών του εφέντου, αίτινες εσκίρτων φεύγουσαι εν ατάκτω σπουδή εις το χαρέμιόν των, εκ φόβου μήπως τας ιδώ άνευ γ ι α σ μ α κ ί ο υ. Ο Κιαμήλης με το μικρόν και χιονόλευκον σαρίκιόν του, τον μακρόν και πράσινον τ σ ο υ μ π έ ν του, με την ωχράν και συμπαθητικήν αυτού μορφήν, υψηλός όσον σχεδόν και ο τοίχος του προαυλίου, μοι ήνοιγε τακτικά την θύραν με το γλυκύ και μελαγχολικόν αυτού μειδίαμα επί των χειλέων, μέχρις εδάφους υποκλινόμενος διά τον εγκάρδιον τ ε μ ε ν ά ν της υποδοχής. Αι δύο γραίαι είχον πάντοτε έτοιμον κανέν γλύκισμα ευχάριστον εις εμέ, ή κανέν παραμύθιον έτι πολύ ευχαριστότερον. Προ πάντων η Οθωμανίς ήτο κατενθουσιασμένη δι' εμέ, όστις, έλεγε, τόσο σοφός και σπουδασμένος που ήμουνε, δεν έγεινα ειδωλολάτρης άπιστος, μόνον επίστευα με όλη την καρδιά μου — εις τα παραμύθια! Μόνον διά δύο τινά εμεμψιμοίρει τρομερά εναντίον μου. Πρώτον διότι κατ' ουδένα τρόπον υπέφερον ν' ακούσω τι περί των θαυμάτων της μαγείας, δεύτερον όμως διότι δεν κατεδέχθην ακόμη να ξενισθώ μίαν νύκτα υπό την στέγην του πτωχικού της. Και δεν εστάθη μεν δυνατόν να συμφωνήσωμεν ποτέ επί του πρώτου, συνεβιβάσθημεν όμως επί τέλους ως προς το δεύτερον.
Από ημέρας εις ημέραν επεριμένομεν τον υιόν της τον ανακριτήν να επιστρέψη. Είχεν ήδη στείλει περί τους είκοσιν υπόπτους εις τας φυλακάς της Κωνσταντινουπόλεως, όπου μετήνεγκε την κρίσιν ημών, όπως απαλλαγή της επηρείας των επαρχιακών αρχών. Όταν φθάση ο Εφέντης, είπον εις την γραίαν, την νύκτα εκείνην θα κοιμηθώ εις τον οίκον σου. Θα έχω πολλά να πληροφορηθώ. Τρεις ημέρας μετά τούτο, εάν δεν απατώμαι, επέστρεψεν ο ανακριτής. Ο αδελφός μου, όστις έφθασε την προτεραίαν, μοι διηγήθη πολλά περί της σκληράς αυτού δραστηριότητος.
— Αύριον λοιπόν θα έλθω μετά το δειλινόν, της είπον, όταν θα είναι εδώ και ο Εφέντης. Μη με προσμένετε ενωρίτερον.
Την επιούσαν αναβάς έν εκ των παρά την Παλαιάν Γέφυραν μισθουμένων δημοσίων ιππαρίων, και μη φεισθείς του ηλιοκαούς και γυμνού τας κνήμας ιππηλάτου, όστις, ιδρώτι περιρρεόμενος, έτρεχε καθ’ όλην την οδόν παρά την ουράν του γοργού και πειθηνίου αλόγου, έφθασα προ της οικίας πολύ ενωρίτερον ή ότι υπεσχέθην. Διά τούτο δεν παρεξενεύθην, μη ακούσας ταύτην την φοράν τας δεξιώσεις της Οθωμανίδος, όπισθεν του δικτυωτού παραθύρου της. Αλλ’ όταν, ανοιγείσης της θύρας, είδον ενώπιόν μου μικρόν, βλακωδώς προσατενίζον με τουρκόπαιδον, και ουχί την ωχράν του Κιαμήλ όψιν, ποιούντος τον μεγάλον αυτού τ ε μ ε ν ά ν με το αιωνίως μελαγχολικόν εκείνο μειδίαμα, δεν ηξεύρω πώς διετέθην ξένως και παραδόξως. Εκτός του παιδός, ουδείς εφαίνετο εν τη αυλή. Εισήλθον εις το πλακόστρωτον και πως δροσερόν κατώγειον — κ' εδώ ούτε ψυχή. Εκάλεσα μετά τινος ανυπομονησίας την μητέρα μου, τον αδελφόν μου, ουδείς απεκρίθη. Η μικρά προς τον κήπον θύρα εις το βάθος του κατωγείου ήτο, παρά το σύνηθες, ολίγον ανοικτή. Και αφού δεν ηδυνάμην ν' ανέλθω την κλίμακα πριν ή βεβαιωθώ ότι το χαρέμιον απεσύρθη εκ της σ ά λ λ α ς, εχώρησα διστάζων προς αυτήν, και παρακύψας είδον εις τον κήπον. Πλησίον του υψηλού κισσοσκεπούς τοίχου, κατά το ήμισυ εις την σκιάν, εκάθηντο η μήτηρ μου, η Οθωμανίς και άλλη τις ρακένδυτος και ασκεπής την κεφαλήν γραία, κατά το φαινόμενον πιναρά ρ ω μ η ο κ α τ σ ι β έ λ α, ήτοι Αθιγγανίς ελληνόφωνος. Υψηλότερον των λοιπών καθημένη, εκράτει επί των γονάτων αυτής ύπτιον κόσκινον, εφ' ου κύπτουσαι η Οθωμανίς και η μήτηρ μου, εφαίνοντο προσπαθούσαι να εννοήσωσι κάτι τι, μετά προφανούς εκπλήξεως και απορίας. Μετά μακράν σιωπήν:
— Καθώς σε λέγω, είπεν η Αθιγγανίς μετά δογματικής εμφάσεως. Ο φονιάς είναι κοντά σας· γυρίζει τριγύρω σας· μην τον ζητάτε μακρυά.
— Χα! είπεν η μήτηρ μου, μετά θριαμβευτικής χαράς. Λοιπόν επιάσθηκε! Θα είναι από αυτούς που έστειλεν ο Εφέντης δεμένους. Ελησμόνησα να σε πω πως οι ύποπτοι ευρίσκονται στην Πόλι.
— Σε είπα να μη μου λέγης τίποτε, χωρίς να σ' ερωτώ, αλλοιώς θα με χαλάσης τα μάγια! είπε δυσανασχετούσα η πυθία των τριόδων, και έσεισε το κόσκινον ισχυρώς και ηκούσθη εν αυτώ κρότος, ως συγκρουομένων οσπρίων.
— Έλα, μην κακιόνεις! είπεν η Οθωμανίς, ας τα ρίξοψεν ακόμη μια.
Μέτρησέ τα πάλι.
— Χουμ! είπεν η μάντισα, τρεις και η αλήθεια! Καλά! Μα καθώς σας είπα, μη με λέτε τίποτε. Εκείνο, ό,τι και αν είναι, θα το πούνε τα κουκκιά. Κύτταξε εδώ, κοκκώνα, τον φονιά, τον βγάλλω πάλιν έξω. — Και λαβούσα από του κοσκίνου ένα μελαψόν κύαμον έρριψεν αυτόν υπέρ την κεφαλήν και όπισθεν αυτής εκστομίσασα μίαν κατάραν. — Τώρα, είπεν έπειτα, σεις μετρήσετέ τα κι' εγώ να τα ρωτήσω.
Η μήτηρ μου έλαβε το κόσκινον, έχυσε τους κυάμους εις την ποδιάν της, και θέσασα αυτό πάλιν επί των γονάτων της Αθιγγανίδος, ήρχισε να ενθέτη μετρούσα τους κυάμους ανά ένα μετά τοσαύτης προσοχής και ακριβείας, μεθ' όσης ίσως ουδέποτε φιλάργυρος εμέτρησε πολυτίμους μαργαρίτας, μέλλων να τους εμπιστευθή εις ξένας χείρας.
— Σωστά είναι; ηρώτησεν η Αθιγγανίς, ρίψασα τους ψαρούς αυτής πλοκάμους επί των ωμοπλατών της.
— Ναι! απεκρίθη η μήτηρ μου, σωστά σαράντα.
Η Αθιγγανίς έλαβε τότε το κόσκινον και περιαγαγούσα επί των εν αυτώ κυάμων οικειότητος εκφραστικόν βλέμμα και συνταράξασα αυτούς δις και τρις, ως εάν ήθελε ν' αφυπνίση το βαθέως εν αυτοίς κοιμώμενον μαντικόν πνεύμα, ανεφώνησεν επί το επιτακτικώτερον:
— Άνθρωπος σκοτώθηκε, ποιος να τον εσκότωσε; — Τρεις τους λύκους, τρεις τους κλέφταις, τρεις τ' ασκέρια τα σκασμένα· τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του, και κουκκιά σαρανταένα.
— Και ταύτα επάδουσα εχώριζε τους κυάμους εις διαφόρους τριάδας, κατά το φαινόμενον, αποδίδουσα εις εκάστην διάφορον θέσιν και ιδιότητα.
— Τρεις τους κλέφταις, τρεις τους λύκους, τρεις τ' ασκέρια τα σκασμένα, τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του και κουκκιά — σ α ρ α ν τ α έ ν α!
Πόσα κουκκιά εμέτρησες, κοκκώνα;
— Σαράντα, είπεν η μήτηρ μου.
— Και σαράντα ήτανε, είπεν η Αθιγγανίς. Μα, μβήκε μέσα κι' ο φονιάς κ' έγιναν σαράντα ένα. Θωρείς τον έχω μαγεμένο, κ' είμ' άξια να τον φέρω μέσ' στο κόσκινό μου κι' από την άκρηα του κόσμου.
Αφού αι δύο γυναίκες εβεβαιώθησαν περί του εκ θαύματος αυξηθέντος αριθμού των κυάμων, η μάντισα ετάραξε το κόσκινον επανειλημμένως, και μετά ταχυδακτυλουργικής δεξιότητος ετίναξε τρεις φοράς τα όσπρια υψηλά εις τον αέρα, και τρεις φοράς τα υπεδέχθη εν τω κοσκίνω πάλιν, χωρίς ουδέ έν να εκπέση. Μεθ' ό, θείσα το κόσκινον επί των γονάτων και κύψασα επ' αυτού, σοβαρώς ήρξατο να μελετά· ως μοι εφαίνετο, τας συμπτώσεις των κυάμων. Η μήτηρ μου και η Οθωμανίς εσπούδαζον και αυταί μετά πολλής ευλαβείας.
— Κύτταξε! είπεν η Αθιγγανίς μετά μακράν θρησκευτικήν σιωπήν. — Εδώ είναι ο φονιάς και εδώ είσαι συ. Κανένας δεν είναι τόσο κοντά σου, όσον αυτός και τα παιδιά σου. Γι' αυτό, σε λέγω, μην τον ζητάς μέσα στην Πόλι, μην τον ζητάς στα μακρυά. Θενάναι κανένας χωριανός, κανένας εδικός σου.
Η μεγάλη περιέργεια μεθ' ης προσείχον εις τα γινόμενα μ' έκαμε φαίνεται να λησμονήσω, ότι ήμην κατάσκοπος μέχρι τούδε και να ερεισθώ βαρύτερόν πως επί της θύρας του κηπαρίου. Πριν ή το εννοήσω, η θύρα ηνοίγη μετά τρυγμού, κ' εγώ εφωράθην ιστάμενος όπισθεν αυτής.
— Βγα! επεφώνησεν η μήτηρ έκπληκτος, διά την απρόοπτον παρουσίαν μου. — Εδώ είσαι, παιδί μου; Και πώς δεν ήλθεν ο Μιχαήλος να με το πη: Χαρά στον, τον πολλακαμένο!
Η τε μήτηρ μου και η Οθωμανίς εφαίνοντο δυσαρέστως πως εξαφνισθείσαι υπό του τρόπου, καθ' ον εφωράθησαν εν τη ενασχολήσει των, και αμφότεραι δεν ήξευρον πώς να μοι αποκρύψωσι πλέον τα γεγονότα. Εγνώριζον, ως είπον, τον κατά δεισιδαιμονιών και μαγισών ιδία πόλεμόν μου. Πρό τινων ημερών έτι είχον εκδιώξει κακήν κακώς μίαν, ήτις επέμενε και καλά να ιδή την μοίραν μου. Και προφανώς εξέλεξαν την απόκεντρον εκείνην γωνίαν διά τας μαντείας αυτών, χάριν ασφαλείας. Αι μεμψιμοιρίαι των κατά του αδελφού μου εδήλουν, ότι τον είχον τάξει επί της θύρας να προφυλάττη την έλευσίν μου, και ότι προέδωκε το καθήκον του, αφήσας με να εισχωρήσω μέχρις αυτών απροάγγελτος. Η πονηρά Πυθία εμάντευσε την θέσιν των πραγμάτων, ευθύς ως είδε το σκυθρωπόν πρόσωπόν μου· και περισυναγαγούσα τους κυάμους και τα κοσκινά της εν σπουδή παρυπεξήλθε διά της ετέρας του κήπου θύρας, ως β ρ ε μ μ έ ν η γ ά τ α. Αναμφιβόλως έσχε την προβλεπτικότητα να προπληρωθή. Η αμηχανία των δύο ευπίστων γυναικών, η αδεξιότης αυτών προς εύρεσιν προχείρου τινός αφορμής προς δικαιολογίαν των, μ' έκαμε να μετανοήσω διά την αδιακρισίαν μου. Διά τούτο προσποιηθείς τελείαν άγνοιαν των γεγονότων:
— Βελόναις αγοράζετε, μητέρα; ηρώτησα μετ' αδιαφορίας.
— Ναι, παιδί μου! είπεν η μήτηρ μου μετά τινος δισταγμού, πες πως αγοράζουμε βελόναις, για να μβαλλώσουμε τα ψέμματα. Και πότε ήλθες;
— Τώρα δα, μητέρα, μόλις έφθασα.
— Και πούν' αυτό το κακόπαιδο, ο Μιχαήλος; Πώς δεν ήρθε να με το
μηνύση:
— Δεν ηξεύρω, μητέρα, δεν είναι κανένας στην αυλή, άλλο από το
παιδί, που μου άνοιξε την θύρα.
— Αμ' ποιος ηξεύρει πού θα πήγε πάλι. Δεν τον χωρεί ο τόπος να
καθήση.
Η Οθωμανίς εξηκολούθει να με βλέπη πλαγίως και πονηρώς με το μειδίαμα της δυσπιστίας επί των χειλέων, περιμένουσα την έκρηξιν της αγανακτήσεώς μου δι' όσα είδον. Αλλ' εγώ αντί πάσης επιτιμήσεως, περιττής πλέον τώρα, προσεποιήθην με όλα τα δυνατά μου, ότι δεν είδον τίποτε.
— Πάμε λοιπόν μέσα, είπε, τώρα θα έλθη και ο Εφέντης.
Τότε ηκούσθη πάλιν άνωθεν των κεφαλών ημών ο συνήθης του υποχωρούντος χαρεμίου θόρυβος. Προφανώς οι κάτοικοί του ήσαν μέχρι τούδε προσηλωμένοι εις τα επί του κηπαρίου παράθυρα, παρακολουθούντες μετ' ευλαβούς σιγής τας κοσκινομαντείας της Αθιγγανίδος.
Μόλις είχομεν επαναλάβει τας συνήθεις προσαγορεύσεις και φιλοφρονητικάς χειρονομίας, και ανηγγέλθη έξωθεν η είσοδος του Εφέντη. Μετά πολλής δυσκολίας ανεγνώρισα τον σκιατραφή και φραγκοφορεμένον τούτον Τούρκον, διότι ο ήλιος της επαρχίας ενώ απεχρωμάτισεν επιλευκάνας τας κυριωτέρας επιφανείας της ενδυμασίας του, είχε μαυρίσει την λευκήν αυτού μορφήν, ούτως, ώστε δεν έβλεπες πού ετελείωνον αι παρειαί και πού ήρχιζε το βαθύχρουν κ' επιμελώς περικεκαρμένον αυτού γένειον. Όσον λακωνικαί ήσαν αι άλλοτε εν τω γραφείω του Ζαπτιέ δεξιώσεις ημών, τόσον εύρρους ήτο σήμερον η ρητορική του υπαλλήλου, τόσον εξεζητημένη, ώστε να με ανησυχή, ως προς την αποτελεσματικότητα της αποστολής του.
— Αφήσατέ μας μόνους, είπον προς τας γυναίκας. Ο Εφέντης θα έχη να μοι διηγηθή λυπηράς λεπτομερείας, ακαταλλήλους διά τα νεύρα σας.
Αι γυναίκες εξήλθον. Ο Εφέντης εσκυθρώπασε.
— Λεπτομερείας, είπε, θα είχον πραγματικώς να σας αφηγηθώ φρικαλέας. Δεν το κάμνω, διά να μη λυπηθήτε εκ περισσού, μανθάνοντες πόσα κρίματα επήρα στον λαιμό μου! Το αποτέλεσμα της αποστολής είναι έτσι κ' έτσι πολύ λυπηρόν, και πρέπει να το μάθετε. — Είναι μηδέν. Είναι αποτυχία! Αποτυχία, ως προς την ιδικήν μας υπόθεσιν. Διότι αι ανακρίσεις μου έφεραν πολλά κακουργήματα εις φως και πολλοί ένοχοι θα λάβωσι τα επίχειρα της κακίας των, αλλ’ ο φονεύς του αδελφού μας δεν ευρέθη. Ή πρέπει να εφονεύθη κατά τας επισυμβάσας καταστροφάς εν τη επαρχία, ή πρέπει να είναι ο ταχυδρόμος, ον ο μακαρίτης διεδέχθη. Αυτός ο ταχυδρόμος θα με κάμη να χάσω τον νουν μου! Τον ευρίσκω αποδεδειγμένον αυτουργόν πολλών κακουργημάτων, τον ευρίσκω πιθανώτατον ένοχον εις τον φόνον του πτωχού αδελφού μας, αλλ’ αδυνατώ να τον εύρω αυτόν τον ίδιον! Αδυνατώ να τον συλλάβω! Μόλις έφθασα ταύτην την πρωίαν, έδωκα τας αυστηροτάτας διαταγάς. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι κρύπτεται εν τη πρωτευούση. Ξεύρεις. Η γρηά ζητά τον ψύλλο μέσ' στο πάπλωμα κ' εκείνος κάθεται πα στα ματογυάλια της. Όμως μην ειπής ακόμη τίποτε εις την Βαλινδέ, την κοκκώνα. Είπα και εις τον Μιχαήλο το ίδιο. Όταν μ' ερώτησε σήμερον πρωί, της είπα, πως η θέσις μου μ' απαγορεύει να ειπώ τίποτε πριν αποφανθή το δικαστήριον. Η καϋμένη η κοκκώνα! Δεν είπε τίποτε, αλλά φοβούμαι πως ενόησε την αποτυχίαν μου.
Είπον ήδη πόσον κατ' αρχάς εδυσπίστουν και εις αυτάς τας δραστηριωτέρας ενεργείας της δικαιοσύνης εν τη υποθέσει ταύτη, το μεν ως εκ του παρεμπεσόντος μακρού χρόνου, το δε ως εκ της επισυμβάσης εν τη επαρχία λεηλασίας και σφαγής. Τις οίδεν εάν οι φονείς δεν εύρον τα επίχειρα της κακίας αυτών θεόθεν, απολεσθέντες εν τη γενική εκείνη καταστροφή, μόνοι αυτοί δικαίως, μεταξύ τόσων αθώων; Αλλ’ όταν μετ' ολίγον εγνώρισα τον Εφέντην μετέβαλον γνώμην, και ήλπισα κ' εγώ μετά των λοιπών, ότι ο ζήλος αυτού θα ικανοποιήση τον νόμον και θα μας βοηθήση προς εκπλήρωσιν του θλιβερού προς τον προσφιλή ημών νεκρόν καθήκοντος. Αι ειδήσεις του ανακριτού αυτού, μη αποκρύπτουσαι μείζονα ή ότι ωμολόγουν αποτυχίαν, εξηφάνισαν τας ελπίδας εκείνας διά παντός. Ουδέν υπελείπετο πλέον τώρα ειμή να μετριάσω την επί της μητρός ημών εντύπωσιν της ειδήσεως, αναβάλλων αυτήν όσον το δυνατόν περισσότερον. Ο ατυχής Εφέντης, τεθλιμμένος εν πάση ειλικρινεία, συνεφώνει μετ' εμού περί εγκαταλείψεως πάσης περαιτέρω καταδιώξεως, προ πάντων ότε τον εβεβαίωσα πόσον σπαράσσεται η καρδία μου, διά τους αθώους, όσοι εδεινοπάθησαν, καθειρχθέντες ως ύποπτοι κατά τας αυστηράς αυτού ανακρίσεις. Ως προς τον πρώην ταχυδρόμον η ιδική μας υπόθεσις δεν εκέρδιζε διά της συλλήψεώς του. Αφού επανειλημμένως ήδη απεδείχθη εν δικαστηρίω το alibi αυτού.
Ενόμιζον ότι η μήτηρ μου προσεδόκα έξωθεν του δωματίου ανυπόμονος να μάθη τας ειδήσεις του Εφέντη. Αλλ' όταν εγερθείς παρέκυψα διά της θύρας να ίδω, την διέκρινα εις τους πρόποδας της κλίμακος, ελέγχουσαν χαμηλή τη φωνή, αλλά λίαν σφοδρώς τον αδελφόν μου Μιχαήλον, όστις μετά μίαν στιγμήν, πλήρης ταραχής καθώς ήτο, εξέδραμε της οικίας.
— Να μη σε ιδώ να έλθης πίσω χωρίς να φέρης τον Κιαμήλη! εφώνησεν
η μήτηρ μου κατόπιν του.
— Τι τρέχει, μητέρα; ηρώτησα εγώ, όταν είδον την μεγάλην
ανησυχίαν επί της μορφής της.
— Τίποτε, παιδί μου, τίποτε.
Και εισήλθεν εις το μαγειρείον, μηδέν περί της υποθέσεως ημών ερωτήσασα. Τόσον πολύ την απησχόλει, φαίνεται, η έλλειψις του Κιαμήλη!
Ήτον η πρώτη φορά καθ' ην έβλεπον τον Εφέντην εις τον οίκον του. Ύστερον από τόσους αγώνας υπέρ ημών, δίκαιον ήτο να δειχθώ προς αυτόν όσον οίον τε φιλοφρονητικός και ευγνώμων, προ πάντων, αφού έβλεπον πόσον ηθύμει διά την ακαρπίαν των αγώνων εκείνων. Εκάθησα λοιπόν παρ' αυτώ, και ηρξάμεθα οικείως συνδιαλεγόμενοι επί διαφόρων θεμάτων, κυρίως πολιτικών. Όταν εν τη ρύμη του λόγου τον ηρώτησα τι φρονεί περί του κόμματος των λεγομένων νεοτούρκων εν Κωνσταντινουπόλει, εγερθείς έκλεισε την θύραν του δωματίου.
— Εγώ, είπε, φίλε μου, ανήκω εις το προοδευτικόν τούτο κόμμα. — Είτα, εξαγαγών του θυλακίου του εν κλειδίον, ήνοιξε το όπισθεν της θύρας, εντός του τοίχου εκτισμένον ερμάριον, και εξακολουθών να ομιλή:
— Η ταπεινή μου γνώμη είναι, είπεν, ότι οι συντηρητικοί είναι στάσιμοι, η δε στασιμότης δεν είναι πρόοδος.
Και ταύτα λέγων, εξήγαγεν εκ του ταμείου και έφερε να παραθέση ενώπιόν μου επί του σοφά ένα δίσκον. Μία χ ι λ ι ά ρ ι κ η, δύο ποτήρια, και μερικά πιατάκια πλήρη πιστακίων, σταφίδων και ζαχαρωτών ευρίσκοντο επί του δίσκου.
— Εννοώ λοιπόν, εξηκολούθησεν ό Εφέντης, καθεζόμενος απέναντί μου, εννοώ ν' αφήσωμεν τα παλαιά και σκουριασμένα και να εμφορηθώμεν νέου πνεύματος, νέων ιδεών.
Και ταύτα λέγων επλήρωσε τα προ ημών ποτήρια μετά μεγάλης δεξιότητος. Τότε παρετήρησα, ότι το νέον πνεύμα δ' ου οι νεότουρκοι εμφορούνται, ήτο — οινόπνευμα!
Εγνώριζον, ότι πολλοί των Εφέντηδων το τσούζουσιν ιεροκρυφίως. Αλλά ποτέ δεν ηδυνάμην να φαντασθώ, ότι άνθρωπος εν σχετικώς βραχεί διαστήματι ηδύνατο να πίη περί την μίαν οκάν μαστίχας, και τούτο άνευ ύδατος!
Όταν ήλθον να μας προσκαλέσωσιν εις το δείπνον και είδον τον καλόν εκείνον άνθρωπον παραπαίοντα από τοίχου εις τοίχον, τότε ενόησα διατί το εις ό άνηκε κόμμα καρκινοβατεί μόνον επί της οδού της προόδου, και μοι ήλθεν όρεξις να γελάσω. Αλλ’ όταν είδον την στυγνήν της Οθωμανίδος μορφήν, την τεταραγμένην της μητρός μου όψιν, όταν είδον ότι κεκρυμμενον τι δυστύχημα τους έκαμνε να μη προσέχωσι καν εις τους τραυλισμούς του Εφέντου, δεν ηξεύρω ποία μυστηριώδης δύναμις συνετάραξε την καρδίαν μου! Προφανώς συνέβαινε κάτι τι πολύ θλιβερώτερον της μέθης του Εφέντου. Η ώρα παρήρχετο, αλλ’ ούτε ο αδελφός μου, ούτε ο Κιαμήλ ήρχετο να δειπνήση μεθ' ημών. Η πληκτική σιγή, ην έκαστος ημών ετήρει, εκορύφωνεν ολονέν την ανησυχίαν μου, και αφού η μήτηρ ηρνείτο ν' αποκριθή εις τας ερωτήσεις των οφθαλμών μου:
— Πού είναι ο Μιχαήλος, μητέρα; την ηρώτησα, διακόψας το φαγητόν.
— Τώρα θα έλθη, παιδί μου, είπεν εκείνη μετά θλιβερού τόνου.
— Και ο Κιαμήλης: ηρώτησα εκ νέου.
Η μήτηρ μου έθηκε τον δάκτυλον επί των χειλέων, και μοι ένευσεν εν ονόματι του Θεού να σιωπήσω! Η γραία Οθωμανίς, ήτις έκυπτε την καταβεβλημένην αυτής κεφαλήν μετ' απεριγράπτου θλίψεως, δεν εσήκωσε τους οφθαλμούς αυτής, αλλ’ εταράχθη σπασμωδικώς εις το όνομα του τέκνου της. Έπειτα συνελθούσα:
— Μη χαλάς την όρεξί σου, Σουλτάνε μου, είπε, προσπαθούσα επί ματαίω να μειδιάση. — Δεν είναι τίποτε. Ο Κιαμήλης εβγήκε, και άργησε να έλθη, μα δεν είναι τίποτε.
— Δόξα σοι ο Θεός! είπον τότε εγώ, αναπνεύσας. Εφοβήθην μην ησθένησεν. Αφού είναι καλά, θα έλθη όπου και αν είναι.
— Δόξα σοι ο Θεός! επανέλαβεν η γραία στενάζουσα βαθέως. Και ως εάν ήτο υπερβολική ζέστη, ήνοιξε το γιασμάκιόν της πλέον ή ότι το έκαμε μέχρι τούδε ενώπιόν μου, και ήρχισε να αερίζηται διά της μιας αυτού άκρας. Τα δάκρυα εστενοχώρουν τους μεγάλους αλλά βαθουλούς πως οφθαλμούς της γραίας, η ανατολική της οποίας καλλονή μόλις διεφαίνετο πλέον επί του μαραμένου προσώπου της.
— Και τόσο γερό που είναι το παιδί μου, επρόσθεσεν έπειτα, πάλε
δόξα σοι ο Θεός!
— Μόνον ολίγον χλωμός που είναι, τη είπον εγώ προς παρηγορίαν.
Αλλοιώς είναι γερό παιδί.
— Γερό, ανεστέναξεν εκείνη. Γερό, αλλά τι το θέλω! Από μέσα έχει το σκουλήκι που του αλέθει την καρδιά! Και σαν του αναβή καμμιά φορά στο κεφάλι — Θεός να φυλάγη τα παιδιά του κόσμου και ύστερα το δικό μου! Θεός να σε φυλάγη, Σουλτάνε μου και σένα! Κ α ρ ά σ ε β δ ά τον είπανε, εξηκολούθησε θρηνητικώς η γραία, και καρά σεβδάς είναι. Γιατί πολλών μητέρων καρδιαίς εμαύρισε, πολλά παλληκάρια έβαλε μέσα στη γη τη μαύρη! Η κοκκώνα με διηγήθη την ιστορία του χωριανού σας που πήρε το φαρμάκι στα Ψωμαθιά για την κόρη του Ξανθούλη, και του έβγαλαν τραγούδι και το λαλούσαν μέσ' στον δρόμο… Θεός να φυλάγη το παιδί μου!
Εγνώριζον την ιστορίαν του χωριανού μας. Εκ του υπαινιγμού αυτής συνεπέρανα το πάθος του δυστυχούς Κιαμήλη. Η ωχρά μορφή, οι ρεμβώδεις οφθαλμοί, το μελαγχολικόν εκείνο στοιχείον εν όλη αυτού τη υπάρξει, οι διαλείποντες πυρετοί, η αδιαλείπτως φθίνουσα υγεία του ώφειλον να με κάμουν να το μαντεύσω.
— Λοιπόν ο Κιαμήλης αγαπά χωρίς ν' ανταγαπάται;
— Και χωρίς ελπίδα ν' αγαπηθή ποτέ! εστέναξεν η μήτηρ αυτού.
Διότι η σκύλα είναι πανδρεμένη πλέον.
— Α! είπον, αυτό δεν μ' αρέσκει. Πρέπει να βοηθήσουμε τον Κιαμήλη
να την λησμονήση.
Η δυστυχής εξερράγη εις παρακλήσεις, εις ευχάς και ευλογίας, εις επαίνους και εγκώμια, πάντα υπερβολικά κατά την ανατολικήν συνήθειαν, αλλ’ αληθώς εκ του βάθους της καρδίας αυτής εξερχόμενα.
— Εάν μου κάμης αυτό το καλό, είπεν επί τέλους, θα γενώ σκλάβα σου, να σκουπίζω το κατώφλιον του σπιτιού σου με τας βλεφαρίδας των οφθαλμών μου! — Είτα ήρχισε να διηγήται:
Ήταν πριν γενή το μονοπωλείον του καπνού στην Πόλι. Ο Κιαμήλης μου δεν ήτον παιδί για να γένη σ ο φ τ ά ς και να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα, καθώς τον βλέπεις τώρα. Είχεν ένα συντροφικό καπνοπωλείο, που σαν αυτό δεν ήταν άλλο. Ο σύντροφός του επωλούσε λιανικώς στην Πόλι, και το παιδί μου εγύριζε σταις επαρχίαις κι' αγόραζε χονδρικώς από τους καπνογεωργούς. Εκεί στην επαρχία, εσχετίσθη με τον υιόν ενός κτηματίου. Έτσι γλυκό παιδί που ήτανε ο Κιαμήλης μου, όλος ο κόσμος το αγαπούσε. Μα ο υιός του κτηματίου τον αγάπησε πάρα πολύ. — Κάλλιο να μην είχε σώσει! — Γιατί τον αγάπησε κι' ο Κιαμήλης μου πολύ, και τον έφερε στην Πόλι, και πήγαν στον ι μ ά μ η, και άνοιξε του καθενός την φλέβα, και ήπιεν ο ένας από το αίμα του άλλου κ' έγιναν κ α ν κ α ρ δ ά σ η δ ε ς (αιματαδελφοί). Σαν αγαπήθηκαν τόσο πολύ. — Έλα να σε κάμω γαμβρό μου! του είπε. Έχω μιαν αδελφή στο κτήμα μας — η ωραία των ωραίων. Μια φορά να την διης θα χάσης τον νου σου. — Έ! και ο Κιαμήλης μου νέος ήτανε, και καλός ήτανε, και άξιος ήτανε. Μα ο πατέρας της κόρης — τον αγαπούσε, δεν λέγω πως δεν τον αγαπούσε — μα γαμβρόν του δεν τον ήθελε. Γιατί ήτανε, λέγει, σουλτάνης από αυτούς που γεννιούνται από ταις σκλάβαις του σουλτάνου, και ήθελε να πάρη κανένα Μπέη, κανένα Πασσά. Μα οι νέοι τα εσιάξανε μεταξύ τους, και η κόρη — π' ανάθεμά της! — αγάπησε τον Κιαμήλη τόσο πολύ, που ο γέρος αναγκάσθηκε να δαγκάση τα χείλη του και να σιωπήση, έτσι αψύς και υπερήφανος που ήταν. Γιατί άλλο παιδί από την Ναζιλέ δεν είχε και δεν ήθελε να την λυπήση. Έτσι εδώσανε σημάδι και αρραβωνιασθήκανε. Ποιος το ήξευρε να τους πανδρεύση τότε, και να τους φέρη στην Πόλι. Μα βλέπεις στο μεταξύ έγινε το Μονοπωλείο, και έκλεισαν όλα τα καπνάδικα του κόσμου, και άφηκαν τόσους ανθρώπους χωρίς δουλειά. Και ο Κιαμήλης μου, άφησε που εζήμιωσε τόσο, μόνον έμεινε και αργός. Έτσι επήγε στου πεθερού του να έχη και αυτός ενασχόλησι στο κτήμα, πότε με το ένα, πότε με το άλλο, μαζί με τον γυναικάδελφόν του, και απεφάσισε και αυτός να ζήση στην επαρχία για το χ α τ ή ρ ι της αρραβωνιαστικής, που δεν ήθελε τώρα να χωρισθή από τον πατέρα της.
— Παιδί μου, Κιαμήλη, του έλεγα, καρπός που κρατεί σφιχτά στο δένδρο του είναι άγουρος ακόμη. Και κορίτσι που δεν μπορεί ν' αφήση το σπίτι του γονιού του δεν είναι ακόμη για γυναίκα.
Μα ο Κιαμήλης, που την αγαπούσεν, έκαμνεν ό τι του γύρευεν εκείνη. Σαν εζύγωσεν ο καιρός του γάμου, ο Κιαμήλης και ο αδελφοποιτός του ανέβησαν στ' άλογο για νάλθουνε στην Πόλι να ψουνίσουνε. Ο σιδερόδρομος ήταν κοντά, μα οι νέοι αγαπούσαν τ' άλογα, κ' ήθελαν και καλά να μβούνε καβαλάρηδες στην Πόλι, με τα χρυσά κομβία στα γελέκια τους, με τα κουμπούρια στη μέση και ταις καραβίναις στην πλάτη τους. Έτσι εξεκίνησαν με τα φλουριά στα κεμέρια τους. Έτσι έφθασαν ως στο γεφύρι του Λουλεβουργάζ, το ίδιο το γεφύρι που σκοτώθηκεν ύστερα και ο φτωχός ο αδελφός σου. Το γεφύρι, καθώς με είπεν ο Εφέντης που το είδε, είναι στενό και αψηλό· ο ποταμός είναι βαθύς και γρήγορος· την μιαν όχθη γυμνός και την άλλη σκεπασμένος με πολλαίς και άγριαις ιτιαίς και άλλα δένδρα που σμίγονται με το δάσος που αρχίζει παρά πέρα.
Ο μεθυσμένος Εφέντης δεν ήτο εις θέσιν να εξελέγξη την ορθότητα της περιγραφής, διότι προ πολλού ήδη ερρογχάλιζεν εξαπλωμένος παρά την τράπεζαν.
— Μόλις είχαν φθάσει ως την μέση του γεφυριού, εξηκολούθησεν η γραία, και ο Κιαμήλης, το παιδί μου, είδε μέσ' από ταις ιτιαίς μια φλόγα, κι' άκουσε μια τουφεκιά! Και πριν προφθάση να τα νοιώση, παιδί μου, έπεσεν ο σύντροφός του πληγωμένος! Κ' εξιππάσθηκε το άλογο του Κιαμήλη, κ' έγειρε σε μια μεριά κ' έσπασε το κάγκελο του γεφυριού κ' έπεσε στον ποταμό μαζί με το παιδί μου! Θεός να φυλάγη τον κόσμο από την κακή την ώρα! Ποιος ηξεύρει πόσαις ώραις επάλαιψε με τον θάνατο! Μα βλέπεις δεν ήτανε γραφτό του. Το άλογο ευρέθηκε σκοτωμένο, κ' εκείνος εγλύτωσε. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Κ' έτσι που εγλύτωσε, πάλε δόξα σοι ο Θεός! Τρεις ημέραις δεν ήξευρε πού ήτανε. Σαν ήλθε κομμάτι στον εαυτό του, εκατάλαβε πως ευρίσκεται σ' ένα μύλο. Τόσο μακρά τον παρέσυρε το ρεύμα μπερδευμένον στα λουριά του αλόγου! Κι' αν δεν επρόφθανε να τον γλυτώση ο μυλωνάς στην ύστερη στιγμή του. — Ας είναι δα! Πολύ καλός άνθρωπος δεν ήτο κι' ο μυλωνάς, μα, ας είναι. Γιατί, σαν ήλθε το παιδί μου στον εαυτό του, εκατάλαβε πως του επήρε το κεμέρι από τη μέση του. Μα δεν είπε τίποτε. Έτσι κ' έτσι θα του το έδιδε με το χέρι του. Τον ευχαρίστησε λοιπόν όπως ημπορούσε, κ' επήρε τον δρόμο, να πα στου πεθερού του το κτήμα, να ιδή μην έπαθεν ο αδελφοποιτός του τίποτε, να φέρη την είδησι. Μα σαν έφθασε μισαποθαμένος ως την θύρα του, δεν τον έβαλε μέσα. Μόνον εγύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά για να μην τον βλέπη, και:
— Αφήκες να σκοτώσουν τον αδελφοποιτό σου, του είπε, χωρίς ν' αδειάσης το τουφέκι σου· κ' έρχεσαι στο σπίτι μου, χωρίς το κεφάλι του φονιά στο χέρι σου; Είσαι άνανδρος! Είσαι προδότης!
Και τον εσκούντησεν έξω, κ' έκλεισε την θύρα! Χωρίς ζωή στο κορμί του, χωρίς παρά στην τσέπη του! Ποιος ηξεύρει σε ποιο κάμπο θα ήσαν τώρα σκόρπια τα κόκκαλά του, αν δεν είχε την τύχη να ξεπέση στο χωριό σας, αν δεν ευρίσκετο η αγία αυτή γυναίκα, η βαλιδέ η μητέρα σου, να τον προμαζεύση στο σπίτι της και να τον κυττάξη. Εμείς οι Τούρκοι λέμε, πως όλ' οι Χριστιανοί θα πάνε στην κόλασι· μα σαν συλλογιούμαι το καλό που έκαμεν η μητέρα σου, λέγω με τον νουν μου: Σαν δεν πάγ' αυτή η Χριστιανή στον παράδεισο, δεν ηξεύρω ποιος Τούρκος θενά πάγη! Ας είναι δα! Ταις βουλαίς του Θεού κανείς δεν ταις ηξεύρει!
Όλον εκείνο τον καιρό το είχα χαμένο το παιδί μου. Το φονικό που έγινε το μάθαμε, μα ο Εφέντης δεν ήτο τότε ακόμη στον Ζαπτιέ, και ο Σουλτάνης ο πεθεροκαμένος του Κιαμήλη απεκρίθη πως δεν τον ξαναείδεν. Έτσι τον εγράψαμε στα πεθαμένα. Όταν ήλθεν ο αδελφός σου και μου τον έφερε λιγνό λιγνό και νεκροχλωμιασμένο, μ' εφάνη πως εβγήκεν από το μνήμα του. Και τόση χαρά να δίδη ο Θεός στη ζωή σας, παιδί μου, όση χαρά αισθάνθηκα εγώ εκείνη την ημέρα! Αλήθεια επέρασε πολύς καιρός, μα στα υστερνά έγινε καλά το παιδί μου. Σαν έγινε καλά, εσηκώθη να φύγη.
— Πού θα πας, παιδί μου;
— Στην αρραβωνιαστική μου, μητέρα, στον πεθερό μου.
— Και τι θα πας σε τέτοιο πεθερό, παιδί μου; άφησέ τον να
κουρεύεται!
— Όχι, μητέρα, δεν γίνεται. Πρέπει να μάθη, πως δεν είμαι ούτε
προδότης, ούτε άνανδρος άνθρωπος. Πρέπει να μιλήσω μαζί του.
Έτσι εσηκώθηκε κ' επήγε.
Ύστερ' από δυο τρεις εβδομάδες εγύρισεν οπίσω χωρίς να τον περιμένω. Μα άλλος επήγε, και άλλος εγύρισε! Πού επήγε, τι έκαμε, λόγο δεν μας είπε. Μόνον, άμα ήλθεν, έπεσε στο στρώμα με την θέρμη. Ήτανε Γενάρης.
— Δεν σου το είπα, παιδί μου, να μη ταξειδεύσης μέσ' στον
χειμώνα: Να που αρρώστησες πάλι!
— Κάλλιο ν' απέθνησκα από τον χειμώνα, μητέρα, παρά να πάθω ό,τι
έπαθα!
Αυτό ήταν όλο που μου είπε, και μου έδωκε τα σημάδια, που εστείλαμε στην κόρη του Σουλτάνη, όταν την αρραβωνιάσθηκε. Τότε εκατάλαβα την αρρώστια του! Η σκύλα επανδρεύθηκε κ' επήρεν έναν άλλον. Από τον Θεό να τωύρη! Επήρε το κρίμα του παιδιού μου στον λαιμό της. Τον βλέπεις πώς έγινεν! Από τον καϋμό του εγράφθηκε δόκιμος εις τον Τ ε κ έ εδώ κοντά μας, και πάγει κάθε Παρασκευή και τρώγει μαζί με τους νδερβησάδες το αφιόνι, και γονατίζει μ' αυτούς και αναστενάζει, ως που αιματώνουν τα σπλάγχνα του, και χτυπά τα στήθια του, ως που τον βγάλλουν λιποθυμημένον από την μέση τους. Και αν ήταν μόνον τούτο δεν πειράζει. Γιατί ο Σεΐχης, ο πρώτος των νδερβησάδων, τον αγαπά πολύ γι' αυτό, και με είπε, πως μίαν ημέρα το παιδί μου θενά γίνη άγιος. Μα ένα κακό που του έρχεται καμμιά φορά, αυτό θα με κάμη να χάσω τον νουν μου! Τον είδες πως είναι ήσυχος και γλυκός και σιωπηλός. Το έγινεν αφ' ότου έμαθεν πως επανδρεύθηκεν η αγαπητικιά του, πολύ περισσότερον παρ' ό τι ήτανε προτού. Μα καιρούς καιρούς τον βλέπεις και αγριεύει, και τον πιάνει μια ανησυχία και δεν χωρεί μέσα στα ρούχα του, και δεν ηξεύρει τι κάμνει! Έτσι και σήμερα. Την ώρα που εμείς ήμεθα πίσω στον κήπο με την Ατσιγγάνα, εμβήκεν έξαφνα σαν τον τρελλό στο σπίτι, άρπαξε κάτι τι από τ' αρμάρι κ' εβγήκε κ' έφυγε. Εμείς δεν τον είδαμε. Μα ο Μιχαήλος που εβάλαμε να φυλάγη μήπως έλθης, τον είδε και άνοιξε την αγκάλη του να τον εμποδίση. Μα εκείνος, σαν να έβλεπε τον όξω απ' εδώ μπροστά του, έβγαλε, λέγει, μια βλαστημιά κ' εσκόντησε τον Μιχαήλο κατά γης κ' εβγήκε κ' έφυγε! Γι' αυτό δεν σε άνοιξε την θύρα σήμερα το παιδί μου, και γι' αυτό δεν ηύρες κανένα να σε υποδεχθή. Γιατί ο Μιχαήλος, σαν ήλθε στον εαυτό του, έπεσε κατόπι στον Κιαμήλη, μήπως και τον φθάση, μα δεν ημπόρεσε. Και ήλθε πίσου να μας ειπή τι συνέβη, κ' εβγήκε πάλε, μήπως και τον εύρη πουθενά κοντά στην θάλασσα… Θεός να φυλάγη το παιδί μου από την θάλασσα!
Και αναστέναξεν η γραία και έδωκεν ελευθερίαν εις τους χειμάρρους των δακρύων της!
Άλλως εφανταζόμην το δείπνον της εσπέρας ταύτης, και άλλως ετελείωσεν. Εδώ ερρογχάλιζε, κτηνωδώς μεθυσμένος, ο πλήρης ζήλου, ο δραστήριος εκείνος ανακριτής, ον μέχρι τούδε ενόμιζον πρότυπον εγκρατούς, αφωσιωμένου υπαλλήλου. Εκεί εθρηνώδει, βεβυθισμένη εις την εσχάτην δυστυχίαν, η γραία Οθωμανίς, ήτις προ τόσων ημερών ητοιμάζετο να εορτάση διά παντοίων τουρκικών διασκεδάσεων την εσπέραν της παρ' αυτή διαμονής μου, και ήτις δεν εύρισκεν απόψε παραμυθίαν ουδ' εις αυτάς τας τρυφερωτάτας φροντίδας της μητρός μου. Και ο Κιαμήλ ο νηφάλιος, ο σώφρων Κιαμήλ όστις και αγίασμα έπινε και του παπά το χέρι φιλούσε, και χάριν του οποίου κυρίως ελησμόνουν την προς τους ομοθρήσκους του αντιπάθειάν μου, μοι παρουσιάζετο αίφνης ως ανήκων εις την μάλλον φανατικήν τάξιν δερβισών οιμωζόντων, ως άνθρωπος δυστυχής, του οποίου αι φρένες, ίσως εκ του ατυχούς έρωτος, ίσως εκ της μεγάλης χρήσεως του οπίου, ήσαν παρασαλευμέναι, έπασχον τούτ' αυτό περιοδικάς εκλείψεις! Και όμως, μίαν στιγμήν, εσκέφθην να εξέλθω κ' εγώ προς αναζήτησίν του. Αλλ’ εκτός ότι δεν θα ήξευρον πού να υπάγω, εσυλλογίσθην αργότερον τον αιδήμονα, τον ευλαβή χαρακτήρα του, και εφαντάσθην πόσον επιβλαβώς ηδύνατο να επηρεάση την ασθενή αυτού φύσιν, η ιδέα, ότι έσχε μάρτυρα της δυστυχίας αυτού και εμέ, ον τόσον εξαιρετικώς ετίμα και εσέβετο. Επειδή δε η ώρα παρήρχετο, και ούτε ο αδελφός μου, ούτε ο Κιαμήλ επέστρεφε:
— Μου έρχεται μία ιδέα, είπον προς τας γυναίκας. Ο Μιχαήλος βεβαίως θα εύρε τον Κιαμήλ· αλλ’ ο Κιαμήλ ύστερον από ό τι συνέβη, εντροπιάρης καθώς είναι, θα αποποιήται να έλθη εις το σπίτι, ως εκ της παρουσίας μου.
— Καλά το ηύρες! είπεν η μήτηρ μου. Ίσως περιπατούν έξω εις τον δρόμον και περιμένουν να σβύση το φως από την σάλα, και ύστερα να μβούνε. Άιντε, παιδί μου, για να μην ανησυχή περισσότερο η χανούμισσα, έλα να σε δείξω πού θενά πλαγιάσης.
Μετά τινας ματαίας παρηγορίας προς την ταλαίπωρον Οθωμανίδα η μήτηρ μου προηγήθη, μικρόν ελαιόλυχνον κρατούσα, και εγώ την ηκολούθησα.
— Σου εστρώσαμεν εις το κιόσκι, μοι είπεν ενώ κατηρχόμεθα την κλίμακα. Εσύ κοιμάσαι πολύ ελαφρυά, και τα παιδιά ξυπνούν πρωί και κάμνουν πολύ θόρυβο. Γι' αυτό σ' εστρώσαμε στο κιόσκι.
Όταν η μήτηρ μου ήνοιξε την θύραν του περιπτέρου, ευώδης οσμή καιομένου αρωματικού ξύλου προσέβαλε την όσφρησίν μου. Τα πάντα εν τω οικίσκω εφαίνοντο εκτάκτως ηυτρεπισμένα. Αλλ' η αθυμία, ην είχον εισερχόμενος εις αυτόν, δεν μοι επέτρεψε να περιεργασθώ τίποτε. Μία αόριστος ανησυχία, έν κρυφόν προαίσθημα αγνώστου τινός δυστυχήματος εκυρίευε την καρδίαν μου. Διά τούτο, όταν η μήτηρ μου ήρχισε να μ' ερωτά περί των ως προς τον φονέα του αδελφού μου ανακοινώσεων του Εφέντου, υπήρξα, το ενθυμούμαι ακόμη, λίαν αινιγματικός και βραχύλογος, καταλυπήσας αυτήν, χωρίς να το σκεφθώ.
Πολλήν ήδη ώραν μετά την αποχώρησιν της μητρός μου, εκαθήμην έτι οκλάδην επί του ερυθρού χ ρ α μ ί ο υ του χαμηλού σοφά, κύπτων προς το αμυδρόν φως ελεεινού λυχναρίου, και προσπαθών να διασκεδάσω τας σκέψεις και τας ζωηράς της φαντασίας μου εικόνας διά της αναγνώσεως, δεν ενθυμούμαι πλέον τώρα, τίνος βιβλίου. Αλλά τ' αντικείμενα της νοεράς οράσεως παρεμπρόσθουν μεταξύ εμού και του βιβλίου, πολύ φωτεινότερα των φύλλων αυτού, και η ανάγνωσίς μου καθ' όλον το διάστημα δεν ήτο παρά μηχανικός των οφθαλμών περίπατος επί των γραμμών εκάστης σελίδος. Δις ή τρις εξηπλώθην χαμαί επί του μοσχοβολούντος στρώματός μου με όμματα διά της βίας κεκλεισμένα, αλλ’ εις μάτην. Η οσμή του μόσχου, ην απέπνεον τα χειροκέντητα προσκεφάλαιά μου, τόσον μεθυστική, τόσον ναρκωτική, δεν ίσχυε να αποκοίμιση την συγκίνησίν μου. Η ιστορία του δυστυχούς Κιαμήλ εξελίσσετο εις ζωντανάς εικόνας ενώπιον των κλειστών οφθαλμών μου. Πόσον κοινωνικός, πόσον ευομίλητος θα ήτο άλλοτε, ο φιλέρημος, ο σιωπηλός, και διά τούτο ανιαρός τώρα, σοφτάς, όστις κατέκτησεν ούτως ασυνήθως την φιλίαν ενός εκ των Σουλτάνιδων, οίτινες εν τη οθωμανική αριστοκρατία κατέχουσι την εγωιστικωτέραν θέσιν, μ' όλην την προοδεύουσαν πτωχείαν των! Και τι φιλία θα ήτο εκείνη τι αδελφοποίησις! Αναμφιβόλως ο νέος Σουλτάνης εύρεν εν αυτή ευδαιμονίαν πολύ πλείω της συνήθους, και φιλάδελφος ων, έσπευσε να ποιήση μέτοχον αυτής και την ωραίαν αδελφήν του. Τώρα εφανταζόμην τον Κιαμήλ εν κρυφή ειδυλλιακή αγάπη μετά της μελλούσης μνηστής του, μέτοχον συγκινήσεων κ' αισθημάτων τόσον αγνώστων τοις ομοφύλοις αυτού, και όμως τόσων φυσικών εις την ευαίσθητον αυτού καρδίαν. Τώρα πάλιν δαμαστήν θυμοειδούς ίππου, καλπάζοντα παρά το πλευρον του αδελφοποιτού του, με την γραφικήν στολήν της επαρχιακής νεολαίας, με τα ζωηρά χρώματα και τον οπλισμόν αυτού αστράπτοντα, και μετ' ολίγον τον εφανταζόμην εν φοβερά συγχύσει κρημνιζόμενον μετά του αφηνιασμένου ίππου του [από του μεγάλου ίππου του] από του μεγάλου εκείνου ύψους της γεφύρας και απελπιστικώς παλαίοντα προς την μανίαν του ζώου, προς την λύσσαν των σφοδρών ρευμάτων, προς τον θάνατον, ως έλεγεν η μήτηρ του, έως ου, εξαντληθείς και αποκαμών, αφίνετο να σύρεται περιπεπλεγμένος πιθανώς εις τα λωρία του αναβολέως, παίγνιον των ορμητικών υδάτων και αυτός και το εκπνέον ήδη άλογον. Και έπειτα ο στυγνός εκείνος εγωιστής, ο απάνθρωπος Σουλτάνης, όστις έκλειε τόσον ανιλεώς την θύραν αυτού εις τον ημιθανή μνηστήρα της ιδίας αυτού θυγατρός! Και έπειτα πάλιν ο δυστυχής Κιαμήλ ασπλάγχνως ερριμμένος παρά το Χάνιον του Γέρο-Μούρτου, κατατρυχόμενος υπό του πυρετού και όμως εκτεθειμένος εις τα ψύχη της νυκτός και τους καύσωνας της ημέρας, διά την ανέχειάν του, εξαιτούμενος εν τη παραφροσύνη του έλεος παρά μιας βάτου, ίσως της μνηστής του, και απειλών να σφάξη μίαν αγριαγκινάραν, ίσως τον φονέα του αδελφοποιτού του! — Και πώς να εύρη ο ατυχής νέος τον φονέα; Και πώς να εκδικήση τον αδελφοποιτόν του; Και τον εύρεν άρά γε; και τον εξεδίκησε; Και εάν εξεδίκησε τον αδελφόν της μνηστής του, διατί τότε τον εγκατέλιπεν εκείνη, ενώ ώφειλε να τον αγαπά διπλασίως τώρα; Βεβαίως ο ήμερος του Κιαμήλ χαρακτήρ δεν ίσχυσε να εκπληρώση το άγριον καθήκον της σκληράς, της αιμοχαρούς αυτοδικίας. Και πριν ή κακουργήση προς ικανοποίησιν της θηριώδους του πενθερού του καρδίας, προετίμησε να φονεύση την ιδίαν αυτού καρδίαν διά παντός, καταστρέφων όλην αυτής την ευδαιμονίαν. Ίσως θα ήτο καλλίτερον εάν δεν έκαμνεν αυτός εξαίρεσιν εάν εφέρετο ως αληθής Οθωμανός, εκδικών τον αδελφοποιτόν αυτού κατά τον βάρβαρον εκείνον τρόπον, ον παρά μεν τοις ομοφύλοις του υπερορά ο νόμος, παρά δε τοις Χριστιανοίς ουδ' αυτή η φιλανθρωποτάτη της γης θρησκεία ηδυνήθη ακόμη να καταργήση.
Τοιαύται εικόνες και τοιαύται σκέψεις απησχόλουν την διάνοιάν μου, ότε κρότος βημάτων εν τη εισόδω του περιπτέρου μ' έκαμε να τιναχθώ αίφνης εκ της θέσεώς μου. Εισερχόμενος είχον ιδεί εκεί χαμαί στρώματά τινα. Προφανώς ο δι' ον ήσαν προοορισμένα ήρχετο να κοιμηθή. Ίσως είναι ο αδελφός μου, είπον και ήνοιξα την θύραν. Εν τω αραιώ του προθαλάμου σκότει διεγράφετο αμυδρώς το ισχνόν και υψηλόν του Κιαμήλ ανάστημα με το φωσφοροειδώς λευκάζον σαρίκιόν του, το όποιον ήγγιζε σχεδόν την οροφήν του δωματίου.
— Το ξεύρουν μέσα πως ήλθες, Κιαμήλη; Η μητέρα σου ήτο πολύ ανήσυχος, είπον, προσπαθήσας να κρύψω την εμήν ανησυχίαν.
— Τώρα πάγει πια! είπεν ο Κιαμήλ ακίνητος, μετά φωνής ανεξηγήτως παραδόξου. — Τώρα ετελείωσε το κακό. Θα ησυχάση κ' εκείνη, θα ησυχάσω κ' εγώ!
— Εύγε, Κιαμήλη! είπον εγώ, ενθαρρύνων αυτόν να με ακολουθήση εις το δωμάτιόν μου. Εγώ το ξεύρω πως είσαι γνωστικό παιδί. Το ξεύρω πως αυτό θα είναι πλέον η τελευταία φορά.
— Ναι, είπεν ο Κιαμήλ μετά πεποιθήσεως.
— Η τελευταία!
Αλλ' οποία υπήρξεν η έκπληξίς μου, όταν τον είδον εισελθόντα εις το δωμάτιόν μου! Η ωχρά μορφή του, εφ' ης αφ' ενός μεν αντηνακλάτο το λευκόν του σαρικίου του χρώμα, αφ' ετέρου δε το πράσινον του ράσου του, εφαίνετο ως μορφή νεκρού προ πολλού εκπνεύσαντος! Τα χείλη του ήσαν πελιδνά, οι οφθαλμοί του σβεσμένοι, αι κινήσεις αυτού ως κινήσεις πτώματος υπό την επήρειαν μυστικού τινος γαλβανισμού διατελούντος. Οι δε συνεχείς παλμοί της αμυδράς του λυχναρίου μου λάμψεως ανησύχως κυμαινόμενοι επ' αυτού, καθίστων την εμφάνισίν του ριγηλώς φρικαλέαν, ως εμφάνισιν νεκρικού τινος φάσματος!
Δεν ηξεύρω πώς ηδυνήθην να τηρήσω την παρουσίαν του πνεύματός μου. Αλλ' ενθυμούμαι ακόμη μετά φρίκης, ότι τον ενηγκαλίσθην και τον εφίλησα προς ενθάρρυνσιν. Τόσον πολύς ήτον ο προς τον δυστυχή οίκτος μου! Όταν ησύχασεν ολίγον, ανέπνευσεν εκ βάθους και:
— Τώρα πια ετελείωσεν! είπε. Τώρα θα ησυχάσω! — Και εξεστόμισεν άσεμνον βλασφημίαν κατά τινος τρίτου, μόνον δι' υβριστικού επιθέτου ονομάσας αυτόν.
— Δεν φθάνει που εσκότωσε τον αδελφοποιτόν μου, είπεν έπειτα, δεν φθάνει που κατέστρεψε την ευτυχία και την υγεία μου, μόνο ήρχετο κάθε λίγο να μου φαρμακώνη και την αθλία ζωή, που μ' επερίσσευσε!
Και όταν είδεν ότι εγώ δεν εύρισκόν τι πρόχειρον να του ειπώ:
— Ξεύρω, είπε. Εσύ είσαι διαβασμένος άνθρωπος και θα γελάσης. Γι' αυτό δεν σε είπα τίποτε, ως τώρα. Μα ο Σεΐχης του Τεκέ μας είναι πιο διαβασμένος από σένα, είναι άγιος. Και όποιος κάμνει τον λόγο του, κάμνει την βουλή του Θεού. Τρία χρόνια τώρα με καταδιώκει ο β ρ υ κ ό λ ά κ α ς, κανείς δεν μ' εγλύτωσε. Στο πανηγύρι επήγαινα, μπροστά μου τον εύρισκα· στο παζάρι επήγαινα μπροστά μου τον εύρισκα, ως που με απέλπισε, και παράτησα την δουλειά μου και πήγα κ' έγινα σοφτάς. Καλά που έκαμα! Γιατί ο Σεΐχης μας που σε είπα, αυτός μ' εγλύτωσε. Ας έχουμε την ευλογία του! «Μη τον βλέπεις που μοιάζει τον σκοτωμένο», με είπεν. «Ο βρυκόλακας είναι μόνον ένα τουλούμι γεμάτο αίμα. Φέρε με ένα μ α υ ρ ο μ ά ν ι κ ο μαχαίρι να σε το διαβάσω· και άμα τον ξαναϊδής, τρύπα τον, να χυθή το αίμα! Άλλη μια φορά δεν θα ξαναβγή μπροστά σου.
Τότε διέκρινα μετά φρίκης, ότι αι χείρες του ήσαν καθημαγμέναι και κηλιδωμένον το ένδυμά του. Κρύος ιδρώς με περιέλουσεν!
— Ω! Κιαμήλ έχυσες αίμα!
— Όχι! είναι μόνον το αίμα του βρυκόλακα, του σκοτωμένου.
— Και τίνος σκοτωμένου ήτον ο βρυκόλακας; ηρώτησα εγώ τρέμων καθ' όλα μου τα μέλη.
— Αυτού που σκότωσε τον αδελφοποιτόν μου, απεκρίθη εκείνος.
— Και ποιος λοιπόν εσκότωσε τον φονέα του αδελφοποιτού σου;
— Ποιος άλλος είχε το καθήκον παρά εγώ, είπεν ο Τούρκος μετά
τοιαύτης υπερηφανείας, ώστε να τον βδελυχθώ.
— Και πώς; Τέτοιο κακό! εψέλλισα έπειτα μηχανικώς μάλλον και
αβουλήτως.
— Χμ! είπεν ο Τούρκος. Δεν είναι γραμμένο στο χαρτί σας; Μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν λάβης! Ο διάβολος που χύνει την σφαίρα για τον φονιά, χύνει και μια για τον εκδικητή του. Άκουσε λοιπόν. Ίσως δεν ηξεύρεις ότι ο φονιάς του αδελφοποιτού μου μ' έκαμε να κινδυνέψω, να ληστευθώ από ένα μυλωνά, να διωχθώ από τον πεθερό μου, και να ξεπέσω άρρωστος στο χωριό σας. Μάθε το λοιπόν, να που σου το λέγω. Άμα ήλθε από το σπίτι σας στην Πόλι κ' έννοιωσα τον εαυτό μου καλά, επήρα το τουφέκι κ' επήγα πίσω στον μυλωνά, που μ' έβγαλε από τον ποταμό μισαποθαμένο.
— Μου έκλεψες ένα κεμέρι, του είπα, με πεντακόσια φλουριά· μου έσωσες μια ζωή, πέντε παράδες δεν αξίζει. Εσύ που λογυρίζεις τόσο συχνά στην άκρη του ποταμού, χωρίς άλλο θα γνωρίζης ποιος εσκότωσε τον αδελφοποιτό μου, την ημέρα που μ' έσυρες έξω. Κύτταξε τον λύκο του τουφεκιού μου σηκωμένο! Αν με το πης, σε χαρίζω ό τι μου έκλεψες. Αν το κρύψης, χάνεις την ζωή σου! — Έτσι του είπα, και καλά έκαμα. Γιατί ο μυλωνάς ήταν δειλός κλεφταποδόχος, και σαν είδε τα στενά:
— Υποσχέσου, μοι είπε, πως δεν θα κάμης το φονικό μέσα στον μύλο μου και σου δείχνω τον άνθρωπό σου.
Υποσχέθηκα.
— Κρύψου, λοιπόν, μοι είπεν, εδώ από πίσου. Όπου και να είναι, θα φθάση ένας με τον ταχυδρομικό του σάκκο στην αμασχάλη, με το τουφέκι στον ώμο του. Αυτός είναι ο φονιάς του σουλτανέλη. Ονομάζεται Χαραλάμπης, υιός του Μητάκου. Κάθε δεκαπέντε περνά το ίδιο το γεφύρι, που έπεσες με τ' άλογο.
Τα ώτα μου εβόιζον ισχυρώς, μόλις τον ήκουον.
Ο Τούρκος εξηκολούθησε:
— Μα πριν προφθάσω ακόμα να κρυφθώ, να κ' εμβήκε το σκυλί μέσα καθώς μου το περιέγραψε. Τον λύκο τον είχα σηκωμένο, μα έλα που έδωκα τον λόγο μου;! Εφοβήθηκα μην εννοήση τίποτε, και με κάμη να τον παραβώ. Έτσι εβγήκα, κ' ετράβηξα προς το γεφύρι. Απ' εδώ θα περάση, είπεν ο μυλωνάς. Εδώ τον εκαρτέρησα, στον ίδιο τον τόπο που έστεκεν, όταν εσκότωσε τον αδελφοποιτό μου. Εκεί τον είδα κ' επλησίαζεν εις το γεφύρι. Μα καθώς ήτανε χειμώνας, και τα κλαδιά χωρίς φύλλα, και καθώς είχε την υποψία μέσα του, μ' εσκιάχθηκε πριν ζυγώση αψηλά, στην μέση του γεφυριού, κ' εστράφη πίσου κι' άρχισε να τρέχη. Έπεσα κατόπι του μ' όλη μου τη δύναμι, μα ήτανε γρηγορώτερος. Δύο φοραίς ετράβηξα πάνω του, δυο φοραίς απάντησε το σκυλί φεύγοντας. Καλά!, είπα, όπου και να πας θα ξαναπεράσης!
Α! αυτό λοιπόν ήτο το στοιχειωμένον αίμα, περί ου έλεγεν ο ατυχής αδελφός προς την μητέρα, ότι εσταύρωσε τον φονέα καθ' οδόν και τον έκαμε να επιστρέψη και να παραιτηθή της μετακομίσεως του ταχυδρομείου! Αι τρίχες μου ηνωρθώθησαν· τα μέλη μου έτρεμον, ως φύλλα φθινοπώρου· δεν ήμην σχεδόν κύριος των αισθήσεών μου.
Ο Τούρκος εξηκολούθησε:
— Δεκαπέντε μέραις επέρασαν, δεκαπέντε μέραις τον εφύλαγα καρτέρι. Ήτανε στον καιρό του πολέμου. Ο Καϋμακάμης του τόπου έκοψε το σιδηρόδρομο του Λουλεβουργάζ, και έδωσε διαταγή να φύγουν προς την πόλι· εγώ δεν εσάλεψα. Μια νύχτ' ακόμη αν περνούσε θα μ' εσκότωναν οι Ρούσσοι. Μα ο Θεός μ' εφύλαξε και μ' έστειλε τον άνθρωπό μου.
Ο ψυχρός ιδρώς έρρεε ποταμηδόν από του μετώπου μου. Ενθυμούμαι ότι δις εχύθην να σφίγξω τον λαιμόν του, να πνίξω την ομολογίαν εις τον λάρυγγά του. Αλλ' η φρίκη με είχε κατακεραυνώση. Κ' ενώ εσωτερικώς ενόμιζον ότι κινούμαι, εξωτερικώς έμενον αδρανής, ως άνθρωπος αποπεπληγμένος.
Ο Τούρκος εξηκολούθησεν:
— Αυτήν την φορά ήμουν καλά κρυμμένος· και για να του πάρω κάθε υποψία τον αφήκα να περάση το γεφύρι. Και σαν είδα πως καταίβηκε στην όχθη κ' έσκυψε να πιη νερό, επερίμενα ακόμη μια στιγμή, για να μη πάρω το κρίμα στο λαιμό μου… Κ' ύστερα ετράβηξα…
— Ω! Άθλιε! Εφόνευσες τον αδελφόν μου!
Τότε ηκούσθη εν τω κήπω συγκεχυμένος θόρυβος, εν ώ διέκρινον την φωνήν του μικροτέρου μου αδελφού κράζοντος:
— Εδώ! εδώ μέσα κοιμάται!
Φλόγες πυρσών και λαμπάδων εφώτισαν αιματηρώς τους επί των τοίχων κισσούς, και λάμψις ξιφών και τουφεκιών εχώρησε δια της μικράς θύρας προς το περίπτερον. Ήτον η αστυνομία! Η θύρα μου ηνεώγη μετά πατάγου και πρώτος εισήλθεν ο αδελφός μου.
Άφησ' τον να τον πάρουν! ανέκραξεν. Είναι φονιάς! Εσκότωσε τον Χαραλάμπη του Μητάκου! Εσκότωσε τον χωριανό μας εμπρός στα μάτια μου!
Το δωμάτιον επλήσθη νυκτοφυλάκων, πυροσβεστών και αστυνομικών κλητήρων. Ο Κιαμήλ καρφωμένος εις την θέσιν του, αφήκε να τον δέσουν χωρίς τινος αντιστάσεως, χωρίς συγκινήσεως. Εκεί προήλθεν εκ του πλήθους ο οδηγών αυτούς αξιωματικός, και χαιρετήσας ευγενώς — Τι σύμπτωσις, μοι είπε, κύριε! Τι παράξενος σύμπτωσις σας φέρει εις τον οίκον του φονέως;
Τότε τον ανεγνώρισα μόλις. Τον είχον σχετισθή κατά τους πηγαινοερχομούς μου εις το υπουργείον της αστυνομίας. Εγνώριζε την υπόθεσίν μας. Και είχεν αμειφθή διά πάσαν προς ευόδωσιν αυτής προσπάθειάν του. Τον έλαβον λοιπόν κατά μέρος, και τω εξήγησα, πως ο ψυχρώς και απαθώς θεωρών ημάς Κιαμήλ, εφόνευσε μεν άλλοτε τον αδελφόν μου, νομίζων ότι εκδικείται τον φονέα του αδελφοποιτού του, εφόνευσε δε απόψε τον υπό της αστυνομίας ζητούμενον ένοχον ταχυδρόμον, ου την πραγματικήν παρουσίαν εξελάμβανεν, εν τη πλάνη του, ως δαιμονικήν εμφάνισιν προς καταδίωξίν του ερχομένην.
Ο αξιωματικός έσφιξε συμπαθητικώς την χείρα μου, και απήγαγε τον δεσμώτην.
Τη επαύριον λίαν πρωί κατ' επίμονον απαίτησίν μου εγκατέλιπεν η μήτηρ μου την βδελυράν εκείνην οικίαν απερχόμενη κατ' ευθείαν εις το χωρίον μας. Δεν συνέφερε κατ' ουδένα τρόπον να μάθη την αλήθειαν…
Είχον παρέλθει τρία περίπου έτη από της νυκτός εκείνης, ότε εισηρχόμην εις το χωρίον μας, πρώτην φοράν αφ' ότου το εγκατέλιπον παις έτι ων. Πολλά μεταξύ επισυμβάντα νεώτερα δυστυχήματα είχον επισκιάσει τρόπον τινά το παλαιόν εκείνο. Αλλ' όσω μάλλον επλησίαζον εις τον οίκον μας, τόσω μάλλον προέκυπτεν εκ του βάθους των χρόνων η θλιβερά αυτού ιστορία, τόσω μάλλον ανενεούτο. Η οδοιπορική μου άμαξα παρήλαυνεν ήδη προ μιας ετοιμορρόπου, εγκαταλελειμμένης οικίας. Πας άλλος ήθελεν αισθανθή βαθέως ελεγειακήν θλίψιν, εάν, μετά μακράν επανερχόμενος απουσίαν, εύρισκε νεκρικήν σιγήν εκεί όπου αφήκεν εύθυμον ηχηρόν βίον, καταστροφήν και ερημίαν, εκεί όπου απέλιπε την ευεστώ και την άνεσιν. Εις εμέ τα κλειστά παράθυρα, οι χαίνοντες τοίχοι, η χορτοφυούσα αυλή, ο απερίφρακτος και παντί λυμεώνι ανεπεπταμένος κήπος, δεν ηξεύρω πώς ενεποίει παραδόξως ικανοποιητικήν εντύπωσιν. Μοι εφαίνετο ότι θα ελυπούμην, εάν εξηκολούθει ο οίκος εκείνος ν' ακμάζη. Διότι ήτον ο οίκος του Μητάκου· ο οίκος του Λαμπή, του πρώην ταχυδρόμου. Και τον ταχυδρόμον τούτον δεν ηδυνάμην να μη θεωρώ αίτιον του φόνου του δυστυχούς αδελφού μου. Ο καθ' αυτό φονεύς είχε παραφρονήσει ενώπιόν μου, κατ' αυτήν την πρώτην δικαστικήν ανάκρισιν, ευθύς ως εβεβαιώθη τίνος καρδίαν διεπέρασεν η σφαίρα, ην διηύθυνε κατά του φονέως του αδελφοποιτού του. Αλλ' ως σκοπόν της υπό τυφλής εκδικήσεως ριφθείσης εκείνης βολής ο ένοχος υιός του Μητάκου υπεκατέστησε μετ' αθεοφόβου πανουργίας τα στήθη του πτωχού αδελφού μου, όστις είχε την ατυχίαν να τον ομοιάζη όχι μόνον κατά το ανάστημα και την στάσιν, αλλά και κατ' αυτά τα ενδύματα. Ήτο πλέον αποδεδειγμένον, ότι μόνον διά τούτο παρέπεισε τον εύπιστον νεανίαν να τον διαδεχθή εν τη υπηρεσία του, και εγνώσθη, ότι ήτο τόσον βέβαιος περί του αποτελέσματος της βδελυράς πανουργίας του, ώστε προείπε χαιρεκάκως και αυτήν την ώραν του ολέθρου του αδελφού μου!
Όταν εφθάσαμεν προ της οικίας ημών, εξεπλάγην ιδών ένα πιναρόν, ρακένδυτον, γυμνόποδα Δερβίσην, εξερχόμενον της αυλής και τρέχοντα ν' ανοίξη την θύραν της αμάξης.
— Αμάν, σουλτανήμ! Κοκκώνα μπήλμεσιν!
Το σώμα μου ανετριχίασεν εκ φρίκης! Αυταί ήσαν αι μόναι λέξεις, ας εξεφώνησεν ό Κιαμήλ, ότε εν πλήρει δικαστηρίω παραφρονήσας έπιπτε λιπόθυμος προ των ποδών μου!
— Διά τον Θεόν, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα!
Και ο απαίσιος ήχος της φωνής αυτού, ήχος, ον θα ενόμιζέ τις εξελθόντα εκ βαθέος τινός τάφου μάλλον παρά εκ στόματος ανθρώπου, ετάραξε τόσον τα νεύρα μου, ώστε όταν ερρίφθην εις τας αγκάλας της προσδραμούσης μητρός μου, δεν ηξεύρω οποίον παράξενον κράμα βδελυγμίας και οίκτου επλήρου την καρδίαν μου.
Ούτως εισεχώρησα εις την αυλήν στρέφων τα νώτα προς το μέρος, όθεν υπέθετον το βδέλυγμα εκείνο παρακολουθούν με.
Παρά την ετέραν του οίκου μας πλευράν ήτον ανοικτή η θύρα του κήπου. Εν τω κήπω τούτω ακμάζει ακόμη μία μηλέα, υπό την σκιάν της οποίας τόσον ευτυχείς συνεπαίζομεν άλλοτε, εγώ και οι αδελφοί μου. Αλλ' αι ηχηραί εκείναι φωναί, οι παιδικοί μας γέλωτες δεν ακούονται πλέον εκεί. Αιωνία σιγή βασιλεύει υπ' αυτήν, και λευκός λίθινος σταυρός, προ του οποίου καίει ακοίμητος λύχνος, μαρτυρεί την ιερότητα του τόπου. Εκεί κείται τεθαμμένος ο πολύκλαυστος αδελφός μου. Εκεί διηύθυνα δακρυρροών τα βήματά μου. Τα λαμπρότερα ρόδα, τα εκλεκτότερα άνθη κοσμούσι το αναπαυτήριον αυτού. Ο κήπος ημών ήτο πολύ ατημέλητος άλλοτε. Τώρα είναι πλήρης ανθέων, τα οποία φαίνονται ως εάν ανέβλυσαν πολυπληθή εκ του τάφου εκείνου και διεχύθησαν ολίγον κατ' ολίγον μέχρι των απωτάτων γωνιών του κήπου.
— Όλα τα καλλιεργεί ο φτωχός ο Κιαμήλης! εψιθύρισεν η μήτηρ μου θλιβερώς.
Αι τρίχες μου ηνωρθώθησαν εκ νέου. Και στραφείς, μετά σπασμωδικώς κινουμένων χειλέων, προς τον περί ου ελάλει, — Σε προστάζω, τον είπον, να μη ξαναπατήσης εις το σπίτι μας!
— Ω, ο αρίσκος! ανέκραξεν η μήτηρ μου, μετ' απερίγραπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί μου; Αμ' ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελλός ο καϋμένος!
Ο Κιαμήλ προσήλου τους αλαμπείς αυτού οφθαλμούς εις το βάθος του ορίζοντος, ως άνθρωπος ουδόλως εννοών τα περί αυτόν συμβαίνοντα. Επί της κεφαλής εφόρει τώρα πρασινόζωστον κ ι ο υ λ ά φ ι ο ν Δερβίσσου, το οποίον τον καθίστα μέχρι γελοίου βαθμού υψηλότατον. Περί το κατεσκληκός αυτού σώμα εκρέματο ερρακωμένον το κ α φ τ ά ν ι ο ν της εις ην ανήκε μοναχικής τάξεως. Οι αγκώνες αυτού διεφαίνοντο διά των ρηγμάτων των ιματίων του, αλλά ήτον εζωσμένος λαμπράν δερματίνην ζώνην φέρουσαν επί του θηλυκωτήρος μέγαν εκλεκτόν λίθον, όνυχα της Μέκκας. Η δε μορφή αυτού, είτε ως εκ της απαθείας εν η διετέλει τώρα, είτε ως εκ της επιδράσεως του ηλίου, εφαίνετο υγιεστέρα παρά πρότερον.
— Να κουρεύωνται! Είπεν η μήτηρ μου, βλέπουσα προς αυτόν μετ' οίκτου. — Τον έκαμαν άγιον! Αφ' ότου ετρελάθηκε τον έκαμαν άγιον. Και του φιλούν το χέρι, και του φέρνουν φαγητά, και του φέρνουν ρούχα, και θέλουν να τον πάρουν εις του καϋμακάμη το σπίτι. Μα εκείνος δεν τρώγει παρά ξερό ψωμί, δεν φορεί παρά αυτά που βλέπεις, και κοιμάται κατά γης μέσ' στην αχυρώνα. Και δεν θέλει να φύγη από κοντά μου ό,τι κι' αν του κάμουν. Μόνον σαν τον στενοχωρήσουν πάρα πολύ, μόνο σαν ταραχθή, βγάζει μία παράξενη φωνή — Για τον Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! — Άλλο απ' αυτό δεν ηξεύρει τίποτε! Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!
Και ενώ εκείνη έλεγε ταύτα, εγώ εσυλλογιζόμην την ανήμερον άλλοτε οργήν της κατά του φονέως, το παράπονόν της, ότι ο πτωχός ημών αδελφός εταράσσετο εν τω τάφω του, οσάκις ο φονεύς αυτού επάτει το χώμα, έστω και εις την άκραν του κόσμου, και ανετριχίαζε το σώμα μου εκ της ιδέας, ότι ο φονεύς εκείνος περιπατεί καθ' εκάστην επί αυτού του τάφου του θύματός του, και έτρεμον μη το πληροφορηθή η ταλαίπωρος. Αυτό θα την εφόνευεν!
— Μολαταύτα, τη είπον, εάν τον διώξης εσύ, είμαι βέβαιος, ότι θα φύγη να πάγη με τους εδικούς του. Κάμε μου την χάριν και διώξε τον από το σπίτι μας.
— Αμ' τι λογής δα! ανεφώνησεν εκείνη σχεδόν δακρύουσα. — Εγώ θυμούμαι καμμιά φορά εκείνη την σεισουράδα, που του έδωσε μια κλωτσιά και τον έδιωξεν από το δωμάτιό μας, και λέγω να είχα ένα χέρι απ' εδώ ως στην Πόλι, να του δώσω μια στο θηλυκό του πρόσωπο. Και συ με λες να τον διώξω εγώ με τα χέρια μου; Κείνος, βλέπεις, άφησε την μητέρα του και ήρθεν εις εμένα. Κουβαλεί νερό, πάγει στον μύλο, πάγει τα ψωμιά στον φούρνο, σκάφτει τ' αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας· ως και το κανδήλι θέλει να τ' ανάφτη με το χέρι του! Κ' εγώ δα μαθές πώς να τον διώξω ύστερα, αφού τον εκύτταξα εφτά μήνες μέσ' στο στρώμα, σαν το παιδί μου! Ας τώβρη από τον Θεό όποιος τον εκατάντησε σε τέτοια δυστυχία! Έλα, νάχης την ευχή μου, γυιόκα μου, άφες τον ταλαίπωρο με την συμφορά του, και πες μου δα μαθές, ευρέθηκεν ο φονιάς; Ως τόσο δεν ημπόρεσε να βρεθή ποιος ήτανε!
— Όχι! απεκρίθην εγώ, όστις τον έβλεπον ενώπιόν μου.
Διότι ανελογίσθην όσα μοι έλεγε περί αυτού· παρέβαλον την αγαθότητα του παράφρονος με την βδελυράν πανουργίαν του πρώην ταχυδρόμου, και δεν ήξευρον να εύρω, ποίος εκ των δύο ήτον ο φονεύς του αδελφού μου!
«Rio Grande» ωνομάζετο το ατμόπλοιον, και το όνομα ήρμοζεν εις το πράγμα, διότι ήτο αληθώς μέγα πλοίον, το μεγαλήτερον της εταιρίας. Είχε φθάσει αργότερον του δέοντος εις Πειραιά, και ο ήλιος ανέτειλε πολύ πριν παραλάβη τους εξ Ελλάδος επιβάτας, ενώ, κατά το δρομολόγιόν του, ώφειλε να καταλίπη τον λιμένα δύο ώρας μετά το μεσονύκτιον.
Ανήκων εις εκείνους οι οποίοι ποτέ δεν τα έχουν καλά με την θάλασσαν, όταν έθεσα τον πόδα επί του καταστρώματος του κολοσσού εκείνου ησθάνθην έν είδος αφοβίας προς το υγρόν στοιχείον, πολύ ομοίας με την αυθάδειαν του μυθολογουμένου εριφίου, εις τας λοιδορίας του οποίου, ως γνωστόν, ο λύκος απήντησε το «ου συ με λοιδορείς, αλλ’ ο τόπος».
Η θάλασσα, αξιοπρεπεστέρα του λύκου, ουδ' εσημείωσε καν την αλαζονείαν μου. Εν τούτοις εγώ την σιωπήν αυτής δεν την απέδωκα εις την ακαταδεξίαν, αλλ’ εις την αδυναμίαν της. Τα ατρεμούντα ύδατα του λιμένος μοι εφαίνοντο απολέσαντα την ευκινησίαν αυτών μόνον και μόνον ως εκ του τεραστίου βάρους του καταπιέζοντος τα στήθη των. Και, μετ' ακραδάντου πεποιθήσεως περί ευπλοίας, έβλεπον εναλλάξ το «Rio Grande» κολακευτικώς, και προκλητικώς τα κύματα. — Α! έλεγον προς αυτά εν τω νω μου. — Αυτόν εδώ τον φίλον δεν θα μου τον παίξετε εις τα δάκτυλά σας, καθώς τα ατμοκίνητα του Γύρου. — Και με την πεποίθησιν ταύτην ήρχισα να βηματίζω στερρώ τω ποδί κατά μήκος του καταστρώματος.
Επρόκειτο να πλεύσω μέχρι Νεαπόλεως· και επειδή εμέλλομεν αναμφιβόλως να έχωμεν καλοκαιρίαν, ήρχισα να περιεργάζομαι τους συνεπιβάτας μήπως εύρω τινάς γνωστούς, ή καταλλήλους προς σύναψιν σχέσεων. Ο πλους είναι μακρός, εσκέφθην, και θα έχω επαρκή χρόνον να απολαύσω τας καλλονάς της φύσεως κατά μόνας, να συναναστραφώ και ανθρώπους εν κοινώ. Και ενώ εσκεπτόμην ταύτα, βλέπω ένα βραχύσωμον κύριον βηματίζοντα γοργώ τω ποδί, αλλ’ αντιθέτως προς εμέ, με χαμηλόν ταξειδιώτου σκούφον επί κεφαλής, με οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους εις το άκρον του χονδρού αυτού σιγάρου, το οποίον εβύζανε κρατών, ως μοι εφάνη, διά τε των χειλέων και των οδόντων του. — Κάπου είδον αυτόν τον κύριον! — είπον κατ' εμαυτόν, και ητοιμάσθην να χαιρετήσω. Αλλ' εκείνος, πολύ ενησχολημένος με το σιγάρον του, δεν με παρετήρησεν.
Αι φορτωτικοί του πλοίου μηχαναί είχον παύσει τον θόρυβόν των πάσαι, εκτός μιας, ήτις εξηκολούθει αναβιβάζουσα κιβώτια επί κιβωτίων, διαφόρου μεν σχήματος και μεγέθους, αλλά πάντα σεσημασμένα τοις αυτοίς αρκτικοίς γράμμασι, πάντα επιμελώς κεκλεισμένα εντός αδιαβρόχων περικαλυμμάτων του αυτού χρώματος. Εφαίνετο, ότι Αθηναίος τις Ιακώβ μετά των υιών και θυγατέρων, των νυμφών και των γαμβρών, των εγγόνων και των δισεγγόνων του, απήρχετο εις υπερπόντιον παντοτινήν μετοικεσίαν. Καλότυχοι όσοι επρόφθασαν να καταλάβουν κλίνας! είπον κατ' εμαυτόν, και ησθάνθην την περιέργειαν να μάθω τις η πολυμελής οικογένεια, ήτις έπρεπε να συνίσταται τουλάχιστον εκ τριάκοντα ηλικιωμένων προσώπων, εάν υποθέσωμεν, ότι εις έκαστον αυτών ανελόγει έν κιβώτιον. Εν τούτοις τοιαύτη τις συμπαγής συνοδία δεν εφαίνετο επί του καταστρώματος.
Κατήλθον εις τα δωμάτια, όπως βεβαιωθώ συγχρόνως αν κατέχω ακόμη την κλίνην μου, αλλ’ ούτ' εν τη ευρεία και πολυτελεί του πλοίου αιθούση υπήρχε τι προδίδον πολυκοσμίαν.
— Καλά, είπον, αφού εφορτώθησαν αι αποσκευαί, δεν θ' αργήση να επιβιβασθή και ο στρατός. Θα τον ίδωμεν, όπου και αν είναι. — Και ητοιμαζόμην να επιστρέψω εις το κατάστρωμα, ότε ήκουσα ελαφρά ποδοπατήματα γυναικός κατερχομένης τας βαθμίδας της κλίμακος κατά τινα ρυθμόν, προς ον και υπέψαλλεν ηδέως εύθυμον και ζωηρόν άσμα εις γλώσσαν, ης την εθνικότητα μόλις επρόφθασα να διακρίνω, και ευρέθην απέναντι αυτής της αδούσης, ουχί γυναικός, ως εφαντάσθην, αλλ’ αρρενωπού, κατά το φαινόμενον μόλις δεκατετραετούς πλάσματος, κορασίου μάλλον κατά τα ενδύματα παρά κατά την όψιν και την έκφρασιν.
— Καλή μέρα, Κανάτα! — Ανεφώνησεν η μικρά, ως με είδε, και έτεινε περιχαρής και ερασμία την δεξιάν προς εμέ, εκπεπληγμένον διά την παράδοξον προσφώνησιν.
— Βάλλω στοίχημα πως δεν μ' ενθυμείσθε πλέον! εψέλλισεν έπειτα αμηχάνως η κόρη και απέσυρε την χείρα της εκ της ιδικής μου, μετανοούσα προφανώς διά την αδιάκριτον οικειότητα μεθ' ης την προσέφερεν.
— Καλή μέρα, Mademoiselle!.. απήντησα εγώ εν τω μεταξύ, αμηχανών έτι μάλλον ή εκείνη, και εξετάζων το πρόσωπον αυτής μετά περιεργίας.
— Βέβαια! — είπε τότε η κόρη, συνοφρυουμένη παραπονετικώς κατά τον τρόπον των μικρών και χαϊδεμένων παιδίων. — Επέρασε πολύς καιρός! Είναι τώρα τόσα χρόνια, που ήμην εις την Πόλιν, εις τα Θεραπειά, που επιάναμεν εγώ το ένα σας χέρι και η εξαδέλφη μου το άλλο, και σας εκάμναμεν κ α ν ά τ α μ ε δ ύ ο α υ τ ι ά, και έτσι κρεμασμέναις από το έν και το άλλο μέρος επεριπατούσαμεν εις την άκραν του Βοσπόρου με το φεγγάρι. Ενθυμείσθε τουλάχιστον την εκδρομήν μας εις το Μνήμα του Έλληνος, εις την κορυφήν του αντικρυνού βουνού; ταις τρέλλαις μας με την γρηά την ατσιγγάνα που ήλθε να ιδή ταις τύχαις μας; που επήρε την θείαν μου διά σύζυγόν σας και εμέ διά παιδί σας; Και ενθυμείσθε που κατέβημεν έπειτα εις το Τ ο κ ά τ και επεσκέφθημεν το παλάτι; Και ενθυμείσθε τους στίχους που μου εκάμετε; Ή θέλετε να σας τους ειπώ; Σταθήτε —
Όπου ηλίου ακτίς χρυσή, εκεί άλλ’ άστρα δεν ανατέλλουν· όπου ως ρόδον θάλλεις εσύ, τ' άλλα τ' ανθύλλια δεν με μέλουν.
— Ναι, ναι, ναι! ενθυμούμαι! ανέκραξα τότε, προλαμβάνων την εξακολούθησιν νεανικών μου στιχαρίων. Μα είσθε λοιπόν η mademoiselle…
— Δεν είμαι η mademoiselle, διέκοψεν η κόρη μετά παιδικής αγανακτήσεως, είμαι η Μάσιγγα!
— Αλήθεια, είπον, η Μάσιγγα! Το ζωηρό, το εύμορφο κορίτσι! Πόσον εμεγάλωσες! και τι ωραία που ομιλείς τώρα τα ελληνικά! Δεν θα το επίστευα, πώς ημπορούσες ν' απομάθης την αγγλικήν προφοράν σου. Εύγε σου! Τώρα είσαι αληθινή Ελληνίς!
— Βλέπεις, εσπούδασα εις τας Αθήνας, είπεν η νεάνις μετά τινος στόμφου, τρία χρόνια ήμην υπότροφος εις της κυρίας Κ.
— Τρία χρόνια εν Αθήναις, κ' εγώ να μη το γνωρίζω;
— Και τι σας έμελε να το μάθετε! Καλέ δε βαριέσθε! Πού σκοτίζεσθε σεις δι' ένα τρελλοκόριτσο, καθώς μ' ωνομάζατε. — Είτα ατενίσασά με ασκαρδαμυκτί: — Κάμνει τάχα πως δεν το ήξευρε! ανεφώνησε. Και προχθές εις την εσπερίδα της κυρίας Μ. δεν με είδετε;
— Πώς! είπον, ήσθε λοιπόν εκεί;
— Αν ήμην! Και δεν ωμιλήσατε τόσην ώραν με τον πατέρα μου, και σας έδωκε το επισκεπτήριόν του, με την διεύθυνσίν μας, εις την Καλκούταν;
— Ανόητος που είμαι! ανέκραξα τότε, να μην το καταλάβω πως ήτον ο πατήρ σου! Πίστευσόν με, το όνομα μοι εφάνη γνωστόν, αλλά δεν εκατάλαβα πως έπρεπε να είναι ο πατήρ σου. Ήμην πολύ ανόητος, να μη σε αναζητήσω μεταξύ των δεσποινίδων.
— Ανόητος δεν ήσθε, είπεν η κόρη, σύρουσα την φωνήν αυτής μετά τινος ειρωνείας, αλλά ήσθε πολύ ενασχολημένος με τας μεγάλας κυρίας. Μπαχ!
Και την περιφρονητικήν ταύτην επιφώνησιν κατά των μ ε γ ά λ ω ν κ υ ρ ι ώ ν επρόφερε μετά της αυτής παιδικής ανυποκρισίας και ιταμότητος μεθ' ης εσυνείθιζε πάντοτε να εκφράζηται περί άλλων προσώπων, ότε εξενίζετο παρά τας ακτάς του Βοσπόρου εις τον οίκον της θείας της.
Θα είχον παρέλθει τουλάχιστον επτά έτη αφότου την συνήντησα εκεί μικρόν, ερασμιώτατον και φιλοπαίγμον κοράσιον. Αι μεταξύ βιωτικαί φροντίδες και μελέται δεν είχον επισκοτίσει εν τη μνήμη μου την εικόνα της, όσον θα ενόμιζέ τις ίσως. Το βραχύ χρονικόν διάστημα, καθ’ ο συνέπιπτεν η γνωριμία μας, ήτο και θα είναι πιθανώς η μόνη ευτυχής εποχή της ζωής μου. Ότε μετά ταύτα, μακράν του ανεφέλου ουρανού μας εξορισμένος, εν ερημία φίλων και γνωστών, φυλακωμένος όπισθεν των παγοσκεπών παραθύρων της αξένου Γερμανίας, ανεκάλουν εις την μνήμην μου τας ειδυλλιακάς εκείνας σκηνάς της παρά τον Βόσπορον ευδαιμονίας, δεν ηδυνάμην να χάσω εξ αυτών το ωραιότερόν των κόσμημα, την πλήρη ζωής, αφελείας και χάριτος μορφήν της μικράς μου φίλης. Και ότε, μετά πολυετή εξορίαν επανελθών, εύρον τα πάντα μεταβεβλημένα, τα πάντα διάφορα, οσάκις, μονήρης και σκυθρωπός επεσκεπτόμην τους τόπους των παιδιών και της φαιδρότητος εκείνης, μόνον την εικόνα της Μάσιγγας εύρισκον εν αυτοίς πιστήν και αμετάβλητον, διότι μόνον αυτής η παρουσία δεν ήλθε ν' αντικαταστήση το ίνδαλμα της φαντασίας διά ξηράς πραγματικότητος.
Σήμερον είχον το πρωτότυπον της εικόνος εκείνης ενώπιόν μου. Αλλά το πρωτότυπον τούτο κατέστη εν τω μεταξύ τόσον διάφορον του εξ ου είχον εγώ την εικόνα μου, όσον σπανίως διαφέρει ανεπτυγμένον πρόσωπον από της εν παιδική ηλικία φωτογραφίας του. Το καθ' όλα λεπτόν και τρυφερόν εκείνο παιδίον, με την ανεκφράστως επίχαριν και θελκτικήν όψιν, τους βραχείς ελικοειδείς βοστρύχους επί των ανοικτών ωμοπλατών και τους ισχνούς και αδιακόπους κινουμένους βραχίονάς του, μετεμορφώθη εις χονδροκοπημένον αγοροειδές κοράσιον, το αρρενωπόν και ιταμόν του οποίου πρόσωπον εξέφραζε παν άλλο ή την γνωστήν εκείνην αιδήμονα γλυκύτητα και μετριόφρονα χάριν παρθενικής όψεως. Εν αντιθέσει προς ταύτα, δύο παχείαι μακρόταται πλεξίδες κομψώς εζευγμέναι διά κυανής ταινίας παρείχον εις τα νώτα της νεάνιδος τον μάλλον υπερήφανον κόσμον του γυναικείου σώματος, ενώ τας μικράς και επιμελώς γ α ν τ ω μ έ ν α ς χείρας της εβάρυνον διπλά και τριπλά βραχιόλια πολύτιμα, όπως ήτο πολύτιμος και η καρφοβελώνη η αστράπτουσα διά του στενού ανοίγματος του μακρού της επενδύτου. Ήξευρον ότι ο πατήρ αυτής, Μικρασιανός Έλλην, αλλ’ Αγγλίδα νυμφευμένος, ήτον υπέρπλουτος άνθρωπος, διατελών εις ύπατον και λίαν προσοδοφόρον αξίωμα παρά τη Αγγλική Κυβερνήσει εν Καλκούττη. Η θέα του βαρέος εκείνου χρυσού περί τους βραχίονας μήπω καλώς ανεπτυγμένης κορασίδος ανεκάλεσε τον υπερεξαγγλισθέντα Κροίσον εις την μνήμην μου.
— Και λοιπόν, είπον, Μάσιγγα, ο πατήρ σου ταξειδεύει με το ίδιον ατμόπλοιον; Σαν να μου εφάνη, ότι τον είδα επάνω μ' ένα χονδρό σιγάρον εις το στόμα, μ' ένα σκουφάκι στο κεφάλι του. Και θα ήλθες βέβαια να τον αποχαιρετήσης. Oρίστε;
— Όχι, είπεν η κόρη, ευτυχώς. Αναχωρώ κ' εγώ μαζί του, και μαζί
με την μητέρα μου. Ήλθαν να με πάρουν.
— Ω! αυτό είναι απροσδόκητος ευτυχία! είπον εγώ. Ποτέ δεν
επίστευον, ότι θα έχω τόσην τύχην εις το ταξείδιον τούτο.
— Αλήθεια; Το λογαριάζεις τω όντι δι' ευτυχίαν, είπεν η κόρη, πλαγιάζουσα την κεφαλήν και υπόπτως ατενίζουσά τι, ή με κολακεύεις μόνον; Κύτταξε εδώ, θα ταξειδεύσωμεν μαζί έως εις την Μασσαλίαν, διότι, καθώς ήκουσα, και συ πηγαίνεις εις Παρισίους.
— Τι ιδέα! είπον εγώ επιτιμητικώς, να νομίζης πως σε κολακεύω. Κρίμα μόνον ότι δεν επήρα εισιτήριον διά Μασσαλίαν! Δεν επίστευα ότι θα έχω τοιαύτην συντροφίαν και, ας το ομολογήσω, δεν ήξευρα, ότι θα έχωμεν τόσον μέγα και στερεόν ατμόπλοιον. Αλλά θα πάρω συμπληρωτικόν από Νεαπόλεως και εξής. Χωρίς άλλο θα πάρω! Εκτός, εκτός αν αυτός ο υπερπληθυσμός, που θα πλημμυρήση τα δωμάτια, δεν αναγκάση και σας να βγήτε στην Νεάπολιν.
— Ποίος υπερπληθυσμός;
— Να! αυτή η μετοικεσία Βαβυλώνος. Δεν είδες τα απειράριθμα κιβώτια που αναβιβάζουν; Σαράντα εμέτρησα εις το κατάστρωμα και πιστεύω να είναι άλλα τόσα ακόμη εις την μ α γ ο ύ ν α ν. Εζήτησα να μάθω τίνων είναι, αλλά φαίνεται, ότι δεν έφθασεν ακόμη η Σ ά ρ α και η μ ά ρ α κ α ι η κ ό κ κ ι ν η χ ο υ λ ι ά ρ α.
— Καλέ αυτά είναι δικά μας! ανέκραξεν η κόρη, προπέμψασα την επιφώνησίν της δι' ηχηρού παραδόξως ηδέος και αρμονικού γέλωτος. Δεν είναι άλλοι επιβάται πλέον. Ο πλοίαρχος το είπεν. Άμα αναβιβάσουν τα κιβώτιά μας, αναχωρούμεν.
— Και πόσοι είσθε λοιπόν εσείς; Ηρώτησα εγώ τότε μετ' ανεξηγήτου απορίας.
— Τρεις! Είπεν η κόρη αφελώς. Τρεις και οι υπηρέται.
— Και πόσους υπηρέτας έχετε λοιπόν;
— Α! αυτούς να σας ειπώ δεν τους εμέτρησα. Εγώ ήμην ως προ μιας εβδομάδος εις το σχολείον. Αλλά ξεύρω, ότι ο πατέρας έχει πολλούς υπηρέτας. Πάμε να τον ερωτήσωμεν πόσους! — Και λαβούσα με εξαίφνης από της χειρός ανήλθε την κλίμακα αστραπηδόν μετ' εμού, όστις την παρηκολούθησα πριν το σκεφθώ. Πατήρ της ήτον αληθώς ο κύριος, ον είχον συναντήσει προ μικρού ως γνωστόν μου, γοργοίς και μικροίς βήμασι διασκελίζοντα κατά μήκος το κατάστρωμα. Τον εύρομεν εισέτι περιπατούντα, πάντοτε ταχέως, πάντοτε τας χείρας όπισθεν, τους οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους επί του άκρου του σιγάρου του, του οποίου το ήμισυ δεν ήτο παρά λευκή τέφρα, αλλά τέφρα στερεώς κρατουμένη εις το ακαές μέρος και ακριβώς το αυτό σχήμα του χονδρού σιγάρου διατηρούσα. Και τούτο φαίνεται ότι ήρεσκεν εις τον καπνιστήν, διότι, όταν ήκουσε την φωνήν της θυγατρός του, πριν αποστρέψη από του άκρου του σιγάρου τους οφθαλμούς, έλαβεν αυτό μετά μεγάλης προσοχής διά της μιας χειρός, και το εκράτησεν ούτως, ώστε να κωλύση την κατάπτωσιν της τέφρας εκείνης.
Τον Κον Π. είχον ήδη γνωρίσει, ως ερρέθη, εν τη εσπερίδι της Κας Μ., πλην όχι ως τον πατέρα της μικράς μου φίλης, αλλ’ ως βαθύπλουτον Καλκουτιανόν, όστις με έκαμε τόσω μάλλον εντύπωσιν, όσον εφάνη παρά δόξαν περιποιητικός και φιλόφρων προς εμέ, προ πάντων, ως έλεγε, διά το ποιητικόν μου τ ά λ α ν τ ο ν. Η δευτέρα μας γνωριμία συνεπλήρωσε το κενόν της πρώτης, εκορύφωσε δε συγχρόνως την ευχαρίστησίν μου, διά τας οποίας μ' επεδαψίλευε φιλοφροσύνας πάντοτε, καθώς έλεγε, διά το ποιητικόν μου τάλαντον.
— Ποτέ δεν έγινεν ωραιότερον ταξείδι, είπον κατ' εμαυτόν, όταν απεχωρίσθημεν. Ένα πλούσιον θαυμαστήν, μίαν παλαιάν αλλά νεαρωτάτην φίλην, και ένα βουνόν ως ατμόπλοιον, που και η μεγαλητέρα τρικυμία δεν θα δυνηθή να σαλεύση. Και με την πεποίθησιν ταύτην, ήρχισα να βηματίζω στερρώ τω ποδί, ηδονικώς θεώμενος την υπερήφανον του πλοίου πορείαν, το οποίον, ανασπάσαν εν τω μεταξύ την άγκυραν, εξήρχετο των στενών του Πειραϊκού λιμένος.
Πόσοι άραγε την αυτήν πρωίαν δεν ανήλθον υπερήφανοι, ως εγώ, εις το κατάστρωμα του φρουρίου εκείνου, με την καρδίαν πλήρη της αυτής πεποιθήσεως και πόσοι εντός ολίγου δεν ηναγκάσθησαν να κενώσωσιν όλον εκείνον τον στόμφον των εις τα επί τούτω προορισμένα δοχεία! Εγώ τουλάχιστον δεν ήργησα να ομολογήσω, ότι δεν υπάρχει σκάφος εν τω κόσμω, το οποίον να μη χορεύη κατά τον σκοπόν, ον αυλούσιν οι άνεμοι, και να μη πηδά κατά τον ρυθμόν, ον κροτούσι τα κύματα. Αφού, εναντίον πάσης προσδοκίας, ο τεράστιος όγκος του «Rio Grande» απεδείχθη ο ελαφρότερος εν Ατμοπλοίοις χορευτής! Διότι ήτο μεν μακρόν και υψηλόν το πλοίον, αλλ’ ήτον αναλόγως πολύ στενόν. Και τα στενά τα πλοία, ως έλεγον οι ειδήμονες, τα κουνεί η θάλασσα, προ πάντων όταν έχωσι τον άνεμον αντίξοον, ως το ιδικόν μας!
Ταξείδιον υπό τοιαύτας περιστάσεις δεν εύχομαι εις τους ευαισθήτους και ράδιον συγκινουμένους. Απ' εναντίας το συνιστώ εις τους εμπαθείς σατυρικούς και τους είρωνας, διότι ουδαμού αλλού δύνανται να ικανοποιήσωσι την επιχαιρέκακον αυτών φύσιν αριστοτελικώτερον, παρά εν τω μέσω ακινδύνου μεν, τραγικού όμως θεάματος ναυτιωσών και ναυτιώντων.
Εκεί θα συναντήσωσιν ένα αρειμάνιον στρατηγόν. Ο ρωμαλέος και αθλητικός ούτος ανήρ αντεμετώπισε τον θάνατον απειράκις εν τω μέσω του σάλου των επαναστάσεων και των μαχών, και περιεφρόνησεν αυτόν μετά της αξιοπρεπούς εκείνης υπερηφανείας, της φυσικής εις το επάγγελμά του. Αλλά τώρα; Τώρα, ελεεινός και εξουθενωμένος ζ α ρ ώ ν ε ι εις την υπ' αυτού νομιζομένην μάλλον ασφαλή θέσιν της κ α β ί ν α ς του, κάτωχρος και περιδεής και τρέμων εκ φρίκης μήπως και η ειρηνικοτέρα του κίνησις αναρριπίση πάλιν και εξαγριώση την βδελυράν επανάστασιν των ιδίων αυτού εντέρων.
Εκεί θα συναντήσωσι μίαν φιλάρεσκον ταξειδεύτριαν. Προ μικρού εισέτι περιεβόμβουν αποθεούντες αυτήν οι θαυμασταί. Τα περίτεχνά της κάλλη ήσαν τόσαι σαγήναι δι' αυτούς. Το κατάστρωμα ήτον η γιγαντιαία κογχύλη, εφ' ης η θεά Αφροδίτη εφέρετο εν θριάμβω, δουλικώς θεραπευομένη υπό των εκ φύσεως ημιζώων Τριτόνων, ή υπό των, διά της θαυματουργού δυνάμεως του Βάκχου, αποζωωθέντων Τυρρηνών εμπόρων, των μετέπειτα κληθέντων δελφίνων. Και τώρα; Τώρα η θριαμβευτική καλλονή καθηρπάσθη, άρον άρον, από του εν τω ανοικτώ αέρι θρόνου της, και κατεκρημνίσθη εις τας σκοτεινάς λαγόνας του Λεβιαθάν, εις πνιγηράν τινα γωνίαν της Δαντείου Κολάσεως, όπου υφίσταται στρεβλωτικά Ιξίονος μαρτύρια υπό των εν τοις ιδίοις σπλάγχνοις ακαθάρτων πνευμάτων, και αγανακτεί, και απελπίζεται, και κλαίει, ουχί μετανοούσα διά τας αμαρτίας της, αλλά διότι αι σπασμωδικαί εκρήξεις, αι τραγικαί συστολαί και διαστολαί της μορφής αυτής, την κάμνουν να φαίνεται εις τον απέναντί της καθρέπτην δυσειδής, φρικαλέως δυσειδής!
Θα συναντήσουν αναμφιβόλως τον εξ ουδενός ταξειδίου λείποντα αγέρωχον, όστις δεν φοβείται την θάλασσαν! Τον φλύαρον, τον οποίον η θ ά λ α σ σ α δ ε ν π ι ά ν ε ι, ενόσω το πλοίον αγκυροβολεί, ο οποίος όμως μετά τινων ωρών διάπλουν γίνεται ιχθύων αφωνότερος, αρνίου μετριοφρονέστερος, αλλ’ είναι ακόμη αρκετά προφυλακτικός, ώστε να μη καταβή εις το δωμάτιόν του, όπου αι συνεχείς παρακελεύσεις των γειτόνων θα τον ηνάγκαζον αμέσως να χοροστατήση και αυτός εις την κωμικοτραγικήν συναυλίαν των, εκθυμότερον μάλιστα ή ό τι θα επερίμενον εκείνοι.
Και πόσους, πόσους άλλους χαρακτήρας δεν θα ηδύναντο να συναντήσωσιν εν σαλευομένω πλοίω οι περιπαίκται και είρωνες!
Εγώ δεν ζηλώ το απάνθρωπόν των έργον και δεν επιχαίρω επί τοις μαρτυρικοίς βασάνοις των φίλων συνταξειδιωτών μου. Εκφράζω μόνον την ατομικήν μου αγανάκτησιν εναντίον μιας ατελείας της ανθρωπίνης φύσεως, ήτις, όσον επουσιώδης και αν είναι, επακολουθείται υπό σπουδαίων μειονεκτημάτων. Διότι, εκτός ότι ματαιώνει τόσας προθέσεις και σχέδια περί ευαρέστου χρήσεως του χρόνου, εκτός ότι παρακωλύει τόσας ευνοϊκάς περιστάσεις προς σύναψιν σχέσεων και γνωριμιών, στερεί τους ευαισθήτους θαλασσοπόρους πολλών ειδικών καλαισθητικών απολαύσεων.
Μία των απολαύσεων τούτων είναι προ πάντων το μεγαλοπρεπές θέαμα τρικυμίας εν ανοικτώ πελάγει. Οι φιλόσοφοι ουδέποτε λησμονούν να εισαγάγωσιν αυτό ως παράδειγμα του Υψηλού εν ταις Καλολογίαις των· και, δεν ενθυμούμαι τώρα ποίος ζωγράφος ή ποιητής, ταξειδεύων εν φοβερά τρικυμία, παρεκάλεσε τον πλοίαρχον να προσδέση αυτόν στερρώς επί του ημιθραύστου ιστού του κλυδωνιζομένου σκάφους, όπως χωρίς να γείνη ανάρπαστος υπό του άνεμου ή των κυμάτων τέρψη την ψυχήν αυτού διά της υψίστης πνευματικής απολαύσεως, την οποίαν μετ' ολίγον δεν θα ηδύνατο πλέον να τη παράσχη εν τω άλλω κόσμω ο Θεός, με όλην αυτού την παντοδυναμίαν! Όσον αφορά τους φιλοσόφους είμαι σχεδόν βέβαιος, ότι ποτέ δεν εθαύμασαν αυτοί μίαν τρικυμίαν, έστω και από της ασφαλούς παραλίας. Προς τον καλλιτέχνην εκείνον όμως λέγω: — Όστις και αν είσαι, δος δόξαν τω Θεώ, ο οποίος σε έπλασε μ' εντόσθια δυσπαθέστερα των άλλων. Διότι, α ς σ' έ π ι α ν ε ν η θ ά λ α σ σ α και σ' έβλεπα εγώ αν δεν αφίνεσο μάλλον να σε αρπάξουν και σε πνίξουν τα κύματα, διά ν' απαλλαγής από τα βάσανά σου μίαν ώραν προτήτερα. Αυτό σοι το λέγω εγώ, όστις κατά το ταξείδιον εκείνο επέζησα ν' ακούσω μίαν διαβόητον επί φιλοζωία ογδοηκοντούτιδα γραίαν, ελέγχουσαν ένα θεοφοβούμενον αρχιεπίσκοπον, διότι δεν συγκατετίθετο να εκτελέση ό,τι του εζήτει ως ψ υ χ ι κ ό ν, δηλαδή ν α τ η ν ρ ί ψ η ε ι ς τ η ν θ ά λ α σ σ α ν!
Αφού λοιπόν τοιαύτα τινα συνέβαινον κατά το ταξείδιόν μου, εννοείται ευκόλως, ότι όλαι μου αι προθέσεις, όλαι αι ελπίδες και τα σχέδιά μου εματαιώθησαν. Όχι μόνον τας καλλονάς της φύσεως δεν ηδυνήθην ν' απολαύσω, όχι μόνον νέας γνωριμίας δεν συνήψα, αλλά ούτε τον πολυτάλαντον θαυμαστήν μου, ούτε το χαρωπόν αυτού θυγάτριον, την μικράν μου φίλην, επανείδον πλέον. Μόνον την φωνήν της, ή μάλλον τον αρμονικόν της γέλωτα ήκουον από καιρού εις καιρόν, διά του παραπετάσματος της θύρας μου, οσάκις διήρχετο διά της αιθούσης.
Ο γέλως της Μάσιγγας εξ αυτής της πρώτης στιγμής επροξένησεν εις την ακοήν μου παραδόξως ηδείαν εντύπωσιν. Ποτέ δεν ήκουσα νεάνιδα γελώσαν τόσον ευήχως, τόσον αρμονικώς. Ποτέ δεν εγνώρισα γέλωτα περιέχοντα τόσην έκφρασιν, τόσην ρητορικήν ακρίβειαν και ποικιλίαν. Ημείς οι άλλοι γελώμεν, ως κράζουσιν αι χήνες, αμεταβλήτως σχεδόν εν πάση περιπτώσει. Εν τω γέλωτι της κόρης εκείνης ηδύνασο να διακρίνης όχι μόνον την εκάστοτε αιτίαν αυτού, αλλά και όλας τας φάσεις της θυμικής αυτής καταστάσεως, εξ ης προήρχετο, υφ' ων συνωδεύετο. Θα έλεγες ότι εν αυτή το έργον του γελάν δεν ήτον ανατεθειμένον εις τα σαρκικά νεύρα και τας φυσιογνωμικάς του σώματος κινήσεις, αλλ’ εξετελείτο απ' αρχής μέχρι τέλους παρ' αυτής της ψυχής επί των χορδών μυστηριώδους αρμονικού τινος οργάνου, τούθ' όπερ έκαμνε τον γέλωτα της παρθένου να είναι εκφραστικώτερος, μουσικώτερος, αθλώτερος πάσης ενάρθρου φωνής και λογικής γλώσσης.
Το φαινόμενον τούτο διετέλει εις προφανή αντίφασιν προς τους εξωτερικούς της κόρης χαρακτήρας. Όσον τραχεία και αρρενωπός ήτον η έκφρασις του προσώπου της, τόσον τρυφερά και υπερφυώς γυναικεία εξεδηλούτο η ψυχή αυτής εν τω γέλωτι. Ενόσω την έβλεπες εφέρεσο προς αυτήν ως προς άωρον παιδίον όταν την ήκουες ηναγκάζεσο να την φαντάζεσαι ως το μόνον ιδανικόν ωρίμου παρθενικής τελειότητος.
Τοιουτοτρόπως συνέβη ώστε εγώ, αφ' ης στιγμής εκλείσθην εις τον θαλαμίσκον μου, ήρχισα να βλέπω, να θαυμάζω την μικράν μου φίλην με τα ώτα μου μάλλον παρά με τους οφθαλμούς. Και ευρέθη μετ' ολίγον, ότι τα ώτα δεν συνεφώνουν κατ' ουδένα τρόπον προς τους οφθαλμούς, ούτε ως προς την ηλικίαν, ούτε ως προς την παίδευσιν, ούτε ως προς αυτήν την βιωτικήν πείραν της παρθένου. Και ευρέθη, ότι τα ώτα είχον μάλλον δίκαιον παρά οι οφθαλμοί. Πολλαί λέξεις και φράσεις της παρθένου, ας μέχρι τότε εξελάμβανον ως παιδικής αφελείας κυριολεκτήματα, ευρίσκοντο επιδεκτικαί μεταφορικής εξηγήσεως, θαυμασίως καταλλήλου να δώση εις τας εν αις ελέχθησαν περιστάσεις όλως διάφορον και πολύ σπουδαιοτέραν έποψιν. Τα έτη αυτής μετρούμενα εις τα δάκτυλά μου ευρίσκοντο δεκαεπτά αντί δεκατεσσάρων· λογική και αριθμητική συνεμάχουν μάλλον με τα ώτα παρά με τους οφθαλμούς· και ο γέλως, ο αργυρόηχος αυτής γέλως, εν τω μέσω του θορύβου των κυμάτων, του κρότου των αλύσεων, του συριγμού των κελευστών, των κραυγών και οιμωγών των επιβατών, ο ουράνιος αυτής γέλως εφέρετο ως πνεύμα Θεού επί των υδάτων, καταπραΰνων τ' ανυπότακτα στοιχεία, και ηδύνων τον ύπνον της πασχούσης κεφαλής μου.
Δεν ήξευρον πού ευρισκόμεθα, όταν εκόπασεν ο άνεμος και επήλθε πως η γαλήνη. Αλλά ήτον εσπέρα· αυτό το ενόησα εκ της θέσεως του ηλίου. Και εκ της θέσεως αυτού ενόησα ότι μετ' ολίγον θα έχωμεν ωραίαν και μεγαλοπρεπή δύσιν. Ανήλθον λοιπόν εις το κατάστρωμα ευθύς ως ηδυνήθην.
Έν είδος μισανθρωπικού αισθήματος ενεφώλευεν εν τη καρδία μου· έν πικρόν, απεριγράπτως συγκινητικόν παράπονον εκάθητο επί των χειλέων μου. Παράπονον ασθενούς τρυφερού παιδίου προς την μόνην αυτού μητέρα, την Φύσιν, προς τας αγκάλας της οποίας έλκεται υπ' εμφύτου στοργής, μικρόν αφού έχει υποφέρει τας σκληροτέρας συνεπείας του αλλοπροσάλλου χαρακτήρος της. Ευρισκόμην λοιπόν εις διάθεσιν λίαν ελεγειακήν. Διά τούτο εκάθησα παράμερα και κατά μόνας, αναπνέων την ζωογόνον της εσπέρας αύραν και απλανώς ατενίζων προς την δύσιν και αφίνων τας εικόνας της φαντασίας μου να κινώνται κατά βούλησιν. Υπερήφανος των αιθέρων μονάρχης, ο ήλιος εμεγεθύνετο εφ' όσον επλησίαζε προς τα κύματα, λαμβάνων όψιν ολονέν μεγαλοπρεπεστέραν και απλώνων την βασιλικήν αυτού πορφύραν περί εαυτόν μετά προφανώς αυξανομένης επιδείξεως. Τα σύννεφα, ερυθρωπά εκ της επιβλητικής παρουσίας του κυριάρχου των, περιέστελλον ευλαβώς τας χρυσάς παρυφάς των κυανών στολών των, ως αξιωματικοί λαμβάνοντες από το στόμα βασιλέως το μυστικόν της νυκτός σύνθημα. Ο Ήρως εξετέλεσε τους εις αυτόν προταθέντας άθλους, και υπάγει τώρα να βασιλεύση εις το κράτος της Δρακαίνης, λαμβάνων ως έπαθλον την υποσχεθείσαν αυτώ κόρην της. Το λουτρόν του είναι έτοιμον και το δείπνον παρεσκευασμένον.
Αλλά, πριν κλεισθή όπισθεν αυτών η χ ρ υ σ οκ α γ γ έ λ ω τ η των παλατίων θύρα, λαμβάνει τας τελευταίας μερίμνας περί του ιδίου βασιλείου και των υπηκόων του· δίδει τας αναγκαίας διαταγάς εις τας προ αυτού συνηθροισμένας νεφέλας. — Συ λάβε τους ασκούς σου και δράμε προς την Αίγυπτον. Οι άνθρωποι εκεί έχουν φυτεύσει δένδρα. Τα δένδρα παρεκάλεσαν διά βροχήν. Γνωρίζεις την προς αυτά αδυναμίαν μου· δεν υποφέρω να τα βλέπω διψασμένα. Συ, πλήρωσον τας λαγήνους σου και πέτα εις τας Αθήνας. Η απρονόητος δημαρχία δεν εφρόντισεν ακόμη να υδροδοτήση επαρκώς την πόλιν· οι ανόητοι κάτοικοι ρίπτουν τας ακαθαρσίας επί των οδών και των οικοπέδων· η ακίνητος ατμοσφαίρα επληρώθη μιασμάτων και κονιορτού· μετ' ολίγον θα γεννηθή ο κοιλιακός τύφος, και οι Αβδηρίται των Αθηνών θα αιτιώνται εμέ και τους περί εμέ διά θανάτους, ων αίτιοί εισιν αυτοί και μόνοι. Πήγαινε! βρέξε και ανάβαλε καν το κακόν χάριν της υπολήψεώς μας! — Και ιδού αι νεφέλαι έκυπτον προς την θάλασσαν, και πληρούσαι τους ασκούς και τας λαγήνους των, εφέροντο επί των πτερύγων ανέμων κατ' αντιθέτους διευθύνσεις, αποβαίνουσαι, καθ' όσον απεμακρύνοντο, βαρύτεραι, κυανότεραι.
— Ακριβώς το ίδιο πράγμα κάμνω κ' εγώ! Ανεφώνησέ τις όπισθέν μου, εξαφανίζων τας σιγηλάς εικόνας της φαντασίας μου.
Ήτον ο κ. Π. με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν, τους οφθαλμούς πάντοτε ηδονικώς προσηλωμένους επί το άκρον του σιγάρου του, αλλ’ ιστάμενος τώρα.
— Ακριβώς το ίδιο πράγμα κάμνω κ' εγώ, είπεν, αλλ’ όταν είμαι εις την Καλκούτταν. Όταν δεν είμαι εις την Καλκούτταν, ταξειδεύω. Και όταν ταξειδεύω, δεν ημπορώ να σταθώ.
Και χωρίς να σηκώση τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του, εδόθη εκ νέου εις την συνήθη αυτού κίνησιν, με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν.
Πρέπει να σημειώσω, ότι τον κ. Π. κανείς δεν είδεν εν τω ατμοπλοίω καθήμενον, εκτός κατά το δείπνον εις την τράπεζαν, και ότι εγώ θα ήμην ίσως ο πρώτος, όστις τον είδε να σταθή επί τινα δευτερόλεπτα. Αφ' ης στιγμής επάτησε τον πόδα επί του καταστρώματος, ήρχισε να κινήται ως εάν ήτο σφαίρα εκκρεμούς ηναγκασμένη να διατρέχη εν ακριβώς ωρισμένω χρόνω το μακρόν διάστημα μεταξύ πρώρας και πρύμνης, τακτικώς και αδιακόπως. Και θα ήτο λίαν επαγωγόν πρόβλημα δι' ένα μαθηματικόν να εύρη ποσάκις ο κ. Π. κατά το ταξείδιον εκείνο διήνυσε το μεταξύ Πειραιώς και Μασσαλίας διάστημα πεζή, ενώ επλήρωσεν εις την εταιρίαν όπως αναθέση τον κόπον τούτον εις έν εκ των πλοίων της.
Την συνήθειαν ταύτην έχουσι πολλοί Άγγλοι· και συχνά θ' απαντήση τις αυτούς διαπλέοντας τον Βόσπορον ή παραπλέοντας τας ακτάς της Ιωνίας, εν ταχυδρομική επί του ατμοπλοίου κινήσει, με τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις το οδηγητικόν βιβλίον των. Ο κ. Π. διέφερεν αυτών ίσως κατά τούτο, ότι εκείνοι μεν θαυμάζουσι τας καλλονάς των χωρών δι' ων διαβαίνουσιν εν ταις περιγραφαίς του βιβλίου των, ενώ ο κ. Π. όσον και αν εταξείδευε, δεν είδε κυρίως άλλο τι παρά το άκρον του σιγάρου του.
Ήτο λοιπόν περιττή η διαβεβαίωσις του κ. Π. ότι όταν ταξειδεύη δεν ημπορεί να σταθή. Όστις τον έβλεπεν έπρεπε να το συμπεράνη. Αλλά τι ήτο κυρίως το λεχθέν, ότι και αυτός το ίδιο κάμνει, όταν είναι εις την Καλκούτταν, δεν ηδυνήθην να εννοήσω, και δεν επρόφθασα να τον ερωτήσω. Διά τούτο όταν, εν τη δολιχοδρομία του, επανήλθεν εις το μέρος όπου εκαθήμην, εγερθείς ετάχθην παρ' αυτώ, και, — Με συγχωρείτε, είπον, κύριε Π., αλλά δεν ενόησα καλά τι με είπετε. — Και ήρχισα τρέχων μάλλον ή περιπατών μετ' αυτού.
— Ήθελα να είπω, — απεκρίθη με τους οφθαλμούς πάντοτε ηδονικώς προσηλωμένους επί του άκρου του σιγάρου, — ήθελα να είπω ότι και εγώ κάμνω ακριβώς το ίδιο πράγμα. Το ίδιο πράγμα κάμνω ακριβώς όταν θέλω να σκεφθώ. Και όταν θέλω να σκεφθώ ιδού τι κάμνω. Σηκώνω τα φρύδια μου υψηλά, προσηλώνω τους οφθαλμούς εις τα σύννεφα, και βλέπω, βλέπω, βλέπω, ως που αρχίζουν αι ιδέαι να καταβαίνουν ωσάν να είναι ποίημα. Ωσάν να είναι ποίημα, διότι και σεις χωρίς άλλο ποίημα εγράφετε. Χωρίς άλλο εγράφετε έν ποίημα εις την δύσιν του ηλίου. Δεν ηξεύρετε πόσον σας εκτιμώ, πόσον σας εκτιμώ διά το τάλαντόν σας!
— Αν εγνώριζεν, εσκεπτόμην κατ' εμαυτόν, πόσον είναι ξεπεσμένη σήμερον η αξία του νομίσματος τούτου παρ' ημίν, θα ηυχαρίστει τον Θεόν, ότι του έδωκεν αγγλικάς λίρας και όχι πλούτον ευφραδείας και ποιητικόν τάλαντον.
— Εγώ, εξηκολούθησεν ο κ. Π., ρεμβάζω πολύ συχνά, αλλά ρεμβάζω πολύ συχνά όταν είμαι εις την Καλκούτταν. Όταν δεν είμαι εις την Καλκούτταν ταξειδεύω· και όταν ταξειδεύω δεν ημπορώ να σταθώ!
Και επέτεινε την ταχύτητα του βήματός του, ως εάν ήθελε να εκφράση την μανίαν των ποδών διά της ταχυτέρας γλώσσης αυτών των ιδίων.
— Έπειτα, εξηκολούθησεν ο κ. Π., τι να σας ειπώ! Τι να σας ειπώ, αφού δεν υπάρχει τίποτε ποιητικόν. Τίποτε ποιητικόν δεν υπάρχει ενταύθα, διότι δεν υπάρχει τίποτε φυσικόν. Και όταν δεν υπάρχη φύσις, είπεν ο κ. Π. μετ' εμφάσεως δογματικής, δεν υπάρχει ποίησις.
— Βέβαια, είπον εγώ, επιδοκιμάζων το αξίωμα, αφίνων όμως υπεύθυνον διά τον δεύτερον όρον του συλλογισμού του τον κ. Π., όστις δεν εζήτει να εύρη την φύσιν ειμή επί του άκρου του σιγάρου του.
— Άλλο πράγμα η Καλκούττα! — ανεφώνησεν ο κ. Π. ολονέν θερμότερος, και κατά το σύστημα των ατμομηχανών ολονέν ταχύτερος, εις τρόπον ώστε εγώ μόλις τον παρηκολούθουν.
— Άλλο πράγμα η Καλκούττα, διότι εκεί υπάρχει φύσις. Εκεί υπάρχει φύσις, διότι υπάρχουν φυτά, δένδρα, δάση, βουνά, ύδατα, αναπαύσεις και απολαύσεις. Καταλαμβάνετε;
— Καταλαμβάνω, είπον εγώ πειστικώς. Διότι ο κ. Π. εφαίνετο αμφιβάλλων αν επρόφθανα να καταλάβω την ευγλωττίαν του.
— Εδώ όλα είναι ξηρά, εξηκολούθησεν έπειτα, διότι όλα είναι γυμνά, γηραιά, εξηντλημένα, μικρά, πρόστυχα. Διά τούτο άλλο πράγμα η Καλκούττα! Άλλο πράγμα η Καλκούττα!
— Αληθώς! είπον εγώ, πρέπει να είναι άλλο πράγμα. Πολύ θα επεθύμουν να την γνωρίσω.
— Το μόνον εύκολον! ανέκραξεν ο κ. Π. πρώτην φοράν στρέψας τους οφθαλμούς προς εμέ. — Το μόνον εύκολον! Ελάτε να μ' επισκεφθήτε! Ελάτε να μ' επισκεφθήτε, να το μόνον εύκολον! Και ο κ. Π. ετάχυνε τόσον πολύ το βήμα του, ώστε εγώ όστις από τινος έτρεχον κατόπιν του μάλλον παρά συνεβάδιζον αυτώ, ηναγκάσθην να ριφθώ εις την πρώτην επί της οδού ημών καθέδραν, πριν προφθάσω να τον ευχαριστήσω, διότι η σφοδρά εκείνη κίνησις μου εζάλισεν αιφνιδίως την κεφαλήν και κατέστησε το βήμα μου σφαλερόν και παραπαίον. Ο κ. Π. το παρετήρησεν, αλλά βλέπεις, όταν τ α ξ ε ι δ ε ύ η δ ε ν η μ π ο ρ ε ί ν α σ τ α θ ή. Διά τούτο εξηκολούθησε μόνος την δολιχοδρομίαν του.
— Περίεργος ανακάτωσις φύσεων! είπον μετ' ολίγον κατ' εμαυτόν, λεληθότως δανεισθείς την έκφρασιν εκ της εν εμοί επικρατούσης καταστάσεως (ή μάλλον ακαταστασίας). Η φύσις του φιλοξένου Ανατολίτου με την αγάπην αυτού προς την πρασίνην χλόην, τα σκιερά δένδρα, τα σφριγώντα φυτά, τα ευώδη άνθη, τον κελαρυσμόν των υδάτων περί το κισσοσκεπές κ ι ό σ κ ι ό ν του, η φύσις του ευπαθούς Ανατολίτου, όστις ταξειδεύει σύρων όπισθεν αυτού καραβάνιον υπηρετών και κιβωτίων, πεπληρωμένων πάντων εκ προϊόντων της χώρας του, τα οποία δεν εννοεί να στερηθή μετατοπιζόμενος, ανεκατώθη με την φύσιν του φλεγματικού, του εκκεντρικού Άγγλου, ο οποίος δεν ημπορεί να σταθή όταν ταξειδεύη, ο οποίος ευρίσκει τα πάντα μικρά, ουτιδανά και ασήμαντα εκτός της πατρίδος αυτού· διότι δεν λαμβάνει τον κόπον να σηκώση τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του, όπως ίδη την περί αυτόν φύσιν ή τέχνην, και ο οποίος, εν τω εγωισμώ του, σας προσκαλεί εξ Αθηνών να τον επισκεφθήτε — πού; Εις Καλκούτταν! Να ταξειδεύσετε τρεις μήνας διά να περάσετε τρία λεπτά μαζί του. Έχετε καιρόν προς χάσιμον, ή χρήματα προς σπάσιμον, περί τούτου αυτός ουδέ σκέπτεται. Εκείνος καρπούται μυθώδες ετήσιον εισόδημα· και ό τ α ν δ ε ν ε ί ν α ι ε ι ς τ η ν Κ α λ κ ο ύ τ τ α ν τ α ξ ε ι δ ε ύ ε ι. Το θεωρεί λοιπόν φυσικόν να εξοδεύση τις χιλίας λίρας, να υποστή δύο μηνών ναυτίαν, διά να υπάγη να σφίξη την χείρα του Λόρδου. Και θα το θεωρήση ίσως προσβολήν του εάν δεν δεχθήτε. Και δεχθέντες, εάν εύρετε ότι ο Λόρδος ταξειδεύει εις τον βόρειον πόλον, καθ' ον χρόνον σεις κτυπάτε την θύραν του εις Καλκούτταν, βεβαιωθήτε ότι είναι καλός να θεωρήση την επίσκεψίν σας ως οφειλομένην πάντοτε, εφ' όσον εκ του τρόπου, καθ' ον αφήσατε το επισκεπτήριόν σας, λείπει παραμικρά τις, άγνωστος ημίν, αγγλική διατύπωσις!
Και ενώ εσκεπτόμην ταύτα ο κ. Π. ήρχετο και παρήρχετο απ' έμπροσθέν μου, με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν, με τους οφθαλμούς πάντοτε προσηλωμένους εις το άκρον του εν τω στόματι σιγάρου του, και με βήμα το οποίον καθίστα αδύνατον την εξακολούθησιν της διακοπείσης συνομιλίας μας.
Εν τούτοις δεν παρήλθε πολλή ώρα, και επεφάνη ζωηρά και φιλομειδής η Μάσιγγα τρέχουσα προς εμέ. Μετά τινας αστείους και δηκτικούς υπαινιγμούς της προς την θάλασσαν δειλίας μου:
— Με ήκουες, είπε, πώς εγελούσα πάντοτε δυνατά; επίτηδες το έκαμνα. Δεν ηξεύρεις τι αστείος που είναι ο ιατρός. Ό,τι και αν πη θα σε κάμη να γελάσης. Και επειδή η μητέρα είναι ολίγον ασθενής, και επειδή του αρέσκουν, λέγει, τα γέλοια μου, όλο τον καιρό δεν έλειψεν από την κ α μ π ί ν α μας. Τον ήκουες πώς μ' έκαμνε και γελούσα;
— Όχι, είπον, εκείνον δεν τον ήκουα, αλλά ήκουα σε, και τόσω περισσοτέρα ήτον η ευχαρίστησίς μου. Δεν ηξεύρεις πόσον μουσική μ' εφαίνετο η φωνή σου, πόσον ωραία!
— Κατεργάρη! — ανέκραξεν η κόρη, δυσπίστως μορφάζουσα. — Αφού λοιπόν θέλεις να με κολακεύης, άκουσε να σε πω. Κ' εγώ σε ήκουα καμμιά φορά, αλλά αυτό να σε πω δεν ήτο πολλή ευχαρίστησις, διότι η μουσική που έκαμνες ήτον τρομερά παράχορδη! Σ' αρέσει; Αν σ' αρέση, κολάκευσέ με ακόμη μια φορά!
Και ως εάν ήθελε να μοι δείξη πώς εκτελείται η καλή μουσική, εγέλασε τον μάλλον αργυρόηχον, τον μάλλον αρμονικόν γέλωτά της. Και ενώ ακόμη εγελούσε:
— Τι κρίμα, είπε, που δεν είσαι ιατρός! Θα σε παρουσίαζα χωρίς άλλο εις την μητέρα μου. Βλέπεις, καθώς είναι, άλλος παρά ο ιατρός δεν ημπορεί να την επισκεφθή.
— Πώς! είπον, είναι λοιπόν πολύ ασθενής;
— Όχι ασθενής, απεκρίθη, αλλά δεν θ' αναβή παρά όταν φθάσωμεν εις Μασσαλίαν. Έτσι το θέλει ο ιατρός. Κ' εσείς, είμαι βεβαία, υπεφέρετε τόσο πολύ, που δεν βλέπετε την ώραν να βγήτε στην Νεάπολιν. Και η μητέρα επεθυμούσε να σας γνωρίση. Θα έλθετε να μας επισκεφθήτε εις το Παρίσι;
— Ακούς εκεί! είπον εγώ παίζων, θα έλθω να σας επισκεφθώ εις την
Καλκούτταν. Ο πατήρ σου με προσεκάλεσεν.
— Αλήθεια; — Ανεφώνησε περιχαρής η κόρη, και ερρίφθη περί τον τράχηλον του παριόντος κατ' εκείνην την στιγμήν πατρός της, εξαναγκάσασα αυτόν να σταματήση χωρίς να το θέλη. — Αλήθεια, πατέρα, θα έλθη εις την Καλκούτταν;
Ο κ. Π. επρόσεξε πρώτον να εμποδίση την τέφραν από του να πέση εκ του άκρου του σιγάρου του, έπειτα, χωρίς καν να παρατηρήση την κόρην του:
— Βέβαια! είπεν αποταθείς προς εμέ, θα είμαι πολύ ευχαριστημένος εάν έλθετε, πολύ ευχαριστημένος εάν μείνετε όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον. Έχω επί του Γάγγου έν παλάτιον, έν παλάτιον με λαμπρότατον κήπον. Με λαμπρότατον κήπον και πρώτης τάξεως σταύλους· το θέτω εις την διάθεσίν σας. Εις την διάθεσίν σας αυτό και τους υπηρέτας του, τους υπηρέτας του και τας υπηρετρίας του. Εκεί θα τα ειπούμεν, θα τα ειπούμεν εν ανέσει. Εκεί θα περάσωμεν μαζί τας ωραιοτέρας ημέρας, τας ωραιοτέρας ημέρας και τας νύκτας.
— Εδώ ομιλεί ο φιλόξενος Ανατολίτης, είπον κατ' εμαυτόν, όχι ο εγωιστής Άγγλος. Αλλ' εκτός του φιλοξένου Ανατολίτου ομιλεί και κάτι τι άλλο, πολύ ευγλωττότερον, πολύ πειστικώτερον αυτού. Και ενώ ο πατήρ μετά της θυγατρός ηρίθμουν τας καλλονάς και τας αναπαύσεις της μελλούσης κατοικίας μου, εγώ εφανταζόμην το άστρον της ευτυχίας μου ανατέλλον επί των οχθών του Γάγγου, και προχωρούν όπως με συναντήση ολονέν λαμπρότερον, ολονέν φωτεινότερον.
Όταν ο κ. Π. συνεπλήρωσε τον περί Ινδιών διθύραμβόν του με την ευχάριστον επωδήν: «Ελάτε να μ' επισκεφθήτε», οι υγροί της κόρης οφθαλμοί με ητένισαν με μυστηριώδη τινά λάμψιν, εν η αντενακλάτο συγχρόνως η έκφρασις της χαράς, της προσδοκίας, της δεήσεως, προ πάντων της παιδικής εκείνης κολακείας διά των βλεμμάτων, ην αρχαίος τις συγγραφεύς πολύ αφιλοκάλως ωνόμασε «το σκυλακώδες των παιδίων». Εις εμέ τα γοητευτικά εκείνα βλέμματα εφάνησαν ως δύο φωταυγείς του Παραδείσου αγγελίσκοι, οίτινες παρακύπτοντες από του βάθους του γαλανού ουρανού των επανελάμβανον σιγαλή τη φωνή την επωδήν του κ. Π.: Ελάτε να μας επισκεφθήτε. Και επειδή εγώ διετέλουν έτι άλαλος και ενεός εκ του θαυμασμού και της συγχύσεώς μου, και δεν απήντων εις την σιγηλήν εκείνην παράκλησιν:
— Ω, ναι, σας παρακαλώ, ελάτε να μας επισκεφθήτε! — εφώνησεν η παρθένος, και ηρυθρίασεν αιδημόνως και εταπείνωσε τα βλέμματα, και λαβούσα την χείρα του πατρός ήρχισε να την θωπεύη τρυφερώς και ευγνωμόνως.
Όστις δεν είδε τα βλέμματα, δεν ήκουσε την φωνήν της Μάσιγγας θα καγχάση διά την προθυμίαν, μεθ' ης εγώ, όστις δεν είχον εις το βαλάντιόν μου ουδέ το τέταρτον ίσως του διά Καλκούτταν ναύλου, εδέχθην την πρόσκλησιν και υπεσχέθην την επίσκεψιν. Εν τούτοις είμαι βέβαιος ότι, ευρεθείς εις την θέσιν μου, θα έκαμνε κ' εκείνος το αυτό.
Ουδέποτε ίσως σύγχρονοι εντυπώσεις ακοής και οράσεως ευρέθησαν τόσον σύμφωνοι, τόσον αρμονικαί προς αλλήλας, όσον η φωνή και το βλέμμα εκείνο της Μάσιγγας. Ουδέποτε ψυχή διά των οφθαλμών εκχεομένη κατώρθωσε να περιβάλη το άωρον και ατελές έτι σώμα της διά τοσαύτης θερμής λάμψεως, ώστε εν ριπή οφθαλμού να εκμηδενίση τας της σαρκός ατελείας, δανείζουσα εις την ύλην τον άχρονον, τον αιώνιον τύπον της ιδίας αυτής τελειότητος. Η Μάσιγγα δεν ήτο πλέον το αγοροειδές κοράσιον της πρώτης εν τω ατμοπλοίω συναντήσεώς μου. Διά του όγκου και της τραχύτητος των προσκαίρων αυτής χαρακτηριστικών διεφαίνετο ακριβώς περιγεγραμμένος ο τύπος εκείνος, όστις καλλωπίσας άλλοτε την παιδικήν αυτής τρυφερότητα, έμελλε μετ' ολίγον να θριαμβεύση του ανόστου επαμφοτερισμού της μεταβατικής περιόδου εν τη ηλικία της.
Όταν ο κ. Π. σφίξας περιπαθώς την χείρα μου, αλλά χωρίς να δώση ουδέ την ελαχίστην προσοχήν εις την κόρην του, επανέλαβε τον περίπατόν του, δεν ηξεύρω τις εκ των τριών ήτον ο μάλλον ευχαριστημένος. Προφανές ήτον ότι ο κ. Π. δεν ηδύνατο να κρύψη την ευτυχίαν του ενώπιον ημών, όσον ημείς ενώπιον αυτού την ημετέραν. Διότι όχι μόνον την ταχύτητα του βήματός του ετριπλασίασεν, αλλά και την σποδόν από το άκρον του σιγάρου του άφησε να πέση και τα ροφήματά του τα ερρόφα τόσον δυνατά, ώστε μολονότι δεν ήτον ακόμη σκότος, ηδυνάμεθα να διακρίνωμεν το καιόμενον άκρον του πούρου του μακρόθεν ως τον φανόν προσεγγιζούσης ατμαμάξης.
Η Μάσιγγα εκάθητο πλησίον μου, σιωπηλή τώρα, και η ευδαιμονία μου ήτο τελεία. Ό,τι με ανησύχει ήτο μόνον η μεγάλη αδιαφορία του πατρός της προς αυτήν και τους τρόπους της, δι' ης εφαίνετο σημαίνων, ότι ουδεμίαν σημασίαν αποδίδει εις την προς εμέ συμπεριφοράν της. Και ενώ εγώ μέχρι τούδε εφέρθην προς αυτήν ως προς παιδίον, δεν υπέφερα τώρα την ιδέαν, ότι ο πατήρ της την θεωρεί έτι ατελή και ανήλικον κόρην. Προ πάντων όμως ήμην ανήσυχος μήπως η αδιαφορία εκείνη του Καλκουτιανού Κροίσου προήρχετο εκ της πεποιθήσεως, ότι ούτε η θυγάτηρ του ούτε εγώ ηδυνάμην να παρεξηγήσω την πρόσκλησίν του, γνωρίζων το τεράστιον χάσμα, το οποίον διεχώριζε την κοινωνικήν ημών θέσιν.
Ως εκ της τρικυμίας, ην επί μακρόν υπέστημεν, το «Rio Grande» εισήρχετο εις τον κόλπον της Νεαπόλεως εξαιρετικώς αργά. Τα επιστέφοντα τας παραλίας βουνά μόλις διεκρίνοντο πλέον ως άμορφοι συγκεχυμένοι όγκοι επί του σκοτεινού ορίζοντος. Παρά τους πρόποδας αυτών διεσπαρμένα εδώ κ' εκεί τα φώτα των πόλεων και των χωρίων, ότε μεν εχάνοντο, ως εκ της κινήσεως του ατμοπλοίου, όπισθεν παρεμπροσθούντος τινος κωλύματος, ότε δ' ανεφαίνοντο πάλιν, όμοια προς μεγάλας πυγολαμπίδας, αίτινες επέτων σιωπηλώς και βραδέως παρά τας σκοτεινάς ακτάς της θαλάσσης.
Ο καθ' αυτό λιμήν προς ον διηυθυνόμεθα εκρύπτετο ακόμη όπισθεν της παρεμπροσθούσης υψηλής του πλοίου μας πρώρας. Καθ' όσον δ' εισεχωρούμεν εις τον κόλπον κάμπτοντες προς τ' αριστερά, κατά τοσούτον παρέκυπτον προς το αντίθετον μέρος αι εξοχαί και τα προάστεια της Νεαπόλεως.
— Εδώ κείται το Σορέντον! Εκεί το Καστελαμάρε! Να, πού είναι η Πομπηία! Να, ο Βεζούβιος! — Ανεφώνει εκάστοτε η Μάσιγγα παρ' εμοί, ήτις επισκεφθείσα την χώραν άλλοτε, εφιλοτιμείτο να οδηγή την απειρίαν μου, χαίρουσα προφανώς οσάκις την ηρώτων.
Βαθμηδόν προέκυπτεν ενώπιον ημών η μυριοφεγγής Νεάπολις, αμφιθεατρικώς υψουμένη επί της ευρείας προκυμαίας. Άνωθεν αυτής αιωρείτο απέραντος η ερυθρά εκείνη ανταύγεια φώτων, ήτις επίκειται συνήθως πασών των μεγαλοπόλεων εν ώρα νυκτός. Τα πυκνά των φανών και των παραθύρων φέγγη εφαίνοντο εξ αποστάσεως ως χαμαιπετές σμήνος αστέρων, οι οποίοι, αποπλανηθέντες του ηλιακού των κέντρου, απέβαλον την αρχικήν αίγλην και θερμότητα, απέβαλον την ταχύτητα και ζωηρότητά των, και ανερριχώντο τώρα κουρασμένοι και ασθμαίνοντες τους γειτονικούς του Βεζουβίου λόφους, όπως προσελθόντες απαιτήσωσιν από την ανεξάντλητον του ηφαιστείου εστίαν ολίγον πυρ προς διάσωσιν της ζωής των. Αλλ’ όσον επλησιάζομεν προς την παραλίαν τόσον η ζωηρότης, αυτών ηύξανε, τόσον το μαγευτικόν εκείνο θέαμα μετεβάλλετο.
Όταν η άγκυρα του «Rio Grande» εβρόντησεν επί των υπνηλών του λιμένος υδάτων και το πλοίον δεν εκινείτο πλέον, τότε η Νεάπολις, η ωραία και πολύφερνος της Μεσογείου κόρη, φεγγοστόλιστος από της πυργοστεφούς αυτής κορυφής μέχρι των κρασπέδων της θαλασσοβρεχούς εσθήτος της, μοι εφάνη ως εάν εφόρει τα χρυσά και αργυρά εκείνα τέλεια, με τα οποία χθες και πρώην ακόμη αι μητέρες ημών, ως νύμφαι κεκοσμημέναι, επροσκύνουν ανά παν βήμα πορευόμενοι προς τον ναόν, όπως ευλογηθώσι με τους απλοϊκούς ημών πατέρας, τους υπομονητικούς και εγκρατείς εκείνους μνηστήρας των παρελθόντων χρόνων.
Και έχει και η Νεάπολις τον μνηστήρα της. Και τήκεται και αυτός φλεγόμενος εν υπομονή και προσδοκία, όπως επιθέση ποτέ το θερμόν αυτού φίλημα επί του μαρμαρόεντος μετώπου της ακμαίας αλλά λίαν επιφυλακτικής μνηστής του. Και είναι ζηλότυπος γαμβρός ο Γέρο Βεζούβιος! Διά τούτο κάθηται και επιτηρεί την αγάπην του αίρων την κεφαλήν και τους ώμους αυτού υψηλότερον πάντων των γειτονικών ορέων. Και αγρυπνεί ούτως ολονυκτής, καπνίζων την μεγάλην αυτού π ί π α ν, και στενάζων ενίοτε στεναγμούς βαθέως συγκινούντας τους γείτονάς του.
Την νύκτα εκείνην η σοβαρά αυτού μορφή ήτο κατ' εξαίρεσιν συννεφωμένη. Ήτο θυμωμένος. Θυμωμένος, διότι πυγμαίος τις γείτων, ο λόφος του Παυσιλύπου, είχε την θρασύτητα να τα βάλη με τον υπερήφανον γίγαντα, να μετρηθή προς τον αετόν ως αντεραστής. Κ' επετύγχανε μέχρι τινός. Και κατώρθου να έχη την προσοχήν της Νεαπόλεως εστραμμένην προς αυτόν, δελεάζων τας αισθήσεις αυτής δι' ωραίας μουσικής, εκλεκτού φαγοποσίου και πυκνών πυροτεχνημάτων. Και έτρεχε λοιπόν η Νεάπολις συσφιγγομένη εις τας αγκάλας του Παυσιλύπου, και εζηλοτύπει ο Βεζούβιος, και εθύμωνε, και έσειε κτυπών διά του ποδός το έδαφος, και ησχύνετο επί τη ματαιοφροσύνη της ερωμένης, επί τη προς αυτήν αδυναμία του. Τότε εκοκκίνιζεν η σκοτεινή αυτού όψις και εχαμηλούντο αι πυκναί οφρύς και διεστέλλοντο σπασμωδικώς τα χείλη του, και ετινάσσοντο οι σπινθήρες της βαθείας αυτού πίπας εις τον αέρα, ως εκ του βιαίου τρόπου καθ' ον συνηθίζει οσάκις θυμώνει, να την ανασκαλεύη και να ομιλή ενώ καπνίζει. Ιδού τι περίπου έλεγεν εκείνην την νύκτα:
— Ιδέτε την ματαιόφρονα, την κούφον νεάνιδα! Ολίγος αφρός καμπανίτου, έν τετριμμένον και κοινόν βαλς, δύο πρόστυχοι ρακέτται, της εμέθυσαν τον νουν, της επανεστάτησαν τα νεύρα, της εθάμβωσαν τας αισθήσεις και τρέχει ερωτόληπτος προς τον μηδαμινόν αντίζηλόν μου, τον Παυσίλυπον, και θέλγεται από τας εκδουλεύσεις των ανθρωπίσκων αυτού, οι οποίοι όμως δεν υπηρετούν παρά ένα ε ρ γ ο λ ά β ο ν! Εγώ αναλύω διά των υπηρετουσών με θείων δυνάμεων τα σκληρότερα στοιχεία της φύσεως, τα συγκιρνώ με την κοχλάζουσαν λάβαν των στηθών μου, και τη προσφέρω τον κρατήρα μου υπερεκχειλίζοντα — Αποποιείται! Συγκαλώ εις συναυλίαν τους χορούς των καταχθονίων Τυφώνων και τας ορχήστρας των εναερίων Λαιλάπων, εις την μουσικήν των οποίων ως και τ' άψυχα χορεύουσι βουνά, κ' εν του μέσω της υπερανθρώπου αυτής συμφωνίας τη προσφέρω την πυρέσσουσαν χείρα — Αποποιείται! Τη εκσφενδονίζω πυροτεχνήματα, τους αδαμαντίνους μύδρους των φλογερών στεναγμών, τα τεμάχια αυτής της υπό ερωτικής πυράς βιβρωσκομένης καρδίας μου — Αποποιείται! Είναι μικρόψυχος γυνή· πτοείται προ του μεγαλείου· ιλιγγιά προ της αθανασίας! Προτιμά την ελαφράν επίδειξιν, την εφήμερον λάμψιν από την αιωνιότητα. Κα! όμως ιδέτε την εκλεκτήν μου, ιδέτε την πιστήν μου Πομπηίαν! Ο πηλός των οδών αυτής στολίζει τα στήθη των ηγεμονίδων, και διά των σκουπιδίων αυτής κοσμούσι των βασιλέων τας αιθούσας. Τις θα ενεθυμείτο σήμερον το άσημον πολίχνιον των ναυτών και αλιέων, εάν δεν είχεν υπάρξει πιστή του Βεζουβίου μέχρι θανάτου, εάν δεν εξέπνεεν ασπαίρουσα υπό τας φλογεράς του περιπτύξεις;
Τοιαύτά τινα εβροντοφώνει ο Βεζούβιος προς την Νεάπολιν, ή — διά να είμεθα αληθέστεροι — τοιαύτα τινα εψιθύριζον εγώ προς την παρ' εμοί καθημένην Μάσιγγαν, η οποία, τελειώσασα το έργον του οδηγού, με ηρώτησε, πως μοι φαίνεται η προ των οφθαλμών ημών θέα.
Πάσα άλλη κόρη, και ίσως και αυτή η αναγνώστριά μου, ή δεν θα ενόει ευθύς αμέσως τι εστοχαζόμην διά των εικονικών τούτων υπερβολών, ή θα το ενόει μεν, θα έκαμνεν όμως ότι δεν το ενόησεν. Αλλ' η Μάσιγγα, όπως είχεν εξωτερικώς αχώριστον έτι την φύσιν της παιδός και της νεάνιδος, ούτως είχεν εν τω πνεύματί της το απροκάλυπτον και ανυπόκριτον της παιδικής απλότητος συνδυασμένα με την οξύνοιαν και την λεπτήν κρίσιν ωρίμου και δυνατής διανοίας.
— Ξεύρω διατί μου τα λέγεις αυτά! ανεφώνησε, σύρουσα πάλιν την φωνήν της ως χαϊδεμένον παραπονούμενον παιδίον. — Είναι ωραία, με φαντασίαν και με ποίησιν, αλλά δεν με αρέσουν.
— Διατί; είπον εγώ τότε, εξηγήσου.
— Χμ! απήντησεν εκείνη. Διατί; Διότι, διότι ξεύρω διατί μου το λέγεις. Και μετά τινα σιγήν επρόσθεσε κλαυθμηρά τη φωνή: — Εγώ ούτε ματαιόφρων, ούτε κούφος, ούτε μικρόψυχος είμαι, ως η ανόητος Νεάπολίς σου! Αλλά συ τέτοιος ήσουν πάντοτε. Πάντοτε μ' έπαιρνες για τ ρ ελ λ ο κ ό ρ ι τ σ ο!
— Τι συκοφαντία! ανέκραξα εγώ ανακαγχάσας, όπως προλάβω το κακόν, αλλά ήτο πολύ αργά! Η κόρη εγέλασε μεν μηχανικώς μετ' εμού, αλλά εκ των κανθών αυτής έλαμψαν δύο μεγάλα δάκρυα! — Ω, είπον τότε λυπημένος, ζητώ συγγνώμην! Εθύμωσες μαζί μου!
— Εγώ; εφώνησεν ευθύμως τότε. Τι ιδέα! Και εξέπεμψε μίαν σειράν των αργυροήχων εκείνων και θελκτικών τόνων, ους ο Θεός εχάρισεν αυτή αντί γέλωτος. — Εθύμωσα μαζί του! Τι ιδέα! — Και εγέλασεν εκ νέου.
Και εξηκολούθησε πάλιν ομιλούσα. — Μάλιστα, εθύμωσα! αυτό δεν το αρνούμαι. Αλλά εθύμωσα όχι μαζί σου, αλλά με τον Βεζούβιον. Με τον Γέρο — Βεζούβιόν σου, τον σκληρόν και απάνθρωπον μνηστήρα σου! Ακούς εκεί; Έκαψε μίαν, και τώρα προσπαθεί να κάψη μίαν άλλην! Και μετ' ολίγον ίσως μίαν άλλην και ούτω καθεξής! Σ' αρέσει αυτό; Και τι πταίει τότε η Νεάπολις αν δεν επιθυμή να πέση εις τα βρόχια του. Ακούς εκεί, αθανασία! Τέτοιαν αθανασίαν, που κάθε μια ημπορεί ν' αποκτήση — ας με λείπη καλλίτερα!
Τότε παρετήρησα ότι διά της ανοήτου παρομοιώσεώς μου όχι μόνον την κόρην προσέβαλον, αλλά και τον εαυτόν μου δεν εκαλοσύστησα. — Τι βλαξ όπου είμαι! είπον κατ' εμαυτόν, απορών πώς να επανορθώσω το λάθος μου.
— Αλλά δεν πειράζει! είπε τότε η κόρη, εννοήσασα την θέσιν μου. Ήτον ποίημα εκ του προχείρου, αλλά ποίημα που δεν επέτυχε. Διά τούτο λοιπόν δεν με αρέσει. Ένα άλλο! Κάμε ένα άλλο, έστω και εις το πεζόν καθώς αυτό, αλλά διάφορον, πολύ διάφορον. Και να ιδής πως θα με αρέση. Έλα λοιπόν! — ανέκραξεν επί τέλους ανυπόμονος, ωθήσασα διά της μικράς αυτής χειρός τον βραχίονά μου, εφ' ου εστήριζον σιωπηλώς την ανόητον κεφαλήν μου.
— Μάσιγγα, τη είπον τότε ανακύψας, συγχώρησόν με! Είμαι ο μεγαλείτερος βλαξ του κόσμου! Δεν θα δοκιμάσω ποτέ πλέον να κάμω ποιήματα, έστω και εις το πεζόν.
Εκείνη ανεγέλασε τότε μετ' ευθυμίας και:
— Καλά λοιπόν! είπεν, αφού είναι έτσι, θα σε κάμω εγώ το ποίημα που μ' αρέσει, αλλ’ όχι εις το πεζόν. Άκουσε!
Αχ, γονείς απηνείς, ποίαν θέλετε θυσίαν προς εξιλασμόν; Ο χρυσός, περισσός, δεν ποιεί την ευτυχίαν, την χαράν ημών.
Των πιστών εραστών η ακμαία κι' έμφρων ήβη επί γης αρκεί. Η χαρά σταθερά κι' εν ολιγαρκεί καλύβη μετ' αυτών οικεί!
— Μα εσύ λοιπόν είσαι το ανευρεθέν χειρόγραφον των στιχουργικών μου ανοησιών! Ανέκραξα εγώ. Πόθεν τους έχεις αυτούς τους στίχους;
— Πόθεν; Από τα Θεραπειά! Eνθυμείσαι πώς τους εμοίραζες ωσάν κόλλυβα εις όλας τας κυρίας; Άκουσε λοιπόν! Αν ζητήσης από αυτάς ένα ποίημά σου τώρα, όχι μόνον δεν το ξεύρουν απ' έξω, αλλ’ ουδέ γραμμένον το φυλάττουν. Πόσας είδα να τα πετούν, πριν τα διαβάσουν! Πόσαις να τα διαβάζουν και να σε περιγελούν, ενώ προ μιας στιγμής τα επαινούσαν διά τα μάτια και σε παρακαλούσαν να ταις τα δώσης γραμμένα! Εγώ ήμουν το τ ρ ε λ λ ο κ ό ρ ι τ σ ό σου. Πού μ' ελογάριαζες εμένα! Εν τούτοις όσα ποιήματα ήλθον εις της θείας, όλα τα ενθυμούμαι απ' έξω, όλα τα έχω φυλαγμένα. Όχι τάχα πως τα έπαιρνα κρυφά από την θείαν! Αλλ' αφού τα είχαν διά πέταμα, με άφινε να τα συνάζω, διά να κάμω εις τον πατέρα μου ένα δώρον, πολύ ευχάριστον δι' αυτόν, καθώς έλεγεν.
Αι ανωτέρω αποκαλύψεις, αν και ανεφέροντο εις στιχουργικάς αποπείρας καταδικασθείσας τώρα πλέον και παρ' εμού αυτού, επλήγωσαν τρομερά την φιλοτιμίαν μου. Εάν εμάνθανον ότι ενεπαίχθην άλλοτε υπό πονηράς τίνος κυρίας ενώπιον όλου του κόσμου, δεν θα με έμελεν. Αλλ' ενώπιον της Μάσιγγας! Να εμπαιχθώ ενώπιον της Μάσιγγας, αυτό με καθίστα μανιώδη. Και όμως ώφειλον να κάμω τον αδιάφορον. Διά τούτο ευθύς ως η κόρη ανέφερε τον πατέρα της, επωφελήθην την περίστασιν να τρέψω τον λόγον εις αυτόν, μεταβάλλων ανεπαισθήτως το θέμα μας.
— Και ο πατήρ σου, είπον, φαίνεται ότι αγαπά πολύ την ποίησιν.
Χωρίς άλλο θα έχη αναγνώση πολλούς ποιητάς. Ορίστε;
— Ω, βέβαια! είπεν η κόρη, πολλούς πάρα πολλούς. Και ανέγνωσεν
εις πολλάς γλώσσας, ως και εις την σανσκριτικήν.
— Ιδού αληθής εραστής ποιήσεως! — Ανέκραξα εγώ μετ' ενθουσιασμού. — Βέβαια! Διά ν' απολαύση όσον το δυνατόν περισσότερον ουρανόν εν τω μέσω της υλικής πεζότητος του βίου. Έπειτα και έν άλλο. Ο πατήρ σου δεν ομοιάζει τους αχαρίστους εκείνους, οίτινες τρώγουν τους καρπούς, χωρίς να ενθυμώνται το δένδρον. Ο πατήρ σου είναι φίλος και των ποιητών. Πού ηκούσθη να θέση τις ολόκληρον παλάτιον εις την διάθεσιν Έλληνος λογίου, μόνον και μόνον διότι είναι ποιητής; Αλήθεια ότι το παλάτιον ευρίσκεται εις τας Ινδίας, ότι ο Έλλην ποιητής θα εποχήται όχι επί της οδού Πατησίων, αλλά παρά τον Γάγγην. Τούτο όμως δεν μεταβάλλει τίποτε. Διότι και εν Αθήναις αν έζη ο πατήρ σου θα έκαμνε το ίδιον. Ορίστε;
— Βέβαια! — είπεν η κόρη σύρουσα την φωνήν ούτως, ως εάν εδίσταζε να εξακολούθηση την οποίαν ήρχισε φράσιν. — Διότι ο πατήρ μου… ο πατήρ μου… Αλλά καλλίτερα να μην το ειπώ. Θα το γνωρίσης όταν ελθης εις την Καλκούτταν.
Η επιφυλακτικότης εν τε τη φράσει και τη φωνή, η ατολμία εν τω βλέμματι της κόρης, διήγειρον εν εμοί παράδοξον αγαλλιάσεως αίσθημα. Χωρίς άλλο επρόκειτο, αλλά δεν ήθελε να μοι αποκαλύψη έτι την προ πολλού υποτρεφομένην προς εμέ αγάπην του πατρός της, και προ πάντων ιδιαίτερά τινα σχέδια τα οποία συνέλαβεν από της εν Αθήναις γνωριμίας μας. Χωρίς άλλο επρόκειτο περί τούτου! Διότι απλώς και ως έτυχεν ο πατήρ μιας κόρης δεν δίδει εις ένα νέον εν Αθήναις το επισκεπτήριόν του με την εν Καλκούττη διεύθυνσιν, ιδιοχείρως γεγραμμένην.
— Κάτι μου κρύπτεις, Μάσιγγα! — είπον τότε θερμώς και τρυφερώς ατενίσας τους ταπεινωμένους της κόρης οφθαλμούς. Μου κρύπτεις κάτι, το οποίον όμως εγώ γνωρίζω πλέον, και είμαι τόσω μάλλον ευδαίμων.
— Αλήθεια; — ανέκραξεν η κόρη διαπορούσα. — Και πώς το γνωρίζεις: Ε! τότε λοιπόν, τόσον το καλλίτερον! Δεν θα παραπονεθής κατ' εμού διότι δεν σου το είπα. Ξεύρε μόνον προς παρηγορίαν ότι έχει αυτό το καλόν ο πατέρας. Ποτέ δεν αναγινώσκει όταν ταξειδεύη. Τους κουβαλεί μαζί του, επειδή δεν ημπορεί να τους αποχωρισθή, αλλά δεν τους αναγινώσκει.
— Ποίους δεν αναγινώσκε; Ηρώτησα τότε εγώ, απορών πώς να εννοήσω τους λόγους της. Τους ποιητάς δεν αναγινώσκει;
— Όχι! απήντησεν η κόρη, τους στίχους. Τους στίχους όπου κάμνει.
— Πώς; ανέκραξα τότε εκπεπληγμένος. Ο πατήρ σου λοιπόν κάμνει
στίχους;
— Μ' ερωτά εάν κάμνη! Και δεν είπες εσύ πως το γνωρίζεις; Πώς
γνωρίζεις το κάτι που σου κρύπτω;
— Χμ! — είπον εγώ τότε συνωφρυωμένος.
— Αυτό λοιπόν ήτο; Λοιπόν ο πατήρ σου κάμνει στίχους!
— Ακούς εκεί εάν κάμνη! — απήντησεν εκείνη μετά τόνου δι' ου εφαίνετο οικτείρουσα εμέ μάλλον ή την άγνοιάν μου. — Ακούς εκεί εάν κάμνη! Και π α ρ α κ ά μ ν ε ι μάλιστα. Δεν είδες τα πολλά κιβώτια; τινά εξ αυτών είναι γεμάτα από μεμβράνας. Μόνον εις μεμβράνας τους γράφει. Και τούτο δεν είναι κυρίως το κακόν, όσον είναι η επιθυμία του να τ' αναγινώσκη εις τους άλλους.
— Ω! συμφορά μου! εσκέφθην τότε.
— Εν τούτοις — εξηκολούθησεν η κόρη — χωρίς άλλο το κακόν αυτό θα έβγη για καλό. Χωρίς άλλο θα ωφελήση. Κανείς δεν τολμά πλέον να μας επισκεφθή εις την Καλκούτταν. Τόσω μάλλον θα σας εκτιμά, τόσω μάλλον θα σας αγαπήση, όσω μάλλον θα είσθε ο μόνος ακροατής του.
Το «Rio Grande» ηρέμει από τινος ήδη, και οι αρμόδιοι είχον εξέλθει προς επιθεώρησιν των διαβατηρίων του. Εν τούτοις ήργουν να επιστρέψουν, και επικοινωνία δεν επετρέπετο. Εψιθυρίζετο μάλιστα ότι θ' αργήση πολύ να επιτραπή, διότι είς των επιβατών ησθένει λίαν ύποπτον νόσον. Εγώ έμελλον ν' αποβιβασθώ εις Νεάπολιν, όπως διατηρήσω τας δυνάμεις μου διά τας ναυτίας του μεγάλου ταξειδίου, είχον όμως απόφασιν να παραμείνω εν τω ατμοπλοίω μέχρι της τελευταίας στιγμής προ της αναχωρήσεώς του. Αίφνης ηκούσθη ηδεία μουσική εκ της θαλάσσης, και πάντες εσπεύσαμεν προς την πλευράν του πλοίου, όθεν ήρχοντο οι ήχοι της. Μεγάλη Νεαπολίτις λέμβος έφερεν ένα των συνήθων μουσικών ομίλων, των επαιτούντων περί τα καταπλέοντα πλοία. Επί του χαμηλού μεσαίου ιστού της ευρίσκετο, ανάσκελα προσδεδεμένον, πλατύγυρον αλεξίβροχον, εντός του οποίου έφεγγεν ευμεγέθης φανός. Επί της πρύμνης αυτής διακρίνεται λευχείμων λυσίκομος κόρη, νωχελώς ανακεκλιμένη, και μάλλον στηριζομένη επί του οιακίου παρά κρατούσα και χειριζομένη αυτό. Οι φθόγγοι των οργάνων είναι γλυκείς και λιγυροί, αλλ’ οι παίζοντες αυτά δεν φαίνονται. Το ανεστραμμένον αλεξίβροχον κρατεί όλον το φως εν εαυτώ και σκεπάζει τας μορφάς των μουσικών υπό την προεκτεινομένην σκιάν του. Μόνον από καιρού εις καιρόν παρακύπτει κωμική τις όψις, κράζουσα βραχνώς και παρατόνως: Encouragez la musique, messieurs et mesdames! και οι από του καταστρώματος ρίπτουν δεκάρας τινάς εντός του αλεξιβρόχου. Μετά τινα τεμάχια γνωστών Ιταλικών μελοδραμάτων — Santa Lucia! cantate la Santa Lucia — εκέλευσε μεγαλοφώνως είς των επιβατών και πειθήνια τα όργανα των Νεαπολιτών απεκρίθησαν εις το κέλευσμα ανακρούσαντα το προοίμιον. Έπειτα άπας ο αόρατος εκείνος χορός ήρχισε να ψάλλη εν μέσω θρησκευτικής σιγής τον ύμνον της πολιούχου των Νεαπολιτών Αγίας, μετά πολλής, μα το ναι, τέχνης, διπλάζων, εν βαθεία κατανύξει μετά πάσαν στροφήν, την κατακλείδα:
Santa Lucia! Santa Lucia!
Μετά την ανιαράν του διάπλου κόπωσιν, τους εκ της τρικυμίας φόβους και τας στρεβλώσεις της ναυτίας, η ωραία και κατανυκτική εκείνη μουσική, αόρατος επί του μελανού κατόπτρου της θαλάσσης, εν μέση νυκτί αντηχούσα, εξήσκει αναμφιβόλως επί της ψυχής των ακροωμένων θαυμασίως πραϋντικήν επίδρασιν. Θα έλεγέ τις, ότι τα αγαθά του υγρού στοιχείου δαιμόνια, αι οπαδοί της Γλαυκοθέας Νύμφαι εν ευρύθμω χορώ διαθλώσαι τα σιγαλέα κύματα διά των αβρών αυτών σωμάτων ήλθον να παρηγορήσουν τους κακοπαθήσαντας, να ενθαρρύνουν τους μικροψύχους και να προπέμψουν τους αποβιβαζομένους με την ευχήν ευδιωτέρας επαναβλέψεως. Η προθυμία μεθ' ης τα κερμάτια πανταχόθεν ερρίπτοντο εις το ανεστραμμένον αλεξίβροχον εμαρτύρει πασιδήλως, ότι τοιαύτη τις ήτον η εντύπωσις των συνεπιβατών μου.
Άλλως είχε το πράγμα δι' εμέ. Αφ' ης στιγμής η Μάσιγγα μοι ανεκοίνωσε το στιχουργικόν του πατρός της πάθος, με όλας αυτού τας λεπτομερείας, την μανίαν, μεθ' ης βασανίζει ον ήθελεν αγρεύσει ακροατήν, μοι εφάνη ότι κατεκρημνίσθην από του δωδεκάτου ουρανού της ευδαιμονίας μου. Δεν ήτο πλέον αμφιβολία, ότι αι τρυφερότητες και περιποιήσεις αυτού απέβλεπον έν και μόνον: να με σαγηνεύση ως ακροατήν του. Προς τον σκοπόν τούτον, όχι μόνον το παρά τον Γάγγην παλάτιον έθετεν εις την διάθεσίν μου, αλλά και όλα τα οδοιπορικά μου, και ό,τι αν εζήτουν θα μ' επλήρωνεν, ήρκει μόνον ν' ακούσω τους στίχους του. Και τι στίχους! Και πόσους στίχους! Ακούεις, δεν τολμά κανείς να τον επισκεφθή, διά να μη τους ακούση. Και ο πολυτάλαντος ποιητής, φιλομουσίαν προσποιούμενος και φιλοξενίαν, κατώρθωσε να σαγηνεύση εμέ την ανόητον κ α ρ α κ ά ξ α ν μέχρις Ινδιών! Και λίαν λυσιτελώς διά τον σκοπόν του. Διότι ο Καλκουτιανός ακροατής, μετά την πρώτην στροφήν ενός ποιήματος ημπορεί να προσποιηθή κωλικόπονον, και να σηκωθή να φύγη. Αλλ' ο ξένος; ο υπ' αυτού φιλοξενούμενος; Ο αγνοών τον τόπον, και την γλώσσαν του τόπου; Αυτός θα είναι αιχμάλωτος του στιχομανούς οικοδεσπότου, παραδεδομένος άνευ όρων εις τους οικτιρμούς και το έλεος αυτού. Και το παρά τον Γάγγην παλάτιον λοιπόν θα είναι η χρυσοστόλιστος ειρκτή μου! Οι καφτανοφόροι θεράποντες θα είναι οι τας εξόδους αποφράσσοντές μου δεσμοφύλακες! Και αι ωραίαι μετά του κ. Π. ημέραι και νύκτες, (ακούετε; και νύκτες!) θα παρέρχονται εν ακροάσει των από περγαμηνής στίχων του! δηλαδή εν μαρτυρίω, προ του οποίου πας άλλος εν Ινδίαις φρίξας εδραπέτευσεν, ως και αυτή η κόρη, και αυτή η σύζυγός του! και μολαταύτα, μολαταύτα εγώ δεν ηδυνάμην να το αποφύγω. Η Μάσιγγα το ήθελε. Το ήξευρεν ότι ήτο κακόν, αλλά το κακόν τούτο, έλεγεν, αναμφιβόλως θα έβγη εις καλόν, αναμφιβόλως θα ωφελήση. Διά τούτο, ότε ήκουον το μελίφθογγον των Νεαπολιτών βιολίον, βλέπων την λευχείμονα κόρην, την επί της πρύμνης της λέμβου των ανακεκλιμένην, ενόμιζον, ότι παρέπλεον την χώραν των Σειρήνων, ότι μία προ πάντων εξ αυτών προσεπάθει διά των θελγήτρων και της μελωδικής φωνής της να με αποπλανήση της οδού μου, να μ' ελκύση εις το μαγικόν αυτής άντρον, εν τω οποίω έβλεπον φοβερόν, πρασινόδερμον δράκοντα, έτοιμον να με στραγγαλίση, εις το οποίον όμως εγώ έσπευδον μετά χαράς, διότι η Σειρήν εκείνη ήτον η Μάσιγγα.
Σχεδόν πάντες οι διά Νεάπολιν επιβάται είχον αποβιβασθή. Οι γερανοί του «Rio Grande» ειργάζοντο εισέτι αναβιβάζοντες τα τελευταία εμπορεύματα, εγώ είχον καταθέσει τα πράγματά μου εις μίαν λέμβον, αλλ’ έμενον έτι επί του καταστρώματος. Ο κ. Π. καθ' όλον αυτό το διάστημα δεν έπαυσε περιπατών με τας χείρας όπισθεν, ως δεν έπαυσε προσηλών τους οφθαλμούς εις το άκρον του σιγάρου του. Δύο ή τρεις φοράς μοι έδωκεν αφορμήν να συμβαδίσωμεν ομιλούντες· επέμεινε πάντοτε εις την πρόσκλησίν του, δεν μοι ωμολόγησεν όμως ότι στιχουργεί, μολονότι εγώ βολιδοσκοπών του έδωκα πολλάς αφορμάς προς τούτο.
— Ρεμβάζω, έλεγε μόνον, ρεμβάζω πολύ συχνά, και κάμνω ακριβώς το ίδιον πράγμα όπως και σεις. Υψώνω τα φρύδια, προσηλώνω τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν και βλέπω και βλέπω, ως που αρχίζουν να καταβαίνουν αι ιδέαι. Δεν σας φαίνεται περίεργον;
— Πολύ περίεργον, απήντων εγώ, πάρα πολύ περίεργον! Και απορώ πώς δεν σας κατέβη ποτέ και η ιδέα να τας γράψετε.
— Ω, αυτή δεν ήτον ανάγκη να μου καταβή, ανεφώνησεν εκείνος, αυτήν την είχον από μικρό παιδί. Την είχον από πολύ μικρό παιδί, αλλά περί τούτου, όταν ήμεθα εις την Καλκούτταν. Τώρα σας παρακαλώ να μη λησμονήσετε την διεύθυνσίν μου, την διεύθυνσίν μου εν Παρισίοις: Hotel Continental. Ελάτε να σας παρουσιάσω εις την σύζυγόν μου, αλλά ελάτε γρήγορα. Ελάτε γρήγορα, διά να ιδήτε ακόμη μίαν φοράν και την Μάσιγγαν. Μίαν φοράν ακόμη την Μάσιγγαν.
— Πώς μίαν φοράν ακόμη! διέκοψα εγώ, αλλά θα συνταξειδεύσωμεν μέχρι Καλκούττης. Θα την βλέπω εις την Καλκούτταν.
— Δεν θα την βλέπετε εις την Καλκούτταν, απήντησεν εκείνος, ατενίζων ηδονικώς το άκρον του σιγάρου του, διότι δεν θα είναι εκεί. Δεν θα είναι εις την Καλκούτταν, διότι θα μείνη εις Παρισίους.
— Πώς; ανέκραξα εγώ, σχεδόν παρωργισμένος. Η Μάσιγγα δεν θα
συνταξειδεύση; Θα μείνη εις Παρισίους;
— Θα μείνη εις Παρισίους, εξηκολούθησεν εκείνος απαθώς, διά να
εισέλθη οικόσιτος εις έν παρθεναγωγείον. Οικόσιτος εις έν…
— Πώς, οικόσιτος! διέκοψα εγώ μετ' αγανακτήσεως, αλλ’ εκείνη δεν
μου είπε τίποτε!
— Δεν σας είπε τίποτε, εξηκολούθησεν ο κ. Π. ως εάν ήτο άψυχος λαλούσα μηχανή, διότι δεν το εγνωρίζει. Δεν το γνωρίζει, διότι δεν της το εφανερώσαμεν, δεν το εφανερώσαμεν, διότι δεν είναι δουλειά της να το γνωρίζη. Να το γνωρίζη πριν έλθη η ώρα να το πράξη. Καταλαμβάνετε;
— Καταλαμβάνω! είπον εγώ, — και το είπον, ως εάν επρόφερα μίαν κατάραν μεταξύ των οδόντων. — Αλλά τι ιδέα, σας παρακαλώ, να την κλείσετε πάλιν εις παρθεναγωγείον! Η κόρη είναι πλέον ανεπτυγμένη· έχει όλην την μόρφωσιν και την παιδείαν, την απαιτουμένην διά το φύλον, διά την τάξιν της. Γνωρίζει τέσσαρας γλώσσας· γνωρίζει μουσικήν, ζωγραφικήν, χειροτεχνήματα· τι θέλετε ακόμη να μάθη;
— Να μάθη τους τρόπους της υψηλής κοινωνίας, απήντησεν ο κ. Π., ως εάν ελάλει ηδέως με το άκρον του σιγάρου του. Τους τρόπους των βαρωνίδων και των κομησσών, εις την τάξιν των οποίων θα εισέλθη. Εις την τάξιν των οποίων εισέρχεται ως μελλόνυμφος του κόμητος Plumpsium. Του κόμητος De Plumpsium με εισόδημα… χηρεύσαντος προ …. με ηλικίαν …. Η ξυλίνη μηχανή εξηκολούθει να ομιλή με το άκρον του σιγάρου της. Εγώ ενόμισα ότι και οι δώδεκα ουρανοί κατεκρημνίσθησαν επί της πτωχής κεφαλής μου, και η φοβερά των υελίνων τεμαχίων σύγκρουσις σπαράσσουσα διαρκώς την ακοήν μου με κατέστησε τόσον νευρικόν, ώστε σχεδόν κατέπιπτον λιπόθυμος.
Δεν ηξεύρω πόσην ώραν επεριπάτουν μετ' αυτού, ουδέν ακούων, και μάλλον υπό της επηρείας φοβερού τίνος γαλβανισμού, παρά υπό των δυνάμεών μου κινούμενος. Όταν συνήλθον, ήμην εξηντλημένος, από ψυχρόν περιρρεόμενος ιδρώτα. Εν τούτοις ο Κροίσος στιχουργός ουδέν ενόησεν· όχι τόσον διότι ήτο σκοτεινά, όσον διότι δεν είχε σηκώσει τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του.
— Και τώρα, ετραύλισα, Κύριε Π., με ταις υγείαις σας! Πρέπει να
απέλθω.
— Καλήν εντάμωσιν όσον ούπω! είπεν εκείνος και εστράφη να
σφίξωμεν τας χείρας, αλλ’ εγώ είχον απέλθει.
Όλα τα περί εμέ μοι εφαίνοντο σαρκαστικώς γελώντα και επαναλαμβάνοντα προς εμέ το: Με ταις υγείαις σας!
Παρά την αποβάθραν του ατμοπλοίου, με το φως του υπέρ αυτήν φανού επί του προσώπου της, επερίμενεν η Μάσιγγα ν' αποχαιρετισθώμεν. Η περιχαρής αυτής όψις, η παιδική προθυμία μεθ' ης έσπευσε προς εμέ εμαρτύρουν, ότι δεν μαντεύει τίποτε. Τίποτε εξ όσων συνέβησαν, εξ όσων την περιμένουν!
— Και λοιπόν, με είπε, σφίγγουσα την αδρανή και ψυχράν μου χείρα, και λοιπόν, σύμφωνοι. Θα είσαι προ ημών εις Παρισίους, και θα έλθης εις το ξενοδοχείον μας. Τι κρίμα να σε πειράζη τόσον η θάλασσα! Θα εκάμναμεν όλον το ταξείδι μαζί. Τι κακή θάλασσα, ε; τι κακή και τρελλή και ανόητη να κάμνη τόσην τρικυμίαν! Αλλά σιωπή! Ας μη την κακολογούμεν, διά να την έχωμεν ευνοϊκήν διά το μεγάλο το ταξείδι. Ορίστε; Τι καλά! Τι ωραία! θα πετάξω από την χαράν μου!
Και επί του τόπου τούτου εξηκολούθησεν η νεάνις να ομιλή και να γελά, επιμένουσα προφανώς να φαιδρύνη την απηλπισμένην όψιν μου. Αλλ' όταν είδεν ότι αι προσπάθειαί της απετύγχανον:
— Ω! είπε, χαμηλή τη φωνή και συνωφρυωμένη. — Εσύ κλαίεις, και εγώ αστεΐζομαι! Ανόητη που είμαι! Αλλά θα συναντηθώμεν πάλιν. Δεν θα συναντηθώμεν; — Και ύψωσε τους θλιβερούς αυτής οφθαλμούς εταστικώς προς τους ιδικούς μου, και είδον δύο δάκρυα κυλίσαντα επί των παρειών της.
— Ναι, Μάσιγγα, τη είπον τότε, ελπίζω.
— Και θα έλθης εις την Καλκούτταν. Δεν θα έλθης;
— Μαζί σου, απεκρίθην εγώ, μάλιστα. Αλλά ποτέ χωρίς σου!
— Και βέβαια μαζί μου! Ανέκραξεν εκείνη τότε φαιδρυνθείσα εκ νέου. Ακούεις, πηγαίνω εις την Καλκούτταν. Ολίγον καιρόν εις το Παρίσι, ολίγον εις το Λονδίνον, και έπειτα, καλό μας κατευόδιο!
Και εγέλασεν η Μάσιγγα εκ νέου, και έσφιξα την μικράν αυτής χείρα, και άφησα τα δάκρυά μου ελεύθερα, και κατήλθον χωρίς να βλέπω την αποβάθραν, και ερρίφθην εις την περιμένουσαν λέμβον. Το σκότος ήτο πυκνόν, μόνον επί τινας στιγμάς διέκρινα το μαντίλιόν της απαντών προς το ιδικόν μου…
Αγανάκτησις και θλίψις ήρχισε τότε να δεσπόζη εναλλάξ της ψυχής μου. Ηγανάκτουν κατά της συνήθους ευελπισίας και κουφότητός μου. ήτις μ' ενέπνευσε την αυταπάτην ότι και καλά αι προς εμέ περιποιήσεις του κ. Π. προήρχοντο εξ αληθούς εκτιμήσεως των πνευματικών μου ιδιοτήτων, εξ αγάπης, ως έλεγε, προς το τάλαντόν μου. Εθλιβόμην προς εμαυτόν, διότι και το τελευταίον ίνδαλμα της παρά τον Βόσπορον ευδαιμονίας εξηφανίζετο δια παντός, όπισθεν της παρακυψάσης σιδηράς ανιλεούς μορφής της πραγματικότητος.
— Θα ήτο χιλιάκις προτιμότερον, έλεγον κατ' εμαυτόν, να μη είχον επανίδει ποτέ την Μάσιγγαν. Ούτω θα υπελείπετο επί των νεκρών της φαντασίας μου κόσμων μία μικρά χρυσαλλίς προσπετομένη επί των λειψάνων του ερήμου παρελθόντος μετά της αυτής φαιδρότητος και ευτυχίας, μεθ' ης εφιλοπαιγμόνει ότε τα λείψανα εκείνα ήσαν ακόμη δροσερά και μυροβόλα άνθη ποιητικού Παραδείσου.
Έπειτα πάλιν εσκεπτόμην ότι ίσως δεν απώλετο έτι το παν. Ίσως προδίδω το καθήκον, ποδοπατώ την ευτυχίαν μου μη μεταβαίνων εις Καλκούτταν. Και δι' ενός της φαντασίας άλματος ευρισκόμην εν τω μέσω της σφριγώσης των Ινδιών φύσεως, αναπνέων τα μεθυστικά των ανθέων αυτής αρώματα, θαυμάζων τας πλατυφύλλους αυτής βανανέας, τας πελώριους συκάς, τους υψηλούς φοίνικας και όλα εκείνα τα φυτά και τα δένδρα, ων η χάρις και ο πλούτος απετέλεσαν τα θέλγητρα και τας αναπαύσεις της Εδέμ των ανατολικών λαών. Έβλεπον τα κιτρινωπά του γηραιού Γάγγου κύματα μεγαλοπρεπώς κυλιόμενα προ των οφθαλμών μου· τας ημιγύμνους των Ινδιών θυγατέρας επί της όχθης αυτού, επιθετούσας μετά θρησκευτικής προσοχής επί των αργών του υδάτων τα αναμμένα αυτών λυχνάρια, και παρακολουθούσας τον πλουν των λυχναρίων τούτων μετά παλμών καρδίας και δακρυβρέκτων ομμάτων, όπως ίδωσιν εάν ο εκλεκτός αυτών τας αγαπά. — Και έβλεπον μεταξύ αυτών μίαν προ πάντων, τόσον γνωστήν, τόσον οικείαν και τόσον εξέχουσαν των άλλων κατά την καλλονήν και το πνεύμα, ήτις και αύτη ετοποθέτει διά των λευκών δακτύλων της ευλαβώς έν μικρόν, ελαφρόν λυχνάριον επί των υδάτων του Γάγγου, και παρηκολούθει τας κινήσεις αυτού με τους ωραίους γαλανούς οφθαλμούς της, και έβλεπεν, ότι, όσω και αν απεμακρύνετο απ' αυτής το φλογίδιον του λύχνου, δεν εβυθίζετο, δεν εσβύνετο, και εσκίρτα ως δορκάς εξ αγαλλιάσεως, και ανεφώνει δακρύουσα, «με αγαπά! με αγαπά! θα πετάξω από τ η ν χ α ρ ά ν μ ο υ!» Και φλογερός πόθος διέκαιε την καρδίαν υπό τα στέρνα μου και απεφάσιζα απαρεγκλίτως να μεταβώ εις Καλκούτταν.
Αλλά τότε εφαντάσθην τον πατέρα της κόρης ταύτης καθήμενον προ εμού εντός πολυτελούς ινδικού περιπτέρου, παρά πλουσίαν τράπεζαν, εφ' ης έκαιεν υψηλός λύχνος ευγενούς πορσελάνης, κεκοσμημένος με τους φανταστικούς εκείνους δράκοντας και κροκοδείλους της ανατολικής τέχνης. Προ ημών και περί ημάς έκειντο ανοικτά τα οποία είδον κιβώτια πλήρη μεμβρανών και παπύρων, εξ ων λαμβάνων ο κ. Π. μοι ανεγίνωσκε τους στίχους της νεότητός του, γεγραμμένους κατά το μήκος της Μαχαβαράτας και της Ραμαϊάνας, αλλά κατά τον τρόπον της ομιλίας αυτού, καθ' ον το πρώτον ήμισυ πάσης επομένης προτάσεως ήτο το δεύτερον ήμισυ της προηγηθείσης!
— Ω, καλέ καγαθέ άνθρωπε! Δόξαν ινδικού ρ α κ ι ο σ υ ρ ρ α π τ ά δ ο υ εζήλωσας; Συ έχεις εις το ταμείον σου τους λαμπροτέρους ορμαθούς μαργαριτών και αδαμάντων — δεν αρκούν αυτοί να τέρψουν την φαντασίαν σου; Συ έχεις δημιουργήσει το τελειότερον ποίημα του κόσμου, την αφελή και ευφυή ταύτην θυγατέρα — δεν αρκεί αύτη όπως κορέση την φιλοδοξίαν σου; Αλλά φείσθητι καν εμού· φείσθητι εμού, όστις υπέστην δύο μηνών θαλασσοναυτίαν, μόνον και μόνον όπως την ιδώ εκ νέου. Περίμενε λοιπόν ολίγον, μη αρχίζεις αμέσως με την στιχοναυτίαν. Μη με υποβάλλεις εις Κολάσεως μαρτύρια, φιλοξενών με εν πλήρει Παραδείσω!
Έπειτα ενθυμήθην, ότι ο Παράδεισος εκείνος ήτον εστερημένος του Αγγέλου του. Ότι η Μάσιγγα δεν ήτο πλέον η Μάσιγγα, αλλά η κόμησσα του Plumpsium, δεδιδαγμένη εντελώς όλους τους τρόπους της υψηλής κοινωνίας, απομαθούσα όμως την αφέλειαν και χάριν της φύσεώς της· κεκοσμημένη υπό χρυσού και αδαμάντων, αλλά αποβαλούσα την ζωηρότητα και δραστηριότητά της, πλουσία εις παν άλλο, αλλ’ εστερημένη του ουρανίου εκείνου γέλωτος, αντί του οποίου τώρα διέστελλον τα χείλη της μόνον λέξεις, οίαι τα:
Ο χρυσός περισσός δεν ποιεί την ευτυχίαν την χαράν ημών,
και ωργίσθην κατά του α π η ν ο ύ ς πατρός, και απεφάσισα στερεώς και αμετακλήτως και δεν επήγα εις Καλκούτταν.
Γεώργιος Βιζυηνός υπό Κ. Παλαμά σελ. ε'
Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου 1
Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως 89
* * *
1) «Νεοελληνική Επιθεώρησις» Απρίλιος 1919.
2) Ο κ. &Ν. Βασιλειάδης& (Ημερολόγιο Σκόκου) έδωκε αξιανάγνωστες πληροφορίες της ζωής και της εργασίας του Βιζυηνού. Βλέπε &I. Ζερβού& «Γεώργιος Βιζυηνός» κριτικό σημείωμα περιεκτικότατο στα «Ποιήματα» του Βιζυηνού. Εκδοτικός οίκος Φέξη. 1916. Προσέτι &Κ. Παλαμά& «Τα πρώτα Κριτικά» 1913 — και «Διαλέξεις περί Ελλήνων ποιητών του ΙΘ' Αιώνος — Βιζυηνός και Κρυστάλλης».
3) Χαϊδευτικόν = ο καϋμένος!
End of Project Gutenberg's Who was my Brother's Killer, by Georgios Viziinos