Title: Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι - Τόμος 2
Author: Plutarch
Translator: Alexandros Rizos Rankaves
Release date: April 26, 2013 [eBook #42598]
Most recently updated: October 23, 2024
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
his major work in proofreading.
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Footnotes have been converted to endnotes and their numbers are included in ().//Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό, κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου και οι αριθμοί τους περικλείονται σε ().
ΓΕΩΡΓΙΩ ΜΠΗΚΑ
ΗΠΕΙΡΩΤΗ
ΦΙΛΟΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΦΙΛΟΤΙΜΙΑΣ ΕΝΕΚΑ
Η ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΑΝΑΤΙΘΕΤΑΙ
Α. Δίδυμος ο Γραμματικός (1), εις την προς Ασκληπιάδην (2) απάντησίν του, αναφέρει μαρτυρίαν Φιλοκλέους τινος (3), λέγουσαν τον Σόλωνα υιόν Ευφορίωνος, παρά την γνώμην όλων των άλλων, όσοι μνημονεύουσι του Σόλωνος. Διότι όλοι ομοφώνως λέγουσιν ότι ήτον υιός του Εξηκεστίδου, ανδρός ανήκοντος κατά μεν την περιουσίαν και την δύναμιν εις την μέσην τάξιν των πολιτών, κατά δε την ευγένειαν εις μίαν των πρώτων οικιών, καθ' ό Κοδρίδης ών την καταγωγήν (4). Η δε μήτηρ του Σόλωνος ιστορεί ο Ποντικός Ηρακλείδης (5) ότι ήτον εξαδέλφη της μητρός του Πεισιστράτου· και πολλή κατ' αρχάς υπήρχε φιλία μεταξύ αυτών διά την συγγένειαν, πολλή δε διά την ευφυίαν και την καλλονήν του Πεισιστράτου, δι' ήν, ως λέγουσί τινες, ο Σόλων έτρεφεν έρωτα προς αυτόν· όθεν έπειτα, ως φαίνεται, όταν επί των πολιτικών διηρέθησαν, η έχθρα των δεν εξέπεσεν εις σκληρόν και άγριον πάθος, αλλ' έμεινεν εις τας ψυχάς των η παλαιά εκείνη ευμένεια, και διεφύλαξεν ως ζώσαν έτι, ει και συγκεκαλυμμένην φλόγα ισχυρού πυρός, την ερωτικήν μνήμην και συμπάθειαν. Ότι δ' ο Σόλων δεν ήτον αναίσθητος προς το κάλλος, ουδ' ικανός ν' αντιστή θαρραλέως κατά του έρωτος,
«ως ο πυγμάχος εις χείρας (6)»,
δυνάμεθα να το συμπεράνωμεν και εκ των ποιημάτων αυτού, και εκ του νόμου όν έγραψεν απαγορεύων εις τους δούλους ν' αλοίφωνται στεγνοί (7), και ν' αγαπώσι τους παίδας, ως αν συγκατέταττε τούτο μετά των καλών και σεμνών επιτηδευμάτων, και τρόπον τινά προκαλών τους αξίους εις εκείνα, αφ' ών απέκλειε τους αναξίους. Λέγεται δ' ότι και του Χάρμου (8) υπήρξεν εραστής ο Πεισίστρατος, και ότι και του έρωτος το άγαλμα αφιέρωσεν εις την Ακαδημίαν, όπου το πυρ ανάπτουσιν οι τρέχοντες εις την ιεράν λαμπαδηφορίαν (9).
Β. Ο δε Σόλων, επειδή ο πατήρ του ηλάττωσε την περιουσίαν του εις ευεργασίας τινας, ως λέγει ο Έρμιππος (10), και εις χάριτας, ει και μη στερούμενος φίλων προθύμων να τον βοηθήσωσι, συστελλόμενος όμως να λάβη παρ' άλλων, όταν αυτός κατήγετο εξ οικίας συνειθισμένης άλλους να βοηθή, επεδόθη επί νεότητός του εις το εμπόριον· ει και λέγουσί τινες ότι ο Σόλων επλανήθη ουχί διά να πλουτήση, αλλά διά ν' αποκτήση πείραν και γνώσεις· διότι ομολογουμένως ήτον εραστής της σοφίας, και, όταν ήτον πρεσβύτερος, έλεγεν
«ότι γηράσκει, διδασκόμενος πολλά.»
Τον δε πλούτον δεν εθαύμαζεν, αλλ' έλεγεν ότι πλουτεί επίσης
«όστις αργύριον έχει,
όστις χρυσίον πολύ, ή σιτοφόρους αγρούς,
ίππους πολλούς κ' ημιόνους, ως όστις αυτά μόνα έχει,
κλίνην, κοιλίας τρυφήν, και μαλακά να πατή,
έτι δε νέαν γυναίκα, και κάλλος παιδίων, οπόταν
φθάσ' εις ώρας ακμήν να εντρυφά επ' αυτή
(11).»
Και αλλαχού λέγει.
Χρήματα θέλω να έχω· αλλά ν' αποκτήσω αδίκως,
τούτο δεν θέλω· ποινή έρχεται πάντ' ασφαλής.
Ουδέν δ' εμποδίζει τον αγαθόν και πολιτικόν άνδρα, ούτε των περιττών την απόκτησιν μετά σπουδής να θηρεύη, ούτε τ' αναγκαία και επαρκή να περιφρονή. Εις δε τους τότε χρόνους ουδέν έργον έφερεν όνειδος (12), ουδ' αι τέχναι επέφερον μεταξύ των ανθρώπων διαφοράν. Το εμπόριον και ένδοξον μάλιστα ήτον, καθ' όσον συνωκείου προς τους Έλληνας τα βάρβαρα έθνη, και φιλίας επρομήθευε των βασιλέων, και πείραν έδιδε πραγμάτων πολλών. Τινές δ' έγιναν και πόλεων οικισταί μεγάλων, ως ο Πρώτις (13) της Μασσαλίας, αγαπηθείς υπό των Κελτών των περί τον Ροδανόν· Λέγουσι δ' ότι και ο Θαλής (14) μετήλθε την εμπορίαν, και Ιπποκράτης (15) ο μαθηματικός, και ο Πλάτων ότι εις την αποδημίαν του έλαβεν ως εφόδιον έλαιον, όπως διαθέση αυτό εις την Αίγυπτον.
Γ. Ότι δ' ο Σόλων απέκλινε προς δαπανηράν και μαλακήν μάλλον δίαιταν, και εις τα ποιήματά του ότι ομιλεί περί των ηδονών ουχί μετά της εις φιλόσοφον πρεπούσης σεμνότητος, τούτο απεδόθη εις τον εμπορικόν αυτού βίον, όστις πολλούς έχων και μεγάλους κινδύνους, απαιτεί προς αποζημίωσιν απολαύσεις και ηδυπαθείας τινάς. Ότι δε κατέταττεν εαυτόν μετά των πενήτων και ουχί μετά των πλουσίων, φαίνεται εκ των επομένων·
«Τόσοι πλουτούσι κακοί, αγαθοί δ' εις πενίαν βιούσιν·
όμως ημείς μετ' αυτών πλούτον αντί αρετής
δεν θέν' αλλάξωμεν· αύτη ακράδαντος πάντοτε μένει·
χρήματα δ' έχει πολλά άλλοτε άλλος θνητών.»
Την δε ποίησιν κατ' αρχάς φαίνεται ότι εις ουδέν σπουδαίον μετεχειρίζετο, αλλά παίζων μόνον, και προς διασκέδασιν των αργών του στιγμών· ύστερον, δε, και γνώμας συνέθετε φιλοσοφικάς, και πολιτικά ενέπλεκε πράγματα εις τα ποιήματά του, ουχί προς εξιστόρησιν αυτών και απομνημόνευσιν, αλλά προς απολογίαν των ιδίων του πράξεων, μετά προτροπών, πολλάκις και νουθεσιών, και μετ' επιπλήξεων προς τους Αθηναίους. Τινές δε λέγουσιν ότι και τους νόμους επεχείρησε να στιχουργήση εις εποποιίαν, και απομνημονεύουσι την αρχήν αυτής ούτως έχουσαν
«Πρώτον ευχόμεθα όπως ο Ζευς ο άναξ Κρονείων
τύχην καλήν εις τους νόμους αυτούς αποδώση και δόξαν.»
Εκ δε της ηθικής φιλοσοφίας ηγάπησε κυρίως, ως οι πλείστοι των σοφών, το μέρος το πολιτικόν. Ως προς την φυσικήν δ' επιστήμην είναι απλούς και αρχαϊκός, ως εκ τούτων γίνεται δήλον·
«Εκ των συννέφων ορμά η χιών και η χάλαζα πίπτει,
γίνεται δε η βροντή εκ της λαμπρός αστραπής.
Άνεμοι δε συγκυκώσι την θάλασσαν· όταν δε πάλιν
τίποτε δεν την κινή, τότε δικαία γελά.»
Και εν γένει φαίνεται ότι τότε μόνου του Θάλητος η σοφία υψούτο διά της θεωρίας περαιτέρω των ανθρωπίνων αναγκών· οι δε λοιποί ότι εκ της πολιτικής αυτών εμπειρίας έλαβον φήμην σοφών.
Δ. Λέγεται δ' ότι οι σοφοί ούτοι συνήλθον και εις τους Δελφούς, και πάλιν εις την Κόρινθον, όπου τους συνεκάλεσεν ο Περίανδρος (16) εις κοινόν συμπόσιον. Έτι δε μάλλον ηύξησε την περιωπήν και την δόξαν αυτών η υπόθεσις του τρίποδος, όν περιέφερον και αντεπέστρεφον και αντιπαρεχώρουν προς αλλήλους μετά φιλοτίμου ευμενείας. Διότι λέγεται ότι Κώοι (17) είχον ρίψει δίχτυα εις την θάλασσαν, και ξένοι Μιλήσιοι (18) ηγόρασαν το προϊόν της βολής, πριν ακόμη φανερωθή. Όταν δ' ανεσύρθη η σαγήνη, εφάνη περιέχουσα τρίποδα χρυσούν, αυτόν εκείνον, ως λέγουσιν, όν η Ελένη, εκ Τρωάδος επιστρέφουσα, εβύθισεν αυτόθι, αρχαίον τινά ενθυμηθείσα χρησμόν. Και πρώτον μεν ήρχισαν να φιλονεικώσι περί του τρίποδος οι ξένοι προς τους αλιείς· έπειτα δ' ανεδέχθησαν αι πόλεις εκατέρων την έριν, προχωρήσασαν μέχρι πολέμου. Τότε δ' η Πυθία εχρησμοδότησεν εις αμφότερα τα μέρη να δώσωσι τον τρίποδα εις τον σοφώτατον. Και πρώτον μεν εστάλη προς τον Θαλήν εις Μίλητον, και οι Κώοι εκουσίως τον εχάρισαν εις εκείνον μόνον, αφ' ού περί αυτού επολέμησαν προς πάντας τους Μιλησσίους. Αλλ' ο Θαλής εκήρυξε σοφώτερόν του τον Βίαντα (19), και εις αυτόν περιήλθεν ο τρίπους· υπ' αυτού δε πάλιν εστάλη προς άλλον, ως σοφώτερον. Έπειτα δε περιερχόμενος, και από του ενός εις τον άλλον ούτω στελλόμενος, έφθασε και εκ δευτέρου εις τον Θαλήν και τέλος, κομισθείς εκ Μιλήτου εις Θήβας, αφιερώθη εις τον Ισμήνιον Απόλλωνα (20). Ο δε Θεόφραστος (21) λέγει ότι πρώτον μεν ο τρίπους επέμφθη εις τον Βίαντα εις Πριήνην, δεύτερον δ' ότι ο Βίας τον έπεμψεν εις τον Θαλήν εις Μίλητον, και ότι ούτω δι' όλων διελθών, επέστρεψε πάλιν εις τον Βίαντα, και τέλος εστάλη εις τους Δελφούς. Ταύτα υπό πολλών ιστορούνται, εκτός ότι άλλοι μεν λέγουσιν ότι, αντί τρίποδος, το δώρον ήτον φιάλη υπό του Κροίσου σταλείσα, άλλοι δε, ποτήριον κληροδοτηθέν υπό του Βαθυκλέους (22).
Ε. Ιδίως δ' αναφέρουσι την μετά του Αναχάρσιδος (23) συνέντευξιν του Σόλωνος, και πάλιν μετά του Θάλητος, και λόγους αυτών σημειούσι τοιούτους· Λέγουσιν ότι ο Ανάχαρσις ήλθεν εν Αθήναις εις την οικίαν του Σόλωνος, και κρούσας αυτήν, είπεν ότι, ξένος ων, έρχεται να συνδέση φιλίαν, και φιλοξενίας δεσμούς προς αυτόν. Επειδή δε τω απεκρίθη ο Σόλων, ότι καλλήτερον είναι να συνδέη τις φιλίας εις την πατρίδα του, «Λοιπόν, είπεν ο Ανάχαρσις, συ όστις είσαι εις την πατρίδα σου, σύνδεσον προς ημάς φιλίαν και φιλοξενίαν». Ούτως εθαύμασεν ο Σόλων την αγχίνοιαν του ανδρός, και τον εδέχθη φιλοφρόνως, και επί τινα καιρόν τον διετήρησε πλησίον του, εν ώ ήδη ησχολείτο εις τα πολιτικά, και συνέταττε τους νόμους. Τούτο δ' ακούσας ο Ανάχαρσις, λέγεται ότι περιεγέλα την πρόθεσιν του Σόλωνος, όστις ενόμιζεν ότι θ' ανεχαίτιζε τας αδικίας και τας πλεονεξίας των πολιτών διά των γραπτών του νόμων, οίτινες κατ' ουδέν διέφερον των ιστών της αράχνης, αλλ', ως εκείνοι, εξ όσων συλλαμβάνουσιν, τους μεν ασθενείς και λεπτούς θέλουσι κρατεί, υπό δε των δυνατών και πλουσίων θέλουσι διασχίζεσθαι. Εις ταύτα δε, ως λέγουσιν, ο Σόλων απήντησεν ότι οι άνθρωποι εκείνας τας συνθήκας φυλάττουσιν, όσας ουδέν εκ των δύο μερών έχει συμφέρον, να παραβή· και αυτός ούτως εφαρμόζει τους νόμους εις τους πολίτας, ώστε να είναι προφανές εις όλους ότι καλλήτερον τοις είναι να πράττωσι τα δίκαια παρά να παρανομώσιν. Αλλά ταύτα μεν, απέβησαν μάλλον ως ο Ανάχαρσις ενόμιζε, παρά κατά την ελπίδα του Σόλωνος. Παρευρεθείς δε και εις συνεδρίασιν του δήμου ο Ανάχαρσις, είπεν ότι και τούτο, τω φαίνεται θαυμαστόν, ότι μεταξύ των Ελλήνων ομιλούσι μεν οι σοφοί, κρίνουσι δε οι αμαθείς.
ΣΤ. Λέγουσι δ' ότι και ο Σόλων ήλθε προς τον Θαλήν εις την Μίλητον, και εθαύμαζε διατί αμέλησεν αυτός να νυμφευθή και ν' αποκτήση παιδία. Και τότε μεν ο Θαλής εσιώπησε· μετ' ολίγας δ' ημέρας ωδήγησεν άνθρωπον ξένον, όστις είπεν ότι έφθασεν εξ Αθηνών, προ δέκα ημερών αναχωρήσας εκείθεν. Όταν δ' ο Σόλων τον ηρώτησεν αν υπάρχη νέον τι εις Αθήνας, διδαχθείς αυτός τι είχε ν' αποκριθή, τίποτε άλλο, είπε, πλην ότι έγινεν εκφορά νεανίσκου τινός, ήν παρηκολούθησε πάσα η πόλις, διότι ήτον, ως έλεγον, υιός ανδρός ενδόξου, και πρωτεύοντος μεταξύ των πολιτών κατά την αρετήν. Δεν ήτον δ' έλεγον, παρών αυτός, αλλ' απεδήμει προ πολλού καιρού. «Tι δυστυχής εκείνος!» είπεν ο Σόλων. «Και πώς τον ωνόμαζον;» Ήκουσα τ' όνομά του, είπεν ο άνθρωπος, αλλά δεν το ενθυμούμαι· εκτός ότι πολύς εγίνετο λόγος περί της δικαιοσύνης και της σοφίας του. Ούτω πάσα απόκρισις ηύξανε τον φόβον του Σόλωνος, και τέλος όλος τεταραγμένος, υπέβαλεν αυτός το όνομα εις τον ξένον, ερωτήσας μήπως ο αποθανών ωνομάζετο υιός του Σόλωνος. Ναι, απεκρίθη ο άνθρωπος, και τότε ο Σόλων ήρχισε να κτυπά την κεφαλήν του, και να πράττη και λέγη όσα οι παραδιδόμενοι εις πάθος σφοδρόν. Τότε ο Θαλής, διακόψας αυτόν και γελάσας, «αυτά, είπεν, ω Σόλων, μ' αποτρέπουσι του να νυμφευθώ και να έχω τέκνα, αυτά τα καταβάλλοντα και σε τον ανδρειότατον, Αλλά μη ταράττεσαι διά τους λόγους τούτους· δεν είναι αληθείς». Ταύτα λέγει ο Έρμιππος ότι διηγείται ο Πάταικος (24) όστις έλεγεν ότι έχει την ψυχήν του Αισώπου.
Ζ. Άτοπον δε και αγενές είναι το φρόνημα του αποφεύγοντος την χρήσιν των αναγκαίων πραγμάτων, διότι φοβείται μη τ' απολέση. Ούτως ούτε πλούτον, ούτε δόξαν, ούτε σοφίαν θα εδέχετο μετ' ευχαριστήσεως, εκ φόβου ότι θα τα εστερείτο, διότι και την αρετήν, το μέγιστον και γλυκύτατον των κτημάτων, την βλέπομεν πολλάκις αφαιρουμένην υπό φαρμάκων και νόσων (25). Και αυτός ο Θαλής, μη νυμφευθείς, δεν κατώρθου βεβαίως να ζη άφοβος, εκτός αν απέφευγε να έχη και φίλους και οικείους και πατρίδα. Αλλ' εξ εναντίας, λέγουσιν ότι είχε και θετόν υιόν, τον της αδελφής του, καλούμενον Κύβισθον. Διότι η ψυχή περιέχει και την δύναμιν της αγάπης και ως επλάσθη διά να αισθάνηται, να νοή και να ενθυμήται, ούτω και διά ν' αγαπά· διά τους ανθρώπους επομένως όσοι δεν έχουσιν οικείον τι ν' αγαπήσωσιν, άλλα αντικείμενα επιβάλλονται και προσκολλώνται εις την δύναμιν ταύτην, και ξένοι, και νόθοι, περιποιούμενοι την της φιλοστοργίας διάθεσιν, εισχωρούσιν, ως εις οίκον και τόπον έρημον γνησίων διαδόχων, και κυριεύουσιν αυτήν, και εμπνέουσιν αγάπην, συγχρόνως δε και φροντίδας και φόβους περί αυτών. Ώστε βλέπεις πολλάκις ανθρώπους, μετ' αυστηρότητος ομιλούντας περί γάμου και περί παίδων, και όμως, όταν ασθενώσι και αποθνήσκωσι παιδία δούλων ή θρέμματα παλλακών, να τήκωνται υπό πόθου και αγενώς να φωνάζωσι. Τινές δε, και αν ο σκύλος ή ο ίππος των αποθάνη, φθάνουσιν υπό της λύπης εις κατάστασιν αισχράν και αβίωτον. Άλλοι εξ εναντίας, και αγαθών παιδίων στερούμενοι, δεν καταβάλλονται, ουδ' αισχρώς μικροψυχούσιν, αλλ' εξακολουθούσι ζώντες ως πρέπει εις άνθρωπον λογικόν· καθότι ουχί η αγάπη, αλλ' η ασθένεια φέρει τας απεράντους λύπας και τους φόβους εις ανθρώπους μη ασκηθέντας υπό του λογικού ν' αντιτάττωνται εις την τύχην, και οίτινες δεν απολαμβάνουσι παρόντα και περιπόθητα, έχοντες το μέλλον προ οφθαλμών, και τας ωδίνας, και τους τρόμους και τους αγώνας αυτού, αν ήθελον αυτών στερηθή. Εις την στέρησιν των χρημάτων δεν πρέπει ν' αντιτάττωμεν την πενίαν, ούτε την αφιλίαν προς την απώλειαν των φίλων, ούτε την ατεκνίαν εις των παιδίων τον θάνατον, αλλ' εις πάντα την σκέψιν του λογικού. Και ταύτα μεν υπεραρκούντα προς το παρόν.
Η. Ότε δ' οι πολίται, μακρόν πολεμούντες και δύσκολον πόλεμον προς τους Μεγαρείς περί της νήσου των Σαλαμινίων, απέκαμον, και ενομοθέτησαν επί ποινή θανάτου ουδέ να γράψη πλέον τις ουδέ να ειπή ποτέ ότι πρέπει η πόλις να θέλη ν' αποκτήση την Σαλαμίνα, μη υποφέρων την καταισχύνην ο Σόλων, και πολλούς βλέπων νέους, αφορμήν μόνον ζητούντας πολέμου, μη τολμώντας όμως αυτοί ν' αρχίσωσιν, εξ αιτίας του νόμου, επροσποιήθη ότι παρεφρόνησε, και λόγος διεδόθη κατά πάσαν την πόλιν ότι ο νους του εσάλευσεν. Ελεγεία (26) δε κρυφίως συνθέσας, και μελετήσας αυτά, ώστε να τα λέγη εκ στήθους, επήδησεν αιφνηδίως εις την αγοράν, φορών πηλίδιον (27) εις την κεφαλήν· και περιστοιχισθείς υπό πολλού συρρεύσαντος όχλου, ανέβη εις τον λίθον του κήρυκος, και εξεφώνησε ψάλλων την ελεγείαν, ής η αρχή είναι·
«Κήρυξ ο ίδιος ήλθον εκ της ποθεινής Σαλαμίνος,
στίχους κοσμήσας, ωδήν, όχι δε λόγον πεζόν.»
Το ποίημα τούτο επιγράφεται Σαλαμίς, και σύγκειται εξ εκατόν στίχων χαριέστατα συντεταγμένων. Ως δ' έψαλε τούτο, και οι φίλοι του Σόλωνος ήρχισαν να το επαινώσιν, ιδίως δ' ο Πεισίστρατος παρεκίνει και ενεθάρρυνε τους πολίτας να πεισθώσιν εις τον ρήτορα, τότε, καταργήσαντες τον νόμον, ήρχισαν πάλιν τον πόλεμον, εκλέξαντες τον Σόλωνα αρχηγόν. Τα δε κοινώς περί του πολέμου τούτου λεγόμενα είναι ότι πλεύσας μετά του Πεισιστράτου εις Κωλιάδα (28) και εύρων εκεί όλας τας γυναίκας, αίτινες ετέλουν την πατροπαράδοτον θυσίαν εις την Δήμητραν (29), έπεμψεν άνδρα πιστόν εις την Σαλαμίνα, και ούτος προσποιούμενος ότι ηυτομόλησεν εκ των Αθηνών, είπεν εις τους Μεγαρείς, αν θέλωσι να συλλάβωσι τας πρώτας γυναίκας των Αθηναίων, να πλεύσωσιν όσον τάχιστα μετ' αυτού εις την Κωλιάδα. Πεισθέντες λοιπόν οι Μεγαρείς, έπεμψαν άνδρας εντός πλοίου, και ως είδεν ο Σόλων το πλοίον εξορμών εκ της νήσου, τας μεν γυναίκας διέταξεν αμέσως ν' αναχωρήσωσι, τους δε νέους, όσοι ήσαν αγένειοι έτι, να ενδυθώσι τα φορέματα, τους κεφαλοδέσμους και τα υποδήματα εκείνων, και κρυπτάς έχοντες μαχαίρας, να παίζωσι και να χορεύωσι παρά την θάλασσαν, έως ότου αποβώσιν οι εχθροί, και κυριευθή το πλοίον αυτών· ούτω λοιπόν έγιναν ταύτα· και οι Μεγαρείς απατηθέντες υπό της θέας, και πλησιάσαντες, επήδησαν έξω, ως αν είχον εμπρός των γυναίκας, και ημιλλώντο τις πρώτος να τας αρπάση· ώστε ουδείς διέφυγεν, αλλ' όλοι εθανατώθησαν, και οι Αθηναίοι, πλεύσαντες εις την νήσον, αμέσως την εκυρίευσαν.
Θ. Άλλοι δε λέγουσιν ότι η κατάκτησις της νήσου δεν έγινε κατά τούτον τον τρόπον, αλλ' ότι πρώτον ο θεός των Δελφών τω έδωκε τον εξής χρησμόν
«Τους αρχηγούς εξιλέου της χώρας, τους ήρωας, θύσας,
όσους καλύπτει εκ δύω μερών ο Ασώπιος κόλπος
(30),
οίτινες δε προς ηλίου δυσμάς μετά θάνατον βλέπουν».
Τότε δ' έτι πλεύσας ο Σόλων διά νυκτός εις την νήσον, ετέλεσε θυσίαν εις τους ήρωας Περίφημον και Κυχρέα (31), και έλαβε μετά ταύτα πεντακοσίους εθελοντάς παρά των Αθηναίων, οίτινες εψήφισαν, αν κυριεύσωσι την νήσον, αυτοί να είναι της κυβερνήσεως αυτού κύριοι. Εκίνησε λοιπόν επί πολλών, πλοιαρίων αλιευτικών, συνοδευόμενος και υπό τριακοντόρου (32), και ήραξεν εις την Σαλαμίνα, εις άκραν τινα ήτις βλέπει προς την Εύβοιαν (33). Ως δ' ήκουσαν οι εν Σαλαμίνι Μεγαρείς φήμην τινά περί τούτου αβέβαιον, ταραχθέντες ώρμησαν εις τα όπλα, και έστειλαν πλοίον να κατασκοπεύσωσι τα κινήματα των εχθρών αλλ' όταν αυτό επλησίασε, τότε το εκυρίευσεν ο Σόλων, και εφυλάκισε τους Μεγαρείς. Επιβάσας δ' εις αυτό τους ανδρειοτάτους Αθηναίους, τους διέταξε να πλεύσωσι προς των Μεγαρέων την πόλιν, κρυπτόμενοι όσον ήτον δυνατόν· προσέτι δε, παραλαβών τους άλλους Αθηναίους, εκινήθη πεζή κατά των Μεγαρέων· εν ώ δε διήρκει έτι η μάχη, έφθανον οι έχοντες το πλοίον, και κατέλαβον την πόλιν. Εις την διήγησιν ταύτην φαίνονται συνεπιμαρτυρούντα και τα μετά ταύτα εκτελούμενα, ότι πλοίον αττικόν έπλεε προς την Σαλαμίνα, εν σιωπή κατά πρώτον έπειτα δ' ώρμων κατ' αυτού οι κάτοικοι μετά κραυγών και αλαλαγμών, και τότε είς ανήρ ένοπλος επήδα εκτός του πλοίου, και μετά βοής έτρεχε προς το Σκιράδιον ακρωτήριον (34) κατά των ερχομένων εκ της ξηράς. Εκεί δε πλησίον κείται το ιερόν του Ενυαλίου (35), υπό του Σόλωνος ιδρυθέν, διότι ενίκησε τους Μεγαρείς, και όλους όσοι δεν εφονεύθησαν εις την μάχην, τους αφήκε διά συνθήκης.
I. Επειδή όμως οι Μεγαρείς και πάλιν επέμενον, και πολλά έπραττον αμφότεροι και έπασχον κακά εις τον πόλεμον, εζήτησαν τους Λακεδαιμονίους να τους συνδιαλλάξωσι και να τους δικάσωσι. Και πολλοί μεν λέγουσιν ότι τότε τον Σόλωνα εβοήθησε του Ομήρου η δόξα, διότι προσθείς στίχους εις των πλοίων τον κατάλογον (36), ανέγνωσεν επί της δίκης·
«Εκ Σαλαμίνος δε ναός δύο και δέκα φέρων ο Αίας,
των Αθηναίων φαλάγγων πλησίον κατέταξε ταύτας».
Οι Αθηναίοι όμως οι ίδιοι νομίζουσιν ότι ταύτα εισί φλυαρίαι, ο δε Σόλων ότι απέδειξεν, εις τους δικαστάς περί του Φιλίου και Ευρυσάκου, των υιών του Αίαντος, ότι πολιτογραφηθέντες Αθηναίοι, παρέδωκαν την νήσον εις τας Αθήνας, και κατώκησαν ο μεν εις την Βραυρώνα της Αττικής, ο δε εις την Μελίτην (37), και έχουσιν οι Αθηναίοι δήμον, όστις έλαβε το όνομα αυτού από του Φιλαίου, τον δήμον των Φιλαϊδών, αφ' oύ ήτον και ο Πεισίστρατος. Θέλων δε και άλλας να φέρη αποδείξεις κατά των Μεγαρέων, επρότεινε την περί των νεκρών, ότι οι Σαλαμίνιοι ενταφιάζουσιν ουχί ως οι Μεγαρείς, αλλ' ως οι Αθηναίοι. Θάπτουσι δ' οι Μεγαρείς στρέφοντες τους νεκρούς προς ανατολάς, οι δ' Αθηναίοι προς δυσμάς· αλλ' Ηρέας ο Μεγαρεύς (38), αντιλέγων προς τούτο, διισχυρίζεται ότι και οι Μεγαρείς θέτουσιν εις την γην τα σώματα των νεκρών τετραμμένα προς δυσμάς· το δε μεγαλήτερον, ότι έκαστος Αθηναίος έχει ανά ένα τάφον εν ώ οι Μεγαρείς τρεις και τέσσαρες τίθενται εις έν μνήμα. Τον Σόλωνα δε λέγουσιν ότι εβοήθησαν και χρησμοί τινες της Πυθίας, δι' ών ο Θεός ωνόμαζεν Ιαονίαν (39) την Σαλαμίνα. Την δίκην ταύτην εδίκασαν πέντε Σπαρτιάται, ο Κριτολαίδας, ο Αμομφάρετος, ο Υψηχίδας, ο Αναξίλας και ο Κλεομένης.
ΙΑ. Και ως εκ τούτων μεν ήτον ήδη ένδοξος ο Σόλων και μέγας. Εθαυμάσθη δ' έτι μάλλον και εφημίσθη εις τους Έλληνας, διότι είπε περί του Δελφικού ναού ότι πρέπει να τον βοηθήσωσι, και να μη αφήνωσι τους Κιρραίους (40) να υβρίζωσι το μαντείον, αλλά να υπερασπισθώσι τους Δελφούς χάριν του Θεού· και υπ' αυτού πεισθέντες εκίνησαν τον πόλεμον οι Αμφικτύονες (41) ως και άλλοι μαρτυρούσι, και ο Αριστοτέλης εις τον κατάλογον των Πυθιονικών (42), αποδίδων την πρότασιν εις τον Σόλωνα. Αλλ' εις τον πόλεμον τούτον δεν εξελέγη στρατηγός, ως μνημονεύει ο Έρμιππος (43) ότι λέγει Ευάνθης ο Σάμιος (44). Διότι ούτε Αισχίνης ο ρήτωρ είπε τούτο, και δις τ' απομνημονεύματα των Δελφών ο Αλκμαίων (45) είναι αναγεγραμμένος ως στρατηγός των Αθηναίων, ουχί ο Σόλων.
ΙΒ. Το δε Κυλώνειον ανοσιούργημα (46) προ πολλού ήδη ετάραττε την πόλιν, αφ' ότου τους συνωμότας του Κύλωνος, ικέτας καθημένους εις τον βωμόν της Θεάς, κατέπεισεν ο άρχων Μεγακλής (47) να κατέλθωσιν εις την πόλιν να δικασθώσιν. Ούτοι δε, δέσαντες κλωστήν εις το άγαλμα (48), εκράτουν αυτήν (49) αλλ' όταν, καταβαίνοντες έφθασαν προς τας Σεμνάς Θεάς (50), εκόπη η κλωστή αυτομάτως, και τότε ώρμησε και τους συνέλαβεν ο Μεγακλής μετά του συναρχόντων του (51), επί λόγω δήθεν ότι η Θεά ηρνείτο την ικεσίαν των και άλλους μεν κατελιθοβόλησαν έξω του ιερού, άλλοι δ' εις τους βωμούς καταφυγόντες απεσφάγησαν, και μόνον εσώθησαν όσοι των αρχόντων τας γυναίκας ικέτευσαν. Εκ τούτου λοιπόν ονομασθέντες ανόσιοι (52)οι φονείς εκείνοι, εμισούντο, και οι επιζήσαντες εκ των οπαδών του Κύλωνος πάλιν εγένοντο ισχυροί, και επεφέροντο πάντοτε κατά της φατρίας του Μεγακλέους. Κατά δε τους τότε καιρούς η διχόνοια είχε κορυφωθή, και ο δήμος ήτον διηρημέγος. Δόξαν δ' έχων ήδη ο Σόλων, ήλθεν εις το μέσον μετά των προκρίτων των Αθηναίων, και συμβουλεύων, έπεισε τους ανοσίους λεγομένους να υποβληθώσιν εις δίκην ενώπιον τριακοσίων κριτών εκλεχθέντων μεταξύ των αρίστων. Την κατηγορίαν ανέπτυξε Μύρων ο Φλυεύς (53), και κατεδικάσθησαν οι άνδρες, οι μεν ζώντες εις εξορίαν, των δ' αποθανόντων ν' ανορυχθώσι τα οστά και να ριφθώσιν εκτός των ορίων. Ενώ δε συνέβαινον αύται αι ταραχαί, εκινήθησαν κατά των Αθηνών και οι Μεγαρείς, και τότε οι Αθηναίοι απώλεσαν την Νίσαιαν (54), και εγκατέλιπον πάλιν την Σαλαμίνα, και φόβοι τινες δεισιδαίμονες και φαντάσματα ετρόμαζον την πόλιν, και οι μάντεις έλεγον ότι εις τας θυσίας εφαίνοντο μολύσματά τινα και μιασμοί, καθαρμών ανάγκην έχοντες. Τότε εμήνυσαν και ήλθε προς αυτούς εκ Κρήτης ο Φαέστιος Επιμενίδης (55) όν καταριθμούσιν έβδομον μεταξύ των επτά σοφών όσοι δεν δέχονται τον Περίανδρον (56). Ενομίζετο δε θεοφιλής τις αυτός και σοφός περί τα θεία, την ενθουσιαστικήν και την των μυστηρίων σοφίαν· διό και οι τότε άνθρωποι τον ωνόμαζον υιόν της νύμφης Βάλτης (57) και νέον Κούρητα (58). Ελθών δε, και φιλίαν συνδέσας μετά του Σόλωνος, πολλά συνειργάσθη μετ' αυτού προς τον καταρτισμόν και την εισαγωγήν της νομοθεσίας του· διότι τους κατέστησε λιτωτέρους εις τας θρησκευτικάς τελετάς, και εις τα πένθη μετριωτέρους, αναμίξας θυσίας τινάς εις τους ενταφιασμούς, και αφαιρέσας τα σκληρά και βάρβαρα έθιμα εις ά υπέκειντο αι πλείσται γυναίκες πρότερον. Το δε μέγιστον, δι' εξιλασμών τινων και διά καθαρμών και δι' ανεγέρσεως αγαλμάτων αγιάσας και ιερώσας την πόλιν, την κατέστησε δεκτικήν δικαιοσύνης και μάλλον ευπειθή εις ομόνοιαν. Λέγεται δε, ότι ιδών την Μουνυχίαν, και σπουδάσας αυτήν πολύν καιρόν, είπε προς τους παρευρισκομένους ότι ο άνθρωπος είναι τυφλός προς τα μέλλοντα· διότι οι Αθηναίοι θα έτρωγον μάλλον διά των οδόντων των τον τόπον εκείνον, αν ηδύναντο να προϊδώσι πόσον αυτός θα βλάψη την πόλιν (59). Λέγουσι δ' ότι και ο Θαλής προείδε τι όμοιον, διότι διέταξε να τον ενταφιάσωσιν αφ' ού αποθάνη εις τόπον τινά της Μιλησσίας άσημον και περιφρονούμενον, προειπών ότι τούτο θέλει ποτέ γίνει των Μιλησσίων αγορά. Ο Επιμενίδης λοιπόν εθαυμάσθη μεγάλως, και οι Αθηναίοι πολλά τω προσέφερον χρήματα και μεγάλας τιμάς· αλλ' εκείνος εζήτησε και έλαβε μόνον κλάδον από της ιεράς ελαίας (60), και ούτως απήλθε.
ΙΓ. Αι δ' Αθήναι, αφ' ού έπαυσεν η Κυλώνειος ταραχή, και εξώσθησαν, ως είπομεν, οι ανόσιοι, ήρχισαν πάλιν τας παλαιάς διχονοίας διά το πολίτευμα, και όσαι διαφοραί υπήρχον εις την χώραν, εις τόσα μέρη διηρέθη η πόλις· και το μεν των Διακρίων γένος ήτον δημοκρατικώτατον, ολιγαρχικώτατον δε το των Πεδιέων· τρίτοι δ' οι Πάραλοι (61), προτιμώντες μέσον τινά και μικτόν πολιτείας τρόπον, ήσαν εμπόδιον των άλλων δύο φατριών, και δεν τα άφηνον να υπερισχύσωσι. Τότε δ' είχε κορυφωθή η ανωμαλία μεταξύ των πενήτων και των πλουσίων, και η πόλις ήτον εις κρισιμωτάτην κατάστασιν, και εφαίνετο ότι άλλως δεν εδύνατο ν' αποκαταστηθή και να παύση ούτω ταραττομένη, εκτός αν καθιδρύετο μοναρχία. Ο δήμος όλος ήτον οφειλέτης των πλουσίων διότι ή εγεώργουν δι' εκείνους, δίδοντές τοις τα έκτα των προϊόντων, εκτημόριοι διά τούτο καλούμενοι και θήτες, ή δανειζόμενοι επί υποθήκη των σωμάτων των, ήσαν υποχείριοι των δανειστών των, και άλλοι μεν εγίνοντο δούλοι αυτών, άλλοι δ' επωλούντο εις την ξενιτείαν. Πολλοί δ' ηναγκάζοντο να πωλώσι και τα παιδία των, διότι ουδείς νόμος το απαγόρευε, και να φεύγωσι και εκ της πόλεως, εξ αιτίας της αυστηρότητος των δανειστών των. Οι δε πολυαριθμότεροι και οι ανδρειότεροι συνενοούντο, και παρεκινούντο αμοιβαίως να μη αμελήσωσιν, αλλά να εκλέξωσιν ένα αρχηγόν, άνθρωπον εμπιστοσύνης άξιον, και να ελευθερώσωσι τους καθυστερούντας οφειλέτας, και νέαν να ενεργήσωσι διανομήν της γης, και να μεταβάλωσι διόλου την πολιτείαν.
ΙΔ. Τότε δε των Αθηναίων οι φρονιμώτατοι, βλέποντες τον Σόλωνα μόνον όντα υπέρ πάντα άλλον των σφαλμάτων τούτων αμέτοχον, και μήτε τας αδικίας των πλουσίων συμμεριζόμενον, μήτε εις των πτωχών υποκείμενον τας ανάγκας, τον παρεκάλουν ν' αναμιγή εις τα κοινά και να παύση τας διχονοίας. Αλλ' ο Λέσβιος Φανίας (62) ιστορεί ότι αυτός ο Σόλων, απατήσας αμφοτέρους προς σωτηρίαν της πόλεως, υπεσχέθη κρυφίως εις μεν τους απόρους την διανομήν της γης, εις δε τους κεφαλαιούχους την επικύρωσιν των συμβολαίων. Ο ίδιος Σόλων όμως λέγει ότι μετά δισταγμού κατ' αρχάς εισήλθεν εις τα πολιτικά, φοβηθείς των μεν την φιλοχρηματίαν, των δε την υπερηφάνειαν. Εξελέγη δ' άρχων (63) μετά τον Φιλόμβροτον, και συμβιβαστής συγχρόνως και νομοθέτης, διότι τον εδέχθησαν προθύμως, ως εύπορον μεν οι πλούσιοι, ως χρηστόν δε οι πένητες. Λέγεται δ' ότι γνωμικόν τι αυτού, πρότερον ήδη περιφερόμενον, ότι «η ισότης δεν πολεμεί.» (64), ήρεσκε και εις τους κτηματίας και εις τους ακτήμονας, διότι οι μεν ήλπιζον κατ' αξίαν και αρετήν, οι δε κατ' αριθμόν και μέτρον να έχωσι την ισότητα. Όθεν, έχοντες εκατέρωθεν μεγάλας ελπίδας, οι αρχηγοί και των δύο μερών προσηλούντο εις τον Σόλωνα, προσφέροντες εις αυτόν την τυραννίδα, και θέλοντες να τον πείσωσι ν' αναλάβη τολμηρότερον της πόλεως την διοίκησιν. Πολλοί δε και εκ των ουδετέρων πολιτών, δυσχερή βλέποντες και δυσκολοκατόρθωτον την διά μέσου του λόγου και του νόμου μεταβολήν, δεν απέφευγον να τάξωσιν επί της διευθύνσεως των πραγμάτων, ένα, τον δικαιότατον και φρονιμώτατον των συμπολιτών των. Τινές δε λέγουσιν ότι και μαντεία εδόθη εις τον Σόλωνα εκ Δελφών τοιαύτη·
«Κάθησον συ εις το μέσον του πλοίου, καλού κυβερνήτου
έργα τελών, βοηθούς θενά έχης πολλούς Αθηναίους.»
Προ πάντων δ' οι φίλοι του τον εμέμφοντο ότι διά το όνομα αποφεύγει την μοναρχίαν, ως να μη την καθίστα αμέσως βασιλείαν (65) η αρετή του λαβόντος, ως έγεινεν άλλοτε μεν εις τους Ευβοείς εκλέξαντας τον Τυννώνδαν, τότε δ' εις τους Μιτυληναίους, τον Πιττακόν (66) λαβόντας τύραννον. Αλλ' ουδέν τούτων μετέτρεψε τον Σόλωνα από της προαιρέσεώς του, αλλά προς μεν τους φίλους του είπεν ότι καλός μεν τόπος είναι η τυραννίς, αλλά δεν έχει έξοδον· προς δε τον Φώκον (67) γράφων εις τα πονήματά του, λέγει·
«Αν εφείσθην δε της γης
της πατράδος, τυραννίας βίαν αν απέκρουσα,
να μολύνω μη θελήσας την προτέραν δόξαν μου,
δεν εντρέπομαι· νομίζω ούτω πως υπερτερώ
τους ανθρώπους πάντας».
Όθεν προφανές είναι, ότι και προ της νομοθεσίας του είχε δόξαν μεγάλην. Όσα δε πολλοί έλεγον περιπαίζοντες αυτόν, διότι απέφυγε την βασιλείαν, τα έγραψεν ούτω·
«Φρόνιμος δεν είν' ο Σόλων ουδέ συνετός ανήρ.
Ο Θεός καλά τω δίδει, και αυτός δεν δέχεται.
Περιέκλεισε την άγραν, αλιεύς, αλλ' έσυρε
δίκτυον μικρόν και θάρρος τον κατέλυε και νους
Ήθελον ισχύν κερδίσας, πλούτον άφθονον λαβών,
και ημέραν μίαν ζήσας τύραννος των Αθηνών,
να 'γδαρώ ασκός κατόπιν και το γένος μου κ' εγώ».
ΙΕ. Ταύτα εισάγει εις τας ποιήσεις του λέγοντας περί αυτού τον όχλον και τους χυδαίους. Αλλ' αν και απέκρουσε την υπερτάτην αρχήν, δεν εδείχθη όμως πραότατος ουδέ μαλακός εις την διαχείρισιν των πραγμάτων, ουδ' ενομοθέτησεν υπείκων εις τους δυνατούς, ή χαριζόμενος εις τους εκλέξαντας αυτόν, θεραπείαν όμως και καινοτομίαν δεν επέφερε τας αρίστας, φοβηθείς μη συγχύση εντελώς και συνταράξη την πόλιν, και εκ τούτου εξασθενήσας, δεν δυνηθή να την αποκαταστήση πάλιν και να την οργανίση κατά τον άριστον τρόπον αλλ' εις όσα ήλπιζεν ότι λέγων θα τους εύρισκεν ευπειθείς, ή αναγκάζων αυτούς θα τους εύρισκεν υπομονητικούς, ταύτα έπραττε, βίαν ομού και δικαιοσύνην συνδέων, ως λέγει ο ίδιος. Όθεν ύστερον ερωτηθείς αν έγραψε τους αρίστους νόμους διά τους Αθηναίους, «τους αρίστους, είπεν, εξ όσων εδύναντο να δεχθώσιν». Ό,τι δε λέγουσιν οι νεώτεροι περί των Αθηναίων, ότι καλύπτουσι των πραγμάτων τας δυσκολίας διά λέξεων καλών και ηπίων, τας εκφράσεις ευγενώς μετριάζοντες, και τας μεν δημοσίας εταίρας (68) καλούσι, τους δε φόρους Συντάξεις, φυλακάς δε τας φρουράς των πόλεων, και οίκημα το δεσμωτήριον, ήτον, ως φαίνεται, του Σόλωνος σόφισμα κατά πρώτον, όστις ωνόμασε Σεισάχθειαν των χρεών την αφαίρεσιν (69). Διότι ταύτην επεχείρησε πρώτην πολιτικήν μεταρρύθμισιν, γράψας τα μεν υπάρχοντα να εξαλειφθώσι, του λοιπού δε ουδείς να δανείζη επί υποθήκη σωμάτων. Αλλά τινές έγραψαν, και μεταξύ άλλων και ο Ανδροτίων (70) ότι οι πένητες ηυχαριστήθησαν, ανακουφισθέντες ουχί δι' αφαιρέσεως των χρεών, αλλά διά μετριάσεως των τόκων, και ωνόμασαν σεισάχθειαν το φιλανθρωπικόν τούτο μέτρον, και την συνοδεύσασαν αυτό αύξησιν των μέτρων και διατίμησιν του νομίσματος· διότι προσδιώρισε την μναν εις εκατόν δραχμάς, εν ώ πρότερον ήτον εβδομήκοντα και τριών (71), ώστε ωφελούντο μεν οι μεγάλας ποσότητας έχοντες να πληρώσωσι, διότι έδιδον ίσον μεν αριθμόν νομισμάτων προς τα οφειλόμενα, αλλά μικροτέρας αξίας, δεν εβλάπτοντο δ' οι λαμβάνοντες. Οι δε πλείστοι λέγουσιν ότι η σεισάχθεια ήτον ακύρωσις των συμβολαίων, και προς τούτο συμφωνούσι μάλλον του Σόλωνος τα ποιήματα· διότι ο Σόλων καυχάται εν αυτοίς, ότι της ενυποθήκου γης
«αφήρεσε τα τεθειμένα όρια.
κ' είν' ελευθέρα η ποτέ δευλεύουσα,»
και των πολιτών όσοι υπεδουλώθησαν δι' αργύριον, άλλους μεν επανέφερεν εκ της ξένης,
«μη πλέον γλώσσαν αττικήν
λαλούντας, ότι επλανώντο πολλαχού.
Άλλους δ' ενταύθα, εις δουλείαν μισητήν
υπήκοντας,»
τους κατέστησε, λέγει, ελευθέρους. Λέγεται δ' ότι τω συνέβη πράγμα λυπηρότατον εξ εκείνης της πράξεως· Όταν επεχείρησε ν' αποκόψη τα χρέη, και εζήτει λόγους αρμοδίους και κατάλληλον διά τον νόμον του αρχήν, διεκοίνωσεν εις τους σχετικωτέρους των φίλων του, εις ούς είχε πλείστην εμπιστοσύνην, εις τον Κόνωνα, τον Κλεινίαν, και τον Ιππόνικον, (72) ότι σκοπόν έχει την μεν κτήσιν της γης ουδόλως να συνταράξη, ν' αφαιρέση δε μόνον τα χρέη. Ούτοι δε, προλαβόντες ευθύς, επρόφθασαν και εδανείσθησαν πολλά χρήματα παρά των πλουσίων, και ηγόρασαν πολλάς χώρας, και έπειτα, όταν εξεδόθη ο νόμος, τα μεν κτήματα έχοντες και καρπούμενοι, τα δε χρήματα μη αποδίδοντες εις τους δανειστάς των, έγιναν αίτιοι να κατηγορηθή ο Σόλων και να διαβληθή, ότι διά του νόμου του δεν αδικείται και αυτός μετά των άλλων, αλλά τους άλλους αυτός αδικεί. Αλλ' η κατηγορία αύτη ανηρέθη ευθύς διά των πέντε ταλάντων (73), διότι τόσα ευρέθη ότι εδάνειζε, και αυτά πρώτος αφήκε κατά τον νόμον. Άλλοι δε λέγουσι δεκαπέντε, και είς τούτων είναι και ο εκ Ρόδου Πολύζηλος (74). Τους φίλους όμως αυτού εξηκολούθουν να τους ονομάζωσι χρεωκοπίδας.
ΙΣΤ. Δεν ήρεσε δ' εις κανένα, αλλά δυσηρέστησε και τους πλουσίους, διότι ηκύρωσε τα συμβόλαια, και έτι μάλλον τους πένητας, διότι δεν διένειμεν εκ νέου τας γαίας, καθώς αυτοί ήλπιζον, ουδέ κατέστησεν, ως ο Λυκούργος, τας περιουσίας εντελώς ομοίας και ίσας. Αλλ' εκείνος μεν, ενδέκατος απόγονος ων του Ηρακλέους, και πολλά έτη βασιλεύσας της Λακεδαίμονος, είχε και υπόληψιν μεγάλην, και φίλους, και δύναμιν, υπηρετούσαν τας καλάς περί της πολιτείας προθέσεις του, και, μεταχειρισθείς βίαν μάλλον παρά πειθώ, ώστε και εστερήθη του ενός οφθαλμού του, κατώρθωσε το μέγιστον προς σωτηρίαν της πόλεως και προς ομόνοιαν, το να μη είναι ουδείς των πολιτών ουδέ πλούσιος ουδέ πένης. Ο δε Σόλων τούτο μεν δεν κατώρθωσεν εις το πολίτευμα του, διότι ην εκ του δήμου και της μέσης τάξεως (75), αλλ' ουδέν έπραξε κατώτερον της ήν είχε δυνάμεως, μόνην βάσιν έχων την θέλησίν του και την εμπιστοσύνην των πολιτών. Ότι δε προσέκρουσεν εις τους πλείστους, διότι άλλα επρόσμενον παρά αυτού, το μαρτυρεί ο ίδιος, λέγων περί αυτών ότι·
Τότε μ' επεριποιούντο· τώρα δ' οργιζόμενοι,
με λοξόν με βλέπουν όμμα όλοι ως πολέμιον.
Αν όμως, λέγει, άλλος τις είχε την αυτήν δύναμιν,
«δεν θέν' απείχεν, ουδέ θε να έπαυε,
πριν ή ταράξας λάβη το αφρόγαλα.»
Αλλά ταχέως συνησθάνθησαν το συμφέρον των, και τας μεμψιμοιρίας αφέντες, προσέφερον θυσίαν κοινήν, ήν ωνόμασαν Σεισάχθειαν, και τον Σόλωνα δ' ώρισαν διορθωτήν της πολιτείας και νομοθέτην, αναθέσαντες εις αυτόν να προσδιορίση τα πάντα άνευ εξαιρέσεως, τας αρχάς, τας συνελεύσεις, τα δικαστήρια, τας βουλάς, και τον μισθόν εκάστου τούτων, και τον αριθμόν, και τον καιρόν, ακυρών ή φυλάττων εκ των υπαρχόντων και των καθεστώτων ό,τι ενέκρινε.
ΙΖ. Και πρώτον μεν ηκύρωσε τους νόμους του Δράκοντος, πάντας πλην των φονικών, εξ αιτίας της αυστηρότητος αυτών, και του μεγέθους των ποινών (76). Διότι σχεδόν εις πάντας τους πταίστας μία υπ' αυτών επεβάλλετο τιμωρία, ο θάνατος· ώστε και οι δι' αργίαν καταδικαζόμενοι απέθνησκον, και οι κλέψαντες λάχανα ή οπωρικά ετιμωρούντο εξ ίσου μετά των ιεροσύλων ή των φονέων· δι' ό και ο Δημάδης (77) μετά ταύτα ενεκρίθη ειπών ότι ο Δράκων έγραψε δι' αίματος, ουχί διά μελάνης τους νόμους του. Ο ίδιος δε, ως λέγουσιν, ερωτώμενος διατί εις τα πλείστα αμαρτήματα έταξε ποινήν θάνατον, απεκρίθη ότι τα μεν μικρά ταύτης νομίζει άξια, διά δε τα μεγάλα δεν έχει μεγαλητέραν.
ΙΗ. Δεύτερον δ' ο Σόλων θέλων τας μεν αρχάς πάσας ν' αφήση εις τους ευπόρους ως ήσαν και πριν, ν' αναμίξη δε την λοιπήν πολιτείαν, εν ώ ο δήμος έως τότε δεν μετείχεν αυτής, έλαβε την εκτίμησιν της περιουσίας των πολιτών, και πρώτους μεν έταξε τους παράγοντας ξηρών και υγρών καρπών ομού πεντακόσια μέτρα, και ωνόμασεν αυτούς πεντακοσιομεδίμνους (78)· δευτέρους δε τους δυναμένους να τρέφωσιν ίππον, ή να παράγωσι τριακόσια μέτρα, και τούτους εκάλουν Ιππάδατελούντας (79)· Ζευγίται δ' ωνομάσθησαν οι του τρίτου τιμήματος, οίτινες είχον διακόσια μέτρα εκ των δύο ειδών (80). Οι δε λοιποί όλοι ελέγοντο Θήτες (81), και εις αυτούς δεν έδωκε καμμίαν αρχήν· μετείχον δε κατά τούτο μόνον των δημοσίων πραγμάτων, ότι συναπετέλουν τας εκκλησίας του δήμου, και εδίκαζον και αυτοί. Και τούτο μεν κατ' αρχάς εφάνη μηδέν, αλλά μετά ταύτα παμμέγιστον, διότι αι πλείσται των διαφορών εφέροντο εις τους δικαστάς· και όσα προσδιώρισε να κρίνωσιν οι άρχοντες, και περί εκείνων έδωκεν εις τους πολίτας, όσοι ήθελον, έφεσιν εις τα δικαστήρια. Λέγεται δ' ότι και τους νόμους ασαφείς μάλλον γράψας, και πολλάς εξηγήσεις επιδεχομένους, ηύξησε διά τούτου των δικαστηρίων την δύναμιν. Διότι, μη δυνάμενοι οι πολίται να συμβιβάζωσι τας διαφοράς των διά των νόμων, συνέβαινε να έχωσι πάντοτε ανάγκην των δικαστών, και εις αυτούς να φέρωσι πάσαν αμφισβήτησιν, ώστε ούτως εγίνοντο τρόπον τινά και των νόμων κύριοι. Την δ' εξίσωσιν ταύτην ήν επέφερε μαρτυρεί αυτός υπέρ εαυτού διά των επομένων.
«Όσον αρκεί, εις τον δήμον, τοσούτον απέδωκα κράτος,
ούτ' αφαιρέσας τιμήν, ούτε δε πάλιν προσθείς.
Όσοι δε δύναμιν είχον, και εις πλήθος προείχον χρημάτων,
ούτ' εις αυτούς να συμβή ήθελον τι βλαβερόν,
Έστηκα δε, ισχυράν την ασπίδ' αμφοτέροις προτείνας,
εις ουδετέρους αυτών άδικον νίκην αφείς.»
Φρονών δ' ότι ώφειλε να βοηθήση έτι μάλλον το αδύνατον πλήθος, έδωκεν εις έκαστον το δικαίωμα να ζητή λόγον υπέρ του αδικηθέντος· και όταν τις ερραβδίζετο, εβλάπτετο, ή εβιάζετο, πας ο δυνάμενος και θέλων είχε την άδειαν να κατηγορήση τον αδικούντα, και να καταδιώξη αυτόν εις τα δικαστήρια. Ούτως ορθώς συνείθιζε τους πολίτας ο νομοθέτης, ως μέλη ενός σώματος, να συναισθάνωνται και να συμπονώσιν ο είς διά τον έτερον. Απομνημονεύεται δ' αυτού και λόγος σύμφωνος προς τούτον τον νόμον, ότι, ερωτηθείς, ως φαίνεται, τις των πόλεων κάλλιστα κατοικείται, εκείνη, είπεν, εις ήν οι μη αδικούμενοι ουχ ήττον των αδικουμένων εγκαλούσι και τιμωρούσι τους αδικούντας.
ΙΘ. Συστήσας δε την βουλήν του Αρείου Πάγου (82) εκ των κατ' έτος αρχόντων, και εισελθών και αυτός εις αυτήν, διότι εχρημάτισεν άρχων, αλλά βλέπων τον δήμον επαιρόμενον και θρασύν γινόμενον διά την άφεσιν των χρεών, προσέθηκε και δευτέραν βουλήν, εκλέξας εξ εκάστης, των φυλών, αίτινες ήσαν τέσσαρες (83), ανά εκατόν άνδρας, και έταξεν αυτήν να προσκέπτηται τας υποθέσεις πριν υποβάλλωνται εις τον δήμον, και να μη αφήνη τίποτε απροβούλευτον να εισάγηται εις την εκκλησίαν αυτού. Την δ' άνω βουλήν (84) εκάθισεν επιτηρητήν των πάντων, και φύλακα των νόμων, φρονών ότι η πόλις, δύο έχουσα βουλάς, ως αν ήτον εις δύο αγκύρας προσδεδεμένη, ολιγώτερον θα παρεφέρετο υπό σάλου, και θα είχε μάλλον ηρεμούντα τον δήμον. Και οι πλείστοι μεν, ως ερρέθη, λέγουσιν ότι την βουλήν του Αρείου Πάγου ο Σόλων εσύστησε, και εις τούτο φαίνεται επιμαρτυρούν και το ότι ο Δράκων ουδαμού μνημονεύει ουδ' ονομάζει τους Αρειοπαγίτας, αλλά τους Εφέτας (85) πάντοτε αναφέρει περί των φονικών. Ο δε δέκατος τρίτος άξων (86) του Σόλωνος ούτως έχει αυτολεξεί τον όγδοον νόμον αυτού γεγραμμένον· «Εκ των ατίμων, όσοι ήσαν άτιμοι προ της αρχοντίας του Σόλωνος, να γίνωσιν επίτιμοι (87) όλοι, πλην όσοι εις τον Άρειον Πάγον, ή εις τους Εφέτας, ή εις το Πρυτανείον (88) καταδικασθέντες υπό των Βασιλέων, διά φόνον, ή διά σφαγάς, ή δι' επιχείρησιν του να καταλάβωσι την τυραννίαν, ήσαν φυγάδες όταν εφάνη ούτος ο νόμος.» Ταύτα λοιπόν πάλιν δεικνύουσι την βουλήν του Αρείου Πάγου ως υφισταμένην ήδη προ της αρχής του Σόλωνος· διότι τίνες ήσαν οι προ του Σόλωνος εις τον Άρειον Πάγον καταδικασθέντες, αν πρώτος ο Σόλων έδωκεν εις τον Άρειον Πάγον την δικαστικήν δικαιοδοσίαν; εκτός αν υπάρχη ασάφειά τις περί την σύνταξιν, ή αν εξέλιπον λέξεις, ώστε άτιμοι να έμενον όσοι είχον καταδικασθή διά κατηγορίας άς κρίνουσιν οι Αρειοπαγίται και οι Εφέται και οι Πρυτάνεις αφ' ότου ο νόμος εφάνη, οι δε λοιποί να έγινον επίτιμοι. Αλλά περί τούτων σκέφθητι και συ.
Κ. Εκ δε των άλλων νόμων αυτού ιδιότροπος μάλιστα και παράδοξος είναι ο διατάττων να είναι άτιμος ο κατά τας στάσεις εις ουδετέραν των μερίδων προστιθέμενος, θέλει δε, ως φαίνεται, κανείς να μη μένη απαθής ουδ' αναίσθητος προς τα κοινά, εξασφαλίσας τα καθ' εαυτόν, και εγκαυχώμενος ότι δεν συμπάσχει και δεν συμπονεί μετά της πατρίδος του· αλλ' αμέσως προστιθέμενος εις τους πολιτευομένους δικαιότερα και καλήτερα, να συγκινδυνεύη μάλλον μετ' αυτών και να τους βοηθή, παρά να περιμένη ακινδύνως τίνες θα υπερισχύσωσιν. Άτοπος δε και γελοίος φαίνεται ο επιτρέπων εις την επίκληρον, αν ο κατά τον νόμον εξουσιάζων και κύριος αυτής δεν δύναται να πλησιάζη αυτήν, να την λαμβάνη ο πλησιέστερος του ανδρός συγγενής (89). Αλλά και τούτο θεωρούσι τινές ορθόν, διά τους μη δυναμένους να νυμφευθώσι, λαμβάνοντας όμως τας επικλήρους διά τα χρήματά των, και, διά του νόμου, την φύσιν παραβιάζοντας. Διότι βλέποντες την επίκληρον εκλέγουσαν όντινα θέλει, ή παραιτούνται του γάμου, ή εμμένουσι μετ' αισχύνης, τιμωρούμενοι διά την κακοήθειαν και την φιλοπλουτίαν των. Καλόν δ' είναι και το ότι η επίκληρος εδύνατο να κοινωνή ουχί μετά πάντων, αλλά μεθ' ού τινος ήθελε των συγγενών του ανδρός της, ώστε το τέκνον της να είναι οικείον, και του ιδίου γένους μετέχον. Εις τούτο δε συντελεί και το να συγκατακλείηται η νύμφη μετά του νυμφίου, αφ' ού φάγη μετ' αυτού κυδώνιον (90), και το τρις εκάστου μηνός να συναπαντάται εξάπαντος μετά της επικλήρου ο λαβών αυτήν· διότι, και παίδας αν δεν έχωσιν, άλλα τιμή τις είναι αύτη και φιλοφροσύνη του ανδρός προς σώφρονα γυναίκα, αφαιρούσα πολλάς των δυσαρεσκειών όσαι συμπίπτουσι πάντοτε, και μη επιτρέπουσα τας διαφοράς να καταντώσιν εις αποστροφήν. Από δε των άλλων γάμων αφήρεσε τα προικία (91), διατάξας μόνον τρία ιμάτια, σκεύη τινά ελαχίστης αξίας, άλλο δε τίποτε να μη φέρη η νύμφη· διότι ήθελεν ο γάμος να μη είναι μισθωτός ουδ' αγοραστός, αλλά να συνοικώσιν ανήρ και γυνή διά ν' αποκτώσι τέκνα, και ν' απολαμβάνωσι της αγάπης τας ευχαριστήσεις. Ο Διονύσιος (92), όταν η μήτηρ του τω εζήτει να την δώση εις γάμον είς τινα των πολιτών, είπεν ότι «ως τύραννος ηκύρωσε τους νόμους της πόλεως, αλλά τους νόμους της φύσεως δεν δύναται να βιάση παρηλίκων γάμων γινόμενος προξενήτης.» Επίσης δε και εις τας πόλεις δεν πρέπει να επιτρέπηται η αταξία αύτη, ουδέ να παραβλέπωνται συζεύξεις παράκαιροι, και ουδεμίαν έχουσαι χάριν, ουδέ προς τα έργα και τον σκοπόν αφορώσαι του γάμου. Αλλά, προς γέροντα νυμφευόμενον νέαν, δύναται να ειπή ευφυής άρχων ή νομοθέτης το προς τον Φιλοκτήτην (93) και ευρών νέον εις δωμάτιον γραίας, εκ του γάμου, ως αι πέρδικες, παχυνόμενον, να τον μετοικίση προς παρθένον νύμφην, ανδρός ανάγκην έχουσαν. Ταύτα λοιπόν περί τούτων.
ΚΑ. Επαινείται δε του Σόλωνος και ο νόμος ο απαγορεύων να κατηγορώσι τους αποθανόντας· διότι όσιον μεν είναι ιερούς να νομίζωμεν τους μεταλλάξαντας τον βίον, δίκαιον δε να μη επιπίπτωμεν κατά των μη υπαρχόντων, και πολιτικόν να μη αφήνωμεν τας έχθρας να διαιωνίζωνται. Τας δε κατά ζώντων κακολογίας απηγόρευσεν εντός ιερών, και δικαστηρίων, και δημοσίων καταστημάτων των αρχών, και όταν τελώνται θεωρίαι αγώνων άλλως, έταξε να δίδωνται ως πρόστιμον, τρεις μεν δραχμαί προς τον ιδιώτην, άλλαι δε δύο εις το δημόσιον. Διότι το να μη κρατή τις ποτέ την οργήν του, είναι ίδιον ανθρώπου απαιδεύτου και ακολάστου· το δε να κρατή αυτήν πάντοτε, είναι δύσκολον, και είς τινας και αδύνατον. Πρέπει δ' ο νόμος να γράφηται τα δυνατά διατάττων, αν θέλη να τιμωρή ολίγους επωφελώς, και ουχί πολλούς ανωφελώς. Ηυδοκίμησε δε και ως προς τον νόμον των διαθηκών, διότι πρότερον άλλως δεν επετρέπετο, αλλά τα χρήματα και ο οίκος έπρεπε να μένωσιν εις την οικογένειαν του αποθανόντος. Ο δε νόμος όστις επέτρεψε να δίδη τις την περιουσίαν του, όταν δεν έχη παίδας, εις όν τινα βούλεται, ετίμησε την φιλίαν υπέρ την συγγένειαν, και την χάριν υπέρ την ανάγκην, και κατέστησε τα χρήματα κτήματα των εχόντων. Δεν επέτρεψεν όμως να διαθέτη τις πάλιν απλώς και άνευ περιορισμών, αλλά μόνον αν δεν έπραττε τούτο ένεκα νόσου, ή φαρμάκων, ή εις δεσμά κατεχόμενος, ή εις γυναίκα πειθόμενος· ορθότατα νομίζων ότι κατ' ουδέν διαφέρει το να πεισθή τις παρά το συμφέρον, του να βιασθή, αλλ' εις την αυτήν κατηγορίαν κατατάτων την απάτην μετά της ανάγκης, και μετά του πόνου την ηδονήν, διότι αμφότερα δύνανται επίσης να ταράξωσι του ανθρώπου τον λογισμόν. Έθηκε δε και εις τας εξόδους των γυναικών, και εις τα πένθη, και εις τας εορτάς νόμον προλαμβάνοντα την αταξίαν και την ακολασίαν, διατάξας, γυνή εξερχομένη να μη έχη περισσότερα των τριών ιματίων, ούτε να λαμβάνη μεθ' εαυτής τροφήν και ποτόν αξίας περισσοτέρας του οβολού (94), ουδέ κοφίνιον μεγαλήτερον ενός πήχεως, μήτε την νύκτα να βαδίζη, εκτός εφ' αμάξης, έχουσα λύχνον προπορευόμενον. Αφήρεσε δ' από των ταφών και το να τύπτωνται, και το να θρηνώσι προσποιητώς, και το να μοιρολογώσι ξένοι ξένους. Δεν αφήκε δε ουδέ να θυσιάζωσι βουν εις τας κηδείας, ουδέ να θάπτωσι μετά των νεκρών πλέον των τριών ιματίων, ουδέ να βαδίζωσιν εις ξένα μνήματα, πλην όταν γίνηται ενταφιασμός. Τούτων τα πλείστα απαγορεύουσι και οι ημέτεροι νόμοι (95). Προστίθεται δ' εις τους ημετέρους να τιμωρώνται διά προστίμου υπό των γυναικονόμων (96) οι τοιαύτα πράττοντες, ως υποκύπτοντες εις ανάξια ανδρών και εις γυναικώδη πάθη κατά τα πένθη.
ΚΒ. Βλέπων δ' ότι η μεν πόλις των Αθηνών επληρούτο ανθρώπων οίτινες αδιακόπως συνέρρεον πανταχόθεν εις την Αττικήν διά την αυτόθι ασφάλειαν, το δε πλείστον μέρος της χώρας ότι ήτον άγονον και ξηρόν, τους δε διά θαλάσσης εμπορευομένους ουδέν εισάγοντας προς τους ουδέν έχοντας να δίδωσιν εις αντάλλαγμα, έτρεψε τους πολίτας προς τας τέχνας, και νόμον έγραψε να μη αναγκάζηται υιός να τρέφη τον πατέρα του όστις ουδεμίαν τω εδίδαξε τέχνην. Διότι, ο μεν Λυκούργος, πόλιν κατοικών καθαράν όχλου ξενικού, και χώραν πολλήν εις πολλούς επαρκούσαν
«και δις τοσούτον πλείονα»
κατ' Ευριπίδην, και, το μέγιστον, έχων κατά πάσαν την Λακεδαίμονα διεσπαρμένον το πλήθος των Ειλώτων, δι' ούς συμφερώτερον ήτον να μη σχολάζωσιν, αλλά κατατριβόμενοι πάντοτε εις εργασίας και κοπιάζοντες να ταπεινώνται, καλώς ποιών απήλλαξε τους πολίτας ασχολιών βαναύσων και επιπόνων, και προσήλου αυτούς εις τα όπλα, όπως ταύτην την μίαν και μόνην τέχνην μανθάνωσι και ασκώσιν. Αλλ' ο Σόλων, προσαρμόζων τους νόμους μάλλον εις τα πράγματα παρά τα πράγματα εις τους νόμους, και βλέπων την φύσιν της χώρας ήτις μόλις εξήσκει εις τους γεωργούς, και δεν ηδύνατο να τρέφη όχλον αργόν και σχολάζοντα, περιήψεν υπόληψιν εις τας τέχνας, και έταξε την βουλήν του Αρείου Πάγου να επιτηρή, πόθεν έκαστος έχει τους πόρους του, και να τιμωρή τους αργούς. Εκείνο δ' είναι έτι σφοδρότερον, ότι ουδ' οι εξ εταιρών γεννώμενοι ήσαν υπόχρεοι να τρέφωσι τους πατέρας των, ως διηγείται Ηρακλείδης ο Ποντικός (97), διότι ο κατά τον γάμον τα καλά παραβλέπων ήθη, προφανές είναι ότι έλαβε γυναίκα δι' ευχαρίστησιν, και ουχί προς απόκτησιν τέκνων, στερείται επομένως της αμοιβής και του δικαιώματος του ν' απαιτή τι παρά των τέκνων του, αφ' ού και αυτήν την γέννησιν ως όνειδος τοις επέβαλεν.
ΚΓ. Ατοπώτατοι δε φαίνονται οι περί των γυναικών νόμοι του Σόλωνος· διότι επέτρεψεν, ο συλλαμβάνων μοιχόν να τον φονεύη· εις δε τον αρπάζοντα και βιάζοντα ελευθέραν γυναίκα, έταξε πρόστιμον εκατόν δραχμών, εις τον προαγωγεύοντα, δραχμάς είκοσι, πλην εκείνων όσαι προφανώς πωλούνται, διά τούτου εννοών τας εταίρας, αίτινες προφανώς απέρχονται προς τους δίδοντας. Προσέτι δε δεν επιτρέπει να πωλώσιν ούτε τας θυγατέρας, ούτε τας αδελφάς, εκτός αν ήθελον συλλάβει παρθένον τινά ατιμασθείσαν. Αλλ' είναι άλογον, το αυτό πράγμα πότε μεν πικρώς και αδυσωπήτως να το τιμωρή, πότε δε ευκόλως και παίζων, ορίζων το τυχόν πρόστιμον ως ποινήν εκτός αν, επειδή το νόμισμα ήτον σπάνιον εις την πόλιν τότε, η δυσκολία της ευρέσεως αυτού καθίστα τας τιμωρίας μεγάλας. Εις δε τον προσδιορισμόν της τιμής των θυσιών, υπολογίζεται έν πρόβατον και μίαν δραχμήν ισότιμα προς μέδιμνον. Εις τον νικητήν δε των ισθμίων έταξε να δίδωνται δραχμαί εκατόν, εις δε τον νικητήν των Ολυμπίων πεντακόσιαι· εις τον φέροντα δε λύκον, έδωκε πέντε δραχμάς, και εις τον φέροντα λύκου σκύμνον, μίαν, ως λέγει ο Δημήτριος ο Φαληρεύς (98), το μεν βοός, του δε προβάτου αξίαν. Αι δε τιμαί των εκλεκτών θυμάτων, άς ορίζει εις τον δέκατον έκτον των αξόνων του, εισί φυσικώ τω λόγω πολύ ανώτεραι, αλλά και εκείναι εισίν ευτελείς παραβαλλόμεναι προς τας σημερινάς. Είναι δε αρχαίον έθιμον των Αθηναίων να πολεμώσι τους λύκους, διότι έχουσι χώραν καταλληλοτέραν προς την ποιμαντικήν παρά προς την γεωργίαν. Υπάρχουσι δε καί τινες λέγοντες ότι αι φυλαί δεν ωνομάσθησαν από των υιών του Ίωνος, αλλ' από των γενών εις ά αι δίαιται διηρέθησαν κατά πρώτον, Οπλίται μεν το μάχιμον πλήθος, Εργάδεις δε το εργατικόν, εκ δε των δύο άλλων Γελέοντες μεν οι γεωργοί, Αιγικορείς δ' οι εις νομάς και ποιμενικά έργα ασχολούμενοι (99). Επειδή δ' η χώρα διά το ύδωρ ούτε ποταμούς αεννάους είχεν, ούτε λίμνας, ούτε πηγάς αφθόνους, αλλ' οι πλείστοι μετεχειρίζοντο χειροποίητα φρέατα, νόμον έγραψεν, όπου μεν υπήρχε δημόσιον φρέαρ εντός αποστάσεως ιππικής, να μεταχειρίζωνται αυτό. Ήτον δε το ιππικόν διάστημα τεσσάρων σταδίων (100). Όπου δέ τις περισσότερον απείχε, να ζητή ίδιον ύδωρ. Εάν δε, σκάψας τις δέκα οργυιών βάθος (101) εις την οικίαν του, δεν ήθελεν εύρει, τότε να λαμβάνη παρά του γείτονος, γεμίζων δις καθ' εκάστην ημέραν σταμνίον έξ χόας χωρούν (102)· διότι ήτον γνώμης ότι πρέπει να βοηθή την ένδειαν, ουχί και να εφοδιάζη την αργίαν. Ώρισε δε και των φυτειών τα μέτρα μετά πολλής εμπειρίας, διατάξας, οι μεν φυτεύοντες άλλο τι εις τον αγρόν των, ν' απέχωσι πέντε πόδας του γείτονος· οι δε συκήν ή ελαίαν, εννέα, διότι τούτων αι ρίζαι φθάνουσι μακρύτερα, και δεν βλαστάνουσι πλησίον των άλλων φυτών αβλαβώς, αλλά και την τροφήν αυτών αφαιρούσι, και είς τινα εκπέμπουσιν ολεθρίας αναθυμιάσεις. Λάκκους δε και τάφρους διέταξε να σκάπτη όστις θέλει, τοσούτον απέχων από του άλλου, όσον είναι το βάθος των. Και ο τοποθετών σμήνη μελισσών ν' απέχη από των πρότερον τοποτεθημένων πόδας τριακοσίους.
ΚΔ. Εκ δε των προϊόντων το έλαιον μόνον επέτρεψε να πωλήται εις τους ξένους, απηγόρευσε δε να εξάγωνται τα άλλα (103)· Κατά δε των εξαγόντων προσέταξε να προφέρη ο άρχων κατάρας, ή να πληρώνη αυτός εκατόν δραχμάς εις το δημόσιον. Είναι δ' ο πρώτος άξων ο τούτον περιέχων τον νόμον. Επομένως δεν πρέπει να νομισθή ότι όλως απίθανα λέγουσιν οι διισχυριζόμενοι ότι και η των σύκων εξαγωγή ήτον απηγορευμένη το πάλαι, και ότι ο φανερών τους εξάγοντας ωνομάσθη Συκοφάντης. Έγραψε δε και περί βλάβης τετραπόδων νόμον, ορίζοντα προς τοις άλλοις, σκύλος όστις εδάγκασεν άνθρωπον να δένηται εις κλοιόν τετράπηχυν· διάταξις αξιόλογος, καθ' ό εις ασφάλειαν συντελούσα. Απορίαν δε προξενεί και ο περί των πολιτογραφουμένων νόμος, ότι δεν επιτρέπει να γίνωνται άλλοι πολίται, πλην των όσοι κατεδικάσθησαν εις αειφυγίαν εις την πατρίδα των, ή μετοικίζονται εις τας Αθήνας πανέστιοι, όπως εξασκήσωσι τέχνην. Λέγουσι δ' ότι έπραξε τούτο, ουχί όπως αποβάλη τους άλλους, αλλ' όπως τούτους καλή εις Αθήνας να μετέχωσιν ασφαλώς της πολιτείας, και συγχρόνως αξιοπίστους νομίζων τους μεν αποβληθέντας από της πατρίδος των, εξ ανάγκης, τους δ' εγκαταλίποντας αυτήν, εκ προαιρέσεως. Ιδιαίτερος δε νόμος του Σόλωνος είναι και ο περί των τρεφομένων δημοσίως, όπερ εκείνος ωνόμασε παρασιτίαν. Δεν επιτρέπει δε να τρώγη ο αυτός πολλάκις εκ του δημοσίου, αλλ' αφ' ετέρου τιμωρεί τον καλούμενον όστις αποποιείται, διότι το μεν θεωρεί ως πλεονεξίαν, το δε ως περιφρόνηση των κοινών.
ΚΕ. Έδωκε δ' εις όλους τους νόμους του ισχύν εκατόν ετών, και κατεγράφησαν εις ξυλίνους άξονας στρεφομένους εντός των περιεχουσών αυτούς τετραγώνων θηκών, εξ ών έτι και μέχρις ημών διεσώζοντο μικρά λείψανα εις το Πρυτανείον. Ωνομάσθησαν δε, ως λέγει ο Αριστοτέλης, Κύρβεις. Και Κρατίνος ο κωμικός λέγει που (104)·
«Σ' ορκίζω, μα τον Σόλωνα και Δράκοντα,
εις ών τας κύρβεις τώρα ψήνομεν κριθάς.»
Τινές δε λέγουσιν ότι Κύρβεις μεν ωνομάζοντο αι περιέχουσαι τα περί ιερών και θυσιών, Άξονες δε οι άλλοι. Ώμνυε δ' η Βουλή όρκον κοινόν, να στηρίξη τους νόμους του Σόλωνος· έκαστος δε των θεσμοθετών ιδίως (105), εις την αγοράν, πλησίον του λίθου (106) υπέσχετο, αν ήθελε παραβή τινά των θεσμών τούτων, ν' αναθέτη εις τους Δελφούς ανδριάντα χρυσούν, ισόμετρον προς εαυτόν (107). Εννοήσας δε του μηνός την ανωμαλίαν, και την κίνησιν της σελήνης ότι δεν συμφωνεί ούτε μετά της δύσεως ούτε μετά της ανατολής του ηλίου, αλλά πολλάκις κατά την ιδίαν ημέραν και τον φθάνει και τον περνά, έταξεν αύτη η ημέρα (108) να ονομάζηται Παλαιά και νέα (109), φρονών ότι το μεν μέρος αυτής το προ της συνόδου μετά του ηλίου ανήκει εις τον παύοντα μήνα, το δε λοιπόν, εις τον ήδη αρχόμενον, πρώτος, ως φαίνεται, εννοήσας ορθώς τον Όμηρον λέγοντα (110)·
Παύοντος μεν του μηνός, και του άλλου μηνός αρχομένου.
Την δε μετά ταύτην ημέραν ωνόμασε νουμηνίαν (111). Τας δ' από της εικοστής ημέρας, δεν τας προσέθετεν, αλλά τας αφήρει και τας ωλιγόστευεν, ως έβλεπεν ελαττούμενα τα φώτα της σελήνης, αριθμών μέχρι της τριακοστής (112). Αφ' ού δ' οι νόμοι εισήχθησαν, πολλοί ήρχοντο προς τον Σόλωνα καθ' εκάστην επαινούντες ή κατηγορούντες αυτούς, ή συμβουλεύοντες να προσθέση εις τα γεγραμμένα ή ν' αφαιρέση εξ αυτών ό,τι τύχοι, και ζητούντες να τοις εξηγή και να τοις σαφηνίζη πώς είναι έκαστον, και τίνα έννοιαν έχει. Βλέπων δ' ότι και το να μη συγκατανεύση εις ταύτα ήτον άτοπον, και το να συγκατανεύση επικίνδυνον, ηθέλησεν εντελώς ν' απαλλαγή από τας δυσχερείας ταύτας, και να διαφύγη των πολιτών τας δυσαρεσκείας και την φιλοκατήγορον διάθεσιν, διότι
«Επί μεγάλων πραγμάτων δυσκόλως τις πάσιν αρέσκει,»
ως είπεν ο ίδιος. Διά τούτο, προφασισθείς ότι θέλει να επιδοθή εις θαλάσσιον εμπόριον, εζήτησε παρά των Αθηναίων δεκαετή άδειαν απουσίας, και απήλθε να πλανηθή· διότι ήλπιζεν ότι εις το διάστημα τούτο οι νόμοι του ήθελον συνηθισθή.
ΚΣΤ. Και πρώτον μεν ήλθεν εις Αίγυπτον, και διέτριψεν, ως εις προηγούμενον χωρίον ο ίδιος λέγει,
«Εις Κανωβίδα ακτήν, όπου ρέων ο Νείλος προχείται».
Επί τινα δε καιρόν έμεινε φιλοσοφών μετά Ψενώφιδος του Ηλιουπολίτου και Σώγχιδος του Σαίτου, οίτινες ήσαν λογιώτατοι μεταξύ των ιερέων (113). Παρά τούτων ακούσας και τον Ατλαντικόν λόγον, ως λέγει ο Πλάτων, επεχείρησε να διαδώση αυτόν διά ποιήματος εις τους Έλληνας (114). Έπειτα δε, πλεύσας εις την Κύπρον, ηγαπήθη μεγάλως υπό τινος των εκεί βασιλέων, Φιλοκύπρου ονομαζομένου, όστις ήρχεν επί πόλεως ου μεγάλης, οικισθείσης υπό Δημοφόντος, του υιού του Θησέως, περί τον Κλάριον ποταμόν, εις μέρη οχυρά μεν, αλλά δύσβατα και άφορα. Τούτον έπεισεν ο Σόλων να μεταθέση την πόλιν εις πεδιάδα ωραίαν, ήτις εξετείνετο υπ' αυτήν, και να την κατασκευάση μεγαλητέραν και τερπνοτέραν. Παρευρεθείς δε και ο ίδιος, επεμελήθη του συνοικισμού, και διέταξε τα πάντα άριστα προς την δίαιταν και προς την ασφάλειαν, ώστε πολλοί μεν οικήτορες συνήλθον περί τον Φιλόκυπρον, εζήλωσαν δ' αυτόν και οι άλλοι βασιλείς· διό και τιμήσας τον Σόλωνα, την πόλιν, ονομαζομένην Αιπείαν (115) πριν, μετωνόμασεν απ' εκείνου Σόλους. Ποιείται δε και αυτός ο ίδιος, μνείαν του συνοικισμού, όταν εις τας ελεγείας του, αποτεινόμενος προς τον Φιλόκυπρον, λέγη;
«Τώρα δε, συ μεν εις Σόλους εις έτη πολλά βασιλεύων,
οίκει την πόλιν καλώς, συ και το γένος το σον.
Αλλ' εις ταχύπορον ναυν εκ της νήσου αυτής της ενδόξου
σώον ας πέμψη εμέ Κύπρις
(116) η
ιοστεφής.
Είθε δ' ένεκ' αυτής της οικίσεως, χάριν και δόξαν
δώσοι μοι, κ' είθε καλόν εις την πατρίδα μου πλουν!»
ΚΖ. Την δε μετά του Κροίσου έντευξιν αυτού νομίζουσί τινες ότι, παραβάλλοντες τους καιρούς, πρέπει πλαστήν να την θεωρήσωσιν. Εγώ δε, λόγον τοσούτον επίσημον, και τοσούτους μάρτυρας έχοντα, και, το μεγαλήτερον, πρέποντα εις το ήθος του Σόλωνος, και άξιον της μεγαλοφροσύνης και της σοφίας εκείνου, δεν νομίζω ότι πρέπει να τον παραλείψω διά λεγομένους τινάς χρονολογικούς κανόνας, ούς μυρίοι διορθούντες άχρι της σήμερον, εις ουδέν όμως ασφαλές συμπέρασμα δύνανται να συμβιβάσωσι τας αντιφάσεις. Λέγουσι λοιπόν ότι ο Σόλων, ελθών εις Σάρδεις κατά παράκλησιν του Κροίσου (117) έπαθεν ό,τι άνθρωπος χερσαίος, όστις καταβαίνει κατά πρώτον εις την θάλασσαν, διότι, ως εκείνος, άλλον και άλλον βλέπων ποταμόν, εκλαμβάνει ότι είναι η θάλασσα, ούτω και ο Σόλων, την αυλήν διερχόμενος, και πολλούς βλέπων των οπαδών του βασιλέως κεκοσμημένους πολυτελώς, και υπερηφάνως βαδίζοντας μεταξύ όχλου προπέμποντος και μεταξύ δορυφόρων, ενόμιζεν ότι έκαστος αυτών ήτον ο Κροίσος, μέχρις ού ωδηγήθη προς αυτόν, φορούντα ό,τι αξιόλογον είχεν, ή ωραίον, ή ζηλωτόν φαινόμενον, εις πολυτίμους λίθους, εις ενδύματα χρωματιστά, ή εις έντεχνα χρυσά κοσμήματα, όπως φαίνηται θέαμα ποικιλώτατον και μεγαλοπρεπέστατον. Ο Σόλων όμως, ελθών άντικρυς αυτού, ουδ' εξεπλάγη παντελώς διά την όψιν, ουδ' είπε τίποτε, ως ο Κροίσος περιέμενεν, αλλ' εφαίνετο μάλιστα εις τους φρονίμους ότι κατεφρόνει την απειροκαλίαν εκείνου και την μικροφιλοτιμίαν. Τότε διέταξεν ο βασιλεύς να τω ανοίξωσι τους θησαυρούς των χρημάτων, και να τω επιδείξωσι τα επίλοιπα σκεύη και την πολυτέλειαν, εν ώ ουδεμίαν εκείνος είχε τούτων ανάγκην, διότι ήρκει ο Κροίσος αυτός δι' εαυτού να δώση του τρόπου του έννοιαν. Αφ' ού λοιπόν τα είδεν όλα, και ωδηγήθη πάλιν προς τον βασιλέα, τον ερώτησεν ούτος αν είδε ποτέ άνθρωπον αυτού μακαριώτερον. Όταν δ' ο Σόλων τω απεκρίθη ότι είδε τον συμπολίτην του Τέλλον, και τω διηγήθη ότι ο Τέλλος ήτον ανήρ χρηστός, και αφήκεν υιούς εντίμους, και περιουσίαν επαρκή εις τας ανάγκας του βίου, και ενδόξως απέθανεν, ανδραγαθήσας υπέρ της πατρίδος, εις τον Κροίσον εφάνη αγροίκος άνθρωπος και αλλόκοτος, να μη λαμβάνη ως μέτρον της ευδαιμονίας το αργύριον ουδέ τον χρυσόν, αλλά παρά την τόσην εξουσίαν και δύναμιν να προτιμά την ζωήν και τον θάνατον κοινού ανθρώπου και ιδιώτου. Και όμως τον ηρώτησε πάλιν αν μετά τον Τέλλον εγνώρισεν άλλον ευδαιμονέστερον άνθρωπον. Τότε δ' ο Σόλων απεκρίθη ότι εγνώρισε τον Κλέοβιν και τον Βίτωνα, άνδρας εξόχως φιλαδέλφους και φιλομήτορας, οίτινες, επειδή εβράδυνον οι βόες να έλθωσι, ζευχθέντες αυτοί εις την άμαξαν, εκόμισαν την μητέρα των εις της Ήρας το ιερόν (118), μακαριζομένην υπό των πολιτών και χαίρουσαν, και έπειτα, αφ' ού προσέφερον θυσίαν και έπιον, δεν εξύπνησαν πλέον την άλλην ημέραν, αλλ' απέθανον θάνατον άνευ πόνου και λύπης μετά δόξαν τοσαύτην. «Ημάς δε, είπε μετ' οργής ο Κροίσος, δεν μας καταριθμείς μετά των ευδαιμόνων ανθρώπων;» Ο δε Σόλων ούτε να κολακεύση θέλων αυτόν, ούτε περαιτέρω να τον παροξύνη, «Εις τους Έλληνας, είπεν, ω βασιλεύ των Λυδών, ο Θεός μέτρια μεν έδωκε και τ' άλλα όλα, προσέτι δε, διά ταύτην την μετριότητα, έχομεν και σοφίαν θαρραλέαν τινά, ως φαίνεται, και δημοτικήν, ουχί δε βασιλικήν και λαμπράν. Αύτη δε, βλέπουσα τον βίον υποκείμενον πάντοτε εις τύχας παντοδαπάς, δεν μας αφήνει να επαιρώμεθα διά τα υπάρχοντα αγαθά, ουδέ να θαυμάζωμεν ευτυχίαν ανθρώπου ήτις έχει ακόμη καιρόν να μεταβληθή· διότι το μέλλον επέρχεται εξ αδήλου ποικίλον εις έκαστον· ευδαίμονα δ' εκείνον νομίζομεν, εις όν μέχρι τέλους ο Θεός απένειμεν ευτυχίαν· εν ώ μακαρισμός ανθρώπου ζώντος έτι και κινδυνεύοντος εν τω βίω, είναι αβέβαιος και άκυρος, ως η ανακήρυξις και ο στέφανος αθλητού εισέτι αγωνιζομένου.» Ταύτα ειπών ο Σόλων ανεχώρησε, και ελύπησε μεν, αλλά δεν εσωφρόνησε τον Κροίσον.
ΚΗ. Ο δε μυθοποιός (119) Αίσωπος, όστις έτυχε να είναι και αυτός προσκεκλημένος εις Σάρδεις, και ετιμάτο υπό του Κροίσου, ελυπήθη διότι ο Σόλων μηδεμιάς έτυχε φιλοξενίας, και νουθετών αυτόν, «Ω Σόλων, τω είπε, μετά των βασιλέων πρέπει τις να συναναστρέφηται όσον ολιγώτερον ή όσον ευαρεστότερον δύναται.» «Όχι, απεκρίθη ο Σόλων, όσον ολιγώτερον ή όσον ωφελιμώτερον» (120). Τότε λοιπόν ούτως ο Κροίσος κατεφρόνησε τον Σόλωνα. Όταν δε, πολεμήσας μετά του Κύρου, ενικήθη, και εκυριεύθη η πόλις του, και αιχμαλωτισθείς και ο ίδιος έμελλε να κατακαή, και η πυρά ήτον ετοίμη, και ανεβιβάσθη ήδη εις αυτήν, ενώπιον όλων των Περσών και παρόντος του Κύρου, υψώσας όσον ηδύνατο την φωνήν του, ανεβόησε τρις «Ω Σόλων !» Απορήσας δ' ο Κύρος, έπεμψε να τον ερωτήσωσι τις άνθρωπος ή τις Θεός ήτον ούτος ο Σόλων, όν μόνον επικαλείται εις της τύχης την εσχάτην καταδρομήν. Και ο Κροίσος, χωρίς ουδέν ν' αποκρύψη, είπεν, ότι «ούτος ήτον είς των Ελλήνων σοφών, όν προσεκάλεσα εγώ, διότι ήθελον όχι ν' ακούσω ή να μάθω τι αφ' όσα μοι έλειπον, αλλά διά να γίνη αυτός θεατής και ν' αναχωρήση μάρτυς της ευδαιμονίας εκείνης, ής η στέρησις ήτον μεγαλήτερον κακόν αφ' ό,τι ήτον καλόν η απόκτησις. Διότι, ότε την είχον, τ' αγαθά αυτής ήσαν λόγοι μόνον και φαντασία· αι δε μεταβολαί αυτής με ρίπτουσιν εις πάθη δεινά και εις συμφοράς ανιάτους. Ο ανήρ λοιπόν εκείνος εκ των τότε προβλέπων τα νυν, μοι έλεγε ν' αποβλέπω εις του βίου το τέλος, και να μη υπερηφανεύωμαι θαρρών εις αβέβαια.» Όταν δε ταύτα διεκοινώθησαν προς τον Κύρον, ων αυτός του Κροίσου σοφώτερος, και τον λόγον του Σόλωνος βλέπων κυρούμενον εκ του παραδείγματος, ου μόνον αφήκε τον Κροίσον, αλλά και εξακολούθησε τιμών αυτόν εφ' όσον έζη, και εδοξάσθη ο Σόλων, ότι δι' ενός λόγου τον μεν έσωσε, τον δε εδίδαξε των βασιλέων.
ΚΘ. Οι δ' Αθηναίοι περιέπεσαν πάλιν εις στάσεις αφ' ού απήλθεν ο Σόλων και των μεν Πεδιέων (121) αρχηγός ήτον ο Λυκούργος, των δε Παράλων ο Μεγακλής ο Αλκμαίωνος (122), ο Πεισίστρατος δε των Διακρίων, μεθ' ών συνετάττετο και ο θητικός (123) όχλος, όστις προ πάντων κατεφέρετο κατά των πλουσίων. Και μετεχειρίζετο μεν έτι τους νόμους η πόλις, αλλ' ήδη απέβλεπε προς νεωτερισμούς, και όλοι επόθουν άλλην κατάστασιν, ελπίζοντες διά της μεταβολής να λάβωσι δικαιώματα, ουχί ίσα μετά των άλλων, αλλά περισσότερα, και να υπερισχύσωσιν εντελώς των αντιπάλων των. Εν ώ δ' ούτως είχον τα πράγματα, ο Σόλων, ελθών εις τας Αθήνας, ευλαβείτο μεν παρά πάντων και ετιμάτο, αλλά δημοσίως να ενεργή και δημηγορή δεν είχε πλέον δύναμιν ουδέ προθυμίαν διά το γήρας· συνομιλών όμως ιδίως μετά των ανδρών των προϊσταμένων των φατριών, επροσπάθει να τους διαλλάξη και να τους συμβιβάση, και προ πάντων εφαίνετο ότι έδιδε προσοχήν εις τους λόγους του ο Πεισίστρατος, όστις εις την ομιλίαν του είχε τι γλυκύ και ευάρεστον, και ήτον ευεργετικός προς τους πένητας, και ως προς τας έχθρας πράος και μέτριος. Όσα δε δεν είχεν εκ φύσεως, προσεποιείτο και ταύτα, και επιστεύετο υπέρ τους έχοντας, ως άνθρωπος ειδήμων και κόσμιος, και φίλος της ισότητος, και δυσαρεστούμενος αν τις ήθελε να μεταβάλη την κατάστασιν των πραγμάτων, και αν επεθύμει νεωτερισμούς. Διά τοιούτων εξηπάτα το πλήθος· αλλ' ο Σόλων ταχέως ανεκάλυψε το ήθος αυτού, και πρώτος ενόησε την επιβουλήν. Δεν τον εμίσησεν όμως διά τούτο, αλλ' επροσπάθει να τον καταπραΰνη και να τον νουθετή, και έλεγε και προς αυτόν και προς άλλους, ότι αν αφαιρέση τις από της ψυχής αυτού το φιλόπρωτον, και ιατρεύση την επιθυμίαν της τυραννίδος, δεν υπάρχει άλλος καταλληλότερος εις αρετής άσκησιν, ουδέ καλλήτερος πολίτης. Κατ' εκείνον τον χρόνον είχεν αρχίσει ο Θέσπις να οργανίζη την τραγωδίαν (124), και το πράγμα, ως νεοφανές είλκυσε τον λαόν, αλλά δεν είχε προχωρήσει εισέτι μέχρις αμίλλης μεταξύ ανταγωνιστών. Ο δε Σόλων, φύσει φιλήκοος ων και φιλομαθής, έτι δε μάλλον εις το γήρας του παρερχόμενος τον καιρόν του εις αργίαν και εις παιγνίδια, και ακόμη και εις συμπόσια και εις μουσικήν, είδε τον ίδιον Θέσπιν αυτοπροσώπως υποκρινόμενον, ως συνήθιζον οι παλαιοί ποιηταί. Μετά δε την παράστασιν, αποταθείς προς αυτόν, τον ηρώτησεν αν δεν εντρέπηται τόσα να ψεύδηται ενώπιον τόσων ανθρώπων. Ο δε Θέσπις απεκρίθη ότι δεν βλάπτει ποσώς, όταν τα τοιαύτα λέγωνται και πράττωνται ως παιγνίδια. Τότε δε, κτυπήσας σφοδρώς ο Σόλων την γην διά της βακτηρίας, «Επαινούντες, είπε, και τιμώντες τα παιγνίδια ταύτα, ταχέως θα τα εύρωμεν και εντός των συμβολαίων ημών.»
Λ. Ο δε Πεισίστρατος, καλύψας διά τραυμάτων το σώμα του, προέβη εις την αγοράν κομιζόμενος εφ' αμάξης, και παρώξυνε τον δήμον, λέγων ότι οι εχθροί του τον επεβουλεύθησαν διά τα πολιτικά του φρονήματα. Εν ώ δε πολλοί ηγανάκτουν και έκραζον, ελθών προς αυτόν ο Σόλων, και πλησίον του στας, «Δεν προσποιείσαι καλώς, ω υιέ του Ιπποκράτους, τω είπε, τον Ομηρικόν Οδυσσέα (125) διότι τα ίδια κάμνεις συ όπως δολιευθής τους πολίτας, όσα εκείνος, όταν επλήγωσεν εαυτόν, διά ν' απατήση τους εχθρούς. Και το μεν πλήθος ήτον έτοιμον να υπερμαχήση υπέρ του Πεισιστράτου, και συνήλθεν εις εκκλησσίαν ο δήμος, και έγραψε ψήφισμα ο Αρίστων (126) όπως δοθώσιν εις τον Πεισίστρατον πεντήκοντα ροπαλοφόροι ως σωματοφύλακες. Αλλ' ο Σόλων αντέστη, και αναστάς, πολλά ωμίλησεν όμοια προς ταύτα τα περιεχόμενα εις τα ποιήματά του·
«Σεις αφοράτε εις γλώσσαν και λόγους ανδρός γλυκυστόμου.
Έκαστος πλην εξ υμών εις αλώπεκος ίχνη βαδίζει.
Πάλιν δε όλοι ομού χαύνον εγκρύπτετε νουν».
Βλέπων δ' ότι οι μεν πένητες ήσαν πρόθυμοι να ευχαριστήσωσι τον Πεισίστρατον, και εθορύβουν, οι δε πλούσιοι ότι εφοβούντο και εδραπέτευον, ανεχώρησεν ειπών ότι των μεν είναι σοφώτερος, των δε ανδρειότερος· σοφώτερος μεν εκείνων οίτινες δεν ενόουν τι συνέβαινεν, ανδρειότερος δ' εκείνων οίτινες το ενόουν, αλλ' εφοβούντο ν' αντισταθώσιν εις την τυραννίαν. Ο δε δήμος, κυρώσας το ψήφισμα, δεν εμικρολόγει πλέον ούτε περί του αριθμού των ροπαλοφόρων προς τον Πεισίστρατον, αλλά τον αφήκε να τρέφη και να συνάγη φανερώς όσους ήθελεν, έως ότου κατέλαβε την ακρόπολιν. Αφ' ού δε τούτο έγινε, και η πόλις συνεταράχθη, ο μεν Μεγακλής ευθύς έφυγε μετά των άλλων Αλκμαιωνιδών ο δε Σόλων ήτον ήδη πολύ γέρων, και δεν είχε τινά να τον βοηθήση· εξήλθεν όμως εις την αγοράν, και ωμίλησε προς τους πολίτας, επιπλήττων μεν αυτούς διά την αφροσύνην αυτών και αδράνειαν, παροξύνων δε και προκαλών αυτούς να μη εγκαταλείψωσι την ελευθερίαν. Τότε είπε και το περίφημον εκείνο, ότι πριν μεν τοις ήτον ευκολώτερον να εμποδίσωσι την τυραννίαν όταν ερριζούτο, ήδη δε είναι έργον μεγαλήτερον και λαμπρότερον να την ανασπάσωσι και να την αφαιρέσωσιν, αφ' ού συνέστη και αφ' ού εβλάστησεν. Επειδή δε, εκ φόβου, ουδείς προσείχεν εις αυτόν, απήλθεν εις την οικίαν του, και λαβών τα όπλα του, τα έστησεν εις την οδόν εμπρός των θυρών του, και «Εγώ μεν, είπεν, κατά την δύναμίν μου εβοήθησα την πατρίδα και τους νόμους.» Έκτοτε δ' έμεινεν ησυχάζων, και δεν ήκουε τους φίλους του, οίτινες τον παρεκίνουν να φύγη, αλλά ποιήματα γράφων επέπληττε τους Αθηναίους·
«Εξ ανανδρίας εάν εις δεινά ενεπέσατε τόσα,
μη συναντίους αυτών λέγετε, μη τους Θεούς.
Τούτους υψώσατε σεις, εις αυτούς την ασφάλειαν δόντες,
και διά ταύτα κακόν έχετε δούλων ζυγόν».
ΛΑ. Όταν δε πολλοί τον ενουθέτουν, λέγοντές τω ότι θέλει θανατωθή υπό του τυράννου, και τον ηρώτων εις τι εμπιστευόμενος τοιαύτα τολμά, «Εις το γήρας,» είπεν. Ο Πεισίστρατος όμως, αφ' ού έγινε κύριος των πραγμάτων, τοσούτον επεριποιήθη τον Σόλωνα, τιμών και φιλοφρονούμενος, και προσκαλών αυτόν συνεχώς, ώστε και σύμβουλός του έγινε και πολλά επήνει εξ όσων εκείνος έπραττε· διότι εφύλαττε τους πλείστους νόμους του Σόλωνος, επιμένων πρώτος αυτός εις αυτούς, και τους φίλους του αναγκάζων εις τούτο. Ούτω και διά φόνον προσκληθείς εις τον Άρειον Πάγον, εν ώ ήτον τύραννος ήδη, παρουσιάσθη κοσμίως διά ν' απολογηθή· αλλ' ο κατήγορος δεν ενεφανίσθη. Και νόμους άλλους έγραψεν ο ίδιος, εν οίς ην και ο διατάττων, οι ακρωτηριασθέντες εις τον πόλεμον να τρέφωνται δημοσίως. Λέγει δ' ο Ηρακλείδης (127) ότι τούτον εμιμήθη ο Πεισίστρατος εκ του Σόλωνος, όστις το αυτό είχε ψηφίσει περί του Θερσίππου, ακρωτηριασθέντος. Ως δ' ο Θεόφραστος (128) ιστορεί, και τον περί αργίας νόμον δεν έγραψεν ο Σόλων, αλλ' ο Πεισίστρατος, καταστήσας δι' αυτού και την χώραν ευφορωτέραν, και την πόλιν ησυχωτέραν. Ο δε Σόλων, αρχίσας μεγάλην πραγματείαν περί του λόγου ή του μύθου της Ατλαντίδος, όν ήκουσε διηγούμενον υπό των λογίων της Σάιδος ως ανήκοντα εις τους Αθηναίους, απέκαμεν ουχί διά τας ασχολίας του, ως λέγει ο Πλάτων, αλλά μάλλον διά το γήρας, φοβηθείς το μέγεθος της συγγραφής. Διότι περί της πολλής του σχολής μαρτυρούσιν ούτοι οι στίχοι αυτού·
«Καταγηράσκω, διδασκόμενος πολλά»·
και
«Έργα της κόρης της Κύπρου μ' αρέσκουσι τώρα, του Βάκχου,
και των Μουσών τα τερπνά εις των ανθρώπων τον νουν».
ΛΒ. Φιλοτιμούμενος δ' ο Πλάτων να επεξεργασθή την Ατλαντικήν υπόθεσιν ως καλής χώρας έρημον έδαφος, εις αυτόν δε και συγγενείας λόγω ανήκον (129) έθηκε μεν εις την αρχήν πρόθυρα μεγάλα, και περιβόλους και αυλάς, ως ουδείς ποτέ λόγος άλλος ή μύθος ή ποίησις έλαβεν. Εξώρας δ' αρχίσας, απέθανε πριν περατώση το έργον (130), τόσω μεγαλητέραν λύπην αφήσας διά τα ελλείποντα, όσω τερπνότερο είναι το μέρος ό έγραψε. Διότι, ως η πόλις των Αθηναίων τον ναόν του Ολυμπίου Διός, ούτως η σοφία του Πλάτωνος, μετά τοσούτων καλών έργων, μόνον ατελές παρήγαγε τον Ατλαντικόν λογον (131). Απεβίωσε δ' ο Σόλων, ως μεν ο Ποντικός Ηρακλείδης ιστορεί, πολύν καιρόν αφ' ού ήρχισε να τυραννή ο Πεισίστρατος, ως δε λέγει ο Ερέσιος Φανίας (132), ουδέ μετά δύω έτη· διότι ο μεν Πεισίστρατος ήρχισε να τυραννή επί Κωμίου άρχοντος (133), ο δε Σόλων λέγει ο Φανίας ότι απέθανεν επί Ηγεστράτου, όστις ήτον άρχων μετά τον Κωμίαν. Η δε διασπορά της τέφρας αυτού παρά την νήσον των Σαλαμινίων αφ' ού εκάη το σώμα του, είναι μεν άτοπος, και διά τούτο απίθανος και μυθώδης, αλλ' αναφέρουσιν αυτήν και άλλοι αξιόλογοι άνδρες, και ο φιλόσοφος Αριστοτέλης.
Α. Τοιούτος ήτον ο Σόλων, και προς αυτόν παραβάλλομεν τον Ποπλικόλαν, εις όν
μεταγενεστέρως εδόθη το όνομα τούτο προς τιμήν υπό του δήμου των Ρωμαίων,
προτού δ' ωνομάζετο Πόπλιος Ουαλέριος, απόγονος, ως φαίνεται Ουαλερίου, ενός
των παλαιών ανδρών, όστις μεγάλως συνετέλεσεν εις το να συγχωνευθώσιν εις ένα
λαόν οι Ρωμαίοι και οι Σαβίνοι, πριν πολέμιοι όντες· διότι εκείνος είναι όστις προ
πάντων κατέπεισε τους βασιλείς να συναντηθώσι, και τους εφιλίωσεν. Εις τούτου
το γένος ανήκων ο Ουαλέριος, ως λέγουσιν, εν ώ η Ρώμη ήτον έτι υπό βασιλείς,
διέπρεπε διά την δύναμιν του λόγου του και διά τον πλούτον του. Τούτων δε τον
μεν μετεχειρίζετο πάντοτε ορθώς και ευτόλμως υπέρ του δικαίου, τον δε μετέδιδεν
ελευθερίως και φιλανθρώπως εις τους ενδεείς· δι' ό προφανές ήτον ότι, αν εγίνετο
δημοκρατία, ήθελε πρωτεύσει. Ότε δε, ο δήμος μισών και βαρυνόμενος Ταρκύνιον
τον Σούπερβον, λαβόντα την βασιλείαν ουχί δικαίως, αλλ' ανοσίως και παρανόμως
(134), και
διαχειριζόμενον αυτήν ουχί βασιλικώς, αλλ' υβριστικώς και τυραννικώς, έλαβεν ως
επαναστάσεως αφορμήν το πάθημα της Λουκρητίας, ήτις, βιασθείσα, απέσφαξεν
αυτή εαυτήν, τότε Λεύκιος ο Βρούτος
(135),
αρχηγός γενόμενος της αποστασίας, ήλθε κατά πρώτον προς τον Ουαλέριον, και
ευρών αυτόν προθυμότατον, απεδίωξεν ομού μετ' εκείνου τους βασιλείς. Και εν
όσω μεν ο δήμος εφαίνετο σκοπόν έχων ένα να χειροτονήση στρατηγόν αντί του
βασιλέως, ο Ουαλέριος έμενεν ήσυχος, διότι εις τον Βρούτον μάλλον ανήκεν η
αρχή, ως πρωταίτιον γενόμενον της δημοκρατίας. Επειδή όμως εμισείτο της
μοναρχίας το όνομα, και ο δήμος εφαίνετο ότι ευκολώτερον θα υπέφερε την
εξουσίαν, αν εμερίζετο, και δύο επρόβαλλε και εζήτει υπάτους, ο Ουαλέριος
ήλπισε να συνυπατεύση μετά του Βρούτου, αλλά δεν επέτυχε· διότι, αντί του
Ουαλερίου, εξελέγη συνάρχων του Βρούτου, εκουσίως αυτού, Ταρκύνιος
Κολλατίνος, ο της Λουκρητίας ανήρ, ουχί ως υπερέχων εκείνου κατά την αρετήν,
αλλά διότι οι δυνατοί, φοβούμενοι τους βασιλείς, οίτινες έξωθεν διά πολλών
επροσπάθουν να πραΰνωσι την πόλιν, ήθελον να διορίσωσι στρατηγόν τον
ασπονδότερον εκείνων εχθρόν, όστις ήτον βεβαιότερον ότι δεν ενέδιδεν.
Β. Αγανακτών δ' ο Ουαλέριος ότι δεν τον επίστευον ικανόν να πράξη τα πάντα υπέρ της πατρίδος διότι ουδέν κακόν έπαθεν αυτός υπό των τυράννων, παρητήθη της βουλής, και αφήκε τας συνηγορίας, και έπαυσε ν' αναμίγνυται εις τα δημόσια. Ώστε και λόγων και φόβων έδωκεν εις πολλούς αφορμήν, μη, οργιζόμενος, συνταχθή μετά των βασιλέων και ανατρέψη τα πράγματα, και την πόλιν ήτις διετέλει εις κινδυνώδη θέσιν. Όταν δ' ο Βρούτος, υποψίας έχων κατ' άλλων τινών, ηθέλησε διά θυσιών να ορκίση την βουλήν, και προσδιώρισε την ημέραν, κατέβη φαιδρότατος εις την αγοράν ο Ουαλέριος, και πρώτος ομώσας ότι ουδόλως θέλει ενδώσει ουδ' υποχωρήσει εις τον Ταρκύνιον, αλλ' ότι θέλει πολεμήσει μέχρις εσχάτων υπέρ της ελευθερίας, επροξένησεν ηδονήν εις την βουλήν και θάρρος εις τους άρχοντας· και ευθύς τα έργα επεκύρουν τον όρκον του· διότι πρέσβεις ήλθον από του Ταρκυνίου, φέροντες γράμματα, δι' ών ήθελε να ελκύση τον δήμον, και λόγους προσηνείς, δι' ών αυτοί ήλπιζον προ πάντων να διαφθείρωσι τον λαόν, παριστώντες ότι είπεν αυτούς ο βασιλεύς, ως ταπεινώσας δήθεν το φρόνημά του, και ως έχων αξιώσεις μετριωτέρας. Τούτους ενόμισαν οι ύπατοι ότι ώφειλον να τους παρουσιάσωσι εις το πλήθος· ο Ουαλέριος όμως δεν τους αφήκεν αλλ' αντέστη, και δεν επέτρεψε να δοθή εις ανθρώπους πένητας, και βαρυνομένους τον πόλεμον μάλλον παρά την τυραννίαν, αρχή και πρόφασις νεωτερισμών.
Γ. Μετά δε ταύτα ήλθον άλλοι πρέσβεις, λέγοντες ότι ο Ταρκύνιος και της βασιλείας παρητείτο και τον πόλεμον έπαυεν, απήτει δε μόνον τα χρήματα και τας περιουσίας αυτού και των φίλων και οικείων του, εξ ών να ζήσωσιν εις την εξορίαν των. Και πολλοί μεν εκάμπτοντο, και ο Κολλατίνος συνηγόρησε μάλιστα. Αλλ' ο Βρούτος (136), άκαμπτος ων ανήρ και τραχύς εις την οργήν του, ώρμησεν έξω εις την αγοράν, τον συνάρχοντα αυτού προδότην αποκαλών, ως θέλοντα να χαρίση πολέμου αφορμάς και τυραννίδος εις ανθρώπους εις ούς δεινόν όντως ήτον και εφόδια φυγής να ψηφίσωσιν. Αφ' ού δ' οι πολίται συνήλθον, πρώτος ο Γάιος Μινούκιος, ανήρ ιδιώτης, ωμίλησεν εις τον δήμον, προτρέπων τον Βρούτον και τους Ρωμαίους παραινών να φροντίσωσιν όπως τα χρήματα μετ' αυτών πολεμώσι τους τυράννους, ουχί μετά των τυράννων αυτούς. Ουχ ήττον όμως απεφάσισαν οι Ρωμαίοι, αφ' ού είχον την ελευθερίαν, υπέρ ής επολέμουν, να μη στερηθώσι της ειρήνης διά τα χρήματα, αλλά να εξώσωσι και αυτά μετά των τυράννων. Εφρόντιζε δ' ο Ταρκύνιος ολίγον περί των χρημάτων, και απήτει αυτά μάλλον όπως δοκιμάση τον δήμον, και παρασκευάση προδοσίαν. Και ταύτα ενήργουν οι πρέσβεις, μένοντες επί προφάσει των χρημάτων, και λέγοντες άλλα μεν ότι πωλούσιν άλλα δ' ότι φυλάττουσι, και άλλα ότι πέμπουσι προς εκείνον, μέχρις ότου διέφθειραν δυο οίκους εκ των αρίστων νομιζομένων, τον των Ακυλίων, όστις είχε τρεις βουλευτάς, και τον των Ουιτελλίων, όστις είχε δύο. Ήσαν δ' όλοι ούτοι εκ μητέρων ανεψιοί του υπάτου Κολλατίνου, μεταξύ δ' ιδίως των Ουιτελλίων και του Βρούτου υπήρχεν άλλη οικειότης, ότι την αδελφήν αυτών είχεν ο Βρούτος, και πολλούς είχεν υιούς εξ αυτής, ών δύο, τους ενήλικας, συγγενείς όντας αυτών και σχετικούς, εκέρδισαν οι Ουιτέλλιοι, και τους έπεισαν να γίνωσι μέτοχοι της προδοσίας, και συνδεθέντες μετά του μεγάλου γένους των Ταρκυνίων, και βασιλικών κοινωνήσαντες ελπίδων, να εγκαταλείψωσι του πατρός των την ηλιθιότητα και την δυστροπίαν· δυστροπίαν μεν λέγοντες την αδυσώπητον αυτού αποστροφήν προς τους πονηρούς, ηλιθιότητα δε την χρησιμεύσασαν επί πολύν καιρόν ως προσποιήσιν και προκάλυμμα όπως προφυλαχθή κατά των τυράννων, και ής ουδ' ύστερον απέφυγε την επωνυμίαν.
Δ. Αφ' ού δ' επείσθησαν οι νεανίσκοι, και συνενοήθησαν μετά των Ακυλίων, απεφασίσθη υφ' όλων να ομόσωσιν όρκον μέγαν και φοβερόν, ως σπονδήν επιχέοντες αίμα ανθρώπου σφαγέντος, και τα σπλάγχνα αυτού εγγίζοντες. Προς ταύτα λοιπόν συνήλθον εις την οικίαν των Ακυλίων, και ο οίκος εις όν έμελλον να πράξωσι ταύτα ήτον ως επόμενον έρημος σχεδόν και σκοτεινός· αλλά δεν παρετήρησαν ότι εντός αυτού είχε κρυβή υπηρέτης τις, Ουινδίκιος καλούμενος, ουχί προς επιβουλήν ή διότι προενόησέ τι εκ των μελετωμένων, αλλά διότι έτυχε να είναι εντός, και φοβηθείς να φανή εις αυτούς, όταν τους είδε να έρχωνται μετά σπουδής, εστάθη οπίσω κιβωτίου εκεί ευρεθέντος, ώστε και τα πραττόμενα έβλεπε, και ήκουσεν όσα εβουλεύοντο. Απεφάσισαν δ' αυτοί να φονεύσωσι τους Υπάτους, και γράψαντες περί τούτου επιστολάς εις τον Ταρκύνιον, επέδωκαν αυτάς εις τους πρέσβεις, οίτινες εκεί κατώκουν φιλοξενούμενοι υπό των Ακυλίων και τότε παρευρέθησαν εις την συνωμοσίαν. Αφ' ού δε, ταύτα πράξαντες, ανεχώρησαν, εξήλθε κρυφίως ο Ουινδίκιος, και δεν ήξευρε πώς να ενεργήση ως προς τα εκ τύχης εις αυτόν ανακαλυφθέντα, δεινόν μεν νομίζων, καθώς και ήτον, να κατηγορήση προς πατέρα, τον Βρούτον, ανόσια των υιών του βουλεύματα, ή τα των ανεψιών προς τον θείον αυτών Κολλατίνον, ουδένα δ' ιδιώτην Ρωμαίον άξιον εμπιστοσύνης νομίζων, διά τοιαύτα απόρρητα. Αλλά παν άλλο δυνάμενος μάλλον παρά να ησυχάση, και υπό της συνειδήσεως του πράγματος ελαυνόμενος, απηυθύνθη προς τον Ουαλέριον, ενθαρρυνθείς προπάντων υπό των φιλολάων και φιλανθρώπων τρόπων αυτού, διότι ήτον εις όλους ευπρόσιτος όσοι είχον ανάγκην αυτού, και την οικίαν του είχε πάντοτε ανοικτήν, και ποτέ δεν απέρριπτε των ταπεινοτέρων πολιτών ούτε λόγον ούτε υπόθεσιν.
Ε. Όταν λοιπόν ανέβη προς αυτόν ο Ουινδίκιος, και τω είπε τα πάντα, επί παρουσία μόνου του αδελφού του Μάρκου και της γυναικός του, εκπλαγείς και φοβηθείς ο Ουαλέριος, δεν αφήκε τον άνθρωπον ν' αναχωρήση, αλλά κλείσας αυτόν εις την οικίαν του, και επιστήσας την γυναίκα του φύλακα εις την θύραν, διώρισε τον αδελφόν του να περικυκλώση την βασιλικήν έπαυλιν, και να λάβη, αν ήτον δυνατόν, τα γράμματα, και να παραφυλάττη τους υπηρέτας. Αυτός δε, μετά πολλών πελατών και φίλων, οίτινες ήσαν πάντοτε περί αυτόν, και μετά πολλών θεραπόντων, εβάδισε προς την οικίαν των Ακυλλίων, οίτινες δεν ήσαν εντός, και καθ' ήν στιγμήν ουδείς το επρόσμενεν, εισχωρήσας διά των θυρών, εύρε τα γράμματα κείμενα, όπου κατώκουν οι πρέσβεις. Ενώ δε ταύτα έπραττεν, έδραμον μεθ' ορμής οι Ακύλλιοι, και απαντήσαντες αυτόν περί τας θύρας, εζήτουν να τω αφαιρέσωσι τας επιστολάς· εκείνοι δ' ανθίσταντο, και περιτιλύσσοντες τα ιμάτια περί τους τραχήλους των, μόλις και μετά βίας, ωθούντες και ωθούμενοι διά των στενών οδών, έφθασαν εις την αγοράν. Τα αυτά εγίνοντο, συγχρόνως και εις την βασιλικήν έπαυλιν, όπου ο Μάρκος συνέλαβεν άλλα γράμματα, και τα έφερεν εντός σκευών, σύρων συγχρόνως εις την αγοράν και όσους εδύνατο εκ των βασιλικών οικετών.
ΣΤ. Αφ' ού δ' οι Ύπατοι έπαυσαν τον θόρυβον και κατά παραγγελίαν του Ουαλερίου εκομίσθη ο Ουινδίκιος εκ της οικίας του, και μετά την κατηγορίαν ανεγνώσθησαν τα γράμματα, τότε οι άνδρες ουδέν ετόλμησαν ν' αρνηθώσι· και οι μεν άλλοι ίσταντο κατηφείς και σιωπηλοί· ολίγοι δε, χάριν θέλοντες να κάμωσιν εις τον Βρούτον, ωμίλουν περί εξορίας. Και ο Κολλατίνος δε τοις έδιδεν ελπίδας τινάς, διότι εδάκρυε, και ο Ουαλέριος, σιωπών. Ο δε Βρούτος, προσφωνήσας ονομαστί εκάτερον των υιών του, «Έλα, ω Τίτε, είπεν, έλα, ω Ουαλέριε· διατί δεν απολογείσθε προς την κατηγορίαν;» Αφ' ού δε τρις ερωτηθέντες δεν απεκρίθησαν, στρέψας προς τους υπηρέτας το πρόσωπον, «Εδικόν σας είναι, είπε, το επίλοιπον έργον». Τότε δ' αυτοί, συλλαβόντες αμέσως τους νεανίσκους, έσχισαν τα ιμάτιά των, έδεσαν οπίσω τας χείρας των, και απηνώς τους ερράβδιζον. Και οι μεν άλλοι δεν ηδύναντο να βλέπωσι το θέαμα τούτο, ουδ' υπέμενον αυτό· εκείνος δε λέγεται ότι ούτε τα βλέμματα απέστρεψεν αλλαχού, ούτε εξ οίκτου εμετρίασε την έκφρασιν της οργής, και αυστηρότητος του προσώπου του, αλλ' αγρίως έβλεπε τους υιούς του τιμωρουμένους, έως ού απλώσαντες αυτούς εις το έδαφος, τοις έκοψαν τας κεφαλάς διά του πελέκεως. Τότε, αφήσας τους άλλους εις τον συνάρχοντα, αυτός αναστάς, ανεχώρησεν, έργον πράξας μη επιδεχόμενον ούτε αξίως να επαινεθή, ούτε να κατηγορηθή· διότι, ή το υψος της αρετής κατήντησε την ψυχήν του εις απάθειαν, ή του πάθους το μέγεθος εις αναλγησίαν· ουδέ το έν δε ουδέ το άλλο είναι ή μικρόν ή ανθρώπινον, αλλ' ή θείον ή θηριώδες. Δικαιότερον δ' είναι η κρίσις ν' ακολουθήση μάλλον του ανδρός την δόξαν, παρά να μη πιστευθή η αρετή αυτού, εξ αιτίας της ασθενείας του κρίνοντος. Διότι οι Ρωμαίοι ολιγώτερον πιστεύουσιν ότι έργον του Ρωμύλου υπήρξεν η ίδρυσις της πόλεως, παρ' ό,τι η κτίσις και αποκατάστασις της πολιτείας υπήρξεν έργον του Βρούτου.
Ζ. Αφ' ού δ' απήλθεν εκ της αγοράς τότε, επί πολύν καιρόν φρίκη και σιωπή κατείχε πάντας διά τα γενόμενα. Βλέποντες δ' οι Ακύλιοι την μαλακότητα και την βραδύτητα του Κολλατίνου, έλαβον θάρρος, και απήτουν να λάβωσιν εις απολογίαν καιρόν, και να τοις δοθή ο Ουινδίκιος, διότι ήτον δούλος των, και να μη μείνη υπό τους κατηγόρους των. Και ο μεν Κολλατίνος ήθελε να συγκατανεύση εις ταύτα, και να διαλύση την εκκλησίαν· αλλ' ο Ουαλέριος, ούτε τον άνθρωπον ήθελε ν' αφήση ν' αναμιγή εις τον πέριξ όχλον, ούτε εις τον δήμον επέτρεπε ν' αφήση τους προδότας να φύγωσι. Τέλος δε, συλλαβών αυτούς διά των χειρών του, επεκαλείτο τον Βρούτον, και προς τον Κολλατίνον εβόα ότι κάκιστα πράττει, αν, αφ' ού εις τον συνάρχοντά του επέβαλεν ανάγκην παιδοκτονίας, νομίζη τώρα ότι πρέπει να χαρίση εις τας γυναίκας των τους προδότας και τους εχθρούς της πατρίδος. Επειδή δ' ο ύπατος ηγανάκτει, και διέταττε να συλλάβωσι τον Ουινδίκιον, οι μεν υπηρέται, απωθούντες τον όχλον, συνελάμβανον τον άνθρωπον, και εκτύπων τους θέλοντας να τον αφαιρέσωσιν απ' αυτών, οι δε φίλοι του Ουαλερίου εστάθησαν εμπρός να τον υπερασπίσωσι, και ο δήμος εβόα να έλθη ο Βρούτος. Ήλθε λοιπόν αυτός επιστρέψας, και αφ' ού όλοι εσιώπησαν διά να τον ακούσωσιν, είπεν ότι των μεν υιών του αυτός ήτον κατάλληλος δικαστής, περί δε των άλλων αφήνει να ψηφίσωσιν οι πολίται, οίτινες εισίν ελεύθεροι. Ας ομιλήση επομένως όστις θέλει, και ας πείση τον δήμον. Λόγοι όμως δεν εχρειάσθησαν πλέον, αλλ' έγινε ψηφοφορία, και παμψηφεί καταδικασθέντες, επελεκίσθησαν. Ο δε Κολλατίνος ήτον μεν, ως φαίνεται, και ύποπτος οπωσούν, εξ αιτίας της προς τους βασιλείς συγγενείας του, ωργίζοντο δε κατ' αυτού οι Ρωμαίοι και διά το δεύτερον όνομά του, μισούντες τον Ταρκύνιον. Όταν δε συνέβησαν ταύτα, δυσαρεστήσας αυτούς εντελώς, αφήκεν εκουσίως την αρχήν, και ανεχώρησεν εκ της πόλεως. Τότε έγινον πάλιν αρχαιρεσίαι, και ανεδείχθη ομοθύμως ύπατος ο Ουαλέριος, λαβών την αξίαν ταύτην ως της προθυμίας του αμοιβήν. Νομίσας δ' ότι μέρος αυτής έπρεπε ν' απολαύση και ο Ουινδίκιος, εψήφισε να γίνη αυτός πρώτος απελεύθερος (137) πολίτης εις την Ρώμην, και να έχη δικαίωμα ψήφου, καταγραφείς εις οποιανδήποτε φρατρίαν ήθελε (138). Εις δε τους άλλους, απελευθέρους εξώρας και μετά πολύν χρόνον έδωκεν εξουσίαν ψήφου ο Άππιος, χαριζόμενος εις τον δήμον. Η δ' εντελής απελευθέρωσις μέχρι τούδε ονομάζεται Ουινδίκτα (139) δι' εκείνον, ως λέγεται, τον Ουινδίκιον.
Η. Μετά δε τούτο, τα μεν χρήματα των βασιλέων αφήκαν τους Ρωμαίους να τα διαρπάσωσι, κατέσκαψαν δε την οικίαν αυτών και την έπαυλιν· το δε τερπνότατον μέρος του Αρείου πεδίου, κτήμα όν του Ταρκυνίου και τούτο, το αφιέρωσαν εις τον Θεόν (140). Έτυχε δε να είναι τότε θερισμένον, και τα δέματα εκείντο κατά γης. Αλλ' ένεκα της αφιερώσεως ενόμισαν ότι δεν πρέπει να τ' αλωνίσωσιν ουδέ να τα μεταχειρισθώσι, και συνελθόντες όλοι, έφερον τα δράγματα εις τον ποταμόν. Ομοίως δε κόπτοντες και τα δένδρα τα έρριπτον εις αυτόν, αφήνοντες τον τόπον εις τον θεόν γυμνόν όλως και άκαρπον. Επειδή δε πολλά και αθρόα ωθούντο επάλληλα, ο ποταμός δεν τα έσυρε μακράν, αλλ' όπου τα πρώτα εστάλησαν συναχθέντα και πεσόντα εις αβαθή μέρη, και όσα ήρχοντο κατόπιν δεν είχον πόθεν να διαβώσιν, αλλ' ανεχαιτίζοντο και περιεπλέκοντο, εκεί η σύμπηξις ενεδυναμούτο, και ελάμβανε ρίζωσιν, ήν ηύξανεν έτι το ρεύμα· διότι επέφερε πηλόν πολύν, και ούτος προστιθέμενος πέριξ έδιδε τροφήν συγχρόνως και κόλλησιν, και οι κτύποι των υδάτων δεν τον εσάλευον, αλλά τον επίεζον μαλακώς, και συνήγον και συνέπλαττον τα πάντα εις έν. Όσον δε μεγαλητέρα και στερεωτέρα εγίνετο η συσσώρευσις, τόσον μάλλον ηύξανε το μέγεθος αυτής, και εσχηματίσθη χώρα δεχομένη τα πλείστα των καταφερομένων υπό του ποταμού. Αύτη σήμερον, είναι ιερά εις την πόλιν νήσος, και έχει ναούς θεών και περιπάτους, και ονομάζεται κατά των Λατίνων την γλώσσαν «Μέση δύο γεφυρών (141).» Τινές δε διηγούνται ότι τούτο συνέβη ουχί ότε καθιερώθη το πεδίον του Ταρκυνίου, αλλά πολύν καιρόν μετέπειτα, ότε η Ταρκυνία ανέθηκεν άλλο γειτνιάζον χωρίον. Ήτον δ' η Ταρκυνία παρθένος ιέρεια, μία των Εστιάδων, και έλαβε τιμάς διά τούτο μεγάλας, μεταξύ δ' άλλων και το να δέχωνται την μαρτυρίαν αυτής, μόνης μεταξύ όλων των γυναικών. Εψηφίσθη δε να τη επιτραπή και να νυμφευθή· αλλ' εκείνη δεν το εδέχθη. Και ταύτα μεν μυθολογούσιν ότι ούτως εγένοντο.
Θ. Τον δε Ταρκύνιον, απελπισθέντα ν' αναλάβη την αρχήν διά προδοσίας, εδέχθησαν οι Τυρρηνοί προθύμως, και τον συνώδευσαν μετά μεγάλης δυνάμεως εναντίον της Ρώμης (142). Έφερον δε κατ' αυτών τους Ρωμαίους οι ύπατοι, και παρέταξαν αυτούς εις χωρία ιερά, ών το μεν καλούσιν Άρσιον άλσος, το δε Αισούειον λειμώνα (143). Άμα δ' ήρχισαν να έρχωνται εις χείρας, Άρρων, ο υιός του Ταρκυνίου, και Βρούτος, ο ύπατος των Ρωμαίων, συναντηθέντες, ουχί κατά τύχην, αλλ' εξ έχθρας και οργής ο μεν κατά του τυράννου και του εχθρού της πατρίδος, ο δε ως εκδικούμενος διά την εξορίαν του, ώρμησαν έφιπποι κατ' αλλήλων. Συγκρουσθέντες δε μετά θυμού μάλλον ή μετά φρονήσεως, δεν εφρόντισαν να προφυλάξωσιν εαυτούς, και εφονεύθησαν ο είς υπό του άλλου. Μετά προοίμια τοσούτον δεινά του αγώνος, απέβη και ο αγών αυτός ουχί ημερώτερος, και οι στρατοί πολλά βλάψαντες αλλήλους και πολλά παθόντες, εχωρίσθησαν τέλος εκ καταιγίδος. Διετέλει δ' εν απορία ο Ουαλέριος, αγνοών της μάχης την έκβασιν, και βλέπων τους στρατιώτας λυπουμένους διά τους αποθανόντας συντρόφους των, επαιρομένους δε διά τους νεκρούς των εχθρών. Τόσον ο φόνος διά το πλήθος των πιπτόντων εφαίνετο ίσος εκατέρωθεν, και δύσκολον να διακριθή τίνων ήτον ο περισσότερος. Αλλ' έκαστον μέρος, βλέπον εκ του πλησίον τας ιδίας ζημίας, ήτον βεβαιότερον περί της ήττης του παρά περί της νίκης, ήν εδύνατο να εικάση εκ της ζημίας των πολεμίων. Όταν δ' επήλθεν η νυξ, οποία έπεται να είναι νυξ δι' ανθρώπους ούτω πολεμήσαντας, και αφ' ού ησύχασαν τα στρατόπεδα, λέγουσιν ότι εσείσθη το άλσος, και εξ αυτού ότι εξήλθε φωνή μεγάλη λέγουσα, ότι Τυρρηνοί απέθανον κατά ένα πλείονες των Ρωμαίων. Ήτον δε βεβαίως θεία η φωνή εκείνη, και ευθύς μετ' αυτήν οι μεν έτρεξαν αλαλάζοντες μεγάλως και θαρραλέως, οι δε Τυρρηνοί περίφοβοι και συνταραχθέντες, ετράπησαν εις φυγήν εκ του στρατοπέδου, και διεσπάρησαν οι πλείστοι. Τους δ' εναπομείναντας, κατά τι ολιγωτέρους των πεντακισχιλίων, επελθόντες συνέλαβον οι Ρωμαίοι, και διήρπασαν τα λοιπά. Οι δε νεκροί μετρηθέντες, ευρέθησαν ένδεκα μεν χιλιάδες τριακόσιοι οι των εχθρών, οι δε των Ρωμαίων τοσούτοι και αυτοί παρά ένα. Η μάχη αύτη λέγουσιν ότι έγινε την προτεραίαν των Καλανδών Μαρτίων (144). Επανηγύρισε δ' επ' αυτής θρίαμβον ο Ουαλέριος, πρώτος εκ των υπάτων εισελθών εις την Ρώμην επί τεθρίππου. Και το πράγμα εφάνη θέαμα ευγενές και μεγαλοπρεπές, ουδ' εκίνησε φθόνον ουδέ δυσαρέσκειαν, ώς τινες λέγουσι, των ιδόντων· διότι τότε δεν θα επεθυμείτο τοσούτον, ουδέ θα προυκάλει φιλοτιμίαν έτη πάμπολλα διαμένουσαν. Είδον δ' ευχαρίστως τον Ουαλέριον κοσμήσαντα διά τιμών και την εκφοράν του συνάρχοντός του και τον ενταφιασμόν. Και λόγον απήγγειλεν εις αυτόν επιτάφιον, όστις τοσούτον ήρεσεν εις τους Ρωμαίους και τους ευχαρίστησεν, ώστε έκτοτε συνήθεια επεκράτησεν, όλοι οι αγαθοί και μεγάλοι, όταν αποθάνωσι, να εγκωμιάζωνται υπό των αρίστων. Λέγεται δ' ότι και των ελληνικών επιταφίων προηγήθη εκείνος, εκτός αν και τούτο είναι έθος υπό του Σόλωνος εισαχθέν, ως ιστόρησεν ο ρήτωρ Αναξιμένης (145).
Ι. Αφ' ετέρου όμως δυσηρεστούντο κατά του Ουαλερίου, και τω προσήπτον ότι ο μεν Βρούτος, όν ο δήμος εθεώρει ως πατέρα της ελευθερίας, δεν απήτησε να άρχη μόνος, αλλ' εξελέξατο συνάρχοντας και πρώτον και δεύτερον. Ούτος δ' έλεγον, αφ' ού συνεκέντρωσε τα πάντα εις εαυτόν, δεν είναι κληρονόμος της υπατείας του Βρούτου, ήτις δεν τω συμφέρει, αλλά της τυραννίας του Ταρκυνίου. Και τι ωφελεί διά των λόγων μεν να εγκωμιάζη τον Βρούτον, να μιμήται δε τον Ταρκύνιον διά των έργων, και περικυκλούμενος υφ' όλων των ράβδων και των πελέκεων να καταβαίνη αυτός μόνος εξ οικίας μεγαλητέρας εκείνης του βασιλέως ήν κατεδάφισε; Διότι τω όντι ο Ουαλέριος κατώκει επιδεικτικώς, ως οι τραγωδιών βασιλείς, έχων, εις την καλουμένην Ουαλίαν, οικίαν επικρεμαμένην εις την αγοράν, επιβλέπουσαν εκ του ύψους τα πάντα και δυσκόλου αναβάσεως έξωθεν· ώστε όταν αυτός κατέβαινε, εφαίνετο η μορφή αυτού ως μετέωρος, και βασιλική της πομπής του η μεγαλοπρέπεια. Αλλ' αυτός έδειξε πόσον καλόν είναι ο εις αρχήν και εις πράγματα μεγάλα διατελών να έχη ώτα δεχόμενα την ελευθεροστομίαν μάλλον και τους αληθείς λογούς αντί της κολακείας. Διότι, ακούσας ότι εφαίνετο αμαρτάνων εις τον λαόν, ότε οι φίλοι του τω διηγούντο ταύτα, δεν εφιλονείκησεν ουδ' ηγανάκτησεν, αλλά ταχέως πολλούς συναγαγών τεχνίτας, εν ώ ήτον έτι νυξ, εκρήμνισε την οικίαν του, και την κατέσκαψε μέχρις εδάφους, ώστε το πρωί οι Ρωμαίοι, ότε συνέρευσαν και είδον τούτο, του μεν ανδρός επήνεσαν και εθαύμασαν την μεγαλοφροσύνην, ελυπούντο δε διά την οικίαν, και επόθουν αυτής το κάλλος και το μέγεθος, ως αν ήτον άνθρωπος, λέγοντες ότι αδίκως εκρημνίσθη και διά φθόνον, και ελυπούντο προσέτι διά τον άρχοντα, ότι ανέστιος έμεινε, και κατώκει εις ξένους οίκους. Διότι τον Ουαλέριον εδέχθησαν οι φίλοι αυτού, μέχρις ού ο δήμος τω έδωκε τόπον, και κατεσκεύασεν οικίαν μετριωτέραν εκείνης, όπου τώρα ίσταται το ιερόν το ονομαζόμενον της Ουίκας Πότας (146). Θέλων δ' ου μόνον, εαυτόν αλλά και την αρχήν αντί φοβεράς να καταστήση ήμερον και αγαπητήν εις το πλήθος, και τους πελέκεις αφήρεσεν από των ράβδων, και αυτάς τας ράβδους, όταν απήρχετο εις την συνέλευσιν, κατεβίβαζε και έκλινεν εμπρός του δήμου, μεγαλύνων την αξιοπρέπειαν της δημοκρατίας. Τούτο δε φυλάττουσι μέχρι τούδε οι άρχοντες. Διά τούτου δε δεν εταπεινούτο ο ίδιος, ως ο όχλος ενόμιζεν απατώμενος, αλλά διά της μετριότητος ταύτης κατέβαλλε και απέφευγε τον φθόνον, προσέθετε δ' εις εαυτόν τοσούτον δυνάμεως μέγεθος, όσον εφαίνετο ότι αφήρει εκ της εξουσίας, διότι ο δήμος εδέχετο αυτόν μεθ' ηδονής και τον υπέφερεν εκουσίως, ώστε και Ποπλικόλαν τον ανηγόρευσε. Σημαίνει δε το όνομα Δημοκηδή ή Φιλόδημον (147), και τούτο το όνομα υπερίσχυσε του λοιπού των αρχαίων ονομάτων, και τούτο θέλομεν μεταχειρισθή και ημείς, τον επίλοιπον βίον του ανδρός ιστορούντες.
ΙΑ. Επέτρεψε δε να θηρεύη και να δύναται να λάβη την υπατείαν όστις ήθελε. Πριν δ' ή εκλεχθή ο συνάρχων αυτού, μη γνωρίζων τι ήθελε συμβή, και φοβούμενος αντίπραξιν εκ φθόνου ή εξ αγνοίας, μετεχειρίσθη την μοναρχίαν εις εφαρμογήν των καλλίστων και μεγίστων πολιτικών μέτρων. Και πρώτον μεν ανεπλήρωσε την βουλήν, ής τα μέλη είχον ελαττωθή· διότι άλλα μεν είχον φονευθή υπό του Ταρκυνίου, άλλα δε προ ολίγου εν τη μάχη. Λέγουσι δε ότι οι υπ' αυτού εγγραφέντες ήσαν εκατόν εξήκοντα τέσσαρες. Μετά δε ταύτα έγραψε νόμους, εξ ών εκείνος μάλιστα ενίσχυσε τον λαόν, όστις εις τον καταδικασθέντα υπό των υπάτων έδωκεν έφεσιν της δίκης εις τον δήμον· δεύτερος δε, ο διατάττων να φονεύηται όστις ήθελε λάβει αρχήν μη δοθείσαν υπό του δήμου· τρίτος δε μετά τούτους ο βοηθήσας τους πένητας, δι' ού αφήρεσε τους φόρους από των πολιτών, και έκαμεν όλους ν' ασχολώνται προθυμότερον εις τας εργασίας. Ο δε γραφείς κατά των απειθνούτων εις τους υπάτους, εφάνη και αυτός ότι ήτον επίσης δημοτικός, και ότι εγράφη υπέρ του λαού μάλλον παρά υπέρ των δυνατών διότι ως πρόστιμον της απειθείας έταξεν αξίαν πέντε βοών και δύω προβάτων. Ήτον δ' η τιμή του μεν προβάτου οβολοί δέκα (148), του δε βοός εκατόν διότι οι Ρωμαίοι δεν μετεχειρίζοντο έτι τότε πολύ νόμισμα, αλλ' είχον αφθονίαν προβάτων και κτηνοτροφίας. Διά τούτο και τας περιουσίας μέχρι τούδε από των προβάτων καλούσι Πεκούλια (149), και εις τα παλαιότατα των νομισμάτων επεχάραττον βουν, ή πρόβατον, ή αγριόχοιρον. Έδιδον δε και εις τους υιούς των Συίλλους και Βουβούλκους και Καπραρίους ονόματα, και Πορκίους, Κάπρας μεν τας αίγας, Πόρκους δε τους χοίρους ονομάζοντες (150).
IB. Ούτω λοιπόν ως προς ταύτα δημοτικός και μέτριος γενόμενος νομοθέτης, ως προς την τιμωρίαν υπερεπήδησε παν όριον μετριότητος· διότι έγραψε νόμον επιτρέποντα να φονεύωσιν άνευ κρίσεως πάντα όστις ήθελε να γίνη τύραννος· τον δε φονεύσαντα καθίστα καθαρόν του φόνου, αν έδιδεν αποδείξεις του εγκλήματος· διότι δεν ήτον δυνατόν ο τόσον μεγάλα επιχειρών να μη εννοηθή υπ' ουδενός, αλλά δεν ήτον αδύνατον, εννοηθείς, να προφθάση ν' αποφύγη την κρίσιν· διά τούτο επέτρεψεν εις πάντα τον δυνάμενον, να προλάβη κατά του αδικούντος την κρίσιν ήν αναιρεί το αδίκημα. Επηνέθη δε και διά τον ταμιευτικόν νόμον διότι, προκειμένου να συνεισφέρωσιν οι πολίται από των περιουσιών αυτών χρήματα εις τον πόλεμον, ούτε αυτός θέλων ν' αναμιγή εις του δημοσίου την οικονομίαν, ούτε να επιτρέψη εις τους φίλους του τούτο, ούτε δημόσια χρήματα να έλθωσι παντελώς εις ιδιώτου οικίαν, ταμείον μεν κατέστησε τον ναόν του Κρόνου, όν μέχρι τούδε προς τούτο μεταχειρίζονται (151). Ταμίας δ' επέτρεψεν εις τον δήμον να εκλέξωσι δύο εκ των νέων, και εξελέγησαν πρώτος ο Πούπλιος Ουετούριος και ο Μινούκιος Μάρκος, και χρήματα πολλά συνήχθησαν, διότι η απογραφή έφερεν εκατόν τριάκοντα χιλιάδας, εξηρέθησαν δε της συνεισφοράς αι χήραι και τα ορφανά. Αφ' ού δ' ούτω ταύτα διέταξε, κατέστησε συνάρχοντα αυτού Λουκρήτιον, τον πατέρα της Λουκρητίας, εις όν, ως πρεσβύτερον, παραχωρών την επισημοτέραν θέσιν, τω παρέδωκε τους καλουμένους Φάσκους (152), και η τιμητική αύτη διάκρισις διέμεινεν έκτοτε μέχρις ημών φυλαττομένη πάντοτε υπέρ των γεροντοτέρων. Επειδή δ' ολίγας ημέρας μετά ταύτα απέθανεν ο Λουκρήτιος, έγιναν πάλιν αρχαιρεσίαι, και εξελέγη ο Μάρκος Ωράτιος, και εκυβέρνησε μετά του Ποπλικόλα τον επίλοιπον του έτους καιρόν.
ΙΓ. Εν τούτοις δ' ο Ταρκύνιος ήρχισεν εν Τυρρηνία νέον κινών πόλεμον κατά των Ρωμαίων και τότε λέγεται ότι μέγα σημείον εγένετο· Εν ώ εβασίλευεν έτι, και είχε σχεδόν συντετελεσμένον τον ναόν του Καπιτωλίου Διός ο Ταρκύνιος, είτε κατά μαντείαν, είτε άλλως κατ' ιδίαν αυτού απόφασιν, παρήγγειλεν εις Τυρρηνούς τινας τεχνίτας εξ Ουηίων (153) να στήσωσιν εις την κορυφήν αυτού άρμα κεράμινον (154), και έπειτα μετ' ολίγον απεβλήθη του θρόνου. Όταν δ' οι Τυρρηνοί, πλάσαντες το τέθριππον, το έβαλον εις την κάμινον, δεν έπαθεν αυτό ό,τι έπρεπε να πάθη πηλός εις το πυρ, να συμπυκνωθή δηλαδή και να συγκαθήση διά την εξάτμισιν της υγρότητος, αλλ' εξετάθη και επρήσθη, και ηύξησεν εις μέγεθος μετά δυνάμεως και σκληρότητος τοσούτον, ώστε μόλις το εξήγαγον, αφαιρέσαντες την οροφήν της καμίνου, και καταρρίψαντες τους τοίχους. Επειδή δ' εφάνη εις τους μάντεις ότι το τέθριππον θα ήτο σημείον ευτυχίας και δυνάμεως δι' όποιον το είχε, απεφάσισαν οι Ουήιοι να μη το δώσωσιν εις τους Ρωμαίους οίτινες το απήτουν, και απεκρίθησαν ταύτα· ότι ανήκει εις τον Ταρκύνιον, ουχί εις τους εξώσαντας τον Ταρκύνιον. Ολίγας δ' ημέρας μετά ταύτα υπήρχον ιππικοί αγώνες παρ' αυτοίς, και κατά μεν τα λοιπά υπήρξε το θέαμα και η συρροή των θεατών κατά τα ειθισμένα· ωδήγει δε το νικήσαν τέθριππον βραδέως ο ηνίοχος αυτού εστεφανωμένος εντός του ιπποδρόμου, όταν οι ίπποι, τρομάξαντες, ουχί εκ φανερός τινος αφορμής, αλλ' ή θεόθεν ελαυνόμενοι ή κατά τύχην, ώρμησαν μετά πάσης ταχύτητος, φέροντες τον ηνίοχον προς την πόλιν. Μάτην δ' αυτός έτεινε τας ηνίας και ήθελε να πραΰνη τους ίππους διά της φωνής· αλλ' αρπαγείς, και εις την ορμήν αυτών αφεθείς, εφέρετο ούτως έως ότου φθάσαντες κατά το Καπιτώλιον, τον έρριψαν εκεί κατά την πύλην, ήν ονομάζουσι σήμερον Ρατουμέναν. Ως δε τούτο εγένετο, θαυμάσαντες οι Ουήιοι, και φοβηθέντες, επέτρεψαν εις τους τεχνίτας να δώσωσι το άρμα.
ΙΔ. Τον δε ναόν του Καπιτωλίου Διός είχε μεν τάξει ν' αφιερώση ο Ταρκύνιος, ο υιός του Δημαράτου (155) όταν επολέμει κατά των Σαβίνων, αλλ' ωκοδόμησεν αυτόν ο Ταρκύνιος ο Σούπερβος, όστις ήτον υιός ή εγγονός του τάξαντος· ουδ' αυτός όμως επρόφθασε να τον αφιερώση, και ολίγον έλειπε μέχρι της τελειώσεως αυτού, όταν ο Ταρκύνιος απεβλήθη. Όταν δ' εντελώς απεπερατώθη, και εστολίσθη προσηκόντως, ο Ποπλικόλας είχε την φιλοτιμίαν αυτός να τον αφιερώση. Αλλά πολλοί των δυνατών τον εφθόνουν, και ολιγώτερον ηγανάκτουν διά τας λοιπάς τιμάς ών απήλαυσεν ως νομοθέτης και ως στρατηγός, διότι αύται τω ανήκον δικαιωματικώς· ταύτην δ' ως ξένην εις αυτόν ενόμιζον ότι δεν πρέπει να την λάβη, και προέτρεπον και παρώξυνον τον Ωράτιον ν' απαιτήση την αφιέρωσιν. Όταν λοιπόν ο Ποπλικόλας απήλθεν εις αναγκαίαν τινά εκστρατείαν, εψήφισαν ν' αφιερώση τον ναόν ο Ωράτιος, και τον ανεβίβασαν εις το Καπιτώλιον, ηξεύροντες ότι δεν θα το κατώρθουν όταν εκείνος ήτον παρών. Τινές δε λέγουσιν, ότι κλήροι ετέθησαν μεταξύ των υπάτων, και έλαχεν εκείνος μεν ν' απέλθη εις την εκστρατείαν παρά την θέλησίν του, ούτος δε να μείνη διά την καθιέρωσιν. Αλλά περί του πώς συνέβησαν ταύτα δύναται να εικάση τις εκ των γενομένων κατά την καθιέρωσιν. Κατά τας σεπτεμβρίους Ειδούς (156), αίτινες συμπίπτουσι περί την πανσέληνον του Μεταγειτνιώνος (157), εν ώ όλοι ήσαν συνηθροισμένοι εις το Καπιτώλιον, ο μεν Ωράτιος, αφ' ού επεκράτησε σιωπή, τελέσας όλα τ' άλλα, και επιθέσας τας χείρας του εις τας θύρας, καθώς είναι συνήθεια, επρόφερε τας προσδιωρισμένας λέξεις εις τας καθιερώσεις· ο δ' αδελφός του Ποπλικόλα Μάρκος, προ πολλού ιστάμενος πλησίον των θυρών, και παραφυλάττων τον καιρόν, «Ω ύπατε, είπεν, ο υιός σου απέθανε νοσήσας εις το στρατόπεδον.» Τούτο ελύπησεν όλους όσοι το ήκουσαν· ο δ' Ωράτιος, ουδόλως ταραχθείς, αλλά τούτο μόνον ειπών· «Ρίψατε λοιπόν τον νεκρόν όπου θέλετε, διότι εγώ δεν δέχομαι το πένθος», ετελείωσε την αφιέρωσιν. Δεν ήτον δ' αληθής η αγγελία, αλλ' ο Μάρκος εψεύσθη διά ν' αποτρέψη τον Ωράτιον της αφιερώσεως. Είναι δε θαυμαστός ο ανήρ διά την ευστάθειάν του, είτε ενόησεν εις βραχύτατον καιρόν την απάτην, είτε επίστευσε τον λόγον, αλλά δεν ενικήθη.
ΙΕ. Φαίνεται δ' ότι η αυτή υπήρξε τύχη της καθιερώσεως και του δευτέρου ναού. Διότι τον πρώτον, ως ευρέθη, κατεσκεύασε μεν ο Ταρκύνιος, καθιέρωσε δ' ο Ωράτιος, και κατέστρεψε πυρ επί των εμφυλίων πολέμων. Τον δε δεύτερον ανήγειρε μεν ο Σύλλας, επεγράφη δ' εις την αφιέρωσιν Κάτουλος, αφ' ού ο Σύλλας απέθανεν. Αφ' ού δε και ούτος πάλιν κατεστράφη επί των στάσεων του Ουιτελλίου, τον τρίτον, τυχηρός και κατά τούτο, ως και καθ' όλα τα άλλα, ο Ουεσπεσιανός, ανοικοδομήσας αυτόν εξ αρχής μέχρι τέλους, τον είδε μεν συντελεσθέντα, δεν τον είδε δε μετ' ολίγον και φθειρόμενον, τοσούτον του Σύλλα ευτυχέστερος, καθ' όσον εκείνος μεν απέθανε προ της αφιερώσεως του έργου, ούτος δε προ της καταστροφής αυτού· διότι άμα απέθανεν ο Ουεσπεσιανός, εκάη το Καπιτώλιον. Ο δε τέταρτος ήδη υπάρχων, υπό του Δομετιανού και επερατώθη και αφιερώθη. Λέγεται δ' ότι ο Ταρκύνιος εδαπάνησεν εις τα θεμέλια τεσσαράκοντα χιλιάδας λίτρας αργυρίου (158). Εις τούτου δε του εφ' ημών ουδέ την δαπάνην της χρυσώσεως θα επήρκει ο μέγιστος των εν Ρώμη ιδιωτικών πλούτων, συμποσωθείσαν εις πλέον των δώδεκα χιλιάδων ταλάντων. Οι δε κίονες εκόπησαν εκ Πεντελησίου λίθου (159), καλλίστην έχοντες αναλογίαν του πάχους προς το μήκος· διότι είδομεν αυτούς εν Αθήναις. Εις την Ρώμην όμως λαξευθέντες πάλιν και ξεσθέντες, απώλεσαν εκ της συμμετρίας αυτών μάλλον ή ό,τι απέκτησαν γλαφυρότητα, φανέντες αραιοί και ισχνοί υπέρ ό,τι απαιτεί το αίσθημα του καλού (160). Αλλ' ο θαυμάσας του Καπιτωλίου την πολυτέλειαν, αν ήθελεν ιδή μίαν στοάν εν τη οικία του Δομετιανού, ή βασιλικήν (161), ή λουτρόν, ή γυναικών κατοικίαν, ως λέγει ο Επίχαρμος (162) προς τον άσωτον,
«Δεν είσαι συ φιλάνθρωπος, αλλ' άρρωστος
Μανίαν έχεις δόσεως,
ούτως ήθελεν όμοιόν τι πεισθή να ειπή και προς τον Δομετιανόν· «Δεν είσαι συ φιλότιμος ουδ' ευσεβής, αλλ' άρρωστος. Μανίαν έχεις των οικοδομών, ως ο Μίδας εκείνος θέλων να σοι γίνωνται όλα χρυσά και λίθινα. Ταύτα λοιπόν περί τούτων.
ΙΣΤ. Ο δε Ταρκύνιος, μετά την μεγάλην μάχην καθ' ήν απώλεσε και τον υιόν του, μονομαχήσαντα κατά του Βρούτου, κατέφυγεν εις το Κλούσιον (163) ως ικέτης προς τον Κλάραν Πορσήναν (164), άνδρα και δύναμιν μεγίστην έχοντα μεταξύ των Ιταλών βασιλέων, και αγαθόν φαινόμενον και φιλότιμον. Ούτος δε τω υπεσχέθη να τον βοηθήση, και πρώτον μεν έπεμψεν εις την Ρώμην, απαιτών να δεχθώσι τον Ταρκύνιον. Επειδή δε δεν υπήκουσαν οι Ρωμαίοι, κηρύξας κατ' αυτών πόλεμον, και αναγγείλας τον καιρόν και τον τόπον καθ' όν έμελλε να εισβάλη, έφθασε μετά πολλής δυνάμεως. Εξελέγη δ' ο Ποπλικόλας απών ύπατος εκ δευτέρου, και μετ' αυτού ο Τίτος Λουκρήτιος· επανελθών δ' εις την Ρώμην, και θέλων πρώτον να υπερβή κατά το φρόνημα τον Πορσήναν, ήρχισε να κτίζη την πόλιν Σιγλιουρίαν, εν ώ αυτός ήτον ήδη πλησίον· και τειχίσας αυτήν διά μεγάλης δαπάνης, έπεμψεν εις αυτήν επτακοσίους εποίκους ως διά να δείξη ότι ευκόλως και αφόβως υπομένει τον πόλεμον. Αλλά τα τείχη προσεβλήθησαν μεθ' ορμής, και οι φύλακες εξεδιώχθησαν υπό του Πορσήνα, και φεύγοντες παρ' ολίγον να σύρωσι μεθ' εαυτών τους εχθρούς εις την πόλιν. Επρόφθασεν όμως να βοηθήση εμπρός των πυλών, ο Ποπλικόλας, και μάχην συνάψας παρά τον ποταμόν, αντείχε διά του πλήθους εναντίον των εχθρών, οίτινες επετίθεντο, έως ότου καιρίας λαβών πληγάς, εκομίσθη, επί των ώμων φερόμενος, εκτός της μάχης. Έπαθε δε το ίδιον και ο συνάρχων αυτού Λουκρήτιος, και αθυμία κατέλαβε τους Ρωμαίους, τραπέντας εις φυγήν προς την πόλιν. Αλλά και οι εχθροί συνωθούντο διά της ξυλίνης γεφύρας, και η Ρώμη εκινδύνευσε να κυριευθή κατά κράτος. Πρώτος δ' ο Κόκλιος Ωράτιος, και μετ' αυτού δύο εκ των επισημοτάτων ανδρών, ο Ερμήνιος και ο Λουκρήτιος, αντέστησαν κατά την ξυλίνην γέφυραν. Ο δ' Ωράτιος (165) έλαβε το επωνύμιον Κόκλιος, στερηθείς εις τον πόλεμον ενός των οφθαλμών του· ως δέ τινες λέγουσι, διά την σιμότητα της ρινός του, ήτις ήτον εισέχουσα, ώστε δεν υπήρχε το χωρίζον τα όμματα, και τα οφρύδια συνεχέοντο, δι' ό ήθελε το πλήθος να καλή αυτόν Κύκλωπα, αλλ' η γλώσσα των έσφαλλε, και επεκράτησε να τον καλή ο λαός Κόκλιον (166). Ούτος, ιστάμενος εμπρός της γεφύρας, ανεχαίτιζε τους εχθρούς, μέχρις ότου οι μετ' αυτού έκοψαν οπίσω του την γέφυραν. Τότε ριφθείς ούτω μετά των όπλων εις τον ποταμόν, εκολύμβησε, και έφθασεν εις την πέραν όχθην, τραυματισθείς διά τυρρηνικού δόρατος κατά τα οπίσθια. Ο δε Ποπλικόλας, θαυμάσας την ανδρείαν αυτού, παρεκίνησεν όλους τους Ρωμαίους να συνεισφέρωσι και τω δώσωσιν όσην τροφήν έτρωγεν έκαστος εν μια ημέρα (167), και προσέτι γην όσην αυτός ηδύνατο να σκάψη πέριξ διά του αρότρου εντός ημέρας. Προς τούτοις δ' έστησαν χαλκούν ανδριάντα αυτού εις το ιερόν του Ηφαίστου, τιμώντες και παρηγορούντες ούτω την χωλότητα ήν η πληγή τω επέφερε.
ΙΖ. Εν ώ δ' ο Πορσήνας ηπείλει την πόλιν, επήλθε και πείνα εις τους Ρωμαίους, και άλλος ιδιαίτερος στρατός εισέβαλεν εις την χώραν των. Ο δε Ποπλικόλας, εκ τρίτου ύπατος ων, ενόμισεν ότι πρέπει ν' ανθίσταται εις τον Πορσήναν ησυχάζων μόνον, και φυλάττων την πόλιν. Εκινήθη δε κατά των Τυρρηνών, και συγκρουσθείς μετ' αυτών, τους έτρεψεν εις φυγήν, και εθανάτωσε πεντακισχιλίους. Το δε περί Μουκίου λέγεται μεν υπό πολλών και διαφόρως· ας το ειπώμεν δε και ημείς καθώς κοινότερον πιστεύεται. Ούτος ην ανήρ κεκτημένος αρετήν, και άριστος εις τα πολεμικά. Συλλαβών δε την ιδέαν να φονεύση τον Πορσήναν, εισήλθε κρυφίως εις το στρατόπεδον, ένδυμα φορών τυρρηνικόν, και την τυρρηνικήν ομιλών. Ελθών δε μέχρι του βήματος όπου ο Βασιλεύς εκάθητο, και τούτον μεν μη γνωρίζων καλώς, φοβούμενος δε να ερωτήση περί αυτού, έσυρε το ξίφος και εφόνευσεν εκείνον εκ των συγκαθημένων όστις υπέρ πάντας τους άλλους τω εφάνη ότι ήτον ο Βασιλεύς. Συλληφθείς δε διά τούτο, ανεκρίνετο. Ήτον δ' εκεί μικρά εσχάρα (168) έχουσα πυρ, ήν είχον φέρει διά τον Πορσήναν μέλλοντα να τελέση θυσίαν. Υπεράνω αυτής τείνας την δεξιάν, ενώ η σαρξ του εκαίετο, ίστατο βλέπων προς τον Πορσήναν, θαρραλέον και αναλλοίωτον έχων το πρόσωπον, μέχρις ού, θαυμάσας ο Βασιλεύς αυτόν, τον αφήκε, και αποδίδων το ξίφος του, το έτεινεν από του βήματος εις αυτόν· εκείνος δε το εδέχθη, προτείνας την αριστεράν και διά τούτο λέγουσιν, ότι τω εδόθη η επίκλησις Σκαιόλας, όπερ εστίν Αριστερός. Είπε δε τότε, ότι νικήσας τον φόβον του Πορσήνα, ενικήθη υπό της αρετής αυτού, και χαριζόμενος ότι καταμηνύει όσα δεν είπεν αναγκαζόμενος. «Τριακόσιοι, είπε, Ρωμαίοι, την αυτήν μετ' εμού γνώμην έχοντες, πλανώνται εν τω στρατοπέδω σου καιροφυλακτούντες· εγώ δε, διά κλήρου λαχών και προ των άλλων επιχειρήσας, δεν λυπούμαι ότι εκ τύχης δεν εφόνευσα άνδρα αγαθόν, και όστις αρμόζει φίλος μάλλον να είναι παρά εχθρός των Ρωμαίων.» Ταύτα ακούσας ο Πορσήνας επίστευσε, και διέκειτο προς συνδιαλλαγήν ευμενέστερος, όχι τόσον, ως νομίζω, εκ φόβου των τριακοσίων, όσον διότι ηγάπησε και εθαύμασε το φρόνημα και την αρετήν των Ρωμαίων. Τον άνδρα τούτον πάντες σχεδόν ομοφώνως τον καλούσι Μούκιον και Σκαιόλαν· αλλ' Αθηνόδωρος ο Σάνδωνος (169) εν τω λόγω του τω προς την Οκταβίαν, την αδελφήν του Καίσαρος (170), λέγει ότι ωνομάζετο και Οψίγονος (171).
ΙΗ. Και ο Ποπλικόλας δ' αυτός, θεωρών τον Πορσήναν ολιγώτερον βαρύν ως εχθρόν παρ' άξιον να γίνη φίλος της πόλεως και σύμμαχος, δεν απέφευγε να δικασθή ενώπιον αυτού προς τον Ταρκύνιον, αλλ' είχε πεποίθησιν και προσεκάλει πολλάκις εκείνον διά να τον αποδείξη κάκιστον άνθρωπον, δικαίως την αρχήν στερηθέντα. Επειδή δ' ο Ταρκύνιος απεκρίθη τραχέως ότι ουδένα αναγνωρίζει δικαστήν, και πάντων ολιγώτερον τον Πορσήναν, αν σύμμαχος ών μετεβάλλετο, δυσαρεστηθείς ο Πορσήνας, και κηρυχθείς κατά του Ταρκυνίου, προσέτι δε παρακινούμεμενος και παρακαλούμενος υπό του υιού του Αρρόντος υπέρ των Ρωμαίων, έπαυσε τον πόλεμον, επί συμφωνία να τω αποδώσωσιν οι Ρωμαίοι όσον μέρος είχον αφαιρέσει εκ της Τυρρηνικής χώρας, να τω αποπέμψωσι τους αιχμαλώτους, και να λάβωσιν αυτοί οπίσω τους αυτομόλους των. Εις βεβαίωσιν δε της συνθήκης ταύτης έδωκαν ομήρους δέκα νέους ευπατρίδας περιπορφύρους (172), και άλλας τόσας παρθένους, εν αίς ήν και Ουαλερία, η θυγάτηρ του Ποπλικόλα.
ΙΘ. Όταν δε ταύτα επράττοντο, και ο Πορσήνας, πιστεύων εις τα συνομολογηθέντα, παρητήθη των πολεμικών παρασκευών, αι παρθένοι των Ρωμαίων κατήλθον εις λουτρόν, όπου η όχθη του ποταμού ημικυκλικώς προέχουσα, ήσυχον διετήρει και γαληνιαίον το κύμα. Μη ιδούσαι δ' ούτε φυλακήν τινα, ούτε διαβάτας τινάς ή διαπλέοντας, επεθύμησαν να διαβώσι τον ποταμόν κολυμβώσαι, αψηφούσαι το πολύ ρεύμα και τας βαθείας δίνας. Τινές δε λέγουσιν ότι μία εξ αυτών, Κλοιλία ονομαζομένη, διήλθεν έφιππος το πέρασμα, παρακινούσα και ενθαρρύνουσα και τας λοιπάς, αίτινες εκολύμβων. Όταν δε σωθείσαι ήλθον εις τον Ποπλικόλαν, δεν εθαύμασεν αυτός ουδ' ευχαριστήθη, αλλ' ελυπήθη, ότι θα εφαίνετο απιστότερος του Πορσήνα, και το τόλμημα των παρθένων θα έδιδεν αφορμήν ν' αποδοθή εις τους Ρωμαίους κακούργημα. Διά τούτο, συλλαβών αυτάς, τας απέστειλε πάλιν προς τον Πορσήναν. Αλλ' εννοήσαντες τούτο οι περί τον Ταρκύνιον, εκάθισαν ενέδραν κατά των οδηγούντων τας νέας, και εν ώ επέρων, επετέθησαν κατ' αυτών, όντες πολυπληθέστεροι. Εν ώ όμως εκείνοι ανθίσταντο, ορμήσασα η Ουαλερία, η θυγάτηρ του Ποπλικόλα, διά μέσου των μαχομένων, έφευγε, και τρεις οικέται, διαφυγόντες μετ' αυτής, την υπερησπίζοντο. Αι δε λοιπαί έμενον μετά μεγίστου κινδύνου αναμεμιγμέναι μετά των πολεμούντων, μέχρις ού μαθών τούτο Άρρων ο υιός του Πορσήνα, ώρμησεν εις βοήθειαν αυτών, και τρέψας τους εχθρούς εις φυγήν, διέσωσε τους Ρωμαίους. Όταν δ' εκομίσθησαν αι παρθένοι και ο Πορσήνας τας είδεν, εζήτησε την γενομένην αρχηγόν της πράξεως και παρακινήσασαν και τας άλλας. Ακούσας δε το όνομα της Κλοιλίας, απέβλεψε προς αυτήν μετά προσώπου ιλαρού και φαιδρού, και διατάξας να τω φέρωσιν ένα των βασιλικών ίππων, ευπρεπώς κεκοσμημένον, τη τον εχάρισε. Τούτο προτείνουσιν ως μαρτυρίαν όσοι λέγουσιν ότι μόνη η Κλοιλία διέπλευσεν έφιππος τον ποταμόν· άλλοι δε λέγουσιν ουχί τούτο, αλλ' ότι ο Τυρρηνός ετίμησε την ανδρικήν αυτής τόλμην. Ίσταται δ' επί της ιεράς οδού, όταν προχωρώμεν προς το παλάτιον, ανδριάς αυτής έφιππος, όστις, καθ' ά τινες λέγουσιν, είναι ουχί της Κλοιλίας, αλλά της Ουαλερίας. Ο δε Πορσήνας, συνδιαλλαγείς μετά των Ρωμαίων, και άλλην πολλήν μεγαλοφροσύνην επέδειξεν εις την πόλιν, και διατάξας τους Τυρρηνούς να λάβωσι τα όπλα των μόνα, άλλο δ' ουδέν, αφήκε τα χαρακώματά του πλήρη σίτου πολλού και χρημάτων, και παρέδωκεν αυτά εις τους Ρωμαίους. Διά τούτο και μέχρις ημών εισέτι, πωλούντες τα δημόσια, πρώτα κηρύττουσι τα πράγματα του Πορσήνα, δι' αιωνίου μνήμης τιμώντες την χάριν ήν έλαβον παρά του ανδρός. Ίσταται δ' ιδρυμένος χαλκούς αυτού ανδριάς παρά το Βουλευτήριον, απλούς και αρχαϊκός κατά την εργασίαν.
Κ. Μετά δε ταύτα εισέβαλον οι Σαβίνοι εις την χώραν, και ύπατος ανεδείχθη ο Μάρκος Ουαλέριος, αδελφός του Ποπλικόλα, και ο Ποστούμιος Τούβερτος· αλλά τα μέγιστα επράττοντο κατά γνώμην και επί παρουσία του Ποπλικόλα. Ενίκησε δ' ο Μάρκος εις δύο μεγάλας μάχας, εις ών την δευτέραν ουδένα των Ρωμαίων απώλεσεν, εν ώ εκ των εχθρών εφονεύθησαν δεκατρείς χιλιάδες, και πλην των θριάμβων έλαβεν εις αμοιβήν οικίαν, ήτις τω ωκοδομήθη διά δημοσίας δαπάνης εις το Παλάτιον. Εν ώ δ' αι άλλαι θύραι τότε ηνοίγοντο εντός της οικίας, προς την αυλήν, εκείνης μόνης της οικίας επέτρεψαν η αύλειος θύρα ν' ανοίγηται προς τα έξω, όπως διά της τιμητικής ταύτης παραχωρήσεως φαίνηται ως αν πάντοτε εις τον οίκον εκείνου συμπεριελαμβάνετο και το δημόσιον έδαφος. Αι δ' Ελληνικαί θύραι λέγουσιν ότι πρότερον τοιαύται ήσαν πάσαι, συμπεραίνοντες τούτο εκ των κωμωδιών, διότι κτυπώσι τας θύρας αυτών έσωθεν οι θέλοντες να εξέλθωσιν διά ν' ακούωσιν έξωθεν όσοι διέρχονται ή ίστανται εμπρός, και μη τους κτυπήσωσι τα θυρώματα όταν ανοίγωνται εις την οδόν.
ΚΑ. Κατά δε το εξής έτος υπάτευσε πάλιν ο Ποπλικόλας το τέταρτον, και υπήρχε προσδοκία πολέμου, διότι συνεδέοντο εις συμμαχίαν οι Σαβίνοι και οι Λατίνοι (173). Κατέλαβε δε τότε καί τις δεισιδαιμονία την πόλιν, διότι πάσαι αι έγγυοι τότε γυναίκες απέβαλλον βεβλαμμένα παιδία, και ουδεμία γέννησις εγίνετο ευτυχής. Όθεν καθ' οδηγίαν των Σιβυλλείων βιβλίων, ευχάς ιλασμού ο Ποπλικόλας εις τον Άδην τελέσας, και αρχαίους τινάς αγώνας κατά χρησμούς της Πυθίας συνεστημένους επαναλαβών, και την πόλιν καθησυχάσας διά των προς τους Θεούς ελπίδων, έστρεψεν ήδη την προσοχήν του εις τους εκ των ανθρώπων κινδύνους· διότι μεγάλη εφαίνετο των εχθρών η συνάθροισις και η προπαρασκευή. Ήτον δε μεταξύ των Σαβίνων ο Άππιος Κλαύσος, ανήρ ισχύων διά του πλούτου του, και επίσημος διά την σωματικήν του ανδρείαν, και προ πάντων πρωτεύων διά της αρετής του την δόξαν και διά του λόγου του την δεινότητα. Δεν διέφυγε δε ουδ' αυτός ό,τι εις όλους τους μεγάλους συμβαίνει, αλλ' εφθονείτο, και αιτίαν κατηγοριών έδιδεν εις τους φθονούντας, ότι, εναντιούμενος εις τον πόλεμον, ήθελε ν' αυξήση την δύναμιν των Ρωμαίων διά να δουλώση την πατρίδα του και την τυραννήση. Βλέπων δ' ότι τους λόγους τούτους ήκουε το πλήθος μετ' ευχαριστήσεως, και ότι ήσαν ηρεθισμένοι κατ' αυτού οι πολεμοποιοί και οι στρατιωτικοί, εφοβείτο την κρίσιν, και διά τούτο, έχων πέριξ του εταιρείαν και δύναμιν φίλων και οικείων, εστασίαζε, και τούτο επέφερεν αναβολήν και παραμέλησιν του πολέμου εκ μέρους των Σαβίνων. Ταύτα λοιπόν όχι μόνον να γνωρίζη επιμελούμενος ο Ποπλικόλας, αλλά και να τα παρακινή, και να ερεθίζη την στάσιν, είχεν άνδρας φίλους του, οίτινες έλεγον εκ μέρους του προς τον Κλαύσον τοιαύτα· «Ό,τι ο Ποπλικόλας, γνωρίζων σέ άνδρα χρηστόν και δίκαιον, νομίζει ότι δεν πρέπει διά κακού να εκδικηθή τους συμπολίτας σου, ει και αδικούμενος. Αν δε θέλης να σωθής απερχόμενος, και να φύγης τους μισούντας σε, θα σε υποδεχθή και δημοσίως και ιδίως κατ' αξίαν και της σης αρετής και της λαμπρότητος των Ρωμαίων.» Ταύτα εσκέφθη πολλάκις ο Πλαύσος, και τω εφάνησαν το άριστον των μέτρων εις την ανάγκην εκείνην· δι' ό συμπαρεκίνησε και τους φίλους του, και αναστατώσας πεντακισχιλίους οίκους μετά παίδων και γυναικών, όλον το φιλήσυχον μέρος των Σαβίνων, το επιθυμούν βίον πράον και ατάραχον, απήλθεν εις Ρώμην, όπου είδησιν έχων ο Ποπλικόλας, τον εδέχθη προθύμως και φιλοφρόνως καθ' όλα τα δέοντα, ευθύς μεν πολιτογραφήσας τας οικογενείας, και δους εις εκάστην δύο πλέθρων (174) χώραν παρά τον Ανίωνα (175) ποταμόν. Εις δε τον Κλαύσον έδωκε πλέθρα πέντε και είκοσι, και τον ενέγραψεν εις την βουλήν. Ταύτην έλαβεν ούτος αρχήν του πολιτικού αυτού σταδίου, ο εμφρόνως διατρέξας, ανέδραμεν εις το πρώτον αξίωμα, και δύναμιν έλαβε μεγάλην, και κατέλιπεν εις την Ρώμην γένος ουδενός αδοξότερον, των Κλαυδίων το γένος (176).
ΚΒ. Αλλά και αφ' ού ούτως επερατώθησαν τα των Σαβίνων διά του μετοικισμού των ανδρών, πάλιν οι δημαγωγοί δεν άφηνον να ησυχάσωσι και ν' αποκαταστηθώσι τα πράγματα, αλλ' εκραύγαζον ότι δεινόν είναι ό,τι δεν τους έπεισε παρών ων ο Κλαύσος, να το κατορθώση φυγάς ήδη και εχθρός γενόμενος, το να μη τιμωρηθώσιν οι Ρωμαίοι διά την αυθάδειάν των. Κινηθέντες λοιπόν μετά μεγάλου στρατού, εστρατοπέδευσαν εις Φιδήνας, και ενέδραν θέντες δισχιλίων οπλιτών πλησίον της Ρώμης, εις τόπους κλειστούς και κοίλους, έμελλον, άμα εξημέρωνε, να πέμψωσιν ολίγους ιππείς εις λεηλασίαν. Παρήγγειλον δ' εις αυτούς, όταν φθάσωσι πλησίον της πόλεως, να υποχωρήσωσιν, έως ού ρίψωσι τους πολεμίους εις την ενέδραν. Ταύτα μαθών ο Ποπλικόλας αυθημερόν παρ' αυτομόλων, διέταξεν εν τάχει αναλόγως τα πάντα, και διένειμε την δύναμιν. Και ο μεν Ποστούμιος Βάλβος, ο γαμβρός αυτού, αφ' εσπέρας έτι μετά τρισχιλίων οπλιτών εξελθών, και καταλαβών τας κορυφάς των λόφων υφ' ούς ενέδρευον οι Σαβίνοι, έμεινε παραφυλάττων εκεί. Ο δε συνάρχων αυτού Λουκρήτιος, διοικών το ελαφροτάτον και γενναιότατον τάγμα της πόλεως, ετάχθη να επιπέση κατά των λεηλατούντων ιππέων. Αναλαβών δ' ο ίδιος το επίλοιπον στράτευμα, περιήλθε κύκλω τους πολεμίους. Συνέπεσε δε κατά τύχην βαθεία ομίχλη, και περί τον όρθρον συγχρόνως ο μεν Ποστούμιος μετά βοής επέπεσεν από των άκρων επί τους ενεδρεύοντας, και ο Λουκρήτιος αφήκε τους περί αυτόν κατά της εμπροσθοφυλακής των ιππέων, και ο Ποπλικόλας προσέβαλε το στρατόπεδον των εχθρών. Πανταχόθεν λοιπόν υπέφερε και κατεστρέφετο των Σαβίνων το στράτευμα. Εφόνευον δ' αυτούς οι Ρωμαίοι, ουδέ καν ανθισταμένους, αλλά φεύγοντας, διότι και η ελπίς αυτή εγίνετο όλεθρος εις αυτούς, όταν νομίζοντες οι μεν ότι οι άλλοι εσώθησαν, δεν εφρόντιζον να πολεμήσωσι και να μείνωσιν, αλλ' οι μεν εκ των χαρακωμάτων προς τους ενεδρεύοντας, ούτοι δε πάλιν προς εκείνους εις το στρατόπεδον τρέχοντες, συνεκρούοντο οι φεύγοντες προς τους φεύγοντας, και οι ζητούντες βοήθειαν προς τους ελπίζοντας βοήθειαν παρ' αυτών. Εις το να μη απολεσθώσι δε πάντες οι Σαβίνοι, αλλά και να σωθώσι τινές, συνετέλεσεν η των Φιδηνατών πόλις ούσα πλησίον, διότι εις αυτήν μάλιστα κατέφυγον οι εκ των στρατοπέδων, ότε ταύτα εκυριεύοντο. Όσοι δε δεν κατώρθωσαν να εισέλθωσιν εις Φιδήνας, ούτοι ή εθανατώθησαν, ή ζώντες ηχμαλωτίσθησαν υπό των Ρωμαίων.
ΚΓ. Τούτο το κατόρθωμα οι Ρωμαίοι, ει και συνηθίζοντες ν' αποδίδωσι πάσας τας μεγάλας νίκας εις τον Θεόν, το εθεώρησαν όμως ότι ήτον ενός έργον, του στρατηγού· και οι πολεμήσαντες άλλο δεν έλεγον, παρ' ότι ο Ποπλικόλας τοις παρέδωκε χωλούς και τυφλούς να κρεουργήσωσι τους εχθρούς, και σχεδόν εις φυλακήν δεδεμένους. Ενεδυναμώθη δε και διά χρημάτων ο δήμος εκ των λαφύρων και των αιχμαλώτων. Ο δε Ποπλικόλας, τον θρίαμβον οδηγήσας, και παραδούς την πόλιν εις τους υπάτους οίτινες μετ' αυτών εξελέγησαν, ευθύς ετελεύτησε, τον βίον του δαπανήσας, καθ' όσον είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον, εις ό,τι θεωρείται αγαθόν και καλόν. Ο δε δήμος, ως αν δεν τω είχεν αποδώσει εν όσω έζη ουδέν εκείνων ών ήτον άξιος, αλλ' αν ώφειλεν έτι πάσαν ευγνωμοσύνης ένδειξιν, εψήφισε να ταφή δημοσίως το σώμα του, και έκαστος συνεισέφερε προς τιμήν αυτού έν τεταρτημόριον (177). Αι δε γυναίκες, μεταξύ των ιδιαιτέρως συνεννοηθείσαι, επένθησαν έτος ολόκληρον δι' αυτόν πένθος έντιμον και φθονητόν. Ετάφη δε κατά ψήφισμα των πολιτών εντός της πόλεως, κατά την καλουμένην Ουελίαν (178), ώστε και εις όλον το γένος του παρέμεινε το δικαίωμα της αυτόθι ταφής. Τώρα όμως ουδείς των απογόνων του θάπτεται εις το μέρος εκείνο, αλλά φέροντες καταθέτουσιν εκεί τον νεκρόν, και δάδα τις καίουσαν λαβών, την θέτει μόλις υπό το σώμα, και έπειτα την αποσύρει, ως μαρτυρών διά του έργου τούτου ότι επιτρέπεται η τιμή αύτη, αλλ' ότι παραιτείται αυτής· και τότε αποκομίζουσι τον νεκρόν.
Α. Κατά την σύγκρισιν ταύτην υπάρχει ιδιαίτερον τι, και μη απαντώμενον εις άλλην
τινά εξ όσων εγράψαμεν, ότι ο είς υπήρξε μιμητής, ο δ' έτερος μάρτυς του άλλου.
Διότι παρατήρησον πόσον η κρίσις ήν ο Σόλων επέφερε προς τον Κροίσον περί
ευδαιμονίας αρμόζει εις τον Ποπλικόλαν μάλλον, παρά εις τον Τέλλον. Τω όντι τον
Τέλλον, περί ού αυτός είπεν ότι υπήρξε μακαριώτατος διά την ευδαιμονίαν, την
αρετήν και την ευτεκνίαν του, ούτε αυτός ανέφερεν ως άνδρα αγαθόν εις τα
ποιήματά του, ούτε οι παίδες του, ούτε δημόσιος τις αρχή τον εδόξασαν. Ο
Ποπλικόλας δε, και ζων επρώτευσε την δύναμιν και την δόξαν μεταξύ των
Ρωμαίων, ένεκα της αρετής αυτού, και αφ' ού απέθανε, μέχρις ημών έτι, μεταξύ
των επιφανεστάτων γενών και στεμμάτων
(179) οι
Ποπλικόλαι και Μεσάλαι και Ουαλέριοι
(180) δι'
εξακοσίων ετών αναφέρουσι την δόξαν της ευγενείας των. Και ο μεν Τέλλος
εφονεύθη υπό των εχθρών, ως ανήρ αγαθός, εν τη τάξει του μένων. Ο δε
Ποπλικόλας, φονεύσας τους πολεμίους, και τούτο είναι ευτυχέστερον του να πέση
πολεμών, και ιδών την πατρίδα του νικώσαν, διότι αυτός ήρχε και εστρατήγει,
τιμηθείς δε και θριαμβεύσας, έτυχε του υπό του Σόλωνος ζηλουμένου και
μακαριζομένου θανάτου. Προσέτι δε και ό,τι αυτός ο Σόλων ανεφώνησεν,
αποκρινόμενος εις τα του Μιμνέρμου περί χρόνου ζωής
(181),
Άκλαυστος μη μοι επέλθοι ο θάνατος, είθε δ' εις φίλους
εγκαταλείψω θανών πόνους και στόνους, πολλούς»,
αποδεικνύει τον Ποπλικόλαν ευδαίμονα· διότι αποθανών, ουχί εις τους φίλους ουδ' εις τους οικείους του μόνον, αλλ' εις πάσαν την πόλιν, εις μυριάδας πολλάς αφήκε δάκρυα και πόθον και κατήφειαν διά τον θάνατόν του· και όλαι αι γυναίκες των Ρωμαίων τον επένθησαν, ως αν είχον απολέσει υιόν ή αδελφόν ή πατέρα κοινόν.
«Χρήματα θέλω να έχω,
λέγει ο Σόλων,
«αλλά ν' αποκτήσω αδίκως
τούτο δεν θέλω,»
διότι επέρχεται δίκη θεία. Αλλ' ο Ποπλικόλας ου μόνον δεν επλούτει κακώς, αλλά και καλώς εδαπάνα, ευεργετών τους ανάγκην έχοντας. Ώστε, αν ο Σόλων ήτον πάντων σοφώτατος, ο Ποπλικόλας ήτον ευδαιμονέστατος· διότι όσα αγαθά ηύχετο εκείνος ως μέγιστα και κάλλιστα, ταύτα ηυτύχησεν ο Ποπλικόλας να τ' αποκτήση, και να διατηρήση αυτά μέχρι τέλους.
Β. Ούτως ελάμπρυνεν ο Σόλων τον Ποπλικόλαν, και τον Σόλωνα εκείνος, λαβών αυτόν εις τας πολιτικάς διατάξεις ως άριστον παράδειγμα ανδρός οργανίζοντος την δημοκρατίαν και εκ μεν της αρχής αφαιρέσας τον όγκον, κατέστησεν αυτήν ευμενή εις όλους και μη οχληράν, πολλούς δε νόμους εδανείσθη εκ των εδικών του. Διότι κύριον του διορισμού των αρχόντων κατέστησε το πλήθος, και επέτρεψεν εις τους καταδικασθέντας να εκκαλώσιν εις τον δήμον, καθώς ο Σόλων εις τους δικαστάς (182). Και βουλήν μεν άλλην δεν εσύστησε, καθώς ο Σόλων (183), ηύξησε δε την υπάρχουσαν, διπλασιάσας σχεδόν τον αριθμόν των βουλευτών. Εκείθεν ήλθε και η διάταξις των ταμιών διά τα χρήματα, όπως μήτε ο άρχων, αν είναι χρηστός, απασχολήται από των μεγαλητέρων, μήτε, κακός αν είναι, να έχη αφορμάς του ν' αδική περισσότερον, γενόμενος κύριος και των πράξεων και των χρημάτων. Το δε κατά των τυράννων μίσος φαίνεται εις του Ποπλικόλα τας διατάξεις σφοδρότερον διότι, αν τις επεχείρει να τυραννήση, ο μεν Σόλων τον τιμωρεί αφ' ού η ενοχή του αποδειχθή, ο δ' άλλος επιτρέπει να τον φονεύωσι προ της κρίσεως. Και εκαυχάτο μεν ορθώς και δικαίως ο Σόλων ότι, εν ώ και τα πράγματα τω επέτρεπον να τυραννήση, και οι πολίται προθύμως τον εδέχοντο, αυτός ηρνήθη, αλλ' ουχ ήττον καλόν είναι και το του Ποπλικολα, ότι έλαβε τυραννικήν αρχήν και την κατέστησε δημοτικωτέραν, και όταν την είχε δεν την μετεχειρίσθη ουδ' εις ό,τι τω ήτον επιτετραμμένον. Και τούτο δε φαίνεται πρώτος εννοήσας ο Σόλων, ότι ο δήμος
. . . . άριστα τότε τοις άρχουσι πείθεται, όταν
ούτ' αφεθή εντελώς, ούτε πολύ πιεσθή.
Γ. Ίδιον δε του Σόλωνος είναι η των χρεών άφεσις, δι' ής κυρίως εξησφάλισε την ελευθερίαν εις τους πολίτας. Διότι ουδέν όφελος να παρέχωσιν οι νόμοι ισότητα, όταν τα χρέη την αφήρουν από των πενήτων και όπου προ πάντων εφαίνοντο της ελευθερίας των χρήσιν ποιούμενοι, τότε μάλιστα εδούλευον τους πλουσίους, εις τα δικαστήρια, εις τας αρχάς, εις τας δημηγορίας, διαταγάς λαμβάνοντες και υπηρετούντες. Το δε μεγαλήτερον τούτου, ότι, εν ώ μετά πάσαν αποκοπήν χρεών είπετο στάσις, δι' εκείνης και μόνης, ως διά φαρμάκου παραβόλου μεν αλλ' ισχυρού, ό εγκαίρως εφήρμοσε, κατέπαυσε και την υπάρχουσαν στάσιν, διά της ιδίας αυτού αρετής και δόξης υπερισχύσας της αδοξίας και της κατηγορίας του πράγματος. Όλου δε του πολιτικού βίου η μεν αρχή ήτον η του Σόλωνος λαμπροτέρα· διότι αυτός εγένετο αρχηγός και δεν ηκολούθησε, και τα πλείστα και μέγιστα των κοινών έπραξε μόνος του και ουχί μεθ' ετέρων. Το δε τέλος ήτον του άλλου ευτυχέστερον και ζηλοτώτερον· διότι το μεν πολίτευμα του Σόλωνος είδεν ο ίδιος Σόλων καταργηθέν, το δε του Ποπλικόλα διετήρησεν εν τάξει την πόλιν μέχρι των εμφυλίων πολέμων. Προήλθε δε τούτο εκ του ότι, ο μεν, άμα θεις τους νόμους του, αφήσας αυτούς επί ξύλων και εις γράμματα, χωρίς τινος όστις να τους βοηθήση, απήλθεν εξ Αθηνών, ο δε μένων, και άρχων, και τα πολιτικά πράττων, ίδρυσε και αποκατέστησεν ασφαλές το πολίτευμα. Προσέτι δ' εκείνος, καί τοι προϊδών του Πεισιστράτου τα μέλλοντα επιχειρήματα, δεν εδυνήθη να τα εμποδίση, αλλ' ηττήθη υπό της τυραννίας συνισταμένης· ούτος δε, βασιλείαν προ πολλών ήδη χρόνων ισχύουσαν και επικρατούσαν, την απεδίωξε και κατήργησε, αρετήν μεν και προαίρεσιν ίσην δείξας προς την εκείνου, υπό τύχης δε βοηθηθείς και δυνάμεως εις υποστήριξιν της αρετής αυτού.
Δ. Των δε πολεμικών πράξεων ουδέ την κατά Μεγαρέων εκστρατείαν του Σόλωνος αναφέρει ο Πλαταιεύς Δαίμαχος (184), ως ημείς την διηγήθημεν· ο δε Ποπλικόλας τους μεγίστους αγώνας και μαχόμενος και στρατηγών κατώρθωσεν. Αλλά και ως προς τας πολιτικάς πράξεις, ο μεν ως παίζων τρόπον τινά, και μανίαν προσποιηθείς, εξήλθε να ομιλήση περί της Σαλαμίνας· ο δ' αμέσως ριφθείς εις τον μέγιστον κίνδυνον, επανέστη κατά του Ταρκυνίου, και την προδοσίαν ανεκάλυψε, και αίτιος προ παντός άλλου γενόμενος να τιμωρηθώσιν οι κακοί και να μη διαφύγωσιν, ου μόνον εξώρισε της πόλεως τα σώματα των τυράννων, αλλά και τας ελπίδας αυτών απέκοψεν. Ούτω δ' ανδρείαν αναπτύξας και επιμονήν εις τα πράγματα όσα επεδέχοντο αγώνα και τόλμην και αντίστασιν, έτι καλλήτερον προσηνέχθη ως προς όσα απήτουν ειρηνικήν ομιλίαν και πειθώ εύπλαστον, δι' ής τον ακαταμάχητον και φοβερόν Πορσήναν, είλκυσεν επιδεξίως, και τον μετέπεισεν εις φιλίαν. Ενταύθα θέλει τις ειπεί ότι ο μεν Σόλων ανεκτήσατο την Σαλαμίνα υπέρ των Αθηναίων, οίτινες την είχον εγκαταλείψει, ο δε Ποπλικόλας ότι εγκατέλιπε χώραν ήν οι Ρωμαίοι είχον αποκτήσει. Αλλά πρέπει να θεωρώμεν τας πράξεις αναλόγως προς τους καιρούς καθ' ούς συμβαίνουσι· διότι ποικίλος ων ο πολιτικός, μεταχειρίζεται τα πράγματα καθ' όν τρόπον έκαστον αυτών είναι μάλλον ευκατόρθωτον, και μέρος αφείς πολλάκις, έσωσε το παν, και μικρών παραιτούμενος επέτυχε μεγαλήτερα. Ούτω και ο ανήρ εκείνος τότε, παραιτηθείς της ξένης χώρας, έσωσεν ασφαλώς την πατρίδα του. Όταν δε μέγα ήτον και το να διαφυλάξη την πόλιν, αυτός κατέκτησε προσέτι και το στρατόπεδον των πολιορκούντων. Επιτρέψας δ' εις τον εχθρόν να γίνη δικαστής, και υπερισχύσας, προσαπέκτησε μετά της δίκης και όσα ην πρόθυμος να δώση όπως νικήση· διότι και του πολέμου έπαυσεν ο εχθρός, και τα εφόδια του πολέμου αφήκεν εις τους Ρωμαίους, διά την υπόληψιν της αρετής και της καλοκαγαθίας, ήν ο άρχων τω ενέπνευσεν υπέρ του έθνους παντός.
Α. ΤΟΥ δε Θεμιστοκλέους το γένος ήτον αφανέστερον, και ουχί τoσoύτov ένδοξον
διότι πατήρ αυτού ήτον ο Νεοκλής, ουχί εκ των επιφανεστάτων Αθηναίων,
Φρεάριος τον δήμον, εκ της Λεοντίδος φυλής
(185). Ήτον
δε νόθος εκ μητρός
(186), ως
λέγουσι ταύτα
(187).
«Θράσσα
(188) το
γένος, Αβρότονον· πλην τη Ελλάδι καυχώμαι
ότι τον μέγαν εγώ έτεκον Θεμιστοκλήν.»
Ο Φανίας (189) όμως την λέγει όχι Θράσσαν, αλλά Καρίνην (190), και όχι Αβρότονον (191), αλλ' Ευτέρπην. Ο δε Νεάνθης (192) προσθέτει και την πόλιν της Καριάς εξ ής κατήγετο, την Αλικαρνασσόν. Τότε συνήρχοντο οι νόθοι εις το Κυνόσαργες· είναι δε τούτο έξω των πυλών (193) γυμνάσιον του Ηρακλέους, διότι και εκείνος δεν ήτον γνήσιος μεταξύ των Θεών, αλλά μετείχε νοθείας, εξ αιτίας της μητρός του, ήτις ήτον θνητή. Ο Θεμιστοκλής λοιπόν έπεισε τινάς των ευγενών νεανίσκων, καταβάντες εις το Κυνόσαργες, ν' αλειφθώσι μετ' αυτού (194)· και αφ' ού τούτο έγινε, φαίνεται ότι κατά τούτον τον τρόπον αφήρεσε πανούργως την διάκρισιν των νόθων και των γνησίων. Προφανές δ' είναι ότι μετείχε του γένους των Λυκομηδών (195), διότι όταν το εν Φλυαίς (196) ιερόν, κοινόν όν των Λυκομηδών (197), εκάη υπό των βαρβάρων, αυτός το επεσκεύασε και το εκόσμησε με ζωγραφίας, ως διηγείται ο Σιμωνίδης (198).
Β. Όταν δ' ήτον παιδίον έτι, λέγεται υπό πάντων ότι ήτον πλήρης ορμής, και συνετός μεν την φύσιν, μεγαλοπράγμων δε την προαίρεσιν και πολιτικός. Διότι όταν εσχόλαζε από των μαθημάτων, κατά τας στιγμάς της ανέσεως, δεν έπαιζεν, ουδ' έμενεν αργός ως οι άλλοι παίδες, αλλ' ευρίσκετο λόγους τινάς μελετών και συνθέτων καθ' εαυτόν, και ήσαν οι λόγοι κατηγορία τινός ή συνηγορία των παίδων. Όθεν ο διδάσκαλος του συνείθιζε να λέγη, «Συ, ω παι, δεν θα είσαι μικρόν τι, αλλ' ή μέγα καλόν ή μέγα κακόν.» Προσέτι δε και εκ των μαθημάτων, όσα μεν συνέτεινον εις ρύθμισιν του ήθους, ή εσπουδάζοντο προς τέρψιν και ελευθέριον ανάπτυξιν φυσικών χαρίτων, εμάνθανεν απροθύμως και οκνηρώς· τα δε διδασκόμενα όπως διαμορφώσωσιν εις σύνεσιν και εις πράξιν, εφαίνετο παρ' ηλικίαν ότι δεν τα ημέλει, διότι είχεν ήδη πεποίθησιν εις την φύσιν του. Όθεν ύστερον, χλευαζόμενος υπό των υποτιθεμένων πεπαιδευμένων εις τας ελευθέρας λεγομένας και ευγενείς ασκήσεις, ηναγκάζετο να υπερασπίζηται εαυτόν κομπαστικώτερον, λέγων ότι λύραν μεν να αρμόση και να παίξη ψαλτήριον (199) δεν ηξεύρει, αλλά γνωρίζει πώς, λαβών πόλιν μικράν και άδοξον, να την καταστήση ένδοξον και μεγάλην. Ο Στησίμβροτος (200) όμως λέγει ότι ο Θεμιστοκλής ήκουσε και τον Αναξαγόραν (201), και εσπούδασεν υπό τον φυσικόν Μέλισσον (202), αλλά δεν υπολογίζεται ορθώς τους καιρούς· διότι όταν ο Περικλής, όστις ήτον πολύ νεώτερος του Θεμιστοκλέους, επολιόρκει τους Σαμίους, αυτών εστρατήγει ο Μέλισσος, ο δ' Αναξαγόρας συνανεστρέφετο μετ' αυτού. Ώστε αξιοπιστότεροι εισίν οι λέγοντες ότι ο Θεμιστοκλής εγένετο μιμητής του Φρεαρίου Μνησιφίλου (203), όστις ούτε ρήτωρ ήτον, ούτε εκ των φυσικών λεγομένων φιλοσόφων, αλλ' επάγγελμα είχε την τότε καλουμένην σοφίαν, ούσαν δεινότητα πολιτικήν, και δραστήριον σύνεσιν, και διέσωζεν αυτήν ως αίρεσιν διαδοχικώς από Σόλωνος (204). Ταύτην οι μεταγενέστεροι μετά δικανικών τεχνών αναμίξαντες, και την άσκησιν αυτής από των πράξεων εις λόγους μεταγαγόντες, ωνομάσθησαν σοφισταί. Τούτον όμως παρηκολούθει κυρίως αφ' ότου ήρχισε ν' αναμίγνυται εις τα πολιτικά. Κατά δε τας πρώτας ορμάς της νεότητος ήτον ανώμαλος και ακατάστατος, διότι ηκολούθει την φύσιν μόνην άνευ χειραγωγίας του λογικού και της ορθής αγωγής, σύρουσαν αυτόν και μεταβάλλουσαν τας διαθέσεις του, και πολλάκις μεταπίπτουσαν προς το χείρον, καθώς και αυτός ύστερον ωμολόγει, λέγων ότι και οι τραχύτατοι πώλοι γίνονται ίπποι άριστοι, όταν τύχωσι της ανηκούσης ανατροφής και ασκήσεως. Όσα δε πλάττουσί τινες και προσθέτουσι διηγήματα, την αποκήρυξιν του πατρός του, και τον εκούσιον θάνατον της μητρός του, βαθέως λυπηθείσης διά του υιού της την ατιμίαν, φαίνεται ότι είναι ψεύματα. Εξ εναντίας δ' υπάρχουσιν οι λέγοντες ότι ο πατήρ του αποτρέπων αυτόν του ν' αναμιγή εις τα πολιτικά, τω εδείκνυεν εις την παραλίαν ερριμμένας και λησμονουμένας τας παλαιάς τριήρεις, αινιττόμενος ότι ούτω προσφέρεται ο λαός και προς τους δημαγωγούς, όταν γίνωσιν άχρηστοι.
Γ. Φαίνεται δ' ότι τα πολιτικά είλκυσαν τον Θεμιστοκλέα ταχέως και ζωηρώς, και σφοδρά ότι τον εκυρίευσεν ορμή προς την δόξαν. Διά τούτο ευθύς εξ αρχής επιθυμών να πρωτεύση, εκηρύττετο θρασέως πολέμιος των εις την πόλιν ισχυρών και των πρωτευόντων, και μάλιστα του Αριστείδου, υιού του Λυσιμάχου, όστις έβαινε πάντοτε οδόν εναντίαν αυτού, αν και η κατ' αυτού έχθρα μειρακιώδη φαίνεται ότι έλαβε την αρχήν, το ότι αμφότεροι αγαπώντες τον καλόν Στησίλαον, Τήιον το γένος (205), ως ιστορεί ο φιλόσοφος Αρίστων (206), διηρέθησαν εκ τούτου και εις τα πολιτικά. Ουχ' ήττον όμως και η των βίων και των τρόπων αυτών ανομοιότης φαίνεται ότι ηύξησε την ασυμφωνίαν των· διότι ο Αριστείδης, πράος ων φύσει τον τρόπον και προς καλοκαγαθίαν επιρρεπής, δεν επολιτεύετο όπως χαρισθή είς τινας ή όπως αποκτήση δόξαν, αλλ' ηναγκάζετο υπέρ του δημοσίου καλού, ό εζήτει μετ' ασφαλείας και δικαιοσύνης, ν' αντιπράττη πολλάκις εις τον Θεμιστοκλέα, μετακινούντα πολλά των πραγμάτων του δήμου, και μεγάλας επιφέροντα καινοτομίας, και ηναντιούτο εις αυτού την αύξησιν. Διότι λέγεται ότι τόσον παράφορος ήτον προς την δόξαν, και μεγάλων πράξεων εραστής εκ φιλοτιμίας, ώστε, ότε ήτον έτι νέος, και έγινεν η κατά των βαρβάρων μάχη του Μαραθώνος, και διεφημίσθη η στρατηγία του Μιλτιάδου, αυτός εφαίνετο σκεπτικός πολλάκις, και τας νύκτας ηγρύπνει, και παρητείτο των συνήθων συμποσίων, και έλεγε προς εκείνους οίτινες τον ηρώτων και εξίσταντο διά του βίου του την μεταβολήν, ότι δεν τον άφηνε να κοιμάται του Μιλτιάδου το τρόπαιον. Καθότι οι μεν άλλοι ενόμιζον ότι η ήττα των βαρβάρων εις τον Μαραθώνα ήτον του πολέμου το τέλος, ο δε Θεμιστοκλής ότι ήτον η αρχή μεγαλητέρων αγώνων, και δι' αυτούς παρεσκεύαζε πάντοτε εαυτόν υπέρ της όλης Ελλάδος, και την πόλιν εγύμναζε, μακρόθεν ήδη προβλέπων το μέλλον.
Δ. Και πρώτον μεν, εν ώ συνήθειαν είχον οι Αθηναίοι να διανέμωνται μεταξύ των την Λαυριωτικήν πρόσοδον των αργυρωρυχείων (207), μόνος ετόλμησε να ειπή, εμφανισθείς εις τον δήμον, ότι πρέπει ν' αφήσωσι την διανομήν, και εκ των χρημάτων τούτων να κατασκευάσωσι τριήρεις διά τον πόλεμον κατά των Αιγινητών διότι προ πάντων ο πόλεμος ούτος ήτον εις ακμήν τότε εις την Ελλάδα, και οι Αιγινήται κατείχον την θάλασσαν διά του πλήθους των πλοίων των. Δια τούτο και ευκολώτερον τους έπεισεν ο Θεμιστοκλής, απειλών αυτούς ουχί διά του Δαρείου ουδέ διά των Περσών, οίτινες ήσαν μακράν, ουδ' ενέπνεον τοσούτον βέβαιον φόβον ότι εδύναντο να έλθωσιν, αλλά την οργήν και φιλονεικίαν των πολιτών προς τους Αιγινήτας καταλλήλως μεταχειρισθείς ίνα τους διαθέση εις την παρασκευήν ταύτην. Κατεσκευάσθησαν δ' εκ των χρημάτων εκείνων εκατόν τριήρεις, αίτινες και προς τον Ξέρξην εναυμάχησαν. Έκτοτε δε κατ' ολίγον έλκων και καταβιβάζων την πόλιν προς την θάλασσαν, διότι διά μεν του πεζού αυτών στρατού ουδέ κατά των γειτόνων των ήσαν ικανοί να πολεμήσωσι, διά δε της ναυτικής των δυνάμεως και τους βαρβάρους ν' αποκρούσωσι, και της Ελλάδος ν' άρχωσιν εδύναντο, αντί μονίμων οπλιτών τους κατέστησεν, ως λέγει ο Πλάτων (208), ναύτας και θαλασσινούς, και έδωκεν αφορμήν να τον διαβάλλωσι λέγοντες, ότι ο Θεμιστοκλής αφήρεσεν από των πολιτών το δόρυ και την ασπίδα, και κατήντησε τον δήμον εις το θρονίον του ναύτου και εις το κωπίον. Έπραξε δε ταύτα υπερισχύσας της αντιστάσεως του Μιλτιάδου, ως διηγείται ο Στησίμβροτος (209). Και αν μεν ταύτα πράξας έβλαψεν ή όχι την ακρίβειαν και την καθαρότητα του αττικού πολιτεύματος, τούτο ας μείνη εις θεωρίας φιλοσοφικωτέρας· ότι δε τότε η σωτηρία της Ελλάδος υπήρξεν η θάλασσα, και ότι αι τριήρεις εκείναι ανέστησαν πάλιν των Αθηναίων την πόλιν, τούτο και τ' άλλα όλα, και αυτός ο Ξέρξης το εμαρτύρησε. Διότι, εν ώ η πεζική του δύναμις έμενεν έτι ανέπαφος, αυτός έφυγε μετά την ήτταν των πλοίων του, ως μη ων πλέον εις κατάστασιν να πολεμήση· και αφήκε τον Μαρδόνιον μάλλον, καθ' όσον κρίνω, όπως εμποδίση τους Έλληνας μη τον διώξωσι, παρά διά να τους υποδουλώση.
Ε. Υπήρξε δ' ένθερμος χρηματολόγος· και οι μεν λέγουσιν, ότι εκ μεγαλοδωρίας, διότι αγαπών τας θυσίας, και την μεγαλοπρέπειαν όταν εδαπάνα προς ξένους, είχεν ανάγκην αφθόνων εισοδημάτων. Άλλοι δε τον κατηγορούσιν ως φειδωλόν και μικρολόγον πολύ, ώστε και τα τρόφιμα επώλει όσα τω έστελλον. Όταν δ' εζήτησε παρά του ιπποτρόφου Φιλίδου νέον πωλάριον, και εκείνος δεν το έδωκε, τον ηπείλησεν ότι θέλει καταστήσει ταχέως τον οίκον του Δούρειον ίππον (210), εννοών ότι θέλει κινήσει συγγενών κατηγορίας, και δίκας κατά του ανθρώπου τούτου εκ μέρους των οικείων αυτού. Κατά την φιλοτιμίαν δ' υπερέβαινε πάντας, εις βαθμόν ώστε όταν ήτον νέος και άσημος, παρεκάλεσε τον εξ Ερμιόνης Επικλέα, κιθαριστήν επιζήτητον εν Αθήναις, να μελετά παρ' αυτώ, φιλοτιμούμενος πολλοί να ζητώσι την οικίαν του, και να έρχωνται προς αυτόν. Ελθών δ' εις την Ολυμπίαν (211), και αντιφιλοτιμούμενος προς τον Κίμωνα διά την πολυτέλειαν των δείπνων και των σκηνών, και διά την άλλην λαμπρότητα και επίδειξιν, δεν ήρεσεν εις τους Έλληνας· διότι εις εκείνον μεν, όντα νέον και εξ οικίας μεγάλης, ενόμιζον ότι έπρεπε να συγχωρώσι τα τοιαύτα· ο δ' άλλος, μη ων έτι γνωστός, και φαινόμενος ότι χωρίς υπαρχόντων και παρ' αξίαν επήρετο, κατεκρίνετο επ' αλαζονεία. Ενίκησε δε και ως χορηγός τραγωδίας (212), όταν ήδη ο αγών ούτος ήτον περισπούδαστος, και μεγάλην εκίνει φιλοτιμίαν. Και πίνακα της νίκης του ανέθηκεν, έχοντα τοιαύτην επιγραφήν «Θεμιστοκλής Φρεάριος εχορήγει, Φρύνιχος εδίδασκεν, Αδείμαντος ήρχε» (213). Ηυχαρίστει όμως το πλήθος, διότι και εκάστου των πολιτών εγνώριζε το όνομα, και το έλεγεν από στόματος, και των συμβολαίων αυτών εγίνετο προθύμως κριτής ασφαλής· ώστε και είπε ποτέ προς τον ποιητήν Σιμωνίδην (214) τον Κείον, όστις εζήτησέ τι ουχί δίκαιον παρ' αυτού εν ώ εστρατήγει, ότι ούτε εκείνος θα ήτον καλός ποιητής αν έψαλλε παραφώνως (215), ούτε αυτός καλός άρχων, αν εχαρίζετο παρά νόμον. Άλλοτε δε πάλιν, σκώπτων τον Σιμωνίδην, τω έλεγεν ότι νουν δεν έχει να κακολογή μεν τους Κορινθίους, οίτινες έχουσι πόλιν μεγάλην, να κατασκευάζη δ' ιδίας εαυτού εικόνας, εν ώ είναι τόσον άσχημος. Καθ' όσον δ' ηύξανεν η δύναμίς του και ήρεσκεν εις το πλήθος, αντιπολιτευόμενος τον Αριστείδην, τον ενίκησε τέλος, και τον απεμάκρυνεν εξοστρακισθέντα.
ΣΤ. Ήδη δε κατέβαινεν ο Μήδος εις την Ελλάδα, και εν ώ οι Αθηναίοι εσκέπτοντο περί στρατηγού, λέγεται ότι οι μεν άλλοι οικειοθελώς παρητούντο της στρατηγίας, τρομάξαντες τον κίνδυνον· Επικύδης δ' ο υιός του Ευφημίδου, δημαγωγός ων και επιτηδειότατος ρήτωρ, μαλακός όμως την ψυχήν, και ευκόλως υπό χρημάτων διαφθειρόμενος, ότι επεθύμει την εξουσίαν, και είχεν ελπίδα να την επιτύχη, όταν εγίνετο η χειροτονία (216)· ότι δ' ο Θεμιστοκλής, φοβηθείς μη τα δημόσια καταστραφώσιν εντελώς, αν η κυβέρνησις έπιπτεν εις εκείνον, ηγόρασε διά χρημάτων την φιλοτιμίαν του Επικύδους. Επαινείται δ' αυτού και η πράξις προς τον δίγλωσσον όστις ήτον μεταξύ των σταλέντων υπό του βασιλέως διά να ζητήσωσι γην και ύδωρ (217). Τον ερμηνέα τούτον συλλαβών, τον εθανάτωσε διά ψηφίσματος, διότι ετόλμησε να δανείση την ελληνικήν γλώσσαν εις βάρβαρα προστάγματα (218). Ομοίως επηνέθη και διότι, κατά πρότασιν αυτού, Άρθμιος ο Ζελείτης (219), αυτός και τα παιδία και οι απόγονοι αυτού ενεγράφησαν εις τους ατίμους, διότι έφερε χρυσόν των Μήδων εις τους Έλληνας. Το δε μέγιστον των έργων του είναι ότι έπαυσε τους ελληνικούς πολέμους, και συνεφιλίωσε προς αλλήλας τας πόλεις, πείσας αυτάς ν' αναβάλωσι τας έχθρας των διά τον ξένον πόλεμον. Εις τούτο δε λέγουσιν ότι συνηγωνίσθη μετ' αυτού και Χείλεως ο Αρκάς (220).
Ζ. Άμα δε παρέλαβε την αρχήν, επεχείρησεν αμέσως να επιβιβάση τους πολίτας εις τας τριήρεις, και τους έπεισε να εγκαταλείψωσι την πόλιν, και ν' αντιταχθώσι προς τον βάρβαρον διά θαλάσσης όσον το δυνατόν μακρότερον της Ελλάδος. Επειδή δε πολλοί ανθίσταντο, εξήγαγε πολύ στράτευμα μετά των Λακεδαιμονίων εις τα Τέμπη (221), ως θέλων εκεί να προκινδυνεύση υπέρ της Θεσσαλίας, ήτις τότε δεν εφαίνετο έτι κλίνουσα προς τους Μήδους. Αφ' ού δ' ανεχώρησαν εκείθεν άπρακτοι, και οι Θετταλοί εκηρύχθησαν υπέρ του βασιλέως (222), και όλαι αι χώραι μέχρι της Βοιωτίας τα των Μήδων εφρόνουν, τότε οι Αθηναίοι ήρχισαν να προσέχωσι μάλλον εις την περί θαλάσσης γνώμην του Θεμιστοκλέους, και τον έπεμψαν μετά πλοίων να υπερφυλάξη τα στενά κατά το Αρτεμίσιον (223). Εκεί, οι μεν άλλοι Έλληνες έλεγον να έχωσι την αρχηγίαν ο Ευρυβιάδης και οι Λακεδαιμόνιοι· οι δ' Αθηναίοι, επειδή κατά τον αριθμόν των πλοίων υπερέβαινον όλους σχεδόν τους άλλους ομού, δεν ήθελον άλλους ν' ακολουθώσιν. Εννοήσας δε τον κίνδυνον ο Θεμιστοκλής, και αυτός παρεχώρησε την εξουσίαν εις τον Ευρυβιάδην, και τους Αθηναίους κατεπράυνεν, υποσχόμενος, αν διακριθώσιν εις τον πόλεμον, να κάμη τους λοιπούς Έλληνας να πείθωνται εις αυτούς του λοιπού εκουσίως. Εκ τούτου δύναται να θεωρηθή ότι προ πάντων έγινεν αίτιος της σωτηρίας της Ελλάδος, και προήγαγε κυρίως τους Αθηναίους εις δόξαν, διότι τους μεν εχθρούς ενίκησαν διά της ανδρείας των, τους δε συμμάχους διά της καλής των γνώμης. Όταν δ' ο βαρβαρικός στόλος έφθασεν εις Αφέτας (224), τρομάξας ο Ευρυβιάδης το πλήθος των πλοίων όσα εφέροντο απέναντι αυτών, ακούσας δ' ότι και άλλα διακόσια περιέπλεον υπεράνω της Σκιάθου, ήθελεν ευθύς να επιστρέψη αυτός εις την Ελλάδα, να καταπλεύση εις την Πελοπόννησον, και να περιφράξη τον πεζόν στρατόν διά του στόλου, νομίζων όλως απρόσβλητον την κατά θάλασσαν δύναμιν του βασιλέως. Φοβηθέντες δ' οι Ευβοείς μη οι Έλληνες τους εγκαταλείψωσι, συνενοήθησαν κρυφίως μετά του Θεμιστοκλέους, πέμψαντες προς αυτόν Πελάγοντά τινα μετά χρημάτων πολλών. Ταύτα δε λαβών εκείνος, ως ο Ηρόδοτος διηγείται, τα έδωκεν εις τον Ευρυβιάδη. Μεταξύ δε των πολιτών ο μάλλον εναντιούμενος εις αυτόν ήτον ο Αρχιτέλης, όστις ήτον τριήραρχος της ιεράς τριήρεως (225), αλλά μη έχων χρήματα να δώση εις τους ναύτας, έσπευδε ν' αναχωρήση ταχέως. Κατ' αυτού έτι μάλλον παρώξυνεν ο Θεμιστοκλής τους πολίτας, ώστε ορμήσαντες τω ήρπασαν το δείπνον του. Εν ώ δ' ο αρχιτέλης ελυπείτο διά τούτο και ηγανάκτει, έστειλεν ο Θεμιστοκλής προς αυτόν εντός κιβωτίου δείπνον άρτων και κρεάτων, και υποκάτω αυτών θέσας τάλαντον αργυρίου, τω εμήνυσε να δειπνήση κατά το παρόν, και την επαύριον να επιμεληθή τους τριηρίτας· ειδεμή, ότι θέλει τον καταγγείλει προς τους πολίτας ότι έλαβεν αργύριον παρά του εχθρού. Ταύτα λέγει Φανίας ο Λέσβιος (226).
Η. Αι δε μάχαι αι συγκροτηθείσαι τότε κατά των βαρβαρικών πλοίων περί τα στενά, κρίσιμοι μεν κυρίως δεν ανεδείχθησαν, ωφέλησαν όμως τους Έλληνας διά της πείρας, διότι δι' έργων εδιδάχθησαν κατά τους κινδύνους, ότι ούτε των πλοίων ο αριθμός, ούτε οι στολισμοί και η λαμπρότης των παρασήμων, ούτε αι κραυγαί και αι καυχήσεις, ούτε οι βάρβαροι παιάνες έχουσί τι το επίφοβον δι' άνδρας ηξεύροντας να έρχωνται εις χείρας, και τολμώντας να μάχωνται, αλλ' ότι πρέπει τα τοιαύτα καταφρονούντες, να ορμώσι κατά των σωμάτων, μετ' εκείνων να συμπλέκωνται, και κατ' εκείνων ν' αγωνίζωνται. Τούτο καλώς, ως φαίνεται, εννοήσας και ο Πίνδαρος, είπε περί της κατ' Αρτεμίσιον μάχης·
«όπου παίδες Αθηναίοι κρηπίδα
λαμπράν έστησαν ελευθερίας.»
Διότι τωόντι η τόλμη είναι της νίκης αρχή. Είναι δε το Αρτεμίσιον αιγιαλός της Ευβοίας προς βορράν αναπεπταμένος, υπεράνω της Εστιαίας (227). Αντικρύζει δ' εις αυτό η Ολιζών ιδίως εκ της χώρας ήτις ήτον υπό τον Φιλοκτήτην (228). Έχει δε μικρόν ναόν της Αρτέμιδος, της επικαλουμένης Προσηώας (229), και δένδρα φύονται περί αυτό, και στήλαι λίθου λευκού εισίν ιδρυμέναι ολόγυρά του. Ο δε λίθος, τριβόμενος διά της χειρός, δίδει χρώμα και οσμήν ως του κρόκου. Εις μίαν δε των στηλών ήτον γεγραμμένον τούτο το ελεγείον.
«Παίδες ποτέ Αθηναίων, ανθρώπων δαμάσαντες γένη
των εν Ασία πολλά εις τας θαλάσσας αυτάς
εν ναυμαχία, αφ' ού ο στρατός κατεστράφη των Mήδων,
μνήματα εις την θεάν Άρτεμιν ίστων αυτά.»
Δείκνυται δε τόπος της παραλίας όστις, εν ώ πέριξ υπάρχει άμμος πολλή, αναδίδει εκ του πυθμένος σκόνιν μέλαιναν και τεφρώδη, ως αν είχε προέλθει εκ πυρκαϊας, και φρονούσιν ότι ενταύθα είχον καύσει τα ναυάγια και τους νεκρούς.
Θ. Αφ' ού όμως τα συμβάντα εν Θερμοπύλαις ανηγγέλθησαν εις το Αρτεμίσιον, ακούσαντες ότι έπεσεν ο Λεωνίδας και ότι ο Ξέρξης ήτον κύριος των κατά ξηράν οδών, ανεχώρησαν να επιστρέψωσιν εις την Ελλάδα, και οι Αθηναίοι ετάχθησαν οι τελευταίοι, υψηλοφρονούντες διά την ανδρείαν και τα κατορθώματά των. Όταν δε παρέπλεε την χώραν ο Θεμιστοκλής, όπου έβλεπε μέρη εις ά έπρεπεν αναγκαίως ν' αρράξωσι και να καταφύγωσιν οι εχθροί, εχάραττεν εις τους λίθους γράμματα ευανάγνωστα, άλλους μεν ευρίσκων κατά τύχην, άλλους δε στήνων ο ίδιος εις τους όρμους και παρά τας πηγάς, και προτρέπων διά των γραμμάτων τους Ίωνας, αν μεν ήτον δυνατόν, ν' αποσκιρτήσωσι προς αυτούς, οίτινες ήσαν πατέρες των, και είχον κινδυνεύσει υπέρ της ελευθερίας εκείνων, ειδεμή, να βλάπτωσι τους βαρβάρους κατά τας μάχας και να τους ταράττωσι (230). Διά τούτων δ' ήλπιζεν ή να μεταπείση τους Ίωνας, ή να τους ταράξη, καθιστών αυτούς υπόπτους προς τους βαρβάρους. Ο δε Ξέρξης εισέβαλεν άνωθεν της Δωρίδος εις την Φωκίδα, και έκαιε τας πόλεις των Φωκέων, χωρίς να θελήσωσι ν' αντισταθώσιν οι Έλληνες, αν και οι Αθηναίοι τους παρεκάλουν να τον απαντήσωσιν εις την Βοιωτίαν προ της Αττικής, καθώς αυτοί τους εβοήθησαν κατά θάλασσαν εις το Αρτεμίσιον. Επειδή δ' ουδείς τους ήκουεν, αλλά διά την Πελοπόννησον μόνον εφρόντιζον, και έσπευδον να συνάξωσιν όλην την δύναμιν, και ωχύρουν τον Ισθμόν διά τείχους από θαλάσσης εις θάλασσαν, συγχρόνως μεν ωργίζοντο οι Αθηναίοι διά την προδοσίαν, συγχρόνως δ' εκυριεύοντο υπ' αθυμίας και λύπης, διότι έμενον μεμονωμένοι. Και να πολεμήσωσι μεν ουδόλως διενοούντο εναντίον τοσούτων μυριάδων στρατού· το δε μόνον αναγκαίον εις την τότε περίστασιν, ήτον ν' αφήσωσι την πόλιν και να έμβωσιν εις τα πλοία. Αλλά το πλήθος ήκουε τούτο αγανακτούν, και έλεγον ότι ούτε νίκην θέλουσιν, ούτε σωτηρίαν ηξεύρουσιν, αν αφήσωσι τα ιερά των Θεών και των πατέρων τους τάφους.
I. Τότε ο Θεμιστοκλής, μη δυνάμενος δι' ανθρωπίνων υπολογισμών να κερδίση το πλήθος, εκίνησε μηχανήν τινα ως εις τας τραγωδίας, και τοις έφερε θεία σημεία και χρησμούς. Και σημείον μεν έλαβεν ότι ο δράκων κατ' εκείνας τας ημέρας έγινεν αφανής εκ του ναού, και τας καθ' ημέραν εις αυτόν προσφερομένας τροφάς ευρίσκοντες αψαύστους οι ιερείς, το είπον εις τον λαόν (231), προς όν ο Θεμιστοκλής διέδιδεν ότι η Θεά αφήκε την πόλιν, οδηγούσα αυτούς προς την θάλασσαν. Εδημαγώγει δε και διά του χρησμού, λέγων ότι ουδέν άλλον σημαίνει το ξύλινον τείχος, ειμή τα πλοία (232), δι' ό και ονομάζει ο Θεός την Σαλαμίνα «θείαν», και ουχί αθλίαν ή δυστυχή, διότι έμελλε να δώση τ' όνομά της εις μέγα τι των Ελλήνων ευτύχημα. Άμα δ' η γνώμη του υπερίσχυσεν, έγραψε ψήφισμα, την μεν πόλιν να παρακαταθέσωσιν εις την Αθηνάν, την προστάτιν των Αθηναίων, όλοι δ' οι ενήλικες να εμβώσιν εις τας τριήρεις, τους δε παίδας και τας γυναίκας και τους δούλους να σώση έκαστος όπως δυνηθή. Αφ' ού δ' εκυρώθη το ψήφισμα, οι πλείστοι των Αθηναίων απέστειλαν τους γονείς και τας γυναίκας των εις την Τροιζήνα, και οι Τροιζήνιοι τους εδέχοντο μετά πλείστης φιλοτιμίας, ψηφίσαντες να τρέφωσιν αυτούς δημοσίως, και να δίδωσι δύο οβολούς εις έκαστον, και τα παιδία να έχωσι την άδειαν να λαμβάνωσι πανταχόθεν οπωρικά, και προσέτι να πληρώνωνται δι' αυτά μισθοί εις διδασκάλους. Έγραψε δε το ψήφισμα τούτο ο Νικαγόρας. Δημόσια δε χρήματα δεν είχον οι Αθηναίοι· αλλ' ο Αριστοτέλης λέγει ότι η βουλή του Αρείου Πάγου εχορήγησεν εις έκαστον των στρατιωτών ανά οκτώ δραχμάς (233), και ούτως εις αυτήν προ πάντων οφείλεται ότι επληρώθησαν ανδρών αι τριήρεις. Ο δε Κλείδημος (234) και τούτο λέγει στρατήγημα του Θεμιστοκλέους, ότι, όταν οι Αθηναίοι κατέβαινον εις τον Πειραιά, απωλέσθη το Γοργόνειον του αγάλματος της Θεάς (235), και ο Θεμιστοκλής, προσποιούμενος ότι ζητεί αυτό, και προς τούτο εξετάζων τα πάντα, εύρε πλήθος χρημάτων κεκρυμμένων εις των πολιτών τας αποσκευάς, και ταύτα έφερεν εις το μέσον, ώστε υπήρξεν ευπορία εφοδίων διά τους εμβαίνοντας εις τας ναυς. Όταν δ' η πόλις εξέπλεεν, εις άλλους μεν επροξένει οίκτον το θέαμα, εις άλλους δε θαυμασμόν διά την τόλμην, όταν τους μεν γονείς των έπεμπον αλλαχού, αυτοί δ' άκαμπτοι προς των γυναικών τους στεναγμούς και τα δάκρυα, και προς των παιδίων των τους εναγκαλισμούς, μετέβαινον εις την νήσον. Εις οίκτον όμως εκίνουν πολλοί των πολιτών, οίτινες έμενον διά γήρας οπίσω· υπήρχε δε καί τις γλυκεία συμπάθεια προς τα ήμερα και σύντροφα ζώα, όταν μετά φωνής και μετά πόθου παρηκολούθουν τους τροφείς των εμβαίνοντας εις τα πλοία. Μεταξύ αυτών ιστορείται ότι ο κύων Ξανθίππου του πατρός του Περικλέους, μη ανεχόμενος να χωρισθή απ' αυτού, επήδησεν εις την θάλασσαν, και κολυμβών πλησίον εις την τριήρην, έφθασεν εις την Σαλαμίνα, όπου λειποθυμήσας, αμέσως απέθανε. Τούτου λέγουσιν ότι είναι τάφος το μέχρι τούδε δεικνύμενον και ονομαζόμενον Κυνός σήμα.
ΙΑ. Πράξεις δε μεγάλαι εισίν αύται του Θεμιστοκλέους. Εννοήσας ότι οι πολίται επόθουν τον Αριστείδην, και εφοβούντο μη εξ αγανακτήσεως ενωθή μετά του βαρβάρου, και ανατρέψη τα πράγματα της Ελλάδος (διότι προ του πολέμου είχεν εξοστρακισθή καταδιωχθείς υπό του Θεμιστοκλέους), έγραψε ψήφισμα, καθ' ό επετρέπετο εις τους προσκαίρως εξωρισμένους να επανέλθωσι, και να πράττωσι και προτείνωσιν μετά των λοιπών πολιτών ό,τι συμφέρον εις την Ελλάδα. Προς τον Ευρυβιάδην δε, όστις είχε την αρχηγίαν του στόλου διά της Σπάρτης την επισημότητα, όστις όμως ήτον άτολμος προς τον κίνδυνον, και ήθελε ν' αναχωρήση και να πλεύση εις τον Ισθμόν, ο Θεμιστοκλής αντέλεγε. Τότε λέγουσιν ότι εδέθησαν και εκείνα τα μνημονευόμενα, ότι ο Ευρυβιάδης τω είπεν «Ω Θεμιστόκλεις, εις του αγώνας ραπίζουσι τους προ της ώρας ανισταμένους» (236). «Ναι, είπεν ο Θεμιστοκλής, αλλά τους μένοντας οπίσω δεν τους στεφανώνουσι». Τότε εκείνος ύψωσε την ράβδον του διά να τον κτυπήση, και ο Θεμιστοκλής είπε· «Κτύπα, αλλ' άκουσον» (237). Και ο Ευρυβιάδης εθαύμασε την πραότητα αυτού, και τω είπε να ομιλήση· ο δε Θεμιστοκλής ήρχισε να τον επαναφέρη εις τον ορθόν λόγον. Αλλά τις των παρευρισκομένων είπεν, ότι άνθρωπος άπολις δεν είναι ορθόν να διδάσκη τους έχοντας πατρίδας να τας εγκαταλείψωσι και ν' αδιαφορήσωσι δι' αυτάς· «Ημείς, είπεν ο Θεμιστοκλής, ω μοχθηρέ, τας μεν οικίας και τα τείχη ημών κατελείψαμεν, θέλοντες να μη γίνωμεν δούλοι προς χάριν αψύχων. Έχομεν δε πόλιν μεγίστην μεταξύ των Ελληνίδων, τας διακοσίας τριήρεις, αίτινες ήλθον να σας βοηθήσωσι, διότι περιμένετε την σωτηρίαν σας απ' αυτών. Αν δε και εκ δευτέρου αναχωρήσητε προδίδοντες ημάς, ταχέως θ' ακούσωσιν οι Έλληνες ότι οι Αθηναίοι απέκτησαν και πόλιν ελευθέραν και χώραν όχι κατωτέραν εκείνης ήν απώλεσαν». Ως δ' είπε ταύτα ο Θεμιστοκλής, υπόνοια και φόβος κατέλαβε τον Ευρυβιάδην, μη οι Αθηναίοι τους εγκαταλείψωσι και απέλθωσιν. Επειδή δε καί τις των παρόντων, Ερετριεύς, ηθέλησε τι να ειπή απ' εναντίας αυτού, «Πώς; τω είπεν έχετε λόγον περί πολέμου και σεις, οίτινες, ως τα καλαμάρια, ξίφος έχετε και καρδίαν δεν έχετε;» (238)
IB. Λέγεται δ' υπό τινων ότι ο Θεμιστοκλής διελέγετο περί τούτων άνωθεν από του καταστρώματος του πλοίου, όταν γλαυξ εφάνη πετώσα προς τα δεξιά των πλοίων, και εκάθησεν εις τα εξάρτια. Διά τούτο έτι μάλλον έκλινον προς την γνώμην του (239), και ήτοιμάζοντο να ναυμαχήσωσιν. Αλλ' όταν ο στόλος των πολεμίων, διευθυνόμενος προς της Αττικής το Φαληρικόν, απέκρυψεν όλους τους πέριξ αιγιαλούς, και ο βασιλεύς μετά του πεζού στρατού καταβάς εις την θάλασσαν, εφάνη αιφνηδίως έχων πάσας τας δυνάμεις ομού συνηγμένας, τότε εξέφυγον τους Έλληνας οι λόγοι του Θεμιστοκλέους, και πάλιν έστρεφον τα βλέμματα οι Πελοποννήσιοι προς τον Ισθμόν, και ωργίζοντο αν άλλος άλλο επρότεινεν. Εμελέτων δε την νύκτα ν' αναχωρήσωσι, και παρήγγελλον εις τους κυβερνήτας να είν' έτοιμοι διά πλουν. Τότε, δυσανασχετών ο Θεμιστοκλής, ότι αφήνοντες οι Έλληνες την βοήθειαν του τόπου και των στενών, έμελλον να διαλυθώσι κατά πόλεις, εσκέφθη και απεφάσισε το μετά του Σικίνου τέχνασμα. Ήτον δ' ο Σίκινος Πέρσης το γένος, αιχμάλωτος, αγαπώμενος υπό του Θεμιστοκλέους, και των τέκνων αυτού παιδαγωγός. Έπεμψε λοιπόν αυτόν κρυφίως προς τον Πέρσην, και τω παρήγγειλε να ειπή ότι ο Θεμιστοκλής, ο στρατηγός των Αθηναίων, φρονών τα του βασιλέως, τω καταγγέλλει πρώτος ότι οι Έλληνες δραπετεύουσι, και τον προτρέπει να μη τους αφήση να φύγωσιν, αλλ' εν ώ διατελούσιν εις ταραχήν, όντες κεχωρισμένοι από των πεζών, να επιπέση και να καταστρέψη την ναυτικήν αυτών δύναμιν. Ταύτα δ' ακούσας ο Ξέρξης, και νομίσας ότι τω ελέγοντο εκ φιλικής προαιρέσεως, εχάρη, και ευθύς διέταξε τους αρχηγούς των πλοίων, εις μεν τα άλλα να εισαγάγωσι τους στρατιώτας μεθ' ησυχίας· να κινήσωσι δ' αμέσως μετά διακοσίων, και να περικυκλώσωσι πανταχόθεν το πέραμα, και να διαζώσωσι τας νήσους (240), ώστε ουδείς να διαφύγη εκ των εχθρών. Εν ώ δε ταύτα εξετελούντο, πρώτος εννοήσας αυτά Αριστείδης ο Λυσιμάχου, ήλθε προς την σκηνήν του Θεμιστοκλέους, ει και δεν ήτον φίλος του, αλλά μάλιστα, ως είπομεν, εξ αιτίας εκείνου εξοστρακισθείς. Όταν δ' εξήλθεν ο Θεμιστοκλής προς αυτόν, τω είπε περί της περικυκλώσεως. Εκείνος δε, γνωρίζων και την κατά τα λοιπά πάντα χρηστότητα του ανδρός, και υπερχαρείς διά την τότε παρουσίαν του, τω είπεν όσα ενήργησεν διά του Σικίνου, και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση και να συμπράξη μετά προθυμίας, όπως οι Έλληνες, οίτινες είχον εις αυτόν περισσοτέραν εμπιστοσύνην, ναυμαχήσωσιν εντός των στενών. Και ο μεν Αριστείδης, επαινέσας τον Θεμιστοκλέα, περιήλθε τους άλλους στρατηγούς και τριηράρχας, παροξύνων αυτούς προς την μάχην. Αυτοί όμως εδυσπίστουν εισέτι, όταν εφάνη αυτόμολος τριήρης Τηνία (241) ής ναύαρχος ήτον ο Παναίτιος, και απήγγειλε την κύκλωσιν. Ώστε και εκ θυμού και εξ ανάγκης οι Έλληνες ερίφθησαν εις τον κίνδυνον.
ΙΓ. Άμα δ' εξημέρωσεν, ο Ξέρξης εκάθησεν υψηλά, επιβλέπων τον στόλον και την παράταξιν, ως μεν λέγει ο Φανόδημος (242), υπεράνω του ναού του Ηρακλέους, όπου βραχύ πέραμα χωρίζει την Αττικήν και την νήσον, ως δ' ο Ακεστόδωρος (243), κατά τα σύνορα της Μεγαρίδος, υπεράνω των λεγομένων Κεράτων (244), στήσας καθέδραν χρυσήν (245), και περιστοιχισθείς υπό πολλών γραμματέων, ών έργον ην να καταγράφωσι τα κατά την μάχην γινόμενα. Εν ώ δ', ο Θεμιστοκλής ετέλει θυσίαν παρά την ναυαρχίδα τριήρην, προσήχθησαν εις αυτόν τρεις αιχμάλωτοι, εξόχως ωραίοι το πρόσωπον, λαμπρά δε φορέματα και χρυσά φορούντες κοσμήματα. Ελέγετο δ' ότι ήσαν υιοί της Σανδάκης, αδελφής του βασιλέως, και του Αρταύκτου. Τούτους ιδών Ευφραντίδης ο μάντις, επειδή συγχρόνως μεν ανέλαμψεν εκ του βωμού μέγα πυρ και λαμπρόν, συγχρόνως δε και άλλο εδόθη σημείον, πτερνίσματος εκ δεξιών (246), συγχαρείς τον Θεμιστοκλέα, τον διέταξε ν' αρχίση από των νεανίσκων, και να τους σφαγιάση όλους, προσευχηθείς εις τον ωμηστήν Διόνυσον (247), διότι ούτως ήθελε δοθή εις τους Έλληνας σωτηρία και νίκη. Και ο μεν Θεμιστοκλής εξεπλάγη ακούσας το μέγα τούτο και φοβερόν μάντευμα. Αλλ' ως συμβαίνει συνήθως επί μεγάλων αγώνων και επί δυσκόλων πραγμάτων, οι του κοινού λαού εκ των παραλόγων μάλλον ή εκ των ευλόγων την σωτηρίαν ελπίζοντες, επεκαλούντο τον Θεόν όλοι ομού φωνάζοντες, και ενταυτώ, φέροντες τους αιχμαλώτους εις τον βωμόν, ηνάγκασαν να γίνη η θυσία, ως ο μάντις εκέλευσε. Ταύτα διηγείται ανήρ φιλόσοφος, και γνώσεων μη εστερημένος ιστορικών, ο Λεσβίος Φανίας (248).
ΙΔ. Περί δε του πλήθους των βαρβαρικών πλοίων ο ποιητής Αισχύλος, ως γνωρίζων αυτά, και δυνάμενος να τα βεβαίωση, λέγει ταύτα εις την τραγωδίαν τους Πέρσας (249).
«Του Ξέρξου ήτον (το ηξεύρω) χιλιάς
ο αριθμός των πλοίων τα δε τάχιστα
δις ήσαν εκατόν κ' επτά, ως λέγεται.»
Αι δ' Αττικαί ήσαν εκατόν ογδοήκοντα τον αριθμόν, και εκάστη είχε δεκαοκτώ τους μαχομένους εκ του καταστρώματος· εκ τούτων δε τέσσαρες ήσαν τοξόται, και οι λοιποί οπλίται. Φαίνεται δ' ότι ο Θεμιστοκλής ενόησε και παρεμόνευσε τον καιρόν ουχ ήττον καλώς ή τον τόπον, και δεν παρέταξε τας τριήρεις του προς τας βαρβαρικάς πριν ή φθάση η συνήθης ώρα, ήτις πάντοτε φέρει σφοδρόν τον άνεμον και το κύμα διά των στενών από του πελάγους· διότι τας μεν ελληνικάς, ούσας χαμηλάς, και μη εγειρομένας πολύ υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης, ολίγον έβλαπτε· πίπτων δ' εις τας βαρβαρικάς αίτινες είχον ορθάς τας πρύμνας και εφέροντο βαρείαι εξ αιτίας των υψηλών καταστρωμάτων, τας έξωθεν του δρόμου των, και τας παρέδιδε πλαγίως εις τους Έλληνας, οίτινες προσέβαλλον μεθ' ορμής, προσέχοντες κυρίως εις τον Θεμιστοκλήν διότι τούτον εθεώρουν ως εννοούντα υπέρ πάντα άλλον τι ήτον το συμφέρον, και διότι προς το μέρος εκείνου ο ναύαρχος του Ξέρξου Αριαμένης, πλοίον έχων μέγα, ετόξευε και ηκόντιζεν ως από τείχους, ανήρ ικανός ων, και ο άριστος και δικαιότατος εκ των αδελφών του βασιλέως. Ούτος, όταν του Δεκελέως (250) Αμεινίου και Σωκλέους του Πεδιέως (251), οίτινες συνέπλεον επί του αυτού πλοίου, αι τριήρεις έπεσαν επί αλλήλων πρώραν προς πρώραν, και μαχόμεναι διά των εμβολών, συνεκολλήθησαν, ερίφθη εις το πλοίον αυτών αυτοί δ' αντιστάντες, και κτυπώντες αυτόν διά των δοράτων των, τον έρριψαν εις την θάλασσαν, και το σώμα αυτού φερόμενον μετά των άλλων ναυαγίων, ανεγνώρισεν η Αρτεμισία (252), και το έφερεν επάνω προς τον Ξέρξην (253).
ΙΕ. Εν ώ δ' εις τοιαύτην θέσιν ήτον η μάχη, λέγουσιν ότι έλαμψε μέγα φως εκ της Eλευσίνος (254), ήχος δε και φωνή επλήρωσε το Θριάσιον πεδίον (255) μέχρι της θαλάσσης, ως αν πολλοί άνθρωποι ομού εξήγον τον μυστικόν Ίακχον (256). Εκ του μέσου δε του πλήθους των κραυγαζόντων εφάνη νέφος βαθμηδόν υψούμενον, και έπειτα, πάλιν υποχωρούν, επέπεσεν εις τας τριήρεις. Άλλοι δ' ενόμισαν ότι είδον φαντάσματα και είδωλα ανθρώπων ενόπλων, από της Αιγίνης εκτεινόντων τας χείρας προ των ελληνικών τριηρών, και είκαζον ότι ήσαν οι Αιακίδαι (257) ούς είχον προ της μάχης επικαλεσθή δι' ευχών εις βοήθειαν. Πρώτος λοιπόν εκυρίευσε πλοίον ο Λυκομήδης, τριήραρχος Αθηναίος, και αυτού αποκόψας τα παράσημα, το αφιέρωσεν εις τον δαφνηφόρον Απόλλωνα (258). Οι δ' άλλοι, ίσοι κατά το πλήθος γινόμενοι προς τους βαρβάρους, πολεμούντας εντός στενού (259), και πίπτοντας τους μεν επί τους δε, τους έτρεψαν, αφ' ού αντεστάθησαν μέχρι δείλης, ως λέγει ο Σιμωνίδης (260), την καλήν και περιβόητον εκείνην θριαμβεύσαντες νίκην, ής ουδ' υφ' Ελλήνων ουδ' υπό βαρβάρων ποτέ άλλο λαμπρότερον θαλάσσιον κατωρθώθη έργον, διά της ανδρείας μεν και της προθυμίας πάντων ομού των ναυμαχησάντων, διά της φρονήσεως δε συγχρόνως και της ικανότητος του Θεμιστοκλέους (261).
ΙΣΤ. Μετά δε την ναυμαχίαν, ο Ξέρξης μη απελπιζόμενος έτι προς την αποτυχίαν, επεχείρει διά χωμάτων να φέρη τον πεζόν του στρατόν εις την Σαλαμίνα κατά των Ελλήνων, εμφράττων το μεταξύ πέραμα. Ο δε Θεμιστοκλής θέλων διά των λόγων του να εννοήση τι φρονή ο Αριστείδης, επρότεινε να πλεύσωσιν εις τον Ελλήσποντον, και να καταστρέψωσι την γέφυραν (262), «ώστε, είπε, να συλλάβωμεν την Ασίαν εντός της Ευρώπης». Αλλά δυσανασχετών προς ταύτα ο Αριστείδης (263), «τώρα μεν, είπεν, επολεμήσαμεν κατά του βαρβάρου εν ώ εις τρυφήν παρεδίδετο· αν δε κατακλείσωμεν εις την Ελλάδα, και διά του φόβου αναγκάσωμεν να πολεμήση άνδρα κύριον τοσούτων δυνάμεων, δεν θα καθήση πλέον υπό σκιάδα χρυσήν να βλέπη την μάχην ησύχως, αλλά θέλει τα πάντα τολμήσει, και θέλει παρευρίσκεσθαι πανταχού, ένεκα του κινδύνου, όπως επανορθώση την αποτυχίαν του, και θέλει σκεφθή καλλήτερα, προκειμένου περί των όλων. Επομένως, είπε, δεν πρέπει, ω Θεμιστόκλεις, να καταστρέψωμεν ημείς την υπάρχουσαν γέφυραν, αλλά και άλλην ει δυνατόν να κατασκευάσωμεν, και να εκβάλωμεν ταχέως τον άνθρωπον εκ της Ευρώπης.» «Λοιπόν, είπεν ο Θεμιστοκλής, αν ταύτα κρίνωνται συμφέροντα, πρέπει όλοι ημείς να σκεφθώμεν και να εύρωμεν τρόπον όπως φύγη όσον τάχιον εκ της Ελλάδος». Αφ' ού δε ταύτα ενεκρίθησαν, έπεμψεν ένα των βασιλικών ευνούχων, όν εύρε μεταξύ των αιχμαλώτων, Αρνάκην ονομαζόμενον, παραγγείλας να ειπή εις τον βασιλέα, ότι οι μεν Έλληνες απεφάσισαν, αφ' ού ενίκησαν κατά θάλασσαν, να πλεύσωσιν εις τον Ελλήσποντον, όπου ήτον εζευγμένος, και να διαλύσωσι την γέφυραν, ο Θεμιστοκλής δε, μεριμνών υπέρ του βασιλέως, τον συμβουλεύει να σπεύση να επιστρέψη εις τας εδικάς του θαλάσσας, και να φθάση εν όσω αυτός επιφέρει αναβολάς τινάς και αργοπορίας εις τους συμμάχους διά την δίωξιν. Ταύτα ακούσας ο βάρβαρος, και περίφοβος γενόμενος, μετά πάσης ταχύτητος ετράπη εις αναχώρησιν. Και απόδειξιν της φρονήσεως του Θεμιστοκλέους και Αριστείδου παρέσχεν ο Μαρδόνιος, διότι αντιταχθέντες εις πολλοστημόριον της δυνάμεως του Ξέρξου εν Πλαταιαίς, εκινδύνευσαν τον έσχατον κίνδυνον.
ΙΖ. Και μεταξύ μεν των πόλεων λέγει ο Ηρόδοτος ότι ηρίστευσεν η των Αιγινητών· εις δε τον Θεμιστοκλέα, ει και άκοντες υπό φθόνου, απέδωκαν όλοι το πρωτείον. Διότι, όταν αναχώρησαντες εις τον Ισθμόν, εψηφοφόρουν οι στρατηγοί εις τον βωμόν (264), πρώτον μεν κατά την ανδρείαν επρότεινεν έκαστος εαυτόν, δεύτερον δε μεθ' εαυτόν τον Θεμιστοκλέα. Οι δε Λακεδαιμόνιοι, λαβόντες αυτόν εις την Σπάρτην, έδοσαν ελαίας στέφανον ως αριστείον εις μεν τον Ευρυβιάδην ανδρείας, εις εκείνον δε φρονήσεως (265) και τω εχάρισαν την ωραιοτέραν της πόλεως άμαξαν, και έστειλαν μετ' αυτού τριακοσίους των νέων να τον προπέμψωσι μέχρι των ορίων της πόλεως. Λέγεται δ' ότι, όταν ετελέσθησαν τα πρώτα μετά ταύτα Ολύμπια, και προέβη εις το στάδιον ο Θεμιστοκλής, οι θεαταί αφήκαν τους αγωνιζομένους, και όλην την ημέραν εκείνον μόνον έβλεπον, και θαυμάζοντες και χειροκροτούντες τον επεδείκνυον εις τους ξένους, ώστε και αυτός ευχαριστηθείς, ωμολόγησεν, εις τους ξένους, ότι απολαμβάνει τον καρπόν των υπέρ της Ελλάδος αγώνων του.
IΗ. Διότι ήτον την φύσιν φιλοτιμότατος, καθ' όσον συμπεραίνεται εκ των περί αυτού απομνημονευομένων. Όταν εξελέγη ναύαρχος της πόλεως, δεν εθεώρει ουδεμίαν ιδιαιτέρως υπόθεσιν ούτε ιδίαν ούτε δημοσίαν, αλλά πάσας τας παρουσιαζομένας ανέβαλλε κατά την ημέραν εκείνην, καθ' ήν έμελλε να εκπλεύση, ώστε πολλά ενεργών πράγματα, και μετ' ανθρώπων πολλών ομιλών, να φαίνηται ότι είναι μέγας και πολλά δυνάμενος. Παρατηρών δε τους νεκρούς όσοι είχον ριφθή έξω εις το παραθαλάσσιον, και ιδών πλησίον αυτού κείμενα χρυσά περιδέραια και κοσμήματα, έδειξεν αυτά εις τον φίλον του όστις τον παρηκολούθει, και «Λάβε ταύτα διά σε, τω είπε· Συ δεν είσαι Θεμιστοκλής.» Προς Αντιφάτην δε τινα, όστις ήτον άλλοτε νέος ωραίος, και προσεφέρετο πρότερον προς αυτόν υπερηφάνως, έπειτα δε τον επεριποιείτο διά την δόξαν του, «Ω νεανίσκε, είπεν, εξώρας μεν, αλλά και οι δύο συγχρόνως εφρονιμεύσαμεν.» Έλεγε δ' ότι οι Αθηναίοι ούτε τον τιμώσιν ούτε τον θαυμάζουσιν, αλλ' ως εις πλάτανον, εν καιρώ μεν τρικυμιών και κινδύνων καταφεύγουσιν υπ' αυτόν, όταν δ' επανέλθη περί αυτούς γαλήνη, τον μαδούσι και τον κολοβούσι. Προς δε Σερίφιόν τινα, όστις τω είπεν ότι δεν εδοξάσθη ένεκα εαυτού, αλλ' εξ αιτίας της πόλεως εις ήν ανήκει, «Αληθώς λέγεις, απεκρίθη· αλλ' ούτ' εγώ, αν ήμην Χερίφιος θα εγινόμην ένδοξος, ούτε συ αν ήσο Αθηναίος.» Όταν δ' άλλος τις στρατηγός, όστις υπέθετεν ότι κατώρθωσε χρήσιμόν τι εις την πόλιν, μετά θρασύτητος ομιλών προς τον Θεμιστοκλέα, αντιπαρέβαλλε τας ιδίας αυτού πράξεις προς τας πράξεις εκείνου, είπεν ότι «τα μεθεόρτια εφιλονείκουν ποτέ προς την εορτήν, λέγοντα ότι εκείνη μεν είναι πλήρης κόπων και ασχολιών, επ' αυτών δ' απολαμβάνουσιν όλοι τα προητοιμασμένα αναπαυόμενοι· προς ταύτα δ' απεκρίθη η εορτή· Αλήθειαν λέγετε· αλλ' αν εγώ δεν ήμην, σεις δεν θα υπήρχετε. Και εγώ λοιπόν αν δεν είχον υπάρξει τότε, πού θα ήσθε σεις σήμερον;» Αστειευόμενος δε, διότι ο υιός του είχεν επιρροήν επί της μητρός του, και δι' εκείνης και επί αυτού, έλεγεν ότι είχε την ανωτάτην δύναμιν, και επί των Ελλήνων· διότι επί μεν των Ελλήνων εξουσίαν είχον οι Αθηναίοι, επί των Αθηναίων δ' αυτός, επί αυτού η μήτηρ του παιδίου, και επί της μητρός το παιδίον. Θέλων δε να είναι ιδιότροπος κατά πάντα, ότε επώλει αγρόν, διέταττε τον κήρυκα να φωνάζη ότι και γείτονα καλόν έχει. Μεταξύ δε των ζητούντων εις γάμον την θυγατέρα του επροτίμησε τον χρηστόν και ουχί τον πλούσιον, λέγων ότι ζητεί μάλλον άνδρα έχοντα ανάγκην χρημάτων, παρά χρήματα έχοντα ανάγκην ανδρός. Τοιούτος ήτον ως προς τ' αποφθέγματά του.
ΙΘ. Αμέσως δε μετά τα κατορθώματά του εκείνα, επεχείρησε ν' ανοικοδομήση και να τειχίση την πόλιν, ως μεν ιστορεί ο Θεόπομπος (266), πείσας τους Εφόρους (267) διά χρημάτων να μη εναντιωθώσιν, ως δ' οι πλείστοι, απατήσας αυτούς· διότι ήλθεν εις Σπάρτην δους εις την αποστολήν του πρεσβείας όνομα. Όταν δ' οι Σπαρτιάται ενεκάλουν τους Αθηναίους ότι περιτειχίζουσι την πόλιν, και επίτηδες σταλείς εξ Αιγίνης ο Πολύαρχος, τους κατηγόρει διά τούτο (268), αυτός ηρνείτο, και τοις έλεγε να στείλωσιν εις Αθήνας ανθρώπους να ιδώσιν, αφ' ενός μεν δίδων διά της χρονοτριβής καιρόν εις τον τειχισμόν να προχωρήση, αφ' ετέρου δε θέλων ανθ' εαυτού να έχωσιν οι Αθηναίοι τους μέλλοντας να σταλώσι. Τούτο αληθώς και συνέβη· διότι οι Λακεδαιμόνιοι, γνωρίσαντες την αλήθειαν, δεν τον έβλαψαν, αλλά κρυφίως οργιζόμενοι τον απέπεμψαν. Ευθύς δε μετά ταύτα ήρχισεν ετοιμάζων τον Πειραιά, διότι ενόησε πόσον αξιόλογοι ήσαν οι λιμένες, και την πόλιν διαθέτων διά την θάλασσαν, και τρόπον τινά προς τους παλαιούς βασιλείς των Αθηναίων αντιπολιτευόμενος. Διότι εκείνοι, ως λέγεται, αγωνιζόμενοι ν' αποσπάσωσι τους πολίτας από της θαλάσσης, και να τους συνηθίσωσι να ζώσι μη πλέοντες, αλλά την χώραν φυτεύοντες, διέδοσαν τον περί της Αθηνάς λόγον, ότι εφιλονείκησε ποτέ περί της χώρας προς τον Ποσειδώνα, και αναδείξασα την ιεράν ελαίαν εις τους δικαστάς, ενίκησεν. Ο Θεμιστοκλής δε δεν συνεκόλλησεν, ως λέγει ο κωμικός Αριστοφάνης (269), τον Πειραιά εις την πόλιν, αλλά την πόλιν εξήστησεν από του Πειραιώς, και την γην από της θαλάσσης (270). Τούτο ηύξησε και την δύναμιν του δήμου κατά της αριστοκρατίας, και επλήρωσεν αυτόν θρασύτητος, όταν η δύναμις περιήλθεν εις τους ναύτας και τους κελευστάς και τους κυβερνήτας. Διά τούτο και το βήμα της Πνυκός, όν κατασκευασμένον ώστε να βλέπη προς την θάλασσαν, ύστερον οι Τριάκοντα το έστρεψαν προς τα εντός της χώρας, φρονούντες ότι η μεν κατά θάλασσαν εξουσία εγέννα την δημοκρατίαν, προς την ολιγαρχίαν δ' ότι ολιγώτερον δυσαρεστούνται οι γεωργοί (271).
Κ. Διενοήθη δ' ο Θεμιστοκλής και μεγαλήτερόν τι περί της ναυτικής δυνάμεως. Όταν ο ελληνικός στόλος, μετά του Ξέρξου την αναχώρησιν κατέπλευσεν εις Παγασάς (272) και διεχείμαζε, δημηγορών ούτος εν Αθήναις, είπεν ότι έχει να προτείνη πράξιν τινα ωφέλιμον μεν και σωτήριον εις την πόλιν, αλλά μυστικήν διά τον λαόν. Τότε οι Αθηναίοι τον προσεκάλεσαν να την ειπή εις μόνον τον Αριστείδην, και αν εκείνος την εγκρίνη, ήθελον την εκτελέσει. Ανήγγειλε λοιπόν εις τον Αριστείδην ότι διενοείτο να πυρπολήση τον ναύσταθμον των Ελλήνων· και ο Αριστείδης, εμφανισθείς εις τον δήμον, είπεν ότι, της πράξεως ήν διανοείται να πράξη ο Θεμιστοκλής, ουδεμία υπάρχει ούτε ωφελιμωτέρα ούτε αδικωτέρα. Ταύτα δ' ακούσαντες οι Αθηναίοι, διέταξαν τον Θεμιστοκλήν να παραιτηθή αυτής. Εις δε τ' Αμφικτυονικά συνέδρια, όταν οι Λακεδαιμόνιοι επρότεινον ν' αποκλεισθώσι της Αμφικτυονίας όσαι πόλεις δεν συνεμάχησαν κατά του Μήδου, φοβηθείς μήπως αποβαλόντες του συνεδρίου τους Θεσσαλούς, τους Αργείους, προσέτι δε και τους Θηβαίους, γίνωσιν αυτοί εντελώς των ψήφων κύριοι, συνηγόρησεν υπέρ των πόλεων, και μετέβαλε τας γνώμας των Πυλαγορών (273) διισχυρισθείς ότι μόνον τριάκοντα και μία πόλεις μετέσχον του πολέμου, και εξ αυτών αι πλείσται πολύ μικροί. Δεινόν επομένως θα ήτον, ν' αποκλεισθή των σπονδών πάσα η άλλη Ελλάς, και το συνέδριον να εξαρτάται από μόνων των δύο ή τριών μεγάλων πόλεων. Εκ τούτου κυρίως δυσηρέστησε τους Λακεδαιμονίους, διό και προήγον τον Κίμωνα εις τας τιμάς, καθιστάντες αυτόν πολιτικόν του Θεμιστοκλέους αντίπαλον.
ΚΑ. Ήτον δε και εις τους συμμάχους επαχθής, διότι περιπλέων τας νήσους ηργυρολόγει αυτούς· και ο Ηρόδοτος (274) διηγείται όσα είπε και όσα ήκουσεν εις Άνδρον, όταν εζήτει και εκεί χρήματα. Δύο είπεν εις τους Ανδρίους ότι ήλθε φέρων θεούς, την Πειθώ και την Βίαν, εκείνοι δ' απεκρίθησαν ότι έχουσι και αυτοί δυο μεγάλους θεούς, την Πενίαν και την Απορίαν, υφ' ών εμποδίζονται να τω δώσωσι χρήματα. Τιμοκρέων δ' ο Ρόδιος μελοποιός (275), εις έν των ασμάτων του κατηγορεί πικρώς τον Θεμιστοκλέα, ότι διά χρήματα κατώρθωσεν άλλοι φυγάδες ν' ανακληθώσι, δι' αργύριον δ' εγκατέλιπεν αυτόν, εν ώ ήτον μετ' αυτού διά φιλίας και φιλοξενίας συνδεδεμένος. Λέγει δ' ούτω (276).
Αν Ξάνθιππον συ επαινής, αν επαινής Λεωτυχίδαν
(277)
ή Παυσανίαν, εγώ υπεραινώ τον Αριστείδην,
αφ' ιερών Αθηνών άνδρα άριστον ένα ελθόντα.
Εχθρεύεται δ' η Λατώ τον άδικον Θεμιατοκλέα,
ψεύστην, προδότην, ός πριν, του Τιμοκρέοντος ων φίλος,
εις σκύβαλ' αργύρου πεισθείς, δεν έφερεν εις την πατρίδα
την Ιάλυσον πάλιν αυτόν, και τάλαντ' αργυρίου τρία
λαβών, ανεχώρησ' ευθύς, και εις όλεθρον επήγε πλέων,
άλλους αδίκως καλών, διώκων άλλους ή φονεύων,
πλήρης χρυσού. Εις δ' ισθμόν γελοίος ήτον ξενοδόχος,
κρέατα δίδων ψυχρά· και έτρωγον αυτά οι ξένοι,
και ηύχοντ' ο Θεμιστοκλής να πάγη και να μη γυρίση
(278).
Πολύ δε μάλλον ακολάστους και απαρακαλύπτους ύβρεις εκτοξεύει κατά του Θεμιστοκλέους μετά την φυγήν αυτού και την καταδίκην ο Τιμοκρέων, γράψας άσμα ούτως αρχόμενον
«Μούσα ταύτης της ωδής εις Ελλάδα δόξαν δος,
δος ορθώς και δος δικαίως.»
Λέγεται δ' ότι εξωρίσθη ο Τιμοκρέων ως μηδίζων, και κατ' αυτού κατεψήφισε και ο Θεμιστοκλής. Όταν λοιπόν μηδισμός προσήφθη και εις τον Θεμιστοκλέα, τότε εσύνθεσε ταύτα αυτός εναντίον του·
Λοιπόν προς Μήδους συμμαχών δεν είν ο Τιμοκρέων μόνος.
εισί και άλλοι πονηροί, δεν είμαι μόνος κοψονούρα·
και άλλαι είν' αλώπεκες.
ΚΒ. Επειδή δε και οι πολίται εκ φθόνου ήκουον ευχαρίστως τας συκοφαντίας, ηναγκάζετο να γίνηται φορτικός, πολλάκις ενώπιον του δήμου αναφέρων τας ιδίας αυτού πράξεις· και προς τους διά τούτο δυσαρεστουμένους, «Τι βαρύνεσθε, είπεν, ότι υπό των ιδίων ανθρώπων πολλάκις ευεργετείσθε; Προσέκρουσε δ' εις το πλήθος και όταν ίδρυσε τον ναόν της Αρτέμιδος, ήν ωνόμασεν Αριστοβούλην, ως άριστα δήθεν υπέρ της πόλεως και υπέρ της Ελλάδος βουλευθείς, και κατεσκεύασεν αυτόν πλησίον της οικίας του εις την Μελίτην (279), όπου ρίπτουσιν οι δήμιοι τα σώματα των θανατουμένων, και εκθέτουσι τα ενδύματα και τα σχοινία των κρεμασθέντων και καταβιβαζομένων εκ της αγχόνης. Έκειτο δε και του Θεμιστοκλέους μικρά εικών εις τον ναόν της Αριστοβούλης έτι μέχρις ημών, και εξ αυτής φαίνεται ότι είχεν ου μόνον την ψυχήν, αλλά και την όψιν ηρωικήν. Εξωστράκισαν δ' αυτόν, ταπεινούντες την επισημότητα αυτού και την υπεροχήν, καθώς συνήθιζον ως προς πάντας εκείνους ων την δύναμιν ενόμιζον μεγάλως βαρύνουσαν, και μη σύμμετρον προς την δημοκρατικήν ισότητα. Διότι ο εξοστρακισμός δεν ήτον ποινή, αλλά παρηγορία και ανακούφισις του φθόνου, όστις ευχαριστείτο να ταπεινή τους υπερέχοντας, και την δυσμένειάν του εξεθύμαινεν εις ταύτην την ατιμίαν (280).
ΚΓ. Αφ' ού δ' εφυγαδεύθη αυτός εκ της πόλεως, και εν ώ διέτριβεν εις το Άργος, συνέπεσαν τα κατά τον Παυσανίαν (281), και έδωκαν νέας κατ' αυτού αφορμάς εις τους εχθρούς του. Ο δε κατηγορήσας αυτόν επί προδοσία, ήτον Λεωβότης ο Αλκμαίωνος, εξ Αγρυλής (282), και μετ' αυτού τον κατηγόρουν και οι Σπαρτιάται. Καθ' όν καιρόν ο Παυσανίας ενήργει τα περί την προδοσίαν του, κατ' αρχάς μεν εκρύπτετο από του Θεμιστοκλέους, καί τοι ων φίλος αυτού. Όταν όμως τον είδεν εξωσθέντα των δημοσίων πραγμάτων και οργιζόμενον διά τούτο, έλαβε θάρρος να τω προτείνη να συμπράξη μετ' αυτού, δείξας εις αυτόν τα γράμματα του βασιλέως, και παροξύνων αυτόν κατά των Ελλήνων, ούς τω έλεγε πονηρούς και αχαρίστους. Ο δε Θεμιστοκλής απέκρουσε μεν την παράκλησιν του Παυσανίου, και ηρνήθη πάσαν σύμπραξιν, αλλ' εις ουδένα διεκοίνωσε τους λόγους αυτού, ουδέ κατεμήνυσε την πράξιν του, προσδοκών ότι θέλει παραιτηθή αυτής, ή ότι θέλει άλλως φανερωθή ασυλλογίστως ορεγόμενος πραγμάτων ατόπων και παραβόλων. Αφ' ού δε τότε εθανατώθη ο Παυσανίας, ευρεθείσαι επιστολαί τινες και γραπταί περί τούτου σημειώσεις, κατέστησαν ύποπτον τον Θεμιστοκλέα, και κατεβόων μεν κατ' αυτού οι Λακεδαιμόνιοι, τον κατηγόρουν δε και οι πολίται όσοι τον εφθόνουν, απόντα, και διά γραμμάτων μόνον απολογούμενον περί των προτέρων κατηγοριών. Έγραφε δε προς τους πολίτας απέναντι των διαβολών των εχθρών του, ότι ζητών πάντοτε να άρχη, μη ων δε πεπλασμένος, ουδέ θέλων να άρχηται, δεν ήθελε ποτέ πωλήσει εαυτόν και την Ελλάδα εις βαρβάρους και εις εχθρούς. Αλλ' ουχ ήττον ο δήμος πεισθείς υπό των κατηγόρων του, έπεμψεν άνδρας παραγγελθέντας να τον συλλάβωσι και να τον φέρωσι να κριθή ενώπιον των Ελλήνων.
ΚΔ. Εννοήσας δε τούτο εκείνος, επέρασεν εις την Κέρκυραν, πόλιν ήν είχεν ευεργετήσει άλλοτε· διότι κριτής αυτών γενόμενος ότε εφιλονείκουν ποτέ προς τους Κορινθίους, έπαυσε την έχθραν αυτών, κρίνας να καταβάλωσιν οι Κορίνθιοι είκοσι τάλαντα, και να νέμωνται από κοινού την Λευκάδα, ήτις ήτον αμφοτέρων άποικος. Εκείθεν δ' έφυγεν εις την Ήπειρον (283), και διωκόμενος υπό των Αθηναίων και Λακεδαιμονίων, ερίφθη εις επισφαλείς και απόρους ελπίδας, και κατέφυγε προς τον Άδμητον, όστις ήτον των Μολοσσών βασιλεύς, και ότε άλλοτε είχε ζητήσει χάριν τινά παρά των Αθηναίων, περιεφρονήθη υπό του Θεμιστοκλέους, όταν ήκμαζεν εις την πολιτείαν, δι' ό και ωργίζετο, και προφανές ήτον ότι, αν τον συνελάμβανε, θα τον ετιμώρει. Επί της φυγής του δε τότε ο Θεμιστοκλής, φοβηθείς μάλλον τον εγχώριον και πρόσφατον φθόνον παρά την παλαιάν και βασιλικήν οργήν, ελθών παρεδόθη εις αυτόν, ικέτης του Αδμήτου γενόμενος, κατ' ιδιαίτερόν τινα τρόπον και διαφέροντα του συνήθους. Λαβών τον υιόν αυτού, όντα παιδίον, προσέπεσεν εις την εστίαν, διότι οι Μολοσσοί ταύτην θεωρούσιν ως την μεγίστην και σχεδόν αναντίρρητον ικεσίαν. Καί τινες μεν λέγουσιν ότι Φθία, η γυνή του βασιλέως, εσυμβούλευσεν εις τον Θεμιστοκλέα τον τρόπον τούτον της ικεσίας, και εκάθισε μετ' αυτού τον υιόν της εις την εστίαν· άλλοι δε, ότι αυτός ο Άδμητος, διά να προφασισθή προς τους διώκοντας την ανάγκην δι' ήν δεν δίδει τον άνδρα, διέταξε και διεδραμάτισε τον τρόπον της ικεσίας. Εκεί δε τω έπεμψε και τα παιδία και την γυναίκα του Επικράτης ο Αχαρνεύς (284), υποκλέψας αυτά εξ Αθηνών. Τούτον διά την πράξιν ταύτην κρίνας έπειτα εφόνευσεν ο Κίμων, ως ιστορεί ο Στησίμβροτος (285). Έπειτα δε δεν εξεύρω πώς λησμονών ταύτα, ή υποθέτων ότι ο Θεμιστοκλής τα ελησμόνησε, λέγει ότι πλεύσας αυτός εις Σικελίαν, εζήτησεν εις γάμον την θυγατέρα του τυράννου Ιέρωνος, υποσχόμενος να τω υποτάξη τους Έλληνας, και ότι αποποιηθέντος του Ιέρωνος, ανεχώρησεν εις Ασίαν.
ΚΕ. Αλλά δεν είναι πιθανόν ότι ταύτα ούτως έγιναν διότι ο Θεόφραστος (286) εις το περί βασιλείας διηγείται ότι, όταν ο Ιέρων έπεμψεν εις Ολυμπίαν ίππους αγωνιστάς, και έστησε σκηνήν πολυτελώς κατεσκευασμένην, ο Θεμιστοκλής ωμίλησε προς τους Έλληνας, ότι πρέπει να διαρπάσωσι την σκηνήν του τυράννου, και εμποδίσωσι τους ίππους του ν' αγωνισθώσιν. Ο δε Θουκυδίδης λέγει (287), ότι καταβάς αυτός εις την άλλην θάλασσαν, έπλευσεν από Πύδνης (288), χωρίς ουδείς των συμπλεόντων να ηξεύρη τις είναι, έως ότου άνεμος έφερε το πλοίον των εις Νάξον, πολιορκουμένην τότε υπό των Αθηναίων· και τότε φοβηθείς, εφανερώθη εις τον ναύκληρον και τον κυβερνήτην, και παρακαλών αυτούς και απειλών, λέγων ότι ήθελε τους κατηγορήσει ψευδόμενος προς τους Αθηναίους, ότι τον έλαβον εις το πλοίον ουχί εν αγνοία, αλλ' εξ αρχής διά χρημάτων πεισθέντες, ούτω τους ηνάγκασε να παραπλεύσωσι και να φθάσωσιν εις την Ασίαν. Εκ δε των χρημάτων αυτού πολλά μεν οι φίλοι του υπεκκλέψαντες έπεμψαν εις την Ασίαν όσα δ' εφανερώθησαν και συνήχθησαν εις το δημόσιον, ο μεν Θεόπομπος (289) λέγει ότι ήσαν εκατόν τάλαντα, ο δε Θεόφραστος ογδοήκοντα, εν ώ ουδέ τριών ταλάντων περιουσίαν δεν είχεν ο Θεμιστοκλής πριν αναμιγή εις τα πολιτικά.
ΚΣΤ. Καταπλεύσας δ' εις την Κύμην (290), επειδή ενόησεν ότι πολλοί εκ των κατοικούντων τα παραθαλάσσια παρεφύλαττον να τον συλλάβωσι, μάλιστα δ' ο Εργοτέλης και ο Πυθόδωρος (διότι ο βασιλεύς είχεν υποσχεθή διακόσια τάλαντα εις όντινα ήθελε τω τον φέρει, και τον κυνήγιον ήτον επομένως επωφελές εις τους προθύμους από παντός να κερδαίνωσιν) έφυγεν εις τας Αιγάς, μικράν πόλιν Αιολικήν, χωρίς ουδείς να έχη γνώσιν, πλην του διά φιλοξενίας μετ' αυτού συνδεδεμένου Νικογένους, του πλουσιωτέρου των Αιολέων, όστις και γνώριμος ήτον των άνω δυνατών (291). Εις την οικίαν αυτού έμεινεν ολίγας ημέρας κρυπτόμενος. Έπειτα δε, μετά το δείπνον, κατόπιν θυσίας τινός, Όλβιος, ο παιδαγωγός των τέκνων του Νικογένους, έξω φρενών γενόμενος, και ως εμπνεόμενος υπό των Θεών, ανεφώνησεν εμμέτρως ταύτα.
«Φωνήν, σκέψιν εις την νύκτα, νίκην εις την νύκτα δος· (292)»
Μετά ταύτα δ' εκοιμήθη ο Θεμιστοκλής, και τω εφάνη ότι ωνειρεύθη δράκοντα τυλισσόμενον εις την γαστέρα αυτού, και έρποντα επάνω προς τον λαιμόν του· ότι δ' άμα ήγγισε το πρόσωπόν του, έγινεν αετός, και καλύψας αυτόν διά των πτερύγων του, τον ανήρπασε και τον έφερε μακράν οδόν, έπειτα δ' ότι εφάνη χρυσούν κηρύκειον (293), και ότι εις αυτόν τον έστησεν ασφαλώς, και ούτως απηλλάγη του μεγάλου του φόβου και της ταραχής (294). Τον εξαπέστειλε λοιπόν ο Νικογένης επινοήσας το εξής. Οι πλείστοι του βαρβαρικού γένους, και μάλιστα των Περσών, έχουσι φύσει αγρίαν και δυσοικονόμητον την προς τας γυναίκας ζηλοτυπίαν, και ου μόνον τας συζύγους των, αλλά και τας αργυρωνήτους και τας υπηρετρίας επιμελώς φυλάττουσιν, ώστε ουδείς των εκτός να τας βλέπη, αλλ' εις μεν τον οίκον να μένωσι κατακεκλεισμέναι, εις δε τας οδοιπορίας να κάθηνται εις αρμαμάξας, πέριξ διά σκηνών κατακεκαλυμμένας. Τοιαύτην ητοίμασεν άμαξαν διά τον Θεμιστοκλέα, και εις ταύτην κρυβείς αυτός μετεκομίζετο· οι δε περί αυτόν έλεγον εις όσους τους απήντων και τους ηρώτων, ότι φέρουσιν εξ Ιωνίας Ελληνίδα κόρην είς τινα των αυλικών (295) του βασιλέως.
ΚΖ. Και ο μεν Θουκυδίδης, και Χάρων ο Λαμψακηνός (296) ιστορούσιν ότι αφ' ού απέθανεν ο Ξέρξης, εις τον υιόν αυτού επαρουσιάσθη ο Θεμιστοκλής ο δ' Έφορος, ο Δείνων, ο Κλείταρχος, ο Ηρακλείδης (297) και άλλοι πολλοί, ότι ήλθε προς αυτόν τον Ξέρξην. Μετά των χρονικών (298) όμως φαίνεται μάλλον συμφωνών ο Θουκυδίδης, ει και αυτά δεν συνετάττοντο μετά πολλής ακριβείας. Ο Θεμιστοκλής λοιπόν εις αυτήν αφιχθείς την ακμήν των δεινών, παρουσιάζεται κατά πρώτον εις τον Αρτάβανον τον χιλίαρχον, και τω λέγει ότι είναι Έλλην, και θέλει να συντύχη τον βασιλέα περί μεγίστων πραγμάτων, περί ών εκείνος ιδίως ενδιαφέρεται. Ο δ' Αρτάβανος τω είπεν· Ω ξένε, διαφέρουσιν οι νόμοι των ανθρώπων, και αλλά θεωρούνται παρ' άλλοις καλά. Καλόν δ' είναι, όλοι να σέβωνται και να φυλάττωσι τα ίδια έθιμα. Και σεις μεν λέγεται ότι την ελευθερίαν και την ισότητα κυρίως θαυμάζετε. Ημείς δε πολλούς έχομεν και καλούς νόμους, αλλά πάντων κάλλιστον τούτον, να τιμώμεν τον βασιλέα, και να τον προσκυνώμεν ως εικόνα Θεού του τα πάντα σώζοντος. Αν λοιπόν, εγκρίνων τους ημετέρους νόμους, τον προσκυνήσης, δύνασαι και να ιδής τον βασιλέα και να τον ομιλίσης· αν όμως άλλως φρονής, θα μηνύσεις δι' άλλων προς αυτόν ό,τι θέλεις, διότι δεν είναι πάτριον έθιμον να δώση ο βασιλεύς ακρόασιν εις άνθρωπον όστις δεν τον προσκυνήση». Ακούσας δε ταύτα ο Θεμιστοκλής, λέγει προς αυτόν· Αλλ' εγώ, ω Αρτάβανε, ήλθα διά ν' αυξήσω την δύναμιν και την φήμην του βασιλέως, και θ' ακολουθήσω ο ίδιος τους νόμους σας, αφ' ού ούτως έδοξεν εις τον Θεόν, όστις εμεγάλυνε τους Πέρσας, και εξ αιτίας εμού περισσότεροι θέλουσι τον προσκυνήσει Βασιλέα αφ' όσους ήδη τον προσκυνούσιν. Ώστε τούτο δεν πρέπει να εμποδίση τους λόγους ούς θέλω να ειπώ προς εκείνον». «Αλλά ποίος των Ελλήνων, ηρώτησεν ο Αρτάβανος, να τω ειπώμεν ότι είσαι συ ο ελθών; Διότι δεν φαίνεσαι κοινός τις άνθρωπος κατά την γνώμην». Και ο Θεμιστοκλής «Τούτο, είπεν, ουδείς θέλει το ακούσει, ω Αρτάβανε, προ του βασιλέως». Ούτω λέγει ο Φανίας (299). Ο δ' Ερατοσθένης (300) προστίθησιν εις τα «Περί Πλούτου», ότι διά τινος γυναικός εξ Ερετρίας, ήν είχεν ο χιλίαρχος, έγινεν η μετ' αυτού συνέντευξις και η σύστασις του Θεμιστοκλέους.
ΚΗ. Αφ' ού δ' εισήχθη προς τον βασιλέα, και προσκυνήσας (301) εστάθη εν σιωπή, ο βασιλεύς διέταξε τον ερμηνέα να τον ερωτήση τις είναι, και ο ερμηνεύς τον ηρώτησεν. «Έρχομαι, είπε, προς σε, ω βασιλεύ, Θεμιστοκλής ο Αθηναίος εγώ, φυγάς διωχθείς υπό των Ελλήνων, εις όν πολλά μεν οφείλουσιν οι Πέρσαι κακά, περισσότερα δ' αγαθά, διότι δεν αφήκα να καταδιωχθώσιν, όταν εξασφαλισθείσης της Ελλάδος, η σωτηρία της πατρίδος μοι επέτρεπε να πράξω τι και προς χάριν υμών. Και εγώ μεν έρχομαι παρεσκευασμένος εις πάντα τα πρέποντα εις τας παρούσας μου συμφοράς, και την χάριν να δεχθώ παρά σου, αν ευμενώς διαλλαγής προς εμέ, και να σε παρακαλέσω να παραιτηθής της οργής σου, εάν έτι μνησικακής. Συ δε την μαρτυρίαν των εχθρών μου δεχόμενος περί των προς τους Πέρσας ευεργεσιών μου, διάθες την τύχην μου όπως δείξης την αρετήν σου μάλλον ή όπως πληρώσης την οργήν σου· διότι ή θέλεις σώσει εδικόν σου ικέτην, ή θέλεις θανατώσει άνθρωπον όστις έγινεν εχθρός των Ελλήνων». Ταύτα δ' ειπών ο Θεμιστοκλής, εστήριξε και διά θείου επιχειρήματος τον λόγον του, διηγηθείς το όραμα ό είδεν εις τον όγκον του Νικογένους, και το μάντευμα του Δωδωναίου Διός (302), όστις τον διέταξε ν' απέλθη προς τον ομώνυμον του Θεού· και τότε σκεφθείς, απήλθε προς εκείνον διότι αμφότεροι εισί και λέγονται Μεγάλοι Βασιλείς. Ακούσας δε ταύτα ο Πέρσης, εις εκείνον μεν ουδέν απεκρίθη, ει και θαυμάσας το φρόνημα και την τόλμην αυτού. Μακαρίσας δ' εαυτόν προς τους φίλους, ως αν τω συνέβη ευτυχία μεγίστη, και ευχηθείς πάντοτε τοιαύτας φρένας να δίδη εις τους εχθρούς του ο Αριμάνιος (303), ώστε ν' αποδιώκωσι τους αρίστους εξ εαυτών, λέγεται ότι ετέλεσε θυσίαν εις τους Θεούς, και εκάθησεν ευθύς εις συμπόσιον, και την νύχτα ότι κοιμώμενος τρις ανεβόησεν υπό χαράς· Έχω Θεμιστοκλέα τον Αθήναιον!»
ΚΘ. Άμα δ' εξημέρωσε, συγκαλέσας τους φίλους του, εισήγαγεν αυτόν, καλάς ελπίδας μη έχοντα, διότι έβλεπε τους αυλικούς, άμα ήκουσαν το όνομά του, ότι ήσαν κακώς διατεθειμένοι, και εκακολόγουν. Προσέτι δε Ρωξάνης ο χιλίαρχος, όταν τον επλησίασεν ο Θεμιστοκλής, εν ώ ο Βασιλεύς εκάθητο και οι άλλοι εσιώπων, ησύχως στενάξας, είπεν, «Έλλην, ποικίλον οφίδιον, του Βασιλέως ο καλός δαίμων σε έφερεν». Αλλ' όταν αυτός ήλθεν απέναντι του Βασιλέως και τον προσεκύνησε πάλιν, χαιρετήσας και ομιλήσας φιλοφρόνως αυτόν ο Βασιλεύς, τω είπεν ότι ήδη μεν τω οφείλει διακόσια τάλαντα· διότι αφ' ού έφερεν αυτός εαυτόν, είναι δίκαιον να λάβη ό,τι επροκηρύχθη διά τον μέλλοντα να τον προσαγάγη. Πολύ δε περισσότερα τούτων τω υπέσχετο, και τον ενεθάρρυνε, και τω έλεγε να ειπή μετά παρρησίας περί των ελληνικών πραγμάτων ό,τι ήθελεν. Ο Θεμιστοκλής δ' απεκρίθη ότι ο λόγος του ανθρώπου ομοιάζει τους ποικίλους τάπητας· διότι ως εκείνοι, ούτω και αυτός εκτεινόμενος μεν, επιδεικνύει τα ποικίλα αυτού σχήματα, συστελλόμενος δε τ' αποκρύπτει και τα διαφθείρει. Επομένως ότι έχει ανάγκην καιρού. Επειδή δ' ο βασιλεύς, ευχαριστηθείς εκ της παραραβολής, τω είπε να λάβη καιρόν, εζήτησεν έν έτος, και μαθών την περσικήν αποχρώντως, παρουσιάσθη εις τον βασιλέα άνευ διερμηνέως· και υπό μεν των εκτός της αυλής επιστεύετο ότι ωμίλησε περί των Ελληνικών πραγμάτων· επειδή δε πολλοί κατ' εκείνον τον καιρόν εγένοντο νεωτερισμοί ως προς την αυλήν και τους φίλους του βασιλέως, εφθονήθη υπό των δυνατών, διότι ενόμισαν ότι και περί εκείνων ετόλμησε να τω ομιλήση μετά παρρησίας. Διότι αι προς αυτόν αποδοθείσαι τιμαί ουδόλως εσυγκρίνοντο προς τας αποδιδομένας εις άλλους ξένους· αλλά και εις τα κυνήγια συνώδευε τον βασιλέα και εις τας κατ' οίκον διασκεδάσεις, ώστε και εις την μητέρα του βασιλέως παρουσιάσθη, και οικείος έγινεν αυτής. Ήκουσε δε και τους λόγους των μάγων (304) κατά διαταγήν του βασιλέως. Όταν δ' ο Σπαρτιάτης Δημάρατος (305), προσκληθείς να ζητήση δωρεάν τινα, εζήτησε να φορέση την κίδαριν (306), ως οι βασιλείς, και να εισέλθη ούτως εν πομπή εις τας Σάρδεις, Μιθροπαύστης, ο ανεψιός του βασιλέως, είπε, λαβών τον Δημάρατον εκ της χειρός· «Η κίδαρις αύτη δεν έχει εγκέφαλον να καλύψη. Συ όμως δεν θα γίνης Ζευς, και κεραυνόν εάν λάβης». Απέβαλε δε και ο βασιλεύς τον Δημάρατον μετ' οργής διά το αίτημα αυτού, και εφαίνετο αδυσώπητος κατ' αυτού· αλλ' ο Θεμιστοκλής διά παρακλήσεων τον έπεισε και τον έκαμψε. Λέγεται δ' ότι και οι μετέπειτα βασιλείς, εφ' ών προ πάντων τα περσικά πράγματα συνανεμίγησαν μετά των ελληνικών, οσάκις είχον ανάγκην ανδρός τινος Έλληνος, υπέσχοντο και έγραφον προς έκαστον ότι θέλει είσθαι πλησίον των μεγαλήτερος του Θεμιστοκλέους. Ο δε ίδιος, ως λέγουσι, Θεμιστοκλής, μέγας ήδη ων και υπό πολλών περιποιούμενος, ότε εις λαμπράν εκάθητο τράπεζαν, είπεν εις τα παιδία του· «Ω παιδία μου, θα εχανόμεθα αν δεν εχανόμεθα» (307). Λέγουσι δ' οι πλείστοι ότι τρεις τω εδόθησαν πόλεις, δι' άρτον, δι' οίνον και διά προσφάγιον, η Μαγνησία, η Λάμψακος και η Μυούς (308)· ο δε Κυζικηνός Νεάνθης, (309) και ο Φανίας, προσθέτουσι και άλλας δύο, την Περκώτην και Παλαίσκηψιν διά στρώματα και δι' ενδύματα (310).
Λ. Όταν δε κατέβαινεν εις τας ελληνικός χώρας, όπως επιχειρήση τας περί Ελλάδος ενεργείας του, επεβουλεύθη αυτόν άνθρωπος Πέσης, Επιξύης ονομαζόμενος, και Σατράπης ων της άνω Φρυγίας. Ούτος προ πολλού είχε προπαρασκευάσει Πισίδας τινάς (311) διά να τον φονεύσωσιν, όταν ήθελε φθάσει να διανυκτερεύση εις την πόλιν την ονομαζομένην Λεοντοκεφάλον. Λέγεται δ' ότι εν ώ αυτός εκοιμάτο την μεσημβρίαν, τω εφάνη η Μήτηρ των Θεών (312) και τω είπεν· «Ω Θεμιστόκλεις, άπεχε της κεφαλής των λεόντων, ίνα μη περιπέσης εις λέοντα. Εγώ δ' αντί τούτου σοι ζητώ θεράπαιναν την Μνησιπτολέμαν». Εκ τούτου ταραχθείς ο Θεμιστοκλής, και προσευχηθείς εις την Θεάν, την μεν δημοσίαν οδόν αφήκε, δι' άλλης δε διαβάς, και περάσας τον τόπον εκείνον, κατέλυσεν αφ' ού είχεν ήδη νυκτώσει. Εν τούτοις έν εκ των ζώων όσα έφερον την σκηνήν έπεσεν εις την ποταμόν, και οι υπηρέται του Θεμιστοκλέους ήπλωσαν να ξηράνωσι τα παραπετάσματα, διότι είχον βραχή. Οι δε Πισίδαι, λαβόντες τα ξίφη των, διευθύνθησαν προς εκείνο το μέρος, και μη διακρίναντες ακριβώς εις την σελήνην τα ηπλωμένα, ενόμισαν ότι ήτον η σκηνή του Θεμιστοκλέους, και ότι θέλουσιν εύρει εκείνον εντός αυτής αναπαυμόμενον. Όταν δε, φθάσαντες πλησίον ανεσήκωσαν το παραπέτασμα, επιπίπτουσι τότε κατ' αυτών οι παραφυλάττοντες, και τους συλλαμβάνουσιν. Ούτω δε διαφυγών τον κίνδυνον, και θαυμάσας διά την εμφάνισιν της Θεάς, ναόν κατεσκεύασεν εις Μαγνησίαν της Δινδυμένης (313), και την θυγατέρα του Μνησιπτολέμαν κατέστησεν ιέρειαν εν αυτώ.
ΛΑ. Όταν δ' ήλθεν εις τας Σάρδεις, και εν αργία ζων, παρετήρησε των ναών την κατασκευήν, και των αφιερωμάτων το πλήθος, και είδε και εις το ιερόν της Μητρός των Θεών την καλουμένην Υδροφόρον, κόρην χαλκήν, δύο πήχεις υψηλήν, ήν αυτός ότε ην εν Αθήναις επιστάτης των υδάτων, και εύρε τους κλέπτοντας καν παροχετεύοντας το ύδωρ, αφιέρωσε κατασκευάσας εκ προστίμων, συγκινηθείς διά την αιχμαλωσίαν του αναθήματός του, είτε θέλων να δείξη εις τας Αθήνας πόσην είχε τιμήν και δύναμιν παρά τω Βασιλεί, απετάθη προς τον Σατράπην της Λυδίας, ζητήσας να στείλη την κόρην εις τας Αθήνας. Αλλ' ο βάρβαρος ωργίσθη εκ τούτου, και τω είπεν ότι θα γράψη προς τον βασιλέα επιστολήν· ο δε Θεμιστοκλής, φοβηθείς, κατέφυγεν εις την γυναικωνίτιν, και τας γυναίκας αυτού διά χρημάτων δόσεως περιποιηθείς, και εκείνου κατεπράυνε την οργήν, και ως προς τ' άλλα ήτον προσεκτικώτερος, φοβούμενος ήδη των βαρβάρων τον φθόνον. Διότι δεν επλανάτο εις την Ασίαν, ως λέγει ο Θεόπομπος (314) αλλά κατώκει την Μαγνησίαν, μεγάλας δωρεάς καρπούμενος, και τιμώμενος εξ ίσου προς τους αρίστους των Περσών, και επί πολύ έζη αφόβως, διότι ο Βασιλεύς δεν προσείχε πολύ εις τα Ελληνικά πράγματα, έχων ασχολίας κατά τας άνω επαρχίας (315). Όταν όμως η Αίγυπτος απεστάτησε διά βοηθείας των Αθηναίων και τριήρεις ελληνικαί ανέβησαν μέχρι της Κύπρου και Κιλικίας, και ο Κίμων εθαλασσοκράτει, τότε ηναγκάσθη να στραφή και αυτός κατά των Ελλήνων, και να τους εμποδίση κατ' αυτού ενισχυομένους, και δυνάμεις εκινούντο τότε, και στρατηγοί εστέλλοντο, και κατέβησαν εις Μαγνησίαν αγγελίαι προς τον Θεμιστοκλέα, και διαταγαί του Βασιλέως ν' αναμιγή εις τα Ελληνικά πράγματα, και να εκπληρώση τας υποσχέσεις του. Αλλ' αυτός ούτε παροξυνθείς εκ της οργής ήν έτρεφε κατά των συμπολιτών του, ούτε εκ της τιμής και της δυνάμεως ής απελάμβανεν επαρθείς προς τον πόλεμον, αλλ' ίσως μεν μη θεωρήσας το έργον κατορθωτόν, διότι άλλως τε και μεγάλους είχε τότε στρατηγούς η Ελλάς, και ο Κίμων θαυμασίως ηυδοκίμει διευθύνων τα πράγματα των Ελλήνων, αλλά, το κυριώτερον, εξ αιδούς προς την δόξαν των ιδίων αυτού πράξεων και των μεγάλων αυτού τροπαίων, άριστα σκεφθείς να επιβάλη εις την ζωήν του αρμόζον το τέλος, ετέλεσε θυσίαν εις τους Θεούς, και συναθροίσας τους φίλους του, και χαιρετήσας αυτούς, ως μεν οι πλείστοι λέγουσιν, έπιεν αίμα ταύρου, ως δέ τινες, φάρμακον δραστήριον, και απέθανεν εν Μαγνησία, ζήσας έτη εξήκοντα πέντε, και τα πλείστα αυτών εις τα πολιτικά ασχολούμενος, και αρχάς κατέχων. Λέγουσι δ' ότι ο Βασιλεύς, ακούσας την αιτίαν και τον τρόπον του θανάτου αυτού, έτι μάλλον εθαύμασε τον άνδρα, και εξηκολούθησε προσφερόμενος ευμενώς προς τους φίλους και οικείους αυτού.
ΛΒ. Αφήκε δ' ο Θεμιστοκλής παιδία εκ μεν Αρχίππης της θυγατρός του Λυσάνδρου εξ Αλωπεκής (316), τον Αρχέπτολιν, τον Πολύευκτον και τον Κλεόφαντον, όν αναφέρει και ο φιλόσοφος Πλάτων (317), ως γενόμενον ιππέα άριστον, κατά δε τα λοιπά ουδενός άξιον. Εκ δε των πρεσβυτέρων αυτών, είς μεν, ο Νεοκλής, εις παιδικήν έτι ηλικίαν δαγκασθείς υπό ίππου, απέθανεν, έτερον δε, τον Διοκλέα, υιοθέτησεν ο πάππος του Λύσανδρος. Θυγατέρας δ' είχε πολλάς. Εκ τούτων δε, την Μνησιπτολέμαν, ήτις εγεννήθη εκ της δευτέρας του γυναικός, ενυμφεύθη ο αδελφός αυτής Αρχέπτολις, μη ων ομομήτριος· την δ' Ιταλίαν ο Χίος Πανθοίδης, την Σύβαριν ο Αθηναίος Νικομήδης, την Νικομάχην δ' έλαβε παρά των αδελφών αυτής Φρασικλής, ο ανεψιός του Θεμιστοκλέους, πλεύσας εις την Μαγνησίαν, αφ' ού εκείνος απέθανε, και ανέθρεψε και την νεωτάτην πάντων των τέκνων, Ασίαν ονομαζομένην. Έχουσι δε τάφον αυτού λαμπρόν οι Μαγνήτες εν τη αγορά των. Περί δε των λειψάνων αυτού, ούτ' ο Ανδοκίδης (318) είναι αξιόπιστος λέγων εις τον «Προς τους Εταίρους» λόγον του, ότι ευρόντες αυτά οι Αθηναίοι, τα έρριψαν εις τον άνεμον, διότι ψεύδεται θέλων να ερεθίση τους ολιγαρχικούς κατά των δημοκρατών, και ο Φύλαρχος (319), εις την ιστορίαν ως τραγωδίας σχεδόν μηχανήν πλάττων, εισήγαγε Νεοκλέα τινά και Δημόπολιν, ως υιούς του Θεμιστοκλέους, και θέλει να κινήση αγώνα και πάθος όλως πλαστόν, ως εννοεί και ο κοινότερος άνθρωπος. Διόδωρος δ' ο περιηγητής (320), εν τοις «Περί των μνημάτων», είπεν, ως υποπτεύων τούτο μάλλον παρά ως γνωρίζων, ότι περί τον λιμένα του Πειραιώς, από του Αλκίμου ακρωτηρίου (321), προέχει ως αγκών τις, και όταν στραφή τις εντός αυτού, όπου γαληνιά η θάλασσα, υπάρχει βάσις μεγάλη, και το πέριξ αυτής βωμοειδές μέρος ότι είναι ο τάφος του Θεμιστοκλέους (322). Νομίζει δ' ότι και ο Πλάττων ο Κωμικός (323) συμμαρτυρεί προς ταύτα, λέγων
«Ο τάφος σου, εις μέρος, κείμενος καλόν
θα προσφωνήται υπ' εμπόρων πανταχού,
και θενά βλέπ' εισπλέοντας κ' εκπλέοντας,
και θα θεάται τας αμίλλας των νεών».
Εις τους απογόνους δε του Θεμιστοκλέους απεδίδοντο, και μέχρι των ημερών ημών διετηρήθησαν, τιμαί τινες εν Μαγνησία· και τούτων απελάμβανε και ο Αθηναίος Θεμιστοκλής, φίλος και οικείος ημών γενόμενος παρά τω φιλοσόφω Αμμωνίω (324).
Α. ΠΕΡΙ δε Φουρίου Καμίλλου
(325) πολλά
μεν και μεγάλα λέγονται, ίδιον δε και παράδοξον ως προς αυτόν είναι μάλιστα, ότι
εν ώ πλείστα και μέγιστα εις αρχηγίας κατώρθωσε, πεντάκις δ' εξελέγη δικτάτωρ,
τετράκις δ' ετέλεσε θρίαμβον, κτίστης δε δεύτερος ανεγράφη της Ρώμης, ουδ' άπαξ
όμως έγινεν ύπατος. Αίτιον δε τούτου είναι η τότε της πολιτείας κατάστασις, ότε
προς την σύγκλητον ο δήμος διαφερόμενος, υπάτους μεν ένεκα της έριδος δεν
ανεδείκνυεν, εχειροτόνει δε χιλιάρχους ως αρχηγούς, ών η αρχή, ει και
επολιτεύοντο την αυτήν εξουσίαν και δύναμιν των υπάτων έχοντες, ήτον όμως, διά
το πλήθος αυτών, ολιγώτερον επαχθής. Διότι, το να προΐστανται έξ άνδρες των
πραγμάτων και ουχί δύο, τούτο παρηγόρει τους βαρέως φέροντας την ολιγαρχίαν.
Εν μέσω λοιπόν τοιούτων περιστάσεων ακμάσας κυρίως ο Κάμιλλος κατά δόξαν και
δύναμιν, δεν ηθέλησε να γίνη ύπατος παρά την γνώμην του δήμου, ει και πολλάκις
εν τω διά μέσου η πόλις παρεδέχθη αρχαιρεσίας υπατικάς. Εις δε τας άλλας, τας
πολλάς και παντοδαπάς αρχάς εις άς διωρίσθη, τοιούτος εδείχθη, ώστε την μεν
εξουσίαν, και όταν μόνος ήρχε, να έχη μετ' άλλων κοινήν, την δε δόξαν να έχη
μόνος αυτός, και όταν μετ' άλλων συνεστρατήγει. Τούτων δ' αίτια ήσαν, του μεν η
μετριότης του, διότι ήρχε μη τους άλλους φθονών, του δε η φρόνησις αυτού, δι' ήν,
κατά κοινήν ομολογίαν, επρώτευε.
Β. Δεν είχε δ' έτι μεγάλην επισημότητα των Φουριών ο οίκος (326), και αυτός πρώτος προήλθεν εις δόξαν αφ' εαυτού επί της μεγάλης μάχης κατά των Αικανών και Ουολούσκων, εκστρατεύων υπό τον δικτάτορα Ποστούμιον Τούβερτον (327). Έφιππος προηγούμενος του στρατού, επληγώθη εις τον μηρόν δεν υπεχώρησεν όμως, αλλ' αποσπάσας το ακόντιον εκ της πληγής, επέπεσε κατά των ανδρειοτάτων εχθρών, και τους έτρεψεν εις φυγήν. Διά τούτο και άλλας έλαβε τιμάς, και Τιμητής εξελέγη (328), εις αρχήν ήτις είχε κατά τους τότε χρόνους σημασίαν μεγάλην. Μνημονεύεται δε καλόν έργον αυτού, κατά την τιμητείαν του, το ότι διά πειστικών λόγων και δι' απειλής προστίμων ενύμφευσε τους αγάμους μετά των χηρών γυναικών, αίτινες, εξ αιτίας των πολέμων ήσαν τότε πολλαί· έργον δ' αναγκαίον ότι υπέβαλεν εις φόρου απότισιν και τους ορφανούς, οίτινες πριν ουδέν εισέφερον. Αιτίαι δε του νόμου τούτου υπήρξαν αι συνεχείς εκστρατείαι, αίτινες μεγάλας απήτουν δαπάνας. Μάλιστα δε κατεπείγουσα ήτον η πολιορκία των Βηίων, ούς τινές Ουηιεντανούς (329) ονομάζουσιν. Ήτον δε προπύργιον της Τυρρηνίας αύτη η πόλις, κατά τε τον αριθμόν και κατά το πλήθος των εκστρατευόντων ουχί κατωτέρα της Ρώμης· χαίρουσα δ' εις πλούτον και εις διαίτης αβρότητα, και εις τρυφάς και πολυτελείας, πολλάκις επιτυχώς ηγωνίσθη πολεμούσα κατά των Ρωμαίων περί δόξης και ηγεμονίας. Κατά δε τον τότε καιρόν, της μεν φιλοτιμίας αυτής παρητήθη, συντριβείσα εις μάχας μεγάλας· υψώσαντες δ' οι Βήιοι τείχη μακρά και ισχυρά, και την πόλιν όπλων και βελών και σίτου και παντοειδών εφοδίων πληρώσαντες, υπέμενον αφόβως την πολιορκίαν, ήτις ήτον μακρά, και επίσης επίπονος και δύσκολος εις τους πολιορκούντας. Διότι εν ώ αυτοί ήσαν συνειθισμένοι να μη εκστρατεύωσι πολύν καιρόν έξω, αλλά μόνον κατά το θέρος, ηναγκάσθησαν υπό των χιλιάρχων να κατασκευάσωσι φρούρια, και τειχίσαντες το στρατόπεδον, να μένωσι συνεχώς εις των εχθρών την χώραν χειμώνα και θέρος, και ούτως είχε φθάσει σχεδόν εις το τέλος του το έβδομον του πολέμου έτος. Διά τούτο και οι άρχοντες κατηγορήθησαν, και εξώσθησαν της αρχής, ως απροθύμως πολιορκούντες, και άλλοι εξελέγησαν όπως εξακολουθήσωσι τον πόλεμον. Είς εξ αυτών ήτον και ο Κάμιλλος, εκ δευτέρου τότε διορισμένος χιλίαρχος. Αλλά κατ' εκείνον τον χρόνον ουδέν έπραξεν ως προς την πολιορκίαν, διότι ο κλήρος τω έπεσε να πολεμήση τους Φαλερίους και Καπηνάτας, οίτινες την χώραν αλλαχού ασχολουμένην ευρίσκοντες, μεγάλως την έβλαψαν και την ηνόχλησαν καθ' όλον τον τυρρηνικόν πόλεμον. Αλλ' επολεμήθησαν υπό του Καμίλλου, και περιωρίσθησαν εις τα τείχη των, αφ' ού πολλοί αυτών εφονεύθησαν.
Γ. Μετά δε ταύτα, το συμβάν εις την Αλβανίδα λίμνην (330), εν ώ ο πόλεμος ήτον εις την ακμήν του, εφόβησε τους Ρωμαίους, διότι ήτον θαύμα ουδενός των απιστοτέρων κατώτερον, δι' έλλειψιν αιτίας κοινής, και λόγου φυσικήν έχοντος την αιτίαν. Ήτον φθινόπωρον, και το θέρος είχε παρέλθει ούτε βροχερόν, ούτε πολύ ενοχλητικόν υπό νοτίων ανέμων. Εκ των πολλών δε λιμνών και ποταμών και των παντοδαπών ρεόντων υδάτων ά έχει η Ιταλία, άλλα μεν είχον εντελώς εκλείψει, άλλα δ' αντείχον σχεδόν και μόλις· οι δε ποταμοί όλοι, ως πάντοτε το θέρος, είχον καταβή και ολιγοστεύσει. Το δε ύδωρ της Αλβανίδος λίμνης, έχον εν εαυτώ την αρχήν και το τέλος του, περικυκλούμενον δ' υπό βουνών ευφόρων, ήρχισε προφανώς αυξόμενον και εξογκούμενον, άνευ αιτίας τινός, εκτός αν υπάρχη τις θεία ενέργεια, και ήγγιζε τας υπωρείας, και έφθασε βαθμηδόν μέχρι των ανωτάτων λόφων, άνευ σάλου και αταράχως υψούμενον. Και κατ' αρχάς μεν είδον το θαύμα τούτο οι ποιμένες και οι βουκόλοι. Όταν όμως το μέρος γης, το εν είδει ισθμού χωρίζον την λίμνην από της κάτω χώρας, ερράγη εκ του πλήθους των υδάτων και του βάρους αυτών, και ρεύμα κατέβαινε διά των καλλιεργουμένων και φυτευομένων γαιών εις την θάλασαν, τότε όχι μόνον οι Ρωμαίοι αυτοί εξεπλάγησαν, αλλά και όλοι οι την Ιταλίαν κατοικούντες εξέλαβον τούτο ως σημείον πραγμάτων ουχί μικρών. Πολύς δε περί τούτου εγένετο λόγος εις το στρατόπεδον των πολιορκούντων τους Βηίους, ώστε και εκείνοι ηχούσαν της λίμνης το φαινόμενον.
Δ. Ως δ' εις πολιορκίας πολυχρονίους συμβαίνει πολλάκις επιμιξία και συγκοινωνία μετά των πολεμίων, ούτω και τότε Ρωμαίος είχε λάβει σχέσιν και θάρρος μεθ' ενός των πολεμίων, ανθρώπου ηξεύροντος παλαιά λόγια, και φαινομένου εμπειροτέρου των άλλων εις την μαντικήν. Τούτον ιδών ο Ρωμαίος ότι υπερεχάρη όταν ήκουσε την αύξησιν της λίμνης, και περιεγέλα την πολιορκίαν, τω είπεν ότι ο καιρός εκείνος δεν έδειξε μόνα ταύτα τα θαύματα, αλλά και αλλά σημεία πολύ παραδοξότερα τούτων ότι εφάνησαν εις τους Ρωμαίους· ότι δε θέλει να τα διακοινώση εις εκείνον, όπως ίσως κατορθώση να διαθέση τα ίδια καν καλώς, όταν κακώς διέκειντο τα δημόσια. Εις ταύτα προθύμως συνήνεσεν ο άνθρωπος, και εδέχθη να συνομιλήση, νομίζων ότι έχει απόρρητά τινα να ακούση. Ούτως ο Ρωμαίος κατ' ολίγον, διαλεγόμενος, και αποσύρων αυτόν, όταν εμακρύνθησαν ολίγον των πυλών, τον λαμβάνει εις τους ώμους του, ων ευρωστότερος, και διά βοηθείας πολλών οίτινες έτρεξαν από του στρατοπέδου, υπερισχύσας και κρατήσας αυτόν, τον παρέδωκεν εις τους στρατηγούς. Εις τοιαύτην δ' ανάγκην υποπεσών ο άνθρωπος, και μαθών ότι αναπόφευκτον ήτον το πεπρωμένον, εδήλωσεν απόκρυφα λόγια υπάρχοντα περί της πατρίδος του, ότι δεν δύναται να κυριευθή πρότερον, πριν την Αλβανίδα λίμνην χυθείσαν, και ρέουσαν δι' άλλων οδών, απωθήσωσιν οι εχθροί, και μεταστρέψαντες αυτήν, την εμποδίσωσι ν' αναμιγή μετά της θαλάσσης. Όταν δ' ήκουσε ταύτα η Σύγκλητος απορούσα περί του πρακτέου, απεφάσισε να στείλη εις τους Δελφούς, και να ερωτήση τον Θεόν. Ήσαν δ' οι σταλέντες άνδρες ένδοξοι και μεγάλοι, ο Κόσσος Λικίνιος, ο Ουαλέριος Ποτίτος και ο Φάβιος Άμβουστος. Ούτοι πλεύσαντες, και τον Θεόν ερωτήσαντες, ήλθον και άλλας μαντείας φέροντες, αίτινες έλεγον ότι είχον αμελήσει οι Ρωμαίοι αρχαίας τινάς εορτάς, καλουμένας Λατίνας (331) και διέταττον προσέτι να εμποδίσωσιν όσον το δυνατόν το ύδωρ της Αλβανίδος λίμνης να ρεύση εις την θάλασσαν, και να το ωθήσωσιν επάνω πάλιν εις τον αρχαίον του δρόμον, ή αν δεν εδύναντο τούτο, να το διοχετεύσωσι διά λάκκων και τάφρων εις την πεδιάδα, και εκεί να το καταναλώσωσιν. Άμα δε ταύτα ανηγγέλθησαν, οι μεν ιερείς εξετέλουν τας θυσίας, ο δε δήμος ήρχισε την εργασίαν και έστρεφε το ύδωρ.
Ε. Η δε σύγκλητος εις το δέκατον έτος του πολέμου καταλύσασα τας άλλας αρχάς, ανέδειξε τον Κάμιλλον δικτάτωρα. Αυτός δ' εκλέξας ίππαρχον τον Κορνήλιον Σκηπίωνα, πρώτον μεν ηυχήθη εις τους Θεούς, υποσχεθείς, αν ο πόλεμος λάβη τέλος ένδοξον, να πανηγυρίση τας μεγάλας εορτάς (332), και ν' αφιερώση ναόν της Θεάς νήο Ρωμαίοι καλούσι Μητέρα Ματούταν (333). Αύτη, αν τις κρίνη εκ των τελουμένων κατά την εορτήν αυτής, δύναται να νομίση ότι είναι η Λευκοθέα· διότι αι Ρωμαίαι γυναίκες, εισάγουσαι τότε θεραπαινίδα εις το ιερόν αυτής, την ραπίζουσι, και μετά ταύτα την αποδιώκουσι, και εναγκαλίζονται τα παιδία των αδελφών των μάλλον ή τα εδικά των (334) και πράττουσι κατά την θυσίαν όσα αρμόζουσιν εις τας τροφούς του Διονύσου, και εις τα παθήματα της Ινούς εξ αιτίας της παλακίδος. Μετά δε τας ευχάς ταύτας ο Κάμιλλος εισέβαλεν εις των Φαλίσκων την χώραν, και εις μεγάλην μάχην ενίκησε και αυτούς και τους Καπινάτας, οίτινες ήλθον εις βοήθειάν των. Έπειτα δε, στραφείς εις των Βηίων την πολιορκίαν, και βλέπων την εκ προσβολής άλωσιν δύσκολον και επίπονον, έσκαψεν υπονόμους, διότι οι περί την πόλιν τόποι επεδέχοντο ανασκαφήν, και τα έργα εδύναντο να προχωρώσιν εις βάθος άδηλον εις τους εχθρούς. Νέας δ' ελπίδας λαμβάνων καθ' όσον προυχώρει και η υπό γην οδός, αυτός μεν έξωθεν προσέβαλε, προσκαλών εις τα τείχη τους πολιορκουμένους, άλλοι δε, αδήλως κάτωθεν πορευόμενοι διά των υπονόμων, κατώρθωσαν να εισέλθωσιν αγνώστως εις την Ακρόπολιν, κατά της Ήρας το ιερόν, τον μέγιστον, και τον υπέρ πάντας τιμώμενον ναόν της πόλεως. Εκεί λέγεται ότι έτυχε κατ' εκείνην την στιγμήν ιερουργών ο ηγεμών των Τυρρηνών· ότι δ’ ο μάντις, τα σπλάγχνα παρατηρήσας, μετά μεγάλης φωνής είπεν ότι ο Θεός δίδει την νίκην εις όν τινα ήθελεν ακολουθήσει εκείνα τα ιερά. Την φωνήν ταύτην ήκουσαν οι Ρωμαίοι εντός των υπονόμων, και ευθύς έσχισαν το έδαφος, και μετά βοής και κρότου των όπλων εξελθόντες της γης, άμα οι εχθροί τρομάξαντες ετράπησαν εις φυγήν, ήρπασαν τα σπλάγχνα και τα έφερον προς τον Κάμιλλον. Αλλά ταύτα μεν ίσως φανώσιν ότι ομοιάζουσι μύθους. Εκυριεύθη δ' η πόλις κατά κράτος, και οι Ρωμαίοι ήγον και έφερον πλούτον άπειρον. Επιβλέπων δ' από της ακροπόλεως ο Κάμιλλος τα πραττόμενα, πρώτον μεν ήρχισε να δακρύη. Έπειτα δε, μακαριζόμενος υπό των περιεστώτων, ύψωσε τας χείρας, και προσευχόμενος προς τους Θεούς, είπε· «Ζευ μέγιστε, και Θεοί οι βλέποντες τα καλά έργα και τα κακά, σεις ηξεύρετε ότι οι Ρωμαίοι ουχί αδίκως, αλλ' ημάς αυτούς υπερασπιζόμενοι, εξ ανάγκης τιμωρούμεν πόλιν εχθρών ανδρών και παρανόμων. Αν δέ τις, είπε, και εις ημάς οφείληται αντίστροφος ανταπόδοσις της παρούσης επιτυχίας, εύχομαι υπέρ της πόλεως και του στρατού των Ρωμαίων, να περιορισθή εις κακόν ελάχιστον, επί εμέ μόνον στραφείσα». Άμα δ' είπε ταύτα, ως είναι συνήθεια παρά τοις Ρωμαίοις αφ' ού ευχηθώσι και προσκυνήσωσι να στρέφωνται εις τα δεξιά, αυτός ωλίσθησε στρεφόμενος· και επειδή εταράχθησαν οι παρευρισκόμενοι, εγερθείς εκ της πτώσεώς του, είπεν ότι κατά την ευχήν του τω συνέβη μικρόν σφάλμα αντί ευτυχίας μεγίστης.
ΣΤ. Λεηλατήσας δε την πόλιν, απεφάσισε να μεταφέρη και το άγαλμα της Ήρας εις Ρώμην, καθώς είχε τάξει. Συνεκάλεσεν επομένως προς τούτο τεχνίτας, και θυσίαν τελέσας, προσηυχήθη εις την Θεάν να δεχθή την προθυμίαν αυτών, και να γίνη συγκάτοικος ευμενής των Θεών όσοι έλαβον εις κλήρον την Ρώμην. Λέγεται δ' ότι το άγαλμα τούτο ωμίλησε σιγαλή τη φωνή, και είπεν ότι θέλει και συγκατανεύει. O δε Λιούιος (335) λέγει ότι ο μεν Κάμιλλος ηύχετο εγγίζων το άγαλμα της Θεάς, και την παρεκάλει, απεκρίθησαν δέ τινες των παρεστώτων ότι και θέλει, και συγκατανεύει, και τον ακολουθεί προθύμως. Οι δ' υπέρ του παραδόξου διισχυριζόμενοι και επιμένοντες, μεγίστην μεν έχουσι συνήγορον την τύχην της πόλεως, ήτις αδύνατον θα ήτον από μικράς αρχής και περιφρονουμένης να προέλθη εις μέγαν δόξης βαθμόν και δυνάμεως, άνευ του Θεού, όστις διά πολλών και μεγάλων επιφανειών ανήγγελλε πολλάκις την παρουσίαν του. Εκτός δε τούτου, αναφέρουσι και ομοειδή αλλά θαύματα, ότι ιδρώτες αγαλμάτων πολλάκις εχύθησαν, ότι στεναγμοί ηκούσθησαν, και δεικνύουσι πολλά ξόανα (336) στρέψαντα την κεφαλήν, ή κλείσαντα τους οφθαλμούς, καθ' ά διηγούνται πολλοί των αρχαιοτέρων συγγραφέων. Πολλά δε και παρά συγχρόνων ακούσαντες δυνάμεθα να διηγηθώμεν αξιοθαύμαστα, άτινα δεν είναι εντελώς καταφρονητέα. Αλλ' εις τα τοιαύτα και η πολλή πίστις και η μεγάλη δυσπιστία είν' επίσης επισφαλής, διότι η ανθρωπίνη ασθένεια όρον δεν έχει, ουδέ συγκρατείται, αλλά παρεκτρέπεται άλλοτε μεν εις δεισιδαίμονα έξαψιν (337), άλλοτε δ' εις των θείων αδιαφορίαν και περιφρόνησιν. Το άριστον όμως είναι η ευλάβεια, και το μέτριον.
Ζ. Ο δε Κάμιλλος, είτε διά το μέγεθος του κατορθώματός του, ότι εκυρίευσε πόλιν αντίπαλον της Ρώμης μετά δεκαετή πολιορκίαν, είτε ένεκα των μακαριζόντων αυτόν, επαρθείς εις όγκον, και εις φρόνημα βαρύτερον του αρμόζοντος εις εξουσίαν νόμιμον και δημοτικήν, ετέλεσε θρίαμβον και κατά τα λοιπά υπερήφανον, και ζεύξας εις την άμαξάν του τέσσαρας ίππους λευκούς, ανέβη εις αυτήν, και διέβη ούτω διά της Ρώμης, εν ώ κανείς στρατηγός δεν έπραξε τούτο πριν ουδέ μετά ταύτα, διότι το τοιούτον όχημα θεωρείται ως ιερόν, και εις τον βασιλέα και πατέρα των Θεών καθιερωμένον. Ως εκ τούτου δυσηρέστησε τους πολίτας, οίτινες δεν ήσαν συνετισμένοι εις ταύτας τας κομπαστικάς επιδείξεις. Έδωκε δε και άλλην αφορμήν εναντίον του, αντισταθείς εις νόμον αφορώντα την διαίρεσιν της πόλεως· διότι οι δήμαρχοι επρότεινον να χωρισθή και ο δήμος και η σύγκλητος εις μέρη δύο, και οι μεν να μείνωσι κατοικούντες εκεί, όσοι δ' εκλεχθώσι διά κλήρου, να μεταβώσιν εις την αιχμάλωτον πόλιν, λέγοντες ότι ούτω θέλουσι γίνει πλουσιώτεροι, και διά δύο μεγάλων και καλών πόλεων ότι θέλουσι φυλάττει και την χώραν συγχρόνως και την λοιπήν των περιουσίαν. Και ο μεν δήμος, πολυάριθμος ήδη ων, και συσκεφθείς την πρότασιν (338), την εδέχθη μετά χαράς, και συνέρρεεν αδιακόπως περί το βήμα, ζητών θορυβοδώς να ψηφοφορηθή. Η βουλή όμως, και οι επισημότεροι των λοιπών πολιτών, φρονούντες ότι η πολιτική των δημάρχων ήθελεν επιφέρει ουχί την διαίρεσιν, αλλά την καταστροφήν της Ρώμης, και διά τούτο αγανακτούντες, κατέφυγον προς τον Κάμιλλον. Εκείνος δε, φοβούμενος την συζήτησιν, επρότεινεν εις τον δήμον πολλάς προφάσεις και ασχολίας, και δι' αυτών ανέβαλλε πάντοτε τον νόμον. Διά ταύτα λοιπόν δυσηρέστει· η δε φανερωτάτη και μεγίστη αποστροφή του δήμου εναντίον αυτού προήλθεν εκ του δεκάτου των λάφυρων, ότε εδόθη εις τον λαόν αιτία ουχί μεν πολύ δικαία, αλλ' ουχί και παράλογος. Διότι, ως φαίνεται, όταν εξεστράτευσε κατά των Βηίων, είχε τάξει, αν κυριεύση την πόλιν, το δέκατον των λαφύρων ν' αφιερώση εις τον Θεόν αυτών. Αφ' ού δ' εκυριεύθη και διηρπάγη η πόλις, είτε εξ αιτίας των τότε περιστάσεων, λησμονήσας τι είχε τάξει, είτε διστάσας να δυσαρεστήση τους πολίτας, αφήκεν αυτούς να ωφεληθώσιν. Ύστερον δε, μετά παρέλευσιν καιρού, αφ' ού είχε παύσει από της εξουσίας εκείνης, ανέφερε περί τούτου εις την σύγκλητον· και οι μάντεις ανήγγελλον επί των θυσιών ότι εφαίνετο η οργή των Θεών, και ότι απητούντο εξιλεώσεις και ευχαριστήριοι τελεταί.
Η. Εψήφισε δε τότε η Βουλή, της μεν ωφελείας να μη γίνη νέα διανομή, διότι τούτο θα ήτο δύσκολον, οι δε λαβόντες τα λάφυρα να υποσχεθώσι δι' όρκου να φέρωσι το δέκατον εις το μέσον. Αλλά συνέβησαν πολλά λυπηρά και βίαια εκ μέρους των στρατιωτών, ανθρώπων πτωχών, οίτινες πολύ εκοπίασαν, και ηναγκάζοντο να φέρωσι τόσον μέγα μέρος των όσα είχον λάβει και είχον δαπανήσει. Επειδή δε θόρυβον ήγειρον κατά του Καμίλλου, μη έχων αυτός να προτείνη πρόφασιν καλλητέραν, ηναγκάσθη να καταφύγη εις τον ατοπώτατον των λόγων, ομολογών ότι είχε λησμονήσει την ευχήν του. Τότε δ' ωργίζοντο αυτοί, διότι, υποσχεθείς ν' αποδεκατώση των εχθρών τας περιουσίας, απεδεκάτου ήδη τας των πολιτών. Έφερον όμως όλοι όσον έπρεπε μέρος, και απεφασίσθη να κατασκευάσωσι κρατήρα χρυσούν, και να τον στείλωσιν εις Δελφούς. Ήτον δε σπάνιος ο χρυσός εις την πόλιν, και οι άρχοντες συνεζήτουν πόθεν να πορισθώσιν αυτόν, όταν αι γυναίκες, κατ' ιδίαν συσκεφθείσαι, προσέφερον εκάστη τα ίδια αυτής χρυσά κοσμήματα διά το ανάθημα, και συνήχθη οκτώ ταλάντων χρυσός. Και εις αυτάς μεν η σύγκλητος την πρέπουσαν αποδίδουσα τιμήν, εψήφισε μετά θάνατον να εκφωνήται, ως επί των ανδρών, ούτω και επί των γυναικών ο άξιος έπαινος (339)· διότι πριν δεν ήτο συνήθεια γυνή αποθανούσα να εγκωμιάζηται δημοσίως. Εκλέξαντο δε τρεις άνδρας εκ των αρίστων ως θεωρούς (340), και εις μακρόν πλοίον επιβιβάσαντες πλήρωμα αξιολόγων ναυτών, και όλα τα εις πανήγυριν αναγκαία, το απέστειλαν. Είναι δ’ ου μόνον η τρικυμία, αλλά και η γαλήνη της θαλάσσης ολεθρία πολλάκις (341), ως και εις εκείνους τότε συνέβη παρ' ολίγον ν' απολεσθώσι, και απροδοκήτως μόνον ν' αποφύγωσι τον επικείμενον κίνδυνον. Παρά του Αιόλου τας νήσους (342) έπεσε διά μιας ο άνεμος, και τριήρεις των Λιπαρέων (343) επήλθον κατ' αυτών, εκλαβούσαι αυτούς ως ληστάς. Και δεν τους προσέβαλον μεν, διότι οι Ρωμαίοι εξέτεινον τας χείρας και παρεκάλουν, αλλά δέσαντες το πλοίον, το έφερον εις τον λιμένα των, και επώλουν διά κήρυκος και αυτούς και τα πράγματά των, νομίσαντες ότι ήσαν πειρατικά. Μόλις δε τους αφήκαν τέλος, πεισθέντες εις ενός ανδρός την αρετήν και την δύναμιν, του στρατηγού Τιμησιθέου, όστις και ιδικά του πλοία παρασκευάσας, τα έπεμψεν ομού, και αφιέρωσε μετ' αυτών το ανάθημα. Διά τούτο και ετιμήθη διά καταλλήλων τιμών εις την Ρώμην.
Θ. Ήρχισαν δε πάλιν προτείνοντες οι δήμαρχοι τον περί χωρισμού της πόλεως νόμον, όταν, εν καιρώ επελθών ο προς Φαλίσκους (344) πόλεμος, επέτρεψεν εις τους αρίστους να ενεργήσωσι τας αρχαιρεσίας κατ' ιδίαν αρέσκειαν, και να εκλέξωσι τον Κάμιλλον μετ' άλλων πέντε χιλιάρχων, διότι τα πράγματα απήτουν αρχηγόν έχοντα βαρύτητα, δόξαν και εμπειρίαν. Αφ' ού λοιπόν εψήφισεν ο δήμος την εκλογήν, λαβών δύναμιν ο Κάμιλλος, εισέβαλεν εις των Φαλίσκων την χώραν, και επολιόρκει τους Φαλερίους, πόλιν οχυράν, και καλώς κατά πάντα κατηρτισμένην εις πόλεμον. Και την μεν άλωσιν αυτής δεν ενόμιζεν έργον μικρόν, ουδ' ολιγοχρόνιον· ήθελεν όμως ν' ασχολή τους πολίτας και να τους περισπά, διά να μη έχωσι καιρόν, αργοί εις την πατρίδα των καθήμενοι, να δημαγωγώνται και να στασιάζωσι. Διότι σχεδόν πάντοτε τούτο το ιατρικόν μετεχειρίζοντο, ως οι ιατροί, εις τα έξω τρέποντες τα ταρακτικά πάθη της πολιτείας.
I. Αλλ' οι Φαλέριοι, θάρρος έχοντες εις τας οχυρώσεις των, τοσούτον κατεφρόνουν την πολιορκίαν, ώστε, πλην των φυλαττόντων τα τείχη, οι άλλοι περιεφέροντο εις την πόλιν, φορούντες απλά ιμάτια· οι δε παίδες αυτών επήγαινον εις τα σχολεία, και κατεβιβάζοντο υπό του διδασκάλου περί τα τείχη διά να περιπατώσι και να γυμνάζωνται· διότι οι Φαλέριοι, ως οι Έλληνες, είχον κοινόν διδάσκαλον, θέλοντες να συζώσι και να συναναστρέφωνται ευθύς εξ αρχής οι παίδες. Ούτος λοιπόν ο διδάσκαλος, επιβουλευόμενος τους Φαλερίους διά των παίδων, εξήγεν αυτούς καθ' εκάστην ημέραν υπό το τείχος, κατ' αρχάς μεν εγγύς, και έπειτα πάλιν τους επανέφερεν εις την πόλιν αφ' ού εγυμνάζοντο. Μετά τούτο δε, κατ' ολίγον υπάγων αυτούς απωτέρω, τους συνείθισε να έχωσι θάρρος, και να πιστεύωσιν ότι υπήρχεν αφοβία μεγάλη· και τέλος, έχων όλους αυτούς μεθ' εαυτού, τους έφερε και τους παρέδωκεν εις τους προ φύλακας των Ρωμαίων, ειπών εις αυτούς να τον φέρωσι προς τον Κάμιλλον. Οδηγηθείς δε προς αυτόν, και σταθείς εις το μέσον, είπεν ότι είναι εκπαιδευτής και διδάσκαλος, και προτιμών εκείνον μάλλον να ευχαριστήση παρά τα καθήκοντα ταύτα να εκτελή, ήλθε φέρων την πόλιν διά των παίδων. Εις δε τον Κάμιλλον φρικτή εφάνη αύτη η πράξις όταν την ήκουσε, και είπε προς τους παρεστώτας ότι φοβερόν πράγμα είναι ο πόλεμος, και διά πολλής αδικίας και διά βιαίων διεξάγεται έργων αλλ' ότι υπάρχουσι και του πολέμου νόμοι τινές διά τους αγαθούς άνδρας, οίτινες δεν πρέπει τοσούτον να επιδιώκωσι την νίκην, ώστε να μη αποφεύγωσι και τας ωφελείας όσαι πηγάζουσιν εκ κακών έργων και ασεβών· διότι ο μέγας στρατηγός πρέπει να εκστρατεύη πεποιθώς εις τα ίδια αυτού προτερήματα, ουχί εις την κακίαν των άλλων. Και ταύτα ειπών, διέταξεν εις τους υπηρέτας, του ανθρώπου μεν τούτου να σχίσωσι τα ιμάτια, και να δέσωσιν οπίσω τας χείρας του, ράβδους δε να δώσωσι και μάστιγας εις τους παίδας, οίτινες δέροντες τον προδότην, να τον διώξωσιν εις την πόλιν. Είχον δ' ήδη εννοήσει οι Φαλέριοι την προδοσίαν του διδασκάλου, και η μεν πόλις, ως ήτον επόμενον, παρεδίδετο εις θρήνον διά την μεγίστην αυτήν συμφοράν, άνδρες δ' εκ των επισήμων και γυναίκες ως έξω φρενών έτρεχον εις τα τείχη και εις τας πύλας, όταν οι παίδες εφάνησαν φέροντες και ραβδίζοντες τον διδάσκαλον γυμνόν και δεδεμένον, τον δε Κάμιλλον σωτήρα και θεόν και πατέρα καλούντες· ώστε ου μόνον οι γονείς αυτών, αλλά και όλοι οι πολίται, ταύτα βλέποντες, εθαύμαζον και επόθουν του Καμίλλου την δικαιοσύνην. Συνελθόντες δ' αμέσως εις την εκκλησίαν, έπεμψαν πρέσβεις, αναθέτοντες εις εκείνον την τύχην των· ο δε Κάμιλλος έστειλεν αυτούς εις την Ρώμην. Παρουσιασθέντες δ' εις την Βουλήν, είπον ότι, της νίκης οι Ρωμαίοι την δικαιοσύνην προτιμήσαντες, εδίδαξαν και αυτούς να προτιμήσωσι την υποταγήν μάλλον της ελευθερίας, καθ' όσον δεν υπετάσσοντο εις την δύναμιν, αλλ' ωμολόγουν ότι υπό της αρετής ενικήθησαν. Η δε Βουλή ανέθηκε πάλιν εις εκείνον να κρίνη και αποφασίση περί τούτου. Λαβών λοιπόν χρήματα παρά των Φαλερίων, και φιλίαν συνδέσας μεθ' όλων των Φαλίσκων, ανεχώρησεν.
ΙΑ. Οι δε στρατιώται, εν ώ ήλπιζον να λεηλατήσωσι τους Φαλερίους, όταν επανήλθον, κενάς έχοντες τας χείρας, εις Ρώμην, κατηγόρουν τον Κάμιλλον προς τους άλλους πολίτας ως μισόλαον, και εκ φθόνου μη αφήνοντα τους πτωχούς να ωφεληθώσιν. Επειδή δ' οι δήμαρχοι, προτείνοντες πάλιν τον νόμον περί της διαιρέσεως της πόλεως, εκάλουν τον δήμον να ψηφοφορήση, ο Κάμιλλος μ' όλον το θάρρος, και αδιαφορών αν ενέπνεεν απεχθείας, εφάνη υπέρ όλους τους άλλους αντιταττόμενος εις το πλήθος· και τότε τον μεν νόμον απέρριψαν, κατά δε του Καμίλλου ωργίζοντο, ώστε και όταν τω συνέβη οικιακόν δυστύχημα, και απέθανεν ο είς των υιών του εκ νόσου, ο οίκτος δεν εμετρίασε την οργήν των, αν και εκείνος, ανήρ ων ήμερος και χρηστός, δεν υπέφερε γενναίως την συμφοράν του, αλλ' εν ώ και εις δίκην ενεκαλείτο, εξ αιτίας του πένθους έμενεν εις την οικίαν του κεκλεισμένος μετά των γυναικών.
IB. Και κατήγορος μεν αυτού ήτον ο Λεύκιος Απουλήιος· τον κατηγόρει δε δι' έγκλημα κλοπής των Τυρρηνικών χρημάτων και ελέγετο ότι και θύραι τινές χαλκαί εξ εκείνων αίτινες εκυριεύθησαν, εφάνησαν παρ' αυτώ. Ο δε δήμος είχεν ερεθισθή, και προφανές ήτον ότι ήθελεν ωφεληθή εκ πάσης προφάσεως όπως καταψηφίση εναντίον του. Τότε, συναθροίσας τους φίλους του, και όλους όσοι είχον συνεκστρατεύσει ή είχον διοικήσει μετ' αυτού, πολυπληθείς ούτοι, τους παρακάλεσε να μη τον αφήσωσι να καταδικασθή αδίκως και δι' αιτίας πονηράς, και να γίνη καταγέλαστος υπό των εχθρών του. Σκεφθέντες δ' οι φίλοι του, και συνομιλήσαντες προς αλλήλους, απεκρίθησαν ότι ως προς την κρίσιν μεν δεν νομίζουσιν ότι δύνανται να τον βοηθήσωσιν, ότι δε, αν αποδειχθή οφειλέτης, θέλουσι συντελέσει μετ' αυτού εις την πληρωμήν της ζημίας· αλλά μη ανεχόμενος τούτο, απεφάσισε ν' αναχωρήση, και μετ' οργής να φύγη την πόλιν. Αποχαιρετήσας επομένως την γυναίκα και τον υιόν του, επορεύετο σιωπηλώς από της οικίας του μέχρι της πύλης· εκεί δ' εστάθη, και στραφείς οπίσω, και τας χείρας υψώσας προς το Καπιτώλιον, ηυχήθη προς τους θεούς, αν δεν φεύγη δικαίως, αλλ' υπό φθόνου και αυθαδείας του δήμου κατατρεχόμενος, ταχέως να μετανοήσωσιν οι Ρωμαίοι, και προφανές να γίνη εις όλους τους ανθρώπους ότι έχουσιν ανάγκην αυτού, και ότι ποθούσι τον Κάμιλλον (345).
ΙΓ. Εκείνος λοιπόν, ως ο Αχιλλεύς (346), καταρασθείς τους πολίτας, και αναχωρήσας, κατεδικάσθη ερήμην εις ζημίαν δεκαπέντε χιλιάδων ασσαρίων, ισοδυναμούντων, κατ' αργυρούν νόμισμα, εις δραχμάς χιλίας πεντακόσιας· διότι το ασσάριον ήτον το δέκατον του αργυρίου, και το δεκάχαλκον ούτως εκαλείτο δηνάριον (347)· ουδείς δ' υπάρχει Ρωμαίος μη πιστεύων ότι ταχέως η θεία δίκη εισήκουσε τας ευχάς του Καμίλλου, και τω έδωκε της αδικίας εκδίκησιν ουχί γλυκείαν, αλλά λυπηράν, ονομαστήν δε και περιβόητον τόση επήλθεν επί την Ρώμην συμφορά, και καιρός κατέλαβε την πόλιν τοσούτον φόβον φέρων και κίνδυνον ομού μετ' αισχύνης, είτε διότι η τύχη ούτω τα έφερε, είτε διότι είναι των Θεών τινός έργον, να μη παραμελώσι την αρετήν προσβαλλομένην υπό της αχαριστίας.
ΙΔ. Και πρώτον μεν σημείον του ότι μέγα τι κακόν επήρχετο, εφάνη ότι έγινεν ο θάνατος Ιουλίου του τιμητού (348)· διότι οι Ρωμαίοι υπέρ πάσαν άλλην σέβονται και θεωρούσιν ως ιεράν των τιμητών την αρχήν. Δεύτερον δε, προ της φυγής του Καμίλλου, ανήρ ουχί μεν επίσημος, ουδέ μέλος της Βουλής, φαινόμενος όμως έντιμος και χρηστός, ο Μάρκος Κεδίκιος, ανέφερε προς τους χιλιάρχους πράγμα άξιον προσοχής, ειπών ότι κατά την προλαβούσαν νύκτα, εν ώ εβάδιζε κατά την οδόν ήν ονομάζουσι Νέαν, ήκουσέ τινα να τον καλή μεγαλοφώνως, και στραφείς, κανένα δεν είδε, ήκουσε δε φωνήν μεγαλητέραν της των ανθρώπων, και η φωνή έλεγε ταύτα· «Ύπαγε, Μάρκε Κεδίκιε, ευθύς την αυγήν, και είπε εις τους άρχοντας, εντός ολίγου καιρού να περιμένωσι τους Γαλάτας». Ταύτα ακούσαντες οι χιλίαρχοι, ήρχισαν να γελώσι και ν' αστειεύωνται. Μετ' ολίγον όμως συνέβησαν τα περί Καμίλλου.
ΙΕ. Λέγεται ότι ο Γαλάται, εκ του Κελτικού όντες γένους (349), και πολυπληθείς γενόμενοι, εγκατέλιπον την ιδίαν αυτών χώραν, μη αρκούσαν όπως θρέψη αυτούς, και απήλθον να ζητήσωσιν άλλην. Γενόμενοι δε πολλαί μυριάδες νέων ανδρών και μαχίμων, και έτι περισσοτέρας φέροντες μεθ' εαυτών γυναίκας και παίδας, οι μεν λέγεται ότι εχύθησαν προς τον Βόρειον Ωκεανόν, υπερβάντες τα Ριπαία όρη (350), και κατέλαβον τα έσχατα της Ευρώπης· άλλοι δ' ότι αποκαταστάντες μεταξύ του όρους Πυρρήνης (351) και των Άλπεων, κατώκησαν πολύν χρόνον μεταξύ των Σεννώνων και Κελτορίων (352). Πολύ δε μετά ταύτα, δοκιμάσαντές ποτε την γεύσιν του οίνου, όστις τότε κατά πρώτον τοις εκομίσθη εξ Ιταλίας, τοσούτον εθαύμασαν το ποτόν, και έγιναν όλοι έξω φρενών διά την καινοφανή ηδονήν, ώστε αρπάσαντες τα όπλα, και τους γονείς των μεθ' εαυτών λαμβάνοντες, ώρμησαν προς τας Άλπεις, και εζήτουν την γην εκείνην, ήτις τοιούτον καρπόν παράγει, πάσαν άλλην θεωρούντες ως άκαρπον και αγρίαν. Ο δ' εισαγαγών παρ' αυτοίς τον οίνον, και όστις υπέρ πάντα άλλον και πρώτος τους παρώξυνε κατά της Ιταλίας, λέγεται ότι ήτον ο Άρων, Τυρρηνός, άνθρωπος επίσημος, και ουχί φύσεως πονηρός, αλλ' εις την εξής δυστυχίαν περιπεσών. Ούτος ήτον επίτροπος παιδός ορφανού, πρώτου μεν κατά τον πλούτον μεταξύ των πολιτών, και θαυμαζομένου διά την ωραιότητά του, καλουμένου δε Λουκούμωνος (353). Ούτος παιδιόθεν κατώκει εις του Άρωνος, και αφ' ού έγινε νεανίας δεν εγκατέλιπε την οικίαν, αλλά προσεποιείτο ότι ευχαριστείτο να συζή μετ' εκείνου. Εν τούτοις δ' επί πολύν καιρόν κρυφίως ηγάπα την γυναίκα αυτού, και ηγαπάτο υπ' αυτής. Επειδή δε προέβη πολύ αμφοτέρων το πάθος, και ούτε να παραιτηθώσιν αυτού, ούτε να το κρύψωσι πλέον εδύναντο, ο μεν νεανίσκος επεχείρει φανερώς ν' αποσπάση αυτήν από του ανδρός της, και να την λάβη αυτός· ο δ' ανήρ εγκαλέσας αυτόν, και νικηθείς εξ αιτίας του πλήθους των φίλων και των χρημάτων, όσα αφειδώς εδαπάνησεν ο Λουκούμων, αφήκε την πατρίδα του, και ακούσας περί των Γαλατών, ήλθε προς αυτούς, και τους ωδήγησεν εις την κατά της Ιταλίας εκστρατείαν αυτών.
ΙΣΤ. Εισβαλόντες δ' αυτοί εις την χώραν, εκυρίευσαν όσων κατείχον αρχήθεν οι Τυρρηνοί από των Άλπεων μέχρις αμφοτέρων των θαλασσών, ως και το όνομα αυτών συμμαρτυρεί· διότι την μεν βόρειον θάλασσαν ονομάζουσιν Αδρίαν, από τυρρηνικής πόλεως, της Αδρίας, την δε προς νότον δι' αυτού του ονόματος των Τυρρηνών, Τυρρηνικόν πέλαγος. Είναι δ' η χώρα όλη αύτη δενδρόφυτος, και παχείας έχει βοσκάς θρεμμάτων, και υπό ποταμών καταρρέεται. Είχε δε και δεκαοκτώ πόλεις καλάς και μεγάλας, και καταλλήλους διά τε τους θέλοντας να κερδαίνωσιν εργαζόμενοι, και διά τους επιθυμούντας τας πανυγύρεις. Ταύτας εκυρίευσαν οι Γαλάται, διώξαντες τους Τυρρηνούς. Αλλά ταύτα είχον γίνει πρό τινος καιρού ήδη.
ΙΖ. Τότε δε, εκστρατεύσαντες οι Γαλάται κατά της Τυρρηνικής πόλεως, του Κλουσίου, επολιόρκουν αυτήν, και οι Κλουσίνοι, καταφυγόντες εις τους Ρωμαίους, εζήτησαν παρ' αυτών πρέσβεις και γράμματα προς τους βαρβάρους. Επέμφθησαν δ' εκ του γένους των Φαβίων τρεις άνδρες επίσημοι, και τιμάς μεγάλας έχοντες εις την πόλιν. Τούτους εδέχθησαν οι Γαλάται φιλοφρόνως, διά της Ρώμης το όνομα, και καταπαύσαντες την κατά των τειχών προσβολήν, συνδιελέχθησαν μετ' αυτών. Όταν δ' αυτοί τους ηρώτησαν τι έπαθον υπό των Κλουσίνων και ήλθον κατά της πόλεως, γελάσας ο Βασιλεύς των Γαλατών Βρέννος, «Μας αδικούσιν, είπεν, οι Κλουσίνοι, διότι εν ώ ολίγην μόνον γην και χώραν δύνανται να καλλιεργώσι, έχουσι την απαίτησιν να κατέχωσι πολλήν, και δεν δίδουσι και εις ημάς, οίτινες είμεθα ξένοι, και πολλοί, και πτωχοί. Κατά τον αυτόν τρόπον σας ηδίκουν άλλοτε και σας, ω Ρωμαίοι, οι Αλβανοί, και οι Φιδηνάται, και οι Αρδεάται, και σήμερον οι Ουήιοι, και οι Καπηνάται, και πολλοί των Φαλίσκων και των Ουολούσκων (354) καθ' ών σεις εκστρατεύετε, και αν δεν σας δώσωσι μέρος των αγαθών των, τους εξανδραποδίζετε, τους λεηλατείτε, και κατεσκάπτατε τας πόλεις αυτών, ούτε σεις πράττοντες φοβερόν τι ή άδικον, αλλ' ακολουθούντες τον πρεσβύτατον των νόμων, όστις δίδει εις τους ισχυροτέρους τα κτήματα των ασθενεστέρων, αρχόμενος από του Θεού, και τελευτών εις τα θηρία· διότι και εις αυτά ενυπάρχει εκ φύσεως να ζητώσι τα ισχυρότερα να υπερέχωσι των υποδεεστέρων. Παύσατε δ' οικτείροντες τους πολιορκουμένους Κλουσίνους, διά να μη διδάξητε και τους Γαλάτας να γίνωσιν αγαθοί και οικτίρμονες, προς τους αδικουμένους υπό των Ρωμαίων». Εκ τούτων λοιπόν ενόησαν οι Ρωμαίοι ότι ο Βρέννος δεν ήρχετο εις συμβιβασμόν, και ελθόντες εις το Κλούσιον, ενεθάρρυνον και παρεκίνουν τους κατοίκους να εξορμήσωσι κατά των βαρβάρων ομού μετ' αυτών, θέλοντες ή να γνωρίσωσι την ανδρείαν εκείνων, ή την εδικήν των να επιδείξωσι. Και τω όντι έγινεν εκδρομή των Κλουσίνων, και μάχη περί τα τείχη, καθ' ήν είς των Φαβίων, ο Κόιντος Άμβρουστος, ώρμησεν έφιππος εναντίον Γαλάτου ανδρός, υψηλού και ωραίου, όστις ίππευε πολύ εμπρός των άλλων. Και κατ' αρχάς μεν δεν εγνωρίσθη, διότι σφοδρά έγινεν η συνάντησίς των, και τα όπλα, περιλάμποντα την μορφήν του, την έκρυπτον αλλ' όταν υπερισχύσας και φονεύσας τον άνδρα, τον ελαφυραγώγει, τότε ο Βρέννος, γνωρίσας αυτόν, μάρτυρας εκάλει τους Θεούς, ότι παρά τα κοινώς παραδεδεγμένα υφ' όλων των ανθρώπων ως όσια και ως δίκαια, ήλθε μεν ως πρέσβυς αυτός, έπραξε δ' ως πολέμιος. Παύσας δ' αμέσως την μάχην, αφήκε τους Κλουσίνους, και ωδήγησε τον στρατόν κατά της Ρώμης. Μη θελήσας δε να φανή ότι εχάρησαν διά την αδικίαν, και την έλαβον προθύμως ως πρόφασιν, έπεμψε ζητών να τω δοθή ο άνθρωπος διά να τιμωρηθή, και συγχρόνως προυχώρει βραδέως.
ΙΗ. Εις δε την Ρώμην συνήλθεν η Βουλή, και τους Φαβίους και άλλους πολλούς κατηγόρουν, και εκ των ιερέων τους ενήγον οι καλούμενοι Φητιαλείς, εν ονόματι των Θεών αποφαινόμενοι, και απαιτούντες παρά της συγκλήτου να τρέψη το ανοσιούργημα εις ένα, τον αίτιον αυτού, και να παραδώση αυτόν προς σωτηρίαν των άλλων. Τούτους τους Φητιαλείς κατέστησεν ο Νουμάς Πομπίλιος, όστις ήτον ημερώτατος και δικαιότατος βασιλεύς, ως φύλακας μεν της ειρήνης, ως κριτάς δε και βεβαιωτάς των αιτιών αίτινες επάγουσι δίκαιον πόλεμον (355). Ανέφερε δε το πράγμα η Βουλή εις τον δήμον, και οι ιερείς κατηγόρησαν ομοίως τον Φάβιον· αλλά το πλήθος τοσούτον περιύβρισε τα θεία και κατεγέλασεν, ώστε και χιλίαρχον διώρισε τον Φάβιον μετά των αδελφών αυτού. Οι δε Κελτοί, ακούσαντες ταύτα, και οργιζόμενοι, υπ' ουδενός πλέον προσκόμματος ανεχαιτίζοντο, και προυχώρουν μετά μεγάλης ταχύτητος. Έφερε δε το πλήθος αυτών, και η λαμπρότης των πολεμικών των παρασκευών, και η βία και ο θυμός αυτών κατάπληξιν εις τους μεταξύ κατοικούντας, και πάντες ενόμιζον ότι κατεστράφη ήδη πάσα η χώρα, και ότι έμελλον αι πόλεις ν' απολεσθώσιν ευθύς. Αλλά παρ' ελπίδα οι Γαλάται ουδεμίαν έπραξαν αδικίαν, ουδ' ελάμβανόν τι εκ των αγρών, αλλά, διερχόμενοι πλησίον των πόλεων, εβόων ότι πορεύονται κατά της Ρώμης, και ότι κατά μόνων των Ρωμαίων πολεμούσι, τους άλλους ως φίλους των θεωρούντες. Απέναντι δε των βαρβάρων μετά τοσαύτης επερχομένων ορμής, οι χιλίαρχοι έφερον τους Ρωμαίους εις τον αγώνα, ουχί μεν ολίγους τον αριθμόν, διότι ήσαν υπέρ τας τεσσαράκοντα οπλιτών χιλιάδες, αλλά τους πλείστους ανασκήτους, και τότε πρώτον όπλα λαμβάνοντας. Προσέτι δε παρημέλησαν και τα θεία, και ούτε θυσίας ετέλεσαν, ούτε μάντεις ηρώτησαν, ως έπρεπε πριν εκτεθώσιν εις μάχην και κίνδυνον. Υπέρ πάντα δ' ετάραττε τας πράξεις αυτών η πολυαρχία, εν ώ άλλοτε και διά μικροτέρους αγώνας καθίστων πολλάκις μονάρχας, ούς καλούσι Δικτάτωρας· μη αγνοούντες πόσον εις δυσκόλους καιρούς είναι το όφελος του να υποτάσσωνται όλοι ομογνωμόνως εις μίαν αρχήν ανυπεύθυνον, έχουσαν εις χείρας της πάσαν την εξουσίαν, και ούτω να διατηρώσι την τάξιν. Επίσης δ' έβλαψε τα πράγματα και η προς τον Κάμιλλον αγνωμοσύνη, διότι έκτοτε εφοβούντο οι άρχοντες να διοικώσι μη χαριζόμενοι προς τον λαόν, μηδέ κολακεύοντες αυτόν. Προχωρήσαντες λοιπόν εννενήκοντα στάδια μακράν της πόλεως (356), εστρατοπέδευσαν παρά τον Αλίαν ποταμόν (357), ου μακράν του μέρους όπου αυτός εχύνετο εις τον Θύμβριν (358). Ενταύθα δ' εφάνησαν οι βάρβαροι, και οι Ρωμαίοι, αισχρώς πολεμήσαντες, διά την αταξίαν, ετράπησαν εις φυγήν. Και το μεν αριστερόν κέρας ευθύς ρίψαντες εις τον ποταμόν οι Κελτοί, το κατέστρεψαν, το δε δεξιόν, υποχωρήσαν εις την ορμήν εκ της πεδιάδος προς τους λόφους, ολιγωτέραν φθοράν υπέφερεν. Εκ τούτων δ' οι περισσότεροι κατέφυγον εις την πόλιν, οι δε λοιποί, όσοι εσώθησαν αφ' ού οι εχθροί απηύδησαν φονεύοντες, έφυγον διά νυκτός εις Βηίους, φρονούντες ότι η Ρώμη εκυριεύθη, και τα πάντα εκεί κατεστράφησαν.
ΙΘ. Έγινε δ' η μάχη περί τας θερινάς τροπάς, περί την πανσέληνον (359) κατά την αυτήν ημέραν καθ' ήν και άλλοτε είχε συμβή η μεγάλη συμφορά, η περί τους Φαβίους, όταν τριακόσιοι εκ του γένους αυτών εσφάγησαν υπό των Τυρρηνών. Επεκράτησε δε να ονομάζωσιν από της δευτέρας ήττης την ημέραν εκείνην μέχρι τούδε Αλιάδα, εξ αιτίας του ποταμού. Περί δ' αποφράδων ημερών, αν πρέπη να παραδεχώμεθα τοιαύτας τινάς, ή αν ορθώς ο Ηράκλειτος (360) επέπληξε τον Ησίοδον ότι έκαμε τας μεν καλάς ημέρας τας δε κακάς, ως αγνοών ότι όλων των ημερών η φύσις είναι η ιδία, τούτο το συζητούμεν αλλού (361). Επί δε του προκειμένου ίσως αρμόδιον είναι ν' αναφέρωμεν τινά παραδείγματα. Πρώτοι μεν οι Βοιωτοί επί του Ιπποδρομίου μηνός, ως δ' οι Αθηναίοι ονομάζουσιν αυτόν, του Εκατομβαιώνος (362), κατά την πέμπτην ημέραν αυτού, δύο έτυχε να κερδίσωσι νίκας ενδοξοτάτας, δι' ών ηλευθέρωσαν τους Έλληνας, την μεν περί τα Λεύκτρα (363), την δε άλλην εις Κερησσόν (364) υπέρ τα εκατόν έτη πρότερον, όταν ενίκησαν τον Λατταμύαν (365) και τους Θεσσαλούς. Δεύτερον δ' οι Πέρσαι κατά την έκτην του Βοηδρομιώνος (366) ηττήθησαν υπό των Ελλήνων εις τον Μαραθώνα, την τρίτην δ' εις τας Πλαταιάς και ενταυτώ και περί την Μυκάλην (367), την εικοστήν έκτην δ' εις τα Άρβηλα (368). Οι δ' Αθηναίοι ενίκησαν την κατά την Νάξον ναυμαχίαν υπό την στρατηγίαν του Χαβρίου (369) περί την πανσέληνον του Βοηδρομιώνος, την δ' εν Σαλαμίνι (370) περί την εικοστήν, ως απεδείξαμεν εις την περί ημερών (371) πραγματείαν ημών. Επέφερε δε και ο Θαργηλιών (372) μην εις τους βαρβάρους προφανή δυστυχήματα. Διότι κατά Θαργηλιώνα ενίκησεν ο Αλέξανδρος τους στρατηγούς του Βασιλέως εις τον Γρανικόν (373), και οι Καρχιδόνιοι περί την Σικελίαν ενικήθησαν υπό του Τιμολέοντος (374) την εικοστήν τετάρτην του αυτού μηνός, περί ήν φαίνεται ότι εκυριεύθη και το Ίλιον, ως διηγούνται ο Έφορος, και ο Καλλισθένης, και ο Δαμαστής, και ο Φύλαρχος (375). Εκ του εναντίου δ' ο Μεταγειτνιών (376), όν οι Βοιωτοί ονομάζουσι Πάνεμον, δεν υπήρξεν ευμενής εις τους Έλληνας· διότι κατά την εβδόμην του μηνός τούτου και εις την εν Κρανώνι (377) μάχην υπό του Αντιπάτρου νικηθέντες εντελώς απωλέσθησαν, και πρότερον εν Χαιρωνεία, πολεμούντες κατά του Φιλίππου, απέτυχον (378). Την δ' αυτήν εκείνην ημέραν του ιδίου έτους οι μετά του Αρχιδάμου (379) διαβάντες εις την Ιταλίαν, κατεστράφησαν υπό των εκεί βαρβάρων. Οι δε Καρχηδόνιοι προφυλάττονται πάντοτε από της εικοστής δευτέρας του αυτού μηνός, καθ' ό φερούσης εις αυτούς τα πλείστα και μέγιστα των δυστυχημάτων. Δεν μοι είναι δ' άγνωστον ότι περί τον καιρόν των μυστηρίων (380) πάλιν, αι Θήβαι κατεσκάφησαν υπό του Αλεξάνδρου (381), και μετά ταύτα οι Αθηναίοι φρουράν εδέχθησαν των Μακεδόνων (382) κατ' αυτήν την εικοστήν του Βοηδρομιώνος, καθ' ήν εξάγουσι τον μυστικόν Ίακχον (383). Ομοίως δε και οι Ρωμαίοι, την ιδίαν ημέραν, πρώτον μεν απώλεσαν το υπό τον Καιπίωνα στρατόπεδόν των (384), προσβληθέν υπό των Κίμβρων, ύστερον δε, όταν ο Λούκουλλος εστρατήγει, ενίκησαν τους Αρμενίους και τον Τιγράνην (385). Άτταλος δ' ο βασιλεύς (386), και Πομπήιος ο Μαγνος απέθανον κατά τας ημέρας των γενεθλίων των. Και, εν γένει πολλούς δυνάμεθα να καταδείξωμεν, εις ούς κατά τας αυτάς περιόδους συνέβησαν και αι ευτυχίαι και αι δυστυχίαι. Διά δε τους Ρωμαίους αύτη είναι μία των αποφράδων ημερών, και εξ αιτίας αυτής, καθ' έκαστον μήνα και άλλαι δύο (387), διότι ο φόβος και η δεισιδαιμονία ηύξησαν ως εκ του συμβάντος τούτου, καθώς συνήθως γίνεται. Αλλά ταύτα εξετέθησαν επιμελέστερον εις το «περί αιτιών Ρωμαϊκών» πόνημα.
Κ. Μετά δε την μάχην εκείνην, αν οι Γαλάται είχον αμέσως ακολουθήσει τους φεύγοντας, ουδέν θα εμπόδιζε να καταστραφή η Ρώμη εξ ολοκλήρου, και όλοι οι εντός αυτής ευρεθέντες να φονευθώσι· τόσον οι φεύγοντες ενέπνεον φόβον εις εκείνους προς ούς έφευγον, και τόσης οι ίδιοι ήσαν πλήρεις ταραχής και παραφροσύνης. Αλλά δυσπιστούντες οι βάρβαροι προς της νίκης το μέγεθος, και υπό χαράς τραπέντες εις συμπόσια, και εις το να μοιράζωνται του στρατοπέδου τα λάφυρα, αφήκαν εις τον όχλον τον εξερχόμενον της πόλεως, καιρόν όπως διαφύγη, εις δε τους μένοντας αφορμήν να ελπίζωσι, και ευκαιρίαν να παρασκευασθώσι. Τότε οι Ρωμαίοι, αφήσαντες την άλλην πόλιν, έφραξαν το Καπιτώλιον διά τειχισμάτων, και το επλήρωσαν όπλων. Και εν πρώτοις μέν τινα των ιερών εκόμισαν εις το Καπιτώλιον· το δε πυρ της εστίας αρπάσασαι αι παρθένοι μετά των ιερών, έφυγον αν και τινές διηγούνται ότι το φρουρούμενον υπ' αυτών τίποτε άλλο δεν είναι εκτός ασβέστου πυρός, ό διέταξε να σέβωνται ο βασιλεύς Νουμάς, ως πάντων των πραγμάτων αρχήν. Διότι το πυρ είναι στοιχείον κινητικώτατον εν τη φύσει· είναι δ' η γένεσις κίνησις, ή τουλάχιστον μετά κινήσεως γίνεται· τα δ' άλλα της ύλης μόρια, όταν λείψη η θερμότης, μένουσιν ακίνητα και ως νεκρά, και ποθούσι την δύναμιν του πυρός, ως ψυχήν, και όταν αύτη προσέλθη, τότε άρχονται ενεργούντα και πάσχοντα. Ο Νουμάς λοιπόν, όστις ήτον ανήρ πολυμαθής, ώστε και ελέγετο περί αυτού ότι διά την σοφίαν του συναναστρέφετο μετά των Μουσών, κατέστησεν αυτό ιερόν, και διέταξε να το φρουρώσιν ακοίμητον, ως εικόνα της τα πάντα διακοσμούσης αϊδίου δυνάμεως. Άλλοι δε διισχυρίζονται ότι το μεν πυρ καίει εμπρός των ναών προς καθαρισμόν, καθώς εις τους Έλληνας, αλλά δ' ότι κρύπτονται εντός αόρατα προς πάντας, πλην των παρθένων τούτων αίτινες ονομάζονται Εστιάδες. Και πολύς μεν διέτρεχε λόγος ότι εκεί ήτον κατατεθειμένον το Τρωικόν εκείνο Παλλάδιον (388), το κομισθέν υπό του Αινείου εις την Ιταλίαν· άλλοι δε μυθολογούσιν ότι εκεί εισι της Σαμοθράκης τα ιερά, άτινα λαβών και κομίσας εις την Τροίαν ο Δάρδανος (389), αφιέρωσε μετ' οργίων όταν έκτισε την πόλιν, κατά δε την άλωσιν ότι τα έκλεψε ν ο Αινείας, και τα διέσωσε μέχρις ότου κατώκησεν εις την Ιταλίαν. Όσοι δε προσποιούνται ότι γνωρίζουσι περισσότερα περί τούτων, λέγουσιν ότι δύο εισί μεγάλοι πίθοι εκεί κατατεθειμένοι, ο μεν ηνεωγμένος και κενός, ο δε πλήρης και εσφραγισμένος· αμφότεροι δ' ότι είναι ορατοί εις μόνας τας αγίας παρθένους. Άλλοι δε νομίζουσιν ότι ούτοι απατώνται, εκ του ότι τα πλείστα των ιερών τότε αι κόραι απέθεσαν εις δύο πίθους, και τα έκρυψαν εις την γην υπό τον ναόν του Κυρίνου (390), δι' ό και ο τόπος εκείνος μέχρι τούδε φέρει την επωνυμίαν των Πιθίσκων (391).
ΚΑ. Λαβούσαι δ' αύται τα κυριώτερα και μέγιστα των ιερών, ανεχώρησαν, και έφευγον παρά τον ποταμόν. Εκεί δε, άνθρωπος εκ του λαού, Λεύκιος Αλβίνος καλούμενος, έτυχε μεταξύ των φευγόντων αποκομίζων εφ' αμάξης τα νήπια τέκνα και την γυναίκα του μετά των χρημάτων αυτών. Ως δε είδε τας παρθένους να φέρωσιν εις τους κόλπους των τα ιερά των Θεών, και να βαδίζωσιν αβοήθητοι και κακοπαθούσαι, καταβιβάσας αμέσως την γυναίκα, τα παιδία και τα πράγματά του από της αμάξης, παρέδωκε την άμαξαν εις αυτάς διά ν' αναβώσι και διαφύγωσιν εις Ελληνικήν τινα πόλιν. Ενομίσαμεν δ' ότι του Αλβίνου η προς το θείον ευλάβεια και τιμή, εκδηλωθείσα εις καιρούς επισφαλέστατους, ήτον αξία να μη αποσιωπηθή αμνημόνευτος. Οι δε των άλλων Θεών ιερείς, και οι γέροντες μεταξύ των υπατικών και των κατά καιρούς τελεσάντων θριάμβους, δεν υπέφερον ν' αφήσωσι την πόλιν. Ενδυθέντες δε φορέματα ιερά και λαμπρά, και αρχηγόν έχοντες Φάβιον τον αρχιερέα, ηυχήθησαν προς τους θεούς, ως εις αυτούς υπέρ της πατρίδος αφιερούμενοι, και εκάθησαν εις τους ελεφαντίνους δίφρους εις την αγοράν, την επερχομένην τύχην των περιμένοντες.
ΚΒ. Την τρίτην δ' από της μάχης ημέραν επήλθεν ο Βρέννος, φέρων το στράτευμα κατά της πόλεως, και ευρών τας πύλας ηνεωγμένας, και τα τείχη φυλάκων έρημα, πρώτον μεν εφοβήθη ενέδραν και δόλον, μη πιστεύων ότι ούτως εντελώς παρητήθησαν οι Ρωμαίοι πάσης ελπίδος. Αφ' ού δ' εγνώρισε την αλήθειαν, εισελθών διά της Κυλλίνης πύλης, εκυρίευσε την Ρώμην, έχουσαν ηλικίαν ολίγον πλείονα των τριακοσίων εξήκοντα ετών από της κτίσεώς της, αν είναι πιστευτόν ότι σώζεται ακρίβειά τις περί της τότε χρονολογίας, εν ώ και περί νεωτέρων συμβάντων αμφιβολίαι υπάρχουσιν ως εκ της τότε συγχύσεως. Αυτής δε της συμφοράς και της αλώσεως φαίνεται ότι αμυδρά φήμη διήλθεν αμέσως εις την Ελλάδα· διότι Ηρακλείδης ο Ποντικός, όστις των καιρών εκείνων δεν ήτον πολύ νεώτερος (392), αναφέρει εν τω «Περί ψυχής» συγγράμματί του λόγον διαδοθέντα εκ δύσεως, ότι στρατός υπερβορείων, ελθών έξωθεν, εκυρίευσε πόλιν Ελληνικήν, την Ρώμην, ιδρυμένην είς τι μέρος εκεί περί την μεγάλην θάλασσαν (393). Δεν απορώ δ' αν ο Ηρακλείδης, όστις είναι μυθογράφος και θαυματογράφος, επεκόσμησε την αλήθειαν, καθ' όσον αφορά την άλωσιν, και διά των Υπερβορείων και διά της μεγάλης θαλάσσης. Ο δε φιλόσοφος Αριστοτέλης, ότι μεν εκυριεύθη η πόλις, είναι προφανές ότι το ήκουσεν ακριβώς. Λέγει όμως ότι ο σώσας αυτήν ήτον ο Λεύκιος, εν ώ ο Κάμιλλος ήτον Μάρκος και όχι Λεύκιος. Αλλά ταύτα μεν λέγονται κατ' εικασίαν. Καταλαβών δε την Ρώμην ο Βρέννος, πέριξ μεν του Καπιτωλίου έστησε φρουράν καταβαίνων δ' ο ίδιος διά της αγοράς, εθαύμαζε βλέπων τους περικαθημένους εκείνους άνδρας κοσμίως και εν σιωπή, οίτινες ούτε ηγέρθησαν όταν έφθασαν οι εχθροί, ούτε ήλλαξαν όψιν ή χρώμα, αλλ' ανέτως και αφόβως ηπλωμένοι εις τα καθέδρας των, άς έφερον εκεί, και βλέποντες ο είς τον άλλον, ησύχαζον. Επροξένει δ' έκπληξιν εις τους Γαλάτας το παράδοξον τούτο θέαμα, και πολύν καιρόν διστάζοντες να εγγίσωσιν αυτούς, διότι τους εθεώρουν ως ανωτέρους ανθρώπων, και να πλησιάσωσιν εις αυτούς, ίσταντο εν απορία. Αλλά τέλος είς αυτών, τόλμην λαβών, ήλθε πλησίον εις τον Παπείριον Μάνιον, και εκτείνας την χείρα, ήγγισεν ελαφρώς τον πώγωνά του, και εκράτει την γενειάδα του, ήτις ήτον πυκνή. Τότε ο Μαπείριος κτυπήσας διά της βακτηρίας την κεφαλήν αυτού, την συνέτριψεν· ο δε βάρβαρος, σύρας την μάχαιράν του, εφόνευσεν εκείνον. Από της στιγμής δ' εκείνης επιπεσόντες, εφόνευον και τους λοιπούς, και εκ των άλλων πολιτών έσφαζον όσους επετύγχανον, και εγύμνουν τας οικίας, πολλάς ημέρας λεηλατούντες την πόλιν. Μετά ταύτα δε την επυρπόλησαν και την κατέσκαπτον, οργιζόμενοι κατά των φρουρούντων το Καπιτώλιον, διότι προσκαλούμενοι υπ' αυτών δεν υπετάσσοντο, αλλά και όταν προσέβαλλον οι Γαλάται, αυτοί τους εκτύπησαν, ανθιστάμενοι από του περιτειχίσματος. Διά τούτο κατέστρεφον την πόλιν, και εξωλόθρευον όσους συνελάμβανον, ομοίως άνδρας και γυναίκας, και γέροντας και παιδία.
ΚΓ. Επειδή δε παρετείνετο η πολιορκία, οι Γαλάται είχον ανάγκην να προμηθευθώσι τροφάς, και διαιρεθέντες, οι μεν έμειναν μετά του βασιλέως και παρεφύλαττον το Καπιτώλιον, οι δ' άλλοι, την χώραν περιερχόμενοι, ελεηλάτουν αυτήν, και εκυρίευον τας κώμας, επιπίπτονπες, ουχί όλοι ομού, αλλ' άλλοι αλλαχού κατ' αρχηγίας και συντάγματα, και εσκορπίζοντο, μεγαλοφρονούντες διά τας επιτυχίας αυτών, και ουδέν φοβούμενοι. Το δε πλείστον και μάλλον συγκεκροτημένον μέρος αυτών προυχώρει προς την πόλιν των Αρδεατών, εις ήν διέτριβεν ο Κάμιλλος, εν αργία και απραξία διατελών μετά την φυγήν του, και ιδιωτεύων, ελπίδας δε τρέφων και διαλογισμούς ουχί ανθρώπου αρκουμένου να διαφύγη τους πολεμίους, αλλά σκεπτομένου πώς να τοις αντισταθή αν παρουσιάζετο η περίστασις. Διό βλέπων ότι οι Αρδεάται ήσαν ικανοί τον αριθμόν, τόλμης όμως εστερημένοι, εξ αιτίας της απειρίας και της μικροψυχίας των στρατηγών, ομίλησε πρώτον προς τους νέους, λέγων ότι δεν πρέπει να θεωρώσι την ήτταν των Ρωμαίων ως των Κελτών ανδρίαν, ουδέ να νομίζωσιν ότι όσα έπαθον εκείνοι διότι κακώς εσκέφθησαν ήσαν κατορθώματα των εχθρών, οίτινες ουδόλως συνετέλεσαν εις την νίκην, αλλ' ότι ήσαν της τύχης σύμπτωσις. Προσέθετε δ' ότι καλόν είναι και διά πολλών κινδύνων ν' απωθήσωσιν εχθρόν βάρβαρον και αλλόφυλλον, όστις, ως το πυρ, άλλο τέλος της νίκης του δεν γνωρίζει, πλην της εντελούς εξολοθρεύσεως του εχθρού του· ότι δ' αν λάβωσι θάρρος και δείξωσι προθυμίαν, τοις υπέσχετο εν καιρώ την νίκην ακίνδυνον. Αφ' ού δ' εδέχθησαν τούτους τους λόγους οι νέοι, απετάθη ο Κάμιλλος προς τους άρχοντας και τους προβούλους των Αρδεατών, και πείσας και τούτους, ώπλησε πάντας τους ενήλικας, και τους εκράτει εντός του τείχους, θέλων να μη τους εννοήσωσιν οι εχθροί, οίτινες ήσαν ήδη πλησίον. Όταν δ' ούτοι, έφιπποι περιελθόντες την χώραν, και βαρείς υπό του πλήθους των λαφύρων, αμελώς και αφροντίστως εστρατοπέδευσαν εις την πεδιάδα, τους εύρεν η νυξ ενώ εμέθυον, και σιωπή κατέλαβε το στρατόπεδον. Ταύτα μαθών ο Κάμιλλος παρά των κατασκόπων, έφερεν έξω τους Αρδεάτας· και ησύχως διαβάς τον μεταξύ τόπον, περί το μεσονύκτιον έφθασεν εις το χαράκωμα, μεγάλας εγείρων κραυγάς, και διά των σαλπίγγων πανταχόθεν ταράττων τους ανθρώπους, οίτινες υπό μέθης μόλις και μετά δυσκολίας εξύπνων εις τον μέγαν θόρυβον. Και ολίγοι μεν εγερθέντες έμφοβοι και οπλισθέντες αντέστησαν εις τον Κάμιλλον, και έπεσαν πολεμούντες· τους δε πλείστους υπό του ύπνου έτι και υπό του οίνου ευρίσκοντες κατεχομένους, τους εφόνευον αόπλους. Τους ολίγους δ' όσοι βοήθεια της νυκτός διέφυγον διά του χαρακώματος, τούτους την ημέραν σποράδην περιφερομένους εις την χώραν τους κατεδίωκον οι ιππείς και τους απέκτεινον.
ΚΔ. Την πράξιν δε ταύτην ταχέως εις τας πόλεις η φήμη διασαλπίζουσα, επροκάλει πολλούς των νέων να συρρεύσωσιν εις τα όπλα. Προ πάντων δε όσοι Ρωμαίοι, διαφυγόντες την εν Αλία μάχην ήσαν εις τους Βηίους, ωδύροντο καθ' εαυτούς λέγοντες· «Ποίον αρχηγόν αφήρεσεν αφ' ημών ο κακός δαίμων της Ρώμης, διά των κατορθωμάτων του Καμίλλου δοξάσας τους Αρδεάτας, εν ώ η πόλις ήτις εγέννησε και έθρεψε τοιούτον άνδρα, απωλέσθη καταστραφείσα. Ημείς δε, στρατηγού στερούμενοι, εκλείσθημεν εις ξένα τείχη, και καθήμεθα την Ιταλίαν εγκαταλείψαντες. Αλλ' ας στείλωμεν να ζητήσωμεν παρά των Αρδεατών τον στρατηγόν ημών, ή, λαβόντες τα όπλα, ας απέλθωμεν ημείς προς εκείνους· διότι δεν είναι πλέον φυγάς, ουδ' ημείς είμεθα πλέον πολίται, αφ' ού πατρίδα δεν έχομεν, και αύτη είναι υπό των πολεμίων την εξουσίαν.» Ταύτα ενέκρινον πάντες, και πέμψαντες, παρεκάλεσαν τον Κάμιλλον να δεχθή την αρχηγίαν αυτών. Αλλ' εκείνος απήντησεν ότι δεν την δέχεται πριν ή κατά τον νόμον ψηφίσωσι τούτο οι εν τω Καπιτωλίω πολίται· διότι εκείνους θεωρεί ως πατρίδα, εν όσω σώζονται, και αν μεν εκείνοι διατάξωσιν, ότι θέλει υπακούσει προθύμως, αν δ' εκείνοι δεν θέλωσι, δεν θέλει αναμιχθή. Και την μεν ευλαβή μετριοφροσύνην και την καλοκαγαθίαν του Καμίλλου εθαύμασαν· δεν ήξευρον δε τίνα να πέμψωσιν όπως ν' αναγγείλη ταύτα εις το Καπιτώλιον, ή μάλλον όλως αδύνατον τοις εφαίνετο, εν ώ οι εχθροί κατείχον την πόλιν, να πέμψωσιν απεσταλμένον εις την Ακρόπολιν.
ΚΕ. Υπήρχε δε μεταξύ των νέων Πόντιός τις Κομίνιος καλούμενος, εκ των μέσων πολιτών κατά το γένος, αγαπών όμως την τιμήν και την δόξαν. Ούτος ανεδέχθη εκουσίως το δύσκολον έργον. Και γράμματα μεν δεν έλαβε προς τους εν Καπιτωλίω, μήπως συλλαβόντες αυτόν οι εχθροί μάθωσι δι' αυτών τους σκοπούς του Καμίλλου. Φορέσας δε πενιχρά φορέματα, και φέρων φελλούς υπ' αυτά, τον μεν επίλοιπον δρόμον διήλθεν αφόβως εν καιρώ ημέρας. Έφθασε δε πλησίον της πόλεως όταν είχεν ήδη επέλθει το σκότος· και μη δυνάμενος να περάση επί γεφύρας τον ποταμόν, διότι αυτάς οι βάρβαροι παρεφύλαττον, περιετύλιξε περί την κεφαλήν τα φορέματά του, διότι ήσαν ολίγα και όχι βαρέα, και παραδοθείς εις τους φελλούς, οίτινες ανεκούφιζον το σώμα του, επέρασεν ούτω και απέβη εις την πόλιν. Αποφεύγων δε τους αγρυπνούντας στρατιώτας, ούς διέκρινεν εκ των φώτων και εκ του θορύβου, διευθύνθη προς την Καρμεντίδα πύλην, ήτις ήτον η ησυχωτέρα, και όπου ο λόφος του Καπιτωλίου ήτον προ πάντων όρθιος, και πολλή και τραχεία ηγείρετο πέριξ η πέτρα. Δι' αυτής ανέβη κρυφίως, και επλησίασε τους φυλάττοντας το τείχος, δυσκόλως και μόλις κατά τα μάλλον ευεπίβατα μέρη. Χαιρετίσας δε τους άνδρας, είπε το όνομά του, και τότε τον επήραν αυτοί, και επήγε προς τους άρχοντας των Ρωμαίων. Έγινε δ' αμέσως σύγκλητος, και παρουσιασθείς αυτός, ανήγγειλε του Καμίλλου την νίκην, περί ής πρότερον ουδέν είχον ακούσει, και διηγείτο την απόφασιν των στρατιωτών, και τους παρεκάλει να επικυρώσωσι του Καμίλλου την εξουσίαν, διότι εις μόνον εκείνον επείθοντο οι έξω πολίται. Ακούσαντες δε ταύτα εκείνοι και συσκεφθέντες, ανεκήρυξαν τον Κάμιλλον Δικτάτωρα, και τον Πόντιον εξαπέστειλον πάλιν διά της ιδίας οδού, και η επιστροφή του επέτυχεν επίσης ευτυχέστατα, διότι διέφυγε τους εχθρούς, και έφερε της βουλής τας αποφάσεις εις τους έξω Ρωμαίους.
ΚΣΤ. Ως δ' εκείνοι εδέχθησαν ταύτα προθύμως, ελθών ο Κάμιλλος, εύρεν είκοσι χιλιάδας ενόπλους, και έτι περισσοτέρους συνήθροισεν εκ των συμμάχων, και ητοιμάζετο διά την προσβολήν. Ούτως εξελέγη εκ δευτέρου Δικτάτωρ ο Κάμιλλος (394). Εις δε την Ρώμην τινές των βαρβάρων κατά τύχην διαβαίνοντες εμπρός του μέρους δι' ού ο Πόντιος ανέβη διά νυκτός εις το Καπιτώλιον, και παρατηρήσαντες εις πολλά μεν μέρη ίχνη ποδών και χειρών, όπου εκείνος εκρατείτο και εστηρίζετο, και πεπατημένα πολλά των φυτών όσα εβλάστανον επί των κρημνών, και ολισθημάτων σημεία εις τα γαιώδη μέρη, ανέφερον ταύτα εις τον βασιλέα των. Ελθών δ' εκείνος και ιδών ταύτα, τότε μεν έμεινεν ησυχάζων· το δ' εσπέρας, συναθροίσας εκείνους των Κελτών όσοι είχον τα σώματα ελαφρότερα και ήσαν καταλληλότεροι διά να βαδίζωσιν εις τα όρη, «Την μεν οδόν, είπεν, ήτις φέρει προς τους εχθρούς, και ήτις μας ήτον άγνωστος μέχρι τούδε, μας δεικνύουσιν αυτοί οι εχθροί, ότι δεν είναι ούτε απάτητος, ούτε άβατος εις ανθρώπους. Αισχύνη δε πολλή δι' ημάς, όταν έχωμεν την αρχήν, να μείνωμεν ελλειπείς εις το τέλος, και ν' αφήσωμεν τον τόπον ως αν δεν τον είχομεν κυριεύσει, ενώ αυτοί οι εχθροί μας διδάσκουσι πόθεν πορθείται. Διότι όπου είναι εύκολον είς μόνος ν' αναβή, δεν είναι ουδ' εις πολλούς δύσκολον όταν ανά είς αναβαίνωσι, συναλλήλως βοηθούμενοι και ενισχυόμενοι. Θέλουσι δε δοθή εις έκαστον δωρεαί και αμοιβαί ανάλογοι προς την ανδραγαθίαν του.»
ΚΖ. Ως είπε ταύτα ο βασιλεύς, ανεδέχθησαν οι Γαλάται προθύμως την επιχείρησιν, και περί το μεσονύκτιον πατήσαντες πολλοί ομού εις την πέτραν, ανέβησαν μετά σιωπής, προσέρποντες εις τους κρημνούς, οίτινες ήσαν μεν τραχείς και απότομοι, αλλ' εφάνησαν, όταν εδοκίμασαν να τους αναβώσιν, ευκολώτεροι και ομαλώτεροι αφ' ό,τι ενόμιζον. Ώστε οι πρώτοι ανέβησαν εις την άκραν και παρετάττοντο, και παρ' ολίγον θα κατελάμβανον το προτείχισμα, και θα επέπιπτον κατά των φυλάκων εν ώ εκοιμώντο· διότι ουδείς τους ήκουσεν, ούτε άνθρωπος ούτε κύων. Αλλ' υπήρχον περί τον ναόν της Ήρας ιεραί χήνες, αίτινες ετρέφοντο αφθόνως όλον τον άλλον καιρόν τότε όμως, επειδή ολίγαι ήσαν αι τροφαί και μόλις τοις εξήσκουν, αμελούμεναι, εις κακήν διετέλουν κατάστασιν. Και εκ φύσεως μεν είναι το ζώον τούτο ψοφοδεές, και έχει οξείαν την ακοήν. Εκείναι δε τότε, επειδή επείνων, έτι μάλλον αγρυπνούσαι και θορυβώδεις γενόμενοι, ήκουσαν ταχέως την είσοδον των Γαλατών, και μεθ' ορμής και κλαγκής φερόμεναι προς αυτούς, εξύπνισαν όλους τους φρουρούς, και οι βάρβαροι, βλέποντες ότι απεκαλύφθησαν, επέπιπτον ήδη βιαιότερον, και μη φροντίζοντες να καταστέλλωσι πλέον τον θόρυβον. Αρπάσαντες λοιπόν οι Ρωμαίοι ό,τι όπλον έτυχεν έκαστος, έτρεχον ν' αντισταθώσιν όπως εδύναντο. Πρώτος δε πάντων ο Μάλλιος, υπατικήν έχων εξουσίαν, ρωμαλέος δε το σώμα, και διαπρέπων διά της ψυχής του το φρόνημα, απήντησε δύο συγχρόνως εχθρούς, και εν ώ ο είς ήγειρεν ήδη την κοπίδα να τον θανατώση, επρόφθασε και του απέκοψε την δεξιάν χείρα διά του ξίφους του, τον δ' άλλον εκτύπησε διά της ασπίδος του εις το πρόσωπον, και τον απώθησεν οπίσω εις τον κρημνόν. Σταθείς δ' εις το τείχος μεθ' όλων των άλλων όσοι συνέρρευσαν και τον περιεστοίχισαν, απέκρουσε τους άλλους όσοι είχον αναβή, και οίτινες ούτε πολλοί ήσαν, ούτε άξιόν τι της τόλμης των έπραξαν. Ούτω δε διαφυγόντες τον κίνδυνον, άμα εξημέρωσε, τον μεν αρχηγόν των φυλάκων έρριψαν εις τους πολεμίους κατά των κρημνών, εις δε τον Μάλλιον ψηφίσαντες αριστείον της νίκης, προς τιμήν μάλλον παρά διότι είχεν ανάγκην, συνεισέφερον υπέρ αυτού όσον ελάμβανεν έκαστος εις τροφήν εκάστης ημέρας, σίτου μεν εντοπίου ημίλιτρον (ως αυτοί τ' ονομάζουσιν), οίνου δε κοτύλης Ελληνικής τέταρτον (395).
ΚΗ. Έκτοτε ήρχισαν να προβαίνωσιν αθυμότερα τα πράγματα των Κελτών, διότι εστερούντο τροφών αφ' ότου διά τον φόβον του Καμίλλου δεν εδύναντο να επιδοθώσιν εις λαφυραγωγίαν και νόσος ενέσκηψε προσέτι εις αυτούς, διότι κατεσκήνουν εις ερείπια, αναμεμιγμένοι μετά των νεκρών οίτινες έκειντο εις αυτά σωρηδόν και προσέτι το βάθος της στάχτης, ήτις ανέπεμπεν αέρα ξηρόν και δριμύν, και διεφθαρμένον υπό του καύσωνος και υπό των ανέμων, έβλαπτε τα σώματα διά της αναπνοής. Προ πάντων δε τους κατέβαλεν η μεταβολή της συνήθους αυτοίς διαίτης, διότι εκ τόπων σκιερών, και εχόντων το θέρος δροσερά καταφύγια, κατέβησαν εις χώραν χαμηλήν, ήτις δεν ήτον ευκραής το φθινόπωρον ουχί ήττον δε και η πολυχρόνιος πολιορκία, κρατούσα προ επτά ήδη μηνών ακινήτους αυτούς εμπρός του Καπιτωλίου. Ένεκα τούτων φθορά μεγάλη επήλθεν εις το στρατόπεδον, και ουδ' εθάπτοντο πλέον διά το πλήθος οι αποθνήσκοντες. Αλλ' ουδέ των πολιορκουμένων δεν ήτον πολύ καλλητέρα η κατάστασις. Η πείνα ηύξανε πάντοτε, και η άγνοια αυτών περί των κινημάτων του Καμίλλου τους ενέβαλλεν εις πολλήν αθυμίαν, και κανείς δεν ήρχετο εκ μέρους αυτού, διότι η πόλις εφρουρείτο ακριβώς υπό των βαρβάρων. Επειδή λοιπόν εις τοιαύτην ήσαν θέσιν αμφότεροι, οι προφύλακες συναπαντώμενοι ήρχισαν να έρχωνται εις λόγους συμβιβασμού, έπειτα δε, κατ' απόφασιν των επισημοτέρων, συνωμίλησε μετά του Βρέννου ο Σουλπίκιος, ο χιλίαρχος των Ρωμαίων, και εσυμφωνήθη, οι μεν Ρωμαίοι να καταβάλωσι χιλίας λίτρας χρυσού (396), οι δ' εχθροί να λάβωσιν αυτάς, και ν' αναχωρήσωσεν αμέσως εκ της πόλεως και εκ της χώρας. Επί τούτων έγιναν όρκοι, και το χρυσίον εκομίσθη· οι δε Κελτοί κατ' αρχάς εδολιεύοντο κρυφίως τα ζύγια, έπειτα δε και φανερώς είλκον κάτω και διέστρεφον την πλάστιγγα, και ηγανάκτουν δι' αυτό οι Ρωμαίοι. O δε Βρέννος, ως εφυβρίζων και καταγελών αυτούς, λύσας την μάχαιραν μετά του ζωστήρος του, προσέθηκεν αυτά εις τα βάρη· και όταν ο Σουλπίκιος τον ηρώτησε τι είναι τούτο, «Τι άλλο, απεκρίθη, παρά δυστυχία εις τους νενικημένους» (397), και τούτο έγινεν έκτοτε λόγος παροιμιώδης. Οι δε Ρωμαίοι, άλλοι μεν ηγανάκτουν, και εφρόνουν ότι πρέπει λαβόντες το χρυσίον ν' αναχωρήσωσι, και να υπομείνωσι την πολιορκίαν· άλλοι δ' έλεγον ότι πρέπει να υποφέρωσι την μετρίαν αυτήν αδικίαν, μη νομίζοντες αισχρόν το να δώσωσι περισσότερα, και να υπομείνωσιν ουχί ως δικαίαν, αλλ' ως εξ ανάγκης γινομένην την δόσιν.
ΚΘ. Εν ώ δ' ούτως εφιλονείκουν οι Κελτοί και αυτοί, έφθασεν ο Κάμιλλος εις τας πύλας, φέρων τον στρατόν, και μαθών τα γινόμενα, διέταξε τους λοιπούς να τον ακολουθώσιν εν τάξει και βραδέως, αυτός δε, σπεύδων μετά των επισημοτέρων, διευθύνθη αμέσως προς τους Ρωμαίους. Τότε εκείνοι υποχωρήσαντες εμπρός του, εδέχθησαν αυτόν ως αυτοκράτορα μετ' ευκοσμίας και σιωπής· αυτός δ' επήρε τον χρυσόν από της ζυγαριάς και τον έδωκεν εις τους υπηρέτας· την δε ζυγαριάν και τα βαρύδια διέταξε τους Καλετούς να τα λάβωσι και ν' αναχωρήσωσιν, ειπών ότι πάτριον έθος είναι εις τους Ρωμαίους να σώζωσι την πατρίδα διά σιδήρου, ουχί διά χρυσού. Προς ταύτα ηγανάκτει ο Βρέννος, και έλεγεν ότι αδίκως ηθετείτο η συμφωνία· αλλ' ο Κάμιλλος αντέκρουε ταύτα, λέγων ότι αι συνθήκαι δεν έγινον νομίμως, ουδ' έχουσι κύρος, ως συνομολογηθείσα μετ' ανθρώπων οίτινες εξουσίαν δεν είχον όταν αυτός ήτον ήδη Δικτάτωρ εκλελεγμένος, και ουδείς άλλος εξήσκει αρχήν κατά νόμον. Ήδη δ' ότι πρέπει να ειπώσιν εάν τι θέλωσι, διότι ήλθεν έχων νόμιμον εξουσίαν και να τους συγχωρήση αν παρακαλέσωσι, και να τιμωρήση τους ενόχους, αν δεν μετανοώσι. Προς τους λόγους τούτους θορυβηθείς ο Βρέννος, επεχείρησε να έλθη αμέσως εις χείρας, και έσυραν εκατέρωθεν τα ξίφη, και ήρχισαν να σπρώχνωνται, αναμεμιγμένοι προς αλλήλους, ως ήτον επόμενον, διότι εκινούντο μεταξύ οικιών και στενωπών, και εις τόπους μη επιδεχομένους στρατιωτικήν παράταξιν. Αλλά ταχέως συνελθών ο Βρέννος, απήγαγε τους Κελτούς εις το στρατόπεδον, χωρίς να φονευθώσι πολλοί, και εγείρας όλους την νύκτα, εγκατέλιπε την πόλιν. Προχωρήσας δ' εξήκοντα στάδια (398) εστρατοπέδευσε παρά την Γαβινίαν (399) οδόν. Άμα δ' εξημέρωσεν, ήλθεν ο Κάμιλλος κατ' αυτού ωπλισμένος λαμπρώς, μετά των Ρωμαίων οίτινες είχον αναλάβει τότε το θάρρος των. Μετ' ισχυράν δε και μακράν μάχην, έτρεψεν αυτούς εις φυγήν, αφ' ού πολλούς εφόνευσε, και εκυρίευσε το στρατόπεδον. Εκ δε των φυγάδων άλλοι μεν ευθύς εθανατώθησαν καταδιωχθέντες, τους δε περισσοτέρους, διασπαρέντας, απέκτεινον ορμώντες κατ' αυτών εκ των πέριξ πόλεων και χωρίων.
Λ. Ούτως η Ρώμη παραδόξως κυριευθείσα, παραδοξότερον έτι εσώθη, αφ' ού έμεινεν επτά ολοκλήρους μήνας υπό τους βαρβάρους· διότι εισελθόντες εις αυτήν ολίγας ημέρας μετά τας Κυιντιλίας είδους (400), απεδιώχθησαν κατά τας ειδούς Φεβρουαρίου. Ο δε Κάμιλλος ετέλεσε θρίαμβον, ως ήτον εύλογον, διότι έγινε σωτήρ της πατρίδος απολεσθείσης, και επανέφερε την πόλιν αυτήν εις εαυτήν. Τότε, εν ώ αυτός εισήρχετο επί της θριαμβευτικής αμάξης αυτού, επέστρεφον μεν οι έξωθεν μετά των γυναικών και των παίδων των, απήντων δ' αυτούς οι εις το Καπιτώλιον πολιορκηθέντες, οίτινες εκινδύνευσαν ν' αποθάνωσιν όλοι της πείνης, και ενηγκαλίζοντο αλλήλους και εδάκρυον, μη πιστεύοντες εις την παρούσαν των ευτυχίαν· και οι ιερείς και διάκονοι των Θεών, όσα ιερά φεύγοντες έκρυψαν εις την πόλιν, ή εκκλέψαντες παρέλαβον μεθ' εαυτών, ταύτα διασωθέντα, τα έφερον ήδη, και τα εδείκνυον, θεάματα ποθητά εις τους πολίτας, οίτινες τα εδέχοντο μετά χαράς, ως αν κατήρχοντο αυτοί πάλιν οι Θεοί μετ' αυτών εις την Ρώμην. Θυσιάσας δ' εις τους Θεούς, και καθαρίσας την πόλιν υπό την οδηγίαν των περί ταύτα εμπείρων, τους μεν υπάρχοντας ήδη ναούς αποκατέστησεν αύθις, ίδρυσε δε και αυτός ναόν της Φήμης και της Κληδόνος, ανευρών τον τόπον εκείνον, εις όν διά νυκτός προσέβαλεν εκ Θεού τον Κεδίκιον Μάρκον η φωνή η αναγγέλλουσα των βαρβάρων την εκστρατείαν. Μετά πολλής δε δυσκολίας και μόλις ανεκαλύπτοντο αι θέσεις των ιερών διά της φιλοτιμίας του Καμίλλου, και διά πολλού κόπου των ιεροφαντών.
ΛΑ. Επειδή δε και η πόλις ήτον εντελώς κατεστραμμένη, όταν έπρεπε ν' ανοικοδομηθή, οκνηρία κατέλαβε τον λαόν προς τα έργα, και ανέβαλλον αυτά, διότι εστερούντο όλων των αναγκαίων, και εχρειάζοντο μάλλον αναψυχήν τινα και ανάπαυσιν από των κακών, παρά να κοπιάσωσι και να κακοπαθήσωσιν, εν ώ και χρήματα τοις έλειπον, και τα σώματά των ήσαν εξησθενημένα. Ούτω κατ' ολίγον έστρεψαν πάλιν τον νουν των προς τους Βηίους, πόλιν ήτις διετηρείτο, και είχεν όλα τ' απαιτούμενα, και εχορήγησαν νέαν αφορμήν δημαγωγιών εις τους συνεχομένους να κολακεύωσι τον λαόν, και έδιδον ακρόασιν εις λόγους στασιαστικούς κατά του Καμίλλου, ότι εκείνος εκ φιλαυτίας και φιλοδοξίας στερεί αυτούς πόλεως ετοίμης, και τους βιάζει να κατοικώσιν εις ερείπια, και ν' ανασκάπτωσι τόσην τέφραν πυρκαϊάς, διά να λέγηται αυτός ουχί μόνον ηγεμών των Ρωμαίων και στρατηγός, αλλά και κτίστης έτι, τον Ρωμύλον παραγκωνίσας. Τότε φοβηθείσα τον θόρυβον η βουλή, τον μεν Κάμιλλον δεν αφήκε ν' αποθέση, ως ήθελε, την εξουσίαν εντός ενιαυτού, αν και ουδέποτε άλλος Δικτάτωρ υπερέβη τους έξ μήνας. Αυτή δε παρηγόρει και κατεπράυνε τον δήμον, πείθουσα και περιποιουμένη αυτόν, και δεικνύουσα μεν τα μνημεία και τους τάφους των πατέρων, ενθυμίζουσα δε τα ιερά χωρία και τους αγίους τόπους, όσους ο Ρωμύλος ή ο Νουμάς ή άλλος τις των βασιλέων καθιερώσας παρέδωκεν εις αυτούς. Μεταξύ δε των θείων αντικειμένων εν πρώτοις ανέφερον την νεοσφαγή κεφαλήν, ήτις εφάνη κατά την θεμελίωσιν του Καπιτωλίου (401), ως δηλούσα ότι ο τόπος εκείνος ήτον πεπρωμένον να γίνη κεφαλή της Ιταλίας, και της εστίας το πυρ, όπερ, αναπτόμενον μετά τον πόλεμον υπό των παρθένων, ήθελον σβύσει και εξαφανίσει οι εγκαταλείποντες την πόλιν, και θα είναι όνειδος αυτών αν την βλέπωσι κατοικουμένην ή υπ' αλλοεθνών και ξένων, ή έρημον και προβάτων βοσκήν. Τοιαύτας προς έκαστον ιδιαιτέρως και κοινώς πολλάκις εις τον δήμον επαναλαμβάνοντες ελεεινολογίας, εκάμπτοντο πάλιν υπό των του λαού, οίτινες έκλαιον την αμηχανίαν των, και τους παρεκάλουν, αφ' ού εσώθησαν ως εκ ναυαγίου γυμνοί και άποροι, να μη τους βιάσωσι να συνοικοδομήσωσι πάλιν τα λείψανα της κατεστραμμένης πόλεως, εν ώ υπήρχεν άλλη ετοίμη.
ΛΒ. Επρότεινε λοιπόν ο Κάμιλλος να συνέλθη η βουλή, και πολλά και αυτός ωμίλησε παρακαλών υπέρ της πατρίδος, πολλά δε και όστις εκ των άλλων ήθελε. Τέλος δε πείσας να εγερθή τον Λεύκων Λουκρήτιον, όστις συνείθιζε να γνωμοδοτή πρώτος πάντων, τον προσεκάλεσε ν' αποφανθή, και μετά ταύτα όλους τους άλλους κατά σειράν. Ως δ' εγένετο σιωπή, και ο Λουκρήτιος έμελλε ν' αρχίση, κατά τύχην διαβαίνων έξωθεν εκατόνταρχος φέρων τάγμα ημερησίας φυλακής, και φωνάξας μεγαλοφώνως τον πρώτον όστις έφερε την σημαίαν, τον διέταξε να σταθή εκεί και να στήση την σημαίαν, διότι ήτον αυτός κάλλιστος τόπος διά να καθήσωσι και να μείνωσιν. Ως δ' ηκούσθη η φωνή αύτη εγκαίρως, εν ώ εσκέπτοντο περί αδήλου του μέλλοντος, ο Λουκρήτιος, προσκυνήσας, είπεν ότι εις την θείαν εντολήν προσθέτει την γνώμην του και αυτός, και έκαστος των άλλων την ηκολούθησε. Θαυμαστή δ' έγινε μεταβολή και της του πλήθους ορμής, και πάντες παρεκίνουν αλλήλους, και ήρχιζον το έργον, ουχί διαιρέσαντες αυτό και κατά τάξιν, αλλά κατελάμβανεν έκαστος κατά λόγον της προθυμίας του οποίον τόπον ήθελε. Διά τούτο μετά σπουδής και τάχους ανεγείροντες την πόλιν, την ωκοδόμουν έχουσαν ανωμάλους τας οδούς μεταξύ των συσσωρευομένων κατοικιών και εντός ενός έτους λέγεται ότι ανεστήθη η πόλις νέα πάλιν και κατά τα τείχη, και κατά τας ιδιωτικάς οικοδομάς. Οι δε ταχθέντες υπό του Καμίλλου όπως ανεύρωσι και προσδιορίσωσι τους ιερούς τόπους, συγκεχυμένους και αυτούς, ως πάντα τα άλλα, όταν ήλθον εις τον ναΐσκον του Άρεως, περιοδεύοντες το Παλάτιον, αυτόν μεν εύρον, ως όλα τ' άλλα κατεστραμμένον και κεκαυμένον υπό των βαρβάρων ανερευνώντες δε και καθαίροντες τον τόπον, απήντησαν το μαντικόν ξύλον του Ρωμύλου (402), κεχωσμένον υπό πολλήν και βαθείαν στάκτην. Είναι δε τούτο κυρτόν κατά τα δύο πέρατα, και καλείται Λίτυον. Μεταχείζονται δ' αυτά διά να διαγράφωσι τα πλινθία, όταν κάθηνται μαντευόμενοι διά των ορνέων. Τούτο μετεχειρίζετο και εκείνος, διότι ήτον μαντικώτατος. Όταν δ' έγινεν άφαντος εκ του μέσου των ανθρώπων, παραλαβόντες οι ιερείς το ξύλον, το εφύλαττον άθικτον, ως παν άλλο ιερόν. Όταν λοιπόν, εν ώ όλα τα άλλα είχον απολεσθή, ανεύρον τούτο τότε διαφυγόν την φθοράν, επλήσθησαν γλυκυτάτων ελπίδων υπέρ της Ρώμης, πιστεύοντες ότι το σημείον τούτο τοις εξησφάλιζε την σωτηρίαν αΐδιον.
ΛΓ. Δεν είχον δ' έτι παύσει ασχολούμενοι περί ταύτα, όταν τους κατέλαβε πόλεμος, και οι μεν Αικανοί (403) μετά των Ουολούσκων και Λατίνων εισέβαλον εις την χώραν, οι δε Τυρρηνοί επολιόρκουν το Σούρτιον (404), πόλιν σύμμαχον των Ρωμαίων. Στρατοπεδεύσαντες δ' οι χιλίαρχοι, οίτινες είχον την αρχηγίαν των Ρωμαίων, παρά το Μάρκιον όρος (405), επολιορκούντο υπό των Λατίνων, και κινδυνεύοντες ν' απολέσωσι το στρατόπεδόν των, εμήνυσαν εις την Ρώμην, και τότε εξελέγη ο Κάμιλλος εκ τρίτου Δικτάτωρ. Λέγονται δε περί του πολέμου τούτου λόγοι διττοί, εξ ών διηγούμαι πρώτον τον μυθώδη. Λέγουσιν ότι οι Λατίνοι, είτε προφασιζόμενοι, είτε θέλοντες αληθώς ν' αναμίξωσι τα γένη πάλιν εξ αρχής, έστειλαν και εζήτουν παρά των Ρωμαίων παρθένους ελευθέρας εις γυναίκας· οι δε Ρωμαίοι ηπόρουν τι να πράξωσι, διότι, μη αποκαταστηθέντες εισέτι, ουδ' αναλαβόντες τας δυνάμεις των, εφοβούντο τον πόλεμον, και υποπτεύον ότι η ζήτησις των γυναικών ήτον πρόφασις διά να λάβωσιν ομήρους, και ευπρεπείας χάριν ότι την ωνόμαζον επιγαμίαν. Τότε θεραπαινίς τις, ονομαζομένη Τουτούλα, ως δέ τινες λέγουσι, Φιλωτίς (406), εσυμβούλευσε τους άρχοντας να στείλωσι μετ' αυτής εκ των υπηρετριών τας ωραιοτέρας και τας μάλλον κατά την μορφήν διακεκριμένας, και να τας στολίσωσιν ως νύμφας ευγενείς, τα δε λοιπά ότι θέλουσιν είσθαι εδική της φροντίς. Κατεπείσθησαν λοιπόν οι άρχοντες, και εκλέξαντες εκ των θεραπαινίδων όσας εκείνη εθεώρησε καταλλήλους διά την περίστασιν, τας εστόλισαν διά λαμπρών φορεμάτων και διά χρυσού, και τας παρέδωκαν εις τους Λατίνους, οίτινες εστρατοπέδευον ουχί πολύ μακράν της πόλεως. Την νύκτα δε, αι μεν άλλαι υπέκλεψαν τας μαχαίρας των εχθρών, η δε Τουτούλα ή Φιλωτίς, αναβάσα εις μεγάλην αγριοσυκήν, και εκτείνασα το ιμάτιόν της προς τα οπίσω, ύψωσε λαμπάδα προς την Ρώμην, καθώς είχε προσυμφωνήσει μετά των αρχόντων, χωρίς να το γνωρίζη ουδείς άλλος εκ των πολιτών. Δια τούτο και οι στρατιώται, βιαζόμενοι υπό των αρχόντων, εξήρχοντο θορυβωδώς, και έκραζον ο είς τον άλλον, και μόλις έμβαινον εις τάξιν. Ελθόντες δ' εις το χαράκωμα, εν ώ οι εχθροί δεν τους περιέμενον αλλ' εκοιμώντο, εκυρίευσαν το στρατόπεδον, και εφόνευον τους περισσοτέρους. Λέγεται δ' ότι τούτο έγινε κατά τας Ιουλίας, ως τώρα λέγονται, ως δ' ωνομάζοντο τότε Κυιντιλίας νόννας (407), και ότι η ήδη τελουμένη εορτή είναι της πράξεως εκείνης ενθύμησις· διότι, πρώτον μεν, εξερχόμενοι της πύλης, πολλά των εγχωρίων και κοινών ονομάτων καλούσι μεγαλοφώνως, Γάιον, Μάρκον, Λούκιον, και αλλά όμοια, μιμούμενοι τας κραυγάς μεθ' ών εκαλούντο τότε εν μέσω της μεγάλης των βίας. Έπειτα, εστολισμέναι λαμπρώς αι υπηρέτριαι, περιφέρονται, και αστειευόμεναι περιπαίζουσιν όσους απαντώσιν. Εκτελούσι δε και μάχην τινά αύται μεταξύ των, ως είχον και τότε μεθέξει του προς τους Λατίνους πολέμου. Κάθηνται δε και τρώγουσι, σκιαζόμεναι υπό κλάδους συκής· και την ημέραν καλούσι Νόννας Καπρατίνας, εξ αιτίας, ως νομίζεται, της αγριοσυκής αφ' ής η θεραπαινίς ύψωσε την λαμπάδα· διότι την αγριοσυκήν ονομάζουσι Καπρίφικον. Άλλοι δε διισχυρίζονται ότι τα περισσότερα τούτων γίνονται και λέγονται διά το συμβάν του Ρωμύλου· διότι κατά ταύτην την ημέραν έγινεν αυτός άφαντος έξω της πύλης, όταν επήλθε σκότος και θύελλα, και, ώς τινες νομίζουσιν, έγινεν ηλίου έκλειψις· και ότι η ημέρα εκ τούτου ωνομάσθη Νόνναι καπρατίναι, διότι την αίγα ονομάζουσι κάπραν, ο δε Ρωμύλος ανελήφθη δημηγορών περί το καλούμενον Αιγός έλος, ως εγράψαμεν εις τον βίον εκείνου.
ΛΔ. Την δ' ετέραν διήγησιν ούτω λέγουσιν οι περισσότεροι συγγραφείς, επιδοκιμάζοντες αυτήν. Όταν έγινεν εκ τρίτου Δικτάτωρ ο Κάμιλλος, ακούσας ότι το μετά των χιλιάρχων στράτευμα επολιορκείτο υπό των Λατίνων και των Ουολούσκων, ηναγκάσθη να οπλίση και τους πολίτας όσοι ήσαν ουχί πλέον νέοι, αλλά παρακμάσαντες ήδη. Πορευθείς δε διά μακρού γύρου πέριξ του Μαρκίνου όρους, και μη εννοηθείς υπό των εχθρών, εστρατοπέδευσεν οπίσω αυτών, και ανάψας πολλά πυρά, ούτως εδήλωσε την παρουσίαν του. Τότε οι πολιορκούμενοι, θάρρος λαβόντες, εσκέπτοντο να εκδράμωσι, και να συνάψωσι μάχην. Οι δε Λατίνοι και οι Ουολούσκοι, περιορισθέντες εντός των χαρακωμάτων, ωχύρουν διά ξύλων πολλών και περιέφραττον το στρατόπεδον πανταχόθεν, όντες μεταξύ δύο εχθρικών προσβολών, και απεφάσισαν να περιμείνωσιν άλλην δύναμιν εκ της πατρίδος των, ελπίζοντες συγχρόνως και των Τυρρηνών βοήθειαν. Εννοήσας δε τούτο ο Κάμιλλος, και φοβηθείς μη πάθη ό,τι αυτός έκαμεν εις τους εχθρούς όταν τους περιεκύκλωσεν, εβιάζετο να προλάβη αυτούς. Επειδή δε το περίφραγμα ήτον ξύλινον, και σφοδρός άνεμος κατήρχετο από των ορέων όταν εξημέρωνεν, ετοιμάσας πολλά πυρά, και περί την αυγήν οδηγών το στράτευμα, τους άλλους διέταξεν από του απέναντι μέρους να ρίπτωσι βέλη μετά κραυγών· ο ίδιος δ' έχων μεθ' εαυτού τους μέλλοντας να βάλωσι το πυρ προς το μέρος του χαρακώτος όπου συνήθως προσέπιπτε κυρίως ο άνεμος, περιέμενε την ώραν. Όταν δε, αφ' ού ήρχισεν η μάχη, ανέτειλεν ο ήλιος, και ο άνεμος εφύσα λαμπρός, εσήμανε την προσβολήν, και κατέσπειρε περί τον χάρακα άφθονα τα πυροβόλα. Ταχέως δ' υψώθησαν αι φλόγες τρεφόμενοι εκ των πυκνών πάλων και των ξυλίνων σταυρωμάτων, και εξετείνοντο πέριξ, χωρίς οι Λατίνοι να έχωσι κανέν βοήθημα έτοιμον διά την απόσβεσιν. Επειδή δε το στρατόπεδον ήτον ήδη πλήρες πυρός, εις ολίγον αυτοί συστελλόμενοι τόπον, ηναγκάζοντο να περιπίπτωσιν εις τους εχθρούς, οίτινες ένοπλοι και παρατεταγμένοι τους περιέμενον έξω του χαρακώματος. Και εξ αυτών μεν ολίγοι διέφυγον· τους δε μείναντας εις το στρατόπεδον όλους κατέστρεψε το πυρ, έως ότου οι Ρωμαίοι το έσβεσαν διά να δοθώσιν εις την αρπαγήν των πραγμάτων.
ΛΕ. Αφ' ού δε ταύτα έγιναν, αφείς εις το στρατόπεδον τον υιόν του Λούκιον, φύλακα των αιχμαλωτισθέντων ανθρώπων και των χρημάτων, εισέβαλεν ο ίδιος εις των εχθρών την χώραν, και κυριεύσας την πόλιν των Αικανών, και υποτάξας τους Ουολούσκους, ωδήγησεν ευθύς το στράτευμα προς το Σούτριον, επειδή δεν είχεν εισέτι ακούσει τα συμβάντα εις τους Σουρτίνους, αλλ' έσπευδε να βοηθήση, νομίζων αυτούς εις κίνδυνον και πολιορκουμένους υπό των Τυρρηνών. Αυτοί δε, την μεν πόλιν είχον ήδη παραδώσει εις τους εχθρούς, πάντων δ' εστερημένοι, και μετά μόνων αφειμένοι των ιματίων των, απήντησαν μετά παίδων και γυναικών καθ' οδόν τον Κάμιλλον, διά την τύχην των οδυρόμενοι. Λυπηθείς δ' ο Κάμιλλος διά την θέαν ταύτην, και βλέπων τους Ρωμαίους ότι εδάκρυον προς τας παρακλήσεις των Σουτρίνων, και ηγανάκτουν διά τα γενόμενα, απεφάσισε να μη αναβάλη την τιμωρίαν, αλλ' ευθύς, την ιδίαν εκείνην ημέραν να κινηθή κατά του Σουτρίου, σκεπτόμενος ότι ανθρώπους οίτινες εκυρίευσαν πόλιν προ ολίγου ευδαίμονα και πλουσίαν, και ουδένα εχθρόν αφήκαν εις αυτήν ουδέ περιέμενον έξωθεν, θέλει τους εύρει όλως εις παραλυσίαν παραδεδομένους, και αφυλάκτους. Και ορθώς εσκέφθη. Όχι μόνον την χώραν διήλθε χωρίς να εννοηθή, αλλά και εις τας πύλας έφθασε, και τα τείχη κατέλαβε, διότι ουδείς τα εφύλαττεν, αλλ' ήσαν εις τας οικίας διεσπαρμένοι, μεθύοντες και συμποσιάζοντες. Όταν δ' ενόησαν ότι οι εχθροί είχον ήδη κυριεύσει της πόλιν, τόσον κακώς διέκειντο υπ' ακρασίας και μέθης, ώστε ουδ' εις φυγήν ετράπησαν πολλοί, αλλ' εντός των οικιών έμενον αισχρώς φονευόμενοι, ή παρεδίδοντο εις τους πολεμίους. Ούτω λοιπόν συνέβη εις την πόλιν των Σουτρίνων, δις κατακτηθείσαν εντός μιας ημέρας, και ν' απολέσωσιν οι έχοντες αυτήν, και να την λάβωσι πάλιν οπίσω, εξ αιτίας του Καμίλλου, οι αυτής στερηθέντες.
ΛΣΤ. Ο δε διά ταύτην την νίκην θρίαμβος αυτού τω περιεποίησε τιμήν και λαμπρότητα ουχί ολιγωτέραν των δύο πρώτων. Διότι και αυτούς τους πολίτας όσοι εφθόνουν αυτόν, και διισχυρίζοντο ότι κατώρθου τα πάντα εξ ευτυχίας τινός μάλλον παρά εξ ικανότητος, ηνάγκασαν τότε αι πράξεις του ν' αποδώσωσι δόξαν εις την δεινότητα και εις την δραστηριότητα του ανδρός. Επισημότατος δε μεταξύ των αντιπάλων των φθονούντων αυτόν ήτον ο Μάρκος Μάλλιος, ο πρώτος απωθήσας τους Κελτούς από της ακροπόλεως, ότε διά νυκτός ανέβησαν εις το Καπιτώλιον, και διά τούτο Καπιτωλίνος επονομασθείς. Ούτος, έχων την αξίωσιν ότι ήτον πρώτος των πολιτών, και μη δυνάμενος να υπερτερήση διά καλών τρόπων του Καμίλλου την δόξαν, επεχείρησε τα κοινά και συνήθη των θελόντων ν' αρπάσωσι τυραννικήν εξουσίαν, εδημαγώγει το πλήθος, μάλιστα μεν υπερασπιζόμενος τους αφειλέτας και συνηγορών υπέρ αυτών κατά των δανειστών, άλλους δε και διά της βίας αφαιρών από των χειρών αυτών, και εμποδίζων να δικασθώσι κατά τον νόμον· ώστε πολλοί των απόρων ταχέως τον περιεστοίχισαν, και πολύν φόβον επροξένουν εις τους επισημοτέρους πολίτας, αυθάδεις γινόμενοι, και την αγοράν ταράττοντες. Εν μέσω τούτων, Δικτάτωρ γενόμενος Κόιντος ο Καπιτωλίνος (408), εφυλάκισε τον Μάλλιον· αλλ' ο λαός, άμα τούτο έγινεν, ήλλαξεν ενδύματα, πράγμα γινόμενον διά μεγάλας και δημοσίας συμφοράς. Τότε φοβηθείσα τον θόρυβον η σύγκλητος διέταξε ν' αφεθή ο Μάλλιος. Αλλά και αφ' ού αφέθη, δεν εβελτιώθη αυτός, αλλά θρασύτερον εδημαγώγει, και ταραχάς διήγειρεν εις την πόλιν. Εξελέγη δε πάλιν χιλίαρχος ο Κάμιλλος, και εις δίκην εισήχθη ο Μάλλιος. Αλλά τους κατηγόρους αυτού έβλαπτε μεγάλως η θέα, διότι ο τόπος εφ' ού ιστάμενος ο Μάλλιος ενυκτομάχησε κατά των Κελτών, εφαίνετο άνωθεν από του Καπιτωλίου εις την αγοράν, και ενέπνεεν οίκτον εις τους βλέποντας αυτόν. Και αυτός δε προς εκεί τας χείρας υψών, και δακρύων, ενεθύμιζε τους αγώνας αυτού, ώστε οι κρίνοντες έμενον εις αμηχανίαν, και πολλάκις ανέβαλλον την δίκην, ούτε το έγκλημα θέλοντες ν' αθωώσωσιν, εν ώ φανερά είχον αυτού τα τεκμήρια, ούτε τον νόμον δυνάμενοι να εφαρμόσωσιν, εν ώ ως εκ της θέσεως του τόπου είχον προ οφθαλμών των την πράξιν αυτού. Τούτο εννοήσας ο Κάμιλλος, μετέφερε το δικαστήριον έξω της πόλεως, εις το Πετηλίνον δάσος (409), όθεν το Καπιτώλιον δεν εφαίνετο. Τότε και ο ενάγων εκατηγόρησε, και οι κρίνοντες απέβαλον την μνήμην των παλαιών γεγονότων, ούτως ώστε παρεδίδοντο εις την οργήν ής τα νέα αυτού εγκλήματα ήσαν άξια· Ο Μάλλιος λοιπόν καταδικασθείς, ανεβιβάσθη εις το Καπιτώλιον, και ριφθείς κατά του κρημνού, τον αυτόν τόπον έλαβεν ως μνημείον και των ευτυχεστάτων έργων, και των μεγίστων ατυχημάτων αυτού. Οι δε Ρωμαίοι, κατασκάψαντες την οικίαν αυτού, ανήγειρον ιερόν Θεάς, ήν ονομάζουσι Μονήταν (410), και εψήφισαν ότι του λοιπού ουδείς των Πατρικίων θέλει κατοικεί πλέον εις την ακρόπολιν.
ΛΖ. Ο δε Κάμιλλος, κληθείς να λάβη και έκτην φοράν την χιλιαρχίαν, παρητείτο, διότι και την ηλικίαν ήτον ήδη προβεβηκώς, και εφοβείτο μέχρι τινός και τον φθόνον, και χαιρεκακίαν τινα της τύχης μετά τοσαύτην δόξαν και τόσα κατορθώματα. Η δε προτεινομένη φανερά αιτία ήτον αρρώστια του σώματος, διότι συνέπεσε ν' ασθενή κατά τας ημέρας εκείνας. Αλλά δεν τον αφήκεν ο δήμος ν' αποποιηθή την αρχήν, και εκραύγαζεν ότι δεν τον θέλει ούτε να ιππεύη ούτε να οπλομαχή εις τους πολέμους, αλλά μόνον να σκέπτηται και να προστάττη· ούτω τον ηνάγκασε να δεχθή την στρατηγίαν, και μεθ' ενός των συνάρχων του, του Λευκίου Φουρίου, να εξαγάγη ευθύς τον στρατόν κατά των εχθρών. Ήσαν δ' ούτοι οι Πραινεστίνοι και οι Ουολούσκοι, οίτινες μετά πολλής δυνάμεως περιέτρεχον λεηλατούντες την συμμαχικήν των Ρωμαίων ώραν. Εξήλθε λοιπόν και εστρατοπέδευσε πλησίον των εχθρών, και ευθύς μεν ήθελε να παρατείνη τον πόλεμον διά χρονοτριβών, και αν ήτον ανάγκη μάχης, ν' αγωνισθώσι μόνον αφ' ού αυτός αναλάβη την υγείαν του. Αλλ' επειδή ο σύναρχος αυτού Λεύκιος, δόξαν επιθυμών, εφέρετο προς τον κίνδυνον ακατασχέτως, και παρεκίνει συγχρόνως και τους ταξιάρχας και λοχαγούς, φοβηθείς μήπως φανή ότι εκ φθόνου θέλει να εμποδίση την φιλοτιμίαν νέων ανδρών και ν' αφαιρέση απ' αυτών την αφορμήν κατορθώματος, συνεχώρησε παρά την θέλησίν του εις εκείνον να παρατάξη την δύναμιν, αυτός δε, εξ αιτίας της ασθενείας έμεινε μετ' ολίγων εις το στρατόπεδον. Αλλ' ο Λεύκιος, ριφθείς μετά νεανικής προπετείας εις την μάχην, απέτυχεν. Ιδών δ' ο Κάμιλλος την τροπήν των Ρωμαίων, δεν εκρατήθη, αλλ' εξορμήσας εκ της κλίνης, ερρίφθη μετά των οπαδών αυτού εις τας πύλας του χαρακώματος, διά των φευγόντων διασχίζων την οδόν του προς τους διώκοντας, ώστε οι μεν ευθύς εστρέφοντο εις τα οπίσω και τον ηκολούθουν, όσοι δ' ήρχοντο έξωθεν, ίσταντο εμπρός αυτού συνασπιζόμενοι, και παρεκίνουν αλλήλους να μη μείνωσιν οπίσω του στρατηγού των. Και τότε μεν ούτως ηναγκάσθησαν να παραιτηθώσι της διώξεως οι εχθροί. Την δ' επαύριον προχωρήσας ο Κάμιλλος μετά της δυνάμεως, και συνάψας μάχην, και αυτούς νικά κατά κράτος, και το χαράκωμα αυτών κυριεύει, εισορμήσας εις αυτό ομού μετά των φευγόντων, και τους περισσοτέρους εφόνευσε. Μετά τούτο δε, ακούσας ότι η πόλις Σατρία (411) εκυριεύθη υπό των Τυρρηνών, και ότι οι κάτοικοι αυτής, εσφάγησαν, όντες όλοι Ρωμαίοι, το μεν πολύ και βαρύ στράτευμα έστειλεν εις την Ρώμην, αυτός δε, παραλαβών τους ακμαιοτέρους και προθυμοτέρους, επέπεσε κατά των κυριευσάντων την πόλιν Τυρρηνών, και νικήσας αυτούς, άλλους μεν απεδίωξεν, άλλους δ' εφόνευσεν.
ΛΗ. Επανελθών δε μετά πολλών λαφύρων εις την Ρώμην, έδειξεν ότι φρονιμώτατοι πάντων ήσαν όσοι δεν εφοβήθησαν την ασθένειαν και το γήρας αρχηγού έχοντος εμπειρίαν και τόλμην, αλλ' εξελέξαντο εκείνον, μη θέλοντα και νοσούντα, μάλλον παρά τους νέους όσοι παρεκάλουν και εζήτουν να στρατηγήσωσι. Διά τούτο και όταν ερρέθη ότι απεστάτησαν οι Τουσκλάνοι (412), έλεγον τον Κάμιλλον να εξέλθη κατ' αυτών, εκλέξας και ένα των πέντε συστρατηγών του. Εκείνος δε, αν και όλοι παρεκάλουν και ήθελον, αφήσας τους άλλους, εξελέξατο τον Λεύκιον Φούριον, εν ώ ουδείς περιέμενε τούτο, διότι εκείνος ήτον όστις προ ολίγου είχε προθυμηθή να πολεμήση παρά του Καμίλλου την γνώμην, και είχε νικηθή εις την μάχην. Θέλων όμως, ως φαίνεται, να κρύψη την συμφοράν αυτού, και ν' απαλλάξη από της καταισχύνης τον άνθρωπον, αυτόν αντί όλων των άλλων προήγαγεν. Οι δε Τουσκλάνοι, το σφάλμα των διορθούντες διά πανουργίας, εν ώ ο Κάμιλλος εβάδιζεν εναντίον των, τας μεν πεδιάδας επλήρωσαν ανθρώπων οίτινες εγεώργουν, και έβοσκον ποίμνια, ως εν καιρώ ειρήνης, τας δε πύλας είχον ανεωγμένας, και τα παιδία σπουδάζοντα εις τα σχολεία. Του δε λαού οι μεν βαναυσουργοί ήσαν εις τα εργαστήρια, καταγινόμενοι εις τας τέχνας, οι δ' αστοί εις την αγοράν, ιμάτια άνευ όπλων φορούντες (413). Οι δ' άρχοντες περιήρχοντο μετά σπουδής προσδιορίζοντες καταλύματα διά τους Ρωμαίους, ως ουδέν κακόν περιμένοντες ή έχοντες επί της συνειδήσεώς των. Πράττοντες δε ταύτα, δεν έπεισαν μεν τον Κάμιλλον ότι δεν υπήρξε προδοσία· αλλ' εκείνος οικτείρας την μετάνοιαν αυτών διά την προδοσίαν των, τοις παρήγγειλε ν' απέλθωσιν εις την σύγκλητον να την παρακαλέσωσι να πραΰνη την οργήν αυτής· συνέπραξε δε και αυτός εις τας παρακλήσεις των, όπως αθωωθή η πόλις από πάσης κατηγορίας, και δοδή εις αυτήν ισοπολιτεία (414). Αύται ήσαν της έκτης αυτού χιλιαρχίας αι επιφανέσταται πράξεις.
ΛΘ. Μετά δε ταύτα, όταν ο Λικίννιος Στόλων (415) ήγειρε μεγάλην στάσιν εις την πόλιν, και ο δήμος επανίστατο κατά της συγκλήτου, απαιτών εκ των δύο διοριζομένων υπάτων ο είς να είναι απλώς δημότης, και όχι και οι δύο πατρίκιοι, τότε εξελέγησαν μεν, δήμαρχοι, εμπόδισε δε το πλήθος να εκτελεσθώσι και αι υπατικαί αρχαιρεσίαι· επροχώρουν δε δι' αναρχίας τα πράγματα εις μείζονας ταραχάς, όταν ο Κάμιλλος ανεδείχθη και εκ τετάρτου Δικτάτωρ υπό της Βουλής παρά του δήμου την θέλησιν, ουδ' αυτός έχων προθυμίαν να δεχθή, ουδέ θέλων να εναντιωθή προς ανθρώπους έχοντας θάρρος απέναντι αυτού διά τους πολλούς και μεγάλους αγώνας των, διότι περισσότερα έπραξε μετ' αυτών στρατηγών, παρά μετά των Πατρικίων εις τα πολιτικά, εννοών δ' ότι και τώρα εξελέγη υπ' αυτών φθονούμενος δι' εκείνα, όπως ή παύση την δημοκρατίαν, αν υπερίσχυε, ή παυθή αυτός, εάν ενικάτο. Ουχ ήττον όμως επροσπάθησε να οικονομήση την περίστασιν, και μαθών την ημέραν καθ' ήν οι δήμαρχοι εμελέτων να προτείνωσι τον νόμον, διεκήρυξεν απογραφήν στρατολογικήν, και μετεκάλεσε τον λαόν από της αγοράς εις το πεδίον, διά μεγάλων προστίμων απειλών τους μη υπακούοντας. Αλλ' επειδή οι δήμαρχοι, εις τας απειλάς ανθιστάμενοι, τον ανεκάλουν πάλιν εκείθεν, και ώμνυον ότι θέλουσι τον ζημιώσει διά πεντήκοντα χιλιάδων αργυρίου (416) αν δεν παύση να στερή τον δήμον του νόμου και να εμποδίζη την ψηφοφορίαν, είτε φοβηθείς άλλην εξορίαν και κατάδίκην, μη πρέπουσαν πλέον εις αυτόν, γέροντα όντα και απηυδημένον, είτε διότι δεν ηδυνάτο να καταβάλη την δυσνίκητον και ακαταμάχητον βίαν του πλήθους, τότε μεν απεσύρθη εις την οικίαν του· τας δε λοιπάς ημέρας, προσποιούμενος τον άρρωστον, παρητήθη της εξουσίας, η δε σύγκλητος εγκατέστησεν άλλον Δικτάτωρα, όστις ανέδειξεν ίππαρχον αυτόν τον αρχηγόν της στάσεως Στόλωνα, και τον αφήκε να κυρώση τον νόμον όστις προ πάντων δυσηρέστει τους Πατρικίους. Ώρισε δ' ούτος, ουδείς να έχη γην περισσοτέραν των πεντακοσίων πλέθρων. Και τότε μεν ο Στόλων ανεδείχθη λαμπρός, νικήσας εις την ψηφοφορίαν. Ολίγον ύστερον όμως εφωράθη ο ίδιος έχων όσην εμπόδιζεν άλλους να έχωσι, και κατά τον ίδιον νόμον ετιμωρήθη.
Μ. Αλλ' ενώ έμενεν εισέτι η περί των υπατικών αρχαιρεσιών φιλονεικία, ήτις και ήτον το δυσκολώτερον της στάσεως αντικείμενον, και πρώτη αφορμή αυτής εγένετο, και περισσοτέρους περισπασμούς έδωκεν εις την Βουλήν, διαιρέσασα αυτήν προς τον δήμον, ήλθον ειδήσεις σαφείς, ότι οι Κελτοί, ορμώμενοι πάλιν από της Αδριατικής θαλάσσης, ήρχοντο μετά πολλών μυριάδων κατά της Ρώμης. Μετά του λόγου δ' αυτού ήρχισαν και του πολέμου τα έργα, διότι η χώρα ελεηλατείτο, και οι άνθρωποι, όσο δεν εδύναντο να καταφύγωσιν εις την Ρώμην, διεσκορπίζοντο εις τα όρη. Ο φόβος λοιπόν ούτος έπαυσε την στάσιν, και συνελθόντες εις έν οι άριστοι μετά του πλήθους, και η βουλή μετά του δήμου, εξελέξαντο όλοι ομοφώνως Δικτάτωρα εκ πέμπτου τον Κάμιλλον (417). Ήτον δ' αυτός τότε πολύ γέρων, και σχεδόν ογδοηκοντούτης. Βλέπων όμως την ανάγκην και τον κίνδυνον, ούτε απολογίαν είπεν ως πρότερον, ούτε προφάσεις μετεχειρίσθη, αλλ' αμέσως δεχθείς την στρατηγίαν, εστρατολόγει τους αξιοπολέμους. Γνωρίζων δ' ότι το κυριώτερον μέρος της δυνάμεως των βαρβάρων συνίστατο εις τας μαχαίρας αυτών, άς βαρβαρικώς και όλως ατέχνως καταφέροντες, έκοπτον ομού ώμους και κεφαλάς, διέταξε να χαλκευθώσι διά τους περισσοτέρους περικεφαλαίαι ολοσίδηροι και έξωθεν λείαι, ώστε αι μάχαιραι να ολισθαίνωσιν ή να θραύωνται εις αυτάς· πέριξ δε των ασπίδων ήρμοσε λεπίδα χαλκήν, διότι το ξύλον μόνον δεν αντείχεν εις τα κτυπήματα. Εδίδαξε δ' ο ίδιος τους στρατιώτας να μεταχειρίζωνται μακρά ακόντια, και διευθύνοντες αυτά υπό τας μαχαίρας των εχθρών, να δέχωνται αυτάς καταφερομένας.
ΜΑ. Όταν δ' επλησίασαν οι Κελτοί, και ήσαν περί τον Ανίωνα ποταμόν (418), βαρύ στρατόπεδον έχοντες και πλήρες λαφύρων αφθόνων, έφερεν έξω το στράτευμα, και το έστησεν εις κοιλάδα σύδενδρον και μαλακήν, πολλάς κοιλότητας έχουσαν, ώστε το μεν περισσότερον μέρος αυτής εκρύπτετο, όσον δ' εφαίνετο, ο φόβος το εξελάμβανεν ως συστελλόμενον όλον εις τραχείς ανηφόρους. Θέλων δ' ο Καμίλλος ν' αυξήση έτι μάλλον την περί τούτου απάτην αυτών, δεν εβοήθησε τα υπό τους πόδας του μέρη, λεηλατούμενα, αλλά φράξας το χαράκωμα, έμεινεν εν ησυχία, έως ότου είδον άλλους μεν σκορπισθέντας όπως τροφάς συγκομίσωσιν, άλλους δ' εις το στρατόπεδον κατά πάσαν ώραν κατά κόρον τρώγοντας και μεθύοντας. Τότε δ' εν ώ νυξ ήτον έτι, πέμψας εμπρός τους ψιλούς διά να εμποδίζωσι τους βαρβάρους να παραταχθώσι, και να τους ταράττωσιν άμα εξήρχοντο του στρατοπέδου, κατεβίβασεν, άμα εχάραξε, τους οπλίτας, και παρέταττεν αυτούς εις την πεδιάδα, πολλούς και προθύμους, ουχί δε, ως οι βάρβαροι ήλπιζον ότι θέλουσι τους ιδή, ολίγους και ατόλμους. Και πρώτον μεν τούτο εταπείνωσε το φρόνημα των Κελτών, διότι δεν κατεδέχοντο να είναι αυτοί οι προσβεβλημένοι. Έπειτα δε, επιπίπτοντες οι ψιλοί, και πριν ή λάβωσι την συνήθη τάξιν και διαιρεθώσι κατά λόχους, ταράττοντες και βιάζοντες αυτούς, τους ηνάγκασαν να πολεμήσωσιν ατάκτως, και όπως έτυχε. Τέλος δ' ήλθε και ο Κάμιλλος, φέρων τους οπλίτας· και εκείνοι μεν, υψώσαντες τας μαχαίρας, ώρμησαν επί το αυτό· οι δε Ρωμαίοι, αποκρούοντες τας πληγάς διά των ακοντίων, και εις τα κτυπήματα αντιτάττοντες μέρη σεσιδηρωμένα, εγύριζον τον σίδηρον εκείνων, διότι ήτον μαλακός και εις λεπτάς λεπίδας εσφυρηλατημένος, ώστε αι μάχαιραι αυτών ταχέως ελυγίζοντο και εδιπλώνοντο, τας δε ασπίδας των διεπέρων τα ακόντια, και έλκοντα αυτάς, τας καθίστων βαρείας. Δια τούτο, ρίπτοντες τα ίδια αυτών όπλα, επροσπάθουν να μεταχειρισθώσι τα όπλα εκείνων, και λαμβάνοντες τα ακόντια διά των χειρών των, αλλού να τα στρέφωσιν. Οι δε Ρωμαίοι, βλέποντες αυτούς ούτω γυμνούς, ήρχισαν να μεταχειρίζωνται τα ξίφη αυτών, και πολλοί μεν εφονεύοντο εκ των ισταμένων εις τας πρώτας τάξεις, οι δε λοιποί έφευγον πανταχού εις όλην την πεδιάδα, διότι τους λόφους και τα υψηλά τα είχε προκαταλάβει ο Κάμιλλος, το δε στρατόπεδον έχοντες άφρακτον εξ αφοβίας, ήξευρον ότι ευκόλως θα εκυριεύετο. Η μάχη αύτη λέγουσιν ότι έγινε δεκατρία έτη μετά της Ρώμης την άλωσιν (419), και θάρρος ακλόνητον έλαβον εξ αυτής οι Ρωμαίοι, οίτινες πολύ εφοβούντο τους βαρβάρους, πιστεύοντες ότι την πρώτην φοράν ενικήθησαν ουχί υπό της δυνάμεως αυτών, αλλ' υπό νόσων και υπ' απροσδοκήτων συμβάντων. Τόσον δε μέγας ήτον ο φόβος αυτών, ώστε είχον ψηφίσει νόμον, να είναι οι ιερείς ελεύθεροι της στρατολογίας, εκτός αν επέκειτο Γαλατικός πόλεμος.
ΜΒ. Και των μεν στρατιωτικών του Καμίλλου αγώνων ούτος ήτον ο τελευταίος, διότι την πόλιν των Ουελιτράνων εκυρίευσεν ως πάρεργον της εκστρατείας ταύτης, αμαχητί υποταγείσαν. Των δε πολιτικών τω επεφυλάττετο ο μέγιστος και ο δυσκολώτατος, ο προς τον δήμον, όστις επέστρεφεν ισχυρός διά των νικών του, και επέμενε ν' αναδείξη ύπατον εκ των απλών δημοτών παρά τον υφιστάμενον νόμον, εν ώ η βουλή ανθίστατο, και δεν επέτρεπεν εις τον Κάμιλλον να καταθέση την αρχήν, διότι ήλπιζεν ότι έχουσα μεθ' εαυτής την ισχυράν και μεγάλην εξουσίαν εκείνου, θα ηγωνίζετο καλλήτερον υπέρ της αριστοκρατίας. Εις την αγοράν εκάθητο ο Κάμιλλος θεωρών υποθέσεις, όταν υπηρέτης πεμφθείς παρά των δημάρχων, τω διέταξε να τον ακολουθήση, και έθηκεν επί αυτού την χείρα του ως διά να τον σύρη. Τότε επλήσθη η αγορά κραυγής και θορύβου, ως ποτέ άλλοτε, και οι μεν περί τον Κάμιλλον απώθουν από του βήματος τον δημόσιον υπηρέτην, το δε πλήθος κάτωθεν τω έλεγε να τον σύρη. Απορών δε τι να πράξη, της μεν αρχής δεν παρητήθη, συμπεριλαβών δε τους βουλευτάς, επορεύθη προς την σύγκλητον, και πριν ή εισέλθη, στραφείς προς το Καπιτώλιον, ηυχήθη προς τους Θεούς να κατευθύνωσι τα πράγματα εις κάλλιστον τέλος, υποσχόμενος ν' ανεγείρη ναόν Ομονοίας, αν η ταραχή καταπαύση. Μέγας δ' αγών ηγέρθη εις την σύγλητον μεταξύ των εναντίων γνωμών ενίκησε δ' η μαλακωτέρα, ενδούσα εις τον δήμον, και επιτρέπουσα ο είς εκ των υπάτων να εκλέγηται υπό του πλήθους. Ταύτα ανεκήρυξεν ο Δικτάτωρ εις τον δήμον ότι απεφασίσθησαν υπό της βουλής και αμέσως, ως ήτον επόμενον, πλήρεις χαράς συνεφιλιούντο μετά της βουλής, και προέπεμπον μετά κρότου και βοής τον Κάμιλλον εις την οικίαν αυτού. Την δ' επαύριον συνελθόντες, εψήφισαν, ιερόν μεν της Ομονοίας, ως ευχηθείς υπεσχέθη ο Κάμιλλος, να οικοδομήσωσι, διά τα γεγονότα, εις θέσιν φαινομένην εκ της αγοράς και εκ της εκκλησίας· εις δε τας καλουμένας Λατίνας ημέρας να προσθέσωσι μίαν, και να εορτάζωσι τέσσαρας· αμέσως δε τότε να τελέσωσι θυσίαν και να στεφανωθώσιν όλοι οι Ρωμαίοι. Μετά ταύτα δ' έγειναν αρχαιρεσίαι υπό του Καμίλλου την προεδρείαν, και εξελέγησαν ύπατοι, ο μεν Μάρκος Αιμίλιος εκ των πατρικίων, ο δε Λεύκιος Σέξτιος, εκ των δημοτών, πρώτος (420). Τούτο είναι το τέλος των πράξεων του Καμίλλου.
ΜΓ. Τον μετά ταύτα δε χρόνον (421) λοιμική νόσος επέπεσεν εις την Ρώμην, και του μεν άλλου όχλου αναρίθμητον πλήθος έφθειρε, των δ' αρχόντων τους περισσοτέρους. Απέθανε δε και ο Κάμιλλος, ώριμος μεν, υπέρ τινα και άλλον άνθρωπον, διά την ηλικίαν και του βίου την τελειότητα, λυπήσας όμως τους Ρωμαίους όσον δεν τους ελύπησαν όλοι οι κατά τον χρόνον εκείνον εκ της νόσου αποθανόντες.
Α. ΙΔΩΝ, ως φαίνεταί ποτε ο Καίσαρ εν Ρώμη πλουσίους περιφέροντας εις τους
κόλπους των μικρούς πήθικας και κυνάρια, ηρώτησεν αν αι γυναίκες αυτών δεν
γεννώσι παιδία, νουθεσίαν δους, εις ηγεμόνα πρέπουσαν, εις τους
καταναλίσκοντας εις ζώα την ενυπάρχουσαν εις ημάς αγάπης και φιλοστοργίας
δύναμιν, ήτις οφείλεται εις τους ανθρώπους. Επειδή λοιπόν η ψυχή ημών έχει εκ
φύσεως και φιλομαθή τινα διάθεσιν και φιλοθεάμονα, δικαίως δύναται να
καθάπτηται των κατάχρησιν αυτής ποιουμένων εις σπουδής ανάξια ακούσματα και
θεάματα, παραμελούντων δε τα καλά και ωφέλιμα. Διότι η μεν αίσθησις, ήτις
αντιλαμβάνεται των αντικειμένων όταν προσβάλληται υπ' αυτών, ίσως είναι
ηναγκασμένη να θεωρή παν το φαινόμενον, είτε χρήσιμον είτε άχρηστον. Τον νουν
όμως αν θέλη τις να μεταχειρισθή, ο νους επλάσθη ευκολώτατα να τρέπηται και να
μεταβάλληται κατά το δοκούν. Πρέπει επομένως να επιδιώκη το βέλτιστον, έπειτα
ου μόνον να θεωρή, αλλά και να τρέφηται θεωρών. Διότι, ως εις τον οφθαλμόν
πρόσφορον είναι το ανθηρόν και το τερπνόν χρώμα, το αναζωπυρούν και τέρπον
την όψιν, ούτω πρέπει να στρέφωμεν την διάνοιαν προς θεάματα, άτινα
ευχαριστούντα αυτήν, την έλκουσι προς το αγαθόν, το ανήκον εις την φύσιν αυτής.
Τοιαύτα δ' εισί τα ενάρετα έργα, άτινα, εξιστορούμενα, εξάπτουσι ζήλον και
προθυμίαν εις μίμησιν διότι ως προς άλλα πολλά, καί τοι θαυμάζοντες το πραχθέν,
δεν ορμώμεθα όμως αμέσως και εις το να πράξωμεν αυτό οι ίδιοι· εξ εναντίας
μάλιστα, ευχαριστούμενοι εκ του έργου, πολλάκις περιφρονούμεν τον εργάτην
αυτού. Ούτω μας τέρπουσι τα μύρα και της αλουργίδος το χρώμα, αλλά τους
βαφείς και τους μυρεψούς θεωρούμεν ως αγενείς τινας και βαναύσους τεχνίτας.
Διά τούτο δίκαιον είχεν ο Αντισθένης
(422) όταν
ήκουσεν ότι ο Ισμηνίας
(423) ήτον
σπουδαίος αυλητής, ν' αποκριθή· «Αλλ' είναι άνθρωπος μοχθηρός· άλλως δεν θα
ήτον αυλητής τοσούτον σπουδαίος». Ο δε Φίλιππος είπε προς τον υιόν του
(424), όστις
εις συμπόσιον είχε ψάλει μετά πολλής τέχνης και χάριτος· «Δεν εντρέπεσαι να
ψάλλης τόσον καλώς;» Διότι αρκεί αν Βασιλεύς καιρόν έχη ν' ακούη άλλους
ψάλλοντας, και πολύ θυσιάζει εις τας Μούσας όταν γίνηται θεατής άλλων εις
τοιούτους αγώνας ασχολουμένων.
Β. Η δ' ενασχόλησις προς τα ταπεινά εξελέγχεται εκ του ότι υπέρ των αχρήστων τις κοπιών, παραμελεί τα καλά, και ουδείς ευγενής νέος υπάρχει όστις, διότι είδε τον Δία εν Πίση (425) επεθύμησε να γίνη Φειδίας (426), ή την Ήραν εις το Άργος, Πολύκλειτος (427), ουδ' Ανακρέων ή Φιλήμων ή Αρχίλοχος (428), διότι τω ήρεσαν αυτών τα ποιήματα. Δεν είναι αναγκαίον, αν έργον τι τέρπη διά την χάριν του, να είναι περισπούδαστος και ο εργάτης αυτού. Όθεν ουδ' ωφελούσι τα τοιαύτα Θεάματα, τα μη εξάπτοντα ζήλον μιμήσεως, ουδ' εμποιούντα προθυμίαν και ορμήν προς άμιλλαν. Αλλ' αι πράξεις της αρετής διαθέτουσιν ούτως, ώστε συγχρόνως και τα έργα να θαυμάζωνται, και οι εργασθέντες αυτά να είναι επίζηλοι· ώστε των μεν αγαθών της τύχης αγαπώμεν την κτήσιν και την απόλαυσιν, των δε της αρετής αγαπώμεν τας πράξεις, και εκείνα μεν θέλομεν να προέρχωνται εις ημάς παρ' άλλων, ταύτα δε παρ' ημών μάλλον προς άλλους να γίνωνται. Διότι το καλόν έλκει προς εαυτό την ενέργειαν ημών, και εξορμά ημάς αμέσως εις πράξεις, και διαρρυθμίζει τα ήθη ημών, την προαίρεσιν ημών κινούν ουχί διά θεαμάτων μιμήσεως, αλλά δι' αυτής της του έργου εκθέσεως. Διά ταύτα ενεκρίναμεν και ημείς να εμμείνωμεν εις την των βίων περιγραφήν, και συνετάξαμεν δέκατον το βιβλίον τούτο (429), περιέχον τον βίον του Περικλέους και τον του Φαβίου Μαξίμου, του πολεμήσαντος προς τον Αννίβαν, ανδρών ομοίων μεν και κατά τας λοιπάς αρετάς, μάλιστα δε κατά την πραότητα και την δικαιοσύνην, και διότι εγένοντο ωφελιμώτατοι εις τας πατρίδας των, έχοντες την υπομονήν να υποφέρωσι την αγνωμοσύνην των δήμων και των συναρχόντων αυτών. Αν δε ορθώς εσκέφθημεν, θέλει κρίνει έκαστος εκ των ανωτέρω γραφομένων.
Γ. Ο Περικλής ήτον την φυλήν Ακαμαντίδης, Χολαργεύς δε τον δήμον (430), γένους και οίκου πατρόθεν και μητρόθεν του πρώτου· διότι Ξάνθιππος, ο νικήσας εις την Μυκάλην (431) τους στρατηγούς του βασιλέως, ενυμφεύθη την Αγαρίστην, έγγονον του Κλεισθένους (432), εκείνου όστις εδίωξε τους Πεισιστρατίδας, και κατέλυσε γενναίως την τυραννίαν, και έδωκε νόμους, και κατέστησε την πολιτείαν άριστα συγκεκερασμένην προς ομόνοιαν και προς σωτηρίαν. Αύτη είδεν εις τον ύπνον της ότι εγέννησε λέοντα, και μετ' ολίγας ημέρας εγέννησε τον Περικλέα, κατά τα λοιπά μεν άμεμπτον ως προς την του σώματος μόρφωσιν, την κεφαλήν όμως έχοντα επιμήκη και ασύμμετρον. Όθεν αι μεν εικόνες αυτού σχεδόν όλαι φέρουσι περικεφαλαίαν, διότι, ως φαίνεται, οι τεχνίται δεν ήθελον να τον εκθέσωσιν εις την χλεύην. Οι δ' Αττικοί ποιηταί τον ωνόμαζον σχινοκέφαλον, διότι ενίοτε ονομάζουσι Σχίνον και το σκυλλοκρόμμυον (433). Εκ δε των κωμικών ο Κρατίνος (434) λέγει εις τους «Χείρονας» αυτού (435),
Ο Κρόνος ο πρεσβυγενής και η στάσις, αλλήλοις μιγέντες,
τύραννον μέγαν έτεκον, όν κεφαληγερέτην
(436)
επικαλούσιν οι θεοί. »
Και πάλιν εις την «Νέμεσιν» αυτού (437)
«Ελθέ, Ζευ ξένιε και μακροκέφαλε (438)»
Ο δε Τηλεκλείδης (439) ποτέ μεν λέγει περί αυτού ότι αμηχανών διά τα δημόσια πράγματα, εκάθητο εις την πόλιν καρηβαρών (440), ποτέ δε μόνον ότι εκ κεφαλής ενδεκακλίνου (441) μέγαν εξέπεμπε θόρυβον. Ο δ' Εύπολις εν τοις Δήμοις (442) εξετάζων περί εκάστου των δημαγωγών ανερχομένων εκ του άδου, όταν ο Περικλής ωνομάσθη τελευταίος, ερωτά·
«Τι εκ των κάτω έφερες κεφάλαιον; (443)»
Δ. Διδάσκαλον δ' αναφέρουσιν οι πλείστοι ότι είχεν εις την μουσικήν τον Δάμωνα, ού το όνομα λέγουσιν ότι πρέπει να προφέρηται βραχυνομένης της πρώτης αυτού συλλαβής (444). Ο δ' Αριστοτέλης λέγει ότι ειργάσθη εις την εκμάθησιν της μουσικής και παρά τω Πυθοκλείδη (445). Φαίνεται δ' ότι ήτον ο Δάμων έξοχος σοφιστής (446), και συνεκαλύπτετο διά του ονόματος της μουσικής, θέλων να κρύψη την πολλήν του δεινότητα· μετά του Περικλέους δε συνανεστρέφετο, ως αλείπτης (447) και διδάσκαλος μετ' αθλητού των πολιτικών. Δεν κατώρθωσεν όμως ο Δάμων να μη γνωρισθή ότι μεταχειρίζετο την λύραν ως πρόσχημα, αλλ' ως μεγαλοπράγμων και φιλοτύραννος την διάθεσιν, εξωστρακίσθη, και έδωκεν ύλην εις των κωμικών τα σκώμματα. Ο Πλάτων (448), φερ' ειπείν, παρεισάγει τινά ερωτώντα αυτόν ούτω·
«Ειπέ μοι πρώτον, σε καθικετεύω. Συ,
ως λέγουν, Χείρων
(449),
έθρεψας τον Περικλήν.»
Ήκουσε δ' ο Περικλής και τον Ελεάτην Ζήνωνα (450). όστις επραγματεύετο περί της φύσεως ως ο Παρμενίδης (451), και είχεν αποκτήσει την συνήθειαν του να συζητή και δι' αντιλογιών να φέρη εις απορίαν ως και Τίμων ο Φλιάσιος (452) λέγει διά των εξής·
«Ζήνωνος του διπλογλώσσου
(453) το
μέγα, δυσδάμαστον σθένος,
επισταμένου τα πάντα
(454).
Ο δε περισσότερον μετά του Περικλέους συναναστραφείς και προ πάντων βαρύτητα δους εις αυτόν και δημαγωγίας εμβριθέστερον φρόνημα, και την αξιοπρέπειαν εξυψώσας του ήθους του, ήτον Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος (455), όν οι τότε άνθρωποι «Νουν» επωνόμαζον, είτε την σύνεσιν αυτού θαυμάσαντες, ήτις εις την έρευναν της φύσεως εφάνη μεγάλη και έξοχος, είτε διότι πρώτος ως αρχήν της των όλων διακοσμήσεως έστησεν ουχί την τύχην ή την ανάγκην, αλλά τον νουν καθαρόν και άκρατον, διαχωρίζοντα τα όμοια μέρη εις την κοινήν όλων των άλλων ανάμιξιν.
Ε. Τούτον τον άνδρα υπερτάτως θαυμάσας ο Περικλής, και εντραφείς παρ' αυτώ εις την λεγομένην μετεωρολογίαν, και εις βαθείας συζητήσεις, ου μόνον είχεν, ως φαίνεται, το φρόνημα σοβαρόν, και τον λόγον υψηλόν και καθαρόν χυδαίας και επιτετηδευμένης βωμολοχίας, αλλά και του προσώπου αυτού η σοβαρότης, μη φαιδρυνομένου εις γέλωτα, και του βαδίσματος η πραότης, και η σεμνότης της ενδυμασίας, ήν, όταν ωμίλει, το πάθος ουδέποτε συνετάραττε, και της φωνής του ο αθόρυβος τόνος, και όσα τοιαύτα, εκίνουν πάντας εις θαυμασμόν και εις έκπληξιν. Υβριζόμενος δέ ποτε και κακολογούμενος δι' όλης ημέρας υπό τινος των βδελυρών και ακολάστων ανθρώπων, τον υπέφερε σιωπών εις την αγοράν, και ασχολούμενος εις υπόθεσιν κατεπείγουσαν. Το δ' εσπέρας απήλθεν ησύχως εις την οικίαν του, παρακολουθούμενος υπό του ανθρώπου, όστις πάσαν ύβριν εξετόξευε κατ' αυτού. Όταν δ' έμελλε να εισέλθη, επειδή ήτον ήδη σκότος, διέταξεν ένα των υπηρετών του να λάβη φως, και συνοδεύσας τον άνθρωπον να τον φέρη εις την οικίαν του. Ο δε ποιητής Ίων (456) λέγει ότι οι τρόποι του Περικλέους ήσαν αλαζωνικοί και μάλλον τετυφωμένοι, και ότι εις τας μεγαλαυχίας αυτού πολλή ήτον αναμεμιγμένη υπεροψία και περιφρόνησις των άλλων. Επαινεί δε του Κίμωνος την χάριν και την γλυκύτητα και την ευγένειαν κατά την συμπεριφοράν. Αλλ' ας αφήσωμεν τον Ίωνα, όστις απαιτεί, καθώς αι τραγικαί παραστάσεις, ούτω και η αρετή να έχη αφεύκτως και το σατυρικόν αυτής μέρος (457). Τους δ' αποκαλούντας την σοβαρότητα του Περικλέους τύφον και δοξοκομπίαν προέτρεπεν ο Ζήνων να δοξοκομπώσι (458) και αυτοί πως κατά τον ίδιον τρόπον, διότι και η προσποίησις αυτή των καλών διεγείρει κατ' ολίγον ζήλον αυτών και συνήθειαν.
ΣΤ. Δεν απήλαυσε δε μόνον ταύτα εκ της συναναστροφής του Αναξαγόρου ο Περικλής, αλλά φαίνεται ότι και δεισιδαιμονίας εγένετο ανώτερος, ήτις καταπλήττει τους αγνοούντας τας αιτίας των μετεώρων, όσοι δι' απειρίαν αυτών πληρούνται φόβων και ταραχής περί τα θεία. Την απειρίαν ταύτην θεραπεύουσα η φιλοσοφία της φύσεως, αντί της φοβεράς και πυρεσσούσης δεισιδαιμονίας εμπνέει αληθή ευσέβειαν μετ' αγαθών ελπίδων. Λέγεται δ' ότι έφερόν ποτε εκ των αγρών κριού μονοκέρου κεφαλήν εις τον Περικλέα, και ο μεν μάντις Λάμπων, ως είδε το κέρας φυόμενον ισχυρόν και στερεόν εκ της μέσης του μετώπου, είπεν ότι εν ώ τότε ήσαν δύο μερίδες ισχυραί εις την πόλιν, η του Θουκυδίδου (459) και η του Περικλέους, η δύναμις ήθελε περιέλθει εις ένα, εκείνον εις ού τους αγρούς το σημείον εφάνη. Ο δ' Αναξαγόρας, κόψας το κρανίον, έδειξεν ότι ο εγκέφαλος δεν κατείχε πάσαν την βάσιν, αλλ' οξύς ως αυγόν, εξ όλου του αγγείου είχεν ολισθήσει εις εκείνο το μέρος, όθεν άρχεται η ρίζα του κέρατος. Και τότε μεν εθαυμάσθη ο Αναξαγόρας υπό των παρευρεθέντων· ολίγον δ' έπειτα ο Λάμπων, όταν ο μεν Θουκυδίδης εξέπεσε της αρχής, όλα δε του δήμου τα πράγματα περιήλθον εις τον Περικλέα. Τίποτε δε, νομίζω, δεν εμπόδιζε και ο φυσικός να είχε δίκαιον, και ο μάντις, αν ο μεν την αιτίαν, ο δε το τέλος καλώς ενόησε· διότι του μεν έργον ήτον να θεωρήση πόθεν και πώς τι εγένετο· του δε, να προειπή προς τι εγένετο και τι σημαίνει. Οι δε λέγοντες ότι της αιτίας η εύρεσις είναι του σημείου αναίρεσις, δεν εννοούσιν ότι αρνούνται ομού και τα θεία σημεία και τα τεχνητά, τους κρότους των δίσκων (460), και των πυρών τα φώτα, και τας σκιάς των ηλιακών ωρολογίων, ών έκαστον ως έκ τινος αιτίας και ως εκ της κατασκευής του εγένετο τοιούτον, ώστε να είναι πράγματός τινος σημείον. Αλλά ταύτα ίσως εις άλλην ανήκουσι πραγματείαν.
Ζ. Ο δε Περικλής, όταν ήτον νέος, εφοβείτο πολύ τον λαόν και κατά την μορφήν εφαίνετο ομοιάζων τον τύραννον Πεισίστρατον· η φωνή του ήτον επίσης γλυκεία, και η γλώσσα του εύστροφος και ταχεία εις την ομιλίαν, ώστε οι πολύ γέροντες εξεπλήττοντο διά την ομοιότητα. Επειδή δ' είχε πλούτον και γένος λαμπρόν και ισχυρούς φίλους, φοβούμενος μη εξοστρακισθή, εις τα πολιτικά μεν ουδόλως ανεμίγνυτο, εις τας εκστρατείας όμως εδείκνυντο γενναίος και ριψοκίνδυνος. Αφ' ού δ' ο μεν Αριστείδης απέθανεν, ο δε Θεμιστοκλής έφυγε, τον δε Κίμωνα εις εκστρατείας απησχόλουν ως επί το πλείστον εκτός της Ελλάδος, τότε ο Περικλής προσετέθη εις την δημοτικήν μερίδα, αντί των πλουσίων και ολίγων προτιμήσας τους πολλούς και πένητας, παρά την φύσιν αυτού, ήτις ήτον πολύ ολίγον δημοτική. Αλλ' ως φαίνεται, φοβηθείς μη δώση υπόνοιαν ότι θέλει να γίνη τύραννος, βλέπων δε τον Κίμωνα αριστοκρατικόν, και πολύ υπό των αρίστων αγαπώμενον, ηνώθη μετά του λαού, λαμβάνων ούτως ασφάλειαν δι' εαυτόν και δύναμιν κατ' εκείνου. Ευθύς δ' ήλλαξε και της διαίτης αυτού την τάξιν και εις μεν την πόλιν εφαίνετο μίαν πάντοτε οδόν πορευόμενος, την εις την αγοράν και το βουλευτήριον· αφήκε δε τας προσκλήσεις εις δείπνους, και πάσαν τοιαύτην φιλοφροσύνην· ώστε καθ' όλον τον χρόνον καθ' όν έπραττε τα πολιτικά, και ούτος ήτον μακρός, εις ουδενός φίλου του την οικίαν ποτέ εδείπνησε, εκτός ότι, όταν ενυμφεύετο ο εξάδελφός του Ευρυπτόλεμος, παραμείνας μέχρι των σπονδών, ευθύς ανεχώρησε· διότι αι τοιαύται δεξιώσεις ελαττούσι πολύ τον όγκον, και δυσκόλως εις τας συναναστροφάς δύναται να φυλαχθή η κατ' επίδειξιν σοβαρότης. Η δ' αληθινή αρετή, όσον περισσότερον φαίνεται, τόσον φαίνεται ωραιοτέρα· και των αγαθών ανδρών ουδέν υπάρχει τοσούτον διά τους ξένους θαυμάσιον, όσον ο καθημερινός αυτών βίος διά τους συναστρεφομένους αυτούς. Ο δε Περικλής απέφευγε την συνεχή και κατά κόρον κοινωνίαν του δήμου, και επλησίαζεν εκ διαλειμμάτων μόνον αυτόν, ουδ' ωμίλει επί παντός πράγματος, ουδ' ενεφανίζετο πάντοτε εις το πλήθος, αλλ' ως η Σαλαμινία τριήρης (461) λέγει ο Κριτόλαος (462), εις τα μεγάλα μόνον επιδιδόμενος, τα λοιπά έπραττεν ανατιθέμενος αυτά εις φίλους και σχετικούς αυτού ρήτορας. Τούτων είς λέγουσιν ότι ην και ο Εφιάλτης, όστις έπαυσε την δύναμιν της Βουλής του Αρείου Πάγου, πολλήν, κατά τον Πλάτωνα, και άκρατον εις τους πολίτας την ελευθερίαν οινοχοών (463). Τότε, λέγουσιν οι κωμικοί ποιηταί, ο δήμος, ως ίππος αφηνιάσας, δεν εγνώριζε πλέον χαλινόν πειθαρχίας, αλλ' εδάγκανε την Εύβοιαν, και επήδα εις τας νήσους (464).
Η. Ρυθμίζων δε τον λόγον του εναρμονίως ως όργανον προς του βίου αυτού το σύστημα και προς του φρονήματός του το μέγεθος, παρενέβαλλε (465) πολλαχού τον Αναξαγόραν, διά των περί φύσεως πραγματειών χρωματίζων ούτως ειπείν την ρητορίαν του. Διότι πλην του ότι ην ευφυής, απέκτησε και εκ της περί την φύσιν θεωρίας το ύψος εκείνο του πνεύματος, δι' ού κατώρθου τα πάντα, ως λέγει ο θείος Πλάτων (466), και εξ αυτού εις την τέχνην των λόγων εφαρμόζων ότι ήν πρόσφορον εις αυτήν, ανεδείχθη πολύ ανώτερος όλων. Εκ τούτου λέγεται ότι τω εδόθη και η επωνυμία, αν καί τινες, φρονούσιν ότι επωνομάσθη Ολύμπιος διά τα μνημεία δι' ών εκόσμησε την πόλιν, άλλοι δε διά την δύναμιν ής απελάμβανεν ως πολιτικός ανήρ και ως στρατηγός. Δεν είναι δε απίθανον ότι πάντα ταύτα τα προσόντα συνέδραμον όπως απαρτίσωσι του ανδρός την δόξαν. Αι δε κωμωδίαι των τότε ποιητών, πολλά ή σπουδαίως ή προς γέλωτα κατ' αυτού φωνασκούντων, δηλούσιν ότι η προσωνυμία τω εδόθη διά τον λόγον του μάλιστα, διότι λέγουσιν ότι εβρόντα και ήστραπτεν όταν εδημηγόρει (467), και ότι έφερε φοβερόν κεραυνόν εις την γλώσσαν του. Αναφέρεται δε και λόγος τις Θουκυδίδου του Μιλησσίου, όν είπε αστειευόμενος περί της Ρητορικής του Περικλέους δεινότητος. Ο Θουκυδίδης ούτος ην εκ των επισημοτάτων πολιτών, και πολύν χρόνον αντιπολιτευόμενος κατά του Περικλέους· ερωτηθείς δ' υπό του Αρχιδάμου, του βασιλέως των Λακεδαιμονίων, αν αυτός ή ο Περικλής παλαίη καλλίτερα, «όταν, είπεν, εγώ τον ρίψω κατά γης παλαίων, εκείνος αντιλέγων, ότι δεν έπεσε, νικά, και μεταπείθει τους θεατάς». Ήτον δε λίαν περιεσκεμμένος ο Περικλής ως προς τον λόγον, ώστε όταν ανέβαινεν εις το βήμα, ηύχετο πάντοτε προς τους Θεούς ουδέ λέξις ανάρμοστος προς το προκείμενον να πέση εκ των χειλέων του χωρίς της θελήσεώς του. Και έγγραφον μεν ουδέν αφήκε, πλην των ψηφισμάτων αυτού· αποφθέγματα δ' ολίγιστα αυτού απομνημονεύονται· ως ότι είπε ν' αφαιρέσωσι την Αίγιναν, ως λήμην (468) του Πειραιώς, και άλλοτε έλεγεν ότι βλέπει τον πόλεμον ταχεί βήματι επερχόμενον εκ Πελοποννήσου. Προς τον Σοφοκλέα δε, επαινέσαντα ωραίον παιδίον όταν ποτέ συνεξέπλεε και συνεξεστράτευε μετ' αυτού (469), «Ο στρατηγός, είπεν, ω Σοφόκλεις, πρέπει να έχη ου μόνον τας χείρας, αλλά και τας όψεις καθαράς». Ο δε Στησίμβροτος (470) λέγει, ότι εγκωμιάζων από του βήματος τους εν Σάμω πεσόντας, είπεν ότι έγινον αθάνατοι ως οι Θεοί· διότι δεν βλέπομεν τους Θεούς, αλλ' εκ των τιμών άς έχουσι και εκ των αγαθών ά παρέχουσι συμπεραίνομεν ότι είναι αθάνατοι. Το αυτό λοιπόν συμβαίνει και ως προς τους υπέρ πατρίδος αποθανόντας.
Θ. Επειδή δ' ο Θουκυδίδης (471) χαρακτηρίζει ως αριστοκρατικόν το πολίτευμα του Περικλέους, και λεγόμενον μεν μόνον δημοκρατίαν, αληθώς δ' όν ενός και πρώτου ανδρός εξουσίαν, άλλοι δε λέγουσιν ότι υπ' εκείνου κατά πρώτον ο δήμος έλαβε κληρουχίας και θεωρικά και μισθών διανομάς, και εκακοσυνείθισε, και αντί σώφρονος και εργατικού έγινεν εξ αιτίας των πολιτικών διατάξεων τούτων, πολυτελής και ακόλαστος, ας εξετασθή διά των πραγμάτων αυτών η αιτία της μεταβολής. Και κατ' αρχάς μεν, ως ανωτέρω είπομεν, εις την δόξαν του Κίμωνος αντιταττόμενος, επεριποιείτο τον δήμον. Αλλά δεν είχεν όσον εκείνος πλούτον και χρήματα, δι' ών ο Κίμων εκέρδιζε τους πτωχούς, δίδων καθ' ημέραν δείπνον εις τους Αθηναίους όσοι είχον ανάγκην, και τους γέροντας ενδύων, και αφαιρών τους φραγμούς των κήπων του, όπως λαμβάνωσιν επί αυτών οπωρικά όσοι ήθελον. Διά ταύτα, βλέπων ο Περικλής υπερτερούσαν του αντιπάλου του την δημοτικότητα, ετράπη εις των δημοσίων πόρων την διανομήν, κατά συμβουλήν Δημωνίδου του εξ Οίης (472), ως ιστορεί ο Αριστοτέλης. Και ταχέως διά θεωρικών (473) και δικαστικών χρημάτων, και δι' άλλων μισθοδοσιών και χορηγιών δελεάσας το πλήθος, μετεχειρίζετο αυτό κατά της Βουλής του Αρείου Πάγου, ής μέλος δεν ήτον ο ίδιος, διότι δεν είχε κληρωθή ποτέ ούτε άρχων, ούτε θεσμοθέτης, ούτε βασιλεύς, ούτε πολέμαρχος (474). Διότι αι αρχαί αύται ήσαν ανέκαθεν κληρωταί (475) και δι' αυτών, όσοι επεδοκιμάζοντο ως καλώς άρξαντες, ανέβαινον εις Άρειον Πάγον. Διά τούτο, όταν ο Περικλής έλαβε μείζονα ισχύν εν τω δήμω, στάσεις αντεξήγειρε κατά της Βουλής ταύτης, ώστε εφηρέθησαν μεν απ' αυτής αι πλείσται κρίσεις (476) διά του Εφιάλτου, εξωστρακίσθη δ' ο Κίμων ως φιλολάκων και ως μισόδημος, αυτός όστις ουδενός ην κατώτερος κατά γένος και πλούτον, καλλίστας δε νίκας ενίκησε κατά των βαρβάρων, και πολλών χρημάτων και λαφύρων ενέπλησε την πόλιν, ως εγράψαμεν εις τον βίον εκείνου. Τοσαύτην επιρροήν εξήσκει επί του δήμου ο Περικλής.
I. Η διάρκεια της δι' εξοστρακισμού εξορίας ήτον ωρισμένη εις δέκα έτη. Εν δε τω μεταξύ χρόνω εισήλασαν οι Λακεδαιμόνιοι μετά μεγάλου στρατού εις την χώραν των Ταναγραίων (477), και ευθύς οι Αθηναίοι ώρμησαν επί αυτούς. Τότε δ' επανελθών ο Κίμων εκ της φυγής, κατετάχθη ένοπλος εις τον λόχον των φυλετών του (478), και ήθελε δι' έργων ν' αποπλυθή από της κατηγορίας του λακωνισμού, συγκινδυνεύσας μετά των πολιτών. Αλλ' οι φίλοι του Περικλέους συνενωθέντες, τον απεδίωξαν ως φυγάδα. Διά τούτο μάλιστα φαίνεται ότι ο Περικλής κατ' εκείνην την μάχην μετά πολλής ανδρείας επολέμησε, και διεκρίθη υπέρ πάντας, αδιαφορών διά την σωτηρίαν του. Έπεσαν δ' εις αυτήν και πάντες ομού οι φίλοι του Κίμωνος, όσους ο Περικλής ομού μετ' αυτού κατηγόρει ως λακωνίζοντας. Και ισχυρά μεταμέλεια κατέλαβε τους Αθηναίους, και πόθος του Κίμωνος, διότι ενικήθησαν εις τα μεθόρια της Αττικής, περιέμενον δε βαρύν τον πόλεμον κατά το επόμενον έαρ. Εννοήσας δε τας διαθέσεις ταύτας ο Περικλής, δεν παρέλειψε να ευχαριστήση το πλήθος, αλλά γράψας ψήφισμα, εκάλεσεν ο ίδιος οπίσω τον άνδρα, και εκείνος επανελθών, έκλεισε την ειρήνην μεταξύ των δύο πόλεων· διότι οι Λακεδαιμόνιοι είχον σχέσιν προς αυτόν, εν ώ απεστρέφοντο τον Περικλήν και τους άλλους δημαγωγούς. Τινές δε λέγουσιν ότι το ψήφισμα της επανόδου του Κίμωνος δεν εγράφη υπό του Περικλέους πριν γίνωσι μεταξύ αυτών μυστικαί συνθήκαι δι' Ελπινίκης της αδελφής του Κίμωνος, καθ' άς ο μεν Κίμων ν' αναχωρήση μετά διακοσίων πλοίων, στρατηγών εκτός της Αττικής, και καταστρέφων του βασιλέως την χώραν ο δε Περικλής να έχη την δύναμιν εις την πόλιν. Και πρότερον δε φαίνεται ότι η Ελπινίκη είχε καταστήσει τον Περικλέα πραότερον προς τον Κίμωνα, όταν εδικάζετο την θανατικήν δίκην. Τότε ήτον και ο Περικλής είς των υπό του δήμου εκλεχθέντων κατηγόρων. Ήλθε δε προς αυτόν η Ελπινίκη και τον παρεκάλει. Μειδιάσας δ' εκείνος, «Ω Ελπινίκη, τη είπεν, είσαι γραία, ώστε τοιαύτα πράγματα να διαπραγματεύησαι.» Ουχ ήττον όμως άπαξ μόνον έλαβε τον λόγον εις το δικαστήριον, καθ' ό ηναγκασμένος εκ της εκλογής, και ανεχώρησε κατηγορήσας αυτόν ολιγώτερον όλων των άλλων. Πώς λοιπόν να πιστεύση τις τον Ιδομενέα (479), όταν κατηγορή τον Περικλέα ότι τον δημαγωγόν Εφιάλτην, όστις ήτον φίλος του και κοινωνός των πολιτικών του ενεργειών, εδολοφόνησεν εκ ζηλοτυπίας, και φθονών την δόξαν του; Δεν ηξεύρω δε πόθεν συνέλεξε ταύτα, και τα επέχυσεν ως χολήν εις άνδρα ουχί μεν ίσως εντελώς ανεπίληπτον, αλλ' έχοντα το φρόνημα ευγενές και την ψυχήν φιλότιμον, εξ ής ουδέν βλαστάνει πάθος σκληρόν τοσούτον και θηριώδες. Αλλά τον μεν Εφιάλτην, όστις ήτον φοβερός κατά των ολιγαρχικών, και άκαμπτος εις την καταδίωξιν και την απαίτησιν ευθύνης παρά των αδικούντων τον δήμον, επιβουλευθέντες οι εχθροί αυτού δι' Αριστοδίκου του Ταναγρικού, τον εθανάτωσαν κρυφίως, ως λέγει ο Αριστοτέλης. Ο δε Κίμων απέθανεν εις την Κύπρον στρατηγών (480).
ΙΑ. Οι δ' αριστοκράται, βλέποντες τον Περικλέα και πρότερον ήδη μέγιστον όντα των πολιτών, και θέλοντες να υπάρχη τις εις την πόλιν όστις ν' αντιταχθή εις αυτόν, και να μετριάζη την δύναμίν του, ώστε να μη καταντήση εντελώς μοναρχία, αντέταξαν εις αυτόν διά να τον εναντιώται τον Θουκυδίδην εξ Αλωπεκής (481), άνδρα σώφρονα και συγγενή του Κίμωνος. Ούτος ολιγώτερον μεν πολεμικός του Κίμωνος, αλλ' εμπειρότερος της αγοράς και των πολιτικών, κατοικών πάντοτε εις την πόλιν, και εις το βήμα αγωνιζόμενος κατά του Περικλέους, ταχέως αποκατέστησε την ισορροπίαν εις το πολίτευμα· διότι δεν αφήκε τους καλούς καγαθούς άνδρας, ως ελέγοντο τότε οι άριστοι, να διασπαρώσιν εις τον δήμον και να συναναμιγώσι μετ' αυτού, ως πρότερον, ότε η αξία αυτών επεσκοτίζετο υπό του πλήθους. Αλλά χωρίσας αυτούς, και εις έν συνάψας όλην αυτών την δύναμιν, έδωκε μείζονα βαρύτητα εις αυτούς, και ούτω κατώρθωσεν υπέρ αυτών να κλίνη η πλάστιγξ. Διότι υπήρχε πριν δυσδιάκριτός τις περιπλοκή (482) αυτών, ως παρατηρείται εις του σιδήρου τα μόρια, υποφαίνουσα όμως την υφισταμένην διαφοράν μεταξύ των δημοτικών και των αριστοκρατικών διαθέσεων. Εκείνων όμως των ανδρών η άμιλλα και η φιλοδοξία, βαθυτάτην χαράξασα εντομήν, έκαμεν ώστε μέρος μεν των πολιτών να καλήται δήμος, μέρος δε ολιγάρχαι. Όθεν και τότε, εις τον δήμον μάλιστα αφείς τας ηνίας ο Περικλής, επολιτεύετο ούτως, ώστε αυτόν να ευχαριστή, επιτηδευόμενος να υπάρχη εις τας Αθήνας πάντοτε ή θέαμά τι πανηγυρικόν, ή συμπόσιον, ή πομπή, διασκεδάζων την πόλιν δι' ευγενών ηδονών, και πέμπων ενταυτώ και εξήκοντα κατ' έτος τριήρεις, εφ' ών πολλοί των πολιτών έπλεον οκτώ μήνας έμμισθοι, μελετώντες και μανθάνοντες συγχρόνως τα ναυτικά. Προς δε τούτοις έστειλε χιλίους κληρούχους (483) εις την Χερρόνησον (484), πεντακοσίους εις την Νάξον, τους ημίσεις αυτών εις την Άνδρον, και εις την Θράκην χιλίους, όπως κατοικήσωσι μετά των Βισαλτών (485). Άλλους δ' έστειλεν εις Ιταλίαν, όταν ωκίζετο η Σύβαρις, ήν ωνόμασαν Θουρίους (486). Έπραττε δε ταύτα ελαφρών την πόλιν από όχλου αργού και φιλοταράχου, θεραπεύων δε του λαού την ένδειαν, φρουράν δ' οικίζων επίφοβον πλησίον των συμμάχων, όπως μη επαναστατώσιν.
ΙΒ. Αλλ' ό,τι προ πάντων έτερψε και εκόσμησε τας Αθήνας, και μεγάλως εξέπληξε τους άλλους ανθρώπους, και μόνον μαρτυρεί ως μη ψευδή την φημιζομένην εκείνην δύναμιν και τον παλαιόν της Ελλάδος όλβον, είναι η των μνημείων κατασκευή, ά ανήγειρεν εν Αθήναις. Διά τούτο το πολιτικόν αυτού έργον εφθόνουν κυρίως τον Περικλέα οι εχθροί του, και τον κατηγόρουν εις τας εκκλησίας βοώντες, ότι «ο μεν δήμος ατιμάζεται και υβρίζεται διότι έλαβεν εκ Δήλου τα κοινά των Ελλήνων χρήματα (487)· την δε πρόφασιν ήν εδύνατο ευλογοφανώς να προτείνη εις τους κατηγόρους, ότι φοβηθείς τους βαρβάρους επήρεν εκείθεν τα κοινά χρήματα και τα φυλάττει εις οχυρόν τόπον, και αυτήν ο Περικλής την ανήρεσε· και η Ελλάς φαίνεται δεινώς υβριζομένη, και τυραννείται προδήλως, βλέπουσα ότι διά των όσων αυτή κατ' ανάγκην συνεισφέρει διά τον πόλεμον, ημείς καταχρυσούμεν και καλλωπίζομεν την πόλιν ημών, ως γυναίκα φιλάρεσκον, κοσμουμένην διά πολυτελών λίθων, δι' αγαλμάτων και διά ναών χιλιοταλάντων (488)» Αλλ' ο Περικλής, απαντών εις ταύτα, έλεγε προς τον δήμον, ότι των χρημάτων ουδένα οφείλουσι λόγον εις τους συμμάχους, διότι οι Αθηναίοι πολεμούσιν υπέρ εκείνων, και βιάζουσι μακράν να μένωσι τους βαρβάρους, εν ώ εκείνοι ούτε ίππον, ούτε πλοίον, ούτε οπλίτην, αλλά χρήματα συνεισφέρουσι μόνον· ταύτα δ' ότι ανήκουσιν ουχί εις τους δίδοντας, αλλ' εις τους λαμβάνοντας, αν τοις χορηγώσιν εκείνα δι' ά τα έλαβον. Πρέπει δε, αφ' ού η πόλις είναι ικανώς εφωδιασμένη διά των προς τον πόλεμον, να καταναλίσκηται η ευπορία αυτής εις τα πράγματα εξ ών, αφ' ού γίνωσι, θέλει αρυσθή δόξαν αθάνατον, έν ώ δε γίνονται μετέχει ευπορίας ετοίμης, διότι δι' αυτών αναφαίνεται παντοδαπή εργασία και ποικίλαι ανάγκαι, πάσαν μεν διεγείρουσαι τέχνην, πάσαν δε χείρα κινούσαι, και έμμισθον καθιστώσαι σχεδόν όλην την πόλιν, ήτις αφ' εαυτής και κοσμείται και τρέφεται. Διότι εις μεν τους έχοντας ηλικίαν και ρώμην, αι εκστρατείαι παρείχον αφορμήν να μετέχωσι της κοινής ευπορίας· θέλων δ' ώστε και ο βάναυσος όχλος, ο μη κατατεταγμένος εις τον στρατόν, ούτε χρηματικών να στερήται ωφελημάτων, ούτε να λαμβάνη αυτά εν αργία και οκνηρία, εισήγαγεν εις τον δήμον μεγάλας επιχειρήσεις οικοδομών, και σχέδια έργων μακροχρονίων και πολυτέχνων, όπως έχωσιν αφορμήν, ως οι πλέοντες, οι φρουρούντες και οι εκστρατεύοντες, ούτω και οι οίκαδε μένοντες, να ωφελώνται και να μετέχωσι των δημοσίων χρημάτων. Διότι όπου ύλη μεν κατηργάζετο ο λίθος, ο χαλκός, ο ελέφας, ο χρυσός, ο έβενος, η κυπάρισσος (489), οι δ' αυτήν μεταχειριζόμενοι και κατεργαζόμενοι τεχνίται ήσαν οι τέκτονες, πλάσται, χαλκείς, λιθουργοί, βαφείς, χρυσού μαλακτήρες (490), ελέφαντος ζωγράφοι, ποικιλταί, τορευταί· οι δε προμηθευταί και συνεργοί αυτών, κατά θάλασσαν μεν έμποροι, ναύται, κυβερνήται, κατά ξηράν δε αμαξουργοί, ζευγηλάται και ηνίοχοι, και σχοινοπλόκοι, και λινουργοί, και σκυτοτόμοι, και οδοποιοί, και μεταλλείς· όπου τέχνη, ως στρατηγός, είχε τον εργατικόν και ιδιωτεύοντα όχλον συντεταγμένον εις ίδιον στράτευμα, όργανον και σώμα της υπηρεσίας αυτής γινόμενον, εκεί αι διάφοροι ανάγκαι διένειμον και διέσπειρον την ευπορίαν εις πάσαν, ούτως ειπείν, ηλικίαν και φύσιν.
ΙΓ. Ανέβαινον δε τα έργα, υπερήφανα κατά το μέγεθος, αμίμητα δε την μορφήν και την χάριν, και μεγάλη ην των τεχνιτών η φιλοτιμία να υπερβώσι την δημιουργικήν επίνοιαν διά της καλλιτεχνικής εντελείας, και θαυμάσιον ην το τάχος της προόδου αυτών. Διότι εν ώ έκαστον ενομίζετο ότι μόλις μετά πολλάς αρχόντων διαδοχάς και μετά πολλάς ηλικίας εδύνατο να φθάση εις τέλος, όλα ομού συνετελέσθησαν επί της ακμής της διοικήσεως ενός μόνου ανθρώπου. Λέγουσιν ότι ακούσας ποτέ ο Ζεύξις τον ζωγράφον Αγάθαρχον (491) κομπάζοντα ότι ταχέως και ευκόλως εζωγράφει, είπεν «Εγώ δε ζωγραφώ βραδέως». Διότι η ευχέρεια και η ταχύτης της κατασκευήν δεν δίδει εις το έργον βαρύτητα μόνιμον, ουδέ καλλονής ακρίβειαν· ο δε καιρός όν ο τεχνίτης δανείζει εις την επιμέλειαν της παραγωγής, τω αποδίδεται εις δύναμιν και εις σωτηρίαν του παραχθέντος. Διά τούτο έτι μάλλον θαυμάζονται τα έργα του Περικλέους, ότι εντός ολίγου χρόνου έγιναν τοιαύτα, ώστε να ζήσωσι χρόνον πολύν. Διότι κατά μεν το κάλλος του έκαστον αυτών ην ευθύς τότε αρχαίον, κατά δε την ακμήν αυτού είναι μέχρι τούδε πρόσφατον έτι και καινουργές. Ούτως επιπνέει εις αυτά νεότης διατηρούσα ανέπαφον πάντοτε υπό του χρόνου την όψιν αυτών, ως αν είχον τα έργα πνεύμα αειθαλές εγκαταμεμιγμένον και ψυχήν μη γηράσκουσαν. Πάντων δε τούτων διευθυντήν και επιτηρητήν είχε τον Φειδίαν, ει και εκάστου έργου προΐσταντο μεγάλοι αρχιτέκτονες και τεχνίται· διότι τον μεν Εκατόμπεδον Παρθενώνα (492) ηργάζετο ο Καλλικράτης και ο Ικτίνος, το δε τελεστήριον της Ελευσίνος (493) ήρχισε μεν να οικοδομή ο Κόροιβος, και έστησε τους στήλους οίτινες υψούνται από του εδάφους, και τους ήνωσεν άνωθεν διά των επιστηλίων· αφ' ού δ' απέθανεν ούτος, ο Ξυπέτιος (494) Μεταγένης έστησεν επί αυτών το διάζωμα και τους άνω κίονας (495). Τον δε φεγγίτην εις την κορυφήν του Ανακτόρου (496) προσέθηκε Ξενοκλής ο Χολαργεύς (497). Το μακρόν δε τείχος περί ού ο Σωκράτης λέγει ότι ήκουσεν ο ίδιος γνωμοδοτούντα τον Περικλήν, έλαβεν εις εργολαβίαν ο Καλλικράτης (498). Κωμωδεί δε το έργον ο Κρατίνος, ως Βραδέως προχωρούν·
«Διά των λόγων,
Λέγει
προ πολλού ο Περικλής
το κτίζει· πλην δι' έργων ουδέ το κινεί».
Το δε Ωδείον (499), κατά μεν την εντός διάταξιν πολύεδρον, έχον δε κεκλιμένην και κατωφερή την οροφήν, εις έν σημείον κορυφουμένην, λέγουσιν ότι έγινε κατ' εικόνα και μίμησιν της σκηνής του Βασιλέως, υπό την επιστασίαν του Περικλέους και τούτο. Διά τούτο και πάλιν ο Κρατίνος εις τας Θράττας (500) κωμωδεί αυτόν ούτως·
«Προσέρχεται ο Ζευς ο σχινοκέφαλος,
ο Περικλής, και επί του κρανίου του
τ' Ωδείον έχει, τ' όστρακον
(501)
αποφυγών.
Φιλοτιμούμενος δ' ο Περικλής, τότε πρώτον εψήφισε να τελήται αγών μουσικός εις τα Παναθήναια, και εκλεχθείς αθλοθέτης, διέταξεν ο ίδιος πώς οι αγωνιζόμενοι να αυλώσι, να ψάλλωσιν ή να κιθαρίζωσι. Και τότε δε, και καθ' όλον τον άλλον καιρόν εκεί ήτον των μουσικών αγώνων το θέατρον. Το δε Προπύλαια της Ακροπόλεως ωκοδομήθησαν εν πενταετία, διά του αρχιτέκτονος Μνησικλέους. Τύχη δε θαυμαστή συμβάσα επί της οικοδομής, απέδειξεν ότι η Θεά ου μόνον δεν δυσηρεστείτο προς το έργον, αλλά και συνετέλει εις αυτό και συνεβοήθει. Ολισθήσας έπεσεν εκ του ύψους ο εργατικώτατος και προθυμότατος των τεχνιτών, και ήτον εις κακίστην κατάστασιν, ώστε οι ιατροί τον απήλπισαν. Τούτο έθλιβε τον Περικλέα· η δε Θεά, φανείσα κατ' όναρ, τω παρήγγειλε θεραπείαν, ήν ακολουθήσας ο Περικλής, ταχέως και ευκόλως ιάτρευσε τον άνθρωπον. Επί τούτω έστησεν εις την Ακρόπολιν το χαλκούν άγαλμα της Υγείας Αθηνάς πλησίον του βωμού αυτής, όστις και πρότερον υπήρχεν, ως λέγουσιν (502) Ο δε Φειδίας ηργάζετο της Θεάς το χρυσούν άγαλμα (503), και επί της στήλης (504) είναι γεγραμμένον ότι αυτός είναι ο τεχνίτης αυτού. Όλα δε σχεδόν ήσαν εις αυτόν ανατεθειμένα, και δι' όλα, ως είπομεν, επεστάτει επί των τεχνιτών εκ φιλίας προς τον Περικλέα. Τούτο δ' έδωκεν αφορμήν εις φθόνον και εις υβριστικάς συκοφαντίας, ότι ο Φειδίας προς χάριν του Περικλέους υπεδέχετο ελευθέρας γυναίκας, ερχομένας να ιδώσι τα έργα. Του λόγου δε τούτου δραττόμενοι οι κωμικοί, αφθόνως τω προσήψαν ακολασίαν, διαβάλλοντες αυτόν διά την γυναίκα του Μενίππου, ανδρός φίλου και υπ' αυτόν στρατηγούντος, και διά τας ορνιθοτροφίας του Πυριλάμπους, όστις, φίλος ων του Περικλέους, κατηγορείτο ότι έστειλε κρυφίως παγώνια εις τας γυναίκας μεθ' ών ο Περικλής είχε σχέσιν (505). Και πώς να θαυμάση τις δι' ανθρώπους επάγγελμα έχοντας τον σατυρισμόν, και οίτινες προσφέρουσιν εκάστοτε θυσίαν ευάρεστον εις του πλήθους τον φθόνον, ως εις κακόν δαίμονα, τας κατά των αρίστων βλασφημίας, όταν και αυτός ο Στησίμβροτος ο Θάσιος (506) φοβεράν ασέβειαν ετόλμησε να προσάψη εις τον Περικλέα κατά της γυναικός του υιού του; Τόσον δύσκολος και δυσέφικτος φαίνεται η αλήθεια εις την ιστορίαν, όταν οι μεν μεταγενέστεροι έχωσι τον καιρόν επιπροσθούντα, και εμποδίζοντα των πραγμάτων την γνώσιν, η δε σύγχρονος ιστορία των πράξεων και των βίων, μέρος μεν ένεκα φθόνων και δυσμενείας, μέρος δε χαριζομένη και κολακεύουσα, παραμορφοί και διαστρέφη την αλήθειαν.
ΙΔ. Οι δε περί τον Θουκυδίδην ρήτορες κατεβόων κατά του Περικλέους ότι κατησώτευε τα χρήματα και κατέστρεφε τας προσόδους. Τότε ηρώτησεν εκείνος απ' εκκλησίας τον δήμον αν νομίζη ότι πολλά εδαπανήθησαν· επειδή δ' απεκρίθησαν ότι πάμπολλα, «Έστω λοιπόν, είπεν, ότι δεν εδαπανήθησαν εκ των εδικών σας, αλλ' εκ των εδικών μου· και εις τα μνημεία θέλω επιγράψει την ιδίαν εμού επιγραφήν». Ως δε είπε ταύτα ο Περικλής, είτε θαυμάσαντες την μεγαλοφροσύνην αυτού, είτε αντιφιλοτιμούμενοι προς την δόξαν των έργων του, ανέκραξαν λέγοντες να δαπανήση και να δώση εκ των δημοσίων, χωρίς ουδενός να φεισθή. Τέλος δε, ανταγωνισθείς προς τον Θουκυδίδην περί εξοστρακισμού, και διακινδυνεύσας, εκείνον μεν εξώρισε, διέλυσε δε την αντίπαλον αυτού φατρίαν.
ΙΕ. Αφ' ού λοιπόν έπαυσεν η έρις παντάπασι, και η πόλις έγινε πάλιν ομαλή και μία ούτως ειπείν, και έφερεν εντελώς υπό την εξουσίαν του τας Αθήνας, και πάντα τα υπό των Αθηναίων εξαρτώμενα, τους φόρους, τα στρατεύματα, τας τριήρεις, τας νήσους, την θάλασσαν, και την πολλήν μεν επί των Ελλήνων, πολλήν δ' επί των βαρβάρου ισχύν και ηγεμονίαν, δι' εθνών υπηκόων, διά φιλίας βασιλέων και διά συμμαχίας δυναστών εξησφαλισμένην, έκτοτε δεν ήτον πλέον ο ίδιος, ουδ' επίσης ήμερος προς τον δήμον, και εύκολος να υπείκη και να ενδίδη εις τας επιθυμίας του πλήθους, ως εις τον άνεμον ενδίδει το κύμα. Αλλ' εκ της χαλαράς εκείνης και υποχωρούσης δημαγωγίας, ως εκ μαλακής τινος και ανθηράς αρμονίας, μεθήρμοσε την πολιτείαν εις αριστοκρατικήν και βασιλικήν, και ορθώς και αμέμπτως ο ίδιος πολιτευόμενος υπέρ του βελτίστου, ωδήγει τον δήμον, ως επί το πλείστον μεν πείθων και διδάσκων εκόντα αυτόν, ενίοτε όμως και καταναγκάζων αυτόν λίαν δυσαρεστούμενον, και διά βίας τω επέβαλλε το συμφέρον· τον ιατρόν εντελώς μιμούμενος, όστις εις μακρόν και ποικίλον νόσημα ενίοτε μεν ηδονάς παραγγέλλει μετρίας, ενίοτε όμως πονούντα επιθέτει και σωτήρια φάρμακα. Τα παντοδαπά δε πάθη, τα φυσικώς αναφυόμενα εις όχλον έχοντα εξουσίαν τοσούτον μεγάλην, μόνος ήτον ικανός να τα διευθύνη καταλλήλως, προπάντων ως δύο πηδάλια την ελπίδα και τον φόβον μεταχειριζόμενος· και την μεν θρασύτητα αυτών εξ αρχής καταστέλλων, την δ' αθυμίαν μετριάζων και παρηγορών, έδειξεν ότι η ρητορική είναι, ως διδάσκει ο Πλάτων (507), η διαμορφωτίς της ψυχής, και ότι το μέγιστον έργον αυτής είναι η περί τα ήθη και τα πάθη μέθοδος, ως αν ήσαν τόνοι της ψυχής και φθόγγοι, ούς πρέπει να θίγη τις και να κρούη μετά μεγίστης επιτηδειότητος. Αιτία δε της επιτυχίας του δεν ήτον απλώς η του λόγου του δύναμις, αλλ' ως λέγει ο Θουκυδίδης (508), και η δόξα του βίου του, και η εμπιστοσύνη ήν ενέπνεεν ο ανήρ, διά της περιφανούς του αφιλοκερδείας, και ανώτερος ων δωροδοκιών. Καταστήσας την πόλιν εκ μεγάλης μεγίστην και πλουσιωτάτην, και γενόμενος κατά την δύναμιν ανώτερος πολλών τυράννων και βασιλέων, ών τινές και διά διαθηκών καταλείπουσιν εις τους υιούς των τας κτήσεις αυτών, εκείνος ουδέ κατά μίαν δραχμήν ηύξησε την περιουσίαν ήν τω κατέλιπεν ο πατήρ του.
ΙΣΤ. Την δύναμιν αυτού διηγείται σαφώς ο Θουκυδίδης, αλλ' οι κωμικοί διαστρέφουσι κακοήθως τα περί αυτής, και νέους μεν Πεισιστρατίδας καλούσι τους περιστοιχίζοντας αυτόν φίλους, ζητούσι δε να ομώση αυτός ότι δεν θέλει γίνει τύραννος, αινιττόμενοι διά τούτου ότι η υπεροχή αυτού είναι υπερβολική και βαρεία ως προς δημοκρατίαν. Ο δε Τηλεκλείδης (509) λέγει ότι οι Αθηναίοι τω παρέδωκαν
«Τους των πόλεων φόρους, τας πόλεις αυτάς, να δεσμεύη
αυτάς ή να λύη,
και πετρόκτιστα τείχη, να κτίζη τα μεν, τα δ' εις έδαφος
πάλιν να ρίπτη,
σπονδάς, δύναμιν, κράτος, ειρήνην, προς δε ευτυχίαν και
άφθονον πλούτον.»
Και ταύτα δεν ήσαν πρόσκαιρα, ουδ' ακμή και καρποί πολιτείας στιγμιαίως ανθούσης, αλλ' επί τεσσαράκοντα μεν έτη επρώτευε μεταξύ των Εφιαλτών, και των Λεωκρατών, και των Μυρωνιδών, και των Κιμώνων, και των Τολμιδών και των Θουκυδιδών (510).
Μετά δε την πτώσιν και τον εξοστρακισμόν του Θουκυδίδου, εξηκολούθησεν έτι η υπεροχή αυτού ουχί ολιγώτερον των δεκαπέντε ετών. Απολαύσας δε συνεχή διά των ενιαυσίων στρατηγιών την αρχήν και την δυναστείαν, εφύλαξεν όμως εαυτόν άτρωτον υπό των χρημάτων· ουχί ότι παρημέλει εντελώς τα χρηματικά του συμφέροντα, αλλά τον πατρικόν του και νόμιμον πλούτον διέταξε κατ' οικονομίαν ήν ενόμιζεν αρίστην και ακριβεστάτην, ώστε ούτε αμελούμενος να καταστραφή, ούτε ν' απαιτή διαρκή αυτού ασχολίαν, και να τον εμβάλλη εις φροντίδας, και να του αφαιρή τον καιρόν. Προς τούτο επώλει όλους ομού τους ετησίους καρπούς του, έπειτα αγοράζων εκ της αγοράς όσα τω ήσαν εκάστοτε αναγκαία, ούτω διέθετε τον βίον αυτού και την δίαιταν. Διά τον λόγον τούτον δεν ευχαρίστει τους νέους παίδας, ούτε μεγαλόδωρος ήτον προς τας γυναίκας, αλλ' εμέμφοντο αύται την τοσούτον ακριβώς και προς την χρείαν εκάστης ημέρας περιεσταλμένην δαπάνην αυτού, ήτις δεν υπερεχείλιζεν ως εις τας μεγάλας οικίας και όπου αφθονία επικρατεί αλλά παν ανάλωμα και πάσα είσπραξις εβάδιζε κατά μέτρον και αριθμόν. Ο δε διατηρών πάσαν ταύτην την ακρίβειαν εις την οικίαν αυτού ήτον είς οικέτης, ο Ευάγγελος (511), ως ουδείς άλλος εκ φύσεως πεπλασμένος ή υπό του Περικλέους διαπλασθείς διά την οικονομίαν. Ταύτα, όμως ήσαν όλως εναντία (512) προς την σοφίαν του Αναξαγόρου, αφ' ού εκείνος και την οικίαν του εγκατέλιπε, και τα χωράφια αυτού αφήκεν ακαλλιέργητα εις ζώων βοσκάς, υπ' ενθουσιασμού κινούμενος και μεγαλοφροσύνης. Δεν είναι όμως το ίδιον, νομίζω, ο βίος του θεωρητικού φιλοσσόφου και ο του πολιτικού· αλλ' ο μεν φέρει εις τα καλά την διάνοιάν του, ούτε οργάνων ούτε της εκτός ύλης ανάγκην έχουσαν· ο δε, εφαρμόζων την αρετήν του εις την ωφέλειαν των ανθρώπων, δύναται να μεταχειρισθή τον πλούτον ου μόνον διά τ' αναγκαία, αλλά και διά τα καλά. Ούτω μετεχειρίζετο αυτόν και ο Περικλής, βοηθών πολλούς των πενήτων. Λέγουσι δε περί του Αναξαγόρου, ότι ενώ ο Περικλής ην υπ' ασχολιών περιστοιχισμένος, αυτός κατέκειτο παρημελημένος, γέρων ήδη, και καλύψας την κεφαλήν του, περιέμενε μετά καρτερίας τον εκ πείνης θάνατον. Ακούσας δ' ο Περικλής το πράγμα, εξεπλάγη, και έδραμεν ευθύς προς τον άνδρα, πάσαν παράκλησιν εις αυτόν αποτείνων, και κλαίων ουχί εκείνον, αλλά τον εαυτόν του, αν ήθελεν απολέσει τοιούτον της πολιτείας σύμβουλον. Τότε δε λέγουσιν ότι αποκαλύψας την κεφαλήν του ο Αναξαγόρας, είπε προς αυτόν· «Ω Περίκλεις, όστις έχει χρείαν του λύχνου, χύνει έλαιον εις αυτόν.»
ΙΖ. Ως δ' ήρχισαν οι Λακεδαιμόνιοι να δυσαρεστώνται διά των Αθηναίων, την αυξήσιν, παροτρύνων ο Περικλής έτι μάλλον τον δήμον εις μεγαλοφροσύνην, και εις το να θεωρή εαυτόν μεγάλων πραγμάτων άξιον, γράφει ψήφισμα, να προσκληθώσι πάντες οι Έλληνες, οι οπουδήποτε κατοικούντες ή της Ευρώπης ή της Ασίας, πάσαι αι πόλεις, μικραί ή μεγάλαι, να πέμψωσιν αντιπροσώπους εις Αθήνας, όπως εν συλλόγω συσκεφθώσι περί των Ελληνικών ιερών όσα έκαυσαν οι βάρβαροι, και περί των θυσιών άς οφείλουσιν υπέρ της Ελλάδος, τάξαντες αυτάς εις τους Θεούς, όταν επολέμουν προς τους βαρβάρους, και περί της θαλάσσης, πώς να πλέωσι πάντες αφόβως, και πώς να διατηρήσωσι, την ειρήνην. Προς τούτο απεστάλησαν άνδρες είκοσι, έχοντες ηλικίαν επέκεινα των πεντήκοντα ετών, πέντε μεν όπως προσκαλέσωσι τους Ίωνας και τους Δωριείς της Ασίας, και τους νησιώτας μέχρι Λέσβου και μέχρι Ρόδου· πέντε δε περιήλθον τους τόπους του Ελλησπόντου και της Θράκης, μέχρι του Βυζαντίου, και πέντε μετά τούτους απεστάλησαν εις Βοιωτίαν και Φωκίδα και Πελοπόννησον, και εκείθεν διά των Λοκρών εις τα πλησίον μέρη της Ηπείρου μέχρις Ακαρνανίας και Αμβρακίας. Οι δε λοιποί επήγον διά της Ευβοίας εις τους Οιταίους (513) και τον Μαλιέα κόλπον (514), και τους Φθιώτας, και τους Αχαιούς, και τους Θεσσαλούς, πείθοντες τους λαούς να έλθωσι και μετάσχωσι της συσκέψεως περί της ειρήνης και της κοινής συνεννοήσεως της Ελλάδος. Αλλά δεν έγινε τίποτε, ουδέ συνήλθον αι πόλεις, διότι οι Λακεδαιμόνιοι εναντιώθησαν, ως λέγεται, και κατά πρώτον η απόπειρα έγεινεν εις την Πελοπόννησον. Ταύτα διηγήθην διά να δείξω το φρόνημα αυτού και την μεγαλοφροσύνην.
ΙΗ. Κατά δε τας στρατηγίας διεκρίνετο προ πάντων ως μεριμνών υπέρ της ασφαλείας· διότι ούτε μάχην συνήπτεν ακουσίως, όταν ήτον λίαν άδηλος και κινδυνώδης, ούτε εζήλου και εμιμείτο τους στρατηγούς όσοι, ριψοκινδυνεύοντες, λαμπράν απέκτησαν τύχην και εθαυμάσθησαν. Έλεγε δε πάντοτε εις τους πολίτας ότι καθ' όσον εξ αυτού εξαρτάται, θα μείνωσι διά παντός αθάνατοι. Βλέπων δ' ότι ο Τολμίδης ο υιός του Τολμαίου (515), θαρρών εις τας προτέρας επιτυχίας του, και εις το ότι μεγάλως ετιμάτο διά τα πολεμικά αυτού κατορθώματα, ητοιμάζετο ακαίρως να εισβάλη εις την Βοιωτίαν, και είχε πείσει τους αρίστους και φιλοτιμοτάτους των εχόντων την στρατεύσιμον ηλικίαν να συνεκστρατεύσωσιν ως εθελονταί, συμποσούμενοι εις χιλίους, εκτός της άλλης δυνάμεως, επροσπάθησε ν' αναχαιτίση αυτόν, και τον παρεκάλει εις την εκκλησίαν του δήμου, ειπών το μνημονευόμενον εκείνο, ότι, αν δεν πείθηται εις τον Περικλήν, δεν θέλει καν σφάλει περιμένων τον σοφώτατον σύμβουλον, τον καιρόν. Και τότε μεν ολίγον επεδοκιμάσθη διά του λόγου τούτου. Μετ' ολίγας δ' ημέρας, όταν ανηγγέλθη ότι εφονεύθη μεν ο Τολμίδης, νικηθείς περί την Κορώνειαν, απέθανον δε πολλοί και αγαθοί πολίται, μεγάλην τούτο έφερε δόξαν εις τον Περικλέα, και μεγάλην εύνοιαν των συμπολιτών του, διότι εθεωρήθη ως ανήρ φρόνιμος και φιλοπολίτης.
ΙΘ. Εκ δε των στρατηγιών αυτού επηνέθη προ πάντων η κατά την Χερρόνησον, γενομένη σωτήριος εις τους εκεί κατοικούντας Έλληνας· διότι όχι μόνον έφερε χιλίους Αθηναίους εποίκους, και ενεδυνάμωσε διά των ανδρείων τούτων τας πόλεις, αλλά και το στενώτερον του ισθμού, διαζώσας δι' οχυρώματος και πύργων από θαλάσσης εις θάλασσαν, εμπόδισε διά του τείχους τας καταδρομάς των Θρακών όσοι ήσαν πέριξ της Χερρονήσου· και απέκλεισε τον βαρύν και συνεχή πόλεμον εις όν ην δι' όλου του χρόνου εκτεθειμένη η χώρα, επιμιξίαν έχουσα μετά βαρβαρικών γειτνιάσεων, και γέμουσα ληστών ομόρων και εγχωρίων. Εθαυμάσθη δε και εφημίσθη προς τους ξένους, όταν περιέπλευσε την Πελοπόννησον, κινήσας μεθ' εκατόν τριήρεων, εκ των Πηγών της Μεγαρικής (516)· διότι όχι μόνον επόρθησε πόλεις της παραλίας, καθώς ο Τολμίδης πρότερον, αλλά και μακράν της θαλάσσης προχωρήσας μετά των οπλιτών οίτινες ήσαν εκτός των πλοίων, τους μεν άλλους περιώρισεν εις τα τείχη των, φοβηθέντας αυτού την έφοδον, εις δε την Νεμέαν (517) τους Σικυωνίους αντιστάντας και συνάψαντας μάχην, ενίκησε κατά κράτος, και έστησε τρόπαιον. Λαβών δε στρατιώτας διά τα πλοία του εκ της Αχαΐας, ήτις διέκειτο φιλικώς, έπλευσε μετά του στόλου του εις την απέναντι Ήπειρον, και παραπλεύσας τον Αχελώον (518), επέδραμε την Ακαρνανίαν, και κατέκλεισε τους Οινεάδας εις το τείχος των, και λεηλατήσας την γην, και βλάψας αυτήν, επέστρεψεν εις τας Αθήνας, φοβερός μεν φανείς εις τους εχθρούς, άπταιστος δε και δραστήριος εις τους πολίτας· διότι ουδέν ουδ' εκ τύχης καν δυστύχημα συνέβη εις τους εκστρατεύσαντας.
Κ. Εις δε τον πόντον εισπλεύσας μετά στόλου μεγάλου και κεκοσμημένου λαμπρώς, υπέρ μεν των ελληνικών πόλεων κατώρθωσεν όλα όσων είχον ανάγκην, και προσηνέχθη προς αυτάς φιλανθρώπως· εις δε τα πέριξ κατοικούντα βάρβαρα έθνη, και τους βασιλείς αυτών και δυνάστας επέδειξε της δυνάμεώς του το μέγεθος, και την αφοβίαν, και το θάρρος μεθ' ού έπλεεν όπου ήθελε, και είχεν υποτάξει πάσαν την θάλασσαν. Εις δε τους Σινωπείς αφήκε δεκατρία πλοία μετά του Λαμάχου (519), και στρατιώτας κατά του τυράννου αυτών Τιμησιλάου. Αφ' ού δ' εξεδιώχθη ούτος και οι οπαδοί αυτού, εψήφισε να πλεύσωσιν εις την Σινώπην Αθηναίοι εθελονταί εξακόσιοι, και να συγκατοικήσωσι μετά των Σινωπέων, διανεμηθέντες τας οικίας και την χώραν ήν κατείχον οι τύραννοι πριν. Ως προς τ' άλλα δε δεν ενέδιδεν εις των πολιτών τας ορμάς, ουδέ παρεσύρετο μετ' αυτών, όταν επαιρόμενοι διά την τόσην των δύναμιν και την τόσην των ευτυχίαν, ήθελον ν' αρχίσωσι πάλιν τας κατά της Αιγύπτου επιχειρήσεις των, και ν' αναστατώσωσι τα παραθαλάσσια μέρη της επικρατείας του βασιλέως. Πολλούς δ' είχε καταλάβει και ο δυστυχής εκείνος και ολέθριος έρως της Σικελίας, όν ύστερον εκορύφωσαν οι περί τον Αλκιβιάδην ρήτορες. Τινές δε ωνειρεύοντο και την Τυρρηνίαν και την Καρχηδόνα, και δεν ήσαν εστερημένοι ελπίδος, διά το μέγεθος της ηγεμονίας ήν εξήσκουν οι Αθηναίοι, και διά την διηνεκή των πραγμάτων επιτυχίαν.
ΚΑ. Αλλ' ο Περικλής εκώλυε την εκστρατείαν ταύτην, και ανεχαίτιζε την πολυπραγμοσύνην, και το πλείστον της δυνάμεως έτρεπεν εις φύλαξιν και ασφάλειαν των όσων είχον χωρών, μέγα πράγμα φρονών το να συνέχη τους Λακεδαιμονίους, εις ούς ηναντιούτο πάντοτε, ως και δι' άλλων πολλών το έδειξε, και δι' όσων έγιναν κατά τον ιερόν πόλεμον. Εν ώ είχον το ιερόν οι Φωκείς, εκστρατεύσαντες εκεί οι Λακεδαιμόνιοι, το έδωκαν εις τους Δελφούς· αλλ' άμα αυτοί ανεχώρησαν, επελθών ο Περικλής, μετά στρατευμάτων, πάλιν εισήγαγε τους Φωκείς, και ως οι Λακεδαιμόνιοι ενέγραψαν εις το μέτωπον του χαλκού λύκου (520) το δικαίωμα του να μαντεύωνται προ των άλλων, ό έδωκαν εις αυτούς οι Δελφοί, ούτω και αυτός, λαβών υπέρ των Αθηναίων το αυτό της προμαντείας δικαίωμα, το εχάραξεν εις του ιδίου λύκου την δεξιάν πλευράν.
ΚΒ. Ότι δ' ορθώς έπραξε συνέχων εντός της Ελλάδος την δύναμιν των Αθηναίων, αυτά τα γεγονότα το εμαρτύρησαν. Διότι πρώτον μεν απεστάτησαν οι Ευβοείς, και διέβη μετά δυνάμεως κατ' αυτών. Ευθύς δ' έπειτα ανηγγέλθη ότι Μεγαρείς εκήρυξαν τον πόλεμον, και ότι εχθρών στράτευμα ήτον εις τα όρια της Αττικής, υπό την στρατηγίαν του Πλειστάνακτος, του Βασιλέως των Λακεδαιμονίων. Πάλιν λοιπόν ο Περικλής ταχέως επέστρεψεν εξ Ευβοίας διά τον πόλεμον όστις ήτον εν Αττική. Και να έλθη μεν εις χείρας δεν ετόλμησε, διότι ήσαν πολλοί και ανδρείοι οπλίται οι προκαλούντες αυτόν εχθροί. Βλέπων δ' ότι ο Πλειστάναξ ήτον όλως νέος, και ότι πρώτιστον σύμβουλον είχε τον Κλεανδρίδην, όν οι έφοροι έπεμψαν μετ' αυτού ως πάρεδρον και ως φύλακα, ένεκα της ηλικίας του, ήρχισε να δοκιμάζη αυτόν κρυφίως· και διαφθείρας αυτόν ταχέως διά χρημάτων, τον κατέπεισε ν' αποσύρη της Αττικής τους Πελοποννησίους. Ως δ' ανεχώρησε το στράτευμα και διελύθη εις τας πόλεις, οι Λακεδαιμόνιοι αγανακτούντες διά τούτο· εις μεν τον βασιλέα επέβαλον χρημάτων πρόστιμον, ό μη έχων ν' αποτίση, ανεχώρησεν εκ της Λακεδαίμονος· τον δε Κλεανδρίδην φεύγοντα κατεδίκασαν εις θάνατον. Ήτον δ' ούτος πατήρ του Γυλίππου, όστις κατεπολέμησε (521) τους Αθηναίους εις την Σικελίαν. Φαίνεται δ' ότι η φύσις μετέδωκε και εις τούτον ως συγγενικόν νόσημα την φιλοχρηματίαν διότι, και αυτός διά κακά έργα αισχρώς καταδικασθείς, έφυγεν εκ της Σπάρτης. Αλλά ταύτα εξεθέσαμεν εν τω βίω του Λυσάνδρου (522).
ΚΓ. Εις τον απολογισμόν δε της στρατηγίας του έγραψεν ο Περικλής δέκα τάλαντα (523), δαπανηθέντα εις τας ανάγκας (524), και ο δήμος εδέχθη αυτά, χωρίς να πολυερευνήση, ουδέ να εξελέγξη της δαπάνης το μυστηριώδες. Τινές δε διηγούνται, και μεταξύ αυτών Θεόφραστος ο φιλόσοφος (525), ότι κατ' έτος εστέλλοντο παρά του Περικλέους δέκα τάλαντα εις την Σπάρτην, δι' ών περιποιούμενος τους έχοντας τας αρχάς, απεμάκρυνε τον πόλεμον, και εξηγόραζεν ουχί την ειρήνην, αλλά τον καιρόν καθ' όν, ησύχως ετοιμασθείς, έμελλε να πολεμήση καλλήτερα. Ευθύς λοιπόν στραφείς κατά των επαναστάντων, και διαβάς εις Εύβοιαν μετά πεντήκοντα πλοίων και πεντακισχιλίων οπλιτών, κατέστρεψε τας πόλεις. Και των μεν Χαλκιδέων απεδίωξε τους Ιπποβότας λεγομένους, οίτινες ήσαν οι κατά πλούτον και δόξαν διακρινόμενοι μεταξύ αυτών. Τους δ' Εστιαιείς (526) όλους εκτοπίσας εκ της χώρας αυτών, κατώκισεν εις αυτήν Αθηναίους, κατ' εκείνων μόνων άκαμπτος δειχθείς, διότι συλλαβόντες πλοίον αττικόν, εφόνευσαν τους άνδρας.
ΚΔ. Μετά τούτο (527) έγινε συνθήκη ειρήνης επί τριάκοντα έτη μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων, και τότε εψήφισεν εκστρατείαν κατά της Σάμου, κατηγορών τους Σαμίους ότι διαταττόμενοι να παύσωσι τον προς τους Μιλησίους πόλεμον αυτών, δεν υπήκουσαν. Επειδή όμως φαίνεται ότι έπραξε τα περί της Σάμου προς χάριν της Ασπασίας, εδώ καιρός είναι να εκφράσωμεν την απορίαν ημών περί ταύτης της γυναικός, ποίαν τέχνην ή ποίαν δύναμιν είχεν ώστε και τους πρωτίστους των πολιτικών να καθυποτάξη, και εις τους φιλοσόφους σπουδαίου και πολλού λόγου να δώση αιτίαν. Κοινώς γνωστόν είναι ότι ήτον Μιλησία το γένος, θυγάτηρ του Αξιόχου. Λέγουσι δ' ότι κατά παράδειγμα παλαιάς τινός Ιωνίας, Θαργηλίας, επετέθη κατά των ισχυροτάτων ανδρών. Διότι η Θαργηλία, ωραία ούσα, και χάριν έχουσα και ευφυίαν, μετά πολλών μεν εσχετίσθη Ελλήνων, είλκυσε δ' όλους όσοι την επλησίαζον υπέρ του Βασιλέως, και επειδή ήσαν ούτοι εκ των μεγίστων και δυνατωτάτων, διέσπειρε δι' αυτών λεληθότως εις πάσας τας πόλεις αρχάς μηδισμού. Περί δε της Ασπασίας τινές μεν λέγουσιν ότι ο Περικλής προσηλώθη εις αυτήν ως εις γυναίκα σοφήν και πολιτικήν διότι και ο Σωκράτης επεσκέπτετο αυτήν ενίοτε μετά των γνωρίμων του, και οι φίλοι αυτής τη έφερον τας γυναίκας των να την ακούωσιν, αν και δεν είχε κοσμίαν ουδέ σεμνήν ενασχόλησιν, αλλ' έτρεφε παρ' εαυτή κόρας κακής διαγωγής. Ο δ' Αισχίνης (528) λέγει, ότι Λυσικλής ο προβατοκάπηλος, αγενής και ταπεινός ων εκ γενετής, έγινε πρώτος των Αθηναίων, διότι συνώκησε μετά της Ασπασίας αφ' ού ο Περικλής απέθανεν. Εις δε του Πλάτωνος τον Μενέξενον, αν και η αρχή του διαλόγου εκείνου είναι γεγραμμένη αστείως, ιστορικώς όμως αναφέρεται η υπόληψις ην είχεν η γυνή, και ότι εδέχετο πολλούς Αθηναίους όπως τοις διδάσκη την ρητορικήν. Ο δε Περικλής φαίνεται ότι μάλλον ερωτικώς ηγάπα την Ασπασίαν, ότι είχε μεν αυτός γυναίκα, ήτις και συγγενής του ήτον, και είχε νυμφευθή πριν τον Ιππόνικον, εξ ού εγέννησε Καλλίαν τον πλούσιoν (529), μετά δε του Περικλέους εγέννησε τον Ξάνθιππον και τον Πάραλον. Επειδή δε μετά ταύτα δεν τοις ήρεσκεν η συμβίωσις, ο Περικλής έδωκεν αυτήν εις άλλον άνδρα, όν αυτή ήθελε, και έλαβε την Ασπασίαν, ήν μεγάλως ηγάπησε. Λέγουσιν ότι καθ' ημέραν οσάκις εξήρχετο εις την αγοράν και οσάκις επανήρχετο, την ησπάζετο πάντοτε φιλών αυτήν. Δια τούτο εις τας Κωμωδίας ονομάζεται Ομφάλη, Δηιάνειρα, ως και Ήρα (530). Ο δε Κρατίνος την λέγει εταίραν διά τούτων.
«Την Ήραν Ασπασίαν τω εγέννησε,
την αναιδή εταίραν, την αναίσχυντον».
Φαίνεται ότι και νόθον υιόν απέκτησεν εξ αυτής, περί ού παρεισάγει ο Εύπολις εν τη κωμωδία τη επιγραφομένη «Δήμος» τον Περικλήν ούτως ερωτώντα·
«Μοι ζη ο νόθος ;»
Τον δε Μυρωνίδην αποκρινόμενον·
«Και θα ήτον έγγαμος,
εάν δεν εφοβείτο τον εταιρισμόν».
(531)
Λέγουσι δ' ότι η Ασπασία εγένετο τοσούτον ένδοξος και ονομαστή, ώστε και ο Κύρος, ο πολεμήσας τον Βασιλέα όπως τω αφαιρέση των Περσών την ηγεμονίαν (532), την γυναίκα ήν υπέρ πάσας ηγάπα ωνόμασεν Ασπασίαν, εν ώ πριν εκαλείτο Μιλτώ. Ήτον δ' αυτή εκ της Φωκαίας (533), θυγάτηρ Ερμοτίμου· και όταν εις την μάχην έπεσεν ο Κύρος, κομισθείσα αύτη προς τον Βασιλέα, έλαβε μεγάλην ισχύν παρ' αυτώ. Ταύτα επελθόντα μοι εις την μνήμην εν ώ έγραφον, ενόμισα υπέρ το δέον ίσως αυστηρόν ν' αποκρούσω, και να παρέλθω υπό σιωπήν.
ΚΕ. Τον κατά των Σαμίων πόλεμον λοιπόν κατηγορούσι κυρίως τον Περικλέα ότι εψήφισεν εξ αιτίας των Μιλησίων, και κατά παράκλησιν της Ασπασίας. Αι δύο πόλεις αύται επολέμουν τότε περί της Πριήνης (534) και ενίκων οι Σάμιοι. Προσκληθέντες δ' υπό των Αθηναίων να παύσωσι τον πόλεμον, και να δικασθώσιν εν Αθήναις (535), δεν επείσθησαν· δι' ό πλεύσας εις Σάμον ο Περικλής, κατέλυσε την ολιγαρχικήν αυτής κυβέρνησιν, λαβών δ' εκ των πρώτων πολιτών πεντήκοντα ομήρους, και άλλους τόσους παίδας, έστειλεν αυτούς εις την Λήμνον, ει και λέγεται ότι έκαστος μεν των ομήρων τούτων τω έδιδεν ανά έν τάλαντον υπέρ εαυτού, πολλά δε και αλλά έδιδον οι μη θέλοντες να γίνη εις την πόλιν δημοκρατία. Προσέτι δε Πισσούθνης ο Πέρσης, προς τους Σαμίους ευνοϊκώς διακείμενος, τω έπεμψε δεκακισχιλίους χρυσούς (536), παρακαλών αυτόν να φεισθή της πόλεως. Αλλ' ο Περικλής ουδέν τούτων έλαβε, και μεταχειρισθείς τους Σαμίους ως αυτός ενέκρινε, και εγκαταστήσας την δημοκρατίαν, απέπλευσεν εις τας Αθήνας. Εκείνοι όμως αμέσως επανεστάτησαν, διότι ο Πισσούνθης έκλεψε και τοις απέδωκε τους ομήρους, και κατά τ' άλλα ητοιμάσθησαν προς τον πόλεμον. Εκ νέου λοιπόν ο Περικλής εξέπλευσε κατ' αυτών, και εύρεν αυτούς ούτε ησυχάζοντας ούτε πεφοβισμένους, αλλά πάσαν έχοντας προθυμίαν να επιζητήσωσι την θαλασσοκρατίαν. Έγινεν επομένως ισχυρά ναυμαχία περί την νήσον ήν καλούσι Τραγίας (537), και λαμπράν ενίκησε νίκην ο Περικλής, διά τεσσαράκοντα τεσσάρων πλοίων κατατροπώσας εβδομήκοντα, ών τα είκοσιν έφερον στρατιώτας.
ΚΣΤ. Ως δε τους εδίωξε και τους έτρεψεν εις φυγήν, επολιόρκησε τους Σαμίους, οίτινες όμως ετόλμησαν να εκδράμωσιν έτι, και να πολεμώσιν εμπρός του τείχους. Ως δ' ήλθε και έτερος στόλος εξ Αθηνών, και οι Σάμιοι απεκλείσθησαν εντελώς, λαβών ο Περικλής εξήκοντα τριήρεις, έπλευσεν εις το έξω πέλαγος (538), ως μεν οι περισσότεροι λέγουσι, διότι φοινικικαί τριήρεις ήρχοντο εις βοήθειαν των Σαμίων, και ήθελε να τας απαντήση και να ναυμαχήση προς αυτάς μακράν της νήσου· ως δε λέγει ο Στησίμβροτος (539), πλέων προς την Κύπρον, όπερ δεν φαίνεται πιθανόν. Αλλ' είτε τον ένα είτε τον άλλον είχε σκοπόν, φαίνεται ότι επίσης απέτυχε· διότι, αφ' ού απέπλευσεν αυτός, Μέλισσος ο Ιθαγένους, φιλόσοφος και στρατηγός ων τότε της Σάμου, περιφρονήσας την ολιγότητα των πλοίων ή την απειρίαν των στρατηγών, κατέπεισε τους πολίτας να επιτεθώσι κατά των Αθηναίων. Έγινε λοιπόν μάχη, και νικήσαντες οι Σάμιοι, και πολλούς μεν άνδρας αιχμαλωτίσαντες, πολλά δε πλοία καταστρέψαντες, είχον ελεύθερον τον πλουν της θαλάσσης, και επρομηθεύοντο τα προς πόλεμον αναγκαία, όσων πρότερον εστερούντο. Ο δ' Αριστοτέλης λέγει ότι υπό του Μελίσσου και αυτός ο Περικλής ενικήθη πρότερον εις ναυμαχίαν. Οι δε Σάμιοι, ανθυβρίζοντες τους αιχμαλώτους των Αθηναίων, τους εσφράγιζον εις το μέτωπον διά σημείου γλαυκός· διότι και εκείνους οι Αθηναίοι είχον σφραγίσει διά Σαμαίνης. Είναι δ' η Σάμαινα πλοίον έχον κάπρου μεν κεφαλήν (540) εις το πλατύ της πρώρας, κοίλον δε μάλλον και γαστροειδές, ώστε ικανόν είναι και ν' αντέχη εις την θάλασσαν, και να πλέη ταχέως. Ωνομάσθη δ' ούτω, διότι κατά πρώτον εφάνη εις την Σάμον, κατασκευασθέν υπό Πολυκράτους του τυράννου (541). Τα στίγματα δε ταύτα λέγουσιν ότι αινίττεται και ο στίχος ούτος του Αριστοφάνους·
«Οι Σάμιοι, τι δήμος πολυγράμματος!»
ΚΖ. Ακούσας δ' ο Περικλής την κατά το στρατόπεδον συμφοράν, έσπευσε ταχέως εις βοήθειαν, και νικήσας τον Μέλισσον, όστις αντιπαρετάχθη, και εις φυγήν τρέψας τους εχθρούς, ευθύς τους περιετείχιζε, θέλων να υπερισχύση και να κυριεύση την πόλιν διά της δαπάνης μάλλον και διά του καιρού, παρά διά πληγών και κινδύνων των πολιτών. Επειδή δε δυσκόλως εδύνατο ν' αναχαιτίση τους Αθηναίους, δυσαρεστουμένους διά την χρονοτριβήν, και προθυμίαν έχοντας να πολεμήσωσι, διαιρέσας εις οκτώ μέρη το πλήθος αυτών, έρριψε κλήρον, και εις τον λαβόντα τον λευκόν κύαμον επέτρεψε να διασκεδάζη και να μένη αργός, εν ώ οι άλλοι εμάχοντο. Διά τούτο λέγουσιν ότι οι ευχαρίστους τινάς ημέρας έχοντες, τας ωνόμαζον λευκάς ημέρας, από των λευκών κυάμων. Ο Έφορος (542) δε λέγει ό,τι ο Περικλής μετεχειρίσθη και τας καινοφανείς μηχανάς, άς εθαύμασε, του συνοδεύοντος αυτόν Αρτέμωνος του μηχανικού, όστις ήτον χωλός, και, επί φορείου διότι περιεφέρετο εις τα κατεπείγοντα των έργων, ωνομάσθη Περιφόρητος. Αλλ' Ηρακλείδης ο Ποντικός (543) αναιρεί τούτο διά των ποιημάτων του Ανακρέοντος, εν οίς αναφέρεται ο Περιφόρητος Αρτέμων, κατά πολλάς γενεάς αρχαιότερος του εν Σάμω πολέμου και των πραγμάτων εκείνων. Λέγει δ' ούτος ότι ο Αρτέμων ήτον τρυφερός τις κατά την δίαιταν, και ψοφοδεής και δειλός, και ως επί το πλείστον μεν εις την οικίαν του καθήμενος, εν ώ δύο υπηρέται εβάσταζον χαλκήν ασπίδα υπέρ την κεφαλήν του, μη πέση τι άνωθεν επί αυτήν· αν δ' εβιάζετο να εξέλθη, εκομίζετο περιφερόμενος εις μικράν κλίνην και χαμηλήν παρά το έδαφος, και διά τούτο ωνομάσθη Περιφόρητος.
ΚΗ. Τον έννατον δε μήνα παρεδόθησαν οι Σάμιοι, και ο Περικλής εκρήμνησε τα τείχη, και παρέλαβε τα πλοία, και τοις επέβαλε πολλών χρημάτων πρόστιμον, ών τα μεν αμέσως έφερον, τα δ' υποσχεθέντες να καταβάλωσιν εις ρητόν χρόνον, έδωκαν ομήρους. Δούρις (544) δ' ο Σάμιος ταύτα τραγικώτερον παριστών, προσάπτει πολλήν ωμότητα εις τους Αθηναίους και εις τον Περικλέα, ήν ούτε ο Θουκυδίδης, ούτε ο Έφορος, ούτε ο Αριστοτέλης εξιστορεί, αλλ' ουδ' αληθές φαίνεται, ότι τους τριηράρχους και τους επιβάτας των Σαμίων έφερεν εις των Μιλησίων την αγοράν, και δέσας αυτούς εις σανίδας επί δέκα ημέρας εν ώ ήδη κακώς δειέκειντο, διέταξε να τους φονεύσωσι, θραύοντες τας κεφαλάς αυτών διά ξύλων, και έπειτα να ρίψωσι τα σώματα αυτών άταφα. Αλλ' ο Δούρις όστις, ουδ' όταν υπ' ουδενός ιδίου πάθους κινήται συνηθίζει να συνέχη τας διηγήσεις του εντός της αληθείας, φαίνεται ότι ηύξησεν ενταύθα έτι μάλλον τας συμφοράς της πατρίδος του, ίνα διαβάλη τους Αθηναίους. Ο δε Περικλής, αφ' ού κατέστρεψε την Σάμον, ως επανήλθεν εις τας Αθήνας, έθαψε λαμπρώς τους εις τον πόλεμον αποθανόντας, και εθαυμάσθη διά τον λόγον, όν κατά την συνήθειαν επρόφερεν επί των τάφων αυτών. Ότε δε κατέβαινεν από του βήματος, αι μεν άλλαι γυναίκες τον ησπάζοντο και τον έστεφον διά στεφάνων και ταινιών, ως αθλητήν νικηφόρον· η δ' Ελπινίκη, ελθούσα πλησίον· «Ταύτα, είπεν, εισί θαυμαστά, και στεφάνων άξια, ω Περίκλεις, όστις μας εφόνευσας πολλούς και ανδρείους πολίτας, ουχί πολεμών τους Φοίνικας ουδέ τους Μήδους, καθώς ο Κίμων ο αδελφός μου, αλλά καταστρέφων σύμμαχον πάλιν και συγγενή.» Εν ώ δ' έλεγε ταύτα η Ελπινίκη, λέγεται ότι ο Περικλής, μειδιάσας ησύχως, τη είπε το του Αρχιλόχου (545)·
«Γραυς είσαι. Μύρ' αλείφου ολιγώτερα.»
Λέγει δ' ο Ίων (546) ότι εξαισίως υπερηφανεύθη ότι ενίκησε τους Σαμίους, διότι ο μεν Αγαμέμνων κατετρόπωσε βάρβαρον πόλιν εις δέκα έτη, αυτός δ' εις εννέα μήνας τους πρώτους και δυνατωτάτους των Ιόνων. Και η αξίωσίς του δεν ήτον άδικος· διότι τω όντι πολλήν είχεν αδηλότητα και πολύν κίνδυνον ο πόλεμος ούτος, αν, ως λέγει ο Θουκυδίδης (547), παρ' ολίγον ήλθεν η πόλις των Σαμίων ν' αφαιρέση την θαλασσοκρατίαν από των Αθηνών.
ΚΘ. Μετά δε ταύτα, εν ώ προεμηνύετο ήδη ο Πελοποννησιακός πόλεμος, έπεισε τον δήμον να στείλωσι βοήθειαν εις τους Κερκυραίους, πολεμουμένους υπό των Κορινθίων, και να οικειωθώσι νήσον έχουσαν ισχυράν ναυτικήν δύναμιν· διότι οι Πελοποννήσιοι διέκειντο υπέρποτε εις πολεμικάς προς αυτούς διαθέσεις. Ως δ' εψήφισεν ο δήμος την βοήθειαν, έστειλε τον Λακεδαιμόνιον (548), υιόν του Κίμωνος, έχοντα δέκα πλοία μόνον, ως εξυβρίζων αυτόν διότι ο οίκος του Κίμωνος πολλήν έτρεφεν εύνοιαν και φιλίαν προς τους Λακεδαιμονίους. Διά να συκοφαντηθή λοιπόν έτι μάλλον ως λακωνίζων ο Λακεδαιμόνιος, αν επί της στρατηγίας του ουδέν εγίνετο μέγα και ένδοξον, διά τούτο τω έδωκεν ολίγα πλοία, και τον έστειλε χωρίς να θέλη. Και κατά πάντα τρόπον ανθίστατο εις την πρόοδον των υιών του Κίμωνος, λέγων ότι και εκ των ονομάτων αυτών εφαίνετο ότι δεν ήσαν γνήσιοι, αλλά νόθοι (549) και ξένοι, διότι ο μεν ωνομάζετο Λακεδαιμόνιος, ο δε Θεσσαλός, και ο άλλος Ηλείος. Φαίνεται δ' ότι όλοι εγεννήθησαν εκ μητρός Αρκαδίας. Κατηγορούμενος δ' ο Περικλής διά τας δέκα ταύτας τριήρεις, ότι εχορήγησε μικράν μεν βοήθειαν εις τους έχοντας ανάγκην αυτής, μεγάλην δε πρόφασιν εις τους εγκαλούντας τους Αθηναίους, έστειλε πάλιν και άλλας περισσοτέρας εις την Κέρκυραν (550), αίτινες έφθασαν μετά την μάχην. Εν ώ δ' ωργίζοντο οι Κορίνθιοι, και κατηγόρουν τους Αθηναίους εις την Λακεδαίμονα, ήλθον οι Μεραγείς, παραπονούμενοι ότι αφ' όλων των αγορών και των λιμένων όπου κρατούσιν οι Αθηναίοι, εμποδίζουσι και διώκουσιν αυτούς παρά το κοινόν δίκαιον και παρά τους όρκους των Ελλήνων. Οι δ' Αιγινήται, αδικούμενοι και αυτοί, ως φαίνεται, και πιεζόμενοι, παρεπονούντο κρυφίως προς τους Λακεδαιμονίους, μη έχοντες θάρρος να κατηγορήσωσι φανερώς τους Αθηναίους. Εν τούτοις δε και η Ποτίδαια (551) πόλις υπήκοος των Αθηναίων, άποικος δε των Κορινθίων, αποστατήσασα και πολιορκουμένη, επετάχυνεν έτι μάλλον τον πόλεμον. Επειδή όμως πρεσβείαι εστάλησαν εις Αθήνας, και ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Αρχίδαμος διήλλαξε τας πλείστας των διαφορών, και επράυνε τους συμμάχους, ο πόλεμος εφαίνετο, ως εκ των άλλων αιτιών, ότι δεν ήθελεν εκραγή κατά των Αθηναίων, αν είχον πεισθή να καταργήσωσι το Μεγαρικόν ψήφισμα, και να φιλιωθώσι μετά των Μεγαρέων. Δι' ό προ πάντων ο Περικλής, εναντιωθείς εις τούτο, και παροξύνας τον δήμον να επιμείνη εις την προς τους Μεγαρείς φιλονεικίαν του, μόνος εκατηγορήθη ως αιτία του πολέμου γενόμενος.
Λ. Λέγουσι δ' ότι όταν ήλθε περί τούτου πρεσβεία εις Αθήνας εκ Λακεδαίμονος, και ο Περικλής επρότεινε νόμον απαγορεύοντα ν' αφαιρεθή το πινάκιον, εφ' ού ήτον γεγραμμένον το ψήφισμα, ο Πολυάρκης, είς των πρέσβεων, είπε· «Μη το αφαιρής λοιπόν, αλλά στρέψον αυτό εντός. Δεν υπάρχει νόμος όστις ν' απαγορεύη και τούτο.» Και ο μεν λόγος εφάνη ευφυής, αλλ' ο Περικλής δεν ενέδωκε. Φαίνεται δ' ότι είχε και ιδιαιτέραν τινά κατά των Μεγαρέων απέχθειαν. Κοινόν δε προσάπτων, και φανερόν έγκλημα εις αυτούς, ότι κατατέμνουσι τα ιερά λειβάδια (552), γράφει ψήφισμα, να σταλή κήρυξ, ο ίδιος προς αυτούς και προς τους Λακεδαιμονίους, και να κατηγορήση τους Μεγαρείς. Και τούτο μεν το ψήφισμα του Περικλέους περιείχεν εύλογον δικαιολογίαν και ήμερον. Επειδή όμως ο σταλείς κήρυξ Ανθεμόκριτος εθανατώθη, και ο θάνατός του προσήφθη εις τους Μεγαρείς, γράφει ψήφισμα κατ' αυτών ο Χαρίνος, να υπάρχη κατ' αυτών άσπονδος και ακήρυττος έχθρα, όστις δε Μεγαρεύς εισέλθη εις την Αττικήν, να τιμωρήται διά θανάτου, οι δε στρατηγοί, όταν ομνύωσι τον πατρικόν όρκον, να ορκίζωνται ότι δις κατ' έτος θα εισβάλλωσιν εις την Μεγαρικήν· ο δ' Ανθεμόκριτος να ταφή παρά τας Θριασίας πύλας, αίτινες τώρα ονομάζονται Δίπυλον (553). Οι δε Μεγαρείς, αρνούμενοι τον φόνον του Ανθεμοκρίτου, επιρρίπτουσι την ευθύνην εις την Ασπασίαν και τον Περικλήν, αναφέροντες τα περιβόητα και δημώδη ταύτα στιχάρια των Αχαρνέων (554).
Σιμαίθαν την εταίραν εις τα Μέγαρα
κρασοπατέρες νέοι ήλθαν κ' έκλεψαν,
κ' οι Μεγαρείς πονέσαντες, αντέκλεψαν
της Ασπασίας δύο εταιρίδια.
ΛΑ. Και η μεν αρχή ποία τις ήτον δεν είν' εύκολον να το ηξεύρωμεν. Της δε μη ακυρώσεως του ψηφίσματος την αιτίαν όλοι ομοφώνως αποδίδουσιν εις τον Περικλέα. Πλην, οι μεν λέγουσιν ότι επέμεινεν αυτός εκ μεγαλοφροσύνης και εκ φρονήσεως, προς το δημόσιον καλόν, φρονών ότι η απαίτησις των Λακεδαιμονίων ήτον δοκιμή αν η πόλις ενδίδη, και ότι η παραδοχή αυτής θα ήτον ασθενείας εξομολόγησις· οι δε, ότι μετ' αυθαδείας μάλλον τινός, και τον πόλεμον επιθυμών όπως λάβη ισχύν και δόξαν, περιεφρόνησε τους Λακεδαιμονίους. Η δε χειροτέρα όλων των αιτιών, ήτις όμως έχει τους πλείστους μάρτυρας, ούτω πώς λέγεται. Ο γλύπτης Φειδίας, ήτον, ως είπομεν, εργολάβος του αγάλματος (555). Ήτον δε φίλος του Περικλέους, και μεγίστην είχεν επιρροήν παρ' αυτώ· δι' ό, φθονούμενος, είχεν εχθρούς, τινάς μεν δι' εαυτόν, άλλοι δε θέλοντες δι' αυτού να δοκιμάσουν οποίος κριτής θα εδείκνυτο ο δήμος ως προς τον Περικλέα, κατέπεισαν Μένωνά τινα, ένα των εργατών του Φειδίου, και τον εκάθισαν οικέτην εις την αγοράν, ζητούντα άδειαν να καταμηνύση και κατηγορήση τον Φειδίαν. Ο δήμος λοιπόν εδέχθη τον άνθρωπον, και εγένετο καταγγελία εις την εκκλησίαν. Και περί κλοπών μεν ουδέν ελέγετο, διότι ο Φειδίας ούτως ειργάσθη εξ αρχής αμέσως και προσέθηκεν εις το άγαλμα τον χρυσόν, κατά συμβουλήν του Περικλέους, ώστε δυνατώτατον ήτον να τον αφαιρέσωσι, και ν' αποδείξωσι το βάρος αυτού· και τούτο είπε τότε ο Περικλής εις τους κατηγόρους να πράξωσιν. Αλλά τον Φειδίαν επίεζεν υπό φθόνου η δόξα των έργων του, και μάλιστα διότι παραστήσας επί της ασπίδος την μάχην των Αμαζόνων, ενετύπωσε την ιδίαν αυτού μορφήν, ως γέροντος φαλακρού, αίροντος πέτραν διά των δύο χειρών του (556), και προσέθηκεν ωραιοτάτην εικόνα του Περικλέους, μαχομένου προς Αμαζόνα. Το δε σχήμα της χειρός, υψούσης το δόρυ εμπρός του προσώπου του Περικλέους, ήτον τοσούτον επιτηδείως διατεθειμένον, ώστε θέλει τρόπον τινά να κρύπτη την ομοιότητα, υποφαινομένην όμως εκατέρωθεν. Και ο μεν Φειδίας εις το δεσμωτήριον ριφθείς, απέθανε νοσήσας, ως δέ τινες λέγουσι, φαρμακευθείς υπό των εχθρών του Περικλέους, νέαν ζητούντων διαβολής αφορμήν. Εις δε τον κατήγορον Μένωνα, διά ψηφίσματος ό έγραψεν ο Γλύκων, έδωκεν ο δήμος ατέλειαν (557), και προσέταξε τους στρατηγούς να επιμελώνται περί της ασφαλείας του ανθρώπου.
ΛΒ. Κατά τον αυτόν δε περίπου χρόνον εδικάζετο και η Ασπασία δι' ασέβειαν, εγκαλουμένη υπό Ερμίππου του κωμωδοποιού, και κατηγορουμένη προσέτι ότι εδέχετο ελευθέρας γυναίκας προς χάριν του Περικλέους. Και ψήφισμα έγραψεν ο Διοπείθης (558), να καταγελθώσιν εις τον δήμον (559) οι μη τα θεία πιστεύοντες, ή διδάσκοντες λόγους περί των μετεωρολογικών, αντανακλών ούτω την υπόνοιαν διά του Αναξαγόρου εις τον Περικλέα. Ως δ' εδέχθη και ενέκρινε την καταμήνυσιν ο δήμος, εκυρώθη ψήφισμα προταθέν υπό του Δρακοντίδου (560), ο Περικλής να καταθέση εις τους Πρυτάνεις (561) τους απολογισμούς των χρημάτων, οι δε δικασταί, την ψήφον φέροντες από του βωμού, να κρίνωσιν εντός της Ακροπόλεως (562). Ο δε Άγνων τούτο μεν αφήρεσεν από του ψηφίσματος, έγραψε δε να κριθή η δίκη υπό χιλίων πεντακοσίων δικαστών (563), είτε κλοπής και δωροδοκίας, είτε αδικίας ήθελέ τις να ονομάση την καταμήνυσιν. Και της μεν Ασπασίας κατώρθωσε την απόλυσιν, πολλά, ως ο Αισχίνης λέγει, χύσας υπέρ αυτής δάκρυα επί της δίκης, και πολλάς παρακλήσεις απευθύνας εις τους δικαστάς. Τον δ' Αναξαγόραν, φοβηθείς, εξαπέστειλε, και συνώδευσεν ο ίδιος εκτός της πόλεως. Όταν δε διά του Φειδίου δυσηρέστησε τον δήμον, φοβηθείς το δικαστήριον, ανήψε τον πόλεμον, απειλούντα ήδη και υπεκκαιόμενον, διότι ήλπιζε να διασκεδάση τας κατηγορίας και να ταπεινώση τον φθόνον, όταν, εν μέσω μεγάλων πραγμάτων και κινδύνων, η πόλις ήθελεν εις εκείνον μόνον εμπιστευθή εαυτήν διά την επισημότητα αυτού και την δύναμιν. Αύται λοιπόν λέγονται αι αιτίαι δι' άς δεν αφήκε τον δήμον να ενδώση εις τους Λακεδαιμονίους. Το δ' αληθές είναι άδηλον.
ΛΓ. Οι δε Λακεδαιμόνιοι ηξεύροντες ότι αν εκείνου την δύναμιν καταβάλωσι, θέλουσιν έχει τους Αθηναίους κατά πάντα μαλακωτέρους, τους προέτρεπον ν' αποδιώξωσι το μίασμα το κηλιδούν, το εκ μητρός γένος αυτού (564)· ως λέγει ο Θουκυδίδης. Αλλ' η απόπειρα απέβη όλως εναντία εις τους προτείναντας. Διότι αντί υποψίας και διαβολής, ο Περικλής έτι περισσοτέραν απήλαυσε τιμήν και εμπιστοσύνην παρά τοις πολίταις, όταν είδον ότι τον εμίσουν και τον εφοβούντο μάλιστα οι εχθροί. Διό και πριν εισβάλη εις την Αττικήν ο Αρχίδαμος μετά των Πελοποννησίων, είπεν ο Περικλής εις τους Αθηναίους, αν, λεηλατών τ' άλλα μέρη ο Αρχίδαμος, εφείδετο των εδικών του κτημάτων εξ αιτίας της παλαιάς σχέσεως ήτις υπήρχε μεταξύ των, ή όπως δώση εις τους εχθρούς του διαβολής αφορμάς, ότι αυτός εχάριζε και τα κτήματα και τας επαύλεις του εις την πόλιν. Εισέβαλον λοιπόν εις την Αττικήν μετά στρατού μεγάλου οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι, υπό την αρχηγίαν του Βασιλέως Αρχιδάμου· και λεηλατούντες την χώραν, προυχώρησαν εις τας Αχαρνάς (565), και εστρατοπέδευσαν εκεί, πιστεύοντες ότι οι Αθηναίοι δεν θα το ανείχοντο, αλλά θ' αντιπαρετάττοντο μετ' οργής και υπερηφανείας. Εις τον Περικλέα όμως δύσκολον εφαίνετο να συνάψη μάχην υπέρ αυτής της πόλεως προς εξήκοντα χιλιάδας Πελοποννησίων και Βοιωτών· διότι τοσούτοι ήσαν οι κατ' αρχάς εισβαλόντες. Τους δε θέλοντας να πολεμήσωσι και δυσαρεστούμενους διά τα γινόμενα κατεπράυνε λέγων, ότι δένδρα μεν καταρριφθέντα και κοπέντα αναφύονται ταχέως, άνδρες δε φονευθέντες, ευκόλως δεν αναζώσι. Δεν συνεκάλει δε τον δήμον εις εκκλησίαν, φοβηθείς μη παρά την θέλησίν του βιασθή· αλλ' ως κυβερνήτης πλοίου, όταν άνεμος επέρχηται εις το πέλαγος, διαθέσας τα πάντα, και καλώς εξαρτήσας τα άρμενα, μεταχειρίζεται την τέχνην αυτού αφήνων τα δάκρυα και τας παρακλήσεις των επιβατών όσοι πάσχουσιν υπό ναυτίας ή φόβου, ούτω και αυτός, κλείσας την πόλιν, και φύλακας πανταχού τάξας προς ασφάλειαν, ηκολούθει τας ιδίας αυτού εμπνεύσεις, ολίγον φροντίζων περί των καταβοώντων και των αγανακτούντων, ει και πολλοί μεν των φίλων του επέμενον παρακαλούντες αυτόν, πολλοί δε των εχθρών του τον ηπείλουν και κατηγόρουν, πολλοί δ' έψαλλον άσματα και χλευασμούς προς καταισχύνην, υβρίζοντες την στρατηγίαν αυτού ως άνανδρον, και τα πράγματα εις τους εχθρούς αφήνουσαν. Επέπιπτε δε κατ' αυτού και ο Κλέων, ωφελούμενος εκ της εναντίον του οργής των πολιτών όπως δημαγωγήση, ως δηλούσι και τ' ανάπαιστα (566) ταυτά του ποιητού Ερμίππου (567).
«Βασιλεύ των σατύρων, ειπέ, διατί
να βαστάξης το δόρυ δεν θέλεις λοιπόν,
αλλά λόγους πολέμου κηρύττεις δεινούς,
την ψυχήν δε του Τέλητος έχεις;
(568)
Κ' οι οδόντες σου τρύζουν, ως όταν κοπίς
εις ακόνην ακούσης να τρύζη σκληράν,
και σε δάκνει αστράτττων ο Κλέων;
(569)»
ΛΔ. Πλην υπ' ουδενός των τοιούτων εκινήθη ο Περικλής, αλλά πράως και εν σιωπή την αδοξίαν και την απέχθειαν υπομένων, και πέμψας στόλον εκατόν πλοίων περί την Πελοπόννησον, αυτός δεν συνεξέπλευσεν, αλλ' έμεινεν οικουρών και εις την εξουσίαν του έχων την πόλιν, έως ότου ανεχώρησαν οι Πελοποννήσιοι. Περιποιούμενος όμως το πλήθος, αγανακτούν ουχ ήττον ένεκα του πολέμου, το εκολάκευε διά διανομών χρημάτων, και έγραφε ψηφίσματα περί κληρουχιών, και αποδιώξας όλους τους Αιγινήτας, διένειμε διά λαχνών την νήσον εις τους Αθηναίους. Παρηγορούντο δ' ούτοι οπωσούν και εξ όσων έπασχον οι εχθροί· διότι περιπλέοντες την Πελοπόννησον, ελεηλάτουν πολλήν χώραν και τας μικράς πόλεις αυτής· και ο ίδιος, εισβαλών εις την Μεγαρικήν, την κατέφθειρε πάσαν. Εκ τούτου, δ' εγίνετο προφανές ότι πολλά μεν κακοποιούντες οι εχθροί τους Αθηναίους, πολλά δε πάσχοντες υπ' εκείνων διά θαλάσσης, δεν θα παρέτεινον τοσούτον τον πόλεμον, αλλά ταχέως θ' απέκαμνον, καθώς εξ αρχής προείπεν ο Περικλής, αν θεία τις βούλησις δεν είχεν εναντιωθή εις των ανθρώπων τους διαλογισμούς. Τώρα δε, πρώτον μεν επέπεσεν η λοιμική φθορά, και εξηφάνισε πάσαν την ακμάζουσαν ηλικίαν και πάσαν την δύναμιν. Υπ' αυτής προσβαλλόμενοι και κατά τα σώματα και κατά τας ψυχάς, εξηγριώθησαν εντελώς κατά του Περικλέους, και ως αν υπό της νόσου παραφρονήσαντες εξανίσταντο κατ' ιατρού ή κατά πατρός, προσηνέχθησαν αδικώτατα κατ' αυτού, πεισθέντες υπό των εχθρών ότι την μεν νόσον επέφερεν η συσσώρευσις του πλήθους των χωρικών εις την πόλιν, διότι εν καιρώ θέρους ηναγκάζοντο πολλοί ομού να διάγωσιν εις μικρά οικήματα και εις πνιγηράς σκηνάς ζωήν οικουρόν και αργήν, αντί της καθαράς διαίτης ήν είχον εις τον ανοικτόν αέρα το πρότερον· τούτου δ' αίτιος ότι ήτον εκείνος, όστις ένεκα του πολέμου έχυσε τον όχλον των αγρών εις τα τείχη, χωρίς εις ουδέν να μεταχειρίζηται τους τόσους ανθρώπους, και εμάνδρωσεν αυτούς ως βοσκήματα, αφήνων να μεταδίδηται το μίασμα αμοιβαίως, και μη χορηγών εις αυτούς ουδεμίαν της τύχης των μεταβολήν ή ανακούφισιν.
ΛΕ. Ταύτα θέλων να θεραπεύση, και να βλάψη ολίγον τους εχθρούς, εισεβίβασεν εις εκατόν πεντήκοντα πλοία πολλούς και ανδρείους οπλίτας και ιππείς, και έμελλε ν' αποπλεύση, χορηγών διά της τοιαύτης δυνάμεως μεγάλην ελπίδα εις τους πολίτας, και όχι ολιγώτερον φόβον εις τους εχθρούς. Εν ώ δ' ήσαν πλήρη τα πλοία, και ο Περικλής είχεν ήδη αναβή εις την ιδίαν αυτού τριήρη, συνέβη ηλίου έκλειψις, και έγινε σκότος, και όλοι είδον μετά καταπλήξεως τούτο, ως μέγα σημείον. Βλέπων δ' ο Περικλής τον κυβερνήτην περίφοβον και απορούντα τι να πράξη, ύψωσε την χλαμύδα εμπρός των οφθαλμών του, και καλύψας αυτούς, τον ηρώτησεν αν θεωρή τούτο ως μέγα δεινόν ή ως σημείον δεινού τινος. Ως δ' απεκρίθη «όχι» ο κυβερνήτης· «Τι λοιπόν, είπε, διαφέρει τούτου εκείνο, εκτός ότι το σώμα εξ ού προήλθεν η επισκότισις είναι μεγαλήτερον της χλαμύδος;» Αλλά ταύτα συζητούνται εις τα σχολεία των φιλοσόφων. Εκπλεύσας δ' ο Περικλής, ουδέν φαίνεται πράξας άξιον της προπαρασκευής. Πολιορκήσας δε την ιεράν Επίδαυρον (570), ήτις παρείχεν ελπίδας ότι θέλει κυριευθή, απέτυχεν εξ αιτίας της νόσου· διότι επελθούσα εξολόθρευσεν όχι μόνον αυτούς, αλλά και όλους όσοι έλαβον οπωσούν επιμιξίαν μετά του στρατού. Ως εκ τούτου ωργίζοντο οι Αθηναίοι κατ' αυτού, και επροσπάθει να τους παρηγορή και να τους ενθαρρύνη. Αλλά δεν έπαυσε την οργήν των, ουδέ τους μετέπεισεν, έως ου λαβόντες κατ' αυτού εις τας χείρας τας ψήφους, και της τύχης του γινόμενοι κύριοι, τω αφόρεσαν την στρατηγίαν, και τω επέβαλον ζημίαν χρηματικήν, ήν οι μεν λέγουσι δεκαπέντε ταλάντων εις ελάχιστον όρον, οι δε εις ανώτατον πεντήκοντα. Κατήγορος δ' εις την δίκην, επεγράφη, ως μεν λέγει ο Ιδομενεύς (571), ο Κλέων, ως δ' ο Θεόφραστος (572), ο Σιμμίας, ο δ' Ηρακλείδης ο Ποντικός (573), λέγει τον Λακρατίδαν.
ΛΣΤ. Το δημόσια όμως ατυχήματά του έμελλον ταχέως να παύσωσι, διότι το πλήθος μετά της πληγής είχεν αφήσει εις αυτόν και το κέντρον του (574). Αλλά τα του οίκου του ήσαν εις δυστυχεστάτην κατάστασιν, διότι επί του λοιμού απέθανον ουκ ολίγοι των οικείων του, και προ πολλού ετάραττον διαιρέσεις αυτούς. Ούτως ο πρεσβύτερος των γνησίων υιών του Ξάνθιππος, πολυδάπανος ων και αυτός εκ φύσεως, και γυναίκα νέαν και πολυτελή νυμφευθείς, την θυγατέρα Ισάνδρου του Επιλύκου, ηγανάκτει διά την ακρίβειαν (575) του πατρός του, όστις ολίγα και κατ' ολίγον τω έδιδεν. Ούτος έστειλε και έλαβε παρ' ενός φίλου του αργύριον, ως εκ μέρους του Περικλέους. Επειδή δ' έπειτα εκείνος απήτει αυτό, ο μεν Περικλής και δίκην εκίνησε κατ' αυτού· ο δε νεανίσκος Ξάνθιππος επί τούτω δυσαρεστηθείς, εκακολόγει τον πατέρα του, και πρώτον μεν διηγείτο χλευαστικώς τας κατ' οίκον συναναστροφάς αυτού, και τας συνομιλίας άς είχε μετά των σοφιστών. Όταν πένταθλός τις (576) φερ' ειπείν, εκτύπησε διά του ακοντίου του ακουσίως τον Φαρσάλιον (577) Επιτίμιον, και τον εφόνευσεν, έλεγεν ότι εδαπάνησεν ολόκληρον ημέραν ο Περικλής μετά του Πρωταγόρου, συζητών αν το ακόντιον ή ο ρίψας αυτό, ή οι αγωνοθέται έπρεπε κατ' ορθότατον λόγον να θεωρηθώσιν ως αίτιοι του κακού (578). Προσότι δε και την περί της ιδίας αυτού γυναικός κατηγορίαν λέγει ο Στησίμβροτος ότι αυτός ο Ξάνθιππος διέδωκεν εις το πλήθος (579), και ότι μέχρι του θανάτου του διετήρησεν ο νέος άσπονδον την κατά του πατρός αυτού αντιπάθειαν. Απέθανε δ' ο Ξάνθιππος ασθενήσας επί του λοιμού. Απώλεσε δε τότε ο Περικλής και την αδελφήν του και των συγγενών και φίλων του τους πλείστους και τους χρησιμωτάτους εις τα της πολιτείας. Αλλά δεν απηλπίσθη, ουδ' εταπεινώθη το φρόνημα και το μέγεθος της ψυχής αυτού υπό των συμφορών και ουδέ κλαίων, ουδέ νεκρόν συνοδεύων, ουδέ παρά τον τάφον εφάνη τινός των οικείων του, μέχρις ού απώλεσε και τον έσχατον των γνησίων υιών του, τον Πάραλον. Ο θάνατος όμως αυτού τον εκλόνισε· και επροσπάθει μεν να εμμείνη καρτερικώς εις το ήθος του, και να διαφυλάξη την μεγαλοψυχίαν. Φέρων όμως στεφάνον εις τον νεκρόν, κατεβλήθη υπό του πάθους άμα τον είδε, και εις κλαυθμόν παρεδόθη, και έχυσε πλήθος δακρύων, εν ώ ποτέ καθ' όλον τον βίον του τοιούτον τι δεν έπραξεν άλλοτε.
ΛΖ. Η δε πόλις, αφ' ού εδοκίμασε τους άλλους στρατηγούς και ρήτορας διά τον πόλεμον τούτον, επειδή ουδείς εφαίνετο έχων την ανάλογον προς τας περιστάσεις βαρύτητα, ουδ' αξίαν παρέχουσαν τας δεούσας εγγυήσεις προς τοιαύτην αρχήν, ήρχισε να ποθή πάλιν εκείνον, και να τον καλή εις το βήμα και εις την στρατηγίαν. Εκείνος δε κατέκειτο εις την οικίαν του αθυμών διά το πένθος αυτού, μέχρις ού τέλος ο Αλκιβιάδης και οι άλλοι του φίλοι τον έπεισαν να εξέλθη· και αφ' ού ο δήμος εζήτησε συγχώρησιν διά την προς αυτόν αγνωμοσύνην του, ανεδέχθη πάλιν την διεύθυνσιν των πραγμάτων, και εκλεχθείς στρατηγός, επρότεινε την κατάργησιν του περί νόθων νόμου, όν ο ίδιος είχεν άλλοτε εισαγάγει, ίνα μη εκλείψη παντάπασιν από του οίκου αυτού το όνομα και το γένος δι' έλλειψιν διαδοχής. Ήσαν δε τα κατά τον νόμον τοιαύτα. Όταν ήκμαζεν ο Περικλής εις την πολιτείαν, προ πάρα πολλών χρόνων, και έχων, ως είπομεν, υιούς γνησίους, έγραψε νόμον, Αθηναίοι να είναι μόνοι οι εκ δύο Αθηναίων γεννηθέντες. Όταν δ' ο βασιλεύς των Αιγυπτίων έστειλε δωρεάν εις τον δήμον τεσσαράκοντα χιλιάδας μεδίμνων σίτου, και επρόκειτο να διανεμηθώσιν αυτόν οι πολίται, πολλαί ως εκ του ψηφίσματος εκείνου ανεφύοντο δίκαι κατά των νόθων, οίτινες πρότερον δεν εγνωρίζοντο και παρεβλέποντο, πολλοί δε και συκοφαντιών εγίνοντο θύματα. Και διά τούτο καταδικασθέντες επωλήθησαν περί τους πεντακισχιλίους σχεδόν (580) οι δε μείναντες εις την πολιτείαν και κριθέντες Αθηναίοι, ευρέθησαν δεκατέσσαρες χιλιάδες και τεσσαράκοντα. Ήτον λοιπόν δεινόν, νόμος όστις εφηρμόσθη κατά τοσούτων, ν' ακυρωθή πάλιν υπ' αυτού εκείνου όστις τον επρότεινεν· αλλ' η οικιακή δυστυχία του Περικλέους, δι' ής εφαίνετο τιμωρηθείς διά την υπεροψίαν και την μεγαλαυχίαν του, εκίνησε τους Αθηναίους εις οίκτον· και φρονούντες ότι αφ' ού υπέστη την θείαν δίκην, είχεν ανάγκην φιλανθρώπου επιεικείας, τω επέτρεψαν να εγγράψη τον νόθον εις τους φράτορας (581) δίδων εις αυτόν το ίδιον αυτού όνομα. Και τούτον μεν μετέπειτα, νικήσαντα τους Λακεδαιμονίους εις την εν Αργινούσαις ναυμαχίαν, εφόνευσεν ο δήμος μετά των συστρατήγων του.
ΛH. Τότε φαίνεται ότι τον Περικλέα κατέλαβεν ο λοιμός, ουχί μετ' οξύτητος και ορμής καθώς άλλους, αλλ' ως ηπία τις αρρωστία, ήτις παρατεινομένη και ποικίλως μεταβαλλομένη, βραδέως κατέστρεφε το σώμα, και κατέβαλλε της ψυχής την μεγαλοφροσύνην. Ο δε Θεόφραστος, εις τα ηθικά αυτού, συζητών αν τα ήθη συμμεταβάλλωνται μετά της τύχης, και υπό των παθών του σώματος συνταραττόμενα, αποβάλλωσι την αρετήν, διηγείται ότι ο Περικλής εις φίλον τινά όστις τον επεσκέπτετο έδειξεν ότι αι γυναίκες τω είχον δέσει φυλακτόν περί τον τράχηλον, απόδειξιν λέγων τούτο ότι πολύ κακώς διέκειτο, αφ' ού και ταύτην υπέμεινε την αβελτηρίαν. Εν ώ δ' αυτός επλησίαζεν εις τον θάνατον, καθήμενοι πέριξ αυτού οι επισημότεροι των πολιτών, ωμίλουν περί της αρετής αυτού, και έλεγον πόση υπήρξεν αυτού η δύναμις, και απηρίθμουν τας πράξεις και των τροπαίων αυτού το πλήθος· διότι στρατηγών και νικών, εννέα έστησε τρόπαια. Ωμίλουν δε ταύτα προς αλλήλους, νομίζοντες ότι δεν τους ακούει, και ότι είχεν ήδη απολέσει την αίσθησιν. Αλλ' εκείνος προσείχεν εις όλα όσα ελέγοντο, και διακόψας αυτούς, είπεν ότι απορεί ακούων αυτούς να επαινώσι και ν' απομνημονεύωσιν έργα αυτού εις ά συνετέλεσε και η τύχη, και κατωρθώθησαν πολλάκις και, υπό πολλών στρατηγών, ότι δε δεν λέγουσι το κάλλιστον και το μέγιστον, «ότι εξ αιτίας εμού ουδείς Αθηναίος εμελανοφόρησεν.»
ΛΘ. Ήτον δ' ο ανήρ θαυμαστός ου μόνον διά την επιείκειαν και πραότητα ήν εν μέσω τοσούτων περιστάσεων και απέναντι μεγάλων αντιπαθειών διετήρησεν, αλλά και διά το φρόνημα αυτού, θεωρούντος ως το άριστον εξ όλων αυτού των καλών, ότι εν μέσω τοσαύτης δυνάμεως ούτε εις φθόνον ούτε εις θυμόν ποτέ ενέδωκεν, ούτε κατά τινος ως εχθρός άσπονδος κατηνέχθη. Και μοι φαίνεται ότι του ήθους του η ευμένεια, και ο βίος αυτού όν διετήρησε καθαρόν και αμίαντον εν τω μέσω της εξουσίας, αναδεικνύουσιν ουχί κατακριτέαν, αλλά πρέπουσαν εις αυτόν την ογκώδη και σοβαράν του Ολυμπίου προσωνυμίαν. Διότι περί του γένους των Θεών φρονούμεν ότι, αίτιον όν των καλών (582), παντός δε κακού αναίτιον, διά τούτο άρχει και βασιλεύει των όντων ουχί καθώς οι ποιηταί (583) συνταράττουσιν ημάς διά δοξασιών, αίτινες εξ αυτών των ποιημάτων αυτών ελέγχονται αμαθέσταται· διότι τον μεν τόπον εις όν λέγουσιν ότι οι Θεοί κατοικούσι, καλούσιν έδαφος ασφαλές (584) και ασάλευτον, ουδ' ανέμους ουδέ σύννεφα έχον, αλλ' υπό μαλακής αιθρίας και υπό φωτός καθαρού διά παντός του χρόνου ομαλώς περιλαμπόμενον τοιαύτη τω όντι διαμονή αρμόζει μάλιστα εις την μακαρίαν και αθάνατον αυτών φύσιν αυτούς δε τους Θεούς παριστώσι ταραχής πλήρεις, και δυσμενείας, και οργής, και άλλων παθών, μη πρεπόντων ουδ' εις ανθρώπους νουν έχοντας. Αλλά ταύτα μεν ίσως κριθή μάλλον ότι εις άλλην ανήκουσι πραγματείαν. Ταχέως δ' η κατάστασις των πραγμάτων επαισθητήν κατέστησεν εις τους Αθηναίους του Περικλέους την στέρησιν, και πόθον αυτού τοις ενέπνευσε. Διότι όσοι επί ζωής του ησθάνθησαν βαρείαν αυτού την δύναμη, ήτις τους επεσκίαζεν, άμα εκείνος εξέλιπε, και απεπειράθησαν άλλων ρητόρων και δημαγωγών, ωμολόγουν ότι ουδέποτε υπήρξε συμπεριφορά μετριωτέρα μετά μεγαλοπρεπείας, και σοβαρωτέρα μετά πραότητος. Η δ' επίφθονος ισχύς εκείνη, ήτις πριν ελέγετο μοναρχία και τυραννίς, εφάνη τότε ότι ήτον σωτήριον της πολιτείας στήριγμα· διότι την τοσαύτην ορμήν και το πλήθος της κακίας ήτις έφθειρε τα δημόσια πράγματα, εξασθενών εκείνος και ταπεινών, την απέκρυπτε, και δεν την άφηνε ν' αποβή ολεθρία εις την εξουσίαν.
A. ΚΑI ο μεν Περικλής τοιούτος ην κατά τα περί αυτού μάλλον αξιομνημόνευτα, όσα
περιήλθον μέχρις ημών. Ήδη δε μεταβαίνομεν εις του Φαβίου την ιστορίαν.
Λέγουσιν ότι νύμφη τις, ή επιχώριός τις γυνή, συζευχθείσα μετά του Ηρακλέους
περί τον ποταμόν Θύμβριν
(585)
εγέννησε τον Φάβιον, εξ ού προέκυψε τα μέγα και επίσημον γένος των Φαβίων εν
Ρώμη. Ιστορούσι δέ τινες ότι οι του γένους τούτου αρχηγοί, πρώτοι
μεταχειρισθέντες ορύγματα τάφρων προς άγραν των ζώων, ωνομάζοντο το πάλαι
Φόδιοι, διότι Φόσσαι μέχρι τούδε καλούνται τα
ορύγματα, και το σκάπτειν Φόδερε
(586)· μετά
καιρόν δ' ότι μετεβλήθησαν δύο γράμματα, και ωνομάσθησαν Φάβιοι. Εξήλθον δ'
εκ της οικίας άνδρες πολλοί και μεγάλοι· ο δε Φάβιος Μάξιμος
(587), περί
ού ταύτα γράφομεν, ήτον τέταρτος από Ρούλλου
(588) του
μεγίστου, και διά τούτο Μαξίμου
(589)
επονομασθέντος παρά Ρωμαίοις. Ήτον δε το σωματικόν αυτού επωνύμιον ο
Βερούκωσσος
(590), διότι
είχεν έκφυμα μικρόν εις το επάνω χείλος. Οουικούλας δε σημαίνει το μικρόν
πρόβατον
(591). Τω
εδόθη δε και η επωνυμία αύτη, διότι είχε πράον και βαρύ το ήθος κατά την
παιδικήν ηλικίαν του· διότι ο ήσυχος και σιωπηλός αυτού χαρακτήρ, και η ολίγη
του προθυμία προς τας ηδονάς των παιδίων, και το ότι βραδέως και επιπόνως
εμάνθανεν, ην δε προς τους συντρόφους του ευπειθής και εύκολος, έδιδον εις τους
ξένους υπόνοιαν αμβλύτητός τινος και νωθρότητος του νοός· ολίγοι δ' ήσαν οι
εννοούντες ότι η δυσκινησία αυτού προήρχετο υπό βάθους, και ότι εις την φύσιν
αυτού ενυπήρχε τι το μεγαλόψυχον και το λεοντώδες. Αλλά μετ' ου πολύ, ως ο
καιρός προυχώρει, υπό των πραγμάτων εξεγειρόμενος, απέδειξεν εις πάντας ότι
ήτον απάθεια το νομιζόμενον αδιαφορία, φρόνησις ότι ήτον η περίσκεψις, και το
να μη ορμά, ουδέ ταχέως να μετακινήται, ότι ήτον ευστάθεια και ασφάλεια.
Βλέπων δε και της πολιτείας το μέγεθος, και των πολέμων το πλήθος, εξήσκει μεν
το σώμα του προς τον πόλεμον, ως όπλον εκ φύσεως εις αυτόν δεδομένον,
εγύμναζε δε και τον λόγον του εις όργανον πειθούς προς τον δήμον, καλώς προς
τον τρόπον του βίου του διαρρυθμίζων αυτόν, διότι εις τον λόγον του δεν υπήρχον
καλλωπισμοί, ουδέ ματαία χάρις και αγοραία, αλλά νους έχων ίδιον εκφράσεως
τρόπον, και μέγα βάθος ιδεών, καθ' ό λέγουσιν ότι ομοιάζει κυρίως του
Θουκυδίδου τον ρητορικόν χαρακτήρα· διότι σώζεται λόγος αυτού όν εξεφώνησεν
εις την συνέλευσιν του δήμου, εγκώμιον του υιού αυτού, αποθανόντος αφ' ού
υπάτευσεν.
Β. Υπάτευσε δε και ο ίδιος πεντάκις, και η πρώτη των υπατειών του εδοξάσθη διά του κατά των Λιγύων θριάμβου (592)· διότι νικηθέντες υπ' αυτού, και πολλούς απολέσαντες εις την μάχην, περιωρίσθησαν εις τας Άλπεις, και έπαυσαν λεηλατούντες και κακοποιούντες τας γείτονας της Ιταλίας χώρας. Όταν δ' ο Αννίβας (593), εισβαλών εις την Ιταλίαν, και νικήσας κατά πρώτον εις μάχην παρά τον Τρεβίαν ποταμόν, διήρχετο διά της Τυρρηνίας πορθών την χώραν, και μεγάλην έκπληξιν και φόβον προυξένησεν εις την Ρώμην, εγίνοντο τότε σημεία τινά μη συνήθη εις τους Ρωμαίους, τα διά κεραυνών, άλλα δε όλως αλλόκοτα και παράδοξα, οίον ότι, ως ερρέθη, ασπίδες εβράχησαν εφ' εαυτών δι' αίματος, και κατά το Άντιον (594) από των θεριζομένων σταχύων έρρεεν αίμα, και λίθοι πεπυρωμένοι και φλέγοντες ότι έπιπτον εκ του αέρος, υπέρ δε τους Φαλερίους (595) ότι εφάνη ο ουρανός σχισθείς, και ότι απ' αυτού έπεσον και διεσπάρησαν πολλά γραμμάτια, και εφ' ενός εφάνη γεγραμμένον κατά λέξιν «Ο Άρης σαλεύει τα όπλα του.» Και τούτων μεν ουδέν συνετάραξε τον Γάιον Φλαμίνιον, άνδρα φύσει μεν ορμητικόν και φιλότιμον, επαιρόμενον δε και διά τας μεγάλας επιτυχίας του, όταν παρά πάσαν προσδοκίαν, εναντίον των διαταγών της Βουλής και της γνώμης του συνάρχοντός του, συγκρουσθείς βιαίως μετά των Γαλατών, τους ενίκησε. Τον δε Φάβιον ολίγον ετρόμαξαν τα σημεία, διότι ήσαν παράλογα, αν και ισχυράν επί πολλών απετέλουν εντύπωσιν. Μανθάνων όμως ότι οι εχθροί ήσαν ολίγοι, και εστερούντο χρημάτων, παρεκίνει τους Ρωμαίους να δειχθώσι καρτερικοί, και να μη πολεμήσωσι κατ' ανθρώπου έχοντος στράτευμα διά πολλών αγώνων εξησκημένον εις τον πόλεμον· αλλά να στείλωσι βοηθείας εις τους συμμάχους, και κρατούντες τας πόλεις, ν' αφήνωσι την ακμήν του Αννίβου να μαραίνηται αφ' εαυτής, ως φλόγα ήτις ανέλαμψεν ολίγην έχουσα και ουχί στερεάν την τροφήν.
Γ. Αλλά δεν κατεπείθετο ο Φλαμίνιος· και λέγων ότι δεν θέλει ανεχθή να πλησιάση την Ρώμην ο πόλεμος, ουδέ θέλει πολεμήσει, ως ο αρχαίος Κάμιλλος, εντός της Ρώμης προς σωτηρίαν αυτής, διέταξε τους χιλιάρχους να εξαγάγωσι τον στρατόν, και επήδησεν εις ίππον ο ίδιος. Αλλ' ο ίππος άνευ προφανούς λόγου και αναιτίως κατελήφθη υπό τρόμου, και αγριεύσας, τον έρριψε· και έπεσε μεν ο Φλαμίνιος κατά κεφαλής, αλλά δεν μετέβαλε παντάπασι την γνώμην του, και ως εξ αρχής είχε την πρόθεσιν να κινηθή κατά του Αννίβου, παρετάχθη κατά την λεγομένην Θρασυμένην (596) λίμνην της Τυρρηνίας. Ως δε συνεκρούσθησαν οι στρατιώται, επί αυτής της μάχης συνέπεσε σεισμός, όστις και πόλεις κατέστρεψε, και ρεύματα ποταμού εκ της κοίτης αυτών μετέτρεψε, και κρημνών υπωρείας διέσχισεν· αλλ' αν και μετά τοσαύτης βίας επήλθεν, εκ των πολεμούντων όμως ουδείς τον εννόησε. Και ο μεν Φλαμίνιος διά πολλών και τόλμης και ανδρείας έργων διακριθείς, έπεσε, και περί αυτόν οι άριστοι των στρατιωτών. Οι δε λοιποί ετράπησαν εις φυγήν, και πολύς εγένετο αυτών φόνος, και δεκαπεντακισχίλιοι κατακόπησαν, και άλλοι τόσοι συνελήφθησαν ζώντες. Το δε σώμα του Φλαμινίου φιλοτιμούμενος να θάψη ο Αννίβας, και να το τιμήση διά την ανδρείαν αυτού, δεν το εύρε, και ουδείς ήξευρε πώς έγινεν άφαντον. Ουδείς δε, ούτε ο στρατηγός, όστις έγραψεν εις την Ρώμην, ούτε ο σταλείς ως κομιστής της αγγελίας, ωμολόγησεν αληθώς την κατά τον Τρεβίαν (597) γενομένην ήτταν, αλλ' είπε ψευσθείς ότι η νίκη έμεινεν άκριτος και αμφίβολος. Άμα δ' ήκουσε περί αυτής ο στρατηγός Πομπώνιος, συνεκάλεσε τον δήμον εις εκκλησίαν, και προσελθών ευθύς, είπεν απαρακαλύπτως, χωρίς περιπλοκών και δόλων· «Ενικήθημεν, ω άνδρες Ρωμαίοι, εις μεγάλην μάχην, και κατεστράφη το στρατόπεδον ημών, και ο ύπατος Φλαμίνιος εφονεύθη. Σκεφθήτε περί της σωτηρίας και ασφαλείας σας». Τούτον ρίψας τον λόγον ως καταιγίδα εις πέλαγος τοσούτου πλήθους, συνετάραξε πάσαν την πόλιν, ουδ' εδύναντο οι λογισμοί ν' αντιστώσιν εις τοιαύτην έκπληξιν και να την υπομείνωσιν. Όλοι δ' εις μίαν συνέπεσαν γνώμην, ότι τα πράγματα χρειάζονται ανεύθυνον μοναρχίαν, ήν καλούσι δικτατωρίαν, και άνθρωπον όστις να διαχειρισθή αυτήν αυστηρώς και αφόβως. Είς δε μόνος ότι είναι ούτος, ο Φάβιος Μάξιμος, όστις είχε φρόνημα και ήθους σοβαρότητα ανάλογον προς της αρχής ταύτης το μέγεθος, και εις την περίοδον εκείνην ήτον της ηλικίας του, καθ' ήν το σώμα διά της ρώμης του βοηθεί εισέτι τα βουλεύματα της ψυχής, και το θάρρος συγκιρνάται μετά της φρονήσεως.
Δ. Ως δ' απεφάσισαν ταύτα, εξελέγη μεν Δικτάτωρ ο Φάβιος, ωνόμασε δ' αυτός ίππαρχον τον Λεύκιον (598) Μινούκιον, και πρώτον μεν εζήτησε παρά της συγκλήτου την άδειαν να μεταχειρίζηται ίππον εις τας εκστρατείας· διότι τούτο δεν επετρέπετο, και παλαιός νόμος το απηγόρευεν, είτε διότι η κυριωτέρα του στρατού δύναμις εθεώρουν ότι συνίστατο εις το πεζικόν, και διά τούτο ενόμιζον ότι ο στρατηγός πρέπει να μένη μετά της φάλαγγος, και να μη αφήνη αυτήν είτε διότι ήθελον, ο δικτάτωρ, έχων καθ' όλα τα άλλα τυραννικήν και μεγάλην της αρχής του την εξουσίαν, να φαίνηται καθ' έν και μόνον, κατά τούτο, κατώτερος του δήμου. Θέλων δ' ο Φάβιος ευθύς να δείξη της εξουσίας του το μέγεθος και τον όγκον, όπως τω είναι ευπειθέστεροι και μάλλον τω υπακούωσιν οι πολίται, εξήλθε συναθροίσας περί εαυτόν εικοσιτέσσαρας ραβδούχους, και ιδών τον άλλον ύπατον ερχόμενον προς αυτόν, έστειλεν υπηρέτην και τω είπε ν' αποπέμψη τους ραβδούχους του, να καταθέση τα παράσημα της αρχής, και να προσέλθη ως ιδιώτης. Έπειτα δε, κάλλιστα από Θεών αρχόμενος, και εξηγήσας εις τον δήμον ότι εδυστύχησε διότι ο στρατηγός ελησμόνησε και περιεφρόνησε τα θεία, ουχί διότι οι αγωνισθέντες εδείχθησαν άνανδροι, παρεκίνει αυτόν να μη φοβήται τους εχθρούς, συγχρόνως δε να εξιλεώση τους Θεούς και να τους τιμά. Διά τούτων δε δεν τοις ενέπνεε δεισιδαιμονίαν, αλλά τους ενεθάρρυνεν εις την αρετήν διά της ευσεβείας, και αφήρει των Θεών τον φόβον, και τους παρηγόρει διά της ελπίδος προς τους Θεούς. Κατά την εποχήν δι' εκείνην ηνεώχθησαν και πολλά εκ των μυστικών βιβλίων αυτών, χρησμούς (599) περιέχοντα, άτινα καλούνται Σιβύλλεια, και λέγεται ότι τινές εκ των λόγων των εγγεγραμμένων εις αυτά εσυμφώνουν προς τας τότε τύχας και πράξεις των Ρωμαίων αλλά δεν επετρέπετο να γνωσθώσιν αυτά και εις άλλους. Ελθών λοιπόν ο δικτάτωρ εις το μέσον, ηυχήθη προς τους Θεούς, τάξας να προσφέρη εις θυσίαν όλα τα κατ' εκείνο το έτος νεογέννητα των αιγών και των χοίρων και των προβάτων και των βοών, όσα μέχρι της προσεχούς ανοίξεως ήθελον θρέψει της Ιταλίας τα όρη και αι πεδιάδες και οι ποταμοί και τα λειβάδια· να τελέση δε πανηγύρεις μουσικάς και θεατρικάς, διά δαπάνης σεστερτίων (600) τριακοσίων τριάκοντα τριών, και δηναρίων τριακοσίων τριάκοντα τριών, και προσέτι ενός τρίτου του δηναρίου. Αποτελεί δ' η ποσότης αύτη δραχμών ογδοήκοντα τρεις χιλιάδας και πεντακοσίας ογδοήκοντα τρεις, και οβολούς δύο. Τον λόγον δε διά την ποσότητα ταύτην και διά την ακρίβειαν της διανομής είναι δύσκολον να τον ειπώμεν, εκτός αν ήθελε τις να υμνήση της τριάδος την δύναμιν, διότι και φύσει είναι αριθμός τέλειος, και πρώτος είναι των περιττών, και αρχή καθ' εαυτόν της πληθύος, και συμπεριλαμβάνει εν εαυτώ, συναναμίξας και συναρμόσας, τας πρώτας διαφοράς και τα στοιχεία παντός αριθμού (601).
Ε. Ούτω λοιπόν οικοδομήσας προς το θείον την γνώμην του πλήθους ο Φάβιος, κατέστησεν αυτό θαρραλεώτερον προς το μέλλον. Αυτός δε τας ελπίδας της νίκης εις εαυτόν στηρίξας, εν πεποιθήσει ότι ο Θεός διά της φρονήσεως και διά της αρετής χορηγεί τας επιτυχίας, τρέπεται κατά του Αννίβου, ουχί επί σκοπώ του να πολεμήση αυτόν, αλλά θέλων να κατατρίψη και βραδέως να καταναλώση την δύναμιν αυτού διά της πολυκαιρίας, και διά χρημάτων την αχρηματίαν αυτού, και διά της πολυανθρωπίας την ολιγότητα των στρατευμάτων του. Όθεν, προφυλαττόμενος από του εχθρικού ιππικού, εστρατοπέδευε πάντοτε εις θέσεις υψηλάς και ορεινάς, και όταν μεν εκείνος εκάθητο, ησύχαζε και αυτός, όταν δ' εκινείτο εκείνος, τον παρηκολούθει κύκλω εις τας κορυφάς, και εφαίνετο ολίγον εις τόσην απόστασιν, ώστε να μη βιασθή να πολεμήση χωρίς να θέλη, διά της τοιαύτης όμως αναβολής να φοβίζη πάντοτε τους εχθρούς· ότι μέλλει να πολεμήση. Ούτω κατατρίβων τον καιρόν, περιεφρονείτο υφ' όλων, και κατηγορείτο μεν εις το στρατόπεδον, εις δε τους εχθρούς εφαίνετο άτολμος, και όλοι τον εθεώρουν μηδέν, εκτός ενός, του Αννίβου. Εκείνος δε μόνος εννοήσας την επιτηδειότητα αυτού, και τον τρόπον καθ' όν είχεν αποφασίσει να διευθύνη τον πόλεμον, εσκέφθη ότι διά παντός τεχνάσματος ή διά πάσης βίας έπρεπε ν' αναγκάση εις μάχην τον άνθρωπον, ή ότι άλλως ήσαν κατεστραμμένοι οι Καρχηδόνιοι, όταν δεν εδύναντο να μεταχειρισθώσι τα όπλα καθ' ά υπερείχον, ματαίως δε κατεδαπανώντο και ολιγόστευον εκείνα, καθ' ά ήσαν πολύ κατώτεροι, οι άνθρωποι και τα χρήματα. Δι' ό παν στρατήγημα και παν τέχνασμα σοφιζόμενος, και λαβήν επί εκείνου ζητών, ως έμπειρος αθλητής, προσέβαλλε και ετάραττε τον Φάβιον, και εις πολλά τον περιέστρεφε μέρη, θέλων να τον αποσπάση της ασφαλούς πορείας αυτού. Αλλ' ο Φάβιος, πεπεισμένος περί του συμφέροντος, έμενε σταθερός και αμετάτρεπτος εις την κρίσιν αυτού. Τον ηνόχλει όμως ο ίππαρχος Μινούκιος, άκαιρον έχων προθυμίαν να πολεμήση και αυθαδείας πλήρης, δημαγωγών το στράτευμα, και εμπνέων εις αυτό πολεμικήν μανίαν και ελπίδας άφρονας· ώστε οι στρατιώται ειρωνευόμενοι και κατηγορούντες τον Φάβιον, τον ωνόμαζον παιδαγωγόν του Αννίβου, τον δε Μινούκιον ωνόμαζον και μέγαν άνδρα, και της Ρώμης άξιον στρατηγόν. Εκ τούτων ούτος μάλλον επαιρόμενος και θρασύτερος γινόμενος, εχλεύαζε τας επί των κορυφών στρατοπεδεύσεις, λέγων ότι ο Δικτάτωρ τοις ητοίμαζεν ωραία θέατρα, αφ' ών να βλέπωσι την Ιταλίαν λεηλατουμένην και εις φλόγας παραδιδομένην. Ηρώτα δε τους φίλους του Φαβίου, αν εκ της γης απελπισθείς, φέρη το στράτευμα εις τον ουρανόν, ή αν ζητή να διαφεύγη τους εχθρούς, εις σύννεφα και εις ομίχλας κρυπτόμενος. Ταύτα έλεγον προς τον Φάβιον οι φίλοι αυτού, και τον παρεκίνουν διά τινων κινδύνων να παύση ταύτην την αδοξίαν. Αλλ' εκείνος, τότε μάλιστα, είπε, θα εγινόμην πολύ δειλότερος αφ' ό,τι φαίνομαι τώρα, αν φοβηθείς ύβρεις και χλευασμούς, εγκατέλειπον την απόφασίν μου. Να φοβήται τις υπέρ της πατρίδος του δεν είναι αισχρόν αλλά να τρομάζη διά των ανθρώπων την γνώμην και τας διαβολάς και τας κατακρίσεις αυτών, είναι ανάξιον ανθρώπου τοιαύτην αρχήν περιβεβλημένου, είναι ίδιον δούλου υποτασσομένου εις εκείνους εις ούς πρέπει αυτός να επιβάλλη θέλησιν, όταν υπό κακών φρονημάτων εμπνέωνται.
ΣΤ. Μετά ταύτα δ' υπέπεσεν εις σφάλμα ο Αννίβας· διότι θέλων να μακρύνη περισσότερον το στράτευμά του από του Φαβίου, και να καταλάβη πεδιάδας έχουσας νομάς, διέταξε τους οδηγούς μετά το δείπνον ευθύς να τους οδηγήσωσιν εις το Κασινάτον (602), εκείνοι δε, μη ακούσαντες καλώς την λέξιν εξ αιτίας της βαρβάρου του προφοράς, ωδήγησαν την δύναμιν αυτού και την έφερον εις της Καμπανίας τα έσχατα άκρα, εις την πόλιν Κασιλίνον, ήν σχίζει, διά μέσου ρέων αυτής, ο Λοθρόνος ποταμός (603) όν οι Ρωμαίοι καλούσι Ουουλτούρνον. Περιλαμβάνετε δ' η χώρα εκείνη κατά μεν τα λοιπά μέρη αυτής υπό στεφάνης βουνών μία δε μόνη στενή κοιλάς ανοίγεται προς την θάλασσαν, όπου εκβάλλουσιν οι βάλτοι οι σχηματιζόμενοι υπό του πόταμου όταν εκχειλίζηται, και άμμους έχει βαθείς, και εις θάλασσαν ανοίγεται κυματώδη και επικίνδυνον. Εδώ κατέβη ο Αννίβας· ο δε Φάβιος, έμπειρος ων των οδών, ήλθε πέριξ, και οπλίτας στήσας τετρακισχιλίους, έφραξε την διέξοδον. Τον δ' επίλοιπον στρατόν καθίσας εις καταλλήλους θέσεις υπεράνω των άλλων άκρων, ώρμησε μετά των ελαφροτάτων και των προχειροτάτων στρατιωτών εις τας τελευταίας των εχθρών τάξεις, και συνετάραξεν όλον το στράτευμα, και εφόνευσε σχεδόν οκτακοσίους. Τότε ο Αννίβας ηθέλησε να μακρύνη εκείθεν το στράτευμα, εννοήσας το λάθος ως προς τον τόπον και τον κίνδυνον, και ετιμώρησε μεν τους οδηγούς, σταυρώσας αυτούς, ελπίδα δ' ουδεμίαν είχε να βιάση τους εχθρούς εις μάχην, εν ώ ήσαν των υψωμάτων κύριοι. Αθυμία λοιπόν κατέλεβε τότε πάντας και φόβος, διότι έβλεπον ότι είχον περιέλθει πανταχόθεν εις αμηχανίαν, εξ ής δεν υπήρχεν απαλλαγή δι' αυτούς. Απεφάσισεν επομένως ο Αννίβας ν' απατήση τους εχθρούς διά δόλου, και έπραξε ταύτα. Διέταξε να λάβωσιν ως δύο χιλιάδας βοών εκ των αιχμαλωτισθέντων, και να δέσωσιν εις έκαστον των κεράτων αυτών δέμα λυγαριάς ή ξηρών φρυγάνων και έπειτα την νύκτα, όταν δοθή το σημείον, ν' ανάψωσιν αυτά, και να διώξωσι τα ζώα προς τα όρη, κατά τα στενά και τας φυλακάς των εχθρών. Εν ώ δ' ητοίμαζον ταύτα οι διαταχθέντες, παραλαβών αυτός το επίλοιπον στράτευμα, προέβαινε μετ' αυτού βραδέως. Οι δε βόες, εν όσω μεν το πυρ ήτον ολίγον, και έκαιε μόνον τα δέματα, επροχώρουν ησύχως διωκόμενοι προς τους πρόποδας των βουνών και μετά θαυμασμού έβλεπον οι ποιμένες και οι βουκόλοι από των κορυφών τας φλόγας ως έλαμπον εις τον κεράτων τα άκρα, και εφαίνοντο ως αν εβάδιζε στρατόπεδον εν τάξει μετά λαμπάδων πολλών. Όταν όμως πυρούμενα τα κέρατα μέχρι ρίζης διέδωκαν την αίσθησιν εις την σάρκα, και υπό του πόνου παραφερόμενοι και τας κεφαλάς τινάσσοντες, μετέδιδον οι βόες εις αλλήλους τας φλόγας, τότε δεν έμεινον πλέον εις της πορείας την τάξιν, αλλ' ήρχισαν υπό φόβου και αλγηδόνος να τρέχωσι προς τα όρη, λάμποντες κατά τας ουράς και τα μέτωπα, και τους θάμνους ανάπτοντες δι' ών έφευγον. Ήτον δε το θέαμα τούτο καταπληκτικόν διά τους Ρωμαίους, οίτινες παρεφύλαττον τας διαβάσεις· διότι αι φλόγες εφαίνοντο ως λαμπάδες άνω και κάτω φερόμεναι υπ' ανθρώπων οίτινες έτρεχον. Και θόρυβος διηγέρθη και φόβος πολύς μεταξύ αυτών, και ενόμιζον ότι εχθροί επήρχοντο κατ' αυτών άλλοι άλλοθεν, και πανταχόθεν ότι τους περιεκύκλουν. Διά τούτο δεν ετόλμησαν να παραμείνωσιν, αλλ' ανεχώρησαν προς το μέγα στρατόπεδον, αφήσαντες τα στενά. Συγχρόνως δ' επελθόντες οι ψιλοί του Αννίβου, κατέλαβον τας διόδους. Η δε λοιπή αυτών δύναμις προυχώρησε τότε αφόβως, σύρουσα μεθ' εαυτής τα πολλά και βαρέα λάφυρα.
Ζ. Ο δε Φάβιος, εν ώ ήτο νυξ έτι ενόησε τον δόλον, διότι φεύγοντες τινές βόες και διεσπαρμένοι έπεσον εις τας χείρας του. Φοβούμενος όμως ενέδρας εν μέσω του σκότους, εκράτει το στράτευμα ωπλισμένον αλλ' ακινητούν. Ως δ' εξημέρωσεν, ετράπη εις καταδίωξιν, και έφθασε τους εσχάτους, και συμπλοκή έγινε κατά τα στενά, και πολύς ήν ο θόρυβος, έως ότου ο Αννίβας εκ του μετώπου του στρατού του έστειλεν Ίβηρας (604) άνδρας εμπείρους ν' αναβαίνωσιν εις τα όρη, ελαφρούς και ταχείς, οίτινες επιπεσόντες εις βαρείς τους Ρωμαίους οπλίτας, εφόνευσαν πολλούς, και έστρεψαν οπίσω τον Φάβιον. Τότε δε μάλιστα κατηγορήθη και κατεφρονήθη ο Φάβιος· διότι παρητήθη της τόλμης των όπλων, διισχυριζόμενος ότι θέλει νικήσει τον Αννίβαν διά της φρονήσεως και διά της προνοίας· αντί δε τούτου εφαίνετο νικηθείς και απατηθείς εκ των στρατηγημάτων εκείνου. Θέλων δ' έτι μάλλον ν' αυξήση την κατ' αυτού οργήν των Ρωμαίων ο Αννίβας, όταν ήλθεν εις τους αγρούς αυτού, όλα μεν τ' άλλα διέταξε να τα καύσωσι και να τα καταστρέψωσιν, απηγόρευσε δε να εγγίσωσιν εκείνους μόνους, και έθεσε φυλακήν, διά να μη τους βλάψη κάνεις ουδέ λάβη τι εξ αυτών. Ταύτα, όταν εγνώσθησαν εις την Ρώμην, ηύξησαν τας κατά του Φαβίου διαβολάς· και πολλή μεν υπήρχε καταβοή κατ' αυτού εκ μέρους των δημάρχων προς τον δήμον, ήν διήγειρε και παρώξυνε προ πάντων ο Μετίλιος, ουχί έχων έχθραν τινά προς τον Φάβιον, αλλά διότι ήτο φίλος του ιππάρχου Μινουκίου, και ενόμιζεν ότι αι κατά τούτου κατηγορίαι έφερον τιμήν εις εκείνον και δόξαν. Ωργίσθη δε και η βουλή κατ' αυτού, μεμφομένη τας περί αιχμαλώτων συνθηκολογίας αυτού μετά του Αννίβου· διότι εσυμφώνησαν ν' ανταλλάσσωσιν άνδρα προς άνδρα, και αν οι του ενός μέρους ήσαν περισσότεροι, ο εξαγοράζων αυτούς να δίδη δραχμάς διακοσίας πεντήκοντα δι' έκαστον. Όταν λοιπόν έγινεν η κατ' άνδρα ανταλλαγή, και, ευρέθησαν παρά τω Αννίβα υπόλοιποι Ρωμαίοι διακόσιοι τεσσαράκοντα, η σύγκλητος απεφάσισε να μη στείλη τούτων τα λύτρα, και κατηγόρει προσέτι τον Φάβιον ότι εξηγόραζεν, ούτε προς την αξιοπρέπειαν συμφώνως, ούτε προς το συμφέρον της πόλεως, άνδρας οίτινες εζωγρήθησαν υπό των εχθρών. Ταύτα ακούσας ο Φάβιος, την μεν οργήν των πολιτών υπέφερε πράως· χρήματα δε μη έχων, και μη ανεχόμενος να ψευσθή προς τον Αννίβαν και ν' αφήση τους πολίτας, έστειλε τον υιόν του εις την Ρώμην, διατάξας αυτόν να πωλήση τους αγρούς του, και να τω φέρη αμέσως τα χρήματα εις το στρατόπεδον. Άμα λοιπόν ο νέος επώλησε τα κτήματα, και επέστρεψεν, έστειλε τα λύτρα, προς τον Αννίβαν, και έλαβεν οπίσω τους αιχμαλώτους· και όταν μετά ταύτα πολλοί τω τα απέδιδον, δεν τα έλαβε παρ' ουδενός, αλλά τα εχάρισεν εις όλους.
Η. Μετά ταύτα δε, επειδή οι ιερείς τον εκάλουν εις την Ρώμην διά τινας θυσίας, παρέδωκε τον στρατόν εις τον Μινούκιον, μετά παραγγελίας να μη πολεμήση, ουδέ να συγκρουσθή παντάπασι μετά του εχθρού· και ταύτα απηγόρευσεν ού μόνον ως στρατηγός, αλλά και παραινέσεις τω έδωκε, και παρακλήσεις πολλάς τω απεύθυνεν. Αλλ' εκείνος, ολίγον διά τούτο φροντίσας, ευθύς εκινήθη κατά των εχθρών. Παραφυλάξας δε τον Αννίβαν όταν αφήκε τον πλείστον στρατόν του να σιτολογήση, προσέβαλε τους υπολειπομένους, τους κατέκλεισεν εις τα χαρακώματά των, και πολλούς εφόνευσε, και φόβον ενέπνευσεν εις όλους, ότι θέλει τους πολιορκήσει. Τότε, εν ώ η δύναμις του Αννίβου συνήρχετο πάλιν εις το στρατόπεδον, αυτός ανεχώρησεν ασφαλώς, πλήρης αμέτρου μεγαλαυχίας, και θάρρους εμπλήσας το στράτευμα. Τέλος δ' έφθασεν εις Ρώμην η φήμη του έργου, έτι μάλλον εξογκωθείσα. Και ο μεν Φάβιος, όταν ήκουσεν αυτήν, είπεν ότι έτι μάλλον φοβείται του Μινουκίου την ευτυχίαν· ο δε δήμος επαρθείς, συνέτρεχε μετά χαράς εις την αγοράν και αναβάς εις το βήμα ο δήμαρχος Μετίλιος, εδημηγόρει εγκωμιάζων τον Μινούκιον, τον δε Φάβιον κατηγόρει ουχί διά χαυνότητα ή δι' ανανδρίαν, αλλ' ήδη διά προδοσίαν, συνεγκαλών και τους ισχυροτάτους και τους πρώτους εκ των άλλων ανδρών, ότι αυτοί προκάλεσαν τον πόλεμον εξ αρχής, όπως διαλύσωσι την δημοκρατίαν, και παραδώσασι την πόλιν εις ανεύθυνον μοναρχίαν, ήτις, χρονοτριβούσα, να δώση καιρόν εις τον Αννίβαν να καθιδρύση την δύναμίν του, και κυριεύων ήδη της Ιταλίας, να φέρη και άλλην δύναμιν εκ Λιβύας.
Θ. Προσελθών δε μετά ταύτα ο Φάβιος, εις μεν τον δήμαρχον ουδ' εφρόντισε ν' απολογηθή· είπε δε να γίνωσι τάχιστα αι θυσίαι και αι ιερουργίαι, διά ν' απέλθη εις το στράτευμα να τιμωρήση τον Μινούκιον, διότι συνεκρούσθη μετά των εχθρών, εν ώ αυτός τω είχεν απαγορεύσει τούτο. Τότε θόρυβος ηγέρθη εν τω δήμω πολύς, διά τον κίνδυνον όν διέτρεχεν ο Μινούκιος· Διότι εις τον Δικτάτωρα επιτρέπεται και να φυλακίση και να θανατώση προ της δίκης. Ενόμιζον δ' ότι ο θυμός του Φαβίου, παρεκτραπείς εκ της συνήθους αυτού πραότητος, έπρεπε να είναι βαρύς και αδυσώπητος. Όθεν οι μεν άλλοι φοβηθέντες, ησύχαζον. Ο δε Μετίλιος, άφοβος εξ αιτίας της δημαρχικής αυτού θέσεως, ήτις μόνη, όταν εκλέγηται Δικτάτωρ, δεν στερείται της εξουσίας της, αλλά μένει εν ώ αι λοιπαί καταλύονται, επέμενε παρά τω δήμω, και τον παρεκάλει να μη εγκαταλείψη τον Μινούκιον και να μη τον αφήση να πάθη ό,τι ο Μάλλιος Τουρκουάτος (605) έπραξε προς τον υιόν του, αποκεφαλίσας αυτόν διά πελέκεως, αφ' ού ηρίστευσε και εστεφανώθη. Προέτρεπε δε ν' αφαιρέσωσιν από του Φαβίου την τυραννίδα, και ν' αναθέσωσι τα πράγματα εις τον δυνάμενον και θέλοντα να τα σώση. Εκ τοιούτων λόγων παρακινηθέντες οι άνθρωποι, τον μεν Φάβιον δεν ετόλμησαν ν' αναγκάσωσι να παραιτήση την μοναρχίαν, αν και ουδεμίας απελάμβανε δόξης, εψήφισαν δ' ο Μινούκιος να ήναι της στρατηγίας ομότιμος, και να διευθύνη τον πόλεμον μετ' ίσης εξουσίας ως και ο Δικτάτωρ, πράγμα απαραδειγμάτιστον άλλοτε, επαναληφθέν δ' ολίγον μετά ταύτα, μετά την εν Κάνναις ήτταν. Τότε Δικτάτωρ ήτον επί των στρατοπέδων ο Μάρκος Ιούνιος. Εις δε την πόλιν εφάνη αναγκαίον ν' αναπληρωθή το βουλευτικόν σώμα, διότι πολλοί συγκλητικοί είχον πέσει εις την μάχην, και τότε εξελέξαντο και άλλον Δικτάτωρα, τον Φάβιον Βουστεώνα. Αλλ' ούτος, άμα εφάνη εις το δημόσιον, και κατέταξε τους άνδρας, και συνεπλήρωσε την βουλήν, αυθημερόν απέπεμψε τους ραβδούχους, και διαφυγών τους θέλοντας να τον προαγάγωσιν, εισήλθεν εις τον όχλον, και συνανεμίγη μετ' αυτού, και ως ιδιώτης διέτριβεν εις την αγοράν, διοικών και διαθέτων τας ιδίας αυτού υποθέσεις.
I. Αναδείξαντες δε τον Μινούκιον ισοδύναμον προς τον Δικτάτωρα, ενόμιζον ότι κατέβαλον και εταπείνωσαν τούτον, πολύ ολίγον γνωρίζοντες τον άνδρα· διότι αυτός την ανοησίαν εκείνην δεν εθεώρει ως συμφοράν εδικήν του. Όταν ποτέ τις είπε προς τον σοφόν Διογένην (606), «Αυτοί σε περιγελώσιν,» «Αλλ' εγώ δεν περιγελώμαι», απεκρίθη εκείνος· διότι εφρόνει ότι εκείνοι μόνον περιγελώνται, όσοι συναισθάνονται τα τοιαύτα, και ταράττονται εξ αυτών. Ούτω και ο Φάβιος ανείχετο απαθώς και ευκόλως το καθ' εαυτόν τα γινόμενα, συντελών εις απόδειξιν του αξιώματος των φιλοσόφων, ότι ο αγαθός και σπουδαίος ανήρ ούτε υβρίζεται ούτε ατιμάζεται. Τον ελύπει όμως του πλήθους η αφροσύνη διά τα κοινά, διότι έδιδεν αφορμήν προς πόλεμον εις άνδρα μη έχοντα υγιαίνουσαν την φιλοτιμίαν. Φοβηθείς δε μη εντελώς υπό κενοδοξίας και υπεροψίας παραφερόμενος, προφθάση να πράξη κακόν τι, εξήλθε της πόλεως χωρίς ουδείς να τον εννοήση, και έφθασεν εις το στρατόπεδον. Ευρών δε τον Μινούκιον όστις δεν εκρατείτο πλέον, βαρύν και τετυφωμένον, και αξίωσιν έχοντα να στρατηγή και αυτός εξ ημισείας, τούτο μεν δεν το συνεχώρησε· διήρεσε δε την δύναμιν μετ' αυτού, φρονών ότι είναι προτιμώτερον να διοική μέρος μόνον, παρά να συμμερίζηται μετ' εκείνου την του όλου διοίκησιν. Και το μεν πρώτον τάγμα και το τέταρτον έλαβεν αυτός, το δε δεύτερον και το τρίτον παρέδωκεν εις εκείνον, και διήρεσεν επίσης και τα τάγματα των συμμάχων. Βλέπων δε τον Μινούκιον καυχώμενον και χαίροντα διότι το αξίωμα της ακροτάτης και μεγίστης εξουσίας εταπεινώθη και εξουθενώθη εξ αιτίας αυτού, τω ενεθύμιζεν ο Φάβιος, ότι ουχί προς τον Φάβιον, αλλά προς τον Αννίβαν είχε ν' αγωνισθή. Αν δε φιλονεική και προς τον συνάρχοντά του, να προσέξη μη ο νικήσας και τιμηθείς φανή ολιγώτερον του νικηθέντος και του υβρισθέντος υπό των πολιτών φροντίζων υπέρ της σωτηρίας και υπέρ της ασφαλείας αυτών.
ΙΑ. Εκείνος δε, τους λόγους μεν τούτους εξελάμβανεν ως ειρωνίαν γεροντικήν· λαβών δε την δύναμιν ήτις τω εδόθη εις την μερίδα του, εστρατοπέδευσε κατ' ιδίαν και χωριστά· ο δ' Αννίβας εκ των γινομένων τούτων ουδέν ηγνόει, αλλ' επετήρει τα πάντα. Υπήρχε δε λόφος μεταξύ αυτών, εύκολος να κυριευθή, οχυρός δ' εις στρατοπέδευσιν δι' όντινα ήθελε τον κυριεύσει, και έχων όλα τ' απαιτούμενα. Η δε πέριξ πεδιάς, άδενδρος ούσα, εφαίνετο μακρόθεν ομαλή και λεία, είχεν όμως τάφρους τινάς ουχί μεγάλας, και άλλας κοιλότητας. Ο Αννίβας εδύνατο μετ' ευκολίας να κυριεύση κρυφίως τον λόφον αλλά δεν ηθέλησε, και τον αφήκεν εν τω μέσω να μένη πρόφασις μάχης. Όταν δε είδεν ότι ο Μινούκιος εχωρίσθη του Φαβίου, διά νυκτός διέσπειρε στρατιώτας τινάς εις τας τάφρους και τας κοιλότητας. Άμα δ' εξημέρωσεν, έστειλε φανερώς ολίγον αριθμόν να καταλάβη τον λόφον, διά να παροξύνη τον Μινούκιον να πολεμήση υπέρ του τόπου. Τούτο και συνέβη τω όντι· διότι ούτος πρώτον μεν έστειλεν ελαφρόν στρατόν, έπειτα δ' ιππείς, και τέλος, βλέπων τον Αννίβαν ότι ήρχετο να βοηθήση τους επί του λόφου, κατέβη παρατάξας πάσαν την δύναμιν, και συνάψας ισχυράν μάχην, προσέβαλλε τους τον λόφον κατέχοντας, συμπλακείς μετ' αυτών, και ισορρόπως αγωνιζόμενος, έως ότου, ιδών αυτόν ο Αννίβας καλώς ηπατημένον, και τα νώτα παρουσιάζοντα εις τους ενεδρεύοντας, ύψωσε το σημείον, και πανταχόθεν εγερθέντες αυτοί, και μετά κραυγών ορμώντες, εφόνευον τους των τελευταίων τάξεων, και ταραχή και τρόμος κατέλαβε τους Ρωμαίους. Τότε απώλεσε το θάρρος του και αυτός ο Μινούκιος, και στρέφων τα βλέμματα αυτού από αρχηγού εις αρχηγόν, τους έβλεπε μη τολμώντας να μένωσιν εις τας θέσεις των, αλλά συνωθουμένους εις φυγήν, ήτις δεν συνέτεινεν όμως εις σωτηρίαν των διότι οι Νομάδες (607) νικώντες ήδη περιέτρεχον το πεδίον, και εφόνευον τους σκορπιζομένους.
ΙΒ. Εν ώ δ' εις τοιαύτα κακά περιήρχοντο οι Ρωμαίοι, ο Φάβιος δεν ηγνόησε τον κίνδυνον, αλλά και προλαμβάνων αυτόν πριν επέλθη, είχε την δύναμιν εις τα όπλα παρατεταγμένην, και εφρόντιζε να γνωρίζη τα συμβαίνοντα, ουχί δι' αγγελιαφόρων, αλλά κατασκοπεύων αυτά ο ίδιος έμπροσθεν του χαρακώματος. Άμα λοιπόν είδεν ότι το στράτευμα περιεκυκλούτο και περιήρχετο εις αταξίαν, και έφθασε μέχρις αυτού η κραυγή των καταλειπόντων τας τάξεις των, και τρεπομένων εις φυγήν υπό φόβου, κτυπήσας τον μηρόν του και μεγαλοφώνως στενάξας, «Ω Ηράκλεις, είπε προς τους παρόντας, πόσον ταχύτερον αφ' ό,τι περιέμενον, βραδύτερον δ' αφ' ό,τι επροσπάθει ο ίδιος, κατεστράφη ο Μινούκιος!» Διατάξας δε να εξαγάγωσι τάχιστα τας σημαίας, και ο στρατός να τον παρακολουθήση, ανέκραξε· «Τώρα, ω στρατιώται, ενθυμηθήτε τον Μάρκον Μινούκιον, και σπεύσατε υπέρ αυτού· διότι είναι ανήρ λαμπρός και φιλόπατρις· Αν δ' έσφαλε κατά τι εκ της ανυπομονησίας του του ν' αποδιώξη τους εχθρούς, άλλοτε θέλομεν τον επιπλήξει.» Και πρώτον μεν άμα εφάνη, έτρεψεν εις φυγήν και διεσκόρπισε τους περιτρέχοντας την πεδιάδα Νομάδας. Έπειτα δε προυχώρει προς τους μαχομένους και περιβάλλοντας όπισθεν τους Ρωμαίους, και εφόνευε τους ανθισταμένους· οι δε λοιποί, πριν ή απομονωθώσι, και περιπέσωσιν εις όσα αυτοί έπραξαν εις τους Ρωμαίους, στραφέντες εδόθησαν εις φυγήν. Βλέπων δ' ο Αννίβας την μεταβολήν των πραγμάτων, και τον Φάβιον ότι μετ' ευρωστίας ανωτέρας της ηλικίας του προυχώρει, διά των εχθρών ωθούμενος, προς τον Μινούκιον άνω εις τον λόφον, διέκοψε την μάχην, και ανακαλών διά της σάλπιγος τους Καρχηδονίους, τους έφερεν οπίσω εις τα χαρακώματα, εν ώ και οι Ρωμαίοι μετά χαράς επέστρεφον εις τα εδικά των. Λέγεται δ' ότι όταν απήρχετο, είπε προς τους φίλους του περί του Φαβίου αστειευόμενος. «Δεν σας προέλεγον πολλάκις ότι η νεφέλη εκείνη ήτις εκάθητο εις τας κορυφάς, θέλει εκρήξει ποτέ βροχήν μετ' ανεμοζάλης και καταιγίδων;»
ΙΓ. Μετά δε την μάχην, λαφυραγωγήσας ο Φάβιος τους εχθρούς όσους εφόνευσε, ανεχώρησε χωρίς ουδέν τι προσβλητικόν ή δυσάρεστον να ειπή περί του συνάρχοντός του. Ο δε Μινούκιος, συναθροίσας τον στρατόν του, «Άνδρες, είπε, συστρατιώται, το να μη σφάλη ποτέ τις επί μεγάλων πραγμάτων είναι ανθρώπου ανώτερον· το δε, όταν σφάλη, να τω γίνωνται τα σφάλματα διδάγματα διά το εξής, τούτο είναι ίδιον ανδρός αγαθού και φρονίμου. Εγώ λοιπόν ομολογώ, ολίγον διά την τύχην παραπονούμενος, ότι μάλλον τη ευγνωμονώ. Διότι ό,τι δεν ενόουν τοσούτον χρόνον, τούτο εδιδάχθην εις μικρόν μέρος μιας ημέρας, γνωρίσας ότι εγώ δεν δύναμαι να είμαι άρχων, αλλ' έχω ανάγκην εις άλλον άρχοντα να υπόκειμαι· ουδέ πρέπει να φιλοτιμώμαι να νικώ εκείνους, υφ' ών καλλήτερον είναι να νικώμαι. Άρχων υμών δι' όλα τα λοιπά είναι ο Δικτάτωρ, αλλ' ως προς έν έσομαι εγώ αρχηγός σας, την προς εκείνον ευγνωμοσύνην, πρώτος εγώ δεικνύμενος ευπειθής, και πράττων ό,τι εκείνος προστάττει.» Ταύτα ειπών, και διατάξας να λάβωσι τους αετούς (608), και πάντες να τον ακολουθήσωσιν, επήγεν εις το χαράκωμα του Φαβίου, και εισελθών, προυχώρει προς την στρατηγικήν σκηνήν, ώστε όλοι εθαύμαζον και ηπόρουν. Ως δ' εξήλθεν ο Φάβιος, στήσας τας σημαίας εμπρός του, τον ησπάζετο μεγαλοφώνως πατέρα, οι δε στρατιώται τους στρατιώτας του εκάλουν πάτρονας. Τούτο δ' είναι το όνομα ό δίδουσιν οι απελεύθεροι εις τους ελευθερώσαντας αυτούς. Έγινε δε τέλος ησυχία, και ο Μινούκιος είπε· «Δύο νίκας, ω Δικτάτωρ, την σήμερον ημέραν ενίκησας, διά της ανδρίας σου μεν τον Αννίβαν, διά της φρονήσεως δε και διά της χρηστότητός σου τον συνάρχοντα· και διά της μεν έσωσας εμέ, διά της άλλης δε μ' εδίδαξας· και ηττήθην ήτταν αισχράν μεν υπ' εκείνου, καλήν δε και σωτήριον υπό σου. Σ' ονομάζω δε πατέρα χρηστόν, μη έχων εντιμοτέραν επωνυμίαν διότι μεγαλητέραν χάριν οφείλω εις σε, παρά εις τον γεννήσαντά με. Υπ' εκείνου εγεννήθην μόνος, υπό σου δε σώζομαι μετά τοσούτων». Ταύτα δ' ειπών, και εναγκαλισθείς το Φάβιον, τον ησπάζετο. Το αυτό δ' έπραττον και οι στρατιώται, ριπτόμενοι εις τας αγκάλας αλλήλων και καταφιλούμενοι, ώστε το στρατόπεδον ην πλήρες χαράς και γλυκυτάτων δακρύων.
ΙΔ. Μετά τούτο δ' ο Φάβιος παρητήθη της αρχής, και εξελέγησαν πάλιν ύπατοι (609). Και οι μεν πρώτοι αυτών διεφύλαξαν εκείνου το σχέδιον περί του πολέμου, ν' αποφεύγωσι μεν τας εκ παρατάξεως μάχας προς τον Αννίβαν, να βοηθώσι δε τους συμμάχους, και να εμποδίζωσι τας αποστασίας των. Αλλ' ο Τερέντιος Ουάρων, προαχθείς εις την υπατείαν εκ γένους ασήμου, επίσημος δε γενόμενος διά την δημοκοπίαν και την προπέτειάν του, εφάνη αμέσως ότι εξ απειρίας και εκ θρασύτητος ήθελεν αναρρίψει τον περί των όλων κύβον. Διότι εβόα εις τας εκκλησίας ότι ο πόλεμος θέλει μένει εν όσω η πόλις μεταχειρίζεται στρατηγούς Φαβίους, αυτός δε ότι την ιδίαν ημέραν θέλει ιδή και θέλει νικήσει τους εχθρούς. Συγχρόνως δε μετά τούτων των λόγων συνήγε και κατέγραψε τόσην δύναμιν, όσην ποτέ κατ' ουδενός εχθρού η Ρώμη δεν εκίνησε· διότι εστρατολογήθησαν εννέα μυριάδες παρά δύο χιλιάδας (610) Τούτο δ' εφόβισε πολύ τον Φάβιον και τους νουνεχείς των Ρωμαίων, διότι, αν κατεστρέφετο πάσα αύτη η πολυπληθής νεολαία, ελπίς δεν υπήρχε ν' ανακύψη πλέον η πόλις. Διά τούτο παρεκίνει τον συνάρχοντα του Τερεντίου Παύλον Αιμίλιον, άνδρα πολλών μεν πολέμων έμπειρον, αλλά μη αρέσκοντα εις τον δήμον, και πεφοβισμένον αφ' ότου είχε ποτέ καταδικασθή (611), και τον ενεθάρρυνε να καταστέλλη την μανίαν εκείνον, λέγων εις αυτόν ότι, θέλει έχει ν' αγωνίζηται ουχί τοσούτον προς τον Αννίβαν, όσον προς τον Τερέντιον υπέρ της πατρίδος· διότι θέλουσι σπεύσει να πολεμήσωσιν, ο μεν μη εννοών την δύναμίν του, ο δε εννοών την αδυναμίαν του. «Εγώ δε, ω Παύλε, τω είπε, δικαιούμαι μάλλον να πιστευθώ παρά ο Τερέντιος, διαβεβαιών σε περί των πραγμάτων του Αννίβου, ότι αν κανείς δεν τον πολεμήση τούτο το έτος, ή θα καταστραφή, αν μείνη, ο άνθρωπος, ή θέλει φύγει και μας αφήσει. Και σήμερον, όταν φαίνηται ότι νικά και υπερισχύει, ουδείς μεν των εχθρών προσήλθεν εις αυτόν, της δε δυνάμεως ήν έφερε μεθ' εαυτού εκ της πατρίδος του, ουδέ καν το τρίτον διασώζεται μέρος.» Εις ταύτα λέγεται ότι ο Παύλος απήντησε. «Το κατ' εμέ, ω Φάβιε, αν μόνον εις εμαυτόν απέβλεπον, προτιμότερον θα ήτον να πέσω υπό τα δόρατα των εχθρών, παρά εκ νέου από τας ψήφους των πολιτών. Αν όμως ούτως έχωσι τα δημόσια πράγματα, θα προσπαθήσω μάλλον εις σε να φανώ καλός στρατηγός, παρά εις όλους τους άλλους όταν με βιάζωσι διά τα εναντία.» Τοιαύτην έχων ο Παύλος προαίρεσιν, εξήλθεν εις τον πόλεμον.
ΙΕ. Αλλ' ο Τερέντιος πείσας αυτόν να διοικώσιν ημέραν παρ' ημέραν, και στρατοπεδεύσας πλησίον του Αννίβου παρά τον Αυφίδιον ποταμόν και τας λεγομένας Κάννας, ευθύς ως εξημέρωσεν ύψωσε το σημείον της μάχης. Είναι δε τούτο χιτών κόκκινος εκτεινόμενος υπέρ την στρατηγικήν σκηνήν, ώστε και οι Καρχηδόνιοι κατ' αρχάς εταράχθησχν ιδόντες την τόλμην του στρατηγού και το πλήθος του στρατοπέδου, εν ώ αυτοί δεν ήσαν ουδ' οι ημίσεις. Ο δ' Αννίβας, την δύναμιν διατάξας να οπλισθή, έφιππος μετ' ολίγων κατεσκόπευεν εξ ομαλού λόφου τους εχθρούς παραταττομένους. Εκεί είς εκ των οπαδών αυτού, ανήρ εξ ευγενών και αυτός, Γίσκων ονομαζόμενος, είπεν ότι θαυμαστόν τω φαίνεται το πλήθος των εχθρών. Αλλ' ο Αννίβας, συστείλας τας οφρύς, «λησμονείς άλλο τι, τω είπεν, έτι θαυμαστότερον.» «Το ποίον;» ερώτησεν ο Γίσκων. «Ότι, απεκρίθη, εν ώ είναι τόσοι, κανείς εξ αυτών δεν ονομάζεται Γίσκων.» Επειδή δε το σκώμμα τούτο εφάνη απροσδόκητον εις τους άλλους, τους κατέλαβεν όλους γέλως, και κατέβαινον από του λόφου, λέγοντες εις όσους τους απήντων τον αστεϊσμόν, ώστε πολύς πολλών ην ο γέλως, και δεν εδύναντο να συνέλθωσιν οι περί τον Αννίβαν. Τούτο βλέποντες οι Καρχηδόνιοι, έλαβον θάρρος, αναλογιζόμενοι ότι εκ πολλής και ισχυράς καταφρονήσεως εγέλων ούτω, και ο στρατηγός ηστεΐζετο παρ' αυτόν τον κίνδυνον.
ΙΣΤ. Κατά δε την μάχην μετεχειρίσθη στρατηγήματα, πρώτον μεν ως εκ του τόπου, λαβών κατά νότον τον άνεμον· διότι επήρχετο σφοδρός ως φλογερός πρίων, και εις πεδιάδας ανοικτάς και αμμώδεις τραχύν διεγείρων κονιορτόν, εφύσα αυτόν υπέρ την φάλαγγα των Καρχηδονίων προς τους Ρωμαίους, και προσβάλλων αυτούς, τους ηνάγκαζε να στρέφωσι τα πρόσωπα και τους ετάραττε. Δεύτερον δ' ετεχνάσθη ως προς την τάξιν διότι το ισχυρότατον και μαχιμώτατον της δυνάμεως τάξας εκατέρωθεν του μέσου, το μέσον τούτο συνεπλήρωσεν εκ των αχρειοτέρων, και το μετεχειρίσθη ως έμβολον πολύ προέχον της άλλης φάλαγγος. Ερρέθη δ' εις τους αρίστους, όταν οι Ρωμαίοι διαρρήξαντες τούτους, και ορμώντες κατά των υποχωρούντων, εισέλθωσιν εντός της φάλαγγος, ταχέως αυτοί στραφέντες εκατέρωθεν, να επιπέσωσιν εις τα πλάγια αυτών, και να τους περικυκλώσωσι, κλείοντες τον κύκλον των όπισθεν. Τούτο φαίνεται ότι επέφερε τον μεγαλήτερον φόνον. Διότι άμα ενέδωκε το μέσον, και εδέχθησαν τους Ρωμαίους διώκοντας, και η φάλαγξ του Αννίβου, μεταβαλούσα σχήμα, έγινε μηνοειδής, και οι ταξίαρχοι των επιτάκτων ταχέως κλίναντες τους μεν επί δεξιά τους δ' επί αριστερά (612) επέπεσαν εις τα γυμνά, τότε όλους όσοι δεν επρόφθασαν να διαφύγωσι την κύκλωσιν, τους κατέκοψαν κλείσαντες εν τω μέσω και τους εφόνευσαν. Λέγεται δ' ότι και το ιππικόν των Ρωμαίων υπέπεσεν εις σφάλμα παράδοξον. Πληγωθείς ο ίππος του Παύλου, έρριψεν αυτόν, ως φαίνεται, καί τινες των περί αυτόν, καταβάντες των ίππων των, εβοήθουν πεζοί τον ύπατον. Τούτο δ' ιδόντες οι ιππείς, και νομίσαντες ότι εδόθη κοινόν παράγγελμα, επήδησαν όλοι κατά γης, και εμάχοντο πεζοί μετά των εχθρών. Ιδών δ' αυτούς ο Αννίβας, «Τούτο ήθελον μάλλον, είπε, παρ' αν τους συνελάμβανον δεδεμένους.» Αλλά ταύτα διηγούνται οι γράψαντες τας διεξοδικάς ιστορίας. Εκ δε των υπάτων, ο μεν Βάρρων μετ' ολιγίστων ιππέων έφυγεν εις την πόλιν Ουενουσίαν. Ο δε Παύλος, εις το ρεύμα και την ανεμοζάλην της φυγής εκείνης, το σώμα έχων πλήρες βελών μενόντων έτι εντός των πληγών, και την ψυχήν υπό πένθους βαρείαν, εκάθησεν εις λίθον, και περιέμενε τον εχθρόν όστις ελθών να τον σφάξη. Αίμα δε πολύ έρρεε, και ην κεκολλημένον εις την κεφαλήν αυτού και το πρόσωπον, ώστε ην αγνώριστος, και φίλοι και υπηρέται αυτού παρήλθον εμπρός του χωρίς να τον διακρίνωσι. Μόνος δ' ο Κορνήλιος Λέντλος (613), νέος ευπατρίδης, ιδών και εννοήσας αυτόν, επέζευσε, και φέρων τον ίππον του, τον παρεκάλει να τον μεταχειρισθή, και να σωθή υπέρ των πολιτών, οίτινες τότε προ πάντων είχον ανάγκην αγαθού άρχοντος. Εκείνος δ' απέρριψε την παράκλησιν ταύτην, και ηνάγκασε τον νεανίαν ν' αναβή δακρύων εις τον ίππον του πάλιν. Έπειτα δε, δους εις αυτόν την δεξιάν, και αναστάς, «Ανάγγειλε, είπεν, ω Λέντλε εις τον Φάβιον Μάξιμον, και έσο μάρτυς ο ίδιος, ότι ο Παύλος Αιμίλιος ενέμεινεν εις την γνώμην αυτού μέχρι τέλους, και ουδέν ηθέτησεν εξ όσων τω υπεσχέθη, αλλ' ενικήθη πρώτον μεν υπό του Βάρωνος, έπειτα δ' υπό του Αννίβου.» Τοιαύτα εμήνυσε, και τον μεν Λέντλον απέπεμψε, ριφθείς δε μεταξύ των φονευομένων, απέθανε. Λέγεται δ' ότι έπεσαν μεν εις την μάχην πεντήκοντα χιλιάδες Ρωμαίων, εζωγρήθησαν δε τετρακισχίλιοι, και μετά την μάχην ότι ηχμαλωτίσθησαν εις τα δύο στρατόπεδα ουχί ολιγώτεροι των δεχακισχιλίων.
ΙΖ. Μετά το τόσον δ' εξαίσιον κατόρθωμα τούτο πολλοί των φίλων παρεκίνουν τον Αννίβαν ν' ακολουθήση την τύχην, και μετά των φευγόντων εχθρών να εισορμήση και αυτός εις την πόλιν, διότι θα εδείπνει εις το Καπιτώλιον την πέμπτην ημέραν μετά την νίκην. Δεν είναι εύκολον όμως να ειπώμεν τις σκέψις τον απέτρεψεν αλλά μάλλον η αναστολή και η αργοπορία αυτού φαίνεται ότι ήτον έργον δαίμονός τινος ή Θεού όστις τον εμπόδισε, δι' ό και λέγουσιν ότι Βάρκας ο Καρχηδόνιος είπε προς αυτόν μετ' οργής· «Ηξεύρεις να νικάς, όχι όμως και να ωφελήσαι εκ της νίκης.» Τόσην δε μεταβολήν επέφερε περί αυτόν η νίκη, ώστε εν ώ προ της μάχης δεν είχεν ούτε πόλιν, ούτε εμπορικήν τινα θέσιν, ούτε λιμένα της Ιταλίας, δυσκόλως δε και μόλις εφωδίαζε δι' αρπαγής το στράτευμα, και ουδένα πόρον ασφαλή είχε προς τον πόλεμον, αλλ' επλανάτο και περιεφέρετο μετά του στρατοπέδου ως μετά μεγάλης φωλεάς ληστών, τότε καθυπέταξε σχεδόν όλην την Ιταλίαν· διότι τα πλείστα και μέγιστα έθνη (614) προσήλθον εις αυτόν εκουσίως, και κατέλαβεν υποταγείσαν την Καπύην, ήτις μετά την Ρώμην έχει την μεγίστην επισημότητα. Δεν είναι δε μόνον μεγάλη δυσχέρεια, ως λέγει ο Ευριπίδης (615) το να γνωρίση τις τους φίλους, αλλά και το να γνωρίση τους φρονίμους στρατηγούς. Η προ της μάχης λεγομένη δειλία και ψυχρότης του Φαβίου, μετά την μάχην ευθύς εφαίνετο ουχί ανθρώπινος διαλογισμός, αλλά θεία διάνοια και δαιμόνιος, προβλέπουσα προ μακρού χρόνου τα μέλλοντα, ά και αυτοί οι παθόντες αυτά εδύναντο μόλις να πιστεύσωσι. Όθεν ευθύς η Ρώμη εις εκείνον συγκεντρώσασα τας λοιπάς της ελπίδας, προσέφυγεν εις την συμβουλήν του ανδρός ως εις ιερόν βωμόν, και η φρόνησις εκείνου έγινε πρώτη και μεγίστη αιτία του να μείνη αυτή και να μη διαλυθή καθώς επί των Κελτικών συμφορών. Και εν ώ, όταν οι καιροί δεν ήσαν επικίνδυνοι, εφαίνετο πεφοβισμένος αυτός και μικράς έχων ελπίδας, τότε, όταν όλοι ήσαν καταβεβλημένοι, και εις απέραντα παραδεδομένοι πένθη, και εις ταραχάς αίτινες πάσαν πράξιν εκώλυον, μόνος διέβαινε διά της πόλεως πράως βαδίζων, και ήσυχον έχων το πρόσωπον, και μετά φιλοφροσύνης ομιλών τους πολίτας, και απηγόρευε των γυναικών τους θρήνους, και διέλυε τας συσσωματώσεις, αίτινες δημοσίως εγίνοντο, διά να κλαύσωσιν από κοινού. Έπεισε δε και την Βουλήν να συνέλθη, και ενεθάρρυνε τας αρχάς, ο ίδιος ων η ρώμη και η δύναμις πάσης αρχής, ήτις απέβλεπεν εις αυτόν.
ΙΗ. Εις τας πύλας λοιπόν έστησε φρουράν, όπως εμποδίζει τον όχλον όστις έφευγεν αφήνων την πόλιν. Προσδιώρισε δε και καιρόν και τόπον του πένθους, διατάξας, όστις ήθελε να θρηνή τριάκοντα ημέρας εντός της οικίας· μετά ταύτα δ' έπρεπε να παύση παν πένθος, και η πόλις να μείνη καθαρά των τοιούτων. Επειδή δε κατά τας ημέρας εκείνας συνέπιπτεν εορτή της Δήμητρος, καλόν εφάνη να παραιτηθώσι παντάπασιν αι θυσίαι και η πομπή, ίνα μη διά της ολιγότητος και της κατηφείας των συνερχομένων φανή της συμφοράς το μέγεθος. Διότι οι Θεοί ευχαριστούνται υπ' ευτυχούντων τιμώμενοι. Επράττοντο όμως όλα όσα οι μάντεις συνεβούλευον προς εξιλέωσιν των Θεών και προς τεραστίων συμβάντων αποφυγήν. Και έπεμψαν μεν εις Δελφούς τον Πίκτορα, συγγενή του Φαβίου, να ερωτήση τον χρησμόν, εκ δύο δ' Εστιάδων αίτινες ευρέθησαν προδούσαι τον όρκον των, η μία ετάφη ζώσα, ως είναι συνήθεια, η δ' άλλη έγινεν αυτόχειρ. Άξιον δε θαυμασμού εφάνη το φρόνημα και η πραότης της πόλεως, όταν επιστρέφοντα τον Βάρρωνα από της φυγής, ταπεινόν και κατηφή ως ουδείς ποτ' επέστρεψε μετά τοιούτον αίσχος και μετά τοιαύτην συμφοράν, τον προϋπάντησαν περί τας πύλας η βουλή και το πλήθος όλον και τον ησπάσθησαν· οι δ' άρχοντες και οι πρώτοι της Γερουσίας, εν οίς ην και ο Φάβιος, αφ' ού εγένετο ησυχία, τον επήνεσαν ότι δεν απηλπίσθη περί της πόλεως μετά δυστυχίαν τοσαύτην, αλλ' ήλθε ν' αναλάβη τα πράγματα, και να διοικήση τους νόμους και τους πολίτας, ως πιστεύων ότι δύνανται να σωθώσιν.
ΙΘ. Ως δ' ήκουσαν ότι ο Αννίβας μετά την μάχην ετράπη προς την άλλην Ιταλίαν, λαβόντες θάρρος, έστελλον στρατηγούς και στρατεύματα. Τούτων δ' επισημότατοι ήσαν ο Φάβιος Μάξιμος και ο Κλαύδιος Μάρκελλος, οίτινες δι' εναντίας ιδιότητας εθαυμάζοντο εξ ίσου· διότι ο μεν Μάρκελλος, ως το είπον εν τω βίω του (616), έχων δραστηριότητα λαμπράν και θρασείαν, ανήρ ανδρείος την χείρα, και της φύσεως εκείνων ούς ο Όμηρος καλεί μάλιστα φιλοπτολέμους και αγερώχους (617), επεχείρησε τους πρώτους αγώνας του κατ' ανδρός τολμηρού, του Αννίβου, ίσην τόλμην και αυτός δείξας, και τρόπον πολέμου παράβολον και προπετών. Ο δε Φάβιος, εις την πρώτην γνώμην του επιμένων, ήλπιζεν, αν ουδείς πολεμήση ουδ' ερεθίση τον Αννίβαν, αυτός εαυτόν να βλάψη, και να κατατριβή εις τον πόλεμον, καθώς τα αθλητικά σώματα, όταν η δύναμις αυτών υπέρ το δέον ταθή και κοπιάση, παρακμάζουσι τάχιστα. Διά τούτο λέγει ο Ποσειδόνιος (618) ότι ούτος μεν ωνομάζετο υπό των Ρωμαίων ασπίς (619), ο δε Μάρκελλος ξίφος, ότι δε συγκερασθείσα η ευστάθεια και η επιμονή του Φαβίου μετά του ήθους του Μαρκέλλου, εγένετο σωτήριος εις τους Ρωμαίους. Του δ' Αννίβου η δύναμις, τον μεν πολλάκις ως σφοδρώς ρέοντα ποταμόν απαντώσα, υπεσείετο υπ' αυτού, και εθραύετο· υπό δε του άλλου, άνευ κρότου και κατ' ολίγον ρέοντος, αλλά μετ' επιμονής επιφερομένου, εδαπανάτο απαρατηρήτως και κατέπιπτεν εις ερείπιον. Και μέχρι τέλους εις τοιαύτην αμηχανίαν κατήντησεν αυτός, ώστε απέκαμε μεν πολεμών προς τον Μάρκελλον, εφοβείτο δε τον Φάβιον μη πολεμούντα. Τον περισσότερον τω όντι καιρόν μετ' αυτών επολέμησεν, είτε στρατηγοί εξελέγοντο, είτε ανθύπατοι ή ύπατοι· διότι έκαστος αυτών υπάτευσε πεντάκις. Αλλά τον Μάρκελλον, όταν ήτον το πέμπτον ύπατος, τον ενέπλεξεν εις ενέδραν, και τον εφόνευσε. Προς δε τον Φάβιον, πάσαν απάτην και πάσαν τέχνην δοκιμάσας πολλάκις, ουδέν κατώρθου, εκτός ότι άπαξ, καταδολιευθείς αυτόν, τον έρριψεν εις μικρόν σφάλμα. Συνέθεσε δηλ. και έστειλε προς τον Φάβιον επιστολάς ως εκ των δυνατωτέρων και πρώτων κατοίκων του Μεταποντίου (620), δι' ών τω ελέγετο ότι η πόλις θα τω παρεδίδετο, αν ήρχετο ο ίδιος, και ότι οι ταύτα διενεργούντες εκείνον μόνον περιμένουσι να έλθη και να τοις φανή πλησίον. Τα γράμματα ταύτα έπεισαν τον Φάβιον, και λαβών μέρος του στρατεύματος, έμελλε να κινήση διά νυκτός. Αλλ' επειδή των ορνέων αι μαντείαι δεν εφάνησαν αίσιαι (621), μετέβαλε γνώμην, και μετ' ολίγον έγινε γνωστόν ότι ο Αννίβας είχε μετά δόλου συνθέσει τα γράμματα, και ότι ενέδρευεν εκείνος υπό την πόλιν. Αλλά ταύτα δύνανται ν' αποδοθώσιν εις την εύνοιαν των Θεών.
Κ. Ενόμιζε δ' ο Φάβιος ότι των πόλεων τας αποστασίας και τα κινήματα των συμμάχων έπρεπε μάλλον να τα εμποδίζη και να τα διαλύη δι' ηπίου συμπεριφοράς και διά πραότητος, μη εξελέγχων πάσαν υπόνοιαν, ουδέ λίαν αυστηρός προς τους υπόπτους δεικνύμενος. Ούτως, ως λέγεται, ακούσας ποτέ ότι στρατιώτης τις Μάρσος (622), εκ των πρώτων μεταξύ των συμμάχων κατά το γένος και την ανδρείαν, είχεν ομιλήσει μετά τινων άλλων εκτός του στρατοπέδου διά ν' αποστατήσωσι, δεν ηρέθισεν αυτόν, αλλά τω ωμολόγησεν ότι είχεν αμεληθή παρ' αξίαν, και τότε μεν ότι έπταιον διά τούτο οι αρχηγοί του, οίτινες διένεμον τας τιμάς χαριζόμενοι μάλλον παρ' αναλόγως της αρετής, έκτοτε όμως ότι εκείνον θέλει θεωρεί ως πταίοντα, αν, όταν έχη τινά ανάγκην, δεν αποτείνηται εις αυτόν και δεν τω την λέγη. Και ταύτα ειπών, τω εχάρισεν ίππον μάχιμον, και δι' άλλων τον εστόλισεν αριστείων, ώστε έκτοτε ο ανήρ ούτος έγινε πιστότατος και προθυμότατος. Διότι δεινόν ενόμιζεν, οι μεν εις την ιππικήν και εις το κυνήγιον ασχολούμενοι να πραΰνωσι την απείθειαν, τον θυμόν και την αγριότητα των ζώων διά της επιμελείας μάλλον και της συνηθείας και της τροφής, παρά διά των μαστίγων και των δεσμών, οι δε άρχοντες των ανθρώπων να μη ζητώσι να διορθώσιν αυτούς διά της γλυκύτητος και διά της πραότητος, αλλά να φέρονται προς αυτούς μετά περισσοτέρας σκληρότητος και βίας παρ' ό,τι οι γεωργοί προς τας αγριελαίας και τας αγριαχράδας και τους ερινεούς, ας διά περιποιήσεων εξημερούσιν εις ελαίας εις απιδέας και εις συκάς. Ομοίως τω είπον ποτέ οι λοχαγοί ότι άλλος στρατιώτης, το γένος Λευκανός (623), περιεφέρετο εκτός του στρατοπέδου, και εγκατέλειπε πολλάκις την τάξιν του. Τότε ηρώτησε να μάθη οποίος τις ήτον κατά τ' άλλα ο άνθρωπος. Όλοι δ' εμαρτύρουν ότι δεν υπήρχεν άλλος τοιούτος στρατιώτης, και διηγούντο ενδόξους τινάς αυτού ανδραγαθίας και κατορθώματα. Εξετάζων δε περί της αιτίας της αταξίας του, εύρεν ότι είναι ο έρως προς νέαν κόρην, και δι' αυτήν εκινδύνευε μακράς οδούς προς εκείνην πορευόμενος εκτός του στρατοπέδου. Έστειλε λοιπόν και συνέλαβε την κόρην, και κρύψας αυτήν εντός της σκηνής, εκάλεσε τον Λευκανόν ιδαιτέρως προς εαυτόν· «Δεν αγνοώ, τω είπεν, ότι παρά την πατροπαράδοτον πειθαρχίαν και παρά τους νόμους της Ρώμης διανυκτερεύεις εκτός του στρατοπέδου πολλάκις. Επίσης όμως δεν αγνοώ ότι πριν ήσο καλός στρατιώτης. Διά τας ανδραγαθίας σου σοι συγχωρώ το σφάλμα σου· εις το εξής όμως θέλω εμπιστευθή εις άλλον να σε φρουρή». Προς ταύτα έμεινεν εκπεπληγμένος ο στρατιώτης. Καλέσας δ' ο Φάβιος έξω την νεάνιδα, την παρέδωκεν εις αυτόν, και τω είπεν. «Αύτη μεν εγγυάται ότι θέλεις μένει μεθ' ημών. Συ δε διά των έργων σου θα δείξης αν δεν απεδήμεις δι' άλλην μοχθηράν αιτίαν, και αν ο έρως και αύτη δεν ήσαν παρ' απλαί προφάσεις.» Ταύτα περί τούτων ιστορούσιν.
ΚΑ. Εκυρίευσε δε την πόλιν των Ταραντίνων (624) κατά τον εξής τρόπον. Εις το στράτευμα αυτού ήτον κατατεταγμένος νεανίας Ταραντίνος, έχων αδελφήν εις Τάραντα, πολλήν προς αυτόν τρέφουσαν φιλοστοργίαν και πίστιν. Ηγάπα δ' αυτήν ανήρ Βρέττιος (625), εξ εκείνων ούς είχε διορίσει ο Αννίβας να φρουρώσι και διοικώσι την πόλιν. Τούτο έδωκεν εις τον Ταραντίνον ελπίδα επιτυχίας, και εν γνώσει του Φαβίου εισήλθεν εις την πόλιν, επί λόγω ότι απέδρα προς την αδελφήν του. Και τας μεν πρώτας ημέρας ο Βρέττιος έμεινε μακράν της κόρης, νομίζων ότι ο αδελφός της ηγνόει τας σχέσεις της. Έπειτα δε λέγει προς αυτήν ο νεανίας. «Εκεί εκοινολογείτο ότι έχεις σχέσεις μετά τινος των μεγάλων ενταύθα και των δυνατών. Τις είναι ούτος; Αν είναι, ως τον λέγουσιν, άνθρωπος αρετής και λαμπρός, ολίγον φροντίζει περί της καταγωγής ο πόλεμος, όστις τα πάντα αναμιγνύει. Αισχρόν δεν είναι ουδέν ό,τι επιβάλλεται υπό της ανάγκης, και ευτυχία μάλιστα είναι εις καιρούς εφ' ών είναι ασθενής η δικαιοσύνη, να είναι πράος ο της βίας χρήσιν ποιούμενος». Ταύτα ακούσασα, εμήνυσεν η κόρη τον Βρέττιον, και τον παρουσίασεν εις τον αδελφόν της. Ούτος δε, υποβοηθών του βαρβάρου τον έρωτα, και φαινόμενος ότι καθίστα την αδελφήν του έτι μάλλον ή πρότερον εύνουν και ήμερον προς αυτόν, εκέρδισε την εμπιστοσύνην του, ώστε άνευ δυσκολίας μετέβαλε την διάνοιαν ανθρώπου, ερώντος και ιδιοτελούς, δι' ελπίδων μεγάλων δωρεών, άς τω υπέσχετο ότι θέλει τω δώσει ο Φάβιος. Ταύτα γράφουσιν οι πλείστοι περί τούτων. Τινές δε λέγουσιν ότι η γυνή υφ' ής μετεπεισθη ο Βρέττιος δεν ήτον Ταραντίνη, αλλά Βρεττία το γένος, ερωμένη δε του Φαβίου. Ως δ' ήκουσεν ότι ο αρχηγός των Βρεττίων ήτον συμπολίτης αυτής και γνώριμος, το είπεν εις τον Φάβιον, και ελθούσα μετ' αυτού εις συνομιλίας υπό το τείχος, έπεισε και διέφθειρε τον άνθρωπον.
ΚΒ. Εν ώ δε ταύτα εγίνοντο, ο Φάβιος, σοφιζόμενος ν' αντιπερισπάση τον Αννίβαν, εμήνυσεν εις τους εν Ρηγίω (626) στρατιώτας να εισβάλωσιν εις την Βρεττίαν, και έχει στρατοπεδεύσαντες να κυριεύσωσι κατά κράτος την Καυλωνίαν (627). Ήσαν δ' ούτοι οκτώ χιλιάδες, αυτόμολοι οι περισσότεροι, οι αχρειέστεροι εκ των ατίμων ούς ο Μάρκελλος (628) είχε φέρει εκ Σικελίας. Η απώλεια αυτών μικράν λύπην και μικράν βλάβην ήθελε φέρει εις την πόλιν. Ήλπιζε λοιπόν, αφήνων τούτους εις τον Αννίβαν, και δελεάσας αυτόν διά τούτου, να τον μακρύνη από του Τάραντος. Τούτο δε και συνέβη· διότι ο Αννίβας εχύθη αμέσως εκεί μετά της δυνάμεώς του, εις καταδίωξιν των εισβαλόντων. Την δ' έκτην ημέραν, αφ' ού ο Φάβιος εστρατοπέδευσε πέριξ του Τάραντος, ο νεανίας, όστις είχε συνεννοηθή μετά του Βρεττίου και της αδελφής του, ήλθε διά νυκτός προς αυτόν, γνωρίζων και εξετάσας ακριβώς τον τόπον, εις όν παραφυλάττων ο Βρέττιος έμελλε να ενδώση, και να δεχθή εντός τους προσβάλλοντας. Αλλ' ο Φάβιος δεν εξήρτησε την επιτυχίαν του εκ μόνης της προδοσίας· αλλ' ο ίδιος μεν, πλησιάσας εκεί, έμενεν ήσυχος· το δ' άλλο στράτευμα προσέβαλλε τα τείχη κατά ξηράν τε και θάλασσαν, πολλήν συγχρόνως εγείρον κραυγήν και θόρυβον, μέχρις ότου οι πλείστοι Ταραντίνοι ώρμησαν εκεί και συνεσωρεύοντο περί τους μαχομένους εις τα τείχη. Τότε δ' ο Βρέττιος εδήλωσε διά σημείου τον καιρόν εις τον Φάβιον, όστις διά κλιμάκων αναβάς, εκυρίευσε την πόλιν. Εκεί όμως φαίνεται ότι ο Φάβιος εξώκειλεν εκ φιλοτιμίας· διότι διέταξε να φονεύσωσι πρώτους τους Βρεττίους, όπως μη γνωσθή ότι έλαβε διά προδοσίας την πόλιν· αλλ' ούτε την δόξαν ταύτην επέτυχε, και κατηγορήθη προσέτι δι' απιστίαν και δι' ωμότητα. Εφόνευσε δε και πολλούς εκ των Ταραντίνων. Επωλήθησαν δε τριάκοντα χιλιάδες, και την πόλιν διήρπασεν ο στρατός. Και εις μεν το δημόσιον εδόθησαν τρισχίλια τάλαντα (629). Εν ώ δε τα λοιπά όλα ελεηλατούντο, λέγεται ότι ο γραμματεύς ηρώτησε τον Φάβιον τι διατάττει περί των Θεών, ονομάσας ούτω τας εικόνας και τους ανδριάντας· ο δε Φάβιος ότι είπεν· «Ας αφήσωμεν εις τους Ταραντίνους τους Θεούς αγανακτούντας». Τον κολοσσόν όμως του Ηρακλέους μετακομίσας εκ Τάραντος έστησεν εις το Καπιτώλιον, και πλησίον τούτου έφιππον εαυτού ανδριάντα, εις ταύτα φανείς αγροικότερος του Μαρκέλλου, ή μάλλον αποδείξας εκείνον άνδρα θαυμαστόν διά την πραότητα και την φιλανθρωπίαν του, καθώς εγράψαμεν εις τον Βίον του.
ΚΓ. Λέγεται δ' ότι ο Αννίβας, ερχόμενος μετά σπουδής, μόνον τεσσαράκοντα στάδια καθυστέρησε (630), και ότι τότε φανερώς μεν είπεν· «Υπήρχε λοιπόν και άλλος Αννίβας παρά τοις Ρωμαίοις· διότι απωλέσαμεν την πόλιν των Ταραντίνων ως την εκυριεύσαμεν.» Ιδιαιτέρως όμως ότι τότε πρώτον τω συνέβη να ειπή εις τους φίλους του, ότι προ πολλού μεν έβλεπε δύσκολον, ήδη δε βλέπει αδύνατον να κυριεύση την Ιταλίαν διά των δυνάμεων όσας είχεν εις την διάθεσίν του. Τούτον εθριάμβευσεν ο Φάβιος δεύτερον θρίαμβον, λαμπρότερον του προτέρου, ως καλός αθλητής ανταγωνιζόμενος κατά του Αννίβου, και ευκόλως παραλύων τας επιχειρήσεις αυτού, ως δέματα και ως κόμβους μη έχοντας πλέον την αυτήν δύναμιν διότι μέρος μεν της δυνάμεως αυτού εχαλαρώθη υπό της τρυφής και του πλούτου, μέρος δ' ημβλύνθη και κατετρίβη διά των αδιακόπων αγώνων. Υπήρχε δέ τις Μάρκος Λίβιος (631), όστις εφρούρει τον Τάραντα, όταν εκυρίευσεν αυτόν ο Αννίβας, και εξηκολούθησε κατέχων την ακρόπολιν, χωρίς ν' αποδιωχθή, την εφύλαξε δ' έως ότου οι Ταραντινοί υπέκυψαν πάλιν εις τους Ρωμαίους. Τούτον δυσηρέστουν αι εις τον Φάβιον αποδιδόμεναι τιμαί, καί ποτε υπό φθόνου και φιλαυτίας κινούμενος, είπεν εις την σύγκλητον, ότι ουχί ο Φάβιος αλλ' αυτός έγινεν αιτία ν' αλωθή η πόλις των Ταραντίνων. Γελάσας δ' ο Φάβιος· «Την αλήθειαν λέγεις, είπε, διότι αν δεν είχες συ αφήσει να την λάβωσιν οι εχθροί, εγώ δεν θα την εκυρίευον.»
ΚΑ. Οι δε Ρωμαίοι και κατά τ' άλλα μεν λαμπρώς αντέμειβον τον Φάβιον, και τον υιόν αυτού Φάβιον ανέδειξαν ύπατον. Αφ' ού δ' αυτός παρέλαβε την αρχήν, και εν ώ επεμελείτο υποθέσεώς τινος περί του πολέμου, ο πατήρ αυτού, είτε διά γήρας και ασθένειαν, είτε θέλων να δοκιμάση τον υιόν του, ανέβη τον ίππον του, και ήλθε προς αυτόν διά του πλήθους των περιεστώτων. Ο δε νεανίας, ιδών αυτόν μακρόθεν, δεν υπέφερε τούτο, αλλά πέμψας ένα υπηρέτην, παρήγγειλε τον πατέρα του να καταβή, και να έλθη πεζός, αν έχη ν' αναφέρη τι εις τον άρχοντα. Και τους μεν άλλους δυσηρέστησεν η διαταγή, και εν σιωπή απέβλεπον προς τον Φάβιον, ως πάσχοντα αναξίως της δόξης του. Εκείνος όμως, πηδήσας αμέσως από του ίππου, έδραμε ταχεί βήματι προς τον υιόν του, και εναγκαλισθείς και ασπασθείς αυτόν, «Καλώς, τω είπεν, ω παι, φρονείς και πράττεις, συναισθανόμενος τίνων άρχεις, και πόσον μέγεθος εξουσίας ανέλαβες. Ούτω και ημείς και οι πρόγονοι την Ρώμην ηυξήσαμεν, υπέρ γονείς και παίδας προτιμώντες πάντοτε το καλόν της Ρώμης.» Λέγεται δ' ότι τω όντι ο προπάππος του Φαβίου, αποκτήσας δόξαν και δύναμιν μεγίστην εν Ρώμη, εγένετο πεντάκις ύπατος, και ετέλεσεν εκ μεγίστων πολέμων λαμπροτάτους θριάμβους. Όταν δ' ο υιός αυτού ήτον ύπατος, αυτός εστάλη πρεσβευτής εις τον πόλεμον (632) και εις τον θρίαμβον, εκείνος μεν εισήλθεν εις την πόλιν επί τεθρίππου, ούτος δε τον παρηκολούθει μετά των άλλων έφιππος, χαίρων ότι, εν ώ ήτον κύριος του υιού του, εν ώ ήτον και ωνομάζετο μέγιστος των πολιτών, ετίθετο όμως κατώτερος του άρχοντος και του νόμου. Αλλά δεν ήσαν ταύτα μόνα τα καθιστώντα θαυμαστόν εκείνον, Συνέβη δε ν' αποθάνη ο υιός του Φαβίου, και τότε ούτος την μεν συμφοράν υπέμεινεν ως ανήρ φρόνιμος και ως πατήρ χρηστός, μετριοπαθέστατα· το δ' εγκώμιον το προφερόμενον εις τας κηδείας των επισήμων πολιτών υπό των οικείων αυτών, αυτός το εξεφώνησεν ελθών εις την αγοράν, και έγραψε τον λόγον και τον εξέδωκε.
ΚΕ. Κατ' εκείνους τους χρόνους σταλείς εις Ιβηρίαν (633) ο Σκηπίων Κορνήλιος, τους μεν Καρχηδονίους απεδίωξε, νικήσας αυτούς εις μάχας πολλάς, εκέρδησε δ' υπέρ των Ρωμαίων έθνη πάμπολλα, και πόλεις μεγάλας, και πράγματα λαμπρά, και επιστρέψας περιεστοιχίζετο υπ' ευνοίας του δήμου και υπό δόξης ως ουδείς άλλος· Γενόμενος δ' ύπατος, και εννοών ότι ο δήμος μεγάλην τινά πράξιν απήτει και περιέμενε παρ' αυτού, το να πολεμήση προς τον Αννίβαν εν Ιταλία εθεώρει ως ιδέαν σκωριώσαν και γεροντικήν, και διενοείτο αυτήν την Καρχηδόνα και την Λιβύαν να πληρώση όπλων και στρατευμάτων, και να πορθήση αυτήν, μεταβιβάζων εκεί εξ Ιταλίας των πόλεμον, και εις τούτο εξ όλης καρδίας προέτρεπε τον δήμον. Αλλά τότε ο Φάβιος, παν είδος φόβου εμπνέων εις την πόλιν, και λέγων ότι υπ' ανδρός ανοήτου και νέου ερρίπτετο εις τον έσχατον και μέγιστον των κινδύνων, ούτε λόγου εφείδετο ούτε έργου δυναμένου ν' αποτρέψη τους πολίτας, και την μεν βουλήν έπειθεν, εις τον δήμον όμως εφαίνετο ότι κατηγόρει τον Σκηπίωνα φθονών αυτόν διά την επιτυχίαν του, και φοβούμενος, αν ήθελε κατορθώσει τι μέγα και λαμπρόν, και ή παύση όλως τον πόλεμον, ή τον μακρύνη από της Ιταλίας, μη φανή αυτός αδρανής και μαλακός, διότι τόσον καιρόν επολέμει άνευ επιτυχίας οριστικής. Φαίνεται δ' ότι κατ' αρχάς μεν ήρχισεν αντιλέγων ο Φάβιος εκ πολλής διά την ασφάλειαν μερίμνης και προνοίας, και φοβούμενος τον κίνδυνον, όστις ήτον τω όντι μέγας· αλλ' ότι έγινεν επιμονώτερος και προέβη περαιτέρω, εμποδίζων του Σκηπίωνος την αυξήσιν εκ φιλαυτίας τινός και εκ φιλονείκου διαθέσεως. Διά τούτο έπεισε και τον Κράσσον, όστις ήτον συνύπατος μετά του Σκηπίωνος, να μη τω αφήση την στρατηγίαν, ουδέ να υποκύψη εις αυτόν, αλλ' αν εγκριθή η εκστρατεία, αυτός να εκστρατεύση κατά των Καρχηδονίων· και δεν αφήκε να δοθώσι χρήματα διά τον πόλεμον. Αναγκαζόμενος επομένως ο Σκηπίων να πορισθή ο ίδιος χρήματα, έλαβεν αυτά εκ των Τυρρηνικών πόλεων, αίτινες μετ' αυτού είχον οικειότητα, και ήθελον να τον ευχαριστήσωσι. Τον δε Κράσσον εκώλυε ν' αναχωρήση της Ιταλίας και η φύσις αυτού, διότι δεν ήτον φιλόνεικος αλλά πράος, και ο θείος νόμος, διότι είχε την μεγίστην ιερωσύνην.
ΚΣΤ. Τότε δε δι' άλλης οδού αντιταττόμενος ο Φάβιος εις τον Σκηπίωνα, εμπόδισε τους νέους όσοι επροθυμούντο να συνεκστρατεύσωσι μετ' αυτού, και τους συνείχε, κραυγάζων εις τας βουλάς και τας συνελεύσεις, ότι ο Σκηπίων όχι μόνον ο ίδιος εδραπέτευε προ του Αννίβου, αλλ' απέπλει λαμβάνων μεθ' εαυτού και την λοιπήν δύναμιν της Ιταλίας, δημαγωγών διά ματαίων ελπίδων τους νέους, και πείθων αυτούς να εγκαταλείψωσι γονείς και γυναίκας και πόλιν, εις ής τας θύρας τροπαιούχος και ανίκητος κάθηται ο εχθρός. Ταύτα λοιπόν λέγων, εφόβισε τους Ρωμαίους, και εψήφισε να μεταχειρισθή ο Σκηπίων μόνα τα στρατεύματα της Σικελίας, και εκ των συνοδευσάντων αυτόν εις την Ιβηρίαν να λάβη τριακοσίους, οίτινες ήσαν πιστοί εις αυτόν. Η πολιτική αύτη του Φαβίου ήτον σύμφωνος προς την φύσιν αυτού. Όταν δ' ο Σκηπίων διέβη εις την Λιβύαν, και ευθύς ανηγγέλλοντο εις την Ρώμην έργα θαυμαστά, και πράξεις υπερήφανοι το μέγεθος και το κάλλος, και εις επικύρωσιν της φήμης ήρχοντο λάφυρα πολλά, και ο βασιλεύς των Νομάδων αιχμάλωτος, και δύο στρατόπεδα συγχρόνως επυρπολήθησαν, και πολλοί εφθάρησαν άνθρωποι εν αυτοίς, και όπλα πολλά και ίπποι συγκατεκάησαν, και πρεσβείαι εστέλλοντο υπό των Καρχηδονίων προς τον Αννίβαν, προσκαλούσαι και ικετεύουσαι αυτόν ν' αφήση τας ανεκτελέστους εκείνας ελπίδας, και να σπεύση εις βοήθειαν της πατρίδος του, εις δε την Ρώμην όλοι είχον διά στόματος τον Σκηπίωνα διά τα κατορθώματά του, τότε ο Φάβιος απήτει να πέμψωσι διάδοχον του Σκηπίωνος, άλλην μεν μη έχων πρόφασιν, ειπών δε το γνωστόν αξίωμα, ότι δεν είναι ασφαλές να πιστεύωνται εις ενός ανθρώπου τύχην πράγματα τόσον μεγάλα· διότι δύσκολον είναι να επιτυγχάνη είς και αυτός πάντοτε. Διά τούτων δε δυσηρέστησε το πλήθος, ως άνθρωπος δύσκολος και φθονερός, ή διά το γήρας όλως άτολμος γενόμενος, και τας ελπίδας αποκρούων, και τον Αννίβαν υπέρ παν μέτρον τρομάζων. Και αφ' ού δ' ούτος απέπλευσε της Ιταλίας μετά του στρατού αυτού, ουδέ τότε αφήκεν αθορύβητον και εν πεποιθήσει ασφαλείας την χαράν και το θάρρος των πολιτών αλλά τότε μάλιστα έλεγεν ότι η πόλις διέτρεχε τον έσχατον κίνδυνον, και ότι επίφοβος ήτο η θέσις των πραγμάτων αυτής. Διότι εις την Λιβύαν και προ της Καρχηδόνος βαρύτερος θα επιπέση κατ' αυτών ο Αννίβας, και εις τον Σκηπίωνα θ' αντιταχθή θερμός έτι υπό του αίματος πολλών αρχιστρατήγων και Δικτατώρων και υπάτων. Ώστε εκ των λόγων τούτων εταράττετο πάλιν η πόλις, και εν ώ ο πόλεμος είχε μετατεθή εις Λιβύαν, ενόμιζον ότι ο φόβος ήλθε πλησιέστερον εις την Ρώμην.
ΚΖ. Αλλ' ο Σκηπίων μετ' ολίγον καιρόν νικήσας εις μάχην κατά κράτος τον Αννίβαν, και ταπεινώσας και καταπατήσας την υπεροψίαν της Καρχηδόνος καταβεβλημένης, απέδωκεν εις τους πολίτας χαράν ανωτέραν πάσης ελπίδος, και την εξουσίαν αυτών τω όντι
Σεισθείσαν υπό σάλου την ανώρθωσε (634).
Του Φαβίου Μαξίμου όμως η ζωή δεν παρετάθη μέχρι του τέλους του πολέμου, ουδ' ήκουσεν αυτός του Αννίβου την ήτταν, ουδ' είδε την μεγάλην και βεβαίαν της πατρίδος του ευτυχίαν· αλλά καθ' όν καιρόν ο Αννίβας απήρχετο της Ιταλίας, νοσήσας, απέθανε. Και οι μεν Θηβαίοι έθαψαν δημοσίως τον Επαμινώνδαν διά την πενίαν ήν αφήκεν οπίσω του· διότι μετά θάνατόν του λέγεται ότι ουδέν ευρέθη εις την οικίαν του πλην ενός οβολού σιδηρού (635). Τον δε Φάβιον οι Ρωμαίοι δεν ενεταφίασαν μεν δημοσίως, αλλ' έκαστος προσέφερεν ιδιαιτέρως το μικρότατον των νομισμάτων του, ουχί ως βοηθών δι' ένδειαν αυτού, αλλ' ως θάπτων τον πατέρα του δήμου· και ούτως ο θάνατος αυτού έλαβε τιμήν και δόξαν της ζωής του αξίαν.
Α. Και οι μεν βίοι των ανδρών τούτων τοιαύτην έχουσι την ιστορίαν. Επειδή δε και
πολιτικής και πολεμικής αρετής πολλά και καλά παραδείγματα αφήκαν αμφότεροι,
ας αρχίσωμεν εκ των πολεμικών, παρατηρούντες, ότι ο Περικλής, διοικήσας τον
δήμον όταν ήτον εις θέσιν ευδαιμονεστάτην και μέγιστος δι' εαυτού, και όταν εις
δυνάμεως υπερτάτην περιήλθεν ακμήν, δύναται να υποτεθή ότι ένεκα της κοινής
ευτυχίας και της υγιούς καταστάσεως των πραγμάτων, διέμεινεν ασφαλής και
απρόσκοπτος. Αι δε του Φαβίου πράξεις, αναδεχθέντος την διεύθυνσιν της πόλεως
εις καιρούς αίσχους και συμφορών, δεν διετήρησαν αυτόν ασφαλή εις τα αγαθά,
αλλ' εκ κακών τον προήγαγον εις τα κρείττονα. Και εις μεν τον Περικλέα επέτρεψαν
αι επιτυχίαι του Κίμωνος, και του Μυρωνίδου και του Λεωκράτους τα τρόπαια, και
τα πολλά και μεγάλα κατορθώματα του Τολμίδου, εορτάζων μάλλον και
πανηγυρίζων να στρατηγή της πόλεως, παρά ν' ανακτήση και να φυλάττη αυτήν διά
του πολέμου. Ο δε Φάβιος, βλέπων πολλάς μεν φυγάς και ήττας, πολλούς δε
θανάτους και σφαγάς αυτοκρατόρων
(636) και
στρατηγών, τας λίμνας δε και τας πεδιάδας και τους δρυμούς πλήρεις νεκρών
στρατοπέδων, και τους ποταμούς μέχρι της θαλάσσης αίμα και πεφονευμένους
κυλίοντας, διά της ιδίας αυτού εμβριθείας
(637) και
ευσταθείας ανέλαβε και υπεστήριζε την πόλιν, και δεν αφήκε, παρασυρομένη υπό
των σφαλμάτων των άλλων, να καταστραφή εντελώς. Αφ' ετέρου όμως δεν
φαίνεται επίσης δύσκολον να διαχειρισθή τις πόλιν τεταπεινωμένην υπό
συμφορών, και διά την ανάγκην εις ήν διατελεί υποτασσομένην εις τους
φρονίμους, ως το να χαλινώση την αυθάδειαν και την θρασύτητα δήμου
παραφερομένου και επαιρομένου διά τας ευτυχίας του. Κατά τούτον όμως τον
τρόπον φαίνεται ο Περικλής δαμάσας τους Αθηναίους. Αλλά και το μέγεθος και
πλήθος των κακών, όσα εφώρμησαν τότε κατά της Ρώμης, ανέδειξαν τον Φάβιον
άνδρα μέγαν και ισχυρόν την διάνοιαν, διότι ούτε τον εσύγχυσαν, ούτε τον
ηνάγκασαν να εγκαταλείψη τας ιδέας του.
Β. Και εις μεν την άλωσιν της Σάμου υπό Περικλέους δύναται ν' αντιταχθή η κατάληψις της Τάραντος, και εις την Εύβοιαν αι κατά την Καμπανίαν πόλεις· διότι την Καπύην εκυρίευσαν οι ύπατοι Φούλβιος και Άππιος (638). Δεν φαίνεται δε να ενίκησεν ο Φάβιος ποτέ εις μάχην εκ παρατάξεως, πλην εκείνης, μεθ' ήν ετέλεσε τον πρώτον του θρίαμβον, εν ώ ο Περικλής έστησεν εννέα τρόπαια, νικήσας τους εχθρούς κατά γην και κατά θάλασσαν. Δεν αναφέρεται δ' ουδεμία τοιαύτη πράξις του Περικλέους, οίαν έπραξεν ο Φάβιος αρπάσας τον Μινούκιον από των χειρών του Αννίβου, και διασώσας ολόκληρον στρατόπεδον των Ρωμαίων· και τούτο ήτον όντως έργον καλόν ανδρείας ομού, φρονήσεως και χρηστότητος. Επίσης όμως πάλιν ουδέ λάθος κανέν αναφέρεται του Περικλέους, οποίον έσφαλεν ο Φάβιος, απατηθείς υπό του στρατηγήματος του Αννίβου διά των βοών, όταν κατέλαβε τον εχθρόν αυτομάτως και εκ τύχης εμπεσόντα εις τα στενά, και τον αφήκε να φύγη κρυφίως διά νυκτός, και την ημέραν να διέλθη διά της βίας, και να τον προκαταλάβη βραδύνοντα, και να τον νικήση εν ώ είχε συλληφθή υπ' αυτού. Αν δ' ο καλός στρατηγός πρέπη ουχί μόνον τα παρόντα να ηξεύρη να διοική, αλλά και να προνοή ορθώς περί των μελλόντων, ο μεν πόλεμος των Αθηναίων ετελείωσεν ως προείδε και προείπεν ο Περικλής· διότι εις πολλά αναμιγνύμενοι, απώλεσαν την δύναμίν των. Οι δε Ρωμαίοι, πέμψαντες παρά την γνώμην του Φαβίου τον Σκηπίωνα κατά των Καρχηδονίων, εγένοντο παντοκράτορες ουχί εκ τύχης, αλλά διά της σοφίας και ανδρείας του στρατηγού όστις ενίκησε τους εχθρούς. Ώστε υπέρ τούτου μεν μαρτυρούσιν αι αποτυχίαι της πατρίδος του ότι καλώς προεγνώρισεν, ο δε υπό των κατορθωμάτων αυτής εξελέγχεται ότι εντελώς ηπατήθη. Ίσον δε σφάλμα είναι του στρατηγού το να εμπέση εις κακόν χωρίς να το περιμένη, ως το ν' αφήση εκ δυσπιστίας να παρέλθη καιρός κατορθώματος· διότι η αυτή, ως φαίνεται, απειρία και το θάρρος γεννά και το θάρρος αφαιρεί.
Γ. Εις δε τα πολιτικά λίαν αξιοκατηγόρητος είναι ο Περικλής διά τον πόλεμον, διότι λέγεται ότι αυτός τον επέφερε, μη θελήσας να ενδώση εις την προς τους Λακεδαιμονίους φιλονεικίαν. Νομίζω δ' ότι ουδ' ο Φάβιος Μάξιμος θα ενέδιδέ ποτε εις τους Καρχηδονίους, αλλ' ότι ευγενώς θα υπέμενε τον κίνδυνον υπέρ της ηγεμονίας της Ρώμης. Του Φαβίου η προς τον Μινούκιον επιείκεια και πραότης καταδικάζει τον στασιασμόν κατά του Κίμωνος και του Θουκυδίδου, οίτινες άνδρες όντες αγαθοί και αριστοκρατικοί, ηναγκάσθησαν υπό του Περικλέους να φύγωσι, και εξωστρακίσθησαν. Η δύναμις όμως και το κράτος του Περικλέους ήτον μεγαλήτερον, όθεν και ουδένα άλλον στρατηγόν αφήκεν εις την πόλιν να υποπέση εις δυστυχήματα διά κακών βουλευμάτων· αλλά μόνος ο Τολμίδης, διαφυγών και αποκρούσας διά βίας αυτόν, κατεστράφη εν Βοιωτία· οι δ' άλλοι όλοι, διά το μέγεθος της δυνάμεώς του παρακολούθουν αυτόν, και υπετάσσοντο εις την γνώμην του. Ο δε Φάβιος καθ' εαυτόν ων άπταιστος και αναμάρτητος, φαίνεται ότι δεν είχεν επίσης την δύναμιν του να εμποδίζη τους άλλους· διότι δεν θα υπέπτιπτον εις τοσαύτας συμφοράς οι Ρωμαίοι, αν ο Φάβιος εδύνατο παρ' αυτοίς όσον ο Περικλής εν Αθήναις. Την δ' ως προς τα χρήματα μεγαλοφροσύνην αυτών απέδειξαν ο μεν ουδέν λαμβάνων παρά των διδόντων, ο δε πολλά δίδων εις τους ανάγκην έχοντας, και διά των ιδίων αυτού χρημάτων εξαγοράσας τους αιχμαλώτους. Ταύτα όμως δεν ήσαν πολλά τον αριθμόν, αλλά μόνον έξ τάλαντα (639)· εν ώ δεν δύναταί τις να ειπή πόσα ο Περικλής εδύνατο να ωφεληθή και παρά συμμάχων και παρά βασιλέων, οίτινες διά την δύναμίν του ήθελον να τον περιποιώνται, και όμως διατήρησεν αδωροδόκητον εαυτόν και καθαρώτατον. Προς δε το μέγεθος των έργων και των ναών, και προς την ανέγερσιν οικοδομημάτων, δι' ών εκόσμησεν ο Περικλής τας Αθήνας, όλαι αι προ των Καισάρων φιλότιμοι της Ρώμης ιδρύσεις δεν δύνανται αξίως να παραβληθώσιν, αλλ' έξοχον έχει και ασύγκριτον το πρωτείον η μεγαλουργία τούτων και η μεγαλοπρέπεια.
1) Δίδυμος, ο Αλεξανδρεύς, γραμματικός επί Αυγούστου, γράψας υπομνηματισμούς εις λογογράφους και ποιητάς. Εις αυτόν αποδίδονται, αλλά κακώς, τα μικρά εις Όμηρον σχόλια. Ουδέν των συγγραμμάτων του διεσώθη. ↩
2) Ασκληπιάδης, γραμματικός εκ Βιβυνίας, σύγχρονος του Διδύμου. Εσχολίασε και διόρθωσε συγγράμματα φιλοσόφων.↩
3) Φιλοκλής ήτον ο ανεψιός του Αισχύλου, τραγικός ποιητής, και έτερος, τραγικός και αυτός, και τρίτος, κωμικός, χλευαζόμενος υπ' Αριστοφάνους.↩
4) Από Κόδρου, του τελευταίου Βασιλέως, του θυσιασθέντος υπέρ της πόλεως.↩
5) Ηρακλείδης ο Ποντικός, φιλόσοφος εξ Ηρακλείας του Πόντου, μαθητής Σπευσίππου και Αριστοτέλους.↩
6) Σοφοκλ. Τραχίν. 442.↩
7) Συνήθως οι αρχαίοι ηλοίφοντο διά μύρων μετά το λουτρόν. Προ των γυμνικών αγώνων όμως ηλοίφοντο στεγνοί δ' ελαίου, και μετά ταύτα εκυλίοντο εις την άμμον. Η απαγόρευσις αύτη του Σόλωνος τοις έκλειεν άρα και τα γυμνάσια. Η δ' ετέρα, του να μη αγαπώσι τους παίδας, προήρχετο εκ του ότι ο έρως αυτών δεν εδύνατο να έχη τον καθαρόν και ευγενή χαρακτήρα της φιλίας των ελευθέρων. ↩
8) Χάρμος, άγνωστος αλλαχόθεν.↩
9) Κατά τα Παναθήναια ετελείτο ο αγών της λαμπάδος ή λαμπαδηφορίας, καθ' όν οι αγωνιζόμενοι έτρεχον από της Ακαδημίας προς την πόλιν λαμπάδας έχοντες, και ενίκα εκείνος ούτινος η λάμπας δεν εσβύνετο. ↩
10) Ο περιπατητικός. Ίδ. Λυκ. 20.↩
11) Ο Σόλων, ήτον ποιητής. Τούτο το απόσπασμα εκ των ποιημάτων του, ηρωελεγείον, σύγκειται, ως τα πλείστα εξ αυτών, εξ εξαμέτρων, και πενταμέτρων εναλλάξ. Έγραψε δε, ως φαίνεται εκ των αποσπαμάτων του, εις διάφορα μέτρα, και εις εξαμέτρους, και εις τριμέτρους ιαμβικούς, και εις τετραμέτρους τροχαϊκούς.↩
12) «Έργον ουδέν όνειδος· αεργίη δε τ' όνειδος». Ησιόδ. Έργ. και Ημ. 311.↩
13) Το κείμενον λέγει «Πρώτος», άλλα βεβαίως κατά λάθος, διότι τον οικιστήν της Μασσαλίας ονομάζει Πρώτιν ο Ιουστίνος (ΜΓ, Γ, 11), καθ' όν ενυμφεύθη Γύπτιν, την θυγατέρα Νάννου, του βασιλέως των Κελτών. Κατά δ' Αριστοτέλην (Αθήν. ΙΓ, 36), ο Πρώτις ην υιός του οικιστού της Μασσαλίας, Ευξείνου του Φωκαέως, νυμφευθέντος την θυγατέρα του Νάννου, Πέλταν.↩
14) Ο Μιλήσιος, είς των επτά σοφών. Κατά Διογένην τον Λαέρτιον, (Α), εμίσθωσε τα ελαιουργεία, και εκέρδησε πολλά χρήματα.↩
15) Πιθανώς άλλος του Ιατρού.↩
16) Περίανδρος, υιός Κυψέλου, τύραννος της Κορίνθου, είς των επτά σοφών και αυτός.↩
17) Αλιείς εκ της νήσου Κω.↩
18) Εκ της Μιλήτου, επισήμου πόλεως της Ιωνίας.↩
19) Βίας εκ Πριήνης της Ιωνίας, είς και αυτός των επτά σοφών. ↩
20) Ισμήνιος ελέγετο ο Απόλλων από Ισμηνού, ποταμού παραρρέοντος τας Θήβας. Είχε δ' υπό την επωνυμίαν ταύτην αρχαιοτάτην λατρείαν εν Θήβαις.↩
21) Θεόφραστος, ο περίφημος φιλόσοφος εξ Ερεσσού της Λέσβου, σύγχρονος του Αλεξάνδρου, μαθητής του Αριστοτέλους.↩
22) Βαθυκλής, καλλιτέχνης, ιδίως τορευτής εκ Μαγνησίας της προς Μαιάνδρω, δ' επί Κροίσου κατασκευάσας εν Λακωνία τον θρόνον του Αμυκλαίου Απόλλωνος.↩
23) Ανάχαρσις, Σκύθης, εκ της βασιλικής οικογενείας, υιός δ' Ελληνίδος, ελθών εις την Ελλάδα περί την 47 Ολυμπιάδα και τραφείς εις την Ελληνικήν παιδείαν, κατετάχθη, μετά των 7 σοφών.↩
24) Πάταικος, φιλόσοφος Πυθαγορικός, ιστορικός, πιθανώς και μυθοποιός.↩
25) Την αρετήν θεωρεί ενταύθα ως συμφυή μετά των ψυχικών δυνάμεων, υφ' ών έχουσι λαβήν τα φάρμακα και αι νόσοι, και ως δι' αυτών εκδηλουμένην και ενεργούσαν.↩
26) Ελεγεία, τα έχοντα εναλλάξ ένα εξάμετρον και ένα πεντάμετρον.↩
27) Ως εφόρουν οι ασθενείς. (Πλάτ. Πολιτ. Γ. 306)↩
28) Κωλιάς, ακρωτήριον της Αττικής ανατολικώς του Φαλήρου, εις την θέαν την καλουμένην «Τρεις Πύργοι». ↩
29) Εις τη Κωλιάδα ελατρεύετο κυρίως η Αφροδίτη.↩
30) Μεταξύ των διαφόρων ποταμών οίτινες έφερον το όνομα Ασωπός φαίνεται ότι υπήρχεν εις και εν Αιγίνη (Πίνδ. Νεμ. Γ, 7). Τούτου μάλλον παρά του εν Βοιωτία ήτον θυγάτηρ η Σαλαμίς. Εκτός αν ο χρησμός ωνόμασεν Ασώπιον τον Σαλαμίνιον κόλπον δι' αυτό τούτο, διότι η Σαλαμίς ελέγετο θυγάτηρ του Ασωπού. ↩
31) Περίφημος και Κυχρεύς, ήρωες της Σαλαμίνος, ο πρώτος αλλαχόθεν άγνωστος, ο δεύτερος υιός του Ποσειδώνος και της Σαλαμίνος, βασιλεύσας επί της ομωνύμου νήσου, διότι εφόνευσε δράκοντα όστις την εξερήμου.↩
32) Τριακόντορος, πολεμικόν πλοίον, έχον τριάκοντα κωπία. ↩
33) Η Εύβοια είναι πολύ μακράν, και επιπροσθεί το Σούνιον. Εννοεί δ' ότι η άκρα εκείνη ήτον εις τα βορειοανατολικά της νήσου.↩
34) Εις αρχαιοτάτους χρόνους η Σαλαμίς ωνομάζετο και Σκιράς. (Ευσταθ. εις Διον. 511. Στράβ. Η, 393). Το όνομα τούτο περιωρίσθη μετά ταύτα, φαίνεται, εις έν ακρωτήριον, το βορειανατολικόν, όπου υπήρχε και ναός της Αθηνάς Σκιράδος (Ηρόδ. II, 84). Είχε δε το επίθετον τούτο η Αθηνά και εν Αττική, και ώφειλεν αυτό, ει και διάφοροι παραγωγαί αυτού αναφέρονται, εις την τραχείαν και πετρώδη θέσιν εφ' ής ίστατο ο ναός της.↩
35) Ενυάλιος, ο Άρης.↩
36) Κατάλογος των πλοίων, ή Βοιωτία, μέρος της δευτέρας ραψωδίας της Ιλιάδος, περιέχων απαρίθμησιν των πλοίων και των στρατευμάτων μεθ' όσων οι Έλληνες εξεστράτευσαν κατά της Τρωάδος. Τον κατάλογον τούτον λέγεται νοθεύσας ο Σόλων, διά προσθήκης των δύω στίχων. Το τέχνασμα τούτο ήτον δυνατόν τότε, όταν τα ποιήματα του Ομήρου εκ στήθους κυρίως απεμνημονεύοντο, και κατά πρώτον μάλιστα επί Πεισιστράτου συνελέγησαν. ↩
37) Βραυρών, δήμος της Αττικής, κατά τα Μεσόγαια, Βράουνας καλούμενος σήμερον. Η δε Μελίτη ήτον μέρος της πόλεως των Αθηνών, πιθανώς το βορειοδυτικόν.↩
38) Ηρέας, Μεγαρεύς, ιστορικός. Ίδ. και Θησ. § Κ.↩
39) Ιαονία, αρχαίος, πιθανώς Ασιανός τόπος, αντί Ιωνία. ↩
40) Κίρρα, αρχαία πόλις εις τον Κορινθιακόν κόλπον, λιμήν των Δελφών. Οι Κιρραίοι κατεκράτησαν γην ιεράν, ανήκουσαν εις τον ναόν. Εντεύθεν ο αμφικτυονικός κληθείς πόλεμος, καθ' όν γενικός μεν αρχηγός ην ο τύραννος των Σικυωνίων Κλεισθένης, στρατηγός δε των Αθηναίων ο Αλκμαίων. Κυριευθείσα τότε η Κίρρα, κατεδαφίσθη, και η χώρα αυτής αφιερώθη εις τον Απόλλωνα. ↩
41) Οι Αμφικτύονες ήσαν οι απεσταλμένοι διαφόρων πόλεων, οίτινες είχον του ναού την επιμέλειαν. Το συνέδριον δ' αυτών ελάμβανε πολλάκις και πολιτικόν χαρακτήρα, και απεφάσιζε προσέτι περί ειρήνης και πολέμου, όταν μάλιστα επρόκειτο, περί ζητημάτων αφορώντων το ιερόν.↩
42) Των νικητών εις τους δημοσίους αγώνας συνετάττοντο και διετηρούντο κατάλογοι. Των νικησάντων εις τα Πύθια, περί τους Δελφούς, συνέταξεν ο Αριστοτέλης, μη διατηρηθέντα.↩
43) Πιθανώς ο περιπατητικός φιλόσοφος, όστις έγραψε και επισήμων φιλοσόφων βίους. Διογ. Β. 55.↩
44) Ο Σάμιος Ευάνθης, συγγραφεύς άλλοθεν άγνωστος. ↩
45) Αλκμαίων, υιός του Μεγακλέους, έγγονος Αλκμαίωνος, του τελευταίου ισοβίου άρχοντος.↩
46) Κύλων, επίσημος Αθηναίος, γαμβρός του Θεαγένους, τυράννου των Μεγάρων, κατέλαβε την Ακρόπολιν, επί σκοπώ να γίνη και αυτός τύραννος των Αθηνών, κατά Ολ. 42, α', ή 45. α'. Αλλ' επολιορκήθη στενώς, και αυτός μεν εδραπέτευσε μετά του αδελφού του, οι δ' οπαδοί του κατέφυγον εις ναόν τον της Αθηνάς. Οι πολιορκηταί δε, υποσχεθέντες ότι δεν θέλουσι τους βλάψει, τους εξήγειρον εκείθεν, διά να μη αποθάνωσιν εκ πείνης εντός των ναών, και παρά την υπόσχεσιν τους απέσφαξαν. Οι Αθηναίοι όμως απεδοκίμασαν την ανόσιον ταύτην πράξιν, και των φονέων τους μεν εθανάτωσαν, ρίψαντες εκτός της χώρας και τα οστά αυτών, τους δε εξώρισαν. Τούτο είναι το Κυλώνειον ανοσιούργημα, το Κυλώνειον άγος, ως ονομάζεται εν τη ιστορία. (Θουκ. Α, 126). ↩
47) Ο πατήρ του εν τω προλαβόντι παραγράφω μνησθέντος Αλκμαίονος, του στρατηγού των Αθηναίων εις τον Αμφικτυονικόν πόλεμον. ↩
48) Το άγαλμα τούτο ήτον το εντός του ναού της Πολιάδος επί της Ακροπόλεως ξύλινον, το Διιπετές (ουρανοκατάβατον). Το χρυσελεφάντινον, όν έργον του Φειδίου, δεν υπήρχε τότε.↩
49) Εκράτουν την κλωστήν, ίνα μένωσιν ασφαλείς πάντοτε υπό την προστασίαν της Θεάς.↩
50) Σεμναί Θεαί ήσαν αι Ευμενίδες ή Εριννύες, ών το ιερόν ήτον εις τους βορειανατολικούς πρόποδας του Αρείου Πάγου, άντικρυ, της Ακροπόλεως. ↩
51) Μετά τον Αλκμαίονα, τον πατέρα του Μεγακλέους, έπαυσεν η αρχοντία, και κατέστησαν εννέα άρχοντες δεκαετείς.↩
52) «Ε ν α γ ε ί ς».↩
53) Φλυεύς ή Φλυάσιος, από Φλύας, δήμου της Αττικής. ↩
54) Νίσαια, ο λιμήν των Μεγάρων, ημίσειαν ώραν απ' αυτών απέχων.↩
55) Φαίστιος, εκ Φαιστού, πόλεως Κρητικής· κατ' άλλους Φαιστός ην η πατρίς του πατρός του, ο δ' Επιμενίδης εγεννήθη εν Κνωσσώ της Κρήτης. Ήτον σοφός, και ιδίως περί τα ιερά, και μαγικής τέχνης γνώσις απεδίδετο εις αυτόν, και πολλά θαυμάσια περί αυτού διηγούνται, μεταξύ δ' άλλων ότι εκοιμήθη εντός σπηλαίου επί 57 έτη, ότι εκαθάρισε τας Αθήνας από λοιμόν, και ότι έζησε 157 έτη χωρίς να φανή ποτέ τρώγων.↩
56) Υιός Κυψέλου, τύραννος Κορίνθου, είς των 7 σοφών. ↩
57) Κατ' άλλους Βλάστης.↩
58) Κουρήται, πανάρχαιος φυλή, κατοικούσα την Αιτωλίαν και την Κρήτην, και ενταύθα χειρονακτικάς τινας τέχνας ασκούσασα, ιδίως δε την λατρείαν του Διός δι' ορχήσεων και άλλων εθίμων τελούσα, οπαδοί δε της Κυβέλης κατ' άλλους των αρχαίων ιδίως, και τον Δία βρέφος αναθρέψαντες. Ο Επιμενίδης έγραψε ποίημα περί αυτών, και των ιερέων της Κυβέλης Κορυβάντων. ↩
59) Η υποτιθεμένη αύτη προφητεία επηλήθευσεν επί Μακεδόνων, ότε ο Αντίπατρος έθηκε Μεκεδονικήν φρουράν εις την άκραν της Μουνυχίας, εν Ολ. 116.↩
60) Η ελαία ήν εχάρισεν η Αθηνά εις τας Αθήνας όταν εφιλονείκησε μετά του Ποσειδώνος περί της κυριαρχίας αυτών. Ήτον δ' η ελαία αύτη εντός του ναού της Πολιάδος Αθηνάς.↩
61) Ο αττικός λαός διηρείτο τότε εις τας τρεις ταύτας γεωγραφικάς διαιρέσεις, αίτινες παρέμεινον και εις τους μετά ταύτα χρόνους. Πεδιείς ήσαν οι κατοικούντες το περί τας Αθήνας πεδίον, Διάκριοι κατά το βόρειον ορεινόν μέρος της Αττικής, από του Πεντελικού και επέκεινα, και Πάραλοι, οι κατοικούντες την ανατολικήν πλευράν, τα λεγόμενα Μεσόγαια, μέχρι της θαλάσσης.↩
62) Φανίας, εξ Ερεσού της Λέσβου, περιπατητικός φιλόσοφος, μαθητής του Αριστοτέλους.↩
63) Άρχων επώνυμος.↩
64) «Το ίσον πόλεμον ου ποιεί». ↩
65) Δηλ. νόμιμον, συγκεκερασμένην βασιλείαν, αντί της τυραννίας. ↩
66) Ο Πιττακός, τύραννος των Λεσβίων, ήτον είς των επτά σοφών. ↩
67) Φώκον, άγνωστον τίνα. Πιθανώς προπάτορά τινα του Φωκίωνος, όστις ήτον υιός Φώκου.↩
68) Δηλ. Φιληνάδας.↩
69) Σεισάχθεια, δηλαδή απόσεισις, αφαίρεσις του βάρους. ↩
70) Ανδροτίων, Αθηναίος ιστορικός της γ'. εκατονταετηρίδος π. Χ. έγραψεν ιστορίαν της Αττικής εις 12 βιβλία.↩
71) Ορθότερον ότι εσμίκρυνε τοσούτον την δραχμήν, ώστε αι επ' αυτού 100 δραχμαί ήσαν ισοδύναμοι προς 73 των αρχαιοτέρων, διότι ούτε πιθανόν είναι η αρχαία μνα να περιείχε τον παράδοξον και δυσδιαίρετον αριθμόν των 73 δρ. (Το ημίμναιον θα ήτον λοιπόν εκ 36 1/2 δραχμών!), ούτε εις τας καθ' ημέραν συναλλαγάς θα εχρησίμευεν αν η μνα μόνη είχε γίνει ελαφροτέρα, η δε δραχμή είχε μείνει η ιδία.↩
72) Κόνων, προφανώς προπάτωρ του ήρωος της Κνίδου. Κλεινίας, προπάτωρ του Αλκιβιάδου, αναμφιβόλως ο πάππος του πατρός αυτού. Ιππόνικος, πιθανώς ο πατήρ του δαδούχου Καλλίου, όστις ην εις την μάχην του Μαραθώνος.↩
73) Το τάλαντον 6000 δραχμαί.↩
74) Πολύζηλος, Ρόδιος συγγραφεύς, αλλαχόθεν άγνωστος. ↩
75) Εννοεί ουχί βασιλεύς· διότι άλλως ήτον εκ των ευγενεστέρων οικογενειών των Αθηνών, καταγόμενος εξ αυτού του Κόδρου.↩
76) Ο Δράκων, άρχων αιρεθείς εν Ολ. 39, δ', έδωκε νόμους εις τας Αθήνας, εξ ών μόνους τους αφορώντας του φονείς διετήρησεν ο Σόλων, ως έχοντας τας ποινάς αναλόγους προς το κακούργημα, και πιθανώς αρχαιοτάτους, και προγενεστέρους του Δράκοντος.↩
77) Δημάδης, είς των δέκα Αθηναίων ρητόρων, επί Φιλίππου. ↩
78) Ο μέδιμνος ήτον μέτρον σίτου, ισοδυναμούν προς 85 λίτρας περίπου.↩
79) Συνεισφέροντας αξίαν ίππου.↩
80) Ζευγίται, διότι εδύναντο να έχωσιν έν ζεύγος βοών. ↩
81) Θης, ως λέγεται, παρά του Θέω, Θάω, Τίθειμι, κυρίως ο υπό των γαιούχων τιθέμενος, εις τα κτήματα αυτών όπως επί μισθώ τα καλλιεργή. ↩
82) Η βουλή του Αρείου Πάγου κοινώς επιστεύετο πολύ αρχαιοτέρα του Σόλωνος, και πανάρχαιον δικαστήριον των Αθηνών, δικάσαν τον Ορέστην και αυτόν τον Άρην, και εις ιστορικωτέρους χρόνους μέλλον να επιληφθή της δίκης του Μεσσηνίου Πολυχάρους εν Ολ. 9., β'. (Παυσ. Δ, 5), μίαν και ημίσειαν εκατονταετηρίδα προ του Σόλωνος, όστις φαίνεται ότι ερρύθμισε μόνον την πολιτικήν δικαιοδοσίαν του συνεδρίου τούτου· εκτός αν η μεταγενεστέρα φήμη αυτού δεν έδωκεν αφορμήν εις τους μύθους, και δεν απεδόθησαν αυτώ τα εις άλλα δικαστήρια ανήκοντα.↩
83) Οι Αθηναίοι διηρούντο τότε εις τας τέσσαρας Φυλάς, αίτινες, ως φαίνεται, ήσαν παντός ιωνικού λαού η διαίρεσις, επώνυμοι των τεσσάρων υιών του Ίωνος κατά τον μύθον, αληθώς όμως επώνυμοι του βίου εις όν εκάστη επεδίδετο. Ίδ. κατωτ. ΚΓ.↩
84) Την του Αρείου Πάγου.↩
85) Εφέται, άλλο δικαστήριον εν Αθήναις, φονικάς δίκας δικάζον, ιδίως τους ακουσίους φόνους. Αυτοί πιθανώς εδίκαζον κατ' αρχάς και εις τον Άρειον Πάγον, πριν ο Σόλων κατατήση ιδίαν βουλήν Αρειοπαγιτών.↩
86) Άξονες, στρεπταί σανίδες, περί άς ήσαν γεγραμμένοι οι νόμοι του Σόλωνος.↩
87) Επίτιμος ήτον ο απολαμβάνων πάντων των πολιτικών αυτού δικαιωμάτων, άτιμος δε, ο στερούμενος τινών εξ αυτών.↩
88) Πρυτανείον, το μέρος των συνεδριάσεων των πρυτάνεων της βουλής εις τους μετά ταύτα χρόνους, ήν έν των δικαστηρίων και αυτό, ού προέδρευεν είς των εννέα αρχόντων, ο λεγόμενος βασιλεύς.↩
89) Επίκληρος ωνομάζετο η κόρη εις ήν, δι' έλλειψιν αδελφού, περιήρχετο η πατρική κληρονομία. Κύριος δε της επικλήρου ήτον ο πλησιέστερος αυτής συγγενής, όστις ώφειλε να προστατεύη αυτήν και την περιουσίαν. Εις τούτον ανήκε το πρώτον δικαίωμα να την νυμφευθή. Ενιαχού η μετάφρασις αποφεύγει επίτηδες την μεγάλην ακρίβειαν. Αλλά σπανιώτατα τούτο, και όπου φαίνεται αναπόφευκτον. ↩
90) Το κυδώνιον είχον εις πολλήν υπόληψιν οι αρχαίοι (Plin. II. Ν. XVI, II). Εδήλου δε το έθιμον, ότι πρέπει οι προς αλλήλους λόγοι των νυμφίων να έχωσι χάριν και γοητείαν. (Πλου. Γαμ. παραγγ.).↩
91) Τας «φερνάς», όσα η νύμφη φέρει εις τον νυμφίον έπιπλα και ενδύματα, το τράχωμα, ουχί την προίκα, διότι εξ εναντίας πάσα γυνή, εκτός αν ήτον όλως πένητος κόρη, έπρεπε να έχη την προίκα της. ↩
92) Διονύσιος, ο τύραννος των Συρακουσών. ↩
93) Εκ δράματός τινος επιγραφομένου Φιλοκτήτης, ουχί του γνωστού του Σοφοκλέους, αλλ' άλλου τινος απολεσθέντος. Εις τα ηθικά του ο Πλούταρχος (Ει πρεσβ. πολιτ. 9) αναφέρει του χωρίου τούτου δύο πλήρεις στίχους
«Τις δ' αν σε νύμφη, τις δε παρθένος νέα
δέξαιτ' αν;
Εύγ' ουν ως γαμείν έχεις τάλας».
ήτοι
Τις νύμφη, τις παρθένος θενά σε δεχθή;
Ω! εύγε!
Είσαι διά γάμους, άθλιε. ↩
94) Οβολός, το έκτον της δραχμής, σχεδόν 1/2 σημερινή δραχ. ↩
95) Δηλαδή οι επί Ρωμαίων.↩
96) Γυναικονόμοι, άρχοντες, έχοντες την επιτήρησιν της κοσμίου διαγωγής των γυναικών.↩
97) Μαθητής Αριστοτέλ. ιστορικός εκ της εν Πόντω Ηρακλείας. ↩
98) Δημήτριος Φαληρεύς, ο επί Μακεδόνων άρχων των Αθηνών, φιλόσοφος και συγγραφεύς.↩
99) Ακριβέστερον ήσαν τα ονόματα των Όπλητες, Αργάδεις (εκ του Άργον το έργον ή ο αγρός), Αιγικορείς και Τελέοντες (οι τα ιερά τελούντες ή τους φόρους τελούντες), Οι δε Γεδέοντες θα παρήγοντο εκ του Γη και δαίω (το διαιρώ), ή αν η λέξις ήτον Γελέοντες, εκ του γης λαός. ↩
100) Στάδιον, έκταση 600 ποδών. Ιππικόν δε λέγεται διότι τόσην έκτασιν διέτρεχον οι ίπποι κατ' ευθείαν εις τους αγώνας.↩
101) Η οργυιά 6 πόδας.↩
102) Χους είναι το δωδέκατον του μετρητού = 2 οκάδες 172 δράμια.↩
103) Διότι έλαιον εγίνετο άφθονον.↩
104) Κρατίνος, Αθηναίος κωμικός ποιητής της αρχαίας κωμωδίας, επ' Αριστοφάνους.↩
105) Έξ εκ των εννέα αρχόντων ωνομάζοντο Θεσμοθέται. ↩
106) Εν τη αγορά υπήρχε λίθος, όθεν εγίνοντο τα δημόσια κηρύγματα.↩
107) Το μέγεθος της τιμής αποδεικνύει το σχεδόν αδύνατον της παραβάσεως. Ο χρυσός επί Σόλωνος ήτον σπανιώτατος.↩
108) Εννοεί την τελευταίαν του σεληνιακού μηνός, καθ' ήν γίνεται μάλιστα καταφανής η ανωμαλία.↩
109) «Ένη και νέα». Ένη είναι λέξις αρχαιοτάτη, σημαίνουσα παλαιάν.↩
110) Ομήρ. Οδύσσ, Ξ, 162. Ο Όμηρος ομιλεί περί της αφίξεως του Οδυσσέως εις την Ιθάκην, εννοών επομένως μίαν και την αυτήν ημέραν. ↩
111) Νουμηνία, νέος μην.↩
112) Εις τρεις δεκάδας διηρείτο ο αττικός μην. Η πρώτη ωνομάζετο «μηνός αρχομένου» ή «ισταμένου», ή δευτέρα «μεσούντος», ή τρίτη «φθίνοντος». Δια τας δυο πρώτας ηρίθμουν τας ημέρας κατά σειράν αύξουσαν: «πρώτη, δευτέρα ισταμένου ή μεσούντος». Δια την τρίτην ηρίθμουν κατά σειράν ελαττουμένην, λέγοντες «δεκάτη, εννάτη φθίνοντος», αντί εικοστή, εικοστή πρώτη. ↩
113) Κάνωβις, Ηλιούπολις και Σάις, πόλεις της κάτω Αιγύπτου. ↩
114) Πλάτων εν Τιμαίω· ότι ο Σόλων έμαθε παρ' αρχαίων αιγυπτίων ιερέων περί μεγίστης νήσου, Ατλαντίδος καλουμένης, ήτις υπήρχεν άλλοτε εις τον Ωκεανόν, εντός των Ηρακλείων στηλών, και κατωκείτο υπ' αρχαιοτάτων και ισχυροτάτων εθνών, των Ατλάντων· ότι δ' εις τους μετέπειτα χρόνους κατεποντίσθη υπό σεισμών. Κατ' άλλο χωρίον του Πλάτωνος (Κριτ. μείζ.), οι Άτλαντες μετ' αναριθμήτου στρατού εκυρίευσαν το πλείστον του τότε γνωστού κόσμου, πλην μόνων των Αθηνών, αίτινες ου μόνον δεν υπετάγησαν, αλλά και τον στόλον εκείνων κατεπόντισαν, και τον στρατόν κατετρόπωσαν. Τα πλείστα τούτων εισίν αναμφιβόλως μυθώδη, τινές δε νομίζουσιν ότι περιέχουσα ίσως αληθούς τινος ιστορικού συμβάντος αμυδράς απομνημονεύσεις, και ότι η Ατλαντίς είναι η Αμερική, εις παναρχαίους χρόνους γνωστή υπάρξασα και μετά ταύτα λησμονηθείσα. Άλλοι πpεσβεύoυσιv ότι η Ατλαντίς δεν απείχε τοσούτον μακράν, αλλ' ότι ήτον η Αρκαδία. Ο Σόλων έγραψε ποίημα περί του μυθικού εκείνου πολέμου.↩
115) Υψηλήν.↩
116) Η Αφροδίτη.↩
117) Σάρδεις, πρωτεύουσα της Λυδίας, ής βασιλεύς ήτον ο Κροίσος.↩
118) Ο Κλέοβις και ο Βίτων ήταν Αργείοι. Ο δε ναός της Ήρας, πανάρχαιος, και περίφημος εν τη αρχαιότητι, έκειτο μίαν περίπου ώραν ανατολικώς του Άργους, κατά τους πρόποδας των ορέων. Ο ναός ούτος, καείς, ανωδομήθη μετά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον, και εις αυτόν κατεσκεύασεν ο Πολύκλειτος χρυσελεφάντινον το άγαλμα της Θεάς. Λείψανα του ναού σώζονται μέχρι τούδε.↩
119) Λογοποιοί λέγει το κείμενον, διότι λόγος δήλοι ό,τι και μύθος, légende. ↩
120) «Τοις βασιλεύσι δεί ως ήκιστα ή ως ήδιστα ομιλείν.» — «Μα Δία· αλλ' ως ήκιστα ή ως άριστα.↩
121) Ίδ. § ΙΓ.↩
122) Ίδ. § ΙΒ.↩
123) Ίδ. § ΙH.↩
124) Η τραγωδία την πρώτην αρχήν της έλαβεν εκ χορών τρύγα ηλειμμένων το πρόσωπον, και ψαλλόντων ύμνους εις τον Διόνυσον εν καιρώ του τρύγους, κατά πρώτον εις το Ικάριον, δήμον Αττικής. Εκ τούτου λέγεται ότι Τρυγωδία εκλήθη (Αθήν. Β, 11), και τραγωδία, διότι οι ψάλλοντες ελάμβανον τράγον ως βραβείον. Πρώτος δ' ο Θέσπις παρενέβαλεν εις τας ωδάς ταύτας και πρόσωπον ηρωικήν τινα υπόθεσιν αφηγούμενον.↩
125) Ίδ. Ομήρ. Οδύσσ. Δ, 242-258, όπου η Ελένη διηγείται ότι ο Οδυσσεύς, ως δούλος πενιχρά ενδυθείς και το σώμα του τραυματίσας, εισήλθεν άγνωστος εις την Τρωάδα.↩
126) Αρίστων, ίσως πρόγονός τις του Πλάτωνος.↩
127) Ίδ. § Α.↩
128) Ίδ. § Δ.↩
129) Διότι ο Πλάτων ήτον προς μητρός απόγονος Δροπίδου αδελφού του Σόλωνος.↩
130) Τον λόγον τον επιγραφόμενον Κριτίας, όστις είναι ατελής. ↩
131) Ο ναός του Ολυμπίου Διός, θεμελιωθείς επί Δευκαλίωνος, ήρχισεν οικοδομούμενος επί των Πεισιστρατιδών, αλλ' επί Πλουτάρχου έμενεν ατελής έτι, και μόνον επί Αδριανού επερατώθη.↩
132) Ίδ. § ΙΔ.↩
133) Ο Κωμίας ήτον άρχων επώνυμος εν Ολ. 55, α', π. Χ. 560, ο δ' Ηγέστρατος εν Ολ. 55, β', π. Χ. 559.↩
134) Εβασίλευσε σφάξας τον πενθερόν και προκάτοχόν του Σέρβιov Τύλλιον, εν Ολ. 6, δ'.↩
135) Λουκρητία, θυγάτηρ Λουκρητίου, και σύζυγος Κολλατίνου, ητιμάσθη υπό Σέξτου, του υιού του Ταρκυνίου, και εσφάγη ορκίζουσα τους Ρωμαίους να την εκδικήσωσι. Τότε οι Ρωμαίοι επανέστησαν, και απέκλεισαν τον Ταρκύνιον, διατελούντα εκτός της Ρώμης εις το στρατόπεδον. Και αυτός μεν ηναγκάσθη να καταφύγη εις Γαβίους, η δε Ρώμη εδημοκρατήθη.↩
136) Ο Λεύκιος Ιούνιος ήτον υιός του Μάρκου Ιούνιου, ενός των επισήμων Ρωμαίων ούς εθανάτωσεν ο Ταρκύνιος ότε κατέλαβε τον θρόνον, ως εθανάτωσε και τον πρεσβύτερον των υιών αυτού. Ίνα αποφύγη την αυτήν τύχην, ο νεώτερος, Λεύκιος Ιούνιος, επροσποιήθη τον ηλίθιον, διό και Βρούτος (Brutus) επωνομάσθη. Αλλ' όταν ήλθεν η στιγμή, ετιμώρησεν αυτός τον τύραννον, μεγάλην δείξας σύνεσιν και δύναμιν χαρακτήρος.↩
137) Από δούλου ελεύθερος.↩
138) Φρατρία είναι φυλή. Εν Αθήναις ήτον διαίρεσις των φυλών υπό θρησκευτικήν έποψιν. Οι πολιτογραφούμενοι Αθηναίοι ελάμβανον συγχρόνως το δικαίωμα να εγγραφώσιν εις οίαν δήποτε φρατρίαν ήθελον.↩
139) Αληθώς εκ του Vindicare, διότι επί των απελευθερώσεων ο κύριος του δούλου ήγγιζεν αυτόν εις την κεφαλήν διά ράβδου, προφέρων τας λέξεις Vindicare in libertatem, ό έστιν αποκαθιστάναι εις ελευθερίαν (Non. Marcell. IV, 487).↩
140) Τον Άρην. Το χωρίον ωνομάζετο, πιθανώς έκτοτε, campus martius.↩
141) Media inter duos pontes. Πάντες όμως οι συγγραφείς ονομάζουσιν αυτήν απλώς «νήσον», και ουδείς αναφέρει το όνομα αυτής, το παραφραζόμενον υπό του Πλουτάρχου. Ήτον δε κυρίως ιερά τω Ασκληπιώ, κατά Διονυσ. Αλικαρνασ. βιβλ. Ε. Ήδη δ' ονομάζεται νήσος του αγ. Βαρθολομαίου. ↩
142) Ο Ταρκύνιος φαίνεται ότι είναι η προσωποποίησις της παναρχαίας τυρρηνικής κυριαρχίας εν Ρώμη· και αυτό αυτού το όνομα είναι τοπικόν μάλλον ή κύριον, κατ' επιχώριον προφοράν σημαίνον Τυρρηνός (Ταρχούν, Ταρχύνιος).↩
143) Arsia sylva. Κατ' άλλους, αλλ' ήττον ορθώς, ως φαίνεται, ursum sylva. Το δε Aesuvia prata.↩
144) Τελευταίαν ημέραν του Φεβρουαρίου.↩
145) Αναξιμένης, ρήτωρ εκ Λαμψάκου, ού μνημονεύει και ο Στράβων. Ίσως ο αυτός τω ιστορικώ, τω παρακολουθήσαντι τον Αλέξανδρον εις τας εκστρατείας του.↩
146) Vicæ Potæ (Τ. Liv. II, 7), ως λέγουσιν εκ του Vincere και potire, νικάν και απολαύειν, το καρπούσθαι την νίκην.↩
147) Poplicolam, εκ του populus, λαός, και cola, θεραπεύω. ↩
148) Δέκα οβολοί εισί δραχμή και 4 οβολοί. Οι δ' εκατόν οβολοί, 16 δρ. 4. οβ.↩
149) Κατ' άλλην γραφήν πεκούνια, τα χρήματα, αμφότερα εκ του pecus σημαίνον το πρόβατον. Είναι δε και το pecus λέξις ελληνική, διότι το πείκος και ο πόκος δηλούσι το έριον, και το πέσκος (όθεν το πετσί), το δέρμα του προβάτου. ↩
150) Suillus, εκ του Sus, ο συς. Bubulcus ή Bubalcus ο βουκόλος, εκ του Bos, ο βους, και δωρ. Βως. Caprarius, ο Αιπόλος. Porcius, ο συβότης, εκ του Porcus (Πόρκος), ο χοίρος.↩
151) Ούτως είχον και οι Αθηναίοι τον Παρθενώνα.↩
152) Fasces, αι συνδεδεμέναι ράβδοι.↩
153) Ουήιοι, Veii, πόλις της Τυρρηνίας.↩
154) Αι στέγαι των Τυρρηνικών ναών, οποίος ην ο επί των Ταρκυνίων οικοδομηθείς ναός του Καπιτωλίου, ήσαν συνήθως ξύλιναι, και πολύ προέχουσαι· διά τούτο τα αετώματα αυτών, ήτοι τα τριγωνικά πέρατα εις τας δύο μικράς πλευράς, ήσαν πολύ ασθενέστερα παρά τα Ελληνικά, και μη δυνάμενα να φέρωσι λίθινα αγάλματα, εκοσμούντο πολλάκις διά κεραμίων, ως ελαφροτέρων. Την κορυφήν δε λέγων ενταύθα ο Πλούταρχος, εννοεί το αέτωμα.↩
155) Ταρκύνιος ο πρεσβύτερος, υιός του εκ Κορίνθου, περί Ολ. 25, φυγαδευθέντος Βακχιάδου Δημαράτου Ίδ. Β. Ρωμυλ. ΙΣΤ.↩
156) Την 13 σεπτεμβρίου.↩
157) Ο δεύτερος μην των Αθηναίων.↩
158) Η λίτρα αργυρίου ελέγετο εν Αθήναις μνα, και περιείχεν 100 δραχμάς. Αι 40,000 λίτραι ήσαν άρα 4 εκατομμύρια δραχμών. Τότε όμως δεν υπήρχεν εισέτι ρωμαϊκόν νόμισμα, διότι κατά πρώτον εκόπη εν 485 ά. κ. Ρ. Τα δε 12,000 Τάλαντα αποτελούσι 72,000,000 δραχμάς των τότε, σήμερον δε 216,000,000.↩
159) Του εν τη Αττική Πεντελικού όρους, όθεν ελήφθησαν τα μάρμαρα των μεγάλων οικοδομημάτων των Αθηνών.↩
160) Οι Τυρρηνικοί και οι διαδεχθέντες αυτούς ρωμαϊκοί κίονες ήσαν εν γένει ισχνότεροι των Ελληνικών. Φαίνεται δε ότι οι του Καπιτωλίου, τμηθέντες εν Αθήναις κατά τας ελληνικάς αναλογίας, διά το Ολυμπιείον, δωρίου ρυθμού, επί Πεισιστράτου (ίδ. Σόλ. ΛΒ,), μετεκομίσθησαν εις Ρώμην υπό Σύλλα (ΡΙ.36. 6) και μετειργάσθησαν κατ' αναλογίας ρωμαϊκάς.↩
161) Βασιλική, είδος στοάς πολυτελούς, το σχήμα και το όνομα εχούσης εκ της εν Αθήναις στοάς, εις ήν εδίκαζεν ο άρχων Βασιλεύς. ↩
162) Επίχαρμος, ο Σικελός κωμικός ποιητής. Ίδ. Νουμ. ΚΒ. ↩
163) Πόλις της Τυρρηνίας.↩
164) Λάρον Πυρσήνον, κατά Διον. Αλικ. (Ε, 21), Lavlem, κατά Λίβιον.↩
165) Ανεψιός του υπάτου Ωρατίου, απόγονος των Ωρατίων οίτινες επολέμησαν κατά των Κορατίων.↩
166) Κόκλην, Cocles, κατ' άλλους, σημαίνον μονόφθαλμος. ↩
167) Κατά Διον. Αλικ. (Ε, 25) επί του λιμού. Ήσαν δ' οι συνεισενεγκόντες τριακόσιαι χιλιάδες.↩
168) Εσχάρα ήτον είδος μικρού κινητού βωμού.↩
169) Εκ Ταρσού της Κιλλικίας, διδάσκαλος του Αυγούστου και του Τιβερίου.↩
170) Του Οκταβίου Αυγούστου.↩
171) Πιθανώς Posthumius.↩
172) Οι ευγενείς νέοι της Ρώμης εφόρουν χλαμύδας εχούσας πορφυράν παρυφήν, togam prætextatam.↩
173) Ο λαός του Λατίου. Μόνον αφ' ού ηνώθησαν μετά των Ρωμαίων έδωσαν το όνομά των εις αυτούς.↩
174) Πλέθρον, έκτασις 100 ποδών, το έκτον του Σταδίου. ↩
175) Ποταμός του Λατίου, εισβάλλων εις τον Τίβεριν πλησίον της Ρώμης. Σήμερον Τεβερόνε.↩
176) Εξ ού εγένοντο Αυτοκράτορες έπειτα.↩
177) Quadramus, νόμισμα περιέχον το τέταρτον της Λίτρας, ή του οβολού, ήτοι τρεις ογγίας, ή δυο χαλκούς.↩
178) Λόφος της Ρώμης.↩
179) Γενεαλογικών καταλόγων. Ίδ. Νουμ. § Α.↩
180) Εκ των Ουαλερίων κατήγοντο αι οικογένειαι των Μαξίμων, των Κορβίνων, των Ποτιτίων, των Λεβινίων, και των Φλάκκων, έχουσαι των Ουαλερίων το κοινόν επωνύμιον. Εξακόσια δ' έτη από Ποπλικόλα φέρουσιν εις την αρχήν της βασιλείας του Τραϊανού, ότε φαίνεται ότι ο Πλούταρχος έγραψε τον βίον τούτον. ↩
181) Μίμνερμος, Κολοφώνιος, ποιητής και μουσικός, ζήσας περί την 35 Ολ. άρα προς του Σόλωνος, κατά Σουίδαν. Ούτος εφεύρε τον Πεντάμετρον (καθ' ερμήνακτα παρ' Αθηναίω) και έγραψεν επομένως πρώτος ελεγεία, ών μικρά λείψανα σώζονται παρ' Αθηναίω.↩
182) Διότι εις το αττικόν πολίτευμα οι δικασταί ήσαν 6000 τον αριθμόν, αυτός ο δήμος.↩
183) Συστήσας την του Αρείου Πάγου.↩
184) Διίμαχος, ιστορικός άλλοθεν άγνωστος.↩
185) Ο δήμος των Αθηναίων διηρείτο εις δέκα, μετά ταύτα, επί Μακεδόνων, εις 12 φυλάς· αύται δε πάλιν εις 174 δήμους ή χωρία. Έν εξ αυτών εκαλείτο Φρέαρ, ού το δημοτικόν Φρεάριος.↩
186) Νόθος ήτον ενώπιον του αττικού νόμου όστις είχε πατέρα ή μητέρα ξένης καταγωγής.↩
187) Επίγραμμα του ποιητού Αμφικράτους, και παρ' Αθηναίω σωζόμενον (IΓ, 37). ↩
188) Εκ Θράκης.↩
189) Φανίας, Λέσβιος, μαθητής του Αριστοτέλους. Ίδ. Σόλ. ΙΔ. ↩
190) Εκ Καρίας.↩
191) Ουδετέρως, ως πολλά αρχαία γυναικών ονόματα. ↩
192) Συγγραφεύς ρητορικών λόγων εκ Κυζίκου, μαθητής Φιλίσκου. ↩
193) Έξω των Διομείων πυλών, αίτινες ήσαν κατά τα σημερινά ανάκτορα. Το δε Κυνόσαργες ήτον εις την θέσιν όπου ίδρυται σήμερον η μονή των Ασωμάτων.↩
194) Δηλαδή να συγγυμνασθώσι, διότι οι γυμναζόμενοι ηλείφοντο έλαιον διά να γίνωνται τα μέλη των ολισθηρά.↩
195) Επίσημος οικογένεια εν Αθήναις, καταγομένη από Λύκου του υιού του Πανδίωνος.↩
196) Φλυαί, δήμος των Αθηνών κατά τα Μεσόγεια. Το δημοτικόν Φλυεύς και Φλυάσιος.↩
197) Έκαστον των αρχαίων γενών εν Αττική είχεν ιερόν υπό την επιμέλειάν του.↩
198) Σιμωνίδης, ιστορικός. Ίδ. Θησ. § Ι.↩
199) Είδος κιθάρας.↩
200) Στησίμβροτος, Θάσιος συγγραφεύς, σύγχρονος του Περικλέους.↩
201) Αναξαγόρας, ο περίφημος φιλόσοφος εκ Κλαζομενών, του Περικλέους διδάσκαλος.↩
202) Μέλισσος, Σάμιος στρατηγός και φιλόσοφος, μαθητής Παρμενίδου και Ηρακλείτου, ακμάσας περί Ολ. 84.↩
203) Ο Μνησίφιλος ούτος έδωκε, καθ' Ηρόδοτον (Πλουτ. π. Ηροδ. κακοηθ.) την συμβουλήν εις τον Θεμιστοκλήν να πείση τους Έλληνας να πολεμήσωσιν εν Σαλαμίνι.↩
204) Προ 120 ετών έζη ο Σόλων.↩
205) Εκ Τέου της Ιωνίας.↩
206) Αρίστων, Χίος, μαθητής του Ζήνωνος, ή άλλος ομώνυμος. ↩
207) Λαύριον, το όρος της Αττικής προς το Σούνιον, παράγον άργυρον. Τα αρχαία αργυρεία του φαίνονται έτι, αλλ' είναι κατά μέγα μέρος εξηντλημένα.↩
208) Πλάτ. Νομ. Δ.↩
209) Θάσσιος ραψωδός επί Περικλέους, γράψας Ομηρικ. φυσιολ. ↩
210) Τον ξύλινον ίππον, όστις έκρυπτε πολεμιστάς, και δι' ού οι Έλληνες εκυρίευσαν την Τρωάδα.↩
211) Εις την πανήγυριν των Ολυμπιακών αγώνων.↩
212) Αι θεατρικαί παραστάσεις ήσαν μέρος των θρησκευτικών τελετών του Βάκχου. Διά τούτο εξετελούντο κατά μέρος δι' υποχρεωτικής δαπάνης των ιδιωτών. Έκαστον δράμα είχε χορόν. Η ενάσκησις και ενδυμασία αυτού, λαμβανομένου ουχί εκ των τακτικών σκηνικών, αλλ' εκ των πολιτών, ήτον η μεγαλητέρα δαπάνη εκάστης παραστάσεως. Ταύτην ανελάμβανεν είς πάντοτε των πλουσίων αλληλοδιαδόχως. Ούτος ήτον ο Χορηγός. Διάφορα δράματα παριστώντο ή εδιδάσκοντο εις εκάστην εορτήν, και ιδιαίτεροι δικασταί έκρινον ποίον ήτο το προτιμότερον κατά την πολυτέλειαν και την ευπρέπειαν της παρασκευής. Έν εξ όλων ενίκα, και η νίκη απεδίδετο εις τον χορηγόν, όστις ελάμβανεν ως βραβείον χαλκούν τρίποδα, όν συνήθως οι χορηγοί αφιέρουν εις τους Θεούς. ↩
213) Φρύνιχος είναι ο δραματοποιός, γνωστός ποιητής, μαθητής του Θέσπιδος. Εδίδασκεν έλεγον διά τους ποιητάς, διότι αυτοί αληθώς οι ίδιοι εδίδασκον τους ηθοποιούς την παράστασιν των οραμάτων των. Ο δ' Αδείμαντος ήτον άρχων επώνυμος της Ολ. 75, δ', και αναφέρεται εις την επιγραφήν εις δήλωσιν του έτους της νίκης.↩
214) Εποίησε τας μάχας του Μαραθώνος και της Σαλαμίνος, προσέτι τραγωδίας, ωδάς και ελεγεία. Ίδ. Θησ. I.↩
215) Οι ποιηταί τότε ήσαν και μουσικοί, διότι οι ίδιοι ερρύθμιζον και έψαλλον τα ποιήματά των.↩
216) Η χειροτονία ήτον ο τρόπος της εκλογής εν Αθήναις. Οι θέλοντες τον προτεινόμενον ύψουν την χείρα.↩
217) Γην και ύδωρ εζήτησεν ο βασιλεύς των Περσών παρά των Ελληνίδων πόλεων, εις σημείον υποταγής.↩
218) Η πράξις αύτη, αντί να επαινήται, έπρεπε να ονομασθή πατριωτικόν κακούργημα.↩
219) Εκ Ζελείας, Ασιανής πόλεως, μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας κειμένης· την σήμερον Ζείλια. Τον Άρθμιον και την καταδίκην του αναφέρουσι και ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης.↩
220) Ούτος ετιμάτο ιδίως υπό των Σπαρτιατών, και συνηγόρησεν υπέρ των Αθηναίων, επικαλουμένων την βοήθειαν της Σπάρτης κατά του Μαρδονίου.↩
221) Η στενή κοιλάς μεταξύ Ολύμπου και Όσσης.↩
222) Των Περσών.↩
223) Ακρωτήριον κατά τα βορειανατολικά της Ευβοίας, αντικρύ της Θεσσαλίας.↩
224) Αφέται, τόπος εις τον κόλπον της Μαγνησίας, ούτω κληθείς διότι εκείθεν εξέπλευσε το πρώτον το πλοίον των Αργοναυτών.↩
225) Η Σαλαμίνα λεγομένη, ήτις κυρίως μετέφερε τας ιεράς Θεωρίας. Ο δε τριήραρχος, λαμβάνων το πλοίον και τα σκεύη παρά του δημοσίου, ώφειλεν αυτός να διατρέφη το πλήρωμα.↩
226) Φανία ιστορικός, Ίδ. Σόλ. §. ΙΔ.↩
227) Πόλις επί της βορείας παραλίας της Ευβοίας, κατά το Ξηροχώριον.↩
228) Ολιζών, ίσως το Τρίκερι. Όλη η παραλία εκείνη της Θεσσαλίας ήτον το βασίλειον του Φιλοκτήτου.↩
229) Ανατολικής. Εκ του ναού τούτου προήρχετο το όνομα του ακρωτηρίου.↩
230) Οι Ίωνες ήσαν ή εθεωρούντο άποικοι των Αθηναίων. ↩
231) Εις τον ναόν της Πολιάδος Αθηνάς εις την ακρόπολιν υπήρχεν ο οικουρός λεγόμενος όφις, αντιπρόσωπος της αυτοχθονίας των Αθηναίων. Τούτον επεριποιούντο οι ιερείς του ναού, και τω επρόσφερον ως τροφήν μελίπηκτον. ↩
232) Τον χρησμόν έχει ο Ηρόδοτος (Ζ, 14). Κατ' αυτόν η Αττική έμελλε ν' αλωθή, οι δ' Αθηναίοι, να σωθώσιν εις ξύλινον τείχος. Η δε θεία Σαλαμίς έμελλε να καταστρέψη πολλά τέκνα γυναικών, όπερ μετά ταύτα εφηρμόσθη εις τους Πέρσας.↩
233) Εξ ιδίων αναμφιβόλως οι Αρειοπαγίται, ή εκ συνεισφορών. ↩
234) Ιστορικός της Αττικής. Ίδ. Θησ. ΙΘ.↩
235) Το Γοργόνειον ήτον η κεφαλή της Μεδούσης, ήτις εκρέματο επί του στήθους της Αθηνάς.↩
236) Καθ' Ηρόδοτον (II, 59). τούτα είπε ο στρατηγός των Κορινθίων Αδείμαντος.↩
237) «Πάταξον μεν, άκουσον δε.» ↩
238) Τευθίδες. Κατ' Αριστοτέλην (π. Ζώων ιστ. Δ, 1) ουδέν μαλακόσαρκον έχει σπλάγχνα. Αι δε τευθίδες και αι σηπίαι έχουσιν εσωτερικώς δύο στέρεα μέρη, ών το μεν καλείται σήπιον, το δε ξίφος.↩
239) Η γλαυξ ήτο το πτηνόν της Αθηνάς, και των Αθηνών το σύμβολον.↩
240) Λέγει πληθυντικώς τας νήσους διότι μεταξύ της Σαλαμίνος και της ξηράς είναι και η έρημος Ψυττάλεια.↩
241) Διότι οι νησιώται ήσαν ηναγκασμένοι να παρακολουθώσι τους Πέρσας. Το κείμενον των πλείστων αρχαιοτέρων εκδόσεων φέρει Τενεδία. Αλλ' ο Κοραής διόρθωσε Τηνία εξ Ηροδότου (ΙΙ, 82), λέγοντος ότι διά την υπηρεσίαν ταύτην οι Τήνιοι ανεγράφησαν μετά ταύτα επί του εν Δελφοίς Τρίποδος (του ήδη εις το Ιπποδρόμιον της Κωνσταντινουπόλεως σωζομένου) μετά των συντελεσάντων εις την κατατρόπωσιν των βαρβάρων.↩
242) Φανόδημος, ιστορικός, γράψας ιστορίαν της Αττικής. ↩
243) Ακεστόδωρος, ιστορικός, γράψας ιστορίαν Ελληνικήν. ↩
244) Τα Κέρατα ονομάζονται σήμερον έτι Κερατόπυργος, και είναι θέσις κειμένη επί του όρους του διαιρούντος την Ελευσίνα από των Μεγάρων, αφορώσα δε προς τον κόλπον της Σαλαμίνος. Πιθανόν δεν είναι παντάπασιν εδώ να εκάθησεν ο Ξέρξης, εις μέρος πολύ απέχον αφ' εκατέρου των στομίων όπου η μάχη έμελλε να γίνη και έγινε, εις μέρος προ πάντων άβατον σχεδόν εις τον πεζόν του στρατόν, και όπου θα ήτο μεμονωμένος περίπου. Ο Φανόδημος φαίνεται ότι έχει μάλλον δίκαιον· προήλθε δε πιθανώς η σύγχυσις εκ του ονόματος των Κεράτων, ό έφερεν, ως φαίνεται, και η περί το Ηράκλειον θέσις, διότι παρέμεινε και εκεί μέχρι τούδε υπό την μορφήν Κερατσίνι. Το Ηράκλειον έκειτο όπου περίπου το σημερινόν μοναστήριον του Σκαραμαγκά. Ο δε Πόρος, λέγεται σήμερον Πέραμα.↩
245) Δίφρον αργυρόποδα τον ονομάζουσιν ο Δημοσθένης και αι επί της Ακροπόλεως επιγραφαί. Ούτος, ληφθείς μετά των λαφύρων, ανετέθη μετά του ξίφους του Μαρδονίου εις τον ναόν της Πολιάδος επί της Ακροπόλεως. ↩
246) Και το λαμπρόν πυρ, αναδιδόμενον εκ των θυσιών, και ο εκ δεξιών πταρμός, εις έτι δ' αρχαιοτέρους χρόνους, επί Ομήρου. (Οδυσσ. Ρ, 545) ο πταρμός εν γένει, ήτον αίσιος οιωνός.↩
247) Τον ωμοφάγον, τον σκληρόν, διότι αρχαιότατα εθυσιάζοντο εν Ελλάδι άνθρωποι εις αυτόν (Παυσ. Θ, 8). Η αποτρόπαιος αύτη μαντεία είναι στίγμα εις την λαμπράν εκείνην ημέραν και εις τον τότε των Ελλήνων πολιτισμόν. ↩
248) Ίδ. § Ζ. ↩
249) Τραγωδίαν σωζομένην. Το εγνώριζε δ' ο Aισχύλος, διότι εμάχετο και αυτός και ο αδελφός του επί των πλοίων.↩
250) Δεκέλεια, δήμος της Αττικής σήμερον Τατόι. Ο Αμεινίας λέγεται αδελφός του ποιητού Αισχύλου.↩
251) Πεδιείς ωνομάζετο επί Σόλωνος μία των τεσσάρων αρχαίων διαιρέσεων του Αττικού λαού. Φαίνεται δ' ότι έπειτα έμεινε τούτο ως όνομα δήμου, αλλαχόθεν όμως μη μαρτυρουμένου.↩
252) Αρτεμισία, βασίλισσα της Αλικαρνασσού, συνεκστρατεύουσα μετά πέντε πλοίων.↩
253) Άρα ο Ξέρξης εκάθητο πλησιέστατα εις την μάχην. ↩
254) Ως γνωστόν, η Ελευσίς κείται εις το βάθος του κόλπου της Σαλαμίνος.↩
255) Εμπρός της Ελευσίνος προς τας Αθήνας εκτεινομένη μεγάλη πεδιάς.↩
256) Ο μυστικός Ίακχος ήτο πομπή ξοάνου τινός του Βάκχου, ιδίως Ιάκχου λεγομένου, ό κατά την 20 Βοηδρομιώνος έφερον μύρτοις εστεφανωμένον εξ Αθηνών εις Ελευσίνα, ψάλλοντες ύμνον, όστις και αυτός Ίακχος εκαλείτο. Καθ' Ηρόδοτον η φωνή ηκούσθη και, ουχί φως, αλλά κονιορτός πολύς, ως τρισμυρίων ανδρών, εφάνη εις το Θριάσιον, ημέρας τινάς προ της μάχης, όταν οι Πέρσαι επόρθουν την Αττικήν.↩
257) Οι Αιακίδαι, εξ Αιακού, όστις ην Αιγινίτης, ήσαν ο Τελαμών και ο Αίας.↩
258) Πλησιέστατα του μέρους όπου εγίνετο η μάχη, εντός της κοιλάδος του Αιγάλεω, της αγούσης, απ' Αθηνών προς το Θριάσιον κατά τον Ελευσίνιον κόλπον, έκειτο κατά Παυσανίαν (Α, 37) ναός του Απόλλωνος. Τούτου το ιδιαίτερον επίθετον ήτο πιθανώτατα Δάφνιος ή Δαφνηφόρος, διότι επί των ερειπίων αυτού ανηγέρθη η σωζομένη Βυζαντινή μονή, η ονομαζομένη Δαφνίον.↩
259) Του ανατολικού στομίου του κόλπου της Σαλαμίνος. ↩
260) Ο ποιητής Ίδ. Θησ. § Γ.↩
261) Ολ. 75, ά. τη 20 Βοηδρομιώνος, ήτοι τη 23 Σεπτ. του 480 π. Χ. ↩
262) Ο Ξέρξης έζευξε τον Ελλήσποντον, και διεβίβασεν τον στρατόν του διά γεφύρας.↩
263) Καθ' Ηρόδοτον ο διάλογος ούτος έγινε μετά του Ευρυβιάδου, και τούτο είναι το πιθανώτερον.↩
264) Επί του βωμού του Ποσειδώνος εψηφοφόρησαν περί του τις ηρίστευσεν. Καθ' Ηρόδοτον ανεχώρησαν αφήσαντες εκ φθόνου την ψηφοφορίαν άκριτον. Αλλ' η κοινή των Ελλήνων πειποίθησις ανεκήρυξε τον Θεμιστοκλέα. ↩
265) Καθ' Ηρόδοτον, εις μόνον αυτόν εν τη αρχαιότητι απέδωκαν τοιαύτην τιμήν.↩
266) Βασιλεύς της Σπάρτης εν έτει 742. Ίδ. Λυκ. 17.↩
267) Της Σπάρτης.↩
268) Οι Αιγινήται, έχοντες ναυτικήν δύναμιν, ήσαν τότε αντίπαλοι των Αθηναίων, οίτινες τους κατετρόπωσαν μετά είκοσι έτη. Δεν ήθελον δ' οι Λακεδαιμόνιοι να τειχισθώσιν αι Αθήναι, διότι τας εφοβούντο, και ίσως είχε προαποφασισθή τι μέτρον, καθ' ό ουδεμία Ελληνική πόλις επετρέπετο να τειχισθή, μη εις νέαν εισβολήν εύρωσι καταφύγιον οι Βάρβαροι, ως είχον εύρει εις Θήβας (Θουκ. Λ, 90).↩
269) Ιππ. 815.↩
270) Κατέστησε δηλαδή την πόλιν εντελώς παραθαλασσίαν, αύτην αναδείξας μέρος του Πειραιώς, ουχί τον Πειραιά μέρος των Αθηνών. ↩
271) Τούτο είναι πρόληψις κατά των Τριάκοντα, παραχθείσα εκ της κοινής κατ' αυτών αποστροφής. Μέχρις αυτών το βήμα της Πνυκός δεν εδύνατο ν' αποβλέπη προς την θάλασσαν, διότι επεπρόσθει το τείχος το εγερθέν επί Θεμιστοκλέους. Το νέον βήμα ήτο κατά πάσαν πιθανότητα έργον αυτού του Θεμιστοκλέους, γενόμενον όταν το αρχαίον κατεστράφη ένεκα του τειχισμού. Ίδ. Rang. Antiquités Helléniques, II.↩
272) Παγασαί, πόλις Θεσσαλική περί τον Βώλον. Ο Ελληνικός στόλος από Σαλαμίνος ανέβη εκεί διά να επιτηρή τον Περσικόν αναχωρήσαντα εις τον Ελλήσποντον.↩
273) Οι Αμφικτύονες ήσαν αρχαιότατος σύνδεσμος διαφόρων πόλεων, ιδίως σκοπόν έχων την επιμέλειαν του εν Δελφοίς παναρχαίου ιερού, κατ' ολίγον δε και πολιτικόν λαβών χαρακτήρα. Συνεδρίαζεν άπαξ του έτους εις Δελφούς, και άπαξ εις Θερμοπύλας, όθεν και Πυλαγόραι εκαλούντο οι παρ' αυτώ αντιπρόσωποι των πόλεων, ή μάλλον η μία κατηγορία των αντιπροσώπων, διότι υπήρχον και άλλοι, λεγόμενοι Ιερομνήμονες. Φαίνεται ότι ούτοι είχον την ψήφον, εκείνοι δε το συνηγορείν και βουλεύεσθαι, (Ίδ. τας εμάς Antiq. Hellén. II, αρ.903-905). Δώδεκα ήσαν κατ' αρχάς τα εν τω συλλόγω έθνη, και η αντιπροσωπεία ανήκεν αλληλοδιαδόχως εις εκάστην των πόλεων αυτών.↩
274) Ηρόδ. Η, 11.↩
275) Τιμοκρέων, ποιητής της Παλαιάς κωμωδίας.↩
276) Στίχοι ασυνάρτητοι, ή περικοπαί κατά σύστημα, εκ δακτύλων κυρίως και επιτρίτων, μετά βάσεων, αναλόγως προς τον ρυθμόν των εκκλησιαστικών τροπαρίων (Ίδ. Προοίμ. εις τας εμάς μεταφράσεις Ελλ. δραμάτων), καθ' όν μάλιστα και μετεφράσθησαν.↩
277) Περί Παυσανίου ίδ. κατωτέρω (ΚΓ), Λεωτυχίδας Βασιλεύς της Σπάρτης, Ξάνθιππος στρατηγός Αθηναίος, ο πατήρ του Περικλέους. ↩
278) Εις τα Ίσθμια πιθανώς εφιλοξένει μεγαλοδόρως τους πανηγυρίζοντας, και τούτο διαβάλλει ο ταπεινόφρων και υβριστής κωμικός. ↩
279) Η Μελίτη, συνοικία των Αθηνών, περίπου, ως φαίνεται, κατά το σημερινόν τρίτον αστυνομικόν τμήμα κειμένην.↩
280) Ατιμίαν έλεγον την στέρησιν πολιτικού τινος δικαιώματος. ↩
281) Παυσανίας Κλεομβρότου, θείος και επίτροπος του Πλειστάρχου υιού και διαδόχου, του Λεωνίδου, ενίκησε τους Πέρσας εν Πλαταιαίς. Μετά ταύτα συνέδεσε μυστικάς συνενεννοήσεις μετά του Ξέρξου, υποσχεθέντος να τω δώση εις γάμον την θυγατέρα του. Φωραθείς, κατέφυγεν εις τον ναόν της Αθηνάς, όπου, τειχίσαντες τας θύρας, τον αφήκαν ν' αποθάνη της πείνης. Η ιδία μήτηρ του έθηκε τον πρώτον λίθον.↩
282) Το Ελληνικόν κείμενον φέρει Αγραλώθεν, αλλ' είναι προφανώς εσφαλμένον, αντί Αγρυλήθεν, ως φαίνεται εις πάσας τας επιγραφάς το δημοτικόν του δήμου Αγρυλή. Άγραυλος δεν υπήρχεν ουδέ δήμος ουδέ χωρίον, αλλ' ήτον όνομα νύμφης, ήτις είχεν ιερόν εν Αγρυλή πέραν του Ιλισσού.↩
283) Κατά Θουκυδίδην (Α. 136) οι Κερκυραίοι εφοβήθησαν να δεχθώσι τον Θεμιστοκλέα. Ήτον δε προχειρότατον δ' αυτόν να περάση εις Ήπειρον, απέχουσαν μόλις μιας ώρας πλουν από της Κερκύρας. ↩
284) Αχαρναί, δήμος της Αττικής, δυτικώς των Αθηνών προς τον Πάρνηθα, περί το σημερινόν Μενίδι.↩
285) Ίδ. § Δ.↩
286) Θεόφραστος, ο Λεσβίος, μαθητής του Αριστοτέλους, ίδ. Σόλ. Δ.↩
287) Θουκυδ. Α. 135.↩
288) Πύδνα, πόλις της Μακεδονίας, εις τον Θερμαϊκόν κόλπον. Από της Ηπείρου μετέβη διά ξηράς εις την άλλην θάλασσαν, την της Μακεδονίας, όπως εκείθεν πλεύση εις την Ασίαν, χωρίς να παραπλεύση την Ελλάδα.↩
289) Θεόπομπος Χίος, ρήτωρ και ιστορικός, επί Φιλίππου και Αλεξάνδρου, μαθητής του Ισοκράτους. Έγραψε λόγους ιστορικούς εις 58 βιβλία, μη διασωθέντας.↩
290) Κύμη, πόλις της μικράς Ασίας, πρωτεύουσα της Αιολίας. ↩
291) Άνω εννοεί τους εν Περσία παρά τη αυλή του Μεγάλου Βασιλέως.↩
292) «Νυκτή φωνήν, νυκτί βουλήν, νυκτί την νίκην δίδου.»
Τον στίχον τούτον, καίτοι ευεξήγητον, ηναγκάσθην να μεταφράσω, διά το
μέτρον· διότι, ως εκ της τυχαίας θέσεως των τόνων φαινόμενος ότι έχει ρυθμόν
ιαμβικόν, είναι όμως τροχαϊκός, ως εν τη μεταφράσει.↩
293) Η ράβδος ήν εκράτουν οι κήρυκες, έχουσα δύο όφεις περιειλιμένους, και επί της κορυφής τον πτερωτόν πίλον του Ερμού, σημείον σπονδών και ειρήνης.↩
294) Η εξήγησις ήν ο Θεμιστοκλής και ο ξένος, αυτού έδωκαν εις το όνειρον φαίνεται ότι ωδήγησε τα περαιτέρω διαβήματά των.↩
295) «Των επί θύραις» λέγει το κείμενον. Δηλοί δ' η έκφρασις ως και «αι πύλαι», ή χρήται ο Ξενοφών, την αυλήν του Μεγάλου Βασιλέως, ως διετήρησαν αυτήν οι Οθωμανοί, ονομάζοντες την Αυλήν Βάβι χουμαϊούν, η υψηλή πύλη.↩
296) Ο εκ Λαμψάκου Χάρων, ιστορικός προγενέστερος του Ηροδότου, έγραψεν ιστορίαν των Περσών. Το δε χωρίον του Θουκυδίδου είναι Α, 137.↩
297) Έφορος, περίφημος ιστορικός της Ελλάδος μεταγενέστερος του Θουκυδίδου. Απ' αυτού απανθίζει πλείστα ο Στράβων. — Δείνων, ιστορικός επί Αλεξάνδρου, γράψας ιστορίαν των Περσών. — Κλείταρχος, υιός του Δείνωνος, ιστορικός και αυτός. — Ηρακλείδης, ο εκ Πόντου ιστορικός. Ίδ. Σόλ. Α. ↩
298) Χρονικά, πιθανώς τα εν τη Περσική αυλή συνταττόμενα και διατηρούμενα. Ο Ξέρξης απέθανεν εν Ολ. 78, δ'. π. Χ. 465, και ολίγον μετά τον θάνατον αυτού ήλθεν, φαίνεται, εις Περσίαν ο Θεμιστοκλής, επί των επτά μηνών καθ' ούς ίσχυεν έτι ο τον Ξέρξην αναβιβάσας εις τον θρόνον Αρτάβανος, και οίτινες καταριθμούνται εις του Ξέρξου την βασιλείαν. Εντεύθεν οι δισταγμοί των ιστορικών. Ούτως έκρινεν ο Δοδουέλλ (Ann. Thucyd. σ. 78-80), και παρεδέχθη ο Κλίντων (Fast. Hellen. Ann. 465).↩
299) Ίδ. ανωτ. §. ΙΓ.↩
300) Ερατοσθένης, ο γεωγράφος επί Πτολεμαίων Ίδ. Λυκ. Α. ↩
301) Έρριψε τον δακτύλιόν του κατά γης και έκυψε να τον λάβη διά να νομισθή μόνον ότι προσεκύνησε.↩
302) Περίφημον και πανάρχαιον μαντείον εις Δωδώνην, χώραν της Ηπείρου, εις ό βεβαίως ήλθεν ο Θεμιστοκλής, όταν διέτριβε παρά τω Αδμήτω. ↩
303) Δύο αρχάς, ή δύο δαίμονας ελάτρευον οι Πέρσαι, τον Ωρομάζην, αρχήν του καλού, και τον Αριμάνιον, αρχήν του κακού.↩
304) Μάγοι, οι ιερείς των Περσών.↩
305) Βασιλεύς της Σπάρτης, καταφυγών προ πολλού εις την Περσίαν.↩
306) Κίθαριν, λέγει το κείμενον· υψηλόν βασιλικόν κάλυμμα της κεφαλής.↩
307) «Ω παίδες, απωλύμεθ' αν ειμή απωλύμεθα». Δηλαδή, αν δεν εξωριζόμην και κατετρεχόμην εν Ελλάδι, θα εζώμεν ακόμη αθλίαν ζωήν.↩
308) Ούτως εφορολόγουν οι Πέρσαι τας πόλεις. Εκάστης το εισόδημα προσδιωρίζετο δι' ιδιαιτέραν τινά δαπάνην. ↩
309) Ίδ. §Δ↩
310) Πάσαι αύται αι πόλεις της μικράς Ασίας ολίγον μετά ταύτα, επί του Πελοποννησιακού πολέμου, ήσαν υποτελείς σύμμαχοι των Αθηναίων, Ίδ. τας εμάς Antiqu. Helléniques, I, σ. 289.↩
311) Κατοίκους δηλαδή της Πισιδίας ή Πισιδινής, επαρχίας κειμένης υπό τους βορείους πρόποδας του Ταύρου.↩
312) Η Ρέα, ιδίως τιμωμένη εν Φρυγία. ↩
313) Δινδυμένη, επίθετον του Ρέας, εκ του όρους Δινδύμου του εν Μυσία.↩
314) Ίδ. ανωτ. § ΙΘ.↩
315) Τας της εντός Ασίας.↩
316) Αλωπεκή, δήμος της Αττικής, εις τους σήμερον λεγομένους Αγγελοκήπους.↩
317) Μένων σ. 93↩
318) Ανδοκίδης, είς των δέκα Αττικών ρητόρων επί Αλκιβιάδου. ↩
319) Φύλαρχος, Αθηναίος ή Σικυώνιος, γράψας επί Πτολεμαίου, του Φιλοπάτορος τας εκστρατείας του Πύρρου.↩
320) Διόδωρος, ο περιηγητής, γεωγράφος περίφημος, εκ της πόλεως Χάρακος, ζήσας επί Αυγούστου.↩
321) Άλκιμον, το αριστερόν τω εξιόντι, ή ανατολικόν ακρωτήριον του λιμένος Πειραιώς.↩
322) Εις την προέχουσαν άκραν του Αλκίμου, εις την θέσιν περίπου ήν περιγράφει ο Πλούταρχος, υπάρχει τάφος εσκαμμένος εν τω βράχω, πιθανώς αυτός όν αναφέρει ο Διόδωρος, αφ' ού όμως εξέλιπεν η κρηπίς ή το βωμοειδές ύψωμα.↩
323) Πλάτων, άλλος παρά τον φιλόσοφον, αλλ' εκείνου περίπου σύγχρονος, ποιητής της αρχαίας κωμωδίας.↩
324) Αμμώνιος, φιλόσοφος, περιπατητικός εξ Αλεξανδρείας, ζήσας την ά. μετά Χριστόν εκατονταετηρίδα, διδάσκαλος του Πλουτάρχου. ↩
325) Φούριος ην το όνομα της οικογενείας του, το δε κύριον αυτού όνομα ην Μάρκος. Κάμιλλος δ' εσήμαινε (ίδ. Β. Νουμά, σημ. Α'.) νέον του Διός ιερέα, και από τοιαύτης τω παρέμεινεν ιερατείας. Εγεννήθη δε περί τα 310 από κτήσ. Ρώμ. κατά Ολ. 84.↩
326) Ο Σέξτος Φούριος είχε γίνει ύπατος εν έτει 266 από κτ. Ρώμης, και συνεχώς το όνομα των Φουρίων απαντάται εις τον κατάλογον των υπάτων και χιλιάρχων.↩
327) Ο Π. Τούβερτος έγινε δικτάτωρ τω 324 α. κ. Ρ. δηλ. ότε Κάμιλλος ήτον μόλις 14 ή 15 ετών. Ο Λίβιος (Βιβλι. 4) δεν αναφέρει το ανδραγάθημα του Καμίλλου.↩
328) Censor. Το αξίωμα των τιμητών εσυστήθη το πρώτον κατά τα 310 ά. κτ. Ρ. ήτοι 4 έτη προ της γεννήσεως του Καμίλλου. Ο δε Κάμιλλος έλαβεν αυτό, ουχί αμέσως μετά την μάχην, και δεκαπενταετής ων, αλλά, καθ' όσον γνωστόν, το πρώτον μετά του Ποστουμίου, εν έτει β'. 353, ήτοι πολλά έτη μετά την μάχην, ής η δόξα τον παρηκολούθει και συνετέλεσεν εις την πρόοδόν του. Οι τιμηταί ήσαν δύο, και διωρίζοντο κατά πενταετίαν, και είχον την εκτίμησιν των περιουσιών των πολιτών επί σκοπώ των στρατιωτικών εισφορών. Η τοιαύτη επιμέλεια έδιδεν αυτοίς μεγάλην επιρροήν και βαρύτητα.↩
329) Veji, Vejenti και Vejentani.↩
330) Η λίμνη αύτη ονομάζεται την σήμερον του Καστέλ Γανδόλφου.↩
331) Επίσημοι εορταί, εις άς συνήρχοντο κατ' έτος τεσσαράκοντα επτά πόλεις υπό την προεδρείαν της Ρώμης εις όρος υψηλόν υπέρ την Άλβην. ↩
332) Περί αυτών διά μακρών διαλαμβάνει, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Ζ. 70).↩
333) Και αλλαχού (π. Φιλαδελφ. 21) επικυροί ότι η Ματούτα ην η αυτή τη Λευκοθέα. Το αυτό λέγει και ο Κικέρων (Tusc. quaest. I και III. De Nat. deor.). Ήτον δ' η Λευκοθέα, και Ινώ άλλως λεγομένη, αδελφή της Σεμέλης, μητρός του Βάκχου, γυνή του εν Θήβαις Αθάμαντος. Ζηλοτυπήσασα δε κατά δούλης τινός, ερωμένης του ανδρός της, εμίσησεν όλας τας δούλας· δι' ό και ουδέποτ' εισήρχετο δούλη εις τον ναόν της πλην εκείνης ήν εισήγον διά να την διώξωσι μετά ραπισμάτων. Ωνομάζετο δε Ματούτα, διότι υπετίθετο ότι ήτον αυτή η Ηώς (Matutinus σημαίνει τον εωθινόν). Τω όντι δε και το όνομα Λευκοθέα είναι πρόσφορον διά την Ηώ, και το της θυγατρός αυτής Έλλης το φως κυρίως σημαίνει.↩
334) Η δεξίωσις αύτη προς τους ανεψιούς γίνεται διότι ο Διόνυσος ήτον της Λευκοθέας ανεψιός.↩
335) Ο ιστορικός Τίτος Λίβιος. Το Λατινικόν V γράφει ο Πλούταρχος πότε ΟΥ και Β. Τούτο δ' αποδεικνύει εναργέστατα ότι επ' αυτού καν το ελληνικόν Β δεν επροφέρετο τραχέως ως ΜΠ.↩
336) Ξόανον είναι το ξύλινον άγαλμα.↩
337) «Δεισιδαιμονίαν και τύφον» λέγει το κείμενον, όπου το τύφος εξελήφθη απο Κοραή εις την σημασίαν της πυρώδους εξάψεως, από του τύφω, του καίω. Αλλά δύναται να σημαίνη και τον κόμπον, όν έχουσιν οι δεισιδαίμονες ως τα θεία βέλτιον των άλλων ανθρώπων γινώσκοντες. Τινές ηθέλησαν ν' αναγνώσωσι «δεισιδαιμονίαν και κατήφειαν», ή «δεισιδαίμονα κατήφειαν».↩
338) «Χρηματισάμενος» απαντάται εις όλα τα αντίγραφα. Αλλ' ο εκδότης Ρεΐσκιος, υπολαμβάνων εσφαλμένην την λέξιν, ενόμισε διορθωτέαν αυτήν εις «αχρήματος» ↩
339) Κατά Λίβιον τότε ταις εδόθη μόνον το δικαίωμα του να πορεύωνται εις τα δημόσια θεάματα εντός πολυτελών και κεκλεισμένων αμαξών, αίτινες εκαλούντο Πιλένται, εις δε τας συνήθεις ημέρας να οχώνται εις ανοικτάς αμάξας, τας καλουμένας Καρπέντας.↩
340) Θεωροί ήσαν οι στελλόμενοι υπό πόλεώς τινος εις μεμακρυσμένον ιερόν, επί σκοπώ λατρείας.↩
341) Αξίωμα ληφθέν, φαίνεται, έκ τινος ποιητού, αλλά παραφθαρέν εις το κείμενον.↩
342) Επτά νήσοι βορείως της Σικελίας. Την σήμερον Livari. ↩
343) Λιπάρα, η μεγαλητέρα των νήσων του Αιόλου.↩
344) Φαλίσκιοι ή Φαλέριοι, επίσημος πόλις της Τυρρηνίας. ↩
345) Η φυγή του συνέβη τέσσαρα έτη μετά την άλωσιν των Φαλερίων, 364, ά. κ. Ρ.↩
346) Εν Ομήρ. Ιλ. Α.↩
347) Αργύριον λέγει την αργυράν δραχμήν ή το δηνάριον και το Ασσάριον ήτον το πρώτον χαλκούν νόμισμα, ώστε και τα δέκα ασσάρια λέγει δεκάχαλκον.↩
348) Τον Ιούλιον διεδέχθη ο Κορνήλιος. Αλλ' η επελθούσα άλωσις της Ρώμης τοσαύτην, κατά Λίβιον, ενεποίησε δεισιδαίμονα κατάπληξιν εις τους Ρωμαίους, ώστε έκτοτε ουδείς ήθελε πλέον να διαδεχθή Τιμητήν αποθανόντα, και ηνάγκασαν και τον άλλον τιμητήν να παραιτηθή.↩
349) Το Κελτικόν γένος ήτον, κατά τας ιδέας των αρχαίων, λίαν εκτεταμένον, οικούν την Γαλλίαν την Γερμανίαν και την Ισπανίαν.↩
350) Ριπαία όρη, τα της Σιβηρίας.↩
351) Τα Πυρρηναία.↩
352) Οι Κελτόριοι εισίν άγνωστοι αλλαχόθεν. Ίσως διορθωτέον εις Κελτιβήρων. Οι δε Σέννωνες ήσαν λαός Γαλατικός, την Καμπανίαν οικών. ↩
353) Η διήγησις αύτη πρέπει να έχη τι το μυθώδες, διότι Λουκίμων δεν ήτον παρά τοις Τυρρηνοίς όνομα κύριον, αλλά προσηγορικόν, σημαίνον τους ευγενείς.↩
354) Ουολούσκοι ή Ουόλσκοι (Volski), λαος της μεσαίας Ιταλίας, (του Λατίου) μεσημβρινώς της Ρώμης κατοικουντες πάρα την θάλασσαν μέχρι του Αμεσήνου ποταμού. Οι δε Φαλίσκοι, κάτοικοι της Τυρρηνικής πόλεως Φαλερίου, την σήμερον Sta Maria di Fallari.↩
355) Ίδ. Βίον Νουμά, ΙΒ. ↩
356) Είκοσι στάδια απετέλουν μίαν ώραν.↩
357) Σήμερον ονομάζεται ο ποταμός ούτος Torrente di Catino. ↩
358) Τον Τίβεριν.↩
359) Η μάχη συνεκροτήθη κατά τα ρωμαϊκά χρονικά την 18 Ιουλίου, 394 ά. κ. Ρ.↩
360) Ηράκλειτος, Φιλόσοφος της 70 Ολυμ. Ίδ. Ρωμ. 84. Την δόξαν ταύτην εκφράζει ο Ησίοδος εις το ποίημα το επιγραφόμενον «Έργα και Ημέραι». ↩
361) Εις σύγγραμμα μη διατηρηθέν, και επιγραφόμενον «Περί Hμερών». Ίδε και Ρωμαϊκών κεφαλαίων καταγραφήν 25.↩
362) Ιούνιος — Ιούλιος.↩
363) Η εν Λεύκτροις μάχη, εν Ολυμ. 102. β'., καθ' ήν ο Επαμινώνδας ενίκησε τους Σπαρτιάτας.↩
364) Κερησσός, φρούριον εν Βοιωτία παρά τας Θεσπιάς επί του Ελικώνος.↩
365) Αλλαχού δεν αναφέρεται ο αρχηγός ούτος των Θεσσαλών. ↩
366) Βοηδρομιών, ο τρίτος μην, Αύγουστος — Σεμπτέμβιος. Η μάχη εγένετο εν Ολυμ. 72, γ'.↩
367) Εν Ολ. 75, β΄.↩
368) Ο Αλέξανδρος ενίκησε τον Δαρείον εν Ολ. 112, β'. ↩
369) Ο Χαβρίας ενίκησε τον στόλον της Σπάρτης υπό τον Πόλλειν εν Ολυμ. 100.↩
370) Η εν Σαλαμίνι μάχη εν Ολυμ. 75, α. ↩
371) Ίδε ανωτέρ. Σ. 196. σημ. 1.↩
372) Θαργηλιών, ο ενδέκατος, Απρίλιος — Μάιος.↩
373) Εν Ολυμ. 111, γ'.↩
374) Ο Τιμολέων, ελθών εκ Κορίνθου εις βοήθειαν των Σικελών κατά του Διονυσίου και των συμμάχων αυτού Καρχηδονίων, ενίκησε τούτους εν Κριμησώ κατ' Ολυμ. 110, ά.↩
375) Έρφορος, ιστορικός μετά Θουκυδίδην. Ίδ. Θεμιστ. ΚΖ. — . Καλλισθένης, ίσως ο Ολύνθιος, ανεψιός του Αριστοτέλους. Ή ο Ετεονίκου, Φαληρεύς, ρήτωρ, φίλος του Δημοσθένους. — Δαμάστης, ο Σιγιεύς, ιστοριογράφος σύγχρονος του Ηροδότου. — Φύλαρχος, ιστοριογράφος επί Πτολεμαίων. Ίδ. Θεμιστ. ΑΒ↩
376) Δεύτερος μην, Ιούλιος — Αύγουστος.↩
377) Κρανών, πόλις της Πελασγιώτιδος, εν Θεσσαλία, πλησίον της Λαρίσσης. Οι Έλληνες ηττήθησαν αυτόθι υπό του Μακεδόνος Αντιπάτρου, του πατρός του Κασσάνδρου, εν Ολ. 114, γ'.↩
378) Η εν Χαιρωνεία μάχη, καθ' ήν οι Έλληνες ενικήθησαν κατά κράτος υπό του Φιλίππου, εγένετο εν Ολ. 110, γ'.↩
379) Αρχίδαμος, υιός του Αγησιλάου, εικοστός Βασιλεύς της Σπάρτης, απελθών εις Ιταλίαν εις βοήθειαν των Ταραντίνων, εφονεύθη εν Μαδουρία, πόλει της Καλαβρίας.↩
380) Των ελευσινιακών μυστηρίων, τελουμένων εν Αθήναις από της 15ης μέχρι της 20ης βοηδρομιώνος, του τρίτου μηνός, αυγούστου — σεπτεμβρίου.↩
381) Αι Θήβαι κατεσκάφησαν εν Ολ. 111, β'.↩
382) Επί Κασάνδρου, εν Ολ. 118, β'.↩
383) Μυστηριώδης του Βάκχου πομπή, μέρος αποτελούσα των Ελευσινίων. ↩
384) Γ. Σερουίλιος Καιπίων (C. Servilius Caepio), ενικήθη υπό των Κίμβρων εν έτει Ρ. 649, και ερρίφθη υπό των Ρωμαίων εις φυλακήν. ↩
385) Τιγράνης, βασιλεύς της Αρμενίας, γαμβρός του Μιθριδάτου, κατακτήσας πολλά της μεγάλης Ασίας μέρη περί το 100όν π. Χ. και εις μακρούς πολέμους μετά των Ρωμαίων διατελέσας.↩
386) Βασιλεύς της Περγάμου, μετ' Αλέξανδρον. ↩
387) Η μετά τας Καλάνδας και η μετά τας Νόννας αμέσως επομένη. Ίδ. Ρωμύλ. ΙΒ.↩
388) Ξόανον της Αθηνάς, υποτιθέμενον ότι έπεσεν εξ ουρανού εις την Τρωάδα, και καθίστα την πόλιν απόρθητον. Ο Διομήδης και ο Οδυσσεύς, εισελθόντες εις την πόλιν δι' υπονόμων, το έκλεψαν, και ούτως εκυριεύθη το Ίλιον. Κατά την κοινοτέραν δόξαν, την υπό των Ρωμαίων ιδίως διαδοθείσαν, ο Αινείας το έσωσεν εις Ιταλίαν, και διετηρείτο εν Ρώμη.↩
389) Δάρδανος, ο γενάρχης των Βασιλέων της Τρωάδος, ην έγγονος του Άτλαντος, και κατήγετο εκ Σαμοθράκης, όπου υπήρχεν η μυστηριώδης και πανάρχαιος Καβειρική ή Πελασγική λατρεία της Ρέας.↩
390) Κυρίνος, επωνομάσθη ο Ρωμύλος μετά την αποθέωσίν του. Ίδ. Ρωμ. ΚΠ.↩
391) Πίθων φέρει το σύνηθες κείμενον του Πλουτάρχου· αλλ' είς τινα χειρόγραφα φέρεται το εσφαλμένον Πιθηνών, εξ ού ο Κοραής ορθότατα υπενόησε την γραφήν Πιθίσκων, διότι η λατινική επωνυμία του μέρους είναι Doliοla (Πιθίσκοι) και ουχί Dolia (Πίθοι).↩
392) Ηρακλείδης, φιλόσοφος, μαθητής του Αριστοτέλους, έζη επί Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ίδ. Σόλ. Α.↩
393) Η διήγησις αύτη του Ηρακλείδου προέρχεται εκ της τότε επικρατούσης έτι αγνοίας εν Ελλάδι περί των κατά την άνω και μέσην Ιταλίαν, και περί Ρώμης.↩
394) Ενταύθα παρενείρεται εις το κείμενον η επομένη φράσις.
Και πορευθείς ες Ουηίους, ενέτυχε τοις στρατιώταις,
και συνήγε πλείους από των συμμάχων, ως επιθησόμενος τοις πολεμίοις». Αύτη,
ως επανάληψις των αμέσως προηγουμένων, εισέφρυσε πιθανώς εξ αβλεψίας
αντιγραφέως, προσημείωσις παραφραστού τινος ούσα.
↩
395) Η λίτρα ήτον ίση προς το ελληνικόν Ημίμναιον, άρα το ημίλιτρον προς 25 δραχμ. βάρους. Η δε κοτύλη υγρού ήτον το 12ον του Χοός ήτοι 144ον του μετρητού, αντιστοιχούντος προς 29 οκάδες↩
396) Πεντήκοντα χιλιάδας δραχμάς χρυσού, ήτο έν περίπου εκατομμύριον δραχμών αργυρών↩
397) «Νενικημένοις οδύνη». væh victis!↩
398) Τρεις ώρας περίπου.↩
399) Η φέρουσα προς Γαβίους, εν Δατίω, νοτιοανατολικώς της Ρώμης, πόλιν έχουσαν την λατρείαν της Αργείας Ήρας.↩
400) Κυιντίλιαι ειδοί, ήτοι τα μέσα του Ιουλίου. Ίδ. Ρωμ. ΙΒ. ↩
401) Επί Ταρκυνίου, σκαπτομένων επί του Ταρπηίου βράχου των θεμελίων του ναού του Διός, ευρέθη νεοσφαγής κεφαλή, ήτις εξηγήθη υπό των οιωνοσκόπων ως δηλούσα ότι η Ρώμη έσται της Ιταλίας η κεφαλή. Δια τούτο μυθολογείται ότι και ο λόφος ωνομάσθη Καπιτώλιον εκ του Capitum, του δηλούντος κεφαλήν.↩
402) Η μαντική ράβδος, το Λίτυον (Lituus) ιδίως των Τυρρηνών οιωνοσκόπων, ήτον επικαμπής άνωθεν, ως συνεχώς παρίσταται επί Ρωμαϊκών αναγλύφων και νομισμάτων. Δι' αυτής οι μάντεις εχάραττον γραμμάς εις τον αέρα, διαιρούντες τον ουρανόν εις τμήματα, τα πλινθία περί ών λέγει ο Πλούταρχος, ών τα μεν εθεωρούντο καθαρά και αίσια, τα δε τουναντίον. Το πλινθία ταύτα ρωμαϊστί εκαλούντο Templa, (εκ του τέμνειν, τέμενος), όθεν το Contemplor.↩
403) Αικανοί, λαός Ιταλικός, κατοικών μεσημβρινώς της Ρώμης εν τω Λατίω, και γείτων των Λατίνων και των Ουόλσκων.↩
404) Πόλις της Τυρρηνίας καλουμένη σήμερον Σάρτι.↩
405) Το όρος τούτο απέχει περί τας δέκα ώρας από της Ρώμης. ↩
406) Ίδ. Ρωμύλ, ΚΘ.↩
407) Τη εβδόμη Ιουλίου.↩
408) Εν έτει Ρώμης 369.↩
409) Εις τα περίχωρα της Ρώμης.↩
410) Ίδ. Ρωμύλ. §Κ.↩
411) Η αυτή πόλις ήν ανωτέρω §ΛΑ ωνόμασε Σούτριον. ↩
412) Κάτοικοι του Τούσκλου ή Τουσκούλου (Tusculum), πόλεως επισήμου του Λατίου.↩
413) Ίο ειρηνικόν ιμάτιον ελέγετο τήβενος· το δε του πολέμου πάγος.↩
414) Ισοπολιτεία λέγεται η σχέσις δύο πόλεων, ων οι πολίται πολιτεύονται διά των αυτών νόμων και απολαμβάνουσι των αυτών δικαιωμάτων.↩
415) Ίδε λεπτομερέστερον περί της στάσεως ταύτης εν Τίτω Λιβίω (VI. 24-38).↩
416) Θέλει να είπη αργυράς δραχμάς. Αλλά τότε το αργυρούν νόμισμα δεν ήτο έτι εν χρήσει εν Ρώμη.↩
417) Εν έτει 487 από κτίσεως Ρώμης.↩
418) Ποταμός του Λατίου, ρέων από των Απενίνων, και εισβάλλων εις τον Τίβεριν πλησίον της Ρώμης.↩
419) Φαίνεται ότι ο αριθμός πρέπει να είναι ορθότερον εικοσιτρία.↩
420) Ο συμμέτοχος της στάσεως του Στόλωνος και του πενθερού αυτού Φαβίου Αμβούστου. Τον δε Μάρκιον Αιμίλιον ονομάζει ο Λίβιος (VII, 1) Λεύκιον Αιμίλιον Μαμερκίνον.↩
421) Έτος από κτίσεως Ρώμης 389, της ηλικίας του Καμίλλου το ογδοηκοστόν πρώτον.↩
422) Αθηναίος φιλόσοφος, μαθητής του Σωκράτους, ιδρυτής της Κυνικής σχολής, διδάσκων εις το Κυνόσαργες. Έγραψεν ιστορίαν του Αλκιβιάόου απολεσθείσαν. Tινές νομίζουσι αυτόν Ρώδιον ιστορικόν.↩
423) Περίφημος αυλητής εκ Βοιωτίας.↩
424) Τον Αλέξανδρον.↩
425) Πίσα, η ιερά χώρα εν Ολυμπία, όπου ην ιδρυμένος ο ναός του Διός, και το περίφημον χρυσελεφάντινον άγαλμα του Φειδίου.↩
426) Ούτω δεν θα έκρινον ο Περικλής ουδ' ο Αλέξανδρος, οι υπερτάτως τους καλλιτέχνας τιμώντες, αλλ' ουδ' ο Αδριανός, όστις ηξίου ότι ην ο πρώτος καλλιτέχνης της εποχής του.↩
427) Αργείος γλύπτης, σύγχρονος και συμμαθητής του Φειδίου, ποιήσας την Αργείαν Ήραν, κολοσσιαίαν και χρυσελεφαντίνην.↩
428) Ανακρέων, ο περίφημος λυρικός εκ Τέου της Ιωνικής, επί Πεισιστράτου και Σόλωνος. Φιλήμων εκ Σόλων της Κιλικίας, κωμικός ποιητής, επί Αλεξάνδρου. Αρχίλοχος, εκ Πάρου, μέγας αλλά δριμύτατος σατυρικός ποιητής. ↩
429) Προφανές είναι και εντεύθεν και εξ άλλων χωρίων ό,τι οι Βίοι δεν εγράφησαν εις ήν σειράν διέθηκαν αυτούς οι αντιγραφείς, εις χρονολογικήν των γεγονότων κατάταξιν αποβλέψαντες.↩
430) Εις δέκα φυλάς διηρείτο ο αττικός λαός. Η Ακαμαντίς ήτον η έκτη. Υποδιηρούντο δ' αι φυλαί εις 175 δήμους περίπου. Ο των Χολαργέων ανήκεν εις την φυλήν ταύτην· η δε θέσις αυτού είναι άγνωστος.↩
431) Ακρωτήριον της Ιωνίας απέναντι της Σάμου. Ενταύθα ο Ελληνικός στόλος υπό τον Ξάνθιππον ενίκησε τον Περσικόν, την τρίτην βοηδρομιώνος, Ολ. 75, β'. καθ' ήν ημέραν οι Έλληνες εθριάμβευον και εν Πλαταιαίς.↩
432) Ο Αθηναίος Κλεισθένης, ο το Σολώνειον πολίτευμα επί το δημοτικώτερον μεταρρυθμίσας, ήν εγγονός σικυωνίου τυράννου Κλεισθένους, υιός της περιζητήτου θυγατρός αυτού Αγαρίστης, και του Αθηναίου Αλκμαιωνίδου Μεγακλέους. Τούτου υιοί ήσαν ο Κλεισθένης και Ιπποκράτης, του δ' Ιπποκράτους θυγάτηρ η Αγαρίστη, η μήτηρ του Περικλέους, ώστε ο Περικλής ην κυρίως, ουχί εγγονός, αλλά μικρός ανεψιός του Κλεισθένους.↩
433) Φυτόν έχον βολβώδη και κρομμυδειδή την ρίζαν, κοινότατον εν Αττική, παρά τοις αρχαίοις σκίλλα και σχίνος.↩
434) Ποιητής της αρχαίας κωμωδίας, ως μέθυσος κωμωδούμενος υπό του συγχρόνου αυτού Αριστοφάνους. Ίδ. Σόλ. ΚΕ.↩
435) Πιθανώς από Χείρωνος, του Κενταύρου, του δεινού περί την ιατρικήν, και διδασκάλου του Αχιλλέως. Δια της κωμωδίας ταύτης εχλεύαζεν ίσως ο ποιητής τους παιδαγωγούς ή ιατρούς των δημοσίων πραγμάτων, όντας όμως πραγματικώς χείρωνας των ούς ήθελον να διοικήσωσι. ↩
436) Παρωδία του Νεφεληγερέτης του Ομήρου (Ιλ. Α, 511), εκ του αγείρειν τας νεφέλας.↩
437) Άλλην κωμωδίαν του Κρατίνου.↩
438) «Μακάριε» λέγει το κείμενον. Εις άλλα χειρόγραφα κάριε», (εκ του κάρα, κεφαλή), ίσως το αληθές, κατά κωμικήν συγκοπήν του μακάριε, περιεχόμενον πιθανώς είς τινα διθύραμβον ή ύμνον εις τον Δία. Έν χειρόγραφον έχει «μακροκάρηνε».↩
439) Ποιητής και αυτός της παλαιάς κωμωδίας, ού μνημονεύονται 6 δράματα παρά Σουίδα και Αθηναίω. ↩
440) Τον χλευάζει ως έχοντα βαρείαν κεφαλήν.↩
441) Ως ευρυχώρου αιθούσης, διότι των δωματίων η ευρυχωρία εξεφράζετο διά του αριθμού των κλινών άς ηδύναντο να περιλάβωσι ↩
442) Εύπολις, κωμικός ποιητής Αθηναίος, σύγχρονος του Αριστοφάνους.↩
443) Παίζει, κεφάλαιον λέγων τον Περικλήν, ήτοι ό,τι εξαίρετον και λόγου άξιον, αλλά συγχρόνως ως κεφαλάν δήθεν και μακροκέφαλον.↩
444) Δηλαδή Δαμών Λαμώνος, και ουχί Δάμων Δάμωνος, παραγόμενον εκ του Δαμάω, και ουχί εκ του Δήμος.↩
445) Πυθοκλείδης, Κείος σοφιστής και μουσικός, ού και ο Πλάτων (Πρωτ.) ποιείται μνείαν ως διδασκάλου του Περικλέους.↩
446) Δηλαδή φιλόσοφος, περί τα κοινωνικά ιδίως ζητήματα ασχολούμενος· διότι βαθμηδόν μόνον και μεταγενεστέρως η λέξις μετέπεσεν εις την κοινήν αυτής σημασίαν, ως εκ της καταχρήσεως ήτις εγένετο υπό των ψευδοσοφιστών.↩
447) Αλείπται ήσαν οι εις τους γυμνικούς αγώνας δι' ελαίου αλείφοντες και προπαρασκευάζοντες τους παλαιστάς.↩
448) Κωμικός ποιητής. Ίδ. Θεμιστ. ΑΒ.↩
449) Τον ονομάζει Χείρωνα, παραβάλλων αυτόν προς τον διδάσκαλον του Αχιλλέως, ίσως αινιττόμενος την κωμωδίαν του Κρατίνου. ↩
450) Ζήνων εξ Ελέας της Ιταλίας, φιλόσοφος, διδαχθείς υπό Παρμενίδου, θεμελιωτού της σκεπτικής φιλοσοφίας· άλλος του Κιτιέως Ζήνωνος, του αρχηγού της Στωικής σχολής.↩
451) Φιλόσοφος, διδάσκαλος του Ζήνωνος, εξ Ελέας και αυτός, μαθητής του Ξενοφάνους και του Αναξιμάνδρου, ζήσας εν Αθήναις, και συναναστραφείς τον Σωκράτην, γέρων ήδη αυτός.↩
452) Εκ Φλιούντος, πόλεως της Αργολίδος, φιλόσοφος στωικός μαθητής του Πύρωνος, επί Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου.↩
453) Του επίσης τα υπέρ και τα κατά επιτυχώς διισχυριζομένου. ↩
454) Το κείμενον έχει «πάντων επιλήπτορος», του επιλαμβανομένου πάντων, εις πάντα εμβαθύνοντος. Αλλ' εν Διογένει Λαερτίω Θ'. Βίω Ζήνωνος, ο αυτός στίχος φέρεται «Πλατωνεπιλήπτορος η δε Μελίσσου», ήτοι ελέγχοντος τον Πλάτωνα και τον Μέλισσον. ↩
455) Περίφημος φιλόσοφος, μαθητής του Αναξιμένους. ↩
456) Χίος ποιητής τραγικός και λυρικός, ακμάσας επί Περικλέους. ↩
457) Αι τραγικαί παραστάσεις συνέκειντο συνήθως εκ τριών τραγωδιών, αίτινες συνείχοντο ως εκ της αποθέσεως, και εκαλούντο ομού Τριλογία. Εις αυτάς δε προσηρτάτο και έν Σατυρικόν δράμα, οίον σώζεται ο Κύκλωψ του Ευριπίδου, απαρτίζον πλήρη Τετραλογίαν.↩
458) «Δοξοκομπίαν» λέγει ο Πλούταρχος, ωραίαν λέξιν διατηρητέαν, και αντιστοιχούσαν προς το Γαλλικόν jactance.↩
459) Θουκυδίδης ο Μιλησσίου, Αλωπεκήθεν, στρατηγός, γαμβρός του Κίμωνος.↩
460) Φαίνεσαι ότι παρετήρουν την βοήν του δίσκου όν εξεσφενδόνιζον, και κατ' αυτήν εμάντευον, Ίδ. Όμ. Οδ. Θ.↩
461) Σαλαμινία και Πάραλος ήσαν αι δύο δημόσιαι τριήρεις, αίτινες εστέλλοντο διά τας σπουδαίας υπηρεσίας της πόλεως.↩
462) Ο περιπατητικός φιλόσοφος, ο σταλείς υπό των Αθηναίων πρέσβυς εις Ρώμην μετά του Διογένους του Στωικού και μετά του Καρνεάδου. ↩
463) Ο Πλάτων, όστις ήτον λάτρις της νομίμου και συνετής ελευθερίας, εθεώρει την υπερβολικήν ως άκρατον οίνον μεθύσκοντα. ↩
464) Δηλαδή, κατά την γλώσσαν των κωμικών, επολέμει την Εύβοιαν και επίεζε τας νήσους.↩
465) «Παρενέτεινε», λέγει το κείμενον, δηλαδή ως χορδάς εις κιθάραν ενέτεινε εις τον λόγον του τας φιλοσοφικας δόξας του Αναξαγόρου. ↩
466) Εν Φαίδρω, σελ. 210.↩
467) Αριστοφ. Αχαρν. 530.↩
468) Τσίμπλαν. Το πάλαι η Αίγινα εθαλασσοκράτει και αντεφέρετο κατά των Αθηνών. Κατά την 80ήν ολυμπιάδα οι Αθηναίοι την εκυρίευσαν, και τους λόγους τούτους υπηγόρευεν εις τον Περικλήν η πρόσφατος έτι έχθρα. Το λόγιον τούτο ο Αθηναίος (Γ, 99) αποδίδει εις τον Δημάδην.↩
469) Ο ποιητής Σοφοκλής διεκρίθη και διά της στρατιωτικής αυτού ικανότητος.↩
470) Θάσσιος ραψωδός, σύγχρονος του Περικλέους. Ίδ. Θεμ. Δ. ↩
471) Ο ιστορικός. Β, 96.↩
472) Όη ή Οίη ήτον δήμος της Αττικής, κείμενος πέραν του Πυθίου, του σημερινού Δαφνίου, επί της οδού της Ελευσίνος.↩
473) Θεωρικά, τα διανεμόμενα εις το πλήθος όπως πληρώνη την είσοδον εις τα θέατρα· δικαστικά δε, ο διδόμενος μισθός εις τους δικάζοντας πολίτας.↩
474) Εις τον Άρειον Πάγον κατετάττοντο και έμενον εις αυτόν ισόβιοι μόνοι οι εννέα άρχοντες, αφ' ού κατέθετον την εξουσίαν, αν ουδέν υπήρχε κατηγορία τις κατ' αυτών. Ήσαν δ' ούτοι οι έξ Θεσμοθέται, ο Βασιλεύς, ο Πολέμαρχος, και ο κυρίως λεγόμενος Άρχων ή ο Επώνυμος.↩
475) Ουχί αιρεταί, εδίδοντο διά κλήρου, ουχί διά ψήφου των εκλογέων.↩
476) Άρειος Πάγος εξ αρχαιοτάτου είχε τας φονικάς μάλιστα δίκας εις την δικαιοδοσίαν του. Αλλ' από του Σόλωνος προσέλαβε την πολιτικήν σημασίαν.↩
477) Τανάγρα, χώρα Βοιωτική κατά τα βόρεια μεθόρια της Αττικής, όπου την σήμερον το Σάλεσι.↩
478) Ήτον της Οινηίδος φυλής.↩
479) Ιδομενεύς, ιστορικός άλλως άγνωστος.↩
480) Πολιορκών το Κίτιον.↩
481) Αλωπεκή, δήμος της Αττικής, οι σημερινοί Αγγελόκηποι. Ούτος ήτον ο στρατηγός Θουκυδίδης ο Μιλησσίου.↩
482) «Διαπλοκή» λέγει το κείμενον. Ο δε Κοραής ηθέλησε να διορθώση «διπλόη».↩
483) Οι κληρούχοι ήσαν πολίται Αθηναίοι, πεμπόμενοι εις κατακτηθείσαν χώραν, ενίοτε δε και εις σύμμαχον, διότι από Περικλέους μετεχειρίζοντο τους συμμάχους ως υπηκόους· διανεμόμενοι διά κλήρου την γην, και αποκαθιστόμενοι εις αυτήν, χωρίς να παύωσι θεωρούμενοι ως Αθηναίοι. ↩
484) Χερσόνησος είναι η βορεία ή Ευρωπαϊκή χερσόνησος του Ελλησπόντου.↩
485) Βισάλται, θρακικός λαός εν Μακεδονία, παρά τον Στρυμόνα. ↩
486) Η Σύβαρις, πόλις της Λευκανίας, επί του Ταραντινού κόλπου. ↩
487) Μετά τα μηδικά οι σύμμαχοι των Αθηναίων συνεισέφερον ετησίως υπέρ της κοινής δήθεν σωτηρίας, και προς παρασκευάς δι' απόκρουσιν νέας εισβολής των βαρβάρων. Αι δε συνεισφοραί αύται ωνομάσθησαν φόροι, και το ταμείον αυτών ήτον εις Δήλον, όπου είχεν ιδρυθή υπό την προστασίαν του Απόλλονος· μετετέθη δ' υπό Περικλέους εις την Ακρόπολιν, επί προφάσει ότι ήτον εκεί ασφαλέστερον.↩
488) Δι' ών έκαστον δαπανώνται χίλια τάλαντα, 29 εκατομμύρια σημερινών δραχμών. Εννοείται ότι η ποσότης αύτη δεν πρέπει να ληφθή ως κατά γράμμα εκτίμησις της γενομένης δαπάνης. ↩
489) Ως έν των σκληροτέρων και ευγενεστέρων ξύλων, χρήσιμον εις την κατασκευήν ξοάνων, ή των γλυπτών αρχιτεκτονικών κοσμημάτων ↩
490) Ότι παρά τοις αρχαίοις η τεχνική έκφρασις του πλάττειν τον χρυσόν ήτον μαλάσσειν, απόδειξις το κοινόν αυτού όνομα σήμερον, μάλαγμα. Τινές όμως ηθέλησαν να στίξωσιν ούτως Βαφείς χρυσού, μαλακτήρες ελέφαντος, ζωγράφοι, διότι οι αρχαίοι είχον, φαίνεται, την σήμερον άγνωστον τέχνην του να καθιστώσιν ευλύγιστον τον ελέφαντα.↩
491) Ολίγον μετά ταύτα, επί Αλκιβιάδου ακμάζοντα. ↩
492) Εκατόμπεδον ελέγετο έν μέρος του Παρθενώνος, το κυριώτερον, το περιέχον το άγαλμα. Εκ τούτου το όνομα εξετείνετο και επί όλου του ναού. Υποτίθεται δ' ότι και προ του Παρθενώνος υπήρχεν εις την αυτήν θέσιν άλλον ναός, Εκατόμπεδος ονομαζόμενος, και καείς υπό των Περσών. ↩
493) Το ιερόν της Ελευσίνος ελέγετο και Τελεστήριον, διότι αυτόθι ετελούντο τα μυστήρια, και Ανάκτορον, ως κατοικία της Δήμητρος.↩
494) Ξυπέτη, δήμος της Κεκροπίδος φυλής, παρά το Φάληρον. ↩
495) Ο ναός ούτος είχε σειράν ή μάλλον τέσσαρας σειράς κιόνων επί του εδάφους ισταμένων, επί αυτών διάζωμα, πιθανώς υψηλόν εσωτερικόν διάδρομον παρά τας πλευράς, και υπέρ αυτό δευτέραν κιόνων σειράν. ↩
496) Φαίνεται ότι, ως οι μικρότεροι ναοί, ούτω και ο της Ελευσίνος, ελάμβανε το φως άνωθεν διά φεγγίτου (Οπαίου). Ούτος δε ίσως διότι ένεκα των μυστηρίων το κάτω μέρος αυτού έπρεπε να μένη εις σκότος.↩
497) Χολαργείς, δήμος της Ακαμαντίδος φυλής.↩
498) Τα μακρά τείχη ωκοδομήθησαν επί Κίμωνος, το έν προς τον Πειραιά, το δ' έτερον προς το Φάληρον. Επειδή όμως ήτον μεγάλη και δυσφύλακτος η μεταξύ αυτών απόστασις, μάλιστα κατά την παραλίαν, ο Περικλής εγνωμοδότησε να οικοδομηθή και άλλο, πλησίον εις το Πειραϊκόν, και ανατολικώς αυτού, ώστε τα δύο να περιλαμβάνωσιν εκατέρωθεν την Πειραϊκήν Χερσόνησον. Τούτο ωνομάσθη Δια μέσου τείχος, και αφ' ού ωκοδομήθη, εγκατελείφθη το άλλο, το Φαληρικόν. Ο Σωκράτης δε ομιλεί περί αυτού εν τω Γοργία του Πλάτωνος. ↩
499) Το Ωδείον ήτον θέατρον προσδιωρισμένον ιδίως διά μουσικήν και άσματα. Ουχί δε προς μίμησιν της σκηνής του Ξέρξου, αλλά δι' ακουστικούς λόγους είχε την οροφήν κωνικήν. Εξ αιτίας δε της οροφής έπρεπε να είναι αυτό πολύστυλον, εν ώ τα άλλα θέατρα ήσαν κατά πάσαν πιθανότητα ύπαιθρα. Το ωδείον ωκοδομήθη παρά τον Ιλισσόν και υπέρ την Εννεάκρουνον.↩
500) Γυναίκας εκ Θράκης, επιγραφή μιας των κωμωδιών του Κρατίνου.↩
501) Τον εξοστρακισμόν.↩
502) Το βάθρον του αγάλματος τούτου σώζεται εις αυτήν την θέσιν εις ήν έπεσεν ο τεχνίτης εις την νοτιανατολικήν γωνίαν των Προπυλαίων, φέρον επιγραφήν «Οι Αθηναίοι τη Αθηναία τη Υγεία. Πύρρος εποίησεν Αθηναίος». Σώζεται δ' εμπρός αυτού και μέρος του αρχαιοτέρου βωμού.↩
503) Ήτον χρυσελεφάντινον.↩
504) Ουχί επί του βάθρου του αγάλματος, αλλ' επ' ιδιαιτέρας στήλης, ίσως της περιεχούσης την αναγραφήν της δαπάνης προς κατασκευήν. ↩
505) Και ο Κοραής ομολογεί ότι η έννοια του χωρίου είναι αμφίβολος. ↩
506) Στησίμβροτος, ίδ. ανωτ. Θεμ. Δ.↩
507) Πλάτ. Φαίδρ. Γ, 270, και Γοργ.↩
508) Β, 65.↩
509) Ίδ. ανωτ. § Γ.↩
510) Περί του δημαγωγού και φίλου του Περικλέους Εφιάλτου, περί του περίφημου Κίμωνος του Μηλτιάδου, και περί Θουκυδίδου Μιλησσίου, ανωτέρω. Μυρωνίδης και Τολμίδης εισί δύο ένδοξοι στρατηγοί, πολεμήσαντες ο μεν εν Βοιωτία, ο δ' εν Πελοποννήσω. Ο Λεωκράτης, στρατηγός Αθηναίος επί του Πελοννησιακού πολέμου.↩
511) Αν είναι ούτος ο πατήρ του εκ Κοίλης Χαιρεδήμου, όστις κατ' επιγραφήν αναφερομένην υπό του σχολιαστού του Αριστοφάνους, Όρνιθ. 1128, και ανευρεθείσαν εις την Ακρόπολιν (Χαιρέδημος Ευαγγέλου εκ Κοίλης ανέθηκε) αφιέρωσεν επί της Ακροπόλεως τον χαλκούν Δούριον ίππον, έργον του Στρογγυλίωνος, δυνάμεθα να εικάσωμεν ότι η αυστηρά οικονομία της περιουσίας του Περικλέους δεν ήτον όλως αφιλοκερδής.↩
512) Ο Κοραής διώρθωσεν εν τω κειμένω «απεναντία», αντί του εν τοις χειρογράφοις «άπαντα», διότι η τοιαύτη πρόνοια υπέρ των εισοδημάτων του δεν ήτον διόλου σύμφωνος προς τον τρόπον του σκέπτεσθαι του φιλοσόφου, αλλ' όλως τ' ανάπαλιν.↩
513) Θετταλούς παρά την Οίτην.↩
514) Τον κόλπον της Λαμίας. ↩
515) Αι προγενέστεροι επιτυχίαι του Τολμίδου ήσαν η εισβολή εις την Λακωνικήν διά πάσης της Πελοποννήσου, και η άλωσις της Κεφαληνίας. Περί αυτού ίδ. Διόδ. ΙΑ τέλος και ΙΒ αρχήν.↩
516) Πηγαί ή Παγαί, πόλις της Μεγαρίδος εις τον κορινθ. κόλπον. ↩
517) Νεμέα, κοιλάς ολίγας ώρας απέχουσα της Σικυώνος. Εκεί ήτον ο λέων όν εφόνευσεν ο Ηρακλής, και εκεί ο ναός του Διός, ού ερείπια σώζονται και περί όν ετελούντο τα Νέμεια.↩
518) Τον ποταμόν της Ακαρνανίας, σήμερον Ασπροπόταμον. ↩
519) Γνωστός Αθηναίος στρατηγός.↩
520) Έν των εν Δελφοίς αναθημάτων.↩
521) Μετά ταύτα, επί Αλκιβιάδου.↩
522) Όν επομένως έγραψε προ τούτου.↩
523) 60,000 των τότε δραχμών, 288,000 των σημερινών. ↩
524) «Εις το δέον» ήτον η έκφρασις του Περικλέους.↩
525) Γράψας και ιστορικάς πραγματείας. Ίδ. Σόλ. ΚΑ. ↩
526) Εστιαία, πόλις της Ευβοίας κατά το σημερινόν Ξηροχώρι. ↩
527) Μετά πέντε έτη.↩
528) Ο ρήτωρ, αντίπαλος του Δημοσθένους.↩
529) Καλλίας ο δαδούχος, έγγονος του Λακκοπλούτου επονομασθέντος, Καλλίου, όστις λέγεται ευρών μέγαν περσικόν θησαυρόν επί της εν Μαραθώνι μάχης. Ίδ. Β. Αριστ. Α. ↩
530) Δηλαδή Ομφάλη ήτον ως η βασίλισσα των Λυδών, ής ηράσθη και ήν εδούλευσεν ο Ηρακλής. Δηιάνειρα, αδελφή του Μελεάγρου, γυνή του Ηρακλέους. Ήρα δ' επωνομάζετο η Ασπασία υπό των κωμικών, διότι εις τον Περικλήν εδίδετο το επωνύμιον Ολυμπίου.↩
531) Δηλαδή ήθη άσεμνα τα της Ασπασίας.↩
532) Κύρος ο νεώτερος, περί ού η του Ξενοφώντος Ανάβασις. ↩
533) Φώκαια, πόλις της Ιωνίας, υπέρ τον Έρμον ποταμόν. ↩
534) Πριήνη, πόλις Ιωνική της Καρίας, απέναντι της Σάμου. ↩
535) Οι Σάμιοι ήσαν σύμμαχοι των Αθηναίων. Οι δε σύμμαχοι, κατά τον νόμον όν οι Αθηναίοι είχον επιβάλει, ώφειλον να έρχωνται να δικάζωνται εν Αθήναις.↩
536) Χρυσού στατήρ, άγων δύο χρυσάς, ήτοι 20 των τότε αργυρών δραχμών (96 των σημερινών).↩
537) Μία των Σποράδων, κατέναντι της Σάμου.↩
538) Δηλαδή το εκτός των Σποράδων, το μεσημβρινόν. ↩
539) Ίδ. Θεμ. Δ.↩
540) «Υπόπρωρος» εν τοις χειρογράφοις· ο δε Κοραής ορθότατα διώρθωσεν υόπρωρος, καθ' Ησύχιον, γράφοντα· «Σάμαινα, είδος νεώς υός έχουσα προτομήν», και καθ' Ηρόδοτον λέγοντα ότι αι των Σαμίων τριήρεις είχον «καπρίους» τας προώρας.↩
541) Ο περίφημος της Σάμου τύραννος Πολυκράτης έζη κατά τας αρχάς της έκτης προ Χριστού εκατοενταετηρίδος.↩
542) Ιστορικός. Ίδ. Θεμιστ. ΚΖ. ↩
543) Ιστορικός. Ίδ. Σόλ. § Α.↩
544) Δούρις, Σάμιος, ιστορικός επί Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου ↩
545) Αρχίλοχος, Ίδ. Θησ. Ε. Τα ποιήματά του δεν σώζονται. ↩
546) Ίδ. Θησ. Κ. ↩
547) Λ. 116.↩
548) Κύριον όνομα.↩
549) Νόθος παρά τοις Αθηναίοις ελέγετο ο γεννηθείς εκ πατρός Αθηναίου και μητρός ξένης.↩
550) Ίδε τον απολογισμόν της διπλής ταύτης αποστολής εν επιγραφή Rang. Ant. Hell. I. Ν. 115.↩
551) Κειμένη εν Μακεδονία εις τον Ισθμόν της Παλλήνης περί τον Άθω.↩
552) «Την ιεράν οργάδα», γην καλλιεργήσιμον μεταξύ Αττικής και Μεγαρίδος, αφιερωμένην εις τας Θεάς της Ελευσίνος.↩
553) Η πύλη ήτις ηνοίγετο επί της ιεράς οδού, της αγούσης εις Ελευσίνα και το προ της Ελευσίνος Θριάσιον πεδίον. Έκειντο δε όπου περίπου ίσταται σήμερον το εκκλησίδιον της Αγίας Τριάδος, εις ό, ολίγον αλλοιωθέν, μετέβη το όνομα των Θριασίων.↩
554) Αχαρνείς, σωζομένη κωμωδία του Αριστοφάνους. Οι στίχοι 624- 627.↩
555) Της χρυσελεφαντίνης Παρθένου Αθηνάς.↩
556) Ευρέθη και διατηρείται εν Αθήναις λίθινον αγαλμάτιον, παριστών την Αθηνάν ταύτην, και επί της ασπίδος έχον παραστάσεις τινάς της Αμαζονομαχίας, εν άλλοις δε και την εικόνα ταύτην του γέροντος.↩
557) Απαλλαγήν από φόρων.↩
558) Δημαγωγός, ού μνημονεύει και ο Αριστοφάνης εν Όρν. 988. ↩
559) «Εισαγγέλεσθαι», τρόπος καταμηνύσεως γινομένης ουχί εις τα δικαστήρια, αλλ' απ' ευθείας εις τον δήμον, όστις, αν επείθετο εις την ενοχήν, εγίνετο αυτός ενάγων.↩
560) Είς των τριάκοντα έπειτα χρηματίσας.↩
561) Η βουλή των 500 συνέκειτο εκ 50 βουλευτών κατ' έτος εκλεγομένων εξ εκάστης των 10 φυλών. Εκάστης φυλής οι 50 προέδρευον της Βουλής, και προΐσταντο της διοικήσεως υπό το όνομα Πρυτάνεων, επί το έν δέκατον του έτους.↩
562) Ίνα έχη η δίκη χαρακτήρα ιερώτερον και επισημότερον, ετίθεντο αι ψήφοι επί βωμού, και ελάμβανον αυτάς εκείθεν οι δικασταί. Ίδ. και Θεμιστ. ΙΖ. Δια τον αυτόν λόγον, και ίσως και προς ασφάλειαν από των επιχειρήσεων των φίλων του Περικλέους, επροτείνετο να δικάσωσιν εις την Ακρόπολιν, όπου δικαστήριον δεν υπήρχεν.↩
563) Όλος ο δικαστικός σύλλογος, καλούμενος Ηλιασταί, συνέκειτο εξ εξακισχιλίων ανδρών, και διηρείτο εις δικαστήρια, συνήθως εκ πεντακοσίων δικαστών, ή πλειόνων ή ολιγωτέρων κατά την επισημότητα της δίκης.↩
564) Η μήτηρ του Περικλέους ήτον εκ της οικογενείας των Αλκμαιονιδών, των κατηγορηθέντων ότι εφόνευσαν τους περί τον Κύλωνα, Ίδ. Σόλ. ΙΒ.↩
565) Το σημερινόν Μενίδι, δύο ώρας προς δυσμάς των Αθηνών. ↩
566) Ανάπαιστα, στίχοι εκ ποδών των λεγομένων Αναπαίστων, οίτινες σύγκεινται εκ δύο βραχειών και μιας μακράς συλλαβής.↩
567) Έρμιππος, κωμικός ποιητής. Ίδ. Λυκούργ. Ε.↩
568) Ο Τέλης υποτίθεται δειλός τις, αλλαχόθεν άγνωστος. ↩
569) «Αστράπτων Κλέων» λέγει αντί «αστράπτων σίδηρος» (Αίθωνι Κλέωνι, αντί «αίθωνι σιδήρω» κατά την ομηρικήν έκφρασιν).↩
570) Ήτον ιερά του Ασκληπιού.↩
571) Λαμψακηνός ιστοριογράφος.↩
572) Φιλόσοφος και ιστορικός. Ίδ. Σόλ. Δ.↩
573) Ιστορικός, Ίδ. Σόλ. Δ. ↩
574) Ως αι μέλισσαι δηλαδή.↩
575) Την φειδωλίαν. Ακρίβειαν λέγει και ο Πλούταρχος. ↩
576) Ο αθλητής ο αγωνιζόμενος τον πένταθλον αγώνα. ↩
577) Θεσσαλόν.↩
578) Δεν είχε τόσον άδικον ο Περικλής, διότι εν Αθήναις υπήρχε δικαστήριον δικάζον τα άψυχα ως παραίτια φόνου, όταν η ευθύνη αυτού δεν εδύνατο να επιρριθφή εις ανθρώπους.↩
579) Ίδ. ανωτέρω, § IΓ.↩
580) Οι ξένοι όσοι εφωρώντο ότι οικειοποιούντο δικαιώματα Αθηναίων, εδικάζοντο, και αν απεδείκνυτο η ενοχή των, επωλούντο ως δούλοι. ↩
581) Ο Αττικός λαός διηρείτο εις 12 φρατρίας, ών εκάστη περιείχεν ανά 30 γένη, και είχεν ανά έν κοινόν ιερόν. Έκαστον παιδίον γνήσιον έπρεπε να εγγραφή εις την φρατρίαν του πατρός του, οι δε πολιγραφούμενοι ελάμβανον την άδειαν να εγγραφώσιν εις οίαν δήποτε φρατρίαν ήθελον.↩
582) Εμιμήθη εξ Ισοκράτους. Προς Φιλ. ΜΘ.↩
583) Ομ. εξ Ισοκρ. Βούσιρ. ΙΣΤ.↩
584) Αινίτετται Ομήρ. Οδύσ. Ζ, 42 — 46↩
585) Τον Τίβεριν.↩
586) Fossae. Fodere.↩
587) Ήκμαζε περί Ολ. 140, ή 536 α. κ. Ρ.↩
588) Ίδ. T. Liv. IX, κατά το τέλος.↩
589) Maximus, μέγιστος.↩
590) Verruca, ακροχορδών, ελαία, είδος εκφύματος εις την επιδερμίδα.↩
591) Ovicula.↩
592) Λίγυες, οι κάτοικοι της Λιγυρίας, εις την βόρειον Ιταλίαν, κατά το σημερινόν Πεδεμόντιον.↩
593) Ο περίφημος Καρχηδόνιος στρατηγός.↩
594) Άντιον, πόλις των Ουολούσκων εν Λατίω. Σήμερον Anzio. ↩
595) Φαλέριοι, ή Φαλίσκοι, πόλις της Τυρρηνίας.↩
596) Θρασυμένη, την σήμερον Lago di Perugia.↩
597) Τρεβίας, ποταμός ρέων παρά την Θρασυμένην λίμνην εκ των Απεννίνων εις τον Πάδον.↩
598) Μάρκον τον λέγουσιν ο Πολύβιος, ο Λίβιος και ο Πλίνιος. ↩
599) «Χρησίμων» λέγει το κείμενον, διορθωθέν υπό τινων εις «χρησμίων» ή «χρησμωδών». ↩
600) Το Σεστέρτιον (Sestortium) περιείχε 250 δηνάρια, το οι δηνάριον ήτον ίσον τη δραχμή. Η δε δραχμή είχεν 6 οβολούς, ώστε το τριτημόριον αυτής ήτον διώβολον.↩
601) Αι Πυθαγορικαί και μυστηριώδεις δοξασίαι του Πλουτάρχου περί της φύσεως και δυνάμεως των αριθμών και αλλαχού παρετηρήθησαν. Ίδ. Θησ. ΛΣΤ. Ο αριθμός τρία είναι αρχή της πληθύος, διότι οι προ αυτού εισί μονάς και δυάς. Συμπεριλαμβάνει δε τα στοιχεία παντός αριθμού, διότι έχει τον πρώτον περιττόν 1, και τον πρώτον άρτιον 2, εξ αρτίων δε και περιττών σύγκεινται πάντες οι αριθμοί. Περιέχει δε τας πρώτας διαφοράς, διότι 2-1 = 1, αλλά 1+2=3.↩
602) Χωρίον εν Τυρρηνία.↩
603) Λοθρόνος λείπει από τινων εκδόσεων, και αποδοκιμάζεται υπό Κοραή. Το όνομα αυτού ήτον Vulturnus, (την σήμερον Voltorno), και κακώς έχουσιν εκδόσεις τινές Ουατουράνον. Ρέει δε διά της Καμπάνιας μεσημβρινώς του Λατίου.↩
604) Ισπανούς.↩
605) Manlius Torquatus (ψελλιοφόρος)· διά το ψέλλιον ό αφήρεσεν από του Γαλάτου όν εφόνευσεν εν μονομαχία. Δικτάτωρ το 340 π. Χ. Εστεφάνωσε και εθανάτωσε τον υιόν του όστις ενίκησε κατά των Γαλατών, παρακούσας εις τας διαταγάς της Ρώμης.↩
606) Τον Κυνικόν φιλόσοφον.↩
607) Οι Νομάδες, αφρικανοί ελαφροί ιππείς εκ Νουμιδίας. ↩
608) Οι αετοί εχρησίμευον ως σημαίαι εις τον στρατόν. ↩
609) Ο Σερβίλιος και ο Ατίλιος. Περί αυτών τα αυτά μαρτυρεί και ο Τ. Λίβιος. Χ, 32.↩
610) Κατά Λίβιον (I και ΙΙΙ) οι Ρωμαίοι ώπλιζον κατ' έτος τέσσαρας λεγεώνας, ών έκαστος συνέκειτο εκ τετρακισχιλίων πεζών και διακοσίων ιππέων· εν δ' ανάγκαις ηύξανον τους πεζούς εις πεντακισχιλίους και τους ιππείς εις τριακοσίους. Προσετίθεντο δε και ισάριθμοι πεζοί Λατίνοι, ιππείς δε διπλάσιοι, ώστε ο λεγεών συνέκειτο τότε εκ μυρίων μεν πεζών, εννεακοσίων δε ιππέων. Κατά ταύτην δε την περίστασιν συνετάχθησαν, όπερ ουδέποτε άλλοτε είχε γίνει, οκτώ λεγεώνες, περιέχοντες ομού ογδοήκοντα μεν χιλιάδας πεζών, (επτακισχιλίους δε και διακοσίους ιππείς.↩
611) Προ τριών ετών υπατεύων μετά του Μ. Λιβίου Σαλινάτορος, κατεδικάσθη δι' άνισον διανομήν λαφύρων.↩
612) Επί δόρυ και επί ασπίδα έλεγον κατά την αρχαίαν τακτικήν.↩
613) Lentulus.↩
614) Οι Απούλιοι, οι Σαμνίται, οι Ταρατίνοι κτλ.↩
615) Εν Εκάβη.↩
616) Του Μερακέλλου λοιπόν ο βίος εγράφη προ του Φαβίου Μαξίμου.↩
617) Ιλ. Ρ. Ροδίων αγερώχων, και αλλαχού. Ο Σχολιαστής λέγει: «Αγέρωχοι, αυθάδεις, θρασείς· έστι δ' ότε δηλοί η λέξις τους αγανανδρείους και εντίμους, παρά το άγαν αυτούς επί του γέρως οχείσθαι».↩
618) Ποσειδώνιος εξ Απαμείας της Συρίας, και Ρόδιος λεγόμενος, ως διατρίψας εν Ρόδω, στωικός φιλόσοφος πολυμαθέστατος διδάσκαλος του Κικέρωνος και του Πομπηίου· έγραψε και γεωγραφικά και ιστορικά συγγράμματα μη διατηρηθέντα.↩
619) Θυρεός.↩
620) Μεταπόντιον, πόλις της Λευκανίας της Κάτω Ιταλίας εις τον Ταραντινόν κόλπον, αποικία Ελληνική. Σήμερον Torre di Mare.↩
621) Οι Ρωμαίοι παρέλαβον την μαντικήν παρά των Τυρρηνών, και πολλήν, ως εκείνοι, εποιούντο χρήσιν αυτής. Έν δε των ειδών της μαντικής ην και η ορνιθομαντεία ή οιωνοσκοπία.↩
622) Μάρσοι, κάτοικοι της μέσης Ιταλίας, προς ανατολάς των Σαβίνων και των Λατίνων, όπου η σημερινή επαρχία των Αβρούζων. ↩
623) Λευκανία, επαρχία της κάτω Ιταλίας παρά των Ταράντιον κόλπον, η σημερινή Βασιλικάτα.↩
624) Τάρας, επίσημος ελληνική πόλις πάρα την μεσημβρινήν της Ιταλίας παραλίαν.↩
625) Βρέττιοι, έθνος της μεσημβρινής Ιταλίας, συγγενείς και όμοροι των Λευκανών.↩
626) Ρήγιον, πόλις της Βρεττίας επί του ομωνύμου ακρωτηρίου, της Σικελίας απέναντι. ↩
627) Καυλωνία, πόλις της Βρεττίας επί της νοτιανατολικής παραλίας της Ιταλίας, αποικία αχαϊκή, τα νυν Castel vetere.↩
628) Ίδ. Βίον Μαρκέλλου.↩
629) Δεκαοκτώ εκατομμύρια των τότε δραχμών υπέρ τα 54 δε των σημερινών.↩
630) Δύο ώρας περίπου.↩
631) Εις άλλα χειρόγραφα Λεύκιος.↩
632) Εις τον πόλεμον κατά των Σαμνιτών. Τ. Liv. XI. ↩
633) Την Ισπανίαν.↩
634) Σοφοκλ. Αντιγόν. 163. Πολλώ σάλω σείσαντες, ώρθωσαν πάλιν», ό μετέβαλεν o Πλούταρχος εις ·Πολλώ σάλω σεισθείσαν, ώρθωσαν πάλιν».↩
635) «Οβελίσκου», κατά το κείμενον. Ότι δε περί νομίσματος ο λόγος, ίδ. Πλούτ. Β. Λυσάνδρ. 17.↩
636) Αυτοκράτορες ελέγοντο οι στρατηγοί οι πληρεξουσιότητα έχοντες. Τοιούτοι ήσαν κατ' αρχάς και οι μετά ταύτα την ανωτάτην αρχήν διαδοχικώς διέποντες εν Ρώμη. ↩
637) Ηρμοσμένω γράφει ο Κοραής, αντί του παρ' άλλοις ορμωμένω ή ερρωμένω, όπερ ίσως ορθότερον.↩
638) Κ. Φούλβιος Φλάκκων και Άππιος Κλαύδιος, ύπατοι, επολιόρκησαν την Καπύην, και εκυρίευσαν αυτήν κατά το επόμενον έτος. Τ. Liv. XXVI.↩
639) Οι σχολιασταί παρατηρούσιν ότι κατά τα προρρηθέντα εν Βίω Φαβ. Ζ, δέκα και ουχί έξ υπολογίζονται τα τάλαντα (240 x 250=60000 δρ.). ↩