The Project Gutenberg eBook of Νόμοι και Επινομίς, Τόμος Α

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Νόμοι και Επινομίς, Τόμος Α

Author: Plato

Translator: Kyriakos Zambas

Release date: May 12, 2011 [eBook #36088]

Language: Greek

Credits: Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinides

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΝΌΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΜΊΣ, ΤΌΜΟΣ Α ***

Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinides

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in italics are included in _. Footnotes have been placed at the end of the book.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν τεθεί στο τέλος του βιβλίου.

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΠΛΑΤΩΝ Ν Ο Μ Ο I ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΜΙΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ Κ Υ Ρ. Ζ Α Μ Π Α

ΤΟΜΟΣ Α'.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ Ν Ο Μ Ο I ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΜΙΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ Κ Υ Ρ. Ζ Α Μ Π Α

ΤΟΜΟΣ Α'.

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΞΕΝΟΥ ΚΛΕΙΝΙΑΣ ΚΡΗΣ ΜΕΓΙΛΛΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΝ Α'.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Θεός κανείς ή άνθρωπος, φίλοι, ξένοι, ηξιώθη την πρωτοβουλίαν της θεσπίσεως νόμων εις υμάς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Κάποιος θεός, καλέ Ξένε, και θεός, καθώς είναι βεβαίως δικαιότερον να το ειπούμεν έτσι· εις μεν τον ιδικόν μας τόπον ο Ζευς, εις δε την Λακεδαίμονα, από την οποίαν κατάγεται ο φίλος απ' εδώ, νομίζω ότι θεωρούν οι ίδιοι τον Απόλλωνα. Δεν είναι έτσι;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μη τυχόν λοιπόν λέγεις συμφώνως με τον Όμηρον, ότι δηλαδή ο Μίνως εσύχναζε κάθε εννέα έτη τακτικά εις την συνέντευξιν με τον πατέρα του και συμφώνως με τας φήμας του Διός ότι έθεσε τους νόμους εις τας ιδικάς σας πόλεις;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως λέγεται κατ' αυτόν τον τρόπον εις τα μέρη μας. Και μάλιστα και ο αδελφός του Ραδάμανθος (και βεβαίως έχετε ακούσει αυτό το όνομα) υπήρξε δικαιότατος. Λοιπόν ημείς οι Κρήτες ημπορούμεν να ειπούμεν ότι αυτός έλαβε αυτήν την δόξαν, διότι διεμοίραζεν ορθώς την δικαιοσύνην.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λαμπρά είναι αυτή η δόξα βεβαίως, αλλά και πολύ αρμοδία διά τον υιόν του Διός. Επειδή δε ανετράφητε μέσα εις τοιαύτα νομικά ήθη και συ και ο ξένος απ' εδώ, ελπίζω ότι πολύ ευχάριστα θα συζητήσωμεν σήμερον περί πολιτείας (πολιτεύματος) και νόμων ομιλούντες και ακούοντες ενώ προχωρούμεν εις τον δρόμον μας. Είναι δε χωρίς άλλο αρκετός ο δρόμος από την Κνωσόν έως εις το άντρον και τον ναόν του Διός, καθώς γνωρίζομεν εξ ακοής, και φυσικά υπάρχουν εις τον δρόμον αναψυκτικαί σκιαί κάτω από υψηλά δένδρα τώρα που κάμνει πολύ ζέστην, και αρμόζει εις τας ηλικίας μας να αναπαυώμεθα συχνά κάτω από αυτά, και ξεκουραζόμενοι με λόγους ψυχαγωγικούς να τελειώσωμεν τον δρόμον κατ' αυτόν τον τρόπον με ευκολίαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως, φίλε Ξένε, όταν προχωρήσωμεν, υπάρχουν και κυπαρίσσια υψηλά και ωραία εις τα ιερά άλση και λιβάδια, όπου ημπορούμεν να μένωμεν και να αναπαυώμεθα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ ορθά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως. Όταν όμως τα ιδούμεν, τότε περισσότερον θα επικυρώσωμεν το πράγμα. Ώστε ας προχωρήσωμε, με το καλό.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτό ας γίνη. Και λέγε μου, σε παρακαλώ, προς τι εσύστησε ο νόμος εις τον τόπον σας τα συσσίτια και τα γυμναστήρια και την άσκησιν εις τα όπλα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Εγώ νομίζω, φίλε ξένε, ότι είναι εύκολον να τα εννοήση ο καθείς τα ιδικά μας πράγματα τουλάχιστον. Δηλαδή η φύσις της χώρας όλης της Κρήτης, βλέπετε, δεν είναι καθώς της Θεσσαλίας πεδινή. Δι' αυτό ακριβώς εκείνοι μεν περισσότερον μεταχειρίζονται τους ίππους, ημείς δε πεζοπορίας. Διότι αυτή εδώ πάλιν είναι ανώμαλος και περισσότερον προσφυής διά την άσκησιν εις την πεζοπορίαν. Βεβαίως δε πρέπει εις τοιαύτα μέρη να έχη κανείς ελαφρά όπλα και να μην έχη βάρος όταν τρέχη. Λοιπόν η ελαφρότης των τόξων και των βελών φαίνεται ότι είναι αρμοδία. Αυτά λοιπόν όλα διά τον πόλεμρν εσυστηματοποιήθησαν όλα και ο νομοθέτης όλα αυτά, καθώς μου φαίνεται, τα συνέταξε έχων αυτό υπ' όψει του. Άλλως και τα συσσίτια φαίνεται ότι τα συνέστησε, διότι έβλεπε ότι εν καιρώ επιστρατείας όλοι αναγκάζονται ως εκ της φύσεως του πράγματος χάριν της περιφρουρήσεών των να έχουν συσσίτια εις το διάστημα αυτό. Λοιπόν μου φαίνεται ότι κατέκρινε τους περισσοτέρους ως αμαθείς, διότι δεν εννοούν ότι υπάρχει πάντοτε διαρκής πόλεμος διά βίου εις όλους προς όλας τας πόλεις. Αφού λοιπόν όταν είναι πόλεμος χάριν περιφρουρήσεως είναι ανάγκη να υπάρχουν συσσίτια και μερικοί άρχοντες και αρχόμενοι να γίνωνται με την σειράν φρουροί αυτών, τότε αυτό πρέπει να γίνη και εν καιρώ ειρήνης. Δηλαδή αυτό το οποίον οι περισσότεροι άνθρωποι το ονομάζουν ειρήνην, δεν είναι παρά μόνον όνομα, πραγματικώς όμως όλαι αι πόλεις προς όλας έχουν πάντοτε πόλεμον ακατάπαυστον εκ φύσεως. Και σχεδόν ερευνών ούτω πως θα εύρης ότι ο νομοθέτης των Κρητών τον πόλεμον κυρίως είχε υπ' όψει του όταν συνέταξε όλους τους δημοσίους και ιδιωτικούς νόμους εις ημάς, νομίζων ότι όλα τα άλλα δεν φέρουν καμμίαν ωφέλειαν, ούτε τα κτήματα, ούτε αι ασχολίαι, αν βεβαίως διά του πολέμου δεν είναι κανείς νικητής, και ότι όλα τα αγαθά των νικωμένων γίνονται κτήμα των νικητών.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Καλώς βέβαια, φίλε Ξένε, μου φαίνεσαι ότι εγυμνάσθης εις το να κάμνης διάγνωσιν διά τα νόμιμα των Κρητών, το εξής όμως ειπέ ακόμη καθαρώτερα. Δηλαδή με τον ορισμόν τον οποίον ώρισες διά την έχουσαν καλόν πολίτευμα πόλιν, μου φαίνεται ότι εννοείς ότι πρέπει να κατοικούμεν πόλιν με τοιαύτας διατάξεις, ώστε εις τον πόλεμον να νικώμεν τας άλλας πόλεις. Δεν είναι έτσι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα. Νομίζω ότι και απ' εδώ ο φίλος αυτήν την γνώμην έχει.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Και πώς αλλέως δηλαδή ημπορούσε, λαμπρέ μου άνθρωπε, να απαντήση οποιοσδήποτε Λακεδαιμόνιος;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά τόρα άραγε μόνον εις πόλιν με πόλιν είναι τούτο ορθόν, εις χωρίον όμως με χωρίον άλλο είναι το ορθόν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Διόλου μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά; Το ίδιον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και τόρα; Εις οικίαν με οικίαν εντός του χωρίου, και εις άνδρα με άνδρα, ένα προς ένα, πάλιν το ίδιον είναι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Το ίδιον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Με τον εαυτόν του δε τον καθένα άραγε ωσάν με εχθρόν πρέπει να τον εκλάβωμεν; Ή πώς αλλέως να λέγωμεν τόρα πλέον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ξένε Αθηναίε — δηλαδή εσέ δεν ήθελα να σε ονομάσω Αττικόν, διότι μου φαίνεται ότι είσαι άξιος να ονομάζεσαι με επίθετον παράγωγον από το όνομα της θεάς της σοφίας. Βεβαίως καλά έκαμες που ανέβασες τον λόγον εις αξίωμα και τον κατέστησες σαφέστερον, επομένως ευκολώτερον θα εύρης ότι προ ολίγου ορθώς ελέχθη από ημάς ότι όλοι με όλους δημοσία είναι εμπόλεμοι και ιδιωτικώς έκαστος με τον εαυτόν του.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πώς το είπες, αξιοθαύμαστε φίλε;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και εδώ, φίλε Ξένε, το να νικά κανείς τον εαυτόν του είναι από όλας τας νίκας η πρώτη και η καλλιτέρα, το να νικάται όμως κανείς από τον ίδιον τον εαυτόν του είναι από όλα το ασχημότερον και συγχρόνως το χειρότερον. Διότι αυτά βεβαίως μας πληροφορούν ότι υπάρχει πόλεμος εντός εκάστου από ημάς με τον εαυτόν μας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν πάλιν ας στρέψωμεν οπίσω τον λόγον. Δηλαδή επειδή ο καθείς μας άλλος μεν είναι κύριος του εαυτού του, άλλος δε υποχείριος, άραγε θα ειπούμεν ότι και η οικία και το χωρίον και η πόλις έχουν εντός των αυτό το ίδιον πάθημα ή δεν θα ειπούμεν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μήπως εννοείς το να είναι άλλη μεν κυρίαρχος του εαυτού της, άλλη δε υποχείριος;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μάλιστα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και αυτό καλά το ερώτησες. Διότι πολύ και πάρα πολύ συμβαίνει τι τοιούτον και όχι ολιγώτερον εις τας πόλεις. Δηλαδή εις οποιανδήποτε πόλιν οι καλλίτεροι νικούν τον λαόν και τους χειροτέρους, ημπορεί αυτή η πόλις ορθώς να ονομασθή ανωτέρα από τον εαυτόν της και να επαινήται πολύ δικαίως διά την τοιαύτην νίκην. Το εναντίον δε πρέπει να γίνη όπου συμβαίνουν τα αντίθετα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν όσον διά το ζήτημα αν τυχόν κάποτε είναι ανώτερον το χειρότερον από το καλλίτερον ας το αφήσωμεν. Διότι απαιτεί πολύ μακράν συζήτησιν. Αυτό όμως που λέγεις συ τόρα το εννοώ, ότι δηλαδή θα συμβή κάποτε πολίται συγγενείς και από την ιδίαν πόλιν καταγόμενοι πολλοί και άδικοι αφού συναθροισθούν να πιέσουν διά να υποδουλώσουν τους δικαίους οι οποίοι είναι ολίγοι, και όταν μεν νικήσουν, τότε η πόλις είναι ορθόν να ονομασθή κατωτέρα από τον εαυτόν της και κακή, όταν δε νικηθούν, ανωτέρα και αγαθή (εναρέτως ανδρεία).

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Είναι πολύ μάλιστα παράξενον, καλέ Ξένε, αυτό που λέγομεν τόρα. Και όμως είναι πολύ ανάγκη να το παραδεχθώμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πρόσεχε λοιπόν. Ας εξετάσωμεν τόρα πάλιν και το εξής. Βεβαίως είναι δυνατόν να γεννηθούν πολλοί αδελφοί, τέκνα ενός ανδρός και μιας γυναικός και μάλιστα δεν είναι διόλου παράδοξον οι περισσότεροι μεν από αυτούς να είναι άδικοι, οι δε ολιγώτεροι δίκαιοι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Όχι βεβαίως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και βεβαίως δεν είναι πρέπον εις εμέ και εις εσάς να λέγωμεν ως λεξιθήραι ότι, όταν μεν νικούν οι πονηροί, τότε ημπορούμεν να ειπούμεν ότι και η οικία αυτή και όλον αυτό το συγγενολόγι γίνεται κατώτερον από τον εαυτόν του, γίνεται όμως ανώτερον, όταν νικηθούν. Διότι ημείς τόρα δεν σκεπτόμεθα διά την κοσμιότητα και την ακοσμίαν των λέξεων συμφώνως με την γλώσσαν του λαού, αλλά διά την ορθότητα και τα σφάλματα των νόμων, ποία είναι αυτά εκ φύσεως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς, καλέ Ξένε.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πραγματικώς ορθά, καθ' όσον και εις εμέ φαίνεται αυτήν την φοράν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ας ιδούμεν λοιπόν και το εξής. Δι' αυτούς τους αδελφούς που είπαμεν προ ολίγου δεν είναι δυνατόν να υπάρξη κάποιος δικαστής;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ποίος λοιπόν είναι καλλίτερος, άραγε όστις άλλους μεν από αυτούς καταστρέψη, όσοι είναι κακοί, τους δε καλλιτέρους τους διατάξη να εξουσιάζουν αυτούς, ή κανείς που θα κάμη να είναι μεν άρχοντες οι καλοί, τους χειροτέρους όμως θα τους αφήση να ζουν και εξουσιάζωνται εκουσίως; Τρίτον δε κατά την ικανότητα δικαστήν ημπορούμεν να ονομάσωμεν εκείνον όστις είναι κατάλληλος, αφού παραλάβη ένα ολόκληρον συγγενολόγι ευρισκόμενον εις διάστασιν, να μη καταστρέψη κανένα, αλλά να τους συμφιλιώση και αφού θέση εις αυτούς κατόπιν νόμους μεταξύ των να ημπορή να τους προσέχη ώστε να είναι φίλοι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλλίτερος θα ήτο ο τοιούτος δικαστής και νομοθέτης.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως εις το αντίθετον βεβαίως θα απέβλεπε παρά εις τον πόλεμον, όταν νομοθετή δι' αυτούς εκ διαλειμμάτων νόμους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι αληθές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά τόρα όστις ολόκληρον πόλιν συναρμολογεί; Τάχα εις τον εξωτερικόν πόλεμον αυτής πρέπει να αποβλέπη περισσότερον διά να διακοσμήση τον βίον των κατοίκων ή εις τον εσωτερικόν πόλεμον, ο οποίος ακριβώς λέγεται στάσις; Τον οποίον κυρίως μεν έπρεπε ο καθείς ποτέ να μην επιθυμή να συμβή εις την πατρίδα του, αφού όμως συμβή, να φύγη όσον το δυνατόν ταχύτερον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Είναι φανερόν ότι εις αυτόν πρέπει να αποβλέπη.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά τόρα πάλιν άραγε θα εδέχετο μάλλον να γίνη ειρήνη της στάσεως, αφού καταστραφή η μία μερίς και νικήση οποιαδήποτε, ή ότι είναι ανάγκη, αφού γίνη φιλία και ειρήνη από συμφιλίωσιν, τότε πλέον να προσέχουν καλά εις τους εξωτερικούς εχθρούς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Κατ' αυτόν τον τρόπον μάλλον παρά κατά τον προηγούμενον θα επεθύμει ο καθείς να συμβή εις την πατρίδα του.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τότε λοιπόν δεν θα επεθύμει ομοίως και ο νομοθέτης;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλ' άραγε δεν θέτει ίσως όλους τους νόμους ο καθείς χάριν του καλλιτέρου;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως όμως το καλλίτερον δεν είναι ούτε ο πόλεμος ούτε η στάσις, είναι δε απευκταίον να γίνη ανάγκη αυτών, αλλά η ειρήνη και η φιλοφροσύνη μεταξύ των. Και ωρισμένως και αυτό το να νικά η πόλις τον ίδιον εαυτόν της, καθώς φαίνεται, δεν ήτο από τα καλλίτερα, αλλά από τα αναγκαία. Ομοίως ως να πάσχει έν σώμα και αφού λάβη ιατρικήν κάθαρσιν να νομίζη τότε ότι είναι εις την καλλιτέραν κατάστασιν, εις δε το σώμα, το οποίον ούτε έλαβε καν ανάγκην καθάρσεως, να μη δίδη καμμίαν προσοχήν, επίσης δε και όταν κανείς σκέπτεται διά την ευτυχίαν της πόλεως ή και του ατόμου ούτω πως, ούτε πολιτικός θα ήτο καθώς πρέπει, εάν αποβλέπη μόνον προς τα εξωτερικά πολεμικά ζητήματα, ούτε νομοθέτης ακριβής, εάν δεν νομοθετή μάλλον τα ζητήματα του πολέμου χάριν της ειρήνης παρά τα ζητήματα της ειρήνης χάριν των πολεμικών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Φαίνεται μεν κάπως, καλέ Ξένε, ότι αυτός ο λόγος ελέχθη ορθώς, θαυμάζω όμως, αν τα νόμιμα του τόπου μας και ακόμη και της Λακεδαίμονος δεν φροντίζουν όσον το δυνατόν περισσότερον δι' αυτά!

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ πιθανόν. Δεν πρέπει όμως διόλου να φιλονικούμεν τώρα μεταξύ μας με τραχύτητα, αλλά ήσυχα να εξαναρωτούμεν, έχοντες την ιδέαν ότι και ημείς καθώς και εκείνοι το περισσότερον δι' αυτά φροντίζομεν. Και σας παρακαλώ να παρακολουθήσετε τον λόγον μου. Τουλάχιστον θα πάρωμεν ως παράδειγμα τον Τυρταίον, ο οποίος εκ φύσεως μεν ήτο Αθηναίος, έγινε όμως συμπολίτης του φίλου μας απ' εδώ, και ο οποίος περισσότερον από κάθε άλλον εφρόντισε δι' αυτά και είπε ότι:

Ούτε δοξάζω ούτε λογαριάζω καν ως άνδρα ούτε κι' αν είναι ο πλουσιότερος από κάθε άλλον ούτε αν έχη πολλά αγαθά (τα αναφέρει δε εδώ όλα σχεδόν). ο οποίος δεν είναι καλλίτερος εις τα πολεμικά.

Αυτά δηλαδή τα ποιήματα και συ βεβαίως τα ήκουσες. Όσον δε διά τον φίλον απ' εδώ, νομίζω ότι είναι φορτωμένος από αυτά.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Βεβαιότατα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Βεβαίως και εις τα μέρη μας τα έφεραν από την
   Λακεδαίμονα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εμπρός λοιπόν ας ερωτήσωμεν όλοι μαζί αυτόν τον ποιητήν κάπως ως εξής. Καλέ Τυρταίε, τόσον εμπνευσμένε ποιητά. Δηλαδή συ μας φαίνεσαι πραγματικώς σοφός και αγαθός, διότι τους υπερόχους εις τον πόλεμον υπερόχως τους εδόξασες. Τόρα λοιπόν εγώ και ο Κλεινίας ο Κνώσιος απ' εδώ νομίζομεν ότι έτυχε να συμφωνούμεν πολύ μαζί σου ως προς αυτό. Αν όμως ομιλούμεν διά τους ιδίους άνδρας ή όχι, αυτό θέλομεν να το εννοήσωμεν καλώς. Λέγε μας λοιπόν, άραγε και συ δύο είδη πολέμου παραδέχεσαι καθώς και ημείς; Ή πώς αλλέως; Εις αυτά νομίζω ότι και ένας πολύ κατώτερος από τον Τυρταίον θα έλεγε την αλήθειαν, ότι δηλαδή είναι δύο είδη, και το έν μεν είναι αυτό που ονομάζουν όλοι στάσιν (φατριασμόν), το οποίον είναι ο χειρότερος από όλους τους πολέμους, καθώς το είπαμεν ημείς προ ολίγου, το δε άλλο είδος του πολέμου, νομίζω, τον οποίον μεταχειριζόμεθα όταν φιλονικούμεν με τους εξωτερικούς και τους αλλοεθνείς, θα παραδεχθώμεν όλοι δα είναι πολύ ημερώτερος από εκείνον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι βεβαίως;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εμπρός λοιπόν ποίαν από τας δύο αυτάς τάξεις των ανδρών και ως προς ποίον πόλεμον εγκωμίασες συ τόσον πολύ και ποίους κατέκρινες; Δηλαδή φαίνεται ότι εγκωμίασες τους ανδρείους εις τους εξωτερικούς πολέμους. Τουλάχιστον είπες εις τα ποιήματά σου κάπως, ότι δεν ανέχεσαι διόλου εκείνους:

      Που δεν τολμούν τα μάτια των να ιδούν αιματοκύλισμα,
      Και να ορμήσουν στον εχθρόν και να τον αντικρύσουν.

Λοιπόν όσον διά τα κατόπιν ημπορούμεν να τα ειπούμεν ημείς ότι συ μεν Τυρταίε, καθώς φαίνεται, εγκωμιάζεις τους αναδεικνυομένους εις τον αλλοεθνή και εξωτερικόν πόλεμον. Δεν θα τα παραδεχθή αυτά χωρίς επιφύλαξιν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ημείς όμως και αυτούς τους θεωρούμεν αγαθούς, αλλά καλλιτέρους ακόμη θεωρούμεν πολύ μάλιστα εκείνους οι οποίοι αναδεικνύονται κάλλιστοι εις τον μεγαλίτερον πόλεμον ανεγνωρισμένως. Έχομεν δε και ημείς ένα ποιητήν μάρτυρα, δηλαδή τον Θέογνιν, συμπολίτην των Μεγαρέων της Σικελίας, ο οποίος λέγει:

Κύρνε, πρέπει να ζυγισθή με ασήμι, με χρυσάφι, όποιος μέσα στα κόμματα μένει πιστός στον τόπον.

Αυτός λοιπόν νομίζομεν ότι αναδεικνύεται πολύ καλλίτερος από εκείνον, επειδή είναι δυσκολώτερος ο πόλεμος, σχεδόν δηλαδή όσον είναι καλλιτέρα η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και η φρόνησις ηνωμένα μαζί με την ανδρείαν, παρά μόνη της η ανδρεία. Διότι βεβαίως πιστός και ακέραιος εις τον φατριασμόν δεν ημπορεί να γίνη κανείς χωρίς να έχη το σύνολον των αρετών αυτών. Αλλά:

Παλικαρίσια στον εχθρόν το στήθος να προβάλλουν, τον θάνατον να μη ψηφούν

λέγει ο Τυρταίος ότι είναι παρά πολλοί από τους μισθοφόρους, εκ των οποίων οι περισσότεροι γίνονται θρασείς και άδικοι και υβρισταί και ανοητότατοι σχεδόν από όλους, εκτός ωρισμένως πολύ ολίγων. Ποίον τέλος λοιπόν έχει αυτός ο λόγος μας και τι θέλει να μας φανερώση με αυτά που λέγει; Προφανώς το εξής, ότι βεβαιότατα και ο εμπνευσθείς από τον Δία νομοθέτης του τόπου τούτου, και πας άλλος ο οποίος έχει έστω και την μικροτέραν αξίαν, δεν θα αποβλέπη εις άλλο τίποτε, όταν θέτη τους νόμους, παρά εις την μεγαλιτέραν αρετήν πάντοτε. Αυτή δε είναι, καθώς λέγει ο Θέογνις, πιστότης εις τας δεινάς περιστάσεις, την οποίαν ημπορεί κανείς να την ονομάση τελείαν δικαιοσύνην. Αυτή όμως πάλιν, την οποίαν εγκωμίασε πάρα πολύ ο Τυρταίος, είναι μεν καλή και όσον πρέπει την εγκωμίασε αυτός ο ποιητής, έρχεται όμως τετάρτη ως προς την τάξιν και την δύναμιν, διά να θεωρηθή ορθώς αξιόλογος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Καλέ Ξένε, τον νομοθέτην μας τον παραπετούμεν εις τους μακρυνούς νομοθέτας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Όχι αυτόν, αγαπητέ μου, αλλά τον εαυτόν μας, ότε νομίζομεν ότι ο Λυκούργος και ο Μίνως έθεσαν όλους τους νόμους και εις την Λακεδαίμονα και εδώ αποβλέποντες κυρίως εις τον πόλεμον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αλλά πώς έπρεπε να φρονούμεν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Καθώς είναι αληθές και δίκαιον, νομίζω, να λέγωμεν, αφού μάλιστα ομιλούμεν περί θείων ζητημάτων, δηλαδή όχι ότι ενομοθέτει αποβλέπων εις έν μικρόν μέρος της αρετής και μάλιστα το μηδαμινώτερον, αλλά εις ολόκληρον την αρετήν, και ότι οι νόμοι αυτών δεν ερευνούν χωριστά τα διάφορα είδη, ούτε αυτά τα είδη τα οποία προβάλλουν και ερευνούν οι σημερινοί. (1)

Δηλαδή σήμερον δ' όποιον ζήτημα φθάσουν εις απόλυτον ανάγκην, αυτό προβάλλει ο καθείς και ερευνά, άλλος μεν περί κληρονομιών και κληρονόμων, άλλος δε περί κακοποιήσεως, άλλος δε διά χίλια δύο άλλα παρόμοια. Ημείς όμως νομίζομεν ότι η έρευνα περί των νόμων ανήκει εις τους καλούς ερευνητάς, καθώς ηρχίσαμεν ημείς τόρα. Και την ιδικήν σου προσπάθειαν του να κάμνης εισήγησιν περί των νόμων την θαυμάζω ολοψύχως. Διότι το να αρχίζωμεν από την αρετήν και να λέγωμεν ότι χάριν αυτής έθετε τους νόμους, είναι ορθόν. Το ότι όμως είπες ότι αυτός ενομοθέτει εφαρμόζων αυτούς εις έν μέρος της αρετής και μάλιστα το μικρότερον, αυτό πλέον δεν μου εφάνη ότι το είπες ορθώς, και δι' αυτό εγώ είπα όλον αυτόν τον κατόπιν λόγον μου. Τόρα λοιπόν θέλεις να σου εξηγήσω ποίαν ανάλυσιν θα επιθυμούσα και συ να κάμης εις τον λόγον μου και εγώ να σε ακούω;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα, καλέ Ξένε.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Έπρεπε να ειπής: Οι νόμοι των Κρητών δεν είναι άνευ λόγου υπερόχως ευδόκιμοι εις όλον τον Ελληνισμόν. Διότι είναι ορθοί, αφού κάμνουν ευτυχείς τους μεταχειριζομένους αυτούς. Δηλαδή προμηθεύουν δι' αυτούς όλα τα αγαθά· είναι δε τα αγαθά δύο ειδών, άλλα μεν ανθρώπινα, άλλα δε θεία, εξαρτώνται δε από τα θεία τα άλλα. Και εάν μεν καμμία πόλις παραδεχθή τα μεγαλίτερα, τότε αποκτά και τα μικρότερα, ειδεμή, στερείται και τα δύο. Είναι δε τα μικρότερα εκείνα εις τα οποία έρχεται ως πρώτον η υγεία, ως δεύτερον δε το κάλλος, ως τρίτον δε η σωματική δύναμις και διά το τρέξιμον και δι' όλας τας άλλας κινήσεις του σώματος, τέταρτον δε ωρισμένως ο πλούτος, όχι ο τυφλός αλλά ο οξυδερκής, εάν συνοδεύεται από την φρόνησιν. Από τα θεία δε πάλιν αγαθά ως αρχηγός έρχεται η φρόνησις, ως δεύτερον κατόπιν από τον νουν η σώφρων διάθεσις της ψυχής, από αυτά δε αφού αναμιχθούν με ανδρείαν φαίνεται ότι παράγεται ως τρίτον η δικαιοσύνη, ως τέταρτον δε η ανδρεία. Όλα δε αυτά εδώ εκ φύσεως ετάχθησαν προηγουμένως από εκείνα, και ωρισμένως και ο νομοθέτης πρέπει να τα κατατάξη ούτω πως. Κατόπιν δε εις αυτά τα δύο είδη πρέπει να αποβλέπουν αι άλλαι προσταγαί τας οποίας πρέπει να επιβάλλη εις αυτούς, και τα μεν ανθρώπινα να ατενίζουν προς τα θεία, όλα δε ανεξαιρέτως τα θεία προς τον ηγεμόνα των νουν. Με αυτά δε να εκτελούν μεταξύ των τας γαμηλίους επιμιξίας, και κατόπιν να γεννούν και να ανατρέφουν τα τέκνα των, και όσα είναι αρσενικά και όσα είναι θηλυκά, και εφ' όσον είναι νέοι και όταν μεγαλώσουν και φθάσουν έως εις το γήρας, να φροντίζη να αποδίδη ορθώς εις αυτούς και τας τιμάς και τας ατιμώσεις, παρατηρών εις όλας των τας συναναστροφάς τας λύπας και τας ηδονάς και επιθυμίας και τας ερωτικάς εν γένει ασχολίας των, και επιτηρών καλώς να τους κατακρίνη και να τους επαινή ορθώς διά μέσον των ιδίων των νόμων. Έπειτα πάλιν μέσα εις τους θυμούς των και τους φόβους των, και όλας τας άλλας ταραχάς της ψυχής αι οποίαι προέρχονται από την δυστυχίαν, και εις όσα αισθήματα ευρίσκουν ανακούφισιν από ευτυχίαν, και πάλιν εις όσα παθήματα επέρχονται αποτόμως εις την ανθρωπότητα ή από ασθενείας ή πολέμους ή λοιμικάς ασθενείας ή και εις τα αντίθετα, εις όλας αυτάς τας περιστάσεις πρέπει να διαφωτίση και να ορίση ποίον είναι το καλόν και ποίον όχι διά την διάθεσιν εκάστου. Κατόπιν δε είναι ανάγκη να προφυλάττη ο νομοθέτης τας ιδιοκτησίας και τα έξοδα, με ποίον τρόπον γίνονται και ως προς τας συναλλαγάς και διαλύσεις όλων αυτών μεταξύ των είτε εκουσίας είτε ακουσίας με ποίον τρόπον εκτελούν μεταξύ των έκαστον από αυτά και να προσέχη το δίκαιον και το άδικον εις ποίους υπάρχει και εις ποίους ελλείπει, και εις μεν τους ευπειθείς εις τους νόμους να προσφέρη τιμάς, εις δε τους απειθείς να επιβάλλη ρητάς ποινάς, έως ότου ερευνήση ολόκληρον την πολιτείαν μέχρι τέλους και ιδή με ποίον τρόπον πρέπει να γίνεται η κηδεία των αποθνησκόντων και ποίας τιμάς πρέπει να αποδίδη εις αυτούς. Αφού δε το αντιληφθή όστις θέση τους νόμους τούτους, θα ορίση επιτηρητάς εις έκαστον από αυτούς, άλλους μεν ενεργούντας με φρόνησιν, άλλους δε με γνώμην αληθινήν, εις τρόπον ώστε να συνδυάση όλα αυτά ο νους και να καταστήση σύντροφα της σωφροσύνης και δικαιοσύνης, όχι όμως του πλούτου και της φιλοδοξίας. Κατ' αυτόν τον τρόπον, φίλοι πατριώται, ήθελα και θέλω τόρα ακόμη να εξετάσωμεν πώς υπάρχουν όλα αυτά εις τους νόμους τους αποδιδομένους εις τον Δία και τον Πύθιον Απόλλωνα, τους οποίους εθέσπισαν ο Μίνως και ο Λυκούργος, και ποίαν κατάταξιν έχουν ώστε να γίνωνται ευνόητοι εις πάντα έμπειρον των νόμων είτε εκ τέχνης είτε και εκ συνηθείας, ενώ εις ημάς τους άλλους δεν είναι ευνόητοι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς πρέπει λοιπόν, καλέ Ξένε, να λέγωμεν κατόπιν από αυτά;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι πρέπει πάλιν να εξετάσωμεν από την αρχήν, καθώς εκάμαμεν εις τας αρχάς, πρώτον τας ασχολίας της ανδρείας. Έπειτα εξετάζομεν άλλο μέρος και κατόπιν πάλιν άλλο μέρος της αρετής εάν θέλετε. Με όποιον δε τρόπον εξετάσωμεν το πρώτον, αυτόν τον τρόπον θα προσπαθήσωμεν να τον έχωμεν ως παράδειγμα και διηγούμενοι ούτω πως τα άλλα να τα έχωμεν ως ξεκουραστικά λόγια εις τον δρόμον. Κατόπιν δε από όλην την αρετήν θα παραστήσωμεν όσα προ ολίγου είπαμεν εφηρμοσμένα εις εκείνους, αν θέλη ο θεός.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Καλά λέγεις και προσπάθησε πρώτα να κρίνη εμπρός μας αυτόν εδώ τον εγκωμιαστήν του Διός (τον Κλεινίαν).

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Θα προσπαθήσω να τον κρίνω και μάλιστα και σε και τον εαυτόν μου ακόμη. Διότι κοινή είναι η συζήτησις δι' όλους μας. Λέγετε λοιπόν. Παραδεχόμεθα ότι τα συσσίτια και αι ασκήσεις επενοήθησαν από τον νομοθέτην χάριν του πολέμου;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και ποίον επενοήθη ως τρίτον ή τέταρτον; Διότι ίσως είναι ανάγκη να απαριθμήσωμεν και τα άλλα της αρετής μέρη ή οπωσδήποτε άλλως θέλει να τα ονομάζη κανείς, αρκεί μόνον να φανερόνουν ό,τι εννοεί αυτός.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Εγώ λοιπόν και οποιοσδήποτε άλλος Λακεδαιμόνιος θα ελέγαμεν ότι τρίτον επενόησε το κυνήγιον. Τέταρτον δε ή πέμπτον αν ημπορούμεν να αναφέρωμεν, ας δοκιμάσωμεν. Λοιπόν ακόμη καλώς τέταρτον θα εδοκίμαζα εγώ να ειπώ την αντοχήν εις τους πόνους η οποία συνηθίζεται εις τα μέρη μας και εις τας συμπλοκάς με τας χείρας μεταξύ των και εις μερικά είδη αρπαγής τα οποία γίνονται με πολλά ξυλοκοπήματα. Έπειτα δε υπάρχει και κάτι το οποίον λέγεται κρυπτεία υπερβολικά κουραστική εις την αντοχήν, και εις τας κακοκαιρίας η ανυποδησία και η αστρωσία και η αυτοϋπηρεσία χωρίς υπηρέτας, είτε την νύχτα πλανώνται εις όλην την χώραν είτε την ημέραν. Ακόμη δε και εις τας γυμνοπαιδείας γίνονται εις τα μέρη μας φοβεραί σκληραγωγίαι, όταν αγωνίζωνται με τον υπερβολικόν καύσωνα, και πάρα πολλά άλλα τα οποία σχεδόν δεν έχουν τελειωμόν όταν θελήση κανείς να τα ειπή όλα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ καλά, ομιλείς, πατριώτη Λακεδαιμόνιε. Την ανδρείαν όμως, λέγε, τι θέλεις να την παραδεχθώμεν; Άραγε ότι είναι απλώς αγών εναντίον των φόβων και των κακώσεων, ή και εναντίον των πόθων και των ηδονών και μερικών άλλων ανικήτων κολακευτικών χαϊδευμάτων, τα οποία και των νομιζομένων σεβαστών μαλακόνουν τας ψυχάς και τας κάμνουν ωσάν από κερί;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Μάλιστα, νομίζω εναντίον όλων αυτών.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, εάν ενθυμούμεθα τους προηγουμένους λόγους, νομίζω ότι ο φίλος απ' εδώ έλεγε ότι γίνεται και πόλις κατωτέρα από τον εαυτόν της και έν άτομον. Δεν είναι έτσι, φίλε Κνώσιε;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν τόρα τι πρέπει να λέγωμεν; Άραγε ο νικώμενος από τας λύπας ότι είναι ολιγώτερον κακός, ο δε νικώμενος από τας ηδονάς περισσότερον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Εγώ νομίζω, ο νικώμενος από τας ηδονάς. Και βεβαίως όλοι λέγομεν ότι είναι περισσότερον κακός ο νικώμενος από τας ηδονάς, δηλαδή αυτός ο αισχρώς κατώτερος του εαυτού του, παρά ο νικώμενος από τας λύπας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τότε λοιπόν μήπως ο νομοθέτης ο προστατευόμενος από τον Δία και ο Πυθικός δεν ενομοθέτησαν χωλήν την ανδρείαν, ώστε μόνον από τα αριστερά να αντιτάσσεται, από τα δεξιά όμως και τα κομψά και τα χαϊδευτικά να μη ημπορή να αντιταχθή; Ή και εις τα δύο μέρη;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και εις τα δύο μέρη, νομίζω με πεποίθησιν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ας ειπούμεν λοιπόν πάλιν ποίαι ασχολίαι υπάρχουν εις τας πατρίδας σας και των δύο, αι οποίαι γλυκαίνουν με ηδονάς και δεν τας αποφεύγουν, καθώς δεν απέφευγαν τας λύπας, αλλά τους σύρουν εις το μέσον των και τους πειθαναγκάζουν με τας τιμάς, ώστε να τους κυριαρχούν; Εις ποίον μέρος λοιπόν των νόμων υπάρχει η διάταξις αυτή ως προς τας ηδονάς; Ας το ειπούμεν ποίον είναι αυτό, το οποίον προπαρασκευάζει εις τον τόπον σας τους ιδίους πολίτες εξ ίσου ανδρείους και εις τας κακώσεις και εις τας ηδονάς, και νικητάς των πραγμάτων, τα οποία πρέπει να νικούν, και όχι υποχειρίους εχθρών, οι οποίοι είναι πολύ πλησίον των και πάρα πολύ ανίκητοι.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Καλέ Ξένε, με τον ίδιον τρόπον που είχα να αναφέρω πολλούς νόμους αντιτασσομένους εις τας κακώσεις, ίσως δεν θα έχω αφθονίαν, όταν ομιλήσω περί των ηδονών εις μεγάλα και πασίγνωστα κεφάλαια. Εις μικρά όμως ίσως έχω αφθονίαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και εγώ όμως επίσης δεν θα ημπορούσα να αποδείξω το τοιούτον σαφώς εις τους Κρητικούς νόμους.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λαμπρότατοί μου πατριώται, αυτό δεν είναι βεβαίως παράδοξον. Αν όμως κανείς από ημάς κατακρίνη τίποτε από τους νόμους της πατρίδος ενός εκάστου από ημάς, επειδή επιθυμεί να εννοήση ποίον είναι το αληθές και το ωφελιμώτερον, ας μη θυμώνωμεν, αλλά ας ακούωμεν ο είς τον άλλον μειλιχίως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά το είπες, Αθηναίε Ξένε, και πρέπει να συμμορφωθούμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και βέβαια, καλέ Κλεινία, διότι δεν θα ήρμοζε εις τόσον ηλικιωμένους άνδρας το τοιούτον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βέβαια όχι.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν, αν ορθώς ή όχι κατακρίνη κανείς την Λακωνικήν πολιτείαν, αυτό ίσως είναι άλλο ζήτημα. Οπωσδήποτε όμως όσα λέγουν οι περισσότεροι άνθρωποι ίσως εγώ ημπορώ περισσότερον από σας τους δύο να τα ειπώ. Δηλαδή εις τον τόπον σας, αν και είναι θεσπισμένοι μετρίως οι νόμοι, ίσως είναι είς από τους καλλιτέρους νόμους το να μη επιτρέπεται εις κανένα από τους νέους να ερευνά ποία μέρη από αυτούς είναι καλά και ποία όχι, αλλά με μίαν φωνήν και με ένα στόμα να συμφωνήτε όλοι, ότι όλα είναι βαλμένα καλά, αφού τα εθέσπισαν οι θεοί, και αν κανείς έχη διάφορον γνώμην, να μη θέλετε καν να τον ακούσετε. Αν δε κανείς γέρων από τους ιδικούς σας σκεφθή κάτι τι, μόνον εμπρός εις κάποιον άρχοντα ή συνομήλικά του να ανακοινώνη την γνώμην χωρίς να παρευρίσκεται κανείς νέος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς, καλέ Ξένε, και ως να είσαι κανείς μάντις, ενώ ήσο τότε απών, μου φαίνεται ότι επέτυχες πολύ το πνεύμα του νομοθέτου τόρα, και λέγεις πολύ την αλήθειαν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν τόρα εμπρός μας δεν υπάρχει ερημία από νέους, μόνοι μας δε ένεκα του γήρατος έχομεν την άδειαν από τον νομοθέτην να συζητούμεν περί αυτών των ιδίων οι ίδιοι χωρίς να κάμνωμεν κανέν σφάλμα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι αληθές, και ως προς αυτό μη παύσης να κατακρίνης τους νόμους μας. Διότι βεβαίως δεν είναι άτιμον πράγμα το να γνωρίσωμεν κάτι από τα μη καλά, αλλά συμβαίνει να προκύπτη από αυτό θεραπεία εις εκείνον, ο οποίος δεν ακούει με φθόνον τους λόγους, αλλά με εύνοιαν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ καλά. Και όμως δεν θα ομιλήσω ακόμη προς το παρόν κατακρίνων τους νόμους πριν να συζητήσω ασφαλώς όσον μου είναι δυνατόν, αλλά μάλλον τας απορίας μου εκφράζω. Δηλαδή εις τον τόπον σας ο νομοθέτης εξαιρετικώς από όλον τον Ελληνισμόν και από τας χώρας των βαρβάρων, δι' όσας ημείς έχομεν πληροφορίας, επέβαλε να απέχετε από τας μεγαλιτέρας παιγνιώδεις ηδονάς και να μην τας δοκιμάζετε, ενώ απ' εναντίας διά το ζήτημα των κακουχιών και των φόβων, το οποίον εξετάσαμεν προ ολίγου, ενόμισε ότι, εάν κανείς τα αποφύγη από την παιδικήν ηλικίαν μέχρι τέλους, τότε αυτός, αν ευρεθή εις καταναγκαστικούς κόπους και φόβους και κακουχίας, θα υποκύψη εις τους γυμνασμένους εις αυτά και θα γίνη υποχείριος αυτών. Λοιπόν, νομίζω, αυτό το ίδιον έπρεπε ο ίδιος νομοθέτης να σκεφθή και σχετικώς με τας ηδονάς, και να ειπή μόνος του εις τον εαυτόν του, ότι, αν εις τον τόπον μας οι πολίται μείνουν άγευστοι των μεγαλιτέρων ηδονών από την παιδικήν ηλικίαν, και αφού μείνουν αγύμναστοι εις το να συγκρατούνται και δεν αναγκάζονται να κάμνουν καμμίαν ασχημοσύνην ένεκα ψυχικής αδυναμίας προς τας ηδονάς, θα πάθουν το ίδιον με τους νικωμένους από τους φόβους. Αυτοί δηλαδή θα γίνουν υπόδουλοι κατ' άλλον τρόπον και πολύ ασχημότερον εις τους ικανούς να συγκρατούνται βεβαίως από τας ηδονάς, οι οποίοι απέκτησαν την μέθοδον των ηδονών, και είναι και κάποτε άνθρωποι εντελώς κακοί, και τότε την ψυχήν των θα την έχουν εν μέρει μεν δούλην, εν μέρει δε ελευθέραν, και δεν θα είναι άξιοι να ονομάζωνται απολύτως ανδρείοι και φιλελεύθεροι. Προσέξετε λοιπόν αν από όσα σας λέγω τόρα σας φαίνεται κανέν καθώς πρέπει.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως μας φαίνεται ότι κάπως καλά λέγεται ο λόγος. Αλλά ας προσέξωμεν μήπως το να συμφωνήσωμεν με ευκολίαν αμέσως διά τόσον μεγάλα ζητήματα, είναι χαρακτηριστικόν των νέων και των ανοήτων.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλ' εάν εξετάσωμεν το ερχόμενον κατόπιν από όσα ζητήματα εθέσαμεν υπό συζήτησιν, φίλε Κλεινία και Λακεδαιμόνιε πατριώτη — δηλαδή μετά την ανδρείαν βεβαίως πρέπει να ομιλήσωμεν περί σωφροσύνης — ποίαν διαφοράν θα εύρωμεν εις αυτά τα πολιτεύματα ή εις τα τυχαίως καταρτισμένα, καθώς είπαμεν διά τα πολεμικά προ ολίγου;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Σχεδόν δεν είναι εύκολον. Διότι βεβαίως φαίνεται ότι καλώς επενοήθησαν και διά τας δύο αυτάς αρετάς τα συσσίτια και οι ασκήσεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Φαίνεται λοιπόν, φίλοι πατριώται, ότι είναι δύσκολον τα ζητήματα της πολιτείας να συμβαίνουν εξ ίσου αδιαφιλονίκητα με τα έργα καθώς με τους λόγους. Διότι, ομοιάζει ότι συμβαίνει σχεδόν καθώς εις τα σώματα, όπου δεν είναι δυνατόν να επιβάλωμεν εις παν σώμα την ιδίαν ασχολίαν, χωρίς να αποδειχθή ότι το ίδιον πράγμα άλλα μεν από τα σώματά μας τα βλάπτει, άλλα δε τα ωφελεί. Αφού και πολλαί από τας ασκήσεις και τα συσσίτια εις άλλα μεν ωφελούν τας πόλεις, εις τα κομματικά όμως είναι βλαβερά. Τούτο δε αποδεικνύουν τα παιδία των Μιλησίων και των Βοιωτών και των Θουρίων. Ωρισμένως δε αυτή η ασχολία φαίνεται ότι διέστρεψε και ένα παλαιόν νόμον και κατά φύσιν, δηλαδή τας αφροδισιακάς ηδονάς όχι μόνον των ανθρώπων αλλά και των ζώων. Και δι' αυτάς ημπορεί κανείς να προφασίζεται πρωτίστως τας ιδικάς σας πόλεις και από τας άλλας όσαι προσέχουν κυρίως εις τας ασκήσεις. Και είτε πρόκειται κανείς παίζων είτε σπουδάζων να εννοήση, πρέπει να εννοήση ότι, όταν η φύσις των αρρένων τρέχη να συναντήση την φύσιν του θήλεως προς τεκνοποιίαν, η σχετική προς αυτά ηδονή, φαίνεται ότι αποδίδεται κατά φύσιν, ενώ η συνάντησις των αρρένων προς άρρενα, και των θηλέων προς τα θήλεα είναι παρά φύσιν, είναι βαρύ πραξικόπημα προερχόμενον από ακράτειαν της ηδονής. Όλοι λοιπόν κατακρίνομεν τους Κρήτας διά τον μύθον του Γανυμήδους, ότε αυτοί τον έπλασαν και λέγομεν ότι εφόρτωσαν εις τον Δία αυτόν τον μύθον, επειδή επιστεύθη ότι οι νόμοι των εθεσπίσθηααν από τον Δία. διά να ακολουθούν δήθεν το παράδειγμα του Διός και να εκμεταλλεύωνται και αυτήν την ηδονήν. Και λοιπόν ο μεν μύθος ας πάγη στο καλό, όταν όμως οι άνθρωποι συσκέπτωνται περί νόμων, σχεδόν όλη η σκέψις ανήκει εις τας ηδονάς και τας λύπας (κακουχίας) είτε εντός της πόλεως είτε εις τας ιδιωτικάς των συνηθείας. Είναι δε ανοικταί, διά να ρέουν αι δύο αυταί πηγαί, και όστις μεν αντλεί από όπου πρέπει και όταν και όσον πρέπει γίνεται ευτυχής, αδιαφόρως είτε πόλις είναι αυτή είτε ιδιώτης είτε οποιονδήποτε ζώον, όστις όμως αντλεί χωρίς μέθοδον και συγχρόνως παρακαίρως θα έχη την αντίθετον ζωήν από εκείνον.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Καλά τα λέγεις κάπως αυτά, φίλε Ξένε, οπωσδήποτε όμως μας καταλαμβάνει απορία, τι πρέπει να απαντήσωμεν εις αυτά. Και όμως εις εμέ τουλάχιστον φαίνεται ότι ορθώς διατάσσει ο νομοθέτης της Λακεδαίμονος να αποφεύγουν τας ηδονάς. Ως προς δε τους νόμους της Κνωσού, ο φίλος απ' εδώ, αν ευαρεστήται, θα μας βοηθήση. Αλλά οι Σπαρτιατικοί νόμοι ως προς τας ηδονάς μου φαίνεται ότι είναι οι καλλίτεροι νόμοι του κόσμου. Διότι εις ό,τι προ πάντων παρασύρονται οι άνθρωποι, δηλαδή εις τας μεγαλιτέρας ηδονάς και ύβρεις και κάθε είδους ανοησίας, αυτό το εξεδίωξε ο νόμος μας από όλην ανεξαιρέτως την χώραν, και δεν είναι δυνατόν να ιδή το βλέμμα σου, είτε εις τους αγρούς είτε εις τας πόλεις, όσας προσέχουν οι Σπαρτιάται, ούτε συμπόσια ούτε όλα τα άλλα, όσα συνοδεύουν αυτά και διεγείρουν όσον το δυνατόν όλας τας ηδονάς, ούτε υπάρχει κανείς, όστις θα απαντήση τραγουδιστήν μεθυσμένον και δεν θα του επιβάλη αμέσως την μεγαλιτέραν ποινήν, και ούτε αν προφασισθή ότι εορτάζει τα Διονύσια θα τον απολύση, καθώς είδα εγώ μίαν φοράν εις τον τόπον σας μέσα εις τας αμάξας, ομοίως δε και εις τον Τάραντα εις τα μέρη όλων των ιδικών σας αποίκων είδα όλην την πόλιν να είναι μεθυσμένοι κατά τας εορτάς των Διονυσίων. Εις τον τόπον μας όμως δεν συμβαίνει κανέν τοιούτον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λακεδαιμόνιε πατριώτη, όλα μεν αυτά είναι αξιέπαινα, όπου υπάρχουν μερικαί καρτερήσεις, όπου όμως δεν υπάρχουν, είναι κάπως βλακώδη. Λόγου χάριν αμέσως ημπορεί να σου επιτεθή αμοιβαίως κανείς από τους ιδικούς μας και να παρουσιάση την ελευθερίαν των γυναικών εις τον τόπον σας. Λοιπόν δι' όλα αυτά και εις τον Τάραντα και εις τον τόπον μας και εις τον τόπον σας φαίνεται ότι μία μόνον απάντησις τους αθωώνει, ότι δεν τα έχουν αυτά εσφαλμένως αλλά ορθά. Δηλαδή προς απάντησιν ο καθείς θα ειπή εις τον ερωτώντα ξένον, ο οποίος βλέπει τας παραδόξους συνηθείας του τόπου εκείνου: μην απορείς, καλέ ξένε. Αυτό είναι νόμιμος συνήθεια εις τον τόπον μας, ίσως όμως εις τον τόπον σας δι' αυτά υπάρχει άλλη συνήθεια. Αλλά τόρα, αγαπητοί κύριοι, δεν ομιλούμεν διά τους άλλους ανθρώπους, αλλά διά τους ιδίους τους νομοθέτας υπό έποψιν κακίας και αρετής. Επομένως ας ειπούμεν ακόμη περισσότερα περί όλης της μέθης. Διότι δεν είναι ασήμαντος αυτή η ασχολία ούτε ημπορεί να την διαγνώση ένας μηδαμινός νομοθέτης. Δεν ομιλώ δε γενικώς περί πόσεως οίνου ή όχι, αλλά περί της ιδίας της μέθης, αν πρέπει να την χρησιμοποιούμεν καθώς οι Σκύθαι και οι Πέρσαι και ακόμη οι Καρχηδόνιοι και Κελτοί και Ίβηρες και Θράκες, οι οποίοι όλοι είναι πολεμικαί φυλαί, ή καθώς σεις. Διότι σεις, καθώς είπες, εντελώς αποφεύγετε τον οίνον, οι Σκύθαι όμως και οι Θράκες τον πίνουν εντελώς άκρατον και αι γυναίκες των και οι ίδιοι, και τον χύνουν εις τα ενδύματά των και νομίζουν ότι εκτελούν έντιμον και αξιομακάριστον ασχολίαν. Οι Πέρσαι δε και εις τας άλλας τρυφηλότητας επιδίδονται πολύ, όσας σεις εκδιώκετε αλλά με περισσοτέραν τάξιν από αυτούς.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αλλά, φίλτατέ μου, ημείς τρέπομεν εις φυγήν όλους αυτούς, εάν πάρωμεν τα όπλα εις το χέρι.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αγαπητέ μου, μην το λέγεις αυτό. Διότι πάρα πολλαί φυγαί και καταδιώξεις έγιναν και θα γίνωνται απροβλέπτως, και δι' αυτό δεν πρέπει να θεωρούμεν αυτό ως αυταπόδεικτον όρον ως προς τας εντίμους ασχολίας ή μη, αλλά φιλονικούμενον, δηλαδή την νίκην και την ήτταν εις την μάχην. Ιδού δηλαδή ότι αι μεγαλίτεραι πολιτείαι νικούν εις την μάχην και υποτάσσουν τας μικροτέρας, καθώς οι Συρακούσιοι τους Λοκρούς, οι οποίοι μάλιστα νομίζονται ότι υπήρξαν οι νομομοφρονέστεροι εις εκείνα τα μέρη, τους δε Κείους οι Αθηναίοι. Και άπειρα άλλα παρόμοια παραδείγματα ημπορούμεν να εύρωμεν. Αλλά περί της ιδίας της ασχολίας πρέπει πάντοτε να ομιλούμεν και να προσπαθούμεν να πείθωμεν τον εαυτόν μας, τας δε νίκας και τας ήττας ας τας εξαιρέσωμεν από τον λόγον μας προς το παρόν και ας λέγωμεν ότι το τοιούτον μεν είναι έντιμον, το τοιούτον δε δεν είναι έντιμον. Πρώτον δε ακούσατε από εμέ πώς πρέπει να εξετάζωμεν δι' αυτά τα ζητήματα και το πρέπον και το απρεπές.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πώς εννοείς λοιπόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μου φαίνεται ότι όλοι όσοι επήραν να συζητήσουν κάποιαν ασχολίαν και απεφάσισαν να κατακρίνουν ή να επαινέσουν αυτήν, μόλις αναφέρουν το όνομά της, δεν κάμνουν διόλου καλά, αλλά κάμνουν το ίδιον, καθώς όταν κανείς επαινή το σιτάρι, ότι είναι τροφή θρεπτική, και αυτοί αμέσως κατακρίνουν χωρίς να εξετάσουν λεπτομερώς ούτε την κατεργασίαν του και την προσφοράν του, με ποίον τρόπον και εις ποίους και με ποίους και με ποίαν προετοιμασίαν του ατόμου και πώς πρέπει να την προσφέρουν. Τώρα λοιπόν το ίδιον μου φαίνεται ότι κάμνομεν και ημείς εις την συζήτησιν. Δηλαδή, μόλις ηκούσαμεν το όνομα της μέθης, αμέσως άλλοι μεν την κατακρίνομεν, άλλοι δε την επαινούμεν, πολύ μάλιστα παραλόγως. Διότι και από τα δύο μέρη φέρομεν μάρτυρας και εγκωμιαστάς, όταν την επαινούμεν, και άλλοι μεν έχομεν αξίωσιν ότι έχομεν δίκαιον διότι φέρομεν πολλούς μάρτυρας, άλλοι δε ότι βλέπομεν όσους δεν μεταχειρίζονται αυτήν να είναι νικηταί εις τας μάχας. Αλλά εξ άλλου και τούτο φιλονικείται μεταξύ μας. Και αν μεν επρόκειτο να συζητήσωμεν ομοίως και περί των άλλων νομίμων, δεν θα έμενα σύμφωνος εγώ τουλάχιστον, αλλά μόνον δι' αυτό το ζήτημα, δηλαδή διά την μέθην έχω ευχαρίστησιν να ομιλήσω με άλλον τρόπον που κρίνω ορθόν εγώ, και θα προσπαθήσω, εάν βεβαίως ημπορέσω, να παραστήσω εμπρός σας την ορθήν μέθοδον δι' όλα αυτά, αφού μάλιστα χιλιάδες των χιλιάδων έθνη, τα οποία φιλονικούν δι' αυτά, θα έπαιρναν το μέρος εις την συζήτησιν της μιας από τας δύο πατρίδας μας.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Και όμως, εάν έχωμεν καμμίαν ορθήν σκέψη περί των τοιούτων, δεν πρέπει να αποφύγωμεν τον κόπον να την ακούσωμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ας σκεφθώμεν λοιπόν κάπως με τον εξής τρόπον. Πρόσεξε. Εάν κανείς επαινέση την συντήρησιν αιγών και ειπή ότι είναι καλόν κτήμα το ζώον τούτο, κάποιος άλλος όμως ιδή αίγας να βόσκουν χωρίς βοσκόν μέσα εις χωράφια καλλιεργημένα και να κάμνουν ζημίας και τας κατακρίνει καθώς και κάθε βόσκημα αδέσποτον ή με κανένα κακόν φύλακα και δι' αυτό τα κατακρίνη, άραγε την κατηγορίαν αυτού του ανθρώπου πρέπει να την παραδεχθώμεν ότι ημπορεί ποτέ να είναι οπωσδήποτε ορθή;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά άραγε καλός αρχηγός διά τα πλοία μας είναι κανείς, εάν κατέχη μόνον την ναυτικήν επιστήμην, είτε τον πιάνει η ναυτία είτε όχι, ή πώς πρέπει να λέγωμεν;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Διόλου μάλιστα, εάν βεβαίως χωριστά από την τέχνην έχη και αυτό το ελάττωμα που λέγεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα όμως ο αρχηγός των στρατοπέδων; Άραγε, εάν κατέχη την πολεμικήν επιστήμην, είναι ικανός να κυβερνά, και αν ακόμη είναι δειλός εις τους κινδύνους και τον πιάνη ναυτία του μεθυστικού φόβου;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αν δε πάλιν δεν κατέχη την τέχνην και συγχρόνως είναι και δειλός;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Εννοείς κανένα εντελώς κακορρίζικον, και όχι αρχηγόν ανδρών, αλλά κάπως υπερβολικά εκθηλυσμένον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; ένα εγκωμιαστήν ή κατακριτήν οποιασδήποτε επιμιξίας, εις την οποίαν εδόθη εκ φύσεως να υπάρχη αρχηγός και να προκύπτη ωφέλεια, όταν υπάρχη αυτός, ο οποίος όμως ούτε την είδε ποτέ πώς συναλλάσσεται ορθώς με τον αρχηγόν της, αλλά πάντοτε την είδε αναρχικήν ή με κακούς άρχοντας συντροφευομένην, άραγε πρέπει να παραδεχθώμεν ότι όσοι φιλοσοφούν ούτω πως διά τοιαύτας επιμιξίας ημπορούν να κατακρίνουν ή να επαινέσουν κάτι τι επιτυχημένον;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Και πώς είναι δυνατόν, εάν δεν εσχετίσθησαν ποτέ καμμίαν τοιαύτην επιμιξίαν, όταν γίνεται ορθώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πρόσεχε λοιπόν. Άραγε ημπορούμεν να θεωρήσωμεν ως μίαν από τας πολλάς επιμιξίας τους συμποσιαστάς και τα συμπόσια;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πάρα πολύ μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτήν λοιπόν μήπως τάχα έως τόρα δεν την είδε κανείς ποτέ να γίνεται ορθώς; Και σεις μεν οι δύο είναι εύκολον να απαντήσετε ότι απολύτως ποτέ δεν την είδατε. Διότι αυτό δεν είναι συνήθεια του τόπου σας ούτε νόμιμον. Εγώ όμως έτυχα να ευρεθώ εις πολλάς και εις πολλά μέρη· και εκτός τούτου δι' όλας, ημπορώ να ειπώ, ερώτησα, και σχεδόν εις το σύνολόν της μεν δεν είδα να γίνεται καμμία ορθώς ούτε ήκουσα, αλλά μέρη μόνον μικρά και ολίγα, τα δε περισσότερα όλα σχεδόν γίνονται λανθασμένα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς τα εννοείς λοιπόν αυτά, καλέ Ξένε; Ειπέ μας ακόμη καθαρώτερα. Διότι ημείς μεν, καθώς είπες, από αμάθειαν, εις τοιαύτα πράγματα και αν ακόμη παρευρεθούμεν δεν θα ημπορέσωμεν ίσως αμέσως βέβαια να εννοήσωμεν τι γίνεται ορθώς και τι όχι εις αυτά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λογικά ομιλείς. Προσπάθησε όμως να το εννοήσης τόρα που σου το λέγω εγώ. Δηλαδή ότι μεν είναι ορθόν να υπάρχουν παντού εις όλας τας συναθροίσεις και επιμιξίας δι' οποιανδήποτε πράξιν ένας αρχηγός πάντοτε αυτό το εννοείς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως ελέγαμεν προ ολίγου ότι των πολεμιστών ο αρχηγός πρέπει να είναι ανδρείος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και βεβαίως ο ανδρείος ολιγώτερον τα χάνει από τον φόβον του παρά οι δειλοί.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και αυτό είναι ορθόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εάν δε υπήρχε μέσον, ώστε να μη διορίζωμεν απολύτως εις το στρατόπεδον αρχηγόν φοβισμένον και ταρασσόμενον, άραγε αυτό δεν θα το εκάμναμεν με κάθε τρόπον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα όμως δεν ομιλούμεν βέβαια περί αρχηγού, ο οποίος θα εξουσιάζη εις στρατόπεδον μέσα εις τας συναναστροφάς ανθρώπων εχθρών προς εχθρούς με πόλεμον, αλλά εις φιλοφροσύνην φίλων, οι οποίοι θα συναναστραφούν φίλους με ειρήνην.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτή δε η συναναστροφή, εάν γίνη μαζί με μέθην, δεν ημπορεί να μην έχη θορύβους. Δεν είναι έτσι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς είναι δυνατόν; Βεβαίως εγώ νομίζω όλως το αντίθετον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τότε λοιπόν δεν χρειάζεται και εις αυτούς πρώτα πρώτα αρχηγός;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι; όσον εις κανέν άλλο πράγμα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα λοιπόν; Άραγε δεν πρέπει να τον προμηθευθούμεν αυτόν τον άνθρωπον ατάραχον, εάν ημπορή να γίνη αυτό;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και βεβαίως ως προς τας συναναστροφάς, καθώς φαίνεται, πρέπει αυτός να είναι φρόνιμος. Διότι διορίζεται φύλαξ και της υπαρχούσης φιλίας και προνοεί πώς να γεννηθή άλλη περισσοτέρα εξ αιτίας της συναναστροφής εκείνης.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά!

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν πρέπει να διορίζωμεν νηφάλιον και σοφόν αρχηγόν εις τους μεθυσμένους και όχι αντιθέτως; Διότι, ο μεθυσμένος αρχηγός των μεθυσμένων και ο νέος ο μη σοφός, αν δεν κάμη κανέν μέγα κακόν, πολύ θα τον κυνηγά η καλή τύχη.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλή βεβαίως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν είναι αληθές ότι, εάν μεν αυταί αι συναναστροφαί γίνωνται όσον το δυνατόν ορθώς εις τας πόλεις και τας κατακρίνη κανείς, διότι καταδικάζει αυτήν την ουσίαν του ζητήματος, ίσως θα κατέκρινε ορθώς, εάν όμως κατηγορή, διότι βλέπει ασχολίαν λανθασμένην όσον ημπορεί να γίνη, πρώτον μεν δεν είναι φανερόν ότι δεν γνωρίζει αυτήν την φοράν ότι η πράξις αυτή δεν γίνεται όρθιος, έπειτα δε παν πράγμα με αυτόν τον τρόπον ημπορεί να αποδειχθή πονηρόν, εάν δηλαδή εκτελή χωρίς κυρίαρχον και αρχηγόν νηφάλιον; Ή δεν αντιλαμβάνεσαι ότι ο μεθυσμένος διοικητής και κάθε είδους αρχηγός εις παν πράγμα όλα τα ανατρέπει, είτε πλοία είτε άρματα είτε στρατόπεδον, είτε οτιδήποτε είναι αυτό το οποίον διοικεί;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό που είπες είναι βεβαίως εντελώς αληθές, φίλε Ξένε. Αλλά το κατόπιν λέγε μας, εάν γίνεται ορθώς αυτό το νόμιμον των συμποσίων, τι καλόν άραγε θα μας κάμη; Καθώς λόγου χάριν εις αυτό που ελέγαμεν προηγουμένως, ότι δηλαδή εάν ένα στράτευμα εύρη καλόν αρχηγόν, ημπορεί να συμβή νίκη εις τους οπαδούς του, η οποία δεν είναι μικρόν αγαθόν, και διά τα άλλα ομοίως. Τόρα όμως, εάν παιδαγωγηθή καλά έν συμπόσιον, τι μεγάλο πράγμα ημπορεί να συμβή εις τους ιδιώτας ή εις την πόλιν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και πώς; όταν παιδαγωγηθή ένα παιδί ή ένας χορός καθώς πρέπει, τι σπουδαίον πράγμα θα ειπούμεν ότι αποκτά η πόλις; Ή αν μας αποτείνουν αυτήν την ερώτησιν ημπορούμεν να ειπούμεν, ότι από τον ένα μεν μικρά ωφέλεια προκύπτει εις την πόλιν, εάν όμως ερωτάς γενικώς η εκπαίδευσις των εκπαιδευθέντων ποίαν σπουδαίαν ωφέλειαν προξενεί εις την πόλιν, δεν είναι δύσκολον να ειπούμεν ότι, εάν μεν εκπαιδευθούν καλώς, ημπορούν να γίνουν άνδρες αγαθοί, όταν δε γίνουν τοιούτοι, και τα άλλα ημπορούν να εκτελούν καλώς, αλλά ακόμη ημπορούν και να νικούν τους εχθρούς. Η εκπαίδευσις λοιπόν φέρει και την νίκην, ενώ η νίκη κάποτε φέρει την απαιδευσίαν. Διότι πολλοί έγιναν υβριστικώτεροι από τας πολεμικάς νίκας και εφορτώθησαν άπειρα άλλα κακά από την ατασθαλίαν των, και η μεν παιδεία ποτέ δεν έγινε έως τόρα Καδμεία, ενώ νίκαι πολλαί τοιαύται συνέβησαν εις τον κόσμον και θα εξακολουθούν να συμβαίνουν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μου φαίνεται, φίλε μου, ότι εννοείς ότι η κοινή συναναστροφή των συμποσίων κατέχει σπουδαίον κεφάλαιον της εκπαιδεύσεως, εάν γίνη ορθώς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αμέ τι άλλο;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ημπορείς λοιπόν να μας ειπής κατόπιν ότι αυτό που είπαμεν τόρα είναι αληθές;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Καλέ Ξένε, το μεν αληθές, εις το να διισχυρισθή κανείς ότι αυτά είναι ούτως πως, αφού πολλοί τα διαφιλονικούν, είναι ιδιότης, η οποία ανήκει εις τον θεόν. Εάν όμως πρόκειται να ειπώ πώς φρονώ εγώ, δεν υπάρχει κανείς φθόνος, αφού βεβαίως ηρχίσαμεν τόρα να συζητούμεν περί νόμων και πολιτείας. (2)

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό λοιπόν ακριβώς ας προσπαθήσωμεν να εννοήσωμεν, το οποίον συ φρονείς περί των συζητουμένων εδώ ζητημάτων.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως πρέπει να κάμωμεν ούτω πως και να προσπαθήσωμεν μαζί σεις μεν να εννοήσετε, εγώ δε να συσφίξω τας εκφράσεις μου, διά να σας διαφωτίσω. Πρώτον όμως ακούσατε από εμέ το εξής. Την ιδικήν μας πόλιν όλοι οι Έλληνες την νομίζουν ότι είναι φιλόλογος και πολύλογος, όσον δε διά την Λακεδαίμονα και την Κρήτην, την μεν πρώτην βραχύλογον, την δε δευτέραν ότι μάλλον γυμνάζεται εις την πολύνοιαν παρά εις την πολυλογίαν. Προσέχω λοιπόν μήπως σας κάμω την εντύπωσιν ότι λέγω πολλά λόγια δι' ένα μικρόν ζήτημα, δηλαδή ότι διά την μέθην, η οποία είναι μηδαμινόν ζήτημα, ξεκοσκινίζω ένα παμμέγιστον λόγον. Και όμως η φυσική αυτού τακτοποίησις δεν είναι δυνατόν χωρίς μουσικήν ορθότητα να φέρη εις την συζήτησιν σαφές ούτε ικανοποιητικόν αποτέλεσμα. Η μουσική δε πάλιν χωρίς την γενικήν εκπαίδευσιν δεν είναι ικανή. Όλα δε αυτά απαιτούν παρά πολλούς λόγους. Κυττάξετε λοιπόν τι πρέπει να γίνη, δηλαδή αν πρέπει αυτά μεν να τα αφήσωμεν κατά μέρος, να μεταπηδήσωμεν δε εις κανένα άλλο θέμα περί των νόμων.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αθηναίε Ξένε, ίσως δεν γνωρίζεις ότι ευτυχώς η ιδική μας οικογένεια είναι πρόξενος διά την πόλιν σας. Ίσως λοιπόν καθώς εις όλα τα παιδία, όταν ακούσουν ότι είναι πρόξενοι κάποιας πόλεως, γεννάται από αυτό κάποια εύνοια αμέσως από την παιδικήν ηλικίαν εις έκαστον από ημάς τους προξένους δι' αυτήν την πόλιν, ως να είναι δευτέρα πατρίς μας. Ομοίως λοιπόν τόρα συμβαίνει και εις εμέ. Διότι, όταν ήκουα ευθύς από την παιδικήν ηλικίαν από τα παιδία που έλεγαν «Καλέ Μέγιλλε, η πόλις σας μας έκαμε το δείνα κακόν ή καλόν», εκεί που ήκουα αυτά και εφιλονικούσα εναντίον αυτών προς χάριν σας απέκτησα όλην την συμπάθειαν μαζί σας, και δι' αυτό τόρα και η γλώσσα σας μου είναι προσφιλής, και αυτό που λέγουν οι περισσότεροι, ότι δηλαδή όσοι από τους Αθηναίους είναι ενάρετοι είναι κατ' εξοχήν τοιούτοι, μου φαίνεται ότι λέγεται πολύ ορθώς. Διότι μόνον αυτοί χωρίς εξαναγκασμόν εκ φύσεως κατά θείαν μοίραν είναι αληθώς και όχι προσποιητώς αγαθοί, επομένως όσον διά το άτομόν μου με θάρρος, ημπορείς να λέγης όσα σου αρέσει.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και όμως, καλέ Ξένε, άκουσε και τον λόγον της αφεντιάς μου, και αφού τον παραδεχθής λέγε με θάρρος όσα θέλεις. Δηλαδή ίσως ήκουσες ότι εις τούτο το μέρος ο Επιμενίδης ανεδείχθη θείος ανήρ, ο οποίος ήτο οικειακός μας, αφού δε ήλθε εις τον τόπον σας δέκα έτη προ των Περσικών πολέμων συμφώνως με τον χρησμόν του Απόλλωνος, εξετέλεσε μερικάς θυσίας, τας οποίας του συνέστησε ο θεός, και μάλιστα ενώ οι Αθηναίοι εφοβούντο την Περσικήν εκστρατείαν, είπε ότι εντός μεν δέκα ετών δεν θα έλθουν, όταν όμως έλθουν, θα μας ξεφορτωθούν χωρίς να κατορθώσουν τίποτε από όσα ήλπισαν, και αφού πάθουν περισσότερα κακά από όσα θα κάμουν. Τότε λοιπόν εσχετίσθησαν φιλοξενικώς μαζί σας οι πρόγονοί μας και από τότε έχομεν μαζί σας συμπάθειαν εγώ και οι ιδικοί μας γονείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, καθώς φαίνεται, η αφεντιά σας είσθε έτοιμοι να ακούσετε. Η αφεντιά μου όμως όσον διά προθυμίαν είναι έτοιμος, να έχη όμως την ικανότητα δεν είναι τόσον εύκολον, οπωσδήποτε όμως πρέπει να δοκιμάσω. Πρώτον λοιπόν σύμφωνα με το ζήτημά μας ας ορίσωμεν η παιδεία τι πράγμα είναι άραγε και ποίαν δύναμιν έχει. Δηλαδή με αυτήν παραδεχόμεθα ότι ο αρχινισμένος τόρα λόγος μας θα προχωρήση έως ότου να φθάση εις τον Βάκχον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως ημπορούμεν να το κάνωμεν αυτό, εάν σου αρέση.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν εγώ θα ειπώ τι πρέπει να νομίζωμεν ότι είναι η παιδεία, και σκεφθήτε σεις αν σας αρέσει αυτό που λέγω.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ημπορείς να ειπής.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λέγω λοιπόν και διισχυρίζομαι ότι όποιος άνθρωπος σκοπεύει να γίνη αγαθός έστω και εις το ελάχιστον πρέπει από την παιδικήν του ηλικίαν να καταγίνεται και αστείως και σοβαρώς εις τα σχετικά με το ιδιαίτερόν του ζήτημα· λόγου χάριν όποιος θέλει να γίνη καλός γεωργός ή οικοδόμος, αυτός μεν πρέπει να παίζη κτίζων κανέν από τα παιδακίστικα οικοδομήματα, εκείνος δε πάλιν καλλιεργών την γην, και όστις ανατρέφει τον καθένα από αυτούς τους δύο πρέπει να του κατασκευάση εργαλεία μικρά, ως απομίμησιν των αληθινών. Ωρισμένως δε και διά τα μαθήματα όσα είναι ανάγκη να τα προμελετήση να τα προμελετά· λόγου χάριν ο τέκτων να μετρά ή να σταφνίζη και ο πολεμικός να ιππεύη παίζων ή εκτελών κάτι παρόμοιον και να προσπαθή με τα παιγνίδια εκεί να στρέψη τας ηδονάς και τας επιθυμίας των παίδων, όπου όταν φθάσουν αυτοί πρέπει να λάβουν τέλος. Ως κυριώτερον λοιπόν εις την παιδείαν θεωρούμεν την ορθήν ανατροφήν, η οποία προ πάντων θα οδηγήση την ψυχήν του παίζοντος να αγαπήση μανιωδώς εκείνο, εις το οποίον θα είναι ανάγκη, όταν γίνη ανήρ, να τελειοποιηθή εις το πραγματικόν. Σκεφθήτε λοιπόν, καθώς σας είπα, αν έως εδώ σας αρέσει αυτό που λέγω.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν και τι ονομάζομεν παιδείαν ας μην το αφήσωμεν απροσδιόριστον. Δηλαδή τώρα μεν υβρίζοντες και επαινούντες του καθενός την ανατροφήν λέγομεν ότι άλλος μεν από ημάς είναι πεπαιδευμένος, άλλος δε ότι είναι απαίδευτος κάποτε και εις το εμπόριον και εις την ναυτιλίαν και διά πολλούς παρομοίους ανθρώπους πολύ καλά μαθημένους. Διότι, καθώς φαίνεται, ο ιδικός μας λόγος δεν περιστρέφεται εις τους θεωρούντας αυτά ως εκπαίδευσιν, αλλά μόνον η γυμνάζουσα από την παιδικήν ηλικίαν εις την αρετήν, και καθιστώσα αυτόν θιασώτην και εραστήν εις το να γίνη τέλειος πολίτης, ο οποίος να εξουσιάζη και να υποτάσσεται δικαίως. Αυτήν την ανατροφήν ξεχωρίζει, καθώς μου φαίνεται, ο λόγος μας αυτός και τώρα θέλει μόνον αυτήν να ονομάζη παιδείαν, εκείνην δε που αποβλέπει εις χρήματα ή καμμίαν άλλην που αποβλέπει εις πολιτικήν δύναμιν ή καμμίαν άλλην σοφίαν χωρίς νουν και δικαιοσύνην την θεωρεί βάναυσον και ανελευθέραν και αναξίαν απολύτως να ονομάζεται παιδεία. Ημείς λοιπόν ας μη διαφωνούμεν μεταξύ μας διά τας λέξεις, αλλά ας συμφωνήσωμεν εις αυτόν τον λόγον μας τώρα και ας τον αφήσωμεν να ισχύη, δηλαδή οι ορθώς εκπαιδευόμενοι σχεδόν γίνονται αγαθοί, και επομένως την παιδείαν δεν πρέπει ποτέ να την περιφρονούμεν, διότι έρχεται πρώτη από όλα τα αγαθά εις τους καλλιτέρους ανθρώπους. Και αν κάποτε μας φεύγη, και είναι δυνατόν να την επαναφέρωμεν, αυτό πρέπει να κάμη πάντοτε ο καθείς όσον ημπορεί εις όλην του την ζωήν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά, και παραδεχόμεθα όσα λέγεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως προ πολλού εσυμφωνήσαμεν ότι αγαθοί είναι όσοι είναι ικανοί να εξουσιάζουν τον εαυτόν των, κακοί δε όσοι δεν είναι ικανοί.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας επαναλάβωμεν καθαρώτερα τι εννοούμεν άραγε με αυτό που λέγομεν. Και σας παρακαλώ να δεχθήτε να σας παραστήσω με εικόνα, εάν κάπως ημπορέσω να σας εκφράσω το τοιούτον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λέγε και μη σε μέλει.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν πρέπει να θεωρήσωμεν έκαστον από τα άτομά μας ως ένα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και ότι έχει μέσα του δύο συμβούλους αντιθέτους και ανοήτους, τους οποίους ονομάζομεν ηδονήν και λύπην;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι αληθές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εκτός δε αυτών των δύο πάλιν άλλας δύο γνώμας περί των μελλόντων, αι οποίαι κοινώς μεν ονομάζονται ελπίς, (πρόβλεψις), ιδιαιτέρως δε φόβος μεν ονομάζεται η προ της λύπης ελπίς, θάρρος δε η ελπίς η προηγουμένη του αντιθέτου. Έξω δε από όλα αυτά υπάρχει ο λογισμός, όστις υπολογίζει ποίον από αυτά είναι καλλίτερον ή χειρότερον, ο οποίος, όταν γίνη κοινή απόφασις της πόλεως, έχει το ιδιαίτερον όνομα νόμος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μόλις κάπως σε παρακολουθώ, οπωσδήποτε όμως λέγε τα ερχόμενα κατόπιν ως να παρακολουθώ.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Και εγώ το ίδιον αισθάνομαι ότι συμβαίνει.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Περί αυτών λοιπόν ας σκεφθώμεν ούτω πως. Πρέπει να θεωρήσωμεν έκαστον από ημάς ως θαύμα θείον, μεταξύ των ζώων το οποίον εδημιουργήθη από τους θεούς είτε ως παιγνίδιον είτε ως σοβαρόν έργον. Διότι αυτό βεβαίως δεν το γνωρίζομεν, αλλά τούτο μόνον, ότι αυτά τα πάθη μέσα μας ως να είναι νεύρα ή νήματα συνδετικά μας συσφίγγουν και μας σύρουν μεταξύ των, επειδή είναι αντίθετα εις αντιθέτους πράξεις, εκεί ακριβώς όπου είναι η χωριστή θέσις της αρετής και της κακίας. Διότι ο λόγος μας λέγει ότι πρέπει να ακολουθούμεν την μίαν από τας έλξεις πάντοτε και ποτέ να μην απομένωμεν πίσω από εκείνας και σύρωμεν με τα άλλα νεύρα εις το αντίθετον, και ότι αυτή είναι η χρυσή και ιερά διοίκησις του νου, η οποία ονομάζεται κοινός νόμος της πόλεως, και ότι αι άλλαι είναι σκληραί και σιδήριναι, ενώ αυτή είναι μαλακή ως χρυσή, αι δε άλλαι όμοιαι προς ποικίλας μορφάς. Οφείλομεν λοιπόν να ερχώμεθα επίκουροι πάντοτε εις την καλλίστην διοίκησιν του νόμου. Διότι, επειδή ο λογισμός είναι καλός και μειλίχιος και όχι εκβιαστικός, χρειάζεται υπηρέτας η διοίκησίς του, διά να νικά προς το καλόν μας το χρυσούν γένος τα άλλα γένη. Και λοιπόν ούτω πως η συζήτησις περί της αρετής ημπορεί να σωθή με την παραδοχήν ότι ημείς είμεθα θαυματουργήματα, και το να γινώμεθα κύριοι ή υποχείριοι του εαυτού μας θα εγίνετο κάπως σαφέστερον τι θέλει να ειπή, και ότι από μίαν πόλιν και από ένα ιδιώτην ο μεν ιδιώτης πρέπει να λάβη μέσα του λόγον αληθή περί τούτων των έλξεων και να ζη υπακούων εις αυτόν, η δε πόλις ή από κανένα θεόν ή από αυτόν ο οποίος ενόησε αυτά να παραλάβη τον λόγον, και, αφού τον θεσπίση ως νόμον, να συναλλάσσεται και με τον εαυτόν της και με τας άλλας πόλεις. Κατά αυτόν λοιπόν τον τρόπον θα ήτο σαφέστερον να διατυπωθή και η κακία και η αρετή. Όταν δε τούτο φανή καθαρώτερα, τότε ίσως γίνουν ευνοητότεραι και η παιδεία και αι άλλαι ασχολίαι και μάλιστα και το ζήτημα της συναναστροφής εις τας οινοποσίας, το οποίον είναι μεν πιθανόν να νομισθή ως μεγάλη και περιττή μακρολογία, η οποία ελέχθη διά μηδαμινόν πράγμα, αλλά βεβαίως ημπορεί ίσως να αποδειχθή ότι δεν είναι αντάξιον προς το μήκος αυτής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Καλά το είπες και ας τελειώνωμεν οτιδήποτε είναι αντάξιον αυτής της συζητήσεώς μας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λέγε λοιπόν. Όταν εις αυτό το θαυματούργημα προσφέρωμεν την μέθην, ποίαν ιδιότητα το κάμνομεν να έχη;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πού αποβλέπεις λοιπόν και εξαναρωτάς αυτό;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ακόμη δεν αποβλέπω προς τίποτε, γενικώς όμως εξετάζω, όταν τούτο συγκοινωνήση με αυτό, ποίου είδους θα συμβή να γίνη. Θα προσπαθήσω δε να είπω καθαρώτερα ακόμη τι εννοώ. Δηλαδή ερωτώ το εξής: Άραγε κάμνει σφοδροτέρας τας ηδονάς και τας λύπας και τας εξάψεις και τους έρωτας η πόσις του οίνου;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά πάλιν τι κάμνει τας αισθήσεις και τας αναμνήσεις και τας γνώμας και τας φρονήσεις; Άραγε τας κάμνει επίσης σφοδροτέρας ή μήπως όλα αυτά τον εγκαταλείπουν, όταν το παρακάμη εις την μέθην;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα· τον εγκαταλείπουν εντελώς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν επιστρέφει πάλιν οπίσω εις την ιδίαν ψυχικήν διάθεσιν, που είχε τότε που ήτο παιδάριον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ ολίγον λοιπόν θα ημπορούσε αυτός τότε να συγκρατήση τον εαυτόν του.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βέβαια πολύ ολίγον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Άραγε λοιπόν δεν λέγομεν ότι είναι πονηρότατος ο τοιούτος;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ βεβαίως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επομένως, καθώς φαίνεται, δεν γίνεται παλίμπαις μόνον ο γέρων, αλλά και ο μεθυσμένος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λαμπρότατα το είπες, καλέ Ξένε.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Υπάρχει λοιπόν λόγος, ο οποίος θα προσπαθήση να μας καταπείση ότι πρέπει να δοκιμάσωμεν αυτήν την πράξιν και να μη την αποφύγωμεν με όλας μας τας δυνάμεις που ημπορούμεν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Φαίνεται ότι υπάρχει. Συ τουλάχιστον αυτό λέγεις και προ ολίγου ήσο έτοιμος να το ειπής.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πραγματικώς ορθά το ενθυμείσαι. Και τόρα βεβαίως είμαι έτοιμος, αφού είπατε σεις οι δύο ότι θα έχετε την ευχαρίστησιν να με ακούσετε προθύμως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και πώς δεν θα ακούσωμεν; Και αν όχι διά τίποτε άλλο, τουλάχιστον διά το αξιοθαύμαστον και παράδοξον ζήτημα, αν ίσως οφείλει κανείς να εμβάλλη τον εαυτόν του εκουσίως εις πλήρη ελεεινότητα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Θα εννοής της ψυχής ελεεινότητα. Δεν είναι έτσι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά τόρα, καλέ μου φίλε, όταν εμβάλλη τον εαυτόν του εις πονηρίαν του σώματος και ισχνότητα και ασχημίαν και αδυναμίαν; Άραγε θα απορούμεν αν ίσως κανείς φθάση εις αυτήν την κατάστασιν εκουσίως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; όσοι πηγαίνουν μόνοι των εις τα ιατρεία, διά να πάρουν φάρμακον, θα νομίζωμεν ότι δεν γνωρίζουν ότι εις ολίγον καιρόν κατόπιν και διά πολλάς ημέρας θα έχουν το σώμα εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε, εάν επρόκειτο να το έχουν ούτω πως έως το τέλος, δεν θα εδέχοντο να ζουν; ή όσοι πηγαίνουν εις τας ασκήσεις και τους κόπους δεν γνωρίζομεν ότι προς στιγμήν γίνονται αδυνατισμένοι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Όλα αυτά τα γνωρίζομεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και ακόμη ότι χάριν της κατόπιν ωφελείας των πηγαίνουν θεληματικώς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Κάλλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δεν πρέπει λοιπόν και διά τας άλλας ασχολίας να σκεπτώμεθα κατά τον ίδιον τρόπον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επομένως και διά την συναναστροφήν εις την οινοποσίαν δεν πρέπει να σκεπτώμεθα με τον ίδιον τρόπον, αν βεβαίως είναι δυνατόν εις αυτήν να υπάρξη ορθή σκέψις;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επομένως, εάν αποδειχθή ότι μας παρέχει καμμίαν ωφέλειαν όχι κατωτέραν από την σωματικήν, τότε βεβαίως είναι προτιμοτέρα κατ' αρχήν από την σωμασκίαν, διότι αυτή μεν γίνεται με πόνους, εκείνη όμως όχι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς, απορώ όμως πώς είναι δυνατόν να αντιληφθώμεν τοιούτον πράγμα εις αυτό.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τότε λοιπόν, καθώς φαίνεται, πρέπει ακριβώς αυτό να προσπαθήσωμεν να ειπούμεν πλέον. Και ειπέ μου, σε παρακαλώ. Ημπορούμεν να αντιληφθώμεν δύο είδη φόβων σχεδόν αντίθετα μεταξύ των;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποία λοιπόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τα εξής. Φοβούμεθα, νομίζω, τα κακά, όταν περιμένωμεν να συμβούν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά φοβούμεθα πολλάκις και την κοινήν γνώμην, διότι νομίζομεν ότι θα νομιζώμεθα κακοί, όταν κάμνωμεν ή λέγωμεν τίποτε από τα άσχημα, αυτόν δε ακριβώς τον φόβον ημείς βεβαίως, νομίζω δε και όλοι οι άλλοι, τον ονομάζομεν καταισχύνην.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτά λοιπόν τα δύο είδη των φόβων έλεγα. Εκ των οποίων ο είς είναι αντίθετος προς τους πόνους και τους άλλους φόβους, και επίσης αντίθετος προς τας περισσοτέρας και σπουδαιοτέρας ηδονάς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Άραγε λοιπόν και ο νομοθέτης και οποιοσδήποτε άλλος, έστω και αν αυτός ημπορή ελάχιστα να μας ωφελήση, δεν σέβεται τούτον τον φόβον με την μεγαλιτέραν τιμήν, και δεν τον ονομάζει εντροπήν, το δε αντίθετον προς αυτόν θάρρος δεν το ονομάζει αναίδειαν και δεν το θεωρεί μέγιστον κακόν και ιδιωτικώς και δημοσίως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν μας σώζει αυτός ο φόβος και εις πολλά άλλα και δεν μας προετοιμάζει την νίκην και σωτηρίαν εις τον πόλεμον τόσον υπερβολικά, όσον κανέν άλλο; Επομένως δύο είναι τα προπαρασκευάζοντα την νίκην, το θάρρος μεν εμπρός εις τους εχθρούς, ο φόβος δε εμπρός εις τους φίλους διά την άνανδρον καταισχύνην.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι αληθές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επομένως οφείλει έκαστος από ημάς να γίνεται, άφοβος και περίτρομος. Διά ποίον όμως λόγον πρέπει να γίνη το έν ή το άλλο, το εξεκαθαρίσαμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως, ενώ θέλομεν να καταστήσωμεν έκαστον άφοβον, τον οδηγούμεν εις τον φόβον πολλών φόβων κάπως με νόμον, και τον κάμνομεν τοιούτον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Έτσι φαίνεται.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά τόρα; Όταν προσπαθούμεν να κάμωμεν κανένα με δικαιοσύνην περίτρομρν, άραγε δεν πρέπει να τον συγκρούωμεν με την αναίδειαν και προγυμνάζοντες να τον κάμνωμεν να νικά τας ηδονάς του αντιτασσόμενος προς αυτάς; Ή μήπως διά να γίνη μεν τέλειος εις την ανδρείαν πρέπει να αντιτάσσεται προς την εσωτερικήν του δειλίαν και να νικά αυτήν, ενώ, αν βεβαίως μείνη αμαθής και αγύμναστος εις τα τοιαύτα αγωνίσματα οποιοσδήποτε, δεν θα ημπορέση να γίνη ούτε το ήμισυ από ό,τι θα εγίνετο ο ίδιος ως προς την αρετήν; Τόρα όμως είναι δυνατόν άραγε να γίνη τελείως σώφρων, εάν δεν αγωνισθή να φαίνεται αναιδής προς πολλάς παρακινητικάς ηδονάς και επιθυμίας και να τας αδική αντικρούων αυτάς, και εάν δεν νικήση με λόγον και με έργον και με τέχνην και εις τα παιγνίδια και εις τα σοβαρά έργα, παρά εάν δεν δοκιμάση αντιθέτως τα τοιαύτα παθήματα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως δεν είναι δυνατόν να έχη τον ορθόν λόγον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; έδωκε κανείς θεός εις τους ανθρώπους τοιούτον φάρμακον του φόβου, ώστε, όσον περισσότερον θελήση κανείς να πίνη από αυτό, τόσον περισσότερον να νομίζη ότι γίνεται δυστυχής εις εκάστην δόσιν, και να φοβήται όλα όσα έχει τόρα και όσα θα έχη εις το μέλλον, και εις το τέλος να καταντήση εις τρόμον δι' όλα τα πράγματα ο ανδρειότατος από τους ανθρώπους, αφού όμως αποκοιμηθή και ελευθερωθή από το ποτόν να γίνεται πάλιν ο ίδιος κάθε τόσον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και ποίον ποτόν τοιούτου είδους, καλέ ξένε, ημπορούμεν να ειπούμεν ότι εδόθη εις τους ανθρώπους;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Κανέν· εάν όμως μας ήρχετο από πουθενά, θα ήτο εις τίποτε χρήσιμον διά τον νομοθέτην; λόγου χάριν θα ημπορούσαμεν να συζητήσωμεν πολύ καλά περί αυτού τα εξής με αυτόν: ειπέ μας, καλέ νομοθέτα, είτε διά τους Κρήτας είτε δι' οποιουσδήποτε άλλους νομοθετείς, πρώτον μεν θα εδέχεσο άραγε να είσαι ικανός να λαμβάνης έλεγχον περί της ανδρείας και δειλίας των πολιτών;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ναι, θα έλεγε βεβαίως πας τις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πώς όμως; Με ασφάλειαν και χωρίς μεγάλους κινδύνους ή με τα αντίθετα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και εδώ με ασφάλειαν θα παραδεχθή να ειπή πας τις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ημπορούσες όμως να μεταχειρισθής εις τους φόβους τούτους εκείνον, όστις δεν υπακούει εις εσέ να γίνη εις όλα καθώς τον θέλεις, οδηγών αυτόν και εξελέγχων μέσα εις τα παθήματα, ώστε να τον αναγκάζης να γίνεται άφοβος, άλλον προτρέπων και συμβουλεύων και τιμών και άλλον εξευτελίζων; Και, εάν μεν ασκηθή καλώς, να τον απολύσης ατιμώρητον, εάν δε ασκηθή κακώς, να του επιβάλης πρόστιμον; Ή κατ' αρχήν δεν θα έκαμνες χρήσιν αυτού του ποτού, μολονότι άλλως δεν έχεις κανέν παράπονον εναντίον του (του ποτού);

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και πώς δεν θα έκαμνε κανείς χρήσιν αυτού, καλέ Ξένε;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τουλάχιστον, καλέ μου φίλε, αυτό θα ήτο σχετικώς με τα σημερινά αξιοθαύμαστος άσκησις ως προς την ευκολίαν δι' άτομα χωριστά και δι' ολίγους και δι' όσους θέλει κανείς κάθε τόσον, επομένως και όταν μόνος του κανείς εις την ερημίαν προεξοφλή την πρώτην εντροπήν, διότι νομίζει ότι δεν πρέπει να βλέπεται από κανένα πριν να γίνη καλά, και ούτω πως γυμνάζεται απέναντι των φόβων και μόνον ένα ποτόν προετοιμάζει αντί απείρων άλλων δυσκολιών, ορθώς θα εκτελή αυτό, και όταν κανείς έχη πεποίθησιν εις τον εαυτόν του ότι εκ φύσεως και μελέτης είναι καλά προετοιμασμένος και δεν διστάζη διόλου να γυμνάζεται μαζί με περισσοτέρους συμποσιαστάς και να αποδεικνύη ότι υπερβάλλει και υπερνικά την δύναμιν του ποτού, η οποία συνίσταται εις την αναγκαστικήν διαφοράν αυτού, ώστε να μη εκτελή ούτε έν μέγα σφάλμα από αναίδειαν ούτε να παθαίνη καμμίαν μεταβολήν ένεκα της αρετής του, εις την τελευταίαν όμως δόσιν του ποτού να απομακρύνεται πριν φθάση εις αυτήν, φοβούμενος μήπως όλοι οι άνθρωποι νικηθούν από το ποτόν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα. Διότι βεβαίως, καλέ Ξένε, θα ήτο σώφρων και αυτός, αν πράξη ούτω πως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας ειπούμεν πάλιν εις τον νομοθέτην τα εξής: Κύριε νομοθέτα, όσον βεβαίως διά τον φόβον σχεδόν ούτε κανείς θεός έδωκε φάρμακον εις τους ανθρώπους ούτε μόνοι μας εφευρήκαμεν. Και βεβαίως τους ταχυδακτυλουργούς δεν τους λογαριάζω. Αλλά διά την αφοβίαν και διά το υπερβολικόν και παράκαιρον θάρρος, τα οποία δεν χρειάζονται, άραγε υπάρχει ποτόν, ή πώς άλλως το εννοούμεν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως υπάρχει, θα ειπή, εννοών τον οίνον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Άραγε και αντίθετον είναι τούτο προς αυτό πού λέγομεν τώρα; Δηλαδή δεν κάμνει άραγε εκείνον που πίνει αυτό πρώτον μεν περισσότερον ιλαρόν από ό,τι ήτο προηγουμένως ο ίδιος και όσον περισσότερον δοκιμάζει από αυτό, τόσον περισσοτέρας ελπίδας δεν αποκτά και πεποίθησιν εις την δύναμίν του; Εις το τέλος μάλιστα δεν φορτώνεται ο τοιούτος απόλυτον παρουσιαστικότητα και ελευθερίαν ως να είναι σοφός, και απόλυτον αφοβίαν, ώστε και να ειπή οτιδήποτε χωρίς δισταγμόν, και ομοίως να διατάξη;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό, νομίζω, ο καθείς θα το παραδεχθή.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ας ενθυμηθούμεν λοιπόν το εξής· ότι δύο πράγματα πρέπει να γυμνάζωνται εις την ψυχήν μας, το έν μεν πώς να έχωμεν όσον το δυνατόν περισσότερον θάρρος, το άλλο δε πώς να έχωμεν όσον το δυνατόν περισσότερον φόβον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτά που έλεγες διά την εντροπήν, καθώς νομίζομεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Καλά το ενθυμείσθε. Αφού όμως πρέπει να μελετάται εις τα τοιαύτα η ανδρεία και η αφοβία, τότε πρέπει να εξετάσωμεν μήπως άραγε τα αντίθετα πρέπει να θεραπεύωνται με τα αντίθετα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι λογικόν βεβαίως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εις όσα πάθη λοιπόν επλάσθημεν να είμεθα υπερβολικά θαρραλέοι και θρασείς εις αυτά, καθώς φαίνεται, πρέπει να γυμναζώμεθα όσον το δυνατόν να είμεθα αδιάντροποι και γεμάτοι από θράσος, περίτρομοι όμως εις το να τολμώμεν κάθε τόσον να λέγωμεν ή να πάσχωμεν ή και να κάμνωμεν οτιδήποπε αισχρόν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Έτσι φαίνεται.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν όλα αυτά εις τα οποία είμεθα τοιούτοι είναι η έξαψις, ο έρως, η υβριστικότης, η αμάθεια, η φιλοκέρδεια, η δειλία, και ακόμη τα εξής, ο πλούτος, το κάλλος, η ισχύς και όσα πάλιν μας μεθούν με ηδονήν και μας κάμνουν παράφρονας. Δι' αυτά δε ποίαν ηδονήν ευθηνοτέραν και αβλαβεστέραν από την της οινοποσίας, πρώτον μεν διά να αποκτήσωμεν πείραν, έπειτα δε διά να ασκηθώμεν, ημπορούμεν να αναφέρωμεν περισσότερον μετρημένην, οσονδήποτε και αν μας έλθη με προφύλαξιν; Δηλαδή ας προσέξωμεν. Εις μίαν ψυχήν κακότροπον και αγρίαν, από την οποίαν προέρχονται αναρίθμητοι αδικίαι, ποιον είναι επισφαλέστερον, να την δοκιμάσωμεν ερχόμενοι εις συναλλαγάς και κινδυνεύοντες δι' αυτάς, ή να την σχετισθούμεν με την εορτήν του Διονύσου; Ή διά μίαν ψυχήν, η οποία υπέκυψε εις τας αφροδισιακάς ηδονάς, πρέπει να λάβωμεν έλεγχον, αφού εμπιστευθώμεν τας θυγατέρας μας και τους υιούς μας και τας γυναίκας μας, και με τοιούτον κίνδυνον διά τους φιλτάτους μας, να ερευνήσωμεν το ήθος της ψυχής του; Και άπειρα άλλα βεβαίως ημπορεί να αναφέρη κανείς χωρίς να τελειώση ποτέ, διά να αποδείξη πόσον προτιμότερον είναι η παιγνιώδης εξέτασις δωρεάν χωρίς επιζήμιον μισθόν. Και λοιπόν όσον δι αυτό το ίδιον ούτε οι Κρήτες ούτε κανείς από τους άλλους ανθρώπους νομίζομεν ότι θα το διαφιλονικήση, ότι δηλαδή δεν είναι καθώς πρέπει αυτή η δοκιμή του ενός με τον άλλον, και είναι ανωτέρα από τας άλλας εξελέγξεις και ως προς την ευθηνίαν και την ασφάλειαν και την ταχύτητα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι αληθές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτό λοιπόν ίσως είναι έν από τα χρησιμώτερα πράγματα, δηλαδή το να γνωρίζωμεν τας φύσεις και διαθέσεις των ψυχών με εκείνην την τέχνην, εις την οποίαν ανήκει η ιδιότης να καλλιεργή αυτά. Ανήκει δε, είπαμεν, καθώς νομίζω, εις την πολιτικήν. Δεν είναι έτσι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΒΙΒΛΙΟΝ Β'.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, καθώς φαίνεται, το εξής πρέπει να εξετάσωμεν κατόπιν από αυτά, άραγε μόνον αυτό το πλεονέκτημα έχει το να γνωρίζωμεν πώς είμεθα εκ φύσεως ή μήπως υπάρχει και κάποια σπουδαία ωφέλεια αξία μελέτης εις την ορθήν χρήσιν της συμποσιακής συναναστροφής; Τι παραδεχόμεθα λοιπόν; Υπάρχει, καθώς φαίνεται ότι θέλει να δηλώση ο λόγος μας. Πού όμως και πώς, ας ακούσωμεν με προσοχήν, μήπως παραπλανηθώμεν από αυτόν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λέγε λοιπόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν εγώ επιθυμώ πάλιν να αναθεωρήσωμεν τι φρονούμεν ότι είναι δι' ημάς η ορθή εκπαίδευσις. Διότι, καθώς εγώ μαντεύω τόρα, εις την ασχολίαν αυτήν, καλώς ασκουμένην, έγκειται η σωτηρία τούτου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Σπουδαίον είναι αυτό που λέγεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λέγω λοιπόν ότι πρώτη αίσθησις των παίδων είναι η ηδονή και η λύπη, αυτά δε είναι τα αισθήματα με τα οποία εισέρχεται εις την ψυχήν η αρετή και η κακία. Η φρόνησις όμως και αι ασφαλώς αληθείς γνώμαι είναι ευτύχημα, αν εις κανένα εισέλθουν και εις την γεροντικήν ηλικίαν του. Το βέβαιον όμως είναι ότι ο άνθρωπος είναι τέλειος, όταν αποκτήση αυτά και όσα αγαθά υπάρχουν εις αυτά. Θεωρώ λοιπόν την εκπαίδευσιν ως την πρώτην αρετήν η οποία εισέρχεται εις τους παίδας. Η δε ηδονή και η φιλία και η λύπη και το μίσος, αν εισέλθουν ορθώς εις τας ψυχάς εκείνων οι οποίοι ακόμη δεν ημπορούν να αποκτήσουν ορθώς τον λόγον, και αν, αφού αποκτήσουν τον λόγον, συμφωνήσουν με αυτόν ότι πολύ ορθά εξησκήθησαν εις τα ορθά ήθη, αυτή η συμφωνία εις το όλον της είναι αρετή. Το μέρος όμως αυτής το οποίον ανετράφη ορθώς ως προς τας ηδονάς και λύπας, ώστε να μισή μεν όσα πρέπει να μισή αμέσως από την αρχήν έως εις το τέλος, να αγαπά δε όσα πρέπει να αγαπά, αυτό ακριβώς αν αποκόψης από τον λόγον και το ονομάσης εκπαίδευσιν, θα πράξης ορθώς κατά την γνώμην μου τουλάχιστον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και βεβαίως, καλέ Ξένε, και τα προηγούμενα που είπες περί της παιδείας και αυτά που είπες τώρα μου φαίνονται ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Καλά λοιπόν. Και λοιπόν από αυτάς τας ορθώς μορφουμένας ηδονάς και λύπας, αι οποίαι αποτελούν την παιδείαν, αι περισσότεραι χαλούν (παραλύουν) συνήθως εις τον βίον μεταξύ των ανθρώπων και καταστρέφονται, οι δε θεοί λυπηθέντες το γένος των ανθρώπων, το οποίον επλάσθη κοπιαστικόν, ώρισαν ως διαλείμματα των κόπων των τας διαδοχικάς εορτάς προς χάριν αυτών, και μας έδοσαν τας Μούσας με αρχηγόν τον Απόλλωνα και τον Διόνυσον ως συνεορταστάς, διά να διορθώνουν τουλάχιστον την ανατροφήν των, η οποία εις τας εορτάς γίνεται μαζί με τους θεούς. Λοιπόν πρέπει να προσέξωμεν αν είναι κατά φύσιν αληθής ο λόγος ο οποίος τόρα εγκωμιάζεται από ημάς. Ή πώς αλλέως; Λέγει δε αυτός ότι όλα τα νεαρά, διά να ειπούμεν ούτω πως, και με τα σώματα και με τας φωνάς δεν ημπορούν να ησυχάζουν, αλλά ζητούν πάντοτε να κινούνται και να φωνάζουν, και άλλα μεν πηδούν και σκιρτούν, ως να χορεύουν ηδονικώς και να παίζουν, άλλα δε φωνάζουν όλας τας φωνάς. Και λοιπόν τα μεν άλλα ζώα δεν έχουν αίσθησιν της τάξεως και αταξίας των κινήσεών των, αι οποίοι μάλιστα ονομάζονται ρυθμός και αρμονία. Εις ημάς όμως αυτοί οι θεοί που είπαμεν ότι μας εδόθησαν ως συνεορτασταί, αυτοί οι ίδιοι είναι εκείνοι που μας έδοσαν την ρυθμικήν και την μελωδικήν αίσθησιν μαζί με την ηδονήν, με την οποίαν μάλιστα αυτοί μας παρακινούν και αυτοί είναι χορηγοί μας, οι οποίοι μας συνδυάζουν με ωδάς και με χορούς μεταξύ μας και ωνόμασαν τους χορούς με αυτό το όνομα το φυσικώς παραγόμενον από την χαράν.

Λοιπόν θέλετε να παραδεχθώμεν αυτό πρώτον; Δηλαδή να δεχθώμεν ότι η πρώτη εκπαίδευσις γίνεται με τας Μούσας και τον Απόλλωνα, ή πώς αλλέως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν θα ειπούμεν ότι ο μεν απαίδευτος είναι αχόρευτος, ο δε πεπαιδευμένος είναι αρκετά γυμνασμένος εις τον χορόν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως όμως το σύνολον του χορού και του άσματος λέγεται χορός.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι επόμενον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επομένως όστις είναι καλώς πεπαιδευμένος θα είναι ικανός εις το να ψάλλη και να χορεύη καλώς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Φαίνεται.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ας προσέξωμεν λοιπόν τι σημαίνει αυτό το οποίον λέγομεν τόρα πάλιν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λέγομεν να ψάλλη και να χορεύη καλώς, αλλ' άραγε θα προσθέσωμεν και καλά άσματα να ψάλλη και καλούς χορούς να χορεύη, ή όχι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πρέπει να προσθέσωμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα όμως; Αν νομίζη τα καλά ότι είναι καλά και τα άσχημα, άσχημα και ούτω πως τα μεταχειρίζεται; Άραγε καλλίτερα θα είναι γυμνασμένος ο τοιούτος εις τον χορόν και την μουσικήν, ή εκείνος ο οποίος με το σώμα του και την φωνήν του ημπορεί να εκτελή ό,τι σχεδιάση εκάστοτε καλόν, δεν ευχαριστείται όμως με τα καλά ούτε μισεί τα μη καλά; Ή μήπως εκείνος ο οποίος με το σώμα και με την φωνήν του δεν είναι τόσον πολύ ικανός να εκτελή ή να σχεδιάζη, με την ηδονήν όμως και την λύπην τα εκτελεί, άλλα μεν ασπαζόμενος, όσα είναι καλά, άλλα δε αποτροπιαζόμενος, όσα είναι όχι καλά;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μεγάλη είναι αυτή η διαφορά, καλέ Ξένε, που λέγεις διά την παιδείαν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, εάν μεν ημείς που είμεθα τρεις, γνωρίζομεν το καλόν και ως προς το άσμα, και ως προς τον χορόν, τότε γνωρίζομεν επίσης ορθώς και τον πεπαιδευμένον και τον απαίδευτον. Εάν όμως αγνοούμεν τούτο, τότε δεν θα ημπορέσωμεν ποτέ να διακρίνωμεν αν υπάρχει καμμία επιτήρησις της παιδείας και πού. Άραγε δεν είναι έτσι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως έτσι είναι.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επομένως κατόπιν από αυτό πρέπει πλέον ημείς αυτά να ερευνήσωμεν ωσάν κυνηγετικά σκυλλιά, δηλαδή το καλόν σχήμα και μέλος (μελωδίαν) και άσμα και χορόν. Εάν όμως αυτά μας ξεφύγουν, κατόπιν θα είναι μάταιος ο λόγος μας περί ορθής παιδείας είτε ελληνικής είτε βαρβαρικής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ καλά. Λοιπόν ποίον τέλος πάντων σχήμα ή μελωδίαν πρέπει να θεωρούμεν καλόν; Λόγου χάριν, όταν μία ανδρική ψυχή κατέχεται από κόπωσιν και πάλιν μία δειλή όταν ευρίσκεται εις τα ίδια και ίσα πάθη, άραγε όμοια τα σχήματά των και αι φωναί των συμβαίνει να γίνωνται;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πως είναι δυνατόν, αφού ούτε τα χρώματά των δεν είναι όμοια;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ καλά, φίλε μου. Αλλά βεβαίως εις μεν την μουσικήν υπάρχουν και σχήματα και μελωδίαι, αφού η μουσική καταγίνεται εις τον ρυθμόν και την αρμονίαν, ώστε είναι δυνατόν μεν να μιμηθή κανείς εύρυθμον και εναρμόνιον μέλος ή σχήμα, εύχρωμον όμως, καθώς το παρομοιάζουν οι χοροδιδάσκαλοι, δεν είναι δυνατόν να λέγεται ορθώς. Όσον όμως διά το σχήμα του δειλού και του ανδρείου ή την μελωδίαν είναι ορθόν να τα ονομάζωμεν των μεν ανδρείων καλά, των δε δειλών άσχημα. Και λοιπόν, διά να μην έχωμεν πολλήν μακρολογίαν δι' όλα αυτά, ας δεχθώμεν ότι όσα μεν σχετίζονται με την αρετήν της ψυχής ή του σώματος, είτε της ιδίας είτε καμμιάς εικόνος της, όλα είναι καλά, και τα σχήματα και αι μελωδίαι, όσα δε σχετίζονται με την κακίαν είναι όλως το αντίθετον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά μας προτρέπεις, και τόρα ας αποκριθώμεν ότι αυτά είναι αληθή.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ακόμη όμως και το εξής. Άραγε όλοι οι άνθρωποι ομοίως ευχαριστούμεθα με όλους τους χορούς, ή πολύ απέχομεν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ολότελα μάλιστα απέχομεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ποίον ημπορούμεν να δεχθώμεν ότι είναι αυτό που μας απατά; Άραγε δεν είναι τα ίδια πράγματα ωραία δι' όλους μας, ή είναι μεν, αλλά δεν φαίνονται ότι είναι τα ίδια; Διότι βεβαίως δεν είναι δυνατόν να ειπή κανείς ποτέ ότι οι χοροί της κακίας είναι καλλίτεροι παρά της αρετής, ούτε ότι αυτός μεν ευχαριστείται με τα σχήματα της μοχθηρίας, οι άλλοι όμως με κάποιαν αντίθετον Μούσαν προς αυτά. Και βεβαίως οι περισσότεροι νομίζουν ότι ορθότης της μουσικής είναι η δύναμις η οποία προξενεί εις τας ψυχάς ηδονήν. Αλλ' αυτό μεν δεν είναι ούτε υποφερτόν ούτε απολύτως όσιον να το λέγη κανείς, αλλά το εξής είναι περισσότερον πιθανόν να μας πλανά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επειδή όσα συμβαίνουν εις τους χορούς είναι μιμήσεις των χαρακτήρων και γίνονται με πολυειδείς πράξεις και τύχας και ηθοποιίας και μιμήσεις, τας οποίας εκτελεί έκαστον πρόσωπον, δι' όσους μεν είναι σύμφωνα με τον χαρακτήρα των όσα εψάλησαν ή και οπωσδήποτε αλλέως εχορεύθησαν ή εκ φύσεως ή από συνήθειαν ή και από τα δύο, αυτοί μεν είναι λογικόν να ευχαριστούνται με αυτά και να τα επαινούν και να τα ονομάζουν καλά, δι' όσους όμως είναι έξω από το φυσικόν των ή τον χαρακτήρα των ή από κάποιαν συνήθειάν των, αυτοί δεν είναι δυνατόν ούτε να ευχαριστούνται, ούτε να τα επαινούν, τα ονομάζουν δε άσχημα. Εις όσους δε αι μεν φυσικαί ιδιότητες είναι ορθαί, αι δε συνήθειαι αντίθετοι, ή αι μεν συνήθειαι ορθαί, αι δε φυσικαί ιδιότητες αντίθετοι, αυτοί πάλιν αποδίδουν επαίνους αντιθέτως από τας ηδονάς. Δηλαδή λέγουν ότι το καθέν από αυτά είναι ηδονικόν, αλλά και πονηρόν, και εμπρός εις άλλους, τους οποίους θεωρούν φρονίμους, εντρέπονται να κάμνουν τοιαύτας κινήσεις με το σώμα και να ψάλλουν με την φωνήν τοιαύτα άσματα και να επικυρώνουν ότι τα παραδέχονται με σοβαρότητα ως καλά, τα απολαμβάνουν δε μόνοι των.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν μήπως τάχα η ευχαρίστησις με τα πονηρά σχήματα ή μέλη δεν φέρει καμμίαν βλάβην εις τον απολαμβάνοντα, ή κάποιαν ωφέλειαν πάλιν εις τους κρίνοντας τας ηδονάς αντιθέτως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι επόμενον

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μόνον επόμενον είναι άραγε ή και αναγκαίον να είναι το ίδιον πράγμα εκείνο το οποίον, όταν μεν κανείς σχετίζεται πονηρά ήθη κακών ανθρώπων, δεν το μισεί, αλλά ευχαρίστως το παραδέχεται, το κατακρίνει όμως επουσιωδώς, διότι ονειρωδώς αισθάνεται την μοχθηρίαν του; Τότε λοιπόν ωρισμένως είναι επόμενον να γίνεται όμοιος όστις ευχαριστείται με όσα ευχαριστείται, έστω και αν βεβαίως εντρέπεται να τα επαινή. Και βεβαίως από αυτό ποίον άλλο μεγαλίτερον αγαθόν ή κακόν ημπορούμεν να ειπούμεν ότι μας συμβαίνει με απόλυτον βεβαιότητα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Κανέν άλλο, νομίζω.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Όπου λοιπόν υπάρχουν καλώς θεσπισμένοι νόμοι και θα υπάρχουν εις το μέλλον η εκπαίδευσις και ψυχαγωγία ως προς τας Μούσας άραγε νομίζομεν ότι θα επιτραπή εις τους ποιητάς — συνθέτας, οτιδήποτε ευχαριστεί τον ίδιον τον ποιητήν εις την ποίησιν σχετικώς με τον ρυθμόν, ή την μελωδίαν ή την γλώσσαν, αυτό να διδάσκη, και να καταστήση τους παίδας και τους νέους των νομιμοφρόνων ως προς τους χορούς ό,τι τύχη ως προς την αρετήν ή την μοχθηρίαν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως αυτό δεν είναι λογικόν. Διότι πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα δε αυτό βεβαίως εις όλας σχεδόν τας πολιτείας επιτρέπεται να το εκτελή κανείς εκτός της Αιγύπτου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και λοιπόν εις την Αίγυπτον πως νομίζεις ότι ενομοθετήθη το τοιούτον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Είναι θαύμα και μόνον να το ακούσης. Δηλαδή, καθώς φαίνεται, κάποτε τον παλαιόν καιρόν έγινε γνωστός εις αυτούς αυτός ο λόγος, τον οποίον ημείς τόρα λέγομεν, ότι πρέπει καλά σχήματα και καλάς μελωδίας να μεταχειρίζωνται εις τας συνηθείας των οι νέοι των πόλεων. Αφού δε ώρισαν ποία και ποίου είδους είναι αυτά, τα εξέθεσαν ως υποδείγματα εις τους ναούς, και έξω από αυτά δεν επετρέπετο ούτε εις τους ζωγράφους ούτε εις τους άλλους, όσοι παράγουν οποιαδήποτε σχήματα, να καινοτομούν, ούτε να επινοούν κάποια άλλα διαφορετικά από τα πάτρια, ούτε και τόρα επιτρέπεται ούτε εις αυτά ούτε εις όλην την μουσικήν. Αν δε υπολογίσης θα εύρης εις εκείνο το μέρος ζωγραφισμένα και χυμένα σχήματα προ δέκα χιλιάδων ετών, και όχι με ανακρίβειαν δέκα χιλιάδων αλλά πραγματικώς, τα οποία από όσα κατεσκευάσθησαν σήμερον δεν είναι ούτε εις τίποτε ωραιότερα ούτε χειρότερα, αλλά με την ιδίαν τέχνην καμωμένα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό που λέγεις είναι αξιοθαύμαστον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως είναι υπερβολικά νομοθετικόν και πολιτικόν. Ημπορείς όμως εκεί να εύρης άλλα μηδαμινά. Οπωσδήποτε όμως αυτό που γίνεται εις την μουσικήν είναι και αληθές, και άξιον να μας δώση την σκέψιν ότι πραγματικώς ήτο δυνατόν να θεσπίση κανείς ασφαλώς με θάρρος μελωδίας, αι οποίαι δεικνύουν εκ φύσεως την ορθότητα ως πρότυπα. Τούτο δε θα ήτο έργον Θεού ή κανενός θείου όντος, καθώς εκεί λέγουν ότι αι μελωδίαι αι οποίαι διεσώθησαν εις το μακρόν αυτό χρονικόν διάστημα είναι έργα της Ίσιδος. Ώστε, καθώς είπα, εάν ημπορούσε κανείς να αντιληφθή οπωσούν την ορθότητα αυτών, πρέπει θαρραλέως να τα καταστήση νόμον και κάποιαν διάταξιν. Διότι η επιδίωξις της ηδονής και λύπης με το να θέλη πάντοτε να μεταχειρίζεται νέαν μουσικήν δεν έχει σχεδόν σπουδαίαν δύναμιν διά να καταστρέψη την καθιερωθείσαν χορωδίαν με την πρόφασιν της παλαιότητος. Τουλάχιστον την χορωδίαν εκείνων των μερών φαίνεται ότι διόλου δεν κατώρθωσε να την παραμορφώση, αλλά όλως το αντίθετον συνέβη.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Φαίνεται από όσα είπες τόρα ότι είναι δυνατόν αυτά να είναι ούτω πως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν πρέπει άραγε με θάρρος να λέγωμεν ότι χορευτική χρήσις της μουσικής και των παιγνιδίων είναι ορθή κατά τον εξής τρόπον; Δεν ευχαριστούμεθα δηλαδή, όταν νομίζωμεν ότι ευδοκιμούμεν, και πάλιν, όταν χαίρωμεν, δεν νομίζομεν ότι ευδοκιμούμεν; Μήπως τάχα δεν είναι έτσι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Έτσι είναι βέβαια.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και βεβαίως, όταν χαίρωμεν διά τοιαύτην πράξιν, δεν ημπορούμεν να ησυχάσωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πραγματικώς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν άραγε οι μεν νέοι από ημάς δεν είναι πρόθυμοι να χορεύουν οι ίδιοι, ημείς δε οι γεροντότεροι πάλιν δεν νομίζομεν ότι περνούμεν καλά, όταν είμεθα θεαταί εκείνων, ευχαριστούμενοι διά τα παιγνίδια και πανηγύρια εκείνων, διότι τόρα πλέον μας αφήνει η ιδική μας ελαφρότης, την οποίαν ποθούντες και επιδοκιμάζοντες διορίζομεν αγώνας εις τους δυναμένους να μας επαναφέρουν όσον το δυνατόν τελειότερον εις την νεότητα με την μνήμην;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι πολύ αληθές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μήπως λοιπόν τάχα πρέπει να νομίζωμεν και ότι όλως διόλου ματαίως λέγουν οι περισσότεροι περί των εορταζόντων τον σήμερον συνηθιζόμενον λόγον, ότι δηλαδή εκείνον πρέπει να νομίζωμεν σοφώτατον και νικητήν εις την κρίσιν ο οποίος θα ημπορούσε όσον το δυνατόν περισσότερον να μας κάμη να ευφραινώμεθα και ευχαριστούμεθα; Δηλαδή, αφού βεβαίως εις αυτάς τας εορτές παραδιδόμεθα εις τα παιγνίδια, όποιος κάμνει τους περισσοτέρους και όσον το δυνατόν περισσότερον να ευχαριστούνται, εκείνος δεν πρέπει να τιμάται περισσότερον και, καθώς είπα, να κερδίζη τα νικητήρια; Άραγε δεν λέγεται τούτο κατ' αυτόν τον τρόπον ορθώς, και δεν θα εξετελείτο ορθώς, εάν εγίνετο ούτω πως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ πιθανόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά, αξιομακάριστε φίλε, ας μη κρίνωμεν βιαστικά το τοιούτον, αλλά χωρίζοντες εις τα μέρη του ας εξετάζωμεν με τον εξής τρόπον. Τι τάχα; Εάν ποτε κανείς γενικώς μόνον ώριζε αγώνα οποιονδήποτε, χωρίς να τον χαρακτηρίση ούτε ως γυμνικόν ούτε ως μουσικόν, ούτε ως ιππικόν, αλλά συνκεντρώση όλους τους πολίτας και ορίσας βραβεία προκηρύξη να έλθη όποιος θέλη να αγωνισθή μόνον περί ηδονής, και όποιος τέρψη τους θεατάς περισσότερον, χωρίς να υποβάλλεται εις ωρισμένους όρους, νικήση δε, διότι θα εκτελέση αυτό ακριβώς όσον το δυνατόν περισσότερον, και κριθή ότι από όλους τους συναγωνιστάς ανεδείχθη ο ηδονικώτερος, τότε τι νομίζομεν ότι ημπορούσε να προκύψη από αυτήν την προκήρυξιν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ως προς τι εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως είναι ενδεχόμενον άλλος μεν να επιδεικνύη, καθώς ο Όμηρος, ραψωδίαν, άλλος δε κιθαρωδίαν, άλλος δε κάποιαν τραγωδίαν και άλλος κωμωδίαν, διόλου δε παράδοξον αν κανείς παρουσίαζε ταχυδακτυλουργίας και επροσπάθει να νικήση. Λοιπόν, εάν αυτοί οι τοιούτου είδους αγωνισταί και άλλοι άπειροι συγκεντρωθούν, ημπορούμεν άραγε να ειπούμεν, ποιος ημπορούσε να νικήση δικαίως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Παράλογος είναι η ερώτησίς σου. Διότι ποίος είναι δυνατόν να σου απαντήση εις αυτό ως να ημπορή ποτε να εννοήση, πριν να ακούση και να αντιληφθή ο ίδιος έκαστον από τους αγωνιστάς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν τι να γίνη; Θέλετε εγώ να σας ειπώ αυτήν την παράλογον απάντησιν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, εάν έκριναν τα πολύ μικρά παιδάρια, θα εγκρίνουν αυτόν που επιδεικνύει ταχυδακτυλουργίας. Δεν είναι έτσι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εάν δε τα μεγαλίτερα παιδία, θα εγκρίνουν αυτόν που επιδεικνύει τας κωμωδίας, την δε τραγωδίαν θα εγκρίνουν όσαι είναι πεπαιδευμένοι από τας γυναίκας και τα πρωτοπαλλίκαρα και ίσως όλος ο λαός.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως ίσως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τον δε ραψωδόν, ο οποίος ταξινομεί καλώς την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν ή κανέν έργον του Ησιόδου, ίσως ημείς οι γέροντες με πολλήν ευχαρίστησιν τον ακούσωμεν και ειπούμεν ότι είναι πολύ ανώτερος νικητής. Ποίος λοιπόν θα ήτο ο νικητής, αυτό έρχεται τώρα να ιδούμεν. Δεν είναι έτσι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Είναι φανερόν ότι εγώ και σεις κατ' ανάγκην θα ειπούμεν ότι νικούν ορθώς όσοι εγκριθούν από τους ιδικούς μας συνομήλικας. Διότι αι συνήθειαι ημών των γερόντων φαίνεται ότι είναι πολύ καλλίτεραι από όλα όσα υπάρχουν εις όλας τας πόλεις και παντού.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν και εγώ εις τούτο συμφωνώ με τους πολλούς, ότι δηλαδή η μουσική πρέπει να κρίνεται από την ηδονήν, όχι όμως βεβαίως των τυχαίων, αλλά σχεδόν εκείνη είναι καλλιτέρα Μούσα, η οποία ευχαριστεί αρκετά τους καλλιτέρους και τους πεπαιδευμένους, και προ πάντων τον ένα εκείνον όστις εξέχει ως προς την παιδείαν και την αρετήν. Δι' αυτό δε λέγομεν ότι χρειάζονται να έχουν αρετήν οι κριταί αυτών, διότι πρέπει και από την άλλην αρετήν να είναι μέτοχοι και προ πάντων από την ανδρείαν. Δηλαδή ούτε από το ακροατήριον πρέπει να μανθάνη πώς να κρίνη ο αληθής κριτής συγχυζόμενος και από τον θόρυβον του λαού και από την αμάθειάν του, ούτε πάλιν, εάν έχη γνώσεις, ένεκα της ανανδρίας και δειλίας του με το ίδιον στόμα με το οποίον επεκαλέσθη τους θεούς, όταν επρόκειτο να κρίνη, με το ίδιον να ψεύδεται και να εκφράζη αβασανίστως την κρίσιν. Διότι ο κριτής δεν καθίζει ως μαθητής των θεατών, αλλά μάλλον ως διδάσκαλος, καθώς είναι βεβαίως δίκαιον, και διά να εναντιωθή εις τους θεατάς, οι οποίοι δεν αποδίδουν καθώς πρέπει την ηδονήν. Δηλαδή ήτο δυνατόν τούτο κατά τον παλαιόν και τον Ελληνικόν νόμον, ενώ λ.χ. τόρα ο Σικελικός και ιταλικός νόμος, ο οποίος αναθέτει την κρίσιν εις την πλειονοψηφίαν των θεατών και διακρίνει τον νικητήν διά της υψώσεως της χειρός, διέφθειρε και τους ποιητάς, διότι συνθέτουν συμφώνως με την καλαισθησίαν των κριτών, η οποία είναι μηδαμινή, επομένως οι ίδιοι θεαταί εκπαιδεύουν τον εαυτόν των, επίσης δε διέφθειρε και τας ηδονάς των ίδιων των θεατών, διότι, ενώ έπρεπε αυτοί να ακούουν ανώτερα από τα ήθη των και να διορθώνουν την καλαισθησίαν των, τόρα από την ιδικήν των δράσιν συμβαίνει, όλως το αντίθετον εις αυτούς. Λοιπόν τι άραγε σημαίνουν όσα εσυζητήσαμεν τόρα πάλιν; Πρόσεξε μήπως σημαίνουν τα εξής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τι πράγμα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μου φαίνεται ότι διά τρίτην ή τετάρτην φοράν ο λόγος μας έκαμε γύρον και επέστρεψε εις το ίδιον σημείον, ότι δηλαδή παιδεία μεν είναι η έλξις και η οδηγία των νέων προς τον λόγον τον οποίον ο νόμος έκρινε ορθόν και ο οποίος επεκροτήθη από τους αρμοδιωτάτους και τους πλέον ηλικιωμένους και ένεκα της εμπειρίας των εκρίθη ότι πραγματικώς είναι ορθός. Λοιπόν, διά να μη συνηθίζη η ψυχή του παιδός να αισθάνεται αντίθετον χαράν και λύπην με τον νόμον και με όσα συνέστησε πειστικώς ο νόμος, αλλά να συμβαδίζη και να ευχαριστήται και λυπήται με αυτά τα ίδια με όσα και ο γέρων, δι' αυτό επενοήθησαν αυτά που τα ονομάζομεν ωδάς (κάλανδα), αι οποίαι πραγματικώς μεν έγιναν διαβάσματα διά τας ψυχάς, προσηρμασμένα με σπουδαιότητα προς αυτήν την συμφωνίαν που είπαμεν, επειδή όμως αι ψυχαί των νέων δεν ημπορούν να υποφέρουν την σπουδαιότητα, ονομάζονται παιγνίδια και ωδαί. Και καθώς εις τους ασθενείς και τους έχοντας αδύνατα σώματα προσπαθούν να δώσουν την καλήν τροφήν οι εις τοιαύτα αρμόδιοι με κάποια γλυκίσματα και ποτά, την δε βλαβεράν μέσα εις αηδιαστικά, διά να παραδέχωνται μεν εκείνην, να συνηθίζουν δε ορθώς να μισούν αυτήν εδώ, ομοίως ακριβώς και ο ορθός νομοθέτης θα πείση τον συνθέτην και, εάν δεν πείθεται, θα τον αναγκάση να εκφράζη ορθώς τον χαρακτήρα των σωφρόνων και ανδρείων και ασφαλώς αγαθών ανδρών και εις τους ρυθμούς και εις τα σχήματα και εις τας αρμονίας, όταν συνθέτη μελωδίας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λοιπόν τόρα, δι' όνομα του Διός, καλέ Ξένε, αυτό νομίζεις ότι κάμνουν εις τας άλλας πόλεις; Διότι εγώ τουλάχιστον εξ όσων έχω είδησιν εκτός της πατρίδος μας και της πατρίδος των Λακεδαιμονίων, αυτά τα οποία συ τόρα αναφέρεις δεν γνωρίζω να συμβαίνουν, αλλά πάντοτε εισάγονται κάποιαι καινοτροπίαι και εις τους χορούς και εις όλην την άλλην μουσικήν, όχι διότι τα μεταβάλλει ο νόμος, αλλά κάποιαι άστατοι ηδοναί, αι οποίαι απέχουν πολύ του να είναι αι ίδιαι και από τας ιδίας συνθήκας καθώς εσύ μας εξήγησες ότι συμβαίνει εις την Αίγυπτον, αλλά ποτέ δεν είναι αι ίδιαι.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ ορθά βεβαίως, καλέ Κλεινία, εάν δε με ενόμισες ότι αυτά τα λέγω ως πραγματικώς εκτελούμενα σήμερον, αυτό δεν με εκπλήττει, αφού δεν σου εξήγησα σαφώς όσα σκέπτομαι και επροξένησα αυτό το πάθημα και εις εσέ και εις εμέ. Κυρίως όμως ίσως εγώ είπα περίπου τι θέλω να γίνεται ως προς την μουσικήν, και συ ενόμισες ότι εγώ λέγω τα πραγματικώς υπάρχοντα. Δηλαδή δεν είναι διόλου ευχάριστον να υβρίζη κανείς πράγματα αθεράπευτα, τα οποία έφθασαν εις υπερβολικόν βαθμόν πλάνης, είναι όμως κάποτε αναγκαίον. Επειδή δε αυτά εγκρίνεις και συ, ας ιδούμεν, άραγε παραδέχεσαι ότι εις τον τόπον σας και εις τον τόπον του φίλου απ' εδώ συμβαίνουν περισσότερον τα τοιαύτα παρά εις τον άλλον Ελληνισμόν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα όμως; Εάν και εις άλλας πόλεις εγίνοντο αυτά, άραγε θα ελέγαμεν ότι είναι καλλίτερον να γίνωνται ούτω πως, ή καθώς γίνονται τόρα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως μεγάλη είναι η διαφορά, εάν εγίνοντο καθώς εις την πατρίδα του φίλου και εις τον τόπον μας, ακόμη δε και καθώς είπες συ προ ολίγου ότι είναι πρέπον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εμπρός λοιπόν ας έλθωμεν εις μίαν συνεννόησιν δι' αυτά που λέγομεν τόρα. Δεν είναι αληθές ότι εις τον τόπον σας αι γνώμαι που ισχύουν εις πάσαν εκπαίδευσιν και μουσικήν είναι αι εξής; Δηλαδή αναγκάζετε τους ποιητάς να λέγουν ότι ο μεν αγαθός ανήρ, επειδή είναι σώφρων και δίκαιος, είναι ευτυχής και αξιομακάριστος, είτε είναι μέγας και πανίσχυρος είτε μικρός και ανίσχυρος, και είτε είναι πλούσιος είτε όχι· εάν δε είναι μεν τάχα πλούσιος περισσότερον από τον Κινύραν και τον Μίδαν, είναι όμως άδικος, τότε και άθλιος είναι και θλιβερώς ζη. Και ούτε θέλω καν να αναφέρω, λέγει εις τον τόπον σας ο ποιητής, εάν λέγη βεβαίως ορθώς, ούτε να θεωρήσω αξιόλογον ένα άνδρα, όστις δεν εκτελεί και δεν αποκτά όλα όσα θεωρούνται καλά με δικαιοσύνην, και μάλιστα με αυτήν την ιδιότητά του δεν ποθεί να πλησιάση τους αντιπάλους, αλλά από την αδικίαν του ούτε τολμά να βλέπη αιματοχυσίαν φονικήν ούτε νικά εις το τρέξιμον τον Θρακικόν Βορράν, ούτε άλλο κανέν από τα νομιζόμενα αγαθά αποκτά ποτέ του. Διότι τα θεωρούμενα ως αγαθά από τους περισσοτέρους δεν πιστεύονται ορθώς. Δηλαδή θεωρείται ως άριστον μεν η υγεία, ως δεύτερον δε το κάλλος, ως τρίτον δε ο πλούτος, και, κατόπιν αναφέρονται άπειρα άλλα αγαθά. Διότι αγαθά είναι και η οξύτης της οράσεως και της ακοής και η ευαισθησία εις όσα σχετίζονται με τα αισθητήρια, ακόμη δε και το να εκτελή κανείς ως κυρίαρχος ό,τι επιθυμεί και μάλιστα τέλος όλης της ευτυχίας είναι το να γίνη όσον το δυνατόν αθάνατος μόλις αποκτήση όλα αυτά. Σεις όμως και εγώ βεβαίως εννοούμεν τα εξής, ότι όλα αυτά εις μεν τους δικαίους και ευσεβείς άνδρας είναι τα καλλίτερα αποκτήματα, εις τους αδίκους όμως όλα ανεξαιρέτως είναι τα χειρότερα, και πρώτον πρώτον η υγεία. Και ωρισμένως και η όρασις και η ακοή και η αίσθησις και απολύτως η ζωή είναι μέγιστον κακόν, όταν κανείς μένη αθάνατος εις όλον τον χρόνον και έχη όλα τα νομιζόμενα ως αγαθά εκτός της δικαιοσύνης και όλης της αρετής, είναι όμως μικρότερον κακόν, όταν ο τοιούτος επιζήση όσον το δυνατόν ολιγώτερον χρόνον. Αυτά λοιπόν, νομίζω, θα τους εξαναγκάσετε και θα τους καταπείσετε να λέγουν και εκτός τούτου να αποδίδουν συμφώνους με αυτά ρυθμούς και αρμονίας και να μορφώνουν τους νέους σας κατ' αυτόν τον τρόπον. Δεν είναι έτσι; Προσέξατε. Εγώ δηλαδή διισχυρίζομαι καθαρά ότι όσα μεν λέγομεν κακά διά τους αδίκους είναι αγα8ά, διά δε τους δικαίους κακά, ενώ τα αγαθά διά μεν τους αγαθούς είναι αγαθά, διά δε τους κακούς κακά. Λοιπόν, καθώς σας ερώτησα προηγουμένως, άραγε συμφωνούμεν εγώ και σεις, ή πώς αλλέως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Εγώ νομίζω ότι εις μερικά μεν συμφωνούμεν κάπως, εις μερικά όμως διόλου.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν εκείνος που έχει πλούτον και εξουσίαν τυραννικήν έως εις το τέλος, ακόμη δε προσθέτω προς χάριν σας ισχύν υπέροχον και ανδρείαν με αθανασίαν, και να μη συμβαίνη εις αυτόν κανέν από τα νομιζόμενα κακά, μόνον δε αδικίαν και ύβριν να έχη, μήπως τυχόν δεν σας καταπείθω ότι αυτός που ζη ούτω πως δεν είναι ευτυχής άλλα καθαρά άθλιος;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ καλά. Τι λοιπόν χρεωστούμεν να ειπούμεν κατόπιν από αυτό; Δηλαδή ο ανδρείος και ισχυρός και ωραίος και πλούσιος, και όστις κάμνει ό,τι επιθυμεί εις όλην του την ζωήν, εάν τύχη να είναι άδικος και υβριστής, δεν φρονούμεν ημείς ότι εξ ανάγκης ζη αισχρώς; Ή μήπως αυτό μόνον ίσως παραδεχθήτε, δηλαδή το αισχρώς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα όμως; άραγε και το κακώς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό πλέον (!) όχι με όμοιον τρόπον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και τόρα πάλιν; Το αηδώς και ασυμφόρως προς τον εαυτόν του;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και πώς είναι δυνατόν να παραδεχθώμεν και αυτά ακόμη;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πώς;! εάν κάποιος θεός, καθώς φαίνεται, φίλοι μου, μας έδιδε συμφωνίαν, διότι τόρα βεβαίως σχεδόν παραφωνούμεν μεταξύ μας. Δηλαδή, σας βεβαιώ, εις εμέ αυτά φαίνονται τόσον λογικά, όσον δεν φαίνεται καθαρά ούτε η Κρήτη, φίλε Κλεινία, ότι είναι νήσος. Και, αν ήμην νομοθέτης, θα επροσπαθούσα να αναγκάζω και τους ποιητάς και όλους τους πολίτας να κάμνουν κατ' αυτόν τον τρόπον, και θα επέβαλλα σχεδόν την ανωτέραν ποινήν, εάν προφέρη το στόμα κανενός μέσα εις την χώραν, ότι υπάρχουν κάποτε μερικοί άνθρωποι πονηροί μεν, αλλά ζώντες ηδονικώς ή ότι άλλα μεν είναι ωφέλιμα και επικερδή, αλλά όμως δικαιότερα και πολλά άλλα έξω από τα σήμερον λεγόμενα από τους Κρήτας και Λακεδαιμονίους, καθώς φαίνεται, και μάλιστα θα έπειθα τους πολίτας να μου ομιλούν και διαφορετικήν γλώσσαν από τους άλλους ανθρώπους. Διότι λόγου χάριν, δι' όνομα του Διός και του Απόλλωνος, αγαπητοί μου κύριοι, εάν ερωτήσωμεν αυτούς τους ιδίους θεούς ο οποίοι έθεσαν τους νόμους εις τας πατρίδας σας, άραγε δικαιότατος βίος είναι ηδονικώτατος, ή δύο είδη βίου υπάρχουν, εκ των οποίων ο είς μεν είναι ηδονικώτατος, ο δε άλλος δικαιότατος.

Εάν λοιπόν μας απαντήσουν ότι είναι δύο ειδών, ίσως τους ερωτήσωμεν πάλιν, αν πρόκειται να ερωτώμεν ορθώς, ποίους πρέπει να θεωρούμεν ευτυχεστέρους, τους διάγοντας τον δικαιότατον βίον, ή τους διάγοντας τον ηδονικώτατον. Και λοιπόν, εάν μεν απαντήσουν ότι είναι ευτυχέστεροι οι διάγοντες τον ηδονικώτατον, τότε θα είναι παράλογος η απάντησίς των. Επιθυμώ όμως να μην εφαρμόζεται αυτό εις τους θεούς, αλλά μάλλον εις τους πατέρας και τους νομοθέτες. Και παρακαλώ αι προηγούμεναι μου ερωτήσεις ας υποθέσωμεν ότι αποτείνωνται προς πατέρα και νομοθέτην, και ας υποθέσωμεν ότι αυτός απαντά ότι όστις ζη τον ηδονικώτερον βίον είναι ο πλέον αξιομακάριστος. Τότε κατόπιν εγώ τουλάχιστον θα είπω: Καλέ πατέρα, δεν επιθυμούσες συ να ζω εγώ όσον το δυνατόν ευτυχέστερος; και όμως ποτέ δεν έπαυες να με προτρέπης να ζω όσον το δυνατόν δικαιότατα. Λοιπόν όστις νομοθετεί κατ' αυτόν τον τρόπον, είτε είναι νομοθέτης είτε πατήρ, νομίζω ότι θα φανώ παράλογος και ανίκανος να ομιλή συμφώνως με τον εαυτόν του. Εάν δε πάλιν ειπή ότι ο δικαιότατος βίος είναι ο ευτυχέστερος, θα ερωτήση, νομίζω, οποιοσδήποτε τον ακούει, ποίον άραγε αγαθόν και καλόν υπάρχει εις αυτόν ανώτερον από την ηδονήν, το οποίον επαινεί ο νόμος. Δηλαδή ποίον αγαθόν ημπορεί να υπάρξη χωριστόν από την ηδονήν εις τον δίκαιον; Λόγου χάριν η δόξα και ο έπαινος από τους ανθρώπους και από τους θεούς μήπως άραγε είναι αγαθόν μεν και καλόν, αλλ' όμως αηδές, η δε δυσφημία το αντίθετον; Διόλου μάλιστα, αγαπητέ νομοθέτα, θα του ειπούμεν. Αλλά το να μη αδικούμεν κανένα ούτε να αδικούμεθα από κανένα μήπως άραγε δεν είναι μεν αηδές, αλλά συγχρόνως αγαθόν ή καλόν, τα δε αντίθετα μήπως δεν είναι ηδονικά, συγχρόνως όμως και αισχρά και κακά;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και πώς είναι δυνατόν να μην είναι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ο μεν λόγος ο οποίος δεν ξεχωρίζει το ηδονικόν και το δίκαιον και το αγαθόν και το καλόν είναι πιστευτός βεβαίως, αν όχι τίποτε περισσότερον, τουλάχιστον ως προς το να θέλη κανείς να διάγη τον ευσεβή και δίκαιον βίον, ώστε διά τον νομοθέτην είναι ασχημότατος και εναντιώτατος ο λόγος εκείνος ο οποίος δεν παραδέχεται ότι αυτά είναι κατ' αυτόν τον τρόπον. Διότι κανείς δεν θα ήτο πρόθυμος να πεισθή να εκτελή εκείνο εις το οποίον δεν συμβαδίζει περισσότερον η χαρά από την λύπην. Αλλά όσα βλέπονται από μακράν προξενούν σκοτοδινίασιν και εις όλους μεν τους άλλους σχεδόν, προ πάντων όμως εις τους παίδας. Ο νομοθέτης όμως, νομίζω, θα μετατρέψη εις το αντίθετον από αυτό την γνώμην των, αφού αφαιρέση το σκότος, και θα τους καταπείση οπωσδήποτε με ασκήσεις και επαίνους και λόγους ότι τα δίκαια και τα άδικα είναι ζωγραφισμένα αντανακλαστικώς, και τα μεν άδικα, τα οποία είναι αντίθετα των δικαίων, από τον ίδιον μεν τον άδικον και κακόν παρατηρούμενα φαίνονται ηδονικά, τα δε δίκαια φαίνονται αηδέστατα, από δε τον δίκαιον όλα φαίνονται από παντού αντιθέτως και εις τα δύο μέρη.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Έτσι φαίνεται.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Όσον δε διά την αλήθειαν της κρίσεως των ποίαν από τας δύο θα θεωρήσωμεν εγκυροτέραν; Άραγε την κρίσιν της χειροτέρας ψυχής ή της καλλιτέρας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως είναι λογικόν να παραδεχθώμεν την κρίσιν της καλλιτέρας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επομένως είναι λογικόν ο άδικος βίος όχι μόνον ασχημότερος και μοχθηρότερος αλλά και αηδέστερος να είναι πραγματικώς από τον δίκαιον και ευσεβή βίον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πλησιάζει συμφώνως βεβαίως προς τούτον μας εδώ τον λόγον, φίλοι μου.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ο δε νομοθέτης, όταν ημπορή να ωφελήση, έστω και ολίγον, και αν αυτό δεν συνέβαινε κατ' αυτόν τον τρόπον, καθώς και τόρα η συζήτησίς μας το ώρισε, και ετολμούσε περισσότερον από κάθε άλλο χάριν του αγαθού να ψεύδεται προς τους νέους, άραγε υπάρχει κανέν άλλο ψεύδος ωφελιμώτερον από αυτό και περισσότερον ικανόν να κάμη όλους όχι με την βίαν αλλά εκουσίως να κάμνουν τα δίκαια;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Καλή μεν είναι η αλήθεια, καλέ Ξένε, και μόνιμος. Αλλά φαίνεται ότι δεν είναι εύκολον να την παραδεχθή κανείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ καλά. Και όμως το μυθολόγημα του Σιδωνίου (Κάδμου) εστάθη εύκολον να πιστευθή, αν και είναι τόσον απίστευτον, καθώς και άπειρα άλλα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποία;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ότι, αφού εσπάρησαν κάποτε οδόντες, εφύτρωσαν από αυτούς οπλίται. Και βεβαίως αυτό είναι σπουδαίον παράδειγμα διά τον νομοθέτην, ότι θα ημπορέοη να γίνη πιστευτός δι' οτιδήποτε δοκιμάση να καταπείση τας ψυχάς των νέων, ώστε τίποτε άλλο δεν πρέπει να προσπαθή να εύρη, παρά εις τι εάν καταπείση θα ημπορέση να προξενήση μέγιστον αγαθόν εις την πόλιν, ως προς αυτό δε να επινοή οποιανδήποτε εφεύρεσιν, δηλαδή με ποίον τρόπον όλος ο τοιούτος συνοικισμός θα ομιλή προ πάντων έν και το αυτό περί τούτων εις όλην του την ζωήν και εις τας ωδάς και εις τους μύθους και εις τους λόγους. Λοιπόν, εάν σεις έχετε καμμίαν διαφορετικήν γνώμην από αυτήν, δεν υπάρχει κανέν εμπόδιον να διαφιλονικήσετε τους λόγους μου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αλλά νομίζω ότι κανείς από ημάς τους δύο δεν ημπορεί να διαφιλονικήση αυτά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επομένως ίσως καθήκον ιδικόν μου είναι να ειπώ τα κατόπιν από αυτά.

Δηλαδή λέγω ότι γενικώς πρέπει όλοι οι χοροί, οι οποίοι είναι τρεις, να μαγεύουν τας ψυχάς των παίδων, αι οποίαι είναι ακόμη νεαροί και απαλαί, και να λέγουν καλά και όλα τα άλλα, όσα είπαμεν και ημπορούμεν να ειπούμεν ίσως, το σύνολον όμως αυτών ας είναι το εξής: Εάν διισχυρισθώμεν ότι ο ίδιος βίος θεωρείται από τους θεούς ηδονικώτατος και συγχρόνως άριστος, όχι μόνον την αλήθειαν θα ειπούμεν, αλλά και περισσότερον θα καταπείσωμεν, όσους πρέπει να καταπείσωμεν, παρά εάν ομιλούμεν κάπως αλλέως εις την συζήτησίν μας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πρέπει να παραδεχθώμεν όσα λέγεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ως πρώτος είναι ορθότατον να εισέλθη ο παιδικός χορός των Μουσών, διά να ψάλλη εις το μέσον τα τοιαύτα με πολλήν επιμέλειαν και εμπρός εις όλην την πόλιν. Δεύτερος δε ο χορός των εχόντων ηλικίαν μέχρι τριάντα ετών, ο οποίος και τον Παιάνα (Απόλλωνα) θα επικαλήται ως μάρτυρα ως προς την αλήθειαν των λεγομένων και θα εύχεται να γίνη εύσπλαγχνος εις τους νέους και πειστικός. Πρέπει όμως βεβαίως και εις τρίτον χορόν να ψάλλουν οι ανώτεροι των τριάντα ετών μέχρι των εξήντα. Οι δε ερχόμενοι κατόπιν, επειδή δεν είναι ικανοί να υποφέρουν τας ωδάς, να αφεθούν ως μυθολόγοι περί των ιδίων ηθών αντλούντες ειδήσεις από την φήμην των θεών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Και πώς εννοείς, καλέ Ξένε, αυτούς τους τρίτους χορούς;
   Διότι δεν εννοούμεν τόσον καθαρά τι θέλεις να ειπής δι' αυτούς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως αυτοί είναι βεβαίως εκείνοι, χάριν των οποίων ελέχθησαν οι περισσότεροι από τους προηγουμένους λόγους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ούτε τόρα ακόμη δεν το ενοήσαμεν, αλλά προσπάθησε να το διατυπώσης καθαρώτερα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Είπαμεν, εάν ενθυμούμεθα (!), εις την αρχήν της συζητήσεώς μας, ότι η φύσις όλων των νέων είναι ευέξαπτος και δεν ημπορεί να ησυχάζη ούτε εις το σώμα ούτε εις την φωνήν, αλλά πάντοτε φωνάζει ατάκτως και πηδά. Αίσθησιν δε της τάξεώς εις τα δύο αυτά από μεν τα άλλα ζώα κανέν δεν αποκτά μόνον δε η φύσις του ανθρώπου έχει αυτό το προτέρημα. Και λοιπόν η μεν τάξις της κινήσεως ημπορεί να λάβη το όνομα ρυθμός, η δε τάξις πάλιν της φωνής, παραγομένη εκ της αναμίξεως του οξυφώνου και βαρυφώνου, ημπορούσε να ονομασθή αρμονία, τα δύο δε μαζί να ονομασθούν χορωδία. Οι δε θεοί είπαμεν ότι από ευσπλαγχνίαν προς ημάς μας έδωκαν συγχορευτάς και οδηγούς του χορού και τον Απόλλωνα και τας Μούσας, και μάλιστα είπαμεν ότι μας έδωκαν και τρίτον, αν ενθυμούμεθα, τον Διόνυσον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και πώς δεν ενθυμώμεθα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, διά μεν τον χορόν του Απόλλωνος και των Μουσών ωμιλήσαμεν, τόρα όμως είναι ανάγκη να ομιλήσωμεν διά τον υπολειπόμενον τρίτον χορόν, του Διονύσου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς λοιπόν; λέγε. Δηλαδή εις το πρώτον αιφνίδιον άκουσμα θα εφαίνετο πολύ παράξενος ο γεροντικός χορός του Διονύσου, αφού βεβαίως θα χορεύσουν εις αυτόν όσοι επέρασαν τα τριάντα και ακόμη και τα πενήντα έτη έως εις τα εξήντα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως ομιλείς πολύ αληθινά. Λοιπόν, νομίζω, χρειάζεται εξήγησιν πώς δικαιολογείται, αν γίνη κατ' αυτόν τον τρόπον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι άλλο;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν παραδεχόμεθα άραγε ημείς τουλάχιστον τα προηγούμενα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ως προς τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ότι πρέπει πας άνθρωπος και παις, ελεύθερος και δούλος, θήλυς και άρρην, και ολόκληρος η πόλις εις ολόκληρον αυτήν την πόλιν να μη παύη ποτέ να ψάλλη αυτά, που είπαμεν με κάποιαν μεταβολήν πάντοτε και προ πάντων με ποικιλίαν, ώστε να γεννάται εις τους ψάλλοντας κάποια απληστία και ηδονή από τους ύμνους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και πώς είναι δυνατόν να μη παραδεχθώμεν ότι αυτά πρέπει να εκτελώνται ούτω πως;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτό λοιπόν το εκλεκτότερον μέρος εκ των πολιτών, το οποίον είναι και από ηλικίαν και από φρόνησιν το αξιοπιστότερον από όσα υπάρχουν εις την πόλιν, που πρέπει να ψάλλη τας καλλιτέρας ωδάς, διά να επιτύχη τα μέγιστα αγαθά δι' ημάς; Ή μήπως θα παραμελήσωμεν από ανοησίαν αυτό, το οποίον είναι εγκυρότατον διά τας καλλιτέρας και ωφελιμωτέρας ωδάς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως είναι αδύνατον να το παραμελήσωμεν, καθώς φαίνεται. Από αυτά που λέγομεν τόρα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πώς λοιπόν θα ήτο πρέπον να γίνη τούτο; Προσέξετε αν πρέπει με τον εξής τρόπον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Με ποίον δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως πας άνθρωπος, όταν γηράση, κάπως αποκτά πολλήν αποστροφήν προς τας ωδάς, και όχι μόνον ολιγώτερον ευχαριστείται να εκτελή αυτό, αλλά, και αν παρουσιασθή ανάγκη προς τούτο, θα εντραπή τόσον περισσότερον, όσον γίνεται γεροντότερος και σωφρονέστερος. Άραγε δεν είναι αυτό αληθές;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν μέσα εις το θέατρον και εις πολυποίκιλον ακροατήριον δεν θα εντραπή ακόμη περισσότερον να ψάλλη στεκόμενος όρθιος; Μάλιστα δε, αν αναγκασθούν οι τοιούτοι να ψάλλουν, καθώς οι χοροί, που αγωνίζονται διά την νίκην και ξεφωνούν ισχνοί και πειναλέοι, δεν θα ψάλλουν εντελώς χωρίς όρεξιν και με εντροπήν και δεν θα είναι εντελώς απρόθυμοι εις τούτο;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ομιλείς βεβαίως πολύ λογικά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πως λοιπόν θα τους παρηγορήσωμεν να είναι πρόθυμοι εις τας ωδάς; Άραγε δεν θα νομοθετήσωμεν πρώτον μεν οι παίδες μέχρι των δέκα οκτώ ετών απολύτως να μη δοκιμάζουν τον οίνον, διαφωτίζοντες αυτούς ότι δεν πρέπει να διοχετεύουν εις το πυρ νέον πυρ και εις το σώμα και εις την ψυχήν των, πριν να δοκιμάσουν να προχωρήσουν εις τους κόπους, φοβούμενοι την μανιώδη διάθεσιν των νέων; Κατόπιν δε από αυτήν την ηλικίαν ότι πρέπει να πίνουν οίνον μέτριον μέχρι των τριάντα ετών, από την μέθην όμως και τον πολύν οίνον απολύτως να απέχη ο νέος; όταν δε εμβή εις τα σαράντα να συμποσιάζη εις τα συσσίτια και να προσκαλή και τους άλλους θεούς και προ πάντων τον Διόνυσον εις αυτήν την τελετήν και συγχρόνως διασκέδασιν των γεροντοτέρων, κατά την οποίαν εδώρισε εις τους ανθρώπους ως βοήθημα εις τας σκληρότητας του γήρατος τον θεραπευτικόν οίνον, ώστε να μας ξανανεώνη και να φέρη λήθην της δυσθυμίας, και να γίνεται μαλακώτερον από σκληρότερον το ήθος της ψυχής, καθώς ο σίδηρος όταν τον θέτωμεν εις το πυρ, ώστε να είναι ευπλαστότερος ούτω πως; Πρώτον λοιπόν, εάν έκαστος διατεθή ούτω πως, άραγε δεν θα θέλη να είναι προθυμότερος, και δεν θα εντρέπεται ολιγώτερον όχι εμπρός εις πολλούς αλλά εις μετρίους, και όχι εις ξένους αλλά ιδικούς του, να ψάλλη και, καθώς είπαμεν πολλάκις, να μαγεύη;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ως προς το να παρακινήσωμεν αυτούς να λάβουν μέρος εις την ωδήν προς χάριν μας ίσως αυτός ο τρόπος δεν είναι εντελώς άσχημος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Διόλου μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ποίαν όμως φωνήν ή μουσικήν θα ψάλουν οι άνδρες; Ή είναι φανερά βεβαίως ότι θα ψάλουν την αρμόζουσαν εις αυτούς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ποία λοιπόν αρμόζει εις θείους άνδρας; Μήπως άραγε η φωνή των χορών;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ημείς τουλάχιστον, καλέ Ξένε, και οι κύριοι απ' εδώ δεν θα ημπορούσαμεν να ψάλωμεν καμμίαν άλλην ωδήν παρά αυτήν που εσυνηθίσαμεν να ψάλωμεν εις τους χορούς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτό είναι επόμενον βεβαίως. Διότι πραγματικώς δεν εμάθατε την καλλιτέραν ωδήν. Διότι έχετε πολίτευμα στρατιωτικόν και όχι δι' ανθρώπους που κατοικούν μέσα εις πόλεις, αλλά έχετε τους νέους σας να βόσκουν μαζί ωσάν πουλάρια που βόσκουν με την αγέλην. Κανείς όμως από σας δεν απέσπασε τον ιδικόν του έξω από τους συντρόφους του, ενώ αγριεύει και ανθίσταται υπερβολικά, διά να του δώση ιδιαίτερον επιστάτην και να τον αναθρέψη με αναψυχήν και ημερότητα και με όλους τους ορθούς τρόπους, οι οποίοι ανήκουν εις την παιδαγωγίαν, ώστε όχι μόνον καλός στρατιώτης να γίνη, αλλά και την πατρίδα του και την πόλιν να ημπορή να διοική, ακριβώς πολεμικώτερος από εκείνους τους πολεμικούς του Τυρταίου, τους οποίους είπαμεν εις την αρχήν, ο οποίος να εκτιμά ως τέταρτον και όχι ως πρώτον προσόν την ανδρείαν πάντοτε και παντού και μεταξύ ιδιωτών και εις όλην την πόλιν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Καλέ Ξένε, δεν εννοώ πώς πάλιν εξευτελίζεις τους νομοθέτας μας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αγαπητέ μου, δεν το κάμνω επίτηδες, εάν το κάμνω τυχόν. Αλλά, όπως μας φέρει ο λόγος μας, ας προχωρούμεν με αυτόν τον τρόπον, αν αγαπάτε. Δηλαδή, αν έχωμεν μούσαν καλλιτέραν από τους χορούς και από τα κοινά θέατρα, ας προσπαθήσωμεν να την αποδώσωμεν εις αυτούς, οι οποίοι λέγομεν ότι εκείνην μεν την εντρέπονται, ζητούν δε ποία είναι η καλλιτέρα διά να την αποκτήσουν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν χρειάζεται πρώτον μεν αυτό τουλάχιστον να υπάρχη εις όσα πράγματα συνοδεύει κάποια ευχαρίστησις, δηλαδή ή αυτό να είναι το σπουδαιότερον προσόν των, ή κάποια ορθότης ή τρίτον κάποια ωφέλεια; Εννοώ δε καθώς λόγου χάριν εις το φαγητόν και εις το ποτόν και όλην την τροφήν παρακολουθεί μεν κάποια ευχαρίστησις, την οποίαν ημπορούμεν να ονομάσωμεν ηδονήν, ως προς την ορθότητα όμως και ωφέλειαν, ό,τι ονομάζομεν υγιεινόν εις τα προσφερόμενα προς απόλαυσιν, αυτό το ίδιον εννοώ ότι είναι εις αυτά και το ορθότατον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και βεβαίως και ότι το να παρακολουθήται η μάθησις από ευχαρίστησιν, το κάμνει η ηδονή, το δε να παρακολουθήται η ορθότης και η ωφέλεια και το πρέπον και το καλόν από ευχαρίστησιν το κάμνει η αλήθεια.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι αληθές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; Είς την κατασκευήν των μιμήσεων από τας τέχνας αι οποίαι λέγονται εικαστικαί, όταν εκτελούν τούτο, άραγε την ηδονήν, η οποία συμβαίνει ως επακολούθημα εις αυτά, όταν συμβαίνη, δεν είναι δικαιότατον να την ονομάζωμεν ευχαρίστησιν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Την ορθότητα όμως βεβαίως των τοιούτων ίσως την εκτελεί προηγουμένως η ισότης, διά να ομιλήσωμεν γενικώς, και του ποσού και του ποιού, όχι όμως η ηδονή.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν θα κριθή ορθώς με την ηδονήν εκείνο μόνον το οποίον δεν προσφέρει ούτε καμμίαν ωφέλειαν, ούτε αλήθειαν, ούτε ομοιότητα, ούτε πάλιν βλάβην βεβαίως, αλλά συμβαίνει μόνον προς χάριν εκείνου το οποίον παρακολουθεί τα άλλα, δηλαδή της ευχαριστήσεως την οποίαν βεβαίως κάλλιστα ημπορεί κανείς να την ονομάση ηδονήν, όταν δεν την συνοδεύη κανέν από αυτά;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Θα εννοής μόνον την αβλαβή ηδονήν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μάλιστα, ακόμη δε λέγω και ότι η ιδία είναι και διασκέδασις, όταν δεν παράγη ούτε βλάβην ούτε ωφέλειαν αξίαν λόγου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επομένως δεν θα ειπούμεν ότι δεν πρέπει διόλου πάσα μίμησις συμφώνως προς αυτά που λέγομεν τόρα να κρίνεται από την ηδονήν και από την ψευδή γνώμην και μάλιστα και πάσα ισότης; Διότι βεβαίως με το να ευχαριστήται κανείς ή όχι με κανέν πράγμα από ό,τι του φαίνεται δεν γίνεται ίσον το ίσον ούτε γενικώς το συμμετρικόν συμμετρικόν, αλλά προ πάντων μεν από την αλήθειαν, ελάχιστα δε από κάθε άλλο.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν όλη η μουσική δεν λέγομεν ότι είναι εικαστική και μιμητική;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τότε λοιπόν, αν ειπή κανείς ότι η μουσική κρίνεται από την ηδονήν, διόλου δεν πρέπει να δεχθώμεν αυτόν τον διισχυρισμόν, ούτε διόλου να ερευνήσωμεν αυτήν την μουσικήν ως σπουδαίαν, εάν τυχόν συμβή να υπάρξη, αλλά εκείνην η οποία, έχει την ομοιότητα με το απομίμημα του ωραίου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν, και αυτοί οι οποίοι ερευνούν την ωραιοτέραν ωδήν και μούσαν, πρέπει, καθώς φαίνεται, να ερευνήσουν όχι ποία είναι ηδονική, αλλά ποία η ορθή. Διότι της μιμήσεως ιδιότης καθώς είπαμεν, ήτο η ορθότης, δηλαδή όταν εκτελεσθή το πρότυπον όσον είναι και οποίου είδους είναι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως τούτο τουλάχιστον έκαστος θα το παραδεχθή διά την μουσικήν, ότι δηλαδή όλα τα έργα του περιστρεφόμενα εις αυτήν είναι μίμησις και απεικόνισις. Και τούτο μήπως τάχα δεν θα το ομολογήσουν μαζί όλοι ανεξαιρέτως οι ποιηταί και ακροαταί και ηθοποιοί;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, καθώς φαίνεται, πρέπει να γνωρίζη τι είναι το καθέν από τα ποιήματα όστις θέλει να μη σφάλλη εις αυτά. Διότι, αν δεν γνωρίζη την ουσίαν, δηλαδή τι θέλουν να ειπούν και ποίου άραγε πράγματος είναι όντως εικών, πολύ ολιγώτερον βεβαίως θα εννοήση την ορθότητα του σκοπού ή την αποτυχίαν αυτού.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως πολύ ολιγώτερον. Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Όστις όμως δεν γνωρίζει το ορθόν, άραγε είναι ποτε δυνατόν να είναι ικανός να εννοήση το καλόν και το κακόν; Δεν τα λέγω όμως τόσον καθαρά, αλλ' ίσως ημπορεί να λεχθή καθαρώτερον με τον εξής τρόπον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως υπάρχουν απεικονίσεις άπειροι προσιταί εις την όρασίν μας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; Αν εις αυτάς κανείς δεν γνωρίζη τι είναι το καθέν από τα εξεικονιζόμενα (πρότυπα) εις αυτάς σώματα, ημπορεί άραγε να διακρίνη ποίον από αυτά είναι ορθώς κατασκευασμένον; Εννοώ δε το εξής· λόγου χάριν τας διαιρέσεις του σώματος και την τοποθεσίαν των μερών αν είναι εις την θέσιν των και πόσα είναι και ποία προς ποία όταν είναι πλησίον, έχουν την αρμόζουσαν τάξιν των, ακόμη δε και τα χρώματα και τα σχήματα, ή μήπως ετοποθετήθησαν με σύγχυσιν. Μήπως τάχα σας φαίνεται ότι ημπορεί κανείς να τα εννοήση αυτά απολύτως, όταν δεν γνωρίζη τι είναι το πρότυπον ζώον το οποίον απεικονίζεται;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα όμως; αν εγνωρίζαμεν ότι το ζωγραφισμένον ή το λαξευμένον είναι άνθρωπος και ότι έλαβε από την τέχνην όλα τα μέρη του και τα χρώματα συγχρόνως και τα σχήματα, άραγε είναι λογικώς επόμενον όστις ενόησε αυτά να γνωρίζη αμέσως και εκείνο, αν είναι ωραίον ή αν έχει κάπου καμμίαν έλλειψιν του κάλλους;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αλλά τότε βεβαίως, καλέ Ξένε, όλοι μας θα εγνωρίζαμεν τα ωραία ζώα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς. Δεν έπεται λοιπόν ότι εις εκάστην απεικόνισιν και της ζωγραφικής και της μουσικής και όλων των τεχνών ανεξαιρέτως, όστις θέλει να είναι νοήμων κριτής πρέπει να έχη αυτά τα τρία, δηλαδή πρώτον να γνωρίζη τι είναι αυτή, έπειτα αν είναι πιστή, και τρίτον αν εξετελέσθη καλώς οποιαδήποτε από τας εικόνας με λέξεις και με μελωδίας και ρυθμούς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό φαίνεται τουλάχιστον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας μην απαυδήσωμεν να εξετάσωμεν τας δυσκολίας της μουσικής. Δηλαδή, επειδή πολύ περισσότερον ομιλούν δι' αυτήν παρά διά τας άλλας απεικονίσεις, διά τούτο βεβαίως χρειάζεται περισσοτέραν προσοχήν από όλας τας άλλας. Διότι, και όταν αποτύχη κανείς, θα βλαφθή υπερβολικά, διότι κολακεύει κακοηθείας, και εκτός τούτου είναι δυσκολώτερον να το αντιληφθή, διότι οι ποιηταί είναι κατώτεροι συνθέται από τας ιδίας τας Μούσας. Δηλαδή δεν είναι δυνατόν βεβαίως εκείναι να σφάλουν τόσον πολύ, ώστε, ενώ συνθέτουν λέξεις ανδρών, να αποδώσουν εις αυτάς σχήμα και μελωδίαν γυναικών, και, όταν πάλιν συνθέτουν μελωδίας και σχήματα ελευθέρων, να προσαρμόσουν ρυθμούς δούλων και ανελεύθερων, ούτε πάλιν, όταν έχουν ως βάσιν ρυθμούς και σχήμα ελευθέρων, να αποδώσουν μελωδίαν ή λέξεις αντιθέτους προς τους ρυθμούς, ακόμη δε δεν είναι δυνατόν τας φωνάς των ζώων και των ανθρώπων και των οργάνων και όλους τους κρότους να τους ενώσουν εις μίαν σύνθεσιν, ως να είναι έν πρότυπον, το οποίον απομιμούνται. Οι ανθρώπινοι όμως συνθέται παρά πολύ περιπλέκουν και συνταράσσουν τα τοιαύτα παραλόγως, και ημπορούν να προξενούν γέλωτα εις όσους από τους ανθρώπους λέγει ο Ορφεύς ότι εδόθη από την μοίραν καλαισθησία της τέρψεως. Διότι και αυτά βεβαίως όλα τα βλέπουν ανάστατα και ότι οι ποιηταί αποσχίζουν τον ρυθμόν και τα σχήματα χωριστά από την μελωδίαν εφαρμόζοντες τα μέτρα εις λόγους ψιλούς (απαγγελλομένους), εξ άλλου δε πάλιν μεταχειρίζονται την μελωδίαν και τον ρυθμόν χωρίς λέξεις, ως γυμνόν από λέξεις παίξιμον κιθάρας και αυλού, οπότε βεβαίως είναι δυσκολώτατον να εννοήση κανείς τι να σημαίνη άραγε: ρυθμός και αρμονία εκτελουμένη χωρίς λέξεις και με ποίον από τα αξιόλογα πρότυπα ομοιάζει. Αλλ' είναι ανάγκη να απαντήσωμεν, ότι είναι φορτωμένον από πολλήν αγροικίαν παν ό,τι έχει πολλήν φιλίαν με την ταχύτητα και με την ζωώδη φωνήν χωρίς διακοπήν. Επομένως η χρήσις του αυλού και της κιθάρας εκτός μόνον όταν συνοδεύη τον χορόν και το άσμα, η κάθε μία απογυμνωμένη θα ήτο χρήσις εντελώς άμουσος και αγυρτική. Και εις αυτά μεν αυτά έχομεν να ειπούμεν. Ημείς όμως δεν εξετάζομεν τι δεν πρέπει να μεταχειρίζωνται από τας Μούσας όσοι από ημάς είναι πλέον τριάντα ετών και όσοι επέρασαν τα πενήντα, αλλά τι πρέπει λοιπόν. Το εξής μου φαίνεται ότι από τα προηγούμενα πλέον μας πληροφορεί ο λόγος μας, ότι δηλαδή την Μούσαν του χορού πρέπει να την σπουδάσουν καλλίτερον όσοι από τους έχοντας ηλικίαν πενήντα ετών είναι αρμόδιοι να ψάλλουν. Διότι είναι επόμενον αυτοί να αισθάνωνται καλώς τους ρυθμούς και τας αρμονίας και να τας γνωρίζουν. Αλλέως πώς είναι δυνατόν να γνωρίση κανείς την ορθότητα των μελωδιών, εις ποίαν δηλαδή αρμόζει ή δεν αρμόζει η δωριστί κλίμαξ και αν ο ρυθμός τον όποιον εφήρμοσαν ο ποιητής είναι ορθός ή όχι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως όχι αλλέως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δηλαδή είναι γελοίος ο κοινός λαός, ο οποίος νομίζει ότι γνωρίζει αρκετά και την καλήν αρμονίαν και τον καλόν ρυθμόν ή τον αντίθετον, επειδή πολλοί από αυτούς με την βίαν εσυνήθισαν να ψάλλουν με άλλους και να βηματίζουν. Ότι δε τα εκτελούν χωρίς να γνωρίζουν τι είναι το καθέν, δεν το συλλογίζονται. Και όμως, όταν μεν έκαστον μέλος έχη ό,τι του αρμόζει, είναι ορθόν, όταν όμως έχη ό,τι δεν του αρμόζει, είναι εσφαλμένον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ λογικά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και τόρα; Άραγε όστις δεν γνωρίζει ούτε τι είναι αυτό που είπαμεν, είναι δυνατόν να εννοήση αν αυτό είναι ορθόν εις οποιονδήποτε.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και ποία μέθοδος ημπορεί να υπάρχη δι' αυτό;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, καθώς φαίνεται, αυτό το ίδιον ευρίσκομεν πάλιν, ότι δηλαδή οι τραγουδιστοί μας, τους οποίους τόρα παρακαλούμεν και κάπως εκουσίως τους εξαναγκάζομεν να ψάλλουν, είναι ανάγκη να εκπαιδευθούν μέχρι του βαθμού που να είναι δυνατόν να παρακολουθή έκαστος και με τας βάσεις (πατήματα) των ρυθμών και με τας χορδάς (τόνους) των μελωδιών, διά να εννοούν καλά και τας αρμονίας (κλίμακας) και τους ρυθμούς και να είναι ικανοί να προμηθεύωνται όσα αρμόζουν να ψάλλουν οι τόσον ηλικιωμένοι και τοιούτου είδους άνθρωποι, και να τα ψάλλουν πλέον και οι ίδιοι με τα άσματά των να απολαμβάνουν ηδονάς αθώας και διά τους νεωτέρους να γίνωνται οδηγοί διά να ασπάζωνται ορθά τα χρηστά ήθη. Εάν δε εκπαιδευθούν έως εις αυτόν τον βαθμόν, τότε θα είχαν εις το χέρι των ακριβεστέραν εκπαίδευσιν από εκείνην που αρμόζει διά τον λαόν, ακόμη δε και διά τους συνθέτας. Διότι το τρίτον μέρος δεν έπεται κατ' ανάγκην ότι το γνωρίζει ο συνθέτης, δηλαδή αν είναι το πρότυπον καλόν ή όχι, ενώ την αρμονίαν και τον ρυθμόν σχεδόν τον γνωρίζει κατ' ανάγκην. Αυτοί όμως (οι γεροντότεροί μας) είναι ανάγκη να γνωρίζουν και τα τρία, να εκλέγουν το πρώτιστον και το δεύτερον, διότι αλλέως δεν θα κάμουν καλήν εισήγησιν εις τους νέους διά την αρετήν. Και αυτό που εσκόπευε εις την αρχήν ο λόγος μας, δηλαδή να παρουσιάσωμεν καλώς την χρησιμότητα του χορού του Διονύσου, το έπραξε όσον ήτο δυνατόν. Λοιπόν ας σκεφθώμεν καλά να ιδούμεν αν επέτυχε. Βεβαίως η τοιαύτη συνάθροισις όσον προχωρεί το ποτόν γίνεται εξ ανάγκης θορυβωδεστέρα διαρκώς, καθώς είπαμεν εις την αρχήν ότι συμβαίνει κατ' ανάγκην, με τας σημερινάς συνηθείας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Έκαστος δε βεβαίως από κάθε άλλην φοράν πηδά ελαφρότερα και φαιδρύνεται και φορτώνεται παρρησιαστικότητα και απροσεξίαν διά τους πλησίον του μέσα εις αυτήν την διάθεσιν, απαιτεί δε να αναδειχθή άρχων ικανός και διά τον εαυτόν του και διά τους άλλους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι άλλο;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δεν είπαμεν λοιπόν ότι, όταν γίνωνται αυτά, αι ψυχαί των πινόντων ωσάν σίδηρος φλογίζονται και γίνονται μαλακώτεραι και νεώτεροι, ώστε να καταστούν ευάγωγοι δι' εκείνον που ημπορεί και γνωρίζει να τας μορφώση και να τας διαπλάση, καθώς όταν ήσαν νέαι; Τοιούτος δε δεν είναι άραγε ο ίδιος μορφωτής που ήτο τότε, δηλαδή ο αγαθός νομοθέτης, του οποίου πρέπει να υπάρχουν νόμοι συμποσιακοί, που να ημπορούν, αυτόν που έγινε εύελπις και θαρραλέος και πέραν του ορίου αναιδής, και δεν θέλει να υποφέρη το ανάλογόν του εις την σιωπήν και τον λόγον και το ποτόν και την μούσαν, να τον αναγκάσουν να κάμνη τα αντίθετα με αυτά, και όταν τους καταλαμβάνη το άσχημον θάρρος να τους εμπνέουν εκείνον τον αντιτασσόμενον λαμπρότατον φόβον μαζί με την δικαιοσύνην, τον όποιον ονομάζομεν ανέκαθεν αιδημοσύνην και εντροπήν, και είναι θείος φόβος;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι αληθές,

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εις αυτούς δε τους νόμους να υπάρχουν νομοφύλακες και συνεργάται των οι αθόρυβοι και νηφάλιοι στρατηγοί των μη νηφαλίων, άνευ των οποίων βεβαίως είναι δυσκολώτερον να παλαίσωμεν με την μέθην παρά με τους εχθρούς, αν δεν υπάρχουν αρχηγοί αθόρυβοι, και πάλιν όστις δεν ημπορεί να συμμορφωθή και να υποτάσσεται εις αυτούς και εις τους οδηγούς του Διονύσου (οίνου), οι οποίοι επέρασαν τα εξήντα έτη της ηλικίας των, να φέρη επάνω του ίσην και μεγαλιτέραν εντροπήν, παρά εκείνος που δεν πειθαρχεί εις τους αρχηγούς του Άρεως (πολέμου).

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, εάν υπήρχε τοιούτου είδους μέθη και διασκέδασις, μήπως τάχα δεν θα ωφεληθούν οι τοιούτοι συμποσιασταί και δεν θα αποχωρισθούν με περισσότερον συσφιγμένην φιλίαν παρά προηγουμένως, και όχι καθώς τόρα, αλλά συμφώνως με νόμους δεν θα περνούν όλην την συναναστροφήν και δεν θα βαδίζουν όπως οδηγούν οι νηφάλιοι τους μη νηφαλίους;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά, εάν βεβαίως γίνη καθώς την λέγεις τόρα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επομένως την δωρεάν του Διονύσου ας μη την κατακρίνωμεν απολύτως, ότι είναι κακή και αναξία να επιτραπή εις μίαν πόλιν. Διότι και άλλα περισσότερα επιχειρήματα ημπορούσε να εύρη κανείς. Αφού και το μεγαλίτερον αγαθόν, το οποίον προσφέρει ως δώρον, υπάρχει δισταγμός να το φανερώσωμεν εις τους περισσοτέρους ανθρώπους, διότι θα το θεωρήσουν κακόν, εάν το ειπούμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Κάποια παράδοσις και διάδοσις κυκλοφορεί λαθραίως κάπως, ότι από αυτόν τον θεόν η μητρυιά του Ήρα ανέστρεψε την κρίσιν της ψυχής του, και ότι διά τούτο παρουσιάζει τους βακχικούς και παν είδος εξωφρενικών χορών, διά να την εκδικηθή, επομένως και τον οίνον διά τον ίδιον σκοπόν τον εδώρισε, εγώ όμως αυτά τα αφήνω να τα λέγουν όσοι νομίζουν ότι δεν υπάρχει φόβος, όταν ομιλούν περί των θεών, τούτο δε μόνον γνωρίζω, ότι όσον νουν πρέπει να έχη έκαστον ζώον, όταν τελειοποιηθή, ποτέ δεν τον έχει κανέν τοιούτου είδους και τόσον πολύν, όταν γεννάται. Λοιπόν εις το διάστημα αυτό οπού ακόμη δεν απέκτησε την αναλογούσαν εις αυτό νόησιν, το καθέν είναι μανιώδες και φωνάζει ατάκτως και, μόλις ριφθή, πηδά πάλιν ατάκτως. Ας ενθυμηθούμεν δε ότι τοιαύται είπαμεν ότι είναι αι αρχαί της μουσικής και γυμναστικής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Το ενθυμούμεθα. Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν θα ενθυμηθούμεν και ότι αυτή η αρχή έδωκε εις ημάς τους ανθρώπους την αίσθησιν του ρυθμού και της αρμονίας, και ότι ο Απόλλων και αι Μούσαι και ο Διόνυσος υπήρξαν οι πρωταίτιοι από όλους τους θεούς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, καθώς φαίνεται, και ο οίνος βεβαίως λέγουν οι άλλοι ότι εδόθη προς τιμωρίαν των ανθρώπων, διά να παραφρονήσωμεν. Ο ιδικός μας όμως λόγος τόρα λέγει αντιθέτως ότι εδόθη ως φάρμακον εις μεν την ψυχήν διά να αποκτήση αιδημοσύνην, εις δε το σώμα διά να αποκτήση υγείαν και δύναμιν

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά ενθυμείσαι, τον λόγον, καλέ Ξένε.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν τα μισά μεν του χορού ας τελειώσουν έως εδώ. Τα άλλα μισά όμως πώς να τα κρίνωμεν, ας εξακολουθήσωμεν ή ας τα αφήσωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποία δηλαδή εννοείς, και πώς διακρίνεις το έν από το άλλο;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως ολόκληρος ο χορός είπαμεν ότι είναι ολόκληρος η εκπαίδευσις, από αυτήν δε πάλιν το έν μέρος είναι οι ρυθμοί και αι αρμονίαι, το περιστρεφόμενον εις τους τόνους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τα δε άλλο, το περιστρεφόμενον εις την κίνησιν του σώματος, τον μεν ρυθμόν τον είχε κοινόν με την κίνησιν της φωνής, έχει όμως ως ιδιαίτερον το σχήμα (τσάκισμα), καθώς η κίνησις της φωνής έχει ως ιδιαίτερον την μελωδίαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν την επίδρασιν της φωνής έως εις την ψυχήν χάριν της αρετής δεν γνωρίζω κατά ποίον τρόπον την ωνομάσαμεν μουσικήν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και όμως πολύ ορθά εκάμαμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τας δε σωματικάς κινήσεις, τας οποίας, όταν παίζωνται, τας ωνομάσαμεν χορόν, αν έχουν επίδρασιν έως εις την διάπλασιν του σώματος, την τεχνικήν αγωγήν του σώματος εις αυτάς την ωνομάσαμεν γυμναστικήν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ως προς δε την μουσικήν, σχεδόν αυτά το οποίον είπαμεν και ανεπτύξαμεν ως τα ήμισυ μέρος του χορού, το ίδιον ας εφαρμοσθή και εδώ. Το δε άλλο ήμισυ θέλετε να το ειπούμεν, ή πώς θέλετε να κάμωμεν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αγαπητέ μου, αφού έχεις απέναντί σου Κρήτας και Λακεδαιμονίους, και αφού ωμιλήσαμεν περί μουσικής, παρελείψαμεν όμως την γυμναστικήν, τι φρονείς ότι θα σου απαντήση κανείς από τους δύο μας εις αυτήν την ερώτησιν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εγώ θα έλεγα ότι συ μου απήντησες καθαρά εις αυτά που σε ερώτησα, και εννοώ, ότι, ενώ αυτό που μου απέτεινες είναι ερώτησις, είναι συγχρόνως και απάντησις, καθώς είπα, και εκτός τούτου και προσταγή να αναπτύξω τα περί γυμναστικής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά με επρόλαβες και λοιπόν κάμε το αυτό.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πρέπει να το κάμω. Διότι βεβαίως δεν είναι και δύσκολον πράγμα να ειπή κανείς πράγματα γνωστά και εις τους δύο σας. Δηλαδή σεις έχετε πολύ περισσοτέραν πείραν εις αυτήν την τέχνην παρά εις εκείνην.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Σχεδόν λέγεις την αλήθειαν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν αυτής πάλιν της διασκεδάσεως αρχή είναι το να συνηθίζη κατά φύσιν να πηδά έκαστον ζώον, ο δε άνθρωπος, καθώς είπαμεν, αποκτήσας αίσθησιν του ρυθμού εδημιούργησε τον χορόν, επειδή δε η μελωδία ενθύμιζε και διήγειρε τον ρυθμόν, ενώθησαν μεταξύ των και εγέννησαν την χορωδίαν και την διασκέδασιν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και τούτο εν μέρει μεν, πιστεύω, το είπαμεν πλέον, εν μέρει δε θα προσπαθήσωμεν εις τα κατωτέρω να τα αναπτύξωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν πρώτον να προσθέσωμεν προηγουμένως την κορωνίδα εις την χρήσιν της μέθης, αν τα εγκρίνετε και σεις.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίου είδους δηλαδή και ποίαν εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εάν μεν καμμία πόλις πρόκειται να μεταχειρίζεται αυτήν την ασχολίαν που είπαμεν ως σπουδαίαν συμφώνως με νόμους και με τάξιν, ως εξάσκησιν εις την σωφροσύνην, και δεν αποφεύγη και τας άλλας ηδονάς εξ ίσου και με τον ίδιον σκοπόν, δηλαδή μελετώσα πώς να κυριαρχή αυτάς, τότε πρέπει όλα αυτά να τα χρησιμοποιή κατ' αυτόν τον τρόπον. Εάν όμως πρόκειται να την χρησιμοποιήση ως διασκέδασιν και θα έχη δικαίωμα όποιος θέλει και όταν θέλη και με όποιους θέλει να πίνη, μέσα εις οποιασδήποτε άλλας ασχολίας, τότε δεν θα έδιδα την ψήφον μου εις τούτο, ότι πρέπει να χρησιμοποιή ποτε την μέθην αυτή η πόλις ή αυτός ο άνθρωπος, αλλά πολύ καλλίτερα και από την χρησιμοποίησιν των Κρητών και Λακεδαιμονίων θα έδιδα την ψήφον μου εις τον νόμον των Καρχηδονίων, δηλαδή κανείς να μη δοκιμάζη ποτέ εις εκστρατείαν αυτό το ποτόν, αλλά να συνηθίζη την υδροποσίαν εις όλον αυτό το διάστημα, και μέσα εις την πόλιν ούτε η δούλη ούτε ο δούλος να το δοκιμάζη ποτέ, ούτε οι άρχοντες κατά το χρονικόν διάστημα της εξουσίας των, ούτε πάλιν οι πλοίαρχοι και οι δικασταί επάνω εις το έργον των να δοκιμάζουν τον οίνον απολύτως, ούτε όστις συγκαλείται εις οποιονδήποτε συμβούλιον αξιόλογον διά να σκεφθή, ούτε απολύτως κανείς εν καιρώ ημέρας παρά μόνον χάριν τονώσεως του σώματος και των ασθενειών, ούτε πάλιν την νύκτα, όταν κανείς σχεδιάζη να τεκνοποιήση, είτε ο ανήρ είτε η γυνή. Και άλλας δε βέβαια απείρους περιπτώσεις ημπορεί κανείς να αναφέρη, εις τας οποίας όσοι έχουν νουν και νόμον ορθόν δεν πρέπει να πίνουν οίνον. Επομένως, συμφώνως με αυτόν τον λόγον, δεν θα χρειάζωνται ούτε αμπέλια πολλά εις καμμίαν πόλιν, πρέπει δε να είναι ωρισμέναι και αι άλλαι γεωργικαί εργασίαι και όλη η δίαιτα, και προ παντός τα σχετιζόμενα με τον οίνον σχεδόν από όλα πρέπει να είναι πολύ μετρημένα και ολίγα. Αυτήν την κορωνίδα, φίλοι ξένοι, ας θέσωμεν, αν συμφωνήτε και σεις, επάνω εις την συζήτησίν μας περί του οίνου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά, συμφωνούμεν.

ΒΙΒΛΙΟΝ Γ'

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτά λοιπόν έτσι είναι. Αλλά του πολιτεύματος ποία πρέπει να δεχθώμεν ότι υπήρξε η αρχή; Μήπως τάχα δεν θα εννοήση κανείς αυτήν ευκολώτερα και καλλίτερα από το εξής;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Από πού;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Από όπου οφείλει κανείς να εννοήση και πώς εκάστοτε προοδεύουν αι πόλεις εις την αρετήν και συγχρόνως μεταπίπτουν εις την κακίαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Από πού όμως εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Νομίζω από τον προσδιορισμόν του μήκους και της απειρίας του χρόνου, και των μεταβολών αι οποίαι συνέβησαν εις το διάστημα αυτό.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πρόσεξε. Αφ' ότου υπάρχουν πόλεις και άνθρωποι κοινωνικοί, νομίζεις ότι ενόησες ποτε ακριβώς πόσον χρονικόν διάστημα επέρασες

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως αυτό δεν είναι διόλου εύκολον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ενόησες όμως τουλάχιστον ότι ημπορεί να είναι άφθονον και αμέτρητον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Όσον δι' αυτό, βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μήπως λοιπόν τάχα δεν εκτίσθησαν από ημάς εις αυτό το διάστημα χιλιάδες των χιλιάδων πόλεις, όχι δε ολιγώτεραι ως προς τον αριθμόν κατεστράφησαν, και πάλιν με όλα τα είδη των πολιτευμάτων διοικηθείσαι πολλάκις εις όλα τα μέρη. Και άλλοτε μεν από μικροτέρας εγίνοντο μεγαλύτεραι, άλλοτε δε από μεγαλιτέρας μικρότεροι, και χειρότεραι από καλλιτέρας, και καλλίτεραι από χειροτέρας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι λογικόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτής λοιπόν της μεταβολής ας εννοήσωμεν, εάν ημπορούμεν, την αιτίαν. Διότι πολύ πιθανόν αυτή να μας δείξη την πρώτην γένεσιν και μεταβολήν των πολιτευμάτων.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Καλά λέγεις και πρέπει να φανούμεν πρόθυμοι, συ μεν εις το να ειπής τι σκέπτεσαι περί αυτών, ημείς δε εις το να σε παρακολουθήσωμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν σας φαίνεται άραγε ότι αι παλαιαί παραδόσεις περιέχουν κάποιαν αλήθειαν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίαι δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ότι συνέβησαν πολλαί καταστροφαί των ανθρώπων με κατακλυσμούς και ασθενείας και άλλα πολλά, από τα οποία είχε μείνει πολύ ολιγοστόν το ανθρώπινον γένος;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως αυτό είναι πιστευτόν εντελώς εις τον καθένα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πρόσεξε λοιπόν να αναπαραστήσωμεν μίαν από τας πολλάς καταστροφάς, αυτήν, που έγινε κάποτε με τον κατακλυσμόν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τι να φαντασθώμεν δι' αυτήν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ότι όσοι εσώθησαν τότε από την εξόντωσιν θα ήσαν σχεδόν κάποιοι ορεινοί και νομάδες, αποτελούντες ελάχιστα ζώπυρα σωθέντα από το ανθρώπινον γένος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι φανερόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και ωρισμένως οι τοιούτοι ήτο επόμενον να είναι άπειροι των άλλων τεχνών και των εφαρμοζομένων εις τας πόλεις μεταξύ των πολιτών μεθόδων ως προς τας πλεονεξίας και τας φιλονικίας και όσα άλλα κακουργήματα εφευρίσκουν μεταξύ των.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Φαίνεται τουλάχιστον πιθανόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ας υποθέσωμεν λοιπόν ότι αι πόλεις των πεδιάδων και των παραλίων κατεστράφησαν άρδην την εποχήν εκείνην.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ας υποθέσωμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν θα δεχθώμεν ότι και τα εργαλεία όλα εχάθησαν και οτιδήποτε είχεν εφευρεθή προς σπουδαίαν εξυπηρέτησιν της τέχνης ή της πολιτικής ή κάποιας άλλης σοφίας, όλα αυτά δεν ερήμαξαν την εποχήν εκείνην;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως, αγαπητέ, διότι, εάν ο κόσμος έμενεν αιωνίως όπως είναι τόρα τακτοποιημένος, πώς ήτο δυνατόν να ανακαλυφθή ποτε και το ελάχιστον πρωτοφανές πράγμα; Και βεβαίως αυτή η αλήθεια χιλιάδες των χιλιάδων έτη διέφευγε την παρατήρησιν των τοτινών ανθρώπων, μόλις δε προ χιλίων ή δύο χιλιάδων ετών άλλα μεν ενοήθησαν από τον Δαίδαλον, άλλα δε από τον Ορφέα, άλλα δε από τον Παλαμήδη, τα δε σχετικά με την μουσικήν από τον Μαρσύαν και τον Όλυμπον, και τα σχετικά με την λύραν από τον Αμφίονα, άλλα δε πάρα πολλά, ημπορούμεν να ειπούμεν, μόλις τόρα τελευταίως εφευρέθησαν από άλλους.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Άραγε γνωρίζεις, καλέ Κλεινία, ότι παρέλειψες τον φίλον σου, ο οποίος έζησε κυριολεκτικώς χθες;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μη τυχόν εννοείς τον Επιμενίδην;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μάλιστα, αυτόν. Διότι αυτός, φίλε μου, πολύ υπερτέρησε όλους μαζί με την εφεύρεσίν του, την οποίαν θεωρητικώς μεν την προέβλεψε ο Ησίοδος, πραγματικώς όμως εκείνος την ετελείωσε, καθώς διισχυρίζεσθε σεις.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως διισχυριζόμεθα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας παραδεχθώμεν ότι, τότε που έγινε η καταστροφή, ήλθαν εις τοιαύτην κατάστασιν τα ανθρώπινα πράγματα, δηλαδή ότι υπήρχε μία απείρως φοβερά ερημία, χώραι δε πολυπληθείς έμειναν χωρίς κατοίκους και με την εξόντωσιν όλων των άλλων ζώων έμειναν μερικαί αγέλαι, και, αν απέμεινε κανέν γένος των αιγών, αραιά και αυτά έβοσκαν και εζούσαν εις την αρχήν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι άλλο;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Της πόλεως δε και του πολιτεύματος και της νομοθεσίας, διά τα οποία τόρα ημείς συζητούμεν, άραγε νομίζομεν κάπως ότι απέμεινε ακόμη και απλή ανάμνησις;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Διόλου μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν προήλθαν από εκείνην την κατάστασιν όλα τα σημερινά μας πράγματα, δηλαδή αι πόλεις και τα πολιτεύματα και αι τέχναι και οι νόμοι, και η μεγάλη μεν κακία, αλλά συγχρόνως και η μεγάλη αρετή;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς το εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Άραγε, αξιοθαύμαστε φίλε, φανταζόμεθα ότι οι τοτινοί άνθρωποι, αφού ήσαν άπειροι των πολλών καλών, αλλά και των πολλών κακών, τα οποία συμβαίνουν εις τας πόλεις, ημπορούσαν να είναι τέλειοι εις την αρετήν ή την κακίαν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Καλά είπες, και εννοούμεν τι θέλεις να ειπής.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν με τον καιρόν και όσον επληθύνετο το γένος μας δεν επροχωρούσε εις όλον το σημερινόν καθεστώς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Όχι βέβαια αιφνιδίως, καθώς φαίνεται, αλλά ολίγον κατ' ολίγον εις πάρα πολύ μεγάλον χρονικόν διάστημα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι πολύ πρέπον να έγινε ούτω πως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Διότι, διά να αρχίσουν να καταβαίνουν από τα υψηλά μέρη εις τας πεδιάδας, υπήρχε, νομίζω, πρόσφατος εις την ακοήν όλων ο φόβος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Άραγε δεν εβλέποντο μεταξύ των με ευχαρίστησιν, αφού ήσαν ολιγοστοί εκείνην την εποχήν και αφού τα μέσα της συγκοινωνίας μεταξύ των και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν όλα σχεδόν εξηφανίσθησαν μαζί με τας τέχνας; Επομένως, νομίζω, δεν ήτο παρά πολύ δυνατόν να συναντώνται μεταξύ των. Διότι ο σίδηρος και ο χαλκός και όλα τα μέταλλα εχάθησαν συγχωνευθέντα, ώστε υπήρχε απόλυτος ανικανότης να ξεκαθαρίσουν αυτά εκ νέου, και η ξυλική δε ήτο σπανία. Διότι, και αν ακόμη είχε διασωθή κανέν εργαλείον εις τα όρη, εις ολίγον καιρόν εφθείρετο και εχάνετο, άλλα όμως δεν ημπορούσαν να κατασκευασθούν ενόσω δεν ήρχετο πάλιν εις τους ανθρώπους η τέχνη των μετάλλων.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως πώς ήτο δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά κατόπιν από πόσας γενεάς μας περνά η ιδέα ότι έγινε τούτο;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Είναι προφανές ότι κατόπιν από πάρα πολλάς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν και αι τέχναι, όσαι έχουν ανάγκην σιδήρου και χαλκού και όλων των παρομοίων μετάλλων, δεν ήσαν εξηφανισμέναι τότε εις όλον αυτό το χρονικόν διάστημα και περισσότερον ακόμη;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επομένως δεν εξηφανίσθη και ο φατριασμός και ο πόλεμος την εποχήν εκείνην κατά πολλούς τρόπους;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πρώτον μεν αγαπούσαν και εφέροντο ως φίλοι μεταξύ των ένεκα της ερημίας, έπειτα δεν ήτο περιζήτητος η τροφή των με κινδύνους. Διότι δεν υπήρχε έλλειψις βοσκής, εκτός ίσως εις ολίγους εις την αρχήν, η οποία βεβαίως ήτο ο κυριότερος πόρος της ζωής των την εποχήν εκείνην. Δηλαδή από γάλα και κρέατα δεν είχαν καμμίαν έλλειψιν, εκτός δε τούτου και από το κυνήγιον δεν επρομηθεύοντο μηδαμινήν τροφήν ούτε ολίγην. Και βεβαίως και από ενδυμασίας και στρώματα και κατοικίας και σκεύη μαγειρικά και οικιακά είχαν αφθονίαν. Διότι αι κεραμοπλαστικαί τέχναι και αι πλεκτικαί δεν έχουν καμμίαν ανάγκην του σιδήρου. Όλα δε αυτά ο θεός έδωκε εις αυτάς τας δύο τέχνας να τα προμηθεύουν εις τους ανθρώπους, διά να ημπορή, οσάκις καταντούν εις την ιδίαν στενοχωρίαν, να ευρίσκη αναγέννησιν και πρόοδον το ανθρώπινον γένος. Επομένως εξ αιτίας αυτού δεν ήσαν πολύ πτωχοί, ούτε εστενοχωρούντο από την πτωχείαν, διά να γίνουν διαφορετικοί από ό,τι ήσαν. Πλούσιοι δε δεν ήτο δυνατόν να γίνουν ποτέ, αφού τους έλειπε ο χρυσός και ο άργυρος. Αλλά εις όποιον συνοικισμόν δεν συγκατοικεί ούτε ο πλούτος ούτε η πτωχεία, σχεδόν εις αυτήν αναδεικνύονται τα πλέον ευγενή ήθη. Διότι δεν συγκατοικεί η ύβρις και η αδικία, αι δε ζηλοτυπίαι και οι φθόνοι πάλιν δεν γεννώνται. Επομένως δι' αυτούς τους λόγους ήσαν βεβαίως αγαθοί και δι' εκείνο που ονομάζεται ευπιστία. Δηλαδή όσα ήκουαν ότι είναι καλά και κακά, επειδή ήσαν ευήθεις (απόνηροι), τα ενόμιζαν αληθινά και τα επίστευαν. Δηλαδή να υποπτευθή το ψεύδος κανείς δεν εγνώριζε από σοφίαν (εξυπνάδα) καθώς τόρα, αλλά επίστευαν ως αληθή όσα λέγονται περί θεών και ανθρώπων και έζων συμφώνως με αυτά. Δι' αυτό ακριβώς ήσαν εντελώς τοιούτοι, οποίους τους επεριγράψαμεν προ ολίγου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Εγώ τουλάχιστον και ο φίλος απ' εδώ συμφωνούμεν εις αυτά τελείως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν θέλετε να παραδεχθώμεν ότι πολλαί γενεαί έζησαν προ του κατακλυσμού κατ' αυτόν τον τρόπον και ότι θα ήσαν ατεχνότεραι και αμαθέστεραι από τας σημερινάς και ως προς τας άλλας τέχνας και ως προς τας πολεμικάς, αι οποίαι σήμερον γίνονται κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, ακόμη δε και όσαι γίνονται μέσα εις μίαν πόλιν, αι οποίαι λέγονται δίκαι και κομματικά, και εφευρίσκουν με λόγους και με έργα όλας τας μεθόδους διά να κακοποιούνται και αδικούνται μεταξύ των, ότι όμως θα ήσαν πλέον απόνηροι και ανδρειότεροι και συγχρόνως σωφρονέστεροι και γενικώς δικαιότεροι; Την δε αιτίαν αυτήν την ανεπτύξαμεν προηγουμένως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας παραδεχθώμεν αυτά και ας ειπούμεν ακόμη και όλα όσα είναι συνέπεια αυτών, διά να εννοήσωμεν ποία άραγε ανάγκη νομοθεσίας υπήρχε εις τους τότε, και ποίος υπήρξε νομοθέτης εις αυτούς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά το είπες.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν θα ειπούμεν άραγε ότι ούτε εκείνοι είχαν ανάγκην νομοθετών, ούτε ήτο συνηθισμένον να συμβαίνη το τοιούτον εκείνην την εποχήν; Διότι βεβαίως ούτε γράμματα ακόμη δεν είχαν όσοι εγεννήθησαν εις αυτό το μέρος της χρονικής περιόδου, αλλά ζουν με τα έθιμα και ακολουθούντες τους λεγομένους πατροπαραδότους νόμους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό φαίνεται τουλάχιστον πιθανόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως όμως τούτο είναι πλέον κάποιος τρόπος πολιτεύματος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίος;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μου φαίνεται ότι το πολίτευμα της εποχής αυτής όλοι το ονομάζουν δυναστείαν (καπετανάτον), η οποία και σήμερον ακόμη υπάρχει εις πολλά μέρη και εις τον Ελληνισμόν και εις τα ξένα κράτη. Αναφέρει δε και ο Όμηρος ότι αυτή υφίστατο εις τον συνοικισμόν των Κυκλώπων, διότι λέγει:

Αυτοί δεν έχουν σύνοδον γερόντων ούτε δίκας (3) αλλά των υψηλών βουνών τις ράχες κατοικούνε σε λαξευμένα σπήλαια, και ο καθείς δικάζει μόνος γυναίκα και παιδιά, και άλλον δεν λογαριάζει.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως σας φαίνεται ότι αυτός ο ποιητής μας ήτο πολύ χαριτωμένος. Και βεβαίως και άλλα μέρη από τα ποιήματά του πολύ χαριτωμένα εξετάσαμεν, όμως ας μην είναι πολλά. Διότι ημείς οι Κρήτες δεν μεταχειριζόμεθα τόσον πολύ τα ξενικά ποιήματα.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Ημείς δε πάλιν τα μεταχειριζόμεθα μεν και φαίνεται ότι αυτός είναι ανώτερος από την ομοίαν (επικήν) ποίησιν, δεν είναι όμως σύμφωνος με τα Λακωνικά έθιμα, αλλά μάλλον παριστάνει πάντοτε βίον κάπως Ιωνικόν. Τόρα όμως φαίνεται ότι καλά επικυρώνει τον λόγον σου, διότι μας επανέφερε την μυθολογίαν εις την αρχέγονον κατάστασιν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μάλιστα, τον επικυρώνει βεβαίως και ας θεωρήσωμεν αυτόν ως αγγελιοφόρον, ότι τοιαύτα πολιτεύματα εχρημάτισαν κάποτε.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μήπως λοιπόν δεν προήλθαν από αυτάς τας μοναχικάς κατοικίας, αι οποίαι ένεκα της ερημώσεως των καταστροφών χωρίζονται κατά γενεάς, εις τας οποίας εξουσιάζει ο γεροντότερος, διότι η αρχή αυτών οφείλεται εις τον πατέρα ή εις την μητέρα, τους οποίους ακολουθούν καθώς τα πετεινά και σχηματίζουν μίαν αγέλην, ως πατριάν και ως βασιλείαν, η οποία είναι η δικαιοτέρα από όλας τας άλλας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Κατόπιν όμως βεβαίως σχηματίζουν κοινότητα μεγαλιτέραν κατασκευάζοντες μεγαλιτέρας πόλεις, και επιδίδονται κατ' αρχάς εις την καλλιέργειαν των πλησιεστέρων προς τα όρη πεδιάδων, και κατασκευάζουν ως περιφράγματα ακανθωτά κάπως περιτειχίσματα προς προφύλαξιν από τα ζώα, και αποτελούν πάλιν μίαν κοινήν και μεγάλην κατοικίαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Φαίνεται τουλάχιστον πιθανόν να γίνωνται κατ' αυτόν τον τρόπον αυτά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και τόρα; Τούτο τάχα δεν φαίνεται πιθανόν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Όσον οι συνοικισμοί αυτοί εγίνοντο μεγαλίτεροι από τους μικρούς και πρώτους, εξηκολούθει να αντιπροσωπεύεται έκαστος από τους μικρούς με το γένος του διατηρών τον γεροντότερον του ως αρχηγόν και κάποια ιδιαίτερα ιδικά του έθιμα ένεκα της χωριστής κατοικίας, διάφορα αναλόγως των γονέων των και των παιδαγωγών των, εις τα οποία εσυνήθισαν και σχετικώς με τους θεούς και σχετικώς με τον εαυτόν των και τα οποία ήσαν των αξιοπρεπών αξιοπρεπέστερα και των ανδροπρεπών ανδροπρεπέστερα. Και με ιδιαίτερον τρόπον έκαστος επισφράγιζε τας ιδικάς του προαιρέσεις εις τους υιούς του και τους υιούς των υιών του, καθώς είπαμεν, και ήλθαν εις τον μεγαλύτερον συνοικισμόν έχοντες ιδιαιτέρους νόμους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι βεβαίως;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και βεβαίως είναι επόμενον τουλάχιστον τους ιδικούς του νόμους να τους αρέση έκαστος, τους δε νόμους των άλλων κατά δεύτερον λόγον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι αληθές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν επατήσαμεν σχεδόν εις την αρχήν του πολιτεύματος χωρίς να το καταλάβωμεν, καθώς φαίνεται.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τουλάχιστον είναι επόμενον κατόπιν εκείνοι που συνηντήθησαν να εκλέξουν αντιπροσώπους των, οι οποίοι εξήτασαν τα νόμιμα όλων και από αυτά όσα ήρεσαν περισσότερον εις αυτούς διά την κοινότητα, τα έδειξαν εις τους αρχηγούς και οδηγούς του λαού και τρόπον τινά τους βασιλείς και τα υπέβαλαν εις έγκρισιν, και αυτοί μεν βεβαίως είναι πρέπον να ονομασθούν νομοθέται, διορίσαντες δε τους άρχοντας και ιδρύσαντες κάποιαν αριστοκρατίαν από τας δυναστείας ή και βασιλείαν, θα ζήσουν με αυτό το μεταβληθέν πολίτευμα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τουλάχιστον εις το εξής ημπορεί να γίνεται με αυτόν τον τρόπον και τον δρόμον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας θεωρήσωμεν ότι τρίτον είδος πολιτεύματος είναι εκείνο εις το οποίον συμπίπτουν όλα τα είδη και τα παθήματα των πολιτευμάτων και των πόλεων συγχρόνως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον λοιπόν είναι αυτό;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εκείνο που ετόνισε μετά το δεύτερον και ο Όμηρος, διηγούμενος ότι εκτίσθη κατά τον εξής τρόπον. Λέγει δηλαδή:

Την Δαρδανίαν έκτισε (ο Δάρδανος). Η απόρθητη δε Τροία (4), πόλις ανθρώπων λογικών, δεν είχε κτισθή κάτω, αλλ' έκειτο 'ς τους πρόποδας της ραχωτής της Ίδης.

Βεβαίως δε αυτοί οι στίχοι και όσους είπε διά τους Κύκλωπας είναι κάπως εμπνευσμένοι από τον θεόν και από την φύσιν. Διότι είναι θείον, αφού βεβαίως είναι ενθουσιαστικόν το γένος των ποιητών και όταν στιχουργή θίγει πάντοτε πολλά που έγιναν πραγματικώς με κάποιαν βοήθειαν των Χαρίτων και των Μουσών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας προχωρήσωμεν ακόμη εις τα προηγούμενα από τον μύθον ο οποίος μας κατέβηκε τόρα. Διότι πολύ πιθανόν να μας πληροφορήση τίποτε από ό,τι επιθυμούμεν. Λοιπόν συμφωνείτε;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν είπαμεν ότι η Τροία από τα υψηλά μετεφέρθη εις μεγάλην και καλήν πεδιάδα, εις κάποιον λόφον όχι υψηλόν, ο οποίος είχε πολλούς ποταμούς πηγάζοντας από τα υψηλά μέρη της Ίδης.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό λέγουν τουλάχιστον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν φρονούμεν άραγε ότι τούτο συνέβη εις το πολύ χρονικόν διάστημα το οποίον εμεσολάβησε μετά τον κατακλυσμόν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι εις το πολύ διάστημα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Φαίνεται λοιπόν ότι τότε τους εκυρίευσε αυτούς φρικώδης λήθη της καταστροφής, την οποίαν λέγομεν τόρα, αφού ετοποθέτησαν την πόλιν των κάτω από τόσον πολλούς ποταμούς και πηγάζοντας από υψηλά όρη, βασισθέντες εις όχι πολύ υψηλούς λόφους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λοιπόν είναι προφανές ότι ήσαν εις πολύ μεγάλην χρονικήν απόστασιν από αυτό το πάθημα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και άλλαι όμως πόλεις, νομίζω, τότε πλέον υπήρχαν με την αύξησιν του πληθυσμού των ανθρώπων.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αι οποίαι βεβαίως και εξεστράτευσαν εναντίον αυτής, και μάλιστα ίσως παράλιαι, επειδή πλέον αφόβως εσυγκοινωνούσαν με την θάλασσαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Έτσι φαίνεται.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Αφού δε έμειναν οι Αχαιοί επί δέκα έτη, ανεστάτωσαν την
   Τροίαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν εις αυτό το χρονικόν διάστημα, το δεκαετές, που επολιορκείτο η Τροία, άραγε εις την πατρίδα καθενός από τους πολιορκητάς δεν εγίνοντο πολλά κομματικά των νέων, οι οποίοι και όταν επέστρεψαν οι πολεμισταί εις τας πατρίδας και τας οικίας των δεν τους υπεδέχθησαν καλώς ούτε δικαίως, αλλ' εις τρόπον ώστε να γίνουν θάνατοι και σφαγαί και φυγαί πλείστοι όσαι; Οι οποίοι πάλιν εκδιωχθέντες επέστρεψαν με άλλο όνομα, ονομασθέντες Δωριείς αντί Αχαιών, διότι εκείνος όστις συνεκέντρωσε όλους τους τότε φυγάδας ήτο Δωριεύς. Και μάλιστα αυτά όλα πλέον απ' εδώ και εις το εξής σεις οι Λακεδαιμόνιοι τα διηγείσθε και τα αναπτύσσετε.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και απ' εδώ ακριβώς αρχίσαμεν την παρέκβασιν, ενώ ωμιλούσαμεν περί νόμων, παρασυρθέντες από την μουσικήν και τα μεθύσια, και τόρα πάλιν εις τα ίδια επεστρέψαμεν, κάπως με την βοήθειαν του θεού, και ο λόγος μας μας δίδει κάποιαν αφορμήν. Δηλαδή έρχεται εις αυτόν τον συνοικισμόν της Λακεδαίμονος, ο οποίος σεις είπατε ότι έγινε ορθώς καθώς και η Κρήτη, διότι έχουν συγγενείς νόμους. Τόρα λοιπόν τούτο τουλάχιστον εκερδίσαμεν από την περιπλάνησιν της συζητήσεώς μας, η οποία εξήτασε κάποια πολιτεύματα και συνοικισμούς. Είδαμεν πρώτην και δευτέραν και τρίτην πόλιν, αι οποίαι, καθώς φρονούμεν, είναι συνέχεια του συνοικισμού μεταξύ των εις κάποια απέραντα χρονικά διαστήματα. Τόρα δε βεβαίως μας παρουσιάζεται ως τέταρτον αυτό το είδος της πολιτείας, και, αν αγαπάτε, μας παρουσιάζεται έθνος το οποίον εγκατεστάθη κάποτε και ευρίσκεται και σήμερα ακόμη εις την κατοικίαν του. Από όλα δε αυτά διά να εννοήσωμεν κάπως ποίον συνοικίσθη καλώς ή όχι και ποίοι νόμοι συντελούν να διατηρούν όσα διατηρούνται και να καταστρέφουν όσα καταστρέφονται, και ποία με ποία αν αντικαταστήσωμεν ημπορούμεν να κάμωμεν μίαν πόλιν ευτυχή, καλέ Μέγιλλε και Κλεινία, αυτά όλα λοιπόν πρέπει πάλιν σχεδόν από την αρχήν να τα συζητήσωμεν, εάν δεν ευρίσκωμεν καμίαν παρατήρησιν εις όσα εσυζητήσαμεν.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Εάν τουλάχιστον, καλέ Ξένε, μας υποσχεθή κανείς θεός, ότι, εάν δοκιμάσωμεν διά δευτέραν φοράν την έρευναν της νομοθεσίας, δεν θα ακούσωμεν χειρότερους ούτε κατωτέρους λόγους από εκείνους που είπαμεν, εγώ ημπορώ να περιπατήσω πολύν δρόμον, και ημπορεί να μου φανή σύντομος η σημερινή ημέρα. Και όμως βεβαίως είναι η ημέρα των τροπών του θεού από το θέρος εις τον χειμώνα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, καθώς φαίνεται, πρέπει να τα ερευνήσωμεν αυτά.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν με τον νουν μας ας έλθωμεν εις εκείνην την εποχήν που η Λακεδαίμων και το Άργος και η Μεσσήνη και τα συνδεόμενα με αυτάς μέρη ήσαν, καλέ Μέγιλλε, υποχείρια εντελώς εις τους προγόνους σας. Λοιπόν κατόπιν αυτοί απεφάσισαν, καθώς βέβαια λέγεται ο μύθος, να μοιράσουν εις τρία το στράτευμα και να συνοικίσουν τρεις πόλεις, το Άργος, την Μεσσήνην και την Λακεδαίμονα.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

   Και βασιλεύς μεν του Άργους έγινε ο Τήμενος, της δε
   Μεσσήνης ο Κρεσφόντης, της δε Λακεδαίμονος ο Προκλής και ο
   Ευρυσθένης.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πώς όχι βεβαίως;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν εις αυτούς όλοι οι τοτινοί ωρκίσθησαν να τους βοηθήσουν, εάν τυχόν θελήση κανείς να βλάψη την βασιλείαν των.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά μήπως τάχα δι' όνομα του Διός καμμία βασιλεία ή άλλη εξουσία κατηργήθη ποτέ από άλλους παρά από τους ιδίους; Ή μήπως προ ολίγου μεν που ήλθε εις αυτά η συζήτησίς μας τα παρεδέχθημεν ούτω πως, τόρα όμως τα αλησμονήσαμεν;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν τόρα ακριβώς περισσότερον θα το επικυρώσωμεν αυτό. Διότι, αφού επετύχαμεν έργα που έγιναν, καθώς φαίνεται, επεστρέψαμεν εις την ιδίαν συζήτησιν, ώστε δεν θα ερευνήσωμεν με τον αέρα το ζήτημα μας, αλλά με το πραγματικόν γεγονός και το αληθινόν (5). Συνέβησαν δε τα εξής: Αι τρεις βασιλείαι εις τας τρεις βασιλευομένας πόλεις ωρκίσθησαν μεταξύ των η καθεμία, συμφώνως με τους κοινούς νόμους τους οποίους ενομοθέτησαν διά τους αρχηγούς και διά τους εξουσιαζομένους (υπηκόους), οι μεν πρώτοι ότι δεν θα καταστήσουν την εξουσίαν βιαιοτέραν με τον καιρόν και με την εξέλιξιν της φυλής των, οι δε δεύτεροι ότι, ενόσω φυλάττουν αυτά οι άρχοντες των, ούτε οι ίδιοι θα καταργήσουν ποτέ την βασιλείαν, ούτε εις άλλους θα επιτρέψουν, εάν δοκιμάσουν, αλλά θα βοηθήσουν και οι βασιλείς τους βασιλείς και τους δήμους, όταν αδικούνται, και οι δήμοι τους δήμους και τους βασιλείς, εάν αδικούνται. Άραγε δεν είναι έτσι;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν εις την ίδρυσιν των πολιτευμάτων τα οποία ενομοθετούντο εις αυτάς τας τρεις πόλεις δεν υπήρχε το σπουδαιότερον πράγμα, αδιάφορον αν οι βασιλείς ήσαν οι νομοθέται των ή κάποιοι άλλοι;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Ποίον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Το να είναι σύμμαχοι αι δύο πόλεις εναντίον της μιας πάντοτε, η οποία ήθελε απειθήσει εις τους τεθέντας νόμους;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αυτό είναι φανερόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως τούτο βεβαίως επιβάλλουν οι περισσότεροι εις τους νομοθέτας, δηλαδή να θέτουν τοιούτους νόμους ώστε να τους δέχωνται προθύμως αι δήμοι και το πλήθος, καθώς εάν κανείς διέτασσε τους δικαστάς ή τους ιατρούς να περιποιούνται και να θεραπεύουν τα σώματα με ηδονήν.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως βεβαίως είναι αρκετόν πολλάκις, εάν κανείς με όχι μεγάλην λύπην ημπορέση να καταστήση τα σώματα ευεκτικά και υγιή.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ακόμη όμως και το εξής υπήρχε εις τους τοτινούς, το οποίον δεν είναι ασήμαντον διά την ευκολίαν της νομοθετήσεως νόμων.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Ποίον δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δεν υπήρχε διά τους νομοθέτας η μεγαλιτέρα μομφή, όταν εδημιούργησαν κάποιαν ισότητα της περιουσίας, καθώς συμβαίνει εις πολλάς άλλας πόλεις αι οποίαι θέτουν νόμους, εάν θελήση κανείς να μετακινήση την κτηματικήν περιουσίαν και την απόσβεσιν των χρεών, διότι βλέπει ότι χωρίς αυτά δεν θα ημπορέση να εφαρμοσθή αρκετά η ισότης. Και λοιπόν, εάν ο νομοθέτης δοκιμάση να μετακινήση τίποτε από αυτά, έκαστος τον αντικρούει λέγων ότι δεν πρέπει να κινή τα ακίνητα, και καταράται και τον εισηγητήν του αναδασμού της γης και της αποκοπής των χρεών, ώστε να περιέρχεται έκαστος εις απορίαν. Εις τους Δωριείς όμως βεβαίως και τούτο υπήρχε καλώς και αισίως, ώστε να μοιράσουν την γην χωρίς φιλονικίας, και χρέη πολλά και παλαιά δεν υπήρχαν.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αυτό είναι αληθές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τότε λοιπόν, αγαπητοί μου, πώς εβάδισε τόσον κακώς ο συνοικισμός και η νομοθεσία αυτών;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πώς δηλαδή και τι κατακρίνεις εις αυτούς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ότι, εάν έγιναν τρεις συνοικισμοί, τα δύο μέρη από αυτούς ταχέως κατέστρεψαν το πολίτευμα και τους νόμους, και μόνον το έν έμεινε, δηλαδή η ιδική σας πόλις.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Δεν είναι πολύ εύκολος η ερώτησις που μου αποτείνεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως ημείς βεβαίως με αυτό τώρα που σκεπτόμεθα και ερευνώμεν περί νόμων οφείλομεν να παίξωμεν μίαν γεροντικήν διασκέδασιν σωφρόνως, και να περάσωμεν τον δρόμον ακούραστοι, καθώς είπαμεν, όταν αρχίσαμεν την οδοιπορίαν μας.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αμέ τι; Και πρέπει να κάμωμεν όπως λέγεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ποίαν λοιπόν καλλιτέραν έρευναν ημπορούμεν να κάμωμεν περί νόμων ή περί των προσώπων τα οποία διερρύθμισαν αυτούς; Ή διά ποίας άλλας πόλεις και διά ποίους επιτυχεστέρους και μεγαλιτέρους συνοικισμούς θα είχαμεν να σκεφθώμεν;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Δεν είναι εύκολον να αναφέρωμεν άλλας εις την θέσιν τούτων.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν σχεδόν είναι ευνόητον ότι οι τοτινοί ενόμιζαν ότι η διάταξις αυτή δεν θα είναι μόνον διά την Πελοπόννησον χρήσιμος αλλά και δι' όλους τους Έλληνας, εάν εδοκίμαζε κανείς από τους βαρβάρους να τους αδικήση, καθώς μίαν φοράν οι κατοικούντες εις τα μέρη της Τροίας, βασιζόμενοι εις την δύναμιν των Ασσυρίων, η οποία ήκμαζεν εις την εποχήν του Νίνου, με το θράσος των επροκάλεσαν τον πόλεμον εναντίον της Τροίας. Διότι το γόητρον του κράτους εκείνου το διατηρούμενον ακόμη δεν ήτο μικρόν. Και καθώς τόρα ημείς φοβούμεθα τον μέγαν βασιλέα, ομοίως εφοβούντο και οι τοτινοί τον συνασπισμόν εκείνον. Διότι υπήρχε μεγάλη αφορμή εναντίον των η διά δευτέραν φοράν άλωσις της Τροίας. Διότι ήτο μικρόν μέρος του κράτους εκείνων. Συμφώνως λοιπόν με όλας αυτάς τας συνθήκας η ενιαία διάταξις του στρατοπέδου εκείνου, η οποία εμοιράσθη εις τρεις πόλεις από αδελφούς βασιλείς, υιούς του Ηρακλέους, εφάνη ότι εφευρέθη και εκανονίσθη καλώς και ότι ήτο ανωτέρα από την εκστρατεύσασαν εναντίον της Τροίας. Διότι πρώτον μεν τους αρχηγούς Ηρακλείδας τους ενόμιζαν ότι είναι καλλίτεροι από τους Πελοπίδας, έπειτα πάλιν ότι το στρατόπεδον τούτο ήτο ανώτερον κατά την ανδρείαν από το εκστρατεύσαν εναντίον της Τροίας. Διότι αυτοί μεν ενίκησαν, ενώ από αυτούς εκείνοι ενικήθησαν, δηλαδή οι Αχαιοί από τους Δωριείς. Άραγε δεν πρέπει να φρονούμεν ότι κατά αυτόν τον τρόπον και με αυτήν την σκέψιν έθεσαν τους νόμους οι τότε;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν είναι επόμενον και να πιστεύουν ότι θα είναι ασφαλής αυτή η κατάστασίς των και θα διατηρηθή πολύν καιρόν, αφού είχαν λάβει μέρος εις πολλούς κόπους και κινδύνους μαζί, και αφού ετακτοποιήθησαν από έν γένος των βασιλέων, οι οποίοι ήσαν αδελφοί, και εκτός τούτου είχαν ακόμη και πολλούς άλλους μάντεις και τον Απόλλωνα των Δελφών;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πώς δεν είναι επόμενον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν αυταί αι μεγάλαι ελπίδες, καθώς φαίνεται, επέταξαν τότε ταχέως, εκτός, καθώς είπαμεν προ ολίγου, εκείνου του μικρού μέρους εις τον ιδικόν σας τόπον. Και αυτό δε ακόμη δεν έπαυσε ποτέ μέχρι σήμερον να έχη πολέμους προς τα άλλα δύο μέρη. Άλλως όμως, εάν επραγματοποιείτο το σχέδιον εκείνο και ήσαν σύμφωνοι εις μίαν γνώμην, θα έδιδε δύναμιν ακαταμάχητον διά τον πόλεμον.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πώς λοιπόν εχάθη; Άραγε δεν αξίζει τον κόπον να εξετάσωμεν, ποία άραγε τύχη κατέστρεψεν έν τοιούτον σύστημα;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πολύ ολίγον βεβαίως θα ήξιζε να ερευνά κανείς άλλο μέρος ή άλλους νόμους και πολιτεύματα διά να ιδή ότι διασώζουν καλά και σπουδαία πράγματα ή ότι αντιθέτως τα καταστρέφουν εντελώς, εάν δεν προσέξη εις αυτά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ως προς αυτό λοιπόν, καθώς φαίνεται, με καλήν σύμπτωσιν επατήσαμεν εις έν σπουδαίον ζήτημα.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μήπως λοιπόν, αξιοθαύμαστε φίλε, όλοι οι άνθρωποι και μάλιστα και ημείς τόρα πλανώμεθα που νομίζομεν ότι πάντα βλέπομεν ότι κάτι τι είναι σπουδαίον, εάν πραγματοποιηθή και ότι ημπορεί να έχη θαυμάσια αποτελέσματα, εάν βεβαίως εννοήση κανείς να το μεταχειρισθή καλά; Και μήπως αυτήν την φοράν είναι πιθανόν ούτε ορθώς να σκεπτώμεθα περί αυτού ούτε κατά φύσιν, και μάλιστα και όλοι ο άλλοι δι' όλα τα άλλα τα οποία θα εσκέπτοντο κατ' αυτόν τον τρόπον;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αλλά τι λοιπόν εννοείς, και εις τι να υποθέσωμεν ότι αναφέρεται αυτός σου ο λόγος;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αγαπητέ μου, και εγώ εγέλασα προ ολίγου τον εαυτόν μου. Δηλαδή ρίψας βλέμμα προς αυτήν την εκστρατείαν περί της οποίας ομιλούμεν μου εφάνη λαμπροτάτη και ότι θα επετύγχαναν θαυμάσιον απόκτημα οι Έλληνες, καθώς είπα, εάν τότε εμεταχειρίζείο κανείς αυτήν καλώς.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Λοιπόν άραγε συ δεν τα είπες όλα καλά και με νουν και ημείς δεν τα επεδοκιμάσαμεν καλά;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ίσως. Σκέπτομαι όμως ότι έκαστος όταν ιδή κανέν πράγμα μεγάλον το οποίον έχει μεγάλην δύναμιν και ρωμαλεότητα, αμέσως παθαίνει αυτήν την φαντασίαν, ότι δηλαδή, εάν εγνώριζε ο κάτοχός της να την μεταχειρισθή, ενώ ήτο τοιούτου είδους και τόσον μεγάλη, θα επετύγχανε αξιοθαύμαστα πράγματα και σπουδαία και θα ήτο ευτυχής.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Λοιπόν δεν είναι και αυτό ακόμη ορθόν, ή πώς αλλέως εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πρόσεξε λοιπόν να ιδής πού αποβλέπει όστις αποδίδει ορθώς τον έπαινον τούτον εις έκαστον και ομιλεί ορθώς. Και πρώτον δι' αυτό ακριβώς το σημερινόν μας ζήτημα, άραγε εάν εγνώριζαν να τακτοποιήσουν το στρατόπεδον καθώς πρέπει οι τοτινοί νομοθέται, πώς θα επετύγχαναν το πρέπον; Όχι άραγε, εάν το συνέτασσαν ασφαλώς και το διέσωζαν εις όλον τον καιρόν, ώστε και οι ίδιοι να είναι ελεύθεροι και αρχηγοί άλλων όσων επεθύμουν και γενικώς μεταξύ όλων των ανθρώπων και των Ελλήνων και των βαρβάρων να πράττουν ό,τι επιθυμήσουν και οι ίδιοι και οι απόγονοι των; Μήπως τάχα αυτό δεν ήτο η επιθυμία των;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μήπως λοιπόν άραγε και όστις βλέπει μέγαν πλούτον ή τιμάς οικογενειακάς ανωτέρας ή και οτιδήποτε παρόμοιον και ειπή αυτά τα ίδια, δεν τα είπε αποβλέπων εις αυτό, ότι δηλαδή δι' αυτό ημπορούν να εκτελεσθούν εις αυτόν όλα όσα επιθυμεί ή τα περισσότερα και σπουδαιότερα;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αυτό φαίνεται τουλάχιστον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εμπρός λοιπόν, άραγε υπάρχει όλων των ανθρώπων μία κοινή επιθυμία, δηλαδή αυτή την οποίαν συζητούμεν, καθώς διισχυρίζεται αυτός ο τελευταίος λόγος;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Ποία;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Το να γίνωνται όσα γίνονται, συμφώνως με την θέλησιν της ιδικής του ψυχής, και κυρίως μεν όλα, ειδεμή, τουλάχιστον τα ανθρώπινα;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αμέ τι άλλο;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, αφού τούτο όλοι επιθυμούμεν πάντοτε, και όταν είμεθα παίδες και όταν είμεθα άνδρες και γέροντες, δεν έπεται ότι αυτό το ίδιον ευχόμεθα έως εις το τέλος;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλ' άραγε διά τους φίλους μας δεν ευχόμεθα επίσης τα ίδια, τα οποία εύχονται εκείνοι διά τον εαυτόν των;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και δεν είναι φίλος ο υιός με τον πατέρα, ενώ εκείνος είναι παιδί και αυτός ανήρ;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως από όσα θα ευχηθή το παιδί να του έλθουν, πολλά ο πατήρ του θα ευχηθή εις τους θεούς διόλου να μη έλθουν συμφώνως με τας ευχάς του υιού του.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Θα εννοής, χωρίς άλλο, όταν εύχεται, ενώ είναι ανόητος και εκτός τούτου και νέος.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ακόμη δε βεβαίως και όταν ο πατήρ του είναι γέρων ή υπερβολικά νέος και δεν γνωρίζη τίποτε από τα καλά και δίκαια, εύχεται δε με πολλήν προθυμίαν, ενώ ευρίσκεται εις συμφοράς ομοίας με εκείνας που συνέβησαν εις τον Θησέα απέναντι του ατυχώς αποθανόντος Ιππολύτου, ο υιός όμως τας γνωρίζη, τότε, νομίζεις, θα συμφωνή η ευχή του παιδιού με τον πατέρα;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Εννοώ αυτό που λέγεις. Δηλαδή μου φαίνεται ότι εννοείς, ότι δεν πρέπει να ευχώμεθα και να βιαζώμεθα πώς να ακολουθήσουν όλα την θέλησίν μας, όχι όμως και η θέλησίς μας να ακολουθή διόλου την φρόνησίν μας, ενώ αυτό πρέπει και η πόλις και έκαστος από ημάς να εύχεται και να επιδιώκη, δηλαδή, πώς να αποκτήση νουν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μάλιστα, και ωρισμένως ότι ο πολιτικός και ο νομοθέτης πρέπει πάντα αυτά να λάβη υπ' όψιν του, όταν θέτη τας διατάξεις των νόμων, και μόνος μου το ενθυμήθην και εις εσάς υπενθυμίζω όσα είπαμεν εις την αρχήν, αν ενθυμήσθε, ότι δηλαδή των δύο σας μεν η προτροπή ήτο ότι ο αγαθός νομοθέτης πρέπει όλους τους νόμους να τους θέτη χάριν του πολέμου, εγώ όμως έλεγα ότι η αφεντιά σας προτρέπει, ενώ όλαι αι αρεταί είναι τέσσαρες, συμφώνως με την μίαν μόνον να θέσωμεν τους νόμους, ενώ βεβαίως έπρεπε ολόκληρον μεν κυρίως την αρετήν να λάβωμεν υπ' όψιν, προ πάντων όμως και πρώτην την ηγεμονίδα όλης της αρετής, και ότι αυτή είναι η φρόνησις και ο νους και η γνώμη μαζί με τον πόθον και την επιθυμίαν η οποία ακολουθεί αυτά. Τόρα λοιπόν πάλιν επιστρέφει εις το ίδιον σημείον η συζήτησίς μας, και εγώ που τα είπα λέγω πάλιν ό,τι έλεγα τότε, εάν μεν αγαπάτε, ως να παίζω, ειδεμή, σοβαρώς, ότι δηλαδή το να κάμνη κανείς χρήσιν της ευχής είναι επισφαλές, εάν δεν έχη νουν, και ότι πρέπει να του συμβαίνουν τα αντίθετα από ό,τι επιθυμεί. Αν δε θέλετε να παραδεχθήτε ότι τα λέγω σοβαρώς, παραδεχθήτε το. Οπωσδήποτε ελπίζω ότι τόρα θα σας ιδώ να παρακολουθήτε πολύ καλά την συζήτησιν, την οποίαν εθέσαμεν προ ολίγου, ότι δηλαδή της καταστροφής των βασιλέων και όλου του σχεδίου των δεν είναι αιτία η δειλία, ούτε ότι δεν εγνώριζαν τα πολεμικά οι αρχηγοί και όσοι ώφειλαν να υποτάσσωνται, αλλά από όλην την άλλην κακίαν κατεστράφησαν, προ πάντων όμως από την περιστρεφομένην εις τα σπουδαιότερα της ανθρωπότητας ζητήματα αμάθειαν. Αυτά λοιπόν ότι κατ' αυτόν τον τρόπον συνέβησαν εις εκείνα τα συμβάντα και τόρα ομοίως ότι γίνονται, όταν γίνονται, θα προσπαθήσω προχωρών εις την συνέχειαν του λόγου να τον ανακαλύπτω και όσον μου είναι δυνατόν να το δεικνύω και εις εσάς, επειδή είσθε φίλοι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Με λόγους να σε επαινέσωμεν, καλέ Ξένε, είναι ενοχλητικόν κάπως, θα σε επαινέσωμεν όμως πολύ με τα έργα μας. Δηλαδή προθύμως θα παρακολουθήσωμεν τους λόγους σου, και εκεί φαίνεται καθαρά ποίος επαινεί ελευθέρως και ποίος όχι.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πολύ λαμπρά, καλέ Κλεινία, και πρέπει να κάμωμεν ό,τι λέγεις.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό θα γίνη, αν θέλη ο θεός. Μόνον λέγε συ και μη σε μέλει.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν συνεχίζοντες τόρα τον δρόμον της συζητήσεώς μας λέγομεν ότι η πολύ μεγάλη αμάθεια κατέστρεψε τότε εκείνην την δύναμιν και ότι αυτή και τόρα το ίδιον επλάσθη διά να εκτελή, ώστε ο νομοθέτης τουλάχιστον, αν αυτό είναι αληθές, πρέπει να προσπαθήση να δώση εις τας πόλεις όσον είναι δυνατόν παρισσοτέραν φρόνησιν, την δε ανοησίαν να την εκδιώξη όσον το δυνατόν περισσότερον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Φανερόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ποίον είδος αμαθείας είναι δίκαιον να θεωρήται ως το ανώτερον; Προσέχετε μήπως και σεις οι δύο εγκρίνετε τους λόγους μου. Εγώ λοιπόν θεωρώ την εξής:

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίαν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Όταν κανείς θεωρή κάτι τι ως καλόν ή αγαθόν, και όμως δεν το αγαπά, αλλά το μισή, εκείνο δε το οποίον θεωρεί ως κακόν και άδικον το αγαπά και το προτιμά. Αυτήν την ασυμφωνίαν μεταξύ λύπης ή ηδονής και της λογικής γνώμης εγώ την θεωρώ ως την εσχάτην αμάθειαν, ως σπουδαιοτάτην δε διότι περιστρέφεται εις το περισσότερον περιεχόμενον της ψυχής. Διότι η δύναμις της ψυχής, η οποία λυπείται και χαίρει, είναι το ίδιον με τον δήμον και τον λαόν μιας πόλεως. Όταν λοιπόν η ψυχή αντιτάσσεται εις τας γνώσεις ή τας γνώμας ή τον λόγον, τα οποία εκ φύσεως είναι κυριαρχικά, τούτο εγώ το ονομάζω ανοησίαν, και ομοίως διά μίαν πόλιν, όταν εις τους άρχοντας και εις τους νόμους δεν υπακούη ο λαός, και μάλιστα και δι' έν άτομον, όταν υπάρχουν εντός της ψυχής του καλοί λόγοι και δεν τον ωφελούν διόλου, αλλά κάμνη μάλιστα όλως το αντίθετον από αυτούς, όλα αυτά τα είδη της αμαθείας εγώ τα θεωρώ ως τα φρικωδέστερα και διά την πόλιν και δι' έκαστον πολίτην, και όχι την αμάθειαν των τεχνιτών, αν τυχόν εννοείτε, φίλοι ξένοι, τα λεγόμενά μου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τα εννοούμεν, φίλε μου, και συμφωνούμεν με όσα λέγεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν αυτό μεν ας μείνη κατ' αυτόν τον τρόπον αποφασισμένον και λεγόμενον, ότι δηλαδή όσοι πολίται είναι αμαθείς εις αυτά δεν πρέπει να τους αναθέσωμεν τίποτε σχετιζόμενον με την εξουσίαν και πρέπει να τους ονειδίζωμεν ως αμαθείς, και αν ακόμη είναι πολύ σκεπτικοί και εγυμνάσθησαν εις όλα τα χαριτολογήματα και την ψυχιχήν ευκινησίαν, αλλά τους αντιθέτους αυτών πρέπει να χαρακτηρίσωμεν ως σοφούς και αν, καθώς λέγει η παροιμία, ούτε το αλφάβητον ούτε κολύμβι γνωρίζουν, και εις αυτούς πρέπει να δώσωμεν την εξουσίαν ως έχοντας νουν. Διότι, φίλοι μου, πώς είναι δυνατόν χωρίς συμφωνίαν να υπάρξη και το ελάχιστον είδος φρονήσεως; Αυτό δεν είναι δυνατόν, αλλά είναι πολύ δίκαιον η καλλιτέρα και μεγαλιτέρα συμφωνία να θεωρήται ως η μεγαλιτέρα σοφία, εις την οποίαν είναι μέτοχος όστις ζη συμφώνως με τον λόγον, όστις δε την στερείται είναι καταστροφεύς του οίκου του και ποτέ δεν αναδεικνύεται σωτήρ της πόλεως, αλλά όλως το αντίθετον θα αποδεικνύεται πάντοτε, όταν είναι αμαθής εις αυτά. Λοιπόν αυτά μεν, καθώς είπαμεν προ ολίγου, ας δεχθώμεν ότι ελέχθησαν κατ' αυτόν τον τρόπον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ας δεχθώμεν βεβαίως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως όμως είναι ανάγκη εις την πόλιν να υπάρχουν και άρχοντες και αρχόμενοι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ καλά. Λοιπόν εις τους άρχοντας και αρχομένους ποίοι βαθμοί υπάρχουν και πόσοι, και εις τας μεγάλας και τας μικράς πόλεις, ομοίως δε και εις τας οικίας; Άραγε δεν είναι πρώτος βαθμός ο του πατρός και της μητρός και γενικώς να εξουσιάζουν οι γονείς τους απογόνους των δεν είναι εις όλα τα μέρη ορθώς ανεγνωρισμένον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δεύτερος δε βαθμός είναι να εξουσιάζουν οι ευγενείς τους αγενείς, και τρίτος πάλιν σύμφωνος με αυτούς (τους ορισμούς), ότι πρέπει να εξουσιάζουν οι γεροντότεροι και να εξουσιάζωνται οι νεώτεροι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τέταρτος δε πάλιν το να εξουσιάζωνται οι δούλοι, να εξουσιάζουν δε οι αυθένται;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πέμπτος δε, νομίζω, να εξουσιάζη ο ανώτερος, να εξουσιάζεται δε ο κατώτερος;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ μάλιστα χρήσιμον βαθμόν ανέφερες.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και ο οποίος μάλιστα υπάρχει εις όλα ανεξαιρέτως τα ζώα και συμφώνως με την φύσιν, καθώς είπε κάποτε ο Θηβαίος Πίνδαρος. Ο δε έκτος, καθώς φαίνεται, και ανώτερος βαθμός ίσως είναι ο διατάσσων να ακολουθή μεν ο αμαθής να προηγήται δε και να άρχη ο νουνεχής; Και όμως αυτό τουλάχιστον, σοφώτατέ μου Πίνδαρε, εγώ ποτέ δεν θα ημπορούσα να το χαρακτηρίσω ως παραφυσικόν, αλλά ότι επλάσθη εκ φύσεως η εξουσία του νόμου η εκουσία και όχι εκβιαστική.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Α' ΤΟΜΟΥ

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Νόμοι και Επινομίς Το πιο ώριμο από τα έργα του Πλάτωνος, σε δώδεκα βιβλία. Ο διάλογος, στον οποίο δεν παρουσιάζεται πια, διδάσκοντας ή ελέγχοντας, ο Σωκράτης, μα κάποιος ανώνυμος Αθηναίος, δηλαδή ο Πλάτων, διεξάγεται κατά το διάστημα μιας πορείας από την Κνωσσό ως το άντρο του Διός: μιας ημέρας. Στον διάλογο παίρνουνε μέρος ο Λακεδαιμόνιος Μέγιλος, και ο Κρητικός Κλεινίας, που εκπροσωπούν τα δύο περιφημότερα αρχαία πολιτεύματα, το μινωικό και το σπαρτιατικό. Εδώ δε θα συναντήσουμε περιγραφές χαρακτήρων και επεισόδια, κάθε συζητητής παρουσιάζεται απλά σαν εκπρόσωπος μιας ωρισμένης θεωρίας, για να διατυπωθή τελικά η ώριμη φιλοσοφική αντίληψη του Πλάτωνος σε πολιτικό σύστημα, επιδεχτικό εφαρμογής. Η «Επινομίς», αποτελώντας συνέχεια των «Νόμων» είναι ταυτόχρονα και μια επεξήγησή τους συχνά. Μεταφραστής ο Κ. Ζάμπας. Τόμοι τέσσερις.

1) Είναι γνωστόν ότι του Πλάτωνος εζήτησαν νόμους οι Θηβαίοι, οι Μεγαρείς και άλλοι. Ημπορούμεν δε να συμπεράνωμεν από το χωρίον αυτό ότι απέβλεπαν εις σχετικάς των ανάγκας, διότι προφανώς εις αυτούς γίνεται υπαινιγμός εδώ.

2) Η έκφρασις αυτή δεικνύει ότι πρόκειται εδώ περί ακυρώσεως πολλών δοξασιών της Πολιτείας διά νέων.

3) Οδυσσείας I 112 — 115.

4) Ιλιάδος Υ 215.

5) Φανερός υπαινιγμός αποδοκιμασίας της ιδεώδους Πολιτείας.