*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK 42700 ***

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Footnotes have been converted to endnotes and their numbers are included in ().//Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό, κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου και οι αριθμοί τους περικλείονται σε ().


Εξώφυλλο

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ

ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΥΠΟ

Α.Ρ. ΡΑΓΚΑΒΗ

TOMOΣ ΤΡΙΤΟΣ.


ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ. — ΚΟΡΙΟΛΑΝΟΣ — ΤΙΜΟΛΕΩΝ.
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ — ΠΕΛΟΠΙΔΑΣ — ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ,
ΤΥΠΟΙΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΟΡΟΜΗΛΑ.
1864

ΓΕΩΡΓΙΩ ΜΠΗΚΑ
ΗΠΕΙΡΩΤΗ
ΦΙΛΟΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΦΙΛΟΤΙΜΙΑΣ ΕΝΕΚΑ

Η ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΑΝΑΤΙΘΕΤΑΙ

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ

A. ΤΟΥ Αλκιβιάδου η οικογένεια φαίνεται πρώτον έχουσα αρχηγόν Ευρυσάκην τον υιόν του Αίαντος (1)· εκ μητρός δ' ήτον Αλκμαιωνίδης, γεννηθείς εκ Δεινομάχης, της θυγατρός του Μεγακλέους (2). Ο δε πατήρ αυτού Κλεινίας εναυμάχησεν ενδόξως εις το Αρτεμίσιον (3), έχων τριήρη ήν ώπλισε δι' ιδίας δαπάνης, και εφονεύθη έπειτα πολεμών κατά των Βοιωτών περί την Κορώνειαν (4). Επίτροποι δ' ήσαν του Αλκιβιάδου ο Περικλής και ο Αρίφρων, υιοί του Ξανθίππου, συγγενείς όντες αυτού (5). Ορθώς δε λέγεται ότι ουκ ολίγον συνετέλεσεν εις την δόξαν του η προς αυτόν εύνοια και φιλική διάθεσις του Σωκράτους. Και του μεν Νικίου και Δημοσθένους και Λαμάχου και Φορμίωνος και Θρασυβούλου και Θηραμένους (6), ανδρών οίτινες επί της εποχής αυτού επίσημοι ανεδείχθησαν, ουδενός ουδ' η μήτηρ καν ονομάζεται· του δ' Αλκιβιάδου ηξεύρομεν και την τροφόν, ότι ήτον Λάκαινα το γένος, και εκαλείτο Αμύκλα, και τον παιδαγωγόν, ότι ωνομάζετο Ζώπυρος, ως το μεν ο Αντισθένης (7), το δε διηγείται ο Πλάτων. Και περί μεν της ωραιότητος του Αλκιβιάδου ίσως τίποτε δεν πρέπει να ειπώμεν, εκτός ότι και παις όταν ήτον, και νεανίσκος και ανήρ, ήνθει αύτη εις πάσαν ηλικίαν και εις πάσαν ώραν του σώματός του, και τον καθίστα εράσμιον και γλυκύν. Διότι δεν είναι αληθές, ως ο Ευριπίδης έλεγεν, ότι όλων των ωραίων ανθρώπων ωραίον είναι και το φθινόπωρον· αλλά το πλεονέκτημα τούτο είχε μετ' ολίγων άλλων ο Αλκιβιάδης διά την καλήν φύσιν και κράσιν του σώματός του. Η δε φωνή του λέγουσιν ότι είχε και τραυλότητά τινα ήτις την εστόλιζε, και έδιδεν εις την πολυλογίαν αυτού επαγωγόν τινα χάριν. Απομνημονεύει δε και ο Αριστοφάνης την τραυλότητα αυτού (8) όπου περιπαίζει τον Θέωρον (9

Και ο Αλκιβιάδης μ' έλεγε τραυλώς·
«Ο Θέωλος· ιδέ τον, έχει κόλακος (10)
την κεφαλήν.» Ορθώς αυτά ετραύλισε.

Και ο Άρχιππος (11), χλευάζων τον υιόν του Αλκιβιάδου, λέγει·

«Νωθρώς βαδίζει έλκων το ιμάτιον,

όπως φαίνηται όσον ενδέχεται προς τον πατέρα του ομοιότερος, και

τραυλά προφέρει και στραβολαιμίζεται

Β. Και το μεν ήθος αυτού πολλάς μετά ταύτα, ως είναι επόμενον εν μέσω μεγάλων πραγμάτων και πολυτρόπων τυχών, έδειξε τας ανομοιότητας προς εαυτό και τας μεταβολάς· αλλ' εν ώ πολλά και μεγάλα είχεν εκ φύσεως πάθη, το ισχυρότατον αυτών ήτον το φιλόνεικον άμα και το φιλόπρωτον, ως φαίνεται εκ των παιδικών απομνημονευμάτων του. Παλαίων ποτέ και στενοχωρούμενος, διά να μη πέση, έφερεν εις το στόμα του τους δακτύλους του στενοχωρούντος αυτόν, και εφαίνετο ως αν ήθελε να τω φάγη τας χείρας, ώστε ηναγκάσθη να τον αφήση, και είπε. «Δαγκάνεις, ω Αλκιβιάδη, ως αι γυναίκες». «Όχι, απεκρίθη εκείνος, αλλ' ως οι λέοντες». Άλλοτε δε, μικρός ων, έπαιζεν αστραγάλους εις την οδόν. Όταν δ' ήτον η σειρά του να ρίψη, επήλθε φορτηγός άμαξα· και πρώτον μεν είπεν αυτός προς τον οδηγούντα το ζεύγος να περιμείνη, διότι έπρεπε να ρίψη τους αστραγάλους εις της αμάξης τον δρόμον. Επειδή δ' εκείνος, αγροίκος ων, δεν υπήκουσε και επροχώρει, οι μεν άλλοι παίδες απεσύρθησαν, ο δ' Αλκιβιάδης, πρηνής πεσών εμπρός του ζεύγους, και εξαπλωθείς, τω είπεν, αν θέλη να περάση. Τότε ο άνθρωπος φοβηθείς, ανεχαίτισε το ζεύγος του, όσοι δ' είδον τα γενόμενα, έμεινον εκπεπληγμένοι, και έτρεξαν μετά βοής προς αυτόν. Όταν δ' έφθασεν εις ηλικίαν να μανθάνη, εις μεν τους λοιπούς διδασκάλους προθύμως υπήκουεν, απέφευγε δε το μάθημα του αυλού, ως αγενές και ελευθέρων ανάξιον, λέγων ότι η χρήσις της λύρας και του πλήκτρου αυτής δεν διαφθείρει ούτε το σχήμα ούτε την μορφήν ήτις αρμόζει εις άνδρα ελεύθερον· ανθρώπου δε φυσώντος διά του στόματος τους αυλούς, ουδ' οι οικειότεροι δύνανται να γνωρίσωσιν ευκόλως το πρόσωπον. Προσέτι δε, ότι η μεν λύρα ομιλεί και τραγωδεί ομού μετά του παίζοντος αυτήν, ο δ' αυλός ότι αποστομοί και φράττει, και αφαιρεί εκάστου την φωνήν και τον λόγον. «Ας αυλώσιν, είπε, των Θηβαίων οι παίδες, διότι δεν ηξεύρουσι να διαλέγωνται. Εις ημάς δε τους Αθηναίους, καθώς λέγουσιν οι πατέρες ημών, αρχηγέτις είναι η Αθηνά, και ο πατρώος (12) Απόλλων. Εξ αυτών δε, εκείνη μεν έρριψε τον αυλόν, αυτός δ' έγδαρε τον αυλητήν (13).» Τοιαύτα αστειευόμενος ή σπουδαίως λέγων ο Αλκιβιάδης, και αυτός παράτησε το μάθημα, και εξ αιτίας αυτού και οι άλλοι· διότι ταχέως διεδόθη λόγος εις τους παίδας ότι καλώς ποιών ο Αλκιβιάδης αποστρέφεται την αυλητικήν, και χλευάζει τους σπουδάζοντας αυτήν. Διά τούτο ο αυλός εξέπεσεν όλως διόλου ως διασκέδασις των ελευθέρων, και περιεφρονήθη.

Γ. Μεταξύ διαφόρων άλλων ύβρεων έγραψεν ο Αντιφών (14) και ότι, όταν ήτον παις, εδραπέτευσεν εκ της οικίας του πρός τινα των εραστών του, Δημοκράτην καλούμενον· και ότι ο μεν Αρίφρων ήθελε να τον ζητήση διά κήρυκος, αλλ' ο Περικλής δεν αφήκεν, ειπών· «Αν μεν απέθανε, θέλει φανή διά του κηρύγματος μόνον κατά μίαν ημέραν πρότερον, αν δ' είναι σώος, η τιμή του δεν θέλει είσθαι σώα δι' όλου του βίου του.» Ομοίως διηγείται ότι εφόνευσε καί τινα των οπαδών του, κτυπήσας αυτόν διά ξύλου εις την παλαίστραν του Σιβυρτίου (15). Αλλ' ίσως ταύτα δεν πρέπει να πιστευθώσι, διότι γράφονται υπ' ανθρώπου όστις ο ίδιος ομολογεί ότι υβρίζει τον Αλκιβιάδην υπ' έχθρας κινούμενος.

Δ. Ήδη δε πολλοί και επίσημοι συνήγοντο περί αυτόν και τον επεριποιούντο· και οι μεν άλλοι ήτον προφανές ότι εξεπλήττοντο και τον επεμελούντο διά την λαμπρότητα της καλλονής αυτού· η δ' αγάπη του Σωκράτους ήτον μεγίστη απόδειξις της αρετής και της ευφυίας του νεανίου· διότι βλέπων αυτήν εμφαινομένην και διαλάμπουσαν εις την μορφήν αυτού, αλλά τον πλούτον και την επίσημον θέσιν αυτού φοβούμενος, και τον όχλον των πολιτών, των ξένων και των συμμάχων, των επιζητούντων την εύνοιαν αυτού διά κολακειών και χαρίτων, ήθελε να τον προστατεύση, και να μη τον παραβλέψη ως φυτόν ού ο καρπός πίπτει και φθείρεται εις το άνθος. Διότι κανένα η τύχη δεν περιεστοίχισε και ωχύρωσε τοσούτον διά των λεγομένων αγαθών, ώστε ουδ' υπό της φιλοσοφίας να είναι τρωτός, ουδ' η παρρησία ή οι δηκτικοί λόγοι να έχωσι λαβήν επ' αυτού. Και ευθύς μεν εξ αρχής εξεθήλυνον τον Αλκιβιάδην οι θέλοντες ν' αρέσωσιν εις αυτόν, και τον εκώλυον ν' ακούη τον νουθετούντα και εκπαιδεύοντα αυτόν. Εκείνος όμως, ευγενές έχων το φρόνημα, εγνώρισε τον Σωκράτην, και εσχετίσθη προς αυτόν, απομακρύνας τους πλουσίους και ενδόξους λατρευτάς του. Φίλον δ' αποκτήσας αυτόν τυχαίως, και ακούσας των λόγων αυτού, ουχί εραστού θέλοντος ηδονάς αναξίας ανδρών, ουδέ ζητούντος φιλήματα και εναγκαλισμούς, αλλά σοφού, όστις ήλεγχε την σαθρότητα της ψυχής αυτού, και κατέβαλλε τον κενόν και ανόητον τύφον αυτού,

Κατακαθίσας ο αλέκτωρ, έκλινεν
ως δούλον το πτερόν του (16).

Και την μεν του Σωκράτους σχέσιν εξελάμβανεν ότι τω όντι ήτον θεών υπηρεσία προς επιμέλειαν και σωτηρίαν των νέων. Περιφρονών δ' αυτός εαυτόν, θαυμάζων εκείνον, αγαπών δε την φιλοφροσύνην αυτού, και την αρετήν αυτού εντρεπόμενος, αυτός, όστις ήτον εικών του έρωτος, ως λέγει ο Πλάτων, κατ' ολίγον απέκτησεν αντέρωτα και αυτός· ώστε εξεπλήττοντο πάντες βλέποντες ότι αυτός μετά του Σωκράτους συνεδείπνει, και συνεπάλαιε, και κατώκει υπό την ιδίαν σκηνήν, προς δε τους άλλους αυτού λατρευτάς ήτον απότομος και δύσκολος, και πρός τινας προσεφέρετο και διόλου σοβαρώς, καθώς προς Άνυτον τον υιόν του Ανθεμίωνος. Ούτος ηγάπα τον Αλκιβιάδην, και καλέσας ποτέ εις δείπνον ξένους τινάς, εκάλεσε και εκείνον. Και την μεν πρόσκλησιν ηρνήθη ο Αλκιβιάδης· μεθύσας δ' εις τον οίκον του μετά των φίλων του, ήλθε κωμάζων (17) προς τον Άνυτον, και σταθείς εις του ανδρώνος τας θύρας, και ιδών τας τραπέζας κεκαλυμμένας υπό ποτηρίων αργυρών και χρυσών, διέταξε τους υπηρέτας του να λάβωσι τα ημίση εξ αυτών, και να τα φέρωσιν εις την οικίαν του. Δεν κατεδέχθη δε να εισέλθη, αλλ' αφ' ού έπραξε ταύτα, ανεχώρησεν. Επειδή δ' οι ξένοι ωργίζοντο, και έλεγον ότι ο Αλκιβιάδης μετεχειρίσθη τον Άνυτον υβριστικώς και υπερηφάνως, ο Άνυτος είπεν, «Επιεικώς εξ εναντίας και φιλοφρόνως· διότι εν ώ τω ήτον επιτετραμμένον να τα λάβη όλα, μας αφήκε τα ημίση (18)».

Ε. Ούτως εφέρετο και προς τους λοιπούς λατρευτάς του, πλην ενός μετοίκου (19), όστις λέγουσιν ότι ολίγην είχε περιουσίαν, αλλά την επώλησεν όλην, και συνάξας εκατόν στατήρας (20), προσέφερεν αυτούς εις τον Αλκιβιάδην, και τον παρεκάλει να τους δεχθή. Γελάσας δε, και ευχαριστηθείς διά τούτο ο Αλκιβιάδης, εκάλεσεν εις δείπνον αυτόν, και εστιάσας και φιλοξενήσας αυτόν, τω απέδωκε το χρυσίον του, και τον επρόσταξε την επαύριον εις την δημοπρασίαν των δημοσίων φόρων να παρουσιασθή ως αγοραστής και να υπερθεματίση. Αλλ' ο άνθρωπος ήθελε ν' αποφύγη, διότι πολλών ταλάντων ήτον η αγορά. Ο Αλκιβιάδης όμως τον ηπείλησεν ότι θα τον μαστιγώση αν δεν υπακούση (21), διότι ο ίδιος είχεν ιδιαιτέραν τινά δυσαρέσκειαν τότε κατά των τελωνών (22). Ήλθε λοιπόν την αυγήν αμέσως εις την αγοράν, και προσέθεσεν εις την δημοπρασίαν τάλαντον (23). Τότε οι τελώναι συνήλθον αγανακτούντες, και τον έλεγον να ονομάση τον εγγυητήν του, πεπεισμένοι όντες ότι δεν θα εύρισκε. Ταραχθείς δ' ο άνθρωπος ανεχώρει, όταν ο Αλκιβιάδης, μακρόθεν ιστάμενος, είπε προς τους άρχοντας «Εμέ γράψατε, είναι φίλος μου. Εγγυώμαι.» Ταύτα ακούσαντες οι τελώναι, έμεινον εις αμηχανίαν, διότι συνήθιζον εκ των δευτέρων αγορών να χρεωλυτώσι τας πρώτας, και δεν έβλεπον πώς ν' απαλλαγώσι της δυσκολίας. Ήρχησαν λοιπόν να παρακαλώσι τον άνθρωπον, και να τω προσφέρωσι χρήματα· ο δ' Αλκιβιάδης δεν τον άφησε να λάβη ολιγώτερα του ταλάντου, και μόνον όταν τω έδωκαν το τάλαντον, τον διέταξε να παραιτηθή της δημοπρασίας. Κατά τούτον τον τρόπον ωφέλησεν αυτόν.

ΣΤ. H δε του Σωκράτους αγάπη, ει και πολλούς και μεγάλους είχεν ανταγωνιστάς, ως επί το πλείστον υπερίσχυε παρά τω Αλκιβιάδη, διότι οι λόγοι εκείνου είχον επιρροήν επί της ευγενούς αυτού φύσεως, και έστρεφον την καρδίαν του, και δάκρυα τω απέσπων πολλάκις. Ενίοτε όμως ενέδιδε και εις τους κόλακας, οίτινες πολλάς τω προσέφερον ηδονάς, και διέφευγε τον Σωκράτην, και ως δραπετεύων εκυνηγείτο· διότι μόνον εκείνον ησχύνετο και εφοβείτο, τους δ' άλλους όλους περιεφρόνει. Ο Κλεάνθης (24) έλεγεν ότι, ο νέος όν ηγάπα, υπ' αυτού μεν εκρατείτο εκ μόνων των ωτίων, εις δε τους άλλους ότι παρέχει πολλάς άλλας λαβάς, εννοών την πολυφαγίαν και την ακολασίαν και την οινοποσίαν. Ο δ' Αλκιβιάδης ην μεν έκδοτος εις τας ηδονάς· τοιαύτην τουλάχιστον υπόνοιαν δίδει η λεγομένη υπό του Θουκυδίδου «παρανομία της κατά το σώμα διαίτης του (25).» Αλλά μάλλον διά της φιλοτιμίας και φιλοδοξίας κυριεύοντες αυτόν οι διαφθορείς του, τον παρέσυρον προ της καταλλήλου ηλικίας εις μεγάλων πραγμάτων ενασχολήσεις, πείθοντες αυτόν ότι άμα αρχήση εις τα δημόσια αναμιγνύμενος, ου μόνον θέλει αμαυρώσει ευθύς τους άλλους στρατηγούς και δημαγωγούς, αλλά θέλει υπερτερήσει και του Περικλέους την δύναμιν και την δόξαν μεταξύ των Ελλήνων. Καθώς λοιπόν ο σίδηρος εις το πυρ γίνεται μαλακός, υπό του ψύχους όμως πυκνούται πάλιν και συστέλλει τα μόριά του, ούτω και εκείνον ο Σωκράτης, οσάκις τον κατελάμβανε πλήρη χαυνότητος και φιληδονίας, τον συνεπίεζε διά του λόγου και τον συνέστελλε, και τον καθίστα ταπεινόν και άτολμον, διδάσκων αυτόν πόσον ήτον ελλειπής και κατά πόσον προς την αρετήν ατελής.

Ζ. Ως δ' υπερέβη την παιδικήν ηλικίαν, επήγεν εις γραμματοδιδάσκαλον, και τω εζήτησεν έν βιβλίον του Ομήρου. Επειδή δ' ο διδάσκαλος τω είπεν ότι ουδέν έχει του Ομήρου, τω κατέφερε μίαν διά του γρόνθου και ανεχώρησεν. Εις άλλον δ' όστις τω είπεν ότι έχει τον Όμηρον διωρθωμένον υφ' εαυτού· «Και πώς, τω απεκρίθη, διδάσκεις γράμματα, όταν είσαι ικανός να διορθώνης τον Όμηρον, και δεν ανατρέφεις μάλλον τους νέους;» θέλων δε να συντύχη ποτέ μετά του Περικλέους, ήλθεν εις την θύραν αυτού, και ακούσας ότι καιρόν δεν έχει, αλλά σκέπτεται πώς να δώση απολογισμόν εις τους Αθηναίους, ανεχώρησεν ο Αλκιβιάδης ειπών «Και δεν ήτον καλλήτερον να σκεφθή πώς να μη δώση λόγον εις τους Αθηναίους;» Εν ώ ήτον εισέτι μειράκιον, ηκολούθησε την εις Ποτίδαιαν (26) εκστρατείαν, και είχε τον Σωκράτην σύνοικον εις την σκηνήν του, και επολέμει πλησίον αυτού εις τους αγώνας. Έγινε δε μάχη ισχυρά, καθ' ήν αμφότεροι διεκρίθησαν· ο δ' Αλκιβιάδης επληγώθη, και ο Σωκράτης εστάθη εμπρός του και υπερασπίσθη, και προδήλως έσωσεν αυτόν μετά των όπλων αυτού. Δικαιότατα επομένως το αριστείον ανήκεν εις τον Σωκράτην. Επειδή δ' οι στρατηγοί, εις την κοινωνικήν θέσιν του Αλκιβιάδου αποβλέποντες, εφαίνοντο ότι ήθελον εις αυτόν ν' αποδώσωσι την δόξαν, ο Σωκράτης, θέλων ν' αυξήση την προς τα καλά φιλοτιμίαν αυτού, πρώτος εμαρτύρει και παρεκάλει να τω δώσωσι τον στέφανον και την πανοπλίαν (27). Όταν δ' έγινεν η εν Δηλίω μάχη (28), και έφευγον οι Αθηναίοι, ο μεν Αλκιβιάδης, ήτον έφιππος. Ιδών δε τον Σωκράτην υποχωρούντα πεζόν μετ' ολίγων άλλων, δεν επέρασεν εμπρός, αλλά τον συνώδευσε και επολέμησεν υπέρ αυτού κατά των εχθρών, οίτινες επέπιπτον και πολλούς εφόνευον. Αλλά ταύτα εγένοντο ύστερον (29).

Η. Ήτον δ' ο Ιππόνικος, ο πατήρ του Καλλίου, ανήρ δόξαν έχων πολλήν και δύναμιν διά τον πλούτον και την καταγωγήν του (30). Τούτον εκτύπησε διά του γρόνθου, ουχί παραφερόμενος υπ' οργής ή έριδος, αλλά διά να γελάσωσι, στοιχηματίσας μετά των φίλων του. Επειδή δ' η αυθάδειά του αύτη έγινε περιβόητος εις την πόλιν, και, ως ήτον επόμενον, όλοι ηγανάκτουν κατ' αυτού, άμα εξημέρωσεν, απήλθεν ο Αλκιβιάδης εις την οικίαν του Ιππονίκου, εκτύπησε την θύραν, και εισελθών προς αυτόν, απεδύθη το ιμάτιόν του, και τω παρέδωκε το σώμα παρακαλών αυτόν να τον μαστιγώση και να τον τιμωρήση. Τότε εκείνος τον εσυγχώρησε, και κατεπραΰνθη, και μετά ταύτα τω έδωκεν εις γάμον και την κόρην του Ιππαρέτην. Τινές δε λέγουσιν ότι ουχί ο Ιππόνικος, αλλά Καλλίας ο υιός αυτού έδωκεν εις τον Αλκιβιάδην την Ιππαρέτην μετά προικός δέκα ταλάντων (31). Έπειτα δε, όταν αύτη εγέννησεν, ότι εισέπραξεν ο Αλκιβιάδης άλλα πάλιν δέκα, την απαίτησιν προτείνων ότι ούτω συνεφώνησεν αν γεννηθώσιν υιοί. Ο δε Καλλίας, φοβούμενος τας επιβουλάς του, προσήλθεν εις τον δήμον και τω εχάρισε τα χρήματα και τον οίκον του (32), εν περιπτώσει καθ' ήν ήθελε συμπέσει ν' αποθάνη χωρίς ν' αφήση απογόνους. Ήτον δ' εύτακτος γυνή η Ιππαρέτη, και ηγάπα τον άνδρα της, και ελυπείτο εις τον γάμον της, βλέπουσα τας σχέσεις αυτού μετά ξένων και Αθηναίων εταιρών, δι' ό και εγκαταλείψασα την οικίαν, απήλθε προς τον αδελφόν της. Επειδή δ' ο Αλκιβιάδης ηδιαφόρει, και εξηκολούθει παραδιδόμενος εις τρυφάς, ανάγκη ήτον να παραδώση την έγγραφον αίτησιν του διαζυγίου εις τον άρχοντα, ουχί δι' άλλων, άλλα παρουσιαζομένη αυτοπροσώπως. Όταν λοιπόν μετέβη προς αυτόν όπως πράξη τούτο κατά τον νόμον, επελθών ο Αλκιβιάδης, την ήρπασε, και απήλθε, φέρων αυτήν διά της αγοράς, χωρίς ουδείς να εναντιωθή ή να τολμήση να την αφαιρέση. Έμεινε δ' ούτω παρ' αυτώ μέχρι του θανάτου της, και απέθανε μετ' ολίγον, όταν ο Αλκιβιάδης έπλευσεν εις την Έφεσον. Δεν εφάνη δε παντελώς η βία αύτη ούτε παράνομος ούτε απάνθρωπος· διότι ο νόμος διά τούτο φαίνεται απαιτών να παρουσιάζηται η χωριζομένη γυνή η ιδία εις το δημόσιον, όπως δίδηται αφορμή εις τον άνδρα ν' απαιτή αυτήν και να την λαμβάνη οπίσω.

Θ. Είχε δ' αυτός κύνα θαυμαστόν διά το μέγεθος και το κάλλος, όν είχεν αγοράσει εβδομήκοντα μνας (33). Τούτου έκοψε την ουράν, ήτις ήτον ωραιοτάτη· οι δε φίλοι του τον επέπληττον διά τούτο, και τω έλεγον ότι όλοι οργίζονται διά τον κύνα και τον κακολογούσι. Τότε γελάσας ο Αλκιβιάδης, «Γίνεται λοιπόν, είπεν, ό,τι ήθελον. Διότι θέλω οι Αθηναίοι περί τούτου να λαλώσιν, όπως μη λέγωσι χειρότερόν τι περί εμού.»

Ι. Λέγεται δ' ότι η πρώτη αυτού είσοδος εις τα πολιτικά εγένετο μετά χρηματικής συνεισφοράς, ήν προσέφερεν ουχί εκ προμελέτης· αλλ' εν ώ διήρχετο, ακούσας τους Αθηναίους ότι εθορύβουν, ηρώτησε τις ην η του θορύβου αιτία· και μαθών ότι εγίνοντο επιδόσεις χρημάτων (34), προσήλθε και συνεισέφερεν· ο δε δήμος εχειροκρότει και εβόα, και εκείνος υπό χαράς ελησμόνησεν ότι είχεν ορτύκιον εις τον κόλπον του ιματίου του (35)· φοβηθέν δ' αυτό έφυγε, και τότε έτι μάλλον εβόων οι Αθηναίοι, και πολλοί ηγέρθησαν και έτρεχον να το κυνηγήσωσι· το συνέλαβε δ' ο κυβερνήτης (36) Αντίοχος, και τω το επέδωκε, δι' ό και έγινε προσφιλέστατος εις τον Αλκιβιάδην. Εν ώ δ' η καταγωγή και ο πλούτος αυτού, και αι εις τας μάχας ανδραγαθίαι, και οι πολλοί φίλοι και οικείοι του τω ήνοιγον ευρείας τας θύρας της πολιτείας, αυτός δι' ουδενός άλλου ήθελε τοσούτον να ισχύση παρά τω λαώ, ως διά της χάριτος του λόγου αυτού. Και ότι μεν είχε δύναμιν ευγλωττίας, και οι κωμικοί μαρτυρούσι τούτο, και ο δυνατώτατος των ρητόρων (37) εν τω κατά Μειδίου λόγω του λέγει ότι προς τοις άλλοις ο Αλκιβιάδης υπήρχε δεινότατος περί το λέγειν. Αν δε πιστεύσωμεν τον Θεόφραστον (38), άνδρα φιλομαθή και ιστορικόν υπέρ πάντα φιλόσοφον, ο Αλκιβιάδης ήτον ο πάντων ικανώτατος εις το να ευρίσκη επιχειρήματα, και να επινοή τα εικότα. Αλλά ζητών ου μόνον τι πρέπει να λέγη, αλλά και πώς και τίνας λέξεις και φράσεις πρέπει να μεταχειρίζηται μη έχων δ' αυτάς προχείρους, πολλάκις επρόσκοπτε, και εν ώ ωμίλει εσιώπα και διεκόπτετο, και όταν η λέξις τον διέφευγεν, επανελάμβανε την τελευταίαν και εσκέπτετο.

ΙΑ. Περιβόητοι δ' έγιναν και αι ιπποτροφίαι αυτού διά το πλήθος των αμαξών του· διότι ουδείς άλλος ούτε ιδιώτης ούτε βασιλεύς έπεμψε ποτέ επτά εις την Ολυμπίαν, αλλά μόνος εκείνος. Ότι δ' ενίκησε, και ότι έλαβε και το δεύτερον άθλον και το τέταρτον, ως λέγει ο Θουκυδίδης (39), ως δε λέγει ο Ευριπίδης, και το τρίτον, τούτο κατά λαμπρότητα και δόξαν υπερβαίνει πάσαν περί τα τοιαύτα φιλοτιμίαν. Λέγει δ' ο Ευριπίδης εις το άσμα αυτού ταύτα·

Σε, ω υιέ του Κλεινίου θα ψάλλω.
Καλόν μεν η νίκη, πλην κάλλιστον,
ό,τι ουδείς των Ελλήνων κατώρθωσε,
πρώτος μ' άρμα να τρέξη,
και δεύτερος και τρίτος·
και νικήσας ακόπως (40),
τρις στεφθείς μ' ελαίαν,
υπό κήρυκος ν' ανευφημήσαι (41).

ΙΒ. Τούτο δε το λαμπρόν κατέστησεν έτι ενδοξότερον η φιλοτιμία των πόλεων. Διότι οι Εφέσιοι τω έστησαν σκηνήν πολυτελώς εστολισμένην, η δε πόλις των Χίων τω προσέφερε τροφάς διά τους ίππους του, και πλήθος θυμάτων, οίνον δ' οι Λέσβιοι, και τα άλλα προς υποδοχήν αναγκαία, όπως φιλεύη πολλούς αφειδώς. Αλλά συκοφαντία τις ή κακοήθεια ίσως συμβάσα κατά τον αγώνα εκείνον, έδωκεν αφορμήν πολλών λόγων. Λέγεται ότι εις τας Αθήνας υπήρχε Διομήδης τις, άνθρωπος ουχί πονηρός, φίλος δε του Αλκιβιάδου, και επιθυμών να κερδήση την νίκην των Ολυμπίων. Ακούσας λοιπόν ότι είχον οι Αργείοι δημόσιον άμαξαν, και ηξεύρων ότι ο Αλκιβιάδης είχε μεγάλην επιρροήν, και φίλους πολλούς εις το Άργος, τον κατέπεισε ν' αγοράση την άμαξαν δι' αυτόν. Την ηγόρασε λοιπόν ο Αλκιβιάδης, αλλά την ενέγραψεν εις ίδιον εαυτού όνομα, διά δε τον Διομήδην ηδιαφόρησεν εντελώς, και τον αφήκε ν' αγανακτή, και να επιμαρτύρηται Θεούς και ανθρώπους. Φαίνεται δ' ότι και δίκη προέκυψεν εκ τούτου, και λόγον έγραψεν ο Ισοκράτης (42) περί του ζεύγους υπέρ του υιού του Αλκιβιάδου· εις αυτόν όμως ο αντίδικος καλείται Τισίας και ουχί Διομήδης.

ΙΓ. Αφ' ού δ' επεδόθη εις την πολιτικήν, εν ώ ήτον μειράκιον έτι, τους μεν άλλους δημαγωγούς ευθύς εταπείνωσεν· ανταγωνιστάς δ' είχε Φαίακα τον Ερασιστράτου (43) και Νικίαν τον Νικηράτου, τούτον μεν προβεβηκότα ήδη την ηλικίαν και θεωρούμενον ως στρατηγόν άριστον· τον δε Φαίακα αρχίζοντα, ως αυτός, τότε ν' αυξάνη, και εξ επισήμων όντα γονέων, αλλά κατώτερον αυτού και κατά τ' άλλα και κατά την ευγλωττίαν· διότι εφαίνετο μάλλον κοινωνικός και καταπειστικός εις τας ιδιαιτέρας συναναστροφάς, παρά ικανός να υποφέρη τους αγώνας εις την εκκλησίαν του δήμου· και ως ο Εύπολις (44) λέγει·

καλώς ελάλει, αλλ' ωμίλει ασθενώς.

Υφίσταται δε και λόγος τις κατ' Αλκιβιάδου, γραφείς υπό Φαίακος· εν αυτώ δε μεταξύ άλλων λέγεται και ότι η πόλις είχε πολλά σκεύη χρυσά και αργυρά διά τας πομπάς, ο δ' Αλκιβιάδης τα μετεχειρίζετο όλα ως εδικά του, διά την καθ' ημέραν οικιακήν χρήσιν του. Υπήρχε δέ τις τότε Υπέρβολος Περιθοίδης (45) όν αναφέρει ως άνθρωπον πονηρόν και ο Θουκυδίδης (46) και όστις εις τους κωμικούς όλους εν γένει έδιδεν αφορμήν διασκεδάσεως, χλευαζόμενος πάντοτε εις τα θέατρα. Ανάλγητος ούτος προς τας κατηγορίας και απαθής ων, εξ αδιαφορίας διά την δόξαν, όπερ είναι αναισχυντία και ανοησία, αν καί τινες τ' ονομάζουσιν ανδρείαν και ευτολμίαν, εις κανένα μεν δεν ήρεσκε, τον μετεχειρίζετο δε πολλάκις ο δήμος, όταν επεθύμει να εξευτελίζη τους κατέχοντας τ' αξιώματα και να τους συκοφαντή. Υπό τούτου και τότε ο δήμος καταπεισθείς, έμελλε να ρίψη το όστρακον (47), δι' ού ταπεινούντες εξορίζουσι πάντοτε τον πολίτην εκείνον όστις υπερέχει των πολιτών κατά την δόξαν και δύναμιν, τον φθόνον των μάλλον παρηγορούντες παρά τον φόβον των. Επειδή δε προφανές ήτον ότι καθ' ενός των τριών θα έρριπτον το όστρακον, συνήνωσεν ο Αλκιβιάδης τας φατρίας, και συνδιαλλαχθεις μετά του Νικίου, έτρεψε τον οστρακισμόν κατά του Υπερβόλου. Ως δέ τινες λέγουσι, συνωμίλησεν ουχί μετά του Νικίου, αλλά μετά του Φαίακος, και εκείνου προσλαβών την φατρίαν, έδιωξε τον Υπέρβολον, όστις πολύ απείχε του να το περιμένη· διότι εις την ποινήν ταύτην ουδείς υπέπιπτε ταπεινός και άδοξος, ως είπε και ο Πλάτων ο κωμικός (48), τον Υπέρβολον αναφέρων·

Των τρόπων του έπαθ' εκείνος άξια,
πλην των στιγμάτων κ' εαυτού ανάξια·
Διά τοιούτους δεν ευρέθη τ' όστρακον.

Αλλά τα περί τούτων ιστορούμενα αλλαχού ερρέθησαν εκτενέστερον (49).

ΙΔ. Ελύπει δε τον Αλκιβιάδην επίσης ο Νικίας θαυμαζόμενος υπό των εχθρών, ή τιμώμενος υπό των πολιτών· διότι ο Αλκιβιάδης ήτον πρόξενος των Λακεδαιμονίων (50), και επεριποιήθη τους άνδρας αυτών όσοι είχον αιχμαλωτισθή εις την Πύλον (51). Επειδή δ' εκείνοι διά του Νικίου κυρίως επιτυχόντες ειρήνην, και λαβόντες τους άνδρας οπίσω, υπερηγάπων αυτόν, και μεταξύ των Ελλήνων ελέγετο λόγος ότι ο Περικλής μεν εκίνησεν, ο Νικίας δε διέλυσε τον πόλεμον, και οι περισσότεροι ωνόμαζον Νικίειον την ειρήνην, διά τούτο δυσηρεστείτο σφοδρώς ο Αλκιβιάδης και εφθόνει, και εσκέπτετο πώς να ταράξη τας συνθήκας. Και πρώτον μεν εννοήσας ότι οι Αργείοι, μισούντες και φοβούμενοι τους Σπαρτιάτας, ήθελον ν' αποσπασθώσιν απ' αυτών, τοις έδιδε κρυφίως ελπίδας συμμαχίας μετά των Αθηναίων, και τους ενεθάρρυνε, στέλλων και συνεννοούμενος μετά των προεστώτων του δήμου, να μη φοβώνται, ουδέ να κλίνωσιν υπό τους Λακεδαιμονίους, αλλά να στραφώσι προς τους Αθηναίους, και να περιμείνωσι, διότι τάχιστα αυτοί θα μετενόουν και θ' άφηνον την ειρήνην. Όταν δ' οι Λακεδαιμόνιοι συνήψαν συμμαχίαν προς τους Βοιωτούς, και παρέδωκαν εις τους Αθηναίους την Πάνακτον (52) ουχί, ως έπρεπεν, ορθήν, αλλά κατεδαφίσαντες αυτήν, ιδών τους Αθηναίους οργιζομένους, τους ηρέθιζεν έτι μάλλον, και εθορύβει περί Νικίου, και τον διέβαλλε, πιθανάς κατηγορίας προτείνων, ότι τους εν Σφακτηρία συλληφθέντας εχθρούς, ουδ' ο ίδιος, όταν εστρατήγει, ηθέλησε να τους αιχμαλωτίση, και ότε άλλοι τους ηχμαλώτισαν, αυτός τους αφήκε και τους απέδωκε, χαριζόμενος εις τους Λακεδαιμονίους· και όμως, ότι καί τοι φίλος ων εκείνων, δεν τους κατέπεισε να μη συνωμόσωσι μετά των Βοιωτών, ουδέ μετά των Κορινθίων, εμποδίζει δε τους Έλληνας όσοι θέλουσι να γίνωσι σύμμαχοι και φίλοι των Αθηναίων, αν δεν εγκρίνωσι τούτο οι Λακεδαιμόνιοι. Ταύτα κακώς διέθετον κατά του Νικίου, ότε, ως εκ τύχης, ήλθον πρέσβεις εκ Λακεδαίμονος, και εκείθεν λόγους φέροντες φιλικούς, και λέγοντες ότι έχουσι πληρεξουσιότητα να συνομολογήσωσι παν το δίκαιον και συμβιβαστικόν. Ταύτα εγένοντο δεκτά υπό της Βουλής, και την επαύριον έμελλε να συνέλθη ο δήμος (53). Φοβηθείς δ' ο Αλκιβιάδης, κατώρθωσεν οι πρέσβεις να έλθωσιν εις συνέντευξιν μετ' αυτού. Όταν δ' ήλθον, «Τι επάθατε, άνδρες Σπαρτιάται; τοις είπε· πώς δεν γνωρίζετε ότι η Βουλή είναι πάντοτε μετριοπαθής και φιλάνθρωπος προς πάντας τους εις αυτήν παρουσιαζομένους, ο δε δήμος μεγαλοφρονεί και μεγάλων ορέγεται, και αν ειπήτε ότι έρχεσθε πληρεξουσιότητα έχοντες, θέλει σας κακομεταχειρισθή, προστάζων σας και βίαν εις σας επιφέρων ; Μη πράττετε ταύτην την αφροσύνην, και αν θέλητε να εύρητε μετριοπαθείς τους Αθηναίους, και να μη βιασθήτε παρά την γνώμην σας, ομιλήσατε περί των δικαίων ως να μη έχητε πληρεξουσιότητα. Θέλομεν δε συμπράξει και ημείς διά να ευχαριστήσωμεν τους Λακεδαιμονίους.» Ταύτα δ' ειπών, έδωκεν όρκους εις αυτούς, και τους απέσπασεν εντελώς από του Νικίου, εις αυτόν εντελώς εμπιστευομένους, και θαυμάζοντας αυτού την μεγάλην ικανότητα και την σύνεσιν, ως ούσαν ανδρός ουχί του τυχόντος. Την δ' επαύριον συνήχθη ο δήμος, και εισήλθον προς αυτόν οι πρέσβεις. Ερωτηθέντες δε φιλοφρονέστατα υπό του Αλκιβιάδου υπό ποίους όρους ήλθον, είπον ότι δεν έχουσι πληρεξουσιότητα. Τότε αμέσως ο Αλκιβιάδης επέπεσε κατ' αυτών μετά κραυγών και οργής, ως αδικούμενος αυτός και ουχί ως αδικών, και τους εκάλει απίστους και παλιμβούλους, και ελθόντας επί σκοπώ ούτε να ειπώσιν ούτε να πράξωσί τι ορθόν. Ηγανάκτει δε και η βουλή, και ο δήμος ωργίζετο· ο δε Νικίας εκυριεύετο υπ' εκπλήξεως και κατηφείας διά των ανδρών την μεταβολήν, αγνοών την απάτην και τον δόλον.

ΙΕ. Ούτως απεπέμφθησαν οι Λακεδαιμόνιοι, και στρατηγός εκλεχθείς ο Αλκιβιάδης, κατέστησεν ευθύς τους Αργείους και τους Μαντινείς και τους Ηλείους (54) συμμάχους των Αθηναίων. Και τον μεν τρόπον της πράξεως ουδείς επήνει· το πραχθέν όμως υπ' αυτού ήτον μέγα, ότι διαίρεσε και εκλόνισε σχεδόν πάσαν την Πελοπόννησον, και εις μίαν ημέραν τόσας ασπίδας αντέταξε περί την Μαντίνειαν κατά των Λακεδαιμονίων, και διήγειρεν επ' αυτούς μακράν όλως των Αθηνών αγώνα και κίνδυνον, εις όν αν υπερίσχυον, η νίκη ουδέν μέγα πλεονέκτημα θα προσέθετεν εις αυτούς, αν δ' ενικώντο, δύσκολον θα ήτον η Λακεδαίμων να σωθή. Ευθύς δε μετά την μάχην, οι Χίλιοι (55) εν Άργει επιχείρησαν να καταλύσωσι τον δήμον και υποτάξωσιν εις εαυτούς την πόλιν. Ελθόντες δ' οι Λακεδαιμόνιοι, κατέλυσαν την δημοκρατίαν. Αλλ' οπλισθείς πάλιν ο δήμος υπερίσχυσε, και επελθών ο Αλκιβιάδης εξησφάλισε την νίκην εις τον δήμον, και τους έπεισε ν' ανεγείρωσι τα μακρά τείχη, και ενωθέντες μετά της θαλάσσης, να εξαρτήσωσιν εντελώς την πόλιν από της των Αθηναίων δυνάμεως. Και έφερε δε και τέκτονας και λιθουργούς εξ Αθηνών, και πάσαν εδείκνυε προθυμίαν, ευγνωμοσύνην και δύναμιν αποκτών δι' εαυτόν ουχί ήττον ή διά την πατρίδα του. Ομοίως δ' έπεισε και τους Πατρείς να συνάψωσι διά μακρών τειχών την πόλιν μετά της θαλάσσης. Και επειδή τις έλεγεν εις τους Πατρείς· «Οι Αθηναίοι θα σας καταπίωσιν,» «Ίσως, είπεν ο Αλκιβιάδης, κατ' ολίγον, και από τους πόδας· αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι διά μιας και από την κεφαλήν.» Συγχρόνως δε συνεβούλευε τους Αθηναίους να φροντίζωσι και κατά ξηράν να είναι ισχυροί, και να κυρώσιν εμπράκτως τον όρκον όν οι έφηβοι έδιδον πάντοτε εις της Αγραύλου το ιερόν (56). Διότι ομνύουσιν, ως όρια της Αττικής να θεωρώσι τους σίτους, τας κριθάς, τας αμπέλους και τας ελαίας, διδασκόμενοι να καταστήσωσιν εδικήν των πάσαν την ήμερον και καρποφόρον χώραν.

ΙΣΤ. Αλλ' εν τω μέσω τοσούτων έργων πολιτικών, και λόγων, και φρονημάτων, και ικανότητος, πολλήν αφ' ετέρου εδείκνυε τρυφήν εις τον τρόπον του βίου του, και ακρασίαν εις τα φαγοπότια και τους έρωτας, και θηλυπρέπειαν εις την ενδυμασίαν του, έλκων πορφυράς εσθήτας διά της αγοράς, και πολιτέλειαν υπερήφανον, κόπτων τα καταστρώματα εις τας τριήρεις και απλών τα στρώματα εις ζώνας, ουχί εις σανίδας, όπως κοιμάται μαλακώτερον, και την ασπίδα του κατασκευάζων διάχρυσον, έχουσαν ως τύπον ουχί σημείον τι των πατέρων του, αλλ' έρωτα κεραυνοφόρον. Ταύτα βλέποντες, οι μεν επίσημοι πολίται εβδελύττοντο αυτά και ηγανάκτουν, αλλά και εφοβούντο συγχρόνως την αδιαφορίαν αυτού και την παρανομίαν, ως συμπτώματα τυραννικά και αλλόκοτα. Εξηγών δ' ο Αριστοφάνης ουχί κακώς την προς αυτόν διάθεσιν του δήμου λέγει ταύτα (57

Ποθεί, μισεί, και να τον έχη βούλεται.

Έτι δ' ισχυροτέρα είναι η επομένη αλληγορία·

Ποτέ μη τρέφης εις την πόλιν λέοντα·
ή εάν τρέφης, κλίνε εις τους τρόπους του.

Διότι αι συνεισφοραί και χορηγίαι αυτού, και όσα, πάσης υπερβολής ανώτερα, φιλοτίμως εδαπάνα υπέρ της πόλεως, και των προγόνων αυτού η δόξα, και του λόγου η δύναμις, και του σώματος το κάλλος, και η ευρωστία και η δύναμις μετά της πολεμικής εμπειρίας, έπειθον τους Αθηναίους να συγχωρώσι πάντα τ' άλλα, και να υποφέρωσιν αυτά μεθ' υπομονής, αποδίδοντες εις τας παρεκτροπάς του τα μετριώτερα ονόματα πάντοτε, και παιγνίδια ονομάζοντες αυτάς και φιλανθρωπίας. Τοιούτον τι ήτον και το να κατακλείση τον ζωγράφον Αγάθαρχον, και μετά ταύτα, αφ' ού εζωγράφησε την οικίαν του, να τον αφήση, πλούσια δώρα δους εις αυτόν (58). Και το να ραπίση τον Ταυρέαν (59), όστις αντεχορήγει (60), διότι εφιλοτιμείτο να κερδίση την νίκην· και το ότι έλαβε γυναίκα Μηλίαν εκ των αιχμαλώτων, και αποκτήσας έθρεψε παιδίον εξ αυτής. Τούτο το έλεγον φιλάνθρωπον· και όμως αυτός εγένετο αιτιώτατος του ν' αποσφαγώσιν ηβηδόν όλοι οι Μήλιοι, υποστηρίξας το περί τούτου ψήφισμα. Όταν δ' ο Αριστοφών (61) εξωγράφησε την Νεμέαν, έχουσαν εις τας αγκάλας της καθήμενον το Αλκιβιάδην, τότε όλοι έτρεχον και έβλεπον την εικόνα χαίροντες. Οι δ' αρχαιότεροι δυσηρεστούντο και διά ταύτα, θεωρούντες αυτά ως εις τυράννους ίδια και παράνομα. Και ο Αρχέστρατος δε (62) δεν εφαίνετο ατόπως λέγων ότι η Ελλάς δεν θα εδύνατο να υποφέρη δύο Θεμιστοκλείς. Απαντήσας δέ ποτε Τίμων ο μισάνθρωπος τον Αλκιβιάδην, μετά τινα μεγάλην αυτού επιτυχίαν θριαμβευτικώς προπεμπόμενον εκ της εκκλησίας, δεν επέρασεν εμπρός του, ουδέ τον απέφυγεν ως συνήθως έπραττε δι' άλλους, αλλ' ήλθε προς αυτόν και χαιρετήσας· «Καλά κάμνεις, τω είπεν, ω παι, αυξανόμενος, διότι αυξάνεις κακόν μέγα εις όλους τούτους.» Τότε μεν άλλοι εγέλων, άλλοι δ' ύβριζον αυτόν· είς τινας όμως επροξένησεν ο λόγος πολλήν εντύπωσιν. Ούτως αμφίβολος ην η περί αυτού υπόληψις διά του χαρακτήρος αυτού το ανώμαλον.

ΙΖ. Έτι δ' επί ζωής του Περικλέους επεθύμουν οι Αθηναίοι την Σικελίαν, και ευθύς μετά τον θάνατόν του ήρξαντο της επιχειρήσεως, και έστελλον τας λεγομένας βοηθείας και συμμαχίας προς τους λαούς όσοι εκάστοτε ηδικούντο υπό των Συρακουσίων, ως οχετούς αυτάς προς την μεγάλην εκστρατείαν μεταχειριζόμενοι. Ο δε προ πάντων την επιθυμίαν αυτών ταύτην παροξύνας, και παρακινήσας αυτούς να επιχειρήσωσι να καταστρέψωσι την νήσον ουχί κατά μέρος ουδέ κατ' ολίγον, αλλά διά μεγάλου στόλου εκπλεύσαντες, ήτον ο Αλκιβιάδης, τον δήμον μεγάλα να ελπίση πείσας, και αυτός μεγαλητέρων όρεξιν έχων· Διότι διενοείτο να είναι η Σικελία ως προς τας ελπίδας του, αρχή της εκστρατείας, και ουχί τέλος, καθώς οι άλλοι ενόμιζον. Και ο μεν Νικίας, θεωρών την άλωσιν των Συρακουσών έργον δύσκολον, απέτρεπε τον δήμον· ο δ' Αλκιβιάδης την Καρχηδόνα και την Λιβύην (63) ονειροπολών, και αφ' ού αύται εκυριεύοντο, κατέχων ήδη την Ιταλίαν και την Πελοπόννησον, εθεώρει την Σικελίαν σχεδόν ως απλούν πολέμου εφόδιον. Και οι μεν νέοι αμέσως εξήπτοντο διά των ελπίδων, και ήκουον τους γεροντοτέρους πολλά και θαυμάσια περί εκστρατείας διηγουμένους, και πολλοί εκάθηντο εις τας παλαίστρας και εις τα αμφιθέατρα, διαγράφοντες το σχήμα της νήσου, και την θέσιν της Λιβύης και της Καρχηδόνος. Αλλ' ο φιλόσοφος Σωκράτης και ο αστρολόγος Μέτων (64) λέγουσιν ότι ουδέν καλόν ήλπιζον διά την πόλιν εκ της εκστρατείας εκείνης, ο μεν διότι, ως φαίνεται, ήλθε και τον ειδοποίησε το σύνηθες αυτού δαιμόνιον (65)· ο δε Μέτων, είτε εκ σκέψεως φοβηθείς το μέλλον, είτε μαντείας τινά τρόπον μεταχειρισθείς, επροσποιήθη ότι εβλάβη τας φρένας, και λαβών δάδα καίουσαν, επεχείρησε να πυρπολήση την οικίαν του. Τινές δε λέγουσιν ότι μανίαν ουδόλως επροσποιήθη ο Μέτων, αλλ' ότι έκαυσε την νύκτα τον οίκον του, και έπειτα το πρωί εξελθών παρεκάλει και καθικέτευε, μετά την τοσαύτην συμφοράν να επιτραπή εις τον υιόν του να μη συνεκστρατεύση. Και επέτυχε την επιθυμίαν του, απατήσας τους πολίτας.

ΙH. Εξελέγη δε στρατηγός ο Νικίας παρά την θέλησίν του, αποφεύγων την αρχήν προς τοις άλλοις και διά τον συνάρχοντά του. Διότι εις τους Αθηναίους εφαίνετο ότι ο πόλεμος μάλλον θα ευδοκίμει αν δεν εστέλλετο ο Αλκιβιάδης άκρατος, αλλ' εις την τόλμην αυτού συνεμίγνυτο και η πρόνοια του Νικίου· καθ' όσον ο τρίτος στρατηγός Λάμαχος, καί τοι προβεβηκώς την ηλικίαν, δεν εφαίνετο όμως ολιγώτερον του Αλκιβιάδου θερμός και φιλοκίνδυνος κατά τους αγώνας. Όταν δ' έγινε διάσκεψις εν τω δήμω περί του πλήθους και του τρόπου των προπαρασκευών, ο Νικίας και τότε πάλιν επροσπάθει ν' αντισταθή και να εμποδίση τον πόλεμον. Αλλ' ο Αλκιβιάδης αντικρούσας αυτόν υπερίσχυσε, και τότε ο ρήτωρ Δημόστρατος (66) έγραψε ψήφισμα και είπεν ότι εις τους στρατηγούς πρέπει να δοθή πληρεξουσιότης και διά τας προπαρασκευάς, και δι' όλον τον πόλεμον. Επεκύρωσε δε τούτο ο δήμος, και όλοι ήσαν έτοιμοι ν' αποπλεύσωσιν· αλλά καλοί δεν ήσαν ουδέ της εορτής οι οιωνοί· διότι κατά τας ημέρας εκείνας συνέπιπτον τ' Αδώνια (67), και αι γυναίκες εξέθετον πολλαχού είδωλα όμοια προς νεκρούς ενταφιαζομένους, και ταφάς εμιμούντο κλαίουσαι, και έψαλλον θρήνους. Η δε περικοπή των Ερμών (68), ών οι πλείστοι, εντός μιάς νυκτός ηκρωτηριάσθησαν κατά τα πρόσωπα, συνετάραξε πολλούς εξ εκείνων οίτινες περιεφρόνουν τα τοιαύτα. Και ευρέθη μεν ότι οι Κορίνθιοι, αποίκους έχοντες τους Συρακουσίους, έπραξαν ταύτα επ' ελπίδι ότι ένεκα των οιωνών θ' ανεχαιτίζοντο οι Αθηναίοι, ή θα μετενόουν διά τον πόλεμον. Αλλ' εις το πλήθος δεν απετέλει εντύπωσιν ούτε ούτος ο λόγος, ούτ' εκείνοι των διισχυριζομένων ότι ουδέν υπήρχε κακόν σημείον, αλλ' οινοποσίας ακολάστων νέων αποτελέσματα, αρχομένων από παιγνιδίων, και τελευτώντων εις ασέβειαν. Εκλαμβάνοντες δε το γεγονός μετ' οργής και φόβου, και φρονούντες ότι ετολμήθη εκ συνωμοσίας διά πράγματα μεγάλα, εξετάζον αυστηρώς πάσαν αφορμήν υπονοίας, και η βουλή συνεδρίαζε προς τούτο, και ο δήμος συνήλθεν εις ολίγας ημέρας πολλάκις.

ΙΘ. Κατά τον αυτόν δε καιρόν ο δημαγωγός Ανδροκλής (69) παρουσίασε δούλους τινάς και μετοίκους (70), οίτινες κατηγόρουν τον Αλκιβιάδην και τους φίλους αυτού ότι και άλλα αγάλματα περιέκοψαν, και μεθύοντες απεμιμήθησαν τα μυστήρια. Έλεγον δ' ότι Θεόδωρος μέν τις εξετέλει το μέρος του κήρυκος, Πολυτίων (71) δε το του Δαδούχου, το δε του Ιεροφάντου ο Αλκιβιάδης, και οι άλλοι σύντροφοί του ότι ήσαν παρόντες, και εμυούντο δήθεν, μύστας ονομάζοντες αλλήλους. Ταύτα ήσαν γεγραμμένα εις την εισαγγελίαν (72) του Θεσσαλού, υιού του Κίμωνος, όστις κατήγγειλε τον Αλκιβιάδην δι' ασέβειαν προς τας Θεάς (73). Εκ τούτων ο δήμος ωργίζετο, και πικρώς διάκειτο προς τον Αλκιβιάδην, και ο Ανδροκλής, όστις ήτον εκ των ασπονδοτέρων εχθρών αυτού, παρώξυνε το πλήθος, ώστε κατ' αρχάς εταράχθησαν οι φίλοι του Αλκιβιάδου. Αλλ' ιδόντες ότι οι ναύται όσοι έμελλον ν' αποπλεύσωσιν εις Σικελίαν διέκειντο ευνοϊκώς προς αυτούς, ομοίως δε και οι στρατιώται, και ακούσαντες ότι οι Αργείοι και Μαντινείς, οίτινες ήσαν χίλιοι οπλίται, έλεγον αναφανδόν, ότι διά τον Αλκιβιάδην απέρχονται εις εκστρατείαν μακράν και υπερθαλάσσιον, αν δε κακώς τις κατ' αυτού προσφερθή, ότι αυτοί αμέσως αναχωρούσιν, έλαβον θάρρος, και παρέστησαν, όταν ήλθεν ο καιρός, ν' απολογηθώσιν, ώστε οι εχθροί των περιέστησαν πάλιν εις αθυμίαν και φόβους, μήπως κατά την κρίσιν ο δήμος φανή εξ ανάγκης ηπιώτερος προς αυτόν. Ετεχνάσθησαν επομένως να εγερθώσιν εις την εκκλησίαν του δήμου τινές ρήτορες, οίτινες εφαίνοντο εχθροί του Αλκιβιάδου, και τον εμίσουν ουχ ήττον των ομολογουμένων εχθρών του, και να ειπώσιν ότι άτοπον είναι, αφ' ού εξελέγη στρατηγός αυτοκράτωρ (74) τοσαύτης δυνάμεως, αφ' ού συνήλθον ο στρατός και οι σύμμαχοι, να χρονοτριβή ενόσω αυτοί εκλήρουν δικαστάς (75) και εμέτρουν το ύδωρ (76). «Και τώρα μεν, αγαθή τύχη, ας αποπλεύση· αφ' ού δε περατωθή ο πόλεμος, τότε ας απολογηθή κατά τους αυτούς νόμους.» Και δεν ηπατάτο μεν ο Αλκιβιάδης ως προς την κακοήθειαν της αναβολής, και προελθών έλεγεν ότι δεινόν είναι, αφήνων οπίσω του κατηγορίας καθ' εαυτού και διαβολάς, να στέλληται αβέβαιος μετά τοσαύτης δυνάμεως. Διότι πρέπει να θανατωθή μεν αν δεν αθωωθή εκ των κατηγοριών, αν δ' αθωωθή και φανή καθαρός, τότε να στραφή κατά των πολεμίων, χωρίς να φοβήται τους συκοφάντας.

Κ. Επειδή όμως δεν τους κατέπειθε, και τον διέταττον ν' αποπλεύση, ανεχώρησε μετά των συστρατήγων του, έχων τριήρεις μεν όχι πολύ ολιγωτέρας των εκατόν τεσσαράκοντα, οπλίτας δε πέντε χιλιάδας και εκατόν, τοξότας δε και σφενδονήτας και ψιλούς χιλίους τριακόσιους περίπου, και την άλλην ετοιμασίαν αξιόλογον. Φθάσας δ' εις την Ιταλίαν, και κυριεύσας το Ρήγιον, επρότεινε γνώμην κατά τίνα τρόπον πρέπει ο πόλεμος να διευθυνθή. Και ο μεν Νικίας ηναντιούτο· αλλ' ο Λάμαχος συνεφώνησε μετ' αυτού, και ούτω πλεύσας εις Σικελίαν εκυρίευσε την Κατάνην, άλλο δ' ουδέν έπραξε, διότι προσεκλήθη ευθύς υπό των Αθηναίων οπίσω ίνα κριθή. Διότι πρώτον μεν, ως ερρέθη, εκινήθησαν κατά του Αλκιβιάδου υπό δούλων και μετοίκων χλιαροί τινες υπόνοιαι και διαβολαί· έπειτα δε, οι εχθροί αυτού επί της απουσίας του σφοδρότερον καταφερόμενοι, και την εξύβρισιν των Ερμών μετά της των μυστηρίων συμπλέκοντες, ως γενομένας εκ μιας και της αυτής συνωμοσίας επί σκοπώ νεωτερισμού, τους μεν οπωσούν υπόπτους έρριψαν ακρίτους εις το δεσμωτήριον, ελυπούντο δε διότι δεν κατεψήφισαν τότε κατά του Αλκιβιάδου, και δεν τον έκρινον διά τοιαύτα εγκλήματα. Πας δ' οικείος ή φίλος ή σύντροφος αυτού, όστις υπέπεσεν εις την κατ' εκείνου οργήν, εύρεν αυτούς αμειλίκτους. Και ο μεν Θουκυδίδης παρέλειψε να ονoμάση τους καταμηνυτάς του· άλλοι δε ονομάζουσι τον Διοκλείδαν και τον Τεύκρον, και μεταξύ άλλων και ο κωμικός Φρύνιχος (77) ταύτα γράφων·

Φίλτατ' Ερμή, φυλάξου μη θραυσθής πεσών,
κ' αιτίαν πάλιν δώσης εις διαβολάς
ετέρου Διοκλείδου, όπως κακουργή.

                        ΕΡΜΗΣ.
Θα φυλαχθώ· να προμηθεύσω μήνυτρα
δεν θέλω εις τον Τεύκρον, ξένον βδελυρόν.

Βέβαιον όμως τίποτε ούτε ισχυρόν αι καταμηνύσεις δεν εδείκνυον. Είς εξ αυτών ερωτώμενος πώς εγνώρισε τα πρόσωπα των ερμοκοπιδών (78), απεκρίθη ότι εις την σελήνην· αλλ' έσφαλε προφανέστατα, διότι όταν ταύτα έγιναν, ήτον η τελευταία του μηνός ημέρα (79). Και τους μεν νουνεχείς ετάραξε τούτο· αλλά τον δήμον κατ' ουδέν διέθεσε μαλακώτερον προς τας συκοφαντίας, αλλ' ως ήρχησεν εξ αρχής, δεν έπαυσε φέρων και ρίπτων εις το δεσμωτήριον πάντα τον υφ' ούτινος δήποτε καταγγελλόμενον.

ΚΑ. Μεταξύ δε των τότε δεθέντων και φυλακισθέντων όπως κριθώσιν, ήτον και ο ρήτωρ Ανδοκίδης (80), όν ο συγγραφεύς Ελλάνικος (81) καταριθμεί μετά απογόνων του Οδυσσέως. Εφαίνετο δ' ο Ανδοκίδης μισόδημος και ολιγαρχικός. Ύποπτον δε της κολοβώσεως των Ερμών κατέστησεν αυτόν προς τοις άλλοις και ο μέγας Ερμής όστις ήτον πλησίον της οικίας αυτού ιδρυμένος, ανάθημα της Αιγηίδος φυλής, διότι μεταξύ ολιγίστων, και εκ των αξιολόγων μόνος έμεινεν ακέραιος. Διά τούτο τώρα ονομάζεται του Ανδοκίδου, και όλοι ούτω τον καλούσιν, αν και η επιγραφή μαρτυρά τα εναντία. Συνέβη δε, μεταξύ των συγκατηγορουμένων να γένη εντός του δεσμωτηρίου οικείος καν φίλος του Ανδοκίδου ανήρ ουχί μεν ένδοξος ως εκείνος, αλλά διακεκριμένος διά την σύνεσιν και την τόλμην του, ονομαζόμενος Τίμαιος. Ούτος πείθει τον Ανδοκίδην να γίνη κατήγορος εαυτού και άλλων τινών ου πολλών, διότι κατά ψήφισμα του δήμου εδίδετο χάρις εις τον ομολογούντα, εν ώ τα της κρίσεως ήσαν δι' όλους άδηλα, διά δε τους δυνατούς φοβερώτατα. Τω απέδειξε δε, ότι προτιμώτερον είναι να σωθή ψευδόμενος, παρά, ουχ ήττον ένοχος θεωρούμενος, ν' αποθάνη άδοξος· και εις το κοινόν συμφέρον αν προσέτι απέβλεπεν, ότι εδύνατο ολίγους και αμφιβόλους παραδίδων ανθρώπους, ν' αποσπάση πολλούς και αγαθούς της του δήμου οργής. Ταύτα λέγοντος και διδάσκοντος του Τιμαίου, ο Ανδοκίδης επείσθη, και γενόμενος καταμηνυτής καθ' εαυτού και κατ' άλλων, έλαβε την κατά το ψήφισμα χάριν αυτός· όσους δ' ωνόμασεν, όλοι, πλην των σωθέντων διά φυγής, εφονεύθησαν. Όπως δε μάλλον πιστευθή, προσέθηκεν εις αυτούς και ιδίους υπηρέτας ο Ανδοκίδης. Αλλά δεν εξεθύμανεν ενταύθα όλην την οργήν του ο δήμος· αλλά μάλλον ως αν εσχόλαζεν ο θυμός του, απαλλαγείς των ερμοκοπιδών, εχύθη όλος κατά του Αλκιβιάδου. Και τέλος έπεμψε την Σαλαμινίαν (82) προς αυτόν, προστάξας επιτηδείως να μη τον βιάσωσιν, ουδέ να τον συλλάβωσιν, αλλά ν' αποταθώσιν εις αυτόν διά λόγων ηπίων, λέγοντες τω να τους ακολουθήση εις την κρίσιν, και να πείση τον δήμον· διότι εφοβούντο ταραχάς του στρατεύματος εις γην εχθρικήν, και στάσιν, ήν ευκόλως θα κατώρθου αν ήθελεν ο Αλκιβιάδης, καθ' όσον οι στρατιώται δυσηρεστούντο διά την αναχώρησίν του, και επίστευον ότι υπό τον Νικίαν ο πόλεμος ήθελε πολύ παραταθή εις ματαίας χρονοτριβάς, ως αν εξέλειπε το κέντρον από των πράξεων. Διότι ο Λάμαχος ήτον μεν πολεμικός και ανδρείος, αλλά δεν είχε μεγάλην υπόληψιν ούτε επιρροήν διά την πενίαν του.

KB. Αποπλεύσας λοιπόν ο Αλκιβιάδης, ευθύς μεν αφήρεσεν από των Αθηναίων την Μεσσήναν· διότι υπήρχον τινές οι μέλλοντες να την παραδώσωσι· και τούτους γνωρίζων σαφέστατα, τους κατεμήνυσεν εις τους φίλους των Συρακουσίων, και ούτως η πράξις απέτυχε. Φθάσας δ' εις Θουρίους (83), και αποβάς του πλοίου, εκρύβη, και διέφυγε τους ζητούντας αυτόν. Πρός τινα δε όστις τον εγνώρισε και τω είπε· «Δεν εμπιστεύεσαι, ω Αλκιβιάδη, εις την πατρίδα σου;» «Ως προς όλα μεν τ' άλλα, απεκρίθη, ναι· αλλά περί της ψυχής μου δεν εμπιστεύομαι ουδ' εις την μητέρα μου, μήπως παραγνωρίσασα ρίψη την μέλαιναν ψήφον αντί της λευκής.» Ύστερον δ' ακούσας ότι η πόλις τον κατεδίκασεν εις θάνατον, «Αλλ' εγώ, είπε, θα τοις δείξω ότι ζω.» Η δε κατ' αυτού εισαγγελία αναφέρεται ως ούσα ούτω συντεταγμένη· «Θεσσαλός Κίμωνος Λακιάδης κατήγγειλεν Αλκιβιάδην τον Κλεινίου Σκαμβωνίδην (84), ότι αδίκως προσηνέχθη προς τας Θεάς, την Δήμητραν και την κόρην, απομιμούμενος τα μυστήρια, και δεικνύων αυτά εις τους φίλους του εντός της οικίας του, φορών στολήν οίαν φορεί ο ιεροφάντης όταν δεικνύη τα ιερά, και ονομάζων εαυτόν ιεροφάντην, τον δε Πολυτίωνα δαδούχον, κήρυκα δε τον Φηγαιέα Θεόδωρον· τους δ' άλλους φίλους του ονομάζων μύστας και επόπτας (85), απ' εναντίας των νόμων και των διατάξεων των Ευμολπιδών και των Κηρύκων (86) και των ιερέων των εξ Ελευσίνος.» Καταδικάσαντες δ' αυτόν ερήμην, και την περιουσίαν αυτού δημεύσαντες, εψήφισαν προσέτι να τον καταρώνται όλοι οι ιερείς και αι ιέρειαι (87). Εξ αυτών δε λέγουσιν ότι μόνη αντέστη εις το ψήφισμα η Θεανώ Μένωνος εξ Αγρυλής (88), λέγουσα ότι έγινεν ιέρεια διά να εύχηται όχι διά να καταράται.

ΚΓ. Εν ώ δε τοιαύτα ψηφίσματα και καταδίκαι εγράφοντο κατά του Αλκιβιάδου, αυτός διέτριβεν εις το Άργος, διότι άμα αποδράς εκ Θουρίων, μετέβη εις την Πελοπόννησον. Φοβούμενος δε τους εχθρούς, και εντελώς απελπισθείς από της πατρίδος του, έπεμψεν εις την Σπάρτην, ζητών να τω δοθή ασφάλεια, και εζήτησε να τω δώσωσι τα πιστά, υποσχόμενος περισσοτέραν βοήθειαν και ωφέλειαν εις αυτούς παρ' όσην τοις επροξένησε βλάβην άλλοτε όταν τους επολέμει. Τότε έδωκαν και έλαβον υποσχέσεις οι Σπαρτιάται, και ελθών προθύμως αυτός, έν μεν ευθύς κατώρθωσεν, ευρών αυτούς χρονοτριβούντας και αναβάλλοντας να βοηθήσωσι τους Συρακουσίους, να τους διεγείρη και να τους παροξύνη να στείλωσι τον Γύλιππον στρατηγόν, και να θραύσωσι την εκεί των Αθηναίων δύναμιν· άλλο δε, να κινήση εκείθεν πόλεμον κατά των Αθηναίων· και το τρίτον και μέγιστον, να περιτειχίση την Δεκέλειαν (89). Του μέτρου τούτου ουδέν ήτον επιβλαβέστερον και φθοροποιότερον εις τους κατοίκους της πόλεως. Ήρεσκε δ' αυτός δημοσίως και εθαυμάζετο και ιδιωτικώς, και εδημαγώγει το πλήθος και το κατεγοήτευε, λακωνίζων κατά τον τρόπον του ζην· ώστε οι βλέποντες αυτόν να ξυρίζεται σύρριζα (90), να λούηται εις ψυχρόν ύδωρ, να τρώγη μάζαν, και να μεταχειρίζηται τον μέλανα ζωμόν, δεν επίστευον, και ηπόρουν αν ποτέ ο άνθρωπος ούτος είχε μάγειρον εις την οικίαν του, αν είδε ποτέ μυρεψόν (91) κατά πρόσωπον, ή υπέφερέ ποτε να εγγίση Μιλησίαν χλαμύδα (92). Διότι, ως λέγουσι, και αύτη ήτον μία των μεγάλων ικανοτήτων αυτού, και μηχανή όπως συλλαμβάνη ανθρώπους, το να συνομοιούται και να συνομοπαθή μετά των εθίμων και της διαίτης εκάστου μέρους, ευμεταβλητότερος ων του χαμαιλέοντος· εκτός ότι εκείνος μεν, ως λέγεται, αδυνατεί ν' αφομοιωθή προς έν χρώμα, προς το λευκόν, διά δε τον Αλκιβιάδην, όστις διά των καλών επίσης και διά των κακών διήρχετο, ουδέν υπήρχεν ό δεν εδύνατο να μιμηθή και να επιτηδευθή· αλλ' εν μεν τη Σπάρτη ήτον γυμναστικός, ευτελής, σκυθρωπός, εν δ' Ιωνία φιλήδονος, φιλάρεσκος, οκνηρός, εν Θράκη προς μέθην, εν Θεσσαλία προς ιππασίαν επιρρεπής· όταν δε συνέζη μετά του σατράπου Τισαφέρνους, υπερέβη κατά τον όγκον και την πολυτέλειαν την περσικήν μεγαλοπρέπειαν· ουχί ότι μετέπιπτε τόσον ευκόλως αφ' ενός τρόπου εις έτερον, ουδ' ότι εδέχετο πάσαν μεταβολήν εις τα ήθη του, αλλ' εννοών ότι την φύσιν του παρακολουθών θα δυσηρέστει εκείνους μεθ' ών συνανεστρέφετο, υπεκρύπτετο και κατέφευγεν εις παν σχήμα και παν πλάσμα πρόσφορον εις εκείνους. Όταν διέτριβεν εις την Λακεδαίμονα, αποβλέπων τις εις τον εξωτερικόν αυτού βίον, ηδύνατο να ειπή· «Δεν είν' υιός του Αχιλλέως, αλλ' ούτος ο Αχιλλεύς» (93)· αφορών δ' εις τ' αληθινά αυτού πάθη και εις τας πράξεις αυτού, εδύνατο να επιφωνήση· «Είν' η παλαιά γυνή» (94). Διότι ούτω διέφθειρε την Τιμαίαν, γυναίκα του Βασιλέως Άγιδος, όστις τότε ην εις εκστρατείαν απών, ώστε και τέκνον απέκτησεν εκ του Αλκιβιάδου, και δεν το ηρνείτο. Ήτον δε το γεννηθέν άρρεν, και έξω μεν ωνομάζετο Λεωτυχίδας, το δ' εντός του οίκου υπό της μητρός προς τας φίλας και οπαδούς ψιθυριζόμενον όνομα αυτού ήτον Αλκιβιάδης. Τοσούτος ήτον ο έρως της γυναικός. Εκείνος δ' εις τούτο ενασμενιζόμενος, έλεγεν ότι ούτε όπως υβρίση τον βασιλέα, ούτε εκ φιληδονίας έπραξε τούτο, αλλ' όπως απόγονοί του βασιλεύσωσι των Λακεδαιμονίων. Τα διατρέχοντα ταύτα πολλοί κατήγγειλον προς τον Άγιν, και επίστευσεν εις αυτά, τον καιρόν αναλογιζόμενος· διότι, όταν έγινε σεισμός, φοβηθείς, έδραμεν εντός του θαλάμου της γυναικός του, και έκτοτε επί δέκα μήνας δεν προσήλθε προς αυτήν. Επειδή δ' ο Λεωτυχίδης εγεννήθη μετά τούτο, ηρνήθη ότι ήτον υιός του. Διά τούτο έπειτα εστερήθη της βασιλείας ο Λεωτυχίδης.

ΚΑ. Μετά δε την εν Σικελία των Αθηναίων δυστυχίαν (95), έπεμψαν πρέσβεις εις Σπάρτην ομού οι Χίοι, και οι Λέσβιοι, και οι Κυζικηνοί, όπως αποστατήσωσιν από των Αθηναίων (96). Και τους μεν Λεσβίους επροστάτευον οι Βοιωτοί, τους δε Κυζικηνούς ο Φαρνάβαζος· αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι εις τον Αλκιβιάδην πεισθέντες, επροτίμησαν να βοηθήσωσι τους Χίους. Εκπλεύσας δε και αυτός, επανεστάτησε παρ' ολίγον πάσαν την Ιωνίαν, και πολλά συμπράττων μετά των στρατηγών των Λακεδαιμονίων, έβλαπτε τους αθηναίους. Ο δ' Άγις εχθρός μεν ήτον αυτού εξ αιτίας της γυναικός του, ως κακοποιηθείς· δυσηρεστείτο δε και διά την δόξαν του· διότι λόγος διέτρεχεν ότι τα πλείστα εγίνοντο και επετύγχανον διά του Αλκιβιάδου. Και των άλλων δε Σπαρτιατών οι δυνατώτατοι και φιλοτιμότατοι εβαρύνοντο ήδη τον Αλκιβιάδην και τον εφθόνουν. Υπερίσχυσαν λοιπόν και κατώρθωσαν, να γράψωσιν οι εν Σπάρτη άρχοντες εις την Ιωνίαν, όπως τον θανατώσωσιν. Εκείνος όμως προϊδών τούτο σιωπηλώς και φοβηθείς, εις όλας μεν τας πράξεις συνήργει μετά των Λακεδαιμονίων, αλλ' απέφευγεν εντελώς να πέση εις χείρας των. Δοθείς δε προς ασφάλειαν εις Τισαφέρνην, τον σατράπην του βασιλέως, εγένετο αμέσως παρ' αυτώ πρώτος και μέγιστος· διότι ο βάρβαρος, μη ων απλούς, αλλά κακοήθης και πονηρός, εθαύμαζε της ικανότητος αυτού το πολύτροπον και πολυποίκιλον. Εις δε την χάριν της καθημερινής του συναναστροφής και οικειότητος δεν υπήρχεν ήθος μη ενδίδον, ουδέ φύσις μη γοητευομένη· αλλά και οι φοβούμενοι και οι φθονούντες αυτόν εύρισκον ηδονήν και θέλγητρα εις το να συνδιαιτώνται μετ' αυτού και εις το να τον βλέπωσιν. Εν ώ κατά τ' άλλα ήτον σκληρός ο Τισαφέρνης και υπέρ πάντα Πέρσην μισέλλην, τοσούτον εθέλγετο κολακευόμενος υπό του Αλκιβιάδου, ώστε τον υπερέβαινεν αυτός διά της προς αυτόν κολακείας. Μεταξύ άλλων έχων αγροκήπιον απαραμίλλου ωραιότητος και διά τα ύδατα και διά τους υγιεινούς του λειμώνας, και διά τους περιπάτους και διά τα διαιτήματα αυτού τα βασιλικώς και λαμπρώς κεκοσμημένα, έδωκεν εις αυτό το όνομα του Αλκιβιάδου, και όλοι επί πολύν καιρόν ούτως εξηκολούθουν να τ' ονομάζωσιν.

ΚΕ. Απίστους δε θεωρών τους Σπαρτιάτας, και απελπισθείς απ' αυτών, και τον Άγιν φοβούμενος, τους έβλαπτε και τους διέβαλλε παρά τω Τισαφέρνη, και δεν τον αφήκε να τοις βοηθήση προθύμως, ουδέ να καταστρέψη τους Αθηναίους, αλλά φειδολάς δίδων τας βοηθείας, να θλίβη και κατατρίβη αυτούς βραδέως, και να τους καθιστά αμφοτέρους ευποτάκτους εις τον βασιλέα αφ' ού ήθελον καταπονηθή υπ' αλλήλων. Εις ταύτα ο Τισαφέρνης ευκόλως επείθετο, και προφανές ήτον ότι ευχαριστείτο και τον εθαύμαζεν· ώστε εκατέρωθεν οι Έλληνες ήρχισαν πάλιν ν' αποβλέπωσι προς τον Αλκιβιάδην, οι δ' Αθηναίοι, κακώς πάσχοντες, και μετενόουν δι' όσα κατ' αυτού κατεψήφισαν, και εκείνος δ' ελυπείτο, και εφοβείτο μη, αν εντελώς η πόλις αφανισθή, πέση ο ίδιος εις χείρας των Λακεδαιμονίων, υφ' ών εμισείτο. Τότε δ' όλα σχεδόν τα συμφέροντα των Αθηναίων συνεκεντρούντο εις την Σάμον, και εκείθεν εξορμώντες διά της ναυτικής των δυνάμεως, άλλα μεν μέρη ανεκτώντο εξ όσων είχον αποστατήσει, άλλα δ' εφύλαττον, μέχρι τινός αξιόμαχοι έτι όντες προς τους εχθρούς κατά θάλασσαν, φοβούμενοι όμως και τον Τισαφέρνην, και τας Φοινικικάς τριήρεις, περί ών ελέγετο ότι όσον ούπω έμελλον να φθάσωσιν, ούσαι εκατόν πεντήκοντα, και αν ήρχοντο, ουδεμία σωτηρίας ελπίς έμενεν εις την πόλιν. Ταύτα γνωρίζων ο Αλκιβιάδης, έπεμψε κρυφίως προς τους εν Σάμω ισχυρούς των Αθηναίων, και τοις έδιδεν ελπίδας ότι θέλει τοις καταστήσει φίλον τον Τισαφέρνην, ουχί χάριν του πλήθους, και έχων εμπιστοσύνην ουχί εις αυτό, αλλ' εις τους αρίστους, αν ήθελον τολμήσει να γίνωσιν άνδρες αγαθοί, και παύοντες την αυθάδειαν του δήμου, να σώσωσιν αυτοί τα ίδια εαυτών συμφέροντα και την πόλιν. Και οι μεν λοιποί πολλήν έδωκαν προσοχήν εις τας προτάσεις του Αλκιβιάδου. Είς όμως εκ των στρατηγών, Φρύνιχος ο Δειραδιώτης (97) ανθίστατο, υποπτεύσας, την αλήθειαν άλλως τε, ότι τον Αλκιβιάδην δεν έμελλε μάλλον υπέρ της ολιγαρχίας ή υπέρ της δημοκρατίας, αλλ' ότι θέλων διά παντός τρόπου να επιστρέψη εις τας Αθήνας, κατηγόρει τον δήμον διά να περιποιηθή και κερδίση τους δυνατούς. Νικηθείς όμως υπό της γνώμης των άλλων, και φανερώς ήδη εχθρός του Αλκιβιάδου γενόμενος, κατήγγειλε τα διατρέχοντα εις Αστύοχον, τον Ναύαρχον των πολεμίων, και τον παρήγγειλε να φυλάττηται, και να συλλάβη τον Αλκιβιάδην ως προς αμφότερα τα μέρη απιστούντα. Αλλά δεν ήξευρεν ότι προδότης απετείνετο προς προδότην. Διότι ο Αστύοχος, τεθαμβωμένος υπό της δυνάμεως του Τισαφέρνους, και βλέπων τον Αλκιβιάδην μέγαν όντα παρ' αυτώ, κατεμήνυσε προς αυτόν τα παρά του Φρυνίχου. Ο δ' Αλκιβιάδης έπεμψεν ευθύς εις Σάμον να τον κατηγορήση και εν ώ όλοι ηγανάκτουν και εξανίσταντο κατά του Φρυνίχου, ούτος, μη βλέπων άλλην εκ του κινδύνου διαφυγήν, επεχείρησε να θεραπεύση διά μείζονος κακού το κακόν και έπεμψε πάλιν προς τον Αστύοχον, παραπονούμενος προς αυτόν ότι τον κατεμήνυσεν, υποσχόμενος δε να τω παραδώση τα πλοία και τον στρατόν των Αθηναίων. Αλλ' η προδοσία του Φρυνίχου δεν έβλαψε τους Αθηναίους, εξ αιτίας της αντιπροδοσίας του Αστυόχου, όστις και ταύτας τας προτάσεις του Φρυνίχου κατήγγειλεν εις τον Αλκιβιάδην. Ο δε Φρύνιχος, προϊδών, και περιμένων δευτέραν κατηγορίαν παρά του Αλκιβιάδου, προέλαβε και είπεν εις τους Αθηναίους ότι μέλλουσι να επέλθωσιν οι εχθροί, και τους παρεκίνησε να μένωσιν εις τα πλοία των, και να περιστοιχίσωσι το στρατόπεδον. Εν ώ δε ταύτα εγίνοντο, ήλθον πάλιν γράμματα παρά του Αλκιβιάδου, όστις τοις έλεγε να φυλάττωνται από του Φρυνίχου, διότι προδίδει εις τους πολεμίους τον ναύσταθμον· αλλά τότε δεν τον επίστευσαν, νομίσαντες ότι ο Αλκιβιάδης, καλώς γνωρίζων των εχθρών την ετοιμασίαν και τους σκοπούς, ωφελήθη εξ αυτής ψευδώς, όπως διαβάλη τον Φρύνιχον. Ύστερον δε, όταν είς των περιπόλων (98), ο Έρμων, κτυπήσας εις την αγοράν δι' εγχειριδίου τον Φρύνιχον, τον εφόνευσεν, οι Αθηναίοι, δικάσαντες, εκήρυξαν και αποθανόντα τον Φρύνιχον προδότην, εστεφάνωσαν δε τον Έρμωνα και τους συνωμότας του.

ΚΣΤ. Εν δε τη Σάμω τότε υπερισχύσαντες οι φίλοι του Αλκιβιάδου, έπεμψαν τον Πείσανδρον εις την πόλιν των Αθηνών, όπως επιφέρη μεταβολήν του πολιτεύματος και ενθαρρύνη τους δυνατούς να λάβωσιν αυτοί τα πράγματα εις τας χείρας των, και να καταλύσωσι τον δήμον, λόγω ότι κατά τούτους μόνον τους όρους ο Αλκιβιάδης θέλει τοις καταστήσει τον Τισαφέρνην φίλον και σύμμαχον. Αύτη ήτον η πρόφασις, και τούτο ήτον το πρόσχημα των θελόντων να εισαγάγωσι την ολιγαρχίαν. Όταν δ' υπερίσχυσαν, και παρέλαβον τα πράγματα οι πεντακισχίλιοι μεν λεγόμενοι, τετρακόσιοι δ όντες (99), τότε αυτοί πολύ ολίγον εφρόντιζον πλέον περί Αλκιβιάδου, και νωθρότερον εξηκολούθουν τον πόλεμον, μέρος μεν διότι δεν είχον εισέτι εμπιστοσύνην εις τους πολίτας, δυσμενώς διακειμένους προς την μεταβολήν, μέρος δε διότι ενόμιζον ότι προς αυτούς θέλουσι μάλλον ενδώσει οι Λακεδαιμόνιοι, ως διακείμενοι φιλικώτερον πάντοτε προς την ολιγαρχίαν. Και ο μεν κατά την πόλιν δήμος, και άκων υπό φόβου έμενεν ήσυχος· διότι εσφάγησαν ουκ ολίγοι εκ των εναντιουμένων εις τους τετρακοσίους. Οι δ' εν Σάμω, ακούοντες ταύτα και αγανακτούντες, ηθέλησαν να πλεύσωσιν αμέσως κατά του Πειραιώς, και έφερον τον Αλκιβιάδην και τον κατέστησαν στρατηγόν των, και ήθελον να τους οδηγήση να καταλύσωσι τους τυράννους. Αλλ' αυτός δεν έπαθεν ουδ' έπραξεν ό,τι συνήθως ο διά χάριτος του πλήθους μέγας γινόμενος, όστις νομίζει ότι πρέπει να ευχαριστή κατά πάντα, και κατ' ουδέν να μη αντικρούη τους εκ πλάνητος και φυγάδος αναδείξαντας αυτόν τοσούτων πλοίων και στρατοπέδου, και τοσαύτης δυνάμεως ηγεμόνα και στρατηγόν. Αλλά, κατά το καθήκον ό έχει αρχηγός μέγας, του ν' ανθίσταται εις τους υπ' οργής παραφερομένους, εμποδίσας αυτούς ν' αμαρτήσωσιν, έσωσε τότε προφανώς τα πράγματα της πόλεως. Διότι, αν κινηθέντες απέπλεον οίκαδε, οι μεν εχθροί ευθύς θα εκυρίευον αμαχητί πάσαν την Ιωνίαν, τον Ελλήσποντον και τας νήσους, οι δ' Αθηναίοι θα εμάχοντο κατά των Αθηναίων, τον πόλεμον εμβάλλοντες εις την πόλιν. Τούτο δε μόνος, ή καν υπέρ πάντα άλλον ο Αλκιβιάδης εμπόδισε να μη γίνη, ου μόνον πείθων και διδάσκων το πλήθος, αλλά και ανά ένα έκαστον, άλλους μεν παρακαλών, άλλους δ' επιπλήττων. Συνέπραττε δε μετ' αυτού και Θρασύβουλος ο Στειριεύς (100), παρών εκεί και κραυγάζων· διότι ήτον, ως λέγεται, όλων των Αθηναίων μεγαλοφωνότατος. Και δεύτερον δε τι άλλο είναι καλόν του Αλκιβιάδου, ότι, υποσχεθείς τα εκ Φοινίκης πλοία, τα στελλόμενα υπό του βασιλέως και περιμενόμενα υπό των Λακεδαιμονίων, ή να τα φέρη προς αυτούς, ή να κατορθώση να μη απέλθωσιν ουδέ προς εκείνους, εξέπλευσε μετά πάσης ταχύτητος. Και εφάνησαν μεν τα πλοία περί την Άσπενδον (101), αλλά δεν τα έφερεν ο Τισαφέρνης, και ηπάτησε τους Λακεδαιμονίους. Εθεωρείτο δ' ως αίτιος της επιστροφής των αμφοτέρωθεν ο Αλκιβιάδης, και μάλιστα εκ μέρους των Λακεδαιμονίων, λεγόντων ότι εδίδασκε τον βάρβαρον ν' αφήνη τους Έλληνας να καταστρέφονται αυτοί δι' εαυτών. Διότι προφανές ήτον ότι, αν εις το έν μέρος προσετίθετο τοσαύτη ναυτική δύναμις, αφήρει αμέσως από του ετέρου το κράτος της θαλάσσης.

ΚΖ. Αμέσως δε μετά ταύτα κατελύθησαν μεν oι τετρακόσιοι, διότι οι φίλοι του Αλκιβιάδου προθύμως εβοήθησαν τους δημοκρατικώς φρονούντας. Επειδή δ' οι εν τη πόλει ήθελον και προσεκάλουν τον Αλκιβιάδην να επιστρέψη, αυτός ενόμιζεν ότι δεν πρέπει κενάς έχων τας χείρας, και απράκτως, και δι' οίκτου και χάριτος του λαού, αλλ' ότι πρέπει να κατέλθη ενδόξως. Διά τούτο πρώτον μεν μετ' ολίγων πλοίων εκ Σάμου περιέπλεε των Κνιδίων και των Κώων την θάλασσαν (102)· εκεί δ' ακούσας ότι ο Σπαρτιάτης Μίνδαρος απέπλεε μεθ' όλου του στόλου εις τον Ελλήσποντον, και παρηκολούθει τους Αθηναίους, έσπευσε να βοηθήση τους στρατηγούς. Κατά τύχην δ' έφθασε πλέων μετά δεκαοκτώ τριήρεων, εν ώ τα δύο μέρη μεθ' όλων των πλοίων των συμπλακέντα εναυμάχουν περί την Άβυδον (103), και κατά μέρη ενίκων ή ενικώντο, και μέγας αγών εξηκολούθει μέχρι της δείλης. Και άμα μεν εφάνη, εναντίας ενέπνευσεν εις αμφοτέρους ιδέας, ώστε θάρρος μεν ανέλαβον οι εχθροί, εθορυβήθησαν δ' οι Αθηναίοι. Αλλ' αμέσως φιλικόν από της ναυαρχίδος υψώσας σημείον, ώρμησεν ευθύς κατά των Πελοποννησίων όσοι ενίκων και εδίωκον των Αθηναίων τα πλοία. Τρέψας δ' αυτούς εις φυγήν, τους έρριψεν εις την γην, και εξακολουθών να τους διώκη, κατέστρεψε τα πλοία των, και επλήγωσε τους άνδρας όσοι ερρίπτοντο εις την θάλασσαν διά να σωθώσιν, ει και ο Φαρνάβαζος τους εβοήθει, και εμάχετο πλησίον της θαλάσσης όπως σώση το ναυτικόν των. Τέλος δε, κυριεύσαντες οι Αθηναίοι τριάκοντα εχθρικά πλοία, σώσαντες δε τα εδικά των, έστησαν τρόπαιον. Μετά τοιαύτην δε λαμπράν ευτυχίαν, φιλοτιμούμενος να επιδειχθή εις τον Τισαφέρνην, ητοίμασε προσφοράς και δώρα, και συνοδίαν έχων ηγεμονικήν, επορεύθη προς αυτόν, άλλα δεν επέτυχεν ό,τι περιέμενε· διότι προ πολλού ο Τισαφέρνης κατηγορούμενος υπό των Λακεδαιμονίων, και φοβούμενος μη δώση δυσαρεσκείας αιτίαν εις τον Βασιλέα, εύρεν ότι εγκαίρως τω ήλθεν ο Αλκιβιάδης, και συλλαβών αυτόν, τον εφυλάκισεν εις τας Σάρδεις (104), ως η αδικία αύτη αν έλυε την κατηγορίαν εκείνην.

ΚΗ. Αφ' ού δε παρήλθον τριάκοντα ημέραι, ο Αλκιβιάδης κατώρθωσε να προμηθευθή ίππον, και αποδράς εκ των φυλακών, διέφυγεν εις Κλαζομενάς. Και διέβαλλε μεν προς τούτοις τον Τισαφέρνην, έτι εκείνος τον αφήκε να φύγη· έπλευσε δ' εις το στρατόπεδον των Αθηναίων (105), και ακούσας ότι ο Μίνδαρος και ο Φαρνάβαζος ήσαν ομού εις την Κύζικον (106), παρώτρυνε τους στρατιώτας, λέγων αυτοίς ότι ανάγκη είναι και να ναυμαχήσωσι, και να πεζομαχήσωσι, προσέτι και να τειχομαχήσωσι κατά των εχθρών· διότι χρήματα δεν έχουσιν, αν δεν νικήσωσι κατά κράτος. Επιβιβάσας δ' αυτούς, και πλεύσας εις Προκόνησον, διέταξε να περιβάλωσι τα μικρά πλοιάρια εις το μέσον των, όπως μη εννοήση παντάπασιν ο εχθρός τον έκπλουν των. Έτυχε δε και πολλή αιφνηδίως πεσούσα βροχή, μετά βροντών και σκότους, να συνεργήση εις τον σκοπόν του, και να κρύψη τας ετοιμασίας του. Και όχι μόνον οι εχθροί δεν τον ενόησαν, αλλά και οι Αθηναίοι είχον απολέσει πάσαν ελπίδα, όταν τους διέταξε να επιβιβασθώσι, και εκίνησε. Μετ' ολίγον δε διελύθη το σκότος, και εφάνησαν τα πλοία των Πελοποννησίων εις το πέλαγος εμπρός του λιμένος των Κυζικηνών. Φοβηθείς λοιπόν ο Αλκιβιάδης μήπως εξ αιτίας του πλήθους των πλοίων ιδόντες αυτόν προφθάσωσι να καταφύγωσιν εις την ξηράν, τους μεν στρατηγούς διέταξε, βραδέως πλέοντες, να μείνωσιν οπίσω, αυτός δε, τεσσαράκοντα πλοία έχων, εφαίνετο και επροκάλει τους εχθρούς. Και αυτοί μεν εξαπατηθέντες, και καταφρονήσαντες τας εχθρικάς δυνάμεις, ότι τόσαι μόνον ήσαν, ώρμησαν κατ' αυτών, και ήλθον ευθύς εις χείρας και συνεπλέκοντο. Αλλ' εν ώ εμάχοντο, επήλθον και τα λοιπά πλοία και τότε εκπλαγέντες, ετράπησαν εις φυγήν. Ο δ' Αλκιβιάδης μετ' είκοσι, των αρίστων τριηρών, πλεύσας εμπρός, και προσελθών εις την γην και αποβάς, επέπεσε κατά των φευγόντων εκ των πλοίων, και πολλούς εφόνευσεν. Επελθών δε κατά του Μινδάρου και του Φαρναβάζου, οίτινες ώρμησαν εις βοήθειαν, τον μεν Μίνδαρον εθανάτωσεν, ανδρείως αγωνιζόμενον, ο δε Φαρνάβαζος έφυγεν. Εκυρίευσαν δε πολλούς νεκρούς (107) και όπλα πολλά, και έλαβον όλα τα πλοία· υποτάξαντες δε την Κύζικον, αφ' ού εξέλιπεν ο Φαρνάβαζος και κατεστράφησαν οι Πελοποννήσιοι, ου μόνον εκράτουν ασφαλώς του Ελλησπόντου, αλλά και της λοιπής θαλάσσης εξεδίωξαν κατά κράτος τους Λακεδαιμονίους. Συνελήφθησαν δε και γράμματα Λακωνικώς ούτω λέγοντα εις τους εφόρους την συμβάσαν δυστυχίαν· «Παρήλθον τα καλά. Ο Μίνδαρος εφονεύθη. Πεινώσ' οι άνδρες. Δεν ηξεύρομεν τι να κάμωμεν. (108)».

ΚΘ. Τοσαύτην δ' έπαρσιν έλαβον οι στρατιώται του Αλκιβιάδου, και τοσούτον υπερεφρόνησαν, ώστε δεν κατεδέχοντο πλέον ουδέ ν' αναμιγώσιν αυτοί, ως αήττητοι, μετά των άλλων στρατιωτών, οίτινες πολλάκις ενικήθησαν. Διότι προ ολίγου είχε συμβή ν' αποτύχη περί την Έφεσον ο Θρασύλλος (109), και οι Εφέσιοι να στήσωσι χαλκούν τρόπαιον προς αισχύνην των Αθηναίων. Ταύτα προσήπτον οι μετ' Αλκιβιάδου εις τους μετά του Θρασύλλου, μεγαλύνοντες εαυτούς και τον στρατηγόν των, και μη θέλοντες μετ' εκείνων ούτε τα γυμνάσια ούτε τον τόπον να έχωσιν από κοινού εις το στρατόπεδον. Όταν δ' ο Φαρνάβαζος, πολλούς έχων ιππείς και πολλούς πεζούς, ήλθε κατ' αυτών, διότι εισέβαλον εις την πόλιν των Αβυδηνών, και ο Αλκιβιάδης, ορμήσας εναντίον του, τρις τον έτρεψεν εις φυγήν, και τον εδίωξε μέχρι της νυκτός μετά του Θρασύλλου, τότε συνανεμίγησαν, και αμοιβαίως φιλοφρονούμενοι και χαίροντες, επέστρεψαν εις το στρατόπεδον. Την δ' επαύριον, στήσας τρόπαιον, ελεηλάτει την χώραν του Φαρναβάζου, και ουδείς ετόλμα να τον εμποδίση. Συνέλαβε δ' εκεί και ιερείς και ιερείας, αλλά τους αφήκεν άνευ λύτρων. Εκινήθη δε να πολεμήση και τους Χαλκηδονίους (110), οίτινες, αποστατήσαντες, είχον δεχθή φρουράν και αρμοστήν των Λακεδαιμονίων. Ακούσας δ' ότι τα υπάρχοντα πάντα συναγαγόντες ούτοι εκ της χώρας, τα έπεμψαν εις τους Βιθυνούς (111), οίτινες ήσαν φίλοι των, ήλθε μετά του στρατεύματος εις τούτων τα σύνορα, και κήρυκα πέμψας, παρεπονείτο κατά των Βιθυνών. Ούτοι δε φοβηθέντες, και τα υπάρχοντα παρέδωκαν, και φιλίαν συνωμολόγησαν.

Λ. Εν ώ δε περιετείχιζε την Χαλκηδόνα από θαλάσσης εις θάλασσαν (112), ήλθεν ο Φαρνάβαζος, επί σκοπώ να λύση την πολιορκίαν και Ιπποκράτης ο αρμοστής, συναγαγών εκ της πόλεως όσην είχε δύναμιν, επετίθετο κατά των Αθηναίων. Αλλ' ο Αλκιβιάδης, προς αμφοτέρους ομού αντιτάξας το στράτευμα, τον μεν Φαρνάβαζον ηνάγκασε να φύγη αισχρώς, τον δ' Ιπποκράτην εφόνευσε, και πολλούς των μετ' αυτού, ούς ενίκησεν. Έπειτα δε, αυτός μεν εκπλεύσας εις τον Ελλήσποντον, ηργυρολόγει, και εκυρίευσε την Σηλυβρίαν (113), εκτεθείς εις μέγαν κίνδυνον παρακαίρως· διότι οι μέλλοντες να παραδώσωσι την πόλιν είχον συμφωνήσει να εγείρωσι πυρσόν κατά το μεσονύκτιον· αλλ' ηναγκάσθησαν να πράξωσι τούτο προ του καιρού, διότι εφοβήθησάν τινα των συνωμοτών, όστις εξαίφνης εφάνη μεταβάλλων γνώμην. Ήγειρον λοιπόν τον πυρσόν εν ώ το στράτευμα δεν ήτον εισέτι έτοιμον, και τότε λαβών ο Αλκιβιάδης ως τριάκοντα των περί αυτόν, ώρμησε τρέχων προς τα τείχη, διατάξας τους άλλους να τον ακολουθήσωσι κατά τάχος. Ως δε τω ηνεώχθη η πύλη, και εις τους τριάκοντα προσετέθησαν είκοσι πελτασταί (114), ώρμησεν αυτός, αλλ' ευθύς είδε τους Σηλυβριανούς, οίτινες ένοπλοι ήρχοντο εναντίον του. Επειδή δε, εις μεν την αντίστασιν δεν έβλεπε σωτηρίαν, να φύγη δε δεν ήθελεν, αφ' ού μέχρι της ημέρας εκείνης ουδέποτε στρατηγών ενικήθη, εσήμανε διά της σάλπιγγος σιωπήν, και διέταξεν είς των παρόντων ν' ανακηρύξη «ότι οι Αθηναίοι δεν κινούσιν όπλα κατά των Σηλυβριανών.» Τούτο το κήρυγμα τινάς μεν κατέστησε μάλλον διστάζοντας προς την μάχην, διότι ενόμισαν ότι όλοι οι εχθροί ήσαν εντός της πόλεως· οι δε συνέλαβον αγαθάς ελπίδας περί συμβιβασμού. Εν ώ δε συνελθόντες μετ' αλλήλων εξηγούντο, έφθασε το στράτευμα του Αλκιβιάδου, όστις εικάζων, όπερ ήν και η αλήθεια, ότι οι Σηλυβριανοί ήσαν ειρηνικώς διατεθειμένοι, εφοβήθη μήπως οι Θράκες διαρπάσωσι την πόλιν. Ήσαν δε πολλοί εξ αυτών, οίτινες χαριζόμενοι προς τον Αλκιβιάδην, και εξ αγάπης προς αυτόν, συνεξεστράτευον μετ' αυτού προθύμως. Απέπεμψε λοιπόν όλους τούτους εκ της πόλεως, τους δε Σηλυβριανούς, ενδούς εις τας παρακλήσεις των, δεν τους έβλαψεν, αλλά χρήματα λαβών, και φρουράν εγκαταστήσας, απήλθεν.

ΛΑ. Οι δε πολιορκούντες την Χαλκηδόνα στρατηγοί, εσυνθηκολόγησαν μετά του Φαρναβάζου να λάβωσι χρήματα, και οι Χαλκηδόνιοι να γίνωσι πάλιν των Αθηναίων υπήκοοι, του Φαρναβάζου δε την χώραν να μη βλάπτωσιν· ο δε Φαρνάβαζος να εξασφαλίση διά συνοδίας πρέσβεις ούς οι Αθηναίοι ήθελον πέμψει προς τον βασιλέα. Ότε δ' επανήλθεν ο Αλκιβιάδης, ο Φαρνάβαζος απήτει και αυτός να ομώση περί των συμφωνηθέντων· αλλ' ο Αλκιβιάδης είπεν ότι δεν θέλει ομώσει πριν ή εκείνος ορκισθή προς αυτούς. Έγιναν λοιπόν οι όρκοι, και τότε απήλθε κατά των Βυζαντίων, οίτινες είχον αποστατήσει, και περιτείχιζε την πόλιν αυτών. Αλλ' ο Αναξίλαος και ο Λυκούργος και άλλοι τινες εσυμφώνησαν μετ' αυτού να τω παραδώσωσι την πόλιν επί τω όρω του να μείνη σώα· και τότε διαδούς λόγον, ότι στάσεις κατά την Ιωνίαν τον αναγκάζουσι ν' αναχωρήση, εν τω μέσω της ημέρας απέπλευσε μεθ' όλων των πλοίων του· αλλά την νύκτα, επιστρέψας οπίσω, αυτός μεν μετά των οπλιτών απέβη, και πλησιάσας εις τα τείχη, έμεινεν ήσυχος. Τα δε πλοία, πλεύσαντα κατά του λιμένος, και εισορμώντα διά βίας, μετά πολλής κραυγής και Θορύβων και κρότου, κατετρόμαξαν μεν τους Βυζαντίους διά την απροσδόκητον αυτών εμφάνισιν, έδωκαν δ' ευκολίαν εις τους αττικίζοντας να δεχθώσι τον Αλκιβιάδην, διότι όλοι έτρεχον προς τα πλοία και τον λιμένα. Δεν επέτυχεν όμως όλως αμαχητί· διότι οι εις το Βυζάντιον παρόντες Πελοποννήσιοι και Βοιωτοί και Μεγαρείς (115), τους μεν ορμώντας από των πλοίων, τους έτρεψαν και τους κατέκλεισαν εις τα πλοία πάλιν· εννοήσαντες δ' ότι οι Αθηναίοι ήσαν εντός της πόλεως, παρετάχθησαν και ώρμησαν κατ' αυτών. Έγινε δ' ισχυρά μάχη, και ενίκησεν ο Αλκιβιάδης, έχων το δεξιό κέρας, ο δε Θηραμένης το αριστερόν, και τους εχθρούς, όσοι δεν εφονεύθησαν, περί τους τριακοσίους, συνέλαβε ζώντας. Των δε Βυζαντίων μετά την μάχην ουδείς εφονεύθη ουδ' εδιώχθη· διότι επί τοιαύτη συνθήκη αι άνδρες παρέδοσαν την πόλιν, και ταύτα εσυμφώνησαν. Ουδέν ίδιον ωφέλημα δι' αυτούς επιφυλαχθέντες. Διά τούτο και δικαζόμενος επί προδοσία ο Αναξίλαος εν Λακεδαίμονι, εφάνη διά του λόγου του μη καταισχύνας το έργον του. Διότι είπεν ότι, μη ων Λακεδαιμόνιος αλλά Βυζάντιος, και βλέπων εις κίνδυνον ουχί την Σπάρτην, αλλά το Βυζάντιον, και την πόλιν ότι περιετειχίσθη, και ότι ουδέν εισήγετο εις αυτήν, τον δε σίτον όστις ην εντός της πόλεως ότι έτρωγον οι Πελοποννήσιοι και οι Βοιωτοί, οι δε Βυζάντιοι ότι επείνων μετά των τέκνων και των γυναικών των, δεν επρόδωκε την πόλιν εις τους εχθρούς, αλλά την απήλλαξε πολέμων και κακών, μιμούμενος τους αρίστους των Λακεδαιμονίων, δι' ούς έν υπάρχει απλώς το καλόν και το δίκαιον, το της πατρίδος συμφέρον. Ταύτα ακούσαντες οι Λακεδαιμόνιοι, και εντραπέντες, απέλυσαν τους άνδρας.

ΛΒ. Ο δ' Αλκιβιάδης, θέλων ήδη να ιδή την πατρίδα του, και έτι μάλλον ποθών να δειχθή εις τους συμπολίτας του, αφού τοσάκις ενίκησε τους εχθρούς, απέπλευσεν, έχων διά πολλών ασπίδων και λαφύρων πέριξ τας Αττικάς τριήρεις κεκοσμημένας, πολλούς δε σύρων αιχμαλώτους, και έτι περισσότερα φέρων στολίσματα των όσων αυτός κατέστρεψεν και εκυρίευσε· διότι ομού δεν ήσαν ολιγώτεραι των διακοσίων. Όσα δε Δούρις ο Σάμιος (116), όστις έλεγεν ότι ήτον απόγονος του Αλκιβιάδου, προστίθησιν εις ταύτα, ότι ηύλει μεν διευθύνων την κωπηλασίαν Χρυσόγονος ο Πυθιονίκης (117), το κέλευσμα δ' έδιδε Καλλιππίδης, ο τραγωδιών υποκριτής, ενδεδυμένοι μακρούς και πολυτελείς χιτώνας και τον άλλον θεατριακόν στολισμόν, ότι δ' η ναυαρχίς εισήρχετο εις τους λιμένας έχουσα πορφυρούν ιστίον, ως αν εκώμαζον μεθύοντες, ταύτα ούτε ο Θεόπομπος (118), ούτε ο Έφορος, ούτε Ξενοφών δεν τα έγραψεν. Ούτε πιθανόν είναι να ενεκαυχάτο ούτω προς τους Αθηναίους, επιστρέφων μετ' εξορίαν και μετά συμφοράς τοσαύτας. Εξ εναντίας ήρχετο πεφοβισμένος, και όταν έφθασε, δεν απέβη της τριήρους, πριν από του καταστρώματος εφ' ού ίστατο να ιδή προσερχόμενον τον εξάδελφον αυτού Ευρυπτόλεμον, και πολλούς άλλους εκ των φίλων και οικείων του, οίτινες τον περιέμενον και τον προσεκάλουν. Όταν δ' απέβη, τους μεν άλλους στρατηγούς απαντώντες οι άνθρωποι, εφαίνοντο ότι ούτε τους έβλεπον, συντρέχοντες δε προς εκείνον, έκραζον, τον εχαιρέτων, τον συνώδευον, ήρχοντο πλησίον και τον εστεφάνουν. Όσοι δε δεν ηδύναντο να τον πλησιάσωσι, τον έβλεπον μακρόθεν, και οι γέροντες τον εδείκνυον εις τους νέους. Μετά δε των χαιρόντων καθ' όλην την πόλιν ήσαν πολλοί και οι δακρύοντες, και απέναντι της παρούσης ευτυχίας διηγείρετο η μνήμη των αρχαιοτέρων ατυχημάτων, και διελογίζοντο ότι ούτε της Σικελίας θα εστερούντο, ούτε κανέν άλλο αφ' όσα είχον ελπίσει θα τους διέφευγεν, αν είχον αφήσει τον Αλκιβιάδην επί των τότε πραγμάτων και επί της δυνάμεως εκείνης, αφ' ού ήδη παραλαβών την πόλιν, ήτις παρ' ολίγον είχεν εξωσθή της θαλάσσης, κατά ξηράν δε μόλις ήτον κυρία των προαστείων της, και εσωτερικώς ήτον εις στάσεις παραδεδομένη, εκ λειψάνων τοσούτων αθλίων και ταπεινών ανέστησεν όμως αυτήν, και ου μόνον τη απέδωκε της θαλάσσης το κράτος, αλλά και επί της στερεάς την ανέδειξε πανταχού τροπαιούχον κατά των εχθρών.

ΛΓ. Και το μεν ψήφισμα της επιστροφής αυτού είχε κυρωθή πρότερον ήδη. Είχε δε προτείνει αυτό Κριτίας ο Καλλαίσχρου (119), και ο ίδιος έγραψεν εις τας ελεγείας του, ενθυμίζων εις τον Αλκιβιάδην την χάριν διά τούτων·

Είπον εγώ εις το πλήθος την γνώμην δι' ής επανήλθες,
     κ' έγραψα ταύτην, εγώ πράξας το έργον αυτό·
αλλ' επί τούτων σφραγίς σιωπής εις την γλώσσαν μας κείται.

Τότε δε, συνήλθεν ο δήμος εις εκκλησίαν, και προσελθών ο Αλκιβιάδης, και κλαίων μεν και ολοφυρόμενος εξέθηκε τα πάθη αυτού, απηύθυνε δε και παράπονα ολίγα και μέτρια κατά του δήμου, εν γένει δ' απέδωκεν όσα τω συνέβησαν εις τύχην τινα πικράν και εις φθονερόν δαίμονα, πολλά δ' είπε και περί των ελπίδων των πολιτών, και παρώτρυνεν αυτούς εις θάρρος· ο δε δήμος τον εστεφάνωσε διά στεφάνων χρυσών, και τον εχειροτόνησε και κατά γην και κατά θάλασσαν, στρατηγόν αυτοκράτορα. Εψήφισε δε να τω αποδώσωσι και την περιουσίαν του, και ν' αναιρέσωσι πάλιν τας κατάρας οι Ευμολπίδαι και οι Κήρυκες (120), άς είχον προφέρει κατά προσταγήν του δήμου. Όταν δ' οι άλλοι τας ανήρουν, ο ιεροφάντης Θεόδωρος, «αλλ' εγώ, είπεν, ούτε τω κατηράσθην κακόν ουδέν, αν δεν αδική την πόλιν».

ΛΔ. Αλλ' αν και η ευτυχία του Αλκιβιάδου ήτον τότε τοσούτον λαμπρά, ανησύχει όμως τινάς ο καιρός της επιστροφής του. Διότι καθ' ήν ημέραν κατέπλευσεν, ετελούντο τα Πλυντήρια της Θεάς (121). Εορτάζουσι δε τας τελετάς αυτών μυστικάς οι Πραξιεργίδαι (122), κατά την εικοστήν τετάρτην ημέραν του Θαργιλιώνος (123), και αφαιρούσιν από του αγάλματος την στολήν αυτού, και καλύπτουσιν αυτό το άγαλμα (124). Δια τούτο την ημέραν ταύτην θεωρούσιν οι Αθηναίοι ως μίαν των μάλλον αποφράδων, και ουδεμίαν πράξιν επιτελούσιν επ' αυτής. Εφαίνετο λοιπόν ότι η Θεά δεν εδέχθη τον Αλκιβιάδην φιλοφρόνως και ευμενώς, αλλ' ότι συνεκαλύφθη, και τον απεδίωκεν αφ' εαυτής. Ουχ ήττον όμως, αφ' ού όλα επέτυχον κατά γνώμην του Αλκιβιάδου, και εκατόν τριήρεις ωπλίσθησαν και έμελλον να εκπλεύσωσι πάλιν, ευγενής τις φιλοτιμία καταλαβούσα αυτόν, τον απέτρεψε ν' αποπλεύση μέχρι των μυστηρίων (125). Αφ' ού καιρού απεκλείσθη διά τείχους η Δεκέλεια (126), και οι εχθροί εκεί στρατοπεδεύοντες είχον εις την εξουσίαν των τας οδούς προς την Ελευσίνα, ουδεμίαν ευπρέπειαν είχε πλέον η τελετή, διότι εστέλλετο κατά θάλασσαν, και εξ ανάγκης παρελείποντο και θυσίαι, και χοροί, και πολλά εκ των ιερών όσα εγίνοντο όταν φέρωσι διά ξηράς τον Ίακχον (127). Καλόν λοιπόν εφαίνετο εις τον Αλκιβιάδην, και προς τους Θεούς όσιον και προς τους ανθρώπους ένδοξον, ν' αποδώση το πάτριον σχήμα εις τα ιερά, και να συνοδεύση πεζή την τελετήν, και να δορυφορήση αυτήν κατά των εχθρών. Διότι ή, αν έμενεν ήσυχος ο Άγις (128), θα κατεβίβαζεν εντελώς την οφρύν του και θα τον εταπείνου, ή θα εμάχετο μάχην ιεράν και θεοφιλή υπέρ των αγιωτάτων και μεγίστων, εν όψει της πατρίδος, και θα είχε πάντας τους πολίτας μάρτυρας της ανδραγαθίας του. Άμα δ' απεφάσισε ταύτα, και ειδοποίησε τους Ευμολπίδας και τους Κήρυκας, έθηκε σκοπούς εις τας κορυφάς, και άμα εξημέρωσεν έπεμψεν εμπρός προδρόμους τινάς. Λαβών δε μεθ' εαυτού τους ιερείς και μύστας και μυσταγωγούς (129), και καλύψας αυτούς πέριξ διά των στρατιωτών, προυχώρει εν τάξει και μετά σιωπής, θέαμα επιδεικνύων σεβάσμιον και θεοπρεπές την στρατηγίαν εκείνην, ήν άπαντες οι μη φθονούντες αυτόν ιεροφαντίαν ωνόμαζον και μυσταγωγίαν. Ουδείς δε των εχθρών ετόλμησε να τον προσβάλη, και ασφαλώς επαναγαγών την πομπήν εις την πόλιν, επήρθη μεν αυτός κατά το φρόνημα, ενέπλησε δ' υπερηφανείας και τον στρατόν, θεωρούντα εαυτόν ακαταμάχητον και αήττητον, όταν εστρατήγει εκείνος· τον δ' όχλον και τους πένητας ούτω διά τούτων των δημαγωγιών εκέρδησεν υπέρ εαυτού, ώστε είχον ισχυράν επιθυμίαν να τυραννώνται υπ' εκείνου, καί τινες έλεγον, και ερχόμενον προς αυτούς τον προέτρεπον, να υπερισχύση του φθόνου, και ρίπτων κάτω ψηφίσματα, και νόμους, και τους φλυάρους οίτινες κατέστρεψαν την πόλιν, ν' αναλάβη και διευθύνη τα πράγματα, μη φοβούμενος τους συκοφάντας.

ΑΕ. Και ποίαν μεν ο ίδιος είχε περί της τυραννίδος γνώμην, είναι άγνωστον· οι δε δυνατώτατοι των πολιτών, φοβηθέντες, επετάχυνον τον έκπλουν αυτού, και τ' άλλα όλα ψηφίσαντες, και συνάρχοντας ούς εκείνος ηθέλησεν· Εκπεύσας λοιπόν μετά των εκατόν πλοίων, και προσβαλών την Άνδρον, ενίκησε μεν εις μάχην τους Λακεδαιμονίους όσοι ήσαν εκεί, την πόλιν όμως δεν εκυρίευσε. Και τούτο υπήρξεν η πρώτη κατ' αυτού δημοσία των εχθρών του κατηγορία. Φαίνεται δ' ότι υπέρ τινα και άλλον ο Αλκιβιάδης μάλιστα κατεστράφη υπό της ιδίας αυτού δόξης, ήτις μεγάλη ούσα και πλήρης τόλμης και συνέσεως, καθίστα ως εξ ών κατώρθωσεν, ύποπτον πάσαν έλλειψιν αυτού, διότι υπετίθετο ότι δεν ήθελε, καθόσον ουδείς επίστευσεν ότι δεν εδύνατο. Ήλπιζον δ' ότι και περί των Χίων θ' ακούσωσιν ότι κατετροπώθησαν, και περί της λοιπής Ιωνίας. Όθεν ηγανάκτουν όταν δεν επληροφορούντο ότι όλα κατωρθούντο ταχέως και ευθύς, καθώς ήθελον· ουδ' ανελογίζοντο την αχρηματίαν, υφ' ής περιοριζόμενος, επολέμει προς ανθρώπους έχοντας μέγαν πόρον το ταμείον του Βασιλέως, και ηναγκάζετο πολλάκις να εκπλέη και να εγκαταλείπη το στρατόπεδον, όπως προμηθευθή μισθούς και τροφάς. Και η τελευταία δε κατ' αυτού κατηγορία τοιαύτην έλαβε την αιτίαν. Ο Λύσανδρος είχε σταλή υπό των Λακεδαιμονίων ναύαρχος, και εκ των χρημάτων όσα έλαβε παρά του Κύρου έδιδε τετρώβολον (130) αντί τριωβόλου εις έκαστον ναύτην. Ο δ' Αλκιβιάδης μετά δυσκολίας δίδων και το τριώβολον, απήλθεν εις την Καρίαν διά ν' αργυρολογήση. Ο δ' επιμελητής, όστις έμεινεν εις τα πλοία, ο Αντίοχος (131), ήτον μεν καλός κυβερνήτης, αλλά κατά τ' άλλα ήτον ανόητος και υπεροπτικός· έχων δε παραγγελίαν παρά του Αλκιβιάδου, ουδ' αν επιπλεύσωσι κατ' αυτού οι εχθροί να ναυμαχήση, τοσούτον εθρασύνθη και περιεφρόνησε την διαταγήν, ώστε πληρώσας την ιδίαν αυτού τριήρη και μίαν άλλην, έπλευσεν εις την Έφεσον, και παραπλέων προς τας πρώρας των εχθρικών πλοίων, πολλά έλεγε και έπραττεν ακόλαστα και βωμολόχα. Και κατ' αρχάς μεν ο Λύσανδρος μετ' ολίγων πλοίων εξορμήσας κατ' αυτού τον εδίωκεν· επειδή όμως και οι Αθηναίοι ήλθον εις βοήθειαν, κινηθείς ο Λύσανδρος μεθ' όλων των πλοίων του, και τον Αντίοχον εφόνευσε, και πλοία πολλά και ανθρώπους συνέλαβε, και τρόπαιον έστησεν. Όταν δ' ήκουσεν αυτά ο Αλκιβιάδης, επιστρέψας εις την Σάμον, εκινήθη μεθ' όλου του στόλου και επροκάλει τον Λύσανδρον. Εκείνος όμως ηρκείτο εις το ότι ενίκησε, και δεν εκινείτο κατ' αυτού.

ΛΣΤ. Εκ δε των κατά το στρατόπεδον μισούντων τον Αλκιβιάδην, Θρασύβουλος ο υιός του Θράσωνος (132), εχθρός ων αυτού, απήλθεν εις Αθήνας διά να τον κατηγορήση. Και παροξύνας τους εκεί, έλεγε προς τον δήμον, ότι ο Αλκιβιάδης κατέστρεψε τα πράγματα, και απώλεσε τα πλοία, εντρυφών εις την εξουσίαν, και παραδίδων την στρατηγίαν εις ανθρώπους οίτινες ήσαν παντοδύναμοι παρ' αυτώ διά τα φαγοπότια και τας βωμολοχίας, όπως συλλέγη αυτός χρήματα περιπλέων, και ν' ακολασταίνη μεθύων, και συνοικών μεθ' εταίρων εξ Αβύδου και Ιωνίας, εν ώ οι εχθροί εισίν εις μικράν απόστασιν ηγκυροβολημένοι. Τω προσήπτον δε και την κατασκευήν των τειχών, ά κατεσκεύασεν εις την Θράκην, περί την Βισάνθην (133), όπως έχη αυτά καταφύγιον, διότι δεν εδύνατο ή δεν ήθελε να ζήση εις την πατρίδα του. Πεισθέντες λοιπόν οι Αθηναίοι, εξελέξαντο άλλους στρατηγούς, οργήν, και κακήν προς εκείνον δεικνύντες διάθεσιν. Ταύτα μαθών ο Αλκιβιάδης, και φοβηθείς, απήλθεν εντελώς εκ του στρατοπέδου· και συναγαγών ξένους, επολέμει ιδιαιτέρως κατά των αβασιλεύτων Θαρκών (134), και πολλά συνέλεξε χρήματα εκ των λαφύρων, και εξησφάλισε συγχρόνως κατά των βαρβάρων τους περιοικούντας Έλληνας. Επειδή δ' οι στρατηγοί Τυδεύς, Μένανδρος και Αδείμαντος, έχοντες εις τους Αιγός Ποταμούς (135) πάντα ομού τα πλοία όσα εκέκτηντο τότε αι Αθήναι, συνείθιζον να επιπλέωσι πάσαν αυγήν κατά του Λυσάνδρου, όστις ήτον προσωρμισμένος περί την Λάμψακον, και να τον προκαλώσι, και πάλιν να επιστρέφωσιν οπίσω, και να διημερεύωσιν ατάκτως και αμελώς, ως περιφρονούντες αυτόν, πλησίον ών ο Αλκιβιάδης, δεν παρέβλεψε τούτο ουδέ το παρημέλησεν, αλλ' έφιππος ελθών, εδίδασκε τους στρατηγούς ότι κακώς ηγκυροβόλουν εις μέρη αλίμενα και πόλιν μη έχοντα, λαμβάνοντες μακρόθεν εκ Σηστού τας ζωοτροφίας των, και αφήνοντες τους ναύτας, όταν εξέρχωνται εις την γην, να πλανώνται όπου έκαστος θέλει, και να διασπείρωνται, εν ώ άντικρυς αυτών ίστατο στόλος ειθισμένος να πράττη τα πάντα εν σιωπή, εις μοναρχικόν πειθόμενος πρόσταγμα.

ΑΖ. Και ταύτα μεν έλεγεν ο Αλκιβιάδης, και τοις εσυμβούλευε να μεταθέσωσι τον στόλον εις την Σηστόν. Αλλ' οι στρατηγοί δεν προσείχον εις τας συμβουλάς του. Ο δε Τυδεύς και υβριστικώς τον προσεκάλεσε ν' αναχωρήση, διότι άλλοι στρατηγούσι και ουχί εκείνος. Επομένως ό Αλκιβιάδης, υποπτεύσας και προδοσίαν τινά παρ' αυτοίς, ανεχώρησε, και εις τους επισήμους εκ του στρατοπέδου όσοι τον προέπεμπον έλεγεν, ότι αν δεν είχεν ούτω προπηλακισθή υπό των στρατηγών, εις ολίγας ημέρας θα είχεν αναγκάση τους Λακεδαιμονίους ή να ναυμαχήσωσιν άκοντες, ή ν' αφήσωσι τα πλοία των. Εφαίνετο δ' εις μέν τινας ότι εκαυχάτο ταύτα λέγων, εις άλλους δ' ότι πιθανά λέγει, διότι αν έφερε πολλούς Θράκας ακοντιστάς και ιππείς, εδύνατο να πολεμήση και να ταράξη αυτών το στρατόπεδον. Ότι δε τα σφάλματα των Αθηναίων ορθώς ενόησε, ταχέως εμαρτύρησαν τα έργα αυτά. Διότι αίφνης και απροσδοκήτως επέπεσε κατ' αυτών ο Λύσανδρος, και οκτώ μόνον τριήρεις διέφυγον μετά του Κόνωνος, αι δ' άλλαι, διακόσιαι περίπου απήχθησαν αιχμάλωτοι· ανθρώπους δε τρισχιλίους ζώντας συλλαβών, απέσφαξεν ο Λύσανδρος, εκυρίευσε δε και τας Αθήνας εις ολίγον καιρόν, και έκαυσε τα πλοία των, και εκρήμνισε τα μακρά τείχη. Τότε φοβηθείς ο Αλκιβιάδης τους Λακεδαιμονίους, οίτινες και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν εκυρίευον ήδη, μετέβη εις Βιθυνίαν, πολλά μεν χρήματα φέρων μεθ' εαυτού, πολύ δε περισσότερα αφήσας εις τα τείχη όπου κατώκει. Και εις την Βιθυνίαν δε πολλά των κτημάτων του απολέσας, αρπαγέντα υπό των εκεί Θρακών, απεφάσισε ν' αναβή προς τον Αρταξέρξην, νομίζων ότι όταν τον δοκιμάση ο Βασιλεύς, αυτός μεν δεν θέλει φανή χειρότερος του Θεμιστοκλέους, η δε πρόφασις αυτού ότι θέλει φανή καλητέρα· διότι θα ήρχετο, ουχί κατά των συμπολιτών του, ως εκείνος, αλλ' όπως συντελέση υπέρ της πατρίδος του και ζητήση κατά των εχθρών, του Βασιλέως την δύναμιν. Πιστεύων δ' ότι ο Φαρνάβαζος θα τω εχορήγει ευκολίαν και ασφάλειαν όπως πορευθή προς τον Βασιλέα, ήλθε προς αυτόν εις Φρυγίαν, και διέμεινε μετ' αυτού, περιποιούμενος αυτόν και τιμώμενος.

AH. Οι δ' Αθηναίοι ελυπούντο μεν στερηθέντες της ηγεμονίας· αφ' ού δε και της ελευθερίας στερήσας αυτούς ο Λύσανδρος, παρέδωκε την πόλιν εις τριάκοντα άνδρας, τότε ενόουν την σπουδαιότητα των σκέψεων άς είχον αμελήσει όταν εδύναντο εισέτι να σωθώσιν, εις αυτάς επανήρχοντο ήδη όταν τα πράγματα είχον απολεσθή, και ολοφυρόμενοι επανέλεγον τα σφάλματα και τας ανοησίας των, ών μεγίστην εθεώρουν την δευτέραν προς τον Αλκιβιάδην οργήν των διότι τον απέρριψαν, χωρίς εις ουδέν ν' αδικήση· αλλά θυμωθέντες καθ' υπηρέτου όστις ολίγα πλοία αισχρώς απώλεσεν, έτι αισχότερον αυτοί αφήρεσαν από της πόλεως τον άριστον αυτής και πολεμικώτατον στρατηγόν. Και όμως και εις αυτήν έτι την κατάστασιν υπέφωσκεν αμυδρά τις ελπίς, ότι των Αθηναίων τα πράγματα δεν απωλέσθησαν εντελώς, εν όσω ο Αλκιβιάδης εισέτι εσώζετο. «Διότι ούτε άλλοτε ηρκέσθη φεύγων να ζη απραγμόνως και εν ησυχία, ούτε ήδη, αν οπωσούν καλώς διάκεινται τα κατ' αυτόν, θέλει ανεχθή την υπεροψίαν των Λακεδαιμονίων και των τριάκοντα τον εκτραχηλισμόν.» Και δεν ήσαν άτοπα τα τοιαύτα του πλήθους ονειροπολήματα· διότι και οι Τριάκοντα πολύ εφρόντιζον και ηρεύνων, και πολύν εποιούντο λόγον περί του τι έπραττεν εκείνος και τι διενοείτο. Τέλος δ' ο Κριτίας υπέβαλεν εις τον Λύσανδρον ότι, ενόσω οι Αθηναίοι εδημοκρατούντο, δεν εδύναντο οι Λακεδαιμόνιοι ν' άρχωσιν ασφαλώς της Ελλάδος· τους δ' Αθηναίους, και πράως αν διάκεινται και καλώς προς την ολιγαρχίαν, ο Αλκιβιάδης εν όσω ζη, δεν θα τους αφήση ποτέ να εμμείνωσιν ησύχως εις τα καθεστώτα. Αλλ' ο Λύσανδρος δεν επείσθη εις ταύτα πριν παρά των αρχόντων της πατρίδος του έλθη σκυτάλη (136) διατάττουσα αυτόν να εξολοθρεύση τον Αλκιβιάδην είτε διότι και εκείνοι εφοβήθησαν του ανδρός το επιχειρηματικόν και μεγαλοπράγμον, είτε διότι ηθέλησαν εις τον Άγιν να χαρισθώσιν.

ΛΘ. Ο Λύσανδρος λοιπόν έστειλε και παρήγγειλε ταύτα εις τον Φαρνάβαζον, εκείνος δε προσέταξε το έργον εις Μαγαίον τον αδελφόν, και εις Σουσαμίθρην τον θείον του. Τότε δ' έτυχε κατοικών ο Αλκιβιάδης εις κώμην τινα της Φρυγίας, έχων μεθ' εαυτού και την εταίραν Τιμάνδραν. Είδε δ' εις τον ύπνον του όνειρον τοιούτον· ότι εφόρει αυτός το ένδυμα της εταίρας, εκείνη δ' ότι είχε την κεφαλήν του εις τας αγκάλας της, και τω εστόλιζε το πρόσωπον ως γυναικός, και τω εζωγράφιζε, και τω έχριε ψιμμίθιον. Αλλοι δε λέγουσιν ότι είδε καθ' ύπνον τους περί τον Μαγαίον κόπτοντας την κεφαλήν του, και το σώμα του καιόμενον. Λέγεται δ' ότι ωνειρεύθη ταύτα ολίγον προ του θανάτου του. Οι δε σταλέντες κατ' αυτού δεν ετόλμησαν ν' εισέλθωσιν, αλλά περικυκλώσαντες την οικίαν ηθέλησαν να την καύσωσιν. Εννοήσας δε τούτο ο Αλκιβιάδης, συνήγαγε τα πλείστα των ιματίων και των στρωμάτων του, και τα έρριψεν εις το πυρ. Περιτυλίξας δε την χλαμύδα του εις την αριστεράν του χείρα, και λαβών γυμνόν το εγχειρίδιον εις την δεξιάν, διήλθε διά του πυρός χωρίς τι να πάθη. Διότι ουδείς υπέμεινεν εμπρός του, ή ήλθε μετ' αυτού εις χείρας, αλλά μακρυνθέντες, τον εκτύπησαν δι' ακοντίων και βελών. Ούτως έπεσεν αυτός, και οι βάρβαροι ανεχώρησαν· η δε Τιμάνδρα έλαβε τον νεκρόν, και τυλίξασα και καλύψασα αυτόν εις τους ιδίους αυτής χιτώνας, εκήδευσεν αυτόν, όσον αι περιστάσεις τη επέτρεπον, λαμπρώς και φιλοτίμως. Ταύτης λέγουσιν ότι ήτον θυγάτηρ η Λαΐς, η επονομασθείσα Κορινθία, αλλ' αιχμαλωτισθείσα εκ των Υκκάρων, μικράς Σικελικής πόλεως (137). Τινές δε, διά μεν τα λοιπά του θανάτου του Αλκιβιάδου συμφωνούσι προς ταύτα· λέγουσι δ' ότι την αιτίαν δεν έδωκεν ούτε ο Φαρνάβαζος, ούτε ο Λύσανδρος, ούτε οι Λακεδαιμόνιοι, αλλ' αυτός ο Αλκιβιάδης, διότι διέφθειρε την γυναίκα ενός των επισήμων, και την είχε μεθ' εαυτού· οι δ' αδελφοί της γυναικός, αγανακτούντες διά την ύβριν, έκαυσαν διά νυκτός την οικίαν ήν κατώκει ο Αλκιβιάδης, και εφόνευσαν αυτόν, ως ευρέθη, εν ώ επήδα διά του πυρός.

ΜΑΡΚΙΟΣ ΓΑΪΟΣ


Α. Ο οίκος των Μαρκίων εν Ρώμη πολλούς έδωκεν ενδόξους άνδρας εις των Πατρικίων την τάξιν, και εξ αυτών είς ην και ο Μάρκιος Άγκος, ο προς θυγατρός εγγονός του Νουμά (138), ο μετά τον Τύλλον Οστίλιον βασιλεύσας. Μάρκιοι δ' ήσαν και ο Πόπλιος, και ο Κόιντος, οίτινες έφερον το πλείστον και κάλλιστον ύδωρ εις την πόλιν της Ρώμης (139), και Κηνσωρίνος (140), όν δις διώρισε τιμητήν (141) ο δήμος των Ρωμαίων και έπειτα, υπ' αυτού του ιδίου πεισθείς, έθετο νόμον και εψήφισεν ουδείς να δύναται δις να περιέλθη εις την αρχήν ταύτην. Γάιος δ' ο Μάρκιος, περί ού ενταύθα ο λόγος, τραφείς υπό χήραν μητέρα, και πατρός ορφανός, απέδειξεν ότι η ορφανία άλλα μεν έχει κακά, αλλά δεν εμποδίζει τινά να γίνη ανήρ σπουδαίος και διακεκριμένος· μόνοι δ' οι φαύλοι προτείνουσιν αυτήν ως τούτου αιτίαν, και την κατηγορούσιν ότι αυτή διαφθείρει δι' αμελείας. Ο ίδιος όμως εδικαιολόγησε και τους φρονούντας ότι αν φύσις γενναία και αγαθή μείνη παιδείας εστερημένη, μετά των καλών γεννά και κακά, καθώς ευγενής χώρα εις την γεωργίαν, μη αρκούσης τυχούσα καλλιεργίας διότι το κατά πάντα ισχυρόν και έντονον της διανοίας αυτού παρήγαγε μεν ορμάς μεγάλας και των καλών λειτουργούς· αλλ' αφ' ετέρου τον καθίστα δύσκολον και δυσσυμβίβαστον μετά των ανθρώπων, όντα και ακρίτως θυμώδη, και αμειλίκτως φιλόνεικον. Αλλά θαυμάζοντες οι άνθρωποι την προς ηδονάς και κόπους και προς χρημάτων απόκτησιν απάθειαν αυτού, και εγκράτειαν αυτήν ονομάζοντες και ανδρείαν και δικαιοσύνην, εις τας πολιτικάς σχέσεις του τον εθεώρουν μετά δυσαρεσκείας βαρύν, και άχαριν και ολιγαρχικόν. Ουδ' ωφελούνται ως προς άλλο τοσούτον οι άνθρωποι εκ της των Μουσών ευμενείας, όσον ότι διά του λογικού και της παιδείας εξημερούται η φύσις των, το ορθόν μέτρον δεχομένη εις το λογικόν, και αποβάλλουσα τας υπερβολάς. Κατ' εκείνους τους καιρούς εν γένει η Ρώμη εκείνο κυρίως το μέρος ετίμα της αρετής, το αφορών τας πολεμικάς και στρατιωτικάς πράξεις· και απόδειξις τούτου είναι ότι δι' ενός και του αυτού ονόματος εκαλούντο παρ' αυτή και η αρετή και η ανδρεία, και το δι' ού ιδίως ονομάζουσι την ανδρείαν έγινεν όνομα γένους διά την αρετήν (142).

Β. Επιρρεπέστερος δε των άλλων υπήρξεν ο Μάρκιος προς τους πολεμικούς αγώνας, και ευθύς εκ παιδικής ηλικίας είχε τα όπλα εις χείρας του. Και φρονών ότι εις ουδέν χρησιμεύουσι τα επίκτητα όπλα εις τους μη έχοντας ηκονισμένον και παρεσκευασμένον όπλον έμφυτον και συγγενές μετ' αυτών, ούτως εξήσκησε το σώμα του προς παν είδος μάχης, ώστε και ελαφρός ήτον τρέχων, και βαρύς εις τας συμπλοκάς, και δυσκατάβλητος εις του πολέμου την πάλην. Δια τούτο οι προς αυτόν έριν έχοντες ανδρείας και γενναιότητος, νικώμενοι επροφασίζοντο του σώματος αυτού την δύναμιν, ήτις δεν ελυγίζετο, και εις ουδένα κόπον ενέδιδεν.

Γ. Εξεστράτευσε δε κατά πρώτον ενώ ήτον μειράκιον έτι, ότε ο Ταρκύνιος, όστις εβασίλευσε της Ρώμης και εξεθρονίσθη, μετά πολλάς μάχας και ήττας έρριπτε τον έσχατον ούτως ειπείν κύβον αυτού (143), και πολλοί μεν Λατίνοι, πολλοί δ' άλλοι Ιταλιώται συνεξεστράτευον, και τον συνώδευον εις την Ρώμην, ουχί τοσούτον θέλοντες εκείνον να ευχαριστήσωσιν, όσον επιθυμούντες εκ φόβου και φθόνου να καταβάλωσι την αυξάνουσαν δύναμιν των Ρωμαίων. Εις την μάχην δε ταύτην, ήτις πολλάκις αμφιβόλως έκλινε προς αμφοτέρους, ευρώστως αγωνιζόμενος ο Μάρκιος υπό τους οφθαλμούς του Δικτάτωρος (144), και ιδών πλησίον πεσόντα άνδρα Ρωμαίον, δεν παρημέλησεν αυτόν, αλλά στας εμπρός, αντετάχθη κατά του επερχομένου εχθρού, και τον εθανάτωσεν. Όταν λοιπόν ενίκησεν ο στρατηγός, πρώτον εκείνον εστεφάνωσε διά στεφάνου δρυός· διότι εις τον όστις ήθελεν υπερασπίσει πολίτην, τούτον αποδίδει ο νόμος τον στέφανον, είτε τιμήσας προ πάντων την δρυν εξ αιτίας των Αρκάδων, διότι ο χρησμός του θεού τους ωνόμασε βαλανηφάγους (145), είτε διότι πανταχού και ταχέως οι εκστρατεύοντες δύνανται να προμηθεύωνται δρυν, είτε διότι ενόμιζον ότι ο της δρυός στέφανος, ιερός ων του Πολιέως Διός, πρεπόντως εδίδετο διά σωτηρίαν πολίτου. Είναι δε η δρυς εκ μεν των αγρίων δένδρων το φέρον τους ωραιοτάτους καρπούς, εκ δε των ημέρων (146) το ευρωστότατον· και έδιδεν όχι μόνον τροφήν το βαλανίδιον, αλλά και ποτόν, το μελίτειον (147). Επρομήθευε δε και παντοία κρέατα ζώων και πτηνών, διότι έδιδε τον ιξόν (148), όργανον κυνηγετικόν. Κατ' εκείνην δε την μάχην λέγουσιν ότι επεφάνησαν και οι Διόσκουροι, και μετά την μάχην ότι εδείχθησαν αμέσως εις την αγοράν επί των ίππων των, ών έρρεεν ο ιδρώς, και ανήγγειλε την νίκην, καθ' ό μέρος σήμερον υπάρχει ναός αυτών ωκοδομημένος περί την κρήνην. Όθεν και την ημέραν καθ' ήν εορτάζεται η νίκη εκείνη, κατά τας ειδούς του Ιουλίου μηνός (149), εις τοις Διοσκούρους την αφιέρωσαν.

Δ. Αλλ' ως φαίνεται, δόξα και τιμή εις τους νέους αποδιδομένη, αποσβέει μεν τας ελαφρώς φιλοτίμους φύσεις, όταν πολύ πρωίμως επέρχεται, και ταχέως ευχαριστεί αυτών την δίψαν και το αψίκορον· τας δ' εμβριθείς και ασφαλείς διανοίας αυξάνουσι και λαμπρύνουσιν αι τιμαί, ως υπό πνεύματος ανέμου προς το φαινόμενον καλόν ωθουμένας· διότι αι τοιαύται, ουχί επί σκοπώ αμοιβής, αλλ' ως ενέχυρον ήδη δούσαι, αισχύνονται να εγκαταλείψωσι την δόξαν αυτών, και να μη υπερβώσιν αυτήν διά νέων έργων. Τούτο συνέβη εις τον Μάρκιον, όστις αυτός εις εαυτόν προέθετο αγώνα ανδραγαθίας, και θέλων να ήναι κατά τας ορέξεις του πάντοτε νέος, προσέθετε κατορθώματα επί κατορθωμάτων και λάφυρα επί λαφύρων, και έβλεπε πάντοτε τους επομένους στρατηγούς, φιλονεικούντας μετά των προηγουμένων περί του τις να τω αποδώση περισσοτέρας τιμάς, και να υπερβή τον έτερον ως προς τας υπέρ αυτού μαρτυρίας. Οι Ρωμαίοι είχον τότε πολλούς αγώνας και πολλούς πολέμους, και ο Μάρκιος εξ ουδενός εξήλθεν αστεφάνωτος και αβράβευτος. Και διά μεν τους άλλους η δόξα ην της αρετής ο σκοπός, δι' εκείνον δε ο σκοπός της δόξης η ευχαρίστησις της μητρός του· διότι ενόμιζεν ότι εντιμώτατον τον καθιστά και μακαριώτατον το να τον ακούη εκείνη επαινούμενον, και να τον ιδή στεφανούμενον, και να τον εναγκαλισθή υπό χαράς δακρύουσα. Λέγουσι δ' ότι και ο Επαμινώνδας ωμολόγησε το ίδιον αίσθημα, ως μεγίστην ευτυχίαν του θεωρών, ότι έζων ο πατήρ και η μήτηρ του, και είδον την εν Λεύκτροις στρατηγίαν και νίκην του. Αλλ' εκείνος μεν είχε και τους δύο γονείς του χαίροντας μετ' αυτού και συνευτυχούντας. Ο δε Μάρκιος, φρονών ότι εις την μητέρα του οφείλει και την προς τον πατέρα ευγνωμοσύνην, ήτον ακόρεστος ευφραίνων και τιμών την Ουολουμνίαν (150), αλλά και κατά θέλησιν και παράκλησιν αυτής ενυμφεύθη, και αφ' ού απέκτησε παίδας, κατώκει την αυτήν οικίαν μετά της μητρός του.

Ε. Εν ώ δ' ήδη μεγάλην είχε δόξαν και δύναμιν εις την πόλιν διά την ανδρείαν του, η βουλή, τους πλουσίους υπερασπίζουσα, διεφώνησε προς τον δήμον, όστις φαίνεται ότι πολλά έπασχε και δεινά υπό των πλουσίων. Διότι τους μεν μετρίαν περιουσίαν έχοντας, τους εστέρουν πάντων των κτημάτων των, εις ενέχυρα λαμβάνοντες και πωλούντες αυτά· τους δ' όλως απόρους τους συνελάμβανον και τους εφυλάκιζον, ει και είχον τα σώματα κεκαλυμμένα υπό πληγών και καταβεβλημένα υπό των κοπών ούς υπέστησαν εις τους υπέρ της πατρίδος πολέμους. Τούτων ο τελευταίος ην ο κατά των Σαβίνων, όν ανεδέχθησαν διότι και οι πλουσιώτατοι είχον υποσχεθή να δειχθώσι μετριώτεροι προς αυτούς, και η βουλή εψήφισεν εγγυητήν τον άρχοντα Μάρκον Ουαλέριον (151). Αλλ' αφ' ού και εις εκείνην την μάχην ηγωνίσθησαν προθύμως και ενίκησαν τους εχθρούς, χωρίς οι δανεισταί ουδεμίαν να δείξωσι προς αυτούς επιείκειαν, και η βουλή προσεποιείτο λήθην των υποσχέσεών της, και ηδιαφόρει βλέπουσα αυτούς συρομένους εις τας φυλακάς, τότε θόρυβος ηγέρθη πολύς εις την πόλιν, και συνωμοσίαι εγίνοντο επικίνδυνοι, και οι εχθροί εννοήσαντες ότι υπήρχον ταραχαί εις τον δήμον, εισώρμησαν και έκαιον την χώραν, και όταν οι άρχοντες εκάλουν εις τα όπλα τους έχοντας την στρατεύσιμον ηλικίαν, ουδείς υπήκουεν. Ούτω διηρέθησαν πάλιν αι γνώμαι των αρχόντων. Και τινές μεν ενόμιζον ότι πρέπει να ενδώσωσι μέχρι τινός εις τους πένητας, και να χαλαρώσωσι την υπερβολικήν της νομιμότητος αυστηρότητα· άλλοι δ' αντέτεινον, και είς αυτών ήτον και ο Μάρκιος, ουχί ότι ενόμιζε μέγιστον το των χρημάτων ζήτημα, αλλά παρακινών τους βουλευτάς, να καταπαύσωσιν, αν σωφρονώσι, και να σβέσωσι την αρχήν και την πρώτην απόπειραν της αυθαδείας του όχλου και της θρασύτητος αυτού, επανισταμένου κατά των νόμων.

ΣΤ. Επειδή δε πολλάκις εις ολίγον καιρόν συνήλθεν η βουλή, αλλ' ουδέν απεφάσιζε, συσσωματωθέντες αίφνης οι πένητες, και παρακινήσαντες αλλήλους, εγκατέλιπον την πόλιν, και καταλαβόντες το όρος το ήδη καλούμενον ιερόν, παρά τον Ανίωνα ποταμόν, αποκατέστησαν εκεί, και στασιαστικόν μεν ή βίαιον ουδέν έπραττον, έκραζον δ' ότι προ πολλού οι πλούσιοι τους εδίωξαν εκ της Ρώμης, πανταχού δ' η Ιταλία ότι θέλει τοις δώσει αέρα και ύδωρ και τόπον όπου να ταφώσι, και ότι ουδέν άλλο κερδίζουσι κατοικούντες την Ρώμην, παρά να πληγώνωνται και να φονεύωνται εκστρατεύοντες υπέρ των πλουσίων. Τότε εφοβήθη η βουλή, και έπεμψε τους μετριοπαθεστέρους και δημοτικωτέρους των πρεσβυτέρων. Μεταξύ δ' αυτών τον λόγον έλαβεν ο Μενήνιος Αγρίππας· και πολλά μεν παρεκάλεσε τον δήμον, πολλά δ' είπε μετά θάρρους υπέρ της βουλής, και εις το τέλος του λόγου του περιήλθεν εις το σχήμα του μύθου το περίφημον έκτοτε γενόμενον «Εστασίασαν, είπε, του ανθρώπου τα μέλη πάντα προς την γαστέρα, και την κατηγόρουν ότι μόνη αυτή εκάθητο αργή εις το σώμα, και ουδέν συνεισέφερε, τα δ' άλλα διά τας ορέξεις εκείνης υπέμενον κόπους πολλούς και υπηρεσίας· η δε γαστήρ ότι εγέλα διά την ανοησίαν των, διότι ηγνόουν ότι δέχεται μεν αυτή την τροφήν πάσαν, αλλ' αυτή την αναπέμπει πάλιν εξ εαυτής, και την διανέμει εις τα λοιπά. Τοιαύτη, είπεν, είναι και της συγκλήτου η σχέσις προς σας, ω πολίται· διότι όσα εκείνη βουλεύεται και πράττει υπέρ της προσηκούσης οικονομίας, επιφέρουσι και διανέμουσιν εις σας παν το χρήσιμον και ωφέλιμον».

Ζ. Έκτοτε διηλλάγησαν, ζητήσαντες παρά της βουλής και επιτυχόντες να εκλέγωσι πέντε άνδρας, προστάτας των χρηζόντων βοηθείας, τους νυν δημάρχους καλουμένους. Εξελέξαντο δε πρώτους αυτούς εκείνους ούς είχον λάβει και ως αρχηγούς της αποστασίας των, τον Ιούνιον Βρούτον και τον Σικίννιον Βέλλουτον. Αφ' ού δ' η πόλις ηνώθη, ευθύς ωπλίσθη ο λαός, και προσεφέρετο προθύμως εις τους άρχοντας διά να εκστρατεύσωσιν. Ο δε Μάρκιος, καίτοι ουδόλως ευχαριστούμενος ότι ο δήμος υπερίσχυσε και ενέδωκεν η αριστοκρατία, και εκ των άλλων πατρικίων πολλούς βλέπων ότι το αυτό ησθάνοντο, τους παρεκάλει όμως να μη μείνωσι κατώτεροι των δημοτών εις τους υπέρ πατρίδος αγώνας, αλλά να φανώσιν ότι υπερέχουσιν αυτών κατά την αρετήν μάλλον παρά κατά την δύναμιν.

Η. Εις δε το έθνος των Ουολούσκων, προς ούς επολέμουν, επισημοτάτη ήτον η πόλις των Κοριολάνων. Περί αυτήν εστρατοπέδευσεν ο ύπατος Κομίνιος· οι δ' άλλοι Ουολούσκοι, φοβηθέντες, συνέρρεον πανταχόθεν κατά των Ρωμαίων, διά να πολεμήσωσι πλησίον της πόλεως και να επιπέσωσι κατ' αυτών εκ δύο μερών. Επειδή δ' ο Κομίνιος διήρεσε την δύναμιν, και αυτός μεν κατετάχθη κατά των έξωθεν επερχομένων Ουολούσκων, τον δε Τίτον Λάρκιον, ένα των ανδρειοτάτων Ρωμαίων, αφήκε να διευθύνη την πολιορκίαν, καταφρονήσαντες οι Κοριολάνοι τους μείναντας, εξήλθαν, και προσβαλόντες τους Ρωμαίους, τους εδίωξαν μέχρι του χάρακος. Αλλ' εκεί εκδραμών μετ' ολίγων ο Μάρκιος, και νικήσας τους συμπλακέντας κατ' αρχάς μετ' αυτού, αναχαιτίσας δε τους άλλους όσοι εφώρμων, εκάλει τους Ρωμαίους μεγαλοφώνως. Διότι ήτον, ως απήτει παρά του στρατιώτου ο Κάτων, ου μόνον η χειρ αυτού και αι πληγαί άς κατέφερε φοβεραί εις τους εχθρούς όσοι τον απήντων, αλλ' ουδ' εις της φωνής του τον τόνον, ουδ' εις του προσώπου του την όψιν ηδύναντο ευκόλως ν' αντισταθώσι. Τότε πολλοί ηθροίσθησαν περί αυτόν και τον περιεκύκλωσαν, και οι εχθροί φοβηθέντες ανεχώρουν αλλά δεν ευχαριστήθη εκείνος, και τους ηκολούθησε, και τρέψας αυτούς, τους εδίωκε, φεύγοντας μέχρι των πυλών· εκεί δε, βλέπων ότι οι Ρωμαίοι παρητούντο της διώξεως, διότι πολλά εκ του τείχους κατεφέροντο βέλη, ουδείς δ' ετόλμα ουδέ την ιδέαν καν να συλλάβη του να ορμήση ομού μετά των φευγόντων εις πόλιν πλήρη εχθρών ενόπλων, αυτός εμπρός των σταθείς, τους παρεκίνει και τους ενεθάρρυνε, κράζων ότι υπό της τύχης ηνεώχθη η πόλις εις τους διώκοντας μάλλον παρά εις τους φεύγοντας. Επειδή δε πολλοί δεν ήθελον να τον ακολουθήσωσιν, ορμήσας διά μέσου των εχθρών, επήδησεν εις τας πύλας, και εισήλθε μετ' αυτών, διότι κατ' αρχάς ουδείς ετόλμησε να τον αντικρούση ή να τω αντισταθή· έπειτα όμως, όταν είδον ότι πολύ ολίγοι είχον εισέλθει, και πανταχόθεν έτρεχον και εμάχοντο προς αναμεμιγμένους ομού φίλους και εχθρούς, τότε λέγεται ότι και διά της ανδρείας, και διά της ταχύτητος ως και διά της τόλμης του ηγωνίσθη εντός της πόλεως αγώνα απίστευτον, και νικών πάντας καθ ών εφώρμα, άλλους μεν εξεδίωξε προς τ' έσχατα μέρη, άλλους δ' ηνάγκασεν εν απελπισία να ρίψωσι τα όπλα, και ούτως έδωκε καιρόν εις τον Λάρκιον να φέρη έξωθεν μετ' ασφαλείας τους Ρωμαίους.

Θ. Ούτως εκυριεύθη η πόλις, και οι πλείστοι επεδόθησαν εις αρπαγάς και λεηλασίας· ο δε Μάρκιος εβόα, φοβερόν νομίζων, εν ώ ο ύπατος και οι συν αυτώ είχον βεβαίως συμπλακή που ήδη μετά των εχθρών και εμάχοντο, αυτοί να περιφέρωνται ζητούντες χρήματα να κερδήσωσιν, ή επί προφάσει χρημάτων να δραπετεύσωσιν από του κινδύνου. Επειδή δε πολλοί δεν επείθοντο εις αυτόν, λαβών τους θελήσαντας να τον ακολουθήσωσι, διευθύνθη προς την οδόν καθ' ήν ενόησεν ότι είχε προχωρήσει το στράτευμα. Και πολλάκις μεν παρεκίνει τους μετ' αυτού και τους παρεκάλει να μη ενδώσωσι, πολλάκις δ' ηύχετο εις τους Θεούς να μη καθυστερήση εις την μάχην, αλλά να έλθη εν καιρώ, να συναγωνισθή και συγκινδυνεύση μετά των πολιτών. Ήτον δε τότε και συνήθεια παρά τοις Ρωμαίοις, όταν παρετάττοντο εις μάχην, και πριν ή λάβωσι τας ασπίδας και ζωσθώσι την τήβεννον (152), να κάμνωσι την διαθήκην των προφορικώς, εις επήκοον τριών ή τεσσάρων, ονομάζοντες τον κληρονόμον των. Εύρε λοιπόν ο Μάρκιος τους στρατιώτας εν ώ ταύτα έπραττον, όντες ήδη απέναντι των εχθρών. Και κατ' αρχάς μεν εταράχθησάν τινες, όταν τον είδον ελθόντα μετ' ολίγων, πλήρη αίματος και ιδρώτος. Όταν όμως δραμών προς τον ύπατον περιχαρής, τω έδωσε την δεξιάν, και τω ανήγγειλε την της πόλεως άλωσιν, και ο Κομίνιος τον ενηγκαλίσθη και τον εφίλησε, τινές μεν ακούσαντες, άλλοι δ' εικάσαντες το γενόμενον κατόρθωμα, ενεπλήσθησαν θάρρους, και μετά βοής παρεκάλουν να ορμήσωσι κατά των εχθρών και να συμπλακώσιν. Ο δε Μάρκιος ηρώτησε τον Κομίνιον, πώς εισιν οι εχθροί παρατεταγμένοι, και πού ίστατο το μαχημώτατον μέρος αυτών. Τω είπε δ' εκείνος ότι κατά το μέσον, ως ενόμιζεν, ήσαν τα τάγματα των Αντιατών, ανθρώπων πολεμικωτάτων, και ουδενός κατωτέρων κατά την γενναιότητα. «Σε παρακαλώ λοιπόν, είπεν ο Μάρκιος, και ζητώ επιμόνως, απέναντι τούτων να τάξης ημάς.» Και ο ύπατος ενέδωκε, θαυμάσας την προθυμίαν αυτού. Ότε δ' ήρχισε των δοράτων η συμπλοκή, ώρμησεν εμπρός ο Μάρκιος, και οι κατά μέτωπον τεταγμένοι Ουολούσκοι δεν αντέσχον, αλλά το μέρος της φάλαγγος καθ' ού επέπεσεν, αμέσως διεσπάσθη. Αι δύο πτέρυγες όμως στρεφόμεναι εφ' εαυτάς, περιεκύκλουν διά των οπλών τον άνδρα, και τότε φοβηθείς ο ύπατος, έπεμψεν εις βοήθειάν του τους ανδρειοτάτους των περί αυτόν. Έγινε δ' ισχυρά μάχη περί τον Μάρκιον, εις ήν πολλοί έπεσαν εν ολίγω χρόνω νεκροί, και οι Ρωμαίοι, επιμένοντες βιαίως κατά των εχθρών, τους απέκρουσαν, και όταν έτρεψαν αυτούς εις φυγήν, απήτουν παρά του Μαρκίου, βεβαρυμένου υπό κόπου και υπό πληγών, ν' αναχωρήση εις το στρατόπεδον. Αλλ' εκείνος είπεν ότι δεν απαυδούσιν οι νικηταί, και επετίθετο κατά των φευγόντων. Ηττήθη δε και το επίλοιπον στράτευμα, και πολλοί μεν εφονεύθησαν, πολλοί δ' ηχμαλωτίσθησαν.

I. Την δ' επαύριον, αφ' ού ήλθε και ο Λάρκιος (153) και οι άλλοι συνηθροίζοντο προς τον ύπατον, αναβάς ούτος το βήμα, και εις τους Θεούς αποδούς την πρέπουσαν ευλογίαν διά τα τοιαύτα κατορθώματα, εστράφη και προς τον Μάρκιον. Και πρώτον μεν είπε θαυμαστόν αυτού έπαινον, διά τα κατορθώματα αυτού, ών τα μεν είδεν ο ίδιος εν τη μάχη, τα δε εμαρτύρει ο Λάρκιος. Έπειτα δε, εκ των πολλών αιχμαλωτισθέντων χρημάτων και ίππων και ανθρώπων, τον προσεκάλεσε να εκλέξη ανά δέκα εξ όλων, πριν ή γίνη η διανομή εις τους άλλους, εκτός δε τούτων τω προσέφερε και ως αριστείον, ίππον κεκοσμημένον. Ταύτα επήνεσαν οι Ρωμαίοι· αλλ' ο Μάρκιος, ελθών εις το μέσον, τον μεν ίππον είπεν ότι δέχεται, και χαίρει διά τους επαίνους του άρχοντος· τα δ' άλλα θεωρών ως μισθόν και ουχί ως τιμήν, τα εγκαταλείπει, και θα ευχαριστηθή εις την διανομήν οία θέλει γίνη εις ένα έκαστον. «Κατ' εξαίρεσιν όμως, είπε, μίαν χάριν ζητώ, και παρακαλώ να την λάβω. Είχον φίλον μεταξύ των Ουολούσκων, μετ' εμού διά φιλοξενίας συνδεδεμένον, άνδρα αγαθόν και μετριοπαθή. Ούτος ηχμαλωτίσθη, και εκ πλουσίου και μακαρίου έγινε δούλος. Μεταξύ των πολλών κακών υφ' ών περιστοιχίζεται, αρκεί έν να τω αφαιρέσω, την πώλησιν.» Ως δ' είπε ταύτα, έτι μείζων βοή απήντησεν εις τον Μάρκιον, και περισσότερον τον εθαύμαζον ότι δεν ενικάτο υπό των χρημάτων, παρ' ότι ηνδραγάθει εις τους πολέμους. Διότι και όσοι όπως δήποτε τον εφθόνουν και εζηλοτύπουν διότι έτυχεν εξαισίων τιμών, και εκείνοι, ως ουδέν λαβόντα, τον εθεώρουν άξιον μεγάλα να λάβη· και μάλλον εθαύμαζον την αρετήν αυτού δι' ής κατεφρόνει τοιούτων αμοιβών, παρ' εκείνην δι' ής ηξιούτο αυτών. Διότι καλλήτερον είναι καλώς να μεταχειριζώμεθα τα χρήματα μάλλον παρά τα όπλα· ευγενέστερον δ' είναι να μη χρειαζώμεθα τα χρήματα, παρά να τα μεταχειριζώμεθα.

ΙΑ. Αφ' ού δ' έπαυσε βοών και θορυβούν το πλήθος, αναλαβών τον λόγον ο Κομίνιος, «Εκείνας μεν, είπεν, ω συστρατιώται, τας δωρεάς δεν ημπορείτε να βιάσητε τον άνδρα να τας λάβη, όταν δεν τας δέχηται ουδέ τας θέλη. Ας τω δώσωμεν όμως δωρεάν ήν δεν δύναται ν' αποποιηθή, αν ψηφίσωμεν να καλήται Κοριολάνος, αν προ ημών ήδη αύτη η πράξις του δεν τω έδωκε τούτο.» Εκ τούτου έλαβε τρίτον όνομα το Κοριολάνος. Διό και προφανές είναι ότι εκ των ονομάτων του το κύριον μεν ήτον Γάιος· το δε δεύτερον, Μάρκιος, ήτον το κοινόν της οικίας ή του γένους αυτού· το δε τρίτον προσέλαβεν έπειτα ως επίθετον εκ πράξεως τίνος, ή συμβάντος, ή χαρακτήρος της μορφής ή αρετής τινος· ως οι Έλληνες εκ πράξεως μεν έδιδον επίθετα Σωτήρα και Καλλίνικον· της δε μορφής Φύσκωνα και Γρυπόν, της δ' αρετής Ευεργέτην και Φιλάδελφον· της τύχης δ' Ευδαίμονα, ως εκαλείτο ο δεύτερος των Βάττων. Είς τινας δε βασιλείς και τα σκώμματα έδωκαν επικλήσεις, ως ο Αντίγονος επεκλήθη Δώσων, και ο Πτολεμαίος Λάθυρος (154). Έτι δε μάλλον ποιούνται χρήσιν του τοιούτου γένους των ονομάτων οι Ρωμαίοι, Διαδήματον (155) καλέσαντές τινα των Μετέλλων, διότι πολύν καιρόν, πληγήν έχων, περιεπάτει περιδεδεμένος το μέτωπον· άλλον δε Κέλερα (156), διότι έσπευσεν ολίγας ημέρας μετά τον θάνατον του πατρός του να τελέση επιταφίους μονομάχων αγώνας, και εθαυμάσθη αυτού η ταχύτης και η δραστηριότης των προπαρασκευών. Τινάς δε μέχρι τούδε καλούσιν, ως εκ της συμπτώσεως της γεννήσεως, Πρόκλον μεν αν εγεννήθη απόντος του πατρός του (157) Πόστουμον δε, αν αφ' ού ο πατήρ απέθανεν (158), Ουοπίσκον δε, αν εκ διδύμων ο είς επιζήση (159). Εκ δε σωματικών αιτιών ονομάζουσιν όχι μόνον Σύλλας, ουδέ Νίγρους, ουδέ Ρούφους, αλλά και Καίκους, και Κλωδίους (160), καλώς συνηθίζοντες μήτε την τυφλότητα, μήτ' άλλην τινά σωματικήν ατυχίαν να θεωρώσιν ως όνειδος ουδ' ως λοιδορίαν, αλλά να τ' ακούωσιν ως ίδια εαυτών ονόματα. Αλλά ταύτα ανήκουσιν εις άλλο είδος συγγραφής.

ΙΒ. Αφ' ού δ' ο πόλεμος έπαυσε, διήγειρον πάλιν στάσιν οι δημαγωγοί, νέαν μεν ουδεμίαν έχοντες αιτίαν, ουδέ δικαίαν κατηγορίαν, αλλ' ως πρόφασιν επρότεινον κατά των πατρικίων αυτά εκείνα τα κακά, όσα ήσαν αναγκαίαι συνέπειαι των προτέρων αυτών ταραχών και ερίδων. Διότι το πλείστον μέρος της χώρας είχε μείνει άσπαρτον και αγεώργητον· εξ αιτίας δε του πολέμου ο καιρός δεν επέτρεψε να ετοιμασθή αγορά επεισάκτων καρπών. Επήλθεν επομένως μεγάλη ένδεια, και οι δημαγωγοί, βλέποντες ότι ο δήμος ούτε αγοράν είχε, ούτε, αν αγορά υπήρχεν, είχε χρήματα διά ν' αγοράση, διέδιδον λόγους και κατηγορίας κατά των πλουσίων, ότι εκείνοι επέφερον την πείναν εις τον λαόν εκ μνησικακίας. Ήλθε δ' εν τούτοις πρεσβεία των Οθελιτράνων (161), να παραδώση την πόλιν εκ μέρους αυτών, και να παρακαλέση να τοις στείλωσιν οι Ρωμαίοι αποίκους· διότι νόσος επελθούσα λοιμώδης, τόσην φθοράν επέφερε των ανθρώπων, ώστε μόλις έμεινεν αυτών το δέκατον. Εφάνη λοιπόν εις τους νουν έχοντας ότι καταλλήλως και εν καιρώ επήλθεν η ανάγκη αύτη των Ουελιτράνων, ότε και αυτοί εχρειάζοντο ανακούφισιν της αμηχανίας των· και ήλπιζον να διασκεδάσωσι την στάσιν, αν το θορυβούν και εξημμένον μέρος μετά των δημαγωγών εκαθαρίζετο ως περίττωμα νοσερόν και ταραχώδες της πόλεως. Τούτους λοιπόν καταγράφοντες έπεμψαν εις την αποικίαν οι ύπατοι, και επιχείρησαν δι' άλλων εκστρατείαν κατά των Ουολούσκων, προσπαθούντες να δώσωσιν εις αυτούς άλλην ασχολίαν από των εμφυλίων θορύβων, και νομίζοντες ότι αν πλούσιοι ομού και πένητες, και δημοτικοί και πατρίκιοι συνήρχοντο πάλιν εις τα όπλα και το στρατόπεδον και εις αγώνας κοινούς, ημερώτερον και φιλικώτερον θα διετίθεντο προς αλλήλους.

ΙΓ. Αλλ' οι περί τον Σικίννιον Βρούτον δημαγωγοί ανθίσταντο, βοώντες ότι το σκληρότατον των έργων ωνόμασαν διά του πραοτάτου ονόματος, αποικίαν, και ωθούσιν ανθρώπους πτωχούς ως εις βάραθρον, στέλνοντες αυτούς εις πόλιν αέρος νοσερού και νεκρών ατάφων γέμουσαν, να συγκατοικήσωσι μετά δαίμονος ξένου και εξολοθρευτού (162). Και έπειτα, ως να μη ηρκούντο εις το να εξολοθρεύσωσιν άλλους των πολιτών διά της πείνης, και άλλους να παραδίδωσιν εις την πανώλην, επιφέρουσι προσέτι και αυθαίρετον πόλεμον, όπως ουδενός κακού μείνη η πόλις απηλλαγμένη, διότι είχεν αρνηθή να δουλεύη τους πλουσίους. Τοιούτους λόγους πανταχόθεν ακούων ο δήμος, ούτε εις τον κατάλογον ενεγράφετο των υπάτων (163), και κατά της αποικίας ήτον προκατειλημμένος. Και η μεν βουλή ήτον εις απορίαν ο δε Μάρκιος, πλήρης όγκου ήδη ων και υψηλοφρονών, και θαυμαζόμενος υπό των ισχυροτάτων, ανθίστατο απαρακαλύπτως εις τους δημαγωγούς. Και την μεν αποικίαν απέστειλαν, αναγκάσαντες διά μεγάλων ποινών τους διά κλήρου τυχόντας ν' απέλθωσιν εις αυτήν. Επειδή δ' εντελώς απεποιούντο την εκστρατείαν, ο Μάρκιος, λαβών τους πελάτας αυτού (164), και όσους άλλους έπεισεν, επέδραμε την χώραν των Αντιατών, και πολύν σίτον εύρε, πολλά δ' επέτυχε λάφυρα ποιμνίων και αιχμαλώτων, αλλά δι' εαυτόν ουδέν εκράτησεν, επανήλθεν όμως εις την Ρώμην μετά των στρατιωτών του, οίτινες πολλά και ποικίλα πράγματα έφερον μεθ' εαυτών εκ της λεηλασίας, ώστε μετενόουν οι άλλοι, και εφθόνουν τους πλουτήσαντας, και ηγανάκτουν κατά του Μαρκίου, και δυσηρεστούντο διά την δόξαν αυτού και την δύναμιν, ής την αύξησιν εθεώρουν ως επιβλαβή εις τον δήμον.

ΙΔ. Μετ' ολίγον δε καιρόν (165) επεζήτησε την υπατείαν ο Μάρκιος, και οι πλείστοι έκλινον προς αυτόν, και αιδώς τις εκυρίευσε τον δήμον, ν' ατιμάση και να ταπεινώση άνδρα και κατά το γένος πρώτον και κατά την αρετήν, μετά τοσαύτα και τοιαύτα ευεργετήματα. Διότι συνήθεια ήτον, οι επιζητούντες την αρχήν να παρακαλώσι, την δεξιάν δίδοντες εις τους πολίτας, και να κατέρχωνται εις την αγοράν το ιμάτιον μόνον ενδεδυμένοι, άνευ χιτώνος (166), είτε όπως διά του σχήματος τούτου ταπεινώσωσιν αυτούς έτι μάλλον κατά την δέησιν, είτε όπως, όσοι είχον πληγάς, δεικνύωσι προφανή τα σύμβολα της ανδρείας των. Ο λόγος καν δι' όν ήθελον, ο παρακαλών τους πολίτας να προσέρχηται εις αυτούς αχίτων και άζωστος, δεν ήτον η υποψία διανομής χρημάτων δήθεν και δεκασμού· διότι πολύν καιρόν μετά ταύτα εισήχθη η αγορά και η πώλησις, και συνανεμίγη αργύριον εις τας ψήφους της εκκλησίας· και έκτοτε και εις τους δικαστάς εκταθείσα και εις τα στρατόπεδα η δωροδοκία, έρριψεν εις μοναρχίαν την πόλιν, εξανδραποδίσασα διά των χρημάτων τα όπλα. Και φαίνεται τω όντι ότι κακώς δεν είπεν ο ειπών ότι την δημοκρατίαν κατέλυσεν όστις πρώτος έδωκε συμπόσια και εδωροδόκησε. Φαίνεται δ' ότι κρυφίως και κατ' ολίγον ογκούμενον, δεν εφανερώθη ευθύς το κακόν εις την Ρώμην· διότι δεν είναι γνωστόν τις είναι εις την Ρώμην όστις πρώτος εδωροδόκησε τον δήμον ή το δικαστήριον. Εις τας Αθήνας δε λέγεται ότι πρώτος έδωκεν αργύριον εις τους δικαστάς Άνυτος ο Ανθεμίωνος (167), κρινόμενος επί προδοσία κατά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, καθ' ήν εποχήν ο χρυσούς και ακηλίδωτος αιών επεκράτει εισέτι εις της Ρώμης την αγοράν.

ΙΕ. Επειδή λοιπόν ο Μάρκιος πολλάς εδείκνυε πληγάς εκ των πολλών αγώνων καθ' ούς επρώτευσεν, επί δεκαοκτώ έτη συνεχώς εκστρατεύων, σέβας ησθάνετο ο λαός προς την ανδρείαν αυτού, και συνενοούντο ήδη προς αλλήλους αυτόν να εκλέξωσιν. Όταν όμως, κατά την ημέραν της ψηφοφορίας ο Μάρκιος εισήλθεν εις την αγοράν, σοβαρώς υπό της βουλής προπεμπόμενος, και πάντες οι πατρίκιοι περί αυτόν φανερώς εδείκνυον ότι ποτέ υπέρ ουδενός τοσούτον είχον ενδιαφέρον, τότε ηλαττώθη πάλιν η προς αυτόν εύνοια του λαού, και ήρχισαν να οργίζωνται κατ' αυτού και να τον φθονώσιν. Εις τα αισθήματα δ' αυτών ταύτα προσετίθετο και ο φόβος, αν γίνη κύριος της αρχής άνθρωπος αριστοκρατικός, και τοσαύτην έχων παρά τοις πατρικίοις επιρροήν, μη αφαιρέση εντελώς την ελευθερίαν του δήμου. Τοιαύτα λοιπόν φρονούντες, ηρνήθησαν την ψήφον εις τον Μάρκιον. Όταν δ' ανηγορεύθησαν άλλοι, βαρέως μεν δυσαρεστήθη η βουλή, ως φρονούσα ότι αυτή μάλλον ή ο Μάρκιος περιεφρονήθη, και αυτός δεν υπέφερε το συμβάν μετριοπαθώς και πράως, διότι εκυβερνάτο μάλλον υπό θυμώδους και φιλονείκου της ψυχής, ως εκλαμβάνων ότι εις τούτο ενέκειτο το μέγεθος και η υψηλοφροσύνη· την εμβρίθειαν δε και την πραότητα, τα συντελεστικώτερα ταύτα στοιχεία της πολιτικής αρετής, δεν τας είχε προσοικειωθή διά του λόγου και της παιδείας, ουδ' ήξευρεν ότι ο επιχειρών ν' αναμιγή εις τα δημόσια και εις την των ανθρώπων διοίκησιν, πρέπει επιμελώς ν' αποφεύγη την υπεροψίαν, ήν ο Πλάτων έλεγε «της ερημίας σύνοικον», και να γίνηται εραστής της υπό τινων πολύ χλευαζομένης ανεξικακίας. Αλλ' απλούς τις πάντοτε και άκαμπτος ων, και πεποιθώς ότι της ανδρείας μόνον έργον είναι το να νικά πάντοτε και αφεύκτως, ουχί δε και της ασθενείας και μαλθακότητος, ανεχώρησε ταραχής πλήρης και πικρίας κατά του δήμου, θυμόν τρέφων όστις ανεδίδετο ως οίδημα εκ του πονούντος μάλιστα και του πάσχοντος μέρους της ψυχής αυτού. Οι δ' ενήλικες των πατρικίων, και ό,τι υπήρχεν εν τη πόλει επιδεικτικώτερον και μάλλον κομπάζον επ' ευγενεία, πάντοτε μεν ήσαν θερμώς εις τον άνδρα αφωσιωμένοι, τότε δ' έτι μάλλον προσηλούμενοι εις αυτόν, και περιστοιχίζοντές τον ουχί επ' αγαθώ, ηρέθιζον περισσότερον τον θυμόν αυτού, συμπάσχοντες και συναγανακτούντες· διότι ήτον οδηγός αυτών και διδάσκαλος ευμενής των πολεμικών εις τας εκστρατείας, και επαίρων διά ζήλου προς την αρετήν, άνευ δε φθόνου προς αλλήλους, το φρόνημα των ικανών να διαπρέψωσι διά κατορθωμάτων.

ΙΣΤ. Εν τούτοις δ' έφθασε σίτος εις την Ρώμην, πολύς μεν αγορασθείς εξ Ιταλίας, και ουχί ολιγώτερος χαρισθείς εκ Συρακουσών, όν έπεμψεν ο τύραννος Γέλων, ώστε οι πλείστοι συνέλαβον ελπίδας καλάς, πεποιθότες ότι μετά της σιτοδίας θα λείψωσι και αι έριδες εκ της πόλεως. Ευθύς λοιπόν συνήλθεν η βουλή, και σωρευθείς ο δήμος έξωθεν, περιέμενε το τέλος, ελπίζων ότι θέλει τύχει τιμών μετριωτάτων προς αγοράν, ή μάλλον ότι δωρεάν θέλει τοις διανεμηθή ο σταλείς σίτος· διότι υπήρχον εντός της βουλής τινές αναλαβόντες να πείσωσιν αυτήν περί τούτου. Αλλ' ο Μάρκιος αναστάς, σφοδρώς κατηγόρησε τους χαριζομένους εις τον λαόν, δημαγωγούς αποκαλών αυτούς, και προδότας της αριστοκρατίας, και τρέφοντας τα κατ' αυτής εις τον όχλον ερριμμένα πονηρά ύβρεως σπέρματα και θρασύτητος, ά καλόν ήτον αν δεν τα είχον αφήσει εξ αρχής να φυτρώσωσιν, ουδέ να γίνη ισχυρός ο δήμος διά τοιαύτης εξουσίας, και ήδη να είναι επίφοβος, διότι έχουσι παν ό,τι θέλουσι, και εις ουδέν παρά την θέλησίν των βιάζονται, ουδέ πείθονται εις τους υπάτους, αλλ' έχουσιν αναρχίαν, και αναγορεύουσιν ιδίους ηγεμόνας και άρχοντας. Προσέθηκε δε, ότι αν καθήσωσι και ψηφίσωσιν επιδόσεις και διανομάς, καθώς οι μάλλον δημοκρατούμενοι των Ελλήνων, θέλουσι μόνον προς κοινόν όλεθρον υποθάλψει αυτών την απείθειαν· διότι δεν θέλουσιν ειπεί ότι λαμβάνουσιν αυτάς εις αμοιβήν των εκστρατειών ας εγκατέλιπον, και των αποστασιών αυτών δι' ών επρόδοσαν την πατρίδα, και των κατά της βουλής διαβολών άς εδέχθησαν· αλλ' ελπίσαντες ότι ενδίδομεν διά φόβον, και ότι δίδομεν και επιτρέπομεν ταύτα όπως τους κολακεύσωμεν, δεν θέλουσι παύσει βρίζοντες και στασιάζοντες. Ώστε τούτο είναι εντελώς άφρον. Αν δε σωφρονώμεν, θέλομεν αφαιρέσει απ' αυτών την δημαρχίαν, ήτις είναι της υπατείας καταστροφή, και διαίρεσις της πόλεως, μη ούσης πλέον μιας, αλλά λαβούσης τομήν, ήτις ουδέτε πλέον θα μας επιτρέψη να συνεννοηθώμεν, ουδέ να ομοφρονήσωμεν, ουδέ να παύσωμεν νοσούντες και ταραττόμενοι.

ΙΖ. Πολλά δε τοιαύτα λέγων ο Μάρκιος, εξήγειρε μεγάλως υπέρ αυτού ενθουσιώντας τους νέους, και παρ' ολίγον και πάντας τους πλουσίους, οίτινες εβόων ότι η πόλις μόνον εκείνον είχεν άνδρα ακολάκευτον και ανίκητον. Τινές όμως των πρεσβυτέρων αντέλεγον, υποπτεύοντες το αποβησόμενον. Και τω όντι καλόν δεν απέβη· διότι οι δήμαρχοι, παρόντες (168) ως ενόησαν ότι υπερίσχυε του Μαρκίου η γνώμη, έδραμον έξω προς τον όχλον μετά βοής, προοκαλούντες το πλήθος να συνέλθη και βοηθήση αυτούς. Έγινε δ' εκκλησία θορυβώδης, και ως διεδόθησαν εις αυτήν οι λόγοι ούς είπεν ο Μάρκιος, ολίγον έλειψε μετ' οργής ορμών να επιπέση ο δήμος κατά της βουλής· οι δε δήμαρχοι κατηγόρουν τον Μάρκιον και τον εκάλουν ν' απολογηθή. Όταν δ' αυτός υβριστικώς απεδίωξε τους πεμφθέντας υπηρέτας, τότε ήλθον αυτοί μετά των αγορανόμων (169), να τον σύρωσι διά της βίας, και έθηκαν χείρα επί του σώματος αυτού. Συνελθόντες όμως περί αυτόν οι πατρίκιοι, τους μεν δημάρχους απεδίωξαν, τους δ' αγορανόμους ερράβδισαν. Και τότε μεν εσπέρα επελθούσα, διέλυσε την ταραχήν· ως δ' εξημέρωσε, βλέποντες οι ύπατοι εξηγριωμένον τον δήμον, και συντρέχοντα πανταχόθεν εις την αγοράν, εφοβήθησαν διά την πόλιν, και συναθροίσαντες την βουλήν, την παρεκάλουν να σκεφθή ως διά λόγων ηπίων και ευμενών αποφάσεων να πραΰνωσι και ησυχάσωσι το πλήθος· διότι αν ήσαν φρόνιμοι, έπρεπε ν' αναγνωρίσωσιν ότι δεν ήτον πλέον ώρα φιλοτιμίας, ουδ' ανταγωνισμού περί δόξης, αλλά καιρός ακροσφαλής και κατεπείγων, εσκεμμένην και μετριοπαθή πολιτικήν απαιτών. Εις ταύτα υπεχώρησαν οι πλείστοι, και εξελθόντες όσον ηδύναντο, κατεπράυνον τον δήμον ομιλούντες προς αυτόν, τας κατ' αυτών κατηγορίας αναιρούντες μετά πραότητος, και μετρίαν χρήσιν ποιούμενοι της παραινέσεως και της επιπλήξεως ως δε προς την τιμήν και την αγοράν των ωνίων, λέγοντες ότι ουδεμία θέλει υπάρξει φιλονεικία μεταξύ αυτών.

IH. Επειδή δε το πλείστον μέρος του δήμου ενέδιδε, και, σωφρόνως τους λόγους τούτους ακούον, εφαίνετο ότι επείθετο και κατηυνάζετο, ανέστησαν οι δήμαρχοι, και είπον ότι, ως η βουλή φρονίμως σκέπτεται, θέλει και ο δήμος υποχωρήσει εις όσα είναι ορθά· απήτησαν όμως ν' απολογηθή ο Μάρκιος, αν διισχυρίζηται ότι δεν παρώξυνε την βουλήν, ουδέ προσκληθείς υπ' αυτών ηπείθησεν, όπως συνταράξη την πολιτείαν και καταλύση την δημοκρατίαν. Τέλος δ' ότι, κτυπών και υβρίζων τους αγορανόμους εν τη αγορά, δεν ήθελεν, όσον εξ αυτού εξηρτάτο, εμφύλιον να διεγείρη πόλεμον, και ν' αναγκάση τους πολίτας να λάβωσι τα όπλα. Έλεγον δε ταύτα, διότι ήθελον ή να ταπεινώσωσι τον Μάρκιον, αναγκάσαντες αυτόν να μετριάση παρά την φύσιν του το αγέρωχον της φρενός του και να κολακεύση τον δήμον, ή, αν ηκολούθει την φύσιν του, ν' αποβή άσπονδος η κατ' αυτού οργή του λαού, και τούτο μάλλον ήλπιζον, ορθώς τον άνδρα γνωρίζοντες. Τότε ανέστη αυτός ως ίν' απολογηθή, και ο δήμος εσιώπησε και ησύχασε να τον ακούση· όταν όμως προς ανθρώπους περιμένοντας λόγους παρακλητικούς ήρχισεν ου μόνον μετ' επαχθούς να ομιλή παρρησίας, και μετά της παρρησίας πολλήν κατηγορίαν ν' αναμιγνύη, αλλά και διά του τόνου της φωνής αυτού και διά της εκφράσεως του προσώπου του να εμφαίνη αφοβίαν ήτις υπεροψίαν εδείκνυε μάλλον και περιφρόνησιν, και ο δήμος εφαίνετο δυσανασχετών και οργιζόμενος διά τα λεγόμενα, τότε ο θρασύτατος των δημάρχων Σικίννιος, ολίγα τινά διαλεχθείς μετά των συναρχόντων του, προέβη εις το μέσον, και είπεν ότι οι δήμαρχοι κατεδίκασαν τον Μάρκιον εις θάνατον, και διέταξε τους αγορανόμους, αναβιβάσαντες αυτόν εις την άκραν, να τον κρημνίσωσιν ευθύς εις την υπ' αυτήν χαίνουσαν φάραγγα (170). Και οι μεν αγορανόμοι τον συνελάμβανον ήδη· αλλ' εις πολλούς των δημοτών εφαίνετο φρικτόν τούτο και υπεροπτικόν εκ μέρους του δήμου· οι δε πατρίκιοι, εκτός εαυτών, και πλήρεις οργής, ώρμησαν μετά κραυγών να τον βοηθήσωσι, καί τινες μεν διά των χειρών απέκρουον τους συλλαμβάνοντας αυτόν, και τον ενέκλειον εν τω μέσω των, άλλοι δε, τας χείρας εκτείνοντες, παρεκάλουν το πλήθος, επειδή λόγος και φωνή ουδέν κατώρθου εν μέσω τοιαύτης συγχύσεως και τοσούτου θορύβου. Τέλος, συνελθόντες οι φίλοι και οικείοι των δημάρχων, και εννοήσαντες, ότι άνευ φόνου πολλού των πατρικίων δεν εδύναντο ν' αποσπάσωσι και να τιμωρήσωσι τον Μάρκιον, κατέπεισαν αυτούς ν' αφαιρέσωσιν από της τιμωρίας ό,τι είχεν αλλόκοτον και βαρύ, και να μη τον θανατώσωσι διά βίας και άκριτον, αλλά ν' αφήσωσι τον δήμον να ψηφίση περί αυτού. Τότε προελθών ο Σικίννιος, ηρώτα τους πατρικίους· «Τι θέλοντες αφαιρούσι τον Μάρκιον από του δήμου, όστις θέλει να τον τιμωρήση;» Εκείνοι δε πάλιν τον αντηρώτων· «Αλλά τι διανοείσθε, και τι θέλετε σεις, φέροντες ούτως άνευ κρίσεως εις τιμωρίαν ωμήν και παράνομον ένα των αρίστων Ρωμαίων ανδρών;» «Μη λαμβάνετε λοιπόν, είπεν ο Σικίννιος, τούτο ως πρόφασιν έριδος και στάσεως προς τον δήμον· διότι σας δίδει ό,τι ζητείτε, το να κριθή ο άνθρωπος. Σε δε, Μάρκιε, παραγγέλλομεν, να παρουσιασθής εις την τρίτην από της παρούσης του δήμου αγοράν, και να πείσης τους πολίτας αν δεν ήσαι ένοχος, διότι θα σε κρίνωσι διά της ψήφου αυτών.»

ΙΘ. Και τότε μεν ηρκέσθησαν οι πατρίκιοι εις ταύτην την λύσιν, και απήλθον περιχαρείς, έχοντες τον Μάρκιον. Εις δε τον μεταξύ της τρίτης αγοράς χρόνον (αι δ' αγοραί γίνονται παρά τοις Ρωμαίοις δι' εννέα ημερών, ας καλούσι Νουνδίνας), (171)συνέλαβον ελπίδα ν' αποφύγωσιν την κρίσιν, διότι επήλθεν εκστρατεία κατά των Αντιατών (172), και ενόμιζον ότι αν αποβή πολυχρόνιος και μακρά, ο δήμος θέλει είσθαι ημερώτερος επ' αυτής, και ή θέλει χαλαρωθή η οργή του, ή και θέλει όλως αποσβεσθή, όταν είναι επιδεδομένος εις του πολέμου τας ασχολίας. Αλλ' όταν ταχέως συμβιβασθέντες μετά των Αντιατών επέστρεψαν, εγίνοντο συχνά συνεδριάσεις των Πατρικίων, οίτινες εφοβούντο, και εσκέπτοντο πώς να μη δώσωσι τον Μάρκιον, και να μη αφήσωσι τους δημαγωγούς να ταράττωσι πάλιν τον δήμον. Και ο μεν Άππιος Κλαύδιος, όστις κατηγορείτο ως υπέρ πάντας μισόδημος, διεμαρτύρετο, λέγων ότι αυτοί οι ίδιοι θα καταστρέψωσι την βουλήν και θ' αφανίσωσιν εντελώς την πολιτείαν, αν δεχθώσι να γίνη ο δήμος κύριος της ψήφου κατά των πατρικίων. Οι πρεσβύτεροι όμως και δημοτικώτατοι (173) εξ εναντίας διισχυρίζοντο ότι, αν λάβη την εξουσίαν ο δήμος, θέλει γίνει ουχί σκληρός και βαρύς, αλλά πράος μάλιστα και φιλάνθρωπος· διότι δεν κατεφρόνει την βουλήν, αλλ' ενόμιζεν ότι κατεφρονείτο υπ' αυτής, κει η κρίσις θέλει τω φανή ως τιμή και παρηγορία, ώστε άμα λάβη την ψήφον, θέλει απεκδυθή την οργήν.

Κ. Βλέπων λοιπόν o Μάρκιος ότι, εξ ευνοίας μεν προς αυτόν, εκ φόβου δε προς τον δήμον η βουλή ήτον εις απορίαν, ηρώτησε τους δημάρχους τι κατηγορούσιν αυτόν, και περί τίνος τον φέρουσι να κριθή εις τον δήμον. Ως δ' είπον εκείνοι ότι τυραννία είναι το έγκλημά του, και ότι θέλουσι τον αποδείξει διανοούμενον να τυραννήση, αναστάς αμέσως, είπεν ότι o ίδιος θέλει έλθει προς τον δήμον ν' απολογηθή, μη θέλων ν' αποφύγη ουδένα τρόπον κρίσεως ούτε τιμωρίας, αν καταδικασθή. «Αρκεί μόνον, είπε, περί τούτου να με κατηγορήσητε, και να μη ψευσθήτε προς την βουλήν». Ως δ' υπεσχέθησαν, έγινεν επί τοις όροις τούτοις η κρίσις. Ότε δε συνήλθεν ο δήμος, εβίαζον οι δήμαρχοι να γίνη η ψηφοφορία ουχί κατά λόχους, αλλά κατά φυλάς (174), επιρροήν κατά τας ψήφους δίδοντες εις τον άπορον, και πολυπράγμονα, και περί του καλού ολίγον φροντίζοντα όχλον, υπέρ τους ευπόρους, και επισήμους, και εις τας εκστρατείας υποχρεουμένους πολίτας. Έπειτα δε, αφέντες την περί τυραννίδος κατηγορίαν, διότι ήτον αναπόδεικτος, εκείνους πάλιν ανέφερον τους λόγους, ούς πρότερον είπεν ο Μάρκιος εν τη βουλή, εμποδίζων να καταβιβάσωσι της αγοράς τας τιμάς, και ζητών ν' αφαιρεθή η δημαρχία από του δήμου. Νέαν δε κατηγορίαν εξέφερον κατ' αυτού, την περί διανομής των λαφύρων, ά λαβών εκ της χώρας των Αντιατών, δεν έφερεν εις το δημόσιον, αλλά τα διένειμεν εις τους μετ' αυτού συνεκστρατεύσαντας (175). Εκ ταύτης δε της κατηγορίας λέγεται ότι προ πάντων εταράχθη ο Μάρκιος, διότι δεν την περιέμενεν, ουδ' εύρεν εκ του προχείρου λόγους πειστικούς προς τον όχλον, αλλ' επαινέσας τους εκστρατεύσαντας, έτι μάλλον διήγειρε θόρυβον παρά των μη εκστρατευσάντων, οίτινες ήσαν πολυπληθέστεροι. Τέλος δ' εδόθη η ψήφος εις τας φυλάς, και κατ' αυτού εκηρύχθη τριών φυλών πλειονοψηφία (176). Ήτον δ' η ποινή της καταδίκης αειφυγία. Μετά δε την αναγόρευσιν της αποφάσεως ο δήμος απήλθε χαίρων και μεγαλοφρονών όσον ουδέποτε νικήσας εις μάχην τους πολεμίους. Η δε βουλή κατείχετο υπό λύπης και δεινής κατηφείας, μετανοούσα και αγανακτούσα ότι τα πάντα δεν έπραξε και δεν έπαθε πρότερον, πριν ή αφήση τον δήμον να την υβρίση, τοσαύτην εξουσίαν αναλαβών. Προς διάγνωσιν δε τότε δεν απητείτο ούτε ένδυμα ούτε παράσημον άλλο, αλλ' ευθύς προφανές ήτον ότι ο χαίρων ήτον δημότης, ο δε τεθλιμμένος ότι ήτον Πατρίκιος.

ΚΑ. Αλλ' ο Μάρκιος ανέκπληκτος ο ίδιος και αταπείνωτος κατά τε το σχήμα, το βάδισμα και του προσώπου την σύστασιν, εν ώ όλοι οι άλλοι ισχυρώς επαθαίνοντο, αυτός μόνος εφαίνετο ασυμπαθής προς εαυτόν, ουχί υπό φρονήσεως και πραότητος, ουδ' εκ μετριοπαθείας προς το συμβάν, αλλά μάλλον διότι τον κατεκυρίευεν η οργή και η αγανάκτησις. Τούτο δ' αγνοούσιν οι περισσότεροι ότι είναι αληθής λύπη. Διότι το αίσθημα τούτο, όταν αναφλεχθή εις θυμόν, αποβάλλει την ταπεινότητα και αδράνειαν, και δραστήριος φαίνεται ο οργιζόμενος, ως θερμός φαίνεται ο πυρέσσων, καθόσον η ψυχή σφύζει τότε τρόπον τινά, και διατείνεται και ογκούται. Την διάθεσιν ταύτην εδήλωσε διά των έργων του ευθύς τότε ο Μάρκιος· διότι εισελθών εις την οικίαν του, και ασπασθείς την μητέρα και την γυναίκα του, αίτινες μετά βοής ωλοφύροντο, και ειπών εις αυτός να υποφέρωσι το συμβάν μετά μετριότητος, ανεχώρησεν αμέσως και διευθύνθη προς τας πύλας. Εκεί δε πάντες σχεδόν οι πατρίκιοι ομού τον προέπεμπον. Αλλ' ούτε τι λαβών ή τι ζητήσας, ανεχώρησε, τρεις ή τέσσαρας πελάτας έχων περί αυτόν. Ημέρας δ' ολίγας διέτριψεν εις αγρούς τινας μόνος, υπό πολλών αντεφελκόμενος διά λογισμών ούς ο θυμός τω υπέβαλλεν, ουχί καλόν ή συμφέρον τι αφορώντας, αλλά πώς να εκδικηθή τους Ρωμαίους, και πώς να διεγείρη κατ' αυτών βαρύν τον πόλεμον και γειτονικόν. Απεφάσισε λοιπόν ν' αποπειραθή κατ' αρχάς των Ουολούσκων, οίτινες ήξευρεν ότι ήκμαζον και κατά τα σώματα ακόμη και κατά τα χρήματα, και ενόμιζεν ότι αι τελευταίαι των ήτται δεν κατέστρεψαν τοσούτον την δύναμιν αυτών, όσον τοις ενέβαλον οργήν φιλοπόλεμον.

ΚΒ. Υπήρχε δέ τις ανήρ εκ της πόλεως του Αντίου, όστις διά τε τον πλούτον και την ανδρείαν και του γένους του την λαμπρότητα είχε βασιλικήν επιρροήν μεταξύ των Ουολούσκων· ωνομάζετο δε Τύλλος Αμφίδιος (177). Ήξευρε δ' ο Μάρκιος ότι υπό τούτου εμισείτο υπέρ πάντα άλλον Ρωμαίον, διότι πολλάκις απειλήσαντες και προκαλέσαντες αλλήλους κατά τας μάχας, και κομπάσαντες διότι ήσαν αλλήλων εφάμιλλοι, ως ταύτα φέρουσιν αι φιλοτιμίαι και ζηλοτυπίαι των νέων πολεμιστών, προσέβηκαν εις την κοινήν των εθνών αυτών και ιδιαιτέραν κατ' αλλήλων έχθραν. Ουχ ήττον όμως, βλέπων ότι ο Τύλλος είχε φρονήματος μέγεθος, και προ πάντων ότι επεθύμει να βλάψη τους Ρωμαίους, άμα τω έδιδον λαβήν, εδικαίωσε τον ειπόντα (178)· «Δύσκολον να πολεμή τις τον θυμόν, διότι και την ψυχήν δίδει, διά ν' απολαύση ό,τι επιθυμεί. Λαβών λοιπόν ιμάτιον, και όλην την ενδυμασίαν δι' ής εις όντινα ήθελε τον ιδή, να μη φανή ποίος ήτον, ως ο Οδυσσεύς,

Ήλθεν εις πόλιν ανδρών δυσμενών (179).

ΚΓ. Ήτον δ' εσπέρα, και πολλοί μεν τον απήντων, ουδείς δε τον εγνώριζεν. Εβάδιζε δε προς την οικίαν του Τύλλου, και εισελθών, αίφνης εκάθησεν εις την εστίαν σιωπών (180), και καλύψας την κεφαλήν του, έμεινεν ήσυχος. Οι δ' άνθρωποι της οικίας, θαυμάσαντες, δεν ετόλμησαν μεν να τον ανεγείρωσι, διότι είχεν αξιοπρέπειάν τινα και το σχήμα και η σιωπή αυτού. Είπον δε εις τον Τύλλον, όταν εκάθητο εις το δείπνον, το παράδοξον του πράγματος. Τότε εγερθείς εκείνος, ήλθε προς αυτόν, και τον ανέκρινε, τις ήτον, διατί ήλθε, και τι ήθελεν· ο δε Μάρκιος, αποκαλύψας την κεφαλήν του, και ολίγον καιρόν περιμείνας, «Αν εισέτι δεν με γνωρίζης, ω Τύλλε, είπε τέλος, ή αν βλέπων με δεν πιστεύης τους οφθαλμούς σου, ανάγκη να γίνω εγώ κατήγορος εμαυτού. Ειμί ο Γάιος Μάρκιος, όστις έπραξε μεγάλα κακά κατά των Ουολούσκων, και περιφέρω την επωνυμίαν ήτις δεν επιτρέπει ν' αρνηθώ αυτά, Κοριολάνος καλούμενος. Διότι όλων των κόπων και των κινδύνων μου ουδέν άλλο απήλαυσα έπαθλον, πλην του ονόματος ό φέρω ως παράσημον της προς υμάς έχθρας. Τούτο μοι έμεινεν αναφαίρετον, όλα δε τ' άλλα ομού μοι τα εστέρησεν ο φθόνος και η ύβρις του δήμου και η ανανδρεία και προδοσία των αρχών και των ισοτίμων μου, και φυγάς εδιώχθην, και εκάθησα ικέτης εις την εστίαν σου, ουχί ασφάλειαν και σωτηρίαν ζητών, — διότι προς τι θα ηρχόμην εδώ αν εφοβούμην ν' αποθάνω; — αλλά θέλων να λάβω εκδίκησιν, και εκδικούμενος ήδη κατά των αποβαλόντων με, δι' αυτού τούτου ότι καθιστώ σε κύριον εμαυτού. Αν λοιπόν έχης όρεξιν να επιχειρήσης τι κατά των εχθρών σου, άγε, ω γενναίε, και ωφελήθητι εκ των συμφορών μου, και κατάστησον την ατυχίαν μου κοινόν των Ουολούσκων ευτύχημα· εγώ δε θέλω πολεμήσει υπέρ υμών τόσω επιτυχέστερον παρά καθ' υμών, όσω καλήτερον πολεμούσιν οι γνωρίζοντες τα κατά τους εχθρούς, παρά οι αγνοούντες. Αν όμως απέκαμες πολεμών, ούτ' εγώ θέλω να ζήσω, ούτε σύ καλόν είναι να με σώσης, άνδρα έκπαλαι μεν εχθρόν και πολέμιον, ήδη δ' ανωφελή και άχρηστον.» Ως λοιπόν ήκουσε ταύτα ο Τύλλος, εχάρη θαυμαστώς, και δους την δεξιάν, «Ανάστα, τω είπεν, ω Μάρκιε, και θάρρει. Διότι ήλθες μέγα δίδων αγαθόν εις ημάς, όταν μας δίδης τον εαυτόν σου. Έλπιζε δε μεγαλήτερα παρά των Ουολούσκων.» Και τότε μεν εφιλοξένησε και επεριποιήθη τον Μάρκιον· τας δ' επιούσας ημέρας συνεσκέπτοντο περί του πολέμου.

ΚΛ. Την δε Ρώμην ετάραττε μεν η δυσμένεια των πατρικίων κατά του δήμου, αφορμήν μεταξύ άλλων έχουσα και του Μαρκίου την καταδίκην, πολλά δε ανήγγελλον θαύματα προσοχής άξια και οι μάντεις και οι ιερείς και οι ιδιώται. Έν δε λέγεται ότι τοιούτον τι υπήρξεν. Υπήρχε Τίτος τις Λατίνος, ανήρ ουχί λίαν επίσημος, φιλήσυχος άλλως και μέτριος, και καθαρός δεισιδαιμονίας, έτι δε μάλλον αγυρτίας. Ούτος είδεν όνειρον ότι τω εφάνη ο Ζευς, και τω διέταξε να ειπή προς την σύγκλητον, ότι κακόν και δυσαρεστότατον χορευτήν τω έστειλαν προ της πομπής (181). Έλεγε δε ότι ιδών το όνειρον, δεν εφρόντισε πολύ κατ' αρχάς. Όταν όμως και εκ δευτέρου το είδε και εκ τρίτου, και πάλιν ημέλησε, τότε ότι τω απέθανεν υιός αγαθός, και το σώμα του ιδίου ότι έγινεν αιφνιδίως παράλυτον. Ταύτα δ' είπε κομισθείς φοράδην επί κλίνης εις την σύγκλητον. Άμα δε τα είπεν, ησθάνθη ευθύς, ως λέγουσι, δυνάμεις αναλαμβάνον το σώμα του, και αναστάς απήλθε βαδίζων. Θαυμάσαντες λοιπόν οι βουλευταί, ηρεύνησαν ακριβώς το πράγμα, και ήτον τοιούτον· Παραδούς τις δούλον του εις άλλους δούλους, τους διέταξε να φέρωσιν αυτόν εις την αγοράν μαστιγούντες, και έπειτα να τον φονεύσωσιν. Εν ώ δε ταύτα έπραττον, και ο άνθρωπος βασανιζόμενος, πολλάς και παντοίας εστρέφετο υπό του πόνου στροφάς, και κινήσεις άλλας δυσαρέστους εκινείτο πάσχων δεινώς, επήλθεν η πομπή κατά τύχην· και πολλοί μεν ηγανάκτουν εκ των παρόντων, ούτε θέαμα φαιδρόν βλέποντες, ούτε πρεπούσας κινήσεις· ουδείς όμως επεχείρισε να εμποδίση, αλλά περιωρίσθησαν όλοι εις ύβρεις και εις κατάρας, κατά του ούτω πικρώς τον άνθρωπον τυραννούντος, εν ώ οι τότε μετεχειρίζοντο τους δούλους μετά μεγαλητέρας επιεικείας, διότι και οι ίδιοι ειργάζοντο εις τας οικιακάς υπηρεσίας, και συνέζων μετ' εκείνων, ώστε είχον περισσοτέραν σχέσιν, και ήσαν ημερώτεροι προς αυτούς· και μεγάλη τιμωρία δούλου αμαρτήσαντος ήτον, να λάβη επ' ώμων το ξύλον της αμάξης εφ' ού στηρίζουσι τον ρυμόν, και να περιέλθη ούτω την γειτονίαν· όστις δ' ήθελε πάθει τούτο, και τον έβλεπον οι συγκάτοικοι και οι γείτονες, δεν επιστεύετο πλέον, και εκαλείτο Φούρκιφερ (182)· διότι καλούσι Φούρκαν οι Ρωμαίοι ό,τι οι Έλληνες ονομάζουσιν υποστάτην και στήριγμα.

ΚΕ. Όταν λοιπόν ο Λατίνος τοις διηγήθη το δράμα τούτο, και ηπόρουν τις ήτον ο τότε της πομπής προηγούμενος δυσάρεστος και κακός χορευτής, ανεμνήσθησάν τινες την άτοπον τιμωρίαν του δούλου εκείνου, όν μαστιγούντες εδίωκον διά της αγοράς, και μετά ταύτα τον εθανάτωσαν. Eσυμφώνησαν λοιπόν οι ιερείς, και ο μεν δεσπότης του δούλου ετιμωρήθη, και εις τον Θεόν ετέλεσαν εξ αρχής πάλιν την πομπήν και τα θεάματα. Φαίνεται δ' ο Νουμάς και κατά τα άλλα ότι υπήρξε σοφώτατος των ιερών εξηγητής, και τούτο ότι άριστα ενομοθέτησε προς ευλάβειαν, ότι, όταν οι άρχοντες και οι ιερείς εκτελώσι τι των αφορώντων τα θεία, προβαίνει ο κήρυξ μεγαλοφώνως βοών· «Οκ άγε (183)» Σημαίνει δ' η λέξις· «Τούτο πράττε,» προσκαλούσα να προσέχωσιν εις τα ιερά, και μηδέν έργον να παρεμβάλλωσι, μηδ' ασχολίαν τινα βιωτικήν, καθώς τα πλείστα των ανθρωπίνων γίνονται τρόπον τινά κατ' ανάγκην και διά βίας. Είναι δε συνήθεια παρά τοις Ρωμαίοις να επαναλαμβάνωσι τας ουσίας και τας πομπάς και τα θεάματα ου μόνον διά τοσούτον σπουδαίαν αιτίαν, αλλά και διά μικροτάτας. Αν είς των ίππων οίτινες είλκον τας καλουμένας Θήσσας (184) ήθελε ατονήσει, ή αν ο ηνίοχος ήθελε λάβει τας νίας εις την αριστεράν χείρα, αμέσως εψήφιζον ν' αρχίση η πομπή εκ νέου· και εις τους μεταγενεστέρους χρόνους τριακοντάκις επανέλαβον μίαν θυσίαν, διότι τοις εφαίνετο πάντοτε ότι επήλθε τι κώλυμα, ή ότι προσέκρουσεν είς τι η τελετή. Τοσαύτη ήτον των Ρωμαίων η προς το θείον ευλάβεια.

ΚΣΤ. Ο δε Μάρκιος και ο Τύλλος εις το Άντιον συνωμίλουν κρυφίως μετά των δυνατωτάτων, και τους παρεκίνουν, εν ώ οι Ρωμαίοι διετέλουν στασιάζοντες προς αλλήλους, να κινήσωσι πόλεμον. Και τινές μεν εδίσταζον, διότι είχον διετείς σπονδάς και ανακωχήν μετά των Ρωμαίων· αλλά την πρόφασιν τοις επρομήθευσαν αυτοί οι Ρωμαίοι, ένεκα υποψίας τινός ή διαβολής κηρύξαντες εις τα θεάματα και τους αγώνας ν' αναχωρώσιν οι Ουολούσκοι εκ της πόλεως πριν της δύσεως του ηλίου. Τινές δε λέγουσιν ότι τούτο έγινε δι' απάτης και δόλου του Μαρκίου, πέμψαντος εις την Ρώμην προς τους άρχοντας άνθρωπον να κατηγορήση ψευδώς τους Ουολούσκους, ότι διανοούνται εις τα θεάματα να επιτεθώσι κατά των Ρωμαίων, και να καύσωσι την πόλιν. Το κήρυγμα τούτο τους κατέστησεν όλους δυσμενεστέρους προς τους Ρωμαίους· ο δε Τύλλος έτι μάλλον αυξάνων το πράγμα και παροξύνων αυτούς, τους έπεισε τέλος να πέμψωσιν εις την Ρώμην, και ν' απαιτήσωσι την χώραν και τας πόλεις όσας διά πολέμου αφήρεσαν οι Ρωμαίοι από των Ουολούσκων. Οι δε Ρωμαίοι, ακούσαντες τους πρέσβεις, ηγανάκτησαν, και απεκρίθησαν, ότι πρώτοι μεν θα λάβωσι τα όπλα οι Ουολούσκοι, τελευταίοι όμως θα τα καταθέσωσιν οι Ρωμαίοι. Μετά ταύτα, συναγαγών πάντα τον δήμον εις εκκλησίαν ο Τύλλος, αφ' ού εψήφησαν τον πόλεμον, τοις εσυμβούλευσε να καλέσωσι τον Μάρκιον, μη μνησικακούντες κατ' αυτού, και πιστεύοντες ότι συμμαχών θέλει τους ωφελήσει περισσότερον αφ' ό,τι τους έβλαψεν.

ΚΖ. Επειδή δε, προσκληθείς ο Μάρκιος, και ομιλήσας προς το πλήθος, εφάνη επίσης και διά των λόγων ως και διά των όπλων ανήρ ικανός και πολεμικός, και έξοχος κατά τε το φρόνημα και την τόλμην, ανηγορεύθη μετά του Τύλλου στρατηγός αυτοκράτωρ (185) εις τον πόλεμον. Φοβούμενος δε μη ο αναγκαίος καιρός προς προπαρασκευήν των Ουολούσκων γίνη πολύς, και αφαιρέση την ευκαιρίαν της πράξεως, τα μεν άλλα διέταξε να συνάξωσι και χορηγήσωσιν οι κατά την πόλιν δυνατοί και οι άρχοντες· αυτός δε τους προθυμοτάτους άνευ καταλόγου πείσας να ταχθώσιν υπ' αυτόν εκουσίως, εισώρμησεν εις την χώραν των Ρωμαίων αιφνιδίως, και όταν ουδείς τον επρόσμενεν· όθεν τοσαύτα ήρπασε λάφυρα, ώστε απηύδησαν άγοντες και φέροντες αυτά οι Ουολούσκοι, και μεταχειριζόμενοι αυτά εις το στρατόπεδον. Ήτον δ' η τοσαύτη ευπορία, και το ότι έβλαψε και κατέστρεψε την χώραν, το μικρότατον δι' αυτόν ωφέλημα εκ της εκστρατείας εκείνης. Ο δε σκοπός δι' όν έπραττε ταύτα, ο μέγας, ήτον ότι καθίστα τους πατρικίους έτι μισητοτέρους προς τον δήμον· διότι, εν ώ εκακοποίει και διέφθειρε τ' άλλα πάντα, εκείνων τους αγρούς εφύλαττεν ισχυρώς, και δεν άφηνε να τους εγγίσωσιν, ούτε να λάβωσι τίποτε εξ αυτών. Όθεν έτι μάλλον ύποπτοι εγένοντο προς αλλήλους, και εταράττοντο, οι μεν πατρίκιοι κατηγορούντες το πλήθος, ότι εξεδίωξεν αδίκως άνδρα δυνατόν, ο δε δήμος αιτιώμενος εκείνους ότι εκ μνησικακίας αυτοί φέρουσι τον Μάρκιον, και ότι εν ώ πoλεμούνται οι άλλοι, αυτοί κάθηνται θεαταί, φύλακα του πλούτου και των κτημάτων των έχοντες έξω αυτόν τον πόλεμον. Ταύτα κατορθώσας ο Μάρκιος, και μεγάλως βοηθήσας τους Ουολούσκους εις το να λάβωσι θάρρος και να καταφρονώσι τους εχθρούς, επέστρεψεν ασφαλώς.

ΚΗ. Ως δε συνηθροίσθη ταχέως και προθύμως όλη η δύναμις, και εφάνη πολλή, απεφάσισαν μέρος μεν αυτής ν' αφήσωσιν εις τας πόλεις προς ασφάλειαν, μετά του λοιπού δε μέρους να εκστρατεύσωσι κατά των Ρωμαίων. Αφήκαν δ' ο Μάρκιος να εκλέξη οίαν ήθελεν εκ των δύω στρατηγιών. Αλλ' ο Τύλλος, ειπών ότι κατά μεν την ανδρείαν δεν βλέπει κατώτερόν του τον Μάρκιον, τον βλέπει όμως να έχη τύχην καλητέραν εις όλας τας μάχας, προσεκάλεσεν αυτόν ν' αναλάβη την ηγεμονίαν των εκστρατευόντων· αυτός δ' είπεν ότι μένων οπίσω, θα φυλάξη τας πόλεις, και διά τους εκστρατεύοντας θέλει φροντίζει τα πρόσφορα. Έτι μάλλον λοιπόν ενθαρρυνθείς ο Μάρκιος, επροχώρησε πρώτον προς το Κίρκαιον, πόλιν άποικον των Ρωμαίων (186) και επειδή αύτη παρεδόθη εκουσίως, ουδόλως την έβλαψε. Μετά δε ταύτα ελεηλάτει των Λατίνων την χώραν, πιστεύων ότι ενταύθα θα ήρχοντο να πολεμήσωσι προς αυτόν οι Ρωμαίοι υπέρ των Λατίνων, οίτινες ήσαν σύμμαχοι αυτών, και πολλάκις τους επεκαλούντο. Επειδή δε το πλήθος εφάνη πρόθυμον, και οι ύπατοι, ολίγον έτι έχοντες της αρχής χρόνον, δεν ήθελον να κινδυνεύωσιν επ' αυτού, και επομένως απέπεμψαν τους Λατίνους, ο Μάρκιος προέβη κατ' αυτών των πόλεων, και κυριεύσας κατά κράτος τους Τολερίνους και τους Λαουικάνους και τους Πεδάνους, προσέτι δε τους Βωλάνους, διότι αντεστάθησαν εις αυτόν, και τους ανθρώπους αιχμαλώτισε και τα χρήματα αυτών διήρπασε. Των δε παραδιδομένων ελάμβανε μεγίστην επιμέλειαν, όπως ουδέ παρά την θέλησιν αυτού βλάπτωνται, και διά τούτο εστρατοπέδευεν απώτατα απ' αυτών, και απέφευγε την χώραν των εντελώς.

ΚΘ. Όταν δε, κυριεύσας τας Βόλλας, πόλιν μη απέχουσαν υπέρ τους εκατόν σταδίους (187) της Ρώμης, πολλά μεν ελαφυραγώγησε πράγματα, σχεδόν δ' όλους εφόνευσε τους ενήλικας, και οι Ουολούσκοι, ουδ' όσοι διωρίσθησαν να μένωσιν εις τας πόλεις, συγκατένευον εις τούτο, αλλ' όλοι ένοπλοι συνέρρεον περί τον Μάρκιον, λέγοντες ότι εκείνον μόνον ηξεύρουσιν άρχοντά των, τότε μέγα εφημίσθη το όνομά του καθ' όλην την Ιταλίαν, και θαυμαστή ήτον της αρετής αυτού η υπόληψις, διότι ενός μόνου ατόμου μετάθεσις κατώρθωσε στροφήν των πραγμάτων τοσούτον παράδοξον. Των δε Ρωμαίων αι υποθέσεις ήσαν εις δεινήν κατάστασιν, διότι είχον μεν απελπισθή από του πολέμου, κατέτριβον δε τας ημέρας των εις συνωμοσίας και στασιαστικούς λόγους προς αλλήλους, έως ότου ανηγγέλθη ότι οι εχθροί πολιορκητικόν τείχος ωκοδόμουν περί το Λαουίνιον, όπου και θεών πατρώων των Ρωμαίων έκειντο ιερά, και ήτον η του γένους αυτών αρχή, διότι πρώτην εκείνην την πόλιν έχτισεν ο Αινείας. Έκτοτε δε διά μιας θαυμαστώς μετεβλήθη η γνώμη του δήμου, παραδόξως δε και απροσδοκήτως μετετράπη και η των πατρικίων και ο μεν δήμος επροθυμήθη ν' ακυρώση του Μαρκίου την καταδίκην, και να προσκαλέση αυτόν εις την πόλιν, η δε βουλή συναχθείσα, και σκεφθείσα περί του βουλεύματος, απέρριψεν αυτό, και εμπόδισε την εκτέλεσίν του, είτε διότι φιλονείκως ηναντιούτο εις όλα όσα ο δήμος εζήτει, είτε άλλως μη θέλουσα να επιστρέψη αυτός διά χάριτος του λαού, είτε και κατ' αυτού εκείνου ήδη οργιζομένη, διότι αυτός όλους εκακοποίει, εν ώ όλοι δεν εδείχθησαν αγνώμονες προς αυτόν, και εφάνη εχθρός της πατρίδος του, εν ώ ήξευρεν ότι το κυριώτατον και άριστον μέρος αυτής έτρεφε προς αυτόν συμπαθείας, και ηδικείτο ομού μετ' αυτού. Ως δ' η απόφασις αύτη εκοινοποιήθη προς τον λαόν, ο μεν δήμος δεν είχε δικαίωμα να ψηφίση τι νομίμως άνευ προδουλεύματος.

Λ. Ο δε Μάρκιος, ακούσας ταύτα, έτι μάλλον ετραχύνθη, και αφείς την πολιορκίαν, εβάδιζε μετ' οργής κατά της πόλεως, και εστρατοπέδευσε περί τας λεγομένας Κλοιλίας τάφρους, τεσσαράκοντα μόνον σταδίους απέχων της πόλεως. Εφάνη δε φοβερός, και πολύν εξήγειρε θόρυβον, αλλά και προς το παρόν έπαυσε την διχογνωμίαν· διότι κανείς, ούτε άρχων, ούτε βουλευτής ετόλμησε πλέον ν' αντειπή εις το πλήθος ότι δεν πρέπει να φέρωσιν οπίσω τον Μάρκιον· αλλά βλέποντες τας γυναίκας να τρέχωσιν άνω και κάτω της πόλεως, και προσευχάς και δάκρυα και δεήσεις των γερόντων εις τα ιερά, και πανταχού έλλειψιν τόλμης και λογισμών σωτηρίων, ωμολόγησαν ότι ορθώς ο δήμος επεχείρησε συνδιάλλαξιν μετά του Μαρκίου, η δε βουλή ότι εντελώς έσφαλεν όταν έδειξεν οργήν και μνησικακίαν, εν ώ καλόν ήτον να παύση μάλλον αυτήν. Απεφάσισαν λοιπόν όλοι να πέμψωσι πρέσβεις προς τον Μάρκιον, και να τω προτείνωσι να επανέλθη εις την πατρίδα του, να τον παρακαλέσωσι δε συγχρόνως να παύση τον πόλεμον. Οι δε πεμφθέντες βουλευταί ήσαν σχετικοί του Μαρκίου, και ήλπιζον πολλήν φιλοφροσύνην κατά τας πρώτας αυτών συνεντεύξεις μετ' ανδρός οικείου και φίλου. Δεν συνέβη όμως ούτως, αλλά, διά του στρατοπέδου των εχθρών οδηγηθέντες, εύρον αυτόν καθήμενον μετ' όγκου και υπεροψίας ανυποφόρου. Έχων δε τους πρώτους των Ουολούσκων περί εαυτόν, διέταξε τους πρέσβεις να ειπώσι τι θέλουσιν. Ως δ' είπον αυτοί μετά του πρέποντος ήθους λόγους επιεικείς και φιλόφρονας, και έπειτα εσιώπησαν, αυτός απεκρίθη μέρος μεν πικρώς υπέρ εαυτού, και μετ' οργής δι' όσα έπαθε, μέρος δ' υπέρ των Ουολούσκων, ως στρατηγός, προσκαλών ν' αποδώσωσι τας πόλεις και την χώραν όσην διά του πολέμου απέκοψαν, και να δώσωσιν εις τους Οδολούσκους ισοπολιτείαν οποίαν είχον και οι Λατίνοι· διότι άλλη ασφαλής κατάλυσις του πολέμου δεν υπήρχε, παρά η επί τη βάσει ισότητος και δικαιοσύνης. Τοις έδωκε δε τριάκοντα ημέρας καιρόν να σκεφθώσι. Και άμα αναχώρησαν οι πρέσβεις, ευθύς απεσύρθη και αυτός εκ της Ρωμαϊκής χώρας.

ΛΑ. Ταύτην έλαβον ως πρώτην αιτίαν δυσαρεσκείας κατ' αυτού όσοι των Ουολούσκων προ πολλού βαρείαν ησθάνοντο και εφθόνουν αυτού την δύναμιν. Είς τούτων ην και ο Τύλλος, ιδίως μεν κατ' ουδέν αδικηθείς υπό του Μαρκίου, αλλ' εις πάθος υποπεσών τοις ανθρώποις κοινόν. Διότι ελυπείτο βλέπων ότι η δόξα του εντελώς ημαυρούτο, και ότι παρεβλέπετο υπό των Ουολούσκων, φρονούντων ότι ο Μάρκιος ήτον το παν δι' αυτούς, απαιτούντων δε ν' αρκώνται οι άλλοι εις μόνον το μέρος της αρχής και της δυνάμεως όσον ήθελε τοις δώσει εκείνος. Εκ τούτου διεσπείροντο κρυφίως αι πρώται κατηγορίαι, και συνερχόμενοι μεταξύ των ηγανάκτουν, και την αναχώρησίν του ωνόμαζον προδοσίαν, διότι αν δεν έδωκεν όπλα και τείχη, έδωκεν όμως καιρόν, εφ' ού τα λοιπά δύνανται και να σώζωνται και πάλιν να καταστρέφωνται, έδωκε τριάκοντα ημέρας εις τον πόλεμον, εν ώ δεν υπάρχει τι ως αυτόν μεγαλητέρας μεταβολάς εις μικρότερον λαμβάνον καιρόν. Ο Μάρκιος όμως δεν αφήκε το διάστημα τούτο του χρόνου να παρέλθη ματαίως, αλλά, περιερχόμενος, έφθειρε και κατέστρεφε τους συμμάχους των πολεμίων, και εκυρίευσεν επτά πόλεις μεγάλας και πολυανθρώπους. Οι δε Ρωμαίοι δεν ετόλμων μεν να βοηθήσωσιν αυτούς, αλλ' αι ψυχαί των ήσαν καταβεβλημέναι, και ομοίως διέκειντο προς τον πόλεμον και τα υπό νάρκης ήδη καταληφθέντα και παραλελυμένα σώματα αυτών. Αφ' ού δ' ο καιρός παρήλθε, και ο Μάρκιος επέστρεψεν εκ νέου μεθ' όλης της δυνάμεως, έπεμψαν πάλιν πρεσβείαν να παρακαλέση τον Μάρκιον να μετριάση την οργήν του, και μακρύνας τους Ουολούσκους εκ της χώρας, να πράξη και προτείνη ό,τι νομίζει συμφέρον εις αμφοτέρους· διότι εκ φόβου μεν ουδόλως θα ενέδιδον οι Ρωμαίοι· αν όμως νομίζη ότι πρέπει να τύχωσιν ευγενούς τινος υποχωρήσεως οι Ουολούσκοι, ότι όλα δύνανται να εγκριθώσιν υπέρ αυτών, αφ' ού καταθέσωσι τα όπλα. Προς ταύτα δ' ο Μάρκιος είπεν, ότι ως στρατηγός μεν των Ουολούσκων ουδέν αποκρίνεται, ως συμπολίτης δε των Ρωμαίων ότι τους συμβουλεύει και τους παρακαλεί, μετριοφρονέστερον περί του δικαίου σκεφθέντες, να επιστρέψωσι προς αυτόν μετά τρεις ημέρας, φέροντες το ζητούμενον ψήφισμα· αν δ' άλλως αποφασίσωσι, να ηξεύρωσιν ότι δεν θέλουσιν έχει άδειαν να επανέλθωσι φέροντες κενούς λόγου εις το στρατόπεδον.

ΛΒ. Όταν δ' επέστρεψαν εις την Ρώμην οι πρέσβεις, και ταύτα ήκουσεν η βουλή, ως αν είχεν η πόλις εμπέσει εις χειμώνα και τρικυμίαν, ανέσυρε και έρριψε την ιεράν άγκυραν (188), ψηφίσασα, όσοι ήσαν ιερείς θεών, ή μυστικών οργίων εκτελεσταί, ή των οιωνών την μαντικήν μετερχόμενοι τέχνην, ήτις ήτον παλαιόθεν πατροπαράδοτος παρά τοις Ρωμαίοις, όλοι ούτοι ν' απέλθωσι προς τον Μάρκιον, φέροντες τας στολάς, άς δι' εκάστον προσδιώριζεν ο νόμος κατά τας ιερουργίας, και να προτείνωσι και παρακαλέσωσιν αυτόν να παύση τον πόλεμον πρότερον, και μετά ταύτα να συνδιαλεχθή μετά των πολιτών περί των Ουολούσκων. Και εδέχθη μεν τους άνδρες εις το στρατόπεδον, ουδ' υπεχώρησεν όμως, ουδ' έπραξεν, ουδ' είπε τι μαλακώτερον, αλλά τους προσεκάλεσεν ή να κλείσωσι την ειρήνην επί τοις όροις ούς τοις είπε και πρότερον, ή να δεχθώσι τον πόλεμον. Αφ' ού λοιπόν επέστρεψαν οι ιερείς, απεφασίσθη να μένωσιν ακίνητοι εις την πόλιν, και να φυλάττωσι τα τείχη, αποκρούοντες τους εχθρούς όταν τους προσβάλλωσι, και πάσαν των την ελπίδα στηρίζοντες μάλλον εις τον καιρόν και εις τας απροσδοκήτους της τύχης φοράς, διότι ήξευρον ότι εξ ιδίων ουδέν έπραττον προς σωτηρίαν των, αλλά την πόλιν κατείχε ταραχή, και φόβος, και φήμαι κακαί, μέχρις ού συνέβη πράγμα τι όμοιον προς το πολλάκις υπό του Ομήρου λεγόμενον, μη πείθον όμως πολύ τους ανθρώπους. Όταν εκείνος εις τας μεγάλας και απροσδοκήτους πράξεις λέγη και αναφωνή·

«Τω το ενέβαλε δε η Θεά Αθηνά εις τας φρένας·» (189)
«Έτρεψε δε τις αθάνατος τούτων τας φρένας, την φήμην
θεις εις του δήμου τον νουν· (190)

και το

«Ταύτα ενόμισεν, ή τω διέταξε ταύτα Θεός τις.» (191).

καταφρονούσι ταύτα πολλοί, διισχυριζόμενοι ότι διά πραγμάτων αδυνάτων και δι' απιστεύτων μυθευμάτων, καθιστά απίστευτον την λελογισμένην και ελευθέραν εκάστου προαίρεσιν. Αλλά δεν πράττει τούτο ο Όμηρος· εξ εναντίας τα πιθανά και συνήθη και λογικώς περαιούμενα αποδίδει εις την ημετέραν ενέργειαν, ώστε και λέγει πολλάκις·

«Τότε εσκέφθην εγώ εντός της μεγάλης ψυχής μου» (192).

και

«Είπε, κ' εθλίβη πικρώς ο Πηλείδης, διπλώς δ' η ψυχή του
εις λογισμούς εκυμάτει εντός του λασίου του στήθους» (193)

και πάλιν

        «Δεν έπεισεν όμως
τον αγαθόν εις τας σκέψεις, τον έμφρονα Βελλεροφόντην .» (194)

Εις δε τας εκτάκτους και παραδόξους πράξεις, όσαι ανάγκην έχουσιν ενθουσιώδους τινός ορμής και θάρρους, παρεισάγει τον Θεόν ουχί ως αφαιρούντα την ελευθέραν θέλησιν, αλλ' ως κινούντα αυτήν, ούτε εμποιούντα τας ορμάς, αλλά μόνον τας φαντασίας υφ' ών αι ορμαί διεγείρονται· και διά τούτων δεν παριστά την πράξιν ακούσιον, αλλά δίδει την αρχήν της εκουσίου ενεργείας, προσθέτων θάρρος εις αυτήν και ελπίδα. Διότι ή πρέπει να θεωρήσωμεν τα θεία ως ξένα πάσης αρχής και αιτίας των καθ' ημάς συμβαινόντων, ή τις άλλος υπάρχει τρόπος δι' ού να βοηθώσι τους ανθρώπους και να συνεργώσιν υπέρ αυτών; Τούτο δεν κατορθούσι βεβαίως πλάττοντες το σώμα ημών, ουδέ μεταστρέφοντες οι ίδιοι εις ό,τι χρειάζεται τας χείρας ημών και τους πόδας, αλλά διά τινων αρχών και φαντασιών και επινοιών διεγείροντες της ψυχής ημών τας πρακτικάς ή προαιρετικάς δυνάμεις, ή εκ του εναντίου αποτρέποντες αυτάς και συνέχοντες.

ΛΓ. Εν Ρώμη δε τότε και αι γυναίκες, άλλαι μεν εις άλλα ιερά, αι δε πλείσται, και επισημόταται προσέφευγον ικετεύουσαι εις τον βωμόν του Καπιτωλίου Διός. Μεταξύ δ' αυτών ήτον και η Ουαλερία, αδελφή του Ποπλικόλα, του πολλά και μεγάλα και εν πολέμοις και εν τη πολιτεία ωφελήσαντος τους Ρωμαίους. Και ο μεν Ποπλικόλας είχεν αποθάνει πριν, ως διηγήθημεν εις εκείνου τον βίον· η δε Ουαλερία ήτον ένδοξος εις την πόλιν και τιμωμένη, διότι εφαίνετο ότι διά του βίου της δεν κατήσχυνε το γένος αυτής. Αύτη, παθούσα εξαίφνης το πάθος ό λέγω, και κατ' επίνοιαν, εις ήν βεβαίως δεν ήτον ξένη η θεία έμπνευσις, το συμφέρον κατανοήσασα, ηγέρθη η ιδία, και εγείρασα και όλας τας άλλας, ήλθεν εις την οικίαν της μητρός του Μαρκίου Ουολουμνίας. Ως δ' εισήλθε, και εύρεν αυτήν καθημένην μετά της νύμφης της, και εις τα γόνατά της έχουσαν τα παιδία του Μαρκίου, στήσασα τας γυναίκας κύκλω πέριξ αυτής, «Ημείς, είπεν, ω Ουολουμνία, και συ ω Ουεργιλία (195), ερχόμεθα γυναίκες προς γυναίκας, ούτε κατά ψήφισμα της βουλής, ούτε κατά διαταγήν άρχοντος. Αλλ' ο θεός οικτείρας, ως φαίνεται, τας ικεσίας ημών, μας εκίνησε να διευθυνθώμεν εδώ προς σας, και να ζητήσωμεν παρ' υμών ό,τι εις ημάς μεν και τους άλλους πολίτας θέλει γίνει αίτιον σωτηρίας, εις σας δε, αν πεισθήτε, θέλει φέρει δόξαν λαμπροτέραν εκείνης, ής απήλαυσαν των Σαβίνων αι θυγατέρες, όταν εις φιλίαν και ειρήνην συνήνωσαν τους πολεμούντας πατέρας και άνδρας των (196). Έλθετε, πορευθήτε μεθ' ημών προς τον Μάρκιον, και ενώσατε τας δεήσεις υμών μετά των ημετέρων, και μαρτυρήσατε υπέρ της πατρίδος σας μαρτυρίαν αληθή και δικαίαν, ότι καί τοι πολλά βλαπτομένη, ουδέν κακόν έπραξεν ή εσκέφθη καθ' υμών οργιζομένη, αλλά σας αποδίδει εις εκείνον, και αν ουδεμίαν επιεική παραχώρησιν μέλλη παρ' αυτού ν' απολαύση.» Ταύτα είπεν η Ουαλερία, ανεβόησαν δ' αι άλλαι γυναίκες, και η Ουολουμνία απήντησε· «Και των κοινών συμφορών, ω γυναίκες, εξ ίσου μετέχομεν, και ιδίως κακώς διακείμεθα, απολέσασαι του Μαρκίου την δόξαν και αρετήν, και βλέπουσαι ως και το σώμα αυτού φρουρούμενον μάλλον παρά σωζόμενον υπό των εχθρικών όπλων. Το μέγιστον δε δι' ημάς των δυστυχημάτων είναι, αν η πατρίς ημών ούτως εξησθένησεν, ώστε εις ημάς να στηρίζη τας ελπίδας της· διότι δεν ηξεύρω αν θέλη φροντίσει δι' ημάς εκείνος, αφ' ού δεν φροντίζει διά την πατρίδα του, ήν πάντοτε προετίμησε και μητρός και γυναικός και παιδίων. Ουχ ήττον όμως λάβετε και φέρετε ημάς προς εκείνον, διότι αν όχι άλλο, δυνάμεθα την τελευταίαν πνοήν ημών να εκπνεύσωμεν εν ικεσίαις υπέρ της πατρίδος.»

ΛΑ. Και τότε αναστήσασα τα παιδία και την Ουεργιλίαν, μετά των άλλων γυναικών επορεύθη προς το στρατόπεδον των Ουολούσκων· η δ' όψις αυτών ενέπνευσε και εις τους εχθρούς οίκτον, αιδώ και σιωπήν. Έτυχε δ' ο Μάρκιος να κάθηται τότε επί του βήματος μετά των ανωτέρων αξιωματικών, και ως είδε προερχομένας τας γυναίκας, εθαύμασεν· όταν δ' εγνώρισε την μητέρα του, ήτις εβάδιζε πρώτη, ήθελε να εμμείνη εις τους μεν αμετατρέπτους και ακάμπτους του διαλογισμούς, αλλά νικηθείς υπό του πάθους και συνταραχθείς υπό του θεάματος, δεν υπέμεινε να πλησιάση εν ώ αυτός εκάθητο, και καταβάς μετά βίας, την προϋπάντησε, και ησπάσθη πρώτον και επί μακρόν χρόνον την μητέρα του, έπειτα την γυναίκα και τα παιδία του, ούτε δακρύων ούτε φιλοφροσύνης πλέον φειδόμενος, αλλ' εις του πάθους το ρεύμα όλον εαυτόν παραδούς.

ΛΕ. Κορεσθείς δε τούτων, όταν ενόησεν ότι η μήτηρ του ήθελε ν' αρχήση να ομιλή, περιστοιχισθείς υπό των προβούλων των Ουολούσκων, ήκουσε την Ουολουμνίαν ταύτα λέγουσαν· «Βλέπεις, ω υιέ μου, και χωρίς ημείς να σοι το ειπώμεν, και εννοείς εκ των ενδυμάτων και εκ της μορφής των αθλίων σωμάτων ημών, εις ποίαν οικουρίαν μας κατεδίκασεν η φυγή σου. Σκέφθητι τώρα πόσον είμεθα πασών των γυναικών ατυχέσταται ημείς αι ενταύθα ελθούσαι, δι' άς η τύχη μετέβαλε το γλυκύτατον των θεαμάτων εις φοβερώτατον, διότι εγώ μεν βλέπω τον υιόν μου, αυτή δε τον άνδρα της εχθρικώς απειλούντα της πατρίδος τα τείχη. Ό,τι δ' εις τους άλλους είναι παρηγορία πάσης δυστυχίας και κακοπραγίας, το να προσεύχωνται εις τους θεούς, και τούτο κατήντησε δυσχερέστατον δι' ημάς· διότι δεν δυνάμεθα να ζητώμεν νίκην συγχρόνως διά την πατρίδα και σωτηρίαν διά σε παρά των Θεών· αλλ' ό,τι ήθελε καταρασθή τις των εχθρών εναντίον ημών, ταύτα περιέχουσιν αι ημέτεραι ευχαί. Διότι ανάγκη η γυνή και τα τέκνα σου να στερηθώσιν ή σου ή της πατρίδος των. Εγώ δε δεν θα περιμείνω να κρίνη ο πόλεμος εν ώ ζω την τύχην μου κατά τούτο. Αλλ' αν δεν σε πείσω αντί έριδος και κακών να φέρης ομόνοιαν και φιλίαν, και να γίνης αμφοτέρων ευεργέτης μάλλον παρά του ενός μέρους καταστροφεύς, ήξευρε και έσω προειδοποιημένος, ότι δεν θα επέλθης κατά της πατρίδος σου, πριν πατήσης νεκρόν της μητρός σου το σώμα· διότι δεν πρέπει να περιμείνω την ημέραν καθ' ήν θέλω ιδή ή τους πολίτας θριαμβεύοντας κατά του υιού μου, ή τον υιόν μου θριαμβεύοντα κατά της πατρίδος του. Και αν μεν σοι ζητώ να σώσης την πατρίδα σου καταστρέφων τους Ουολούσκους, τότε βεβαίως, υιέ μου, δύσκολος σοι προτείνεται και δυσδιάλυτος σκέψις· διότι ούτε τους πολίτας ν' αφανίσης είναι καλόν, ούτε τους εις σε εμπιστευθέντας είναι δίκαιον να προδώσης. Τώρα δε ζητούμεν απαλλαγήν των κακών, σωτήριον μεν εις αμφοτέρους επίσης, ένδοξον δε μάλλον και καλήν εις τους Ουολούσκους, διότι, όντες ισχυρότεροι, θέλουσι φανή ότι αυτοί δίδουσιν, εν ώ τα λαμβάνουσι, τα μέγιστα των αγαθών, την ειρήνην και την φιλίαν. Τούτων, αν γίνωσι, συ θέλεις είσθαι προ πάντων αίτιος, αν δε δεν γίνωσι, συ θέλεις έχει μόνος την μομφήν παρ' αμφοτέρων. Εν ώ δε ο πόλεμος είναι άδηλος πάντοτε, τούτο όμως έχει το πρόδηλον, ότι εις σε άλλο δεν μένει, παρ' αν νικήσης, να ήσαι ο κακός της πατρίδος σου δαίμων, αν νικηθής, να φανής ότι διά της οργής σου έγινες εις άνδρας φίλους και ευεργέτας αίτιος των μεγίστων συμφορών.»

ΛΣΤ. Εν ώ δε ταύτα έλεγεν η Ουολουμνία, ο Μάρκιος ηκροάτο ουδέν αποκρινόμενος. Επειδή δε και αφ' ού εσιώπησεν αύτη, έμεινεν έτι σιωπών επί χρόνον πολύν, πάλιν η Ουολουμνία «Τι σιγάς, ω υιέ μου; τω είπε. Τι; καλόν είναι να παραδίδηταί τις εντελώς εις την οργήν και την μνησικακίαν; και δεν είναι καλόν να κάμνη τινά χάριν εις την μητέρα όταν περί τοιούτων παρακαλή. Ή αρμόζει εις μέγαν άνδρα να ενθυμήται ότι εκακοποιήθη, το δε να σέβηται και τιμά τους γονείς του διά τας ευεργεσίας δι' ών τα παιδία υπ' αυτών ευεργετούνται, δεν είναι ίδιον ανδρός μεγάλου και αγαθού; Αλλ' εις ουδένα μάλλον ήρμοζε ν' αποδώση χάριν, ως εις σε, όστις ούτω πικρώς ενεργείς την αχαριστίαν. Άλλως τε κατά μεν της πατρίδος μεγάλως ήδη εξεδικήθης, εις δε την μητέρα σου ουδεμίαν χάριν απέδωκας. Και οσιώτατον μεν θα ήτον, και χωρίς τινος ανάγκης, όταν ούτω σε παρακαλώ, να τύχω παρά σου των καλών και δικαίων. Αλλ' αν συ δεν πείθησαι, διατί να μη προσφύγω και εις την εσχάτην ελπίδα;» Και ταύτα ειπούσα, προσπίπτει εις τους πόδας αυτού, ομού μετά της γυναικός και των τέκνων του. Ο δε Μάρκιος, «Τι μ' έκαμες, ω μήτερ» αναβοήσας, την ανήγειρε, και σφοδρώς πιέσας την δεξιάν της, «Ενίκησας, είπε, νίκην ευτυχή μεν διά την πατρίδα, εις εμέ δ' ολεθρίαν, και απέρχομαι νικηθείς υπό σου μόνης.» Ως δ' είπε ταύτα, ολίγα συνομιλήσας ιδίως μετά της μητρός και της γυναικός του, αυτάς μεν απέπεμψεν οπίσω εις Ρώμην, ως τον παρεκάλεσαν· άμα δε παρήλθεν η νυξ, απήγαγε τους Ουολούσκους, οίτινες διέκειντο ουχί κατά τον ίδιον τρόπον πάντες, ουδ' ομοίως, αλλ' οι μεν αυτών εμέμφοντο και τον άνθρωπον και την πράξιν του, οι δε ούτε τούτον ουδ' εκείνον, διότι επεθύμουν την φιλίωσιν και την ειρήνην. Τινές δε, δυσαρεστούμενοι προς τα γινόμενα, εθεώρουν όμως τον Μάρκιον ουχί ως άνθρωπον πονηρόν, αλλά συγγνώμης άξιον, διότι εις τοιαύτην πίεσιν μόνον ενέδωκεν. Ουδείς δ' αντέστη, αλλ' όλοι τον ηκολούθησαν, την αρετήν μάλλον παρά εις την εξουσίαν αυτού σεβόμενοι.

ΛΖ. Το δε μέγεθος του φόβου και του κινδύνου των Ρωμαίων ως εκ του πολέμου, απεδείχθη μάλιστα όταν κατελύθη ο πόλεμος. Διότι ως οι τα τείχη φυλάττοντες είδον εκείθεν τους Ουολούσκους αναχωρούντας, ανεώχθησαν ευθύς πάντα τα ιερά, και πάντες εφόρεσαν στεφάνους, ως αν είχον νικήσει, και ετέλουν θυσίας. Μάλιστα δ' η προς τας γυναίκας αγάπη και τιμή της τε βουλής και του πλήθους άπαντος εδήλωσε την χαράν της πόλεως, και όλοι εν πάση πεποιθήσει έλεγον και εφρόνουν ότι εκείναι έγινον της κοινής σωτηρίας αίτιαι. Και η μεν βουλή εψήφισεν, παν ό,τι αύται ήθελον ζητήσει προς δόξαν ή προς χάριν, να το πράξωσι και το χορηγήσωσιν αυταίς οι άρχοντες· αλλ' αύται ουδέν άλλο εζήτησαν, εκτός του να οικοδομηθή ιερόν της Γυναικείας τύχης, και το μεν ανάλωμα να καταβάλωσιν εξ εαυτών διά συνεισφοράς, τας δ' ιερουργίας και τας τιμάς όσαι ανήκουσιν εις τους Θεούς ν' αναλάβη δημοσίως η πόλις. Η βουλή επήνεσε τότε την φιλοτιμίαν αυτών, και διά δημοσίας δαπάνης ίδρυσε τον ναόν και το άγαλμα (197)· αύται όμως ουχ ήττον συνεισέφερον, και κατασκεύασαν δεύτερον άγαλμα. Περί αυτού δε λέγουσιν οι Ρωμαίοι ότι, όταν το έστηνον εντός του ναού, ωμίλησε και είπε τοιαύτα τινά·

«Μ' εδόσατε, γυναίκες, κατά θεσμόν θεοφιλή.»
 
ΛΗ. Μυθολογούσι δε μάλιστα ότι δις ηκούσθη η φωνή αυτή, πείθοντες ημάς περί πραγμάτων άτινα φαίνονται ως ποτέ να μη έγιναν, και περί ών είναι δύσκολον να πεισθώμεν. Αδύνατον δεν είναι τω όντι να φανώσιν αγάλματα ιδρούντα, δακρύοντα, ή υγρασίαν τινά σταλάζοντα αιματώδη· διότι τα ξύλα και οι λίθοι πολλάκις μεν συνάγουσι σήψιν τινά, εξ υγρασίας προκύπτουσαν, πολλά δ' εκπέμπουσιν αφ' εαυτών χρώματα, και δέχονται βαφάς εκ των περί αυτά· και ουδέν φαίνεται υπάρχον εμπόδιον εις το να δίδη ο Θεός ενίοτε σημεία τινά διά των τοιούτων. Δυνατόν δ' είναι προσέτι όταν ρήγνυνται τα αγάλματα να εκβάλλωσι και κρότον τινά ομοιάζοντα γογγισμόν ή στεναγμόν, ή όταν διαστέλλωνται κατά το βάθος τα μόρια αυτών βιαιότερον· αλλ' εις άψυχον να ενυπάρχη φωνή έναρθρος, και διάλεκτος ούτω σαφής και αξιόλογος, και εντελής κατά την προφοράν, τούτο είναι όλως ακατανόητον· αφ' ού ουδ' η ψυχή, ουδ' ο Θεός δύναται να ηχή και να ομιλή άνευ σώματος οργανικού, και έχοντος τα προς τον λόγον αρμόδια μέρη. Όπου δ' η ιστορία διά πολλών και αξιοπίστων μαρτύρων βιάζει ημάς να πιστεύσωμεν, εκεί το φαινόμενον μας πείθει ότι πάθος τι ανόμοιον προς την αίσθησιν προσέβαλε την φανταστικήν της ψυχής ημών δύναμιν (198)· καθώς καθ' ύπνους νομίζομεν ότι βλέπομεν όσα δεν βλέπομεν, και ακούομεν όσα δεν ακούομεν. Ουχ ήττον όμως οι λίαν εμπαθές έχοντες το αίσθημα της προς τον Θεόν αγάπης και φιλίας αυτών, και μηδέν των τοιούτων δυνάμενοι να διαμφισβητήσωσιν ή ν' αρνηθώσι, στηρίζουσι κυρίως την πίστιν αυτών εις το θαυμάσιον, και εις την ιδέαν ότι η δύναμις του Θεού είναι εκ των ου καθ' ημάς· διότι ουδέν αυτής ουδαμώς ομοιάζει την δύναμιν του ανθρώπου, ούτε η φύσις, ούτε η τέχνη, ούτε η ισχύς· ούτε παράλογον είναι οσάκις πράττει τι εκ των όσων δεν πράττονται υφ' ημών, και κατορθοί τ' ακατόρθωτα· αλλά μάλλον κατά πάντα ο Θεός διαφέρων, προ πάντων είναι ανόμοιος του ανθρώπου και αλλοίος ως προς τα έργα. Αλλά των μεν θείων τα πλείστα, καθ' Ηρακλείτου (199), διαφεύγουσιν εξ απιστίας την γνώσιν ημών.

ΛΘ. Τον δε Μάρκιον, ως επανήλθεν εις το Άντιον εκ της εκστρατείας, μισών μεγάλως ο Τύλλος, και δυσμενώς εκ φόβου προς αυτόν διακείμενος, υπεβουλεύετο να τον φονεύση ευθύς, φρονών ότι αν διέφευγε τότε, λαβήν άλλην δεν θα τω έδιδε. Πολλούς δε συναγαγών και ετοιμάσας κατ' αυτού, διέταξε ν' αποδώση την αρχήν, δίδων εις τους Ουολούσκους και λόγον των πράξεών του. Εκείνος δε, φοβούμενος να γίνη ιδιώτης εν ώ εστρατήγει ο Τύλλος και είχε μεγίστην δύναμιν μεταξύ των συμπολιτών του, έλεγεν ότι την μεν αρχήν θέλει αποδώση εις τους Ουολούσκους εάν διατάξωσι, διότι και διά της διαταγής όλων αυτών την έλαβεν^ ευθύνας όμως και λόγον να δώση εις τους Αντιάτας όσοι επιθυμούσιν, ουδέ τώρα το αποφεύγει. Έγινεν επομένως εκκλησία, και εκεί οι προητοιμασμένοι δημαγωγοί εγειρόμενοι παρώξυνον το πλήθος. Όταν δ' ανέστη ο Μάρκιος, και οι μεν λίαν θορυβούντες ενέδιδον υπ' αιδούς, και τον άφηνον να ομιλήση αφόβως, οι δε άριστοι των Αντιατών, οι προ πάντων χαίροντες διά την ειρήνην, εφαίνοντο ότι θα τον ήκουον μετ' ευνοίας και θα τον έκρινον μετά δικαιοσύνης, εφοβήθη ο Τύλλος του ανδρός την απολογίαν, διότι ήτον περί το λέγειν δεινότατος, και τα πρότερα αυτού έργα τω περιποίουν εύνοιαν νικώσαν την μετά ταύτα κατηγορίαν του· ή μάλλον αυτή η κατηγορία ήτον απόδειξις του μεγέθους της οφειλομένης χάριτος εις αυτόν διότι δεν θα εφαίνοντο αδικούμενοι ως μη κατακτήσαντες την Ρώμην, αν, εξ αιτίας του Μαρκίου, δεν ήσαν εγγύς να την κατακτήσωσιν. Έκρινον λοιπόν ότι δεν πρέπει ν' αργήσωσι περισσότερον, ή ν' αποπειραθώσι του πλήθους· αλλά κραυγάζοντες οι θρασύτατοι των συνωμοτών ότι δεν πρέπει να τον ακούσωσιν, ουδέ ν' αφήσωσι να τυραννή ο προδότης τους Ουολούσκους, και να μη καταθέτη την αρχήν, επέπεσαν όλοι ομού και τον εφόνευσαν, και ουδείς των παρόντων τον υπερησπίσθη. Ότι όμως τούτο εγένετο παρά την γνώμην των πλείστων, τούτο αμέσως το έδειξαν, συνδραμόντες εξ όλων των πόλεων, και θάψαντες εντίμως αυτόν, και δι' όπλων και λαφύρων κοσμήσαντες τον τάφον αυτού, ως ανδρός εξόχου και στρατηγού. Οι δε Ρωμαίοι τον θάνατον αυτού ακούσαντες, άλλο μεν ουδέν έδειξαν σημείον ουδέ τιμής, ουδ' οργής κατ' αυτού· αλλ' έδωκαν εις τας γυναίκας την άδειαν ήν εζήτησαν να πενθήσωσιν αυτόν επί δέκα μήνας, ως ήτον συνήθεια να πενθή εκάστη τον πατέρα, τον υιόν ή τον αδελφόν της, και τούτο ήτον το όριον του μακροτάτου πένθους, ορισθέν υπό του Νουμά Πομπιλίου, ως εδηλώσαμεν εις όσα περί εκείνου εγράψαμεν (200). Του δε Μαρκίου την έλλειψιν ευθύς συνησθάνθησαν των Ρωμαίων τα πράγματα. Διότι πρώτον μεν διαιρεθέντες περί ηγεμονίας προς τους Αικανούς, οίτινες ήσαν φίλοι αυτών και σύμμαχοι, προέβησαν μέχρι τραυμάτων και φόνων (201). Έπειτα δε, νικηθέντες υπό των Ρωμαίων εις μάχην, εις ήν και ο Τύλλος απέθανε, και το άνθος της δυνάμεως αυτών κατεστράφη, ηρκέσθησαν εις συνθήκας αισχίστας, υπήκοοι γενόμενοι, να υπακούωσιν εις της Ρώμης τας προσταγάς.

ΣΥΓΚΡΙΣΙΣ
ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥ
ΚAI
MAPKIOΥ ΓΑΪΟΥ


A. Αφ' ού δ' εξετέθησαν αι πράξεις όσας ενομίσαμεν λόγου και μνείας αξίας, προφανές είναι ότι αι μεν πολεμικαί υπέρ ουδετέρου κλίνουσι την πλάστιγγα ισχυρώς· διότι επίσης αμφότεροι πολλά μεν εις τας στρατηγίας των στρατιωτικής ανδρείας και τόλμης, πολλά δε τέχνης και προνοίας επέδειξαν έργα· εκτός αν θέλη τις να ειπή τον Αλκιβιάδην στρατηγόν τελειότερον, διά τας κατά γην και κατά θάλασσαν και εις πολλούς αγώνας διηνεκείς νίκας αυτού και τα κατορθώματα. Κοινόν δ' είχον αμφότεροι ότι όταν αυτοπροσώπως διώκουν τους στρατούς, ανώρθουν πάντοτε και προδήλως τα πράγματα της πατρίδος των, και όταν πάλιν απεσύροντο, ότι έτι προδηλότερον έβλαπτον. Ως προς την πολιτικήν δε διαγωγήν, την μεν του Αλκιβιάδου, την λίαν εκλελυμένην, και μη καθαρεύουσαν αναγωγίας και βωμολοχίας, διότι εθήρευε την εύνοιαν του λαού, ταύτην οι σώφρονες εβδελύττοντο· την δε του Μαρκίου, διότι ήτον χάριτος εστερημένη, υπερήφανος και ολιγαρχική, εμίσησεν ο δήμος των Ρωμαίων. Και επαινετή μεν ουδεμία είναι· αλλ' ο δημαγωγών και προς χάριν του δήμου πολιτευόμενος είναι αμεμπτότερος των κακώς μεταχειριζομένων τον λαόν, όπως μη φαίνωνται ότι δημαγωγούν διότι, αισχρόν μεν είναι το να κολακεύη τις τον δήμον όπως αποκτά δύναμιν, αλλά το να ισχύη διά του φόβου, και κακοποιών και πιέζων, είναι ου μόνον αισχρόν, αλλά προσέτι και άδικον.

Β. Κατά δε τον τρόπον, ως γνωστόν, ο μεν Μάρκιος υπολαμβάνεται ότι ήτον απλούς και ακέραιος, ο δ' Αλκιβιάδης πανούργος την διαγωγήν και μη σεβόμενος την αλήθειαν. Μάλιστα δε κατηγορούσιν αυτόν και δι' απάτην και κακοήθειαν, μεθ' ής δολιευθείς τους πρέσβεις των Λακεδαιμονίων, ως διηγείται ο Θουκυδίδης (202), διέλυσε την ειρήνην. Αλλά τούτο μεν το πολιτικόν αυτού τέχνασμα, ει και έρριψε πάλιν την πόλιν εις πόλεμον, την κατέστησεν όμως ισχυράν συγχρόνως και φοβεράν, διότι διά του Αλκιβιάδου απέκτησε την συμμαχίαν των Μαντινέων και των Αργείων. Ότι δε και ο Μάρκιος κατέστησε και αυτός δι' απάτης εις πόλεμον τους Ρωμαίους και τους Ουολούσκους, ψευδώς διαβαλών τους ερχομένους εις την θεωρίαν, τούτο διηγείται ο Διονύσιος (203)· η δ' αιτία καθιστά το έργον αυτού έτι χειρότερον διότι ουχί εκ φιλονεικίας, ή πολιτικής έριδος ή αμίλλης, ως εκείνος, αλλ' εις οργήν ενδίδων, παρ' ής, ως λέγει ο Δίων (204), ουδείς ουδέν ποτε απολαμβάνει ευχάριστον, πολλά της Ιταλίας μέρη συνετάραξε, και πολλάς πόλεις, αίτινες κατ' ουδέν τον ηδίκησαν, κατέστησε παρανάλωμα του κατά της πατρίδος θυμού. Και ο Αλκιβιάδης μεν κατέστη εξ οργής αίτιος μεγάλων συμφορών εις τους συμπολίτας του· αλλ' άμα είδε μετανοούντας αυτούς, κατεπραΰνθη· και ότε πάλιν απερρίφθη, δεν ενέκρινε των στρατηγών τα σφάλματα, ουδ' ημέλησεν όταν τους είδε κακώς να σκέπτωνται και να κινδυνεύωσιν· αλλ' ό,τι τοσούτον επαινείται ο Αριστείδης πράξας προς τον Θεμιστοκλέα, τούτο έπραξε και αυτός προς τους τότε άρχοντας, ελθών, αν και δεν ήσαν φίλοι του, και ειπών και διδάξας τα δέοντα. Ο δε Μάρκιος, πρώτον μεν εκακοποίησεν όλην την πόλιν, αν και υφ' όλης δεν εκακοποιήθη, εξ εναντίας μάλιστα η αρίστη και ισχυροτάτη μερίς των πολιτών συνηδικήθη μετ' αυτού και συνέπαθεν. Έπειτα δε, όταν διά πολλών πρεσβειών και παρακλήσεων επροσπάθησαν να κατευνάσωσι την οργήν και την λύπην του, δεν συνεκινήθη, ουδ' ενέδωκε, και απέδειξεν ότι εκίνησε βαρύν και άσπονδον πόλεμον όπως καταβάλη και καταστρέψη την πατρίδα του, όχι όπως επιστρέψη εις αυτήν και την απολαύση. Και κατά τούτο δεν δύναταί τις να τους ειπή διαφέροντας, ότι ο μεν Αλκιβιάδης, όταν επεβουλεύθη υπό των Σπαρτιατών, εκ φόβου συγχρόνως και μίσους αυτών μετέβη προς τους Αθηναίους· ο δε Μάρκιος, προς όν οι Ουολούσκοι προσεφέροντο μετά πάσης δικαιοσύνης, δεν ήτον καλόν να εγκαταλείψη αυτούς· διότι και αρχηγός αυτών ανηγορεύθη, και μεγίστην δύναμιν είχε, και πάσαν αυτών την εμπιστοσύνην, εν ώ εκείνου κατεχρώντο μάλλον ή ό,τι τον μετεχειρίζοντο οι Λακεδαιμόνιοι, μέχρις ού, περιφερόμενος εις την πόλιν, και κυλινδούμενος εις το στρατόπεδον, μέχρι τέλους ερρίφθη εις του Τισαφέρνου τας χείρας· εκτός αν τον επεριποιείτο, διά να μη φθαρώσιν εντελώς αι Αθήναι, εις άς επόθει να επιστρέψη.

Γ. Χρήματα δε ο μεν Αλκιβιάδης ότι και έλαβε πολλάκις ουχί πρεπόντως εκ δωροδοκιών λέγεται, και ότι εδαπάνησε κακώς εις τρυφήν και ακολασίαν. Εις δε τον Μάρκιον έδωκαν οι στρατηγοί προς τιμήν, αλλά δεν τον έπεισαν να τα δεχθή. Διά τούτο και προ πάντων δυσηρέστει το πλήθος εις τας περί χρεών του δήμου διαφοράς του, διότι επίστευον ότι έβλαπτε τους πένητας ουχί προς κέρδος, αλλά προς ύβριν και περιφρόνησιν. Ο Αντίπατρος (205) έν τινι επιστολή του, γράφων περί του θανάτου του φιλοσόφου Αριστοτέλους, προς τοις άλλοις λέγει ότι ο ανήρ εκείνος είχε και του πείθειν την δύναμιν. Εκ των πράξεων όμως και των αρετών του Μαρκίου ελλείπον το προσόν τούτο, καθίστα αυτάς επαχθείς και εις αυτούς τους υπ' αυτού ευεργετουμένους, διότι δεν υπέφερον την υπερηφάνειαν αυτού, και την αυθάδειαν, της ερημίας σύνοικον, ως λέγει ο Πλάτων (206). Ο δ' Αλκιβιάδης εξ εναντίας ήξευρε να μεταχειρίζηται οικείως τους υποθέσεις έχοντας μετ' αυτού, ώστε θαυμαστόν δεν είναι ότι εις όσα κατώρθου ήνθει η δόξα του ενισχυομένη υπό της αγάπης και της τιμής των ανθρώπων· διότι και αυτών των σφαλμάτων του τινά ευχαρίστουν πολλάκις και ήρεσκον. Όθεν ούτος μεν, εν ώ ου μικράς ουδ' ολίγας βλάβας επέφερεν εις την πόλιν, εξελέγετο όμως πολλάκις αρχηγός και στρατηγός· Εκείνος δ' εν ώ διά πολλών κατορθωμάτων και ανδραγαθιών απέκτησεν αρχήν ήτις τω ανήκεν, απεβλήθη όμως αυτής. Ούτω τον μεν, ουδέ κακοποιούμενοι υπ' αυτού εδύναντο να μισώσιν οι πολίται, ο δε συνέβαινε να μισήται καίτοι θαυμαζόμενος.

Δ. Προσέτι δε, ο μεν Μάρκιος ουδέν έπραξε μέγα όταν ήτον της πόλεως στρατηγός, αλλ' όταν εστρατήγει των εχθρών κατά της πατρίδος του. Ο δ' Αλκιβιάδης και ως στρατιώτης και ως στρατηγός ωφέλησε τους Αθηναίους, και παρών εν Αθήναις υπερίσχυσε πάντοτε των εχθρών του όσον ήθελεν, και αι κατ' αυτού διαβολαί ίσχυον μόνον επί της απουσίας του. Ο Μάρκιος όμως παρών κατεδικάσθη υπό των Ρωμαίων, και παρόντα τον εφόνευσαν οι Ουολούσκοι, ανοσίως, ει και δικαίως. Αιτίαν δ' ευλογοφανή έδωκεν ο ίδιος, ότι μη δεχθείς δημοσίως τας συνθηκολογίας, επείσθη ιδίως υπό των γυναικών, και δεν διήλλαξε μεν την έχθραν, αλλ' εν ώ εξηκολούθει ο πόλεμος, απώλεσε τον καιρόν και τον κατεδαπάνησε. Διότι έπρεπε να καταπείση τους εις αυτόν εμπιστευθέντας, και ούτω ν' απέλθη, αν λόγου άξιον εθεώρει να τηρήση δικαίαν διαγωγήν προς αυτούς. Αν δ' ολίγον περί των Ουολούσκων εφρόντιζε, και εκίνησε τον πόλεμον όπως κορέση την ιδίαν οργήν του, και μετά ταύτα τον έπαυσε, δεν ήτον καλόν να φεισθή της πατρίδος του ένεκα της μητρός του, αλλ' έπρεπε να φεισθή της μητρός του ομού μετά της πατρίδος του· διότι και η μήτηρ και η γυνή του ήσαν μέρος της πατρίδος ήν επολιόρκει. Το δε, απηνώς μεν ν' αποκρούση τας δημοσίας ικεσίας και την δέησιν των πρέσβεων και τας παρακλήσεις των ιερέων, έπειτα δε να χαρισθή εις την μητέρα του και ν' αναχωρήση, δεν ήτον τιμή της μητρός του, αλλά της πατρίδος του ατιμία, ήτις εσώζετο εξ οίκτου και εκ παρακλήσεων, ένεκα μιας γυναικός, ως αν δεν ήτον αξία να σωθή ένεκα εαυτής. Η χάρις αύτη φθόνον διήγειρε, και ήτον ωμή και άχαρις, και προς ουδέν των δύο μερών εύνοιαν μαρτυρούσα· διότι αναχώρησεν ούτε πεισθείς υπό των πολεμουμένων, ούτε πείσας τους συμπολίτας του. Τούτων δε πάντων αίτιον ήτον του τρόπου του το ακοινώτητον, το λίαν υπερήφανον και αύθαδες· διότι αυτό καθ' εαυτό δυσάρεστον όν εις το πλήθος, όταν συνδυάζηται και μετά της φιλοδοξίας, γίνεται εντελώς άγριον και ανυπόφορον. Οι έχοντες αυτό, εν ώ δεν περιποιούνται το πλήθος, ως αν δεν είχον ανάγκην τιμής, οργίζονται όμως ότι τιμή δεν τοις αποδίδεται. Και το να μη είναι μέν τις κολακευτικός και περιποιητικός των όχλων, τούτο το είχε και ο Μέτελλος, και ο Αριστείδης, και ο Επαμινώνδας· αλλ' ούτοι, καταφρονούντες αληθώς όσα ο δήμος είναι κύριος να δίδη και ν' αφαιρή, και εξοστρακιζόμενοι πολλάκις, και εις τας χειροτονίας αποτυγχάνοντες, και καταδικαζόμενοι, δεν ωργίζοντο κατά των πολιτών ότι δυσμενώς διέκειντο προς αυτούς, αλλ' ηγάπων αυτούς άμα μετενόουν, και εφιλιούντο προς αυτούς όταν τους παρεκάλουν. Όστις δεν περιποιείται το πλήθος πολύ, ούτος δεν αρμόζει ουδέ πολύ να το τιμωρή· διότι η αγανάκτησις δι' αποτυχίαν τιμής προέρχεται μάλιστα εκ της μεγάλης επιθυμίας προς επιτυχίαν αυτής.

Ε. Και ο μεν Αλκιβιάδης δεν ηρνείτο ότι τιμώμενος έχαιρε, και ότι παραβλεπόμενος ελυπείτο· όθεν επροσπάθει ν' αγαπάται υπό των περί αυτόν και να τους ευχαριστή. Τον δε Μάρκιον δεν άφηνεν η υπερηφάνειά του να περιποιήται τους δυναμένους να τιμήσωσιν αυτόν και να τον προαγάγωσι, και όμως η φιλοδοξία του τω ενέπνεεν οργήν και λύπην όταν παρημελείτο. Ταύτα είναι όσα δύναταί τις να εύρη ψεκτά εις τον άνδρα· τα δ' άλλα όλα εισί λαμπρά. Ως προς την σωφροσύνην δε και την περί τα χρήματα εγκράτειαν άξιος είναι να παραβληθή προς τους αρίστους και καθαρωτάτους των Ελλήνων, ουχί δε τω όντι προς τον Αλκιβιάδην, όστις ως προς ταύτα υπήρξε πάντων θρασύτατος, και υπέρ πάντας προς το καλόν αδιαφορώτατος.

ΤΙΜΟΛΕΩΝ


Α. Η κατάστασις των πραγμάτων των Συρακουσών ήτον προ της αποστολής του Τιμολέοντος εις Σικελίαν τοιαύτη. Ο Δίων, αποδιώξας Διονύσιον τον τύραννον (207), ευθύς εφονεύθη δολίως, και διηρέθησαν οι μετά του Δίωνος τους Συρακουσίους ελευθερώσαντες. Η δε πόλις άλλον μετ' άλλον μεταβαλούσα συνεχώς τύραννον, υπό πλήθους κακών παρ' ολίγον να μείνη εντελώς έρημος. Της δε λοιπής Σικελίας μέρος μεν ήτον εντελώς ανεστατωμένον και εστερημένον πόλεων εξ αιτίας των πολέμων, αι δε πλείσται πόλεις κατείχοντο υπό βαρβάρων μιγάδων και στρατιωτών αμίσθων, οίτινες πρόθυμοι ήσαν εις τας μεταβολάς των δυναστειών. Τότε, δέκα έτη μετά την αποδίωξίν του, ο Διονύσιος, ξένους συλλέξας, και εκδιώξας τον Νυσαίον (208), όστις τότε εκυρίευε των Συρακουσών, ανέλαβε τα πράγματα πάλιν, και εγκατέστη εκ νέου τύραννος, ανελπίστως μεν διά μικράς δυνάμεως την μεγίστην των τυραννίδων αίτινες ποτέ υπήρξαν απολέσας, έτι δ' ανελπιστότερον από φυγάδος και ταπεινού γενόμενος πάλιν κύριος εκείνων οίτινες τον εδίωξαν. Όσοι λοιπόν Συρακούσιοι έμεινον εις την πόλιν, εδούλευον τον τύραννον όστις ούτε άλλως ήτον ήπιος, τότε δ' είχεν εντελώς εξαγριωθή την ψυχήν υπό των συμφορών του. Οι δ' άριστοι και οι επισημότατοι, απευθυνθέντες προς τον Ικέτην, όστις ήτον των Λεοντίων δυνάστης, παρεδόθησαν εις εκείνον, και τον ανηγόρευσαν στρατηγόν εις τον πόλεμον, αν και δεν ήτον καλήτερος ουδενός των ομολογουμένως τυράννων, αλλά διότι δεν είχον πού αλλαχού να στραφώσι, και ενεπιστεύθησαν εις αυτόν, ως όντα εκ γενετής Συρακούσιον, και έχοντα δύναμιν αξίαν ν' αντιταχθή εις την του τυράννου.

Β. Εν τω μεταξύ δ' ήλθον Καρχηδόνιοι μετά στόλου μεγάλου, και εγένοντο απειλητικοί· ώστε φοβηθέντες οι Σικελιώται, ήθελον να στείλωσι πρεσβείαν εις την Ελλάδα, και να ζητήσωσι παρά των Κορινθίων βοήθειαν, ου μόνον διά την συγγένειαν, ουδέ διότι πολλάκις εμπιστευθέντες εις εκείνους ευηργετήθησαν, αλλά προ πάντων διότι έβλεπον την πόλιν φιλελεύθερον και μισοτύραννον, και πολεμήσασαν τους πλείστους και μεγίστους πολέμους ουχί διά πλεονεξίαν και υπέρ εκτάσεως της εξουσίας της, αλλ' υπέρ της των Ελλήνων ελευθερίας. Ο δ' Ικέτης, της στρατηγίας σκοπόν έχων την τυραννίδα, ουχί δε την ελευθερίαν των Συρακουσίων, είχε μεν ήδη συνεννοηθή κρυφίως προς τους Καρχηδονίους, φανερώς δ' επήνει τους Συρακουσίους, και έπεμψεν ομού μετ' αυτών τους πρέσβεις εις την Πελοπόννησον, ουχί διότι ήθελε να έλθη συμμαχία εκείθεν, αλλ' αν, ως ήτον επόμενον, οι Κορίνθιοι, διά τας ελληνικάς ταραχάς και ασχολίας ηρνούντο την βοήθειαν, ήλπιζεν ότι ευκολώτερον θα παρέδιδε τα πράγματα εις τους Καρχηδονίους, όπως έχη αυτούς συμμάχους και συναγωνιστάς κατά των Συρακουσίων μάλλον παρά κατά του τυράννου. Αλλά ταύτα ολίγον μετέπειτα απεδείχθησαν.

Γ. Όταν δ' έφθασαν οι πρέσβεις, οι Κορίνθιοι, συνήθειαν έχοντες να φροντίζωσι πάντοτε υπέρ των αποίκων αυτών, προ πάντων δ' υπέρ της πόλεως των Συρακουσίων (209), επειδή συνέπεσε και τότε κατά τύχην ουδεμία των ελληνικών υποθέσεων να τους ενασχολή, αλλ' έζων εν ειρήνη και εν αργία, εψήφισαν προθύμως να τους βοηθήσωσιν. Εζητείτο δε στρατηγός, και εν ώ οι άρχοντες έγραφον και επρόβαλλον τους σπουδαρχούντας των πολιτών, είς εκ του πλήθους αναστάς ωνόμασε τον Τιμολέοντα, υιόν του Τιμοδήμου, όστις ούτε είχεν εισέτι αρχίσει να πράττη τα κοινά, ούτ' ελπίδα ή προαίρεσιν είχε τοιαύτην· αλλά Θεός τις, ως φαίνεται, ενέβαλε την πρότασιν εις του ανθρώπου τον νουν τοσαύτη και περί την εκλογήν αυτού έλαμψεν ευθύς εξ αρχής ευμένεια τύχης, και τοσαύτη όλας τας πράξεις του επηκολούθησε χάρις, επικοσμούσα του ανδρός την ανδρείαν. Και ήτον μεν υιός γονέων εις την πόλιν ενδόξων, του Τιμοδήμου και της Δημαρίστης, φιλόπατρις δ' εις άκρον και πράος, αλλ' ενταυτώ σφόδρα μισοτύραννος και μισοπόνηρος. Προς δε τους πολέμους είχε φύσιν τοσούτον καλώς και ομαλώς συγκεκερασμένην, ώστε πολλήν μεν, νέος ων, εδείκνυεν εις τας πράξεις του σύνεσιν, ουχί ολιγωτέραν δ' ανδρείαν αφ' ού εγήρασεν. Αδελφόν δ' είχε τον Τιμοφάνην, πρεσβύτερον, κατ' ουδέν αυτόν ομοιάζοντα, αλλά παράφορον και εκ πόθου της μοναρχίας διεφθαρέντα υπό φίλων φαύλων και υπό ξένων στρατιωτικών, ούς είχε πάντοτε περί εαυτόν, φαινόμενον όμως ορμητικόν κατά τι εις τας εκστρατείας και φιλοκίνδυνον. Διά τούτο και κερδίζων την εύνοιαν των πολιτών, ως ανήρ πολεμικός και δραστήριος, εξελέγετο αρχηγός πολλάκις. Εις ταύτα δε συνείργει μετ' αυτού και ο Τιμολέων, κρύπτων μεν αυτού τα ελαττώματα εντελώς, ή κατορθών να φαίνωνται μικρά, όσα δ' η φύσις τω έδωκε προτερήματα, ταύτα ως ωραιότερα και ανώτερα παριστών.

Δ. Όταν δε μάχη συνεκροτήθη των Κορινθίων κατά των Αργείων και Κλεωναίων (210), ο μεν Τιμολέων έτυχεν εις τους οπλίτας τεταγμένος, ο δε Τιμοφάνης, όστις ωδήγει τους ιππείς, περιέπεσεν εις δεινόν κίνδυνον· διότι ο ίππος του πληγωθείς, τον έρριψεν εις τους πολεμίους, και εκ των συντρόφων του οι μεν ευθύς εκορπίσθησαν φοβηθέντες, οι δε παραμείναντες, ολίγοι προς πολλούς μαχόμενοι, δυσκόλως αντείχον. Ως λοιπόν ο Τιμολέων είδε το συμβεβηκός, ορμήσας εις βοήθειαν, και προτείνας την ασπίδα του εμπρός του Τιμοφάνους, όστις έκειτο κατά γης, και πολλά μεν ακοντίσματα, πολλάς δ' εκ του πλησίον πληγάς λαβών εις το σώμα και εις τα όπλα, μόλις απέκρουσε τους εχθρούς και διέσωσε τον αδελφόν του. Εν τούτοις οι Κορίνθιοι φοβηθέντες μη πάθωσιν ό,τι και πριν είχον πάθει, στερηθέντες, εξ αιτίας των συμμάχων, της πόλεως των, εψήφισαν να μισθώσωσι τετρακοσίους ξένους, και κατέστησαν αρχηγόν αυτών τον Τιμοφάνην. Ούτος δε, παν καλόν και δίκαιον παραβλέψας, ευθύς ήρξατο έργων δι' ών εμελέτα να υποτάξη την πόλιν, και πολλούς φονεύσας ακρίτους εκ των πρώτων πολιτών, ανεδείχθη τύραννος. Βαθέως δε διά τούτο λυπούμενος ο Τιμολέων, και συμφοράν εαυτού θεωρών την εκείνου κακίαν, επεχείρησε μεν να ομιλήση μετ' αυτού, και να τον παρακαλέση ν' αφήση την μανίαν και την δυστυχίαν της επιθυμίας εκείνης, και να ζητήση να επανορθώση διά τινος τρόπου το κατά των πολιτών έγκλημά του. Επειδή δ' εκείνος τον απέκρουσε και τον κατεφρόνησε, παραλαβών αυτός εκ μεν των οικείων του τον Αισχύλον, αδελφόν της γυναικός του Τιμοφάνους, εκ δε των φίλων του τον μάντιν όν Σάτυρον μεν ο Θεόπομπος (211), Ορθαγόραν δ' ο Έφορος και ο Τίμαιος (212) ονομάζουσι, και αφείς να παρέλθωσιν ολίγαι ημέραι, ανέβη προς τον αδελφόν του, και στάντες περί αυτόν οι τρεις, τον καθικέτευον, ήδη καν συνελθών και σωφρονήσας, να μεταβάλη την διαγωγήν του. Αλλ' ο Τιμοφάνης πρώτον μεν τους κατεγέλα· έπειτα δ' εξετράπη παραφερόμενος εις οργήν. Τότε ο Τιμολέων εμακρύνθη ολίγον αυτού, και καλύψας το πρόσωπόν του, εστάθη δακρύων· οι δ' άλλοι, τα ξίφη σύραντες, ταχέως τον εθανάτωσαν (213).

Ε. Ως δ' η πράξις διεβοήθη, οι μεν επισημότατοι των Κορινθίων επήνουν την μισοπονηρίαν και μεγαλοψυχίαν του Τιμολέοντος, διότι εν ώ ήτον ανήρ χρηστός και αγαπών τους οικείους του, προυτίμησεν όμως την πατρίδα της οικίας, και το καλόν και το δίκαιον του συμφέροντος, σώσας μεν τον αδελφόν του όταν ηνδραγάθει υπέρ της πατρίδος του, φονεύσας δ' αυτόν όταν την επεβουλεύθη και την υπεδούλωσεν. Όσοι δε δεν εδύναντο να ζώσιν εις δημοκρατίαν, και ήσαν συνειθισμένοι ν' αποβλέπωσι προς δυνάστας, προσεποιούντο μεν ότι χαίρουσι διά τον θάνατον του τυράννου, ύβριζον όμως τον Τιμολέοντα, ως πράξαντα έργον ασεβές και μυσαρόν, και τον έρριψαν εις λύπην βαθείαν. Ακούσας δ' ότι και η μήτηρ του ηγανάκτει, και ότι φοβεράς φωνάς και κατάρας φρικώδεις εξέπεμπε κατ' αυτού, επορεύθη προς αυτήν να την παρηγορήση· Εκείνη όμως δεν υπέφερε να τον ιδή κατά πρόσωπον, αλλά τω έκλεισε την οικίαν, και τότε, όλως περίλυπος γενόμενος, και συνταραχθείς την διάνοιαν, απεφάσισε ν' αποθάνη εξ ασιτίας. Οι φίλοι του όμως δεν τον αφήκαν, αλλά μετεχειρίσθησαν πάσαν δέησιν προς αυτόν και πάσαν βίαν, και ούτως απεφάσισε μεν να ζήση, αλλά μόνος και μεμακρυσμένος· και αφήκε πάσαν ανάμιξιν εις την πολιτικήν, τους δε πρώτους χρόνους ουδέ κατήλθε παντάπασιν εις την πόλιν, αλλ' αδημονών και πλανώμενος, διέτριβεν εις των αγρών τους ερημοτάτους.

ΣΤ. Ούτως αι κρίσεις ημών, αν μη λάβωσι στερεότητα και δύναμιν εκ της λογικής και της φιλοσοφίας, όταν εις πράξεις καθοδηγώσι, σείονται και παραφέρονται ευκόλως υπό των τυχόντων επαίνων ή κατηγοριών, από των ιδίων αυτών λογισμών μακρυνόμεναι. Διότι πρέπει, ως φαίνεται, όχι μόνον η πράξις να ήναι καλή και δικαία, αλλά και η γνώμη δ' ήν πράττεται να είναι μόνιμος και αμετάτρεπτος, και να πράττωμεν αφ' ού σκεπτόμεθα, ουδέ, καθώς οι λαίμαργοι επιζητούσι μετά σφοδράς επιθυμίας τα φαγητά όσα φέρουσι κόρον, και ταχέως εμπλησθέντες τα αποστρέφονται, ούτω και ημείς να λυπώμεθα εξ ασθενείας διά τας πράξεις αίτινες ετελέσθησαν, διότι μαραίνεται του καλού η ιδέα. Η μετάνοια αισχρόν καθιστά και το καλώς πεπραγμένον· απόφασις δ' εκ γνώσεως και εκ σκέψεως ορμωμένη, ουδ' αν αποτύχωσιν αι πράξεις, μεταβάλλεται. Ούτω Φωκίων ο Αθηναίος, εναντιωθείς εις όσα ο Λεωσθένης (214) έπραττεν, όταν εκείνος εφαίνετο επιτυγχάνων, βλέπων τους Αθηναίους θύοντας και μεγαλαυχούντας διά την νίκην, είπεν ότι «ήθελε να είχε μεν πράξει ταύτα, να είχε δε σκεφθή εκείνα.» Σφοδρότερον δ' απεκρίθη ο Λοκρός (215) Αριστείδης, είς των εταίρων του Πλάτωνος, όταν Διονύσιος ο πρεσβύτερος τω εζήτει εις γυναίκα μίαν των θυγατέρων του, και εκείνος είπεν ότι προτιμά να την ιδή νεκράν, παρά σύζυγον του τυράννου. Μετ' ολίγον δε χρόνον ο Διονύσιος εφόνευσε τους υιούς του, και προς ύβριν ηρώτησεν αν έχη πάντοτε την ιδίαν γνώμην περί του γάμου των θυγατέρων του· ο δ' Αριστείδης απεκρίθη ότι λυπείται μεν διά τα γενόμενα, δεν μετανοεί δε διά τα ρηθέντα. Αλλά ταύτα ίσως εισίν συμπτώματα αρετής μείζονος και τελειοτέρας.

Ζ. Το δε πάθος του Τιμολέοντος διά την πράξιν αυτού, είτε λύπη ήτον διά τον αποθανόντα, είτε συστολή διά την μητέρα του, τοσούτον κατέβαλε και συνέτριψεν αυτού την διάνοιαν, ώστε εις είκοσι σχεδόν ετών διάστημα ουδεμίαν επεχείρησε πράξιν επίσημον ή πολιτικήν. Ως λοιπόν τότε ανηγορεύθη, και ο δήμος προθύμως τον εδέχθη και τον εχειροτόνησεν, αναστάς ο Τηλεκλείδης, ο τότε και κατά δύναμιν και κατά δόξαν πρωτεύων εις την πόλιν, παρεκάλει τον Τιμολέοντα να δειχθή εις τας πράξεις ανήρ αγαθός και γενναίος. «Διότι αν, είπε, καλώς αγωνισθής, θα νομίσωμεν ότι εφόνευσας τύραννον, αν δε κακώς, αδελφόν». Ενώ δ' ητοίμαζεν ο Τιμολέων τον πλουν, και συνέλεγε στρατιώτας, ήλθον γράμματα του Ικέτου προς τους Κορινθίους, μηνύοντα την μεταβολήν αυτού και την προδοσίαν· Διότι, άμα εξέπεμψε τους πρέσβεις, ηνώθη αναφανδόν μετά των Καρχηδονίων, και συνέπραττε μετ' εκείνων, επί σκοπώ του ν' αποβάλη τον Διονύσιον εκ των Συρακουσών, και αυτός να γίνη τύραννος. Φοβούμενος όμως μη έλθη πρότερον δύναμις και στρατηγός εκ Κορίνθου, και επιφέρη των σκοπών του την αποτυχίαν, έπεμψεν επιστολήν προς τους Κορινθίους, λέγουσαν ότι δεν είναι ανάγκη να εκτεθώσιν εις φροντίδας και εις δαπάνας, εκπλέοντες εις την Σικελίαν και κινδυνεύοντες, αφ' ού μάλιστα και οι Καρχηδόνιοι δεν επέτρεπον τούτο, και πολλά πλοία έχοντες παρεμόνευον τον στόλον, αυτός δε, διότι εκείνοι εβράδυνον, ηναγκάσθη να δεχθή αυτούς ως συμμάχους κατά του τυράννου. Ως δ' ανεγνώσθησαν ταύτα τα γράμματα, αν καί τις ήτον αμφιταλαντευόμενος προς την εκστρατείαν, τότε παρώξυνε πάντας η κατά του Ικέτου οργή, ώστε προθύμως εχορήγησαν εις τον Τιμολέοντα και συμπαρεσκεύασαν όλα τα εις τον έκπλουν χρήσιμα.

Η. Ως δ' έγινον τα πλοία έτοιμα, και επρομηθεύθησαν όλα τ' αναγκαία εις τους στρατιώτας, εις τας ιερείας της Κόρης (216) εφάνη ότι είδαν κατ' όναρ τας Θεάς ετοιμαζομένας ως δι' αποδημίαν τινά, και λεγούσας ότι μέλλουσι να συμπλεύσωσι μετά του Τιμολέοντος εις την Σικελίαν δι' ό και κατασκευάσαντες τριήρη ιεράν οι Κορίνθιοι, την επωνόμασαν «Των δύο Θεών (217).» Ο ίδιος δε, μεταβάς εις Δελφούς, προσέφερε θυσίαν εις τον Θεόν (218), και όταν κατέβαινεν εις τον χρησμόν (219), έγινε σημείον, ότι εκ των κρεμαμένων αναθημάτων ελύθη ταινία τις, έχουσα και κεντήματα παριστώντα στεφάνους και νίκας, και ελθούσα έπεσεν εις την κεφαλήν του Τιμολέοντος, ώστε εφάνη ως αν αυτός εστέλλετο εις τας μελλούσας του πράξεις υπό του Θεού στεφανούμενος. Ανεχώρησε δε, έχων πλοία Κορίνθια μεν επτά, Κερκυραία δε δύο, και έν δέκατον, ό έδωκαν οι Λευκάδιοι. Εξέπλευσε δε διά νυκτός εις το πέλαγος, και καλόν είχεν άνεμον, όταν αιφνιδίως εφάνη ως αν ανεώχθη ο ουρανός υπέρ το πλοίον αυτού, και έχυσε πυρ πολύ και λαμπρόν. Εξ αυτού δ' υψωθείσα λαμπάς ομοία προς τας των μυστηρίων, και τρέχουσα μετ' αυτών τον ίδιον δρόμον όν ηκολούθουν οι κυβερνώντες προς την Ιταλίαν, έπεσε τέλος κάτω (220). Οι δε μάντεις είπον ότι το φαινόμενον επεκύρου τα όνειρα των ιερειών, και ότι βοηθούσαι αι Θεαί την εκστρατείαν, έστελλον το φως εκ του ουρανού· διότι η Σικελία ήτον ιερά της Κόρης, και εκεί μυθολογούσιν ότι έγινεν η αρπαγή αυτής (221), και ότι η νήσος τη εδόθη εις τους γάμους της ως δώρον ανακαλυπτήριον (222).

Θ. Υπό των Θεών λοιπόν ούτως ενεθαρρύνετο η εκστρατεία αυτών, και μετά σπουδής το πέλαγος διαπλέοντες, διευθύνοντο προς την Ιταλίαν. Τα δ' από της Σικελίας αγγελλόμενα πολλήν αμηχανίαν έφερον εις τον Τιμολέντα, και πολλήν αθυμίαν εις τους στρατιώτας. Διότι ο Ικέτης ενίκησε πολεμήσας τον Διονύσιον, και κατέλαβε τα πλείστα μέρη των Συρακουσών, και περιορίσας αυτόν εις την ακρόπολιν, την καλουμένην Νήσον (223), τον επολιόρκει εκεί και τον περιετείχιζε. Τους δε Καρχηδονίους προσεκάλει να φροντίσωσι να μη επιβή ο Τιμολέων εις την Σικελίαν, αλλ' αφ' ού εκείνος αποκρουσθή, αυτοί τότε να διανεμηθώσι μεταξύ των την νήσον. Έπεμψαν λοιπόν οι Καρχηδόνιοι είκοσι τριήρεις εις Ρήγιον (224), και μετ' αυτών πρέσβεις του Ικέτου προς τον Τιμολέοντα, φέροντας λόγους ομοίους προς όσα επράττοντο. Ήσαν δ' απάται ομοιαλήθεις και προφάσεις πονηρών βουλευμάτων, και έλεγον να έλθη, αν θέλη, αυτός ο Τιμολέων σύμβουλος εις τον Ικέτην, και συμμέτοχος όλων των μέχρι τούδε ευπραγιών του· τας δε ναυς και τους στρατιώτας να στείλη οπίσω εις την Κόρινθον, διότι ο πόλεμος μετ' ολίγον επερατούτο, οι δε Καρχηδόνιοι ήσαν έτοιμοι να εμποδίσωσι την διάβασιν, και να τον πολεμήσωσιν αν ήθελε να διαβή διά βίας. Όταν λοιπόν, καταπλεύσαντες οι Κορίνθιοι εις το Ρήγιον, απήντησαν τας προτάσεις ταύτας των πρέσβεων, και είδον τους Φοίνικας παραμονεύοντας ου μακράν, ηγανάκτουν μεν ότι υβρίσθησαν, και πάντας κατελάμβανεν οργή κατά του Ικέτου, και φόβος υπέρ των Σικελιωτών, διότι σαφώς έβλεπον ότι κατελείποντο αυτοί ως άθλον και μισθός εις τον Ικέτην της προδοσίας, εις δε τους Καρχηδονίους της τυραννίας ήν ούτοι τω επρομήθευον. Τοις εφαίνετο δ' αδύνατον να νικήσωσι και τα ενταύθα ηγκυροβολημένα πλοία των βαρβάρων, διπλάσια όντα των εδικών των, και του Ικέτου την δύναμιν, ής ήρχοντο να στρατηγήσωσιν.

Ι. Εν τούτοις ο Τιμολέων εις συνέντευξιν ελθών μετά των πρεσβευτών και των αρχόντων των Καρχηδονίων, και πράως μετ' αυτών ομιλήσας, τους είπεν ότι πείθεται μεν εις όσα προτείνουσι, διότι τι θα κατώρθου αν δεν επείθετο; ότι όμως θέλει ν' ακούση και να ειπή ταύτα εμπρός πόλεως Ελληνικής και κοινής φίλης, της των Ρηγίνων, και ούτω ν' αναχωρήση· τούτο καν ότι ενδιαφέρει εις αυτού την ασφάλειαν, και εκείνοι ότι πιστότεροι θέλουσιν εμμείνει εις όσα περί Συρακουσίων υπόσχονται, όταν λάβωσι τον δήμον ως μάρτυρα των υποχρεώσεών των. Αλλά τοις επρότεινε ταύτα απάτην τεχναζόμενος διά την διάβασιν. Συνετεχνάζοντο δε μετ' αυτού και πάντες οι στρατηγοί των Ριγίνων, επιθυμούντες να γίνωσι οι Κορίνθιοι κύριοι των πραγμάτων εν Σικελία, και φοβούμενοι την γειτνίασιν των βαρβάρων. Διά τούτο συνεκάλεσαν εκκλησίαν, και έκλεισαν τας πύλας, επί λόγω δήθεν να μη τραπώσιν οι πολίται εις άλλας ενασχολήσεις· ελθόντες δ' εις το πλήθος, μακρούς έλεγον λόγους, και άλλος εις άλλον παρέδιδε την ιδίαν υπόθεσιν, προς ουδέν τέλος, και μόνον τον καιρόν κατατρίβοντες, έως ού κινήσωσιν αι τριήρεις των Κορινθίων. Είχον δε και τους Καρχηδονίους όλως ανυπόπτως παρόντας εις την εκκλησίαν, διότι και ο Τιμολέων ήτον παρών, και εφαίνετο ότι όσον ούπω έμελλε να εγερθή και να ομιλήση. Ως δ' ανήγγειλε τις εις αυτόν κρυφίως ότι αι άλλαι τριήρεις εκίνησαν, μία δ' ότι έμεινεν οπίσω και περιέμενεν, η εδική του, διασχίσας τον όχλον, εν ώ τον έκρυπτον και οι περί το βήμα Ρηγίνοι, και καταβάς εις την θάλασσαν, απέπλευσε διά τάχους· και προσωρμίσθησαν εις το Ταυρομένιον (225), όπου τους εδέχθη, και προ πολλού προθύμως τους εκάλει ο Ανδρόμαχος, όστις είχε την πόλιν, και ήτον δυνάστης αυτής. Ούτος ήτον πατήρ Τιμαίου του ιστορικού (226) και επισημότατος πολύ γενόμενος όλων των τότε εν Σικελία δυναστευόντων, ου μόνον τους συμπολίτας αυτού διώκει νομίμως και δικαίως, αλλά και προς τους τυράννους προφανής ην αυτού η απέχθεια και το μίσος. Διά τούτο επέτρεψε τότε και εις τον Τιμολέοντα να λάβη την πόλιν εκείνην ως ορμητήριον, και τους πολίτας έπεισε να συναγωνισθώσι μετά των Κορινθίων, και να συντελέσωσι μετ' εκείνων εις την ελευθερίαν της Σικελίας.

ΙΑ. Οι δ' εν Ρηγίω Καρχηδόνιοι, αφ' ού ο Τιμολέων απέπλευσε, και διελύθη η εκκλησία, αγανακτούντες διότι διά του στρατηγήματος τούτου εξηπατήθησαν, αστείοι εφαίνοντο εις τους Ρηγίνους, ότι Φοίνικες όντες δεν ηρέσκοντο εις τα δι' απάτης γινόμενα (227). Έπεμψαν δ' εις Ταυρομένιον τριήρην μετά πρεσβευτού, όστις πολλά ομιλήσας προς τον Ανδρόμαχον, και αυθαδώς και βαρβάρως αυτόν απειλήσας, αν δεν αποδιώξη όσον τάχος τους Κορινθίους, τέλος τω έδειξεν υπτίαν την χείρα του, και έπειτα την ανέστρεψε, λέγων ότι τοιαύτη ήτον η πόλις του, και τοιαύτην θέλουσι την κάμει. Γελάσας δ' ο Ανδρόμαχος, άλλο μεν ουδέν απεκρίθη, αλλά την χείρα του, ως εκείνος, πρώτον μεν υπτίαν, έπειτα δ' ανεστραμμένην προτείνας, τον διέταξε ν' αποπλεύση, αν δεν θέλη το πλοίον του, τοιούτον όν, να γίνη τοιούτον. Ο δ' Ικέτης, ακούσας του Τιμολέοντος την διάβασιν και φοβηθείς, εμήνυσε και τω ήλθον πολλαί των Καρχηδονίων τριήρεις. Τότε οι Συρακούσιοι απώλεσαν πάσαν σωτηρίας ελπίδα, βλέποντες τον μεν λιμένα αυτών εις την εξουσίαν των Καρχηδονίων, την δε πόλιν κατέχοντα τον Ικέτην, την δ' ακρόπολιν εις την εξουσίαν του Διονυσίου, τον δε Τιμολέοντα προσηρτημένον εις την Σικελίαν ως εκ κρασπέδου τινός λεπτού, εκ της κωμοπόλεως των Ταυρομενιτών, μετ' ασθενούς ελπίδος και ολίγης δυνάμεως· διότι είχε χιλίους στρατιώτας και την αναγκαίαν τροφήν δι' αυτούς, άλλο δε τίποτε. Ουδ' ενεπιστεύοντο εις αυτόν αι πόλεις, διότι ήσαν πλήρεις κακών, και απηγριωμέναι προς πάντας τους αρχηγούς των στρατοπέδων, προ πάντων διά την απιστίαν του Καλλίππου και Φάρακος (228), ών ο είς, Αθηναίος ων, ο δ' έτερος Λακεδαιμόνιος, αμφότεροι δε λέγοντες ότι ήλθον υπέρ της ελευθερίας και ίνα καταλύσωσι τους μονάρχας, χρυσούν αιώνα έδειξαν εις την Σικελίαν της τυραννίδος τας συμφοράς, και έκαμον να νομίζωνται μακαριώτεροι οι αποθανόντες εν δουλεία των ιδόντων την αυτονομίαν.

ΙΒ. Μη προσδοκώντες λοιπόν ότι ο Κορίνθιος θα ήτον κατ' ουδέν αυτών καλήτερος, αλλ' ότι θέλει έλθει τα ίδια σοφίσματα εις αυτούς φέρων και τα ίδια δελεάσματα μετ' ελπίδων χρηστών, όπως τους καταφέρη εις μεταβολήν νέου δεσπότου, υπώπτευον και απέκρουον τας προσκλήσεις των Κορινθίων, εκτός μόνον των Αδρανιτών (229), οίτινες πόλιν μικράν μεν κατοικούντες, αλλ' ιεράν του Αδρανού, Θεού τινος μεγάλως τιμωμένου καθ' όλην την Σικελίαν, εστασίασαν προς αλλήλους, και άλλοι μεν προσεκάλουν τον Ικέτην και τους Καρχηδονίους, άλλοι δ' έστελλον και διεπραγματεύοντο μετά του Τιμολέοντος. Συνέπεσε δ' αυτομάτως πως, ως έσπευδον αμφότεροι, να προφθάσωσι και δύο οι κατά τον ίδιον καιρόν. Αλλ' ο μεν Ικέτης ήλθεν έχων στρατιώτας πεντακισχιλίους, του δε Τιμολέοντος όλοι ομού δεν ήσαν περισσότεροι των χιλίων διακοσίων. Τούτους είχε λάβει εκ του Ταυρομενίου, απέχοντος του Αδρανού σταδίους τριακοσίους τεσσαράκοντα (230)· και την μεν πρώτην ημέραν δεν επροχώρησε πολύ, και κατεσκήνωσε· την δ' επαύριον, ταχέως οδοιπορήσας, και δυσβάτους τόπους διελθών, περί το τέλος ήδη της ημέρας ήκουσεν ότι ο ικέτες είχε φθάσει αρτίως εις την κωμόπολιν, και είχε στρατοπεδεύσει. Και οι μεν λοχαγοί και ταξίαρχοι (231) εσταμάτησαν τους πρώτους διά να φάγωσι και ν' αναπαυθώσιν, ίνα ώσιν ούτω προθυμότεροι εις τον πόλεμον. Αλλ' ο Τιμολέων, περιερχόμενος μεταξύ αυτών, τους παρακάλει να μη πράξωσιν ούτως, αλλά να προχωρήσωσι ταχέως, και να έλθωσιν εις χείρας μετά των εχθρών οίτινες δεν ήσαν παρατεταγμένοι, ως ήτον επόμενον, διότι μόλις έπαυσαν οδοιπορούντες, και ησχολούντο εις τας σκηνάς και το δείπνον. Και λέγων ταύτα, έλαβε συγχρόνως την ασπίδα του, και προηγείτο πρώτος, ως εις νίκην βεβαίαν. Τον ηκολούθουν δ' οι λοιποί, θάρρος αναλαβόντες, και ολιγώτερον των τριάκοντα σταδίων (232) απέχοντες από των εχθρών. Αφ' ού δε διήλθον και την απόστασιν ταύτην, επιπίπτουσι κατ' αυτών, και ταράττονται οι εχθροί, και τρέπονται εις φυγήν άμα τους ενόησαν πλησιάσαντας. Τότε εφονεύθησαν ολίγοι περισσότεροι των τριακοσίων, ηχμαλωτίσθησαν δε δις τόσοι ζώντες, και εκυριεύθη και το στρατόπεδον. Οι δε Αδρανίται, ανοίξαντες τας πύλας, προσετέθησαν εις τον Τιμολέοντα, μετά φρίκης και θαυμασμού κηρύτοντες, ότι εν ώ συνεκροτείτο η μάχη, ανεώχθησαν αυτομάτως οι ιεροί του ναού πυλώνες, και εφάνη του Θεού (233) το μεν δόρυ εκ του άκρου της αιχμής σειόμενον, το δε πρόσωπον υπό πολλού ιδρώτος βρεχόμενον.

ΙΓ. Ταύτα δε, ως φαίνεται, εσήμαινον όχι την τότε νίκην μόνον, αλλά και τας μετά ταύτα πράξεις, ών ο αγών εκείνος εγένετο αρχή ευτυχής. Διότι πόλεις ευθύς πρεσβείας στέλλουσαι, προσετίθεντο εις τον Τιμολέοντα, και Μάμερκος (234), ο τύραννος της Κατάνης, ανήρ πολεμικός, και διά του πλούτου του ισχυρός, προσέφερε την συμμαχίαν του. Το δε μέγιστον, αυτός ο Διονύσιος, απελπιζόμενος ήδη, και κινδυνεύων να παραδοθή πολιορκούμενος, τον μεν Ικέτην κατεφρόνησε διότι αισχρώς ενικήθη, θαυμάζων δε τον Τιμολέοντα, έπεμψε να παραδώση εις εκείνον και εις τους Κορινθίους εαυτόν και την ακρόπολιν (235). Δεχθείς δ' ο Τιμολέων την ανέλπιστον ευτυχίαν, αποστέλλει τον Ευκλείδην και τον Τηλέμαχον, άνδρας Κορινθίους, εις την ακρόπολιν, και στρατιώτας τετρακοσίους, όχι όλους ομού, ουδέ φανερώς· τούτο ήτον αδύνατον, διότι οι εχθροί ήσαν έτοιμοι να ορμήσωσι κατ' αυτών αλλά κρυφίως, και κατ' ολίγους ριπτομένους εις το φρούριον. Και οι μεν στρατιώται παρέλαβον λοιπόν την ακρόπολιν και του τυράννου την κατοικίαν μεθ' όλης της αποσκευής αυτής, και μεθ' όλων των εις πόλεμον χρησίμων· διότι και ίπποι ήσαν εις την ακρόπολιν ουκ ολίγοι, και παν μηχανών είδος, και βελών πλήθος· όπλων δ' έκειντο αυτόθι επτά μυριάδες εκ παλαιού χρόνου τεθησαυρισμένοι. Στρατιώτας δ' είχε δισχιλίους ο Διονύσιος, ούς παρέδωκεν, ως όλα τα λοιπά, εις τον Τιμολέοντα. Αυτός δ' ο Διονύσιος, χρήματα λαβών και ολίγους των φίλων του, εξέπλευσε χωρίς ο Ικέτης να τον εννοήση, και ελθών εις του Τιμολέοντος το στρατόπεδον, και κατά πρώτον τότε ιδιώτης και ταπεινός φανείς, επί πλοίου ενός και μετ' ολίγων χρημάτων εστάλη εις Κόρινθον, γεννηθείς μεν και τραφείς εις την τυραννικήν αξίαν, την πασών ενδοξοτάτην και μεγίστην, κατασχών δ' αυτήν έτη δέκα, άλλα δε δώδεκα μετά την εκστρατείαν του Δίωνος εις αγώνας και εις πολέμους κακοπαθήσας, και παθών δεινότερα αφ' όσα τυράννων έπραξε. Διότι είδε και τους ενήλικας υιούς του θανατωθέντας, και τας παρθένους θυγατέρας του ατιμασθείσας, και την αδελφήν του, ήτις ήτον και γυνή του συγχρόνως, επί ζωής της μεν εις ασελγεστάτας των εχθρών ηδονάς παρανόμως παραδοθείσαν, βίαιον δε θάνατον αποθανούσαν μετά των τέκνων της, και εις το πέλαγος καταποντισθείσαν (236). Αλλά ταύτα εγράφησαν ακριβώς εις τον βίον του Δίωνος.

ΙΔ. Όταν δ' ο Διονύσιος έφθασεν εις την Κόρινθον, ουδείς υπήρχε των Ελλήνων όστις δεν επεθύμει να τον ιδή και να τον ομιλήση. Και άλλοι μεν, χαίροντες διά τας συμφοράς του, εκ μίσους μετ' ευχαριστήσεως συνήλθον διά να τον πατήσωσιν ως ερριμμένον υπό της τύχης· οι δε διά την μεταβολήν συγκινούμενοι και συμπαθούντες, έβλεπον επί των ασθενών και προδήλων ανθρωπίνων πραγμάτων μεγάλην των αδήλων και θείων αιτιών την δύναμιν. Διότι οι τότε καιροί ουδέν είχον να επιδείξωσιν ούτε φύσεως προϊόν ούτε τέχνης τοσούτον περίεργον, όσον το έργον της τύχης, εκείνον, τον της Σικελίας ολίγον πρότερον τύραννον, τότε εν Κορίνθω διατρίβοντα παρά την οψόπωλιν, ή καθήμενον εις το μυροπώλιον, πίνοντα κρασίον εκ των καπηλείων, και εν τω μεταξύ διαπληκτιζόμενον μετά δημοσίων γυναίων, και τας τραγωδιστρίας εις τας ωδάς διδάσκοντα, και φιλονεικούντα μετά σπουδής προς εκείνας περί θεατρικών ασμάτων και περί αρμονίας του μέλους. Ταύτα δέ τινες μεν ενόμιζον ότι εποίει ο Διονύσιος διότι ήτον οκνηρός την φύσιν και αμελής και ακόλαστος· άλλοι δε, ότι θέλων να καταφρονήται, και να μη ήναι φοβερός εις τους Κορινθίους, ουδ' ύποπτος ότι βαρέως έφερε του βίου την μεταβολήν και ότι επεθύμει τα δημόσια πράγματα, επετηδεύετο ταύτα, και υπεκρίνετο παρά φύσιν, και πάσαν επεδείκνυε φιλοτιμίας έλλειψιν εις την τοιαύτην αργίαν παραδιδόμενος.

ΙΕ. Αναφέρονται δε και λόγοι τινες αυτού, οίτινες φαίνονται αποδεικνύοντες ότι υπέφερεν ουχί αγεννώς τας παρούσας αυτού καταστροφάς. Καταπλεύσας εις την Λευκάδα, πόλιν άποικον των Κορινθίων, ως ήτον και η των Συρακουσών, είπεν ότι τω συμβαίνει το αυτό ό,τι και εις τους σφάλλοντας νεανίσκους· διότι καθώς εκείνοι μετά μεν των αδελφών των φαιδρώς συγκατοικούσι, τους δε πατέρας των αισχυνόμενοι αποφεύγουσιν, ούτω και αυτός, εντρεπόμενος την μητρόπολιν, ευχαρίστως θα κατώκει μεταξύ αυτών. Εις δε την Κόρινθον, προς ξένον τινα αγροίκως πως χλευάζοντα αυτόν διά τας μετά των φιλοσόφων συναναστροφάς του, αίτινες τον ευχαρίστουν όταν ήτον τύραννος, και τέλος ερωτήσαντα, τι άρα απήλαυσεν εκ της σοφίας του Πλάτωνος, «Και σοι φαίνεται, τω είπεν, ότι ουδέν ωφελήθημεν εκ του Πλάτωνος, όταν ούτως υποφέρωμεν της τύχης την μεταβολήν;» Προς δε τον μουσικόν Αριστόξενον (237) καί τινας άλλους, οίτινες τον ηρώτησαν πόθεν προήλθε και τις ήτον η κατά του Πλάτωνος δυσαρέσκειά του, είπεν αυτός ότι, κακών μεν πολλών μεστή είναι η τυραννίς, αλλά κανέν αυτών δεν είναι τόσον μέγα, όσον το ότι κανείς των λεγομένων φίλων δεν ομιλεί προς αυτήν μετά παρρησίας· ότι δε και αυτός υπ' εκείνων εστερήθη της ευνοίας του Πλάτωνος. Όταν δε τις των θελόντων ευφυίαν να δείξη, περιπαίζων τον Διονύσιον, ετίνασσε το ιμάτιόν του εισερχόμενος προς αυτόν, ως εισερχόμενος δήθεν προς τύραννον (238), τω είπεν ο Διονύσιος, αντισκώπτων αυτόν, να πράττη τούτο όταν εξέρχηται, διά να δείξη ότι δεν απέρχεται κλέψας τι εκ του δωματίου. Φίλιππος δ' ο Μακεδών, εις συμπόσιον καθήμενος (239), έρριψεν ειρωνικόν τινα λόγον περί των μελών και των τραγωδιών άς κατέλιπεν ο πρεσβύτερος Διονύσιος, και επροσποιήθη ότι ηπόρει πότε εύρισκεν εκείνος καιρόν να συνθέτη ταύτα· Τω απήντησε δ' ο Διονύσιος ουχί αστόχως· «Όταν συ και εγώ, και όλοι οι μακάριοι νομιζόμενοι, διετρίβομεν περί το ποτήριον.» Και ο μεν Πλάτων δεν είδεν εν Κορίνθω τον Διονύσιον, αλλ' είχεν ήδη αποθάνει· ο δε Σινωπεύς Διογένης (240), όταν απήντησεν αυτόν κατά πρώτον, «Ποσόν αναξίως, τω είπεν, ω Διονύσιε ζης!». Τότε δ' εστάθη εκείνος, και τω απεκρίθη· «Καλά κάμνεις, ω Διόγενες, λυπούμενος μετ' εμού διά τα δυστυχήματά μου.» «Και πώς; είπεν ο Διογένης· Νομίζεις ότι συμπάσχω μετά σου, και ότι πολύ μάλλον δεν αγανακτώ διότι τοιούτον ανδράποδον ων, και άξιος να γηράσης, ως ο πατήρ σου, και ν' αποθάνης εις τα καταγώγια των τυράννων, συ διατρίβεις ενταύθα, παίζων και τρυφών μεθ' ημών;» Ώστε όταν παραβάλλω προς ταύτα τας φωνάς του Φιλίστου, άς εκπέμπει περί των Θυγατέρων του Λεπτίνου ολοφυρόμενος (241), ότι εκ μεγάλων αγαθών, των της τυραννίδος, εις βίον κατέπεσαν ταπεινόν, μοι φαίνονται εκείναι ως θρήνοι γυναικός αλαβάστρους (242) ποθούσης και πορφύρας και χρυσά κοσμήματα. Ταύτα δεν νομίζομεν ξένα εις βιογραφίας, και ελπίζομεν να μη φανώσιν άχρηστα εις ακροατάς μη σπεύδοντας ή μη πολυασχόλους.

ΙΣΤ. Και η μεν δυστυχία του Διονυσίου εφάνη παράδοξος· θαυμαστόν δε ότι είχεν η επιτυχία του Τιμολέοντος. Διότι, αφ' ού επάτησε την Σικελίαν, εντός πεντήκοντα ημερών και την ακρόπολιν των Συρακουσών παρέλαβε, και τον Διονύσιον εις την Πελοπόννησον απέπεμψεν. Εκ τούτων εμψυχωθέντες οι Κορίνθιοι, τω έπεμψαν δισχιλίους οπλίτας και διακοσίους ιππείς, οίτινες φθάσαντες μέχρι Θουρίων (243), επειδή αδύνατον έβλεπον να περάσωσιν εκείθεν, διότι οι Καρχηδόνιοι μετά πολλών πλοίων κατείχον την θάλασσαν, αναγκαζόμενοι να μείνωσιν αυτόθι αργοί και να περιμείνωσιν εύθετον καιρόν, μετεχειρίσθησαν εις κάλλιστον έργον της απραξίας των τον καιρόν. Οι Θούριοι εξεστράτευον τότε κατά των Βρεττίων (244)· παραλαβόντες δ' αυτοί την πόλιν αυτών, την διεφύλαξαν ως ιδίαν αυτών πατρίδα, καθαρώς και πιστώς. Ο δ' Ικέτης την μεν ακρόπολιν των Συρακουσών επολιόρκει, και εμπόδιζε να εισπλεύση σίτος διά τους Κορινθίους. Παρασκευάσας δε δύο ξένους, έπεμψεν αυτούς κρυφίως εις Αδρανόν, διά να δολοφονήσωσι τον Τιμολέοντα, όστις ούτε άλλως είχεν ωργανισμένην σωματοφυλακήν, και τότε, ένεκα της θείας προστασίας, όλως ελευθέρως και ανυπόπτως συνέζη μετά των Αδρανιτών. Οι δε σταλέντες, κατά τύχην ακούσαντες ότι έμελλεν αυτός να προσφέρη θυσίαν, ήλθον εις το ιερόν, εγχειρίδια υπό τα ιμάτια έχοντες, και συναναμιχθέντες μετά των ισταμένων πέριξ του βωμού, επλησίαζον κατά μικρόν επί μάλλον και μάλλον. Ήδη δε προέτρεπον αλλήλους ν' αρχήσωσιν όσον ούπω, όταν τον ένα αυτών εκτύπησέ τις διά ξίφους κατά της κεφαλής, και άμα ούτος έπεσεν, ούτ' εκείνος έμεινεν, όστις τον εκτύπησεν, ούτε ο ελθών μετά του πληγωθέντος· αλλ' εκείνος μεν το ξίφος κρατών και φεύγων, εις πέτραν υψηλήν ανεπήδησεν· ο δ' άλλος, τον βωμόν εναγκαλισθείς, εζήτει χάριν παρά του Τιμολέοντος, υποσχόμενος τα πάντα να τω καταμηνύση. Λαβών δ' αυτήν, εμαρτύρησε καθ' εαυτού και κατά του αποθανόντος, ότι εστάλησαν διά να τον φονεύσωσιν. Εν τούτοις δε και τον εις την πέτραν καταφυγόντα κατεβίβασαν άλλοι, βοώντα άτι ουδέν κακόν έπραξεν, αλλ' ότι δικαίως εφόνευσε τον άνθρωπον, εκδικών τον αποθανόντα πατέρα του, όν εκείνος πριν είχε θανατώσει εν Λεοντίνοις (245). Και εμαρτύρουν υπέρ αυτού τινες των παρόντων, θαυμάζοντες συγχρόνως της τύχης το μηχάνημα, ήτις άλλα δι' άλλων ενεργούσα, και συνάγουσα πάντα μακρόθεν και συγκαταπλέκουσα τα φαινόμενα όλως διάφορα και ουδέν προς άλληλα κοινόν έχοντα, μεταχειρίζεται των μεν τα τέλη εις άλλων αρχάς. Και τον μεν άνθρωπον τούτον εστεφάνωσαν οι Κορίνθιοι διά στεφάνου αξίας δέκα μνων (246), διότι εδάνεισε πάθος δίκαιον εις τον δαίμονα τον φύλακα του Τιμολέοντος, και δεν κατηνάλωσε πρότερον τον θυμόν όν έτρεφε προ πολλού, αλλ' εξ ιδίων αιτιών, και συνάρσει της τύχης, διετήρησεν αυτόν προς σωτηρίαν εκείνου. Η δε του παρόντος καιρού ευτυχία, και προς τα μέλλοντα ανεπτέρωσε τας ελπίδας αυτών, και έβλεπον ως ιερόν άνδρα τον Τιμολέοντα, όν ως εκ Θεού πεμφθέντα βοηθόν εις την Σικελίαν, ώφειλον να σέβωνται και να προφυλάττωσιν.

ΙΖ. Ως δ' απέτυχεν εις την απόπειραν ταύτην ο Ικέτης, και έβλεπε πολλούς περί τον Τιμολέοντα συνασπιζομένους, μεμφθείς εαυτόν, ότι εν ώ τοσαύτην είχε δύναμιν των Καρχηδονίων, μετεχειρίζετο αυτήν ως αισχυνόμενος, κατά μικρά σώματα και λαθραίως υποκλέπτων και παρέργως δεχόμενος την συμμαχίαν αυτών, εμήνυσε τον στρατηγόν αυτών Μάγωνα να έλθη μεθ' όλου του στόλου του. Εισέπλευσε δ' αυτός τότε φοβερός, δι' εκατόν πεντήκοντα πλοίων καταλαμβάνων τον λιμένα, πεζών δ' έξ μυριάδας αποβιβάζων, και στρατοπεδεύων εις την πόλιν των Συρακουσίων· ώστε η έκπαλαι λεγομένη και περιμενομένη εκβαρβάρωσις ήλθεν εις την Σικελίαν. Διότι ποτέ πρότερον δεν είχον κατορθώσει οι Καρχηδόνιοι, αν και μυρίους επολέμησαν πολέμους εις την Σικελίαν, να λάβωσι τας Συρακούσας· τότε δε, όταν τους εδέχθη ο Ικέτης και τοις παρέδωκε την πόλιν, εφαίνετο αύτη εις βαρβάρων μεταβληθείσα στρατόπεδον. Οι δε Κορίνθιοι όσοι είχον την ακρόπολιν, δεινώς διέκειντο και επικινδύνως, τροφήν ικανήν μη έχοντες πλέον, και ένδειαν πάσχοντες, διότι εφρουρούντο οι λιμένες, κατεμερίζοντο δε πάντοτε εις αγώνας και μάχας περί τα τείχη, και εις παν μηχάνημα και εις πάσαν επίνοιαν πολιορκητικήν.

ΙΗ. Ουχ ήττον όμως ο Τιμολέων τους εβοήθει, στέλλων εις αυτούς σίτον εκ Κατάνης διά μικρών αλιευτικών πλοιαρίων και δι' ακατίων λεπτών, άτινα κατώρθουν εν καιρώ τρικυμίας μάλιστα να εισπλέωσι διά των βαρβαρικών τριηρών, περώντα κάτωθεν αυτών, όταν τας εχώριζεν ο κυματισμός και ο σάλος. Ταύτα βλέποντες οι περί τον Μάγωνα και Ικέτην, ηθέλησαν να κυριεύσωσι την Κατάνην εξ ής ήρχοντο διά θαλάσσης αι τροφαί εις τους πολιορκουμένους, και λαβόντες της δυνάμεως αυτών το μαχιμώτατον, εξέπλευσαν εκ των Συρακουσών. Ο δε Κορίνθιος Νέων, (ήτον δ' ούτος ο αρχηγός των πολιορκουμένων), ιδών από της κορυφής τους εχθρούς όσοι έμειναν, ότι απροσέκτως και αμελώς εφύλαττον, επέπεσεν εξαίφνης επ' αυτούς εν ώ ήσαν διεσπαρμένοι, και άλλους μεν φονεύσας άλλους δε τρέψας εις φυγήν, εκυρίευσε και κατέλαβε την θέσιν την λεγομένην Αχραδινήν, ήτις εφαίνετο ότι ήτον το ισχυρότατον και μάλλον απρόσβλητον μέρος της πόλεως των Συρακουσών, συγκειμένης τρόπον τινα εκ πολλών πόλεων. Κυριεύσας δε πολύν σίτον και πολλά χρήματα, δεν αφήκε τον τόπον, ουδ' ανεχώρησε πάλιν εις την άκραν, αλλά περιφράξας τον περίβολον της Αχραδινής, και συνάψας αυτήν διά των περιτειχισμάτων μετά της ακροπόλεως, την εφύλαττε. Τους δε μετά του Μάγωνος και του Ικέτου, όντας ήδη πλησίον της Κατάνης, προφθάσας ιππεύς εκ Συρακουσών, τοις ανήγγειλε την άλωσιν της Αχραδινής. Ταραχθέντες δ' αυτοί, ανεχώρησαν διά τάχους, ούτε την πόλιν κυριεύσαντες καθ' ής εξήλθον, ούτε φυλάξαντες εκείνην ήν είχον.

ΙΘ. Και ταύτα μεν η πρόνοια και η ανδρεία δύναται μέχρι τινός να τ' αμφισβητήση προς την τύχην· το δε μετά ταύτα γενόμενον φαίνεται εντελώς ότι εξ ευνοίας της τύχης συνέβη. Οι στρατιώται των Κορινθίων όσοι διέτριβον εν Θουρίοις, φοβούμενοι τας τριήρεις των Καρχηδονίων αίτινες τους παρεφύλαττον μετά του Άννωνος, και επειδή συγχρόνως διά την σφοδρότητα του ανέμου προ πολλών ημερών ήτον εξηγριωμένη η θάλασσα, εκίνησαν να πορευθώσι πεζή διά της χώρας των Βρεττίων (247). Και μέρος μεν πείθοντες τους βαρβάρους, μέρος δε διά της βίας διερχόμενοι, κατέβαινον προς το Ρήγιον, εν ώ το πέλαγος ήτον έτι τρικυμιώδες. Ο δε των Καρχηδονίων ναύαρχος επειδή δεν περιέμενε τους Κορινθίους, και ενόμιζεν ότι ματαίως εκεί εκάθητο, πείσας εαυτόν ότι επενόησε σοφόν ότι και πανούργον προς απάτην, διέταξε τους ναύτας να στεφανωθώσι, και κοσμήσας τας τριήρεις δι' ελληνικών ασπίδων και φοινίκων καλυμμάτων, έπλεε προς τας Συρακούσας· και παρά την ακρόπολιν, ισχυρώς τας κώπας κτυπών, και μετά κρότου και γέλωτος, εβόα ότι έρχεται νικήσας και κατατροπώσας τους Κορινθίους, ούς κατέλαβεν εις την θάλασσαν διαπλέοντας. Ήλπιζε δε διά τούτων να προξενήση δυσθυμίαν εις τους πολιορκουμένους. Αλλ' εν ώ ταύτα εφλυάρει και γελοίαν απάτην μετεχειρίζετο, οι Κορίνθιοι, καταβάντες εκ των Βρεττίων εις το Ρήγιον, επειδή ουδείς εφύλαττε, και είχε πέσει ο άνεμος ανελπίστως, και ο πορθμός εφαίνετο ακύμαντος και λείος, πληρώσαντες ταχέως τα περάματα και τα αλιευτικά πλοιάρια όσα ήσαν εκεί, απέπλευσαν, και διέβησαν εις την Σικελίαν τοσούτον ασφαλώς και μετά τοσαύτης γαλήνης, ώστε έσειρον και τους ίππους εκ των χαλεινών, κολυμπώντας πλησίον των πλοίων.

Κ. Αφ' ού δ' όλοι διήλθον, ο Τιμολέων δεχθείς αυτούς, εκυρίευσεν ευθύς την Μεσσήνην (248), και παραταχθείς, εξεστράτευσε κατά των Συρακουσών, πεποιθώς μάλλον εις την καλήν τύχην δι' ής τοσαύτα επετύγχανε και κατώρθου, παρά εις την δύναμίν του· διότι δεν είχε μεθ' εαυτού περισσοτέρους των τετρακισχιλίων. Ως δ' ανηγγέλθη η έφοδος αυτού εις τον Μάγωνα, θορυβούμενος ούτος και φοβηθείς, έτι μάλλον συνέλαβεν υποψίας εξ αιτίας τοιαύτης. Οι περί την πόλιν βάλτοι πολύ μεν δέχονται εκ βρύσεων πότιμον ύδωρ, πολύ δ' εξ ελών και ποταμών, οίτινες καταρρέουσιν εις την θάλασσαν, και εις αυτούς τρέφεται πλήθος εγχέλεων, και υπάρχει πάντοτε άφθονος άγρα αυτών. Ταύτας δ' εθήρευον ομού οι μισθωτοί στρατιώται και των δύο μερών, επειδή ήσαν εις αργίαν και εις ανακωχήν. Ως όντες δ' εκατέρωθεν Έλληνες, και προς αλλήλους μη έχοντες αφορμήν ιδίων απεχθειών, εις μεν τας μάχας εκινδύνευον προς αλλήλους ευρώστως, επί δε της ανακωχής ερχόμενοι προς αλλήλους, συνδιελέγοντο. Και τότε κοινόν έχοντες το έργον της αλιείας, συνωμίλουν, θαυμάζοντες της θαλάσσης εκείνης την ωραιότητα, και την αξιολογότητα των χωρών. Και τις εκ των συνεκστρατευόντων μετά των Κορινθίων, είπε· «Πόλιν τόσον μεγάλην και τόσα καλά έχουσαν, σεις, Έλληνες όντες, θέλετε να την εκβαρβαρώσητε, κατοικίζοντες πλησιέστερον ημών τους κακίστους και φονικωτάτους Καρχηδονίους, εν ώ έπρεπε να εύχεσθε πολλαί Σικελίαι να κείνται μεταξύ αυτών και της Ελλάδος. Ή νομίζετε ότι ούτοι συνήθροισαν στρατόν και ήλθον από των Ηρακλείων στηλών και της Αντλαντικής θαλάσσης διά να κινδυνεύσωσιν υπέρ της δυναστείας του Ικέτου, όστις, αν εσκέπτεπο ως ηγεμών, δεν θ' απέκρουε τους πατέρας (249) ουδέ θα έφερε τους εχθρούς κατά της πατρίδος του, αλλά θ' απελάμβανε και τιμήν και δύναμιν όσην πρέπει, πείσας τους Κορινθίους και τον Τιμολέοντα;» Τούτους τους λόγους οι μισθοφόροι διέδωκαν εις το στρατόπεδον, και ενέπνευσαν υποψίαν εις τον Μάγωνα, ότι προδίδεται. Εζήτει δε και προ πολλού πρόφασιν. Επομένως, ει και τον παρεκάλει ο Ικέτης να παραμείνη, και τω έλεγε πόσον ανώτεροι εισί των εχθρών, αυτός όμως, νομίζων ότι εισί κατά την ανδρείαν μάλλον και κατά την τύχην κατώτεροι του Τιμολέοντος, παρ' ό,τι υπερισχύουσι κατά το πλήθος της δυνάμεως, απέπλευσεν ευθύς εις Λιβύαν, αισχρώς και κατ' ουδεμίαν ανθρωπίνην προσδοκίαν αφείς εκ των χειρών του την Σικελίαν.

ΚΑ. Την δ' επαύριον παρέστη ο Τιμολέων παρατεταγμένος εις μάχην. Ως δ' ήκουσαν την φυγήν, και είδαν την ερημίαν των νεωρίων, τοις ήλθε να γελάσωσι διά την ανανδρίαν του Μάγωνος, και περιερχόμενοι, εκήρυττον εις την πόλιν αμοιβήν εις όν τινα τοις κατήγγελλε πού απέδρα ο στόλος των Καρχηδονίων. Επειδή όμως ο Ικέτης ήθελε μάχην εισέτι, και δεν παρητείτο της εξουσίας επί της πόλεως, αλλ' ενέμενε πεισματωδώς εις τα μέρη όσα κατείχε, διότι ήσαν ισχυρά και δυσάλωτα, διαιρέσας ο Τιμολέων την δύναμίν του, ο ίδιος μεν προσέβαλλε παρά το ρείθρον του Ανάπου ποταμού, όπου ήτον βιαιότερον, τους δ' άλλους διέταξε να επιτεθώσιν εκ της Αχραδινής, και τούτων αρχηγός ήτον Ισίας ο Κορίνθιος. Τους δε τρίτους έφερον κατά των Επιπολών (250) ο Δείναρχος και ο Δημάρετος, εκείνοι οίτινες έφερον την τελευταίαν βοήθειαν εκ Κορίνθου. Ως επέπεσαν λοιπόν ούτοι πανταχόθεν συνάμα, και οι περί τον Ικέτην τραπέντες έφευγον, η πόλις εκυριεύθη κατά κράτος, και ταχέως έγινεν υποχείριος, και οι εχθροί εδιώχθησαν. Και ταύτα μεν είναι δίκαιον ν' αποδώσωμεν εις την των μαχομένων ανδρείαν και εις του στρατηγού την ικανότητα. Το δ' ότι ουδείς των Κορινθίων ουδ' εφονεύθη ουδ' ετραυματίσθη, εφάνη κατόρθωμα ίδιον αυτής της τύχης του Τιμολέοντος, ήτις διηγωνίζετο τρόπον τινα προς την αρετήν του ανδρός, όπως θαυμάζωοιν οι ακούοντες τα μακαριζόμενα έργα αυτού έτι μάλλον των επαινουμένων. Διότι ου μόνον εις την Σικελίαν πάσαν και εις την Ιταλίαν διεδόθη ευθύς η φήμη, αλλ' εντός ολίγων ημερών αντήχει καθ' όλην την Ελλάδα το μέγεθος του κατορθώματος· ώστε, εν ώ η πόλις των Κορινθίων δεν επίστευεν έτι ότι ο στόλος αυτής διέπλευσεν, ήκουσε συγχρόνως ότι εσώθη και ενίκησεν ο στρατός της. Ούτως άριστα αι πράξεις επέτυχον, και εις το τόσον κάλλος των έργων προσέθηκεν η τύχη και την ταχύτητα.

ΚΒ. Ως δ' έγινε της άκρας κύριος, δεν έπαθε το ίδιον πάθος μετά του Δίωνος, ουδ' εφείσθη του τόπου διά το κάλλος αυτού και την πολυτέλειαν της κατασκευής, αλλά φυλαχθείς από της υποψίας δι' ήν πρώτον διεβλήθη και μετά ταύτα κατεστράφη εκείνος, εκήρυξε να έλθη όστις θέλει των Συρακουσίων μετά σιδήρου, και να βοηθήση εις το να κατασκαφώσι τα τυραννικά οχυρώματα. Όλοι δ' ανέβησαν, αρχήν ελευθερίας ασφαλεστάτην θεωρήσαντες το κήρυγμα και την ημέραν εκείνην, και ου μόνον την άκραν, αλλά και τας οικίας και τα μνήματα των τυράννων ανέτρεψαν και κατέσκαψαν. Ευθύς δ' ομαλύνας τον τόπον, ωκοδόμησε τα δικαστήρια εις αυτόν, να ευχαριστήση ζητών τους πολίτας, και της τυραννίδος ανωτέραν αναδεικνύων την δημοκρατίαν. Αφ' ού, όμως εκυρίευσε την πόλιν, δεν είχε πολίτας, διότι άλλοι μεν εφονεύθησαν εις τας στάσεις και τους πολέμους, άλλοι δ' έφυγον την τυραννίαν και η μεν των Συρακουσών αγορά διά την ερημίαν υπό τόσον βαθέος εκαλύφθη χόρτου, ώστε οι ίπποι έβοσκον εν αυτή, και οι ιπποκόμοι κατέκειντο εις την χλόην, αι δ' άλλαι πόλεις, πλην ολιγίστων, εγένοντο πλήρεις ελάφων και αγριοχοίρων, και εις τα προάστεια και περί τα τείχη πολλάκις οι αργοί εκυνήγουν. Δεν υπήκουε δε κανείς των εις τα οχυρώματα και τα φρούρια κατοικούντων, ουδέ κατέβησαν δις την πόλιν, αλλά φρίκη και μίσος εκυρίευσε πάντας διά τας εκκλησίας του δήμου, και διά την πολιτικήν, και διά των ρητόρων το βήμα, εξ ών προέκυψαν εις αυτούς οι πλείστοι των τυράννων. Διά τούτο απεφάσισεν ο Τιμολέων και οι Συρακούσιοι να γράψη προς τους Κορινθίους, αυτοί να στείλωσι κατοίκους εις τας Συρακούσας εκ της Ελλάδος, διότι άλλως η χώρα έμελλε να μείνη ακαλλιέργητος, και πολύν πόλεμον περιέμενον εκ Λιβύας, ακούσαντες ότι ο Μάγων ηυτοχειριάσθη, και οι Καρχηδόνιοι εσταύρωσαν το σώμα του, οργισθέντες διά την στρατηγίαν του, και συνήγον μεγάλην δύναμιν, προτιθέμενοι την άνοιξιν να διαβώσιν εις Σικελίαν.

ΚΓ. Ως δ' εκομίσθησαν τα γράμματα ταύτα του Τιμολέοντος, και ήλθον και των Συρακουσίων οι πρέσβεις, και παρεκάλουν να επιμεληθώσι της πόλεως οι Κορίνθιοι, και να γίνωσιν εκ νέου πάλιν αυτής οικισταί, δεν ήρπασαν ούτοι ευθύς την ευκαιρίαν προς κόρεσιν της πλεονεξίας, ουδ' έλαβον την πόλιν αλλά πρώτον μεν, περιερχόμενοι τους ιερούς αγώνας εις την Ελλάδα και τας μεγίστας των πανηγύρεων, ανηγόρευον διά κηρύκων, ότι οι Κορίνθιοι καταλύσαντες την εν Συρακούσαις τυραννίδα, και διώξαντες τον τύραννον, καλούσι τους Συρακουσίους, και όν τινα θέλει των άλλων Σικελιωτών, να κατοικήσωσι την πόλιν, ελεύθεροι και αυτόνομοι, και την χώραν εξ ίσου και δικαίως διανεμηθέντες. Έπειτα δε, αγγελιαφόρους στέλλοντες εις την Ασίαν και τας νήσους, όπου ήκουσαν ότι κατώκουν διεσπαρμένοι φυγάδες, τους προσεκάλουν όλους να έλθωσιν εις την Κόρινθον, όθεν οι Κορίνθιοι έμελλον να τους πέμψωσιν ασφαλώς εις τας Συρακούσας, και πλοία και στρατηγούς να τοις χορηγήσωσιν ιδίαις δαπάναις. Ως δε ταύτα εκηρύττοντο, η μεν πόλις τον δικαιότατον και κάλλιστον απελάμβανεν έπαινον, και εζηλεύετο διότι ηλευθέρωσε μεν από των τυράννων, έσωσε δ' από των βαρβάρων και απέδιδεν εις τους πολίτας την χώραν οι δε συνελθόντες εις Κόρινθον, μη όντες αρκετοί το πλήθος, παρεκάλεσαν να λάβωσι συνοίκους εκ Κορίνθου και της άλλης Ελλάδος· και γενόμενοι ουχί ολιγώτεροι των δεκακισχιλίων, κατέπλευσαν εις τας Συρακούσας. Ήδη δε και εκ των διεσπαρμένων εις την Ιταλίαν και την Σικελίαν πολλοί συνήχθησαν περί τον Τιμολέοντα, και τότε εις αυτούς, εξήκοντα χιλιάδας γενομένους τον αριθμόν, ως λέγει ο Άθανις (251) διένειμε μεν την χώραν, επώλησε δε τας οικίας διά χίλια τάλαντα (252) δίδων ούτω συγχρόνως εις τους αρχαίους Συρακουσίους αφορμήν να εξαγοράσωσι τας εδικάς των, και ενταυτώ προμηθεύων ευπορίαν χρημάτων εις τον δήμους, όστις ούτως επένετο και προς όλα τ' άλλα και προς τον πόλεμον, ώστε και τους ανδριάντας επώλησε, και ψηφοφορία εγένετο περί εκάστου και κατηγορία, ως περί ανθρώπων εις ευθύνην υποβαλλομένων. Τότε δε λέγεται ότι οι Συρακούσιοι διετήρησαν τον ανδριάντα του παλαιού τυράννου Γέλωνος, εν ώ τους άλλους όλους κατεδίκασαν εν τη χειροτονία, διότι εσέβοντο και ετίμων τον άνδρα εκείνον ένεκα της νίκης ήν ενίκησε πλησίον της Ιμέρας κατά των Καρχηδονίων (253).

ΚΔ. Εν ώ δ' ούτως ανέζη και επληρούτο η πόλις, και πανταχόθεν συνέρρεον εις αυτήν πολίται, θέλων ο Τιμολέων και τας άλλας πόλεις να ελευθερώση, και εντελώς να εκριζώση εκ της Σικελίας τας τυραννίδας, εξεστράτευσεν εις τας χώρας αυτών, και τον μεν Ικέτην ηνάγκασε να χωρισθή από των Καρχηδονίων, και να συμφωνήση να κατεδαφίση τας ακροπόλεις, και να ζήση ως ιδιώτης εις τους Λεοντίνους· τον δε Λεπτίνην, όστις ετυράννει της Απολλωνίας (254) και πολλών άλλων κωμοπόλεων, επειδή παραδόθη όταν εκινδύνευεν ήδη να συλληφθή, δεν τον εθανάτωσεν, αλλά τον έπεμψεν εις την Κόρινθον, καλόν νομίζων να βλέπωσιν οι Έλληνες εν τη μητροπόλει ως φυγάδας και ταπεινώς ζώντας τους τυράννους της Σικελίας. Θέλων δε να ωφελώνται οι μισθοφόροι εκ της εχθρικής χώρας, και να μη μένωσιν αργοί, αυτός μεν επέστρεψεν εις τας Συρακούσας, όπως προσέξη εις της πολιτείας την αποκατάστασιν, και συνδιαθέση τα κυριώτατα και τα κάλλιστα μετά του Κεφάλου και του Διονυσίου, των νομοθετών οίτινες ήρχοντο εκ Κορίνθου· έπεμψε δε και τον Δείναρχον και τον Δημάρετον εις των Καρχηδονίων την επικράτειαν (255). Ούτοι δε, πόλεις πολλάς αποσπάσαντες από των βαρβάρων, ου μόνον αυτοί έζων εν αφθονία, αλλά και χρήματα παρεσκεύαζον διά τον πόλεμον, εξ όσων ελαφυραγώγουν.

ΚΕ. Εν τούτοις δ' οι Καρχηδόνιοι καταπλέουσιν εις το Λιλύβαιον (256), φέροντες εβδομήκοντα χιλιάδας στρατού, και τριήρεις διακοσίας, και πλοία άλλα χίλια, μηχανάς έχοντα και τέθριππα και σίτον άφθονον και τ' άλλα εφόδια, ως μέλλοντες να πολεμήσωσιν ουχί κατά μέρος πλέον, αλλά να διώξωσιν εξ όλης της Σικελίας τους Έλληνας· διότι η δύναμις εκείνη ήτον αρκούσα όπως καταβάλη τους Σικελιώτας και αν νοσηρώς δεν διέκειντο, και αν δεν είχον δι' αλλήλων εξαφανισθή. Ακούσαντες δ' ότι ελεηλατείτο η επικράτειά των, ευθύς μετ' οργής εκινήθησαν κατά των Κορινθίων, στρατηγούς έχοντες τον Ασδρούβαν και τον Αμίλκαν. Έφθασε δε ταχέως η αγγελία εις Συρακούσας, και τόσον κατεπλάγησαν οι Συρακούσιοι διά το μέγεθος της δυνάμεως, ώστε εκ τοσούτων μυριάδων μόλις τρισχίλιοι ετόλμησαν, λαβόντες τα όπλα, να ταχθώσιν υπό τον Τιμολέοντα· οι δε μισθοφόροι ήσαν τετρακισχίλιοι τον αριθμόν, και εκ τούτων πάλιν περί τους χιλίους δειλιάσαντες καθ' οδόν ανεχώρησαν, φρονούντες ότι δεν είχεν υγιείς ο Τιμολέων τας φρένας, αλλ' εμαίνετο παρ' ηλικίαν, και προς επτά μυριάδας εχθρών εβάδιζε μετά πεντακισχιλίων πεζών και χιλίων ιππέων, και έφερε την τοσαύτην δύναμιν οκτώ ημερών δρόμον μακράν των Συρακουσών, όθεν ούτε σωτηρίαν εδύναντο να ελπίσωσιν οι φεύγοντες, ούτε τάφον καν οι πεσόντες. Ενόμιζε δε κέρδος ο Τιμολέων ότι ούτοι φανεροί εγένοντο προ της μάχης· τους δε λοιπούς ενθαρρύνας, ταχέως επορεύθη προς τον Κρίμησον ποταμόν, όπου ήκουσεν ότι συνέρχονται οι Καρχιδόνιοι.

ΚΣΤ. Εν ώ δ' αυτός ανέβαινε τον λόφον, μεθ' όν έμελλον να ιδώσι το στράτευμα και την δύναμιν των εχθρών, τον απήντησαν ερχόμενοι ημίονοι φέροντες σέλινα· και εις τους στρατιώτας εφάνη ως αν ήτον κακόν το σημείον, διότι τα μνήματα των νεκρών συνηθίζομεν ως επί το πλείστον διά σελίνων να στεφανώμεν, και παροιμία τις επεκράτησεν εκ τούτου διά τον επικινδύνως νοσούντα, ότι χρειάζεται σέλινον. Θέλων λοιπόν ν' απαλλάξη αυτούς από της δεισιδαιμονίας, και να τοις αφαιρέση τους φόβους ο Τιμολέων, εσταμάτησε την πορείαν, και άλλα πολλά πρόσφορα προς τον καιρόν εις αυτούς ομιλήσας, είπεν ότι ο στέφανος φερόμενος εις αυτούς προ της νίκης, αυτομάτως ήλθεν εις χείρας των· διότι οι Κορίνθιοι στεφανούσι διά σελίνου τους νικώντας τα Ίσθμια, ως ιερόν, και πάτριον θεωρούντες τούτο το στέμμα, και τότε ακόμη, των Ισθμίων, ως τώρα των Νεμείων (257), σέλινον ήτον ο στέφανος. Το πάλαι δε δεν εγίνετο χρήσις της πεύκης. Ομιλήσας λοιπόν ο Τιμολέων, ως ερρέθη, προς τους στρατιώτας, έλαβε σέλινα και εστέφη πρώτος αυτός, και έπειτα οι περί αυτόν αρχηγοί και το πλήθος. Οι δε μάντεις ιδόντες δύο αετούς οίτινες επέτων προς αυτούς, και ο μεν είς έφερε δράκοντα εις τους όνυχάς του, ο δ' έτερος επέτα μεγαλοφώνως κλαγκάζων και θαρραλέως, έδειξαν αυτούς εις τους στρατιώτας, και όλοι ετρέποντο εις προσευχάς των θεών και εις παρακλήσεις.

ΚΖ. Το έτος ήτον τότε κατά την αρχήν του θέρους, και λήγων ο Θαργηλίων (258), επλησίαζεν ήδη εις τας τροπάς του ηλίου. Επειδή δε πολλήν ανέδιδεν ομίχλην ο ποταμός, κατ' αρχάς μεν εκρύπτετο υπό σκότος η πεδιάς, και ουδέν εφαίνετο των εχθρών· βοή δ' αμφίβολος και συγκεχυμένη ανέβαινε προς τον λόφον επάνω, όταν ανίστατο τοσούτος στρατός. Ως δ' αναβάντες εις τον λόφον εστάθησαν οι Κορίνθιοι, και κατά γης αφέντες τας ασπίδας ανεπαύοντο, ο ήλιος προχωρών ανεβίβαζε την αναθυμίασιν, και ο θολός αήρ αθροιζόμενος πρός τα υψηλά και συμπυκνούμενος, εκάλυψεν υπό νέφη τας ακρωρείας. Εκαθαρίσθησαν δ' οι τόποι υπό τους πόδας αυτών, και εφάνη ο Κρίμησος, και είδον τους εχθρούς διαβαίνοντας αυτόν, πρώτα μεν τα τέθριππα, καταπληκτικώς προς τον αγώνα παρεσκευασμένα, κατόπιν δε τούτων δεκακισχίλιοι οπλίται λευκάσπιδες. Τούτους εξέλαβον ως Καρχηδονίους ως εκ της λαμπρότητος του οπλισμού, και εκ της βραδύτητος και της τάξεως της πορείας αυτών. Μετά δε τούτους ήρχετο ο χείμαρος των άλλων εθνών, και διέβαινον αντωθούμενοι και μετά πολλής ταραχής· ώστε εννοήσας ο Τιμολέων ότι ο ποταμός τω έδιδε την αφορμήν να λάβη εκ των εχθρών τόσους μεθ' όσων θέλει να πολεμήση, και ειπών εις τους στρατιώτας να ιδώσι την φάλαγγα ότι είχε διαλυθή υπό του ρεύματος, και άλλοι μεν είχον ήδη διαβή, άλλοι δ' έμελλον να διαβώσι, διέταξε τον Δημάρετον να λάβη τους ιππείς και να ορμήση κατά των Καρχηδονίων, και να συνταράξη τας γραμμάς αυτών πριν έτι παραταχθώσιν. Ο ίδιος δε, καταβάς εις την πεδιάδα, τα μεν κέρατα έδωκεν εις τους άλλους Σικελιώτας, εγκαταμίξας εις εκάτερον καί τινας ξένους. Εν τω μέσω δε, λαβών πέριξ του τους Συρακουσίους και των μισθοφόρων το μαχιμώτατον, ολίγον μεν περιέμνεινε, παρατηρών των ιππέων το κίνημα. Ως δ' είδεν ότι τα άρματα, τρέχοντα εμπρός της τάξεως, δεν άφηνον αυτούς να προσβάλωσι τους Καρχηδονίους, και ότι όπως μη συνταραχθώσιν ηναγκάζοντο εις συνεχείς εξελιγμούς, και εις πυκνάς επιστροφάς και εφόδους, λαβών την ασπίδα του, και κράξας προς τους πεζούς να τον ακολουθήσωσι και να έχωσι θάρρος, εφάνη ότι εξέπεμπε φωνήν υπερφυσικήν και μείζονα της συνήθους, είτε διότι εις το πάθος κατά των αγώνα και τον ενθουσιασμόν ούτω την επέτεινεν, είτε διότι, ως τότε οι πλείστοι επίστευσαν, θεός τις ανέκραζε μετ' αυτού. Απέδωκε δε ταχέως την κραυγήν ο στρατός, και τον προέτρεψε να τους οδηγήση και να μην αργή. Τότε διά σημείου διέταξε τους ιππείς να παρελάσωσιν έξω παρά την τάξιν των αρμάτων, και να προσβάλωσι κατά πλευράν τους εχθρούς· αυτός δε, τους προμάχους πυκνώσας και συνασπίσας, και κελεύσας την σάλπιγγα να ηχήση, ώρμησε κατά των Καρχηδονίων.

ΚΗ. Ούτοι δε, την μεν πρώτην προσβολήν υπέμεινον ανδρείως, και απέφευγον τας πληγάς των δοράτων, διότι είχον κατάφρακτα τα σώματά των εις σιδηρούς θώρακας και χαλκάς περικεφαλαίας, και εκαλύπτοντο υπό μεγάλας ασπίδας. Όταν δ' εις ξίφη κατήντησεν ο αγών, απαιτών τέχνην ουχ ήττον ή ρώμην, εξαίφνης από των βουνών βρονταί φοβεραί εξερρήγνυντο, και πυρώδεις κατήρχοντο αστραπαί. Έπειτα δε το σκότος καταβάν από των λόφων και των κορυφών εις την μάχην μετά βροχής και ανέμου και χαλάζης, εις μεν τους Έλληνας επέπιπτεν όπισθεν και κατά νώτον, των δε βαρβάρων εκτύπα τα πρόσωπα, και ήστραπτεν εις τους οφθαλμούς των, και λαίλαψ υγρά και συνεχής κατεφέρετο συγχρόνως από των συννέφων. Ταύτα δε πολύ τους ενώχλουν, και μάλιστα τους απείρους· ουχ ήττον δε φαίνεται ότι τους έβλαψαν αι βρονταί, και των όπλων ο πάταγος, όταν εκτύπα αυτά η ραγδαία βροχή και η χάλαζα, διότι δεν ηκούοντο των αρχηγών τα προστάγματα. Προσέτι δε, επειδή οι Καρχηδόνιοι δεν ήσαν ελαφροί κατά τον οπλισμόν, αλλά, καθώς είπομεν, όλοι κατάφρακτοι, εμπόδιον ήτον εις αυτούς ο πηλός, και οι κόλποι των χιτώνων των πληρούμενοι ύδατος, ώστε ήσαν βαρείς εις τον αγώνα και δυσκίνητοι, ευκόλως δ' ερρίπτοντο κατά γης υπό των Ελλήνων, και αφ' ού έπιπτον, δεν εδύναντο πλέον να ανεγερθώσιν εκ του πηλού μετά των όπλων των. Προσέτι και ο Κρίμησος εξεχείλισε διά το πλήθος των διαβαινόντων, μεγάλως ήδη και υπό των βροχών αυξηθείς, και η περί αυτόν πεδιάς, διατεμνομένη υπ' αυλάκων και φαράγγων πολλών, επληρούτο ρευμάτων μη εχόντων εκροήν, και εις αυτά κατακυλιόμενοι οι Καρχηδόνιοι, δυσκόλως εξήρχοντο. Τέλος δε, εν ώ η κακοκαιρία εξηκολούθει, οι Έλληνες κατέβαλον την πρώτην τάξιν αυτών, άνδρας τετρακοσίους, και τότε το πλήθος όλον ετράπη εις φυγήν. Και πολλούς μεν επρόφθανον εις την πεδιάδα και τους εφόνευον, πολλούς δ' ο ποταμός, απαντωμένους μετά των έτι διαβαινόντων, τους κατέβαλλε, και παρασύρων αυτούς τους έπνιγε, πλείστους δε θέλοντας να σωθώσιν εις τους λόφους, τρέχοντες κατόπιν οι ψιλοί, τους εθανάτουν. Λέγεται δ' ότι δέκα χιλιάδες εφονεύθησαν, και ότι εξ αυτών τρισχίλιοι ήσαν Καρχηδόνιοι (259)· μέγα πένθος εις την πόλιν αυτών! διότι ούτε κατά το γένος, ούτε κατά τον πλούτον, ούτε κατά την δόξαν δεν υπήρχον άλλοι εκείνων ανώτεροι, ούτε μνημονεύεται ότι απέθανον πρότερον ποτέ εις μίαν μάχην τοσούτοι εξ αυτών των Καρχηδονίων· αλλά Λίβυας ως επί το πλείστον και Ίβηρας και Νομάδας μετεχειρίζοντο εις τας μάχας, ώστε όταν ενικώντο, άλλοι εβλάπτοντο.

ΚΘ. Γνωστή δ' έγινεν εις τους Έλληνας η δόξα των πεσόντων, από των λαφύρων. Οι λαφυραγωγούντες ουδ' εφρόντιζον καν περί των σιδηρών και χαλκών αντικειμένων· τοσούτον άφθονος ήτον ο άργυρος, άφθονος δε και ο χρυσός, ότε, διαβάντες τον ποταμόν, εκυρίευσαν το στρατόπεδον μετά των υποζυγίων. Εκ δε των αιχμαλώτων οι μεν περισσότεροι εκλάπησαν υπό των στρατιωτών, εις το κοινόν δ' εδείχθησαν πεντακισχίλιοι τον αριθμόν. Εκυριεύθησαν δε και διακόσια τέθριππα. Καλλίστην δε και μεγαλοπρεπεστάτην θέαν εδείκνυε του Τιμολέοντος η σκηνή, διότι πέριξ αυτής εσωρεύθησαν παντοδαπά λάφυρα, και μεταξύ αυτών εξετέθησαν χίλιοι μεν θώρακες εξαίρετοι το κάλλος και την εργασίαν, ασπίδων δε δέκα χιλιάδες. Και ολίγοι πολλούς λαφυραγωγούντες και πολλάς έχοντες ωφελείας, μόλις την τρίτην ημέραν μετά την μάχην έστησαν τρόπαιον. Ομού δε μετά της φήμης της νίκης, έπεμψεν, ο Τιμολέων εις Κόρινθον τα ωραιότατα των αιχμαλώτων όπλων, θέλων η πατρίς του να γίνη ζηλωτή εις όλους τους ανθρώπους, και όλοι να βλέπωσιν εις εκείνην μόνην μεταξύ των ελληνικών πόλεων τους επιφανεστάτους ναούς ουχί δι' ελληνικών κεκοσμημένους λαφύρων, ουδέ λυπηρά έχοντας μνημόσυνα αναθημάτων εκ φόνου ομοφύλων και συγγενών, αλλά βαρβαρικά λάφυρα, διά καλλίστων επιγραφών δηλούντα την ανδρείαν και την δικαιοσύνην των νικητών, ότι «οι Κορίνθιοι και Τιμολέων ο στρατηγός, ελευθερώσαντες από των Καρχηδονίων τους Έλληνας τους κατοικούντας την Σικελίαν, αφιέρωσαν ταύτα εις τους Θεούς ως ευχαριστήρια.»

Λ. Μετά ταύτα αφήσας εις την εχθρικήν χώραν τους μισθοφόρους να λεηλατώσι των Καρχηδονίων την επικράτειαν, επέστρεψεν ο ίδιος εις τας Συρακούσας, και τους χιλίους μισθοφόρους εκείνους οίτινες τον εγκατέλιπον προ της μάχης επεκήρυξεν από της Σικελίας, και πριν ή δύση ο ήλιος τους ηνάγκασε να εξέλθωσι των Συρακουσών. Και ούτοι μεν, διαπλεύσαντες εις την Ιταλίαν, εφονεύθησαν δι' απιστίας των Βρεττίων, και τοιαύτην τιμωρίαν τοις επέβαλεν ο Θεός διά την προδοσίαν των. Ο δε Μάμερκος, ο τύραννος της Κατάνης, και ο Ικέτης, είτε φθονούντες τα κατορθώματα του Τιμολέοντος, είτε φοβούμενοι αυτόν, και μη εμπιστευόμενοι εις αυτόν, ως άσπονδον εχθρόν των τυράννων, συνεμάχησαν προς τους Καρχηδονίους, και τους προσεκάλεσαν να στείλωσι δύναμιν και στρατηγόν, αν δεν θέλωσι ν' απολέσωσιν όλως διόλου την Σικελίαν. Ούτως έπλευσεν ο Γέσκων, πλοία μεν έχων εβδομήκοντα, μισθοφόρους δε προσλαβών Έλληνας, εν ώ πριν ποτέ οι Καρχηδόνιοι δεν είχον μεταχειρισθή Έλληνας· τότε δε τους εθαύμασαν ως ακαταμαχήτους, και μαχιμωτάτους όλων των ανθρώπων. Συνενωθέντες δ' όλοι ομού εις την Μεσσηνίαν (260) εφόνευσαν τετρακοσίους ξένους επικούρους, ούς είχε στείλει ο Τιμολέων. Εις δε των Καρχηδονίων την επικράτειαν, περί τας καλουμένας Ιεράς (261), ενεδρεύσαντες, εφόνευσαν τους μετ' Ευθύμου του Λευκαδίου μισθοφόρους. Εκ τούτων δε προ πάντων έγινε περίφημος η ευτυχία του Τιμολέοντος. Διότι ούτοι ήσαν εξ εκείνων οίτινες μετά Φιλοδήμου του Φωκέως και μετά του Ονομάρχου κατέλαβον τους Δελφούς και μετέσχον της ιεροσυλίας (262). Επειδή δε πάντες τους εμίσουν, και εφυλάττοντο απ' αυτών ως επικαταράτων, επλανώντο εις την Πελοπόννησον, και παρέλαβεν αυτούς ο Τιμολέων, μη έχων άλλους στρατιώτας. Φθάσαντες δ' εις Σικελίαν, ενίκησαν μεν εις όλας τας μάχας όσας επολέμησαν μετ' εκείνου. Αφ' ού δ' ετελείωσαν οι πλείστοι και μέγιστοι των αγώνων, σταλέντες υπ' αυτού άλλου να βοηθήσωσι, κατεστράφησαν και εξολοθρεύθησαν, όχι όλοι ομού, αλλά κατά μέρος, και η εις αυτούς προφανώς επιβληθείσα καταδίκη ήτον προς ευτυχίαν του Τιμολέοντος τοιαύτη, ώστε να μη αποβαίνη εις βλάβην των αγαθών ή των πονηρών τιμωρία. Επομένως των θεών η ευμένεια προς τον Τιμολέοντα απεδείχθη θαυμασίως ου μόνον εις τα κατορθώματα αυτού, αλλά προσέτι και εις τας πράξεις εις άς απέτυχεν.

ΛΑ. Αλλ' ο λαός των Συρακουσίων ωργίζετο υπό των τυράννων περιοριζόμενος· διότι ο Μάμερκος, όστις εμεγαλοφρόνει ως γράφων ποιήματα και τραγωδίας, εκόμπαζε και διά την νίκην του επί των μισθοφόρων· και τας ασπίδας αναθείς εις τους Θεούς, επέγραψεν εις αυτάς ελεγείον υβριστικόν·

«Ταύτας, ασπίδας οστρειογραφείς (263), χρυσελεφαντηλέκτρους (264),
έχομεν δι' ευτελών λάβει ασπίδων ημείς.»

Αφ' ού δε ταύτα έγινον, και ο Τιμολέων εξεστράτευσεν εις Καλαυρίαν (265), ο Ικέτης εισώρμησεν εις την Συρακουσίαν, και πολλά λαβών λάφυρα, και πολλά αυτήν βλάψας και υβρίσας, απήλθε παρ' αυτήν την Καλαυρίαν, καταφρονών τον Τιμολέοντα διότι ολίγους είχε στρατιώτας. Εκείνος δε, αφείς αυτόν να προχωρήση, τον παρηκολούθησε διώκων αυτόν μετά ψιλών και ιππέων. Ως δ' ενόησε τούτο ο Ικέτης, αφ' ού διέβη τον Δαμυρίαν ποταμόν, εστάθη αμυντικήν θέσιν λαμβάνων· διότι θάρρος τω έδιδεν η δυσκολία της διαβάσεως και το κρημνώδες της εκατέρωθεν όχθης. Εις δε τους ιλάρχους (266) του Τιμολέοντος ενέπεσε δεινή έρις και φιλονεικία, ήτις επέφερε της μάχης αναβολήν· διότι ουδείς αυτών ήθελε να διαβή ύστερος των άλλων κατά των εχθρών, αλλ' έκαστος ήθελεν αυτός να προταγωνιστήση· και τάξιν ουδεμίαν είχεν η διάβασις, ως ωθούντο και παρέτρεχον ο είς τον άλλον. Θέλων επομένως ο Τιμολέων να κληρώση τους αρχηγούς, έλαβε παρ' εκάστου δακτύλιον, και αφ' ού έβαλεν όλους τους δακτυλίους εις την χλαμύδα του και τους ανέμιξε, έδειξε τον πρώτον, όστις κατά τύχην είχε γλυφήν της σφραγίδος τρόπαιον. Ως δ' είδον τούτο οι νεανίσκοι, μετά χαράς ανακράζοντες, δεν περιέμεινον πλέον τον άλλον κλήρον, και όσον ταχύτερον εδύνατο έκαστος διαβάντες τον ποταμόν, ήλθον εις χείρας μετά των εχθρών. Ούτοι δε δεν υπέμεινον την βίαν αυτών, αλλά φεύγοντες, έρριπτον, όλοι ανεξαιρέτως τα όπλα των, και έπεσαν και χίλιοι φονευθέντες.

AΒ. Ολίγον δε μετά ταύτα, εις των Λεοντίνων την χώραν στρατεύσας ο Τιμολέων, συλλαμβάνει τον Ικέτην ζώντα, και τον υιόν αυτού Ευπόλεμον, και τον ίππαρχον Εύθυμον, υπό των στρατιωτών δεθέντας και εις αυτόν κομισθέντας. Και ο μεν Ικέτης και ο νεανίσκος, ως τύραννοι και προδόται τιμωρηθέντες, εθανατώθησαν. Ο δ' Εύθυμος, ανήρ αγαθός ων εις τους πολέμους, και διά της τόλμης αυτού διακρινόμενος, δεν έτυχεν οίκτου, διότι κατηγορήθη ως ειπών βλασφημίαν τινά κατά των Κορινθίων. Ερρέθη δηλαδή ότι, όταν οι Κορίνθιοι εξεστράτευσαν κατ' αυτών, δημηγορών εις τους Λεοντίνους, είπεν ότι ουδέν έγινε φοβερόν ή δεινόν αν

«Κορίνθιαι γυναίκες εκ του οίκου των
εξήλθον. (267

Ούτως οι πολλοί των ανθρώπων αγανακτούσιν εκ λόγων μάλλον ή εκ πράξεων πονηρών, και δυσκολώτερον υποφέρουσι την ύβριν παρά την βλάβην. Και η μεν δι' έργων άμυνα επιτρέπεται ως αναγκαία εις τους πολεμούντας· αι δ' ύβρεις, αποτέλεσμα φαίνονται ούσαι πολλού μίσους ή πολλής κακίας.

ΛΓ. Αφ' ού δ' επανήλθεν ο Τιμολέων, οι Συρακούσιοι δικάσαντες τα θυγατέρας του Ικέτου επ' εκκλησίας, τας εθανάτωσαν (268). Τούτο δε το έργον φαίνεται πάντων των του Τιμολέοντος αξιομεμπτότερον διότι, αν εκείνος ήθελε να το εμποδίση, δεν θα εφονεύοντο ούτως αύται. Φαίνεται δ' ότι τας παρέβλεψε, και τας αφήκεν εις τον θυμόν των πολιτών, οίτινες εξεδίκησαν επ' αυτών τον Δίωνα, τον αποβαλόντα τον Διονύσιον. Διότι ο Ικέτης ήτον ο καταποντίσας ζώσας την γυναίκα του Δίωνος Αρετήν, και την αδελφήν αυτού Αριστομάχην, και τον υιόν του, παίδα έτι όντα, ως εγράψαμεν εις τον βίον του Δίωνος.

ΛΔ. Μετά δε ταύτα, στρατεύσας κατά του Μαμέρκου εις την Κατάνην, εύρεν αυτόν εις αντίστασιν παραταχθέντα περί το ρεύμα την Άβολον (269), και νικήσας, τον έτρεψεν εις φυγήν, και εφόνευσεν υπέρ τους δισχιλίους, ων μέρος ουκ ολίγον ήσαν οι υπό Γέσκωνος πεμφθέντες επίκουροι Φοίνικες. Μετά ταύτας τας πράξεις οι Καρχηδόνιοι μετά παρακλήσεων έκλεισαν ειρήνην μετ' αυτού, επί συμφωνία αυτοί μεν να έχωσι την εντός του Αλύκου χώραν (270), εις δε τους θέλοντας να μετοικώσι προς τους Συρακουσίους να δίδωσι τας περιουσίας και τας οικογενείας των, και να παύσωσι πάσαν συμμαχίαν μετά των τυράννων. Ο δε Μάμερκος, το θάρρος απολέσας και τας ελπίδας, απέπλευσεν εις την Ιταλίαν, όπως φέρη Λευκανούς (271) κατά του Τιμολέοντος και των Συρακουσίων. Αλλ' οι μετ' αυτού εκπλεύσαντες, στρέψαντες τας τριήρεις οπίσω, επανήλθον εις Σικελίαν, και παρέδωκαν εις τον Τιμολέοντα την Κατάνην. Τότε, αναγκασθείς και αυτός, κατέφυγεν εις Μεσσήνην προς τον Ίππωνα, όστις ήτον της πόλεως τύραννος. Αλλ' ο Τιμολέων επήλθε κατ' αυτών και τους επολιόρκησε κατά γην και κατά θάλασσαν· και ο μεν Ίππων, αποδιδράσκων επί πλοίου, συνελήφθη, και παραλαβόντες αυτόν οι Μεσσήνιοι, και τους υιούς αυτού εκ των σχολείων, και ως θέαμα κάλλιστον του τυράννου την τιμωρίαν νομίζοντες, τους έφερον εις το θέατρον, και βασανίσαντες αυτούς, τους εφόνευσαν. Ο δε Μάμερκος παρεδόθη εις τον Τιμολέοντα, επί τω όρω του να δικασθή υπό των Συρακουσίων, χωρίς όμως να τον κατηγορήση ο Τιμολέων. Εκομίσθη επομένως εις Συρακούσας, και προελθών εις τον δήμον, επεχείρησε ν' απαγγείλη λόγον τινά ον είχε προ πολλού συνθέσει ο ίδιος. Αλλ' επειδή θόρυβος ηγείρετο, και έβλεπε την εκκλησίαν ανένδοτον, ώρμησε, ρίψας το ιμάτιόν του, διά μέσου του θεάτρου (272), και τρέχων έθραυσε την κεφαλήν του εις έν εκ των βάθρων διά ν' αποθάνη. Δεν έτυχεν όμως τοιούτου τέλους, αλλ' απήχθη ζων έτι, και υπέστη των ληστών την ποινήν (273).

ΛΕ. Τας τυραννίδας λοιπόν κατά τούτον τον τρόπον εξήλειψεν ο Τιμολέων, και έπαυσε τους πολέμους. Την όλην δε νήσον εξηγριωμένην εκ των κακών παραλαβών, και υπ' αυτών των ιδίων αυτής κατοίκων μεμισημένην, εις τοσούτον βαθμόν την εξημέρωσε και την κατέστησε ποθητήν εις όλους, ώστε και ξένοι ήρχοντο να κατοικήσωσιν εκεί, όθεν πριν απεδίδρασκον αυτοί οι πολίται. Διότι την Ακράγαντα και την Γέλαν (274), πόλεις μεγάλας, ερημωθείσας υπό των Καρχηδονίων μετά τον αττικόν πόλεμον (275), κατώκησαν τότε, την μεν ο Μέγελλος και ο Φέριστος πλεύσαντες εξ Ελέας (276), την δε ο Γοργός εκ Κέου (277), και συναγαγόντες τους αρχαίους πολίτας, υπό τούτων δ' ηγαπάτο ο Τιμολέων, διότι ου μόνον παρέσχεν εις τας ιδρύσεις αυτών ασφάλειαν και γαλήνην, αλλά και τ' άλλα πάντα συμπαρεσκεύασε μετά πάσης προθυμίας, ως αν ήτον ο ίδιος οικιστής αυτών. Και πάντες δ' οι άλλοι ομοίως διέκειντο προς αυτόν, ώστε ούτε πολέμου κατάλυσις, ούτε νόμων θέσις, ούτε χώρας κατοικισμός, ούτε πολιτείας διάταξις εφαίνετο καλώς έχουσα, αν εκείνος δεν συνέπραττε και δεν συνδιέθετεν, ως ανώτατος καλλιτέχνης εις του έργου την αποπεράτωσιν θεοφιλή τινα και πρέπουσαν χάριν προσθέτων.

ΛΣΤ. Επί των χρόνων αυτού πολλοί μεγάλοι εγένοντο Έλληνες και μεγάλα κατώρθωσαν, ως ο Τιμόθεος (278), και ο Αγησίλαος, και ο Πελοπίδας, και ο Επαμινώνδας, όν προ πάντων εφιλοτιμείτο ο Τιμολέων να μιμηθή. Αλλ' αι πράξεις εκείνων είχον την λαμπρότητα μετά βίας τινός και μετά κόπου συναναμεμιγμένην, καί τινες αυτών δεν έμεινον άνευ μομφής και άνευ μετανοίας. Εις δε τα έργα του Τιμολέοντος, εξαιρουμένης της πράξεως εις ήν εξ ανάγκης εκινήθη κατά του αδελφού του, ουδέν υπάρχει εφ' ού να μη πρέπη, ως λέγει ο Τίμαιος, το του Σοφοκλέους επιφώνημα (279).

«Θεοί! τις Αφροδίτη, ή τις Ίμερος (280)
συνέπραξε μ' εκείνον; (281

Διότι, ως η μεν ποίησις του Αντιμάχου (282) και τα ζωγραφήματα του Διονυσίου (283), των Κολοφωνίων (284), ισχύν έχοντα και τόνον, φαίνονται βεβιασμένα και μετά κόπου γενόμενα, εις δε τας εικόνας του Νικομάχου (285) και εις του Ομήρου τους στίχους, εν ώ έχουσι δύναμιν και χάριν, φαίνεται όμως αριδήλως ότι ευκόλως και φυσικώς εξειργάσθησαν, ούτω προς τας στρατηγίας του Επαμινώνδου και του Αγησιλάου, αίτινες υπήρξαν πολύπονοι, και επετύγχανον δι' αγώνων δυσκόλων, ανεξεταζομένη η του Τιμολέοντος, και πολύ έχουσα το κάλλος συγχρόνως και την ευκολίαν, φαίνεται ουχί έργον τέχνης, αλλ' ικανότητος ευτυχούσης. Εκείνος όμως πάντα τα κατορθώματα αυτού απέδιδεν εις την τύχην, και εις την πατρίδα του προς τους φίλους γράφων, και δημηγορών προς τους Συρακουσίους, πολλάκις είπεν ότι γνωρίζει χάριν εις τον Θεόν, διότι, θέλων να σώση την Σικελίαν, αυτού προς τούτο μετεχειρίσθη το όνομα. Εις δε την οικίαν του ίδρυσεν ιερόν της Αυτοματίας (286), και εθυσίασεν εις αυτήν· αυτήν δε την οικίαν καθιέρωσεν εις τον ιερόν Δαίμονα. Κατώκει δ' οικίαν εκλεχθείσαν δι' αυτόν ως βραβείον της στρατηγίας του υπό των Συρακουσίων, ως τω έδωκαν και το τερπνότερον μέρος και κάλλιστον των αγρών. Εις τούτους δε διέμενε τον περισσότερον καιρόν, και εκεί έφερεν εξ Ελλάδος και την γυναίκα και τα παιδία του. Ποτέ δε δεν επέστρεψεν εις την Κόρινθον, ουδ' ανεμίγη εις τους ελληνικούς θορύβους, ουδέ παρεδόθη εις τον πολιτικόν φθόνον, εις όν ναυαγούσιν οι πλείστοι των στρατηγών, εξ απληστίας τιμών και δυνάμεων αλλά διεβίωσεν εκεί, απολαμβάνων τα καλά όσα αυτός κατώρθωσε. Τούτων δε το μέγιστον ήτον το να βλέπη να ευδαιμονώσιν εξ αιτίας του τοσαύται πόλεις και μυριάδες ανθρώπων.

ΛΖ. Επειδή δε πρέπει, ως φαίνεται, ου μόνον πας κορυδαλός να έχη λόφον εις την κεφαλήν, αλλά και πάσα δημοκρατία συκοφάντην, επετέθησαν και κατά του Τιμολέοντος δυο των δημαγωγών, ο Λαφύστιος και ο Δημαίνετος. Και ο μεν Λαφύστιος εις δίκην τινά τω εζήτει εγγύησιν, διό οι πολίται εθορύβουν και ήθελον να τον εμποδίσωσιν· αλλ' ο Τιμολέων δεν τους αφήκεν, ειπών ότι εκών αυτός υπέστη τοσούτους πόνους και τοσούτους κινδύνους, όπως δύναται ο βουλόμενος των Συρακουσίων να ποιήται χρήσιν των νόμων. Προς δε τον Δημαίνετον, όστις τον κατηγόρησε πολύ εις την εκκλησίαν διά την στρατηγίαν του, ουδέν απήντησεν· είπε δ' ότι χάριν εις τους Θεούς χρεωστεί, αυτήν εκείνην ήν τοις εζήτησε, βλέπων τους Συρακουσίους γενομένους κυρίους της ελευθερίας του λόγου. Αφ' ού δ' ομολογουμένως κατώρθωσεν έργα μέγιστα και κάλλιστα όλων των συγχρόνων αυτού Ελλήνων, και μόνος ηρίστευσεν εις τας πράξεις εκείνας εις άς παρεκίνουν πάντοτε οι σοφισταί διά πανηγυρικών λόγων τους Έλληνας· και εκ μεν των εγχωρίων κακών, άτινα κατείχον την αρχαίαν Ελλάδα, εκομίσθη υπό της τύχης μακράν, αναίμακτος και καθαρός, την δ' ικανότητα και την ανδρείαν του επέδειξεν εις τους βαρβάρους και τους τυράννους, εις τους Έλληνας δε και εις τους φίλους την πραότητα και την δικαιοσύνην του· τα δε πλείστα τρόπαια των αγώνων του έστησεν άνευ δακρύων και άνευ πένθους των πολιτών, παραδούς την Σικελίαν εις τους εγκατοίκους αυτής, εντός ολιγωτέρων των οκτώ ετών, καθαράν κακών και νόσων αιωνίων και συμφυών. Εις δε την πρεσβυτικήν ηλικίαν του ησθάνθη αμβλυνομένην την όρασίν του, και μετ' ολίγον εντελώς ετυφλώθη, ούτε δους αυτός αφορμήν, ούτε εξ ιδιοτρόπου καταδρομής της τύχης, αλλ', ως φαίνεται, εξ αιτίας τινός και διαθέσεως οικογενειακής, ήτις ενείργησε μετά του καιρού· διότι λέγεται ότι και πολλοί των συγγενών του απώλεσαν ούτω την όρασιν εις το γήρας απομαρανθείσαν. Ο δ' Άθανις (287) λέγει ότι επί του πολέμου έτι του προς τον Ίππωνα και τον Μάμερκον, εις το στρατόπεδον το κατά τας Μυλλάς (288), τω επήλθε γλαύκωμα εις τους οφθαλμούς, και όλοι προφανώς προείδον την τύφλωσιν· αλλ' ότι διά τούτο δεν εγκατέλιπε την πολιορκίαν, αλλ' επιμείνας εις τον πόλεμον, συνέλαβε τους τυράννους· άμα δ' επανήλθεν εις τας Συρακούσας, ότι παρητήθη της υπερτάτης αρχηγίας, και παρεκάλεσε τους πολίτας να τον απαλλάξωσιν, αφ' ού τα πράγματα είχον φθάσει εις κάλλιστον τέλος.

ΛH. Και ολιγώτερον πρέπει να θαυμάση τις αυτόν ότι υπέμεινε την συμφοράν αλύπως· αξιοθαύμαστοι δε μάλιστα ήσαν οι Συρακούσιοι διά την τιμήν και την ευγνωμοσύνην ήν απέδειξαν προς τον άνδρα αφ' ού ετυφλώθη, ότε ήρχοντο μεν και αυτοί εις τας θύρας του, έφερον δε και τους παρεπιδημούντας ξένους εις την οικίαν και το χωρίον του, ίνα ιδώσι τον ευεργέτην αυτών, αγαλλόμενοι και μεγαλοφρονούντες ότι επροτίμησε παρ' αυτοίς να εγκαταβιώση, καταφρονήσας την λαμπροτάτην επάνοδον εις την Ελλάδα, ήν τα κατορθώματά του τω παρεσκεύασαν. Και πολλά μεν και μεγάλα εις τιμήν εκείνου και εγράφοντο και επράττοντο· ουδενός δ' αυτών κατώτερον ήτον ότι εψήφισεν ο δήμος των Συρακουσίων, οσάκις συμπέση πόλεμος αυτών προς αλλοφύλους, να λαμβάνωσι Κορίνθιον στρατηγόν. Ωραίον δε θέαμα, και έντιμον δι' αυτόν παρίστα και το εις τας εκκλησίας γινόμενον· διότι τ' άλλα όλα δι' εαυτών κρίνοντες, εις τας μεγίστας διασκέψεις εκείνον εκάλουν. Ούτος δε, διά της αγοράς υπό ζεύγους συρόμενος, εκομίζετο εις το θέατρον, και εισήγετο επ' αυτής της αμάξης, καθώς εκάθητο. Και ο μεν δήμος τον ησπάζετο, ομοφώνως προσαγορεύων αυτόν· εκείνος δε, αντασπαζόμενος το πλήθος, και καιρόν τινα αφήνων διά τας ευφημίας και τους επαίνους, έπειτα ήκουε το συζητούμενον, και έδιδε γνώμην. Αφ' ού δ' αύτη ενεκρίνετο διά χειροτονίας, οι μεν υπηρέται πάλιν απεκόμιζον διά του θεάτρου το ζεύγος, οι δε πολίται, διά βοής και κρότου προπέμψαντες αυτόν, τας λοιπάς δημοσίας αποφάσεις διεπραγματεύοντο καθ' εαυτούς.

ΛΘ. Ενώ δ' ούτως εγηροτροφείτο εν τιμή και ευνοία, ως πατήρ κοινός, εκ μικράς αφορμής προστεθείσης εις την ηλικίαν, απέθανεν. Εδόθησαν δ' ημέραι τινές εις μεν τους Συρακουσίους όπως παρασκευάσωσι τα της ταφής του, εις δε τους περιοίκους και ξένους όπως συνέλθωσι· και κατά τ' άλλα λαμπράς έτυχε κηδείας, και νεανίσκοι διά ψήφου εκλεχθέντες, έφερον κεκοσμημένον τον νεκρικόν κράββατον διά των ανακτόρων του Διονύσου, άτινα δεν ήσαν κατεδαφισμένα, και πολλαί μυριάδες ανδρών και γυναικών τον προέπεμπον. Ήτον δ' η θέα αυτών εορτάσιμος, διότι πάντες ήσαν εστεφανωμένοι, και εφόρουν ενδύματα καθαρά, φωναί δε και δάκρυα, συγκεκραμένα μετά μακαρισμού του αποθανόντος, ενέφαινον ουχί τιμής τυπικήν ένδειξιν, ουδέ λειτουργίαν τινά εκ συνθήκης, αλλά πόθον δίκαιον, και αφοσίωσιν ευνοίας αληθινής. Τέλος δε, όταν η κλίνη ετέθη εις την πυράν, ο Δημήτριος, όστις ήτον ο μεγαλοφωνότατος των τότε κηρύκων, ανεκήρυξε τοιούτον κήρυγμα, πρότερον γεγραμμένον· «Ο δήμος των Συρακουσίων τούτον τον Τιμολέοντα Τιμοδήμου, Κορίνθιον, θάπτει διά διακοσίων μνων (289)· ετίμησε δ' αυτόν εις αιώνα τον άπαντα δι' αγώνων μουσικών, ιππικών, γυμνικών διότι τους τυράννους καταλύσας, και τους βαρβάρους καταπολεμήσας, και τας μεγίστας των κατεστραμμένων πόλεων κατοικίσας, απέδωκε τους νόμους εις τους Σικελιώτας.» Ενεταφίασαν δε το σώμα εις την αγοράν, και στοάς ύστερον περιεγείραντες, και παλαίστρας ενοικοδομήσαντες, προσδιώρισαν ταύτα εις γυμνάσιον των νέων, και ωνόμασαν αυτό Τιμολεόντειον. Αυτοί δε το πολίτευμα και τους νόμους μεταχειριζόμενοι τους υπ' αυτού τεθέντας, έμειναν επί πολύν χρόνον ευδαιμονούντες.

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ

 
Α. Δι' άλλους μεν συνέβη ν' αρχίσω γράφων τους βίους εγώ, επέμεινα δε και εξηκολούθησα ήδη δι' εμαυτόν, προσπαθών ως εις κάτοπρον να βλέπω εις την ιστορίαν, και να διακοσμώ όσον δύναμαι και ν' αφομοιώ τον βίον μου προς εκείνων τας αρετάς· διότι συνδιαίτησιν και συμβίωσιν ομοιάζει προ πάντων το πράγμα, όταν δεχόμενοι και παραλαμβάνοντες έκαστον αυτών διά της ιστορίας ως εις φιλοξενίαν, αναθεωρώμεν «πόσος και ποίος τις ήτον» (290) τα κυριώτερα και τα κάλλιστα των πράξεων αυτού προς γνώσιν λαμβάνοντες.

«Φευ! ποία ταύτης έστι μείζων ηδονή (291)»,

και ενεργότερα προς ηθών επανόρθωσιν; Και ο μεν Δημόκριτος (292) λέγει ότι πρέπει να ευχώμεθα όπως τυγχάνωμεν ειδώλων ευτυχών, και όπως κατέρχονται προς ημάς εκ του περιέχοντος τα συμφωνούντα μεθ' ημών και χρηστά μάλλον παρά τα φαύλα και τα μοχθηρά (293), εισαγαγών εις την φιλοσοφίαν λόγον ουχί αληθή, και παρεκτρέποντα προς απεράντους δεισιδαιμονίας. Ημείς δε, διά της περί την ιστορίαν ενασχολήσεως, και διά της συνηθείας της συγγραφής, παρασκευάζομεν ημάς αυτούς εις το να δεχώμεθα πάντοτε εις τας ψυχάς ημών τας μνήμας των αρίστων και δοκιμωτάτων· και αν η σχέσις των ανθρώπων μεθ' ών διαιτώμεθα εξ ανάγκης, φαύλον τι έχουσα ή αγενές ή κακόηθες, προσβάλλη ημάς δι' αυτού, ν' αποκρούωμεν αυτό και να το αποβάλλωμεν, στρέφοντες προς τα κάλλιστα των παραδειγμάτων ιλαράν την διάνοιαν και πραείαν. Εκ τούτων σοι πέμπω διά του παρόντος τον βίον Τιμολέοντος του Κορινθίου και τον του Αιμιλίου Παύλου, ανδρών ών ου μόνον αι προαιρέσεις αλλά και αι τύχαι υπήρξαν αγαθαί προς τα πράγματα, ώστε θέλει αμφισβητηθή αν δι' ευτυχίας μάλλον ή διά φρονήσεως κατώρθωσαν των έργων αυτών τα μέγιστα.

Β. Οι πλείστοι συγγραφείς ομολογούσιν ότι ο οίκος των Αιμιλίων ήτον εκ των ευπατριδών και των παλαιών. Ότι δ' ο πρώτος αυτών, όστις και εις το γένος κατέλιπε την επωνυμίαν του, ήτον ο Μάμερκος, υιός Πυθαγόρου του σοφού (294) διά την γλυκύτητα και χάριν του λόγου του Αιμύλιος (295) προσαγορευθείς, είπον τινές, οίτινες απέδωκαν εις τον Πυθαγόραν την εκπαίδευσιν του βασιλέως Νουμά (296). Και οι πλείστοι μεν των εκ της οικίας ταύτης εις δόξαν προαχθέντων ευτύχησαν διά της αρετής ήν εζήλωσαν. Του δε Λευκίου Παύλου το κατά τας Κάννας ατύχημα έδειξε και την φρόνησιν συγχρόνως και την ανδρείαν αυτού, διότι μη δυνηθείς να πείση τον συνάρχοντα αυτού, και να τον εμποδίση του να πολεμήση, εις μεν την μάχην άκων συνέπραξε μετ' αυτού, της δε φυγής δεν συμμετέσχεν, αλλ' όταν ο συνάψας την μάχην εγκατέλιπεν αυτήν, αυτός σταθείς και μαχόμενος κατά των εχθρών εφονεύθη. Τούτου η μεν θυγάτηρ Αιμιλία ενυμφεύθη τον μέγαν Σκηπίωνα· ο δ' υιός Παύλος Αιμίλιος, περί ού ταύτα γράφονται, εις ηλικίαν ελθών κατά καιρόν εφ' ού ήνθουν δόξαι και αρεταί επιφανεστάτων ανδρών και μεγίστων, διέλαμψεν ουχί ζηλώσας τα επιτηδεύματα των νέων οίτινες ευδοκιμούσιν, ουδέ την ιδίαν μετ' αυτών οδόν απ' αρχής πορευθείς· διότι ούτε εις λόγους ησχολείτο δικαστικούς, και τους ασπασμούς και τας δεξιώσεις και φιλοφροσύνας, δι' ών κολακεύοντες πολλοί τον δήμον απέκτων αυτού την εύνοιαν, θεραπευτικοί και σπουδαίοι λεγόμενοι, παρέλιπεν εντελώς, αν και προς αμφότερα ήτον ευφυής· αλλ' επιζητών μάλλον την απ' ανδρείας και δικαιοσύνης και πίστεως δόξαν, ως εκατέρου κρείττονα, και κατά τούτο διέφερε των ομηλίκων του απ' αρχής.

Γ. Η πρώτη δε των επισήμων αρχών ήν εζήτησεν υπήρξεν η αγορανομία (297), και προεκρίθη εκ δώδεκα υποψηφίων, οίτινες λέγεται ότι μετά ταύτα πάντες υπάτευσαν. Γενόμενος δ' ιερεύς των Αυγούρων ονομαζομένων (298), ούς οι Ρωμαίοι αναδεικνύουσιν επισκόπους και φύλακας της δι' ορνίθων και διοσημειών μαντικής, ούτως εσεβάσθη τα πάτρια ήθη, και κατενόησε την των παλαιών περί τα θεία ευλάβειαν, ώστε την ιερωσύνην, ήτις εφαίνετο έντιμός τις υπηρεσία, και επιζήτητουν άλλοι ένεκα δόξης, ανέδειξε μίαν των υπερτάτων τεχνών, και εδικαίωσε τους φιλοσόφους, όσοι ώρισαν την ευσέβειαν επιστήμην της των θεών θεραπείας. Διότι τα πάντα ετελούντο υπ' αυτού μετά σπουδής και μετ' εμπειρίας, και απείχε πάσης άλλης εργασίας όταν περί αυτής επρόκειτο, και ουδέν παρέλειπεν ή εκαινοτόμει, μετά των συνιερέων πάντοτε και περί των μικρών φιλονεικών, και διδάσκων ότι, αν νομίζη τις ότι το θείον είναι εύκολον και δεν δυσαρεστείται διά τας τοιαύτας αμελείας, εις την πόλιν όμως δύσκολον είναι να συγχωρή τα τοιαύτα και να τα παραβλέπη. Διότι ουδείς εξ αρχής αμέσως διά μεγάλου παρανομήματος μετακινεί την πολιτείαν, αλλά και αυτήν των μεγίστων την τήρησιν καταστρέφουσιν οι παραμελούντες την ακρίβειαν περί τα μικρά. Ουχ ήττον δ' απεδείκνυτο και των στρατιωτικών ηθών και παραδόσεων εξεταστής και φύλαξ, και στρατηγών δεν εδημαγώγει, ουδέ, ως οι πλείστοι τότε, εθήρευε δευτέρας αρχάς χαριζόμενος εις των πρώτων την διαχείρησιν, και πράως προσφερόμενος προς τους αρχομένους, αλλ' ως τις άλλων οργίων έμπειρος ιερεύς, εξήγει τα καθ' έκαστα των κατά τας στρατείας εθίμων, και φοβερός ών εις τους απειθούντας και παραβαίνοντας, ανώρθου την πατρίδα, και σχεδόν εθεώρει την επί των εχθρών νίκην ως πάρεργον της των πολιτών παιδεύσεως.

Δ. Επεκράτει τότε ο πόλεμος όν είχον οι Ρωμαίοι προς Αντίοχον τον μέγαν (299), και οι επιτηδειότατοι των στρατηγών αυτών ήσαν κατ' εκείνου απεσταλμένοι, όταν άλλος πόλεμος ηγέρθη εκ δυσμών, και μεγάλα κινήματα έγιναν εις την Ιβηρίαν. Εις τούτον εστάλη ο Αιμίλιος στρατηγός, έχων ουχί έξ πελέκεις (300), όσους έχουσιν οι στρατηγούντες, αλλά προσλαβών άλλους τόσους, ώστε η επισημότης της εξουσίας αυτού ωμοίασε την υπατικήν. Ενίκησε δε δις τους βαρβάρους εκ παρατάξεως, και εφόνευσε περί τας τριάκοντα χιλιάδας αυτών. Φαίνεται δ' ότι τούτο υπήρξε προφανές της στρατηγικής αυτού ικανότητος κατόρθωμα, διότι ωφεληθείς εκ της καταλληλότητος των χωρίων, και διάβασίν τινα ποταμού ενεργήσας, διευκόλυνε την νίκην εις τους στρατιώτας. Υπέταξε δε πόλεις διακοσίας πεντήκοντα, δεχθείσας αυτόν εκουσίως. Αφείς δε την επαρχίαν κατηρτισμένην εν ειρήνη και πίστει, επανήλθεν εις Ρώμην, ουδέ κατά μίαν δραχμήν εκ της εκστρατείας γενόμενος ευπορώτερος. Ήτον δε και κατά τ' άλλα αργός μεν εις το ν' αποκτά, δαπανηρός δε και αφειδής της περιουσίας του. Αύτη δε δεν ήτον πολλή, αλλά μόλις εξήρκεσε μετά τον θάνατον αυτού εις απόδοσιν της οφειλομένης προικός εις την γυναίκα του.

Ε. Ενυμφεύθη δε την Παπιρίαν, θυγατέρα του Μάσωνος (301), ανδρός υπατικού, και αφ' ού πολύν καιρόν συνώκησε μετ' αυτής, αφήκε τον γάμον, ει και άριστα τέκνα απ' αυτής αποκτήσας. Διότι αύτη τω εγέννησε τον κλεινότατον Σκηπίωνα και τον Μάξιμον Φάβιον. Αιτία δε γραπτή της διαξεύξεως αυτού δεν περιήλθεν εις ημάς, αλλά φαίνεται ότι αληθής είναι λόγος τις όστις ερρέθη περί της των γάμων διαλύσεως. Ανήρ Ρωμαίος εχώριζε την γυναίκα του· οι δε φίλοι του ενουθέτουν αυτόν· «Δεν είναι σώφρων; τω έλεγον, δεν είναι εύμορφος; δεν είναι γόνιμος;» Αλλ' εκείνος, δείξας το υπόδημά του (κάλτιον (302) καλούσαν αυτό οι Ρωμαίοι)· «Δεν είναι ωραίον αυτό; απήντησε, δεν είναι καινούργιον; Αλλά τις εξ υμών ημπορεί να γνωρίζη ποίον μέρος του ποδός μου θλίβει;» Και τω όντι μεγάλα μεν και πασίγνωστα σφάλματα εγένοντο αιτίαι διαζυγίων άλλων γυναικών· δι' άλλας δε, αηδία τις, και των ηθών δυσαρμοστία, και μικρά τινα και πυκνά παραπτώματα, άγνωστα εις τους άλλους, απεχθείας επιφέρουσιν ασυμβιβάστους εις τα συνοικέσια. Ούτω λοιπόν ο Αιμίλιος, χωρισθείς της Παπιρίας, ενυμφεύθη άλλην, και τους δύο παίδας ούς αυτή εγέννησεν είχεν εις την οικίαν του, τους δε προτέρους έδωκε θετούς εις τους μεγίστους οίκους και εις τα επιφανέστατα γένη, τον μεν πρεσβύτερον εις το του Μαξίμου Φαβίου, του πεντάκις υπατεύσαντος· τον δε νεώτερον υιοθετήσας ο υιός του Αφρικανού Σκηπίωνος, εξάδελφόν του όντα, ωνόμασε Σκηπίωνα. Εκ δε των θυγατέρων του Αιμιλίου την μεν ενυμφεύθη ο υιός του Κάτωνος, την δ' άλλην ο Αίλιος Τουβέρων, ανήρ άριστος, και εκείνος μεταξύ των Ρωμαίων, όστις την πενίαν υπέμεινε μεγαλοπρεπέστατα· διότι δεκαέξ ήσαν οι συγγενείς, Αίλιοι όλοι· είχον δ' οικίσκον μικρότατον, και έν χωρίον ήρκει εις όλους, μίαν έχοντας εστίαν μετά πολλών παίδων και γυναικών. Μεταξύ τούτων ήτον και η θυγάτηρ τούτου του Αιμιλίου, του δις υπατεύσαντος και δις θριαμβεύσαντος, μη αισχυνομένη την πενίαν του ανδρός της, αλλά θαυμάζουσα την αρετήν αυτού δι' ήν ήτον πένης. Οι σημερινοί δ' αδελφοί και συγγενείς, αν διά κλιμάτων (303) και ποταμών και διατειχισμάτων δεν χωρίσωσι τα κοινά κτήματα, και ευρύχωρον δεν λάβωσιν απ' αλλήλων απόστασιν, δεν παύουσι φιλονεικούντες. Ταύτα παρέχει η ιστορία άξια παρατηρήσεως και σκέψεως εις τους θέλοντας και αυτοί να σωθώσιν.

ΣΤ. Ο δ' Αιμίλιος, ύπατος εκλεχθείς (304), εξεστράτευσε κατά των παρά τας Άλπεις Αιγύων, ούς τινες και Λιγυστίνους ονομάζουσιν, έθνος μάχιμον και θυμοειδές, πείραν δε του πολέμου λαμβάνον παρά των Ρωμαίων διά την γειτνίασιν· διότι νέμονται τα έσχατα και προς τας Άλπεις καταλήγοντα μέρη της Ιταλίας, και εξ αυτών των Άλπεων όσα βρέχονται υπό του Τυρρηνικού πελάγους και αντικρύζουσι την Λιβύαν (305), μεμιγμένοι μετά Γαλατών και των παραλίων Ιβήρων. Τότε δε, περιτρέχοντες την θάλασσαν εις σκάφη πειρατικά, αφήρουν και διήρπαζον τα εμπορεύματα μέχρι των Ηρακλείων στηλών αναπλέοντες. Όταν λοιπόν επήλθε κατ' αυτών ο Αιμίλιος, τεσσαράκοντα χιλιάδες γενόμενοι, αντέστησαν κατ' αυτού· έχων δ' εκείνος μόνον οκτακισχιλίους, προσέβαλεν αυτούς, αν και πενταπλασίους, τους έτρεψεν εις φυγήν, και εις τα τείχη κατακλείσας αυτούς, τοις απεύθυνε προτάσεις φιλανθρώπους και συμβιβαστικάς· διότι οι Ρωμαίοι δεν ήθελον να εξολοθρεύσωσιν εντελώς το έθνος των Λιγύων, κείμενον ως περίφραγμα εμπρός αυτών η προπύργιον, και εμποδίζον τα κινήματα δι' ών οι Γαλάται πάντοτε ηπείλουν την Ιταλίαν. Εμπιστευθέντες λοιπόν εις τον Αιμίλιον, τω παρέδωσαν και τα πλοία των και τας πόλεις· και αυτός τας μεν πόλεις ουδόλως ηδίκησε, και τα τείχη μόνον κρημνίσας, τας απέδωκεν εις αυτούς· τα πλοία όμως τοις αφήρεσεν όλα, και ουδέν τοις αφήκε τρισκάλμου (306) μεγαλήτερον· τους δε συλληφθέντος υπ' αυτών διέσωσε, πολλούς ευρεθέντας και Ρωμαίους και ξένους. Ύστερον δε, ει και πολλάκις εφάνη ότι ήθελε πάλιν να υπατεύση, και άπαξ μάλιστα ετέθη και υποψήφιος, αποτυχών όμως και παροραθείς, έμενεν ήσυχος του λοιπού, εις των ιερών αφιερωμένος την επιμέλειαν, και εξασκών τους υιούς του εις μεν την επιχώριον και πάτριον παιδείαν, καθώς αυτός εξησκείτο, εις δε την ελληνικήν έτι φιλοτιμότερον. Διότι ου μόνον γραμματικοί, και σοφισταί, και ρήτορες, αλλά και πλάσται, και ζωγράφοι, και ίππων και σκύλων επιστάται, και κυνηγίου διδάσκαλοι Έλληνες ήσαν περί τους νεανίσκους. Ο δε πατήρ αυτών, αν δεν υπήρχε δημόσιόν τι εμπόδιον, παρευρίσκετο πάντοτε εις τας μελέτας και τα γυμνάσια αυτών, φιλότεχνος ών ως ουδείς έτερος των Ρωμαίων.

Ζ. Ήτον δε τότε των δημοσίων πράξεων ο καιρός, καθ' όν πολεμούντες κατά Περσέως, του βασιλέως των Μακεδόνων, κατηγόρουν τους στρατηγούς, ότι εξ απειρίας και ατολμίας διεχειρίζοντο αισχρώς και καταγελάστως τα πράγματα, και εκακοποιούντο μάλλον υπό των εχθρών ή ό,τι τους εκακοποίουν. Αφ' ού Αντίοχον, τον επικληθέντα Μέγαν, υποχωρήσαντα εκ της άλλης Ασίας, εδίωξαν επέκεινα του Ταύρου και τον κατέκλεισαν εις την Συρίαν, ευχαρίστως διά δεκαπέντε χιλιάδων ταλάντων τας συνθήκας ταύτας εξαγοράσαντα· αφ' ού ολίγον πρότερον εν Θεσσαλία συνέτριψαν τον Φίλιππον (307) και ηλευθέρωσαν τους Έλληνας από των Μακεδόνων· αφ' ού και τον Αννίβαν κατεπολέμησαν, προς όν ουδείς βασιλεύς εδύνατο να παραβληθή κατά τόλμην ή κατά δύναμιν, ενόμιζον ουχί ανεκτόν να είν' εμπεπλεγμένοι μετά του Περσέως, ως ίσοι προς ίσον της Ρώμης αντίπαλον, και επί πολύν χρόνον να πολεμή αυτός τους Ρωμαίους διά των λειψάνων της πατρικής ήττης· αγνοούντες ότι νικηθείς ο Φίλιππος, κατέστησε των Μακεδόνων την δύναμιν πολύ ισχυροτέραν και μαχιμωτέραν. Ταύτα θέλω βραχέως διηγηθή, αρχόμενος άνωθεν.

II. Αντίγονος, ο κραταιότατος των Αλεξάνδρου διαδόχων και στρατηγών, αποκτήσας δι' εαυτόν και τους απογόνους του την προσηγορίαν του βασιλέως, έσχεν υιόν Δημήτριον, (308) ού υιός εγένετο ο Αντίγονος, ο επονομασθείς Γονατάς. Τούτου δ' υιός ην ο Δημήτριος, όστις ολίγον βασιλεύσας καιρόν, και υιόν εις παιδικήν ηλικίαν απολιπών τον Φίλιππον, απέθανε. Φοβηθέντες δ' οι πρώτοι των Μακεδόνων την αναρχίαν, εκάλεσαν τον Αντίγονον, εξάδελφον του αποθανόντος, και νυμφεύσαντες μετ' αυτού την μητέρα του Φιλίππου, πρώτον μεν τον ωνόμασαν επίτροπον και στρατηγόν, έπειτα δε, γνωρίσαντες αυτόν μετριοπαθή και χρήσιμον, τον ανηγόρευσαν βασιλέα. Επεκλήθη δε Δώσων, ως υποσχόμενος μεν πάντοτε, μη εκτελών δε τας υποσχέσεις του (309). Μετά τούτον δε βασιλεύσας ο Φίλιππος, διέπρεψε μεγάλως μεταξύ των βασιλέων, έτι μειράκιον ων, και εφαίνετο ως μέλλων ν' αναστήση την Μακεδονίαν εις την παλαιάν αυτής περιοπήν, και ως μέλλων μόνος ν' αναχαιτήση των Ρωμαίων την δύναμιν, κατά πάντων ήδη εγειρομένην. Νικηθείς δ' εις μεγάλην μάχην περί την Σκοτούσσαν υπό Τίτου Φλαμινίνου, τότε μεν υπέκυψε, και πάντων των καθ' εαυτόν κυρίους ανεγνώρισε τους Ρωμαίους, και μετρίου προστίμου τυχών, έμεινεν ευχαριστημένος. Ύστερον δε, δυσανασχετών, και το να οφείλη την βασιλείαν εις χάριν των Ρωμαίων θεωρών ίδιον αιχμαλώτου μάλλον την τρυφήν αγαπώντος, παρ' ανδρός έχοντος φρόνημα και μεγαλοψυχίαν, έστρεψε την γνώμην του προς τον πόλεμον, και παρεσκευάζετο λαθραίως και πανούργως. Και τας μεν πόλεις τας κειμένας επί των μεγάλων οδών και τας παραθαλασσίους εγκατέλειπεν ασθενείς και σχεδόν ερήμους, ώστε να καταφρονώνται, συνήγε δε δύναμιν πολλήν εις τα άνω μέρη, και τα μεσόγεια χωρία και φρούρια και πόλεις πληρών όπλων και χρημάτων πολλών και ακμαίων στρατιωτών, εγύμναζε τον πόλεμον, και τον συνείχεν ως κεκρυμμένον αδήλως· διότι όπλων αποτεταμιευμένων, και εν αχρηστία μενόντων είχε τριάκοντα χιλιάδας, οκτώ δ' εκατομμύρια μεδίμνων σίτου ήσαν εγκατωκοδομημένα εντός των τειχών, και πλήθος χρημάτων, όσον ήρκει όπως επί δέκα έτη τρέφη δεκακισχιλίους μισθοφόρους, πολεμούντας υπέρ της χώρας. Αλλ' εκείνος μεν δεν επρόφθασε να κινήση τας δυνάμεις ταύτας και να εκτελέση το σχέδιό του, αποθανών εκ λύπης και αθυμίας, διότι ενόησεν ότι αδίκως εθανάτωσε τον ένα των υιών του, Δημήτριον, πεισθείς εις του άλλου, του χειροτέρου τας διαβολάς. Ο δε μένων των υιών του, ο Περσεύς, μετά της βασιλείας διεδέχθη και την κατά των Ρωμαίων έχθραν αυτού. Αλλά τοιούτο βάρος να φέρη ήτον ανίκανος διά την μικρότητα και την μοχθηρίαν του ήθους του, πλήρης ων παθών και ελαττωμάτων, εν οίς επρώτευεν η φιλαργυρία. Λέγεται δ' ότι ουδέ γνήσιος ην την καταγωγήν, αλλ' ότι τον εγέννησε ράπτριά τις εξ Άργους, Γναθαινία ονομαζομένη, τον έλαβε δ' αρτιγέννητον η σύζυγος του Φιλίππου, και κρυφίως τον εδέχθη υποβολιμαίον. Διά τούτο φαίνεται προ πάντων ότι εφοβήθη και εφόνευσε τον Δημήτριον, μήπως έχων γνήσιον ο οίκος διάδοχον, αποκαλύψη την νοθείαν εκείνου.

Θ. Αλλά καί τοι αγεννής ών και ταπεινός, υπό των δυνάμεων άς διέθετεν παρακινούμενος, απεδύθη προς τον πόλεμον, και αντέσχε πολύν καιρόν, νικήσας υπατικούς αρχηγούς των Ρωμαίων, και στρατεύματα και στόλους μεγάλους, και κυριεύσας τινάς αυτών. Και τον πρώτον μεν εισβαλόντα εις την Μακεδονίαν, Πόπλιον Λικίννιον, ενίκησεν εις ιππομαχίαν και τον έτρεψεν εις φυγήν, και δισχιλίους και πεντακοσίους γενναίους άνδρας εφόνευσε, και ζώντας άλλους εξακοσίους συνέλαβεν. Εις δε τον στόλον, όστις ήτον προσωρμισμένος εις τον Ωρεόν, επιπλεύσας απροσδοκήτως, είκοσι μεν εκυρίευσεν ολκάδας (310) μετ' αυτού του φορτίου, των, τα δ' επίλοιπα, σίτου πλήρη, κατεβύθισεν. Εκυρίευσε δε και τέσσαρα πλοία πεντηρικά (311). Και μάχην συνήψεν εκ δευτέρου, καθ' ήν απέκρουσε τον υπατικόν Οστίλιον, θέλοντα διά βίας να εισβάλη κατά τας Ελιμίας (312) Εισβαλόντα δε λαθραίως διά της Θεσσαλίας, τον προσεκάλεσεν εις μάχην, αλλ' εφοβήθη εκείνος να την δεχθή. Εκστρατεύσας δε, παρέργως του πολέμου, κατά των Δαρδανέων (313), ως περιφρονών δήθεν τους Ρωμαίους και ως έχων καιρόν ν' ασχοληθή αλλαχού, κατέκοψε δέκα χιλιάδας εκ των βαρβάρων τούτων, και έλαβε πολλά λάφυρα, Υπεκίνει δε και τους Γαλάτας τους περί τον Ίστρον κατοικούντας, οίτινες καλούνται Βαστάρναι (314), στρατόν ιππικόν και μάχιμον· εκάλει δε και τους Ιλλυρίους (315), διά Γενθίου, του βασιλέως αυτών, να βοηθήσωσιν εις τον πόλεμον και αυτοί. Και λόγος διέτρεξεν ότι διά μισθού υπ' αυτού πεισθέντες οι βάρβαροι, έμελλον διά της κάτω Γαλατίας παρά τον Αδρίαν να εισβάλωσιν εις την Ιταλίαν.

I. Ταύτα μανθάνοντες οι Ρωμαίοι, ενέκρινον ν' αφήσωσι τας χάριτας και τας υποψηφιότητας ως προς τας στρατηγίας, και να καλέσωσιν εις την αρχηγίαν άνδρα νουν έχοντα, και ηξεύροντα πώς να διεξαγάγη μεγάλα πράγματα. Ούτος ήτον ο Παύλος Αιμίλιος, ηλικίας, μεν ήδη προκεχωρημένης και εξηκοντούτης σχεδόν, ακμάζων δε κατά την σωματικήν δύναμιν, υπό νέων υιών και γαμβρών περιστοιχιζόμενος, και υπό φίλων και συγγενών πολλήν εχόντων δύναμιν, οίτινες πάντες τον έπειθον να υπακούση εις τον δήμον, καλούντα αυτόν εις την υπατείαν. Αλλ' εκείνος κατ' αρχάς μεν απεποιείτο δήθεν προς το πλήθος, και απέκρουε την προθυμίαν αυτών, ως μη επιθυμών την αρχήν. Επειδή δε καθ' ημέραν επανήρχοντο και τον προσεκάλουν εις την αγοράν, και κατεβόων κατ' αυτού, επείσθη· και άμα παρουσιάσθη μεταξύ των επιζητούντων την υπατείαν, εφάνη ουχί ερχόμενος όπως λάβη αρχήν, αλλ' όπως φέρη νίκην και του πολέμου επιτυχίαν, και όπως δώση εις τους πολίτας το ενδόσιμον να καταβώσιν εις το πεδίον· μετά τοσαύτης ελπίδος και προθυμίας εδέχθησαν πάντες αυτόν, και κατέστησαν ύπατον αυτόν εκ δευτέρου, μη αφήσαντες να τεθή, κατά την συνήθειαν, κλήρος επί των επαρχιών, αλλά ψηφίσαντες ευθύς δι' αυτόν του Μακεδονικού πολέμου την αρχηγίαν. Λέγεται δ' ότι, ως ανηγορεύθη στρατηγός κατά του Περσέως, προπεμφθείς εις την οικίαν του λαμπρώς υπό του δήμου παντός, εύρε την θυγατέρα του Τερτίαν, ήτις ήτον παιδίον έτι, δακρύουσαν, και ασπασθείς αυτήν την ηρώτησε διατί λυπείται. Εκείνη δ' εναγκαλισθείσα και φιλούσα αυτόν, «Δεν ηξεύρεις, ω πάτερ, τω είπεν, ότι μας απέθανεν ο Περσεύς;» «Ενόει δε κυνάριον τρεφόμενον υπ' αυτής, και ούτως ονομαζόμενον. Ο δ' Αιμίλιος, «Αγαθή τύχη, είπεν, ω θύγατερ, και δέχομαι τον οιωνόν.» Ταύτα ιστορεί Κικέρων ο ρήτωρ εν τοις περί μαντικής (316).

ΙΑ. Ήτον δε συνήθεια, οι λαμβάνοντες την υπατείαν ν' αποδίδωσι χάριν τρόπον τινά εις τον δήμον, και διά τούτο να προσαγορεύσωσιν αυτόν φιλοφρόνως από του βήματος. Ο Αιμίλιος λοιπόν εις εκκλησίαν συναγαγών τους πολίτας, είπεν ότι την μεν πρώτην υπατείαν αυτός επεζήτησε, διότι ήθελεν εξουσίαν, την δε δευτέραν, διότι εκείνοι ήθελον στρατηγόν. Επομένως ότι ουδεμίαν τοις γνωρίζει χάριν, και παραχωρεί την αρχηγίαν, αν νομίζωσιν ότι δι' άλλου τινός καλήτερον θα διεξαχθώσι τα του πολέμου. Αν δ' εμπιστεύωνται εις αυτόν, ούτε να στρατηγώσι και αυτοί παρά τον στρατηγόν, ουδ' εις λόγους να δαπανώνται, αλλά να εκτελώσιν εν σιωπή τα δέοντα προς τον πόλεμον· διότι αν ζητώσι ν' άρχωσι του άρχοντος, θέλουσι γίνει έτι μάλλον καταγέλαστοι παρά σήμερον. Ταύτα ειπών, πολλήν μεν αιδώ προς εαυτόν ενέπνευσεν εις τους πολίτας, μεγάλην δε προσδοκίαν του μέλλοντος, και όλοι έχαιρον ότι αφέντες τους κολακεύοντας, εξελέξαντο στρατηγόν έχοντα παρρησίαν και γενναιοφροσύνην. Ούτως ο δήμος των Ρωμαίων, όπως άρχη των άλλων και αναδείκνυται πάντων μέγιστος, εγίνετο δούλος του καλού και της αρετής.

ΙΒ. Ότι δ' ο Αιμίλιος Παύλος, άμα εκίνησεν εις εκστρατείαν, είχε πλουν ευτυχή και πάσαν ευκολίαν προς οδοιπορίαν, ώστε ταχέως και ασφαλώς έφθασεν εις το στρατόπεδον, τούτο αποδίδω εις την καλήν αυτού τύχην. Εις δε τον πόλεμον και την στρατηγίαν αυτού, βλέπων άλλα μεν κατορθωθέντα διά της μεγάλης τόλμης αυτού, άλλα δε διά των φρονίμων αυτού βουλευμάτων, άλλα διά προθύμων υπηρεσιών των φίλων του, και άλλα διότι εις τας δεινάς περιστάσεις είχε θάρρος και σκέψιν ορθήν, ουδέν δύναμαι των λαμπρών και διασήμων έργων αυτού ν' αποδώσω εις την λεγομένην του ανδρός ευτυχίαν, ως επ' άλλων στρατηγών, εκτός αν τις ειπή ότι τύχη ήτον αγαθή εις του Αιμιλίου τας επιχειρήσεις η φιλαργυρία του Περσέως, όστις το αργύριον φειδωλευθείς, ανέτρεψε και κατέβαλε των Μακεδόνων τας εκ του πολέμου τούτου εξαρθείσας λαμπράς και μεγάλας ελπίδας. Διότι κατά παράκλησιν αυτού τω ήλθαν Βαστάρναι, ιππείς μεν δεκακισχίλιοι, δεκακισχίλιοι δε και παραβάται (317) μισθοφόροι πάντες, άνδρες μη ηξεύροντες ούτε να γεωργώσιν, ούτε να πλέωσιν, ούτε να ζώσι ποίμνια βόσκοντες, αλλ' έν έργον μελετώντες και μίαν τέχνην, να πολεμώσι πάντοτε και να νικώσι τους αντιταττομένους. Όταν δε στρατοπεδεύσαντες παρά την Μαιδικήν (318), συνανεμίγησαν μετά των στρατευμάτων του βασιλέως, άνδρες υψηλοί μεν τα σώματα, θαυμαστοί δ' εις τα γυμνάσια αυτών, καυχηματίαι δε και λαμπροί εις τας κατά των εχθρών απειλάς, ενέβαλον θάρρος εις τους Μακεδόνας, και την πεποίθησιν ότι οι Ρωμαίοι δεν θέλουσι τους υπομείνει, αλλ' ότι θέλουσιν εκπλαγή προς την όψιν αυτών και την κίνησιν, ούσαν φοβεράν και ξενοφανή. Αφ' ού όμως ούτω διέθεσε τους ανθρώπους ο Περσεύς, και τοσούτων ενέπλησεν αυτούς ελπίδων, επειδή δι' έκαστον των αρχηγών αυτών τω εζητούντο ανά χίλιοι στατήρες (319), ζαλισθείς και παραφρονήσας διά το συμποσούμενον του χρυσίου πλήθος, εκ μικρολολογίας ηρνήθη, και εγκατέλιπε την συμμαχίαν, ως αν επρόκειτο να οικονομήση, ουχί να πολεμήση, κατά των Ρωμαίων, και να δώση ακριβή απολογισμόν της του πολέμου δαπάνης εις εκείνους καθ' ών επολέμει· και ταύτα εν ώ διδασκάλους είχεν εκείνους, συλλέξαντας, και έχοντας ετοίμους εις πάσαν χρείαν, πλην της άλλης παρασκευής, και εκατόν χιλιάδας στρατιωτών. Εκείνος δε, προς τοιαύτην αντιταττόμενος δύναμιν, και εις πόλεμον καταβαίνων δι' όν τόσοι υπεράριθμοι ετρέφοντο στρατιώται, εμέτρει το χρυσίον και το εσφράγιζε και εφοβείτο να το εγγίση, ως αν ήτον ξένον. Και έπραττε ταύτα ουχί εκ Λυδών γεννηθείς ουδ' εκ Φοινίκων, αλλά κατά συγγένειαν την αρετήν αντιποιούμενος του Φιλίππου και Αλεξάνδρου, οίτινες τα πάντα ενίκησαν, θεωρήσαντες τα πράγματα διά χρημάτων αγοραζόμενα, και ουχί τα χρήματα διά των πραγμάτων, δι' ό και ερρέθη ότι τας πόλεις των Ελλήνων κυριεύει ουχί ο Φίλιππος, αλλ' ο χρυσός του Φιλίππου· όταν δ' ο Αλέξανδρος ήρχισε την κατά των Ινδών εκστρατείαν, και είδε τους Μακεδόνας βαρύν κατόπιν των και δυσκίνητον σύροντας του περσικού πλούτου τον όγκον, πρώτας επυρπόλησε τας βασιλικάς αμάξας, έπειτα δε κατέπεισε και τους άλλους να πράξωσι το ίδιον, και ελαφροί να κινήσωσι προς τον πόλεμον, ως αν είχον απολυθή. Ο δε Περσεύς εις τον χρυσόν πνίξας εαυτόν και τα τέκνα και την βασιλείαν του, δεν ηθέλησε να σωθή δι' ολίγων χρημάτων, αλλά μετά πολλών εις αλύσεις συρθείς ο πλούσιος αιχμάλωτος, προυτίμησε να επιδείξη εις τους Ρωμαίους πόσων εφείσθη, διατηρήσας αυτά δι' αυτούς.

ΙΓ. Και ου μόνον απέπεμψε τους Γαλάτας, ψευσθείς προς αυτούς, αλλά και Γένθιον τον Ιλλυριόν παρακινήσας να συμπράξη εις τον πόλεμον επί πληρωμή τριακοσίων ταλάντων, τα μεν χρήματα εξέθηκεν ηριθμημένα εις τους υπ' αυτού πεμφθέντας, και τους αφήκε να τα σφραγίσωσιν. Όταν δ' ο Γένθιος, πεισθείς ότι είχε τα ζητηθέντα, έπραξεν έργον ασεβές και απαίσιον, συλλαβών και δέσας τους προς αυτόν ελθόντας πρέσβεις των Ρωμαίων, τότε ο Περσεύς, φρονών ότι δεν εχρειάζοντο πλέον χρήματα όπως τον καταστήσωσιν εις πόλεμον προς τους Ρωμαίους, αφ' ού ο Γένθιος έδωκε διά της προδοσίας του αδιάλυτα έχθρας ενέχυρα, και αφ' ού διά τοιαύτης αδικίας ερρίφθη εις τον πόλεμον, εστέρησε τον δυστυχή των τριακοσίων ταλάντων, και τον αφήκεν αδιαφόρως ν' αρπαγή εντός ολίγου χρόνου μετά γυναικός και τέκνων από της βασιλείας του, ως από φωλεάς, υπό Λευκίου Ανικίου, του στρατηγού του κατ' αυτού πεμφθέντος μετά δυνάμεως. Κατά τοιούτου λοιπόν αντιπάλου ελθών ο Αιμίλιος, αυτόν μεν κατεφρόνει, την δ' υπ' αυτόν στρατιωτικήν προμήθειαν και δύναμιν εθαύμαζε· διότι ήσαν ιππείς μεν τετρακισχίλιοι, πεζοί δ' εις φάλαγγα σχεδόν τεσσαράκοντα χιλιάδες. Στρατοπεδεύων δε παρά την θάλασσαν υπό την υπώρειαν του Ολύμπου, εις τόπους ουδαμόθεν προσιτούς, και πανταχόθεν καταφραχθέντες υπ' αυτού διά χαρακωμάτων και προτειχισμάτων ξυλίνων, έμεινεν εν εντελεί αργία, νομίζων ότι ο καιρός και η των χρημάτων δαπάνη θα εξήντλουν εντελώς τον Αιμίλιον. Αλλ' ούτος άγρυπνον έχων την φρένα, εβουλεύετο αδιακόπως, και τα πάντα εξέταζε και ηρεύνα. Βλέπων δ' ότι οι στρατιώται δυσηρεστούντο διά την έως τότε αργίαν, και έκαμνον τους στρατηγούς διά των λόγων, γνωμοδοτούντες ότι έπρεπε να γίνη, τους επέπληξε, και τοις παρήγγειλε να μη επεμβαίνωσιν, ουδέ να φροντίζωσι παρά πώς έκαστος να καταστήση το σώμα και την πανοπλίαν του όσον το δυνατόν χρησιμωτέραν, και ρωμαϊκούς να μεταχειρισθώσι την μάχαιράν των, όταν τοις προσδιορίση ο στρατηγός τον καιρόν. Τους δε νυκτερινούς φύλακας διέταξε να φυλάττωσιν άνευ λόγχης (320), διότι ούτως θα προσείχον μάλλον, και θ' ανθίστατο κατά του ύπνου, αν δεν εδύναντο ν' αντισταθώσι κατά των εχθρών όταν επλησίαζον.

ΙΔ. Επειδή δ' οι άνθρωποι προ πάντων ηνοχλούντο εκ της ελλείψεως του ποτού, διότι ολίγον και κακόν επήγαζε και έτρεχε παρ' αυτήν την θάλασσαν, βλέπων ο Αιμίλιος μέγα και σύμφυτον όρος τον Όλυμπον υπερκείμενον, και εκ της χλωρότητος των φυτών εννοών ότι πρέπει να έχη πηγάς ύδατος βαθέως ρέοντος, έσκαψε πολλάς αναπνοάς δι' αυτάς και πολλά φρέατα κατά την υπώρειαν. Και ταύτα επληρώθησαν αμέσως ρευμάτων καθαρών, άτινα υπό του βάρους των θλιβόμενα, και διά της φυσικής των ορμής, εφέροντο προς το κενούμενον μέρος. Τινές λέγουσιν ότι εις τους τόπους εξ ών τα ύδατα ρέουσι δεν εναπόκεινται πηγαί αυτών κεκρυμμέναι και έτοιμοι, ουδ' είναι η εκβολή αυτών αποκάλυψις η ρήξις αυτών, αλλά γέννησις και σύστασις, διότι η όλη ενταύθα υγραίνεται. Υγραίνεται δε διά της πυκνότητος και ψυχρότητος η υδατώδης αναθυμίασις, όταν εις το βάθος καταθλιβείσα, γίνη ρευστή. Διότι, καθώς οι μαστοί των γυναικών δεν είναι, ως αγγεία, πλήρεις ετοίμου γάλατος καταρρέοντος, αλλά μεταβάλλουσι την τροφήν εντός των, και κατασκευάζουσι γάλα και το χύνουσιν, ούτως οι δροσεροί και πηγοτρόφοι τόποι της γης δεν καλύπτουσι μεν ύδωρ, ουδέ κοιλώματα εκχέοντα ρεύματα και βάθη ποταμών τοσούτων εκ πηγής ετοίμης και υπογείου, αλλά διά της πιέσεως και της καταπυκνώσεως αποθλίβοντες τον ατμόν και τον αέρα, τρέπουσιν αυτόν εις ύδωρ. Οι τόποι λοιπόν οίτινες σκάπτονται, αναδίδουσι μάλλον και αναβλύζουσιν ύδωρ εις την τοσαύτην ψηλάφησιν, καθώς οι μαστοί των γυναικών εις τον θηλασμόν, υγραίνοντες και μαλάττοντες την αναθυμίασιν. Όσα δε μέρη της γης εισί πεφραγμένα και ακατέργαστα, αυτά μένουσι τυφλά προς γένεσιν ύδατος, διότι δεν έχουσι την κίνησιν, ήτις παρέχει υγρόν. Οι δε ταύτα λέγοντες, αφορμήν έδωκαν εις τους απορητικούς (321) να προτείνωσιν ότι ουδέ το αίμα ενυπάρχει εις τα ζώα, αλλά γεννάται όταν γίνωσι τραύματα, διά μεταβολής πνεύματος τίνος ή σαρκών, ήτις παράγει ρύσιν και αναλύει. Αλλά την απάτην αυτών αποδεικνύουσιν οι εντός των υπονόμων και των μεταλλείων απαντώμενοι εις τα βάθη ποταμοί, οίτινες δεν συλλέγονται κατ' ολίγον, ως θα ήτον επόμενον αν εγεννώντο τότε διά της κινήσεως της γης, αλλ' αθρόοι εκχεόμενοι ρέουσιν. Εις δε τα όρη, όταν πέτρα κτυπηθή και ραγή, εκπηδά άφθονον ρεύμα ύδατος, και έπειτα πάλιν εκλείπει. Και ταύτα μεν περί τούτων.

ΙΕ. Ο δ' Αιμίλιος, ημέρας μέν τινας ηρέμει, και λέγεται ότι ποτέ τόσον μεγάλα στρατόπεδα, τοσούτον εγγύς αλλήλων ιδρυμένα, τοσαύτην δεν ετήρησαν ησυχίαν. Εξετάζων δε τα πάντα και διερευνών, ήκουσεν ότι μία μόνη εκ των διόδων έμενεν αφρούρητος, η διά της Περραιβίας, παρά το Πύθιον (322) και την Πέτραν (323), και εκ του ότι ο τόπος δεν εφυλάττετο ελπίσας μάλλον ή ό,τι εφοβήθη την κακοτοπίαν και την τραχύτητα ής ένεκα δεν εφυλάττετο, συνεκρότησε περί τούτου συμβούλιον. Πρώτος δ' εκ των παρόντων ο Νασικάς επικαλούμενος Σκηπίων, γαμβρός Σκηπίωνος του Αφρικανού, ύστερον δ' ισχυρότατος γενόμενος εις την σύγκλητον, εδέχθη να γίνη της κυκλώσεως αρχηγός. Δεύτερος δ' ο Φάβιος Μάξιμος, ο πρεσβύτατος των υιών του Αιμιλίου, μειράκιον ων εισέτι, ηγέρθη προθυμότατος και αυτός. Ευχαριστηθείς λοιπόν διά τούτο ο Αιμίλιος, τοις έδωκεν ουχί όσους ο Πολύβιος είπεν, αλλ' όσους ο ίδιος Νασικάς λέγει ότι έλαβε, γράψας περί των πράξεων τούτων επιστολήν πρός τινα των βασιλέων. Ήσαν δε Ιταλοί μεν εκτός τάξεως των λεγεώνων τρισχίλιοι, το δ' αριστερόν κέρας περί τους πεντακισχιλίους. Εκτός τούτων λαβών ο Νασικάς ιππείς εκατόν είκοσι, και διακοσίους εκ των μετά του Αρπάλου αναμεμιγμένων Θρακών και Κρητών, εκίνησε κατά τον δρόμον της θαλάσσης, και εστρατοπέδευσε παρά το Ηράκλειον, ως μέλλων δήθεν να πλεύση, και διά των πλοίων να κυκλώση των εχθρών το στρατόπεδον. Αφ' ού δ' εδείπνησαν οι στρατιώται και έγινε σκότος, ειπών εις τους αρχηγούς την αλήθειαν, τους έφερε διά νυκτός εις τον δρόμον τον εναντίον της θαλάσσης, και καταλύσας ανέπαυσε το στράτευμά του υπό το Πύθιον. Εδώ του Ολύμπου το ύψος είναι ανώτερον των δέκα σταδίων (324). Δηλούται δε δι' επιγράμματος του μετρήσαντος αυτόν, ούτω·

«Της κορυφής του Ολύμπου το ύψος, εκεί όπου κείται
     ο του Πυθίου (325) ναός (κάθετον πλην μετρηθέν)
Έχει σταδίων μεν πλήρη δεκάδα, αλλά επί ταύτη
     Έτι και πλέθρον, εκτός μόνον τεσσάρων ποδών.
Ο Ξεναγόρας δ' υιός του Ευμήλου ανεύρε τα μέτρα.
     Χαίρε δε συ, βασιλεύ (326), δίδων πληθύν αγαθών.

Ει και λέγουσιν οι γεωμέτραι ότι ούτε ύψος όρους ούτε βάθος θαλάσσης υπερβαίνει τους δέκα σταδίους. Φαίνεται δ' ότι ο Ξεναγόρας έλαβε την καταμέτρησιν ουχί περιέργως, αλλά μεθοδικώς και δι' οργάνων.

ΙΣΤ. Ο μεν Νασικάς λοιπόν ενταύθα διενυκτέρευσεν· ο δε Περσεύς, βλέπων τον Αιμίλιον ακίνητον εις την θέσιν του, δεν εφαντάζετο το γινόμενον. Κρης δ' αυτόμολος, αποδράς καθ' οδόν, ήλθε και τω ανήγγειλε των Ρωμαίων την περικύκλωσιν. Τότε δε ταραχθείς, το μεν στρατόπεδον δεν μετεκίνησε· παραδούς δ' εις τον Μίλωνα δεκακισχιλίους ξένους μισθοφόρους και δισχιλίους Μακεδόνας, τους έπεμψε και τους διέταξε να σπεύσωσι και να καταλάβωσι την διάβασιν. Εις τούτους ο μεν Πολύβιος λέγει ότι επέπεσαν οι Ρωμαίοι εν ώ εκοιμώντο ακόμη· ο δε Νασικάς, ότι σφοδρός έγινε προς αυτούς αγών και κίνδυνος εις τας κορυφάς, και ότι αυτός Θράκα μισθοφόρον, προσβαλόντα αυτόν στήθος προς στήθος, τον εκτύπησε διά της λόγχης του εις το στήθος και τον εφόνευσεν. Ούτως εδιώχθησαν οι εχθροί διά βίας, και ο Μίλων έφυγεν αίσχιστα άνευ όπλων, μόνον τον χιτώνα φορών, ο Αιμίλιος ηκολούθει ασφαλώς, καταβιβάζων εις την χώραν το στράτευμα. Ως δ' ήκουσε ταύτα ο Περσεύς, αμέσως αναχωρήσας, απεσύρθη προς τα οπίσω, περίφοβος γενόμενος, και βλέπων τας ελπίδας του καταστρεφομένας. Αλλ' ανάγκη ήτον να μείνη εμπρός της Πύδνης (327) και να δοκιμάση την τύχην της μάχης, ή να σκορπίση τον στρατόν εις τας πόλεις, και να δεχθή τον εχθρόν όστις, αφ' ού άπαξ εμβήκεν εις την χώραν, δεν εδύνατο να εκδιωχθή χωρίς πολλού φόνου και πολλών νεκρών. Αλλ' οι φίλοι του ενεθάρρυνον τον Περσέα, λέγοντες εις αυτόν ότι ενταύθα είχε πλήθος στρατιωτών ανώτερον, ότι δ' αυτοί θέλουσι δείξει πολλήν προθυμίαν, μαχόμενοι υπέρ των τέκνων και των γυναικών των, εν ώ μάλιστα τους επέβλεπεν ο βασιλεύς και εκινδύνευεν επί κεφαλής αυτών. Εστρατοπέδευσαν επομένως και παρετάττοντο εις μάχην, και κατεσκόπει τάς θέσεις, και διήρει τας αρχηγίας, ως μέλλων ευθύς εξ εφόδου ν' αντικρούση τους Ρωμαίους. Ο δε τόπος ήτον πεδιάς, κατάλληλος διά την φάλαγγα, ήτις έχει ανάγκην βάσεως επιπέδου και χωρίων ομαλών, και λόφοι υπήρχον συνέχεις, αλλήλους διαδεχόμενοι, εις τους γυμνήτας και ψιλούς στρατιώτας παρέχοντες καταφύγια και περιδρομάς. Διά μέσου δε ποταμοί ρέοντες, ο Αίσων και ο Λεύκος, ουχί λίαν βαθείς τότε, διότι ήτον περί τα τέλη του θέρους, εφαίνοντο ως δυνάμενοι δυσχέρειάν τινα να επιφέρωσιν εις τους Ρωμαίους.

ΙΖ. Ο Αιμίλιος, ενωθείς μετά του Νασικά, κατέβαινε παρατεταγμένος κατά του εχθρού. Ως δ' είδε την παράταξιν αυτών και το πλήθος, θαυμάσας ανέστειλε την πορείαν του, και εσκέπτετο καθ' εαυτόν. Οι δε νέοι αξιωματικοί, προθυμίαν έχοντες να πολεμήσωσι, προυχώρουν εμπρός αυτού, και τον παρεκάλουν να μη χρονοτριβή, και υπέρ πάντας ο Νασικάς, θάρρος λαβών εκ της κατά τον Όλυμπον επιτυχίας. Ο Αιμίλιος όμως μειδιάσας, «Αν είχον, είπε, την ηλικίαν σου. Αλλ' αι πολλαί μου νίκαι, διδάσκουσί μοι των νικωμένων τα σφάλματα, μ' εμποδίζουσι μετά μακράν οδόν να συγκροτήσω μάχην προς φάλαγγα παρατεταγμένην ήδη και ετοίμην.» Μετά ταύτα, τα μεν πρώτα τάγματα, όσα ήσαν υπ' όψιν του εχθρού, διέταξε να συνέλθωσιν εις σπείρας, και να φανώσιν ως εις μάχην παραταττόμενα, τους δε κατά την ουράν να μείνωσιν επιτοπίως, να περιστοιχισθώσιν υπό χάρακος, και να στρατοπεδεύσωσιν. Ούτως οι προσεχέστεροι εις τους τελευταίους εξετέλουν αφανώς τους εξελιγμούς των, και, χωρίς οι εχθροί να το εννοήσωσιν, ελύθη η παράταξις, και εισήλθον πάντες αθορύβως εις τον χάρακα. Αφ' ού δ' έγινε νυξ, και μετά το δείπνον ετράπησαν εις ύπνον και ανάπαυσιν, αιφνιδίως η σελήνη, ήτις ήτο πλήρης και υψηλά εις τον ουρανόν, έγινε μελανή, εξέλιπε το φως της, και αφ' ού διάφορα μετέβαλε χρώματα, έπαυσε του να φαίνηται. Και οι μεν Ρωμαίοι, ως συνηθίζουσιν, ανεκάλουν το φως αυτής διά πατάγων χαλκού, και πολλά ύψουν πυρά και δαυλούς και δάδας προς τον ουρανόν· οι δε Μακεδόνες ουδέν όμοιον έπραττον, αλλά φρίκη και θάμβος εκυρίευσε το στρατόπεδον, και λόγος διά πολλών κρυφίως διεδίδετο, ότι το φαινόμενον σημαίνει του βασιλέως έκλειψιν (328). Ο δ' Αιμίλιος, όχι ότι δεν ήκουσεν ουδ' εγνώριζε τας εκλειπτικάς ανωμαλίας, αίτινες την σελήνην περιφερομένην εμβάλλουσι κατά τεταγμένας περιόδους εις της γης την σκιάν και την αποκρύπτουσι, μέχρις ού παρελθούσα το εσκοτισμένον μέρος, πάλιν αναλάμψη απέναντι του ηλίου· αλλ' επειδή πολλά απέδιδεν εις τους θεούς, και ήτον φιλοθύτης και φίλος των μαντείων, ότε είδε κατά πρώτον την σελήνην καθαιρομένην, έθυσεν εις αυτήν ένδεκα μόσχους. Αμα δ' εξημέρωσεν, εθυσίασε βους εις τον Ηρακλήν, αλλά τα ιερά δεν ήσαν καλά μέχρι του εικοστού· εις δε το εικοστόν πρώτον εφάνησαν τα σημεία, και προεμήνυσαν εις αυτούς νίκην, αν έμενον αμυνόμενοι. Υποσχεθείς επομένως εκατόν βους και ιερόν αγώνα εις τον Θεόν, διέταξε τους αρχηγούς να παρατάξωσι τον στρατόν εις μάχην. Αυτός δε, περιμένων να στραφή και κλίνη το φως, όπως μη την αυγήν λάμπη ο ήλιος κατά πρόσωπον αυτών εν ώ επολέμουν, παρήρχετο τον χρόνον εις την σκηνήν του ανεωγμένην προς την πεδιάδα και προς το εχθρικόν στρατόπεδον.

ΙΗ. Περί δε δείλην τινές λέγουσιν ότι διά τεχνάσματος αυτού του Αιμιλίου προήλθεν η πρώτη προσβολή εκ μέρους των εχθρών, και ότι οι Ρωμαίοι, απολύσαντες αχαλίνωτον ίππον, τον εδίωξαν προς αυτούς, και ούτος διωκόμενος έγινε πρώτη αρχή της μάχης. Κατ' άλλους δε, υποζύγια ρωμαϊκά, φέροντα χόρτον προσεβλήθησαν υπό Θρακών, ών αρχηγός ήτον ο Αλέξανδρος· κατ' αυτών δ' ότι σφοδρώς επέπεσαν επτακόσιοι Λίγυοι, και ως αμφοτέρωθεν ήλθεν περισσοτέρων βοήθεια, ούτω συνήφθη η μάχη. Και ο μεν Αιμίλιος, ως έμπειρος κυβερνήτης, εκ του πολλού σάλου και της κινήσεως προβλέπων το μέγεθος του αγώνος, εξήλθε της σκηνής, και περιερχόμενος των οπλιτών τα τάγματα, τα ενεθάρρυνεν. Ο δε Νασικάς, ιππεύσας προς τους ακροβολιζομένους, βλέπει σχεδόν όλους τους εχθρούς ελθόντας εις χείρας. Πρώτοι δ' εβάδιζον οι Θράκες, ών, ως λέγει, η θέα προ πάντων τον εξέπληξεν, άνδρες υψηλοί τα σώματα, λευκόν έχοντες και λάμποντα ασπίδων οπλισμόν και περικνημίδων, μέλανας δ' υπ' αυτόν ενδεδυμένοι χιτώνας, και ορθάς ρομφαίας βαρυσιδήρους εκ των δεξιών ώμων επισείοντες. Πλησίον δε των Θρακών ετάττοντο οι μισθοφόροι, ών το ένδυμα ήτον παντοδαπόν, και μεθ' ών ήσαν Παίονες μεμιγμένοι. Μέτ' αυτούς δ' είπετο τάγμα τρίτον, οι επίλεκτοι, το κατά την ανδρείαν και την ηλικίαν καθαρώτερον των Μακεδόνων, αστράπτοντες μ' επίχρυσα όπλα και νεουργείς φοινικίδας. Εν ώ δ' ούτοι παρετάττοντο, αναφαινόμεναι εκ των χαρακωμάτων αι φάλαγγες των χαλκασπίδων, επλήρωσαν ακτίνων σιδήρου και λάμψεως χαλκού το πεδίον, και κραυγής και θορύβου το όρος ως παρεκίνουν αλλήλας. Τόσον δε θρασέως και μετά τάχους προυχώρουν, ώστε οι πρώτοι νεκροί έπεσαν δύο μόνον σταδίους μακράν του χαρακώματος των Ρωμαίων.

ΙΘ. Εν ώ δ' εγίνετο η έφοδος, επρόφθασεν ο Αιμίλιος, και εύρε τους εκ των ταγμάτων Μακεδόνας ότι ήγγιζον τας σαρίσας (329) αυτών εις τας ασπίδας των Ρωμαίων, οίτινες δεν τους έφθανον διά των μαχαιρών των. Αφ' ού δε είδε και τους άλλους Μακεδόνας ότι εξεκρέμασαν τας πέλτας των (330) εκ των ώμων, και εις έν πρόσταγμα κλίναντες τας σαρίσσας, αντέστησαν εις τους ασπιδοφόρους, και την δύναμιν είδε του συνασπισμού και την τραχύτητα της αντιστάσεως, εκυριεύθη υπ' εκπλήξεως και φόβου, διότι ποτέ δεν είχεν ιδή θέαμα φοβερώτερον, και πολλάκις έκτοτε ενθυμείτο την εντύπωσιν εκείνην και την όψιν. Τότε δε, δεικνύων εαυτόν προς τους μαχομένους ιλαρόν και φαιδρόν, διήρχετο εμπρός των έφιππος, χωρίς περικεφαλαίας και θώρακος. Ο δε των Μακεδόνων βασιλεύς, ως λέγει ο Πολύβιος, όταν ήρχισεν η μάχη, δειλιάσας, έφυγεν έφιππος εις την πόλιν (331), προσποιηθείς ότι θέλει να θύση εις τον Ηρακλέα, όστις όμως δεν δέχεται δειλά παρά δειλών, ουδ' εκτελεί ευχάς αθεμίτους. Διότι δεν είναι θεμιτόν ούτε ο μη ρίπτων να ευθυβολή, ούτε ο μη υπομένων να υπερισχύη, ούτε ο μηδέν πράττων να ευπραγή, ούτε ο κακός να ευδαιμονή. Αλλά του Παύλου Αιμιλίου εδέχθη τας ευχάς ο Θεός, διότι ούτος εζήτει του πολέμου το κράτος και την νίκην το δόρυ κρατών, και πολεμών επεκαλείτο σύμμαχον τον Θεόν. Εν τούτοις Ποσειδώνιός τις, όστις λέγει ότι έζη επ' εκείνων των καιρών και των πράξεων, και έγραψεν ιστορίαν περί Περσέως εις πολλά βιβλία (332), λέγει ότι απήλθεν αυτός ουχί υπό δειλίας, ουδέ πρόφασιν θυσίας προτείνας, αλλά διότι την προτεραίαν της μάχης έτυχεν ίππος να λακτίση αυτόν εις το σκέλος· κατά δε την μάχην, ει και ενοχλούμενος, και κωλυόμενος υπό των φίλων, διέταξεν όμως να τω φέρωσι φορτηγόν ίππον, και αναβάς αυτόν, συνετάχθη αθωράκιστος εις την φάλαγγα. Έπιπτον δε πανταχόθεν βέλη παντοία, και δόρυ έπεσεν ολοσίδηρον εις αυτόν, χωρίς διά της αιχμής να τον εγγίση, αλλά πλάγιον επέρασε περί την αριστεράν του πλευράν. Διά της ορμής του δε διέσχισε τον χιτώνα του, και τυφλόν θλάσμα εκοκκίνισε το σώμα του, διατηρήσαν επί πολύν χρόνον τον τύπον. Ταύτα απολογείται ο Ποσειδώνιος υπέρ του Περσέως.

Κ. Αλλ' επειδή οι Ρωμαίοι, οίτινες αντετάχθησαν εις την φάλαγγα, δεν εδύναντο να βιάσωσιν αυτήν, ο Σάλιος, αρχηγός των Πελιγνών (333) αρπάσας την σημαίαν των υφ' εαυτόν, την έρριψεν εις τους εχθρούς. Τότε δ' οι Πελιγνοί, (διότι παρά τοις Ιταλοίς δεν είναι θεμιτόν ουδ' όσιον να εγκαταλείψωσι την σημαίαν), συνέδραμον προς εκείνον τον τόπον, και έργα φοβερά και φόνοι συνέβησαν εκατέρωθεν όταν συνεκρούσθησαν. Διότι οι μεν επροσπάθουν να κόψωσι διά των μαχαιρών τας σαρίσσας, και ν' αποκρούσωσιν αυτάς διά των ασπίδων, και συλλαμβάνοντες αυτάς διά των χειρών να τας μακρύνωσιν· οι δε Μακεδόνες, δι' αμφοτέρων των χειρών ισχυρώς κρατούντες τας λόγχας, και διατρυπώντες τους κατ' αυτών επιπίπτοντας, χωρίς ούτε ασπίς ούτε θώραξ ν' αντιστή εις της σαρίσσης την βίαν, ανέτρεπον κατά κεφαλήν τους Πελιγνούς και Μαρρρουκινούς, οίτινες χωρίς ουδέν να λογίζωνται, και μετά θυμού θηριώδους, ερρίπτοντο εις τας πληγάς και εις βέβαιον θάνατον. Ως δ' εφονεύθησαν ούτως οι πρόμαχοι, ωπισθοδρόμησαν οι οπίσω τεταγμένοι· δεν ήτον δε τούτο φυγή, αλλ' υποχώρησις προς το όρος το καλούμενον Ολόκρον, ώστε, ως λέγει ο Ποσσειδώνιος, ο Αιμίλιος διέρρηξε τον χιτώνα του, ιδών ότι ούτοι μεν ενέδιδον, οι δ' άλλοι Ρωμαίοι απέφευγον την φάλαγγα, ήτις ουδαμόθεν εδύνατο να προσβληθή και πανταχόθεν παρίστατο ακαταμάχητος, το πύκνωμα των σαρισσών έχουσα ως χαράκωμα. Αλλ' επειδή τα χωρία ήσαν ανώμαλα και η παράταξις διά το μήκος της δεν εφύλαττε συνεχή τον συνασπισμόν, είδεν ο Αιμίλιος ότι η φάλαγξ των Μακεδόνων παρίστα διαστήματα και διασπάσματα, ως είναι επόμενον εις μεγάλους στρατούς και εις τας ποικίλας των μαχομένων ορμάς, και ότι εις άλλα μεν μέρη προυχώρει εμπρός θλιβομένη, εις άλλα δ' υπεχώρει. Τότε, ταχέως περιελθών τον στρατόν, και διαιρέσας αυτόν εις σπείρας, διέταξε να παρεμπίπτωσιν εις τα διαλείμματα και τα κενά της τάξεως των εχθρών, και να συμπλέκωνται ουχί πάντες προς πάντας μίαν συγκροτούντες μάχην, αλλά πολλάς κατά μέρος και μεμιγμένας. Ταύτα ωδήγησεν ο Αιμίλιος τους αξιωματικούς, οι δ' αξιωματικοί πάλιν τους στρατιώτας· και ως πρώτον εισεχώρησαν και διέδυσαν εντός των οπλιτών, επί των μεν εκ πλαγίου και εις τα γυμνά επιπίπτοντες, τους δε περικυκλούντες και όπισθεν λαμβάνοντες, διερράγη η φάλαγξ, και απωλέσθη αυτής ευθύς η δύναμις και η κοινή ενέργεια. Εις δε τας καθ' ένα και κατ' ολίγους συγκρούσεις, οι Μακεδόνες διά μικρών εγχειριδίων κτυπώντες τας στερεάς και μέχρι των ποδών καλυπτούσας ασπίδας, διά των ελαφρών δε και μικρών πελταρίων αυτών κακώς αντέχοντες προς τας μαχαίρας εκείνων, αίτινες, βαρείαι καταφερόμεναι, διέσχιζον παν όπλον μέχρι του σώματος, ετράπησαν εις φυγήν.

ΚΑ. Εις τούτο το μέρος μέγας ην ο αγών. Εκεί και Μάρκιος ο υιός του Κάτωνος, γαμβρός του Αιμιλίου, μεγάλην αναπτύξας ανδρείαν, απώλεσε το ξίφος του. Ως δε νεανίας άριστα εκπαιδευθείς, και εις τον μέγαν πατέρα του μεγάλης αρετής αποδείξεις οφείλων, φρονών ότι ο θάνατος ήτον προτιμότερος παρά ζων αυτός ν' αφήση λάφυρον εαυτού εις τους εχθρούς, έτρεχε διά της μάχης, και αν έβλεπε που φίλον τινά ή οικείον, τω έλεγε το συμβάν εις αυτόν, και τον παρεκάλει να τον βοηθήση. Πολλοί δε και ανδρείοι ούτω συνελθόντες, και μεθ' ορμής υπό την οδηγίαν αυτού τους λοιπούς διασχίσαντες, ώρμησαν εις τους εναντίους. Διά μεγάλου δ' αγώνος και φόνου πολλού και τραυμάτων εκδιώξαντες αυτούς εκ της θέσεώς των, και τόπον έρημον και γυμνόν καταλαβόντες, ετράπησαν εις του ξίφους την αναζήτησιν. Ως δε μόλις εν μέσω πολλών όπλων και πτωμάτων νεκρών ανευρέθη κεκρυμμένον, περιχαρείς γενόμενοι και παιανίσαντες, έτι λαμπρότερον εφορμώσι κατά των εισέτι ανθισταμένων εχθρών. Και τέλος oι τρισχίλιοι επίλεκτοι, εις τας τάξεις των μένοντες και μαχόμενοι, κατεκόπησαν πάντες· οι δ' άλλοι έφευγον, και πολύς ην ο φόνος αυτών, ώστε η μεν πεδιάς και η υπώρεια κατεπληρώθησαν νεκρών^ του δε Λεύκου ποταμού το ρεύμα διέβησαν οι Ρωμαίοι την μετά την μάχην ημέραν μεμιγμένον έτι μεθ' αίματος· διότι λέγεται ότι απέθανον υπέρ τας εικοσιπέντε χιλιάδας. Εκ δε των Ρωμαίων έπεσαν, ως μεν ο Ποσειδώνιος λέγει, εκατόν, ως δ' ο Νασικάς, ογδοήκοντα.

KB. Και κρίσιν μεν έλαβε ταχυτάτην ο μέγιστος ούτος αγών διότι αρχήσαντες την εννάτην (334) ώραν να πολεμώσιν, ενίκησαν προ της δεκάτης. Το δ' επίλοιποι της ημέρας μετεχειρίσθησαν εις την δίωξιν, και διώξαντες τους φυγάδας μέχρι σταδίων εκατόν είκοσι, μόλις αφ' ού εντελώς ενύχτωσεν εστράφησαν οπίσω. Και τους μεν άλλους οι θεράποντες μετά λαμπάδων προϋπαντώντες, μετά χαράς και βοής τους έφερον εις τας σκηνάς, καταφώτους και κεκοσμημένας διά στεφάνων κισσού και δάφνης. Τον στρατηγόν δε τον ίδιον μέγα πένθος κατείχε· διότι εκ των δύο υιών του οίτινες συνεξεστράτευον μετ' αυτού, ο νεώτερος ουδαμού εφαίνετο, εκείνος όν ηγάπα περισσότερον, και όν έβλεπεν εκ φύσεως μάλλον των αδελφών του κλίνοντα προς την αρετήν. Επειδή δ' ήτον γενναίος την ψυχήν και φιλότιμος, και αντίπαις εις την ηλικίαν (335) εφρόνει ότι εχάθη εντελώς, εξ απειρίας αναμιχθείς κατά την μάχην μετά των εχθρών. Αλλ' άμα το στράτευμα όλον ήκουσε περί της ανησυχίας αυτού και της θλίψεως, αφήνοντες το δείπνον, ανεπήδων και έτρεχον μετά λαμπάδων, πολλοί μεν εις την σκηνήν του Αιμιλίου, πολλοί δ' εμπρός του χαρακώματος, ζητούντες αυτόν μεταξύ των πρώτων νεκρών. Κατήφεια δε κατείχε το στρατόπεδον, και κραυγή ηκούετο εις παν το πεδίον, ως εκάλουν τον Σκηπίωνα· διότι όλοι τον εθαύμαζον ευθύς εξ αρχής, βλέποντες το ήθος του, ως ουδενός άλλου των συγγενών του, πάσας έχον τας αρετάς του στρατηγού και του πολιτικού ανδρός· Εξώρας δε, αφ' ού πάντες σχεδόν είχον απελπισθή περί αυτού, επανήλθεν εκ της διώξεως, μετά δύο ή τριών φίλων του, πλήρης αίματος και φόνου των πολεμίων, ως σκύλαξ γενναίος υφ' ηδονής της νίκης ακρατήτως παρασυρθείς. Ούτος είναι ο Σκηπίων, όστις μετά ταύτα κατέσκαψε την Καρχηδόνα και Νομαντίαν, και πολύ επρώτευσε των Ρωμαίων, και μεγάλην έλαβε δύναμιν. Εις τον Αιμίλιον λοιπόν, αναβαλούσα η τύχη δι' άλλον καιρόν τον φθόνον αυτής διά το τότε κατόρθωμα, απέδωκε τότε εντελή της νίκης την ηδονήν.

ΚΓ. Ο δε Περσεύς φυγών, ανεχώρησεν εκ Πύδνας εις Πέλλαν μετά των ιππέων, οίτινες σχεδόν πάντες εσώθησαν από της μάχης. Επειδή δε, προφθάνοντες οι πεζοί τους ιππείς, και λοιδορούντες αυτούς ως ανάνδρους και προδότας, τους έρριπτον κάτω των ίππων των και τους εκτύπων, φοβηθείς τον θόρυβον, έστρεψε τον ίππον του εκτός της οδού, και διά να μη διακριθή, αποδυθείς την πορφύραν του, την έθεσεν εμπρός του, και το διάδημά του εκράτει εις τας χείρας του. Συνδιαλεγόμενος δε μετά των φίλων του εν ώ εβάδιζε, κατέβη και έσυρε τον ίππον του· αλλ' εξ αυτών, άλλος μεν προσποιούμενος ότι δένει το υπόδημά του λυθέν, άλλος ότι ποτίζει τον ίππον του, άλλος ότι θέλει να πίη, έμενον κατ' ολίγον οπίσω και απεδίδρασκον, μη φοβούμενοι τοσούτον τους εχθρούς, όσον εκείνου την αγριότητα· Διότι υπό των κακών τεταραγμένος, εζήτει ν' αποκυλίση αφ' εαυτού εις πάντα άλλον την αιτίαν της ήττης. Την δε νύκτα, όταν εισήλθεν εις την Πέλλαν, ο Εύκτος και ο Εύδαιος, οι νομισματοφύλακες αυτού, ελθόντες εις προϋπάντησίν του, τον ήλεγχον διά τα γενόμενα, και μετ' ακαίρου παρρησίας τω ωμίλουν και τον εσυμβούλευον. Εκείνος δ' οργισθείς, τους εκτύπησεν ο ίδιος διά του ξιφιδίου του και τους εφόνευσε. Τότε ουδείς πλέον έμεινε πλησίον του, παρεκτός Ευάνδρου του Κρητός και Αρχιδάμου του Αιτωλού, και του Βοιωτού Νέωνος. Εκ δε των στρατιωτών τον ηκολούθησαν οι Κρήτες, ουχί εξ αγάπης, αλλά διά τα χρήματα προσκολλώμενοι εις αυτόν, ως εις το κηρίον αι μέλισσαι. Διότι έφερε πάμπολλα μεθ' εαυτού, και αφήκεν εξ αυτών ν' αρπάσωσιν οι Κρήτες εκπώματα και κρατήρας, και τ' άλλα αργυρά και χρυσά σκεύη, ως τριάκοντα ταλάντων αξίας. Φθάσας δ' εις Αμφίπολιν πρώτον, έπειτα δ' εκείθεν εις Γαληψόν, και αφ' ού ολίγον επραΰνθη ο φόβος του, επανήλθε πάλιν εις το έμφυτον και πρεσβύτατον των νοσημάτων αυτού, την μικρολογίαν, και ωδύρετο προς τους φίλους του ότι, εξ αγνοίας εσκόρπησεν εις τους Κρήτας τινά εκ των χρυσωμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και παρεκάλει τους έχοντας αυτά, μεθ' ικεσιών και δακρύων, να τ' ανταλλάξωσι προς νόμισμα. Και όσοι μεν καλώς τον εγνώριζον, ενόησαν ότι εκρήτιζε προς Κρήτας (336). Εκείνοι δε πεισθέντες, και δόντες τα χρυσώματα, εστερήθησαν της τιμής των, διότι δεν τοις έδωκε το αργύριον, αλλά τριάκοντα τάλαντα κερδήσας από των φίλων του, άτινα έμελλον μετ' ολίγον να λάβωσι οι εχθροί, έπλευσε μετ' αυτών εις την Σαμοθράκην, και κατέφυγεν ως ικέτης εις τους Διοσκούρους (337)

ΚΑ. Και πάντοτε μεν λέγονται φίλοι των βασιλέων οι Μακεδόνες. Τότε δε, ως αν είχε θραυσθή ο στύλος, έπεσαν πάντες ομού, και παραδοθέντες εις τον Αιμίλιον, εντός δύο ημερών τον κατέστησαν κύριον όλης της Μακεδονίας. Και τούτο φαίνεται δικαιολογούν τους λέγοντας ότι πόσαι αι πράξεις εκείναι εγένοντο δι' ευνοίας της τύχης. Προσέτι δε και η κατά την θυσίαν σύμπτωσις ήτον εκ Θεού και αυτή· διότι εν ώ ο Αιμίλιος εθυσίαζεν εν Αμφιπόλει, και το θύμα είχε σφαγή, κεραυνός ενσκήψας εις τον βωμόν, έβαλε πυρ, και ηγίασε την ιερουργίαν. Αλλ' έτι μάλλον αποδεικνύουσι την εύνοιαν των θεών και της τύχης τ' αφορώντα την φήμην^ διότι τετάρτη ήτον ημέρα αφ' ότου ενικήθη ο Περσεύς περί την Πύδναν, όταν ο δήμος εν Ρώμη εκάθητο εις ιππικών αγώνων θεωρίαν. Αίφνης διεδόθη λόγος εις το πρώτον του θεάτρου μέρος, ότι ο Αιμίλιος εις μεγάλην μάχην νικήσας τον Περσέα κατέστρεψε πάσαν την Μακεδονίαν. Ταχέως δε διεσπάρη η φήμη εις όλον το πλήθος, και χαρά εξέλαμψε μετά κρότου και βοής, δι' όλης της ημέρας εκείνης κατασχούσα την πόλιν. Έπειτα όμως, επειδή ο λόγος δεν εδύνατο ν' αναχθή εις αρχήν βεβαίαν, αλλ' εις όλους εν γένει εφαίνετο πλανώμενος, τότε μεν διεσκεδάσθη και εξέλιπεν η φήμη. Ολίγας δ' ημέρας μετά ταύτα, μαθόντες σαφώς, εθαύμαζον πώς η αγγελία προέδραμε, και πώς το ψεύδος περιείχε την αλήθειαν.

ΚΕ. Λέγεται δ' ότι και της επί του Σάγρα ποταμού μάχης των Ιταλιωτών (338) έγινεν αυθημερόν λόγος εν Πελοποννήσω, και εις τας Πλαταιάς της εν Μυκάλη κατά των Μήδων (339). Την δε νίκην ήν ενίκησαν οι Ρωμαίοι κατά των Ταρκυνίων, επιστρατευσάντων μετά Λατίνων, εφάνησαν ολίγον μετά ταύτα δύο καλοί και μεγάλοι άνδρες, ελθόντες οι ίδιοι από του στρατοπέδου να την αναγγείλωσι, και εξελείφθη ότι ήσαν οι Διόσκουροι ούτοι. Ο δε πρώτος όστις τους απήντησεν εις την αγοράν εμπρός της κρήνης να δροσίζωσι τους ίππους των, καταβρόχους από πολλού ιδρώτος, εθαύμαζε τον περί της νίκης λόγον αυτών. Εκείνοι δε λέγεται ότι έψαυσαν το γένειον αυτού διά των χειρών των ελαφρώς μειδιώντες, και αι τρίχες του ευθύς, μέλαιναι ούσαι, μετεβλήθησαν εις πυρράς. Τούτο δ' έδωκε πίστιν εις λόγον αυτών, εις δε τον άνδρα την επίκλησιν Αινόβαρβος, όπερ εστί χαλκοπώγων. Όλα δε ταύτα κατέστησαν αξιόπιστα το εφ' ημών γενόμενον. Όταν ο Αντώνιος απεστάτησε του Δομετιανού, και πολύς πόλεμος εκ Γερμανίας περιεμένετο, και η Ρώμη ήτον εν ταραχή, αιφνιδίως και αυτομάτως ο δήμος αφ' εαυτού φήμην διέδωκε νίκης, και την Ρώμην επέδραμε λόγος ότι εφονεύθη ο Αντώνιος, ότι ηττήθη το υπ' αυτόν στράτευμα, και ότι ουδέν μέρος αυτού έμεινε. Τόσον δ' εντελώς και γενικώς επιστεύθη η φήμη αύτη, ώστε και θυσίας προσέφερον πολλοί των εν ταις αρχαίς. Ότε δ' εζήτησαν τις ήτον όστις πρώτος το είπε, και ουδείς ευρίσκετο, και ο λόγος, απ' άλλου εις άλλον κυνηγούμενος έφευγε, και τέλος βυθισθείς, ως εις πέλαγος αχανές εις τον άπειρον όχλον, εφάνη ότι ουδεμίαν είχε βεβαίαν αρχήν, αυτή μεν η φήμη διελύθη εκ της πόλεως ταχέως. Επορεύετο δ' ο Δομετιανός, μετά της δυνάμεως εις τον πόλεμον, και καθ' οδόν τον απήντησεν αγγελία και γράμματα λέγοντα εις αυτόν την νίκην. Ήτον δ' η ιδία ημέρα του κατορθώματος και της φήμης, εν ώ οι τόποι απείχον υπέρ τας είκοσι χιλιάδας σταδίων (340). Ταύτα ουδείς των εφ' ημών αγνοεί.

ΚΣΤ. Ο δε Γναίος Οκτάβιος, ο ναύαρχος του Αιμιλίου, προσορμισθείς εις την Σαμοθράκην, ασυλίαν μεν έδωκεν εις τον Περσέα ένεκα των Θεών (341), τον εκώλυε δε να εκπλεύση και να φύγη. Κατώρθωσεν όμως ο Περσεύς κρυφίως αυτού να πείση Ορυάνδην τινά, Κρήτα, λέμβον έχοντα, να παραλάβη αυτόν μετά των χρημάτων του. Εκείνος όμως, κρητισμόν μεταχειρισθείς, τα μεν χρήματα έλαβε το εσπέρας, μηνύσας δ' εκείνον να έλθη την νύχτα εις τον λιμένα πλησίον του Δημητρείου (342) μετά των τέκνων και των αναγκαίων υπηρετών του, ευθύς αφ' εσπέρας απέπλευσεν. Ο δε Περσεύς οικτρά μεν έπασχε, και διά στενού παραθύρου παρά το τείχος κατέβη διά σχοινίου αυτός και τα παιδία και η γυνή του, μη έχοντες έως τότε πείραν πόνων και πλάνης. Οικτρότατον δε στεναγμόν αφήκεν όταν εν ώ επλανάτο παρά τον αιγιαλόν, ιδών τις τω έδειξε τον Οροάνδην όστις έτρεχεν εις το πέλαγος ήδη· διότι υπέλαμπεν η ημέρα, ώστε πάσαν απολέσας ελπίδα, επέστρεφε φεύγων προς το τείχος· και ενοήθη μεν, επρόλαβεν όμως τους Ρωμαίους μετά της γυναικός του. Τα δε παιδία του λαβών, τα ενεχείρισεν ο ίδιος εις τον Ίωνα, όστις ήτον ποτέ ερωμένος του Περσέως, τότε δε προδότης γενόμενος, έγινεν αιτία ν' αναγκασθή ο άνθρωπος, ως θηρίον όταν συλλαμβάνωνται τα παιδία του, να παραδώση το σώμα του εις τας χείρας εκείνων αίτινες είχον αυτά εις την εξουσίαν των. Είχε δε περισσοτέραν εμπιστοσύνην εις τον Νασικάν, και εκείνον εκάλει· επειδή δ' εκείνος δεν ήτον παρών, κλαύσας την τύχην του, και την ανάγκην ιδών, παρεδόθη εις την διάκρισιν του Γναίου, τότε μάλιστα φανερώς αποδείξας ότι υπήρχε ότι εν αυτώ κακόν αγενέστερον της φιλαργυρίας, η φιλοψυχία, δι' ής εστερήθη του μόνου ό η τύχη δεν αφαιρεί από των δυστυχησάντων, την συμπάθειαν. Διότι παρεκάλεσε να τον φέρωσι προς τον Αιμίλιον, όστις αναστάς τον προϋπάντησε μετά των φίλων του δακρύων, ως άνδρα μέγαν, πεσόντα πτώσιν υπό των Θεών επιβληθείσαν και δυστυχή. Εκείνος δε, αίσχιστον θέαμα! πεσών κατά γης, και τα γόνατα αυτού εναγκαλισθείς, εξέπεμψε φωνάς αγενείς, και δεήσεις άς δεν υπέμεινεν ουδ' ήκουσεν ο Αιμίλιος, αλλά προσβλέψας αυτόν μετά προσώπου αλγούντος και λελυπημένου· «Τι, ω ταλαίπωρε, τω είπε ταύτα πράττων, αφαιρείς από της τύχης το μέγιστον των προς σε εγκλημάτων της, και φαίνεσαι ότι πάσχεις ουχί παρ' αξίαν, και ότι ανάξιος είσαι ουχί ταύτης, αλλά της αρχαίας σου τύχης; Διατί δε ταπεινοίς και την νίκην μου, και το κατώρθωμά μου κάμνεις μικρόν, δεικνύων σεαυτόν ούτε γενναίον ούτε άξιον των Ρωμαίων ανταγωνιστήν;» Των δυστυχούντων η αρετή απαιτεί σεβασμού φόρον και παρά των πολεμίων. Η δειλεία δε, και όταν ευημερή, θεωρείται ατιμοτάτη παρά τοις Ρωμαίοις.

ΚΖ. Ουχ ήττον όμως αναστήσας και εκ της δεξιάς λαμβάνων αυτόν, τον παρέδωκεν εις τον Τουβέρωνα. Έπειτα δε τους υιούς και τους γαμβρούς του και των άλλων αξιωματικών τους νεωτάτους καλέσας εντός της σκηνής, πολύν καιρόν έμεινεν εν σιωπή και σκέψει καθήμενος, ώστε όλοι εθαύμαζον. Αρξάμενος δε περί της τύχης να ομιλή και περί των ανθρωπίνων πραγμάτων· «Άραγε, είπεν, άξιον είναι να κομπάζη ο άνθρωπος και να μεγαλοφρονή διά τας επιτυχίας του, όταν κατέστρεψεν έθνος ή πόλιν ή βασιλείαν; ή μάλλον την μεταβολήν ταύτην να διανοήται της τύχης, ήτις παράδειγμα προτάτουσα εις τους πολεμούντας, διδάσκει αυτούς ότι ουδέν είναι μόνιμον και βέβαιον; Τις καιρός δύναται θάρρος να εμπνεύση εις τους ανθρώπους, όταν η επί των άλλων νίκη, αυτή προ πάντων τοις δίδει αφορμήν να φοβώνται την τύχην, και εις τον χαίροντα επιφέρει αθυμίαν τοσαύτην ο αναλογισμός της ειμαρμένης ήτις περιστρέφεται και άλλοτε άλλους ευνοεί. Ή, όταν υπό τους πόδας ημών επατήσαμεν εντός ουδέ μιας ώρας πεσούσαν του Αλεξάνδρου την διαδοχήν, όστις εις υπερτάτην υψώθη δύναμιν και μέγιστον είχε κράτος, και όταν τους μέχρις εσχάτων διά τοσούτων μυριάδων πεζών και χιλιάδων ιππέων δοριφορουμένους βασιλείς βλέπωμεν εξ εχθρικών χειρών εφήμερον τροφήν και ποτόν λαμβάνοντας, νομίζετε ότι τα καθ' ημάς έχουσι διαρκή τινα βεβαιότητα περιεχομένου του χρόνου; Καταστείλατε σεις οι νέοι την ματαίαν υπεροψίαν και το γαυρίαμα της νίκης, και ταπεινοί κλίνατε την κεφαλήν, εις το μέλλον αποβλέποντες πάντοτε μετά προσδοκίας του τέλους, ότε ο Θεός θέλει ρίψει εφ' ημών την νέμεσιν της παρούσης ευημερίας.» Toιαύτα πολλά λέγουσιν ότι είπεν ο Αιμίλιος, και απέπεμψε τους νέους, καλώς, ως διά χαλινού, διά του αναχαιτίζοντος λόγου κολάσας το καύχημα αυτών και την ύβριν.

ΚΗ. Μετά δε τούτο έτρεψε τον μεν στρατόν εις ανάπαυσιν, αυτός δ' απήλθε ν' επισκεφθή την Ελλάδα, διατριβήν ποιούμενος ένδοξον ενταυτώ και φιλάνθρωπον. Διότι παριερχόμενος ανεκούφιζε τους δήμους, και συνίστα τα πολιτεύματα, και δωρεάς έδιδε, είς τινας μεν σίτον εκ του βασιλικού, εις άλλους δε έλαιον· εξ' ού λέγεται ότι τοσούτον ευρέθη εν ταις αποθήκαις, ώστε εξέλιπον οι λαμβάνοντες αυτά και χρείαν αυτού έχοντες, πριν ή καταναλωθή το πλήθος των ευρεθέντων. Εις τους Δελφούς δ' ιδών στήλην τετράγωνον μεγάλην εκ λίθων λευκών συναρμοσμένην, εις ήν έμελλε να στηθή του Περσέως ο χρυσούς ανδριάς, προσέταξε να θέσωσι τον εδικόν του, διότι δέον είναι οι νικώμενοι να υποχωρώσιν εις τους νικώντας. Εις δε την Ολυμπίαν λέγεται ότι ανέκραξε το πολυθρύλλητον εκείνο, ότι του Ομήρου τον Δία ο Φειδίας απέπλασε (343). Όταν δ' εκ Ρώμης έφθασαν οι δέκα πρέσβεις, τότε απέδωκεν εις τους Μακεδόνας την χώραν και τας πόλεις αυτών να τας κατοικώσιν ελευθέρας και αυτονόμους, φόρον δε να δίδωσιν εις τους Ρωμαίους εκατόν τάλαντα, ών υπερδιπλάσια (344) έδιδον άλλοτε εις τους βασιλείς των. Τελών δε θεωρίας παντοίων αγώνων και θυσίας εις τους θεούς, προσέφερεν εστιάσεις και δείπνα, αφθόνως μεν τα βασιλικά χρήματα εις ταύτα δαπανών, ως δε προς την τάξιν αυτών, και την διακόσμησιν, και τας θέσεις εις άς έκαστος κατεκλίνετο, και τας δεξιώσεις προς τους προσκεκλημένους, και την τιμήν και την φιλοφροσύνην ήτις έπρεπε κατ' αξίαν εις έκαστον, ούτως ακριβή την περί ταύτα γνώσιν αποδεικνύων, και τοσαύτην καταβάλλων φροντίδα, ώστε εθαύμαζον οι Έλληνες ότι ουδέ τας διασκεδάσεις άφηνεν άνευ σπουδής, και άνθρωπος πράγματα κατορθών τοσούτον μεγάλα, ότι και εις τα μικρά επέδιδε την πρέπουσαν επιμέλειαν. Εκείνος δ' έχαιρε προ πάντων ότι εν μέσω των πολλών εκείνων και λαμπρών παρασκευών, αυτός ήτον η γλυκυτάτη απόλαυσις και θέα εις πάντας. Εις δε τους θαυμάζοντας διά την τοσαύτην του επιμέλειαν έλεγεν ότι της αυτής ψυχής έργον ήτον και παράταξιν να διευθύνη καλώς και συμπόσιον, ώστε η μεν να φανή φοβερωτάτη εις τους εχθρούς, το δε ευχαριστότατον εις τους συνεστιωμένους. Προ πάντων δ' επήνουν οι άνθρωποι αυτού την ελευθεριότητα και την μεγαλοψυχίαν, διότι ουδ' ηθέλησε καν να ιδή το πολύ ηθροισμένον βασιλικόν αργύριον και χρυσίον, αλλά παρέδωκεν αυτά εις τους ταμίας διά το δημόσιον. Μόνα δε τα βιβλία του βασιλέως επέτρεψε να λάβωσιν οι υιοί του, οίτινες ηγάπων τα γράμματα· και διανέμων αριστεία της μάχης, έδωκεν εις τον γαμβρόν του Αίλιον Τουβέρωνα φιάλην βάρος έχουσαν πέντε λύτρων. Ούτος είναι ο Τουβέρων, περί ού είπωμεν ότι κατώκει μετά δεκαπέντε άλλων συγγενών του, και ότι όλοι ομού ετρέφοντο εξ ευτελούς τινός κτηματιδίου. Και λέγουσιν ότι ούτος είναι ο πρώτος εις τον οίκον των Αιλίων εισελθών άργυρος, υπό της αρετής και της τιμής εισαγόμενος· καθ' όλον δε τον λοιπόν καιρόν ότι ούτε ούτοι, ούτε αι γυναίκες των είχον ανάγκην χρυσού και αργύρου.

ΚΘ. Αφ' ού δ' ωργάνισε τα πάντα καλώς, αποχαιρετίσας τους Έλληνας, και παρακαλέσας τους Μακεδόνας να ενθυμώνται την ελευθερίαν ήν τοις έδωκαν οι Ρωμαίοι, και να διατηρώσιν αυτήν δι' ευνομίας και ομονοίας, απήλθεν εις την Ήπειρον, έχων ψήφισμα της συγκλήτου να ωφελήση εκ λεηλασίας των εκεί πόλεων τους στρατιώτας όσοι επολέμησαν μετ' αυτού κατά του Περσέως. Θέλων δε να επιπέση καθ' όλων συγχρόνως, και εν ώ ουδείς τον περιέμενεν, εμήνυσε και ήλθον προς αυτόν δέκα οι πρώτοι εξ εκάστης πόλεως, και διέταξεν αυτούς όσος άργυρος και χρυσός υπήρχεν εις τας οικίας και τα ιερά, να τον φέρωσιν εις αυτόν εν ημέρα ρητή. Μεθ' εκάστων δ' εξ αυτών έστειλεν, ως δι' αυτό τούτο δήθεν, και φρουράν στρατιωτών, και ταξίαρχον προσποιούμενον ότι ζητεί και παραλαμβάνει το χρυσίον. Όταν δ' έφθασεν η ημέρα, εις ένα και τον αυτόν καιρόν ορμήσαντες όλοι ομού, ετράπησαν εις επιδρομήν και διαρπαγήν των πόλεων· ώστε εντός μιάς ώρας εξηνδραποδίσθησαν εκατόν πεντήκοντα χιλιάδες ανθρώπων, επορθήθησαν δε πόλεις εβδομήκοντα· από τόσης δε φθοράς και τοσούτου ολέθρου έκαστος στρατιώτης δεν έλαβε περισσοτέρας των ένδεκα δραχμών. Έφριξαν δ' όλοι οι άνθρωποι διά το τέλος του πολέμου, καθ' ό κατεκερματίσθη ολόκληρον έθνος, όπως προμηθευθή εις έκαστον τόσον μικρόν μέρισμα και κέρδος.

Λ. Πράξας δε τούτο ο Αιμίλιος, όλως παρά την φύσιν αυτού, ήτις ήτον χρηστή και επιεικής, κατέβη εις Ωρικόν (345) και εκείθεν διαβάς εις την Ιταλίαν μετά των δυνάμεων, ανέπλευσε τον Θύβριν (346) ποταμόν επί της βασιλικής εκκαιδεκήρους (347), κατακεκοσμημένης δι' όπλων αιχμαλώτων, διά φοινικίδων και πορφυρών, ώστε οι Ρωμαίοι, παρακολουθούντες την ναόν ήτις προς τον κτύπον των κωπίων βραδέως επροχώρει, την προέπεμπον ών πανηγυρίζοντες έξωθεν θριαμβευτικήν τινα θέαν πομπής. Οι δε στρατιώται, εποφθαλμιάσαντες τα βασιλικά χρήματα, επειδή δεν έτυχον τόσων όσα ηξίουν, ωργίζοντο μεν κρυφίως διά τούτο, και ηγανάκτουν κατά του Αιμιλίου· φανερώς δε τον κατηγόρουν ότι ήτον προς αυτούς αρχών βαρύς και δεσποτικός, και δεν ανταπεκρίθησαν πολύ προθύμως εις την επιθυμίαν ήν είχε να τελέση θρίαμβον. Εννοήσας δε τούτο ο Σέρβιος Γάλβας, όστις ήτον του Αιμιλίου εχθρός, και είς των υπ' αυτόν χιλιάρχων, ετόλμησεν αναφανδόν να ειπή ότι δεν πρέπει να τω δοθή ο θρίαμβος. Πολλάς δε διασπείρας εις το πλήθος των στρατιωτών διαβολάς κατά του στρατηγού, και την κατ' αυτού οργήν έτι μάλλον διερεθίσας, εζήτει παρά των δημάρχων και άλλην ημέραν, διότι δεν τω ήρκει εκείνη προς την κατηγορίαν, αν και είχε τέσσαρας έτι ώρας επιλοίπους. Οι δε δήμαρχοι τω είπον να ειπή ό,τι θέλει· και τότε αρχίσας λόγον μακρόν και ύβρεων πλήρη παντοδαπών, κατηνάλωσε της ημέρας τον χρόνον. Ως δ' έγινε σκότος, οι μεν δήμαρχοι έλυσαν την εκκλησίαν, οι δε στρατιώται θρασύτεροι γενόμενοι, συνέδραμον προς τον Γάλβαν, και συνασπισθέντες, περί την αυγήν κατέλαβον το Καπιτώλιον διότι οι δήμαρχοι εκεί έμελλον να συναθροίσωσι την εκκλησίαν.

ΛΑ. Άμα δ' εξημέρωσε, προέβησαν εις την ψηφοφορίαν, και η πρώτη φυλή εψήφισε κατά του θριάμβου. Ως δ' ενόησε το πράγμα ο άλλος δήμος και η σύγκλητος, το μεν πλήθος, λυπούμενον ότι υβρίζετο ο Αιμίλιος, φωνάς εξέπεμπεν απράκτους· οι δ' επισημότατοι των βουλευτών, βοώντες ότι το γινόμενον ήτον δεινόν, παρεκίνουν αλλήλους να επιληφθώσι της αναιδείας και της θρασύτητος των στρατιωτών, ήτις έμελλεν εις παν άνομον και βίαιον έργον να εκτραχηλισθή, αν ουδέν τους εκώλυε ν' αφαιρέσωσιν από του Αιμιλίου Παύλου τας επινικίους τιμάς. Διασχίσαντες επομένως τον όχλον και αναβάντες αθρόοι, είπον εις τους δημάρχους ν' αναβάλωσι την ψηφοφορίαν μέχρις ού εκθέσωσιν όσα θέλουσιν εις το πλήθος. Ως δ' έπαυσαν πάντες, και έγινε σιωπή, ανελθών ανήρ υπατικός, όστις διά προκλήσεων είχε φονεύσει εικοσιτρείς εχθρούς, ο Μάρκος Σερβίλιος, είπεν ότι, «πόσον μέγας στρατηγός ήτον ο Αιμίλιος Παύλος, ήδη προ πάντων το εννοεί, βλέπων ότι στράτευμα έχων τόσης γέμον κακίας και απειθείας, τόσω καλάς και μεγάλας πράξεις κατώρθωσε δι' αυτού· θαυμάζει δε τον δήμον, αν χαίρων διά τους κατά των Ιλλυριών και Λιγύων θριάμβους, στερή εαυτόν εκ φθόνου της ευχαριστήσεως του να ιδή ζώντα τον βασιλέα των Μακεδόνων, και του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου την δόξαν αιχμάλωτον φερομένην υπό των ρωμαϊκών όπλων. Διότι, είπε, πώς δεν είναι δεινόν, ότι πριν, όταν διεδόθη φήμη αβέβαιος εις την πόλιν περί της νίκης, σεις εθύσατε εις τους θεούς, ευχόμενοι τον λόγον τούτον ταχέως να ιδήτε πραγματοποιούμενον· όταν δ' ήλθεν ο στρατηγός μετά της αληθούς νίκης, αφαιρείτε ήδη από μεν των θεών την τιμήν, αφ' υμών δ' αυτών την χαράν, ως φοβούμενοι να ιδήτε το μέγεθος των κατορθωμάτων σας, ή φειδόμενοι εχθρού βασιλέως; Τότε καν καλλήτερον θα ήτον αν απεκρούετε τον θρίαμβον εξ οίκτου προς εκείνον, ουχί εκ φθόνου προς τον στρατηγόν. Αλλ' εις τοσαύτην, είπεν, εξουσίαν προάγεται δι' ημών, ώστε περί στρατηγίας και θριάμβου τολμά να ομιλή άνθρωπος άτρωτος, και το σώμα έχων στίλβον εκ λειότητος και σκιατραφίας, προς ημάς οίτινες διά τοσούτων τραυμάτων επαιδεύθημεν να κρίνωμεν τας αρετάς και τας κακίας των στρατηγών.» Και ταύτα λέγων, ανέωξε τον χιτώνα του, και έδειξεν εις το στήθος του πληγών πλήθος απίστευτον. Έπειτα δε στραφείς, ανεκάλυψε μέρη τινά του σώματος, άτινα η ευπρέπεια δεν επιτρέπει να δείκνυνται γυμνά εις τον όχλον. Και προς τον Γάλβαν στραφείς, «Συ μεν, είπε, γελάς διά ταύτα· εγώ δε σεμνύνομαι απέναντι των πολιτών· διότι υπέρ αυτών ημέραν και νύκτα έφιππος τρέχων, έλαβον ταύτα. Αλλ' ελθέ και κάλεσον αυτούς εις την ψηφοφορίαν· εγώ δε καταβάς, θέλω τους παρακολουθήσει πάντας, και θέλω γνωρίσει τους κακούς και τους αχαρίστους, τους θέλοντας να δημαγωγώνται και ουχί να στρατηγώνται εις τους πολέμους.»

ΛΒ. Ούτω λέγουσιν ότι υπό, των λόγων τούτων ανεχαιτίσθη και μετεπείσθη το στρατιωτικόν, ώστε πάσαι αι φυλαί επεκύρωσαν τον θρίαμβον υπέρ του Αιμιλίου. Λέγεται δ' ότι ούτως ετελέσθη αυτός. Ο μεν δήμος, εις τα ιππικά θέατρα, τα καλούμενα Κίρκους, και εις την αγοράν στήσαντες ικριώματα, και τ' άλλα μέρη καταλαβόντες της πόλεως, όσα κατάλληλα εις θέσιν της πομπής, εκάθηντο να ιδώσιν αυτήν εστολισμένοι, και καθαρά ενδύματα φέροντες. Πας δε ναός ανεώχθη, και ην πλήρης στεφάνων και θυμιαμάτων. Υπηρέται δε, πολλοί και ραβδούχοι, εμποδίζοντες τους ατάκτως συρρέοντας και τρέχοντας εις το μέσον, ετήρουν ανοικτάς και καθαράς τας οδούς. Διηρέθη δ' η πομπή εις ημέρας τρεις, και εξ αυτών η μεν πρώτη παρέστησε την θέαν, μόλις εξαρκέσασα εις αυτήν, των αιχμαλώτων ανδριάντων και εικόνων, και κολοσσών, κομιζομένων επί ζευγών διακοσίων πεντήκοντα. Την δ' επαύριον διέβησαν εν πομπή τα κάλλιστα και πολυτελέστατα των Μακεδονικών όπλων εντός πολλών αμαξών, αστράπτοντα όλα εκ νεοχύτου χαλκού και σιδήρου, και ούτως εντέχνως διατεθειμένα και συναρμοσμένα, ώστε να φαίνωνται ως αν είχον σωρευθή ανωμάλως και αυτομάτως, περικεφαλαίαι πλησίον ασπίδων, και θώρακες επί κνημίδων, και Κρητικαί πέλται, και Θράκια δόρατα, και φαρέτραι μεθ' ιππικών αναμεμιγμέναι χαλινών, και ξίφη γυμνά μεταξύ τούτων προκύπτοντα, και σάρισσαι παραπεπηγμέναι· και ήσαν δεδεμένα χαλαρώς, όσον απητείτο ώστε η προς άλληλα κρούσις, όταν εσύροντο υπό των αμαξών, να ηχή τραχέως και φοβερώς, και η όψις αυτών και νενικημένων να εμπνέη φόβον τινά. Μετά δε τας οπλοφόρους αμάξας είποντο άνδρες τρισχίλιοι, νόμισμα φέροντες αργυρούν εντός αγγείων επτακοσίων πεντήκοντα τριταλάντων, ών έκαστον εκόμιζον ανά τέσσαρες. Άλλοι δ' έφερον κρατήρας αργυρούς, και κέρατα (348) και φιάλας, και ποτήρια, και καλώς διατεθειμένα όλα διά την πομπήν, και αξιόλογα διά το μέγεθος και την παχύτητα των τορευμάτων αυτών.

ΛΓ. Την δε τρίτην ημέραν ευθύς την αυγήν επορεύοντο σαλπιγκταί, παίζοντες μέλος ουχί προσόδων (349) ούτε πομπικόν, αλλ' όμοιον εκείνου δι' ού παροτρύνονται εις τας μάχας. Μετά δε τούτων ωδηγούντο εκατόν είκοσι οικότροφοι βόες χρυσόκεροι, κεκοσμημένοι διά ταινιών και στεμμάτων. Οι δ' οδηγοί αυτών νεανίσκοι προυχώρουν περιζώματα φορούντες ευπάρυφα, ως προς ιερουργίαν, και μετ' αυτών ήσαν παίδες, σπονδής αγγεία αργυρά κομίζοντες και χρυσά. Είποντο δε μετά τούτους οι το χρυσούν νόμισμα φέροντες εις αγγεία τριταλαντιαία διηρημένον, ως και το αργυρούν. Το δε πλήθος των αγγείων ήτον ογδοήκοντα, πλην τριών. Τούτους παρηκολούθουν οι κρατούντες την ιεράν φιάλην, ήν κατεσκεύασεν ο Αιμίλιος εκ χρυσού δεκατάλαντον, και διά πολυτίμων λίθων κεκοσμημένην, ως και οι επιδεικνύντες τας Αντιγονίδας και Σελευκίδας και τα Θηρίκλεια (350) και όλα τα κατά το δείπνον χρυσώματα του Περσέως. Τούτους παρηκολούθει το άρμα του Περσέως, και τα όπλα αυτού, και το διάδημα επί των όπλων του κείμενον. Έπειτα, μετά μικράν απόστασιν, εφέροντο δούλα τα τέκνα του βασιλέως, και μετ' αυτών όχλος τροφέων και διδασκάλων και παιδαγωγών, οίτινες εδάκρυον, και εξέτεινον μεν και αυτοί τας χείρας προς τους θεατάς, εδίδασκον δε και τα παιδία να παρακαλώσι και να ικετεύωσιν. Ήσαν δε, άρρενα μεν δύο, θήλυ δ' έν, μη εννοούντα εντελώς το μέγεθος των κακών, ένεκα της ηλικίας των· και καθίστα αυτά έτι μάλλον άξια ελέους η αναισθησία των προς την μεταβολήν, ώστε παρ' ολίγον να παρέλθη παροραθείς ο Περσεύς, διότι οι Ρωμαίοι υπ' οίκτου προσείχον εις τα νήπια, και εις πολλούς και δάκρυα συνέβη να χύσωσιν. Δι' όλους δε ην πλήρης λύπης και χάριτος η θέα, έως ότου τα παιδία παρήλθον.

ΛΔ. Κατόπιν δε των τέκνων και της ακολουθίας αυτών επορεύετο αυτός ο Περσεύς, ιμάτιον ενδεδυμένος χρώματος σκοτεινού, και εμβάδας επιχωρίας μακεδονικάς· εφαίνετο δ' ως υπό του μεγέθους των κακών τεθαμβωμένος και στερηθείς της χρήσεως του λογικού του. Μετά τούτων δ' είπετο χορός φίλων και οικείων αυτού, οίτινες είχον υπό πένθους βεβαρημένα τα πρόσωπα, βλέποντες δ' αδιακόπως προς τον Περσέα, εδάκρυον, ώστε προφανές ήτον εις τους θεατάς ότι διά την τύχην εκείνου έκλαιον, ολίγον φροντίζοντες περί της εδικής των. Ο Περσεύς είχε πριν πέμψει εις το Αιμίλιον, και τον παρεκάλεσε να μη πομπευθή, και ν' αποφύγη τον θρίαμβον. Εκείνος δε την ανανδρίαν αυτού, ως φαίνεται, και την φιλοψυχίαν καταγελών, «Αλλά τούτο, είπε, και πρότερον απ' αυτού εξηρτάτο, και ήδη εξαρτάται εισέτι,» δηλών τον προ της αισχύνης θάνατον, όν δεν υπέμεινεν ο ταλαίπωρος, αλλ' υπ' ελπίδων τινών δελεασθείς, έγινε μέρος των ιδίων αυτού λαφύρων. Μετά ταύτα δ' εκομίζοντο χρυσοί στέφανοι τετρακόσιοι το πλήθος, ούς αι πόλεις έπεμψαν μετά πρεσβειών εις τον Αιμίλιον, ως αριστεία της νίκης του. Έπειτα δ' ηκολούθει αυτός εις άρμα κεκοσμημένον μεγαλοπρεπώς επιβαίνων, ανήρ και άνευ της τοσαύτης εξουσίας αξιοθέατος, πορφύραν φέρων χρυσόστικτον, και δάφνης κλάδον προτείνων εις την δεξιάν του. Εδαφνηφόρει δε και πας ο στρατός, κατά λόχους και τάξεις επόμενος εις το άρμα του στρατηγού, άδων δε οτέ μεν πατρίους τινάς ωδάς, αίτινες είχον και μέρη προς γέλωτα, οτέ δ' επινικίους παιάνας, και επαίνους των κατορθωμάτων του Αιμιλίου, όστις ήτον περίβλεπτος και ζηλωτός υπό πάντων, και ουδενός εστερείτο των αγαθών· εκτός αν υπάρχη δαιμόνιόν τι προσδιωρισμένον ν' αφαιρή μέρος των μεγάλων και υπερόγκων ευτυχιών, και να μιγνύη ούτω τον ανθρώπινον βίον, ώστε ουδείς να έχη αυτόν άκρατον κακών και καθαρόν, αλλά, καθ' Όμηρον, εκείνοι να φαίνωνται μάλιστα ευτυχούντες δι' ούς αι τύχαι των πραγμάτων επ' αμφότερα τρέπονται (351).

ΛΕ. Διότι είχε τέσαρας υιούς, δύο μεν εις άλλας μετατεθέντας συγγενείας, ως ήδη ευρέθη, τον Σκηπίωνα και τον Φάβιον, δύο δε, παίδας έτι την ηλικίαν, ούς έτρεφεν εις την οικίαν του, γεννηθέντος εξ άλλης γυναικός. Εκ τούτων ο μεν ετελεύτησε πέντε ημέρας πριν ή θριαμβεύση ο Αιμίλιος, και ην ετών δεκατεσσάρων· ο δε, δωδεκαετής, απέθανε τρεις ημέρας μετά τον θρίαμβον· ώστε ουδείς έμεινε ρωμαίος μη λυπηθείς αυτόν διά το πάθος, και πάντες έφριξαν διά της τύχης την ωμότητα, ότι δεν εδίστασε τοσούτον πένθος να ρίψη εις οικίαν ζηλευομένην, και χαράς και θυσιών γέμουσαν, και ν' αναμίξη θρήνους και δάκρυα εις παιάνας επινικίους και εις θριάμβους.

ΛΣΤ. Αλλ' ο Αιμίλιος ορθώς φρονών ότι η ανδρία και το θάρρος εισί χρήσιμα εις τους ανθρώπους ουχί μόνον κατά των όπλων και των σαρισσών, αλλ' επίσης προς πάσαν της τύχης αντίστασιν, ούτως ήρμοσε και διέθεσε τον συγκερασμόν των εις αυτόν συμβαινόντων, ώστε εντός των αγαθών ηφανίσθησαν τα κακά, και τα οικεία εντός των δημοσίων, και δεν εταπεινώθη της νίκης το μέγεθος, ουδέ καθυβρίσθη αυτής η αξιοπρέπεια. Και τον μεν πρώτον των υιών του αποθανόντα θάψας, ευθύς εθριάμβευσεν, ως ερρέθη· αφ' ού δε μετά τον θρίαμβον απέθανε και ο δεύτερος, συναγαγών εις εκκλησίαν των Ρωμαίων τον δήμον, είπε λόγους ανδρός μη χρήζοντος παρηγορίας, αλλά παρηγορούντος τους πολίτας θλιβομένους δι' όσα εκείνος υπέφερε. Προς ουδέν ουδέποτε, τοις είπε, δειλιάσας των ανθρωπίνων, εκ των θείων εφοβήθη πάντοτε την τύχην, ως απιστότατον και ποικιλώτατον πράγμα· μάλιστα δε, βλέπων αυτήν ως πνεύμα λαμπρόν να βοηθή πάσας τας πράξεις του εις τούτον τον πόλεμον, περιέμενε μεταβολήν αυτής τινά και παλίρροιαν· «Διότι εις μίαν, είπεν, ημέραν τον Ιόνιον κόλπον από Βρεντεσίου (352) περάσας, έφθασα εις την Κέρκυραν· πέντε δ' ημέρας μετά ταύτα ήμην εις Δελφούς και έθυον εις τον Θεόν, και μετ' άλλας πέντε ημέρας παρέλαβον τον στρατόν εν Μακεδονία, και τελέσας τον συνήθη καθαρμόν αυτού (353), και αρχίσας τας πράξεις, εντός άλλων δεκαπέντε ημερών επέθηκα εις τον πόλεμον το κάλλιστον τέλος. Απιστών δε προς την τύχην, διότι πάντα κατά ρουν εχώρουν, και ουδείς ήτον φόβος και ουδείς κίνδυνος από των εχθρών, προ πάντων κατά τον πλουν εφοβούμην την μεταβολήν της μοίρας, διότι έφερον ευτυχώς τοσούτον στρατόν νικήσαντα, και λάφυρα και βασιλείς αιχμαλώτους. Αλλά και αφ' ού σώος ήλθον προς υμάς, και είδα την πόλιν χαράς γέμουσαν και προθυμίας και θυσιών, πάντοτε υπώπτευον την τύχην, ηξεύρων ότι ουδέν μέγα χαρίζει εις τους ανθρώπους ειλικρινώς και άνευ φθόνου. Η δε ψυχή μου αγωνιώσα, και υπέρ της πόλεως το μέλλον επισκοπούσα, δεν αφήκε τούτον τον φόβον, ειμή αφ' ού τοσαύτη μοι επέπεσε δυστυχία εις τον οίκον, και ηναγκάσθην να θάψω αλλεπαλλήλως, εν ημέραις ιεραίς, υιούς αρίστους, τους μόνους ούς κατέλιπον εις εμαυτόν διαδόχους. Τώρα πλέον είμαι όλως ακίνδυνος, και θάρρος έχω, και νομίζω ότι η τύχη θέλει σας μείνει αβλαβής και βεβαία. Διότι ικανώς ανταπέδωκεν εις εμέ και διά των εμών κακών τα γενόμενα κατορθώματα, τον θριαμβεύοντα ουχ ήττον προφανές παράδειγμα της ανθρωπίνης παραστήσασα ασθενείας παρά τον εν θριάμβω συρόμενον· εκτός ότι ο Περσεύς μεν και νικηθείς έχει τους υιούς του, ο δ' Αιμίλιος, νικήσας, εστερήθη των εδικών του.»

ΛΖ. Τοιούτους ευγενείς και μεγάλους λόγους λέγουσιν ότι επρόφερεν ο Αιμίλιος εις τον δήμον, εξ αληθινού και απλάστου φρονήματος. Ως προς τον Περσέα δεν ει και οικτείρων της τύχης την μεταβολήν, και προθυμηθείς να τον βοηθήση, ουδέν κατώρθωσεν, εκτός του να τον μεταφέρη εκ του καλουμένου κάρκερε παρ' αυτοίς (354) εις τόπον καθαρόν και εις φιλανθρωποτέραν δίαιταν. Εκεί φρουρούμενος, ως μεν οι πλείστοι έγραψαν, απέθανεν εκουσίως εξ ασιτίας. Τινές όμως ιστορούσιν ίδιόν τινα και διάφορον του θανάτου του τρόπον. Λέγουσιν ότι δυσαρεστηθέντες κατά τι και θυμώσαντες κατ' αυτού οι φυλάττοντες αυτόν στρατιώται, επειδή κατ' άλλο δεν εδύναντο να τον ενοχλήσωσι και τον βλάψωσι, του αφήρουν τον ύπνον, και προσέχοντες ακριβώς, τον εμπόδιζον ν' αποκοιμηθή, και διά παντός τρόπου τον διετήρουν έξυπνον, και ούτω βασανισθείς ετελεύτησεν. Απέθανον δε και τα δύο εκ των παιδίων του. Ο δε τρίτος, ο Αλέξανδρος, λέγουσιν ότι έγινεν επιτήδειος εις την τορευτικήν και την λεπτουργικήν, και ότι μαθών τα ρωμαϊκά γράμματα και την διάλεκτον, έγινεν υπογραμματεύς των αρχόντων, και ότι εις την υπηρεσίαν ταύτην έδειξεν ευφυίαν και επιτηδειότητα.

ΛH. Μεταξύ δε των Μακεδονικών κατορθωμάτων του Αιμιλίου προσαναφέρεται η δημοτικωτάτη και τον λαόν μεγάλως ευχαριστήσασα πράξις, ότι τοσαύτα κατετέθησαν υπ' αυτού χρήματα εις το δημόσιον, ώστε δεν εχρειάσθη έκτοτε πλέον να πληρώση φόρον ο δήμος μέχρι των καιρών του Ιρτίου και Πάνσα, οίτινες ήσαν ύπατοι επί του πρώτου πολέμου του Αντωνίου και Καίσαρος. Και εκείνο δε ιδίον είναι και αξιόλογον του Αιμιλίου, ότι εν ώ ηγαπάτο και ετιμάτο διαφερόντως υπό του δήμου, επέμεινεν όμως εις τας αριστοκρατικάς του αρχάς, και ουδ' είπεν ουδ' έπραξε τι χαριζόμενος εις τους πολλούς, αλλά μετά των πρώτων και ισχυροτάτων συνειργάζετο πάντοτε τα της πολιτείας. Τούτο μάλιστα και προσήψε μετά καιρόν ο Άππιος εις τον Αφρικανόν Σκηπίωνα, ότι μέγιστοι όντες ούτοι εις την πόλιν, εζήτουν την τιμητικήν αρχήν (355), ο μεν την βουλήν έχων και τους αρίστους περί αυτόν (διότι αύτη ήτον η πατροπαράδοτος των Αππίων πολιτική), ο δε, μέγας μεν ων αφ' εαυτού, μεγάλως όμως σπουδάζων πάντοτε και να ευχαριστή τον δήμον. Όταν λοιπόν είδε ποτέ ο Αππιος τον Σκηπίωνα να εισέλθη εις την αγοράν, έχων παρά την πλευράν αυτού ανθρώπους αγεννείς και αρχαίους δούλους, ανθρώπους αγοραίους και δυναμένους να συναθροίσωσιν όχλον, και να βιάσωσι πράγματα διά κραυγής και διά σπουδαρχίας, αναβοήσας, «Ω Παύλε, είπεν, Αιμίλιε, στέναξον υπό την γην, βλέπων ότι τον υιόν σου φέρουσιν εις την τιμητίαν ο κήρυξ Αιμίλιος και ο Λικίννιος και ο Φιλόνεικος (356)». Αλλ' ο Σκηπίων απελάμβανε της ευνοίας ταύτης του δήμου, ωφελών μεγάλως αυτόν. Ο δ' Αιμίλιος, καί τοι ων αριστοκρατικός, ηγαπάτο όμως υπό του πλήθους ουχί ολιγώτερον εκείνου όστις δημαγωγικώς εφαίνετο κολακεύων αυτό, και ομιλών ούτως ώστε να τω ευχαριστή. Εδήλωσε δε τούτο και διά του ότι, εκτός των άλλων καλών τον ηξίωσαν και της τιμητίας, ήτις είναι των αρχών η ιερωτάτη, και μεγάλης απολαμβάνουσα δυνάμεως και ως προς τ' άλλα, και ως προς την των βίων εξέτασιν διότι οι τιμηταί έχουσι το δικαίωμα να εκβάλωσι της συγκλήτου τον απρεπώς ζώντα, και να προγράφωσι τον άριστον, και ν' ατιμάζωσι τον ακολασταίνοντα νέον δι' αφαιρέσως του ίππου αυτού. Προσέτι αυτοί επιβλέπουσι των περιουσιών τας εκτιμήσεις, και του πληθυσμού τας απογραφάς. Απεγράφησαν δ' επ' αυτού χιλιάδες ανθρώπων τριακόσιοι τριάκοντα επτά, και τετρακόσιοι πεντήκοντα δύο. Προέγραψε δ' εκ της βουλής τον Μάρκον Αιμίλιον Λέπιδον, τετράκις ήδη καρπούμενον την ανωτάτην ταύτην τιμήν· εξέβαλε δε τρεις συγκλητικούς εκ των μη επισήμων, και εις την των ιππέων εξέτασιν εδείχθη μετριώτατος και αυτός, και ο συνάρχων αυτού Μάρκιος Φίλιππος.

ΛΘ. Αφ' ού δε διευθέτησε τα πλείστα και μέγιστα, ενόσησε νόσον κατ' αρχάς μεν δεινήν, έπειτα δ' ακίνδυνον, αλλά μακράν και δυσθεράπευτον γενομένην. Πεισθείς δ' υπό των ιατρών, έπλευσεν εις την Ελέαν της Ιταλίας, και διέτριβεν εκεί πολύν χρόνον εις παραλίους αγρούς εν μέσω ησυχίας βαθείας. Τότε δ' επόθησαν αυτόν οι Ρωμαίοι, και φωνάς πολλάκις εξέπεμπον εις τα θέατρα, ως ευχόμενοι και ανυπόμονοι όντες να τον ιδώσιν. Επειδή δε τις ιερουργία ετελείτο, και η υγεία αυτού εφαίνετο ικανώς αναλαβούσα, επανήλθεν εις την Ρώμην. Και εκείνην μεν την θυσίαν έθυσε μετά των άλλων ιερέων, εν ώ ο λαός όλος χαίρων τον περιεστοίχιζε. Την δ' επαύριον έθυσε πάλιν ο ίδιος εις τους Θεούς ευχαριστήρια διά την σωτηρίαν του. Ως δ' ετελείωσεν η θυσία, επιστρέψας εις την οικίαν του, και εις την κλίνην ριφθείς, πριν ή αισθανθή και νοήση την μεταβολήν, τω επήλθεν έκστασις και παραφορά των φρενών, και απέθανε την τρίτην ημέραν, ουδενός στερηθείς και πάντων απολαύσας όσα θεωρούνται εις ευδαιμονίαν συντείνοντα· διότι και η περί την εκφοράν αυτού πομπή θαυμασία εγένετο, μετά προθυμίας ήτις εκόσμησε την αρετήν του ανδρός διά των αρίστων και μακαριωτάτων ενταφίων δώρων. Ήσαν δε ταύτα ουχί χρυσός, ουδ' ελέφας, ουδ' η λοιπή πολυτέλεια και επίδειξις της παρασκευής, αλλ' εύνοια, και τιμή, και ευγνωμοσύνη, ου μόνον παρά των πολιτών, αλλά και παρά των εχθρών. Και όσοι κατά τύχην παρήσαν Ίβηρες και Λίγυοι και Μακεδόνες, οι μεν ισχυροί κατά τα σώματα και νέοι, λαβόντες την νεκρικήν κλίνην, την ύψωσαν επί των ώμων των και την έφερον· οι δε πρεσβύτεροι παρηκολούθουν καλούντες τον Αιμίλιον ευεργέτην και σωτήρα των πατρίδων των· διότι ου μόνον κατά τους καιρούς των κατακτήσεών του μετεχειρίσθη πάντας ηπίως και φιλανθρώπως, αλλά και καθ' όλον τον λοιπόν βίον του διετέλεσε πάντοτε ευεργετών αυτούς, και φροντίζων υπέρ αυτών ως υπέρ οικείων και συγγενών. Η δε περιουσία αυτού λέγουσιν ότι μόλις συνεποσούτο εις τριακοσίας εβδομήκοντα χιλιάδας δραχμών, και ότι κληρονόμους αυτής αφήκε τους δύο υιούς του· αλλ' ο νεώτερος Σπηκίων την παρεχώρησεν όλην εις τον αδελφόν του, διότι αυτός είχε δοθή εις οίκον ευπορώτερον, τον του Αφρικανού Σκηπίωνος. Τοιούτος λέγεται ο τρόπος και ο βίος του Παύλου Αιμιλίου.

ΣΥΓΚΡΙΣΙΣ
ΤΙΜΟΛΕΝΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ


A. Ταύτα διηγείται η ιστορία, και προφανές είναι ότι δεν έχει πολλάς διαφοράς ουδ' ανομοιότητας η σύγκρισις. Διότι αμφότεροι επολέμησαν προς ενδόξους ανταγωνιστάς, ο μεν προς Μακεδόνας, ο δε προς Καρχηδονίους· και αι νίκαι αυτών υπήρξαν περιβόητοι, διότι ο είς εκυρίευσε την Μακεδονίαν, και έπαυσε την απ' Αντιγόνου διαδοχήν εις τον έβδομον Βασιλέα· ο δε εξήλειψε τας τυραννίδας πάσας εκ Σικελίας, και ηλευθέρωσε την νήσον. Εκτός μόνον αν θελήση τις να προτείνη την ένστασιν, ότι ο μεν Αιμίλιος επολέμησε προς τον Περσέα ακμαίον και νικήσαντα τους Ρωμαίους, ο δε Τιμολέων προς τον Διονύσιον απηυδημένον και κατασυντετριμμένον· και πάλιν υπέρ του Τιμολέοντος ότι πολλούς μεν τυράννους, μεγάλην δε δύναμιν, την των Καρχηδονίων, διά του τυχόντος στρατεύματος ενίκησε, και ουχί, ως ο Αιμίλιος, έχων άνδρας εμπειροπολέμους και μαθόντας να διοικώνται, αλλά διά μισθοφόρων, και ανδρών ατάκτων, και συνειθισμένων να εκστρατεύωσι προς ιδίαν αυτών ευχαρίστησιν. Διότι ίσα κατορθώματα δι' ανίσου δυνάμεως τιμήν προσθέτουσιν εις τον στρατηγόν.

Β. Ήσαν δε και οι δύο καθαροί και δίκαιοι εις την διοίκησιν των πραγμάτων· αλλ' ο μεν Αιμίλιος φαίνεται ότι ήλθεν εξ αρχής αμέσως ούτω παρεσκευασμένος υπό των νόμων της πατρίδος του· ο δε Τιμολέων εμόρφωσεν ούτως αυτός εαυτόν. Τούτου δε τεκμήριον είναι ότι οι μεν Ρωμαίοι κατά τους τότε καιρούς ήσαν όλοι επίσης εύκτατοι, και εις τα έθιμα υποκείμενοι, και τους νόμους σεβόμενοι και τους πολίτας· εκ δε των Ελλήνων ουδείς υπάρχει αρχηγός ή στρατηγός, όστις διοικήσας εν Σικελία δεν διεφθάρη, εκτός μόνου του Δίωνος· αν και αυτόν τον Δίωνα υπώπτευόν τινες ότι της μοναρχίας ωρέγετο, και ωνειροπόλει βασιλείαν τινά λακωνικήν. Ο δε Τίμαιος (357) λέγει ότι και τον Γύλιππον (358) αδόξως και ατίμως απέπεμψαν οι Συρακούσιοι, κατηγορήσαντες αυτόν διά φιλοπλουτίαν και απληστίαν κατά την στρατηγίαν του. Όσα δε παρενόμησαν και ηπίστησαν Φάραξ ο Σπαρτιάτης και Κάλλιππος ο Αθηναίος (359), ελπίσαντες να άρξωσι της Σικελίας, ταύτα υπό πολλών ιστορήθησαν. Αλλά τίνες ήσαν ούτοι, και τίνων πραγμάτων κύριοι, ώστε τοιαύτα να ελπίσωσιν; Ο είς εξ αυτών υπηρέτει τον Διονύσιον διωχθέντα των Συρακουσών, ο δε Κάλλιππος ήτον είς των αρχηγών των ξένων, οίτινες εβοήθουν τον Δίωνα. Αλλ' ο Τιμολέων, στρατηγός αυτοκράτωρ σταλείς εις τους Συρακουσίους κατ' αίτησιν και παράκλησιν αυτών, και οφείλων ουχί να ζητή δύναμιν αλλά να έχη όσην εκείνοι τω έδωκαν οικειοθελώς, ως τέρμα εθεώρησε της στρατηγίας και της αρχής του την κατάλυσιν των παρανόμων αρχόντων. Εκείνο όμως του Αιμιλίου είναι θαυμαστόν, ότι τοσαύτην βασιλείαν καταστρέψας, ουδέ κατά μίαν δραχμήν ηύξησε την περιουσίαν του, ουδ' είδεν, ουδ' ήγγισε τα χρήμματα, καίτοι πολλά εις άλλους δους και χαρίσας. Δεν λέγω δ' ότι ο Τιμολέων είναι αξιόμεμπτος, καλήν οικίαν λαβών και χωρίον διότι αισχρόν δεν είναι το να λάβη τις τοιαύτα, αλλά να μη λάβη είναι καλήτερον, και άκρας αρετής επίδειξις είναι το ν' αρνήται εκείνα, όσα τω είναι επιτετραμμένον να λάβη. Καθώς δε το σώμα δύναται μεν να υποφέρη ή το ψύχος ή την ζέστην, αλλά ρωμαλεώτερον είναι το ανεχόμενον αμφοτέρας ομού τας μεταβολάς, ούτως άκρα είναι της ψυχής η ευρωστία και η ισχύς, όταν ούτε αι ευτυχίαι την εξογκώσιν εις ύβριν και υπεροψίαν, ούτε αι συμφοραί την ταπεινώσι. Διά τούτο φαίνεται τελειότερος ο Αιμίλιος, όστις επί της καταδρομής της τύχης και κατά το μέγα πάθημα του θανάτου των υιών αυτού ουδέ μικρότερος ουδ' ήττον αξιοπρεπής εφάνη παρά επί των ευτυχημάτων του. Ο δε Τιμολέων, μετά την γενναίαν του πράξιν κατά του αδελφού του, δεν αντέσχε διά της φρονήσεως προς την συμφοράν, αλλ' υπό μετανοίας και λύπης ταπεινωθείς, επί είκοσι έτη δεν υπέμεινε να ιδή το βήμα και την αγοράν (360). Πρέπει δε τα αισχρά ν' αποφεύγη τις, και δι' αυτά να αισχύνηται· το δε να φοβήται πάσαν αδοξίαν είναι ίδιον ήθους ημέρου μεν και απλού, αλλά μη έχοντος μέγεθος.

ΠΕΛΟΠΙΔΑΣ


Α. Κάτων ο πρεσβύτερος, πρός τινας επαινούντας άνθρωπον ασυλλογίστως παράφορον και τολμηρόν εις τον πόλεμον, είπεν ότι διαφέρει το να νομίζη τις την αρετήν πολλού λόγου αξίαν του να θεωρή μικρού λόγου αξίαν την ζωήν. Και ορθώς έλεγε ταύτα. Εις το στρατόπεδον του Αντιγόνου υπήρχε ριψοκίνδυνός τις στρατιώτης, αλλά καχεκτικός και ασθενής το σώμα. Ερωτηθείς δ' υπό του βασιλέως περί της αιτίας της ωχρότητος αυτού, ωμολόγησεν ότι είχε νόσον τινά εκ των αποκρύφων. Φιλοτιμηθείς λοιπόν ο βασιλεύς, διέταξεν εις τους ιατρούς, αν υπήρχε τις βοήθεια, να τω δαψιλεύσωσι πάσαν επιμέλειαν. Ούτω θεραπευθείς ο γενναίος εκείνος, έπαυσε να είναι φιλοκίνδυνος και ορμητικός εις τους αγώνας, ώστε και ο Αντίγονος τον επέπληττε διά τούτο, και εθαύμαζε διά την μεταβολήν. Ο δ' άνθρωπος δεν έκρυψε το αίτιον, αλλ' είπεν «Ω βασιλεύ, συ μ' έκαμες ατολμότερον, απαλλάξας με των κακών εκείνων, δι' ά μοι ην η ζωή αδιάφορος.» Προς τούτο συμφώνως φαίνεται ότι είπε και Συβαρίτης τις ανήρ (361) περί των Σπαρτιατών, ότι μέγα πράγμα δεν κάμνουσι ζητούντες τον θάνατον εις τους πολέμους, διά ν' αποφεύγωσι τοσούτους κόπους και τοιαύτην δίαιταν. Αλλ' εις μεν τους Συβαρίτας, οίτινες ήσαν εξηντλημένοι εκ μαλθακότητος και τρυφής, φυσικόν ήτον να φαίνωνται ως τον βίον μισούντες όσοι εξ ορμής προς το καλόν και εκ φιλοτιμίας δεν εφοβούντο τον θάνατον. Εις δε τους Λακεδαιμονίους η αρετή εδίδασκε και να ζώσι και ν' αποθνήσκωσιν ευχαρίστως, ως δηλοί το επικήδειον τούτο επίγραμμα·

«Έθνηξαν, όχι καλόν θεωρούντας το ζην ή το θνήσκειν,
αλλά καλόν το καλώς πράττειν αμφότερ' αυτά.»

Διότι ούτε το ν' αποφεύγη τις τον θάνατον είναι μεμπτόν, αν ορέγεται του βίου ουχί αισχρώς, ούτε το να υπομένη αυτόν είναι καλόν, αν τούτο γίνηται εξ αηδίας προς την ζωήν. Διά τούτο ο Όμηρος τους θαρραλεωτάτους και μαχιμωτάτους άνδρας εξάγει πάντοτε προς τας μάχας καλώς και καταλλήλως ωπλισμένους· οι δε των Ελλήνων νομοθέται τιμωρούσι τον ρίψασπιν, ουχί τον ρίπτοντα το ξίφος ή την λόγχην του, διδάσκοντες ότι έκαστος πρέπει να φροντίζη μάλλον να μη πάθη παρά να κακοποιήση τους εχθρούς, και μάλιστα οι άρχοντες πόλεως ή στρατεύματος.

Β. Διότι αν, ως ο Ιφικράτης (362) διήρει, οι μεν ψιλοί ομοιάζωσι τας χείρας, το δ' ιππικόν τους πόδας, αύτη δ' η φάλαγξ το στήθος και τον θώρακα, και ο στρατηγός την κεφαλήν, ο ριψοκινδυνεύων και αυθαδώς τολμών δεν φαίνεται εαυτού μόνον παραμελών, αλλ' όλων όσων η σωτηρία απ' αυτού εξαρτάται, και τουναντίον. Όθεν ο Καλλικρατίδας (363), ει και μέγας ων κατά τ' άλλα, δεν απεκρίθη όμως καλώς προς τον μάντιν. Ότε ούτος τον παρεκάλει να φυλαχθή από του θανάτου, όν τα ιερά τω ανήγγελλον, εκείνος απήντησεν ότι η Σπάρτη δεν κατεστρέφετο παρά ένα. Είς τω όντι ήτον ο Καλλικρατίδας μαχόμενος, και πλέων, και πολεμών, αλλά στρατηγών, περιελάμβανεν εν εαυτώ όλην την δύναμιν, ώστε δεν ήτον είς, εκείνος μεθ' ού τοσαύτα εδύναντο να συναπολεσθώσι. Καλήτερα δ' ωμίλησεν ο γέρων Αντίγονος (364), όταν έμελλε να ναυμαχήση περί την Ανδρον. Τότε είς τινα όστις τω είπεν ότι πολύ περισσότερα ήσαν τα πλοία των εχθρών, «Εμέ δε, απεκρίθη, προς πόσα με υπολογίζεις;» μέγα λέγων το αξίωμα της αρχής, ως και είναι, όταν βοηθήται υπ' εμπειρίας και αρετής. Ταύτης δε πρώτον έργον είναι σώζη τον σώζοντα όλους τους άλλους. Διά τούτο καλώς ο Τιμόθεος, όταν ο Χάρης (365) επεδείκνυέ ποτε εις τους Αθηναίους πληγάς τινάς εις το σώμα του, και την ασπίδα του διά λόγχης τετρυπημένην! «Εγώ δε, είπε, πόσον ησχύνθην όταν κατά την πολιορκίαν της Σάμου έπεσε βέλος πλησίον μου, διότι παιδαριωδέστερον εφέρθην αφ' ό,τι έπρεπεν εις στρατηγόν και αρχηγόν τοσαύτης δυνάμεως.» Διότι όπου εις την κρίσιν της μάχης μεγάλως συντελεί του στρατηγού ο κίνδυνος, εκεί πρέπει αφειδώς να προσφέρει την χείρα του και το σώμα του, αφήνων να λέγωσιν οι διισχυριζόμενοι ότι πρέπει ο καλός στρατηγός κυρίως μεν διά γήρας, ειδέ μη, γέρων ν' αποθνήσκη. Όπου όμως μικρόν περιμένεται αποτέλεσμα εκ του κατορθώματος, απόλλυται δε το παν αν αποτύχη ο στρατηγός, ουδείς απαιτεί παρά του στρατηγού πράξιν στρατιώτου πραττομένην διά κινδύνου. Ταύτα είχον αφορμήν να προοιμιάσω, γράφων του Πελοπίδου τον βίον και τον του Μαρκέλλου, μεγάλων ανδρών, οίτινες έπεσαν παραλόγως. Διότι μαχιμώτατοι και ανδρειότατοι αμφότεροι χρηματίσαντες, και κοσμήσαντες τας πατρίδας των διά λαμπροτάτων στρατηγιών, έπειτα δε, ισχυροτάτους έχοντες ανταγωνιστάς, και ο μεν πρώτος, ως λέγεται, τρέψας εις φυγήν τον Αννίβαν, όστις ήτον αήττητος, ο δε τους Λακεδαιμονίους, άρχοντας της γης και θαλάσσης, νικήσας εκ παρατάξεως, δεν εφείσθησαν όμως εαυτών, και ασυλλογίστως εθυσίασαν την ζωήν των, όταν μάλιστα οι καιροί απήτουν τοιούτοι άνδρες, σωζόμενοι να άρχωσι. Διά τούτα ημείς, εις την ομοιότητα αυτών αφορώντες, εγράψαμεν παραλλήλους τους βίους αυτών.

Γ. Ο Πελοπίδας, υιός του Ιππόκλου, ήτον, ως και ο Επαμινώνδας, εξ επισήμου γένους των Θηβών. Τραφείς δ' εις πλούτον μέγαν, και παραλαβών, έτι νέος, λαμπρόν οίκον, ήρχισε βοηθών τους βοηθείας αξίους εκ των ενδεών, όπως φαίνηται αληθώς κύριος των χρημάτων και ουχί δούλος. Διότι οι πλείστοι, ως λέγει ο Αριστοτέλης, ή δεν μεταχειρίζονται τον πλούτον εκ φιλαργυρίας, ή καταχρώνται αυτόν εξ ασωτίας, και διάγουσι διηνεκείς δούλοι, ούτοι μεν των ηδονών, εκείνοι δε των ενασχολήσεων. Και οι μεν άλλοι, ευγνωμονούντες εις τον Πελοπίδαν, ωφελούντο εκ της προς αυτούς ελευθεριότητος και φιλανθρωπίας· μόνον δ' εκ των φίλων του τον Επαμινώνδαν δεν έπειθε να λαμβάνη του πλούτου του μέρους, εξ εναντίας δε μετείχεν αυτός της πενίας εκείνου διά της αφελείας των ενδυμάτων του, της λιτότητος της τραπέζης του, άοκνος ων εις τους κόπους, και εις τας εκστρατείας επιδεικνύων απλότητα, καθώς του Ευριπίδου ο Καπανεύς (366)

«..όστις βίον είχε μεν πολύν
ολίγον επί πλούτω πλην εκόμπαζεν,»

αισχυνόμενος αν εφαίνετο περισσότερα εις το σώμα του δαπανών παρά ό τα ελάχιστα κεκτημένος Θηβαίος. Και ο μεν Επαμινώνδας, πατρικήν σύντροφον έχων την πενίαν, έτι ελαφροτέραν και ολιγώτερον οχληράν την κατέστησε διά της φιλοσοφίας, και απλούν και μονότροπον βίον απ' αρχής παραδεχθείς. Ο δε Πελοπίδας συνήλθεν εις γάμον λαμπρόν, απέκτησε δε και παίδας, και όμως μη φροντίζων να κερδαίνη αφιερών, δ' όλον του τον καιρόν εις την υπηρεσίαν της πόλεως, ηλάττωσε την περιουσίαν του. Όταν δ' οι φίλοι του τον ενουθέτουν, και τω έλεγον ότι παραμελεί πράγμα αναγκαίον, το να έχη χρήματα, «Αναγκαίον, μα τον Δία, είπεν, εις τον Νικόδημον (367) τούτον», δείξας χωλόν τινα και τυφλόν.

Δ. Ήσαν δε και προς πάσαν αρετήν προσφυείς ομοίως, πλην ότι ο μεν Πελοπίδας επροτίμα να γυμνάζηται, ο δ' Επαμινώνδας να μανθάνη· και όταν εσχόλαζον, ο μεν διέτριβεν εις παλαίστρας και κυνηγέσια, ο δε ακούων τι και φιλοσοφών. Είχον δ' αμφότεροι πολλά και καλά εις δόξαν συντείνοντα. Οι δε νουν έχοντες ουδέν νομίζουσι μεγαλήτερον του ότι διά τοσούτων αγώνων και στρατηγιών και πολιτικών ενεργειών, διετήρησαν απ' αρχής μέχρι τέλους απρόσβλητον την προς αλλήλους εύνοιαν και φιλίαν. Διότι, άν τις αποβλέψας εις την πολιτικήν διαγωγήν του Αριστείδου, του Θεμιστοκλέους, του Κίμωνος, του Περικλέους, του Νικίου, του Αλκιβιάδου, πόσων ήτον μεστή ερίδων και φθόνων και ζηλοτυπιών προς αλλήλους, και παρατηρήση πάλιν την του Πελοπίδου προς τον Επαμινώνδαν ευμένειαν και τιμήν, τούτους πολύ ορθότερον και δικαιότερον θα ονομάση συνάρχοντας και συστρατήγους, παρά εκείνους, οίτινες διετέλεσαν αγωνιζόμενοι πώς να υπερισχύσωσι κατ' αλλήλων μάλλον, παρά κατά των εχθρών. Αιτία δ' αληθινή μεν ήτον η αρετή, ής ένεκα δεν εθήρευον από των πράξεων αυτών πλούτον ή δόξαν, τας πηγάς ταύτας του δεινού και φιλέριδος φθόνου, αλλ' ηράσθησαν αμφότεροι εξ αρχής έρωτα θείον, του να ιδώσι την πατρίδα των μεγίστην γινομένην και λαμπροτάτην διά της ενεργείας αυτών, και προς τούτο ως ίδια εαυτού μετεχειρίζετε έκαστος τα του άλλου κατορθώματα. Οι πλείστοι όμως νομίζουσιν ότι η σφοδρά προς αλλήλους φιλία εγεννήθη από της εν Μαντινεία εκστρατείας, όταν συνεξεστράτευσαν μετά των Λακεδαιμονίων, εις ούς, φίλους έτι όντας και συμμάχους, είχον πέμψει οι Θηβαίοι βοήθειαν. Διότι τεταγμένοι μετ' αλλήλων εις τους οπλίτας, και μαχόμενοι κατά των Αρκάδων, όταν ενέδωκε το προς αυτούς κέρας των Λακεδαιμονίων, και οι πλείστοι ετράπησαν εις φυγήν, αυτοί συνασπισθέντες απέκρουον τους εφορμώντας· και ο μεν Πελοπίδας, επτά τραύματα λαβών κατά στήθος, έπεσεν επί πολλών νεκρών φίλων ομού και εχθρών. Ο δ' Επαμινώνδας, ει και νομίζων ότι δεν είχε πλέον αυτός ζωήν, προέβη και εστάθη εμπρός του σώματος και των όπλων του, και εκινδύνευσε πολεμών μόνος πολλούς, προτιμών ν' αποθάνη παρά ν' αφήση κείμενον τον Πελοπίδαν εκεί· Εν ώ δε ήδη και αυτός κακώς διέκειτο, και είχε πληγήν μεν λόγχης εις το στήθος, ξίφους δ' εις τον βραχίονα, έφθασε βοηθών από του ετέρου κέρως ο Αγησίπολις, ο βασιλεύς των Σπαρτιατών, και έσωσεν ανελπίστως αυτός αμφοτέρους.

Ε. Μετά δε ταύτα, επειδή οι Σπαρτιάται διά μεν των λόγων προσεφέροντο ως φίλοι και σύμμαχοι των Θηβαίων, πραγματικώς δ' υπέβλεπον της πόλεως το φρόνημα και την δύναμιν, και προ πάντων εμίσουν την εταιρίαν (368) του Ισμηνίου και Ανδροκλείδου, εις ήν ανήκε και ο Πελοπίδας, και ήτις εφαίνετο φιλελεύθερος συγχρόνως και δημοτική, ο Αρχίας, και ο Λεοντίδας (369) και ο Φίλιππος, άνδρες ολιγαρχικοί και πλούσιοι, και ξένοι προς πάσαν μετριοφροσύνην, καταπείθουσι Φοιβίδαν τον Λάκωνα, όστις μετά στρατεύματος διήρχετο την χώραν, να καταλάβη εξαίφνης την Καδμείαν (370) και εκδιώξας τους εναντιουμένους, να καταστήση την πολιτείαν υπήκοον των Λακεδαιμονίων. Πεισθείς λοιπόν εκείνος, επετέθη, εν ώ οι Θηβαίοι δεν τον περιέμενον, επί της εορτής των Θεσμοφορίων, και εκυρίευσε την ακρόπολιν. Αρπαγείς δ' ο Ισμηνίας, και κομισθείς εις την Λακεδαίμονα, μετ' ολίγον καιρόν εφονεύθη· ο δε Πελοπίδας και ο Φερένικος και ο Ανδροκλείδας, μετά πολλών άλλων φεύγοντες, απεκηρύχθησαν. Ο δ' Επαμινώνδας έμεινεν εις την πόλιν, διότι κατεφρονείτο, ένεκα μεν της φιλοσοφίας, ως μη εις τα πράγματα αναμιγνύμενος, ένεκα δε της πενίας του, ως αδύνατος.

ΣΤ. Όταν δ' οι Λακεδαιμόνιοι τον μεν Φοιβίδαν έπαυσαν από της αρχής, και τω επέβαλον εκατόν χιλιάδων δραχμών πρόστιμον, την Καδμείαν όμως ουχ' ήττον εξηκολούθουν φρουρούντες, όλοι μεν οι άλλοι Έλληνες εθαύμαζον διά το άτοπον του πράγματος, ότι ετιμώρουν μεν τον πράξαντα, την δε πράξιν επεδοκίμαζον. Οι δε Θηβαίοι, στερηθέντες του πατρίου πολιτεύματος, και δουλωθέντες υπό του Αρχίου και Λεοντίδου, ουδεμίαν διετήρουν ελπίδα να σωθώσιν από της τυραννίας, ήν έβλεπον δορυφορουμένην υπό της δυνάμεως των Σπαρτιατών, και μη δυναμένην να καταλυθή αν δεν έπαυέ τις και εκείνους της κατά γην και θάλασσαν ηγεμονίας. Οι περί τον Λεοντίδαν όμως, μανθάνοντες ότι οι φυγάδες διέτριβον εν Αθήναις, προσφιλείς όντες εις το πλήθος, και τιμώμενοι υπό των καλών καγαθών πολιτών, ήρχισαν κρυφίως να επιβουλεύωνται αυτούς· και πέμψαντες ανθρώπους αγνώστους, τον μεν Ανδροκλείδαν φονεύουσι διά δόλου, των δ' άλλων αποτυγχάνουσιν. Ήλθον δε και παρά Λακεδαιμονίων γράμματα προς τους Αθηναίους, διατάττοντα να μη δέχωνται, ουδέ να παροξύνωσι τους φυγάδας, αλλά να τους αποδιώξωσιν, ως κοινούς εχθρούς καταδειχθέντας υπό των συμμάχων των. Οι Αθηναίοι όμως, εκτός του ότι έχουσι πάτριον και έμφυτον αίσθημα την φιλανθρωπίαν, ηθέλησαν ν' ανταμείψωσι προσέτι τους Θηβαίους, διότι ούτοι προ πάντων συνετέλεσαν εις της δημοκρατίας την αποκατάστασιν (371) και είχον ψηφίσει· «Αν τις Αθηναίος κατά των τυράννων κινή όπλα διά της Βοιωτίας, ουδείς Βοιωτός ούτε να το ακούη, ούτε να το βλέπη.» Ένεκα τούτων δεν ηδίκησαν τους Θηβαίους.

Ζ. Ο δε Πελοπίδας, καί τοι ων είς εκ των νεωτάτων, παρεκίνει όμως ιδίως και έκαστον των φυγάδων, και προς το πλήθος ωμίλησε λέγων, ότι ούτε καλόν είναι ούτε όσιον την μεν πατρίδα να παραβλέπωσιν υπό δουλείαν ούσαν και φρουράν ξένην έχουσαν, αυτοί δε ν' αρκώνται ότι έσωσαν την ζωήν των, και να κρέμανται από των ψηφισμάτων των Αθηναίων, και να κολακεύωσι προσκυνούντες πάντοτε τους δυναμένους να ομιλώσι και να πείθωσι τον όχλον. Αλλά, τοις είπεν, ότι πρέπει και να κινδυνεύωσιν υπέρ των μεγίστων, παράδειγμα προτιθέμενοι του Θρασυβούλου την τόλμην και αρετήν και, ως εκείνος πρότερον, εκ Θηβών ορμηθείς, κατέλυσε τους εν Αθήναις τυράννους, ούτω και αυτοί πάλιν, εξ Αθηνών προελθόντες, να ελευθερώσωσι τας Θήβας. Ως λοιπόν τους έπεισε ταύτα λέγων, πέμπουσιν εις τας Θήβας κρυφίως προς τους υπολειπομένους των φίλους, να τοις ειπώσι τ' αποφασισθέντα. Εκείνοι δ' ενέκρινον ταύτα, και ο Χάρων, όστις ήτον ο όλων επισημότατος, υπεσχέθη να δώση την οικίαν του· ο δε Φυλλίδας κατώρθωσε να γίνη γραμματεύς του Αρχίου και του Φιλίππου, οίτινες ήσαν πολέμαρχοι (372). Ο δ' Επαμινώνδας προ πολλού επλήρου τους νέους γενναίου φρονήματος· και προς τούτο τοις έλεγεν εις τα γυμνάσια να προκαλώσι τους Λακεδαιμονίους και να παλαίωσι κατ' αυτών έπειτα δε, βλέπων αυτούς κομπάζοντας όταν ενίκων και υπερίσχυον, τους επέπληττεν ότι έπρεπε να αισχύνωνται μάλλον διότι δι' ανανδρίαν εισί δούλοι ανθρώπων ών κατά την δύναμιν του σώματος τοσούτον διαφέρουσιν.

Η. Ωρίσθη δε προς την πράξιν ημέρα, και απεφάσισαν οι φυγάδες τους μεν άλλους να συνάξη ο Φερένικος και να περιμένη εις το Θριάσιον (373), ολίγοι δε των νεωτάτων να ριψοκινδυνεύσωσιν εισερχόμενοι πρώτοι εις την πόλιν· αν δε τι πάθωσιν ούτοι υπό των εχθρών, να επιμεληθώσιν όλοι οι άλλοι όπως μήτε οι παίδες μήτε οι γονείς αυτών μείνωσί ποτε εστερημένοι των αναγκαίων. Ανέλαβε δε την πράξιν ο Πελοπίδας πρώτος, έπειτα δ' ο Μέλων (374) και ο Δαμοκλείδας και ο Θεόπομπος, άνδρες εκ των πρώτων οίκων, και προς αλλήλους κατά μεν τ' άλλα πιστοί όντες και φίλοι, περί δόξης όμως και ανδρείας πάντοτε φιλονεικούντες. Γενόμενοι δ' όλοι δώδεκα, και τους απολειπομένους ασπασθέντες, και αγγελιαφόρον πέμψαντες εμπρός προς τον Χάρωνα, επροχώρησαν χλαμύδια μικρά φέροντες, και σκύλους θηρευτικούς, και πάλους (375), ώστε ουδείς των όσοι καθ' οδόν τους απήντα να τους υποπτεύση, αλλά να φαίνωνται ως ασκόπως περιφερόμενοι και κυνηγούντες. Όταν δ' έφθασεν ο πεμφθείς προς τον Χάρωνα αγγελιαφόρος, και τω είπεν ότι είναι αυτοί καθ' οδόν, του μεν Χάρωνος ουδόλως μετέβαλε την γνώμην η προσέγγισις του δεινού, αλλ' ήτον ανήρ γενναίος, και έδωκε την οικίαν του. Ιπποσθενίδας δε τις, άνθρωπος ουχί πονηρός, αλλά και φιλόπατρις μάλιστα, και ευνοϊκώς προς τους φυγάδας διακείμενος, στερούμενος όμως της τόλμης ην απήτει ο επικίνδυνος εκείνος καιρός, και αι προκείμεναι πράξεις, ως ζαλισθείς απέναντι του αγώνος όστις επέκειτο, και μόλις τότε συλλογισθείς ότι τρόπον τινά σαλεύουσι την αρχήν των Λακεδαιμονίων, και επιχειρούσι την ανατροπήν της εκείνων δυνάμεως, εις μόνας τας από φυγάδων τινών ασθενείς ελπίδας στηριζόμενοι, απελθών εις την οικίαν του εν σιωπή, πέμπει τινά των φίλων του προς τον Μέλωνα και Πελοπίδαν, να τοις ειπή ν' αναβάλωσι προς το παρόν, και επιστρέψαντες εις Αθήνας να περιμείνωσι καιρόν καταλληλότερον. Ωνομάζετο δε Χλίδων ο πεμφθείς, και αμέσως εις την οικίαν του πορευθείς, και τον ίππον του εκ του ιπποστασίου εξαγαγών, εζήτει τον χαλινόν. Η γυνή του όμως δεν τον είχε, και μη ηξεύρουσα πού ήτον, τω είπεν ότι τον έδωκεν εις ένα των οικείων των, και τότε ήρχισαν ύβρεις μεταξύ των, και μετά ταύτα βλασφημίας και η γυνή τω κατηράτο κακήν οδόν, εις αυτόν και εις εκείνους οίτινες τον έπεμπον· ώστε ο Χλίδων εν τη οργή του καταναλώσας πολύ της ημέρας εις ταύτα, προσέτι δε και ως οιωνόν το συμβάν θεωρήσας, αφήκε διόλου την οδόν, και ετράπη προς άλλα. Ούτως, ολίγον έλειψεν της μεγίστης και καλλίστης των πράξεων ευθύς εξ αρχής να διαφύγη η ευκαιρία.

Θ. Οι δε περί τον Πελοπίδαν, ενδύματα γεωργών φορέσαντες, και διαιρεθέντες, εισήλθον αγνώστως άλλοι δι' άλλων μερών της πόλεως, εν ώ έτι ήτον ημέρα. Ήτον δε τότε του έαρος η αρχή, και έπνεεν άνεμος και έπιπτε χιών, ώστε ευκολώτερον διέφυγον, διότι εξ αιτίας της τρικυμίας οι πλείστοι είχον καταφύγει ήδη εις τας οικίας των. Όσοι δ' είχον συμφέρον να γνωρίζωσι τα πραττόμενα, εκείνοι εδέχοντο τους προσερχομένους και τους έφερον ευθύς εις την οικίαν του Χάρωνος. Συνεποσώθησαν δ' αυτόθι μετά των φυγάδων εις πεντήκοντα, παρά δύο. Τα δε περί τους τυράννους ούτως είχον. Φυλλίδας ο γραμματεύς συνέπραττε μεν, ως ερρέθη, καθ' όλα, και εβοήθει τους φυγάδας. Διά δε την ημέραν εκείνην προ πολλού είχεν υποσχεθή εις τον Αρχίαν και τους μετ' αυτού συμπόσιόν τι και συναναστροφήν, και γυναίκας τινάς εκ των υπάνδρων, και έπραττεν ό,τι εδύνατο όπως τους παραδώση εις την επιχείρησιν των επιτιθεμένων, εκλελυμένους υπό των ηδονών και μεθύοντας. Πριν δ' έτι μεθυσθώσιν αυτοί εντελώς, έφθασε μήνυσίς τις εις αυτούς ουχί ψευδής μεν, αλλ' αβέβαιος, και πολλήν ασάφειαν έχουσα περί των φυγάδων, ότι εκρύπτοντο εις την πόλιν. Και ο μεν Φυλλίδας έστρεψε τον λόγον αλλαχού· ο Αργίας όμως έπεμψέ τινα των υπηρετών του προς τον Χάρωνα, προστάττων αυτόν να έλθη αμέσως. Ήτον δ' εσπέρα, και ητοιμάζοντο εντός οι περί τον Πελοπίδαν, φέροντες ήδη τους θώρακας, και τας μαχαίρας λαβόντες. Εξαίφνης ήκουσαν ότι εκτύπα η θύρα, και τρέξας τις, και μαθών παρά του υπηρέτου έτι οι πολέμαρχοι εζήτουν τον Χάρωνα να έλθη προς αυτούς, επανήλθε και το ανήγγειλε τεθορυβημένος, και πάντες ευθύς υπενόησαν ότι κατεμηνύθη η πράξις των, και ότι απωλέσθησαν πάντες, ουδέν καν πράξαντες της αρετής των άξιον. Ουχ ήττον όμως ενέκριναν να υπακούση ο Χάρων και ν' απέλθη ως ανυπόπτως δήθεν προς τους άρχοντας. Ήτον δ' άλλως ανδρώδης, και ακατάβλητον έχων θάρρος εις τα δεινά· αλλά δι' εκείνους τότε ήτον καταπεπληγμένος και εφοβείτο μη τις υποψία προδοσίας έλθη επ' αυτόν, αν τοσούτοι και τοιούτοι πολίται απολεσθώσιν. Όταν λοιπόν έμελλε ν' αναχωρήση, λαβών εκ της γυναικωνίτιδος τον υιόν του, παιδίον έτι τότε, αλλά πρώτον των ομηλίκων του κατά το κάλλος και την ρώμην του σώματος, τον ενεχείρισεν εις τους περί τον Πελοπίδαν, λέγων εις αυτούς, αν εννοήσωσί τινα δόλον και προδοσίαν εκ μέρους του, να τον μεταχειρισθώσιν ως εχθρόν, και να μη φεισθώσιν αυτού. Και πολλοί μεν αυτών εδάκρυον προς του Χάρωνος το φρόνημα και το πάθος· πάντες δ' ηγανάκτουν ότι εδύνατο να νομίση τινά τοσούτον δειλόν ή διεφθαρμένον υπό του παρόντος κινδύνου, ώστε να υποθέση εκείνον, ή να τω αποδώση την αιτίαν των συμβαινόντων και τον παρεκάλουν να μη αναμίξη μετ' αυτών τον υιόν του, αλλά να τον θέση εν ασφαλεί κατά του μέλλοντος, όπως αυτός καν αυξήση εκδικητής της πόλεως και των φίλων, περισωθείς και διαφυγών τους τυράννους. Ο δε Χάρων τον μεν υιόν του είπεν ότι δεν μακρύνει απ' αυτών, διότι ποίον βίον ή τίνα σωτηρίαν βλέπει καλητέραν δι' αυτόν, του ν' αποθάνη ανύβριστος μετά του πατρός και τοσούτων φίλων των; Ευχηθείς δ' εις τους Θεούς, και ασπασθείς πάντας και ενθαρρύνας, ανεχώρησε, προσέχων εις εαυτόν, και ρυθμίζων το σχήμα του προσώπου του και τον τόνον της φωνής του, ώστε να φανή ανομοιότατος προς ά έπραττεν.

I. Όταν δ' έφθασεν εις την θύραν της οικίας, προήλθον ο Αρχίας και ο Φυλλίδας, και είπον· «Ω Χάρων, ήκουσα ότι τινές ήλθον κρυφίως και κρύπτονται εις την πόλιν, και ότι μετ' αυτών συμπράττουσί τινες των πολιτών.» Ο δε Χάρων εταράχθη το πρώτον, έπειτα δ' ηρώτησε τίνες ήσαν οι κρυφίως ελθόντες, και τίνες οι κρύπτοντες αυτούς, διότι έβλεπεν ότι ουδέν σαφές είπεν ο Αρχίας, και υπενόησεν ότι η μήνυσις δεν έγινεν υπ' ουδενός τω όσοι ήσαν εν γνώσει. «Ίδετε, είπε, μη μάταιος ότι σας ταράττη λόγος. Ουχ' ήττον όμως θέλω προσέξει διότι ίσως τίποτε δεν πρέπει να καταφρονήσωμεν.» Ταύτα και ο Φυλλίδας, όστις ήτον παρών, ενέκρινε, και μετά του Αρχίου επιστρέψας πάλιν εις την οικίαν, τον εβύθισεν εις πολύν άκρατον, και διά των ελπίδων των γυναικών παρέτεινε το συμπόσιον. Ως δ' επανήλθεν ο Χάρων οίκαδε, και εύρε τους άνδρας διεσκευασμένους, ουχί ως ελπίζοντας νίκην σωτηρίαν τινά, αλλ' ως μέλλοντας ν' αποθάνωσι λαμπρώς και μετά φόνου πολλού των εχθρών, την μεν αλήθειαν είπεν εις μόνον τον Πελοπίδαν, προς δε τους άλλους εψεύσθη, πλάσας λόγους τινάς ούς τω είπε δήθεν ο Αρχίας περί άλλων πραγμάτων. Μόλις δε παρήρχετο η πρώτη τρικυμία, και δευτέραν επέφερεν η τύχη κατά των ανδρών. Απεσταλμένος τις ήλθεν εξ Αθηνών παρ' Αρχίου του ιεροφάντου (376) προς τον ομώνυμον αυτού Αρχίαν, διά δεσμών φιλίας και φιλοξενίας συνδεδεμένον όντα μετ' αυτού, επιστολήν φέρων, ήτις δεν περιείχε ματαίαν ουδέ πεπλασμένην υπόνοιαν, αλλ' έλεγε σαφώς όλα τα γινόμενα, ως μετά ταύτα εγνώσθη. Τότε δε παρουσιασθείς ο γραμματοκομιστής εις τον Αρχίαν όστις εμέθυε, και δους την επιστολήν, τω είπεν ότι ο πέμψας αυτήν τω παραγγέλλει ευθύς να την αναγνώση, διότι τω γράφει περί σπουδαίων τινών. Ο δ' Αρχίας μειδιάσας, «Λοιπόν, είπεν, εις αύριον τα σπουδαία·» και λαβών την επιστολήν, την έθηκεν υπό το προσκεφάλαιον, και εξηκολούθησε προσέχων προς τον Φυλλίδαν περί ών έτυχε να συνομιλώσι. Και ο λόγος ούτος ως παροιμία περιφερόμενος, μέχρι τούδε σώζεται παρά τοις Έλλησιν.

ΙΛ. Ως δ' εφάνη ότι έφθασεν ο κατάλληλος διά την πράξιν καιρός, εξήλθον εις δύο διαιρεθέντες, και οι μεν περί τον Πελοπίδαν και Δαμοκλείδαν επορεύθησαν εις του Λεοντίδου και του Υπάτου, οίτινες κατώκουν εγγύς αλλήλων· ο δε Χάρων και ο Μέλων κατά του Αρχίου και του Φιλίππου, φέροντες γυναικεία φορέματα επί των θωράκων των, και δασείς στεφάνους ελάτης και πεύκης εις τας κεφαλάς, κατασκιάζοντας αυτών τα πρόσωπα. Δι' ό και άμα εφάνησαν εις τας θύρας του συμποσίου, οι εστιώμενοι τους εδέχθησαν μετά θορύβου και κρότου, νομίζοντες ότι ήσαν αι γυναίκες άς προ πολλού περιέμενον. Όταν όμως κύκλω εις το συμπόσιον τα βλέμματα περιφέροντες, και ακριβώς παρατηρήσαντες έκαστον των κατακεκλιμένων (377),έσυρον τας μαχαίρας, ορμώντες διά των τραπεζών κατά του Αρχίου και του Φιλίππου, τότε εφάνησαν τίνες ήσαν. Και ολίγους μεν εκ των συμποσιαζόντων έπεισεν ο Φυλλίδας να μείνωσιν ήσυχοι· τους δ' άλλους, επιχειρούντας ν' αντισταθώσι μετά των πολεμάρχων, και ανισταμένους μετ' αυτών, τους εφόνευσαν άνευ πολλής δυσκολίας, διότι εμέθυον. Οι δε περί τον Πελοπίδαν δυσχερέστερον είχον έργον, διότι εκινούντο κατά του Λεοντίδου, ανδρός νήφοντος και ανδρείου. Εκοιμάτο δ' αυτός, και εύρον την οικίαν του κεκλεισμένην, και πολλήν καιρόν εκτύπων χωρίς να τους ακούση ουδείς. Μόλις δ' ακούσας ο υπηρέτης, ήλθε και αφήρεσε τον μοχλόν, και ενδούσαι αι θύραι ανεώχθησαν, και ευθύς επιπεσόντες όλοι ομού, και τον οικέτην ανατρέψαντες, ώρμησαν εις τον θάλαμον. Ο δε Λεοντίδας, εξ αυτού του κτύπου και εκ της ορμής των εννοήσας το γινόμενον, εγύμνωσε το εγχειρίδιον του αναστάς, ελησμόνησε δε να σβύση τους λύχνους, και να κάμη ώστε εις το σκότος να επισέσωσιν αυτοί καθ' εαυτών οι άνδρες. Εις πολύ δε φως ορώμενος, ώρμησε προς τας θύρας του θαλάμου εναντίον αυτών, και κτυπήσας τον πρώτον όστις εισήρχετο, τον Κηφισόδωρον, τον έρριψε κάτω. Αφ' ού δ' αυτός έπεσε, συνεπλάκη μετά του δευτέρου, του Πελοπίδου· και την μάχην δεινήν καθίστα και δύσκολον η στενότης των θυρών και το εμπόδιον του κειμένου νεκρού του Κηφισοδώρου. Ενίκησε δε τέλος ο Πελοπίδας, και φονεύσας τον Λεοντίδαν, εκινήθη αμέσως κατά του Υπάτου μετά των συντρόφων του. Και εισήλθε μεν ομοίως εις την οικίαν του· τους ενόησεν όμως εκείνος, και κατέφυγε προς τους γείτονας· αλλ' εκείνοι διώξαντες αυτόν κατά πόδας, τον συνέλαβον και τον εθανάτωσαν.

ΙΒ. Αφ' ού δε κατώρθωσαν ταύτα, ενωθέντες μετά των περί τον Μέλωνα, έπεμψαν εις την Αττικήν προς τους μείναντας εκεί των φυγάδων, και συγχρόνως εκάλουν τους πολίτας εις ελευθερίαν, και ώπλιζον τους προσερχομένους, αφαιρούντες τα εις τας στοάς κρεμάμενα λάφυρα, και ανοίγοντες διά βίας τα περί την οικίαν εργαστήρια των δορυξόων και μαχαιροποιών. Ήλθον δ' εις βοήθειαν αυτών ένοπλοι οι περί τον Επαμινώνδαν και Γοργίδαν, συλλέξαντες ουχ ολίγους των νέων, και των πρεσβυτέρων τους αρίστους. Η δε πόλις ήδη μεν πάσα ηγέρθη επτοημένη, και πολύς ην ο θόρυβος, και φώτα ανήπτοντο εις τας οικίας, και πολίται έτρεχον προς αλλήλους. Δεν είχε δ' έτι συνέλθει το πλήθος, αλλ' εκπεπληγμένοι διά τα γινόμενα, και σαφές ουδέν γνωρίζοντες, περιέμενον την ημέραν. Όθεν φαίνεται ότι έσφαλον οι άρχοντες των Λακεδαιμονίων, ότι δεν επέδραμον αμέσως και δεν επέπεσαν κατ' αυτών· διότι αυτή μεν η φρουρά ήτον περί τους χίλιους πεντακοσίους, πολλοί δ' εκ της πόλεως συνέτρεχον προς αυτούς. Αλλά την βοήν φοβηθέντες και τα πυρά, και τον όχλον όστις πανταχόθεν πολύς εφέρετο, ησυχάζον μόνην κατέχοντες την Καδμείαν. Ως δ' εξημέρωσεν, έφθασαν μεν εκ της Αττικής οι φυγάδες ωπλισμένοι, συνηθροίσθη δε και ο δήμος εις την εκκλησίαν. Εισήγον δ' εις αυτήν τους περί τον Πελοπίδαν ο Επαμινώνδας και ο Γοργίδας, περιστοιχισμένους υπό των ιερέων, οίτινες επρότεινον στέμματα, και παρεκάλουν τους πολίτας να βοηθήσωσι την πατρίδα και τους θεούς. Η δ' εκκλησία, προς την όψιν ταύτην ανέστη ορθή μετά βοής και κρότου, και εδέχθη τους άνδρας ως σωτήρας και ευεργέτας.

ΙΓ. Μετά ταύτα ο Πελοπίδας εκλεχθείς Βοιωτάρχης (378) μετά του Μέλωνος και του Χάρωνος, ευθύς πολιορκών περιετείχιζε την ακρόπολιν, και την προσέβαλλε πανταχόθεν, σπεύδων να εκδιώξη τους Λακεδαιμονίους, και να ελευθερώση την Καδμείαν, πριν έλθη στρατός εκ της Σπάρτης. Και προέλαβε παρ' ολίγον, αφείς υποσπόνδους τους άνδρας, ώστε εν ώ ούτοι ήσαν εις Μέγαρα, απήντησαν τον Κλεόμβροτον εκστρατεύοντα κατά των Θηβών μετά μεγάλης δυνάμεως. Οι δε Σπαρτιάται, εκ των τριών αρμοστών (379) ούς είχον εν Θήβαις, τον μεν Ηριππίδαν και τον Άρκεσον εφόνευσαν αφ' ού τους έκρινον. Ο δε τρίτος, Λυσανορίδας, διά μεγάλου προστίμου τιμωρηθείς, ανεχώρησεν εκ της Πελοποννήσου. Ταύτην την πράξιν, ήτις κατά τας αρετάς των ανδρών, κατά τους κινδύνους και τους αγώνας εγένετο παραπλησία προς την του Θρασυβούλου, και εβραβεύθη ομοίως υπό της τύχης, αδελφήν εκείνης ωνόμαζον οι Έλληνες. Διότι δεν είν' εύκολον ν' αναφέρη τις άλλους οίτινες διά τόλμης και ικανότητος ολιγώτεροι να ενίκησαν περισσοτέρους, και ασθενέστεροι δυνατωτέρους, και να έγινον αίτιοι αγαθών μεγαλητέρων εις την πατρίδα. Ενδοξοτέραν δ' ανέδειξε ταύτην η μεταβολή των πραγμάτων. Διότι ο πόλεμος όστις κατέλυσε της Σπάρτης την επισημότητα, και έπαυσε την επί της γης και της θαλάσσης εξουσίαν αυτής, εξ εκείνης της νυκτός προήλθε, καθ' ήν ο Πελοπίδας, ουχί κυριεύσας φρούριον, ουδέ τείχος, ουδ' ακρόπολιν, αλλ' εις οικίαν μετ' άλλων ένδεκα εισελθών, αν πρέπη διά μεταφοράς να εκφράσωμεν την αλήθειαν, διέλυσε και διέκοψε τους δεσμούς της των Λακεδαιμονίων ηγεμονίας, οίτινες ενομίζοντο άλυτοι πριν και άρρηκτοι.

ΙΔ. Επειδή δ' οι Λακεδαιμόνιοι εισέβαλον μετά μεγάλου στρατού εις την Βοιωτίαν, οι Αθηναίοι, περίφοβοι γενόμενοι, ηρνήθησαν την συμμαχίαν εις τους Θηβαίους, και εκ των βοιωτιαζόντων (380) τινάς μεν εισαγαγόντες εις το δικαστήριον εθανάτωσαν, άλλους δ' εφυγάδευσαν, άλλους δε διά χρημάτων εζημίωσαν, και τα πράγματα των Θηβαίων εφαίνοντο κακώς διακείμενα, διότι ουδείς εβοήθει αυτούς. Έτυχε δε τότε να βοιωταρχή ο Πελοπίδας μετά του Γοργίδου· και σκεφθέντες να συγκρούσωσι πάλιν τους Αθηναίους προς τους Λακεδαιμονίους, τοιούτον τι μηχανώνται. Σφοδρίας, ανήρ Σπαρτιάτης, ευδόκιμος μεν εις τα πολεμικά και λαμπρός, κουφός δ' ολίγον την γνώμην, και κενών ελπίδων και φιλοτιμίας ανοήτου μεστός, εγκατελείφθη περί τας Θεσπιάς μετά δυνάμεως, ίνα δέχηται και βοηθή τους επαναστατούντας εκ των Θηβαίων. Προς τούτον έπεμψε κρυφίως ο Πελοπίδας χρήματα, και λόγους οίτινες μάλλον των χρημάτων τον έπεισαν, ότι πρέπει μεγάλα πράγματα να επιχειρήση, και να καταλάβη τον Πειραιά, επιπεσών απροσδοκήτως κατά των Αθηναίων οίτινες δεν εφυλάττοντο· διότι τίποτε δεν θα ηυχαρίστει τοσούτον τους Λακεδαιμονίους όσον το να κυριεύσωσι τας Αθήνας· οι δε Θηβαίοι, δυσηρεστημένοι όντες κατ' αυτών, και προδότας αυτούς νομίζοντες, δεν θέλουσι τους βοηθήσει. Τέλος λοιπόν, καταπεισθείς ο Σφοδρίας, και τους στρατιώτας αυτού λαβών, εισέβαλε διά νυκτός εις την Αττικήν, και προυχώρησε μέχρι της Ελευσίνος· εκεί δ' εδειλίασαν οι στρατιώται του, και ανακαλυφθείς, ανεχώρησεν εις Θεσπιάς αφ' ού εξήγειρεν ουχί μικρόν ουδ' εύκολον πόλεμον κατά των Σπαρτιατών.

ΙΕ. Έκτοτε πάλιν προθυμότατα οι Αθηναίοι συνεμάχουν μετά των Θηβαίων, και επεδόθησαν εις την θάλασσαν, και περιφερόμενοι εδέχοντο και είλκυον εις εαυτούς εκείνους των Ελλήνων όσοι είχον διαθέσεις αποστατικάς. Οι δε Θηβαίοι ιδίως εν τη Βοιωτία συμπλεκόμενοι μετά των Λακεδαιμονίων, και μάχας συγκροτούντες, ουχί μεν μεγάλας καθ' εαυτάς, αλλά σπουδαίας διότι τοις εχρησίμευον εις μελέτην και άσκησιν, ανερριπίζοντο τας ψυχάς και ενεδυνάμουν τα σώματά των, εμπειρίαν εκ της συνηθείας λαμβάνοντες, και πεποίθησιν εις εαυτούς. Δι' ό και λέγουσιν, ότι ο Σπαρτιάτης Ανταλκίδας, όταν ο Αγησίλαος επανήλθεν εκ της Βοιωτίας τετρωμένος, είπεν εις αυτόν· «Τω όντι καλά δίδακτρα λαμβάνεις παρά των Θηβαίων, διότι, χωρίς να θέλωσι, τοις εδίδαξας την τέχνην του πολέμου και των μαχών.» Ήτον δ' αληθώς διδάσκαλος ουχί ο Αγησίλαος, αλλ' οι εν καιρώ και μετά φρονήσεως ως κυνηγετικούς σκύλους εμπείρως φέροντες αυτούς κατά των εχθρών, και έπειτα, αφ' ού εγεύοντο νίκης και επληρούντο πεποιθήσεως, τους επανέφερον ασφαλώς. Μεταξύ τούτων μεγίστην δόξαν είχεν ο Πελοπίδας· διότι αφ' ότου εξελέξαντο αυτόν πρώτον αρχηγόν των όπλων, δεν έπαυσαν να χειροτονώσιν αυτόν καθ' έκαστον έτος άρχοντα, και εξακολούθησε μέχρι του θανάτου του ή διοικών τον ιερόν λόχον, ή βοιωταρχών. Συνέβησαν δε και περί τας Πλαταιάς και περί τας Θεσπιάς (381) ήτται και φυγαί των Λακεδαιμονίων, όπου και ο Φοιβίδας, ο την Καδμείαν καταλαβών, εφονεύθη. Πολλούς δε τρέψας εις φυγήν και πλησίον της Τανάγρας (382), εφόνευσε και Πανθοίδαν τον αρμοστήν. Αλλ' οι αγώνες ούτοι αναπτερούντες τους νικώντας εις υπερφροσύνην και εις θάρρος, δεν υπεδούλουν όμως εντελώς των νικημένων την γνώμην· διότι δεν ήσαν εκ παρατάξεως, ουδ' εις μάχην έχουσαν καταφανή και κανονικήν την διάταξιν. Αλλ' επετύγχανον εκδράμοντες αιφνιδίως, και φυγάς και διώξεις επιχειρούντες, και ούτω μετ' αυτών συμπλεκόμενοι.

ΙΣΤ. Η δε περί τας Ταγύρας μάχη, ήτις ήτον τρόπον τινά του Λευκτρικού προαγών, ηύξησε μεγάλως την δόξαν του Πελοπίδου, διότι ούτε εις τους συστρατήγους του αφήκε πώς να τω αμφισβητήσωσι το κατόρθωμα, ούτε εις τους εχθρούς πρόφασιν της ήττης τινά. Κατά της πόλεως των Ορχομενίων (383), ήτις είχε κηρυχθή υπέρ των Σπαρτιατών, και δεχθή δύο μόρας (384) αυτών προς ασφάλειαν, έτρεφεν αυτός σχέδια πάντοτε, και παρεφύλαττε τον καιρόν. Όταν δ' ήκουσεν ότι οι φρουροί αυτής εξεστράτευσαν εις την Λοκρίδα (385), ελπίσας να καταλάβη αφρούρητον τον Ορχομενόν, εξεστράτευσεν έχων μεθ' εαυτού τον ιερόν λόχον και ολίγους ιππείς. Επειδή όμως, εις την πόλιν πλησιάσας, εύρεν ότι έφθανεν εκ Σπάρτης φρουρά της πρώτης διάδοχος, ωδήγησε πάλιν οπίσω το στράτευμα διά των Τεγυρών, καθ' ό μέρος και μόνον πέριξ επατείτο ο τόπος παρά την υπώρειαν διότι την μεταξύ χώραν πάσαν καθίστα άβατον ο Μέλας ποταμός, ευθύς από των πηγών του εις βάλτους πλωτάς και εις λίμνας διασπειρόμενος (386). Ολίγον δ' υπό τα έλη υπάρχει ναός του Τεγυραίου Απόλλωνος, και μαντείον προ ολίγου καιρού εγκαταλελειμμένον. Μέχρι των Μηδικών όμως ήκμαζε, και προφήτης αυτού ήτον ο Εχεκράτης. Εδώ μυθολογούσιν ότι εγεννήθη ο Θεός, και το μεν πλησίον όρος Δήλος ονομάζεται, και προς αυτό καταλήγουσιν αι εκβολαί του Μέλανος. Οπίσω δε του ναού αναβρύουσι δυο πηγαί, ύδωρ έχουσαι θαυμαστόν διά την γλυκύτητα, το πλήθος και την ψυχρότητα, και εξ αυτών την μεν ονομάζομεν μέχρι τούδε Φοίνικα, την δε Ελαίαν· όθεν υποτίθεται ότι η Θεά εγέννησεν ουχί μεταξύ δύο δένδρων, αλλά μεταξύ δύο ρείθρων. Διότι και το Πτώον (387) είναι εγγύς, εφ' ού λέγεται ότι αύτη επτοήθη, όταν εφάνη εξαίφνης ο κάπρος. Και τα περί Πύθωνος δε και Τιτυού διηγήματα συνοικειούσιν επίσης τους τόπους μετά της γενέσεως του Θεού. Παραλείπω δε πλείστα άλλα τεκμήρια· διότι η αρχαία παράδοσις δεν κατατάττει τον Θεόν τούτον μετά τον γεννητών μεν δαιμόνων, είτα δ' εκ μεταβολής αθανάτων γενομένων, καθώς τον Ηρακλέα και τον Διόνυσον, οίτινες διά την αρετήν των απώλεσαν την θνητήν και εις πάθη υπείκουσαν φύσιν. Αλλ' είναι είς των αγεννήτων και αϊδίων, αν πρέπει να συμπεραίνωμεν περί των τοιούτων εξ όσων οι φρονιμώτατοι και οι αρχαιότατοι λέγουσιν (388).

ΙΖ. Κατά τον ίδιον λοιπόν καιρόν συνέπιπτον οι Θηβαίοι εις τας Τεγύρας, εκ της Ορχομενίας αναχωρούντες, και οι Λακεδαιμόνιοι, απέναντι αυτών εκ της Λοκρίδος, επιστρέφοντες. Ως δε πρώτον έφθασαν διερχόμενοι τα στενά, και τις προσδραμών είπε προς τον Πελοπίδαν· «Ενεπέσαμεν εις τους εχθρούς·» «Διατί, απεκρίθη, ουχί μάλλον αυτοί εις ημάς;» Και ευθύς διέταξε να προχωρήση το ιππικόν από της ουράς, ως διά να προσβάλη πρώτον αυτούς· αυτός δε τους οπλίτας, τριακοσίους όντας συνεπύκνωσεν, ελπίζων, όπου αν οι αυτών προσβάλη, να διακόψη τους εχθρούς, καί τοι κατά τον αριθμόν υπερέχοντας. Ήσαν δε δύο μόραι των Λακεδαιμονίων. Η δε μόρα λέγει ο Έφορος ότι σύγκειται εξ ανδρών πεντακοσίων, ο δε Καλλισθένης (389) επτακοσίων, άλλοι δε τινες εννεακοσίων, εν οίς και ο Πολύβιος (390). Και μετά θάρρους οι πολέμαρχοι των Σπαρτιατών Γοργολέων και Θεόπομπος ώρμησαν κατά των Θηβαίων. Έγινε δ' η έφοδος μετά βίας και προθυμίας κυρίως όπου ίσταντο οι άρχοντες αμφοτέρων· και πρώτον οι πολέμαρχοι των Λακεδαιμονίων, συγκρουσθέντες μετά του Πελοπίδου, έπεσαν· έπειτα δε, επειδή οι περί αυτούς προσεβάλλοντο και απέθνησκον, όλον το στράτευμα ενέπεσεν εις φόβον, και διεσχίσθη μεν εις τα δύο, ως ίν' αφήση ελευθέραν την δίοδον εις τους Θηβαίους, αν ήθελον να διέλθωσιν εμπρός και να διαφύγωσιν· αλλ' ο Πελοπίδας, αφείς την δοθείσαν δίοδον εις αυτόν, εστράφη κατά των εχθρών όπου συνεσωματούντο, και ερρίφθη κατ' αυτών φονεύων. Τότε όλοι ετράπησαν εις φυγήν· η δίωξις όμως δεν εγένετο μακράν, διότι οι Θηβαίοι εφοβούντο τους Ορχομενίους όντας εγγύς, και των Λακεδαιμονίων την νέαν φρουράν· αλλ' επετέθησαν μόνον έως ού τους ενίκησαν κατά κράτος, και διήλθον δι' όλου του στρατεύματος νικηθέντος· και στήσαντες τρόπαιον, και τους εχθρούς λαφυραγωγήσαντες, απήλθον εις την πόλιν των μέγα φρονούντες. Διότι εις τοσούτους πολέμους ελληνικούς και βαρβαρικούς, ποτέ, ως φαίνεται, πρότερον περισσότεροι Λακεδαιμόνιοι δεν εφονεύθησαν υπ' ολιγωτέρων, ουδ' ίσοι προς ίσους εκ παρατάξεως πολεμήσαντες. Όθεν ήσαν οι Σπαρτιάται ανυπόφοροι κατά την υπεροψίαν, και ήρχοντο εις χείρας καταπλήττοντες διά της δόξης των τους εις αυτούς αντιταττομένους, οίτινες ουδ' οι ίδιοι είχον την αξίωσιν μετ' ίσης δυνάμεως να εξισώνται προς τους Σπαρτιάτας. Εκείνη δ' η μάχη εδίδαξε πρώτη και τους άλλους Έλληνας ότι ουχί ο Ευρώτας, ουδ' ο μεταξύ Βαβύκας και Κνακίωνος τόπος (391) παράγει άνδρας μαχητάς και πολεμικούς, αλλ' εκείνοι εισίν εις τους εχθρούς φοβερώτατοι, όσοι τρέφουσι νέους θέλοντας να αισχύνωνται μεν διά τα αισχρά, να τολμώσι δε διά τα καλά, και ν' αποφεύγωσι την μομφήν μάλλον παρά τον κίνδυνον.

ΙΗ. Τον δ' ιερόν λόχον, ως λέγουσιν, ωργάνισε πρώτος ο Γοργίδας εξ ανδρών επιλέκτων τριακοσίων, εις ούς η πόλις εχορήγει κατοικίαν και τροφήν, όπως στρατοπεδεύσωσιν εις την Καδμείαν, και διά τούτο ωνομάζετο ο εκ της πόλεως λόχος· διότι τότε τας ακροπόλεις ως επί το πλείστον πόλεις ωνόμαζον. Τινές δε λέγουσιν ότι το σύνταγμα τούτο συνέκειτο εξ εραστών και ερωμένων (392). Και λόγος τις αστείος μνημονεύεται του Παμμένους, ειπόντος ότι ο Νέστωρ του Ομήρου δεν εγνώριζε την τακτικήν όταν διέταττε να παρατάττωνται οι Έλληνες κατά φύλα και φρήτρας (393),

«Όπως στηρίζωσι, φρήτραι τας φρήτρας και φύλα τα φύλα, (394

εν ώ έπρεπε να τάξη εραστήν παρ' ερώμενον. Διότι οι φυλέται περί των φυλετών και φράτορες περί των φρατόρων πολύ δεν φροντίζουσιν εις τους κινδύνους· στίφος όμως εξ ερωτικής φιλίας συνηρμοσμένον, είναι αδιάλυτον και άρρηκτον, όταν οι μεν αγαπώντες τους ερωμένους, οι δε αισχυνόμενοι τους ερώντας, εμμένωσιν εις τους κινδύνους υπέρ αλλήλων. Και θαυμαστόν τούτο δεν είναι, αφ' ού και μη παρόντας τους εντρέπονται περισσότερον παρ' άλλους παρόντας, καθώς εκείνος όστις, πεσών εις τον πόλεμον, παρεκάλει τον εχθρόν, όστις έμελλε να τον σφάξη, να τω βυθίση εις το στήθος το ξίφος του, «Όπως, είπε, μη ιδών με νεκρόν ο ερώμενος εις την ράχιν φέροντα πληγήν, εντραπή.» Λέγεται δ' ότι και ο Ιόλεως, ερώμενος ων του Ηρακλέους, μετείχε των άθλων αυτού. Ο δ' Αριστοτέλης λέγει ότι και επ' αυτού έτι εις του Ιόλεω τον τάφον ώμνυον τους όρκους της πίστεως οι ερωμένοι και οι ερασταί (395). Επόμενον ήτον λοιπόν και ο λόχος ιερός να ονομάζεται, καθότι και ο Πλάτων ένθεον φίλον ωνόμασε τον εραστήν. Λέγεται δ' ότι έμεινεν ο λόχος μέχρι της εν Χαιρωνεία μάχης. Όταν δε μετά την μάχην, επιθεωρών τους νεκρούς ο Φίλιππος, εστάθη εις το μέρος όπου έκειντο ομού πεσόντες οι τριακόσιοι, κατά στήθος άντικρυς απαντήσαντες τας σαρίσσας, μετ' αλλήλων αναμεμιγμένοι, θαυμάσας, και ακούσας ότι ούτος είναι ο λόχος των εραστών και των ερωμένων, εδάκρυσε και είπε· «Κακώς να χαθή όστις υποπτεύει ότι οι τοιούτοι έπραττον ή έπασχόν τι αισχρόν.»

ΙΘ. Εν γένει δ' αρχήν της περί τους εραστάς συνηθείας δεν έδωκεν εις τους Θηβαίους, ως οι ποιηταί λέγουσι, το πάθος του Λαΐου (396), αλλ' οι νομοθέται, οίτινες θέλοντες να πραΰνωσι και μαλάξωσιν ευθύς εκ παίδων το φύσει θυμοειδές και ακράτητον του χαρακτήρος αυτών, πολλήν μεν ανέμιξαν την χρήσιν του αυλού και εις τα σπουδαία έργα αυτών και εις τα παιγνίδια, τιμήν και αξίαν εις αυτόν αποδίδοντες, λαμπρόν δε συνανέθρεψαν τον έρωτα εις των παλαιστρών την ανατροφήν, συγκιρνώντες τα ήθη των νέων. Ορθώς δ' ως προς τούτο συνωκείωσαν μετά της πόλεως και την Θεάν ήτις λέγεται ότι εγεννήθη εκ του Άρεως και της Αφροδίτης (397), διότι όπου το μάχιμον και πολεμικόν των ανθρώπων μέρος συνοικειούται και ζη μετά του μετέχοντος πειθούς και χαρίτων, εκεί τα πάντα μεθ' αρμονίας συνδυάζονται εις εύτακτον πολιτείαν και κοσμιωτάτην. Τον ιερόν λοιπόν τούτον λόχον ο μεν Γοργίδας είχε διαιρέσει εις τας πρώτας τάξεις, τάττων αυτόν καθ' όλον το μήκος της φάλαγγος των οπλιτών, δι' ό η ανδρεία αυτών δεν εδύνατο να εκδηλωθή, ουδέ να γίνη της δυνάμεως αυτών χρήσις προς έργον κοινόν, διότι ήσαν διαλελυμένοι, και κατά πολύ μεμιγμένοι μετά των ανανδροτέρων. Ο δε Πελοπίδας, ως εξέλαμψεν η ανδρεία αυτών περί τας Τεγύρας, όπου ηγωνίσθησαν περί αυτόν και υπό τα βλέμματά του, δεν τους διήρεσεν ουδέ τους διεχώρισε πλέον, αλλά τους μετεχειρίζετο ως σώμα αυτοτελές, και δι' αυτών προεκινδύνευεν εις τους μεγίστους αγώνας. Διότι, ως οι ίπποι ταχύτερον τρέχουσιν όταν ζευχθώσιν εις άρμα παρά καθ' εαυτούς, ουχί διότι πολλοί ομού ορμώντες διαρρηγνύουσι μάλλον διά του πλήθους των και βιάζουσι τον αέρα, αλλά διότι παροξύνει την προθυμίαν αυτών η προς αλλήλους άμιλλα και φιλονεικία· ούτως ενόμιζεν ότι οι αγαθοί ζήλον καλών έργων εις αλλήλους εμπνέοντες, ωφελιμώτατοι γίνονται εις κοινόν έργον και προθυμότατοι.

Κ. Επειδή δ' οι Λακεδαιμόνιοι, προς όλους τους Έλληνας ειρήνην συνομολογήσαντες, προς μόνους τους Θηβαίους είχον πόλεμον, και Κλεόμβροτος, ο βασιλεύς αυτών εισέβαλε φέρων δεκακισχιλίους οπλίτας, και χιλίους ιππείς, και εις τους Θηβαίους επέκειτο ουχί ο πριν κίνδυνος, αλλ' απειλή και προμήνυσις εξολοθρεύσεως, και φόβος κατείχε την Βοιωτίαν οίος ουδέποτε πριν, εξερχόμενος εκ της οικίας του ο Πελοπίδας, είπε προς την γυναίκα του, ήτις δακρύουσα τον προέπεμπε, και τον παρεκάλει να σώζη εαυτόν, «Ταύτα, ω γύναι, πρέπει να συμβουλεύης εις ιδιώτας, εις δε τους άρχοντας, πώς τους άλλους να σώζωσιν.» Ελθών δ' εις το στρατόπεδον, και ευρών τους Βοιωτάρχας μη ομονοούντας, πρώτος προσέθηκε την ψήφον του εις την του Επαμινώνδου, όστις εγνωμοδότει να συγκροτήσωσι μάχην κατά των εχθρών, ων ουχί Βοιωτάρχης, αλλ' αρχηγός του ιερού λόχου, και εμπιστοσύνην εμπνέων, ως ήτον δίκαιον δι' άνδρα όστις τοσαύτα έδωκεν εις την πατρίδα του ελευθερίας εχέγγυα. Ως απεφασίσθη λοιπόν να διακινδυνεύσωσι, και αντεστρατοπέδευσε περί τα Λεύκτρα (398) κατά των Λακεδαιμονίων, είδεν όνειρον καθ' ύπνους ο Πελοπίδας, και τούτο πολύ τον ετάραξεν. Εις το Λευκτρικόν πεδίον υπάρχουσι τα μνήματα των θυγατέρων του Σκεδάσου, άς καλούσι Λευκτρίδας, ένεκα του τόπου· διότι εκεί ετάφησαν, βιασθείσαι υπό ξένων Σπαρτιατών. Αφ' ού δ' έγινεν η φοβερά αυτή και παράνομος πράξις, ο μεν πατήρ, μη δικαιωθείς εν Σπάρτη, κατηράσθη τους Σπαρτιάτας, και εσφάγη επί των τάφων των παρθένων, χρησμοί δε και προφητείαι ειδοποίουν πάντοτε τους Σπαρτιάτας να φυλάττωνται από της λευκτρικής οργής. Πολλοί όμως δεν εννόουν, και είχον αμφιβολίας ως προς την θέσιν του τόπου· διότι και εις την Λακωνικήν πολύχνιόν τι παραθαλάσσιον ονομάζεται Λεύκτρα, και παρά την μεγάλην πόλιν της Αρκαδίας υπάρχει τόπος ομώνυμος. Αλλά το τραγικόν τούτο συμβάν ήτον πολύ των Λευκτρικών παλαιότερον.

ΚΑ, Ο δε Πελοπίδας, εις το στρατόπεδον κοιμηθείς, είδε καθ' ύπνον τας κόρας θρηνούσας περί τα μνήματα, και καταρωμένας τους Σπαρτιάτας, και τον Σκέδασον διατάττοντα να σφαγιάση εις τας θυγατέρας του παρθένον ξανθήν, αν θέλη να νικήση τους εχθρούς. Επειδή δε το πρόσταγμα τω εφάνη δεινόν και παράνομον, εξυπνήσας το εκοινοποίησεν εις τους μάντεις και εις τους άρχοντας. Εξ αυτών δε, οι μεν τω έλεγον να μη παραμελήση τα προσταχθέντα, ουδέ ν' απειθήση, και εκ μεν των παλαιών ανέφερον Μενοικέα τον υιόν του Κρέοντος, και Μακαρίαν την θυγατέρα του Ηρακλέους (399), εκ δε των ύστερον, τον σοφόν Φερεκύδην, φονευθέντα υπό των Λακεδαιμονίων, και το δέρμα αυτού, κατά προφητείαν τινά, φρουρούμενον υπό των βασιλέων, και τον Λεωνίδαν όστις τρόπον τινά έθυσε, κατά τον χρησμόν, εαυτόν υπέρ της Ελλάδος· προσέτι δε τους υπό του Θεμιστοκλέους σφαγιασθέντας εις τον ωμηστήν Διόνυσον προ της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας (400). Και υπέρ εκείνων μεν ότι μαρτυρούσι τα κατορθώματα αυτών· Όταν δ' ο Αγησίλαος εξεστράτευεν αφ' ών τόπων είχεν εκστρατεύσει και ο Αγαμέμνων, και κατά των ιδίων εχθρών, και η Θεά τω εζήτησε την θυγατέρα του σφάγιον, είδε δ' αυτάς την όψιν εις την Αυλίδα (401) κοιμώμενος, αλλά δεν την έδωκε, και εις μαλακόν ενέδωκεν αίσθημα, τότε διέλυσε την εκστρατείαν, άδοξον και ατελή γενομένην. Άλλοι όμως εξ εναντίας απηγόρευον θυσίαν τοσούτον βάρβαρον και παράνομον, ως εις ουδένα των κρειττόνων και υπέρ ημάς όντων δυναμένην ν' αρέση· διότι δεν άρχουσι του κόσμου οι Τυφώνες ουδέ οι Γίγαντες, αλλ' ο πάντων πατήρ των Θεών και ανθρώπων. Και να πιστεύωμεν μεν ότι Θεοί χαίρουσιν εις αίμα και φόνον ανθρώπων, είναι ίσως αβέλτερον· αν όμως είναι τοιούτοι, εισίν ανάξιοι επιμελείας, ως αδύνατοι· διότι εις ασθενείς μόνον και εις μοχθηράς ψυχάς φύονται και παραμένουσιν άτοποι και σκληραί επιθυμίαι.

KB. Εν ώ λοιπόν οι πρώτοι τοιαύτα διελέγοντο, και προ πάντων ο Πελοπίδας ηπόρει, νέα φοράς εξ αγέλης ίππων φυγούσα, και τρέχουσα διά των όπλων, όταν έφθασε πλησίον εκείνων, εστάθη, και οι μεν άλλοι εθαύμαζον το χρώμα της χαίτης της στίλβον πυρρότατον, προσέτι δε και το γαύρον και σοβαρόν αυτής βάδισμα, και της φωνής της το θάρρος. Θεόκριτος δ' ο μάντις, σκεφθείς τότε, ανεβόησε προς τον Πελοπίδαν· «Ιδού, σοι έρχεται το θύμα, ω δαιμόνιε. Άλλην παρθένον ας μη περιμένωμεν, αλλά δέξαι και θύσον αυτήν ήν ο Θεός σοι δίδωσι.» Τότε λαβόντες την φοράδα, την έφερον εις των παρθένων τους τάφους, ηυχήθησαν και έστεψαν αυτήν, και την εθυσίασαν χαίροντες, και λόγον διαδίδοντες εις το στρατόπεδον περί του ονείρου του Πελοπίδου και της θυσίας.

ΚΓ. Εις δε την μάχην ο Επαμινώνδας παρέταξε την φάλαγγα λοξήν εις το αριστερόν, όπως το δεξιόν των Σπαρτιατών απέχη ό,τι πλείστον από των άλλων Ελλήνων, και ίνα εξώση τον Κλεόμβροτον επιπεσών μεθ' όλων του των δυνάμεων κατά πλευράν, και βιάση αυτόν. Αλλ' οι εχθροί, εννοήσαντες το γινόμενον, ήρχισαν να μετακινώσι την τάξιν των, και ανέπτυσον και εξέτεινον πέριξ το δεξιό αυτών κέρας, ως θέλοντες να περικυκλώσωσι διά του πλήθους των τον Επαμινώνδαν. Εν τούτοις όμως ο Πελοπίδας προέλαβε, και συλλέξας περί εαυτόν τους τριακοσίους, επρόφθασε δράμων πριν ο Κλεόμβροτος εκτείνη το κέρας, ή πριν πάλιν το συγκεντρώση και κλείση την τάξιν, και εφώρμησεν εν ώ δεν ήσαν οι Λακεδαιμόνιοι εις γραμμήν παρατεταγμένοι, αλλ' ήσαν εισέτι συγκεχυμένοι δι' αλλήλων· ει και οι Σπαρτιάται, οίτινες πάντων των πολεμικών ήσαν άκροι και σοφώτατοι τεχνίται, εις ουδέν τοσούτον εγυμνάζοντο και συνείθιζον, ως εις το να μη πλανώνται ουδέ να ταράττωνται όταν η τάξις των διαλύηται, αλλά να μεταχειρίζωνται όλοι όλους ως επιστάτας και παραστάτας (402) όπου επέλθη ο κίνδυνος, και να λαμβάνωσι τας θέσεις των, και να παρατάττωνται, και να μάχωνται πλησίον αλλήλων. Τότε δε του Επαμινώνδου η φάλαγξ προσβάλλουσα μόνους εκείνους, και διερχομένη εμπρός των άλλων, και ο Πελοπίδας μετά τάχους απίστου και τόλμης εις τους οπλίτας ριφθείς, εσύγχυσαν εις τοιούτον βαθμόν τα φρονήματα και τας επιστήμας αυτών, ώστε έγινε φυγή και φόνος των Σπαρτιατών οποίος ουδέποτε πριν. Διά τούτο ο Πελοπίδας απέκτησε διά την νίκην εκείνην ίσον μέρος δόξης μετά του Επαμινώνδου, βοιωταρχούντος, αυτός μη βοιωταρχών, και διοικούντος πάσαν την δύναμιν, μικρού μέρους άρχων αυτός.

ΚΔ. Εις την Πελοπόννησον δ' εισέβαλον Βοιωτάρχαι όντες αμφότεροι, και παρέσυρον τα πλείστα των εθνών, αποσπάσαντες από των Λακεδαιμονίων την Ήλιν, το Άργος, πάσαν την Αρκαδίαν και αυτής της Λακωνικής τα πλείστα. Ο καιρός ήτον τότε περί τας χειμερινάς τροπάς (403), και ολίγαι έμενον ημέραι μέχρι της λήξεως του τελευταίου μηνός. Άμα δ' ήρχιζεν ο πρώτος, έπρεπεν άλλοι να παραλάβωσι την αρχήν, ή κατεδικάζοντο εις θάνατον οι μη παραδίδοντες αυτήν. Τον νόμον τούτον φοβούμενοι οι άλλοι Βοιωτάρχαι, και τον χειμώνα φεύγοντες, έσπευδον να μεταφέρωσι το στράτευμα οπίσω, εις Βοιωτίαν. Πρώτος δ' ο Πελοπίδας, και του Επαμινώνδου έχων την ψήφον, και τους άλλους προτρέψας πολίτας, αντί τούτου ήγε τον στρατόν κατά της Σπάρτης, και διέβαινε μετ' αυτού τον Ευρώταν. Και πολλάς μεν εκυρίευσε πόλεις, πάσαν δε την χώραν ελεηλάτει μέχρι θαλάσσης, οδηγών εβδομήκοντα χιλιάδας ελληνικής στρατιάς, ής ουδέ το δωδέκατον ήσαν αυτοί οι Θηβαίοι· αλλ' η δόξα των ανδρών τούτων έκαμνεν, άνευ κοινής αποφάσεως και ψηφίσματος, ν' ακολουθώσιν όλοι οι σύμμαχοι εν σιωπή την αρχηγίαν εκείνων. Διότι, ως φαίνεται, ο πρώτος και κυριώτατος νόμος εις τον θέλοντα να σωθή δίδει φυσικώς ως άρχοντα τον δυνάμενον να τον σώση· ως οι πλέοντες οίτινες, και αν εν ευδία, η όταν ώσι προσωρμισμένοι εις την παραλίαν, προσφερθώσιν αυθαδώς και θρασέως κατά των κυβερνητών, άμα όμως επέλθη τρικυμία και κίνδυνος, στρέφουσι τα βλέμματα προς εκείνους, κει εις αυτούς στηρίζουσι τας ελπίδας των. Ούτως οι Αργείοι, οι Ηλείοι και οι Αρκάδες, αντιφερόμενοι και φιλονεικούντες εις τα συνέδρια προς τους Θηβαίους περί της ηγεμονίας, όταν έφθασεν η στιγμή των αγώνων και των κινδύνων, οικειοθελώς επείθοντο εις τους στρατηγούς εκείνων, και τους ηκολούθουν. Κατά την εκστρατείαν λοιπόν εκείνην συνήνωσαν πάσαν την Αρκαδίαν εις μίαν δύναμιν, την δε Μεσσηνίαν αφαιρέσαντες από των Σπαρτιατών, οίτινες ενέμοντο την χώραν αυτής, εκάλεσαν και επανέφερον εις αυτήν τους παλαιούς Μεσσηνίους, και κατώκισαν την Ιθώμην. Ότε δ' ανεχώρουν εις την Βοιωτίαν διά των Κεγχρειών (404), ενίκησαν τους Αθηναίους, οίτινες ηθέλησαν να τους προσβάλωσιν εις τα στενά, και να τοις κλείσωσι την διάβασιν.

ΚΕ. Μετά ταύτα τα έργα πάντες μεν οι άλλοι υπερηγάπων τα προτερήματα των ανδρών τούτων, και εθαύμαζον την τύχην αυτών. Ο συγγενής όμως και πολιτικός φθόνος, συναυξάνων μετά της δόξης αυτών, παρεσκεύαζεν εις αυτούς υποδοχήν ούτε καλήν ούτε πρέπουσαν· Αλλ' επανελθόντες, υπεβλήθησαν εις δίκην αμφότεροι επί ποινή θανάτου, διότι, εν ώ ο νομός διέταττε να παραδώσωσι την Βοιωταρχίαν εις άλλους εντός του πρώτου μηνός, όν ονομάζουσι Βουκάτιον, αυτοί την κατέσχον επί τέσσαρας όλους μήνας έτι, καθ' ούς ενείργησαν τα κατά την Μεσσηνίαν, την Αρκαδίαν και την Λακωνικήν. Και πρώτος μεν εισήχθη εις το δικαστήριον ο Πελοπίδας, δι' ό και μάλλον εκινδύνευσεν· απελύθησαν όμως αμφότεροι. Την δε συκοφαντίαν και την δοκιμασίαν υπέμεινε πράως ο Επαμινώνδας· ως μέγα μέρος της ανδρείας και μεγαλοψυχίας θεωρών την πολιτικήν ανεξικακίαν. Ο δε Πελοπίδας, και φύσει θυμοειδέστερος ων, και παροξυνόμενος υπό των φίλων του να εκδικηθή τους εχθρούς, ωφελήθη εξ αιτίας τοιαύτης. Μενεκλείδας ο ρήτωρ ήτον εκ των συνελθόντων μετά του Πελοπίδου και του Μέλωνος εις την οικίαν του Χάρωνος. Επειδή όμως οι Θηβαίοι δεν απέδιδον ίσην υπόληψιν εις αυτόν, δεινότατος ων περί το λέγειν, ακόλαστος δε και κακοήθης τον τρόπον, μετεχειρίζετο την ευφυίαν αυτού εις το να διαβάλλη τους καλλητέρους του, και δεν έπαυσε μετά την δίκην εκείνην. Και τον μεν Επαμινώνδαν απέβαλε της Βοιωταρχίας, και αντιπολιτευόμενος τον κατέτρεξε πολύν χρόνον. Τον δε Πελοπίδαν δεν κατίσχυσε να διαβάλη προς τον δήμον, επεχείρησεν όμως να συγκρούση αυτόν μετά του Χάρωνος. Επειδή δε κοινώς παρηγορίαν τινά ευρίσκουσιν οι φθονεροί ν' αποδεικνύωσιν όπως δήποτε άλλων χειροτέρους εκείνους ών αυτοί δεν ημπορούσι να φανώσι καλήτεροι, διά παντός τρόπου επροσπάθει εις τον δήμον να μεγαλύνη τα έργα του Χάρωνος, και τας στρατηγίας εκείνου και τας νίκας εγκωμιάζων. Επεχείρησε δε και της ιππομαχίας ήν ενίκησαν υπό τον Χάρωνα εις τας Πλαταιάς προ των Λευκτρικών να κατορθώση τοιούτον τι μνημείον ν' ανατεθή. Ανδροκύδης ο Κυζικηνός, παραγγελθείς υπό της πόλεως να ζωγραφήση άλλης τινός μάχης εικόνα, ετελείονε το έργον αυτού εν Θήβαις. Όταν δ' έγινεν η κατά της Σπάρτης αποστασία, και συνέπεσεν ο πόλεμος, οι Θηβαίοι κατέσχον παρ' εαυτοίς την εικόνα, μη πολύ του τέλους απέχουσαν. Ταύτην λοιπόν έπεισε τους Θηβαίους ο Μενεκλείδας ν' αναθέσωσι, τ' όνομα του Χάρωνος επιγράφοντες, όπως διά τούτου αμαυρώση του Πελοπίδου και Επαμινώνδου την δόξαν. Ήτον δε κακόζηλος η φιλοτιμία, το να προτιμηθή υπέρ τοσούτους και τοιούτους αγώνας έν έργον και μία νίκη, καθ' ήν λέγουσιν ότι άσημος μόνον τις Σπαρτιάτης, Γεράνδας καλούμενος, και τεσσαράκοντα άλλοι έπεσον μετ' αυτού, άλλο δ' ουδέν μέγα επράχθη. Το ψήφισμα τούτο προσέβαλεν ο Πελοπίδας ως παράνομον, διισχυριζόμενος ότι δεν ήτον πάτριον τα τιμώσιν ιδίως άνδρα τινά, αλλ' ότι απέδιδον της νίκης τ' όνομα εις την πατρίδα κοινώς. Και τον μεν Χάρωνα δι' όλης της δίκης εξηκολούθησεν αφθόνως εγκωμιάζων, τον δε Μενεκλείδαν φθονερόν εξελέγχων και πονηρόν, και τους Θηβαίους ερωτών αν και αυτός ουδέν καλόν έπραξε. Κατεδικάσθη δ' ο Μενεκλείδας εις πρόστιμον, ό μη δυνηθείς να πληρώση, επεχείρησεν έπειτα να μεταβάλη και ν' αναστατώση την πολιτείαν. Ταύτα δεν είναι άχρηστα εις την ακριβεστέραν γνώσιν του βίου τούτου.

ΚΣΤ. Επειδή δε τότε Αλέξανδρος, ο τύραννος των Φερών (405), επολέμει μεν προδήλως πολλούς των Θεσσαλών, επεβουλεύετο δε πάντας, και αι Θεσσαλικαί πόλεις έπεμψαν πρεσβείαν εις Θήβας, στρατηγόν ζητούσαι και δύναμιν, βλέπων ο Πελοπίδας ότι ο Επαμινώνδας διεύθυνε τας εν Πελοποννήσω πράξεις, εδόθη αυτός εις τους Θεσσαλούς, ούτε την ιδίαν επιστήμην και δύναμιν υπομένων να βλέπη αργούσαν, ούτε, όπου ήτον ο Επαμινώνδας, νομίζων ότι ήτον και άλλος στρατηγός αναγκαίος. Ως λοιπόν εξεστράτευσεν εις την Θεσσαλίαν μετά δυνάμεως, παρέλαβεν ευθύς την Λάρισσαν, και τον Αλέξανδρον, όστις ήλθε προς αυτόν και τον παρεκάλει, επροσπάθει να τον διαλλάξη, και από τυράννου να καταστήση αυτόν άρχοντα των Θεσσαλών πράον και νόμιμον. Επειδή όμως ήτον άνθρωπος αδιόρθωτος και θηριώδης, και πολλή μεν ήτον η ωμότης αυτού, διά πολλήν δε κατηγορείτο ακολασίαν και πλεονεξίαν, και ο Πελοπίδας προσεφέρθη προς αυτόν μετά τραχύτητος και οργής, αποδράς ανεχώρησε μετά των δορυφόρων. Ο δε Πελοπίδας, αφείς τους Θεσσαλούς μη φοβουμένους πλέον τον τύραννον, και προς αλλήλους ομονοούντας, απήλθεν εις Μακεδονίαν, όπου ο Πτολεμαίος επολέμει προς Αλέξανδρον, τον τότε βασιλεύοντα των Μακεδόνων. Τον εκάλουν δ' αμφότεροι όπως γίνη διαλλακτής και δικαστής και σύμμαχος και βοηθός εκείνου όστις ήθελε νομισθή ότι αδικείται. Ελθών δε, και διαλύσας τας έριδας, και διενεργήσας των εξορίστων των επιστροφήν, έλαβεν ως όμηρον τον αδελφόν του βασιλέως Φίλιππον (406), και τριάκοντα παίδας άλλους εκ των επισημοτάτων, και τους έφερεν εις τας Θήβας, επιδεικνύων εις τους Έλληνας πόσον μακράν φθάνουσι των Θηβαίων τα πράγματα διά την εκ της δυνάμεως αυτών δόξαν, και διά την εμπιστοσύνην ήν ενέπνευσεν η δικαιοσύνη των. Ούτος ην ο Φίλιππος, όστις μετά ταύτα επολέμησε κατά των Ελλήνων όπως τοις αφαιρέση την ελευθερίαν των. Τότε δε παις ων, έζη παρά τω Παμμένει· μετά δε ταύτα εφάνη ότι και ζηλωτής έγινε του Επαμινώνδου, ίσως την κατά τους πολέμους και τας στρατηγίας δραστηριότητα αυτού εννοήσας, ήτις όμως ήτον μικρόν μέρος των προτερημάτων του ανδρός εκείνου. Της εγκρατείας όμως και της δικαιοσύνης και της μεγαλοψυχίας και της πραότητος, δι' ών ήτον αληθώς μέγας εκείνος, κατ' ουδέν ουδ' εκ φύσεως ουδ' εκ μιμήσεως μετέσχεν ο Φίλιππος.

ΚΖ. Μετά δε ταύτα, επειδή πάλιν οι Θεσσαλοί κατηγόρουν τον Φεραίον Αλέξανδρον, ότι τοις ετάραττε τας πόλεις, απεστάλη πρέσβυς μετά του Ισμηνίου ο Πελοπίδας· και απήλθεν, ούτε δύναμιν φέρων, ούτε πόλεμον προσδοκών, αλλά προς τα κατεπείγοντα των πραγμάτων ηναγκάζετο να μεταχειρισθή αυτούς τους Θετταλούς. Εν τούτοις δ' εταράττοντο εκ νέου πάλιν τα κατά την Μακεδονίαν, διότι ο Πτολεμαίος είχε φονεύσει τον βασιλέα, και καταλάβει την εξουσίαν, οι δε φίλοι του αποθανόντος εκάλουν τον Πελοπίδαν. Θέλων λοιπόν να φανή εις τα πράγματα, αλλ' ιδίους στρατιώτας μη έχων, έλαβεν αυτόθεν μισθοφόρους τινάς, και ευθύς εκινήθη κατά του Πτολεμαίου. Όταν δ' έφθασαν πλησίον αλλήλων, τους μεν μισθοφόρους διά χρημάτων διαφθείρας ο Πτολεμαίος, τους έπεισε να μεταβώσι περί αυτόν του δε Πελοπίδου φοβηθείς την δόξαν και τ' όνομα, ήλθε προς αυτόν ως προς καλήτερόν του, και δους εις αυτόν την δεξιάν, και παρακαλέσας αυτόν, υπεσχέθη την μεν εξουσίαν να διαφυλάξη εις του αποθανόντος τους αδελφούς, να έχη δε τον αυτόν εχθρόν και φίλον μετά των Θηβαίων. Έδωκε δε περί τούτων ομήρους τον υιόν του Φιλόξενον, και πεντήκοντα εκ των φίλων του. Και τούτους μεν έστειλεν εις Θήβας ο Πελοπίδας. Αυτός δε, βαρέως λυπούμενος διά των μισθοφόρων την προδοσίαν, και ακούσας ότι τα πλείστα των χρημάτων αυτών, και τα παιδία και αι γυναίκες των ήσαν περί την Φάρσαλον, ώστε, αν εκυρίευε ταύτα, ήθελεν ικανώς εκδικηθή δι' ήν υπέστη ύβριν, συνήγαγε Θεσσαλούς τινας, και τους έφερε προς την Φάρσαλον. Μόλις δ' επέρασεν αυτός, και εφάνη Αλέξανδρος ο τύραννος μετά της δυνάμεως. Νομίσαντες δ' ο Πελοπίδας και οι περί αυτόν ότι έρχεται ν' απολογηθή, επροχώρησαν προς αυτόν, ηξεύροντες μεν ότι ήτον αυτός εξώλης και μιαιφόνος, αλλ' ένεκα του μεγέθους των Θηβών, και της επισημότητος και της δόξης αυτών μη νομίζοντες ότι εδύναντο τι να πάθωσιν. Εκείνος δε, ως είδεν ότι ήρχοντο άοπλοι και μόνοι, εκείνους μεν ευθύς συνέλαβε, κατέσχε δε την Φάρσαλον. Φρίκην δε και φόβον ενέπνευσεν εις πάντας τους υπηκόους, διότι ήσαν πεπεισμένοι ότι μετά τοσαύτην αδικίαν και τόλμην ουδενός θα εφείδετο πλέον, αλλά πράγματα και ανθρώπους, όσοι ενέπιπτον εις τας χείρας του, θα μετεχειρίζετο ως άνθρωπος απηλπισμένος περί της ιδίας αυτού ζωής.

ΚΗ. Και οι μεν Θηβαίοι, ταύτα ακούσαντες, βαρέως ωργίζοντο, και στρατιάν εξέπεμψαν ευθύς· επειδή δε είχον αιτίαν τινά οργής κατά του Επαμινώνδου, διώρισαν άλλους άρχοντας. Τον δε Πελοπίδαν εις τας Φεράς απαγαγών ο τύραννος, το μεν πρώτον άφηνεν όσους ήθελον να ομιλώσι μετ' αυτού, νομίζων ότι ήθελε γίνει ελεεινός και ταπεινός υπό της συμφοράς. Επειδή όμως τους μεν Φεραίους ο Πελοπίδας οδυρομένους παρεκίνει να έχωσι θάρρος, διότι τώρα μάλιστα ο τύραννος θέλει τιμωρηθή, προς αυτόν δ' εκείνον αποστείλας, τω είπεν, ότι ήτον ασυνεπής στρεβλών και φονεύων καθ' εκάστην τους αθλίους και μηδέν αδικούντας πολίτας, φειδόμενος δ' αυτού, περί ού ηξεύρει ότι βεβαίως θέλει τον τιμωρήση εάν τον διαφύγη, «Διατί, είπεν ούτος, σπεύδει ν' αποθάνη ο Πελοπίδας;» Ακούσας δ' εκείνος, «Όπως, είπε, καταστραφής έτι ταχύτερον, τώρα μάλλον μισητός εις τους θεούς γενόμενος.» Έκτοτε απηγόρευσε να έρχωνται προς αυτόν οι εκτός. Ακούουσα δε η Θήβη, ήτις ήτον θυγάτηρ του Ιάσονος και γυνή του Αλεξάνδρου, παρά των φυλαττόντων τον Πελοπίδαν, τον θαρραλέον και γενναίον αυτού χαρακτήρα, επεθύμησε να ιδή τον άνδρα και να τον ομιλήση. Ως δ' ήλθε προς αυτόν, δεν εγνώρισε μεν ευθύς, καθό γυνή, εν τοιαύτη συμφορά το μέγεθος του ήθους αυτού, εκ της κουράς όμως και της ενδυμασίας και της διαίτης του εσυμπέρανεν ότι εταλαιπωρείτο αναξίως της δόξης αυτού, και εδάκρυσεν. Ως δε την εγνώρισε, την προσεφώνησε διά του ονόματος του πατρός της, διότι ήτον φίλος του Ιάσονος και οικείος. «Λυπούμαι την γυναίκα σου», τω είπεν εκείνη. «Και εγώ λυπούμαι σε, απεκρίθη ο Πελοπίδας, διότι άδετος ούσα, υποφέρεις τον Αλέξανδρον.» Τον λόγον δε τούτον ησθάνθη η γυνή, διότι απεστρέφετο την ωμότητα και την ύβριν του τυράννου, όστις, πλην άλλης ασελγείας, εις τας ηδονάς του εθυσίαζε και τον νεώτατον των αδελφών αυτής. Συνεχώς επομένως ερχομένη προς τον Πελοπίδαν, και μετά παρρησίας ομιλούσα προς αυτόν περί ών έπασχεν, επληρούτο θυμού και θάρρους και δυσμενείας κατά του Αλεξάνδρου.

ΚΘ. Επειδή δ' οι στρατηγοί των Θηβαίων, εις την Θεσσαλίαν εμβαλόντες, ουδέν έπραξαν, αλλά δι' απειρίαν ή δυστυχίαν αισχρώς ανεχώρησαν, εις έκαστον μεν εξ αυτών η πόλις επέβαλε δέκα χιλιάδων δραχμών πρόστιμον· απέστειλε δε τον Επαμινώνδαν μετά δυνάμεως. Ευθύς λοιπόν κίνησις έγινε μεγάλη των Θεσσαλών, διότι τους εξήγειρεν η δόξα του στρατηγού, και τα πράγματα του τυράννου παρ' ολίγον να καταστραφώσι· τοσούτος ενέπεσε φόβος εις τους φίλους αυτού και τους περί αυτόν αρχηγούς, τοσαύτη δε κατέλαβε τους υπηκόους αυτού ορμή προς αποστασίαν και χαρά διά το μέλλον, διότι ήλπιζον να ιδώσι τον τύραννον τιμωρούμενον. Και όμως ο Επαμινώνδας, της δόξης προτιμών την σωτηρίαν του Πελοπίδου, και φοβηθείς μη, αν ταραχθώσι τα πράγματα, απελπισθείς ο Αλέξανδρος, ως θηρίον στραφή κατ' εκείνου, παρέτεινε τον πόλεμον, και κύκλω περί αυτόν στρεφόμενος, διά μακρών προπαρασκευών και δι' αναβολών ητοίμαζε και συνέστελλε τον τύραννον, χωρίς ούτε μεν την αυθάδειαν αυτού και την θρασύτητα να ταπεινώση, αλλ' ούτε και την αγριότητα και την βιαιότητα αυτού να διερεθίση, ει και εγνώριζε την ωμότητα αυτού, και ότι όλων των καλών και δικαίων περιφρονητής, έθαπτε μεν ζώντας ανθρώπους, άλλους δ' ενδύων δέρματα αγριοχοίρων και άρκτων, και φέρων κατ' αυτών τους θηρευτικούς αυτού κύνας, τους κατεσπάραττε και τους κατηκόντιζεν, ως παιγνίδιον τούτο μεταχειριζόμενος· εις δε την Μελίβοιαν και την Σκότουσαν, πόλεις φίλας και συμμάχους, εν ώ ήσαν εις συνέλευσιν του λαού, στήσας πέριξ αμφοτέρων τους δορυφόρους του, απέσφαξεν όλον αυτών τον λαόν υβηδόν, την δε λόγχην, δι' ής εφόνευσε τον θείον του Πολύφρονα, καθιερώσας και στέψας, προσέφερεν εις αυτήν θυσίας ως εις Θεόν, και την ωνόμασε Τύχωνα (407). Ιδών δέ ποτε τραγωδόν υποκρινόμενον τας Τρωάδας του Ευριπίδου, ανεχώρησεν εκ του θεάτρου, και πέμψας προς αυτόν, τω εμήνυσε να μη δυσαρεστηθή, και να εξακολουθήση ουχ ήττον καλώς την παράστασιν, διότι απέρχεται ουχί εκείνον καταφρονών, αλλ' εντρεπόμενος τους πολίτας, ότι, εν ώ κανένα πώποτε των υπ' αυτού φονευομένων δεν ηλέησεν, ήθελον τον ιδή δακρύοντα διά τα κακά της Εκάβης και Ανδρομάχης. Ούτος λοιπόν καταπλαγείς διά την δόξαν και το όνομα και την φήμην της στρατηγίας του Επαμινώνδου,

«εζάρωσεν ο πετεινός, και έκλινεν
ως δούλον το πτερόν του, (408

και έστειλεν αμέσως προς αυτόν ανθρώπους ν' απολογηθώσιν. Εκείνος δε να συνδέσωσι μεν ειρήνην και φιλίαν οι Θηβαίοι προς τοιούτον άνδρα δεν υπέμεινε· παραχωρήσας δ' εις αυτόν τριακονθήμερον ανακωχήν του πολέμου, και λαβών τον Πελοπίδαν και τον Ισμηνίαν, ανεχώρησεν.

Λ. Οι δε Θηβαίοι, πληροφορηθέντες ότι εκ μέρους των Λακεδαιμονίων και των Αθηναίων ανέβαινον πρέσβεις προς τον μέγαν βασιλέα να προτείνωσι συμμαχίαν, έπεμψαν και αυτοί τον Πελοπίδαν, άριστα βουλευθέντες, διότι απέβλεψαν προς την δόξαν αυτού. Και πρώτον μεν ανέβαινε διά των επαρχιών του βασιλέως, ονομαστός ήδη και περιβόητος· διότι η δόξα του κατά των Λακεδαιμονίων αγώνος δεν προυχώρησε βραδέως ουδέ κατά μικρόν διά της Ασίας, αλλ' ως ο πρώτος διεδόθη λόγος περί τις εν Λεύκτροις μάχης, προσετίθετο νέον τι κατόρθωμα πάντοτε, και ούτως έφθασε μακρότατα αναβαίνουσα και αυξανομένη. Έπειτα, όταν τον είδον οι εν τοις ανακτόροις σατράπαι και στρατηγοί και ηγεμόνες, εθαύμασαν, και λόγος διέτρεχε μεταξύ αυτών, ότι ούτος εστίν ο ανήρ όστις εξέβαλεν εκ της ξηράς και της θαλάσσης τους Λακεδαιμονίους, συστείλας υπό τον Ταΰγετον και τον Ευρώταν την Σπάρτην, ήτις ολίγον πριν είχε κινήσει διά του Αγησιλάου πόλεμον κατά του μεγάλου βασιλέως και των Περσών περί των Σούσων και Εκβατάνων. Διά ταύτα έχαιρεν ο Αρταξέρξης, και τον Πελοπίδαν έτι μάλλον εθαύμαζε, και τον εμεγάλυνε διά των τιμών, θέλων να φαίνηται υπό των μεγίστων ανδρών περιποιούμενος και θεραπευόμενος. Ότε δε και την όψιν αυτού είδε και τους λόγους ήκουσεν, ασφαλεστέρους μεν των Αττικών, αφελεστέρους δε των Λακεδαιμονίων, έτι μάλλον τον ηγάπησε· και, ως συμβαίνει συνήθως εις τους βασιλείς, δεν έκρυψε την προς τον άνδρα τιμήν αυτού,, ουδ' έμεινεν άγνωστος εις τους άλλους πρέσβεις η προς εκείνον προτίμησις· αν και φαίνεται ότι υπέρ πάντας τους Έλληνας ετίμησε μάλλον τον Λακεδαιμόνιον Ανταλκίδαν, εις όν απέστειλε τον στέφανον όν εφόρει εν ώ έπινε, βρέξας αυτόν εις μύρον. Εις τον Πελοπίδαν δε τοιαύτας μεν οικειότητας δεν έδειξε, δώρα δε λαμπρότατα και μέγιστα εκ των εν συνηθεία τω έπεμψε, και τας απαιτήσεις αυτού επεκύρωσεν, αυτόνομοι μεν να είναι οι Έλληνες, να κατοικηθή δ' η Μεσσήνη, και οι Θηβαίοι να θεωρώνται πατρικοί φίλοι του βασιλέως. Ταύτας λαβών τας αποκρίσεις, ουδέν δε των δώρων δεχθείς, όσα δεν ήσαν σύμβολα ευνοίας ή φιλοφροσύνης, ανεχώρησε. Τούτο δε κυρίως εκίνησε την οργήν κατά των άλλων πρέσβεων, και οι Αθηναίοι, κρίναντες τον Τιμαγόραν, τον εφόνευσαν· αν μεν διά το πλήθος των δωρεών, ορθώς και δικαίως· διότι ου μόνον χρυσίον έλαβε και αργύριον, αλλά και κλίνην πολυτελή και θεράποντας διά να την στρόνωσιν, ως να μη ήξευρον οι Έλληνες· προσέτι δε βους ογδοήκοντα και βουκόλους, επί λόγω ότι δήθεν δι' αρρωστίαν τινών είχεν ανάγκην γάλακτος βοείου. Τέλος δε κατέβη εις την θάλασσαν εις φορείον κομιζόμενος, και τέσσαρα τάλαντα εδόθησαν υπό του βασιλέως μισθός εις τους κομίζοντας αυτόν. Φαίνεται όμως ότι δεν παρώξυνε κυρίως η δωροδοκία τους Αθηναίους· διότι, όταν Επικράτης ο Σακεσφόρος (409) ουδ' ηρνήθη ότι έλαβε δώρα παρά του βασιλέως, και είπεν ότι γράφει ψήφισμα αντί των εννέα αρχόντων να χειροτονώνται κατ' έτος εννέα πρέσβεις προς τον βασιλέα εκ των δημοτικών και πενήτων, όπως δώρα λαμβάνοντες ευπορώσιν, ο δήμος εγέλασεν. Αλλ' ωργίζοντο οι Αθηναίοι διότι ενεκρίθησαν πάσαι αι προτάσεις των Θηβαίων, μη αναλογιζόμενοι του Πελοπίδου την δόξαν, πόσον ανωτέρα ήτον πασών των ρητορειών και πάντων των λόγων πλησίον ανθρώπου όστις επεριποιείτο πάντοτε τους διά των όπλων υπερισχύοντας.

ΛΑ. Και η μεν πρεσβεία προσέθηκεν εις τον Πελοπίδαν ου μικράν εύνοιαν, αφ' ού επέστρεψε, διά τον συνοικισμόν της Μεσσήνης και των άλλων Ελλήνων την αυτονομίαν. Επειδή δ' Αλέξανδρος ο Φεραίος, εις την αρχαίαν φύσιν του επανελθών, των Θεσσαλών μεν ουκ ολίγας κατέστρεφε πόλεις, εις δε τας των Φθιωτών, τας των Αχαιών όλας (410), και εις τας των Μαγνήτων έθετε φρουράς, ακούσασαι ότι ο Πελοπίδας επέστρεψεν, ευθύς αι πόλεις έπεμψαν πρεσβείας εις Θήβας, ζητούσαι δύναμιν, και εκείνον ως στρατηγόν. Εψήφισαν δ' οι Θηβαίοι προθύμως, και τα πάντα εγένοντο ταχέως έτοιμα. Όταν δ' ο στρατηγός ήτον περί την έξοδον, εξέλιπεν ο ήλιος (411) και σκότος εν ημέρα κατέλαβε την πόλιν. Ο δε Πελοπίδας, βλέπων όλους τεταραγμένους διά το φαινόμενον τούτο, ενόμισεν ότι δεν πρέπει να τους βιάση, εν ώ ήσαν κατάφοβοι και μη έχοντες ελπίδας καλάς, ουδέ να ριψοκινδυνεύση μετά πολιτών επτακισχιλίων· αλλά δοθείς μόνος εις τους Θεσσαλούς, και τριακοσίους ιππείς αναλαβών εθελοντάς και ξένους, εκίνησεν, εν ώ ουδ' οι μάντεις τον άφηνον, ουδ' οι άλλοι πολίται εδείκνυον προθυμίαν· διότι εφαίνετο ότι προς άνδρα λαμπρόν μέγα εγένετο σημείον εξ ουρανού. Εκείνος όμως ήτον μεν και θερμότερος κατά του Αλεξάνδρου, υπ' οργής κατεχόμενος δι' όσα καθυβρίσθη· ήλπιζε δε και την οικίαν αυτού να εύρη νοσούσαν και ανάστατον δι' όσα είχεν ομιλήσει μετά της Θήβης. Προ πάντων δε τον προυκάλει το κάλλος της πράξεως, διότι επεθύμει και εφιλοτιμείτο, καθ' ούς καιρούς οι Λακεδαιμόνιοι έπεμπον στρατηγούς και αρμοστάς εις τον Διονύσιον, τον τύραννον της Σικελίας, οι δ' Αθηναίοι μισθόν εδέχοντο παρά του Αλεξάνδρου, και ήγειρον χαλκούν ανδριάντα αυτού ως ευεργέτου, τότε να επιδείξη εις τους Έλληνας τους Θηβαίους μόνους εκστρατεύοντας υπέρ των τυραννουμένων, και καταλύοντας μεταξύ των Ελλήνων τας παρανόμους και βιαίας δυναστείας.

ΑΒ. Ως λοιπόν, ελθών εις Φάρσαλον, ήθροισε την δύναμιν, ευθύς εβάδισε κατά του Αλεξάνδρου. Εκείνος δε, Θηβαίους μεν ολίγους περί τον Πελοπίδαν βλέπων, αυτός δε περισσοτέρους των διπλασίων έχων οπλίτας Θεσσαλούς, αντετάχθη κατ' αυτού παρά το Θετίδιον. Είς τινα δ' όστις είπε προς τον Πελοπίδαν ότι πολλούς έχων ο τύραννος έρχεται· «Καλήτερον, απεκρίθη αυτός· διότι περισσοτέρους θα νικήσωμεν.» Προς το μέσον, κατά τας καλουμένας Κυνός κεφαλάς, προέχουσι λόφοι απότομοι και υψηλοί. Τούτους ώρμησαν αμφότεροι να καταλάβωσι διά των πεζών των. Τους δ' ιππείς ο Πελοπίδας, πολλούς όντας και αγαθούς, αφήκε κατά των ιππέων του εχθρού, και νικώντες ούτοι, ώρμησαν εις το πεδίον ομού μετά των φευγόντων· ο δ' Αλέξανδρος εφάνη τους λόφους καταλαβών, και ορμών κατά των Θεσσαλών οπλιτών, οίτινες ανέβαινον ύστερον, και επροσπάθουν να βιάσωσι θέσεις ισχυράς και ανάντεις, εφόνευε τους πρώτους, οι δ' άλλοι πληγάς ελάμβανον, ουδέν κατορθούντες. Ιδών λοιπόν ταύτα ο Πελοπίδας, τους μεν ιππείς ανεκάλει οπίσω, και τους διέταξε να ορμήσωσι προς τους παρατεταγμένους εκ των εχθρών. Αυτός δε, την ασπίδα ευθύς λαβών, δράμων ανέβη προς τους επί των λόφων μαχομένους· και διά των όπισθεν ορμήσας προς τους πρώτους, τοσαύτην ενέπνευσε γενναιότητα και προθυμίαν εις όλους, ώστε οι εχθροί ενόμισαν ότι επήρχοντο κατ' αυτών άλλοι γενόμενοι κατά τα σώματα και κατά τας ψυχάς. Και δύο μεν ή τρεις προσβολάς απέκρουσαν βλέποντες δ' αυτούς ευρώστως εφορμώντας, και το ιππικόν επιστρέφον από της διώξεως, υπεχώρησαν, και ανεχώρησαν βήμα προς βήμα. Ο δε Πελοπίδας, από των υψωμάτων ιδών όλον το στρατόπεδον των εχθρών ότι δεν είχε μεν έτι τραπή εις φυγήν, αλλ' ότι επληρούτο ήδη θορύβου και ταραχής, εστάθη, και περιέφερε πέριξ τα βλέμματά του, αυτόν ζητών τον Αλέξανδρον. Ως δ' είδεν αυτόν εις το δεξιό χέρας ενθαρρύνοντα και παρατάττοντα τους μισθοφόρους, δεν ανεχαίτισε την οργήν του, ουδ' εσυλλογίσθη, αλλά προς την όψιν ταύτην αναφλεχθείς, και εις το πάθος του παραδούς το σώμα και της πράξεως αυτού την διεύθυνσιν, επήδησε πολύ των άλλων εμπρός, και έτρεχε βοών και προκαλών τον τύραννον. Και εκείνος μεν δεν εδέχθη την ορμήν του ουδ' υπέμεινεν, αλλ' έφυγε προς τους δορυφόρους του, και εκρύβη μεταξύ αυτών. Των δε μισθοφόρων, οι μεν πρώτοι ελθόντες εις χείρας ανεχαιτίσθησαν υπό του Πελοπίδου, τινές δε και πληγωθέντες ετελεύτησαν. Οι δε περισσότεροι, μακρόθεν διά των δοράτων κτυπώντες αυτόν, τον κατετραυμάτιζον διά μέσου των όπλων αυτού, έως ότου οι Θεσσαλοί, συγκινηθέντες, έδραμον από των λόφων εις βοήθειαν αυτού. Αφ' ού δε ήδη έπεσεν, επελθόντες οι ιππείς, έτρεψαν όλην την φάλαγγα, και διώξαντες αυτήν μακράν, ενέπλησαν νεκρών την χώραν, υπέρ τους τρισχιλίους φονεύσαντες.

ΑΓ. Και ότι μεν οι Θηβαίοι βαθέως εθλίβοντο όσοι παρήσαν εις του Πελοπίδου τον θάνατον, και ότι τον ωνόμαζον πατέρα και σωτήρα και διδάσκαλον των μεγίστων και καλλίστων αγαθών, δεν είχε τι το πολλού θαυμασμού άξιον. Οι δε Θεσσαλοί και οι σύμμαχοι, υπερβαλόντες διά των ψηφισμάτων των πάσαν τιμήν πρέπουσαν εις αρετήν ανθρωπίνην, έτι μάλλον απέδειξαν διά της λύπης των την προς αυτόν εύνοιάν των. Διότι λέγουσιν ότι οι παρευρεθέντες εις την μάχην ούτε θώρακα απεδόθησαν, ούτε ίππον εξεχαλίνωσαν, ούτε πληγήν έδεσαν πρότερον, αφ' ότου ήκουσαν εκείνου τον θάνατον, αλλά μετά των όπλων θερμοί ερχόμενοι προς τον νεκρόν, ως αισθανόμενον, εσώρευσαν πέριξ του τα εχθρικά λάφυρα, έκοψαν δε τας χαίτας των ίππων των, και έκοψαν και την ιδίαν των κόμην. Αφ' ού δ' απήλθον εις τας σκηνάς των, πολλοί ουδέ πυρ ανήψαν, ουδέ δείπνον έλαβον, σιγή δε και κατήφεια κατείχε παν το στρατόπεδον, ως αν δεν είχον νικήσει επιφανεστάτην νίκην και μεγίστην, αλλ' αν είχον ηττηθή και υποδουλωθή υπό του τυράννου. Εκ δε των πόλεων, ως ανηγγέλθησαν ταύτα, ήλθον αι αρχαί, και μετ' αυτών οι έφηβοι και οι παίδες και οι ιερείς, προς υποδοχήν του σώματος, τρόπαια και στεφάνους και πανοπλίας χρυσάς φέροντες. Όταν δ' έμελλε να γίνη του σώματος η εκφορά, προσελθόντες οι πρεσβύτατοι των Θεσσαλών, παρεκάλουν τους Θηβαίους αυτοί να θάψωσι τον νεκρόν. Είς δ' αυτών έλεγεν· «Άνδρες σύμμαχοι, χάριν ζητούμεν παρ' υμών, ήτις επί της τοσαύτης δυστυχίας θέλει μας φέρει τιμήν και παρηγορίαν. Δεν θα προπέμψωσιν οι Θεσσαλοί ζώντα τον Πελοπίδαν, ουδέ θα αισθανθή τας αξίας τιμάς ας θέλομεν τω αποδώσει· αλλ' αν μας επιτρέψητε να εγγίσωμεν τον νεκρόν, και ημείς αυτοί να κοσμήσωμεν και να θάψωμεν το σώμα αυτού, θα δείξωμεν ότι αναγνωρίζομεν πόσον μεγαλητέρα είναι των Θεσσαλών η συμφορά παρά η των Θηβαίων· διότι σεις μεν εστερήθητε μόνον αγαθού αρχηγού· ημείς δε και τούτου και της ελευθερίας. Και τω όντι πώς θα τολμήσωμεν πλέον να σας ζητήσωμεν άλλον στρατηγόν, όταν δεν σας απεδώσαμεν τον Πελοπίδαν;» Και οι Θηβαίοι επέτρεψαν ταύτα.

ΛΔ. Εκείνων δε των ταφών δεν θεωρούσι γενομένας λαμπροτέρας ποτ' άλλας όσοι δεν νομίζουσι την λαμπρότητα συνισταμένην εις τον ελέφαντα και τον χρυσόν και τας πορφύρας, ως ο Φίλιστος (412), υμνών και θαυμάζων την του Διονυσίου ταφήν, ήτις υπήρξεν η από της τυραννίας εξοδός του ως μεγάλης τραγωδίας θεατρική καταστροφή. Ο δε μέγας Αλέξανδρος, όταν απέθανεν ο Ηφαιστίων, ου μόνον ίππους εκούρευσε και ημιόνους, αλλά και τας επάλξεις εκρήμνισε των τειχών, ώστε και αι πόλεις αύται να φαίνωνται ως πενθούσαι, αντί της προτέρας μορφής των κουράς λαβούσαι άτιμον σχήμα. Και ταύτα μεν, προστάγματα δεσποτών όντα, και διά βίας εκτελούμενα, και φθόνον προκαλούντα επί τους τυγχάνοντας αυτών, μίσος δ' επί των βιαζομένων, δεν ήσαν επίδειξις ευνοίας ουδέ τιμής, αλλά βαρβαρικού όγκου και πολυτελείας και αλαζονείας, και σπατάλη της περιουσίας εις μάταια και κακόζηλα. Ανήρ όμως δημοτικής καταγωγής, εις ξένην γην αποθανών, χωρίς ουδ' η γυνή, ουδ οι παίδες, ουδ' οι συγγενείς του να παρευρίσκωνται, χωρίς ουδείς να παρακαλέση περί τούτου, ή εις αυτό ν' αναγκάση, προπεμπόμενος υπό τοσούτων δήμων και πόλεων αμιλλωμένων, και συνοδευόμενος και στεφανούμενος, ευλόγως εφαίνετο της τελειοτάτης ευδαιμονίας τυχών. Ως έλεγεν ο Αίσωπος, δεν είναι λυπηρότατος των ευτυχούντων ο θάνατος, αλλά μακαριώτατος μάλιστα, διότι κατέθετεν εις ασφαλή τόπον τας ευτυχίας των αγαθών, μη αφήνων την τύχην να μεταβάλη αυτάς. Διά τούτο έτι ορθότερον Λάκων τις, ασπασθείς τον Ολυμπιονίκην Διαγόραν, όστις είδε και τους υιούς του στεφανουμένους εις τα Ολύμπια, είδε δε και τους υιούς των υιών και των θυγατέρων του, «Απόθανε, τω είπεν, ω Διαγόρα! Δεν θ' αναβής εις τον Όλυμπον.» Νομίζω δ' ότι αν τις όλας ομού προσέθετε τας Ολυμπιακάς και Πυθικάς νίκας, δεν θα τας έκρινεν αξίας να παραβληθώσι προς ένα των αγώνων του Πελοπίδου. Ηγωνίσθη δε πολλούς και κατώρθωσε πολλά, και το πλείστον του βίου του εν δόξη ζήσας και τιμή, τέλος επί της δεκάτης τρίτης βοιωταρχίας του απέθανεν αριστεύων υπέρ της ελευθερίας των Θεσσαλών, εις νίκην μετέχουσαν τυραννοκτονίας.

ΑΕ. Ο δε θάνατος αυτού μεγάλως μεν ελύπησε τους συμμάχους, έτι δε περισσότερον τους ωφέλησε. Διότι οι Θηβαίοι, ως ήκουσαν του Πελοπίδου τον θάνατον, χωρίς ουδόλως ν' αναβάλωσι την τιμωρίαν, εν τάχει απέστειλαν επτακισχιλίους οπλίτας ιππείς δ' επτακοσίους, υπό στρατηγούς τον Μάλκιτον και τον Διογείτονα. Ευρόντες δε τεταπεινωμένον και εξησθενημένον τον Αλέξανδρον, τον ηνάγκασαν εις τους Θεσσαλούς μεν ν' αποδώση τας πόλεις όσας κατείχε, τους δε Μάγνητας και τους Φθιώτας και Αχαιούς ν' αφήση ελευθέρους, αποσύρων την φρουράν, να ομώση δε ν' ακολουθή τους Θηβαίους καθ ών αν αυτοί τον οδηγώσιν ή τον διατάττωσιν. Εις ταύτα ηρκέσθησαν οι Θηβαίοι, θέλω δε διηγηθή πώς ολίγον μετά ταύτα εξεδίκησαν επ' αυτού οι Θεοί τον θάνατον του Πελοπίδου. Θήβην, την σύζυγον αυτού, πρώτον μεν, ως ευρέθη, ο Πελοπίδας εδίδαξε να μη φοβήται την έξω λαμπρότητα και την επίδειξιν της τυραννίδος, ήτις εφρουρείτο υπό φυλάκων και όπλων. Έπειτα δε, φοβουμένη την απιστίαν αυτού και μισούσα αυτού την ωμότητα, συνεφώνησε μετά των αδελφών της, οίτινες ήσαν τρεις, ο Τισίφονος, ο Πυθόλαος και ο Λυκόφρων, και επεχείρησε ταύτα· Την μεν άλλην οικίαν του τυράννου κατείχον αι φυλακαί των διανυκτερευόντων· ο δε θάλαμος εις όν συνείθιζον να κοιμώνται, ήτον υπερώος, και εμπρός αυτού εφύλαττε κύων δεδεμένος, φοβερός εις όλους, εκτός εις μόνους εκείνους και εις ένα εκ των οικετών, εκείνον όστις τον έτρεφεν. Όταν λοιπόν ήλθεν ο καιρός του επιχειρήματος, η Θήβη είχεν από της ημέρας ήδη κεκρυμμένους τους αδελφούς της εις παρακείμενον οίκον τινα. Εισελθούσα δε, ως συνείθιζε, μόνη προς τον Αλέξανδρον, κοιμώμενον ήδη, και μετ' ολίγον πάλιν εξελθούσα, εις μεν τον υπηρέτην διέταξε να λάβη έξω τον κύνα, διότι ήθελε ν' αναπαυθή μεθ' ησυχίας εκείνος· αυτή δ' εις την κλίμακα, φοβουμένη μη κροτή όταν αναβαίνωσιν οι νεανίσκοι, κατέστρωσε μαλλία· έπειτα δ' ανεβίβασεν ούτω τους αδελφούς της ξιφήρεις, και στήσασα αυτούς εμπρός των θυρών, εισήλθεν η ιδία, έλαβε το ξίφος του, κρεμμάμενον υπέρ την κεφαλήν του, και τοις το έδειξεν ως σημείον ότι εκοιμάτο ο τύραννος. Αλλ' επειδή οι νεανίσκοι ήσαν εκπεπληγμένοι και εδίσταζον, επιπλήττουσα αυτούς, τοις ώμνυε μετ' οργής ότι θέλει εξυπνήση τον Αλέξανδρον και τω καταμηνύσει την πράξιν. Ούτως αισχυνθέντας αυτούς συγχρόνως και φοβηθέντας, τους εισήγαγε, και τους έφερεν εις την κλίνην, κρατούσα και τον λύχνον. Εξ αυτών δε, ο μεν, πιέσας τους πόδας του, τους εκράτει, ο δε συλλαβών αυτόν εκ των τριχών, έστρεψεν οπίσω την κεφαλήν του, και ο τρίτος, κτυπών αυτόν διά του ξίφους, τον εφόνευσεν. Ούτως απέθανεν αυτός, θάνατον ταχύν, και διά τούτο ίσως πραότερον αφ' ό,τι προσήκεν. Επειδή όμως ην ο μόνος ή πρώτος των τυράννων όστις υπό της ιδίας αυτού γυναικός εφονεύθη, και το σώμα του μετά θάνατον παντοίως αικισθέν, ερρίφθη και κατεπατήθη υπό των Φεραίων, φαίνεται άξια των παρανομιών του παθών.
 

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ


Α. Ο δε Μάρκιος Κλαύδιος, όστις πεντάκις ην ύπατος εν Ρώμη, λέγουσιν ότι υπήρξεν υιός Μάρκου, πρώτος δ' εκ της οικογενείας ωνομάσθη Μάρκελλος, όπερ εστίν Αρήιος (413) ως λέγει ο Ποσειδώνιος (414)· διότι είχε πολεμικήν εμπειρίαν, σώμα δε ρωμαλέον, χείρα δ' ανδρείαν, φύσιν δε φιλοπόλεμον, ήτον σώφρων, φιλάνθρωπος, εραστής της ελληνικής παιδείας και των ελληνικών γραμμάτων επί τοσούτον, ώστε να τιμά και να θαυμάζη τους εις ταύτα ευδοκιμούντας· ο ίδιος όμως, ένεκα των ασχολιών του, μη κατορθώσας να εξασκή και να μάθη αυτά καθ' όσον επροθυμείτο· Διότι αν εις άλλους ανθρώπους ο Θεός, ως είπεν ο Όμηρος,

έδωκεν, εκ νεαράς ηλικίας εις γήρας, να πλέκουν
ανθρωποκτόνους πολέμους,

πολύ μάλλον επέκλωσε τούτο εις τους τότε πρωτεύοντας των Ρωμαίων, οίτινες, όταν μεν ήσαν νέοι, εις την Σικελίαν επολέμουν κατά των Καρχηδονίων, εν ακμαία δ' ηλικία κατά των Γαλατών υπέρ αυτής της Ιταλίας, και εις το γήρας των εμάχοντο πάλιν κατά του Αννίβα και των Καρχηδονίων, μη έχοντες, ως οι άλλοι, διά το γήρας ανάπαυσιν εκ των εκστρατειών, αλλ' εκαλούντο εις στρατηγίας πολέμων και εις αρχηγίας, εκλεγόμενοι διά την ευγένειαν και τα προτερήματά των.

Β. Ο δε Μάρκελλος, ουδενός μεν είδους μάχης ήτον άπειρος και ανάσκητος· αλλ' υπέρ πάντα εις την μονομαχίαν διακρινόμενος, ουδεμίαν απέφυγε ποτε πρόκλησιν, και πάντας, όσοι τον προυκάλεσαν, τους εφόνευσεν. Εις δε την Σικελίαν έσωσε τον αδελφόν του Οτακίλιον κινδυνεύοντα, υπερασπίσας αυτόν και φονεύσας τους προσβαλόντας αυτόν. Διά ταύτα νέος έτι έλαβεν αμοιβάς και στεφάνους παρά των στρατηγών. Γινόμενον δ' επί μάλλον και μάλλον επίσημον, ανέδειξεν αυτόν ο δήμος αγορανόμον της επιφανεστέρας τάξεως, οι δ' ιερείς Αύγουρα· είναι δε τούτο είδος ιερωσύνης, εις ήν ιδίως έδωκεν ο νόμος να επιβλέπη και παραφυλάττη των οιωνών την μαντικήν. Ηναγκάσθη δ' όταν ηγορανόμει να εισαγάγη παρά την θέλησίν του δίκην τοιαύτην. Είχεν υιόν ομώνυμον, νεαρού κάλλους εξαισίου, περίβλεπτον δ' υπό των πολιτών διά την σωφροσύνην και την ανατροφήν του. Εις τούτον ο Καπετωλίνος, ο συνάρχων του Μαρκέλλου, ανήρ ασελγής και θρασύς, επρότεινε λόγους ατίμους. Και το μεν πρώτον τον απέκρουσε μόνον του· επειδή δ' επανήλθε πάλιν αυτός, το είπε προς τον πατέρα του. Διά τούτο αγανακτήσας ο Μάρκελλος, κατήγγειλεν εις την βουλήν τον άνθρωπον. Εκείνος δε διαφόρους εμηχανάτο αποφυγάς και αναβολάς, τους δημάρχους επικαλούμενος, οίτινες όμως δεν εδέχθησαν την επίκλησιν αυτού, δι' ό αντέταξεν άρνησιν εις την κατηγορίαν. Αλλ' επειδή ουδείς υπήρξε των λόγων μάρτυς, απεφάσισεν η βουλή να φέρη εμπρός της τον παίδα. Ως δ' ήλθε, και είδον αυτού το ερύθημα και τα δάκρυα, και την αιδώ ανεμεμιγμένην μετ' ακατασχέτου θυμού, δεν εχρειάσθησαν άλλο τεκμήριον, και καταψηφίσαντες επέβαλον πρόστιμον εις τον Καπετωλίνον. Εκ δε των χρημάτων τούτων ο Μάρκελλος αργυρά σπονδής αγγεία κατασκευάσας, τ' αφιέρωσεν εις τους Θεούς.

Γ. Ο πρώτος των Καρχηδονίων πόλεμος, επί εικοσιδύο έτη διαρκέσας, είχεν ήδη περατωθή, όταν επήλθε νέος αγών εις την Ρώμην, ο Γαλατικός. Οι Ίνσομβρες, έθνος Κελκτικόν, κάτοικοι του υπό τας Άλπεις μέρους της Ιταλίας, και καθ' εαυτούς όντες μεγάλοι, εκάλουν και δυνάμεις, και εμήνυσαν εκ των Γαλατών τους επί μισθώ εκστρατεύοντας, οίτινες ωνομάζοντο Γεσσάται. Και θαυμαστόν μεν εφαίνετο, και τύχης αγαθής πρόνοια, ότι ο Κελτικός πόλεμος δεν εξερράγη συγχρόνως μετά του Λιβυκού· αλλ' ως αν έμενον οι Γαλάται εις εφεδρείαν, και ορθώς και δικαίως ησύχαζον εν όσω εκείνοι εμάχοντο, μετά ταύτα τότε εκηρύχθησαν κατά των νικητών, και τους επροκάλεσαν όταν τους είδον μη έχοντας πλέον ασχολίαν. Εν τούτοις όμως και η χώρα ενέπνεε φόβον, διότι η γειτνίασις έφερεν όμορον και οικιακόν ούτως ειπείν τον πόλεμον, και προσέτι η παλαιά των Γαλατών υπόληψις, ούς υπέρ πάντας άλλους φαίνονται φοβούμενοι οι Ρωμαίοι, διότι και η πόλις των υπ' αυτών εκυριεύθη, και έκτοτε νόμον έθεντο να μη είναι στρατεύσιμοι οι ιερείς, εκτός πάλιν αν επέλθη Γαλατικός πόλεμος. Εδήλουν δε τον φόβον αυτών και αι ετοιμασίαι, διότι τοσαύται μυριάδες Ρωμαίων ούτε πριν ούτε μετά ταύτα λέγονται τα όπλα λαβούσαι, προσέτι δε και η κατά τας θυσίας καινοτομία, διότι ενώ ουδέν ετέλουν βαρβαρικόν ουδέ ξενικόν, αλλά διέκειντο ως προς τας περί τα θεία δοξασίας των ελληνικώς και πράως όσον ενδέχεται, τότε, όταν συνέπεσεν ο πόλεμος ούτος, ηναγκάσθησαν να υπακούσωσιν εις λόγιά τινα εκ των Σιβυλλείων, και δυο μεν Έλληνας, άνδρα και γυναίκα, δύο δε Γαλάτας ομοίως έθαψαν ζώντας εις την καλουμένην βοών αγοράν, και διά τούτους μέχρι τούδε έτι τελούσιν εν Νοεμβρίω μηνί εις τους Έλληνας και Γαλάτας απορρήτους και αθεάτους ιερουργίας.

Δ. Και οι μεν πρώτοι αγώνες και νίκας μεγάλας και σφάλματα αναδείξασαι των Ρωμαίων, εις ουδέν απέληξαν βέβαιον. Όταν δ' οι ύπατοι Φλαμίνιος και Φούριος εξεστράτευσαν μετά μεγάλων δυνάμεων κατά των Ινσόμβρων, τότε εφάνη αίμα ρέων ο ποταμός όστις βρέχει την Πικηνίδα χώραν, ευρέθη δε και ότι τρεις σελήναι εφάνησαν περί την πόλιν Αρίμινον. Οι δ' ιερείς, οίτινες κατά τας επί των εκλογών των υπάτων ψηφοφορίας παρεφύλαττον τους οιωνούς, εβεβαίουν ότι κακαί τοις εφάνησαν, και εις των ορνίθων τας προρρήσεις εναντίαι αι των υπάτων αναγορεύσεις. Ευθύς λοιπόν έπεμψεν η σύγκλητος εις το στρατόπεδον γράμματα, και εμήνυσε τοις υπάτοις να επιστρέψωσιν όσον τάχιον και να παραιτηθώσι της αρχής, και ουδέν να επιχειρήσωσι πριν ως ύπατοι κατά των εχθρών. Ταύτα δε τα γράμματα λαβών ο Φλαμίνιος, δεν τα ηνέωξε πριν ή συνάψας μάχην προς τους βαρβάρους, τους έτρεψεν εις φυγήν, και επέδραμε την χώραν αυτών. Όταν όμως επανήλθε μετά πολλών λαφύρων, δεν τον προϋπάντησεν ο δήμος, αλλά διότι προσκληθείς ευθύς δεν υπήκουσεν, ουδ' επείσθη εις τα γράμματα, αλλά περιΰβρισε και κατεφρόνησεν αυτά, παρ' ολίγον να ψηφίσωσιν άρνησιν του θριάμβου αυτού· αφ' ού δ' εθριάμβευσε, τον κατέστησαν ιδιώτην, αναγκάσαντες αυτόν να παραιτηθή της υπατείας μετά του συνάρχοντος. Ούτω παρά Ρωμαίοις εις τον Θεόν ανήγοντο πάντα τα πράγματα. Παράβλεψιν δε των μαντείων και των πατρίων εθίμων ουδ' εις τας μεγίστας επιτυχίας εδέχοντο, συντελεστικώτερον νομίζοντες προς σωτηρίαν της πόλεως το να σέβωνται τα θεία οι άρχοντες, παρά το να υπερισχύωσι των εχθρών.

Ε. Και Τιβέριος μεν ο Σεμπρώνιος, ανήρ και διά την ανδρείαν και διά την καλοκαγαθίαν του ουδενός ολιγώτερον αγαπηθείς υπό των Ρωμαίων, ανέδειξεν ο ίδιος, υπατεύων, ως διαδόχους του, τον Σκηπίωνα Νασικάν και τον Γάιον Μάρκιον. Εν ώ δ' ήσαν αυτοί ήδη εις τας επαρχίας και επί κεφαλής των στρατευμάτων, κατά τύχην ιδών αυτός ιερατικά τινα υπομνήματα, εύρεν εις αυτά πάτριόν τι έθιμον ό ηγνόει. Ήτον δε τούτο· Όταν αρχων, εις ορνιθοσκοπίαν καθεζόμενος εις οίκον όν έχει εκτός της πόλεως ή εις μεμισθωμένην σκηνήν, υπ' αιτίας τινός αναγκασθή, πριν ή δοθώσιν ασφαλή σημεία, να επανέλθη εις την πόλιν, έπρεπε ν' αφήση την προμεμισθωμένην οικίαν, και να λάβη άλλην, εξ ής να επαναλάβη απ' αρχής πάλιν την θέαν. Τούτο δεν εγνώριζε, φαίνεται, ο Τιβέριος, και δις εις τον ίδιον οίκον καθήμενος, ανέδειξε τους ειρημένους υπάτους. Ύστερον δε, γνώρισας το σφάλμα του, ανέφερεν αυτό εις την σύγκλητον. Εκείνη δε, αν και μικρά ήτον η έλλειψις, δεν την κατεφρόνησεν, αλλ' έγραψεν εις τους άνδρας, και εκείνοι, εγκαταλιπόντες τάς επαρχίας, επέστρεψαν εις την Ρώμην, και κατέθεσαν την αρχήν. Αλλά ταύτα μεν ύστερον επράχθησαν. Περί δε τους αυτούς εκείνους χρόνους, και δύο ιερείς επιφανέστατοι εστερήθησαν της ιερωσύνης των, ο Κορνήλιος Κέθηγος, διότι έδωκε τα σπλάγνα του ιερείου παρά την τάξιν, και ο Κούιντος Σουλπίκιος, διότι, εν ώ ετέλει θυσίαν, έπεσεν από της κεφαλής του ο οξύς πίλος, όν οι καλούμενοι Φλαμίνιοι φορούσιν. Ότε δ' ο Δικτάτωρ Μινούκιος κατέστησεν ίππαρχον τον Γάιον Φλαμίνιον, επειδή ηκούσθη να τρίζη ποντικός, όν καλούσι Σόρικα (415), καθαίρεσαν τούτους διά ψήφου, και κατέστησαν άλλους. Φυλάττοντες δ' ούτως εν μικροίς την ακρίβειαν, μετ' ουδεμιάς ανεμίγνυον αυτήν δεισιδαιμονίας, αλλά μόνον επέμενον ουδέν ν' αλλάττωσιν ουδέ τα παρεκβαίνωσιν εκ των πατρίων.

ΣΤ. Όταν λοιπόν παρητήθη της αρχής ο Φλαμίνιος, διά των καλουμένων μεσοβασιλέων απεδείχθη ύπατος ο Μάρκελλος. Και παραλαβών την αρχήν, εκλέγει συνάρχοντά του τον Γναίον Κορνήλιον. Ελέχθη δ' ότι πολλά μεν συμβιβαστικά επρότεινον οι Γαλάται, έκλινε δε και η βουλή προς ειρήνην, αλλ' ο Μάρκελλος ότι ετράχυνε τον δήμον προς τον πόλεμον. Αλλά και αφ' ού έγινεν ειρήνη φαίνεται ότι ανεκαίνισαν τον πόλεμον οι Γαισσάται, υπερβάντες τας Άλπεις, και τους Ινσόμβρους διεγείραντες, διότι τριάκοντα χιλιάδες αυτοί προσετέθησαν εις εκείνους όντας πολλαπλασίους, και υπερηφανευόμενοι, ώρμησαν ευθύς εις τας Ακέρρας, πόλιν επέκεινα του Πάδου κειμένην. Εκείθεν δε, μυρίους Γεσσάτας ο βασιλεύς Βριτόμαρτος (416) λαβών, ελεηλάτει την περί τον Πάδον χώραν. Ταύτα ακούσας ο Μάρκελλος, τον μεν συνάρχοντα αυτού κατέλιπε παρά τας Ακέρρας, έχοντα μεθ' εαυτού πάσαν την πεζήν και βαρείαν δύναμιν, και των ιππέων το τρίτον μέρος· αυτός δε τους λοιπούς ιππείς λαβών, και τους ελαφροτάτους των πεζών, περί τους εξακοσίους, προυχώρει, ούτε ημέραν ούτε νύκτα αναστέλλων την πορείαν του, έως ού απήντησε τους δεκακισχιλίους Γεσσάτας, περί το καλούμενον Κλαστίδιον (417), κώμην Γαλατικήν, προ ολίγου των Ρωμαίων υπήκοον γενομένην. Δεν τω επετράπη δε ν' αναπαύση τον στρατόν του και να τον αφήση ν' αναλάβη· διότι, άμα έφθασε, ταχέως ενοήθη υπό των βαρβάρων, και κατεφρονήθη, ως έχων ολίγους πεζούς μεθ' εαυτού, και επειδή περί του ιππικού ολίγον εφρόντιζον οι Κελτοί. Καθότι, άριστοι όντες ιππομάχοι, και κατά τούτο μάλιστα φαινόμενοι ότι υπερέχουσι, τότε και κατά το πλήθος ήσαν πολύ του Μαρκέλλου υπέρτεροι. Ευθύς λοιπόν ώρμησαν επ' αυτόν, ως διά να τον αρπάσωσι, μετά βίας πολλής και δεινών απειλών, και ο βασιλεύς ίππευεν εμπρός των άλλων. Ο δε Μάρκελλος, όπως μη προλάβωσι και τον περικυκλώσωσι, και εκταθώσι πέριξ του ολιγοστού του στρατού, παρέτεινε μακράν τας ίλας των ιππέων, λεπτόν εκτείνων το κέρας, έως ότου ολίγον απείχε των εχθρών. Ήδη δε, καθ' ήν στιγμήν έμελλε να προσβάλη, συνέβη να τρομάξη ο ίππος του εκ των αλαλαγμών των εχθρών, και στραφείς μετά βίας να φέρη οπίσω τον Μάρκελλον. Ούτος δε, φοβηθείς μη φέρη τούτο ταραχήν εις τους Ρωμαίους εκ δεισιδαιμονίας, σύρει ταχέως τον χαλινόν προς τ' αριστερά, και περιστρέψας τον ίππον απέναντι των εχθρών, προσεκύνησε τον ήλιον, ως στραφείς δήθεν ένεκα τούτου, και ουχί κατά τύχην. Διότι τοιαύτην έχουσιν οι Ρωμαίοι συνήθειαν, να προσκυνώσι τους Θεούς περιστρεφόμενοι (418)· όταν δε συγκρούωνται μετά των εχθρών, να προσεύχωνται εις τον Φερέτριον Δία (419) υποσχόμενοι ν' αφιερώσωσιν εις αυτόν τα ωραιότερα των όπλων ά ήθελον κυριεύσει επί των εχθρών.

Ζ. Κατά την στιγμήν ταύτην ιδών αυτόν ο των Γαλατών βασιλεύς, και από των συμβόλων αυτού τεκμαιρόμενος ότι άρχων τις είναι ούτος, εκέντησε τον ίππον του πολύ προ των άλλων, και ώρμησεν εναντίον του, μετά μεγάλης φωνής αλαλάζων προκλητικώς, και το δόρυ του σείων, ανήρ κατά το μέγεθος του σώματος εξέχων όλων των Γαλατών, και διαλάμπων εν πανοπλία, ήτις έστιλβεν ως αστραπή υπό χρυσού και αργύρου και βαφών και ποικιλμάτων παντοίων. Επειδή δ' όταν περιέφερε τα βλέμματά του εις την εχθρικήν φάλαγγα ο Μάρκελλος, ταύτα τω εφάνησαν ως τα κάλλιστα των όπλων, και υπέλαβεν ότι ταύτα εισίν εκείνα ά ηυχήθη να προσφέρη εις τον Θεόν, ώρμησε κατά του ανδρός, και διά του δόρατος διαπεράσας αυτού τον θώρακα, και διά της ορμής του ίππου του την προσβολήν επιτείνας, τον ανέτρεψε ζώντα, και επιφέρων δευτέραν και τρίτην πληγήν, τον εφόνευσε. Πηδήσας δ' από του ίππου του, και διά των χειρών του εγγίσας τα όπλα του νεκρού, είπε προς τον ουρανόν· «Ω μεγάλα στρατηγών και ηγεμόνων έργα και πράξεις επιβλέπων εν πολέμοις Φερέτριε Ζευ, σ' επικαλούμαι ως μάρτυρα ότι τρίτος εγώ άρχων των Ρωμαίων άρχοντα, και στρατηγός βασιλέα, τον άνδρα τούτον ιδιοχείρως κατατροπώσας και κτείνας, αφιερώ εις σε τα πρώτα και κάλλιστα των λαφύρων. Συ δε δος εις ημάς ομοίαν τύχην, ότε και εις τα λοιπά του πολέμου τρεπώμεθα.» Μετά ταύτα δ' εφώρμησαν οι Ρωμαίοι ιππείς ουχί προς τους ιππείς κεχωρισμένους, αλλά και προς τους πεζούς μαχόμενοι, οίτινες ομού αντετάττοντο. Και νικώσι νίκην κατά τρόπον αξιόλογον και παράδοξον· διότι ούτε πρότερον ούτε ύστερον ποτε λέγονται τοσούτοι ιππείς, τοσούτους ιππείς ομού και πεζούς νικήσαντες. Φονεύσας δε τους πλείστους, και όπλα και χρήματα κυριεύσας, επανήλθε προς τον συνάρχοντά του, εναγωνίως πολεμούντα κατά των Κελτών περί πόλιν μίαν των μεγίστων και πολυανθρωποτάτων εκ των Γαλατικών. Καλείται δε Μεδιόλανον, και έχουσι μητρόπολιν αυτήν οι κατά τούτο το μέρος Κελτοί, όθεν ζωηρότατα μαχόμενοι υπέρ αυτής, αντεπολιόρκουν τον Κορνήλιον. Ως όμως επήλθεν ο Μάρκελλος, ακούσαντες οι Γεσσάται την ήτταν και τον θάνατον του βασιλέως των, απήλθον, και το μεν Μεδιόλανον κυριεύεται, τας δ' άλλας πόλεις παρέδοσαν οι Κελτοί, πάντα τα καθ' εαυτούς αφέντες εις την διάκρισιν των Ρωμαίων. Και εις αυτούς μεν εδόθη ειρήνη επί συμφωνίαις μετρίαις.

Η. Εψήφισε δ' η σύγκλητος υπέρ μόνου του Μαρκέλλου θρίαμβον, και εισήλασεν ούτος κατά μεν την άλλην λαμπρότητα και τον πλούτον και τα λάφυρα και τα εξαίσια των αιχμαλώτων σώματα, θαυμαστός ως ολίγοι άλλοι εφάνησαν. Ευαρεστότατον δε πάντων και νεώτατον θέαμα επεδείκνυεν αυτός εαυτόν, φέροντα εις τον θεόν του βαρβάρου την πανοπλίαν. Κόψας ωραίας δρυός όρθιον και μέγαν κορμόν, και διασκευάσας αυτόν ως τρόπαιον, έδεσε και εκρέμασεν εις αυτόν τα λάφυρα, ευκόσμως διαβείς και περιαρμόσας έκαστον. Ως δε προυχώρει η πομπή, λαβών αυτόν εις τας χείρας του, ανέβη εις το τέθριππον, και επόμπευεν ούτω διά της πόλεως, ως τροπαιοφόρον άγαλμα της ιδίας αυτού νίκης κάλλιστον και αξιοπρεπέστατον. Ο δε στρατός είπετο δι' ωραιοτάτων όπλων κεκοσμημένος, και ψάλλων και αλλά επίτηδες ποιηθέντα μέλη, και παιάνας επινικίους εις τον Θεόν και τον στρατηγόν. Ούτω δε προβάς και φθάσας εις τον ναόν του Φερετρίου Διός, έστησε και καθιέρωσε το τρόπαιον, τρίτος και τελευταίος μέχρι των καθ' ημάς καιρών. Διότι πρώτος αφιέρωσεν όπλα φονευθέντος εχθρού ο Ρωμύλος, απ' Άκρωνος του Καινινήτου, δεύτερος δ' ο Κόσσος Κορνήλιος, από Τολουμνίου του Τυρρηνού· μετά δε τούτους ο Μάρκελλος από Βριτομάρτου, του βασιλέως των Γαλατών· μετά δε Μάρκελλον ουδέ είς (420). Καλείται δ' ο μεν Θεός εις όν γίνεται η πομπή Φερέτριος Ζευς, ως μέν τινες λέγουσιν από του εις φέρετρον περιαγομένου τροπαίου, κατά την Ελληνικήν γλώσσαν, ήτις τότε ήτον πολύ έτι συναναμεμιγμένη μετά της Λατινικής. Ως δ' άλλοι φρονούσιν, είναι αύτη επωνυμία του κεραυνοβολούντος Διός, διότι Φερίρε (421) καλούσι το κτυπάν οι Ρωμαίοι. Άλλοι δε λέγουσιν ότι το όνομα έγινεν εκ της πληγής του πολέμου· διότι τώρα εις τας μάχας, όταν διώκωσι τους εχθρούς, φωνάζουσι προς αλλήλους συνεχώς το Φέρι, τουτέστι κτύπα. Τα δ' όπλα των φονευθέντων εχθρών κοινώς μεν Σπόλια, ιδίως δε ταύτα Οπίμια καλούσιν· αν και εν τοις υπομνήμασι λέγεται ότι ο Νουμάς Πομπίλιος και πρώτων Οπιμίων και δευτέρων και τρίτων μνημονεύει, λέγων, τα μεν πρώτα όσα κυριευθώσι ν' αφιερώνται εις τον Φερέτριον Δία, τα δε δεύτερα εις τον Άρην, και τα τρίτα εις τον Κυρίνον· και να λαμβάνη ως αμοιβήν ασσάρια (422) τριακόσια ο πρώτος, ο δε δεύτερος διακόσια, και ο τρίτος εκατόν. Επικρατεί όμως μάλλον ο λόγος ότι εκείνα μόνα εισίν οπίμια, όσα λαμβάνει εις μάχην εκ παρατάξεως και πρώτα στρατηγός στρατηγόν φονεύσας. Αλλά περί τούτων τοσαύτα. Οι δε Ρωμαίοι διά την νίκην και του πολέμου την παύσιν ούτως ηυχαριστήθησαν, ώστε και εις τον Πύθιον Απόλλωνα εις τους Δελφούς έπεμψαν χαριστήριον κρατήρα χρυσούν από λιτρών . . (423), και εκ των λαφύρων λαμπρώς μετέδωκαν εις τας συμμαχίδας πόλεις, και προς τον Ιέρωνα πολλά έπεμψαν, των Συρακουσών βασιλέα, φίλον όντα και σύμμαχον.

Θ. Όταν ο Αννίβας εισέβαλεν εις την Ιταλίαν, επέμφθη ο Μάρκελλος εις Σικελίαν, στόλον άγων. Και αφ' ού έγινεν η κατά τας Κάννας ήττα (424), και των Ρωμαίων ουκ ολίγαι χιλιάδες εφονεύθησαν εις την μάχην, ολίγοι δε σωθέντες εις το Κανύσιον κατέφυγον, και περιεμένετο ότι ο Αννίβας θέλει ορμήσει ευθύς κατά της Ρώμης, καταστρέψας το άριστον μέρος της δυνάμεως των Ρωμαίων· πρώτον μεν έστειλεν ο Μάρκελλος εκ των πλοίων φυλακήν εις την πόλιν, άνδρας χιλίους πεντακοσίους· έπειτα, λαβών ψήφισμα της βουλής, ήλθεν εις Κανύσιον, και τους εκεί συνειλεγμένους παραλαβών, τους εξήγαγε των φρουρίων, ως μη έχων σκοπόν να εγκαταλείψη την χώραν εις των εχθρών την διάκρισιν. Παρά δε τοις Ρωμαίοις οι πρώτιστοι αρχηγοί και οι δυνατώτεροι άνδρες είχον αποθάνει εις τας μάχας. Τον Φάβιον δε Μάξιμον, τον έχοντα την μεγίστην υπόληψιν πίστεως και συνέσεως, κατηγόρουν ένεκα της πολλής ακριβείας των σκέψεών του όπως μη πάθη τι ο στρατός, ως αργόν εις τας πράξεις του και ως άτολμον. Και νομίζοντες ότι ο στρατηγός ούτος ήρκει μεν διά την ασφάλειαν, ουχί δε και διά την άμυναν, κατέφευγον εις τον Μάρκελλον, και το θαρραλέον αυτού και δραστήριον συγκιρνώντες και συναρμόττοντες μετά της περισκέψεως και της προνοίας εκείνου, ότε μεν τους εχειροτόνουν ομού υπάτους, ότε δ' εν μέρει τον ένα ύπατον και τον άλλον ανθύπατον, και ούτω τους έστελλον. Ο δε Ποσειδώνιος (425) λέγει ότι ο μεν Φάβιος ωνομάζετο ασπίς, ο δε Μάρκελος ξίφος. Αυτός δ' ο Αννίβας έλεγεν ότι τον μεν Φάβιον εφοβείτο ως παιδαγωγόν, τον δε Μάρκελλον ως ανταγωνιστήν διότι ο μεν τον εμπόδιζε να πράξη τι κακόν, ο δ' έπραττε κατ' αυτού.

I. Και πρώτον μεν, επειδή εκ της νίκης του Αννίβου πολλήν οι στρατιώται του συνέλαβον αφοβίαν και θρασύτητα, επιτιθέμενος ο Μάρκελλος κατά των σκορπιζομένων εκ του στρατοπέδου, και επιδραμόντων την χώραν, τους κατέκοπτε, και εξησθένει ούτω του εχθρού τας δυνάμεις. Έπειτα δε, προς την Νέαν πόλιν (426) και την Νώλαν κινηθείς, των μεν Νεαπολιτών ενίσχυσε την προς τους Ρωμαίους προσήλωσιν, εις δε την Νώλαν εισελθών, εύρεν αυτήν στασιάζουσαν, διότι η βουλή δεν εδύνατο να διαχειρισθή και να ρυθμίση τον δήμον Αννιβίζοντα. Εις την πόλιν εκείνην υπήρχεν ανήρ πρωτεύων, και κατ' ανδρείαν επιφανής, ονομαζόμενος Βάνδιος. Ούτος εν Κάνναις ενδόξως αγωνισθείς, και πολλούς Καρχηδονίους φονεύσας, ευρέθη τέλος μεταξύ των νεκρών, βελών πλήρης. Τούτον θαυμάσας ο Αννίβας, ου μόνον τον αφήκεν άνευ λύτρων, αλλά και δώρα προσέθηκε, και φίλον τον εδέχθη και ξένον. Αποδίδων λοιπόν ταύτην την χάριν ο Βάνδιος, εγένετο προθύμως είς των αννιβιζόντων, και ισχύων, εκίνει τον δήμον εις αποστασίαν. Ο δε Μάρκελλος, να φονεύση μεν άνθρωπον ούτω λαμπρόν την τύχην, και κοινωνήσαντα των μεγίστων αγώνων των Ρωμαίων, δεν το ενόμισεν όσιον. Ων δε φύσει φιλάνθρωπος, είχε προσέτι και της πειθούς το προτέρημα, ώστε διά της ομιλίας του να κερδίζη υπέρ εαυτού τους έχοντας ήθος φιλότιμον. Ότε λοιπόν τον εχαιρέτισέ ποτε ο Βάνδιος, ηρώτησεν αυτόν τι άνθρωπος είναι, γνωρίζων μεν αυτόν προ πολλού, αλλ' αρχήν και πρόφασιν γνωριμίας τούτο ζητών Διότι άμα εκείνος είπε, Λεύκιος Βάνδιος, ως χαρείς και θαυμάσας ο Μάρκελλος, «Εκείνος λοιπόν, είπεν, είσαι συ ο Βάνδιος, περί ού τοσαύτα διηγούνται εν Ρώμη οι εις τας Κάννας αγωνισθέντες, ότι δεν εγκατέλιπες τον στρατηγόν Παύλον Αιμίλιον, αλλ' ότι εις τα πλείστα των βελών όσα κατ' αυτού ερρίπτοντο αντετάχθης, και εδέχθης αυτά εις το σώμα σου; Όταν δ' ο Βάνδιος τω είπεν ότι εκείνος είναι, και τω έδειξε μίαν εκ των πληγών του, «Και λοιπόν, τω είπε, τοιαύτα φέρων γνωρίσματα της προς ημάς φιλίας, δεν ήρχεσο αμέσως; ή σοι φαινόμεθα κακοί εις το ν' αμείβωμεν αρετήν φίλων, όταν τιμώμεν αυτήν και παρά τοις εχθροίς;» Τοιαύτα φιλόφρονα και κολακευτικά ειπών εις αυτόν, τω εχάρισεν ίππον πολεμιστήν, και πεντακοσίας δραχμάς αργυρίου.

ΙΑ. Έκτοτε έγινεν ο Βάνδιος ασφαλέστερος του Μαρκέλλου συμπράκτωρ και σύμμαχος, και δεινότατος μηνυτής και κατήγορος των τα εναντία φρονούντων. Ήσαν δε πολλοί, και διενοούντο, όταν οι Ρωμαίοι εξήρχοντο κατά των εχθρών, να διαρπάσωσιν αυτοί τας αποσκευάς. Δι' ό, παρατάξας ο Μάρκελλος την δύναμιν εντός περί τας πύλας, έστησε μετ' αυτής και τα σκευοφόρα, και εις τους Νωλαίους διά κήρυκος απηγόρευσε να πλησιάσωσιν εις τα τείχη. Ήτον λοιπόν όπλων ερημία επί των τειχών, και είλκυσε τον Αννίβαν να πλησιάση ατακτότερον, νομίζων ότι οι εν τη πόλει είχον ταραχάς. Τότε διατάξας ο Μάρκελλος ν' ανοίξωσι την πύλην εις ήν αυτός ίστατο, εξώρμησεν έχων μεθ' εαυτού των ιπποτών τους λαμπροτάτους, και ριφθείς κατά μέτωπον, συνεπλάκη μετά των εχθρών. Κατ' ολίγον δ' οι πεζοί δι' ετέρας πύλης προυχώρουν τρέχοντες και βοώντες, και εν ώ ο Αννίβας εχώριζε και κατ' αυτών την δύναμίν του, ηνεώχθη η τρίτη των πυλών, και δι' αυτής δράμοντες εξήρχοντο οι λοιποί, και επέπιπτον πανταχόθεν κατά των εχθρών, οίτινες, εκπεπληγμένοι διά το απροσδόκητον, κακώς ανθίσταντο ήδη και προς τους πρώτους συμπλακέντας, εξ αιτίας των έπειτα επελθόντων. Ενταύθα κατά πρώτον ο στρατός του Αννίβου ενέδωκεν εις τους Ρωμαίους, μετά φόνου πολλού και τραυμάτων προς το στρατόπεδον απωθούμενος. Διότι λέγονται ότι απέθανον υπέρ τους πενταχισχιλίους, ότι δ' εφόνευσαν ουχί περισσοτέρους των πεντακοσίων. Ο Λίβιος όμως δεν βεβαιοί ότι τοσούτον μεγάλη έγινεν αύτη η ήττα, ουδ' ότι τοσούτοι έπεσαν νεκροί των εχθρών, αλλ' ότι μεγάλην έλαβε δόξαν ο Μάρκελλος από της μάχης εκείνης, και θαυμαστόν θάρρος ότι έδειξαν οι Ρωμαίοι μετά τα προγενέστερα αυτών κακά, εννοήσαντες ότι ηγωνίζοντο προς εχθρόν ουχί ακαταμάχητον ουδ' αήττητον, αλλά δυνάμενον και αυτόν να πάθη.

ΙΒ. Διά τούτο, ως απέθανεν ο είς των υπάτων, ο δήμος εκάλει εις την διαδοχήν τον Μάρκελλον απόντα, και διά της βίας ανέβαλε την αποκατάστασιν των αρχόντων, έως ότου ήλθεν εκείνος από του στρατοπέδου. Και ανεδείχθη μεν ύπατος δι' όλων των ψήφων. Επειδή όμως εβρόντησεν ο Θεός, και οι ιερείς δεν εθεώρησαν αίσιον το σημείον, εδίσταζον όμως να τον εμποδίσωσι φανερώς, και εφοβούντο τον δήμον, παρητήθη αυτός της αρχής, αλλά δεν απέφυγεν ουχ ήττον την στρατηγίαν, και αναγορευθείς ανθύπατος, και πάλιν εις το στρατόπεδον της Νώλας επανελθών, εκακοποίει τους προστεθέντες εις την φατρίαν του Φοίνικος. Όταν δ' εκείνος ήλθε δράμων εις βοήθειαν αυτών, και τον επροκάλει, ο Mάρκελλος δεν ηθέλησε να διαγωνισθή εκ παρατάξεως προς αυτόν^ αλλ' όταν ο Αννίβας έτρεψε το πλείστον του στρατού εις αρπαγήν, και δεν περιέμενε μάχην, τότε εκινήθη κατ' αυτού, δους εις τους πεζούς μεγάλα δόρατα των ναυμάχων, και διδάξας αυτούς να κτυπώσι δι' αυτών μοκρόθεν τους Καρχηδονίους, οίτινες δεν ήσαν ακοντισταί, αλλά μετεχειρίζοντο βραχέα και αγχέμαχα όπλα. Όθεν και φαίνεται ότι όσοι τότε συνεκρούσθησαν μετά των Ρωμαίων, έδειξαν εις αυτούς τα νώτα, και έφυγον φυγήν απροφάσιστον, απολέσαντες εξ εαυτών νεκρούς μεν πεντακισχιλίους, ελέφαντας δε τέσσαρας μεν φονευθέντας, δύο δε ζωντανούς αιχμαλωτισθέντας. Το δε μέγιστον, την τρίτην ημέραν μετά την μάχην, ιππείς φυγάδες εξ Ιβήρων και Νομάδων αυτομολούσιν υπέρ τους χίλιους τριακοσίους (427) εν ώ ποτέ πριν ο Αννίβας δεν έπαθε τοιούτον τι, αλλ' επί πλείστον χρόνον είχε διαφυλάξει εις μίαν γνώμην στράτευμα βαρβαρικόν εκ ποικίλων και πολυτρόπων εθνών συνηρμοσμένον. Και αυτοί μεν πιστοί παρέμειναν δι' όλου του καιρού και εις αυτόν τον Μάρκελλον και εις τους μετ' αυτόν στρατηγούς.

ΙΓ. Ο δε Μάρκελλος, ύπατος το τρίτον αναδειχθείς, έπλευσεν εις την Σικελίαν διότι υπό των περί τον πόλεμον επιτυχιών του Αννίβου επαρθέντες οι Καρχηδόνιοι, επεχείρησαν την άλωσιν της νήσου, εν ώ ήσαν μεγάλως τεταραγμένα τα πράγματα των Συρακουσών, μετά τον θάνατον του τυράννου Ιερωνύμου· διά τούτο υπήρχεν εκεί δύναμις των Ρωμαίων προαπεσταλμένη, και στρατηγός ο Άππιος. Εν ώ δε παρελάμβανε ταύτην ο Μάρκελλος, πολλοί Ρωμαίοι ελθόντες προσέπεσαν εις αυτόν, διότι τοιαύτη τοις είχε συμβή συμφορά· Εκ των περί τας Κάννας αντιταχθέντων εις τον Αννίβαν, άλλοι μεν έφυγον, άλλοι δε ζώντες ηχμαλωτίσθησαν, τόσοι το πλήθος, ώστε εφαίνετο εις τους Ρωμαίους ότι ουδ' έμενόν τινες να φυλάξωσι τα τείχη. Διετήρησαν όμως τοσαύτην μεγαλοψυχίαν και φρονήματος ύψος ώστε τους μεν αιχμαλώτους δεν έλαβον, ει και επώλει διά μικρά λύτρα αυτούς ο Αννίβας, αλλ' εψήφισαν αρνητικώς, και αφήκαν άλλοι μεν να φονευθώσιν, άλλοι δε να πωληθώσιν εκτός της Ιταλίας· το δε πλήθος των σωθέντων διά φυγής έστειλαν εις Σικελίαν, διατάξαντες να μη επιστρέψωσιν εις την Ιταλίαν, εν όσω η Ρώμη πολεμεί κατά του Αννίβου. Ούτοι, προσπεσόντες αθρόοι εις τον Μάρκελλον άμα έφθασε, και γονυπετείς ριφθέντες, εζήτουν μετά πολλής βοής και δακρύων να καταταχθώσιν εντίμως εις τον στρατόν, υποσχόμενοι να δείξωσι διά των έργων ότι κατ' ατυχίαν τινά μάλλον παρά δι' ανανδρίαν αυτών συνέβη η ήττα εκείνη. Οικτείρας λοιπόν αυτούς ο Μάρκελλος, έγραψεν εις την σύγκλητον ζητήσας εξ αυτών να συμπληροί πάντοτε του στρατού το ελλείπον. Αφ' ού δε πολλοί έγινον λόγοι, απόφασιν εξέδωκεν η βουλή, ότι οι Ρωμαίοι δεν έχουσι διά τα δημόσια πράγματα ανάγκην ανθρώπων ανάνδρων ανίσως δ' ο Μάρκελλος θέλη να μεταχειρισθή αυτούς, ότι ουδείς άρχων θέλει τοις απονείμη τινά των στεφάνων ή των δωρεών όσαι δίδονται δι' ανδρείαν. Το ψήφισμα τούτο ελύπησε τον Μάρκελλον, και επιστρέψας μετά τον εν Σικελία πόλεμον, εμέμφθη την βουλήν ότι αντί πολλών και μεγάλων έργων αυτού δεν τω παρεχώρησε να επανορθώση την δυστυχίαν τοσούτων πολιτών.

ΙΔ. Τότε δ' εις την Σικελίαν πρώτον μεν εκδικούμενος κατά του στρατηγού των Συρακουσίων Ιπποκράτους, όστις, χαριζόμενος εις τους Καρχηδονίους, και την τυραννίδα θέλων να κατακτήση, πολλούς Ρωμαίους εφόνευσε πλησίον των Λεοντίνων, εκυρίευσε κατά κράτος την πόλιν των Λεοντίνων, και τους μεν Λεοντίνους δεν ηδίκησεν, όσους όμως αυτομόλους συνέλαβε, τους εμαστίγωσε και τους εθανάτωσεν. Ο δ' Ιπποκράτης πρώτον μεν έπεμψεν εμπρός λόγον εις τας Συρακούσας, ότι ο Μάρκελλος σφάζει ηβηδόν τους Λεοντίνους, έπειτα δε, ενώ ήσαν εκ τούτου τεταραγμένοι οι Συρακούσιοι, επιπεσών κατέλαβε την πόλιν. Τότε ο Μάρκελλος, κινηθείς μετά παντός του στρατού, προυχώρει προς τας Συρακούσας, και στρατοπεδεύσας πλησίον, έπεμψεν εις την πόλιν πρέσβεις να τοις ειπώσι τα περί των Λεοντίνων. Επειδή όμως τούτο εις ουδέν ωφελεί, και δεν επείθοντο οι Συρακούσιοι, διότι επεκράτουν οι περί τον Ιπποκράτην, προσέβαλε την πόλιν κατά γην συγχρόνως και κατά θάλασσαν και το μεν πεζικόν ωδήγει ο Άππιος· ο ίδιος δ' είχεν εξήκοντα πεντήρεις (428) πλήρεις παντοίων όπλων και βελών. Επί μεγάλου δε ζεύγματος οκτώ πλοίων μετ' αλλήλων συνδεδεμένων υψώσας μηχανήν, επέπλει κατά του τείχους, εις το πλήθος και εις την λαμπρότητα των ετοιμασιών του και εις την περιστοιχίζουσαν αυτόν δόξαν πεποιθώς. Αλλ' η μηχανή αύτη ην ουδέν προς τον Αρχιμήδην και προς τ' Αρχιμήδεια μηχανήματα, εξ ών ουδέν εθεώρει ο ανήρ ούτος ως έργον εμβριθούς σπουδής άξιον· αλλά τα πλείστα παρήχθησαν ως πάρεργα παιζούσης γεωμετρίας· Και πρώτον εφιλοτιμήθη ο βασιλεύς Ιέρων και έπεισε τον Αρχιμήδην να τρέψη μέρος της τέχνης του από των νοητών εις τα σωματικά, και τον λόγον τρόπον τινά δι' αισθήσεως αναμίξας εις τας ανάγκας, να καταστήση αυτόν νοητότερον εις τους κοινούς των ανθρώπων· Διότι την αγαπωμένην ταύτην και περιβόητον οργανικήν ήρχισαν μεν ν' ασκώσιν οι περί τον Εύδοξον και Αρχύταν, ποικίλλοντες διά του ευαρέστου την γεωμετρίαν, και δι' αισθητών και οργανικών παραδειγμάτων στηρίζοντες προβλήματα στερούμενα λογικής και πραγματικής αποδείξεως. Καθώς το περί των δύο μέσων αναλόγων πρόβλημα, στοιχείον αναγκαίον όν διά πολλάς των διαγραφών, έλυσαν αμφότεροι δι' οργανικών κατασκευών, γραμμάς τινας συναρμολογούντες μεσογράφους εκ καμπύλων και εκ τμημάτων (429). Επειδή δ' ο Πλάτων ηγανάκτησε και διισχυρίζετο προς αυτούς ότι κατέστρεφαν και διέφθειρον το αγαθόν της Γεωμετρίας, από των ασωμάτων και νοητών αποδιδρασκούσης προς τα αισθητά, και μεταχειρισμένης πάλιν σώμα πολλής και φορτικής βαναυσουργίας έχον ανάγκην, εχωρίσθη τότε και διεκρίθη της γεωμετρίας η μηχανική, και περιφρονουμένη επί πολύν καιρόν υπό της φιλοσοφίας, έγινε μία των στρατιωτικών τεχνών. Ο Αρχιμήδης, συγγενής ων και φίλος του βασιλέως Ιέρωνος, έγραψεν ότι, δοθείσης δυνάμεως, δύναταί τις να κινήση παν δοθέν βάρος· και εις την δύναμιν της αποδείξεως του πεποιθώς, εκόμπασεν, ως λέγουσι, ποτέ επί το νεανικώτερον, ότι αν είχε γην, θα εκίνει ταύτην, μεταβάς εις εκείνην (430). Επειδή δ' εθαύμασεν ο Ιέρων, και τον παρεκάλεσε να εφαρμόση εμπράκτως το πρόβλημα, και να δείξη τι των μεγάλων κινούμενον υπό μικράς δυνάμεως, πορισθείς ολκάδα τινά των βασιλικών, ήτις διά μεγάλου κόπου και πολλών χειρών είχε νεωλκηθή, και εμβαλών πολλούς ανθρώπους και το σύνηθες φορτίον, αυτός μακρόθεν καθήμενος, χωρίς αγώνος, αλλά δι' ηρέμου χειρός σείων αρχήν τινα μηχανήματος πολυσπάστου (431), έφερε την ολκάδα ομαλώς και απροσκόπτως, ως διά θαλάσσης τρέχουσαν. Εκπλαγείς λοιπόν ο βασιλεύς, και εννοήσας της τέχνης την δύναμιν, έπεισε τον Αρχιμήδην να τω κατασκευάση μηχανήματα διά παν είδος πολιορκίας, είτε αμυντικής, είτε επιθετικής. Και αυτός μεν δεν μετεχειρίσθη αυτά, διότι έζησε το πλείστον του βίου του απολέμως και πανηγυρικώς· τότε δ' υπήρχε παρά τοις Συρακουσίοις εν δέοντι η παρασκευή, και μετά της παρασκευής και ο παρασκευάσας.

ΙΕ. Ως λοιπόν προσέβαλον οι Ρωμαίοι εκ δύο μερών, έκπληξις κατέλαβε τους Συρακουσίους, και σιγή διά φόβον, νομίζοντας ότι δεν θ' ανθέξωσι προς βίαν και δύναμιν τοσαύτην. Εκίνησεν όμως τας μηχανάς του ο Αρχιμήδης, και συγχρόνως επέπεσαν διά μιας κατά των πεζών τοξεύματα παντοδαπά, και λίθων υπέρογκα μεγέθη, μετά κρότου και μετά τάχους απίστου καταφερόμενα, και επειδή ουδέν ανεχαίτιζε το βάρος αυτών, ανατρέποντα αθρόους τους εφ' ών κατέπιπτον, και πάσας τας τάξεις συγχέοντα. Κατά δε των πλοίων από των τειχών εξαίφνης επικρεμάμεναι κεραίαι, άλλα μεν επίεζον υπό το βάρος των άνωθεν και τα κατέδυον εις τον βυθόν της θαλάσσης, αλλά δε διά σιδηρών χειρών, ή διά μηχανών αίτινες ωμοίαζον γερανών στόματα, ανασύρουσαι εκ της πρώρας, ορθά τα εβύθιζον κατά πρύμνην, ή διά σχοινίων εντός αυτών κατ' εναντίαν διεύθυνσιν ενεργούντων περιστρέφουσαι αυτά και κύκλω φέρουσαι, τα προσέκρουον εις τους υπό το τείχος υψουμένους κρημνούς και σκοπέλους, μεγάλην επιφέρουσαι φθοράν και εις τους επιβάτας συντριβομένους. Πολλάκις δε πλοίον υψούτο μετέωρον από της θαλάσσης, και θέαμα ήτον φρικώδες ως εκρέματο τήδε κακείσε περιδινούμενον, μέχρις ού οι άνδρες εξερρίπτοντο αποσφενδονισθέντες, και το πλοίον κατέπιπτε κενόν εις τα τείχη, ή κατεκρημνίζετο ολισθαίνον, άμα ηνοίγετο η λαβή. Η δε μηχανή ήν ο Μάρκελλος έφερεν επί του ζεύγματος, ωνομάζετο σαμβύκη, διότι ωμοίαζέ πως το ούτω καλούμενον μουσικόν όργανον (432). Εν ώ δ' αυτή μακρόθεν έτι προσήγετο προς το τείχος, εξεσφενδονίσθη εξ αυτής λίθος δέκα ταλάντων έχων ολκήν (433), και μετά τούτον έπειτα άλλος, και τρίτος. Τούτων τινές, πεσόντες επ' αυτήν την μηχανήν μετά μεγάλου κτύπου και σεισμού, συνέτριψαν την βάσιν αυτής, και τας γομφώσεις του ζεύγματος διέσπειραν και εχώρισαν· ώστε ο Μάρκελλος, εις απορίαν περιελθών, και ο ίδιος μετά των πλοίων του απέπλευσε κατά τάχος, και εις τους πεζούς παρήγγειλε ν' αναχωρήσωσι. Συσκεφθέντες δ' απεφάσισαν την νύκτα, αν δυνηθώσι, να προσβάλωσι τα τείχη· διότι τα σχοινία ών χρήσιν εποιείτο ο Αρχιμήδης, πολλήν δύναμιν έχοντα, θα εσφενδόνιζον τα βέλη υπεράνω των κεφαλών των· εκ του πλησίον δε θα ήσαν εντελώς άπρακτα, διότι η βολή δεν είχε διάστημα. Εκείνος όμως είχεν, ως φαίνεται, προ πολλού και διά ταύτα παρασκευάσει των οργάνων συμμέτρους κινήσεις προς παν διάστημα, και βέλη βραχέα, και δοκούς ουχί μεγάλας. Εις πολλάς δε και συνεχείς τρύπας ήσαν τεθειμένοι σκορπίοι (434), οίτινες εις βραχύ μεν διάστημα και εγγύθεν έπληττον, αλλ' έμενον αόρατοι εις τους πολεμίους.

ΙΣΤ. Όταν λοιπόν επλησίασαν, νομίζοντες ότι δεν ενοήθησαν, πάλιν εκ νέου υπέπεσαν εις βέλη πολλά και πληγάς, και πέτραι κατεφέροντο κατά κάθετον επί της κεφαλής αυτών, και το τείχος ανέπεμπε τοξεύματα πανταχόθεν, ώστε ανεχώρησαν οπίσω. Αλλά και ενταύθα, ως ήσαν εις απόστασιν τεταγμένοι, εξώρμων βέλη, και έπιπτον κατ' αυτών εν ώ απήρχοντο, και πολλή εγίνετο αυτών η φθορά, πολλή δε των πλοίων η σύγκρουσις, χωρίς αυτοί να δύνανται ουδέν να πράξωσι κατά των εχθρών· διότι τα πλείστα των οργάνων κατεσκεύαζεν ο Αρχιμήδης υπ' αυτά τα τείχη· και εφαίνοντο οι Ρωμαίοι ως αν εμάχοντο κατά των θεών, διότι μυρία κακά επεχέοντο εξ αφανούς επ' αυτούς.

ΙΖ. Ουχ ήττον όμως ο Μάρκελλος απέφυγε ταύτα, και σκώπτων τους τεχνίτας και μηχανοποιούς όσους είχε μεθ' εαυτού, τοις έλεγε· «Δεν θα παύσωμεν προς τον γεωμετρικόν τούτον Βριάρεων (435) πολεμούντες, όστις τα μεν πλοία μας ως ποτήρια βυθίζει εις την θάλασσαν, και παίζων αποβάλλει αυτά μετ' αισχύνης (436), τους δε μυθικούς εκατόγχειρας υπερτερεί, τοσαύτα συγχρόνως βέλη καθ' ημών τοξεύων;» Διότι τω όντι πάντες οι λοιποί Συρακούσιοι ήσαν σώμα των του Αρχιμήδους επινοιών, μία δ' ήτον η τα πάντα κινούσα και στρέφουσα ψυχή, και τα μεν άλλα όπλα ησύχαζον, μόνα δε τα εδικά του μετεχειρίζετο τότε η πόλις και προς άμυναν και προς ασφάλειαν. Τέλος δε τους Ρωμαίους ούτω πεφοβισμένους βλέπων ο Μάρκελλος, ώστε αν ανεφαίνετο καλώδιον ή ξύλον προτεινόμενον υπεράνω του τείχους, εβόων εκείνο, ότι ο Αρχιμήδης κινεί μηχανήν τινα κατ' αυτών, και τραπέντες έφευγον· απέσχε πάσης μάχης και προσβολής του λοιπού, αναθεμένος εις τον καιρόν την έκβασιν της πολιορκίας. Τοσούτον δε φρόνημα και βάθος ψυχής, και τόσον είχε θεωρημάτων πλούτον ο Αρχιμήδης, ώστε περί έργων εξ ών απέκτησεν όνομα και δόξαν ουχί ανθρωπίνης αλλά θείας τινός συνέσεως, ουδέν ηθέλησε ν' αφήση σύγγραμμα, αλλά την περί τα μηχανικά πραγματείαν και πάσαν τέχνην ένεκα χρείας εξασκουμένην ως αγεννή και βάναυσον θεωρών, εις εκείνα μόνα κατέβαλλε την ιδίαν αυτού φιλοτιμίαν, εις όσα το καλόν και εντελές αμιγές μένει του αναγκαίου, και εις ά, ασύγκριτα όντα προς τα λοιπά πάντα, αμιλλάται η ύλη προς την απόδειξιν, καθ' όσον η μεν παρέχει το κάλλος και μέγεθος, η δε την ακρίβειαν και την δύναμιν την υπερφυή. Διότι εις όλην την γεωμετρίαν δεν δύνανται ν' ευρεθώσι δυσκολώτερα και βαθύτερα ζητήματα κατά μέθοδον απλουστέραν και καθαρωτέραν της του Αρχιμήδου γεγραμμένα. Και τούτο τινές μεν αποδίδουσιν εις ευφυίαν του ανδρός, άλλοι δε νομίζουσιν ότι δι' υπερβολής κόπου φαίνεται έκαστον ως ακόπως και ευκόλως γενόμενον. Διότι, ζητών τις, δύναται να εύρη αφ' εαυτού την απόδειξιν, όταν δε παρ' εκείνω την μανθάνη, τω φαίνεται ως αν και αυτός ο ίδιος την ευρίσκη. Διά τοσούτον λείας και ταχείας οδού φέρει προς το αποδεικνόμενον, ουδέ πρέπει ν' απιστήσωμεν εις τα περί αυτού λεγόμενα, ότι ως υπ' οικείας τινός και συνοίκου σειρήνος θελγόμενος, ελησμόνει να τρώγη, και παρέλειπε του σώματός του την επιμέλειαν· Όταν δε πολλάκις τον είλκυον διά της βίας ν' αλειφθή (437) και λουσθή, εις της εσχάρας την τέφραν έγραφε σχήματα γεωμετρικά, και επί του ηλειμμένου σώματός του έφερε διά του δακτύλου γραμμάς, υφ' ηδονής μεγάλης κατεχόμενος, και μουσόληπτος ων αληθώς. Πολλών δε και καλών ευρέτης γενόμενος, λέγεται ότι παρεκάλεσε τους φίλους και συγγενείς του να τω στήσωσι μετά θάνατον επί του τάφου του τον κύλινδρον περιλαμβάνοντα την σφαίραν, επιγράψαντες τον λόγον της υπεροχής του περιέχοντος στερεού προς το περιεχόμενον (438).

ΙΗ. Τοιούτος λοιπόν ο Αρχιμήδης γενόμενος, διεφύλαξεν αήττητον εαυτόν και την πόλιν, καθ' όσον απ' αυτού εξηρτάτο. Εν τω μεταξύ δε της πολιορκίας ο Μάρκελλος εκυρίευσε μεν τους Μεγαρέας, πόλιν εκ των παλαιοτάτων μεταξύ των Σικελικών, εκυρίευσε δε του Ιπποκράτους το κατά τας Ακίλας (439) στρατόπεδον, και εφόνευσεν υπέρ τους οκτακισχιλίους, επιπεσών εν ώ κατεσκεύαζον χαρακώματα. Επέδραμε δε πολύ μέρος της Σικελίας, και πόλεις απεστάτησεν από των Καρχηδονίων, και εις όλας τας μάχας ενίκησε τους τολμήσαντας ν' αντισταθώσι. Μετά παρέλευσιν δε καιρού, λαβών αιχμάλωτον Δάμιππόν τινα Σπαρτιάτην, όστις εξέπλευσεν εκ Συρακουσών, επειδή οι Συρακούσιοι απήτουν ν' αναλάβωσι διά λύτρων τον άνδρα, πολλάκις περί τούτου συνομιλών και διαπραγματευόμενος, κατεσκόπευε πύργον τινά, όστις δεν εφυλάττετο μεν αμελώς, εδύνατο δε να δεχθή κρυφίως άνδρας, διότι πλησίον αυτού το τείχος ήτον ευεπίβατον. Αφ' ού λοιπόν, πολλάκις πλησιάσας τον πύργον όπως διαλεχθή, εσυμπέρανε καλώς το ύψος αυτού, και κλίμακες ητοιμάσθησαν, παραφυλάξας όταν οι Συρακούσιοι ετέλουν εορτήν της Αρτέμιδος, και είχον τραπή εις οίνον και εις παιγνίδια, κατώρθωσεν ου μόνον τον πύργον κρυφίως να καταλάβη, αλλά και να περικυκλώση το τείχος δι' όπλων πριν ανατείλη η ημέρα, και να διαρρήξη τα Εξάπυλα. Ως δ' εννοήσαντες ταύτα, ήρχισαν να κινώνται και να ταράττωνται οι Συρακούσιοι, διέταξε να σαλπίσωσι πανταχόθεν, και πολλήν επροξένησε φυγήν και φόβον, διότι ενομίσθη ότι δεν έμεινε κανέν μέρος ανάλωτον. Έμεινε δε το ισχυρότατον και κάλλιστον και μέγιστον, το καλούμενον Αχραδινή, διότι ήτον τετειχισμένον προς την έξω πόλιν, ής το έν μέρος ονομάζουσι Νέαν, και το έτερον Τύχην.

IΘ. Αφ' ού δε και ταύτα εκυριεύθησαν, άμα έφεξεν, ο Μάρκελλος κατέβη διά των Εξαπύλων, μακαριζόμενος υπό των υπ' αυτόν αρχηγών. Και αυτός μεν λέγεται ότι ιδών άνωθεν και κατοπτεύσας της πόλεως το μέγεθος και το κάλλος, επί πολύ εδάκρυσε, συμπαθών δι' ό,τι έμελλε να συμβή, και εννοήσας εκ ποίου εις ποίον σχήμα έμελλε να μεταβληθή μετά μικρόν, υπό του στρατοπέδου διαρπαγείσα. Διότι εκ των αρχηγών ουδείς ήτον ο τολμών να εναντιωθή εις τους στρατιώτας, οίτινες εζήτουν να ωφεληθώσιν εκ της αρπαγής. Πολλοί δε παρεκίνουν και να την πυρπολήσωσι και να την κατασκάψωσιν. Αλλά τον λόγον τούτον ουδέ ν' ακούση καν ηθέλησεν ο Μάρκελλος, και όλως άκων βιασθείς, τοις επέτρεψε να ωφεληθώσιν από χρημάτων και ανδραπόδων, τοις απηγόρευσε δε να εκτείνωσι χείρα εις ελεύθερα σώματα, και τοις διέταξεν ούτε να φονεύσωσιν, ούτε να καταισχύνωσιν, ούτε ν' ανδραποδίσωσί τινα των Συρακουσίων. Αλλ' ει και τοιαύτα μέτρα αποφασίσας, ενόμιζεν όμως ουχ ήττον ότι οικτρά πάσχει η πόλις, και εις τοσούτον χαράς μέγεθος η ψυχή του διεφαίνετο και συμπαθούσα και συναλγούσα, όταν έβλεπε πολλής και λαμπράς ευδαιμονίας τον αφανισμόν εις ολίγον καιρόν επερχόμενον. Λέγεται δ' ότι ο πλούτος ούτος υπήρξεν ουχί ολιγώτερος του ύστερον αρπαγέντος από της Καρχηδόνος. Καθότι και την άλλην πόλιν, μετ' ολίγον χρόνον κυριευθείσαν διά προδοσίας, τον εβίασαν να την διαρπάση, πλην των βασιλικών χρημάτων, άτινα επεφυλάχθησαν εις το δημόσιον ταμείον. Μάλιστα δε του Αρχιμήδου ο θάνατος ελύπησε τον Μάρκελλον. Ούτος έτυχε μελετών τι καθ' εαυτόν επί διαγράμματος· και εις την θεωρίαν έχων προσηλωμένον και τον νουν και το βλέμμα του, δεν ενόησε την επιδρομήν των Ρωμαίων, ουδέ την άλωσιν της πόλεως. Αιφνιδίως δ' επήλθε κατ' αυτού στρατιώτης, και τον διέταξε να τον ακολουθήση προς τον Μάρκελλον· αλλ' εκείνος δεν ήθελε πριν ή τελειώση το πρόβλημα, και το φέρη εις την απόδειξιν. Οργισθείς δε τότε ο στρατιώτης και σύρας το ξίφος, τον εφόνευσεν. Άλλοι δε λέγουσιν ότι επήλθε μεν ευθύς ξιφήρης ο Ρωμαίος να τον φονεύση· εκείνος δ' ότε τον είδε, τον παρεκάλει και τον ικέτευε να περιμείνη ολίγον καιρόν, ώστε να μη αφήση το ζητούμενον ατελές και άλυτον, αλλ' ότι αυτός ηδιαφόρησε και τον εθανάτωσε. Λέγεται δε και τρίτος λόγος, ότι στρατιώται, απαντήσαντες αυτόν φέροντα προς τον Μάρκελλον όργανα μαθηματικά, σκιόθηρα (440) και σφαίρας και γωνίας, δι' ών γίνεται αισθητόν εις την όψιν το μέγεθος του ηλίου, και νομίσαντες ότι εις την θήκην φέρει χρυσίον, τον εθανάτωσαν. Ομολογείται όμως ότι ελυπήθη ο Μάρκελλος, και απεστράφη τον φονέα του ανδρός ως ανόσιον, τους δ' οικείους του Αρχιμήδους ανευρών ετίμησεν.

Κ· Έως τότε οι Ρωμαίοι ενομίζοντο υπό των άλλων ανθρώπων δεινοί μεν εις τον πόλεμον και φοβεροί εις τας μάχας· καλής δε και φιλανθρώπου γνώμης και εν γένει πολιτικής αρετής υποδείγματα δεν είχον δώσει, και πρώτος τότε φαίνεται υποδείξας εις τους Έλληνας ο Μάρκελλος ότι δικαιότεροι ήσαν οι Ρωμαίοι. Διότι ούτω μετεχειρίζετο τους συμβαλλομένους, και τοσαύτας πόλεις και ιδιώτας ευηργέτησεν, ώστε αν εις την Ένναν, ή προς τους Μεγαρείς ή τους Συρακουσίους επράχθη έργον τι μη επιεικές, εφαίνετο ότι ήτον εξ αιτίας των παθόντων μάλλον παρά των πραξάντων αυτό. Θέλω δ' αναφέρει έν μεταξύ πολλών. Υπάρχει πόλις της Σικελίας Εγγύιον, ουχί μεγάλη, αρχαιοτάτη δε, και ένδοξος, διότι επεφάνησαν εις αυτήν Θεαί άς καλούσι Ματέρας. Λέγεται δ' ότι το ιερόν αυτών είναι Κρητών ίδρυμα, και λόγχας τινας εδείκνυον και περικεφαλαίας χαλκάς, έχουσας τας μεν Μηριόνου (441), τας δε Ουλίξου (442), τουτέστιν Οδυσσέως επιγραφάς, των αναθέντων αυτάς εις τας Θεάς. Αύτη έκλινε προθυμότατα προς τους Καρχηδονίους· ο δε Νικίας, ανήρ πρώτος μεταξύ των πολιτών, έπειθεν αυτήν να στραφή προς τους Ρωμαίους, αναφανδόν και μετά παρρησίας ομιλών εις τας εκκλησίας, και ως κακώς φρονούντας ελέγχων τους υπεναντίους. Εκείνοι δε φοβούμενοι την δύναμιν αυτού και την δόξαν, επεβεύλευσαν να τον αρπάσωσι και να τον παραδώσωσιν εις τους Φοίνικας. Εννοήσας λοιπόν ο Νικίας ότι αδήλως παρεφυλάττετο, εξέφερεν εν φανερώ λόγους περί των Ματέρων ανεπιτηδείους, και πολλά έπραττεν ως απιστών προς την νομιζομένην εμφάνισιν αυτών, και ως καταφρονών την κοινήν πεποίθησιν. Έχαιρον δε διά τούτο οι εχθροί του, διότι παρείχεν αυτός καθ' εαυτού την μεγίστην αιτίαν των όσα έμελλε να πάθη. Αφ' ού δ' ητοιμάσθησαν τα πάντα διά την σύλληψιν, οι πολίται ήσαν εις εκκλησίαν, και ο Νικίας, εν ώ έλεγέ τι και εσυμβούλευεν εις τον δήμον, εξαίφνης έπεσε κατά γης, και μετ' ολίγον, αφ' ού, ως ήτον επόμενον, ησυχία έγινε μετ' εκπλήξεως, εγείρας την κεφαλήν, και περιφέρων αυτήν, μετά φωνής βαρείας και υποτρόμου, κατά μικρόν επιτείνων και οξύτερον εκπέμπων τον ήχον, ως είδεν υπό φρίκης και σιωπής κατεχομένους τους θεατάς, απορρίψας το ιμάτιόν του, και τον χιτωνίσκον του διαρρήξας, ανεπήδησεν ημίγυμνος, και έτρεχε προς την έξοδον του θεάτρου (443), βοών ότι υπό των Ματέρων διώκεται. Επειδή δε ουδείς, εκ δεισιδαιμονίας, ετόλμα να τον εγγίση ουδέ να τον απαντήση, αλλ' εξέκλινον της οδού του, έδραμεν εκτός των πυλών, ούτε φωνήν τινα ούτε κίνησιν παραλείψας όσαι πρέπουσιν εις δαιμονιώντα και εις παράφρονα. Η δε γυνή του, εν γνώσει του τεχνάσματος ούσα, και ομού μηχανωμένη αυτό, έλαβε τα παιδία της, και πρώτον μεν ικέτις εκυλίετο εμπρός του ναού των Θεών, έπειτα δε, προσποιουμένη ότι ζητεί εκείνον πλανώμενον, χωρίς ουδείς να την εμποδίση, απήλθε της πόλεως ασφαλώς. Και διεσώθησαν μεν ούτως εις Συρακούσας προς τον Μάρκελλον. Κατά δε των Εγγυίων, οίτινες πολλά και ύβρισαν και επλημμέλησαν, ελθών ο Μάρκελλος, τους έδεσε πάντας διά να τους τιμωρήση. Ο δε Νικίας, παραστάς εις αυτόν, εδάκρυσε, και τέλος εκ των χειρών και εκ των γονάτων λαμβάνων αυτόν, τον παρεκάλει υπέρ των πολιτών, αρχόμενος από των εχθρών του. Τότε συγκινηθείς ο Μάρκελλος, τους αφήκε πάντας, και την πόλιν κατ' ουδέν έβλαψεν, εις δε τον Νικίαν και χώραν πολλήν και δωρεάς πολλάς έδωκε. Ταύτα διηγείται Ποσειδώνιος ο φιλόσοφος (444).

ΚΑ. Όταν δ' οι Ρωμαίοι ανεκάλεσαν τον Μάρκελλον, πόλεμον εγχώριον έχοντες προ των θυρών αυτών, επανερχόμενος συμπαρέλαβε τα πλείστα και κάλλιστα των εν Συρακούσαις αναθημάτων, όπως χρησιμεύσωσιν εις επίδειξιν του θριάμβου αυτού και εις κόσμησιν της πόλεως, ήτις ουδέν είχεν ουδ' εγνώριζε πρότερον των κομψών αριστουργημάτων, ουδ' ηγαπάτο εν αυτή το χάριεν και το γλαφυρόν. Πλήρης δ' ούσα όπλων βαρβαρικών και λαφύρων καθημαγμένων, και εστεφανωμένη δι' απομνημονεύσεων θριάμβων και διά τροπαίων, παρείχε θέαμα ουδ' ιλαρόν, ουδ' άφοβον, ουδ' εις δειλούς και τρυφώντας θεατάς αρέσκον· αλλά, καθώς ο Επαμινώνδας εκάλει το Βοιώτιον πεδίον Άρεως ορχήστραν, ο δε Ξενοφών την Έφεσον πολέμου εργαστήριον, ούτω νομίζω ότι εδύνατό τις τότε να ονομάση την Ρώμην, κατά τον Πίνδαρον, «Τέμενος Άρεως βαθυπλούτου (445)». Διά τούτο περισσότερον ηυδοκίμησε παρά μεν τω δήμω ο Μάρκελλος, διαποικίλας την πόλιν διά θεαμάτων, ηδονήν παρεχόντων και χάριν και φιλοκαλίαν ελληνικήν, παρά δε τοις πρεσβυτέροις ο Φάβιος Μάξιμος, όστις ουδέν τοιούτον μετεκίνησεν, ουδέν μετέφερεν εκ της Ταραντίνων πόλεως όταν εκυριεύθη, αλλά τα μεν άλλα χρήματα και τον πλούτον ήρπασε, τα δ' αγάλματα αφήκε να μένωσιν, ειπών εκείνο το μνημονευόμενον· «Ας αφήσωμεν, είπεν, εις τους Ταραντίνους τους Θεούς τούτους παρωργισμένους.» Κατηγόρουν δε τον Μάρκελλον, πρώτον μεν ότι καθίστα την πόλιν επίφθονον, διότι ου μόνον ανθρώπους, αλλά και Θεούς αιχμαλώτους έφερεν εις αυτήν και επόμπευεν· έπειτα δ' ότι τον δήμον, συνειθισμένον όντα να πολεμή ή να γεωργή, άπειρον δε τρυφής και μαλθακότητος, και κατά τον Ευριπίδειον Ηρακλέα (446)

«άκομψον, φαύλον (447), εις τα μέγιστ' αγαθόν,»

τον ενέπλησεν αργίας και λαλιάς, περί τεχνών και τεχνιτών ασχολούμενον, και πολύ μέρος της ημέρας εις ταύτα διατρίβοντα. Εκείνος όμως διά ταύτα εκαυχάτο και προς τους Έλληνας, ότι εδίδαξε τους Ρωμαίους να τιμώσι και να θαυμάζωσι τα καλά και τα θαυμαστά της Ελλάδος, εν ώ πριν δεν ήξευρον τούτο.

ΚΒ. Επειδή δ' οι εχθροί του Μαρκέλλου ηναντιούντο προς τον θρίαμβον, και προσέτι πράξεις τινές ήσαν έτι ελλιπείς κατά την Σικελίαν, και ο τρίτος θρίαμβος εφθονείτο, συγκατένευσε, τον μεν εντελή και μέγαν θρίαμβον να τελέση εις το όρος Αλβανόν, τον δε μικρόν να φέρη εις την πόλιν. Τούτον οι Έλληνες καλούσιν Εύαν, οι δε Ρωμαίοι Όβαν (448). Εκτελεί δ' αυτόν τις ουχί βαίνων επί του τεθρίππου, ουδέ δάφνης έχων στέφανον, ουδέ σάλπιγγας περί αυτόν, αλλά πεζός, συρτά φορών σανδάλια, υπό πολλών αυλητών περιστοιχιζόμενος, και μυρσίνης στέφανον φορών, ως απόλεμος, και γλυκύς την όψιν μάλλον παρά καταπληκτικός. Τούτο δε μοι φαίνεται μέγιστον τεκμήριον ότι το πάλαι ώρισαν τους θριάμβους κατά τον τρόπον και ουχί κατά το μέγεθος της πράξεως. Διότι οι υπερισχύσαντες των εχθρών μετά μάχης και φόνου, επόμπευον, ως φαίνεται, τον πολεμικόν εκείνον και φοβερόν, ως συνηθίζουσιν εις των στρατοπέδων τους καθαρμούς, διά δάφνης πολλής στέψαντες τα όπλα και τους άνδρας. Εις δε τους στρατηγούς όσοι πολέμου δεν έλαβον ανάγκην, μόνον δε διά σχέσεως και πειθούς και λόγου διέθεσαν τα πάντα καλώς, ο νόμος επέτρεπε διά παιάνων να συνοδεύσωσι την απόλεμον ταύτην και πανηγυρικήν πομπήν· διότι ο αυλός είναι μουσική της ειρήνης, και το μύρτον της Αφροδίτης φυτόν, ήτις υπέρ πάντας τους θεούς αποστρέφεται την βίαν και τους πολέμους. Όβας δ' ονομάζεται ο θρίαμβος ούτος ουχί εκ του Ευασμού (449), διότι και τον άλλον παραπέμπουσιν ευάζοντες και άδοντες· αλλ' οι Έλληνες έδωκαν εις την λέξιν παραγωγήν εις αυτούς συνήθη, πεπεισμένοι ότι μέρος της του θριάμβου τιμής ανήκε και εις τον Διόνυσον, όν Εύιον και Θρίαμβον ωνόμαζον. Δεν είναι όμως τούτο το αληθές· αλλ' εις τον μέγαν θρίαμβον ήτον πάτριον εις τους στρατηγούς να θύωσι βόα, εις δε τούτον έθυον πρόβατον. Όβα δε τα πρόβατα οι Ρωμαίοι καλούσι (450) και εκ τούτου τον θρίαμβον Όβαν ωνόμασαν. Άξιον δε λόγου είναι ν' αναμνησθώμεν και του λακωνικού νομοθέτου, όστις διέταξε τας θυσίας εναντίας προς τον ρωμαϊκόν. Τω όντι εν Σπάρτη εκ των επανελθόντων στρατηγών ο μεν δι' απάτης ή πειθούς κατορθώσας ό,τι θέλει, θύει βουν, ο δε διά μάχης, αλεκτρυόνα. Διότι, ει και όντες πολεμικώτατοι, ουχ ήττον ενόμιζον μείζονα και μάλλον εις άνθρωπον πρέπουσαν την διά λόγου και συνέσεως πράξιν, παρά την μετά βίας και ανδρείας. Και ταύτα μεν πως καλώς έχουσιν, ας σκεφθή έκαστος.

ΚΓ. Όταν δ' ήτον ο Μάρκελλος εκ τετάρτου ύπατος, έπεισαν οι εχθροί του τους Συρακουσίους να έλθωσιν εις Ρώμην και να κατηγορήσωσιν αυτόν, και να καταβοήσωσι προς την σύγκλητον, ότι δεινά έπαθον παρά τας συνθήκας. Έτυχε δε τότε εις το Καπιτώλιον θυσίαν τινα τελών ο Μάρκελλος· εν ώ δ' έτι εσυνεδρίαζεν η γερουσία, προσπεσόντες οι Συρακούσιοι, παρεκάλουν να τοις επιτραπή να ομιλήσωσι και να τοις αποδοθή δικαιοσύνη. Ο δε συνάρχων τους απέβαλλεν, αγανακτών υπέρ του Μαρκέλλου μη παρόντος. Ακούσας όμως περί τούτου ο Μάρκελλος, ήλθεν αμέσως, και πρώτον μεν εις τον δίφρον καθήσας, ήρχισε την εξέτασιν των υποθέσεων ως ύπατος. Έπειτα δε, αφ' ού τ' άλλα ετελείωσαν, καταβάς από του δίφρου, και μεταβάς ως ιδιώτης εις τον τόπον αφ' ού συνηθίζουσι να ομιλώσιν οι κρινόμενοι, αφήκε να τον κατηγορήσωσιν οι Συρακούσιοι. Ούτοι δε μεγάλως εταράχθησαν διά την αξιοπρέπειαν και την πεποίθησιν του ανδρός, και ακαταμάχητον ευρόντες αυτόν ότε εκράτει τα όπλα, έτι μάλλον φοβερόν τον ενόμιζον φέροντα την περιπόρφυρον χλαμύδα, και δεν ετόλμησαν ν' αναβλέψωσι προς αυτόν· ουχ ήττον όμως, ενθαρρυνόμενοι υπό των διαφερομένων προς τον Μάρκελλον, ήρχισαν την κατηγορίαν, και διεξήλθον δικαιολογίαν τινά μετ' ολοφυρμού μεμιγμένην. Ήτον δε το συμπέρασμα αυτής ότι σύμμαχοι όντες και φίλοι των Ρωμαίων, έπαθον όσα εις πολλούς των εχθρών άλλοι στρατηγοί επέτρεψαν να μη πάθωσι. Προς ταύτα δ' ο Μάρκελλος απεκρίθη ότι, αναλόγως των κακών όσα έπραξαν κατά των Ρωμαίων, ουδέν έπαθον, πλην όσων δεν δύναταί τις να εμποδίση να πάθωσιν άνθρωποι εις πόλεμον και κατά κράτος νικηθέντες· ότι δ' ούτοι ενικήθησαν εξ αιτίας αυτών των ιδίων, διότι δεν ηθέλησαν να πεισθώσιν, εν ώ πολλάκις τους παρεκίνησε· και δεν επολέμησαν βιασθέντες υπό των τυράννων, αλλ' εξελέξαντο εκείνοι τυράννους διά να πολεμήσωσιν. Αφ' ού δ' ερρέθησαν οι λόγοι, και, κατά την συνήθειαν, ανεχώρουν οι Συρακούσιοι εκ της βουλής, εξήλθε μετ' αυτών και ο Μάρκελλος, παραδούς εις τον συνάρχοντά του την σύγκλητον, και έμεινε προ των θυρών του βουλευτηρίου, κατ' ουδέν μεταβαλών τον συνήθη του τρόπον, ούτ' εκ φόβου διά την δίκην, ούτ' εκ θυμού κατά των Συρακουσίων, αλλά πράως και κοσμιώτατα περιμένων της δίκης το τέλος. Αφ' ού δε διεκρίθησαν αι γνώμαι, και νικών απεδείχθη, προσπίπτουσιν εις αυτόν οι Συρακούσιοι, και τον παρακαλούσι μετά δακρύων να καταστείλη την οργήν του κατ' αυτών των παρόντων, να οικτείρη δε και την άλλην πόλιν, ήτις ενθυμείται τας ευεργεσίας του, και ευγνωμονεί δι' αυτάς. Συγκινηθείς λοιπόν ο Μάρκελλος, και αυτούς εσυγχώρησε, και τους άλλους Συρακουσίους εξηκολούθησεν ευεργετών πάντοτε· και η σύγκλητος τοις εξησφάλισε την ελευθερίαν ήν ο Μάρκελλος απέδωκεν εις αυτούς, και τους νόμους, και όσα διεσώθησαν των κτημάτων των. Ένεκα τούτων και άλλας τιμάς έλαβε παρ' αυτών, και νόμον έθεντο, οψέποτε επιβαίνει της Σικελίας ο Μάρκελλος, ήτις των εγγόνων αυτού, να στεφανηφορώσιν οι Συρακούσιοι και να θύωσιν εις τους Θεούς.

ΚΔ. Έκτοτε δε τρέπεται κατά του Αννίβου, και εν ώ οι άλλοι ύπατοι και αρχηγοί σχεδόν όλοι μετά τα εν Κάνναις έν μόνον μετεχειρίζοντο στρατήγημα κατά του ανδρός, το ν' αποφεύγωσι τας μάχας, ουδείς δ' ετόλμα να παραταχθή κατ' αυτού και να έλθη εις χείρας, αυτός την εναντίαν εβάδισεν οδόν, πιστεύων ότι κατά τον καιρόν όστις ενομίζετο ότι θέλει καταστρέψει τον Αννίβαν, ήθελε καταστραφή πρότερον υπ' εκείνου ανεπαισθήτως η Ιταλία· και φρονών ότι ο Φάβιος, όστις πάντοτε προς την ασφάλειαν απέβλεπε, δεν ιάτρευε καλώς εκείνης το νόσημα, περιμένων να συναποσβεσθή ο πόλεμος μετά της μαραινομένης δυνάμεως της πατρίδος, ως οι των ιατρών άτολμοι και δειλοί ως προς τα βοηθήματα, εκλαμβάνουσιν ως της νόσου παρακμήν την της δυνάμεως εξανάλωσιν. Πρώτον μεν λοιπόν κυριεύσας τας μεγάλας Σαυνιτικάς πόλεις (451) αίτινες είχον αποστατήσει, έλαβεν εν αυταίς και πολύν σίτον αποτεταμιευμένον, και χρήματα, και τους φυλάττοντας αυτάς στρατιώτας του Αννίβου, όντας τρισχιλίους. Έπειτα δε, αφ' ού ο Αννίβας εφόνευσεν εν Απουλία τον ανθύπατον Φούλβιον Γναίον μετά ένδεκα χιλιάρχων, κατέκοψε δε και του στρατού το πλείστον, έπεμψεν εις την Ρώμην γράμματα, παρακινών τους πολίτας να έχωσι θάρρος, διότι αυτός εβάδιζεν ήδη να κόψη την χαράν του Αννίβου. Λέγει δ' ο Λίβιος ότι αναγνωσθέντα τα γράμματα ταύτα, δεν ηλάττωσαν μεν την λύπην, ηύξησαν όμως τον φόβον^ διότι οι Ρωμαίοι του συμβάντος ατυχήματος μεγαλήτερον ενόμιζον τον προκείμενον κίνδυνον, καθ' όσον ο Μάρκελλος ήτον κρείττων του Φουλβίου. Αλλ' αυτός, καθώς έγραψεν, ευθύς, διώκων τον Αννίβαν, εισέβαλεν εις την Λευκανίαν, και ευρών αυτόν καθήμενον επί λόφων οχυρών περί την πόλιν Νομίστρωνα, κατεστρατοπέδευσεν ο ίδιος εις την πεδιάδα. Την δ' επαύριον, πρώτον εις μάχην παρατάξας το στράτευμα, αφ' ού κατέβη και ο Αννίβας, συνεκρότησε μάχην, ήτις κρίσιν δεν έλαβεν, αλλ' όμως έγινεν ισχυρά και μεγάλη· διότι από της τρίτης ώρας (452) ελθόντες εις χείρας, μόλις αφ' ού επήλθε το σκότος διελύθησαν. Ως δ' εξημέρωσεν, έφερε πάλιν το στράτευμα, και παρατάξας αυτό μεταξύ των νεκρών, προυκάλει τον Αννίβαν να διαγωνισθώσι περί της νίκης. Επειδή όμως εκείνος ανεχώρησε, συλήσας τους νεκρούς των εχθρών, και θάψας τους φίλους, τον εδίωκεν εκ νέου· και εις ουδεμίαν μεν υπέπεσε των ενεδρών όσας εκείνος τω έστησεν, υπερίσχυσε δε εις πάντας τους ακροβολισμούς, και διά τούτο εθαυμάζετο. Ώττε και, επειδή επείγον αι αρχαιρεσίας ενέκρινεν η βουλή τον άλλον ύπατον να φέρη μάλλον οπίσω εκ Σικελίας, παρά να μετακινήση τον Μάρκελλον, όστις ήτον ησχολημένος κατά του Αννίβου. Όταν δ' ήλθε, τον παρεκίνει ν' αναγορεύση Δικτάτωρα τον Κόιντον Φούλβιον· διότι ο Δικτάτωρ δεν εκλέγεται υπό του πλήθους ουδ' υπό της βουλής, αλλά τις των υπάτων ή των στρατηγών, προελθών εις τον δήμον, αναγορεύει δικτάτωρα όντινα αυτός εγκρίνει· και διά τούτο Δικτάτωρ ο ρηθείς καλείται· διότι το λέγειν ή αγορεύειν Δίκερε (453) οι Ρωμαίοι καλούσι. Τινές δε λέγουσιν ότι ο Δικτάτωρ ωνομάσθη εκ του ότι δεν προκαλεί ψήφον ή χειροτονίαν, αλλ' αφ' εαυτού προστάττει όσα αποφασίση· διότι τας διαταγάς των αρχόντων οι μεν Έλληνες διατάγματα, οι δε Ρωμαίοι έδικτα ονομάζουσιν.

ΚΕ. Επειδή όμως ελθών εκ Σικελίας ο του Μαρκέλλου συνάρχων, άλλον ήθελε ν' αναγορεύση συνάρχοντα, διά να μη βιασθή παρά την γνώμην του, εξέπλευσε διά νυκτός εις Σικελίαν. Ούτως ωνόμασεν ο δήμος Δικτάτωρα τον Κόιντον Φούλβιον· η δε βουλή έγραψεν εις τον Μάρκελλον, τούτον ν' αναγορεύση· και ούτος πεισθείς, ανηγόρευσεν αυτόν, και συνεπεκύρωσε του δήμου την γνώμην· αυτός δε πάλιν ανθύπατος ανεδείχθη και διά το επόμενον έτος. Συμφωνήσας δε μετά του Φαβίου Μαξίμου, εκείνος μεν να κινηθή κατά των Ταραντίνων, αυτός δε συμπλεκόμενος μετά του Αννίβου και επασχολών αυτόν, να τον εμποδίζη να τοις βοηθή εναντίον εκείνου, επορεύθη κατ' αυτού περί το Καννύσιον, και τω επεφαίνετο πανταχόθεν, εν ώ εκείνος πολλάς ήλλασε στρατοπεδείας, και απέφευγε την μάχην. Τέλος δε, επιπεσών κατ' αυτού άμα εστρατοπέδευσε, τον εξανέστησε δι' ακροβολισμών, και παρετάχθη ο Αννίβας εις μάχην, ήν εδέχθη ο Μάρκελλος, αλλ' η νυξ τους εχώρισεν. Άμα δ' επήλθεν η ημέρα, εφάνη πάλιν ένοπλον έχων τον στρατόν και παρατεταγμένον· ώστε ο Αννίβας δυσθύμως συναθροίσας τους Καρχηδονίους, τους παρεκάλεσε ν' αγωνισθώσι την μάχην εκείνην υπέρ πασών των προγενεστέρων· «Διότι βλέπετε, είπεν, ότι ουδέ ν' αναπνεύσωμεν μετά τοσαύτας νίκας μας επιτρέπεται, ουδέ να ησυχάσωμεν ει και υπερισχύσαμεν, αν δεν αποκρούσωμεν τούτον τον άνθρωπον.» Και τότε συμπλακέντες εμάχοντο. Και φαίνεται ότι επί της μάχης άκαιρον στρατήγημα μεταχειρισθείς ο Μάρκελλος, απέτυχε· Διότι βλέπων ότι το δεξιό αυτού κέρας υπέφερε, διέταξεν έν των ταγμάτων να προχωρήση εμπρός. Η δε μετακίνησις αύτη ταράξασα τους μαχομένους, παρέδωκε την νίκην εις τους εχθρούς, και έπεσαν δισχίλιοι επτακόσιοι Ρωμαίοι. Αναχωρήσας δ' ο Μάρκελλος εις το χαράκωμά του, και συναγαγών τον στρατόν, είπεν ότι βλέπει πολλά Ρωμαίων όπλα και σώματα, Ρωμαίον δε ουδένα βλέπει. Επειδή δ' εζήτουν συγγνώμην, είπεν ότι δεν την δίδει εις νενικημένους, αν δε νικήσωσι θέλει την δώσει· αύριον δ' ότι θέλει πολεμήσει πάλιν, όπως οι πολίται ακούσωσι την νίκην πρότερον παρά την φυγήν. Ειπών δε ταύτα, διέταξε να διανείμωσιν εις τους ηττηθέντας λόχους κριθάριον αντί σίτου. Αν δε και πολλοί εκ της μάχης διέκειντο επικινδύνως και αθλίως, λέγεται όμως ότι δεν υπήρξε κανείς όν να μη ελύπησαν του Μαρκέλλου οι λόγοι μάλλον παρά τα τραύματα.

ΚΣΤ. Ως δ' εξημέρωσεν, εξετέθη μεν ο φοινικούς χιτών, ως ήτον συνήθεια, σύμβολον ότι μάχη έτι έμελλε να δοθή. Οι δ' ατιμασθέντες λόχοι παρακαλέσαντες κατέλαβον την πρώτην τάξιν· και τον άλλον στρατόν εξάγοντες οι χιλίαρχοι, τον παρέταττον. Ακούσας δε τούτο ο Αννίβας, «Ω Ηράκλεις, είπε, ότι να κάμη τις άνθρωπον όστις ούτε την κακήν ούτε την καλήν τύχην ηξεύρει να υποφέρη; διότι μόνος αυτός ούτε νικών δίδει ανάπαυσιν, ούτε λαμβάνει νικώμενος· αλλά πάντοτε, ως φαίνεται, θα μαχώμεθα προς αυτόν, όστις και το θάρρος εν επιτυχίαις και την αισχύνην εν αποτυχίαις μεταχειρίζεται πάντοτε ως πρόφασιν διά να τολμά.» Μετά τούτο συνεπλάκησαν αι δυνάμεις, και οι μεν άνδρες επολέμουν μετ' ίσης ανδρείας, διέταξε δ' ο Αννίβας να φέρωσι τα θηρία εις την πρώτην τάξιν και να τ' αντιτάξωσιν εις των Ρωμαίων τα όπλα. Επειδή δ' ευθύς μέγας έγινεν ωθισμός και ταραχή μεταξύ των πρώτων, είς των χιλιάρχων, ονόματι Φλάβιος, σημαίαν αρπάσας, ώρμησε κατ' αυτών, και διά του ακοντίου της σημαίας τύψας τον πρώτον ελέφαντα, τον έστρεψεν οπίσω. Εκείνος δε, φερόμενος προς τον κατόπιν αυτού ερχόμενον, συνετάραξε και τούτον και τους επομένους. Ιδών δε τούτο ο Μάρκελλος, διέταξεν οι ιππείς να ορμήσωσι μετά πάσης ταχύτητος προς τους θορυβουμένους, και να κάμωσιν ώστε οι εχθροί έτι μάλλον να επιπέσωσιν επ' αλλήλους· ούτοι δε τότε λαμπρώς προσβαλόντες, κατέκοπτον μέχρι του στρατοπέδου τους εχθρούς, και τον περισσότερον φόνον επροξένουν τα φονευόμενα και πίπτοντα θηρία. Λέγεται δ' ότι απέθανον υπέρ τους οκτακισχιλίους· Ρωμαίοι δ' εφονεύθησαν μεν τρισχίλιοι, επληγώθησαν δε πάντες σχεδόν, και τούτο επέτρεψεν εις τον Αννίβαν, αναστάς την νύκτα, να μεταφέρη τον στρατόν του μακράν του Μαρκέλλου· διότι εις τούτον ήτον αδύνατον να τον διώξη, εξ αιτίας του πλήθους των τετρωμένων· αλλά βραδέως και αυτός μετέβη εις Καμπανίαν, και το θέρος διέμεινεν εν Σινοέσση, αναψυχήν δίδων εις τους στρατιώτας.

ΚΖ. Ο δ' Αννίβας, άμα απηλλάγη του Μαρκέλλου, θεωρών ήδη το στράτευμα εκείνου ως διαλελυμένον, και άφοβος περιερχόμενος, έφλεγε κύκλω πάσαν την Ιταλίαν· και εκακολογείτο εις την Ρώμην ο Μάρκελλος· και οι εχθροί του εξήγειρον εις κατηγορίαν του τον Πουβλίκιον Βίβλον, ένα των δημάρχων, άνδρα δεινόν εις τους λόγους και βίαιον. Ούτος πολλάκις συναγαγών τον δήμον, έπεισεν αυτόν να παραδώση εις άλλον στρατηγόν την δύναμιν· «Διότι ο Μάρκελλος, είπεν, ολίγον εις τον πόλεμον γυμνασθείς, ως εκ παλαίστρας εις θερμά λουτρά ετράπη διά ν' αναπαυθή.» Ταύτα ακούσας ο Μάρκελλος, εις μεν το στρατόπεδον αφήκε τους αντιστρατήγους· αυτός δ' επανήλθεν εις την Ρώμην ν' απολογηθή διά τας κατ' αυτού κατηγορίας. Εκ των διαβολών δε τούτων εύρε δίκην κατ αυτού παρεσκευασμένην. Όταν λοιπόν ωρίσθη η ημέρα, και ο δήμος συνήλθεν εις τον Φλαμίνιον ιππόδρομον, ο μεν Βίβλος αναβάς κατηγόρησεν· ο δε Μάρκελλος απελογείτο βραχέα και απλά ο ίδιος ομιλήσας. Μετά πολλής όμως και λαμπράς παρρησίας οι επισημότατοι και πρώτοι των πολιτών παρεκάλουν τους δημότας να μη φανώσι χειρότεροι κριταί παρά τον εχθρόν, δειλόν ψηφίζοντες τον Μάρκελλον, όν μόνον μεταξύ των αρχηγών φεύγει εκείνος, και διατελεί μη μαχόμενος κατ' αυτού, ως κατ' άλλου στρατηγού μαχόμενος. Αφ' ού δ' οι λόγοι ούτοι ερρέθησαν, τοσούτον η έκβασις της δίκης έψευσε τας ελπίδας του κατηγόρου, ώστε ου μόνον αφέθη των κατηγοριών ο Μάρκελλος, αλλ' ανεδείχθη και το πέμπτον ύπατος.

KH. Παραλαβών δε την αρχήν, πρώτον μεν εν Τυρρηνία κατέπαυσε μέγα κίνημα προς αποστασίαν, και επελθών κατεπράυνε τας πόλεις. Έπειτα δ' ηθέλησε να καθιερώση εις την Δόξαν και την Αρετήν ναόν υπ' αυτού οικοδομηθέντα εκ των Σικελικών λαφύρων, αλλ' εκωλύθη υπό των ιερέων, οίτινες δεν ήθελον εις ένα ναόν να περιέχωνται δύο θεοί· δι' ό ήρχισε πάλιν να οικοδομή και άλλον, μη υποφέρων ευκόλως την γενομένην κατ' αυτού αντίκρουσιν, και θεωρών αυτήν ως κακόν οιωνόν· διότι και άλλα πολλά σημεία ετάραττον αυτόν, ιερών τινων κεραυνώσεις, και ποντικοί διαφαγόντες τον χρυσόν εις τον ναόν του Διός. Ελέχθη δ' ότι και βους αφήκε φωνήν ανθρώπου, και παιδίον ότι εγεννήθη έχον ελέφαντος κεφαλήν, και ότι έζησε· και εις τας θυσίας των εξιλασμών και της αποτροπής των κακών μη ευρίσκοντες oι μάντεις καλά τα ιερά, τον εκράτουν εις την Ρώμην, ει και διαφλεγόμενον υπό πόθου και ανυπομονησίας· διότι ουδείς ποτε ηράσθη τοσούτον έρωτα πράγματος ουδενός, όσον ο άνθρωπος ούτος του να κριθή διά μάχης προς τον Αννίβαν. Τούτο και διά νυκτός ήτον το όνειρόν του, και μετά των φίλων και συναρχόντων του περί ενός εβουλεύετο, και προς τους Θεούς μίαν, μόνον ανέπεμπε φωνήν, να καταλάβη τον Αννίβαν εις μάχης παράταξιν. Νομίζω δ' ότι μετά πλείστης ευχαριστήσεως θα διηγωνίζετο εντός τείχους ή χαρακώματος περιτεθέντος εις αμφότερα τα στρατεύματα. Και αν ήδη δεν ήτον κεκαλυμμένος οπό δόξης πολλής, και διά πολλών δεν είχεν αποδείξει ότι υπέρ πάντα άλλον στρατηγόν υπήρχεν εμβριθής και φρόνιμος, θα έλεγον ότι τον κατέλαβε μιρακιώδες τι πάθος και φιλοδοξία μη πρέπουσα εις πρεσβύτην τοιούτον. Διότι είχεν ηλικίαν υπέρ τα εξήκοντα έτη, και ήτον το πέμπτον ήδη ύπατος.

ΚΘ. Αφ' ού λοιπόν έγινον θυσίαι και καθαρμοί, ως υπηγόρευον οι μάντεις, εξήλθε μετά του συνάρχοντος αυτού εις τον πόλεμον, και μεταξύ Βαντίας πόλεως και Βενυσίας καθήμενος, ηρέθιζε συνεχώς τον Αννίβαν. Εκείνος δε, εις μάχην μεν δεν κατέβαινεν· εννοήσας δ' ότι έστελλον στρατόν κατά Λοκρών των Επιζεφυρίων (454) έστησεν ενέδρας, και εφόνευσε δισχιλίους και πεντακοσίους. Τούτο παρέφερεν υπό θυμού τον Μάρκελλον προς την μάχην, και εγείρας την δύναμιν την έφερε πλησιέστερα. Υπήρχε δε μεταξύ των στρατοπέδων λόφος, ικανώς μεν οχυρός, πλήρης δε θάμνων παντοδαπών, και είχε και σκοπιάς προκλινείς προς αμφοτέρας τας πλευράς, και υδάτων υπεφαίνοντο πηγαί καταρρεόντων. Εθαύμαζον επομένως οι Ρωμαίοι τον Αννίβαν, ότι πρώτος καταλαβών τόπον τοσούτον κατάλληλον, δεν τον διετήρησεν, αλλά τον αφήκεν εις τους εχθρούς. Εις εκείνον όμως καλός μεν εφαίνετο ο τόπος εις στρατοπέδευσιν, πολύ καλήτερος όμως εις ενέδραν, και προς τούτο θέλων μάλλον να μεταχειρισθή αυτόν, ενέπλησε τους θάμνους και τας κοιλάδας ακοντιστών πολλών και λογχοφόρων, πεπεισμένος ότι η θέσις αύτη διά την καταλληλότητα αυτής ήθελεν ελκύσει τους Ρωμαίους. Ουδ' εψεύσθη δε της ελπίδος του· διότι ευθύς πολύς έγινε λόγος εις το στρατόπεδον των Ρωμαίων ότι πρέπει να καταλάβωσι τον τόπον, και στρατηγικάς έλεγον θεωρίας, κατά πόσον θέλουσιν υπερισχύσει των εχθρών, προ πάντων μεν αν εκεί στρατοπεδεύσωσιν, ειδεμή, αν τειχίσωσι τον λόφον. Απεφάσισεν επομένως ο Μάρκελλος, μετ' ολίγων ιππέων περιελθών αυτόν, να τον παρατηρήση· και λαβών τον μάντιν, ετέλει θυσίαν· ως δε το πρώτον έπεσεν ιερείον, τω έδειξεν ο μάντις το ήπαρ ότι κεφαλήν δεν είχεν· ως δ' έθυσε το δεύτερον, η κεφαλή του ήπατος είχε το μέγεθος υπερφυές, και τ' άλλα εφάνησαν φαιδρά θαυμαστώς, και ο φόβος των πρώτων εφάνη διαλυθείς. Οι δε μάντεις τούτο μάλιστα έλεγον ότι φοβούνται, και ότι διά ταύτα ταράττονται· διότι λαμπρότατα ιερά διαδεχόμενα τ' απαισιώτατα εκείνα και σκυθροπώτατα, ύποπτον καθίστων την ατοπίαν της μεταβολής. Αλλ' όμως

«Tο πεπρωμένον ουδέ πυρ oυδέ τείχος σιδήρου κωλύει»

κατά Πίνδαρον. Εξήλθεν επομένως παραλαβών τον συνάρχοντα αυτού Κρισπίνον, και τον ίδιον υιόν του, όντα χιλίαρχον τότε, και ιππείς εν όλοις διακοσίους είκοσιν, ών ουδείς ην Ρωμαίος, αλλ' οι μεν άλλοι Τυρρηνοί, τεσσαράκοντα δε Φρεγελλάνοι, δείγματα ανδρείας και πίστεως δόντες εις τον Μάρκελλον πάντοτε. Επειδή δ' ο τόπος ήτον θαμνώδης και σύδενδρος, ανήρ καθήμενος άνω κατεσκόπευε, αυτός μεν μη φαινόμενος εις τους εχθρούς, βλέπων δε το στρατόπεδον των Ρωμαίων. Ως δ' αυτός είπε τα γινόμενα εις τους ενεδρεύοντας, αφέντες να έλθη πλησίον ο Μάρκελλος, ανέστησαν αιφνηδίως, και περικυκλώσαντες αυτόν πανταχόθεν, ηκόντιζον, εχτύπων, εδίωκον τους φεύγοντας, συνεπλέκοντο προς τους ανθισταμένους. Ήσαν δ' ούτοι οι τεσσαράκοντα Φρεγελλάνοι. Και οι μεν Τυρρηνοί ευθύς κατ' αρχάς ετράπησαν δειλιάσαντες· αυτοί δε συμπυκνωθέντες επολέμουν προ των υπάτων, έως ού ο Κρισπίνος υπό δύο ακοντισμάτων τρωθείς, έστρεψεν εις φυγήν τον ίππον, τον δε Μάρκελλον διατρύπησέ τις εις τα πλευρά διά λόγχης πλατείας, ήν καλούσι Λαγκίαν (455). Τότε και οι ολίγιστοι περισωθέντες των Φρεγελλάνων, αφήκαν αυτόν πεσόντα, αρπάσαντες δε τον υιόν του τετρωμένον, φεύγουσιν εις το στρατόπεδον. Απέθανον δ' ουχί περισσότεροι των τεσσαράκοντα, ηχμαλωτίσθησαν δε, εκ μεν των ραβδούχων πέντε, εκ δε των ιππέων δεκαοκτώ. Απεβίωσε δε και ο Κρισπίνος εκ των πληγών, ολίγας επιζήσας ημέρας· και δυστύχημα τοιούτον ουδέποτε πριν συνέβη εις τους Ρωμαίους, εις μίαν μάχην ν' αποθάνωσι και οι δύο αυτών ύπατοι.

Λ. Ο δ' Αννίβας περί μεν των άλλων ολίγον εφρόντισεν· ακούσας όμως ότι έπεσεν ο Μάρκελλος, εξήλθεν εν σπουδή αυτός εις τον τόπον, και σταθείς παρά τον νεκρόν, και πολλήν καιρόν την δύναμιν θεωρήσας του σώματος του και την μορφήν αυτού, ούτε φωνήν αφήκεν υπερήφανον, ούτε εις την όψιν του έδειξε χαράν, ως τις φονεύσας εχθρόν φοβερόν και επικίνδυνον· αλλά θαυμάσας διά το απροσδόκητον του θανάτου του, έλαβε μεν τον δακτύλιόν του, κοσμήσας δε το σώμα του, και διαθέσας εντίμως, το έκαυσε, και συνάξας τα λείψανα εις κάλπην αργυράν, και θεις εντός αυτής και χρυσούν στέφανον, τα έστειλε προς τον υιόν του. Απαντήσαντες δε των νομάδων τινές τους φέροντας αγγείον, ώρμησαν να το αφαιρέσωσι· και επειδή ανθίσταντο εκείνοι, βιάζοντες και μαχόμενοι, εσκόρπισαν τα οστά. Ακούσας δε τούτο ο Αννίβας, «Ουδέν λοιπόν, είπε προς τους παρόντας, δύναται να γίνη παρά την θέλησιν του Θεού»· και τους μεν νομάδας ετιμώρησε, δεν εφρόντισε δε πλέον περί της αποστολής ή της λογής των λειψάνων, ως φρονών ότι κατά την θέλησιν Θεού τινος ο Μάρκελλος και εφονεύθη ούτω παραδόξως και έμεινεν άταφος. Και ταύτα μεν ιστορούσιν οι περί τον Κορνήλιον Νέπωτα και τον Ουαλέριον Μάξιμον (456). Ο δε Λίβιος, και Καίσαρ ο Σεβαστός (457) λέγουσιν ότι εκομίσθη η υδρία προς τον υιόν του, και ετάφη λαμπρώς. Υπήρχε δ' αφιέρωμα του Μαρκέλλου, εκτός των εν Ρώμη, και γυμνάσιον προσέτι εν Κατάνη της Σικελίας· και ανδριάντες δε και εικόνες εξ όσων έλαβεν εν Συρακούσαις, ανετέθησαν υπ' αυτού εν Σαμοθράκη παρά τοις Θεοίς ούς Καβείρους ωνόμαζον, και περί την Λίνδον (458) εις το ιερόν της Αθηνάς. Εκεί υπήρχε και ανδριάς αυτού έχων ταύτα επιγεγραμμένα, ως λέγει ο Ποσειδώνιος (459

Ούτος, ω ξένε, ο μέγας αστήρ της πατρίδος του Ρώμης
     Μάρκελλος είναι, κλεινής Κλαύδιος εκ γενεάς·
Την υπατείαν επτάκις εν μέσω πολέμων φυλάξας,
     κ' εις των εχθρών τους στρατούς φόνον προχύσας πολύν.

Διότι ο ποιήσας το επίγραμμα συγκατηρίθμησεν εις τας πέντε υπατείας του και την ανθύπατον αρχήν, ήν ήρξε δις. Το δε γένος αυτού λαμπρόν διέμενε μέχρι Μαρκέλλου του ανεψιού του Καίσαρος (460), υιού της Οκταβίας, αδελφής του Καίσαρος, και του Γαΐου Μαρκέλλου. Ούτος δ' αγορανόμος ων εν Ρώμη, απέθανε μόλις νυμφευθείς την θυγατέρα του Καίσαρος, και μετ' αυτής ολίγον καιρόν συνοικήσας. Εις τιμήν δε και μνήμην αυτού η μεν μήτηρ του Οκταβία ανέθηκε την βιβλιοθήκην, ο δε Καίσαρ θέατρον, επιγράψας αυτό εις όνομα του Μαρκέλλου.

ΣΥΓΚΡΙΣΙΣ
ΠΕΛΟΠΙΔΟΥ
ΚΑΙ
ΜΑΡΚΕΛΛΟΥ


Α. Όσα λοιπόν μας εφάνησαν αναγραφής άξια εκ των περί Πελοπίδου και Μαρκέλλου ιστορημένων, ταύτα εισίν. Ήσαν δε και αι φύσεις και τα ήθη αυτών όμοιαι, και ούτως ειπείν εφάμιλλοι, διότι αμφότεροι και ανδρείοι ήσαν, και φιλόπονοι, και θυμοειδείς, και μεγαλόφρονες· αλλά κατά τούτο φαίνονται μόνον διαφοράν έχοντες, ότι ο μεν Μάρκελλος εις πολλάς κυριευθείσας πόλεις ενήργησε σφαγάς, ο δ' Επαμινώνδας και ο Πελοπίδας ουδένα ποτέ εξ όσων ενίκησαν εθανάτωσαν, ουδέ πόλεις εξηνδραπόδισαν. Λέγεται δ' ότι οι Θηβαίοι ουδέ τους Ορχομενίους θα μετεχειρίζοντο ούτως, αν εκείνοι ήσαν παρόντες. Ως δε προς τας πράξεις, θαυμαστά μεν και μεγάλα του Μαρκέλλου ήσαν τα κατά των Κελτών, ότι ολίγους έχων περί αυτόν ιππείς, απέκρουσε τοσούτον πλήθος ιππέων και πεζών, όπερ σπανίως ιστορείται υπ' άλλου κατορθωθέν στρατηγού, και εφόνευσε και τον αρχηγόν αυτών· εν ώ ο Πελοπίδας απέτυχεν εις ομοίαν επιχείρησιν, και εφονεύθη υπό του τυράννου, και έπαθε πριν ή πράξη. Αλλ' εις ταύτα δυνάμεθα να παραβάλωμεν τα Λεύκτρα και τας Ταγύρας, των αγώνων αυτού τους λαμπροτάτους και τους μεγίστους. Κατόρθωμα δε του Μαρκέλλου διά κρυφίας ενέδρας δεν έχομεν να παραβάλωμεν προς την πράξιν του Πελοπίδου όταν επανήλθεν εκ της φυγής, και όταν εφόνευσε τους εν Θήβαις τυράννους. Εκείνο δε το έργον φαίνεται πάντων πρωτεύον των γενομένων ποτέ εν σκότει και δι' απάτης. Και τους Ρωμαίους μεν επολέμει φοβερός και τρομερός τότε ο Αννίβας, καθώς τους Θηβαίους οι Λακεδαιμόνιοι. Ότι δ' ενέδωκαν ούτοι και εις τον Πελοπίδαν περί τας Τεγύρας και περί τα Λεύκτρα είναι βέβαιον· τον Αννίβαν όμως ο Μάρκελλος, ως μεν ο Πολύβιος λέγει, ουδ' άπαξ ενίκησε και φαίνεται ότι ο άνθρωπος ούτος έμεινεν αήττητος μέχρι Σκηπίωνος. Ημείς δε πιστεύομεν εις τον Λίβιον, εις τον Καίσαρα, εις τον Νέπωτα, και μεταξύ των Ελλήνων εις τον βασιλέα Ιόβαν (461) ότι οι περί τον Αννίβαν ηττήθησαν ενίοτε και ετράπησαν εις φυγήν υπό του Μαρκέλλου, χωρίς όμως σπουδαίου αποτελέσματος· και εφαίνετο μάλλον ότι ψευδείς τινας πτώσεις έπιπτεν ο Λίβυς κατά τας συμπλοκάς εκείνας. Ό,τι δ' ευλόγως και προσηκόντως εθαυμάσθη, ήτον ότι μετά τοσαύτας τροπάς στρατοπέδων και φόνους στρατηγών, και σύγχυσιν όλης ομού της των Ρωμαίων ηγεμονίας, οι Ρωμαίοι διά του θάρρους των καθίσταντο πάλιν ισόπαλοι του εχθρού· διότι ο εμποιήσας ζήλον φιλοπόλεμον κατά των εχθρών εις το στράτευμα, αντί του φόβου και της καταπλήξεως υφ' ών κατείχετο πριν, και φρονηματίσας και ενθαρρύνας αυτό εις το να μη παραιτήται ευκόλως της νίκης, αλλά και ν' αμφισβητή αυτήν, και να φιλοτιμήται να την κερδήση, είς ήτον ανήρ, ο Μάρκελλος. Και εν ώ συνειθισμένοι ήσαν υπό των συμφορών να ευχαριστώνται αν διά της φυγής διέφευγον τον Αννιβαν, τοις εδίδαξε να αισχύνωνται αν μεθ' ήττης εσώζοντο, να συστέλλωνται δε και αν κατ' ολίγον ενέδιδον, και να λυπώνται αν δεν ενίκων.

Β. Επειδή δ' ο μεν Πελοπίδας ουδεμίαν ηττήθη μάχην εν όσω εστρατήγει, ο δε Μάρκελλος ενίκησε περισσοτέρας όλων των επ' αυτού Ρωμαίων, ίσως δύναται να φανή, ότι του μεν το δυσνίκητον, διά το πλήθος των κατορθωμάτων, δύναται να εξισωθή προς το αήττητον του ετέρου. Και ούτος μεν εκυρίευσε τας Συρακούσας, εκείνος δ' απέτυχε της πόλεως των Λακεδαιμονίων. Αλλά νομίζω ότι υπέρ την κατάκτησιν της Σικελίας μεγαλήτερον κατόρθωμα ήτον ότι επλησίασεν ο άλλος την Σπάρτην, και διέβη πρώτος ανθρώπων εμπολέμως τον Ευρώταν. Εκτός αν ειπή τις ότι το έργον τούτο ανήκει μάλλον εις τον Επαμινώνδαν παρά εις τον Πελοπίδαν, καθώς και τα Λεύκτρα, εν ώ αδιαίρετος είναι η δόξα των έργων του Μαρκέλλου· διότι μόνος εκυρίευσε τας Συρακούσας, και τους Κελτούς ενίκησε χωρίς του συνάρχοντός του, και εις τον Αννίβαν αντιταχθείς χωρίς ουδείς να τον βοηθή, εν ώ μάλιστα τον απέτρεπον πάντες, και μεταβαλών την μορφήν του πολέμου, πρώτος έγινε της τόλμης διδάσκαλος.

Γ. Τον δε θάνατον ουδενός των δύο τούτων ανδρών επαινώ· αλλά λυπούμαι και αγανακτώ διά το παράλογον του συμβάντος. Και θαυμάζω μεν ότι εις μάχας τοσαύτας, όσας ήθελεν αποκάμει τις απαριθμών, ο Αννίβας ουδ' επληγώθη ποτέ· μοι αρέσκει δε και ο εν τη Κυροπαιδεία Χρυσάντας (462), όστις έχων υψωμένον τον πέλεκυν, και έτοιμος ων να κτυπήση τον εχθρόν, άμα η σάλπιγξ εσήμανε την ανάκλησιν, αφήκε τον άνδρα, και πράως και κοσμίως ανεχώρησε. Συγγνωστόν όμως καθιστά τον Πελοπίδαν, ότι ενώ διεφλέγετο υπό του ενθουσιασμού της μάχης, συγχρόνως τον παρέφερε και ευγενής ορμή εκδικήσεως. Διότι άριστον μεν είναι νικών να σώζηται ο στρατηγός· αν δε πρέπη ν' αποθάνη, να εγκαταλείπη τον βίον μετ' αρετής, ως λέγει ο Ευριπίδης (463). Ούτως ο θάνατος αυτού γίνεται πράξις και ουχί πάθος. Εκτός δε του θυμού, έβλεπε προσέτι ο Πελοπίδας και την επιτυχίαν της νίκης εις του τυράννου τον θάνατον, και τούτο ουχί αλόγως εκίνησε την ορμήν του. Διότι δύσκολον είναι να εύρη τις άλλο κατόρθωμα τοσούτον καλήν και λαμπράν έχον την αφορμήν· Ο δε Μάρκελλος, εν ώ ουδ' ανάγκη μεγάλη επέκειτο, ουδ' ο ενθουσιασμός υπήρχεν όστις εις τας δεινάς περιστάσεις πολλάκις παραφέρει τον λογισμόν, ριφθείς απερισκέπτως εις κίνδυνον, απέθανε θάνατον ουχί στρατηγού, αλλά προδρόμου ή κατασκόπου τινός, τας πέντε υπατείας του και τρεις θριάμβους, και λάφυρα, και τρόπαια από βασιλέων παραδούς εις τους Ίβηρας και τους Νομάδας, τους αποθνήσκοντας υπέρ των Καρχηδονίων· ώστε και αυτοί οι ίδιοι ωργίζοντο καθ' εαυτών διά το κατόρθωμα, ότι ανήρ Ρωμαίος, ο άριστος διά την αρετήν, ο κατά την δύναμιν μέγιστος, και κατά την δόξαν λαμπρότατος, απώλετο μεταξύ Φρεγελλάνων προδιερευνητών. Ταύτα όμως δεν πρέπει να εκληφθώσιν ως κατηγορίαι κατά των δύο εκείνων ανδρών, αλλ' ως αγανάκτησις και ειλικρινής έλεγχος υπέρ αυτών των ιδίων προς αυτούς και την ανδρείαν αυτών, εις ήν εθυσίασαν τας άλλας αυτών αρετάς, μη φεισθέντες του βίου και της ψυχής των, ως αν εχάνοντο δι' εαυτούς και ουχί διά τας πατρίδας των μάλλον, και διά τους φίλους και συμμάχους των. Μετά δε τον θάνατον, ο μεν Πελοπίδας ταφείς είχε τους συμμάχους υπέρ ών απέθανεν, ο δε Μάρκελλος τους εχθρούς υφ' ών απέθανε. Και ζηλωτόν μεν είναι εκείνο και μακάριον· καλήτερον δε και μεγαλήτερον υπέρ την φιλίαν την αποδίδουσαν χάριν δι' ευεργεσίας άς έλαβεν, είναι η έχθρα θαυμάζουσα την αρετήν ήτις την έβλαψε. Διότι εις ταύτην μεν την περίστασιν την τιμήν έχει μόνον αυτό το καλόν· εις εκείνην δε το ωφέλιμον και η χρεία αγαπάται υπέρ την αρετήν.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Γ'. ΤΟΜΟΥ.

1) Ευρυσάκης, υιός Αίαντος του Τελαμώνος, βασιλέως της Σαλαμίνος, ελατρεύετο ως ήρως εν Αθήναις, όπου είχε και ιερόν λεγόμενον Ευρυσάκειον.

2) Αλκμαιωνίδαι, επίσημον και πλούσιον γένος εν Αθήναις, απ' Αλκμαίωνος καταγόμενοι, του τελευταίου ισοβίου άρχοντος. Απόγονος εκείνου και προπάτωρ του πατρός του Αλκιβιάδου ην ο Μεγακλής, όστις επέσυρεν εις εαυτόν το Κυλώνειον άγος, και περί ού ίδ. βίον Σόλωνος, § ΙΒ.

3) Κατά του Ξέρξου. Ίδ. βίον Θεμιστοκλ. §Η.

4) Υπό στρατηγόν τον Τολμίδην, εν Ολ. 83 β'.

5) Ο μέγας Περικλής. Η δε συγγένεια ήτον αύτη· Δεινομάχη η μήτηρ του Αλκιβιάδου, ήτον πρώτη εξαδέλφη του Περικλέους, διότι ο πατήρ αυτής Μεγακλής ο Ιπποκράτους, Αλκμαιωνίδης, ήτον αδελφός της Αγαρίστης, μητρός του Περικλέους.

6) Νικίας και Δημοσθένης, οι επί του Πελοποννησιακού πολέμου περίφημοι στρατηγοί, Λάμαχος, ο μετά του Νικίου εις Σικελίαν σταλείς στρατηγήσας. Φορμίων, και ούτος επί του Πελοποννησιακού πολέμου στρατηγήσας (Θουκ. Α. 65). Θρασύβουλος, ο ελευθερωτής των Αθηνών από των Τριάκοντα· Θηραμένης είς των Τριάκοντα.

7) Ο ιδρυτής της κυνικής φιλοσοφίας, γράψας βίον Αλκιβιάδου. Κατ' άλλους Ρόδιος ιστορικός. Ίδ. Περικλ. § Α.

8) Σφήκ. Στ. 44 επ.

9) Τούτον ως επίορκον και χαμερπή κωμωδεί και αλλαχού ο Αριστοφάνης, εν Νεφ. 397.

10) Είπε κόλακος διά την τραυλότητα αντί κόρακος.

11) Κωμικός ποιητής και αυτός, σύγχρονος του Αλκιβιάδου.

12) Επίθετον υφ' ό ο Απόλλων ελατρεύετο αρχαιότατα εν Αθήναις ως Θεός των προπατόρων, διότι ο Απόλλων ήτον πατήρ του Ξούθου και πάππος του Ίωνος, γενάρχου των Ιώνων Αθηναίων.

13) Η Αθηνά εφεύρε τους αυλούς. Αλλ' ότε αυλούσα είδεν εις τον καθρέπτην του ύδατος ότι τούτο διέστρεφε την μορφήν της, έρριψε τους αυλούς εις τον ποταμόν. Τούτους δε ευρών ο Σάτυρος Μαρσύας, τους ανέλαβε, και εκαυχάτο ότι αυλεί εντεχνότερον του Απόλλωνος. Αλλ' ο Θεός νικήσας αυτόν, τον εξέδειρε ζώντα.

14) Ρήτωρ εκ Ραμνούντος, δήμου της Αττικής, γράψας κατ' Αλκιβιάδου.

15) Ιδιώτης τις έχων κατάστημα εν ώ οι νέοι εγυμνάζοντο εις την πάλην.

16) Άγνωστον πόθεν τούτο το χωρίον.

17) Ψάλλων μετά των φίλων του, κάμνων πατινάδαν.

18) Κατ' Αθήναιον τα χρυσά και αργυρά ποτήρια έφερεν εις την οικίαν ουχί εαυτού, αλλ' απόρου τινός πολίτου, όν εβοήθησε. δι' αυτών.

19) Μέτοικος, ο εν Αθήναις εγκατεστημένος ξένος.

20) Ο αργυρούς στατήρ ήτον τετράδραχμον· συνήθως όμως απεκάλουν ούτω τους χρυσούς, οίτινες δύο δραχμών σταθμόν άγοντες ήξιζον 20, ήτοι περίπου 96 του σημερινού νομίσματος.

21) Τούτο εδύνατο ο Αλκιβιάδης, διότι η θέσις των μετοίκων ήτον πολύ κατωτέρα εν Αθήναις παρά η των πολιτών, και μέτοικος ουδ' εις το δικαστήριον εδύνατο να παρουσιασθή, ειμή δι' ενός Αθηναίου προστάτου.

22) Τελώναι ήσαν οι ενοικιασταί των δημοσίων εισοδημάτων, άτινα πάλιν ουχί κατ' ευθείαν, αλλά δι' ενοικιάσεως εισεπράττοντο.

23) 6000 των τότε δραχμών, περί τας 28800 των σημερινών.

24) Κλεάνθης, ο μαθητής και διάδοχος του Ζήνωνος, περίφημος φιλόσοφος στωικός.

25) Θουκ. ΣΤ. l3.

26) Ποτίδαια, πόλις Θρακική, υποκειμένη εις των Αθηναίων την ηγεμονίαν και επαναστατήσασα. Η εκστρατεία αύτη εγένετο έν έτος προ του Πελοποννησιακού πολέμου.

27) Το βραβείον της ανδρείας.

28) Δήλιον, ναός του Δηλίου Απόλλωνος, παρά την Αυλίδα, απέναντι της Ευβοίας, κατά την θέσιν ήτις διετήρησε το αρχαίον όνομα, παραφθείρουσα αυτό εις Δήλισι. Εις την μάχην ηττήθησαν οι Αθηναίοι, στρατηγούμενοι υπό του Ιπποκράτους.

29) Μετά 12 έτη, το όγδοον του Πελοποννησιακού πολέμου.

30) Οι Καλλίαι και Ιππόνικοι, αρχαιοτάτη και ευπορωτάτη οικογένεια Δαδούχων.

31) 60,000 δραχμών αρχαίων.

32) Εν τω κειμένω («προσήλθε τω δήμω τα χρήματα διδούς») μένει επίσης αμφίβολον, ως εν τη μεταφράσει, αν εχάρισε ταύτα τω Αλκιβιάδη, ίν' απαλλαγή επιβουλής τινος κατ' αυτής της ζωής του, ως ενόησεν ο Γάλλος μεταφραστής Αμιόττος, ή αν εις τον δήμον, ως μετέφρασεν ο Γερμανός Έυθ, και ως πιθανώτερον.

33) 7,000 δραχμών των τότε, 33,000 των σημερινών δραχμών.

34) Η Επίδοσις ήτον έκτακτος εκουσία συνεισφορά εις ήν εκαλούντο οι πολίται δι' εκτάκτους ανάγκας της πόλεως.

35) Οι αρχαίοι έτρεφον όρτυγας, και έχαιρον εις τας μάχας αυτών, ως και των αλεκτρυόνων.

36) Πλοίαρχος τριήρεως. Ο αυτός όστις ηττήθη μετά ταύτα εν Εφέσω υπό Λυσάνδρου. Ίδ. κατωτ. § ΛΕ.

37) Δημοσθένης.

38) Ο μαθητής και διάδοχος του Αριστοτέλους, φιλόσοφος και ιστορικός, Ίδ. Σολ. Δ.

39) Θουκ. ΣΤ, 15.

40) Διότι άλλοι επέβαινον των αρμάτων.

41) Μέτρον ασυνάρτητον, εξ ωδής απολεσθείσης του Ευριπίδου.

42) Ο Ισοκράτης ως συνήγορος. Ο λόγος ούτος σώζεται.

43) Ερασίστρατος εκαλείτο και είς των Τριάκοντα. Ίσως εκείνου ήτον υιός ο Φαίαξ.

44) Κωμικός ποιητής. Ίδ. Περικλ. Γ.

45) Περιθοίδαι, δήμος της Οινηίδος φυλής, ού η θέσις άγνωστος.

46) Θουκ. Η, 73.

47) Δηλαδή ν' αποφασίση εξοστρακισμόν. Εψηφίζετο εν γένει ότι θέλει ενεργηθή εξοστρακισμός, και τότε έκαστος πολίτης έφερε γεγραμμένον επί οστράκου το όνομα εκείνου όν εθεώρει ως εξοριστέον, καθ' ό κεκτημένον δύναμιν επικίνδυνον εις την ελευθερίαν. Το όστρακον δε ήτον σύντριμμα κεράμου.

48) Κωμικός ποιητής, άλλος του φιλοσόφου.

49) Εν βίω Αριστείδου, Ζ.

50) Ο πρόξενος διωρίζετο υπό τινος πόλεως εκ των πολιτών της ετέρας, όπως περιοιήται τα συμφέροντα της πρώτης, και τους εις την πατρίδα του επιδημούντας πολίτας αυτής· εθεωρείτο δε τούτο ως τιμή υπό των πόλεων αποδιδομένη.

51) Όταν ο Κλέων εκυρίευσε την Σφακτηρίαν, την νήσον παρά την Πύλον.

52) Φρούριον εν τοις μεθορίοις της Αττικής και Βοιωτίας, αποδοθέν τοις Αθηναίοις κατά τας συνθήκας.

53) Τους ξένους πρέσβεις εδέχετο η Βουλή ως σώμα προβουλευτικόν, και παρουσίαζεν εις τον δήμον.

54) Μαντινείς, οι κάτοικοι της Μαντινείας, πόλεως αρκαδικής, Πλείοι, οι της Ηλίδος εις την δυτικήν παραλίαν της Πελοποννήσου.

55) Τάγμα προνομοιούχων οπλιτών εν Άργει, περί ού ίδ. Θουκυδ. Ε, 81. — Διόδ. Σικ. ΙΒ, 79 — Παυσ. Β, 1.

56) Άγραυλος, θυγάτηρ του Κέκροπος, κρημνισθείσα οικειοθελώς εκ των βράχων της Ακροπόλεως, ότε ο χρησμός προς κατάπαυσιν μακρού πολέμου απήτησε τοιαύτην ανθρωποκτονίαν. Διά τούτο ιδρύθη αυτή ιερόν, εις ό ώμνυον οι έφηβοι. Αλλά τον όρκον αυτόν αλλαχόθεν δεν γνωρίζομεν.

57) Αριστοφ. Βάτραχ 1425. Και το κατωτέρω αυτόθεν 1431.

58) Θέλων ο Αλκιβιάδης να ζωγραφήση την οικίαν του διά του επισήμου ζωγράφου Αγαθάρχου, όστις ηρνείτο, τον προσεκάλεσεν εις την οικίαν του, και δι' απάτης εγκλείσας αυτόν, δεν τον αφήκε να εξέλθη πριν τοιχογραφήση τον οίκον.

59) Ταυρέας, είχε παλαίστραν, εις ήν εφοίτα και ο Σωκράτης. Πλατ. Χαρίδ. Σ, 153.

60) Εις τας θεατρικάς παραστάσεις οι εύποροι πολίται εδαπάνων υπέρ του καταρτισμού των χορών, και ημείβετο εκείνος ου ο χορός ενίκα. Ίδ. Β. Θεμιστ. § Ε. Ο Ταυρέας αντηγωνίζετο προς τον Αλκιβιάδην.

61) Αριστοφών, επίσημος ζωγράφος. Παρέστησε δ' εν προσωποποιήσει γυναικός περιποιουμένης τον Αλκιβιάδην την πανήγυριν των Νεμέων, εις ά φαίνεται ότι παις ενίκησεν ο Αλκιβιάδης.

62) Ποιητής Σικελός, τότε εν Αθήναις επιδημών. Αλλαχού δε τ' αυτά λέγει ο Πλούταρχος ότι είπεν ο Ετεοκλής περί Λυσάνδρου Β. Λυσάνδρ. § ΙΘ.

63) Την βόρειον Αφρικήν.

64) Ο Μέτων ήτον επίσημος αστρονόμος, καν ταύτην την σημασίαν έχει ενταύθα το «αστρολόγος.» Δεν εγίνετο δε τότε η δέουσα διάκρισις μεταξύ της αληθούς επιστήμης και της αγυρτικής καταχρήσεως αυτής.

65) Ο Σωκράτης έλεγε, και οι σύγχρονοι επίστευον ότι δαιμόνιόν τι, ίσως ενόει εκείνος τον ορθόν λόγον του, ήρχετο προς αυτόν εις σπουδαίας περιστάσεις, και τω έλεγε τι πρέπει να πράττη, και έτι μάλλον τι πρέπει ν' αποφεύγη.

66) Άλλως άγνωστος.

67) Άδωνις, ο εραστής της Αφροδίτης, φονευθείς εις κυνήγιον υπό κάπρου. Η εορτή αυτού ην διήμερος, και η μεν πρώτη ημέρα ην πένθους και θρήνου, η δε δευτέρα ευθυμίας, διότι η Περσεφόνη επέτρεψεν, αναστηθείς ο Άδωνις, να διατρίβη το ήμισυ του έτους παρά τη Αφροδίτη.

68) Οι Ερμείς, τετράγωνοι στήλαι έχουσαι κεφαλήν Θεού τινος, συνηθέστερον Ερμού πωγωνοφόρου, μεταγενέστερον δε και ανθρώπων, ιδρύοντο συνήθως κατά τας οδούς, ως οδοδείκται μάλιστα.

69) Ίδ. Θουκυδ. Η, 65.

70) Ίδ. ανωτ. § Ε.

71) Περί της οικίας του Πολυτίωνος τούτου, μεταξύ της πειραϊκής πύλης και του έσω Κεραμεικού, παρά την μικράν εκκλησίαν των Αγίων Ασωμάτων. Ίδ. Παυσ. Λ. 2.

72) Εισαγγελία ήτον η ουχί τυρός άρχοντα τινα ή προς δικαστήριον, αλλ' αμέσως προς τον δήμον καταγγελία. Αν ο δήμος την εδέχετο, ώφειλε να παραπέμψη τον κατηγορούμενον εις το δικαστήριον. Εις εκτάκτους όμως περιστάσεις εδίκαζεν αυτός ο δήμος.

73) Τας Ελευσινιακάς Θεάς, Δήμητραν και Κόρην, προς άς ετελούντο τα μυστήρια.

74) Πληρεξούσιος.

75) Οι δικασταί εν Αθήναις ήσαν 6,000 κατ' έτος κληρούμενοι, και διαιρούμενοι, εις δικαστήρια εκ 500, πλειόνων ή ολιγωτέρων κατά τας υποθέσεις. Δι' εκάστην δ' υπόθεσιν απεφασίζετο διά κλήρου ποίον των δικαστηρίων τούτων θέλει την κρίνει υπό την προεδρείαν του ανήκοντος άρχοντος.

76) Εις τας δίκας προσδιωρίζετο δι' υδραυλικού ωρολογίου (κλεψύδρας) η έκτασις της αγορεύσεως εκάστου ρήτορος. Τούτο ην το «προς ύδωρ μετρείν».

77) Ποιητής της αρχαίας κωμωδίας σύγχρονος του Αριστοφάνους.

78) Ούτως ωνομάσθησαν oι ακρωτηριάσαντες τους Ερμείς.

79) Όταν σελήνη δεν φαίνεται.

80) Ίδ. Θεμιστ. ΛΒ.

81) Αρχαίος ιστορικός. Ίδ. Θησ. ΙΖ.

82) Σαλαμινία και Πάραλος, δύο δημόσιοι τριήρεις, άς έπεμπον εις υπηρεσίας, και ιδίως την πρώτην διά να φέρη υποδίκους. Ίδ. Περικλ. Ζ.

83) Πόλις της κάτω Ιταλίας, αποικισθείσα υπό των Αθηναίων 12 έτη προ του Πελοποννησιακού πολέμου. Ίδ. Νικ. Ζ.

84) Λακιάδαι, και Σκαμβωνίδαι, δήμοι της Αττικής, ο μεν της Οινηίδος φυλής, εκείτο, ως φαίνεται, περί τον Βοτανικόν κήπον, ο δε της Λεοντίδος, ην προάστειον της πόλεως, ίσως άνω του Κεραμεικού. Φηγαίου δε δήμος της Πανδικίδος, και άλλος της Αιαντίδος. Ο είς παρά τω Μαραθώνι.

85) Τα μυστήρια της Ελευσίνος περιείχον δύο βαθμούς μυήσεως. Οι το πρώτον μυούμενοι εκαλούντο μύσται, οι δ' εκ δευτέρου μετά έν έτος, επόπται. Ο μυούμενος έμενε κατ' αρχάς βεβυθισμένος εις φοβερά σκότη, αφ' ών μετά ταύτα έβλεπε φως καθαρόν περιλάμπον το άγαλμα της Θεάς.

86) Ευμολπίδαι, ιερατική τάξις και γένος εν Ελευσίνι, καταγόμενον απ' Ευμόλπου, αρχαιοτάτου βασιλέως. Και οι κήρυκες ήσαν επίσης τάξις ιερατική.

87) Σώζεται κατ' Ανδοκίδου κατηγορία υπό Λυσίου, ότι άτιμος γενόμενος ο Ανδοκίδης διά των Ερμών την κατηγορίαν, δεν απέσχε των ιερών. Κατ' αυτήν (δ'. 6, έκδ. Δουκ.), ιερείς και ιέρειαι όρθιοι, το εσπέρας, και τας φοινικίδας των σείοντες, επρόφερον την αράν.

88) Αγρυλή, δήμος της Ερεχθηίδος φυλής παρά το στάδιον. Το κείμενον φέρει Αγραυλήθεν, εσφαλμένως αντί Αγρυλήθεν, διότι Αγραυλή δήμος δεν υπήρχεν, Αγραύλιον δ' ήτον μόνον το σπήλαιον το κατά την βόρειον κλιτύν της Ακροπόλεως.

89) Δήμος της Ιπποθοοντίδος φυλής, βορείως των Αθηνών επί της οδού του Μαραθώνος, εις χωρίον Ταττόι. Η τειχισθείσα άκρα λέγεται Κατσιμίδι.

90) Ούτως οι νέοι Σπαρτιάται. Ίδ. Λυκούργ. § ΙΣΤ.

91) Μυρεψός είναι ο κατασκευάζων τα μύρα, ών πολλήν εποιούντο χρήσιν οι Έλληνες, αλειφόμενοι ου μόνον την κόμην, αλλά το όλον σώμα.

92) Εν γένει εις την Ιωνίαν, μάλιστα δ' εις την Μίλητον πρέπον εις την υφαντικήν των πολυτελών ενδυμάτων.

93) Έμμετρός τις παροιμία, ής μνημονεύει και αλλαχού ο Πλούταρχος (Πώς αν τις διακρ. § Ε.)

94) Ευριπίδης, εν Ορέστη, (στοιχ. 129) περί Ελένης.

95) Γνωστοτάτη και περίφημος η εν Σικελία φοβερά ήττα των Αθηναίων. Ίδ. Θουκ.

96) Υπέκειντο εις την ηγεμονίαν των Αθηναίων, ως σύμμαχοι, φόρου υποτελείς.

97) Δειράς, δήμος της Λεοντίδος φυλής. Πιθανώς εις το χωρίον Κερατιά, εις ού την εκκλησίαν και επιγραφή σώζεται περιέχουσα το δημοτικόν Δειραδιώτης, ού παραφθορά προφανεστάτη είναι το Κερατιώτης.

98) Περίπολοι ήσαν οι από 18 μέχρι 20 ετών νέοι. Ούτοι εξήρχοντο εις υπερορίους εκστρατείας.

99) Διά των περί τον Πείσανδρον κατελύθη η δημοκρατία, και τα πράγματα ανετέθησαν εις πεντακισχιλίους των ευπορωτέρων και επισημοτέρων πολιτών· εν ονόματι όμως αυτών ήρχον τετρακόσιοι μόνον, και ούτοι είχον εις χείρας των πάσαν την εξουσίαν.

100) Στειρία, δήμος της Πανδιονίδος φυλής, κατά την ανατολικήν παραλίαν της Αττικής, διατηρών το αυτό, όνομα σήμερον, καί τινα ερείπια. Ούτος ην ο περίφημος Θρασύβουλος, ο ελευθερώσας έπειτα τας Αθήνας από των τριάκοντα.

101) Πόλις επίσημος της Παμφυλίας, εις τα νότια της Μικράς Ασίας, επί του Ευρυμέδοντος ποταμού.

102) Η Κνίδος ελληνική πόλις της Καριάς, η Κως, νήσος απέναντι, της Καρίας.

103) Πόλις εις τον Ελλήσποντον.

104) Πρωτεύουσα της Λυδίας.

105) Ήτον τότε εις Καρδίαν, πόλιν της Θρακικής χερσονήσου.

106) Η Κύζικος, υπεράνω του Ελλησπόντου εις την Ασιατικήν παραλίαν της Προποντίδος. Η Προκόνησος, νήσος εμπρός της Κυζίκου.

107) Εις άλλας εκδόσεις διωρθώθη νεών αντί νεκρών, αλλά κακώς, διότι επιφέρεται τας ναυς πάσας έλαβον. Το να κυριεύωσι τους νεκρούς των εχθρών, ήτον παρά τοις αρχαίοις η μεγίστη της νίκης απόδειξις.

108) Έρρει τα καλά· Μίνδαρος απεσσούα· πεινώντι τώνδρες· απορέομες τι χρη δραν.

109) Θρασύλλος, στρατηγός, ο πατήρ του Κριτίου, ενός των λ'. τυράννων.

110) Χαλκηδών, πόλις άντικρυ του Βυζαντίου.

111) Βιθυνία, η ανατολικωτέρα ασιατική επαρχία της Προποντίδος κατά τον κόλπον της Κίου, και το αρχαίον της επαρχίας όνομα εν παραφθορά διατηρήσασα εις τα Βουθανιά.

112) Η Χαλκηδών ήτον επί ακρωτηρίου. Την απεμόνου, τειχίζων τον ισθμόν. Αύτη ήτον μία των πολιορκητικών μεθόδων των αρχαίων, να περιτειχίζωσι τους πολιορκουμένους.

113) Επί της Θρακικής παραλίας, εις την Προποντίδα.

114) Στρατιώται φέροντες πέλτας, μικράς στρογγύλας ασπίδας.

115) Οι Βυζάντιοι, ήσαν άποικοι των Μεγαρέων.

116) Ιστορικός. Ίδ. Περικλ. ΚΗ.

117) Νικητής εις τους αγώνας των Πυθίων. Εις τ' αρχαία πλοία εκωπηλάτουν συνήθως προς άσμα και προς πρόσταγμά τι κατά ρυθμόν επαναλαμβανόμενον υπό του λεγομένου κελευστού.

118) Θεόπομπος, ιστορικός. Ίδ. Λυκ. Λ.

119) Ο μετά ταύτα είς, ο επισημότερος των τριάκοντα τυράννων, ήτον και ποιητής.

120) Ιερείς των Ελευσινίων.

121) Τ' αρχαία αγάλματα επλύνοντο πολλάκις, μάλιστα δε τα ξύλινα και χρυσελεφάντινα, διότι τούτο ήτον αναπόφευκτον διά την διατήρησίν των. Τα Πλυντήρια ήσαν η εορτή καθ' ήν εγίνετο η περιποίησις αύτη του αγάλματος.

122) Ούτως ελέγοντο οι ιερείς οι επιτετραμμένοι την περιποίησιν του αγάλματος.

123) Απριλίου — Μαΐου.

124) Ή το χρυσελεφάντηνον του Φειδίου εν τω Παρθενώνι, ή πιθανώτερον το αρχαίον ξόανον, το καθήμενον (το κυρίως έδος λεγόμενον) εν τω ναώ της Πολιάδος.

125) Τα τελούμενα εις την Ελευσίνα διά πομπής εξ Αθηνών.

126) Τατόι. Ίδ. § ΚΓ.

127) Αύτη η πομπή ούτως ελέγετο, διότι επ' αυτής εψάλλοντο ύμνοι διονυσιακοί εις τον Ίακχον.

128) Ο κατ' Αθηνών εκστρατεύων βασιλεύς της Σπάρτης, ο προσωπικός εχθρός του Αλκιβιάδου.

129) Τους τελούντας και τους φέροντας τα μυστήρια.

130) Έξ οβολοί απετέλουν μίαν δραχμήν, ήτις είχε σχεδόν τριπλασίαν αξίαν της σημερινής.

131) Ίδ. ανωτ. § I.

132) Ουχί ο ελευθερωτής των Αθηνών, όστις ήτον υιός του Λύκου.

133) Θρακική πόλις επί της Προποντίδος, αποικία της Σάμου.

134) Των θρακικών δηλαδή φυλών, αίτινες ήσαν ανεξάρτητοι και αυτόνομοι.

135) Αιγός ποταμοί, μικρός ποταμός και πολύχνιον παρά την Σηστόν επί του Ελλησπόντου.

136) Σκυτάλη, ούτως εκαλούντο αι επίσημοι διαταγαί, διότι εγράφοντο επί χάρτου ειλιγμένου περί ράβδον, ήν διετήρουν οι έφοροι, και ής ομοίαν ελάμβανον και οι εκστρατεύοντες στρατηγοί. Μόνον ο έχων αυτήν ηδύνατο ν' αναγνώση την διαταγήν, ελίσσων αυτήν περί την ιδίαν σκυτάλην.

137) Ίδ. βίον Νικίου.

138) Ίδ. Νουμ. Κ. Α. Η θυγάτηρ του Νουμά ήτον η Πομπιλία, νυμφευθείσα Μάρκιον, τον υιόν του Μαρκίου, του προτρέψαντος τον Νουμάν να δεχθή τον θρόνον.

139) Το υδραγωγείον τούτο, Μάρκιον καλούμενον (Aqua Marcia), συνετέλεσεν ο Δήμαρχος Lucius Marcius Titius Rex.

140) Γάιος Μάρκιος Ρουτίλιος, το όλον όνομα.

141) Censor, Τιμητής το δεύτερον εν έτει 489 α. κ. Ρ'., 85 π.X.

142) Virtus εκ του vir, ανήρ.

143) Κατά τα 499 π. Χ. Το αυτό έτος απέθανεν ο Ταρκύνιος.

144) Δικτάτωρ των Ρωμαίων ήτον τότε ο Αυλός Ποστούμιος Άλβος.

145) Ίδε τον χρησμόν εν Προδ. Α., 66. «Πολλοί εν Αρκαδίη βαλανηφάγοι άνδρες έασιν». Οι Αρκάδες περιγράφονται ως ημιάγριοι, εις τα όρη και τα δάση διαιτώμενοι εκ των αρχαιοτάτων χρόνων. Είχον δ' αρχαιότατα πέμψει αποικίας εις Ιταλίαν.

146) Ως ήμερον θεωρούμενον διότι φέρει τα γλυκά βαλανίδια, τα χρησιμεύοντα εις τροφήν των ζώων, και αυτών των ανθρώπων.

147) Υδρόμελι, δριμύ γινόμενον διά ζωμού βαλάνων. Ίδ. Πλούτ. Συμπόσ. Δ, 5, και Ησυχ. 7. Διάβαλον, ήν ο Κοραής ευφυώς διορθοί εις Διά βάλανο ν.

148) Ο ιξός κατεσκευάζετο τότε, φαίνεται, εξ επί τινος της δρυός.

149) Την 13 Ιουλίου.

150) Κατά Διον. Αλικ. και Τ. Λίβιον, ωνομάζετο Βετουρία, και Ουολουμνία ελέγετο η γυνή του.

151) Αδελφός του Πουβλ. Βαλερίου Πουπλικώλα, γέρων σεβάσμιος όστις όταν η Βουλή παρεσπόνδισεν, εγκατέλιπε το βουλευτήριον, κηρυττόμενος δημοσίως εναντίον της απάτης ταύτης.

152) Τον στρατιωτικόν χιτώνα.

153) Κατ' αλλάς γραφάς Μαρκίου αντί Λαρκίου

154) Σωτήρ, ο Πτολεμαίος Α, 323 π. Χ. — Καλλίνικος, ο Σέλευκος Β, 247 — Φύσκοων, ο Πτολεμαίος II, 145, διότι ήτον προγάστωρ και πεφυσημένος το σώμα. — Γρυπός ο Αντίοχος εν Συρία, 125. — Ευεργέτης, ο Πτολεμ. Γ, 246. — Φιλάδελφος, ο Πτολεμ. Β', 284. — Ευδαίμων, ο Βάττος δεύτερος, ηγεμών της Κυρήνης. — Δώσων, ως μέλλων πάντοτε να δώση, αλλά μη δίδων. — Αντίγονος Β'. εκ Μακεδονίας, 233. — Λάθυρος, ως έχων όγκον ή ακροχορδόνα ως λαθούριον εις το πρόσωπον, ο Πτολεμ. Θ'.

155) Ίσως Διαδημάτον, κατά την συνήθη λατινικήν κατάληξιν, ως τα πωγωνάτος, βαρβάτος, κτλ.

156) Coler, ταχύς.

157) Procul, μακράν.

158) Υστερογεννής Post, ύστερον.

159) Vopiscus = αγνώστου ή αμφιβόλου παραγωγής.

160) Sulla, Sylla Sula. ίσως ωχρός εκ του Sil, της ώχρας, ή σιμός, εκ του Silus. — Νίγρος, μέλας. — Ρούφος, πυρρός, — Καίκος, τυφλός. — Κλώδιος, χωλός.

161) Ουελίτραι, ήδη Βελέτρι, πόλις των Ουολόσκων.

162) Της πανώλους.

163) Τον στρατολογικόν.

164) Δηλαδή τους εκ του λαού όσοι ήσαν υπό την προστασίαν του, καλλιεργούντες τα κτήματά του.

165) Το επόμενον έτος 263 α. κ. Ρ'.

166) Το ιμάτιον ήτον το επί του χιτώνος ένδυμα.

167) Ο κατήγορος του Σωκράτους.

168) Οι δήμαρχοι είχον το δικαίωμα, παρά την θύραν καθήμενοι της Βουλής ν' ακούωσι τας συζητήσεις.

169) Aediles, κατ' αρχάς βοηθοί των δημάρχων, έχοντες την αστυνομίαν των οικοδομών, των οδών, του σίτου κτλ.

170) Την Ταρπηίαν πέτραν υπό το Καπιτώλιον.

171) Nundinæ, εκ του Nono die, εννάτη ημέρα.

172) Οι Αντιάται είχον συλλάβει τα παρά του Γέλωνος πεμπόμενα τοις Ρωμαίοις σιτοφόρα πλοία, και αιχμαλωτίσει τους ναύτας. Οι Ρωμαίοι έπεμψαν προς αυτούς πρεσβείαν επί ματαίω, και τότε εξεστράτευσαν και επέτυχον του ποθουμένου.

173) Ιδίως ο Μάνιος, Ουαλέριoς.

174) Λόχος Centuria. Φυλή Tribus. Λόχοι υπήρχον 193, και εις αυτούς ην διηρρημένον το πλήθος κατά περιουσίας, ώστε αι πλουσιώτεραι τάξεις εξήσκουν εν αυτοίς πάσαν επιρροήν. Φυλαί δ' ήσαν τότε 21, και έπειτα ηυξήθησαν εις 38. Εν αυταίς ήσαν κατατεταγμένοι πάντες αναμίξ, πλούσιοι και πτωχοί, ώστε οι τελευταίοι, ως πολυπληθέστεροι, ήσαν και επικρατέστεροι.

175) Ο Δήμαρχος Δέκιος διισχυρίσθη ότι διά των στρατιωτών τούτων ήθελε να υποτάξη την Ρώμην.

176) Υπέρ αυτού εκηρύχθησαν 9 φυλαί, και 12 κατ' αυτού.

177) Αφίδιος, κατ' άλλας ορθοτέρας γραφάς. Άττιος παρά Λιβίω και Δ. Αλικαρνασσεί.

178) Ο ειπών είναι ο Ηράκλειτος, ως αναφέρει και Αριστοτ. (Πολιτ. Ε, 1') και αυτός ο Πλούταρχος αλλαχού (Π. Λοργ. § 9. Ερωτ. § 11.). Το χωρίον είναι πεζόν.

179) Οδύσσ. Δ, 246.

180) Η Εστία ήτον άσυλον. Εις αυτήν εκάθησεν ως ικέτης.

181) Η πομπή αύτη ήτον η των ludi magni circenses, των αγομένων προς τιμήν του Καπιτωλίου Διός.

182) Furcifer, Δικρανοφόρος, κύλων.

183) Hoc age. Ίδ. Νουμ. ΙΔ.

184) Thensæ (του ν προ του σ μεταβληθέντος εις σ κατά τον ελληνικόν κανόνα) ήσαν αργυραί ή ελεφάντιναι άμαξαι, φέρουσαι των θεών αγάλματα.

185) Αυτεξούσιος.

186) Αποικία από Ταρκυνίου Σουπέρβου, κληθείσα κατά την ομηρικήν Κίρκην, ήτις υπετίθετο ότι ενταύθα κατώκει.

187) Σχεδόν 5 ώρας.

188) «Άρασα την αφ' ιεράς αφήκεν.» Ως και ο Κοραής παρατηρεί, συγχέει ενταύθα δύω παροιμίας ο Πλούταρχος· διότι, έλεγον «ιεράν» μίαν των αγκύρων ήν έρριπτον τελευταίαν, και οπότε πάσα άλλη ελπίς εξέλειπεν. Έλεγον δε πάλιν «κινείν την αφ' ιεράς», υπονούντες γραμμής, επί των παιζόντων πεττούς. Ήτον δ' η ιερά η μέση του πεττείου γραμμή, αφ' ής τον έσχατον πεττόν εκίνει ο ηττώμενος, δι' ό και η παροιμία ελέγετο επί των εν κινδύνοις εις τα έσχατα προσφευγόντων.

189) Ομήρ. Οδύσσ. Φ. 1, όπου φέρεται «Τη δ' αρ» αντί «Τω δ' αρ»

190) Ομ. Οδ. Σ, 178, όπου όμως άλλως ο στίχος φέρεται, και είτε εκ λήθης, είτε εξ άλλου αντιγράφου έγραψεν ούτως ο Πλούταρχος.

191) Ομ. Οδύσσ. 1, 339.

192) Αυτ. 299.

193) Ομ. Ιλιάδ. Α, 188

194) Ομ. Ζ. 162.

195) Ουολουμνίαν λέγει, την γυναίκα του Κοριολάνου Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, την μητέρα αυτού καλών Ουατουρίαν. Ίδ. και §Δ.

196) Ίδ. Βίον Ρωμύλου, § ΙΘ.

197) Ανηγέρθη ο ναός της Γυναικείας Τύχης επί της λατινικής οδού (via latina), τετρακισχίλια βήματα μακράν της πόλεως, εις αυτήν εκείνην την θέσιν εφ' ής ο Κοριολάνος επραΰνθη υπό της μητρός του. Αύτη δε υπήρξεν η πρώτη του ναού ιέρεια.

198) Το χωρίον ενταύθα φαίνεται βεβλαμμένον, και η έννοια βεβιασμένη.

199) Φιλόσοφος. Ίδ. Ρωμύλ. ΚΗ.

200) Βίος Νουμά, § ΙΒ. Κατ' άλλους επένθησαν τον Μάριον όλοι οι Ρωμαίοι· και πάλιν κατ' άλλας ειδήσεις εγκατεβίωσεν αυτός μέχρις εσχάτου γήρως παρά τοις Ουολούσκοις.

201) Τούτο, εν ώ εξεστράτευον κατά των Ρωμαίων, δι' ό και υπ' αυτών κατεστράφησαν.

202) Θουκ. Bιβλ. Ε.

203) Ο Αλικαρνασεύς, Βιβλ. II, 1.

204) Άγνωστος συγγραφεύς· ίσως ο Συρακούσιος. Τινές υπέλαβον γραπτέον ο Ίων, εννοούντες τον Χίον ιστοριογράφον. Ίδ. Β. Θησ. § Κ.

205) Εκ Ταρσού, στωικός φιλόσοφος, ζήσας εν Αθήναις επί Καίσαρος, και πολλά περί φιλοσοφίας συγγράψας, εξ ών ουδέν διεσώθη.

206) Ίδ. Βίον Κοριολ. § ΙΕ.

207) Διονύσιος ο νεώτερος. Τούτον έρριψεν εν έτει 357 π. Χ. Δίων, ο γυναικάδελφος του πατρός του Διονυσίου του προσβυτέρου, τον δε Δίωνα ο Αθηναίος Κάλλιππος, δολοφονηθείς και αυτός, μετά έν έτος. Επανήλθε δ' ο νεώτερος Διονύσιος εν έτει 346 π. Χ. εκ Λοκρών των εν Σικελία, παρ' οίς είχε καταφύγει, και επιπεσών εις τας Συρακούσας, τας εκυρίευσε.

208) Πιθανώς υιόν του πρεσβυτέρου Διονυσίου, και Αριστομάχης της αδελφής του Δίωνος.

209) Οι Συρακούσιοι ήσαν άποικοι των Κορινθίων από του έτους 732 π. Χ.

210) Κλεωμεναί, πόλις μεταξύ Άργους και Κορίνθου

211) Θεόπομπος, ιστορικός. Ίδ. Λυκούργον Λ.

212) Έφορος, ομοίως. Ίδ. Θεμιστ. § ΚΖ. Τίμαιος, ομοίως, ίδε Λυκούργον § Α.

213) Κατά Διόδωρον τον εθανάτωσεν αυτός ο Τιμολέων εν τη αγορά και ολίγον μετά τούτο εξελέγη στρατηγός.

214) Λεωσθένης, στρατηγός των Αθηναίων εις τον Λαμιακόν πόλεμον, επιτυχών μεν κατ' αρχάς κατ' Αντιπάτρου, είτα δε κατά κράτος ηττηθείς και φονευθείς εις της Λαμίας την πολιορκίαν.

215) Εκ των Λοκρών των εν Σικελία.

216) Της Περσεφόνης.

217) Της Δήμητρος και της Περσεφόνης.

218) Τον Απόλλωνα.

219) Το μέρος εις ό εχρησμοδότει η Πυθία ήτον χάσμα, εις ό κατέβαινον, ως φαίνεται εκ του χωρίου τούτου.

220) Κατά το Μεταπόντιον.

221) Υπό του Πλούτωνος, όστις την ενυμφεύθη.

222) Ούτως ελέγετο δώρον την τρίτην ημέραν του γάμου υπό του νυμφίου διδόμενον εις την νύμφην, αφ' ού αυτή εφαίνετο εμπρός του αποβαλούσα της κεφαλής το κάλυμμα.

223) Νάσος ή Ορτυγία, μία των πρωτίστων συνοικιών των Συρρακουσών.

224) Εν Καλαβρία, εις το στενόν της Μεσσήνης.

225) Πόλις μεταξύ Μεσσήνης και Κατάνης, οικισθείσα, κατά Διόδωρον, υπ' αυτού τον Ανδρομάχου. Διατηρεί το αρχαίον όνομα.

226) Ίδ. βίον Λυκούργ. § Α.

227) Η Φοινικική πίστις, Punica fides, ήτον παροιμιακή, επί κακού, παρά τοις αρχαίοις.

228) Ο μεν Κάλλιππος είναι του Δίωνος ο φονεύς, ο δε Φάραξ αλλαχόθεν άγνωστος. Ίδ, βίον Δίωνος, περί το τέλος.

229) Άδρανος, πόλις εις τους πρόποδας της Αίτνης, υπό Διονυσίου του πρεσβυτέρου κτισθείσα.

230) Ώρας 17.

231) Ταγματάρχαι.

232) Μίαν και ημίσειαν ώραν.

233) Του Αδράνου, όστις φαίνεται ότι ήτον πολεμικός Θεός, ο επιχώριος Άρης.

234) Μάρκος, κατά τον Διόδωρον. Φαίνεται δ' ότι είναι το αυτό όνομα.

235) Εν έτει 313 π. Χ.

236) Την αποτρόπαιον ταύτην εκδίκησιν ενήργησαν οι Λοκροί, παρ' οίς επί πολύ είχε διατρίψει ο Διονύσιος. Κατ' Αιλιανόν δ' εβασάνισαν τας θυγατέρας αυτού, διά βελονών τρυπώντες αυτάς υπό τους όνυχας μέχρις ού απέθανον, και τα οστά αυτών εις κόνιν συνέτριψαν εν ιγδίω, και τας σάρκας αυτών διαλύσαντες κατέφαγον!

237) Μαθητής του Αριστοτέλους, συγγράψας περί μουσικής.

238) Διά να δείξη ότι δεν έχει όπλα.

239) Εν Κορίνθω βεβαίως, όταν έγινεν εκεί η γενική των Ελλήνων συνέλευσις, η αναγορεύσασα τον Φίλιππον στρατηγόν.

240) Ο κυνικός.

241) Ο Φίλιστος, στρατηγός και συγγραφεύς Συρακούσιος επί των δύο Διονυσίων. Ο δε Λεπτίνης άγνωστος. Ίσως αδελφός Διονυσίου του πρεσβυτέρου.

242) Αλαβάστρινα μυροφόρα αγγεία.

243) Θούριοι, πόλις ιταλική, εις τον κόλπον της Τάραντος. Η αρχαία Σύβαρις.

244) Βρέττιοι, πόλις ιταλική της Καλαβρίας, μη εξελληνισθείσα.

245) Πόλις μεταξύ Κατάνης και Συρακουσών.

246) Χιλίων δραχμών, αίτινες αντιστοιχούσι προς τετρακισχιλίας των σημερινών. Αντί των στεφάνων κατά την εποχήν εκείνην έδιδον αυτάς τας ποσότητας.

247) Ίδε ΙΣΤ, 2.

248) Η Μεσσήνη επί της Σικελίας, κείται κατάντικρυ του Ρηγίου, κειμένου εις τον πορθμόν επί της ιταλικής ακτής.

249) Τους Κορινθίους, διότι άποικοι αυτών ήσαν οι Συρακούσιοι.

250) Επιπολαί, άκρα τραχεία και σχεδόν απρόσβατος προς βοράν των Συρακουσών, οχυρωθείσα επί Διονυσίου του πρεσβυτέρου, και συνδεθείσα μετά της πόλεως.

251) Σικελός ιστοριογράφος, εξακολουθήσας του Φιλίστου την ιστορίαν.

252) 6,000,000 των τότε 24,000,000 των νυν δραχμών.

253) Ιμέρα, πόλις Σικελική, επί ποταμού ομωνύμου. Η δε νίκη εγένετο κατά το αυτό έτος της εν Θερμοπύλαις και Σαλαμίνι, το 480 π. Χ.

254) Πόλις της βορείας Σικελικής παραλίας.

255) Δηλαδή το μέρος της Σικελίας το υποκείμενον εις τους Καρχηδονίους.

256) Λιλύβαιον, ακρωτήριον και πόλις εις την δυτικήν πλευράν της Σικελίας.

257) Νέμεια, ό αγώνες οι τελούμενοι εις την Νεμέαν, ου μακράν της Κορίνθου, προς τον ναόν του Διός· και Ίσθμια οι αγώνες οι τελούμενοι εις τον Κορινθιακόν ισθμόν, περί τον ναόν του Ποσειδώνος.

258) Περί τας αρχάς Ιουνίου.

259) Κατά Λιόδωρον τον Σικελιώτην (ΙΣΤ, 80) 2500

260) Την επαρχίαν δηλαδή της Σικελιακής Μεσσήνης.

261) Τινές προτείνουσιν Ιετόν, φρούριον της Σικελίας παρά τον Κρίμηυον.

262) Οι Φωκείς, υπό των Αμφικτυόνων εις πρόστιμόν τι μέγα καταδικασθέντες, και μη δυνηθέντες να πληρώσωσιν αυτό, ελεηλάτησαν τον ναόν των Δελφών, Εκ τούτου προήλθεν ο δεκαετής ιερός πόλεμος, όν κατέπαυσε Φίλιππος ο Μακεδών εν έτει 344 π. Χ. Αρχηγοί των Φωκέων ήταν αλληλοδιαδόχως ο Φιλόμηλος, ο Ονόμαρχος, ο Φαύλλος και ο Φάλαικος.

263) Δηλαδή εζωγραφημένας διά της βαφής ήτις εξάγεται εκ του οστράκου της πορφύρας.

264) Ήλεκτρον ήτον μέταλλον εκ χρυσού και αργύρου μεμιγμένον.

265) Πόλις άγνωστος της Σικελίας, δι' ό και γράφουσί τινες Καυλωνίαν ή Γαλερίαν.

266) Λοχαγός του ιππικού.

267) Παρωδία της Ευριπίδου Μηδείας στοιχ. 214, όπου η Μήδεια λέγει κλητικώς: «Κορίνθιαι γυναίκες, εξήλθον δόμων», το δ' εξήλθον ενικώς εις πρώτον πρόσωπον, περί εαυτής, εν ώ ενταύθα ο Εύθυμος ευφυώς το παρώδησεν εις τρίτον πληθυντικόν πρόσωπον, εφαρμόζων αυτό εις τους Κορινθίους.

268) Οι Συρακούσιοι φαίνεται ότι ήσαν τότε άξιοι των όσων έπασχον, διότι ηθικώς ήσαν τόσον εξηχρειωμένοι, ώστε εξεδικούντο επί γυναικών και παρθένων, φονεύοντες αυτάς διά δικαστικής ανοσιουργίας.

269) Άλαβον γράφουσί τινες, διότι ούτω καλούμενον σικελικόν ποταμόν αναφέρει ο Πτολεμαίος. Κατ' άλλας γραφάς, Άμβολον.

270) Τινά χειρόγραφα φέρουσι «Λύκου.»

271) Λευκανία, επαρχία της κάτω Ιταλίας.

272) Αι εκκλησίαι του δήμου συνήρχοντο πολλάκις εις τα θέατρα, ως τούτο, κατά τους μεταγενεστέρους χρόνους εγίνετο και εν Αθήναις.

273) Άραγε αντί απαχθείς, δεν είχε το κείμενον απαγχθείς, λέγον ότι ζων εκρεμάσθη, και ορίζον ούτω τις ήτον η ήν υπέστη ποινή των ληστών;

274) Ακράγας, την σήμερον Grigenti, πόλις περιέχουσα αξιόλογα λείψανα αρχαίων μνημείων. Γέλα, την σήμερον Terra nuova, αμφότεραι, εις την μεσημβρινήν παραλίαν της νήσου.

275) Δηλαδή την επί του Πελοποννησιακού πολέμου εκστρατείαν του Νικίου, εφ' ής δεινώς ηττήθησαν οι Αθηναίοι.

276) Ελέα, πόλις της Λευκανίας, εν τη κάτω Ιταλία, άποικος των Φωκαέων.

277) Η νήσος του Αιγαίου, η Ζέα.

278) Ο υιός του Κόνωνος, Αθηναίος στρατηγός.

279) Εξ αγνώστου χωρίου.

280) Επίθετον του έρωτος.

281) Θέλει να είπη, πόση χάρις επί των έργων του.

282) Ποιητής Κολοφώνιος, κατά τα 400 π. Χ. γράψας ποίημα επικόν, επιγραφόμενον Θηβαΐς.

283) Διονύσιος, ζωγράφος περίφημος, εφάμιλλος του Πολυγνώτου.

284) Κολοφών, πόλις της Ιωνίας εν τη μικρά Ασία.

285) Ίδ. Ραγκ. Ιστορ. της αρχ. καλλιτεχνίας, Τόμ. Α'. σ. 478

286) Δηλ. της αυτομάτου τύχης, της μη βοηθουμένης υπ' ανθρωπίνης φρονήσεως.

287) Ίδ. ανωτ. ΚΓ.

288) Πόλις εις τα βόρεια κειμένη της Σικελίας.

289) Η Αττική μνα ήτον 100, η δε σικελική 40 αττικών δραχμών.

290) Εξ Ομήρ. Ιλιάδ. Ω. 630.

291) Στίχος εξ αγνώστου τραγικού χωρίου.

292) Ο Αβδηρίτης φιλόσοφος, ακμάσας περί Ολ. 72.

293) Και εξ ετέρου χωρίου του Πλουτάρχου (Περί εκλελοιπ. χρηστηρίων § 17), και εκ Κικέρωνος (Epist. ad C. Cassium) εξάγεται ότι κατά το δόγμα του Δημοκρίτου και του Επικούρου, εφέροντο εκ του περιέχοντος αέρος προς τους ανθρώπους είδωλά τινα, ή εικόνες, χρηστά ή πονηρά, αποτελούντα τας φαντασίας και τας ιδέας αυτών.

294) Ο Πυθαγόρας, φεύγων την πατρίδα του Σάμον, διότι ετυραννείτο υπό του Πολυκράτους, ήλθεν εις Ιταλίαν, και εσύστησεν εν Κρότωνι την φιλοσοφικήν αυτού σχολήν. Οι Ρωμαίοι συγγραφείς τω αποδίδουσιν ως υιόν τον Μάμερκον.

295) Γλυκύς.

296) Ίδ. βίον Νουμά. § Α.

297) Aedilitas.

298) Augures, οιωνοσκόποι. Την οιωνοσκοπίαν έλαβον οι Ρωμαίοι παρά των Τυρρηνών.

299) ιός Σελεύκου του Καλλινίκου, βασιλεύσας της Συρίας κατά τα έτη 246 — 210 π. Χ.

300) Οι πελέκεις, ή πελεκυφόροι, lictores, ήταν σωματοφύλακες διδόμενοι έξ μεν εις τους στρατηγούς, δώδεκα δ' εις τους υπάτους.

301) Ούτω και ο Τίτ. Λίβιος. Κατ' άλλους Μνάσων.

302) Όθεν παρ' ημίν η κάλτσα. Η λέξις δε ουχί λατινική, αλλά του σικελικού ελληνισμού.

303) Δηλαδή γεωγραφικών θέσεων, προς δυσμάς, ανατολάς κ.τ.λ.

304) Κατά Τ. Λίβιον εξελέγη ύπατος εν έτει 572 α. κ, Ρ. (182 π. Χ.), και εξεστράτευσε κατά το επιόν έτος.

305) Από του ποταμού της Γενούης, μέχρι Μονάκου.

306) Έχοντος τρεις παλμούς, τρία ζεύγη κωπίων.

307) Φίλιππον τον Γ', πατέρα του Περσέως.

308) Τον Πολιορκητήν.

309) Ίδ. Κοριολ. ο ΙΑ.

310) Πλοία φορτηγά. Ο Ωρεός, πόλις ές την βορείαν παραλίαν της Ευβοίας.

311) Πλοία πολεμικά, πέντε σειράς κωπών έχοντα.

312) Κατ' άλλους Ελίμεια ή Ελιμεία, ενικώς, πόλις της Μακεδονίας, υπό την Απολλωνίαν.

313) Δαρδανείς, έθνος Θρακικόν κατά την Μοίσιαν, την νυν Σερβίαν, μεταξύ Ορβήλου και Σκόδρου.

314) Έθνος Γερμανικόν κατά τας όχθας του Δουνάβεως.

315) Κατά την άνω Αλβανίαν.

316) De divinatione I, 46.

317) Αμίππους τους λέγουσιν ο, Θουκυδίδης και ο Ξενοφών, και ήσαν πεζοί συνοδεύοντες τους ιππείς, και έτοιμοι ν' αναβώσι τους ίππους αυτών, άμα των ιππέων τις έπιπτε (page).

318) Οι Μαιδοί, έθνος Θρακικόν πλησίον της Μακεδονίας (Στράβ. 318). Εις τα χειρόγραφα φέρεται κακώς Μηδικήν.

319) Χιλίους, λέγει το κείμενον, υπονοούν τους στατήρας. Είχε δ' ο χρυσούς στατήρ 2 δραχμών βάρος καν 20 δραχμών αξίαν.

320) Ο Τ. Λίβυος (33) λέγει άνευ ασπίδος, διά να μη κοιμώνται όρθιοι επ' αυτών. Τότε ενεωτέρισε και ως προς την αλλαγήν των φυλακών.

321) Οι και εφεκτικοί λεγόμενοι, και ζητητικοί και σκεπτικοί φιλόσοφοι, οι του Πύρρωνος οπαδοί.

322) Ναός του Απόλλωνος. Αλλ' ως πόλις της Μακεδονίας, αναφέρεται υπό Στεφάνου του Βυζαντίου.

323) Αναφέρεται και υπό Λιβίου, 44, 32.

324) Ημίσεια ώρα.

325) Λέγει τον Πύθιον Απόλλωνα, εις ού το ιερόν ην το επίγραμμα αναγεγραμμένον.

326) Ο Ξεναγόρας λοιπόν εύρε το κάθετον ύψος του Ολύμπου 6096 πόδας υπέρ το Πύνθιον. Το δ' ότι τα υψηλότερα βουνά και αι βαθύτεραι θάλασσαι δεν υπερβαίνουσι τους 6000 πόδας αποδείκνυται εσφαλμένον υπό των νεωτέρων καταμετρήσεων.

327) Πόλις της Πιερίας εν Μακεδονία, επί του Θερμαϊκού κόλπου.

328) Ο Τ. Λίβιος (Μ Δ, 37) δεν συμφωνεί προς ταύτα τα περί της εκλείψεως.

329) Μακεδονικάς λόγχας μακράς 11, ή 15 πήχεις.

330) Μικράς στρογγυλάς ασπίδας.

331) Την Πύδναν, ως είπεν εν ΙΣΤ.

332) Ίδ. Φαβ. Μάξ. ΙΘ.

333) Ίδ. και T. Liv. 44. Duac cohoriæ a parte Romanorum erant, Peligna et Maruccina.

334) Την τρίτην περίπου μετά μεσημβρίαν.

335) Μόλις 17 ετών.

336) Οι Κρήτες είχον παρά τοις αρχαίοις κακήν υπόληψιν ως ψεύσται. «Κρήτες αεί ψεύσται» έγραφεν ο Επιμενίδης 500 έτη π. Χ. και τον στίχον αυτού αναφέρει ο απόστολος Παύλος.

337) Τους εν Σαμοθράκη λατρευομένους Καββείρους, οίτινες υπό των Ελλήνων εθεωρούντο ως αυτοί οι Διόσκουροι.

338) Σάγρας, ποταμός της Μεγάλης Ελλάδος, ρέων διά της χώρας των Λοκρών. Ενταύθα οι Λοκροί, μυρίους έχοντες στρατιώτας, ενίκησαν κατά κράτος τους Κροτωνιάτας, έχοντας 130,000, και αυθημερόν έφθασε της νίκης η είδησις εις Ολυμπίαν, Σπάρτην, Κόρινθον και Αθήνας.

339) Και εις Μυκάλην της εν Πλαταιαίς κατά Μήδων έπρεπε να ειπή. Ίδ. Πολυαίνου. Στρατηγημ. Α, 33.

340) 20,000 στάδια αποτελούσι χιλίας ώρας.

341) Των Καββείρων δηλαδή ως ανωτέρω ο Περσεύς εκάθησεν ικέτης.

342) Ακρωτήριον εις τα βόρεια της Σαμοθράκης.

343) Ως γνωστόν ο Φειδίας έπλασεν εν Ολυμπία χρυσελεφάντινον το άγαλμα του Διός, όν περιγράφει μεγαλοπρεπώς ο Όμηρος, Ο Αιμίλιος λοιπόν εννόει ότι πρώτος διέγραψεν αυτόν ο Όμηρος, και την περιγραφήν εκείνου ότι συνεπλήρωσεν ο Φειδίας.

344) Τινές υπώπτευαν υπερδεκαπλάσια.

345) Λιμήν και πόλις της Ηπείρου, επί των συνόρων της Ιλλυρικής Μακεδονίας.

346) Τον Τίβεριν.

347) Πλοίον δεκαέξ ζεύγη κωπίων έχον, κτήμα του βασιλέως Περσέως.

348) Είδος ποτηρίων, εχόντων σχήμα κέρατος, κατά μίμησιν των αρχαιοτάτων χρόνων, ότε τα κέρατα των ζώων εχρησίμευον ως ποτήρια. Εντεύθεν, κατ' Αθήναιον (ΙΑ, 476) και το κεράσαι.

349) Οδοιπορικόν. Διετήρησα την λέξιν του κειμένου, ως κατάλληλον ίνα μείνη εν χρήσει, εκφράζουσα το γαλλικόν marche.

350) Αντιγονίδες, Σελευκίδες και Θηρίκλεια, εκπώματα, ούτως ονομασθέντα τα μεν από των δύο βασιλέων, τα δε από του κατασκευάσαντος αυτά Θηρικλέους του Κορινθίου (Αθήν. ΙΑ, 222, και 470.)

351) Ιλιάδ. Ω. 525-533.

352) Το νοτιανατολικόν ακρωτήριον της Ιταλίας, την σήμερον Brindisi.

353) Τον θρησκευτικόν.

354) Carcere, η φυλακή, και του Σικελικού Κάρκαρον.

355) Την των τιμητών, Censores.

356) Εις το κείμενον εγράφετο Λικίννιος Φιλόνεικος, ως αν η δευτέρα λέξις ήτον της πρώτης επίθετον. Αλλ' ο Κοραής έγραψε Λ. και Φιλόνεικος, διότι του Φιλονείκου τούτου μνημονεύει ο Πλούταρχος και εν πολιτ. παραγγέλμ. §. 14.

357) Ο ιστορικός, Ίδ. Λυκ. Α.

358) Ο στρατηγός των Λακεδαιμονίων, όστις επί Πελοποννησ. πολέμου εστάλη εις Συρακούσας και κατέστρεψε τους Αθηναίους.

359) Τιμολ. §. ΙΑ.

360) Επαινετός μάλιστα διά τούτο είναι ο Τιμολέων. Δεν τον κατέβαλε της τύχης καταφορά· αλλ' εβαρυθύμει δι' ό,τι περιείχε στυγερόν και ανόσιον η ιδία αυτού πράξις, ήν τω υπηγόρευσεν ηρωισμός πατριωτικός.

361) Σύβαρις, πόλις της Ιταλίας, διαβόητος διά την τρυφηλότητά της.

362) Στρατηγός Αθηναίος, νέους εισαγαγών κανόνας εις την τακτικήν.

363) Στρατηγός των Λακεδαιμονίων, ο φονευθείς εις την εν Αργινούσαις ναυμαχίαν.

364) Ο Στρατηγός του Αλεξάνδρου.

365) Τιμόθεος, υιός του Κόνωνος, και Χάρης, στρατηγοί των Αθηναίων.

366) Ευριπ. Ικέτ. 864.

367) Νικομήδην λέγει τούτο εν Αποφθέγμασι.

368) Πολιτικήν μερίδα.

369) Λεοντιάδας, γράφει ο Ξενοφών.

370) Ακρόπολιν των Θηβών.

371) Επί Θρασυβούλου, μετά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον, κατά των τριάκοντα τυράννων.

372) Μία των ανωτάτων αξιών εν Θήβαις.

373) Η προ της Ελευσίνος πεδιάς, όθεν διέρχεται η οδός προς τας Θήβας.

374) Μέλλων, κατά Ξενοφώντα.

375) Στάλικας, λέγει το κείμενον, ό οι σχολιασταί εξηγούσιν ως πασσάλους εφ' ών στηρίζουσι τα θηρευτικά δίκτυα. Ίσως δε γενικώς τους θηρευτικούς πάλους. Σταλίκια ονομάζει η συνήθεια τους οροθετικούς πασσάλους.

376) Ανώτατον ιερατικόν αξίωμα.

377) Οι αρχαίοι δεν εκάθηντο, αλλ' ήταν κατακεκλιμένοι εις τας τραπέζας.

378) Ότε επεκράτει το δημοκρατικόν πολίτευμα εν Θήβαις, οι ανώτατοι άρχοντες της πολιτείας ήσαν τρεις, καλούμενοι Βοιωτάρχαι.

379) Ούτως ωνομάζοντο οι υπό των Σπαρτιατών εις ξένας πόλεις πεμπόμενοι διοικηταί.

380) Τα των Βοιωτών φρονούντων.

381) Πλαταιαί η νυν Κόκλα. Θεσπιαί, το Ερημόκαστρον.

382) Τανάγρα, το Κακοσάλεσι, άντικρυ της Ευβοίας, μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας.

383) Όπου σήμερον το χωρίον και μοναστήριον της Σκριπούς.

384) Διαίρεσις του σπαρτιακού στρατού.

385) Πλησιάζουσαν εις την Ορχομενίαν, προς τα βορειανατολικά.

386) Την Κωπαΐδα λίμνην, εις ήν εκρέει ο Μέλας, ενούμενος μετά του Κηφισού.

387) Το υπέρ τον Ορχομενόν όρος.

388) Ο Πλούταρχος, καίτοι ιερεύς του Απόλλωνος φαίνεται όμως εφεκτικός.

389) Ίδ. Κάμιλλ. § . . .

390) Ο γνωστός Αρκάς ιστορικός, υιός του Λυκόρτα. Ο αριθμός των αποτελούντων την μόραν φαίνεται ότι δεν ήτον προσδιωρισμένος.

391) Ίδ. Λυκούργ. §ΣΤ.

392) Δηλαδή των συνδεδεμένων διά στενωτάτων δεσμών φιλίας.

393) Φυλάς και φρατρίας, υποδιαίρεσιν των φυλών, γένη.

394) Ιλιάδ. Β. 363.

395) Εν Βοιωτία και Φωκίδι ελατρεύετο ιδίως ο έρως, και ετελούντο τα ερώτια. Ο έρως ούτος ην η θερμή φιλία των νέων προς τους άνδρας παρ' ών εδιδάσκοντο τα μαθήματα και ελάμβανον τα παραδείγματα της αρετής και ανδρείας. Ως πρότυπον δε της τοιαύτης φιλίας προύκειτο αυτοίς ο Ηρακλής και ο Ιόλαος. Τον άμωμον της φιλίας ταύτης χαρακτήρα ανεγνώρισεν, ως κατωτέρω, αυτός ο Φίλιππος, ο εχθρός των Θηβαίων.

396) Ο Λάιος, πατήρ του Οιδίπου, ήρπασε τον Χρύσιππον υιόν του Πέλοπος.

397) Την Αρμονίαν.

398) Λεύκτρα, χωρίον εις την Βοιωτίαν, ου μακράν των Πλαταιών.

399) Περί Μενοικέως ίδ. Ευριπ. Φοινίσσας. Περί Μακαρίας ίδ. Ευριπ. Ηρακλείδ. Τα περί Φερεκύδου αλλαχόθεν άγνωστα.

400) Ίδ. Θεμιστοκλ. §. ΙΓ

401) Ο λιμήν της Βοιωτίας, άντικρυ της Χαλκίδος, όθεν εξέπλευσαν οι Έλληνες κατά της Τρωάδος. Ίδε βίον Αγησιλ.

402) Παραστάται (Ζευγίται εις το κείμενον) λέγονται οι πλησίον αλλήλων ιστάμενοι στρατιώται· επιστάται δ' οπίσω αλλήλων.

403) Αρχάς δεκεμβρίου.

404) Το Καλαμάκι εις τον Ισθμόν της Κορίνθου.

405) Πόλις της Θεσσαλίας.

406) Τον πατέρα του μεγάλου Αλεξάνδρου.

407) Δηλαδή αγαθήν Τύχην.

408) Ίδ. και Αλκιβ. Δ.

409) Τούτο σημαίνει ασπιδοφόρος. Ελέγετο δ' ούτω χλευαστικώς διά τον μακρόν και δασύν πώγωνά του, όστις εκάλυπτε το στήθος του ως ασπίς. (Αριστοφ. Εκκλησ. 71 και Σχολ.)

410) Των Θεσσαλών Αχαιών.

411) Η έκλειψις συνέβη κατά το έτος 364 ή 365 π. Χ.

412) Ιστορικός. Ίδ. Τιμολ. ΙΕ.

413) Εκ του Mars, του Άρεως.

414) Ιστορικός, Ίδ. Φάβ. Μάξ. ΙΘ.

415) Sorex Soricem, εκ του αιολικού Ύραξ, ο μυς.

416) Άλλοι γράφουσι Βιρδόμαρος· ούτω και οι πλείστοι των Ρωμαίων συγγραφέων Virdomares ή Viridomares. Το δε Βριτόμαρτος είναι εξελληνισμός κατά την Βριτόμαρτυν, την θυγατέρα του Διός.

417) Μεταξύ Μεδιολάνου και Πλακεντίας.

418) Ίδ. Β. Νουμά.

419) Ίδ. Ρωμύλ.

420) Ίδ. Ρωμύλ.

421) Ferire.

422) Ασσάριον ή Ας, ίσον αιγινητικώ οβολώ ή 1 2[3 του αττικού οβολού.

423) Ελλείπει ο αριθμός.

424) Ιδέ Παύλ. Αιμύλ.

425) Ίδ. §. Α.

426) Την Νεάπολιν, Νώλα, πόλις της αυτής επαρχίας.

427) Τριακοσίους λέγει το κείμενον. Αλλ' ο Κοραής προσέθηκεν την λέξιν χιλίους κατά Liv. ΧΧΙΙΙΙ, 46.

428) Πλοία έχοντα πέντε σειράς κωπίων.

429) Το χωρίον τούτο εις το κείμενον έχει πολλά τα αμφιβαλλόμενα.

430) Ειπών «Δος μοι πα στω, και ταν γαν κινήσω».

431) Πολύσπαστος μηχανή είναι η έχουσα πολλούς κοχλίας (μακαράδες).

432) Όργανον έγχορδον, τριγωνικόν, είδος άρπης.

433) Το τάλαντον ήτον βάρος είκοσι οκάδων περίπου.

434) Μηχανή βέλη τοξεύουσα.

435) Τον εκατόγχειρα γίγαντα.

436) Το χωρίον φαίνεται παρεφθαρμένον. Ίδ. Πολύβ. ΙΙ. 270. Αθήν. ΙΔ, 634.

437) Mέρoς της διαίτης των αρχαίων ήτον ν' αλείφωνται διά μύρων.

438) Ο λόγος ούτος είναι 2:1.

439) Ακρέλλας κατά Λίβ. XXIV, 35.

440) Ηλιακόν ωρολόγιον.

441) Μετά του Ιδομενέως κατά του Ιλίου εκ Κρήτης συνεκστρατεύσαντος, υιού Μολιού και Μέλφιδος.

442) Ο Ρωμαϊκός τύπος του ονόματος του Οδυσσέως, ίσως και εις ελληνικήν τινα διάλεκτον ανήκων.

443) Αι εκκλησίαι του δήμου πολλαχού εγίνοντο εις τα θέατρα.

444) Ίδ. Φάβ. Μάξ. ΙΘ.

445) Πίνδ. Πύθ. Β. αρχ.

446) Απόσπασμα της απολεσθείσης τραγωδίας, της επιγραφομένης Λικύμνιος.

447) Δηλαδή, πενιχρόν.

448) Ovatio.

449) Βακχικού αλαλαγμού.

450) Oves εκ του ενικού Ovis ουχί Ova, σημαίνον τα ωά.

451) Σαυνίται ή Σαμνίται, λαός της μέσης Ιταλίας.

452) Τρίτης από της ανατολής του ηλίου.

453) Dicere.

454) Οι εν Ιταλία Λοκροί, εις την Καλαβρίαν, των Οζολών αποικ.

455) Lancea, ίσως εκ του λόγχη.

456) Ιστορικός ζήσας επί Τιβερίου.

457) Ο αυτοκράτωρ Αύγουστος, γράψας και ιστορίαν.

458) Πόλις της Ρόδου.

459) Ίδ. § Α.

460) Του Αυγούστου.

461) Ίδ. Ρώμ. ΙΔ.

462) Ξενοφ. Kυρ. παιδ. Δ, α'.

463) Eις δράμα μη σωζόμενον.

*** END OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK 42700 ***