The Project Gutenberg eBook of Ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός

Author: Paulos Karolides

Release date: May 13, 2011 [eBook #36096]
Most recently updated: January 7, 2021

Language: Greek

Credits: Produced by Sophia Canoni

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK Ο ΑΥΤΟΚΡΆΤΩΡ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΌΣ ***

Produced by Sophia Canoni

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, the spelling of the book has not been changed otherwise. Words in italics are included in _, while bold words have been included in &. One footnote has been placed at the end of the book.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με πλαγίους χαρακτήρες περικλείονται σε _, ενώ λέξεις με έντονους χαρακτήρες σε &. Μία υποσημείωση σελίδας έχει μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.

Π. ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ

Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1905

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

ΑΡΙΘ. 71 — ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1905

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΡΑΦΤΑΝΗ-ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ

&Γενικός χαρακτήρ της βασιλείας τον Ιουστινιανού.&

Μεταξύ των ενδοξοτέρων ηγεμόνων εις την ιστορίαν του κόσμου, και ιδίως την του Ελληνικού έθνους, είναι ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός Α', βασιλεύσας κατά τα έτη 527 — 565 μ.Χ. Ο Ιουστινιανός είνε εκ των ηγεμόνων εκείνων, οι οποίοι καθήμενοι επί θρόνων ισχυρών και διέποντες τας τύχας μεγάλων κρατών, επέδρασαν επί της τύχης όχι μόνον των ιδίων αυτών λαών, αλλά και της όλης ανθρωπότητος.

Ανήλθεν εις τον θρόνον του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, ακριβώς ότε τούτο ευρίσκετο εις την αρχήν της μεγίστης εξωτερικής του δυνάμεως και της εσωτερικής ακμής του. Προικισμένος με μεγάλην διάνοιαν και ισχυράν θέλησιν, προσέτι δε μορφωμένος άριστα πνευματικώς και εμπνεόμενος από ευγενή φιλοδοξίαν, ειργάσθη δι' όλου του χρόνου της 38ετούς βασιλείας του προς διάπραξιν μεγάλων έργων εν ειρήνη, και εν πολέμω. Δι' επιτυχών πολέμων έδωκεν εις το κράτος του έκτασιν διπλασίαν της επί των προκατόχων του και ανεγνωρίσθη υπό ολοκλήρου της χριστιανικής δυτικής Ευρώπης ως υπέρτατος κυρίαρχος. Εν ειρήνη επλούτισε και εκόσμησε το κράτος διά μεγάλων έργων επιστήμης και τέχνης. Διά συναγωγής παλαιοτέρων και εκδόσεως νέων νόμων ανέπτυξε και εστερέωσε την εσωτερικήν ευνομίαν και ευημερίαν του κράτους. Διά λαμπρών μνημείων εστόλισε την πρωτεύουσαν και άλλας πόλεις και διά μεγαλοπρεπών χριστιανικών ναών ανύψωσε την χριστιανικήν καλλιτεχνίαν και δι' αυτής το θρησκευτικόν αίσθημα· εξ άλλου δε διά της οικοδομής πόλεων, φρουρίων, τειχών, οχυρωμάτων και της κατασκευής οδών αμαξιτών, γεφυρών, υδραγωγείων, λουτρώνων, ηγωνίσθη να στερεώση την εξωτερικήν ασφάλειαν και την εσωτερικήν ευημερίαν των υπηκόων. Προς τούτοις, προστατεύων το εμπόριον και την βιομηχανίαν, ήνοιξε και δύο νέας οδούς, και ενεκαίνισε πηγάς πλούτου και εφευρέσεων βιοτεχνικών εις το κράτος του. Τέλος διά του ζήλου του υπέρ της χριστιανικής πίστεως ειργάσθη εξ ενός προς εμπέδωσιν της θρησκευτικής ειρήνης του κράτους, και εξ άλλου προς διάδοσιν της χριστιανικής πίστεως μεταξύ βαρβάρων λαών. Δι' όλα ταύτα η βασιλεία του Ιουστινιανού Α' κατέλαβε θέσιν περιφανή εις την ιστορίαν. Η εξιστόρησις του βίου του είνε διδακτικωτάτη και αξία μελέτης διά πάντα Έλληνα.

Ο Ιουστινιανός Α' είναι ο δέκατος πέμπτος των από Κωνσταντίνου του Μεγάλου βασιλευσάντων αυτοκρατόρων, ανελθών εις τον θρόνον τω 527 μ.Χ. ήτοι 197 έτη μετά την κτίσιν της Κωνσταντινουπόλεως και 190 έτη μετά τον θάνατον Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Ο οίκος του δεν διεκρίνετο διά την αρχαίαν αριστοκρατικήν καταγωγήν. Ήτο μεν ανεψιός αυτοκράτορος· αλλ' ο αυτοκράτωρ εκείνος, Ιουστίνος Α', βασιλεύσας από 518 μέχρι 527 μ.Χ., ήτο ο πρώτος εκ του οίκου αναδειχθείς και εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον ανελθών. Επί δε του προκατόχου του αυτοκράτορος Αναστασίου Α' ήτο αρχηγός της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής, και κατήγετο εξ αφανών γονέων έχων πατρίδα την Μακεδονικήν πόλιν Ταυρήσιον (την ύστερον και νυν Αχρίδα). Εκεί εγεννήθη και ο Ιουστινιανός τω 483 μ.Χ. Την νεανικήν του ηλικίαν διήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν ως εκ της θέσεως του θείου του.

Εκεί δε και εξεπαιδεύθη με επιμέλειαν σπουδάσας κατά βάθος την νομικήν, προσέτι δε και την φιλοσοφίαν και θεολογίαν και την μουσικήν και την αρχιτεκτονικήν. Ησκήθη δε συγχρόνως εις τα στρατιωτικά και ήδη επί της βασιλείας του θείου του προήχθη εις του στρατηγού το αξίωμα. Επί της βασιλείας του Ιουστίνου ο Ιουστινιανός, ήδη τέλειος ανήρ, κατέλαβε σπουδαίαν θέσιν εις την κοινωνίαν και την πολιτείαν, προήχθη εις το αξίωμα Πατρικίου και εισήχθη εις την Σύγκλητον. Ένεκα δε της παιδεύσεώς του, της άλλης πνευματικής υπεροχής και της στενωτάτης συγγενείας προς τον άκληρον αυτοκράτορα, όχι μόνον ανήλθεν εις το αξίωμα συμβούλου, αλλά και σχεδόν αυτός διηύθυνε τα του κράτους, θεωρούμενος ως διάδοχος του θείου του. Ούτως επί της εννεαετούς βασιλείας του Ιουστίνου Α' (518 — 527) ο Ιουστινιανός ησκήθη και παρεσκευάσθη προσηκόντως εις το μέγα έργον του Κυβερνήτου της τότε έτι αχανούς αυτοκρατορίας. Και ναι μεν δεν υπήρχε νόμος καθιστών τον θρόνον κληρονομικόν εις οιονδήποτε οίκον αυτοκρατορικόν, ούτε κατ' έθος, ήτοι νόμον άγραφον, ήτο καθιερωμένον το σύστημα της κληρονομικής αρχής· αλλ' όμως οσάκις ο βασιλεύων είχεν υιούς ή άλλους στενούς συγγενείς αξίους της υπερτάτης αρχής, οι τοιούτοι εθεωρούντο ως φυσικοί δικαιούχοι του θρόνου και όχι σπανίως ανήρχοντο εις αυτόν. Τούτο συνέβη και ως προς τον Ιουστινιανόν τω 527. Τέσσαρας μήνας προ του θανάτου του θείου του, κατά Απρίλιον του έτους τούτου, προσελήφθη ως συμβασιλεύς, διά να καταλάβη ασφαλέστερον την αρχήν μετά τον θάνατον του Ιουστίνου. Έλαβε δε και την τιμητικήν προσηγορίαν Αύγουστος (το οποίον σημαίνει κυρίως Σεβαστός και είνε ανάλογον του σημερινού τίτλου μεγαλειότατος). Τον αύγουστον δε μήνα του αυτού έτους, αποθανόντος του Ιουστίνου, έγεινε βασιλεύς μονοκράτωρ.

Ούτως από του 527 π.Χ. ο Ιουστινιανός εκάθητο επί θρόνου ηγεμονικού, ήρκει δε να έχη την αρετήν του άρχειν διά να κατασταθή βασιλεύς μεγαλεπήβολος και μεγαλουργός.

Ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως ήτο τότε ο λαμπρότατος της Οικουμένης και ως προς την εσωτερικήν και ως προς την εξωτερικήν δύναμιν και λάμψιν. Εσωτερικώς, το κράτος εκείνο ήτο το πλέον πολιτισμένον του κόσμου και το πλέον ευνομούμενον. Διεφύλαττεν όλους τους θησαυρούς της πολιτικής σοφίας και της στρατιωτικής τέχνης και όλας τας παραδόσεις του πνευματικού βίου των δύο μεγαλητέρων λαών του αρχαίου κόσμου, των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Εξουσίαζε τας λαμπροτέρας και ενδοξοτέρας χώρας των τότε γνωστών τριών ηπείρων· είχε την τελειοτέραν βιομηχανίαν και τας εμπορικωτέρας πόλεις του κόσμου, και κατά συνέπειαν τας φύσει πλουσιωτάτας πηγάς του δημοσίου και του ιδιωτικού πλούτου. Κωνσταντινούπολις, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Δαμασκός, Βηρυτός, Έφεσος, Σμύρνη, Καισάρεια, Αδριανούπολις, Θεσσαλονίκη, εν μέρει και αυταί αι Αθήναι, ήσαν μεγαλοπόλεις και κέντρα ζωηράς πνευματικής και εμπορικής κινήσεως. Ήτο δε προσέτι εστία και κέντρον της Χριστιανικής πίστεως, της εκκλησίας και πάσης θεολογικής επιστήμης. Εξωτερικώς δε το κράτος τούτο ήτο το μέγιστον, κατά την έκτασιν, ισχυρόν και ως προς την πολιτικήν και ως προς την στρατιωτικήν δύναμιν, ένδοξον διά το παρελθόν του και σεβαστόν εις τους ξένους λαούς και μάλιστα τους χριστιανικούς. Εις την Ευρώπην δεν υπήρχε τότε κανέν κράτος δυνάμενον να παραβληθή προς αυτό, τουναντίον δε ολόκληρος η Ευρώπη, και μάλιστα όσον μέρος αυτής τότε είχε προσέλθη εις τον Χριστιανισμόν, ήτο τρόπον τινά άμεσον ή έμμεσον, πολιτικόν ή ηθικόν εξάρτημα του κράτους εκείνου.

Εν Ευρώπη περιελάμβανε τότε κυρίως τας από του Δανουβίου μέχρι της Μεσογείου και από της Αδριατικής μέχρι του Αιγαίου και Ευξείνου εκτεινομένας χώρας (την νυν Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Βοσνίαν, Ερζεγοβίνην και το βασίλειον το Ελληνικόν)· αλλά και άλλαι χώραι της Ευρώπης: Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Βρεττανία, όχι προ πολλού χρόνου, επί του Κωνσταντίνου του Μεγάλου και των διαδόχων του, ανήκαν εις το κράτος. Και αφού δε κατά τον 5 π.Χ. αιώνα κατελήφθησαν υπό βαρβάρων Γερμανικών εθνών, εθεωρούντο δικαιώματι κληρονομικαί χώραι του κράτους, δικαιουμένου να τας υποτάξη εις οιανδήποτε ευκαιρίαν· τινών μάλιστα των χωρών τούτων οι ηγεμόνες, ως ο των εν Ιταλία Ουστρογότθων, και επισήμως ανεγνώριζαν την κυριαρχίαν του αυτοκράτορος. Άλλων δε βαρβάρων οι άρχοντες, καθώς των εν Γαλλία Φράγκων, τον ανεγνώρισαν ως προστάτην και ηθικόν κυρίαρχον, λαμβάνοντες τιμητικώς το αξίωμα του υπάτου, και διοριζόμενοι πατρίκιοι εσεμνύνοντο διά τα αξιώματα ταύτα. Η Βρεττανία, πρώην επαρχία του κράτους, είχε καταληφθή τω 449 μ.Χ. υπό των βαρβάρων ειδωλολατρών Άγγλων, οι οποίοι, καθώς και οι τότε ειδωλολάτραι βάρβαροι Γερμανικοί λαοί της νυν Γερμανίας και των Σκανδιναυικών χωρών, οι και πρότερον μη υποτεταγμένοι εις τους Ρωμαίους, δεν είχαν σχέσιν προς το κράτος. Τουναντίον οι βάρβαροι Γερμανικοί λαοί των σημερινών Αυστριακών χωρών και οι κατοικούντες περί τον άνω και τον κάτω Δανούβιον (Γηπίδαι, Λογγοβάρδοι, Έρουλοι) ανεγνώριζαν ηθικώς την κυριαρχίαν του κράτους. Εις δε τας χώρας τας εκτεινομένας από του Δανουβίου και του Προύθου μέχρι του Βόλγα και του Καυκάσου, ήτοι τας νοτίους χώρας της σημερινής Ευρωπαϊκής Ρωσίας, κατώκουν διάφοροι Σλαυικοί και Μογγολικοί λαοί, οι οποίοι υπηρέτουν συνήθως εις τον στρατόν του κράτους ως μισθοφόροι, μεταβαλλόμενοι ενίοτε και εις ληστρικούς επιδρομείς. Οι κατοικούντες εις την Κριμαϊκήν και την περί αυτήν χώραν (Βόσπορον) Γότθοι ήσαν υπήκοοι του κράτους.

Ούτως εν Ευρώπη το Ανατολικόν Ρωμαϊκόν Κράτος ήτο το μόνον ισχυρόν και πολιτισμένον, το πολιτικώς ή ηθικώς άρχον της ηπείρου ταύτης.

Εν Αφρική η Αίγυπτος μέχρι του Σουδάν ήτο επαρχία του κράτους. Η Χριστιανική Αιθιοπία (η Αβησσυνία), η συνδεομένη ηθικώς προς το Ρωμαϊκόν κράτος από των χρόνων Κωνσταντίνου του Μεγάλου, έτι στενώτερον συνεδέθη επί του Ιουστινιανού, καθώς θα ίδωμεν. Όλη δε η λοιπή βόρειος Αφρική, εκτεινομένη από των δυτικών ορίων της Αιγύπτου μέχρι του Ατλαντικού και περιλαμβάνουσα τας ιστορικωτάτας χώρας της ηπείρου ταύτης, η ανήκουσα μέχρι του 429 μ.Χ. εις τον αυτοκράτορα, είχε μεν από του χρόνου εκείνου καταληφθή υπό βαρβάρου Γερμανικού λαού, των Βανδήλων, αλλ' εθεωρείτο ακόμη νόμιμος κτήσις της αυτοκρατορίας. Οι δε διατελούντες υπό τον ζυγόν των βαρβάρων Έλληνες και Ρωμαίοι κάτοικοι προσεδόκων μετά πόθου την επάνοδον υπό το σκήπτρον του Χριστιανού αυτοκράτορος.

Εις την Ασίαν ο αυτοκράτωρ εδέσποζεν όλων των χωρών, όσαι κατέχονται σήμερον υπό των Οθωμανών, ήτοι της Μικράς Ασίας, Συρίας, Παλαιστίνης, του μεγαλειτέρου μέρους της Αρμενίας, Μεσοποταμίας, ήτοι της Ασσυρίας και Βαβυλωνίας. Και οι Σαρακηνοί Άραβες της βορείου Αραβίας, εις τους οποίους δεν είχεν ακόμη τότε κηρυχθή η διδασκαλία του Ισλάμ (ο προφήτης του Ισλάμ εγεννήθη πέντε έτη μετά τον θάνατον του Ιουστινιανού Α'), ανεγνώριζαν την κυριαρχίαν του αυτοκράτορος, τεταγμένοι υπό ηγεμόνας υποτελείς. Ωσαύτως οι άνωθεν της Αρμενίας παρά τον Καύκασον κατοικούντες τας σήμερον εις το Ρωσικόν κράτος υποκειμένας χώρας Λαζικήν και Γεωργίαν, ήσαν υπό την προστασίαν του αυτοκράτορος

Ούτω το Ανατολικόν Ρωμαϊκόν Κράτος, ήτο το μεγαλείτερον, το ισχυρότερον και το λαμπρότερον και εις τας τρεις ηπείρους του αρχαίου κόσμου, επί κεφαλής των πολιτισμένων χωρών και των τριών ηπείρων.

Είνε αληθές ότι εις την Ασίαν υπήρχαν τότε και άλλα κράτη: Περσία, Ινδική, Κίνα, Ιαπωνία. Αλλά εκ τούτων η μεν Κίνα και η Ιαπωνία εις ουδεμίαν σχέσιν ή συνάφειαν διετέλουν προς τον λοιπόν κόσμον. Η Ινδία, ήτοι το Ινδοστάν, ήτο διηρημένη εις μικρά έθνη και κράτη. Μόνον το Περσικόν κράτος το εις την Μέσην Ασίαν, όπερ δεν ήτο συνέχεια του εκ της αρχαίας ιστορίας γνωστού Περσικού κράτους των Αχαιμενιδών, του καταλυθέντος υπό του Αλεξάνδρου, αλλά νέον Περσικόν κράτος, το καλούμενον κράτος των Σασσανιδών από του ονόματος της δυναστείας, το ιδρυθέν τω 226 μ.Χ. υπό του Αρταξέρξου υιού του Σασσάν, είχεν ιστορικήν τινα και πολιτικήν σπουδαιότητα και δύναμιν υλικήν και ηθικήν, δυναμένην οπωσδήποτε να αντιταχθή προς το Ελληνικόν· και τούτο ακριβώς, καθώς θα ίδωμεν, ημφισβήτησε προς τον Ιουστινιανόν την επί της Δυτικής Ασίας ηγεμονίαν.

Εκ της ούτω σκιαγραφηθείσης θέσεως του κοινώς καλουμένου Βυζαντινού κράτους εν συγκρίσει και απέναντι των εθνών και χωρών της λοιπής Ευρώπης, της βορείου Αφρικής και του Περσικού κράτους της Ασίας, εννοείται εκ των προτέρων η πολιτική η επιβαλλομένη εις μέγαν και μεγαλουργόν αυτοκράτορα, οποίος ήτο ο Ιουστινιανός. Ανήρ βασιλοπρεπής, αρχικός, δραστήριος έχων ισχυράν συνείδησιν της βασιλικής δυνάμεως και της υψηλής και μεγάλης του θέσεως, κατείχετο υπό φιλοδοξίας να φανή αληθής Ρωμαίος αυτοκράτωρ. Ούτως εξήσκει υπερτάτην κυριαρχίαν επί των χωρών, όσαι υπήγοντο μεν πρότερον εις το Ρωμαϊκόν κράτος, περιήλθαν δε κατόπιν εις βαρβάρους ηγεμόνας, και εν ανάγκη διά της βίας τας υπέτασσεν εις την θέλησίν του ή και κατέλυε τας αρχάς των. Φυσικόν δε ήτο να φέρεται προς τον υπερήφανον βασιλέα της Περσίας ως υπέρτερος αυτού κατά την δύναμιν και το μεγαλείον, και προκαλούμενος να πολεμή προς αυτόν ισχυρώς και επιμόνως. Ταύτα εξηγούν εκ των προτέρων τας μεγάλας εκστρατείας του Ιουστινιανού εις την Αφρικήν και την Ιταλίαν και τους μακροχρονίους και επανειλημμένους αγώνας προς τους Πέρσας.

Αλλ' εκτός των τοιούτων μεγάλων πολέμων προς τους βαρβάρους της Δύσεως και προς τους Πέρσας, η βασιλεία του Ιουστινιανού είχε να παλαίση και προς άλλους εντός του Κράτους βαρβάρους εχθρούς. Το κράτος του Ιουστινιανού ωμοίαζε, καθώς λέγει Γερμανός ιστορικός, προς μεγάλην ευτυχισμένην νήσον πολιτισμού περικυκλουμένην από Ωκεανόν βαρβαρότητος. Ακριβώς δε διότι ήτο το μόνον μέγα άσυλον του πολιτισμού, διά τούτο περιεστοιχίζετο υπό πολλών βαρβάρων λαών. Η γεωγραφική θέσις του ιδίως εν Ευρώπη ήτο τοιαύτη, ώστε ευκόλως ο βαρβαρικός κόσμος περιήρχετο εις συνάφειαν προς τας κυριωτάτας επαρχίας του κράτους. Διότι εις την Ευρώπην μεταξύ των Καρπαθίων ορέων, του ποταμού Δανουβίου και προς ανατολάς τούτων μέχρι των Ουραλίων και του Καυκάσου κατώκουν πλήθη βαρβάρων ευκόλως μεταναστεύοντα. Τα πλήθη εκείνα διερχόμενα τον Δανούβιον επροχώρουν προς τον Αίμον, διεχύνοντο εις τας κεντρικωτάτας του κράτους επαρχίας, Θράκην και Μακεδονίαν, και ηπείλουν και αυτήν ακόμη την πρωτεύουσαν.

Τουναντίον εις την Ασίαν το κράτος εφρουρείτο εναντίον τοιούτων επιδρομών από του Καυκάσου δι' αυτών των Περσών, των άλλως πολεμίως ως επί το πολύ διακειμένων, οι οποίοι εφρούρουν τας Καυκασίας ή Κασπίας λεγομένας Πύλας και ημπόδιζαν την εις τας Ασιατικάς επαρχίας εισβολήν των πέραν του Καυκάσου βαρβάρων. Εναντίον δε των από της Κεντρικής και ανατολικής Ασίας βαρβάρων αυτό το Περσικόν κράτος απετέλει φραγμόν ισχυρόν και ανυπέρβλητον. Αλλ' ένεκα της ευκολίας με την οποίαν εν Ευρώπη οι πέραν του Δανουβίου βάρβαροι ηδύναντο να εισβάλουν εις το κράτος, συνέβησαν κατά τους χρόνους τούτους και επί της βασιλείας του Ιουστινιανού πράγματα παράδοξα. Ενώ ο πολύς στρατός του αυτοκράτορος διεξήγε μεγάλους πολέμους εις Αφρικήν, Ιταλίαν, Ισπανίαν και επί των ορίων της Περσίας παρά τον Καύκασον και τον Τίγρητα, αι κεντρικαί επαρχίαι του κράτους, και αυτή ενίοτε η πρωτεύουσα, εξετίθεντο εις επιδρομάς βαρβάρων, αι οποίαι ουδέν άλλο ήσαν ή μεγάλαι ληστρικαί επιδρομαί.

Θα ίδωμεν ότι ο στρατός συνεκροτείτο κατά το πλείστον εκ βαρβάρων. Πλην των ολίγων εκ Μικράς Ασίας ιδίως Ελλήνων και Αρμενίων, το μεγαλείτερον μέρος συνίστατο από διαφόρους Γερμανικούς λαούς καθώς και από Σλαύους και από Μογγολικάς ή Ουννικάς φυλάς. Στρατηγοί δε και αξιωματικοί του στρατού ήσαν όχι σπανίως βαρβαρικής καταγωγής: Αρμένιοι, Γερμανοί, Ούννοι, ακόμη και Πέρσαι. Αλλά δεν δύναταί τις ένεκα τούτου να είπη ότι το κράτος του Ιουστινιανού δεν ήτο κατ' ουσίαν Ελληνικόν. Ναι μεν ελέγετο επισήμως Ρωμαϊκόν, και ο αυτοκράτωρ εκαλείτο Βασιλεύς Ρωμαίων και ο λαός ελέγετο Ρωμαϊκός και οι πολίται, Έλληνες κατά μέγιστον μέρος την καταγωγήν και την γλώσσαν, ωνομάζοντο Ρωμαίοι. Αλλά το όνομα Ρωμαίος είχε σημασίαν απλώς πολιτικήν, διότι το κράτος είχε προέλθει πολιτικώς εκ του αρχαίου παγκοσμίου Ρωμαϊκού κράτους. Οι πολίται εκαλούντο Ρωμαίοι, πρώτον διότι το όνομα τούτο πολιτικώς ήτο τότε εν μεγίστη τιμή, συνδεόμενον μετά της κοσμοκρατορίας των αρχαίων Ρωμαίων, δεύτερον, διότι το όνομα Έλλην είχε λάβει τότε θρησκευτικήν σημασίαν και εσήμαινε τον πρεσβεύοντα την θρησκείαν των αρχαίων Ελλήνων, ήτοι τον εθνικόν, τον ειδωλολάτρην. Το όνομα Γραικός, διά του οποίου οι δυτικοί ήρχισαν να ονομάζουν τους Ελληνορρωμαίους της Ανατολής, ήτο εις σπανίαν χρήσιν. Σημειωτέον δε, ότι το όνομα Ρωμαίος, έχον πολιτικόν απλώς χαρακτήρα μεταξύ των ημετέρων, ουδαμώς εσήμαινεν Ιταλούς ή Λατίνους· τουναντίον, οι ημέτεροι, ενώ ωνομάζοντο οι ίδιοι Ρωμαίοι, εν αντιθέσει εκάλουν Λατίνους τους Ιταλούς και αυτούς ακόμη τους κατοίκους της παλαιάς Ρώμης. Ούτω δε κατά μικρόν το Ρωμαίος κατέστη παρ' ημίν όνομα εθνικόν και διετήρησε την σημασίαν αυτήν εις τας λαϊκάς λέξεις, Ρωμιός, Ρωμηοσύνη, Ρωμαίικο, και εις το όνομα Ρωμαίος (Ουρούμ), διά του οποίου και οι εξ Ασίας κατακτηταί εις την επίσημον και εις την κοινήν γλώσσαν των δηλούν τους Έλληνας.

Ο πολιτικός και στρατιωτικός οργανισμός του κράτους, εις του οποίου τον θρόνον, ανήλθεν ο Ιουστινιανός, ήτο κατά μέγα μέρος Ρωμαϊκός, προήρχετο δηλονότι από του οργανισμού της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας· και η γλώσσα η επίσημος του κράτους ήτο εν μέρει Λατινική. Και αυτός ο Ιουστινιανός αυτήν την γλώσσαν καλεί πάτριον, την δε Ελληνικήν απλώς κοινήν. Και όμως ο Ιουστινιανός ελάλει κυρίως την κοινήν αυτήν γλώσσαν, και τους νόμους του εξέδωκεν εις αυτήν την γλώσσαν, και προς τον λαόν και προς τους συμβούλους του της ελληνικής γλώσσης έκαμνε χρήσιν. Εγνώριζε βεβαίως την Λατινικήν και την ελάλει, και ως διάκονος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ωνομάζετο και αυτός Ρωμαίος, καθώς και όλος ο λαός της αυτοκρατορίας· ότι δε το όνομά του, Ιουστινιανός καθώς και το όνομα του θείου του Ιουστίνου ήσαν Λατινικά, τούτο ουδόλως μαρτυρεί περί Λατινικής καταγωγής· διότι τα Λατινικά καθώς και τα Εβραϊκά ονόματα ήσαν τότε συνηθέστατα εις τους Έλληνας, σπανιώτερα δε σχετικώς ήσαν τα κυρίως Ελληνικά.

Οπωσδήποτε, το κράτος το καλούμενον επισήμως Ρωμαϊκόν, υπό δε των Λατίνων Γραικικόν, είχε μεν πολλούς και ποικίλης καταγωγής λαούς επί του Ιουστινιανού· αλλ' η ψυχή του κράτους και η πραγματική δύναμίς του ήτο Ελληνική. Έλληνες ήσαν οι αποτελούντες τον κυρίως λαόν του, τον πολυπληθέστατον δηλονότι και άρχοντα λαόν, τον συγκεντρούντα εν εαυτώ όλον τον πνευματικόν βίον και πολιτισμόν. Ελληνική ήτο η γλώσσα η λαλουμένη υπό των κατοίκων, και αυτών έτι των αλλογενών. Ελληνική ήτο η γλώσσα της οικογενείας, της Εκκλησίας, της παιδεύσεως, εις δε τα κυριώτατα και αυτού του κράτους· τέλος δε Ελληνική ήτο η συνείδησις και η διάνοια του λαού μεθ' όλων των ηθικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων του τότε Ελληνισμού.

Αλλά καθώς συμβαίνει σήμερον εις το Ρωσικόν και ιδίως εις το Αγγλικόν κράτος, ούτω και εις το αρχαίον εκείνο κράτος, κατά τους χρόνους μάλιστα του Ιουστινιανού, πολλοί υπήρχαν λαοί εις την αχανή αυτοκρατορίαν κυβερνώμενοι υπό του άρχοντος Ελληνικού λαού, αλλ' εκπροσωπούμενοι ισχυρώς εις τον στρατόν, ενίοτε δε και εις την διοίκησιν του στρατού, όχι δε σπανίως και εις αυτά τα πολιτικά και αυλικά αξιώματα. Μήπως εις τον Ρωσικόν στρατόν δεν εκπροσωπούνται τώρα τόσοι λαοί μη Ρώσοι και μη Σλαύοι; Μήπως ο στρατός του μεγάλου Βρεττανικού κράτους δεν σύγκειται εν μέρει και εξ αλλοφύλων; Είναι αληθές ότι εις τον στρατόν του Ιουστινιανού κατά μείζονα αναλογίαν επεκράτει το μη Ελληνικόν βαρβαρικόν στοιχείον· αλλά τούτο έχει την ιδιαιτέραν αυτού αιτίαν. Καθ' ους χρόνους το αρχαίον Ρωμαϊκόν κράτος κατεστάθη παγκόσμιον εις την Ευρώπην και ήλθεν εις συνάφειαν προς τους βαρβάρους, οι αυτοκράτορες συνείθιζαν να συγκροτούν τον στρατόν εκ παντοίων λαών των κατοικούντων την αχανή αυτοκρατορίαν. Οι λαοί εκείνοι ελέγοντο όλοι Ρωμαίοι και απέλαυαν ισοπολιτείας εις το κράτος, προπάντων δε συνεκροτούντο οι στρατοί εκ των βαρβάρων, οι οποίοι εφαίνοντο αρμοδιώτεροι προς τοιαύτην υπηρεσίαν. Έλληνες και Ιταλοί εις μικράν αναλογίαν εξεπροσωπούντο εις τον στρατόν, το πλείστον όμως ήτο βαρβαρικόν, και η στρατιωτική υπηρεσία ήρχισε να θεωρήται εργασία βάναυσος, ανήκουσα μάλλον εις βαρβάρους.

Το κατακόρυφον της βαρβαροκρατίας εις τον Ελληνορρωμαϊκόν στρατόν απετέλει η βασιλεία του Αρκαδίου (395 — 410 μ Χ.). Αλλ' άνδρες Έλληνες σπουδαίοι κατά μικρόν κατεξανέστησαν κατά του τοιούτου συστήματος και της τοιαύτης παρανοήσεως της ηθικής σημασίας και της σπουδαιότητος του στρατού. Ούτως ο περίφημος λόγιος και φιλόσοφος επίσκοπος Πτολεμαΐδος, ο Συνέσιος, εις λόγον τον οποίον προσεφώνησεν εις τον Αρκάδιον εν Κωνσταντινουπόλει, κατέκρινε σφοδρότατα το τοιούτον σύστημα και κατέδειξε τους εξ αυτού κινδύνους, λέγων ότι έπρεπεν όχι εις Σκύθας να εμπιστεύεται η φρούρησις του κράτους, αλλά εις τους πολίτας του, τους γεωργούς, τους λογίους, τους βιομηχάνους. «Δέον, έλεγε, παρά της γεωργίας άνδρας αιτήσαι μαχητάς, και τον φιλόσοφον από του φροντιστηρίου και τον χειροτέχνην. Τέτακται γαρ ώσπερ εν οίκω και πολιτείαις ομοίως το μεν υπερασπίζον κατά το άρρεν, το δε εις την επιμέλειαν εστραμμένον των είσω κατά το θήλυ· πώς ουν ανεκτόν παρ' ημίν αλλότριον είναι το άρρεν; πώς δε ουκ αίσχιον παραχωρήσαι την ευανδροτάτην αρχήν ετέροις της εν πολεμώ φιλοτιμίας».

Συνέβαινε δε τη αληθεία κατά τους χρόνους εκείνους πράγμα παραδοξότατον και ακατανόητον σήμερον. Γότθοι διατελούντες εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν του κράτους επολέμουν κατά ομοφύλων Γότθων επιδρομέων. Η Κωνσταντινούπολις επί του Αρκαδίου επολιορκείτο υπό Γότθων και η φρουρά η υπερασπίζουσα την πόλιν συνέκειτο από Γότθους. Η γνώμη του Συνεσίου και των ομοφρόνων δεν επεκράτησεν ευθύς, αλλ' εκαρποφόρησε βαθμηδόν. Επί των διαδόχων του Αρκαδίου, κατά τον Ε' αιώνα, ήρχισε κατά μικρόν ο στρατός να συγκροτήται και εξ Ελλήνων, ιδίως των Μικρασιατών Ισαύρων, προσελαμβάνοντο δε και πολλοί Αρμένιοι. Οι Μικρασιάται αυτοί και οι Αρμένιοι επί του Ιουστινιανού απετέλουν τον πυρήνα του στρατού· αλλ' ουχ ήττον και βάρβαροι λαοί απετέλουν το πολυπληθές μέρος του και εξηκολούθει ακόμη το σύστημα του πολεμείν κατά βαρβάρων δι' άλλων βαρβάρων. Ο Ιουστινιανός τους πολέμους εις την Αφρικήν και την Ιταλίαν εναντίον των Γερμανικών εθνών διεξήγε δι' άλλων βαρβάρων Γερμανικών και Ουννικών λαών. Αλλά βαθμηδόν έτι μάλλον εξελληνίζετο ο στρατός, και επί των αμέσων διαδόχων του Ιουστινιανού, Ιουστίνου του Β', Μαυρικίου, Φωκά, και ιδίως επί του Ηρακλείου εξελληνίσθη εντελώς και έγεινε στρατός εθνικός.

Στρατηγούς μεγάλους είχεν ο Ιουστινιανός τον Βελισάριον (Ελληνορρωμαίον), δεύτερον μετά τούτον τον Ναρσήν (Αρμένιον το γένος) τον θαλαμηπόλον, έτερον Ναρσήν (Αρμένιον και τούτον), Αράτιον (Αρμένιον), Πομπήιον (Ελληνορρωμαίον), Ιωάννην τον υιόν του Βιταλιανού (Ελληνορρωμαίον), Βαλεριανόν (Ελληνορρωμαίον), Σίτταν (Ελληνορρωμαίον), Βούζην (Ελληνορρωμαίον), Βέσσαν (Γότθον), Φαράς (Γότθον), Σουνίκαν (Ούννον), Δαγισθαίον (Πέρσην αυτόμολον πολεμούντα κατά Περσών), και τον υποτελή του αυτοκράτορος Άραβα Αρέθαν ηγεμόνα μέρους της Πετραίας Αραβίας. Πολιτικούς δε συμβούλους και υπουργούς είχε πολλούς. Μεταξύ αυτών την πρώτην θέσιν είχεν Ιωάννης ο Καππαδόκης, ανήρ αντιληπτικώτατος των της κυβερνήσεως πραγμάτων, έχων μεγάλην επιτηδειότητα περί το κυβερνάν, αλλ' εστερημένος χρηστότητας, φωραθείς πλεονέκτης περί τα ίδια και καταχραστής του δημοσίου. Είχε δε ο Ιουστινιανός περί εαυτόν και πλήθος νομικών συμβούλων, ο επιφανέσταστος των οποίων ήτο ο κουαίστωρ (ήτοι υπουργός τρόπον τινά της αστυνομίας ή της δικαιοσύνης) Τριβωνιανός.

Άλλο πρόσωπον σπουδαιοτάτην κατέχον θέσιν ήτο η περίφημος σύζυγος του Ιουστινιανού, η γενομένη βασιλίς και αυτοκράτειρα και Αυγούστα προσαγορευομένη Θεοδώρα. Εν Κωνσταντινουπόλει γεννηθείσα και ανατραφείσα η Θεοδώρα, πατέρα είχε Κύπριόν τινα, Ακάκιον καλούμενον, θηριοκόμον το επάγγελμα. Υποστάσα πολλά εις την αρχήν της νεότητος, διά του κάλλους, της χάριτος της σωματικής, και διά των πλεονεκτημάτων του πνεύματος κατώρθωσε να ελκύση την συμπάθειαν του Ιουστινιανού εις τοιούτον βαθμόν, ώστε προτού ανέλθη ούτος εις τον θρόνον, την κατέστησε νόμιμον σύζυγόν του, κατόπιν δε την συνανύψωσεν ως βασιλίδα και Αυγούσταν εις τον λαμπρότατον θρόνον του κόσμου, έχων αυτήν πολύτιμον σύμβουλον και βοηθόν και εις δεινοτάτας ενίοτε περιστάσεις.

&Πολεμικά έργα&.

Το πρώτον σπουδαίον πολεμικόν έργον της βασιλείας του Ιουστινιανού ήτο ο προς τους Πέρσας αγών, ο οποίος ήρχισε το 528 μ.Χ. Βασιλεύς της Περσίας, εκ του μνημονευθέντος ανωτέρω οίκου των Σασσανιδών ήτο ο Καβάδης (Κοβάδ περσιστί), βασιλεύων από του 487 μ.Χ. Το Περσικόν κράτος των Σασσανιδών από του χρόνου της ιδρύσεώς του (226 μ.Χ.) διετέλει εις συχνούς πολέμους προς τους Ρωμαίους αυτοκράτορας· κατ' αρχάς μεν προς τους αυτοκράτορας της αρχαίας Ρώμης, από δε του Κωνσταντίνου του Μεγάλου προς τους Ελληνορρωμαίους αυτοκράτορας της Ανατολής. Οι Σασσανίδαι καλούμενοι Πέρσαι βασιλείς, θεωρούντες εαυτούς διαδόχους των αρχαίων βασιλέων της Περσίας, των Αχαιμενιδών, και κληρονόμους του μεγάλου εν Ασία Περσικού κράτους, του καταλυθέντος υπό του Αλεξάνδρου, είχαν την αξίωσιν να προσθέσουν εις το κράτος των όλας τας από του Αιγαίου μέχρι του Ευφράτου χώρας. Οι πόλεμοι αυτοί ήσαν συχνότατοι από του χρόνου της συστάσεως του κράτους των Σασσανιδών, αλλ' είχαν γίνη σπανιώτεροι από του τέλους του τετάρτου μ.Χ. αιώνος, διότι από του χρόνου εκείνου και το Περσικόν κράτος υπέκειτο εις πολλάς βαρβαρικάς επιδρομάς, αι οποίαι ημπόδιζαν πάσαν άλλην ενέργειαν των βασιλέων της Περσίας. Από τας αρχάς όμως του έκτου μ.Χ. αιώνος, ότε περιωρίσθησαν οπωσούν αι βαρβαρικαί επιδρομαί, ήρχισαν πάλιν πολεμικαί τινες πράξεις εκ μέρους των Περσών, αλλά ταχέως έληξαν. Το δε 526 μ.Χ., ότε εβασίλευεν ακόμη ο Ιουστίνος Α', ο Καβάδης διά πρεσβείας έκαμεν εις τον Ιουστίνον πρότασιν εκ πρώτης όψεως αρκετά παράδοξον: Εζήτει δηλαδή παρ' αυτού να υιοθετήση τον υιόν του Καβάβου Χοσρόην ή, κατ' άλλην παράδοσιν, να επιτροπεύση αυτόν μετά τον θάνατον του γηραιού πατρός.

Τοιαύται πράξεις δεν ήσαν όλως ασυνήθεις εις την ιστορίαν των δύο κρατών. Και ο αυτοκράτωρ Αρκάδιος, προ εκατόν και πλέον ετών, είχε καταστήσει διά διαθήκης επίτροπον, ήτοι προστάτην του ανηλίκου υιού και διαδόχου του Θεοδοσίου του Β' τον βασιλέα της Περσίας Ισδίγερδον, πιθανώς διά να προλάβη διά τοιαύτης πολιτικής πάσαν εκ μέρους του Ισδιγέρδου εναντίον του κράτους επιβουλήν κατά την ανηλικότητα του διαδόχου, ή διά να ασφαλίση την του Ισδιγέρδου σύμπραξιν εναντίον τρίτου τινός εξωτερικού ή εσωτερικού πολεμίου του Θεοδοσίου Β'. Εις την προκειμένην περίστασιν, επειδή ο Καβάδης διάδοχον της αρχής καθίστα όχι τον πρωτότοκον, αλλά τον τριτότοκον υιόν του Χοσρόην, τον οποίον ιδιαιτέρως ηγάπα, η πρότασις περί υιοθεσίας ή επιτροπείας δεν εξελήφθη κατ' αρχάς ως σχέδιον επίβουλον. Αλλ' είς των συμβούλων του Ιουστίνου, ο Πρόκλος, παρέστησε την πρότασιν ως αποβλέπουσαν εις την δημιουργίαν αξιώσεων επί του χριστιανικού θρόνου, και διά τούτο απερρίφθη. Την απόρριψιν ηκολούθησεν η κήρυξις πολέμου εκ μέρους του Καβάδου.

Ο πόλεμος δεν είχεν ακόμη λάβει μεγάλας διαστάσεις, ότε απέθανεν ο Ιουστίνος Α' και ανήλθεν εις τον θρόνον οριστικώς ο Ιουστινιανός (527). Επί τούτου, μετά τινας όχι αποτελεσματικάς μάχας, συγκροτηθείσας κατά το 528 εν Αρμενία και παρά τον Ευφράτην, ο Βελισάριος διορισθείς το επόμενον έτος αρχιστράτηγος των Ανατολικών στρατευμάτων ενίκησε παρά την περίφημον εν Μεσοποταμία πόλιν Νίσιβιν τον εκ 40 χιλ. ανδρών συγκείμενον στρατόν των Περσών, ηγούμενος αυτός 25 χιλιάδων μόνον ανδρών. Συγχρόνως δε άλλοι στρατηγοί του αυτοκράτορος επροχώρησαν νικηφόροι εις την Περσικήν Αρμενίαν ή Περσαρμενίαν (η Αρμενία από του 428 μ.Χ., εκλιπόντος του βασιλικού εκεί οίκου, είχε διανεμηθή ειρηνικώς μεταξύ του Ρωμαϊκού και του Περσικού κράτους), και εκυρίευσαν οχυρά τινα φρούρια. Ο πόλεμος εξηκολούθησε και μετά τας επιτυχίας αυτάς των στρατευμάτων του Ιουστινιανού, το μεν διότι οι Σαμαρείται επανεστάτησαν τότε και εζήτουν να συμπράξουν μετά του Καβάδου, το δε διότι ο Άραψ φύλαρχος της Πετραίας Αραβίας Αλαμύνδωρ ηπείλει να εισβάλη εις την Συρίαν. Μοίρα του αυτοκρατορικού στρατού εξ Ούννων συγκειμένη, υπό την αρχηγίαν του Ούννου Σουνίκα, ενίκησε πάλιν τους Πέρσας· αλλ' η μεγάλη παρά το Καλλίνικον το 530 συγκροτηθείσα μάχη δεν απέβη υπέρ των αυτοκρατορικών όπλων. Ουχ ήττον το επόμενον έτος 531 συνωμολογήθη «ειρήνη απέραντος» δηλαδή αιώνιος, ως ωνομάσθη εις την συνθήκην, διότι εις την Περσίαν απέθανεν ο Καβάδης, και ο ανελθών εις τον θρόνον Χοσρόης ήθελε την ειρήνην διά να στερεώση τον θρόνον του.

Εξ άλλου δε και ο Ιουστινιανός ήθελε να στρέψη την προσοχήν και την ενέργειάν του προς την Δύσιν, δηλαδή προς την Αφρικήν και την Ιταλίαν. Διά της «απεράντου ειρήνης» ο Ιουστινιανός απέδιδεν εις τους Πέρσας τα εν Αρμενία κυριευθέντα φρούρια, η δε παρά τον Καύκασον χριστιανική χώρα Ιβηρία, ήτοι η Γεωργία, υποτελής εις την Περσίαν και προ του πολέμου, επανήρχετο πάλιν εις την εξουσίαν των, εδίδετο δε αμνηστία εις όλους τους Ίβηρας, όσοι κατέφυγαν εις το χριστιανικόν κράτος, και επετρέπετο η ελευθέρα εις την πατρίδα των επάνοδος. Εις την Μεσοποταμίαν αποκαθίσταντο τα προ του πολέμου όρια. Τέλος οι Πέρσαι ανελάμβαναν κατά τας παλαιάς συνθήκας την διά στρατού ιδικού των διαφύλαξιν των στενών του Καυκάσου, διά να μη εισβάλλουν διά τούτων εις Περσίαν ή εις τας εν Ασία Ελληνικάς χώρας βάρβαροι εκ των πέραν του Καυκάσου χωρών. Χάριν της υπηρεσίας ταύτης ελάμβαναν παρά του αυτοκράτορος εφάπαξ 11 χιλιάδας λίτρας χρυσίου (περίπου 12,375,000 δρ. αργυράς). Η συνθήκη της ειρήνης επεκυρώθη το επόμενον έτος (532) υπό των δύο βασιλέων. Και ούτω μεν έληξε το 532 ο τετραετής αυτός πόλεμος.

Κατά το αυτό έτος εξερράγη εις την Κωνσταντινούπολιν στάσις δεινή. Έλαβεν αρχήν από τας εις το ιπποδρόμιον αντιμαχομένας μερίδας. Οι ιπποδρομικοί αγώνες είχαν μεταφερθή εις την Κωνσταντινούπολιν από την Ρώμην, όπου ετελούντο εξ αρχαιοτάτων χρόνων. Επί των αυτοκρατορικών χρόνων είχαν σχηματισθή μερίδες εις τους ιπποδρόμους λαμβάνουσαι το όνομα εκ των χρωμάτων της στολής των αρματηλατών, κατά τα οποία ωνομάζοντο και οι ανήκοντες εις μίαν ή την άλλην μερίδα Πράσινοι, Κυανοί, Λευκοί, Ερυθροί. Αλλ' η διαίρεσις περιωρίσθη εν Κωνσταντινουπόλει μόνον εις _Πρασίνους__ και __Κυανούς_. Κατά μικρόν αι μερίδες αυταί περιελάμβαναν όλους σχεδόν τους κατοίκους. Μεταξύ των μερίδων συνέβαιναν πολλάκις έριδες αιματηραί λαμβάνουσαι μεγάλας διαστάσεις και έχουσαι πολιτικόν χαρακτήρα σοβαρόν, καθ' όσον αι αρχαί, και ενίοτε αυτός ο αυτοκράτωρ, εθεωρείτο ότι εδείκνυαν εύνοιαν εις την μίαν ή την άλλην μερίδα. Επί του Ιουστινιανού δε, το 532, η έρις ήρχισε μεταξύ των δύο μερίδων και κατέληξεν εις την ένωσιν και των δύο εναντίον του αυτοκράτορος, μεταβληθείσα εις επανάστασιν αντιδυναστικήν. Οι στασιασταί εκηρύχθησαν αναφανδόν κατά του Ιουστινιανού. Τον καθήρεσαν και ανηγόρευσαν αυτοκράτορα τον μέχρι τούδε πιστόν εις αυτόν ανεψιόν του Αναστασίου Υπάτιον Α', τον οποίον και έστεψαν εις τον ιππόδρομον.

Η θέσις των πραγμάτων ήτο δεινή. Πολλά μέρη της πόλεως πλησίον των ανακτόρων κατεστρέφοντο υπό του πυρός των στασιαστών. Στρατός πολύς δεν υπήρχεν εντός της πόλεως, του δε υπάρχοντος στρατού, και αυτής της αυτοκρατορικής φρουράς, ήρχισε να κλονίζεται η προς τον Ιουστινιανόν πίστις. Ούτος περιωρισμένος εντός των ανακτόρων εσκέπτετο περί του πρακτέου μετά των συμβούλων, παρασκευάζων πλοία διά να φύγη. Πράγματι δε όλοι σχεδόν οι περί αυτόν συνεβούλευαν την φυγήν. Τότε έσωσε τον αυτοκράτορα διά του πνεύματος και της τόλμης της η Θεοδώρα. Λαβούσα τον λόγον εις το συμβούλιον, κατέκρινεν εντονώτατα τας περί φυγής συμβουλάς. «Την φυγήν, είπε, και αν μας φέρη την σωτηρίαν, θεωρώ ολεθρίαν· ο άνθρωπος, επρόσθεσεν, άπαξ ελθών εις τον κόσμον είναι αδύνατον να αποφύγη τον θάνατον· αλλ' εις τον ανελθόντα άπαξ εις τον θρόνον της βασιλείας δεν είναι ανεκτόν να είναι φυγάς· μη γένοιτο να στερηθώ την βασιλικήν μου αλουργίδα μηδέ να ζήσω την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο λαός δεν θα με προσφωνή ως βασιλίδα δέσποιναν! Αν θέλης, βασιλεύ, να σώσης απλώς την ζωήν σου, ουδόλως τούτο είναι δύσκολον· χρήματα έχομεν πολλά· εδώ είναι η θάλασσα, εδώ τα πλοία· σκέψου όμως μήπως αφού σωθής εύρης ότι είνε προτιμότερος ο θάνατος της τοιαύτης αδόξου σωτηρίας· εις εμέ αρέσκει ο παλαιός λόγος: ότι καλόν εντάφιον είνε η βασιλεία».

Οι λόγοι ούτοι ενέπνευσαν θάρρος εις όλους και ο βασιλεύς με ανδρειότερον το φρόνημα άφησε πάσαν σκέψιν περί φυγής και απεφάσισε να αντισταθή· ανέθεσε δε το έργον της αμύνης εις τον στρατηγόν Βελισάριον, προ ολίγου επιστρέψαντα εκ του κατά των Περσών πολέμου. Ευτυχώς είχεν έλθει τότε εις την Κωνσταντινούπολιν μετά των έξ Ερούλων συγκειμένων ταγμάτων του ο στρατηγός Μούνδος, ο προ μικρού ανδραγαθήσας παρά τον Δανούβιον εναντίον των Βουλγάρων. Ο Βελισάριος διέταξεν έφοδον εναντίον του εις τον ιππόδρομον συνηγμένου ενόπλου αλλ' ατάκτου πλήθους. Η τολμηρά εμφάνισις του στρατού του Βελισαρίου, συμπράττοντος και του Μούνδου, έφεραν την αταξίαν εις το πλήθος και, ως συμβαίνει συνήθως εις τοιαύτας περιστάσεις, η μάχη μετεβλήθη μετ' ολίγον εις σφαγήν. Περισσότεραι των τριάκοντα χιλιάδων εφονεύθησαν την ημέραν εκείνην (18 Ιανουαρίου 532). Ο Υπάτιος, φέρων έτι το βασιλικόν στέμμα και καθήμενος επί του βασιλικού θρόνου εις τον ιππόδρομον, συνελήφθη μετά του αδελφού του Πομπηίου υπό των ανθρώπων του Ιουστινιανού, χωρίς να προσδράμη κανείς εις βοήθειάν των, και παραδοθέντες εις τον Ιουστινιανόν εις τα ανάκτορα ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας εφονεύθησαν και εδημεύθη η περιουσία των. Αλλ' ο Ιουστινιανός απέδωκεν έπειτα εις εκείνους εκ των συγγενών, όσοι απεδείχθησαν αθώοι, την δημευθείσαν περιουσίαν. Ούτως έληξεν, αφού επί τέσσαρας ημέρας τοσούτον σφοδρώς ετάραξε την βασιλεύουσαν πόλιν και επέφερε τοσαύτας καταστροφάς ανθρώπων και αποτεφρώσεις κτιρίων, η στάσις εκείνη, η κληθείσα στάσις του Νίκα, εκ της λέξεως νίκα, την οποίαν είχαν η στασιασταί ως σύνθημα.

Έν έτος μετά το γεγονός τούτο επεχείρησεν ο Ιουστινιανός νέον σπουδαίον εξωτερικόν πόλεμον εις Αφρικήν εναντίον των Βανδήλων.

Οι Βανδήλοι ήσαν έθνος Γερμανικόν βάρβαρον. Περί τα τέλη του τετάρτου και τας αρχάς του πέμπτου μ.Χ. αιώνος είχαν κατέλθει από τα περί την Βαλτικήν θάλασσαν μέρη, επέρασαν τας Γερμανικάς και τας Γαλατικάς χώρας και μετέβησαν εις την Ισπανίαν· εκείθεν δε τω 429 μετέβησαν εις την Αφρικήν (διά του Ηρακλείου πορθμού, του σημερινού Γιβραλτάρ) και κατέλαβαν όλας τας από του Ατλαντικού μέχρι των δυτικών ορίων της Αιγύπτου εκτεινομένας χώρας της βορείου Αφρικής (τας σήμερον καλουμένας Μαρόκκον, Αλγέριον, Τύνιδα και Τρίπολιν της Βαρβαρίας). Οι βάρβαροι αυτοί, υπό τον αρχηγόν των Γειζέριχον, φοβερόν διά την βαρβαρότητα, την ωμότητα και την πανουργίαν του, κατήντησαν επί μακρόν χρόνον η μάστιξ των χωρών της Μεσογείου. Διά πειρατικού στόλου ελεηλάτουν τας παραλίους χώρας της Ιταλίας και της Ελλάδος, εκυρίευσαν την Σαρδηνίαν και την Κορσικήν, και αυτής της Ρώμης επί μικρόν έγειναν κύριοι τω 453 και διέπραξαν απείρους διαρπαγάς χρημάτων και πραγμάτων και εξανδραποδισμούς ανθρώπων, τους οποίους, έπειτα απέλυαν αντί βαρυτάτων λύτρων. Αι φοβεραί πειρατικαί επιδρομαί των έφθασαν εις την Ελλάδα από των Ιονίων νήσων και των δυτικών παραλίων της Πελοποννήσου μέχρι των νήσων του Αιγαίου, και πανταχόθεν εκομίζοντο άπειρα λάφυρα εις το ληστρικόν των κράτος. Οι Βανδήλοι των χρόνων εκείνων έκαμναν εις τους Έλληνας και τους Ιταλούς τα αυτά και χειρότερα από όσα υπέφεραν μέχρι των αρχών του 19ου αιώνος οι χριστιανικοί λαοί της Μεσογείου από τους κατοικούντας τους ιδίους τόπους της Αφρικής Βερβέρους πειρατάς (Τυνησίους και Αλγερινούς). Εις μάτην επεχείρησάν τινες των αυτοκρατόρων να τιμωρήσουν τους Βανδήλους και τον ηγεμόνα των και να καταλύσουν το ληστρικόν εκείνο κράτος. Ούτω το 467 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ της Ανατολής Λέων Α' από κοινού μετά του εν Ρώμη αυτοκράτορος Ανθεμίου εξέπεμψαν μεγάλην στρατιάν συγκειμένην από 1100 πλοία και 100 χιλ. στρατιωτών. Και όμως την φοβεράν αυτήν δύναμιν, την απαιτήσασαν δαπάνην 130 χιλ. λιτρών χρυσίου ήτοι 146,255,000 δρ. αργυρών, κατώρθωσε να ματαιώση ο πολυμήχανος και παμπόνηρος Γειζέριχος καταστρέψας διά πυρός τον στόλον. Και ο μεν Γειζέριχος απέθανε τέλος το 474 μ.Χ., αλλ' αι ληστοπειρατικαί επιδρομαί των Βανδήλων εξηκολούθουν και επί των διαδόχων του. Δεν περιωρίζοντο δε οι Βανδήλοι εις το να λυμαίνωνται τας Ιταλικάς και Ελληνικάς χώρας, αλλ' επίεζαν δεινώς και τους εγχωρίους Ρωμαίους και Έλληνας κατοίκους των χωρών τας οποίας εξουσίαζαν. Τούτους τους εμίσουν και ως ορθοδόξους, διότι αυτοί ήσαν χριστιανοί Αρειανοί, εξήγειραν δε κατά των Ρωμαίων και Ελλήνων τους αρχαιοτέρους βαρβάρους ιθαγενείς της χώρας, τους Μαυριτανούς ή Μαυρουσίους και τους Νουμίδας.

Η κατάστασις εφάνη επί μίαν στιγμήν βελτιωθείσα οπωσδήποτε, ότε το 523 ανήλθεν εις τον Βανδηλικόν θρόνον ο έγγονος του Γειζερίχου (του Ονωρίχου υιός) Ιλδέριχος, ο οποίος έπαυσε τους κατά των Ορθοδόξων διωγμούς. Αλλά διά τούτο ακριβώς εξεθρονίσθη και εφυλακίσθη το 530, βασιλεύοντος του Ιουστινιανού, υπό του συγγενούς του Γελιμέρου, ο οποίος κατέλαβε την αρχήν και ήρχισε πάλιν να καταδιώκη τους ορθοδόξους. Τότε ο Ιουστινιανός έγραψε προς αυτόν γράμματα εν αρχή συμβουλευτικά, έπειτα δε απειλητικά. Αφού δε ο Γελίμερος εις μεν τον Ιουστινιανόν απήντησε με αυθάδειαν, κατέστησε δε αυστηροτέραν την φυλακήν του Ιλδερίχου και των φίλων του, ο Ιουστινιανός έσπευσε να περατώση τον προς τους Πέρσας πόλεμον και να ανακαλέση τον Βελισάριον εκ της Ασίας διά να αναθέση εις αυτόν την διεξαγωγήν του κατά Γελιμέρου πολέμου.

Ο Βελισάριος επανελθών εις Κωνσταντινούπολιν, αφού κατέβαλεν εκεί την στάσιν Νίκα, ανέλαβε την αρχηγίαν του κατά των Βανδήλων πολέμου. Οι σύμβουλοι του Ιουστινιανού, και ιδίως ο Ιωάννης ο Καππαδόκης, απέτρεπαν τον αυτοκράτορα της επιχειρήσεως, υπενθυμίζοντες τα αποτελέσματα της επί του Λέοντος του μεγάλου εκστρατείας. Αλλ' ο αυτοκράτωρ επέμεινε και παρεσκευάσθη στόλος 600 πλοίων και 30 χιλιάδων ανδρών, στρατιωτών ομού και ναυτών, και 3000 ίππων. Ο στόλος ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν εν μέσω μεγάλης πομπής και πανηγύρεως, αφού ο πατριάρχης Επιφάνιος ετέλεσεν επί της ναυαρχίδας ενώπιον του αυτοκράτορος την κανονισμένην δέησιν εις τον Ύψιστον.

Ο στόλος έπλευσεν ασφαλώς το μακρόν μέχρι Σικελίας διάστημα, εκ της νήσου δε ταύτης παρέλαβαν στρατόν επικουρικόν του Ουστρογοτθικού κράτους και έπλευσαν εις την παραλίαν της Αφρικής. Ο στρατός απεβιβάσθη εις θέσιν εκλεχθείσαν καταλληλότατα υπό του Βελισαρίου και απέχουσαν πέντε ημερών οδόν από την Καρχηδόνα, την οποίαν οι Βανδήλοι είχαν καταστήσει πρωτεύουσάν των. Μετά μεγάλης στρατιωτικής πειθαρχίας και στρατηγικής ικανότητος ωδήγησεν ο Βελισάριος τον στρατόν του προς την Καρχηδόνα, φιλανθρωπότατα και ηπιώτατα φερόμενος προς τους ορθοδόξους εγχώριους, μη ευρίσκων δε κρατεράν αντίστασιν εκ μέρους των Βανδήλων. Ούτοι ενεδρεύοντες περί την πρωτεύουσαν προσέβαλαν τον στρατόν του Βελισαρίου, αλλά ταχέως κατετροπώθησαν και ετράπησαν εις φυγήν. Η Καρχηδών, η κατοικουμένη το πλείστον υπό Ορθοδόξων Ρωμαίων και Ελλήνων, ήνοιξε τας πύλας της και πανηγυρικώς υπεδέχθη τους νικητάς ως ελευθερωτάς. Ο Γελίμερος φεύγων έδωκε διαταγάς να φονευθή εις το δεσμωτήριον ο Ιλδέριχος μετά των οπαδών του, συναθροίσας δε τα λείψανα του στρατού του και καλέσας τους αρχαίους Ιθαγενείς Νουμίδας και Μαυρουσίους ετόλμησε και πάλιν να αντιταχθή κατά του Βελισαρίου.

Αλλ' εκείνος μετά στρατού αριθμητικώς μικροτέρου προσέβαλε περί την πόλιν Βούλλαν και διεσκόρπισε τον βαρβαρικόν στρατόν και εκυρίευσε το στρατόπεδον του Γελιμέρου με όλους τους θησαυρούς του. Μετά το γεγονός τούτο όλαι αι πόλεις και αι χώραι του Βανδηλικού κράτους εις την Αφρικήν υπετάγησαν εις τον νικητήν, και ο πόλεμος έληξεν εντός τριών μόνον μηνών. Ο Γελίμερος κατέφυγεν εις τας απροσίτους κορυφάς των ορέων της Νουμιδίας (Αλγερίου), αλλά καταβληθείς μετ' ολίγον από την πείναν και από τας κακουχίας παρεδόθη εις τον Βελισάριον. Ο νικηφόρος στρατηγός εστρατοπέδευσεν εις την Καρχηδόνα εντός αυτών των υπό του Γειζερίχου κτισθέντων ανακτόρων και κατέλυσεν οριστικώς το Βανδηλικόν κράτος, αφού ο Ιλδέριχος και οι συγγενείς του είχαν φονευθή κατά διαταγήν του Γελιμέρου, και προσήρτησεν εις την άμεσον αρχήν του αυτοκράτορος όλας τας μέχρι τούδε αποτελούσας αυτό χώρας. Μετά ταύτα ο Βελισάριος επέστρεψεν εις την Κωνσταντινούπολιν φέρων τον Γελίμερον και τους Γότθους μεγιστάνας αιχμαλώτους, καθώς και τα λάφυρα, όσα είχαν αρπάσει οι Βανδήλοι εκ των Ρωμαϊκών και των Ελληνικών χωρών και εφύλατταν εις την Καρχηδόνα. Μετά μεγάλου ενθουσιασμού υπεδέχθησαν εις την Κωνσταντινούπολιν τον εξ Αφρικής επιστρέφοντα δαφνοστεφή στρατηγόν και τον νικηφόρον στρατόν. Μεγαλοπρεπής δε έγινε κατά το αρχαίον Ρωμαϊκόν έθιμον θρίαμβος. Ο Βελισάριος και ο στρατός μετέβησαν εις τον Ιππόδρομον, όπου ανέμενεν ο αυτοκράτωρ επί του θρόνου. Ο θρίαμβος διέφερε του αρχαίου Ρωμαϊκού κατά τούτο, ότι ο νικητής δεν εφέρετο επί άρματος, αλλ' εβάδιζε πεζός. Παρηκολούθει δε τους νικητάς ο Γελίμερος και οι Γότθοι αιχμάλωτοι και εκομίζοντο κατά το σύνηθες όλα τα πολύτιμα λάφυρα του πολέμου: θρόνοι χρυσοί και οχήματα και πλήθος πολυτίμων λίθων, επιτραπέζια σκεύη χρυσά, και άργυρος και πολλά έπιπλα βασιλικών παλατίων (όσα είχε λαφυραγωγήσει πρότερον ο Γειζερίχος εις Ρώμην). Εν μέσω δε του χριστιανικού τούτου θριάμβου, τον οποίον παρηκολούθει ο λαός μετά φανών και λαμπάδων και ψαλτών ψαλλόντων επινικίους ύμνους της Εκκλησίας, ο Γελίμερος επανελάμβανε το του Εκκλησιαστού: «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης».

Εκτός των άλλων λαφύρων εις τον θρίαμβον εκείνον εκομίζοντο και τα χρυσά σκεύη του εν Ιερουσαλήμ ναού του Σολομώντος. Τα βαρύτιμα σκεύη, κοσμήσαντα τον ναόν της Ιερουσαλήμ περί το 1000 π.Χ., εκομίσθησαν εις Βαβυλώνα τω 588 π.Χ. υπό του Ναβουχοδονόσορος, του βασιλέως των Βαβυλωνίων, του καταστρέψαντος τον ναόν. Ότε δε κατά το 538 εκυριεύθη η Βαβυλών υπό των Περσών και κατελύθη το Βαβυλωνιακόν κράτος, απεδόθησαν εις τους εκ της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας επιστρέφοντας Ιουδαίους και κατετέθησαν εις τον επί του Δαρείου του Υστάσπους ανοικοδομηθέντα ναόν της Ιερουσαλήμ. Μετά 600 περίπου έτη, ότε επί του αυτοκράτορος Ουεσπασιανού η Ιερουσαλήμ επαναστατήσασα κατά των Ρωμαίων κατεστράφη (70 μ.Χ.) και ο ναός επυρπολήθη και κατεσκάφη, τα ιερά σκεύη διηρπάγησαν και μετεφέρθησαν ως λάφυρα εις την Ρώμην. Μετά 383 έτη συληθέντα υπό του Βανδήλου Γειζερίχου μετεφέρθησαν εις την Αφρικήν και εκείθεν μετά την κατάλυσιν του Βανδηλικού κράτους μετεκομίσθησαν εις Κωνσταντινούπολιν διά να κοσμήσουν τον θρίαμβον του Βελισαρίου. Κατόπιν δε έμελλαν ν' αποσταλούν εις την Ιερουσαλήμ διά να κατατεθούν όχι εις τον μη υπάρχοντα πλέον ναόν του Σολομώντος, αλλά εις τον παρά τα θεμέλιά του ανεγερθέντα υπό του Ιουστινιανού νέον χριστιανικόν ναόν της Θεοτόκου, τα μέχρι σήμερον Άγια των Αγίων, και ως μωαμεθανικόν έτι τέμενος, καλούμενα. Ούτως ο Γελίμερος με όλους τους συγγενείς και ομοφύλους του παρηκολούθει τον θρίαμβον φέρων επί των ώμων εσθήτα πορφυράν. Ότε δε έφθασεν εις τον Ιππόδρομον και είδε τον βασιλέα καθήμενον επί θρόνου υψηλού και τον λαόν όλον της Κωνσταντινουπόλεως, αναλογισθείς πού κατήντησε, δεν έκλαυσεν ούτε εστέναξεν, αλλ' επανέλαβε πάλιν την ρήσιν του Εκκλησιαστού περί ματαιοτήτων. Τότε δε αφαιρεθείσης της βασιλικής του πορφύρας ηναγκάσθη να πέση εις τους πόδας του βασιλέως και να τον προσκυνήση ως ικέτης. Ο Ιουστινιανός γενναίως φερόμενος έδωκε, καθώς και η Θεοδώρα, πολλά δώρα εις τον Γελίμερον και εις τους Γότθους μεγιστάνας, παρεχώρησε δε εις αυτούς και μεγάλα κτήματα εις την Μικράν Ασίαν, όπου να διαβιώσουν εν ειρήνη, θα κατετάσσετο δε ο Γελίμερος και εις την τάξιν των Πατρικίων, αν δεν επέμενεν εις τα δόγματα του Αρειανισμού. Οι λοιποί των Βανδήλων ετάχθησαν εις τον στρατόν του κράτους αποτελέσαντες ίδιον τάγμα.

Διά της καταλύσεως του Βανδηλικού κράτους τα όρια της αυτοκρατορίας εξετάθησαν εις την Αφρικήν από των δυτικών ορίων της Αιγύπτου μέχρι του Ηρακλείου πορθμού και του Ατλαντικού Ωκεανού, περιλαμβάνοντα και την Σαρδηνίαν και την Κορσικήν και τας Βαλεαρίδας νήσους. Ούτως εξεπληρώθη εν μέρει το ιδεώδες του Ιουστινιανού, ζητούντος να επαναφέρη το Ρωμαϊκόν κράτος εις το πρότερον μεγαλείον του. Αλλά το ιδεώδες αυτό δεν ηδύνατο να θεωρηθή τελείως πραγματούμενον, ενόσω η Ιταλία, η κοιτίς του παγκοσμίου κράτους της Ρώμης, ενόσω αυτή η Ρώμη, η εστία και πρωτεύουσα του κράτους τούτου, ευρίσκοντο εις χείρας βαρβαρικάς, ηθικώς μόνον υποκείμεναι εις την αυτοκρατορίαν της Κωνσταντινουπόλεως. Διά τούτο μετά την κατάλυσιν του Βανδηλικού κράτους επωφελήθη ο Ιουστινιανός εκ της πρώτης δοθείσης αφορμής και ευσχήμου προφάσεως διά να επέμβη εις τα της Ιταλίας και να υπαγάγη την χώραν υπό την άμεσον εξουσίαν του.

Αφ' ότου ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσαν του Ρωμαϊκού κράτους από την Ρώμην εις την Κωνσταντινούπολιν και έθεσε τας βάσεις του Ελληνορρωμαϊκού κράτους της Ανατολής, η Ρώμη και η Ιταλία έγιναν τρόπον τινά εξαρτήματα της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι αληθές ότι και μετά τον Κωνσταντίνον τον Μέγαν επί ελάχιστον χρόνον, και μετά τον Θεοδόσιον τον Μικρόν διαρκέστερον, το κράτος εκυβερνάτο ενίοτε και εκ των δύο πρωτευουσών διά δύο αυτοκρατόρων. Αλλ' η ενότης του κράτους και ως προς τα δύο τμήματα έμεινε κατ' ουσίαν άθικτος και η Κωνσταντινούπολις ήτο η κυρία και πραγματική πρωτεύουσα. Από του έτους 476 μ.Χ. οι μισθοφόροι Γερμανοί πολεμισταί ίδρυσαν εις την Ιταλίαν κράτος Γερμανικόν, του οποίου ο ηγεμών Οδόακρος ανεγνώρισε την υπερτάτην κυριαρχίαν του αυτοκράτορος της Ανατολής. Επίσης και ο καταλύσας το 493 την αρχήν του Οδοάκρου ηγεμών των Οστρογότθων Θευδέριχος, ο οποίος εισβαλών εις την Ιταλίαν μετά των Γότθων ίδρυσε κράτος Οστρογοτθικόν εκταθέν και πέραν των Άλπεων εις την νότιον Γαλλίαν και προς ανατολάς εις τας Ιλλυρικάς χώρας. Ο Θευδέριχος απέθανε το 526 μ.Χ. καταλιπών την αρχήν της Ιταλίας εις τον Αταλάριχον, υιόν της θυγατρός του Αμαλασούνθης. Επειδή δε ο πατήρ του Γότθος μεγιστάν Ευθάριχος είχεν αποθάνει προ του Θευδερίχου, τον ανήλικον Αταλάριχον επετρόπευεν η μήτηρ του, γυνή σώφρων, συνετή, φιλοδίκαιος, έχουσα παίδευσιν ρωμαϊκήν και φίλη του Ρωμαϊκού πολιτισμού. Εννοείται ότι η Αμαλασούνθα ανεγνώριζε την υπερτάτην κυριαρχίαν του Ιουστινιανού και έπεμψε μάλιστα, καθώς είδαμεν, επικουρικόν στρατόν εις τον κατά των Βανδήλων πόλεμον. Αφού ο Αταλάριχος απέθανε πριν ενηλικιωθή, η Αμαλασούνθα υπανδρεύθη το δεύτερον μετά του συγγενούς Θευδάτου, διά να αφήση κληρονόμον της αρχής. Αλλ' ο φίλαρχος Θευδάτος εθανάτωσε την Αμαλασούνθαν έν έτος μετά τους γάμους, διά να μείνη μόνος άρχων του κράτους (535). Τούτο έδωκεν αφορμήν εις τον Ιουστινιανόν, ως υπέρτατον κυρίαρχον της Ιταλίας και προστάτην της φονευθείσης, να κηρύξη ευθύς τον πόλεμον κατά του φονέως σφετεριστού. Ο Θευδάτος, δειλός και περιωρισμένου πνεύματος, κατελήφθη από τρόμον και εφάνη αμέσως πρόθυμος να καταθέση το στέμμα και να μείνη απλούς επίτροπος της αρχής του αυτοκράτορος, εν ανάγκη δε να παραιτήση πάσαν αρχήν ασφαλίζων την ζωήν και την περιουσίαν του.

Αλλ' η φορά των πραγμάτων ημπόδισε πάσαν τοιαύτην λύσιν. Αι πολεμικαί πράξεις ήρχισαν ταχέως κατά γην εις την Δαλματίαν, μετ' ολίγον δε ο νικητής των Βανδήλων Βελισάριος ήλθε το θέρος του 535 μετά στόλου και στρατού, πολύ μικροτέρου του καταλύσαντος το Βανδηλικόν κράτος, εις την Σικελίαν και εγένετο εντός ολίγου κύριος της όλης νήσου, κατόπιν δε και ολόκληρος η νότιος Ιταλία, από Ρηγίου μέχρι Νεαπόλεως, υπετάχθησαν αναιμωτί. Και η Νεάπολις δε, όπου υπήρχεν ισχυρά φρουρά Γοτθική, κατελήφθη ευκόλως υπό του Βελισαρίου, ο οποίος εισήγαγε στρατόν εις την πόλιν διά τινος εις αχρηστίαν περιελθόντος υδραγωγείου.

Η τοιαύτη ταχεία κατάληψις ολοκλήρου της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας δεν προήρχετο απλώς εκ της ασθενείας των εκεί Γοτθικών φρουρών, αλλά και εκ της προθυμίας των κατοίκων, μεταξύ των οποίων πολλοί εις την Σικελίαν και την κάτω Ιταλίαν ωμίλουν ακόμη την Ελληνικήν και εθεώρουν τον εκ Κωνσταντινουπόλεως ερχόμενον στρατόν ως ομόφυλον ελευθερωτήν, οι δε Ιταλοί εδελεάζοντο εκ του ονόματος του Ρωμαίου αυτοκράτορος και του Ρωμαϊκού στρατού.

Μετά την κατάληψιν της Νεαπόλεως ο Βελισάριος εβάδιζε προς την Ρώμην μετ' ελαχίστου στρατού. Εκ των 7500 ανδρών του στρατεύματος του άφησεν αρκετόν μέρος ως φρουράν εις την Σικελίαν και εις την Κάτω Ιταλίαν. Οι Γότθοι φονεύσαντες τον άνανδρον Θευδάτον ανηγόρευσαν βασιλέα τον γενναίον μεγιστάνα Ουίτιγιν, συγγενή του βασιλικού οίκου. Ενώ λοιπόν ο Βελισάριος μετά ολίγων μαχητών εβάδιζε προς την Ρώμην, ο Ουίτιγις συναθροίσας μέγαν στρατόν επήρχετο εναντίον του. Τούτο όμως δεν ημπόδισε τον Βελισάριον να εισέλθη εις την Ρώμην μετά του μικρού του στρατού και να γίνη δεκτός μετ' αγαλλιάσεως υπό· των κατοίκων ως ελευθερωτής. Ο Ουίτιγις είχε μάθει ότι ο βασιλεύς των Φράγκων (της Ανατολικής Γαλλίας) ηπείλει να εισβάλη εις την άνω Ιταλίαν κατά προτροπήν του Ιουστινιανού, και επορεύθη προς τα εκεί καταλιπών εις την Ρώμην στρατόν Γοτθικόν 4000 ανδρών, ο οποίος απεχώρησεν άμα επλησίασεν ο Βελισάριος. Αλλ' ο Ουίτιγις επέστρεψε ταχέως εκ της Άνω Ιταλίας, αφού παρεχώρησεν εις τον Θευδέβερτον τας πέραν των Άλπεων κτήσεις του Οστρογοτθικού κράτους (την Προβηγκίαν) και επήλθεν εναντίον της Ρώμης μετά 100 χιλιάδων γενναίων Γότθων πολεμιστών και επολιόρκησε (την άνοιξιν του 536) τον στρατόν του Βελισαρίου ανερχόμενον μετά της ελθούσης επικουρίας εις 5000 ανδρών. Η άμυνα της Ρώμης εναντίον εικοσαπλασίου στρατού είναι εκ των θαυμασιωτάτων επεισοδίων του πολέμου τούτου. Πόλις παμμεγίστη, ως ήτο η Ρώμη, έχουσα περιοχήν ολοκλήρων ωρών, τείχη δε και οχυρώματα πολλαχού ασθενέστατα, έχοντα ανάγκην μυριάδων φρουρών προς υπεράσπισιν, έπρεπε να φρουρήται από 100—150 χιλ. στρατού. Και όμως εκεί εφάνη η στρατηγική μεγαλοφυία του Βελισαρίου. Κατώρθωσε να αντισταθή επί έν ολόκληρον έτος και εννέα ημέρας και τέλος να αναγκάση εις υποχώρησιν τον εχθρόν.

Ο Βελισάριος, μετά την φυγήν του πολιορκητικού στρατού, λαβών μικράν επικουρίαν, κατεδίωξε τους πολεμίους μέχρι της οχυράς πρωτευούσης των Ραβέννης και εκεί τους επολιόρκησεν. Ο βασιλεύς των Οστρογότθων, μολονότι ανήρ ανδρείος, δεν έδειξεν εις την άμυναν της πρωτευούσης την στρατηγικήν επιτηδειότητα, την επιδειχθείσαν υπό του αντιπάλου του εις την πολιορκίαν της Ρώμης. Οι Γότθοι ταχέως εστενοχωρήθησαν πολιορκούμενοι. Επειδή δε συγχρόνως μέρος του πολιορκητικού στρατού κατελάμβανεν υπό διαφόρους αρχηγούς ολόκληρον την Μέσην Ιταλίαν, συγχρόνως δε Φράγκοι εισέβαλαν εις την Άνω Ιταλίαν, οι εν Ραβέννη Οστρογότθοι, θαυμάζοντες και άλλως το στρατηγικόν μεγαλείον του Βελισαρίου, επρότειναν να παραδώσουν την πόλιν επί τω όρω να κατασταθή αυτός βασιλεύς κυβερνών την Ιταλίαν ως άλλος αυτοκράτωρ. Ο Βελισάριος επροσποιήθη ότι δέχεται τας προτάσεις, αφού δε έγινε κύριος της Ραβέννης (κατά τον Μάιον του 540) εκήρυξεν ότι κατελάμβανε την πόλιν εν ονόματι του αυτοκράτορος Ιουστινιανού. Έδωκε δε συγχρόνως αμνηστίαν εις όλους τους Οστρογότθους και ασφάλειαν ζωής και περιουσίας υπό την προστασίαν του αυτοκράτορος, καταλυομένου οριστικώς του Οστρογοτθικού κράτους.

Όλοι σχεδόν οι εντεύθεν του Πάδου κατοικούντες την Ιταλίαν Γότθοι ανεγνώρισαν την νέαν τάξιν των πραγμάτων. Μόνον γενναίοι τινες Γότθοι μεγιστάνες της πέραν του Πάδου Ιταλίας συνελθόντες έστειλαν πρεσβείαν εις τον Βελισάριον, διά να υπομνήσουν την δοθείσαν υπόσχεσιν: ότι έμελλεν αυτός να γίνη βασιλεύς, και παραπονούμενοι διά την παρασπονδίαν τον ωνόμαζαν δούλον εθελούσιον, και έλεγαν ότι δεν ησχύνετο προτιμών την δουλείαν αντί της βασιλείας. Ο Βελισάριος απήντησεν ότι ουδέποτε, ενόσω έζη ο Ιουστινιανός, θα εδέχετο το αξίωμα του βασιλέως. Η απάντησις αυτή εξηρέθισε τους πέραν του Πάδου Γότθους. Συνέτεινε δε εις τον εξερεθισμόν των και το άλλο γεγονός, ότι ο Βελισάριος μετά την άλωσιν της Ραβέννης ανακληθείς εις Κωνσταντινούπολιν διά να σταλή εις Ασίαν εναντίον των Περσών, έφερεν εκεί δέσμιον τον Ουίτιγιν και άλλους ευγενείς Γότθους ως τρόπαια του πολέμου. Καταληφθέντες υπό ιεράς αγανακτήσεως διά την διαγωγήν του Βελισαρίου εξηγέρθησαν ως είς άνθρωπος, εκλέξαντες βασιλέα τον γενναίον Βαδουίλαν ή Τωτίλαν διά να αγωνισθούν υπέρ της ελευθερίας των.

Το αίσθημα της εκδικήσεως και η εξέγερσις η εθνική διεδόθησαν εις όλην την Ιταλίαν. Πολλαί πόλεις και αυτή η Νεάπολις κατελήφθησαν πάλιν υπό των Γότθων. Τοιούτοι υπήρξαν οι καρποί της ηθικώς επιμέμπτου διαγωγής του Βελισαρίου, ο οποίος, καίπερ Χριστιανός ών, δεν εγνώριζεν ή δεν ενόει την υπό του Αποστόλου Παύλου λεγομένην μεγάλην αλήθειαν «το καλόν ουκ έστι καλόν, αν μη καλώς γένηται». Τουναντίον ο νέος Γότθος βασιλεύς, παρεκτός της γενναιότητος και της ρώμης της σωματικής, είχε και φρόνησιν ηθικήν και γενναιότητα ψυχικήν. Τούτο μαρτυρεί και το εξής γεγονός:

Κατά την άλωσιν της Νεαπόλεως Έλλην εκ Καλαβρίας ελθών εις τον βασιλέα κατήγγειλεν ένα των δορυφόρων του Γότθου ως κακοποιήσαντα την θυγατέρα του. Ο Τωτίλας διέταξεν ευθύς την φυλάκισιν του εγκληματίου, διακρινομένου άλλως διά την ανδρείαν του. Τότε οι Γότθοι μεγιστάνες φοβηθέντες περί της τύχης του δορυφόρου εζήτουν θορυβωδώς την απόλυσίν του. Αλλ' ο Τωτίλας, αγορεύσας προς τους Γότθους, υπέμνησε πόσον αισχρόν θα ήτο εάν χάριν ενός μόνου ανθρώπου ητίμαζαν το όνομα των Γότθων, υπέμνησε δε ότι ο Θεός εις τους πολέμους είνε ίλεως προς τους δικαίους, όχι προς τους αδικούντας. Μετά τους λόγους του Τωτίλα οι Γότθοι εγκατέλιπαν τον άνθρωπον εις την τύχην του. Ο δε Τωτίλας τον εφόνευσε και την περιουσίαν του έδωκεν εις την κακοποιηθείσαν κόρην. Αι αρεταί του Τωτίλα και εξ άλλου αι βιαιότητες των αρχηγών του Ελληνορρωμαϊκού στρατού συνέτειναν ώστε πολλαί άλλαι πόλεις και χώραι να υποταχθούν εις τους Γότθους. Τέλος ο Τωτίλας επολιόρκησε και την Ρώμην όχι μετά 100000 ανδρών, καθώς ο Ουίτινις, αλλά μετά 15 μόνων χιλιάδων.

Εν τω μεταξύ ο Ιουστινιανός μαθών τα συμβάντα εις την Ιταλίαν έστειλε πάλιν εκεί τον Βελισάριον (544) ανακαλέσας αυτόν εκ της Ασίας. Μετά του Βελισαρίου επανήλθεν επί μικρόν η νίκη εις τα Ρωμαϊκά όπλα, αλλά η επιτυχία ήτο πρόσκαιρος. Η Ρώμη μετά δεινήν πολιορκίαν εκυριεύθη υπό του Τωτίλα, ο οποίος και εκεί απηγόρευσεν αυστηρώς εις τους Γότθους πάσαν σφαγήν, ατίμασιν και εξανδραποδισμόν των κατοίκων, επέτρεψε δε μόνον την αφαίρεσιν των τιμαλφών από τας οικίας των πλουσίων. Την απώλειαν της Ρώμης ηκολούθησαν άλλαι πολλαί ατυχίαι. Ο Βελισάριος, μη λαμβάνων επικουρίας εκ Κωνσταντινουπόλεως, εζήτησε παρά του αυτοκράτορος ως χάριν την ανάκλησίν του. Μετά την δευτέραν ταύτην ανάκλησιν του Βελισαρίου, οι Οστρογότθοι ενθαρρυνθέντες έτι μάλλον κατέλαβαν σχεδόν ολόκληρον την Ιταλίαν, κατασκευάσαντες δε και στόλον όχι μόνον ανέκτησαν την Σικελίαν, την Σαρδηνίαν και την Κορσικήν, αλλά και ελεηλάτουν τα παράλια της Ηπείρου, της Αιτωλίας και της Πελοποννήσου.

Τότε τέλος ο Ιουστινιανός, μολονότι περιπεπλεγμένος εις τον κατά του Χοσρόου πόλεμον, εθεώρησε ζήτημα τιμής την ευτυχή περάτωσιν του Γοτθικού πολέμου και απέστειλε στρατόν σημαντικόν, εκ Γερμανών κατά το πλείστον και εξ Ούννων και Περσών συγκείμενον, και αρχιστράτηγον τον γηραιόν αρχιθαλαμηπόλον και στρατηγόν Ναρσήν. Αλλά πριν φθάση ο Ναρσής εις Ιταλίαν, όπου μετέβη διά ξηράς (διά Ιλλυρίας και Δαλματίας), οι Οστρογότθοι έπαθαν δύο ατυχήματα. Ο στόλος των κατεστράφη υπό των Ελλήνων αρχηγών Ιωάννου και Βαλεριανού πλησίον της Αγκώνος, ενικήθησαν δε και εις την Σικελίαν κατά κράτος υπό του εκ Περσαρμενίας στρατηγού Αρταβάνου και ηναγκάσθησαν να αποχωρήσουν εκ της νήσου (551). Μετά την άφιξιν του Ναρσή, γενομένης μάχης εν Ταγίναις παρά τα Απέννινα (κατά τον Ιούλιον του 552), ηγωνίσθησαν ο Τωτίλας και οι Γότθοι μετά λεοντοθύμου ανδρείας επιτεθέντες επανειλημμένως κατά των πολεμίων. Αλλά θανάσιμος πληγή, την οποίαν έλαβεν ο Τωτίλας, έκρινε την μάχην υπέρ των εχθρών. Τα αιματοβαφή ενδύματα του Τωτίλα εστάλησαν υπό του Ναρσή ως τρόπαιον εις την Κωνσταντινούπολιν. Ο διάδοχος του Τωτίλου Τηίας εξηκολούθησε τον αγώνα και ηνάγκασε τον Ναρσήν να συγκροτήση νέαν κρατεράν μάχην κατά τους πρόποδας του Βεσουβίου παρά τον ποταμόν Δράκοντα. Εκεί εφονεύθη και ο Τηίας και κατελύθη οριστικώς η εν Ιταλία αρχή των Οστρογότθων (553). Είς τα ανδρεία λείψανα του στρατού των επετράπη να εγκαταλείψουν ελευθέρως την Ιταλίαν.

Ούτω τω 553 μ.Χ. ολόκληρος η Ιταλική Χερσόνησος από των Άλπεων μέχρι του Σικελικού πορθμού, η Σικελία, η Σαρδηνία και η Κορσική και αι προς ανατολάς της Ιταλίας και πέραν του Αδριατικού εκτεινόμεναι χώραι μέχρι του άνω Δανουβίου περιήλθαν εις την άμεσον αρχήν του Ιουστινιανού, ο οποίος εκυβέρνα την Ιταλίαν και την Σικελίαν δι' επιτρόπου, καλουμένου Εξάρχου. Αλλά η κυριαρχία αυτή επί ολοκλήρου της Ιταλίας δεν διήρκεσεν επί πολύ. Η Άνω Ιταλία αφηρέθη υπό άλλου Γερμανικού έθνους (των Λογγοβάρδων) ευθύς μετά τον θάνατον του Ιουστινιανού, η δε Μέση Ιταλία και η Ρώμη μετά 200 περίπου έτη. Αλλ' η Κάτω Ιταλία και η Σικελία, αι οποίαι ήσαν και Ελληνικώτεραι, έμειναν ηνωμέναι μετά του Ανατολικού κράτους μέχρι περίπου του δωδεκάτου αιώνος. Όχι μόνον δε διοικητικώς ήσαν ηνωμέναι μετά του κράτους, αλλά και ηθικώς μετά του Ελληνισμού. Χρησιμεύουσαι ως δεσμός μεταξύ της Ελληνικής Ανατολής και της Λατινικής Δύσεως, συνετέλεσαν μεγάλως εις την εν τη λοιπή Ιταλία διάδοσιν του Ελληνισμού και των Ελληνικών γραμμάτων κατά τους Μέσους καλουμένους αιώνας. Τόσον δε ισχυρός ήτο ο Ελληνισμός εις τας χώρας αυτάς, ώστε και σήμερον ακόμη, ενώ παρήλθαν 700 έτη από του οριστικού χωρισμού των από του Ελληνισμού, εις διαφόρους κώμας και πολίχνας των δύο άκρων της Ιταλίας, της Μεσσαπίας και της Καλαβρίας, η λαλουμένη υπό του λαού γλώσσα είναι ελληνική. Και υπό την έποψιν λοιπόν ταύτην η ανάκτησις της Ιταλίας ήτο ως προς τα αποτελέσματα το σπουδαιότατον πολεμικόν έργον της βασιλείας του Ιουστινιανού.

Αλλ' η προς δυσμάς επέκτασις του κράτους της εν Κωνσταντινουπόλει βασιλείας δεν περιωρίσθη μόνον εις την Αφρικήν και εις την Ιταλίαν, αλλά περιέλαβε και αυτήν την Ισπανίαν. Την χώραν εκείνην είχαν καταλάβει περί τας αρχάς του πέμπτου μ.Χ. αιώνος διάφοροι βάρβαροι Γερμανικοί λαοί, μεταξύ των οποίων ονομαστότατοι απέβησαν οι Βησιγότθοι (ήτοι οι δυτικοί λεγόμενοι Γότθοι, χριστιανοί και αυτοί Αρειανοί) ιδρύσαντες εκεί κράτος. Εμφύλιοι διενέξεις μεταξύ των Γότθων τούτων επροκάλεσαν την επέμβασιν του Ελληνορρωμαίου επάρχου της Αφρικής Λιβερίου. Ούτος απεβίβασε στρατόν εις τα νοτιανατολικά παράλια της Ισπανίας και κατέλαβε πολλάς σημαντικάς πόλεις, την Καρθαγένην, την Μαλάγαν, τα Γάδειρα και αυτήν την κατόπιν περίφημον πρωτεύουσαν του εν Ισπανία Αραβικού κράτους Κορδούην. Ούτω δε επί του Ιουστινιανού και αρκετόν μέρος της Ισπανίας περιελήφθη εις το κράτος της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι αληθές ότι ο Ελληνισμός διά της τοιαύτης επεκτάσεως του κράτους αμείωτον ωφέλειαν είχε μόνον εκ της ανακτήσεως της Ιταλίας, καθώς εξηγήθη ανωτέρω, και εκ μέρους της Αφρικής, εκ της Τριπολίτιδος, όπου υπήρχε συμπαγής ελληνικός πληθυσμός, ενώ εις τας ανακτηθείσας χώρας σποραδικώς μόνον κατώκουν Έλληνες. Ουχ ήττον όμως η μεγάλη ηθική λαμπηδών και η γοητεία την οποίαν ελάμβανε το κράτος, παρείχαν εμμέσως ηθικήν τινα επέκτασιν δυνάμεως εις τον Ελληνισμόν τον αποτελούντα την ζωτικήν δύναμιν της αυτοκρατορίας.

Αλλ' ενώ εξετείνετο το κράτος του Ιουστινιανού προς δυσμάς εις αλλογενείς ως επί το πλείστον λαούς, συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί εις τας Ελληνικωτάτας χώρας της Ασίας εξετίθεντο εις δεινούς κινδύνους εκ μέρους του μεγάλου εχθρού του Ελληνισμού, του βασιλέως της Περσίας.

Είδαμεν ότι, διαρκούντος του κατά των Γότθων πολέμου εις την Ιταλίαν, η απέραντος, ήτοι αιώνιος καλουμένη μεταξύ Ελλήνων και Περσών ειρήνη, η συνομολογηθείσα το 531, διελύθη, και ότι ήρχισε νέος πόλεμος. Ο πόλεμος αυτός έγινεν εν μέρει αφορμή να ανακληθή ο Βελισάριος εξ Ιταλίας και να σταλή εις Ασίαν. Κυρία αιτία του νέου πολέμου ήτο ότι ο Χοσρόης, ο οποίος είχε σπεύσει μετά τον Βανδηλικόν πόλεμον να συγχαρή τον Ιουστινιανόν διά την νίκην, βλέπων τον στρατόν του Ιουστινιανού απασχολούμενον εις την Ιταλίαν, εθεώρησεν εύκαιρον την περίστασιν προς πόλεμον. Πλην τούτου και οι Γότθοι είχαν στείλει κρυφίως πρέσβεις εις τον Χοσρόην, παριστώντες εις αυτόν το μέγεθος του κινδύνου του απειλούντος το Περσικόν κράτος ως εκ της υπερμέτρου αυξήσεως της δυνάμεως του Ιουστινιανού

Ούτως ο πόλεμος ο διεξαγόμενος παρά τον Τίβεριν εις την Ιταλίαν εύρισκε τον αντίκτυπόν του παρά τον Ευφράτην και τον Τίγρητα. Ο Χοσρόης λοιπόν, εκστρατεύσας κατά την ακμήν του εν Ιταλία αγώνος (551 μ.Χ.), εισέβαλεν εις την Μεσοποταμίαν και, προχωρήσας ταχέως εις την Συρίαν, προσέβαλε και κατέλαβε τας πλουσιωτάτας πόλεις, άλλας μεν εξ εφόδου, άλλας δε εξ επιβουλής, και τας ελεηλάτησε. Πλην των άλλων πόλεων της Συρίας έπαθε τότε δεινοτάτας συμφοράς η μεγίστη της Ανατολής Ελληνική πόλις, η δευτέρα μετά την Κωνσταντινούπολιν μεγάλη πόλις του Ελληνικού κράτους, ονομαστοτάτη διά τον πλούτον και τον πολιτισμόν των κατοίκων, διά τα γράμματα και διά την ακμήν του Χριστιανικού βίου, η Αντιόχεια, η καλουμένη και Θεούπολις. Κυριευθείσα εξ εφόδου έπαθε τα πάνδεινα· εκ των κατοίκων άνδρες πολλοί εφονεύθησαν και γυναίκες πολλαί προς αποφυγήν της αιχμαλωσίας ερρίφθησαν εις τον ποταμόν Ορόντην και επνίγησαν. Όσοι εκ των κατοίκων δεν κατώρθωσαν να λυτρωθούν, απήχθησαν υπό του Χοσρόου εις τας όχθας του Τίγρητος κατά το παράδειγμα των αρχαίων βασιλέων της Ασσυρίας και Βαβυλωνίας και του Δαρείου βασιλέως των Περσών. Μόνη η Έδεσσα εκ των μεγάλων πόλεων της Συρίας και Μεσοποταμίας εσώθη από της Περσικής αλώσεως και προσήλθεν αρωγός φιλανθρωποτάτη εις τους δεινοπαθούντας κατοίκους της Αντιοχείας.

Ο Χοσρόης επροχώρει προς το επίνειον της Αντιοχείας την πόλιν Σελεύκειαν και, θεώμενος τα κύματα της Ανατολικής Μεσογείου ως ηλιολάτρης και πυριλάτρης, έθυεν εις τον Ήλιον και ωνειροπόλει τους εν Μικρά Ασία και εν Κωνσταντινουπόλει θησαυρούς. Κατά την κρισιμωτάτην εκείνην στιγμήν εφάνη εις την Συρίαν ο Βελισάριος και αθορύβως και χωρίς αιματηράς μάχας και μεγάλας ζημίας κατώρθωσεν ο μέγας στρατηγός δις να αποκρούση τον υπερόπτην βασιλέα μέχρι του Ευφράτου ποταμού και να υπερασπίση επιτυχώς την γραμμήν του ποταμού τούτου, η οποία απετέλει και το ανατολικόν όριον του κράτους. Αποκρουσθείς ο Χοσρόης πέραν των ορίων του κράτους ήρχισε να διαπραγματεύεται περί ειρήνης (545). Και αι μεν διαπραγματεύσεις αύται επί έτη ολόκληρα παραταθείσαι δεν απέληξαν εις ειρήνην· ουχ ήττον καθ' όλα τα έτη ταύτα (545 — 549) επεκράτει ανακωχή πραγματική, καίπερ μη συνωμολογημένη διά συνθήκης. Πριν δε συνομολογηθή η οριστική ειρήνη, εξερράγη πάλιν ο πόλεμος το 549 και διήρκεσεν επτά ολόκληρα έτη.

Αλλά το στάδιον του αγώνος δεν ήτο πλέον η Μεσοποταμία, αλλά αι παρά τον Καύκασον χώραι. Ο Βελισάριος δεν μετέσχε του νέου πολέμου, ο οποίος μετά πολλάς μεταβολάς της τύχης απέβη κατ' ουσίαν υπέρ του Ιουστινιανού.

Σπουδαίον επεισόδιον του πολέμου τούτου ήτο η διάδοσις του χριστιανισμού εις τον Καυκάσιον λαόν των Αβαγών, οι οποίοι μέχρι σήμερον διατηρούν το όνομα και την φυλετικήν των ύπαρξιν.

Ο πόλεμος μετά μεγάλας μάχας και πολύν εκατέρωθεν ηρωισμόν ετελείωσε και η ειρήνη συνωμολογήθη το 556. Δι' αυτής η μεν τέως αμφισβητουμένη περί τον Καύκασον χώρα, η καλουμένη Λαζική, εδίδετο οριστικώς εις τον Χριστιανόν αυτοκράτορα, ο δε Πέρσης μονάρχης απεζημιούτο χρηματικώς, υποχρεούμενος προς τούτοις να φυλάττη καθώς πρότερον τας Κασπίας Πύλας. Η συνθήκη εκανόνιζε και τας εμπορικάς σχέσεις μεταξύ των υπηκόων των δύο κρατών και καθώριζε τας επί των συνόρων ελευθέρας εμπορικάς αγοράς. Ιδιαίτεραι διατάξεις απέβλεπαν εις τας λαθρεμπορίας και εις την ειρηνικήν διευθέτησιν των αναφυομένων κατά τα μεθόρια αμφισβητήσεων. Διά της συνθήκης ωρίζετο η συγκρότησις μικτής επιτροπής και εκ των δύο κρατών συνερχομένης εις ωρισμένον μέρος της μεθορίου· περιείχε δε και άλλας διατάξεις περί των μεθορίων φρουρίων και φρουρών αποβλεπούσας εις την εμπέδωσιν της ειρήνης.

Η επικύρωσις της ειρήνης έγινε δι' επιστολών, μεταξύ
Χοσρόου και Ιουστινιανού ( 1).

&Έκτασις και δύναμις του κράτους του Ιουστινιανού.&

Διά της νέας προς τους Πέρσας συνθήκης τα όρια του κράτους εξετείνοντο μέχρι του Καυκάσου. Αλλ' ενώ ούτω το κράτος κατά την απ' Ανατολών προς Δυσμάς διεύθυνσιν ελάμβανεν έκτασιν από του όρους Άτλαντος και του Ατλαντικού Ωκεανού μέχρι του Καυκάσου και της Κασπίας θαλάσσης, συγχρόνως και κατά την από Βορρά προς Νότον διεύθυνσιν εξέτεινε τεραστίως την πολιτικήν του δύναμιν. Ο Ιουστινιανός, εξήπλωσεν ειρηνικώς την εν τη βορείω (Πετραία) Αραβία επικράτειάν του μέχρι των ακτών της Ερυθράς θαλάσσης, προσθέσας διά του υποτελούς του Άραβος φυλάρχου Αβουχαράβου μεγάλην έκτασιν εις τας εν Αραβία κτήσεις του κράτους.

Προς τούτοις ο Ιουστινιανός συνήψε σχέσεις τινάς πολιτικάς προς τους Χριστιανούς ηγεμόνας της Αιθιοπίας (Αβησσυνίας) και της νοτίου Αραβίας (των Ομηριτών ή Αμοριτών, νυν Γεμέν), Ελλησθεαίον (της Αιθιοπίας) και Εσιμφαίον (των Ομηριτών). Ο πρώτος έπεμψε δύο των συμβούλων του εις την Αλεξάνδρειαν διά να ζητήση επισκόπους και ιερείς. Ο Ιουστινιανός εκπληρών την επιθυμίαν του Αιθίοπος ηγεμόνος έστειλε πρεσβευτήν μετ' επιστολής αυτοκρατορικής. Ο βασιλεύς της Αβησσυνίας εδέχθη με μεγάλην πομπήν τον Έλληνα πρεσβευτήν ως να ήτο υποτελής του αυτοκράτορος, και ησπάσθη ευλαβώς την αυτοκρατορικήν επιστολήν, υπεσχέθη δε, κατά την επιθυμίαν του Ιουστινιανού, να μεταστρέψη την Ινδικήν εμπορίαν της μετάξης προς την Αβυσσηνίαν, διά να προμηθεύεται η αυτοκρατορία το πολύτιμον τούτο προϊόν εκείθεν και όχι εκ της Περσίας, η οποία εισπράττουσα εκ του κράτους της Κωνσταντινουπόλεως πολλά χρήματα τα εχρησιμοποίει εις τον εναντίον του πόλεμον. Ο δε βασιλεύς των Ομηριτών ανέλαβε την υποχρέωσιν να εκστρατεύση από την Αραβίαν (διά της χώρας της Μασχάτης) εναντίον της Περσίας και να φέρη αντιπερισπασμόν υπέρ του Ελληνορρωμαϊκού στρατού πολεμούντος εναντίον των Περσών. Αλλ' η μεν συμφωνία περί της μετάξης δεν επραγματοποιήθη, καθώς θα ίδωμεν κατωτέρω· η δε εκστρατεία του Ομηρίτου βασιλέως εις Περσίαν απέβη δυσχερής ένεκα της μεγάλης αποστάσεως. Ουχ ήττον, ότε μετ' ολίγον η νότιος Αραβία κατεκτήθη υπό του Βασιλέως της Αβησσυνίας, εκείνος εξεστράτευσε χάριν του αυτοκράτορος εναντίον των Περσών. Ούτως η Αβησσυνία και η νότιος Αραβία ετέθησαν υπό την προστασίαν του εν Κωνσταντινουπόλει βασιλέως και αι σχέσεις αύται μεταξύ Αβησσυνίας και του κράτους επί του διαδόχου του Ιουστινιανού, ένεκα της εις την Αραβίαν εισβολής του Χοσρόου, επροκάλεσαν μέγαν μεταξύ Ελλήνων και Περσών πόλεμον αποβάντα εις όλεθρον του Χοσρόου.

Προς τας μετά της Αιθιοπίας σχέσεις συνδέεται και η επιτυχώς ενεργηθείσα υπό του Ιουστινιανού διάδοσις του χριστιανισμού μεταξύ βαρβάρων τινών Αφρικανικών λαών, Βλεμμύων και Νοβατών κατοικούντων την νυν Νουβίαν ή το δυτικόν Σουδάν το μεταξύ Αιγύπτου και Αβησσυνίας. Ταυτοχρόνως δε περίπου, εφρόντισεν ο Ιουστινιανός όπως και οι εντός της Λιβύης κατοικούντες ιθαγενείς Λίβυες προσέλθουν εις τον Χριστιανισμόν. Οι λαοί αύτοι συνεδέθησαν έκτοτε θρησκευτικώς και πολιτικώς μετά του Χριστιανικού κράτους και απετέλεσαν ηθικόν δεσμόν ενώσεως μεταξύ του κράτους τούτου και της Αιθιοπίας. Αν δε ενθυμηθώμεν ότι και οι Γότθοι της Κριμαίας ήσαν υπήκοοι του κράτους και οι προς βορράν της χερσονήσου κατοικούντες ανεγνώριζαν την κυριαρχίαν του, εννοούμεν ότι το κράτος και η πολιτική δύναμις του Ιουστινιανού, εξαπλουμένη κατά πλάτος από του Ατλαντικού μέχρι της Κασπίας, εξετείνετο κατά μήκος από του εσωτερικού της σημερινής Ρωσίας μέχρι του Ινδικού Ωκεανού. Την τοιαύτην ακριβώς δύναμιν με πολλήν ευγλωττίαν εξέθεταν προς τον Χοσρόην οι Αρμένιοι οι σταλέντες ως πρέσβεις από εχθρικήν προς τον Ιουστινιανόν μερίδα λέγοντες· «Τι ουκ εκίνησε των καθεστώτων; ουχ ημίν φόρου απαγωγήν έταξε· και Τζάννους τους ομόρους ημών αυτονόμους όντας δεδούλωται και βασιλείς των αθλίων Λαζών άρχοντα Ρωμαίον επέστησε; Ου Βοσπορίταις μεν τοις Ούννων κατοικίοις στρατηγούς έπεμψε; ομαιχμίαν δε πεποίηται προς τας των Αιθιόπων αρχάς, ων και ανήκοοι Ρωμαίοι το παράπαν ετύγχανον όντες; Αλλά και Ομηρίτας τε και θάλασσαν την Ερυθράν περιβέβληται; αφίεμεν γάρ λέγειν την Λιβύην και Ιταλών πάθη». Εις ταύτα επρόσθεταν οι πρέσβεις τα εξής, με όλην την μεγάλην υπερβολήν και φοβεράν ποιητικήν έξαρσίν των, μαρτυρούντα τίνα ιδέαν είχε λάβει ο έξω κόσμος περί της δυνάμεως του Ιουστινιανού και περί των προς κοσμοκρατορίαν τάσεων αυτού: «Η γη τον άνθρωπον ου χωρεί σύμπασα· μικρόν εστιν αυτώ πάντων ομού των ανθρώπων κρατείν. Ο δε και τον αιθέρα περισκοπεί και τους υπέρ την οικουμένην περιποιείσθαι βουλόμενος».

Εις τοιούτον ανυπέρβλητον μέγεθος και ύψος δυνάμεως ανήλθεν επί του Ιουστινιανού το κράτος προ των οφθαλμών του έξω κόσμου. Αλλά, καθώς είπαμεν, κατά τρόπον εκ πρώτης όψεως παράδοξον, αλλά κατ' ουσίαν λίαν ευνόητον, η Αυτοκρατορία, περιλαμβάνουσα σύμπαντα σχεδόν τον τότε πολιτισμένον κόσμον, ακριβώς διότι ήτο το μόνον πολιτισμένον εν τω κόσμω κράτος, περιεστοιχίζετο πανταχόθεν από έθνη βαρβάρων, εις την Ευρώπην δε ιδίως η συνάφεια προς το βαρβαρικόν ήτο τόσον πλησίον της καρδίας του κράτους, ώστε πολλάκις, ενώ τα στρατεύματα του αυτοκράτορος επολέμουν εις τα πέρατα του τότε κόσμου, βάρβαροι εισεχώρουν ληστρικώς εις τας κεντρικωτάτας χώρας του κράτους, απειλούντες ενίοτε και αυτήν την πρωτεύουσαν. Τοιαύτη μεγάλη ληστρική επιδρομή έγινε το 558 υπό των εκ της Νοτίου Ρωσίας ορμησάντων Κοτριγούρων Ούννων. Αυτοί εισέβαλαν εις τας εντεύθεν του Δανουβίου επαρχίας του κράτους, διηρημένοι εις τρεις μεγάλας μοίρας, εκ των οποίων η μεν ώδευσε προς την Μακεδονίαν, διά να εισβάλη εις την κυρίως Ελλάδα, η δευτέρα εις τον Ελλήσποντον διά να περάση εις την Μικράν Ασίαν, και η τρίτη, υπ' αυτόν τον αρχηγόν Ζαβεργάν, προήλασε προς την Κωνσταντινούπολιν, αφού υπερέβη το μέγα προς το εσωτερικόν της Θράκης αμυντήριον της πρωτευούσης (το Μέγα Τείχος) εξασθενήσαν εκ των υπό του σεισμού γενομένων ρηγμάτων.

Οι κάτοικοι έντρομοι έβλεπαν τας πυράς των βαρβάρων στρατοπεδευόντων όχι μακράν της πρωτευούσης, καθόσον στρατός ενεργός δεν υπήρχεν εις την Κωνσταντινούπολη. Αλλ' υπήρχεν ο γηραιός Βελισάριος, προ πολλού αποχωρήσας της ενεργού υπηρεσίας, και αυτός κατά πρόσκλησιν του Ιουστινιανού ανέλαβε την άμυναν της πρωτευούσης. Μετά στρατού πολύ μικρού εκ νέων εντελώς αγυμνάστων, ως επί το πλείστον αγροτών των περιχώρων της Κωνσταντινουπόλεως, ο Βελισάριος ενίκησε και έτρεψεν εις φυγήν τους εχθρούς. Ωσαύτως κατεστράφησαν και οι μέχρι του Ελλησπόντου προελάσαντες βάρβαροι, αποκρουσθέντες υπό της φιλοπάτριδος αμύνης των εγχωρίων. Η δε προς τας κυρίως Ελληνικάς χώρας προχωρήσασα μοίρα έφθασε μεν, ερημώνουσα και λεηλατούσα, μέχρι των Θερμοπυλών, αλλ' αποκρουσθείσα υπό της εκεί φρουράς, της αμυνομένης εκ των υπό του Ιουστινιανού κατασκευασθέντων οχυρωμάτων, ηναγκάσθη να τραπή προς τα οπίσω φέρουσα πλήθος αιχμαλώτων, τους οποίους ο Ιουστινιανός εξηγόρασε κατόπιν διά χρημάτων. Αι τοιαύται επιδρομαί ήσαν κυρίως μεγάλαι ληστρικαι επιδρομαί όχι μεν επικίνδυνοι εις το κράτος, αλλ' εις τους κατοίκους ολέθριαι. Θα ίδωμεν πώς ειργάσθη συστηματικώτερον ο Ιουστινιανός προς απόκρουσιν των τοιούτων επιδρομών.

&Ειρηνικά έργα τον Ιουστινιανού.— Η νομοθεσία του.&

Ο Ιουστινιανός, ο εκτελέσας τοσαύτα μεγάλα πολεμικά έργα και διά τούτων ανυψώσας το κράτος εις μέγα ύψος δυνάμεως και δόξης, ειργάσθη ωσαύτως, καθώς αρμόζει εις μέγαν βασιλέα, και υπέρ του εσωτερικού μεγαλείου του κράτους και της ευδαιμονίας των υπηκόων του. Και πρώτον, καθώς διά των πολεμικών όπλων ειργάσθη υπέρ της εξωτερικής ασφαλείας του κράτους, ούτω διά των ηθικών όπλων καλής νομοθεσίας και ευνομίας επεμελήθη να στερεώση την εσωτερικήν ασφάλειαν. Και ως προς τούτο ο Ιουστινιανός ανεδείχθη μέγας νομοθέτης. Η νομοθετική εργασία του δεν περιωρίσθη απλώς εις έκδοσιν νόμων και διατάξεων ιδικών του. Περισυλλέξας νομοθετήματα του παρελθόντος και δημιουργήσας ολόκληρον θησαυρόν και σύστημα νομικών διατάξεων και νομικής διδασκαλίας εδημιούργησε την νομικήν επιστήμην. Ως εκ τούτου η νομοθετική εργασία του Ιουστινιανού είναι πολλαπλή και πολυμερής. Οι νόμοι του Ρωμαϊκού κράτους από της κτίσεως της Ρώμης (754 π. Χ.) και ιδίως από του έτους 450 π. Χ., — ότε συνετάχθη και εξεδόθη η περίφημος ρωμαϊκή νομοθεσία, γραφείσα επί δώδεκα χαλκών πινάκων και διά τούτο δωδεκάδελτος υπό των Ελλήνων κληθείσα, — επί αιώνας ολοκλήρους αυξανόμενοι διά των νομικών διατάξεων των ανά παν έτος διαδεχομένων αλλήλους πραιτώρων, ήτοι ανωτάτων δικαστών (οίτινες αναλόγως των περιστάσεων ετροποποίουν τους υπάρχοντας νόμους ή εξέδιδαν νέους) απετέλεσαν μέγαν θησαυρόν νομικόν.

Ως εκ της αδιακόπου επεκτάσεως του Ρωμαϊκού κράτους εις ξένας χώρας και της συναφείας, της κοινωνικής και της πολιτικής, προς άλλους λαούς, παρήχθη εις το Ρωμαϊκόν κράτος, ένεκα της διεθνούς ούτως ειπείν νομικής ανάγκης, παρεκτός του υπάρχοντος κοινού Ρωμαϊκού δικαίου, και το λεγόμενον «δίκαιον των εθνών» Ελληνικήν έχον την καταγωγήν. Το νέον τούτο δίκαιον κατέστη μετά μικρόν επικρατέστερον, ιδίως αφ' ότου ο αυτοκράτωρ Καρακάλλας, περί τας αρχάς του τρίτου μ.Χ. αιώνος, έδωκε δικαίωμα Ρωμαίου πολίτου εις όλους τους ελευθέρους πολίτας του Ρωμαϊκού κράτους. Οι νόμοι, οι διά των πραιτωρικών διατάξεων ολονέν πολλαπλασιαζόμενοι, έγιναν τόσοι επί του αυτοκράτορος Αδριανού (περί τας αρχάς του δευτέρου μ.Χ. αιώνος), ώστε έκτοτε κατενοήθη η ανάγκη της κωδικοποιήσεως, ήτοι της συστηματικής κατατάξεώς των. Το έργον τούτο εξετελέσθη υπό του νομοδιδασκάλου Σαλβίου Ιουλιανού και ο καταρτισθείς κώδιξ νόμων εκλήθη «αιωνία διάταξις (αιώνιον έδικτον)». Αλλά και κατόπιν παρήχθη μέγα πλήθος νέων νόμων διά των από του αυτοκράτορος Αδριανού μέχρι του Ιουστινιανού επί τέσσαρας αιώνας νόμων, όσους εξέδιδαν οι αυτοκράτορες ασκούντες και εξουσίαν πραιτώρων και τα εις αυτούς μεταβιβασθέντα νομοθετικά δικαιώματα του λαού της Ρώμης.

Η τοιαύτη ανάπτυξις του Ρωμαϊκού δικαίου και η αύξησις των νόμων παρήγαγαν κατά μικρόν συστηματικήν μάθησιν και διδασκαλίαν. Εκ τούτου δε ανεδείχθησαν από του τρίτου μ.Χ. ιδίως αιώνος μεγάλοι Ρωμαίοι νομοδιδάσκαλοι, ο Γάιος, ο Ουλπιανός, ο Παπινιανός. Αυτοί διά νομικών συγγραφών ηρμήνευαν την αληθή έννοιαν των διαφόρων νόμων και έδιδαν αποκρίσεις και λύσεις εις διαφόρους απορίας και αποφάσεις επί ζητημάτων νομικών. Διά της τοιαύτης εργασίας των νομοδιδασκάλων παρήχθησαν πολυπληθείς νομικαί πραγματείαι και χιλιάδες βιβλίων, των οποίων το περιεχόμενον απετέλει ωσαύτως τεράστιον υλικόν του Ρωμαϊκού δικαίου.

Η επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου και κατόπιν επικράτησις της Χριστιανικής Εκκλησίας επέδρασε και επί της νομοθεσίας του κράτους και έδωκε νέον υλικόν εις το Ρωμαϊκόν δίκαιον. Η παραγωγή τοιούτου απείρου υλικού, και μετά το αιώνιον έδικτον του Αδριανού, καθίστα αναγκαίαν νέαν κατάταξιν συστηματικήν των νόμων, και τοιαύτην νέαν κατάταξιν και συστηματοποίησιν επεχείρησε και ο νομοδιδάσκαλος Γρηγοριανός κατά τον τρίτον αιώνα και ο Ερμογενιανός κατά τον πέμπτον αιώνα. Προς τοιούτον σκοπόν απέβλεπε και ο περί τας αρχάς του πέμπτου μ.Χ. αιώνος επί του αυτοκράτορας Θεοδοσίου συνταχθείς και εκδοθείς ομώνυμος Θεοδοσιανός κώδιξ. Αλλά όλαι αυταί αι εργασίαι ήσαν ατελείς και η ανάγκη τελειοτέρας και συστηματικωτέρας και πρακτικώς πλέον ευχρήστου εργασίας ήτο πάντοτε επαισθητή και επιτακτική καθ' ον χρόνον ανήλθεν εις τον θρόνον ο Ιουστινιανός, ο μετά ζήλου σπουδάσας και καλλιεργών την νομικήν επιστήμην.

Ο αυτοκράτωρ επελήφθη του μεγάλου έργου της συστηματοποιήσεως ολοκλήρου του μέχρις αυτού αναπτυχθέντος Ρωμαϊκού δικαίου και προέβη εις το έργον μεθοδικώς. Και πρώτον ανέθεσε (528) εις δεκαμελή επιτροπείαν νομοδιδασκάλων την κωδικοποίησιν των από του Αδριανού εκδοθεισών αυτοκρατορικών διατάξεων. Η εργασία αυτή ήρχισε κατά το 528 και επερατώθη το 529, μετά έν ακριβώς έτος, και η γενομένη συλλογή των τοιούτων νόμων και η συστηματική κατάταξίς των, μετά την αφαίρεσιν όλων των αντιφάσεων, των περιττολογιών και ταυτολογιών, απετέλεσε τον Ιουστινιάνειον λεγόμενον κώδικα, απαρτίζοντα μέρος σπουδαίον του όλου συστήματος του Ιουστινιανείου δικαίου. Η δευτέρα εργασία, κατά διαταγήν του αυτοκράτορος εκτελεσθείσα υπό δωδεκαμελούς επιτροπείας νομοδιδασκάλων υπό την προεδρίαν του Τριβωνιανού, ήρχισε το 530 και ετελείωσε το 533 (η δευτέρα και τελειοτέρα έκδοσις η μόνη μέχρις ημών διασωθείσα έγινε το 536) και ήτο η σύνταξις των Διγέστων και Πανδεκτών. Διά ταύτης μεθοδικώς συνελέχθη και συνετάχθη κατά τα ουσιώδη όλος ο επί αιώνας διά των πραιτωρικών διατάξεων και των συγγραφών των περιφημοτέρων νομοδιδασκάλων παραχθείς θησαυρός της νομικής. Η επιτροπεία εις την εργασίαν της είχεν υπό μελέτην 4 χιλάδας νομικών βιβλίων. Το προϊόν της τοιαύτης νομικής εργασίας περιελήφθη εις 50 βιβλία.

Παρεκτός των δύο τούτων μεγάλων νομικών εργασιών έγινε και τρίτη κατά διαταγήν του αυτοκράτορος. Αύτη ήτο είδος Εισαγωγής· περιελάμβανεν εις τέσσαρα βιβλία τας λεγομένας Εισηγήσεις, ήτοι τας γενικάς αρχάς του Ρωμαϊκού Δικαίου και απέβλεπε προ πάντων εις την ευχερεστέραν σπουδήν του. Αλλά δεν περιωρίσθη και εις τούτο μόνον η ενέργεια του Ιουστινιανού. Επλούτισε και ο ίδιος το Ρωμαϊκόν δίκαιον εκδίδων πολλούς κατά το διάστημα της βασιλείας του νόμους, τας καλουμένας Νεαράς. Και αι μεν Νεαραί εξεδόθησαν Ελληνιστί, ο δε Ιουστινιάνειος κώδιξ και οι Πανδέκται Λατινιστί. Τοιουτοτρόπως απετελέσθη το όλον σύστημα του Ιουστινιανείου Δικαίου, το περιλαμβάνον κατ' ουσίαν ολόκληρον το Ρωμαϊκόν Δίκαιον και ούτως ονομαζόμενον εν τη Επιστήμη. Είναι το έργον τούτο αθάνατον μνημείον του Ιουστινιανού υπέρ παν άλλο έργον του και κατέστησε διά παντός ένδοξον και το όνομα και την μνήμην του μεγάλου βασιλέως εις την ιστορίαν του πολιτισμού και της επιστήμης. Όλοι οι Ευρωπαϊκοί λαοί κατά τον μεσαίωνα παρέλαβαν το Ιουστινιάνειον Δίκαιον ως βάσιν της δικαιοσύνης και μέχρι σήμερον αι θεμελιώδεις βάσεις του δικαίου και εις την Ελλάδα και εις όλον τον πολιτισμένον χριστιανικόν κόσμον στηρίζονται επί του Ιουστινιανείου Δικαίου. Και αυτό το Εκκλησιαστικον ή Κανονικόν Δίκαιον είναι εις πολλά απόρροια του Ρωμαϊκού. Εντεύθεν δικαίως οι ιστοριογράφοι το έργον τούτο του Ιουστινιανού αποκαλούν «αθανασίαν του Ιουστινιανού».

Αλλά το μεγαλείον των ειρηνικών έργων του Ιουστινιανού δεν περιωρίσθη μόνον εις τον χώρον του δικαίου και του νόμου.

Ο αυτοκράτωρ αυτός, ενώ ως κάτοχος της νομικής μετά ζήλου και αγάπης καλλιεργήσας την επιστήμην ταύτην εμεγαλούργησεν την ιστορίαν του δικαίου, και ως λάτρις της Αρχιτεκτονικής ίδρυσε θαυμαστά μνημεία της τέχνης ταύτης.

&Κτίσματα και μνημεία αρχιτεκτονικά.&

Τα εις την αρχιτεκτονικήν αναγόμενα έργα της βασιλείας του Ιουστινιανού, τα καλούμενα κτίσματα, είναι διττά. Τινά τούτων είναι κτίσματα κοινής ωφελείας προς ασφάλειαν των υπηκόων από των βαρβαρικών επιδρομών ή αποβλέποντα εις την ευημερίαν των. Τοιαύτα είναι η κτίσις πόλεων, φρουρίων, τειχών και οχυρωμάτων πόλεων και η κατασκευή οδών αμαξιτών, γεφυρών, ξενώνων και άλλων φιλανθρωπικών καταστημάτων, δημοσίων λουτρώνων, κρηνών, οικητηρίων εις θερμάς πηγάς υδάτων, και προ πάντων υδραγωγείων και δεξαμενών μεγάλων εις πόλεις και εις φρούρια. Άλλα κτίσματα του Ιουστινιανού είναι τα κυρίως αρχιτεκτονικά μνημεία, τα εξωτερικώς μεν συντείνοντα προς διακόσμησιν, εσωτερικώς δε προς καλλιέργειαν του θρησκευτικού βίου και προς έξαρσιν του θρησκευτικού αισθήματος.

Τοιούτοι είναι οι μεγαλοπρεπείς ναοί οι κτισθέντες εις την πρωτεύουσαν και εις τας επαρχίας. Κτίσματα του πρώτου είδους έκτισεν ο Ιουστινιανός πολλά και μεγάλα εις τας Ασιατικάς και εις τας Ευρωπαϊκάς και Αφρικανικάς επαρχίας του κράτους μεταχειριζόμενος προς τούτο τους αρίστους των αρχιτεκτόνων (ή ως ελέγοντο τότε, μηχανικών), Ισίδωρον τον Μιλήσιον και τον ομώνυμον του ανεψιόν, Ανθέμιον τον Τραλλιανόν και άλλους. Μέγα είναι ιδίως το πλήθος των νεοκτίστων πόλεων και φρουρίων. Εις την Μεσοποταμίαν το τέως μικρόν φρούριον και κώμην Δάρας μετέβαλεν εις πόλιν μεγάλην και φρούριον πρώτης τάξεως καθ' όλους τους κανόνας της τότε τέχνης. Άλλης εν Μεσοποταμία ονομαστής πόλεως της Αμίδης (νυν Διαρβεκίρ) ανωκοδόμησε στερεώτερα τα τείχη. Και τρίτην πόλιν εις την Μεσοποταμίαν παρά τα Περσικά μεθόρια, την Ράβδο, ατείχιστον και εκτεθειμένην εις επιβουλάς εχθρών, ωχύρωσε και υδραγωγείον εντός αυτής κατεσκεύασε. Και άλλας πόλεις και φρούρια εις την Μεσοποταμίαν, μεταξύ Δάρας και Αμίδης, περί τα δώδεκα εις ορεινούς τόπους κείμενα, ανωκοδόμησεν ισχυρά· ανύψωσε δε και εστερέωσε τα εκ του χρόνου κρημνισθέντα τείχη της Θεοδοσιουπόλεως εις την Μεσοποταμίαν, κατεσκεύασεν υδραγωγείον και εκόσμησε την πόλιν με κρήνας. Ανωκοδόμησε και ωχύρωσεν ισχυρότατα το εν καταπτώσει ευρισκόμενον επί του Ευφράτου φρούριον Κιρκήσιον. Και άλλας δε πόλεις της Μεσοποταμίας, ή εντελώς ατειχίστους ή ωχυρωμένας με τείχη ταπεινά, τας ησφάλισε με τείχη ισχυρά· ανώρθωσε δε και τα τείχη των μεγάλων πόλεων της Μεσοποταμίας Εδέσσης, Κιρρών και Καλλινίκου. Ούτως ωχύρωσε φρούριόν τι εν Βάλναις, προσέτι δε τα επίκαιρα φρούρια Σούρα, Ζεύγμα, Ζηνοβίαν (το υπό της ομωνύμου βασιλίσσης της Παλμύρας κτισθέν), Νεοκαισάρειαν, Ιεράπολιν, όλα εις την Μεσοποταμίαν.

Εις την Συρίαν ο βασιλεύς Ιουστινιανός εφρόντισεν ιδιαιτέρως διά την εκ των συμφορών του Περσικού πολέμου ανόρθωσιν της Αντιοχείας· ύψωσεν εκ νέου τα τείχη της και ανωκοδόμησε σχεδόν ολόκληρον την πόλιν την πυρποληθείσαν υπό των βαρβάρων. Το έδαφος της πόλεως έστρωσε διά λίθων μεγάλων· έκτισε στοάς και αγοράς και διά ρυμοτομίας καταλλήλου επλάτυνε τας στενάς οδούς, κατεσκεύασεν οχετούς και κρήνας, έπειτα δε ίδρυσε και θέατρον, λουτρώνας και άλλα δημόσια κτίρια· έκτισε δε και νοσοκομείον ανδρών, νοσοκομείον γυναικών και ξενώνας, και μεγαλοπρεπείς ιερούς ναούς. Ωσαύτως ετείχισε και επλάτυνε και εξωράισε και άλλας πόλεις της Συρίας, ιδίως την Κύρον, την Χαλκίδα (νυν Χαλέπιον)· και της περιφήμου Παλμύρας ανωκοδόμησε τα τείχη και υδραγωγείον κατεσκεύασε και φρουράν στρατιωτικήν ετοποθέτησεν εκεί.

Πλείστας άλλας πόλεις έκτισεν ή ανωκοδόμησεν ο Ιουστινιανός εις την Ελληνικήν Αρμενίαν, από της εν Μεσοποταμία Μαρτυρουπόλεως μέχρι της πρωτευούσης της Αρμενίας Θεοδοσιουπόλεως (Ερζερούμ), και αυτήν την Θεοδοσιούπολιν ωχύρωσε δι' υψηλών τειχών και διά τάφρων. Έκτισε πολλά φρούρια εις την χώραν των Τζανών και εις την παρά την Καύκασον Λαζικήν και παρά το στόμιον της Αζοφικής θαλάσσης και εις την Κριμαίαν. Είς την Μικράν Ασίαν ανωκοδόμησε τα τείχη της Νικοπόλεως, Σεβαστείας, Καισαρείας, της Μωκισσού, της Αντιοχείας της εν Φρυγία, της εν Κιλικία Μόψου Εστίας, τα Άδανα και την Ταρσόν, εις την αυτήν χώραν της Μικράς Ασίας έκτισε γεφύρας επί του Κύδνου ποταμού και ανέκτισε την επί του Σάρου ποταμού λιθίνην γέφυραν. Την εν Βιθυνία Ελενούπολιν, την κτισθείσαν προς τιμήν της αυτοκρατείρας Ελένης, αλλ' αμεληθείσαν επί των προηγουμένων αυτοκρατόρων, επλούτισε και εκόσμησε δι' υδραγωγείου, βαλανείου και ναών ιερών και ανακτόρων και δημοσίων κτιρίων. Ωσαύτως έκτισεν υδραγωγείον εις την Νίκαιαν. Εις την Νικομήδειαν ανώρθωσε τα κρημνισμένα ανάκτορα, ανωκοδόμησε τα βαλανεία, έκτισεν δε γέφυραν επί του Σαγγαρίου. Ωσαύτως εις τα Πύθια της Βιθυνίας πλησίον των θερμών πηγών έκτισε, ανάκτορα βασιλικά και λουτρώνας και δι' υδραγωγείου έφερεν ύδωρ πόσιμον. Εις τον Πόντον ανωκοδόμησε τας πόλεις Αμάσειαν και Τραπεζούντα.

Προς τούτοις, χάριν της τακτικής διά Προποντίδος εις Κωνσταντινούπολιν σιταγωγίας, κατεσκεύασεν εις την Τένεδον ευρυχωροτάτας σιταποθήκας, άστε τα πλοία τα κομίζοντα σίτον εις την πρωτεύουσαν, οσάκις δεν ηδύναντο ένεκα εναντίων ανέμων να εισπλεύσουν εις την Προποντίδα, κατέθεταν τα φορτία των και απέπλεαν χωρίς να χάνουν καιρόν, ο δε σίτος εις την Κωνσταντινούπολιν εκομίζετο, καιρού επιτρέποντος, δι' άλλων πλοίων.

Και τοιαύτα μεν τα εν Ασία κτίσματα του Ιουστινιανού. Εις την Ευρώπην δε τόσον πολλά φρούρια και πόλεις ηνώρθωσεν, ώστε είναι αδύνατον να μνημονευθούν όλα ενταύθα. Το πλήθος των φρουρίων τούτων ήτο προωρισμένον να προφυλάσση τας χώρας του Κράτους από τας βαρβαρικές επιδρομάς, εκτίσθησαν δε ή ανωκοδομήθησαν κατά τόπους τα εξής: Εις την Ήπειρον εκτίσθησαν φρούρια 32, ανεκτίσθησαν δε 26· εις την Νέαν Ήπειρον (την πέραν του Δυρραχίου ήτοι την Αλβανίαν) εκτίσθησαν φρούρια 12, ανεκτίσθησαν 24· εις την Μακεδονίαν εκτίσθησαν και ανεκτίσθησαν εν όλω φρούρια 46· εις την Θεσσαλίαν 7· εις την Δαρδανίαν (την νυν Σερβίαν) εκτίσθησαν φρούρια νέα 8, ανωκοδομήθησαν δε 61· εις την Σαρδικήν (την παρά την Σόφιαν χώραν) εκτίσθησαν και ανεκτίσθησαν 9· εις την Ροδόπην 100, παρά τας όχθας του Δανουβίου 45· εις την λοιπήν Μοισίαν και Θράκην 27 μεγάλα και άλλο πλήθος, αναρίθμητον μικρών, εις δε τας Ιλλυρικάς χώρας 165. Προς τούτοις έργα οικοδομικά δημόσια, μεγάλα εξετελέσθησαν και εις την Αίγυπτον (ιδίως εις την Αλεξάνδρειαν) και εις την λοιπήν Αφρικήν, ιδίως εις την Καρχηδόνα, η οποία εκοσμήθη δι' αγοράς και βαλανείων και ιερών ναών πολλά δε φρούρια έκτισεν ή ανωκοδόμησε και εις την Νουμιδίαν (Αλγερίαν). Φρούρια ισχυρά εκτίσθησαν και εκατέρωθεν του Ηρακλείου Πορθμού, και ναόν αξιοθέατον εκεί αφιέρωσεν εις την Θεοτόκον ο Ιουστινιανός, ως σημείον ότι εκείθεν ήρχιζε το κράτος. Φρούρια έκτισεν ή ανωκοδόμησε και εις την Σαρδηνίαν.

Εκτός της κτίσεως πόλεων και φρουρίων, γεφυρών και υδραγωγείων και δεξαμενών και λουτρών εφρόντισεν ο Ιουστινιανός και περί της οδοποιίας εις το κράτος, κατασκευάσας οδούς όχι μόνον εις ομαλούς τόπους, αλλά και εις ορεινούς.

Και τοιαύτα μεν είναι τα έργα του Ιουστινιανού τα αναγόμενα εις την ασφάλειαν του κράτους και εις την ευημερίαν των κατοίκων. Μνημεία δε αυτού αρχιτεκτονικά προ πάντων εις την ανύψωσιν του θρησκευτικού αισθήματος και εις την έξαρσιν του θρησκευτικού βίου αποβλέποντα δεν είναι ολιγώτερον άξια μνείας. Το μέγιστον και κάλλιστον, το επιφανέστατον και ονομαστότατον και διά παντός αθάνατον των αρχιτεκτονικών τούτων μνημείων είναι ο εν Κωνσταντινουπόλει ανεγερθείς υπό του Ιουστινιανού ναός της του Θεού Σοφίας. Ο ναός αυτός, κτισθείς το πρώτον υπό του Κωνσταντίνου και συμπληρωθείς υπό του υιού αυτού αυτοκράτορος Κωνσταντίου, ήτο αφιερωμένος όχι εις αγίαν τινά γυναίκα Σοφίαν καλουμένην, αλλ' εις την Σοφίαν του Θεού, την κατά Σολομώντα πάρεδρον εις τον θρόνον του Υψίστου, με την οποίαν κατεσκεύασεν ο Θεός τον κόσμον και εδημιούργησε τον άνθρωπον, ίνα διέπη τον κόσμον τούτον μετά οσιότητος και δικαιοσύνης. Ο ναός αυτός κατέστη τάχιστα ο μεγαλήτερος και επισημότερος ναός της πρωτευούσης καλούμενος και Μεγάλη Εκκλησία. Επί του αυτοκράτορος Αρκαδίου κατεστράφη εν μέρει υπό του πυρός και ανωκοδομήθη πάλιν. Αλλ' επί του Ιουστινιανού κατεστράφη πάλιν ολοσχερώς υπό του πυρός κατά την στάσιν του Νίκα, περί της οποίας ωμιλήσαμεν ανωτέρω.

Ο μέγας βασιλεύς Ιουστινιανός ευθύς μετά την καταστροφήν ανήγειρε τον ναόν πάλιν εκ θεμελίων ως αριστούργημα αθάνατον Ελληνικής χριστιανικής αρχιτεκτονικής τέχνης. Αιώνιον μνημείον θαυμάσιον του καλού και σήμερον ακόμη ως μωαμεθανικόν τέμενος εξαίρει τον θαυμασμόν του κόσμου διά της εντός αυτού εικονιζόμενης ιδέας του υψηλού και του καλού. Ο ναός εκτίσθη διά των εις την υπηρεσίαν του Ιουστινιανού περιφήμων αρχιτεκτόνων Ανθεμίου του Τραλλιανού και των δύο Μιλησίων Ισιδώρων, θείου και ανεψιού. Αλλά και ο ίδιος Ιουστινιανός, ως ειδημονέστατος της αρχιτεκτονικής, επεστάτει εις το έργον, δίδων σοφάς οδηγίας εις τους μεγάλους αρχιτέκτονας διά της μεγαλοφυούς αρχιτεκτονικής επινοίας του. Η οικοδομή του ναού ήρχισε περί τας αρχάς του 532, επερατώθη περί τα τέλη του 537 και απήτησε δαπάνην περίπου 360 εκατομμ. δραχμών. Όχι μόνον δε ο μέγας ναός υπό καθόλου τεχνικήν έποψιν έγινε θαυμάσιος, αλλά κατεσκευάσθη διά τελειοτάτων συστατικών τεχνικού υλικού. Όλον το αχανές κράτος του Ιουστινιανού και ιδίως αι εκ της αρχαιότητος διά τα αρχιτεκτονικά των μνημεία περίφημοι Ελληνικαί πόλεις έδωκαν το απαιτούμενον υλικόν, ιδίως το των κιόνων, οι οποίοι εκομίσθησαν εκ των αρχαίων μνημείων.

Τρία ιδίως ήσαν τα μεγαλήτερα πλεονεκτήματα του ναού η συμμετρία, η ελαφρότης και προ πάντων το φως. «Φωτί δε και ηλίου μαρμαρυγαίς υπερφυώς πλήθει (λέγει ο Προκόπιος ο ιστοριογράφος των χρόνων εκείνων) φαίνοι αν ουκ έξωθεν καταλάμπεσθαι ηλίω τον χώρον, αλλά την αίγλην εν αυτώ φύεσθαι· τοσαύτη του φωτός περιουσία και τούτο δη το ιερόν περικέχυται». Οποίος δε και οπόσος ο εσωτερικός αμύθητος υλικός πλούτος ο κοσμών τον ναόν μαρτυρεί ο Προκόπιος λέγων, ότι μόνον του θυσιαστηρίου, δηλαδή του ιδιαιτέρου ιερού καλουμένου χώρου, ο πλούτος ανήρχετο εις 44 χιλιάδας λίτρας αργύρου. Πόσον ο ναός αυτός διά του καλλιτεχνικού του μεγαλείου συνετέλει εις την έξαρσιν του θρησκευτικού αισθήματος μαρτυρεί ο αυτός Προκόπιος, λέγων ότι εντός αυτού ο «νους του ανθρώπου προς τον Θεόν επαιρόμενος αεροβατεί, ου μακράν που ηγούμενος αυτόν είναι, αλλ' εμφιλοχωρείν μάλιστα οις αυτός είλετο». Τοιούτος ήτο ο ναός ο παμμέγιστος της του Θεού Σοφίας, «ο ουρανός ο επίγειος, ο θρόνος της δόξης του Θεού, το Χερουβικόν όχημα και στερέωμα δεύτερον, το πάσης γης αγαλλίαμα, το ωραίον και ωραίου ωραιότατον», ως λέγει τις άλλος ιστοριογράφος.

Ο βασιλεύς Ιουστινιανός, διά της ανεγέρσεως του ναού τούτου απέβλεπε κυρίως το μεν εις την ανύψωσιν του θρησκευτικού αισθήματος, το δε εις τον καλλιτεχνικόν εξωραϊσμόν της πρωτευούσης. Εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας ετελούντο πάσαι αι μεγάλαι θρησκευτικαί και εθνικαί εορταί και τελεταί. Εκεί εδέετο ο αυτοκράτωρ προς τον Θεόν υπέρ της νίκης των Χριστιανικών όπλων, ότε απήρχετο εις εκστρατείας· εκεί μετέβαινεν εν θριάμβω και εδόξαζε τον Θεόν επιστρέφων νικηφόρως ο αυτοκράτωρ με τον στρατόν του. Το καλλιτεχνικόν μεγαλείον του ναού εσεβάσθησαν όλοι αι αιώνες και αυτός δε ο μωαμεθανός κατακτητής, μόλις κατέλαβε την πόλιν, εις τον ναόν τούτον απ' ευθείας μετέβη και τον μετέβαλεν εις προσευκτήριον της θρησκείας του.

Δεύτερον μέγα εις την πρωτεύουσαν εκκλησιαστικόν κτίσμα του Ιουστινιανού είνε ο μετά την Αγίαν Σοφίαν περιφημότατος ναός της Αγίας Ειρήνης. Ο ναός αυτός εκτίσθη υπό του Μ. Κωνσταντίνου προ της Αγίας Σοφίας, αλλ' εκάη επίσης κατά την στάσιν του «Νίκα». Κατόπιν εκτίσθη και αυτός μεγαλοπρεπέστερος υπό του Ιουστινιανού και σώζεται μέχρι σήμερον χρησιμεύων ως μουσείον στρατιωτικόν. Άλλους ναούς ιερούς έκτισεν ο Ιουστινιανός εις την Κωνσταντινούπολιν: τον της Θεοτόκου των Βλαχερνών (τον εν τω τόπω Βλαχέρναις), προσέτι δε τον της Θεοτόκου της Πηγής (της Ζωοδόχου Πηγής)· έκτισε τον ναόν της Αγίας Άννης εις τόπον καλούμενον Δεύτερον και τον ναόν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ εις το Βυζάντιον· τον ναόν των πρωτοθρόνων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου· ωσαύτως δε τον ναόν των Αγίων Αποστόλων (τον κτισθέντα υπό του Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος και ετάφη εντός του περιβόλου του ναού τούτου ως και οι πρώτοι διάδοχοί του), κατηδάφισε και ανήγειρεν εκ θεμελίων πολύ μεγαλήτερον και πολυτελέστερον. Τον ναόν τούτον κατεδαφίσας τω 1453 ο πορθητής Σουλτάνος ανωκοδόμησεν εις την θέσιν του το μωαμεθανικόν τέμενος, το καλούμενον εκ του ονόματος του Σουλτάν Μαχμούτ.

Ο Ιουστινιανός έκτισε και τους ναούς των αγίων Ακακίου και Λαυρεντίου και του Κοσμά και Δαμιανού εις τον μυχόν του Κερατίου Κόλπου, τον του Ιωάννου του Βαπτιστού εις τον τόπον της πρωτευούσης τον καλούμενον Έβδομον, και άλλων πολλών αγίων. Προς τούτοις έκτισε ναόν εις το Ιερείον (Ηραίον) εις την Θεοτόκον και εκατέρωθεν του Βοσπόρου (εις το στενώτατον μέρος) επί της Ευρωπαϊκής και επί της Ασιατικής όχθης (εις τας σήμερον Ρούμελη-χισσάρ και Ανατολού-χισσάρ καλουμένας θέσεις) ναούς του Αρχαγγέλου Μιχαήλ κατά δε την προς τον Εύξεινον Πόντον έξοδον έκτισε μεγαλοπρεπή ναόν του αγίου Παντελεήμονος.

Πλην των ιερών τούτων ο Ιουστινιανός έκτισε την αγοράν της Κωνσταντινουπόλεως την καλουμένην Αυγουσταίαν (όπου ίστατο και ανδριάς έφιππος του Ιουστινιανού δικνύων υπερηφάνως διά της δεξιάς την ηττηθείσαν Ανατολήν), και μεγαλοπρεπές μέγαρον της Συγκλήτου, το καλούμενον βουλευτήριον· όχι μακράν δε έκτισεν ανάκτορον λαμπρότατον μη δυνάμενον να περιγραφή διά λόγου, ως λέγει ο Προκόπιος, μετά προαυλίου θαυμασίου καλουμένου Χάλκης, και μεγαλοπρεπών τοίχων υψηλών και ορόφου. Το ανάκτορον εκοσμείτο διά τοιχογραφιών, αι οποίαι παρίσταναν τους εν Ιταλία και Αφρική πολέμους του αυτοκράτορος. Έκτισε δε ανάκτορα και εις το Ιερείον επί της Ανατολικής όχθης του Βοσπόρου. Πλην τούτων και παλαιόν τινα ξενώνα, κείμενον μεταξύ της Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης και χρησιμεύοντα ως νοσοκομείον, καταστραφέντα κατά την στάσιν του Νίκα, ανήγειρεν εκ θεμελίων πολύ μεγαλήτερον και ωραιότερον, κτίσας εντός πλήθος μικρών κατοικιών. Έκτισε δε και δύο άλλα τοιαύτα φιλανθρωπικά καταστήματα, συνεργούσης εις τούτο και της αυτοκρατείρας Θεοδώρας. Και άλλα μικροτέρου λόγου άξια τοιαύτα καταστήματα πολλά ίδρυσεν ο Ιουστινιανός. Και παλάτιον βασιλικόν επί της Ανατολικής όχθης του Βοσπόρου κείμενον μετέβαλεν εις μοναστήριον μεγαλοπρεπές, χρησιμεύον ως άσυλον εις γυναίκας, αι οποίαι ακουσίως ή εξ ανάγκης περιέπεσαν εις αμαρτίαν και εζήτουν σωτηρίαν.

Και ταύτα μεν εις την πρωτεύουσαν.

Αλλά και εις τας εκτός της πρωτευούσης χώρας του Κράτους έκτισεν ιερούς ναούς και μοναστήρια και ιδίως όπου διά των ενεργειών του οι ιθαγενείς βάρβαροι προσήλθαν εις την Χριστιανικήν πίστιν, καθώς εις την Λιβύην και Νουμιδίαν. Αφιερούντο δε οι ναοί εκείνοι εις την πολιούχον και υπέρμαχον στρατηγόν την Θεοτόκον.

Πολλούς ναούς και μοναστήρια έκτισεν ο Ιουστινιανός εις τας Ασιατικάς επαρχίας, ιδίως εις την Αρμενίαν, Μικράν Ασίαν (όπου κατεδαφίσας τον μικρόν εν Εφέσω ναόν του Ιωάννου Θεολόγου ανωκοδόμησε ναόν μεγαλοπρεπέστατον, όμοιον προς τον εν Κωνσταντινούπολει, ναόν των Αγίων Αποστόλων), εν Συρία (ιδίως εν Αντιοχεία και εν αυτή τη Παλμύρα). Αλλά το περιφανέστατον, ονομαστότατον και ιστορικώς διασημότατον είνε ο μέχρι σήμερον ως μωαμεθανικόν τέμενος (κατά το παράδειγμα της Αγίας Σοφίας) σωζόμενος εν Ιερουσαλήμ ναός της Θεοτόκου, τα Άγια των Αγίων υπό των Χριστιανών καλούμενος, κτισθείς εντός του περιβόλου των ανακτόρων του Σολομώντος, πλησιέστατα του χώρου όπου ήτο κτισμένος ο ναός του Σολομώντος. Τα Άγια των Αγίων, τα οποία αναφέρονται ως μέγας ναός και εν τω Κορανίω, μετεβλήθησαν υπό του Χαλίφου Ομέρ του καταλαβόντος το 637 την Ιερουσαλήμ εις τέμενος ήτοι Τζαμίον Μωαμεθανικόν επί δε του χώρου του ναού του Σολομώντος ο Χαλίφης Αβδελμαλέκ (685 — 705 μ. Χ.) έκτισε τέμενος Μωαμεθανικόν μεγαλοπρεπέστατον.

Και εις άλλους δε τόπους της Παλαιστίνης έκτισεν ο
Ιουστινιανός ιερά. Εις Σαμάρειαν μετά την καταστολήν της
επαναστάσεως των Σαμαρειτών, αφού πολλοί εκ τούτων έγιναν
Χριστιανοί, επί του όρους Γαριζίου, του ιερού κέντρου των
Σαμαρειτών, έκτισε πέντε ναούς Χριστιανικούς.

Μέγιστον και σημαντικώτατον εις την ιστορίαν της Ελληνικής Εκκλησίας και του Ελληνισμού καθόλου είναι το υπ' αυτού επί της κορυφής του όρους Σινά κτισθέν ιερόν, το μέχρι σήμερον αποτελούν εν τω μέσω της Αραβικής ερήμου όασιν και σταθμόν σπουδαιότατον του Ελληνισμού, μαρτύριον τρανόν της άλλοτε κοσμοκρατείρας αρχής του και σήμερον ακόμη κεκτημένον όχι μικράν ηθικήν σημασίαν.

Τέλος δε τοσούτον πολλά και μεγάλα ήσαν τα υπό του Ιουστινιανού εκτελεσθέντα κτίσματα, ώστε ο Προκόπιος, ο περιγράψας αυτά εις πέντε ολόκληρα βιβλία, λέγει ότι ο μεταγενέστερος κόσμος θεώμενος αυτά δεν ήθελε πιστεύσει ότι «πάντα ανδρός ενός τυγχάνουσιν έργα όντα, αν μη τούτο δι' ιδίας, συγγραφής ούτως τεκμηριωθή».

&Συγκοινωνία, εμπορία και βιομηχανία&.

Αλλ' η μεγαλοπραγμοσύνη του Ιουστινιανού, απέβλεπεν ιδίως εις την ανάπτυξιν της συγκοινωνίας και την διά ταύτης προαγωγήν της εμπορίας και της βιομηχανίας, και του δημοσίου και του ιδιωτικού πλούτου, των δύο τούτων μεγάλων πηγών της ευημερίας του λαού. Το Κράτος του Ιουστινιανού το εκτεινόμενον από των Ηρακλείων στηλών μέχρι του Περσικού κόλπου και άρχον απ' ευθείας της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας και βορείου Αφρικής ή εκτείνον εμμέσως επ' αυτάς την πολιτικήν προστασίαν και δύναμιν, ήτο το μέγιστον και μοναδικόν εμπόριον, ήτοι εμπορική αγορά της Ευρώπης, της Δυτικής Ασίας, και της βορείου και Ανατολικής Αφρικής, και εις το κράτος τούτο εισέρρεαν εκ πάσης γης τα πάντα. Ότι δε ο Ιουστινιανός ιδιαιτέρως επρονόει και περί της εμπορικής συναφείας προς το μέγα Περσικόν κράτος και διά τούτου προς την Κεντρικήν Ασίαν, περί τούτου μαρτυρεί το κείμενον της προς τον Χοσρόην συνθήκης του 556, όπου υπήρχαν, καθώς είδαμεν, ιδιαίτεραι διατάξεις περί της μεταξύ των δύο κρατών εμπορίας, πλην των άλλων δε και η διάταξις η προνοούσα περί της αποφυγής της κλεπτοτελωνίας (ή ως λέγομεν ημείς, του λαθρεμπορίου). Διά των σχέσεων, τας οποίας συνήψε προς την Αβησσυνίαν, εφρόντιζε κυρίως να διανοίξη νέας οδούς εμπορικάς εις το κράτος, ιδίως ως προς την εμπορίαν του πολυτιμοτάτου τότε φυσικού και βιομηχανικού προϊόντος της μετάξης του καλλιεργουμένου εις την Ανατολικήν Ασίαν. Είπαμεν ότι ο Ιουστινιανός ήθελεν η εμπορία αυτή, η γινομένη έως τότε διά της Περσίας, να διεξάγεται του λοιπού διά της Αβησσυνίας, και δι' εμπόρων Αβησσυνών. Αλλ' αι ενέργειαί του απέτυχαν, διότι οι Αβησσυνοί έμποροι δεν κατώρθωσαν να διαγωνισθούν προς τους Πέρσας εμπόρους, οι οποίοι προλαμβάνοντες τους Αβησσυνούς εξήγαν όλα τα εις τους λιμένας της Κίνας και των Ινδιών συγκεντρούμενα προς εξαγωγήν εμπορεύματα μετάξης. Αλλ' η θεραπεία του κακού ήλθεν άλλοθεν, ενώ ακόμη εβασίλευεν ο Ιουστινιανός. Κατά τινα παράδοσιν δύο μοναχοί κατώρθωσαν να εισαγάγουν εις το κράτος κρυφίως εκ Κίνας μεταξόσπορον, ήτοι ωά βόμβυκος εντός του κοίλου των ράβδων των· κατ' άλλην δε παράδοσιν Πέρσης τις ελθών εκ της Κίνας εις την Κωνσταντινούπολιν έφερεν εντός νάρθηκος τον πρώτον μεταξόσπορον. Όπως και αν έχη το πράγμα, επί του Ιουστινιανού και διά των φροντίδων και των ενεργειών του βασιλέως εκείνου εισήχθη το πολύτιμον προϊόν εις το κράτος και ήρχισεν η παραγωγή της μετάξης, η οποία ήτο γνωστή εις τους Έλληνας από των χρόνων του Αλεξάνδρου, ίσως και πρότερον ακόμη, και εκαλείτο Σηρικόν ή Σηρική (εκ του έθνους των Σηρών, του κατοικούντος την Κίναν ή την Ινδικήν) και Μηδική, διότι εισήγετο εις το κράτος διά της Μηδίας και Περσίας, ή διότι παρά των Μήδων πρώτοι οι Έλληνες έμαθαν την χρήσιν της. Η παραγωγή της μετάξης από την Κωνσταντινούπολιν διεδόθη και εις την κυρίως Ελλάδα και ήτο επί αιώνας πολυτιμότατον βιομηχανικόν και εμπορικόν προϊόν του κράτους. Από δε του δωδεκάτου αιώνος κατέστη γνωστή η καλλιέργεια εις την Σικελίαν και την Ιταλίαν και εκείθεν εγενικεύθη εις την Εσπερίαν. Ούτως η βασιλεία του Ιουστινιανού εδώρησεν εις το Ελληνικόν κράτος, εμμέσως δε εις την Ευρώπην, έν των γονιμωτάτων βιομηχανικών και εμπορικών κεφαλαίων του πολιτισμένου κόσμου.

&Η σημασία της βασιλείας του Ιουστινιανού&.

Του μεγάλου και μεγαλοπράγμονος βασιλέως η προσοχή δεν περιωρίσθη απλώς εις τα της πολιτείας και εις τα εγκόσμια συμφέροντα και την υλικήν ευδαιμονίαν των υπηκόων, αλλά εστράφη και εις τα συμφέροντα τα πνευματικά και εις την θρησκευτικήν και πνευματικήν ειρήνην του λαού. Το κράτος από πολλού χρόνου εταράσσετο υπό θρησκευτικών ερίδων και ιδίως υπό της θρησκευτικής αιρέσεως των Μονοφυσιτών, των παραδεχομένων μίαν μόνον θείαν φύσιν του Χριστού, η οποία απερρόφησε την ανθρωπίνην, και όχι δύο φύσεις ασυγχύτως ηνωμένας, ως ανέκαθεν εδίδασκεν η Εκκλησία. Ο Ιουστινιανός εκ φύσεως και ανατροφής ήτο ευσεβής, έλαβε δε και παίδευσιν Θεολογικήν και φιλοσοφικήν. Ειργάσθη λοιπόν μετά ζήλου εις την κατάπαυσιν των ερίδων συγκαλέσας την πέμπτην Οικουμενικήν Σύνοδον (554 μ.Χ.), διά της οποίας καθώς και διά του ιδικού του κύρους επέτυχε την λύσιν της έριδος. Αυτός ο αυτοκράτωρ ως θεολόγος συγχρόνως δε και μουσικός εποίησε το μέχρι σήμερον εις την εκκλησίαν ψαλλόμενον τροπάριον κατά την λειτουργίαν προ της Μικράς Εισόδου: «Ο μονογενής υιός και λόγος του θεού αθάνατος υπάρχων και διά την ημετέραν σωτηρίαν κτλ . . . Σαρκωθείς δε εκ της αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας ατρέπτως ενανθρωπήσας· είς ων της Αγίας Τριάδος, συνδοξαζόμενος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, σώσον ημάς». Εις το τροπάριον αυτό εκτίθεται σαφώς και το δόγμα της εκκλησίας ως προς το μνημονευθέν ζήτημα των φύσεων του Χριστού.

Τοιαύτη εν συντόμω υπήρξεν η βασιλεία του Ιουστινιανού, γονιμωτάτη και πλουσιωτάτη εις πολλά και ποικίλα έργα εν πολέμω και εν ειρήνη. Τα έργα ταύτα μαρτυρούν βεβαίως ότι ο Ιουστινιανός υπήρξεν αληθής βασιλεύς και η βασιλεία του ως λαμπροτάτη και ενδοξοτάτη εθαυμάσθη δικαίως υπό των συγχρόνων και υπό των μεταγενεστέρων. Βεβαίως δεν έλειπαν και μερικά σκοτεινά σημεία εις την όλην λαμπράν εικόνα, διότι ουδέν ανθρώπινον έργον είναι τέλειον και ουδεμία βασιλεία η κυβέρνησις όσον και αν μεγαλουργήση, είναι απηλλαγμένη καί τινων κακών. Και του Ιουστινιανού η βασιλεία, μεταξύ των συγχρόνων είχε μεν τους μεγάλους επαινέτας, αλλ' είχε και τους ολίγους δυσμενώς προς αυτόν διακειμένους. Και ήτο δυνατόν ανήρ τοσαύτην συγκεντρών εις τας χείρας του εξουσίαν, των πάντων επιλαμβανόμενος, τα πάντα αυτός εκτελών, το βασιλικόν αξίωμα ως ουδείς των προ αυτού καταστήσας αυταρχικήν μοναρχίαν, αληθή αυτοκρατορικήν αρχήν, να μη προκαλή εναντίον της κυβερνήσεως αντιπολίτευσιν, μη δυναμένην μεν να εκδηλωθή διά λόγου και διά γραφής, αλλ' ουχ ήττον δυσμενέστατα καθ' εαυτήν κρίνουσαν τας Κυβερνητικάς πράξεις;

Άλλως τε όχι μεν αυτός ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός, αλλ' οι υπ' αυτού εκλεγόμενοι πολιτικοί και στρατιωτικοί άρχοντες του κράτους και αυτοί οι αυλικοί του δεν ήσαν άνθρωποι άμεμπτοι ηθικώς. Ο Ιωάννης Καππαδόκης, ο κατέχων τρόπον τινά θέσιν πρωθυπουργού, ήτο ανήρ δυνατώτατος μεν το πνεύμα και ικανώτατος «γνώναι τα δέοντα», αλλά συγχρόνως πονηρός, πλεονέκτης και παντελώς απαίδευτος· ο Βελισάριος ήτο μέγας στρατηγός, αλλ' όχι απηλλαγμένος καί τινος δουλοπρεπείας. Τοιούτοι ήσαν πολύ περισσότερον ο Ναρσής και οι άλλοι στρατηγοί· ο Τριβωνιανός ήτο μεν εις άκρον πεπαιδευμένος ανήρ και μέγας νομοδιδάσκαλος, αλλ' όχι αυστηρών ηθικών αρχών εις τον βίον, φιλήδονος δε και πλεονέκτης. Πάσα λοιπόν κατά των ανθρώπων τούτων υπολανθάνουσα αντιπολίτευσις εστρέφετο και κατά του Ιουστινιανού. Τοιούτου δέ τινος αντιπολιτευτικού φρονήματος προϊόν και έκφρασις υπήρξεν ανέκδοτος τις ιστορία, εκδοθείσα μετά τον θάνατον του Ιουστινιανού και αποδιδομένη εις αυτόν τον μέγαν εξυμνητήν της βασιλείας του Ιουστινιανού ιστοριογράφον Προκόπιον. Εις την ιστορίαν αυτήν διά ζοφερωτάτων χρωμάτων παριστάνεται η όλη κυβέρνησις του βασιλέως και ο ιδιωτικός βίος της Θεοδώρας ο προ του γάμου της μετά του Ιουστινιανού, καθώς και άλλων ανδρών της αυλής ο βίος. Καθ' όμοιον τρόπον περιγράφεται και ο οικογενειακός βίος του Βελισαρίου και μάλιστα της γυναικός του Αντωνίνης.

Η προς κακολογίαν τάσις της «Ανεκδότου ιστορίας» προβαίνει τόσον, ώστε όχι μόνον αι γενόμεναι εις το κράτος βαρβαρικαί επιδρομαί και αι εκ τούτων ζημίαι να αποδίδωνται εις τα σφάλματα του Ιουστινιανού, αλλά και αύται αι φυσικαί θεομηνίαι εις τας αμαρτίας του. Τοιαύται θεομηνίαι ήσαν οι μεγάλοι σεισμοί οι γενόμενοι κατά τα έτη 527 και 529, ότε πολλαί του κράτους πόλεις έπαθαν δεινάς συμφοράς, ιδίως δε η Αντιόχεια, η Βηρυτός (όπου κατέπεσε και το κτίριον της Νομικής σχολής καταθάψαν τους εντός αυτής σπουδάζοντας νέους ευγενών οίκων), η Κωνσταντινούπολις, η Κόρινθος, το Δυρράχιον. Ωσαύτως δε ο φοβερός λοιμός, ο οποίος κατά το έτος 531 και ιδίως το 542 μ.Χ. εξ Αιγύπτου αναφανείς έκαμε μεγάλην φθοράν όχι μόνον εις το κράτος το ελληνικόν, αλλά και εις την Περσίαν και εις το πλείστον της Ευρώπης. Ο λοιμός ήτο όμοιος προς τον του 429 π. Χ. κατά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον εκ Λιβύης εις Αθήνας ενσκήψαντα και προς τον πολύ μετά τον Ιουστινιανόν το 747 μ.Χ. επί του Κωνσταντίνου του Ε' μαστίσαντα πάλιν το κράτος, πολλάκις δε και μέχρι των καθ' ημάς χρόνων αναφανέντα εις πολλά μέρη της οικουμένης. Και τοιαύται μεν κατηγορίαι, ελεγχόμεναι αμέσως ως ανυπόστατοι, μαρτυρούν απλώς το ανυπόστατον και τερατωδώς υπερβολικόν και των άλλων πιθανωτέρων φαινομένων κατηγοριών κατά της κυβερνήσεως του Ιουστινιανού.

Η μόνη ουσιαστική κατηγορία η γενομένη υπό πολλών κατά του Ιουστινιανού είναι ότι ούτος έκλεισε το 529 μ.Χ. ή βραδύτερον την εν Αθήναις φιλοσοφικήν σχολήν, την απ' αιώνων εις την πόλιν ταύτην υπάρχουσαν. Αλλ' η πράξις εκείνη προήλθεν εκ του προς την Χριστιανικήν πίστιν ζήλου του, διότι η εν Αθήναις Σχολή εκπροσωπούσα τον αρχαίον Ελληνικόν κόσμον, εκ του πνεύματος της ενταύθα διδασκομένης φιλοσοφίας εθεωρείτο και ως λείψανον του αρχαίου ειδωλολατρικού βίου. Σημειωτέον δε ότι επί του Ιουστινιανού, μολονότι προ 150 ήδη ετών διά νόμων είχε καταργηθή εις το κράτος η ειδωλολατρεία, υπήρχαν ακόμη φανεροί και κρύφιοι μυριάδες εκ των θιασωτών της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, δυσμενώς εννοείται διακείμενοι προς την πολιτείαν του μεγάλου και πανισχύρου αυτοκράτορος και θερμοτάτου ζηλωτού και υπερμάχου της Χριστιανικής πίστεως.

Ο Ιουστινιανός κατεκρίθη υπό τινων και ως λίαν δεσποτικός μονάρχης. Είναι αληθές ότι ο Ιουστινιανός διά του αρχικού χαρακτήρος και διά του ηθικού μεγαλείου του κατέστησε την αρχήν την αυτοκρατορικήν ισχυροτάτην, «πρώτος, ως λέγει ο Αγαθίας, εν τοις κατά το Βιζάντιον βεβασιλευκόσιν αυτοκράτωρ ονόματί τε και πράγματι αποδεδειγμένος». Αλλ' ακριβώς εις την τοιαύτην δύναμιν της αυτοκρατορικής αρχής, την οποίαν δύναμιν περιεποίησεν εις εαυτόν διά της περί το άρχειν αρετής, εφάνη και μεγαλόψυχος και μετριοπαθής, συγχωρήσας και αυτούς τους επιβουλεύσαντας την ζωήν του. Το ότι έκ τινος δίκης περί επιβουλής κατά της ζωής του αυτοκράτορος ανεμίχθη αδίκως και το όνομα του Βελισαρίου, δεν ήτο τούτο σφάλμα, του Ιουστινιανού, ο οποίος και εις την περίστασιν αυτήν εφάνη γενναιόψυχος. Είναι δε μύθος το βραδύτερον λεχθέν ότι ο Βελισάριος στερηθείς την περιουσίαν περιήλθε περί τα έσχατα του βίου εις κατάστασιν επαίτου. Η διάδοσις αυτή προήλθε βέβαια εκ της συγχύσεως των περί Βελισαρίου λεγομένων προς τα περί του Ιωάννου Καππαδόκου αληθώς λεγόμενα, ο οποίος, αφού έπαθεν άξια των όσων έπραξε κακών, κατήντησε να τελευτήση τον βίον εν τη εξορία επαιτών «άρτον ή οβολόν εκ των προσπιπτόντων». Λέγει δε ο Προκόπιος περί της μεγαθυμίας του Ιουστινιανού προς τους επιβουλεύοντας κατά του θρόνου και της ζωής αυτού: «τεκμήριον δε της του βασιλέως φιλανθρωπίας και τούτο ότι οι επιβουλεύσαντες κατ' αυτού μέχρι φόνου όχι μόνον διετηρήθησαν εις την ζωήν, αλλά και των αξιωμάτων ως στρατηγών, υπάτων και πατρικίων δεν εστερήθησαν». Εξαίρων δε την τοιαύτην φιλανθρωπίαν του ήθους και το γενναίον και μεγάθυμον του φρονήματος του Ιουστινιανού τον παραβάλλει προς το ιδεώδες Ομηρικών βασιλέων («επεί και πατήρ ως ήπιός εστι καθ' Όμηρον»).

Τέλος παρά πάντα τα λεχθέντα υπό των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων κατά της πολιτείας και των πράξεων του Ιουστινιανού, οποία δύνανται να λεχθούν και κατά πάσης εν τω κόσμω βασιλείας, η μεγάλη ιστορία του κόσμου εξύμνησεν ανέκαθεν και εξυμνεί το μεγαλείον της βασιλείας ταύτης. Ο Ιουστινιανός υπό του συγχρόνου του Χριστιανικού κόσμου ετιμάτο ως μέγας βασιλεύς της Οικουμένης. Ο Προκόπιος εκφράζων την επίσημον των συγχρόνων γνώμην λέγει περί της βασιλείας του Ιουστινιανού, ότι ούτος «παραλαβών την πολιτείαν πλημμελώς κινουμένην, μεγέθει μεν αυτήν μείζω τε και πολλώ επιφανεστέραν ειργάσατο, εξελάσας ενθένδε τους εκ παλαιού βιασαμένους αυτήν βαρβάρους . . πολλάς προσεποίησεν ήδη τη Ρωμαίων αρχή πολιτείας αλλοτρίας, πόλεις δε αναρίθμους δεδημιούργηκεν ου πρότερον ούσας· πλανωμένην δ' ευρών την περί Θεού δόξαν (ένεκεν των αιρέσεων), αναιρέσας τας πεπλανημένας ιδέας, διεπράξατο εν τω βεβαίω της πίστεως επί μιας ιστάναι κρηπίδος· προς δε και τους νόμους λαβών τω τε παμπληθεί σκοτεινούς όντας και συγκεχυμένους, αποκαθάρας αυτούς της τερθρείας . . ευδαίμονι βίω την πολιτείαν συνώκισεν. Αλλά και βαρβάροις πανταχόθεν υποκειμένην την Ρωμαίων αρχήν στρατιωτών τε πλήθει επέρρωσε και οχυρωμάτων οικοδομίαις απάσας αυτής τας εσχατιάς ετειχίσατο». Ακολούθως ο Προκόπιος, παραβάλλων τον Ιουστινιανόν προς τον υπό του Ξενοφώντος ως ιδεώδες μεγάλου μονάρχου εξυμνηθέντα βασιλέα των Περσών Κύρον τον μέγαν, θεωρεί την του Κύρου αρχήν παιδιάν, παραβαλλομένην προς την του Ιουστινιανού ως προς την εσωτερικήν και την εξωτερικήν αξίαν. Τέλος ο Προκόπιος θεωρεί τον Ιουστινιανόν ως το ιδεώδες βασιλέως λέγων «ον δη και φύσει βασιλέα καλών τις, οίμαι, ορθώς αν είποι».

&Η ιστορική αθανασία και το ιστορικόν κλέος του Ιουστινιανού&.

Αλλ' εάν ο σύγχρονος του Ιουστινιανού Ελληνικός κόσμος ούτως έκρινε τα κατά τον Ιουστινιανόν, όχι με ολιγώτερον θαυμασμόν και ευλάβειαν ητένισε προς τον άνδρα ο Ευρωπαϊκός μεσαιωνικός κόσμος.

Ο βασιλεύς ούτος καθ' όλον τον μεσαίωνα υπό των σοφών της Ευρώπης νομοδιδασκάλων ετιμήθη ως δημιουργός της νομικής επιστήμης. Μεταξύ δε των χριστιανών ηγεμόνων της Ευρώπης κατά τον μεσαίωνα εθεωρείτο το ιδεώδες Χριστιανού βασιλέως. Οι βασιλείς της Γερμανίας, οι λεγόμενοι και αυτοκράτορες του εν τη Δύσει Αγίου Ρωμαϊκού κράτους, εσεμνύνοντο καλούντες εαυτούς διαδόχους του Ιουστινιανού και κληρονόμους της εν Ευρώπη αρχής του. Αυτοί οι λαοί της Ιταλίας τον εθεώρουν ως νόμιμον διάδοχον των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και την υπ' αυτού ανάκτησιν της Ιταλίας εθεώρουν αποκατάστασιν της νομίμου εν Ιταλία αυτοκρατορικής αρχής. Ευγλωττότατος κήρυξ της επικρατούσης εις την Ιταλίαν και την λοιπήν Ευρώπην περί τα τέλη ακόμη του Μεσαίωνος μεγάλης ιδέας περί Ιουστινιανού έγεινεν ο πρώτος μέγας της αναγεννωμένης Ιταλίας και της όλης Ευρώπης ποιητής Δάντης. Αυτός εις το περίφημον επικόν ποίημα το καλούμενον Θείαν Κωμωδίαν περιγράφων την κατά φαντασίαν περιπλάνησίν του εις τον Άδην και την διά του Καθαρτηρίου εις την Παράδεισον μετάβασιν βλέπει εντός του Παραδείσου τον Ιουστινιανόν περιβεβλημένον αίγλην φωτός εξαισίαν θαμβούσαν την όρασιν. Η δε αγία μορφή αποκαλύπτεται διά των λέξεων «Ήμην Καίσαρ, είμαι Ιουστινιανός Cesare fui, sono Gustinianos»,) εις αντίθεσιν της εφημέρου εν τω κόσμω αρχής του ως αυτοκράτορος προς την αθανασίαν, την οποίαν απέκτησεν εις την ιστορίαν ως Ιουστινιανός, και αυτός ως ενσάρκωσις μεγάλου αυτοκράτορος νομοθέτου εικονίζει και ερμηνεύει εκ του ύψους της αθανασίας, διά του λόγου του προς τον μέγαν ποιητήν, ολόκληρον την μέχρι των χρόνων του ποιητού αυτού ιστορίαν της Ρώμης, της Ιταλίας και της Ευρώπης και τα εκ ταύτης διδάγματα.

Αλλ' αν η Ευρώπη και ολόκληρος ο πολιτισμένος κόσμος μετά θαυμασμού και σεβασμού ευγνώμονος ατενίζουν προς την μεγαλοπρεπή ιστορικήν μορφήν του Ιουστινιανού, του ιδρυτού της συστηματικής επιστήμης του δικαίου, του προαγαγόντος το κράτος του Χριστιανισμού εις τας τρεις ηπείρους, του ηγεμόνος του εκπροσωπούντος εις ύψιστον βαθμόν την Ρωμαϊκήν κοσμοκρατορίαν υπό την ιδέαν την Χριστιανικήν, η Ελλάς και το Ελληνικόν έθνος ιδιαίτερον οφείλουν σεβασμόν εις την μνήμην του βασιλέως, διά του οποίου το Ελληνικόν Χριστιανικόν κράτος της Κωνσταντινουπόλεως ανήλθεν εις ανυπέρβλητον ύψος εξωτερικού και εσωτερικού μεγαλείου, του αυτοκράτορος, του κτίσαντος ή ανοικοδομήσαντος τόσας πόλεις εις τας Ελληνικάς χώρας της Ασίας, της Ευρώπης και της Αφρικής, του καταλιπόντος αθάνατον μνήμην εις την ιστορίαν της Εκκλησίας, του ιδρύσαντος τόσα μνημεία της Ελληνικής τέχνης και μεγαλοφυίας, του κτίσαντος τον ναόν της Αγίας Σοφίας!

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελ.
  Γενικός χαρακτήρ της βασιλείας του Ιουστινιανού…. 5
  Πολεμικά έργα………………………………. 22
  Έκτασις και δύναμις του κράτους του Ιουστινιανού.. 51
  Ειρηνικά έργα του Ιουστινιανού.— Η νομοθεσία του . 56
  Κτίσματα και μνημεία αρχιτεκτονικά……………. 62
  Συγκοινωνία, εμπορία και βιομηχανία…………… 74
  Η σημασία της βασιλείας του Ιουστινιανού………. 77
  Η ιστορική αθανασία και το ιστορικόν κλέος του
  Ιουστινιανού……………………………….. 84

***

1) Ο Ιουστινιανός γράφων προς τον «αδελφόν» του Χοσρόην (μόνον τους βασιλείς της Περσίας προσηγόρευαν αδελφούς οι Χριστιανοί αυτοκράτορες) απαριθμεί τας συνήθεις τιμητικάς προσωνυμίας, όσας και εις τον πρόλογον του Κώδικός του παραθέτει· «Ο Αυτοκράτωμ Καίσαρ, Φλαύιος Ιουστινιανός ο Αλαμανικός, Γοτθικός, Φραγκικός, Γερμανικός, Αντικός, Αλανικός, Βανδηλικός, Αφρικανός (νικητής δηλονότι πάντων τούτων των εθνών), ευσεβής, ευτυχής, νικητής και τροπαιούχος, αεισέβαστος Αύγουστος (Λατινιστί semper Augustus).» Η δε επιστολή τον Χοσρόου είχε περσιστί τους εξής τίτλους· «Θείος, αγαθός, ειρηνοπάτριος, αρχαίος Χοσρόης, βασιλεύς βασιλέων, ευτυχής, ευσεβής, αγαθοποιός, ω τινι θεοί μεγάλην τύχην και μεγάλην βασιλείαν δεδώκασι, γίγας γιγάντων, ος εκ θεού χαρακτηρίζεται, Ιουστινιανώ Καίσαρι αδελφώ ημετέρω».