The Project Gutenberg eBook of Πεζοί Ρυθμοί This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook. Title: Πεζοί Ρυθμοί Author: Zacharias L. Papantoniou Release date: January 29, 2011 [eBook #35114] Most recently updated: January 7, 2021 Language: Greek Credits: Produced by Sophia Canoni *** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΠΕΖΟΊ ΡΥΘΜΟΊ *** Produced by Sophia Canoni Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. ΖΑΧΑΡΙΑ Λ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ„ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1922 ΖΑΧΑΡΙΑ Λ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΕΖΟΙ ΡΥΘΜΟΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ„ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1922 ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ Στον κάμπο με τα χρυσά κλήματα, στη θάλασσα των αμπελιών μάς πήγαινε το τραίνο — μια Κυριακή πρωί, μια ρόδινη ανατολή. Στη θάλασσα των αμπελιών, εκεί ακούσαμε την καμπάνα, μια Κυριακή πρωί, την καμπάνα της λειτουργίας! Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ; Για ξένους τόπους ξεκινήσαμε, για συννεφιασμένους ουρανούς. Άσπρα χωριά φεύγουν μπροστά μας, άσπρα καμπαναριά χάνονται στης τούφες των δέντρων. Η ράχες γέμισαν ρόδα — στον κάμπο χύνεται ο ψαλμός της καμπάνας! Πού την πας την ανία σου ; Σαν άσπρο σύννεφο περιστεριών, σαν περιστέρια με καμαρωτό στήθος, σαν περιστέρια με νύχια κοράλινα, πετούν με τον ήχο της καμπάνας στον αέρα οι στοχασμοί των χωρικών που πάνε στη λειτουργία! Ας μπορούσες μαζί με τους στοχασμούς των να πετάξης απάνω απ' την πεδιάδα! Ας μπορούσες να καταίβης μαζί τους σε καθαρό νεράκι, να σταθής μαζί τους σε μπαλκόνι με βασιλικά! Είνε πρωί τριανταφυλλένιο, είνε Κυριακή. Τούτα τα βουνά που ροδίζουν στην ανατολή κράτησε τα στα βάθη σου, φτωχή μου ψυχή. Τούτες η χρυσές Ελλάδες, που φεύγουν σήμερα γύρω απ' το τραίνο, θάρχωνται στης νύχτες της ξενητειάς σου... Τούτα τα λουλούδια των χωραφιών θα φυτρώνουν στους γκρεμούς της απελπισίας σου, στην άβυσσο της ανίας σου — για να τα τρυγάς κάτω από βροχή κι' ομίχλη... Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ; Η καμπάνα σε ρωτάει για πού ξεκίνησες. Η καμπάνα σε ρωτάει πώς λησμόνησες τον Κύριον Ημών... Ω! απάνου απ' τη χρυσή πεδιάδα, τούτο το πρωί της Κυριακής, άκουσε, σκυφτή, τον ήχο που σε κρίνει! Γύρισε πίσω. ΓΥΡΟΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Πάντα ο πραματευτής στο στενό δρόμο — πάντα η φωνή του στο δειλινό! Πάντα η φωνή του στην πορφυρή ώρα — όταν κάποιο φτωχό τζάμι της Αθήνας ανάβει απ' την ενθύμησι του ήλιου που έσβυσε! Νάνε η ανία της πόλης που έκαμε τη φωνή του μελωδία ; Νάνε αυτή που τη χρυσόδεσεν απάνω στην ώρα ; Νάνε η λύπη μου που την προσφέρει στον εσπερινό ; Ας ήξερα ποιος οδηγεί τη φωνή του πραματευτή να τελειώνη σε ψαλμό — ποιος της έδωκε τη βυζαντινή καμπύλη. . . Νάνε η ζωή — νάνε ο καιρός — νάνε η ψυχή μου που αρμόζει της φωνές των γυρολόγων απάνω στης ώρες και στα τοπεία ; Πάντα η φωνή του πραματευτή στο φτωχό δρόμο — η φωνή του στον ήλιο που βασιλεύει! Η φωνή του είν' ο καιρός που μας χτύπησε. Η φωνή του είν' η μέρες που δεν ξανάρχονται. Η φωνή του είν' η γνώση που μας επίκρανε. Και συ δεν ξέρεις τίποτα — όταν το ημιτόνιο της μελωδίας σου λυώνει στο φλογισμένον ορίζοντα — πραματευτή με τα νήματα και της δαντέλλες! ΠΡΟΣΕΥΧΗ Κύριε, που ρίχνεις το σκοτάδι στα στάχια και στα κύματα, στους λογισμούς και στα δάση — ευδόκησε να πέση η νύχτα και να μου σκεπάση τη μνήμη! Κύριε, που έγνεψες στον αδερφό μου να ρθή στο πλευρό σου, σκόρπισε την ενθύμησί του καθώς σκορπίζεις το άσπρο σύννεφο στο γαλανό διάστημα — και μην επιτρέψης στην προδοσία της φαντασίας να τον φέρνη μπροστά μου για να τον χάνω πολλές φορές! Απομάκρυνε από με τη μάταιη παρηγοριά. Επίβλεψε τους ύπνους μου για να μη τον ονειρευτώ. Σβύσε, Κύριε, της ευτυχίες που είχα στο πλευρό του. Σκότισε μέσα στο πνεύμα μου τα ηλιοβασιλέμματα που κυττάξαμε μαζί μ' εκείνον· μάρανε τη θάλασσα των σπαρτών που μου είχε δείξει· αφάνισε από μπρος μου ό,τι αυτός είχεν αγαπήσει — τοπεία, μορφές, πολιτισμούς. Άστραψε, Κύριε, με φοβέρα στην αδυναμία μου που κυττάζει τους βραδυνούς ορίζοντες μήπως τον ιδή. Μην αφήσης τους στεναγμούς μου να κινούν τα φυλλώματα του Παραδείσου. Μην αφίνης την αμφιβολία μου να σβύνη τη φλόγα των άστρων σου. Κεραύνωσε τον πόνο μου που ρωτά τον ουρανό κι' ασχημίζει την αιωνιότητα. Κύριε, ας μη τον θυμηθώ! Ξέρω που τον έβαλες σε τοπείο με απλές και καθαρές μορφές. Ακουμπημένος ελαφρά σε λιγερόκορμο δέντρο ξέρω που θα κυττάζη και θα χαίρεται αληθευμένες της ζωγραφικές οπτασίες του. Σε τέτοια δόξα γιατί να τον ταράξη ο πόνος μου ; Γιατί να φυσήξη το παράπονό μου στους κήπους των ιδεών σου ; Γιατί να χύσω δάκρυ μέσα στη βρύση της αλήθειας ; Κύριε, ρίξε μου όλες σου της νύχτες στη μνήμη! ΒΡΑΔΥΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ Μην έχοντας πλάνη ικανή να μας γελάση — σπίτι να μας ανάψη φωτιά — χέρι να σφίξωμε — όνειρο ν' ακολουθήσουμε — πηγαίναμε ανάμεσα στην πλάση χωρίς σκοπό, εγώ κι' η ψυχή μου. Η ψυχή μου είνε βουβή. Η χαρά την αποχαιρέτισε. Η ενέργεια την ξέχασε. Τα παρεκκλήσια τη διώχνουν. Κυττάζει τον κόσμο και σωπαίνει. Και τώρα, καθώς περνούμε ανάμεσα στην πλάση, πόσο είμαστε έρημοι! Κανένα δέντρο δεν ρώτησε πού πηγαίνουμε. Το νερό δεν εστάθηκε να μας καθρεφτίση. Το κοράκι δε χαμήλωσεν — ούτε για να ιδή αν είμαστε πεθαμένοι. Τ' αστέρια δεν άναψαν για μας. Τα πουλιά πήγαιναν να κοιμηθούν χωρίς να μας ρωτήσουν αν έχωμε να τους δώσωμε μήνυμα — σ' εκείνους που μας λησμόνησαν. Απαντήσαμε τη νύχτα στο δρόμο — και δε μας πήρε στα παραμύθια της. Κι' όμως — κάποια παράδοξη ζέστα νοιώσαμε στην ερημιά εμείς οι έρημοι. Κάποια παράδοξη χαρά δοκιμάσαμε βυθισμένοι στην απέραντη αδιαφορία της πλάσης — που μας έσφιγγε με στοργή, χωρίς να γνωρίζη ούτε μας, ούτε τον εαυτό της! ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ Δυο κατσίκια πήδησαν μπροστά μου στη χλόη — τάχα ποιος να μου στέλνη αυτό το δώρο στα παιδιάτικα χρόνια μου που πέρασαν ; Γαλάζιο πουλάκι έσεισε μπροστά μου την ουρά του — κάποιος θα το στέλνη προσφορά στους παληούς μου πόνους. Είδα τ' άσπρο αρνάκι που γεννήθηκε μόλις προχτές — κάποιος θα θυμήθηκε πως έκαμα μια καλή πράξι έναν καιρό. Απάντησα στον κάμπο το δέντρο με τον κορμό του σαν αργή μουσική στροφή — κάποιος θα το φύτεψεν εκεί παρηγοριά του πνεύματός μου. Το φλογισμένο βραδυνό σύννεφο βυθίζεται στη βάρυπνη ψυχή μου κι' η ψυχή μου ροδίζει όπως οι βάλτοι των χωραφιών. Ευχαριστώ το Δημιουργό! ΚΟΝΣΕΡΤΟ Του Μπετόβεν η Εννάτη μας πήρε και ταξειδέψαμε, αγαπημένη, θείο ταξείδι. Ατάραχη και βέβαιη για το δρόμο της, η Εννάτη, μας πήγαινε στο άστρο των Ιδεών. Ω! μην το πης ποτέ τι είδες. Να το θυμάσαι μόνον σαν είσαι ωραία, μόνο σαν είσαι πολύ δυστυχισμένη. Στο βαθύτερο φως των ματιών σου που δεν το βλέπει κανείς, ούτε η αγάπη, κράτησε της αθάνατες μορφές που καταδέχτηκαν να της κυττάξωμε. Είδαμε της γραμμές που ονειρεύονται τα μάρμαρα εδώ στη γη με το φεγγάρι. Είδαμε όσα συλλογίζονται το βράδυ τα γερμένα δέντρα. Γνωρίσαμε τους λογισμούς των νερών στην ώρα της δύσης. Της υπέρτατες μορφές, τους τύπους αντικρύσαμε. Στον κρουνό των στοχασμών το κουρασμένο μας πνεύμα ελούστηκε. Στην πηγή της καλωσύνης το περιστέρι της ψυχής μας ήπιε. Λοιπόν δίκαια πονούσαμε! Λοιπόν όσα τολμήσαμε να πιστέψωμε τόσον καιρό — ήταν αλήθεια. Εκεί απάνω βρήκαμε το σκοπό του πόνου. Μη φοβηθής ποτέ πια την ασκήμια των ανθρώπινων ψυχών — τη φρίκη της μοίρας. Μη φοβηθής τίποτα — παρά συλλογίσου όταν υποφέρης, το Ταξείδι! Το πλοίο της Εννάτης θυμήσου όταν άραξε στο άστρο των Ιδεών — τον Πλάτωνα θυμήσου, ορθό, σε λειβάδι άσπρο απ' ανθούς, καθώς κύτταζε μακρυά της Ιδέες να λούζωνται στη θάλασσα του γαλάζιου! Ευλογημένος αυτός που μας πήρε στο πλοίο των ήχων, αυτός που μας πήγε στην αιτία του κόσμου — ευλογημένο το θλιβερό του πνεύμα που μας ταξείδεψε. Βυθίσου για πολύν καιρό στον εαυτό σου. Σιωπή — σιωπή. ΚΟΙΝΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ Σήμερα είμαι ο κοινός κι' ο αλάθευτος προφήτης. Σήμερα ξέρω εκείνα που οι άλλοι τρέμουν να τα πουν. Ωραία κοπέλλα, στην άσπρη αυγή του γέλιου σου βλέπω τον Άδη των δοντιών που θα λείψουν. Ωραία γυναίκα! Στο μουσικό περπάτημά σου βλέπω την ποδάγρα που θα σε βυθίση στην πολυθρόνα — όταν σαλεύοντας το κάτω σαγόνι, πολύ γρηά, θα παραπονιέσαι χωρίς ν' ακουστής. Έφηβε! Ακούω τον αγώνα της γεροντικής σου βακτηρίας απάνω στης πέτρες. Έρωτα! Βλέπω τα φεγγάρια να ξανάρχονται στρογγυλά κι' όταν θάχεις ξεχαστή. Ρόδινα πρόσωπα γύρω στη λάμπα του χαρούμενου σπητιού! Ακούω τη βροχή να σβύνη την επιγραφή των χορταριασμένων σας τάφων. Το έργο του ποιητή που θαυμάζω σαπίζει στο παλαιοπωλείο του δρόμου. Ο απόστρατος σέρνει την ημιπληγία του με βροντερά σπηρούνια προς το δημόσιον πάγκο. Στον παληό κήπο απαντήθηκαν οι δυο ερωτευμένοι και προσπεράσανε — σαν να μην είχαν ποτέ γνωριστή. Το άλογο της ενέργειας κυλίστηκε στα βάθη μιας χαράδρας. Ο πονεμένος λησμόνησε. Απάνω στα συντρίμματα των πολιτισμών βηματίζουν οι αρχαιοφύλακες. Ω σιωπή! Ω λήθη! Απόψε, όσο ποτέ άλλη φορά, σας ακούω. ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΟΥ — Λοιπόν, είπεν ο αρχαίος θεός, ήρθεν η ώρα να πεθάνω. Το γέλιο του Λουκιανού ακούγεται στον Όλυμπο. Αφού όμως αυτό είνε το θέλημά σου, ώ άνθρωπε, τι μπορώ να κάμω; Είσαι το υπέρτατο Ον που πλάττει κι' αφανίζει — και τίποτε δε μπορεί να γλυτώση απ' την καταστροφή όταν αποφασίσης να το λησμονήσης. Εμείς οι Θεοί το ξέρομε! Αν κι' η σκέψη μας είνε περιωρισμένη, κρατεί όμως απ' τη μεγάλη σου διάνοια που την εδημιούργησε — και μπορεί κάποτε, τολμώντας, να φτάση ως το Απόλυτο, που είσαι συ. Σου χρωστούμε τα πάντα. Καταδέχτηκες να μας δώσης τη γραμμή του σώματός σου. Σε μιαν απελπιστική μακαριότητα θα νυστάζαμε άνεργοι, γράφοντας συνταγές αρετής, αν δεν είχες προνοήσει από ευσπλαγχνία να μας χαρίσης το σώμα σου και τα πάθη του! Χάρις σ' εσένα γνωρίσαμε το ανθισμένο μονοπάτι της αμαρτίας. Απογύμνωσες τη διάνοιά σου για να μας δώσης της ιδέες της, την ψυχή σου για να μας χαρίσης την αγάπη της και το θυμό της — και καταδέχτηκες απ' το μεγάλο σου έργο, απ' τη φωτιά, ν' αφήσης ν' ανάψωμε τον κεραυνό μας που σε σκοτώνει. Τώρα τελείωσαν όλα. Δεν έζησα παρά μια στιγμή — μόνο χίλια χρόνια — κι' είνε θλιβερό να πεθαίνη ένας Θεός νέος μέσα σ' ένα λαό σαν τους Έλληνες. Ποτέ πια δε θα πετάξω απ' τον Όλυμπο στον Ταΰγετο μαζί με τ' αλαφρά σύννεφα που τα κυνηγούν ανοιξιάτικοι άνεμοι. Ποτέ δε θ' αγναντέψω το λιγερό ελιγμό του Αλφειού μέσα στο απαλό τοπείο της Ολυμπίας — μήτε θα λούσω το κορμί μου ανάμεσα στης Κυκλάδες, την ώρα που τα κύματα εναντιώνονται στο λευκό πανί που πηγαίνει για τη χρυσή Δήλο! Μα μήπως είμαι αθάνατος ; Θεός είμαι. Θ' ακολουθήσω το θέλημα εκεινού που μ' έπλασε. Άνθρωπε, δημιουργέ, παράλαβέ μου το πνεύμα! ΕΡΓΑΤΕΣ Στου πλατάνου τον ήσκιο, το μεσημέρι, ακουμπισμένοι στο χώμα, ξεκουράζονται αυτοί που δεν έχουν ιστορία — οι εργάτες. Μιλούνε κινώντας τη γροθιά των — σα να δουλέβουν. Συνοδεύει της αγαθές των κουβέντες η αιώνια χειρονομία που χτίζει, αυτή που ύψωσε καταπρόσωπα του θανάτου της Πυραμίδες, το δωρικό ναό, της πέτρινες γοτθικές προσευχές. Κανένας δε θα τους μάθει! Ξέρουν τη δημιουργία χωρίς υπογραφή. Μα ενώ βυθίζονται στη λήθη των ανθρώπων, η πλάση που έχει απάνω της τα σημάδια της δύναμής των και της τόλμης των τους θυμάται — καθώς η γυναίκα το αντρίκιο σφίξιμο. Δίχως το λοστό στους γοφούς της, δίχως το φουρνέλο στην πέτρα της καρδιάς της, δίχως τον αθάνατον αχό τους, συλλογιέται πόσο θα ήταν στείρα, βαρειά απ' την άνεργην ενέργεια και την άκαρπην ωμμορφιά ρωτώντας για το σκοπό της χωρίς να τον μάθη . .. Και το στοχασμό της τον βλέπω αυτό το ανοιξιάτικο μεσημέρι στο ρυάκι του λαμπρού φωτός, που σμαραγδένιο και ρόδινο μαζί, σταλάζοντας μέσ' απ' τα φύλλα του πλατάνου, τρέχει απάνω στα πουκάμισά σας και, στους λαιμούς σας, καθώς σαλεύετε μιλώντας, γιγάντιοι δουλευτάδες, ω σύντροφοί μου! Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ Ενώ σάλεβεν ακόμα τη δύναμί του ο πλάτανος και το πράσινό του ήταν σαν καμπάνα της χαράς που χτυπά στο διάστημα, τα στρογγυλά σύννεφα του φθινόπωρου υψώθηκαν ακίνητα στον ορίζοντα — και τον κύτταξαν. Τότε άρχισε να ετοιμάζεται για το θάνατο. Τα πρώτα φύλλα του που κιτρίνισαν, σαν μάτια που άνοιξαν στο φως της αλήθειας, είδαν το άπειρο που τον περίμενε — κι' ο πλάτανος ανατρίχιασε στη σκέψη πως θα γνωρίση το σκοπό του. Απ' το ρυάκι που τον ποτίζει δεν πέρνει πλέον τίποτε υλικό. Ακούει μονάχα το τραγούδι του νερού στο φεγγάρι. Λίγο — λίγο κιτρίνιζε. Λίγο — λίγο έφταναν στα κλαριά του χρυσοί στοχασμοί. Ως που μια μέρα κρατώντας ολάκερο το θησαυρό του άστραψε μέσ' το σκοτεινό Δεκέμβρη κι' έστησε μέσ' το πάρκο το χρυσό πολυέλαιο του μαρασμού του ακίνητο. Ούτ' ένα φύλλο δεν του έμεινε πράσινο — τίποτα πια δεν του θυμίζει τον κόσμο. Σαν άγγιξεν έτσι την τελειότητα, έρριξε το πρώτο του μαραμένο φύλλο — μήνυμα πως είν' έτοιμος. Και τ' άλλα φύλλα, βλέποντας εκείνο με ποια γαλήνη ξεκίνησε, φρόντισαν να πεθάνουν σύμφωνα με την ενθύμησή του. Δίχως τη βοήθεια του ανέμου, αποχαιρετώντας το κλαδί και σταματώντας για μια στιγμή στον αέρα, σαν πουλί που ζυγιάζει τα φτερά του, έπεφταν με κίνημα άξιο των ψυχών που γνώρισαν το Μοιραίο και δεν έχουν γελαστή. Ζ Ω Η Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν στην κελαϊδούσα ρεματιά. Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια στάθηκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους, και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κυττάζουν. Μέσ' απ' το λόγγο, μέσ' απ τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο. Α! ζωή τρελλή που είσαι! Α ζωή! Στον κόρφο του βουνού, σαν καλωσύνη που κρύβεται είν' ένα εκκλησάκι. Χρόνια διακόσια κοιμάται απόξω ο καλόγερος που το ζωγράφισε — χρόνια διακόσια σωπαίνουν τα τρία του κυπαρίσσια. Στον κόρφο του βουνού είν' ένα κάτασπρο εκκλησάκι. Α ζωή ωραία που είσαι! Α ζωή! Απάνω στης λιλά μολόχες, απάνου στο νέο θυμάρι, πουλάκια δίχως όνομα, στιγμές πουλάκια, ήρθαν — έφυγαν. Η γαλανές σκιές των φύλλων τρέχουν στο φακιόλι της χωριατοπούλας που διαβαίνει κάτου απ' τον πλάτανο. Στον ήσκιο του ο γεροπεύκος κοίμισεν ένα κοπάδι. Στο λαμπρό γαλάζιο τ' ουρανού άσπρα σύννεφα σβύνουν από ηδονή... Α ζωή ευτυχισμένη που είσαι! Α ζωή! Κι' όμως την ώρα του δειλινού — δεν ξέρω τι θέλει το φως του άλλου κόσμου και χύνεται στα πεύκα, τι θέλει το φως του άλλου κόσμου... Κι' όμως τώρα που βράδυασε δεν ξέρω γιατί όλα στον κόσμο συλλογίζονται την αιτία των — γιατί το σκοτάδι απλώνεται σαν ένα μεγάλο νόημα... Κι' όμως τώρα που σκοτείνιασε τα πλάσματα συλλογίζονται το νόημα τούτο, που το είχανε ξεχάσει το πρωί σήμερα με τον ήλιο, σήμερα με της χαρές, και πάλι θα το ξεχάσουν αύριο με τον ήλιο, αύριο με της χαρές... Α ζωή ασυλλόγιστη που είσαι! Α ζωή! ΠΑΘΗ Πάθη του ανθρώπου! Στο σιδερένιο κλουβί της Ηθικής ρυάζεσθε και γυρνάτε απελπισμένα — ωραία θηρία της θερμής Αφρικής! Λεοπάρδαλη της ηδονής — λιοντάρι του θυμού — τίγρη του μίσους — ω! πόσο μεγαλότολμα εργάστηκεν η πλάση την κυρίαρχη γραμμή σας! Πώς ξετυλίγεται η αρμονία των θαυμαστών σας μυώνων στο καρτέρι και στην έφοδο! Κι' όμως λίγη σκέψη, που τρέμει σαν καλάμι, μπόρεσε να σας κλείση στα σιδερένια κλουβιά της αρετής — και να! ο Στωικός με το μαστίγιο έκαμε τα φοβερά σας σώματα να ζαρωθούν σε μια γωνιά της φυλακής και να σωπάση η μεγάλη σας κραυγή προς την ελευθερία! ΟΙ ΓΑΤΟΙ Ευτυχισμένοι και ράθυμοι, χωρίς ηθική και χωρίς εργασία, κυρτώνουν το τόξο της ράχης των απάνω στους πύργους των βιβλίων μας — οι γάτοι. Του Αρίστιππου του Κυρηναίου οπαδοί, αφίνουν της ηθικής το πρόβλημα να βασανίζη το σκύλο του σπητιού. Απ' την αγάπη μας κρατούν το χάδι για να πετάξουν το υπόλοιπο. Γρατσουνίζουν μόλις νοιώσουν πως τους αγαπήσαμε πολύ. Χωρίς τον ίλιγγο της ακροβασίας χωρίς το σκοτάδι και χωρίς την κραυγή του ανέμου, ο έρωτας γι' αυτούς αξίζει κάθε περιφρόνηση. Πιστεύουν στη ζωή χωρίς να ρωτήσουν αν υπάρχη καλύτερη. Υπομένουν και τις εφτά ψυχές των! Για να τιμωρήσουν την ασκήμια της γειτόνισσας που τους φαρμάκωσε ξέρουν μ' ένα πήδημα να βρεθούν απ' τον Άδη στα πόδια της και να την τρομάξουν. Όταν το καναρίνι μας λησμονήση πως υπάρχει μέτρο στη τέχνη, αυτοί έχουν το θάρρος, χυμώντας στο κλουβί, να πνίξουν το τραγούδι και να ξαναφέρουν γύρω μας τη γόνιμη σιωπή. Ο πράσινος λύχνος της ματιάς των καίει τα μεσάνυχτα στον τάφο του Baudelaire. Το λιοντάρι που τους έδωσε τη στάση του, η λεοπάρδαλη που τους χάρισε τη γούνα της, πρόγονοι βασιλικοί, βηματίζουν στον ύπνο των γάτων — και τότε οι γάτοι, ξυπνώντας, σηκώνουν περήφανα το κεφάλι και δοκιμάζουν τα νύχια των για πόλεμο. Κι' όμως όταν χαϊδεύονται από γυναίκες που κλάψανε πολύ, όταν κοιμώνται στα γόνατα των προδομένων απ' τη μοίρα, οι γάτοι αφίνουν την καμπύλη της ράχης των να γλυστρά με ηδονή κάτω απ' το χάδι της αδυναμίας — κι' ανάβει στο ηλεκτρικό τρίχωμά των η ηθική σπίθα! Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΟΡΔΕΛΛΑ Η Μόσχω η Μοσκούλα ξύπνησε με τον Αυγερινό. — Ο πετεινός κοιμάται ακόμα στην εληά της είπε η μάννα της, στον ουρανό ακόμα βόσκει των άστρων το μελίσσι, κ' είσαι ξυπνή από τώρα, κατσικούλα μου ; Η Μόσκω η Μοσκούλα πηγαίνει κι' ακουμπάει απάνω της. — Γιατί τα σκουλαρίκια του λαιμού σου τρέμουνε τόσο, ρωτά η μάννα της, γιατί μου βελάζεις ανήσυχα Μόσκω Μοσκούλα ; — Στον ύπνο μου έβλεπα, μάννα μαννούλα μου, πως ήρθε ξένος άνθρωπος που με κύτταξεν άγρια πολύ κι' ύστερα μου φόρεσε στο λαιμό μια κόκκινη κορδέλλα. — Μόσκω Μοσκούλα, περίμενε να δώση ο ήλιος και θάρθ' η ξανθή κοπέλλα της κυράς να σου φέρη στην ποδιά της τ' άγριο τριφύλλι. — Στον ύπνο μου την είδα την ξανθή κοπέλλα και δε μούφερε τ' άγριο τριφύλλι, μόνο κυττώντας την κόκκινη κορδέλα μου σήκωσε την ποδιά στα μάτια της και σφούγγιξε τα δάκρυα πούτρεχαν νερό. Η ΛΑΜΠΑΔΑ ΤΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ ΜΟΥ Όταν αντικρύσης τον Κύριον ημών, αδερφέ μου, κράτα ορθή στο δεξί σου χέρι τη λαμπάδα. Την άσπρη λαμπάδα της πίστης και της ανησυχίας όπως την κράτησεν η γενιά μας όλη ανάμεσα στους κόμπους των λιγνών της δαχτύλων. Το φως της ερόδισε των προγόνων μας το βυζαντινό πρόσωπο και κυνήγησε το σκοτάδι μέσ' της ρεματιές των ρυτίδων τους και στα σπήλαια των ματιών τους. Στη ρίζα βουνού μαύρου από έλατα σταυροκοπήθηκαν αυτοί μπροστά σε αθώες σβυσμένες τοιχογραφίες. Αυτοί σου παράδωκαν τη λαμπάδα να τη φυλάξης απ' τους ανέμους, αγαπημένε. Κι' εσύ που την έκλεισες μέσ' τη σιωπή σου, καταφρονώντας — ωιμέ! — τη νειότη σου και τη στοργή μας, προχώρησε στο Δημιουργό μπροστά, και στήσε το θρίαμβο της φλόγας σου! Ο ΦΑΡΟΣ Τους παλμούς σου βλέπω μέσα στη νύχτα φάρε — την έγνοια σου για το ναύτη και τον τυχοδιώκτη! Η ανησυχίες των ανθρώπων για τους ανθρώπους, η έγνοιες όλων για τον ένα, η μεγάλες αγάπες που στέκουν απάνω απ' τον πόνο και τον καιρό — άναψαν το λαμπρό σου βλέμμα που τρέχει στη μανία των κυμάτων! Άστρα που δεν ξέρουν γιατί φέγγουν θα ζήλεβαν τη δόξα του ταπεινού σου λύχνου. Πνεύματα που αμφιβάλλουν για το έργο τους, θα ήθελαν να στέλνουν μακρυά, καθώς εσύ, στους ανθρώπους την ευεργεσία — φάρε που ξέρεις γιατί αγρυπνάς ... Ως κι' εδώ στο βουνό, που στέκω απόψε, η χρυσή σου ματιά φτάνει από πέρα — σα να ζητά το χαμένο πλεούμενο των λογισμών μου. Ως εδώ πέρα φτάνουν οι ανήσυχοι παλμοί σου, φάρε, φλογερή και ρυθμική καρδιά της κοινωνίας! Η ΒΡΥΣΗ ΤΩΝ ΛΥΓΜΩΝ Στη ρίζα δυο αγκαλιασμένων δέντρων κάτου από μαύρα φύλλα σταλάζει η βρύση των λυγμών μόλις έρθη το βράδυ. Μόλις πλαγιάσουν τα πουλιά στα λίκνα των κλαριών και το δάσος βυθιστή στους συλλογισμούς του — η ψυχές κατεβαίνουν τη μαύρη ρεμματιά και πάνε στη βρύση των λυγμών να γεμίσουν. . . Χωρίς να μετανιώσουν που αγάπησαν — χωρίς να στενάξουν που πληγώθηκαν — κρατούν το στόμα της στάμνας των κάτου απ' τους λίγους σταλαγμούς της... Κι όταν φύγουν όλες, πλησιάζω στη βρύση των λυγμών τη βαρειά μου στάμνα και περιμένω ως τα μεσάνυχτα — καθώς το θέλησες, αδερφέ μου, — να γεμίση. ΤΟ ΑΡΡΩΣΤΟ ΑΛΟΓΟ Στην αγορά του Σαβάτου τ' άλογα που ήταν για πούλημα μιλούσαν κάτου απ' τη λεύκα για τη ζωή τους. Κι' ένα κόκκινο άλογο, κουρασμένο, με το κεφάλι χαμηλά, τους διηγώταν τα θαυμάσια των ταξειδιών του. Κάμπους απέραντους στο λιοπύρι εδιάβηκε, δασωμένες ρεματιές με κελαϊδιστό νερό το ξεκούρασαν. Σε παρθένια χιόνια βυθίστηκαν τα πέταλά του — από θύελλες μαστιγώθηκε — σε λαμπρές φωτιές εστέγνωσε — στη ζέστη παχνιών αρχοντικών κοιμήθηκεν ύπνο βαθύ. Για τον καβαλάρη του μιλούσεν ώρα πολλή και για της πολιτείες που τον χαιρετούσαν από μακρυά με τους θόλους των και τα καμπαναρειά των . . — Παράξενο! του είπαν. Έτσι άρρωστο και κοκκαλιάρικο δοκίμασες τέτοιες δόξες; — Είν' αλήθεια, είπε τ' άλογο πως σ' όλη μου τη ζωή με δεμένα τα μάτια γύριζα μαγγανοπήγαδο. Μα ο Θεός ήξερε να τιμωρήση τον άνθρωπο που με σκλάβωσε — χαρίζοντάς μου τη φαντασία. Η ΤΡΕΛΛΗ ΛΕΥΚΑ Ξέρω μια λεύκα που ο αγέρας την τρελλαίνει και στην πράσινή της θάλασσα τρέχουν τα ρίγη της ευτυχίας και της ηδονής. Ξέρω μια λεύκα που πίνει νερό στον Κηφισσό. Στην καρδιά της τον Απρίλη τραγουδεί έν' αηδόνι — στον ύπνο της τον Αύγουστο ανεβαίνει ένα μεγάλο φεγγάρι στρογγυλό. Ξέρω μια λεύκα που χωρίς αγέρα σαλέβουν οι ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της. Από τι; Από τι φτερουγίζουν οι ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της ; Από αύρες τάχα που σβύσαν εδώ και χρόνια ; Από φιλιά που πήρε μια φορά ; Ως που νάρθουν καινούργιες χαρές θυμάται της παληές η τρελλή λεύκα και της ξαναζή. Ξέρω μια λεύκα με κορμί σαν γυναίκειο, που ζη και το τελευταίο της φύλλο — μια λεύκα τρελλή, πολύ τρελλή. Το κυπαρίσσι έστεκεν αντίκρυ κι' η λεύκα το ρωτούσε. — Ως πότε συλλογισμένο ; Ωραία που είν' η ζωή! Ως πότε ακίνητο σαν Αγιορείτης στον όρθρο; Ως πότε θα ζητάς το μεγάλο νόημα; — Η ρίζες σου δεν είνε βαθειές, τρελλή μου λεύκα, είπε το κυπαρίσσι, πρόσεξε, πρόσεξε. — Ωραία πούν' η ζωή! Η ρίζες μου ας μην είνε βαθειές, μα όποια στιγμή κι' αν πεθάνω, θα μπορώ να πω: έζησα. — Έζησες, τρελλή μου λεύκα, της απάντησε το κυπαρίσσι, αλλοίμονο! μόνο εδώ μέσα, σ' αυτή τη ρεματιά. Η ΚΑΡΔΙΑ ΠΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ Κάτου απ' το πεύκο που βούιζαν τα κλαριά του σαν ποτάμι κι' έτριζε το κορμί του στον αέρα, βρήκαν μια καρδιά που είχε πεθάνει — μα δε μπορούσε να λησμονήση. Βελονιές μυριάδες, μικρές βελονιές, σχημάτιζαν απάνω της το περίπλοκο κέντημα των πόνων — που δεν το ζωγράφισαν ποτέ χέρια φτωχής κόρης σε δαντέλλα μηδέ τ' άστρα στον ουρανό. Κάτου απ' το πεύκο η πεθαμένη καρδιά εστέναζε κι' έλεγε. — Δε στενάζω που η πληγές μου ήταν μυριάδες — μόνο στενάζω που ήταν τόσο μικρές, που ήταν βελονιές. Ο άπρεπος λόγος — το πλάγιο χτύπημα — το βαμένο χαμόγελο — το μίσος που έτρεμε πριν χτυπήση — η δειλία που δεν τόλμησε να κυττάξη πίσω για να ιδή αν εκέντησε — αυτές ήταν η πληγές μου. Πέθανα χωρίς να με χτυπήση ένα σπαθί. Τέλειωσα λίγο λίγο, από κεντρί. Κ' όμως με χτυπούσε το γένος των ανθρώπων — αυτό που δημιούργησε τον πόλεμο και την ιστορία! ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ Στο παραθύρι μου ήρθαν χελιδόνια — στους λογισμούς μου ακούονται ψαλμοί για τη δόξα σου. Ευχαριστώ την καταστροφή που με ύψωσεν ως εσένα. Ευλογημένες η αποτυχίες που μ' έκαμαν ν' ακούω τον εσπερινό. Κάβοι καρτερούσαν το καράβι, της νειότης μου ξεκινημένο την αυγή. Στης άρπες των σκοινιών του μάταια πέρασαν οι συμφωνίες των ανέμων και πίσω απ' τα κατάρτια του μάταια έσβυσαν ήλιοι ωκεανών. Κάβοι καρτερούσαν το καράβι της νειότης μου ξεκινημένο την αυγή. Σε μαύρον κάβο το καράβι της νειότης μου έπεσε. Προς τον Άθω πλέουν τα συτρίμματά του, Κυρία των Αγγέλων! Οι αγαπημένοι μου πρόσφεραν το φαρμάκι του χωρισμού. Ως την ύστερη στάλα το ήπια και σε είδα μπροστά μου. Ωραία είσαι σαν την αγάπη και σαν την αδυναμία. Οι αγαπημένοι μου πρόσφεραν το φαρμάκι του χωρισμού. Αμάρτημα ήταν αν κάποτε χάρηκα, πλάνη αν κάποτε τόλμησα. Στο ύψος του πόνου, Δέσποινα, κράτησέ με. Την ειρωνεία της χαράς και τη φτώχεια της νίκης απομάκρυνε από με, Οδηγήτρια. Τη δύναμι είδεν η ψυχή μου και γύρισε το πρόσωπό της. Το αύριο της νειότης είδε κι' έκλαψε πικρά. Στην όχθη ακούοντας το τραγούδι των ποταμών μοιρολόγησε της δυνατές πολιτείες του πολέμου που αφανίστηκαν και θρήνησε το νικητή μαζύ με το νικημένο. Ιδού που έμαθα να κρατώ τη λαμπάδα και να στέκω στο εικόνισμά σου. Είδα της σαύρας το λιγερό περπάτημα στα ερείπια των πολιτισμών. Είδα τη δάφνη να κλαίη να σαν ιτιά στην έρημη αρχαία παλαίστρα. Σαν του σύννεφου τη σκιά περνά η δόξα των δυνατών, σαν παραμύθι των αγρών η ιστορία! Στων ανθρώπινων θριάμβων τον πάταγο τα κυπαρίσσια κινούν την κεφαλή. Μονάχα ο πόνος που σε πλήγωσε, αυτός δεν είνε ψέμμα, Παναγία Παρθένε. Δόξα στον πόνο! Σ' αυτόν η αγάπη προσφέρει το ποτήρι του αίματός μας. Σ' αυτόν το πνεύμα σωριάζει τα άστρα που τρύγησεν απ' τους ουράνιους κήπους. Γι' αυτόν ανοίγει τα φτερά της η πεταλούδα της ωραίας μας στιγμής. Γι' αυτόν ανθίζουν οι κρίνοι των κυμάτων στο αλέτρι της πλώρης. Δόξα στον πόνο! Γι' αυτόν απ' το δέντρο της ζωής μας πέφτουν αργά τα χρυσά φύλλα της πείρας και της υποταγής. Τον ήλιο σκλαβώνουν οι ζωγράφοι και διηγούνται τα έργα του. Στα χιόνια των μαρμάρων κατοικούν οι ευγενικές του μορφές. Στη σιωπή ανθίζουν οι αιώνιες ιδέες του. Δόξα στον πόνο που σ' εσπάραξε, Μητέρα των θλιμμένων. Σε γονυκλισίες εξαϋλώθηκε — στο στασίδι τυράγνησε τα κόκκαλά του — στη δέηση κέρωσε — στην τύψη του σε είδεν όραμα ο ασκητής που σ' έχει ζωγραφισμένα. Των παθημάτων μου η σοφία λαμπάδα σ' εσένα γίνεται, της σιωπής μου η μουσική τροπάριο βυζαντινό ανεβαίνει στη δόξα σου. Ωραία είσαι σαν ψυχή που επόνεσε. Ωραία είσαι σαν ευτυχία που χάθηκε. Ωραία είσαι σαν πνεύμα που δίστασε. Ωραία είσαι σαν τόλμη που γονάτισε. Τα κρίνα των στοχασμών μου δέξου, τα χιλιδόνια των ψαλμών μου άκουσε, Κυρία των Αγγέλων! ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΙ Καλογεράκι νάμουνα στη rue de Vaugirard.. Απ' την πλατειά πόρτα των μαύρων σεμιναρίων να βγαίνω γοργό, σκυφτό και σεμνό — σε ώρα τραγουδημένην από ρωλόγι παληό. Σφιγμένο να είμαι σε ράσο μεταξωτό, κλειδωμένο με ζώνη πλατειά. Την άκρη του δρόμου να πηγαίνω την ώρα που περνούν εκείνες που με κυττάζουν και δεν πρέπει να της κυττάζω — οι γυναίκες. Αλαφρές με το ζαρκάδινο πάτημα που μας υπόσχεται την τρελλή μουσική του ερχομού. Πάντα πρόθυμες ν' αγαπηθούν και να λησμονήσουν. Όλες λυγμός και προδοσία. Όμως εγώ με τη ζώνη σφιχτή γύρω στο κορμί το λιγερό σαν κολώνα της Sainte-Chapelle να χαμηλώνω τα μάτια. Και να μην το ξέρω πως είμαι ωραίο, γιατί δεν πρέπει να το ξέρω αν θέλω να λέω σωστή την προσευχή μου. Και το λύγισμα του νέου κορμιού μου μέσα στο ράσο να μην το νοιώθω — γιατί δεν πρέπει ποτέ να το μάθω πως είμαι σεμνόπρεπο και λιγερό σαν το κοτσύφι. Και στους διαβάτες που περγελούν τον Άγιο Σεβαστιανό της νειότης μου χτυπημένον απ' τα βέλη της αρετής να μπορώ ν' απαντήσω: «Γιατί δεν κυττάτε την καρδιά σας και το αίμα της σταλάζει στη λάσπη του δρόμου γι' αυτές ;». Κι' από μαύρο σεμινάριο σε τρίσβαθη εκκλησία κι' από εκκλησία σε πεθαμένη βιβλιοθήκη να πηγαίνω — γοργό, σκυφτό και σεμνό. Ave Maria! Παρίσι, 1909 ΣΕΜΝΟΤΥΦΙΑ Θυμάσαι ; Το λεωφορείο μας πήγαινε κλονίζοντάς μας βαρειά με τους μεγάλους του βαλλισμούς. Ήταν συννεφιά, το πλήθος έτρεχε χωρίς να σταματήση πουθενά, καταδικασμένο σε κίνησιν αιώνια, σε ωμμορφιά και σε καταστροφή, όπως η θάλασσα. Κι' άξαφνα στο δρόμο πέρασαν τα κορίτσια των δώδεκα χρονών πηγαίνοντας ν' ανθίσουν μέσα στο λίθινο δάσος μιας γοτθικής εκκλησίας. Θα κοινωνούσαν. Ήταν ολάσπρα. Οι πέπλοι των ακινητούσαν στον αέρα. Η ψυχή των δεν πρόφτασε να γευτή το φαρμάκι που λέμε ωραίο. Τότε, εσύ που είχες στα χείλη σου τη νικοτίνη τόσων αντρών, τη γεύσι τόσων σπασμένων ποτηριών — εσύ που τα ήξερες όλα και το κακό δεν μπορούσε νάνε μπροστά σου παρά μια παληά ιστορία που φέρνει νύστα — τότε — καθώς περνούσε η αυγή των δώδεκα χρονών κι' ακούγαμε, θαρρείς, το χτύπο των φτερών του αρχαγγέλου που τα οδηγούσε στο ναό — το φτιασίδι σου άσπρισε. Και την ψυχή σου την περόνιασε τέτοιο κρύο που την άκουσα να πέφτη και να περιμένη ένα θάνατο αργό και βουβό, καθώς πεθαίνουν μέσα στο χιόνι. Παρίσι, 1909. Ο ΜΟΙΡΑΙΟΣ Το πρώτο φιλί που μου χάρισε — το πήρανε τα χείλη του άλλου που θάρθη. Στο πρώτο της αγκάλιασμα έτριξεν ηδονικά το κορμί του άλλου που θάρθη. Τα χείλη της που κρυφομίλησαν στα πρώτα μου τριαντάφυλλα είπαν «ευχαριστώ» σ' εκείνον που θάρθη. Μούλεγε «σ' αγαπώ» — κι ο λόγος της έφευγε μαζί με τα χελιδόνια τόπους και καιρούς σ' εκείνον που θάρθη. Με περίμενεν ώρες κι' είχεν αγωνία για κείνον που αργεί. Οι δυο μας περπατούσαμε στο φεγγάρι — κι' οι ήσκιοι μας ήταν τρεις . .. Ω μελλούμενε, ω μοιραίε — ξεκίνησες! Δε θα χάσης ποτέ το δρόμο. Ακούω τα βήματά σου απάνω στα πεθαμένα βήματά μου. Είσαι στην πόρτα, καλώς ναρθής. Φεύγω — μα τούτο το τραγούδι μιαν ημέρα και συ θα το πης. ΔΕΗΣΙ Είμαστε μεις που είχαμε τόσο αγαπηθή ως εχτές; Ή μην ήταν τούτο παραμύθι παληό, ζεσταμένο σε χίλιες αγροτικές φωτιές, νυσταγμένο από μύρια μάτια κοριτσιών, που μας το διηγήθηκε κάποιος κι' άξαφνα — αποκοιμήθη ; Ποιος θα πιστέψη που χτες χωρίσαμε για πάντα. Εχτές χωρίσαμε για πάντα — ά! τι ωραίο σήμερα! Σαλεύω στον αέρα σαν το φύλλο της λεύκας. Μπορώ κι' είμαι ένας διαβάτης ... Είδα ένα ωραίο τοπείο. Αχ! τι ησυχία! τι ησυχία! Κι' όμως — τι θάνατος .. . Αλήθεια θα είνε δυνατό να ζήσω κι' αύριο έτσι πεθαμένος ; Βελόνες της υποψίας, μαχαίρια της λύπης, φίδια της ζήλειας — η καρδιά μου που είχε την τρέλλα να γιατρευτή, τώρα φωνάζει και ζητεί της πληγές σας. Ω, ξαναρθήτε! Παρίσι, 1909. ΑΔΕΡΦΕΣ Άκουσε μια ιστορία που είνε μικρή και μοιάζει με της μεγάλες. Στο Κένσιγκτον Παρκ, φουντωμένο κι' ανθισμένο, καθώς καθόμουν μονάχος μιλώντας μ' ένα δέντρο για το λάθος της ύπαρξής μου, πέρασαν δυο γρηές αδερφές. Ήταν κι' οι δυο γεροντοκόρες, μα πολύ γρηές, γιαγιάδες των ανεκπλήρωτων πόθων, από κείνες της αγαπημένες αδερφές που απελπίζονται μαζί, γερνάνε μαζί και φοβούνται μήπως ο Χάρος αφήση τη μια μοναχή — γι' αυτό κρατιούνται απ' το χέρι. Πίσω από ποια βουνά Θε μου! νάχουν κρυφτή οι δυο νέοι που ονειρεύτηκαν οι δυο γρηές αδερφές στο πλευρό των; Πίσω από ποιά βουνά; Άλογο που δεν κουράζεται και δε διψάει ποτέ θα τους πηγαίνει μακρυά. Πάντα θ' αλαργεύουν — δε θα πλησιάσουν ποτέ — μήτε τη νύχτα πλέον του Άι — Γιάννη — πάντα θ' αλαργεύουν πέρα σ' άλλα βουνά και πάλι σ' άλλα βουνά. .. Κρατημένες απ' το χέρι η δυο αδερφές πήγαιναν κάτω απ' τα δένδρα. Φορούσαν δυο καπέλλα φορτωμένα με μια φριχτήν άνοιξη από πανί που έρριχνεν άνθη και καρπούς στα γηρατειά των. Τα ίδια καπέλλα, τα ίδια λουλούδια, ούτε ένα λιγώτερο — τόσο ήταν αγαπημένες. Η ίδιες ρυτίδες — τόσο ήταν αγαπημένες! Κι' άξαφνα η μια στάθηκεν, άπλωσε στο χέρι της το καπέλλο της άλλης και με μεγάλη προσοχή, με μεγαλείτερη στοργή της διώρθωσεν.....αλήθεια πως να το διηγηθώ; — της διώρθωσε τη θέση κάποιου άνθους που είχε γύρει, σαν να διώρθωνε το μεγάλο λάθος της ύπαρξής των! Η άλλη είπεν «ευχαριστώ» — ξαναπιάστηκαν απ' το χέρι και περπατούσαν πάλι σιωπηλές και σβυσμένες. Αυτή ναι η ιστορία. Λονδίνο, 1909. ΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ Στην πλάκα του τάφου του Verlaine, γυμνή και μαύρη, απ' τη δόξα, στην πλάκα του τάφου του αφήκα ένα μικρό τριαντάφυλλο. Ήταν η πόλη σταχτιά, οι λεύκες του Παρισιού γυμνές, η ψυχή μου βαρειά. Άνεμοι της νύχτας! Όταν θα χορέψετε απόψε στο κοιμητήρι των Batignolles — μη μου σβύσετε, παρακαλώ σας, την απαλή φλόγα της θυσίας, το τριαντάφυλλο, που το άναψα — στης ανησυχίες του! Παρίσι, 1909. ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ Μητέρα των θεών, μητέρα της Ιστορίας! Ειμαρμένη! Στα βάθη της Ανατολής υψώνεσαι πελώριο βουνό με μορφή γυναίκας. Η κόρη σου η Δημιουργία, όταν καθρεφτίζεται στην αγωνία της επιστήμης και στης Τέχνης την έκσταση, καίγεται απ' τον πόθο να μάθη ποια είσαι συ που την έκαμες τόσο ωραία. Το πνεύμα ζητεί το σκοπό της χειρονομίας σου, όταν τίναζες στο χάος τους κόσμους και τους νόμους των. Γιατί την ιστορία την πήγες από κείνο το δρόμο ; Γιατί την ψυχή μου την περίμενες σ' εκείνη τη στροφή εκείνη τη νύχτα ; Το άστρο γιατί το γκρέμισες στο διάστημα ; Το λαό που πήγαινε γιατί τον σταμάτησες ; Πώς ξέρεις το δρόμο της καταστροφής ; Πώς βρίσκεις το μονοπάτι της σωτηρίας; Ω πέτρινη διάνοια, βουνό που στέκεις στα βάθη της Ανατολής, ω άγνοια! Γιατί; Γιατί; Γιατί; Η φωνή μου χτυπώντας στα κρύα στήθη της, χωρίς ν' ακουστή, ξαναγύρισε καθώς πήγε κι' η Ειμαρμένη μου απάντησε· — Γιατί,; Γιατί; Γιατί; ΨΑΛΜΟΙ Κύριε, στην κατοικία μου βροντά ο κεραυνός σου. Δοξασμένο τ' όνομά σου στον αιώνα! Κύριε, πόσο θεία εγνώρισες το μέρος που έπρεπε να χτυπηθώ! Μόνο φωτιά σταλμένη από σένα μπορούσε να βρη το βαθύτερο της αγάπης μου και να το κάμη στάχτη. Ο κεραυνός σου μου σπάραξε τον κήπο της στοργής μου. Ο κεραυνός σου μου βύθισε τη βρύση των δακρύων. Ακούω τη βροντή του μέσα στο χάος της ψυχής μου. Ευδόκησες να λάμπω από το φως του πόνου! Κύριε, μου έλειπεν ως τώρα το δείγμα της μεγάλης σου καλωσύνης — η καταστροφή. Ναι, είχα κάποτε χαμογελάσει — κάποτε είχα ελπίσει — κάποτε βρήκα τη ζωή ωραία. Είν' αλήθεια. Είχα κάμει όλες αυτές της αμαρτίες! Αλλά συ ευδόκησες, να με ξυπνήσης. Στον πόνο που με βύθισες είνε αδύνατο πλέον ν' ακούσω τίποτ' άλλο απ' της άρπες των λογισμών που σε δοξάζουν κι' απ' το ποτάμι της αιωνιότητας που τρέχει στα πόδια σου. Το κυπαρίσσι της ζωής μου σαλεύει την κορφή του προς τους ουρανούς. Βράδυ και πρωί περιμένει πως θα καταδεχτής να το κάψης, το μαύρο κυπαρίσσι που το ξέχασαν οι κεραυνοί σου, Κύριε! Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ Περπατώντας περήφανα τη λύπη των άσπρων του μαλλιών στην Αθήνα ο παληός Αθηναίος αφίνει να στάξη το λίγο αίμα της καρδιάς του στης παληές συνοικίες όπου έζησε μια φορά. Είνε γελαστές και τώρα σαν και τότε απ' τον ίδιον ήλιο. Του προσώπου του οι χαράδρες διηγούνται τους κεραυνούς του Καιρού που εβρόντηξαν με θυμό απάνω στης τρέλλας του της κορυφές ω Θεέ! και ρήμαξαν το παρεκκλήσι, της στοργής του. Εκείνος κρατώντας ορθό το κεφάλι συλλογιέται. — Ξέρω που τ' ολόρθο κυπαρίσσι μιας αυλής της Αθήνας καίγεται από δύσεις αιώνων κι' από εσπερινούς απλών ψυχών! Ξέρω που βράχοι χρυσοί μ' ένα μαύρο κατσίκι στα ύψη κατεβαίνουν σε χαρούμενες θάλασσες. Η ψυχή μου κρατεί το αρχαίο ερείπιο συλλογισμένο μέσα στην ιερή σιωπή της νύχτας. Στην ψυχή μου λαλούν τα τζιτζίκια της Αθήνας. Στην ψυχή μου λιγά ένα πεύκο Αττικό. Ξέρω που το ρόδινο χαίρε του ήλιου στον Υμηττό αργεί να σβύση το βράδυ. Σαν την καμπύλη των γύρω βουνών είν' η γνώσι μου ήσυχη. Τι έχω να φοβηθώ ; Ο θάνατος αν έρθη αγριωπός να πάρη ένα παληό Αθηναίο, κινδυνεύει να τον δεχτώ καθώς τη γλυκειά βροχή και τον αλαφρόν αγέρα που ρίχνει τα φύλλα. ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ Είμαι το δέντρο που ακολουθεί τη γραμμή της προσευχής όταν ανεβαίνει από ήσυχη ψυχή. Είμαι η λόγχη που κοκκίνησε στο αίμα της δύσης και φρουρεί το Αόρατο απ' την άρνηση και την ειρωνεία. Είμαι στης γιορτές του τοπείου το μαύρο ράσο που δεν τέλειωσεν ακόμα τη δοκιμασία του. Είμαι το καμπαναρειό στο ναό του πόνου και για της ψυχές που έχουν σκοπό σημαίνει τους όρθρους και τους εσπερινούς η σιωπή μου. ΤΑ ΘΕΙΑ ΔΩΡΑ Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν μακρυνές κορφές στο γέρμα του ηλιού. Σε 'κείνον που πόνεσε πρέπει το διαμάντι του αποσπερίτη κρεμάμενο το βράδυ απάνου από χιονισμένο βουνό. Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το χρυσάφι των Αττικών βράχων πίσω από αυστηρό κυπαρίσσι. Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το γαλανό σκοτάδι της βιολέττας στο χέρι του ξανθού Γεννάρη της Αθήνας. Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν τα μύρα του δάσους των πεύκων μετά τη βροχή. ΔΥΣΗ Ακόμα λίγο — τελευταίοι στοχασμοί του ήλιου . . . Μη φεύγετε, χρώματα, χρώματα! Η στέγες σας χάνουν, απ' τον κάμπο φτερουγίσατε — η γαλανή βραδυνή σκιά σας ακολουθεί... Σταθήτε λίγο ψηλά. Ας ιδούμε λίγο ακόμα την ψυχή μας ιστορημένη απάνω στα χιόνια των βουνών από σας — χρώματα! Είστε σεις η ιστορία των κρυφών μας και των ανείπωτων καϋμών. Σε σας διαβάζομε το εσωτερικό μας παραμύθι — εσείς μας δίνετε τη γιγάντια ζωγραφιά της ψυχής μας — στο άπειρο, τελευταία χρώματα του ήλιου!... Τελευταία σύννεφα που ανάψατε! Τίνος είστε οι λογισμοί — τίνος η χαρά κι' η λύπη ; Ποιος ονειρεύεται σ' εκείνο το βουνό; Ποιος λυπάται σ' εκείνη την πεδιάδα ; Ορατόρια που σβύσατε απάνω στην άρπα των ορθών κυπαρισσιών — και τώρα μόλις θυμούνται την τελευταία συγχορδία σας οι μακρυνές ράχες.. . Λαμπάδες αναμμένες απ' την αγωνία του απείρου στο Υπερούσιο — χρώματα που είστε σαν ν' αγγίξαμε το χέρι αυτών που λείπουν — ω! δεν πρόφτασα να σας κυττάξω — κι' είστε πια ενθύμηση. ΤΕΛΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ„ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ Δρ. Αισχύλου, Προμηθεύς δεσμώτης, μετάφ. Γ. Καλοσγούρου 5. — Αλφιέρη Β., Σαούλ, τραγωδία, μετάφ. Γ. Καλοσγούρου 7.50 Βουτυρά Δ., Ζωή αρρωστεμένη κι' άλλα διηγήματα . . . 6. — Γαβριηλίδου Βλάση, Ταξείδια ............. 7.50 » » Αι Γυναίκες........... 5. — Γκαίτε, Φάουστ, μετάφρασις Κ. Χατζοπούλου ...... 8.50 Γκέιγερσταμ Γ., Παλιά γράμματα, μετάφρ. I. Ε. Χρυσάφη 6. — Γρανίτσα Στ., Του βουνού και του λόγγου ....... 7.50 Θεοτόκη Κ., Η τιμή και το χρήμα .......... 7.50 » Οι σκλάβοι στα δεσμά τους ........ 12. — Καζαντζάκη Γαλάτειας, Τη νύχτα τ' Άη Γιάννη .... 6. — Καμπούρογλου Δημ., Περασμένα χρόνια ........ 2.50 Καμπύση Γιάννη, Μυστικό του γάμου. — Η φάρσα της ζωής 6. — Λόγγου, Δάφνης και Χλόη, μετάφρ. Ηλ. Βουτιερίδου . . 5. — Μαλάμου Δίπλα Κλεαρέτης, Στο διάβα μου, ποιήματα . . 6. — Μαρία (Βασίλισσα της Ρουμανίας), Μινόλα ....... 5. — Μεριμέ Πρ., Κολόμβα μετάφρασις Ν. Γ. Πολίτου .... 7.50 Morèas J. (I. Παπαδιαμαντόπουλος). Οι Στροφές .... 6. — Μπεντιέ Ιωσ., Τριστάνος και Ιζόλδη, μετάφρ. Ν. Βεντήρη 8.50 Νικοντέμι Δαρ., Η Δασκαλίτσα, μετάφρ. Ειρήνης Δενδρινού 3.50 Νιρβάνα Παύλου, Εκλεκταί Σελίδες .......... 8.50 Ντε Αμίτσης, Το πατρικό σπίτι — Φούριος μετ. Γερ. Σπαταλά 5. — Ντοστογιέβσκη Θ., Ο Παίκτης, μυθιστόρ. μετάφρ. Φιλήντα 6. — Ξενοπούλου, Φοιτηταί, τρεις πράξεις μ' επίλογο .... 5. — » Λάουρα, (Το κορίτσι που σκοτώνει) μυθισ. . 12.50 Πουτσίνι Π., Ανατριχίλες. Διηγήματα, μετάφρ. Μ. Κόκκαλη 3.50 Ρύδβεργ Β., Ρωμαϊκοί θρύλοι, μετάφρασις Ι. Ε. Χρυσάφη 5. — Σκίπη Σωτήρη, Ανθολογία (1899 — 1919) . ....... 10. — Σλουμπερζέ Γ., Βυζαντινά Ιστορήματα, μετάφ. Ορ. Σχινά 6. — Σολωμού Δ., Τα Ιταλικά ποιήματα .......... 3.50 » Άπαντα, μετά προλόγου Κ. Παλαμά .... 25. — Στρίντμπεργ Αυγ., Ο Γάμος, μετάφρ. I. Ε. Χρυσάφη . . 10. — Ταγόρ Ρ., Λυρικά αφιερώματα, μετάφρ. Κ. Τρικογλίδη 5. — Τσένζορ, Η μονάκριβη, μετ. εκ του ρωσσικού I. Βεργωτή 5. — Τσέχωφ Α. Νύκτα στο νεκροταφείο ....... ...... 4.50 Φρανς Α., Ο Κραινκεμπίλης κλπ., μετάφρ. Α. Πρωτοπάτση 7.50 Φωσκόλου Μάρκου Αντωνίου, (1669). Ο Φορτουνάτος . . 15. — Χατζοπούλου Κ., Βραδινοί θρύλοι, Ποιήματα ...... 7.50 Ψυχάρη Γ., Σα λάμπει ο ήλιος ............ 10. — » Το ταξίδι μου.............. 10. — » Στον ίσκιο του πλατάνου . . ....... 10. — *** END OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΠΕΖΟΊ ΡΥΘΜΟΊ *** Updated editions will replace the previous one—the old editions will be renamed. Creating the works from print editions not protected by U.S. copyright law means that no one owns a United States copyright in these works, so the Foundation (and you!) can copy and distribute it in the United States without permission and without paying copyright royalties. Special rules, set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to copying and distributing Project Gutenberg™ electronic works to protect the PROJECT GUTENBERG™ concept and trademark. Project Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you charge for an eBook, except by following the terms of the trademark license, including paying royalties for use of the Project Gutenberg trademark. If you do not charge anything for copies of this eBook, complying with the trademark license is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose such as creation of derivative works, reports, performances and research. Project Gutenberg eBooks may be modified and printed and given away—you may do practically ANYTHING in the United States with eBooks not protected by U.S. copyright law. Redistribution is subject to the trademark license, especially commercial redistribution. START: FULL LICENSE THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK To protect the Project Gutenberg™ mission of promoting the free distribution of electronic works, by using or distributing this work (or any other work associated in any way with the phrase “Project Gutenberg”), you agree to comply with all the terms of the Full Project Gutenberg™ License available with this file or online at www.gutenberg.org/license. Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg™ electronic works 1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg™ electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to and accept all the terms of this license and intellectual property (trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy all copies of Project Gutenberg™ electronic works in your possession. If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project Gutenberg™ electronic work and you do not agree to be bound by the terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. 1.B. “Project Gutenberg” is a registered trademark. It may only be used on or associated in any way with an electronic work by people who agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few things that you can do with most Project Gutenberg™ electronic works even without complying with the full terms of this agreement. See paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project Gutenberg™ electronic works if you follow the terms of this agreement and help preserve free future access to Project Gutenberg™ electronic works. See paragraph 1.E below. 1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation (“the Foundation” or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project Gutenberg™ electronic works. Nearly all the individual works in the collection are in the public domain in the United States. If an individual work is unprotected by copyright law in the United States and you are located in the United States, we do not claim a right to prevent you from copying, distributing, performing, displaying or creating derivative works based on the work as long as all references to Project Gutenberg are removed. Of course, we hope that you will support the Project Gutenberg™ mission of promoting free access to electronic works by freely sharing Project Gutenberg™ works in compliance with the terms of this agreement for keeping the Project Gutenberg™ name associated with the work. You can easily comply with the terms of this agreement by keeping this work in the same format with its attached full Project Gutenberg™ License when you share it without charge with others. 1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in a constant state of change. If you are outside the United States, check the laws of your country in addition to the terms of this agreement before downloading, copying, displaying, performing, distributing or creating derivative works based on this work or any other Project Gutenberg™ work. The Foundation makes no representations concerning the copyright status of any work in any country other than the United States. 1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: 1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate access to, the full Project Gutenberg™ License must appear prominently whenever any copy of a Project Gutenberg™ work (any work on which the phrase “Project Gutenberg” appears, or with which the phrase “Project Gutenberg” is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, copied or distributed: This eBook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this eBook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook. 1.E.2. If an individual Project Gutenberg™ electronic work is derived from texts not protected by U.S. copyright law (does not contain a notice indicating that it is posted with permission of the copyright holder), the work can be copied and distributed to anyone in the United States without paying any fees or charges. If you are redistributing or providing access to a work with the phrase “Project Gutenberg” associated with or appearing on the work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the Project Gutenberg™ trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or 1.E.9. 1.E.3. If an individual Project Gutenberg™ electronic work is posted with the permission of the copyright holder, your use and distribution must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked to the Project Gutenberg™ License for all works posted with the permission of the copyright holder found at the beginning of this work. 1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg™ License terms from this work, or any files containing a part of this work or any other work associated with Project Gutenberg™. 1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this electronic work, or any part of this electronic work, without prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with active links or immediate access to the full terms of the Project Gutenberg™ License. 1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any word processing or hypertext form. However, if you provide access to or distribute copies of a Project Gutenberg™ work in a format other than “Plain Vanilla ASCII” or other format used in the official version posted on the official Project Gutenberg™ website (www.gutenberg.org), you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon request, of the work in its original “Plain Vanilla ASCII” or other form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg™ License as specified in paragraph 1.E.1. 1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, performing, copying or distributing any Project Gutenberg™ works unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. 1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing access to or distributing Project Gutenberg™ electronic works provided that: • You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from the use of Project Gutenberg™ works calculated using the method you already use to calculate your applicable taxes. The fee is owed to the owner of the Project Gutenberg™ trademark, but he has agreed to donate royalties under this paragraph to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments must be paid within 60 days following each date on which you prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax returns. Royalty payments should be clearly marked as such and sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the address specified in Section 4, “Information about donations to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation.” • You provide a full refund of any money paid by a user who notifies you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he does not agree to the terms of the full Project Gutenberg™ License. You must require such a user to return or destroy all copies of the works possessed in a physical medium and discontinue all use of and all access to other copies of Project Gutenberg™ works. • You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the electronic work is discovered and reported to you within 90 days of receipt of the work. • You comply with all other terms of this agreement for free distribution of Project Gutenberg™ works. 1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg™ electronic work or group of works on different terms than are set forth in this agreement, you must obtain permission in writing from the Project Gutenberg Literary Archive Foundation, the manager of the Project Gutenberg™ trademark. Contact the Foundation as set forth in Section 3 below. 1.F. 1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread works not protected by U.S. copyright law in creating the Project Gutenberg™ collection. Despite these efforts, Project Gutenberg™ electronic works, and the medium on which they may be stored, may contain “Defects,” such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by your equipment. 1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the “Right of Replacement or Refund” described in paragraph 1.F.3, the Project Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project Gutenberg™ trademark, and any other party distributing a Project Gutenberg™ electronic work under this agreement, disclaim all liability to you for damages, costs and expenses, including legal fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH DAMAGE. 1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a written explanation to the person you received the work from. If you received the work on a physical medium, you must return the medium with your written explanation. The person or entity that provided you with the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a refund. If you received the work electronically, the person or entity providing it to you may choose to give you a second opportunity to receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy is also defective, you may demand a refund in writing without further opportunities to fix the problem. 1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth in paragraph 1.F.3, this work is provided to you ‘AS-IS’, WITH NO OTHER WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. 1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any provision of this agreement shall not void the remaining provisions. 1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone providing copies of Project Gutenberg™ electronic works in accordance with this agreement, and any volunteers associated with the production, promotion and distribution of Project Gutenberg™ electronic works, harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, that arise directly or indirectly from any of the following which you do or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg™ work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any Project Gutenberg™ work, and (c) any Defect you cause. Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg™ Project Gutenberg™ is synonymous with the free distribution of electronic works in formats readable by the widest variety of computers including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from people in all walks of life. Volunteers and financial support to provide volunteers with the assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg™’s goals and ensuring that the Project Gutenberg™ collection will remain freely available for generations to come. In 2001, the Project Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure and permanent future for Project Gutenberg™ and future generations. To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 and the Foundation information page at www.gutenberg.org. Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non-profit 501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal Revenue Service. The Foundation’s EIN or federal tax identification number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent permitted by U.S. federal laws and your state’s laws. The Foundation’s business office is located at 809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email contact links and up to date contact information can be found at the Foundation’s website and official page at www.gutenberg.org/contact Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation Project Gutenberg™ depends upon and cannot survive without widespread public support and donations to carry out its mission of increasing the number of public domain and licensed works that can be freely distributed in machine-readable form accessible by the widest array of equipment including outdated equipment. Many small donations ($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt status with the IRS. The Foundation is committed to complying with the laws regulating charities and charitable donations in all 50 states of the United States. Compliance requirements are not uniform and it takes a considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up with these requirements. We do not solicit donations in locations where we have not received written confirmation of compliance. To SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any particular state visit www.gutenberg.org/donate. While we cannot and do not solicit contributions from states where we have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition against accepting unsolicited donations from donors in such states who approach us with offers to donate. International donations are gratefully accepted, but we cannot make any statements concerning tax treatment of donations received from outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. Please check the Project Gutenberg web pages for current donation methods and addresses. Donations are accepted in a number of other ways including checks, online payments and credit card donations. To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate. Section 5. General Information About Project Gutenberg™ electronic works Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg™ concept of a library of electronic works that could be freely shared with anyone. For forty years, he produced and distributed Project Gutenberg™ eBooks with only a loose network of volunteer support. Project Gutenberg™ eBooks are often created from several printed editions, all of which are confirmed as not protected by copyright in the U.S. unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily keep eBooks in compliance with any particular paper edition. Most people start at our website which has the main PG search facility: www.gutenberg.org. This website includes information about Project Gutenberg™, including how to make donations to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.