Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Words in italics are included in _. Footnotes have been converted to endnotes and their numbers are included in ().//Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό, κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με πλαγίους χαρακτήρες έχουν σημειωθεί με _. Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου και οι αριθμοί τους περικλείονται σε ().
ΓΕΩΡΓΙΩ ΜΠΗΚΑ
ΗΠΕΙΡΩΤΗ
ΦΙΛΟΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΦΙΛΟΤΙΜΙΑΣ ΕΝΕΚΑ
Η ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΑΝΑΤΙΘΕΤΑΙ
Η μετάφρασις των Παραλλήλων Βίων του Πλουτάρχου δεν είν' εδική μου επίνοια, αλλά μοι υπεβλήθη υπό της πεφωτισμένης φιλογενείας του Κ. Γ. Μπήκα εξ Ηπείρου, όστις και την έκδοσιν αυτών μοι διηυκόλυνεν. Η λαμπρά αύτη της εθνικής ημών δόξης πινακοθήκη, ήτις επ' αιώνας ψυχαγωγεί και διδάσκει πάντα τα εξηυγενισμένα έθνη, διά μεταφράσεων προσιτή αυτοίς γινομένη, δι' ημάς, οίτινες πρώτοι δικαιούμεθα και ενδιαφερόμεθα εις την απ' αυτής απόλαυσιν, μένει σχεδόν κεκλεισμένη, διότι, πλην των εξ επαγγέλματος λογίων, ολίγοι δύνανται, ή καν επιχειρούσι ν' αναγινώσκωσι προχείρως εν πρωτοτύπω τον Πλούταρχον.
Εν Κωνσταντινουπόλει προ της επαναστάσεως εταιρία Φαναριωτών, εν οίς ην και ο ελληνομαθής, διδάσκαλος τότε και Καμινάρης Κ. Γεώργιος Αινιάν, τον φωτισμόν και την εις τα γενναία παρόρμησιν του έθνους επιδιώκουσα, επεχείρησε των Παραλλήλων Βίων την μετάφρασιν, και έφερεν, ως επληροφορήθημεν, το έργον εις πέρας· αλλ' επί της εκρήξεως του εθνικού αγώνος εσφάγησαν τα πλείστα μέλη αυτής, μετά της μεγάλης απαρχής και αυτοί ην τότε η Κωνσταντινούπολις προσέφερεν εις τον βωμόν της ανεξαρτησίας· και τα χειρόγραφα κατεστράφησαν. Εν Ναυπλίω επανέλαβε την επιχείρησιν ο εκ Κωνσταντινουπόλεως φιλόκαλος και πεπαιδευμένος Κ. Ιωάννης Νικολάου. Αλλ' ο θάνατος διέκοψε και αυτόν αφ' ού εξέδωκεν εις δύο τόμους το κείμενον μετά της μεταφράσεως και σημειώσεων, των πρώτων βίων μέχρι του Καμίλλου.
Μετά ταύτας τας αποπείρας επανέλαβον απ' αρχής την μετάφρασιν, προτιθέμενος, αν δεν επέλθη το αυτό κώλυμα, να περιλάβω πάντας τους βίους εις τόμους δέκα, οίς προστίθειμι σημειώσεις όσαι μοι φαίνονται αναπόφευκτοι, και πίνακα ονομαστικόν εις το τέλος παντός του έργου, διά τους θέλοντας να μεταχειρισθώσι την μετάφρασιν ταύτην και δι' ιστορικήν του Πλουτάρχου μελέτην.
Ο Πλούταρχος εγεννήθη εις την Βοιωτικήν πόλιν ήτις επί Ομήρου εκαλείτο Άρνη, μετά ταύτα δ' ωνομάσθη Χαιρώνεια, και επί Τούρκων, εις άσημον χωρίον περισταλείσα, ελέγετο Κάπραινα, επαναλαβούσα μετά της Ελλάδος την ελευθέρωσιν το όνομα ό εδόξασεν ο ημέτερος συγγραφεύς.
Ήκμαζε δ' ο Πλούταρχος επί της πρώτης εκατονταετηρίδος μετά Χριστόν, κατά τους χρόνους του Νέρωνος και μέχρι του Τραϊανού, εξ επισήμου καταγόμενος και πλουσίας οικογενείας, περί ής διάφορα ο ίδιος εν τοις συγγράμμασί του απομνημονεύει. Ο προπάππος αυτού Νίκαρχος έζη επ' Αυγούστου και της εν Ακτίω μάχης· ο πάππος του Λαμπρίας επαινείται υπό του συγγραφέως διά της διαθέσεως αυτού την ευθυμίαν και την φαιδρότητα, και ο πατήρ του, ού αγνοούμεν το όνομα, διά την φρόνησιν και την ευφυίαν του. Είχε δε δύο αδελφούς ο Πλούταρχος, τον Λαμπρίαν και τον Τίμωνα, και ηγάπα αμφοτέρους περιπαθώς, τον δεύτερον μάλιστα, και ομιλεί περί αυτών ως λίαν πεπαιδευμένων. Και αδελφήν δε είχεν, ής ο υιός ήτον ο φιλόσοφος Σέξτος ο Χαιρωνεύς, ο αυτός, ως φαίνεται, όστις εδίδαξε τα Ελληνικά γράμματα εις τον Αντωνίνον. Προπαιδευθείς δ' εν Χαιρωνεία, μετέβη ο Πλούταρχος έπειτα εις το τότε κέντρον των φώτων, εις τας Αθήνας, όπου επολιτογραφήθη, εις την Λεοντίδα φυλήν εγγραφείς, και εμυήθη εις τας διαφόρους της φιλοσοφίας σχολάς, εξ εκάστης ό,τι λογικώτατον και ό,τι υψηλότατον απανθίσας. Ιδίως όμως εγένετο ενθουσιώδης οπαδός των δογμάτων του Πλάτωνος, όν και θείον πολλάκις αποκαλεί· αντίπαλος δ' εκηρύχθη, και πολλάκις μέχρις αδικίας κατήγορος, των Στωικών και των Επικουρίων. Επεδόθη δε και εις την σπουδήν των του Πυθαγόρου δογμάτων, και ου μόνον την περί μετεμψυχώσεως δοξασίαν αυτού παρεδέχθη, αλλά και εις τας μυστηριωδεστέρας θεωρίας αυτού ηρέσκετο.
Μεταξύ δε των διδασκάλων του μετά πολλών επαίνων αναφέρει ο ίδιος τον εξ Αλεξανδρείας επίσημον τότε φιλόσοφον Αμμώνιον, ού έγραψε και τον βίον, δυστυχώς μη διατηρηθέντα. Φαίνεται δ' ότι εσπούδασε παρ' αυτώ, ότε μετέβη εις Αλεξάνδρειαν όπως επισκεφθή και το δεύτερον εκείνο μέγα κέντρον του τότε πολιτισμού, και γνωρίση αυτήν την κοιτίδα της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, ήτις ανέπλασε τον κόσμον των ιδεών.
Επί της πρώτης αυτού νεότητος εστάλη μεθ' ετέρου πολίτου πρέσβυς υπό των Χαιρωνέων προς τον ανθύπατον· αλλά μόνος εξετέλεσε την αποστολήν, του συμπρέσβεως μείναντος καθ' οδόν· όταν δ' επέστρεψε, πεισθείς εις την συνετήν συμβουλήν του πατρός του, έδωκε λόγον των πεπραγμένων ουχί μόνον εν ιδίω αυτού ονόματι, αλλ' εν ονόματι της πρεσβείας πάσης ομού. Και πολλάς δ' άλλας ανέλαβε δημοσίους επιμελείας εν Χαιρωνία, τινάς εξ αυτών ταπεινάς φαινομένας. Αλλ' ο ευγενής πατριωτισμός του ουδεμίαν έκρινεν εαυτού κατωτέραν, ήτις ήτον εις την πατρίδα του χρήσιμος. Ωνομάσθη δε και επώνυμος άρχων, και τα συγγράμματα αυτού, μάλιστα δ' η πραγματεία η επιγραφομένη Πολιτικά παραγγέλματα, περιέχουσι την απόδειξιν ότι ουδέποτε άρχων περισσότερον ετίμησεν ή ωφέλησε την πόλιν υφ' ής εξελέγη. Μία των πρωτίστων αρετών του, διαλάμπουσα εις πάντα του τα συγγράμματα, ήτον και η βαθεία και ειλικρινής αυτού ευλάβεια. Ταύτη επόμενος, αφιερώθη και εις των Θεών την λατρείαν, και εγένετο ιερεύς του Απόλλωνος, την αξίαν ταύτην μέχρι τέλους της ζωής του διατηρήσας. Ένεκα δ' αυτής προέδρευε και εις την εορτήν των Πυθίων, ήτις ετελείτο πενταετηρικώς, κατά το τρίτον έτος πάσης Ολυμπιάδος.
Επεδήμησε δε και εις την Ρώμην, και μακρόν εν αυτή διέτριψε χρόνον, κατά βάθος αυτής την ιστορίαν και τα ήθη σπουδάσας, χωρίς όμως να οικειωθή εντελώς και προς την γλώσσαν αυτής, ως ο ίδιος περί εαυτού μαρτυρεί. Μεταγενέστεροι συγγραφείς λέγουσιν ότι ο Τραϊανός τον κατέστησεν Ύπατον, διατάξας της Ιλλυρίας τους άρχοντας ουδέν να πράττωτιν άνευ της γνώμης αυτού· αλλ' ο ίδιος ουδέν διηγείται περί τούτου, ως και περί του ότι, ως άλλοι διισχυρίζονται, εχρημάτισε διδάσκαλος του Αδριανού. Μεγάλης δε και γενικής απελάμβανεν εν Ρώμη τιμής, και εδίδασκε δημοσία, ως φαίνεται, μετά βαθυτάτου ακουόμενος σεβασμού. Εν ώ ποτε ωμίλει ενώπιον ακροατηρίου, εις ένα των παρεστώτων, πολίτην επίσημον, τον Αρουλίνον Ρούστικον, εκομίσθη επιστολή του Αυτοκράτορος κατεπείγουσα· αλλ' ο Ρούστικος δεν ηθέλησε να την ανοίξη μέχρις ού η ακρόασις ετελείωσεν. Εκ των εν Ρώμη φίλων του ην και ο τετράκις υπατεύσας Σώσιος Σενεκίων, εις όν αφιεροί του Θησέως τον βίον.
Εν Χαιρωνεία ενυμφεύθη την Τιμοξένην, θυγατέρα του Αριστίωνος, γυναίκα εξόχων αρετών, πάσης τιμής παρ' αυτού πάντοτε απολαβούσαν, και μεγάλως συντελέσασαν εις της ζωής του την ευτυχίαν. Υιούς δ' εξ αυτής είχε τέσσαρας, τον Αυτόβουλον, τον Χάρωνα, αποθανόντα εν βρεφική ηλικία, τον ομώνυμον αυτώ Πλούταρχον, και τον κατά τον πάππον αυτού ονομασθέντα Λαμπρίαν, όστις έγραψε και τον σωζόμενον πλήρη κατάλογον των συγγραμμάτων αυτού. Μετ' αυτούς δ' απέκτησε και θυγατέρα, προ πολλού ποθουμένην υπ' αυτού τε και της γυναικός του, και ωνόμασεν αυτήν Τιμοξένην κατά την μητέρα της. Αλλ' άωρος θάνατος την ανήρπασε διετή μόλις, και σώζεται επιστολή ήν ο Πλούταρχος έγραψε κατά την περίστασιν ταύτην προς την γυναίκα του, πλήρης περιπαθών εκφράσεων, αποπνέουσα την αγάπην ήν αμφότεροι ησθάναντο προς το χαριέστατον βρέφος, αλλά και παραμυθίας περιέχουσα χριστιανού φιλοσόφου αξίας. Εις των υιών του την ανατροφήν ησχολήθη βεβαίως ο ίδιος, διότι έν των σωζομένων συγγραμμάτων αυτού πραγματεύεται περί παίδων αγωγής, και είναι έργον άριστον, εν ώ ομιλεί φιλόστοργος καρδία, και φρόνησις πρακτική και πεπειραμένη.
Ο δε χαρακτήρ αυτού περιείχε συγχρόνως την πραότητα την προσήκουσαν εις σοφόν, αλλά και την ευστάθειαν την εις άνδρα πρέπουσαν. Εύπορος ων, είχε δούλους πολλούς, και προσεφέρετο προς αυτούς φιλανθρώπως. Ως δε γράφει ο ίδιος, ου μόνον αυτοί, αλλ' ουδέ τα ζώα τα εγγηράσαντα εις τον οίκον του επέτρεπε ν' αποβληθώσιν αυτού. Η γυνή όμως και οι φίλοι του επέμενον παρ' αυτώ ότι διαφθείρει τους δούλους του διά της υπερβολικής του επιεικείας· και ο φίλος του Ταύρος ο φιλόσοφος, διηγήθη εις τον συγγραφέα των Αττικών νυκτών, τον επί Μάρκου Αυρηλίου ζήσαντα Αυλου-Γέλλον, ότι ενδούς εις ταύτας τας προτροπάς, ετιμώρει ποτέ ένα των δούλων του, όστις, αφ' ού εξήντλησε τας παρακλήσεις, ήρχισε να τον επιπλήττη, ότι δεν είναι φιλοσόφου άξιον να οργίζηται κατά των δούλων του και να τους μαστίζη. Αλλ' ο Πλούταρχος απήντησεν ότι ούτε η μορφή ούτε η φωνή του εμφαίνει οργήν, και διέταξε τον τιμωρόν, εν ώ συνεζήτουν, να εξακολουθή την μαστίγωσιν. Η ψυχρά όμως αύτη σκληρότης δεν συνήδε προς τον χαρακτήρα του, και επανήλθε ταχέως εις τον αρχαίον του τρόπον, λέγων ότι προτιμά να διαφθείρωνται οι δούλοι του διά της ατιμωρησίας, παρά να διαφθείρηται αυτός διά της σκληρότητος· άλλως τε δ' ότι η πραότης διορθοί πολύ μάλλον της υπερβολικής αυστηρότητος.
Σπανία ήτον η πολυμάθεια του Πλουτάρχου, και απέραντος αυτού η ανάγνωσις, εις βαθείαν και φιλόσοφον ταμιευθείσα διάνοιαν. Τα συγγράμματα αυτού, πολυμαθέστατα όντα, εισί και κατά τούτο πολύτιμα, ότι εν αυτοίς πάμπολλα παραθέτει χωρία ή αναφέρει ονόματα συγγραφέων απολεσθέντων, και ών πολλούς εκ ταύτης μόνης γνωρίζομεν της πηγής. Μεταξύ δε των συγγραμμάτων του την πρώτην κατέχουσι θέσιν οι Παράλληλοι Βίοι. Εις τας επαγωγούς ταύτας μονογραφίας, ανεκδοτικώς και μετά δραματικής ζωηρότητος πάσαν εκθέτων την ιστορίαν των δύο της αρχαιότητος μεγάλων εθνών, σκοπόν πρώτιστον φαίνεται προτιθέμενος να καταστήση δι' επισήμων παραδειγμάτων αγαπητήν την αρετήν, και να εμπνεύση ζήλον μιμήσεως προς αυτήν. Δεν αποκλείει όμως εκ των μεγαλογραφιών του τούτων και την εξιστόρησιν των κακιών και των ελαττωμάτων· διότι ταύτα, ως σκιαί εν εικόνι, αναδεικνύουσιν έτι λαμπροτέραν την αρετήν. Εν γένει δε φιλαλήθης κι αμερόληπτος, είτε καθ' εαυτούς τους ήρωας αυτού εικονίζων, είτε αντιπαραθέτων αυτούς προς αλλήλους, προσμετρά τας πράξεις και την αξίαν εκάστου προς την στάθμην της καθόλου (1) αρετής και της δικαιοσύνης.
Προ του Πλουτάρχου έγραψε βίους ανδρών και ο Κορνήλιος Νέπως, και ίσως αυτού το έργον να ενέπνευσε την πρώτην ιδέαν εις τον ημέτερον συγγραφέα. Αλλ' αι επίτομοι και ξηραί σημειώσεις του Νέπωτος ουδέ μακρόθεν δύνανται να παραβληθώσι προς του Χαιρωνέως την αθάνατον μεγαλογραφίαν.
Πάντες του Πλουτάρχου οι Βίοι δεν περιήλθον μέχρις ημών, και οι απολεσθέντες δεν ήσαν εκ των ήττον περιέργων, ως ο του Αριστομένους, του ιπποτικού εκείνου βασιλέως των παναρχαίων χρόνων, ο του Επαμεινώνδου, ενός των μεγίστων χαρακτήρων της αρχαιότητος. Πιθανολογείται δ' ότι έγραψε και βίους του Αριστοφάνους και του Μενάνδρου, διότι εν τοις Ηθικοίς αυτού συγκαταριθμείται και σύγκρισίς τις των δύο Αθηναίων κωμωδοποιών, εις τον Πλούταρχον αποδιδομένη.
Οι Βίοι, ως εκ διαφόρων χωρίων αυτών προδήλως εξάγεται, δεν εγράφησαν κατά την σειράν καθ' ήν συνήθως εκδίδονται, αλλά κατετάχθησαν ούτως υπό των αντιγραφέων και εκδοτών, εις την χρονολογίαν αποβλεψάντων των εκτιθεμένων συμβάντων. Ο δε Πλούταρχος έγραψεν αυτούς καθ' ετέραν αλληλουχίαν, ή, πιθανώτερον, άνευ τάξεως και ασυναρτήτως.
Πλην δε των Βίων έγραψε και παμπόλλους άλλας πραγματείας ο Πλούταρχος περί παντοίας ύλης, και ιδίως περί ηθικής, φιλοσοφίας, ιστορίας, πολιτικής και φιλολογίας, περιλαμβανομένας υπό τον κοινόν τίτλον Ηθικά. Η άπειρος σοφία ήν εν αυτοίς αναπτύσσει ο συγγραφεύς, αι βαθείαι του κρίσεις και αι υψηλαί θεωρίαι, αίτινες πολλάκις φαίνονται απορρέουσαι εκ φρενός πεφωτισμένης υπό των αληθειών του Χριστιανισμού, και αι παντοίαι εγκατεσπαρμέναι ειδήσεις περί αρχαιότητος, άς εξ αυτών και μόνων αρυόμεθα, καθιστώσι τας πραγματείας ταύτας έν των αξιολογωτάτων προϊόντων της αρχαίας φιλολογίας. Ιδού ο πλήρης πίναξ αυτών, καθ' ήν τάξιν έχουσι συνήθως εν ταις εκδόσεσι.
1 Περί παίδων αγωγής.
2 Πώς δει τον νέον ποιημάτων ακούειν.
3 Περί του ακούειν των φιλοσόφων.
4 Πώς αν τις διακρίνειε κόλακα φίλου.
5 Πώς αν τις αίσθοιτο εαυτού προκύπτοντος επ' αρετή.
6 Πώς αν τις υπ' εχθρών ωφελοίτο.
7 Περί πολυφιλίας.
8 Περί τύχης.
9 Περί αρετής και κακίας.
10 Παραμυθητικός προς Απολλώνιον.
11 Υγιεινά παραγγέλματα.
12 Γαμικά παραγγέλματα.
13 Επτά σοφών συμπόσιον.
14 Περί δεισιδαιμονίας.
13 Αποφθέγματα βασιλέων και στρατηγών.
16 Αποφθέγματα Λακωνικά.
17 Τα παλαιά των Λακεδαιμονίων επιτηδεύματα.
18 Λακαινών αποφθέγματα.
19 Γυναικών αρεταί.
20 Κεφαλαίων καταγραφή. Ρωμαϊκά.
21 Κεφαλαίων καταγραφή. Ελληνικά.
22 Περί Παραλλήλων Ελλήνων και Ρωμαίων. (Κρίνεται μη ον του Πλουτάρχου).
23 Περί της Ρωμαίων τύχης.
24 Περί της Αλεξάνδρου τύχης και αρετής. Λόγος Α'.
25 Περί της Αλεξάνδρου τύχης και αρετής, λόγος Β'.
26 Περί Ίσιδος και Οσίριδος.
27 Περί του ΕΙ εν Δελφοίς.
28 Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν.
29 Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων.
30 Ου διδακτή η αρετή.
31 Περί της ηθικής αρετής.
32 Περί ευεργεσίας.
33 Περί ευθυμίας.
34 Περί φιλαδελφίας.
35 Περί της εις τα έκγονα φιλοστοργίας.
36 Ει αυτάρκης η κακία προς κακοδαιμονίαν.
37 Πότερον τα της ψυχής ή τα του σώματος πάθη χείρονα;
38 Περί αδολεσχίας.
39 Περί πολυπραγμοσύνης.
40 Περί φιλοπλουτίας.
41 Περί δυσωπίας.
42 Περί φθόνου και μίσους.
43 Περί του εαυτόν επαινείν ανεπιφθόνως.
44 Περί των υπό του Θεού βραδέως τιμωρουμένων.
45 Περί ειμαρμένης.
46 Περί του Σωκράτους δαιμονίου.
47 Περί φυγής.
48 Παραμυθητικός προς την ιδίαν γυναίκα.
49 Συμποσιακών προβλημάτων βιβλία θ'.
50 Ερωτικός.
51 Ερωτικαί διηγήσεις.
52 Περί του ότι μάλιστα τοις ηγεμόσι δει τον φιλόσοφον διαλέγεσθαι.
53 Προς ηγεμόνα απαίδευτον.
54 Ει πρεσβυτέρω πολιτευτέον.
55 Πολιτικά παραγγέλματα.
56 Περί μοναρχίας και δημοκρατίας και ολιγαρχίας.
57 Περί του μη δειν δανείζεσθαι.
58 Βίοι Ι'. ρητόρων (ψευδώς τω Πλουτάρχω αποδιδόμ.).
59 Επιτομή συγκρίσεως Αριστοφάνους και Μενάνδρου. (Μεταγενεστέρα προσθήκη
εις βίους του συγγραφέως ίσως, απολεσθέντας).
60 Περί της Ηροδότου κακοηθείας.
61 Περί των αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις (φαίνεται μη ον γνήσιον).
62 Αιτίαι φυσικαί.
63 Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της σελήνης.
64 Περί του πρώτου ψυχρού.
65 Περί του πότερον ύδωρ ή πυρ χρησιμώτερον.
66 Πότερα των ζώων χρησιμώτερα, τα χερσαία ή τα ένυδρα;
67 Περί του τα άλογα λόγω χρήσθαι.
68 Περί σαρκοφαγίας, Λόγος Α'.
69 Περί σαρκοφαγίας, Λόγος Β'.
70 Πλατωνικά ζητήματα.
71 Περί της εν Τιμαίω ψυχογονίας.
72 Επιτομή της εν Τιμαίω ψυχογονίας (ου γνήσιον).
73 Περί στωικών εναντιωμάτων.
74 Σύνοψις του ότι οι Στωικοί παραδοξότερα των ποιητών λέγουσι. (Φαίνεται μη ον
του Πλουτάρχου. Η σύνοψις τουλάχιστον είναι ξένου καλάμου).
75 Περί των καινών εννοιών προς τους στωικούς.
76 Ότι ουδέ ζην έστιν ηδέως κατ' Επίκουρον.
77 Προς Κολώτην.
78 Ει καλώς είρηται το Λάθε βιώσας.
79 Περί μουσικής.
80 Λείψανα των ου σωζομένων.
81 Περί ευγενείας. (αμφίβολον).
82 Περί ποταμών (ου γνήσιον).
83 Περί της Ομήρου ποιήσεσως (ου γνήσιον).
84 Παροιμίαι (ου γνήσιον),
85 Περί μέτρων (ου γνήσιον).
Το ύφος του Πλουτάρχου είναι ως επί το πλείστον κεχρωματισμένον και εικονικόν, διά ποιητικών κοσμούμενον εκφράσεων και παραβολών, διότι συνεχέστατα ου μόνον παραθέτει, αλλά και κατατέμνων εμπεριπλέκει εις τον πεζόν λόγον στίχους ποιητών, και παρ' αυτών δανείζεται ή κατά ζήλον αυτών συνθέτει ευστόχως λέξεις ευήχους και ανθηράς. Παρατηρείται όμως ενιαχού αμέλειά τις και έλλειψις ακριβείας περί τον λόγον, αποτέλεσμα της μεγάλης πολυγραφίας του, και εις μηκυνομένας τας φράσεις περιπλέκεται ενίοτε η έννοια δυσεξέλικτος. Πολλαχού όμως συσκοτίζει αυτήν και η κακή του κειμένου κατάστασις, εις ήν οι κριτικώτεροι των εκδοτών δεν κατώρθωσαν να επιφέρωσι πάντοτε διόρθωσιν επαρκή.
Χειρόγραφα του Πλουτάρχου σώζονται επτά τον αριθμόν εν Παρισίοις, εν Οξωνία και αλλαχού. Των δ' εκδόσεων των Παραλλήλων η αρχαιοτέρα είναι η γενομένη εν Φλωρεντία εν έτει 1517· η δ' επισημοτέρα, η εν Λειψία του Ρεϊσκίου, 1774 — 1782· και ταύτης πολύ ανωτέρα διά τας σοφάς και αγχίνοας του κειμένου επανορθώσεις, η εν Παρισίοις του Κοραή, γενομένη εν έτεσι 1809 -1814.
Μετάφρασις δε των Παραλλήλων Βίων περίφημος είναι η εις την αρχαίαν Γαλλικήν διάλεκτον υπό Αμιότου. Ο βαθύς ούτος Ελληνιστής φαίνεται πολλάς των του κειμένου διορθώσεων ούτως ορθώς εικάσας, ώστε εις τα χειρόγραφα πολλάκις μη ευρίσκων φως έλαβε και αυτός ο Κοραής αυτού την μετάφρασιν και αυτού τας εικασίας ως βάσιν των ιδίων αυτού διορθώσεων. Εις φράσιν δε νεωτέραν μεθήρμοσε την μετάφρασιν ο Ρικάρδος, ως προς την έννοιαν σχεδόν πάντοτε την του Αμιότου παρακολουθών. Εν τη παρούση δε μεταφράσει, επόμενος, ως εικός, τω κειμένω του Κοραή, δύο προ πάντων τινά επεδίωξα. Το πρώτον ην να μείνω όσον ενδέχεται πιστότερος και πλησιέστερος εις τον συγγραφέα, ούτε περισσότερα ούτε ολιγώτερα λέγων, και, καθ' όσον εδυνάμην, ούτε άλλως λέγων αφ' ό,τι ο Πλούταρχος. Η μετάφρασις ήθελον να μη απολέση εντελώς τον χαρακτήρα του πρωτοτύπου· διό και οσάκις εδυνάμην άνευ βλάβης της ευκρινείας, επροτίμησα να διατηρώ μάλλον την αρχαίαν λέξιν, όταν και σήμερον είναι εν χρήσει, και έχαιρον όταν μοι επιτρέπετο τούτο και ως προς την όλην φράσιν. Ενιαχού εκ προθέσεως εμακρύνθην, σπανίως· όμως και όσον ενεδέχετο ολιγώτερον, του αρχαίου κειμένου και τούτο όπου ενόμισα αναγκαίον να συσκιάσω τινάς του ύφους γυμνότητας, αφορών εις τους παντοίους αναγνώστας δι' ούς η μετάφρασις είναι προωρισμένη. Προσέτι εις χωρία τινά, καθ' ά αυτός ο Κοραής ομολογεί ότι Δηλίου δείται κολυμβητού, ηναγκαζόμην να παραπλεύσω ούτως ειπείν την μη καθαρώς διαγεγραμμένην έννοιαν, παραδεχόμενος εικασίαν τινα, την ό,τι πλησιεστάτην προς την λέξιν του αρχαίου κειμένου.
Μετά της ακριβείας δ' επεμελήθην να συνδυάσω και την σαφήνειαν· και όπου η στρυφνότης δεν έγκειται εις αυτήν την έννοιαν, εκεί καθήκον ενόμισα να μεταπλάττω ούτω την φράσιν μέχρι τινός, ώστε, χωρίς ο χαρακτήρ αυτής κυρίως ν' αλλοιωθή, να επιχέηται όμως φως επ' αυτής, απαλάττον το πνεύμα επιπόνου προσοχής προς κατάληψιν.
Εις το κείμενον συνεχέστατα παρενείρει ο Πλούταρχος τεμάχια έμμετρα. Ταύτα μετέφρασα εμμέτρως. Αλλά νομίζων αναγκαίον, όπως δώσω όσον ενδέχεται ακριβεστέραν έννοιαν του συγγραφέως, ν' ακολουθώ αυτόν κατ' ίχνος, επροσπάθησα πανταχού να μιμηθώ το μέτρον του πρωτοτύπου, κατά το προσωδικόν σύστημα δι' ού την ανάπτυξιν, αδύνατον ενταύθα, αναγκάζομαι να παραπέμψω εις το προοίμιον της εμής «Μεταφράσεως των αρχαίων δραμάτων ». Λυρικών όμως και χορικών τεμαχίων, εχόντων τον ρυθμόν λελυμένον και ασυνάρτητον, περιωρίσθην ως επί το πολύ εις το ν' ακολουθώ κατά το μάλλον ή ήττον την γενικήν αρμονίαν, διότι αδύνατος και άσκοπος είναι η ακριβής κατά μέτρον απομίμησις προσωδικών περιόδων, ών ο χαρακτήρ είναι πολλάκις να μη έχωσι μέτρον.
Σημειώσεις δε προσέθηκα ου πολλάς, αλλ' όσας μόνον, και όλας όσας, ενόμισα αναγκαίας διά το κοινόν των αναγνωστών, ό υποθέτω εκ των μη εχόντων προχείρους πάντοτε εις την μνήμην πάσας τας ιστορικάς, γεωγραφικάς και άλλας γνώσεις εκ του βίου των αρχαίων, όσαι χρησιμεύουσιν εις την άπταιστον κατάληψιν των διηγήσεων του Πλουτάρχου. Εντελώς δ' απέσχον σημειώσεων φιλολογικών, διότι το πρόβλημά μου δεν ήτον η διόρθωσις του αρχαίου κειμένου.
Α. ΚΑΘΩΣ εις τας γεωγραφίας, ω Σόσσιε Σενεκίων, όσα αγνοούσιν οι ιστορικοί, τα
σημειούσιν εις τα έσχατα των πινάκων των άκρα, και προσγράφουσιν ως
αιτιολογίας ότι «τα πέραν τούτων εισίν έρημοι ξηραί και κατοικίαι θηρίων, ή πηλός
άμορφος, ή Σκυθικόν ψύχος, ή πέλαγος παγετώδες», ούτω και εγώ, εις των
παραλλήλων βίων την συγγραφήν, αφ’ ού διήλθα τους καιρούς όσοι εισί
πιθανότητος δεκτικοί, και διηγούνται περί ιστορίας στηριζομένης εις πράγματα,
καλώς θα έπραττον αν έλεγον περί των αρχαιοτέρων, ότι «τα πέραν τούτων,
τεράστια όντα και τραγικά, νέμονται μυθογράφοι και ποιηταί, και ούτε σαφήνειαν
έχουσιν ούτε πιθανότητα. Όταν όμως εξέδωκα τον λόγον περί του νομοθέτου
Λυκούργου και περί του Βασιλέως Νουμά
(1α) φθάσας
χρονικώς πλησίον εις του Ρωμύλου την ιστορίαν, ενόμισα ότι εύλογον ήτον ν'
αναβώ και μέχρις αυτού. Σκεπτόμενος δε, κατ' Αισχύλον
(2),
Τις προς τοιούτον άνδρα να παραβληθή;
Τις είναι όμοιός του, τις εφάμιλλος;
ενόμισα ότι δύναμαι να παραλληλίσω και συγκρίνω των καλών και περιφήμων Αθηνών τον οικιστήν προς τον πατέρα της μεγαλοδόξου και ανικήτου Ρώμης. Είθε καθαριζόμενον το μυθώδες, να λάβη λογικώς ιστορίας όψιν! Αλλ' όπου επιμόνως αποκρούει την πιθανότητα, και δεν επιδέχεται να εγκαταμιγή μετ' αυτής, εκεί επικαλούμεθα επιεικείς τους ακροατάς, και δεχομένους μεθ' υπομονής την αρχαιολογίαν.
Β. Ο Θησεύς λοιπόν μοι εφάνη ότι πολλάς έχει προς τον Ρωμύλον τας ομοιότητας· διότι αμφότεροι προκύψαντες εκ γάμων κρυπτών και μη ομολογουμένων, εφημίσθησαν ότι εγεννήθησαν εκ Θεών (3).
Ήσαν κ' οι δύω καλοί μαχηταί· το ηξεύρομεν όλοι (4), και ανδρείοι ήσαν συγχρόνως και συνετοί· και εκ των επισημοτάτων πόλεων, ο μεν έκτισε την Ρώμην, ο δε συνώκισε τας Αθήνας. Προσάπτεται δ' εις αμφοτέρους αρπαγή γυναικών, και ουδείς αυτών, διέφυγεν οικιακάς δυστυχίας, και διχονοίας εν τη οικογενεία του. Λέγεται δ' ότι και, οι δύο περί τον θάνατόν των δυσαρέστησαν τους συμπολίτας των, αν δυνάμεθα να θεωρήσωμεν ως αλήθειαν όσα εκ των συμβάντων αυτών φαίνονται ολιγώτερον μυθιστορικά.
Γ. Του Θησέως η μεν εκ πατρός καταγωγή αναβαίνει εις τον Ερεχθέα (5) και τους πρώτους αυτόχθονας, η δ' εκ μητρός, εις τον Πέλοπα (6), όστις υπήρξεν ο ισχυρώτατος των Βασιλέων της Πελοποννήσου, διά το πλήθος ουχί τοσούτον των χρημάτων, όσον των τέκνων αυτού· διότι πολλάς μεν των θυγατέρων του ενύμφευσε μετά των πρώτων του τόπου, πολλούς δ' υιούς του εγκατέσπειρεν ως άρχοντας εις τας πόλεις. Τούτων είς, ο Πιτθεύς, πάππος του Θησέως, ει και κατώκει την Τροιζήνα, πόλιν ουχί μεγάλην, ήτον όμως υπέρ πάντας ένδοξος, ως ανήρ λόγιος και σοφώτατος. Το δ' είδος και ο χαρακτήρ της σοφίας εκείνης ήτον κυρίως, ως φαίνεται, ο των γνωμικών, δι' ών τοσούτον ηυδοκίμισεν ο Ησίοδος εν τοις «Έργοις» του (7). Λέγουσι μάλιστα ότι του Πιτθέως είναι ο επόμενος του ποιήματος εκείνου στίχος (8).
«Έστω μισθός επαρκής ο εις φίλον διδόμενος άνδρα».
Τούτο καν λέγει ο φιλόσοφος Αριστοτέλης. Ο δ' Ευριπίδης, ειπών τον Ιππόλυτον «τρόφιμον του αγνού Πιτθέως», εμφαίνει πόσον ένδοξος ήτον ο Πιτθεύς. Λέγεται δ' ότι εις τον Αιγέα, θέλοντα ν' αποκτήση παιδία, η Πυθία είπε τον πολυθρύλλητον χρησμόν, παραγγείλασα αυτώ να μη ομιλήση μετά γυναικός πριν φθάση εις τας Αθήνας. Αλλά δεν είπε ταύτα πολύ καθαρώς η Πυθία· δι' ό, ελθών εις την Τροιζήνα, διεκοίνωσεν ο Θησεύς εις τον Πιτθέα τον χρησμόν του Θεού, λέγοντα·
«Μη του ασκού τον εξέχοντα πόδα, ω κράτιστε άνερ, λύσης, πριν ή απελθών εις Αθήνας, εμβής εις τον δήμον».
Ο δε Πιτθεύς, εννοήσας βεβαίως το λόγιον, έπεισεν, ή δι' απάτης κατώρθωσε τον Θησέα να σχετισθή μετά της θυγατρός του. Ούτος δε, εννοήσας ότι ήτον εκείνη του Πιτθέως θυγάτηρ, και υποπτεύσας ότι ην έγγυος, κατά την αναχώρησίν του έκρυψεν έν ξίφος και έν ζεύγος πεδίλων υπό μεγάλην πέτραν, εντός κοιλώματος, περιλαμβάνοντος αυτά ακριβώς. Ενεπιστεύθη δε τούτο εις εκείνην και μόνην, και τη παρήγγειλεν, αν γεννήση υιόν, και αυτός ελθών εις ανδρός ηλικίαν, δυνηθή να μετακινήση την πέτραν και να λάβη τα κεκρυμμένα, να τον στείλη τότε προς αυτόν, έχοντα και τα πράγματα ταύτα, αλλά χωρίς να το ηξεύρη κανείς, και όσον το δυνατόν μυστικώτερα· διότι πολύ εφοβείτο τους Παλλαντίδας, οίτινες τον επεβουλεύοντο, και τον κατεφρόνουν ως άτεκνον. Ήσαν δ' ούτοι πεντήκοντα υιοί του Πάλλαντος (9). Αφ' ού δε ταύτα παρήγγειλαν, ανεχώρησεν.
Δ. Εγέννησε δε τω όντι η Αίθρα υιόν (10), όστις κατ' άλλους μεν ωνομάσθη ευθύς Θησεύς, ως εκ της θέσεως των γνωρισμάτων εκείνων· κατ' άλλους δε ύστερον, όταν εν Αθήναις τον υιοθέτησεν ο Αιγεύς. Λέγουσι δ' ότι, ανατρεφόμενος υπό του Πιτθέως, είχεν επιστάτην και παιδαγωγόν Κοννίδαν τινά, εις όν οι Αθηναίοι, μίαν ημέραν προ της εορτής των Θησείων, θυσιάζουσι κριόν, μνημονεύοντες και τιμώντες αυτόν πολύ δικαιότερον του Σιλανίωνος και του Παρρασίου (11) οίτινες του Θησέως εζωγράφησαν εικόνας και έπλασαν ανδριάντας.
Ε. Επειδή δε τότε ήτον ακόμη συνήθεια, οι εξερχόμενοι της παιδικής ηλικίας να μεταβαίνωσιν εις Δελφούς, και κόπτοντες την κόμην των να προσφέρωσιν αυτήν εις τον Θεόν, ήλθε και ο Θησεύς εις Δελφούς, όπου είς τόπος μέχρι τούδε ονομάζεται απ' αυτού Θησεία, και έκοψε μόνον το εμπρός μέρος της κόμης του, καθώς ο Όμηρος λέγει ότι οι Άβαντες εκουρεύοντο (12). Έκτοτε το είδος τούτο της κουράς ωνομάσθη Θησηίς εξ αιτίας εκείνου. Έκοπτον δε πρώτοι την κόμην των κατά τον τρόπον τούτον οι Άβαντες, ουχί διδαχθέντες τούτο παρά των Αράβων (13), καθώς τινές νομίζουσιν, ουδέ τους Μυσούς (14) μιμηθέντες, αλλά διότι είναι πολεμικοί, μαχόμενοι εκ του πλησίον, και υπέρ πάντας τους άλλους γεγυμνασμένοι να ρίπτωνται κατά των εναντίων και εις χείρας να έρχωνται προς αυτούς, καθώς μαρτυρεί και ο Αρχίλοχος (15) εις τούτους τους στίχους·
«Ούτε τανύονται τόξα πολλά, ουδέ πλήθος σφενδόναι
ρίπτονται, όταν κινή Άρης αγώνας μαχών.
εις τα πεδία. Ξιφών πολυστένακτον έργον τελείται·
ότι τοιαύτης εισίν έμπειροι μάχης αυτοί
οι της Ευβοίας ανδρείοι δεσπόται . . .
Εκουρεύοντο λοιπόν διά να μη δύνανται οι εχθροί, να τους συλλαμβάνωσιν εκ της κόμης. Λέγεται δ' ότι και ο Μακεδών Αλέξανδρος εννοήσας τούτο, διέταξε τους στρατηγούς να ξυρίζωσι των Μακεδόνων τα γένεια, διότι αυτά είναι προχειροτάτη λαβή εις τας μάχας.
ΣΤ. Και όλον μεν τον άλλον καιρόν έκρυπτεν η Αίθρα την αληθινήν του Θησέως γένεσιν, και ο Πιτθεύς διέδιδε περί αυτού ότι εγεννήθη εκ του Ποσειδώνος· διότι οι Τροιζήνιοι σέβονται ιδιαιτέρως τον Ποσειδώνα, και ούτος είναι ο πολιούχος θεός των, εις αυτόν προσφέρουσιν απαρχάς των καρπών των, και τρίαινα έχουσιν έμβλημα επί των νομισμάτων των (16). Όταν δ' έγινεν έφηβος ο Θησεύς, και εκτός σωματικής ανδρείας εδείκνυε και νοός και φρονήματος δύναμιν και σύνεσιν ασφαλή, τότε η Αίθρα τον έφερε προς την πέτραν, την ανήγειρεν ευκόλως, αλλά δεν ηθέλησε ν' απέλθη διά θαλάσσης, της ασφαλεστέρας οδού, αν και τον παρεκάλουν ο πάππος και η μήτηρ του, διότι η διά ξηράς οδοιπορία ήτο δύσκολος, ουδ' είχε μέρος ακίνδυνον και καθαρόν από ληστών και από κακούργων. Εις τους καιρούς εκείνους έζων τω όντι άνθρωποι υπερφυείς, ως φαίνεται, και ακάματοι εις των χειρών τα έργα και εις των ποδών την ταχύτητα και κατά την ανδρείαν του σώματος, τα φυσικά όμως αυτών πλεονεκτήματα εις ουδέν μεταχειριζόμενοι δίκαιον και ωφέλιμον, αλλ' αγαπώντες αυθάδειαν υπερήφανον, και την δύναμίν των πικρώς και οχληρώς εξασκούντες, και διά βίας επικρατούντες και δι' εξολοθρευμών διότι επρέσβευον ότι αιδώς και δικαιοσύνη, ισότης και φιλανθρωπία, κατ' αυτούς επαινούμενα μόνον υπό των κοινών ανθρώπων, όσοι δεν τολμώσι ν' αδικήσωσιν ή φοβούνται μη αδικηθώσι, δεν αρμόζουσιν εις τους δυναμένους να υπερισχύωσιν. Εξ αυτών άλλους μεν κατέστρεψε και εφόνευσεν ο Ηρακλής την χώραν περιερχόμενος, άλλοι δε διαφυγόντες όταν διήρχετο πλησίον αυτών, εφοβούντο και εγίνοντο άφαντοι, δι' ό και τεταπεινωμένους τους παρημέλει. Αφ' ού όμως ο Ηρακλής εδυστύχησε, και, φονεύσας τον Ίφιτον (17) επήγεν εις Λυδίαν, και πολύν καιρόν εκεί έμεινε δούλος της Ομφάλης, ούτω τιμωρήσας αυτός εαυτόν διά τον φόνον, τότε, εις μεν την Λυδίαν επεκράτησεν ασφάλεια και ειρήνη, εις δε την Ελλάδα ανεφύησαν πάλιν και εξερράγησαν αι κακίαι, διότι ουδείς υπήρχε να τας συνέχη και να τας εμποδίζη. Διά τούτο ολεθρία ήτον η οδοιπορία εκ Πελοποννήσου εις τας Αθήνας, και ο Πιτθεύς, διηγούμενος περί εκάστου των ληστών και των κακούργων οποίος τις ήτον και τι έπραττε κατά των ξένων, ηγωνίζετο να πείση τον Θησέα ν' απέλθη διά θαλάσσης. Εκείνον όμως προ πολλού, ως φαίνεται, διέκαιε κρυφίως η δόξα της αρετής του Ηρακλέους, και πολλήν είχε προς εκείνον υπόληψιν, και προθυμώτατα ήκουε να διηγώνται οποίος ήτον εκείνος, και μάλιστα παρ' όσων έτυχον αυτήκοοι των λόγων του και αυτόπται των έργων του. Τότε δε προφανέστατον ήτον ότι έπαθεν ό,τι μετά ταύτα ο Θεμιστοκλής, όταν είπεν ότι δεν τον αφίνει να κοιμηθή του Μιλτιάδου το τρόπαιον (18). Ομοίως και ούτος, την ανδρείαν θαυμάζων του Ηρακλέους, και διά νυκτός αυτού τας πράξεις ωνειρεύετο, και την ημέραν αυτού τον εκέντα ο ζήλος, και τον ηρέθιζε να θέλη να πράξη τα ίδια.
Ζ. Είχον δε και συγγένειαν προς αλλήλους, εξαδέλφων όντες υιοί· διότι η μεν Αίθρα ήτον θυγάτηρ του Πιτθέως, η δ' Αλκμήνη της Λαοδίκης, και η Λαοδίκη και ο Πιτθεύς ήσαν αδελφοί, τέκνα της Ιπποδαμείας και του Πέλοπος. Βαρύ λοιπόν και ανυπόφορον τω εφαίνετο, εκείνος μεν να περιέρχηται πανταχού ζητών τους κακούς, και να καθαρίζη θάλασσαν και ξηράν, αυτός δε, να δραπετεύση και τους προχείρους αγώνας, διά θαλάσσης φυγάς, τον μεν νομιζόμενον και λεγόμενον πατέρα του καταισχύνων, εις δε τον αληθή του πατέρα απερχόμενος να φέρη, ως γνωρίσματα, πέδιλα και ασήμαντον ξίφος, και όχι γενναία έργα και μεγάλας πράξεις ως εναργείς αποδείξεις της ευγενείας του. Τοιαύτα έχων φρονήματα και ούτως αναλογιζόμενος ανεχώρησε, προτιθέμενος κανένα μεν να μη αδικήση, αλλά ν' αποκρούση τους θέλοντας βίαν εναντίον του να επιχειρήσωσι.
Η. Και πρώτον μεν εις την Επιδαυρίαν απήντησε τον Περιφήτην, όστις επελέγετο Κορυνήτης, διότι μετεχειρίζετο χονδρόν ρόπαλον, η Κορύνην, και επειδή αυτός ηθέλησε να τον εμποδίση να διαβή, τον επολέμησε και τον εφόνευσε. Τω ήρεσε δε το ρόπαλον, και λαβών αυτό, το είχεν ως όπλον, και το έφερε πάντοτε, καθώς ο Ηρακλής το δέρμα του λέοντος. Και το μεν δέρμα ήτο δι' εκείνον, όταν το εφόρει, ως επίδειξις ποίον φοβερόν θηρίον κατέβαλε: το δε ρόπαλον εδείκνυεν ο Θησεύς καυχώμενος ότι αυτό ενικήθη μεν υπ' αυτού, εις τας χείρας του δ' ήτον ανίκητον. Εις δε τον Ισθμόν εφόνευσε τον Σίννιν τον Πιτυοκάμπτην (19) καθ' όν τρόπον αυτός πολλούς εφόνευεν, ούτε μελετήσας τοιαύτα έργα, ούτε έξιν έχων αυτών, άλλα δείξας ότι η αληθής ανδρεία νικά και τέχνην και άσκησιν. Είχε δ' ο Σίννις ωραίαν και μεγάλην θυγατέρα, ήτις ελέγετο Περιγούνη. Ταύτην, φυγούσαν μετά τον θάνατον του πατρός της, εζήτει περιφερόμενος ο Θησεύς. Εκείνη δε, απελθούσα εις τόπον έχοντα θάμνους πολλούς, και αστοιβάς (20) και σπαράγγια, τα παρεκάλει ακάκως και μετά παιδικής απλότητας, και προσηύχετο προς αυτά, ορκιζομένη, αν την σώσωσι και την κρύψωσι, ποτέ να μη τα βλάψη ουδέ να τα καύση. Επειδή όμως ο Θησεύς την εκάλει, και την εβεβαίου ότι θέλει την επιμεληθή και δεν θέλει την κακοποιήσει, ήλθε προς αυτόν· και τότε μεν εκ του Θησέως απέκτησεν υιόν τον Μελάνιππον μετά ταύτα δε την ενύμφευσεν ο Θησεύς μετά Δηιονέως του υιού Ευρύτου του Οιχαλέως (21). Υιός δε Μελανίππου του Θησέως εγένετο ο Ίωξος, όστις συναπώκησε μετά του Ορνύτου (22) εις την Καρίαν. Εξ αυτού δ' επεκράτησεν οι Ιωξίδαι (23), άνδρες και γυναίκες, να μη καίωσιν ούτε σπαραγγίων ακάνθας ούτε αστοιβάς, αλλά να σέβωνται και τιμώσιν αυτά.
Θ. Της δε Κρομμυώνος (24) η αγριόχοιρος, ήτις «φαιά» επωνομάζετο, δεν ήτο θηρίον ασήμαντον, αλλά μάχιμον, και δύσκολο να κατατροπωθή. Κατ' αυτής εν παρόδω, και διά να μη φαίνηται ότι τα κάμνει όλα κατ' ανάγκην, αντιταχθείς, την εφόνευσε, φρονών ότι πρέπει ο ανδρείος των μεν κακών ανθρώπων ν' αποκρούη τας προσβολάς, κατά δε των θηρίων όσα εισί γενναία πρώτος να επιπίπτη, να μάχηται και να κινδυνεύη. Τινές δε λέγουσιν ότι η Φαιά ήτον γυνή μετερχομένη τον ληστρικόν βίον, φονική και ακόλαστος, και ότι κατοικούσα αυτόθι εν Κρομμυώνι, επωνομάσθη αγριόχοιρος διά το ήθος και τον τρόπον του βίου της· ο δε Θησεύς ότι έπειτα την εφόνευσεν.
I. Εμπρός δε της Μεγαρίδος έρριψε κατά πετρών και εθανάτωσε τον Σκίρωνα, ως μεν ο κοινός λόγος, διότι ελήστευε τους διαβάτας, ως δέ τινες λέγουσι, διότι μεθ' υπερηφανείας και ύβρεως ήπλωνε τους πόδας του εις τους ξένους διά να τους πλύνωσι, και έπειτα, ενώ τους έπλυνον, τους ελάκτιζε και τους εκρήμνιζεν εις την θάλασσαν (25). Οι δ' εκ Μεγάρων συγγραφείς, αντιλέγοντες προς την φήμην ταύτην, και κατά της πολυχρονίου παραδόσεως πολεμούντες, ως ο Σιμωνίδης (26) εκφράζεται, λέγουσιν ότι ούτε ληστής ούτε υβριστής ήτον ο Σκίρων, αλλά τιμωρός των ληστών μάλιστα, και φίλος και οικείος των αγαθών και δικαίων ανθρώπων. Διότι ο Αιακός (27) εθεωρείτο ως είς των οσιωτάτων Ελλήνων, εις τον Σαλαμίνιον δε Κυχρέα (28) απεδίδοντο Θεών τιμαί εν Αθήναις, την δε του Πηλέως και του Τελαμώνος (29) αρετήν ουδείς αγνοεί· ο Σκίρων όμως του μεν Κυχρέως λέγουσιν ότι ήτον γαμβρός, του δ' Αιακού πενθερός, πάππος δε του Πηλέως και Τελαμώνος, οίτινες εγεννήθησαν εκ της Ενδηίδος, θυγατρός του Σκίρωνος και της Χαρικλούς. Δεν είναι λοιπόν πιθανόν οι άριστοι να εσυγγένευσαν μετά του κακίστου, και να έλαβον και έδωκαν μετ' αυτού ό,τι μέγιστον έχει τις και ό,τι πολυτιμότατον. Λέγουσι δ' ότι ο Θησεύς, όχι όταν κατά πρώτον διηυθύνετο εις Αθήνας, αλλά μετά ταύτα, εκυρίευσε την Ελευσίνα, κατεχομένων υπό των Μεγαρέων, και εδίωξε τον άρχοντα Διοκλέα, και εθανάτωσε τον Σκίρωνα. Τοιαύτα αυτοί αντιλέγουσι περί τούτων.
ΙΑ. Εις δε την Ελευσίνα επάλαισε προς τον εξ Αρκαδίας Κερκύονα (30), και τον εφόνευσεν· ολίγον δε προχωρήσας, εθανάτωσε κατά τον Ερινεόν (31) τον Προκρούστην Δαμάστην (32), βιάσας το σώμα αυτού να εξισωθή προς την κλίνην του, ως εβίαζεν εκείνος τους ξένους. Ταύτα δε πράττων, εμιμείτο τον Ηρακλέα, όστις, αποκρούων τους προσβάλλοντας αυτόν διά των ιδίων τρόπων καθ' ούς τον επολέμουν, εθυσίασε μεν τον Βούσιριν, εφόνευσε δε διά πάλης τον Ανταίον, διά μονομαχίας δε τον Κύκνον, και τον Τέρμερον (33), θραύσας την κεφαλήν του, εξ ού λέγεται ότι ωνομάσθη και το Τερμέρειον κακόν (34)· διότι, ως φαίνεται, ο Τέρμερος εθανάτου τους ξένους κτυπών αυτούς με την κεφαλήν του. Ούτω και ο Θησεύς επήρχετο κατά των πονηρών και τους ετιμώρει, την αυτήν βίαν επιφέρων κατ' αυτών, ήν αυτοί κατ' άλλων μετεχειρίζοντο, και δικαίως αυτούς θανατών διά των τρόπων της αδικίας των.
ΙΒ. Όταν δε προχωρών έφθασε προς τον Κηφισόν (35), άνδρες εκ του γένους των Φυταλιδών (36) τον απήντησαν και τον εχαιρέτησαν πρώτοι, και έχοντα ανάγκην θρησκευτικών καθαρμών, τον εξήγνισαν κατά τα παραδεδεγμένα (37), και θυσιάσαντες τα Μειλίχια (38), τον εφίλευσαν εις την οικίαν των, εν ώ πριν ουδεμίαν περιποίησιν είχεν απαντήσει κατά την οδοιπορίαν του. Λέγεται δ' ότι εισήλθεν εις τας Αθήνας την ογδόην ημέραν του μηνός Κρονίου, όστις σήμερον ονομάζεται Εκατομβαιών (39). Εύρε δε τα κοινά της πόλεως πράγματα πλήρη διχονοίας και ταραχής, και ιδίως εις κακήν κατάστασιν τα του Αιγέως και του οίκου αυτού· διότι η Μήδεια (40), φυγούσα εκ της Κορίνθου, συγκατώκει μετά του Αιγέως, υποσχεθείσα αυτώ να τον απαλλάξη της ατεκνίας διά φαρμάκων. Μαντεύσασα δ' αύτη την έλευσιν του Θησέως, κατέπεισε τον Αιγέα, όστις ηγνόει αυτήν, και γέρων ήδη ων, υπώπτευε τα πάντα εξ αιτίας της στάσεως, να προσκαλέση αυτόν, ως ξένον, εις την τράπεζαν, και να τον φαρμακεύση. Ελθών λοιπόν εις το γεύμα ο Θησεύς, δεν ηθέλησε να ειπή κατ' αρχάς τις ήτον, αλλά θέλων να δώση αφορμήν εις τον Αιγέα να τον γνωρίση, έσυρε την μάχαιραν, ως διά να κόψη τα παρατεθειμένα κρέατα, και τω την εδείκνυε. Τότε δ' αμέσως εννοήσας ο Αιγεύς ότι ήτον αυτός, έρριψε μεν το ποτήριον των φαρμάκων, εξετάσας δε τον υιόν του, τον κατησπάζετο, και συναθροίσας τους πολίτας, τον παρουσίαζεν εις αυτούς, και εκείνοι μετά χαράς τον εδέχοντο διά την ανδραγαθίαν του. Λέγεται δ' ότι, όταν το ποτήριον έπεσε, το φάρμακον εχύθη όπου σήμερον υπάρχει ο περίφρακτος τόπος εις το Δελφίνιον (41)· διότι εις τούτο το μέρος ην του Αιγέως η κατοικία· και τον Ερμήν (42) τον ιστάμενον προς ανατολάς του ιερού ονομάζουσι «τον επί των πυλών του Αιγέως.»
Η. Οι δε Παλλαντίδαι, πριν μεν ήλπιζον να διαδεχθώσιν αυτοί την βασιλείαν, αφ' ού ο Αιγεύς απέθνησκεν άτεκνος. Αλλ' αφ' ού ανεδείχθη διάδοχος ο Θησεύς, μη δυνάμενοι να υποφέρωσιν ότι εβασίλευσε μεν ο Αιγεύς, θετός ων του Πανδίονος (43), και ουδεμίαν συγγένειαν έχων προς τους Ερεχθείδας, έμελλε δε να βασιλεύση και ο Θησεύς, όστις και αυτός ήτο ξένος και αλλαχόθεν ελθών, εκίνησαν πόλεμον· και διαιρεθέντες εις δύο, οι μεν εβάδιζον φανερώς κατά της πόλεως μετά του πατρός των από του Σφηττού (44), οι δ' άλλοι εκρύβησαν εις τον Γαργηττόν (45), και έμεινον εις ενέδραν, όπως επιπέσωσιν εκ δύο μερών κατά των εναντίων. Υπήρχε δε μετ' αυτών κήρυξ τις Αγνούσιος (46), ονομαζόμενος Λεώς. Ούτος κατήγγειλεν εις τον Θησέα όσα εσχεδίαζον οι Παλλαντίδαι· διό επιπεσών εξαίφνης ο Θησεύς κατά των Παλλαντιδών, όσοι έμενον εις την ενέδραν, τους εθανάτωσεν όλους. Ακούσαντες δε τούτο και οι λοιποί του Πάλλαντος οπαδοί, διεσπάρησαν και αυτοί. Από της περιστάσεως εκείνης λέγεται ότι δεν γίνονται γάμοι μεταξύ των Παλληναίων (47) και των Αγνουσίων, και ότι δεν κηρύττηται εις των Παλληναίων τον δήμον το εγχώριον κύρηγμα «Ακούετε λεώ (48)», διότι μισούσι το όνομα τούτο εξ αιτίας της προδοσίας του ανδρός.
ΙΔ. Ο δε Θησεύς, θέλων να μη μένη αργός, προσέτι δε και να κερδήση του δήμου την εύνοιαν, επήγε να πολεμήση τον Μαραθώνιον ταύρον, όστις ηνόχλει πολύ τους κατοικούντας την Τετράπολιν (49)· τον συνέλαβε δε ζωντανόν, και τον περιέφερε προς επίδειξιν εις την πόλιν, και έπειτα τον εθυσίασεν εις τον Δελφίνιον Απόλλωνα. Ο δε περί Εκάλης μύθος, και περί της φιλοξενίας και της υποδοχής αυτής, δεν φαίνεται να στερήται εντελώς αληθείας· διότι οι πέριξ δήμοι, συνερχόμενοι, έθυον Εκαλήσια εις τον Εκάλειον Δία, και ετίμων την Εκάλην, υποκοριστικώς Εκαλίνην αυτήν ονομάζοντες, διότι και εκείνη φιλοξενήσασα τον Θησέα, νεώτατον όντα τότε, τον ησπάζετο ως γραία, και τον επεριποιείτο διά τοιούτων υποκορισμών. Ευχηθείσα δ' υπέρ αυτού εις τον Δία όταν απήρχετο προς την μάχην, υπεσχέθη, αν επιστρέψη σώος, να τελέση θυσίαν. Επειδή δ' αύτη απέθανε προ της επιστροφής του, έλαβε τας ειρημένας αμοιβάς της φιλοξενίας της κατά διαταγήν του Θησέως, ως ιστορεί ο Φιλόχορος (50).
ΙΕ. Ολίγον δε μετά ταύτα ήλθον διά τρίτην φοράν εκ Κρήτης οι έχοντες να λάβωσι τον φόρον, περί ού οι πλείστοι των συγγραφέων διηγούνται, ότι επειδή ενομίσθη ότι ο Ανδρόγειος (51) εφονεύθη δολίως περί την Αττικήν, ο Μίνως εκακοποίει τους κατοίκους αυτής πολεμών, και ο Θεός έφθειρε την χώραν, και αφορία έπεσε πολλή και νόσος, και οι ποταμοί εξηράνθησαν. Επειδή δ' ο Θεός τοις παρήγγειλεν ότι, αν εξιλεώσωσι τον Μίνωα και φιλιωθώσι μετ' αυτού, η θεία οργή θέλει παύσει, και θέλουσιν απαλλαγή των κακών, έστειλαν κήρυκας και τον παρεκάλεσαν, και συνωμολόγησαν συνθήκας να στέλλωσιν ως φόρον κάθε εννέα έτη (52) ανά επτά νέους και επτά παρθένους. Ως προς τα παιδία δε ταύτα ο μύθος διηγείται επί το τραγικώτερον, ότι τα εφόνευεν ο Μινώταυρος εν τω λαβυρίνθω, ή ότι πλανώμενα αυτά εκεί, και μη δυνάμενα να εξέλθωσιν, απέθνησκον εντός αυτού· ότι δ' ο Μινώταυρος ήτο
«σύμμικτον είδος, τερατώδες νήπιον,
ως λέγει ο Ευρυπίδης (53) και
«φύσει μικτός, ταύρος ομού και άνθρωπος.
ΙΣΤ. Ο Φιλόχορος όμως λέγει, ότι ταύτα δεν τα δέχονται οι Κρήτες, αλλά λέγουσιν ότι ο λαβύρινθος ήτον φυλακή, ουδέν άλλο κακόν έχουσα, εκτός ότι οι φυλακιζόμενοι δεν ημπόρουν να διαφύγωσιν· ότε δ' ο Μίνως κατέστησε γυμνικόν αγώνα εις μνήμην του Ανδρογέου, και έδιδεν εις τους νικητάς ως βραβεία τους παίδας των Αθηναίων, τους φυλαττομένους εντός του Λαβυρίνθου. Εις τους πρώτους λοιπόν αγώνας ότι ενίκησεν ο ισχυρώτατος των τότε στρατηγών του, καλούμενος Ταύρος, άνθρωπος τους τρόπους τραχύς και ανήμερος, και προσφερόμενος βαρέως και υπερηφάνως εις τα παιδία των Αθηναίων. Και ο Αριστοτέλης δε φαίνεται, εις το σύγγραμμά του περί πολιτείας των Βοττιαίων (54), μη πιστεύων ότι εφονεύοντο οι παίδες υπό του Μίνωος, αλλ' ότι δουλεύοντες εγήρασκον εις την Κρήτην· ότι δ' οι Κρήτες, εκπληρούντες ποτέ παλαιάν των ευχήν, έστειλαν εις Δελφούς προσφοράν ανθρώπων, και μετά των στελλομένων ότι ανεμίχθησαν και εκείνων απόγονοι· επειδή δε δεν ήσαν ικανοί να πορίζωνται αυτόθι τα προς το ζην, ότι επέρασαν πρώτον εις την Ιταλίαν, εκεί κατώκησαν περί την Ιαπογίαν, και εκείθεν πάλιν μετέβησαν εις την Θράκην, όπου ωνομάσθησαν Βοττιαίοι· δι' ό και αι κόραι των Βοττιαίων, όταν τελώσι θυσίαν, ψάλλουσιν «Υπάγωμεν εις Αθήνας». Φαίνεται δ' ότι κακόν είναι τω όντι να δυσαρεστήση τις πόλιν ήτις έχει φωνήν και μούσαν, διότι ο Μίνως ποτέ δεν έπαυσε κατηγορούμενος και υβριζόμενος εις τα αττικά θέατρα, ούτε ο Ησίοδος τον ωφέλησεν ονομάσας αυτόν «βασιλεύτατον», ούτε ο Όμηρος (55) ειπών αυτόν «του Διός συνήθη»· αλλ' επικρατήσαντες οι τραγικοί, εκένωσαν επ' αυτόν από της σκηνής πάσαν αδοξίαν, ως αν ήτο κακός και βίαιος άνθρωπος. Και όμως λέγουσιν ότι ο Μίνως ήτο Βασιλεύς και νομοθέτης (56), ο δε Ραδάμανθυς ότι ήτον φύλαξ των δικαίων ως εκείνος τα ώρισε.
ΙΖ. Όταν λοιπόν έφθασεν ο καιρός της τρίτης πληρωμής του φόρου, και όσοι πατέρες είχον νέα παιδία ηναγκάζοντο να κληρώσωσιν αυτά, ήρχισε πάλιν να διαβάλληται ο Αιγεύς προς τους πολίτας, οίτινες ωδύροντο και ηγανάκτουν, ότι όλων εκείνος ήτον αίτιος, και όμως μόνος μένει εντελώς αμέτοχος του κακού, και νόθον και ξένον υιόν καθιστών διάδοχον της βασιλείας, ουδέ φροντίζει καν δι' αυτούς, ότι έμενον έρημοι γνησίων υιών και άπαιδες. Δι' αυτά ελυπείτο ο Θησεύς, και δίκαιον νομίζων να μη αδιαφορήση, αλλά να λάβη την αυτήν τύχην μετά των λοιπών πολιτών, ήλθε και παρεδόθη μόνος του χωρίς κλήρου. Και οι μεν άλλοι εθαύμασαν το φρόνημά του, και ηγάπησαν τον δημοτικόν του τρόπον· ο δ' Αιγεύς, βλέπων αυτόν απ' εναντίας όλων των παρακλήσεων και των ικεσιών του αμετάπειστον μένοντα και αμετάτρεπτον, έτριψε κλήρον διά τα άλλα παιδία. Ο Ελλάνικος (57) δε λέγει ότι δεν έστειλεν η πόλις τους κληρωτούς και τας κληρωτάς, αλλ' ότι ερχόμενος ο ίδιος Μίνως, ελάμβανε κατ' εκλογήν όν τινα ήθελε, και ότι, συμφώνως προς τας συνθήκας, πρώτον μεταξύ όλων έλαβε τον Θησέα· ότι δ' ήσαν αι συνθήκαι να δίδωσι το πλοίον οι Αθηναίοι, και οι νεανίαι να επιβιβάζωνται εις αυτό, χωρίς να φέρωσι κανέν όπλον πολεμικόν· η ποινή δ' αύτη ότι θα έπαυεν όταν ο Μινώταυρος εφονεύετο. Και προ τούτου μεν ουδεμία υπήρχεν ελπίς σωτηρίας, δι' ό και έστελλον το πλοίον μέλαν έχον ιστίον, ως διά συμφοράν βεβαίαν. Τότε δ' επειδή ο Θησεύς ενεθάρρυνε τον πατέρα του, και εκαυχάτο ότι θέλει νικήσει τον Μινώταυρον, έδωκεν ο Αιγεύς και άλλο ιστίον λευκόν εις τον κυβερνήτην, παραγγείλας εις αυτόν, αν επιστρέφη φέρων τον Θησέα σωθέντα, να κρεμάση το λευκόν, ειδεμή ν' αφήση το μέλαν, εις δείγμα της συμφοράς. Ο Σιμωνίδης (58) όμως λέγει ότι το ιστίον δεν ήτον λευκόν, αλλά κόκκινον, βεβαμμένον εις υγρόν χρώμα νωπού πρινοκοκκίου, και ότι τούτο εδόθη υπό του Αιγέως ως σημείον της σωτηρίας των. Και κατά μεν τον Σιμωνίδην εκυβέρνα το πλοίον ο Αμαρσυάδης (59) Φέρεκλος. Ο δε Φιλόχορος λέγει, ότι ο Θησεύς έλαβεν εκ Σαλαμίνος παρά του Σκίρου (60) κυβερνήτην μεν τον Ναυσίθοον, πρωρέα δε τον Φαίακα, διότι οι Αθηναίοι δεν ήσαν έτι τότε έμπειροι της θαλάσσης, μεταξύ δε των αποπλεόντων νέων ήτον και ο Μενέσθης, προς θυγατρός εγγονός του Σκίρου. Ταύτα δε μαρτυρούσι και τα ήρωα του Ναυσιθόου και του Φαίακος, τα οικοδομηθέντα εις το Φάληρον υπό του Θησέως, πλησίον εις του Σκίρου το ιερόν, και η εορτή τα Κυβερνήσια, τελουμένη προς τιμήν εκείνων κατά το λέγειν του.
ΙΗ. Αφ' ού δ' έγινεν η κλήρωσις, λαβών τους λαχόντας ο Θησεύς εκ του Πρυτανείου (61), και ελθών εις το Δελφίνιον (62) κατέθεσεν ικετηρίαν υπέρ αυτού εις τον Απόλλωνα. Ήτον δ' αύτη κλάδος της ιεράς ελαίας (63), έχων στέμμα μαλλίων λευκών.
Προσευχηθείς δε, κατέβη εις την θάλασσαν την έκτην του Μουνυχιώνος (64), ημέραν καθ' ήν και μέχρι τούδε στέλλονται αι νεανίδες εις το Δελφίνιον να παρακαλέσωσι τον Θεόν. Λέγεται δ' ότι ο μεν Θεός των Δελφών τω έδωκε χρησμόν να λάβη την Αφροδίτην ως οδηγόν, και να την επικαλεσθή ως συνοδοιπόρον· ότι δ' εν ώ εθυσίαζον εις αυτόν προς το παραθαλάσσιον αίγα θηλυκήν, μετεβλήθη αιφνηδίως αυτή εις τράγον, εξ ού και η θεά ωνομάσθη Επιτραγία (65).
1Θ. Αφ' ού δ' έφθασεν εις την Κρήτην, καθ' ά πλείστοι των ιστορικών και των ποιητών διηγούνται, λαβών κλωστήν παρά της Αριάδνης, ήτις τον ηγάπησε, και διδαχθείς πώς να εξέλθη από των περιστροφών (66) του Λαβυρίνθου, εφόνευσε τον Μινώταυρον, και απέπλευσε λαβών μεθ' εαυτού την Αριάδνην και τα παιδία. Ο δε Φερεκύδης (67) λέγει ότι ο Θησεύς έκοψε και τας καθέδρας (68) των Κρητικών πλοίων, διά να εμποδίση να τον καταδιώξωσι. Λέγει δ' ο Δήμων (69) ότι εφονεύθη και ο Ταύρος, στρατηγός του Μίνωος, ναυμαχήσας εντός του λιμένος, όταν ο Θησεύς εξέπλεεν. Ως δ' έγραψεν ο Φιλόχορος εν τη ιστορία του, ο Μίνως ετέλει αγώνας, και όλοι νομίζοντες ότι πάλιν θέλει νικήσει ο Ταύρος, τον εφθόνουν, διότι η δύναμις αυτού, διά τον κακόν του τρόπον, ήτον μισητή, και υπήρχον κατ' αυτού κατηγορίαι ότι είχε σχέσεις μετά της Πασιφάης (70). Διά τούτο εις τον Θησέα, ζητούντα ν' αγωνισθή και αυτός, έδωκεν ο Μίνως την άδειαν. Επειδή δε εις την Κρήτην υπάρχει συνήθεια να παρευρίσκωνται εις τους αγώνας και αι γυναίκες, η Αριάδνη παρούσα, εξεπλάγη διά το κάλλος του Θησέως, και τον εθαύμασεν ότι ενίκησεν όλους τους αθλητάς. Ευχαριστηθείς δε και ο Μίνως, μάλιστα διότι ενικήθη και κατησχύνθη ο Ταύρος, απέδωκε τους παίδας εις τον Θησέα, και απήλλαξε την πόλιν από του φόρου. Περί αυτών τούτων όμως διηγείται ο Κλείδημος (71) κατ' ιδιαίτερον όλως και παράδοξον τρόπον, αρχόμενος από υψηλότερα· ότι ψήφισμα υπήρχε κοινόν πάντων των Ελλήνων, ουδεμία τριήρης να εκπλέη από κανέν μέρος, έχουσα περισσοτέρους των πέντε ανδρών, εις μόνον δε τον Ιάσωνα (72), τον κυβερνήτην της Αργούς, ότι επετρέπετο να περιπλέη με περισσοτέρους, διώκων τα ληστρικά πλοία από της θαλάσσης. Όταν όμως ο Δαίδαλος έφυγε διά πλοίου εκ Κρήτης εις τας Αθήνας, ο Μίνως εναντίον των συνθηκών τον κατεδίωξε διά πολεμικών τριήρεων, και ριφθείς υπό τρικυμίας εις την Σικελίαν, εκεί απέθανεν. Επειδή δ' ο υιός αυτού Δευκαλίων, πολεμικώς διακείμενος προς τους Αθηναίους, τοις εμήνυσε να τω παραδώσωσι τον Δαίδαλον, φοβερίζων ότι θα εφόνευεν άλλως τους παίδας οίτινες είχον δοθή εις τον Μίνωα ως όμηροι, εις αυτόν μεν απεκρίθη πράως ο Θησεύς, παρακαλών να τω αφήση τον Δαίδαλον, ως εξάδελφόν του, διότι ην υιός της Μερόπης, θυγατρός του Ερεχθέως· συγχρόνως όμως εδόθη εις ναυπηγίαν, αφ' ενός μεν εις τας Αθήνας, κατά τους Θυμοιτάδας (73), μακράν της οδού ήτις εσυχνάζετο υπό ξένων, αφ' ετέρου δε εις την Τροιζήνα, διά του Πιτθέως, διότι ήθελε να μη τον εννοήσωσιν. Άμα δε τα πλοία ητοιμάσθησαν, εξέπλευσεν, έχων οδηγούς τον Δαίδαλον και άλλους φυγάδας εκ Κρήτης· και επειδή ουδείς το εγνώριζε, και οι Κρήτες ενόμιζον ότι φιλικά ήσαν τα ερχόμενα πλοία, εκυρίευσε τον λιμένα, απέβη, και ελθών εις Κνωσσόν, επολέμησε παρά τας πύλας του Λαβυρίνθου, και εφόνευσε τον Δευκαλίωνα και τους δορυφόρους αυτού. Τότε ανέλαβε την εξουσίαν η Αριάδνη, και ο Θησεύς, προς αυτήν συνθηκολογήσας, έλαβεν οπίσω τους παίδας, και εφιλίωσε τους Αθηναίους προς τους Κρήτας, ομόσαντας ποτέ πλέον να μη πολεμήσωσι κατ' αυτών.
Κ. Περί τούτων δε ως και περί της Αριάδνης και πολλοί άλλοι λέγονται λόγοι, αλλ' εντελώς προς αλλήλους διαφωνούντες· διότι τινές μεν λέγουσιν ότι εγκαταλειφθείσα υπό του Θησέως, εκρεμάσθη, άλλοι δε ότι κομισθείσα υπό των ναυτών εις την Νάξον, ενυμφεύθη τον ιερέα του Διονύσου Ώναρον, και ότι ο Θησεύς την κατέλιπε διότι ηγάπα άλλην.
«Της Πανοπίδος δεινός τον κατέτηκεν Αίγλης ο έρως».
Τον στίχον τούτον λέγει Ηρέας ο Μεγαρεύς (74) ότι ο Πεισίστρατος (75) αφήρεσεν από των ποιημάτων του Ησιόδου, ως επρόσθεσεν εις την κατάβασιν εις Άδου του Ομήρου (76) τον·
Ό τε Θησεύς και Πειρίθους, Θεών μεγαλόδοξα τέκνα,
θέλων να ευχαριστήση τους Αθηναίους. Τινές δε λέγουσιν ότι η Αριάδνη και υιούς εγέννησεν εκ του Θησέως, τον Οινοπίονα και τον Στάφυλον (77). Είς εξ αυτών είναι και ο Ίων ο Χίος (78), λέγων περί της πατρίδος του·
Ην είχε κτίσει ποτέ ο Θησέως υιός Οινοπίων.
Και τους μεν μύθους όσοι εισιν ευπρεπέστεροι, όλοι τους έχουσιν εις το στόμα. Ο Αμαθούσιος Παίων (79) όμως έγραψε περί αυτών διαφόρως, διηγούμενος ότι ο Θησεύς ριφθείς υπό τρικυμίας εις Κύπρον μετά της Αριάδνης, ήτις ήτον έγκυος, και έπασχε πολύ διά τον σάλον, ουδ' εδύνατο να υποφέρη την θάλασσαν, απεβίβασεν αυτήν μόνην, αυτός δε θέλων να μείνη εις το πλοίον διά να το βοηθήση, επέστρεψεν από της γης εις το πέλαγος πάλιν ότι δ' αι εγχώριοι γυναίκες ανέλαβον την Αριάδνην και την επεριποιούντο λυπουμένην διά την μόνωσίν της, και τη έφερον πλαστά γράμματα, ως αν τη έγραφεν ο Θησεύς δήθεν, και την ελυπούντο διά τους πόνους του τοκετού, και την εβοήθουν, αλλ' ότι εκείνη απέθανε χωρίς να γεννήση, και την έθαψαν. Όταν δ' επέστρεψεν ο Θησεύς, ότι περίλυπος γενόμενος, αφήκε χρήματα εις τους εγχωρίους, παραγγείλας να προσφέρωσι θυσίαν εις την Αριάδνην, και ίδρυσε δύω μικρούς ανδριάντας, τον μεν αργυρούν, τον δε χαλκούν. Εις δε την θυσίαν, κατά την δευτέραν ημέραν του Γορπιαίου (80) μηνός, ότι είς νέος εξαπλούμενος εις την κλίνην, λέγει και πράττει όσα αι έπτοκοι γυναίκες· και ότι οι Αμαθούσιοι ονομάζουσι το ιερόν δάσος όπου δεικνύουσι τον τάφον, άλσος της Αριάδνης Αφροδίτης (81). Και των Ναξίων δέ τινες ιστορούσιν ότι υπήρξαν δύω Μίνωες και δύω Αριάδναι, εξ ών η μία ενυμφεύθη τον Διόνυσον εις την Νάξον, και εγέννησε τον Στάφυλον, η δε νεωτέρα ότι ηρπάγη υπό του Θησέως, και εγκαταλειφθείσα ήλθεν εις Νάξον, και μετ' αυτής η τροφός αυτής, Κορκύνη καλουμένη, ής δεικνύουσι τον τάφον· ότι δε και η Αριάδνη απέθανεν αυτόθι, και έχει τιμάς, όχι όμως όσας η άλλη. Διότι εκείνης μεν τας εορτάς τελούσι χαίροντες και παίζοντες, αυτής δ' εισίν αι θυσίαι μεμιγμέναι μετά πένθους τινός και κατηφείας.
ΚΑ. Αποπλέων δ' εκ Κρήτης, ήρραξεν εις Δήλον, και θυσιάσας εις τον Θεόν, και αφιερώσας της Αφροδίτης το άγαλμα, ό έλαβε παρά της Αριάδνης, εχόρευσε μετά των παίδων χορόν όν λέγεται ότι μέχρι τούδε χορεύουσιν έτι οι Δήλιοι, μίμημα των διαδρόμων και διεξόδων του Λαβυρίνθου, έχοντα εν ρυθμώ πολλάς τας περιστροφάς και τους εξελιγμούς. Ονομάζεται δ' υπό των Δηλίων το είδος τούτο του χορού Γερανός (82) ως ιστορεί ο Δικαίαρχος (83). Εχόρευσε δε πέριξ του Κερατώνος, βωμού συνηρμοσμένου όλου εκ κεράτων αριστερών (84). Λέγουσι δ' ότι έθηκε και αγώνα εν Δήλω, και πρώτος τότε έδωκε φοίνικα εις τους νικητάς.
ΚΒ. Όταν δ' επλησίαζον εις την Αττικήν, λέγεται ότι ελησμόνησεν αυτός, ελησμόνησε δε και ο κυβερνήτης του πλοίου υπό χαράς, να υψώση το ιστίον δι' ού έμελλε ν' αναγγείλη εις τον Αιγέα την σωτηρίαν των και ότι ούτος εξ απελπισίας κρημνισθείς εις τους βράχους (85) εθανατώθη. Άμα δε κατέπλευσεν ο Θησεύς, ετέλεσε μεν εις το Φάληρον τας θυσίας εις τους Θεούς, όσας είχεν υποσχεθή όταν απέπλεεν, έστειλε δε και εις την πόλιν κήρυκα ν' αναγγείλη την σωτηρίαν των. Αυτός όμως απήντησε πολλούς μεν κλαίοντας διά του βασιλέως τον θάνατον, και άλλους χαίροντας, ως ήτον επόμενον, και προθύμους να τον υποδεχθώσι και να τω προσφέρωσι στεφάνους διά την σωτηρίαν των. Δεχθείς δε τους στεφάνους ο κήρυξ, έθεσεν αυτούς εις το κηρύκειον, και επιστρέψας εις το παραθαλάσσιον, πριν ο Θησεύς τελειώση τας σπονδάς, περιέμενεν έξω, μη θέλων να ταράξη την θυσίαν. Αφ' ού έγινον αι σπονδαί, τω ανήγγειλε τον θάνατον του Αιγέως, και τότε όλοι μετά κλαυθμών και θορύβου ανέβησαν εις την πόλιν. Έκτοτε λέγεται ότι επεκράτησεν εις τα ωσχοφόρια (86) να στεφανώνηται ουχί ο κήρυξ, αλλά το κηρύκειον, και εις τας σπονδάς να εκφωνώσιν οι παρευρισκόμενοι Ελελεύ, Ιού Ιού, το πρώτον, επιφώνημα σπονδής και πολεμικού παιάνος, το δ' έτερον ταραχής και εκπλήξεως. Αφ' ού δ' έθαψε τον πατέρα του, απέδωκεν εις τον Απόλλωνα όσα είχε τάξει, κατά την εβδόμην του Πυανεψιώνος μηνός (87), διότι τότε ανέβησαν εις την πόλιν σωθέντες.
Και το μεν ψήσιμον των οσπρίων λέγεται ότι έγινε, διότι οι σωθέντες συνήνωσαν τας τροφάς όσαι τοις έμενον, κ' εψήσαντες αυτάς εις κοινήν χύτραν, εφιλεύθησαν και συνέφαγον όλοι ομού. Την δε Ειρεσιώνην φέρουσιν εις την αυτήν εορτήν, κλάδον ελαίας τετυλιγμένον εις έρια, ως τότε την Ικετηρίαν, και πλήρη απαρχών διαφόρων καρπών, εις σημείον παύσεως της αφορίας, και ψάλλουσι συγχρόνως·
Ειρισιώνη και σύκα σοι φέρει, και άρτους αφρώδεις
φέρει, και μέλ' εις την στάμναν, και έλαιον φέρει να 'ψήσης,
και την φιάλην μεστήν, να μεθύσης και πέσης εις ύπνον.
Αλλά τινές λέγουσιν ότι αυτά εψάλλοντο διά τους Ηρακλείδας (88), οίτινες ούτως ετρέφοντο υπό των Αθηναίων οι περισσότεροι όμως, ως προείρηται.
ΚΓ. Το δε πλοίον, την τριακόντορον (89), δι' ού έπλευσε μετά των παιδίων, και δι' ού επιστρέψας εσώθη, διεφύλαττον οι Αθηναίοι μέχρι των χρόνων Δημητρίου του Φαληρέως (90), αφαιρούντες τα παλαιά των ξύλων, και νέα και ισχυρά αντικαθιστώντες, και συνδέοντες ούτως, ώστε και εις των φιλοσόφων τας αμφισβητήσεις περί του Αυξομένου λόγου (91) ως παράδειγμα χρησιμεύει το πλοίον τούτο, διότι οι μεν λέγουσιν ότι μένει, οι δε ότι δεν μένει το ίδιον. Και την εορτήν δε των Ωσχοφορίων (92) ο Θησεύς εσύστησε· διότι, ως διηγούνται, δεν είχε λάβει τότε μεθ' εαυτού όλας τας κληρωθείσας παρθένους, αλλ' εκλέξας εκ των φίλων του δύω νεανίσκους γυναικώδεις μεν την μορφήν και νεαρούς, αλλ' ανδρείους την ψυχήν και προθύμους, μετέβαλεν αυτούς εντελώς διά θερμών λουτρών και διατριβών υπό την σκιάν, δι' αλοιφών της κόμης, και διά της δυνατής επιμελείας της απαλότητος του δέρματος και του χρώματος, τοις εδίδαξε φωνήν και σχήμα και βάδισιν, ώστε όσον ενδέχεται να ομοιάζωσι παρθένους, και τους κατέταξεν εις τον αριθμόν των παρθένων χωρίς ουδείς να το εννοήση. Όταν δ' επέστρεψεν, επόμπευσε και αυτός και οι νεανίσκοι ούτοι, ούτως ενδεδυμένοι, καθώς ενδύονται τώρα όταν φέρωσι τα κλήματα τα καλούμενα όσχους. Φέρουσι δ' αυτά προς χάριν του Διονύσου και της Αριάδνης διά τον μύθον, ή μάλλον διότι επέστρεψαν όταν εγίνετο η συγκομιδή των καρπών. Αι δε δειπνοφόροι παραλαμβάνονται εις την θυσίαν και μετέχουσιν αυτής, μιμούμεναι τας μητέρας εκείνων των κληρωθέντων, αίτινες ήρχοντο φέρουσαι παντοίας τροφάς εις αυτούς. Διηγούνται δε και μύθους αύται, διότι και εκείναι προς ευθυμίαν και παρηγορίαν των παιδίων των τοις διηγούντο μύθους. Ταύτα ιστορεί και ο Δήμων (93). Αφιερώθη δε και ιερός περίβολος εις τον Θησέα, όστις έταξε τους απογόνους των οίκων όσοι είχον δώσει τον φόρον, να καταβάλλωσι συνεισφοράν διά την θυσίαν αυτού. Επεμελούντο δε της θυσίας οι Φυταλίδαι (94), διότι ο Θησεύς τοις έδωκε την αμοιβήν ταύτην της φιλοξενίας των.
ΚΔ. Βάλλων δε μετά τον θάνατον του Αιγέως κατά νουν έργον μέγα και θαυμαστόν, συνήθροισε τους κατοικούντας την Αττικήν εις έν άστυ (95), και κατέστησε μιας πόλεως ένα δήμον τους πριν σποράδας, οίτινες δυσκόλως συνεκαλούντο εις έν να σκεφθώσι διά το κοινόν συμφέρον, και ενίοτε μάλιστα διεφέροντο προς αλλήλους και επολέμουν. Περιερχόμενος λοιπόν τους δήμους και τα γένη, επροσπάθει να πείση αυτούς· και οι μεν ιδιώται και οι πένητες εδέχοντο ταχέως την πρόσκλησιν· εις δε τους δυνατούς επρότεινε πολίτευμα άνευ βασιλέως, και δημοκρατίαν, έχουσαν αυτόν μόνον αρχηγόν εις τον πόλεμον, και νομοφύλακα, αφίνουσαν δ' εις πάντας τους άλλους πλήρη ισότητα. Διά τούτων οι μεν κατεπείθοντο, οι δε φοβούμενοι την δύναμιν αυτού, ήτις ήτον ήδη μεγάλη, ως και την τόλμην του, επροτίμων να ενδώσωσιν εις την πειθώ μάλλον παρά εις την βίαν. Καταργήσας λοιπόν τα πρυτανεία, τα βουλευτήρια και τας αρχάς εκάστου δήμου, και συστήσας έν κοινόν πρυτανείον και βουλευτήριον όλων, ενταύθα όπου ήδη είναι η πόλις, την μεν πόλιν ωνόμασεν Αθηνάς, κοινήν δ' εισήγαγε θυσίαν τα Παναθήναια. Έθυσε δε και Μετοίκια (96) κατά την δεκάτην έκτην Εκατομβαιώνος (97), καθ' ήν και μέχρι τούδε έτι γίνεται η θυσία. Και της βασιλείας παραιτηθείς, καθώς υπεσχέθη, διερύθμιζε το πολίτευμα, προς τους Θεούς πρώτον αποταθείς· διότι έπεμψε να ζητήση χρησμόν υπέρ της πόλεως, και έλαβε τον επόμενον·
Παι του Αιγέως, Θησεύ, Πιτθηίδος απόγονε κόρης,
πόλεων, ήξευρε, έχει πολλών και τα τέρματα θέσει
και τους κλωστήρας εντός εις την πόλιν υμών ο πατήρ μου.
Συ δε μη αγωνία, μηδ' έχε πολλήν αθυμίαν
περί αυτής μεριμνών. Φυσηθείς ο ασκός επιπλέει.
Ιστορούσι δ' ότι αυτό τούτο εξεστόμισε μετά ταύτα και η Σίβυλλα (98) ειπούσα προς την πόλιν
Βάπτεσαι μεν εις το ύδωρ, ασκέ, αλλ' αβύθιστος μένεις.
Κ.Ε. Θέλων δε ν' αυξήση έτι μάλλον την πόλιν, προσεκάλεσεν όλους εις αυτήν να ζώσιν ισόνομοι, και λέγουσιν ότι εκ των καιρών του Θησέως σώζεται κήρυγμα «Εδώ συνάγεσθε, όλ' οι λαοί», (99) όταν καθίστα ένα δήμον εξ όλων ομού εν Αθήναις. Δεν αφήκεν όμως πάλιν την δημοκρατίαν να γίνη άτακτος και ανάμικτος εξ όλου του πλήθους όσον άνευ διακρίσεως εχύθη εντός αυτής· αλλά πρώτος εχώρισε τους Ευπατρίδας, τους Γεωργούς και τους τεχνίτας (100), και προσδιορίσας, οι μεν Ευπατρίδαι να επιτηρώσι τα θεία, και να γίνωνται άρχοντες, και να είναι νομοδιδάσκαλοι, και εξηγηταί των οσίων και των ιερών, ανέδειξεν αυτούς ούτως ειπείν ίσους προς τους άλλους πολίτας· διότι οι μεν Ευπατρίδαι εφαίνοντο υπερέχοντες κατά την δόξαν, οι δε Γεωργοί κατά την χρησιμότητα, και οι Τεχνίται κατά το πλήθος. Ότι δε πρώτος έκλινε προς τον όχλον, ως λέγει ο Αριστοτέλης, και αφήκε την μοναρχίαν, φαίνεται ότι και ο Όμηρος το μαρτυρεί εις τον κατάλογον των πλοίων (101), όπου μόνους τους Αθηναίους επονομάζει δήμον. Έκοψε δε και νόμισμα, και εχάραξε βουν επί αυτού, ή διά τον Μαραθώνιον ταύρον (102), ή διά τον στρατηγόν Μίνωα, ή παρακινών τους πολίτας εις γεωργίαν. Λέγεται δ' ότι απ' εκείνου του νομίσματος ωνομάσθη το δεκάβοιον και το εκατόμβοιον (103). Κυριεύσας δε και την Μεγαρίδα, και ενώσας αυτήν ασφαλώς μετά της Αττικής, έστησε την περίφημον στήλην εις τον Ισθμόν, εφ' ής επέγραψεν επίγραμμα εις οροθεσίαν της χώρας διά δύω τριμέτρων, εξ ών το μεν προς ανατολάς έλεγε·
Αυτ' Ιωνία, όχι Πελοπόννησος·
το δε προς δυσμάς,
Όχ' Ιωνία αύτη, Πελοπόννησος·
Και πρώτος εσύστησε τον αγώνα, αντιφιλοτιμούμενος προς τον Ηρακλέα, διά να εορτάζωσιν οι Έλληνες, καθώς δι' εκείνον τα Ολύμπια εις τον Δία, ούτω δι' αυτόν τα Ίσθμια εις τον Ποσειδώνα· διότι ο εις τιμήν του Μελικέρτου (104) υπάρχων αυτόθι αγών, εγίνετο διά νυκτός, και είχε χαρακτήρα τελετής μάλλον παρά θεάματος και πανηγυρισμού. Τινές δε λέγουσιν ότι εσύστησεν ο Θησεύς τα Ίσθμια διά τον Σκίρωνα, θέλων ν' αγνισθή διά τον φόνον αυτού ως συγγενούς· διότι ο Σκίρων ήτον υιός του Κανήθου (105) και της Ηνιόχης, της θυγατρός του Πιτθέως. Κατ' άλλους δ' ήτον ο Σίννις και ουχί ο Σκίρων, και λέγουσιν ότι δι' αυτόν, ουχί δι' εκείνον, ετέθη ο αγών υπό του Θησέως. Διέταξε δε και συνεφώνησε μετά των Κορινθίων, να δίδωσι πρωτοκαθεδρίαν εις τους Αθηναίους τους ερχομένους εις τα Ίσθμια, εφ' όσον τόπον ήθελε καταλάβη απλούμενον το ιστίον του πλοίου του φέροντος τους προσκυνητάς, καθώς ιστορούσιν ο Ελλάνικος (106), και Άνδρων ο Αλικαρνασσεύς (107).
ΚΣΤ. Έπλευσε δε και εις τον Εύξεινον Πόντον, ως μεν λέγουσιν ο Φιλόχορος και άλλοι τινές, εκστρατεύσας μετά του Ηρακλέους κατά των Αμαζόνων, και έλαβεν ως άθλον της ανδρείας του την Αντιόπην αλλ' οι περισσότεροι, και μεταξύ αυτών και ο Φερεκύδης (108), και ο Ελλάνικος, και ο Ηρόδωρος (109), λέγουσι μετά περισσοτέρας πιθανότητος, ότι ο Θησεύς έπλευσε μετά τον Ηρακλήν μόνος του, και έλαβε την Αμαζόνα αιχμάλωτον· διότι περί ουδενός άλλου των όσοι συνεξεστράτευσαν μετ' αυτού δεν διηγείται η ιστορία ότι έλαβεν αιχμάλωτον Αμαζόνα. Ο δε Βίων (110) λέγει ότι και ταύτην δι' απάτης την έλαβε και απήλθε· διότι αι Αμαζόνες, αγαπώσαι τους άνδρας, δεν έφυγον τον Θησέα όταν προσέβαλε την χώραν, αλλά και δώρα προς φιλοξενίαν τω έπεμψαν· εκείνος δε παρεκάλεσε την φέρουσαν αυτά να εμβή εις το πλοίον, και άμα εισήλθεν, απέπλευσε. Μενεκράτης δέ τις, όστις εξέδωκεν ιστορίαν της πόλεως Νικαίας της εν Βιθυνία (111), λέγει ότι ο Θησεύς διέτριψεν εις εκείνους τους τόπους έχων την Αντιόπην, και συνέπεσε να συνεκστρατεύσωσι μετ' αυτού τρεις αδελφοί, καλούμενοι Εύνεως, Θόας και Σολόων. Ο τελευταίος δ' ούτος ότι ηγάπησε την Αντιόπην, και προς πάντας μεν τους άλλους έκρυπτε το πάθος του, εις ένα δε μόνον των φίλων του το εξεμυστηρεύθη, όστις εσύντυχε περί τούτου μετά της Αντιόπης· αυτή όμως την μεν πρότασιν αυτού απέρριψε, προσηνέχθη δε μετά πολλής φρονήσεως και πραότητος, και δεν κατηγόρησε τον άνθρωπον προς τον Θησέα. Ως δ' απηλπίσθη ο Σολόων, ερρίφθη είς τινα ποταμόν και απέθανεν· ο δε Θησεύς, μαθών τότε την αιτίαν και το πάθος του νεανίσκου, βαρέως ελυπήθη, και θλιβόμενος, ανεπόλησε χρησμόν τινα όστις είχε τω δοθή άλλοτε εν Δελφοίς παρά της Πυθίας, όταν εις ξένην γην δυσαρεστηθή μεγάλως και γίνη περίλυπος, να κτίση πόλιν εκεί, και ν' αφήση ως αρχηγούς αυτής τινάς των συντρόφων του. Εκ τούτου λοιπόν λέγει ότι την μεν πόλιν ήν έκτισεν ωνόμασε Πυθόπολιν, ένεκα του Θεού, τον δε πλησίον ποταμόν εκάλεσε Σολόοντα, εις τιμήν του νεανίσκου· ότι δ' αφήκεν εκεί και τους αδελφούς αυτού ως επιστάτας και νομοθέτας, και μετ' αυτών και τον Έρμον, άνδρα εκ των Αθηναίων Ευπατριδών, εξ ού και οι Πυθοπολίται καλούσιν ένα τόπον «οικίαν Ερμού», κακώς περισπώντες την δευτέραν συλλαβήν, και μεταφέροντες την δόξαν από του ήρωος εις τον Θεόν.
Κ.Ζ. Ο πόλεμος λοιπόν των Αμαζόνων τοιαύτην είχε την πρόφασιν. Φαίνεται δ' ότι ο αγών αυτού δεν έγινε ταπεινός ουδέ γυναικείος· διότι δεν θα εστρατοπέδευον εις αυτήν την πόλιν των Αθηνών, ούτε θα συνήπτον μάχην αμέσως παρά την Πνύκα και το Μουσείον (112), αν δεν εκυρίευον την χώραν και επλησίαζον εις την πόλιν αφόβως. Και ότι μεν ήλθον διαβάσαι, ως ιστορεί ο Ελλάνικος, παγωμένον τον Κιμέριον Βόσπορον (113), είναι δύσκολον να πιστευθή. Ότι δ' εστρατοπέδευσαν εντός αυτής της πόλεως τούτο μαρτυρούσι και τα ονόματα των τόπων και οι τάφοι των πεσόντων. Και επί πολύν μεν καιρόν εδίσταζον αμφότερα τα μέρη, και ανέβαλλον την κατ' αλλήλων προσβολήν. Τέλος δ' ο Θησεύς, κατά τινα χρησμόν, θυσιάσας εις τον Φόβον, εκινήθη κατ' αυτών. Εγένετο δ' η μάχη τον Βοηδρομιώνα (114) μήνα, και δι' αυτήν τελούσι μέχρι τούδε οι Αθηναίοι θυσίαν λεγομένην Βοηδρόμια. Ιστορεί δε και ο Κλείδημος (115), έχων την αξίωσιν να εκθέση ακριβώς τα καθέκαστα, ότι η μεν αριστερά πτέρυξ των Αμαζόνων εξετείνετο προς το καλούμενον σήμερον Αμαζόνειον, η δε δεξιά έφθανεν εις την Πνύκα κατά την Χρύσαν (116)· ότι δ' οι Αθηναίοι επολέμουν κατά των Αμαζόνων, ορμήσαντες από του Μουσείου, και ότι υπάρχουσι τάφοι των πεσόντων περί την πλατείαν ήτις παρά το ηρώον του Χαλκώδοντος (117) φέρει προς τας πύλας αίτινες ήδη καλούνται Πειραϊκαί (118) και ενταύθα μεν ότι εδιώχθησαν μέχρι των Ευμενίδων (119), υποχωρήσαντες εις τας γυναίκας· προσβαλόντες όμως αυτάς από του Παλλαδίου (120) και του Αρδηττού (121) και του Λυκίου (122), απέκρουσαν το δεξιόν αυτών μέχρι του στρατοπέδου, και πολλάς εθανάτωσαν· τον δε τέταρτον μήνα ότι έγιναν συνθήκαι διά της Ιππολύτης· διότι Ιππολύτην ονομάζει αυτός και ουχί Αντιόπην την νυμφευθείσαν τον Θησέα. Τινές δε λέγουσιν ότι πολεμούσα η γυνή αύτη ομού μετά του Θησέως, έπεσεν ακοντισθείσα υπό της Μολπαδίας, και η στήλη ήτις είναι πλησίον εις της Γης της Ολυμπίας το ιερόν (123), ότι δι' αυτήν εστήθη. Παράδοξον δεν είναι ότι επί πραγμάτων τόσον παλαιών πλανάται η ιστορία· αφ' ού λέγουσιν ότι και αι πληγωθείσαι Αμαζόνες, σταλείσαι κρυφίως υπό της Αντιόπης εις την Χαλκίδα, εύρον περιποιήσεις, και μερικαί εξ αυτών ετάφησαν εκεί περί το λεγόμενον Αμαζόνειον. Αλλά του ότι τουλάχιστον ο πόλεμος ετελείωσε διά σπονδών, υπάρχει απόδειξις το όνομα του τόπου πλησίον του Θησείου, ότι ονομάζεται Ορκωμόσιον, και η θυσία ήτις έκπαλαι τελείται εις τας Αμαζόνας προ των Θησείων (124) Δεικνύουσι δε και οι Μεγαρείς τάφον Αμαζόνων εις την πόλιν των, κατά την οδόν την από της αγοράς προς τον καλούμενον Ρουν (125), όπου είναι το Ρομβοειδές (126). Λέγεται δ' ότι άλλαι απέθανον και περί την Χαιρώνειαν (127), και ετάφησαν παρά το ρευμάτιον, το καλούμενον άλλοτε μεν, ως φαίνεται, Θερμώδων (128), τώρα δε Αίμων· περί τούτων όμως έγραψα εν τω βίω του Δημοσθένους (129). Φαίνεται δ' ότι ουδέ την Θεσσαλίαν επέρασαν ανενόχλητοι αι Αμαζόνες, διότι τάφοι αυτών δείκνυνται και τώρα ακόμη περί την Σκοτουσαίαν και τας Κυνός Κεφαλάς (130).
ΚΗ. Και ταύτα μεν είναι τα αξιομνημόνευτα περί των Αμαζόνων διότι όσα περί επαναστάσεως των Αμαζόνων έγραψεν ο ποιητής της Θησηίδος, λέγων ότι όταν ο Θησεύς ενυμφεύετο την Φαίδραν, επετέθη κατ' αυτού η Αντιόπη βοηθουμένη υπό των Αμαζόνων, και ότι ο Ηρακλής τας εφόνευσεν, όλα ταύτα πολύ ομοιάζουσι μύθους και πλάσματα. Ενυμφεύθη δε την Φαίδραν αφ' ού απέθανεν η Αντιόπη, έχων υιόν τον Ιππόλυτον εκ της Αντιόπης· ο δε Πίνδαρος λέγει τον Δημοφώντα. Τας δε δυστυχίας αυτής και του υιού του, επειδή περί αυτών δεν αντιφάσκουσιν αι διηγήσεις των ιστορικών προς τας των τραγικών, πρέπει να τας παραδεχθώμεν ότι συνέβησαν ως εκείνοι όλοι τας διηγούνται.
ΚΘ. Υπάρχουσιν όμως περί των γάμων του Θησέως και έτεροι λόγοι, οίτινες δεν εδραματουργήθησαν διά την σκηνήν, ούτε τας αρχάς δικαίας, ούτε τα τέλη ευτυχή έχοντες. Λέγεται, φέρ' ειπείν, ότι ήρπασεν Αναξώ τινα Τροιζηνίαν, και ότι φονεύσας τον Σίννιν και τον Κερκύονα, έλαβε διά βίας τας θυγατέρας των· ότι δ' ενυμφεύθη προσέτι και την Περίβοιαν, την μητέρα του Αίαντος, και την Φερέβοιαν, και την Ιόπην, κόρην του Ιφικλέους (131), και τον κατηγορούσιν ότι διά τον έρωτα Αίγλης της κόρης του Πανοπέως, ως προανεφέραμεν, εγκατέλιπε την Αριάδνην κακώς και ουχί πρεπόντως. Επί πάσι δε, ότι η αρπαγή της Ελένης επλήρωσε πολέμου την Αττικήν, εις αυτόν δ' έφερε μέχρι τέλους φυγήν και όλεθρον, ως θέλομεν ειπεί μετ' ολίγον. Εν ώ πολλά εγίνοντο τότε κατορθώματα υπό των ανδρείων, ο Ηρόδωρος (132) νομίζει ότι ο Θησεύς εις ουδέν έλαβε μετοχήν, πλην μετά των Λαπίθων εις την Κενταυρομαχίαν. Άλλοι δε φρονούσιν ότι συνεξέπλευσε και μετά του Ιάσονος εις τους Κόλχους (133) και ότι συνέπραξε μετά του Μελεάγρου (134) εις του κάπρου την κατατρόπωσιν, εξ ού ευρέθη και η παροιμία «Ουχί χωρίς του Θησέως» (135)· ότι δ' αυτός, πολλά και καλά κατορθώσας, ουδενός συμμάχου έλαβε χρείαν, και εκ τούτου επεκράτησεν ο λόγος «Άλλος ούτος Ηρακλής» (136). Εβοήθησε δε και τον Άδραστον (137) να λάβη και ενταφιάση τους πεσόντας υπό την Καδμείαν (138), ουχί ως έγραψεν ο Ευριπίδης εις την τραγωδίαν, διά νίκης κατά των Θηβαίων, αλλά πείσας αυτούς και συνθηκολογήσας· διότι ούτω λέγουσιν οι πλείστοι, και ο Φιλόχορος μάλιστα ότι εκείναι εισίν αι πρώται σπονδαί αίτινες ποτέ έγιναν περί συλλέξεως των νεκρών εκ του πεδίου της μάχης. Εγράφη δ' εις τα περί Ηρακλέους, ότι πρώτος ο Ηρακλής (139) απέδωκε τους νεκρούς εις τους πολεμίους. Δεικνύονται δε τάφοι των μεν στρατιωτών του πολέμου εκείνου εις τας Ελευθεράς (140), των δ' αρχηγών εις την Ελευσίνα, και τούτο κατά χάριν του Θησέως προς τον Άδραστον. Μαρτυρούσι δ' εναντίον των Ικετίδων του Ευριπίδου οι Ελευσίνιοι του Αισχύλου (141), όπου ο Θησεύς εισάγεται ταύτα λέγων.
Α. Η δε φιλία αυτού προς τον Πειρίθουν (142) λέγουσιν ότι έγινε κατά τούτον τον τρόπον. Επειδή μεγάλη ήτον η φήμη της σωματικής δυνάμεως και ανδρείας του, θέλων ο Πειρίθους να δοκιμάση αυτήν και να την γνωρίση, εδίωξε τους βόας του εκ του Μαραθώνος, και όταν ήκουσεν ότι εκείνος τον διώκει ένοπλος, δεν έφυγεν, αλλ' εστράφη και τον επρόσμεινεν. Ως δε είδεν ο είς τον άλλον, και εθαύμασαν το κάλλος, και εξεπλάγησαν διά την τόλμην αλλήλων, δεν επολέμησαν, και πρώτος ο Πειρίθους εκτείνας την δεξιάν, είπε προς τον Θησέα να γίνη αυτός ο ίδιος δικαστής της αρπαγής των βοών, και ότι προθύμως θέλει υποβληθή εις ό,τι τον καταδικάση εκείνος· Αλλ' ο Θησεύς και την ποινήν τω εχάρισε, και τον παρεκάλεσε να γίνωσι φίλοι και σύμμαχοι, και συνέδεσαν την φιλίαν δι' όρκου. Μετά δε ταύτα, νυμφευόμενος ο Πειρίθους την Δηιδάμειαν (143), παρεκάλεσε τον Θησέα να έλθη μετ' αυτού, να γνωρίση την χώραν, και να συναναστραφή τους Λαπίδας. Είχε δε προσκαλέση και τους Κενταύρους εις το δείπνον. Επειδή όμως αυτοί εφέροντο αυθαδώς και μετ' ασελγίας, και μεθύοντες δεν άφηνον τας γυναίκας ησύχους, οι Λαπίθαι ηθέλησαν να τας υπερασπισθώσι, και άλλους μεν εξ αυτών εθανάτωσαν, άλλους δε νικήσαντες εις τον πόλεμον, διά της βοηθείας και του Θησέως, τους εδίωξεν από της χώρας. Ο δε Ηρόδωρος λέγει ότι άλλως έγιναν ταύτα· ότι ο πόλεμος ήτον ήδη κεκηρυγμένος, και ο Θησεύς ήλθε να βοηθήση τους Λαπίθας, και ότι τότε πρώτον εγνώρισεν εξ όψεως τον Ηρακλέα, επιμεληθείς να τον απαντήση εις την Τραχίνα (144), αφ' ού είχεν ήδη παύσει ο Ηρακλής την πλάνην και τους αγώνας του· ότι δ' η συνάντησίς των έγινε μετά πολλής τιμής και φιλοφροσύνης, και μετ' επαίνων πολλών εκατέρωθεν. Πιθανώτερα, όμως φαίνονται λέγοντες όσοι ιστορούσιν ότι πολλάκις αυτοί απηντήθησαν, και ότι ο Ηρακλής εμυήθη (145) δι' επιμελείας του Θησέως, και δι' αυτού έλαβε τον προαπαιτούμενον καθαρμόν, ού είχεν ανάγκην διά τινας πράξεις του ακουσίους.
ΛΑ. Πεντηκοντούτης δε ήτον ήδη, όταν έπραξε τα κατά την Ελένην, μη πρέποντα εις την ηλικίαν του. Διά τούτο, θέλοντες πολλοί να διορθώσωσι την πράξιν ταύτην, ως το μέγιστον των σφαλμάτων του, λέγουσιν ότι δεν την ήρπασεν αυτός, αλλ' ο Ίδας και Λυγκεύς (146), και ότι λαβών αυτήν παρ' αυτών εις παρακαταθήκην, δεν την έδωκεν εις τους Διοσκούρους (147), οίτινες την εζήτουν ή και, μα τον Δία, ότι ο Τυνδάρεως ο ίδιος την παρέδωκεν εις αυτόν, φοβηθείς Ερανοσφόρον, τον υιόν του Ιπποκόωντος (148), όστις ήθελε να λάβη την Ελένην εν ώ ήτον έτι μικρά. Τα δε πιθανώτερα, και τα υπό πλείστων μαρτυρούμενα είναι, ότι αμφότεροι ήλθον εις την Σπάρτην, και αρπάσαντες την κόρην, εν ώ εχόρευεν εις το ιερόν της Ορθίας Αρτέμιδος (149) έφυγον. Όσοι δ' εστάλησαν να τους καταδιώξωσιν, επήγον μόνον μέχρι της Τεγέας (150), και ούτω διέβησαν αυτοί αφόβως την Πελοπόννησον, και εσυμφώνησαν μεταξύ των, όστις μεν λάβη διά κλήρου την Ελένην, να την έχη γυναίκα του, και να βοηθή τον άλλον να νυμφευθή αλλαχού. Ο κλήρος λοιπόν έπεσεν εις τον Θησέα, όστις λαβών την παρθένον, μη ούσαν εισέτι εις ώραν γάμου, την έφερεν εις τας Αφίδνας (151), την κατώκισε μετά της μητρός του, και την έδωκεν εις τον φίλον του Άφιδνον να την φυλάττη άγνωστον εις όλους τους άλλους. Αποδίδων δε τότε εις τον Πειρίθουν την υποσχεθείσαν υπηρεσίαν, ανεχώρησε μετ' αυτού εις Ήπειρον, διά να λάβωσι την θυγατέρα του Αϊδωνέως, βασιλέως των Μολοσσών, όστις, ονομάσας την γυναίκα του Περσεφόνην, την δε θυγατέρα του Κόρην (152), και τον κύνα του Κέρβερον, υπεχρέου όλους τους ζητούντας εις γάμον την νέαν, προς αυτόν να μάχωνται, και να την λάβη όστις ήθελε τον νικήσει. Ακούσας δ' ότι οι μετά του Πειρίθου δεν ήρχοντο διά να την ζητήσωσιν εις γάμον, αλλά διά να την αρπάσωσι συνέλαβεν αυτούς, και τον μεν Πειρίθουν έρριψεν ευθύς εις τον κύνα, όστις τον κατεσπάραξε, τον δε Θησέα εφυλάκισε.
ΑΒ. Κατά δε τον καιρόν εκείνον Μενεσθεύς, ο υιός του Πετεώ, του Ορνέως, υιού του Ερεχθέως, ο πρώτος, ως λέγουσιν, άνθρωπος όστις ήρχισε να δημαγωγή, και να ομιλή κολακεύων τον όχλον, διήγειρε και παρώξυνε τους δυνατούς, οίτινες εβαρύνοντο προ πολλού τον Θησέα, και ενόμιζον ότι αφήρεσε την εξουσίαν και την βασιλείαν αφ' εκάστου των Ευπατριδών^ διότι τους έκλεισεν όλους εις μίαν πόλιν, όπως τους έχη υπηκόους και δούλους του· συγχρόνως δ' ετάραττε και ηρέθιζε τον λαόν, λέγων ότι μόνον όνειρον βλέπουσιν ελευθερίας, εν ώ αληθώς εστερήθησαν και των πατρίδων και των ναών των, διά να έχωσιν, αντί πολλών και αγαθών και γνησίων βασιλέων, ένα μόνον ξένον δεσπότην, και εις αυτόν να προσηλωθώσιν. Εν ώ δ' αυτός ταύτα ενήργει, επήλθον οι Τυνδαρίδαι, και ο πόλεμος πολύ εβοήθησε τους νεωτεριστάς· λέγουσι δέ τινες ότι υπ' αυτού μάλιστα επείσθησαν να εισβάλωσιν εκείνοι. Και κατ' αρχάς μεν ουδόλως έβλαπτον την χώραν, αλλ' απλώς εζήτουν την αδελφήν των. Επειδή δε οι εκ της πόλεως απεκρίθησαν ότι ούτε την έχουσιν, ούτε ηξεύρουσι πού εγκατελείφθη, ήρχισαν τον πόλεμον. Μαθών δ' όπως δήποτε, τοις κατήγγειλεν ο Ακάδημος ότι κρύπτεται εν Αφίδναις· δι' ό και τιμάς απέδωκαν εις αυτόν οι Τυνδαρίδαι εν όσω έζη, και πολλάκις ύστερον εμβαλόντες εις την Αττικήν οι Λακεδαιμόνιοι, και λεηλατούντες την χώραν, μόνην δεν έβλαπτον την Ακαδημίαν (153) εξ αιτίας του Ακαδήμου. Ο δε Δικαίαρχος (154) λέγει ότι συνεξεστράτευσαν τότε εξ Αρκαδίας μετά των Τυνδαριδών ο Εχέδημος και ο Μάραθος, και ότι εκ του Εχεδήμου μεν ωνομάσθη Εχεδημία η νυν Ακαδημία, από δε του άλλου ότι επωνομάσθη ο δήμος Μαραθών, διότι ο Μάραθος παρεδόθη εκουσίως εις σφαγήν προ της μάχης. Ελθόντες λοιπόν οι Τυνδαρίδαι (155) εις τας Αφίδνας, και νικήσαντες, εκυρίευσαν το χωρίον. Εκεί λέγεται ότι εφονεύθη Άλυκος ο υιός του Σκίρωνος, συνεκστρατεύων τότε μετά των Διοσκούρων, και ότι εξ αυτού ωνομάσθη Άλυκος ο τόπος της Μεγαρικής εις όν ετάφη το σώμα του. Ο δ' Ηρέας (156) διηγείται ότι τον Άλυκον εθανάτωσεν αυτός ο Θησεύς περί τας Αφίδνας, και εις απόδειξιν προτείνει τούτους τους στίχους·
. . . Τούτον εντός της ευρείας Αφίδνης
υπέρ Ελένης ποτέ της καλής ο Θησεύς πολεμούντα
είχε φονεύσει. . .
Αλλά δεν είναι πιθανόν επί παρουσία του Θησέως να εκυριεύθησαν αι Αφίδναι και να ηχμαλωτίσθη η μήτηρ του.
ΑΓ. Εν ώ λοιπόν οι εχθροί κατείχον τας Αφίδνας, και οι κάτοικοι των Αθηνών ήσαν περίφοβοι, ο Μενεσθεύς έπεισε τον δήμον να δεχθή τους Τυνδαρίδας εις την πόλιν και να τους περιποιηθή, ως πολεμούντας κατά μόνου του Θησέως διά την βιαιοπραγίαν αυτού, σωτήρας δ' όντας και ευεργέτας των άλλων ανθρώπων. Εμαρτύρει δε τούτο και ο τρόπος εκείνων διότι, εν ώ εξουσίαζον τα πάντα, τίποτε δεν εζήτησαν, παρά μόνον να μυηθώσι, καθό μη όντες ολιγώτερον του Ηρακλέους φίλοι της πόλεως. Έγινε λοιπόν και τούτο το θέλημά των, διότι ο Άφιδνος τους υιοθέτησεν (157), ως ο Πύλιος τον Ηρακλέα· και έλαβον τιμάς ισοθέους, και επωνομάσθησαν Άνακες, ή διά την γενομένην ανακωχήν, ή δι' ήν έλαβον επιμέλειαν και πρόνοιαν να μη κακοποιηθή κανείς, εν ώ τόσος υπήρχε στρατός εις την χώραν διότι περί των επιμελουμένων ή φυλαττόντων ό,τι δήποτε, λέγομεν ότι «έχουσιν ανακώς». Και ίσως διά τούτο καλούνται Άνακτες και οι Βασιλείς. Τινές δε λέγουσιν ότι ωνομάσθησαν Άνακες διά την εμφάνισιν των αστέρων · διότι οι Αττικοί έλεγον το άνω ανέκας (158), και το άνωθεν ανέκαθεν.
ΛΔ. Ως προς την Αίθραν δε, την μητέρα του Θησέως, λέγεται ότι εγένετο τότε αιχμάλωτος, και απήχθη εις Λακεδαίμονα, και εκείθεν εις Τροίαν μετά της Ελένης· και ότι ο Όμηρος συμμαρτυρεί, λέγων ότι ηκολούθησε την Ελένην.
Αίθρα, η κόρη Πιτθέως, κ' η βοόφθαλμος νέα Κλυμένη.
Άλλοι δ' αποβάλλουσι τούτον τον στίχον ως νόθον, ομοίως και το περί Μουνύχου μύθευμα, του γεννηθέντος δήθεν κρυφίως εν Ιλίω εκ Λαοδίκης (159) και Δημοφώντος (160), και ανατραφέντος υπό της Αίθρας. Ιδιότροπον δε τινα και όλως παρηλλαγμένον λόγον αναφέρει περί της Αίθρας ο Ίστρος (161) εν τω τρισκαιδεκάτω βιβλίω των Αττικών του· ότι κατά τινας Αλέξανδρος ο Πάρις ενικήθη υπ' Αχιλλέως και Πατρόκλου εν Θεσσαλία παρά τον Σπερχειόν, ο δ' Έκτωρ ότι εκυρίευσε και διήρπασε την πόλιν των Τροιζηνίων, και επήρε και την Αίθραν, ήτις είχε μείνει εκεί. Αλλά τούτο φαίνεται εντελώς παράλογον.
Α.Ε. Εν ώ δ' ο Μολοσσός Αϊδωνεύς εξένιζε τον Ηρακλέα, ανέφερε κατά τύχην περί του Θησέως και του Πειρίθου τι ήλθον να πράξωσι και τι έπαθον ανακαλυφθέντες. Ελυπήθη δε βαρέως ο Ηρακλής, διότι ο είς μεν εξ αυτών απέθανεν αδόξως, ο δ' άλλος εκινδύνευε· και περί μεν του Πειρίθου εσκέφθη ότι ουδέν κατώρθου πλέον δι' επιπλήξεων, υπέρ του Θησέως όμως παρεκάλεσε, και εζήτησε να τω δοθή αύτη η χάρις. Ούτω τον εσυγχώρησεν ο Αϊδωνεύς, και αποφυλακισθείς ο Θησεύς επανήλθεν εις τας Αθήνας, όπου οι φίλοι του δεν είχον εισέτι εντελώς νικηθή· και όσα τεμένη υπήρχον πρότερον αφιερωμένα εις αυτόν κατ' απόφασιν της πόλεως, όλα τα καθιέρωσεν εις τον Ηρακλήν, και τα επωνόμασεν αντί Θησείων Ηράκλεια (162), εκτός μόνον τεσσάρων, ως έγραψεν ο Φιλόχορος. Θέλων δε και πάλιν να κυβερνά και να διευθύνη την πολιτείαν, ενέπεσεν εις στάσεις και ταραχάς, διότι όσους αφήκε τρέφοντας μίσος κατ' αυτού, όταν επέστρεψεν, εύρεν ότι ου μόνον τον εμίσουν, αλλά και δεν τον εφοβούντο, του δε δήμου εύρε πολύ μέρος διεφθαρμένον, και θέλον να κολακεύηται, αντί να εκτελή τας προσταγάς του εν σιωπή· και όταν ήθελε να μεταχειρισθή βίαν, είχεν εναντίον του τους δημαγωγούς και τους στασιαστάς· και τέλος, απελπισθείς διά την κατάστασιν των πραγμάτων, τους μεν υιούς του έστειλεν εις Εύβοιαν, προς Ελεφήνορα τον υιόν του Χαλκώδοντος (163) , αυτός δ' ο ίδιος, καταρασθείς τους Αθηναίους εις τον Γαργηττόν (164), εις την θέσιν ήτις ονομάζεται σήμερον Αρατήριον, απέπλευσεν εις την Σκύρον, διότι είχεν, ως ενόμιζε, φιλίαν προς τους εκεί, και εις την νήσον πατρικά κτήματα. Εβασίλευε δε τότε των Σκυρίων ο Λυκομήδης. Προς αυτόν λοιπόν ελθών, εζήτει να λάβη τους αγρούς του οπίσω, διά να κατοικήση εκεί. Τινές δε λέγουσιν ότι παρεκάλει τον βασιλέα να τον βοηθήση κατά των Αθηναίων. Ο δε Λυκομήδης, είτε φοβηθείς την δόξαν του ανδρός, είτε χαριζόμενος εις τον Μενεσθέα, τον έφερεν εις υψηλότατον μέρος της χώρας, ως διά να τω δείξη τους αγρούς εκείθεν, και σπρώξας αυτόν κατά των πετρών, τον εφόνευσε. Τινές δε λέγουσιν ότι έπεσε μόνος του παραπατήσας, όταν, καθώς συνήθιζεν, εξήλθε μετά το δείπνον εις περίπατον. Και τότε μεν ουδείς εφρόντισε διά τον θάνατόν του, διότι των μεν Αθηναίων εβασίλευεν ο Μενεσθεύς, οι δ' υιοί του Θησέως, ως ιδιώται, συνεξεστράτευον μετά του Ελαφήνορος εις το Ίλιον. Αποθανόντος δε του Μενεσθέως εκεί, επέστρεψαν αυτοί και ανέλαβον την βασιλείαν. Χρόνους δε πολλούς ύστερον και πολλά άλλα εκίνησαν τους Αθηναίους να τιμήσωσι τον Θησέα ως ήρωα, και όταν επολέμουν εν Μαραθώνι κατά των Μήδων, ενόμισαν ουκ ολίγοι ότι είδον φάντασμα του Θησέως, όστις ένοπλος εφέρετο εμπρός αυτών κατά των βαρβάρων.
ΑΣΤ. Μετά δε τα μηδικά, επί της αρχοντείας του Φαίδωνος (165) η Πυθία διέταξεν εις τους Αθηναίους, ελθόντας προς το μαντείον, να λάβωσι τα οστά του Θησέως, και θάψαντες αυτά μετά τιμής εις την πόλιν των, να τα φυλάττωσιν. Αλλά και να τα λάβωσιν ήτο δύσκολον, και να γνωρίσωσι πού ήτον ο τάφος του, διά το ακοινώνητον και την αγριότητα των βαρβάρων οίτινες κατώκουν την νήσον. Ο Κίμων όμως, κυριεύσας την νήσον, ως εγράψαμεν εις εκείνου τον βίον, και φιλοτιμούμενος να τον εύρη, είδεν, ως λέγουσιν, αετόν όστις εχτύπα διά του ράμφους του τόπον λοφώδη, και τον έξυε διά των ονύχων. Τότε κατά θείαν έμπνευσιν τω επήλθε να σκάψη εκεί, και εύρε θήκην μεγάλου σώματος, και πλησίον αυτού αιχμήν λόγχης χαλκής και ξίφος. Έφερε λοιπόν αυτά ο Κίμων επί της τριήρους, και οι Αθηναίοι πλήρεις χαράς τα εδέχθησαν μετά λαμπροτάτων πομπών και θυσιών, ως αν είχεν επιστρέψει ο ίδιος εις το άστυ. Και ετάφη μεν εις το μέσον της πόλεως, πλησίον του νυν γυμνασίου (166) είναι δε το ιερόν του άσυλον εις τους δούλους και εις πάντας τους αδυνάτους τους φοβουμένους των ισχυροτέρων την βίαν, διότι και ο Θησεύς ήτον βοηθός και προστάτης των αδικουμένων, και εδέχετο τας δεήσεις των ταπεινοτέρων. Την μεγαλειτέραν δε θυσίαν τελούσιν εις αυτόν κατά την ογδόην του Πυανεψιώνος (167), καθ' ήν ημέραν επέστρεψεν εκ Κρήτης μετά των νέων. Τιμώσι δ' αυτόν και τας άλλας ογδόας, είτε διότι έφθασεν εκ Τροιζήνος την ογδόην εκατομβαιώνος (168), ως διηγείται Διόδωρος ο περιηγητής (169), είτε διότι νομίζουσιν ότι υπέρ πάντα άλλον εις εκείνον μάλλον αρμόζει ο αριθμός ούτος, καθ' ό λεγόμενον υιόν του Ποσειδώνος, όστις κατά τας ογδόας εορτάζεται· καθότι η ογδοάς, ο πρώτος κύβος αριθμού αρτίου, και διπλασία του πρώτου τετραγώνου (170), έχει ως χαρακτήρα το μόνιμον και δυσκίνητον της δυνάμεως του Θεού, όν και Ασφάλιον και Γαιήοχον (171) προσονομάζομεν.
Α. Το μέγα της Ρώμης όνομα, το πολλής δόξης τυχόν μεταξύ των ανθρώπων, από
τίνος και διά τίνα αιτίαν εδόθη εις την πόλιν, περί τούτου δεν συμφωνούσιν οι
συγγραφείς. Και άλλοι μεν λέγουσιν ότι οι Πελασγοί
(172),
πλανηθέντες εις τα πλείστα μέρη της οικουμένης, και πολλών ανθρώπων
εξουσιάσαντες, κατώκησαν και εκεί, και ωνόμασαν ούτω την πόλιν διά την μεγάλην
ρώμην των εις τα όπλα· άλλοι δε ότι, όταν εκυριεύθη η Τρωάς, διέφυγόν τινες,
επέτυχον πλοία, και φερόμενοι υπό των ανέμων, κατήντησαν εις την Τυρρηνίαν,
και έτυχε ν' αράξωσιν εις τον Θύμβριν ποταμόν
(173).
Επειδή δ' αι γυναίκες αυτών ήσαν απηυδημέναι και δυσηρεστημέναι εκ της
θαλασσοπλοΐας, μία εξ αυτών, ήτις και κατά το γένος και κατά τον νουν φαίνεται
ότι υπερείχε των άλλων, Ρώμη ονομαζόμενη, ταις εσυμβούλευσε να καύσωσι τα
πλοία. Και αυταί μεν το έπραξαν· οι δε άνδρες των κατά πρώτον μεν ηγανάκτουν·
έπειτα όμως εξ ανάγκης αποκατέστησαν περί το Παλλάντιον, και τάχιστα ήρχισαν
επιτυγχάνοντες υπέρ πάσαν ελπίδα, ευρόντες γην εύφορον, και περιοίκους οίτινες
προθύμως τους εδέχθησαν· διό και άλλας τιμάς απέδωκαν εις την Ρώμην, και την
πόλιν ωνόμασαν κατ' αυτήν, ως αιτίαν του οικισμού. Έκτοτε επεκράτησε, λέγεται,
αι ρωμαίαι γυναίκες να φιλώσιν εις το στόμα τους συγγενείς και οικείους άνδρας,
διότι εκείναι, όταν έκαυσαν τα πλοία, ούτως εφίλουν και εκολάκευον τους άνδρας,
παρακαλούσαι αυτούς, και πραΰνουσαι την οργήν των.
Β. Άλλοι δε λέγουσιν ότι το όνομα έδωκεν εις την πόλιν Ρώμην η θυγάτηρ του
Ιταλού
(174) και
της Λευκανίας, κατ' άλλους του Τηλέφου, υιού του Ηρακλέους, νυμφευθείσα τον
Αινείαν
(175), ή τον
Ασκάνιον, υιόν του Αινείου· άλλοι ότι την πόλιν ώκισεν ο Ρωμανός, υιός του
Οδυσσέως και της Κίρκης
(176)·
άλλοι, ο Ρώμος, του Ημαθίωνος
(177) ο
υιός, σταλείς εκ Τρωάδος υπό του Διομήδους· άλλοι, Ρώμος ο βασιλεύς των
Λατίνων, διώξας τους Τυρρηνούς
(178),
οίτινες είχον μεταβή εκ Θεσσαλίας εις Λυδίαν, και εκ Λυδίας εις Ιταλίαν. Ουδ' όσοι
δε, πιθανώτατα πάντων, αποδίδουσιν εις τον Ρωμύλον την επωνυμίαν της πόλεως,
ουδ' αυτοί συμφωνούσι περί της γενεαλογίας αυτού, διότι οι μεν θέλουσιν ότι, υιός
ων του Αινείου και της Δεξιθέας, θυγατρός του Φόρβαντος
(179)
εκομίσθη βρέφος εις την Ιταλίαν, ως και ο αδελφός αυτού Ρώμος· ότι δε,
πλημμυρήσαντος του ποταμού, τα μεν άλλα πλοιάρια επνίγησαν, το δ' έχον τους
παίδας εσώθη απροσδοκήτως, διότι ησύχως εξέπεσεν εις μαλακήν όχθην· εκ
τούτου επομένως ότι το μέρος εκείνο ωνομάσθη Ρώμη. Άλλοι λέγουσιν ότι η Ρώμη
ην θυγάτηρ της Τρωάδος εκείνης Δεξιθέας, και ότι νυμφευθείσα Λατίνον τον υιόν
του Τηλεμάχου, εγέννησε τον Ρωμύλον, άλλοι δε πάλιν ότι τον εγέννησεν η
Αιμυλία, θυγάτηρ του Αινείου και της Λαβινίας
(180),
νυμφευθείσα τον Άρην. Πολλά δε και όλως μυθώδη περί της γεννήσεως αυτού
διηγούνται, ότι εις τον Ταρχέτιον
(181),
βασιλέα των Αλβανών
(182)
παρανομώματον και ωμότατον, εφάνη εντός του οίκου του θείον φάντασμα,
φαλλός
(183)
υψωθείς εκ της εστίας του, και μείνας πολλάς ημέρας εκεί. Ότι δ' εις την Τυρρηνίαν
υπήρχε τότε χρησμός της Τηθύος
(184), όστις,
ερωτηθείς υπό του Ταρχετίου, τω είπε να προσαγάγη εις το φάντασμα παρθένον,
και απ' αυτής θα εγεννάτο υιός ενδοξότατος, και έξοχος κατά την αρετήν και την
τύχην και την ανδρείαν ο Ταρχέτιος λοιπόν ότι είπε το μάντευμα εις μίαν των
θυγατέρων του και την διέταξε να προσέλθη εις τον φαλλόν, αλλ' αυτή μεν δεν
ηθέλησεν, έπεμψε δε μίαν των θεραπαινών της. Όταν όμως ο Ταρχέτιος ενόησε
τούτο, οργισθείς, ηθέλησε να φονεύση και τας δύω, αλλ' είδεν εις τον ύπνον του
την Εστίαν, ήτις τω απηγόρευσε τον φόνον· τότε δ' ότι παρήγγειλεν εις τας κόρας
να υφαίνωσιν ιστόν, δεδεμέναι εις φυλακήν, και όταν τον τελειώσωσιν, ότι τότε
θέλει τας δώσει εις γάμον. Και εκείναι μεν ότι ύφαινον δι' όλης της ημέρας· την
νύκτα όμως ότι άλλαι, κατά παραγγελίαν του Ταρχετίου, διέλυον τον ιστόν.
Η θεραπαινίς εν τούτοις ότι εγέννησε δίδυμα, και ο Ταρχέτιος ότι έδωκεν αυτά είς
τινα Τεράτιον διά να τα φονεύση, αλλ' αυτός τα έφερε και τα κατέθεσε πλησίον του
ποταμού· εκεί δε λύκαινα ότι ερχομένη τοις έδιδε τον μαστόν, και ότι παντοία
πτηνά έφερον τροφήν και εψώμιζον τα βρέφη, έως ότου βουκόλος ιδών και
θαυμάσας το γινόμενον, ετόλμησε να πλησιάση και να λάβη τα παιδία. Ότι δε, αφ'
ού κατά τοιούτον τρόπον αυτά εσώθησαν, ηλικιωθέντα, επέπεσαν κατά του
Ταρχετίου και τον ενίκησαν. Ταύτα διηγείται Προμαθίων τις, γράψας Ιταλικήν
ιστορίαν.
Γ. Του δε πιθανωτέρου λόγου και του πλείστους έχοντος μάρτυρας τα κυριώτερα εξέδωκεν εν Ελλάδι Διοκλής ο Πεπαρήθιος (185) όν κατά τα πλείστα ηκολούθησε και ο Φάβιος Πίκτωρ (186). Λέγονται δε και περί τούτων παντοίαι διαφοραί, αλλά τα ουσιωδέστερα εισί ταύτα. Η διαδοχή των βασιλέων της Άλβης, των εκ του Αινείου καταγομένων, κατήντησεν εις δύω αδελφούς, τον Νομήτορα και τον Αμούλιον. Διήρεσε δ' ο Αμούλιος τα πάντα εις δύο μερίδας, την μεν μίαν περιέχουσαν την βασιλείαν, την δ' άλλην τα χρήματα και τον χρυσόν όν είχεν εκ της Τρωάδος, και ο Νομήτωρ έλαβε κατ' εκλογήν την βασιλείαν. Ο Αμούλιος όμως, έχων τα χρήματα, και ως εξ αυτών περισσοτέραν δύναμιν παρά τον Νομήτορα, τω ήρπασε και την βασιλείαν, και φοβούμενος μη εκ της θυγατρός αυτού γεννηθώσιν υιοί, την κατέστησεν ιέρειαν της Εστίας, διά να ζήση πάντοτε άγαμος και παρθένος. Ονομάζουσι δ' αυτήν οι μεν Ιλίαν, οι δε Ρέαν, και άλλοι Σιλουίαν. Αλλά πολύς δεν παρήλθε καιρός, και εφωράθη έγγυος ούσα παρά τον νόμον όστις επεκράτει διά τας Εστιάδας. Και από μεν της εσχάτης ποινής έσωσεν αυτήν Ανθώ, η θυγάτηρ του βασιλέως, παρακαλέσασα τον πατέρα της. Εφυλακίσθη όμως, και εφυλάττετο ακοινώνητος, διά να μη γεννήση κρυφίως του Αμουλίου. Εγέννησε δε δύο υιούς υπερφυείς κατά το μέγεθος και το κάλλος· διά τούτο έτι μάλλον φοβηθείς αυτούς ο Αμούλιος, παρήγγειλεν υπηρέτην να τους λάβη και να τους ρίψη. Λέγουσι δε τινες ότι ωνομάζετο ούτος Φαυστύλος, άλλοι δ' ότι ουχί αυτός, αλλ' ο σώσας αυτούς. Κατέθεσε λοιπόν ο υπηρέτης τα βρέφη εις σκάφην, και κατέβη εις τον ποταμόν να τα ρίψη· ιδών όμως πολύ και ορμητικόν το ρεύμα κατερχόμενον, εφοβήθη να πλησιάση, και αφήσας την σκάφην πλησίον της όχθης, ανεχώρησε. Ο ποταμός εν τούτους εξηπλούτο, και η πλημμύρα, καταλαβούσα την σκάφην και υψώσασα αυτήν ησύχως, την έφερεν εις θέσιν ικανώς μαλακήν, ήτις σήμερον ονομάζεται Κερμανόν, το πάλαι δε, ως φαίνεται, Γερμανόν, διότι και τους αδελφούς Γερμανούς (187) ονομάζουσιν.
Α. Υπήρχε δ' εκεί πλησίον ερινεός, όν εκάλουν Ρωμινάλιον, ή διά τον Ρωμύλον, ή, ως πολλοί νομίζουσι, διότι τα μηρυκώμενα (188) θρέμματα υπό την σκιάν αυτού ανεπαύοντο την μεσημβρίαν, ή μάλλον διά το βύζαγμα των βρεφών· καθότι οι παλαιοί Ρούμαν ωνόμαζον την ρώγαν του μαστού, και Ρουμουλίαν ονομάζουσι θεάν τινα, ήτις φαίνεται των νηπίων επιμελουμένη, και θύουσιν εις αυτήν νηφάλια (189), και σπένδουσι γάλα εις τα ιερά. Εν ώ λοιπόν εκεί έκειντο τα παιδία, λέγεται ότι ήλθεν η λύκαινα και τα εθήλαζε, και ότι ήρχετο και δρυοκολάπτης (190) και τα έτρεφε μετ' αυτής και τα εφύλαττε. Τα ζώα ταύτα θεωρούνται ως ιερά του Άρεως· τον δε δρυοκολάπτην εξόχως σέβονται και τιμώσιν οι Λατίνοι· διά τούτο μάλιστα επιστεύθη όταν έλεγεν η γεννήσασα τα παιδία, ότι εκ του Άρεως τα εγέννησεν, ει και λέγουσιν ότι εξηπατήθη υπ' αυτού του Αμουλίου, όστις τη εφάνη ένοπλος και την ήρπασεν. Άλλοι δε διισχυρίζονται ότι το όνομα της τροφού, διά το αμφίβολον της σημασίας του, έτρεψε την φήμην προς το μυθώδες, διότι οι Λατίνοι ωνόμαζον Λούπας τας λυκαίνας εκ των θηρίων, και εκ των γυναικών τας εταίρας· και ότι τοιαύτη ήτον η γυνή του Φαυστύλου, του θρέψαντος τα βρέφη, Άκκα Λαρεντία ονομαζομένη. Εις αυτήν θύουσιν οι Ρωμαίοι, και σπονδάς τελεί εις αυτήν κατ' Απρίλιον ο ιερεύς του Άρεως, και Λαρεντίαν καλούσι την εορτήν.
Ε. Τιμώσι δε και άλλην Λαρεντίαν δι' αιτίαν τοιαύτην. Ο νεωφύλαξ του Ηρακλέους, βαρυνόμενος εξ αργείας, ως φαίνεται, επρότεινεν εις τον Θεόν να παίξωσι κύβους, και είπε καθ' εαυτόν, αν μεν νικήση, να λάβη καλόν τι παρά του Θεού, αν δε νικηθή, να προσφέρη εις τον Θεόν άφθονον τράπεζαν και ωραίαν γυναίκα να συναναπαυθή. Ούτως έθεσε τας ψήφους, άλλας υπέρ του Θεού και άλλας υπέρ εαυτού, και ρίψας, εφάνη νικώμενος· θέλων δε να μείνη πιστός εις τον λόγον του, και δίκαιον νομίζων να τηρήση ό,τι υπεσχέθη, ητοίμασε δείπνον διά τον Θεόν, και μισθώσας την Λαρεντίαν, ωραίαν ούσαν, αλλ' ουχί έτι επίσημον, προσεκάλεσε και εφίλευσεν αυτήν εις τον ναόν, και στρώσας κλίνην εντός αυτού, την έκλεισε μετά το δείπνον, ως αν έμελλε να νυμφευθή τον Θεόν. Λέγεται δ' ότι και ο Θεός ήλθε προς την γυναίκα, και την παρήγγειλε ν' απέλθη το πρωί εις την αγοράν, και χαιρετήσασα τον πρώτον όν ήθελεν απαντήση, να συνδέση μετ' αυτού φιλίαν. Την απήντησε λοιπόν πολίτης ηλικιωμένος, και ικανήν έχων περιουσίαν, χωρίς παιδίων και γυναικός, Ταρρούτιος ονομαζόμενος. Ούτος γνωρίσας την Λαρεντίαν, την ηγάπησε, και αποθανών την αφήκε κληρονόμον εις πολλά και καλά κτήματα, ών εκείνη τα πλείστα έδωκεν εις τον δήμον διά διαθήκης. Λέγεται δ' ότι, ένδοξος ήδη ούσα, και νομιζομένη αγαπητή των Θεών, εγένετο άφαντος εις αυτόν εκείνον τον τόπον, εις όν εκείτο και η προτέρα Λαρεντία. Καλείται δε ήδη ο τόπος Βήλαυρον, διότι πολλάκις, όταν ο ποταμός επλημμύρει, διήρχοντο κατά την θέσιν ταύτην διά πορθμείων εις την αγοράν ονομάζουσι δε την πορθμείαν Βηλατούραν (191). Τινές δε λέγουσιν ότι την πάροδον ήτις έφερεν εκ της αγοράς εις τον Ιππόδρομον οι παρασκευάζοντες το θέαμα εκάλυπτον δι' ιστίων, αρχόμενοι από τούτου του μέρους· ονομάζουσι δε Ρωμαϊστί το ιστίον Βήλον (192). Διά ταύτα λοιπόν τιμάται η δευτέρα Λαρεντία παρά τοις Ρωμαίοις.
ΣΤ. Τα δε βρέφη ανέσωσεν ο Φαυστύλος, χοιροβοσκός του Αμουλίου, χωρίς ουδείς να τον εννοήση, ως όμως τινές λέγουσι, πλησιέστεροι εις την πιθανότητα, εν γνώσει του Νομήτορος, όστις εχορήγει κρυφίως τροφάς εις τους τρέφοντας. Και λέγεται ότι και γράμματα έμαθον οι παίδες κομισθέντες εις Γαβίους (193), και όλα τ' άλλα όσα χρήσιμα εις τους ευγενείς. Ιστορούσι δ' ότι ωνομάσθησαν και ούτοι από του μαστού, διότι τους είδον θηλάζοντας το θηρίον, Ρώμυλος και Ρώμος (194). Και ευθύς μεν εκ της νηπιακής αυτών ηλικίας η των σωμάτων ευγένεια ενέφαινε διά του μεγέθους και διά του κάλλους αυτών την φύσιν των παιδίων. Αυξήσαντες δε, ήσαν και οι δύω θυμοειδείς και μεγαλόψυχοι προς τους φαινομένους κινδύνους, και ακατάπληκτον έχοντες τόλμην. Ο δε Ρωμύλος εφαίνετο γνωστικώτερος, και πολιτικήν έχων σύνεσιν, αποδεικνύων κατά τας σχέσεις προς τους γείτονας επί βοσκών και επί κυνηγίων ότι ηγεμονικόν μάλλον παρά ευπειθή έλαβεν εκ φύσεως χαρακτήρα. Διά τούτο ηγαπώντο υπό των ομοφύλων και των νεωτέρων των κατεφρόνουν δε τους βασιλικούς επιστάτας και οικονόμους και αγελάρχας, ως μη ανωτέρους αυτών κατά την ανδρείαν, και ούτε δι' απειλάς ούτε διά την οργήν αυτών εφρόντιζον. Έζων δε και διέτριβον ελευθερίως, ελευθέριον νομίζοντες ουχί την αργίαν και την απονίαν, αλλά τα γυμνάσια, και τα κυνήγια, και τας εκδρομάς, και την καταδίωξιν των ληστών, και την σύλληψιν των κλεπτών, και την από της βίας απαλλαγήν των αδικουμένων. Ως προς ταύτα λοιπόν ήσαν περιβόητοι.
Ζ. Συνέβη δε ποτέ τις φιλονεικία μεταξύ των βουκόλων του Νομήτορος, και των του Αμουλίου, και αρπαγή των βοσκημάτων αυτών. Μη ανεχθέντες δε ταύτην οι δύω νέοι, επέπεσαν επ' αυτούς, τους έτρεψαν εις φυγήν, και αφήρεσαν μέρος πολύ των λαφύρων διά δε την αγανάκτησιν του Νομήτορος ήσαν αδιάφοροι· συνήγον δε και εδέχοντο πολλούς πτωχούς και πολλούς δούλους, μεταδίδοντες εις αυτούς θάρρος και αρχάς φρονήματος επαναστατικού. Εν ώ δ' ο Ρωμύλος ησχολείτο περί θυσίαν τινά, διότι ηγάπα τας θυσίας και την μαντικήν, οι βοσκοί του Νομήτορος, απαντήσαντες τον Ρώμον βαδίζοντα μετ' ολίγων, επέπεσαν κατ' αυτού, και μετά πολλάς πληγάς και τραύματα εκατέρωθεν, ενίκησαν οι του Νομήτορος, και συνέλαβον ζώντα τον Ρώμον, τον έφερον προς τον Νομήτορα και τον κατηγόρησαν^ αλλ' αυτός δεν τον ετιμώρησε, φοβηθείς τον αδελφόν του όστις ήτον θυμώδης. Ελθών όμως προς αυτόν, τον παρεκάλει αυτός να τον εκδικήση, αδελφόν όντα, και υβρισθέντα υπό υπηρετών εκείνου, όντος βασιλέως. Επειδή δε και οι λοιποί κάτοικοι της Άλβης εξέφραζον ομοίως αγανάκτησιν, και ενόμιζον ότι αδίκως έπασχε ταύτα ο ανήρ, υπό τούτων κινηθείς ο Αμούλιος, παρέδωσε τον Ρώμον εις τον Νομήτορα να τον μεταχειρισθή όπως θέλει. Τον παρέλαβε λοιπόν εκείνος, και όταν τον έφερεν εις την οικίαν του, θαυμάζων του νεανίσκου το σώμα, υπερτερούν πάντας κατά το μέγεθος και την δύναμιν, βλέπων δ' εις το πρόσωπον αυτού το θάρρος και της ψυχής την ανδρείαν, αδούλωτον και μη συγκινουμένην υπό των ατυχημάτων, ακούων δε τα έργα και τας πράξεις αυτού σύμφωνα προς όσα έβλεπε, και, το μέγιστον, ως φαίνεται, διά την παρουσίαν Θεού τινος, όστις μεγάλων πραγμάτων αρχάς παρεσκεύαζεν, εξ υπονοιών και εκ τύχης προσεγγίζων εις την αλήθειαν, τον ανέκρινε τις είναι, και πώς εγεννήθη, και διά φωνής πραείας και δ' ημέρου βλέμματος τω έδιδεν εμπιστοσύνην και θάρρος. Εκείνος δ' απεκρίθη μετά τόλμης· «Τίποτε δεν θέλω σοι κρύψει, διότι συ φαίνεσαι του Αμουλίου βασιλικώτερος, και ακούεις και εξετάζεις πριν τιμωρήσης, εν ώ εκείνος καταδικάζει ακρίτους. Κατ' αρχάς μεν ηξεύρομεν ότι είμεθα υιοί του Φαυστύλου και της Λαρεντίας, οικετών του βασιλέως. Είμεθα δε δίδυμοι. Αφ' ού δε κατηγορήθημεν προς σε, και κινδυνεύομεν περί της ζωής μας, ακούομεν μεγάλα περί ημών αυτών. Αν δ' είναι αληθή ταύτα, ο παρών αγών φαίνεται ότι θέλει το αποδείξει· διότι η γέννησις ημών λέγεται απόκρυφος, και εν τη νηπιότητι η θήλασις και η τροφή ημών παράδοξος, ότι ετράφημεν υπό των θηρίων και των σαρκοφάγων ορνέων εις ά ερρίφθημεν, υπό μαστού λυκαίνης και υπό ράμφους δρυοκολάπτου, εντός σκάφης κείμενοι, παρά τον μέγαν ποταμόν. Υπάρχει δε και η σκάφη και σώζεται, και έχει χαλκά υποζώματα, και εις αυτά έχει γράμματα αμυδρώς εγκεχαραγμένα. Ταύτα όμως θέλουσιν ίσως ύστερον καταντήσει γνωρίσματα ανωφελή εις τους γονείς ημών, αφ' ού ημείς φονευθώμεν. Ο Νομήτωρ λοιπόν, και εκ των λόγων τούτων, και τον καιρόν εικάζων εκ της όψεως του νεανίου, δεν απέρριψε την προσμειδιώσαν αυτόν ελπίδα, αλλ' επροσπάθησε να προσέλθη κρυφίως προς την θυγατέρα του, και να τη ειπή περί τούτων, διότι αυστηρώς εφρουρείτο εισέτι εκείνη.
Η. Ο δε Φαυστύλος, ακούσας την σύλληψιν του Ρώμου και την παράδοσιν, απήτησε παρά του Ρωμύλου να τον βοηθήση, τότε σαφώς γνωστοποιήσας εις αυτόν τα περί της γεννήσεώς του, εν ώ πριν τοις έλεγε νύξεις τινάς σκοτεινάς, και πλαγίως τοις εφανέρου τόσα μόνον, όσα ήρκουν ώστε, προσέχοντες εις αυτά, να μη ταπεινοφρονώσι. Λαβών δ' αυτός την σκάφην, επορεύθη προς τον Νομήτορα, σπεύδων και φόβου πλήρης, διότι ο καιρός κατεπείγε. Κινήσας δ' εις υποψίαν τους περί τας πύλας φρουρούς του Βασιλέως, και υποβλεπόμενος υπ' αυτών, και ταραττόμενος όταν ηρωτάτο, εφωράθη ότι έκρυπτε την σκάφην υπό τον μανδύαν του. Συνέπεσε δε να υπάρχη τις μεταξύ αυτών εκ των λαβόντων τα παιδία διά να τα ρίψωσι, και παρευρεθέντων εις την έκθεσιν. Ούτος, ιδών την σκάφην τότε, εγνώρισεν αυτήν εκ της κατασκευής και εκ των γραμμάτων, και υπονοήσας την αλήθειαν, δεν ημέλησεν, αλλ' είπε το πράγμα εις τον Βασιλέα, και παρουσίασε τον Φαυστύλον να έξετασθή. Εις ταύτην δε την πολλήν και μεγάλην στενοχωρίαν, ο Φαυστύλος ουδ' ανίκητος έμεινε μεν, ουδ' εντελώς όμως και εις την βίαν υπέκυψε, και ωμολόγησε μεν ότι οι παίδες εσώθησαν, αλλ' είπεν ότι έβοσκον ποίμνια μακράν της Άλβης· αυτός δ' ότι την σκάφην έφερε προς την Ιλίαν, ήτις πολλάκις επεθύμησε να ιδή και να εγγίση αυτήν, προς βεβαιοτέραν ελπίδα της σωτηρίας των τέκνων της. Ό,τι δε φυσικώς συμβαίνει, εις τους ταραττομένους και πράττοντας εξ οργής ή εκ φόβου, τούτο συνέπεσε να πάθη και ο Αμούλιος· διότι έπεμψε μετά πάσης σπουδής άνδρα άλλως χρηστόν και φίλον του Νομήτορος, να ερωτήση τον Νομήτορα αν έφθασέ τις λόγος εις αυτόν περί των παιδίων, ότι εσώθησαν. Ελθών λοιπόν ο άνθρωπος, και ιδών κατ' αυτήν εκείνην την στιγμήν τον Νομήτορα να εναγκαλίζηται και φιλοφρονήται τον Ρώμον, και τας ελπίδας αυτού ενεψύχωσε, και τους παρεκίνησε δραστηρίως να ενεργήσωσι, και ηνώθη μετ' αυτών και συνέπραττεν. Ουδ' αν ήθελον δε τοις επετρέπετο να χρονοτριβώσι· διότι ο Ρωμύλος επλησίαζεν ήδη, και πολλοί των πολιτών έτρεχον προς αυτόν, κινούμενοι υπό μίσους και φόβου προς τον Αμούλιον. Έφερε δε μεθ' εαυτού και πολλήν δύναμιν τεταγμένην καθ' εκατοστυίας, ών εκάστης ηγείτο ανήρ, έχων περιτετυλιγμένην εις κοντάριον αγκαλίδα χόρτου και κλάδων. Καλούσι δ' αυτά οι Λατίνοι Μανίπλα, εξ ού και μέχρι τούδε εις τα στρατεύματα μανιπλαρίους τούτους ονομάζουσιν (195). Ο μεν Ρωμύλος λοιπόν εκίνει τους εντός εις αποστασίαν, ο δε Ρωμύλος έφερε στρατόν έξωθεν και ο τύραννος, ούτε πράξας ούτε σκεφθείς τι προς σωτηρίαν του εξ απορίας και ταραχής, συνελήφθη και εφονεύθη. Τα πλείστα τούτων λέγει και ο Φάβιος (196) και ο Πεπαρήθιος Διοκλής, όστις φαίνεται πρώτος συγγράψας «Ρώμης κτίσιν»· και πολλοί μεν ύποπτον θεωρούσιν αυτών το δραματικόν και μυθιστορικόν· Αλλά βλέποντες την τύχην ποία και πόσα δημιουργεί, και αναλογιζόμενοι τα πράγματα των Ρωμαίων, δεν πρέπει να δυσπιστώμεν, διότι δεν θα έφθανον εις τοιαύτην ακμήν δυνάμεως, αν ελάμβανον αρχήν ουχί θείαν, ουδ' έχουσαν μέγα τι και παράδοξον.
Θ. Αφ' ού δ' απέθανεν ο Αμούλιος, και τα πράγματα καθησύχασαν, δεν ηθέλησαν ούτε να κατοικήσωσιν εις την Άλβην, εν όσω δεν ήσαν άρχοντες αυτής, ούτε να γίνωσιν άρχοντες εν όσω έζη ο προς πατρός πάππος των. Διά τούτο, δόντες εις εκείνον την ηγεμονίαν, και τας πρεπούσας τιμάς εις την μητέρα αυτών, απεφάσισαν να κατοικήσωσι κατ' ιδίαν, και να κτίσωσι πόλιν εις το μέρος εις ό κατά πρώτον ετράφησαν. Αύτη ήτον η ευπρεπεστάτη των προφάσεων, όταν, έχοντες περί εαυτούς συνηθροισμένους πολλούς δούλους και αποστάτας, ήτον ίσως ανάγκη ή ν' απολέσωσι πάσαν εξουσίαν, αν αυτοί διεσπείροντο, ή να συγκατοικήσωσιν ιδίως μετ' αυτών. Τω όντι της Άλβης οι κάτοικοι απήτουν να μη συναναμιγώσιν οι αποστάται μεθ' εαυτών, ουδ' ήθελον να τους δεχθώσι πολίτας, και τούτο εδήλωσε πρώτον το περί τας γυναίκας τόλμημα, γενόμενον όχι δι' ύβριν, αλλά δι' ανάγκην, και δι' έλλειψιν εκουσίων γάμων διότι αφ' ού τας ήρπασαν, μεγάλως τας ετίμησαν. Έπειτα δ' αμέσως, άμα κατά πρώτον ιδρύθη η πόλις, κατεσκεύασαν ιερόν καταφύγιον διά τους αποστατούντας, ονομάσαντες αυτά Θεού Ασυλαίου, και εδέχοντο εις αυτό πάντας, μη παραδίδοντες ούτε δούλον εις δέσποτας, ούτε πτωχόν εις δανειστάς, ούτε φονέα εις άρχοντας, αλλά λέγοντες ότι εξασφαλίζουσιν εις όλους την ασυλίαν κατά χρησμόν τινα της Πυθίας. Κατ' αυτόν τον τρόπον επληθύνθη ταχέως η πόλις· διότι αι πρώται εστίαι λέγουσιν ότι δεν ήσαν περισσότεραι των χιλίων. Αλλά ταύτα κατόπιν. Ως δ' ωρμήθησαν προς τον συνοικισμόν, ευθύς ήρχισαν διαφερόμενοι περί του τόπου. Και ο μεν Ρωμύλος έκτισε την καλουμένην Ρώμην κουαδράτην, όπερ εστί τετράγωνον (197) και εκείνον τον τόπον ήθελε να κατοικήση. Ο δε Ρώμος έκτισεν ισχυρόν τι χωρίον του Αβεντίνου, ονομασθέν Ρεμώνιον δι' εκείνον, ήδη δε Ριγνάριον καλούμενον. Συμφωνήσαντες δε ν' αφήσωσι την κρίσιν της φιλονεικίας των εις αισίους οιωνούς, εκάθησαν μακράν ο είς του άλλου, και τότε λέγεται ότι εφάνησαν έξ γύπες εις τον Ρώμον και διπλάσιοι εις τον Ρωμύλον. Άλλοι δε διισχυρίζονται ότι ο μεν Ρώμος αληθώς είδε τα όρνεα, ο δε Ρωμύλος ότι εψεύσθη, και ότι οι δώδεκα εφάνησαν εις αυτόν αφ' ού ήλθεν ο Ρώμος. Διά τούτο οι Ρωμαίοι μέχρι τούδε μεταχειρίζονται τους γύπας εις τας οιωνοσκοπίας των. Ο δε Ποντικός Ηρόδωρος (198) λέγει ότι και ο Ηρακλής έχαιρεν όταν γυψ τω εφαίνετο εις πράξιν τινά· διότι το ζώον τούτο είναι πάντοτε το αβλαβέστατον, μη βλάπτον ουδέν των όσα σπείρουσιν ή βόσκουσιν οι άνθρωποι, αλλά τρέφεται από νεκρών σωμάτων, και ούτε φονεύει τίποτε, ουδέ κακοποιεί τι έχον ψυχήν, και μάλιστα και νεκρών απέχει των άλλων πτηνών, διά την συγγένειαν, εν ώ οι αετοί και αι γλαύκες και οι ιέρακες και ζώντα κτυπώσι τα ομόφυλα πτηνά και τα φονεύουσιν αν και κατ' Αισχύλον
Αγνός δεν είναι όρνις όρνιθα φαγών.
Προσέτι δε, τα μεν άλλα ζώσιν ούτως ειπείν πάντοτε προ οφθαλμών ημών, και φαίνονται διά παντός· ο δε γυψ είναι θέαμα σπάνιον, και νεοσσούς γυπός ευκόλως δεν απαντώμεν διά τούτο καί τινες υπώπτευσαν ότι έξωθεν και εξ άλλης γης πετώσιν ενταύθα, εξαιτίας του σπανίου και μη συνεχούς της αυτών εμφανίσεως, οποίον λέγουσιν οι μάντεις ότι είναι το παρά φύσιν και ουχί αφ' εαυτού φαινόμενον, αλλά στελλόμενον υπό των Θεών.
Ι. Αφ' ού όμως εγνώρισε την απάτην ο Ρώμος, ωργίζετο, και εν ώ έσκαπτεν ο Ρωμύλος την τάφρον δι' ής έμελλε να περικυκλούται το τείχος, άλλα μεν των έργων εχλεύαζεν, εις άλλα δ' έφερεν εμπόδια. Τέλος δε, επήδησεν αυτήν (199) και τότε λέγουσιν ότι ενταύθα εφονεύθη, κτυπηθείς κατά τους μεν υπ' αυτού του Ρωμύλου, κατά τους δε υπό τινος των εταίρων αυτού, καλουμένου Κέλερος. Έπεσε δε και ο Φαυστύλος κατά την μάχην, και ο Πλειστίνος, περί ού ιστορούσιν ότι ήτον αδελφός του Φαυστύλου και ότι συνανέθρεψε τον Ρωμύλον. Και ο μεν Κέλερ μετώκησεν εις Τυρρηνίαν, και απ' εκείνου οι Ρωμαίοι Κέλερας (200) καλούσι τους ταχείς και ορμητικούς. Και τον Κόιντον Μέτελλον (201), διότι, όταν απέθανεν ο πατήρ του, εντός ολίγων ημερών ητοίμασε μονομάχων αγώνας, θαυμάσαντες το τάχος της παρασκευής του, τον επωνόμασαν Κέλερα.
ΙΑ. Ο δε Ρωμύλος εν τη Ρεμονία θάψας τον Ρώμον ομού μετά των τροφέων του, κατώκιζε την πόλιν. Έφερε δ' εκ Τυρρηνίας άνδρας τινάς, οίτινες διά κανόνων και διά γραμμάτων ωδήγουν και εδίδασκον όλα τα έργα, ως αν επρόκειτο περί τελετής (202). Εσκάφη λοιπόν λάκκος στρογγυλός όπου σήμερον είναι το Κομίτιον, και εις αυτόν κατετέθησαν απαρχαί όλων όσα μετεχειρίζοντο, είτε διότι ο νόμος τα εθεώρει καλά, είτε διότι η φύσις τα υπεδείκνυεν ως αναγκαία. Και τέλος, οι έποικοι, φέροντες έκαστος ολίγην γην εκ της χώρας εξ ής ήρχετο, την έρριψαν εντός του λάκκου, και την εμίγνυον. Ονομάζουσι δε τον λάκκον τούτον Μούνδον, καθώς και τον Όλυμπον. Έπειτα δε, ως κύκλον πέριξ κέντρου, περιέγραψαν περί αυτόν την πόλιν. Ο δ' οικιστής, προσαρμόσας εις άροτρον χαλκούν υννίον, και ζεύξας βουν αρσενικόν και δάμαλιν, ωδηγεί το ζεύγος, σκάπτον βαθείαν αύλακα κατά το περίγραμμα. Έργα δε των ακολουθούντων είναι να ρίπτωσιν εις την αύλακα τας βώλους όσας εγείρει το άροτρον, και να μη αφίνωσι καμμίαν να τρέπηται προς τα έξω. Και διά μεν της γραμμής ορίζουσι την θέσιν του τείχους, και ονομάζεται κατά συγκοπήν Πωμήριον (203), οίον όπισθεν τείχος, ή μετά τείχους. Όπου δε θέλουσι ν' ανοίξωσι πύλην, αφαιρούσι το υννίον, εγείρουσι το άροτρον, και αφίνουσι διακοπήν της γραμμής. Διά τούτο θεωρούσιν ως ιερόν παν το τείχος, πλην των πυλών. Αν δ' ενόμιζον και τας πύλας ιεράς, δεν θα εδύναντο, χωρίς να φοβηθώσι τους Θεούς, να δέχωνται και να εκπέμπωσι δι' αυτών πολλά των αναγκαίων και των μη καθαρών.
ΙΒ. Ομολογείται δ' ότι η κτίσις έγινεν ένδεκα ημέρας προ των Καλανδών (204) του μαΐου, και την ημέραν ταύτην εορτάζουσιν οι Ρωμαίοι, γενέθλιον της πατρίδος αυτήν ονομάζοντες. Κατ' αρχάς, ως λέγουσιν, ουδέν έμψυχον εθυσίαζον, αλλ' ενόμιζον ότι έπρεπε να φυλάττωσι καθαράν και αναίμακτον την επώνυμον εορτήν της γενέσεως της πατρίδος. Αλλά και προ της κτίσεως έτι είχον κατ' εκείνην την ημέραν ποιμενικήν τινα εορτήν, και ωνόμαζον αυτήν Παρίλια (205) τώρα δ' αι Ρωμαϊκαί νουμηνίαι κατ' ουδέν συμφωνούσι προς τας Ελληνικάς. Εκείνη δ' η ημέρα, καθ' ήν ο Ρωμύλος έκτιζε την πόλιν, λέγεται ότι έτυχε να είναι αληθής τριακάς (206), και ότι έγινε κατ' αυτήν και εκλειπτική σύνοδος σελήνης και ηλίου (207), ήν νομίζουσιν ότι είδε και Αντίμαχος (208) ο εποποιός της Τέου, κατά το τρίτον έτος της έκτης Ολυμπιάδος. Κατά δε τους καιρούς Ουάρρωνος του φιλοσόφου (209), του πολυμαθεστάτου των Ρωμαίων εις την ιστορίαν, υπήρχεν ο Ταρούτιος, φίλος αυτού, φιλόσοφος μεν κατά τ' άλλα και μαθηματικός, ασχολούμενος δε και εις των γενεθλιακών πινάκων την μέθοδον εξ απλής περιεργείας, και φαινόμενος ότι εις αυτήν ηυδοκίμει. Εις αυτόν επρότεινεν ο Ουάρρων να εύρη της γενέσεως του Ρωμύλου την ημέραν και ώραν, υπολογιζόμενος αυτήν εκ των φημιζομένων περιστάσεων του ανδρός, καθώς διεξάγονται αι λύσεις των γεωμετρικών προβλημάτων διότι εφρόνει, ότι διά της αυτής θεωρίας δι' ής ηξεύροντες την γένεσιν του άνθρωπου δυνάμεθα να προειπώμεν τον βίον αυτού, είναι δυνατόν και, δοθέντος του βίου, να ευρεθή ο χρόνος της γενέσεως (210). Ο Ταρούτιος λοιπόν εξεπλήρωσε την παραγγελίαν, και αναμετρήσας όσα έπραξε και όσα έπαθεν ο Ρωμύλος, και τον καιρόν της ζωής και τον τρόπον του θανάτου αυτού, και όλα τα τοιαύτα συναρμολογήσας, απεφήνατο μετά σπανίας τόλμης και αδιστάκτως, ότι ο Ρωμύλος συνελήφθη το πρώτον έτος της δευτέρας Ολυμπιάδος, την δεκάτην τρίτην ημέραν του αιγυπτιακού μηνός Χοιάκ (211), ώραν τρίτην, καθ' ήν εγένετο παντελής έκλειψις του ηλίου· ότι δ' εγεννήθη κατά μήνα Θωθ (212), την εικοστήν πρώτην ημέραν, περί την ανατολήν του ηλίου· η δε Ρώμη ότι εκτίσθη υπ' αυτού την εννάτην Φαρμουθί (213), μεταξύ της δευτέρας και τρίτης ώρας· διότι φρονούσιν ότι και των πόλεων καθώς και των ανθρώπων η τύχη έχει ωρισμένον τινά καιρόν, ευρισκόμενον εκ της θεωρίας της των αστέρων θέσεως επί της πρώτης κτίσεως αυτών. Αλλ' ίσως ταύτα και τα τοιαύτα ολιγώτερον θέλουσιν ελκύσει τους αναγνώστας δι' ό,τι έχουσι παράδοξον και περίεργον, αφ' ό,τι θέλουσι τους ενοχλήσει ως μυθωδώς απίθανα.
ΙΓ. Αφ' ού λοιπόν εκτίσθη η πόλις, πρώτον μεν διήρεσεν εις συντάγματα στρατιωτικά όλον το πλήθος των ενηλίκων και ήτον έκαστον σύνταγμα εκ τρισχιλίων μεν πεζών, τριακοσίων δ' ιππέων, και ώνομάσθη λεγεών, διότι οι μάχιμοι ήσαν εκλελεγμένοι εξ όλων. Έπειτα δε, τους μεν άλλους έθηκεν εις τάξιν δήμου, και Πωπούλους ωνομάσθη το πλήθος (214). Εκατόν δε τους αρίστους ανέδειξε Βουλευτάς, και αυτούς μεν Πατρικίους, το δε σύστημα αυτών εκάλεσε Σενάτον. Σημαίνει δ' ο Σενάτος (215) αληθώς Γερουσίαν· οι δε βουλευταί εκλήθησαν Πατρίκιοι, κατά τους μεν διότι ήσαν παίδων γνησίων πατέρες, κατ' άλλους δε μάλλον, διότι αυτοί είχον να δείξωσι τους ιδίους αυτών πατέρας, πλεονέκτημα ουχί κοινόν εις πολλούς των όσοι πρώτοι συνέρευσαν εις την πόλιν, και κατ' άλλους εκ της Πατρωνείας, ως ωνόμαζον και ανομάζουσι μέχρι τούδε εισέτι την προστασίαν νομίζοντες ότι Πάτρων τις, εκ των ελθόντων μετά του Ευάνδρου (216), προστατευτικός ων και βοηθητικός προς τους υποδεεστέρους, έδωκεν αφ' εαυτού εις το πράγμα την επωνυμίαν. Αλλά μάλλον ήθελεν επιτύχει τις την αλήθειαν, πιστεύων ότι ο Ρωμύλος τοις έδωκε το όνομα τούτο, απαιτών ότι πρέπει οι πρώτοι και δυνατότατοι να επιμελώνται τους ταπεινοτέρους διά πατρικής φροντίδος και κηδεμονίας, συγχρόνως δε διδάσκων τους άλλους να μη φοβώνται, μηδέ να λυπώνται διά τας τιμάς τας αποδιδομένας εις τους καλητέρους αυτών, αλλά να τους αγαπώσι, και πατέρας να τους νομίζωσι. Διά τούτο και μέχρι τούδε τους συγκλητικούς οι μεν ξένοι ονομάζουσιν άνδρας ηγεμόνας, οι ίδιοι δε Ρωμαίοι, πατέρας συγγεγραμμένους (217), όνομα μεταχειριζόμενοι έχον τιμήν μεν και αξίωμα μέγιστον, φθόνον δ' ελάχιστον πάντων. Και κατ' αρχάς μεν ωνόμασαν αυτούς Πατέρας μόνον· έπειτα δε, επειδή προσετίθεντο περισσότεροι, Πατέρας συγγεγραμμένους, Τούτο ην το σεβαστότερον όνομα δι' ού διέκρινε την διαφοράν μεταξύ του βουλευτικού και του δήμου. Διήρει δε δι' άλλων τους δυνατούς από του πλήθους, τούτους μεν Πάτρωνας ονομάζων, όπερ εστί προστάτας, εκείνους δε Κλίεντας, όπερ εστί πελάτας. Συγχρόνως δ' έδωκεν εις αυτούς αφορμήν μεγάλης ευνοίας, ήτις μεγάλα τοις εξησφάλιζε δίκαια. Διότι οι μεν δυνατοί εγίνοντο εξηγηταί των νόμων, και προστάται των δικαζομένων, και πάντων κηδεμόνες και σύμβουλοι· οι δε του πλήθους επεριποιούντο τούτους, ου μόνον τιμώντες αυτούς, αλλά και τας θυγατέρας των νυμφεύοντες μετ' αυτών, όταν οι δυνατοί ήσαν πένητες, και τα χρέη των εξοφλούντες. Ούτε νόμος δέ τις ούτε άρχων ηνάγκαζέ ποτε προστάτην να μαρτυρήση κατά πελάτου, ή πελάτην κατά προστάτου. Εις τους μεταγενεστέρους δε χρόνους τα μεν άλλα δικαιώματα παρέμεινον, αλλά το να λαμβάνωσιν οι δυνατοί χρήματα παρά των ταπεινοτέρων ενομίσθη αγενές και αισχρόν. Ταύτα λοιπόν περί τούτων.
ΙΔ. Κατά δε τον τέταρτον μήνα μετά την κτίσιν, ως ιστορεί ο Φάβιος, έγινε το τόλμημα της αρπαγής των γυναικών. Και λέγουσι μέν τινες ότι φύσει φιλοπόλεμος ων ο Ρωμύλος, και πεισθείς έκ τινων χρησμών ότι η Ρώμη πέπρωται, διά πολέμων τρεφομένη και αυξάνουσα, να γίνη μεγίστη, αυτός πρώτος μετεχειρίσθη βίαν κατά των Σαβίνων· διότι ούτε έλαβε πολλάς παρθένους, αλλά μόνον τριάκοντα, καθό εις πόλεμον μάλλον αποβλέπων παρά εις γάμους. Τούτο όμως δεν είναι πιθανόν· αλλά βλέπων ότι η πόλις επληρώθη ευθύς εποίκων, εξ ών ολίγοι είχον γυναίκας, οι δε πλείστοι ήσαν μιγάδες εξ ανθρώπων απόρων και ασημάντων, οίτινες διά τούτο περιεφρονούντο, και υπετίθεντο ότι δεν θέλουσι μείνει ασφαλώς εις την πόλιν, ελπίζων δε και ότι το αδίκημα ήθελε χορηγήσει συναναμίξεώς τινα τρόπον και αρχήν συγκοινωνίας μετά των Σαβίνων, όταν ήθελαν ημερώσει τας γυναίκας, επεχείρησε το έργον κατά τούτον τον τρόπον. Διεδόθη πρώτον υπ' αυτού λόγος ότι ανεύρε βωμόν Θεού τινος υπό γην κεκρυμμένον. Ωνόμαζον δε τον Θεόν Κώνσον, είτε όντα Θεόν Βουλαίον, διότι μέχρι τούδε λέγουσι Κωνσίλιον το συμβούλιον, και τους Υπάτους Κωνσούλας, δηλαδή προβούλους· είτε όντα Ίππειον Ποσειδώνα, διότι ο βωμός αυτού κείται εντός του μείζονος των Ιπποδρομίων, αφανής μεν κατά τον άλλον καιρόν, μόνον δε κατά τους ιππικούς αγώνας ανακαλυπτόμενος (218). Άλλοι δε πάλιν λέγουσιν ότι, επειδή τα βουλεύματα εισίν αφανή και απόρθητα, διά τούτο ευλόγως ήτον κεκρυμμένος και του Θεού ο βωμός. Όταν δ' ανευρέθη, τότε ετέλεσεν επ' αυτού ο Ρωμύλος και θυσίαν λαμπράν και αγώνα, και θεάματα πανηγυρικά, αφ' ού τα προανήγγειλε. Και συνήλθον μεν πολλοί άνθρωποι, αυτός δε προέδρευε μετά των αρίστων, πορφυράν χλαμύδα φορών. Σύνθημα δε της επιχειρήσεως ήτον, εγερθείς να διπλώση την χλαμύδα του, και να την φορέση έπειτα πάλιν. Πολλοί λοιπόν, ξίφη έχοντες, προσείχον εις αυτόν, και άμα το σημείον εδόθη, σύραντες τα ξίφη, ώρμησαν μετά βοής, και ήρπασαν τας θυγατέρας των Σαβίνων, αυτούς δε φεύγοντας, τους αφήκαν ανενοχλήτους. Και άλλοι μεν λέγουσιν ότι τριάκοντα μόνον ηρπάγησαν, αφ' ών έλαβον και αι φρατρίαι (219) τα ονόματα αυτών ο δ' Ουαλέριος Αντίας (220), λέγει ότι ηρπάγησαν πεντακόσιαι είκοσι επτά, ο δ' Ιόβας (221) εξακόσιαι ογδοήκοντα τρεις παρθένοι. Μέγα δε δικαιολόγημα του Ρωμύλου είναι ότι γυναίκα ουδεμίαν έλαβον πλην της μόνης Ερσιλίας, περί ής ηπατήθησαν, διότι δεν προέβησαν υβριστικώς και αδίκως εις την αρπαγήν, αλλά διενοήθησαν να συνενώσωσι και συνδέσωσι τα γένη δι' αναποδράστων αναγκών. Περί δε της Ερσιλίας άλλοι μεν λέγουσιν ότι ενυμφεύθη τον Οστίλιον, άνδρα επισημότατον μεταξύ των Ρωμαίων· άλλοι δ' ότι αυτόν τον Ρωμύλον, και ότι εγέννησε τέκνα, μίαν μεν θυγατέρα, ήτις ωνομάσθη Πρίμα διά την τάξιν της γεννήσεώς της, ένα δ' υιόν, όν αυτός μεν ωνόμασεν Αόλλιον, διά την υπ' αυτού συνάθροισιν (222) των πολιτών, αι δε μετά ταύτα τον μετωνόμασαν Αβίλλιον. Και ταύτα μεν ιστορεί Ζηνόδοτος ο Τροιζήνιος (223), αλλά πολλοί τα διαψεύδουσι.
ΙΕ. Μεταξύ δε των αρπασάντων τας παρθένους, λέγεται ότι έτυχον τότε τινές εκ των ασημοτέρων να φέρωσι κόρην έξοχον διά το μέγεθος και το κάλλος της· Απαντώντες δ' αυτούς τινές εκ των καλλητέρων, ήθελον να τοις την αφαιρέσωσι, και τότε αυτοί εκραύγαζον ότι την φέρουσι προς τον Ταλάσιον, νέον άνδρα χρηστόν και επίσημον. Τούτο δ' ακούσαντες εκείνοι, επευφημούντες και χειροκροτούντες επήνουν τον σκοπόν, και στραφέντες οπίσω, παρηκολούθουν, μετ' ευνοίας και χάριτος του Ταλασίου το όνομα αναβοώντες. Έκτοτε οι Ρωμαίοι μέχρι τούδε ψάλλουσιν εις τους γάμους τον Ταλάσιον, ως οι Έλληνες τον Υμέναιον διότι λέγουσιν ότι ο Ταλάσιος ηυτύχησε μετ' εκείνης της γυναικός. Σέξτιος δε Σύλλας ο Καρχηδόνιος, ούτε μουσών εστερημένος ανήρ ούτε χάριτος, έλεγεν εις ημάς, ότι την φωνήν ταύτην έδωκεν ως σύνθημα της αρπαγής ο Ρωμύλος, και όλοι εφώναζον τον Ταλάσιον όσοι έφερον τας παρθένους, και διά τούτο έμεινεν η συνήθεια αύτη κατά τους γάμους. Οι δε πλείστοι νομίζουσι, και εξ αυτών είναι και ο Ιόβας, ότι είναι πρόκλησις και παραίνεσις εις φιλεργίαν και Ταλασίαν, ως εκάλουν των μαλλίων την εργασίαν όταν τα Ιταλικά ονόματα δεν είχον εισέτι επικρατήσει των Ελληνικών (224). Αν δ' ορθώς τούτο λέγηται, και τω όντι μετεχειρίζοντο οι Ρωμαίοι τότε την λέξιν Ταλασία ως ημείς, ημπορεί τις άλλην να εικάση πιθανωτέραν αιτίαν. Όταν οι Σαβίνοι, μετά τον πόλεμον, εσυμβιβάσθησαν προς τους Ρωμαίους, έγινε συνθήκη περί των γυναικών, να μη υπηρετώσιν εις ουδέν άλλο έργον τους άνδρας, εκτός μόνης της ταλασίας. Έμεινε λοιπόν έκτοτε η συνήθεια κατά τους γάμους, οι συγγενείς ή οι παράνυμφοι, ή εν γένει οι παρόντες, να εκφωνώσι παίζοντες τον Ταλάσιον, ως διαμαρτυρόμενοι ότι η γυνή δι' ουδέν άλλο έργον εισέρχεται εις την οικίαν του ανδρός της, πλην διά την ταλασίαν. Διαμένει δε μέχρι τούδε το να μη υπερβαίνη η νύμφη το κατώφλιον του δωματίου οικειοθελώς, αλλά να φέρηται εις αυτό εις τας χείρας άλλων, διότι και εκείναι δεν εισήλθον τότε, αλλά διά της βίας εισήχθησαν. Τινές δε λέγουσιν ότι και το να χωρίζηται η κόμη της νύμφης δι' αιχμής δορατίου, είναι σύμβολον του ότι ο πρώτος γάμος έγινε μετά μάχης και πολεμικώς. Αλλά περί τούτου είπομεν περισσότερα εν τοις Αιτίοις (225). Έγινε λοιπόν της αρπαγής το τόλμημα περί την δεκάτην ογδόην ημέραν του τότε Σεξτιλίου μηνός, όστις ήδη καλείται Αύγουστος, καθ' ήν εορτάζοντο τα Κωνσάλια.
ΙΣΤ. Οι δε Σαβίνοι, πολλοί μεν ήσαν και πολεμικοί, κώμας δε κατώκουν ατειχίστους, διότι άποικοι όντες των Λακεδαιμονίων, προσήκον εφαίνετο να μεγαλοφρονώσι και να μη φοβώνται. Βλέποντες όμως ότι ήσαν δεδεμένοι διά μεγάλων ομήρων, και φοβούμενοι διά τας θυγατέρας των, απέστειλαν πρέσβεις, προκαλούντες συμφωνίας επιεικείς και μετρίας, ν' αποδώση μεν ο Ρωμύλος εις αυτούς τας κόρας, και να επανορθώση το έργον της βίας, μετά ταύτα δε να ενεργήση διά της πειθούς και του νόμου την μεταξύ των γενών φιλίαν και οικειότητα. Ο δε Ρωμύλος, τας μεν κόρας δεν εγκατέλειπε, παρεκίνει δε τους Σαβίνους να δεχθώσι την συνένωσιν· και οι μεν άλλοι έμενον σκεπτόμενοι και προετοιμαζόμενοι· Άκρων δε, ο βασιλεύς των Κενινητών (226) ανήρ θυμώδης και δεινός εις τα πολεμικά, και τα πρώτα τολμήματα του Ρωμύλου είχεν ιδή υπόπτως, και την αρπαγήν των γυναικών θεωρήσας ως πράξιν τοις πάσι φοβεράν, και μη δυναμένην να παροραθή ατιμώρητος, επεχείρησε πόλεμον, και εκινήθη κατ' αυτού μετά πολλής δυνάμεως· ομοίως δ' εκινήθη κατ' εκείνου και ο Ρωμύλος. Άμα δ' έφθασαν πλησίον αλλήλων, και είδον ο είς τον άλλον, προυκαλούντο αμοιβαίως εις μάχην, εν ώ τα στρατεύματα ένοπλα, έμενον ηρεμούντα. Υποσχεθείς δ' ο Ρωμύλος εις τον Δία αν νικήση και κατατροπώση τον εχθρόν, να φέρη αυτός εις τον Θεόν τα όπλα του νικηθέντος και να τω τ' αναθέση, αυτόν μεν ενίκησε και κατετρόπωσε, το δε στράτευμα, έτρεψεν εις φυγήν πολεμήσας, και την πόλιν εκυρίευσε· δεν έβλαψεν όμως όσους συνέλαβεν εντός αυτής, αλλά τοις διέταξε μόνον να κρημνίσωσι τας οικίας των και να τον ακολουθήσωσιν εις την Ρώμην, γινόμενοι πολίται αυτής κατ' ισονομίαν. Είναι δε τούτο το κυρίως αυξήσαν την Ρώμην, ότι πάντοτε προσελάμβανεν ους ενίκα και τους διένεμε μεταξύ των πολιτών. Ο δε Ρωμύλος, διά να εκπληρώση την υπόσχεσίν του κατά τρόπον όσον ευχαριστότερον εις τον Δία και τερπνότερον εις τους οφθαλμούς των πολιτών, παρατηρήσας εις το στρατόπεδον μεγάλην δρυν, την έκοψε και την εμόρφωσεν ως τρόπαιον, και διέθεσε και εκρέμασε πέριξ εν τάξει έκαστον των όπλων του Άκρωνος· ο ίδιος δε περιεζώθη μεν τον χιτώνα, έστεψε δε διά δάφνης την κεφαλήν του φέρουσαν κόμην, και κρατών κάτωθεν το τρόπαιον ορθόν, στηριζόμενον εις τον δεξιόν ώμον του, εβάδιζε ψάλλων πρώτος επινίκιον παιάνα, και παρακολουθούμενος από παντός του στρατού ενόπλου, προς χαράν και θαυμασμόν των υποδεχομένων αυτόν πολιτών. Αύτη η πομπή εγένετο αρχή και μιμήσεως αφορμή των μετά ταύτα θριάμβων· το δε τρόπαιον επωνομάσθη του Φερετρίου Διός ανάθημα, διότι οι Ρωμαίοι το πληγώνω λέγουσι Φερίρε, ο δε Ρωμύλος είχεν ευχηθή να πληγώση τον άνδρα και να τον καταβάλη. Τα δ' «Οπίμια σκύλα», λέγει ο Ουάρρων (227) ότι ωνομάσθησαν εκ του ότι και την περιουσίαν Όπεμ καλούσι· πιθανώτερον όμως δύναται να ειπή τις διά την πράξιν, καθότι το έργον ονομάζεται Όπους. Δίδεται δε καθιέρωσις Οπιμίων εις ανδραγαθήσαντα στρατηγόν, όστις εφόνευσε στρατηγόν ιδιοχείρως, και τούτου ηξιώθησαν τρεις μόνον Ρωμαίοι αρχηγοί, πρώτος ο Ρωμύλος, φονεύσας τον Κενινήτην Άκρωνα· δεύτερος ο Κορνήλιος Κόσσος (228), θανατώσας τον Τυρρηνόν Τολούμνιον· τελευταίος δ' ο Κλαύδιος Μάρκελλος (229), νικήσας τον Βριτόμαρτον, βασιλέα των Γαλατών. Και ο μεν Κόσσος και ο Μάρκελλος εισήρχοντο εις την Ρώμην επί τεθρίππων αμαξών, κρατούντες αυτοί τα τρόπαια. Περί δε του Ρωμύλου δεν λέγει ορθώς ο Διονύσιος (230) ότι μετεχειρίσθη άμαξαν διότι ιστορούσιν ότι πρώτος μεταξύ των βασιλέων ο Ταρκύνιος, ο υιός του Δημαράτου (231), ύψωσε τους θριάμβους εις το σχήμα τούτο και εις τον όγκον. Άλλοι δε λέγουσιν ότι πρώτος ετέλεσε θρίαμβον εφ' άρματος ο Ποπλικόλας (232). Του δε Ρωμύλου δύναταί τις να ιδή εις την Ρώμην τας εικόνας, φερούσας το τρόπαιον, αλλά πάσας πεζάς.
ΙΖ. Μετά δε την άλωσιν των Κενινητών, εν ώ ητοιμάζοντο ακόμη οι άλλοι Σαβίνοι, συνησπίσθησαν κατά των Ρωμαίων οι κατοικούντες την Φιδήνην, το Κρουστουμέριον και την Αντέμναν και πολεμήσαντες και νικηθέντες, αφήκαν τον Ρωμύλον να κυριεύση τας πόλεις, και να διανείμη την χώραν των, και να μετοικήση αυτούς εις την Ρώμην. Διένειμε δ' ο Ρωμύλος την μεν λοιπήν χώραν εις τους πολίτας· όσην δ' είχον οι πατέρες των ηρπασμένων κορών, αυτήν την αφήκεν εις αυτούς τους ιδίους. Προς ταύτα όμως δυσαρεστούμενοι οι λοιποί Σαβίνοι, εξελέξαντο στρατηγόν τον Τάτιον, και εξεστράτευσαν κατά της Ρώμης. Επλησιάζετο δε δυσκόλως η πόλις, διότι είχον ως προμαχώνα το νυν Καπιτώλιον, έχον φρουράν, και φρούραρχον τον Ταρπήιον, ουχί Ταρπηίαν παρθένον, ώς τινες λέγουσιν, ευήθη τον Ρωμύλον αποδεικνύοντες. Ήτον δ' η Ταρπηία θυγάτηρ του φρουράρχου, και επρόδωκεν εις τους Σαβίνους το φρούριον, επιθυμήσασα χρυσά βραχιόλια Ά είδεν αυτούς φορούντας, και εζήτησεν εις μισθόν της προδοσίας της ό,τι εφόρουν εις τας αριστεράς αυτών χείρας. Εις τούτο δε συγκατετέθη ο Τάτιος, και τότε ανοίξασα μίαν πύλην, εδέχθη τους Σαβίνους. Δεν είπε δε μόνος, ως φαίνεται, ο Αντίγονος (233) ότι οι άνθρωποι αγαπώσι μεν τους προδίδοντας, μισούσι δε τους προδόσαντας· ουδ' ο Καίσαρ μόνος είπεν επί του Θρακός Ρυμιτάλκου (234) ότι αγάπα μεν την προδοσίαν μισεί δε τον προδότην· αλλά κοινώς τούτο συμβαίνει εις τους έχοντας ανάγκην των πονηρών, καθώς εις τους χρειαζομένους χολήν και φαρμάκιον των θηρίων, ότι αγαπώσι μεν την απ' αυτών ωφέλειαν όταν την λαμβάνωσιν, αποστρέφονται δε την κακίαν των όταν την επιτύχωσι. Τούτο συνέβη και εις τον Τάτιον ως προς την Ταρπηίαν, διατάξαντα εις τους Σαβίνους να ενθυμηθώσι τας υποσχέσεις των, και να μη δειχθώσι φειδωλοί ουδενός εξ όσων είχον εις τας αριστεράς των. Και αμέσως, αφαιρέσας πρώτος το βραχιόλιον και την ασπίδα του, τα έρριψε κατ' αυτής. Έπραξαν δ' όλοι το ίδιον, και αυτή υπό του χρυσού προσβαλλομένη, και πλακωθείσα υπό των ασπίδων, απέθανεν υπό το πλήθος ομού και το βάρος. Κατεδικάσθη δε και ο Ταρπήιος διά προδοσίαν, και εδιώχθη υπό του Ρωμύλου, ως λέγει ο Ιόβας (235) ότι διηγείται ο Γάλβας Σουλπίκιος (236). Μεταξύ δε των άλλα περί της Ταρπηίας ιστορούντων, απίθανα λέγουσιν οι διηγούμενοι ότι ήτον θυγάτηρ Τατίου του ηγεμόνος των Σαβίνων, και ότι διά βίας συνοικούσα μετά του Ρωμύλου, έκραξε και έπαθε ταύτα υπό του πατρός της. Είς τούτων είναι και ο Αντίγονος (237). Σιμύλος δ' ο ποιητής (238) και φλυαρεί εντελώς φρονών ότι η Ταρπηία επρόδωκε το Καπιτώλιον όχι εις τους Σαβίνους, αλλ' εις τους Κελτούς, ερασθείσα του βασιλέως αυτών. Λέγει δε ταύτα·
Καπιτολίων πετρών η Ταρπεία πλησίον οικούσα,
καταστροφεύς των τειχών ήτον της Ρώμης αυτή,
ότι δεσμούς νυμφικούς του Κελτών βασιλέως ποθούσα,
των πατρικών οικιών άπιστος ήτον φρουρός.
Και μετ' ολίγον περί του θανάτου της·
Ούτε οι Βόιοι, ούτε Κελτών τ' απειράριθμα έθνη
κτείναντες, είχον αυτήν ρίψ' εις του Πάδου τον ρουν,
αλλ' εξ ανδρείων χειρών τα βαρέα σωρεύσαντες όπλα,
εις την αθλίαν δεινήν έδωκαν φόνου στολήν.
ΙΗ. Επειδή δ' εκεί ετάφη η Ταρπηία, ωνομάσθη και ο λόφος Ταρπήιος, έως ότου ο βασιλεύς Ταρκύνιος αφιέρωσε τον τόπον εις τον Δία, και τότε μετεκομίσθησαν τα λείψανα, και εξέλιπε το όνομα της Ταρπηίας. Αλλά μέχρι τούδε πέτραν τινά εν τω Καπιτωλίω ονομάζουσι Ταρπηίαν, και απ' αυτής εκρήμνιζον τους κακούργους. Αφ' ού δ' εκυριεύθη η ακρόπολις υπό των Σαβίνων, ο μεν Ρωμύλος οργιζόμενος προυκάλει εις μάχην αυτούς, ο δε Τάτιος ην πλήρης θάρρους, βλέπων ότι αν εβιάζοντο εις φυγήν, θα είχον οχυρόν καταφύγιον διότι ο μεταξύ τόπος, εις όν έμελλον να συναντηθώσιν, υπό πολλών λόφων περιστοιχιζόμενος, εφαίνετο ότι ήθελε καταστήσει εις αμφοτέρους την μάχην οξείαν και δύσκολον διά της χώρας το δύσβατον, τας δε φυγάς και τας καταδιώξεις συντόμους εις τα στενά χωρία. Έτυχε δε, ολίγας ημέρας πριν, να λιμνάση ποταμός, και να μείνη βάλτος βαθύς και τυφλός εις μέρη επίπεδα, όπου κείται η αγορά σήμερον, όν δύσκολον ην να διακρίνη τις, ως και να προφυλαχθή απ' αυτού, και επικίνδυνος εν γένει και ύπουλος. Προς τούτον εφέροντο οι Σαβίνοι εξ απειρίας, αλλά τύχη καλή τους έσωσε· διότι ο Κούρτιος, ανήρ επίσημος, διά την δόξαν του καυχώμενος και υπεροπτικός, επροχώρει πολύ εμπρός των άλλων. Τούτου ο ίππος έπεσεν εις το βάραθρον, αυτός δε, κτυπών αυτόν και φωνάζων, επροσπάθει να τον εξαγάγη· αλλά βλέπων ότι ήτον αδύνατον, αφήκε τον ίππον, και εσώθη φεύγων ο ίδιος, και ο τόπος απ' αυτού ονομάζεται έτι και νυν «Κούρτιος λάκκος ». Προφυλαχθέντες δ' ούτως οι Σαβίνοι εκ του κινδύνου, επολέμησαν ισχυράν μάχην, ήτις ουδένα απέδειξε νικητήν, αν και πολλοί έπεσον, εν οίς και ο Οστίλλιος, όστις λέγεται ότι ην ανήρ της Ερσιλίας, και πάππος Οστιλλίου, του βασιλεύσαντος μετά τον Νουμάν. Έγινον δε και πολλαί μετά ταύτα συγκρούσεις, αλλ' ως είναι φυσικόν, λόγος γίνεται περί μιας κυρίως, της τελευταίας, καθ' ήν ο Ρωμύλος, κτυπηθείς εις την κεφαλήν υπό λίθου, εκινδύνευσε να πέση, και έπαυσε την προς τους Σαβίνους αντίστασιν οι δε Ρωμαίοι ενέδωκαν, και ετράπησαν εις φυγήν προς το Παλάτιον, εκδιωκόμενοι από τα επίπεδα μέρη. Αναλαβών όμως εκ της πληγής ο Ρωμύλος, ήθελε να δράμη εις τα όπλα, αντιταττόμενος εις τους φεύγοντας, και ισχυρώς κράζων, τους παρεκάλει να σταθώσι και να πολεμήσωσιν. Αλλά πολλή ήτον η φυγή πέριξ του, και ουδείς ετόλμα να στραφή οπίσω. Τότε υψώσας τας χείρας εις τον ουρανόν, ηυχήθη εις τον Δία να σταματήση το στράτευμα, και να μη αφήση να πέσωσι τα πράγματα των Ρωμαίων, αλλά να τ' ανορθώση. Ως δ' ετελείωσεν η ευχή, πολλούς εκυρίευσεν εντροπή προς τον βασιλέα, και δι' αιφνηδίου μεταβολής ανέλαβον θάρρος οι φεύγοντες. Και πρώτον μεν εστάθησαν, όπου σήμερον ίδρυται ο ναός του Διός του Στάτωρος, όστις δύναται να μεταφρασθή «Επιστάσιος»· έπειτα δε, συνασπισθέντες πάλιν, απώθησαν τους Σαβίνους οπίσω εις την θέσιν ήτις σήμερον ονομάζεται Ρήγια, και εις το ιερόν της Εστίας.
ΙΘ. Εκεί δ' εν ώ ητοιμάζοντο διά να πολεμήσωσιν ως εξ αρχής πάλιν, τους ανεχαίτισε θέαμα καταπληκτικόν, και όψις λόγου παντός ανωτέρα. Αι ηρπασμέναι των Σαβίνων θυγατέρες εφάνησαν άλλαι άλλοθεν μετά βοής ορμώσαι και μετ' αλαλαγμού διά των όπλων και των νεκρών, ως υπό Θεού εμπνεόμεναι, προς τους άνδρας αυτών και προς τους πατέρας· και άλλαι μεν έφερον νήπια παιδία εις τας αγκάλας, άλλαι δ' εδείκνυον λελυμένην την κόμην των, και πάσαι εκάλουν διά των φιλτάτων ονομάτων ποτέ μεν τους Σαβίνους, ποτέ δε τους Ρωμαίους. Εκ τούτου λοιπόν συνεκινήθησαν αμφότεροι, και εχωρίσθησαν αφέντες αυτάς να προχωρήσωσιν εις το μέσον της παρατάξεως· και πολύς κλαυθμός ηγέρθη παρ' αυτοίς, και πολύς τους κατέλαβεν οίκτος προς το θέαμα, και έτι μάλλον προς τους λόγους, οίτινες, αρχόμενοι από δικαίων και θαρραλέων νουθεσιών, απέληγον εις δεήσεις και ικεσίας. «Τι κακόν, έλεγον, σας εκάμαμεν, κατά τι σας εβλάψαμεν, ώστε τόσα φοβερά δεινά επάθομεν και τόσα πάσχομεν ήδη; και ηρπάσθημεν μεν βιαίως και παρανόμως υπό των ανδρών οίτινες μας έχουσιν ήδη, αρπασθείσαι δε ημελήθημεν επί τοσούτον χρόνον υπό των αδελφών και των πατέρων ημών, όσος ήρκεσε να συνδέση ημάς διά μεγίστων αναγκών προς τους ασπονδοτάτους εχθρούς, και να μας κάμη να φοβώμεθα σήμερον υπέρ των παρανόμων ημών βιαστών όταν μάχωνται, και να κλαίωμεν όταν αποθνήσκωσι· διατί δεν ήλθατε να μας απαλλάξητε, όταν ήμεθα παρθένοι, από των αδικούντων ημάς, αλλ' ήδη αποσπάτε συζύγους από τους άνδρας των και μητέρας από τα τέκνα των, χορηγούντες εις ημάς τας αθλίας βοήθειαν οικτροτέραν της αμελείας και της προδοσίας εκείνης; Ούτως ηγαπήθημεν υπ' εκείνων, ούτως ελεούμεθα υφ' υμών. Αν επολεμήτε δι' άλλην αιτίαν, έπρεπε να παύσητε τον πόλεμον, αφ' ού δι' ημών εγίνατε πενθεροί και πάπποι και οικείοι των πολεμίων σας· αν δ' ο πόλεμος υπέρ ημών γίνεται, λάβετε ημάς μετά των γαμβρών και των τέκνων, και απόδοτε εις ημάς τους πατέρας και τους συγγενείς, μηδέ μας στερήσητε, σας παρακαλούμεν, των παιδίων και των ανδρών ημών, διά να μη γίνωμεν και εκ δευτέρου αιχμάλωτοι». Τοιαύτα πολλά έλεγεν η Ερσιλία και παρεκάλουν αι άλλαι· και τότε εγένοντο ανακωχής σπονδαί, και ήλθον εις συνδιαλέξεις οι στρατηγοί· εν τούτοις δ' αι γυναίκες έφερον τους άνδρας και τα τέκνα των εις τους πατέρας και εις τους αδελφούς, και προσέφερον τροφήν και ποτόν εις τους έχοντας ανάγκην αυτών, και εθεράπευον τους τετρωμένους, φέρουσαι αυτούς εις τους οίκους των, και τοις έδιδον αφορμήν να ιδώσιν ότι αύται ήρχον εις την οικίαν, οι δε άνδρες ότι είχον πάσαν προσήλωσιν εις αυτάς, και ότι ταις απέδιδον πάσαν τιμήν και αγάπην. Διά ταύτα εσυνθηκολόγησαν ώστε αι μεν γυναίκες, όσαι ήθελον, να μείνωσι μετά των εχόντων αυτάς, ελεύθεραι, ως ερρέθη, παντός έργου και πάσης υπηρεσίας, πλην της παρασκευής των ερίων· να κατοικώσι δε κοινώς την πόλιν οι Ρωμαίοι και οι Σαβίνοι, και να καλήται Ρώμη η πόλις διά τον Ρωμύλον, Κυρίται δε να λέγωνται πάντες οι Ρωμαίοι διά το όνομα της του Τατίου πατρίδος· να βασιλεύωσι δε και να στρατηγώσιν ομού οι δύω ούτοι ηγεμόνες. Το μέρος δ' όπου εγένοντο αι συνθήκαι αύται καλείται μέχρι τούδε Κομίτιον, διότι οι Ρωμαίοι λέγουσι κομίρε το συνέρχεσθαι.
Κ. Επειδή δ' εδιπλασιάσθη η πόλις, προσετέθησαν εις τους Πατρικίους εκατόν Σαβίνοι· αι δε λεγεώνες εγένοντο εκ πεζών μεν εξακισχιλίων, ιππέων δ' εξακοσίων. Φυλάς δε συστήσαντες τρεις, ωνόμασαν τους μεν από του Ρωμύλου «Ραμνήνσης», τους δ' από του Τατίου «Τατιήνσης» τους δε τρίτους «Λουκερήνσης», από του άλσους εις ό πολλοί κατέφυγον, διότι εδόθη εις αυτό ασυλία, και ούτω κατετάχθησαν εις την πολιτείαν ονομάζουσι δε τα άλση Λούκους. Ότι δε τρεις ήσαν αι φυλαί, τούτο μαρτυρεί και το όνομα αυτών διότι μέχρι τούδε Τρίβους καλούσι τας φυλάς, και τους φυλάρχους Τριβούνους. Έκαστη δε φυλή είχε δέκα φρατρίας, περί ών τινες λέγουσιν ότι ήσαν επώνυμοι εκείνων των γυναικών. Αλλά τούτο φαίνεται ψευδές, διότι πολλαί έχουσιν εκ χωρίων τας ονομασίας των. Αληθές όμως είναι ότι πολλά εκανόνισαν εις τιμήν των γυναικών, εν οίς εισί και ταύτα· να υποχωρώσιν εις τας οδούς όταν τας απαντώσιν, ουδείς δε να λέγη λόγον αισχρόν εμπρός γυναικός, ή να φαίνηται γυμνός, ουδεμία να καταγγέλληται εις τα φονικά δικαστήρια· να φορώσι δε και οι παίδες αυτών την καλουμένην «Βούλλαν», περιδέραιον όμοιον κατά το σχήμα προς πομφόλυγα, έχον δε πορφυρούν γύρον πέριξ (239). Δεν συνεσκέπτοντο δ' οι βασιλείς ευθύς κοινώς μετ' αλλήλων, αλλ' έκαστος αυτών πρότερον ίδιαιτέρως μετά των εκατόν, και μετά ταύτα μόνον συνήγον όλους ομού. Κατώκει δ' ο μεν Τάτιος όπου είναι ήδη ο ναός της Μονήτης (240), ο δε Ρωμύλος πλησίον εις τους λεγομένους Βαθμούς καλής ακτής, οίτινες εισί παρά την κατάβασιν την εκ του Παλατίου εις τον μέγαν ιππόδρομον. Ενταύθα λέγουσιν ότι εβλάστησε και η ιερά κράνεια, μυθολογούντες ότι ο Ρωμύλος, δοκιμάζων ποτέ τας δυνάμεις του, ηκόντισε λόγχην από του Αβεντίνου, έχουσαν ξύλον κρανείας· ενεπήχθη δ' η αιχμή τοσούτον βαθέως, ώστε πολλοί εδοκίμασαν να την ανασπάσωσιν, αλλ' ουδείς το κατώρθωσεν· η δε γη ότι, γόνιμος ούσα, εδέχθη το ξύλον, και βλαστούς ανέπεμψε, και έθρεψεν ισχυρόν κρανείας στέλεχος. Τούτο φυλάττοντες οι διάδοχοι του Ρωμύλου, και σεβόμενοι ως έν των αγιωτάτων ιερών, το περιετείχισαν. Αν δ' ήθελε φανή είς τινα των προσερχομένων ότι δεν ήτο θαλερόν και χλωρόν, αλλ' ότι ατροφούν εμαραίνετο, ευθύς αυτός ειδοποίει περί τούτου μετά κραυγών όσους απήντα, και εκείνοι, ως εις πυρκαϊάν βοηθούντες, εφώναζον ύδωρ, και συνέτρεχον πανταχόθεν, αγγεία πλήρη φέροντες εις τον τόπον. Λέγεται δ' ότι όταν ο Γάιος Καίσαρ επεσκεύαζε τας προς αυτό αναβάσεις, οι τεχνίται περισκάπτοντες τα πλησίον, έβλαψαν εξ απροσεξίας τας ρίζας, και το φυτόν εμαράνθη.
ΚΑ. Μήνας δ' εδέχθησαν οι Σαβίνοι τους των Ρωμαίων, και περί αυτών όσα ήσαν αναγκαία εγράφησαν εις τον βίον του Νουμά (241). Τας ασπίδας δε μετεχειρίσθη ο Ρωμύλος εκείνων, και μετέβαλε τον ίδιον εαυτού οπλισμόν και τον των Ρωμαίων, οίτινες πρότερον έφερον ασπίδας αργολικάς. Μετείχον δε των εορτών και των θυσιών αλλήλων, μη αφαιρέσαντες μεν όσας εώρταζον άλλοτε τα γένη, προσθέντες δε και άλλας νέας, εξ ών είναι και η των Ματρωναλίων, προσδιορισθείσα διά τας γυναίκας (242), ένεκα της παύσεως του πολέμου, και η των Καρμενταλίων. Νομίζουσι δέ τινες ότι η Καρμέντα είναι μοίρα, κυρία της γεννήσεως των ανθρώπων, δι' ό και τιμώσιν αυτήν αι μητέρες. Άλλοι δε φρονούσιν ότι η γυνή (243) του Αρκάδος Ευάνδρου (244), ούσα μαντική, και εν ενθουσιασμώ εμμέτρους χρησμούς απαγγέλλουσα, επωνομάσθη Καρμέντα, διότι Κάρμινα καλούσι τας ποιήσεις. Ήτον δε το κύριον όνομα αυτής Νικοστράτη. Και εις τούτο μεν πάντες συμφωνούσι· την Καρμένταν όμως τινές ερμηνεύουσι πιθανώτερον εκ της ενθουσιαστικής παραφροσύνης· διότι το «στερείσθαι» λέγουσι Κάρηρε, Μέντεμ δε τον «νουν» ονομάζουσι. Περί δε των Παριλίων ωμιλήσαμεν ήδη. Τα δε Λουπερκάλια, ως εκ του καιρού μεν καθ' όν πανηγυρίζονται δύνανται να υποτεθώσιν ότι σημαίνουσι «Καθάρσια», διότι τελούνται κατά τας αποφράδας ημέρας του Φεβρουαρίου μηνός, όν δύναταί τις να εξηγήση «Καθάρσιον», και την ημέραν εκείνην ωνόμαζον το πάλαι Φεβράτην· σημαίνει δε το όνομα της εορτής ελληνιστί Λύκια (245), και διά τούτο φαίνεται ότι είναι τελετή παμπάλαιος από των Αρκάδων των μετά του Ευάνδρου. Αλλά τούτο είναι νέα ιδέα (246), διότι το όνομα δύναται να παρήχθη και εκ της λυκαίνης, καθ' όσον βλέπομεν τους Λουπέρκους (247) αρχομένους να τρέχωσιν εκείθεν, όπου λέγεται ότι είχεν εκτεθή ο Ρωμύλος. Τα δε γινόμενα κατά την εορτήν καθιστώσι δυσνόητον την αιτίαν διότι σφάζουσιν αίγας, έπειτα φέρουσι δύω μειράκια εξ ευγενών, και εγγίζουσι το μέτωπον αυτών διά της μαχαίρας ηματωμένης· άλλοι δε τους σπογγίζουσιν ευθύς, έχοντες έριον βρεγμένον εις γάλα, και τα μειράκια πρέπει να γελάσωσιν αμέσως αφ' ού σπογγισθώσι. Μετά δε τούτο, κόπτοντες τα δέρματα των αιγών, τρέχουσι γυμνοί, και περιζώματα μόνον φορούντες, και διά των λωρίων κτυπώσιν οποίον απαντήσωσι. Δεν φεύγουσι δε το κτύπημα ουδ' αι ενήλικες γυναίκες, διότι νομίζουσιν ότι συντελεί εις την κύησιν και την καλήν των ελευθερίαν. Ίδιον δ' είναι της εορτής και το να θυσιάζωσι κύνα οι Λούπερκοι. Βούτας δέ τις, γράψας ελεγεία (248) περί των μυθωδών αιτιών των ρωμαϊκών εθίμων, λέγει ότι όταν ο Ρωμύλος ενίκησε τον Αμούλιον, ήλθε τρέχων μετά χαράς εις τον τόπον, όπου η λύκαινα τους εθήλασε νήπια, και ότι η εορτή τελείται εις μίμησιν του τρεξίματος, και τρέχουσιν οι ευγενείς
« Τύπτοντες ούς απαντώσιν, ως ο Ρώμυλος και Ρέμος
ώρμων εξ Άλβης ποτέ, έχοντες ξίφος οξύ»,
και ότι το μεν να εγγίζωσι το μέτωπον διά του ηματωμένου ξίφους, είναι σύμβολον του τότε φόνου και κινδύνου, το δε να καθαρίζωνται διά του γάλακτος, της τροφής αυτών. Ο δε Γάιος Ακίλιος (249) ιστορεί ότι προ της κτίσεως εχάθησαν τα θρέμματα του Ρωμύλου, όστις, ευχηθείς εις τον Φαύνον, έτρεξε γυμνός εις αναζήτησίν των διά να μη ενοχλήται υπό του ιδρώτος, και διά τούτο περιτρέχουσι γυμνοί και οι Λούπερκοι. Ως δε προς τον κύνα, δύναταί τις να ειπή, αν μεν η θυσία ήτον καθαρμός, ότι εθυσιάζετο ως καθαρτήριος· διότι και οι Έλληνες εις τας τελετάς των καθαρμών προσφέρουσι σκυλάκια, και πολλάκις μεταχειρίζονται τα λεγόμενα «περισκυλακισμούς». Αν δ' ετέλουν αυτήν ως ευχαριστήριον εις την λύκαιναν, και εις ευγνωμοσύνην διά την τροφήν και την σωτηρίαν του Ρωμύλου, δεν είναι άτοπον ότι σφάζουσι κύνα· διότι ο κύων είναι του λύκου πολέμιος· εκτός αν άλλως τιμωρήται το ζώον ως ενοχλούν τους Λουπέρκους όταν τρέχωσι.
ΚΒ. Λέγεται δ' ότι ο Ρωμύλος εισήγαγε πρώτος και την του πυρός καθιέρωσιν, καταστήσας ιεράς παρθένους αυτού, Εστιάδας ονομαζομένας (250). Άλλοι δε τούτο μεν αναφέρουσιν εις τον Νουμάν, ως προς τα λοιπά δε λέγουσιν ότι ο Ρωμύλος ήτον λίαν θεοσεβής, και προσέτι και της μαντικής έμπειρος, και ότι διά την μαντικήν εκράτει το καλούμενον Λίτυον. Είναι δε τούτο ράβδος καμπύλη, δι' ής οι καθήμενοι διά να οιωνοσκοπήσωσι διαγράφουσι τας διαιρέσεις του ουρανού. Λέγεται δ' ότι εφυλάττετο τούτο εις το Παλάτιον, και απωλέσθη κατά τα Κελτικά, όταν εκυριεύθη η πόλις· όταν δε πάλιν εδιώχθησαν οι βάρβαροι, ότι ευρέθη εντός τέφρας βαθείας αβλαβές από του πυρός, εν ώ όλα τ' άλλα πράγματα είχον βλαβή και καταστραφή. Έθηκε δε και νόμους, εξ ών αυστηρός είναι ο μη συγχωρών εις γυναίκα να χωρίζηται τον άνδρα της, επιτρέπων όμως εις τον άνδρα ν' αποβάλλη την γυναίκα του, αν φαρμακεύση τα τέκνα της, αν μεταχειρίζηται αντικλείδια, ή αν φανή άπιστος προς αυτόν· αν δ' άλλως ήθελε την αποπέμψει, μέρος μεν της περιουσίας του να είναι της γυναικός, μέρος δε ν' αφιερούται εις την Δήμητραν· ο δε πωλήσας την γυναίκα του, να θυσιάζηται εις τους χθονίους Θεούς. Περίεργον δ' είναι ότι ουδεμίαν ποινήν ώρισε κατά των πατροκτόνων, λέγων ότι πάσα ανδροφονία είναι πατροκτονία, και θεωρών εκείνο μεν ως αποτρόπαιον, τούτο δ' ως αδύνατον. Και επί πολύν μεν χρόνον εφάνη ότι ορθώς εθεώρησεν ως αδύνατον την τοιαύτην αδικίαν διότι ουδείς έπραξε τοιούτον έγκλημα εις την Ρώμην, εις διάστημα εξακοσίων ετών. Πρώτος όμως μετά τον Αννιβαϊκόν πόλεμον ιστορείται ο Λεύκιος Όστιος ότι έγινε πατροκτόνος. Και ταύτα μεν ικανά περί τούτων.
Κ.Γ. Το δε πέμπτον έτος της βασιλείας του Τατίου, οικείοι τινές και συγγενείς αυτού απαντήσαντες καθ' οδόν πρέσβεις οίτινες μετέβαινον εκ Λαυρεντού εις την Ρώμην, επεχείρησαν να τοις αφαιρέσωσι τα χρήματά των, και επειδή αυτοί δεν άφηνον αλλ' ανθίσταντο, τους εφόνευσαν. Επειδή δε το τόλμημα ήτον στυγερόν, ο Ρωμύλος εφρόνει ότι πρέπει οι εγκληματίαι να τιμωρηθώσιν ευθύς, ο δε Τάτιος ανέβαλλε την απόφασιν και εχρονοτρίβει. Τούτο υπήρξε το μόνον αίτιον φανεράς διαιρέσεως μεταξύ των κατά δε τα λοιπά μετριοπαθώς όσον το δυνατόν διακείμενοι, εκυβέρνων από κοινού και μεθ' ομονοίας. Οι δε των φονευθέντων συγγενείς, στερούμενοι του δικαίου των ένεκα του Τατίου, επιπίπτουσι κατ' αυτού, εν ώ ετέλει θυσίαν μετά του Ρωμύλου εν Λαβινίω (251), και τον φονεύουσι· τον Ρωμύλον δε, ως άνδρα δίκαιον, προέπεμψαν μετ' ευφημιών. Ούτος δε, το μεν σώμα του Τατίου κομίσας έθαψεν εντίμως, και κείται περί το καλούμενον Αρμιλούστριον (252) εις το Αβεντίνον, την δε τιμωρίαν του φόνου εντελώς παρημέλησε. Τινές δε των συγγραφέων ιστορούσιν ότι η μεν πόλις των Λαυρεντίων φοβηθείσα παρέδωκε τους φονείς του Τατίου, ο Ρωμύλος όμως ότι τους αφήκεν, ειπών ότι ο φόνος εξηγοράσθη διά του φόνου. Τούτο έδωκεν αφορμήν εις λόγους και υποψίας, ότι τον ηυχαρίστησε το συμβάν το απαλλάξαν αυτόν από του συνάρχοντος· όμως ο Ρωμύλος ουδέν εκ των πραγμάτων διετάραξεν, ουδ' έφερεν αναστατώσεις εις τους Σαβίνους· αλλ' οι μεν αγάπην τρέφοντες προς αυτόν, οι δε φοβούμενοι την δύναμίν του, και άλλοι ως Θεόν αυτόν θεωρούντες, εξηκολούθουν ευνοούντες αυτόν και θαυμάζοντες. Και των ξένων πολλοί εθαύμαζον τον Ρωμύλον. Οι αρχαιότεροι κατοικούντες τον τόπον Λατίνοι (253), πέμψαντες προς αυτόν, εσυμφώνησαν φιλίαν και συμμαχίαν· εκυρίευσε δε τας Φιδήνας, πόλιν γειτνιάζουσαν εις την Ρώμην, ως μέν τινες λέγουσι, πέμψας εξαίφνης τους ιππείς, και διατάξας αυτούς να κόψωσι των πυλών τους στρόφιγγας, έπειτα δε φανείς αυτός απροσδοκήτως· άλλοι δε λέγουσιν ότι πρώτοι εκείνοι εισώρμησαν και ελεηλάτησαν και έβλαψαν μεγάλως την χώραν και το προάστειον, ο δε Ρωμύλος ότι στήσας ενέδρας, εφόνευσε πολλούς αυτών, και εκυρίευσε την πόλιν. Δεν την κατέστρεψε δε, ουδέ την κατέσκαψεν, αλλά την κατέστησεν αποικίαν των Ρωμαίων, πέμψας δισχιλίους πεντακοσίους να την κατοικήσωσι, κατά τους ειδούς του Απριλίου (254).
ΚΛ. Ολίγον μετά ταύτα συνέβη λοιμός, επιφέρων μεν εις τους ανθρώπους αιφνήδιον θάνατον άνευ νόσου, συνεπάγων δε καρπών αφορίαν και αγονίαν θρεμμάτων· έβρεξε δε και σταγόνας αίματος εις την πόλιν, ώστε εις τας επελθούσας συμφοράς προσετέθη και πολλή δεισιδαιμονία. Επειδή δε τα αυτά συνέβαινον και εις τους κατοικούντας το Λαυρεντόν, ενομίσθη γενικώς ότι θεία οργή επήλθεν επ' αμφοτέρας τας πόλεις διά τα συγχυσθέντα δίκαια κατά του Τατίου τον φόνον και κατά τον φόνον των πρέσβεων. Τότε παρεδόθησαν οι φονείς εκατέρωθεν, και άμα ετιμωρήθησαν, τα δεινά προφανώς ηλαττώθησαν, και ο Ρωμύλος διέταξε να εξαγνισθή η πόλις διά καθαρμών, οίτινες λέγεται ότι τελούνται μέχρι τούδε εις την Φερεντίνην πύλην. Πριν δε παύση ο λοιμός, εκινήθησαν οι Καμέριοι (255) κατά των Ρωμαίων, και επέδραμον εις την χώραν των, νομίζοντες ότι διά τα παθήματά των δεν θα εδύναντο ν' αντισταθώσιν. Αλλ' ο Ρωμύλος εξεστράτευσεν αμέσως κατ' αυτών, τους επολέμησε, τους ενίκησε, και εφόνευσεν εξακισχιλίους· κυριεύσας δε την πόλιν, τους μεν ημίσεις των διασωθέντων μετώκισεν εις την Ρώμην, διπλασίους δε των μενόντων μετέφερεν εκ Ρώμης εις Καμερίαν, κατά τας Σεξτιλίας Καλάνδας (256)· τοσούτον είχον περισσεύσει οι πολίται αυτού, εν ώ μόλις προ δεκαέξ ετών είχε κατοικήσει την Ρώμην. Μεταξύ δε των άλλων λαφύρων, έφερε και χαλκούν τέθριππον εκ Καμερίας, και έστησεν αυτό εις τον ναόν του Ηφαίστου, προσθείς τον ίδιον εαυτού ανδριάντα, στεφανούμενον υπό της Νίκης.
ΚΕ· Εν ώ λοιπόν ούτως ενεδυναμούτο η Ρώμη, οι μεν αδυνατώτεροι των γειτόνων υπέκυπτον, και ηρκούντο να ζώσιν εν αφοβία· οι δε δυνατοί, φοβούμενοι και φθονούντες αυτήν, εφρόνουν ότι δεν έπρεπε ν' αδιαφορώσι προς την αύξησιν αυτής, αλλά να εναντιωθώσι, και να παρεμβάλωσι προσκόμματα εις τον Ρωμύλον. Πρώτοι δε μεταξύ των Τυρρηνών οι Ουήιοι, πολλήν έχοντες χώραν, και μεγάλην οικούντες πόλιν, ήρχισαν τον πόλεμον, ζητούντες τας Φιδήνας, ως εις αυτούς ανηκούσας. Τούτο δ' ην ου μόνον άδικον, αλλά και γελοίον, διότι εν ώ δεν τους εβοήθησαν τότε, όταν εκινδύνευον και επολεμούντο, αλλ' αφήκαν να φονευθώσιν οι άνδρες, ήδη απήτουν τας οικίας και την γην αυτών, όταν άλλοι την είχον. Υβρισθέντες λοιπόν υπό του Ρωμύλου εις τας αποκρίσεις του, διηρέθησαν εις δύω σώματα, και διά του μεν εκινήθησαν κατά του στρατεύματος των Φιδηνών, διά του δε αντετάχθησαν κατά του Ρωμύλου. Και κατά μεν τας Φιδήνας, νικήσαντες δισχιλίους Ρωμαίους, τους εθανάτωσαν· υπό του Ρωμύλου δε νικηθέντες, απώλεσαν υπέρ οκτακισχιλίους. Επολέμησαν δε και εκ δευτέρου περί την Φιδήνην, και πάντες ομολογούσιν ότι η νίκη ήτον, κατά το πλείστον, έργον αυτού του Ρωμύλου, πολλήν δείξαντος τέχνην και τόλμην, και αναπτύξαντος ανδρείαν και ποδών ταχύτητα υπέρ άνθρωπον. Το δ' υπό τινων λεγόμενον είναι εντελώς μυθώδες, ή καν όλως απίστευτον, ότι δεκατέσσαρες χιλιάδες ήσαν οι πεσόντες, και εξ αυτών ότι ο Ρωμύλος εφόνευσεν υπέρ τους ημίσεις διά της ιδίας χειρός του· αφ' ού και οι Μεσσήνιοι φαίνονται κομπάζοντες όταν λέγωσι περί του Αριστομένους ότι τρις ετέλεσε θυσίας εκατομφονίων (257) κατά των Λακεδαιμονίων. Τρέψας δ' αυτούς, αφήκεν ο Ρωμύλος να φύγωσιν οι σωθέντες, και εστράφη κατ' αυτής της πόλεως. Οι δε Ουήιοι δεν αντέσχον εις την μεγάλην αυτών συμφοράν, αλλά, παρακαλέσαντες, έκλεισαν συνθήκην και φιλίαν δι' εκατόν έτη, και παρεχώρησαν πολύ μέρος της ίδιας των χώρας, το καλούμενον Σεπτεμπάγιον, όπερ εστίν Επταμόριον (258), αφέντες και τας αλυκάς τας παρά τον ποταμόν, και πεντήκοντα των αρίστων πολιτών δόντες ομήρους. Ετέλεσε δε θρίαμβον διά την νίκην ταύτην κατά τας ειδούς του Οκτωβρίου (259), έχων εκτός άλλων πολλών αιχμαλώτων και τον ηγεμόνα των Ουηίων, γέροντα, όστις εφάνη αφρόνως πολιτευθείς, και ουχί μετ' εμπειρίας εις την ηλικίαν του αρμοζούσης. Διά τούτο και την σήμερον έτι, όταν τελώσι θυσίαν επινίκιον, αναβιβάζουσι διά της αγοράς εις το Καπιτώλιον γέροντα, στολήν φέροντα περιπόρφυρον, παιδικήν βούλλαν εις τον λαιμόν αυτού περιδέσαντες, και ο κήρυξ κηρύττει ότι πωλούνται Σαρδιανοί. Τούτο δε, διότι οι Τυρρηνοί λέγονται άποικοι των Σαρδιανών (260), οι δε Ουήιοι ήσαν πόλις τυρρηνική.
ΚΣΤ. Ούτος είναι ο έσχατος πόλεμος όν επολέμησεν ο Ρωμύλος. Έπειτα δε υπέπεσε και αυτός εις ό,τι πολλοί, ή μάλλον πλην ολίγων πάντες πάσχουσιν οι διά μεγάλων και παραδόξων ευτυχιών υψωθέντες εις όγκον και δύναμιν, και επαρθείς διά τας επιτυχίας του, έγινε βαρύτερος το φρόνημα, αφήκε τους δημοτικούς τρόπους, και ενεκολπώθη μοναρχίαν επαχθή, και δυσαρεστούσαν ως και εξ αυτού του σχήματος των ενδυμάτων ό παρεδέχθη· διότι εφόρει χιτώνα αλουργή, και τήβεννον περιπόρφυρον, και εθεώρει τας υποθέσεις καθήμενος εις θρόνον έχοντα έρεισμα υψηλόν. Ήσαν δε περί αυτόν πάντοτε οι νέοι οι καλούμενοι Κέλερες (261), διά την ταχύτητα μεθ' ής υπηρέτουν. Εμπρός δ' αυτού εβάδιζον άλλοι, μακρύνοντες τον όχλον διά βακτηριών, και εζωσμένοι λωρία διά να δένωσιν αμέσως όν τινα αυτός διέταττε. Το δε δένειν οι Λατίνοι έλεγον άλλοτε Λιγάρε, ήδη δε Αλλιγάρε, όθεν και οι ραβδούχοι καλούνται Λικτώρεις, και αι ράβδοι βάκυλα (262), διότι τότε βακτηρίας μετεχειρίζοντο. Πιθανόν όμως να ονομάζωνται ήδη Λικτώρεις διά παρενθέσεως του κάππα, και πρότερον Λιτώρεις, ήτοι «δημόσιοι λειτουργοί» Ελληνιστί· διότι μέχρι τούδε οι Έλληνες καλούσι λήιτον τον δήμον, και το πλήθος λαόν.
ΚΖ. Όταν δ' ο πάππος αυτού Νομήτωρ απέθανεν εις την Άλβην, και η σειρά ήλθεν εις αυτόν να βασιλεύση, εσύστησε δημοκρατίαν χαριζόμενος εις τον δήμον, και κατ' έτος διώριζεν άρχοντα εις τους Αλβανούς. Εδίδαξε δε διά τούτου και της Ρώμης τους δυνατούς να ζητώσιν αυτόνομον πολιτείαν και αβασίλευτον, άρχοντες εκ διαδοχής και αρχόμενοι· διότι ουδ' οι καλούμενοι Πατρίκιοι μετείχον της διοικήσεως, αλλά τ' όνομα μόνον είχον έντιμον και το σχήμα, και συνηθροίζοντο εις το Βουλευτήριον εκ συνηθείας μάλλον παρά προς γνωμοδότησιν, και όπως ακούωσιν εν σιωπή τας προσταγάς αυτού· και ανεχώρουν έπειτα, κατά τούτο μόνον υπερέχοντες του πλήθους, ότι αυτοί πρώτοι εμάνθανον τα διατρέχοντα. Και τα μεν άλλα ήσαν μικρά. Όταν δε διένειμε μόνος του την κατακτηθείσαν γην εις τους στρατιώτας, και απέδωκε τους ομήρους εις τους Ουηίους, χωρίς εκείνοι ούτε να καταπεισθώσιν ούτε να θέλωσιν, εφάνη ότι περιφρονεί εντελώς την Γερουσίαν. Διά τούτο υπέπεσεν αυτή εις υποψίαν και διεβλήθη, όταν μετ' ολίγον καιρόν ο Ρωμύλος έγινεν απροσδοκήτως άφαντος. Συνέβη δε τούτο κατά τας νόνας (263) του Ιουλίου, ως τώρα καλούσι τον μήνα, ή του Κυντιλίου, ως τότε τον έλεγον. Δεν δυνάμεθα δε να ειπώμεν, ουδ' ομολογείται παρά των ιστορικών ουδέν βέβαιον περί του θανάτου του, εκτός του καιρού καθ' όν συνέβη, και όν προανεφέραμεν διότι και μέχρι τούδε πολλά τελούνται κατά την ημέραν εκείνην όμοια προς το τότε συμβάν. Δεν πρέπει δε ν' απορώμεν διά την ασάφειαν, όταν και ο τρόπος του θανάτου του Αφρικανού Σκηπίωνος, όστις απεβίωσε μετά το δείπνον εις την οικίαν του, ούτε επιστεύθη ούτε απεδείχθη ποτέ· αλλ' οι μεν λέγουσιν ότι, ων φύσει φιλάσθενος, απέθανεν αιφνήδιον θάνατον, άλλοι δ' ότι εφαρμακεύθη μόνος του, και άλλοι ότι οι εχθροί του επιπεσόντες διά νυκτός, τον απέπνιξαν. Και όμως ο Σκηπίων έκειτο νεκρός εκτεθειμένος εις όλων τας όψεις, και πας τις, βλέπων το σώμα, εδύνατο να υποπτεύση ή και να κατανοήση το τι συνέβη. Ο Ρωμύλος εξ εναντίας απέθανεν αιφνηδίως, και ούτε μέρος αφήκε του σώματός του, ούτε των ενδυμάτων του λείψανον· αλλ' οι μεν υπέθετον ότι επαναστάντες κατ' αυτού οι βουλευταί εντός του ναού του Ηφαίστου, τον εφόνευσαν, και διανεμηθέντες το σώμα του, εξήλθον κρύψαντες έκαστος μέρος αυτού εις τον κόλπον του· άλλοι δε νομίζουσιν ότι δεν εγένετο άφαντος εν τω ιερώ του Ηφαίστου, ουδ' επί παρουσία μόνων των βουλευτών, αλλ' ότι συνέπεσε να προεδρεύη συνελεύσεως του δήμου έξω, περί το καλούμενον αιγός ή ζορκός έλος, ότε αιφνηδίως συνέβησαν εις τον αέρα φαινόμενα θαυμαστά και παράδοξα, και μεταβολαί απίστευτοι· ότι εξέλιπε του ηλίου το φως, και νυξ επήλθεν, ουχί ευδία και ήσυχος, αλλά βροντάς έχουσα μεγάλας, και ανεμοζάλην σφοδρώς πανταχόθεν πνέουσαν και εν ώ συνέβαινον ταύτα, ότι ο μεν πολύς όχλος διεσκορπίσθη και έφυγεν, οι δε δυνατοί συνήχθησαν όλοι επί το αυτό. Αφ' ού δ' έπαυσεν η ταραχή, και το φως ανέλαμψε, και το πλήθος ήρχισε να συρρέη πάλιν, όλοι εζήτουν και επόθουν τον βασιλέα, αλλ' οι δυνατοί δεν τους αφήκαν να πολυεξετάζωσι και πολυπραγμονώσιν, αλλά τους προέτρεψαν να τιμώσι τον Ρωμύλον και να τον σέβωνται ως αρπαγέντα εις τους Θεούς, πιστεύοντες ότι, αντί καλού βασιλέως, θέλει γίνει θεός ευμενής εις αυτούς. Και οι μεν πλείστοι πειθόμενοι εις τους λόγους, ανεχώρουν χαίροντες, και μετά χρηστών προσκυνούντες ελπίδων^ υπήρχον όμως καί τινες εξετάζοντες πικρώς το πράγμα και δυσμενώς, και ταράττοντες και κατηγορούντες τους πατρικίους, ότι εις αφροσύνας εζήτουν να πείσωσι τον δήμον, εν ώ αυτοί ήσαν οι δολοφόνοι του βασιλέως.
ΚΗ. Εν ώ δ' ούτως εταράττοντο ούτοι, λέγεται ότι είς εκ των ευγενεστέρων μεταξύ των πατρικίων, μεγάλως διά το ήθος αυτού τιμώμενος, σχετικός δε και πιστός ων αυτού του Ρωμύλου, είς των εξ Άλβης εποίκων, ο Ιούλιος Πρόκλος, ελθών εις την αγοράν, και θεις την χείρα εις τα αγιώτατα ιερά, ενόρκως είπεν εις επήκοον πάντων, ότι εν ώ εβάδιζε, τω εφάνη καθ' οδόν απέναντί του ερχόμενος ο Ρωμύλος, καλός την όψιν και μέγας, ως ουδέποτε πριν, εστολισμένος δε δι' όπλων λαμπρών και φλεγόντων. Και αυτός μεν, εκπλαγείς διά το θέαμα, «Ω βασιλεύ, τω είπε, τι σοι συνέβη, ή τι σοι επήλθεν, ώστε ημάς μεν εις φοβεράς και αδίκους να εμβάλης κατηγορίας, την δε πόλιν πάσαν ν' αφήσης ορφανήν, εις βαθύ πένθος βεβυθισμένην;» Εκείνος δ' απεκρίθη· «Οι θεοί, ω Πρόκλε, ηθέλησαν, τόσον μόνον καιρόν να μείνω μετά των ανθρώπων, διότι είμαι εκείθεν, και κτίσας πόλιν όπως αυξηθή εις εξουσίαν και δόξαν, ν' αναβώ πάλιν εις τον ουρανόν. Αλλά χαίρε, και ειπέ εις τους Ρωμαίους ότι, αν συνενώσι την σωφροσύνην μετά της ανδρείας, θέλουσι φθάσει εις ύψιστον βαθμόν ανθρωπίνης δυνάμεως. Εγώ δε θέλω είσθαι προς υμάς ευμενής δαίμων Κυρίνος». Και ταύτα μεν εφαίνοντο αξιόπιστα εις τους Ρωμαίους διά τον τρόπον του λέγοντος και διά τον όρκον. Αλλ' εις τούτο λέγεται συντέλεσαν και θείον τι πάθος όμοιον μ' ενθουσιασμόν διότι ουδείς αντέλεξεν, αλλά πάσαν υπόνοιαν παραιτήσαντες και πάσαν κατηγορίαν, ηυχήθησαν προς τον Κυρίνον, και ως βοηθόν τον επεκαλούντο. Ταύτα αληθώς ομοιάζουσι πολύ μεθ' όσων μυθολογούσιν οι Έλληνες περί Αριστέου του Προκοννησίου, και Κλεομήδους του Αστυπαλαιέως, λέγοντες περί του Αριστέου ότι απέθανεν εντός πλυστικού καταστήματος, αλλ' όταν οι φίλοι του εζήτησαν το σώμα του, έγινεν άφαντον, τινές δ' ευθύς, τότε εξ οδοιπορίας επιστρέψαντες, είπον ότι απήντησαν τον Αριστέα πορευόμενον προς την Κρότωνα. Περί δε του Κλεομήδους λέγεται ότι, έχων σώματος μέγεθος και ρώμην υπερφυσικήν, παράφορος δ' ών τον τρόπον και μανικός, πολλά βίαια έπραττε, και τέλος εντός σχολείου παίδων, κτυπήσας διά της χειρός τον στύλον όστις εστήριζε την οροφήν, τον έθραυσε, κατά μεσής, και η στέγη έπεσεν (264). Επειδή δ' οι παίδες εφονεύθησαν, διωκόμενος ο Κλεομήδης, κατέφυγεν εις μέγα κιβώτιον, και κλείσας το κάλυμμα, το εκράτει ενδόθεν, ώστε πολλοί βιαίως ζητούντες να το ανοίξωσι, δεν εδύναντο. Τότε δ' έσχισαν το κιβώτιον, αλλ' ούτε ζώντα άνθρωπον εύρον εντός ούτε νεκρόν. Απορήσαντες δε, έπεμψαν εις Δελφούς να ερωτήσωσι την Πυθίαν, και αυτή απεκρίθη·
«Έσχατος πάντων ηρώων, Αστυπαλαιεύς Κλεομήδης».
Λέγεται δ' ότι και το σώμα της Αλκμήνης (265), όταν εφέρετο εις τον τάφον, έγινεν επίσης άφαντον, και ότι επί της κλίνης εφάνη κατακείμενος λίθος. Και εν γένει πολλά τοιαύτα μυθολογούσιν απίθανα, τους θνητούς την φύσιν μετά των Θεών εκθειάζοντες. Και το μεν να παραγνωρίζωμεν της αρετής την θειότητα είναι αγενές και ανόσιον· αλλά μωρόν είναι το να μιγνύωμεν τον ουρανόν και την γην. Ας ειπώμεν δε μάλλον, την ασφαλεστέραν ακολουθούντες γνώμην, κατά Πίνδαρον, ότι
«Εις τον πανίσχυρον θάνατον έπεται όλων το σώμα
ζων δε μόνον μένει της ζωής το είδωλον·
τούτο μόνον έχον εκ Θεών καταγωγήν».
(266)
Διότι εκείθεν έρχεται και έχει επανέρχεται, ουχί μετά του σώματος, αλλ' αν όσον περισσότερον απαλλαγή του σώματος, και διακριθή και γίνη εντελώς καθαρόν άσαρκον, και αγνόν διότι ψυχή ξηρά, καθ' Ηράκλειτον (267), είναι η αρίστη, πετώσα διά του σώματος, ως αστραπή διά νέφους· η δε μετά του σώματος μεμιγμένη και σώματος πλήρης, είναι ως αναθυμίασίς τις βαρεία και ομιχλώδης, δυσκόλως ανάπτουσα, και δυσκόλως προς τα άνω πετώσα (268). Δεν πρέπει λοιπόν των αγαθών ανθρώπων τα σώματα να τα στέλλωμεν ομού παρά φύσιν εις τον ουρανόν, αλλά να φρονώμεν ότι αι αρεταί και αι ψυχαί, όλως φυσικώς και κατά θείαν δικαιοσύνην, εκ μεν ανθρώπων μεταβάλλονται εις ήρωας, εκ δ' ηρώων εις δαίμονας, εκ δε δαιμόνων, αν εντελώς ως εις τελετήν καθαρισθώσι και αγιασθώσιν, αποφυγούσαι παν το εμπαθές και θνητόν, ουχί διά νόμου πόλεως, αλλά κατ' αλήθειαν, εις Θεούς, απολαμβάνουσαι τότε το κάλλιστον και μακαριώτατον τέλος (269).
ΚΘ. Την δε δοθείσαν εις τον Ρωμύλον επωνυμίαν, τον Κυρίνον, οι μεν μεθερμηνεύουσιν Ενυάλιον, οι δε Πολίτην, διότι και τους πολίτας Κυρίτας ωνόμαζον^ άλλοι δε λέγουσιν ότι οι παλαιοί εκάλουν Κύριν την αιχμήν ή το δόρυ, και ωνόμαζον Ήρας Κυρίτιδος άγαλμά τι της Θεάς επ' αιχμής ιδρυμένον· οι δε κάτοικοι της Ρηγίας (270) ότι έχουσιν ιδρυμένον δόρυ και το ονομάζουσιν Άρην, και δόρυ δίδουσιν ως βραβείον εις τους εν πολέμω αριστεύοντας· ότι επομένως ο Ρωμύλος, ως θεός πολεμικός ή αιχμητής, ωνομάσθη Κυρίνος. Υπάρχει δε και ναός αυτού κατεσκευασμένος εις τον λόφον, όστις εξ αυτού ονομάζεται Κυρίνος. Η δ' ημέρα καθ' ήν ετελεύτησε, καλείται όχλου φυγή, και νόνναι Καπρατίναι, διότι κατερχόμενοι εκ της πόλεως, θυσιάζουσιν εις το της Αιγός έλος, την δ' αίγα καλούσι κάπραν. Εξερχόμενοι δε διά την θυσίαν, εκφωνούσι μετά βοής πολλά των εγχωρίων ονομάτων, οίον Μάρκου, Λουκίου, Γαίου, μιμούμενοι την τότε φυγήν, ότε έκραζον αλλήλους μετά φόβου και ταραχής. Αλλά τινές λέγουσιν ότι το μίμημα τούτο δεν είναι φυγής, αλλά παρακινήσεως και ταχύτητος, τοιαύτην αναφέροντες αιτίαν του λόγου των όταν οι Κελτοί, κυριεύσαντες την Ρώμην, εδιώχθησαν υπό του Καμίλλου (271), και εξησθενημένη η πόλις δεν ημπορούσεν ευκόλως ν' αναλάβη τας παλαιάς της δυνάμεις, εξεστράτευσαν κατ' αυτής πολλοί Λατίνοι, άρχοντα έχοντες τον Λίβιον Ποστούμιον. Ούτος δε, στρατοπεδεύσας ου μακράν της Ρώμης, έπεμψε κήρυκα, λέγων ότι οι Λατίνοι ήθελον ν' αναζωπυρήσωσι την εκλιπούσαν ήδη παλαιάν οικειότητα και συγγένειαν, συναναμιγνύμενοι διά νέων πάλιν επιγαμιών των γενών. Αν λοιπόν στείλωσι παρθένους πολλάς και τας γυναίκας όσαι άνδρας δεν έχουσιν, ότι θέλει υπάρξει ειρήνη και φιλία μεταξύ των, ως, διά τας ιδίας αιτίας, υπήρξε προς τους Σαβίνους. Ταύτα ακούσαντες οι Ρωμαίοι, εφοβούντο μεν τον πόλεμον, ενόμιζον δ' ότι και η παράδοσις των γυναικών δεν ήτον ολιγώτερον αιχμαλωσίας σκληρά. Εν ώ δ' ήσαν εις αμηχανίαν, υπηρέτριά τις, Φιλωτίς, ως δέ τινες λέγουσι Τουτόλα καλουμένη, έδωκε συμβουλήν ουδέτερον τούτων να πράξωσιν, αλλά διά δόλου να διαφύγωσι και τον πόλεμον, και το να δώσωσιν ενέχυρα. Ήτον δ' ο δόλος, αυτήν την Φιλωτίδα και μετ' αυτής και άλλας υπηρετρίας ωραίας να στολίσωσιν ως ελευθέρας, και να τας στείλωσιν εις τους εχθρούς· έπειτα δε την νύκτα η Φιλωτίς ν' ανάψη λαμπάδα, και οι Ρωμαίοι να έλθωσιν ένοπλοι, και να επιπέσωσιν εις τους εχθρούς εν ώ εκοιμώντο. Και έγιναν ταύτα αφ' ού επείσθησαν οι Λατίνοι, και ύψωσεν η Φιλωτίς την λαμπάδα εκ τινος αγρίας συκής, κρύψασα αυτήν όπισθεν διά περικαλυμμάτων και παραπετασμάτων, διά να είναι αόρατον το φως εις τους εχθρούς, να φαίνηται δ' εις τους Ρωμαίους. Καθώς λοιπόν το είδον, ευθύς εκίνησαν μετά βίας, και διά την ταχύτητα έκραζον πολλάκις αλλήλους περί τας πύλας. Επιπεσόντες δ' απροσδοκήτως εις τους εχθρούς, και νικήσαντες αυτούς, τελούσι την εορτήν ταύτην ως επινίκιον, και Καπρατίναι αι νόνναι καλούνται εξ αιτίας της αγρίας συκής, ήτις ονομάζεται υπό των Ρωμαίων καπρίφικος. Προσφέρεται δ' επ' αυτής γεύμα εις τας γυναίκας έξω, σκιαζομένας υπό κλάδους συκής. Αι δ' υπηρέτριαι συνάζουσι χρήματα, περιερχόμεναι, και παίζουσι, και έπειτα κτυπώνται και λιθοβολούνται μεταξύ των, ως και τότε ήλθον και συνηγωνίσθησαν μετά των Ρωμαίων όταν επολέμουν. Ταύτα δεν παραδέχονται πολλοί εκ των συγγραφέων. Αλλά και το να φωνάζωσι την ημέραν τα ονόματα, και το να έρχωνται διά την θυσίαν εις της Αιγός το έλος, φαίνεται μάλλον επικυρούν την πρώτην διήγησιν εκτός αν αμφότερα τα συμβάντα συνέπεσαν κατά διαφόρους μεν χρόνους, αλλά κατά την ιδίαν ημέραν. Λέγεται δ' ότι ο Ρωμύλος έγινεν άφαντος, ηλικίας μεν ων πεντηκοντατεσσάρων ετών, βασιλεύσας δ' έτη τριάκοντα οκτώ.
Α. ΌΣΑ λοιπόν αξιομνημόνευτα περί Θησέως και Ρωμύλου συνέβη ν' ακούσωμεν,
ταύτα εισί. Φαίνεται δε πρώτον ότι ο μεν Θησεύς, αυτοπροαιρέτως, και χωρίς
ουδείς να τον αναγκάζη, αντί να βασιλεύση αφόβως εις την Τροιζήνα, διαδεχθείς
αρχήν ουκ ευκαταφρόνητον, αυτός αφ' εαυτού ωρέχθη μεγάλα πράγματα. Ο δε
Ρωμύλος, βιαζόμενος ν' αποφύγη την δουλείαν, και την τιμωρίαν ήτις επεκρέματο
εις αυτόν, έγινε κατά την έκφρασιν του Πλάτωνος, υπό φόβου ανδρείος, και διά να
μη πάθη τα έσχατα δεινά, ηναγκάσθη να πράξη έργα μεγάλα. Έπειτα το μέγιστον
τούτου έργον ήτον ότι ένα εφόνευσε, της Άλβης τον τύραννον· εκείνου δ' ήσαν
πάρεργα, και των αγώνων προοίμια ο Σκίρων, ο Σίννις, ο Προκρούστης, ο
Κορυννήτης, ους φονεύων ή τιμωρών απήλαττε την Ελλάδα από τυράννων, πριν
εκείνοι ούς έσωζε να ηξεύρωσι ποιος είναι. Και αυτός μεν κατώρθωσε να διέλθη
ασφαλώς διά της θαλάσσης, χωρίς να βλαφθή υπό των ληστών ο δε Ρωμύλος δεν
είχε την τύχην να μείνη ήσυχος εν όσω ο Αμούλιος έζη. Μεγάλη δ' υπέρ του
Θησέως απόδειξις είναι, ότι ούτος μεν, εν ώ ουδέν αδίκημα έπασχεν, εκινήθη κατά
των κακών ανθρώπων, εις υπεράσπισιν άλλων· εν ώ εκείνοι, εν όσω αυτοί δεν
επιέζοντο υπό του τυράννου, παρέβλεπον ότι ηδίκει τους άλλους όλους. Αν δ' ως
μέγα θεωρηθή ότι επληγώθη πολεμών κατά των Σαβίνων, και εφόνευσε τον
Άκρωνα, και πολλούς ενίκησεν εχθρούς εις την μάχην, προς τα έργα ταύτα δύναται
να παραβληθή η Κενταυρομαχία, και οι κατά των Αμαζόνων αγώνες.
Β. Ό,τι δ' ετόλμησεν ο Θησεύς ως προς τον Κρητικόν φόρον, το να εκπλεύση μετά παρθένων και παίδων ίνα παραδοθή ή εις θηρίον να τον φάγη, ή να σφαγή εις τον τάφον του Ανδρόγεω, ή, το ελαφρότατον αφ' όσα λέγονται, να δουλεύη δουλείαν άδοξον εις άνδρας αυθάδεις και δυσμενείς, δεν ημπορεί κάνεις να ειπή πόσην τόλμην αποδεικνύει, ή πόσην μεγαλοφροσύνην, ή δικαιοσύνην προς τα κοινά, ή πόθον δόξης και αρετής. Ώστε μοι φαίνεται ότι οι φιλόσοφοι δεν ώρισαν κακώς τον έρωτα ως Θεών υπηρεσίαν προς επιμέλειαν και σωτηρίαν των νέων διότι ο έρως της Αριάδνης φαίνεται προ πάντων ως να υπήρξεν έργον και τέχνασμα θείον, προς σωτηρίαν του ανδρός τούτου. Και δεν είναι δίκαιον να μεμφώμεθα την κόρην ήτις τον ηγάπησεν, αλλά ν' απορώμεν μάλλον ότι όλοι και όλαι το αυτό προς αυτόν δεν ησθάνθησαν. Αν δ' αύτη μόνη έπαθε τούτο, λέγω ότι ευλόγως εφάνη αξία και του έρωτος του Θεού (272), διότι ηγάπα τους καλούς και τους αγαθούς, και έτρεφεν έρωτα προς τους αρίστους. Ήσαν δ' αμφότεροι την φύσιν πολιτικοί, αλλ' ουδείς αυτών διεφύλαξε τον βασιλικόν τρόπον, αλλ' εμακρύνθησαν αυτού, και απέκλινον ο μεν προς το δημοτικώτερον, ο δε προς το τυραννικώτερον, εις το ίδιον σφάλμα υποπεσόντες, αλλά κατ' εναντίαν διεύθυνσιν. Διότι ο άρχων πρέπει προ παντός άλλου να σώζη αυτήν την αρχήν αλλ' η αρχή σώζεται αποφεύγουσα τα μη ανήκοντα εις αυτήν, ουχ ήττον ή επιμένουσα εις όσα τη ανήκουσιν^ ο δ' ενδίδων ή σκληρυνόμενος δεν μένει βασιλεύς ουδ' άρχων, αλλά γίνεται ή δημαγωγός ή δεσπότης, και ή μισείται ή καταφρονείται υπό των διοικουμένων και φαίνεται ότι εις εκείνο μεν υποπίπτει το σφάλμα εξ επιεικείας και φιλανθρωπίας, εις τούτο δ' εκ φιλαυτίας και εκ τραχύτητος.
Γ. Αν δε πρέπη και τ' ατυχήματα να μη αποδίδωνται όλως διόλου εις την τύχην, αλλά να ζητώμεν εις αυτά τας διαφοράς των ηθών και παθών εξ ών προέκυψαν, ουδείς ας θεωρήση ουδ' εκείνον ανένοχον ασυλλογίστου θυμού, και οργής αβούλως ορμητικής κατά του αδελφού του, ουδέ τούτον κατά του υιού του. Η δ' αρχή ήτις παρορμά εις θυμόν καθιστά συγγνωστότερον τον εκ μεγαλητέρας αιτίας εις το πάθος τούτο υποπεσόντα, ως τον καταβληθέντα υπό χειροτέρας πληγής. Ούτω δεν περιέμενέ τις να εξαφθή αιφνηδίως εις τοσούτον βαθμόν η διάνοια του Ρωμύλου, όταν εκ σκέψεως μόνον και εκ προνοίας υπέρ των κοινών συμφερόντων ήλθεν εις έριν· τον Θησέα όμως παρέφερον κατά του υιού έρως και ζηλοτυπία, και διαβολαί γυναικός, κακά ταύτα άτινα ολίγιστοι των ανθρώπων κατώρθωσαν να διαφύγωσι (273). Το δε μέγιστον, του μεν Ρωμύλου ο θυμός εξώκειλεν εις έργον, εις πράξιν μάλιστα ής ατυχές ήτον το τέλος· η δ' οργή του Θησέως προυχώρησε μόνον μέχρι λόγου και βλασφημίας και κατάρας γεροντικής, ή δ' άλλη συμφορά φαίνεται ότι εκ τύχης επήλθεν εις τον νεανίαν. Ώστε, κατά τούτο, υπέρ του Θησέως πρέπει να είναι η ψήφος.
Δ. Του άλλου όμως πρώτον μεν μέγα υπάρχει ότι εκ μικροτάτων έλαβε την αρχήν εις της πολιτείας τα πράγματα· διότι οι δύω παίδες, δούλοι ονομαζόμενοι και χοιροβοσκών υιοί, πριν ή γίνωσιν ελεύθεροι, ηλευθέρωσαν αυτοί πάντας σχεδόν τους Λατίνους, διά μιας αξιωθέντες να ονομασθώσι διά των ωραιοτάτων ονομάτων, φονείς των εχθρών, και σωτήρες των οικείων, και βασιλείς εθνών, και οικισταί πόλεων, ουχί μετοικισταί, οποίος ήτον ο Θησεύς, όστις εκ πολλών κατοικητηρίων εσύνθετε και συναπετέλει έν, πολλάς πόλεις αφήνων ερήμους, βασιλέων επωνύμους και παλαιών ηρώων. Ο δε Ρωμύλος ύστερον έπραττε ταύτα, αναγκάζων τους εχθρούς να κρημνίζωσι και αφανίζωσι τα ίδια εαυτών χωρία, και να συνοικώσι μετά των νικητών αλλά κατ' αρχάς δεν μετέθετεν ούτε ηύξανε πόλιν υπάρχουσαν, αλλ' εθεμελίου μη υπάρχουσαν, και περιποιών εις εαυτόν συγχρόνως πατρίδα, βασιλείαν, γένη, γάμους, φιλίας, ουδένα μεν εφόνευεν ή κατέστρεφεν, ευηργέτει δε τους αοίκους και ανεστίους, όσοι ήθελον να γίνωσι πολίται και ν' αποτελέσωσι δήμον. Ληστάς δε και κακούργους δεν απέκτεινεν, αλλ' εκέρδισεν έθνη διά του πολέμου, και πόλεις κατέστρεψε, και κατά βασιλέων εθριάμβευσε και κατά στρατηγών.
Ε. Και ο μεν του Ρώμου φόνος αμφισβητείται υπό τινος επράχθη, και το πλείστον μέρος της κατηγορίας εις άλλους αποδίδεται· έσωσε δ' ο Ρωμύλος προφανέστατα την μητέρα του κινδυνεύουσαν, και τον πάππον του, εις άτιμον και άδοξον δουλείαν περιπεσόντα, εκάθισεν εις του Αινείου τον θρόνον, και πολλά μεν τον ωφέλησεν αυτοπροαιρέτως, δεν τον έβλαψε δε κατ' ουδέν ουδ' ακουσίως. Η δε του Θησέως λήθη και αμέλεια της περί του ιστίου εντολής μόλις νομίζω διά πολλής μακροθυμίας και υπό ηπιωτάτων δικαστών δύναται ν' απαλλαγή του χαρακτήρος της πατροκτονίας. Τούτο εννοήσας Αττικός τις συγγραφεύς, ότι δυσχερεστάτη είναι η επί τούτου απολογία, πλάττει ότι ο Αιγεύς, ενώ έφθανε το πλοίον, τρέχων ν' αναβή εις την Ακρόπολιν διά να το ιδή, παρεπάτησε και έπεσεν, ως να μη είχεν οπαδόν κανένα, ή να μη τον παρηκολούθουν θεράποντες εν ώ έσπευδε προς την οδόν της θαλάσσης.
ΣΤ'. Τα δ' εγκλήματα ως προς τας αρπαγάς γυναικών εκ μέρους του Θησέως δεν είχον ευσχήμονα πρόφασιν· πρώτον μεν διότι πολλάκις συνέβησαν, και ήρπασε την Αριάδνην, και την Αντιόπην, και την Τροιζηνίαν Αναξώ, και μετά τας άλλας την Ελένην, παρακμάσας αυτός πριν εκείνη φθάση έτι εις ακμήν, νηπίαν και άωρον, εν ώ εκείνος ήτον εις ώραν και των νομίμων γάμων να παύση. Έπειτα δε διά τας αιτίας δι' άς τας έπραξε· διότι αι θυγατέρες των Τροιζηνίων και των Λακώνων και των Αμαζόνων, μη λαμβανόμεναι εις νόμιμον γάμον, δεν ήσαν βεβαίως μάλλον καλλίπαιδες παρά τας εν Αθήναις κόρας των Ερεχθειδών και των Κεκροπιδών. Αλλά αυτά μεν δίδουσιν υποψίαν ότι επράχθησαν δι' ύβριν και ηδονήν. Ο δε Ρωμύλος, πρώτον με αρπάσας οκτακοσίας περίπου κόρας, δεν τας έλαβεν όλας δι' εαυτόν, αλλά μόνον μίαν, ως λέγουσι, την Ερσιλίαν, τας δ' άλλας διένειμεν εις τους πρωτίστους των πολιτών. Έπειτα δε, διά της τιμής, της αγάπης και της δικαιοσύνης μεθ' ής προσεφέρθη μετά ταύτα προς τας γυναίκας, απέδειξε την βίαν και την αδικίαν εκείνην έργον κάλλιστον και πολιτικώτατον εις την κοινωνίαν. Ούτω συνέμιξε και συνεχώνευσε τα γένη προς άλληλα, και κατέστησε την πράξιν ταύτην πηγήν της μετέπειτα ομονοίας, και της δυνάμεως εν τη πολιτεία· ο έκτοτε δε καιρός μαρτυρεί περί της αιδούς, της φιλίας και της ασφαλείας ήν περιήψεν εις τους γάμους· διότι εις διάστημα διακοσίων τριάκοντα ετών ούτε ανήρ ετόλμησε να διαζευχθή την γυναίκα του, ούτε γυνή τον άνδρα της. Αλλά, καθώς παρά τοις Έλλησιν οι σφόδρα ειδήμονες δύνανται να ονομάσωσι τον πρώτον πατροκτόνον ή μητροφόνον, ούτως ηξεύρουσιν όλοι οι Ρωμαίοι ότι πρώτος ο Καρβίλιος Σπούριος (274) εχώρισε την γυναίκα του, προσάψας εις αυτήν ότι ήτον στείρα. Εις δε την διάρκειαν του καιρού τούτου προσθέτουσι την μαρτυρίαν των και τα έργα, διότι εξ αιτίας της επιγαμίας εκείνης οι βασιλείς έλαβον από κοινού την αρχήν, και αι γενεαί αυτών μετέσχον της πολιτείας· οι δε γάμοι του Θησέως ουδέν μεν εις ουδένα επέφερον συμβόλαιον φιλίας ή σχέσεως, αλλά μόνον έχθρας και πολέμους και πολιτών φόνους, και τέλος των Αφιδνών την άλωσιν, ών οι πολίται μόλις εξ οίκτου των πολεμίων, αφ' ού προσεκύνησαν αυτούς, και τους ανηγόρευσαν Θεούς (275), δεν έπαθον ό,τι είχον πάθει οι Τρώες εξ αιτίας του Αλεξάνδρου (276). Η δε μήτηρ του Θησέως δεν εκινδύνευσε μόνον να πάθη, αλλ' έπαθε τα της Εκάβης, διότι την εγκατέλειψε και την παρέβλεψεν ο υιός της· εκτός αν δεν είναι πλάσματα τα περί της αιχμαλωσίας αυτής, ως έπρεπε να είναι ψεύδη και ταύτα και τα πλείστα των άλλων. Και όσα ακόμη περί των Θεών λέγονται ως προς αυτούς, μεγάλην καθιστώσι την μεταξύ των διαφοράν διότι τον Ρωμύλον έσωσαν οι θεοί μετά πολλής ευμενείας· ο δ' εις τον Αιγέα δοθείς χρησμός, να μη νυμφευθή εις γην ξένην, φαίνεται δηλών ότι παρά την γνώμην των Θεών έγινε του Θησέως η γέννησις.
Α. Περί του Λυκούργου του νομοθέτου ουδέν εν γένει δύναται να ρηθή
αναμφισβήτητον, καθ' όσον και το γένος, και η αποδημία, και ο θάνατος αυτού, και
προσέτι τα περί των νόμων και του πολιτεύματος αυτού διαφόρως ιστορούνται.
Διότι άλλοι μεν λέγουσιν ότι ήκμασε συγχρόνως μετά του Ιφίτου
(277), και
μετ' αυτού ότι διέταξε την Ολυμπιακήν ανακωχήν
(278). Εκ
τούτων είναι και ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, ως απόδειξιν προτείνων τον εν
Ολυμπία δίσκον
(279), εφ'
ού σώζεται επιγεγραμμένον και του Λυκούργου τ' όνομα. Οι δ' υπολογίζοντες τους
καιρούς εκ των διαδοχών των βασιλέων της Σπάρτης, ως είναι ο Ερατοσθένης
(280) και ο
Απολλόδωρος
(281),
λέγουσιν αυτόν ικανά έτη προγενέστερον της πρώτης Ολυμπιάδος
(282). Ο δε
Τίμαιος
(283)
υποπτεύει ότι δύο Λυκούργοι υπήρξαν εις την Σπάρτην κατά διαφόρους καιρούς,
και ότι και των δύο αι πράξεις απεδόθησαν εις ένα, διά την δόξαν αυτού· ότι δ' ο
πρεσβύτερος έζη ουχί μακράν των καιρών του Ομήρου
(284), κατά
τινας δ' ότι και είδε τον Όμηρον. Και ο Ξενοφών
(285) δε
δίδει περί της αρχαιότητός του υπόνοιαν, λέγων ότι έζη επί των Ηρακλειδών. Και
Ηρακλείδαι μεν ήσαν βεβαίως και οι έσχατοι των βασιλέων της Σπάρτης, εκείνος
όμως φαίνεται θέλων Ηρακλείδας να ονομάζη μόνον τους πρώτους εκείνους και εις
τον Ηρακλέα πλησιεστάτους. Αλλ' όσον και αν πλανάται ούτως η ιστορία, θα
προσπαθήσωμεν να διηγηθώμεν περί του ανδρός, ακολουθούντες εξ όσων
εγράφησαν τα έχοντα τας ολιγωτέρας αντιλογίας ή τους αξιοπιστοτέρους
μάρτυρας.
Β. Ο Σιμωνίδης τω όντι ο ποιητής (286) λέγει ότι ο Λυκούργος είχε πατέρα ουχί τον Εύνομον, αλλά τον Πρύτανιν· και τον Λυκούργον δε και τον Εύνομον γενεαλογούσιν οι περισσότεροι ουχί κατά τούτον τον τρόπον, αλλά λέγουσιν ότι του Πατροκλέους, υιού του Αριστοδήμου (287) υιός ήτον ο Σόος, του δε Σόου ο Ευρυτίων, τούτου ο Πρύτανις, και τούτου πάλιν ο Εύνομος· του δ' Ευνόμου ο Πολυδέκτης μεν εκ πρώτης γυναικός, νεώτερος δ' ο Λυκούργος εκ της Διωνάσσης. Ως δε διηγείται ο Διευτυχίδας (288), ήτον έκτος μεν από του Πατροκλέους, ενδέκατος δε από του Ηρακλέους. Μεταξύ δε των προγόνων αυτού εθαυμάσθη προ πάντων ο Σόος, διότι κατά τους χρόνους αυτού υπεδούλωσαν οι Σπαρτιάται τους Είλωτας (289), και χώραν απέκτησαν πολλήν, αποκόψαντες αυτήν από των Αρκάδων. Λέγεται δ' ότι ο Σόος, πολιορκούμενος υπό των Κλειτορίων (290) εις τόπον δύσκολον και άνυδρον, εσυμφώνησε να τοις αφήση την γην όσην είχε κατακτήσει, αν τον άφηνον να πίη και αυτός και όλοι οι μετ' αυτού εκ της πλησίον πηγής· αφ' ού δ' έγιναν οι όρκοι και αι συνθήκαι, ότι συναθροίσας τους οπαδούς του, έδωκε την βασιλείαν εις εκείνον όστις δεν ήθελε πίει. Ουδείς όμως αντέσχεν, αλλ' όλοι έπιον και τότε καταβάς αυτός τελευταίος, ερραντίσθη μόνον, εν ώ έτι οι εχθροί ήσαν παρόντες, και ανεχώρησεν. Εκράτησε δε την χώραν, επί λόγω ότι όλοι δεν έπιον. Αλλ' ει και τον εθαύμασαν διά ταύτα, την γενεάν του όμως δεν ωνόμασαν απ' αυτού, αλλ' από των υιών του Ευρυτιωνίδας· διότι πρώτος ο Ευρυτίων φαίνεται μετριάσας της βασιλείας την υπέρ το δέον μοναρχικήν εξάσκησιν, όπως κολακεύση και ευχαριστήση το πλήθος. Εξ αιτίας δε των τοιούτων παραχωρήσεων το πλήθος εγίνετο θρασύτερον, οι δε μετά ταύτα βασιλείς, άλλοι μεν εμισούντο, διότι μετεχειρίζοντο βίαν, άλλοι δ' εξουθενούντο δι' ασθένειαν, ή διότι επροσπάθουν ν' αρέσωσιν εις τον όχλον, και ούτως επί πολύν καιρόν κατέλαβεν ανομία και αταξία την Σπάρτην. Ταύτης θύμα απέθανε και ο πατήρ του Λυκούργου, όστις εβασίλευε τότε· διότι, προσπαθών να χωρίση τινάς ελθόντας εις χείρας, εκτυπήθη υπό μαγειρικής μαχαίρας και ετελεύτησεν, αφήσας την βασιλείαν εις Πολυδέκτην τον πρωτότοκόν του υιόν.
Γ. Αφ' ού δε και αυτός μετ' ολίγον απέθανεν, έπρεπεν, ως πάντες νομίζουσι, να βασιλεύση ο Λυκούργος, και εβασίλευε τω όντι πριν ή φανή ότι ήτον έγγυος του αδελφού του η γυνή. Άμα δ' έμαθε τούτο, εκήρυξε μεν ότι η Βασιλεία ήτον του παιδίου, αν εγεννάτο αρσενικόν, εξηκολούθησε δ' αυτός διευθύνων την κυβέρνησιν ως επίτροπος. Ονομάζουσι δ' οι Λακεδαιμόνιοι τους επιτρόπους των ορφανών Βασιλέων Προδίκως (291). Έστειλε δε προς αυτόν η γυνή κρυφίως, και τον εμήνυσεν ότι θέλει να φονεύση το βρέφος και να νυμφευθή εκείνον, γινόμενον Βασιλέα της Σπάρτης. Αυτός δε, το μεν ήθος αυτής εμίσησε, δεν απέκρουσεν όμως τον λόγον αυτής, αλλά προσποιούμενος ότι τον δέχεται και τον επαινεί, τη είπεν ότι δεν πρέπει διά φαρμάκων ν' αποβάλη και να βλάψη το σώμα της και να κινδυνεύση· διότι αυτός ήθελε φροντίση, άμα γεννηθή το παιδίον, να το κάμη άφαντον. Ούτως εξαπατών την γυναίκα μέχρι του τοκετού, ως εννόησεν ότι έφθασεν η ώρα, έστειλεν ανθρώπους να παραμείνωσιν εις την γένναν και να φυλάττωσι, διατάξας αυτοίς, αν μεν γεννηθή θήλυ, να το παραδώσωσιν εις τας γυναίκας, αν δε άρρεν να το φέρωσι προς αυτόν, ό,τι δήποτε καν τύχη πράττον. Έτυχε δε να δειπνή αυτός μετά των αρχόντων, όταν εγεννήθη άρρεν, και ελθόντες οι υπηρέται τω έφεραν το παιδάριον. Αυτός δε το εδέχθη, ως λέγεται, και είπε προς τους παρόντας· «Βασιλεύς μας εγεννήθη, ω Σπαρτιάται»· καταθέσας δ' αυτό εις βασιλικήν έδραν, το ωνόμασε Χαρίλαον, διότι όλοι ήσαν περιχαρείς, ευαρεστηθέντες προς το φρόνημα και την δικαιοσύνην αυτού. Εβασίλευσε δ' εν όλοις μήνας οκτώ και κατά τον λοιπόν χρόνον ετιμάτο υπό των πολιτών, και παρά τους πειθομένους εις αυτόν διότι ήτον Βασιλέως επίτροπος και είχεν εξουσίαν, περισσότεροι ήσαν οι διά την αρετήν του εις αυτόν προσηλούμενοι, και έτοιμοι να πράξωσι προθύμως ό,τι τοις διέταττεν. Υπήρχε δε και μερίς ήτις τον εφθόνει, και επροσπάθει, όταν ήτον νέος, να εμποδίση την πρόοδόν του, μάλιστα μεν οι συγγενείς και οικείοι της μητρός του Βασιλέως, ήτις εφρόνει ότι εξυβρίσθη· και ο αδελφός δ' αυτής Λεωνίδας μετά θρασύτητος πολλής υβρίσας ποτέ τον Λυκούργον, «ηξεύρω, προσέθηκεν επιτηδείως, ότι μέλλεις ποτέ να βασιλεύσης», υπόνοιαν διά τούτου δίδων, και προκαταλαμβάνων διά διαβολής τον Λυκούργον, αν ήθελε συμβή να πάθη τι ο Βασιλεύς, ότι αυτός τον επεβουλεύθη. Τοιούτοι δέ τινες λόγοι διεδίδοντο και υπό της γυναικός. Διά ταύτα λυπούμενος, και το άδηλον φοβηθείς, απεφάσισε ν' αποδημήση διά ν' αποφύγη τας υποψίας, και να πλανηθή, έως ότου ο ανεψιός του ελθών εις ηλικίαν, αποκτήση τέκνον, του θρόνου διάδοχον.
Δ. Ούτως αναχωρήσας, πρώτον μεν έφθασεν εις Κρήτην και σπουδάσας τα επικρατούντα εκεί πολιτεύματα, και συναναστραφείς μετά των πρώτων και ενδοξοτέρων ανδρών, άλλους μεν των νόμων εζήλωσε και παρέλαβε, φρονών ότι δύναται να μεταφέρη και καταστήση χρησίμους αυτούς εις την πατρίδα του, τινάς δε κατεφρόνησεν. Ένα δε των νομιζομένων εκεί σοφών και πολιτικών, τον Θάλητα, πείσας οία παρακλήσεων και διά φιλίας, τον έστειλεν εις την Σπάρτην. Εφαίνετο δ' ούτος ποιητής λυρικών μελών, και την τέχνην ταύτην είχεν ως πρόσχημα· αληθώς όμως έπραττεν ό,τι οι άριστοι των νομοθετών διότι αι ωδαί αυτού ήσαν λόγοι διά μελωδίας και διά ρυθμών εις ευπείθειαν προτρέποντες και ομόνοιαν, και πολύ συντελούντες εις την κοσμιότητα, και την αποκατάστασιν των πραγμάτων· τούτων δ' ακροώμενοι οι λαοί, κατεπραΰνοντο βαθμηδόν ως προς τα ήθη, και συνήθιζον εις των καλών τον ζήλον, εγκαταλείποντες τα πάθη υφ' ών διηρούντο· ώστε εκείνος ηνέωξε τρόπον τινα εις τον Λυκούργον την οδόν της των Λακεδαιμονίων παιδεύσεως. Από δε της Κρήτης ο Λυκούργος έπλευσεν εις την Ασίαν, θέλων, ως λέγεται, προς την δίαιταν των Κρητών, ήτις είναι αυστηρά και ευτελής, να παραβάλη την πολυτέλειαν και τρυφήν των Ιώνων, καθώς ιατρός συγκρίνει προς υγιή σώματα τα κακόχυμα και νοσώδη, και να μελετήση την διαφοράν των βίων και των πολιτειών. Εκεί δε, ως φαίνεται, απαντήσας κατά πρώτον τα ποιήματα του Ομήρου, διατηρούμενα εις τους απογόνους του Κρεωφύλου (292), και ιδών εις αυτά μετά των τερπνών μερών, των ηδονάς περιγραφόντων και ακρασίας, πολλά αναμεμιγμένα πολιτικά και ηθολογικά, μεγάλης σπουδής άξια, αντέγραψεν αυτά προθύμως, και τα συνέλεξε διά να τα φέρη ενταύθα. Διότι υπήρχεν ήδη αμυδρά τις φήμη των επών τούτων εις την Ελλάδα, και ολίγοι τινές είχον και μέρη τινα εξ αυτών σποράδην, ως έτυχεν η ποίησις να κατακερματισθή. Κυρίως όμως γνωστήν κατέστησεν αυτήν πρώτος ο Λυκούργος. Οι Αιγύπτιοι δε νομίζουσιν ότι και προς αυτούς ήλθεν ο Λυκούργος, και ότι θαυμάσας προ πάντων την παρ' αυτοίς διάκρισιν του μαχίμου γένους (293) από των άλλων, μετέφερεν αυτήν εις την Σπάρτην, και ότι χωρίσας τους βαναύσους και χειροτέχνας, κατέστησε το πολίτευμα αστυκόν τω όντι και καθαρόν. Ταύτα δε μετά των Αιγυπτίων μαρτυρούσι και Έλληνές τινες συγγραφείς. Ότι δε περιήλθε και την Λιβύην και την Ιβηρίαν ο Λυκούργος, και ότι πλανηθείς περί την Ινδικήν συνεναστράφη μετά των Γυμνοσοφιστών (294), ουδείς ηξεύρομεν άλλος να το είπε, πλην του Σπαρτιάτου Αριστοκράτους, του υιού του Ιππάρχου (295).
Ε. Οι δε Λακεδαιμόνιοι επόθουν τον Λυκούργον απόντα, και τον εμήνυσαν πολλάκις να επιστρέψη, διότι οι Βασιλείς είχον όνομα και τιμήν, κατ' άλλο δ' ουδέν διέφερον του λαού, εν ώ εκείνος είχε φύσιν ηγεμονικήν και δύναμιν του να διευθύνη τους ανθρώπους. Ουδ' είς τους Βασιλείς δ' ήτον δυσάρεστος η παρουσία αυτού, διότι ήλπιζον ότι, αφ' ού αυτός ήρχετο, ολιγώτερον θα εθρασύνετο ο λαός. Επιστρέψας λοιπόν προς αυτούς, εν ώ ήσαν ούτω διατεθειμένοι, επεχείρησεν ευθύς να μεταβάλη τα πράγματα και να μεταρρυθμίση την πολιτείαν, σκεπτόμενος ότι οι κατά μέρος νόμοι εισί περιττοί και εις ουδέν ωφελούσι, καθώς εις σώμα καχεκτικόν, και γέμον παντοδαπών νοσημάτων, αν δι' ιατρικών και καθαρσίων καταβαλών τις και μετατρέψας την κράσιν, δεν αρχίση άλλην νέαν δίαιταν. Ταύτα δε διανοηθείς, πρώτον μεν απεδήμησεν εις Δελφούς, και ερωτήσας τον Θεόν και θυσιάσας, επέστρεψε, φέρων τον διαβόητον εκείνον χρησμόν (296), δι' ού η Πυθία τον ωνόμασε θεοφιλή, και Θεόν μάλλον ή άνθρωπον. Εζήτησε δε και ευνομίαν, και ο Θεός τω είπεν ότι συναινεί και τω δίδει νόμους δι' ών η πολιτεία του ν' αναδειχθή πασών αξιολογωτέρα. Εκ τούτων ενθαρρυνθείς, προσήλθεν εις τους επισημοτέρους των πολιτών, και τους παρεκάλει να τον βοηθήσωσι, κατ' αρχάς μεν συνομιλών κρυφίως μετά των φίλων του, έπειτα δε κατ' ολίγον αποτεινόμενος εις περισσοτέρους, και πείθων αυτούς να συντελέσωσιν εις την πράξιν. Όταν δ' ο καιρός ήλθε, παρήγγειλε τριάκοντα τους πρώτους να μεταβώσιν ένοπλοι εις την αγοράν, διά να καταπλήξωσι και να φοβίσωσι τους εναντιουμένους. Τα ονόματα είκοσι τούτων, των γνωστοτέρων, εσημείωσεν ο Έρμιππος (297) εκείνον δ' όστις υπέρ πάντας τους άλλους συνέπραξε μάλιστα μετά του Λυκούργου και συνεπολιτεύθη, ονομάζουσιν Αρθμιάδαν. Ως δ' ήρχισεν η ταραχή, ο Βασιλεύς Χαρίλαος φοβηθείς ότι κατ' αυτού ήτον πάσα η συνωμοσία, κατέφυγεν εις την Χαλκίοικον (298)· έπειτα όμως καταπεισθείς, και όρκους λαβών, εξήλθε, και συνήργει εις τα γινόμενα, διότι ήτον εκ φύσεως πράος· ώστε λέγεται ότι ο συμβασιλεύς του Αρχέλαος είπε ποτέ προς τους εγκωμιάζοντας τον νεανίσκον «Πώς να μη είναι ο Χαρίλαος ανήρ αγαθός, αφ' ού κακός δεν είναι ουδέ προς τους κακούς;» Μεταξύ δε των πολλών όσα ενεωτέρισε τότε ο Λυκούργος, πρώτον και μέγιστον ήτον η διάταξις των Γερόντων, ήτις, λέγει ο Πλάτων, αναμιγείσα εις την αρχήν των Βασιλέων επαρθείσαν εις όγκον, και ισόψηφος μετ' αυτής γενομένη εις τα μέγιστα πράγματα, έφερε σωτηρίαν εις την πόλιν και σωφροσύνην. Διότι μετέωρος ούσα η πολιτεία, και αποκλίνουσα άλλοτε μεν προς τους Βασιλείς εις τυραννίαν, άλλοτε δε προς το πλήθος εις δημοκρατίαν, εγκαταστήσασα δε μεταξύ των δύο ταύτην την αρχήν των Γερόντων ως έρμα, και ισορρροπίαν εισαγαγούσα, κατώρθωσεν ασφαλή την τάξιν και την αποκατάστασιν· διότι πάντοτε οι εικοσιοκτώ Γέροντες συνέπραττον μεν μετά των Βασιλέων όσον έπρεπε διά να προλάβωσι την δημοκρατίαν, υπεστήριζαν δ' αφ' ετέρου τον δήμον ώστε να μη υποπέση εις τυραννίαν. Λέγει δ' ο Αριστοτέλης ότι έγιναν τοσούτοι τον αριθμόν οι Γέροντες, διότι ήσαν τριάκοντα οι πρώτοι μετά του Λυκούργου συμπράξαντες, αλλά δύο παρητήθησαν δειλιάσαντες. Ο δε Σφαίρος (299) λέγει ότι εξ αρχής τόσοι ήσαν οι συμμερισθέντες της γνώμης του. Ίσως δε συνετέλεσε κατά τι και ο αριθμός, διότι αποτελείται εξ επτάδος πολλαπλασιασθείσης διά τετράδος, και εις τα μέρη του ων ίσος μετά την εξάδα, είναι τέλειος (300). Εις εμέ όμως φαίνεται ότι κατέστησε τοσούτους τους Γέροντας, διά να είναι όλοι τριάκοντα, διά της προσθήκης και των δύο Βασιλέων εις τους εικοσιοκτώ.
ΣΤ'. Τόσον δε σπουδαίαν εθεώρησε την αρχήν ταύτην ο Λυκούργος, ώστε και μαντείαν έφερε περί αυτής εκ Δελφών, ήτις λέγεται ρήτρα. Έχει δ' ούτω (301). «Διός Ελλανίου και Αθηνάς Ελλανίας ιερόν ανεγείρας, Φυλάς φυλάσας, και Ωβάς ωβάσας, τριάκοντα, την Γερουσίαν και Αρχηγέτας καταστήσας, από καιρού εις καιρόν ν' απελλάζης μεταξύ Βαβύκας και Κνακίωνος, και ούτω να εισάγης και διεκπεραιής. Ο δε δήμος να έχη συνέδριον και εξουσίαν». Εκ τούτων το να φυλάση φυλάς και να ωβάση ωβάς είναι να διαιρέση το πλήθος εις μερίδας, ών τας μεν ωνόμασε φυλάς, τας δε ωβάς (302). Αρχηγέται δε λέγονται οι βασιλείς· το ν' απελλάζη δ' είναι να εκκλησιάζη, διότι την αρχήν και αιτίαν της πολιτείας ανέφερεν εις τον Πύθιον Απόλλωνα (303), την δε Βαβύκαν και τον Κνακίωνα καλούσιν Οινούντα σήμερον (304)· ο δ' Αριστοτέλης λέγει ποταμόν μεν τον Κνακίωνα, γέφυραν δε την Βαβύκαν. Εν μέσω δ' αυτών συνήρχοντο εις εκκλησίαν, χωρίς να έχωσιν ούτε αιθούσας ούτε άλλην τινά κατασκευήν διότι εφρόνει ότι ταύτα κατ' ουδέν συντελούσιν εις των σκέψεων την ορθότητα, εξ εναντίας μάλιστα και βλάπτουσι, καθιστώντα χαύνους και ματαιόφρονας των συνερχομένων τας διανοίας, όταν, εκκλησιάζοντες, έχωσι προ οφθαλμών αγάλματα και ζωγραφίας, ή θεάτρων προσκήνια, ή στέγας βουλευτηρίων εντέχνως κεκοσμημένας. Όταν δε το πλήθος συνήρχετο, εις ουδένα μεν άλλον επέτρεπε να προτείνη γνώμην, ο δε δήμος είχε μόνον την άδειαν να επικρίνη την προβληθείσαν υπό των γερόντων και των βασιλέων. Μεταγενεστέρως δε, επειδή το πλήθος διέστρεφε και παρεβίαζε τας προτάσεις δι' αφαιρέσεων και διά προσθηκών, οι βασιλείς Πολύδωρος και Θεόπομπος (305) ταύτα προσέθηκαν εις την ρήτραν· «Αν δε σκολιάν ο δήμος εκλέξη, οι πρεσβύτεροι και οι αρχηγέται να είναι αποστατήρες (306)», τουτέστι να μη κυρώσι την απόφασιν, αλλά ν' απέχωσι, και να διαλύωσι την εκκλησίαν του δήμου, ως παραμορφούσαν και μεταβάλλουσαν την πρότασιν παρά το συμφέρον. Έπεισαν δε και αυτοί την πόλιν ότι ο Θεός προστάσσει ταύτα, ως αναφέρει και ο Τυρταίος (307) διά των εξής·
«Εκ του Πυθώνος, τον Φοίβον ακούσαντες, ήλθον εις Σπάρτην
φέροντες θείους χρησμούς, μάντευμ' αυτή ασφαλές.
Οι βασιλείς, ούς τιμώσ' οι Θεοί, να βουλεύωνται πρώτοι,
ότ' η θερμώς ποθεινή Σπάρτ' είναι μέλημ' αυτών.
Έπειτα δε οι πρεσβύται, οι γέροντες, είτα ο δήμος
εις του Θεού τους ρητούς τούτους χρησμούς πειθαρχών».
Ζ. Ούτως έμιξε το πολίτευμα ο Λυκούργος· και όμως οι μετ' αυτόν, βλέποντες την ολιγαρχίαν ασυγκέραστον έτι και ισχυράν, και σφοδράν και τετυφωμένην, ως λέγει ο Πλάτων (308), προσέθηκαν εις αυτήν ως χαλινόν την δύναμιν των εφόρων, εκατόν τριάκοντα έτη περίπου μετά τον Λυκούργον, διότι πρώτοι έφοροι κατεστάθησαν οι μετά του Ελάτου, επί του βασιλέως Θεοπόμπου. Περί τούτου λέγεται ότι, επιπληττόμενος υπό της γυναικός του, διότι έμελλε να παραδώση εις τα τέκνα του την βασιλείαν μικροτέραν αφ' ό,τι την παρέλαβε, «μεγαλητέραν, εξ εναντίας, είπε, διότι την παραδίδω διαρκεστέραν». Και τω όντι, στερηθείσα της υπερβαλλούσης δυνάμεως, μετά του φθόνου διέφυγε και τον κίνδυνον^ ώστε δεν εφοβείτο να πάθη ό,τι οι Μεσσήνιοι και οι Αργείοι έπραξαν προς τους βασιλείς των, μη θελήσαντας κατ' ουδέν να ενδώσωσι, και να μετριάσωσι την εξουσίαν επί το δημοτικώτερον. Τούτο προ πάντων έδειξε την σοφίαν και την πρόνοιαν του Λυκούργου εις τους όσοι απέβλεπον προς τας αναστατώσεις των βασιλέων και δήμων και την κακοπολιτείαν των Μεσσηνίων και των Αργείων, οίτινες ήσαν συγγενείς και γείτονες των Σπαρτιατών (309)· διότι, εν ώ κατ' αρχάς είχον ίσον μετ' εκείνων μερίδιον, και κατά την κλήρωσιν των γαιών φαίνεται μάλιστα ότι και απήλαυσαν περισσότερα, δεν έμεινον όμως ευδαιμονούντες επί πολύ, αλλά, συνταράξαντες τα καθεστώτα διά της αυθαιρεσίας των βασιλέων και διά της απειθείας των όχλων, έδειξαν ότι τω όντι θείον ευτύχημα ήτον διά τους Σπαρτιάτας ο νομοθέτης όστις συνηργολόμησεν εύκρατον την πολιτείαν αυτών. Αλλά ταύτα κατεδείχθησαν ύστερον.
Β. Δεύτερον δε πολιτικόν μέτρον του Λυκούργου, και τολμηρότατον είναι της γης η διανομή. Διότι μεγάλη υπήρχεν ανωμαλία, και πολλοί άποροι και ακτήμονες επλήρουν την πόλιν, και ο πλούτος είχεν εις ολιγίστους συρρεύσει. Τούτου ένεκεν ο Λυκούργος εξεδίωξε την υπερηφάνειαν και τον φθόνον και την κακουργίαν και την τρυφήν, και τα τούτων προγενέστερα και μεγαλήτερα της πολιτείας νοσήματα, τον πλούτον και την πενίαν, και έπεισε τους πολίτας να βάλωσιν εις την μέσην όλην την γην, και να την διανείμωσιν εξ αρχής, και να ζώσιν όλοι ισοτίμους έχοντες και ισομεγέθεις τας περιουσίας, και εις μόνην την αρετήν ν' απονέμωσι το πρωτείον, φρονούντες ότι άλλη μεταξύ των ανθρώπων δεν υπάρχει διαφορά ουδ' άλλη ανισότης, πλην εκείνης ην αποτελεί η κατηγορία των κακών πράξεων και ο έπαινος των καλών. Το έργον δ' επιφέρων μετά τον λόγον, διένειμε την μεν άλλην λακωνικήν γην εις τους παροίκους, εις τριάκοντα χιλιάδας μερίδας ή κλήρους διαιρέσας αυτήν, την δ' ανήκουσαν εις αυτήν την πόλιν της Σπάρτης διήρεσεν εις εννέα χιλιάδας, διότι τοσαύται ήσαν αι μερίδες των Σπαρτιατών. Τινές δε λέγουσιν ότι ο μεν Λυκούργος προσδιώρισεν έξ χιλιάδας, τρεις δε χιλιάδας ότι προσέθηκεν έπειτα ο Πολύδωρος (310) και άλλοι πάλιν ότι ούτος προσδιώρισε τας ημισείας των εννεακισχιλίων, τας δ' άλλας ημισείας ο Λυκούργος. Ήτον δε τοσαύτη η μερίς εκάστου, ώστε να φέρη εισόδημα εις μεν τον άνδρα εβδομήκοντα μεδίμνους (311) κριθών, εις δε την γυναίκα δώδεκα, και αναλόγους ποσότητας των υγρών προϊόντων διότι ενόμιζεν ότι τοσαύτη τροφή ήρκει εις αυτούς διά να τοις δώση υγείαν και ευεξίαν, χωρίς να έχωσιν ανάγκην άλλου τινός. Λέγεται δ' ότι μετά πολύν καιρόν, επιστρέψας εξ αποδημίας, και ιδών την χώραν θερισμένην, και τους σωρούς παραλλήλους και ίσους μεταξύ των, εμειδίασε και είπε προς τους παρισταμένους ότι η Λακωνική όλη φαίνεται ως χώρα αδελφών νεωστί μοιρασθείσα.
Θ. Επιχειρήσας δε να διαιρέση και τα έπιπλα, ώστε να εκλείψη πάσα ανισότης και ανωμαλία, και βλέπων ότι πολλοί μετά δυσαρεσκείας εδέχοντο την καθ' αυτό αφαίρεσιν, ηκολούθησεν άλλην οδόν, και επιτηδείως πολιτευθείς, επολέμησε την πλεονεξίαν των. Και πρώτον μεν ηχύρωσε παν νόμισμα χρυσούν και αργυρούν, και διέταξε να μεταχειρίζωνται τον σίδηρον μόνον· έδωκε δε και εις αυτόν ολίγην αξίαν εις πολύ βάρος και πολύν όγκον, ώστε δέκα μνων (312) αμοιβή εχρειάζετο και αποθήκην μεγάλην εις την οικίαν, και ζεύγος ίππων διά να την σύρει. Άμα δε διεδόθη τούτο, πολλά γένη αδικημάτων εξέλειπαν εκ της Λακεδαίμονος· διότι τις ήθελεν ή κλέψει, ή ως δωροδοκίαν δεχθή, ή αφαιρέσει, ή αρπάσει ό,τι ούτε να κρύψη ήτον δυνατόν, ούτε να έχη, αξιοζήλευτον, ούτε να κατακόψη, ωφέλιμον; διότι, ως λέγεται, σβύνων δι' οξυδίου την ακμήν του σιδήρου, εν ώ ήτον πεπυρωμένος, αφήρει την εις παν άλλο χρησιμότητα και δύναμιν αυτού, και τον καθίστα δυσμεταχείριστον και δυσκατέργαστον. Μετά δε τούτο απεδίωξε τας τέχνας τας περιττάς και αχρήστους. Αλλά και κανείς αν δεν τας απεδίωκεν, αι πλείσται θα ηφανίζοντο μετά του κοινού νομίσματος, όταν τα προϊόντα αυτών δεν θα είχον πώλησιν διότι το σιδηρούν νόμισμα δεν εδέχοντο οι άλλοι Έλληνες, ουδ' είχε τιμήν, και καταγελάτο· ώστε ουδ' ήτον δυνατόν εις τους Λακεδαιμονίους ν' αγοράζωσιν ό,τι δήποτε παρά ξένων παντοπωλών, ούτε φορτίον εμπορικόν εισέπλεεν εις τους λιμένας των, ουδ' ήρχετο εις την Λακωνικήν ούτε λόγων σοφιστής, ούτε μάντις αγυρτικός, ούτε τροφεύς εταιρών, ούτε χρυσών ή αργυρών κοσμημάτων τεχνίτης, διότι νόμισμα δεν υπήρχεν. Ούτω λοιπόν βαθμηδόν στερηθείσα η τρυφή των ζωογονούντων και τρεφόντων αυτήν, απεμαραίνετο μόνη της, και οι πολλά κτήματα έχοντες κατ' ουδέν ήσαν των άλλων ανώτεροι, διότι ο πλούτος δεν είχε πώς να φανή, και έμενε κατάκλειστος και αργός εντός της οικίας. Δι ό και τα πρόχειρα και αναγκαία σκεύη, οι κλιντήρες και αι καθέδραι και αι τράπεζαι, άριστα κατεσκευάζοντο παρ' αυτοίς, και το λακωνικόν ποτήριον, το λεγόμενον κώθων, ήτον ευχρηστότατον εις τας εκστρατείας, ως λέγει ο Κριτίας (313)· διότι τα ύδατα όσα πίνονται εξ ανάγκης, δυσαρεστούντα την όρασιν, εκρύπτοντο υπό το χρώμα αυτού, και τα κυρτά χείλη του ποτηρίου εμποδίζοντα το θολόν καταπάτιον, άφηνον το πινόμενον να φθάση καθαρώτερον εις το στόμα. Αίτιος δε και τούτων ήτον ο νομοθέτης· διότι οι τεχνίται, όντες απηλλαγμένοι των αχρήστων, εδείκνυον εις τ' αναγκαία την καλλιτεχνίαν των.
I. Θέλων δε να πολεμήση έτι περισσότερον την τρυφήν, και ν' αφαιρέση την επιθυμίαν του πλούτου, εισήγαγε και το τρίτον και κάλλιστον πολιτικόν μέτρον, την σύστασιν των συσσιτίων, διατάξας συνερχόμενοι να δειπνώσιν ομού, κοινά έχοντες και προσδιωρισμένα τα φαγητά, να μη τρώγωσι δ' εις τους οίκους των καθήμενοι εις πολυτελή στρώματα και τραπέζια· και από χειρών τεχνιτών και μαγείρων εις το σκότος ως αδηφάγα ζώα παχυνάμενοι, και διαφθείροντες τα ήθη των ενταυτώ και τα σώματα, παραδεδομένα εις πάσαν επιθυμίαν και πλησμονήν, και χρείαν έχοντα μακρών ύπνων, και θερμών λουτρών, και πολλής ησυχίας, και ούτως ειπείν καθημερινής νοσηλείας. Και ήτον μεν μέγα και τούτο, αλλ' έτι μεγαλήτερον ότι κατώρθωσεν ο πλούτος να μη είναι αφαιρετός, ή μάλλον να μη είναι ζηλευτός, ως λέγει ο Θεόφραστος, και να μη είναι πλούτος, τα δείπνα καταστήσας κοινά, και την δίαιταν ευτελή· διότι ουδέ χρήσις υπήρχεν ουδ' απόλαυσις, ουδέ καν όψις και επίδειξις πολλών ετοιμασιών, αλλ' ο πλούσιος εκάθητο εις το ίδιον δείπνον μετά του πένητος. Ώστε εξ όλων των υπό τον ήλιον πόλεων, εις μόνην την Σπάρτην ηλήθευε το θρυλλούμενον εκείνο, ότι ο πλούτος είναι τυφλός, και κατέκειτο εκεί ως ζωγραφιά άχρηστος και ακίνητος. Ουδ' ήτον επιτετραμμένον να δειπνή τις εις τον οίκον του, και ν' απέρχηται εις τα συσσίτια αφ' ού εχόρταινεν· αλλ' οι λοιποί, παρατηρούντες επιμελώς έκαστον όστις δεν έπινε και δεν έτρωγε μετ' αυτών, τον κατηγόρουν ως μη εγκρατή, και εκ μαλθακότητος την κοινήν δίαιταν αποφεύγοντα.
ΙΑ. Διά τούτο λέγουσιν ότι διά το πολίτευμα τούτο ωργίζοντο κατά του Λυκούργου προ πάντων οι εύποροι, και κινηθέντες κατ' αυτού όλοι ομού, κατεκραύγαζον εναντίον του και ηγανάκτουν, και τέλος ότι ήρχισαν να τον κτυπώσι πολλοί, ώστε τρέχων εσώθη εκ της αγοράς. Και τους μεν άλλους επρόφθασε να διαφύγη, καταφυγών εις ναόν· νεανίσκος δέ τις, ουχί μεν αφυής κατά τ' άλλα, αλλ' ορμητικός και οξύθυμος, ο Άλκανδρος, κατόπιν του τρέχων και κυνηγών αυτόν, τον εκτύπησε διά της ράβδου του, εν ώ εκείνος εστρέφετο να ιδή, και τω εξώρυξε τον ένα του οφθαλμόν. Ο Λυκούργος όμως διόλου δεν εθορυβήθη εκ του δυστυχήματος, αλλ' εστάθη εμπρός εις τους πολίτας, και τοις έδειξε κατηματωμένον το πρόσωπον, και ότι έχασε τον οφθαλμόν του. Τότε κατέλαβε τους ιδόντας εντροπή πολλή και κατήφεια· δι' ό παρέδωκαν εις αυτόν τον Άλκανδρον, και τον προέπεμψαν μέχρι της οικίας του, αγανακτούντες υπέρ αυτού. Ο δε Λυκούργος, εκείνους μεν ευχαριστήσας απέπεμψε, τον δε Άλκανδρον εισήγαγεν εις την οικίαν του, και ούτε τον εκακοποίησεν ούτε τον επέπληξεν· απολύσας δε τους συνήθεις υπηρέτας και νοσοκόμους του, διέταξεν εκείνον να τον υπηρετή. Εκείνος δε, μη έχων το φρόνημα αγενές, εξετέλει την προσταγήν του εν σιωπή, και μένων πλησίον του Λυκούργου, και συζών μετ' αυτού, εγνώρισε την πραότητα και την διάθεσιν της ψυχής του, και την αυστηρότητα της διαίτης του, και το ακάματον αυτού εις τους κόπους, και αυτός ισχυρώς προσηλώθη εις τον άνδρα, και προς τους φίλους του έλεγεν ότι δεν είναι σκληρός ουδ' αυθάδης ο Λυκούργος, αλλ' εξ εναντίας εκείνος μόνος ήτον ήμερος και πράος προς τους άλλους. Ούτω λοιπόν ετιμωρήθη αυτός, και εις τοιαύτην υπεβλήθη ποινήν, αντί νέου κακού και αυθάδους, γενόμενος ανήρ εμφρονέστατος και χρηστότατος. Εις ανάμνησιν δε του παθήματος αυτού έκτισεν ο Λυκούργος ιερόν της Αθηνάς, ήν ωνόμασεν Οπτιλέτιν, διότι οι εκεί Δωριείς ονομάζουσιν οπτίλους τους οφθαλμούς (314). Τινές δε λέγουσιν, εν οίς και ο Διοσκορίδης (315), ο γράψας την Λακωνικήν πολιτείαν, ότι ο Λυκούργος εκτυπήθη μεν, αλλά δεν ετυφλώθη· και ότι ανήγειρεν εις την θεάν το ιερόν ως ευχαριστήριον διά την θεραπείαν του. Από της συμφοράς δ' εκείνης απέμαθον οι Σπαρτιάται να φέρωσι βακτηρίαν όταν συνεδριάζωσι.
ΙΒ'. Τα δε συσσίτια οι μεν Κρήτες ονομάζουσιν Άνδρια, οι δε Λακεδαιμόνιοι Φιδίτια, είτε ως αφορμάς γινόμενα φιλίας και φιλοφροσύνης, το δε λαμβάνοντες αντί του λ, είτε ως συνηθίζοντα αυτούς εις φειδώ και εγκράτειαν. Τίποτε δε δεν εμποδίζει να προσετέθη και το πρώτον γράμμα έξωθεν, καθώς τινες λέγουσι, και να ήσαν Εδίτια κυρίως, εκ του «Έδω» την δίαιταν δηλούντα και την τροφήν. Συνήρχοντο δ' ανά δεκαπέντε ή καί τι ολιγώτεροι ή περισσότεροι. Έφερε δε καθείς των συσσίτων κατά μήνα αλεύρου μεν μέδιμνον (316), οίνου χόας οκτώ, τυρού πέντε μνας, και σύκων πέντε ημίμναια, και προσέτι δι' αγοράν προσφαγίου ολίγιστον νόμισμα. Αν δέ τις ετέλει θυσίαν, έπεμπεν εις το συσσίτιον απαρχήν, και αν εξήρχετο εις κυνήγιον, μέρος της θήρας του· διότι εσυγχωρείτο να δειπνή τις εις την οικίαν του, όταν, διότι έθυεν, ή διότι ήτον εις το κυνήγιον, είχεν εξωρίσει· οι δ' άλλοι όλοι έπρεπε να παρευρίσκωνται. Επί πολύν δε καιρόν εφύλαττον ακριβώς ταύτην την των συσσιτίων διάταξιν και όταν ο βασιλεύς Άγις επανήλθεν εκ της εκστρατείας, αφ' ού ενίκησε τους Αθηναίους (317), και θέλων να δειπνήση μετά της γυναικός του, έστειλε να ζητήση τας μερίδας του, οι πολέμαρχοι (318) δεν το επέτρεψαν εις αυτόν, επειδή δ' αυτός οργισθείς δεν εθυσίασε την επαύριον την θυσίαν ήν ώφειλε, τω επέβαλον πρόστιμον. Ήρχοντο δε και οι παίδες εις τα συσσίτια, ως εις σωφροσύνης σχολεία φερόμενοι, και ήκουον λόγους πολιτικούς, και έβλεπον παιδαγωγούς εις την ελευθερίαν, και αυτοί συνήθιζον να παίζωσι και να ειρωνεύωνται χωρίς αγενείας, και, όταν τις ειρωνεύετο αυτούς, να μη θυμώνωσι, διότι και τούτο φαίνεται ότι ήτον λακωνικώτατον, το ν' ανέχωνται τας ειρωνίας, ο δε μη θέλων να τας υποφέρη είχε την άδειαν να παρακαλέση περί τούτου, και τότε ο ειρωνευόμενος έπαυεν. Εις έκαστον δε των συνερχομένων ο πρεσβύτερος, δείξας τας θύρας, τω έλεγεν «Έξω αυτών λόγος δεν εξέρχεται». Λέγουσι δ' ότι ο θέλων να μετέχη του συσσιτίου, εψηφοφορείτο ως έπεται· Έκαστος, λαμβάνων εις την χείρα τμήμα άρτου εις ό εσπόγγιζον τους δακτύλους, έρριπτεν αυτό εν σιωπή, ως ψήφον, εις αγγείον ό έφερεν ο υπηρέτης εις την κεφαλήν, ο μεν επιδοκιμάζων απλώς, ο δ' αποδοκιμάζων θλίψας αυτό σφοδρώς διά της χειρός του, διότι η πεπιεσμένη ψήφος είχε την ισχύν της τετρυπημένης (319). Και αν μίαν μόνην εύρωσι τοιαύτην, δεν δέχονται τον υποψήφιον, θέλοντες να συναναστρέφωνται όλοι ευχαρίστως προς αλλήλους. Ο δ' ούτως αποβληθείς ελέγετο ότι εκαδδήθη, διότι κάδδος ελέγετο το αγγείον εις ό ερρίπτοντο του άρτου τα τεμάχια. Εκ δε των φαγητών ηγάπων κυρίως τον μέλανα ζωμόν, ώστε ούτε κρέας ήθελον οι πρεσβύτεροι, αλλά το άφηνον εις τους νεανίας, και κατά τάξιν καθήμενοι αυτοί, έτρωγον τον ζωμόν. Λέγεται δ' ότι βασιλεύς τις του Πόντου (320) διά τον ζωμόν τούτον ηγόρασε μάγειρον εκ Λακωνίας· όταν όμως έφαγεν εξ αυτού, ότι δυσηρεστήθη· αλλ' ο μάγειρος τω είπεν «Ω βασιλεύ, τον ζωμόν τούτον πρέπει να τρώγη τις αφ' ού λουσθή εις τον Ευρώταν». Αφ' ού δε και πίωσι μετρίως, αναχωρούσι χωρίς να έχωσι λαμπάδας. Διότι δεν επιτρέπεται ούτε εις αυτήν ούτε εις άλλην οδόν να βαδίζωσι φωτιζόμενοι, διά να συνηθίζωσι να πηγαίνωσι και εις το σκότος και την νύκτα αφόβως και θαρραλέως. Τα συσσίτια λοιπόν τοιαύτην είχον τάξιν.
ΙΓ. Νόμους δε γεγραμμένους δεν έδωκεν ο Λυκούργος, και απαγορεύει μάλιστα τούτο μία των λεγομένων ρητρών. Ενόμιζε δ' ότι τα κυριώτερα των συντελούντων εις αρετήν και εις ευδαιμονίαν της πόλεως τότε μένουσιν ασφαλή και ακίνητα, όταν συνουσιώνται μετά των ηθών και μετά της αγωγής των πολιτών, και ότι δι' αυτά δεσμός ισχυρότερος της ανάγκης είναι η προαίρεσις, ήν δίδει η εκπαίδευσις εις τους νέους, νομοθέτου θέσιν επέχουσα παρ' εκάστω αυτών. Τα δε μικρά και χρηματικά συμβόλαια, τα κατά τας ανάγκας άλλοτε άλλως μεταβαλλόμενα, έκρινε καλλήτερον να μη τα δέση εις εγγράφους υποχρεωτικούς ορισμούς και εις αμετακίνητα έθιμα, αλλά να τ' αφήση να λαμβάνωσι προσθαφαιρέσεις κατά τους καιρούς, όσας ήθελον εγκρίνει οι μάλλον πεπαιδευμένοι· διότι το σύνολον, το παν της νομοθεσίας εξήρτησεν εκ της παιδείας. Μία λοιπόν ρήτρα ήτον να μη έχωσι νόμους εγγράφους. Άλλη δ' υπήρχε κατά της πολυτελείας εκάστη οικία να έχη την μεν οροφήν της κατεσκευασμένην διά μόνου πελέκεως, την δε θύραν της διά μόνου πρίονος, και ουδενός άλλου εργαλείου. Διότι το μετά ταύτα, ως λέγεται, ρηθέν υπό του Επαμεινώνδου διά την τράπεζάν του, ότι «τοιούτον γεύμα δεν χωρεί προδοσίαν», τούτο πρώτος ενόησεν ο Λυκούργος, ότι τοιαύτη οικία δεν χωρεί πολυτέλειαν και τρυφήν· ουδ' υπάρχει τις τοσούτον απειρόκαλος και ανόητος, ώστε εις οικίαν αφελή και πρόστυχον να εισαγάγη κλίνας αργυρόποδας, και στρώματα πορφυρά, και χρυσά ποτήρια, και την άλλην παρεπομένην πολυτέλειαν· αλλ' ανάγκη υπάρχει να είναι αρμόζουσα και όμοια προς την οικίαν η κλίνη, προς την κλίνην τα ενδύματα, και προς ταύτα η λοιπή του οίκου διασκευή και τα έπιπλα. Εξ αιτίας δε ταύτης της συνηθείας λέγουσιν ότι και ο πρεσβύτερος Λεωτυχίδας (321) δειπνών ποτε εις την Κόρινθον, και ιδών την στέγην του οίκου ότι είχε πολυτελή την κατασκευήν και φατνωματικήν (322), ηρώτησε τον οικοδεσπότην, αν τα ξύλα βλαστάνωσι τετράγωνα παρ' αυτοίς. Τρίτην δε ρήτραν μνημονεύουσι του Λυκούργου την απαγορεύουσαν να εκστρατεύωσι κατά των ιδίων εχθρών, διά να μη συνηθίζωσιν ούτοι ν' ανθίστανται πολλάκις, γινόμενοι ούτω πολεμικοί. Και κατά τούτο μάλιστα κατηγορούσιν έπειτα τον βασιλέα Αγησίλαον (323) ότι, διά των συχνών και πυκνών εισβολών και εκστρατειών εις την Βοιωτίαν, κατέστησε τους Θηβαίους ικανούς αντιπάλους των Λακεδαιμονίων. Δι' ό και ιδών αυτόν πληγωθέντα ο Ανταλκίδας (324), «καλά, τω είπε, δίδακτρα λαμβάνεις παρά των Θηβαίων, διότι ούτε θέλοντας, ούτε ηξεύροντας, συ τους εδίδαξας να πολεμώσι». Τα τοιαύτα λοιπόν νομοθετήματα ωνόμασε ρήτρας, ως χρησμούς τινας υπό του Θεού δεδομένους.
ΙΑ. Της δ' ανατροφής, ήν εθεώρει ως το μέγιστον και κάλλιστον έργον του νομοθέτου, αρχήν μακρόθεν ποιούμενος, επεμελείτο πρώτον τα κατά τους γάμους και τας γενέσεις. Διότι δεν είναι αληθές, ως λέγει ο Αριστοτέλης (325), ότι επιχειρήσας να σωφρονίση τας γυναίκας, παρητήθη τούτου ταχέως, μη δυνηθείς να περιστείλη την μεγάλην ελευθερίαν αυτών και την γυναικοκρατίαν, προερχομένην εκ των συνεχών εκστρατειών των ανδρών, καθ' άς ηναγκάζοντο ν' αφήνωσιν αυτάς κυρίας, ώστε και υπέρ το δέον τας επεριποιούντο, και τας ωνόμαζον Δεσποίνας. Εξ εναντίας εφρόντισε και περί αυτών όσον έπρεπε· και τα μεν σώματα των παρθένων ενεδυνάμωσε, γυμνάζων αυτάς εις τρέξιμον, και εις πάλην, και εις βολήν δίσκων και ακοντίων, θέλων ώστε και η πρώτη των γεννωμένων ρίζωσις, ισχυράν λαμβάνουσα την αρχήν εις τα σώματα, καλλητέρα να βλαστάνη, και αυταί ρωμαλέως τον τοκετόν υποφέρουσαι, ν' αγωνίζωνται καλώς και ευκόλως προς τους πόνους αυτού. Αφήρεσε δε πάσαν μαλακότητα και πάσαν θηλυπρέπειαν, και το να σκιατραφώνται κατ' οίκον, και συνείθισεν, ως τους παίδας, ούτω και τας κόρας γυμναί ν' ακολουθώσι τας πομπάς, και να χορεύωσιν εις τελετάς τινάς, και να ψάλλωσιν, εν ώ οι νέοι παρόντες τας έβλεπον. Ενίοτε δε και ειρωνίας προς έκαστον αποτείνουσαι, τω προσήπτον τα σφάλματά του επωφελώς προς αυτόν εν ώ αφ' ετέρου εγκώμια έμμετρα ψάλλουσαι εις τους αξίους αυτών, πολλήν ενέπνεον εις τους νέους φιλοτιμίαν και ζήλον· διότι ο εγκωμιασθείς διά τας ανδραγαθίας του, και περίφημος μεταξύ των παρθένων γενόμενος, ανεχώρει επαιρόμενος διά τους επαίνους· τα δ' ευτράπελα και σκωπτικά εγγίγματα δεν ήσαν ολιγώτερον επαισθητά των σπουδαίων νουθεσιών, διότι εις τα θεάματα ταύτα μετά των λοιπών πολιτών συμπαρευρίσκοντο και οι βασιλείς και οι γέροντες. Δεν ήτον δ' η γύμνωσις των παρθένων κατ' ουδένα λόγον αισχρά, διότι συνυπήρχεν αιδώς, και έλειπε παν ίχνος ακολασίας· συνείθιζε δε μόνον εις την απλότητα και εις τον ζήλον της ευρωστίας, και ενέπνεε φρόνημα ευγενές εις τας γυναίκας, αίτινες ουδ' αρετής ουδέ φιλοτιμίας εισίν ανεπίδεκτοι. Διά τούτο εις αυτάς και να λέγωσι συνέβαινε και να φρονώσιν, ως ιστορείται περί Γοργούς, της γυναικός του Λεωνίδου, όταν ξένη τις, ως φαίνεται, τη είπε, «μόναι σεις αι Λάκαιναι εξουσιάζετε τους άνδρας σας», και εκείνη απεκρίθη, «διότι μόναι γεννώμεν άνδρας».
ΙΕ. Και ήσαν μεν και ταύτα παρακινητικά προς γάμον, αι πομπαί λέγω των παρθένων, και αι γυμνάσεις, και οι αγώνες αυτών εν παρουσία των νέων, οίτινες ειλκύοντο υπ' ερωτικής, ως λέγει ο Πλάτων (326) και ουχί υπό γεωμετρικής ανάγκης. Αλλά προσέθηκε και ατιμίαν εις τους αγάμους τινά, εμποδίζων αυτούς του να παρευρίσκονται εις τους γυμνικούς αγώνας ως θεαταί· προσέτι δ' οι άρχοντες τους διέταττον να περιέρχονται τον χειμώνα γυμνοί την αγοράν, και οι εκεί περιδιαβάζοντες τοις έψαλλον ωδήν τινα δι' αυτούς εστιχουργημένην, και λέγουσαν ότι δίκαια έπασχον, διότι δεν επείθοντο εις τους νόμους. Εστερούντο δε και της τιμής και της περιποιήσεως ήν οι νέοι προσέφεραν εις τους γεροντοτέρους. Διά τούτο κάνεις δεν κατηγόρησε τον λόγον όν τις είπε προς τον Δερκυλλίδην, καίτοι όντα καλόν στρατηγόν. Εν ώ τω όντι αυτός διέβαινε, των νεωτέρων τις δεν υπεχώρησεν εις αυτόν, ειπών, «Αλλ' ούτε συ εγέννησάς τινα, όστις εις εμέ να υποχωρήση». Ενυμφεύοντο δε δι' αρπαγής, ουχί μικράς και αώρους εις γάμον, αλλ' ακμαίας και ωρίμους παρθένους. Παραλαμβάνουσα δε την αρπασθείσαν η λεγομένη νυμφεύτρια, εξύριζε σύρριζα την κεφαλήν αυτής, την ενέδυεν ανδρός φορέματα και υποδήματα, και τη έστρωνε να κοιμηθή εις στίβαν καλάμων, μόνη, χωρίς φωτός. Τότε δ' ο νυμφίος, ούτε μεθύων ούτε τρυφών, αλλά νήφων ως πάντοτε, αφ' ού εδείπνησεν εις τα φιδίτια, εισήρχετο, έλυε της κόρης την ζώνην, και ανεγείρας αυτήν, την έφερεν εις την κλίνην. Μείνας δε πλησίον αυτής ουχί πολύν χρόνον, απήρχετο κοσμίως να κοιμηθή, ως πρότερον, μετά των άλλων νέων. Και του λοιπού το αυτό έπραττε, συνδιημερεύων μεν μετά των συνηλικιωτών του και συναναπαυόμενος, προς δε την νύμφην απερχόμενος μετά συστολής, εντρεπόμενος και φοβούμενος μη τον εννοήση τις των συνοίκων της. Ετεχνάζετο δε και η νύμφη και συνήργει ώστε να συναπαντώνται εις καιρόν αρμόδιον, και χωρίς τις να τους εννοήση. Εγίνοντο δε ταύτα ουχί επ' ολίγον καιρόν, αλλ' ως και παιδία να γεννηθώσι τινών, πριν ημέραν να ιδώσι τας γυναίκας των· Η δε τοιαύτη συνάντησις ου μόνον ήτον εξάσκησις εις εγκράτειαν και εις σωφροσύνην, αλλά και τα σώματα ανεδείκνυε γόνιμα και αυτούς έφερε πάντοτε διά του έρωτος νεαρούς και προσφάτους εις την ένωσιν, ουχί δε κεκορεσμένους και εξησθενημένους εκ των ελευθέρων συγκοινωνιών, αλλ' αφήνοντας πάντοτε ως λείψανόν τι και διερέθισμα του προς αλλήλους πόθου και της αγάπης. Εν ώ δε διά τοσαύτης αιδούς και τάξεως διεκόσμησε τον γάμον, αφήρεσε προσέτι και την ματαίαν και γυναικώδη ζηλοτυπίαν, ως καλόν μεν νομοθετήσας να λείψη από του γάμου πάσα κακοήθεια και πάσα αταξία, αλλά να μετέχωσι της παιδοποιίας οι άξιοι μόνον, και περιγελών ως άμικτα έχοντας και ακοινώνητα ήθη τους τιμωρούντας ταύτα διά σφαγών και πολέμων. Διότι εσυγχώρει εις άνδρα γέροντα νέας γυναικός, αν είχεν υπόληψιν και αγάπην προς νέον τινά καλόν καγαθόν, να τον φέρη προς αυτήν, και πληρώσας αυτήν γενναίου γόνου, να οικειοποιήται το γεννηθέν παιδίον. Επέτρεπε δ' αφ' ετέρου και εις χρηστοήθη άνδρα, αν εθαύμαζε σώφρονά τινα και καλλίτεκνον γυναίκα, έγγαμον ήδη, να πείθη τον άνδρα της να τω παραχωρή αυτήν, διά να γεννηθώσιν εξ αυτής παίδες, ως εις καλλίκαρπον χώραν φυτευθέντες, αγαθών ανδρών αδελφοί και συγγενείς. Διότι πρώτον μεν ο Λυκούργος θεώρει τους παίδας ως ανήκοντας ουχί ιδίως εις τους πατέρας, αλλά κοινώς εις την πόλιν· όθεν ήθελε να γεννώνται οι πολίται εκ των άριστων, ουχί εκ των τυχόντων. Έπειτα δε πολλήν έβλεπε την αβελτηρίαν και τον τύφον εις τα περί τούτου των άλλων νομοθετήματα· διότι κύνας μεν και ίππους ενούσι μετά των αρίστων του είδους των, λαμβάνοντες αυτούς διά παρακλήσεων ή μισθού παρά των κυρίων των τας δε γυναίκας κατακλείουσι και φρουρούσι, απαιτούντες αυτών μόνων να είναι οι παίδες, και άφρονες αν ώσι, και παρήλικες και ασθενικοί (327) ως τα παιδία να μη γίνωνται κακά προς πρώτους τους γονείς και τροφείς των, αν εκ κακών γεννηθώσι, και εξ εναντίας χρηστά, αν χρηστήν έχωσι γέννησιν. Ταύτα δ' ούτω κατά φυσικούς και πολιτικούς λόγους γινόμενα τότε, τοσούτον απείχον της ακολασίας ήτις λέγεται ότι μετά ταύτα επεκράτησεν ως προς τας γυναίκας, ώστε ποτέ συζυγική απιστία παρ' αυτοίς δεν ηκούσθη. Και απομνημονεύεται λόγος Γεράδα τινός Σπαρτιάτου, εκ των παλαιοτάτων, όστις ερωτηθείς υπό ξένου πώς τιμωρούνται οι μοιχοί παρ' αυτοίς, είπεν «Ω ξένε, ουδείς γίνεται μοιχός παρ' ημίν». Επειδή δ' ο ξένος επέμεινεν ρωτών «Αλλ' αν γίνη;» «Πληρώνει, είπεν ο Γεράδας, ταύρον μέγαν, όστις κύψας από του Ταϋγέτου (328) πίνει εις τον Ευρώταν». Προς ταύτα θαυμάσας ο ξένος, ηρώτησε, «Και πώς γίνεται βους τόσος μέγας;» ο δε Γεράδας γελάσας, «Και πώς γίνεται, είπε, μοιχός εις την Σπάρτην;» Ταύτα ιστορούνται περί των γάμων.
ΙΣΤ. Το δε γεννηθέν παιδίον δεν είχεν εξουσίαν ο πατήρ του να το αναθρέψη· αλλά το έφερεν εις θέσιν καλουμένην Λέσχην, όπου καθήμενοι των συμφυλετών οι πρεσβύτεροι, και εξετάσαντες το παιδάριον, αν μεν το εύρισκον εύρωστον και καλώς μεμορφωμένον, τω επέτρεπον να το αναθρέψη, δίδοντες εις αυτόν ένα εκ των εννέα χιλιάδων κλήρων· αν δ' ήτον ασθενικόν και άμορφον, το έστελλον εις τας λεγομένας Αποθέτας, τόπον βαραθρώδη πλησίον του Ταΰγέτου, επί τω λόγω ότι ούτε εις αυτό ούτε εις την πόλιν ήτον χρήσιμον να ζη το αμέσως εξ αρχής μη έχον ευεξίαν και δύναμιν· όθεν και δεν έλουον αι γυναίκες τα βρέφη εις ύδωρ, αλλ' εις οίνον, δοκιμάζουσαι ούτω την κράσιν αυτών. Διότι, λέγεται ότι τα επιληπτικά και νοσώδη δεν αντέχουσι προς τον άκρατον οίνον, αλλ' αποκάμνοντα αποθνήσκουσιν (329) εν ώ τα υγιεινά μάλλον ενδυναμούνται και αποσκληρύνονται. Είχον δε και αι τροφοί τέχνην τινά εις την επιμέλειαν αυτών, διότι τα βρέφη χωρίς σπαργάνων ανατρέφουσαι, άφηνον ν' αναπτύσσονται ελευθέρως τα μέλη και η μορφή των, προσέτι δε τα συνήθιζον να είναι εύκολα εις πάσαν δίαιταν, να μη σιχαίνονται καμμίαν, να μη φοβώνται το σκότος ούτε την ερημίαν, ούτε δυστροπίας να συνηθίζωσιν ούτε κλαυθμηρισμούς. Διά τούτο και πολλάκις ξένοι ηγόραζον τροφούς Λακωνικάς, και η Αμύκλα, ήτις εθήλασε τον Αθήναιον Αλκιβιάδην, λέγεται ότι ήτον Λάκαινα. Αλλ' εις αυτόν μεν, ως λέγει ο Πλάτων, ο Περικλής (330) έδωκε παιδαγωγόν τον Ζώπυρον, όστις κατ' ουδέν διέφερε των άλλων δούλων. Εις δε των Σπαρτιατών τους παίδας ο Λυκούργος δεν επέτρεπε να έχωσι παιδαγωγούς αγοραστούς ή υπομισθίους, ούτε ήτον συγκεχωρημένον εις έκαστον ν' ανατρέφη και να εκπαιδεύη τον υιόν του ως ήθελεν, αλλ' άμα έφθανον εις το έβδομον έτος της ηλικίας των, ευθύς παραλαμβάνων όλους αυτούς, τους κατέταττεν εις αγέλας, και να συζώσιν αναγκάζων αυτούς και να συντρέφωνται, τους συνήθιζε ν' ασχολώνται ομού και να παίζωσι. Καθίστα δ' άρχοντα εκάστης αγέλης τον φρονιμώτερον εις τας σκέψεις και θαρραλεώτερον εις τας συμπλοκάς· και εις αυτόν απέβλεπον όλοι, και υπήκουον όταν επρόσταζε, και υπέφερον όταν τους ετιμώρει, ώστε η τιμωρία ήτον ευπειθείας μελέτη. Επέβλεπον δ' οι γεροντότεροι αυτούς όταν έπαιζον, και συνεχώς προκαλούντες μεταξύ αυτών μάχας και φιλονεικίας, παρετήρουν προσεκτικώς, οποίος ήτον έκαστος εξ αυτών ως προς την τόλμην, και αν δεν απέφευγε τας μάχας και τους αγώνας. Και γράμματα μεν εμάνθανον, ως αναγκαία· η δε λοιπή αγωγή αυτών σκοπόν είχε να τους καταστήση ευπειθείς εις την εξουσίαν, καρτερικούς εις τους κόπους, και ικανούς να νικώσιν εις τας μάχας. Διό και όσον επροχώρουν εις την ηλικίαν, τόσω ηύξανον την άσκησιν αυτών, ξυρίζοντες αυτούς σύρριζα, και συνηθίζοντες αυτούς να περιπατώσιν ανυπόδυτοι, και να παίζωσιν ως επί το πλείστον γυμνοί. Όταν δ' εγίνοντο δώδεκα ετών, δεν εφόρουν πλέον χιτώνα, και ελάμβανον έν μόνον κατ' έτος ιμάτιον, και είχον τα σώματα ρυπαρά, και ούτε λουτρά ήξευρον ούτε αλοιφάς (331), αλλά μόλις ολίγας ημέρας του έτους απελάμβανον τοιαύτας περιποιήσεις. Εκοιμώντο δ' ομού, διηρημένοι κατ' ίλας και αγέλας, εις στίβας άς αυτοί οι ίδιοι έφερον, κόπτοντες διά των χειρών των, και άνευ σιδήρου, τας κορυφάς των καλάμων αίτινες εβλάστανον εις του Ευρώτου τας όχθας. Τον δε χειμώνα έστρωνον και τους λεγομένους λυκοφάνους (332), και τους εμίγνυον εις τας στιβάδας, διότι νομίζεται ότι η ύλη αυτών έχει τι θερμαντικόν.
ΙΖ. Όταν δ' είχον φθάσει εις ταύτην την ηλικίαν, τότε συνανεστρέφοντο μετ' αυτών ως ερασταί οι άριστοι των νέων, και τότε μάλιστα προσείχον εις αυτούς οι πρεσβύτεροι, παρευρισκόμενοι εις τα γυμνάσια αυτών, και παρόντες όταν ηγωνίζοντο προς αλλήλους και όταν περιεπαίζοντο αστειευόμενοι, και τούτο ουχί παρέργως, αλλά τρόπον τινά ως νομίζοντες ότι όλοι όλων ήσαν πατέρες και παιδαγωγοί και άρχοντες· ώστε ούτε καιρός έμενεν ούτε τόπος καθ' όν να μη υπάρχη ο νουθετών τον σφάλλοντα και ο τιμωρών. Προσέτι δε διωρίζετο και παιδονόμος εκ των αρίστων ανδρών, και πλην αυτού εκάστης αγέλης προΐστατο ο σωφρονέστατος πάντοτε και γενναιότατος εκ των λεγομένων Ειρένων. Ονομάζουσι δ' Είρενας τους προ δύο ετών εξελθόντας της παιδικής ηλικίας, ως καλούσι Μελλείρενας τους μεγαλητέρους των παίδων. Ο Είρην λοιπόν ούτος, εικοσαετής γενόμενος, διοικεί εις τας μάχας τους υποτεταγμένους, και κατ' οίκον τους μεταχειρίζεται ως υπηρέτας εις το δείπνον, και διατάττει τους μεν μεγαλητέρους να φέρωσι ξύλα, τους δε μικροτέρους λάχανα. Φέρουσι δ' αυτά κλέπτοντες άλλοι μεν εκ των κήπων, άλλοι δε κρυφίως εισχωρούντες εις των ανδρών τα συσσίτια, μετά πολλής πανουργίας και προφυλάξεως· όστις δε φωραθή, πολλάς λαμβάνει μαστιγώσεις, ως και κλέπτων αμελώς και ατέχνως. Κλέπτουσι δε και εκ των τροφών ό,τι δύνανται, μανθάνοντες επιτηδείως να επιπίπτωσι κατά των κοιμωμένων ή αμελώς φυλαττόντων. Αν δέ τις κατανοηθή, η ποινή του είναι ραβδισμός και η πείνα· και τοις δίδεται ολίγον δείπνον, διά ν' αναγκάζωνται διά τόλμης και πανουργίας να κερδίζωσι το ελλείπον. Και τούτο μεν είναι της ολιγοσιτίας το κύριον αποτέλεσμα· παρέργως δ' επιφέρει αυτή και των σωμάτων την αύξησιν, διότι λαμβάνουσι μήκος αυτά, όταν το πνεύμα δεν συνέχηται και ασχολήται πολύ υπ' αφθονίας τροφής, εις βάθος και πλάτος πιεζόμενον, αλλ' ως ελαφρόν προχωρή προς τα άνω, και το σώμα ευκόλως και ελευθέρως ακολουθή (333). Προσέτι τούτο φαίνεται ότι συντελεί και εις την ωραιότητα· διότι αι ισχναί και ζωηραί κράσεις υπακούουσι μάλλον εις την μόρφωσιν των μελών, εν ώ αι ογκώδεις και πολύ τεθραμμέναι ανθίστανται εξ αιτίας του βάρους. Καθώς και των εγγύων γυναικών, αίτινες καθαρσίων ποιούνται χρήσιν, τα παιδία γεννώνται ισχνά μεν, αλλά ευειδή και καλώς εσχηματισμένα, εξαιτίας της ελαφρότητος της ύλης, ήτις ευκολώτερον δέχεται τον τύπον. Αλλ' η αιτία του συμβαίνοντος τούτου ας μείνη και άλλοι ν' αποφανθώσι περί αυτής.
ΙΗ. Κλέπτουσι δε μετά τοσαύτης προφυλάξεως οι παίδες, ώστε λέγεται ότι έκλεψε ποτέ τις μικράν αλώπεκα, και την έκρυπτεν εις το φόρεμά του· τω εσπάραττε δε το θηρίον την γαστέρα διά των ονύχων και διά των οδόντων αλλά το παιδίον, διά να μη εννοηθή, υπέφερε τους πόνους και απέθανε. Τούτο δε δεν είναι απίστευτον ουδ' ως προς τους σημερινούς εφήβους, διότι πολλούς αυτών είδομεν ν' αποθνήσκωσιν υπό τας πληγάς εις τον βωμόν της Ορθίας (334). Εδείπνει δ' ο Είρην κείμενος κατά γης, και άλλον μεν των παίδων διέταττε να τραγωδή, εις άλλον δ' υπέβαλλεν ερώτησιν, απαιτούσαν εσκεμμένην απόκρισιν, οίον· τις των ανθρώπων είναι ο άριστος; ή, Οποία τις είναι του δείνος η πράξις; Εκ τούτου δε συνείθιζον ευθύς εξ αρχής και να κρίνωσι περί των καλών, και να εξετάζωσι περί των πολιτών. Διότι το να ερωτηθή τις, ποίος των πολιτών είναι αγαθός, ή ποίος είναι ανάξιος, και να μη ηξεύρη ν' αποκριθή, εθεωρείτο ως σημείον ψυχής νωθράς και αφιλοτίμου προς αρετήν. Έπρεπε δε η απόκρισις να συνοδεύηται και υπ' αιτιολογίας και αποδείξεως, βραχυλόγως εκπεφρασμένης και συντόμου. Ο δ' εσφαλμένως αποκριθείς ετιμωρείτο υπό του Είρενος, όστις τω εδάγκανε τον μέγαν δάχτυλον της χειρός. Πολλάκις δε και επί παρουσία των γεροντοτέρων και των αρχόντων ο Είρην ετιμώρει τους παίδας, δίδων απόδειξιν αν τους τιμωρή ευλόγως και καθώς πρέπει. Και όταν μεν τους ετιμώρει δεν εμποδίζετο· αφ' ού δ' ανεχώρουν αι παίδες, υπεβάλλετο αυτός εις ευθύνην, αν τους επαίδευσε τραχύτερον του δέοντος, ή εξ εναντίας μαλακώτερον και ατόνως. Μετείχον δ' οι ερασταί και της καλής και της κακής υπολήψεως των παιδίων, και λέγεται ότι παιδίον ποτέ εις τους αγώνας εξέπεμψε φωνήν αγενή, και ότι αντί αυτού ετιμώρησαν τον εραστήν του οι άρχοντες. Τόσον δ' επεδοκιμάζετο παρ' αυτοίς ο έρως, ώστε και αι ενάρετοι γυναίκες έτρεφον έρωτα προς τας παρθένους, η δ' αντιζηλία ήτον άγνωστος παρ' αυτοίς· αλλ' οι αντερασταί μάλλον συνέδεον ως εκ τούτου προς αλλήλους φιλίαν, και συνηγωνίζοντο πώς ν' αποδείξωσιν όσον το δυνατόν καλλήτερον τον ερώμενον.
ΙΘ. Εδίδασκον δε τους παίδας και να μεταχειρίζονται λόγον έχοντα την χάριν αναμεμιγμένην μετά πικρίας, και πολλήν έννοιαν δι' ολίγων λέξεων. Και το μεν σιδηρούν νόμισμα, ως ερρέθη ενομοθέτησεν ο Λυκούργος να έχη πολύ μεν το βάρος μικράν δε την αξίαν. Το δε νόμισμα του λόγου εξ ενάντιας κατασκεύασε τοιούτον, ώστε δι' ολίγων και απλών λέξεων πολλήν και εξαίρετον να εκφράζη διάνοιαν, αναδεικνύων διά της σιωπής τους παίδας αποφθεγματικούς και πεπαιδευμένους προς αποκρίσεις· διότι, ως οι ακόλαστοι εισίν άγονοι ως επί το πλείστον και άκαρποι, ούτω και η περί το λαλείν ασωτία καθίστα τον λόγον κενόν και ανόητον. Όταν κάτοικός τις της Αττικής, περιπαίζων τας Λακωνικάς μαχαίρας διά την μικρότητά των, έλεγεν ότι οι θαυματοποιοί καταπίνουσιν αυτάς ευκόλως εις τα θέατρα, «Και όμως, είπεν ο Βασιλεύς Άγις (335) ημείς δι' αυτών άριστα φθάνομεν τους εχθρούς». Εγώ δε βλέπω και τον λόγον τον Λακωνικόν ότι βραχύς μεν φαίνεται, αλλά φθάνει άριστα εις τα πράγματα, και κατακυριεύει τον νουν των ακροατών. Και ο Λυκούργος δ' αυτός πιθανόν ότι ήτον βραχυλόγος και αποφθεγματικός καθ' όσον δυνάμεθα να συμπεράνωμεν εκ των απομνημονευμάτων ως είναι εκείνο το ρητόν του περί πολιτείας, εις τον θέλοντα να εισαγάγη την δημοκρατίαν εις την πόλιν «Άρχισον (τω είπε) πρώτον να εισαγάγης συ την δημοκρατίαν εις την οικίαν σου». Και το περί των θυσιών, προς τον ερωτήσαντα, διατί τας διέταξε τοσούτον ευτελείς και μικράς; «Διά να μη παύωμεν (είπε) ποτέ τιμώντες τους Θεούς». Και το περί των αγωνισμάτων, εξ ών εκείνα μόνα δεν απηγόρευεν εις τους πολίτας, εις όσα χειρ δεν υψούτο (336). Αναφέρονται δ' αυτού και δι' επιστολών αποκρίσεις τοιαύται προς τους πολίτας. Πώς δυνάμεθα ν' αποφύγωμεν εφόδους εχθρών; «Αν μένητε πτωχοί, και δεν ορέγησθε να έχητε ο είς περισσότερα του άλλου». Και πάλιν περί των τειχών «Δεν είναι ατείχιστος η πόλις ήν περικλείουσιν άνδρες και όχι πλίνθοι». Περί τούτων δε και των τοιούτων επιστολών, ούτε ν' απιστήσωμεν ούτε να πιστεύσωμεν εις αυτάς είναι εύκολον.
Κ. Της δε προς το μήκος των λόγων αποστροφής των Λακεδαιμονίων δείγματα τοιαύτα υπάρχουσι. Λεωνίδας ο βασιλεύς, ακούσας τινά ομιλούντα ακαίρως περί πραγμάτων χρησίμων, «Ω ξένε, τω είπε, το δέον μεταχειρίζεσαι εν ου δέοντι» Ο Χαρίλαος δ' ο ανεψιός του Λυκούργου, ερωτηθείς περί της ολιγότητος των νόμων αυτού, είπεν ότι «Όσοι δεν έχουσι πολλούς λόγους, δεν χρειάζονται και πολλούς νόμους». Ο δ' Αρχιδαμίδας (337) όταν τινές κατηγόρουν τον σοφιστήν Εκαταίον, (338) ότι προσκληθείς εις το συσσίτιον ουδέν έλεγεν, «Όστις, είπεν, ηξεύρει τον λόγον, ηξεύρει και τον καιρόν δι' αυτόν». Ιδού δε και απομνημονεύματα, περί ών έλεγον ότι πικρά μεν ήσαν, αλλ' ουχί και αμέτοχα χάριτος. Άνθρωπος πονηρός παρηνόχλει τον Δημάρατον (339) δι' ακαίρων ερωτήσεων, και μεταξύ άλλων πολλάκις τον ηρώτα τις ήτον ο άριστος των Σπαρτιατών; «Όστις ολιγώτερον δε ομοιάζει» (340)είπεν ο Δημάρατος. Ακούσας δ' ο Άγις (341) τινάς επαινούντας τους Ηλείους ότι καλώς και δικαίως διευθύνουσι τα Ολύμπια (342), «Και τι μέγα, είπε, πράττουσιν οι Ηλείοι ότι εν διαστήματι πέντε ετών επί μίαν ημέραν μεταχειρίζονται την δικαιοσύνην;» Ο δε Θεόπομπος (343), προς ξένον τινά όστις επεδείκνυεν εύνοιαν προς τους Λακεδαιμονίους, και έλεγεν ότι υπό των συμπολιτών του εκαλείτο φιλολάκων, «Καλόν, τω είπε, θα ήτον διά σε, ω ξένε, να καλήσαι φιλοπολίτης». Ο δ' υιός του Παυσανίου Πλειστώναξ (344), προς ρήτορα Αθηναίον, όστις έλεγεν αμαθείς τους Λακεδαιμονίους, «Καλά λέγεις, απεκρίθη, διότι μόνοι εκ των Ελλήνων ημείς ουδέν κακόν εμάθομεν από σας». Ο δ' Αρχιδαμίδας (345) προς τον ερωτήσαντα, πόσοι εισίν οι Σπαρτιάται, «Αρκετοί, είπεν, ω ξένε, ώστε να διώκωσι τους κακούς». Και εξ αυτών δε των αστεϊσμών των δύναται τις να συμπεράνη τα ήθη των διότι συνείθιζον ποτέ να μη λέγωσι λόγον περέργως, ουδέ φωνήν καν να εκβάλλωσι μη εκφράζουσαν όπως δήποτε έννοιαν. Παρακινούμενός τις ν' ακούση άνθρωπον όστις εμιμείτο την αηδόνα, « Αλλά την ήκουσα την ιδίαν (346)», απεκρίθη. Άλλος δε, αναγνούς το επίγραμμα τούτο,
«Την τυραννίαν σβέννυντας χαλκούς τους εθέρισεν Άρης·
Της Σελινούντος δ' εμπρός έπεσαν ούτοι ομού».
«Δικαίως, είπεν, απέθανον οι άνδρες, διότι έπρεπε να την αφήσωσι να καή ολόκληρος». Νεανίας δέ τις, προς τον υποσχόμενον να τω δώση αλεκτρυόνας οίτινες μαχόμενοι (347) απέθνησκον, «Όχι, παρακαλώ, είπε· δος μοι αλεκτρυόνας οίτινες μαχόμενοι να φονεύωσιν». Άλλος δε, ιδών τινας καθημένους επί εδρών προς χρείαν των, «Μη γένοιτο, είπε, να καθήσω εδώ, όθεν δεν ημπορώ να προσηκωθώ εις τους γεροντοτέρους». Τοιούτον λοιπόν ήτον το είδος των Λακωνικών αποφθεγμάτων, ώστε να λέγωσί τινες ουχί παραλόγως, ότι ο λακωνισμός ήτον κλίσις μάλλον προς την φιλοσοφίαν, παρά προς τα γυμνάσια (348).
ΚΑ. Η δε περί τας ωδάς και την μουσικήν εκπαίδευσις επεδιώκετο μετά της αυτής επιμελείας, μεθ' όσης και η ως προς τους λόγους βραχύτης και σαφήνεια. Είχον όμως και τα μέλη κέντρον πάντοτε διεγείρον την ψυχήν, και παριστών οργήν ενθουσιώδη προς δραστήριον πράξιν και η λέξις των ασμάτων ήτον αφελής και έντονος επί πραγμάτων σοβαρών και τα ήθη διαμορφούντων. Τα πλείστα εξ αυτών ήσαν έπαινοι και μακαρισμοί των υπέρ της Σπάρτης αποθανόντων, και κατηγορίαι των ριψασπίδων (349), ότι έζων ζωήν θλιβεράν και δυστυχεστάτην· και υπόσχεσις και καύχησις αρετής, αναλόγως προς τας ηλικίας· διότι εις τας εορτάς τρεις υπήρχον χοροί κατά τας τρεις ηλικίας συνεστημένοι. Εξ αυτών, αρχίζων ο των γερόντων, έψαλλεν·
Ήμεθ' ανδρείοι νεανίαι άλλοτε».
Αποκρινόμενος δ' ο των ανδρών, έλεγεν
«Είμεθα τώρα· Αν τολμάς, δοκίμασε»
Και τρίτος ο των παιδίων·
«Θα γίνωμεν ημείς πολύ καλλίτεροι».
Και εν γένει όστις επιστήση την προσοχήν του εις τα Λακωνικά ποιήματα, ών τινα σώζονται έτι μέχρις ημών, και αναλογισθή τους εμβατηρίους ρυθμούς, ούς μετεχειρίζοντο μετ' αυλού κινούμενοι κατά των εχθρών, θα εννοήση ότι ευλόγως και ο Τέρπανδρος (350) και ο Πίνδαρος συνήπτον την ανδρείαν μετά της μουσικής, διότι ο μεν ταύτα λέγει εις τα ποιήματά του περί Λακεδαιμονίων·
«Όπου ακμάζει των νέων αιχμή και λιγύφθογγος μούσα
η μεγαλόδωρος δίκη— »
Ο δε Πίνδαρος λέγει·
. . . . Όπου βουλαί γερόντων
και νέων αιχμαί ανδρών αριστεύουσι,
όπου μούσα και χοροί κ' ευθυμία.
Διότι τους λέγουσι συγχρόνως μουσικωτάτους και πολεμικωτάτους·
«Ίσον εστί τω καλώς πολεμείν το καλώς κιθαρίζειν»,
ως είπεν ο Λακωνικός ποιητής (351)· διότι και εις τας μάχας ο Βασιλεύς έθυε πρώτον εις τας Μούσας, ενθυμίζων, ως φαίνεται, την ανατροφήν των πολιτών και τας ωδάς ας εδιδάχθησαν, όπως τας έχωσι προχείρους εις τους κινδύνους, και προτρέπωνται υπ' αυτών οι μαχόμενοι εις πράξεις αξίας να υμνηθώσι.
ΚΒ. Τότε δε, χαλαρούντες και το σκληρότατον μέρος της των παίδων ανατροφής, δεν τοις απηγόρευον να καλλωπίζωσι την κόμην των, και να στολίζωσι τα ιμάτια και τα όπλα των, και έχαιρον βλέποντες αυτούς γαυριώντας και επαιρομένους προς τους αγώνας. Δι' ό και έτρεφον κόμην ευθύς ως εξήρχοντο της εφηβικής ηλικίας, και επεριποιούντο αυτήν μάλιστα κατά τους κινδύνους, διά να φαίνηται παχεία και καλώς εκτενισμένη· αναφέροντες και τον λόγον όν είπεν ο Λυκούργος περί της κόμης, ότι «Τους μεν ωραίους καθιστά ωραιοτέρους, τους δ' ασχήμους φοβερωτέρους». Επεδίδοντο δε και εις γυμνάσια μαλακώτερα εις τας εκστρατείας· και καθ' όλα τα άλλα καθιστών τον βίον των νέων ούτε τόσον αυστηρόν, ούτε τόσον κεχαλινωμένον, ώστε μεταξύ των ανθρώπων όλων εις μόνους αυτούς ο πόλεμος ήτον ανάπαυσις της προς τον πόλεμον ασκήσεις. Αφ' ού δε κατετάττετο η φάλαγξ αυτών, επί παρουσία των πολεμίων, ο Βασιλεύς έθυε μικράν αίγα, και παρήγγελλεν εις όλους να στεφανωθώσι, και εις τους αυλητάς ν' αυλήσωσι το Καστόριον μέλος (352). Ήρχιζε δε συγχρόνως αυτός τον πολεμιστήριον παιάνα, ώστε ήτον επίσημον το θέαμα και καταπληκτικόν, όταν εβάδιζον προς τον ρυθμόν του αυλού, και ούτε αποστήματα άφηνον εις την φάλαγγα, ούτε τας ψυχάς εταράττοντο, αλλά πράως και ιλαρώς υπό της μουσικής εφέροντο εις τον κίνδυνον διότι φυσικόν είναι οι ούτω διατεθειμένοι ούτε εις φόβον ούτε εις παραφοράν πολλήν να υπόκεινται, αλλά σταθερόν να έχωσι φρόνημα, μετ' ελπίδος και θάρρους, ως πεποιθότες ότι παρών ο Θεός τους υπερασπίζει. Επροχώρει δ' ο Βασιλεύς κατά των εχθρών, έχων πλησίον του νέον τινα νικήσαντα εις στεφανίτην αγώνα (353). Και λέγουσιν ότι Λακεδαιμόνιός τις, εις όν κατά τα Ολύμπια εδίδοντο πολλά χρήματα, δεν τα εδέχθη, αλλά μετά πολλού κόπου κατεπάλαισε τον ανταγωνιστήν του. Όταν δέ τις ηρώτησεν αυτόν «Και τι εκέρδισας εκ της νίκης, ω Λάκων;» είπε μειδιών « Ότι θα πολεμώ τους εχθρούς τεταγμένος εμπρός του Βασιλέως». Όταν δ' έτρεπον εις φυγήν και ενίκων τους εχθρούς, τους εδίωκον όσον μόνον απητείτο, όπως εξασφαλίσωσι την νίκην διά της φυγής των εχθρών, και ευθύς έπειτα επέστρεφον, ούτε γενναίον ούτε ελληνικόν θεωρούντες να κόπτωσι και να φονεύωσι τους αποκάμοντας και υποχωρήσαντας. Τούτο δε ήτον όχι μόνον καλόν και μεγαλόψυχον, αλλά προσέτι και χρήσιμον. Διότι οι πολεμούντες προς αυτούς, ηξεύροντες ότι τους μεν ανθισταμένους φονεύουσιν, αφήνουσι δ' ανενοχλήτους τους ενδίδοντας, επροτίμων ως ωφελιμώτερον να φεύγωσι μάλλον παρά να μένωσι.
ΚΓ. Περί δε του Λυκούργου λέγει Ιππίας ο σοφιστής (354), ότι ήτον πολεμικώτατος και αυτός, και πολλάκις ότι εστρατήγησεν. Ο δε Φιλοστέφανος (355) αποδίδωσιν εις τον Λυκούργον και την κατ' ουλαμούς διαίρεσιν των ιππέων, λέγων ότι ο ουλαμός ήτον σύστημα εκ πεντήκοντα ιππέων, εις τετράγωνον σχήμα τεταγμένων. Ο Δημήτριος όμως ο Φαληρεύς (356) διισχυρίζεται ότι ουδεμίαν επεχείρησε πολεμικήν πράξιν, αλλ' ότι εν καιρώ ειρήνης ερρύθμισε την πολιτείαν. Και η επίνοια δε της Ολυμπιακής ανακωχής (357) φαίνεται ότι είναι ανθρώπου πράου την διάθεσιν και ειρηνικού. Αλλά τινές λέγουσιν, ως ο Έρμιππος (358) μνημονεύει, ότι ο Λυκούργος ουδεμίαν είχε κατ' αρχάς συνάφειαν και σχέσιν μετά του Ιφίτου (359), αλλ' ότι κατά τύχην ευρίσκετο εις την Ολυμπίαν μεταξύ των θεατών, ό,τι δ' ήκουσε φωνήν ως ανθρώπου τινός, όστις όπισθέν του τον επέπληττε, και εξίστατο ότι δεν παρεκίνει τους συμπολίτας του να συμμετέχωσι της πανηγύρεως. Επειδή όμως στραφείς δεν είδεν ουδαμού τον ομιλήσαντα, επίστευσεν ότι ήτο φωνή Θεού, και ούτω προσήλθε προς τον Ίφιτον, και επιμεληθείς μετ' αυτού την εορτήν, την κατέστησεν ενδοξοτέραν και μονιμωτέραν.
ΚΔ. Εξετείνετο δ' η ανατροφή μέχρι της ανδρικής ηλικίας, διότι ουδείς είχε την άδειαν να ζη ως ήθελεν αλλ' ήσαν εις την πόλιν ως εις στρατόπεδον, προσδιωρισμένην έχοντες την δίαιταν, και τας κοινάς ασχολήσεις, και εν γένει νομίζοντες ότι δεν ανήκον εις εαυτούς, αλλ' εις την πατρίδα· και όταν δεν είχον διαταγήν άλλο τι να πράξωσιν, επετήρουν τους παίδας, και τοις εδίδασκον χρήσιμόν τι ή εδιδάσκοντο αυτοί υπό των πρεσβυτέρων. Διότι έν ήτο και τούτο από τα καλά και μακάρια όσα επρομήθευσεν ο Λυκούργος εις τους συμπολίτας του, η μακρά άνεσις, καθ' όσον εις τέχνην βάναυσον να επιδοθώσι δεν τοις επέτρεπε, ν' ασχολώνται δε εις την επίπονον και πολύφροντιν σύναξιν χρημάτων δεν είχον ανάγκην, αυτοί οίτινες ουδ' επεθύμουν διόλου ουδ' ετίμων τον πλούτον· ειργάζοντο δε την γην αυτών οι Είλωτες, δίδοντες εισόδημα όσον είπομεν ανωτέρω. Ελθών δέ τις ποτέ εις Αθήνας, όταν ενήργουν τα δικαστήρια, και ακούσας ότι κατεδικάσθη τις δι' αργίαν, και απήρχετο λυπούμενος, και συνοδευόμενος υπό των φίλων του αγανακτούντων μετ' αυτού και θλιβομένων, παρεκάλεσε τους παρευρισκομένους να τω δείξωσι τις ήτον ο τιμωρηθείς διά την ελευθερίαν· τόσον εθεώρουν δουλοπρεπές το ν' ασχολώνται εις τέχνας ή εις χρημάτων κέρδος. Ως δ' ήτον επόμενον, μετά του νομίσματος εξέλειπαν και αι δίκαι, διότι ούτε πλεονεξίαν, ούτε ένδειαν είχον, αλλ' ισότητα ευπορίας, και ζωής ευκολίαν διά την λιτότητα. Είχον δε χορούς, και πανηγύρεις και συμπόσια, και διασκεδάσεις εις κυνήγια και γυμνάσια καθ' όλον τον καιρόν όταν δεν εξεστράτευον.
ΚΕ. Και οι μεν νεώτεροι των τριάκοντα ετών δεν κατέβαινον διόλου εις την αγοράν, αλλ' επρομηθεύοντο τα του οίκου διά των συγγενών και των φίλων των. Και εις τους γεροντοτέρους δ' έφερεν αισχύνην να φαίνωνται συνεχώς εκεί διατρίβοντες, και να μη μένωσι το πλείστον της ημέρας εις τα γυμνάσια και εις τας λεγομένας λέσχας, όπου, συνερχόμενοι, ευγενώς συνανεστρέφοντο, χωρίς ν' αναφέρωσιν υποθέσεις χρηματικάς και αγοραία συμφέροντα. Το περισσότερον δ' αι τοιαύται συνδιαλέξεις περιεστρέφοντο εις έπαινον των καλών ή κατηγορίαν των κακών πράξεων, μετά χαριεντισμών και γέλωτος, ελαφρώς φέροντος εις νουθεσίαν και διόρθωσιν· διότι ουδ' αυτός ο Λυκούργος ήτον καθ' υπερβολήν αυστηρός, και ο Σωσίβιος (360) ιστορεί ότι έστησεν αγαλμάτιον του Γέλωτος, προσθέτων εγκαίρως και τον χαριεντισμόν εις τα συμπόσια και εις τας τοιαύτας συναναστροφάς, ως γλύκυσμα των κόπων και της άλλης διαίτης. Εν γένει δε συνείθιζε τους πολίτας να μη θέλωσιν ουδέ να ηξεύρωσι να ζώσι κατ' ιδίαν, αλλά καθώς αι μέλισσαι, συζώντες πάντοτε εν κοινώ, και τον άρχοντα περιστοιχίζοντες πάντες ομού, να διατελώσι διαρκώς εκτός σχεδόν εαυτών υπ' ενθουσιασμού και φιλοτιμίας, και να είναι όλοι της πατρίδος, ως δυνάμεθα να εννοήσωμεν και έκ τινων ρήσεων την διάνοιαν αυτού. Ο Παιδάρετος (361) φέρ' ειπείν, μη εκλεχθείς είς των τριακοσίων (362), ανεχώρησε λίαν φαιδρός, και χαίρων ότι η πόλις έχει τριακοσίους καλλιτέρους αυτού. Ο δε Πολυκρατίδας, σταλείς μετ' άλλων πρέσβυς προς τους στρατηγούς του Βασιλέως (363), και ερωτηθείς αν έρχηται ιδιωτικώς ή δημοσίως, είπεν «Αν επιτύχωμεν, δημοσίως, αν αποτύχωμεν ιδιωτικώς (364)». Η δε μήτηρ του Βρασίδου (365) Αργιλεωνίς, ηρώτησέ τινας ελθόντας εις Σπάρτην εξ Αμφιπόλεως, και προσελθόντας εις αυτήν, αν ο Βρασίδας απέθανεν ανδρείως και της Σπάρτης αξίως· όταν δ' εκείνοι τον εμεγάλυνον, και έλεγον ότι δεν έχει άλλον τοιούτον η Σπάρτη, «Μη λέγετε τούτο, είπεν, ω ξένοι. Καλός και άξιος ήτον ο Βρασίδας, αλλ' η Σπάρτη έχει πολλούς καλλητέρους αυτού.»
ΚΣΤ. Την δε Γερουσίαν, αυτός, ως είπομεν, πρώτος κατέστησεν, εκ των συμπραξάντων εις την επιχείρησιν. Έπειτα δε, αντί εκάστου αποθνήσκοντος, διέταξε ν' αντικαθίσταται ο κρινόμενος άριστος κατά την αρετήν, έχων δ' ηλικίαν ανωτέραν των εξήκοντα ετών. Και ο αγών ούτος εφάνη ο μέγιστος και ο μάλλον περιμάχητος όλων όσους άνθρωποι αγωνίζονται· διότι έπρεπε να κριθή τις ουχί ταχύτατος μεταξύ των ταχέων, ουδ' ισχυρότατος μεταξύ των ισχυρών, αλλά μεταξύ των αγαθών και σωφρόνων άριστος και σωφρονέστατος, όπως έχη διά βίου, ως άθλον της αρετής του όλην, ούτως ειπείν, την εξουσίαν της πολιτείας, και διαθέτη εις την διάκρισίν του και τον θάνατον και την ατιμίαν, και όλα τα μέγιστα. Εγίνετο δ' η κρίσις κατά τούτον τον τρόπον· Συνήρχετο συνέλευσις του λαού, και άνδρες τινές εκλεγόμενοι εκλείοντο εις πλησιόχωρον οίκημα, ούτως ώστε ούτε να βλέπωσιν ούτε να φαίνονται, αλλά μόνον ν' ακούωσι την κραυγήν των συνεδριαζόντων. Διότι, ως όλα τ' άλλα, ούτω και τούτον τον αγώνα έκρινον διά βοής, όχι όλους ομού τους συναμιλλωμένους, αλλ' ως καθείς κατά κλήρον εισήγετο και διήρχετο την Εκκλησίαν. Έχοντες λοιπόν οι κατάκλειστοι γραμμάτια, εσημείωνον δι' έκαστον το μέγεθος της κραυγής, μη ηξεύροντες ποίον απέβλεπεν, αλλά μόνον ότι ήτον ο πρώτος, ή ο δεύτερος, ή ο τρίτος, ή ο όστις δήποτε εις την τάξιν των εισαγομένων. Ανηγόρευον δ' εκείνον υπέρ ού είχεν εγερθή η περισσοτέρα και μεγίστη κραυγή. Ούτος δε τότε, στέφανον φέρων, περιήρχετο εις τ' αγάλματα των Θεών, και πολλοί νέοι τον ηκολούθουν, ζηλούντες και μεγαλύνοντες τον άνδρα, και πολλαί γυναίκες εγκωμιάζουσαι την αρετήν αυτού δι' ασμάτων, και μακαρίζουσαι τον βίον αυτού. Έκαστος δε των φίλων του τω επρόσφερε δείπνον και τω έλεγε, Διά της τραπέζης ταύτης σε τιμά η πόλις». Αφ' ού δε περιήρχετο ταύτα, απήρχετο εις το συσσίτιον, όπου όλα μεν τα λοιπά εγίνοντο κατά την συνήθειαν· προσεφέρετο δ' εις αυτόν και δευτέρα μερίς, ήν ελάμβανε μεθ' εαυτού και την εφύλαττε· και μετά το δείπνον, όταν παρουσιάζοντο εις τας θύρας του φιδιτίου αι οικείαι αυτού γυναίκες, την έδιδε εις οποίαν προ πάντων ετίμα, λέγων ότι, λαβών αυτός την μερίδα ταύτην εις αρετής βραβείον, τη την δίδει, ώστε και εκείνη μακαριζομένη να προπεμφθή υπό των άλλων γυναικών.
ΚΖ. Άριστα δε διέταξε και τ' αφορώντα τας ταφάς· διότι αφαιρέσας πάσαν δεισιδαιμονίαν, δεν εμπόδισε να θάπτωσι τους νεκρούς εντός της πόλεως, και να έχωσι τα μνήματα πλησίον εις τους ναούς, συνανατρέφων και συνηθίζων τους νέους εις τα τοιαύτα θεάματα, ώστε να μη τους ταράττη ο θάνατος, ουδέ να τον φοβώνται, ουδέ να νομίζωσιν ότι μιαίνεται όστις εγγίση σώμα νεκρόν ή διέλθη διά νεκροταφείου. Έπειτα δε δεν επέτρεψε να θάπτωσι τίποτε μετά του νεκρού, αλλά περιετίλυσσον το σώμα εις ύφασμα ερυθρόν και εις φύλλα ελαίας, και ούτω το έθαπτον. Δεν επετρέπετο δε να επιγράφωσι το όνομα του νεκρού, εκτός αν ήτον ανήρ πεσών εις τον πόλεμον, ή γυνή ιερατεύσασα. Καιρόν δε του πένθους ολίγον προσδιώρισεν, ημέρας ένδεκα· την δε δωδεκάτην έπρεπε να προσφέρωσι θυσίαν εις την Δήμητραν, και να παύσωσι το πένθος. Διότι παρ' αυτώ τίποτε δεν ήτον άσκοπον και τυχαίον, αλλ' εις όλας τας ανάγκας του βίου εμίγνυεν ή προτροπήν τινα προς αρετήν, ή αποτροπήν από της κακίας, και επλήρου την πόλιν διά πλήθους παραδειγμάτων, ά ήσαν ή ηναγκασμένοι ν' απαντώσι πανταχού, και να συνανατρέφωνται μετ' αυτών, και να σχηματίζωνται ούτω προς το καλόν φερόμενοι. Όθεν ουδ' επέτρεψεν εις τους θέλοντας ν' αποδημώσιν από της πόλεως και να πλανώνται, ξενικά συνάγοντες ήθη, και μιμήσεις τρόπων απαιδεύτων, και πολιτευμάτων διαφοράς· αλλ' εμάκρυνε και της πόλεως τους συναθροιζομένους και εισχωρούντας εις αυτήν χωρίς χρησίμου τινος σκοπού, ουχί, ως λέγει ο Θουκυδίδης, διότι εφοβείτο μήπως μιμηθώσι το πολίτευμά των, και μάθωσι τα χρήσιμα προς αρετήν, αλλά μάλλον ίνα μη γίνωσι κακού τινος διδάσκαλοι· διότι μετά των ξένων ανθρώπων επόμενον είναι να εισέρχωνται και λόγοι ξένοι, οι δε νέοι λόγοι επιφέρουσι νέας κρίσεις, εξ ών αναγκαίως πολλά γεννώνται παθήματα, και προαιρέσεις παραφωνίαν αποτελούσαι εις της εγκατεστημένης πολιτείας την αρμονίαν. Διά τούτο ενόμιζεν ότι πρέπει να προφυλάττη την πόλιν όπως μη εισέρχωνται εις αυτήν έξωθεν κακά ήθη μάλλον παρά νοσηρά σώματα.
ΚΗ. Και εις μεν ταύτα λοιπόν ουδέν υπάρχει αδικίας ίχνος ουδέ πλεονεξίας, ήν αποδίδουσί τινες εις του Λυκούργου τους νόμους, λέγοντες ότι καλοί μεν εισίν όπως προάγωσι την ανδρείαν, ουχί όμως και την δικαιοσύνην. Η δε καλουμένη παρά τοις Λακεδαιμονίοις Κρυπτία, αν και αύτη είναι νομοθέτημα του Λυκούργου, ως διηγείται ο Αριστοτέλης, αυτή βεβαίως έδωκε και εις τον Πλάτωνα την κακήν περί του ανδρός και του πολιτεύματος αυτού υπόληψιν. Ήτον δε τοιαύτη· Οι άρχοντες εξαπέστελλον κατ' έτος εις την χώραν άλλοι αλλαχού τους νέους όσοι διεκρίνοντο διά τον νουν των, έχοντας εγχειρίδια, και την αναγκαίαν τροφήν, και τίποτε άλλο· ούτοι δε, την μεν ημέραν διασπειρόμενοι εις χωρία παράμερα, εκρύπτοντο και ανεπαύοντο· την δε νύκτα, καταβαίνοντες εις τας οδούς έσφαζον πάντα Είλωτα όν συνελάμβανον. Πολλάκις δε, περιερχόμενοι και τους αγρούς, εφόνευον τους ρωμαλεωτέρους αυτών και τους ισχυροτέρους· καθώς ο Θουκυδίδης εις τα Πελοποννησιακά αυτού ιστορεί (366), ότι οι διά την ανδρείαν των διακριθέντες υπό των Σπαρτιατών, εστεφανώθησαν μεν, ως ελευθερωθέντες, και περιήλθον τα των Θεών ιερά, αλλά μετ' ολίγον όλοι έγιναν άφαντοι, όντες περισσότεροι των δισχιλίων, ώστε ούτε τότε ούτε έπειτα εδυνήθη τις να ειπή κατά τίνα τρόπον εχάθησαν. Ο Αριστοτέλης μάλιστα λέγει ότι όταν οι έφοροι κατ' αρχάς αναλαμβάνωσι την εξουσίαν, κηρύττουσι πάντοτε πόλεμον κατά των Ειλώτων, ώστε να μη είναι ανόσιον το να τους φονεύωσι. Και κατά τ' άλλα δ' εφέροντο τραχέως και σκληρώς προς αυτούς· ούτω τους ηνάγκαζον να πίνωσι πολύν άκρατον οίνον, και τους έφερον τότε εις τα συσσίτια, διά να δεικνύωσιν εις τους νέους τι είναι η μέθη. Και ωδάς δε τους διέταττον να ψάλλωσι, και χορούς να χορεύωσιν αγενείς και γελοίους, και ουχί τους των ελευθέρων. Διό και λέγεται ότι ύστερον, κατά την εκστρατείαν των Θηβαίων εις την Λακωνικήν (367), οι αιχμαλωτιζόμενοι Είλωτες, διαταττόμενοι να ψάλλωσι τα άσματα του Τερπάνδρου (368), του Αλκμάνος (369), και Σπένδοντος του Λάκωνος (370), απεποιούντο, λέγοντες ότι δεν θέλουσι τα αυθεντικά (371). Ώστε οι διατεινόμενοι ότι εις την Λακεδαίμονα ο ελεύθερος είναι υπέρ παν άλλο μέρος ελεύθερος, και ο δούλος υπέρ παν άλλο μέρος δούλος, δεν ώρισαν κακώς την διαφοράν. Νομίζω όμως ότι αι τοιαύται σκληρότητες ύστερον προσετέθησαν υπό των Σπαρτιατών, μάλιστα μετά τον μέγαν σεισμόν (372), ότε λέγουσιν ότι οι Είλωτες επετέθησαν κατ' αυτών ομού μετά των Μεσσηνίων, και πολλά την χώραν εκακοποίησαν, και η πόλις περιήλθεν εις μέγιστον κίνδυνον. Διότι, το κατ' εμέ, δεν δύναμαι ν' αποδώσω εις τον Λυκούργον την Κρυπτείαν, το μιαρόν τούτο έργον, εκ της λοιπής αυτού πραότητος και δικαιοσύνης συμπεραίνων τον τρόπον του, όν και ο Θεός εβεβαίωσεν.
ΚΘ. Αφ' ού δε ήδη διά της συνηθείας εστερεώθησαν αι κυριώτεραι των διατάξεων αυτού, και η πολιτεία του ικανώς ετράφη, και εδύνατο ήδη μόνη της να σώζηται και να συντηρήται, καθώς ο Πλάτων λέγει περί του κόσμου, ότι όταν επλάσθη και εκινήθη την πρώτην κίνησιν, ο Θεός ηυφράνθη, ούτω χαίρων και αυτός και ευχαριστηθείς διά το κάλλος και το μέγεθος της νομοθεσίας του όταν εφηρμόσθη και επρόκοπτε βαδίζουσα, επεθύμησε, καθ' όσον κατορθωτόν εις ανθρωπίνην πρόνοιαν, ν' αφήση αυτήν αθάνατον και αμετακίνητον εις το μέλλον. Συναθροίσας λοιπόν όλους εις συνέλευσιν, τοις είπεν ότι τα μεν άλλα καλώς οπωσούν έχουσι, και αρκούσιν όπως φέρωσιν εις την πόλιν αρετήν και ευδαιμονίαν αλλά το κυριώτατον και το μέγιστον ότι δεν δύναται να τοις γνωστοποιήση, πριν ή ερωτήση τον χρησμόν^ ότι δ' εκείνοι πρέπει να εμμένωσιν εις τους τεθέντας νόμους, και να μη τους μεταβάλωσι κατ' ουδέν έως ού εκείνος επιστρέψη εκ των Δελφών, διότι, όταν έλθη, θέλει πράξει ό,τι ο Θεός θέλει. Εις ταύτα όλοι συγκατετέθησαν, και τω είπον ν' απέλθη. Λαβών δε όρκους παρά των βασιλέων και των γερόντων, έπειτα και παρά των λοιπών πολιτών, ότι θέλουσιν επιμείνει εις το παρόν πολίτευμα και εφαρμόζει αυτό έως ού επανέλθη ο Λυκούργος, ανεχώρησεν εις τους Δελφούς. Ελθών δ' εις το μαντείον, και θυσιάσας εις τον Θεόν, ηρώτησεν αν είναι καλοί οι νόμοι του, και ικανοί να παράσχωσιν ευτυχίαν και αρετήν εις την πόλιν. Λαβών δ' απόκρισιν παρά του Θεού, ότι και οι νόμοι καλοί ήσαν, και η πόλις θέλει μείνει ενδοξοτάτη, αν εφαρμόζη το πολίτευμα του Λυκούργου, την μεν μαντείαν έγραψε και έπεμψεν εις την Σπάρτην· αυτός δε, αφ' ού πάλιν προσέφερε θυσίαν εις τον Θεόν, και απεχαιρέτισε τους φίλους και τον υιόν του, απεφάσισε να μη λύση πλέον τους συμπολίτας του από του όρκου αυτών, αλλά ν' αποθάνη εκεί εκουσίως, ων ήδη εις την ηλικίαν εκείνην, καθ' ήν πάρωρον δεν είναι και να ζη τις έτι, αλλ' ουδέ να θέλη να εγκαταλείψη την ζωήν, ικανής νομίζων ευδαμονίας ότι απήλαυσεν. Απέθανε λοιπόν εκουσίως εξ ασιτίας, νομίζων ότι πρέπει των πολιτικών ανδρών ουδ' ο θάνατος να είναι ανωφελής εις την πολιτείαν, ουδέ μάταιον το τέλος του βίου, αλλά και αυτό να έχη αρετής και χρησίμου πράξεως χαρακτήρα· και ότι αφ' ού έπραξεν αυτός τα κάλλιστα, έπρεπε και το τέλος του να είναι αληθώς κορύφωσις της ευδαιμονίας, και ν' αφήση τον θάνατόν του φύλακα των καλών και των αγαθών όσα επρομήθευσεν εις τους συμπολίτας του, οίτινες ώμωσαν να πολιτεύωνται κατά τους νόμους του μέχρις ού επανέλθη εκείνος. Και δεν ηπατήθη εις τας σκέψεις του· τοσούτον διέπρεψεν η πόλις εις όλην την Ελλάδα κατ' ευνομίαν και δόξαν, επί πεντακόσια έτη εφαρμόζουσα του Λυκούργου τους νόμους, ούς ουδείς κατ' ελάχιστον μετέβαλεν εκ των δεκατεσσάρων βασιλέων οίτινες ήρξαν από της εποχής εκείνου μέχρις Άγιδος του υιού Αρχιδάμου· διότι η διάταξις των Εβόρων δεν ήτον χαλάρωσις, αλλ' επίτασις μάλιστα του πολιτεύματος, και εν ώ εφαίνετο ότι έγινεν υπό του δήμου, κατέστησεν εξ εναντίας σφοδροτέραν την αριστοκρατίαν·
Λ. Επί δε της βασιλείας του Άγιδος εισεχώρησε κατά πρώτον το νόμισμα εις την Σπάρτην, και μετά του νομίσματος η πλεονεξία και η επιθυμία του πλούτου, εξ αιτίας του Λυσάνδρου· και αυτός μεν ήτον χρημάτων ανώτερος, αλλά την πατρίδα του ενέπλησε τρυφής και φιλοπλουτίας, εισαγαγών εκ του πολέμου χρυσόν και άργυρον, και καταργών του Λυκούργου τους νόμους· εν ώ καθ' όσον επεκράτουν εκείνοι πρότερον, η Σπάρτη έχουσα όχι πολίτευμα πόλεως, αλλά μάλλον βίον ανδρός ασκητού και σοφού, ή, ως οι ποιηταί μυθολογούσι τον Ηρακλέα δέρμα και ξύλον έχοντα, και περιερχόμενον την οικουμένην, και τιμωρούντα τους παρανόμους και θηριώδεις τυράννους, ούτως η πόλις σκυτάλην μόνον και τρίβωνα έχουσα, και εξουσιάζουσα επί της Ελλάδος δεχομένης την αρχήν της προθύμως, κατέστρεψε τας αδίκους δυναστείας και τας τυραννίας εις τα πολιτεύματα, και τους πολέμους εδίκαζε, και τας στάσεις κατέπαυε, πολλάκις ουδ' ασπίδα κινήσασα μίαν, αλλ' ένα μόνον πέμψασα πρέσβυν, ού πάντες εξεπλήρουν την προσταγήν, καθώς αι μέλισσαι, όταν φανή ο ηγεμών αυτών, συντρέχουσι πέριξ του και κατατάττονται ευπρεπώς. Τόσον ίσχυσεν η πόλις διά την ευνομίαν και την δικαιοσύνην αυτής. Ώστε απορώ πώς τινες λέγουσιν ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήξευρον να κυβερνώνται, όχι όμως και να κυβερνώσι, και πως επαινούσι τον λόγον του Βασιλέως Θεοπόμπου (373), όστις είς τινα ειπόντα ότι την Σπάρτην έσωζε το ότι οι Βασιλείς αυτής ήξευρον να άρχωσι, «μάλλον, είπεν, ότι οι πολίται αυτής ήξευρον να υπακούωσι», διότι δεν υπακούουσιν ευκόλως εις τους μη ηξεύροντας να τους διοικώσιν. Αλλ' η ευπείθεια είναι μάθημα του άρχοντος· διότι, όστις καλώς οδηγεί, εκείνος διδάσκει καλώς να τον ακολουθώσι. Και καθώς της ιππικής τέχνης αποτέλεσμα είναι να καθιστά τον ίππον πράον και πειθήνιον, ούτω και της βασιλικής επιστήμης έργον να επιβάλλη την επακοήν. Οι δε Λακεδαιμόνιοι επέβαλλον ουχί ευπείθειαν εις τους άλλους, αλλ' επιθυμίαν του να κυβερνώνται υπ' αυτών και να τοις υπακούωσι· διότι δεν απήτουν παρ' αυτών ούτε πλοία ούτε χρήματα (374), ουδ' έστελλον προς αυτούς οπλίτας, αλλ' ένα διοικητήν Σπαρτιάτην· και τούτον λαβόντες οι διοικούμενοι, ετίμων αυτόν και τον εφοβούντο, καθώς τον Γύλιππον οι Σικελιώται, και τον Βρασίδαν οι Χαλκιδείς, και τον Λύσανδρον, και τον Καλλικρατίδαν (375) και τον Αγησίλαον όλοι οι την Ασίαν κατοικούντες· και τους μεν άνδρας τούτους ωνόμαζον αρμοστάς και σωφρονιστάς των διαφόρων λαών και αρχόντων, προς δε την πόλιν εν γένει των Σπαρτιατών απέβλεπον ως προς παιδαγωγόν ή διδάσκαλον κοσμίου βίου και πολιτείας ευτάκτου. Τούτο φαίνεται θέλων να ειρωνευθή ο Στρατόνικος (376) αστειευόμενος νομοθετεί και διατάττει οι μεν Αθηναίοι να τελώσι μυστήρια και πομπάς, οι δ' Ηλείοι να προεδρεύωσιν αγώνων, διότι εισίν άριστοι αγωνοθέται, οι δε Λακεδαιμόνιοι, αν αυτοί σφάλλωσι, να δέρωνται. Και τούτο μεν έλεγε προς γέλωτα. Ο δ' Αντισθένης ο Σωκρατικός (377), βλέπων τους Θηβαίους κομπάζοντας διά την εν Λεύκτροις μάχην, είπεν ότι ομοιάζουσι παιδάρια καυχώμενα διότι έδειραν τον παιδαγωγόν των.
ΛΑ. Τούτο όμως δεν ήτον βεβαίως ο κύριος του Λυκούργου σκοπός, το ν' αφήση την πόλιν άλλων πολλών ηγεμόνα. Αλλά καθώς εις του ανθρώπου τον βίον, ούτω και εις της πόλεως ολοκλήρου, νομίζων ότι η ευδαιμονία προέρχεται εκ της αρετής και εκ της εσωτερικής ομονοίας, συνέταξε την πόλιν και την συνηρμολόγησεν ούτως, ώστε οι πολίται, ελεύθεροι γινόμενοι και αυτάρκεις, να πολιτεύωνται σωφρόνως εφ' όσον το δυνατόν περισσότερον καιρόν. Τούτο και ο Πλάτων έλαβεν ως βάσιν του πολιτεύματος του, και ο Διογένης (378)· και ο Ζήνων (379) και πάντες όσοι επιχειρήσαντες περί τούτων να ομιλήσωσιν επαινούνται, ει και μόνον γράμματα και λόγους αφήσαντες. Ο δε Λυκούργος, ουχί γράμματα και λόγους, αλλ' έφερεν εμπράκτως εις φως αμίμητον πολιτείαν, και εις τους νομίζοντας ότι ανύπαρκτος είναι η φημιζομένη σοφία αυτού, επέδειξεν ολόκληρον πόλιν φιλοσοφούσαν, υπερτερήσας κατά την δόξαν πάντας τους εις τα πολιτικά αναμιγέντας Έλληνας. Διό και ο Αριστοτέλης λέγει ότι τω απεδόθησαν εν Λακεδαίμονι τιμαί ολιγώτεραι των όσαι τω ωφείλοντο, αν και έλαβε τας μεγίστας· διότι και ιερόν ιδρύθη εις αυτόν, και θυσίαι κατ' έτος τω προσεφέροντο ως εις Θεόν. Λέγεται δ' ότι και τα λείψανα αυτού εκομίσθησαν εις την πατρίδα του, και ότι κεραυνός έπεσεν εις τον τάφον του, όπερ σπανίως συνέβη εις άλλους των επισήμων, πλην του Ευριπίδου μεταγενεστέρως, όστις αποθανών ετάφη περί την Αρέθουσαν, πόλιν της Μακεδονίας. Ώστε επιχείρημα και μαρτυρία μεγάλη είναι αύτη παρά τοις αγαπώσι τον Ευριπίδην, ότι εις μόνον αυτόν συνέπεσε και έγινε μετά θάνατον ό,τι είχε συμπέσει πριν εις τον θεοφιλέστατον και οσιώτατον των ανθρώπων. Λέγουσι δ' άλλοι μεν ότι απέθανεν ο Λυκούργος εις την Κίρραν (380)· ο δ' Απολλόθεμις (381) ότι μετεκομίσθη εις Ήλιν ο δε Τίμαιος (382) και ο Αριστόξενος (383), ότ' έζησε μέχρι του τέλους του εις την Κρήτην, και ο Αριστόξενος λέγει ότι οι Κρήτες δεικνύουσι τάφον αυτού περί την Περγαμίαν (384), κατά την ξενικήν οδόν, λέγεται δ' ότι αφήκε μονογενή υιόν, Αντίωρον καλούμενον, και ότι αυτός απέθανεν άτεκνος και το γένος εξέλιπεν. Οι δε φίλοι και οικείοι του συνέστησαν διαδοχικήν εταιρίαν, διαμείνασαν χρόνους πολλούς, και τας ημέρας καθ' άς συνήρχοντο ωνόμασαν Λυκουργίδας. Αριστοκράτης (385) δ' ο υιός του Ιππάρχου λέγει ότι οι φιλοξενήσαντες τον Λυκούργον εις την Κρήτην, όταν απέθανεν, έκαυσαν το σώμα του και διέσπειραν την τέφραν του εις την θάλασσαν, κατά παράκλησιν αυτού, θελήσαντος ν' αποφύγη μη μετακομισθώσι ποτέ τα λείψανά του εις Λακεδαίμονα, και οι Λακεδαιμόνιοι, θεωρούντες αυτόν ως επιστρέψαντα, και λελυμένους τους όρκους των, μη μεταβάλωσι την πολιτείαν. Ταύτα λοιπόν περί του Λυκούργου.
Α. Και περί των χρόνων δε καθ' ούς έζη ο Βασιλεύς Νουμάς υπήρξε σφοδρά
φιλονεικία, ει και αι αρχαιόταται γενεαλογίαι εις αυτόν φαίνονται ακριβώς
αναγόμεναι
(386). Αλλά
Κλώδιός τις, εν τω «Ελέγχω των χρόνων», διότι ούτω περίπου ονομάζεται το
βιβλίον, διισχυρίζεται ότι αι μεν αρχαίαι εκείναι οικογενειακαί αναγραφαί
κατεστράφησαν επί της αλώσεως της πόλεως υπό των Κελτών
(387)· αι δε
ήδη δεικνύμεναι ότι συνετέθησαν ουχί κατά την αλήθειαν, αλλ' υπ' ανθρώπων
θελόντων να ευχαριστήσωσί τινάς οίτινες, χωρίς τινος δικαιώματος, είχον την
αξίωσιν να εισχωρήσωσιν εις τα πρώτα γένη και τους ενδοξοτάτους οίκους. Και
λέγεται μεν ότι ο Νουμάς υπήρξεν ακροατής του Πυθαγόρου· αλλά τινές
διισχυρίζονται ότι δεν ήτον διόλου μέτοχος ελληνικής παιδείας, ως θέλοντες ή να
τον παραστήσωσιν ως εκ φύσεως έχοντα αφ' εαυτής αναπτυσσομένην την δύναμιν
προς την αρετήν, ή ν' αποδώσωσι την εκπαίδευσιν του Βασιλέως εις βάρβαρόν τινα
καλήτερον του Πυθαγόρου. Άλλοι δε λέγουσιν ότι ο Πυθαγόρας ήτον
μεταγενέστερος, ζήσας πέντε περίπου γενεάς μετά τους χρόνους του Νουμά· ότι δε
Πυθαγόρας ο Σπαρτιάτης, νικήσας εις τα Ολύμπια στάδιον κατά την δεκάτην έκτην
Ολυμπιάδα, καθ' ήν επί του τρίτου έτους ο Νουμάς εβασίλευσε, και πλανηθείς
κατά την Ιταλίαν, συνανεστράφη μετά του Νουμά, και διερρύθμισε μετ' αυτού την
βασιλείαν και εκ τούτου ότι εις τα Λακωνικά έθιμα συνανεμίγησαν και πολλά
Ρωμαϊκά, εκ διδασκαλίας του Πυθαγόρου. Άλλως δε ήτον ο Νουμάς κατά το γένος
εκ Σαβίνων, και οι Σαβίνοι θέλουσιν ότι κατάγονται εκ Λακεδαιμονίων. Η
εξακρίβωσις λοιπόν των χρόνων είναι δύσκολος, και μάλιστα καθ' όσον εξάγεται εκ
των ολυμπιακών νικών
(388), ών
την αναγραφήν λέγουσιν ότι μετά καιρόν εξέδωκεν Ιππίας ο Ηλείος, εις ουδεμίαν
στηριχθείς αξιόπιστον βάσιν. Διηγούμεθα δ' όσα γνωρίζομεν άξια λόγου ημείς περί
του Νουμά, δεόντως αρχίζοντες την εξιστόρησιν από των προ αυτού.
Β. Η Ρώμη κατωκείτο ήδη προ τριακονταεπτά ετών, και εβασιλεύετο υπό του Ρωμύλου. Κατά δε την πέμπτην του μηνός ημέραν (389), την καλουμένην σήμερον Νόννας Καπρατίας, ο Ρωμύλος ετέλει δημοσίως θυσίαν περί το καλούμενον Αιγός έλος (390), επί παρουσία της Βουλής και του πλείστου μέρους του δήμου. Εξαίφνης δ' έγινε μεγάλη του αέρος ανατροπή, και νέφος κατέβη εις την γην μ' ανεμοζάλην σφοδράν. Και τότε το μεν άλλο πλήθος εσκορπίσθη και έφυγε φοβηθέν, ο δε Ρωμύλος έγινεν άφαντος, και ούτε αυτός πλέον, ούτε το σώμα του ευρέθη νεκρόν. Βαρεία δ' υποψία επεβάρυνεν επί των πατρικίων, και λόγος διέτρεχε μεταξύ του λαού κατ' αυτών, ότι προ πολλού βαρυνθέντες να βασιλεύωνται, και θέλοντες να λάβωσιν αυτοί την εξουσίαν, εφόνευσαν τον βασιλέα· διότι από τινος, ως φαίνεται, εφέρετο τραχέως πως και δεσποτικώς κατ' αυτών. Αλλ' αυτήν μεν την υποψίαν επράυνον εκείνοι, εις Θεόν αναβιβάζοντες τον Ρωμύλον, ως αν δεν είχεν αποθάνει, αλλά τύχης αξιωθή ανωτέρας. Και ο Πρόκλος, άνθρωπος επίσημος, ώμοσεν ότι είδε τον Ρωμύλον αναβαίνοντα ένοπλον εις τον ουρανόν, και ότι ήκουσε φωνήν, ήτις τον διέταττε να ονομασθή Κυρίνος. Άλλη δε ταραχή και στάσις επήλθεν εις την πόλιν περί του μέλλοντος να διαδεχθή την βασιλείαν· διότι οι ξένοι δεν είχον εισέτι εντελώς συγχωνευθή μετά των πολιτών, αλλ' ο μεν λαός εισέτι πολύ εκυμαίνετο καθ' εαυτόν, και οι πατρίκιοι ενδιαφερόμενοι, υπώπτευον αλλήλους. Και όλοι μεν ήσαν σύμφωνοι ότι πρέπει να έχωσι βασιλέα· αλλ' ήλθον εις έριδας και διαιρέσεις, ουχί μόνον ως προς τον άνθρωπον, αλλά και ως προς το γένος εξ ού ώφειλε να ληφθή ο ηγεμών. Διότι οι πρώτοι συνοικίσαντες την πόλιν μετά του Ρωμύλου, εφρόνουν ανυπόφορον, αφ' ού οι Σαβίνοι έγιναν κοινωνοί της πόλεως και της χώρας των, ήδη βιαίως να κατεξουσιάζωσιν εκείνων οίτινες επί τούτω τους εδέχθησαν. Είχον δε και οι Σαβίνοι ευλογοφανή τινα λόγον, ότι, αφ' ού απέθανεν ο βασιλεύς αυτών Τάτιος, αυτοί δεν επανέστησαν κατά του Ρωμύλου, αλλά τον αφήκαν να κυβερνά μόνος· επομένως απήτουν ο άρχων να γίνη πάλιν εκ του γένους των διότι ούτε ηνώθησαν μετ' αυτών, κατώτεροι μετά καλητέρων, και αφ' ού ηνώθησαν, ηύξησαν το πλήθος εκείνων, και ηύξησαν την σημασίαν της πόλεως. Διά ταύτα λοιπόν είχον διχονοίας. Διά να μη φέρη δ' η στάσις σύγχυσιν ως εκ της αναρχίας, και να μη μένη μετέωρον το πολίτευμα, απεφάσισαν οι πατρίκιοι, όντες εκατόν πεντήκοντα (391), κατά σειράν έκαστος εξ αυτών να κοσμήται διά των βασιλικών παρασήμων, να προσφέρη την προσδιωρισμένην θυσίαν εις τους Θεούς, και να ενεργή τα δημόσια έξ μεν ώρας της νυκτός, έξ δε της ημέρας, εν ονόματι του Κυρίνου και του Τατίου· διότι η τοιαύτη διαίρεσις των καιρών εις έκαστον, ήρεσκεν εις τους άρχοντας διά την ισότητα, και εις τον λαόν η αλλαγή της εξουσίας εφαίνετο ως ν' αφήρει τον φθόνον, όταν έβλεπον την ιδίαν ημέραν και νύκτα τον ίδιον από βασιλέως ιδιώτην γινόμενον. Ονομάζουσι δε το σχήμα τούτο της κυβερνήσεως οι Ρωμαίοι Μεσοβασιλείαν.
Γ. Αλλ' αν και εφαίνοντο κυβερνώντες τοσούτον δημοτικώς και μετρίως, υπέκυπτον όμως πάλιν εις υποψίας και εις θορύβους, ότι μετέβαλλον το πολίτευμα εις ολιγαρχίαν, και εσφετερίζοντο την πολιτείαν, μη θέλοντες να εκλεχθή βασιλεύς. Διά τούτο συνεφώνησαν μεταξύ των αι φατρίαι, να εκλέξη εκάστη εκ της άλλης βασιλέα, διότι ούτως ήθελε παύσει αμέσως η μεταξύ των φιλονεικία, και ο εκλεχθησόμενος ήθελεν είσθαι επίσης εύνους προς αμφοτέρους, αγαπών τους μεν διότι υπ' αυτών εξελέγη, τους δε διότι ήτον αυτών συγγενής. Αφήκαν δ' οι Σαβίνοι εις τους Ρωμαίους να εκλέξωσι πρώτοι, και εις τούτους προτιμότερον εφάνη να εκλέξωσι Σαβίνον, αλλ' αυτοί να είναι οι εκλογείς, παρά να δώσωσι Ρωμαίον και να μείνη η εκλογή εις εκείνους. Συσκεφθέντες δε, ανέδειξαν βασιλέα εκ των Σαβίνων τον Νουμάν Πομπίλιον, άνθρωπον ουχί εκ των αποκαταστάντων εις Ρώμην, αλλά τοσούτον γνωστόν διά την αρετήν του, ώστε όταν ωνομάσθη, οι Σαβίνοι τον εδέχθησαν προθυμότερον ακόμη από τους εκλογείς του. Αφ' ού λοιπόν είπον εις τον λαόν τι απεφασίσθη, έπεμψαν προς αυτόν πρέσβεις, τους πρωτεύοντας εξ αμφοτέρων των μερών, να τον παρακαλέσωσι να έλθη και να παραλάβη την βασιλείαν. Ήτον δ' ο Νουμάς εκ της παρά Σαβίνοις επισήμου πόλεως των Κυρέων, εξ ής οι Ρωμαίοι ωνομάσθησαν Κυρήται ομού μετά των Σαβίνων, οίτινες συνανεμίγησαν μετ' αυτών· υιός δε Πομπωνίου, ανδρός επισήμου, εκ τεσσάρων αδελφών ο νεώτατος· και εγεννήθη, κατά θείαν τινά συγκυρίαν, καθ' ήν ημέραν ο Ρωμύλος έκτισε την Ρώμην. Είναι δ' αύτη η προ της ενδεκάτης των καλανδών μαΐων (392) Έχων δε το ήθος εκ φύσεως προς πάσαν αρετήν επιτήδειον, εγένετο έτι ημερώτερος διά της παιδείας, της κακοπαθείας και της φιλοσοφίας. Και ου μόνον τα κατηγορούμενα πάθη απέβαλε της ψυχής του, αλλά προσέτι και τα αρέσκοντα εις τους βαρβάρους, την βίαν και την πλεονεξίαν, ανδρείαν αληθή νομίζων τον υπό του λογικού περιορισμόν των επιθυμιών του. Ως εκ τούτων δε, εξορίσας εκ του οίκου του πάσαν πολυτέλειαν και τρυφήν, άμεμπτος δε δικαστής και σύμβουλος γινόμενος εις πάντα πολίτην και πάντα ξένον, κατά δε τας ώρας της αργίας του αυτός εαυτόν μεταχειριζόμενος ουχί προς τρυφάς και χρηματολογίαν, αλλά προς λατρείαν των Θεών, και την διά του λογικού θεωρίαν της φύσεως και της δυνάμεως αυτών, μέγα απέκτησεν όνομα και δόξαν τοσαύτην, ώστε ο Τάτιος, ο βασιλεύσας εν Ρώμη μετά του Ρωμύλου, μίαν έχων θυγατέρα Τατίαν, τον έκαμε γαμβρόν του. Αλλά δεν εμεγαλοφρόνησε διά τον γάμον του, ουδέ συγκατώκησε μετά του πενθερού του, αλλ' έμεινεν εις τους Σαβίνους, περιποιούμενος τον γέροντα πατέρα του· διότι και η Τατία επροτίμησε την ιδιωτικήν του ανδρός της ησυχίαν παρά την τιμήν και την δόξαν ήν θα είχεν εν Ρώμη διά τον πατέρα της. Και αύτη μεν λέγεται ότι απέθανε δεκατρία έτη μετά τον γάμον των.
Δ. Ο δε Νουμάς, αφήσας την κατοικίαν της πόλεως, ήθελε να διαμένη συνεχώς εις τας εξοχάς, και να πλανάται μόνος εις άλση Θεών, και εις ιερά πεδία, και να ζη εις τόπους ερήμους. Εκ τούτου δε κατά μέγα μέρος έλαβε την αρχήν του ο λόγος περί της Θεάς, ότι ο Νουμάς απέφευγε των ανθρώπων την κοινωνίαν ουχί εκ ψυχικής αδημονίας και εξ αγάπης προς τας πλανήσεις, αλλά διότι απελάμβανεν συναναστροφής υψηλοτέρας, και θείων ηξιώθη γάμων, συνομιλών και συζών μετά της Θεάς Ηγερίας ήτις τον ηγάπα, άνθρωπος ευδαίμων και περί τα θεία σοφός. Και ότι μεν ταύτα ομοιάζουσι πολλούς των παλαιοτάτων μύθων, και τας παραδόσεις εις άς εντέρπονται οι Φρύγες περί Άττου (393) και οι Βιθυνοί περί Ηροδότου, και οι Αρκάδες περί Ενδυμίωνος, και περί άλλων πολλών, οίτινες υποτίθεται ότι εγένοντο ευδαίμονες, και ηγαπήθησαν υπό των Θεών, δεν είναι δύσκολον να εννοηθή, και εύλογον φαίνεται, ο Θεός, όστις δεν αγαπά τους ίππους και τα πτηνά, αλλά τους ανθρώπους, να θέλη να συναναστρέφηται μετά των εξόχως αγαθών, και να μη δυσαρεστήται προς σώφρονος και θείου ανδρός ομιλίαν, ουδέ να την περιφρονή· ότι δε Θεοί αγαπώσι και σώμα και κάλλος ανθρώπινον, και κοινωνούσι μετ' αυτού, δυσκόλως δύναται να πιστευθή, ει και οι Αιγύπτιοι φαίνονται μετά τινος πιθανότητος διακρίνοντες, και λέγοντες ότι μετά γυναικός μεν δεν είναι αδύνατον να συναφθή πνεύμα Θεού, και να εμφυσήση εις αυτήν αρχάς γεννήσεως, ανήρ όμως ότι δεν δύναται να ενωθή μετά θεάς, και να κοινωνήση σωματικώς μετ' αυτής. Αγνοούσι δ' ότι και το ενούμενον πρόσωπον αποδίδωσιν εις εκείνο μεθ' ού ενούται της ιδίας ουσίας όσον μέρος λαμβάνει εκ της εκείνου. Και όμως ως πρέπουσα δύναται να πιστευθή η φιλία Θεού προς άνθρωπον, και ο ούτω καλούμενος έρως, όστις επ' αυτής στηριζόμενος, αναπτύσσεται προς επιμέλειαν της αρετής και του ήθους. Και δεν αμαρτάνουσιν οι μυθολογούντες ότι ο Φόρβας και ο Υάκινθος και ο Άδμητος (394), ηγαπώντο υπό του Απόλλωνος, ως και τον Σικυώνιον Ιππόλυτον (395), περί ού λέγουσιν ότι οσάκις ετύγχανε διαπλέων εκ Σικυώνος εις Κίρραν, ως αν ησθάνετο τούτο ο Θεός και έχαιρεν, η Πυθία εχρησμοδότει τούτον τον εξάμετρον.
«Επί την θάλασσαν βαίνει ο φίλος Ιππόλυτος πάλιν».
Μυθολογούσι δε και περί του Πανός ότι ήτο εραστής του Πινδάρου (396) και των ασμάτων αυτού· και χάριν των Μουσών, ετιμήθησαν υπό των Θεών και ο Αρχίλοχος (397) και ο Ησίοδος (398) μετά θάνατον. Λέγεται δ' ότι και ζων ο Σοφοκλής εφιλοξένησε τον Ασκληπιόν, και πολλαί μέχρι τούδε υπάρχουσι του λόγου τούτου αι αποδείξεις (399)· προσέτι δ' ότι και μετά θάνατον τον ηξίωσε ταφής άλλος θεός. Είναι λοιπόν δίκαιον, όταν ταύτα παραδεχώμεθα περί τούτων, να μη πιστεύωμεν ότι ο Θεός συνανεστρέφετο μετά του Ζαλεύκου (400), και του Μίνωος, και του Ζωροάστρου (401), και του Νουμά και του Λυκούργου, οίτινες εκυβέρνων βασιλείας, και ωργάνιζον πολιτεύματα; Και όμως μετ' αυτών ηδύναντο σπουδάζοντες να συνομιλώσιν οι θεοί, όπως τους διδάσκωσι και τοις συμβουλεύωσι τα άριστα, εν ώ μετά των ποιητών και των λυρικών, οίτινες τερετίζουσιν, αν έχωσι τοιαύτας σχέσεις, είναι επόμενον παίζοντες να τας έχωσι μόνον. Αν δέ τις άλλως λέγη, «πλατύς ο δρόμος», κατά Βακχυλίδην (402),διότι ούτε η άλλη υπόθεσις είναι απαράδεκτος, ήν λέγουσί τινες περί Λυκούργου και Νουμά και άλλων τοιούτων ανδρών, ότι δαμάζοντες πλήθη δυσδιοίκητα και δυσκόλως ευχαριστούμενα, και μεγάλας επιφέροντες καινοτομίας εις τας πολιτείας, διά προσποιήσεως διέδωκαν τα περί της κοινωνίας αυτών μετά των Θεών, φέροντα σωτηρίαν εις αυτούς εκείνους προς ούς προςεποιούντο.
Ε. Τεσσαρακοντούτης δ' ήτον ο Νουμάς, όταν ήλθον εκ Ρώμης οι πρέσβεις, οι παρακαλούντες αυτόν να δεχθή την βασιλείαν. Ωμίλησαν δε προς αυτόν ο Πρόκλος και ο Ουέλεσος, εξ ών ο δήμος εφαίνετο πριν διατεθειμένος να εκλέξη τον ένα βασιλέα· και υπέρ μεν του Πρόκλου ήσαν οι λαοί του Ρωμύλου, υπέρ δε του Ουελέσου οι του Τατίου. Και αυτοί μεν ολίγα είπον, νομίζοντες ότι ο Νουμάς ήθελε δεχθή ευχαρίστως την πρότασιν. Αλλ' ως φαίνεται, δεν ήτον πράγμα μικρόν, αλλά και παρακλήσεις και λόγοι πολλοί απητήθησαν διά να πεισθή άνθρωπος ζήσας εις ειρήνην και ησυχίαν, ν' αναλάβη την κυβέρνησιν πόλεως ήτις τρόπον τινά εγεννήθη διά τον πόλεμον, και μετ' αυτού συνηυξήθη. Έλεγε λοιπόν, παρουσία του πατρός του, και Μαρκίου, ενός των συγγενών του, ότι «επισφαλής μεν είναι πάσα μεταβολή εις των ανθρώπων τον βίον, άνθρωπον όμως όστις ούτε στερείται τινος των αναγκαίων, ούτε παραπονείται εκ της καταστάσεως αυτού, ανοησία μόνη και τίποτε άλλο δύναται αποσπάση και τον μετατρέψη εκ των συνηθειών του, αίτινες και άλλο καλόν αν δεν έχωσι, κατά τούτο καν υπερτερούσι των αδήλων, ότι αύται εισί βέβαιαι. Αλλ' ουδέ καν άδηλοι εισί της βασιλείας οι κίνδυνοι, και αποδεικνύουσιν αυτούς τα παθήματα του Ρωμύλου, όστις διεβλήθη ότι επεβουλεύθη τον συνάρχοντα αυτού Τάτιον, έγινε δε και παραίτιος διαβολής κατά των ομοτίμων, ότι υπ' αυτών εφονεύθη· και ταύτα εν ώ τον μεν Ρωμύλον φημίζουσιν ως Θεών υιόν, και λέγουσιν ότι εκ θαύματος ανετράφη, και ότι ως νήπιον έτι εσώθη κατά τρόπον απίστευτον. Εγώ δε και καταγωγήν έχω θνητού, και η ανατροφή και η εκπαίδευσίς μου υπ' ανθρώπων έγινεν, ως δεν αγνοείτε. Όσοι δε των τρόπων μου επαινούνται, μακράν απέχουσιν ανθρώπου μέλλοντος να βασιλεύση, η πολλή ησυχία, και η αγάπη λογίων και απραγμόνων ενασχολήσεων, και ο θερμός και της ειρήνης σύντροφος έρως των πραγμάτων όσα δεν αφορώσι τον πόλεμον, και των ανθρώπων όσοι συνέρχονται ίνα τιμώσι τους Θεούς και προς αμοιβαίαν φιλοφροσύνην, άλλως δε κατ' ιδίαν επιδιδομένων εις την γεωργίαν ή εις την ποιμαντικήν. Διά σας δε, ω Ρωμαίοι, πολλούς μεν ίσως αφήκεν ο Ρωμύλος πολέμους ούς δεν ηθέλετε, δι' ούς όμως η πόλις χρειάζεται βασιλέα δυνάμενον ν' ανθέξ' εις αυτούς, και δραστήριον και ακμάζοντα, πολλήν δ' απέκτησεν ο δήμος και συνήθειαν των πολέμων και προθυμίαν, και όλοι γνωρίζουσιν ότι θέλει και ν' αυξάνη και να κυριεύη των άλλων. Ώστε και γελοίος θα ήμην περί τα θεία ασχολούμενος, και διδάσκων να τιμά την δικαιοσύνην, και ν' αποστρέφηται τον πόλεμον και την βίαν, εις πόλιν ήτις έχει στρατηγού μάλλον ή βασιλέως ανάγκην».
ΣΤ. Και αυτός μεν διά τοιούτων λόγων απεποιείτο την βασιλείαν· οι δε Ρωμαίοι πάσαν κατέβαλλον προσπάθειαν, θερμώς παρακαλούντες αυτόν, να μη τους ρίψη και πάλιν εις στάσιν και εις εμφύλιον πόλεμον, διότι δεν υπήρχεν άλλος ουδείς προς όν να κλίνωσιν αμφότεραι αι φατρίαι· και αφ' ού αυτοί απεσύρθησαν, ο πατήρ του και ο Μάρκιος, επιμείναντες ιδιαιτέρως, επροσπάθουν να πείσωσι τον Νουμάν να δεχθή το μέγα και θείον δώρον. «Αν συ, τω έλεγον, ολιγαρκής ων, δεν θέλης πλούτον, ούτε επιθυμής την δόξαν του θρόνου και της εξουσίας, έχων την καλλητέραν δόξαν, ήν δίδει η αρετή, αλλά, θεωρών την βασιλείαν ως υπηρεσίαν του Θεού, όστις την τοσαύτην δικαιοσύνην ανεγείρει εν σοι, και δεν την αφήνει να κείται άχρηστος και αργή, μη αποφεύγης την εξουσίαν, μηδέ λειποτάκτει απ' αυτής, διότι διά φρονίμους άνδρας αύτη είναι των μεγάλων και καλών πράξεων στάδιον, όπου και οι θεοί μεγαλοπρεπώς λατρεύονται, και οι άνθρωποι τάχιστα και ευκολώτατα εξημερούνται, και εις ευσέβειαν ανατρέφονται υπό του άρχοντος. Οι Ρωμαίοι έστερξαν και τον Τάτιον, καίτοι ξένον, και τιμώσι και αποθεούσι του Ρωμύλου την μνήμην. Τις ηξεύρει δ' αν και νικών ο δήμος δεν θα χορτάση τον πόλεμον, και αν, μετά τοσούτους θριάμβους και τόσα λάφυρα, δεν ποθούσιν ηγεμόνα πράον, και φίλον της δικαιοσύνης, όπως ζήσωσιν εις ειρήνην και ευνομίαν; Αν δε και μανίαν έχωσι πολέμου, και εισίν ακόρεστοι προς αυτόν, δεν είναι καλόν μάλιστα να στρέψης αλλαχού την ορμήν των, κρατών συ τας ηνίας, η δε πατρίς σου και των Σαβίνων όλον το έθνος να συνδεθή δι' αγάπης και φιλίας προς πόλιν ισχυράν και ακμάζουσαν;» Εις ταύτα δε προσετέθησαν, ως λέγεται, και καλοί τίνες οιωνοί, και ζήλος των πολιτών και προσπάθεια, όταν ηχούσαν περί της πρεσβείας, και παρακλήσεις προς τον Νουμάν ν' απέλθη και παραλάβη την βασιλείαν, όπως συνδέση και συναναμίξη τους πολίτας.
Ζ. Το απεφάσισεν επομένως, και θυσιάσας εις τους Θεούς, απήλθεν εις Ρώμην. Τον προϋπάντησε δ' η Βουλή και ο δήμος, μετά μεγίστης στοργής προς τον άνδρα· και ευπρεπείς ηγείροντο πανταχόθεν ευφημίαι των γυναικών, και θυσίαι εγίνοντο εις τα ιερά, και χαρά επλήρου τα πάντα, ως δεχομένης της πόλεως ουχί Βασιλέα, αλλά βασιλείαν. Τότε δε συνήλθεν ο λαός εις συνέλευσιν, και ο κατά κλήρον τυχών μεσοβαλεύς κατά τας ώρας εκείνας Σπόριος Ουέττιος προσεκάλεσε τους πολίτας να ψηφοφορήσωσι, και όλοι τον εψηφοφόρησαν. Ότε δε τω προσεφέροντο τα βασιλικά παράσημα, είπε να σταθώσι, διότι ήτον ανάγκη και ο Θεός να επικυρώση την βασιλείαν του, δι' ό, συμπαραλαβών και μάντεις και ιερείς, ανέβη εις το Καπιτώλιον, καλούμενον τότε Ταρπήιον λάφον υπό των Ρωμαίων, και εκεί ο πρώτιστος των μάντεων, τρέψας αυτόν προς μεσημβρίαν, έχοντα κεκαλυμμένην την κεφαλήν, και σταθείς αυτός όπισθεν, και διά της δεξιάς χειρός εγγίζων την κεφαλήν του, ηυχήθη, και παρετήρει των Θεών τα σημεία, δηλούμενα εις οιωνούς ή εις σύμβολα, και έστρεφε προς πάντα τα μέρη τους οφθαλμούς του. Σιωπή δ' απίστευτος κατείχε την αγοράν, εν μέσω τοσούτου πλήθους περιμενόντων και την ψυχήν εχόντων εις το μέλλον προσηλωμένην, μέχρις ού πτηνά εφάνησαν αίσια, και επέταξαν προς τα δεξιά. Ούτως ενδυθείς την βασιλικήν χλαμύδα, κατέβη ο Νουμάς προς το πλήθος από της Ακροπόλεως. Τότε δε και φωναί τον υπεδέχοντο και δεξιώσεις, ως ευσεβέστατον και θεοφιλέστατον. Παραλαβών δε την αρχήν, πρώτον μεν κατήργησε το σύστημα των τριακοσίων δορυφόρων, ούς είχεν ο Ρωμύλος πάντοτε περί εαυτόν, καλών αυτούς Κέλερας, τούτ' έστι ταχείς· διότι δεν ήθελεν ούτε να δυσπιστή προς τους Ρωμαίους, όταν αυτοί τω ενεπιστεύοντο, ούτε να βασιλεύη επί αυτών εάν εδυσπίστουν. Δεύτερον δε, εις τους ιερείς του Διός και του Άρεως, προσέθηκε και τρίτον, του Ρωμύλου, και ωνόμασεν αυτόν Φλαμίνα Κυρινάλιον. Ωνόμαζον δε και τους προγενεστέρους Φλαμίνας (403), από των πίλων ούς εφόρουν εις την κεφαλήν, ως αν έλεγον Πιλαμένας, καθώς ιστορούσι τινές, διότι τότε αι ελληνικαί λέξεις ήσαν περισσότερον παρ' ό,τι σήμερον αναμεμιγμέναι μετά των Λατινικών. Ούτω και αι Λαίναι, άς εφόρουν οι βασιλείς, ήσαν χλαίναι, ως λέγει ο Ιόβας (404), και ο παις, ο ζώντας έχων και τους δύω γονείς του, όστις υπηρέτει τον ιερέα του Διός, ελέγετο Κάμιλλος, καθώς και τον Ερμήν τινές των Ελλήνων ωνόμαζον Κάμιλλον, ως των Θεών υπηρέτην.
Η. Ούτω πολιτευθείς ο Νουμάς προς χάριν του δήμου, και όπως κερδίση αυτού την εύνοιαν, επεχείρησεν να καταστήση ευθύς την πόλιν, ως σίδηρος από σκληράς και πολεμικής μαλακωτέραν και δικαιοτέραν. Διότι εκείνη ήτον εντελώς τότε ό,τι ο Πλάτων ονομάζει πόλιν φλογιζομένην, ιδρυθείσα μεν ευθύς εξ αρχής διά τόλμης και μεγάλης θρασύτητος των θαρραλεωτέρων και πολεμικωτέρων, οίτινες εκεί πανταχόθεν συνήχθησαν, τραφείσα δε, και την δύναμίν της αυξήσασα διά πολλών εκστρατειών και συνεχών πολέμων, και φαινομένη ότι ενισχύετο διά των κινδύνων, καθώς τα ξύλα εμπηγόμενα εις την γην, σείονται ίνα γίνωνται στερεώτερα. Νομίζων δ' ότι δεν ήτο μικρόν ουδ' εύκολον έργον λαόν ούτως υπερήφανον και απεσκληρυμένον να τον αλλάξη και μετατρέψη προς ειρήνην, συμπαρέλαβε και των Θεών την βοήθειαν, ως επί το πλείστον διά θυσιών και πομπών και διά χορειών, άς ο ίδιος ωργάνισε και εσύστησε, μεγαλοπρέπειαν εχούσας, και συγχρόνως ευάρεστον διασκέδασιν, και ηδονήν τέρπουσαν τους ανθρώπους, και ούτως είλκυσε την εύνοιαν του δήμου, και εξημέρου αυτού το θυμοειδές και φιλοπόλεμον ήθος. Ενίοτε δε και φόβους τινας παρά του Θεού αναγγέλλων, και φαντάσματα δαιμόνων αλλόκοτα, και φωνάς δυσμενείς, υπεδούλου και εταπείνου την διάνοιαν αυτών διά της δεισιδαιμονίας. Εκ τούτων δε κυρίως επεκράτησεν ο λόγος περί της σοφίας και της ανατροφής αυτού, ότι συνανεστράφη μετά του Πυθαγόρου· διότι, ως εις την φιλοσοφίαν εκείνου, ούτω και εις την πολιτείαν αυτού μέγα μέρος είχεν η των θείων λατρεία και ενασχόλησις. Λέγεται δ' ότι παρεδέχθη εκ της διανοίας του Πυθαγόρου και τον εξωτερικόν όγκον και την υπόκρισιν. Εκείνος τω όντι φαίνεται ότι εδάμασέ ποτε αετόν, στήσας και καταβιβάσας αυτόν ενώ ίπτατο υπεράνω του, και εις τα Ολύμπια, διερχόμενος διά της πανηγύρεως, ότι εδείκνυε τον μηρόν του, όστις ήτο χρυσούς. Αναφέρουσι δε και άλλα τερατώδη αυτού μηχανήματα και πράξεις, και ο Φλιάσιος Τίμων (405) έγραψε·
Τον Πυθαγόραν, εις δόγμα γοήτων εκκλίνοντα, θήραν
επιχειρήσαντ' ανδρών, αγυρτείας εγείραντ' αγώνα·
Του δε Νουμά εφεύρημα ήτον ο έρως Θεάς ή ορεινής νύμφης, και η μυστική μετ' αυτής συνέντευξις, ως προείπομεν, και αι συναναστροφαί αυτού μετά των Μουσών διότι αι πλείσται των μαντείων έλεγεν εκ των Μουσών ότι προήρχοντο, και εδίδαξε τους Ρωμαίους να σέβωνται ιδίως και κατ' εξοχήν μίαν Μούσαν, ήν ωνόμασε Τακίταν, ως αν έλεγε σιωπηλήν, ή άφωνον, δίδαγμα ανθρώπου, ως φαίνεται, όστις είχε κατά νουν και ετίμα την εχεμυθίαν του Πυθαγόρου (406). Και τα περί θείων δε παραστάσεων νομοθετήματά του εισίν εντελώς σύμφωνα προς του Πυθαγόρου τα δόγματα. Διότι, ως εκείνος εθεώρει το πρώτον όν ως ουδ' εις αίσθησιν υποπίπτον ουδ' εις πάθος, αόρατον δε, άφθαρτον και νοητόν μόνον, ούτω και αυτός απηγόρευσε να έχωσιν οι Ρωμαίοι εικόνας Θεού ανθρωπομόρφους ή ζωομόρφους· Και ουδ' υπήρχε παρ' αυτοίς ούτε ζωγραφητή ούτε γλυπτή Θεού παράστασις πριν αλλά κατά τα πρώτα εκατόν εβδομήκοντα έτη οικοδομούντες ναούς, και ιερούς ναΐσκους ιδρύοντες, ουδέν κατεσκεύαζον άγαλμα έχον μορφήν, επί λόγω ότι ούτε όσιον ήτον να εξομοιώσι τα βέλτιστα προς τα χείρονα, ούτε δύναται τις ν' αντιληφθή του Θεού άλλως ειμή διά της νοήσεως. Προσέτι δε και τ' αφορώντα τας θυσίας έχουσι σχέσιν προς το είδος της του Πυθαγόρου λατρείας· διότι αι πλείσται ήσαν αναίμακτοι, γινόμεναι δι' αλεύρων και οίνου σπονδής, και δι' άλλων απλουστάτων πραγμάτων. Και εκτός δε τούτων, και άλλα έξωθεν επιφέρουσι τεκμήρια όσοι θέλουσι ν' αναγνωρίσωσι σχέσεις μεταξύ των δύω ανδρών. Έν εκ τούτων είναι ότι οι Ρωμαίοι ενέγραψαν τον Πυθαγόραν εις την πολιτείαν των, ως διηγείται ο κωμικός Επίχαρμος (407), εις λόγον τινά προς Αντήνορα, άνθρωπος παλαιός, και μαθητής χρηματίσας του Πυθαγόρου. Άλλο δ' είναι, ότι εκ των τεσσάρων υιών του ο Νουμάς ωνόμασε τον ένα Μάμερκον, ως τον του Πυθαγόρου. Εξ εκείνου δε του υιού καταγόμενος, λέγεται ότι ωνομάσθη και ο οίκος των Αιμυλίων, όστις συνανεμίγη μετά των Πατρικίων, διότι ο βασιλεύς ούτω θωπευτικώς επωνόμαζεν αυτόν, διά των λόγων του την αιμυλίαν και χάριν. Και ημείς δ' αυτοί ηκούσαμεν πολλούς εν Ρώμη λέγοντας ότι εδόθη ποτέ εις τους Ρωμαίους χρησμός ν' ανεγείρωσιν εις την πόλιν των ανδριάντας του φρονιμωτάτου και του ανδρειοτάτου των Ελλήνων, και ότι έστησαν εις την αγοράν δύω χαλκά αγάλματα, το του Αλκιβιάδου και το του Πυθαγόρου (408). Αλλά ταύτα εισί λίαν αμφισβητήσιμα, και το να εκθέτη τις αυτά διά μακροτέρων, και το να θέλη να τα κυρώση, είναι έργον μειρακιώδους επιμονής.
β. Αποδίδουσι δ' εις τον Νουμάν και την διάταξιν και την εγκατάστασιν αρχιερέων, ούς ονομάζουσι Ποντίφικας, και λέγουσιν ότι ο ίδιος υπήρξεν είς εξ αυτών (409). Και άλλοι μεν λέγουσιν ότι οι Ποντίφικες ωνομάσθησαν ούτω διότι λατρεύουσι τους Θεούς, οίτινες εισί δυνατοί και των πάντων κύριοι· καθότι ο δυνατός ονομάζεται Ποτήνς υπό των Ρωμαίων. Άλλοι δε λέγουσιν ότι το όνομα των δυνατών εδόθη κατά σχήμα υπεξαιρέσεως, διότι ο νομοθέτης διέταξε να θύωσι τας δυνατάς θυσίας οι ιερείς, χωρίς να καταδικάζη αυτούς αν παρεμπέση ανώτερόν τι εμπόδιον. Οι πλείστοι δε μάλιστα εγκρίνουσι και την καταγελωμένην ετυμολογίαν, φρονούντες ότι οι άνθρωποι ούτοι επωνομάσθησαν απλώς γεφυροποιοί, εκ των εορτών αίτινες ετελούντο περί τας γεφύρας, αγιώταται ούσαι και παλαιόταται, διότι οι Λατίνοι ονομάζουσι Ποντέμ (410) την γέφυραν. Τινές δε λέγουσιν ότι και η διατήρησις και η επισκευή της γεφύρας, ως και παντός άλλου ακινήτου και πατρίου ιερού, ανήκεν εις τους ιερείς· καθότι οι Ρωμαίοι εθεώρουν ως μη επιτετραμμένον, αλλ' ως επάρατον να καταστρέφωσι την ξυλίνην γέφυραν (411), και προσέτι λέγεται ότι ήτον αυτή συνδεδεμένη κατά τινα χρησμόν ουχί διά καρφίων, αλλά διά γόμφων ξυλίνων. Η δε λιθίνη ωκοδομήθη πολύν καιρόν μετά ταύτα, όταν ο Αιμύλιος ήτον ταμίας. Λέγουσι δ' ότι και η ξυλίνη είναι μεταγενεστέρα των καιρών του Νουμά, κατασκευασθείσα όταν εβασίλευεν ο Μάρκιος, υιός της θυγατρός του Νουμά. Ο δε μέγιστος των Ποντιφίκων επέχει τάξιν ως εξηγητού και προφήτου, μάλλον δε ιεροφάντου, ου μόνον επιμέλειαν έχων των τελετών όσαι γίνονται δημοσίως, αλλ' επιστατών και εις τας ιδιωτικάς θυσίας, και εμποδίζων να μη παραβαίνη τις τα νενομισμένα, και διδάσκων ό,τι ήθελεν έκαστος να ιερουργήση προς τιμήν ή παράκλησιν των Θεών. Ήτον δ' επιτηρητής και των ιερών Παρθένων, αίτινες ονομάζονται Εστιάδες· διότι εις τον Νουμάν αποδίδουσι και την καθιέρωσιν των Εστιάδων, και πάσαν την λατρείαν και την τιμήν του αθανάτου πυρός, ό αυταί φυλάττουσιν, είτε διότι την ουσίαν του πυρός, ως καθαράν και άφθαρτον παρέδιδεν εις αγνά και αμίαντα σώματα, είτε διότι το άκαρπον αυτού και το άγονον συνεσχέτιζε μετά της παρθενίας· εν ώ εις την Ελλάδα, όπου υπάρχει πυρ άσβεστον, ως εις Δελφούς και εις Αθήνας (412) την επιμέλειαν αυτών έχουσιν ουχί παρθένοι, αλλά γυναίκες υπερβάσαι του γάμου την ηλικίαν. Αν δ' έκ τινος περιστάσεως εκλίπη το πυρ, ως εν Αθήναις λέγεται ότι εσβέσθη ο ιερός λύχνος επί της τυραννίας του Αριστίωνος (413), εις Δελφούς δε, όταν εκάη ο ναός υπό των Μήδων και κατά τα Μιθριδατικά και τον εμφύλιον εν Ρώμη πόλεμον, όταν μετά του βωμού εξέλιπε και το πυρ, τότε λέγουσιν ότι δεν πρέπει να μεταδίδεται απ' άλλου πυρός, αλλά να λαμβάνεται νέον και ν' ανάπτηται από του ηλίου φλοξ καθαρά και αμίαντος. Ανάπτουσι δ' αυτό κυρίως διά των λεγομένων σκαφείων, σκευών άτινα κατασκευάζονται κοιλαινόμενα διά πλευράς ισοσκελούς ορθογωνίου τριγώνου, και αποτελούσι περιφέρειαν έν κέντρον περικυκλούσαν. Όταν λοιπόν τεθώσιν απέναντι του ηλίου, ώστε αι ακτίνες διάπυροι να συναθροίζωνται πανταχόθεν και να συνέρχωνται προς το κέντρον, τότε αραιούσι τον αέρα λεπτυνόμενον, και τα ελαφρότερα και ξηρότερα πράγματα, όσα εκτίθενται εις αυτάς ανάπτουσι διά της αντανακλάσεως, διότι αι ακτίνες λαμβάνουσι σώμα πυρός και ενέργειαν. Και τινές μεν νομίζουσιν ότι υπό των ιερών παρθένων ουδέν άλλο φρουρείται πλην του ασβέστου εκείνου πυρός· άλλοι δε λέγουσιν ότι υπάρχουσι και αόρατά τινα ιερά, εις τους άλλους κρυπτόμενα, περί ών όσα είναι επιτετραμμένον ν' ακούση τις και να ειπή εγράφησαν εις του Καμίλλου τον βίον.
I. Και πρώτον μεν λέγουσιν ότι καθιερώθησαν υπό του Νουμά Εστιάδες η Γεγανία και η Βερανία, δεύτερον δε η Κανουληία και η Ταρπηία· ύστερον δ' ότι ο Σέρβιος προσέθηκεν άλλας δύο, και ότι έκτοτε διετηρήθη μέχρι τούδε ο αριθμός. Ωρίσθη δ' υπό του βασιλέως διά τας ιεράς παρθένους καθαρά σωφροσύνη τριάκοντα ετών, εφ' ών κατά μεν την πρώτην δεκαετίαν μανθάνουσι τι πρέπει να πράττωσι, κατά δε την δευτέραν πράττουσιν ό,τι έμαθον, και κατά την τρίτην αύται διδάσκουσιν άλλας. Έπειτα δε συγχωρείται εις ήν τινα θέλει, μετά τον καιρόν τούτον, και να νυμφευθή, και βίου τρόπον ν' αλλάξη, παραιτουμένη της ιερουργίας. Λέγεται δ' ότι πολλαί δεν ωφελήθησαν εκ της αδείας ταύτης, ουδ' όταν ωφελήθησαν εξ αυτής ότι τοις συνέβησαν καλά πράγματα, αλλ' ότι έπιπτον εις μετάνοιαν και κατήφειαν κατά το υπόλοιπον της ζωής των, και ενέπνεον εις τας άλλας δεισιδαιμονίαν, ώστε και γηράσκουσαι και μέχρι θανάτου να υπομένωσιν εις την παρθενίαν. Απέδωκε δ' εις αυτάς και τιμάς μεγάλας, ών μία είναι και η άδεια του ν' αφήνωσι κληρονομίαν διά διαθήκης εν ώ έζη ο πατήρ των, και τ' άλλα όλα να πράττωσιν άνευ προστάτου, ως αι έχουσαι τρεις παίδας μητέρες (414). Προπορεύονται δε ραβδούχοι αυτών, όταν πορεύωνται, και αν τας απαντήση τις αγόμενος εις θάνατον, δεν θανατούται. Πρέπει όμως να ομώση η παρθένος ότι η συνάντησις συνέβη ακούσιος και τυχαία, ουχί δ' εξεπίτηδες. Αν δέ τις παρέλθη υπό το φορείον, όταν αύται κομίζωνται επ' αυτού, καταδικάζεται εις θάνατον. Είναι δ' η τιμωρία των μεν άλλων αμαρτημάτων των παρθένων ραβδισμός, και ο μέγιστος Ποντίφιξ τιμωρεί ενίοτε και γυμνήν την αμαρτήσασαν, στρώσας σινδόνια εις σκοτεινόν μέρος· η δε την παρθενίαν καταισχύνασα θάπτεται ζώσα παρά την πύλην την λεγομένην Κολλίνην, καθ' ήν υπάρχει γεώδες τι ύψωμα εντός της πόλεως, μακράν εκτεινόμενον, και χώμα ονομαζόμενον κατά των Λατίνων την γλώσσαν (415). Εις αυτό κατασκευάζεται μικρός υπόγειος θάλαμος, έχων άνωθεν την κατάβασιν. Εντός δ' αυτού κείται κλίνη εστρωμένη, και λύχνος καιόμενος, και ολίγα τινά των προς το ζην αναγκαίων, οίον άρτος, ύδωρ, γάλα εντός αγγείου, και έλαιον, ως ν' αποφεύγωσι να θανατώσωσι διά της πείνης σώμα καθιερωμένον διά των μεγίστων ιεροτελεστιών. Αυτήν δε την κατάδικον θέτουσιν εις φορείον, και κλείσαντες έξωθεν αυτό στερεώς, και περιβαλόντες αυτό διά λωρίων, ώστε ουδ' η φωνή αυτής ν' ακούηται, την φέρουσι διά της αγοράς. Ανίστανται δε τότε όλοι εν σιωπή, και την παρακολουθούσιν άφωνοι μετά δεινής κατηφείας· ουδ' υπάρχει θέαμα φρικτότερον, ουδ' ημέραν έχει άλλην η πόλις σκυθρωποτέραν εκείνης. Όταν δε φθάση το φορείον εις τον τόπον, οι μεν υπηρέται λύουσι τους δεσμούς, ο δ' αρχηγός των ιερέων, προσευχηθείς ευχάς τινας μυστικάς, και προς τους Θεούς υψώσας τας χείρας προ της βίας, εξάγει αυτήν κεκαλυμμένην, και την φέρει εις την κλίμακα την άγουσαν εις τον θάλαμον κάτω. Έπειτα δ' αυτός μεν επιστρέφει μετά των άλλων ιερέων, εκείνη δε καταβαίνει, και τότε αφαιρείται η κλίμαξ, και ο θάλαμος κρύπτεται υπό πολύ χώμα σωρευόμενον, ώστε ο τόπος να γίνη ισόπεδος μετά της λοιπής γης. Ούτω τιμωρούνται αι μη τηρήσασαι την ιεράν αυτών παρθενίαν.
ΙΑ. Λέγεται δ' ότι ο Νουμάς ωκοδόμησε και το ιερόν της Εστίας στρογγύλον, εις φρούρησιν του ασβέστου πυρός, μιμούμενος ουχί το σχήμα της γης ως δήθεν ούσης εστίας, αλλά του σύμπαντος κόσμου, εις ού το μέσον οι Πυθαγορικοί νομίζουσιν ότι υπάρχει το πυρ, και τούτο ονομάζουσιν εστίαν και μονάδα. Περί δε της γης φρονούσιν ούτε ακίνητος ότι είναι, ούτε κέντρον της κινήσεως, αλλ' ότι φέρεται κύκλω περί το πυρ, και ότι δεν είναι ούτε εκ των επισημοτάτων ούτε εκ των πρώτων του κόσμου μερών. Λέγουσι δ' ότι και ο Πλάτων, αφ' ού εγήρασε, τα αυτά διενοείτο περί της γης, ότι εις άλλο ήτον μέρος, και ότι το μεσαίτατον και το κυριώτατον ανήκεν εις άλλο καλλήτερον σώμα (416)
ΙΒ. Οι δε Ποντίφικες εξηγούσιν εις τους έχοντας ανάγκην και τα περί της ταφής αρχαία έθιμα, υπό του Νουμά διδαχθέντες να μη θεωρώσιν ως μίασμα κανέν των τοιούτων, αλλά να τιμώσι και τους κάτω Θεούς διά των συνήθων τελετών, διότι εκείνοι δέχονται τα κυριώτερα μέρη της ημετέρας ουσίας, εξαιρέτως δε να λατρεύωσι την ονομαζομένην Λιβίτιναν, ήτις είναι θεά επιτηρούσα τας εις τους νεκρούς οφειλομένας ιεροτελεστίας, η Περσεφόνη, ή μάλλον, ως εκλαμβάνουσιν οι λογιώτατοι των Ρωμαίων, η Αφροδίτη, καλώς συνάπτοντες εις την δύναμιν μιας Θεάς τ' αφορώντα και την γέννησιν και τον θάνατον. Αυτός δε διέταξε και τα πένθη καθ' ηλικίας και κατά καιρούς, οίον, να μη πενθή παις νεώτερος του τριετούς, ούτε πρεσβύτερος περισσοτέρους μήνας των ετών όσα έζησε, μέχρι των δέκα· τούτων δε περισσοτέρους καμμία ηλικία, αλλ' ο μακρότατος χρόνος του πένθους ήτον δεκαμηνιαίος, όσον και χηρεύουσιν αι γυναίκες των αποθανόντων. Αν δέ τις ενυμφεύετο προ τούτου του χρόνου, ώφειλε να θύση, κατά νομοθέτημα του ιδίου, αγελάδα έγγυον. Πολλάς δε και άλλας εισήγαγεν ο Νουμάς ιεράς τάξεις, εξ ών δύο θ' αναφέρω, την των Σαλίων και την των Φιτιαλίων, οίτινες προ πάντων εμφαίνουσι του ανδρός την ευσέβειαν. Εκ τούτων οι Φιτιάλιοι ήσαν ειρηνοφύλυκές τινες, και, ως μοι φαίνεται, έλαβον και το όνομα αυτό από της πράξεως, διότι διά λόγου έπαυον τας φιλονεικίας, και δεν άφηνον να γίνη εκστρατεία, πριν ή εξαντληθή πάσα δικαιοσύνης ελπίς. Διότι ειρήνην (417) ονομάζουσιν οι Έλληνες όταν διαλύσωσι τας προς αλλήλους διαφοράς διά λόγου και ουχί διά βίας. Οι δε των Ρωμαίων Φιτιαλείς πολλάκις απήρχοντο προς τους αδικούντας, ζητούντες να μεταπείσωσιν αυτούς εις γνώμην δικαιοτέραν, και αν τους έβλεπον ισχυρογνωμούντας, μάρτυρας εκάλουν τους Θεούς, και πολλά και δεινά ηύχοντο καθ' εαυτών και κατά της πατρίδος, αν δικαίως δεν εξεστράτευον, και ούτω τοις εκήρυττον πόλεμον. Αν δ' αυτοί απηγόρευον ή δεν συγκατετίθεντο, ουδ' εις στρατιώτην Ρωμαίον ουδ' εις βασιλέα ήτον επιτετραμμένον να κινήση όπλα· αλλ' έπρεπε παρ' αυτών να παραλάβη ο άρχων ότι ήτον δικαία η αρχή του πολέμου, και τότε μόνον να σκεφθή περί του συμφέροντος. Λέγεται δ' ότι και η επί των Κελτών εκείνη καταστροφή επήλθεν εις την πόλιν, όταν παρανόμως έπραξε προς ταύτα τα ιερά. Διότι έτυχον οι βάρβαροι να πολιορκώσι τους Κλουσίνους· εστάλη δ' εις το στρατόπεδον πρέσβυς ο Φάβιος Άμβουστος, όπως ενεργήση συμβιβασμόν υπέρ των πολιορκουμένων. Μη λαβών δ' ειρηνικάς αποκρίσεις, και φρονών ότι έληξεν η πρεσβεία του, μετά νεανικής τόλμης ωπλίσθη υπέρ των Κλουσίνων, κ' επροκάλεσε τον ανδρειότατον των βαρβάρων. Και αυτός μεν επέτυχε, και φονεύσας, τον αντίπαλον, ελαφυραγώγησε τα όπλα του. Μαθόντες δε τούτο οι Κελτοί, έπεμψαν εις την Ρώμην κήρυκα, να κατηγορήσωσι τον Φάβιον ότι εκίνησε κατ' αυτών πόλεμον παράσπονδον και άπιστον και ακήρυκτον. Τότε οι Φιτιαλείς έπεισαν την σύγκλητον να παραδώση τον άνθρωπον εις τους Κελτούς· αλλ' εκείνος κατέφυγεν εις το πλήθος, και υπό του δήμου προστατευθείς, απέφυγε την καταδίκην. Μετ' ολίγον δ' επελθόντες οι Κελτοί, ελεηλάτησαν την Ρώμην πλην του Καπιτωλίου. Αλλά ταύτα εκτίθενται ακριβέστερον εις του Καμίλλου τον βίον.
ΙΓ. Τους δε Σαλίους ιερείς λέγεται ότι εκ τοιαύτης εσύστησεν αφορμής. Κατά το όγδοον έτος της βασιλείας του νόσος λοιμική διαδοθείσα εις την Ιταλίαν, ενέσκηψε και εις την Ρώμην. Οι άνθρωποι ήσαν πλήρεις αθυμίας, όταν, ως διηγούνται, χαλκή ασπίς εξ ουρανού καταφερομένη, έπεσεν εις του Νουμά τας χείρας· περί αυτής δ' ότι θαυμάσιόν τινα είπε λόγον ο βασιλεύς, όν ήκουσε παρά της Ηγερίας και των Μουσών, ότι το όπλον ήλθε προς σωτηρίαν της πόλεως, και πρέπει να φυλάττηται ομού μετ' άλλων ένδεκα, άτινα να γίνωσιν όμοια μετ' εκείνου κατά το σχήμα, την μορφήν και το μέγεθος, όπως μη δύνηται ο κλέπτης, εξ αιτίας της ομοιότητος, να επιτύχη το ουρανοκατάβατον^ προσέτι δ' ότι πρέπει ν' αφιερωθή εις τας Μούσας το μέρος εκείνο και αι πέριξ πεδιάδες, όπου ερχόμεναι συναναστρέφονται μετ' αυτού· την δε βρύσιν ήτις ποτίζει τον τόπον, να την αφιερώσωσιν ως ιερόν ύδωρ εις τας Εστιάδας παρθένους, όπως λαμβάνωσιν εξ αυτού καθ' ημέραν, και αγνίζωσι ραίνουσαι τον ναόν. Ταύτα λέγεται ότι επεκύρωσε και η νόσος, παύσασα εν τω άμα. Ότε δ' εξέθηκεν ο Νουμάς την ασπίδα, και προσεκάλεσε τους τεχνίτας ν' ανταγωνισθώσιν εις κατασκευήν ομοίας προς αυτήν, οι μεν άλλοι απηλπίσθησαν να το κατορθώσωσιν ο δε Βετούριος Μαμούριος, τεχνίτης εκ των αξιολωγοτάτων, τόσον επέτυχεν εις την μίμησιν, και τόσον εντελώς ομοίας τας κατασκεύασεν, ώστε ουδ' αυτός ο Νουμάς ηδύνατο πλέον να την γνωρίση. Τούτων λοιπόν φύλακας και επιμελητάς εγκατέστησε τους Σαλίους ιερείς. Σάλιοι δ' ωνομάσθησαν ουχί, ώς τινες μυθολογούσιν εκ Σαμοθρακός τινος ανδρός ή Μαντινέως (418), καλουμένου, Σαλίου, όστις πρώτος εδίδαξε τον ένοπλον χορόν, αλλά μάλλον εξ αυτού του χορού, διότι είναι πηδητός, τον χορεύουσι δε διερχόμενοι την πόλιν, όταν κατά τον Μάρτιον μήνα λαμβάνωσι τας ιεράς ασπίδας, κοκκίνους φέροντες χιτωνίσκους, εζωσμένοι δε πλατείας ζώνας χαλκάς, και περικεφαλαίας φορούντες χαλκάς, και κρούοντες διά μικρών εγχειριδίων τα όπλα. Το δε πλείστον μέρος του χορού τούτου είναι των ποδών επιδεξιότης· διότι κινούνται μετά χάριτος, εκτελούντες ελιγμούς τινας και μεταβολάς κατά ρυθμόν πυκνόν και ταχύν ελαφρώς και μετά δυνάμεως. Αυτάς δε τας ασπίδας καλούσιν Αγκύλας διά το σχήμα των· διότι δεν είναι κυκλικαί, ουδέ συμπληρούσι περιφέρειαν πλήρη ως αι πέλται, αλλ' έχουσιν εντομήν τινα γραμμής ελικοειδούς, ής αι κεραίαι καμπτόμεναι, επανέρχονται πλησιέστατα αλλήλων, και αποτελούσι το σχήμα καμπύλον· ή ονομάζονται ούτω διότι φέρονται περί τον αγκώνα. Ταύτα τουλάχιστον είπεν ο Ιόβας (419) επιθυμών να εξελληνίση το όνομα. Ίσως όμως εδύνατο να είναι επώνυμον και της ανέκαθεν καταπτώσεως της πρώτης ασπίδος, και της ιάσεως ή ακέσεως των νοσούντων, και της αυχμών λύσεως ήτοι παύσεως της ξηρασίας, και της ανέσεως από των κακών, δι' ήν και οι Αθηναίοι τους Διοσκούρους Άνακας (420) προσηγόρευσαν και ταύτα, αν είναι ανάγκη να παραχθή το όνομα εκ της Ελληνικής. Εις δε τον Μαμούριον λέγεται ότι εδόθη ως μισθός της τέχνης του, ν' απομνημονεύωσιν αυτού οι Σάλιοι εις την ωδήν ήν ψάλλουσι χορεύοντες την Πυρρίχην. Τινές όμως λέγουσιν ότι δεν ψάλλουσι Βετούριον Μαμούριον, αλλά Ουετέρεμμεμορίαμ, όπερ εστί παλαιάν μνήμην (421).
ΙΔ. Αφ' ού δ' εκανόνισε τας ιερωσύνας, ωκοδόμησε πλησίον του ναού της Εστίας την λεγομένην Ρηγίαν (422), ήτοι την βασιλικήν κατοικίαν, και τον περισσότερον καιρόν εκεί έμενεν, ιερουργών, ή διδάσκων τους ιερείς, ή περί θείων τινών εννοιών μετ' αυτών συζητών. Είχε δε και άλλην οικίαν περί τον λόφον του Κυρίνου, ής ο τόπος δείκνυται έτι και σήμερον. Εις δε των θείων αγαλμάτων τας προπομπάς, και εν γένει εις τας πομπάς των ιερέων, προηγούντο κήρυκες εις όλην την πόλιν, φωνάζοντες να εορτάσωσι, και να παύσωσι πάσαν εργασίαν. Διότι, καθώς λέγουσι περί των Πυθαγορικών, ότι δεν επέτρεπον να προσκυνή και να προσεύχηταί τις τους Θεούς παρέργως, αλλ' εδίδασκον ότι πρέπει να βαδίζη εις αυτά έχων ευθύς εκ της οικίας προπαρεσκευασμένον το πνεύμα του, ούτως ενόμιζε και ο Νουμάς ότι πρέπει οι πολίται ούτε ν' ακούωσιν ούτε να βλέπωσι κανέν εκ των θείων παρέργως και αμελώς, αλλ' αργούντες αφ' όλων των άλλων, και προσέχοντες τον νουν εις τα έργα της ευσεβείας ως εις πράξεις μεγίστας, καθαράς διατηρούντες επί της ιερουργείας τας οδούς από θορύβων και πατάγων και στεναγμών, και από των τοιούτων όσα εισί παρεπόμενα των αναγκαίων και βαναύσων εργασιών. Τούτων διατηρούντες εισέτι ίχνη τινά, όταν ο άρχων ασχολήται εις οιωνοσκοπίαν ή εις θυσίας, κράζουσιν, Οκ άγε (423) και η λέξις αύτη σημαίνει, τούτο πράττε, στρέφουσα τους παρευρισκομένους εις προσοχήν, και προσκαλούσα εις κοσμιότητα. Και εκ των λοιπών δε παραγγελμάτων αυτού πολλά ήσαν όμοια προς τα πυθαγορικά. Διότι, καθώς εκείνοι εσυμβούλευον να μη καθήμεθα εις χοίνικα (424), να μη σκαλίζωμεν διά μαχαίρας το πυρ, απερχόμενοι εις οδοιπορίαν να μη στριφωμένα οπίσω την κεφαλήν, εις τους ουρανίους Θεούς να θύωμεν μονά, εις δε τους καταχθονίους ζυγά, και τούτων όλων έκρυπτον την σημασίαν εις τον όχλον (425), ούτω καί τινες των παραδόσεων του Νουμά έχουσιν απόκρυφον την έννοιαν, ως το να μη σπένδωσιν εις τους Θεούς εξ ακλαδεύτων αμπέλων, και να μη θυσιάζωσι χωρίς αλεύρου, και να προσκυνώσι στρεφόμενοι πέριξ, και να κάθονται αφ' ού προσεκύνησαν. Εκ τούτων τα δύο πρώτα φαίνονται της γης διδάσκοντα την εξημέρωσιν, ως μέρος ούσαν της ευσεβείας· η δε περιστροφή των προσκυνούντων λέγεται μεν ότι είναι μίμησις της περιφοράς της γης· φαίνεται δε μάλλον ότ', επειδή οι ναοί βλέπουσι προς ανατολάς, και επομένως ο εισερχόμενος να προσκυνήση, έχει τα νώτα προς ανατολήν εστραμμένα, πρώτον εγύριζε οπίσω, και έπειτα πάλιν μετεστρέφετο προς τον Θεόν, κάμνων κύκλον, και συνάπτων αμφότερα τα άκρα εις την τελείωσιν της ευχής του. Εκτός όμως αν διδάσκη και αινίττηται η μεταστροφή του σχήματος όμοιόν τι προς τους τροχούς των Αιγυπτίων (426), ότι ουδέν ανθρώπινον είναι σταθερόν, και ότι πρέπει να στέργωμεν και να δεχώμεθα τον βίον ημών όπως αν ο Θεός τον στρέφη και τον εκτυλίσση. Το δε να κάθηνται αφ' ού προσεκύνησαν, λέγουσιν ότι είναι οιωνός ασφαλείας των ευχών και διαμονής των αγαθών. Λέγουσι δε και ότι η ανάπαυσις είναι των πράξεων χωρισμός· και ότι ως περατώσαντες την προτέραν πράξιν, κάθηνται πλησίον των Θεών διά να λάβωσι πάλιν άλλην αρχήν παρ' εκείνων. Δύναται δε τούτο να θεωρηθή και ως συμφωνούν προς όσα προείπομεν, ότι ο νομοθέτης μας συνηθίζει να μη προσερχώμεθα προς τους Θεούς όντες άλλως ησχολημένοι παρέργως πώς, και ως σπεύδοντες, αλλ' όταν έχωμεν καιρόν και σχολάζωμεν.
ΙΕ. Εκ δε της τοιαύτης θρησκευτικής παιδαγωγίας η πόλις τοσούτον έγινεν ευδιοίκητος, και τοσούτον κατεθαμβώθη υπό της δυνάμεως του Νουμά, ώστε παρεδέχετο και λόγους μυθώδεις και αλλοκότους, και τίποτε δεν ενόμιζεν απίστευτον ή αδύνατον, αν εκείνος το ήθελε. Λέγεται λοιπόν ότι εκάλεσεν εις γεύμα πολλούς πολίτας, και έστρωσε σκεύη πρόστυχα, και έφερε δείπνον ευτελές και απλούν· αφ' ού δ' ήρχισαν να δειπνώσι, τοις έρριψε λόγον ότι ήλθε προς αυτόν η Θεά μεθ' ής συνανεστρέφετο, και αιφνηδίως έδειξε τον οίκον του πλήρη ποτηρίων πολυτελών, και τας τραπέζας γεμούσας φαγητών παντοδαπών και αφθονίας μεγάλης. Πάσης δε παραδοξίας απιθανώτερον είναι το ιστορούμενον περί της σχέσεως αυτού μετά του Διός. Διότι μυθολογούσιν ότι εις τον Αβεντίνον λόφον, όστις δεν ήτον εισέτι μέρος της πόλεως, ουδέ κατωκείτο, αλλ' είχε πηγάς αφθόνους και σκιεράς κοιλάδας, ήρχοντο δύω δαίμονες, ο Πίκος και ο Φαύνος, οίτινες κατά μεν τα λοιπά δύνανται να θεωρηθώσιν ως σχέσιν έχοντες προς των Σατύρων το γένος ή των Πανών, περιήρχοντο όμως την Ιταλίαν σοφιζόμενοι, ως προς την ενέργειαν και την δύναμιν των φαρμάκων και ως προς τας θείας μαγείας, τα αυτά όσα οι υπό των Ελλήνων ονομαζόμενοι Ιδαίοι δάκτυλοι (427). Τούτους λέγουσιν ότι υπέταξεν ο Νουμάς, συγκεράσας οίνον και μέλι εις την κρήνην αφ' ής συνήθως έπινον. Αφ' ού δε συνελήφθησαν, ότι πολλάς μεν μορφάς μετέβαλλον, και ήλλαζον την φύσιν των, παριστώντες εις τα βλέμματα φοβερά φαντάσματα και αλλόκοτα. Αφ' ού δ' ενόησαν ότι συνελήφθησαν εις ισχυράν και αναπόδραστον αιχμαλωσίαν, τότε και άλλα πολλά επροφήτευσαν των μελλόντων, και τω εδίδαξαν τον τρόπον του καθαρισμού όταν πέση κεραυνός, και όν μέχρι τούδε εκτελούσιν εισέτι, λαμβάνοντες κρομμύδια, τρίχας και σαρδέλλας. Τινές δε λέγουσιν ότι δεν έδειξαν τον καθαρμόν οι δαίμονες, αλλ' ότι εκείνοι μεν έφερον κάτω τον Δία διά μαγειών ο δε Θεός, οργιζόμενος κατά του Νουμά, τον διέταξεν ότι πρέπει να γίνη ο καθαρισμός διά κεφαλών και ο Νουμάς ηρώτησε, κρομμυδίων; ο δε Ζευς απεκρίθη, ανθρώπων. Αποφεύγων δε πάλιν το φοβερόν του προστάγματος, ηρώτησεν εκ νέου ο Νουμάς, με τρίχας; και ο Ζευς απήντησεν, έμψυχα· Σαρδέλλας; είπεν ο Νουμάς· και ταύτα έλεγε διδαχθείς υπό της Ηγερίας. Και ο μεν Θεός απήλθεν εξιλεωθείς, ο δε τόπος ωνομάσθη έκτοτε Ιλίκιος (428), και ο καθαρισμός ούτως εκτελείται. Και ταύτα μεν εισί μυθώδη και γελοία, και δεικνύουσι των τότε ανθρώπων την διάθεσιν προς τα θεία, ήν ενέπνευσεν εις αυτούς η συνήθεια. Ο δε Νουμάς τοσούτον λέγουσιν ότι είχε προσηλωμένας εις τον Θεόν τας ελπίδας του, ώστε όταν τω ανηγγέλθη ποτέ ότι επέρχονται οι εχθροί, εμειδίασε και είπεν· «Εγώ δ' εκτελώ θυσίαν.»
ΙΣΤ. Λέγουσι δ' ότι πρώτος ανήγειρε και ιερόν της Πίστεως και του Τέρμωνος. Και την μεν Πίστιν ότι κατέστησεν όρκον μέγιστον παρά τοις Ρωμαίοις, όν και σήμερον έτι μεταχειρίζονται. Ο δε Τέρμων είναι το σύνορον, και θυσιάζουσιν εις αυτόν δημοσίως και ιδιαιτέρως, όταν θέτωσι των αγρών τα σύνορα, σήμερον μεν έμψυχα, άλλοτε όμως θυσίαν αναίμακτον, διότι ο Νουμάς φιλοσοφικώς επρότεινεν ότι ο θεός, ως φύλαξ ειρήνης και μάρτυς δικαιοσύνης, πρέπει να είναι καθαρός φόνου. Φαίνεται δ' ότι και εν γένει ο Βασιλεύς ούτος οροθέτησε την χώραν, ιδών ότι ο Ρωμύλος δεν ηθέλησε, μετρών τας ιδίας αυτής κτήσεις, να εξομολογηθή πόσην ξένην αφήρει· διότι το σύνορον, αν φυλάττηται μεν, είναι δέσμευσις της δυνάμεως, μη φυλαττόμενον δε, απόδειξις της αδικίας. Ουδ' είχε δ' άφθονον χώραν κατ' αρχάς η πόλις, αλλά πολλήν απέκτησε διά της λόγχης ο Ρωμύλος, και όλην ταύτην διένειμεν ο Νουμάς εις τους απόρους πολίτας, αφαιρών την πτωχείαν, ήτις επιβάλλει την ανάγκην της αδικίας, και τρέπων προς γεωργίαν τον δήμον, εξημερούμενον ομού μετά της χώρας. Διότι κανέν άλλο των επιτηδευμάτων δεν εμπνέει τόσον δριμύν και τόσον ταχύν έρωτα της ειρήνης, όσον το να ζη τις από της γης. Επ' αυτού, της πολεμικής τόλμης όσον μεν απαιτείται προς υπεράσπισιν των ιδίων κτημάτων, διαμένει και σώζεται, όσον δε ρέπει προς αδικίαν και πλεονεξίαν, αποκόπτεται. Διά τούτο και την γεωργίαν εσύστησεν ο Νουμάς παρά τοις πολίταις, ως θέλγητρον της ειρήνης· και αγαπήσας την τέχνην ταύτην μάλλον διά τον λόγον ότι διαρρυθμίζει τα έθνη παρά διότι χορηγεί πλούτον, διήρεσε την χώραν εις μέρη, ά ωνόμασε Πάγους (429) και εις έκαστον αυτών έταξεν επιστάτας και περιπόλους. Ενίοτε δε και αυτός εφορών, και από των έργων συμπεραίνων περί των τρόπων των πολιτών, άλλους μεν αντέμοιβε διά τιμών και εμπιστοσύνης, τους δ' οκνηρούς και αμελείς εσωφρόνιζε μεμφόμενος και κατηγορών.
ΙΖ. Εκ δε των άλλων πολιτικών αυτού μέτρων θαυμάζονται προ πάντων η κατά τέχνας διαίρεσις του λαού. Επειδή η πόλις κατ' αρχάς, ως φαίνεται και ως ερρέθη, συνέστη εκ δύω γενών, ήτο δε πάντοτε διηρημένη, και κατ' ουδένα τρόπον ήθελε να συγχωνευθή εις μίαν, ουδ' ήτο δυνατόν να εξαλειφθή η έχθρα και η διαφωνία, αλλ' υπήρχον πάντοτε συγκρούσεις άπαυστοι μεταξύ των μερών και φιλονεικίαι, συλλογισθείς ότι και τα φύσει σκληρά και δυσκόλως συμμιγνύμενα σώματα, τα μιγνύουσι καταθραύοντες και διαιρούντες αυτά, και ότι αυτά, διά την μικρότητά των, συνενούνται έτι μάλλον, απεφάσισε να κόψη εις περισσοτέρας μικράς διαιρέσεις όλον το πλήθος, και ούτω ρίπτων αυτό εις άλλας διαφοράς, να εξαλείψη την πρώτην και μεγάλην εκείνην, εγκατασπείρων εις μικροτέρας αυτήν. Ήτο δ' η διανομή κατά τέχνας, αυλητών, χρυσοχόων, τεκτόνων, βαφέων, σκυτοτόμων, βυρσοδεψών, χαλκέων, κεραμέων. Τας δε λοιπάς τέχνας εις έν περιλαβών, ανέδειξεν εξ όλων έν σύστημα. Ορίσας δ' εις έκαστον γένος συγκοινωνίας, και συναθροίσεις και τας ανηκούσας τιμάς των Θεών, τότε πρώτον αφήρεσεν από της πόλεως το να λέγωνται οι μεν Σαβίνοι, οι δε Ρωμαίοι, και οι μεν του Τατίου, οι δε του Ρωμύλου πολίται· ώστε η διαίρεσις έγινεν αρμονία, και ανάμιξις όλων προς όλους. Επαινείται δε μεταξύ των πολιτικών αυτού πράξεων και το ότι διώρθωσε τον νόμον όστις επέτρεπεν εις τους πατέρας να πωλώσι τα παιδία των, αφαιρέσας τους νενυμφευμένους, αν ο γάμος εγένετο κατά συγκατάθεσιν και διαταγήν του πατρός. Διότι σκληρόν τω εφαίνετο, γυνή ήτις ενυμφεύθη ελεύθερον, να είναι σύζυγος δούλου.
III. Ενησχολήθη δε και είς τινα περί τα ουράνια πραγματείαν, ουχί μεν ακριβώς, αλλ' ούτε ως εντελώς θεωρίας εστερημένος. Διότι, επί της βασιλείας του Ρωμύλου, εμέτρουν τους μήνας ατάκτως και ακανονίστως, άλλους μεν υπολογίζοντες προς είκοσι ημέρας, άλλους δε προς τριακονταπέντε, και άλλους προς περισσοτέρας. Δεν είχον δε τότε ουδεμίαν ιδέαν της συμβαινούσης ανωμαλίας περί την σελήνην και τον ήλιον, και έν εφύλαττον μόνον, το έτος να είναι τριακοσίων εξήκοντα ημερών. Ο δε Νουμάς, υπολογίζων ότι η διαφορά της ανωμαλίας ήτον ένδεκα ημερών, διότι το μεν σεληνιακόν έτος έχει τριακοσίας πεντηκοντατέσσαρας ημέρας, το δε ηλιακόν τριακοσίας εξήκοντα πέντε, τας ένδεκα ταύτας ημέρας διπλασιάζων, προσέθηκε καθ' έκαστον δεύτερον ενιαυτόν κατόπιν του Φεβρουαρίου μηνός τον εμβόλιμον, Μερκηδίνον καλούμενον υπό των Ρωμαίων, έχοντα δ' ημέρας εικοσιδύω. Και αύτη μεν η θεραπεία ήν εφεύρεν αυτός διά την ανωμαλίαν, έμελλε μεγαλητέρων θεραπειών να έχη έτι ανάγκην. Ήλλαξε δε και των μηνών την τάξιν, τον μάρτιον, όστις ήτον πρώτος, τρίτον τάξας, και πρώτον παραδεχθείς τον Ιανουάριον, όστις ήτον ενδέκατος επί του Ρωμύλου· δωδεκατος δε και τελευταίος ήτον ο Φεβρουάριος, όστις τώρα θεωρείται ως δεύτερος. Πολλοί δε λέγουσιν ότι υπό του Νουμά προσετέθησαν ούτοι οι μήνες, ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος, ενώ εξ αρχής είχον δέκα μήνας εις το έτος, καθώς τινές των βαρβάρων έχουσι τρεις, και εκ των Ελλήνων οι μεν Αρκάδες έχουσι τέσσαρας, οι δ' Ακαρνάνες έξ. Παρά δε τοις Αιγυπτίοις ήτον ενός μηνός το έτος και έπειτα τεσσάρων, ως λέγουσι. Διά τούτο, ενώ προ ολίγου μόνον καιρού κατοικούσι τον τόπον (430), φαίνονται ότι είναι αρχαιότατοι εις αυτόν, και εις τας γενεαλογίας των αναφέρουσιν ακατανόητον πλήθος ετών, διότι τους μήνας υπολογίζουσιν εις ετών αριθμόν.
ΙΘ. Οι δε Ρωμαίοι ότι περιελάμβανον δέκα μήνας εις το έτος και ουχί δώδεκα, αποδείκνυται και από του τελευταίου το όνομα, διότι μέχρι τούδε ονομάζουσιν αυτόν δέκατον (431). Ότι δε τον Μάρτιον είχον πρώτον, τούτο δηλοί η τάξις αυτών, διότι τον απ' εκείνου πέμπτον ωνόμαζον πέμπτον, έκτον δε τον έκτον, και τους άλλους εφεξής ομοίως έκαστον. Εν ώ, αν έθετον τον Ιανουάριον και τον Φεβρουάριον προ του Μαρτίου, θα συνέβαινε τον ρηθέντα μήνα να ονομάζωσι πέμπτον, και έβδομον να τον αριθμώσιν. Άλλως τε δε και επόμενον ήτον, ο Μάρτιος, όστις ήτον αφιερωμένος εις τον Άρην υπό του Ρωμύλου, να ονομάζηται πρώτος, δεύτερος δ' ο Απρίλιος, όστις ήτον της Αφροδίτης επώνυμος (432). Τινές δε λέγουσιν ότι ο Απρίλιος δεν ωνομάσθη διά την Αφροδίτην, αλλ' ότι λέγεται Απρίλιος, ψιλώς ούτως, ως είναι το όνομα του μηνός, διότι όταν ακμάζη η ώρα του έτους, ούτος ανοίγει και αναπτύσσει τους βλαστούς των φυτών. Τούτο τω όντι σημαίνει η λέξις (433). Εκ δε των λοιπών, τον μεν Μάιον ανομάζουσιν από της Μαίας (434), διότι είναι αφιερωμένος εις τον Ερμήν, τον δε Ιούνιον από της Ήρας (435). Τινές δε λέγουσιν ότι ούτοι εισίν επώνυμοι της ηλικίας, πρεσβυτέρας και νεωτέρας· διότι οι πρεσβύτεροι λέγονται παρά τοις Ρωμαίοις Μαϊώρης, οι δε νεώτεροι Ιουνιώρης (436). Των δε λοιπών έκαστον ωνόμαζον από της τάξεως αυτών, ως αριθμούντες, πέμπτον, έκτον, έβδομον, όγδοον, έννατον, δέκατον. Έπειτα δ' ο πέμπτος ωνομάσθη Ιούλιος, από Καίσαρος, του νικήσαντος τον Πομπήιον, ο δ' έκτος Αύγουστος, από του δευτέρου αυτοκράτορος, όστις επωνομάσθη Σεβαστός. Εις δε τους επομένους δύο ο Δομιτιανός έδωκε τας εδικάς του επωνυμίας (437)· αλλά τούτο πολύ δεν διήρκεσε, και αφ' ού εσφάγη εκείνος, ανέλαβον πάλιν τα ίδια αυτών ονόματα, και καλούνται ο μεν έβδομος, ο δε όγδοος. Μόνοι δ' οι τελευταίοι δύω διεφύλαξαν το όνομα ό είχον κατ' αρχάς εκ της τάξεως. Εκ δε των προστεθέντων ή μετατεθέντων υπό του Νουμά, ο μεν Φεβρουάριος, είναι ως αν έλεγε τις Καθάρσιος, διότι η λέξις ως έγγιστα τούτο σημαίνει (438), και τότε προσφέρουσιν αγνιστηρίους θυσίας διά τους νεκρούς (439), και τελούσι την εορτήν των Λουπερκαλίων, ήτις κατά πολλά ομοιάζει καθαρμόν (440). Ο δε πρώτος Ιανουάριος ωνομάσθη από του Ιανού. Νομίζω δ' ότι ο Νουμάς τον Μάρτιον, ονομασθέντα κατά τον Άρην, επίτηδες μετέθεσεν από της πρώτης θέσεως, θέλων εις όλα να προτιμάται η πολιτική δύναμις της πολεμικής. Διότι ο Ιανός μεταξύ των παναρχαίων, είτε δαίμων είτε βασιλεύς υπάρξας, λέγεται ότι ήτον πολιτικός και κοινωνικός, και μετέβαλε την δίαιταν απ' αγρίας και θηριώδους. Διά τούτο παριστώσιν αυτόν διπρόσωπον, ως δόσαντα άλλην αντ' άλλης εις τον βίον μορφήν και διάθεσιν.
Κ. Υπάρχει δε και ναός αυτού εις την Ρώμην δύω θύρας έχων, και Πολέμου πύλη καλούμενος· διότι συνήθεια υπάρχει ν' ανοίγηται μεν αυτός όταν είναι πόλεμος, να κλείηται δ' όταν είναι ειρήνη. Τούτο δ' ήτον δύσκολον, και σπανίως εγίνετο, διότι το κράτος ήτον πάντοτε εμπεπλεγμένον είς τινα πόλεμον, ηναγκασμένον, ένεκα του μεγέθους του, ν' ανθίσταται εις τα πέριξ αυτού περικεχυμένα γένη των βαρβάρων. Αλλ' εκλείσθη επί του Σεβαστού Καίσαρος, όταν ούτος κατετρόπωσε τον Αντώνιον και πρότερον, επί της Υπατείας του Μάρκου Ατιλίου (441) και Τίτου Μαλλίου επί βραχύν χρόνον και έπειτα πάλιν ηνεώχθη, διότι πόλεμος εξερράγη. Αλλ' επί της βασιλείας του Νουμά ουδέ μίαν ημέραν δεν εφάνη ηνεωγμένος, και έμεινε συνεχώς κεκλεισμένος επί τρία και τεσσαράκοντα έτη. Ούτως είχεν αφαιρεθή πάσα πολέμου αφορμή, και πανταχόθεν. Διότι ου μόνον ο δήμος των Ρωμαίων είχεν εξημερωθή και καταγοητευθή υπό της δικαιοσύνης και πραότητος του βασιλέως, αλλά και αι πέριξ πόλεις ήρξαντο μεταβαλλόμεναι, ως αν έπνεεν εκείθεν αύρα τις και πνεύμα υγιεινόν, και πόθος εκυρίευσε πάντας ευνομίας και ειρήνης, και του να φυτεύωσιν εν ησυχία την γην, και ν' ανατρέφωσι τα τέκνα των, και να σέβωνται τους Θεούς· και εις την Ιταλίαν πάσαν δεν υπήρχον ειμή εορταί, και συμπόσια, και υποδοχαί, και φιλοφροσύναι των αλλήλους αφόβως επισκεπτομένων και των συγκοινωνούντων, ως αν τα καλά και δίκαια εισέρρεον εις πάντας εκ της σοφίας του Νουμά ως εκ πηγής τινος, και εξ αυτής διεχέετο η περί εκείνον γαλήνης ώστε λέγουσιν ότι και αυταί αι ποιητικαί υπερβολαί δεν ήρκουν εις παράστασιν της τότε καταστάσεως (442) «Εις μεταλλίνους δεσμούς, των μελανών αραχνών έργα και η σκωρία αιχμάς λογχών και ξίφη καταβιβρώσκει μακρά· ούτε δε κτύπος σαλπίγγων χαλκών ακούεται, ούτε ύπνος εκ των βλεφάρων γλυκύς αφαιρείται»· διότι επί της βασιλείας του Νουμά ούτε πόλεμος, ούτε στάσις, ούτε πολιτείας νεωτερισμός αναφέρεται· προσέτι δε, ουδ' έχθρα τις κατ' αυτού, ουδέ φθόνος, ουδ' εκ φιλαρχίας επιβουλή και συνωμοσία. Αλλ' είτε φόβος Θεών, οίτινες εφαίνοντο προστατεύοντες αυτόν, είτε σέβας προς την αρετήν αυτού, είτε υπεράνθρωπος τύχη, την ζωήν αυτού καθαράν διαφυλάττουσα και υπό της κακίας απρόσβλητον, έδωκε παράδειγμα προφανές και απόδειξιν του Πλατωνικού λόγου, όν ο πολύ εκείνου μεταγενέστερος ετόλμησε να ειπή περί πολιτείας (443), ότι παύσις και απαλλαγή των κακών τότε μόνον επέρχεται εις τους ανθρώπους, όταν εκ θείας τινός συγκυρίας συμπίπτουσα βασιλική δύναμις μετά φιλοσόφου διανοίας, καθιστά την αρετήν υπερτέραν και ισχυροτέραν της κακίας. Και μακάριος μεν είναι ο έμφρων ανήρ αληθώς, μακάριοι δε και οι ακούοντες των λόγων οίτινες εξέρχονται εκ του έμφρονος στόματός του. Διότι ούτος ουδέ βίαν έχει ανάγκην ουδ' απειλήν να μεταχειρισθή προς το πλήθος· Ούτοι δε βλέποντες την αρετήν εις πρόχειρον και λαμπρόν παράδειγμα, τον βίον του άρχοντος, σωφρονούσιν εκουσίως, και συμμορφούνται προς τον εκ φιλίας και ευνοίας προς αυτούς, υπό δικαιοσύνης και μετριοπαθείας εμπνεόμενον, άμωμον και μακάριον εκείνον βίον, όστις περιέχει τον κάλλιστον πάσης βασιλείας σκοπόν και πάντων των βασιλέων βασιλικώτατος είναι όστις κατωρθοί να εμφυτεύση τούτον τον βίον και ταύτην την διάθεσιν εις τους υπηκόους του. Ταύτα φαίνεται ότι ο Νουμάς ενόησεν υπέρ πάντα άλλον.
ΚΑ. Περί δε των παιδίων και των γάμων αυτού υπάρχουσι διαφωνίαι παρά τοις ιστορικοίς. Και τινές μεν λέγουσιν ότι ούτε άλλην ενυμφεύθη πλην της Τατίας, ούτε άλλου παιδιού πατήρ ότι ήτον, πλην μιας θυγατρός, της Πομπιλίας· άλλοι δε τω αποδίδουσι πλην αυτής και τέσσαρας υιούς, Πόμπωνα, Πίνον, Κάλπον, και Μάμερχον, εξ ών έκαστος αφήκε διαδόχους, και οικογένειαν έντιμον διότι εκ μεν του Πόμπωνος κατάγονται οι Πομπώνιοι, εκ του Πίνου οι Πινάριοι, εκ του Κάλπου οι Καλπούρνιοι, και εκ του Μαμέρκου οι Μαμέρκιοι, οίτινες διά τούτο έλαβον το επώνυμον Ρήγες, όπερ εστί Βασιλείς.
Τρίτοι δ' εισίν οι ιστορικοί οίτινες κατηγορούσι τούτους ότι χαρίζονται εις τα γένη ταύτα, και αποδίδουσιν εις αυτά ψευδή στέμματα ως εκ διαδοχής του Νουμά, εν ώ αυτοί λέγουσιν ότι η Πομπιλία δεν εγεννήθη εκ της Τατίας, αλλ' εξ άλλης γυναικός, της Λουκρητίας, ήν ενυμφεύθη όταν ήτον ήδη βασιλεύς. Όλοι δε συμφωνούσιν ότι η Πομπιλία ενυμφεύθη τον Μάρκιον. Ήτον δ' ο Μάρκιος υιός του Μαρκίου εκείνου, όστις παρεκίνησε τον Νουμάν να λάβη την βασιλείαν. Τότε μετώκησε μετ' αυτού εις Ρώμην, και της συγκλήτου έγινε μέλος, και ετιμάτο, και μετά τον θάνατον του Νουμά αντηγωνίσθη προς τον Οστίλλιον περί της βασιλείας, και νικηθείς, απέθανεν εκουσίως δι' ασιτίας. Ο δ' υιός αυτού Μάρκιος, γυναίκα έχων την Πομπιλίαν, έμεινεν εις την Ρώμην, και εγέννησε τον Άγκον, όστις εβασίλευσε μετά τον Τύλλον Οστίλλιον. Τούτον, ως λέγεται, πενταετή αφήσας ο Νουμάς, απέθανεν· ο δε θάνατος αυτού δεν συνέβη ταχύς ουδ' αιφνίδιος, αλλά βαθμηδόν τον απεμάρανε μαλακή νόσος και γήρας, καθ' ά διηγείται ο Πείσων (444). Απέθανε δε ζήσας ολίγον υπέρ τους ογδοήκοντα.
ΚΒ. Και δι' αυτού δε του τάφου του κατέστησαν επίζηλον τον βίον του οι
σύμμαχοι και φίλοι δήμοι, συνελθόντες εις την κηδείαν, και δημοσίως φέροντες
προσφοράς και στεφάνους, και οι πατρίκιοι φέροντες την νεκρικήν κλίνην επί των
ώμων, και οι ιερείς των Θεών παρόντες και αυτοί και προπέμποντες, και το λοιπόν
πλήθος, παρακολουθούν, μετά γυναικών και παιδίων αναμεμιγμένον, κλαίον και
οδυρόμενον, ουχί ως αν παρευρίσκετο εις ενταφιασμόν γέροντος βασιλέως, αλλ'
ως αν έθαπτεν έκαστος φίλτατόν τινα, ακμαίον και ποθούμενον συγγενή. Και εις το
πυρ μεν δεν παρέδωκαν τον νεκρόν, διότι αυτός, ως λέγεται, το απηγόρευσεν
(445), αλλά
κατασκευάσαντες δύω θήκας λιθίνας, κατέθηκαν αυτάς υπό το Ιάνοκλον όρος, και
περιείχον η μεν το σώμα του η δ' άλλη τας ιεράς βίβλους, άς συνέγραψε μεν αυτός,
ως οι Έλληνες νομοθέται τους Κύρβεις
(446),
εδίδαξε δε ζων έτι εις τους ιερείς όσα έγραψε, και δους εις αυτούς όλων τούτων
την έξιν και την ακριβή γνώσιν, διέταξε να συνταφώσιν αι ιεραί βίβλοι μετά του
σώματός του, επί λόγω ότι τα απόρρητα δεν φυλάττονται καλώς εις άψυχα
γράμματα. Ούτω λέγουσιν ότι σκεπτόμενοι και οι Πυθαγόριοι, δεν συνέγραφον τα
δόγματά των, αλλ' έγραφαν μνήμην αυτών και μάθησιν ενέβαλλαν εις τους αξίους·
και όταν η περί των απόρων και απορρήτων λεγομένων γεωμετρικών μεθόδων
πραγματεία εδόθη ποτέ εις των αναξίων τινά, διά σημείων έδειξεν ο Θεός, ως
έλεγον ούτοι, ότι έμελλε να τιμωρήση ως μέγα και κοινόν κακόν την ασέβειαν και
την παρανομίαν. Ώστε πολύ συγγνωστέοι φαίνονται οι φιλοτιμούμενοι να
συσχετίσωσι τον Νουμάν μετά του Πυθαγόρου, όταν τοσαύται υπάρχωσι μεταξύ
αυτών ομοιότητες. Ο δ' Αντίας
(447)
ιστορεί ότι δώδεκα μεν βίβλοι ιεροφαντικαί, δώδεκα δ' άλλαι ελληνικαί περί
φιλοσοφίας εναπετέθησαν ομού εις τον τάφον. Αφ' ού δε τετρακόσια περίπου
παρήλθαν έτη, ότε ύπατοι ήσαν ο Πόπλιος Κορνήλιος και ο Μάρκος Βαίβιος
(448),
συνέπεσαν μεγάλαι βροχαί, και το χώμα εσχίσθη και το ρεύμα παρέσυρε τας
θήκας. Τότε δ' έπεσαν τα επικαλύμματα αυτών, και η μεν μία εφάνη όλως κενή, και
ουδέν περιέχουσα μέρος του σώματος, ουδέ λείψανον· εις δε την άλλην
ευρέθησαν τα συγγράμματα, και αυτά λέγεται ότι ανέγνωσε μεν ο Πετίλιος, όστις
τότε ην στρατηγός, εις δε την σύγκλητον απεφάνθη μεθ' όρκου
(449), ότι
δεν φρονεί όσιον ουδέ θεμιτόν να κοινοποιηθώσιν εις το πλήθος τα περιεχόμενα·
διό και κομισθέντα εις το Κομίτιον
(450) τα
βιβλία, εκάησαν. Και εις όλους μεν τους δικαίους και αγαθούς έπεται μετά θάνατον
μείζων ο έπαινος, διότι ο φθόνος επιζή επί πολύ, διά τινας δε και προαποθνήσκει.
Εκείνου όμως την δόξαν ανέδειξαν λαμπροτέραν αι τύχαι των διαδόχων του
βασιλέων. Διότι εκ των πέντε οίτινες μετ' αυτόν εβασίλευσαν, ο μεν έσχατος,
απολέσας τον θρόνον, εγκατεγήρασεν εις φυγήν, εκ δε των άλλων τεσσάρων
ουδείς απέθανε φυσικόν θάνατον, αλλ' οι μεν τρεις εσφάγησαν επιβουλευθέντες· ο
δ' Οστίλλιος Τύλλος, όστις μετά τον Νουμάν εβασίλευσε, τα πλείστα των καλών
όσα εκείνος εισήγαγε, προ πάντων δε και μάλιστα την προς τα θεία ευλάβειαν
εχλεύασε και καθύβρισεν, ως καθιστώσαν τους ανθρώπους αργούς και
γυναικώδεις, και έτρεψε προς πόλεμον τους πολίτας, ουδ' αυτός ενέμεινεν εις τας
νεανικάς ταύτας αφροσύνας, αλλ' υπό νόσου δεινής και πολυτρόπου γνώμην
μεταλλάσσων, υπέπεσεν εις δεισιδαιμονίαν, ουδέν έχουσαν το κοινόν μετά της του
Νουμά ευσεβείας. Έτι δε μάλλον μετέδωκεν εις τους άλλους το πάθος τούτο, διότι,
ως λέγεται, εκάη υπό κεραυνού.
Α. Αλλ' αφ' ού διεξήλθομεν τον βίον του Νουμά και τον του Λυκούργου, έχοντες
ήδη αμφοτέρους υπ' όψιν, ας μη οκνήσωμεν, αν και δύσκολον είναι το έργον, να
συλλέξωμεν τας διαφοράς αμφοτέρων. Και ομοιότητες μεν επιφαίνονται εις τας
πράξεις των, οίον η φρόνησις των ανδρών, η ευσέβεια, ο πολιτικός νους, η
ικανότης των εις το να εκπαιδεύωσι τους λαούς, και το ότι και αρχάς αμφότεροι
έλαβον τας νομοθεσίας των παρά των Θεών. Εκ δε των καλών όσα ανήκουσιν ιδίως
εις έκαστον αυτών, πρώτον μεν είναι ο τρόπος καθ' όν ο Νουμάς παρέλαβε, και
καθ' όν ο Λυκούργος εγκατέλιπε την βασιλείαν, διότι ο μεν την έλαβε χωρίς να την
ζητήση, ο δε την είχε και την απέδωκε· και τον μεν κατέστησαν άλλοι κύριον
εαυτών, εν ώ ήτον ιδιώτης και ξένος, ο δε, βασιλεύς ων, κατέστησεν αυτός εαυτόν
ιδιώτην. Και καλόν μεν είναι ν' αποκτήση τις διά δικαιοσύνης την βασιλείαν, αλλ'
έτι καλλήτερον να προτιμήση την δικαιοσύνην της βασιλείας· διότι η αρετή
κατέστησε τον μεν τοσούτον ένδοξον, ώστε ν' αξιωθή της βασιλείας, τον δε
τοσούτον μέγαν, ώστε να καταφρονήση την βασιλείαν. Δεύτερον δε, επειδή, ως
λύρας αρμονίαν, ο μεν ενέτεινε την Σπάρτην, χαλαρά και τρυφυλά ήθη έχουσαν, ο
δε της Ρώμης εχαλάρωσε το σφοδρόν κατά την διάθεσιν και το καθ' υπερβολήν
τεταμένον, διά τούτο του Λυκούργου το έργον ήτον το δυσκολώτερον διότι δεν
έπειθε τους πολίτας να εκδυθώσι θώρακας και να καταθέσωσι ξίφη, αλλά ν'
αφήσωσι χρυσόν και αργυρόν, και ν' αποβάλωσι τα πολυτελή στρώματα και
συμπόσια, ουδέ να τελώσιν εορτάς και θυσίας, αφήνοντες τους πολέμους, αλλ'
αρνούμενοι δείπνους και φαγοπότια, εις όπλα ν' ασκώνται και εις παλαίστρας να
κοπιάζωσι. Διά τούτο, ο μεν αγαπώμενος και τιμώμενος, έπραξε πάντα διά της
πειθούς, ο δε, κινδυνεύων και προσβαλλόμενος, μόλις υπερίσχυσεν. Αλλ' η Μούσα
του Νουμά ήτον ήμερος και φιλάνθρωπος, διότι, εν ώ τα ήθη των πολιτών ήσαν
αχαλείνωτα και φλογερά, αυτός τα επράυνε, μεθαρμάσας αυτά εις ειρήνην και
δικαιοσύνην. Αν δε μας αναγκάσωσι να παραδεχθώμεν εις του Λυκούργου την
πολιτείαν το περί των Ειλώτων ωμότατον εκείνο και παρανομώτατον έργον,
θέλομεν ειπεί ότι ο Νουμάς ήτον πολύ ελληνικώτερος νομοθέτης, διότι αυτός και
εις τους ανεγνωρισμένους δούλους απέδωκε τιμήν ελευθέρων, συνηθίσας αυτούς
επί των Κρονίων να συντρώγωσιν αναμεμιγμένοι μετά των δεσποτών των. Διότι και
τούτο λέγουσιν ότι ήτον έν εκ των αρχαίων νομοθετημάτων του Νουμά, το να
παραλαμβάνωνται εις των ετησίων καρπών τας απολαύσεις οι συνεργήσαντες εις
αυτών την παραγωγήν. Άλλοι δε μυθολογούσιν ότι τούτο σώζεται ως ενθύμησις εις
την Κρονικήν εκείνην ισονομίαν
(451), και
εμφαίνον ότι ουδείς είναι δούλος ή δεσπότης, αλλά πάντες θεωρούνται ως
συγγενείς και ισότιμοι.
Β. Εν γένει δε φαίνεται ότι αμφότεροι ομοίως ωδήγουν τα πλήθη εις αυτάρκειαν και εις σωφροσύνην, εκ δε των άλλων αρετών ότι ηγάπησαν ο μεν την ανδρείαν μάλλον, ο δε την δικαιοσύνην, εκτός αν αληθώς, επειδή εκατέρου των πολιτευμάτων η φύσις ή η συνήθεια δεν ήτον ομοία, απήτει ανόμοια και τα μέσα· και ούτε ο Νουμάς εκ δειλίας απέτρεψε τους Ρωμαίους του να πολεμώσιν, αλλά διά να μη αδικώσιν, ούτε ο Λυκούργος δ' αδικίαν κατέστησεν αυτούς πολεμιστάς, αλλά διά να μη αδικώνται. Αφαιρούντες λοιπόν και οι δύο ό,τι είχον υπερβολικόν οι συμπολίται αυτών, και αναπληρούντες ό,τι τοις έλειπεν, ηναγκάζοντο να καταφεύγωσιν εις μεγάλας μεταβολάς. Και ως προς την διάταξιν δε και την διαίρεσιν των πολιτικών τάξεων, η μεν του Νουμά ήτον ακράτως δημοτική, και το πλήθος κολακεύουσα, διότι καθίστα τον δήμον εκ χρυσοχόων και αυλητών και σκυτοτόμων σύμμικτόν τινα και παμποίκιλον, αυστηρά δ' ήτον η του Λυκούργου και αριστοκρατική, τας μεν βαναύσους τέχνας ως μη καθαράς παραδίδουσα εις χείρας οικετών και μετοίκων, τους δε πολίτας περί την ασπίδα συνάγουσα και το δόρυ, τεχνίτας όντας και υπηρέτας του Άρεως, και άλλο μη ηξεύροντας ουδέ μελετώντας, παρά να πείθωνται εις τους άρχοντας και τους εχθρούς να νικώσιν. Ούτε δε χρήματα να κερδίζωσιν ήτον εις τους ελευθέρους επιτετραμμένον, ίνα ώσιν εντελώς και εφάπαξ ελεύθεροι· η δε περί τα χρήματα επιμέλεια εγκατελείπετο εις δούλους και Είλωτας, καθώς η του δείπνου και των φαγητών ετοιμασία. Ο δε Νουμάς ουδέν τοιούτον διεχώρισεν, αλλ' έπαυσε μεν τας στρατιωτικάς πλεονεξίας, την δ' αλλαχόθεν συναγωγήν χρημάτων δεν απηγόρευσεν, ουδ' εξήλειψε την τοιαύτην ανωμαλίαν, αλλά και τον πλούτον αφήκε να προχωρή επ' άπειρον, και πολλή πενία ημέλησε ν' αθροίζηται εις την πόλιν και να εισρέη, εν ώ έπρεπεν ευθύς εξ αρχής, όταν δεν ήτον εισέτι πολλή ουδέ μεγάλη η ανισότης, αλλ' αι περιουσίαι, ήσαν ομαλαί και ολίγον διαφέρουσαι, ν' αντισταθή εις την πλεονεξίαν, καθώς ο Λυκούργος, και ν' αποφύγη τας απ' αυτής βλάβας, αίτινες απέβησαν ου μικραί, αλλά παρέσχον την αρχήν και το σπέρμα των πλείστων και μεγίστων κακών όσα συνέβησαν. Ο δε της γης αναδασμός ούτε τον Λυκούργον, ως μοι φαίνεται, καθιστά κατηγορίας άξιον, διότι τον ενήργησεν, ούτε τον Νουμάν, διότι δεν τον ενήργησε, καθ' όσον εις τον μεν η ισότης αύτη έγινε βάσις και κρηπίς της πολιτείας, εν ώ τον άλλον ουδέν ηνάγκαζε να επιχειρήση νέαν διανομήν της γης, ήτις προσφάτως είχεν εις κλήρους διαιρεθή, ούτε να μετακινήση την πρώτην διαίρεσιν, ήτις αναμφιβόλως διέμενεν έτι.
Γ. Διά δε της συγκοινωνίας των γάμων και της ανατροφής των τέκνων, αμφότεροι ηθέλησαν ορθώς και πολιτικώς ν' αφαιρέσωσι την ζηλοτυπίαν από των ανδρών, αλλά δεν εσυμφώνησαν εντελώς κατά πάντα· διότι ο μεν Ρωμαίος ανήρ, αφ' ού αρκετά απέκτα παιδία, πεισθείς υπ' άλλου τινος, παιδίων ανάγκην έχοντος, παρητείτο της γυναικός του, κύριος ων να την δώση εις άλλον και αύθις εις άλλον. Ο δε Λάκων, εν ώ είχε την γυναίκα του εις τον οίκον του, και ο γάμος έμενεν εις τ' αρχαία του νόμιμα, καθίστα κοινωνόν αυτού τον πείσαντα αυτόν, και έχοντα τέκνων ανάγκην. Πολλοί δε, ως ερρέθη, και παρακαλούντες εισήγον εις την οικίαν των εκείνους εξ ών ενόμιζον ότι εδύναντο να γεννηθώσι ευειδή παιδία και αγαθά. Τις λοιπόν είναι των δύω συνηθειών η διαφορά; Ότι ταύτα μεν εμφαίνουσιν ισχυράν και εντελή απάθειαν προς την σύζυγον, και προς τα πάθη όσα διά λύπης και διά ζηλοτυπιών ταράττουσι και κατακαίουσι τους ανθρώπους συνήθως· εκείνα δε, ως μετ' αιδούς τινός ακομπάστου, λαμβάνουσι την συζυγίαν ως περικάλυμμα, και εξομολογούνται πόσον δυσκόλως υποφέρεται η τοιαύτη κοινή κτήσις της γυναικός. Προσέτι δε την φύλαξιν των παρθένων εκανόνισεν ο Νουμάς προσφορώτερον προς το θήλυ γένος και κοσμιώτερον. Η δε του Λυκούργου, όλως άνευ περιορισμού, και μη γυναικεία, έδωκεν αφορμήν λόγων εις τους ποιητάς, οίτινες τας ονομάζουσι Φανομηρίδας, ως ο Ίβυκος (452) και τας περιγράφουσιν ανδρομανείς, ως ο Ευριπίδης λέγων (453)·
«Τους οίκους μετά νέων καταλείπουσι,
γυμνούς μηρούς, και πέπλους έχουσαι, σχιστούς.»
Διότι τω όντι του παρθενικού χιτώνος αι πτέρυγες δεν ήσαν συνερραμμέναι κάτωθεν, αλλ' ανοιγόμεναι εγύμνουν όλον τον μηρόν όταν εβάδιζον. Και σαφέστατα εδήλωσε τούτο ο Σοφοκλής διά των εξής·
«Την νέαν Ερμιόνην, ής ασυρράπτως
περί τον απαλόν μηρόν
ο χιτών διανοίγεται.»
Εκ τούτου λέγεται ότι εγίνοντο θρασύτεραι, και ανδρώδεις προς αυτούς ακόμη τους άνδρας, διότι τους οίκους αύται εντελώς εκυβέρνων, εις δε τα δημόσια πράγματα και εγνωμοδότουν και εξεφράζοντο παρρησία υπέρ των μεγίστων. Ο δε Νουμάς διετήρησεν εις τας συζύγους την υπόληψιν των ανδρών και την τιμήν, ήν είχον επί του Ρωμύλου, περιποιούμεναι ένεκα της αρπαγής. Επέβαλεν όμως εις αυτάς πολλήν αιδώ, και αφήρεσε την πολυπραγμοσύνην, και τας εδίδαξε να μη μεθύωσι, και τας συνείθισεν εις την σιωπήν, ώστε ποτέ μεν να μη πίνωσιν οίνον, ποτέ δε να μη ομιλώσιν, ουδέ διά τ' αναγκαιότερα, χωρίς ανδρός. Λέγεται δ' ότι γυνή ωμίλησέ ποτε εις ιδίαν δίκην εν τη αγορά, και η σύγκλητος έπεμψεν εις τον Θεόν να ερωτήση τι το σημείον τούτο προανήγγελλεν εις την πόλιν (454). Και εν γένει της ευπειθείας και της πραότητος αυτών μέγα τεκμήριον είναι η μνήμη των χειροτέρων μεταξύ αυτών. Διότι καθώς οι ιστορικοί ημών γράφουσι περί των πρώτων οίτινες έπραξαν εμφύλιον φόνον, ή επολέμησαν κατ' αδελφών, ή έγινον πατροκτόνοι ή μητροκτόνοι, ούτω και οι Ρωμαίοι μνημονεύουσιν ότι πρώτος μεν εχώρισε την γυναίκα του ο Σπόριος Καρβίλιος, διακόσια τριάκοντα έτη μετά της Ρώμης την κτίσιν, χωρίς προ τούτου ουδέν τοιούτον να γίνη· πρώτη δε γυνή η του Πιναρίου, Θαλαία ονομαζομένη, ήλθεν εις έριν προς την πενθεράν αυτής Γεγανίαν, επί βασιλείας Ταρκυνίου Σουπέρβου. Τόσον καλώς και κοσμίως ήσαν διατεταγμένα τα των γάμων υπό του νομοθέτου.
Δ. Εις δε την επίλοιπον των παρθένων ανατροφήν συμφωνούσι και τα περί νυμφεύσεως νενομοθετημένα· διότι ο μεν Λυκούργος τας ενύμφευεν ωρίμους ήδη και όταν επεθύμουν τον γάμον, ίνα η σχέσις αυτών, καθ' ήν ώραν ήδη την απήτει η φύσις, γίνηται αρχή έρωτος και φιλίας μάλλον, παρά μίσους και φόβου, ως προξενούσιν οι βίαιοι γάμοι οι παρά της φύσεως την εποχήν γινόμενοι, και ίνα τα σώματα έχωσι δύναμιν ν' αντέχωσιν εις τας εγκυμοσύνας και εις τους πόνους, διότι του γάμου ο μόνος σκοπός ήτον η γέννησις καλών τέκνων. Οι δε Ρωμαίοι τας έδιδον δωδεκαετείς και έτι νεωτέρας, επί λόγω ότι ούτως ο σύζυγος ελάμβανε σώμα και ήθος καθαρόν και αμόλυντον. Προφανές άρα είναι ότι ο μεν είς των τρόπων είναι φυσικώτερος προς τέκνων απόλαυσιν, ο δ' έτερος ηθικώτερος προς καλήν συμβίωσιν. Ως όμως προς την επιστασίαν των παιδίων και τας συμβιώσεις αυτών, και την παιδαγωγίαν και τας συγκοινωνίας, και την εις δείπνα και γυμνάσια και παιγνίδια τάξιν και κοσμιότητα, ο Λυκούργος αποδεικνύει κατ' ουδέν ανώτερον του τυχόντος νομοθέτου τον Νουμάν, όστις εις την θέλησιν ή τας ανάγκας των πατέρων αφήκε την των νέων ανατροφήν, αν τις ήθελε να καταστήση τον υιόν του εργάτην γης, ή ναυπηγόν, ή να τον διδάξη να γίνη χαλκεύς ή αυλητής, ως αν δεν έπρεπεν ευθύς εξ αρχής προς έν τέλος να οδηγώνται και να διαμορφώνται ομού κατά τα ήθη, αλλά καθώς επιβάτης εις ναυν, άλλος εξ άλλης ορμώμενος χρείας και προαιρέσεως, να μη συνενώνται υπέρ των κοινών ειμή μόνον εν κινδύνοις, εκ φόβου υπέρ των ιδίων, άλλως δ' έκαστος εις το ίδιον μόνον αυτού ν' αποβλέπη συμφέρον. Και τους μεν συνήθεις των νομοθετών, όσοι έσφαλον δι' άγνοιαν ή δι' αδυναμίαν, δεν είναι δίκαιον να μεμφώμεθα διά τούτο. Αλλ' ανήρ σοφός, παραλαβών βασιλείαν δήμου νεοσυστάτου και εις ουδέν αντιτείνοντος, τι πρώτον έπρεπε να φροντίση παρά την των παίδων ανατροφήν και την των νέων άσκησιν, όπως μη γενώσι διάφοροι κατά τα ήθη και ταραχώδεις, αλλ' όπως συνδέωνται προς αλλήλους ευθύς εξ αρχής, προς κοινόν ούτως ειπείν ιχνάριον (455) αρετής πλαττόμενοι και διατυπούμενοι; Τούτο ωφέλησε τον Λυκούργον και κατά τ' άλλα και προς την σωτηρίαν των νόμων του. Διότι μικρός θα ήτον των νόμων ο φόβος, αν η παιδεία και η αγωγή δεν είχον πως αναμίξει τους νόμους μετά των ηθών, και συνοικειώσει μετά της ανατροφής την αγάπην της πολιτείας· ώστε υπέρ τα πεντακόσια έτη παρέμεινον αι κυριώταται και αι μέγισται των πολιτικών, αυτού διατάξεων, ως προσηρμοσμέναι διά βαφής ανοθεύτου και στερεάς. Μετά του Νουμά εξ εναντίας ευθύς συνεξέλιπε και αυτό τούτο, όπερ ην της πολιτείας του ο σκοπός, το να διάγη η Ρώμη εν ειρήνη και εν φιλία· και μετά τον θάνατον εκείνου ηνέωξαν του αμφιθύρου οίκου, όν αυτός εκράτει κεκλεισμένον, ως τω όντι αν είχεν εν αυτώ τον πόλεμον εις την φυλακήν διά να τον ημερώση, και τας δύω θύρας, αίματος και νεκρών την Ιταλίαν πληρώσαντες· και ουδ' ολίγον καν καιρόν διέμεινεν η καλλίστη εκείνη και δικαιοτάτη κατάστασις, διότι δεν περιείχε και το συντηρητικόν αυτής στοιχείον, την ανατροφήν. Και τι λοιπόν; θα ειπή τις· μήπως η Ρώμη δεν επρόκοψε διά των πολέμων;
Αλλά το ερώτημα τούτο μακράν απαιτεί απόκρισιν προς ανθρώπους θέτοντας το καλόν εις τον πλούτον, την τρυφήν και την δύναμιν μάλλον, παρά εις την σωτηρίαν και την πραότητα και την μετά δικαιοσύνης αυτάρκειαν. Αλλά και τούτο δύναται να φανή υπέρ του Λυκούργου συνηγορούν, ότι οι μεν Ρωμαίοι επέδωκαν τοσούτον όταν ήλλαξαν την επί Νουμά κατάστασιν· οι δε Λακεδαιμόνιοι άμα κατά πρώτον εμακρύνθησαν των διατάξεων του Λυκούργου, ευθύς από μεγίστων εγένοντο ταπεινότατοι, απώλεσαν των Ελλήνων την ηγεμονίαν, και εκινδύνευσαν εντελώς να εξαφανισθώσι. Τούτο όμως του Νουμά είναι μέγα και θείον ως αληθώς, ότι ξένος ων, και αλλαχόθεν προσκεκλημένος, μετέβαλε τα πάντα διά της πειθούς, και υπερίσχυσεν επί πόλεως ουκέτι ομονοούσης, ούτε όπλων έχων ανάγκην, ούτε βίας τινός, ως ο Λυκούργος, όστις εκίνησε τους αρίστους κατά του δήμου, αλλά διά της σοφίας και της δικαιοσύνης συνέδεσε και συνήρμοσε πάντας κάλλιστα.
1) Γενικώς ↩
1α) ) Ο Πλούταρχος κατ' άλλην τάξιν, ή μάλλον όλως ατάκτως έγραψε τους Βίους του· οι δ' εκδόται αυτού κατέταξαν αυτούς έπειτα κατά χρονολογικήν σειράν, ήν ενομίσαμεν ευλογώτερον ν' ακολουθήσωμεν και εμείς. ↩
2) Επτ. επί Θήβ. 473 και 397-8. ↩
3) Ο Θησεύς ελέγετο υιός του Ποσειδώνος και της Αίθρας, ο δε Ρωμύλος του Άρεως και της Ρέας Σιλβίας. ↩
4) Ομήρ. Ιλιάς II. 281. ↩
5) Πανάρχαιος, αυτόχθων Βασιλεύς των Αθηνών, υιός Ηφαίστου και Αθηνάς, ή Κρανάης, εγγονής του Κραναού, β'. βασιλέως των Αθηνών. Υποτίθεται ζήσας κατά τον 16ον αιώνα π. Χ. Υιός αυτού ην ο Πανδίων, όν διεδέχθησαν κατά σειράν Ερεχθεύς Β, Κέκροψ Β, Παιδίων Β, πατήρ ή θετός πατήρ του Αιγέως, πατρός του Θησέως. ↩
6) Υιός του Ταντάλου εκ Φρυγίας. Τον μέγαν του πλούτον έλαβεν εκ του όρους Σιπύλου της Μαιονίας. ↩
7) Το γνωστόν διδακτικόν ποίημα του Ησιόδου, το επιγραφόμενον «Έργα και ημέραι». ↩
8) Ησιόδ. Έργ. και Ημ. ΣΤ. 368. ↩
9) Πάλλας, αδελφός του Αιγέως, ελπίζων ότι οι υιοί του θα εκληρονόμουν αυτόν, ως άτεκνον όντα. ↩
10) Εις το παραθαλάσσιον, κατά πρόνοιαν του Πιτθέως, διά να ονομασθή υιός Ποσειδώνος, εις θέσιν επικληθείσαν υπ' αυτού Γεννέθλιον, παρά τον λιμένα Καλένδερον (Παυσαν. Β, 32), το σημερινόν Βίδι του Πόρου. ↩
11) Σιλανίων, γλύπτης Αθηναίος, σύγχρονος του Αλεξάνδρου. Παρράσιος, περίφημος ζωγράφος Εφέσιος, εις Αθήνας πολιτογραφηθείς επί του Πελοποννησιακού πολέμου. ↩
12) Ιλιάς Β, 543. Ήσαν δ' οι Άβαντες Θράκες την καταγωγήν, κατοικήσαντες και την Εύβοιαν. ↩
13) Εις την ήδη κατοικουμένην υπό των Αβάντων Εύβοιαν μετώκησαν Άραβες μετά του Κάδμου, κατά Στράβ. Ι, 19. ↩
14) Μυσία η ευρωπαϊκή, ή και Μοισία, η μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου χώρα της Βουλγαρίας και Σερβίας, κατοικουμένη εξ αρχαιοτάτων χρόνων υπό Σκυθών και Γετών. ↩
15) Αρχίλοχος, Πάριος σατυρικός ποιητής, της 7ης, ως νομίζεται, π. Χ. εκατονταετηρίδος. ↩
16) Ο επισημότερος ναός του Ποσειδώνος της Τροιζηνίας έκειτο εις την κορυφήν της νήσου Πόρου, όπου και ερείπια αυτού σώζονται. ↩
17) Ίφιτος, υιός του βασιλέως της εν Ευβοία Οιχαλίας, ού ο Ηρακλής έκλεψε τας ίππους. Ευρών δ' αυτόν μετά ταύτα εις την Πελοπόννησο, τον εκρήμνισεν από του τείχους της Τύρινθος και τον εφόνευσε. Νοσήσας δε διά το έγκλημα τούτο, απήλθε, κατά χρησμόν, εις την εν μικρά Ασία Λυδίαν, και προς εξιλασμόν επωλήθη εκεί εις την βασίλισσαν του τόπου Ομφάλην. ↩
18) Ίδ. Β. Θεμιστ. 3. ↩
19) Ο Σίννης ωνομάζετο Πιτυοκάμπτης, διότι όταν συνελάμβανέ τινα, έκαμπτε δύω πίτυς (δύω πεύκας ελύγιζε), και εις την κορυφήν αυτών αμφοτέρων έδενε τον συλληφθέντα, όστις εσπαράττετο ούτως όταν ανωρθούντο τα δένδρα. Ίδ. και Παυσ. Β, 1. ↩
20) Αστοιβή, είδος φρυγάνου, ούτως εις όλην σχεδόν την Ελλάδα κοινώς καλούμενον. Το αρχαίον στοιβή. ↩
21) Ο Δηιονεύς, αδελφός του Ιφίτου, Ίδ. Σ. 8, 1. ↩
22) Πιθανώς ο εκ Τευθίδος της Αρκαδίας, όστις ηρνήθη να συνεκστρατεύση μετά του Αγαμέμνονος. Ίδ. Παυσ. Η, 28. ↩
23) Πιθανώς φυλή εν Καρία. ↩
24) Κρομμυών, χωρίον μεταξύ Κορίνθου και Μεγάρων, πιθανώς εις Κιναίταν, επονομασθείσα κατά τον μύθον από Κρόμμου του Ποσειδώνος, πιθανώς όμως από των περιφήμων « μεγαρικών κρομμύων», δι' ών έρρεον τα «μεγαρικά δάκρυα ». Ίδ. Σχολ. Αριστοφ. Εφ. 245. Plin. Η. Ν. XX 9. ↩
25) Η θέσις των κακουργημάτων τούτων ήτον η «Κακή σκάλα», αι απόκρημνοι «Σκιρωνίδες πέτραι», ως την ωνόμαζον οι αρχαίοι, αι «σκιραί» ή σκληραί και τραχείαι. « Σκίρων» δε είναι και ο σφοδρός βορειοδυτικός άνεμος, ού η βία ήρκει όπως κρημνίζη τους διαβάτας από των δυσβάτων εκείνων κρημνών. ↩
26) Σιμωνίδης, ποιητής ελεγείων εξ Αμοργού, ακμάσας περί τα 500 π. Χ. ↩
27) Αιακός, υιός του Διός και της Αιγίνης. ↩
28) Κυχρεύς, υιός Ποσειδώνος και Σαλαμίνος. ↩
29) Πηλεύς και Τελαμών, υιοί του Αιακού, άρξαντες ο μεν εν Φθία ο δ' εν Σαλαμίνι. ↩
30) Κερκύων, ληστής και αυτός, προκαλών εις πάλην τους παροδίτας. ↩
31) Ερινεός, θέσις πλησίον της Ελευσίνος, κατά τον Ελευσίνιον Κηφισόν. ↩
32) Πολυπήμονα και ουχί Δαμάστην λέγει τον Προκρούστην ο Παυσανίας. Ούτος ήπλωνε τους ξένους εις κλίνην, και αν μεν ήσαν μακρότεροι αυτής, τοις απέκοπτε τα άκρα, αν δε βραχύτεροι, τους εξήρθρου βιαίως διά να τους εξισώση προς την κλίνην, και ούτω βασανίζων τους εθανάτωνε. ↩
33) Βούσιρις, μισόξενος βασιλεύς της Αιγύπτου, υιός του Ποσειδώνος και της Λυσιανάσσης, θυσιάζων εις τον Δία τους ξένους. Ανταίος, υιός της Γης και του Ποσειδώνος, γίγας εν Λιβύη, φονεύων τους ξένους διά της πάλης, και ακαταγώνιστος, διότι οσάκις επάτει το έδαφος της μητρός του, ενελάμβε νέας δυνάμεις. — Κύκνος, υιός Άρεως και Πελοπίας εν Θεσσαλία, ληστής φονεύων τους ξένους εν μονομαχία. — Τέρμερος, ληστής Θεσσαλός και αυτός. ↩
34) «Τερμέρεια κακά είναι κυρίως η παροιμία, και φαίνεται ότι αληθώς παράγεται εκ του ότι επιφέρουσι το τέρμα του βίου. ↩
35) Τον ρύακα προς δυσμάς των Αθηνών. ↩
36) Ο Αττικός λαός, πριν διαιρεθή εις δήμους πολιτικώς, διηρείτο εις γένη, συγκείμενα εκ μελών εχόντων σχέσιν συγγενικήν ή κοινής καταγωγής, και επιμελουμένων έν κοινόν οικογενειακόν ιερόν. Ο Φύταλος ην ήρως όστις, όταν η Δήμητρα περιεφέρετο ζητούσα την κόρην της, εφιλοξένησεν αυτήν παρά τον Κηφισόν, και η θεά εις αμοιβήν τω έδωκε να φυτεύση την πρώτην συκήν. Τον τάφον αυτού είδεν ο Παυσανίας. Φυταλίδαι δ' ήσαν το γένος του Φυτάλου, μετέχοντες εν Ελευσίνι και της Επιστασίας των μυστηρίων. ↩
37) Κατά τους αρχαιοτάτους χρόνους ο διά φόνου, έστω και δικαίου, μιάνας τας χείρας του, έπρεπε ν' αγνισθή διά θρησκευτικών τελετών. ↩
38) Θυσία εις τον Μειλίχιον (τον φιλάνθρωπον) Δία. ↩
39) Ο πρώτος μην του αττικού έτους, αντιστοιχεί προς Ιούνιον — Ιούλιον. ↩
40) Μήδεια, θυγάτηρ του Αιήτου, Βασιλέως της Κολχίδος, μάγισσα, έφυγε μετ' Αργοναυτών, και εγκαταλειφθείσα εις την Κόρινθον υπό του Ιάσωνος, κατέφυγεν εκείθεν προς τον Αιγέα, ↩
41) Δελφίνιον, ναός του Απόλλωνος, όπου συνήρχετο και έν των φονικών δικαστηρίων. Έκειτο προς ανατολάς της πόλεως. ↩
42) Ερμής, το άγαλμα του Θεού, ή μάλλον τετράγωνος στήλη, φέρουσα κεφαλήν Ερμού, και χρησιμεύουσα εις οδοδείκτην ή όριον. ↩
43) Ο Αιγεύς ελέγετο υιός του Σκίρου. ↩
44) Σφηττός, Δήμος της Αττικής, ως φαίνεται κατά τα Μεσόγεια κείμενος, πιθανώς περί το χωρίον το καλούμενον σήμερον Σπάττα. ↩
45) Γαργηττός, δήμος και αυτός, διατηρών το αρχαίον όνομα, εις την πεδιάδα μεταξύ Πεντελικού και Υμητού. ↩
46) Αγνούσιος, εξ Αγνούντος, δήμου και αυτού των Μεσογείων, εις Μαρκόπουλον. ↩
47) Παλλήνη, δήμος πλησιέστατος και αυτός εις τον Γαργηττόν, Βαλλήνη και σήμερον καλούμενος, και, ως φαίνεται, πατρίς των Παλλαντιδών. ↩
48) Λεώ, αττικώς αντί «λαοί». ↩
49) Την Τετράπολιν απετέλουν αι τέσσαρες εις την κοιλάδα του Μαραθώνος κείμεναι κώμαι Μαραθών, Προβάλινθος, Τρικόρυθος και Οινόη, ήτις διατηρεί το αρχαίον της όνομα. ↩
50) Φιλόχορος, Αθηναίος ιστοριογράφος, περί τα 200 π. Χ. γράψας εκτός άλλων ιστορίαν της αρχαίας Αττικής. ↩
51) Υιός του Μίνωος, βασιλέως της Κρήτης. ↩
52) Ιδ. και Διόδ. Κ, 61. ↩
53) Εκ δέματος μη σωζομένου. ↩
54) Συνέγραψεν ο Αριστοτέλης περιγραφήν 162 ή κατ' άλλους 255 πολιτειών, δυστυχώς μη διατηρηθείσαν. ↩
55) Οδύσσ. Τ. 179. ↩
56) Εκ Πλάτ. Μίν. σ. 321. Κατά τινας ήσαν δύω Μίνωες, ο πάππος, σοφός και νομοθέτης, και ο εγγονός, ο επιβάλων τον φόρον. ↩
57) Ελλάνικος, ιστορικός εκ Λέσβου, σύγχρονος του Ηροδότου, έγραψεν ιστορίαν της Αττικής. ↩
58) Ίδ. ανωτ. § I. ↩
59) Άραγε Αμαρσίου υιός, ή μη κρύπτεται ίσως ενταύθα κάτοικός τις της περιχώρου του ναού της Αμβροσίας Αρτέμιδος, του σημερινού Αμαρουσίου παρά την Κηφισίαν; ↩
60) Ίδ. § I. ↩
61) Πρυτανείον, το οικοδόμημα των συνεδριάσεων των πρυτάνεων, ήτοι των μηνιαίων προέδρων της Βουλής. Η μνεία αυτού επί Θησέως είναι αναχρονισμός. Έκειτο δ' υπό τους βορείους πρόποδας της Ακροπόλεως. ↩
62) Ίδ. ανωτ. §. ΙΒ. ↩
63) Ιερά ελαία, ήν εφύτευσεν η Αθηνά επί της Ακροπόλεως εν τω Ερεχθείω, και αφ' ής κατήγοντο όλαι αι ελαίαι των Αθηνών. ↩
64) Εκ των πρώτων ημερών του Απριλίου. ↩
65) Ο τράγος ην ιερός τη Αφροδίτη, ένεκα των ηθών του ζώου, ιδίως μάλιστα εν Κύπρω, όπου επί των νομισμάτων τράγος παρίσταται, και μάλιστα ενίοτε φέρων επικαθημένην Αφροδίτην. Προφανώς εκ της λατρείας ταύτης παρήχθη το επίθετον της Θεάς, και μετά ταύτα ο μύθος περί της αφορμής της επωνυμίας. ↩
66) Αριάδνη, η θυγάτηρ του Μίνωος, τω έδωκε κλωστήν, δέσας την μίαν άκραν εις την είσοδον του λαβυρίνθου, όταν εισήρχετο, εκράτει την άλλην, και ούτως εδυνήθη να οδηγηθή, όταν ηθέλησε να εξέλθη πάλιν. ↩
67) Φερεκύδαι ήσαν δύο, ο εκ Σύρου της Κυκλάδος, διδάσκαλος του Πυθαγόρου, ο πρώτοις Έλλην πεζογράφος, και έτερος Αθηναίος, ολίγον του Ηροδότου προγενέστερος, γράψας Ιστορίαν των αρχαίων Αθηναίων. Τούτον αινίττεται ο Πλούταρχος. ↩
68) Εδάφη λέγει το κείμενον, υπό Ησυχίου εξηγούμενον αντί εδώλια Ο δε Κοραής εικάζει πιθανώς Λαίφη, ήτοι ιστία, διότι ούτε τα εδάφη ούτε τας έδρας εδύνατο να κόψη ευκόλως ο Θησεύς ↩
69) Δήμων, αγνώστου εποχής. Έγραψε περί παροιμιών κατά Σουίδαν. ↩
70) Πασιφάη, γυνή του Μίνωος, κόρη του Ηλίου, και αδελφή της Κίρκης και του Αήτου. ↩
71) Κλείδημος, ιστοριογράφος επί των μηδικών, γράψας την ιστορίαν της Αττικής. ↩
72) Τον αρχηγόν των Αργοναυτών. ↩
73) Δήμος, αποτελών τετράκωμον μετά του Πειραιώς, του Φαλήρου και της Ξυπέτης. Ίσως προς τον Πορθμόν της Σαλαμίνος. ↩
74) Ηρέας, ιστορικός άλλως άγνωστος. Ίδ. και Β. ΣΟλ. Ι. ↩
75) Ο τύραννος των Αθηνών, όστις συνήγαγε και διερρύθμισε τα ποιήματα του Ομήρου. ↩
76) Η Νεκυία του Ομήρου, το Λ. της Οδυσσείας. ↩
77) Προφανές ότι Οινοπίων και Στάφυλος εισίν ονόματα αναφερόμενα εις τον μύθον του Βάκχου. ↩
78) Ίων, ποιητής τραγικός και διθυραμβικός, ακμάσας περί Ολυμπ. 82. Ίδ. Σημείωση 388. ↩
79) Παίων, συγγραφεύς αλλαχόθεν άγνωστος, εξ Αμαθούντος της Κύπρου. ↩
80) Γορπιαίος, μην αντιστοιχών προς τον Σεπτέμβριον κατά Μακεδόνας και Σύρους. Η Κύπρος, ως ισχυρώς κατοικουμένη υπό Φοινίκων, φαίνεται ότι είχε το συριακόν μηνολόγιον. ↩
81) Οι Κύπριοι είχον την φοινικικήν λατρείαν της Αστάρτης Αφροδίτης. ↩
82) Λέγεται ότι ο Κρητικός χορός έχει μέχρι τούδε τον αυτόν χαρακτήρα. ↩
83) Δικαίαρχος, εκ Μεσσήνης της Σικελίας, μαθητής του Αριστοτέλους, φιλόσοφος και ιστορικός. Ολίγα της Γεωγραφίας αυτού σώζονται. ↩
84) Αλλαχού (Πότερ. των ζώων φρονιμ.) λέγει δεξιών. Ο αρχαιότατος ούτος βωμός είχε κατασκευασθή υπό του Απόλλωνος εκ κεράτων των δορκάδων άς η Άρτεμις είχε φονεύσει εν Κύθνω. (Καλλίμ. Ύμν. εις Απόλλ.). ↩
85) Κατά Παυσανίαν εκρημνίσθη από της Ακροπόλεως όπισθεν του Ναού της Νίκης. ↩
86) Ωσχοφόρια, εορτή καθ' ήν παίδες Αθηναίοι κλήματα μετά σταφυλών διά χειρών έχοντες, επόμπευον από του ναού του Βάκχου εις τον της Σκιράδος Αθηνάς. ↩
87) Πυανεψιών, ο τέταρτος αττικός μην, αντιστοιχών προς σεπτέμβριον-οκτώβριον. Ωνομάσθη δε, διότι την εβδόμην αυτού ημέραν ετελούντο τα Πυανέψια, έψησις πυάνων, ή κυάμων. ↩
88) Οι υιοί του Ηρακλέους, διωχθέντες υπό του Ευρυσθέως, κατέφυγον εις Αθήνας και εφιλοξενήθησαν, κατοικισθέντες εις τον Μαραθώνα. ↩
89) Τριακόντορος λέγεται η ναυς η έχουσα τριάκοντα κώπας καθ' όλον το μήκος της πλευράς αυτής· τριήρης, η έχουσα τρεις επαλλήλους σειράς κωπών. ↩
90) Δημ. ο Φαληρεύς διεύθυνε την πολιτείαν εν Αθήναις περί Ολ. 114. Ο Καλλίμαχος (Υμ. εις Δήλον) λέγει το πλοίον τούτο υπάρχον έτι επί Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου, φέρον ετησίως την θεωρίαν εις Δήλον, και αθάνατον. ↩
91) Αυξόμενος λόγος, ή λόγος των αυξομένων, επίνοια των σοφιστών, και ιδίως του Κώου ή Συρακούσιου Επιχάρμου, καθ' ήν τα οργανικά και εις αύξησιν υποκείμενα όντα δεν έμενον τα αυτά· ώστε δήθεν ο δανεισθείς την μίαν ημέραν, δεν ώφειλε την άλλην διότι ήτον άλλος άνθρωπος (Πλούτ. Περί των υπό του θείου βραδ. τιμ). ↩
92) Τα ωσχοφόρια, ως αποδεικνύουσι τα καθέκαστα της εορτής, και αυτό το όνομα του γένους του επιμελουμένου της θυσίας, ην εορτή της φθινοπωρινής συγκομιδής, συμπλεχθείσα μετά ταύτα μετά των περί Θησέως μυθευομένων. ↩
93) Ίδ. ανωτ. §. ΙΘ. ↩
94) Ίδ. ανωτ. §. ΙΒ. ↩
95) Άστυ έλεγον την πόλιν των Αθηνών. ↩
96) Θυσία διά την μετοικεσίαν δήθεν των δήμων εις Αθηνάς. Ίσως μάλλον διά τας προς τους πολίτας σχέσεις των ξένων μετοίκων. Ο Θουκυδίδης και άλλοι ονομάζουσι την θυσίαν Συνοίκια. ↩
97) Ίδ. ανωτ. §. ΙΒ. ↩
98) Σίβυλλα, όνομα αποδιδόμενον εις μάντιδας διαφόρων μερών. «Η περιφημοτέρα παρά Ρωμαίοις ην η της Κύμης εν Καμπανία» αλλ' η αρχαιοτέρα ην η Δελφική. Κατά Παυσανίαν (Α, 20) επί της κατακτήσεως των Αθηνών υπό Σύλλα, το εν Δελφοίς μαντείον έδωκε τον περί του ασκού χρησμόν τούτον τοις Αθηναίοις. ↩
99) «Δεύρ' ίτε πάντες λεώ». ↩
100) Ευπατρίδας, Γεωμόρους, Δημιουργούς. ↩
101) Μέρος του Β της Ιλιάδος. ↩
102) Ίδε ανωτ. § IΔ. ↩
103) Ό,τι ήτον ισότιμον δέκα ή εκατόν βοών. ↩
104) Υιός της Ινούς, ήτις μετ' αυτού ερρίφθη από της Σκιρωνίδος πέτρας, όταν ο ανήρ της Αθάμας την εδίωκε διά να την φονεύση. ↩
105) Κάνηθος, υιός του Άβαντος εξ Ευβοίας. Ίδε μη η υπό τας Σκιρωνίδας πέτρας νέα θέσις Κηνέθα είναι παραφθορά επωνύμου τινός χωρίου του Κανήθου τούτου. ↩
106) Ίδ. ανωτ. §. ΙΖ. ↩
107) Ανδρών, ιστορικός αλλαχόθεν άγνωστος. ↩
108) Ίδ. ανωτ. §. ΙΘ. ↩
109) Ηρόδωρος, εξ Ηρακλείας του Πόντου, επί Αλεξάνδρου έγραψεν Αργοναυτικά και περί Ηρακλέους. ↩
110) Βίωνες δύω εισί γνωστοί, ο ποιητής ειδυλλίων εκ Σμύρνης, σύγχρονος του Θεοκρίτου, και ο εκ Βορυσθένους, φιλόσοφος της Κυρηναϊκής σχολής. ↩
111) Η μεταξύ Προποντίδος και Ευξείνου πόντου επαρχία τη μικράς Ασίας. ↩
112) Μουσείον, λόφος αντικρύ της Ακροπόλεως, εφ' ού ετάφη ο ποιητής Μουσαίος. Την σήμερον λόφος του Φιλοπάππου, διά το αυτόθι σωζόμενον μνημείον Αντιόχου του Φιλοπάππου, ηγεμόνος τίνος της Κομμαγηνής. Η Πνυξ κείται αμέσως δυτικώς του Μουσείου. ↩
113) Κιμμέριος Βόσπορος, ο πορθμός του Αζώφ. ↩
114) Βοηδρομιών αντιστοιχεί προς αύγουστον - σεπτέμβριον. ↩
115) Ίδ. ανωτ. §. IΘ. ↩
116) Τις η Χρύσα άγνωστον, και υπ' ουδενός άλλου αναφέρεται συγγραφέως. ↩
117) Η θέσις διατηρεί το αρχαίον όνομα, παραμορφωθέν ολίγον εις «Χαλούρι». Ο δε Χαλκώδων ήτον βασιλεύς των εν Ευβοία Αβάντων. ↩
118) Περαϊκαί πύλαι, προς το νοτιοδυτικόν του Θησείου, υπό τον λόφον των νυμφών. ↩
119) Ευμενίδων ιερόν υπό τον Άρειον Πάγον. ↩
120) Παλλάδιον, δικαστήριον κατά τ' ανατολικά της πόλεως κείμενον. ↩
121) Θέσις προς το στάδιον, αρχαιότατα δικαστήριον. ↩
122) Ναός Απόλλωνος, και γυμνάσιον προς τον Ιλισσόν. ↩
123) Παρά τον ναόν του Ολυμπίου Διός. ↩
124) Της εορτής του Θησέως. ↩
125) Η βρύσις προς βοράν των Μεγάρων, εις τα Πηγάδια. ↩
126) Ρομβοειδές, μνημείον τι ονομασθέν ως εκ του σχήματός του. ↩
127) Πόλις της Βοιωτίας, πατρίς του Πλουτάρχου. ↩
128) Ο Θερμώδων ην και ο ποταμός όστις επήγαζεν εκ της χώρας των Αμαζόνων. ↩
129) Όν επομένως έγραψε προ του Θησέως. ↩
130) Κυνός Κεφαλαί, δύω υψηλοί λόφοι περί την Σκοτουσαίαν, πόλιν της Πελασγιώτιδος εν Θεσσαλία. ↩
131) Ηφικλής, αδελφός του Ηρακλέους. ↩
132) Ίδ. ανωτ. §. ΚΣΤ. ↩
133) Εις την αργοναυτικήν εκστρατείαν. ↩
134) Ηγεμών της Καλυδωνίας εν Αιτωλία, θηρεύσας μετ' άλλων ηρώων τον Καλυδώνιον κάπρον. ↩
135) «Ουκ άνευ Θησέως». ↩
136) Κυρίως ο Θησεύς ήτον ο Ηρακλής των αττικών μύθων. ↩
137) Άδραστος, βασιλεύς του Άργους, πενθερός του Πολυνείκους, είς των Επτά επί Θήβας. ↩
138) Καδμεία, ακρόπολις των Θηβών. ↩
139) Φαίνεται ότι ο Πλούταρχος έγραψε και βίον Ηρακλέους απολεσθέντα. ↩
140) Ελευθερία, φρούριον εις τον Πάρνηθα, την σήμερον Κάζα. ↩
141) Ικέτιδες, τραγωδία σωζομένη του Ευριπίδου. Ελευσίνιοι, τραγωδία απολεσθείσα του Αισχύλου. ↩
142) Πειρίθους, βασιλεύς των Λαπίθων, λαού της Θεσσαλίας. ↩
143) Δηιδάμεια, άλλως γνωστή υπό το όνομα Ιπποδάμεια. ↩
144) Τραχίς, πόλις της Φθιώτιδος εις την Οίτην. ↩
145) Τα μυστήρια ήσαν τα της Ελευσίνιας Δήμητρος. Έκαστος ώφειλε να μυηθή εις αυτά. Αλλ' αν είχε πράξει ανόσιόν τι, προ πάντων φόνον, έπρεπε προηγουμένως να καθαρθή διά τινων θρησκευτικών τελετών, αίτινες κατά έν έτος προηγούντο της μυήσεως. ↩
146) Ίδας και Λυγκεύς, υιοί του Αφαρέως, εκ Μεσσήνης. ↩
147) Οι Διόσκουροι, αδελφοί της Ελένης και της Κλυτεμνήστρας εκ του Διός και της Λήδας, γυναικός του Τυνδάρεω, βασιλέως της Σπάρτης. ↩
148) Ιπποκόων αδελφός του Τυνδάρεω, ού ήρπασε τον θρόνον. ↩
149) Ορθία ελέγετο η Άρτεμις, ής το άγαλμα έφερεν ο Ορέστης εις την Λακωνίαν εκ της Ταυρικής Χερσονήσου. Περί τον βωμόν αυτής εμαστιγούντο οι νέοι. ↩
150) Τεγέα, πόλις της Αρκαδίας. ↩
151) Αφίδναι, δήμος της Αττικής μεταξύ Αθηνών και Μαραθώνος, παρά την Λιόσαν. ↩
152) Κόρην, ως την κόρην της Δήμητρος, αυτήν ταύτην την Περσεφόνην. ↩
153) Ακαδημία, κήπος του Ακαδήμου, χρησιμεύσας έπειτα εις φιλοσοφικούς περιπάτους. Μέχρι τούδε ονομάζεται κοινώς δημία ή Καθήμιο. ↩
154) Ίδ. ανωτ § ΚΑ. ↩
155) Οι Τυνδαρίδαι ούτοι, ή Διόσκουροι, μετεβλήθησαν εις αστέρας, ών ο είς δύει όταν ανατέλλη ο άλλος. Το Άνακες δε, όθεν δήποτε καν παράγεται, εσήμαινε τους βασιλείς ή τους προύχοντας, ↩
156) Ίδε ανωτέρω § Κ. ↩
157) Εις τους αρχαιοτέρους χρόνους φαίνεται ότι όπως μυηθή τις τα Ελευσίνια, έπρεπε να είναι φύσει ή θέσει Αθηναίος, τις δ' ο Πύλιος άγνωστον. Ίσως ο Περικλύμενος, αδελφός του Νέστορος, όν ενίκησεν ο Ηρακλής ↩
158) Ανεκάς κατά τον Αριστοφάνην (Σφήκ. 18)· Αλλά το Ανέκαθεν φαίνεται ακριβέστερον αποδεικνύον τον τύπον Ανέκας. ↩
159) Κόρη του Πριάμου. ↩
160) Υιός του Θησέως. ↩
161) Ίστρος, ιστοριογράφος εκ Κυρήνης επί Πτολεμαίων. ↩
162) Ο Θησεύς ήτον ο Ηρακλής των Αθηναίων. Δια τούτο η μεταλλαγή αύτη των ιερών των. ↩
163) Ίδ. ανωτ. § ΚΖ, όπου γράφε Χαλκούρι αντί Χαλούρι. ↩
164) Ίδ. ανωτ. § ΙΓ. ↩
165) Οι άρχοντες εν Αθήναις ήσαν εννέα τον αριθμόν, κατ' έτος αλλάσσοντες· ο είς αυτών ελέγετο Επώνυμος άρχων, διότι κατ' αυτόν ωνομάζετο το έτος. Ο Φαίδων ήτον άρχων εν Ολυμπ. 76 ά. ήτοι π. Χ. 476. ↩
166) Το επί Πλουτάρχου Γυμνάσιον ην το οικοδομηθέν υπό Πτολεμαίου, μεταξύ της αγοράς και του Θησείου, του ναού υφ' όν ετάφησαν τα οστά του Θησέως. ↩
167) Σεπς. Οκτώβριος. Ίδε § ΚΒ. ↩
168) Ιούνιος — Ιούλιος. Ίδ. ανωτ. § ΙΒ. ↩
169) Γεωγράφος εκ Χάρακος της Ταυρικής Χερσοννήσου, σύγχρονος του Αυγούστου. ↩
170) Ο πρώτος άρτιος αριθμός είναι 2, άρα ο πρώτος αρτίου κύβος 2 X 2 X 2 = 8. Το πρώτον τετράγωνον είναι 2 X 2 = 4 (διότι 1 Χ 1 = 1)· το δε διπλάσιον αυτού 2 Χ 4 = 8. Αι παιδαριώδεις αύται θεωρίαι των αριθμών εισίν απηχήσεις αιγυπτιακής φιλοσοφίας, γνωσθείσης εις την Ελλάδα διά του Πυθαγόρου. ↩
171) Ο περικλείων και ασφαλώς συνέχων την γην. ↩
172) Αρχαιοτάτη Ελληνική φυλή, εξ ής επήγασαν, ως φαίνεται πάσαι αι λοιπαί. ↩
173) Τον Τίβεριν ↩
174) Ιταλός, βασιλεύς των Πελασγών. ↩
175) Αινείας, Τρως, υιός Αγχίσου και Αφροδίτης. ↩
176) Κίρκη η μάγισσα, εις ής την νήσον οι οπαδοί του Οδυσσέως μετεμορφώθησαν εις θηρία. ↩
177) Ημαθίων, υιός του Τιθονού και της Ηούς, βασιλεύς των Αιθιόπων. ↩
178) Τυρρηνοί, αρχαιοτάτη Πελασγική φυλή. ↩
179) Φόρβας, βασιλεύς της Λέσβου. ↩
180) Λαβινία, θυγάτηρ του βασιλέως Λατίνου. ↩
181) Ταρχέτιος είναι προφανώς άλλος τόπος του Ταρκύνιος, και αμφότερα του Τυρρηνός εισί δηλαδή ονόματα προσωποποιούντα την αρχαίαν Πελασγικήν φυλήν των Τυρρηνών, ήτις επί τινα χρόνον εκράτησε της Ρώμης και του Λατίου. ↩
182) Αλβανοί, οι κατοικούντες την Άλβην εν Ιταλία. ↩
183) Σχήμα επίμηκες, θεωρούμενον ως αλεξητήριον κατά της βασκανίας. ↩
184) Τηθύς, θυγάτηρ του Ουρανού και της Γης, γυνή του Ωκεανού, μήτηρ του Κρόνου και της Ρέας. ↩
185) Άγνωστος αλλαχόθεν ιστορικός. ↩
186) Ομοίως. ↩
187) Germanus. ↩
188) Το μηρυκάσθαι λέγεται λατινιστί ρουμινάρι. ↩
189) Θυσία άνευ οίνου. ↩
190) Πτηνόν, ο μυρμηκοφάγος. ↩
191) Velatura ↩
192) Velum ↩
193) Γάβιοι, πόλις του Λατίου εν Ιταλία. ↩
194) Ίδ. ανωτ. §4 ↩
195) Manipulos, Manipulares. ↩
196) Άγνωστος ιστορικός. ↩
197) Αι Τυρρηνικαί πόλεις είχον το σχήμα τετράγωνον. Και η Ρώμη αληθώς φαίνεται ότι ην κατ' αρχάς τυρρηνικόν κτίσμα, διότι και κατά την πρώτην περίοδον της ιστορίας αυτής ήρθον αυτής τυρρηνοί βασιλείς, οι Ταρκύνιοι. ↩
198) Ίδ. Θησ. 101. ↩
199) Επήδησε την τάφρον, χλευάζων την μικρότητα αυτής, κατά Διονύσον τον Αλικαρνασσέα. ↩
200) Celer ↩
201) Κόιντος, ύπατος Ρώμης εν έτει 60 π. Χ., φίλος του Κικέρωνος. ↩
202) Οι άνδρες ούτοι ήσαν οι οιωνοσκόποι. Οι Τυρρηνοί εις όλα τα έργα των ελάμβανον αυτούς οδηγούς. Οι κανόνες δ' ούς υποτίθεται ακολουθήσας ο Ρωμύλος εις την κτίσιν της Ρώμης ήσαν θρησκευτικώς υποχρεωτικοί διά την ίδρυσιν πασών των Τυρρηνικών πόλεων. ↩
203) Πωμήριον Pomœrium εκ του post, mœrus αντί murus. ↩
204) Της πρώτης. Καλάνδας έλεγον οι Ρωμαίοι την νουμηνίαν, Ειδούς την ημέραν της πανσελήνου, 13ην ή 17ην εκάστου μηνός, και Νόννας την προ ταύτης εννάτην ημέραν. Ηρίθμουν δ' αφ' εκάστης των διαιρέσεων τούτων προς την προηγουμένην, λέγοντες πρώτη, δευτέρα κτλ. προ των Καλανδών, προ των Ειδών κτλ. του Μαρτίου, και ούτω καθεξής. Η 11η προ των Καλαιδών Μαΐου ην άρα η 20 Απριλίου. ↩
205) Παλίλια ή Παρίλια γράφεται η εορτή παρά Ρωμαίοις· είς τινα δε χειρόγραφα του Πλουτάρχου κοινώς Παλήλια. ↩
206) Τριακοστή ελληνικού μηνός. ↩
207) Έκλειψις ηλίου, ουχί σελήνης, ήτις δεν εδύνατο να συμβή κατά τριακάδα. ↩
208) Αντίμαχος ποιητής επί Πλάτωνος, κατ' άλλους εκ Κλάρου ή Κολοφώνος. ↩
209) Επί Καίσαρος. ↩
210) Τω όντι η θεωρία είναι η αυτή, δηλαδή επίσης ανύπαρκτος δι' αμφότερα. ↩
211) Τέλος Νοεμβρίου. Κατά το έτος εκείνο υπελογίσθη ότι έκλειψις δεν έγινεν. ↩
212) Τέλος Αυγούστου. ↩
213) Τέλος Μαρτίου και αρχάς Απριλίου. ↩
214) Populus. ↩
215) Εκ του Senex. γέρων. ↩
216) Εύανδρος, απόγονος του Πελεσγού, οδηγήσας Αρκάδων αποικίαν εις Ιταλίαν 60 έτη προ των Τρωικών. ↩
217) Patres conscripti. ↩
218) Το επίθετον τούτο είχεν όμως και εν Ελλάδι ο Ποσειδών καθ' ό συρόμενος υπό θαλασσίων ίππων. ↩
219) Curiæ. ↩
220) Άγνωστος αλλαχόθεν ιστορικός. ↩
221) Ιόβας, ο υιός του Βασιλέως της Ματριτανίας, αιχμαλωτισθείς και ανατραφείς εν Ρώμη, λαβών δε παρ' Αυγούστου οπίσω μέρος της πατρικής Βασιλείας, και Κλεοπάτραν την Αντωνίου εις γυναίκα. Συνέγραψεν ιστορίαν. ↩
222) Διότι αολλής σημαίνει το συνηθροισμένος, σεσωρευμένος. ↩
223) Ζηνόδοτος, ιστορικός άλλως άγνωστος. ↩
224) Και εις το σύγγραμμα αυτού το επιγραφόμενον «Κεφαλαίων καταγραφή» ή «Αιτία», ως εις το τέλος ταύτης της παραγράφου το ονομάζει, την αυτήν αποδίδει έννοιαν εις την λέξιν «ταλασία», παραγομένην, ως λέγει, εκ του ταλάρου, του δηλούντος την ρώκαν, ή μάλλον το καλάθιον το περιέχον τα έρια και λοιπά των γυναικών εργόχειρα· διότι την νύμφην καθίζοντες επί μηλωτής, έθετον πλησίον της ρώκαν και άτρακτον, και αυτή δι' ερίων έστεφεν την θύραν του ανδρός της. ↩
225) Σωζόμενον πόνημα του Πλουτάρχου, το εκδεδομένον, ως προερρέθη, υπό τον τίτλον «Κεφαλαίων καταγραφή». ↩
226) Λαός του Ακτίου. ↩
227) Ουάρων, πολυμαθέστατος Ρωμαίος συγγρφ. επί Καίσαρος. ↩
228) Στρατιωτικός φύλαρχος. ↩
229) Μάρκελλος, ο περίφημος πορθητής των Συρακουσών και νικητής του Αννίβου, ζων περί τα 230 π. χ. Ίδε βίον αυτού. ↩
230) Ο Αλικαρνασσεύς. ↩
231) Δημάρατος, Κορίνθιος Βακχιάδης, κατά τον 7ον αιώνα προ Χριστού φυγών τους Κυψελίδας, και εν Τυρρηνία της Ιταλίας γενάρχης τυρρηνικής δυναστείας γενόμενος. ↩
232) Ποπλικόλας (Ουαλέριος) συναγωνιστής του αρχαίου Βρούτου κατά των Ταρκυνίων περί τα 507 π. χ. ↩
233) Αντίγονος Καρύστιος, επί Πτολεμαίου Φιλαδέλφου, γράψας περιέργους ιστορίας, και ιστορίαν φιλοσόφων. ↩
234) Ρυμιτάλκης, βασιλεύς των Θρακών, εγκαταλείψας την μερίδα του Πομπηίου και προστεθείς εις την του Καίσαρος. ↩
235) Ίδ. ανωτ. §. ΙΔ. ↩
236) Σουλπίκιος (Γάλβας ή Γάλλος), ο πρώτος ρωμαίος αστρονόμος κατά τα 150 π. Χ. ↩
237) Ίδ. Σημ. Σελ. 89. ↩
238) Σιμύλος, ποιητής άλλοθεν άγνωστος. ↩
239) Όθεν έμεινε να λέγηται Βούλλα ή σφραγίς. ↩
240) Μονήτα Ήρα, η Μνημοσύνη εκ του Μόνηρε, του υπομιμνήσκειν. Εν τω ναώ τούτω ην και το νομισματοκοπείον εξ ού Μανήτα, το κοινώς Μονέδα, ωνομάσθη το νόμισμα. ↩
241) Ίδ. βίον Νουμά, III και ΙΘ. ↩
242) Διότι Ματρώνα είναι η έγγαμος γυνή, η οικοδέσποινα. ↩
243) Κατ' άλλους, και κατ' αυτόν τον Πλούταρχον αλλαχού, εν τοις Κεφαλαίοις, η μήτηρ. ↩
244) Ίδε ανωτ. § ΙΓ. ↩
245) Εις την Αρκαδίαν υπάρχει το Λύκαιον όρος, εφ' ού ελατρεύετο ο Λύκαιος Ζευς. ↩
246) Αντί κενόν είς τινας εκδόσεις φέρεται κοινόν, και εξηγήθη, ότι το όνομα Λύκος εφαρμόζεται εις αμφότερα τα γένη. ↩
247) Οι ιερείς των Λουπερκίων. ↩
248) Ποιήματα συγκείμενα εναλλάξ εξ εξαμέτρων και πενταμέτρων. ↩
249) Γάιος Ακίλιος, νομομαθής και συγγραφεύς, φίλος του Κικέρωνος. Των συγγραμμάτων του ουδέν διεσώθη. ↩
250) Κατ' άλλον μύθον, όν ακολουθεί ο Πλούταρχος εις την αρχήν αυτού τούτου του βίου, αι Εστιάδες προϋπήρχαν του Ρωμύλου, και Εστιάς ην και η μήτηρ αυτού. Η λατρεία του πυρός ην αρχαιοτάτη, και πιθανώς εξ Ασίας εις τας ελληνικάς και λατινικάς φυλάς μεταβάσα. ↩
251) Ετησία θυσία ετελείτο υπό των βασιλέων εν Λαβινίω, όπου είχον κατατεθή, τα εκ Τρωάδος Παλλάδια. ↩
252) Θέσις καθ' ήν εκαθαρίζοντο τα στρατεύματα. ↩
253) Ο λαός του Λατίου. ↩
254) Ίδε ανωτ. § ΙΒ. ↩
255) Λαός των Σαβίνων. ↩
256) Σεξτίλιος, ο έπειτα κληθείς Αύγουστος Ίδ. και § IB. ↩
257) Θυσία ην ετέλει ο θανατώσας εκατόν εχθρούς ιδιοχείρως. ↩
258) Επτάκωμον μάλλον, το περιέχον επτά πόλεις ή χωρία, κατά Διονύσιον τον Αλικαρνασσέα. Ήτον δε χώρα κειμένη παρά τον Τίβεριν. ↩
259) Ίδ. ανωτ. § ΙΒ. ↩
260) Οι Τυρρηνοί της Iταλίας θεωρούνται ως εκ Πελασγικής ρίζης καταγόμενοι, προελθόντες δ' εκ της Λυδίας, ής πρωτεύουσα ήταν αι Σάρδεις, και όπου αρχαιότατα υπήρχε πόλις Τύρρα ονομαζομένη, η μετά ταύτα Μητρόπολις. ↩
261) Celer ταχύς. ↩
262) Baculum, εκ του ελληνικού «βάκτρον». ↩
263) Ίδ. §ΙΒ. ↩
264) Κατά Παυσανίαν (ΣΤ, 19) ο Κλεομήδης, θανατώσας εις τους Ολυμπιακούς αγώνας τον αντίπαλόν του, και διά τούτο στερηθείς του βραβείου, παρεφρόνησε και έπραξε το ενταύθα διηγούμενον. Ο χρησμός διέταττε ν' αποδοθώσι θυσίαι εις τον παράφρονα τούτον. ↩
265) Το αυτό διηγείται και ο Παυσανίας (Θ, 16). Άλλα κατ' άλλους, και κατ' αυτόν τον Πλούταρχον αλλαχού (Σωκρ. δαιμόν.) οι Βοιωτοί έλεγον ότι έχουσι τον τάφον της μητρός του Ηρακλέους εν Αλιάρτω. ↩
266) Μέτρον ασυνάρτητον, εν ώ επικρατούσι δάκτυλοι και τροχαίοι, Χωρίον μη σωζόμενον του Πινδάρου. ↩
267) Ηράκλειτος, ο Εφέσιος φιλόσοφος, ακμάσας περί Ολ. 70. ↩
268) Την οπωσούν υλιστικήν ταύτην φιλοσοφίαν του Ηρακλείτου και αλλαχού εκθέτει ο Πλούταρχος. Π. Εκλ. Χρηστ. § 41. ↩
269) Η δόξα αύτη είναι του Ησιόδου. ↩
270) Ρήγιον, πόλις της κάτω Ιταλίας. ↩
271) Ίδ. κατωτ. Βίον Καμίλλου. ↩
272) Του Διονύσου, όστις την εύρεν εγκαταλελειμμένην εις Νάξον, και ερασθείς αυτής την απεθέωσε. ↩
273) Την συμφοράν του Ιππολύτου είχε να παραλείψει ν' αναφέρει ο Πλούταρχος εν τω Βίω του Θησέως. ↩
274) Υιός του Καρδιλίου Μαξίμου. Ύπατος εν έτει 231 π. Χ. ↩
275) Τους Διοσκούρους, αδελφούς της Ελένης. ↩
276) Του Πάριδος. ↩
277) Ίδ. Θησ. § ΣΤ. ↩
278) Ανακωχή ιερά, διαρκούσα εν όσω και οι Ολυμπιακοί αγώνες, ίνα δύνανται πάντες οι Έλληνες, και αυτοί οι διαμαχόμενοι, να έρχωνται εις αυτούς· συνετέλεσε μεγάλως εις την συσχέτισιν πάντων των Ελλήνων και εις την εξημέρωσιν των ηθών. ↩
279) Εις Ολυμπίαν ανετέθη υπό του Ιφίτου δίσκος εφ' ού ήσαν αναγεγραμμένα τα ονόματα των βασιλέων της Σπάρτης. ↩
280) Ερατοσθένης, γραμματικός και γεωγράφος, επί Πτολεμαίου του Ευεργέτου. ↩
281) Απολλόδωρος, Αθηναίος, ο συγγράψας την μυθολογικήν βιβλιοθήκην, 150 π. Χ. ↩
282) Η πρώτη Ολυμπιάς 777 π. Χ. Τον Λυκούργον λέγουσιν ακμάσαντα περί τα 900. ↩
283) Τίμαιος, φιλόσοφος εκ Λοκρών της Ιταλίας, διδάσκαλος του Πλάτωνος. Άλλος ομώνυμος ήτον ο Σικελιώτης, ο ζήσας επί των πρώτων Πτολεμαίων. ↩
284) Κατά την κοινοτέραν γνώμην ο Όμηρος έζη περί τα 800 π. Χ. ↩
285) Εις το περί Λακεδ. πολιτείας. ↩
286) Ίδ. Θησ. § I ↩
287) Αριστόδημος Ηρακλείδης, είς των εις την Πελοπόννησον εκστρατευσάντων, πατήρ των πρώτων δύω βασιλέων της Σπάρτης. ↩
288) Διευτυχίδας, άγνωστος αλλαχόθεν ιστορικός, Δωριεύς κατά το όνομα. Ίσως Λευτιχίδας. ↩
289) Είλωτες, κάτοικοι της πόλεως Έλους εν Λακωνία. ↩
290) Κάτοικοι της Κλείτορος, πόλεως της Αρκαδίας. Σώζεται χωρίον ομώνυμον. ↩
291) Δωρική αιτιατική, αντί Προδίκους. ↩
292) Κρεώφυλος, φίλος του Ομήρου, υπ' άλλων Κρεόφυλος ή Κρεώφιλος γραφόμενος. ↩
293) Εις την Αίγυπτον τα επαγγέλματα ήσαν διαδοχικά. Ιδίως δε διηρείτο ο πληθυσμός εις τρεις τάξεις, τους ιερείς, τους πολεμιστάς και τον δήμον. ↩
294) Ιβηρία ή Ισπανία. Γυμνοσοφισταί, αίρεσις Ινδών φιλοσόφων. ↩
295) Αριστοκράτης, Σπαρτιάτης, ιστορικός, άγνωστος αλλαχόθεν. ↩
296) Ίδ. τον χρησμόν εν Ηροδ. Γ, 65. ↩
297) Έρμιππος, ίσως ο Σμυρναίος φιλόσοφος, ο γράψας ιστορίαν του Πυθαγόρου, κατά Διογ. Λαέρτ. ↩
298) Αθηνά εν Σπάρτη ονομαζομένη Χαλκίοικος, διότι ο ναός αυτής, αρχαιότατος ων, είχεν εσωτερικώς κατά τον αρχαϊκόν τρόπον επεστρωμένους τους τοίχους διά χαλκών πλακών. ↩
299) Σφαίρος εκ Βοσπόρου, μαθητής του Κλεάνθους, επί Πτολεμαίου, έγραψε βίον Σωκράτους και Πολιτείαν Λακεδαιμονίων. ↩
300) Πάντοτε αι Πυθαγόρειοι προλήψεις περί αριθμών. ↩
301) Ιδού της μήτρας το κείμενον. «Διός Ελλανίου και Αθηνάς Ελλανίας ιερόν ιδρυσάμενον, Φυλάς φυλάξαντα και Ωβάς ωβάξαντα, τριάκοντα, Γερουσίαν συν Αρχαγέταις, καταστήσαντα, ώρας εξ ώρας απελλάζειν μεταξύ Βαβύκας τε και Κνακίωνος, ούτως εισφέρειν τε και αφίστασθαι· δάμω δ' αγοράν ήμεν και κράτος». Φυλάξας και Ωβάξας εισίν οι δωρικοί αόριστοι του Φυλάζω και Ωβάζω. ↩
302) Ωβή δε, πιθανώς η δωρική μορφή του Οίη = μόνη, ην η πολιτική πρώτη μονάς, ο δήμος, εν Σπάρτη. ↩
303) Διότι ο Απόλλων ελέγετο δωριστί και Απέλλων, ως το Κόρκυρα Κέρκυρα και άλλα. Αλλ' έτεροι νομίζουσι την παραγωγήν συγγενή του αέλλα. ↩
304) Σήμερον δε Κελεφίνα. Κατά Λεικ, Κνακέων, το Τρυπιώτικα, και Βαβίκα, ποταμός επίσης, η Κελεφίνα. ↩
305) Εβασίλευσαν επί του πρώτου Μεσσηνιακού πολέμου εν έτει 742. ↩
306) Ιδού το κείμενον. «Αι δε σκολιάν ο δάμος έλοιτο, τους πρεσβυγενέας και αρχαγέτας αποστατήρας ήμεν». ↩
307) Τυρταίος, λυρικός ποιητής Αθηναίος. Οι Αθηναίοι έδωκαν αυτόν εις τους Σπαρτιάτας ως στρατηγόν κατά τον Μεσσηνιακόν πόλεμον. ↩
308) Περί Νόμων, Γ. ↩
309) Διότι ήσαν Ηρακλείδαι. Του Τημένου, βασιλέως του Άργους, αδελφός ην ο Κρεσφόντης, βασιλεύς της Μεσσηνίας, και ανεψιοί ο Προκλής και ο Ευρυσθένης, βασιλείς της Λακωνίας. ↩
310) Ίδε. §ΣΤ. ↩
311) Μέδιμνος, το σύνηθες μεγαλήτερον μέτρον των ξηρών καρπών, περιελάμβανε 48 χοίνικας, ή 192 κοτύλας = 1 κοιλόν, 1 οκά και 227 δράμια. ↩
312) Η μνα είναι ποσότης 100 δραχμών. ↩
313) Κριτίας ο περί Ελλ. πολιτειών γράψας, κατά Αιλιαν. Π. Ις. Ι. 13 ↩
314) Εκ του οψ οπός, oculus. ↩
315) Διοσκορίδης, συγγραφεύς άλλοθεν άγνωστος, άλλος του ιατρού. ↩
316) Ίδ. ανωτ. § II. Χοεύς δε ή Χους, το τέταρτον του αμφορέως, σχεδόν ίσον τη οκκά. Μνα, 100 δραχμαί ή δράμια. ↩
317) Κατά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον. ↩
318) Οι πολέμαρχοι ήσαν έξ, και έκαστος διώκει ανά μίαν μέραν. ↩
319) Εν Αθήναις είχον ψήφους πλήρεις και άλλας τετρυπημένας. Αι πρώται ήσαν αθωωτικαί, αι άλλαι καταδικαστικαί. ↩
320) Επαρχία της Μικράς Ασίας εις τον Εύξεινον Πόντον. ↩
321) Λεωτυχίδας, βασιλεύς της Σπάρτης επί των Μηδικών, αριστεύσας εν Μυκάλη. ↩
322) Φατνώματα εκαλούντο αι τετράγωνοι εσοχαί, αίτινες κοσμούσι τας οροφάς των ναών και των πολιτελών οίκων. ↩
323) Αγησίλαος, ο περίφημος βασιλεύς της Σπάρτης επί Επαμεινώνδου. ↩
324) Ανταλκίδας, συνομολογήσας την περίφημον, συνθήκην μετά των Περσών. ↩
325) Αριστοτ. Πολιτ. Β, 6. ↩
326) Πλάτ. Πολιτ. 5. Γεωμετρική ανάγκη είναι η των αποδείξεων. ↩
327) Η έποψις αύτη, η αφομοιούσα τους ανθρώπους προς τα ζώα, ήτον του Λυκούργου, ελπίζομεν όμως ότι όχι και του ηθικού Πλουτάρχου. ↩
328) Ταΰγετος, το όρος της Λακωνίας, το υπερκείμενον της Σπάρτης. ↩
329) Αποσφακελίζουσιν, ως ηθέλομεν είπει σήμερον κακαρόνουσι. ↩
330) Ο Περικλής ήτον θείος και επίτροπος του Αλκιβιάδου. ↩
331) Οι αρχαίοι ηλείφοντο διά μύρων, όπως διατηρώσι το δέρμα ελαστικόν και ευώδες. ↩
332) Λυκόφανος καθ' Ησύχιον ήτον το ακανθώδες φυτόν το ονομαζόμενον εχινόποδα. ↩
333) Εννοείται ότι η θεωρία αύτη του πνεύματος παρασύροντος την ύλην δεν στηρίζεται επί της ορθής επιστήμης. ↩
334) Άγαλμα της Ορθίας Αρτέμιδος εκόμισεν ο Ορέστης μετά της Ιφιγενείας εκ της Ταυρικής χερσοννήσου, και ίδρυσεν αυτό εις την θέσιν την ονομαζομένην Λιμναίον. Κατ' αρχάς του επρόσφερον ανθρωποθυσίας, ως εν τη Ταυρική. Ταύτας εμετρίασε, κατά Παυσανίαν (Γ. 16), ο Λυκούργος εις την μαστίγωσιν των παίδων. ↩
335) Ο είς των βασιλέων της Σπάρτης επί του Πελοποννησιακού πολέμου. ↩
336) Οι μεν εννοούσιν ότι απηγόρευσε την πυγμήν, άλλοι ότι επέτρεψε τους αγώνας εκείνους εις ούς ανεγνωρίζοντο ηττηθέντες δι' ανατάσεως της χειρός. ↩
337) Αρχιδαμίδας, άγνωστος άλλως. ↩
338) Άραγε ο Μιλήσιος συγγραφεύς προ του Ηροδότου, ή ο Αβδηρίτης ιστοριογράφος; ↩
339) Δημάρατος, ο Βασιλεύς της Σπάρτης, ο έπειτα παρακολουθήσας τον Δαρείον κατά της Ελλάδος. ↩
340) «Ο τίν ανομοιότατος». ↩
341) Ίδ. ανωτ. § ΙΘ. ↩
342) Η Ολυμπία κείται εν τη Ηλεία, δι' ό την επιστασίαν της εορτής είχον οι Ηλείοι. ↩
343) Θεόπομπος, βασιλεύς επί του πρώτου μεσσηνιακού πολέμου. ↩
344) Πλειστώναξ, βασιλεύς της Σπάρτης, υιός του βασιλέως Παυσανίου. ↩
345) Ίδ. Σελ. 162. ↩
346) «Αυτάς άκουκα τήνας». ↩
347) Μία από τας διεσκεδάσεις των αρχαίων ήσαν αι αλεκτορομαχίαι. ↩
348) Οι αρχαίοι έλεγαν ότι «φιλογυμναστούσιν οι Λάκωνες». ↩
349) Τρέσαντες ελέγοντο οι ριψάσπιδες, οίτινες εν Σπάρτη περιεφρονούντο, και ήσαν της κοινωνίας απόβλητοι. ↩
350) Τέρπανδρος, περίφημος λυρικός ποιητής εκ Λέσβου, περί την 60 Ολυμπιάδα ακμάσας. ↩
351) Ο Αλκμάν, δούλος εκ Σάρδεων, απελευθερωθείς και ανατραφείς εν Σπάρτη κατά την εβδόμην προ Χριστού εκατονταετηρίδα, περί Ολ. 30. ↩
352) Το πολεμικόν άσμα του Κάστορος, ενός των Διοσκούρων, οίτινες ήσαν οι πολιούχοι δαίμονες της Σπάρτης. ↩
353) Οι αγώνες διηρούντο εις χρηματίτας και στεφανίτας· οι μεν ήσαν οι αμοιβόμενοι διά χρηματικού βραβείου, οι δε διά στεφάνου. ↩
354) Ιππίας, σοφός εξ Ήλιδος, ακμάσας περί τα 400 π. Χ. Τούτον έχει ο Πλάτων ως αντικείμενον των δύο διαλόγων του, των επιγραφομένων Ιππίας μείζων και Ιππίας ελάσσων. ↩
355) Φιλοστέφανος Κυρηναίος, συγγράψας περιγραφήν των χωρών ας περιήλθεν. Αθήν. ↩
356) Δημήτριος Φαληρεύς, ο διοικήσας τας Αθηνάς επί Κασσάνδρου. Ανήρ πεπαιδευμένος, διάφορα συγγράψας, εξ ών ολίγα σώζονται. ↩
357) Όταν ετελούντο τα Ολύμπια, εκηρύττετο γενική ανακωχή όπλων, καλουμένη «Ιερά εκκεχειρία», όπως πάντες οι Έλληνες, και αυτοί οι πολεμούντες προς αλλήλους, δύνανται να έρχωνται εις τους αγώνας. Η διάταξις αύτη πολύ συνετέλει εις το να μαλάσση τα ήθη και να πραΰνη τας έχθρας. ↩
358) Ίδ. ανωτέρ. § 15. ↩
359) Βασιλεύς Ηλείας, ανανεώσας ή συστήσας τους Ολυμπιακούς αγώνας περί το έτος 884 π. Χ. ↩
360) Σωσίβιος, πιθανώς ο Λακεδαιμόνιος γραμματικός, όν ο Σουίδας, ως «Λύσεις» γράψαντα. ↩
361) Παιδάρετος, στρατηγός Λακεδαιμόνιος επί του Πελοποννησιακού πολέμου. ↩
362) Τριακόσιοι, οι λεγόμενοι Ιππείς, σωματοφύλακες του βασιλέως. ↩
363) Του μεγάλου Βασιλέως δηλαδή, του των Περσών. ↩
364) «Αίκα τύχωμες, δημοσία· αίκα αποτύχωμες, ιδία». ↩
365) Ο περίφημος στρατηγός των Λακεδαιμονίων εν τω Πελοποννησιακώ πολέμω, ο εν Αμφιπόλει φονευθείς. ↩
366) Θουκ. Δ. 80. Μετά την ήτταν εν Πύλω. ↩
367) Επί Επαμεινώνδου. ↩
368) και ↩
369) Ίδ. ανωτ. § ΚΑ. ↩
370) Σπένδων, λυρικός ποιητής, άλλως άγνωστος. ↩
371) «Ουκ εθέλειν τας δεσποσύνας». ↩
372) Συμβάντα επί του πρώτου Μεσσηνιακού πολέμου, κατά τα 467 π. Χ.. Υπέρ τους δισμυρίους αριθμούνται οι απολεσθέντες Σπαρτιάται υπό τα ερείπια των οικιών των. Β Κιμ. ΣΤ — Διόδ. ΙΑ, 63. ↩
373) Θεόπομπος, συμβασιλεύσας μετά του Πολυδώρ. Ίδ. ανωτέρ. Ζ' ↩
374) Απ' εναντίας δηλαδή του ό,τι έπραξαν οι Αθηναίοι, οίτινες έταξαν βαρείς φόρους εις τους συμμάχους. ↩
375) Καλλικρατίδας, ο περίφημος της Σπάρτης στρατηγός, ο εν Αργινούσαις πεσών. ↩
376) Στρατόνικος, κιθαρωδός και σατυρικός Αθηναίος, επί Αλεξάνδρου. ↩
377) Αντισθένης, Αθηναίος, μαθητής του Σωκράτους, αρχηγός των Κυνικών, εδίδασκεν εις το Κυνόσαργες. ↩
378) Ο Διογένης ούτος αμφιβάλλεται αν είναι ο Κυνικός. ↩
379) Ζήνων, φιλόσοφος Κύπριος, αρχηγός της Στωικής σχολής. Συνέγραψε και αυτός πολιτείαν, ανταγωνιζόμενος προς τον Πλάτωνα. Απεδίδοντο δ' εις αυτήν αρχαί ακολάστου ελευθερίας. ↩
380) Κίρρα, πόλις της Φωκίδος, επί του Κρισσαϊκού κόλπου, όστις είναι μέρος του Κορινθιακού. ↩
381) Απολλόθεμις, ιστορικός άλλως άγνωστος. ↩
382) Ίδ. ανωτ. §. Α. ↩
383) Αριστόξενος, ίσως ο εκ Τάραντος μαθητής του Αριστοτέλους, ο πρώτος γράψας περί Μουσικής. ↩
384) Πόλις, ως φαίνεται, της Κρήτης. ↩
385) Άγνωστος Ιστορικός. ↩
386) Αντί γενεαλογιών λέγει ο Πλούταρχος στέμματα, διότι οι Ρωμαίοι διετήρουν εν ταις οικίαις των τας εικόνας των προγόνων των εστεφανωμένας, και όσω περισσοτέρας είχον, τόσω μείζων απόδειξις ευγενείας ελογίζετο τούτο. ↩
387) Ίδε βίον Καμίλλου. ↩
388) Οι αρχαίοι χρονολόγοι ηρίθμουν κατ' Ολυμπιάδας, και διά των ονομάτων των νικητών, ών κατάλογος διετηρείτο εν Ολυμπία· Αλλ' αι των πρώτων Ολυμπιάδων αναγραφαί δεν είναι ασφαλείς. Ο δ' Ιππίας είναι πιθανώς ο και εν τω Βίω του Λυκούργου § ΚΓ. αναφερόμενος. ↩
389) «Πέμπτην ισταμένου» λέγει το κείμενον, διότι οι αρχαίοι διήρουν τους μήνας εις τρεις δεκάδας· η πρώτη ελέγετο «ισταμένου μηνός» η δευτέρα «μεσούντος», η τρίτη «φθίνοντος». ↩
390) Η αυτή διήγησις υπάρχει και εν τω Βίω του Ρωμύλου, όστις εγράφη μετά τον του Νουμά. ↩
391) Διακοσίους λέγει εν Β. Ρωμύλου· ομοίως δε και ο Δίον. ο Αλικαρνασεύς, άλλως όστις διηγείται (Β, 15) το περί διανομής της εξουσίας. ↩
392) Η εικοστή πρώτη Απριλίου. Ίδ. Ρωμύλ. 30. ↩
393) Άττης, Λυδός, ηγαπάτο υπό της Κυβέλης. Ενδυμίων ηγαπάτο υπό της Σελήνης, και ηγάπα την Ήραν. Ο Ηρόδοτος είναι άγνωστος. ↩
394) Φόρβας, αρχαίος βασιλεύς του Άργους. Ο Απόλλων τον μετέθεσε μετά θάνατον εις ουρανόν ως αστερισμόν, τον Οφιούχον. — Υάκυνθος, υιός του Αμύκλου, εκ Σπάρτης· αγαπητός του Απόλλωνος, φονευθείς υπ' αυτού διά δίσκου εξ απροσεξίας. — Άδμητος, βασιλεύς των Φερών εν Θεσσαλία, είς των Αργοναυτών. Ο Απόλλων εξορισθείς εκ του ουρανού ήλθε προς αυτόν και έβοσκε τα πρόβατά του. ↩
395) Ιππόλυτος, υιός Ροπάλου, του βασιλέως της Θεσσαλίας. ↩
396) Ο Πίνδαρος ελάτρευεν ιδίως τον Πάνα, εσύνθεσεν ύμνους εις αυτόν, και ελέγετο ότι ήκουσέ ποτε τον Θεόν ψάλλοντα ένα των ύμνων εκείνων. ↩
397) Αρχίλοχος, αρχαίος λυρικός και σατυρικός ποιητής. Ο φονεύς αυτού Καλλόνδας απεβλήθη υπό της Πυθίας, και διετάχθη έπειτα ν' απέλθη εις Ταίναρον όπως εξιλεώση την ψυχήν του ιερού ανδρός των Μουσών. ↩
398) Ο Ησίοδος, κατ' αυτόν τον Πλούταρχον (Συμπόσ. ζ', σοφ. 19), εφονεύθη υπό Λοκρών. Το δε σώμα του, φερόμενον υπό του ποταμού Δάφνου, εκομίσθη υπό δελφίνων εις Ρίον. Οι δε Λοκροί, αναγνωρίσαντες αυτό εθανάτωσαν τους φονείς του. ↩
399) Μετά θάνατον οι Αθηναίοι ετίμησαν ως ήρωα τον Σοφοκλήν, και τω ωκοδόμησαν ηρώον. Ο δ' άλλος θεοί όστις τον ετίμησεν αποθανόντα ήτον ο Βάκχος. Αποθανών επί του Πελοποννησιακού πολέμου, δεν εδύνατο να ταφή εις Δεκέλειαν, όπου έκειντο οι πρόγονοί του· ο δε Θεός, δις επιφανείς εις τον Λύσανδρον τον διέταξε ν' αποδώση τιμάς εις τον ποιητήν (Παυσ. Α, 21). ↩
400) Ζάλευκος, νομοθέτης των εν Ιταλία Λοκρών, επί Πυθαγόρου. Έλεγε δ' ότι η Αθηνά κατερχομένη προς αυτόν, τω υπηγόρευε τους νόμους του. ↩
401) Μίνως ο νομοθέτης των Κρητών· Ζωρόαστρος ο των Περσών, κατά την έκτην εκατονταετηρίδα προ Χριστού. ↩
402) Βακχυλίδης, Κείος, λυρικός ποιητής, ανεψιός του Σιμωνίδου. ↩
403) Φλαμίν σημαίνει στεφανηφόρος, κατά Διονύσιον τον Αλικαρνασσέα (Ρωμ. αρχ. Β.), παραγόμενον εκ του Φλάμα, δηλούντος τον πίλον, και το διάδημα. ↩
404) Ίδε Ρωμύλ. § ΙΔ. ↩
405) Τίμων, εκ Φλινούντος της Πελοποννήσου, φιλόσοφος σκεπτικός, επί Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου. ↩
406) Ο Πυθαγόρας επέβαλεν εις τους μαθητάς του απόλυτον σιωπήν. ↩
407) Επίχαρμος ποιητής κωμικός Συρακούσιος, ακμάσας περί τα 180 π. Χ. ↩
408) Πιθανώς αγάλματα εξ Ελλάδος εις Ρώμην μετακομισθέντα ↩
409) Κατά Τ. Λίβιον ο Νουμάς Μάρκιος, υιός του συγκλητικού Μαρκίου. ↩
410) Pons, pontem. ↩
411) Την επί του Τιβέριος. ↩
412) Ο άσβεστος λύχνος έκαιεν εις τον ναόν της Πολιάδος Αθηνάς, έχων χαλκήν καπνοδόχην εις σχήμα φοίνικος, έργον του Καλλιμάχου. ↩
413) Αριστίων ή Αθηνίων, τυραννίας των Αθηνών επί Μυθριδάτου, ού απετέλεσε στρατηγός. ↩
414) Το περί των τριπαίδων γυναικών νομοθέτημα είναι του Αυγούστου· αναφέρεται δ' ενταύθα ως παράδειγμα μόνον. Ομοίως και αι τιμαί των ραβδουχιών εις τας Εστιάδας. ↩
415) Collis βουνός. ↩
416) Τούτο λέγει Θεόφραστος περί Πλάτωνος, αναφέρει ο Πλούταρχος εν τοις «Πλατωνικοίς ζητήμασι». ↩
417) Εκ του είρω του λέγω, όθεν είρη ο λόγος. ↩
418) Εκ της νήσου Σαμοθράκης, ή εκ της εν Αρκαδία Μαντινείας. Οι δε σάλιοι εκ του salire, ό εστί πηδάν. ↩
419) Ίδε Ρωμύλ. ΙΔ. ↩
420) Αληθέστερον φαίνεται ότι Άνακες ήτον ταυτό τω Άνακτες, ως ελέγοντο οι κατά τόπους αρχηγοί εν τοις αρχαιοτάτοις χρόνοις. ↩
421) Veterem memoriam. ↩
422) Regia. ↩
423) Hoc agel. ↩
424) Μέτρον σιτηρών. ↩
425) Ταύτα εισί συνεπή προς τας παραδόξους περί δυνάμεως των αριθμών ιδέας του Πυθαγόρου, όστις εθεώρει τους περιττούς ή μονούς ως τελειοτέρους των αρτίων ή ζυγών, καθό αδιαιρέτους. ↩
426) Κατά Διονύσιον τον Θράκα οι Αιγύπτιοι ιερείς διά του περιστρεφομένου τροχού παρίστων την αστασίαν των ανθρωπίνων πραγμάτων. (Κλ. Αλεξ. Στρωμ. Ε, 8). ↩
427) Ιδαίοι δάκτυλοι ήσαν πανάρχαιόν τι σύστημα ιερατικόν Κρήτης, περί ών παντοία δεισιδαιμόνως επιστεύοντο. Αυτοί ελέγοντο κρύψαντες και αναθρέψαντες τον Δία εν ταις νάπαις της Ίδης, δι' ό και ιερείς της Κυβέλης ωνομάζοντο. Εις αυτούς και υπερανθρώπινοι και μαγικαί απεδίδοντο ενέργειαι, και πολλαί των παναρχαίων εφευρέσεων, ιδίως δε της μεταλλουργίας. Πιθανώς δ' εικάζεται ότι ήσαν ίσως ξένοι τινές, εξ Ασίας προερχόμενοι τεχνίται, και την άγνωστον έτι αυτών βιομηχανίαν εις την Ελλάδα περιφέροντες και εισάγοντες. ↩
428) Ο Πλούταρχος εννοεί ότι ωνομάσθη Ιλίκιος, ως δήθεν εξιλασμού τόπος. Κατά δε Οβίδιον ( Ημερολ. Γ, 329) εκαλείτο elicium κατά τον Δία, ως δι' ευχών καταγόμενον από του elici βήματος, του εξάγω ή κατάγω. ↩
429) Από του ελληνικού Πάγος, ο λόφος, διότι επί λόφων ήσαν σχεδόν πάντοτε αι πανάρχαιαι οικήσεις. ↩
430) Οι Αιγύπτιοι είχον αξιώσεις αρχαιοτάτου πολιτισμού, και τα μνημεία αυτών αποδεικνύουσιν ότι αι αξιώσεις των ήσαν δίκαιαι· ο δε Πλούταρχος εξ εθνικής προλήψεως αρνείται τούτο. Μόνη η κάτω Αίγυπτος, η προς την Μεσόγειον, φαίνεται ότι επολιτίσθη πολύ βραδύτερον, διότι αρχαιότατα κατεκλύζετο υπό του Νείλου. ↩
431) December. ↩
432) Μάρτιος, επώνυμος του Άρεως, Μαρς, Απρίλιος, υποτίθεται ενταύθα παραγόμενον εκ του Αφροδίτη, ψιλουμένου του φ εις π. ↩
433) Εκ του Aperio. Ο μην της ανοίξεως. ↩
434) Μαία η μήτηρ του Ερμού. ↩
435) Juno η Ήρα. ↩
436) Majores innioves ↩
437) Ο Σεπτέμβριος ωνομάσθη Γερμανικός, ο δ' Οκτώβριος Δομιτιανός. ↩
438) Εκ του Februo, ο εστί καθαίρω. ↩
439) Φυτοίς λέγει το κείμενον είς τινας εκδόσεις. Φθιτοίς δε ή φθιμένοις υπέθεσάν τινες των εκδοτών. Κατά την αυτήν εποχήν, κατ' Ανθεστηριώνα, αντιστοιχούντα προς τον Φεβρουάριον, ετέλουν και οι Έλληνες τας θυσίας υπέρ των αποθανόντων, και ημείς την των ψυχών μνήμην. ↩
440) Lupercalia, Ελληνιστί Λύκαια, εορτή τω Πανί. Ο δε καθαρμός ήτον οιονεί αγιασμός. ↩
441) Γάιος (ουχί Μάρκος) Ατίλιος, μετά τον α'. Λιβυκόν πόλεμον, το έτος 519 από κτίσεως Ρώμης, 235 π. Χ. Ο ναός του Ιανού εκλείσθη και επί Νέρωνος, επί Ουεσπασιανού, και τρις επί Αυγούστου. ↩
442) Πλάτ. Πολιτ. ΣΤ. Διά τας γνώμας ταύτας άς ετόλμα να λέγει ο Πλάτων, κατεδιώχθη υπό των συγχρόνων του, ως ο ίδιος αυτός μαρτυρεί. ↩
443) Πλάτ. Πολιτ. ΣΤ. Διά τας γνώμας ταύτας άς ετόλμα να λέγει ο Πλάτων, κατεδιώχθη υπό των συγχρόνων του, ως ο ίδιος αυτός μαρτυρεί. ↩
444) Ιστορικός Ρωμαίος άγνωστος. ↩
445) Οι Τυρηνοί φαίνεται ότι αρχαιότατα συνείθιζον να μη καίωσι τα σώματα, ως οι Έλληνες, αλλά να τα ενταφιάζωσι μάλλον έγκλειστα εις λάρνακας, και το έθος τούτο εξενίκησε προ πάντων επί της εισαγωγής του Χριστιανισμού, ως πρεσβεύοντος την των σωμάτων ανάστασιν. Η Ρώμη μέχρι της αποβολής των Ταρκινίων ην πόλις τυρρηνική. ↩
446) Κύρβεις ήσαν πίνακες εφ' ών ήσαν γεγραμμένοι οι νόμοι. ↩
447) Άγνωστος ιστορικός Ίδ. Ρωμύλ. ΙΔ. ↩
448) Ήσαν ύπατοι κατά τα 573 ά. κ. Ρ. Άρα 500 και ουχί 400 έτη μετά ταύτα. ↩
449) Εις το κείμενον γράφεται εν μεν τισι των χειρογράφων ορμήσαι, εν άλλοις ομνύσαι, αμφότερα εσφαλμένα. Τινές ηθέλησαν να διορθώσωσι δι' του ουχ ήττον εσφαλμένου ορκήσαι. Ίσως γραπτέον ομώσαι. ↩
450) Comitium η αγορά, το μέρος της του δήμου εκκλησίας, η Ρωμαϊκή Πνυξ. ↩
451) Ο προ του Διός καιρός, ο χρυσούς επικληθείς αιών. ↩
452) Ίβυκος, Ιταλός περίφημος λυρικός ποιητής, επί Σόλωνος. ↩
453) Ανδρομάχη, στ.597. ↩
454) Το ανέκδοτον τούτο αντί ν' αποδεικνύη το σπάνιον της εμφανίσεως γυναικών εις δημοσίας δίκας, φαίνεται μάλλον ειρωνική τις κατάκρισις έξεως αποδοκιμαζομένης· διότι εξ εναντίας και διάφορα άλλα παραδείγματα αναφέρονται εν Ρώμη του τοιούτου. Αφρανία τις, σύζυγος συγκλητικού, ήτον δικηγόρος εξ επαγγέλματος. Ορτησία, η θυγάτηρ του ρήτορος Ορτησίου, ηλάττωσε τον επί των γυναικών φόρον, ευγλωττότατα συνηγορήσασα κατ' αυτού εν τη συγκλήτω. ↩
455) Ίχνος εν τω κειμένω. Η λέξις διετηρήθη παρ' ημίν, διότι εις την αυτήν σημασίαν λέγομεν αχνάριον. Καλόν είναι να μη απολεσθή. ↩