The Project Gutenberg eBook of Πολιτεία, Τόμος 3

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Πολιτεία, Τόμος 3

Author: Plato

Translator: I. N. Grypares

Release date: April 24, 2012 [eBook #39524]

Language: Greek

Credits: Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason
Konstantinides. Thanks to George Canonis for his major
work in proofreading.

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΠΟΛΙΤΕΊΑ, ΤΌΜΟΣ 3 ***

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. // Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.


Εξώφυλλο

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ

ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
Ι. Ν. ΓΡΥΠΑΡΗ


ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ
1911

ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΒΙΒΛΙΟΝ ΣΤ'.


Τοιουτοτρόπως λοιπόν, κατόπιν τόσον μακράς εξετάσεως, μόλις και μετά βίας κατωρθώσαμεν να ευρεθή, ποίοι είναι οι αληθινοί φιλόσοφοι και ποίοι όχι. — Δεν ήτο ίσως εύκολον να το εύρωμεν συντομώτερα. — Δεν το πιστεύω· μου φαίνεται όμως ότι θα ημπορούσε να καταδειχτή το πράγμα καλύτερα, εάν ήτο δυνατόν να περιορισθώμεν εις αυτό και μόνον, και να μην είχαμεν να διατρέξωμεν τόσα άλλα ζητήματα, διά να ίδωμεν κατά τι διαφέρει ο βίος του δικαίου ανθρώπου από του αδίκου. — Τι μας μένει λοιπόν κατόπιν; — Τι άλλο, παρά το εξής: επειδή φιλόσοφοι μεν είναι, όσοι ημπορούν να φθάσουν εις την γνώσιν εκείνου, που υπάρχει πάντοτε τελείως αναλλοίωτον, όχι δε και εκείνοι, που στρέφονται γύρω εις τα πολλά και πάντοτε μεταβαλλόμενα πράγματα, ποίοι τάχα από τους δύο πρέπει να γίνουν κυβερνήται της πολιτείας: — Πώς άραγε να εξετάσωμεν το ζήτημα, διά να παραδεχθώμεν το ορθότερον; — Εγώ λέγω ότι πρέπει να καταστήσωμεν φρουρούς της πόλεως εκείνους, που θα ήσαν ικανοί να φυλάξουν αμεταβλήτους τους νόμους και τας διατάξεις της πολιτείας. — Πολύ σωστά. — Είναι άραγε δύσκολον να αποφανθώμεν, εάν ο καλός φρουρός, διά να φυλάξη κάτι, πρέπη να είναι τυφλός, ή οξυδερκής: — Διόλου βέβαια δύσκολον. Και νομίζεις τάχα ότι διαφέρουν καθόλου από τους τυφλούς, εκείνοι οι οποίοι στερούνται της γνώσεως εκάστου καθ' εαυτό όντος, και δεν έχουν κανένα παράδειγμά του καθαρόν εις την ψυχήν των, ούτε ημπορούν επομένως, όπως οι ζωγράφοι, να έχουν προ των οφθαλμών των το αληθινώτατον πρότυπον, προς το οποίον να στρέφωνται πάντοτε και να το παρατηρούν με όλην την απαιτουμένην προσοχήν και ακρίβειαν, ούτως ώστε να θεσπίζουν και εδώ κάτω νόμους περί των καλών, των δικαίων και αγαθών, όταν πρόκειται να νομοθετήσουν, ή και να φυλάττουν άγρυπνοι τους καλώς κειμένους νόμους; — Δεν υπάρχει πράγματι μεγάλη διαφορά.

 — Αυτούς λοιπόν θα διορίσωμεν φρουρούς, ή απεναντίας εκείνους, που γνωρίζουν την καθ' εαυτήν αναλλοίωτον ουσίαν παντός πράγματος και δεν υπολείπονται καθόλου από τους άλλους κατά την εμπειρίαν, ούτε υστερούν εις κανένα άλλο είδος αξίας; — Θα ήτο πραγματικώς άτοπον να προτιμήσωμεν άλλους από αυτούς, εάν τουλάχιστον δεν υπελείποντο κατά τα άλλα, αφού τους υπερτερούν κατά πολύ εις αυτό που είναι το μέγιστον σχεδόν και κυριώτερον. — Αυτό λοιπόν έχομεν τώρα να εξετάσωμεν, πώς θα έχουν οι ίδιοι μαζί και εκείνα τα άλλα προσόντα και αυτό το σπουδαιότερον. — Μάλιστα. — Πρέπει λοιπόν, καθώς ελέγομεν και εις την αρχήν της συζητήσεώς μας, να εξετάσωμεν εν πρώτοις ποία είναι η φύσις και ο ιδιαίτερος χαρακτήρ αυτών των ανθρώπων· και υποθέτω ότι, εάν εμβαθύνωμεν επαρκώς εις αυτήν, δεν θα δυσκολευθώμεν να παραδεχθώμεν, ότι ημπορούν οι ίδιοι να έχουν όλα αυτά τα προσόντα, και ότι δεν πρέπει να ζητούμεν άλλους διά την διοίκησιν της πολιτείας.

Πώς αυτό;

Ας λάβωμεν εν πρώτοις ως δεδομένον, ότι το κύριον χαρακτηριστικόν του φιλοσοφικού πνεύματος είναι να αγαπά μετά πάθους την μάθησιν, η οποία θα του αποκαλύψη την [αιώνιον] και αναλλοίωτον εκείνην ουσίαν, που δεν υπόκειται ούτε εις γένεσιν ούτε εις φθοράν. — Σύμφωνος — Ακόμη δε, ότι αγαπά ολόκληρον αυτήν την μάθησιν, χωρίς να αμελή εκουσίως κανένα μέρος αυτής ούτε μικρότερον, ούτε μεγαλύτερον, ούτε σπουδαιότερον ούτε ταπεινότερον, απαράλλακτα όπως ελέγαμεν πριν διά τους φιλοδόξους και τους εραστάς. — Σωστά λέγεις. — Πρόσεξε λοιπόν τώρα, αν δεν είναι ανάγκη να έχουν, εκτός τούτου, και τον εξής ακόμη χαρακτήρα εκείνοι, που οφείλουν να είναι τοιούτοι, όπως τους λέγομεν. — Τον ποίον; — Το μίσος προς το ψεύδος, το οποίον κατ' ουδένα λόγον δεν πρέπει εκουσίως να ανέχωνται να εισέρχεται εις την ψυχήν των, και την αγάπην της αληθείας. — Πολύ φυσικόν. — Όχι μόνον, φίλε μου, φυσικόν, αλλά και ανάγκη απόλυτος είναι, εκείνος που διάκειται ερωτικώς προς ένα πρόσωπον, να αγαπά και κάθε τι που συγγενεύει ή έχει σχέσιν με το αντικείμενον του έρωτός του. — Σωστά. — Και ημπορείς να εύρης τίποτε άλλο, που να συνδέεται τόσον στενά με την σοφίαν, όσον η αλήθεια; — Πώς είναι δυνατόν; — Ημπορεί λοιπόν ποτε η ιδία φύσις να αγαπά την σοφίαν και το ψεύδος συγχρόνως; — Ουδέποτε. — Πρέπει επομένως ο πραγματικώς φιλομαθής ευθύς εκ νεαράς ηλικίας να αγαπά και να επιζητή μετά πάθους πάσαν αλήθειαν. — Βεβαιότατα. — Γνωρίζομεν όμως ότι, όταν αι επιθυμίαι ενός ανθρώπου φέρωνται ακατάσχετοι προς ένα ωρισμένον αντικείμενον, γίνονται ασθενέστεραι δι' όλα τα άλλα πράγματα, καθώς ρεύμα το οποίον διωχετεύθη ολόκληρον προς τα εκεί. — Πώς όχι;

 — Εκείνος λοιπόν του οποίου όλαι αι επιθυμίαι έχουν στραφή προς την μάθησιν και τας επιστήμας, καμμίαν άλλην ηδονήν και απόλαυσιν δεν γνωρίζει από τας αποκλειστικώς ψυχικάς, περιφρονεί δε τας υλικάς του σώματος, εάν δεν είναι ονόματι μόνον και καθ' υπόκρισιν φιλόσοφος, αλλά φιλόσοφος πράγματι. — Ανάγκη πάσα. — Ένας λοιπόν τοιούτος άνθρωπος δεν ημπορεί παρά να είναι εγκρατής και αφιλοχρήματος· διότι οι λόγοι, που αναγκάζουν τους άλλους να επιδιώκουν με τόσα έξοδα τα πλούτη, δεν έχουν καμμίαν δύναμιν δι' αυτόν. — Έτσι είναι.

 — Ακόμη δε πρέπει να έχης υπ' όψιν σου και αυτό, όταν πρόκειται να διακρίνης την αληθινήν φιλοσοφικήν φύσιν από την μη τοιαύτην. — Το ποίον; — Μήπως σε γελάση και έχη τίποτε το ταπεινόν και ανελεύθερον μέσα της, διότι η μικρολογία είναι όλως διόλου ασυμβίβαστος με μίαν ψυχήν, που πρόκειται να επιδιώκη πάντοτε το σύνολον πάντων των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων. — Έχεις δίκαιον. — Μία λοιπόν τοιαύτη, μεγαλοπρεπής διάνοια, η οποία περιλαμβάνει εις την θεωρίαν της την αιωνιότητα του χρόνου και το άπειρον της ουσίας, νομίζεις ποτέ ότι θα δίδη καμμίαν σημασίαν διά την ανθρωπίνην ζωήν; — Αδύνατον. — Επομένως και τον θάνατον θα τον θεωρή διόλου φοβερόν πράγμα ο τοιούτος; — Όχι βέβαια. — Επομένως μια φύσις δειλή και ταπεινή δεν ημπορεί να έχη καμμίαν σχέσιν με την αληθινήν φιλοσοφίαν. — Δεν μου φαίνεται. — Αλλά πώς; ένας άνθρωπος μετρημένος εις τας επιθυμίας του, αφιλοχρήματος, όχι δειλός, απηλλαγμένος πάσης ταπεινότητος και φιλαυτίας, είναι δυνατόν ποτε να γίνη δυσυμβίβαστος και άδικος; — Δεν είναι δυνατόν. — Όταν λοιπόν έχης να εξετάσης αν είναι πράγματι μία ψυχή φιλοσοφική ή όχι, πρέπει και εις αυτό ακόμη να προσέξης, αν εκ νεαράς ηλικίας φαίνεται δικαία και ήμερος, ή ασυμβίβαστος και αγρία. — Μάλιστα.

 — Ουδέ το εξής όμως θα παραλείψης, καθώς νομίζω. — Το ποίον; — Εάν έχη ταχείαν αντίληψιν και μανθάνη εύκολα, ή όχι· ή περιμένεις να ευρίσκη κανείς ευχαρίστησιν εις ένα πράγμα, που το κάμνει με μεγάλον κόπον και χωρίς σχεδόν αποτέλεσμα; — Δεν ημπορεί βέβαια να γίνη αυτό. — Τι δε; εάν δεν ημπορή να κρατήση τίποτε απ' όσα μανθάνει, διότι δεν τον βοηθεί η μνήμη του, είναι ποτε δυνατόν να γίνη κάτοχος επιστήμης; — Και πώς; — Αν λοιπόν κοπιάζη δίχως καμμίαν ωφέλειαν, δεν θα αναγκασθή εις το τέλος και τον εαυτόν του να μισήση και κάθε τοιαύτην ενασχόλησιν; — Πώς όχι; — Ώστε δεν ημπορούμεν να κάμωμεν δεκτήν μεταξύ των φιλοσόφων μίαν ψυχήν επιλήσμονα, αλλά πρέπει να απαιτούμεν να είναι πεπροικισμένη με ισχυράν μνήμην. Και πολύ μάλιστα. — Αλλά μία φύσις άμουσος και άκομψος πού αλλού ρέπει φυσικώς, παρά εις την ασυμμετρίαν; — Πού αλλού βέβαια; — Νομίζεις όμως ότι η αλήθεια συγγενεύει με την συμμετρίαν, ή με την ασυμμετρίαν; — Με την συμμετρίαν. — Πρέπει επομένως, εκτός των άλλων, να ζητούμεν διά την φιλοσοφίαν μίαν διάνοιαν που ναγαπά εκ φύσεως το σύμμετρον και το κομψόν, ώστε από την έμφυτον προδιάθεσίν της να φέρεται εύκολα εις την μελέτην του καθ' εαυτό εκάστου όντος. — Πράγματι.

 — Αλλά στάσου· μήπως σου περνά κάπως η ιδέα, ότι όλαι αυταί αι ιδιότητες, που απαριθμήσαμεν, δεν είναι φυσικαί συνέπειαι η μία της άλλης, ούτε απολύτως αναγκαίαι διά μίαν ψυχήν, η οποία πρόκειται να μεταλάβη από την πλήρη και τελείαν γνώσιν του όντος; — Απεναντίας, όλαι μου φαίνονται αναγκαιόταται. — Ημπορείς λοιπόν να εύρης καμμίαν έλλειψιν εις ένα τοιούτον επιτήδευμα, το οποίον δεν θα ήτο ικανός να εξασκήση κανείς, εάν δεν είναι προικισμένος εκ φύσεως με μνήμην, με ευμάθειαν, με ευγένειαν και λεπτότητα ψυχής, εάν δεν είναι φίλος και συγγενής, ούτως ειπείν, της αληθείας, της δικαιοσύνης, της ανδρείας, της σωφροσύνης; — Ούτε ο Μώμος δεν θα ημπορούσε να του εύρη καμμίαν έλλειψιν. — Αλλά όταν τελειοποιηθούν οι τοιούτοι με την προσήκουσαν εκπαίδευσιν και με την πείραν της ηλικίας, δεν θα τους αναθέσης λοιπόν, και εις αυτούς μόνον, την διοίκησιν της πολιτείας;

Εδώ έλαβε τον λόγον ο Αδείμαντος και είπε. — Κανείς δεν θα ημπορούσε, Σωκράτη, να σου αμφισβητήση την αλήθειαν αυτών, που λέγεις· αλλ' ιδού τι πάσχουν συνήθως εκείνοι, που συζητούν μαζί σου· φαντάζονται ότι, επειδή δεν είναι αρκετά γυμνασμένοι να ερωτούν και να αποκρίνωνται, παρασύρονται από κάθε ερώτησιν εις ένα μικρόν λογικόν σφάλμα και εις το τέλος της συζητήσεως, όταν αθροισθούν όλα αυτά τα μικρά, παρουσιάζεται ένα μεγαλώτατον σφάλμα και όλως διόλου εναντίον με όσα παρεδέχοντο εξ αρχής· και καθώς εις το τάβλι οι μέτριοι παίκται εις το τέλος αποκλείονται υπό των ικανών και δεν έχουν τι να ρίψουν, τοιουτοτρόπως και αυτοί αποκλείονται και δεν έχουν τι να ειπούν, εις αυτό το άλλου είδους τάβλι, που παίζεται όχι με κύβους αλλά με λόγους· διότι βέβαια, μ' όλα αυτά, η αλήθεια δεν είναι με το μέρος σου· και το λέγω αυτό σχετικώς με την τωρινήν μας συζήτησιν· πράγματι θα ημπορούσε κανείς να σου είπη, ότι είναι αδύνατον να φέρη αντίρρησιν εις εκάστην χωριστά ερώτησίν σου, αλλ' ότι βλέπομεν εις την πραγματικότητα, όσοι επιδίδονται εις την φιλοσοφίαν, όχι μόνον κατά την νεότητά των και απλώς διά να συμπληρώσωσι την εκπαίδευσίν των, αλλά και κατόπιν καθ' όλην των την ζωήν εξακολουθούν να καταγίνωνται, οι περισσότεροί καταντούν όλως διόλου αλλόκοτοι, διά να μην είπωμεν τίποτε βαρύτερον, οι δε καλύτεροι μεταξύ αυτών γίνονται τελείως άχρηστοι εις την κοινωνίαν, ακριβώς διότι ησπάσθησαν αυτό το επάγγελμα, που τόσον συ επαινείς.

Και εγώ, αφού τον ήκουσα — Αδείμαντε, του είπα, νομίζεις άραγε πως έχουν άδικον, όσοι τα λέγουν αυτά; — Δεν ηξεύρω, ήθελα μόνον να μάθω, ποία είναι η ιδική σου ιδέα. — Εγώ λοιπόν σου λέγω, ότι έχουν πληρέστατον δίκαιον. — Τότε λοιπόν πώς ημπορείς να υποστηρίζης, ότι δεν θα απαλλαχθούν ποτε αι πολιτείαι από τα κακά, που τας μαστίζουν, αν δεν αναλάβουν την διοίκησιν οι φιλόσοφοι, οι οποίοι ανεγνωρίσαμεν ότι είναι τελείως άχρηστοι δι' αυτάς; — Μου κάμνεις μίαν ερώτησιν, η οποία έχει ανάγκην να σου απαντήσω με μίαν παραβολήν. — Δεν το έχεις μολαταύτα σύστημα να ομιλής με παραβολάς.

 — Πολύ καλά, με κοροϊδεύεις, βλέπω, τώρα, αφού με έρριψες πρώτα εις αυτόν τον αδιέξοδον λαβύρινθον του λόγου· άκουσε οπωσδήποτε την παρομοίωσίν μου, διά να ιδής και καλύτερα πόσον ολίγον επιδέξιος είμαι εις αυτό το είδος· διότι αυτό που παθαίνουν οι σοφοί από τας πόλεις των, δεν υπάρχει κανένα άλλο πάθημα να το συγκρίνης, και διά να δώση την εικόνα του, ένας που θα αναλάβη την απολογίαν των, πρέπει να την συναπαρτίση από πολλά διάφορα στοιχεία, όπως οι ζωγράφοι κάμνουν τους τραγελάφους και άλλας τοιαύτας τερατώδεις συνθέσεις· φαντάσου λοιπόν το ίδιον διά τον κυβερνήτην ενός είτε και περισσοτέρων πλοίων· πρώτον να είναι υψηλότερος και δυνατώτερος από όλους τους άνδρας του πληρώματος, αλλά συγχρόνως και κάπως κωφός, να έχη την όρασιν ασθενή και να μη γνωρίζη και πάρα πολλά πράγματα από την ναυτικήν τέχνην· έπειτα οι ναύται να μαλλώνουν μεταξύ των διά την κυβέρνησιν του πλοίου και να έχη ο καθένας αυτήν την αξίωσιν, δίχως να έμαθε ποτέ την τέχνην και δίχως να ημπορή να δείξη από ποίον διδάσκαλον και πότε την έμαθε, αλλά μάλιστα και να υποστηρίζουν ότι αυτό δεν διδάσκεται, και αν κανείς λέγη το εναντίον, να είναι έτοιμοι να τον κατακομματιάσουν· φαντάσου τους ακόμη να κρέμουνται όλοι επάνω εις τον ναύκληρον και να τον παρακαλούν και κάθε τι να κάμνουν, διά να τους επιτρέψη το πηδάλιον, και αν δεν το επιτύχουν και προτιμηθούν άλλοι να τους σκοτώνουν αυτούς και να τους ρίπτουν εις την θάλασσαν, έπειτα να μεθήσουν και τον καλόν μας τον ναύκληρον ή να τον ποτίσουν κανένα ναρκωτικόν ή να τον ξεφορτωθούν με οποίον τρόπον, και τότε πλέον να γίνουν αυτοί κύριοι του πλοίου, να ριφθούν εις τας προμηθείας του, να αρχίσουν να τρώγουν και να πίνουν, ενώ το πλοίον θα πηγαίνη πλέον όπως φαντάζεσαι υπ' αυτάς τας περιστάσεις· εκτός τούτου, όποιος είναι σύμφωνος μαζί τους και ικανός να τους βοηθήση διά να αφαιρέσουν από τον ναύκληρον με το καλόν ή με το κακόν την διοίκησιν, τον ανακηρύττουν αξιόλογον ναυτικόν και έμπειρον εις όλα τα ζητήματα της τέχνης, κάθε δε άλλον τον θεωρούν άχρηστον, χωρίς καν να είναι εις θέσιν να καταλάβουν, ότι ο αληθινός κυβερνήτης είναι ανάγκη να έχη ακριβή γνώσιν και του ουρανού και των άστρων και των καιρών και των εποχών και των ανέμων και ό,τι άλλο σχετίζεται με την τέχνην· πώς δε θα κυβερνήση το πλοίον, είτε θέλουν είτε δεν θέλουν μερικοί από το πλήρωμα, αυτό νομίζουν ότι δεν χρειάζεται καμμίαν ιδιαιτέραν μάθησιν ή τέχνην, που πρέπει να την έχη κανείς εκτός της καθαυτό κυβερνητικής. Εις ένα λοιπόν πλοίον, που συμβαίνουν όλα αυτά, ποίαν ιδέαν νομίζεις ότι θα είχον αι άνδρες του πληρώματος εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμενοι δι' ένα αληθινόν κυβερνήτην; δεν θα τον ωνόμαζον πραγματικώς άνθρωπον χασομέρην και άχρηστον δι' αυτούς, που άλλο δεν ηξεύρει παρά να κυττάζη τα άστρα ; — Είναι αληθές. — Δεν πιστεύω λοιπόν, ότι είναι ανάγκη να σου δείξω, ότι αύτη η εικών εφαρμόζεται ακριβώς εις τον τρόπον με τον οποίον φέρονται προς τους αληθινούς φιλοσόφους εις τας πόλεις· εννοείς και μόνος σου, υποθέτω, τι θέλω να είπω. — Και πολύ μάλιστα.

 — Δείξε λοιπόν εν πρώτοις αυτήν την εικόνα εις εκείνον, που παραξενεύεται διατί δεν απολαμβάνουν καμμίαν εκτίμησιν οι φιλόσοφοι εις τας πόλεις, και προσπάθησε να του δώσης να εννοήση, ότι θα ήτο πολύ παραδοξότερον, εάν ετιμώντο. — Μάλιστα, θα το κάμω. — Και ότι επομένως έχει δίκαιον να φρονή, ότι είναι άχρηστοι διά τους πολλούς οι μάλλον διακεκριμένοι μεταξύ των φιλοσόφων· αλλ' ότι συγχρόνως αιτία της αχρηστίας των δεν είναι αυτοί οι ίδιοι, αλλ' εκείνοι που δεν τους χρησιμοποιούν· διότι δεν είναι το τακτικόν, να παρακαλή ο κυβερνήτης τους ναύτας να του αναθέτουν την διοίκησιν του πλοίου, ούτε οι σοφοί να πηγαίνουν εις τους πλουσίους διά να τους προσφέρουν τας υπηρεσίας των· είναι γελασμένος εκείνος που εφαντάσθηκε να το ειπή, το φυσικόν όμως είναι, είτε πλούσιος είτε πτωχός αρρωστήση, να πηγαίνη μόνος του εις του ιατρού, και όστις έχει την ανάγκην άλλου, διά να κυβερνηθή, να αποτείνεται αυτός εις τον κατάλληλον προς τούτο, και όχι ο άρχων, που αξίζει αληθινά το όνομα αυτό, να παρακαλή τους άλλους να δεχθούν τας υπηρεσίας του· όπως έχουν όμως τα πράγματα, δεν θα γελασθής, αν παραβάλης τους σημερινούς πολιτικούς άρχοντας με τους ναύτας, που ελέγαμεν τώρα, και αυτούς, που ωνόμαζαν αχρήστους και ικανούς να κυττάζουν μόνον τα άστρα, με τους αληθινούς κυβερνήτας. — Πολύ σωστά.

 — Από μίαν λοιπόν τοιαύτην κατάστασιν πραγμάτων έπεται, ότι δεν είναι καθόλου εύκολον, να έχη καμμίαν υπόληψιν το κάλλιστον των επαγγελμάτων εκ μέρους εκείνων, που ακολουθούν όλως διόλου τον αντίθετον δρόμων· αι μεγαλύτεραι δε και αι χειρότεραι συκοφαντίαι, που ακούει η φιλοσοφία, οφείλονται εις εκείνους, που ισχυρίζονται μόνον ότι είναι φιλόσοφοι, χωρίς να είναι, και εξ αιτίας αυτών οι κατήγοροι της φιλοσοφίας λέγουν, ότι οι μεν πλείστοι των οπαδών της είναι παμπόνηροι, οι δε καλύτεροι μεταξύ των είναι άνθρωποι άχρηστοι, πράγμα το οποίον παρεδέχθην και εγώ μαζί σου· ή όχι; — Μάλιστα.

 — Ώστε δεν είδαμεν την αιτίαν της αχρηστίας των αληθινών φιλοσόφων; — Μάλιστα. — Θέλεις τώρα να αναζητήσωμεν και τον αναπόφευκτον λόγον της πονηρίας των αυτοκαλουμένων φιλοσόφων, και να προσπαθήσωμεν να αποδείξωμεν, αν ημπορέσωμεν, ότι δεν πρέπει να επιρρίψωμεν και δι' αυτό την ευθύνην επί της φιλοσοφίας; — Βεβαίως θέλω.

 — Ας επανέλθωμεν λοιπόν εκεί όπου εκάμναμεν λόγον περί των φυσικών προτερημάτων και ας ενθυμηθώμεν, πως ελέγαμεν ότι πρέπει να είναι εκ φύσεως ο αληθινός και πράγματι σοφός· η πρώτη αρετή του, αν ενθυμήσαι, ήτο η αγάπη της αληθείας, την οποίαν οφείλει να επιδιώκη εν παντί και πάντοτε, καθόσον άλλως δοκησίσοφος ων, δεν ημπορεί να έχη καμμίαν σχέσιν με την αληθινήν φιλοσοφίαν. — Πράγματι αυτό ελέγαμεν. — Ακριβώς όμως επ' αυτού του σημείου δεν επικρατεί σήμερον πλήρης διαφορά αντιλήψεως προς την ιδικήν μας; — Αναμφιβόλως. — Ημείς όμως δεν θα αποκριθώμεν σωστά εις όλους τους αντιφρονούντας, ότι ο πραγματικός φιλόσοφος είναι γεννημένος να τείνη προς το καθ' εαυτό ον, και δεν σταματά εις τα πολλά καθ' έκαστα που κατά το φαινόμενον θεωρούνται τοιαύτα, αλλά, χωρεί πάντοτε κατ' ευθείαν προς τον σκοπόν του με ένα έρωτα, που τίποτε δεν ημπορεί να ψυχράνη, και δεν τελειώνει, παρά αφού κατορθώση να ενωθή προς αυτό με το μέρος εκείνο της ψυχής του, που έχει την στενωτέραν συγγένειαν με την φύσιν του καθ' εαυτό όντος; και αφού το πλησιάση και ενωθή πραγματικώς με αυτό, και απ' αυτήν την ένωσιν γεννηθή δι' αυτόν νους και αλήθεια, τότε πλέον αποκτά την αληθινήν γνώσιν, τότε αρχίζει να ζη αληθώς και να τρέφεται δι' αυτής, απηλλαγμένος πλέον των ωδίνων του τοκετού; — Δεν θα ημπορούσαμεν πράγματι να τους αποκριθώμεν καλύτερα. — Λοιπόν, θα ημπορούσε ποτέ ο τοιούτος να αγαπά το ψεύδος, ή τουναντίον θα το εμίσει; — Θα το εμίσει.

 — Και αφού τοιουτοτρόπως σύρη πρώτη τον χορόν η αλήθεια, δεν ημπορεί βέβαια να ακολουθούν κατόπιν της κακίαι και ελαττώματα. — Πώς είναι δυνατόν; — Αλλ' απεναντίας ήθη χρηστά και δίκαια και μαζί με αυτά η σωφροσύνη. — Σωστά. — Αλλά τις η ανάγκη να κάμωμεν πάλιν εξ αρχής την αρίθμησιν των ιδιοτήτων της φιλοσοφικής φύσεως; ενθυμείσαι βέβαια, ότι παρεδέχθημεν ως απαραιτήτους αυτής ιδιότητας την ανδρείαν, το μεγαλείον της ψυχής, την ευμάθειαν και την μνήμην και τότε μας διέκοψες εσύ, Αδείμαντε, ότι ο καθένας θα ηναγκάζετο να συμφωνήση με αυτά που λέγομεν, εάν όμως αφήση τους λόγους, και στρέψη προς αυτούς τους ιδίους, περί των οποίων πρόκειται, θα έβλεπε, λέγει, ότι άλλοι μεν εξ αυτών είναι άχρηστοι, οι περισσότεροι δε γεμάτοι με κάθε κακίαν και πονηρίαν και ημείς ερευνώντες την αφορμήν αυτής της κατηγορίας, εφθάσαμεν εις τούτο: να εξετάσωμεν, διατί οι περισσότεροι φιλόσοφοι είναι κακοί· τούθ' όπερ μας ηνάγκασε να ορίσωμεν πάλιν εξ αρχής την φύσιν και τον χαρακτήρα των αληθινών φιλοσόφων. — Πράγματι αυτό έγινε.

 — Αυτήν λοιπόν την φύσιν πρέπει τώρα να εξετάσωμεν πώς διαφθείρεται, και εξαφανίζεται κατά το πλείστον, μικρόν δε μέρος διαφεύγει την καταστροφήν· και είναι εκείνοι, τους οποίους, ακριβώς διά τούτο, τους ονομάζουν όχι πονηρούς, αλλά αχρήστους· και ακολούθως θα εξετάσωμεν την φύσιν των ψευδών και κατ' απομίμησιν φιλοσόφων, οι οποίοι σφετεριζόμενοι επάγγελμα ανώτερον των δυνάμεών των και της αξίας των, υποπίπτουν εις μύρια ατοπήματα, και γίνονται αφορμή να δυσφημίζεται γενικώς και παρά πάντων, καθώς λέγεις, η φιλοσοφία. — Και ποίαι είναι αι αφορμαί της διαφθοράς αυτής; — Εγώ θα σου τας αναπτύξω, εάν ημπορέσω· εις αυτό όμως, υποθέτω, θα συμφωνήσουν όλοι, ότι σπανίως και ολίγισται τοιαύται φύσεις παρουσιάζονται μεταξύ των ανθρώπων, αι οποίαι να συνενώνουν όλας εκείνας τας ιδιότητας, που οφείλει να έχη ο τέλειος και πραγματικός φιλόσοφος· ή δεν το παραδέχεσαι; — Και πάρα πολύ μάλιστα. — Και αυταί πάλιν αι ολίγαι, πρόσεξε εις πόσους κινδύνους καταστροφής υπόκεινται. — Ποίοι είναι αυτοί οι κίνδυνοι; — Εκείνο, που θα σου φανή το πλέον παράδοξον, είναι ότι εκάστη από τας ιδιότητας της φιλοσοφικής φύσεως, που τας εθεωρήσαμεν ουσιώδεις και απαραιτήτους, διαφθείρουν πολλάκις την ψυχήν, που τας έχει, και την αποσπούν από την φιλοσοφίαν δηλαδή η ανδρεία, η σωφροσύνη, και όλα τα άλλα, που ανεφέραμεν. — Πολύ παράξενον αλήθεια να το ακούση κανείς. — Ακόμη δε προς τούτοις όλα τα λεγόμενα αγαθά την διαφθείρουν και την αποσπούν, η ωραιότης, ο πλούτος, η δύναμις του σώματος, αι ισχυραί συγγένειαι και όλα τα παρόμοια· διότι από αυτά εννοείς τι θέλω να είπω εν γένει. — Εννοώ, αλλά πολύ ευχαρίστως θα ήθελα να μου τα εξηγήσης ακριβέστερον.

 — Κράτησε καλά αυτήν την γενικήν αρχήν, και δεν θα σου φανούν καθόλου παράδοξα αυτά, που σου είπα πριν, αλλ' απεναντίας φυσικώτατα και αυταπόδεικτα. — Και ποία είναι αυτή η γενική αρχή; — Όλοι γνωρίζομεν, ότι παν σπέρμα είτε φυτού είτε ζώου, το οποίον δεν ήθελε τύχη της καταλλήλου τροφής, κλίματος ή εποχής, όσον ισχυρότερον εκ φύσεως είναι, τόσον περισσότερον το επηρεάζει η έλλειψις των καταλλήλων προς ανάπτυξίν του όρων, διότι το κακόν είναι εναντιώτερον εις το αγαθόν, παρά εις το μη αγαθόν. — Πραγματικώς. — Έχει λοιπόν τον λόγον του, ότι μία καλή φύσις υφίσταται την επίδρασιν των μη ευνοϊκών όρων περισσότερον από μίαν κακήν. — Μάλιστα. — Δεν δυνάμεθα λοιπόν, φίλε μου Αδείμαντε, να διαβεβαιώσωμεν κατά τον ίδιον τρόπον, ότι και όσαι ψυχαί είναι κάλλιον πεπροικισμέναι εκ φύσεως, όταν δεν τύχουν καλής ανατροφής, καταντούν και αι πλέον χειρότεραι; ή νομίζεις ότι τα μεγάλα αδικήματα και η άκρατος πονηρία γεννώνται εις τας κοινάς ψυχάς και όχι μάλλον εις τας ισχυράς εκείνας, τας οποίας μία κακή ανατροφή διέφθειρεν, ενώ μία ασθενής φύσις δεν ημπορεί ποτε να γίνη αιτία ούτε μεγάλων αγαθών, ούτε μεγάλων κακών; — Αυτό και εγώ παραδέχομαι.

 — Κατά συνέπειαν η φιλοσοφική, καθώς την εδέχθημεν, φύσις, όταν μεν τύχη, νομίζω, της προσηκούσης καλλιεργείας και παιδεύσεως, κατ' ανάγκην θα φθάση βαθμηδόν εις τον ανώτατον βαθμόν της τελειότητος, όταν όμως σπείρεται και αναπτύσσεται εις όχι κατάλληλον έδαφος, θα καταντήση εις όλως διόλου αντίθετα αποτελέσματα, εκτός πλέον αν τύχη της βοηθείας κανενός θεού· ή πιστεύεις και συ, όπως το φαντάζονται πολλοί, ότι υπάρχουν νέοι διαφθειρόμενοι από κάποιους σοφιστάς, ότι ευρίσκονται τοιούτοι μεμονωμένοι σοφισταί διαφθορείς, και όχι ότι αυτοί ακριβώς, που τα λέγουν αυτά, είναι οι μεγαλύτεροι σοφισταί, ικανοί να διαπλάσουν και να τους κάμουν όπως τους θέλουν, και νέους και γέροντας και άνδρας και γυναίκας; — Και πού το κάμνουν αυτό; — Όταν συναθροίζωνται σωρηδόν οι πολλοί εις τας εκκλησίας, τα δικαστήρια, τα θέατρα, τα στρατόπεδα, ή εις καμμίαν άλλην κοινήν συνάθροισιν του πλήθους και με πολύν θόρυβον άλλοτε μεν αποδοκιμάζουν τα λεγόμενα ή τα πραττόμενα, άλλοτε δε τα επιδοκιμάζουν, υπερβολικά εις αμφοτέρας τας περιστάσεις, χειροκροτούντες και κραυγάζοντες, ενώ μαζί με αυτούς και οι λίθοι και ο τόπος, εις τον οποίον ευρίσκονται, αντηχούν και κάμνουν διπλάσιον τον θόρυβον ή της αποδοκιμασίας ή του επαίνου των· τι λοιπόν θέλεις να σου κάμη ένας νέος, που θα ευρεθή εις τοιαύτην σκηνήν; όσον και εξαίρετον και αν έλαβε ανατροφήν κατ' ιδίαν, είναι δυνατόν να ανθέξη και να μη ναυαγήση εν μέσω αυτών των επαίνων ή των αποδοκιμασιών; είναι δυνατόν να μη τον παρασύρη το ρεύμα, και όπου τον φέρη, και να μη συμμερισθή τας κρίσεις αυτών περί του καλού και του κακού, και να μη συμμορφωθή και με την καθ' όλου διαγωγήν των, και εις το τέλος να γίνη όμοιος και απαράλλακτος με όλους; — Αυτό θα γίνη κατ' ανάγκην.

 — Και όμως δεν ανεφέραμεν ακόμη την μεγαλυτέραν ανάγκην. — Ποίαν; — Εκείνην την οποίαν, όταν δεν κατορθώνουν να πείσουν με τους λόγους, επιβάλλουν με τα έργα αυτοί οι περίφημοι σοφισταί και διδάσκαλοι· ή δεν γνωρίζεις, ότι τιμωρούν τον μη πειθόμενον με στέρησιν των πολιτικών του δικαιωμάτων και της περιουσίας του, με χρηματικά πρόστιμα και με θάνατον επί τέλους; — Το γνωρίζω και πολύ καλά μάλιστα. — Ποίος λοιπόν σοφιστής νομίζεις, ή ποία άλλη ιδιωτική διδασκαλία δύναται να υπερισχύση απέναντι τοιούτων μαθημάτων; — Καμμία, πιστεύω. — Πραγματικώς, και θα ήτο μάλιστα και μεγάλη μωρία να το δοκιμάση καν· διότι ούτε υπάρχει, ούτε ποτέ υπήρξεν, ούτε και θα υπάρξη ψυχή αληθινά ενάρετος, της οποίας η εκπαίδευσις να αντισταθμίση την διδασκαλίαν τοιούτων ανθρώπων· και λέγω το ανθρωπίνως δυνατόν, φίλε μου· εξαιρώ το τι ημπορεί να κάμη η βοήθεια του θεού· διότι, γνώριζέ το, αν εν τοιαύτη καταστάσει πολιτειών κατορθώση κανείς να σωθή και γίνη ό,τι πρέπει να γίνη, βεβαίως δυνάμεθα να υποστηρίξωμεν, δίχως φόβον να διαψευσθώμεν, ότι την σωτηρίαν του θα οφείλη εις την θείαν χάριν. Και εγώ είμαι αυτής της ιδέας.

 — Να έχης ακόμη και αυτήν την ιδέαν. — Ποίαν; — Όλοι αυτοί οι επί μισθώ ιδιωτικοί διδάσκαλοι, τους οποίους ο λαός ονομάζει σοφιστάς, και των οποίων τα μαθήματα νομίζει ότι αντιστρατεύονται προς εκείνα που διδάσκει ο ίδιος, δεν κάμνουν άλλο, παρά να επαναλαμβάνουν εις τους νέους τας ιδίας αρχάς και θεωρίας, που ακολουθεί αυτός ο λαός εις τας συναθροίσεις του, και αυτό είναι που ονομάζουν διδασκαλίαν της σοφίας· το ίδιον δηλαδή πράγμα, όπως ένας άνθρωπος να εσπούδαζε προσεκτικά τας εμφύτους ορμάς και τας ορέξεις ενός μεγάλου και ισχυρού θηρίου, πώς πρέπει να το πλησιάση, πού πρέπει να το εγγίση, πότε και από τι γίνεται άγριον ή ήμερον, τι είδους φωνάς συνηθίζει να εκβάλλη κατά τας διαφόρους περιστάσεις, και ποίον τόνον φωνής όταν ακούη εξερεθίζεται ή καταπραΰνεται, αφού δε τα μάθη όλα αυτά με τον καιρόν και από την συνήθειαν, να το ονομάση αυτό σοφίαν και να το κάμη τέχνην του, την οποίαν να αρχίση να διδάσκη, χωρίς πράγματι να γνωρίζη από αυτάς τας συνηθείας και τας ορέξεις του θηρίου, ποίον είναι το καλόν ή το κακόν, το αγαθόν ή το αισχρόν, το δίκαιον ή το άδικον, αλλά συμμορφώνη την κρίσιν του με τα διάφορα ένστικτα του ζώου και ονομάζη καλά μεν εκείνα που του προξενούν ευχαρίστησιν, κακά δε όσα το εξαγριώνουν, δίκαια εκείνα που ικανοποιούν τας φυσικάς του ανάγκας, δίχως καμμίαν άλλην διάκρισιν, διότι ούτε ο ίδιος ποτέ κατενόησε ούτε εις τους άλλους είναι ικανός να καταδείξη, ποία ουσιώδης πράγματι διαφορά υπάρχει μεταξύ του απολύτου και του σχετικού καλού· ένας τοιούτος διδάσκαλος, 'πέ μου να ζης, δεν θα σου εφαίνετο πολύ αλλόκοτος; — Βεβαιότατα.

 — Και νομίζεις λοιπόν ότι διαφέρει καθόλου από αυτόν, εκείνος που το θεωρεί σοφίαν του να γνωρίζη τας ορέξεις και τας επιθυμίας των πολλών εις τας δημοσίας των συναθροίσεις, είτε περί πολιτικών ζητημάτων πρόκειται, είτε περί ζωγραφικής, είτε περί μουσικής; είναι προφανές ότι, εάν κανείς αποφασίση να επιδείξη εις καμμίαν τοιαύτην συνάθροισιν των πολλών ή ένα ποιητικόν του έργον, ή άλλο προϊόν της τέχνης του, ή τους υποβάλλη σχέδιον δημοσίας ωφελείας, και εξαρτήση την επιτυχίαν του από την κρίσιν του πλήθους, είναι ανάγκη αναπόφευκτος να συμμορφωθή κατά πάντα με ό,τι τους αρέσει και εγκρίνουν· ήκουσες όμως ως τώρα ποτέ κανένα από αυτούς τους πολλούς, να αποδεικνύη με επιχειρήματα, που να μην είναι καταγέλαστα ότι αυτά που εκτιμά ως ωραία και καλά, είναι πράγματι και τοιούτα; — Όχι, και ούτε ποτέ πιστεύω να ακούσω.

 — Εκτός λοιπόν όλων αυτών των συλλογισμών κάμε και τον εξής ακόμη· είναι ποτέ δυνατόν να παραδεχθή το πλήθος και να το πιστεύση ως ορθόν, ότι το ωραίον είναι έν, όλως διόλου ξεχωριστόν από τα πολλά ωραία, και εν γένει το καθεαυτό ον είναι ανεξάρτητον από τα πολλά αντικείμενα του είδους του; — Όχι, δεν είναι δυνατόν. — Ώστε ο λαός δεν ημπορεί να είναι φιλόσοφος. — Αδύνατον. — Κατ' ανάγκην επομένως όσοι επιδίδονται εις την φιλοσοφίαν θα περιφρονούνται από τους πολλούς. — Κατ' ανάγκην. — Επίσης και υπό των ιδιωτικών αυτών διδασκάλων, των σοφιστών, οι οποίοι ερχόμενοι εις συνάφειαν με τον όχλον, επιθυμούν να τα έχουν καλά μαζί του και να είναι αρεστοί εις αυτόν. — Αυτό είναι φανερόν.

 — Κατόπιν λοιπόν όλων αυτών, ποίαν ελπίδα σωτήριας βλέπεις διά την φιλοσοφικήν φύσιν, ώστε να επιμείνη σταθερά εις το έργον της και να φθάση επί τέλους εις τον προορισμόν της; κρίνε το και μόνος σου απ' όσα είπαμεν προηγουμένως· έχομεν παραδεχθή, ότι ο αληθινός φιλόσοφος πρέπει να έχη εκ φύσεως ευμάθειαν, μνήμην, ανδρείαν και μεγαλοψυχίαν. — Μάλιστα. — Ο τοιούτος λοιπόν δεν θα είναι ευθύς εκ παιδικής ηλικίας πρώτος εις όλα μεταξύ των συνομηλίκων του, αν τύχη μάλιστα να έχη και ανάλογα σωματικά προτερήματα με τα ψυχικά; — Πώς να μη; — Όταν λοιπόν φθάση εις ώριμον ηλικίαν θα προθυμοποιηθούν βέβαια και οι οικείοι του και οι συμπολίται του να χρησιμοποιήσουν τα προτερήματά του προς το συμφέρον των. — Βεβαιότατα. — Θα αρχίσουν λοιπόν να του υποβάλλουν τας παρακλήσεις των και τας περιποιήσεις των, διά να προκαταλάβουν και εξασφαλίσουν υπέρ εαυτών με τας κολακείας των την δύναμιν, που θα αποκτήση μίαν ημέραν. — Αυτό γίνεται συνήθως. — Τι νομίζεις λοιπόν ότι θα γίνη ο τοιούτος μεταξύ τοιούτων, μάλιστα αν τύχη να ανήκη εις μίαν πόλιν μεγάλην και ο ίδιος να είναι πλούσιος και ευγενούς καταγωγής, ακόμη δε και εύμορφος και με επιβλητικόν παρουσιαστικόν; δεν θα καταντήση να συλλάβη τας παραβολωτέρας ελπίδας, μέχρι και του να φαντασθή ότι είναι προωρισμένος να διοικήση Έλληνας και βαρβάρους, και με αυτάς τας τρελλάς ιδέας του μεγαλείου του να παραφουσκώση από έπαρσιν και εγωισμόν, χάρις εις την κουφόνοιάν του; — Και βέβαια αυτό θα πάθη.

 — Εάν λοιπόν, ενώ ευρίσκεται υπ' αυτάς τας συνθήκας, τον πλησιάση κάποιος εύμορφα εύμορφα και τολμήση να του δώση να καταλάβη την αλήθειαν, ότι δεν έχει νουν εις το κεφάλι του, του χρειάζεται όμως, αλλ' ότι αυτό το πράγμα δεν αποκτάται χωρίς να κοπιάση κανείς πολύ δια την απόκτησίν του, νομίζεις ότι θα είναι εύκολον να τείνη ευήκοον ους εις τας συμβουλάς του, ύστερ' από τόσα κακά που το έχουν κυριευμένον; — Κάθε άλλο βέβαια.

 — Εάν λοιπόν ένας, χάρις εις την καλήν του φύσιν και εις την συγγένειαν που έχουν με αυτήν εκείνοι οι λόγοι, τους ακούση οπωσδήποτε και καμφθή και τον τραυήξη η φιλοσοφία, τι νομίζεις πως θα κάμουν εκείνοι, οι οποίοι θα νομίσουν ότι χάνουν τοιουτοτρόπως την υποστήριξιν και την φιλίαν, που επερίμεναν από αυτόν; δεν θα βάλουν τα πάντα εις ενέργειαν, και λόγους και έργα, διά να τον μεταπείσουν, και δεν θα στραφούν συγχρόνως και εναντίον εκείνου που εζήτησε να τον παρασύρη, διά να μη το κατορθώση, με όλα τα μέσα που διαθέτουν; — Αυτό θα συμβή χωρίς άλλο. — Ημπορεί λοιπόν ποτέ να επιδοθή ο τοιούτος εις την φιλοσοφίαν; — Όχι πολύ.

 — Βλέπεις λοιπόν ότι δεν είχαμεν άδικον να λέγωμεν, ότι και αυτά τα συστατικά της φιλοσοφικής φύσεως, όταν δεν τύχουν της δεούσης καλλιεργείας, γίνονται πολλάκις αφορμή να αποσπάσουν, τρόπον τινά, τον άνθρωπον από του φυσικού του προορισμού, καθ' ον τρόπον και τα πλούτη κα! όλα τα λεγόμενα αγαθά αυτού του είδους; — Πράγματι, είχες μέγα δίκαιον.

 — Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον, αγαπητέ μου, είναι που διαφθείρονται και χάνονται αι προνομιούχοι εκείναι φύσεις, αι προωρισμέναι διά το άριστον των επαγγελμάτων, μολονότι και αλλέως είναι τόσον σπάνιοι, όπως είπαμεν. Από αυτούς βγαίνουν οι άνθρωποι, οι οποίοι προξενούν και τα μεγαλύτερα κακά εις τας πόλεις και τους ιδιώτας, αλλά και τα μεγαλύτερα πάλιν καλά, εάν τύχη και στραφούν εις τον καλόν δρόμον· ενώ μία φύσις μετρία δεν είναι ποτέ ικανή να κάμη τίποτε μεγάλον, ούτε καλόν ούτε κακόν, ούτε εις πόλιν ούτε εις ιδιώτην. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον.

 — Αυτοί λοιπόν, που ήσαν κυρίως γεννημένοι διά την φιλοσοφίαν, αφού την απαρνηθούν τοιουτοτρόπως και την παρατήσουν εις την μέσην έρημην και παραπονεμένην, και οι ίδιοι ζουν ένα βίον, που δεν τους ταιριάζει και όχι αληθινόν, και εκείνην αφήνουν ορφανήν και απροστάτευτον εις την διάκρισιν ανθρώπων αναξίων, που παίρνουν την θέσιν των, διά να την καταντροπιάσουν ναι να την διαπομπεύσουν εις τοιούτον βαθμόν, ώστε έχουν δίκαιον εκείνοι που της ψάλλουν όσα λέγεις εσύ πως της ψάλλουν: ότι από τους ιδικούς της άλλοι μεν τίποτε δεν αξίζουν, οι δε περισσότεροι είναι πανάθλιοι και παμπόνηροι. — Αυτά πραγματικώς είναι που λέγουν.

Και δεν έχουν, είπομεν, άδικον διότι βλέποντες άλλοι ανθρωπίσκοι κενήν αυτήν την θέσιν, τόσον δε ζηλευτήν με τα λαμπρά ονόματα και τους τίτλους που την κοσμούν, παραιτούν ευχαρίστως το ταπεινόν των επάγγελμα, το οποίον ίσως έτυχε να εξασκούν και με κάποιαν περισσοτέραν από τους άλλους ευδοκίμησιν, και ρίπτονται εις τας αγκάλας της φιλοσοφίας, απαράλλακτα, όπως εκείνοι οι κακούργοι, οι οποίοι δραπετεύοντες από τας ειρκτάς ευρίσκουν άσυλον εις τους ιερούς ναούς· διότι η φιλοσοφία, μολονότι κατήντησε να ευρίσκεται εις αυτήν την κατάστασιν, διατηρεί οπωσδήποτε πάντα απέναντι των άλλων τεχνών μίαν υπεροχήν και ένα μεγαλοπρεπέστερον αξίωμα· και αυτό είναι που ζηλεύουν οι πολλοί εκείνοι, οι οποίοι ούτε εκ φύσεως είναι πλασμένοι δι' αυτήν, και, όπως έχουν τα σώματά των παραμορφωμένα από τας χειρωνακτικάς των εργασίας και τέχνας, τοιουτοτρόπως έχουν και τας ψυχάς στρεβλωμένας και εξευτελισμένας από την βαναυσότητα· ή ημπορούσε να γίνη αλλέως; — Έχεις δίκαιον.

 — Και νομίζεις πως διαφέρουν καθόλου, να τους ιδής, από ένα γύφτον, κακόμοιρον και φαλακρόν, που μόλις προ ολίγου εξήλθεν από τας φυλακάς, κατώρθωσε δε να κάμη μερικά λεπτά, και τώρα, αφού εξεβρώμησεν εις το λουτρόν, καινουργιοφορεμένος σαν γαμβρός, ετοιμάζεται να νυμφευθή την κόρην του κυρίου του, την οποίαν η πτωχεία και η εγκατάλειψις κατήντησαν εις αυτήν την ανάγκην; — Αλήθεια, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. — Τι παιδιά λοιπόν περιμένεις να σου γεννήσουν αυτοί, όχι νόθα και έκφυλα; — Κατ' ανάγκην. — Επίσης και αυτοί οι ανάξιοι παιδεύσεως άνθρωποι, όταν παρ' αξίαν πλησιάσουν την φιλοσοφίαν, τι διανοήματα και τι ιδέας περιμένεις να σου γεννήσουν; τι άλλο παρά σοφίσματα, καθώς πράγματι αξίζει να τα ονομάζωμεν, και τίποτε γνήσιον, που να φέρη τον τύπον της αληθινής σοφίας; — Τίποτε άλλο, πραγματικώς.

 — Μένει λοιπόν ένας παρά πολύ ελάχιστος αριθμός αξίων του ονόματος φιλοσόφων ή θα είναι καμμία εξαιρετική και τελείως μορφωμένη διάνοια, που εσώθη διά της φυγής και, δι' έλλειψιν των διαφθορέων, κατώρθωσε να διατηρηθή εις την μελέτην της σοφίας, ή καμμία μεγάλη ψυχή, που εγεννήθη εις μικράν πόλιν, και από περιφρόνησιν δεν ανεμίχθη ποτέ εις τα πολιτικά, ή και από άλλην τέχνην, την οποίαν δικαίως απηξίωσε να εξακολουθήση, επεδόθη από φυσικήν προδιάθεσιν εις την φιλοσοφίαν· άλλους δε πάλιν ίσως να εστάθη ικανός να συγκρατήση ο χαλινός του φίλου μας του Θεάγους· διότι εις τον Θεάγη ευρίσκοντο ηνωμένα όλα τα άλλα, που θα ημπορούσαν να τον αποσπάσουν από την φιλοσοφίαν· αλλ' η ανάγκη να φροντίζη διαρκώς διά το νοσηρόν σώμα του, τον απομακρύνει από τα πολιτικά και τον κρατεί εις την σπουδήν· όσον δι' εμέ, δεν αξίζει να κάμω λόγον διά το δαιμόνιόν μου, διότι παρόμοιον πράγμα ή εις ένα ή εις κανένα δεν έτυχε έως τώρα· και από αυτούς λοιπόν τους ολίγους, που γεύονται ή εγεύθησαν την γλυκύτητα και την μακαριότητα που παρέχει η σοφία, είδον όμως αφ' ετέρου και την μανίαν των πολλών και την αθλίαν κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκεται η διοίκησις των πολιτικών πραγμάτων, και ότι είναι δύσκολον να ευρεθή σύμμαχος, μετά του οποίου να αναλάβη τις την υπεράσπισιν της δικαιοσύνης, χωρίς κίνδυνον, ως να έχη πέση μέσα εις άγρια θηρία, που ούτε θέλει να συμμερισθή τας αδικίας των, ούτε όμως είναι ικανός, ένας αυτός, να αντισταθή εις την αγριότητά των, βέβαιος ότι θα είναι ανωφελής και διά τον εαυτόν του και διά τους άλλους και θα χαθή άδικα πριν να προσφέρη καμμίαν εκδούλευσιν εις την πατρίδα του και εις τους φίλους του — όλα αυτά λοιπόν έχων υπ' όψιν του προτιμά να μείνη εις την ησυχίαν του και να κυττάζη τη δουλειά του· και όπως ένας, όταν πιάση εξαφνική κακοκαιρία, αποσύρεται οπίσω από ένα τοίχον, διά να προφυλαχθή από την σκόνην και την ανεμοζάλην. τοιουτοτρόπως και αυτός, ενώ βλέπει τους άλλους να τους παρασύρη η ανομία και η κακία, θα ήτο ευχαριστημένος, εάν οπωσδήποτε ζήση εις αυτόν τον κόσμον καθαρός από κάθε αδικίαν και κακόν έργον και εξέλθη από την ζωήν με την συνείδησιν αναπαυμένην και πλήρη καλών ελπίδων. — Δεν θα ήτο μικρόν το κατόρθωμά του, αν εξήρχετο τοιουτοτρόπως από αυτήν την ζωήν. — Ούτε όμως και πολύ μεγάλον, επειδή δεν έτυχε να εύρη την πολιτείαν που του εταίριαζε· διότι μόνον εις μίαν τοιαύτην και ο ίδιος ο φιλόσοφος θα ημπορούσε να φθάση υψηλότερα, και εις την πολιτείαν και τους ιδιώτας να φανή χρήσιμος και πράγματι σωτήρ.

Κατεδείξαμεν λοιπόν επαρκώς, καθώς μου φαίνεται, τους λόγους διά τους οποίους τόσον κατηγορείται, όχι όμως και δικαίως, η φιλοσοφία· δεν ηξεύρω όμως εάν έχης να προσθέσης τίποτε άλλο εσύ. — Τίποτε δεν έχω πλέον να είπω επάνω εις αυτό· ήθελα μόνον να ακούσω, ποίον από τα υπάρχοντα πολιτεύματα λέγεις, ότι συνάδει εις την φιλοσοφίαν; — Απολύτως κανένα, και ακριβώς με αυτό έχω να κάμω, πως δεν υπάρχει ούτε ένα είδος πολιτεύματος άξιον διά την φιλοσοφικήν φύσιν· και δι' αυτό την βλέπομεν να διαστρέφεται και να διαφθείρεται, και, όπως ένας ξενικός σπόρος, που μεταφυτευθή εις άλλο έδαφος, εκφυλίζεται και αφομοιώνεται εις το τέλος με τον εγχώριον, τοιτοτρόπως και αυτή δεν ημπορεί να κρατήση την φυσικήν της δύναμιν και αποβάλλει τον αρχικόν της χαρακτήρα· εάν όμως επιτύχη πολίτευμα, του οποίου η τελειότης να είναι ανάλογος με την ιδικήν της, τότε θα το δείξη ότι είναι αληθώς κάτι τι θείον, όλα δε τα άλλα, και χαρακτήρες και επιτηδεύματα, είναι απλώς ανθρώπινα· τώρα, χωρίς άλλο, είσαι έτοιμος να με ερωτήσης, ποίον είναι αυτό το πολίτευμα. — Δεν το ευρήκες· δεν ήθελα να ερωτήσω αυτό, αλλ' εάν είναι το πολίτευμα που εθεσπίσαμεν ημείς διά την πόλιν μας, ή κανένα άλλο. — Εκείνο ακριβώς, εκτός ενός σημείου, που του λείπει ακόμη· και ναι μεν είπαμεν και τότε, ότι έπρεπε να εύρωμεν ένα τρόπον, να διατηρήται πάντοτε εις την πόλιν το αυτό πνεύμα του πολιτεύματος, υπό το οποίον συ ο νομοθέτης εθέσπισες τους θεμελιώδεις νόμους. — Ναι, το είπαμεν. — Αλλά δεν ανεπτύχθη επαρκώς αυτό το σημείον, από τον φόβον των δυσκολιών, τας οποίας αντιλαμβανόμενοι και σεις, εδηλώσατε ότι θα ήτο μακρά και δυσχερής η εξέτασις· καθόσον μάλιστα και όσα μας μένουν ακόμη να είπωμεν, δεν είναι καθόλου εύκολον να τα αναπτύξωμεν. — Τι δηλαδή; — Τίνα μέτρα πρέπει να ληφθούν, διά να εξασφαλισθή η διατήρησις της φιλοσοφίας εις την πολιτείαν μας· διότι κάθε μεγάλη επιχείρησις είναι επισφαλής και, καθώς λέγει η παροιμία, όλα τα καλά είναι δύσκολα. — Αλλ' όμως δεν πρέπει να μείνη το πράγμα ατελές και χρειάζεται να αναπτυχθή και αυτό το σημείον, διά να συμπληρωθή.

 — Δεν θα είναι η έλλειψις καλής θελήσεως εκ μέρους μου, αλλά της απαιτουμένης ικανότητος, που θα με εμποδίση ίσως· όσον διά την προθυμίαν μου, εδώ είσαι και θα ιδής· και βλέπε αμέσως με πόσον θάρρος και με ποίαν παρακεκινδυνευμένην τόλμην μέλλω να ισχυρισθώ, ότι με την φιλοσοφίαν πρέπει να ακολουθώμεν όλως διόλου την εναντίαν μέθοδον εκείνης, που είναι σήμερον εν χρήσει. — Πώς δηλαδή; — Σήμερον, όσοι τέλος πάντων σπουδάζουν φιλοσοφίαν, αρχίζουν πάρα πολύ μικροί, μόλις σχεδόν εξέρχονται από την παιδικήν ηλικίαν, και επί πλέον μοιράζουν τον χρόνον των σπουδών των μεταξύ αυτής και της οικονομολογίας και των εμπορικών, όταν δε πλησιάζουν εις το δυσκολώτερον μέρος της, δηλαδή την διαλεκτικήν, τα αφήνουν εις την μέσην, και οι μάλλον προωδευμένοι μεταξύ αυτών· όσον διά το κατόπιν, το θεωρούν και πολύ, αν αποφασίσουν να παρασταθούν, προσκαλούμενοι, εις καμμίαν φιλοσοφικήν διάλεξιν, και το κάμνουν μάλλον διά να περάσουν την ώραν των· όταν δε φθάση το γήρας, εκτός ολιγίστων εξαιρέσεων, ο ζήλος των διά την φιλοσοφίαν σβύνεται πολύ περισσότερον από τον ήλιον του Ηρακλείτου, καθόσον μάλιστα δεν θα αναφθή πλέον. — Τι λοιπόν πρέπει να γίνεται; — Όλως διόλου το αντίθετον^ εις μεν την παιδικήν και νεανικήν ηλικίαν, πρέπει να περιορίζεται το πράγμα εις μίαν εκπαίδευσιν και σπουδήν ανάλογον με τας πνευματικάς των δυνάμεις, και συγχρόνως, καθ' ήν εποχήν αυξάνει και δυναμώνει το σώμα, να δίδεται πολύ μεγάλη φροντίς δι' αυτό, διά να ημπορή μίαν ημέραν να εξυπηρετή το πνεύμα εις την σπουδήν της φιλοσοφίας· όσον δε προχωρεί η ηλικία και αρχίζει η ψυχή να τελειοποιήται, να επιτείνεται και η εκγύμνασις αυτής με τα δυσκολώτερα μαθήματα· τέλος, όταν παρακμάζη η δύναμις και δεν τους επιτρέπη πλέον να λαμβάνουν μέρος ούτε εις τον πόλεμον, ούτε εις τα πολιτικά, τότε πλέον να είναι ελεύθεροι να παραδοθούν αποκλειστικώς εις την φιλοσοφίαν, χωρίς να κάμνουν τίποτε άλλο, διά να περάσουν τον υπόλοιπον βίον εν μακαριότητι, και να εύρουν μετά θάνατον εις τον άλλον κόσμον μοίραν ανταξίαν προς τον βίον που έζησαν εδώ κάτω.

Πραγματικώς με μεγάλην προθυμίαν και ζήλον τα λέγεις, Σωκράτη· νομίζω όμως ότι οι περισσότεροι από τους ακροατάς σου, και πρώτος ο Θρασύμαχος, είναι έτοιμοι με μεγαλυτέραν προθυμίαν να σου αντιτείνουν. Μη ζητής να μου βάλης τώρα ζιζάνια με τον Θρασύμαχον, αφού έχομεν γίνη πλέον φίλοι, αν και πριν δεν είμεθα εχθροί· διότι εγώ θα καταβάλω όλας μου τας προσπαθείας, έως ότου κατορθώσω να πείσω και αυτόν και τους άλλους· ή τουλάχιστον να τους γίνω χρήσιμος διά μίαν άλλην περίστασιν, όταν θα επανέλθουν πάλιν εις την ζωήν, και τύχη να ευρεθούν εις τοιαύτην συζήτησιν. — Πολύ μικρήν, βλέπω, διορίαν τους βάζεις. — Ειπέ μάλλον μηδαμινήν, εν σχέσει με το άπειρον του χρόνου· επί τέλους, δεν παραξενεύομαι και πολύ, που δεν παραδέχονται οι περισσότεροι όσα είπα· είναι πράγματα βέβαια, που δεν τα είδαν ποτέ ακόμη να γίνουν και ακούουν συνήθως επ' αυτού του αντικειμένου λόγους, εις τους οποίους με άκραν επιτήδευσιν επιδιώκεται μόνον η συμμετρία των φράσεων, και όχι λόγους απλούς και φυσικούς, όπως έλθουν εις την γλώσσαν· αν ειπής και δι' άνθρωπον, που να είναι κομμένος με όλην την δυνατήν ακρίβειαν και συμμετρίαν επάνω εις το πρότυπον της αρετής, ποτέ τους βέβαια δεν είδαν τοιούτον επί κεφαλής μιας πόλεως, που να είναι και αυτή επίσης πρότυπον τελειότητος· ή έχεις εναντίαν ιδέαν; — Καθόλου.

 — Αλλ' ούτε προσέτι ηξιώθησάν ποτε να παρακολουθήσουν, όπως χρειάζεται, τας συζητήσεις ανθρώπων σωστών και ελευθέρων, που να ζητούν την αλήθειαν με όλον των τον ζήλον και με κάθε τρόπον απλώς και μόνον χάριν αυτής της αληθείας, να περιφρονούν δε τας κομψολογίας και τας σοφιστείας και κάθε τι που τείνει προς επίδειξιν ή λέγεται από πνεύμα αντιλογίας, όπως συμβαίνει συνήθως εις τα δικαστήρια ή εις τας συναναστροφάς. — Και αυτό αλήθεια.

 — Δι' όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους και δι' όλα αυτά που είχα υπ' όψιν μου, εδίσταζα και εγώ τότε να εκφέρω ελευθέρως την γνώμην μου· είπα όμως επί τέλους, αναγκαζόμενος από την αλήθειαν, ότι είναι αδύνατον να υπάρξη ούτε πόλις, ούτε πολίτευμα, ούτε άνθρωπος επίσης τέλειος, εκτός αν καμμία ευτυχής ανάγκη υποχρεώση αυτούς τους ολίγους φιλοσόφους, που ονομάζονται σήμερον όχι πονηροί, αλλά άχρηστοι, να αναλάβουν, εκόντες άκοντες, την διοίκησιν της πόλεως, καθώς και την ιδίαν την πόλιν να τους υπακούση· ή εάν από κάποιαν θείαν έμπνευσιν καταλάβη έρως αληθινός της αληθινής φιλοσοφίας εκείνους που είναι σήμερα βασιλείς και μονάρχαι ή τους υιούς αυτών. Ότι δε τάχα είναι αδύνατον να γίνη το ένα ή το άλλο από αυτά, ή ακόμη και τα δύο, είναι ισχυρισμός που δεν έχει κανένα λόγον κατά την ιδέαν μου· διότι δικαίως τότε θα εθεωρούμεθα καταγέλαστοι ημείς, εάν εκαθήμεθα εδώ να λέγωμεν πράγματα όμοια με ματαίας ευχάς· ή όχι; — Μάλιστα.

 — Εάν λοιπόν συνέβη εις το άπειρον διάστημα του χρόνου, που διέρρευσεν έως τώρα, να ευρέθησαν φιλόσοφοι έξοχοι εις την ανάγκην να αναλάβουν την διοίκησιν πολιτείας, ή και αν το πράγμα γίνεται και σήμερον εις κανένα βάρβαρον τόπον, που να κείται μακράν έξω από την περιοχήν των γνωστών μας χωρών, ή αν θα γίνη κάποτε εις το μέλλον, είμεθα έτοιμοι να υποστηρίξωμεν διά του λόγου, ότι υπήρξεν η ειρημένη πολιτεία, ή ότι υπάρχει και θα υπάρξη, όταν αύτη η Μούσα κάμη κατοχήν της πόλεως· διότι δεν είναι πράγμα αδύνατον να γίνη, ούτε ημείς λέγομεν πράγματα αδύνατα· δύσκολα, μάλιστα· αυτό και ημείς δεν το αρνούμεθα. — Και εγώ αυτής της ιδέας είμαι.

 — Θα μου επαναλάβης όμως πάλιν ότι δεν είναι αυτής της ιδέας και οι πολλοί; — Ίσως. — Ω ευλογημένε, μην αδικής δα και τόσον τους πολλούς· αλλά κύτταξε ποίαν ιδέαν θα σχηματίσουν, εάν αντί να φιλονεικής μαζί των, προσπαθήσης να τους συμφιλιώσης με την φιλοσοφίαν και να διαλύσης την κακήν υπόληψιν, που επικρατεί περί αυτής· εάν τους δώσης να καταλάβουν ποίους εσύ εννοείς φιλοσόφους και καθορίσης, όπως το εκάμαμεν πριν, τον αληθινόν τους χαρακτήρα καθώς και το πραγματικόν των έργον, διά να μη νομίζουν, ότι ομιλείς δι' εκείνους τους φιλοσόφους, που φαντάζονται αυτοί· ή μήπως, εάν ίδουν υπ' αυτήν την έποψιν τα πράγματα, θα μου είπης πάλιν, ότι θα επιμένουν πάντα να έχουν διαφορετικήν ιδέαν και άλλα θα σου αποκρίνονται; ή νομίζεις ότι ημπορεί να τα έχη κανείς με ένα άνθρωπον, που δεν θέλει ποτέ το κακόν, ή να φθονή ένα, που δεν είναι φθονερός, όταν ο ίδιος είναι άχολος και ήμερος; εγώ τουλάχιστον σε προλαμβάνω και λέγω, ότι μάλλον μεταξύ των ολίγων και όχι μεταξύ του πλήθους ημπορεί κανείς να εύρη ένα τόσον δύσκολον χαρακτήρα. — Μα και εγώ να σου ειπώ συμφωνώ εις αυτό μαζί σου. — Αι, λοιπόν, δεν συμφωνείς και εις τούτο ακόμη μαζί μου; ότι εκείνο που διαθέτει τόσον κακώς τους πολλούς εναντίον της φιλοσοφίας, είναι ακριβώς αυτοί που εισβάλλουν, κατόπιν, ούτως ειπείν, μέθης, εις την οικίαν της, χωρίς να τους ταιριάζη καθόλου, και αρχίζουν να λοιδορούν και να υβρίζουν τους ανθρώπους και να δεικνύουν κάθε εχθρικήν προς αυτούς διάθεσιν, πράγμα το οποίον ήκιστα συμβιβάζεται με την φιλοσοφίαν; — Και πολύ μάλιστα συμφωνώ.

 — Διότι βέβαια, φίλε μου Αδείμαντε, εκείνος, που αφοσιώνεται αληθινά εις την μελέτην της αληθείας, ούτε καιρόν έχει να καταβιβάζη το βλέμμα του εις τα συνήθη και καθημερινά έργα των ανθρώπων, και να πιάνεται με αυτούς και να δημιουργή φθόνους και μίση γύρω του· αλλ' απεναντίας προσηλωμένοι πάντοτε εις πράγματα, που τα διέπει τάξις ωρισμένη και έχουν υπόστασιν αναλλοίωτον, που δεν βλάπτουν ποτέ το ένα το άλλο, αλλά φυλάττουν τας αυτάς διαθέσεις και την αυτήν σχέσιν μεταξύ των, δεν ημπορούν παρά να τα μιμούνται και οι ίδιοι και να αφομοιώνωνται προς αυτά· ή νομίζεις πως υπάρχει τρόπος να μείνη κανείς ανεπηρέαστος και να μη μιμηθή ένα πράγμα, που το λατρεύει και ζη πάντα μαζί του; — Αδύνατον.

 — Τοιουτοτρόπως και ο φιλόσοφος, αφού έχει να κάμη πάντοτε με πράγματα θεία, που τα διέπει τάξις αναλλοίωτος, γίνεται και αυτός θείος και μετρημένος εις όλας του τας πράξεις, όσον τουλάχιστον είναι αυτό δυνατόν δι' άνθρωπον διότι εις όλα τα ανθρώπινα θα έχη πάντα να εύρη κανείς κάτι. — Έχεις δίκαιον.

 — Εάν λοιπόν τον υποχρεώση κάποια ανάγκη, εκείνα που βλέπει και μελετά εκεί, να τα εφαρμόση και εις τα ανθρώπινα ήθη και να νομοθετήση διά τον δημόσιον και ιδιωτικόν βίον των ομοίων του, χωρίς να περιορίζεται μόνον εις την τελειοποίησιν του εαυτού του, νομίζεις ότι θα γίνη κακός διδάσκαλος και εισηγητής της σωφροσύνης και της δικαιοσύνης και πάσης εν γένει πολιτικής αρετής; — Κάθε άλλο βέβαια.

 — Αλλ' αν ακόμη και ο λαός κατορθώση να εννοήση ότι είναι αληθινά όλα αυτά που λέγομεν διά τους φιλοσόφους, θα εξακολουθή να τους έχη εις το κακόν, και δεν θα μας πιστεύσουν που τους λέγομεν, ότι είναι αδύνατον να ευδαιμονήση μία πολιτεία, παρά μόνον εάν χαράξουν το σχέδιόν της οι ζωγράφοι εκείνοι, που έχουν προ των οφθαλμών των ως υπόδειγμα το θείον πρότυπον; — Θα αλλάξουν βέβαια γνώμην, αν εννοήσουν την αλήθειαν· αλλά πώς θα κάμουν οι φιλόσοφοι διά να χαράξουν αυτό το σχέδιον;

 — Θα θεωρήσουν την πόλιν και τας ψυχάς των ανθρώπων ως ένα πίνακα, τον οποίον εν πρώτοις οφείλουν να κάμουν τελείως καθαρόν· πράγμα που δεν είναι και πολύ εύκολον· γνώριζε όμως ότι εις αυτό θα διαφέρουν αμέσως από τους άλλους, διότι δεν θα θελήσουν να εγγίσουν ούτε ιδιώτην ούτε πόλιν μηδέ να γράψουν νόμους, πριν ή τους παραλάβουν καθαρούς, ή το κάμουν αυτό οι ίδιοι. Και πολύ σωστά. Τώρα λοιπόν πρέπει να προσχεδιάσουν το διάγραμμα της πολιτείας; — Πώς όχι; — Έπειτα λοιπόν, νομίζω, θα αρχίσουν να εργάζωνται συστηματικώς, και θα στρέφουν συχνά να κυττάζουν και από το ένα μέρος και από το άλλο, και προς το φύσει καλόν και δίκαιον και ηθικόν και όλα τα τοιαύτα, και προς το ανθρωπίνως τοιούτον αναμιγνύοντες δε και συνδυάζοντες τα δύο ταύτα στοιχεία θα σχηματίσουν τον αληθινόν άνθρωπον, κατ' εκείνο το παράδειγμα, το οποίον ο Όμηρος ονομάζει θεόμορφον και όμοιον με τους θεούς, όταν απαντάται εις ένα άνθρωπον. — Πολύ σωστά. — Εννοείς βέβαια ότι θα γίνη ανάγκη, τώρα να σβύνουν αυτό, έπειτα πάλιν να το αναζωγραφίζουν, έως ότου επιτύχουν να κάμουν τας ανθρωπίνας ψυχάς όσον ενδέχεται περισσότερον θεοφιλείς. — Κατ' αυτόν τον τρόπον θα γίνη, αλήθεια, ωραιοτάτη η εικών.

 — Λοιπόν υπάρχει τώρα τουλάχιστον ελπίς να πείσωμεν εκείνους, που έλεγες πως θα χυθούν επάνω μας με όλα τα σωστά των, ότι ένας τοιούτος ζωγράφος των πολιτειών είναι ο φιλόσοφος εκείνος, διά τον οποίον εξωργίζοντο τότε, όταν ημείς τους ελέγαμεν ότι πρέπει να του αναθέσωμεν την διοίκησιν των πόλεων; και δεν θα καταπραϋνθώσι πλέον τώρα, κατόπιν αυτών τα οποία ήκουσαν ; — Και πολύ μάλιστα, εάν τουλάχιστον έχουν νουν.

 — Διότι τι θα έχουν πλέον να μας αντιτείνουν; ότι δεν είναι οι φιλόσοφοι ερασταί του όντος και της αληθείας; — Θα ήτο άτοπος αυτός ο ισχυρισμός. — Ότι η φύσις και ο χαρακτήρ αυτών, όπως τον εζωγραφίσαμεν ημείς, δεν πλησιάζει προς ό,τι τελειότατον υπάρχει; — Ούτε αυτό. — Ή ότι μία τοιαύτη φύσις, εάν τύχη και της προσηκούσης εκπαιδεύσεως, δεν θα είναι εις θέσιν παρά κάθε άλλην να αποκτήση την τελείαν αρετήν και την σοφίαν; ή θα προκρίνουν εκείνους μάλλον, τους οποίους ημείς απεκλείσαμεν από τας τάξεις των αληθινών φιλοσόφων; — Όχι βέβαια. — Υπάρχει λοιπόν φόβος να εξαγριωθούν πλέον, όταν τους λέγωμεν, ότι είναι αδύνατον να τεθή τέρμα εις τα δεινά που υφίστανται και αι πολιτείαι και οι πολίται, ούτε να συντελεσθή εμπράκτως η πολιτεία, την οποίαν ημείς διά του λόγου εσχεδιάσαμεν, πριν ή αναλάβουν την πάσαν εξουσίαν εις την πόλιν οι φιλόσοφοι; — Ίσως ολιγώτερον. — Θέλεις λοιπόν να αφήσωμεν κατά μέρος αυτό το ίσως, και να είπωμεν ότι τους κατεπραΰναμεν τελείως και ότι είναι πλέον πεπεισμένοι εντελώς, ίνα, αν όχι άλλο, αλλ' από εντροπήν τουλάχιστον μείνουν σύμφωνοι μαζί μας; — Το θέλω μάλιστα.

 — Ας τους θεωρήσωμεν λοιπόν αυτούς πεπεισμένους ως προς το σημείον τούτο· ποίος τώρα θα μας αμφισβητήση, ότι δεν είναι δυνατόν να γεννηθούν τέκνα βασιλέων ή δυναστών, που να έχουν φυσικήν προδιάθεσιν διά την φιλοσοφίαν; — Κανείς. — Και αφού γεννηθούν τοιούτοι, θα έχη κανείς να είπη, ότι κατ' αναπόφευκτον ανάγκην θα διαφθαρούν; ότι βέβαια είναι δύσκολον να σωθούν, και ημείς το παραδεχόμεθα· ότι όμως εις όλον το διάστημα του χρόνου δεν ημπορεί ούτε ένας ποτέ από όλους να σωθή, υπάρχει κανείς να το ισχυρισθή; — Και πώς; — Αλλ' όμως αρκεί και ένας να υπάρξη, και να έχη πόλιν που να θέλη να τον ακούση, διά να κατορθώση όλα αυτά, που θεωρούνται τώρα αδύνατα. — Πραγματικώς αρκεί. — Διότι αν ευρεθή ένας άρχων να θέση τους νόμους και τας διατάξεις, που ωρίσαμεν ημείς, δεν είναι βέβαια αδύνατον να θελήσουν και οι πολίται να υποβληθούν εις αυτούς. — Καθόλου βέβαια αδύνατον. — Αλλά τάχα μήπως θα ήτο παράδοξον και αδύνατον, να επέλθουν και εις άλλων τον νουν εκείνα, που εσκέφθημεν και παρεδέχθημεν ημείς; — Όχι βέβαια. — Ότι δε αυτά είναι άριστα, αν υποτεθή ότι είναι δυνατά, νομίζω το απεδείξαμεν ήδη εν τοις έμπροσθεν αρκετά πειστικώς. — Αρκετά βέβαια. — Το τελικόν μας λοιπόν τώρα συμπέρασμα είναι, ότι η νομοθεσία μας, εάν ήθελεν εφαρμοσθή, θα ήτο η τελειοτάτη· και ότι, είναι μεν δύσκολον το πράγμα να γίνη, όχι όμως και αδύνατον. — Εις αυτό πράγματι τι συμπέρασμα καταλήγομεν.

 — Αφού λοιπόν μόλις και μετά βίας επήρε τέλος αυτό το ζήτημα, δεν πρέπει τώρα να εξετάσωμεν και όσα υπολείπονται ακόμη, πώς δηλαδή και με ποίας μαθήσεις και ασκήσεις θα μορφώσωμεν τους ικανούς να διαφυλάξουν αδιάφθορον το πολιτικόν μας σύστημα, και εις ποίαν ηλικίαν θα τους εφαρμόζωμεν έκαστον αυτών των μαθημάτων; — Πρέπει πράγματι.

 — Εις τίποτε, δεν με ωφέλησεν η σοφία μου, που εζήτησα πριν να αποφύγω τας δυσκολίας του ζητήματος της κοινοκτημοσύνης των γυναικών, της τεκνοποιίας και του διορισμού των αρχόντων, επειδή εγνώριζα πόσον λεπτόν ήτο αυτό και πόσον δυσχερές να εφαρμοσθή τελείως εις την πραγματικότητα· διότι τώρα πάλιν παρουσιάζεται μ' όλα ταύτα η ανάγκη να επανέλθω εις αυτά· και το μεν ζήτημα των γυναικών και των τέκνων ετελείωσεν οριστικώς, είναι όμως ανάγκη να επαναλάβω εξ αρχής το ζήτημα των αρχόντων· ελέγαμεν λοιπόν, εάν ενθυμήσαι, ότι πρέπει να έχουν μέγαν ζήλον δια το καλόν της πόλεως και να δοκιμάζεται αυτός ο ζήλος και με ηδονάς και με λύπας, ούτως ώστε μήτε από πόνους μήτε από φόβους μήτε από καμμίαν άλλην μεταβολήν να φαίνωνται ότι λησμονούν το αξίωμα τούτο, και όστις δεν ημπορέση να υποστή την δοκιμασίαν να απορρίπτεται, όστις δε εξέλθη αδιάφθορος, όπως ο χρυσός από το πυρ, να καθίσταται άρχων και να του δίδωνται πάσαι αι τιμαί και αι διακρίσεις και εφ' όσον ζη και μετά θάνατον. Αυτά είναι όσα ελέγαμεν τότε, αν και με πολλάς υπεκφυγάς και επιφυλάξεις, από φόβον μήπως κινήσω ζητήματα, εις τα οποία ακριβώς έχομεν εμπέση τώρα. — Σωστότατα τα λέγεις τα ενθυμούμαι όλα.

 — Εδίσταζα λοιπόν τότε, φίλε μου, να είπω αυτά που επί τέλους απετόλμησα να εκστομίσω· τώρα όμως, που το πρώτον βήμα έγινε, ας το ειπούμεν αδιστάκτως, ότι οι άριστοι φύλακες που θα διορίζωμεν πρέπει να είναι φιλόσοφοι. — Ας το ειπούμεν. — Σκέψου όμως πόσον ολίγους τοιούτους θα έχης φυσικά· διότι σπανίως συμβαίνει αι ιδιότητες, αι οποίαι, καθώς ανεπτύξαμεν, πρέπει να ενυπάρχουν εις την φιλοσοφικήν φύσιν, να ευρίσκωνται συνηνωμέναι εις το αυτό άτομον, αλλ' ως επί το πλείστον ευρίσκονται μοιρασμέναι. — Τι δηλαδή εννοείς; — Εκείνοι που είναι προικισμένοι με ευμάθειαν, με καλόν μνημονικόν, που έχουν πνεύμα εύστροφον και οξύ και άλλας τοιαύτας σχετικάς ιδιότητας, δεν συμβαίνει συνήθως να είναι αφ' ενός μεν θερμουργοί και μεγαλεπήβολοι, συγχρόνως δε τοιούτοι, ώστε να δύνανται να ρυθμίζουν την ζωήν των με το πνεύμα της τάξεως, της ησυχίας, της σταθερότητος, αλλά από την φυσικήν οξύτητα του χαρακτήρος των παρασύρονται όπως λάχη και καμμία πλέον ευστάθεια εις το τέλος δεν τους μένει. — Αλήθεια είναι αυτό που λέγεις.

 — Απεναντίας οι ευσταθείς χαρακτήρες και που εύκολα δεν μεταβάλλονται, τους οποίους θα ημπορούσε κανείς να μεταχειρισθή με μεγαλυτέραν εμπιστοσύνην, και μένουν εις τον πόλεμον απαθείς και ασυγκίνητοι από κάθε φόβον, αυτοί πάλιν πάσχουν το ίδιον πράγμα και εις τα μαθήματα, έχουν την αυτήν δυσκινησίαν και βραδύτητα πνεύματος, είναι ως αποναρκωμένοι, και σχεδόν τους πιάνη χασμουρητό και νύστα, όταν είναι ανάγκη να τελειώσουν καμμίαν σπουδαίαν εργασίαν. — Πραγματικώς. — Ημείς όμως είπαμεν ότι πρέπει να μετέχουν εις τον ανώτατον βαθμόν και από τας δύο αυτάς ιδιότητας, άλλως δεν θα ήτο ανάγκη να λάβωμεν καν τον κόπον διά την τελειοτάτην εκπαίδευσίν των, ούτε να τους ανυψώσωμεν εις τας τιμάς της εξουσίας. — Πολύ σωστά.

 — Δεν το παραδέχεσαι λοιπόν τώρα ότι σπανιώτατοι θα είναι οι τοιούτοι χαρακτήρες; — Πώς όχι; — Πρέπει λοιπόν να τους υποβάλλωμεν εις την δοκιμασίαν όλων εκείνων που ελέγαμεν τότε και πόνων και φόβων και ηδονών, εκτός δε τούτου, πράγμα τι οποίον παρελείψαμεν τότε να είπωμεν, πρέπει να τους εκγυμνάζωμεν εις μέγαν αριθμόν μαθημάτων, διά να ίδωμεν αν το πνεύμα των είναι ικανόν να βαστάση τας μεγίστας σπουδάς, ή θα αποδειλιάση, όπως συμβαίνει με άλλους εις τους σωματικούς αγώνας. — Πρέπει βέβαια να τους υποβάλωμεν εις αυτήν την εξέτασιν· αλλά ποίας ονομάζεις μεγίστας σπουδάς;

 — Θα ενθυμήσαι βέβαια, ότι, αφού διεκρίναμεν τρία μέρη της ψυχής, επροσπαθήσαμεν να καθορίσωμεν εις ποίον έκαστον εξ αυτών ανήκει η δικαιοσύνη και η ανδρεία και η σωφροσύνη και η σοφία. — Εάν δεν το ενθυμούμην, δεν θα ήμην άξιος να ακούω τα επίλοιπα. — Ενθυμείσαι ακόμη και τι είχαμεν ειπή πριν από αυτά; — Τι; — Ελέγαμεν ότι, διά να κατανοήσωμεν αυτά με πάσαν την δυνατήν ακρίβειαν, υπήρχεν άλλη μακροτέρα οδός, την οποίαν έπρεπε να διατρέξωμεν διά να το κατορθώσωμεν, ηδυνάμεθα όμως και από τα προηγούμενα να εξαγάγωμεν αποδείξεις, αι οποίαι οπωσδήποτε να μας χρησιμεύσουν διά το ζήτημα· και σεις εδηλώσετε ότι αρκείσθε με αυτόν τον δεύτερον τρόπον^ και τοιουτοτρόπως επραγματεύθημεν τότε το ζήτημα, όχι μεν μετά της προσηκούσης, κατά την γνώμην μου, ακριβείας, εάν δε ικανοποιητικώς διά σας, είσθε οι αρμόδιοι σεις να το ειπήτε. — Εγώ τουλάχιστον έμεινα ευχαριστημένος, μου εφάνη δε ότι και οι άλλοι επίσης.

 — Αλλ', ω φίλε μου, εις ζητήματα τοιαύτης σπουδαιότητος, κάθε απόδειςις από την οποίαν λείπει έστω και το παραμικρόν, δεν ημπορεί ποτε να είναι επαρκής· διότι το ατελές δεν ημπορεί να είναι το ορθόν μέτρον κανενός πράγματος· πολλοί όμως ενίοτε φαντάζονται ότι είναι αρκετόν και ότι δεν είναι ανάγκη να προχωρήσουν περαιτέρω. — Πραγματικώς πολλοί το παθαίνουν αυτό από οκνηρίαν της σκέψεως. — Αλλά ένα τοιούτον ελάττωμα πρέπει να είναι ολωσδιόλου ξένον από τον φύλακα της πόλεως και των νόμων. — Φυσικώτατα.

 — Πρέπει λοιπόν, αγαπητέ μου, ο τοιούτος να διατρέξη την μεγαλυτέραν εκείνην οδόν, που είπαμεν, και να καταβάλη όχι ολιγωτέρους κόπους διά την μάθησιν παρά διά την εκγύμνασιν του σώματος· αλλέως, όπως ελέγαμεν και τώρα, ποτέ δεν θα φθάση εις το τέλος της υψίστης εκείνης επιστήμης, η οποία παρά κάθε άλλον του ταιριάζει. — Και πώς; υπάρχει λοιπόν και άλλο τι ανώτερον της δικαιοσύνης και των λοιπών αρετών, που επραγματεύθημεν; — Υπάρχει μάλιστα· και δι' αυτάς ακόμη τας αρετάς, που ανεφέραμεν, είναι ανάγκη να μην αρκεσθή, όπως τώρα εμείς, εις το απλούν σχεδιογράφημά των, αλλ' οφείλει απεναντίας να ζητήση τελειότατα επεξειργασμένην την εικόνα· διότι δεν θα ήτο γελοίον, δι' άλλα μεν πράγματα μικρού λόγου άξια, να εντείνη όλας του τας προσπαθείας, διά να τα έχη όσον το δυνατόν ακριβέστατα και σαφέστατα, να μη θεωρή δε τα σπουδαιότατα άξια της μεγίστης ακριβείας; — Είναι ορθότατος ο συλλογισμός σου· νομίζεις όμως ότι θα σε αφήσωμεν να περάσης, χωρίς να σε ερωτήση κανείς, ποίον είναι αυτό το μέγιστον μάθημα, που λέγεις, και εις τι αναφέρεται:

 — Όχι βέβαια, αλλά ερώτα με και συ· άλλως τε μου το ήκουσες όχι μίαν ή δύο φοράς ως τώρα· ή όμως δεν το ενθυμείσαι, ή έβαλες πάλιν εις τον νουν σου να με δυσκολεύης με νέας ενστάσεις· και αυτό μάλλον πιστεύω· διότι πολλάκις έχεις ακούση, ότι το μέγιστον μάθημα είναι η ιδέα του αγαθού, την οποίαν προσλαμβάνουν και η δικαιοσύνη και αι άλλαι αρεταί, διά να γίνουν χρήσιμοι και ωφέλιμοι· και τώρα γνωρίζεις πολύ καλά, ότι δι' αυτό πρόκειται να ομιλήσω, ακόμη δε ότι γνωρίζομεν αυτήν την ιδέαν του αγαθού όχι πολύ επαρκώς· εάν δε δεν την γνωρίζωμεν, ηξεύρεις ότι τίποτε δεν μας ωφελεί να γνωρίζωμεν όλα τα άλλα τελειότατα, χωρίς αυτήν, όπως θα μας ήτο ανωφελής και η απόκτησις παντός άλλου πράγματος, άνευ του αγαθού^ ή νομίζεις ότι θα μας ωφελούσε τίποτε να είχαμεν αποκτήση το κάθε τι, εάν δεν ήτο αυτό και καλόν; ή να ηξεύραμεν όλας τας γνώσεις του κόσμου, εάν δεν ήσαν αυταί καλαί και ωφέλιμοι: — Όχι, μα την αλήθειαν, δε το πιστεύω αυτό.

 — Αλλ' όμως γνωρίζεις βέβαια και τούτο ακόμη, ότι οι μεν περισσότεροι παραδέχονται ότι το αγαθόν συνίσταται εις την ηδονήν, οι δε λεπτότεροι εις την φρόνησιν. — Πώς όχι; — Και ότι προς τούτοις οι παραδεχόμενοι αυτό το τελευταίον δεν έχουν να δείξουν τι είναι αυτή η φρόνησις του αγαθού. — Αστείος, μα την αλήθειαν, ορισμός. — Πώς όχι, αφού, ενώ μας ονειδίζουν πως δεν γνωρίζομεν το αγαθόν, έπειτα μας ομιλούν δι' αυτό ως να το εγνωρίζαμεν; διότι λέγουν, ότι είναι η φρόνησις του αγαθού, ως να ήμεθα υποχρεωμένοι να εννοήσωμεν τι λέγουν μόλις ανοίξουν το στόμα των και προφέρουν την λέξιν αγαθόν. — Πολύ σωστά.

 — Αλλά και εκείνοι που ορίζουν το αγαθόν ότι είναι η ηδονή, μήπως περιπίπτουν εις μικροτέραν πλάνην από τους άλλους; ή μήπως δεν αναγκάζονται και αυτοί να ομολογήσουν ότι υπάρχουν και ηδοναί κακαί; — Βεβαίως. — Ώστε καταντούν, νομίζω, να παραδέχωνται ότι τα ίδια είναι και καλά και κακά· ή όχι; — Μάλιστα.

 — Δεν είναι λοιπόν φως φανερόν, ότι αυτό το ζήτημα υπόκειται εις πολλάς και μεγάλας αμφισβητήσεις; — Πώς όχι; — Αλλά δεν είναι επίσης φανερόν ότι προκειμένου μεν περί του ωραίου και περί του δικαίου, οι περισσότεροι και εις τους λόγους των και εις τας πράξεις των θα ηρκούντο εις εκείνο, το οποίον θα τους εφαίνετο ως τοιούτον, ενώ προκειμένου περί του αγαθού, κανείς δεν θα ηρκείτο πλέον εις τα φαινόμενα, αλλά πάντες ζητούν το πραγματικόν αγαθόν και απορρίπτουν το κατ' επίφασιν τοιούτον; — Αναμφιβόλως.

 — Λοιπόν, αυτό το πράγμα του οποίου την απόκτησιν επιζητεί πάσα ψυχή και χάριν του οποίου πράττει τα πάντα, διά να μαντεύση τι είναι, ευρίσκεται δε πάντοτε εις απορίαν και εις την αδυναμίαν να το ορίση ακριβώς και με την ακράδαντον εκείνην πίστιν, που έχει διά τα άλλα πράγματα, ένεκα δε τούτου δεν δύναται να καρπωθή το εξ αυτών όφελος, αυτό λοιπόν το τόσον μέγα και σπουδαίον πράγμα ημπορούμεν να είπωμεν ότι επιτρέπεται να το γνωρίζουν κατ' αυτόν το τρόπον αμυδρώς και ασαφώς οι άριστοι εκείνοι της πόλεώς μας, εις τους οποίους θα εμπιστευθώμεν και θα παραδώσωμεν τα πάντα; — Όχι βέβαια. — Πιστεύω πράγματι, ότι δεν θα είχε πάρα πολύ μεγάλην αξίαν ο φύλαξ εκείνος της πόλεως, ο οποίος θα κατέχη την ιδέαν του ωραίου και του δικαίου, χωρίς να γνωρίζη και ποίαν σχέσιν έχουν αυτά με το αγαθόν, υποθέτω δε ότι και εκείνα είναι αδύνατον να κατανοήση κανείς επαρκώς δίχως την προηγουμένην γνώσιν αυτού. — Και πολύ σωστά το υποθέτεις. — Δεν θα λάβη λοιπόν την τελειοτάτην αυτής διακόσμησιν η πολιτεία μας, εάν ο φύλαξ, που θα έχη την ανωτάτην εποπτείαν της, συνενώνη, εκτός του δικαίου και του ωραίου, και την επιστήμην μαζί του αγαθού; — Κατ' ανάγκην· αλλά συ, Σωκράτη, τι παραδέχεσαι ότι είναι το αγαθόν, επιστήμη ή ηδονή; ή τίποτε άλλο εκτός αυτών:

 — Καλός είσαι· τα εγνώριζα καθαρά και από πριν, πως δεν είσαι συ άνθρωπος να αρκεσθής με ό,τι παραδέχονται συνήθως οι άλλοι περί αυτών. — Διότι δεν μου φαίνεται, Σωκράτη, λογικόν, ένας άνθρωπος, που καταγίνεται τόσον καιρόν με αυτά τα ζητήματα, να γνωρίζη μεν τας ιδέας των άλλων επ' αυτού του αντικειμένου, να μη λέγη δε την ιδικήν του. — Πολύ καλά^ σου φαίνεται όμως λογικόν να ομιλή κανείς περί πράγματος, που δεν γνωρίζει, ως να το εγνώριζε; — Καθόλου βέβαια· θα ημπορούσε όμως να λέγη μίαν εικασίαν, η οποία θα του εφαίνετο πιθανή. — Μα πώς; δεν έμαθες ακόμη πόσον γελοίαι είναι όλαι αι θεωρίαι, που δεν στηρίζονται επί της επιστήμης ; ότι και αι καλύτεραι μεταξύ αυτών είναι, ούτως ειπείν, τυφλαί; ή νομίζεις ότι εκείνοι που κατά τύχην ευρίσκουν μίαν αλήθειαν, χωρίς όμως να την στηρίζουν εις λογικήν απόδειξιν, διαφέρουν καθόλου από τους τυφλούς, που βαδίζουν ορθώς την ευθείαν οδόν ; — Έχεις δίκαιον.

 — Προτιμάς λοιπόν να ακούης μίαν θεωρίαν άμορφον, τυφλήν και σκοτεινήν, ενώ ημπορείς να ακούσης από άλλους μίαν καλήν και φωτεινήν;

 — Να ζης, Σωκράτη, είπε τότε ο Γλαύκων, μη σταματήσης τώρα εδώ εις το τέλος που ευρίσκεσαι· ημείς θα είμεθα ευχαριστημένοι, αν πραγματευθής και περί του αγαθού, όπως το έκαμες και περί της δικαιοσύνης και περί της σωφροσύνης και των άλλων που ανέπτυξες. — Και εγώ επίσης θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος· αλλά φοβούμαι μήπως αυτό υπερβαίνη τας δυνάμεις μου, και παρ' όλην την καλήν μου θέλησιν, το πραγματευθώ τόσον άσχημα, ώστε να γίνω καταγέλαστος· ακούσετέ μου που σας λέγω· ας το αφήσωμεν τώρα, καλοί μου, αυτό το ζήτημα, τι είναι το αγαθόν^ θα μας έφερε πολύ μακρύτερα αυτή η εξέτασις και δεν θα κατώρθωνα να σας εξηγήσω την ιδέαν μου, ακολουθών τον δρόμων που επήραμεν ως τώρα· εκείνο όμως που φαίνεται γέννημα του αγαθού και πανομοιότυπον αυτού, είμαι πρόθυμος να εξετάσωμεν, εάν είσθε σύμφωνοι και σεις, ειδεμή το αφήνωμεν και αυτό. — Λέγε μας λοιπόν, αφού είναι έτσι, διά τον υιόν, και όσον διά τον πατέρα, μας μένεις χρεώστης δι' άλλην φοράν. — Θα ήθελα και εγώ να εξωφλούσα μαζί σας μια για πάντα και σεις να πάρετε το δίκαιόν σας, και όχι μόνον τους τόκους, όπως τώρα· αρκεσθήτε όμως οπωσδήποτε εις τον τόκον του αγαθού, εις αυτό το γέννημα του αγαθού που σας είπα· αλλά προσέξετε μήπως σας εξαπατήσω, χωρίς να το θέλω, και σας πληρώσω τον τόκον με κίβδηλον νόμισμα. — Έγνοια σου, θα λάβωμεν όλα μας τα μέτρα· μόνον λέγε εσύ.

 — Θα το κάμω, αφού πρώτα σας υπενθυμίσω εκείνα που είπαμεν πριν, και εις πολλάς άλλας περιστάσεις προηγουμένως, και είχαμεν μείνη σύμφωνοι. — Ποία δηλαδή; — Υπάρχουν, είπαμεν, πολλά πράγματα αγαθά, και ονομάζομεν τοιουτοτρόπως καθ' ένα από αυτά. — Μάλιστα, το είπαμεν. — Υπάρχει όμως και το καθ' εαυτό ωραίον και το καθ' εαυτό αγαθόν και όλα τα άλλα τοιουτοτρόπως, τα οποία τότε ελαμβάναμεν ως πολλά, και εις το καθ' εαυτό τούτο αποδίδομεν όλας τας μερικάς ιδιότητας, ως εις μίαν ιδέαν απλήν και ενιαίαν. — Μάλιστα. — Και δι' εκείνα μεν τα πολλά λέγομεν ότι είναι αντικείμενα υποπίπτοντα εις τας αισθήσεις και όχι εις τον νουν, ενώ αι ιδέαι υποπίπτουν εις τον νουν και όχι εις τας αισθήσεις. — Σύμφωνότατοι.

 — Διά ποίας λοιπόν αισθήσεως βλέπομεν τα ορατά πράγματα ; — Διά της οράσεως. Και διά της ακοής βέβαια τους ήχους και με τας άλλας αισθήσεις όλα τα άλλα αισθητά πράγματα· ή όχι; — Μάλιστα. — Αλλά έχεις τάχα προσέξη ποτέ πόσον ο δημιουργός των αισθήσεών μας εδημιούργησε πολυτελεστέραν την δύναμιν της οράσεως από τας άλλας αισθήσεις; — Δεν το επρόσεξα και πολύ. — Αλλά σκέψου κατ' αυτόν τον τρόπον· η ακοή και η φωνή έχουν ανάγκην κανενός τρίτου πράγματος, ώστε εκείνη μεν να ακούη, η δε φωνή να ακούεται, και το οποίον τρίτον πράγμα, εάν λείψη, ούτε εκείνη θα ακούη, ούτε αυτή θα ακούεται; — Όχι, δεν έχουν. Νομίζω δε, ότι και πολλαί άλλαι αισθήσεις, διά να μην είπω όλαι, δεν χρειάζονται κανέν τοιούτον πράγμα· ή ηξεύρεις εσύ να χρειάζωνται; — Καθόλου. — Ενώ, όσον αφορά την όρασιν, δεν παρατηρείς ότι διά να λειτουργήση, έχει ανάγκην και ενός άλλου πράγματος; — Πώς δηλαδή; — Αν και ενυπάρχη εις τους οφθαλμούς η δύναμις της οράσεως, και αν επιχειρήση τις να την εφαρμόση και την χρησιμοποιήση, και αν τα αντικείμενα που θέλει να ιδή έχουν τα χρώματά τους, ούτε η όρασις θα ιδή τίποτε και τα χρώματα θα μείνουν αόρατα, εάν δεν υπάρξη ακόμη και ένα τρίτον πράγμα, προωρισμένον εκ φύσεως ακριβώς δι' αυτόν τον σκοπόν. — Ποίον εννοείς; — Αυτό που ονομάζεις εσύ φως. — Έχεις δίκαιον. — Η αίσθησις λοιπόν της οράσεως έχει αυτήν την όχι μικράν υπεροχήν επί των άλλων αισθήσεων, ότι εζεύχθη προς το αντικείμενόν της με ένα ζυγόν πολύ ανωτέρας αξίας από τους άλλους, εκτός τουλάχιστον αν δεν έχη καμμίαν αξίαν το φως. — Πώς; αλλά έχει και παραέχει μάλιστα.

 — Και ποίον τάχα από τους θεούς του ουρανού θεωρείς κύριον της ενεργείας αυτής, διά της οποίας το φως κάμνει τους οφθαλμούς να βλέπουν όσον γίνεται καλύτερα, και τα αντικείμενα επίσης να βλέπωνται; — Τον ίδιον, που νομίζεις και συ και όλοι οι άλλοι· διότι εννοείς βέβαια με την ερώτησίν σου τον ήλιον. — Και να έχη τάχα αυτήν την σχέσιν όρασις με τον θεόν τούτον; — Ποίαν δηλαδή; — Δεν είναι ήλιος βέβαια ούτε αυτή η ίδια η όρασις, ούτε το όργανον εις το οποίον υπάρχει, δηλαδή ο οφθαλμός. — Όχι βέβαια. — Έχει όμως την μεγαλυτέραν ομοιότητα και αναλογίαν με τον ήλιον από τα λοιπά αισθητήρια όργανα. — Έχει μάλιστα. Αυτήν λοιπόν την δύναμιν, που έχει, δεν την δανείζεται από τον ήλιον από τον οποίον εκπηγάζει; — Βεβαιότατα. — Δεν είναι λοιπόν και ο ήλιος, όχι μεν όρασις, αλλά ο αίτιος της οράσεως, υπό της οποίας πάλιν και ο ίδιος βλέπεται; — Έτσι είναι.

 — Ένα λοιπόν τοιούτον πράγμα να φαντασθής ότι εννοώ, όταν ομιλώ διά το γέννημα του αγαθού, το οποίον είναι επομένως ανάλογον με τον πατέρα, που το εγέννησε· και ό,τι είναι ο ήλιος εις τον ορατόν κόσμον σχετικώς με την όρασιν και τα ορατά αντικείμενα, το ίδιον είναι και αυτό εις τον νοητόν σχετικώς με τον νουν και τα αντικείμενα της νοήσεως. — Πώς δηλαδή; εξήγησέ μου το καλύτερα. — Γνωρίζεις βέβαια ότι οι οφθαλμοί, όταν τους στρέφη κανείς προς τα αντικείμενα τα οποία φωτίζει όχι το φως της ημέρας, αλλά το αμυδρόν φέγγος της νυκτός, μόλις και μετά βίας τα διακρίνουν και ομοιάζουν σχεδόν τυφλοί, ως να μην υπάρχη πλέον εις αυτούς καθαρά όρασις. — Μάλιστα το γνωρίζω. — Όταν όμως στρέφουν προς τα αντικείμενα, τα οποία καταλάμπει ο ήλιος, τότε βλέπουν ευκρινώς, και υπάρχει εις αυτούς τους ιδίους οφθαλμούς η όρασις. — Πραγματικώς. — Το ίδιον λοιπόν να φαντασθής ότι συμβαίνει και με την ψυχήν όταν μεν στρέφη τα βλέμματά της εις ένα αντικείμενον, το οποίον φωτίζει η αλήθεια και το ον, τότε το εννοεί και το γνωρίζει ευκρινώς και φαίνεται ότι έχει νόησιν· όταν όμως τα στρέφη προς αντικείμενον, που είναι ανακατωμένον με σκότος, και το οποίον γεννάται και χάνεται, τότε πλέον δεν αντιλαμβάνεται καθαρά, αλλά σχηματίζει δοξασίας, που μεταβάλλονται άνω κάτω, και φαίνεται τότε ως να μην έχη νόησιν — Έτσι πράγματι φαίνεται.

 — Αυτό λοιπόν, το οποίον παρέχει την αλήθειαν εις τα νοητά αντικείμενα, και δίδει εις την ψυχήν την δύναμιν της νοήσεως, αυτό να γνωρίζης ότι είναι η ιδέα του αγαθού, και ότι αυτή η ιδέα είναι η αιτία της επιστήμης και της αληθείας, εφ' όσον αύτη είναι αντικείμενον της γνώσεως· και όσον καλά και ωραία και αν είναι και τα δύο αυτά πράγματα, η γνώσις δηλαδή και η αλήθεια, ημπορείς να είσαι βέβαιος, χωρίς φόβον να απατηθής, ότι η ιδέα του καλού είναι κάτι τι διαφορετικόν από αυτά και πολύ συγχρόνως καλύτερον^ και όπως εκεί το ορθόν είναι να θεωρήται το φως και η όρασις κάτι τι ανάλογον προς τον ήλιον, όχι όμως και ήλιος, τοιουτοτρόπως και εδώ το ορθόν είναι να θεωρήται η γνώσις και η αλήθεια κάτι τι που έχει μεν αναλογίαν και ομοιότητα με το αγαθόν, δεν είναι όμως και αυτό το αγαθόν, διότι η φύσις του αγαθού έχει ασυγκρίτως ανωτέραν αξίαν. — Ανέκφραστος λοιπόν θα είναι η καλλονή του, αφού παρέχει μεν, καθώς λέγεις, την επιστήμην και την αλήθειαν, είναι όμως κατά πολύ ωραιότερον από αυτάς· και επομένως βέβαια αυτό που λέγεις δεν είναι η ηδονή.

 — Θεός φυλάξοι! αλλά πρόσεξε καλύτερα ακόμη την εικόνα του κατ' αυτόν τον τρόπον, που θα σου την παραστήσω. — Πώς; — Πιστεύω να παραδέχεσαι ότι ο ήλιος όχι μόνον καθιστά ορατά τα αντικείμενα της οράσεως, αλλά παρέχει ακόμη εις αυτά και την γέννησιν και την αύξησιν και την τροφήν, χωρίς να είναι αυτός γέννησις. — Βεβαίως. Κατά τον ίδιον τρόπον δύνασαι να είπης ότι και τα αντικείμενα της νοήσεως δεν οφείλουν μόνον εις το αγαθόν την νόησίν των, αλλά και το είναι των και την ουσίαν των, χωρίς μολαταύτα να είναι αυτό ουσία, αλλά κάτι τι ανώτερον και από την ουσίαν κατά την αξίαν και την δύναμιν.

Και ο Γλαύκων με πολύ αστείον τρόπον, — Ω Απόλλων, ανέκραξε, τι δαιμονία υπερβολή! — Είσαι εσύ η αφορμή, του είπα εγώ, που με ηνάγκασες να ειπώ την ιδέαν μου περί αυτού του πράγματος. — Και μη σταματήσης έως εδώ, αλλά τελείωσε, αν όχι άλλο, αυτήν· τουλάχιστον την ομοιότητα του αγαθού προς τον ήλιον, αν παρέλειψες τίποτε. — Πράγματι παρέλειψα και πολλά μάλιστα. — Να μη παραλείψης μήτε το παραμικρότερον. — Πάντα θα μείνη και πολύ, νομίζω· όμως, όσα είναι δυνατόν προς το παρόν, θα προσπαθήσω να μη τα παραλείψω. — Έτσι μάλιστα. — Φαντάσου λοιπόν, ότι το αγαθόν και ο ήλιος είναι, ούτως ειπείν, δύο βασιλείς, ο ένας του νοητού κόσμου και ο άλλος του ορατού, διά να μην είπω του ουρανού, και νομίσης πως θέλω να παίξω με τας λέξεις· έχομεν λοιπόν δύο είδη, το νοητόν και το ορατόν. — Μάλιστα.

 — Φαντάσου τώρα μίαν γραμμήν διηρημένην εις δύο άνισα τμήματα, και διαίρεσε πάλιν κατά τον αυτόν λόγον έκαστον τμήμα, και του ορατού και του νοητού, εις δύο άλλα μέρη^ τοιουτοτρόπως θα έχης και εις τα δύο τμήματα αφ' ενός ένα μέρος καθαρόν και αφ' ετέρου ένα μέρος αμυδρόν εις το τμήμα του ορατού το ένα μέρος, το αμυδρόν, θα περιλαμβάνη τας εικόνας· εννοώ δε εικόνας πρώτον μεν τας σκιάς, έπειτα δε τα είδωλα των αντικειμένων τα οποία σχηματίζονται επί των υδάτων, ή επί της επιφανείας των πυκνών, λείων και στιλπνών σωμάτων, και τα παρόμοια, εάν με εννοής. — Αλλά πώς; σε εννοώ. — Εις το άλλο μέρος θα περιλαμβάνωνται αυτά τα αντικείμενα, των οποίων είναι αι εικόνες αύται, δηλαδή τα διάφορα ζώα, τα φυτά και εν γένει όλα τα αντικείμενα της φύσεως ή της τέχνης. — Πολύ καλά. — Εάν τώρα ηθέλαμεν να εφαρμόσωμεν αυτήν την διαίρεσιν επί της αληθείας και του εναντίου της, δεν θα παρεδέχεσο ότι την αυτήν σχέσιν έχει η εικών προς το αντικείμενον, οποίαν η γνώσις προς την δοξασίαν; — Μάλιστα· ευρίσκω ορθοτάτην την αναλογίαν.

 — Πρόσεξε τώρα πώς πρέπει να γίνη και η διαίρεσις του νοητού τμήματος. — Πώς; Εις δύο πάλιν^ και το μεν ένα μέρος είναι εκείνο, που αναγκάζεται η ψυχή να το ζητή μεταχειριζομένη τας εικόνας του ορατού τμήματος, και, επί τη βάσει μερικών ωρισμένων υποθέσεων, όχι να ανέρχεται προς μίαν αρχήν, αλλά να κατεβαίνη προς ένα τέλος· το δεύτερον δε μέρος είναι εκείνο, οπού η ψυχή, ορμωμένη από μίαν υπόθεσιν, προχωρεί προς μίαν αρχήν ανεξάρτητον πάσης υποθέσεως, με την βοήθειαν όχι των εικόνων, που είπαμεν ανωτέρω, αλλά χρησιμοποιούσα εις την μέθοδόν της αυτήν τας καθαράς ιδέας. — Δεν τα ενόησα και πολύ καλά αυτά που είπες.

 — Θα τα εννοήσης αμέσως^ διότι θα σε βοηθήσουν εις την κατανόησιν αυτά που είπα παραπάνω. Δεν αγνοείς βέβαια ότι οι ασχολούμενοι περί την γεωμετρίαν, την αριθμητικήν και τα τοιαύτα, λαμβάνουν μερικάς υποθέσεις π. χ. το άρτιον και περιττόν, τα σχήματα, τα τρία είδη των γωνιών, αναλόγως της αποδείξεως που ζητούν· αυτάς δε τας υποθέσεις τας θεωρούν ως αξιώματα γνωστά, περί των οποίων δεν νομίζουν αναγκαίον να δώσουν κανένα λόγον, ούτε εις εαυτούς ούτε εις τους άλλους, ως να ήσαν φανερά εις τον καθένα· από αυτάς λοιπόν τας υποθέσεις αρχίζουν και έπειτα, από συλλογισμόν εις συλλογισμόν, καταντούν εις το τέλος να αποδείξουν αναμφιλέκτως, εκείνο που ανέλαβαν να αποδείξουν. — Το γνωρίζω πολύ καλά αυτό. — Γνωρίζεις ακόμη βέβαια, ότι μεταχειρίζονται προσέτι τας ορατάς εικόνας, και εφαρμόζουν εις αυτάς τους συλλογισμούς των, αν και δεν τους ενδιαφέρουν αυταί, αλλά τα αντικείμενα των οποίων είναι εικόνες· αναφέρουν δηλαδή τους συλλογισμούς των εις αυτό π. χ. το τετράγωνον και αυτήν την διαγώνιον, και όχι εις τας εικόνας αυτών που χαράζουν το ίδιον προκειμένου και περί των άλλων σχημάτων, τα οποία είτε πλάττουν είτε ζωγραφίζουν, και των οποίων υπάρχουν ακόμη και αι σκιαί και αι εικόνες επί του ύδατος, όλα αυτά τα μεταχειρίζονται ως μέσα, διά να γνωρίσουν εκείνα, που δεν ημπορεί κανείς να συλλάβη αλλέως παρά διά της διανοίας. — Είναι αληθές αυτό που λέγεις.

 — Αυτό λοιπόν είναι το ένα μέρος του νοητού τμήματος, που έλεγα, προς ζήτησιν του οποίου είναι αναγκασμένη η ψυχή να μεταχειρίζεται υποθέσεις όχι διά να ανέλθη εις μίαν πρώτην αρχήν, διότι δεν είναι δυνατόν να προχωρήση πέραν αυτών των υποθέσεων· αλλά μεταχειριζομένη εικόνας γηίνας και αισθητάς, τας οποίας γνωρίζει μόνον διά της δοξασίας, τας υποθέτει όμως εναργείς και φανεράς, βοηθείται υπ' αυτών διά να κατανοήση και γνωρίση τα αληθινά σχήματα. — Ενόησα ότι κάμνεις λόγον περί του αντικειμένου της γεωμετρίας και των άλλων συγγενών επιστημών.

 — Εννόησε τώρα και όσα θα είπω διά το δεύτερον μέρος του νοητού· αυτό περιλαμβάνει εκείνα, με τα οποία η ψυχή έρχεται εις άμεσον επαφήν διά μέσου του συλλογισμού και της διαλεκτικής τέχνης· και ενταύθα μεταχειρίζεται υποθέσεις, τας οποίας όμως δεν λαμβάνει ως αξιώματα, αλλ' ως πραγματικάς υποθέσεις, ως στηρίγματα ούτως ειπείν και αφετηρίας, από τας οποίας παίρνει φόραν, διά να υψωθή μέχρι της πρώτης αρχής του παντός, ανεξαρτήτου από πάσης υποθέσεως· και αφού την αδράξη, κρατουμένη πάλιν από τα συμπεράσματα, που εξαρτώνται από εκείνην, κατεβαίνει από εκεί έως το έσχατον συμπέρασμα, χωρίς να μεταχειρισθή καθόλου κανένα αισθητόν, αλλά στηριζομένη αποκλειστικώς και μόνον επί των καθαρών ιδεών, από τας οποίας αρχίζει και εις τας οποίας τελειώνει.

 — Σε εννοώ, αλλά όχι και πολύ καθαρά· διότι μου φαίνεται πολύ δύσκολον το ζήτημα που πραγματεύεσαι· νομίζω όμως ότι θέλεις να αποδείξης, πως αι γνώσεις του όντος και του νοητού, που αποκτώμεν διά μέσου της διαλεκτικής, είναι πολύ σαφέστεραι από τας γνώσεις των καλουμένων τεχνών, εις τας οποίας μερικαί υποθέσεις χρησιμεύουν ως αξιώματα· και είναι μεν ηναγκασμένοι οι ασχολούμενοι με αυτάς τας τέχνας να μεταχειρίζωνται την διάνοιαν και όχι τας αισθήσεις, αλλ' επειδή στηρίζονται επί υποθέσεων και δεν ανέρχονται εις μίαν αρχήν, από της οποίας, ως από σκοπιάς, να εξετάζουν τα πράγματα, κρίνεις ότι δεν έχουν την καθαράν εκείνην νόησιν περί αυτών, αν και μετά της αρχής είναι ταύτα νοητά· και διά τούτο, μου φαίνεται, αποδίδεις εις τους γεωμετρικούς και τους τοιούτους όχι νόησιν, αλλά διάνοιαν, την οποίαν τοποθετείς μεταξύ της δοξασίας και της καθαράς νοήσεως. — Πολύ ωραία ενόησες την σκέψιν μου^ λάβε λοιπόν διά τα τέσσαρα αυτά μέρη, του ορατού και του νοητού, που είπαμεν, και τέσσαρας ενεργείας της ψυχής· την νόησιν μεν διά το ανώτατον, την διάνοιαν διά το δεύτερον, διά το τρίτον την πίστιν και διά το τελευταίον την εικασίαν· απόδοσε δε εις έκαστον από τους τέσσαρας αυτούς τρόπους της γνώσεως περισσοτέραν ή ολιγωτέραν σαφήνειαν, καθ' ήν αναλογίαν και τα αντικείμενα αυτών μετέχουν περισσοτέρας ή ολιγωτέρας αληθείας. — Εννοώ και συμφωνώ μαζί σου και παραδέχομαι την διάταξιν που μου προτείνεις.

ΒΙΒΛΙΟΝ Ζ'.



Κατόπιν από αυτά παράστησε τώρα την ανθρωπίνην φύσιν, εν σχέσει προς την παιδείαν και την απαιδευσίαν, με την εξής εικόνα, που θα σου είπω. Φαντάσου ένα υπόγειον σπήλαιον, το οποίον να έχη ανοικτήν προς το φως την είσοδον καθ' όλον το μήκος του, και μέσα εις αυτό το σπήλαιον ανθρώπους αλυσοδεμένους από τους πόδας και τους αυχένας εκ παιδικής ηλικίας, εις τρόπον ώστε να μην ημπορούν να μετακινηθούν από την θέσιν των και ούτε να βλέπουν παρά εμπρός των μόνον^ όπισθεν δε, εις αρκετήν απόστασιν και υψηλότερά των, να υπάρχη αναμμένη φωτιά, από την οποίαν να έρχεται το φως έως αυτούς, μεταξύ δε αυτής και των δεσμωτών ένας δρόμος προς τα επάνω· κατά μήκος αυτού του δρόμου φαντάσου ακόμη κτισμένον ένα τοίχον, όπως εκείνα τα διαφράγματα που χωρίζουν τους θεατάς από τους θαυματοποιούς και άνωθεν των οποίων οι τελευταίοι ούτοι επιδεικνύουν τα θαύματά των. — Τα φαντάζομαι όλα αυτά. — Φαντάσου τώρα ανθρώπους, να περνούν κατά μήκος αυτού του τοίχου, φορτωμένοι παντοειδή αντικείμενα και ανδριάντας και άλλα ζώα κατασκευασμένα από λίθον ή ξύλον ή απ' ό,τι άλλο, εις τρόπον ώστε όλα αυτά να φαίνωνται επάνω από τον τοίχον, και από αυτούς που τας σηκώνουν άλλοι μεν να ομιλούν μεταξύ των, άλλοι δε να σιωπούν· — Είναι πολύ παράξενη η εικών, και παράξενοι και οι δεσμώται σου.

 — Και μολαταύτα αυτοί είμεθα ημείς οι ίδιοι· και εν πρώτοις, νομίζεις ότι αυτοί οι δεσμώται έχουν ιδή ποτέ και από τους εαυτούς των και από τους άλλους τίποτε άλλο, εκτός από τας σκιάς των, που σχηματίζει η λάμψις του πυρός επί του βάθους του σπηλαίου, προς το οποίον είναι γυρισμένοι; — Και πώς να ιδούν, αφού είναι αναγκασμένοι να κρατούν καθ' όλην την ζωήν ακίνητον την κεφαλήν των; — Επίσης και από τα αντικείμενα που περνούν αποπίσω των, τι άλλο παρά τας σκιάς των; — Βεβαιότατα. — Και αν ημπορούσαν να συνδιαλέγωνται μεταξύ των, δεν νομίζεις ότι θα εσυμφώνουν να δίδουν εις τας σκιάς, που βλέπουν να παρελαύνουν εμπρός των, τα ονόματα αυτών των ιδίων αντικειμένων; — Κατ' ανάγκην. — Τι δε; εάν είχε η φυλακή των και ηχώ, όταν θα ωμίλει κανείς από εκείνους που θα επερνούσαν, νομίζεις ότι θα εφαντάζοντο τίποτε άλλο, παρά ότι αι σκιαί, που βλέπουν εμπρός των, είναι εκείναι που ομιλούν; — Και τι άλλο βέβαια; — Και εν γένει δεν θα εγνώριζον, ότι υπάρχει καμμία άλλη πραγματικότης, έξω από αυτάς τας σκιάς. — Κατ' ανάγκην.

 — Σκέψου τώρα τι ώφειλε να συμβή φυσικά με αυτούς, εάν ήθελον τους λύση από τα δεσμά των και τους θεραπεύση από την πλάνην και την άγνοιάν των· ότε λοιπόν θα ελύετο ένας από αυτούς, και ηναγκάζετο έξαφνα να σηκωθή επάνω και να στρέψη την κεφαλήν και να βαδίση και να παρατηρήση προς το μέρος του φωτός, θα ησθάνετο βεβαίως μεγάλους πόνους από όλα αυτά, και από το εκθαμβωτικόν φως δεν θα ημπορούσε να ιδή καθαρά τα αντικείμενα, των οποίων έβλεπεν έως τώρα τας σκιάς· τι δε νομίζεις ότι ήθελεν ειπή, αν του έλεγε κανείς ότι εκείνα μεν που έβλεπε τότε ήσαν ένα τίποτε, ενώ τώρα βλέπει σωστότερα πράγματα πλησιέστερα προς την πραγματικότητα και μάλλον αληθινά; και αν του εδείκνυε κανείς το καθένα, από εκείνα που περνούν, και τον ηνάγκαζε να απαντήση τι είναι, δεν φρονείς ότι θα περιέπιπτεν εις μεγάλην απορίαν και θα ενόμιζεν ότι εκείνα, που έβλεπε τότε, ήσαν αληθινώτερα από αυτά που του δεικνύει τώρα; — Αυτό βέβαια θα επάθαινε.

 — Αν δε τον ηνάγκαζαν να στρέψη τα βλέμματά του και προς αυτό το φως, δεν θα του επονούσαν οι οφθαλμοί και δεν θα έφευγε διά να γυρίση πάλιν προς εκείνα που ημπορεί να βλέπη, και δεν θα ενόμιζεν, ότι αυτά είναι πολύ σαφέστερα και καθαρώτερα, από τα άλλα που του έδειξαν; — Βεβαίως. — Εάν δε τώρα ήθελε τον αποσπάση κανείς από το σπήλαιον, και τον ανέβαζε διά της βίας από τον τραχύν εκείνον και ανηφορικόν δρόμων εις το φως του ηλίου, τι μαρτύριον θα ήτο δι' αυτόν και ποίαν αγανάκτησιν θα ησθάνετο να τον σύρουν κατ' αυτόν τον τρόπον! και όταν θα έφθανε τέλος εις το φως, πλημμυρισμένοι οι οφθαλμοί του από την άπλετον εκείνην λάμψιν της ημέρας, θα ημπορούσαν να ίδουν κανένα από τα αντικείμενα που λέγομεν ημείς τώρα πραγματικά; — Όχι βέβαια, έτσι τουλάχιστον έξαφνα. — Θα εχρειάζετο αναμφιβόλως να συνηθίση πρώτα, διά να κατορθώση να τα διακρίνη· και εις την αρχήν μεν θα έβλεπε ευκολώτατα τας σκιάς, έπειτα επί της επιφανείας των υδάτων τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων αντικειμένων, και τέλος αυτά τα ίδια· ακολούθως θα ημπορούσε να στραφή προς τον ουρανόν, τον οποίον κατ' αρχάς θα ήτο εις θέσιν να παρατηρήση την νύκτα ευκολώτερον, με το φως των άστρων και της σελήνης, παρά την ημέραν με το φως του ηλίου. — Πώς όχι; — Τελευταίον δε, νομίζω, θα ημπορούσε να ατενίση όχι μόνον την εικόνα του ηλίου επί των υδάτων, είτε τα είδωλα αυτού εις άλλας θέσεις, αλλά αυτόν τον ίδιον εις την πραγματικήν του θέσιν και να παρατηρήση πώς είναι. Μάλιστα.

 — Και μετά ταύτα θα ήρχιζε να σκέπτεται και θα κατέληγεν, εις το συμπέρασμα, ότι ο ήλιος είναι εκείνος, που κάμνει τας εποχάς και τα έτη, που κυβερνά και επιτροπεύει τα πάντα εις τον ορατόν κόσμον, και είναι τρόπον τινά η αιτία όλων εκείνων, όσα έβλεπον εκεί κάτω εις το σπήλαιόν των. — Είναι πράγματι φανερόν ότι εις αυτά τα συμπεράσματα θα καταντούσε βαθμηδόν.

 — Όταν δε θα ενθυμείτο την πρώτην του κατοικίαν και την σοφίαν, που είχαν οι συνδεσμώται του εκεί κάτω, τι νομίζεις; δεν θα εμακάριζε μεν τον εαυτόν του διά την μεταβολήν αυτήν, θα ελεεινολογούσε δε εκείνους; — Και πολύ μάλιστα.

 — Εάν δε υπήρχον εκεί κάτω μεταξύ των τίποτε αμοιβαί και έπαινοι και τιμητικαί διακρίσεις δι' εκείνον που έβλεπε οξύτατα κατά την παρέλασίν των τας σκιάς, και ενθυμείτο ακριβέστατα ποίαι περνούν πρώται, ποίαι κατόπιν ή μαζί, και επομένως ήτο εις θέσιν καλύτερα από κάθε άλλον, να προείπη ποία σκιά έμελλε να παρουσιασθή εις ωρισμένην στιγμήν, τι λέγεις; θα τας επευφημούσεν ακόμη, και θα εζήλευε πλέον εκείνους που ετιμώντο εκεί κάτω και υπερείχον κατ' αυτόν τον τρόπον από όλους τους άλλους; ή θα επάθαινεν εκείνο, που λέγει ο Όμηρος διά τον Αχιλλέα και θα επροτιμούσε μυριάκις να ζη εις τον επάνω κόσμον, έστω και να είναι δούλος ενός άλλου πτωχού ανθρώπου και να υποφέρη ό,τι άλλο και αν είναι, παρά να εξακολουθή να ζη όπως τότε εκεί κάτω και να έχη τας ιδίας δοξασίας — Κάθε άλλο και εγώ παραδέχομαι ότι θα επροτιμούσε, παρά να εξακολουθή να ζη κατ' εκείνον τον τρόπον.

 — Πρόσεξε ακόμη και εις αυτό· εάν ο τοιούτος ήθελε καταβή εκ νέου εκεί κάτω και αναλάβη την πρώτην του θέσιν, από την εξαφνικήν αυτήν μετάβασιν εκ του ηλίου εις το σκότος δεν θα εγίνετο πάλιν ωσάν τυφλός; — Εννοείται. — Και εάν, ενώ ακόμη δεν διακρίνη τίποτε και πριν αποκατασταθή τελείως η όρασίς του, πράγμα διά το οποίον θα εχρειάζετο βέβαια όχι και πολύ ολίγος χρόνος, εάν, λέγω, εγίνετο ανάγκη να διαγωνισθή με τους άλλους τους παντοτινούς δεσμώτας και να λέγη την γνώμην του διά τας σκιάς που περνούν, δεν θα τους επροξένει μεγάλον γέλωτα και δεν θα έλεγον περί αυτού, ότι επέστρεψεν από εκεί επάνω, που ανέβηκε, με χαλασμένους τους οφθαλμούς και ότι δεν αξίζει τον κόπον ούτε να επιθυμήση κανείς να αναβή εις τον επάνω κόσμον; και αν κανείς ήθελεν επιχειρήση να τους λύση από τα δεσμά και να τους ανεβάση, δεν θα ήσαν ικανοί και να τον σκοτώσουν, αν ημπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους; — Χωρίς άλλο.

 — Αυτήν λοιπόν την εικόνα, αγαπητέ μου Γλαύκων, πρέπει να εφαρμόσης εις όλα εκείνα, που είπαμεν πριν^ το υπόγειον δεσμωτήριον είναι αυτός ο κόσμος, που βλέπομεν διά της οράσεως· το φως, από το οποίον φωτίζεται το σπήλαιον, είναι ο ήλιος μας· εάν τώρα δεχθής, ότι ο δεσμώτης εκείνος, που ανεβαίνει εδώ επάνω και βλέπει, όσα βλέπει, παριστάνει την ψυχήν που ανεβαίνει από τον ορατόν εις τον νοητόν κόσμον, θα είσαι μέσα εις την ιδέαν μου, αφού επιθυμείς να την ακούσης· ο θεός όμως μόνον γνωρίζει, αν είναι και αληθινή· εμένα εκείνο που μου φαίνεται, είναι αυτό: εις τον κόσμον της νοήσεως την τελευταίαν και ανωτάτην θέσιν κατέχει η ιδέα του αγαθού, η οποία ένεκα τούτου μετά δυσκολίας καθοράται· όταν όμως την ίδη κανείς, δεν ημπορεί να μη συμπεράνη, ότι αυτή είναι η αιτία παντός εν γένει εν τω σύμπαντι καλού και ωραίου, διότι και εις τον ορατόν κόσμον αυτή γεννά και το φως και την πηγήν του φωτός, τον ήλιον, και εις τον νοητόν είναι αυτή η δέσποινα, που παρέχει την αλήθειαν και την νόησιν^ και ότι προς αυτήν πρέπει να αποβλέπη εκείνος, που θέλει ορθώς και με φρόνησιν να κυβερνήση και τον ιδιωτικόν και τον δημόσιον αυτού βίον. — Συμμερίζομαι και εγώ την ιδέαν σου, καθόσον τουλάχιστον ημπορώ να την εννοήσω.

 — Έλα λοιπόν να συμμερισθής και αυτό ακόμη, και να μην παραξενεύεσαι πλέον, ότι εκείνοι που έφθασαν έως αυτό το σημείον, δεν ημπορούν να ευρίσκουν καμμίαν ευχαρίστησιν με τας συνήθεις ασχολίας των ανθρώπων, αλλά πάντοτε αι ψυχαί αυτών τείνουν να διατρίβουν εκεί επάνω υψηλά^ και είναι πολύ φυσικόν αυτό, εάν είναι σύμφωνον με την εικόνα εκείνην, που εδώσαμεν πριν. — Πράγματι, φυσικόν.

 — Τι λοιπόν; σου φαίνεται τίποτε παράξενον, εάν ένας, που κατέρχεται από την θείαν εκείνην θεωρίαν εις τας ανθρωπίνους αθλιότητας, δεν γνωρίζη πώς να φερθή και φαίνεται φοβερά γελοίος, όταν, πριν ακόμη εξεικειωθή αρκετά εις το σκότος αυτού του κόσμου, αναγκασθή είτε εις τα δικαστήρια, είτε όπου αλλού, να υποστηρίξη την ιδέαν του περί των σκιών του δικαίου, ή περί των αγαλμάτων, των οποίων είναι αι σκιαί, που είπαμεν εις την εικόνα μας, και να αντικρούση τας δοξασίας, που έχουν περί δικαιοσύνης εκείνοι, οι οποίοι ποτέ των δεν την είδαν την ιδίαν; — Καθόλου βέβαια παράξενον.

 — Αλλ' αν κανείς έχη νουν, θα ενθυμηθή, ότι είναι δύο ειδών και από δύο διαφορετικάς αιτίας προέρχεται η διατάραξις της οράσεως, είτε όταν μεταβαίνη κανείς από το φως εις το σκότος, είτε το εναντίον από το σκότος εις το φως· το ίδιον λοιπόν οφείλει να παραδεχθή και περί της ψυχής, και όταν ίδη καμμίαν να είναι ταραγμένη και να μην ημπορή να διακρίνη καθαρά, δεν πρέπει να γελά ανοήτως, αλλά να εξετάση τι από τα δύο συμβαίνει, τάχα επειδή ήλθεν από άλλον βίον φωτεινότερον έχει παραζαλισθή με το ασυνήθιστον εδώ σκότος, ή μήπως έρχεται από περισσοτέραν αμάθειαν εις κάπως ζωηρότερον φως και έχει θαμβωθή από την μεγαλυτέραν του λάμψιν και ανταύγειαν; και τότε βέβαια, εις μεν την πρώτην περίστασιν θα ώφειλε να την μακαρίση δι' αυτήν την παραζάλην της και τον τρόπον της, εις δε την δευτέραν να την ελεεινολογήση, και αν είχε την διάθεσιν να γελά μαζί της, ο γέλως του θα ήτο ολιγώτερον καταγέλαστος, παρά αν εγελούσε με την ψυχήν, που έχει φθάση άνωθεν από την χώραν του φωτός. — Είναι πολύ λογικά αυτά, που λέγεις.

 — Πρέπει λοιπόν, εάν αυτά είναι αληθινά, να συμπεράνωμεν, ότι η παιδεία δεν είναι τοιαύτη, όπως διισχυρίζονται μερικοί που την έχουν επάγγελμά των· λέγουν δηλαδή πως, ενώ δεν υπάρχει μέσα εις την ψυχήν επιστήμη, αυτοί την εισάγουν, καθώς επάνω κάτω θα εισήγον την όρασιν εις οφθαλμούς τυφλούς. — Αυτό πράγματι λέγουν. — Αλλά ο τωρινός μας λόγος μας δίδει να εννοήσωμεν, ότι έκαστος έχει εις την ψυχήν του την δύναμιν του να μανθάνη και το προς τούτο κατάλληλον όργανον· και όπως, εάν δεν ήτο δυνατόν να γίνη διαφορετικά, θα έπρεπε να στρέφη κανείς τον οφθαλμόν του με όλον το σώμα μαζί από το σκοτεινόν προς το φωτεινόν, τοιουτοτρόπως πρέπει να στρέφη και το όργανον τούτο της μαθήσεως μαζί με όλην του την ψυχήν από εκείνο το οποίον γεννάται και φθείρεται προς το καθ' εαυτό ον, έως ότου κατορθώση επί τέλους να ημπορή να προσηλώνη τα βλέμματα εις το φωτεινότατον του όντος, το οποίον καθ' ημάς είναι το αγαθόν ή όχι; — Ναι.

 — Εις τούτο λοιπόν συνίσταται όλη η τέχνη της περιστροφής ταύτης, πώς δηλαδή να στραφή η ψυχή κατά τρόπον ευκολώτατον και προς μεγαλυτέραν αυτής ωφέλειαν, και να ευρεθή μέσον όχι διά να της εμβάλλη κανείς την όράσιν, διότι αυτήν την έχει ήδη, αλλά διά να διορθώση την διεύθυνσιν αυτής της οράσεως, που είναι εστραμμένη όχι ορθώς και βλέπει όχι εκεί που έπρεπε. — Αυτό φαίνεται το σωστόν.

 — Λοιπόν αι μεν άλλαι ιδιότητες της ψυχής ομοιάζουν επάνω κάτω με τας ιδιότητας του σώματος· διότι ενώ πράγματι δεν προϋπάρχουν από πριν, αναπτύσσονται έπειτα με την εκπαίδευσιν και την εξάσκησιν· ενώ η ιδιότης του γιγνώσκειν φαίνεται ότι έχει από όλα τα άλλα θειοτέραν τινά φύσιν, και ουδέποτε μεν χάνει την δύναμίν της, αποβαίνει δε χρήσιμος και ωφέλιμος, ή πάλιν άχρηστος και βλαβερά, αναλόγως της διευθύνσεως, που ήθελε λάβη· ή δεν έχεις προσέξη ακόμη, αυτών των ανθρώπων, που ονομάζονται πονηροί μεν, σοφοί δε συγχρόνως, πόσον η μικρά των ψυχή βλέπει οξύτατα και διακρίνει με θαυμασίαν διορατικότητα εκείνα, που την ενδιαφέρουν, διότι δεν έχει χαλασμένην την όράσιν, αλλ' επειδή την αναγκάζει να εξυπηρετή την κακίαν της, όσον οξύτερα βλέπει τόσον και μεγαλύτερα κακά εργάζεται; — Βεβαίως το έχω παρατηρήση.

 — Εάν όμως εις τας τοιαύτας φύσεις ήθελέ τις ευθύς εκ παιδικής ηλικίας αποκόψη τας εμφύτους εκείνας κακίας, αι οποίαι, καθώς μολύβδινα βαρίδια, έλκουν την ψυχήν προς τας χυδαίας και ταπεινάς απολαύσεις της γαστριμαργίας και της λαγνείας και τας τοιαύτας εν γένει ηδονάς και την αναγκάζουν να βλέπη πάντα προς τας κάτω, εάν, λέγω, ήθελον απαλλαγή από αυτά και εστρέφοντο προς την αλήθειαν, βεβαίως θα την διέκρινον και αυτήν με την αυτήν εκείνην οξύτητα, με την οποίαν τώρα βλέπουν όσα τους ενδιαφέρουν. — Πολύ φυσικόν.

 — Τι δε; και τούτο δεν είναι πολύ φυσικόν, ή μάλλον αναγκαίον συμπέρασμα εκ των προλεχθέντων, ότι μήτε οι απαίδευτοι και οι παντελώς άπειροι της αληθείας ημπορούν ποτέ να κυβερνήσουν την πολιτείαν, μήτε εκείνοι που τους άφησαν να περάσουν όλην την ζωήν των εις την σπουδήν και την μελέτην; διότι οι μεν πρώτοι δεν έχουν εις την ζωήν των ένα ωρισμένον σκοπόν, τον οποίον επιδιώκοντες να ρυθμίζουν σύμφωνα με αυτόν όλον και τον ιδιωτικόν και τον δημόσιον αυτών βίον^ οι άλλοι πάλιν, διότι ποτέ δεν θα συγκατένευον να αναμιχθούν εις τον πρακτικόν βίον, νομίζοντες ότι, αν και ζωντανοί ακόμη, ευρίσκονται ήδη εις τας Νήσους των μακάρων. — Δίκαιον έχεις.

 — Επιβάλλεται λοιπόν εις ημάς, οι οποίοι είμεθα οι ιδρυταί, της πολιτείας, να αναγκάσωμεν τας εξαιρετικάς φύσεις να επιδοθούν εις την μάθησιν εκείνην, που την ανεγνωρίσαμεν ως, την ανωτάτην όλων, να ιδούν το αγαθόν και να επιχειρήσουν την ανάβασιν εκείνην διά να το γνωρίσουν επαρκώς εκ του πλησίον, και κατόπιν να μη τους επιτρέψωμεν, εκείνο που επιτρέπεται σήμερον. — Το ποίον δηλαδή; — Αφού αναβούν, να κατακαθίσουν εκεί και να μην εννοούν πλέον να καταβούν προς τους πρώην συναδέλφους των δεσμώτας, μηδέ να συμμερίζωνται πλέον μαζί των τους αυτούς πόνους και τας τιμάς, είτε τας θεωρούν ταπεινοτέρας είτε σπουδαιοτέρας. — Και πώς; θα τους αδικήσωμεν τόσον, ώστε να τους καταδικάσωμεν εις μίαν ζωήν χειροτέραν, ενώ θα ημπορούσαν να ζουν πολύ ευτυχέστερα;

 — Ελησμόνησες πάλιν, φίλε μου, ότι δεν είναι υποχρεωμένος ο νόμος να φροντίζη, πώς να εξασφαλίση ιδιαιτέρως την ευτυχίαν μιας μόνον τάξεως πολιτών, αλλ' επιδιώκει τούτο γενικώς δι' ολόκληρον την πόλιν και προς τον σκοπόν τούτον συνδυάζει αρμονικώς τα διάφορα στοιχεία και υποχρεώνει τους πολίτας διά της πειθούς ή και διά της βίας να μεταδίδουν προς αλλήλους τας ωφελείας, που είναι εις θέσιν έκαστος να παρέχη εις το κοινόν, μορφώνει δε και ο ίδιος τοιούτους άνδρας εις την πόλιν, όχι διά να τους αφήνη να παίρνουν τον δρόμον που θέλει ο καθένας των, αλλά διά να τους μεταχειρίζεται αυτός προς τον σύνδεσμον της πόλεως. — Έχεις δίκαιον· το είχα λησμονήση.

 — Εκτός τούτου όμως σκέψου, αγαπητέ Γλαύκων, ότι και δεν θα τους αδικήσωμεν επί τέλους τους φιλοσόφους της πόλεώς μας, αλλά θα έχωμεν να προβάλωμεν αποχρώσαν δικαιολογίαν, όταν τους αναγκάζωμεν να αναλάβουν την φροντίδα και την φύλαξιν των άλλων· θα τους είπωμεν δηλαδή, ότι εις μεν τας άλλας πόλεις οι φιλόσοφοι πολύ ευλόγως δεν λαμβάνουν μέρος εις τους κόπους και τας φροντίδας της διοικήσεως, διότι εκεί γεννώνται ούτως ειπείν αυτομάτως και παρά την θέλησιν της πολιτείας, ένα δε πράγμα αυτοφυές και το οποίον εις κανένα δεν χρεωστεί την γέννησίν του και την εκπαίδευσιν, είναι πολύ δίκαιον να μην έχη καμμίαν υποχρέωσιν να πληρώση τροφεία εις κανένα· εσάς όμως σας εμορφώσαμεν εμείς προς το συμφέρον σας και προς το συμφέρον της πόλεως, διά να γίνετε, όπως εις σμήνη μελισσών, οι ηγεμόνες μας και οι βασιλείς μας, και προς τον σκοπόν τούτον σας εδώσαμεν καλυτέραν και τελειοτέραν μόρφωσιν από τους άλλους, διά να ημπορήτε να κάμνετε και τα δύο· πρέπει λοιπόν ο καθένας σας να κατεβαίνη με την σειράν του εις την κοινήν των άλλων κατοικίαν και να συνηθίση μαζί με τους άλλους να βλέπη και τα σκοτεινά· διότι, όταν οπωσδήποτε εξοικειωθήτε, θα βλέπετε τα πράγματα ασυγκρίτως καλύτερα από τους άλλους τους εκεί, και θα γνωρίζετε έκαστον είδωλον, τι και τίνος είναι, διότι έχετε ιδή την αλήθειαν σχετικώς με το ωραίον, — το δίκαιον και το αγαθόν· και τοιουτοτρόπως προς το συμφέρον και το ιδικόν σας και το ιδικόν μας η διοίκησις της πολιτείας μας θα είναι πραγματικότης και όχι όνειρον, όπως εις τας πλείστας των σημερινών πολιτειών, εις τας οποίας οι άρχοντες πολεμούν μεταξύ των διά μίαν καθαράν σκιάν και διαφιλονεικούν την εξουσίαν, ως να ήτο κανένα σπουδαίον αγαθόν· το αληθές όμως είναι ότι, εις μίαν πόλιν, οπού οι ενδεδειγμένοι να κυβερνώσι δεν δεικνύουν καμμίαν μεγάλην σπουδήν ν' αναλάβουν την αρχήν, κατ' ανάγκην η πόλις αύτη θα διοικήται άριστα και θα βασιλεύη εις αυτήν η ομόνοια· ενώ όπου, οι άρχοντες πράττουν τα εναντία, θα συμβαίνουν και τα εναντία. — Έχεις πολύ δίκαιον.

 — Λέγεις λοιπόν να μας παρακούσουν τάχα οι τρόφιμοί μας και να μη θελήσουν να συμμετάσχουν των κόπων της διοικήσεως, έκαστος με την σειράν του, και να είναι ελεύθεροι έπειτα, τον περισσότερον χρόνον, να τον διέρχωνται μαζί εις την χώραν του καθαρού φωτός; — Δεν είναι δυνατόν· διότι δίκαιοι είναι και αυτοί, δίκαια και αυτά που τους επιβάλλομεν ώστε, παρά κάθε άλλον, θα αναλαμβάνη μετά προθυμίας ο καθένας των την αρχήν ως αναγκαίον καθήκον, αντιθέτως προς τα συμβαίνοντα σήμερον εις τας διαφόρους πολιτείας.

 — Έτσι είναι πράγματι, φίλε μου· διότι, αν ημπορέσης να εύρης διά τους ενδεδειγμένους να άρχωσι μίαν συνθήκην του βίου προτιμοτέραν από την εξουσίαν, θα ημπορέσης επίσης να εύρης και μίαν πόλιν καλώς διοικουμένην· διότι μόνον εις αυτήν θα κυβερνούν οι πραγματικώς πλούσιοι, όχι πλούσιοι εις χρήματα, αλλά εις αρετήν και σοφίαν, που είναι ο αληθινός πλούτος των ευδαιμόνων· εάν όμως άνθρωποι πτωχοί και πεινασμένοι, που δεν έχουν ιδικά των αγαθά, επιδιώκουν την εξουσίαν νομίζοντες, ότι από αυτήν θα ημπορέσουν να αρπάσουν ό,τι τους λείπει, είναι αδύνατον να υπάρξη καλή διοίκησις· διότι όπου η εξουσία είναι δι' αυτόν τον λόγον περιμάχητος, ο εμφύλιος και εσωτερικός περί αυτής πόλεμος θα επιφέρη επί τέλους τον όλεθρον και αυτών των ιδίων και της όλης πολιτείας. — Σωστότατα. — Γνωρίζεις λοιπόν καμμίαν άλλην συνθήκην βίου, παρά την της αληθινής φιλοσοφίας, που να περιφρονή, τόσον τας πολιτικάς αρχάς και τα αξιώματα; — Όχι, μα την αλήθειαν. — Αλλ' είπαμεν όμως ότι πρέπει να αναλαμβάνουν την εξουσίαν εκείνοι, που δεν είναι ερασταί της· διότι άλλως η μεταξύ εραστών αντιζηλία, θα προκαλέση έριδας και πόλεμον. — Δίχως άλλο. — Ποίους λοιπόν θα εξαναγκάσης να αναδεχθούν την φρούρησιν της πολιτείας παρά εκείνους, οι οποίοι πεπαιδευμένοι σοφώτατα και καλύτερα από κάθε άλλον εις την τέχνην του κυβερνάν, έχουν συγχρόνως και άλλας τιμάς και ένα άλλον βίον κατά πολύ ανώτερον του πολιτικού; — Δεν υπάρχουν βέβαια άλλοι από αυτούς.

 — Θέλεις λοιπόν τώρα να εξετάσωμεν, πώς θα σχηματίσωμεν τους τοιούτους ανθρώπους και πώς θα τους φέρωμεν εις το φως, όπως λέγεται διά μερικούς ότι ανέβησαν από τον Άδην εις τους θεούς; — Πώς δεν θέλω; — Εννοείς ότι δεν πρόκειται τώρα εδώ περί, της περιστροφής ενός οστράκου, όπως εις το παιγνίδι των παιδιών, αλλά περί της περιστροφής της ψυχής, περί της επανόδου δηλονότι αυτής από μίαν σκοτεινήν ημέραν εις το αληθινόν φως του όντος, την οποίαν θα ονομάσωμεν αθινήν φιλοσοφίαν. — Πολύ ωραία. — Δεν πρέπει λοιπόν να εξετάσωμεν ποίον από τα μαθήματα έχει αυτήν την δύναμιν; — Πώς όχι;

 — Ποίον λοιπόν μάθημα, αγαπητέ μου Γλαύκων, είναι ικανόν ν' ανυψώση την ψυχήν από τα φθαρτά πράγματα εις το καθ' εαυτόν; και τούτο λέγων, έχω ακόμη υπ' όψιν μου και ένα άλλο· δεν είπαμεν ότι οι φρουροί μας κατά την νεότητά των πρέπει να γυμνασθούν εις την τέχνην των όπλων και του πολέμου; — Το είπαμεν πράγματι. — Ώστε πρέπει το μάθημα που ζητούμεν, εκτός του άλλου εκείνου, να έχη ακόμη και αυτήν την ιδιότητα; — Την ποίαν; — Να μην είναι άχρηστον εις ανθρώπους πολεμικούς. — Πρέπει πράγματι, εάν είναι δυνατόν. — Δεν είχομεν προηγουμένως δεχθή εις το εκπαιδευτικόν μας σύστημα ως βάσιν την γυμναστικήν και την μουσικήν; — Μάλιστα. — Αλλ' η γυμναστική αποβλέπει εις πράγμα, που είναι επιδεκτικόν γεννήσεως και φθοράς· διότι έργον έχει να φροντίζη περί της αυξήσεως και της ελαττώσεως των δυνάμεων του σώματος. — Αυτό είναι αλήθεια. — Ώστε δεν ημπορεί να είναι αυτή το μάθημα, που ζητούμεν. — Όχι βέβαια.

 — Μήπως λοιπόν να είναι η μουσική, όπως την επραγματεύθημεν τότε; — Αλλά, αν ενθυμείσαι, εκείνη πάλιν ήτο αντίστροφος της γυμναστικής, διότι έργον είχε να μορφώνη τον χαρακτήρα των φυλάκων και να μεταδίδη εις αυτούς διά της αρμονίας μίαν ευαρμοστίαν, όχι όμως και επιστήμην, και διά του ρυθμού ευρυθμίαν· δι' ανάλογον δε σκοπόν έχει ακόμη εις την διάθεσίν της και τους λόγους, είτε τους μυθώδεις είτε και τους αληθινωτέρους· μάθημα όμως κατάλληλον προς τοιούτον τι αγαθόν, που ζητείς συ τώρα, δεν περιείχε κανένα. — Ακριβέστατα μου υπενθυμίζεις όλα αυτά· διότι πράγματι δεν είχε κανένα τοιούτον^ αλλά, ευλογημένε μου Γλαύκων, ποίον επί τέλους να είναι αυτό; όχι βέβαια αι μηχανικαί τέχναι, διότι όλας αυτάς πολύ δικαίως τας εχαρακτήρισες βαναύσους. — Πώς όχι; εν τούτοις, αφού αποκλείσωμεν την γυμναστικήν και την μουσικήν και τας τέχνας, τι άλλο μας υπολείπεται; — Αφού δεν έχομεν πλέον τίποτε έξω από αυτά, ας λάβωμεν, λέγω, κανένα από τα γενικά μαθήματα. — Το ποίον; — Νά, αυτό παραδείγματος χάριν το, τόσον κοινόν, που το χρησιμοποιούν όλαι αι τέχναι και αι επιστήμαι και αι διάνοιαι, και που είναι το πρώτον και απαραίτητον μάθημα διά τον καθένα. — Μα ποίον λοιπόν; — Νά, αυτό το τιποτένιο, που μας διδάσκει να διακρίνωμεν το ένα και τα δύο και τα τρία· και το ονομάζω με γενικόν όνομα αριθμητικήν και λογιστικήν· ή δεν είναι αλήθεια, ότι κάθε τέχνη και επιστήμη είναι αναγκασμένη να προσφεύγη εις αυτά: — Και πολύ μάλιστα· λοιπόν και η πολεμική τέχνη; — Και αυτή κατ' ανάγκην. — Και πράγματι ο Παλαμήδης εις τας τραγωδίας εξευτελίζει τον Αγαμέμνονα και τον παρουσιάζει τελείως καταγέλαστον στρατηγόν· δεν είδες που καυχάται ότι αυτός εύρε τους αριθμούς και με την βοήθειαν αυτών έδωσε το σχέδιον του στρατοπέδου προ της Τροίας, εμέτρησε τα πλοία και όλα τα άλλα, ως να ήτο αδύνατον να μετρηθούν πριν και ως να μην εγνώριζεν ο Αγαμέμνων ούτε πόσα πόδια είχε, αφού δεν ήξευρε να μετρά; και μα την αλήθειαν ποίαν ιδέαν θα εσχημάτιζες δι' ένα τοιούτον στρατηγόν; — Όχι πολύ κολακευτικήν, εάν ήτο αυτό αληθινόν.

 — Υπάρχει λοιπόν καμμία άλλη επιστήμη αναγκαιοτέρα διά τον στρατηγόν από την αριθμητικήν και την λογιστικήν; — Υπέρ παν άλλο πράγματι του είναι απαραίτητος, αν θέλη τουλάχιστον να καταλαβαίνη και το παραμικρότερον από την τακτικήν, ή μάλλον αν θέλη και απλώς να είναι άνθρωπος. — Συμμερίζεσαι λοιπόν την ιδέαν που έχω και εγώ περί αυτού του μαθήματος; — Ποίαν ιδέαν; — Σαν να μου φαίνεται πως είναι από εκείνα που ζητούμεν και πως έχει την ιδιότητα να ανυψώνη την ψυχήν εις την καθαράν νόησιν και να την ελκύη προς την θεωρίαν του καθ' εαυτό όντος, αν και κανείς δεν ηξεύρη να το μεταχειρίζεται ορθώς. — Τι εννοείς; — Θα προσπαθήσω να σου δώσω να καταλάβης την ιδέαν μου· εφόσον εγώ θα ξεχωρίζω εκείνα, που θεωρώ κατάλληλα να εξηγήσουν την ψυχήν εκεί που λέγομεν, και εκείνα που δεν τα θεωρώ, εσύ παρακολούθει την εξέτασιν και λέγε την γνώμην σου, εφ' όσον συμφωνείς ή όχι μαζί μου, διά να ίδωμεν σαφέστερα και αυτό, αν είναι όπως εγώ το φαντάζομαι. — Λέγε λοιπόν. — Εν πρώτοις σου λέγω, εάν το βλέπης και συ, ότι από τα αισθητά πράγματα πολλά δεν έχουν ανάγκην να προσκαλέσουν και την νόησιν προς επιθεώρησίν των, διότι τους αρκεί και μόνη η αίσθησις να τα κρίνη, ενώ άλλα απεναντίας έχουν απόλυτον ανάγκην να επέμβη και η νόησις, διότι η αίσθησις δεν καταφέρνει τίποτε σωστόν απέναντί των. — Θα εννοής βέβαια τα μακρινά αντικείμενα και όσα φαίνονται αμυδρώς διαγεγραμμένα. — Δεν επέτυχες ακριβώς εκείνο που θέλω να είπω. — Ποία λοιπόν εννοείς; — Εκείνα που δεν προκαλούν την επέμβασιν της νοήσεως είναι όσα δεν υποπίπτουν συγχρόνως και εις μίαν εναντίαν αίσθησιν· θεωρώ δε ως προκαλούντα την επέμβασιν, εκείνα που γεννούν συγχρόνως δύο αντιθέτους αισθήσεις, και δεν ξεχωρίζομεν αν είναι αυτό ή το όλως διόλου αντίθετον, ανεξαρτήτως του αν το αντικείμενον είναι μακράν ή πλησίον· θα εννοήσης καλύτερα το πράγμα με το εξής παράδειγμα· ιδού, λέγομεν τρεις δάκτυλοι: ο μικρός, ο παράμεσος και ο μέσος. — Πολύ καλά. — Λάβε ότι τους βλέπομεν από πλησίον και πρόσεξε τώρα εις αυτό που θα σου ειπώ. — Το ποίον; — Έκαστος εξ αυτών φαίνεται εξ ίσου δάκτυλος, και υπ' αυτήν την έποψιν δεν υπάρχει μεταξύ των καμμία διαφορά, είτε φαίνεται εις το μέσον ο ένας και εις το άκρον ο άλλος, είτε είναι άσπρος ή μαύρος, παχύς ή λεπτός και ό,τι άλλο τοιούτον· εις όλα αυτά δεν αναγκάζεται η ψυχή των ανθρώπων να ερωτήση την νόησιν τι πράγμα είναι ο δάκτυλος· διότι ουδέποτε η όρασις έδειξεν ότι ο δάκτυλος είναι συγχρόνως κάτι τι άλλο και αντίθετον από τον δάκτυλον. — Ουδέποτε πράγματι. — Ώστε έχω δίκαιον να λέγω ότι εις την περίπτωσιν αυτήν τίποτε δεν προκαλεί ουδ' εξεγείρει την νόησιν. — Φυσικά.

 — Αλλ' όμως η όρασις κρίνει άραγε επαρκώς περί του μεγέθους ή της μικρότητος των δακτύλων, και δεν την ενδιαφέρει προς τούτο, αν ο ένας εξ αυτών κείται εις το μέσον ή εις το άκρον; ωσαύτως δε και η αφή περί του πάχους ή της λεπτότητος, της μαλακότητος ή σκληρότητος; και αι άλλαι επίσης αισθήσεις δι' όλα τα τοιαύτα μήπως δεν έχουν την απαιτουμένην ακρίβειαν; ή δεν ενεργεί ως εξής εκάστη εξ αυτών; πρώτον μεν η αίσθησις η ωρισμένη διά το σκληρόν κατ' ανάγκην είναι ωρισμένη και διά το μαλακόν και μεταφέρει εις την ψυχήν ως ένα και το αυτό πράγμα το αίσθημα του σκληρού και του μαλακού; — Μάλιστα αυτό συμβαίνει. — Δεν θα ευρίσκεται λοιπόν κατ' ανάγκην η ψυχή εις απορίαν επί των περιστάσεων τούτων, τι τάχα να είναι εκείνο που της φανερώνει η αίσθησις αυτή ως σκληρόν, αφού της λέγει το ίδιον και ως μαλακόν, καθώς και του βαρέος και του ελαφρού, αφού και το βαρύ της το παριστάνει ελαφρόν, και το ελαφρόν βαρύ; — Πραγματικώς θα φαίνωνται παράδοξοι αι μαρτυρίαι αυταί εις την ψυχήν και θα χρειάζωνται να υποβληθούν εις εξέτασιν εκ μέρους της. — Είναι λοιπόν εύλογον εις αυτάς τας περιστάσεις η ψυχή, προσκαλούσα εις βοήθειάν της την σκέψιν και την νόησιν, να προσπαθή να εξετάση, αν αύται αι μαρτυρίαι, που της έφερεν η αίσθησις, αναφέρωνται εις έν, ή εις δύο πράγματα. — Πώς όχι; — Και αν κρίνη ότι αναφέρονται εις δύο, τότε έκαστον εξ αυτών θα το πάρη ως ένα ιδιαίτερον και ξεχωριστόν πράγμα. — Ναι. — Εάν λοιπόν έκαστον εξ αυτών της φαίνεται ένα, το ένα δε και το άλλο μαζί δύο, αυτά βέβαια τα δύο θα τα αντιληφθή χωριστά· διότι αν ήσαν αχώριστα, δεν θα τα αντελαμβάνετο ως δύο, αλλ' ως ένα. — Σωστά. — Αλλά και η όρασις, καθώς ελέγαμεν, έβλεπε και το μέγα και το μικρόν, όχι όμως ως κάτι τι χωρισμένον αλλ' ως πράγματα συγκεχυμένα ομού· ή όχι: — Μάλιστα. — Και ακριβώς διά να σαφηνίση αυτό, ηναγκάσθη πάλιν να εξετάση η νόησις το μέγα και το μικρόν, όχι πλέον συγκεχυμένα αλλ' απεναντίας ακριβώς χωρισμένα και καθ' εαυτά. — Είναι αληθές. — Από μίαν λοιπόν τοιαύτην περίστασιν δεν επέρχεται κατά πρώτον εις την ψυχήν η ιδέα να ερωτήση, τι τάχα να είναι το μέγεθος και τι πάλιν η μικρότης; — Βεβαιότατα. — Και έτσι λοιπόν εφθάσαμεν να ξεχωρίσωμεν δύο πράγματα, το ορατόν και το νοητόν. — Πολύ σωστά.

 — Αυτό λοιπόν ήθελα και πριν να σου δώσω να καταλάβης, όταν σου έλεγα, ότι άλλα μεν πράγματα κινούν την ψυχήν εις σκέψιν, και ως τοιαύτα ελάμβανα εκείνα που προκαλούν συγχρόνως δύο αντίθετα αισθήματα, άλλα δε πάλιν δεν προκαλούν παρά ένα μόνον, και δι' αυτό δεν διεγείρουν την νόησιν. — Ενόησα τώρα, και συμφωνώ πληρέστατα μαζί σου.

 — Λοιπόν τι από τα δύο αυτά πράγματα νομίζεις ότι είναι ο αριθμός και η μονάς; — Δεν γνωρίζω καλά. — Συλλογίσου από εκείνα που είπαμεν ανωτέρω· διότι αν λαμβάνωμεν επαρκή γνώσιν της μονάδος ή διά της οράσεως ή διά καμμιάς άλλης αισθήσεως, τότε δεν θα ήτο από εκείνα που μας σύρουν προς την νόησιν της ουσίας, όπως είπαμεν προκειμένου και περί του δακτύλου· εάν όμως μαζί με την μονάδα μας παρουσιάζεται συγχρόνως και το αντίθετόν της, ώστε να μη μας φαίνεται περισσότερον έν παρά και το εναντίον του ενός, τότε πλέον έχομεν ανάγκην του κριτού, που να ξεχωρίση το πράγμα, και η ψυχή, ευρισκομένη εις απορίαν περά αυτού, θα ήτο ηναγκασμένη να εξεγείρη την νόησιν και να την ερωτήση τι είναι αυτή η μονάς· και τοιουτοτρόπως η γνώσις της μονάδος θα ήτο από εκείνα που σύρουν την ψυχήν και την στρέφουν προς την θεωρίαν του καθ' εαυτό όντος. — Αλλά πράγματι μας παρουσιάζεται υπό την διπλήν αυτήν όψιν η μονάς· διότι βλέπομεν συγχρόνως το ίδιον πράγμα και ως έν και ως άπειρα τον αριθμόν. — Και αφού αυτό συμβαίνει με την μονάδα, δεν θα συμβαίνη επίσης και με κάθε άλλον αριθμόν; Πώς όχι; Αλλ' όμως τας μεταξύ των αριθμών σχέσεις τας εξετάζει η αριθμητική και η λογιστική. — Μάλιστα. — Ώστε και αι δύο αυταί οδηγούν εις την αλήθειαν. Θαυμασίως μάλιστα.

 — Θα είναι λοιπόν από εκείνα τα μαθήματα που εζητούσαμεν· και είναι πράγματι απαραίτητα εις τον στρατιωτικόν μεν, επειδή πρέπει να τα γνωρίζη διά την τακτικήν, εις τον φιλόσοφον δε, διότι πρέπει να εξέλθη από εκείνα, που είναι επιδεκτικά γενέσεως και φθοράς και να ανυψωθή εις την ουσίαν των πραγμάτων· άλλως ουδέποτε θα γίνη αληθινός μαθηματικός. — Όλα αυτά είναι αληθή.
 
 — Αλλά ο φρουρός της πόλεώς μας είναι συγχρόνως πολεμικός και φιλόσοφος. — Μάλιστα. — Πρέπει επομένως διά νόμου να θεσπίσωμεν αυτό το μάθημα και να υποχρεώσωμεν τους μέλλοντας να καθέξουν τα ανώτατα αξιώματα εις την πολιτείαν μας να επιδίδωνται εις την λογιστικήν όχι επιπολαίως, αλλά μέχρι του βαθμού να είναι ικανοί διά της καθαράς νοήσεως να γνωρίζουν αυτήν την φύσιν και την ουσίαν των αριθμών, όχι διά να την χρησιμοποιούν βέβαια, όπως οι έμποροι και οι μεταπράται εις τας ληψοδοσίας των, αλλά διά να την εφαρμόζουν εις τα πολεμικά και διά να ευκολύνουν την ψυχήν να γυρίζη από τα φθαρτά εις την αλήθειαν και την ουσίαν των όντων. Πολύ λαμπρά τα λέγεις.

Τώρα δε, που συνέπεσεν ο λόγος διά το μάθημα αυτό των αριθμών και των υπολογισμών, παρατηρώ πόσον ωραίον είναι και υπό πολλάς επόψεις χρήσιμον· διά τον σκοπόν που επιδιώκομεν, να καταγίνεται κανείς εις αυτό απλώς διά να το γνωρίζη μόνον και όχι διά να το χρησιμοποιή εις το εμπόριον. — Πώς δα; — Εν πρώτοις αυτό, που ελέγαμεν και τώρα, ότι έχει την ιδιότητα να ανυψώνη την ψυχήν εις θαυμαστά ύψη και την αναγκάζει να φιλοσοφή περί αυτής της φύσεως των αριθμών και να μην ανέχεται να της προβάλλουν εις τους υπολογισμούς της αριθμούς εφαρμοζομένους εις αισθητά και ορατά αντικείμενα· διότι γνωρίζεις βέβαια τι κάμνουν οι φημισμένοι, διά την περί ταύτα δεινότητά τους· εάν τις επιχειρή να διαιρέση, αυτήν την μονάδα διά της φαντασίας, τον περιγελούν και δεν θέλουν να ακούσουν τίποτε· αλλ' εάν εσύ την διαιρέσης, εκείνοι θα την πολλαπλασιάσουν, φοβούμενοι μήπως το έν φανή όχι έν, αλλά σύνολον πολλών μορίων. — Έχεις δίκαιον. — Τι δε νομίζεις, ότι θα απεκρίνοντο, ω Γλαύκων, αν κανείς τους ηρώτα: «περί ποίων αριθμών ομιλείτε, άνθρωποι; πού είναι αυταί αι μονάδες, όπως σεις τας παραδέχεσθε, απαραλλάκτως και κατά πάντα ίσας μεταξύ των, χωρίς να έχουν την ελαχίστην διαφοράν και αι οποίαι δεν αποτελούνται καθόλου από μόρια;»· τι νομίζεις, λέγω, ότι θα απεκρίνοντο; — Ότι ομιλούν περί των αριθμών, τους οποίους μόνον διά της φαντασίας ημπορεί κανείς, να συλλάβη και όχι με κανένα άλλον τρόπον. — Βλέπεις λοιπόν, φίλε μου, ότι πραγματικώς μας είναι απαραίτητον αυτό το μάθημα, αφού φαίνεται ότι εξαναγκάζει την ψυχήν να μεταχειρισθή την νόησιν, διά να γνωρίση την αλήθειαν; — Και τωόντι είναι καταλληλότατον διά να παραγάγη αυτό το αποτέλεσμα. — Παρετήρησες δε ακόμη και ένα άλλο, ότι οι εκ φύσεως λογιστικοί είναι οξύτατοι γενικώς ειπείν και εις όλα τα μαθήματα, και ότι πάλιν, και όσοι είναι βραδείς τον νουν, όταν καταγίνουν και γυμασθούν με τα μαθηματικά, και αν δεν ωφεληθούν τίποτε άλλο, αποκτούν πολύ μεγαλυτέραν οξύτητα πνεύματος παρά όσην εκ φύσεως έχουν; — Είναι αληθές αυτό. — Και όμως, καθώς εγώ νομίζω, είναι δύσκολον να εύρης άλλα μαθήματα που να παρέχουν τόσον κόπον, διά να τα μάθης και τα εμβαθύνης, όσον αυτό. — Πράγματι. — Ένεκα όλων λοιπόν αυτών των λόγων δεν πρέπει να παραλείψωμεν αυτό το μάθημα, αλλά πρέπει να εκπαιδεύωμεν εις αυτό τας αρίστας φύσεις. — Είμαι σύμφωνος μαζί σου.

 — Το εδέχθημεν λοιπόν αυτό πρώτον^ ας εξετάσωμεν δε τώρα, εάν μας κάμνη διά τον σκοπόν μας, το δεύτερον αυτό μάθημα, που σχετίζεται στενώς με εκείνο. — Το ποίον; μήπως εννοείς την γεωμετρίαν; — Αυτήν ακριβώς. — Είναι προφανές ότι μας κάμνει, καθόσον τουλάχιστον αναφέρεται εις την πολεμικήν τέχνην· διότι όσον αφορά τας στρατοπεδεύσεις και τας καταλήψεις ισχυρών θέσεων και τας συμπυκνώσεις και αναπτύξεις του στρατεύματος και όλα τα σχετικά με τους διαφόρους σχηματισμούς του στρατού είτε κατά την μάχην είτε εν πορεία, ασυγκρίτως θα υπερέχη ένας γεωμέτρης από ένα μη τοιούτον. — Ναι, άλλως προς τούτο θα ήρκει και μικρά γνώσις της γεωμετρίας και των υπολογισμών· πρέπει να εξετάσωμεν, αν η βαθεία και ανωτέρα γνώσις της επιστήμης αυτής τείνη εις το να καταστήση ευκολωτέραν την κατάληψιν της ιδέας του αγαθού· αυτό δε είναι, καθώς είπαμεν, το αποτέλεσμα πασών των επιστημών, όσαι εξαναγκάζουν την ψυχήν να στραφή προς την σφαίραν εκείνην, όπου ευρίσκεται το ευδαιμονέστατον των όντων, που πρέπει η ψυχή με κάθε τρόπον να αντικρύση και να ίδη. — Έχεις δίκαιον.

 — Εάν λοιπόν και η γεωμετρία αναγκάζη την ψυχήν να αποβλέπη προς την ουσίαν των όντων, τότε μας κάμνει διά τον σκοπόν μας, εάν όμως περιορίζεται απλώς εις τα φθαρτά, δεν μας κάμνει. — Αναμφιβόλως. — Αυτό όμως δεν θα μας το αμφισβητήσουν όσοι έχουν και μικράν μόνον ιδέαν γεωμετρίας, ότι δηλαδή ο σκοπός της επιστήμης ταύτης αντίκειται εξ ολοκλήρου προς όσα λέγουν εκείνοι, που πραγματεύονται περί αυτής. — Πώς αυτό; — Η γλώσσα δηλαδή που μεταχειρίζονται είναι όλως διόλου αστεία, αν και δεν ημπορούν να κάμουν διαφορετικά, διότι έχουν διαρκώς εις το στόμα των τας λέξεις τετραγωνίζω και εκτείνω και προσθέτω, ως να τα έκαμνον πράγματι αυτά και να απέβλεπον εις το πρακτικόν μέρος, ενώ η επιστήμη αυτή ολόκληρος άλλο αντικείμενον δεν έχει, παρά την γνώσιν. — Αυτό είναι αληθές — Συμφωνείς ακόμη και δι' ένα άλλο πράγμα; — Το ποίον; — Ότι έχει αντικείμενον την γνώσιν του αιωνίως όντος, και όχι εκείνου του οποίου λαμβάνει αρχήν και τέλος; — Δεν έχω καμμίαν δυσκολίαν να το παραδεχθώ· πράγματι η γεωμετρία είναι γνώσις του αιωνίως όντος. — Κατά συνέπειαν δύναται να σύρη και αυτήν την ψυχήν προς την αλήθειαν και να επεξεργασθή μίαν φιλοσοφικήν διάνοιαν, εις τρόπον ώστε να κρατή πάντοτε εστραμμένα προς τα άνω τα βλέμματα, τα οποία τώρα χωρίς να πρέπη έχομεν προς τα κάτω. — Όσον το δυνατόν περισσότερον. — Όσον το δυνατόν λοιπόν περισσότερον πρέπει και ημείς να υποχρεώνωμεν τους νέους της καλλιπόλεώς μας, να μη παραμελούν κατ' ουδένα τρόπον την γεωμετρίαν· διότι ακόμη και τα πάρεργα και τα επουσιώδη αυτής έχουν όχι μικράν σπουδαιότητα. — Ποία δηλαδή εννοείς; — Πρώτον εκείνα που ανέφερες και συ, τα σχετιζόμενα δηλαδή με την πολεμικήν τέχνην^ εν γένει όμως και διά τα άλλα τα μαθήματα, όσον αφορά την ευκολωτέραν κατάληψιν αυτών, γνωρίζομεν ότι έχει απ' άκρου εις άκρον διαφοράν εκείνος που είναι εντριβής της γεωμετρίας, από εκείνον, που δεν είναι. — Πράγματι απ' άκρου εις άκρον. — Ώστε να ορίσωμεν δεύτερον αυτό μάθημα διά τους νέους μας; — Να το ορίσωμεν.

 — Τι δε; να ορίσωμεν ως τρίτον την αστρονομίαν; ή δεν το εγκρίνεις; — Πώς όχι; διότι όχι μόνον διά την γεωργίαν και την ναυτιλίαν, αλλ' επίσης και διά την στρατηγίαν είναι αναγκαίον να έχη κανείς ακριβεστέραν γνώσιν των ωρών, των μηνών και των ενιαυτών. — Είσαι μα την αλήθειαν πολύ νόστιμος, διότι φαίνεται ως να φοβήσαι τους πολλούς, μήπως νομισθής ότι εισάγεις άχρηστα μαθήματα· όμως η ωφέλεια των μαθημάτων τούτων δεν είναι αναξία λόγου, καίτοι πολύ δύσκολα ήθελον το παραδεχθή· δι' αυτών των μαθημάτων αληθώς αποκαθαίρεται και αναζωπυρούται ένα όργανον της ψυχής εκάστου, το οποίον σβύνει και τυφλούται από τας άλλας ενασχολήσεις της ζωής, αν και είναι προτιμότερον από χιλίους οφθαλμούς· διότι μόνον δι' αυτού ημπορούμεν να ίδωμεν την αλήθειαν· αυτά να σε ακούσουν να λέγης, όσοι είναι σύμφωνοι μαζί μας επί του ζητήματος τούτου, θα σε επικροτήσουν εκθύμως· όσοι όμως δεν έχουν εννοήση αυτήν την αλήθειαν, φυσικώ τω λόγω θα ειπούν ότι δεν λέγεις τίποτε· διότι δεν βλέπουν καμμίαν άλλην αξίαν λόγου ωφέλειαν από αυτάς τας επιστήμας· βλέπε λοιπόν τώρα προς ποίους εξ αυτών ομιλείς, εκτός αν δεν το κάμνης ούτε διά τους μεν, ούτε διά τους δε, αλλ' απλώς χάριν του εαυτού σου κάμνεις αυτούς τους συλλογισμούς, χωρίς όμως να φθονής, αν και κανείς άλλος θα ηδύνατο να επωφεληθή εξ αυτών. — Προτιμώ χάριν του εαυτού μου το περισσότερον να ομιλώ, να ερωτώ και να αποκρίνωμαι.

 — Αν είναι λοιπόν έτσι, κάμε τώρα ένα βήμα προς τα οπίσω· διότι δεν ελάβαμεν την επιστήμην, που έπρεπε να λάβωμεν κατόπιν της γεωμετρίας. — Τι εκάμαμεν δηλαδή; — Μετά τας επιφανείας, ελάβαμεν τα στερεά εν κινήσει, χωρίς προηγουμένως να ασχοληθώμεν με αυτά καθ' εαυτά· η τάξις απήτει, κατόπιν εκείνων που έχουν δύο διαστάσεις, να λάβωμεν τα έχοντα τρεις, όπως είναι παραδείγματος χάριν ο κύβος και όλα όσα έχουν και βάθος. — Αυτό είναι αληθές· μου φαίνεται όμως, Σωκράτη, ότι δεν ευρέθησαν ακόμη αυτά. — Το τοιούτον προέρχεται από δύο αιτίας· πρώτον μεν διότι καμμία πολιτεία δεν δίδει την πρέπουσαν εκτίμησιν εις αυτάς τας ανακαλύψεις και εργάζονται επιμόνως άνευ λόγου όσοι καταγίνονται εις τας δυσκολωτάτας αυτάς ερεύνας· δεύτερον δε διότι οι καταγινόμενοι έχουν ανάγκην ενός οδηγού, άνευ του οποίου εις τίποτε δεν είναι δυνατόν να καταλήξουν αι έρευναί των· αλλά τοιούτος οδηγός, διά να ευρεθή, πρώτον μεν είναι πολύ δύσκολον, και αν όμως υποθέσωμεν ότι ευρέθη, όπως τώρα έχουν τα πράγματα, δεν θα κατεδέχοντο να του ακούσουν όσοι καταγίνονται με τας ερεύνας ταύτας, διότι το έχουν πολύ παρμένον επάνω των· εάν όμως ολόκληρος η πόλις ήθελεν επιστατήση εις τας εργασίας αυτάς, αποδεικνύουσα την εκτίμησίν της, θα την ηκολούθουν τοιουτοτρόπως και αυτοί και διά της συνεχούς και επιμόνου ερεύνης, θα κατέληγον εις ευχάριστον αποτέλεσμα και θα ευρίσκετο επί τέλους η αλήθεια· αφού και τώρα με όλην την περιφρόνησιν που έχουν προς αυτήν την επιστήμην και τα εμπόδια, που της παρεμβάλλουν, και μολονότι και ο μικρός αριθμός των καταγινομένων δεν κατανοεί όλην την χρησιμότητα αυτής, πάλιν όμως παρ' όλα αυτά με μόνην την δύναμιν του θελγήτρου που εξασκεί, από ημέρας εις ημέραν προοδεύει και τίποτε το παράδοξον επί τέλους να φθάση εις το τέρμα που επιδιώκει. — Και πράγματι δεν ημπορεί κανείς να αρνηθή, ότι είναι κατ' εξοχήν ελκυστική επιστήμη· εξήγησέ μου όμως σαφέστερον αυτά που έλεγες τώρα· και γεωμετρίαν μεν ενοούσες την πραγματευομένην περί των επιπέδων επιφανειών. — Μάλιστα. — Μετ' αυτήν έθετες πρώτον μεν την αστρονομίαν, ύστερα όμως μετέβαλες την σειράν. — Ναι, διότι από την βίαν μου, να τα περιλάβω όλα μίαν ώραν αρχύτερα, ηργοπόρησα απεναντίας περισσότερον· έπρεπε, ύστερ' από την γεωμετρίαν, να κάμω λόγον περί των στερεών σωμάτων, επειδή όμως η περί αυτών έρευνα έχει κάμη μηδαμινάς προόδους, την παρέτρεξα διά να μεταβώ εις την αστρονομίαν, η οποία είναι η επιστήμη των στερεών εν κινήσει. Πολύ σωστά.

 — Ώστε λοιπόν ως τέταρτον μάθημα ορίζομεν την αστρονομίαν, δεχόμενοι ότι υπάρχει η στερεομετρία, την οποίαν παρελείψαμεν τώρα, εάν η πολιτεία ασχοληθή περί αυτής — Πολύ φυσικά· και επειδή προ ολίγου με επέπληξαν διότι επήνεσα την αστρονομίαν τόσον αδέξια, την επαινώ τώρα κατά τρόπον σύμφωνον με την ιδικήν σου αντίληψιν· διότι είναι, νομίζω, εις όλους φανερόν, ότι αυτή αναγκάζει την ψυχήν να στρέφη τα βλέμματά της προς τα άνω και την οδηγεί από τα επίγεια πράγματα προς τα επουράνια. — Ίσως, καθώς λέγεις, να είναι εις όλους αυτό φανερόν, εκτός όμως εμού· διότι εγώ δεν κρίνω κατ' αυτόν τον τρόπον. — Αλλά πώς λοιπόν; — Όπως μεν την σπουδάζουν τώρα εκείνοι, οι οποίοι την ανάγουν εις φιλοσοφίαν, την κάμνουν απεναντίας να βλέπη προς τα κάτω. — Τι θέλεις να είπης; — Μου φαίνεται ότι εκλαμβάνεις κατά ένα περίεργον τρόπον εκείνο, το οποίον εγώ ονομάζω θεωρίαν των άνω· διότι καταντά το ίδιον, και αν ένας σηκώση την κεφαλήν, του και παρατηρή τα κοσμήματα μιας οροφής, να νομίζης ότι τα παρατηρεί διά της νοήσεως και όχι με τους οφθαλμούς του^ τώρα πιθανόν να έχης εσύ δίκαιον και εγώ να απατώμαι χονδροειδώς· διότι εγώ δεν ημπορώ να εννοήσω άλλην επιστήμην, που να κάμνη την ψυχήν να βλέπη προς τα άνω παρά εκείνην, που αντικείμενόν της έχει το ον και το αόρατον^ εάν δε κανείς χάσκη παρατηρών προς τα άνω, ή με μισοκλεισμένους τους οφθαλμούς προς τα κάτω προσπαθή να μάθη κανένα από τα αισθητά, ποτέ εγώ δεν θα είπω ότι θα μάθη αυτός τίποτε — διότι, κανένα από τα αισθητά δεν είναι αντικείμενον επιστήμης — ούτε ότι η ψυχή του βλέπει προς τα άνω, αλλά προς τα κάτω, και αν ακόμη είναι εξαπλωμένος ανάσκελα είτε εις την θάλασσαν είτε εις την ξηράν.

 — Είναι δικαία η τιμωρία μου και ορθώς με επέπληξες· αλλά πώς λέγεις ότι πρέπει να μανθάνουν την αστρονομίαν διαφορετικά απ' ό,τι διδάσκεται σήμερον, διά να είναι η μάθησίς της ωφέλιμος προς τον σκοπόν μας; — Ιδού πώς· αυτά τα εν τω ουρανώ κοσμήματα, τα οποία υποπίπτουν εις την όρασιν, πρέπει βέβαια να τα θαυμάζωμεν διά την ωραιότητά των και διά την τάξιν των, υπολείπονται όμως κατά πολύ από τας αληθινάς καλλονάς, που παράγουν η πραγματική ταχύτης και η πραγματική βραδύτης εις τας προς αλλήλας σχέσεις και εις τας κινήσεις που μεταδίδουν εις τα εν τω ουρανώ σώματα κατά τους αληθινούς αριθμούς και τα αληθινά σχήματα· πράγματα τα οποία διαφεύγουν την όρασιν και μόνον με την σκέψιν και την νόησιν δύναται κανείς να συλλάβη· ή παραδέχεσαι εσύ το εναντίον; — Καθόλου.

 — Πρέπει λοιπόν τας ουρανίους καλλονάς να τας μεταχειριζώμεθα απλώς ως εικόνας και παραδείγματα προς κατανόησιν των αοράτων εκείνων, όπως αν ήθελέ τις επιτύχη εικόνας μετά περισσής τέχνης κατεσκευασμένας υπό του Δαιδάλου ή κανενός άλλου γλύπτου ή ζωγράφου· διότι ένας έμπειρος της γεωμετρίας, εάν έβλεπεν αυτάς, βεβαίως θα εθαύμαζε την καλλιτεχνικήν των εκτέλεσιν, θα εθεώρει όμως γελοίον να τας εσπούδαζεν επισταμένως, διά να μάθη εξ αυτών την αλήθειαν περί των ίσων ή διπλασίων ή πάσης άλλης αναλογίας. — Πώς πράγματι δεν θα ήτο γελοίον;

 — Και ένας λοιπόν αληθινός αστρονόμος δεν θα επάθαινε το ίδιον, αν παρετήρει κατ' αυτόν τον τρόπον τας περιφοράς των ουρανίων σωμάτων; θα παραδεχθή βεβαίως ότι, εκείνος όστις κατεσκεύασε και διεκόσμησε τον ουρανόν και τα εν αυτώ, τα κατεσκεύασεν όσον το δυνατόν ωραιότερα· αλλά δεν νομίζεις, ότι θα θεωρήση άτοπον να παραδεχθή τις, ότι αι σχέσεις της ημέρας προς την νύκτα, των ημερών προς τον μήνα, των μηνών προς το έτος και της περιφοράς των άστρων ως προς αυτά και προς άλληλα, μένουν αι αυταί πάντοτε και ποτέ δεν μεταβάλλονται διόλου, ενώ πρόκειται περί φαινομένων υλικών και ορατών, και να ζητή κατά πάντα τρόπον να ανακαλύψη την αλήθειαν εις όλα αυτά; — Τώρα, που σου ακούω, παραδέχομαι, ότι είναι όπως τα λέγεις. — Ώστε θα σπουδάζωμεν την αστρονομίαν μεταχειριζόμενοι τα άστρα όπως τα σχήματα εις την γεωμετρίαν· και επομένως θα αφήσωμεν κατά μέρος τα ουράνια φαινόμενα, εάν θέλωμεν διά της σπουδής της αστρονομίας να κάμωμεν χρήσιμον την γνωστικήν δύναμιν της ψυχής μας, η οποία άλλως θα μείνη άχρηστος — Πόσον περισσοτέρας υποχρεώσεις αναθέτεις εις την αστρονομίαν, από όσας έχει τώρα! — Νομίζω ότι το ίδιον είμεθα υποχρεωμένοι να κάμωμεν και διά τας άλλας μαθήσεις, αν πρόκειται να προκύψη κανέν όφελος από την νομοθεσίαν μας. Αλλά ημπορείς να μου ενθυμίσης καμμίαν ακόμη από τας επιστήμας, που ταιριάζουν διά τον σκοπόν μας; — Δεν ημπορώ τώρα έτσι να ενθυμηθώ.

 — Και όμως η κίνησις, καθώς εγώ νομίζω, παρουσιάζεται όχι υπό μίαν μορφήν μόνον, αλλά υπό περισσοτέρας· ένας σοφός θα ηδύνατο ίσως να τας απαριθμήση όλας· εκείνοι δε, που τας γνωρίζομεν και ημείς, είναι δύο. — Ποίαι είναι αυταί; — Εκτός αυτής που είπαμεν προ ολίγου, της αστρονομίας, και η αντίστροφός της. — Ποία δηλαδή; — Φαίνεται ότι, καθώς διά την αστρονομικήν κίνησιν έχουν κατασκευασθή οι οφθαλμοί, τοιουτοτρόπως διά την εναρμόνιον κίνησιν τα ώτα· και αι επιστήμαι αυταί, η αστρονομία και η μουσική, είναι αδελφαί προς αλλήλας, καθώς το λέγουν οι Πυθαγόρειοι και ημείς συμφωνούμεν μαζί των· δεν είναι έτσι; — Μάλιστα. — Επειδή όμως το ζήτημα θέλει πολύν κόπον, μας αρκεί επί του παρόντος, να μάθωμεν τι λέγουν αυτοί περί τούτου και περί άλλων ακόμη, αν γίνη ανάγκη. Εννοείται όμως ότι εις όλα αυτά θα φυλάττωμεν ημείς πάντοτε το αξίωμά μας. — Ποίον; — Να μην επιχειρούν ποτέ οι τρόφιμοί μας να μανθάνουν ατελώς καμμίαν από αυτάς τας γνώσεις, και αι οποίαι να μην φθάνουν εις το τέρμα, όπου πρέπει να τείνουν τα πάντα, καθώς ελέγαμεν προ ολίγου περί της αστρονομίας· ή μήπως δε γνωρίζεις, ότι τα ίδια κάμνουν και με την αρμονίαν; περιορίζονται δηλαδή να μετρούν τους τόνους και τας συμφωνίας, που ακούονται με τα ώτα, και τοιουτοτρόπως χάνουν άδικα τους κόπους των, καθώς οι αστρονόμοι.

 — Μα την αλήθειαν και τίποτε αστειότερον από αυτό που κάνουν οι μουσικοί μας· διαρκώς σου ομιλούν διά κάποιους διατονικούς χρωματισμούς και σου τεντώνουν τα αυτιά σαν να πρόκειται ν' αρπάξουν καμμιά φωνή από τη γειτονιά, και ο ένας σου λέγει, ότι ακούει ακόμη ένα διάμεσον τόνον, ο οποίος είναι το μικρότατον διάστημα, που χωρίζει δύο κυρίους τόνους, ενώ ο άλλος υποστηρίζει απεναντίας ότι και οι δύο είναι εντελώς όμοιοι, όλοι των δε προτιμούν την κρίσιν των ώτων από του νου. — Ομιλείς βέβαια διά τους αγαθούς εκείνους μουσικούς, που δεν αφήνουν ησύχους τας χορδάς, αλλά τας υποβάλλουν εις βασανιστήρια και τας στρεβλώνουν επάνω εις τα κλειδιά· θα ημπορούσα να παρατείνω ακόμη την περιγραφήν, να ομιλήσω διά τα κτυπήματα που κατεβάζουν με το δοξάρι, διά τας κατηγορίας που απευθύνουν κατά των χορδών, πως τάχα πεισμώνουν και αρνούνται να δώσουν τον τόνον, που των ζητούν, αλλά σταματώ ως εδώ, και σου λέγω ότι δεν εννοώ αυτούς τους μουσικούς, αλλ' εκείνους που είπαμεν προ ολίγου, ότι θα τους ερωτήσωμεν περί αρμονίας· διότι αυτοί είναι που κάμνουν το ίδιον με τους αστρονόμους· ζητούν δηλαδή τας αριθμητικάς σχέσεις, που προκύπτουν από τας συμφωνίας τας ακουομένας διά των ώτων, αλλά δεν φθάνουν να τας θεωρούν ως μέσον απλώς, διά να εύρουν ποίοι αριθμοί είναι αρμονικοί και ποίοι όχι και διά ποίον λόγον. — Θαυμάσιον θα ήτο αυτό που λέγεις. — Χρήσιμον οπωσδήποτε διά την ζήτησιν του καλού και του αγαθού, ενώ, εάν επεδιώκετο διά κάθε άλλον σκοπόν, θα ήτο παντελώς άχρηστον. — Πολύ φυσικά.

 — Εκτός δε τούτου φρονώ ότι, αν η σπουδή όλων αυτών των επιστημών, τας οποίας διήλθομεν, φθάση να γνωρίση την συγγένειαν και την στενήν σχέσιν και επίδρασιν, που έχουν αυταί μεταξύ των, τότε θα μας ήτο πράγματι μεγάλης χρησιμότητος διά τον σκοπόν που επιδιώκομεν, και δεν θα επήγαιναν οι κόποι μας χαμένοι. — Και εγώ το φαντάζομαι αυτό· αλλ' αυτό το έργον, που λέγεις, Σωκράτη, είναι πολύ μακρόν και δύσκολον.

 — Το έργον του προοιμίου, ή τίνος άλλου; ή μήπως δεν γνωρίζεις ότι όλα αυτά είναι απλώς προοίμια και η εισαγωγή της μελωδίας, που πρέπει να μάθωμεν; διότι βέβαια δεν φρονείς, ότι όλοι, όσοι καταγίνονται με τας επιστήμας, που προανεφέραμεν, είναι συγχρόνως και δεινοί διαλεκτικοί. — Όχι βέβαια· ως τώρα τουλάχιστον δεν ευρήκα, παρά ένα ελάχιστον αριθμόν τοιούτων. — Αλλά πώς; άνθρωποι, που δεν είναι εις θέσιν να δώσουν ή να ακούσουν τον λόγον παντός πράγματος, θα ημπορέσουν ποτέ να μάθουν τίποτε από εκείνα, που είπαμεν, ότι πρέπει να γνωρίζωμεν; — Εννοείται όχι. — Αυτό λοιπόν δεν είναι επί τέλους η μελωδία, της οποίας την εκτέλεσιν φέρει εις πέρας η διαλεκτική; η οποία, αν και είναι πράγμα πνευματικόν, δύναται μολαταύτα να παραβληθή προς την δύναμιν της οράσεως, ήτις, καθώς το εδείξαμεν, αρχίζει πρώτα να βλέπη αυτά τα ζώα, έπειτα τα άστρα, και τελευταίον και αυτόν τον ήλιον^ τοιουτοτρόπως και εκείνος, όστις επιληφθή της διαλεκτικής, άνευ απολύτως της χρήσεως των αισθήσεων, υψούται αποκλειστικώς μόνον διά του λόγου εις αυτήν την ουσίαν των όντων, και αν δεν ανακόψη τον δρόμον του, μέχρις ότου διά της νοήσεως συλλάβη αυτήν την ιδέαν του αγαθού, φθάνει τέλος εις αυτό το τέρμα του νοητού κόσμου, όπως εκείνος, που βλέπει τον ήλιον εις το τέρμα του ορατού. — Πολύ σωστά. — Δεν είναι λοιπόν αυτή η πορεία, αυτή η ανάβασις, που ονομάζεις διαλεκτικήν; — Πώς όχι; — Ενθυμήσου τώρα την παραβολήν μας του σπηλαίου· εν πρώτοις απαλλάσσεται ο δεσμώτης από τα δεσμά του, και στρέφεται από τας σκιάς προς τα τεχνητά είδωλα και την λάμψιν, που τα φωτίζει· έπειτα ανεβαίνει από το υπόγειον εις τον ήλιον, όπου από την αδυναμίαν των οφθαλμών του δεν ημπορεί ακόμη να προσβλέπη τα ζώα και τα φυτά και το φως του ηλίου, αλλά κατ' αρχάς τας εικόνας αυτών επί της επιφανείας των υδάτων και τας σκιάς των· αι εικόνες όμως αύται και αι σκιαί είναι πραγματικών αντικειμένων, και όχι όπως αι σκιαί των τεχνητών ειδώλων, τας οποίας εσχημάτιζεν εις το σπήλαιον φως επίσης τεχνητόν εν συγκρίσει προς τον ήλιον. Λοιπόν, πάσα η σπουδή ιών επιστημών, τας οποίας διήλθομεν, έχει ακριβώς την αυτήν δύναμιν και το ίδιον αποτέλεσμα· ανυψώνει δηλαδή το ευγενέστερον μέρος της ψυχής μας εις την θεωρίαν του αρίστου μεταξύ πάντων των όντων, όπως το λεπτότερον των οργάνων του σώματος ανυψούται εις την θέαν του φωτεινοτάτου εν τω υλικώ και ορατώ κόσμω.

 — Εγώ μεν συμφωνώ όπως τα λέγεις· και μολαταύτα υπό μίαν έποψιν μου φαίνεται παντελώς δύσκολον να τα παραδεχθώ, αφ' ετέρου δε πάλιν άλλο τόσον δύσκολον να μην τα παραδεχθώ· επειδή όμως δεν θα είναι αυτή μόνον η φορά, που θα κάμωμεν λόγον περί αυτού του ζητήματος, αλλά θα επανέλθωμεν συχνά και άλλοτε, ας υποθέσωμεν ότι είναι όπως τα είπαμεν τώρα, και ας μεταβώμεν πλέον εις αυτήν την μελωδίαν, την οποίαν να διέλθωμεν, όπως διήλθομεν και το προοίμιον· λέγε λοιπόν εις τι συνίσταται η δύναμις της διαλεκτικής και εις πόσα είδη διαιρείται και ποίοι είναι οι δρόμοι, που φέρουν προς αυτήν^ διότι αυτοί, καθώς φαίνεται, θα οδηγούν εκεί όπου, όταν φθάσωμεν, θα εύρωμεν την ανάπαυσιν και το τέλος της πορείας μας.

 — Δεν θα είσαι ακόμη εις θέσιν, φίλε μου Γλαύκων, να με ακολουθήσης ως εκεί· διότι, όσον δι' εμένα, δεν θα μου έλειπε καθόλου η προθυμία· και δεν θα έβλεπες πλέον εικόνα απλώς εκείνου που λέγομεν, αλλ' αυτήν την αλήθειαν του πράγματος, όπως τουλάχιστον το νομίζω εγώ· αν δε είναι και αυτό πράγματι, ή όχι, δεν είναι ακόμη αυτό το ζήτημα· αλλ' εκείνο που ημπορούμεν να ισχυρισθώμεν, είναι ότι υπάρχει ένα τοιούτον πράγμα· δεν είναι έτσι; — Πώς όχι; — Ακόμη δε και ότι μόνον η διαλεκτική δύναται να το φανερώση εις το πνεύμα, που έχει προπαρασκευασθή τελείως διά των επιστημών, τας οποίας διήλθομεν, χωρίς να είναι δυνατόν με κανένα άλλον τρόπον. — Ημπορούμεν να το διισχυρισθώμεν και αυτό.

 — Υπάρχει τουλάχιστον ένα σημείον, που κανείς δεν θα ημπορέση να το αμφισβήτηση, ότι καμμία άλλη μέθοδος δεν επιχειρεί διά της κανονικής οδού να φθάση εις την κατάληψιν της ουσίας εκάστου εκ των πραγμάτων διότι, εν πρώτοις, πάσαι μεν αι άλλαι τέχναι καταγίνονται ή με τας δοξασίας των ανθρώπων και τας επιθυμίας αυτών, ή με την παραγωγήν και την κατασκευήν, ή και με την διατήρησιν απλώς των προϊόντων της φύσεως και της τέχνης· αι δε λοιπαί πάλιν, που είπαμεν πως έρχονται εις κάποιαν επαφήν με το καθ' εαυτό ον, όπως είναι η γεωμετρία και αι σχετικαί με αυτήν επιστήμαι, είδομεν ότι η γνώσις, την οποίαν έχουν περί του όντος, ομοιάζει μάλλον προς όνειρον και είναι αδύνατον να το ιδούν ποτέ καθαρά ως εν εγρηγόρσει, εφόσον στηρίζονται επί υποθέσεων, τας οποίας αφήνουν αθίκτους, όπως τας λαμβάνουν, διότι δεν ημπορούν να δώσουν τον αποχρώντα λόγον αυτών^ διότι ποίος τρόπος υπάρχει να γίνη, ποτέ και να ονομασθή επιστήμη η απόδειξις εκείνη, που στηρίζεται επί αξιωμάτων, τα οποία δεν γνωρίζει, το συμπέρασμά της δε και όλη η μεταξύ ανάπτυξις είναι στενώς συνδεδεμένα και εξηρτημένα από πράγματα, που δεν γνωρίζει; — Πράγματι δεν υπάρχει τρόπος.

 — Λοιπόν μόνη η διαλεκτική μέθοδος, αφήνουσα κατά μέρος τας υποθέσεις, πορεύεται διά της οδού ταύτης προς αυτήν την αρχήν, διά να την επιβεβαίωση, και ανασύρει το όμμα της ψυχής από τον πρόστυχον εκείνον βάρβορον, μέσα εις τον οποίον ήτο πραγματικώς καταχωσμένον και το ανυψώνει σιγά σιγά προς τα άνω, με την βοήθειαν και την συνεργασίαν των τεχνών, που ανεφέραμεν τας οποίας από συνήθειαν κατ' επανάληψιν ωνομάσαμεν επιστήμας, αν και θα είχον ανάγκην άλλου ονόματος, το οποίον να είναι εναργέστερον μεν της δοξασίας, αμυδρότερον δε της επιστήμης, μετεχειρίσθημεν δε προς τούτο κάπου ανωτέρω τον όρον διάνοια· αλλά δεν πρόκειται τώρα βέβαια να ανοίξωμεν συζήτησιν περί ονομάτων, ενώ έχομεν τόσα και τόσα σπουδαία πράγματα να εξετάσωμεν. — Όχι βέβαια· αρκεί το όνομα να εξωτερικεύη οπωσδήποτε με κάποιαν σαφήνειαν εκείνα, που παριστάνει εις την ψυχήν. — Η γνώμη μου λοιπόν είναι να εξακολουθούμεν να ονομάζωμεν επιστήμην τον πρώτον και τελειότερον τρόπον του γιγνώσκειν, τον δεύτερον δε διάνοιαν, τον τρίτον πίστιν, και εικασίαν τον τέταρτον, να περιλαμβάνωμεν δε τα δύο μεν τελευταία ομού υπό το όνομα της δοξασίας, τα δύο δε πρώτα υπό το όνομα της νοήσεως· ούτως ώστε η μεν δοξασία αντικείμενόν της να έχη το γεννώμενον και φθαρτόν, η δε νόησις εκείνο το οποίον υπάρχει καθ' εαυτό· και ό,τι είναι το ον προς το φθαρτόν, το ίδιον να είναι η νόησις προς την δοξασίαν, και ό,τι η νόησις προς την δοξασίαν, το ίδιον η επιστήμη προς την πίστιν και η διάνοια προς την εικασίαν^ ας αφήσωμεν δε επί του παρόντος, φίλε Γλαύκων, την εξέτασιν των λόγων, εφ' ών στηρίζεται η αναλογία αύτη, και την εις δύο υποδιαίρεσιν της δοξασίας και της νοήσεως, διά να μη πέσωμεν εις συζητήσεις πολύ μακροτέρας από όλας τας προηγηθείσας. — Αλλ' εγώ, όσον τουλάχιστον δύναμαι να σε παρακολουθήσω, συντάσσομαι κατά τα άλλα με την γνώμην σου.

 — Δεν ονομάζεις λοιπόν διαλεκτικόν εκείνον, όστις γνωρίζει τον λόγον της ουσίας εκάστου πράγματος; και δεν λέγεις περί ενός ανθρώπου, ο οποίος δεν είναι εις θέσιν να δώση ούτε εις τον εαυτόν του ούτε εις τους άλλους τον λόγον τούτον, ότι δεν έχει την νόησιν αυτού του πράγματος; — Πώς θα ημπορούσα βέβαια να μην το ειπώ αυτό; — Το ίδιον λοιπόν και με την ιδέαν του αγαθού^ ένας άνθρωπος, που δεν ημπορεί να ξεχωρίση διά της νοήσεως την ιδέαν του αγαθού από όλα τα άλλα, και να δώση ακριβή ορισμόν αυτής, και να αντικρούση όλας τας ενστάσεις, ως γενναίος πολεμιστής εν τη μάχη, μεταχειριζόμενος όχι την δοξασίαν αλλά την καθαράν νόησιν, και εξέλθη εις το τέλος από όλα αυτά νικητής με τον ακαταμάχητον λόγον, δεν θα είπης βέβαια ποτέ περί του τοιούτου, ότι γνωρίζει ούτε αυτήν την ουσίαν του αγαθού, ούτε κανένα άλλο αγαθόν αλλά και αν τυχόν συλλάβη κανένα φάντασμα του αγαθού, το επέτυχε με την δοξασίαν και όχι με την επιστήμην, και αφού επέρασε την ζωήν του κοιμώμενος και ονειρευόμενος, πριν να προφθάση να ξυπνήση εδώ, θα κατεβή εις τον Άδην διά να παραδοθή εις τον τέλειον και ατελεύτητον ύπνον. — Μα την αλήθειαν, αυτά όλα θα ειπώ και εγώ διά τον τοιούτον άνθρωπον.

 — Βεβαίως λοιπόν, εάν καμμίαν ημέραν σου επεβάλλετο να αναθρέψης πραγματικώς τους υιούς σου, τους οποίους τώρα τρέφεις και εκπαιδεύεις διά του λόγου, δεν θα τους άφηνες, υποθέτω, ποτέ να γίνουν άρχοντες και διαχειρισταί των υψίστων συμφερόντων της πολιτείας, εάν ήσαν ό,τι είναι εις την γεωμετρίαν αι καλούμεναι άλογοι γραμμαί. — Όχι βέβαια. — Δεν θα επιβάλης λοιπόν εις αυτούς διά του νόμου, να γίνωνται αυτής της επιστήμης προ πάντων κάτοχοι, διά της οποίας θα είναι ικανοί να ερωτούν και να αποκρίνωνται όσον το δυνατόν επιστημονικώτατα; — Μάλιστα θα βάλω μαζί σου αυτόν τον νόμον. — Ώστε δεν παραδέχεσαι τώρα, ότι η διαλεκτική είναι, ούτως ειπείν, το κορύφωμα και το επιστέγασμα όλων των άλλων επιστημών, και ότι δεν υπάρχει άλλη καμμία διά να την θέσωμεν παραπάνω από αυτήν, και ότι επομένως επήρε τέλος πλέον το περί μαθημάτων ζήτημα; — Μάλιστα.

 — Σου υπολείπεται επομένως τώρα το περί της διανομής των μαθημάτων, διά ποίους θα ορίσωμεν αυτά και κατά τίνα τρόπον θα τα διδάξωμεν. — Είναι φανερόν. — Ενθυμείσαι λοιπόν οποίοι τινες ήσαν κατά τον χαρακτήρα οι άρχοντες, τους οποίους εξελέξαμεν προηγουμένως. — Πώς όχι; — Εσύ ο ίδιος έκρινες τότε, ότι έπρεπε να εκλέξωμεν ανθρώπους αυτής της φύσεως, και ότι είναι ανάγκη να προτιμήσωμεν τους σταθερωτέρους και τους ανδρειοτέρους και, αν είναι δυνατόν, τους ωραιοτέρους, και δεν αρκεί μόνον να έχουν τα σωματικά αυτά προτερήματα και την ευγένειαν των αισθημάτων, αλλά να προσυπάρχουν ακόμη και αι φυσικαί προδιαθέσεις αι απαιτούμεναι διά την εκπαίδευσιν, που θέλομεν να τους δώσωμεν. — Και ποίας θεωρείς τοιαύτας; — Την αναγκαίαν αγχίνοιαν προς σπουδήν των επιστημών και την ευκολίαν του να μανθάνουν διότι πολύ περισσότερον αποκάμνουν αι ψυχαί από τας δυσκολίας των αφηρημένων επιστημών, παρά από τους κόπους της γυμναστικής· επειδή ο κόπος αυτός ανήκει αποκλειστικώς και μόνον εις την ψυχήν και δεν τον συμμερίζεται μετά του σώματος. — Έχεις δίκαιον. — Πρέπει εκτός τούτου να έχουν ισχυράν μνήμην, ισχυράν θέλησιν και φιλοπονίαν εν πάσιν^ αλλέως πώς νομίζεις ότι θα συγκατετίθετο κανείς, εκτός των άλλων σωματικών εργασιών, να επιβαρύνεται και με τόσην μελέτην και πνευματικήν εργασίαν; — Κανείς βέβαια, εάν δεν ήτο τελειότατα πεπροικισμένος εκ φύσεως.

 — Το λάθος, το οποίον διαπράττεται σήμερον και συνεπεία του οποίου τοσούτον ατιμάζεται και καταφρονείται η φιλοσοφία, προέρχεται, καθώς είπα και πρότερον, εκ του ότι δεν τηρείται ο προσήκων σεβασμός προς την αξιοπρέπειαν αυτής· διότι δεν έπρεπε να έχουν καμμίαν σχέσιν με αυτήν άνθρωποι νόθοι πνευματικώς, αλλά γνήσιοι μόνον. — Πώς αυτό; — Πρώτον μεν ο προσερχόμενος εις την φιλοσοφίαν δεν πρέπει να είναι χωλός κατά την φιλοπονίαν, να είναι δηλαδή εξ ημισείας μόνον φιλόπονος και εξ ημισείας φυγόπονος· πράγμα το οποίον συμβαίνει, όταν ένας παραδείγματος χάριν είναι φίλος του αθλητισμού και του κυνηγίου και εν γένει καταγίνεται με ζήλον εις τας σωματικάς ασκήσεις, δεν είναι όμως καθόλου φιλομαθής, δεν αγαπά τας συζητήσεις και διαλέξεις, τας επιστημονικάς ερεύνας και φοβείται κάθε τοιούτου είδους κόπον^ χωλός δε είναι επίσης και εκείνος, με την φιλοπονίαν του οποίου συμβαίνει το αντίθετον. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον.

 — Κατά τον ίδιον όμως λόγον δεν θα χαρακτηρίσωμεν, εν σχέσει προς την αλήθειαν, ανάπηρον επίσης και χωλήν την ψυχήν εκείνην, η οποία μισεί μεν το εκούσιον ψεύδος, και δεν το ανέχεται και εις τον εαυτόν της, και οι άλλοι, όταν ψεύδωνται, καταγανακτεί, ευκόλως όμως αποδέχεται το ακούσιον, και ούτε στενοχωρείται πολύ, όταν αποκαλύπτεται η αμάθειά της, αλλά όπως ο χοίρος μολύνεται με τελείαν αδιαφορίαν εις τον βόρβορον αυτόν; — Αναμφιβόλως.

 — Δεν πρέπει δε βέβαια να δίδωμεν ολιγωτέραν προσοχήν και ως προς την σωφροσύνην και την ανδρείαν και την μεγαλοψυχίαν και όλα εν γένει τα είδη της αρετής και να διακρίνωμεν τον νόθον και τον γνήσιον· διότι όταν δεν είναι κανείς εις θέσιν να το κάμνη αυτό, είτε ιδιώτης είτε πόλις, κινδυνεύουν, χωρίς να το εννοούν, να εμπιστεύωνται τα συμφέροντά των εις ανθρώπους χωλούς και νόθους, καθ' όσον τύχη να τους έχουν οι μεν φίλους, οι δε άρχοντας. — Και πράγματι αυτό συμβαίνει συχνότατα.

 — Ημείς λοιπόν τουλάχιστον ας επιστήσωμεν την μεγαλυτέραν μας εις τούτο προσοχήν· διότι, εάν παραλάβωμεν, διά να εκπαιδεύσωμεν εις τοσαύτης σπουδαιότητος μαθήσεις και μελέτας ανθρώπους αρτίους και κατά το σώμα και κατά τον νουν, ούτε η ιδία η δικαιοσύνη θα ημπορή να έχη κανένα παράπονον μαζί μας, θα σώσωμεν δε συγχρόνως και την πολιτείαν και το πολίτευμα· ενώ, αν παραλάβωμεν διαφορετικούς, θα φθάσωμεν εις όλα τα εναντία αποτελέσματα, και θα γίνωμεν αφορμή ακόμη περισσότερον να εξευτελισθή η φιλοσοφία. — Θα ήτο εντροπή μας αυτό. — Και πολύ μεγάλη μάλιστα· αλλά και εγώ τώρα μου φαίνεται πως έπαθα κάτι, που με κάμνει να εντρέπωμαι. — Τι πράγμα; — Ελησμόνησα ότι όλα αυτά είναι σχέδια εις τον αέρα, και τον επήρα τον σκοπόν κάπως υψηλότερα· διότι επάνω εις την ομιλίαν μου έστρεψα εις την φιλοσοφίαν, και όταν την είδα τόσον αναξίως περιφρονημένην, με εκυρίευσε, μου φαίνεται, μία αγανάκτησις και θυμωμένος καθώς ήμουν με τους αιτίους, ωμίλησα με τόσην σφοδρότητα που ωμίλησα. — Όχι δα και με τόσην, δι' εμέ τουλάχιστον τον ακροατήν. — Δι' εμέ όμως τον ρήτορα· οπωσδήποτε, ας μη λησμονούμεν, ότι εις μεν την προηγουμένην μας εκλογήν είχαμεν να εκλέξωμεν γέροντας, ενώ τώρα δεν θα έχη τον τόπον του να κάμωμεν το ίδιον^ διότι δεν πρέπει να πιστεύσωμεν τον Σόλωνα, ότι και γηράσκων τις ημπορεί πολλά να μαθαίνη· ίσως μάλλον θα ημπορούσε να μάθη να τρέχη· όλοι όμως οι μεγάλοι και πολλοί πόνοι είναι διά την νεότητα. — Κατ' ανάγκην.

 — Από την παιδικήν λοιπόν ηλικίαν πρέπει να αρχίσωμεν την διδασκαλίαν της αριθμητικής και της γεωμετρίας και όλων των μαθημάτων, τα οποία είναι προπαρασκευή διά την διαλεκτικήν, χωρίς όμως εις τον τρόπον της διδασκαλίας μας να υπάρχη τίποτε, που να ομοιάζη με καταναγκαστικήν μάθησιν. — Διατί; — Διότι δεν πρέπει ο ελεύθερος να μανθάνη τίποτε διά της βίας δουλικώς· επειδή οι μεν σωματικοί κόποι, και αν επιβάλλωνται διά της βίας, δεν προξενούν καμμίαν βλάβην εις το σώμα, ενώ τα μαθήματα, που εισάγονται διά της βίας εις την ψυχήν, δεν παραμένουν συνήθως. — Είναι αλήθεια. — Ποτέ λοιπόν να μη μεταχειρίζεσαι, καλέ μου, την βίαν εις τα μαθήματα των παίδων, αλλά φρόντιζε μάλλον παίζοντες να μανθάνουν, διά να είσαι εις θέσιν και καλύτερα να διακρίνης την φυσικήν εκάστου προδιάθεσιν. — Είναι πολύ δικαιολογημένη αυτή σου η σύστασις.

 — Ενθυμείσαι ακόμη, ότι είπαμεν πως πρέπει να οδηγούμεν τους παίδας εφίππους και εις τον πόλεμον, διά να βλέπουν, και εφ' όσον δεν υπάρχει κανείς κίνδυνος, να τους φέρωμεν και πλησιέστερον και να τους γεύωμεν, ούτως ειπείν, αίμα, όπως κάμνουν με τα κουτάβια των λαγωνικών; Μάλιστα, το ενθυμούμαι. — Όσοι λοιπόν εις όλα αυτά, και εις τους κόπους και εις τα μαθήματα και εις τους φόβους, δείξουν την μεγαλυτέραν αντοχήν, όλους αυτούς θα τους ξεχωρίσης κατά μέρος. — Εις ποίαν ηλικίαν; — Αφού τελειώσουν την σειράν των γυμναστικών ασκήσεων· διότι κατ' αυτήν την περίοδον, είτε δύο έτη διαρκέση είτε τρία, δεν ημπορεί το παιδί να κάμνη τίποτε άλλο· ο κόπος και ο ύπνος είναι οι φυσικοί εχθροί των μαθημάτων· εξ άλλου είναι και αυτή μία από τας δοκιμασίας, όχι η μικροτέρα, να ιδούμεν τι θα φανή ο καθείς εις τας γυμναστικάς ασκήσεις. — Και εγώ το ίδιον φρονώ.

 — Κατόπιν, όταν φθάσουν εις τα είκοσι, εκείνοι τους οποίους θα ξεχωρίσης, θα λαμβάνουν μεγαλυτέρας τιμητικάς διακρίσεις από τους άλλους, και τα μαθήματα, τα οποία, κατά την πρώτην των εκπαίδευσιν έμαθον χωριστά, θα τους τα παρουσιάσης τώρα εν τω συνόλω των, ώστε να ημπορέσουν να συλλάβουν με ένα βλέμμα τας σχέσεις, που έχουν αι επιστήμαι μεταξύ των, και να γνωρίσουν συγχρόνως την φύσιν του όντος. — Μόνον πραγματικώς με αυτήν την μέθοδον ημπορούν να στερεωθούν αι γνώσεις, που θα αποκτήσουν. — Είναι δε ακόμη και το ασφαλέστερον μέσον, διά να διακρίνη τις την διαλεκτικήν φύσιν από την μη τοιαύτην· διότι εκείνος, που θα δειχθή ικανός να περιλαμβάνη τας διαφόρους μαθήσεις υπό έν γενικόν βλέμμα, είναι ασφαλώς διαλεκτικός, κάθε δε άλλος όχι. — Συμφωνώ μαζί σου.

 — Εις αυτό λοιπόν είναι ανάγκη να επιστήσης την προσοχήν σου, και όσοι μεταξύ των νέων ευρεθούν σταθεροί, και εις τα μαθήματα και εις τον πόλεμον και εις τας άλλας τας προδιαγεγραμμένας δοκιμασίας, αφού συμπληρώσουν τα τριάκοντα έτη, θα τους ξεχωρίσης από εκείνους, που ήδη εξεχώρισες, και θα τους ανυψώσης εις ανωτέρας τιμάς, αφού δε τότε τους υποβάλης υπό την δοκιμασίαν της διαλεκτικής, θα προσπαθήσης να διακρίνης ποίος εξ αυτών είναι ικανός, άνευ της επικουρίας των οφθαλμών και των λοιπών αισθήσεων, αλλά με μόνην την δύναμιν της αληθείας, να ανυψωθή μέχρι της γνώσεως του καθ' εαυτό όντος· και εδώ είναι που χρειάζεται, φίλε μου, να λάβης τας μεγαλυτέρας σου προφυλάξεις. — Διατί; — Δεν παρατηρείς τι μεγάλον κακόν γίνεται σήμερα με την διαλεκτικήν; — Τι; — Βασιλεύει εις αυτήν η μεγαλυτέρα σύγχυσις και αταξία. — Είναι αλήθεια.

 — Λοιπόν πιστεύεις ότι υπάρχει εις αυτήν την κατάστασιν τίποτε το περίεργον, και ότι δεν είναι απεναντίας τελείως δικαιολογημένη; — Πώς δα; — Συμβαίνει το ίδιον με αυτούς, ό,τι και με ένα υποβολιμαίον τέκνον, το οποίον ήθελεν ανατραφή εις τους κόλπους ισχυράς και ευγενούς οικογενείας, εν μέσω μεγάλου πλούτου και πολλών κολάκων· όταν αυτό μεγαλώση και μάθη, ότι αυτοί οι λεγόμενοι γονείς του δεν είναι πράγματι τοιούτοι, χωρίς όμως και να κατορθώση να εύρη τους αληθινούς γονείς του, ημπορείς να μου είπης ποία θα είναι τα αισθήματά του απέναντι των κολάκων του και των θετών γονέων του και τον καιρόν, που δεν ήξευρε ακόμη περί της υποβολής του και κατόπιν, αφού την έμαθε; ή προτιμάς να ακούσης τι στοχάζομαι εγώ; — Προτιμώ.

Στοχάζομαι λοιπόν, ότι θα ετίμα περισσότερον τον πατέρα του και την μητέρα του και τους άλλους θεωρουμένους συγγενείς του, παρά εκείνους, που τον εκολάκευον, ότι θα εδείκνυε όλον τον ζήλον του και την προθυμίαν του δι' αυτούς, αν ετύχαινε να περιέλθουν εις ανάγκην, ότι ποτέ δεν θα έστεργε να τους κακομεταχειρισθή ή με λόγον ή με έργον, και ότι τέλος εις τα μεγάλα πράγματα θα υπήκουεν εις εκείνους μάλλον παρά εις τους κόλακας καθ' όλην εκείνην την εποχήν, που δεν εγνώριζεν ακόμη την αληθινήν του θέσιν. — Φυσικώτατα. — Αφού όμως θα εμάνθανε την αλήθειαν, στοχάζομαι ότι θα εχαλαρούτο μεν ο προς τους γονείς του σεβασμός και η προθυμία, θα ηύξανε δε απεναντίας προς τους κόλακας, και θα ήρχιζε πλέον να τους ακούη χωρίς την προτέραν εκείνην επιφύλαξιν και να ακολουθή περισσότερον τας συμβουλάς των και να ζη απροκαλύπτως μαζί των, χωρίς να δίδη την ελαχίστην προσοχήν εις τον πατέρα του και τους άλλους υποτιθεμένους συγγενείς του, εκτός τουλάχιστον αν δεν ήτο πεπροικισμένος με πολύ εξαιρετικήν φύσιν. — Πράγματι όλα αυτά θα ημπορούσαν να γίνουν, όπως τα λέγεις· αλλά πώς εφαρμόζεται αυτή η εικών εις τας αταξίας της διαλεκτικής, που παραπονείσαι;

 — Ως εξής· έχομεν εκ παιδικής ηλικίας ανατραφή με τας αρχάς της δικαιοσύνης και της ηθικής, τας οποίας σεβόμεθα και τας υπακούομεν, όπως τους γονείς μας. — Έτσι είναι. — Δεν υπάρχουν όμως και αντίθετοι προς αυτάς αρχαί, αι οποίαι τείνουν προς τας ηδονάς, και κολακεύουν μεν την ψυχήν και ζητούν να την παρασύρουν, δεν ημπορούν όμως να πείσουν, τουλάχιστον τους οπωσδήποτε καλυτέρους; αυτοί φυλάττουν πάντοτε τον σεβασμόν και την υπακοήν προς τας αρχάς, υπό τας οποίας πατρικώς ανετράπησαν. — Είναι αλήθεια και αυτό. — Τώρα, εάν ένα νέον τοιούτων διαθέσεων έλθη κανείς και τον ερωτήση, τι είναι το καλόν, και αφού αποκριθή όπως το έμαθε από τον νομοθέτην, αρχίση ο άλλος να τον ανασκευάζη και με πολλά και επανειλημμένα επιχειρήματα τον κάμη επί τέλους να αμφιβάλλη, μήπως το ίδιον πράγμα δεν είναι όχι ολιγώτερον αισχρόν ή καλόν, ωσαύτως δε και περί του δικαίου και του αγαθού και όλων εν γένει τα οποία έως τώρα εσέβετο, κατόπιν τούτων ποίαν ιδέαν νομίζεις ότι θα έχη πλέον περί του σεβασμού και της υπακοής πού θα οφείλη προς αυτά; — Κατ' ανάγκην ούτε θα τα σέβεται πλέον ούτε θα υπακούη όπως πριν. — Όταν λοιπόν πλέον δεν τιμά ούτε υιικόν σεβασμόν έχη προς τας ηθικάς αρχάς, όπως πριν, και δεν είναι εις θέσιν μόνος του να ευρίσκη την αλήθειαν, είναι δυνατόν να ασπασθή άλλον τρόπον ζωής παρά εκείνον, που κολακεύει τας επιθυμίας του; — Δεν είναι δυνατόν. — Θα γίνη λοιπόν τότε αποστάτης του νόμου, ενώ μέχρι τούδε ήτο υπήκοος αυτού. — Κατ' ανάγκην. — Ώστε πολύ φυσικόν είναι να παθαίνουν αυτό, εκείνοι που κατ' αυτόν τον τρόπον επιδίδονται εις την διαλεκτικήν και, όπως προ ολίγου έλεγον, είναι άξιοι πάσης συγγνώμης. — Και οίκτου προσέτι.

 — Διά να μη γίνουν λοιπόν άξιοι οίκτου και οι τρόφιμοί σου, όταν θα φθάσουν εις τα τριάντα, δεν πρέπει να λάβης τας μεγαλυτέρας σου προφυλάξεις, πριν επιδοθούν εις την διαλεκτικήν; Και πολύ μάλιστα. — Και δεν είναι μία σπουδαιοτάτη προφύλαξις αυτή, να μη δοκιμάζουν την διαλεκτικήν πάρα πολύ νέοι; επειδή δεν σου διαφεύγει αναμφιβόλως, ότι οι πολύ νέοι, όταν γευθώσι κατά πρώτον της διαλεκτικής, κάμνουν κατάχρησιν αυτής προς διασκέδασιν, και την χρησιμοποιούν διά να αντιλέγουν διαρκώς, και κατά το παράδειγμα εκείνων, που τους απεστόμωσαν εις την συζήτησιν, ζητούν και αυτοί να αποστομώσουν άλλους και ευχαριστούνται καθώς τα σκυλάκια να τραυούν και να ξεσχίζουν ό,τι πέση εις το στόμα των. — Θαυμάσια τα λέγεις.

 — Αφού λοιπόν εις αυτάς τας συζητήσεις αποστομώσουν μεν πολλούς, αποστομωθούν δε και αυτοί υπό πολλών, καταντούν και πολύ γρήγορα μάλιστα να μην πιστεύουν πλέον τίποτε, απ' όσα πριν επίστευον· και με αυτό δίδουν αφορμήν εις τον κόσμον να κατακραυγάζη και εναντίον των και εναντίον της φιλοσοφίας. — Έχεις πληρέστατον δίκαιον. — Εις ηλικίαν όμως μάλλον προχωρημένην δεν θα το θέλουν, εννοείται, πλέον να θυσιάζουν εις αυτήν την μανίαν, και θα ακολουθούν μάλλον εκείνους, που επιζητούν διά της διαλεκτικής την εύρεσιν της αληθείας, παρά εκείνους που αντιλέγουν χάριν παιδιάς και προς διασκέδασιν· τοιουτοτρόπως και οι ίδιοι θα γίνουν πλέον μετρημένοι, και το επάγγελμα θα κάμουν περισσοτέρας εκτιμήσεως από πριν άξιον. — Πολύ σωστά.

 — Δεν είναι δε ακόμη ένα είδος προφυλάξεως και εκείνα, που είπαμεν ανωτέρω, ότι δηλαδή πρέπει να προσλαμβάνωμεν εις την διαλεκτικήν πνεύματα εκ φύσεως σοβαρά και στερεά, και όχι, όπως τώρα, τον πρώτον τυχόντα, που καμμίαν φυσικήν προδιάθεσιν δεν έχει; Έχεις δίκαιον.

 — Και θα είναι άραγε αρκετόν να ορίσωμεν διά την τελειοποίησιν της διαλεκτικής το διπλάσιον του χρόνου, που εδώσαμεν διά την γυμναστικήν, διά να αφοσιωθή κανείς εις αυτήν με όλον του τον ζήλον και την επιμέλειαν, χωρίς τίποτε άλλο να κάμνη, όπως τότε εγίνετο και με τας σωματικάς ασκήσεις; — Πόσα δηλαδή έτη, έξ ή τέσσερα; — Βάλε πέντε· και κατόπιν από αυτά, θα τους καταβιβάσης εκ νέου εις το σπήλαιον εκείνο και θα τους υποχρεώσης να αναλάβουν πολεμικάς διοικήσεις και άλλα υπουργήματα κατάλληλα διά την ηλικίαν των, διά να μην υπολείπωνται ούτε κατά την εμπειρίαν από τους άλλους· και εις όλα δε αυτά πρέπει επίσης να δοκιμάζωνται, διά να ιδούμεν αν θα μείνουν ακλόνητοι, με όλους τους πειρασμούς εις τους οποίους θα είναι εκτεθειμένοι, ή μήπως παραστρατίσουν κάπως. — Και πόσον καιρόν θα διαρκέση αυτό: — Δεκαπέντε έτη· και όταν φθάσουν εις τα πενήντα, όσοι υπέστησαν ευδοκίμως την δοκιμασίαν και ηρίστευσαν εις όλα γενικώς και εις τας επιστήμας και εις την πράξιν, καιρός πλέον να τους οδηγήσωμεν εις το τέρμα, και να τους αναγκάσωμεν να στρέψουν προς τα επάνω τον οφθαλμόν της ψυχής και να προσατενίσουν εκείνο, που δίδει το φως εις τα πάντα· και αφού τοιουτοτρόπως γνωρίσουν την ουσίαν του αγαθού, να το μεταχειρίζωνται εις τον υπόλοιπον βίον των ως πρότυπον, διά να ρυθμίζουν επ' αυτού και τα ιδικά των ήθη και της πολιτείας και των ιδιωτών, ασχολούμενοι μεν ως επί το πλείστον εις την φιλοσοφίαν, αναλαμβάνοντες όμως, όταν θα έρχεται η σειρά του καθενός, και το βάρος της διοικήσεως και της εξουσίας αποκλειστικώς και μόνον χάριν της πόλεως, και χωρίς να το εκλαμβάνουν ως κάτι καλόν διά τους εαυτούς των, αλλ' ως απαραίτητον υποχρέωσιν^ και τότε πλέον, αφού μορφώσουν και άλλους κατά το παράδειγμά των, τους οποίους ν' αφήσουν αξίους διαδόχους των διά την φρούρησιν της πολιτείας, να απέρχωνται διά να κατοικήσουν εις τας νήσους μακάρων· η δε πόλις να τους ανεγείρη μνημεία και να τους ορίζη, εάν είναι και η Πυθία σύμφωνος, δημοτελείς θυσίας, ως εις ημιθέους, ειδεμή, ως εις μακαρίους και αγίους.

 — Ως άριστος ανδριαντοποιός τους επεξειργάσθης τελειοτάτους, Σωκράτη, τους άρχοντάς μας. — Και τας γυναίκας των προσέτι, αγαπητέ μου· διότι μη νομίζης ότι είπα, όσα είπα, διά τους άνδρας μάλλον παρά και διά τας γυναίκας, όσαι τουλάχιστον και από αυτάς ευρεθούν πεπροικισμέναι εκ φύσεως με την προσήκουσαν ικανότητα. — Πολύ σωστά, αφού τα πάντα, καθώς είπαμεν, θα είναι κοινά μεταξύ ανδρών και γυναικών.

 — Τι λέγεις λοιπόν τώρα; συμφωνείς ότι, όσα είπαμεν περί πολιτείας και πολιτεύματος, δεν είναι απλαί ευχαί, αλλά, δύσκολα μεν βεβαίως, όχι όμως και αδύνατα να εφαρμοσθούν, όταν ανώτατοι άρχοντες της πόλεως, ένας ή περισσότεροι, γίνουν οι πραγματικοί φιλόσοφοι, οίτινες, καταφρονούντες τας τιμάς, που επιδιώκουν σήμερον, ως ανελευθέρους και αναξίας λόγου, εκτιμώντες δε μόνον το καθήκον και τας από τούτου αμοιβάς, και επάνω απ' όλα ως μέγιστον και αναγκαιότατον την δικαιοσύνην, θα αναλάβουν την αναμόρφωσιν της πολιτείας; — Πώς; — Όλους τους κατοίκους της πόλεως, όσοι είναι άνω των δέκα ετών, θα τους στείλουν εις την εξοχήν, και αφού τοιουτοτρόπως αποσύρουν τα τέκνα των από την επίδρασιν των σημερινών ηθών, τα οποία έχουν και οι γονείς των, θα τα αναθρέψουν σύμφωνα με τα ιδικά των ήθη και με τους ιδικούς των νόμους, όπως τους ανεπτύξαμεν προηγουμένως· και αφού τοιουτοτρόπως, με την νέαν αυτήν γενεάν, σχηματισθή τάχιστα και ευκολώτατα η πολιτεία, που ελέγαμεν, δεν είναι ζήτημα ότι και αυτή η ιδία θα ευτυχήση και το έθνος, εις το οποίον ανήκει, θα ωφελήση. — Αναμφιβόλως· και νομίζω ότι εξέθεσες άριστα τον τρόπον, που θα γίνουν όλα αυτά, αν υποθέσωμεν ότι θα εγίνοντο καμμίαν ημέραν. — Ετελείωσαν λοιπόν όσα είχαμεν να ειπούμεν και περί της πόλεως ταύτης, και του ανθρώπου, που θα είναι όμοιος με αυτήν· διότι είναι φανερόν, οποίος τις θα είναι και αυτός σύμφωνα με τας αρχάς μας. — Φανερόν· και, καθώς λέγεις, το θέμα μας εξηντλήθη.

* *
*

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξαν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σίγουρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Πολιτεία. Το πρωτυπώτερον και πλαστικώτερον των πλατωνικών έργων, αποτελούμενον εκ 10 βιβλίων. Το πρώτον βιβλίον πραγματευόμενον περί δικαιοσύνης είναι αφετηρία διατυπώσεως έπειτα ιδανικού πολιτεύματος. Η οριζομένη ισότης δικαιωμάτων των πολιτών, η διακανόνισις ίσης εργασίας, η κατανομή των πολιτών εις τρεις τάξεις, η εξίσωσις ανδρών και γυναικών, η κοινογαμία και κοινοκτημοσύνη, ο αποκλεισμός των ποιητών, ο περιορισμός της αυξήσεως του πληθυσμού, αι πρωτόρρυθμοι γενικαί περί του κοινωνικού και του αστικού δικαίου αρχαί, συνδυαζόμεναι εις οργανικόν σύστημα εις την «Πολιτείαν» του Πλάτωνος, υπήρξαν αφετηρίαι πλείστων φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών και πολιτικών θεωριών. Ώστε και από της απόψεως ταύτης είναι εκ των σημαντικωτέρων δημιουργημάτων της ανθρωπίνης σκέψεως.

Η μετάφρασις πιστή, σαφής και γλαφυρά υπό του κ. Ι. Ν. Γρυπάρη.
Τόμος Α' 10 δρχ., Τόμος Β΄ 10 δρχ., Τόμος Γ' 10 δρχ. Τόμος Δ' 10 δρχ.

* *
*

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ

ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια Ο.Ε.

ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 ΤΗΛ. 614.686, 634.506

ΤΙΜΑΤΑΙ
ΔΡΧ. 10